Τα
χωριά της Καστοριάς
γεωγραφία
της ιστορίας
Δημήτρη Λιθοξόου
πρώτη
δημοσίευση 2009
βιβλιογραφία πηγές
Χάρτης Κοντογιάννη: Carte des écoles / Vilayet de Salonique - Vilayet de Monastir,
Istituto Agostini
Απαρίθμηση 1913: Απαρίθμησις των
κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Διεύθυνσις Στατιστικής,
Αθήναι 1915.
Χάρτης Χρυσοχόου 1909: Χάρτης των ανά
τα όρη της ελληνικής χερσονήσου εγκαταστάσεων των Βλάχων. Περιέχεται στο
βιβλίου του Μιχαήλ Χρυσοχόου, Βλάχοι και Κουτσοβλάχοι, έκδοσις του
Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, τυπογραφείον Σπ. Κουσουλίνου,
Αθήναι 1909.
Απογραφή 1920: Υπουργείον Εθνικής
Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, α) Πληθυσμός του Βασιλείου της
Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Δεκεμβρίου 1920 / πραγματικός πληθυσμός,
Αθήναι 1921 και β) Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της
Ελλάδος επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Αθήναι
1923.
Απογραφή 1928: Υπουργείον Εθνικής
Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος. α) Στατιστικά
αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15 - 16 Μαΐου 1928 /
πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός - πρόσφυγες, Αθήναι, 1933. β) Πληθυσμός
της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928, Αθήναι 1935. γ) Στατιστικά
αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15 - 16 Μαΐου 1928 /
τόπος γεννήσεως – θρησκεία και γλώσσα – υπηκοότης, Αθήναι 1935.
Απογραφή 1940: Υπουργείον Εθνικής
Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος
κατά την απογραφή της 16ης Οκτωβρίου 1940. α) Πραγματικός, νόμιμος
και μόνιμος πληθυσμός, Αθήναι 1946. β) Πραγματικός πληθυσμός κατά
νομούς, επαρχίας, δήμους κοινότητας και χωρία, Αθήναι 1950.
Απογραφή 1951: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
της Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 7ης Απριλίου
1951 – πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίες, δήμους, κοινότητας, πόλεις
και χωρία, Αθήναι 1955.
Απογραφή 1961: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
της Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Μαρτίου
1961 – πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίες, δήμους, κοινότητας και
οικισμούς, Αθήναι 1962.
Απογραφή 1971: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
της Ελλάδος, Αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού – κατοικιών της 14ης
Μαρτίου 1971 – πληθυσμός κατά γεωγραφικάς και διοικητικάς υποδιαιρέσεις,
Αθήναι 1971.
Απογραφή 1981: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
της Ελλάδος, Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της
5ης Απριλίου 1981 κατά νομούς, επαρχίες, δήμους, κοινότητες και οικισμούς,
Αθήναι 1982.
Απογραφή 1991: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
της Ελλάδος, Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της
7ης Μαρτίου 1991 κατά νομούς, επαρχίες, δήμους, κοινότητες και οικισμούς,
Αθήναι 1994.
Αραβαντινός 1905: Π. Αραβαντινού, Μονογραφία
περί Κουτσοβλάχων, εκ του τυπογραφείου Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, εν Αθήναις,
Νοέμβριος 1905.
Αρχείο Στέφανου Δραγούμη: Γεννάδειος
Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη.
Αρχείο Βάρδα: Γενικά Αρχεία του
Κράτους, Αρχείο Τσόντου - Βάρδα.
Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια: Γενικά Αρχεία
του Κράτους, Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 4 --> Στατιστική πληθυσμού 35
χωριών της περιοχής Καστανοχωρίων.
Βακαλόπουλος: Κωνσταντίνος
Βακαλόπουλος, Μακεδονικός Αγώνας
τόμος πρώτος, (1894-1904) / Η
Μακεδονίας στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1986.
τόμος δεύτερος, (1904-1908) / η ένοπλη
φάση, Θεσσαλονίκη 1987.
Βάρδας: Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα. Ο
μακεδονικός αγών / ημερολόγιο 1904-1905, εισαγωγή - επιμέλεια - σχόλια
Γιώργος Πετσίβας, εκδόσεις Πετσίβα, τρεις τόμοι, Αθήνα 2003.
Γούναρης: Στοιχεία που δίνει ο Βασίλης
Γούναρης, επιμελητής του Ανέκδοτου Ημερολόγιου του μακεδονομάχου
Ευθυμίου Καούδη (Θεσσαλονίκη 1992), για ορισμένους οικισμούς των περιοχών
Φλώρινας και Καστοριάς.
Βλάχος: Νικολάου Βλάχου, Το μακεδονικόν
ως φάσις του ανατολικού ζητήματος, Αθήναι 1935.
Γρηγορίου: Εμμ. Γρηγορίου, Το βουλγαρικόν
όργιον αίματος εις την Δυτικήν Μακεδονίαν, Αθήναι 1947.
Δρακάκη Αλεξ. και Κούνδουρου Στυλ. , Αρχεία
περί της συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων 1836-1939 και της
διοικητικής διαιρέσεως του κράτους, τόμοι δύο, Αθήναι 1939-1940.
ΕΑΠ: Επιτροπή Αποκαταστάσεως
Προσφύγων, Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών Μακεδονίας με τας νέας
ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928.
Έγγραφο 4278: Ιστορικό Αρχείο του ελληνικού
υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου, 12/8/1908, έγγραφο 4278.
Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909:
Περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμος ΚΘ΄, Κωνσταντινούπολις 1909.
Επιλογή Πετσίβα: Ο νέος
μακεδονικός Αγών, Επιλογή κειμένων Γιώργος Πετσίβας, Εκδόσεις Πετσίβα,
Αθήνα 2008.
Καούδης: Καούδης Ευθύμιος, Απομνημονεύματα
(1903 - 1907), επιμέλεια Άγγελος Χοτζίδης, μουσειο μακεδονικου αγωνα, Θεσσαλονίκη, 1996.
Καραβαγγέλης: Γερμανού Καραβαγγέλη, Ο
μακεδονικός αγών – απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1958.
Καραβίτης: Καραβίτης Ιωάννης, Ο
μακεδονικός αγών / απομνημονεύματα, εισαγωγή - επιμέλεια - σχόλια Γιώργος
Πετσίβας, εκδόσεις Πετσίβα, δύο τόμοι, Αθήνα 1994.
Κολιόπουλος: Λεηλασία Φρονημάτων,
δύο τόμοι, Αθήνα 1994-1995.
Κλειδής: Κώστα Κλειδή, Με τη λάμψη
στα μάτια, Αθήνα 1984.
Κουκούδης 2000: Αστέριος Ι.
Κουκούδης, Μελέτες για τους Βλάχους, τόμος δεύτερος, Οι
μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000.
Κρυστάλλης 1891: Κώστα Δ. Κρυστάλλη,
Άπαντα, τόμος Γ', Οι Βλάχοι της Πίνδου, εκδιδόμενα υπό του αδελφού
του Βασιλείου Δ. Κρυστάλλη αντιστρατήγου Ε. Α., τυπογραφείον ΝΕΑ ΜΕΛΙΣΣΑ,
Αθήναι 1952.
Κωστόπουλος: Η απαγορευμένη γλώσσα
- Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Αθήνα
2002.
Λαογραφικά: Παύλος Κούφης, Λαογραφικά
Φλώρινας - Καστοριάς, Αθήνα 1996.
Λεξικό ΕΣΥΕ: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία
της Ελλάδος, Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και οικισμών της Ελλάδος,
Αθήναι 1974.
Μακρής: Δικωνύμου - Μακρή Γεωργίου, Απομνημονεύματα,
στο συλλογικό Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα Πηνελόπης Δέλτα –
Απομνημονεύματα, ιμχα,
Θεσσαλονίκη 1984.
Μελάς: Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος
Μελάς, Αθήνα 1964.
Μιχαηλίδης: Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Σλαβόφωνοι
μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912 – 1930),
διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996.
ΜΜΑ: Οι Απαρχές του μακεδονικού
Αγώνα (1903-1904), Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1996.
Μόδης Α: Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονικός
Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, πρώτη έκδοση,
Θεσσαλονίκη 1950 (δεύτερη έκδοση, 2007).
Μόδης Β: Γεωργίου Μόδη, Ο
μακεδονικός αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ
ΣΠΟΥΔΩΝ, Θεσσαλονίκη 1967.
Οικονόμου: Παντελή Π. Οικονόμου,
δημοδιδασκάλου, Τα κατά τον μακεδονικόν αγώνα γεγονότα του χωρίου
Μόκραινη (Βαρικόν) 1903 - 1912, Λέχοβο 1953 [ανέκδοτο κείμενο].
Παπά-Αργυρίου (1903): Χρήστος
Παπά-Αργυρίου εκ Ζουπανίστης - ανέκδοτες χειρόγραφες σημειώσεις, Αρχείο
Στέφανου Δραγούμη.
Πελαγίδης: Ευστάθιος Πελαγίδης, Η
αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923 – 1930), Θεσσαλονίκη
1994.
Πετσίβας: Αρχειακές πληροφορίες που
παραθέτει στο «Ευρετήριο Τοπωνυμιών» ο Γιώργος Πετσίβας, επιμελητής της
έκδοσης των Απομνημονευμάτων του Καραβίτη, για τον πληθυσμό
αρκετών χωριών στις περιοχές Φλώρινας και Καστοριάς.
Προξενείο Μοναστηρίου: Ιστορικό Αρχείο του
ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου.
Πρόσφυγες 1915: Υπουργείον Οικονομικών -
Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων,
εθνικο τυπογραφειο, Αθήναι 1916.
Πύρζας: Ο οπλαρχηγός καπετάν Λάκης
Πύρζας, περιοδικό Αριστοτέλης, τόμος 20, Φλώρινα 1960.
Ράπτης: Ράπτης Σταμάτης, Ιστορία
του μακεδονικού αγώνος, έκδοσις Β΄, Αθήναι, χωρίς χρονολογία.
Σόνισεν: Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις
ενός μακεδόνα αντάρτη, μετάφραση Νέλλη Ρούτσου – Πανταζή, εισαγωγή και
επιμέλεια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2004.
Σπανός: Ναούμ Σπανός, Αναμνήσεις
εκ του μακεδονικού αγώνος, στο συλλογικό: Ο μακεδονικός αγώνας -
Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984.
Σταματελάτος: Σταματελάτος Μιχαήλ και
Βάμβα-Σταματελάτου Φωτεινή, Επίτομο γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδος,
Αθήναι 2001.
Στατιστική 1932: Εθνολογική Στατιστική της
Νομαρχίας Φλωρίνης του έτους 1932, που βρίσκεται στο αρχείο του
Σουλιώτη-Νικολαΐδη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 2/ΙΙ.
Στατιστική 1945: Στατιστική ελληνικών
μυστικών υπηρεσιών του έτους 1945, που βρίσκεται στο αρχείο του Φίλιππου
Δραγούμη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 69. 6.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών: Επεξεργασία
των στοιχείων του τηλεφωνικού καταλόγου του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της
Ελλάδας του έτους 1996.
Σχινάς 1886: Νικόλαος Σχινάς, Οδοιπορικαί
σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας /
Συνταχθείσαι υπό Νικολάου Θ. Σχινά ταγματάρχου του μηχανικού, Αθήναι, τόμοι
τρεις, 1886-1887.
Τσάμης: Παύλου Τσάμη, Μακεδονικός
Αγών, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Θεσσαλονίκη 1975.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947: Έτσι άρχισε ο
εμφύλιος - Η έκθεση του Δημοκρατικού Στρατού στον ΟΗΕ τον Μάρτιο του 1947,
Αθήνα 1987.
Υψομετρική Κατανομή: Υπουργείον Εθνικής
Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Υψομετρική
κατανομή της επιφανείας του πληθυσμού και των διοικητικών διαιρέσεων της
Ελλάδος, Αθήναι 1938.
ΦΕΚ 259 / 21.12.1918: Βασιλικό διάταγμα
19.12.1918 (ΦΕΚ 259 / 21.12.1918) «Περί συστάσεως κοινοτήτων εν τω νομώ
Φλωρίνης» --> Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και
πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδας 1821-1971, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΡΕΥΝΩΝ, τόμος δεύτερος, Αθήναι 1975.
ΦΕΚ 413 / 22.11.1926: Διάταγμα 15.11.1926
(ΦΕΚ 413 / 22.11.1926) «Περί μετονομασίας κλπ. δήμων, κοινοτήτων και οικισμών»
--> Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή
εξέλιξις της Ελλάδας 1821-1971, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, τόμος
δεύτερος, Αθήναι 1975.
ΦΕΚ 179 / 30.8.1927: Διάταγμα 20.8.1927
(ΦΕΚ 179 / 30.8.1927) «Περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών» -->
Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της
Ελλάδας 1821-1971, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, τόμος δεύτερος,
Αθήναι 1975.
ΦΕΚ 206 / 28.9.1927: Διάταγμα 9.9.1927
(ΦΕΚ 206 / 28.9.1927) «Περί μετονομασίας κοινοτήτων και οικισμών» -->
Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της
Ελλάδας 1821-1971, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, τόμος δεύτερος,
Αθήναι 1975.
ΦΕΚ 156 / 8.8.1928: Διάταγμα 19.7.1928
(ΦΕΚ 156 / 8.8.1928) «Περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών» -->
Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της
Ελλάδας 1821-1971, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, τόμος δεύτερος,
Αθήναι 1975.
ΦΕΚ 39 / 9.2.1950: Βασιλικό Διάταγμα
1.2.1950 (ΦΕΚ 39 / 9.2.1950) «Περί μετονομασίας κοινοτήτων και συνοικισμών»
--> Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή
εξέλιξις της Ελλάδας 1821-1971, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, τόμος
τρίτος, Αθήναι 1976.
Χαλκιόπουλος 1910: Μακεδονία
βιλαέτια Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, Αθήναι 1910.
Brailsford: H. N. Brailsford, Macedonia -
Its Races and Their Future, London, 1906. Ελληνική
μετάφραση: Δημήτρης Καζάκης, Μακεδονία - οι φυλές της και το μέλλον
τους, Αθήνα 2006.
Brancoff 1905: D. M. Brancoff, La
Macédoine et sa population chrétienne, Paris, 1905.
Dakin: Daglas Dakin, Ο
ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία 1897 - 1913, μετάφραση Γ. Στεφανίδη - Ξ.
Κοτζαγεώργη, Θεσσαλονίκη 1996.
Матинова: Фана Мартинова - Буцкова, И
ние сме деца на мајката земја..., Скопје 1998.
Милојевић 1920: Боровојe
Милојевић, Јужна Македонја - Антропогеографска, Београд 1920.
Papahagi 1905: Nicolas Papahagi, Les Roumains
de Turquie, Eminescoe, Bucarest 1905.
Picot 1875: É. Picot, Les Roumains de la Macédoine,
Ernest Leroux éditeur, Paris 1875.
Pouqueville 1826: François Charles H. L.
Pouqueville, Voyage de la Grèce, tome III, Paris 1826 --> Ελληνική μετάφραση Νίκη Μοφέτα: Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα / Μακεδονία Θεσσαλία, Αθήνα 1995.
Симовски: Тодор Симовски, Населените места во Егејска Македонија - географски, етнички и стопански карактеристики, τόμοι δύο, Скопје 1998. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι χάρτες της πρώτης έκδοσης του 1978.
Synvet 1878: A. Synvet, Les Grecs de l'Empire ottoman - Etude statistique et ethnographique, Constantinople 1878.
Weigand 1895: Gustav Weigand, Die Aromunen /
Ethnographisch - Philologisch - Historische Untersuchungen, Erster Band,
Johann Ambrosius Barth, Leipzig 1895. Ελληνική μετάφραση:
Trede Kahl, Οι Αρωμάνοι (Βλάχοι), Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001.
Selo Aposkep: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Лазо Божинов, Село Апоскеп -
Околија Костурска.
Selo Jezerec: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Димковски Панде Коста, Село
Езерец - Околија Костурска.
Selo Gališta: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Димковски Панде Коста, Село
Галишта - Околија Костурска.
Selo Grače: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Граче -
Околија Костурска.
Selo Izglibe: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Село Изглибе -
Околија Костурска.
Selo Kalevišta: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село
Калевишта - Околија Костурска.
Selo Lobanica: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Лобаница -
Околија Костурска.
Selo Ludovo: Архив на Македонија, Институт
за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Лудово- Околија
Костурска.
Selo Mangila: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Мил. Количевски, Село
Мангила - Околија Костурска.
Selo Manjak: Архив на Македонија, Институт
за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Мањак -
Околија Костурска.
Selo Mokreni: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Мокрени-
Околија Костурска.
Selo Vambel: Архив на Македонија, Институт
за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Вамбел - Околија
Костурска.
Selo Želengozdi: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Мил. Количевски, Село
Желенгозди - Околија Костурска.
Selo Želin: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село Желин -
Околија Костурска.
Selo Županišta: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село
Жупаништа - Околија Костурска.
Selo Zagoričani: Архив на Македонија,
Институт за национална историја --> Ристо Кирјазовски, Село
Загоричани - Околија Костурска.
Νατσούλης: Γιώργος Νατσούλης, ανέκδοτες
σημειώσεις για την περιοχή Καστοριάς.
Vic Nicholas: Πληροφορίες από ανέκδοτη
εργασία του μακεδόνα Vic Nicholas, που ζει στην Αυστραλία,για την ιστορία του
χωριού του Tikveni.
Απογραφή 2001: Πραγματικός πληθυσμός απογραφής
πληθυσμού 2001
Αυστριακός Χάρτης: Χάρτες του αυστριακού
επιτελείου στρατού, των αρχών του 20ου αιώνα, κλίμακας 1: 200.000.
α) φύλλο: 39-41, Monastir
/ Bitola, J. Herwegg Feldw. K. Melichar, 1900
β) φύλλο: 39-40, Janina / Ioannina,
Offiz. R. Dokaupil
Χάρτης Κοντογόνη: Ελληνικοί χάρτες των
αρχών του 20ου αιώνα, έκδοσης λιθογραφείου Κοντογόνη, κλίμακας 1: 200.000
α) φύλλο Μοναστήριον, Αθήναι
1910
β) φύλλο Ιωάννινα, Αθήναι
1910.
Ιός: Δημοσιογραφική ομάδα Ιού, Εθνικές
Πλαστογραφίες - Τα Μυστικά του Βούρκου - Λογοκριμένες Μακεδόνισσες,
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7.7.2002
εμπρος: εμπρος - Ημερησία Εθνική Εφημερίς,
Διευθυντής Δημήτριος Καλαποθάκης, Αθήναι
Οθωμανικά Αρχεία: Хр. Гандев, Българската
народност през XV век, Демографско и етнографско изследване, (Наука
и Изкуство, II изд., София, 1989).
Ριζοσπάστης: Εφημερίδα Ριζοσπάστης -
Όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας
σκριπ: σκριπ - Εφημερίς Πολιτική και των
Ειδήσεων, Ιδιοκτήτης - Διευθυντής Γρηγόριος Ευστρατιάδης, Αθήναι
Χατζησαββίδης: Σοφρόνη Χατζησαββίδη, Τα
ποντιακά στον ελλαδικό χώρο
Documents and Materials: BULGARIAN ACADEMY OF
SCIENCES, Institute of History -Bulgarian Language Institute, Macedonia
Documents and Materials, Sofia 1978
Elis Island: Συστηματική έρευνα που
πραγματοποίησα με τη μηχανή αναζήτησης που υπάρχει στην ιστοσελίδα του Elis
Island και επεξεργασία των στοιχείων των 8.608 μεταναστών που κατά την άφιξή
τους στις Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν μεταξύ των ετών 1897-1924, στην εκεί
υπηρεσία υποδοχής των μεταναστών, ότι είναι εθνικά Μακεδόνες, αναφέροντας και
τον οικισμό ή την περιοχή της καταγωγής τους, καθώς επίσης των 34.860
μεταναστών που δήλωσαν μεταξύ των ετών 1892-1924 πως είναι εθνικά Βούλγαροι
Кънчов 1900: Васил Кѫнчовъ, Македония етногрфия и статистика,
София 1900
Кьосев - Данаилов: Илинденско-Преображенското
въстание 1903—1968, Отг. редактори: Дино Кьосев и Ламби Данаилов. Редактори
на спомените: Йордан Анастасов, Тодор Браянов и Илия Славков, Издателство на
Националния съвет на Отечествения фронт, София, 1968
Мичев: Добрин Мичев, Българското
национално дело в Югозападна Македония (1941 - 1944 г.)
Патеров: Илия Г. Патеров, Издание
на Загорицкото дружество “Илинден” София, 1930 г
Rossos: Andrew Rossos, Incompatible Allies:
Greek Communism and Macedonian Nationalism in the Civil War in Greece,
1943-1949
The Times: Times Archive
Силянов: Хр. Силянов, Освободителнитѣ борби на Македония, София, τόμος πρώτος 1933 και τόμος δεύτερος 1943
Силянов / Спомени: Хр. Силянов, Писма и изповеди на един четник - Спомени от Странджа - От Витоша до Грамос
Άποσκεπ / Aposkep / Апоскеп.
Εξελληνίσθηκε σε Απόσκεπος. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Καστορίας. Ήταν ένα μεγάλο χριστιανικό χωριό 620
περίπου ατόμων. Οι κάτοικοί του μιλούσαν μακεδόνικα. Μέχρι το 1903 σχεδόν όλοι
είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Το χωριό συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν
και ο πληθυσμός του εκείνες τις μέρες βγήκε στο βουνό. Για αντίποινα, ο
οθωμανικός στρατός πήγε και έκαψε σχεδόν όλα τα σπίτια. Μετανάστες που έφυγαν
από τον οικισμό και πήγαν στις ΗΠΑ μεταξύ των ετών 1905 και 1915, δήλωσαν άλλοι
πως ήταν εθνικά Μακεδόνες και άλλοι πως ήταν εθνικά Βούλγαροι. Τα πρώτα χρόνια
της ελληνικής διοικήσεως, αρκετοί κάτοικοι μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, με τη
συνθήκη της Νεϊγύ. Το χωριό παρέμεινε πολιτισμικά αμιγώς μακεδονικό, καθώς εδώ
δεν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Η ελληνική διοίκηση θεωρούσε κατά το μεσοπόλεμο
πολλούς κατοίκους του, ως άτομα «ανθελληνικών φρονημάτων». Μέρος του
πληθυσμού οργανώθηκε την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου στις αριστερές
οργανώσεις και κατέφυγε τελικά στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης. Μεταπολεμικά ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε κατά 100 περίπου άτομα.
Πηγές
Aposkevi,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878, 56].
Απόσκεπος Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 500 χριστιανών και έχον εκκλησίαν, σχολείον και
κρήνας» [Σχινάς 1886, 239].
Aposkepe [Αυστριακός
Χάρτης].
Апоскепъ / Костурска каза,
740 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 265].
Aposkepe,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Απόσκεπος: «Σύμφωνα με στατιστική του
Αυγούστου του 1902 στον Απόσκεπο κατοικούσαν 107 οικογένειες, από τις οποίες οι
41 ήταν πατριαρχικές. Το ελληνικό σχολείο του χωριού είχε ένα δάσκαλο και 25
μαθητές. Η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην την επόμενη χρονιά. Βλ. Μουσείου
Μακεδονικού Αγώνα, Αρχείο Αργυρίου Ζάχου, επιστολή Ηλία Μπουζιώτη, Καστοριά 17
Αυγούστου 1902» [ΜΜΑ, 81]
Aposkep / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 912 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές [Brancoff 1905, 180-181].
Απόσκεπος,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Απόσκεπος:
«Σχισματικόν από του 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Απόσκεπος Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες τω 1904 υποκύψαντες εις την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν,
και 320 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 100].
Απόσκεπος καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Απόσκεπος Καστορίας,
465 άτομα (216 άρρενες και 249 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 40].
Το 1916 αναχώρησαν μαζί με τις
οικογένειές τους για τη Βουλγαρία οι: Stojan Bakalov, Naso Bakalov,
Georgi Šljankov, Teuriča Šumovska, Panovica Šumelova, Lena Geršanova,
Mirče Budev, Leonici Kiseiov, Teohar Kisirkiev, Giro Mišajkov [Selo Aposkep].
Απόσκεπος Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Апоскеп,
250 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920, 19].
Απόσκεπος Καστορίας,
333 άτομα (132 άρρενες και 201 θήλεις) [Απογραφή 1920, 309].
Ρευστοποιήθηκαν συνολικά 23 περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης,
199].
Απόσκεπος Καστορίας, 360 άτομα (154
άρρενες και 206 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά το 1922.
Ομοδημότες ήταν 358 και ετεροδημότες 2 [Απογραφή 1928, 285].
Απόσκεπος,
υπήρχαν 80 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 15 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Απόσκεπος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 377 (178 άρρενες και 199 θήλεις) [Απογραφή 1940, 390].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 119
[Γρηγορίου, 150].
Апоскеп:
Πρόκειται για ένα χριστιανικό μακεδονικό χωριό. Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν ο
στρατός έκαψε 101 σπίτια στο χωριό [Симовски 1998 B, 7].
Απόσκεπος:
Από το χωριό καταγόταν το στέλεχος του ΚΚΕ Λάζαρος Μποζίνης, ο οποίος
αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 1941 από την Ακροναυπλία. Ο Μποζίνης θεωρείται «μεσολαβητής»
για την προσχώρηση 47 «κομιτατζήδων» του χωριού στον ΕΛΑΣ, τον Οκτώβριο
του 1943 [Κολιόπουλος Α, 167 και 173].
Απόσκεπος,
379 κάτοικοι, εκ των οποίων 340 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 51. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 34. Ευρίσκονται εις φυλακή
δυνάμει ενταλμάτων 1. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 15 [Στατιστική
1945].
Апоскеп:
Μεταξύ Μαρτίου 1948 και Αυγούστου 1950, η ελληνική διοίκηση πήρε 28 παιδιά από
το χωριό στο ίδρυμα της βασίλισσας Φρειδερίκης «Αγία Τριάδα» στη
Θεσσαλονίκη. Από την άλλη, 12 παιδιά του χωριού και ένας παιδαγωγός συντοπίτης
τους, κατέφυγαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης [Мартинова, 50-52].
Απόσκεπος Καστορίας:
270 κάτοικοι [Απογραφή 1951, 98].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 234, 1971: 189, 1981: 192, 1991: 166.
Υψόμετρο 880 [Σταματελάτος, 90].
1903-1908
Στις 29 Αυγούστου 1903 ο οθωμανικός
στρατός επιτέθηκε σε μεγάλη δύναμη τσετών που βρισκόταν στη θέση Ντούλιτ πάνω
από το χωριό Άποσκεπ [Силянов, A 386]. Ακολούθησε σφοδρή μάχη που τελείωσε με
αποχώρηση των αυτονομιστών. Στη συνέχεια ο στρατός μπήκε στο χωριό και το
έκαψε.
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης αναφέρει το συμβάν σε επιστολή του προς το μητροπολίτη Πελαγονίας:
«Εξ Αποσκέπου, χωρίου ημίσειαν ώραν της Καστορίας απέχοντος αποτελουμένου εκ
φανατικωτάτων Βουλγάρων εκτός ολίγων ελληνικών οικογενειών, υπεσχέθησαν ότι θα
παραδώσωσι τα όπλα, αλλά μετά επανειλημμένας αναβολάς η Κυβέρνησις απέστειλε τη
30η Αυγούστου στρατόν, όπως εξαναγκάση αυτούς να παραδώσωσι τα όπλα των. Καθ'
ην όμως ώραν επλησίασεν εις το χωρίον, άνωθεν αυτού διέκρινε συμμορίαν εκ 500
ως έγγιστα κομιτών, καθ' ης επιτεθείς επολέμησεν επί 4 ολοκλήρους ώρας. Αλλ'
ένεκα του επελθόντος σκότους της νυκτός, η συμμορία διέφυγεν εγκατελείπουσα
περί τους 10 νεκρούς, εν τηλεσκόπιον, μίαν μάχαιραν και 2 όπλα Μάνλιχερ. Εκ του
στρατού εφονεύθη εις και τρεις επληγώθησαν. Τη επαύριον μεταβάς ο στρατός εις
τον παρακείμενον Απόσκεπον επυρπόλησεν αυτόν απαξάπαντα εκτός της εκκλησίας»
[Δραγούμης, 608].
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1903 ο Δραγούμης
σημειώνει στο ημερολόγιο: «Συμπλοκή εν Αποσκέπω, εφονεύθησαν 27 κομίται,
εφονεύθη εις στρατιώτης, ετραυματίσθησαν 4» [Δραγούμης, 274].
Ο Dakin γράφει πως οι τσέτες είχαν βρει
κατάλυμα μέσα στο χωριό, επικεφαλής τους ήταν οι Τσακαλάροφ και Κλιάσεφ και ότι
οι στρατιώτες έφταναν τους 200. Γράφει επίσης πως οι αμυνόμενοι χρησιμοποίησαν
βόμβες και σκότωσαν 80 στρατιώτες [Dakin, 142].
Στις 13 του ίδιου μήνα κάτοικοι του
χωριού παρέδωσαν τα 16 όπλα στις αρχές [Δραγούμης, 288].
Σε άλλη επιστολή του, με ημερομηνία 22
Οκτωβρίου 1903, ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης ενημερώνει πως ο εξαρχικός παπάς
του Αποσκέπου, μαζί με άλλους επτά αποφυλακισθέντες, «εφονεύθησαν
παρά το χωρίον» [Δραγούμης, 621].
Για τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων
του χωριού εκείνες τις μέρες, διαβάζουμε στο βιβλίο ενός αυτόπτη μάρτυρα, του
Άγγλο Henry Brailsford: «Νωρίς το Δεκέμβριο του 1903, πήγα στην Καστοριά για
να εκτιμήσω τι είδους και τι ποσότητες ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν αναγκαίες
για τα καμένα και κατεστραμμένα χωριά της πολυπληθούς βουλγαρικής περιοχής γύρω
απ' αυτό το ελληνοτουρκικό κέντρο. Οι Τούρκοι και οι Έλληνες ήταν το ίδιο
ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους. Κλεισμένοι στη γραφική πόλη, απομονωμένη
καταμεσής στη λίμνη της, γνώριζαν ελάχιστα και νοιάζονταν ακόμη λιγότερο για τη
μιζέρια τριγύρω τους. Πηγαίνοντας με τ' άλογο να επισκεφτώ τα χωριά, έφτασα
πρώτα στον Απόσκεπο, μόλις τρία μίλια από την πόλη. Όλα τα σπίτια, εκτός από
πέντε ή έξι, είχαν καεί και οι χωρικοί έδιναν μια ξεκάθαρη εικόνα ελλείψεων,
ασθενειών και ζωτικότητας σβήνει. Ρώτησα για τον ιερέα, το δάσκαλο και τον
επικεφαλής, μόνο για να μου πουν ότι όλοι τους είχαν πεθάνει μέσα στις
προηγούμενες δύο βδομάδες. Μια περαιτέρω έρευνα, φαμίλια τη φαμίλια, έδειξε ότι
από τη στιγμή της επιστροφής από τους λόφους μετά την εξέγερση, πρακτικά κάθε
νοικοκυριό είχε χάσει κάποιον δικό του από αρρώστια, ενώ σχεδόν σε όλα τα άθλια
καταλύματα που οι χωριάτες είχαν κατασκευάσει ανάμεσα στα καρβουνιασμένα
ερείπια των σπιτικών τους, τουλάχιστον ένα άτομο κειτόταν άρρωστο. Η ασθένεια
που κυριαρχούσε ήταν ένα είδος μολυσματικής γρίπης, η οποία ως προς τα
συμπτώματά της έμοιαζε τυφοειδή» [Brailsford, 29-30].
Άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης στο
χωριό ήταν οι «Απόστολος Λούκαρης, Ζήσης Ουζούνης και οικογένεια Χατζημάγκα»
[Τσάμης, 155].
Σύμφωνα με το Γερμανό Καραβαγγέλη,
άνθρωπος της ελληνικής οργάνωσης ήταν και μια γυναίκα από το χωριό. Σε
αδημοσίευτη (λογοκριμένη) απάντησή του σε ερώτηση της Πηνελόπης Δέλτα, ο
δεσπότης είχε αναφέρει σχετικά: «Ρωτώ το Σεβασμιώτατο αν στο Μακεδονικό
Αγώνα αναδείχθηκαν και γυναίκες ηρωίδες και μου απαντά, όπως και ο Μακρής, ότι
καμιά δε διακρίθηκε για εξαιρετική παλληκαριά και πατριωτική δράση. "Μόνον
η γυναίκα του Ζήση από το Απόσκεπο, που τον σκοτώσαν οι Βούλγαροι, μ' όλο που
δεν ήξερε ούτε μια λέξη ελληνική, ήταν φανατική Ελληνίδα, και μου έλεγε - 'Αχ,
δεν μου την κόβεις, Δεσπότη μου, αυτή τη γλώσσα;' Εννοείται ότι ο φανατισμός
της εκορυφώθηκε με τη δολοφονία του αντρός της. Αυτή μας προσέφερε πολλές
υπηρεσίες μένοντας στην Καστοριά. Γιατί μετά το φόνο του αντρός της από το φόβο
μήπως τη σκοτώσουν κι αυτή, έφυγε από το Απόσκεπο και ήρθε κι εγκατεστάθηκε πια
στην Καστοριά. Η Ζήσαινα, όπως τη λέγαμε, μας ειδοποιούσε ποια φανατικά όργανα
του Βουλγ. Κομιτάτου περιφέρονταν στο παζάρι της Καστοριάς και ό,τι σχετικό με
το Κομιτάτο μάθαινε. - Και οι Βούλγαροι δεν τη σκοτώσαν; 'Η δεν ήξεραν ότι τους
κατασκόπευε; - Οι Βούλγαροι βέβαια και το ήξεραν, μα δεν μπορούσαν να της
κάνουν τίποτα μέσα στην Καστοριά"» [Ιός].
Στις αρχές Ιουνίου 1904 οι αρχές της
Καστοριάς προχώρησαν στη σύλληψη του «κομιτατζή Στογιάν», που βρισκόταν
στο σπίτι του εξαρχικού παπά της πόλης. Με αφορμή το γεγονός, οι έλληνες
έμποροι διαδήλωσαν και ζήτησαν από το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη να πάει
στον Καϊμακάμη και να του ζητήσει να διώξει τον εξαρχικό παπά από την Καστοριά
[ΣΚΡΙΠ, 10.6.1904, σ. 1].
Στις 7 Μαΐου 1905 ο έλληνας αρχηγός
Τσόντος-Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Έρχεται απεσταλμένος εκ
Καστορίας κομίζω επιστολήν του Μητροπολίτου δι' ης μου συνιστά να εκτελέσωμεν
πράξιν τινά (: φόνο) εις Απόσκεπον την προσεχή Τετάρτην επί τη
εορτή Μεθοδίου όπου θα μεταβή και ο βουλγαροπαπάς Καστορίας. Απαντώ ότι τούτο
είναι αδύνατον και δι' άλλους (λόγους) και διά την έλλειψιν
ανδρών» [Βάρδας Α, 125].
Στις 29 Αυγούστου 1905, στη θέση Μπίκοβικ βόρεια
του χωριού, συγκρούστηκαν οι τσέτες των Τσακαλάροφ και Μήτρου Βλάχου με τα
σώματα των Τσόντου Βάρδα και Παύλου Γύπαρη. Σύμφωνα με τον Τσάμη, κατά τη μάχη
σκοτώθηκαν είκοσι πέντε τσέτες, από δε τους αντάρτες οι Παύλος Πετρουδάκης,
Πάνος Τσαουσέλας και Γιώργης Κλαπαδάκης. Ο ίδιος ο Γύπαρης τραυματίστηκε στο
πόδι και μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας [Τσάμης,
262].
Στις 26 Ιανουαρίου 1906, ο πρόξενος
Μοναστηρίου Ν. Ξυδάκης μεταξύ άλλων γράφει σε αναφορά του προς τον έλληνα
Υπουργό Εξωτερικών, πως κοντά την Καστοριά το εκτελεστικό της ελληνικής
οργάνωσης σκότωσε δύο άτομα, «εν εξ Αποσκέπου και έτερον εκ Βυσίνης»
[Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 51, 26/1/1906].
Στις 23 Μαρτίου 1906, η ελληνική
οργάνωση δολοφονεί έξω από το χωριό τον Χρήστο Ασβεστά, τον οποίο θεωρεί
αγγελιαφόρο των αυτονομιστών [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 239, 14/4/1906].
Στις 20 Φεβρουαρίου 1906, βόρεια του
χωριού, οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα συγκρούστηκε με τσέτα, η οποία έφυγε
αφήνοντας πίσω της νεκρούς δύο μέλη της [ΕΜΠΡΟΣ, 20.2.1906, σ. 3].
Στις 19 Αυγούστου 1906 ο Βάρδας γράφει
κάποιες σκέψεις του στο ημερολόγιο, που σχετίζονται και με το χωριό Άποκεπ: «Αν
δ' ήτο δυνατόν να είχα και τον Σούλιον εδώ εις Κωσταράτσιον, θα είχε υπό την
προστασίαν του τα ανατολικά Κορέστια. Εισελαύνων διά νυκτός εις Απόσκεπον,
Σέτομαν, Τσαρνόλισταν κλπ. και πάλιν επιστρέφων, και τοιουτοτρόπως έχων έκαστος
την περιφέρειαν του, θα εφιλοτιμείτο να υποτάξη αυτήν, με φόνους, με απειλάς
κλπ.» [Βάρδας Β, 133].
Στις 5 Φεβρουαρίου 1907 ο Βάρδας
μαθαίνει από το δάσκαλο του χωριού Λάχτσι πως η ελληνική οργάνωση
πραγματοποίησε μερικούς φόνους, μεταξύ δε των άλλων και «ενός από Απόσκεπον»
[Βάρδας Β, 467].
Selo Aposkep - κάτοικοι
1903
Κατάλογος των κατοίκων το έτος 1903
(Spisok na naselenjeto do 1903 godina).
Τα ονόματα των αρχηγών των 120
οικογενειών και εντός παρενθέσεως ο αριθμός των μελών της κάθε μιας:
Panajot Kurtovski (4), Mito Miljov (5),
Peto Miljov (7), Risto Kurtovski (10), Mitre Adžimankov (12), Stavro Veljov
(4), Koljo Pardiklov (3), Dora Oerdiklov (4), Gorgi Čuleov (4), Stojan Sabrov
(3), Dimo Deljaov (3), Sabro Sabrov (5), Lazo Popojanov (10), Panajot Popojanov
(6), Spaso Braov (8), Gorgi Popovski (5), Mitre Braov (4), Vasil Braov (6),
Penčo Kuburov (3), Labro Kuburov (2), Mitre Lukov (5), Stojan Kuburov (6),
Gjorgji Bljančov (5), Kuzo Panev (4), Mitre Šetanov (5), Naso Filev (3), Mitre
Mančelov (7), Popmihali Budov (4), Koljo Butetomu (6), Risto Budev (5), Penčo
Mišankov (10), Mitre Mišankov (2), Stavro Mišankov (8), Guro Mišankov (9),
Cveto Bubev (5), Ciljo Bubev (6), Vasil Šetanov (4), Timko Mišaikov (3), Koljo
Baduljov (4), Ziso Kočev (5), Dino Duškov (4), Niko Šumoliev (3), Krsto
Šumoliev (4), Stojan Kardiov (3), Zaho Furnuzov (6), Mitre Furnuzov (7), Florin
Pecurov (6), Meljo Mamučov (2), Petro Gačov (4), Gamo Undov (3), Trpo Undov
(8), Numo Undov (4), Kuzo Undov (3), Dino Čarkačov (5), Lesko Panajotov (3),
Pano Gelev (2), Risto Leskov (4), Dičo Vasilkov (4), Trpo Vasilkov (8), Gorgi
Šaldov (9), Spaso Šoldov (6), Gorgi Vasilkov (4), Mitre Šomov (7), Lazo Šomov
(6), Dine Trupankov (4), Panajot Goršanov (5), Dinko Popdimitrov (6), Spaso
Popdimitrov (5), Spaso Jorljov (7), Jani Tanaskov (2), Dinko Šomev (7), Lazo
Lukarov (8), Toljo Lukarov (5), Vasil Salakov (10), Vane Tanaskov (4), Gorgi
Šljankov (9), Prodan Ralev (3), Pando Ralev (6), Pando Kaljabakov (7), Stojan
Raljov (8), Sido Poriazov (9), Trajko Jankov (3), Petro Jankov (6), Dinko
Jankov (4), Teohar Kaljin (4), Mitre Ciljankov (3), Panaot Kašarikov (4),
Leonida Kesiriova (5), Pop Teohar Kesiriov (5), Stojan Bakalov (6), Filjo
Mančelov (6), Mitro Karakoljov (3), Panjajot Čeramov (6), Spiro Božinov (6),
Numo Božinov (7), Koljo Lapov (6), Risto Ljapov (8), Spaso Cimzov (6), Naso
Bakalov (8), Stavro Čaljov (5), Iljo Nestorov (3), Kosta Dalov (6), Sterio
Dalov (4), Zio Kumelov (6), Numo Delov (4), Dine Dalov (5), Radoi Čeramov (6),
Mitre Ljakimov (7), Koljo Suljov (3), Iljo Miserliev (4), Reljo Miserliev (8),
Apostol Rečov (4), Koljo Džumančov (2), Numo Lokov (6), Dine Kojov (4), Gjaki
Bakalov (5), Marko Galjov (4), Riro Budev (6).
Σύνολο κατοίκων 621.
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Μεταξύ 1905-1912 μετανάστευσαν από το
χωριό Aposkep στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis
Island δήλωσαν στις αρχές εθνικά Μακεδόνες τα εξής 7 άτομα:
Stavia Dimitroff και Nitre Noume το 1905.
Ginorzin Gligor, Petre Moloff και Lambro Stoyanoff το 1909.
Stavia Dimitroff το 1911.
Kouso Stoganoff το 1912.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1905-1915 μετανάστευσαν από το
χωριό Aposkep στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis
Island δήλωσαν στις αρχές εθνικά Βούλγαροι τα εξής 17 άτομα:
Mitre Guele, Lazar Naoumof και Lazo Tanass το 1905.
Gaki Bacale, Vasil Bran, Constantin Cadeoff, Dimitrios Cavacolio, Stavros Schlanco και Cosna Tauchan το 1906.
Dimitri Flovin, Christof Nikola και Aleksa Panaiotoff το 1907.
Josoff Anastas, Ilia Gheorgioff, Stoyanoff Glia και Lazoff Gvan το 1910.
Lohannis Galious το 1915.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Απόσκεπος. Συνελήφθηκαν το Μάη
1945 και φυλακίστηκαν οι: Ελευθερία Παπαγιάννη, Ευγενία Σατάνη, Ολυμπία
Ουζούνη, Α. Ούντα, Βενετή Παπαδημητρίου, Ν. Παπαγιάννης ελασίτης. Βασανίστηκαν
με ξυλοδαρμό το Σεπτέμβρη του 1946 οι: Θ. Μαγγέλης και Ζ. Ίτσκας από
χωροφύλακες. Καταδικάστηκαν οι: Δ. Πράβας σε ισόβια δεσμά, Ζ. Μπούβης σε 18
χρόνια, Η. Σιώμος σε 6 χρόνια, Τραϊανός Ράλιος σε 6 χρόνια, Α Σωτηρίου σε 5 1/2
χρόνια και Δ. Σιώμος σε 6 1/2 χρόνια φυλακή. Έγιναν πάνω από 20 μπλόκα και
έρευνες. Αρπάχτηκαν από οπλισμένους μοναρχικούς τρομοκράτες του αρχισυμμορίτη
Παπαδόπουλου 200 πρόβατα. Καταδιωκόμενοι πάνω από 15» [σ. 47].
Selo Aposkep -
φυλακισμένοι
Κατάλογος των φυλακισμένων (Spisok na
zatvorenite).
Lazar Božinov (1936-1941), Kurtev Ilija
(1938-1941), Šamov Tome (1938-1941), Undov Hristo (1938-1941), Braov Mito
(1945-1958), Budev Trpo (1945), Šamov Mito (1945-1956), Popdimitrov Teohar
(1948), Braova Konlavica (1948-1955), Panoja Kutreva (1948-1955), Šemovska
Teodaga (1948-1955), Šemovska Hartklija (1947-1949), Mišajkov Apostol
(1945-1950), Ilno Šamov (1945-1950), Pano Čuleov (1945-1950), Trajko Felipov
(1945-1950), Anastasio Mančelov (1945-1950), Namo Karnaliov (1945-1950),
Kamizov Naso (1945-1950), Kumelov Kiro (1945-1950), Kljuši Stevo (1948-1949),
Braov Nihalil (1948-1949), Budev Foti (1948-1949), Braov Gavro (1948-1949),
Kutrev Panajot (1948-1949).
Selo Aposkep -
οργανωμένοι
Κατάλογος συμμετεχόντων στις οργανώσεις
(Spisok na Učesnici po organizacii).
Hristo Jankovski ( ΕΛΑΣ 1943-1945),
Božinov Anelagi (ΕΛΑΣ 1943-1945), Lazar Božinov (SNOF 1943-1944), Šaldov Gorgi
(ΕΛΑΣ 1944-1945), Šandrov Blagoja (ΕΛΑΣ 1944-1945, NOF 1946-1947, ΔΣΕ 1947-1949
σκοτώθηκε), Šatanov Teohar (ΕΛΑΣ 1944-1945), Vasil Šatov (ΕΛΑΣ 1944-1945, ΔΣΕ
1947-1949), Velkov Georgi (ΕΛΑΣ 1943-1945, ΔΣΕ 1946-1947 σκοτώθηκε), Kosta
Braov (ΕΛΑΣ 1945, ΔΣΕ 1946-1948 σκοτώθηκε), Kurtov Tome (ΕΛΑΣ 1945, ΔΣΕ
1947-1949), Bude Jane (ΕΛΑΣ 1945, ΔΣΕ 1947-1949), Počevski Mičo (ΕΛΑΣ
1944-1945, ΔΣΕ 1946-1947), Zako Dimitar (ΕΛΑΣ 1944-1945), Kočev Dimitar (ΕΛΑΣ
1944-1945, ΔΣΕ 1947-1949), Kiro Pecurov (ΕΛΑΣ 1945, ΔΣΕ 1946-1949), Niko Pecurov
(ΕΛΑΣ 1944-1945, ΔΣΕ 1947-1949), Hristo Furnuzov (ΕΛΑΣ 1945, NOF 1946-1949),
Kaljabakov Paskal (ΕΛΑΣ 1945, ΔΣΕ 1947-1949), Čuleov Mihajil (ΔΣΕ 1947-1949),
Mančateli Teodor (ΔΣΕ 1947-1949), Ničev Živko (NOF 1946-1949), Žetanov Petro
(ΔΣΕ 1947-1949), Velkova Pena (ΔΣΕ 1948-1949 σκοτώθηκε), Šeldov Aleko (ΔΣΕ
1947-1949), Podmimitrov Panajot (ΔΣΕ 1947-1949), Popdimitrov Teohar ΔΣΕ
1947-1949), Vasil Jorlov ΔΣΕ (1947-1948), Mišajnov Mito (ΔΣΕ 1947-1948
σκοτώθηκε), Mišajkov Giro ΔΣΕ (1947-1948 σκοτώθηκε).
Selo Aposkep - φυγάδες
Κατάλογος φυγάδων (Spisok na
emigrantite).
Κατάλογος 44 κατοίκων του χωριού που
έφυγαν διωγμένοι από την Ελλάδα την περίοδο 1942-1949:
Kurtev Tome το 1949 για ΕΣΣΔ, Kurtev
Ilija το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Kutrova Sofka το 1948 για Γιουγκοσλαβία,
Velena Rina το 1948 για Γιουγκοσλαβία, Braov Naum το 1945 για Γιουγκοσλαβία,
Čuleova Živka το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Čuleova Kostandina το 1949 για
Τσεχοσλοβακία, Angelov Teodor το 1947 για Τσεχοσλοβακία, Šatanov Teohar το 1946
για Τσεχοσλοβακία, Šatanova Evgenija το 1948 για ΕΣΣΔ, Šatanov Petar το 1947
για ΕΣΣΔ, Kočev Blagoja το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Kočova Kaljopa το 1948 για
Γιουγκοσλαβία, Kočev Dimitar το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Kočev Živko το 1947 για
Γιουγκοσλαβία, Kočena Rina το 1948 για Γιουγκοσλαβία, Zahov Mitko το 1945 για
Γιουγκοσλαβία, Furnuzov Risto το 1946 για Τσεχοσλοβακία, Furnuzova Anastasija
το 1948 για Τσεχοσλοβακία, Pecuρov Nikola το 1945 για Τσεχοσλοβακία, Pecurova
Vana το 1948 για Τσεχοσλοβακία, Pecurov Kiro το 1945 για Γιουγκοσλαβία,
Pecurova Stamena (με τρία παιδιά) το 1948 για Γιουγκοσλαβία , Vegov Gorgje το
1945 για Καναδά, Šoldov Gorgi το 1944 για Γιουγκοσλαβία, Šoldova Anastasija (με
τρία παιδιά) το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Vasil Šomov το 1945 για Τσεχοσλοβακία,
Šoldof Aleko το 1947 για Γιουγκοσλαβία, Popodimitrov Panajot το 1947 για
Τσεχοσλοβακία, Hristo Jankovski το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Stefana Jankovska
(με τέσσερα παιδιά) το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Kalabakov Paskal το 1945 για
Γιουγκοσλαβία, Gelev Kosta το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Mišajkova Kina (με
τέσσερα παιδιά) το 1943 για Γιουγκοσλαβία, Božinov Lazo το 1944 για
Γιουγκοσλαβία, Božinov Anastas το 1943 για Γιουγκοσλαβία, Božinova Sotira (με
τρία παιδιά) το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Božinov Gligor το 1942 για Βουλγαρία,
Jankov Dimitar το 1947, Čuleov Mihajlo το 1947 για Τσεχοσλοβακία, Počevski Mićo
το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Počevska Tina (με τρία παιδιά) το 1944 για
Γιουγκοσλαβία, Slankov Lazar το 1945 για Γιουγκοσλαβία, Slankova Sofija το 1946
για Γιουγκοσλαβία. Επίσης οι Kurtov Hristo και Kurtev Jovan, έφυγαν αντίστοιχα
το 1953 και το 1958 με διαβατήριο, για να ζήσουν με τους συγγενείς τους που
είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΒΑΣΑΚΟΣ, ΓΑΛΛΙΟΣ, ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΚΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΣ,
ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΑΝΑΣΚΑ, ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΚΟΜΙΔΗΣ (3), ΚΟΥΡΤΟΠΟΥΛΟΣ (2),
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (2), ΛΑΖΑΡΟΥ (2), ΛΙΑΠΗΣ, ΜΑΚΑΛΤΣΕΣ (3), ΜΑΚΑΛΤΣΗΣ, ΜΑΚΡΙΔΗΣ (8),
ΜΟΡΦΙΔΗΣ, ΜΠΑΝΤΙΛΑΣ (2), ΠΑΝΙΤΣΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΠΑΠΑΔΑΜΙΑΝΟΣ, ΠΕΡΔΙΚΑΣ,
ΠΟΥΡΣΑΝΙΔΗΣ, ΡΑΛΛΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΣΕΚΡΟΣ, ΣΛΙΟΥΠΚΑΣ, ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (5), ΣΩΤΗΡΙΟΥ
(4), ΤΟΓΚΑΡΙΔΗΣ, ΤΟΥΡΝΑΣ, ΤΣΑΚΑΣ, ΤΣΕΡΑΜΗΣ, ΧΑΤΖΗΜΑΓΚΑΣ (4).
Βάμπελ / Vambel / Вамбел .
Μετονομάστηκε σε Μοσχοχώρι και
στη συνέχεια σε Μοσχοχώριον.
Μέχρι την εγκατάλειψή του στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, αποτελούσε κοινότητα
της επαρχίας Καστορίας. Γλωσσικά υπήρξε ένας αμιγώς μακεδονικός
οικισμός. Οι χριστιανοί κάτοικοί του συμμετείχαν το 1903 στην επανάσταση του
Ίλιντεν. Ο οθωμανικός στρατός μαζί με βασιβουζούκους, προχωρώντας σε αντίποινα
λεηλάτησε και έκαψε τα σπίτια τους. Στη συνέχεια το μεγαλύτερο τμήμα του
πληθυσμού προσχώρησε στην εξαρχία. Οι έλληνες «μακεδονομάχοι» θεωρούσαν
το Βάμπελ εχθρικό χωριό. Οικονομικοί μετανάστες που έφτασαν από εδώ στις ΗΠΑ
στις αρχές του 20ου αιώνα, δήλωσαν στις εκεί αρχές, άλλοι μεν πως είναι εθνικά
Μακεδόνες, άλλοι δε πως είναι εθνικά Βούλγαροι. Το 1912 ζούσαν στο χωριό
περίπου 750 άτομα. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής διοίκησης ένας αριθμός
κατοίκων μετανάστευσε από το Βάμπελ στη Βουλγαρία. Το 1928 ο πληθυσμός
του οικισμού μειώθηκε στα 500 περίπου άτομα. Αυτό τον πληθυσμό, οι ελληνικές
αρχές ασφαλείας χαρακτήριζαν καθ' όλη την περίοδο του μεσοπολέμου ως «ανθελληνικών
φρονημάτων». Φρόντισαν επίσης να του φερθούν με τον ανάλογο τρόπο.
Κατά τη διάρκειά της κατοχής αρκετοί από το χωριό οργανώθηκαν στον ΕΛΑΣ. Στη
συνέχεια πολλοί περισσότεροι εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Στο τέλος του
εμφυλίου πολέμου σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το χωριό, παίρνοντας
το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Μεταπολεμικά το κράτος παραχώρησε για
βοσκοτόπια, σε ελληνόφρονες βλάχους έποικους, τις εγκαταλειμμένες εκτάσεις του
χωριού.
Πηγές
Vambely,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878, 56].
Βάμπελι Καστορίας:
«Χωρίου οικουμένου υπό 700 χριστιανών και έχοντος εκκλησίαν, σχολείον
αρρένων, χάνιον, φρέαρ και κρήνας» [Σχινάς 1886, 238].
Vambeli (Vibel)
[Αυστριακός Χάρτης].
Въмбелъ / Костурска
каза, 650 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 266].
Vambeli (Vibel),
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Βάμπελ: «Στην επανάσταση
του Ίλιντεν το 1903 πυρπολήθηκαν και τα 120 σπίτια του χωριού» [Πετσίβας,
1035].
Vambel / Caza
de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 960 εξαρχικοί
Βούλγαροι [Brancoff 1905, 182].
Βάμπελι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Βαμπέλι Κορυτσάς:
«650 ορθόδοξοι Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904»
[Χαλκιόπουλος 1910, 98].
Βαμπέλι καζά Κορυτσάς,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Въмбел: Στο χωριό σχεδόν
όλοι γνωρίζουν και την αλβανική γλώσσα [Силянов / Спомени].
Βαμπέλι Καστορίας,
733 άτομα (362 άρρενες και 371 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 40].
Το 1916 αναχώρησαν μαζί με τις
οικογένειές τους για τη Βουλγαρία οι: Доне Кампуров, Ламбро Пуров, Циљо
Машенски, Циљо Џуглов, Сотир Џуглов, Ристо Поломеров, Ване Благоев, Коста
Карамешов, Безов Пандо, Митре Караискаки, Јани Хаџиев, Стао Мишовски, Поплеко,
Дине Гамаков, Ѓорги Манов, Христо Манов, Иљо Ѓершов [Selo Vambel].
Βαμπέλι Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Вамбели,
127 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920, 16].
Βαμπέλι Καστορίας,
574 άτομα (224 άρρενες και 350 θήλεις) - 128 οικογένειες [Απογραφή 1920, 308].
Ρευστοποιήθηκαν 13 περιουσίες κατοίκων
των χωριού που έφυγαν για τη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 198].
«Η κοινότης Βαμπελίου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Μοσχοχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Βαμπέλι εις
Μοσχοχώριον» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Μοσχοχώρι (Βαμπέλι) Καστορίας,
444 άτομα (171 άρρενες και 273 θήλεις). Υπήρχαν τρεις πρόσφυγες (άρρενες) πού
ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 428 και ετεροδημότες 16. Επίσης 38 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928, 287].
Βαμπέλη (Μοσχοχώρι),
υπήρχαν 105 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
«Στο Βαμπέλι της Καστοριάς δάρθηκαν
μέχρις αιμοπτυσίας κι ύστερα καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 10 νέοι γιατί
τραγουδούσαν στη γλώσσα τους» [Ριζοσπάστης 25.11.1932, σ. 2].
«"Το 1938 φυλακίστηκα από την
αστυνομία 15 μέρες γιατί τραγουδούσα σλαβομακεδονικά", διαβάζουμε στο
βιογραφικό σημείωμα ενός αντάρτη του ΔΣΕ από το Μοσχοχώρι της Καστοριάς»
[Κωστόπουλος, 168].
Μοσχοχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 488 (237 άρρενες και 251 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 517
[Απογραφή 1940, 393].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 102
[Γρηγορίου, 151].
В'мбел:
Το 1889 σύμφωνα με το Верковиќ το Βάμπελ είχε 135
οικογένειες με 656 κάτοικους. Διαχρονικά υπήρξε ένα καθαρά χριστιανικό
μακεδονικό χωριό. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 71 άτομα μετανάστευσαν στη
Βουλγαρία. Μετά την ερήμωσή του, τη δεκαετία του '50, η ελληνική εξουσία έδωσε
τη γη του οικισμού ως βοσκοτόπια στους έποικους Βλάχους που είχε εγκαταστήσει η
ίδια στο γειτονικό Σμάρντες (Κρυσταλοπηγή) [Симовски
1998 B, 144].
Μοσχοχώρι,
448 κάτοικοι, εκ των οποίων 430 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική
1945].
Στις 13 Ιανουαρίου 1948 συνήλθε στο
χωριό το πρώτο συνέδριο του ΝΟΦ, στο οποίο συμμετείχαν 500 αντιπρόσωποι
[Rossos].
В'мбел: Κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 138 παιδιά του χωριού και 9 παιδαγωγοί συντοπίτες
τους [Мартинова, 53].
Μοσχοχώριον Φλωρίνης:
έρημο [Απογραφή 1951, 179].
Υψόμετρο 1280 [Υψομετρική Κατανομή, 46].
Λαογραφικά [σ.
12-123]
Κατέγραψε ο Βάσκο Καρατζάς (Записал
Васко Караџа).
Πρώτη δημοσίευση «Νέα Ζωή»,
Απρίλης 1961.
1. Ανέκδοτα στο Βάμπελ Καστοριάς
(Анегдоти от Вмбел Костурско)
Το Βάμπελ είναι ορεινό χωριό. Πέτρες και
πουρνάρια. Και γι' αυτό εκεί δεν υπάρχουν ούτε χελώνες. Που να ζήσουν οι
καημένες σε εκείνες τις πέτρες; Οι Βαμπελίτες δεν ξέρουν τι πράμα είναι τα ζώα
αυτά που τα λένε χελώνες. (Вмбел е планинско село. Само гретки и каменја.
Па затоа тамо нема ниту желки. Дека да живат кутрите во тие камениа? Вмблени не
ги знае какви се тие животни, што ги викале желки).
Κάποτε, στα παλιά χρόνια, τη μέρα της
Παναγίας, κανείς δεν ξέρει πως έτυχε, παρουσιάστηκε στις βαμπελίτικες γειτονιές
μια χελώνα. Όταν την είδαν οι Βαμπελίτες μαζεύτηκε όλο το χωριό γύρω από τη
χελώνα και είπαν ότι θα είναι η Παναγία μητέρα του Θεού που τους κάνει
επίσκεψη. Κι όταν αρχίσανε να παρακαλούν και να προσκυνούν - ήταν το έλα να
δεις. Άναβαν κεριά, και παρακαλούσαν το Θεό. Ακόμα και στο κόκαλο της χελώνας
κόλλησαν κεριά και λαμπάδες. (Еднаш во старо време, на ден Богородица, ка
се слуци никој не знае, се поиавила во вмбленските силици една желка. Та ка ми
ти ја видоа Вмблени, се собра цело село околу желката, и помислиа оти таа е
света Богородица, та им дошла на гости. Та кога зафатиа да се мољат и да се
кланат околу неа - да те пуљи госпо. Палеа свешти и се молеа на Бога. Па дури и
на коската на желката запалиа свешти и лабади).
Τρόμαξε η καημένη, και όπου φύγει -
φύγει τον κατήφορο να κρυφτεί. Πήγε και κρύφτηκε στα δεμάτια στα χωράφια. Κι
όταν λαμπαδιάσανε όλα κάηκαν. (Кутрата желка се уплаши, па бегај ка се
бега удолу да се скрие. Ојде желката и се скри во снопјата по нивјата, цели
изгореле).
Τότε οι Βαμπελίτες ακόμη πιο πολύ
πίστεψαν πως η χελώνα στ' αλήθεια ήταν η Παναγία μητέρα του Θεού. Κι ακόμα πιο
πολύ προσκυνούσανε και παρακαλούσανε: "Καλή μας Παναγία μητέρα του Θεού,
εσύ ανάβεις, εσύ σβήνεις, εσύ Παναγία μητέρα του Θεού, να είναι δοξασμένο το
όνομά σου". (Тогаа Вмблени па ешче повеќе и се кланеа со молитви:
"Ти мори света Богородица, ти палиш ти гнасниш, ти мори Богородице, да ти
се слави името".
2. Πως ασπρίσανε την εκκλησία οι
Βαμπελίτες (Како ја побелја црквата Вмблени)
Στο Βάμπελ υπήρχε μια παλιά εκκλησία. Οι
Βαμπελίτες, πιο πολύ οι γέροντες, σκέφτονταν τι να κάνουν για να δώσουν στην
εκκλησία καλή όψη, να είναι όμορφη η εκκλησία τους. Να είναι άσπρη, να λάμπει.
