Η σκοτεινή πλευρά του 1821


 

Τι ήταν το 1821;


 

Δημήτρη Λιθοξόου


 

20.3.2018

 

Το 1821 δεν ήταν ελληνική εθνική επανάσταση.

Δεν ήταν ούτε ελληνική, ούτε εθνική, ούτε επανάσταση.

Δεν ήταν «ελληνική», καθώς αυτή η έννοια ήταν άγνωστη για την συντριπτική πλειοψηφία των πρωταγωνιστών της εποχής.

Δεν ήταν «εθνική», γιατί ούτε οι χριστιανοί Ρωμιοί, ούτε οι χριστιανοί Αρβανίτες, ούτε οι χριστιανοί Βλάχοι, είχαν συγκροτήσει εθνικές κοινότητες και εθνικά κινήματα.

Δεν ήταν «επανάσταση», καθώς οργανώθηκε από μια μυστική (Φιλική) εταιρεία που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ρωσικού υπουργείου εξωτερικών (του Καποδίστρια).

Το ένοπλο τμήμα της το αποτελούσαν διαβόητοι λήσταρχοι της εποχής.

Ευλογήθηκε από αιματοβαμμένους ρασοφόρους.

Προχώρησε στη εξόντωση (σφαγή και σκλάβωμα) του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής και στο πλιατσικολόγημα των περιουσιών του.

Γρήγορα μετατράπηκε σε πολυετή πόλεμο μεταξύ των εξεγερμένων, που ούτε την ονομασία του «εμφυλίου» δεν μπορεί να έχει.

Έναν πολύχρονο πόλεμο που κατέστρεψε τον τόπο και με τη συνεχή εναλλαγή των συμμαχιών, έστρεψε όλους εναντίον όλων.

Οι εξεγερμένοι, ηττήθηκαν ολοκληρωτικά από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά.

Και τότε...

Τη «νίκη» την έφεραν οι ξένοι στόλοι στο Ναβαρίνο,

μετά την εντολή του Τσάρου στο ρώσο ναύαρχο Χέυδεν, να προχωρήσει στη δημιουργία του προτεκτοράτου στη νότια βαλκανική.

Ενός προτεκτοράτου που ονομάστηκε «Ελλάς» και την ηγεσία του ανέλαβε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας.


 

Αυτή είναι η ουσία της «εθνικής παλιγγενεσίας».

Αυτό ήταν το 1821.

 

 

Δύο σχόλιά μου σχετικά με αυτή την ανάρτηση στο facebook:

  1. Στην περιοχή δεν υπήρξε εθνική επανάσταση. Ούτε οι Ρωμιοί, ούτε οι Αρβανίτες δεν συγκροτήθηκαν σε έθνη με βάση τον πολιτισμό (και τη γλώσσα) τους, διεκδικώντας την πολιτική εξουσία από το Σαράι ή το παλάτι. Η βαυαρική εξουσία ξεκίνησε την κατασκευή του «ελληνικού» έθνους. Το έθνος τελικά σχηματίστηκε, πολεμώντας διαχρονικά τους λαϊκούς πολιτισμούς, κάθε τι αλλόγλωσσο και ό,τι δεν έμοιαζε με «ελληνικό» Το αποτέλεσμα είναι ότι το ελληνικό έθνος (το εθνικό αφήγημα του οποίου θεμελιώθηκε πάνω στα ψέματα) πάσχει από αθεράπευτη προγονοπληξία, μια μορφή πνευματικού καρκίνου που κατατρώει τα υγιή κύτταρα της κοινωνίας.
  2. Η έννοια «ελληνικό έθνος» εμφανίζεται στο πολίτευμα της Επιδαύρου. Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο του; Αντιγράφω, από τμήμα Β', παράγραφο β': «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Δηλαδή οι χριστιανοί είναι το «έθνος». Όχι οι Ρωμιοί, όχι οι Αρβανίτες, όχι οι Βλάχοι. Και στο νέο κράτος οι χριστιανοί θα απολαμβάνουν «όλα τα πολιτικά δικαιώματα». Όχι οι μη χριστιανοί. Και επειδή το χριστιανικό «έθνος» ήταν «ελληνικό», οι χριστιανοί - μέλη του, δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να ακούσουν τον παπά να διαβάζει το ευαγγέλιο στις μητρικές τους γλώσσα. Κάτι που έγινε σε όλα τα άλλα κράτη της Ευρώπης, που δημιουργήθηκαν από εθνικά κινήματα.

 

 

 

Τα Ορλοφικά

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Νέα Ανατολή (31.3.2000)


Ως Ανατολικό Ζήτημα, θεωρείται από τους ευρωπαίους ιστορικούς, το πρόβλημα της διαδοχής των Οθωμανών στην Ευρώπη, ζήτημα που ουσιαστικά αρχίζει από τα τέλη του 17ου αιώνα και λήγει με τη δημιουργία του τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ.

Ωστόσο ο βασικός παράγοντας της δημιουργίας του Ανατολικού Ζητήματος, είναι κατά τη γνώμη μας, η σταθερή και διαχρονική επιδίωξη της Ρωσίας, στην κληρονομιά των βυζαντινών εδαφών και της μεταφοράς του τσαρικού θρόνου από το βορρά στην Κωνσταντινούπολη, ή βάση της διπλωματικής έκφρασης του ρώσου ιστορικού Γκοριάνοφ, “η επέκταση της ρώσικης εξουσίας επί των στενών του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου”.

Η αντιοθωμανική πολιτική της ρωσικής διπλωματίας, εδράζεται ιδεολογικά στον Πανσλαβισμό και την Ορθοδοξία, δηλαδή, στην γλωσσική συγγένεια ή την κοινότητα πίστης (ή και των δύο), μεταξύ των Ρώσων και ενός σημαντικού τμήματος των oθωμανών υπηκόων. Με υπόβαθρο αυτήν την ιδεολογία, η τσαρική εξουσία στέλνει συχνά τα στρατεύματά της να πολεμήσουν στα Βαλκάνια και βάση αυτής της ιδεολογίας διασκορπίζει τους πράκτορές της να εξαγοράσουν ληστές και να κατασκευάσουν “χριστιανούς επαναστάτες” στην βαλκανική ενδοχώρα.

Αφετηρία αυτής της πολιτικής, μπορούμε να ορίσουμε την άνοδο του Πέτρου Α΄, στον τσαρικό θρόνο (1689 – 1725), συστηματική πάντως εφαρμογή της έχουμε από την εποχή της Αικατερίνης Β΄ (1762 – 1796).

Από το σύνολο των βαλκανικών λαών, ο προσηλυτισμός των Ρωμιών αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ρώσικης εξωτερικής πολιτικής. Οι λόγοι βασικά είναι δύο. Πρώτον ο έλεγχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνακόλουθα του ιδεολογικοπολιτικού μηχανισμού αυτής της εκκλησίας από το ρωμαίικο στοιχείο και δεύτερον η γεωγραφική κατανομή του ρωμαίικου πληθυσμού στα στρατιωτικοπολιτικά στρατηγικής σημασίας παράλια της Άσπρης Θάλασσας (Αιγαίο).

Το ρώσικης “έμπνευσης” ρωμαίικο δημοτικό τραγούδι “ακόμα τούτη η άνοιξη ραγιάδες / τούτο το καλοκαίρι / καημένη Ρούμελη / όσο να έρθει ο Μόσκοβος (: Ρώσος) / να φέρει το σεφέρι (: επιστράτευση) / Μοριά και Ρούμελη”, αποτελεί το εκλαϊκευμένο ιδεολογικό πλαίσιο δράσης των ρώσων πρακτόρων στη νότια Βαλκανική, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και πάγια πολιτική στο εσωτερικό της τσαρικής αυτοκρατορίας.

Ο διμέτωπος χαρακτήρας του προσηλυτισμού των Ρωμιών στο άρμα της ρώσικης πολιτικής, επιβάλει αφενός μεν, τη δημιουργία ευκαιριών ενσωμάτωσής τους στο τσαρικό διοικητικό κατεστημένο εντός της ρωσικής επικράτειας, παρέχοντάς τους οικονομικά (κυρίως εμπορικά) προνόμια αλλά και θέσεις επίσης στο στρατιωτικό, διπλωματικό, θρησκευτικό και επιστημονικό μηχανισμό, τη δημιουργία δε, βάσιμων ελπίδων για τους κατοικούντες επί οθωμανικών εδαφών, πλην όμως εργαζόμενων για την υλοποίηση των ρωσικών σχεδίων, ώστε να προαχθούν στο εγγύς μέλλον σε σημαντικά περιφερειακά στελέχη ενός ρωσο-βυζαντινού μπλοκ εξουσίας.

Είναι αυτή η πολιτική, που οδηγεί τον τσάρο Πέτρο Α΄, να υψώσει το 1709, στο μητροπολιτικό ναό της Μόσχας αντίγραφο του λαβάρου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με την ελληνική επιγραφή “Εν τούτω Νίκα” και να δηλώσει στη Ρίγα πως η τύχη των επιστημών και των τεχνών είναι να επιστρέψουν μέσω Ρωσίας στα πατρικά ελληνικά εδάφη.

Κι είναι η ίδια πολιτική που βάζει τον αγιορείτη αρχιμανδρίτη Ησαΐα και τον Ιωάννη Κομνηνό τον Βυζάντιο να καλέσουν τον Τσάρο σε αντιοθωμανική σταυροφορία, τον καλόγερο Θεόκλητο Πολυειδή να ξαναγράφει την “οπτασία του Αγαθάγγελου”, τον Αθανάσιο Σκιαδά, τον Αλεξάνδριο Ελλάδιο, το Λαρισινό Πανταζή και τον Αναστάσιο Μιχαήλ να γίνουν τσαρικοί αυλοκόλακες, και τους ανώνυμους ρώσους πράκτορες να καλέσουν, ως νέοι προφήτες, το “ξανθό γένος” να φέρει τη λευτεριά στους Ρωμιούς, τη στιγμή που μοιράζουν σε εκκλησιές και σε μοναστήρια (επί οθωμανικής επικράτειας) πουγκιά ρώσικου χρυσού και προσωπογραφίες του Πέτρου Α΄, τυπωμένες στο Άμστερνταμ, με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο : “Petrus primus Russograecorum Monarcha” (: Πέτρος Α΄ ο των Ρωσογραικών Mονάρχης).

Είναι στοιχείο της ρώσικης διπλωματίας, που πρέπει εμφαντικά να επισημανθεί, ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός της.

Τα γνωστά στην ελληνική ιστορία ως Ορλοφικά, η πρώτη δηλαδή στρατιωτική εμπλοκή ρωμιών υπηκόων της Πύλης εναντίον της και στο πλευρό των ρωσικών στρατευμάτων, πραγματοποιείται το 1770, δύο χρόνια μετά την έναρξη ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου. Η οργάνωση όμως της “εξέγερσης” των Ρωμιών ξεκινά χρόνια πριν.

Οι Ρώσοι στέλνουν στην Ελλάδα ικανούς πράκτορές τους να προετοιμάσουν το έδαφος, να κατασκοπεύσουν και να στρατολογήσουν στα ρώσικα σχέδια κλέφτες, κληρικούς και πρόκριτους. Ο Εμμανουήλ Σάρρος, ο Γιαννιώτης Λουδοβίκος Σωτήρης, ο Ουκρανός Βασίλης Ταμάρα, ο Μολδαβός ψευτο-ιμάμης Χατζή Μουράτ και ο Σιατιστανός Γιώργος Παπάζογλου ή Παπαζόλης, είναι οι γνωστότεροι από αυτούς και βρίσκονταν όλοι τους στην υπηρεσία των ρώσων αριστοκρατών αδελφών Ορλόφ, που είχαν εξουσιοδοτηθεί από την Αικατερίνη Β΄ να υλοποιήσουν τη ρωμαίικη ανταρσία.

Την ίδια περίοδο δρουν στη βόρεια βαλκανική, πολλοί ρώσοι πράκτορες, σημαντικότεροι των οποίων είναι οι Γερμανός, Εζντεμίροβιτς, Βέλιτς, Ναζάρ Καραζίν, και Στέφανος Πίκολος.

Ο Παπάζογλου κατορθώνει να συγκεντρώσει στην Καλαμάτα στις αρχές του 1767, στον πύργο του προκρίτου Παναγιώτη Μπενάκη, τα σπουδαιότερα πρόσωπα που στρατεύονται στο ρωσικό σχέδιο.

Εκτός από τον Παπάζογλου και τον Μπενάκη, στη σύσκεψη παίρνουν μέρος ο μητροπολίτης Λακεδαίμωνος Ανανίας, ο Μεθώνης Άνθιμος Καράκαλος, ο Κορίνθου Μακάριος, ο Παλαιών Πατρών, ο Ρέοντος, ο Ζαρνάτας Νεόφυτος Δεληγιάννης, ο Μέγας Οικονόμος Καλαβρύτων, ο Κερνίτσης και Καλαβρύτων Δανιήλ, οι πρόκριτοι Μυστρά Παναγιώτης Κρεββατάς, Λεονάρδος Καφετζής και Ιωάννης Κρεββατάς ή Μελιτάκης, οι Κορίνθου Σπύρος και Γεωργαντάς Νοταράς, ο Πατρών Πόλος, ο Αιγίου Χρίστ. Μελετόπουλος, καθώς οι Παναγιώτης Ζαΐμης και Ιωάννης Δεληγιάννης.

 

Οι ανωτέρω αποδέχονται το ρωσικό σχέδιο και δηλώνουν εγγράφως την πίστη τους στην τσαρίνα Αικατερίνη Β΄. Ο Παπάζογλου γνωρίζει πως ο προσεταιρισμός των κεφαλών του τόπου είναι ο αναγκαίος, πλην όμως όχι και ικανός όρος, για την ευόδωση του σχεδίου. Πρέπει επιπλέον να στρατολογήσει ικανό αριθμό αξιόμαχων μισθοφόρων από τον ιθαγενή ορθόδοξο πληθυσμό. Και στο Μοριά αυτός ο εν δυνάμει ρωσικός στρατός, κατοικούσε στη Μάνη.

Η μανιάτικη κοινωνία ήταν μια κοινωνία με αρχαϊκά χαρακτηριστικά, αυστηρά πατριαρχικά δομημένη. Ο σκληρός πυρήνας αυτού του πληθυσμού κατοικούσε στο νότιο άκρο της δεύτερης χερσονήσου του Μοριά, από την Τσίμοβα (Αρεόπολη) μέχρι τον κάβο Ματαπά (Ταίναρο), σκαρφαλωμένος στις πλαγιές της Σαγιάς και στο Κακοβούνι. Αυτή είναι η περιοχή της Bassa Maina και κυρίως το δυτικό τμήμα της, η Μέσα Μάνη ή Κακκαβουλία.

Όταν λοιπόν μιλάμε για τους Μανιάτες, μιλάμε πρωταρχικά για τους Κακκαβουλιώτες. Επάγγελμά τους η κλεψιά και η ληστεία. Δευτερευόντως η προσφορά υπηρεσιών μισθοφορικής φρουράς σε άρχοντες και κράτη. Οι μεταξύ των πατριών σχέσεις, είναι κατά κανόνα σχέσεις ανταγωνισμού και πολέμου. Ζούνε οχυρωμένοι στους πύργους τους και βγαίνουν από αυτούς για πλιάτσικο ή για φόνους (βεντέτες).

Έτσι ακριβώς περιγράφει τους συντοπίτες του, την εποχή εκείνη, ο Μανιάτης στιχουργός Νικήτας Νιφάκος: “Οι άνδρες, άλλοι περπατούν στον κούρσον και κλεψίες / και άλλοι σ’ άλλους πολεμούν να κάμουν απιστίες. / Άλλος αλλούθε περπατεί να εύρη τι να κλέψη / και άλλος άλλον καρτερεί δια να τον φονεύση. / Άλλος τον πύργον του κρατεί να μην τον πιάση άλλος / και άλλος άλλον κυνηγά και άλλος πάλιν άλλον. / Και γείτονας τον γείτονα, κουμπάρος τον κουμπάρον / και αδελφός τον αδελφόν τον βλέπει σαν τον χάρον… / Ανθρώπους δεν εντρέπονται, Θεόν και δεν φοβούνται, / πτωχούς δεν ευσπλαχνίζονται, τους ξένους δεν λυπούνται. / Πολλήν έχουν ωμότητα και θηριογνωμίαν, / δεν έχουν ομοιότητα ανθρωπινήν καμμίαν.”

Φόβο και τρόμο αποτελεί και μόνο το όνομα των Μανιατών για τους γειτονικούς πληθυσμούς, μα περισσότερο για τους ταξιδιώτες και τα πληρώματα των καραβιών που η ρότα τους φέρνει κοντά στις ακτές της Μάνης.

Αγναντεύουν συνεχώς από τους βράχους και τα βουνά τους κατά τη θάλασσα, όχι τόσο για να εξασφαλισθούν από τις επιδρομές των πειρατών όσο για να ληστέψουν οι ίδιοι όποιον πέσει στα χέρια τους. Τους χριστιανούς ταξιδιώτες που αιχμαλωτίζουν στις ακτές τους πουλάνε στους Τούρκους για να δουλέψουν στις γαλέρες ή αλλού σαν σκλάβοι. Κι όπως βεβαιώθηκα, όταν πιάνουν Τούρκους, τους μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο: μόνο που τους πουλάνε στον πρώτο χριστιανό δουλέμπορο”, γράφει ο άγγλος διπλωμάτης Τζον Κόβελ, οι δε ολλανδοί περιηγητές Βαν Έγκμοντ και Τζον Χέυμαν συμπληρώνουν: “ Αν πέσει ξένος στα χέρια τους πρέπει να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σκλάβος ή να καταβάλει τεράστια λύτρα …Ακόμη και οι παπάδες τους ακολουθούν στις επιδρομές και παίρνουν το ένα δέκατο από τις λείες ως δικαίωμα της εκκλησίας”.

Αυτοί λοιπόν οι ληστοσυμμορίτες θεωρούνται από τους Ρώσους ο ιδανικός προς εξαγορά πληθυσμός. Αυτούς θα γεμίσουν με χρυσάφι, αυτούς θα ντύσουν με ρωσικές στρατιωτικές στολές και θα εξαπολύσουν ως σμήνος ακριδών να αφανίσουν το Μοριά.

 

Για να διαπραγματευτεί το ποσό της εξαγοράς τους, να εξηγήσει το ρωσικό σχέδιο και να συζητήσει τις λεπτομέρειες, ο Παπάζογλου μένει για μήνες στη Μάνη. Το έδαφος είχε προετοιμάσει ο Σάρρος, σε προηγουμένη επίσκεψή του στην περιοχή.

Κλείνοντας τη μίσθωση των Μανιατών και έχοντας τη συμφωνία ορισμένων ισχυρών δεσποτάδων και κοτζαμπάσηδων, ο Παπάζογλου είχε εκτελέσει με επιτυχία την αποστολή του. Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν τώρα οι ρώσοι προϊστάμενοί του, οι αδελφοί Ορλόφ.

Οι αδελφοί Αλέξης και Θόδωρος Ορλόφ, φτάνουν στην Ιταλία στα τέλη του 1768, λίγους μήνες μετά την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου. Η Αικατερίνη Β΄ έχει αποφασίσει να στείλει το στόλο της από τη βαλτική θάλασσα στο Μοριά. Οι Ορλόφ αναμένοντας την άφιξη του ρώσικου στόλου στη Μεσόγειο, αναλαμβάνουν να στρατολογήσουν μισθοφόρους, να εξασφαλίσουν τα αναγκαία εφόδια και να βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τους ανθρώπους τους στο Μοριά.

Οι Ορλόφ εγκαθίστανται στη Βενετία, με το ψευδώνυμο Οστρόφ. Εκεί τους συναντά ο Παπάζογλου και τους ενημερώνει για την κατάσταση. Συναντούν επίσης έναν άλλο κορυφαίο πράκτορα τους, τον ζακυνθινό κόμη Δημήτρη Μοτσενίγκο ( Ο γιος του Γεώργιος, αρκετά χρόνια μετά, θα στρατολογήσει ως ρώσο πράκτορα τον Ιωάννη Καποδίστρια). Ο Μοτσενίγκος προμηθεύει τους Ορλόφ με αναλυτικούς χάρτες και αναφορές κατασκόπων του, σχετικά με τις στρατιωτικές δυνάμεις και τις δυνατότητες άμυνας των οθωμανικών στρατευμάτων.

Από τις 29/1/1769, η τσαρίνα διορίζει και τυπικά τον Αλέξη Ορλόφ αρχηγό των επιχειρήσεων στην περιοχή. Αυτός αναθέτει σε έναν έμπιστο άνθρωπο των Ρώσων, τον ηπειρώτη μεγαλέμπορο και τραπεζίτη Πάνο Μαρούτση, το σημαντικό μέρος της οικονομικής προετοιμασίας της επιχείρησης.

Ο Αλέξης Ορλόφ συντονίζει από τη Βενετία τη δράση των ρώσων πρακτόρων που τον επισκέπτονται και λαμβάνουν τις οδηγίες του. Η βενετσιάνικη γερουσία αντιλαμβάνεται το πραγματικό πρόσωπο των Οστρόφ και θέλοντας να διατηρήσει την ουδετερότητά της, τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν την επικράτειά της. Οι τελευταίοι συνεχίζουν τη δράση τους στη Γένοβα και κατόπιν στο δουκάτο της Τοσκάνης.

Εν τω μεταξύ ο ρώσος πρωθυπουργός Πάνιν έχει γράψει (από τις 23/1/1769) στον αρχηγό των μυημένων Μανιατών Γιώργο Μαυρομιχάλη και τον ενημερώνει για τις εξελίξεις. Ο ανιψιός του τελευταίου Στέφανος Μαυρομιχάλης, συνοδευόμενος από τον ρώσο πράκτορα Άγγελο Αδαμόπουλο, μεταβαίνει στην Ιταλία και συναντά τον Αλέξη Ορλόφ για να συζητήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Η πρώτη ρωσική μοίρα του ρωσικού στόλου αναχωρεί από την Κρονστάνδη τέλη Ιουνίου 1769, υπό την ηγεσία του ναυάρχου Σπιρίντοφ. Μεταξύ των αξιωματικών βρίσκεται ο άγγλος πλοίαρχος Γκρέιγκ και ο μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνης Ψαρός. Η μοίρα αποτελείται από δεκαοκτώ σκάφη και 5183 άντρες. Φτάνει στην Αγγλία τον Οκτώβριο για επισκευές και προμήθειες, έχοντας την άδεια της αγγλικής κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο διευκολύνει το ρωσικό στόλο αλλά και δηλώνει κατηγορηματικά προς τη Γαλλία και την Ισπανία, ότι κάθε ενέργεια εναντίον των Ρώσων θα θεωρηθεί εχθρική πράξη προς την Αγγλία.

Η ρωσική μοίρα εισέρχεται στη Μεσόγειο και φτάνει στο νησί Μινόρκα (Βαλεαρίδες) τον Ιανουάριο του 1770. Εκεί βρίσκεται ήδη αναμένοντάς την ο Θόδωρος Ορλόφ, ο οποίος είχε προετοιμάσει τον εφοδιασμό της. Η ρωσική μοίρα έχει υποστεί μεγάλες απώλειες από την κακοκαιρία. Από τα δεκαοκτώ πλοία έχουν μείνει μόνο οκτώ και αυτά με αποδεκατισμένα από τις επιδημίες πληρώματα.

Την ίδια χρονική περίοδο, έχει αφιχθεί στην Αγγλία η δεύτερη ρωσική μοίρα υπό το σκοτσέζο αντιναύαρχο Έλφινστον, με δέκα πλοία και αποστολή να πλεύσει το δυνατόν γρηγορότερα στη Μεσόγειο για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις του Σπιρίντοφ.

Ο Θόδωρος Ορλόφ, με ένα πολεμικό της μοίρας μεταβαίνει στο Λιβόρνο όπου παραλαμβάνει τρία αγορασμένα, εξοπλισμένα και με μισθοφόρους επανδρωμένα πολεμικά σκάφη. Από εκεί σαλπάρει και στις 17 Φεβρουαρίου εισέρχεται στο λιμάνι Βίτουλο (Οίτυλο) της Μάνης, όπου την επομένη καταφθάνει και η κυρίως μοίρα υπό το ναύαρχο Σπιρίντοφ.

Οι Μανιάτες υποδέχονται τους Ρώσους με τραγούδια και ολοήμερους πυροβολισμούς στον αέρα. Ο ναύαρχος Σπιρίντοφ καλεί τους μανιάτες αρχηγούς στη ναυαρχίδα, τους διαβάζει προκήρυξη της τσαρίνας με την οποία τους καλεί υπό την εξουσία της και τους παραδίδει ρωσικές σημαίες “ευλογημένες” από τον αρχιεπίσκοπο Μαυροβουνίου που έχουν μαζί τους. Στη συνέχεια οι Μανιάτες στρατολογούνται επίσημα ως μισθοφόροι, ορκίζονται πίστη στην Αικατερίνη Β΄, ντύνονται με ρωσικές στολές και εξοπλίζονται με πολεμικά όπλα.

Δημιουργούνται δύο μισθοφορικά σώματα, η Ανατολική και η Δυτική Λεγεώνα, υπό την ηγεσία του λοχαγού Μπάρκοφ και του αντισυνταγματάρχη Ντολγκορούκοφ αντίστοιχα και την περιορισμένη συμμετοχή λίγων ρώσων υπαξιωματικών και στρατιωτών. Η Ανατολική Λεγεώνα αριθμεί στην αρχή 200 άντρες, η δε Ανατολική 1200, νούμερα όμως που τις επόμενες μέρες θα αυξηθούν σημαντικά.

Το ρωσικό σχέδιο αποτελείται από τρία σκέλη. Ο ρωσικός στόλος με τη βοήθεια ενός πολύγλωσσου μπουλουκιού μισθοφόρων που κουβαλά από την Ιταλία, θα πολιορκούσε την Κορώνη. Η Δυτική Λεγεώνα θα εκστράτευε στη Μεσσηνία και η Ανατολική θα επιδίωκε την κατάληψη του Μυστρά. Ήταν ένα σχέδιο που αποσκοπούσε στην απόκτηση ενός οχυρά προστατευμένου λιμένος, για να χρησιμοποιηθεί ως ναύσταθμος, καθώς επίσης στην, για λόγους ασφαλείας, κατοχή της ευρύτερης ενδοχώρας.

Η σημαντικότερη στρατιωτική τους επιτυχία υπήρξε αναμφίβολα η κατάληψη του Μυστρά. Η Ανατολική Λεγεώνα πολιόρκησε την πόλη, η οποία παραδόθηκε στις 8 Μαρτίου από έλλειψη νερού. Οι όροι της παράδοσης προέβλεπαν το σεβασμό της ζωής και της τιμής των κατοίκων, την παράδοση των όπλων και της κινητής περιουσίας των μουσουλμάνων υπερασπιστών της.

 

Μόλις ωστόσο οι μουσουλμάνοι παρέδωσαν τα όπλα, οι Μανιάτες, με την ανοχή των ρώσων αξιωματικών αρχίζουν να σφάζουν αδιακρίτως. Η έννοια της μπέσας δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο τους. Οκτώ χιλιάδες άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των γερόντων των γυναικών και των παιδιών, μακελεύτηκαν. Απ’ το μαχαίρι δεν ξεφεύγουν τα βρέφη, η εβραϊκή κοινότητα αλλά και πολλοί ρωμιοί χριστιανοί. Ταυτόχρονα πλιατσικολογούν τα πάντα. Μόνο οι πέτρες στις μάντρες μένουν στη θέση τους.

Τα ίδια ακριβώς γεγονότα, επαναλαμβάνονται δύο μέρες αργότερα από τη Δυτική Λεγεώνα στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Οι μουσουλμάνοι υπερασπιστές της παραδίδονται υπό όρους, η συμφωνία της παράδοσης δεν γίνεται σεβαστή, ξεσπά γενική σφαγή και πλιάτσικο. Η πόλη τέλος παραδίδεται στις φλόγες. Το Λεοντάρι και η Ανδρούσα έχουν την ίδια τύχη.

 

Τα νέα γίνονται γνωστά με φρίκη στο μουσουλμανικό πληθυσμό του Μοριά, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι η ζωή του εξαρτάται και μόνο από τη δυνατότητα υπεράσπισης των οχυρών που καταφεύγει. Οι αρχικές σκέψεις για υπό όρους παράδοση ισοδυναμεί πια με την άνευ όρων σφαγή του.

Οι γενικευμένες σφαγές γίνονται έτσι μπούμερανγκ για τους Ρώσους. Η Κορώνη που ήταν έτοιμη να παραδοθεί, προβάλει τώρα λυσσαλέα αντίσταση, ανατρέποντας το στρατηγικό ρωσικό στόχο.

Η Ανατολική Λεγεώνα μεθυσμένη από το αίμα και το πλιάτσικο αποφασίζει να χτυπήσει στις 21 Μαρτίου την οθωμανική καρδιά του Μοριά: την Τριπολιτσά (Τρίπολη). Στη δύναμή της έχουν προστεθεί συμμορίες ληστών (Κολοκοτρωναίοι, Ντάρας, Θιακός, Ρούσης, Κόδρας, Ντουσιακίτης, Μπαρακύρας, Κρεμαστιώτης, Μαντζάρης). Οι Μανιάτες παίρνουν μαζί τους , ως εν δυνάμει υποζύγια, τις γυναίκες τους, που κουβαλάνε σακιά για να φορτώσουν τα υποσχόμενα πλούσια λάφυρα.

Το σύνολο των αντρών που εκστρατεύουν κατά της Τριπολιτσάς ξεπερνά τις οκτώ χιλιάδες. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί μουσουλμάνοι μάχιμοι που βγαίνουν στα Τρίκορφα στις 29 Μαρτίου να τους αντιμετωπίσουν είναι σαφώς λιγότεροι, πολεμούν όμως με τέτοιο σθένος και αποφασιστικότητα που σε σύντομο χρονικό διάστημα διαλύουν κυριολεκτικά το ρωσο-ρωμαίικο στράτευμα, το οποίο και τρέπεται σε άτακτη φυγή.

Η μάχη αυτή αποτελεί ουσιαστικά και την αρχή του τέλους της ρωσικής εισβολής στο Μοριά. Οι ρώσοι αποφασίζουν να λύσουν την πολιορκία της Κορώνης και να επιχειρήσουν την κατάληψη του πλημμελώς φυλασσόμενου Ναβαρίνου (Πύλου). Το επιτυγχάνουν στις 10 Απριλίου. Εκεί καταπλέουν δυο μέρες αργότερα τρία ρώσικα πολεμικά πλοία, έχοντας μαζί τους το γενικό αρχηγό της εκστρατείας Αλέξη Ορλόφ.


Εκτιμώντας την γενική κατάσταση ο Αλέξης Ορλόφ, επιχειρεί με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις που έχει στις διαταγές του να καταλάβει τη Μεθώνη. Η προσπάθειά του στέφεται από πλήρη αποτυχία. Μια νέα βαριά ήττα για τα ρώσικα όπλα σημειώνεται έξω από τα τείχη της Μεθώνης στις 17 Μαΐου. Τρεις μέρες αργότερα ο ρωσικός στόλος εγκαταλείπει οριστικά το Μοριά και το φιλόδοξο σχέδιο της κατάκτησής του και ενισχυμένος με τη δεύτερη ναυτική μοίρα υπό τον Έλφινστον (11 Ιουνίου) κατευθύνεται στις Κυκλάδες και συγκεκριμένα στο φυσικό λιμένα του χωριού Νάουσα της Πάρου, όπου και μετατρέπεται σε ρωσικό ναύσταθμο.

Από κει ο ρωσικός στόλος εξορμά και επιτυγχάνει, λόγω εξαιρετικά κακών χειρισμών του αντιπάλου του, την καταστροφή του τουρκικού στόλου στο μικρασιατικό λιμάνι Τσεσμέ (απέναντι από τη Χίο), στις 26 Ιουνίου.

Οι Ρώσοι αναδεικνύονται έτσι μέσα σε μια μέρα κυρίαρχη ναυτική δύναμη του Αιγαίου. Δεν έχουν ωστόσο τη δυνατότητα, παρά την ενίσχυσή τους και με τρίτη ναυτική μοίρα υπό τον αντιναύαρχο Χαρφ, για χερσαίες επιχειρήσεις. Περιορίζουν έτσι την κατοχή τους σε 18 νησιά, με επίκεντρο τις Κυκλάδες.

 

Οι νησιώτες χαρακτηρίζονται υπήκοοι της Αικατερίνης Β΄. Τους επιβάλλονται βαριές αγγαρείες και σκληρή φορολογία. Τα τρόφιμα κατάσχονται για τις ανάγκες του ρώσικου στόλου. Ο ρώσος πλοίαρχος Στέφαν Χμετιόβσκι, στέλεχος των δυνάμεων κατοχής στις Κυκλάδες, περιγράφει γλαφυρά στο ημερολόγιό του την κατάσταση που οδηγούν οι Ρώσοι τους κατοίκους της Πάρου και της Νάξου: “ Τριγυρίζουν γυμνοί, πειναλέοι, τρέφονται με χόρτα και η όψη του προσώπου τους παριστά απλή ανθρώπινη σκιά”.

Οι μισθοφόροι των Ρώσων πλιατσικολογούν και βιαιοπραγούν κατά των ντόπιων. Οι καθολικοί κάτοικοι διώκονται επιπλέον για το δόγμα τους. Τα παράλια της Μικρασίας, της Θράκης και της Μακεδονίας λεηλατούνται. Ρωμιοί πειρατές, υψώνουν ρωσικές σημαίες και σπέρνουν τον τρόμο σε θάλασσα και παράκτια κατοικημένους τόπους. Τέλος οι ρώσοι αξιωματικοί επιδίδονται σε συστηματική αρπαγή των αρχαιοτήτων.

Ο κυκλαδίτικος πληθυσμός αρνείται να συνεργαστεί με τους Ρώσους. Πολλοί εγκαταλείπουν τον τόπο τους και άλλοι συνομιλούν μυστικά με τους Τούρκους για την επαναφορά της οθωμανικής διοίκησης.

Με τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (10 Ιουλίου 1774) ο ρωσικός στόλος εγκαταλείπει το Αιγαίο, αφήνοντας πίσω του φτώχεια, δυστυχία και ερήμωση. Η ρωσική κατοχή κράτησε τέσσερα χρόνια και φανέρωσε στο ρωμαίικο νησιώτικο πληθυσμό το πραγματικό πρόσωπο του Μεγάλου Ορθόδοξου Αδελφού. Η εξουσία της Πύλης αποκαθίσταται και οι χριστιανοί επιστρέφουν στο παλαιό καθεστώς, στην πριν “των Ρώσων ραδιουργία” - κατά την έκφραση του συγχρόνου με τα γεγονότα Μοραΐτη Π. Παπατσώνη – στο καθεστώς εκείνο όπου “οι χριστιανοί ευημερούσαν πλησίον των Τούρκων”.

 

 

Η Φιλική Εταιρεία

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

Το κείμενο της αριστερής στήλης, χωρίς τις βιβλιογραφικές παραπομπές, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Νέα Ανατολή στις 16 Ιουνίου 2000

Το κείμενο της δεξιάς στήλης και όλες οι βιβλιογραφικές παραπομπές προστέθηκαν στις 30 Δεκεμβρίου 2009.

 

Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή η Ρωσία υποχρέωσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία: α) σε καταβολή πολεμικής αποζημίωσης τεσσάρων εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων, β) σε κατοχύρωση της αυτονομίας των ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας των Τατάρων της Κριμαίας, γ) σε αναγνώριση του δικαιώματος προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων της Πύλης από τον τσάρο, δ) σε παροχή του δικαιώματος της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στον Εύξεινο στα υπό ρωσική σημαία εμπορικά πλοία και του ελεύθερου εμπορίου εντός της οθωμανικής επικράτειας για τους ρώσους υπηκόους και ε) την ελευθερία δημιουργίας ρωσικών προξενείων, σε όποια οθωμανική πόλη η τσαρική κυβέρνηση έκρινε σκόπιμο.

 

Η Αικατερίνη Β΄ δεν παραιτήθηκε ωστόσο από το μεγάλο σχέδιο της, τη διάλυση δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Το Σεπτέμβριο του 1782 έκανε καθαρό το σχέδιο της αυτό (το επονομαζόμενο “ελληνικό”) στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄.

 

Πρότεινε αντιοθωμανική ρωσο-αυστριακή συμμαχία. Η Αυστρία θα κατακτούσε τη βόρεια Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Η Ρωσία θα λάμβανε υπό την προστασία της το νέο Βυζαντινό Κράτος που θα περιελάμβανε τη Θράκη με την Κωνσταντινούπολη και τα στενά, τη Βουλγαρία, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και θα είχε για ηγεμόνα τον εγγονό της Αικατερίνης Β΄ Κωνσταντίνο ( που για το λόγο αυτό είχε λάβει το όνομα του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα). Η Βλαχία και η Μολδαβία θα αποτελούσαν το ενιαίο Βασίλειο της Δακίας με ηγεμόνα το ρώσο αριστοκράτη Ποτέμκιν .

 

Ο Ιωσήφ Β΄, δέχτηκε την αντιοθωμανική συμμαχία, διαβλέποντας όμως ότι τόσο το Βυζαντινό Κράτος όσο και εκείνο της Δακίας, θα μετατρέπονταν γρήγορα σε ρωσικές επαρχίες, κράτησε επιφυλάξεις για τον τρόπο διανομής των εδαφών. Η Ρωσία όμως βιαζόταν. Ένα χρόνο αργότερα παραβιάζει τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και προχωρά στην προσάρτηση της Κριμαίας. Ο Γρηγόρης Ποτέμκιν αναλαμβάνει τη δημιουργία πολεμικού ναυστάθμου στη Σεβαστούπολη, στα εγκαίνια του οποίου παραβρίσκονται το 1787, τόσο η Αικατερίνη Β΄ όσο και ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄.

 

Τον ίδιο χρόνο ξεσπά ο πόλεμος των συμμάχων Ρωσίας – Αυστρίας κατά της Πύλης. Η Αυστρία καταλαμβάνει το πασαλίκι του Βελιγραδίου και μέρος της Βοσνίας, τελικά όμως ηττάται από τους Οθωμανούς υποχωρεί και συνθηκολογεί μονομερώς (1791). Αντίθετα τα ρωσικά στρατεύματα προελαύνουν στα παράλια του Ευξείνου και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Πύλη αναγκάζεται να υπογράψει το 1792 συνθήκη ειρήνης στο Ιάσιο. Με αυτή παραχωρεί στη Ρωσία τις βόρειες ακτές του Ευξείνου και αναγκάζεται να ανανεώσει όλους τους όρους της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή.

 

Ήδη όμως υπάρχει ένας νέος παράγοντας που ανατρέπει δραματικά τις ισορροπίες στην Ευρώπη. Πρόκειται για τη γαλλική επανάσταση του 1789 με τις τεράστιες κοινωνικοπολιτικές συνέπειες της αλλά κυρίως τη στρατιωτική δύναμη που αποκτά υπό την αρχηγία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και το θανάσιμο κίνδυνο που συνιστά για όλες τις ευρωπαϊκές μοναρχικές αυλές της εποχής.

 

Οι επιτυχίες των στρατού του Ναπολέοντα σε όλα τα μέτωπα είναι τέτοιες που ανατρέπουν προσωρινά όλες τις παραδοσιακές συμμαχίες και αντιπαλότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.

 

Η ρωσική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί δραματικά από αυτές τις εξελίξεις. Η προέλαση του Βοναπάρτη στην Ιταλία, η εκστρατεία του στην Αίγυπτο και οι προς ανατολάς βλέψεις του (που θα καταλήξουν αργότερα μέχρι και στην κατάκτηση της Μόσχας) οδηγούν το 1798 σε πρόσκαιρη ρωσο-οθωμανική συμμαχία, η οποία θα καταλήξει, όσον αφορά τα ελλαδικά πράγματα, σε εκδίωξη των Γάλλων και στην κατάληψη υπό του ρωσικού και οθωμανικού στόλου των νήσων του Ιονίου τον Φεβρουάριο του 1799 και στη δημιουργία τον Μάρτιο του 1800 της υπό την επικυριαρχία της Πύλης Ιονίου Πολιτείας.

 

Στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα της νεοσύστατης πολιτείας των επτανήσιων αριστοκρατών, οι Ρώσοι συναντούν τον άνθρωπο που χρειάζονταν για τους μελλοντικούς επιτελικούς χειρισμούς τους στο ανατολικό ζήτημα: τον νεαρό γιατρό και κόμη Ιωάννη Καποδίστρια.

 

Γιος του ρωσόφιλου κόμη Αντωνίου – Μαρία Καποδίστρια ( ανακηρυγμένος υπό του τσάρου Ιππότης του τάγματος της Ιερουσαλήμ, για την προς τη Ρωσία υπηρεσίες του), στρατολογείται το 1803 σαν πράκτορας από τον ζακυνθινής καταγωγής πληρεξούσιο υπουργό της Ρωσίας στα Επτάνησα κόμη Γεώργιο Μοτσενίγκο και αναλαμβάνει γραμματέας (: υπουργός) Εξωτερικών Ναυτικών και Εμπορίου της Δημοκρατίας των Επτανήσων (όπως μετονομάστηκε) [Αρς 1978, 45].

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας δουλεύει με ζήλο για την προώθηση των ρωσικών συμφερόντων και διακηρύσσει παντού ότι μόνο η Ρωσία έχει τη δύναμη και τη θέληση να βελτιώσει την τύχη των ελλήνων προυχόντων. Την ευαρέσκεια του προς τον Ι. Καποδίστρια, για την υπό την καθοδήγηση του Γ. Μοτσενίγκου προς την Ρωσία προσφερομένων υπηρεσιών, εκφράζει εγγράφως ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ στις 15 Μαρτίου 1804, αμείβοντάς τον ταυτόχρονα με το αξίωμα του Συμβούλου [Αρς 1978, 45].

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ο πρώτος υπουργός ελληνικής πολιτείας που στρατολογείται και εργάζεται για τα συμφέροντα της Ρωσίας. Τη θέση αυτή στα Επτάνησα την κρατά μέχρι τον Ιούλιο του 1807, οπότε με τη ρωσο-γαλλική συνθήκη του Τίλσιτ, τα νησιά επανέρχονται στη γαλλική κυριαρχία.

 

Ήδη από το 1806 η Ρωσία ξαναβρίσκεται σε πόλεμο με την Τουρκία και ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ παζαρεύει ανεπιτυχώς με τον Ναπολέοντα την εφαρμογή του “ελληνικού σχεδίου” της γιαγιάς του Αικατερίνης Β΄, περί ρωσικής ανασύστασης του Βυζαντίου. Ο Βοναπάρτης αρνείται τελικά τις ρωσικές προτάσεις, θεωρώντας πως η Κωνσταντινούπολη δεν είναι απλώς μία πόλη αλλά η “αυτοκράτειρα του κόσμου”. Εντυπωσιάζεται ωστόσο από το γεγονός, όπως γράφει ο Γκρόσβενορ, ότι “καμιά τιμή δεν ήταν αρκετά υψηλή, κανένας όρος αρκετά βαρύς ώστε ο ρώσος τσάρος να μην τον είχε αποδεχθεί ευχαρίστως προκειμένου να αποκτήσει αυτή την πόλη”.

 

Ο Καποδίστριας αποτελεί το βασικό πρωταγωνιστή στην ιστορία της Εταιρείας των Φιλικών, γεγονός που επιβάλει ώστε η δομή της παρούσας αφήγησης να περιστρέφεται στο εξής γύρω από το πρόσωπο του.

Ακόμα και το όνομα της εταιρείας «των Φιλικών», ή «των Φίλων», είναι προφανώς ιδέα του Καποδίστρια, καθώς ο ίδιος είχε δημιουργήσει στα νιάτα του στην Κέρκυρα, με κάποιους φίλους του, μια εταιρεία ακριβώς με αυτό το όνομα. Διαβάζουμε σχετικά στον Ευαγγελίδη: «Κατά Μάιον 1802 συνωθείς (ο Καποδίστριας) μετά 10 ή 12 συνομηλίκων φίλων, οι οποίοι βραδύτερον διεκρίθησαν δια την παιδείαν αυτών, παρεκίνησε τούτους να συστήσωσι, και συνέστησαν, ιδιωτικόν φιλολογικόν σύλλογον υπό τον τίτλον “Εταιρίας των Φίλων”, εν τω καταστήματι του οποίου συνερχόμενοι εμελέτων και διεσκέπτοντο περί πολλών και ωφελίμων τη πατρίδι πραγμάτων» [Ευαγγελίδης 1894, 20].

Ο ρόλος του ρώσου πράκτορα στα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα διαρκεί μόνο για ένα χρόνο καθώς ο τσάρος έχοντας εκτιμήσει τις ικανότητες του Καποδίστρια, τον ονομάζει ιππότη του παρασήμου της Αγίας Άννας Β΄ τάξεως, τον διορίζει στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών και του στέλνει χρήματα για να μεταβεί στην Πετρούπολη και να αναλάβει νέα σημαντικότερα καθήκοντα [Καποδίστριας 1986, 27].

 

Διαβάζοντας την από 27 Μαΐου 1808 επιστολή του ρώσου καγκελαρίου Ρουμιάντσεφ, με την οποίο ενημερώνεται για τη νέα θέση που του προσφέρει ο τσάρος, ο Καποδίστριας αποφασίζει, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, να αφιερώσει στον τσάρο Αλέξανδρο ολόκληρη τη ζωή του, “εάν η ταπεινή αύτη προσφορά ηδύνατο να είναι αρεστή εις την Αυτού Αυτοκρατορικήν Μεγαλειότητα” [Καποδίστριας 1986, 26].

 

Τον Ιανουάριο του 1809 ο Καποδίστριας φτάνει στην Πετρούπολη και συναντά για πρώτη φορά τον Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος του ανακοινώνει πως τον θεωρεί αφοσιωμένο και έμπιστο άνθρωπό του. Τη νέα του θέση του συμβούλου στο υπουργείο Εξωτερικών αναλαμβάνει το Μάιο με ετήσιες αποδοχές 3.00 χάρτινων ρουβλίων [Καποδίστριας 1986, 28].

 

Ο καγκελάριος Ρουμιάντσεφ αναθέτει στον Καποδίστρια τη συστηματική παρακολούθηση της κατάστασης στα Βαλκάνια και την περιοδική σύνταξη υπομνημάτων. Για την άντληση των πληροφοριών του ο Καποδίστριας εκτός από τις πηγές του ρωσικού υπουργείου, οργανώνει ένα προσωπικό δίκτυο με δικούς του ανθρώπους που ζούσαν στην οθωμανική επικράτεια.

 

Ο Καποδίστριας ανταμείβεται για τις υπηρεσίες του με προαγωγή στη θέση του εκτάκτου γραμματέα στη ρωσική πρεσβεία της Βιέννης. Στην αυστριακή πρωτεύουσα φτάνει τον Οκτώβριο του 1811 και αντιμετωπίζει την ψυχρότητα του ρώσου πρεσβευτή κόμη Στάκελμπεργκ που υποψιάζεται πως ο νέος υφιστάμενος του έχει αποστολή την παρακολούθησή του. Ο κύρια εργασία του Καποδίστρια είναι η συγκρότηση δικτύου πληροφοριών για τα οθωμανικά πράγματα, αποτελούμενο από ρωσόφιλους ρωμιούς εμπόρους που έχουν ως έδρα των οίκων τους τη Βιέννη αλλά οι οικονομικές δραστηριότητές τους απλώνονται σε όλη τη Βαλκανική .

 

Ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας Κλήμης Μέττερνιχ, ο σημαντικότερος διπλωμάτης της εποχής, διέκρινε την επικινδυνότητα του Καποδίστρια από τις πρώτες μέρες της άφιξης του στη Βιέννη και ζητάει από τον αυστριακό υπουργό της Αστυνομίας Χάγκερ τη συστηματική παρακολούθησή του. Στις 14 Νοεμβρίου ο Χάγκερ ενημερώνει εγγράφως το Μέττερνιχ για τα αποτελέσματα των ερευνών του αναφορικά με τον μυστικό τούτο πράκτορα της Ρωσίας: “Δεν υπάρχει αμφιβολία, γράφει, ότι ο Καποδίστριας προώρισται εκτός του κυρίου (:επισήμου) ρόλου του να προσηλυτίση και οργανώση κατά το πνεύμα της ρωσικής πολιτικής τους εν Βιέννη Έλληνας. Τούτο συνάγεται και εκ των ημετέρων ερευνών, καθ’ ας συνδέεται ούτος μετά τινών πλουσίων ελληνικών εμπορικών οίκων με διακλαδώσεις διά των οποίων είναι εις θέσιν ο Καποδίστριας όχι μόνο να ασκήση επιρροήν επί άλλων, αλλά και να συγκεντρώση δι’ αυτών πληροφορίας πολιτικής φύσεως εκ πολλών περιοχών” [Ενεπεκίδης 1965, 178-179].