Οι Βαμπελίτες είχαν πολλά πρόβατα. Καλά πρόβατα. Σε όλη την Καστοριά φημιζόταν
το βαμπελίτικο κρέας. Αλλά και το γάλα φημιζόταν. Και πολύ καλό γιαούρτι κάνανε
οι Βαμπελίτες. (Во Вмбел имаше една стара црква. Вмблени, и особено
старците, се мислеа ка да направе, да му даде на црквата добар вид, да му е
лепа црквата. Вмблени имае многу овци. Добри овци. Во цело Костурско се славеше
Вмбелското месо. Та и млекото се славеше. И потквас многу добар правеле
Вмблени).
Και τους ήρθε η ιδέα να την κάνουν
όμορφη την εκκλησία, να την αλείψουν με γιαούρτι. (Та му дошла мислата да
ја направат убава црквата, да ја намажат со потквас).
Αφού είχανε μπόλικο γιαούρτι. Τι είναι
μερικοί κάδοι γιαούρτι; Κι αρχίσανε να την αλείφουνε. Δόστου και δόστου
αλείψανε την εκκλησία ολόκληρη. Κουράστηκαν πολύ οι καημένοι, αλλά γι' αυτό η
εκκλησία έγινε πολύ ωραία, γυάλιζε. (Нели потквас бол имае. Шо е таму
неколку каци потквас. Па звее мажи-мажи во еден ден ја намажие црквата со
потквас цела одадур. Многу постанае кутрите, но затоа црквата стана многу лепа
алчеше).
Το βράδυ, όταν σκοτείνιασε καθώς πήρανε
χαμπάρι τα σκυλιά - το Βάμπελ είχε πάνω από εκατό σκυλιά - καθώς μαζευτήκανε
γύρω από την εκκλησία γλύψε-γλύψε, γλύψανε το γιαούρτι. (Вечерата кога се
стемна ка звее абер кучеништата - во Вмбел имаше повеке от сто пси - та ка се
собрае околу црквата лижи-лижи, цел потквас го излизале).
Όταν σηκώθηκαν την άλλη μέρα οι
Βαμπελίτες βλέπουν και τι να δουν! Η εκκλησία έμεινε πάλι τέτοια με
ασοβάτιστους τους παλιούς τοίχους. (Кога станае другјо ден Вмблени, кога
пуљат што да видат. Црквата си остана па каква си беше со старите стисови не
намазани).
3. Τα κοντά δοκάρια (Кусите Греди)
Κάποτε οι Βαμπελίτες αποφάσισαν να
χτίσουν μεγάλη εκκλησία στο χωριό. Πέτρες μπόλικες είχανε και μέσα και γύρω από
το χωριό. Άρχισαν λοιπόν και χτίσανε την εκκλησία ως τη στέγη. Τώρα όμως
χρειάζονται δοκάρια. Γύρω από το χωριό δεν υπήρχαν δέντρα. Τραβήξανε λοιπόν και
πήγαν τρεις ώρες μακριά. Κι εκεί όμως, μετράνε ξαναμετράνε και πάλι κοντές ήταν
οι βελανιδιές και οι οξιές. (Една време Вмблени решие да направат голема
црва во селото. Каменја бол во селото и околу селото. Зафатие и после малку ја
состишие црквата до чатиата. Ами сега за чатиата треба греди. Дрва околу селото
немаше ич. Трнае и оидое три саати далеку от селото. Но и таму мере пусте, па
куси бее дбиците и буките).
Και έτσι, αποφάσισαν: ας είναι κοντά τα
δοκάρια, τι σαν είναι κοντά; Θα τα πάμε στο χωριό και για να μακρύνουν θα τα
ρίξουμε μερικές μέρες στο λάκκο, στο νερό, και θα μεγαλώσουν. Έτσι κι έκαναν.
Φέρανε τα δοκάρια στο χωριό, τα ρίξανε στο λάκκο. Τα κράτησαν όσο τα κράτησαν,
όμως τα έρμα δεν μεγάλωσαν. Κι έτσι η εκκλησία έμεινε άφτιαχτη. (Тогаа решие:
нека се куси гредите, што ако се куси. ќе ги занесиме во селото, па за да се
издлжат ќе ги фрмиле неколку дена во виро, во водата, па тие ќе се издлжат.
Така и направие. Ги донекое гредите во селото и ги фрлие во виро да се издлжат
во водата. Ги подрзае колку ги подрзаа во водата, но тие пусти ич не се
издлжиле, и така црквата си остана ненаправена).
4. Βαμβάκι στο βουνό του
Σμάρντες (Памбук во Смрдешката планина)
Οι Σμαρντεσίτες περηφανεύονταν πάντοτε
στους Βαμπελίτες πως είναι πιο έξυπνοι, ξέρουν πιο πολλά πράγματα. Οι
Βαμπελίτες τους άκουγαν και ήθελαν να τους την παίξουν για την ψωροπερηφάνεια
τους.(Смрдешени секога му се фалеа на Вмблени оти тие се по итри, оти знае
повеке работи. Вмлени ги слушале и сакае да му ја изиграт на Смрдешени што бее
теку фаљбаџи).
Πως όμως να τους την παίξουν; Τελικά το
βρήκανε. (Но ка да му ја направе рапотата. На крајот идејата беше најдена).
Οι Βαμπελίτες είπαν στους Σμαρντεσίτες
πως στο βουνό του Βάμπελ άρχισε να φυτρώνει βαμβάκι. Και τι βαμβάκι... έλα να
δεις! Δεν προλάβαιναν να μαζεύουνε και με τα δύο χέρια. (Вмблени му рекое
на Смрдешени оти во Вмбелската планина зафати да расти памбук - да те пули
госпо. Не профтасве да бере со иобете раци).
Και πως έτσι, αδέλφια απορούσανε οι
Σμαρντεσίτες. Γιατί δεν φυτρώνει το έρμο και στο δικό μας βουνό; (Ами
ка така бре братја, се чудее Смрдешени. Зашто не расти пустио во нашата
планина?)
Σιγά-Σιγά ήρθε το Φθινόπωρο. Πάνω στο
Σμάρντες, ψηλά στο βουνό Σκάπετο παρουσιάστηκε μια άσπρη καταχνιά, ψιλή-ψιλή
σαν βαμβάκι. Τρέξανε οι Βαμπελίτες και τους φωνάζουν: Τι στέκεστε βρε
μπουνταλάδες! Δεν βλέπετε το βαμβάκι; Τρέξτε να μαζέψετε.(Ајде ајде доиде Есен.
Над Смрдеш, озгора на Скапето фати рдна бела мгла, руда и честа. Затрчае
Вмблени и му викат: Што сеите бре будаловци! Не го пулите памбуко? Трчите
да берите).
Σκοτώθηκαν οι Σμαρντεσίτες στο τρέξιμο.
Ανέβηκαν στην πιο ψηλή κορφή κι αρχίσανε να πηδάνε στην καταχνιά, ποιος να
πρωτομαζέψει βαμβάκι. Πιάνουνε, πιάνουνε με τα δυο χέρια. Πιάνεται όμως η
καταχνιά; Κι έτσι οι Βαμπελίτες γελάσανε τους Σμαρντεσίτες. (Се уморие
Смрдесени да трче. Вјанае на нај високио врв и почнае да скоке во мглата, кој
повеќе памбук да собери. Фатвај, фатвај со иобете рачи. Се фатва
мглата? И така Вмблени бее само кеф, ги измамие еднаш Смрдешени).
1903-1908
Βοεβόδας της ευρύτερης περιφέρειας που
υπαγόταν και το χωριό Βάμπελ ήταν ο Μήτρος Βλάχος, ο οποίος είχε υπό τη
διοίκησή του 120 άνδρες [Καραβίτης, 172].
Στις 10 Απριλίου 1903 ο Δραγούμης
σημειώνει τα ονόματα έξι συλληφθέντων προκρίτων («πάντες εισίν ορθόδοξοι»)
από το χωριό Βάμπελι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν για ανάκριση στο Μοναστήρι
(Μπίτολα): «παπά-Χρήστος, Τύρπος Μήτρε, Πέτρε Δίνες, Νάκης Σταύρου, Ιωάννης
Σταύρου και Σωτήρης Μάνου» [Δραγούμης, 76].
Στις 13 Μαρτίου 1903 το Βάμπελ
επισκέφτηκε η τσέτα του Τσακαλάροφ [Δραγούμης, 62, 544].
Στις 11 Ιουλίου 1903 ο Δραγούμης γράφει
πως «απελύθησαν των φυλακών οι ημέτεροι... εκ Βαμπελίου Παπά-Χρήστος
(ιερεύς), Γιαννάκης Σταύρου, Πέτρος Ντίνε» [Δραγούμης, 180].
Στις 26 Αυγούστου 1903, 16 επαναστάτες
που είχαν καταφύγει σε μια γειτονική σπηλιά αυτοκτόνησαν για να μην πιαστούν
αιχμάλωτοι. Οι βασιβουζούκοι μπήκαν στο Βάμπελ, το πλιατσικολόγησαν και έκαψαν
120 σπίτια [Documents and Materials, έγγραφο ΙΙΙ 91].
Άγνωστος είναι ο ακριβής αριθμός των
νεκρών κατοίκων κατά την επίθεση. Μεταξύ των θυμάτων βρίσκονταν ο Ставро
Мошенски 108 ετών (κάηκε μέσα σε στάβλο), και η γερόντισσα Стояница 100 ετών
[Кьосев - Данаилов, 253].
Στις 28 Αυγούστου 1903 στο βουνό πάνω
από το χωριό συγκρούστηκε ο στρατός με τσέτα. «Εφονεύθησαν 6 κομίται και
κατασχέθησαν 3 Γκρα, 1 Μαρτίνι» [Δραγούμης, 268].
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1903 «απεφυκακίσθησαν
αμνηστευθέντες... εκ Βαμπελίου οι ορθόδοξοι Τύρπου Μήτρε και Σωτήρ Νάνου»
[Δραγούμης, 296].
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός
Καραβαγγέλης, αναφερόμενος, σε επιστολή του προς την πατριάρχη, στα θύματα της
πατριαρχικής παράταξης αναφέρει και τον «παπά Χρήστο, ιερέα του χωριού
Βαμπελίου» [Καραβαγγέλης, 66].
Σύμφωνα με πληροφορίες του σχολικού
επιθεωρητή Καστοριάς Νάλτσα, τον Ιούνιο του 1904, το χωριό μπορούσε να
χαρακτηριστεί «φανατικά ορθόδοξο» [Dakin, 226].
Μέχρι τα τέλη του 1905, έδρασε στην
περιοχή η ομάδα του Λάκη Νταηλάκη [Βακαλόπουλος Β, 143].
Ο Μόδης μάλιστα, που είχε διαβάσει το
ημερολόγιο του καπετάνιου της ελληνικής οργάνωσης, μιλάει συγκεκριμένα για δύο
περιπτώσεις όπου ο Νταηλάκης στρέφεται κατά του χωριού. Τη μία φορά πιάνει
αιχμάλωτους δυο χωρικούς και τη δεύτερη στέλνει επιστολή στους κατοίκους του
απειλώντας να κάψει το χωριό και να τους σφάξει όλους «μικρούς και μεγάλους»
[Μόδης Α, 205, 209].
Στις 29 Οκτωβρίου 1905, το σώμα του
έλληνα αρχηγού Τσόντου-Βάρδα αιχμαλωτίζει έξω από το Βαμπέλι μερικές
γυναίκες και παιδιά και διαπραγματεύεται με τους κατοίκους του να μπει το
ελληνικό σώμα στο χωριό για να ξεκουραστεί. Οι κάτοικοι συμφωνούν να ετοιμάσουν
επτά καταλύματα. Στο σημείο αυτό τελειώνει όμως ο πρώτος τόμος του ημερολογίου
του Βάρδα και δεν γίνεται γνωστή η συνέχεια [Βάρδας Α, 278-279].
Στις 4 Δεκεμβρίου 1905, τηλεγράφημα του
ΕΜΠΡΟΣ από τη Θεσσαλονίκη αναφέρει συμπλοκή της τσέτας του Μήτρου Βλάχου και
οθωμανικού στρατιωτικού αποσπάσματος στο χωριό Βάμπελ της Καστοριάς. Ο στρατός
πολιόρκησε το χωριό και πραγματοποιήθηκε πολύωρος μάχη. Οι αμυνόμενοι έκαναν
χρήση χειροβομβίδων και τελικά έτρεψαν τους στρατιώτες σε φυγή. Οι τελευταίοι,
σύμφωνα με το τηλεγράφημα, είχαν 65 νεκρούς και οι τσέτες 5 [ΕΜΠΡΟΣ, 5.12.1905,
σ. 4].
Στο ημερολόγιο του Τσόντου-Βάρδα, στις 8
Ιουλίου 1906 διαβάζουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που αναφέρεται στο χωριό:
«Ανεχώρησαν οι ανωτέρω κομισταί των επιστολών, όπως ειδοποιήσωσι και τον
Παύλον Κύρου να συναντηθώμεν την εσπέραν. Ενωρίς προσέρχεται ούτος μετά των υπ'
αυτόν 10 ανδρών, αφηγούμενος τα αυτά και σκεπτόμεθα να διευθυνθώμεν εις
Βάμπελι, όπως εκδικηθώμεν τον θάνατον και την προδοσίαν των ημετέρων. Ο Παύλος
Κύρου ζητεί να μας συνοδεύση μέχρι του επομένου λημερίου, αλλ' όχι να λάβη
μέρος εις την πράξιν, διότι θέλει, ως λέγει, να μείνη με 4-5 άνδρας και
εκτελέση φόνους τινάς, άλλως δεν γνωρίζει εκεί τον τόπον. Το βέβαιον είναι ότι
πλην της περί το χωρίο του αποκρύψεως μετά 4-5 άλλων, ως αλώπηξ, ουδέν άλλο
είναι ικανός» [Βάρδας Β, 63].
Ο Βάρδας επανέρχεται στα κατά του Βάμπελ
σχέδια του στις 19 Αυγούστου 1906, προτρέποντας τους Παύλο Κύρου και Λάκη
Νταηλάκη «να κατορθώσωσι την σύλληψίν τινων εκ Βαμπελίου εργαζομένων, ως
κτιστών εις παρά την Βίγλισταν χωρία, ους να φονεύσωσιν ή να φέρωσιν ζώντας,
μήπως δι' αυτών κατορθώσωμεν οι συγγενείς των να μας παραδώσωσι τον συγχώριόν
των πρώην οπαδόν μας και προδότην Βασίλειον Λούκρον» [Βάρδας Β, 138]
Τέλος στις 12 Απριλίου 1907 ο Βάρδας
σημειώνει: «Ο καπετάν Παύλος (Ρακοβίτης) μοι γράφει την νύκτα ότι εξετάσας
τους ανθρώπους, ους συνέλαβεν, εύρεν ότι είναι από Βαμπέλιον. Τους εξήτασε δε
και ο εκ Ποσδιβίστης Λάμπρος, μετημφιεσμένος και υπόσχεται ότι είναι καλοί. Του
απήντησα ότι και τούτο το χωρίον είναι σχισματικόν. Εξ αυτού δε δύο προδότας
είχομεν μεταβάντας προς τους κομίτας κλπ. εξηγών την ιστορίαν των. Ώστε να τα
λάβη υπ' όψιν και να πράξη. Σήμερον έμαθον ότι πεισθείς τους απέλυσεν. Ο ελθών
όμως Ανδρίκος μοι λέγει ότι μεταβαίνουσι εις Βιτόλια, ίνα χρησιμεύσωσιν ως
μηνυταί του καπετάν Λάκη Νταϊλάκη. (Τις γνωρίζει και ποίος δύναται να ελέγξη
ασφαλώς) » [Βάρδας Β, 605].
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Μεταξύ 1907-1912 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Μακεδόνες τα εξής 16 άτομα:
Theodor Gergoff, Vassil Gheorghi, Anton Janni, Cole
Maoum, Nane Maoum, Anton Tandor, Nicola Traico και Konstantin Vaugal το 1907.
Douoff Fangel, Fasileff Sotir και Nostorova Stoyna το 1910.
Nicola Andanoff, Paudo Gheovgoff, Iono Lazoff, Lambro
Ristoff και... Yousff
το 1912.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1905-1916 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Βούλγαροι τα εξής 30 άτομα:
Athanas Andon το 1905.
Pauda Gergo, Lambro Gluigo, Terpa Ilia, Kole Kyro,
Ivan Lambro και Stojan Lasar το 1907.
Christo Argiroff, Andon Atanasoff, Naoume Atanasoff,
Atanas Janakioff, Giorgi Naumoff, Petre/Cireff or Cireff Petre, Guergo Soter,
Philipe Statoff, Lazo Stozanoff, Lambro Trando, Dimitri Trandoff και Vasil Traycoff το 1909.
Anton Gergoff, Giorgin Stavros και Petre Yaneff το 1910.
Vassil Aughaloff, Ditchon Lazoroff και Anotov Panda το 1912.
Krasto B. Gantschoff, Dimitri Gospodinoff και Gospodin Todoroff το 1914.
Joannis Digalas και Mihail Patsikos το 1916.
Συμμορίαι Ανταρτών εις περιφέρειαν Φλωρίνης (: πρώην
μακεδονομάχων)
«Κατά πληροφορίας ασφαλείς την
περιφέρειαν Φλωρίνης λυμαίνονται συμμορίαι ανταρτικαί υπό τους καπετάν Λάκην
Ταϊλάκην (: Νταηλάκη), Χρύσην Δούκαν εξ Ηπείρου, Μαυρομμάτη,
Αποστολίδη και καπετάν Στέφον Γρηγορίου. Αι συμμορίαι αύται προβαίνουν εις
παντός είδουν βιαιοπραγίας και εκβιάσεις, ειδικώς δε επυρπόλησαν τα χωριά
Βαμπέλ, Βερνίκι, Σμαρδέσι, Δέμπενι και Μπρέσνιτσα» [ΕΜΠΡΟΣ, 3.10.1916, σ.
4].
Selo Vambel - κάτοικοι
1940
Κατάλογος των 459 κατοίκων του χωριού
Βάμπελ το έτος 1940 (Список на жителите на село Вамбел во 1940 година).
Τα ονόματα των αρχηγών των 86
οικογενειών και εντός παρενθέσεως ο αριθμός των μελών της κάθε μιας:
Јунк Пуров (4), Спиро Пуров (6), Лазо
Пуров (8), Дине Пуров (8), Ристо Пуров (5), Мешенски Нумо (7), Љоровски Илија
(8), Жугла Глигор (4), Стефоб Мичо (8), Рамба Ристо (4), Гапков Ѓорги (7),
Љороб Васил (7), Ставров Доно (7), Рибаров Буро (6), Сомов Христо (7), Калеџиев
Вангел (8), Руфов Лазо (5), Троков Спиро (8), Кичов Никола (7), Кичов Зицо (6),
Кајмакомов Ѓорги (3), Фушки Христо (5), Јани Зугла (9), Тапе Илија (4), Безова
Дина (2), Гане Троков (7), Троков Петре (3), Поп-димитрев Иљо (2), Панов Танас
(8), Дуљов Јане (4), Дуљов Спиро (8), Руфов Петре (5), Лафазанов Тодор (5),
Јамакот Лазо (3), Шагарчев Крсто (3), Чакаров Ѓорги (4), Хаџиев Ване (7), Панов
Сотир (5), Кирков Ламбро (3), Панов Сотир (8), Карамеш Коста (5), Карамеш Васил
(5), Камбуров Ристо (6), Нанчов Јани (4), Мачова Трпена (3), Панов Димитар (6),
Панов Михал (6), Дремов Васил (5), Љороб Мичо (5), Кесиков Сотир (3), Кесиков
Ристо (6), Филат Сотир (4), Филет Христо (3), Гапков Михе (12), Руфова Слава
(5), Дигаров Тољо (3), Дигаров Петре (7), Дигаров Пандо (7), Башо Илија (4), Палков
Јани (7), Лукровски Сотир (6), Дигалов Јани (4), Дигалов Димитар (2), Дигалов
Круме (4), Дигалов Трпе (5), Нанов Танас (4), Попристов Ристо (7), Лафизанов
Лазо (6), Караискаки Басил (10), Мељов Перика (4), Поџов Јане (6), Рошов Кољо
(8), Рошов Пандо (8), Троков Стефо (4), Мишови Анастас (8), Мишови Ламбро (6),
Лафазанов Васил (6), Фушев Ташо (4), Тарев Васил (4), Тарев Ставро (6), Султи
Ламбро (6), Панов Петре (3), Панов Кољо (4), Рабушова Зоја (1), Попхристов Јане
(3), Лукрова Дана (3).
Selo Vambel -
φυλακισμένοι
Κατάλογος των φυλακισμένων από το χωριό
Βάμπελ μεταξύ των ετών 1933-1949 από την ελληνική εξουσία (Список на
затворените лица од село Вамбел од 1933-1949 година од грчките власти).
Лукрев Сотир (1933), Дигалов Трпе
(1933), Троков Стево (1933), Лафазанов Лазо (1933), Жуглов Филип (1933), Пуров
Трајко (1933), Панов Петро (1933), Јамакот Лазо (1933), Гапков Мељо (1933),
Тарев Иљо (1933), Росов Кољо (1933), Дигалов Ѓорги (1933), Пуров Трпе (1941),
Панов Сотир (1941), Панов Петре (1941), Панов Михо (1941), Љоровски Илија
(1946), Љоровски Кољо (1946-1947), Гапков Миха (1946-1947), Троков Стефо
(1946-1947), Караискакев Васил (1946-1947, Дигалов Петре (1946-1947), Лукрев
Сотир (1946-1947), Гапков Ѓорги (1946), Фускин Ристо (1946-1947), Попхристов Ѓорги
(1946-1947), Караискки Циља (1946-1947), Јамакова Дина (1946-1947), Панова Веса
(1946-1947), Сомова Дина (1946-1947), Трокова Цана (1946-1947), Томичин Ристо
(1946-1947), Гевкова Траица (1946-1947), Карамеш Дине (1946).
Selo Vambel - μέλη
της Οχράνα
Κατάλογος των μελών της
Οχράνα (Список на учесниците во Охраната).
Σύνολο 16 άτομα:
Калациев Вангел, Љоровски Илија, Гапков
Ѓорги, Кичевски Јани, Тарев Илија, Панов Сотир, Манов Сотир, Панов Кољо, Лукрев
Јани, Гапков Ило, Карамешов Коста, Лафазанов Лазо, Лаганов Круме, Тоилчев
Ристо, Рошов Кољо, Троков Тодор.
Selo Vambel - μέλη
του ΕΛΑΣ
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ και της
ταξιαρχίας του Αιγαίου από το χωριό Βάμπελ (Список на учесниците во ЕЛАС и
Егејската бригада од село Вамбел).
Σύνολο 27 άτομα:
Љоровцки Пандо, Љоровски Доне, Рошов
Липо, Троков Миљо, Лукрецски Јани, Караискакев Коста, Гапков Иљо, Панов
Димитар, Панов Никола, Ѓамаков Лазо, Дигалов Ѓорги, Вашов Јани, Ланов Доне,
Ланов Г. Доне, Хаџиев Ристо, Шагаров Ставро, Троков Тодор, Кичов Иљо, Фушев
Павле, Љонов Дуљо, Камбуров Кољо, Панов Ламбро, Кирков Ламбро, Палков Лазо,
Гавков Зисо, Почов Тољо, Пуровска Цена
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Μοσχοχώρι. Στις 3.11.46 συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν: Β. Παρασκευάκη, Ν. Ρώσσος, Μ. Γάπκος, Χ. Ρούσης, Χ. Ταλίτσας, Γ. Γάπκος, Ηλιοβίτσα Γάπκου, Μητροβίτσα Πάνου, Χαλιοβίτσα Πάνου, Β. Καραϊσκάκη, Ηλιοβίτσα Τρόκα, Παρασκευή Τρόκα, Γιαννοβίτσα Τρόκα, Χριστοβίτσα Καμπούρη, Πετροβίτσα Πάνου, Λαζαρίτσα Γιάμκη, Χριστοβίτσα Γιώμου. Έγιναν
περισσότερα από 20 μπλόκα και έρευνες. Υπάρχουν πάνω από 30 καταδιωκόμενοι»
[σ. 48].
Selo Vambel - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ από το χωριό
Βάμπελ (Список на учесниците во ДАГ од село Вамбел).
Εντός παρενθέσεως το έτος στρατολογίας,
η περιοχή που πολέμησαν, ο βαθμός και ο τόπος που κατέφυγαν μετά τον εμφύλιο
(όσοι επέζησαν).
Σύνολο 105 άτομα:
Сотир Пуров (1947 - Γράμμος - οπλίτης -
σκοτώθηκε το 1947), Наум Машенски (1947 - Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε),
Иљо Љоровски (1947 - Γράμμος - υπαξιωματικός - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Банчо Љоповски (1947 - Γράμμος - αξιωματικός -
πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Атанас Љоповски (1947 - Γράμμος - οπλίτης -
πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Мичо Љоповски (1948 - Γράμμος - οπλίτης -
πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία), Доне Жуглов (1947 - Γράμμος - οπλίτης -
σκοτώθηκε το 1949), Ристо Репов (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Ρουμανία), Репова Мара (1948 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Ѓорги Гапков (1947 - Γράμμος - αξιωματικός - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Доне Ставревски (1947 - Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε),
Стабревски Софа (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Буро Рибарски (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Кристо Сомов (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στην
Τσεχοσλοβακία), Лазо Сомов (1947 - Γράμμος - οπλίτης - έμεινε στην
Ελλάδα), Тина Сомова (1947 - Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε το 1949), Кољо
Руфов (1947 - Γράμμος - υπαξιωματικός - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Илија Кимов (1946 - Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε), Јани Кимов (1948 -
Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Васил Кичевски (1947 -
Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε), Ѓорги Кајмаканов (1947 - Βίτσι - οπλίτης -
πέθανε), Ристо Фушев (1947 - Ήπειρος - οπλίτης - σκοτώθηκε), Ташо Фушев
(1947 - Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε), Павло Фушев (1946
- Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε), Доне Фушев (1947
- Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε το 1948), Михо
Зуглов (1948 - Γράμμος - οπλίτης - κατέφυγε στην
Αμερική), Лена Безова (1947
- Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε το 1949), Миљо
Троков (1946 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Кољо Троков (1947
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Ρουμανία), Петре
Петревски (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Ρουμανία), Илија Стефов (1947 - Βίτσι), Коста Панов (1947
- Βίτσι - εφεδρικός - πρόσφυγας στην Πολωνία), Љони
Дулевски (1946 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Ташо Дулевски (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Ристо Дулевски (1947 - Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε),
Дулевцки Лазо (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Σοβιετική Ένωση), Руфов Станко (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Рувов Лефтер (1948 - Βίτσι - οπλίτης - έμεινε στην
Ελλάδα), Лафазанов Трпе (1947
- Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε), Лафазанова Цана
(1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Јамаков Лазо (1946
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Шагаров Перика (1947 - Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε
το 1947), Фушев Трајко (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Панов Сотир (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Ρουμανία), Кирков Ламбро (1946
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Панов Кољо (1945 - Βίτσι - στέλεχος του
ΝΟΦ - πρόσφυγας στην Πολωνία), Манов Сотир (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Σοβιετική Ένωση), Манов Доне (1946
- Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε), Манов Пандо (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Камбуров Ѓорги (1947 - Σίνιατσκο - οπλίτης - σκοτώθηκε
το 1948), Кампурова Лена (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Камбурова Динка (1948
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στην Πολωνία), Љоровка
Дана (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Ќасиков Трпе (1946
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Голичев Ристо (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Гапков Мељо (1947
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Гапков Циљо (1946 - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Гапков Јани (1947 - Βίτσι - οπλίτης - έμεινε στην
Ελλάδα), Гапкова Лефтера (1947
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Дигалов Ѓорги (1946
- Καϊμακτσαλάν - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Дигалов И. Ѓорги (1947 - Ήπειρος - οπλίτης),
Вашов Јани (1946 - Γράμμος - οπλίτης - κατέφυγε στην
Αμερική), Вашов Насе (1947
- Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε το 1948), Палков
Лазо (1946 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Палков Мичо (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Љуков Сотир (1947 - Βίτσι - αξιωματικός - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Лукрев Јане (1946
- Βίτσι - αξιωματικός - σκοτώθηκε το 1948),
Лукрова Лефтера (1948 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στην Πολωνία), Дигалов Доне (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Дигалов Трпе (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Дигалов Круме (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Дигалова Лефтера (1948 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Дигалова Стефа (1948 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Лафазанов Лазо (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Ρουμανία),
Караискајки Васил (1947
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία),
Мељов Перика (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας
στην Πολωνία), Рошов Кољо (1947
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στην Πολωνία), Рошова
Софка (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Рошова Тома (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Рошова Фила (1946 - Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε),
Попова Зиска (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Попова Тина (1948
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στην Πολωνία), Карамеш
Ване (1947 - Γράμμος - οπλίτης - σκοτώθηκε), Карамеш
Тодор (1946 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Ρουμανία), Карамеш Лефтера (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία),
Карамеш Евгенја (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Σοβιετική Ένωση), Троков Стефо (1947
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στην Πολωνία), Тарев
Јани (1947 - Βίτσι - οπλίτης - έμεινε στην Ελλάδα),
Тарев Коста (1947 - Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε),
Султов Нико (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Султов Стојан (1947
- Βίτσι - οπλίτης - σκοτώθηκε το 1948), Љоровска
Параскева (1947 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Љоровска Софа (1948
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη Βουλγαρία),
Дигалова Тина (1948 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Панова Цана (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία),
Лафазанова Грка (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στη Σοβιετική Ένωση), Рибарска Донка (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Пановска Тана (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Дигалова Бача (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στην Πολωνία),
Лафазанова Елена (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πέθανε),
Нанчова Елена (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πέθανε),
Мишовска Афродита (1947 - Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας
στην Πολωνία), Тарева Стефа (1947
- Βίτσι - οπλίτης - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Пурова
Лефтера (1948 - Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Панова Софа (1948
- Γράμμος - οπλίτης - πρόσφυγας στην Πολωνία).
Selo Vambel - σκοτωμένοι
Κατάλογος των σκοτωμένων από το χωριό
Βάμπελ μεταξύ των ετών 1941-1949 (Список на погнинатите лица од село
Вамбел од 1941 до 1949 година).
Εντός παρενθέσεως είναι ο τόπος και το
έτος που σκοτώθηκαν.