 

Η ιδέα του Καποδίστρια για την ανάληψη συστηματικής προσπάθειας προσανατολισμού των ορθοδόξων υπηκόων της Πύλης στην κατεύθυνση της οργάνωσης μιας γενικευμένης εξέγερσης υπό ρωσική καθοδήγηση, υπάρχει σε διάφορα υπομνήματά του αυτής της περιόδου προς το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με το ρώσο ιστορικό Γρηγόρη Αρς [Αρς 1978, 57]. Το σχέδιο του Καποδίστρια, είναι εξάλλου απόλυτα σύμφωνο με το πνεύμα της ρώσικης πολιτικής, που κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 – 1812, υποκινεί, εξοπλίζει και χρηματοδοτεί τη σερβική εξέγερση του Τσέρνι Τζόρτζε (Καραγιώργεβιτς).

 

Λίγο πριν την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ο Καποδίστριας φεύγει για το Βουκουρέστι όπου αναλαμβάνει στις αρχές Ιουνίου του 1812 το διπλωματικό γραφείο του Ρώσου αρχιστράτηγου Τσιτσαγκόφ. Ο Καποδίστριας παραμένει στη θέση του και μετά την αντικατάσταση του Τσιτσαγκόφ από το στρατηγό Μπάρκλε ντε Τόλλυ, το Φεβρουάριου του 1813. Για τις υπηρεσίες του την περίοδο του ρωσο-γαλλικού πολέμου ο Καποδίστριας παρασημοφορείται τρεις φορές από τον τσάρο. Στη συνέχεια, με εντολή του τελευταίου μεταβαίνει στην Ελβετία το Νοέμβριο του 1813 όπου και επιχειρεί να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος των ρωσικών συμφερόντων.

 

Με το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα στην Ευρώπη και την απόσυρσή του στη νήσο Έλβα, οι νικητές συγκαλούν στη Βιέννη το συνέδριο Ειρήνης . Η επίσημη ρωσική αντιπροσωπεία αποτελείται από τους Ραζουμόφσκι, Νέσελρον και Στάκελμπεργκ. Ο άνθρωπος όμως που ουσιαστικά θα ηγηθεί της ρωσικής διπλωματίας σε απευθείας συνεννόηση με τον Αλέξανδρο Α΄, είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας που φτάνει στην αυστριακή πρωτεύουσα τον Οκτώβριο του 1814. Όπως εξομολογείται ο τσάρος στη Ρωξάνη Στρούζα, ο Καποδίστριας είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να αντιπαρατεθεί με επιτυχία στο Μέττερνιχ [Αρς 1978, 62].

 

 

 

Στη Βιέννη, κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ και ο Καποδίστριας έχουν ήδη αποφασίσει να προχωρήσουν στη δημιουργία συνωμοτικής οργάνωσης αποτελούμενης από ορθόδοξους Ρωμιούς, η οποία θα βρισκόταν υπό την άμεση καθοδήγηση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών και θα εργαζόταν για την προετοιμασία της εξέγερσης του χριστιανικού πληθυσμού της Ελλάδας κατά της Πύλης και για τη δημιουργία πολιτικών προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν τη στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στο πλευρό των “εξεγερμένων” με την συγκατάθεση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και τελικό σκοπό την επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος (του διαμελισμού δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) σύμφωνα με τα ρωσικά συμφέροντα.

 

Η εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων στα Βαλκάνια είχε δύο μορφές: την άμεση προσάρτηση εδαφών ή τη δημιουργία εξαρτημένων κρατών προτεκτοράτων. Μέχρι εκείνη την εποχή η Ρωσία είχε επιτύχει να επιβάλει την συγκυριαρχία της στη Μολδαβία και τη Βλαχία, είχε δε προετοιμάσει το έδαφος για την επίλυση του σερβικού ζητήματος σύμφωνα με τα σχέδιά της. Στη Βιέννη, ο Αλέξανδρος Α΄ και ο Καποδίστριας έχουν προαποφασίσει για το 1821 και το μέλλον της Ελλάδας.

 

Το γεγονός του ότι ούτε ο τσάρος ούτε ο Καποδίστριας ανακοίνωσαν ποτέ δημόσια αυτές τις αποφάσεις τους, είναι απόλυτα λογικό και συνεπές με την πάγια παράδοση της ρωσικής διπλωματίας. Είναι χαρακτηριστικά πάνω σε αυτό, όσα έγραφε στις 6 Ιουνίου 1812 ο Καποδίστριας στο ναύαρχο Τσιτσαγκόφ: “Μυστικό δεν υπάρχει αν σε αυτό έχουν μυηθεί αρκετοί”. Και στο ίδιο υπόμνημα μιλώντας για το μηχανισμό παραπληροφόρησης που είχε μεθοδικά στήσει για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, προσθέτει: “Έχω φίλους και γνωστούς ανάμεσα στους παλιούς διαδοσίες έλληνες εμπόρους και τραπεζίτες. Σε όλους αυτούς έχω υποσχεθεί να τους τροφοδοτώ με ειδήσεις. Έχοντας την τιμή να είμαι κοντά στην εξοχότητα σαςμπορώ να τους κάνω να πιστέψουν πραγματικά ό,τι θα ήθελα εγώ, στη σφαίρα της πολιτικής” [Αρς 1978, 60].

 

Ο Καποδίστριας ξεκινώντας τη δημιουργία της συνωμοτικής κίνησης εκμεταλλεύεται ένα γεγονός που του επιτρέπει να θολώσει τα νερά και του παρέχει μελλοντικά κάλυψη από πιθανές υποψίες.

 

 

 

Πέντε προύχοντες των Αθηνών (που εκείνη την εποχή ήταν ένα κεφαλοχώρι) είχαν φτιάξει μια εταιρεία για τη μελέτη των αρχαίων μνημείων και την ξενάγηση των ευρωπαίων περιηγητών. Την εταιρεία την είχαν ονομάσει Φιλόμουσο Εταιρεία των Αθηνών κατά ευτυχή δε σύμπτωση για τον Καποδίστρια ένας από τους ιδρυτές της, ο Αλέξανδρος Λογοθέτου Χωματιανός, ανήκε σε οικογένεια που αρκετά μέλη της στο παρελθόν είχαν διατελέσει πρόξενοι της Αγγλίας, άρα στα μάτια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν καθαρή (: μη ρώσικη) [Βακαλόπουλος 1980, 54].

Ο Παναγιώτης Καλεβράς (το συγγραφικό έργο του οποίου είναι αγνοημένο από την εθνική ιστοριογραφία), μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ιερολοχίτης, γράφει πως ο Ζωσιμάς τον μύησε στην Εταιρεία του Φοίνικος, δημιούργημα του Καποδίστρια, εταιρεία που ενώ φανερά εργαζόταν για «το φωτισμό» στην πραγματικότητα δούλευε για την «τελείαν και ειλικρινή απελευθέρωσιν των Ελλήνων». Αργότερα η εταιρεία του Φοίνικος μετονομάστηκε από το Σκουφά και τον Ξάνθη, εν γνώσει του Καποδίστρια, σε εταιρεία των Φιλικών [Καλεβράς 1856, 11, 14].

Ο Καποδίστριας ανακοίνωσε λοιπόν πομπωδώς κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου της Βιέννης ότι λαμβάνει την πρωτοβουλία να δημιουργήσει μια εταιρεία με την ίδια ονομασία που θα συγκέντρωνε χρήματα για να βοηθήσει τη Φιλόμουσο Εταιρεία των Αθηνών αλλά και για να προωθήσει παράλληλα τις αρχαιοελληνικές σπουδές στην Ευρώπη. [Σπάρο 1971, 40]. Για να μη δημιουργήσει υποψίες άρχισε να μαζεύει δημόσια συνδρομές από όλα τα επίσημα πρόσωπα, ανακοίνωσε μάλιστα ότι ο ίδιος τσάρος και η τσαρίνα πρόσφεραν 200 και 100 ολλανδικά δουκάτα αντίστοιχα ρουβλίων [Καποδίστριας 1986, 58-59].

 

Στενοί συνεργάτες τους στην ηγεσία της Φιλομούσου Εταιρείας διόρισε δυο απόλυτα έμπιστους του παπάδες, τον εκδότη της εφημερίδας Λόγιος Ερμής αρχιμανδρίτη Αβραάμ Αγγελάτη ή Άνθιμο Γαζή και τον Ιγνάτιο, πρώην μητροπολίτη Άρτας διωγμένο το 1805 από τον Αλή Πασά και διορισμένο από τους Ρώσους (μέχρι το 1812 που αποσύρθηκαν τα στρατεύματα τους από τις παραδουνάβιες ομοσπονδίες) μητροπολίτη Ουγγαροβλαχίας. Αυτοί οι δύο θα αποτελούσαν και το σύνδεσμο ανάμεσα στη Φιλόμουσο Εταιρεία και την συνωμοτική οργάνωση που θα υλοποιούσε τα ρώσικα σχέδια στην Ελλάδα: την Εταιρεία των Φιλικών ή Φιλική Εταιρεία [Ενεπεκίδης 1965, 192-193]. Ο Γαζής μάλιστα θα γίνει μέλος της ηγεσίας της Φιλικής με αρχικά “Α.Ζ.”.

 

Βρισκόταν λοιπόν πολύ κοντά στην αλήθεια ο πρίγκιπας Νικόλαος Υψηλάντης, όταν έγραφε πως μια "έμπνευση έκαμε τον κύριο Καποδίστρια, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της Βιέννης, να εγγράψει συνδρομητή την Ιερά Συμμαχία σε μιαν εταιρεία ονομαζόμενη των Αθηνών ή των Φιλομούσων, που την είχε εμπνευστεί ο ίδιος, και της οποίας η ίδρυση μύριζε πραγματικά τους πάγους της Πετρούπολης. Όλη η Ευρώπη άκουσε να μιλούν γι’ αυτήν. Αυτή λοιπόν η εταιρεία έδωσε αφορμή να γεννηθεί η άλλη (: η Φιλική)” [Υψηλάντης 1986, 101].

 

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η Εταιρεία των Φιλικών προϋπήρχε στο αρχικό σχέδιο, το οποίο βελτιώθηκε με τη παροχή νόμιμης κάλυψης από τη Φιλόμουσο Εταιρεία. Οι παράνομες ενέργειες της συνωμοτικής εταιρείας θα συσκοτιστούν στο εξής από τη δημόσια δράση της Φιλομούσου.

 

Η ελληνική ιστοριογραφία στο σύνολο της έχει αρνηθεί όχι μόνο την καθοδήγηση της Εταιρείας των Φιλικών από τον Καποδίστρια, που από τις 11 Σεπτεμβρίου 1815 ήταν υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, αλλά και οποιαδήποτε σχέση του με τους Φιλικούς. Ορισμένοι μάλιστα, λαμβάνοντας μετρητοίς τις εναντίον των Φιλικών δημόσιες ανακοινώσεις του, τον κατέταξαν στους μεγαλύτερους αντιπάλους της Εταιρείας. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μία πλήρη αντιστροφή των γεγονότων. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι η αποκάλυψη του Καποδίστρια ως αρχηγού των Φιλικών δεν είναι κάτι το εύκολο, μια και ο υπουργός του τσάρου εφάρμοσε στη ζωή του ευλαβικά την προαναφερόμενη αρχή ότι το μυστικό παύει να είναι μυστικό όταν κοινοποιείται.

Ο πραγματικός αρχηγός της Φιλικής δεν έγινε γνωστός ούτε μετά το θάνατο του Καποδίστρια. Ο λόγος ήταν πως τα στελέχη της Εταιρείας, που γνώριζαν το μυστικό, είχαν στο μεταξύ δημιουργήσει στην Ελλάδα το ρώσικο κόμμα και υπηρετούσαν την πολιτική του τσάρου στην περιοχή. Είναι λογικό ότι ο αυτοκράτορας δεν ήθελε να αποκαλυφθούν, κυρίως στις βασιλικές αυλές της Δύσης, οι μηχανορραφίες της ρωσικής διπλωματίας, των τελευταίων χρόνων στα Βαλκάνια, αυτές που οδήγησαν στην ένοπλη χριστιανική εξέγερση, που ονομάστηκε εκ των υστέρων «ελληνική εθνική επανάσταση» (και βέβαια μόνο τέτοια δεν ήταν).

Να σημειώσω εδώ πως ο νεολογισμός των χρόνων του ’21 «ελληνικό έθνος», είναι κενός εθνικού περιεχομένου. Στο πρώτο «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος», που ψηφίστηκε στη συνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821), οι αρχηγοί των εξεγερμένων (Ρωμιοί, Αρβανίτες και Βλάχοι) ορίζουν ως «εθνικά Έλληνες» τους … χριστιανούς της περιοχής! Συγκεκριμένα στο τμήμα Β’, παράγραφος β’ διαβάζουμε: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων» [Μάμουκας 1839, 16].

Από όσο γνωρίζω, μόνο ο Ρουμάνος ιστορικός και ακαδημαϊκός Άντρη Οτσέτεα, μετά από έρευνα που πραγματοποίησε στα αρχεία της Ρωσίας και της Βουδαπέστης, έχει υποδείξει τους πραγματικούς εμπνευστές και κρυφούς οργανωτές της Φιλικής Εταιρείας: τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ και τον Ιωάννη Καποδίστρια (προσθέτοντας μάλιστα το ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Γρηγόρη Στρογκάνοφ) [Βακαλόπουλος 1980, 71].

Ο Φιλήμων ομολογεί πως το 1834, όταν έγινε γνωστό ότι έγραφε βιβλίο για τη Φιλική Εταιρεία, ο Βιάρος Καποδίστριας, ο αδελφός του νεκρού κυβερνήτη, του έγραψε από την Κέρκυρα και του είπε να προσέξει μη τυχόν και εκθέσει με όσα πει, τον αδελφό του (δηλαδή τη ρώσικη πολιτική που εκπροσωπούσε): «Ότε προεκηρύξαμεν, τω 1834, την διά του τύπου έκδοσιν του Ιστορικού Δοκιμίου περί της Φιλικής Εταιρίας, ο Βιάρος Α. Καποδίστριας έγραψε προς ημάς εκ Κερκύρας: “… Εν μόνον σας παρακαλώ ιδίως και διά το συμφέρον της πατρίδος, ίνα προφυλάξητε τον αδελφόν μου Ιωάννην …”. Τίνα άρα έννοιαν είχεν κυρίαν η παράκλησις του Βιάρου; Ή υπό ποίαν εξηγείται έποψιν η προσπάθεια του Ιωάννου Καποδιστρίου ου μόνον περί του επερορισμού του Γαλάτου εκ της Πετρουπόλεως και της συνδρομής του αυτού Γαλάτου εν τη Μολδαυΐα και Βλαχία, αλλά και περί των πεμφθεισών διά του Μπενάκη οδηγιών προς τον Μαυρομιχάλην επί του 1818; Αλλά και περί όσων εισηγήσατο ούτος τω Υψηλάντη, καθ’ ά γράφει αυτός ο Υψηλάντης; Ζητήσαντες εσχάτως παρά του μόνου επιζώντος απογόνου των Καποδιστριών Αντωνίου, εάν σώζωνται τα επί της εποχής εκείνης έγγραφα του θείου αυτού Ιωάννου, ελάβομεν αρνητικήν όλως απάντησιν. Αλλά και τούτου όντως έχοντος, τις οίδεν, αν τω μέλλοντι ανακαλυφθώσι πράγματα, άπερ καλύπτει η επήρεια του παρόντος χρόνου; Φρονούμεν δε πιθανώτατον το τοιούτον, και μάλιστα, καθ’ όσον εμάθομεν παρ’ άλλης αξιοπίστου πηγής, ότι ολίγω προ της 27 Σεπτεμβρίου του 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας απέστειλεν εις παρακαταθήκην την προτέραν αυτού αλληλογραφίαν προς τον πιστόν φίλον αυτού Αλέξανδρον Στούρζαν, εν τη Οδησσώ διαμένοντα τότε. Προείδεν άρα τον προσεχή βίαιον θάνατον εαυτού, και διά τούτο προλαβών εξησφάλισε τα πρότερα, ίσως δε και πολλά των υστέρων, έγγραφα αυτού, ίνα μη περιέλθωσι, τυχόν, δοθείσης ανωμαλίας, εις χείρας ξένας;» [Φιλήμων 1859 Α’ , 129-130].

Στις ελληνικές πηγές, η άκρη του νήματος που οδηγεί στην αλήθεια για τη σχέση του Καποδίστρια με τους Φιλικούς, βρίσκεται σε ένα πολυδιαβασμένο βιβλίο, στα απομνημονεύματα του Γιάννη Μακρυγιάννη. Είναι εκπληκτικό που κανένας ιστορικός δεν πρόσεξε (;) όσα γράφει ο Μακρυγιάννης για τον άνθρωπο που τον μύησε στη Φιλική. Πρόκειται για έναν εξέχοντα προύχοντα της Άρτας που ο Μακρυγιάννης τον είχε γείτονα και φίλο. Γράφοντας λοιπόν για αυτόν αποκαλύπτει τα εξής:

Η εθνική θέση για τη Φιλική Εταιρεία στηρίζεται στο έργο του Φιλήμωνα, που έγραψε για αυτήν πρώτος, το 1834. Ωστόσο ο Φραντζής, στον πρώτο τόμο του έργο του, που δημοσιεύεται πέντε χρόνια αργότερα, αμφισβητεί τα όσα έχουν ειπωθεί από το Φιλήμωνα: «Μ’ όλον ότε το Δοκίμιον του Ιω. Φιλήμονος ορίζει ρητώς τας αρχάς και τα πρόσωπα της φιλικής εταιρίας, ημείς ερευνήσαντες διεξοδικώτερα τα περί αυτής, εκρίναμεν αναγκαίον να τα εκθέσομεν ενταύθα, ως τα παρελάβομεν από απαθή και ευσυνείδητα υποκείμενα, καλώς ειδότα άπαντα τα εις το αντικείμενον τούτο διατρέξαντα» [Φραντζής 1839, Α 71-72].

Πολύ προκομμένος οικονόμος, δεν ήταν άλλος εις την Άρταν τοιούτος και είχε και τέσσερα παιδιά σερνικά. Το ένα απ’ αυτά ήταν εις την Ευρώπη οπού σπούδαζε και ήταν φίλος και αγαπημένος του Καποδίστρια. Το παιδί έσωσε τα έξοδά του και ζήτησε του Καποδίστρια να πάγη να σπουδάξη την γιατρική. Του λέγει ο Καποδίστριας, ότι κάτι καταγινόμαστε να λευτερώσωμεν την Ελλάδα και αν τελειώση αυτό, δεν σου χρειάζεται η γιατρική. Και αν μείνη σου στέλνω από την Ρωσσίαν τα μέσα και πας να σπουδάζεις. Και αν γίνη αυτό σου γράφω και ανταμωνόμαστε. Το παιδί ήρθε στην Άρτα, το είπε του πατέρα του αυτό και έφυγε δια Κορφούς. Πέρασε κάμποσος καιρός, του γράφει ο Καποδίστριας και πήγε και ανταμώθηκαν και τον κατήχησε δια την πατρίδα το μυστικόν” [Μακρυγιάννης 1977, 97].


 

 

Ο Φραντζής θεωρεί ως εμπνευστή της Φιλικής τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον επονομαζόμενο και Φιραρή (: δραπέτη). Σύμφωνα με το Φραντζή, ο Μαυροκορδάτος το 1784 εγκατέλειψε το θρόνο και κατέφυγε στη Ρωσία έχοντας «άσπονδο μίσος» κατά των Οθωμανών. Αφού μυήθηκε σε διάφορες εταιρείες της εποχής, συνέταξε μόνος του, χωρίς να το πει σε κανέναν, ένα καταστατικό, έναν «οργανισμό» μιας «Ελληνικής Εταιρίας». Όταν ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης (γιος του Αλέξανδρου του ηγεμόνα της Βλαχίας), δραπέτευσε και αυτός από την οθωμανική αυτοκρατορία το 1806 και βρήκε καταφύγιο στην Ρωσία, συνδέθηκε στενά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο τελευταίος, κάποια στιγμή, του εμπιστεύτηκε το μυστικό σχέδιο του και του έδειξε τον «οργανισμό» για τη δημιουργία της εταιρείας. Τον ίδιο αυτόν «οργανισμό» γνωστοποίησε το 1812 στον Ιωάννη Καποδίστρια. «Ο δε Ι. Καποδίστριας με πολλάς και διαφόρους προσθαφαιρέσεις υπεστήριξε μεν ως βάσιν τον, περί ου ο λόγος οργανισμόν, τρέφων εν εαυτώ και ούτος την περί τούτου υπεράσπισιν και την πραγματικήν ενέργειαν». Ο Καποδίστριας, έχοντας την υποστήριξη του ρώσου αυτοκράτορα Αλέξανδρου, δημιούργησε το 1814 τη Φιλόμουσο Εταιρεία, που χρησιμοποίησε (με τη συνεργασία του Άνθιμου Γαζή) ως προκάλυμμα για την ανάπτυξη της Φιλικής. Όλα αυτά τα είπε ο Καποδίστριας στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο Φιραρή και τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Η μια εταιρεία θα δούλευε νόμιμα για την «πρόοδο των φώτων και της παιδείας» και η άλλη παράνομα για την «ελευθερία των Ελλήνων». Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης φανέρωσε το σχέδιο στο γιο του Αλέξανδρο (ρώσο στρατηγό). Τέλος, σύμφωνα πάντα με τον Φραντζή, ο Αλέξανδρος συμμετείχε με ενθουσιασμό στο σχέδιο και έχοντας το Σκουφά στην υπηρεσία του, του έδωσε εντολή (παραγγείλας αυτώ) να αρχίσει τη στρατολόγηση των πρώτων στελεχών της Εταιρείας (Τζακάλοφ, Ξάνθης, Αναγνωστόπουλος[Φραντζής 1839, Α 72-76].

Ο Μακρυγιάννης δεν αναφέρει το όνομα αυτής της οικογένειας, οπότε η ιστορική αυτή πληροφορία που ανατρέπει τα καθιερωμένα, φαίνεται μετέωρη. Φαίνεται ωστόσο μετέωρη, γιατί δεν είναι. Και δεν είναι γιατί ο Μακρυγιάννης φωτογραφίζει αυτό το νέο που έχει ζήσει στην Ευρώπη, κατάγεται από γνωστή αρτινή οικογένεια και προφανώς ως πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του Καποδίστρια μετά τη μύησή του θα έχει αναλάβει σημαντική θέση στην Φιλική.

 

Με βάση λοιπόν αυτά τα στοιχεία και εξετάζοντας τον κατάλογο των μελών της Φιλικής, δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον Χριστόδουλο Λουριώτη [Μέξας 1937, 5].

 

Ο Λουριώτης μυείται στην Εταιρεία την 1/11/1817 από τον αρτινό συμπατριώτη του Νίκο Σκουφά [Μέξας 1937, 5], το δεύτερο ουσιαστικά μετά τον Καποδίστρια στην ιεραρχία. Ο Σκουφάς τον στέλνει στην Ιταλία ως υπεύθυνο μύησης των εκεί Ρωμιών. Ο Λουριώτης αρρωσταίνει και πεθαίνει στην Ιταλία ένα χρόνο μετά. Ένας όμως από τους λίγους ανθρώπους που έχει στο μεταξύ μυήσει (από 16/9/1818), ο μοραΐτης Δημήτρης Αδαμόπουλος [Μέξας 1937, 16], φαίνεται πως γίνεται κοινωνός του μεγάλου μυστικού, του ότι δηλαδή πίσω από τον Σκουφά βρίσκεται ο Ιωάννης Καποδίστριας. Διαφορετικά δεν εξηγείται από πού αντλεί το θάρρος ο Αδαμόπουλος να προχωρήσει στις 5/12/1818, στη μύηση του Βιάρου Καποδίστρια, αδελφού του ρώσου υπουργού Εξωτερικών [Μέξας 1937, 28].

 

Ο Σκουφάς στρατολογεί λοιπόν επισήμως το Λουριώτη, πίσω του όμως βρίσκεται η Αόρατη Αρχή, ο πραγματικός αρχηγός της Φιλικής, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, που κατευθύνει τα νήματά της.

 

Ο Νικόλαος Σκουφάς, όπως προκύπτει από τους πίνακες μυήσεων της Εταιρείας, είναι ο έμπιστος του Καποδίστρια, ο σύνδεσμος του, ο άνθρωπος κλειδί για τους Ρώσους.

 

Ο Σκουφάς κατάγεται από το Κομπότι της Άρτας. Το 1814 είναι ένας χρεοκοπημένος τριανταπεντάχρονος μικρέμπορος, ένας κοινωνικά ανυπόληπτος που, σύμφωνα με το Φιλήμονα, εισπράττει καθημερινά την καταφρόνηση και το χλευασμό των Ρωμιών της Μόσχας. Αυτός ο τύπος λοιπόν που έρχεται από το πουθενά και βρίσκεται στο τίποτα, αποφασίζει αίφνης, σύμφωνα με την ελληνική ιστοριογραφία, να φτιάξει μία παράνομη οργάνωση που θα ξεσηκώσει τους χριστιανούς της Ελλάδας σε επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας!

Γράφει σχετικά ο Σπηλιάδης: «Ο Σκουφάς κατήγετο από την Άρταν της Ηπείρου. Ήτο μικρός έμπορος εις Οδησσόν, επτώχευσεν, ανεχώρησε εις Μόσχαν, και το 1816 επέστρεψεν απόστολος» [Σπηλιάδης 1851 Α, 3].

Κανένας ιστορικός δεν αναλογίστηκε πως ο Σκουφάς θα είχε αντιμετωπιστεί σαν το χαζό του χωριού, αν πίσω του δεν βρισκόταν το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών και τα νέα σχέδια του τσάρου για το Ανατολικό Ζήτημα.

 

Εξ αρχής βρίσκεται δίπλα στο Σκουφά, ο εικοσιπεντάχρονος Αθανάσιος Τσακάλωφ. Γόνος γιαννιώτη γουνέμπορου που πλούτιζε στη Μόσχα, ο Τσακάλωφ είχε σπουδάσει στο Παρίσι, όπου συμμετείχε στις εργασίες της μυστικής και φιλικής προς τον Βοναπάρτη οργάνωσης Ελληνόγλωσον Ξενοδοχείον, πληροφορώντας για τις κινήσεις της το ρώσικο υπουργείο Εξωτερικών.

 

Με την πτώση του Βοναπάρτη και τη διάλυση του Ελληνόγλωσου Ξενοδοχείου, ο Τσακάλωφ επισκέπτεται τον Καποδίστρια το 1814 στη Βιέννη όπου και του ανατίθεται η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Είναι προφανές ότι ο Τσακάλωφ προτείνει στον Καποδίστρια ως συνιδρυτή το Σκουφά, με τον οποίο γνωρίζεται από το 1813. Στον πίνακα μάλιστα των μελών της Ανωτάτης Αρχής της Φιλικής πρώτος βρίσκεται ο Τσακάλωφ με αρχικά “Α.Β.” και δεύτερος ο Σκουφάς με αρχικά “Α.Γ.”. Το ότι ο Σκουφάς καθοδηγεί ουσιαστικά στη συνέχεια τον Τσακάλωφ, αυτό οφείλεται στις συνωμοτικές και οργανωτικές ικανότητές του. Ας σημειωθεί εδώ πως το νούμερο Ένα στον ανωτέρω πίνακα, δηλαδή το “Α.Α.”, απουσιάζει. Πως θα ήταν άλλωστε δυνατόν να φιγουράρει το όνομα του ρώσου υπουργού Εξωτερικών.

 

Ας έλθουμε τώρα στο τέταρτο κατά σειρά μέλος της Aρχής, τον “Α.Δ.”, το Νικόλαο Γαλάτη.

 

Ο εικοσιτετράχρονος Γαλάτης φτάνει στην Οδησσό το φθινόπωρο του 1816. Κατάγεται από αρχοντική οικογένεια της Ιθάκης, χρησιμοποιεί τον τίτλο του κόμη και δηλώνει συγγενής του Καποδίστρια, τον οποίο έρχεται για να συναντήσει. Είναι όμορφος, ντυμένος με τη στολή της Ιονίου Εθνοφυλακής και έχει συστατικές επιστολές που του ανοίγουν εύκολα όλες τις πόρτες [Υψηλάντης 1986, 105].

 

Ο Σκουφάς συναντά τον Γαλάτη, τον μυεί στην εταιρεία και τον κάνει μέλος της Αρχής. Ο Γαλάτης αλληλογραφεί με τον Καποδίστρια, ο οποίος με εντολή του τσάρου τον προσκαλεί στην Πετρούπολη.

 

Μεταβαίνοντας στην Πετρούπολη ο Γαλάτης σταματά τον Οκτώβριο στη Μόσχα (όπου παραμένει για ένα χρονικό διάστημα) και μυεί στην Εταιρεία τους γιαννιώτες εμπόρους Μάνθο Ριζάρη, Κωνσταντίνο Πεντεδέκα και Νικόλαο Πατζιμάδη. Ο Πατζιμάδης θα προωθηθεί αργότερα στην ηγεσία με αρχικά “Α.Ξ.”. Προχωρά επίσης σε μια εντυπωσιακή μύηση, αυτή του Αλεξάνδρου Μαυρογορδάτου του Φιραρή (: φυγά), πρώην ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Η προσχώρηση του τελευταίου στη Φιλική είναι φανερό πως δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν ο φαναριώτης άρχοντας δεν πειθόταν ότι αρχηγός της ήταν ο Καποδίστριας.

 

Αρχές του 1817 ο Γαλάτης φτάνει στην Πετρούπολη και συναντάται με τον Καποδίστρια. Η συνάντησή του αυτή όπως και οι κινήσεις του στη ρωσική πρωτεύουσα γίνονται γνωστές στους πράκτορες του βρετανού πρεσβευτή λόρδου Κάθκαρτ, ο οποίος ασφαλώς ενημερώνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την Πύλη [Καποδίστριας 1986, 85]. Η ρωσική αστυνομία πληροφορείται το γεγονός και ενημερώνει τον Τσάρο. Ο Καποδίστριας προτείνει τότε στον Τσάρο να προχωρήσουν σε μία κίνηση αντιπερισπασμού. “Συλλαμβάνουν” το Γαλάτη μαζί με δύο άλλα μέλη της Εταιρείας, το Δημήτρη Αργυρόπουλο και το Χριστόφορο Περραιβό. Τις “ανακρίσεις” αναλαμβάνει ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας της Πετρούπολης στρατηγός Ιωάννης Γοργόλης, ρωμαίικης καταγωγής. Ο Καποδίστριας φροντίζει να γίνει γνωστό το γεγονός ώστε να ρίξει στάχτη στα μάτια κάθε ενδιαφερόμενου. Ο Γαλάτης υποτίθεται πως υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη Ρωσία. Πράγματι περνά στη Μολδαβία και φτάνει στο Ιάσιο, με το ψευδώνυμο “Αλεξιανός” και ρώσικο διαβατήριο, έχοντας εντολή από τον Καποδίστρια να εργαστεί για την ανάπτυξη της Φιλικής στις υπό ρώσικη προστασία παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τον Γαλάτη υποδέχεται ο ρώσος πρόξενος στο Ιάσιο Πίνης, ο οποίος του δίνει επιστολή με γραπτές οδηγίες του Καποδίστρια και αρκετές χιλιάδες γρόσια για τις ανάγκες του [Υψηλάντης 1986, 109]. Ο Γαλάτης προχωρά αμέσως στη μύηση του δραγουμάνου του Πίνη μοραΐτη Γεωργίου Λεβέντη (γιος του Θόδωρου Λεβέντη που υπηρέτησε τους Ρώσους στα Ορλοφικά).

 

Ο Λεβέντης προάγεται στη συνέχεια από τον Καποδίστρια στη θέση του ρώσου προξένου και μετατρέπει το προξενείο σε γιάφκα της Φιλικής [Βακαλόπουλος 1980, 84]. Σύντομα ανέρχεται και στην ηγεσία της Εταιρείας με αρχικά “Α.Λ.”. Ο Λεβέντης τοποθετεί ως κατάσκοπο το ληστή Χατζή Φαρμάκη (Φιλικός από 2/8/1817) [Μέξας 1937, 4], πρώην μισθοφόρο του Καραγιώργεβιτς, στην “υπηρεσία” του οσποδάρου της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά. Ο Φαρμάκης έχει μεσολαβήσει από το Μάιο του 1817 για να συναντηθεί ο Λεβέντης με τον Καραγιώργεβιτς στο σπίτι του Κωνσταντίνου Υψηλάντη στο Ιάσιο και να συντονιστεί η δράση των δύο ρώσικων οργανώσεων (: σέρβικης και Φιλικής). Στο τέλος της συνάντησης, ο Λεβέντης πρόσφερε εκ μέρους της Φιλικής στον Καραγιώργεβιτς, ενίσχυση 4500 ολλανδικά φλουριά.

 

Όσον αφορά τους δύο άλλους Φιλικούς που “συλλαμβάνονται” μαζί του, πριν αφεθούν ελεύθεροι να συνεχίσουν τη συνωμοτική δράση τους, λαμβάνουν με εντολή του τσάρου από 80 δουκάτα δώρο [Υψηλάντης 1986, 109]. Ο Αργυρόπουλος θα διορισθεί αργότερα από τον Καποδίστρια πρόξενος στο Γαλάτσι.

 

Για τον Περραιβό πρέπει να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση. Την εποχή της σκηνοθετημένης “σύλληψης” του μισθοδοτείται σαν απόστρατος ταγματάρχης του ρωσικού στρατού και είναι ήδη ένας πετυχημένος πράκτορας των Ρώσων που έχει λάβει μέρος στις επιχειρήσεις κατά του Ναπολέοντα. Την συγκεκριμένη περίοδο εκτελεί αποστολές κατασκοπίας στην περιοχή της Ηπείρου για λογαριασμό του ίδιου του Καποδίστρια. Στο ενεργητικό του έχει όμως μία εκπληκτική επιτυχία. Είναι ο άνθρωπος των Ρώσων που κατόρθωσε να κερδίσει τη φιλία και την εκτίμηση του Βλάχου Ρήγα Βελεστινλή.

 

Ο Περραιβός προσποιήθηκε πως αποδεχόταν το επαναστατικό πρόγραμμα του Ρήγα για τον εκδημοκρατισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού πολυεθνοτικού ανεξίθρησκου κράτους, στηριγμένο στα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης. Ενός κράτους “εφιάλτη” για τα επεκτατικά σχέδια της Ρωσίας. Κατόρθωσε όχι μόνο να διεισδύσει στην οργάνωση του Ρήγα και να ενημερώνει το ρώσικο υπουργείο Εξωτερικών για τις κινήσεις του, αλλά και να καταστρέψει όλη την επαναστατική κίνηση την κατάλληλη στιγμή, τότε που ο Βελεστινλής έχοντας αποστείλει επιστολή στο Βοναπάρτη ζητώντας τη βοήθεια του, ξεκινούσε για να περάσει από την Αυστρία στην Ελλάδα. Ο Περραιβός συνοδεύει το Ρήγα στην Τεργέστη όπου και τον καταδίδει στην αυστριακή αστυνομία που τον αναζητά. Η σύλληψη του Ρήγα γίνεται παρουσία του Περραιβού και καταλήγει στην παράδοσή του στους Οθωμανούς που τον εκτελούν μαζί με επτά συντρόφους του [Ενεπεκίδης 1965, 69].

 

Για να επανέλθουμε στον Καποδίστρια, αυτός ολοκληρώνει το σχέδιο συσκότισης των αντιπάλων του, γράφοντας γράμματα (αποκήρυξης των ταραχοποιών και ψευδολόγων) στους γνωστούς καλόπιστους ρωμιούς διαδοσίες του, αυτούς που πίστευαν και αναπαρήγαγαν ό,τι επιθυμούσε για τα πολιτικά πράγματα ο δαιμόνιος κόμης (τόσο δαιμόνιος, ώστε κατόρθωσε εκμεταλλευόμενος τα σαρκικά πάθη του μεγάλου αντιπάλου του Μέττερνιχ, να εκμαιεύει τις απόκρυφες πολιτικές σκέψεις του μέσω της ερωμένης του κόμισσας Δωροθέας Λίβεν, συζύγου του ρώσου πρεσβευτή στο Λονδίνο) [Καποδίστριας 1986, 118].

 

Ο Αλέξανδρος Α΄ ενθουσιασμένος με την επιτυχία του σχεδίου του υπουργού του, λίγες μέρες μετά, του απονέμει το παράσημο του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκη ρουβλίων [Καποδίστριας 1986, 87].

 

Άλλο σημαντικό στέλεχος των Ρώσων μέσα στην Εταιρεία ήταν ο Μοραΐτης Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, μέλος της Αρχής με αρχικά “Α.Ι.”. Μυημένος από την αρχή και στενός συνεργάτης του Σκουφά θα σταθεί στο πλευρό του Καποδίστρια και μετά την άφιξη του ως Κυβερνήτη στην Ελλάδα, διοριζόμενος από τον τελευταίο νομάρχης Ηλείας.

 

Μία από τις επιτυχίες του Αναγνωστόπουλου θεωρείται η στρατολόγηση στις 25/10/1817 στην Φιλική του εξ Αρκαδίας ληστή Αναγνωσταρά ή Παναγιώτη Παπαγεωργίου [Μέξας 1937, 5], του ανθρώπου που θα μυήσει αργότερα τον αρχιλήσταρχο Θόδωρο Κολοκοτρώνη (1/12/1818) [Μέξας 1937, 27] και το γιο του Γιαννάκη Κολοκοτρώνη (20/9/1818) [Μέξας 1937, 16], και του Μανιάτη Παναγιώτη Δημητρόπουλου (14/11/1817) [Μέξας 1937, 5], που θα χρησιμοποιηθεί αργότερα για να σκοτώσει το Γαλάτη. Οι ανωτέρω στρατολογούνται στην Οδησσό μαζί με το μανιάτη Ηλία Χρυσοσπάθη που έχει μυηθεί στις 18/10/1817 από το Σκουφά [Μέξας 1937, 27].

 

Αναγνωσταράς, Δημητρόπουλος και Χρυσοσπάθης έχουν υπηρετήσει στο στρατό των Ρώσων κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους στα Επτάνησα και μεταβαίνουν πλέον ως Φιλικοί από την Οδησσό στην Πετρούπολη όπου θα συναντήσουν μαζί με τον Φαρμάκη τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας τους υποδέχεται και τους τέσσερις φανερά ως αρχηγός της Εταιρείας και τους εφοδιάζει με συστατική επιστολή προς το ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνοφ.

 

Άλλα σημαντικά πρόσωπα-κλειδιά του ρώσικου υπουργείου Εξωτερικών μέσα στη Φιλική είναι τα εξής:

 

1. Ο Κωνσταντίνος Καντιώτης, γραμματέας του Καποδίστρια.

 

2. Ο Αρτινός Γεώργιος Μόστρας, διπλωμάτης στη ρώσικη πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη (μυημένος από το Χριστόδουλο Λουριώτη το Μάιο του 1818) Μέξας 1937, 6].

 

3. Ο μανιάτικης καταγωγής Γαβριήλ Κατακάζης, σεκρετάριος στη ρώσικη πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη (μυημένος από τον Ηλία Χρυσοσπάθη στις 13/7/1918) [Μέξας 1937, 10], ο οποίος το 1834 θα γίνει πρεσβευτής της Ρωσίας στην Αθήνα.

 

4. Ο Σπύρος Βαλέτας, μέγας γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας (μυημένος από τις 15/11/1818) [Μέξας 1937, 24].

 

5. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, μέγας γραμματέας του ηγεμόνα της Μολδαβίας (μυημένος από τις 26/7/1819) [Μέξας 1937, 58], ο οποίος το 1822 θα ακολουθήσει τον Καποδίστρια στην Ελβετία και θα κατέβει μαζί του στην Ελλάδα, όταν ο τελευταίος έγινε Κυβερνήτης, για να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών και Εμπορικής Ναυτιλίας.

 

Μέλη της ηγετικής ομάδα της Εταιρείας, που δεν έχουν αναφερθεί ακόμα είναι ο Αντώνης Κομιτζόπουλος, από τα πρώτα μέλη της Αρχής (με αρχικά “Α.Ε.”), μυηθείς από τον Σκουφά το 1815, οι αδελφοί Αθανάσιος και Παναγιώτης Σέκερης (με αρχικά “Α.Η.” και “Α.Κ.”, μυημένοι το 1816 και 1818 αντίστοιχα), ο αρχιμανδρίτης Γρηγόρης Δικαίος ή Παπαφλέσσας (με αρχικά “Α.Μ.”) μυημένος από τον Αναγνωσταρά στις 21/6/1818 [Μέξας 1937, 8] και ο Εμμανουήλ Ξάνθος (με αρχικά “Α.Θ.”), ο πιο δειλός και φυγόπονος από τα μέλη της ηγεσίας [Υψηλάντης 1986, 129].

 

Στις 13 Απριλίου 1818 ο Σκουφάς που έχει φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Αναγνωστόπουλο και το Λουριώτη συναντά τον Ξάνθο και του ανακοινώνει την απόφαση για τη μετεγκατάστασή του στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για την επιτάχυνση των διαδικασιών μύησης. Με εξαίρεση ορισμένα στελέχη που δεν αναφέρονται στους πίνακες των μελών, η Φιλική εκείνη τη στιγμή αριθμεί 33 άτομα.

 

Όταν ο Σκουφάς πεθαίνει από καρδιά στις 31 Ιουλίου, η Εταιρεία έχει φτάσει τα 71 άτομα. Μέσα δηλαδή σε τρεισήμισι μήνες στρατολογούνται τόσοι όσο τα προηγούμενα τρεισήμισι χρόνια. Πενήντα μέρες αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου, και ενώ ο αριθμός των μελών έχει ανέλθει στα 106 άτομα, συνεδριάζει στην Κωνσταντινούπολη τμήμα της ηγετικής ομάδας για ένα σοβαρό ζήτημα που έχει προκύψει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υπάρχει ένας ακόμα γρίφος, η λύση του οποίου οδηγεί στον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας. Μέχρι τώρα κανένας δεν σκέφτηκε να τον λύσει και ούτε εγώ τον πρόσεξα πριν μια δεκαετία, όταν μελετούσα το μυστήριο αυτής της οργάνωσης. Ο Ξάνθος (ή Ξάνθης) στα απομνημονεύματά του για τη Φιλική, έργο που έγραψε σε βαθιά γεράματα, και σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, με μειωμένη πνευματική διαύγεια (έτσι που του ξέφυγαν λόγια κρυμμένα), αναφέρει ένα γεγονός, από αυτά που συνήθως χαρακτηρίζονται ιστορικές λεπτομέρειες (αλλά δεν ήταν). Λέει δηλαδή ότι μετά τη μεταφορά του κέντρου της οργάνωσης στην Κωνσταντινούπολη, τα στελέχη της αποφάσισαν να φτιάξουν την επίσημη σφραγίδα της Φιλικής Εταιρείας. Συμφώνησαν στη μέση να βάλουν το σταυρό (σύμβολο των χριστιανών) το Ε (Ελλάς) και τον αριθμό 16. Γύρω-γύρω έβαλαν το πρώτο γράμμα του βαπτιστικού ονόματος των (εννέα) πρώτων στην ιεραρχία: «Εν τούτοις όλων των ενεργειών της Διοικήσεως της Εταιρίας ήτον εις Κωνσταντινούπολιν εν τη οικία του Ξάνθου. Αυτός επρότεινεν εις τους συναδελφούς του και έγινεν η σφραγίς της Αρχής εις την περιφέρειαν αυτής τα αρχικά γράμματα των κυρίων ονομάτων των Αρχηγών, και εις την μέσην τον σταυρόν, επί του οποίου εχαράχθη το Ε. (Ελλάς) και ο αριθμός 16» [Ξάνθος 1845, 11]. Αργότερα αυτή η σφραγίδα δημοσιεύτηκε σε διάφορα βιβλία για το 21, χωρίς να συνδεθεί με τα λεγόμενα του Ξάνθου. Μάλιστα την αναδημοσίευσα και εγώ εδώ στο σάιτ μου, στην πρώτη ηλεκτρονική έκδοση του κειμένου μου για τη Φιλική Εταιρία. Ο Ξάνθος στα απομνημονεύματα του, όπως έχω ήδη αναφέρει, μας πληροφορεί επίσης για την ηγετική ομάδα, μέσω της άλλης χρονικής σειράς κωδικοποίησης του Α συν. Δηλαδή ΑΒ έγινε ο Αθανάσιος Τζακάλοφ, ΑΓ ο Νικόλαος Σκουφάς, ΑΔ ο Νικόλαος Γαλάτης, ΑΕ ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ΑΖ ο Άνθιμος Γαζής, ΑΗ ο Αθανάσιος Σέκερης, ΑΘ ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ΑΙ ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και ΑΚ ο Παναγιώτης Σέκερης. Ο Ξάνθος δεν αναφέρει τον ΑΑ, δηλαδή τον πρώτο της Αρχής [Ξάνθος 1845, 4,5, 7, 8]. Εάν πάρουμε το πρώτο γράμμα του βαπτιστικού ονόματος των προαναφερόμενων, έχουμε 4 Α, 2 Ν, 2 Π, 1 Ε και 1 ? (για τον αρχηγό). Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε πως λίγο διάστημα πριν δημιουργηθεί η σφραγίδα, ο Σκουφάς έχει πεθάνει, έχουμε πια μόνο ένα και όχι δύο Ν. Ας κοιτάξουμε τώρα τη σφραγίδα. Θα βρούμε ακριβώς αυτά τα αρχικά των ονομάτων και ένα ακόμα, στην κορυφή του κύκλου, το αρχικό του ΑΑ, του δημιουργού της οργάνωσης, το αρχικό Ι του (Ι)ωάννη Καποδίστρια.

Η απόφαση για ραγδαία ανάπτυξη της Φιλικής καθιστά προβληματική την παραμονή του Καποδίστρια στην ηγεσία της. Έτσι οι Αλέξανδρος Α΄ και Καποδίστριας προσανατολίζονται να αναθέσουν την αρχηγία της Εταιρείας στον στρατηγό και υπασπιστή του τσάρου πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο παλαιάς φαναριώτικης αρχοντικής οικογένειες που είχε ενσωματωθεί στο τσαρικό κατεστημένο. Ο νέος αρχηγός πρέπει να απαλλαχθεί από όλα τα άλλα καθήκοντά του και να αφιερωθεί αποκλειστικά στην οργανωτική ανάπτυξη της Φιλικής. Ο Καποδίστριας θα διατηρούσε την υψηλή πολιτική εποπτεία.

 

Στη συζήτηση της 21/9/1918, η πλειοψηφία της παρευρισκόμενης ηγετικής ομάδας (Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος, Κομιζόπουλος, Πατζιμάδης, Λεβέντης και Π. Σέκερης) αποφασίζει να ζητήσει την παραμονή του Καποδίστρια στην Αρχή. Ο Ξάνθος παρότι μειοψηφεί, υποστηρίζοντας την αρχηγία Υψηλάντη, αναλαμβάνει αφού περάσει πρώτα από το Πήλιο για να πάρει και την υπογραφή του Γαζή, να μεταβεί στην Πετρούπολη προς συνάντηση του Καποδίστρια.

 

Λίγο μετά τη συνεδρίαση αυτή φτάνει στην Κωνσταντινούπολη ο Νικόλαος Γαλάτης, η πιο σημαντική προσωπικότητα που έχει αναδειχθεί στην Φιλική μετά το Σκουφά. Ο Γαλάτης συνοδεύεται από τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, που έχει σταλεί στη Μολδοβλαχία ακριβώς για να καλέσει τον Γαλάτη στην Πόλη. Λόγω της ιδιοφυΐας του, του γοητευτικού χαρακτήρα του και των εξαιρετικά μεγάλων οργανωτικών ικανοτήτων του, ο Γαλάτης υπερέχει των άλλων μελών της Αρχής. Στα μάτια ωστόσο του Καποδίστρια και του Τσάρου, εξ αιτίας ενός ισχυρού ρωμαίικου πατριωτισμού που εκδήλωνε και ο οποίος υπερέβαινε τα ρώσικα σχέδια για την Ελλάδα, ο Γαλάτης είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος. Αποφασίστηκε λοιπόν η δολοφονία του. Την απόφαση θα υλοποιούσε ο Τσακάλωφ, δια χειρός Δημητρόπουλου.

 

Πράγματι η ηγετική ομάδα της Κωνσταντινούπολης πείθει το Γαλάτη να επιβιβαστεί σε ένα σπετσιώτικο καΐκι για τη Μάνη, όπου υποτίθεται πως θα εργαζόταν για την ανάπτυξη της Εταιρείας. Μαζί του βρίσκονται οι Τσακάλωφ και Δημητρόπουλος. Στο Κρανίδι το καΐκι σταματά και οι δύο τελευταίοι προτείνουν στο Γαλάτη να βγουν για μια μικρή εκδρομή. Ο Γαλάτης δέχεται και όπως γράφει ο Νικόλαος Υψηλάντης, “από κοιλάδα σε κοιλάδα, από λόφο σε λόφο, έφτασαν στη σκιά ενός υπέροχου πλατάνου όπου ο Γαλάτης, αφού έψαλε πατριωτικούς ύμνους, πάλεψε, πήδηξε, έριξε λιθάρι, του ήρθε η όρεξη να σκαρφαλώσει στο δέντρο. Μα ποιο ήταν το τυχερό του! Καθώς αγωνιζόταν ν’ αγκαλιάσει το δέντρο, το μοναδικό μάρτυρα που θα μαρτυρήσει μετά το θάνατό του την αθωότητά του, την πίστη του και το ζήλο του για την πατρίδα, ένα τρομπόνι ρίχτηκε στην πλάτη του από ένα φίλο. Είναι αυτό το ίδιο δέντρο που, με τα πυκνά και σκοτεινά κλαριά του, σκεπάζει τώρα τη στάχτη του και που στον αυλακωμένο από τον κεραυνό κορμό του αρκετοί από τους συμπολίτες του πρότειναν, αντί επιταφίου, να χαραχτούν τα τελευταία λόγια που πρόφερε παραδίνοντας το πνεύμα: τι σας έκαμα;” [Υψηλάντης 1986, 121].