Εδώ αναφέρονται 37 άτομα (μεταξύ τους
και άμαχοι):
Пуров Сотир (Γράμμος 1947), Жуглов
Доне (Γράμμος 1949), Ставревски Ставре (Γράμμος 1949), Сомова
Тина (Γράμμος 1949), Бозова Лена (Γράμμος 1949), Кичов
Илија (Βίτσι 1948), Кичов Васил (Γράμμος 1948), Фушкин
Ристо (Καστοριά 1948), Фускин Павле (Ρούμελη 1948), Кушкин
Димитар (Νάουσα 1948), Поп-Димитров Илија, Дуљов Панде (Γράμμος
1948), Дуљов Ицо (Γράμμος 1949), Лафазанов Зисо (Ήπειρο 1948), Султин
Стојан (Γράμμος 1948), Тарев Коста (Σίνιατσκο 1948), Шагорев
Пирика (Βίτσι 1947), Шагорев Ставре (Βίτσι 1946), Хаџиев
Ристо (1945), Камвурев Кољо (Καϊμακτσαλάν 1948), Камбурев
Ѓорги (Βογατσικό 1948), Карамешов Ванчо (Ήπειρο 1948), Поповски
Доне (Βίτσι 1948), Кешков Пандо (Βίτσι 1947), Дигалов
Ѓорги (Μέτσοβο 1948), Башов Насе (Γράμμος 1948), Лукров
Јане (Βογατσικό 1948), Дигалова Лена (Βάμπελ 1948 - βομβαρδισμός),
Панова Димитра (Βάμπελ 1948 - βομβαρδισμός), Троков Јани (Βάμπελ 1948
- βομβαρδισμός), Рабушава Зоја (Βάμπελ 1948 - βομβαρδισμός), Рошов
Липо (Βάμπελ 1948 - βομβαρδισμός), Лоровска Сога (Βάμπελ 1948 -
βομβαρδισμός), Троков Стефо (Ήπειρο 1948), Дигаловска Дана (Φλώρινα
1949), Фушев Доне (Βίτσι 1948), Манов Доне (Καϊμακτσαλάν 1947).
Selo Vambel - φυγάδες
Κατάλογος των φυγάδων από το χωριό Βάμπελ
μεταξύ των ετών 1941-1949 (Список на пребегнатите лица од село Вамбел од
1941 до 1949 година).
Αναφέρονται οι 81 αρχηγοί των
οικογενειών και εντός παρενθέσεως το σύνολο των μελών κάθε οικογένειας που πήρε
το δρόμο της προσφυγιάς. Η λίστα αναφέρει συνολικά 419 άτομα:
Јани Пуров (3) το 1949 για
Ρουμανία, Пуров Спиро (5) το 1943 για Γιουγκοσλαβία, Пуров
Лазо (8) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Диме Пуров (6) το 1941 για
Γιουγκοσλαβία, Ристо Пуров (3) το 1947 για Αμερική, Машенски
Нумо (8) το 1949 για Πολωνία, Љоровски Илије (9) το 1949 για
Ρουμανία, Жугле Глипор (4) το 1949 για Αμερική, Стефов
Мичо (5) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Рамба Ристо (3) το 1949 για
Ρουμανία, Рапков Ѓорги (8) το 1949 για Σοβιετική Ένωση, Љоров
Васил (7) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Ставров Домо (6) το 1949
για Γιουγκοσλαβία, Рибаров Ѓуро (7) το 1949 για
Γιουγκοσλαβία, Сомов Христо (6) το 1949 για
Τσεχοσλοβακία, Калаџиев Вангел (8) το 1947 για
Γιουγκοσλαβία, Руфов Лазо (5) το 1948 για Πολωνία, Трокова
Цена (5) το 1948 για Πολωνία, Кичов Никола (6) το 1948 για
Γιουγκοσλαβία, Кичов Зисо (5) το 1948 για
Γιουγκοσλαβία, Кајмакамос Ѓорги (4) το 1948 για Πολωνία, Фушким
Христо (3) το 1949 για Ουγγαρία, Жуглов Михал (9) το 1949 για
Αμερική, Треков Јане (8) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Треков Петре (3)
το 1949 για Ρουμανία, Попдимитрев Илија (3) το 1949 για
Πολωνία, Панов Танас (3) το 1949 για Πολωνία, Чулов
Ѓеле (3) το 1949 για Βουλγαρία, Чулов Спиро (9) το 1949 για
Σοβιετική Ένωση, Руфов Петре (4) το 1949 για
Τσεχοσλοβακία, Лафазанов Тодор (4) το 1949 για Ρουμανία, Јамаков
Лазо (1) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Јамаков Дина (3) το 1949 για
Πολωνία, Шагарев Крсто (2) το 1949 για Ρουμανία, Чакиров
Ѓорги (6) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Хациев Ване (5) το 1949 για
Γιουγκοσλαβία, Панов Сотир (6) το 1949 για Ρουμανία,
Карамеш Коста (4) το 1949 για Ρουμανία, Камвуров Ристо
(4) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Карамеш Васил
(6) το 1949 για Πολωνία, Нанчов Јани
(4) το 1949 για Ρουμανία, Панов Кољо (4) το 1949 για
Τσεχοσλοβακία, Панов Петре (5) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Мечова
Трпена (2) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Панов Димитар
(6) το 1949 για Αμερική, Панов Михаило
(5) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Дремов Васил
(7) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Љоров Михо (5) το 1949 για
Τσεχοσλοβακία, Кесиков Сотир (3) το 1949 για Γιουγκοσλαβία,
Кесиков Ристо (5) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Фитал Сотир
(2) το 1949 για Πολωνία, Фитал Христо
(6) το 1949 για Πολωνία, Гапков Михал
(14) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Руфова Слава (3) το 1949 για
Ρουμανία, Дигалов Тољо (5) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Дигалов
Петре (5) το 1949 για Βουλγαρία, Дигалов Пандо
(3) το 1949 για Ρουμανία, Башов Илија
(3) το 1936 για Αμερική, Палков Јани
(7) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Лукровски Сотир (8) το 1949 για
Γιουγκοσλαβία, Дигалов Јани (4) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Димитар
Дигалов (2) το 1949 για Πολωνία, Дугалов Круме
(7) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Дигалов Трпе
(7) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Панос Атанас
(3) το 1949 για Πολωνία, Попристов Ристо (7) το 1949 για
Αλβανία, Лавазанов Лазо (5) το 1949 για Ρουμανία, Караискаки
Васил (10) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Мељов Перика
(4) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Ночов Јани
(6) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Рошов Кољо
(8) το 1949 για Πολωνία, Рошов Пандо (8) το 1949 για
Αμερική, Троков Стефо (4) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Мишови
Анастас (9) το 1949 για Πολωνία, Мишови Ламбро
(4) το 1949 για Πολωνία, Лафазанов Васил
(6) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Фушев Ташо
(4) το 1949 για Πολωνία, Тарев Ставро
(5) το 1949 για Γιουγκοσλαβία, Сулигов Ламбро
(4) το 1949 για Σοβιετική Ένωση, Попристов Александар
(2) το 1949 για Τσεχοσλοβακία, Лулрева Дана
(1) το 1949 για Πολωνία.
Βίσανσκο / Visansko / Висанско. Μετονομάστηκε
σε Πευκόφυτον. Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται
ως Πευκόφυτο. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός
της κοινότητας Αρρένων του νομού Καστορίας. Οι
χριστιανοί ελληνόφωνοι κάτοικοί του δεν αναμιχθήκαν στα αιματηρά γεγονότα της
περιόδου 1903-1908. Το καλοκαίρι του 1947 και μέχρι το τέλος του εμφυλίου
πολέμου, ο ελληνικός στρατός υποχρέωσε τον πληθυσμό να εκκενώσει το χωριό. Το
1964, λόγω καθίζησης του εδάφους, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού
μετοίκησαν στον οικισμό Μανιάκοι.
Πηγές
Βήσανσκον Καστορίας:
170 χριστιανοί [Σχινάς 1886, 816].
Vizanko [Αυστριακός
Χάρτης].
Висанско / Костурска каза,
160 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 268].
Vissansko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 150 Έλληνες. Λειτουργία ενός πατριαρχικού σχολείου με
ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905, 182-183].
Βίσανσκον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Βύσανσκο Καστορίας,
174 άτομα (94 άρρενες και 80 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 40].
Βύσαντσκον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σλάτινας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Βύσαντσκον Καστορίας,
176 άτομα (82 άρρενες και 94 θήλεις) [Απογραφή 1920, 311].
«Ο συνοικισμός Βύσαντσκον της
κοινότητος Χρυσής μετονομάζεται εις Πευκόφυτον» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Πευκόφυτον (Βύσαντσκον) Καστορίας,
231 άτομα (114 άρρενες και 117 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 217 και ετεροδημότες 14 [Απογραφή 1928,
288].
Πευκόφυτον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 322 (155 άρρενες και 167 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 308
[Απογραφή 1940, 394].
Висанско:
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) τόσο το 1912 όσο και το 1940
[Симовски 1998 B, 10-11].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 58
[Γρηγορίου, 151].
Πευκόφυτον,
322 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Πευκόφυτον Καστορίας:
196 κάτοικοι [Απογραφή 1951, 99].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 242, 1971: 113, 1981: 37, 1991: 41,
2001: 36.
Το 1964 έγινε καθίζηση στα εδάφη του
χωριού. Με απόφαση του τότε νομάρχη Μαζαράκη, οι περισσότεροι κάτοικοι
μετοίκησαν στο χωριό Μανιάκοι [Νατσούλης].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 242, 1971: 113, 1981: 37, 1991: 41.
Υψόμετρο 980 [Σταματελάτος, 619].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Πευκόφυτο. Πιάστηκαν και
βασανίστηκαν οι: Γ. Νίκου, Α. Νίκου, Θ. Νίκου, Δ. Λιάπης, Δ. Μπαμπούλης, Α.
Κοτόπουλος, και Π. Κελεπούρης. Μπλόκα έχουν γίνει τέσσερις φορές. Αρκετές φορές
το χωριό πλιατσικολογήθηκε» [σ. 40].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΝΤΩΝΙΟΥ (2), ΖΗΣΗΣ (3), ΜΑΝΤΖΟΣ,
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΗΣ, ΝΙΚΑΣ, ΝΙΚΟΥ (2), ΠΑΣΣΑΛΗΣ.
Βίσενι / Višeni / Вишени.
Μετονομάστηκε σε Βυσσινιά και
στη συνέχεια σε Βυσσινέα. Στους οδικούς χάρτες
αναγράφεται ως Βυσσινιά. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Βιτσίου, του νομού Καστορίας.
Καταγράφεται σε φορολογικά οθωμανικά κατάστιχα, στα τέλη του 15ου αιώνα.
Πρόκειται για ένα γλωσσικά μακεδονικό χωριό. Οι κάτοικοί του ήταν στο σύνολο
τους χριστιανοί που είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Ο πληθυσμός του συμμετείχε
στις 20 Ιουλίου του 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν. Η στρατιωτική φρουρά του
χωριού χτυπήθηκε επιτυχώς από τους ένοπλους αυτονομιστές. Λίγες μέρες αργότερα ο
οθωμανικός στρατός προχώρησε σε αντίποινα και έκαψε τα περισσότερα σπίτια του
χωριού. Σκότωσε επίσης επτά χωρικούς. Οι έλληνες αντάρτες θεωρούσαν το χωριό
εχθρικό. Το Μάιο του 1908 τα σώματα των Δικώνυμου-Μακρή και Νίκου Ανδριανάκη
επιτέθηκαν στο Βίσενι, σκότωσαν 30 κατοίκους και έκαψαν 25 σπίτια. Το 1912
ζούσαν εδώ σχεδόν 1.000 Μακεδόνες. Μετανάστες από τον οικισμό που μετανάστευσαν
στις ΗΠΑ δήλωσαν, στις εκεί αρχές, άλλοι πως είναι εθνικά Μακεδόνες και άλλοι
πως είναι εθνικά Βούλγαροι. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής διοίκησης μερικές
οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1928 ο πληθυσμός είχε μειωθεί σε
700 περίπου άτομα. Την περίοδο του μεσοπολέμου η κρατική ασφάλεια θεωρούσε το
σύνολο σχεδόν των κατοίκων, ως άτομα ανθελληνικών φρονημάτων. Κατά τη διάρκεια
του εμφυλίου, αρκετοί από τους κατοίκους εντάχθηκαν στις οργανώσεις της
Αριστεράς και τελικά βρέθηκαν με την πλευρά των ηττημένων. Οι πιο πολλοί από
αυτούς κατέφυγαν το 1949 στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 250-300 άτομα. Η
δημογραφική μείωση συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες.
Πηγές
Вишани / Костурско: 82 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Vissani,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 960 [Synvet 1878, 55].
Βέσιανη Καστορίας:
«Χωρίον έχον 1.000 χριστιανούς, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων, κρήνας»
[Σχινάς 1886, 246].
Višeni (Višani)
[Αυστριακός Χάρτης].
Вишени/ Костурска
каза, 1.150 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 265].
Viseni (Visani),
λειτουργία εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Vicheni / Caza
de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 1.280 εξαρχικοί
Βούλγαροι. Λειτουργία δύο εξαρχικών σχολείων με δύο δασκάλους και 101 μαθητές
[Brancoff 1905, 182-183].
Βύσσιανι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Βύσιανι Καστορίας:
«950 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 101].
Βίσανη καζά
Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Βύσανη Καστορίας,
960 άτομα (460 άρρενες και 500 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 40].
Βύσανη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Вишени, 200 σπίτια
χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920, 19].
Βύσανη Καστορίας,
700 άτομα (241 άρρενες και 459 θήλεις) - 175 οικογένειες [Απογραφή 1920, 308].
Ρευστοποιήθηκαν 13 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 199].
«Η κοινότης Βύσανης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Βυσσινιάς και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Βύσανη εις Βυσσινιά»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Βυσσινιά (Βύσανη) Καστορίας,
642 άτομα (249 άρρενες και 393 θήλεις). Υπήρχαν δύο πρόσφυγες (άρρενες) πού
ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 620 και ετεροδημότες 22. Επίσης 17 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928, 285].
Βύσσιανη,
υπήρχαν 140 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Βυσσινέα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 684 (294 άρρενες και 390 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 669
[Απογραφή 1940, 391].
Вишени: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски 1998 B, 11].
Βυσσινιά,
664 κάτοικοι, εκ των οποίων 650 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική
1945].
Το 1945 υπήρχαν 15 φυγάδες από τη Βυσσινιά,
που είχαν περάσει στη Γιουγκοσλαβία και είχαν χαρακτηριστεί ως άτομα «με
έντονη κομιτατζηδική και αυτονομιστική δράση». Ονομαστικά αναφέρεται από το
χωριό ως γνωστή αυτονομίστρια η Βέρα Μπάλιου [Κολιόπουλος Β, 128, 142].
Вишени: Κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 159 παιδιά του χωριού και 8 παιδαγωγοί συντοπίτες
τους [Мартинова, 52].
Βυσσινέα Καστορίας:
472 κάτοικοι [Απογραφή 1951, 98].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 267, 1971: 260, 1981: 229, 1991: 157,
Υψόμετρο 900 [Σταματελάτος, 150].
Λαογραφικά [182-184]
1. Παλάβωσε το ζουρλό - μουρλάθηκε
(Залуде лудо - полуде)
Τραγούδησε ο Βάσιλ Στούμποφ από το χωριό
Βίσενι Καστοριάς (Слусана от Васил Стумбов от село Вишени Костурско).
Παλάβωσε το ζουρλό, μωρέ,
χάζεψε - Залуде лудо, море, полуде
μήτε στο σπίτι μένει, μωρέ μήτε
έξω - ни дома седи, ни надвор
Δώστε του δυνατό , μωρέ, ρακί -
Дајте му, море, ракија
ίσως το ζουρλό, μωρέ, να
κοιμηθεί! - белким ќе лудо, море, да заспи!
Του δώσανε δυνατό, μωρέ, ρακί, -
Дале му лјута, море, ракија,
πιο πολύ το παλαβό ζουρλάθηκε. -
повек се лудо, море, залуде.
Δώστε του κρασί μωρέ, κόκκινο -
Дајте му вино, море, црвено
ίσως το ζουρλό, μωρέ, να
κοιμηθεί! - белким ќе лудо, море, да заспи!
Του δώσανε κρασί, μωρέ κόκκινο -
Дале му вино, море, црвено
πιο πολύ το ζουρλό, παλάβωσε. -
повек се лудо, море, залуде.
Δώστε του νεαρή , μωρέ,
νυφούλα, - Дајте му млада, море, невеста,
ίσως, το ζουρλό, μωρέ να κοιμηθεί! -
белким ќе лудо, море, да заспи!
Του δώσανε νεαρή, μωρέ,
νυφούλα - Дале моѕ млада, море, невеста
ξάπλωσε το ζουρλό, μωρέ, δεν
ξύπνησε. - Ка легна лудо, море, не стана.
2. Ποιος σου αγόρασε το φουστάνι
(Кој ти купи фустано)
Τραγούδησε ο Τόμα Γκίλεφ από το χωριό
Βίσενι Καστοριάς (Слусана от Тома Гилев от село Вишени Костурско).
Ώι, κοριτσάκι, της μαμάς, γλυκούλικο
, - Ој, момиче мамино, цуцино,
Πάσχα γεννημένο, γεννημένο, - на
Великден родено, родено,
του Άη Γιώργη βαφτισμένο. - на
Гјоргјовден крстено.
Ωραίο όνομα σου βάλανε, - Лично ти
име туриле,
ωραίο όνομα, Μαρία. - лично ти име,
Марија.
Ώι, κοριτσάκι, γλυκούλικο της
μαμάς, - Ој, момиче, мамино цуцино,
ποιος σου αγόρασε το φουστάνι; -
кој ти купи фустано?
"Ε, βρε παλαβό παλικάρι, - "Е,
бре лудо да младо,
μου το αγόρασε ο πατέρας σου, -
купил ми го татко твој,
που θα γίνει ο πεθερός μου!"
- шо ќе ми стани свекор мој!"
Ώι κοριτσάκι της μαμάς, κόκκινο,
- Ој, момиче мамино, румено,
ποιος σου αγόρασε τη μαντήλα; - кој
ти купи шемија?
"Ε, μωρέ παλαβό παλικάρι, -
"Е, море лудо да младо,
την αγόρασε η μάνα σου, - купи ми е
мајка ти
που θα γίνει η πεθερά μου!"
- шо ќе ми стани свекрва!"
3. Βαριές πληγές από τούρκικο βόλι
(Љути рани от турски куршум)
Τραγούδησε ο Μίλος Ποπ Ντίμιτροφ από το
χωριό Βίσενι Καστοριάς (Слусана от Милош Поп Димитров от село Вишени
Костурско).
Έι, καλέ γιαγιά, καλή γιαγιά, - Еј
море бабо, жална бабо,
ωχ, αμάν, αμάν, - ох, аман, аман,
πες στην Ελένκα - иди кажи на
Еленка
να βγει εδώ πάνω, - да излези тука
горе,
ώι, λέλε, λέλε, - ој,
леле, леле,
εδώ πάνω, στο δάσος, - тука
горе, во гората,
κρύο νερό να φέρει, - да донеси
студна вода,
κρύο νερό από το πηγάδι, - студна
вода кладенчева,
από το πηγάδι, βρυσομάνα, -
кладенчева, изворова,
να δροσίσει την καρδιά μου, - да
олади мжко срце,
να πλύνει τις βαριές πληγές, - да
измие љути рани,
βαριές πληγές ανοιχτές, - љути рани
раносани
ανοιχτές από τούρκικο βόλι. - раносани
турски куршум.
1903-1908
Σε έκθεση του στρατιωτικού ακολούθου της
Γαλλίας George Dupon, διαβάζουμε: «Στις 16 (Αυγούστου 1902) στη
Βίσανη, 10 χιλιόμετρα βορείως της Καστοριάς, μια συμμορία 22 ανταρτών κτύπησε
απόσπασμα της τουρκικής χωροφυλακής. Σκοτώθηκαν 5, οι υπόλοιποι τραυματίστηκαν,
μόλις 8 κατόρθωσαν να διαφύγουν» [Δραγούμης, λδ'].
Από το χωριό Βίσενι καταγόταν
ο Терпен Марков, στέλεχος των αυτονομιστών, δάσκαλος στη Θεσσαλονίκη
[Силянов A].
Στις αρχές Αυγούστου 1902
πραγματοποιήθηκε στη Βίσενη συνάντηση των τοπικών αρχηγών των αυτονομιστών των
περιφερειών Καστοριάς-Φλώρινας. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, δέχθηκαν
επίθεση από στρατιωτικό οθωμανικό απόσπασμα, το οποίο έβαλε φωτιά στο σπίτι που
βρίσκονταν οι αυτονομιστές, καθώς επίσης και σε άλλα γειτονικά σπίτια. Οι
αμυνόμενοι πραγματοποίησαν έξοδο, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κόλε, κάτοικος του
χωριού [Dakin, 95-96].
Το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου 1903,
επαναστάτες Μακεδόνες επιτέθηκαν με επιτυχία στην οθωμανική φρουρά που στάθμευε
στο χωριό [ΔΙΣ, 89].
Αυτής της επίθεσης ηγήθηκαν οι Ίβαν
Πόποφ (Иван Попов) από το Σεστέοβο (Шештеово) και Βασίλ
Τσακαλάροφ (Васил Чекалоров), μαζί με τους καθοδηγητές του χωριού. Η
δύναμη των επιτιθέμενων ανερχόταν σε 300 άτομα. Η μάχη κράτησε τρεις ώρες και
έληξε όταν οι στρατιώτες διέφυγαν, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας που
είχε έρθει. Πέντε στρατιώτες σκοτώθηκαν, ενώ δεν υπήρξαν απώλειες τσετών
[Силянов A, 302 και Documents and Materials, έγγραφο ΙΙΙ 91].
Στις 21 Αυγούστου 1903 ο στρατός αφού
πήρε πρώτα ζωοτροφές από την Καστοριά, πήγε κατευθείαν «εις Βύσανην, χωρίον
σχισματικόν, την οποίαν κατεύκασεν» [Δραγούμης, 601].
Από τα 200 σπίτια του χωριού μόνο 13 δεν
κάηκαν. Σκοτώθηκαν οι κάτοικοι: Дине Исков (65 ετών), Гиле Сотиров (73 ετών), Сито
Бакрачев (81 ετών), Поп Коцо (70 ετών), Келе
Лејка (60 ετών), Дино Калков (85 ετών) [Documents and Materials,
έγγραφο ΙΙΙ 91].
Επίσης δολοφονήθηκε κυνηγημένος στο
δάσος, από ένα λοχία και δυο στρατιώτες, ο
εβδομηντάχρονος Гиле Гилев [Силянов A, 422].
Στις 26 Αυγούστου 1903 ο Δραγούμης
γράφει: «Εν Βύσσανη και Μπόλας επί του όρους Βίτσι συμπλοκή εγένετο. Οι
λυσταντάρται υπέστησαν πολλάς απώλειας, τα γυναικόπαιδα οδηγήθησαν υπό του
στρατού και ετράφησαν» [Δραγούμης, 254].
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1903 σύμφωνα με
είδηση νομαρχιακής εφημερίδας, παραδόθηκαν στις αρχές 29 επαναστάτες με τα όπλα
τους από το χωριό Βύσσιανη [Δραγούμης, 330].
Στις 20 Μαΐου 1905 τα σώματα των Γιώργου
Δικώνυμου-Μακρή και Φιλώτα (Φιλόλαος Πηχεών) μετά από επίθεση στην Πρεκοπάνα,
ανέβηκαν στο Βίτσι όπου έπιασαν αιχμάλωτους 18 χωρικούς, οι μισοί από τους
οποίους ήταν από το χωριό Βίσενι και οι άλλοι μισοί από το χωριό Μπλάτσα.
Ο Μόδης περιγράφει ως εξής το γεγονός: «Μακρής
και Πηχεών είχαν μια παράξενη αλλά χαρακτηριστική διαφορά της εποχής, που την
έλυσαν με σολομώνειο σοφία. Είχαν πιάσει κάμποσους χωρικούς από δυο χωριά της
Καστοριάς, που ήταν τώρα στην απόλυτη κυριαρχία των κομιτατζήδων και είχαν
γίνει κρησφύγετά τους. Γύριζαν απ' το παζάρι του Μοναστηρίου. Ο Μακρής ήθελε να
τους "πελεκήσει". Ο Πηχεών έφερε αντιρρήσεις. Συμβιβάστηκαν. Τους
χώρισαν σε δυο ομάδες και πήρε ο καθένας από μία. Εκείνοι που έπεσαν στη μερίδα
του Πηχεών γύρισαν στα χωριά και στα σπίτια τους. Οι άλλοι... Ήταν ριζικό τους»
[Μόδης Β, 280].
Ο ίδιος ο Μακρής, μιλάει για το ριζικό των
18 αιχμαλώτων: «Στις 20 περίπου Μαΐου του 1905 έπιασα στην κορυφογραμμή του
Βιτσίου μαζί με το Φιλώτα δεκαοχτώ Βουλγάρους κομιτατζήδες
προπαγανδιστές από τα χωριά Βουλγαρομπλάτσι και Βίσσανη. Τότε όμως διαφωνήσαμε
ο Φιλώτας κι εγώ. Εκείνος ήθελε να μη τους σκοτώσουμε, κι εγώ επέμενα να τους
σκοτώσουμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να τους μοιράσουμε. Εγώ πήρα τους εννιά που ήταν
από το Βουλγαρομπλάτσι, φανατικό βουλγαρικό χωριό, και τους αποκεφάλισα αμέσως.
Ο Φιλώτας επήρε άλλους εννιά από το χωριό Βίσσανη και τους άφησε ελεύθερους.
Όταν αποκεφαλίζαμε τους Βουλγάρους, ο Φιλώτας είχε κρυφτή, για να μη βλέπη το
θέαμα» [Μακρής, σ. 96].
Σε έγγραφο του προξένου Μοναστηρίου Ν.
Ξυδάκη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, διαβάζουμε πως τον Ιανουάριο του
1906 δολοφονήθηκε κοντά στην Καστοριά ένα μέλος του αντίπαλου κομιτάτου «εκ
Βυσίνης», από εκεί μέλη του εκτελεστικού της ελληνικής οργάνωσης της πόλης
[Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 51, 26/1/1906].
Το ΕΜΠΡΟΣ πληροφορεί στις αρχές
Φεβρουαρίου τους αναγνώστες του, πως στις 29 Ιανουαρίου «εις την επαρχίαν
Καστορίας και εν τω χωρίω Βισάνι εφονεύθη εις διαβόητος κομιτατζής»
[ΕΜΠΡΟΣ, 2.2.1906, σ. 4].
Η ίδια εφημερίδα τον Δεκέμβριο του 1906
δίνει την είδηση για μη επιτυχή έρευνα στρατιωτικού αποσπάσματος στο χωριό,
προς ανεύρεση τσέτας. Από τα γραφόμενα γίνεται φανερό πως υπήρχε στο χωριό
καταδότης που είχε ενημερώσει τόσο τις οθωμανικές αρχές όσο και την ελληνική
οργάνωση για τη θέση της κρυψάνας και την τσέτα: «Εις το σχισματικόν χωρίον
Βύσσανι της επαρχίας Καστορίας ευρίσκετο ο διαβόητος λήσταρχος Κούζος μετά της
συμμορίας του. Στρατιωτικόν απόσπασμα σπεύσαν εκύκλωσε την οικίαν εντός της
οποίας ευρίσκετο ο Κούζος μετά των συμμοριτών του. Στρατιώται δε εισελθόντες
εις την οικίαν επεχείρησαν έρευναν, αλλ' ουδένα ευρόντες ήρξαντο ανασκάπτοντες
το έδαφος εις τον σταύλον, όπως ανακαλύψωσιν υπάρχοντα εκεί κρυψώνα, εν ω είχον
κρυβή οι κομιτατζήδες. Ανέσκαψαν επί αρκετήν ώραν το έδαφος, αλλ' ουδέν
ανακαλύψαντες ανεχώρησαν άπρακτοι. Αν είχον την υπομονήν ολίγον ακόμη να
ανασκάψωσι το έδαφος προς πάχνην θα ανεκάλυπτον τον κρυψώνα και ούτω θα
κατεστρέφετο και ο Κούζος και οι συμμορίται του» [ΕΜΠΡΟΣ, 15.12.1906, σ.4].
Στις 3 Οκτωβρίου 1907 ο Τσόντος-Βάρδας
σημειώνει στο ημερολόγιό του πως η ελληνική οργάνωση είχε όντως στρατολογήσει
στις τάξεις της «τον Θωμά Χρήστου εκ Βίσανης» [Βάρδας Β, 966].
Στα τέλη Φεβρουαρίου όπως προκύπτει από
δύο ειδήσεις του ΕΜΠΡΟΣ πρέπει να πραγματοποιήθηκε συμπλοκή μεταξύ τσέτας και
στρατιωτικού αποσπάσματος μέσα στο χωριό Βίσενι (αναγράφεται ως Βιχάνι
Καστορίας και Βίνανι Καστορίας). Κατά τη σύγκρουση υπήρξαν
τόσο νεκροί, όσο και αιχμάλωτοι «κομιτατζήδες» [ΕΜΠΡΟΣ, 26.2.1908, σ. 4
και 2.3.1908, σ. 3].
Το χωριό Βίσενι δέχεται ελληνική επίθεση
την Άνοιξη του 1908. Ο Βλάχος σημειώνει: «Τολμήσασαι ελληνικαί συμμορίαι
προσβάλουν κατά Μάιον (1908) τα χωρία της περιφερείας
Κορεστίων Βύσανην και Κωστενέτσι, τα οποία εθεωρούνται μέχρι τούδε απρόσιτα,
κατόπιν δε αντιστάσεως, την οποίαν προέβαλον οι κάτοικοι, πυρπολούνται οικίαι
και φονεύονται οι ένοικοι αυτών, μεταξύ των οποίων και γυναίκες» [Βλάχος,
512].
Η επίθεση αυτή έγινε στις 26 Μαΐου 1908
από τα σώματα του Γιώργου Δικώνυμου-Μακρή και του Νίκου Ανδριανάκη. Οι Έλληνες
σκότωσαν 30 εξαρχικούς κατοίκους και έκαψαν 20 σπίτια. Τα σώματα έφυγαν όταν
τους επιτέθηκε στρατιωτικό απόσπασμα, το οποίο και σκότωσε τους αντάρτες Κώστα
Κριθαρά Βασίλη Στυλιοδάκη [Τσάμης, 415. Dakin, 484. ΔΙΣ, 289. Βακαλόπουλος Β,
336].
Την επίθεση αυτή την περιγράφει και ο
ίδιος ο Μακρής:
«Κατά το σούρουπο της άλλης μέρας
αναχωρήσαμε για το Βίτσανι κι έπειτα από μιάμιση ώρα βρισκόμαστε απέξω. Εκεί
πετύχαμε καμιά δεκαριά χωριάτες Βουλγάρους, άντρες και γυναίκες, τους οποίου
πήραμε μαζί μας και τους είπαμε να προπορεύονται για να μπούμε στο χωριό. Κι
αυτό το χωριό βρίσκεται σε ένα λεκανοπέδιο και περιστοιχίζεται από ισχυρούς
λόφους. Ένα τέταρτο απόσταση από εκεί κατά τον νοτιά βρισκόταν δύο στρατιωτικές
σκηνές, στις οποίες έμεναν 60 στρατιώται, μέσα δε στο χωριό βρισκόνταν και 10
έφιπποι χωροφύλακες, που περνούσαν τυχαίως από αυτά τα μέρη. Εμείς όλα αυτά δεν
τα ξέραμε, ούτε μας είχαν πει τίποτα και οι χωριάτες που πιάσαμε. Μόλις λοιπόν
μπήκαμε, οι Τούρκοι άρχισαν να μας πυροβολούν και οι χωριάτες τότε πήραν θάρρος
κι άρχισαν να φωνάζουν για να ξεσηκώσουν το χωριό εναντίον μας. Τότε διέταξα
και τους καθαρίσανε όλους. Πολεμούσαμε μισή ώρα, εν τω μεταξύ όμως είχαμε
αρχίσει να βάνωμε φωτιά και στα σπίτια. Αλλά σε λίγο έφτασε κι άλλος στρατός
από την Καστοριά και τότε αναγκαστήκαμε να αποσυρθούμε, επειδή φοβηθήκαμε να μη
μας κυκλώσουν. Σε αυτή τη μάχη σκοτωθήκανε δύο από τους άνδρες του Ανδριανάκη.