 

Συνειδητοποιώντας την κυνικότητα των ρώσων αφεντικών του ο Τσακάλωφ, φοβούμενος πια ακόμα και για την ίδια τη ζωή του [Υψηλάντης 1986, 131], καταφεύγει στην Πίζα της Ιταλίας όπου και παραμένει μέχρι την εισβολή του μισθοφορικού στρατού του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, οπότε και επιστρέφει για να γίνει υπουργός του προαναφερόμενου.

 

Η δολοφονία ωστόσο του Γαλάτη δεν είναι η μόνη. Θα ακολουθήσει αργότερα, λόγω αποκλίσεων από τις τσαρικές εντολές, η δολοφονία του Κυριάκου Καμαρι(α)νού.

 

Ο Κυριάκος Καμαρινός, από τις Καμάρες της Μεσσηνίας, μυήθηκε στη Φιλική στις 15/7/1818 από τον Παπαφλέσσα [Μέξας 1937, 10]. Αμέσως ο Σκουφάς, λίγο πριν πεθάνει, τον στέλνει στη Μάνη, όπου στις 2 Αυγούστου μυεί τον διοικητή της Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Μαυρομιχάλης ζητά αμέσως χρήματα από τη Φιλική και εισπράττει 32.000 γρόσια, μυθώδες ποσό για την εποχή εκείνη. Η μανιάτικη ωστόσο απληστία του Μαυρομιχάλη, τον ωθεί να στείλει τον Καμαρινό στην Πετρούπολη να ζητήσει και άλλα χρήματα. Ο Καμαρινός συναντάται διαδοχικά με τον Καποδίστρια και τον Υψηλάντη, ο οποίος έχει αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας. Ο Καποδίστριας του δίνει ένα χρηματικό ποσό αλλά με τον Υψηλάντη επέρχεται ρήξη, καθώς ο Καμαρινός υπερεκτιμά τη σημασία των Μανιατών εν όψει της επερχόμενης εξέγερσης. Η ρήξη είναι τέτοια ώστε ο Καμαρινός αμφισβητεί ανοικτά τις ικανότητες και την κρίση του νέου αρχηγού. Αποτέλεσμα αυτής του της αμφισβήτησης είναι να εγκαταλείψει τα εγκόσμια μαζί με το δούλο του, πνιγμένος στο Δούναβη με εντολή του Υψηλάντη από τα μέλη Φιλικής Διονύση Ευμορφόπουλο, Βασίλη Καραβιά και Αντρέα Σφαέλο [Βακαλόπουλος 1980, 115].

 

Στο μεταξύ, ο Καποδίστριας με εντολή του τσάρου και πρόφαση την επίσκεψη στους γέροντες γονείς του, μεταβαίνει στην Κέρκυρα το Μάρτιο του 1819 για να συντονίσει τη δράση των μελών της Φιλικής [Σπάρο 1971, 43]. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η συνάντησή του εκεί με το Θόδωρο Κολοκοτρώνη, πιστό όργανο της ρώσικης πολιτικής, καθώς επίσης με τους Μποτσαραίους [Καποδίστριας 1986, 112], εκπροσώπους των ορθοδόξων αλβανών ληστοσυμμοριτών της Τσαμουριάς, των γνωστών Σουλιωτών, της μεγαλύτερης πληγής του αγροτικού πληθυσμού της Ηπείρου.

 

Ο Ξάνθος φτάνει στην Πετρούπολη στις 15 Ιανουαρίου 1820 και συναντάται τουλάχιστον δύο φορές με τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας προφανώς του εξηγεί πως (και γιατί) έχει παρθεί η απόφαση για ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Εξάλλου ο Ξάνθος ήταν, αν και μειοψηφών, υπέρ αυτής της λύσης. Ήδη οι τρεις αδελφοί του Υψηλάντη, Νικόλαος, Γεώργιος και Δημήτριος, είχαν ενταχθεί στην Εταιρεία, ο πρώτος από το 1818, ο δεύτερος το 1819 και ο τρίτος πρόσφατα. Ο Ξάνθος συνοδευόμενος από το μέλος της Φιλικής και ξάδελφο του Υψηλάντη Ιωάννη Μάνο, έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο και του ανακοινώνει εξ ονόματος των υπολοίπων στελεχών την εν λευκώ αποδοχή του ως γενικού αρχηγού.

 

Ο Υψηλάντης συναντάται με τον Καποδίστρια όπου ρυθμίζονται τα της διαδοχής και η μεταβίβαση της αρχηγίας. Στη συνέχεια Ξάνθος, Μάνος και Υψηλάντης συνυπογράφουν στις 12 Απριλίου την ανάληψη της Αρχής από τον τελευταίο. Την ημέρα εκείνη η Εταιρεία αριθμούσε 481 μέλη.

 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τους επόμενους μήνες θα συζητήσει “πλειστάκις” στην Πετρούπολη και στο Τσάρκοϊ Σέλο, με τον τσάρο για την πορεία ανάπτυξης της Φιλικής Εταιρείας.

 

Ο φιλικός και ιερολοχίτης Παναγιώτης Καλεβράς βεβαιώνει πως παραβρέθηκε μαζί με το Σκουφά, σε συζήτηση που έγινε στο βασιλικό κήπο της Οδησσού, ανάμεσα στο ρώσο αυτοκράτορα Αλέξανδρο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Στη συζήτηση εκείνη ο Υψηλάντης ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα για την απελευθέρωση της Ελλάδας και εκείνος την υποσχέθηκε [Καλεβράς 1856, 15-16].

Το Φεβρουάριο του 1821, όλα είναι έτοιμα. Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες έχει συγκροτηθεί μυστικά μισθοφορικός στρατός. Η Εταιρεία των Φιλικών έχει απλώσει τα δίχτυα της σε όλα σχεδόν τα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου ζουν Ρωμιοί. Ο Υψηλάντης βρίσκεται στο Κισίνοβο της Βεσσαραβίας με τους επιτελείς του και περιμένει την εντολή του Αλεξάνδρου Α΄ για να προχωρήσει στη μεγάλη κίνηση. Στις 17 Φεβρουαρίου φτάνει στα χέρια του η επιστολή του τσάρου από το Τροπάου της Σιλεσίας (όπου βρισκόταν με τον Καποδίστρια σε διεθνή διάσκεψη) που του δίνει την εντολή να προχωρήσει σύμφωνα με το ρώσικο σχέδιο. Ο Υψηλάντης αποστέλλει στα στελέχη του επιστολές με στρατιωτικές πλέον διαταγές και το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου, ντυμένος με τη στολή του ρώσου στρατηγού και εικοσαμελή συνοδεία, περνάει τον Προύθο και εισέρχεται στη Μολδαβία για να συναντήσει τους πρώτους μισθοφόρους του στο Σκουλένι.

Στο βιβλίο του για τον Ιωάννη Καποδίστρια ο Παναγιώτης Καλεβράς είναι ξεκάθαρος για την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας«Έπρεπε βέβαια να μένωσιν αρκεταί πράξεις του Καποδιστρίου μυστικαί και διά τούτο εφυλάχθησαν μυστικά πάντα τόσα έτη, με πίστην και αφοσίωσιν, δοθείσης παραγγελίας από τον Καποδίστριαν εις την επιτροπήν των φιλικών, ότι η αρχή της εταιρίας να είναι άγνωστος εις όλους, ίνα μη ακουσθεί περί τούτου τίποτε, ούτε ότι έχει είδησιν ο Αυτοκράτωρ και ο Καποδίστριας και ότι ενεργούν ταύτα. Συγχρόνως ο Καποδίστριας διά να έχει φίλους πιστούς και συνεταιριστάς φιλέλληνας εις όλας τας αυλάς της Ευρώπης, ως κατασκόπους, οργάνωσε την εταιρίαν του Φοίνικος υπό το πρόσχημα εις το φανερόν της φιλομούσου εταιρίας των Αθηνών» [Καλεβράς 1873, 10].

Η ρώσικη Εταιρεία των Φιλικών εκπλήρωνε την αποστολή της με απόλυτη επιτυχία. Η φωτιά που άναβε στη Μολδοβλαχία θα έφτανε σε λίγες μέρες στην Ελλάδα. Αυτή η φωτιά που έκαψε τα επόμενα χρόνια όλη τη χώρα και ονομάστηκε “επανάσταση του 1821”, θα σβηστεί από αυτούς που την άναψαν (: τους Ρώσους) όταν θα έχουν εξασφαλίσει τη δημιουργία ενός προτεκτοράτου με κυβερνήτη τον πρώην υπουργό των Εξωτερικών τους: τον εμπνευστή και δημιουργό της Φιλικής, κόμη Ιωάννη Καποδίστρια.

Η Εταιρεία του Φοίνικος δραστηριοποιήθηκε ξανά μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Καποδίστρια. Γράφει για τον κυβερνήτη και την εταιρεία του ο Frederic Thiersch: «Όσο για τους ηγέτες του Κινήματος που ήθελε να εφαρμόσει στην Ελλάδα, σχημάτισε ένα δίκτυο απ’ αυτούς μέσα στη μυστική και σχεδόν μυστηριώδη Εταιρία του Φοίνικος, της οποίας τα μέλη, για να γίνουν αποδεκτά, έπρεπε να του είχαν δώσει αποδείξεις της απεριόριστης αφοσιώσεώς τους και να υποσχεθούν με όρκο να αφιερωθούν εντελώς στη διατήρηση της εξουσίας του. Σε ανταμοιβή ο αυθέντης τους, τους άφησε να συμμετέχουν στις τιμές, τα κέρδη της εξουσίας του και στις ελπίδες του κόμματος του – ελπίδες που δεν περιορίζονταν μόνο στην Ελλάδα. Όλα τα μέλη της μυστικής εταιρίας που είχαν συνεργασθεί και προετοιμάσει την άνοδο του Κυβερνήτη στην προεδρία, οι δυο αδελφοί Βιάρος και Αυγουστίνος, οι υπουργοί από τους οποίους περιβάλλονται τον τελευταίο καιρό, οι στρατηγοί Κολοκοτρώνης, Νικήτας και Ράγκος, ο καπετάνιος στην υπηρεσία των Τούρκων που έγινε γενικός διοικητής της Ανατολικής Ελλάδος, πολλοί γερουσιαστές, ο Κανάρης, καπετάνιος πυρπολικού που είχε προαχθεί στο βαθμό του αντιναυάρχου και ακόμα ένας ξένος ναύαρχος, αποτελούσαν τμήμα και ήξεραν το μυστικό της εταιρίας που προοριζόταν να είναι το κέντρο και το πιο ισχυρό κίνητρο μιας εξουσίας συμπαγούς και τρομερής» [Τιρς 1833, 71].

 

 

Αρς 1978: Γρηγόρη Αρς, Ο Καποδίστριας πριν από το Ναύπλιο, μετάφραση από τα ρωσικά Ι. Παπαϊωάννου, περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 119 (Μάιος 1978), εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ.

Ευαγγελίδης 1894: Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου, κυβερνήτου της Ελλάδος (1828-1831), μετά 60 εικόνων, εν Αθήναις, εκδότης Π. Ε.Ζανουλάκης, βιβλιοπώλης, 1894.

Βακαλόπουλος 1980: Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Ε’ Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829) - Οι προϋποθέσεις και της (1813-1822), Θεσσαλονίκη 1980.

Καλεβράς 1856: Επιστολαί ή τα κατά την επανάστασιν της Ελλάδος και τα προ αυτής συμβάντα, ανέκδοτα πολιτικά και θρησκευτικά μυστικοσυμβούλια ήτοι Εταιρείαι της Ασίας της Ευρώπης και της Αμερικής ως προς την Ελλάδα και της Ελλάδος ως προς εαυτήν. Σύγγραμμα λίαν περίεργον υπό Παναγιώτου Καλεβρά, ιερολοχίτου, πρώην ειρηνοδίκου Αθηνών, λοχαγού της Βασιλικής φάλαγκος και αποστόλου της Εταιρίας του Φοίνικος και των Φιλικών, εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Α. Γκαρπολά,1856

Ενεπεκίδης 1965: Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και ΕλλάδοςΕΣΤΙΑ 1965.

Καλεβράς 1873: Πολιτικός βίος του αοιδίμου Ιω. Καποδίστρια Κυβερνήτου της Ελλάδος και αι κατά καιρούς προσπάθειαι αυτού περί της απελευθερώσεως του Ελληνικού Έθνους. Και διατί δεν ελευθερώθη όλον το Έθνος, ποιοι το εμπόδισαν και ποιοι εμποδίζουν μέχρι την σήμερον. Και ανέκδοτα τινά μυστικά, πλην αληθή γεγονότα, Παναγιώτου Καλεβρά, υπό ιερολοχίτου και λοχαγού της Βασιλ. Φάλαγγος, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου Δ. Αθ. Μαυρομάτη, 1873.

Καποδίστριας 1986: Ιωάννη Καποδίστρια, Απομνημονεύματα – επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, μετάφραση Μιχ. Θ. Λάσκαρις, ΜΠΑΥΡΟΝ, Αθήνα 1986.

Μάμουκας 1839: Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, εκδιδόντος Aνδρέου Ζ. Μαμούκα, τόμος Β’, εν Πειραιεί , εκ της του Ηλία Χριστοφίδου τυπογραφίας «Η Αγαθή Τύχη», 1839.

Μακρυγιάννης 1977Στρατηγού Μακρυγιάννη ΑπομνημονεύματαΜΠΑΥΡΟΝ 1977.

Ξάνθος 1845Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρίας, υπό Εμμανουήλ Ξάνθου, Αθήναι εκ του τυπογραφείου Α. Γκαρπολά, 1845.

Μέξας 1937: Βαλερίου Μέξα, Οι Φιλικοί – κατάλογος των μελών της φιλικής εταιρείας εκ του αρχείου Σέκερη.

Σπηλιάδης 1851Απομνημονεύματα, συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, εκδίδονται δε υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως, τόπος Α’, Αθήνησιν, εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1851.

Σπάρο 1971: Όλγα Μπορίσοβνα Σπάρο, Η απελευθέρωση της Ελλάδος και η Ρωσία (1812-1829), μετάφραση από τα ρωσικά Α. Σαραντόπουλου, ΦΕΞΗ, Αθήνα 1971.

Τιρς 1833: Φρειδερίκου Τιρς, καθηγητού τα αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, προέδρου της Βαβαρικής Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, Η Ελλάδα του Καποδίστρια - η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της, τόμος Α’, μετάφραση Α. Σπήλιου, εκδόσεις Αφών Τολίδη.

Υψηλάντης 1986Απομνημονεύματα του πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη, μετάφραση, προλεγόμενα και σχόλια Ελευθέριος Μαραϊτίνης-Πατριαρχέας, ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1986.

Φιλήμων 1859 Α’: Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως, παρά Ιωάννου Φιλήμονος, τόμος πρώτος Αθήναι, τύποις . Π. Σούτσα και Α. Κτενά (Κατά την οδόν Αδριανού), 1859.

 

Φραντζής 1839Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένου από του έτους 1715, και λήγουσα το 1835, διηρημένη εις τόμους τέσσαρας, συγγραφείσα παρά Αμβροσίου Φραντζή, πρωτοσυγκέλου της πρώην Χριστιανουπόλεως επαρχίας (Αρκαδίας) και εκδοθείσα παρ’ αυτού προς χρήσιν των Ελλήνων Έκδοση του 1ου και 2ου τόμου το 1839 στο τυπογραφείο του Κων. Καστόρχη στην Αθήνα, του δε 3ου και 4ου το 1841 στο τυπογραφείο του Κ. Ράλλη στην Αθήνα.

 

 

Το σχέδιο της εξέγερσης

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Νέα Ανατολή (14.9.2000)

 

 

Τον Ιούλιο του 1820 ο Αλέξανδρος Α΄ και ο Καποδίστριας δίνουν εντολή στον Αλέξανδρο Υψηλάντη να προχωρήσει στο τελευταίο στάδιο προετοιμασίας της “ελληνικής επανάστασης”.

Ο Υψηλάντης λαμβάνει επισήμως από τον τσάρο δίχρονη άδεια για “λουτροθεραπεία στο εξωτερικό”. Στην πραγματικότητα ξεκινά για τη Βεσσαραβία όπου θα εργαστεί για τη στρατιωτική προπαρασκευή της εξέγερσης.

Μια σημαντική ιστορική μαρτυρία του ότι ο Υψηλάντης αναχώρησε όχι για “λουτροθεραπεία στην Ευρώπη” αλλά σε διατεταγμένη αποστολή, με ενδιάμεσο σταθμό τη Βεσσαραβία, μας παρέχει μία επιστολή της τσαρίνας Ελισάβετ γραμμένη τις μέρες εκείνες σε μία δεσποινίδα της αυλής της:

Σας είμαι υπόχρεος, δεσποινίς, που με ειδοποιήσατε για την προσεχή αναχώρηση του Υψηλάντη. Αν και πια δεν έχω κανένα δέμα να του δώσω, θα ήμουνα ενθουσιασμένη να τον αποχαιρετήσω και σας παρακαλώ να του πείτε να έρθει αύριο το μεσημέρι να με δει ή σ’ όποια άλλη ώρα που θα του ταίριαζε. Όπως έβλεπα πως η αποστολή του ανεβάλλετο από μέρα σε μέρα, έδωσα το γράμμα μου για τον κόμιτα Βιτγκεστάιν στη σύζυγό του, πριν από οχτώ περίπου μέρες”.

Όπως προκύπτει λοιπόν από τα ανωτέρω, η τσαρίνα γνώριζε την “αποστολή” του Υψηλάντη και τη μετάβασή του στη Βεσσαραβία (στη ρώσικη επαρχία που συνόρευε με τη Μολδαβία) όπου θα συναντούσε τον κόμη Βιτγκεστάιν, τον εκεί δηλαδή αρχιστράτηγο των ρωσικών στρατευμάτων. Δήλωνε μάλιστα “ενθουσιασμένη” με την αποστολή του.

Ο Υψηλάντης περνάει πρώτα από την Οδησσό, πόλη με σημαντική ρωμαίικη εμπορική παροικία και πολυπληθή τοπική Εφορία της Φιλικής. Εκεί λαμβάνει μια επιστολή του Αναγνωσταρά που τον πληροφορεί πως ο Μοριάς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του μπορεί να αντιπαραθέσει 30.400 άντρες απέναντι σε μία δύναμη 12.800 μουσουλμάνων.

Στην Οδησσό τον επισκέπτεται στις 22 Αυγούστου, ερχόμενος από την Πετρούπολη όπου έχει συναντηθεί με τον Καποδίστρια, ο γραμματέας του ρωσικού προξενείου της Πάτρας και στέλεχος της Φιλικής Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος. Στη μεταξύ τους συζήτηση ο Υψηλάντης διατυπώνει τη σκέψη να κατέβει στο Μοριά και να κηρύξει από εκεί την “επανάσταση”. Ο Παπαρρηγόπουλος είναι κάθετα αντίθετος. Υποστηρίζει πως το κίνημα πρέπει να ξεκινήσει από τη Μολδοβλαχία. Αυτό κατά τη γνώμη του παρουσίαζε τρία πλεονεκτήματα. Πρώτον, οι Οθωμανοί έχοντας σε απόσταση αναπνοής από τις εξεγερμένες παραδουνάβιες ηγεμονίες τη ρωσική στρατιά της Βεσσαραβίας, δεν θα μετακινούσαν τις δυνάμεις τους προς ένα εξεγερμένο νότο. Δεύτερον, ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων υποψιαζόμενος, λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης Μολδοβλαχίας και Βεσσαραβίας, τη ρώσικη υποστήριξη προς το κίνημα, θα συνέχιζε με μεγαλύτερο πείσμα τον κατά της Πύλης αγώνα του. Και τρίτον, για τον ίδιο λόγο οι Μοραΐτες και οι Ρουμελιώτες θα εύρισκαν τη δύναμη να ξεσηκωθούν.

Αρχές Οκτωβρίου ο Υψηλάντης βρίσκεται στο Ισμαήλ της Βεσσαραβίας και συνεδριάζει με στελέχη της Φιλικής για τον τόπο και το χρόνο της εξέγερσης. Στη σύσκεψη αυτή παρευρίσκονται εκτός άλλων και οι Ξάνθος, Παπαφλέσσας, Περραιβός, Ίπατρος καθώς και ο διοικητής του ρώσικου στόλου στο Δούναβη Παπαδόπουλος Κορφινός.

Η σύσκεψη σχεδόν ομόφωνα αποφασίζει – σε πλήρη αντίθεση με όσα εξαιρετικά σημαντικά είχε υποστηρίξει ο Παπαρρηγόπουλος στον Υψηλάντη – να ξεκινήσει η εξέγερση από το Μοριά και συγκεκριμένα από τη Μάνη (όπως συνέβη και στα Ορλοφικά). Η εξέγερση έπρεπε να αρχίσει γύρω στις 10 Δεκεμβρίου. Γι’ αυτό το λόγο ο Παπαφλέσσας αναλαμβάνει να μεταφέρει διαταγή προς το Φιλικό Γιώργο Πάνου στις Σπέτσες, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να βρίσκεται μέσα σε έξι βδομάδες από τη σύνταξη της επιστολής ένα καλά αρματωμένο καράβι στην Τεργέστη για να παραλάβει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και να τον μεταφέρει στη Μάνη.

Ταυτόχρονα οι αρματωλοί και μέλη της Φιλικής Γιωργάκης Ολύμπιος και Σάββας Καμινάρης, έπρεπε ηγούμενοι ενός μισθοφορικού στρατού να προχωρήσουν στα τέλη Νοεμβρίου σε κίνημα αντιπερισπασμού στη Μολδοβλαχία. Έπρεπε επίσης να επιδιωχθεί εξέγερση των Σέρβων.

Ο Παπαδόπουλος Κορφινός αναλάμβανε τη δημιουργία μικρού στόλου που θα δρούσε στο Δούναβη και τον Προύθο. Αρκετοί από τους παρευρισκόμενους πήραν εντολή να μεταβούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για να προετοιμάσουν την εξέγερση. Ιδιαίτερο βάρος έπεσε στον Παπαφλέσσα που ως πληρεξούσιος του Υψηλάντη έπρεπε να πάει μετά τις Σπέτσες στο Μοριά και να προετοιμάσει το έδαφος.

Από το Ισμαήλ ο Υψηλάντης μεταβαίνει στην πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας Κισίνοβο (ή Κισινιόφ) και εγκαθίσταται στο σπίτι της παντρεμένης με τον Κατακάζη αδελφής του, όπου το μετατρέπει σε αρχηγείο του. Ξαφνικά στις 24 Οκτωβρίου και ενώ ο μηχανισμός της Φιλικής έχει κινηθεί για την υλοποίηση των αποφάσεων της σύσκεψης του Ισμαήλ, ο Υψηλάντης ανακοινώνει ότι το σχέδιο ματαιώνεται. Το νέο σχέδιο προβλέπει να ηγηθεί ο ίδιος εξέγερσης στη Μολδοβλαχία και διασχίζοντας τα Βαλκάνια να κατέλθει στην Ελλάδα επικεφαλής των στρατευμάτων που θα συγκέντρωνε. Νέα ημερομηνία ορίζει τη 15η Νοεμβρίου αλλά σύντομα ανακοινώνει νεα αναβολή για την ερχόμενη άνοιξη.

Τι μεσολάβησε όμως και άλλαξε το σχέδιο; Γιατί επιλέχθηκε η Μολδοβλαχία και όχι ο Μοριάς; Η απόφαση αυτή ήταν απόφαση του Υψηλάντη ή των ανωτέρων του;

Λεπτομέρειες του τελικού στρατιωτικού σχεδίου για την εξέγερση στη Μολδοβλαχία μας δίνει ο Νικόλαος Υψηλάντης (που θα λάβει μέρος στα επερχόμενα γεγονότα ως στρατιωτικός διοικητής) στα απομνημονεύματα του:

Φυλάμε ακόμη”, γράφει, “τις γραπτές υποσχέσεις του προδότη Σάββα, που είχε αναλάβει να πάρει το Giurgew και το Rustzuc, να περάσει στη Βουλγαρία και να ξεσηκώσει εκεί τους χριστιανούς, να βοηθήσει να καταληφθεί το Ada Cale από τον καπετάν Γιωργάκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν αποφασισμένο, ο καπετάν Γιωργάκης, μόλις θα καταλάμβανε το Ada Cale, θα ξεσήκωνε το στρατιωτικό σώμα του Tzerni George στη Σερβία. Ο Σάββας έπρεπε να ξεσηκώσει τους Βουλγάρους. Οι Μαυροβούνιοι ήδη ενημερωμένοι όφειλαν, αμέσως μόλις μάθαιναν το νέο της εξεγέρσεως αυτών των δύο επαρχιών, να προσπαθήσουν να ενωθούν μ’ αυτές. Ο καπετάν Φαρμάκης θα έμενε στη Βλαχία για να υποστηρίξει τον Θεόδωρο Βλαδιμιρέσκου ώσπου να πλησιάσουν οι Υψηλάνται και να μπουν στη Βλαχία, αφού θα είχαν ενισχυθεί από τον Καραβιά στη Φωξάνη. Τότε θα πήγαινε να ενωθεί μαζί τους και θα τον οδηγούσαν στη Ζιμνίτσα στο κτήμα τους, όπου, με τα πλοία που ήσαν προετοιμασμένα θα διέσχιζαν το Δούναβη για να περάσουν στην άλλη πλευρά, αφήνοντας τον Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου, τον Χατζή-Πρόντανο (τους δύο Μακεδόνσκι κτλ.) στη Βλαχία για να καλύψουν τα νώτα τους και να χρησιμεύσουν συγχρόνως και για εφεδρεία. Χρήματα είχαν διατεθεί για όλα αυτά, τα πάντα ήσαν έτοιμα, όλα είχαν πετύχει πλήρως, έγραψαν στους Υψηλάντες να περάσουν.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Νικόλαος Υψηλάντης, υποστηρίζει ότι είχε προετοιμαστεί όχι απλά μία ελληνική αλλά μια πανβαλκανική εξέγερση κατά της Πύλης. Από ποιόν; Από τον αδελφό του Αλέξανδρο; Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Ρωμιοί και Αρβανίτες θα ακολουθούσαν τον Υψηλάντη εάν δεν πίστευαν ότι πίσω του βρίσκονται τα ρώσικα όπλα;

Ποιοι είχαν “διαθέσει” τόσα χρήματα για μια γενικευμένη αναταραχή στα Βαλκάνια, και ποιοι ήταν αυτοί που όταν θεώρησαν πως όλα ήταν έτοιμα “έγραψαν στους Υψηλάντες να περάσουν”;

Μήπως το γράμμα αυτό έφτασε στο Κισίνοβο, στα χέρια του Υψηλάντη, το απόγευμα της 17ης Φεβρουρίου 1821, ημέρα Πέμπτη και το μετέφερε ταχυδρόμος από το Τροπάου, οπού βρισκόταν ο τσάρος και ο Καποδίστριας;

Κατά “φοβερή σύμπτωση”, ο Καποδίστριας που υποτίθεται ότι είχε να μάθει νέα του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τότε που αυτός είχε πάρει άδεια για “λουτροθεραπεία στο εξωτερικό”, εκτός από υπουργός Εξωτερικών είχε αναλάβει προσωρινά και το υπουργείο Βεσσαραβίας!

Ο Υψηλάντης είχε κατά τη δική του έκφραση στήσει στην πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας τη “σκηνή του πολέμου”. Συνομιλητής του ήταν η ανωτάτη ρώσικη στρατιωτική διοίκηση. Και όχι απλώς συνομιλητής του αλλά και συμπαραστάτης του. Ας σταθούμε σε ορισμένες μαρτυρίες που πιστοποιούν αυτό.

Ο κυβερνήτης της Βεσσαραβίας στρατηγός Ιβάν Ιζνόφ, ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι στον Υψηλάντη και το επιτελείο του, σύμφωνα με το ρώσο ιστορικό Αρς.

Ο διοικητής της 16ης μεραρχίας στρατηγός Μιχαήλ Ορλόφ ήταν προσωπικός φίλος του Υψηλάντη. Σε επιστολή προς τον πεθερό του στρατηγό Ραγιέφσκι έχει απροκάλυπτα διατυπώσει τη γνώμη και επιθυμία του: “Αν άφηναν τη 16η μεραρχία να απελευθερώσει την Ελλάδα αυτό δεν θα ήταν άσχημο. Έχω 16 χιλιάδες άνδρες υπό τα όπλα, 36 πυροβόλα και 6 συντάγματα Κοζάκων. Δεν μπορεί να αστειευτεί κανείς μαζί τους. Συντάγματα ένδοξα, πυρόλιθοι της Σιβηρίας. Το τούρκικο ατσάλι θα έσπαζε πάνω τους”. Η επιστολή αυτή έχει γραφτεί στις 9 Ιουλίου 1820. Την εποχή δηλαδή που ο Υψηλάντης έπαιρνε επισήμως άδεια για “λουτροθεραπεία”, η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία συζητούσε ήδη το ενδεχόμενο ρωσο-τουρκικού πολέμου προς υποστήριξη της σχεδιαζόμενης εξέγερσης.

Ο Ξάνθος προμηθεύεται όπλα και κανόνια στο Ισμαήλ από το στρατηγό Τουσκόφ.

 

Λίγες μέρες μετά την είσοδο του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και συγκεκριμένα στις 4 Μαρτίου, ο διοικητής της Οδησσού Α. Λανζερόν πληροφορεί τον επιτελάρχη της δεύτερης ρωσικής στρατιάς του Νότου Π. Κισελιόφ ότι χορήγησε πάνω από 300 διαβατήρια σε εκείνους που πήγαιναν να καταταχτούν στα σώματα του Υψηλάντη.

Ο ίδιος δε ο Π. Κισελιόφ έγραφε στις 14 Μαρτίου στον Α. Ζακρέφσκη: “Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε, αγαπητέ Ζακρέφσκη! Τι θαύματα γίνονται κι έχουν να γίνουν ακόμη! Ο Υψηλάντης πέρασε τα σύνορα και τ’ όνομά του έμεινε πια στους απογόνους. Οι Έλληνες διαβάζουν την προκήρυξή του και κλαίνε με λυγμούς και τρέχουν μ’ ενθουσιασμό να ταχθούν κάτω από τις σημαίες του. Ο Θεός να τον βοηθήσει στην ιερή υπόθεση, θα ήθελα να προσθέσω: και η Ρωσία”.

Από τις ιστορικές αυτές πληροφορίες προκύπτει λοιπόν ότι η στρατιωτική διοίκηση στη Βεσσαραβία περίμενε τη διαταγή του τσάρου για να υποστηρίξει ένοπλα το κίνημα του Υψηλάντη.

Αυτή ακριβώς περίμενε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όταν στην πρώτη του προκήρυξη προς τους εξεγερμένους έγραφε: “κινηθείτε ω φίλοι και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαια μας”.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό το ότι ο Υψηλάντης στέλνει στις 23 Φεβρουαρίου, μέσω των ρώσων προξένων του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, μήνυμα στο ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνοφ που τον καλεί να “είναι άγρυπνος” και να διαμαρτυρηθεί σε περίπτωση που τα οθωμανικά στρατεύματα θα επιχειρήσουν να παραβιάσουν τις ρωσο-τουρκικές συνθήκες και να εισβάλουν στις ηγεμονίες. Του στέλνει επίσης και έξι επιστολές να παραδώσει σε στελέχη της Φιλικής στην Κωνσταντινούπολη, με τις οποίες ζητά να κινηθεί ο μηχανισμός της Εταιρείας και να προβεί σε πράξεις δολιοφθοράς στην Οθωμανική Πρωτεύουσα (να βάλουν φωτιά στην Πόλη, να βυθίσουν το στόλο και άλλα).

Το ότι πίσω από τον ίδιο και τη Φιλική Εταιρεία βρισκόταν η ρωσική κυβέρνηση, το αναφέρει απροκάλυπτα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε επιστολή του στο σέρβο ηγεμόνα Μίλος Οβρένοβιτς. Η επιστολή αυτή, που κομιστής της ήταν ο Φιλικός Αριστείδης Παπάς, δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της, αλλά στα χέρια του σουλτάνου, ενοχοποιώντας έτσι ανοιχτά τον τσάρο και αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του.

Για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη προσωπικά όλα βαίνουν καλώς μέχρι τη στιγμή που ο Αλέξανδρος Α΄, που βρίσκεται στο συνέδριο στο Λέυμπαχ, παίρνει επιστολή του από το Ιάσιο γραμμένη στις 24 Φεβρουαρίου, με την οποία τον ενημερώνει επισήμως πως ηγείται κινήματος, για την απελευθέρωση των Ελλήνων, του υποβάλει την παραίτηση του από το ρωσικό στρατό και του ζητά τη βοήθεια της Ρωσίας για να απαλλαχθεί η Ευρώπη από τα οθωμανικά “τέρατα”.

Σύμφωνα με τη διήγηση του Καποδίστρια στη Λουλού Τυρχάιμ, μόλις ο τσάρος διάβασε την επιστολή “πήδηξε από τη χαρά του και χειροκροτώντας είπε: μπράβο νεαρέ μου! Αυτό το ονομάζω εγώ: Ό,τι πρέπει! Έπειτα από μια ώρα πήγε ο τσάρος στον Μέττερνιχ και δυο ώρες αργότερα διέταξε τον Καποδίστρια να γράψει στον Υψηλάντη ( στις 14 Μαρτίου) ένα κεραυνοβόλο γράμμα, όπου απεδοκίμαζε κατηγορηματικά τον Υψηλάντη και τον απειλούσε βαριά”.

Φαίνεται” πως οι απειλές που εκτόξευσε ο Μέττερνιχ για την αντίδραση της Αυστρίας και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, σε περίπτωση που η Ρωσία βοηθούσε τους εξεγερμένους, “υποχρέωσαν” τον τσάρο όχι μόνο να κρατήσει ουδέτερη στάση αλλά και να προβεί σε επίσημη “αποκήρυξη” του Υψηλάντη και του κινήματος του.

Ο Υψηλάντης όταν παρέλαβε τη συνταγμένη από τον Καποδίστρια επιστολή “αποκήρυξής” του, αντίγραφο της οποίας είχε παραδώσει ο Στρογκάνοφ στο σουλτάνο, έμεινε εμβρόντητος. Δεν πίστευε στα μάτια του όταν διάβαζε πως “Ο Αυτοκράτωρ ουδεμίαν, ούτε αμέσως ούτε εμμέσως παρέξει υμίν συνδρομήν, διότι, επαναλαμβάνομεν λέγοντες, ήθελεν είσθαι ανάξιον αυτού το υποσκάπτειν τα θεμέλια της τουρκικής αυτοκρατορίας δια επονειδίστου και εγκληματικής ενεργείας μυστικής εταιρείας”.

Από υποψήφιος ηγεμόνας της Ελλάδας ο Υψηλάντης αισθάνεται να μετατρέπεται με μιας σε αποδιοπομπαίο τράγο. Μια βαθιά πίκρα προδοσίας τον πλημμυρίζει.

Αυτή ακριβώς τη βαθιά πίκρα θα εκφράσει αργότερα σε επιστολή του προς την κυρία Ραζουμόφσκι, όταν μετά τη συντριβή των ονείρων του, της γράφει από την Αυστρία: “Εάν θέλετε να σας γράφω και να μου γράφετε, μη μεταχειρίζεστε πια το όνομα του φίλου (: Καποδίστρια). Είναι μια λέξη που μου κάνει κακό. Το ξέρετε πολύ καλά, ότι είχα ένα φίλο. Ε! λοιπόν, θα φρίξετε… μ’ επρόδωσε! ”.

Όταν ο Μέττερνιχ έγραφε στις 21/12/1821 στον πρεσβευτή του στην Πετρούπολη, πως είχε “πάνω από είκοσι αποδείξεις ότι ο Καποδίστριας και ο Υψηλάντης ασχολούνται ήδη από το 1819 με τη μελλοντική εξέγερση” και πως “τώρα βέβαια ο ένας θα κατηγορεί τον άλλο, ότι δεν έμεινε πιστός στη συμφωνία”, είχε εν μέρει δίκιο. Εν μέρει, γιατί ο Υψηλάντης τήρησε όσα είχε συμφωνήσει να κάνει.

Το σημαντικό ερώτημα που τίθεται σχετικά με την “αποκήρυξη” είναι αν ο Αλέξανδρος Α΄ και ο Καποδίστριας πίστευαν ότι η Αυστρία και οι άλλες δυτικές δυνάμεις θα επέτρεπαν στη Ρωσία να υποστηρίξει μία εξέγερση που είχε σχεδιάσει εκείνη για να προχωρήσει σε διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή τη σκέψη θα μπορούσαν να κάνουν αδαείς και αφελείς άνθρωποι. Ούτε όμως ο τσάρος, μήτε πολύ περισσότερο ο Καποδίστριας είχαν δείξει πως ήταν άνδρες με τέτοια χαρακτηριστικά. Η εμπειρία και η ευφυΐα τους ήταν δεδομένη. Δεδομένη άρα, περισσότερο ή λιγότερο, θα πρέπει να είχαν και την αντίδραση του Μέττερνιχ.

Αν τα πράγματα έχουν έτσι, προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα. Το σχέδιο που νόμιζε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης για “ρώσικο σχέδιο” ήταν ολόκληρο το σχέδιο ή μόνο ένα τμήμα του; Και αν όχι ποιο ήταν το συνολικό σχέδιο των Αλεξάνδρου Α΄- Καποδίστρια για το ’21;

Η ρώσικη στρατηγική αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ελληνορθόδοξου (: γκραικο-αρβανίτικου) κράτους-προτεκτοράτου στο νότιο άκρο της βαλκανικής. Ενός μικρού, τεράστιας όμως γεωπολιτικής σημασίας, μισοανεξάρτητου κράτους υποταγμένου στη ρώσικη πολιτική.

Τα γεωγραφικά όρια αυτού του κράτους τα περιγράφει επακριβώς ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην απαντητική επιστολή του προς τον τσάρο (στα τέλη Μαρτίου 1821), μετά την αποκήρυξή του. Ο Υψηλάντης θεωρώντας ότι, ως ελάχιστο για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Πύλη πρέπει “να ληφθεί η αυτονομία της Πελοποννήσου, όλης της Στερεάς και των Νήσων”, όχι μόνο υπενθυμίζει στον τσάρο ότι είναι μέτοχος της ρώσικης πολιτικής αλλά ταυτόχρονα του ζητά να τον αφήσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο ρόλος όμως του Υψηλάντη στο ρώσικο σχεδιασμό ήταν διαφορετικός από αυτόν που τον είχαν κάνει να πιστέψει πως είχε.

Αυτό που απασχολούσε τον τσάρο και τον Καποδίστρια ήταν απ’ την αρχή να ξεσηκωθεί η Ελλάδα, να κατορθώσει δηλαδή η Φιλική να εξεγείρει το Μοριά, τη Ρούμελη και τα νησιά. Όλες ωστόσο οι ειδήσεις απ’ την Ελλάδα οδηγούσαν στο ίδιο συμπέρασμα. Η Ελλάδα θα ξεσηκωνόταν μόνο αν πίστευε ότι η Ρωσία άρχισε τον πόλεμο κατά του σουλτάνου.

 

Ο Παπαφλέσσας που ήταν ο κύρια επιφορτισμένος από τα στελέχη της Φιλικής να εξεγείρει το Μοριά, αυτό ακριβώς το καθολικό αίτημα αντιμετώπισε: πρώτα η Ρωσία.

 

Στη σύσκεψη των στελεχών της Φιλικής του Μοριά στη Βοστίτσα (Αίγιο) στα τέλη Ιανουαρίου 1821, ο Παπαφλέσσας βεβαίωσε σαν πληρεξούσιος του Υψηλάντη, ότι πίσω από το κίνημα βρίσκεται ο ίδιος ο τσάρος. Όμως τα λόγια μόνο δεν έφταναν για να πείσουν τους αρχιερείς και τους προύχοντες. “Είσαι απατεώνας και εξωλέστατος που οδηγεί το έθνος στην καταστροφή για να πλουτίσεις από τις αρπαγές”, του απάντησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. “Τα λόγια σου είναι άστατα, ιδιοτελή και σχεδόν μπερμπάντικα κι αν στηριχθούμε σ’ αυτά παίρνουμε το έθνος στο λαιμό μας”, συμπλήρωσε ο Ανδρέας Ζαίμης.

Κάθετα αντίθετους βρήκε ο Παπαφλέσσας και τους Δεληγιανναίους στα Λαγκάδια. “Τον είπομεν, γράφει ο Καννέλος Δεληγιάννης, ότι ημείς με τους εδικούς σου λόγους και με του Υψηλάντη τα ονειροπολήματα και με τας ξηράς και ανυπάρκτους υποσχέσεις δεν είμεθα ανόητοι, μήτε απελπισμένοι να καταστρέψωμεν την πατρίδαν μας”.

Αυτό ακριβώς το κλίμα, που συνάντησε ο Παπαφλέσσας στο Μοριά ήταν ήδη γνωστό στον Τσάρο και τον Καποδίστρια και το έλαβαν σοβαρά υπόψη στο σχεδιασμό τους. Η Ρωσία δεν είχε σκοπό να επαναλάβει τα Ορλοφικά σε μια εποχή που είχε απέναντι της μια Ευρώπη σύμμαχο της Πύλης.

Η Ελλάδα θα ξεσηκωνόταν μόνο όταν έβλεπε πως η Ρωσία σήκωνε τα όπλα κατά των Οθωμανών. Στο βαθμό που αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβεί, χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες διεθνείς προϋποθέσεις, η Ελλάδα έπρεπε να ξεσηκωθεί νομίζοντας ότι η Ρωσία σήκωνε τα όπλα. Όταν θα συνειδητοποιούσαν οι εξεγερμένοι στην Ελλάδα την αυταπάτη τους, θα ήταν πλέον αργά και τα χέρια τους βουτηγμένα στο αίμα.

Το κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ήταν μια εντυπωσιακή ρώσικη κίνηση. Το γεγονός ότι η “ελληνική επανάσταση” κηρύχθηκε δίπλα στα ρωσικά σύνορα υπό τα όμματα σχεδόν του ρωσικού στρατού, ότι ηγείτο αυτής ο στρατηγός υπασπιστής του τσάρου, ότι οι ρώσοι αξιωματικοί διευκόλυναν με κάθε τρόπο τη διέλευση πάσης εθνότητας μισθοφόρων από τη Βεσσαραβία στις ηγεμονίες, ότι βρέθηκαν τόσα όπλα για να εξοπλιστούν 13.000 άνδρες (μαζί με αυτούς του Βλαντιμηρέσκου) και τόσα χρήματα για τη μισθοδοσία τους, έκανε όλο τον κόσμο να πιστέψει ότι το επόμενο βήμα ήταν η κήρυξη από τον τσάρο του πολέμου κατά της Πύλης.

Αυτό ακριβώς πίστεψε ο σουλτάνος και άρχισε να σκέφτεται την υπεράσπιση πια της πρωτεύουσας του, αυτό ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων που συνέχισε να αντιστέκεται με υψηλό ηθικό, αυτό και ο λαός στην Ελλάδα που ωθούμενος από τους Φιλικούς ξεσηκώθηκε.

Το κίνημα στις ηγεμονίες ήταν ένας θεαματικός αντιπερισπασμός της Ρωσίας. Τη στιγμή που όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στη Μολδοβλαχία, η Φιλική είχε αθόρυβα βάλει φωτιά στην Ελλάδα.

Η ταχύτητα μετάδοσης των ειδήσεων, το πόσο δηλαδή γρήγορα μπορούσες να μάθεις τα νέα την εποχή εκείνη, είναι ένας σημαντικός παράγοντας για να καταλάβουμε τι ήξερε ο κόσμος κάθε στιγμή. Ο άλλος παράγοντας ήταν ο απόλυτος σχεδόν αναλφαβητισμός που επικρατούσε στα Βαλκάνια. Οι ειδήσεις μέσα στο λαό μεταδίδονταν προφορικά, αργά και διαστρεβλωμένα.

Από το Βουκουρέστι μέχρι την Πάτρα ένα έγγραφο χρειαζόταν περίπου 15 – 20 ημέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Οι πολιτικά ενδιαφερόμενοι εγγράμματοι στο Μοριά, ανεξαρτήτως στρατοπέδου, έμαθαν επομένως μεταξύ 9 και 14 Μαρτίου, ότι ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο.

Η αποκήρυξη του Υψηλάντη από τον Τσάρο γίνεται γνωστή στη Μολδαβία στις 28 Μαρτίου. Οι εγγράμματοι ενδιαφερόμενοι στο Μοριά θα μπορούσαν να την πληροφορηθούν από τα μέσα Απριλίου και έπειτα. Τότε όμως είναι πλέον αργά: Μοριάς, Ρούμελη και νησιά έχουν ξεσηκωθεί σχεδόν στο σύνολο τους.

Πέρα από αυτό, η Φιλική είχε στήσει στην Ελλάδα ένα φοβερό μηχανισμό παραπληροφόρησης. Ιδού ορισμένα παραδείγματα:

Σύμφωνα με τον Φραντζή στις 21 Μαρτίου ο Παπαφλέσσας ανακοινώνει ότι “εγέμισε η Μάνη και το Μαραθονήσι από καράβια” (: ρώσικα), στις δε 25 Μαρτίου ότι “πυρπολείται ο σουλτανικός στόλος, ότι δίδεται πυρ εις όλην την Κωνσταντινούπολιν, ότι φονεύεται ο σουλτάνος”.

Ένας διαδοσίας, σύμφωνα πάντα με το Φραντζή, “πληροφορεί” με ενθουσιασμό στους εξεγερμένους της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), στα τέλη Μαρτίου, ότι είδε με τα μάτια του στην Καλαμάτα να αράζουν 80 καράβια (: ρώσικα) με 20.000 άνδρες οι οποίοι ξεφόρτωσαν και γέμισαν τέσσερα σπίτια άρματα και κανόνια.

Ο Βάμβας αναγγέλλει τον Ιούλιο στους Κουντουριωταίους: “πρέπει να μάθετε ότι η Ρωσία εκήρυξε τον πόλεμο κατά του τυράννου και ότι συμμαχεί με ημάς. Ο κύριος Μυλωνάς, ο ρώσος κόνσουλας της Χίου, μας έφερε την χαροποιάν ταύτην αγγελίαν”.

Ο Φιλήμονας γράφει πως ο Γ. Βαρνακιώτης λέει στους Ρουμελιώτες πως “ο αρχηγός του Γένους μας πρίγκιψ Υψηλάντης κυρίευσε την Αδριανέ (: Αδριανούπολη) με το πυρ και τη μάχαιραν, και εντός ολίγου εμβαίνει και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν”. Και ο Βαρνακιώτης τα λέει αυτά όταν ο Υψηλάντης είναι ήδη αιχμάλωτος των Αυστριακών στο φρούριο του Μούγκατς.

Ο Κολοκοτρώνης στην Αλωνίσταινα “πληροφορεί” στους άντρες του πως “οι Ρούσσοι επήρανε την Ενδρενέ (: Αδριανούπολη) και έως τώρα θα επήρανε και την Πόλιν και μας στέλνουν αρχηγόν εδώ με χρήματα, με μπαγιονέτες δέκα χιλιάδων και με πολεμοφόδια και όπλα”.

Ο Αλ. Κριεζής διηγείται πώς έμαθαν την “πτώση” της Πόλης: “Αγροικούμεν έξω εις το Τρίκερι πυροβολισμούς και κανονιοβολισμούς. Στέλλω άνθρωπόν μου έξω με τη λέμβον να ιδή τι τρέχει και επέστρεψεν ευθύς και φωνάζει: “Τα συχαρίκια!”. Ανέβη εις το κατάστρωμα και μοι λέγει ότι ήλθε γράμμα από το (Άγιον) Όρος γράφοντας ότι εις τας 2 Μαΐου επάρθη η Κωνσταντινούπολις! Ηρχίσαμεν και εκανοβολήσαμεν και ημείς περίπου 30 κανόνια, εκαθήσαμεν εις την τράπεζαν, εφάγαμεν ευθυμούντες και ήμεθα όλοι χαρές”.

Η “αποκήρυξη” επομένως του Υψηλάντη, σε τίποτα δεν επηρέασε την πορεία της εξέγερσης στην Ελλάδα.

Ο αντιπερισπασμός της Μολδοβλαχίας εξανάγκασε τα οθωμανικά στρατεύματα να μάχονται εκεί έως τα τέλη Αυγούστου, αντί να κατέλθουν στο νότο για να αντιμετωπίσουν τους ξεσηκωμένους στο νότο.