Ο Β. Στυλιοδάκης, Κρητικός, και ο Αθηναίος Κωνσταντίνος Κριθαράς, επιλοχίας της
μουσικής, και οι δύο γενναία παιδιά, και πληγώθηκε ένας. Από τους κατοίκους
σκοτώθηκαν 25 άνδρες και γυναίκες, κάηκαν δε καμιά εικοσαριά σπίτια»
[Μακρής, 172-173].
Η είδηση για την επίθεση στο χωριό
Βίσενι δημοσιεύεται και στην εφημερίδα Times του Λονδίνου. Εδώ γίνεται λόγος
για δολοφονία οκτώ γυναικών και δύο ανδρών και τον τραυματισμό δύο γυναικών
[The Times, June 10, 1908].
Λίγες μέρες αργότερα η εφημερίδα
ανεβάζει τον αριθμό των θυμάτων σε δεκατρείς νεκρούς (εννέα άνδρες και τέσσερις
γυναίκες) και τέσσερεις τραυματίες (όλοι άνδρες) [The Times, June 15, 1908].
Τελικά οι Times επανέρχονται στην
ελληνική επίθεση στο χωριό Βίσενι με περισσότερες λεπτομέρειες: «Ένα άλλο
επίτευγμα των Ελλήνων στην περιοχή αυτή ήταν μια επίθεση από ένα σώμα περίπου
30 ή 40 ανδρών, υπό το γνωστό Καπετάν Μακρή, στο χωριό Vishani στις 7
Ιουνίου (νέα ημερομηνία). Πριν την είσοδο στο χωριό, σκότωσαν εννέα
γυναίκες που εργάζονταν στα χωράφια. Στο χωριό σκότωσαν τέσσερις άνδρες,
τραυμάτισαν τρεις γυναίκες και έβαλαν φωτιά σε τέσσερα σπίτια, αλλά η περαιτέρω
καταστροφή εμποδίστηκε μερικώς από τρεις περαστικούς χωροφύλακες που άνοιξαν πυρ»
[The Times, July 3, 1908]
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Μεταξύ 1903-1911 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ηπα και κατά
την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές εθνικά
Μακεδόνες τα εξής 14 άτομα:
Mitre Stayan το 1903.
Christoff Iote και Spiros Tirpoff το 1905.
Constantin Christoff, Pando Damianoff, Gani Ganas,
Vassil Goleff, Mitre Kostoff, Damian Marceoff, Gheorghi Pando και Ivan Vasileff το 1907.
Alanas Vasileff το 1909.
Nicola Christoff το 1910.
Ghighor Anasthasoff το 1911.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1906-1923 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Βούλγαροι τα εξής 36 άτομα:
Petroff Kanzan, Christo Kastoff και Anastas Krsteff το 1906.
Yovan Dimitri, Panajoti Kirste, Damian Kouzman,
Nichola Mitre, Petre Pando, Yovan Vasil και Nicoli... ...
Stoyanoff το 1909
Thomas Hristoff και Athanasoff Kouzman,
Stoyan Comeff, Spiro Dimitroff, Turpen Gheorghieff, Ivan Illeheff, Ghiorgi
Marcoff, Dimitri Placoff, Hadjioff Spiroff, Anastas Toleff, Anastas
Vassileff το 1910.
Panaydt Christoff, Ghiorgi Dimitroff και Hristo Nicoloff το 1911.
Nicola Pando το 1912.
Pandelis... Constant., Anastas Constantin..., Gligor
Cosina το 1913.
Kristo Anastas, Petro Pando, Andrea Stefanos, Yanni
Tryfos, Stefo Vassoliff το 1914.
Cosmas Pastenaris το 1915.
Dina Agas και Maria Naoumes Ognenos το 1923.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Βυσσινιά. Σκοτώθηκε μετά τη
Βάρκιζα από χωροφύλακες του εκεί σταθμού χωροφυλακής χωρίς αιτία η Ελένη
Τσιούλου. Φυλακίστηκαν το Σεπτέμβρη 1946 οι: Α. Τάσσος, Π. Λούρος, Κ. Κάλκος,
Χ. Δρούγος, Α. Καρατόλης, Θ. Τσιάπας. Εξορίστηκε ο Α. Λεκίμης. Βασανίστηκαν με
ξυλοδαρμό από χωροφύλακες οι: Δ. Κλιάφας, Λ. Σπύρος, Π. Σπύρος, Α. Πούφης,
Πίλκα Πούφκα, Δημητρούλα Πούφκα, Δημητρούλα Κάλκου, Ν. Περνίκης, Α. Σιόλου, Δ.
Ήλκου, Α. Ήλκου, Μ. Ήλκου, Καλλιόπη Παρτσενάρη, Μ. Μέλιου, Ευδοξία Μέλιου, Άγνω
Πάσου, Ι. Ανδρέου. Καταδιωκόμενοι δημοκρατικοί 15. Κάηκαν με όλα τα υπάρχοντά
τους το Σεπτέμβρη 1946 τα σπίτια: Α Πάντσιου, Σ. Σπάσου, Κ. Σιόλου, Γ. Κάλκου,
Ν. Μέλιου, Κ. Παρασκευάρη, Γρ. Τάσκου, Γ. Ανδρέου, Ν. Μίλκου, Γρ. Τσιούλη»
[46-47].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΔΡΕΟΥ (3), ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
ΓΕΡΓΙΝΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΓΚΙΚΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΛΑΚΟΣ, ΕΥΘΥΜΙΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΚΑΣΑΡΗΣ,
ΚΑΦΕΤΖΗΣ, ΚΟΥΝΟΥΠΗΣ, ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ, ΜΑΣΣΙΝΗΣ, ΜΗΛΙΟΣ (2), ΜΠΑΡΠΑΛΙΟΣ, ΜΠΑΤΣΙΟΣ,
ΝΑΒΑΚΟΣ, ΠΑΝΤΣΙΟΣ (3), ΠΑΠΑΤΟΛΗΣ, ΠΑΠΠΟΥ, ΡΕΣΑΙΚΟΣ (2), ΡΕΣΙΝΗΣ, ΣΕΚΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
(2), ΣΙΔΟΣ (2), ΣΙΩΠΟΒΟΥ (2), ΣΩΤΗΡΙΟΥ, ΤΟΣΚΟΣ, ΤΟΤΟΝΙΔΗΣ, ΤΡΑΙΑΝΟΣ,
ΤΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΤΣΙΤΣΙΑΣ (2).
Βιτάνι / Vitani / Витани.
Μετονομάστηκε σε Βοτάνι και
στη συνέχεια σε Βοτάνιον. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός
του δήμου Ορεστίδος του νομού Καστορίας. Οι
χριστιανοί ελληνόφωνοι κάτοικοί του δεν αναμιχθήκαν στα αιματηρά γεγονότα της περιόδου
1903-1908.
Πηγές
Vicani [Αυστριακός
Χάρτης].
Витанъ / Костурска каза,
80 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 80].
Βιτάνι: εξελληνισμένο
βουλγάρικο χωριό [Δραγούμης].
Βητάνη: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα ελληνική. Υπάρχουν 12
ελληνικαί οικογένειαι (101 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Βιτάνι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Βυτάνη Καστορίας,
107 άτομα (59 άρρενες και 48 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 40].
Βυτάνη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Χρούπιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Βιτάνιον Καστορίας, 99 άτομα (48 άρρενες
και 51 θήλεις) [Απογραφή 1920, 311].
«Ο συνοικισμός Βίτανι της κοινότητος
Αμμουδάρας μετονομάζεται εις Βοτάνι» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Βοτάνι (Βιτάνιον) Καστορίας,
107 άτομα (60 άρρενες και 47 θήλεις). Υπήρχαν δύο πρόσφυγες (άρρενες) πού ήρθαν
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 86, ετεροδημότες 20 και ένας αλλοδαπός [Απογραφή
1928, 284].
Βοτάνιον Καστορίας: Πραγματικός
πληθυσμός 141 (71 άρρενες και 70 θήλεις) [Απογραφή 1940, 390].
Витан: Οικισμός χριστιανών
Ελλήνων (Κατσαούνηδων) τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски 1998 B, 11].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 21
[Γρηγορίου, 150].
Βοτάνι, 136 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Βοτάνιον Καστορίας:
103 κάτοικοι [Απογραφή 1951, 98].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 91, 1971: 54, 1981: 78, 1991: 71.
Υψόμετρο 630 [Σταματελάτος, 141].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Βοτάνι. Κακοποιήθηκαν πολλές
φορές οι οικογένειες των ελασιτών Κ. Νασοπούλου, Δ. Δόλα, Λυσιμάχου
Παπαδοπούλου. Μπλοκαρίστηκε το χωριό πολλές φορές και πάρθηκαν πολλά τρόφιμα
για τη συντήρηση των μοναρχοφασιστικών συμμοριών. Φυλακίστηκαν και
αποφυλακίστηκαν οι: Κ. Νασιόπουλος, Τ. Νασιόπουλος, Π. Κολιόπουλος, Σ.
Γιαννακόπουλος, Ι. Γιαννακόπουλος, Ι. Γιαννακόπουλος, Θ. Σιδηρόπουλος, Π.
Διαμαντόπουλος και Χ. Διαμαντόπουλος. Συνελήφθηκε και κρατείται στις φυλακές
Καστοριάς ο Λυσίμαχος Παπαδόπουλος στέλεχος του ΕΛΑΣ, κατηγορούμενος σαν
"οχρανίτης". Σκοτώθηκε από ένοπλους μοναρχοφασίστες, στις αρχές του
Οκτώβρη 1946 ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, μεσάνυχτα, μέσα στο σπίτι του. Πολλοί
δημοκρατικοί για να αποφύγουν τις διώξεις αναγκάστηκαν να εκπατριστούν»
[52].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΑΣΑΡΗΣ,
ΚΙΤΣΙΟΣ, ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΚΟΤΤΑΣ (2), ΚΟΥΤΣΟΜΙΧΑΣ, ΚΥΡΙΑΖΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΛΑΚΑΣ,
ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ , ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΣΤΕΡΓΙΟΥ, ΤΕΡΨΟΠΟΥΛΟΣ.
Βίτσιστα / Vičišta / Вичишта.
Μετονομάστηκε σε Νίκη. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορεστίδος του νομού Καστορίας.
Μέχρι το 1924 ζούσαν εδώ περίπου 300 μουσουλμάνοι Αλβανοί, οι οποίοι
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να φύγουν από τη χώρα. Στη
θέση τους το ελληνικό κράτος εγκατέστησε 130 πρόσφυγες από τον Πόντο.
Πηγές
Βίτσιστα Καστορίας:
150 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Večišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Вичища (Вичани, Вицани) / Костурска каза,
160 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Βίτσιστα Καστορίας:
«200 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Βίτσιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Βύτσιστα Καστορίας,
303 άτομα (164 άρρενες και 139 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Βύστιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Ζαμπύρδενη [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Вичишта,
35 σπίτια μουσουλμάνων Αλβανών [Милојевић 1920].
Βύτσιστα Καστορίας,
318 άτομα (171 άρρενες και 147 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Βίτσιστα γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 38 προσφυγικές
οικογένειες (131 άτομα) [ΕΑΠ].
Βίτσιστα,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 35 οικογένειες μουσουλμάνων (250 άτομα) και
ήρθαν 40 οικογένειες προσφύγων: μία από τη Μικρά Ασία και 39 από τον Πόντο. Το
1929 διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 45 κλήροι αγροτικής γης έκτασης 1.966
στρεμμάτων [Πελαγίδης].
Βύτσιστα Καστορίας,
123 άτομα (55 άρρενες και 68 θήλεις). Υπήρχαν 121 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (54 άρρενες και 67 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 122 και ένας ετεροδημότης
[Απογραφή 1928].
Βύτσιστα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 261 (131 άρρενες και 130 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 49
[Γρηγορίου].
Вичишта:
Οικισμός μουσουλμάνων Αλβανών το 1912. Οικισμός χριστιανών προσφύγων το 1940
[Симовски].
Βύτσιστα,
260 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Βύτσιστα Καστορίας:
214 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Διά διατάγματος της 11.5.54
μετωνομάσθη Νίκη (ΦΕΚ 101, τ. Α΄ 1954).
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 206, 1971: 107, 1981: 65, 1991: 69,
2001: 55.
Υψόμετρο 900 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα
οικογενειών
ΓΟΥΡΖΟΥΛΙΔΗΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ,
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, ΚΩΤΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΣΙΜΠΛΙΔΗΣ.
Γιανόβενι / Janoveni / Јановени.
Μετονομάστηκε σε Γιαννοχώριον.
Στην απογραφή του 2001 ήταν ένας μικρός οικισμός του δήμου Νεστορίου, του
νομού Καστορίας. Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο είχε ερημώσει.
Ήταν ένα χριστιανικό χωριό που βρισκόταν πάνω στο Γράμμο, σε υψόμετρο 1.030
μέτρων. Οι κάτοικοί του είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι περισσότεροι
τους ωστόσο γνώριζαν ελληνικά και αλβανικά. Ήταν ένα χωριό πιστό στο
πατριαρχείο. Το 1912 είχε πληθυσμό περίπου 500 άτομα. Ο ίδιος αριθμός κατοίκων
υπήρχε και το 1928. Το χωριό κάηκε δύο φορές. Μία στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο
και μία στην κατοχή από τους Γερμανούς. Αρκετοί από εδώ εντάχθηκαν στις
αριστερές οργανώσεις. Στο τέλος του εμφυλίου ο οικισμός εγκαταλείφθηκε. Πολλοί
κάτοικοί του κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Γιαννοβένι Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 240 χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Janoveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Яновени / Костурска
каза, 490 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Jannoveni,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Yanoveni /
Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 448 πατριαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 30 μαθητές [Brancoff
1905].
Γιαννόβαινι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Γιανόβαινι Καστορίας:
«485 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Γιανοβένι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Το χωριό ήταν πατριαρχικό και κάηκε κατά
τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο [Силянов / Спомени, 579].
Γιαννοβαίνη Καστορίας,
436 άτομα (192 άρρενες και 244 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γιανοβαίνη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Ζαγάρι και Λειβάδι [ΦΕΚ 259
/ 21.12.1918].
Јановени,
80 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Γιαννοβαίνη Καστορίας,
416 άτομα (157 άρρενες και 259 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Γιαννοβαίνης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Γιαννοχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Γιαννοβαίνη εις Γιαννοχώριον» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Γιαννοχώρι (Γιαννοβαίνη) Καστορίας,
481 άτομα (186 άρρενες και 295 θήλεις). Υπήρχαν δύο πρόσφυγες (άρρενες) πού
ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 456, ετεροδημότες 19 και αλλοδαποί 6
[Απογραφή 1928].
Γιαννοχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 467 (194 άρρενες και 273 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 154
[Γρηγορίου].
Јановени:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Το χωριό Яновене κάηκε
το 1942 από τους Γερμανούς [Мичев].
Γιαννοχώριον,
460 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Γιαννοχώριον Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Στην απογραφές του 1991 και του 2001
απογράφηκαν αντίστοιχα εδώ 24 και 17 άτομα.
Υψόμετρο 1040 [Υψομετρική Κατανομή].
1903-1908
Στις 22 Ιουλίου 1903 ο Δραγούμης
σημειώνει πως το Γιαννόβενι είναι ένα από τα λίγα «βουλγαρόφωνα»
χωριά που «δεν επεσκέφθησαν αι συμμορίαι» [Δραγούμης, 196].
Αναφορά στους κατοίκους του χωριού,
υπάρχει σε επιστολή του ανθρώπου της ελληνικής οργάνωσης παπά Σταύρου Τσάμη από
το Πισοδέρι, προς τον Παύλο Μελά, Ο παπα-Σταύρος μεταξύ άλλων σημειώνει
σχετικά: «Οι κομίται τώρα δραπετεύουν εις Ελλάδα, και διά τον Τσακαλάρωφ
λέγουν ότι θα αναχωρήση με τους υλοτόμους εκ Γιαννοβένης, διά τούτο πρέπει να
προσέχη η Αστυνομία» [Δραγούμης, 618].
Στις 20 Ιουλίου 1906 το σώμα του
Τσόντου-Βάρδα μπαίνει για πρώτη φορά στο πατριαρχικό μακεδονικό χωριό. Ο
έλληνας αρχηγός σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Αναχωρούμεν και μετά 3 ώρας
φθάνομεν εις Γιαννόβενην, ης προθύμως εξέρχονται οι κάτοικοι, μόλις
ειδοποιήθησαν, είναι κάλλιστον ημέτερον χωρίον. Καθήμεθα ολίγον προ της
εκκλησίας, πίνομεν ύδωρ και μετά λημεριάζομεν εις το απέναντι δάσος»
[Βάρδας Β, 77].
Μια βδομάδα αργότερα η ελληνική ομάδα
ξαναμπαίνει στο χωριό. Οι κάτοικοι φοβούνται ότι η παρουσία της ελληνικής
ομάδας θα προκαλέσει οθωμανικά αντίποινα: «Ανεχωρήσαμεν τέλος διά
Γιανόβενην, όπου μόλις εφθάσαμεν ο μουχτάρης, εξελθών μας έφερα την
καταστροφήν, ότι δήθεν ο στρατός θα έλθη να κυκλώση το χωρίον, διότι το έχουσιν
υπό δυσμένειαν οι οθωμανοί ώστε να μη σταματήσωμεν ουδέ στιγμήν να πίωμεν ύδωρ»
[Βάρδας Β, 87].
Από το Γιανόβενι ήταν ο οπλαρχηγός
Μπέλος, ο οποίος στρατολογήθηκε από το Βάρδα. Ο Μπέλος και οι άντρες του
φέρονταν στους χωρικούς της περιοχής «ως κλέφτικα μπουλούκια» [Βάρδας Β,
111-112].
Ο ίδιος ο Μπέλος χαρακτηρίζεται από τον
έλληνα αρχηγό σαν «αγράμματος, δειλός και όλως ανίκανος, εάν μη και
φιλοβούλγαρος» [Βάρδας Β, 140].
Επίσης η ελληνική οργάνωση είχε
συγκροτήσει ομάδα υπό την αρχηγία του Ισιδώρου Σιδέρη από το χωριό Γιανόβενι, η
οποία δρούσε το 1908 στην περιοχή Πόπολε Καστοριάς [ΔΙΣ, 287].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Γιαννοχώρι. Ξυλοκοπήθηκαν οι:
Ν. Κατσαμάνης, Η. Κουνέλας. Φυλακίστηκαν οι: Ν. Χατζής, Δ. Μίσιος, Η. Γραβάλας,
Α. Σιούκας».
Γκάλιστα / Gališta / Галишта.
Μετονομάστηκε σε Ωμορφοκκλησιά και
στη συνέχεια σε Ομορφοκκλησιά.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αγίας Τριάδος, του
νομού Καστορίας. Ήταν ένας μικτός οικισμός χριστιανών και
μουσουλμάνων. Το σύνολο του πληθυσμού είχε ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι
χριστιανοί είχαν διχαστεί σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Αρκετοί κάτοικοι
συμμετείχαν στο αυτονομιστικό κίνημα και γνώρισαν στη συνέχεια τα αντίποινα της
οθωμανικής διοίκησης αλλά και της ένοπλης ελληνικής οργάνωσης. Μετανάστες από
τη Γκάλιστα που έφτασαν στις ΗΠΑ, δήλωσαν στις αμερικανικές αρχές, άλλοι πως
ήταν εθνικά Μακεδόνες και άλλοι πως ήταν εθνικά Βούλγαροι. Το 1912 ζούσαν εδώ
περίπου 350 χριστιανοί και 400 μουσουλμάνοι. Μέχρι το 1924 οι τελευταίοι
αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν υποχρεωτικά στην Τουρκία. Στα σπίτια τους
εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν
περίπου 350 γηγενείς Μακεδόνες και 120 πρόσφυγες. Στο τέλος του εμφυλίου
πολέμου αρκετές οικογένειες γηγενών, λόγω της πολιτικής δράσης τους, κατέφυγαν
στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Galista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 900 [Synvet 1878].
Γκάλιστα Καστορίας:
«Χωρίου οικουμένου υπό 400 χριστιανών και 250 Οθωμανών, έχοντος δε αρχαίαν
βυζαντινήν εκκλησίαν» [Σχινάς 1886].
Gališča [Αυστριακός
Χάρτης].
Галища / Костурска каза,
600 χριστιανοί Βούλγαροι και 160 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Galista,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Galichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 720 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με δύο δασκάλους και 41 μαθητές [Brancoff 1905].
Γκάλλιστα,
μικτό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά. Εκ των 80
οικογενειών προσήλθαν οι 30 [Έγγραφο 4278].
Γκάλιστα:
«Η εκκλησία από του 1902 κατείχετο υπό των Βουλγάρων. Η πλειοψηφούσα όμως
μερίς των κατοίκων μετά το σύνταγμα προσήλθεν επισήμως εις την ορθοδοξίαν
χειροτονηθέντος και έλληνος ιερέως. Η εκκλησία κατέχεται υπό των Βουλγάρων»
[Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Γκάλλιστα Καστορίας:
«228 ορθόδοξοι Έλληνες, 180 βουλγαρίζοντες και 350 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Γκάλιστα καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Γκάλιστα Καστορίας,
763 άτομα (397 άρρενες και 366 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γκάλιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Δρανίτσι και Ραδιγκόσδη [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Галишта,
95 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 55 μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Γκάλιστα Καστορίας,
596 άτομα (270 άρρενες και 326 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Γκαλίστη γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 32
προσφυγικές οικογένειες (118 άτομα) [ΕΑΠ].
Γκάλλιστα,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 40 οικογένειες μουσουλμάνων
(400 άτομα) και ήρθαν 45 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Το 1929
διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 34 κλήροι αγροτικής γης έκτασης 2.144 στρεμμάτων
[Πελαγίδης].
«Η κοινότης Γκαλίστης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Ωμορφοκκλησιάς και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Γκάλιστα εις
Ωμορφοκκλησιά» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Ωμορφοκκλησιά (Γκάλιστα) Καστορίας,
406 άτομα (157 άρρενες και 249 θήλεις). Υπήρχαν 113 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (48 άρρενες και 65 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 391, ετεροδημότες 9 και
αλλοδαποί 6 [Απογραφή 1928].
Γκαλίστα (Ωμορφοκκλησιά),
υπήρχαν 82 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 81 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
και μία αλβανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Ομορφοκκλησιά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 569 (250 άρρενες και 319 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 149
[Γρηγορίου].
Галишта:
Οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Ωμορφοκκλησιά,
569 κάτοικοι, εκ των οποίων 280 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Галишта:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 21 παιδιά του χωριού και 3 παιδαγωγοί συντοπίτες τους [Мартинова,
50-52].
Ομορφοκκλησιά Καστορίας:
270 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 251, 1971: 153, 1981: 87, 1991: 109,
2001: 47.
Υψόμετρο 800 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Τα πρώτα στελέχη των αυτονομιστών στο
χωριό ήταν οι Манјо Лјондовски, Горги Рисино και Целе
Теофичејно [Selo Gališta].
Στις 5 Μαΐου 1903 ο οθωμανικός στρατός
σκότωσε 15 αυτονομιστές στην Γκάλιστα [Dakin, 131].
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1903 ο Δραγούμης
σημειώνει πως χωρικοί από το χωριό Γκάλιστα παραδώσανε τα όπλα τους στην κυβέρνηση
[Δραγούμης, 272].
Τον Ιούλιο του 1905 επτά χριστιανοί
κάτοικοι του χωριού Γκάλιστα, δολοφονήθηκαν από άγνωστους, ενώ επέστρεφαν στο
χωριό τους από το βδομαδιάτικο παζάρι της Χρούπιστας [ΣΚΡΙΠ, 25.7.1905, σ. 3
και 28.7.1905, 6. 3].
Το Φεβρουάριου του 1906 βρέθηκε
σκοτωμένος έξω από το χωριό ο πατριαρχικός Γ. Θεμελής [ΕΜΠΡΟΣ, 6.3.1906].
Το «σχισματικό» χωριό Γκαλιστά επανήλθε
στην ορθοδοξία «κατόπιν των ενεργειών του οπλαρχηγού Ζάκα» το Μάιο 1907
[ΕΜΠΡΟΣ, 24.5.1907, σ. 4].
Τέλος στα τέλη Οκτωβρίου 1907 γίνεται
γνωστό πως ένας κομιτατζής, ονόματι Μανιός, σκοτώθηκε από κάποιο οθωμανό στη
Γκάλιστα [ΕΜΠΡΟΣ, 31.10.1907].
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Το 1907 μετανάστευσαν από το χωριό
στις ηπα και κατά την
εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές εθνικά
Μακεδόνες τα εξής τρία άτομα:
Cuzma Janas, Dimitre Constantin και Vanil Sterio.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1910-1913 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Βούλγαροι τα εξής εννέα άτομα:
Jan Paskal, Manol Hristo, Nikolas Hristo, Janako
Stila, Vassil Nasse, Cosma Ghiorghi, Steris Sascaloff το 1910.
Leonidas Dimitroff Kushaff το 1912.
Ilia Naco το 1913.
Selo Gališta - κάτοικοι 1940
Κατάλογος 446 κατοίκων του χωριού Γκάλιστα το έτος 1940 (Список на жителите на село Галишта во 1940 година).
Τα ονόματα των
αρχηγών 78 οικογενειών και εντός παρενθέσεως ο αριθμός των μελών της
κάθε μιας:
Кочо Ајновски (9), Гиро Илиевски (2),
Илиа Илиевски (5), Фоти Илиевски (5), Фота Паигану (4), Коле Скамангов (9),
Ване Јовков (7), Мичо Колокатранов (5), Ристо Колакатранов (2), Стрио
Колокатранов (5), Петро Трповски (4), Насо Трпвцки (7), Коле Начевски (4), Фоти
Костовски (6), Коле Пасковски (11), Гиро Гуанишев (7), Горго Димирков (5),
Стево Папагјанушев (7), Горго Папагјанушев (5), Мичо Папанушев (5), Мичо
Михаловски (7), Митра Папаганева (1), Гиро Папаганов (5), Митко Андреевски (5),
Стерио Андреевски (7), Коле Карапов (5), Ристо Расов (8), Никола Андреев (7),
Фоти Темелков (5), Михали Радос (5), Пандо Андреевски (7), Трпо Терезијов (7),
Насо Терзијов (6), Стефо Терзиов (6),Кале Терзиов (11), Ленка Дубовска (2),
Нумо Стамбулџиев (7), Вангел Андреев (6), Коле Кичевски (7), Коле Миновски (6),
Ламбро Влахов (4), Кузо Влахов (4), Стерио Логов (9), Зиска Врапчевска (1),
Гани Караганов (8), Пандо Неновски (3), Ристо Влахов (8), Коле Драгатов (5),
Михо Благата (6), Стево Логов (4), Васил Ганушев (9), Горго Ландов (6), Доне
Денебуков (9), Васил Лапчев (5), Кузо Лаков (6), Панагот Лаков (5), Насе Лаков
(3), Тимко Кировски (8), Сидери Мишов (4), Никола Типов (7), Глигор Насков (8),
Васил Драгота (6), Ристо Костов (6), Андов Палашев (5), Павло Палашев (6), Ташо
Палашев (8), Ване Ајновски (6), Ване Палашев (5), Кало Насков (2), Насо Живков
(5), Кало Доковски (7), Мањо Даковски (8), Доне Костовски (7), Вангел Митушев
(5), Петро Ѓ. Ѓанушев (6), Петро Ѓанушев (1), Пандо Папазисов (5).
Selo Gališta - μέλη της
Οχράνα (1942-1943)
Κατάλογος των μελών της
Οχράνα (Список на учесниците во Охраната).
Σύνολο 13 άτομα:
Христо Кочов, Андон Лјаков, Паскал
Терзиев, Атанас Папазисовски, Атанас Кировски, Ване Аиново, Панде Папазисовски,
Паскал Папазисовски, Ламбро Папазасовски, Трпе Папазисовски, Динка Мисоска, Ицо
Костовски, Атанас Лјаковски.
Selo Gališta - μέλη του
ΕΛΑΣ (1943-1945)
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ (Список на
учесниците во ЕЛАС).
Σύνολο 4 άτομα:
Горги Лјондов, Коста Костандиновски,
Никола Марковски, Пандо Тодоровски.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Ομορφοκκλησιά. Ξυλοκοπήθηκαν
οι: Λ. Τέρπου, Δ. Παπαϊωάννου, Α. Παπαϊωάννου, Φ. Ηλιού, Α. Παπαζήσης, Γ.
Παπαζήσης, Α. Παλάσης, Π. Γιαννούσης, Α. Λιάκου. Όλοι αυτοί κακοποιήθηκαν από
ένοπλους της μοναρχοφασιστικής συμμορίας του καπετάν Ανδρέα. Φυλακίστηκαν οι:
Γ. Κωνσταντινίδης και Γ. Αναστασιάδης, Γ. Σαββίδης και Μ. Ανδρέου. Το χωριό
μπλοκαρίστηκε 3 φορές από κρατικά όργανα και ένοπλους μοναρχοφασίστες κατά
διάφορα χρονικά διαστήματα».
Selo Gališta - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού (1947-1949)
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 6 άτομα:
Илија Палаш, Димитри Типо, Тодор
Папазис, Петро Јануш, Васил Јануш, Саве Спировски.
Selo Gališta - φυγάδες
Κατάλογος των φυγάδων από το χωριό
Γκάλιστα μεταξύ των ετών 1941-1949 (Список на пребегнатите лица од
село Галишта од 1941 до 1949 година).
Αναφέρονται οι 22 αρχηγοί
οικογενειών και εντός παρενθέσεως το σύνολο των μελών κάθε οικογένειας που πήρε
το δρόμο της προσφυγιάς. Η λίστα αναφέρει συνολικά 80 άτομα:
Για Τσεχοσλοβακία (Во Цешка): Васил
Јануш (3), Зоица Палас (3), Петро Јануш (4).
Για Πολωνία (Во Полска): Илија
Костовски (4).
Για Σοβιετική Ένωση (Во
СССР): Дора Попазисоски (3), Илија Балас (3).
Για Βουλγαρία (Во
Бугарија): Глигор Папазисовски (6), Манјо Палаш (4), Ставре Кочоски (5),
Колукотрони Штерјо (3), Пандо Папазисовски (3), Паскал Папзисовски (3), Ламбро
Папазисовски (3), Трпе Терзеивски (3), Атанас Лјаковски (4), Динка Мишока (5),
Ицо Кастовски (3).