Η “αποκήρυξη” του Υψηλάντη δεν ήταν τακτικός ελιγμός, αλλά μια προσχεδιασμένη κίνηση ματ της ρώσικης διπλωματίας στη διεθνή σκακιέρα, η οποία απενοχοποίησε με θεαματικό τρόπο τη Ρωσία σχετικά με την κατηγορία της άμεσης εμπλοκής της στα γεγονότα.

Ενώ η Ρωσία είχε πετύχει το στόχο της, την εξέγερση στην Ελλάδα, η δύση αγαλλίαζε για την “αποκήρυξη” του Υψηλάντη και συνέχιζε το μακάριο ύπνο της.

Τη στιγμή που ο τσάρος και ο Καποδίστριας είχανε ρίξει στάχτη στα μάτια όλης της Ευρώπης, ο Μέττερνιχ, ο πατριάρχης της δυτικής διπλωματίας, πιστεύοντας πως εξανάγκασε τον Αλέξανδρο Α΄ να αποκηρύξει τον Υψηλάντη, έγραφε τυφλωμένος στο ημερολόγιο του: “Ο Αλέξανδρος είναι πιότερο παιδί απ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Όσο για τον Καποδίστρια είναι πια νεκρός. Δε φοβάμαι τους νεκρούς ούτε τα φαντάσματα”.

Απαιτώντας την “αποκήρυξη”, ο Μέττερνιχ κατάπινε το ρώσικο δόλωμα. Το “μικρότερο παιδί του κόσμου” είχε θριαμβευτικά εξαπατήσει το “σοφό” γέροντα διπλωμάτη, ο δε “νεκρός” Καποδίστριας ήταν ήδη υποψήφιος κυβερνήτης του προσχεδιασμένου και ήδη εκκολαπτόμενου “ελληνικού κράτους”.

Ο Υψηλάντης, οδηγούμενος εν αγνοία του, σε μία προαποφασισμένη και αναπόφευκτη για την ευόδωση της ρώσικης πολιτικής θυσία, είχε προσφέρει τη μέγιστη υπηρεσία στον τσάρο και τον Καποδίστρια.

Η ρώσικη διπλωματία περνούσε τώρα στο δεύτερο σκέλος του σχεδίου της για το ’21. Ποιο ήταν αυτό; Το υπονοεί ο Καποδίστριας σε δύο επιστολές του.

Η πρώτη απευθύνεται προς την Ρωξάνδρα Έντλινγκ, στις 26 Μαρτίου 1820, δώδεκα μόλις μέρες μετά την επίσημη “αποκήρυξη”: “Εμείς δεν επιδοκιμάζουμε το γεγονός της επαναστάσεως, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τηρήσουμε λιγότερο την αυστηρή ουδετερότητα, εκτός αν χρειαστεί η ψυχική παρέμβαση της Ρωσίας για να προστατεύσουμε τους Έλληνες από την εκδίκηση των Τούρκων”.

Η δεύτερη επιστολή προς τον απόλυτα έμπιστό του μητροπολίτη Ιγνάτιο, στις 17 Ιουλίου, είναι περισσότερο αποκαλυπτική: “η επέμβαση της Ρωσίας θα γίνει όχι για να υποστηρίξει τους έλληνες επαναστάτες, αλλά για ν’ αναγκάσει την Πύλη να σταματήσει τις ασυμβίβαστες με την ειρήνη αναταραχές που δημιουργεί με τις καταστροφές και τους φόνους σε βάρος των χριστιανών”.

Η Ρωσία δεν είχε σκοπό να το παίξει “ουδέτερη” περισσότερο από ότι χρειαζόταν. Και αυτό που χρειαζόταν ήταν να αρχίσουν οι σφαγές των χριστιανών. Περιορισμένες σφαγές θα της επέτρεπαν μια περιορισμένη διπλωματική αντιοθωμανική αντεπίθεση. Γενικευμένες σφαγές θα της άνοιγαν το δρόμο για να περάσει στο επιθυμητό: από την κριτική των λόγων στην κριτική των όπλων.

Σύμφωνα με το ρώσικο σχέδιο έπρεπε η κοινή γνώμη της Δύσης να πιέσει τις ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις να παρέμβουν υπέρ των εξεγερμένων χριστιανών. Και αυτή η κοινή γνώμη θα έπραττε τούτο μόνο στο βαθμό που βρισκόταν μπροστά σε γενικευμένες σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού.

Ο σουλτάνος Μαχμούντ Β΄ ήταν ωστόσο ευφυής πολιτικός και δύσκολα θα διολίσθαινε σε πολιτικές γενοκτονίας κατά των χριστιανών υπηκόων του. Έπρεπε λοιπόν να εξαναγκαστεί να ανεχθεί μια λογική αντιποίνων, μια εκδίκηση αίματος εις βάρος των χριστιανών. Και αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν το πρόγραμμα των εξεγερμένων ήταν η εξόντωση των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Κι αυτό ακριβώς ήταν το πρόγραμμά τους, όπως σύντομα φάνηκε.

Η γενοκτονία των μουσουλμάνων θα οδηγούσε στην ισλαμική απάντηση, στη γενοκτονία των χριστιανών, που θα επέτρεπε στο ρώσικο στρατό να προχωρήσει σε ιερό πόλεμο εναντίον της Πύλης με τις ευλογίες της χριστιανικής Δύσης.

Οι πρώτες σφαγές του μουσουλμανικού πληθυσμού στην Ελλάδα οδηγούν αναπόφευκτα στα πρώτα αντίποινα, σε σφαγιασμό Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο επωνύμων και υπόπτων συμμετοχής στην εξέγερση, όπως του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ και ορισμένων αρχόντων Φαναριωτών, αλλά και πολλών ανωνύμων αθώων.

Και τότε η Ρωσία, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, δείχνει το πραγματικό πρόσωπό της.

Από την εισβολή του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, πέρασαν 67 μέρες μέχρι να επιτρέψει ο τσάρος στα οθωμανικά στρατεύματα να εισέλθουν σε αυτές. Χρειάστηκαν όμως μόνο 63 μέρες από την αποκήρυξη του Υψηλάντη και 47 μέρες από την είσοδο των Οθωμανών στις ηγεμονίες, για να συντάξει ο Καποδίστριας, εκμεταλλευόμενος τα πρώτα κατά των Ρωμιών αντιποίνα, τελεσίγραφο προς το σουλτάνο, με το οποίο ουσιαστικά βάπτιζε τους στασιαστές “επαναστάτες” και δήλωνε πως η Ρωσία “συμφώνως με όλον τον χριστιανισμόν” δεν θα εγκατέλειπε στην εκδίκηση του τυφλού ισλαμικού φανατισμού “τους κατά θρησκείαν αδελφούς αυτής”.

Το τελεσίγραφο επιδίδει στην Πύλη ο ρώσος πρεσβευτής Στρογκάνοφ, για την τότε συμπεριφορά του οποίου, ο οθωμανός υπουργός των Εξωτερικών Ρεϊζ Εφέντης έλεγε χαρακτηριστικά πως “αν αποφασίζαμε να συρθούμε ως το Μπουγιουκντερέ (εκεί που βρισκόταν η ρώσικη πρεσβεία) για να ζητήσουμε συγγνώμη, ο Στρογκάνοφ θα απαιτήσει να πάμε με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω”.

Το τελεσίγραφο όριζε οκταήμερη προθεσμία στο σουλτάνο για να συμμορφωθεί με τις ρώσικες αξιώσεις. Η απάντηση του σουλτάνου δεν παρελήφθη από το Στρογκάνοφ γιατί καθυστέρησε μία μέρα να επιδοθεί. Στις 14 Ιουλίου ο Στρογκάνοφ μαζί με όλο το προσωπικό της ρώσικης πρεσβείας αναχωρεί με πλοίο από την Κωνσταντινούπολη. Οι ρωσο-τουρκικές διπλωματικές σχέσεις διακόπτονται και ο τσάρος ενισχύει τη ρώσικη στρατιά της Βεσσαραβίας, ανεβάζοντας τον αριθμό των ενόπλων στους 180.000 άντρες.

Το ρώσικο δέος πρόβαλε τώρα στις πραγματικές διαστάσεις του.

 

 

Η γενοκτονία των μουσουλμάνων

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

1η έκδοση

Συμπλήρωμα 2ης έκδοσης

 Το κείμενο της αριστερής στήλης, χωρίς τις βιβλιογραφικές παραπομπές, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Νέα Ανατολή στις 31 Οκτωβρίου 2000.

Το κείμενο της δεξιάς στήλης, δημοσιεύτηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2010.

 

 

Τούρκος μη μείνει στο Μοριά

μηδέ στον κόσμο όλο”

δημοτικό τραγούδι εποχής

 

 

 

Το 1828 ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, απαντώντας σε ερώτημα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, για τον πληθυσμό των Τούρκων που κατοικούσαν στην Πελοπόννησο πριν το 1821 και τον πληθυσμό τους μετά (με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους), έδωσε δύο νούμερα: 42.750 και 0 (μηδέν) [Χουλιαράκης 1973: σ. 31].

Η επίσημη αυτή ψυχρή δημογραφική αναφορά, έκρυβε μέσα της τη σκοτεινή πλευρά του ’21, την εξόντωση δηλαδή από πλευράς εξεγερμένων, του συνόλου του μουσουλμανικού άμαχου πληθυσμού,  που στην πραγματικότητα ήταν 15.138 οικογένειες ή 63.813 άτομα [Σιμόπουλος 1979, σ. 211].

 

Πρόκειται για την πρώτη γενοκτονία στο όνομα της “εθνικής υπόθεσης”, επί βαλκανικών εδαφών κατά τους νεότερους χρόνους. Ας την παρακολουθήσουμε χρονολογικά από το Γαλάτσι μέχρι την Τριπολιτσά:

Γράφει σχετικά ο Mendelssohn-Bartholdy: Ούτε φύλου ούτε ηλικίας έγινε διάκριση, και σε 15.000 υπολογίζονται οι από τέλους Μαρτίου μέχρι της Κυριακής του Πάσχα (22 Απριλίου) φονευθέντες Τούρκοι [Mendelssohn-Bartholdy 1873, Α 261].

 

Ο γάλλος ναύαρχος Grabière σημειώνει χαρακτηριστικά: Στις 2 Απριλίου η εξέγερση ήταν γενική. Οι γαιοκτήμονες τιμαριώτες είδαν τους εαυτούς τους να προσβάλλονται παντού και ταυτόχρονα. Σκοτώθηκαν  χωρίς οίκτο και πλιατσικολογήθηκαν χωρίς τύψεις συνειδήσεως. Σε λιγότερο από ένα μήνα, πληθυσμός είκοσι χιλιάδων ψυχών, διασκορπισμένος στους αγρούς της Ελλάδας, είχε εξαφανιστεί. Η εξολόθρευση ήταν, βεβαιωμένα, προμελετημένη, και αποτελούσε μέρος των σχεδίων της Εταιρείας. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κανένας δε γλύτωσε από την έκρηξη του ηφαιστείου. Τουλάχιστον τρεις χιλιάδες αγροικίες έγιναν στάχτη. Χωριά που άκμαζαν πριν από λίγο έγιναν σωρός ερειπίων. Στα λείψανα τους γονατιστοί κλέφτες και παπάδες μαζί, έψελναν και δοξολογούσαν το θεό για το γρήγορο και ολοκληρωτικό θρίαμβο τους. Μερικές τουρκικές οικογένειες, που ξέφυγαν από τη σφαγή, κατέφυγαν στην Τριπολιτσά και τα παραθαλάσσια κάστρα [Gravière, 40].

Και λίγο πιο κάτω ο Gravière παρατηρεί: Σε οποιαδήποτε χώρα τέτοιες ακρότητες θα συνεπάγονταν αιματηρές αντεκδικήσεις, πολύ δε περισσότερο στην Τουρκία [Gravière 1894, 41].

 

Τα ίδια υποστηρίζει και ο Hertzberg: «Οι χριστιανοί δεν μπορούν πια να ζουν μαζί με τους Τούρκους!», αυτή η φράση και το τραγούδι «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά μηδέ στον κόσμο όλο!» έγιναν τα συνθήματα του κινήματος. Και μέσα στις τέσσερις βδομάδες του Απριλίου, σφάχτηκαν στους κάμπους του Μοριά και στα χωριά του 15.000 περίπου μουσουλμάνοι, εν ψυχρώ και χωρίς διάκριση ηλικίας και φύλου, και καταστράφηκαν τρεις χιλιάδες τούρκικα σπίτια [Hertzberg 1916, 55]

Οι πρώτες σφαγές πραγματοποιούνται στη Μολδοβλαχία, υπό την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που περιστοιχιζόταν “από ένα συρφετό καταχραστών, απείθαρχων και ύπουλων ατόμων” [Τρικούπης 1993, σ. 116], και αποτελούν το προοίμιο των όσων θα ακολουθήσουν στην Ελλάδα. Πρωταγωνιστής στο μακελειό βρίσκεται ο Φιλικός οπλαρχηγός Βασίλης Καραβιάς, αρχηγός ως τότε της χωροφυλακής στο Γαλάτσι.

Σύμφωνα με τον Gravière, οι πρώτες σφαγές που έγιναν γνωστές στην Κωνσταντινούπολη, ήταν του Ιασίου και του Γαλατσίου και έγιναν στη Μολδαβία στις 5 Μαρτίου 1821 [Gravière 1894, 41].

Στις 21 Φεβρουαρίου, παραμονή της εισόδου του Υψηλάντη στις ηγεμονίες, ο Καραβιάς σφάζει με τους μισθοφόρους του την οθωμανική φρουρά και όλους τους άμαχους τούρκους εμπόρους και ναυτικούς που βρίσκονται στο Γαλάτσι και πλιατσικολογεί τα εμπορικά τουρκικά καταστήματα Λίγες μέρες αργότερα, παρουσία του ίδιου του Υψηλάντη, ο Καραβιάς διατάζει τη σφαγή της οθωμανικής φρουράς του Ιασίου, που είχε παραδοθεί και όλων των τούρκων εμπόρων [Βακαλόπουλος 1980, σ. 184-185].

Ο Υψηλάντης γνωστοποιεί τις προθέσεις του, χαρακτηρίζοντας με προκήρυξη τις σφαγές των αιχμαλώτων στρατιωτών και των αμάχων εμπόρων και το πλιάτσικο της περιουσίας τους, ως “ηρωικά κατορθώματα” [Τρικούπης 1993, σ. 61].

Σύμφωνα με το Φίνλεϋ, στο Γαλάτσι « ο Καραβιάς διέταξε τους ανθρώπους του να συλλάβουν ή να σκοτώσουν τους τούρκους εμπόρους, που έμεναν στην πόλη. Έπειτα επιδόθηκαν στην καταστροφή και τη λεηλασία των καταστημάτων τους». Στο Ιάσιο οι αιχμάλωτοι «τούρκοι στρατιώτες και έμποροι δολοφονήθηκαν απάνθρωπα μπροστά στα μάτια του οσποδάρου και του αρχιστρατήγου Αλεξάνδρου Υψηλάντη, οι οποίοι παρακολουθούσαν απαθείς τη σφαγή, χωρίς να καταβάλουν καμμιά προσπάθεια για να τη ματαιώσουν ούτε να αποδοκιμάσουν, με μια, έστω, λέξη, αυτή την τόσο ανέντιμη παραβίαση μιας ιερής υποσχέσεως» [Φίνλεϋ, 176].

Τη σφαγή στο Γαλάτσι αναφέρει και ο Σπηλιάδης: «Την 21 εκινήθη πρώτος ο Βασίλης Καραβιάς εις το Γαλάτσι, ορμήσας κατά των εκεί ευρισκομένων Τούρκων της φρουράς, εν οις και τινες έμποροι, τους οποίους εφόνευσεν όλους, έως εκατόν εξήντα, ομού και τον αρχηγόν των Τοπουζτσήν λεγόμενον» [Σπηλιάδης 1851, 36].

Ο Φιλήμων υπολογίζει σε εκατό πενήντα τους άντρες του Καραβιά (οι περισσότεροι των οποίων Κεφαλλονίτες). Τα περισσότερα σπίτια των οθωμανών εμπόρων τα έκαψαν [Φιλήμων 1859 Α, 126].

 

Ο Φωτεινός γράφει για 80 νεκρούς οθωμανούς έμπορους και 17 αιχμάλωτους στο Γαλάτσι και για πυρπόληση μέρους της πόλης. Οι έμποροι στο Ιάσιο (Γιάσι) εκτελέστηκαν και με τη σύμφωνη γνώμη του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου [Φωτεινός 1846, 29-30].

Η εξέγερση στο Μοριά, αρχίζει από τα Καλάβρυτα στις 21 Μαρτίου. Πρωτοστατούν οι Φιλικοί Σωτήρης Χαραλάμπης, Ασημάκης Φωτήλας, Βασίλης Πετμεζάς, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και Νίκος Σολιώτης. Οι τριακόσιοι περίπου τούρκοι κάτοικοι της κωμόπολης, μετά από μικρή αντίσταση παραδίδονται με συνθήκη, η οποία αμέσως καταπατάται από τους νικητές. Οι άντρες αιχμάλωτοι σφαγιάζονται και τα γυναικόπαιδα γίνονται δούλοι στα σπίτια των ισχυρότερων Ρωμιών της περιοχής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γάλλου αξιωματικού Μαξίμ Ρεϊμπό [Φίνλεϋ, σ. 208].

 

Ακολουθεί η Πάτρα στις 23 Μαρτίου. Επικεφαλής βρίσκονται οι Φιλικοί Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ιωάννης Βλασσόπουλος (ρώσος πρόξενος), Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος και Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Οι μουσουλμάνοι κλείνονται στο κάστρο.

Τετρακόσιοι στρατιώτες διορισμένοι από τους αρχηγούς των εξεγερμένων για τη φύλαξη του δρόμου, εν αγνοία της ηγεσίας, λιποτακτούν και μπαίνουν στην Πάτρα. Σύμφωνα με τα λόγια του Παλαιών Πατρών Γερμανού: Αιτία της λιποταξίας ήταν το πλιάτσικο. Επειδή οι Τούρκοι μόνο τα ελαφρά πράγματα πήραν μαζί τους στο κάστρο, τα δε λοιπά τα άφησαν στα σπίτια τους, ο μαζεμένος όχλος από τα χωριά των επαρχιών Καλαβρύτων, Πάτρας και Βοστίτζας, που αποτελούσε το στράτευμα, άνθρωποι φτωχοί και ποταποί, εδόθησαν στην αρπαγή, χωρίς να φροντίζουν τίποτα άλλο [Γερμανός 1837, 21-22].

Ο γάλλος πρόξενος Χ. Πουκεβίλ γράφει στο ημερολόγιο του: “Δεν πίστευα πως θα ξαναδώ το φως ύστερα από αυτή την τρομερή νύχτα… Κραυγές ασυνάρτητες, μια πόλη είκοσι χιλιάδων κατοίκων χάνεται…Οι Έλληνες πυρπολούν τη μουσουλμανική συνοικία. Οι δρόμοι γεμάτοι πτώματα. Ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός φορτώθηκε μεγάλη ευθύνη…Οι Έλληνες φθάνουν από τα χωριά κραυγάζοντας “θάνατος στους Τούρκους”…Η σημαία του Σταυρού κυματίζει πάνω στα τζαμιά. Οι παπάδες βαπτίζουν πολλά τουρκόπουλα…Μπαίνουν στην πόλη οι προεστοί της Βοστίτσας. Μπροστά πηγαίνουν άνθρωποί τους που έχουν μπηγμένα επάνω σε κοντάρια πέντε τουρκικά κεφάλια [Σιμόπουλος 1979, σ. 189 - 190] και [Βακαλόπουλος 1980, σ. 332-333].

 

Ο πρόξενος της Σουηδίας στην Πάτρα και μέλος της Φιλικής Λουδοβίκος Στράνης, σημειώνει σε επιστολή του (26/3) προς τον σουηδό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη: “ Όλα σχεδόν τα τούρκικα σπίτια καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν. Πυρπολήθηκαν επίσης πολλά”. Τα ίδια παρατηρεί και ο άγγλος πρόξενος Φίλιπ Γκριν: “Στην πόλη επικρατούσε σύγχυση και λεηλασία, τα σπίτια των Τούρκων ανοίχτηκαν και λεηλατήθηκαν. Τα τζαμιά πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν” [Σιμόπουλος 1979, σ. 192, 203].

 

 

Κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή, όσο μεγάλωνε ο αριθμός των ένοπλων χριστιανών που έμπαιναν στην Πάτρα, τόσο περισσότερο απλωνόταν και «η αταξία, κατ’ εξοχήν εις το περί λαφύρων κεφάλαιον» [Φραντζής 1839 Α, 177].

Στις 23 Μαρτίου, μπαίνουν στην Καλαμάτα οι εξεγερμένοι με αρχηγούς τους Φιλικούς Θόδωρο Κολοκοτρώνη, Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Νικήτα Τουρκολέκα ,που σύντομα λαμβάνει τα παρατσούκλια Νικηταράς ο τουρκοφάγος ή Νικηταρού [Βακαλόπουλος 1980, σ. 363].

 

Οι τούρκοι κάτοικοι παραδίδονται, παίρνοντας όρκους προστασίας της ζωής και της τιμής τους. Οι αιχμάλωτοι μοιράζονται δούλοι. Τους περισσότερους από αυτούς, με εξαίρεση τα όμορφα κορίτσια, σύντομα τους “έφαγε το φεγγάρι”, σύμφωνα με την έκφραση του Φιλικού Αμβρόσιου Φραντζή.

Γράφει σχετικά ο Φραντζής: Η μεταφορά αυτή «τον έφαγε το φεγγάρι» συνηθιζόταν να λέγεται μεταξύ των Ελλήνων, γιατί συνήθως θανάτωναν τη νύκτα τους τοιούτους. Το δε πρωί, όταν τους ρώταγαν τι έγινε ο (δείνα) αγάς, απαντούσαν «τον έφαγε το φεγγάρι» [Φραντζής 1839, Α 335].

Στις 24 Μαρτίου ο αρματολός και μέλος της Φιλικής Ξηροδημήτρης Πανουργιάς, μαζί με τον ξάδελφό του οπλαρχηγό Γιάννη Γκούρα, ηγούνται επίθεσης στα Σάλωνα (Άμφισσα). Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, μαζί με εκείνους που έχουν περάσει στα Σάλωνα από τη Βοστίτσα, κλείνονται στο κάστρο. Οι πολιορκημένοι παραδίδονται με όρους, λόγω δίψας. Οι περισσότεροι από αυτούς σφάζονται. Όσοι γλίτωσαν γίνονται δούλοι [Βακαλόπουλος 1980, σ. 425].

 

Τη Λιβαδειά χτυπά ο αρματολός Φιλικός Θανάσης Διάκος στις 30 Μαρτίου. Τούρκοι και Αλβανοί μουσουλμάνοι καταφεύγουν στο κάστρο και αμύνονται μέχρι τις 25 Απριλίου. Παραδίδονται και σφάζονται όλοι χωρίς διάκριση.

 

Το Μεσολόγγι πέφτει την 1η Ιουνίου. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του σφάζονται ή μοιράζονται δούλοι.

 

 

Ο Γρηγόρης Δικαίος, αφού έκαψε στις 20 Απριλίου το παλάτι του Κιαμήλμπεη στην Κόρινθο, πήγε στο Σοφικό Κορινθίας, έκανε έφοδο σε ένα πύργο που φύλαγαν το βιός τους ο Θεοδωράκης Βλασόπουλος, ο Θεοχαράκης Ρέντης και άλλοι Έλληνες και λαφυραγώγησε ικανά [Γερμανός 1837, 29-30].

Ακολουθεί το Βραχώρι (Αγρίνιο) στις 9 Ιουνίου. Εδώ μακελεύονται 500 μουσουλμανικές οικογένειες, που είχαν παραδώσει με συνθήκη τα όπλα και το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης (200 κάτοικοι). Την ίδια τύχη έχουν και οι μουσουλμάνοι στο Ζαπάντι. Πρωταγωνιστής στις σφαγές στη δυτική Ρούμελη, ήταν ο αρματολός Γιωργάκης Νικολού ή Βαρνακιώτης, ο οποίος αργότερα προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Οθωμανούς κατά των εξεγερμένων συμπατριωτών του και τελικά ξαναπέρασε στο ελληνικό στρατόπεδο, μετά την έλευση του Καποδίστρια.

 

 

Ο Λυκούργος Λογοθέτης με ικανή στρατιωτική δύναμη που συγκρότησε στη Σάμο έκανε εφόδους συνεχείς στα παράλια της Ασίας, λεηλατούσε τα εκεί τουρκοχώρια, φόνευε πολλούς, αιχμαλώτιζε, και λάμβανε αρκετά λάφυρα. Το ίδιο Κασιώτες και Καστελοριζίωτες με τα μικρά τους πλοία προξενούσαν φρίκη και τρόμο στα παράλια της Συρίας [Γερμανός 1837, 32].