Για Γιουγκοσλαβία (Во
Југославија): Зоица Јануш (3), Атанас Папазисовски (4), Андон Палажов (3),
Вангел Костовски (5), Горги Аинис (3).
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΙΝΗΣ, ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ (2), ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ (2),
ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ (2), ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ, ΗΛΙΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ (2), ΛΙΩΓΟΣ,
ΜΗΡΤΣΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, ΠΑΛΑΣΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΥ,
ΡΑΠΤΗΣ, ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, ΤΥΠΟΥ, ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ.
Γκάμπρες / Gabreš / Габреш.
Εξελληνίστηκε σε Γαβρέσι και
στη συνέχεια σε Γάβρος. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός
του δήμου Κορεστίων, του νομού Καστορίας. Το
σύνολο του των κατοίκων του είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Ήταν επίσης
χριστιανοί ορθόδοξοι. Μέχρι το 1903 σχεδόν όλοι πέρασαν σταδιακά στην εξαρχική
παράταξη. Πολλοί από το Γκάμπρες συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν. Στο
χωριό μπήκαν τα σώματα του Παύλου Μελά και του Γιώργου Τσόντου-Βάρδα.
Μετανάστες από το Γκάμπρες που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ δήλωσαν στις εκεί αρχές,
άλλοι πως είναι εθνικά Μακεδόνες και άλλοι πως είναι εθνικά Βούλγαροι. Ο
πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 650 άτομα. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής
διοίκησης μερικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1928 ζούσαν στον
οικισμό σχεδόν 470 Μακεδόνες. Οι αρχές ασφαλείας θεωρούσαν την πλειοψηφία των
κατοίκων ως άτομα ανθελληνικών φρονημάτων. Την περίοδο της κατοχής και του
εμφυλίου, άτομα από το χωριό εντάχθηκαν στις αριστερές οργανώσεις. Οι
περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν τελικά σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη
Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταξύ των απογραφών 1981
και 1991, οι πιο πολλοί κάτοικοι του Γάβρου μετοίκησαν
στο Νέο Οικισμό.
Πηγές
Γκάμπρες: Γκαμπρέσι
Καστορίας: «Χωρίον έχον 300 χριστιανούς και εκκλησίαν» [Σχινάς
1886].
Gabreš [Αυστριακός
Χάρτης].
Габрешъ /
Костурска каза, 455 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Gabres, λειτουργία
πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Γάβρεση:
«Το 1902 κατοικούνταν από 62 εξαρχικές και 28 πατριαρχικές οικογένειες, οι
οποίες μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, δήλωσαν προσχώρηση στην εξαρχία»
[Γούναρης].
Gabreche / Caza
de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 600 εξαρχικοί
Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 53 μαθητές
[Brancoff 1905].
Γκαμπρέσι:
«Εκηρύχθη σχισματικόν οριστικώς τω 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Γκαμπρές Καστορίας:
«318 ορθόδοξοι Έλληνες διατελούντες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του
1906» [Χαλκιόπουλος 1910].
Γαμπρέσι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Γαμπρέσι Πρεσπών,
648 άτομα (323 άρρενες και 325 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γαμπρέσι Φλωρίνης,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Габреш, 100 σπίτια
χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Γαβρέσι Καστορίας,
509 άτομα (201 άρρενες και 308 θήλεις) - 112 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν οκτώ περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Γαβρεσίου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Γάβρου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Γάβρεσι εις Γάβρος»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Γάβρος (Γαβρέσι)
Καστορίας, 405 άτομα (178 άρρενες και 227 θήλεις). Υπήρχαν 7 πρόσφυγες πού
ήρθαν μετά το 1922 (4 άρρενες και 3 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 400, ετεροδημότες
4 και ένας αλλοδαπός. Επίσης 67 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Γαβρέσιον (Γάβρος),
υπήρχαν 88 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Γάβρος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 384 (185 άρρενες και 199 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 390
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 94
[Γρηγορίου].
Габреш: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων τόσο το 1912, όσο και το 1940 [Симовски].
Γάβρος, 355 κάτοικοι, εκ των
οποίων 340 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν αντεθνικώς 35. Ευρίσκονται
εις Σερβία ή Βουλγαρία 35. Παρατηρήσεις: Έφυγαν με Γκότσεφ [Στατιστική 1945].
Γνωστοί κομμουνιστές και αυτονομιστές
από το χωριό ήταν ο Ναούμ Πέιος και ο Μιχάλης Κεραμιτζής [Κολιόπουλος Α, 157,
159, 168, 257 και Β, 140, 160].
Στις αρχές του 1946 υπήρχαν 40 κάτοικοι
του χωριού, φυγάδες στη Γιουγκοσλαβία, λόγω της αυτονομιστικής τους δράσης
[Κολιόπουλος Β, 128].
Габреш: Κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης 87 παιδιά του
χωριού και 5 παιδαγωγοί συντοπίτες τους [Мартинова, 50-52].
Γάβρος Καστορίας:
447 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 107, 1971: 75, 1981: 91, 1991: 10,
2001: 7.
Υψόμετρο 810 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Οθωμανοί στρατιώτες και βασιβουζούκοι
λεηλάτησαν την Άνοιξη του 1902 το χωριό: «Αι οθωμανικαί αρχαί, πλην της
διώξεως των συμμοριών, αι οποίαι έδρων εις τας ευρωπαϊκάς επαρχίας της
Τουρκίας, εξετράπησαν εις βιαιότητας και ωμότητας εναντίον του ιθαγενούς
βουλγαρικού και βουλγαροφρονούντος στοιχείου της Μακεδονίας, περί της εκτάσεως
και του χαρακτήρος των οποίων μαρτυρεί η διαρπαγή του χωρίου Γαβρέσι και η
πυρπόλησις του χωρίου Σμαρδέσι της Καστορίας κατά Απρίλιον (1902)»
[Βλάχος, 269].
Το Μάιο του 1903 ο Τσακαλάροφ και 35
άνδρες του βρήκαν κατάλυμα στο Γκάμπρες [Δραγούμης, 122].
Στις 16 Μαρτίου 1904, Ο Παύλος Μελάς και
οι αξιωματικοί Αλέξανδρος Κοντούλης, Αναστάσιος Παπούλας και Γεώργιος Κολοκοτρώνης,
μαζί με τους άνδρες που τους συνοδεύουν στη διερευνητική αποστολή τους,
βρίσκονται στο χωριό Γκάμπρες. Ο Μελάς περιγράφει εκτενώς σε επιστολή προς τη
γυναίκα του Ναταλία όσα είδαν, είπαν και έπραξαν οι ελληνες αξιωματικοί στο
χωριό:
«Η ώρα είναι 3 το πρωί όταν
φθάνομεν εις τον μύλον τον επί του ποταμού του ρέοντος έξω από το Γαβρέσι και
κατά μήκος της δημοσίας οδού Μοναστηρίου. Εξυπνούμεν τον μυλωνάν και μας οδηγεί
εις το χωριό. Εισερχόμεθα κατ' αρχάς εις το σπίτι της οικογενείας ενός των
παλληκαριών του Κώτα. Μας ανοίγει την αυλόθυραν μία νέα χωρική η οποία μας
φωτίζει με δάδα. Η αυλή είναι αρκετά μεγάλη. Μέσα της τρέχουν σαν τρελά πλήθος
μικρών γουρουνιών, κατσικιών και αρνιών που εξυπνήσαμεν και ετρόμαξαν. Εις τον
εξώστην του χαγιατιού προβάλουν λογιών λογιών τρομαγμένα γυναικόπαιδα,
γέροντες, γριές, νέοι, παιδιά, καμιά δεκαπεντεριά. Μόλις αναγνωρίζουν τον Κώταν
αμέσως γέλια και χαρά διαδέχονται την ανησυχίαν. Είναι απερίγραπτος η ευτυχία
που προκαλεί η παρουσία και επάνοδος του Κώτα. Τον λατρεύουν όλα αυτά τα χωριά,
διότι πράγματι εμπόδισε, διά της παρουσίας του και μόνον, τους Βουλγάρους να τα
ψευδοεπαναστατήσουν και έτσι τα έσωσαν από την καταστροφήν των Τούρκων.
Ανερχόμεθα και ημείς εις το χαγιάτι και
τα "ντόμπρο βέτσερ" (καλησπέρα) των γυναικών (δεν γνωρίζουν λέξιν
ελληνικά) και τα "καλώς ωρίσατε αδέλφια" των ανδρών δίνουν και
παίρνουν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τα γουρουνάκια, με τα σκυλάκια, τα
κατσικάκια και τα προβατάκια, αποτελούν μια καλήν πατριαρχικήν οικογένειαν...
Επί τέλους βλέπομεν ότι είναι πάρα πολύ
πολυμελής διά να μείνωμεν εκεί και ο Κώτας μας χωρίζει εις τρία μέρη και μας
ορίζει τρία καταλύματα. Αυτός, ημείς και ο Πύρζας πηγαίνομεν εις ενός
προύχοντος το σπίτι. Έχει δύο πατώματα, είναι μάλλον μεγάλη εκ χώματος και
ξύλων οικοδομή, της οποίας το μέσον αποτελεί ένα υπόστεγον χωριζόμενον δι' ενός
πατώματος. Εις το ισόγειον έχουν στάβλους, τας αποθήκας κλπ. Εις το πρώτον
πάτωμα είναι τα δωμάτιά τους και εις το χαγιάτι έχουν τους εργαλειούς των,
μαγειρεύουν, πλύνονται (είναι καθαρώτατοι). Ημάς μας οδηγούν εις ένα
καθαρώτατον λευκόν δωμάτιον με λαμπράν φωτιά. Εις την μεγάλην γωνιά καίουν
τρεις κορμοί δένδρων, είναι δε στρωμένον με παχυτάτους τάπητας εγχωρίους. Μας
φέρουν καφέ και κοιμώμεθα αμέσως.
Σήμερα εξύπνησα εις τας 8 π.μ. Μας
φέρουν καφέ... Εις τας9 1/2 πηγαίνω με τον Κολοκοτρώνην εις το σχολείον του
χωριού. Τούτο κατέχει ένα αρκετά μεγάλον αλλά πτωχικόν δωμάτιον εις τον πρώτον
όροφον ενός παλαιού σπιτιού και θερμαίνεται από σιδηράν θερμάστραν. Ολόγυρα
είναι θρανία επί των οπίων κάθονται αρκετά στοιβαγμένα 50 περίπου αγόρια και
εις το άκρον ενός θρανίου 6-7 κορίτσια ως 11 ετών. Ένας μαύρος ξύλινος πίναξ
είναι το μόνον κόσμημα της τάξεως. Ο
διδάσκαλος είναι νέος 25-30 χρόνων, κοντός, αμούστακος, κόκκινος, με ανοικτήν
και έξυπνον φυσιογνωμίαν. Μισθοδοτείται από την Μητρόπολιν 15 λίρας το έτος.
Είναι έγγαμος και έχει 3 παιδιά. Τα γράμματα τα έμαθεν εις τον Παρνασσόν, όταν
επί δεκαετίαν εχρημάτισε πηλοφόρος εις τας Αθήνας. Ομιλεί αρκετά καλά τα
ελληνικά. Αφού πρώτον του εδείξαμεν ενδιαφέρον διά το άτομόν του και διά την
εργασίαν του, τον συνεχάρημεν διά την τάξιν την οποίαν ετήρει. Και τωόντι,
μόλις εισήλθομεν εις την τάξιν, όλοι εσηκώθησαν και εκάθησαν μόνον όταν τους
διέταξεν ο διδάσκαλος. Αν και ήσαν 50 τον αριθμόν, δεν ηκούετο κανείς θόρυβος
εις την τάξιν. Τα χέρια και πρόσωπά των ήσαν καθαρά, ως επίσης και τα βιβλία
και τα τετράδιά των. Εβάλαμεν 2-3 παιδιά να αναγνώσουν και εδιάβασαν τελείως
καλά, αλλά δεν εννοούσαν όλα όσα εδιάβαζαν. Κατόπιν τους έκαμεν από αυτήν την
παναθεματισμένην τεχνολογίαν, την οποίαν επίσης εγνώριζαν καλά. Τον
συνεβουλεύσαμεν να μη κοπιάζη αυτός και τα παιδιά με την ευλογημένην αυτήν
πληγήν των παιδιών, αλλά να τους κάμνη ομιλίας. Έπειτα υπαγόρευσα εις ένα την
εξής φράσιν: "Ο Έλλην πρέπει να είναι καλός πατριώτης διά να ελευθερώση
την πατρίδαν" και την έγραψεν αρκετά καλά. Όταν εφεύγαμεν, έδωκεν ο
Γιώργος εις τον διδάσκαλον ένα χρυσό πεντόφραγκον, εγώ δε ένα μετζίτι διά να
μοιράση εις τα παιδιά και όταν ήλθε να μας αντεπισκεφθή εις το σπίτι μας, του
εδώσαμεν άλλο ένα, ενώπιον των προυχόντων, διά να αγοράση χαρτί διά το
σχολείον. Του παρεστήσαμεν το ύψος της αποστολής του και τον απεχαιρετήσαμεν.
Όταν επεστρέψαμεν ήτον η ώρα του
φαγητού. Πριν στρώσουν, ήλθε μια νέα με μίαν χαλκίνην λεκάνην και ισταμένη προ
εκάστου εξ ημών μας έχυνε νερό διά να νίψωμεν τα χέρια μας. Διά το πρόγευμα,
επί του σιφρά, εκτός του αφθονωτάτου κρασιού, δεν είχε τίποτε άλλο από τρεις
πήτες, την μίαν επάνω σεις την άλλην. Η πρώτη ήτο καμωμένη με αραβόσιτον, αυγά
και γάλα, η δευτέρα με τυρί και η τρίτη με κρομμύδια και άλλα χορταρικά. Σε
βεβαιώ ποτέ δεν έφαγα και έπια τόσον.
Το απόγευμα περί τας 5 μ.μ., κατόπιν
προσκλήσεως του Κώτα, συγκεντρώθησαν εις το δωμάτιόν μας 12 προύχοντες. Εις
αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικώτατα - μετέφρασε (στους
αξιωματικούς) ο Πύρζας - ωμίλησε μακεδονικά, ο Κώτας. Τους
είπε πολλά, αλλά περιορίζομαι να σου ειπώ ότι ήσαν όλα σύμφωνα με τας ιδέας
μας, ο δε τόνος της φωνής του και το ύφος του έδεικνυον ότι τα έλεγε
ειλικρινώς. Όλοι οι προύχοντες ενθουσιάστηκαν και συμφώνησαν με τον Κώταν. Μετά
τον Κώταν τους ωμίλησεν ο Αλέκος (Κοντούλης) με τη συνήθη βαθείαν του λογικήν
και φρόνησιν, επίσης δε και πολλοί άλλοι τους ωμίλησαν πολύ ωραία εις τρόπον
ώστε ν' αυξήσουν τον ενθουσιασμόν των. Εγωιστικώς φερόμενος θα σου κάμω μίαν
μικράν περίληψιν του λόγου τον οποίον εξεφώνησα προ της μακεδονικής αυτής
βουλής, διά να γνωρίζης υπό ποίον πνεύμα ομιλώ εις τους αδελφούς μας.
"Αδελφοί, ημείς που ήλθαμεν από τας Αθήνας διά να σας βοηθήσωμεν, εφέραμεν
μαζί μας μόνον αγάπην, πατριωτισμόν και παλληκαριά. Με αυτά μόνον και με τα
όπλα, που θα σας φέρωμεν αν τα θελήσετε, θα σας βοηθήσωμεν να υπερασπισθήτε
κατά των ατιμιών των Τούρκων. Ημείς δεν θα σας βιάσωμεν να μας ακολουθήσετε,
όπως σας έκαμαν οι Βούλγαροι. Αυτοί σας ανάγκαζαν να πωλήτε και τα βώδια σας
διά να τους δώσετε χρήματα δι' όπλα. Αλλά αφού έπαιρναν τα χρήματά σας, όχι
μόνον όπλα δεν σας έδιδαν, αλλά το καλοκαίρι διά της βίας σας εσήκωσανμόνον και
μόνον διά να δείξουν εις την Ευρώπην ότι η Μακεδονία είναι βουλγαρική και ολόκληρος
επανεστάτησε. Και αφού έκαμαν έτσι το κέφι τους, άφησαν τους Τούρκους και
έκαψαν τα χωριά σας. Ημείς όπλα θα δώσωμεν δωρεάν εις όσους μας ζητήσουν. Αλλά
και εκείνους που δεν θα μας ζητήσουν, θα τους αγαπώμεν και θα τους
προστατεύωμεν. Ημείς δεν θα βγάλωμεν μάτια, ούτε αυτιά θα κόψωμεν, ούτε θα
κρεμάσωμεν κανένα. Αλλά, ένας δικός μας άμα δολοφονήται, αμέσως θα σκοτώνωμεν
ένα ένοχον εχθρόν, Δεν θα κρυπτώμεθα, όπως οι άτιμοι Σαράφωφ, Τσακαλάρωφ και
λοιποί. Αλλά θα πολεμούμε στήθος με στήθος και πρώτα θα πέφτωμεν ημείς και
έπειτα εσείς. Η πολιτική μας εφέτος είναι η εξής. Πρέπει να εμποδίσωμεν τους
Βουλγάρους να κάμουν πάλιν κακουργήματα και την ιδίαν περσινήν
ψευδοεπανάστασιν. Διότι ο κόσμος όλος κονεύει να πιστεύση ότι εδώ μέσα μόνον
Βούλγαροι είναι. Αυτό πρέπει να γίνη εφέτος. και του χρόνου εργαζόμεθα διά την
ελευθερίαν κλπ. κλπ.". Βεβαίως αυτός ο πολιτικός λόγος δεν είχε αξιώσεις,
αλλά λεγόμενος με τόνον και ελικρίνιαν δεν ημπορεί παρά να τους έκαμεν
εντύπωσιν. Η συνάθροισις διελύθη και απεκομίσαμεν αμφοτέρωθεν λαμπράς
εντυπώσεις. Σε βεβαιώ ότι θα ήθελα να παρευρίσκεσο εις την συνάθροισιν αυτήν.
Όλοι οι προύχοντες (ομιλούν όλοι
κάλλιστα τα ελληνικά) εκάθοντο κάτω σταυροπόδι, από το ένα μέρος του δωματίου.
Από το άλλο ημείς επίσης σταυροπόδι. Ο Κώτας με την φανταστικήν στολήν του
(φορούσε ένα είδος τουρκικής στολής), γονατιστός ενώπιόν των τους ωμιλούσε με
πολύν ενθουσιασμόν και πολλήν διπλωματίαν διά τα διάφορα ζητήματά μας. Όταν
έφθασεν εις το ζήτημα της ελευθερίας τους έκαμε την εξής ευφυεστάτην παραβολήν.
"Ημείς οι Μακεδόνες διά ν' αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν'
ακολουθήσωμεν. Εκλέξατε εσείς ποίον θέλετε. Ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν.
Είναι δρόμος που βαστά 30 ημέρας και είναι γεμάτος αγκάθια που θα μας γδάρουν
ως που να φθάσωμεν εκεί. Ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα εις 3 ημέρας και είναι
ωραίος και καθαρός".
Αφού έφυγαν οι άνθρωποι, εκαθήσαμεν και
ημείς και εφάγαμεν καλά, πολύ ευχαριστημένοι από την υποδοχήν. Όλοι μας
απήντησαν ότι πιστεύουν αληθινά ότι ημείς θα τους δώσωμεν ασφάλειαν εφέτος και
του χρόνου ελευθερίαν. Εις τας 10 την νύκτα εφύγαμεν διά την Ρούλιαν, την
πατρίδα τού Κώτα. Οι χωρικοί μας προσέφεραν μουλάρια και εξεκινήσαμεν μ' ένα
καιρόν εξαίσιον" [Μελάς, 238-243].
Στις 8 Νοεμβρίου 1904 ο υπολοχαγός
Γιώργος Κατεχάχης (Ρούβας), που μόλις είχε μπει στη Μακεδονία με το σώμα του,
ως ο νέος αρχηγός των ελληνικών ομάδων μετά το θάνατο του Μελά, έλαβε επιστολή
από το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη που τον πληροφορούσε να
προσέχει γιατί στο χωριό Γκαμπρές των Κορεστίων βρισκόταν ο
Μήτρος Βλάχος με τους άντρες του [Καραβίτης, 144].
Ο Κατεχάκης θα βρεθεί κάποια στιγμή
αργότερα κοντά στο Γκάμπρες και ο Δημήτρης Νταλίπης που βρισκόταν στο σώμα και
καταγόταν από εκεί, θα του προτείνει να μπουν στο χωριό. Ο Καούδης όμως
απέτρεψε την είσοδο, καθώς θεωρούσε το χωριό εχθρικό και την ενέργεια
επικίνδυνη [Καραβίτης, 168].
Στο Γκάμπρες θα μπει για λίγο ο
Καραβίτης με την ομάδα του, πάλι μετά από προτροπή του Νταλίπη, που επιθυμούσε
«να κάμη την εμφάνιση του ως καπετάνιος» στους συγχωριανούς του
[Καραβίτης, 246].
Σύμφωνα με λίστα που βρίσκεται στο
αρχείο του Τσόντου-Βάρδα, στο Γκαμπρέσι δεν υπήρχε «πλην
του αδελφού του Νταλίπη ουδείς άλλος ημέτερος» [Αρχείο Βάρδα, φάκελος
17-19].
Στο ίδιο αρχείο, σχετικά με τα φρονήματα
των κατοίκων του Γκάμπρες, βρίσκουμε την εξής πληροφορία: «... εις το
Γκαμπρέσι, όπου και ο τελευταίος ημέτερος και άλλοτε διδάσκαλος Γκίζος
ανεχώρησε δι' Αμερικήν» [Αρχείο Βάρδα, φάκελος 4].
Ο Γιώργος Μακρής θεωρούσε τον Παπαμήτρο εκ Γάβροβου,
ως έναν από τους προδότες-υπεύθυνους για το θάνατο του Παύλου Μελά [Αρχείο
Βάρδα, φάκελος 6].
Στις 29 Αυγούστου 1905 ο Τσόντος-Βάρδας
μπαίνει με το σώμα του στο Γκάμπρες. Διαβάζουμε σχετικά στο ημερολόγιό του: «Καθ'
όλην την ημέραν μένομεν άνευ ουδεμίας ειδήσεως. Προς το εσπέρας μεταβαίνει ο
Νταλίπης εις το χωρίον του, προειδοποιεί και μετέβημεν, πολλοί χωρικοί μας
υποδέχονται μετά φαινομενικής προθυμίας, η οποία άγνωστον κατά πόσον είναι
αληθής, διότι πρώτη φοράν γίνεται εις Ελληνικόν σώμα. Τοποθετούμεν σκοπούς εις τα
διάφορα σημεία και διανεμόμεθα εις τας οικίας ανά 6 όπως φάγωμεν διότι είμεθα
εντελώς νηστικοί. Επειδή δε είναι του Αγίου Ιωάννου (Νηστευτού) δεν ευρίσκει
τις μαγειρευμένον τίποτε και καταφεύγομεν εις σαλάτας κ.τ.ό. Μοι λέγουσιν ότι
οι κομίται ειδοποίησαν διά γυναικών ότι θα έλθωσιν εις το χωρίον, δεν δίδω
πολλήν πίστην, εν τούτοις διά παν ενδεχόμενον εξέρχεται ο Γ. Κλάπας και ο Π.
Γύπαρης μετά των υπ' αυτόν και καταλαμβάνει επίκαιρον θέσιν. Συνομιλώ μετά
διαφόρων και την νύκτα εξερχόμεθα του χωρίου» [Βάρδας Α, 206-207].
Ο Βάρδας με τους άντρες του λημεριάζει
κοντά στο χωριό. Την άλλη μέρα, στις 30 Αυγούστου 1905, γράφει στο ημερολόγιό
του: «Ατυχώς ένεκα αμελείας ή παρεξηγήσεως ο Νταλίπης δεν κατόρθωσε να μας
εύρη σφακτά και οι άνδρες δεν έφαγον κρέας, από της 24ης, εισί δ' ως εκ τούτου
εξανλημένοι εκ των συχνών πορειών. Διά τούτο πάντες γογγύζουσι κατά τούτου, δεν
είχεν έλθει δ' ακόμη μέχρι της μεσημβρίας ο άρτος όν παρήγγειλα να ζυμώσωσιν εκ
καθαρού αλεύρου σίτου, πληρώσας δι' αυτό. Αποφασίζω να μεταβώσι 3 άνδρες εις το
χωρίον και ο Νταλίπης μετά του συγχωρίου του αντάρτου Μήτσου ίνα εύρωσι κρέας,
παρασκευάσωσιν αυτό και την εσπέραν κατέλθομεν να δειπνήσωμεν. Μόλις ανεχώρησαν
οι ανωτέρω έφθασεν ο άρτος και ύδωρ, διότι δεν έχει εις το λημέρι, υπό 2
γερόντων κομισθέντα. Γράφω έκθεσιν του 2ου 15ημέρου του παρελθόντος μηνός και
επιστολήν εκτεταμένην διά Βιτόλια αισιοδοξών διά τα Κορέστια, Ενώ όμως σχεδόν
είχον περατώσει ταύτας, ακούονται σφοδροί πυροβολισμοί εκ των υπερκειμένων
Δυτικών ορέων Σμαρδεσίου, εις ους ανταποκρίνονται οι σκοποί ημών. Δράττομεν τα
όπλα και τρέχομεν προς την κορυφήν, οι πυροβολισμοί είναι πολλοί καθ' όλην την
κορυφογραμμήν, άπαντες επαναληπτικών όπλων. Ομοίως ακούονται τοιούτοι και εις
το χωρίον, όπου νομίζομεν ότι είναι στρατός και ίσως επυροβόλησε τους
μεταβάντας διά το φαγητόν εκεί. Μετά πολλού κόπου ανερχόμεθα την απότομον και
βραχώδη κλιτύν, φθάνομεν τινες, ολίγοι όμως, εις την οφρύν, ο ατρόμητος όμως Γ.
Κλάπας πρώτος ανέρχεται εκ του αριστερού άκρου εις το υψηλότερον σημείον και
αμέσως βάλλεται υπό ενεδρεύοντος κομίτου δεξιόθεν εις την καρδίαν και πίπτει
άπνους, χάνω δ' ένα των γενναιοτέρων ανδρών μου. Εξακολουθούμεν το διαρκές πυρ
κατά των υψηλοτέρων σημείον διότι δεν βλέπομεν ουδένα, εκτός μόνον του κρότου
και των σφαιρών ας ακούομεν, επίσης και τας φωνάς "Ούρα!". Προς
στιγμήν κλονιζόμεθα ότι θα μας αναγκάσωσι να κατέλθωμεν. Τέλος όμως διά φωνών
και ενθαρρύνσεων προς τους άνδρας και συνεχών πυροβολισμών μένομεν κύριοι του
υψώματος, εφ ου όμως δεν δυνάμεθα να ανέλθωμεν, διότι υπάρχει εις καλήν
απόστασιν άλλο υψηλότερον όπερ κατείχον αυτοί και εξ ου έβαλλον. Επήλθεν η νυξ,
αλλά πλήρης φωτός εκ της σελήνης, σύρομεν τον νεκρόν του ατυχούς Κλάπα
χαμηλότερον, αφαιρούμεν τον οπλισμόν αυτού και ό,τι άλλο είχε και τον ρίπτομεν
εντός συστάδας δένδρων, όπως ει δυνατόν μη ευρεθή υπό των κομιτών αργότερον και
κρεουργηθή. Κατερχόμεθα προς το λημέριον, προς ανεύρεσιν πολλών ειδών μας,
άτινα είχομεν εγκαταλείψει προς ελάφρυνσιν. Ευρίσκομεν και τους Π. Πατρόν,
βαρέως τραυματισμένον εις το δεξιόν βραχίονα, έχει θραυσθή, και τον Πάνον
Τσαουσέλον ή Ξηρομερίτην εις τους λόφους της έδρας. Επιδένει τας πληγάς αυτών ο
Πύρζας και κατερχόμεθα χαμηλότερον, μη γνωρίζοντες τι να πράξωμεν και που να
βαδίσωμεν άνευ οδηγού. Απουσιάζουσι δε και οι κατεβάντες εις το χωρίον. Ενώ αφ'
ετέρου οι όντες σκοποί κατά την έναρξην της συμπλοκής μας λέγουσιν ότι κομίται
είχον κυκλώσει το χωρίον και επυροβόλουν. Τέλος αποφασίζομεν να κατέλθωμεν μετά
προφυλάξεως εις το χωρίον και να πληροφορηθώμεν εκ τινος των κατοίκων τα
διατρέξαντα εκεί. Εισέρχονται τινες και κατορθώσι να εύρωσι 2 χωρικούς, οι
οποίοι διηγούνται ότι πολυπληθείς κομίται εκύκλωσαν το χωρίον, ότι οι ημέτεροι
εξήλθον, αλλ' άγνωστον που διηυθύνθησαν, οι δε κομίται εισελθόντες έφαγον το
φαγητόν, είπον δ' εις τους χωρικούς να κλεισθώσιν εις τας οικίας των, όπερ
σημαίνει ότι είχον μετ' αυτών χωρικούς, ους δεν ήθελον να ίδωσιν οι
Γκαμπρεσιώται. Μη δυνάμενοι να παραλάβωμεν τους πληγωμένους, τους εμπιστευόμεθα
εις τον ένα χωρικόν, εις ον δίδω 1 εικοσόφραγκον, εξάδελφον του Νταλίπη ονόματι
Βαγγέλην, τον δε άλλον παραλαμβάνομεν ως οδηγόν. Εκκινούμεν βαδίζοντες επί μιας
γραμμής και εις μεγάλην απόστασιν, διευθυνόμεθα Β.Α., διερχόμεθα τον ποταμόν
εις ον ολισθήσας πίπτει ο Λάκης Πύρζας και βρέχεται όλος. Μόλις δε είχομεν
απομακρυνθή ολίγον πυροβολούμεθα εκ μικράς αποστάσεως υπό των ενερδευόντων
κομιτών, χωρίς να απολέσωμεν στιγμήν απομακρινόμεθα εκ της θέσεως μας και
ύστερον μετατιθέμενοι από θέσεως εις θέσιν κι από δένδρου εις δένδρον και
πυροβολούντες απομακρυνόμεθα, άνευ ουδενός ατυχήματος, ελλείπουσιν όμως 3 εκ
των ανδρών οίτινες μετά του οδηγού φαίνεται ηκολούθησαν άλλην διεύθυνσιν.
Βαδίζομεν την λοιπή νύκτα, διότι τα ανωτέρω εγένοντο περί το μεσονύκτιον και
φθάνομεν τα εξημερώματα εις τι δάσος Ανατολικώς του χωρίου Ρούλια» [Βάρδας Α,
207-209].
Την είσοδο των Ελλήνων στο Γκάμπρες και
τη σύγκρουση ανάμεσα στη μακεδονική τσέτα και το ελληνικό σώμα περιγράφει στο
ημερολόγιό του και ο Λάκης Πύρζας. Στις 29 Αυγούστου γράφει: «Την ημέρα
μείναμε εις το λημέρι Πιόιτε, ετοιμάστηκαν τρεις Κρητικοί να φύγουν και ο Λάκης
εκ Μοναστηρίου του οποίου ο αρχηγός έδωσε φύλλο πορείας. Εις τας 10 κατέβηκε ο
Δαλίπης και τσάκωσε τον αδελφό του να ειδοποιήσει εις το χωριό διά καταλύματα.
Εις τας 11 1/2 αναχωρήσαμε από το λημέρι, εις την μία πήγαμε εις το χωρίο
Γαπρέση, μας έκαμαν καταλύματα, φάγαμε λίγο ψωμί. Εις τις 5 αναχωρήσαμε διά το
λημέρι η Ψηλή Τούμπα. Μας έστειλαν γράμμα από την Ποσδέβιστα ότι μας δέχονται
ευχαρίστως» [Πύρζας, 66].
Την επομένη, στις 30 Αυγούστου, ο Πύρζας
γράφει: «Την ημέρα μείναμε εις το λημέρι Ψηλή Τούμπα. Μας έφεραν νερό από το
Γαπρέση, το μεσημέρι ξανά μαγείρεψαν. Ο Δαλίπης κατέβηκε εις το χωρίο με 4
παιδιά να μαγειρέψουν κρέας. Οι περισσότεροι κοιμόνταν. Εις τας 11 είχα
ξυπνήσει, άναψα ολίγη φωτιά να ψήσω ένα καφέ, μόλις φούσκωνε ο καφές να τον
βγάλω, μας έριξαν την πρώτη μπαταριά, η ώρα 11 και 20 λεπτά, από πάνω μας. Είπα
του Δημ. Τσάπανου και Σπανού, ετοιμαστείτε παιδιά και εξακολούθησα τον καφέ
μου. Μας έριξαν τη δεύτερη όταν είχα χύσει τον καφέ στο φλιτζάνι. Μας έριξαν
και την τρίτη. Τρεις φορές ρούφηξα και έχυσα τον καφέ. Έδωσα τον τσεσβέ του
Σπανού, επειδή φώναξε ο αρχηγός τις πέτρες να πιάνουμε. Του Δ. Τσοπάνου είπα να
τραβήξει απάνω και εγώ τράβηξα με το Σήφη τον Κρητικό να πιάσουμε τις πέτρες.
Οι άλλοι έτρεξαν πάνω, έριξα μόν μία, ο Σήφης έφυγε, κατόπιν είδα να φεύγει ο
Λούκος, τον ρώτησα που πηγαίνεις, δεν τον άκουσα τι μου είπε. Πήρα το Σπανό και
τράβηξα τον ανήφορο. Καθ' οδόν αντάμωσα το Σταύρο Ιωάννη και το Στατιστινό.
Απάνω παιδιά, τους είπα από μία ώρα, μακριά ακούγονται μερικοί πυροβολισμοί.
Σταθήκαμε ολίγο εκεί. Αφού νύχτωσε μαζί με τους άλλους κατεβήκαμε. Άμα φθάσαμε
πλησίον του αρχηγού, ήταν με δύο άλλους σε μία πέτρα. Αριστερά δεν υπήρχε
κανείς, άφησα το σάκο και την κάπα, πήρα τον ανήφορο και βγήκα ψηλά αριστερά του
αρχηγού. Από κάτω μας έριχναν οι κομίτες. Φοβάμαι μήπως είναι στρατός από το
Κονομπλάτι, διότι ο Δαλίπης με τα παιδιά πολεμούσαν. Όλο επαναληπτικά μας
έριχναν από κάτω. Κατόπιν ήλθαν πλησίον μου τρία παιδιά, του Σκλαβούνου
υπαξιωματικοί. Έως την 1/2 ώρα μας έριχναν και κατόπιν έφυγαν οι Βούλγαροι
διότι φοβήθηκαν, αν και είχαν τέτοια οχυρά θέση, πέτρες μεγάλες και ήσαν εις
ψήλωμα, ενώ δεν είμεθα πολλοί, έως 13 άνδρες, είχαμε ανέβει πάνω διότι και το
όλο είμεθα 28 άνδρες. Άμα έπαυσαν το πυρ και αποσύρθηκαν, περίμεναν κάμποσα
λεπτά, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Πήραν το μακαρίτη Κλάπα και τον κατέβασαν
ολίγο παρακάτω. Ο αρχηγός κατέβηκε κάτω με το Μιχάλη και ένα Κρητικάκη, να
ζητήσουν τις κάπες και τους σάκους. Μου είπαν να περιμένω να φέρουν τον Κλάπα
παρακάτω να τους πω να τον βάλουν εις κάτι κλαριά. Άμα έφεραν τον Κλάπα, τον
ταίριαξαν εις τα κλαριά, τους είπα να περιμένουν και άμα ακούσουν την σφυρίχτρα
μου να κατέβουν. Κατέβηκα κάτω, αντάμωσα τον Αρχηγό, του είπα περί Κλάπα, βρήκα
τα πράγματα. Σφύριξα τρεις φορές να κατέβουν οι άλλοι, είδα ότι ήταν πληγωμένοι
ο Πάνος πίσω στο παχύ κρέας, στα δυο ποδάρια τον είχε πάρει η σφαίρα. Ο Παυλής
Πατέρας εις το δεξί χέρι μεταξύ του ώμου και της μεσαίας κλειδώσεως του χεριού
εις το ψαχνό κρέας. Ο δε Δημ. Τσάπανος ήταν πληγωμένος εις το αριστερό χέρι,
είχε δύο πληγές, μία εις τον ώμο και μία άλλη ολίγο παρακάτω έως 2-3 δάχτυλα.
Το κεφάλι του, το πρόσωπο και όλο το χέρι ήταν με αίματα χτυπημένος από τις
πέτρες. Έδεσα πρώτα την πληγή του Παυλή Πατέρα, με βοήθησε ο Σήφης, κατόπιν
έδεσα την πληγή του Πάνου, με βοήθησε ο λοχίας Στάθης. Κατόπιν έδεσα την πληγή
του Δημ. Τσάπανου, με βοήθησε ο Παύλος. Κατεβήκαμε εις το χωριό Γαπρέση,
ζυγώσαμε εις το χωριό, εις δύο σπίτια μόνο είδαμε φως. Μας έβγαλαν λίγο νερό,
πήραμε δυο χωρικούς, τους βγάλαμε έξω από το χωριό όπου ήταν ο αρχηγός. Ο ένας
χωρικός, ο Βαγγέλης, εξάδελφος του Δαλίπη. Δώσαμε το όπλο του μακαρίτη Κλάπα,
αφήσαμε τους δύο πληγωμένους, τον Παυλή και τον Πάνο, διότι δεν μπορούσαν να
ακολουθήσουν. Του έδωσε ο αρχηγός ένα εικοσόφραγκο του Βαγγέλη, διά να κρύψει
τους πληγωμένους, να τους πάει εις την Καστοριά. Ρωτήσαμε τον Δαλίπη, τι
γίνεται με τα παιδιά. Μας είπε ότι βγήκαν από το χωριό, δεν ξέρουμε τι γίνεται.
Πήραμε τον άλλο χωρικό ως οδηγό και κατεβήκαμε προς τα κάτω του χωριού. Πως
περνούσαμε το ποτάμι, φωνάξαμε γρήγορα να περνούν, γλίστρησα και έπεσα καθιστά,
εις το ποτάμι είχε και πολύ νερό, ήταν σαν γούρνα, εις τη μέση απάνω βράχηκα.
Ευτυχώς ο Πέτρος Γούλας μου έδωσε το χέρι και με τράβηξε. Μόλις βγήκα το
τουφέκι μου βράχηκε. Ο αρχηγός μου είπε, άιντε τώρα ζήτησε ένα μαντήλι να
σκουπίσεις το όπλο. Ο αρχηγός μου έδωσε το μαντήλι, σκούπισα τη μηχανή. Κατόπιν
παρατήρησα ότι και παραπάνω ήταν βρεγμένο. Πήρα το μαντήλι του Σπανού από το
κεφάλι, καθώς σκούπιζα το όπλο μου. Μας έπεξαν μια μπαταριά από το δεξιό μέρος,
κατόπιν από το αριστερό. Εις δύο μέρη μας είχαν πιασμένο το δρόμο. Αμέσως τους
πετάξαμε και εμείς και προχωρούσαμε και πότε να τους ρίχναμε. Χάσαμε τον οδηγό
όπου είχαμε. Χάσαμε και το Σηφη, τον Ιωάννη και ένα κρητικάκι. Μείναμε χωρίς
οδηγό. Ούτε από μας ήξερε κανείς το μέρος. Στραβά κουτσά ανέλαβα εγώ, είπα του
αρχηγού να τραβήξουμε διά το λημέρι απάνω από το Τύρνοβο. Πήραμε τον ανήφορο.
Το πρωί μόλις φτάσαμε εις το βουνό η Ψηλή Κορυφή (Βίσακιο Βερ), απέναντι της Ρούλιας»
[Πύρζας, 66-67].
Στις 4 Σεπτεμβρίου γίνεται γνωστό στο
Βάρδα πως «οι κομίται εφόνευσαν τους 2 τραυματίας τους εις Γκαμπρέσι
αφεθέντας» [Βάρδας Α, 216].
Η είδηση της συμπλοκή στο Γκάμπρες,
γίνεται γνωστή στον αθηναϊκό τύπο μετά από δέκα μέρες.
Το ΣΚΡΙΠ μεταξύ άλλων γράφει πως πριν ο
Νταλίπης φτάσει στο χωριό, έστειλε πρώτα 15 άντρες να καταλάβουν το όρος Καλιά.
Αυτός δε με τους υπόλοιπους μπήκε στον οικισμό και «συνέλαβε τρεις εκ των
φανατικωτέρων σχισματικών κατοίκων τους οποίους προσεπάθησε να νουθετήση
επιπλήξας αυτούς διά την περίθαλψίν των προς τους κομιτατζήδες. Εις απάντησιν
οι σχισματικοί εξύβρισαν τον οπλαρχηγόν, όστις πάραυτα τους εθανάτωσε»
[ΣΚΡΙΠ, 11.9.1905, σ. 3].
Στην εκτέλεση των τριών αιχμαλώτων
επανέρχεται η εφημερίδα την άλλη μέρα. Αφού πρώτα σημειώνει ότι έγινε γνωστό
πως επικεφαλής του σώματος ήταν ο ίδιος ο Βάρδας, επαναλαμβάνει πως το σώμα «συνέλαβε
και τρεις αιχμαλώτους, τους οποίους, αφού ματαίως προσεπάθησε να νουθετήση
εθανάτωσεν» [ΣΚΡΙΠ, 12.9.1905, σ. 3].
Το ΕΜΠΡΟΣ, αν και έχει εκδότη του τον
Δημήτρη Καλαποθάκη, τον πρόεδρο του μακεδονικού κομιτάτου της Αθήνας,
καθυστερεί να πληροφορήσει τους αναγνώστες του για τη μάχη στο Γκάμπρες:
«Την 30ην (Αυγούστου) προς
το χωρίον Γκαμπρέσι εγένετο πεισματώδης συμπλοκή εναντίον πολλών κομητατζήδων,
οίτινες υπό τον Μήτρον Βλάχον κατέλαβον επικαιροτάτας θέσεις και υψηλάς κορυφάς
ορέων, οπόθεν έτοιμοι ήσαν να επιπέσωσι κατά του ελληνικού σώματος. Η συμπλοκή
απέβη κατά των Βουλγάρων εκτοπισθέντων. Ατυχώς εκ των Ελλήνων εφονεύθη ο Γ.
Κλάψας ο πρωτοστατών εις πάσαν τολμηράν και ηρωικήν πράξιν και ετραυματίσθησαν
οι ισάξιοι του Γ.Κλάψα, Παύλος Πάτρας και Π. Τσαουσέλος. Τους δύο τούτους
τραυματίας έθεσεν προς νοσηλείαν εις το χωρίον μη υπαρχόντος κατά την
περιφέρειαν τούτου ουδενός ορθοδόξου, ελήφθησαν δε και αι σχετικαί υπέρ των
τραυματιών προφυλάξεις υπό του Βάρδα». Τέλος γράφει πως η τσέτα του Μήτρου
Βλάχου, όταν έμαθε για τους δύο ελληνες τραυματίες, επέστρεψε στο χωριό και
τους σκότωσε [ΕΜΠΡΟΣ, 18.9.1905, σ. 3-4].
Πέντε μέρες αργότερα το ΕΜΠΡΟΣ
παρουσιάζει νέες λεπτομέρειες της συμπλοκής, που άντλησε όπως γράφει από τους
πρωταγωνιστές των γεγονότων Γύπαρη και Κουντουράκη. Εδώ γίνεται λόγος για 28
συνολικά αντιπάλους εχθρούς. Ο Γιώργος Κλάπας κατάφερε να «φονεύση ιδία
χειρί τρεις Βουλγάρους ότε σφαίρα εχθρική τον εύρεν εις την καρδίαν και τον
έρριψεν άπνουν». Η τύχη των δύο ελλήνων πληγωμένων και νοσηλευόμενων στο
χωριό επιβεβαιώνεται. Τους σκότωσαν κατόπιν προδοσίας [ΕΜΠΡΟΣ, 23.9.1905, σ.
3-4].
Η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, αλλά και ο Καραβίτης
υποστήριξαν αργότερα πως ο ένας από τους δύο τραυματίες, ο Πάτρας, αυτοκτόνησε
για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των αντιπάλων [ΣΚΡΙΠ, 15.10. 1905, σ. 3 και
Καραβίτης, 378]. Την άποψη αυτή αποδέχτηκε και ο Μόδης [Μόδης Α, 194].
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1905 ο Βάρδας μαθαίνει
από χωρικούς στη Ρούλια, «ότι ο Μήτρος Βλάχος διαρκώς κάθηται εις Γκαμπρέσι
την νύκτα και την ημέραν εξέρχεται». Ο έλληνας αρχηγός γράφει σχετικό
γράμμα στον Καραβαγγέλη: «Έγραψα εις τον Μητροπολίτην να ενεργήση διά
στρατού να κτυπηθή ο Μήτρος Βλάχος εις Γκαμπρέσι ή αν είναι δυνατόν να μας τον
προδόση αντί αδράς αμοιβής ο αδελφός του Νταλίπη Φλώρος, όταν εξέρχεται εις το
λημέρι να μας υποδείξη ποίον» [Βάρδας Α, 227-229].
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1905 ο Βάρδας
σημειώνει πως τάγμα κυνηγών (αβτζή ταμπούρ), δύναμης 150 ανδρών, θέλησε να μπει
στο Γκάμπρες. «Οι εντός κομίται και οι κάτοικοι νομίσαντες ότι ήσαν αντάρτες
επυροβόλισαν κατ' αυτών και ο πυροβολισμός διήρκεσεν επί πολλάς ώρας, ότε ένεκα
του σκότους και της βροχής διέφυγον οι κομίται. Ο στρατός εφόνευσεν τον
πρωτόγερον και συνέλαβεν τους προεστούς εν οις και τον αδελφόν του Νταλίπη, ους
μετέφερεν εις Φλώριναν» [Βάρδας Α, 241].
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης απαντά στην
επιστολή του Βάρδα περί κομιτών στο Γκάμπρες και του ζητάει να εισβάλει εκεί
αυτός με το σώμα του. Ο Βάρδας σχολιάζει πως η πρόταση του είναι άξια απορίας,
καθώς είναι γνωστό «πως μας υποδέχονται μετά πυροβολισμών» [Βάρδας Α,
250].
Το 1906-1907 υπήρχε στο Γκάμπρες
στρατιωτική φρουρά 60-70 ανδρών [Καούδης, 125, 132 και Βάρδας Β, 40, 80, 805].
Σε αναφορά του προς το υπουργείο
Εξωτερικών, ο πρόξενος Μοναστηρίου Ν. Ξυδάκης σχολιάζει το θάνατο του Νταλίπη:
«Ο Δημήτριος Νταλίπης εκ Γκαμπρές καταγόμενος ήτο γενναίος και αρκούντος
ικανός οπλαρχηγός, γνωρίζων καλώς τα μέρη και τα χωρία και υπό την έννοιαν
ταύτην επαρκώς χρήσιμος. Το κύριον προσόν αυτού τε και του Παύλου Κύρου εκ
Ζελόβου καταγομένου ήτο ότι ήσαν εγχώριοι, επομένως εγκρατείς των λαλουμένων
γλωσσών, γνώσται του τόπου και των κατοίκων» [Προξενείο Μοναστηρίου,
11.12.1906, έγγραφο 832].
Στις 4 Απριλίου 1907 η ελληνική οργάνωση
θεωρεί το Γκάμπρες εξ ολοκλήρου σχισματικό. Δικούς της ανθρώπους
θεωρεί μόνο την οικογένεια του Νταλίπη [Βάρδας Β, 591].
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Μεταξύ 1906-1912 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Μακεδόνες τα εξής πέντε άτομα:
Ilia Zisso το 1906.
Pavle Ditchoff, Giro Jane Pandoff και Jane Toloff το 1910.
Ilia Yanoff το 1912.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1907-1923 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Βούλγαροι τα εξής έντεκα άτομα:
Nicola Kosta το 1907.
Tole Filipp και Tisso Ilo το 1909
Toanusi Stairo το 1910.
Dimitrios Hristou, Stoyan Illia, Emmanuel Markoff,
Hristo Traiko, Illia Zerpen, Petros Papadopoulos το 1916.
Maria Craleva το 1923.
Γκέρλενι / Grleni / Грлени. Μετονομάστηκε
σε Χιονάτον. Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται
ως Χιονάτο. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ακριτών του
νομού Καστορίας. Εδώ ζούσαν περίπου 700 μουσουλμάνοι, οι οποίοι
είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι κάτοικοι του χωριού
αναγκάστηκαν μέχρι το 1924 να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν
στην Τουρκία. Στη θέση τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε πρόσφυγες από τη
Μικρά Ασία και τον Πόντο. Το 1928 ζούσαν εδώ 330 πρόσφυγες.
Πηγές
Γκάρλιανη Καστορίας:
150 οθωμανοί [Σχινάς 1886].
Grleni [Αυστριακός
Χάρτης].
Гърлени /
Костурска каза, 600 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Γκάρλιανι Καστορίας:
«600 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Γκάρλιανη καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Γκέρλιανη Καστορίας,
700 άτομα (388 άρρενες και 312 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γκέρλιανη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Грлени, 130 σπίτια
μουσουλμάνων Βλάχων [Милојевић 1920].
Γκέρλιανη Καστορίας,
738 άτομα (412 άρρενες και 326 θήλεις) - 138 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν δύο περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Γκέρλιανη γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 87 προσφυγικές
οικογένειες (331 άτομα) [ΕΑΠ].
Γκέρλιανη,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 110 οικογένειες μουσουλμάνων (710 άτομα) και
ήρθαν 87 οικογένειες προσφύγων: 58 από τη Μικρά Ασία και 29 από τον Πόντο. Την
περίοδο 1931-1934 διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 86 κλήροι αγροτικής γης έκτασης
3.927 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
«Η κοινότης Γκέρλιανης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Χιονάτου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Γκέρλιανη εις Χιονάτον»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Χιονάτον (Γκέρλιανη) Καστορίας,
326 άτομα (154 άρρενες και 172 θήλεις). Υπήρχαν 323 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (153 άρρενες και 170 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 324 και 2 ετεροδημότες.
Επίσης 13 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Χιονάτον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 363 (181 άρρενες και 182 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 371
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 78
[Γρηγορίου].
Грлени: Οικισμός
μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός προσφύγων Μικρασιατών το 1940
[Симовски].
Χιονάτον,
363 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Χιονάτον Καστορίας:
324 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 210, 1971: 165, 1981: 194, 1991: 124,
2001: 155.
Υψόμετρο 960 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΡΜΟΥΤΙΔΗΣ, ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΑΡΤΑΝΙΔΗΣ,
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΒΕΡΒΕΡΑΚΗΣ, ΓΙΑΖΗΤΖΙΔΗΣ (3), ΓΙΑΖΙΤΖΙΔΗΣ (2), ΓΙΑΝΑΣΜΟΓΛΟΥ (2),
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ, ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ (3), ΚΑΡΑΛΙΩΤΗΣ,
ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑΣ (2), ΚΕΚΙΛΟΓΛΟΥ (3), ΚΕΣΙΔΗΣ, ΚΩΣΤΗΣ (3), ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΝΩΛΙΔΗΣ
(1), ΜΕΣΕΛΙΔΗΣ, ΜΠΕΡΜΠΕΡΑΚΗΣ (2), ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ (2), ΠΑΠΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ,
ΠΥΡΓΕΛΗΣ, ΣΑΒΒΟΥΛΙΔΗΣ (2), ΣΑΡΟΓΛΟΥ, ΣΚΕΤΕΡΗΣ (2), ΤΟΥΝΤΑΣ, ΤΡΥΓΟΥΤΗΣ (3),
ΤΣΙΓΑΝΗΣ, ΧΑΡΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Γκόρεντσι / Gorenci / Горенци.
Μετονομάστηκε σε Κορησός. Στην απογραφή του
2001 ήταν ένας οικισμός του δήμου Αγίων Αναργύρων, του
νομού Καστορίας. Καταγράφεται σε φορολογικά οθωμανικά κατάστιχα,
στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν ένας μικτός οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
μουσουλμάνων Τούρκων. Οι χριστιανοί είχαν διαιρεθεί σε πατριαρχικούς και
εξαρχικούς. Οι τελευταίοι αποτέλεσαν στόχο των ένοπλων ελληνικών ομάδων. Το
1912 ζούσαν εδώ περίπου 800 μουσουλμάνοι και 1.200 χριστιανοί. Όλοι οι
μουσουλμάνοι μετανάστευσαν υποχρεωτικά στην Τουρκία μέχρι το 1924. Στη θέση
τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε πρόσφυγες, κυρίως Μικρασιάτες. Το 1928 ο πληθυσμός
του χωριού ήταν σχεδόν 1.200 ντόπιοι Μακεδόνες και 400 πρόσφυγες. Δεν υπήρξαν
δημογραφικές αρνητικές επιπτώσεις λόγω του εμφυλίου πολέμου.
Πηγές
Геренджи / Костурско:
98 οικογένειες, στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Gorista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.800 [Synvet 1878].
Γκορέντσι Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 3.000 ψυχών, ων το 1/4 εισίν οθωμανοί, και έχον
εκκλησίαν, σχολείον αρρένων και θηλέων, τέμενος, ικανόν αριθμόν κρηνών, χάνια,
καφείον και 2 κλιβάνους» [Σχινάς 1886].
Gorenci [Αυστριακός
Χάρτης].
Горенци / Костурска каза,
1.800 χριστιανοί Βούλγαροι και 550 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Gorentzi,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Gorentzi / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 768 εξαρχικοί Βούλγαροι, 1.672 πατριαρχικοί Βούλγαροι,
180 Βλάχοι και 60 Τσιγγάνοι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με δύο
δασκάλους και 37 μαθητές και τριών πατριαρχικών με τέσσερις δασκάλους και 155
μαθητές [Brancoff 1905].
Γκορέντσι:
«Περιέχει ευαρίθμους οικογενείας βουλγαριζούσας, αίτινες από καιρού εις
καιρόν παρέχουσι τοις ορθοδόξοις πράγματα» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Γκόρεντσι Καστορίας:
«2.080 ορθόδοξοι Έλληνες, 70 σχισματικοί βουλγαρίζοντες και 850 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Γκόρεντσι καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Γκορέντση Καστορίας,
1.731 άτομα (825 άρρενες και 906 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γκορέντη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Απόφασις Υπουργείου Εσωτερικών
38200/31-10-1919 (ΦΕΚ 69/ 5.11.1919: «Ο οικισμός και η κοινότης Γκορέντσης
μετωνομάσθησαν εις οικισμόν και κοινότητα Κορησού (επαρχία Καστορίας)».
Горенци,
300 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 200 Τούρκων [Милојевић 1920].
Κορησός Καστορίας,
1.921 άτομα (872 άρρενες και 1.049 θήλεις) - 471 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 26 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Κορυσσός γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 88
προσφυγικές οικογένειες (358 άτομα) [ΕΑΠ].
Γκόρεντσι,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 75 οικογένειες μουσουλμάνων
(650 άτομα) και ήρθαν 87 οικογένειες προσφύγων: 5 από τη Θράκη, 67 από τη Μικρά
Ασία και 15 από τον Πόντο. Το 1928 διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 100 κλήροι
αγροτικής γης έκτασης 2.790 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
Κορησός Καστορίας,
1.468 άτομα (621 άρρενες και 847 θήλεις). Υπήρχαν 252 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά
το 1922 (109 άρρενες και 143 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 1.431, ετεροδημότες 29
και αλλοδαποί 9. Επίσης 217 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κορησσός,
υπήρχαν 330 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 30 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Κορησός Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.627 (740 άρρενες και 887 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός
1.791 [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 514
[Γρηγορίου].
Горенци:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Κατά το
μεσοπόλεμο είκοσι μακεδονικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Κορησσός,
1.552 κάτοικοι, εκ των οποίων 775 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή μάλλον.
Έδρασαν αντεθνικώς 165. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 14. Ευρίσκονται εις
τας οικίας των ανενόχλητοι 151. Παρατηρήσεις: Έφυγαν με Γερμανούς [Στατιστική
1945].
Горенци:
Μεταξύ Μαρτίου 1948 και Αυγούστου 1950, η ελληνική διοίκηση πήρε 25 παιδιά
από το χωριό στο ίδρυμα της βασίλισσας Φρειδερίκης «Αγία Τριάδα» στη Θεσσαλονίκη
[Мартинова, 50-52].
Κορησός Καστορίας:
1.835 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 1.136, 1971: 988, 1981: 1.105, 1991:
1.105, 2001: 1.309.
Υψόμετρο 720 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Στις 26 Μαρτίου 1903 διαβάζουμε στο
ημερολόγιο του Δραγούμη πως οι κομίτες έδιωξαν τον πατριαρχικό δάσκαλο Γκορέντσης. Η
πληροφορία προέρχεται μάλλον από το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη,
που σε επιστολή του δίνει και το όνομα του δασκάλου: Κ. Παπά-Γεωργίου [Δραγούμης,
62 και 542].
Στις 11 Αυγούστου 1903 ο Δραγούμης
σημειώνει, μετά τα αντίποινα των Οθωμανών εναντίων των αυτονομιστών, πως οι «οι
σχισματικοί της Γκορέντσης ζήτησαν να γυρίσουν ορθόδοξοι». Ο Γερμανός
Καραβαγγέλης γράφει σε αναφορά του, πως ο σχισματικός ιερέας Γκορέντσης ζήτησε μετάνοια και
το έλεος της εκκλησίας [Δραγούμης, 221 και 608].
Στις 10 Απριλίου 1904 τσέτα σκοτώνει το
δραγάτη στο χωριό Γκορέντση, έναν πατριαρχικό ονόματι Νικόλαο
[Δραγούμης, 476].
Στις 26 Ιουνίου 1905 ο Βάρδας
πληροφορείται με επιστολή, πως οι Ντόγρης και Κουτσούκης έπιασαν τον οθωμανό
δραγάτη στο δάσος της Γκορέντσης, τον κράτησαν δε και τον
φιλοδώρησαν για να πάρουν πληροφορίες για τις κινήσεις των αντιπάλων [Βάρδας Α,
152].
Στις 20 Ιουλίου 1905 ο Βάρδας γράφει στο
ημερολόγιό του: «Είχον γράψει εις Γκορέντσην να μας δεχθώσι, το εσπέρας μου
απαντώσι ότι οι Τούρκοι κάτοικοι φυλάττουσι την νύκτα, και ότι ο στρατός είναι
πλησίον, ένεκα του Κομανίτσοβου» [Βάρδας Α, 172].
Ο Νικόλαος Βλάχος στηριζόμενος σε
αρχειακές ελληνικές πληροφορίες, γράφει πως το 1907 «πυρπολούνται οικίαι και
θανατούνται κάτοικοι εις τα χωρία... Λουβράδες, Οσνίτσανην, Μογγίλαν,
Στρέμπενον και Γκορέντζην του καζά Καστορίας» υπό ελληνικών σωμάτων
[Βλάχος, 438].
Το Μάιο του 1907 έξω από το Μαύροβο «εφονεύθη
εις χωρικός εκ του χωρίου Γκόρεντσι» [ΕΜΠΡΟΣ, 28.5.1907, σ. 4].
Το φόνο αναφέρει την 1η Ιουνίου ο
πρόξενος Δημαράς στον Έλληνα υπουργού Εξωτερικών: «Την 17ην Μαΐου εφονεύθη
υπό Βουλγάρων μεταξύ Μαυρόβου και Γκορέντσης ο εκ Γκορέντσης ομογενής Κούζος
Τσικριτσής» [Προξενείο Μοναστηρίου, 1.6.1907, έγγραφο 354].
Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους
δολοφονήθηκε «ο σχισματικός Τράικο Δανδανώφ εκ Γκορέντσης» [ΕΜΠΡΟΣ,
8.12.1907, σ. 4].
Σύμφωνα με πληροφορία του Ντόγρα, που
υπάρχει στο αρχείου του Τσόντου-Βάρδα, «Το σώμα Αθαν. Σκλαβούνου πήρε από το
Λέχοβο μία Βουλγάρα και την εφόνευσεν Αυτή ήτο από το χωρίον Γκόρεσκο και την
είχε φέρει, εις Λέχοβον ο Τοσούμ Βέης, Τούρκος εκ του ιδίου χωρίου» [Αρχείο
Βάρδα, φ. 6].Βοεβόδας της περιοχής καταγόμενος από το χωριό Γκορέντση ήταν ο
Τσούλκος (: Τσούλκοφ) [ΕΜΠΡΟΣ, 31.10.1907, σ. 3].
Το Μάιο του 1909 η τσέτα του βοεβόδα Τσούλκωφ μπήκε
στο Γκορέντση και κατέλαβε με τη βία την πατριαρχική εκκλησία
[ΕΜΠΡΟΣ, 18.5.1909, σ. 3].
Τέλος τον Αύγουστου του 1909 για να αποφύγουν
εκ μέρους του οθωμανικού στρατού «έρευνα εις Γκορέντσαν άπαντες οι χωρικοί
κατέφυγον εις το όρος» [ΣΚΡΙΠ, 16.7.1909, σ. 4].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Κορησσός, Κακοποιήθηκαν από
χωροφύλακες και μπράβους μοναρχοφασίστες οι: Θ. Χρηστίδης, Λ. Βάσος, Π.
Τούρνας, Βαρσάμης, Κ. Μπαλίλας, Γ. Σακελλαρίδης, Α. Στούμπος, Ζ. Ζάχου, Κ.
Κυριάκου, Δ. Χαλκιάς, Π. Μήτσιας, Γ. Καρπινιώτης, Κ. Θεμελής, Κ. Τσιούρας, Δ.
Χατζής, Α. Καραγιάννης, Ν. Αντωνιάδης, Μ. Βασιλείου, Λ. Γούσιος, Α. Βαγγελίδης,
Δ. Παπαϊωαννίδης, Κ. Γογούσης, Μ. Γουγούσης, Φ. Ψαρρός, Σ. Τσιότρας, Γ.