Ο κορυφαίος ιστορικός του ’21 Τζορτζ Φίνλεϋ, γράφει για τις σφαγές των πρώτων ημερών στη Ρούμελη: “Σε όλη την έκταση, από το ακρωτήριο Σούνιο ως την κοιλάδα του Σπερχειού, οι μουσουλμανικές οικογένειες, σε εκατοντάδες χωριά, εξοντώθηκαν και τα πτώματά τους – ανδρών, γυναικών και παιδιών – πετάχτηκαν σε κάποιο σπίτι, στην άκρη του χωριού, που του έβαλαν φωτιά. Κι αυτό γιατί κανένας χριστιανός δεν επέτρεπε στον εαυτό του τον εξευτελισμό να σκάψει λάκκο για να θάψει ενός απίστου το πτώμα” [Φίνλεϋ, σ. 226].

 

Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σύμφωνα με τον Φίνλεϋ και στο Μοριά: “Σε κάθε περιοχή της χερσονήσου, το χριστιανικό στοιχείο είχε ξεσηκωθεί και θανάτωνε τους μουσουλμάνους. Πυρπόλησαν τους πύργους και τις αγροικίες τους και κατέστρεψαν ολότελα τις περιουσίες τους, έτσι που να κάνουν εκείνους που είχαν καταφύγει στα κάστρα, να χάσουν κάθε ελπίδα επανόδου. Υπολογίζεται πως, από τις 26 Μαρτίου ως την Κυριακή του Πάσχα, που τη χρονιά εκείνη έπεσε στις 22 Απριλίου, θανατώθηκαν ανελέητα δέκα ως δεκαπέντε χιλιάδες περίπου ψυχές και εξολοθρεύτηκαν τρεις χιλιάδες πάνω κάτω τουρκικές αγροικίες και νοικοκυριά”. Και συνεχίζει ο Φίνλεϋ, παρατηρώντας εύστοχα: “Η εξόντωση των Τούρκων από τους Έλληνες έγινε σύμφωνα με προμελετημένο σχέδιο. Και ήταν αποτέλεσμα περισσότερο των εκδικητικών προτροπών των Εταιριστών και των ανθρώπων των γραμμάτων” [Φίνλεϋ, σ. 214 –215].

 

 

Τα πλοία των εξεγερμένων περιφερόμενα στη Μεσόγειο συνάντησαν αρκετά τούρκικα σκάφη που μετέφεραν στρατιώτες, τα οποία και βύθισαν, τους δε εχθρούς  μετέφεραν στα νησιά και τους θανάτωσαν [Γερμανός 1837, 32].

Ο Δημήτρης Υψηλάντης, που βρίσκεται στο Μοριά από τις 19 Ιουνίου ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξανδρου και αρχηγός της Φιλικής στην Ελλάδα, προβαίνει σε μία πράξη ανατριχιαστική. Επικηρύσσει το σύνολο του αντρικού μουσουλμανικού πληθυσμού. Για κάθε κομμένο κεφάλι Τούρκου που του φέρνουν, πληρώνει τρία γρόσια. Τόσα ήταν τα πεταμένα κεφάλια γύρω από την σκηνή του Υψηλάντη στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς (κατά τη διάρκεια της πολιορκίας), ώστε ήταν αδύνατον να μπεις μέσα χωρίς να σκοντάψεις πάνω τους.

 

Δύο ευρωπαίοι αξιωματικοί, ο προαναφερόμενος γάλλος Ρειμπό και ο άγγλος Ουίλιαμ Χάμπφρεϋ, περιγράφουν με φρίκη δύο πανομοιότυπα περιστατικά που έζησαν και αφορούν περιπτώσεις άφιξης κεφαλοκυνηγών στο Δημήτρη Υψηλάντη, για παράδοση των τροπαίων και είσπραξης της αμοιβής. Και στα δυο περιστατικά οι ρωμιοί δολοφόνοι έχουν κυνηγήσει και αιχμαλωτίσει τρεις πεινασμένους άοπλους νεαρούς μουσουλμάνους, που αναζητούσαν απελπισμένοι τροφή στην ύπαιθρο χώρα. Σκοτώνουν τους δύο από αυτούς, κόβουν τα κεφάλια τους και τα δίνουν στον τρίτο να τα μεταφέρει στον Υψηλάντη, έτσι ώστε οι θύτες να γλιτώσουν τον κόπο της μεταφοράς. Το μεταφορέα αιχμάλωτο, σκοπεύουν να απαλλάξουν από το βάρος της κεφαλής του στο τέλος της διαδρομής, γεγονός που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις αποφεύχθηκε εξ αιτίας της παρουσίας των δύο ξένων αξιωματικών [Σιμόπουλος 1979, σ. 246].

 

Ανάμεσα στις μαζικές σφαγές των μουσουλμάνων, το μακελειό στο Νεόκαστρο ή Ναβαρίνο (Πύλο) υπερβαίνει όσα μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Η εδώ θηριωδία συντελείται σε δύο πράξεις.

Τα λάφυρα στο Νιόκαστρο συμφωνήθηκε να μοιραστούν στα τρία. Ένα μέρος για τους πολιορκητές της στεριάς, ένα για τους πολιορκητές της θάλασσας και ένα για το Κοινό Ταμείο. Τελικά μεγάλο μέρος από τα λάφυρα εξαφανίστηκε και λίγο έλειψε να συγκρουστούν οι πολιορκητές μεταξύ τους [Γερμανός 1837, 57-58].

Πράξη πρώτη, στις 14 Ιουλίου. Μια ομάδα 350 περίπου μουσουλμάνων, που αποτελείται από πεινασμένα γυναικόπαιδα και γέροντες, παραδίδεται στους πολιορκητές. Από αυτούς, 16 άνδρες ηλικίας κάτω των εξήντα ετών, μεταφέρονται στο κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) και γκρεμίζονται από τα τείχη. Οι υπόλοιποι μεταφέρονται με βάρκες και εγκαταλείπονται να πεθάνουν από την πείνα στο ερημονήσι Χελωνάκι κοντά στη Σφακτηρία. Ο ιστοριογράφος πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, που ήταν παρόν, περιγράφει το τέλος τους: “Δεν εξήρκει εις τους δυστυχείς αυτούς ότι πεινώντες κατέτρωγον τα των θνησιμαίων πτωμάτων των άλλων ομοίων αυτοίς ανθρώπων κρέατα αλλά και μη έχοντες πώς να αποβώσιν εις την ξηράν (ίσως δε ελέους άλλων τινων τύχωσι σωτηρίας) ελάμβανον τα πτώματα των τεθνεώτων, και μετεχειρίζοντο αυτά ως είδος λέμβου κωπηλατούντες δια των ιδίων χειρών των αλλά και κατά τούτο απετύγχανον διότι οι Έλληνες δεν τους άφηνον να πλησιάσωσιν εις την ξηράν, ή φονεύοντες αυτούς ή και εμποδίζοντες παντοιοτρόπως την εις την ξηράν αποβίβασίν των, έως ότου κατελύθησαν άπαντες με τοιούτον τραγικόν τέλος” [Φραντζής 1839, Α 395-396].

 

Πράξη δεύτερη, στις 7 Αυγούστου. Οι πολιορκημένοι μουσουλμάνοι στο Ναβαρίνο, παραδίδονται με όρους σεβασμού της ζωής και της τιμής τους. Η συμφωνία προβλέπει την παράδοση της περιουσίας τους και μεταφορά τους με καράβια στην Αίγυπτο. Για τα όσα διαπράττουν στη συνέχεια οι νικητές, με αρχηγό τον επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο, δεν υπάρχουν επίθετα να τα χαρακτηρίσουν. Η μαρτυρία του Φραντζή το πιστοποιεί:

 

Τοιαύτη σφαγή τραγική και φόνος δεν εφάνησαν εις κανενός αιώνος ιστορίαν, καθότι όσοι εθανατώνοντο από βολήν πυροβόλου πάραυτα ελυτρούντο, αλλά όσοι επληγώντο, γυναίκες και άνδρες, έτρεχον εις την θάλασσαν ημιθανείς, τους οποίους, πλέοντας εις την θάλασσαν δι’ αλλεπαλλήλων πυροβολισμών εθανάτωναν. Άλλοι δε πάλιν βλέποντες άλλους να θανατώνονται ανηλεώς, δειλιώντες τον θάνατον, μάλιστα αι γυναίκες με τα βρέφη εις τας αγκάλας, ερρίπτοντο εις την θάλασσαν ολόγυμνοι (καθότι τους εξέδυον ολογύμνους), οι δε Έλληνες και εν τη θαλάσση επυροβόλουν κατ’ αυτών, ώστε τα ύδατα της θαλάσσης κατεφοινίσσοντο (κοκκίνισαν) από τα εκχεόμενα αίματα των δυστυχών αυτών ανθρώπων. Πολλοί δε πάλιν Έλληνες ήρπαζον εις χείρας των τα βρέφη και τους τριετείς και πενταετείς παίδας, και άλλα μεν έρριπτον κατά των πετρών και τα εθανάτωναν, άλλα δε ρίπτοντες ζώντα εις ην θάλλασσαν, επυροβόλουν κατ’ αυτών εντός του ύδατος ώστε τα δυστυχή πλάσματα και πνιγόμενα ακόμη υπό των θαλασσίων υδάτων, επυροβολούντο είναι δε απερίγραπτα όλα όσα έγιναν τα οποία τω όντι είναι έργα θηριωδίας μάλλον, ή εκδικήσεως ” [Φραντζής 1839,  Α 399-400].

 

Καταγραμμένες μαζικές σφαγές άμαχου ισλαμικού πληθυσμού, έχουμε επίσης στα Λαγκάδια, τη Μονεμβασία την Αταλάντη, το Βαθύ Σάμου. Στα Λεχώνια Μαγνησίας, υπό την προτροπή του στελέχους της Φιλικής αρχιμανδρίτη Άνθιμου Γαζή, αφανίζονται 600 άτομα, το σύνολο των κατοίκων. Στην Αθήνα, μέσα σε δύο ώρες μακελεύονται άλλοι 600 Τούρκοι.

Η Μονεμβασία παραδίδεται στον Κατακουζηνό. Αυτός ζητάει να δοθεί ένα μέρος από τα λάφυρα στους στρατιώτες και ένα μέρος στο Κοινό Ταμείο. Αλλά οι Μανιάτες που τα διεκδικούν όλα, διαφωνούν με τον Κατακουζηνό. Τελικά οι Μανιάτες ορμούν μία των ημερών και κυριεύουν το φρούριο με όλα τα λάφυρα. Ο Κατακουζηνός φεύγει για την Πάτρα αγανακτισμένος [Γερμανός 1837, 56].

Στον Ακροκόρινθο, παραδίδονται οι μισοί από τους 1.300 μουσουλμάνους που επέζησαν από την πείνα και τις αρρώστιες. Τους μεταφέρουν στο Λουτράκι, όπου τα όμορφα αγόρια και κορίτσια τα μοιράζουν για να πουληθούν δούλοι. Από τους υπόλοιπους, άλλους σφάζουν και άλλους φορτώνουν σε δυο σκάφη. Με εντολή του Πανουργιά, τα σκάφη βυθίζονται στον Κορινθιακό και οι αιχμάλωτοι πνίγονται.

 

Στη Νάξο, τις Σπέτσες και το Τσιρίγο (Κύθηρα), σφάζεται μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων που είχε μεταφερθεί εκεί αιχμάλωτος.

 

Δύο υδραίικα μπρίκια, υπό τον Σαχτούρη και τον Πινότση, κυριεύουν ένα καράβι που επιβαίνει ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, ο Σέιχ Ουλ Ισλάμ, κάτι αντίστοιχο του Πατριάρχη των ορθοδόξων. Στο σκάφος βρίσκονται και πολλές τουρκικές οικογένειες. Σύμφωνα με το Φίνλεϋ, οι υδραίοι ναύτες τους σκοτώνουν όλους με πολύ άγριο τρόπο: “Γέροι ανυπεράσπιστοι, αρχόντισσες, όμορφες σκλάβες, ακόμη και βρέφη, σφάχτηκαν πάνω στο κατάστρωμα σαν τραγιά” [Φίνλεϋ, σ. 239].

 

Όλα ωστόσο τα προαναφερόμενα, ακόμα και το Ναβαρίνο, υστερούν σε θηριωδία μπροστά σε όσα συνέβησαν στην άλωση της Τριπολιτσάς (Τρίπολης). Η λέξη Τριπολιτσά μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμο της γενοκτονίας.

 

Στην οχυρωμένη Τριπολιτσά, που αποτελούσε τη διοικητική πρωτεύουσα του Μοριά, είχε καταφύγει κυνηγημένος από τις πρώτες μέρες της εξέγερσης μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, μέσα εις αυτήν εκατοίκουν, σύμφωνα με το Φωτάκο, “υπέρ τας 35000 ψυχαί Τούρκοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, και είχον έλθει εκεί και έως 4000 Αλβανοί με τον Κεχαγιάμπεη. Ήλθον ακόμη μέσα έως 8000 ψυχαί Μπαρδουνιώται, Μυστριώται, Φαναρίται, Λεονταρίται, Καρυτινοί και λοιποί (μουσουλμάνοι)”. Οι περισσότεροι από τους 7000 χριστιανούς, που ζούσαν εκεί πριν την εξέγερση, είχαν εγκαταλείψει την πόλη [Φωτάκος 1960, σ. 134].

 

Αρχηγός των εξεγερμένων ήταν ο Δημήτρης Υψηλάντης, επικεφαλής δε των τεσσάρων διοικήσεων οι Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης, Γιατράκος και Αναγνωσταράς. Κοντολογίς τα πάντα ήταν στα χέρια της Εταιρείας των Φιλικών, δικό της επομένως αποκλειστικά έργο ήταν η γενοκτονία που ακολούθησε.

 

Λίγες μέρες πριν την άλωσή της, η πείνα και ο τύφος θερίζει τους πολιορκημένους. Ο Υψηλάντης γνωρίζοντας το τι θα επακολουθήσει και θέλοντας να μην χρεωθεί στα μάτια της Ευρώπης την ευθύνη του μακελειού, αναχωρεί με ένα μικρό σώμα για να παρακολουθήσει από τις ακτές τις κινήσεις μιας τουρκικής ναυτικής μοίρας.

 

Η ηγεσία της πόλης διαπραγματεύεται τους όρους για μια συνθήκη παράδοσης. Οι οπλαρχηγοί των πολιορκητών, υπόσχονται χωριστά στις αρχοντικές οικογένειες των Τούρκων προστασία με αντάλλαγμα τις περιουσίες τους. Χιλιάδες χριστιανοί αγρότες έχουν αφήσει τα χωριά τους και έχουν μαζευτεί για να πάρουν μέρος στο πλιάτσικο. Ο Κολοκοτρώνης πουλάει χωριστή συμφωνία – άδεια διαφυγής στους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Ελμάζ μπέη, έναντι θησαυρού αξίας τεσσάρων εκατομμυρίων γροσίων, που του παραδίδεται εντός 13 κιβωτίων (βάσει αυτής θα περάσουν στη Ρούμελη 800 άτομα). Η Μπουμπουλίνα μπαίνει στην πόλη και μαζεύει τα κοσμήματα από τις απελπισμένες τουρκάλες αρχόντισσες.

 

Ο γάλλος Ρεϋμπό που παίρνει μέρος στην πολιορκία σαν αρχηγός του πυροβολικού, γράφει για όσα συμβαίνουν αυτές τις τελευταίες μέρες: “Τότε άρχισαν εκείνες οι επαίσχυντες συναλλαγές, που μέσα σε λίγες μέρες φόρτωσαν με αμύθητα πλούτη την Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους…Τρέμοντας οι Τούρκοι και οι Εβραίοι για τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, έτρεχαν να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα καταφύγιο στο τσαντίρι των εχθρών τους. Τα παζάρια γίνονταν την ημέρα αλλά το τίμημα του αίματος καταβαλλόταν τη νύχτα. Από το σούρουπο ως την αυγή, υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και τραβούσαν για τις τέντες των καπεταναίων” [Σιμόπουλος 1979, σ. 260 – 261].

 

Η αποφράδα ημέρα ξημερώνει την Παρασκευή 23 Ιουλίου. Η αντίσταση της πόλης καταρρέει σε μια μικρή επίθεση και οι πολιορκητές σαν πεινασμένοι λύκοι ξεχύνονται στην πόλη.

 

Αδύνατη η περιγραφή” των όσων ακολουθούν, σημειώνει ο Ρεϋμπό. “Σε κάθε βήμα μας βλέπαμε να εκσφεδονίζωνται από τα παράθυρα γυναίκες, κορίτσια, παιδιά. Παρθένες μεγαλωμένες στη σκιά του μοναχικού χαρεμιού, αντίκριζαν ξαφνικά με τρόμο, φρίκη και παγωμένο αίμα το ματωμένο χέρι ενός άγριου στρατιώτη να τις αρπάζει και να τις γκρεμίζει από ψηλά στο δρόμο…Οι στρατιώτες διεκδικούσαν με λύσσα την είσοδο στα πλουσιόσπιτα. Ολόκληροι τοίχοι γκρεμίζονταν καθώς χιμούσε ορμητικό απάνω τους το μανιακό πλήθος, λες και ήταν αρχαίος πολεμικός κριός…Κόλαση φωτιάς και αίματος. Ο βρόντος των σπιτιών που σωριάζονταν συντρίμμια, το ατελείωτο τουφεκίδι, οι εκρήξεις των κανονιών, οι κραυγές των ετοιμοθάνατων και τα άγρια ξεφωνητά των νικητών ανακατεύονταν, δημιουργώντας μια συναυλία ανατριχιαστική. Οι Έλληνες βγάζουν μια ιδιαίτερη κραυγή όταν ορμούν στον εχθρό: ένα ούρλιασμα που τινάζεται από το λαρύγγι. Αλλά αυτή η κραυγή γίνεται αλλιώτικη όταν υψώνουν το στιλέτο ή το γιαταγάνι πάνω στο θύμα τους. Αδύνατο να το περιγράψω: η πικρή ειρωνεία της νίκης, η μανία για εκδίκηση, η απάνθρωπη δίψα του αίματος, όλα μαζί εκφράζονται με αυτή την κραυγή που συνοδεύεται συνήθως από ένα γέλιο σαρδόνιο, άγριο και τρομακτικό. Αυτή την κραυγή του ανθρώπου – τίγρη, του ανθρώπου που κατασπαράζει τον άνθρωπο” [Σιμόπουλος 1979, σ. 270 – 271].

 

Αυτή την εικόνα της κόλασης συμπληρώνει ο Φιλήμονας: “Γυναίκες, σημειώνει, ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεάνιδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί του μαστού μητρός αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άνδρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές… Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ίν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ούθ’ ο πεζός, ούθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλ’ επί πτωμάτων”.

 

Γι’ αυτό το πτωματόστρωτο, μιλάει ο Κολοκοτρώνης στη “διήγησή” του όταν λέει: “το άλογο μου από τα τείχη ως τα σαράγια δεν επάτησε γηΚαι συνεχίζει δηλώνοντας: “Το ασκέρι οπού ήταν μέσα το Ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδραις 32000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς” [Κολοκοτρώνης 1851, σ. 82].

 

Την ίδια τύχη με τους μουσουλμάνους έχει και ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης.

 

Οι εξεγερμένοι μη χορταίνοντας από τους βιασμούς, το αίμα των χιλιάδων θυμάτων, το πλιάτσικο των πάντων (ακόμα και των σκουριασμένων καρφιών από τους τοίχους) και την αιχμαλωσία όμορφων παιδιών προς δουλεμπορία, καταφεύγουν στα ισλαμικά και ιουδαϊκά νεκροταφεία, για να ανοίξουν τους τάφους και να πετάξουν έξω τους σκελετούς. Μετά αρχίζουν να χτυπιούνται μεταξύ τους, για να πάρει ο ένας τα λάφυρα από τον άλλο.

 

Στο τέλος οι αρχηγοί κάνουν ταμείο. Ο Κολοκοτρώνης αναγνωρίζεται ικανότερος, έχοντας συγκεντρώσει σαράντα εκατομμύρια γρόσια γι’ αυτό και λαμβάνει το παρατσούκλι “λαφύρας”. Ο Γιατράκος, με μια σκηνή λάφυρα, υπολείπεται του Πετρόμπεη που άρπαξε δύο εκατομμύρια γρόσια, ενώ αποστέλλει στη Μάνη δύο καμήλες και είκοσι μουλάρια φορτίο. Η δε Μπουμπουλίνα, βάζει στο κεμέρι της τέσσερα εκατομμύρια γρόσια [Βακαλόπουλος 1980, σ. 669].

 

Οι νικητές εγκατέλειπουν την Τριπολιτσά και γυρίζουν στα χωριά τους κουβαλώντας δούλους και λάφυρα. Πίσω τους αφήνουν, ερείπια και χιλιάδες άταφα πτώματα να κατασπαράσσονται από πεινασμένες αγέλες αδέσποτων σκύλων.

Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, μια και δυο φορές αποφασίστηκε σε συνέλευση να μην αφήσουν οι καπετάνιοι τους στρατιώτες να διασκορπιστούν, πλην μάταια, επειδή το ουσιώδες έργο τότε ήταν η λαφυραγωγία [Γερμανός 1837, 76].

 

 

Βακαλόπουλος 1980: Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Ε΄, Η μεγάλη Επανάσταση (1821 – 1829) – Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813 – 1822), Θεσσαλονίκη 1980.

Mendelssohn-Bartholdy 1873: Καρόλου Μενδελσώνος Βαρθόλδη (Karl Mendelssohn-Bartholdy), Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, μέρος πρώτον, μεταφρασθείσα εκ του Γερμανικού υπό Αγγέλου Βλάχου, εκδότης Ανδρέας Κορομηλάς, εν Αθήναις και εν Κωνσταντινουπόλει, 1873.

Κολοκοτρώνης 1851: Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήναι 1851.

Γερμανός 1837Υπομνήματα περί της επαναστάσεως της Ελλάδος από του 1820 μέχρι του 1823, συγγραφέντα παρά του μητροπολίτου Π. Πατρών Γερμανού, και εκδιδόμενα παρά του κυρίου Καλλίνικου Καστόρχη σχολάρχου Καλαμών, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Πέτρου Ματζαράκη, οδός Ντέκα αριθ. 45, 1837

Σιμόπουλος 1979: Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Πρώτος τόμος 1821 – 1822, Αθήνα 1979.

Gravière 1894: Jurien de la Gravière, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μετάφρασις Κωνσταντίνου Ν. Ράδου, ης προτάσσεται μελέτη αυτού περί του έργου του Ζουριέν δε λα Γκραβιέρ και της σημασίας της καθ' ημάς θαλάσσης. Εν Αθήναις, εκδότης Ιωάννης Νοτάρης, 1894.

Τρικούπης 1993: Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσης, τόμος Α΄, Αθήνα 1993.

Σπηλιάδης 1851Απομνημονεύματα, συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, εκδίδονται δε υπό Χ. Ν. Φιλαδελφέως, τόπος Α’, Αθήνησιν, εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1851.

Φίνλεϋ: Γεωργίου Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφραση Αλίκη Γεωργούλη, χωρίς χρονολογία.

 

Φωτάκος 1960: Φωτίου Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α΄, Αθήναι 1960.

Φιλήμων 1859 Α’: Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως, παρά Ιωάννου Φιλήμονος, τόμος πρώτος Αθήναι, τύποις . Π. Σούτσα και Α. Κτενά (Κατά την οδόν Αδριανού), 1859.

Χουλιαράκης 1973: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Α΄, Αθήναι 1973.

Φραντζής 1839Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένου από του έτους 1715, και λήγουσα το 1835, διηρημένη εις τόμους τέσσαρας, συγγραφείσα παρά Αμβροσίου Φραντζή, πρωτοσυγκέλου της πρώην Χριστιανουπόλεως επαρχίας (Αρκαδίας) και εκδοθείσα παρ’ αυτού προς χρήσιν των Ελλήνων Έκδοση του 1ου και 2ου τόμου το 1839 στο τυπογραφείο του Κων. Καστόρχη στην Αθήνα, του δε 3ου και 4ου το 1841 στο τυπογραφείο του Κ. Ράλλη στην Αθήνα.

 

Φωτεινός 1846Οι άθλοι της εν Βλαχία ελληνικής επαναστάσεως το 1821 έτος, συγγραφέντες παρά Ηλία Φωτεινού του Πελοπον. Π. Πατρέως και εκδοθέντες διά την συνάφειαν της Γενικής ιστορίας της Ελλάδος εις εν τμήμα, Εν Λειψία της Σακσονίας, 1846.

 

Hertzberg 1916: Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ (Gustav Friedrich Hertzberg), Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, τέσσερις τόμοι, εν Αθήναις, εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1916.