Τσιότρας, Μ. Τσιότρας, Κ. Στυλιάδης, Α. Στυλιάδης, Ι. Αντωνιάδης, Β. Βελίδης,
Γ. Κωνσταντινίδης, Β. Κίσαλος, Π. Χριστίδης, Σ. Μπότσιας, Κ. Πασίμης, Σ.
Σκύκος, Χ. Μπάτσιος, Α. Κορεντζής, Μ. Λιόλιος, Π. Τοροφίας, Μ. Σαπουντζή,
Αγγελική Στούμπου, Α. Κολομπέσκος. Δολοφονήθηκαν οι: Β. Καμπούρης και
Χαράλαμπος. Εξορίστηκαν οι: Α. Στούμπος, Α. Βάσος, Γ. Σακελλαρίδης, Χ.
Καραμάνος, Κ. Δημάδης, Μ. Καραμάτας. Φυλακίστηκαν οι: Δ. Καμπούρης, Ν.
Καμπούρης, Λ. Καμπούρης, Κ. Λασιάμης, Α. Κορεντίδης, Ν. Μίχου, Γ. Μίχου, Π.
Τσιστάνης, Χ. Μπάτσιος, Μ. Λιόλιος, Η. Πνεμονίδης, Μ. Κελέσης, Α. Κάλας, Χ.
Ταρτούφας, Δ. Βαγενάς, Π. Παπάντος, Γ. Τσιβίτης. Φυλακίστηκαν και απολύθηκαν
άλλοι 75. Καταδιώκονται 12».
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΓΑΠΑΛΙΔΗΣ, ΑΔΑΜΙΔΗΣ, ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ,
ΑΛΜΠΑΝΗΣ (4), ΑΜΑΣΑΣ, ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ (2), ΑΝΤΩΝΙΟΥ (5), ΑΞΙΩΤΗΣ,
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΑΧΡΑΝΑΣ, ΑΧΡΑΝΗΣ (3), ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΒΑΣΣΟΥ, ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ,
ΒΕΛΛΙΔΗΣ (12), ΒΛΑΧΟΣ, ΒΛΕΤΣΙΟΣ, ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, ΓΑΚΙΑΣ, ΓΕΡΟΣ, ΓΕΡΟΥ
(2), ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (5), ΓΙΑΝΝΑΚΑΣ, ΓΚΟΓΚΟΣ, ΓΟΣΙΑΣ, ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ (7), ΓΟΥΣΗΣ,
ΔΑΛΚΟΥΡΑ (2), ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, ΔΗΜΑΡΑΣ, ΔΗΜΑΡΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΕΛΑΙΟΠΟΥΛΟΣ,
ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ(3), ΖΑΧΟΣ (5), ΗΛΙΟΥ, ΘΕΜΕΛΗΣ (2), ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΙΝΤΖΙΔΗΣ (2), ΚΑΛΕΑΣ,
ΚΑΛΕΜΑΝΗΣ, ΚΑΛΛΙΝΤΕΡΗΣ, ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ (4), ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ (7), ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΣ, ΚΑΡΥΩΤΗΣ
(2), ΚΑΣΤΙΑΣ, ΚΑΤΣΑΡΟΣ (3), ΚΕΤΣΕΜΕΝΙΔΗΣ (3), ΚΟΖΙΝΑΣ (2), ΚΟΖΙΝΗΣ (1),
ΚΟΚΚΑΛΕΝΙΟΣ, ΚΟΚΚΙΝΙΔΗΣ (14), ΚΟΚΚΙΝΟΣ (4), ΚΟΛΛΑΡΑΣ, ΚΟΛΛΙΑΣ, ΚΟΝΤΟΣ,
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ, ΚΟΡΕΝΤΣΙΔΗΣ (3), ΚΟΡΤΣΕΛΙΔΗΣ (2), ΚΟΥΖΙΝΑΣ, ΚΟΥΚΑΣ, ΚΟΥΚΟΥΦΙΚΑΣ,
ΚΡΕΠΕΝΙΩΤΗΣ, ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ (5), ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ (13), ΚΩΤΣΙΔΗΣ, ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, ΛΑΖΑΡΟΥ,
ΛΙΑΚΗΣ, ΛΙΛΙΟΣ (3), ΛΙΟΛΙΟΣ (5), ΜΑΛΛΑΣ, ΜΑΤΡΑΚΑΣ, ΜΑΥΡΙΔΗΣ (2), ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ
(4), ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΔΗΣ (2), ΜΕΛΛΙΔΗΣ, ΜΕΛΛΙΟΣ (2), ΜΗΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΗΤΣΙΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
ΜΙΧΟΣ (6), ΜΟΓΚΑΣ, ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, ΜΟΥΧΑΡΕΜΗΣ (2), ΜΠΑΝΤΗΣ (3), ΜΠΑΣΔΑΡΑΣ,
ΜΠΑΤΖΑΚΗΣ, ΜΠΑΤΣΙΟΣ (2), ΜΠΕΛΕΓΑΚΗΣ (9), ΜΠΟΡΙΚΑΣ, ΜΠΡΕΝΤΑΣ, ΝΑΝΟΣ, ΝΑΝΤΣΙΟΣ,
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ (3), ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΑΛΛΑΣ (3), ΠΑΙΤΑΡΙΔΗΣ, ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
ΠΑΠΑΔΑΜ, ΠΑΠΑΔΑΜΙΑΝΟΣ, ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΙΔΗΣ (4),
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ (2), ΠΑΠΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ (5), ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΠΑΠΑΠΑΝΤΟΣ,
ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΠΑΡΑΔΙΑΣ (3), ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΝΕΥΜΟΝΙΔΗΣ (5),
ΠΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ (2), ΠΡΩΤΟΓΕΡΟΣ (2), ΡΑΚΚΟΥ (3), ΣΑΒΒΙΔΗΣ (2), ΣΑΒΒΟΥΛΙΔΗΣ,
ΣΑΛΤΖΟΓΛΙΔΗΣ, ΣΑΜΑΡΑΣ, ΣΑΜΠΑΝΗΣ, ΣΑΠΟΥΝΤΖΗΣ (3), ΣΑΡΡΗΣ, ΣΑΡΡΟΣ, ΣΙΑΜΑΤΑΣ,
ΣΙΔΗΡΑΣ, ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΙΛΗΜΑΝΗΣ, ΣΙΝΑΣ, ΣΙΟΛΑΣ, ΣΙΟΛΔΑΣ, ΣΙΟΛΔΑΣ, ΣΙΟΥΤΑΡΗΣ
(2), ΣΙΟΥΤΚΑΣ, ΣΚΑΠΑΡΓΙΩΤΗΣ, ΣΚΗΠΟΣ, ΣΚΥΒΑΛΟΣ, ΣΟΛΑΤΣΑΡΗ (2), ΣΟΛΑΤΣΙΑΡΗΣ,
ΣΠΥΡΙΔΗΣ (3), ΣΠΥΡΟΥ, ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ (2), ΣΤΟΥΜΠΟΣ (9), ΣΤΥΛΙΑΔΗΣ
(5), ΤΑΓΑΡΑΣ, ΤΑΓΚΟΣ, ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΤΖΑΧΑΛΗΣ (5), ΤΖΙΟΛΑΣ, ΤΖΙΩΛΑΣ, ΤΟΛΟΣ
(4), ΤΟΡΟΦΙΑΣ (3), ΤΟΥΣΚΑΣ, ΤΡΑΙΑΝΟΣ (2), ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, ΤΡΙΧΑΚΗΣ, ΤΡΥΦΩΝΙΔΗΣ,
ΤΣΑΓΚΑΔΟΥΡΑΣ, ΤΣΑΛΙΟΣ (2), ΤΣΑΠΟΣ (2), ΤΣΕΛΙΟΣ, ΤΣΙΓΑΡΑΣ, ΤΣΙΚΡΙΤΣΗΣ, ΤΣΙΟΠΡΑΣ
(2), ΤΣΙΠΟΣ, ΤΣΙΤΣΙΜΙΔΗΣ (2), ΤΣΙΤΣΙΠΑΝΗΣ (5), ΤΣΙΦΟΡΑΣ (5), ΤΣΟΒΡΑΣ, ΤΣΟΠΡΑΣ
(11), ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ, ΦΙΛΙΟΣ, ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, ΦΙΤΖΙΟΣ (4), ΧΑΛΚΙΔΗΣ, ΧΑΡΙΣΟΠΟΥΛΟΣ,
ΧΑΤΖΗΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (2), ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ, ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗΣ, ΧΑΤΖΗΣΩΤΗΡΙΟΥ,
ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ (2), ΨΩΜΑΔΑΚΗΣ (9)
Γκόρνο Πάπρατσκο / Gorno
Papratsko / Горно Папратско. Μετονομάστηκε
σε Άνω Φτεριάς και στη συνέχεια σε Πτεριά.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αλιάκμονος (μετονομάστηκε
το 2004 δήμος Μεσοποταμίας) του νομού Καστορίας. Μέχρι
το 1924 ζούσαν εδώ περίπου 450 μουσουλμάνοι, οι οποίοι είχαν ως μητρική γλώσσα
τη μακεδονική. Οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν μέχρι το 1924 να
εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να φύγουν στην Τουρκία. Στη θέση τους το
ελληνικό κράτος εγκατέστησε 180 πρόσφυγες από τον Πόντο.
Πηγές
Πάπρασκον Καστορίας:
«Χωρίον κείμενον παρά την οδόν και έχον δύο συνοικίας, ων η μεν άνω έχει 60
οικογενείας οθωμανικάς και κείται επί λόφου, η δε κάτω 15 οικογενείας Βουλγάρων
και δύο υδρομύλους» [Σχινάς 1886].
Grn. Papratsko [Αυστριακός
Χάρτης].
Папратско Горно / Костурска каза,
330 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Άνω Πάπρασκον Καστορίας:
«350 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Άνω Πάπρασκον καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Παπράτσκον (Άνω και Κάτω) Καστορίας,
442 άτομα (245 άρρενες και 197 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Παπράτσκον (Άνω και Κάτω) Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Горно Папратско,
50 σπίτια μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Άνω Παπράτσκον Καστορίας,
351 άτομα (194 άρρενες και 157 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Πάπρεσκον γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 49
προσφυγικές οικογένειες (194 άτομα) [ΕΑΠ].
Πάπρατσκο,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 60 οικογένειες μουσουλμάνων
(450 άτομα) και ήρθαν 50 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Το 1929
διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 66 κλήροι αγροτικής γης, έκτασης 3.903 στρεμμάτων
[Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Παπράτσκου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Φτεριάς και οι συνοικισμοί της αυτής κοινότητος Άνω Παπράτσκον
και Κάτω Παπράτσκον εις Άνω Φτεριάς και Κάτω Φτεριάς» [ΦΕΚ 413 /
22.11.1926].
Άνω Φτεριάς (Άνω Παπράτσκον) Καστορίας,
181 άτομα (84 άρρενες και 97 θήλεις). Υπήρχαν 181 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (84 άρρενες και 97 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 178 και ετεροδημότες 3
[Απογραφή 1928].
Πτεριά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 312 (161 άρρενες και 151 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Горно Папратско:
Οικισμός μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών προσφύγων το 1940
[Симовски].
Άνω Φτεριά, Κάτω Φτεριά και Ακόντιον,
511 κάτοικοι, εκ των οποίων 91 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 51
[Γρηγορίου].
Πτεριά Καστορίας:
275 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 333, 1971: 247, 1981: 269, 1991: 207,
2001: 165.
Υψόμετρο 820 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα
οικογενειών
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ (3), ΔΕΜΕΡΤΣΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ
(2), ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ (4), ΚΑΡΑΜΑΝΙΔΗΣ, ΚΑΤΣΑΡΟΣ (2), ΚΟΣΕΤΣΙΔΗΣ, ΚΟΤΑΝΙΔΗΣ (2),
ΜΑΡΑΓΚΟΖΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΠΑΡΣΑΛΙΔΗΣ (2), ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ, ΠΙΠΕΡΙΔΗΣ
(4), ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ (3), ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΤΟΤΙΚΙΔΗΣ, ΤΟΥΛΚΑΡΙΔΗΣ (3), ΦΙΛΚΟΤΣΙΔΗΣ.
Γκόσνο / Gosno / Госно.
Μετονομάστηκε σε Λαχανόκηποι.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορεστίδος, του
νομού Καστορίας. Πρόκειται για ένα μικρό χριστιανικό οικισμό. Οι
κάτοικοί του έχουν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Την τελευταία περίοδο της
οθωμανικής διοίκησης ο πληθυσμός ήταν διχασμένος σε πατριαρχικούς και
εξαρχικούς. Το 1912 υπήρχαν περίπου 120 κάτοικοι. Το 1928 ο αριθμός τους έφτασε
τους 200. Δεν υπήρξε δημογραφική μείωση λόγω του εμφυλίου πολέμου.
Πηγές
Γκόσνον Καστορίας:
200 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Gosno [Αυστριακός
Χάρτης].
Госно / Костурска каза,
152 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Gosno / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 240 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905].
Γκόσνον,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Γκόσνου:
«Σχισματικόν χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών
σωμάτων. Ελληνικόν κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908).
Ανάγκη ιερέως και καλού διδασκάλου. Υπάρχουν 14 ελληνικαί οικογένειαι (116
ψυχαί) και 2 βουλγαρικαί (16 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο» [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Γκόζνον Καστορίας:
«200 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Γκόσνον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Γκόσνον Καστορίας,
121 άτομα (59 άρρενες και 62 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γκόσινον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σταρίτσανης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Госно, 50 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Γκόσινον Καστορίας,
161 άτομα (86 άρρενες και 75 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Γκόσνον της κοινότητος
Σταριτσάνης μετονομάζεται εις Λαχανόκηποι» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Λαχανόκηποι (Γκόσινον) Καστορίας,
196 άτομα (98 άρρενες και 98 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 192 και ετεροδημότες 4 [Απογραφή 1928].
Γκόσνον (Λαχανόκηποι),
υπήρχαν 23 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Λαχανόκηποι Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 264 (141 άρρενες και 123 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Госно: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Λαχανόκηποι,
273 κάτοικοι, εκ των οποίων 140 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Λαχανόκηποι Καστορίας:
268 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 255, 1971: 184, 1981: 215, 1991: 202,
2001: 149.
Υψόμετρο 670 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Στις αρχές Ιουλίου 1903 τσέτα τραυμάτισε
ένα και σκότωσε έξι μουσουλμάνους θεριστές από τη γειτονική Ζαμπέρντενι
(Забрдени) «εις το τσιφλίκι Γκόσνο απέχον μίαν ώραν από Χρουπίστης»
[Δραγούμης, 177-178].
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1903 κάτοικοι από το
Γκόσνο παρέδωσαν στις οθωμανικές αρχές τα όπλα τους [Δραγούμης, 274].
Στις 12 Απριλίου 1907 το σώμα του
ανθυπολοχαγού Γρηγόρη Φαληρέα (καπετάν Ζάκα) υποχρέωσε τους κατοίκους του
χωριού να υποβάλουν στο μητροπολίτη Καστοριάς αίτηση επιστροφής στο πατριαρχείο
[ΔΙΣ, 246].
Την είδηση δημοσίευσε αρχές Μαΐου το
ΕΜΠΡΟΣ, σημειώνοντας πως το Γκόζνο ήταν ένα από τα
φανατικότερα σχισματικά χωριά [ΕΜΠΡΟΣ, 4.5.1907, σ. 3].
Την επαναφορά του χωριού Γκόσνο στο
πατριαρχείο, «τη ενεργεία του αρχηγού Ζάκα», αναφέρει την 1η Ιουνίου ο
πρόξενος Δημαράς στον Έλληνα υπουργού Εξωτερικών [Προξενείο Μοναστηρίου,
1.6.1907, έγγραφο 354].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Βασανίστηκαν και διώκονται οι: Σ.
Παπάς, Ν. Δηνάδης, Α. Δηνάδης, Α. Παπαχρήστου, Γ. Γάκης, Β. Καραγιαννίδης, Ε.
Δηνάδης, Α. Ζάρκος, Θ. Γράντζος, Α. Γράντζος, Η. Γράντζος, Γ. Σταυρίδης, Π.
Σταυρίδης, Θ. Μπατσέλας και Χ. Παπαλάμπρου, γιατί είναι δημοκράτες κι έχουν
πάρει ενεργό μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Φυλακίστηκαν οι
δημοκράτες: Ν. Παπάς και Α. Ζάρκος. Έγιναν 7 μπλόκα και έρευνες.
Πλιατσικολογήθηκαν πολλά σπίτια δημοκρατικών».
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΤΣΟΣ (2),
ΓΚΡΑΝΤΣΗΣ (2), ΓΚΡΑΝΤΣΙΟΣ, ΓΟΥΔΗΣ (3), ΓΡΑΝΤΣΙΟΣ (3), ΓΡΑΝΤΣΟΣ, ΔΙΝΑΔΗΣ (3),
ΖΑΡΜΠΟΣ (2), ΚΑΝΤΣΑΔΗΣ, ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ (6), ΚΥΡΟΥ (6), ΜΠΑΤΣΕΛΑΣ, ΜΠΟΥΤΣΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΛΑΖΑΡΟΥ, ΠΑΠΑΣ, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ (2), ΠΑΠΠΑΣ (6), ΠΙΠΛΙΟΣ, ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ (2),
ΦΙΛΙΑΔΗΣ, ΦΥΣΕΑΣ, ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ.
Γκράμοστε / Gramošte/ Грамоште.
Εξελληνίστηκε σε Γράμμοστα και στη συνέχεια
σε Γράμμος και Γράμος. Στην
απογραφή του 2001 αποτελούσε ιδιαίτερη κοινότητα του νομού Καστορίας.
Πρόκειται για ένα μεγάλο χριστιανικό βλάχικο χωριό (τόπος θερινής διαμονής),
που σταδιακά εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του και τελικά ερήμωσε. Την
τελευταία περίοδο της οθωμανικής διοίκησης ο πληθυσμός του πρέπει να ήταν γύρω
στα 500 άτομα. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ζούσαν εδώ 300 περίπου Βλάχοι,
όλοι δηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων.
Πηγές
Gramošte,
120 ρουμανικές οικογένειες [Picot 1875].
Γράμμοστα,
«άλλοτε μέγα και καλόν χωρίον καταστραφέν υπό των Αλβανών, έχει νυν 50
οικογενείας χριστιανικάς, 3 εκκλησίας, ύδωρ εκ του παραρρέοντος ποταμού, όστις
παρ' αυτό πηγάζει» [Σχινάς 1886].
Gramosti,
ομάδα του Γράμμου, στην ανατολική πλαγιά του βουνού, 300 Αρομούνοι
[Weigand 1895].
Gramosta [Αυστριακός
Χάρτης].
Грамосъ (Грамости) / Костурска каза,
160 Βλάχοι [Кънчов 1900].
Gramoste:
500 Βλάχοι [Papahagi 1905].
Γράμμοστα,
επαρχία Χρουπίστης, 400 κουτσοβλαχικές οικογένειες [Αραβαντινός
1905].
Γράμοστα (Gramosta),
βλάχικο χωριό [Χάρτης Χρυσοχόου 1909].
Grammosta,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Γράμμοστας καλύβαι Καστορίας:
«450 ορθόδοξοι Έλληνες (Βλαχόφωνοι)» [Χαλκιόπουλος 1910].
Γράμμοστα Καστορίας,
έρημο [Απαρίθμηση 1913].
Γράμμοστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σλήμνιτσας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Γράμμοστα Καστορίας:
θερινή διαμονή [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Γράμμοστα της
κοινότητος Άργους Ορεστικού (πρώην Χρουπίστης) μετονομάζεται εις Γράμμος»
[ΦΕΚ 179 / 30.8.1927].
Γράμμος (Γραμμοστα) Καστορίας,
13 άτομα (11 άρρενες και 2 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Και οι 13 ήταν ομοδημότες. Επίσης 13 δημότες απογράφηκαν αλλού
[Απογραφή 1928].
Γραμμούστα (Γράμμος),
υπήρχαν 64 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Γράμος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 55 (άρρενες). Νόμιμος πληθυσμός 183 [Απογραφή 1940].
Грамушта:
Οικισμός χριστιανών Βλάχων το 1912. Οικισμός χριστιανών Βλάχων το 1940
[Симовски].
Γράμμος,
έρημο [Στατιστική 1945].
Γράμος Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Γράμμουστα,
Μετονομάστηκε Γράμμος. Υπήρξε μεγάλο βλαχοχώρι, σε ύψος 1.450
μέτρα [Κουκούδης].
Γράμος Καστορίας:
28 κάτοικοι [Απογραφή 2001].
Γκράτσε / Gališta / Галишта.
Μετονομάστηκε σε Φτελιά και
στη συνέχεια σε Πτελέα. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Νεστορίου, του νομού Καστορίας.
Πρόκειται για ένα χριστιανικό οικισμό, οι κάτοικοι του οποίου έχουν ως μητρική
γλώσσα τη μακεδονική. Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής διοίκησης ήταν
διχασμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Το Γκράτσε γνώρισε τη βία των
ελληνικών σωμάτων. Τόσο το 1912 όσο και το 1928 ζούσαν εδώ περίπου 320 άτομα. Ο
πληθυσμός του αυξήθηκε μέχρι την έναρξη του εμφυλίου σε 470 άτομα. Οι
περισσότεροι κάτοικοί του εντάχθηκε στις αριστερές οργανώσεις, συμμετείχαν στις
πολεμικές συγκρούσεις και αναγκάστηκαν τελικά να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη
πατρίδα τους, καταφεύγοντας στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης. Εδώ παρέμειναν λιγότερα από εκατό άτομα.
Πηγές
Granč (Gröče)
[Αυστριακός Χάρτης].
Гръче / Костурска каза,
195 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Grentzi,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Γκρέντσι Καστορίας:
«198 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Gratche / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 208 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Γρέντσι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Γορέντσι καζά Καστορίας, χριστιανικός
οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Γκρέντση Καστορίας,
318 άτομα (156 άρρενες και 162 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Γκρέντση Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Τσούκα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Гроче, 30 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Γκρέντση Καστορίας,
287 άτομα (133 άρρενες και 287 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Γκρέντσης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Φτελιάς και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Γκρέντση εις Φτελιά»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Φτελιά (Γκρέντση) Καστορίας,
333 άτομα (166 άρρενες και 167 θήλεις). Υπήρχαν 32 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (16 άρρενες και 16 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 313 και ετεροδημότες 20
[Απογραφή 1928].
Γκρέντση (Φτελιά),
υπήρχαν 40 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Πτελέα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 462 (236 άρρενες και 226 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 112
[Γρηγορίου].
Граче (Грче, Гратче):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Φτελιά, 472 κάτοικοι, εκ των
οποίων 450 ήταν σλαυόφωνοι. Έδρασαν αντεθνικώς 37. Ευρίσκονται εις Σερβία ή
Βουλγαρία 15. Ευρίσκονται εις φυλακή δυνάμει ενταλμάτων 2. Ευρίσκονται εις τας
οικίας των ανενόχλητοι 22 [Στατιστική 1945].
Πτελέα (Φτελιά) Καστορίας:
83 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 79, 1971: 76, 1981: 69, 1991: 72,
2001: 56.
Υψόμετρο 800 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Τέλη Ιανουαρίου 1903 το ΕΜΠΡΟΣ γράφει
για πυρπόληση του χωριού από τους Τούρκους, λόγω συνεργασίας με το κομιτάτο
[ΕΜΠΡΟΣ, 31.1.1903, σ. 3].
Στις 22 Ιουλίου 1903 ο Ίων Δραγούμης
σημειώνει πως το Γράντσι ήταν ένα «βουλγαρόφωνο» χωριό
που δεν είχαν επισκεφτεί οι «συμμορίες» [Δραγούμης, 196].
Το Βάρδα τον απασχολούσε ως αρχηγό, η
υπόταξη του «σχισματικού» χωριού Γκρέντσι [Βάρδας Α,
171 και Β, 41, 77, 80, 96].
Στις 29 Ιουλίου 1906 σημειώνει στο
ημερολόγιό του πως επιλέχθηκε ο «τελείως αγράμματος και ανίκανος»
οπλαρχηγός Μπέλος από τη Σλίμνιτσα, για να υποτάξει το χωριό. Έπρεπε δε να
φονευθεί εκεί «ο τσοπάνος Καϊλής και αργότερα άλλοι» [Βάρδας Β, 88, 90,
94].
Ο έλληνας αξιωματικός παίρνει στις 13
Σεπτεμβρίου 1906 γράμμα από άνθρωπο της ελληνικής οργάνωσης στη Βίγλιστα, όπου
μεταξύ άλλων του γράφει: «Διά Γκρέντσι, όπως διατάσσετε, τα γεννήματα τα
σήκωσαν. Αν θέλετε να σας στείλω τα ονόματα, όπου είναι ανάγκη να χαλασθούν»
[Βάρδας Β, 191].
Λίγες μέρες αργότερα, στις 18
Σεπτεμβρίου, ο ίδιος άνθρωπος του ξαναγράφει: «Διά το Γκρέντσι μας είπεν ο
οθωμανός όπου έχει το τσιφλίκι, ο Κώστας Βλάχος και ο Βουλγαροδιδάσκαλος με τον
αδελφόν του, και ο μουχτάρης για να ησυχάση το χωρίον αυτό πρέπει να σκοτωθούν»
[Βάρδας Β, 201].
Το Μάιο του 1907 το ΕΜΠΡΟΣ πανηγυρίζει
για την οριστική επαναφορά «εις την ορθοδοξίαν» του χωριού Γκρέντση, «τη
ενεργεία του ιδίου αρχηγού Ζάκα» [ΕΜΠΡΟΣ, 4.5.1907, σ. 3 και 24.5.1907, σ.
4].
Στις 3 Ιουλίου 1907 τα σώματα του
υπολοχαγού Νικολάου Πλατανιά (καπετάν Λαχτάρα) και του ανθυπολοχαγού Γιώργου
Τόμπρα (καπετάν Ρουπακιά) προσβάλλουν το Γκράτσε. Ο Τσάμης, ο οποίος
υποστηρίζει ότι σκοπός της επίθεσης ήταν το κτύπημα του βοεβόδα Καρσάκωφ (καθώς
οι Έλληνες είχαν πληροφορίες πως ο προαναφερόμενος βρισκόταν στο χωριό με
άντρες του), γράφει πως μόλις τα ελληνικά σώματα μπήκαν στο χωριό, άρχισαν
αμέσως να προβαίνουν σε συλλήψεις χωρικών [Τσάμης, 375].
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας
Στρατού, οι άντρες του Καρσάκοφ μαζί με τους κατοίκους του χωριού, οχυρωμένοι
μέσα στα σπίτια, άρχισαν να πυροβολούν κατά των Ελλήνων και να μάχονται «μετά
λύσσης, βαρέως φέροντες ότι προσεβλήθησαν υπό ελληνων ανταρτών εις αυτό τούτο
το οχυρόν κρησφύγετόν των. Ο αγών διεξήχθη σφοδρός από γωνίας εις γωνίαν και
από οικίας εις οικίαν, με τελικόν αποτέλεσμα την εξόντωσιν δεκάδος
κομιτατζήδων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο περιβόητος βοεβόδας Κορσάκωφ»
[ΔΙΣ, 255].
Ο Dakin σημειώνει πως κατά την ελληνική
επίθεση σκοτώθηκε ο μουχτάρης, ο παπάς και πέντε ακόμα κάτοικοι [Dakin, σ.
416].
Το ΕΜΠΡΟΣ του προέδρου του Μακεδονικού
Κομιτάτου Δημήτρη Καλαποθάκη, έχοντας από τη μια εσωτερική πληροφόρηση και
λειτουργώντας από την άλλη ως ημιεπίσημο ελληνικό προπαγανδιστικό όργανο των
εθνικών θέσεων, παρουσιάζει ως εξής τα γεγονότα:
«Περί της παρά το χωρίον Γκράτσι των
Κορεστίων συμπλοκής, η οποία συνέβη τη 3 Ιουλίου, εγνώσθησαν αι κατωτέρω
θετικώταται λεπτομέριαι. Είχε γνωσθή ότι ο τρομερός και αιμοχαρής Βούλγαρος
λήσταρχος Καρτσάκωφ είχε κατέλθη εκ των ορεινών του κρυσφυγέτων, ίνα εμπνεύση
διά του φόνου και των δηώσεων τον τρόμον εις τα Ελληνικά χωρία και ενθάρρυνσιν
εις τα Βουλγαρικά της περιφερείας ταύτης.
Οι Ελληνομακεδόνες οπλαρχηγοί Ρουπακιάς
και Λαχτάρας μόλις επληροφορήθησαν τους σκοπούς του Καρτσάκωφ έσπευσαν να
συναντηθούν ακολουθούμενοι και από τα παλληκάρια των διά να λάβουν κοινάς
αποφάσεις. Η σύσκεψίς των κατέληξεν εις την απόφασιν να μεταβούν εις το χωρίον
Γκράτσι, φανατικώτατα σχισματικόν, και αν μεν εκεί συνηντώντο μετά του
Καρτσάκωφ να κτυπηθούν με αυτόν, άλλως να αιχμαλωτίσουν τινάς εκ των προυχόντων
Βουλγάρων, ίνα έχοντες αυτούς εις χείρας των αναστείλουν την αιμοβόρον ορμήν
του Βουλγάρου ληστάρχου απειλούντες και αυτοί θάνατον των αιχμαλώτων ομοφύλων
του.
Το σχισματικόν τούτο χωρίον, το οποίον
χρησιμεύει ως ορμητήριον των κομιτατζήδων δολοφόνων, κείται εις το βάθος
λεκανοπεδίου περί το οποίον υπάρχουν τα επίσης σχισματικά χωρία Τσούκα,
Ραδογκότς, Γκάλιστα, Δορινίτσοβο και τα οθωμανικά Νέβανι, Ζεληγκρήτι και
Γκερλάνι. Τρεις λόφοι και τινα άλλα υψώματα δεσπόζουν το Γκράτσι.
Οι αρχηγοί Ρουπακιάς και Λαχτάρας περί την
δύσιν του ηλίου της 2 προς την 3 Ιουλίου εγκατέλειπον μετά των γενναίων
συντρόφων το λημέρι των και έβαινον προς το Γκράτσι. Μετά μακράν δε και
επικίνδυνον πορείαν, διότι επρόκειτο επί ώρας να διέλθουν διά κάμπου τινός
μηδέν παρέχοντος φυσικόν οχύρωμα, έφθασαν περί το λυκαυγές εις το χωρίον και το
περιεκύκλωσαν. Την 5ην δε πρωινήν ώραν αποσπάσματα των δύο σωμάτων εισήλθον εις
το χωρίον. Αντίστασις ουδεμία εγένετο, ουδέ εις πυροβολισμός ερρίφθη.
Οι Ελληνομακεδόνες οπλαρχηγοί ήλπισαν
ότι θα απεφεύγετο ούτω η αιματοχυσία διά προσωρινής αιχμαλωσίας τινών εκ των
κατοίκων. Και όντως συνέλαβον τον διδάσκαλον, τον ιερέα, τον μουχτάρην και εξ
άλλους εκ των προεστώτων. Οι κάτοικοι δεν ηδυνήθησαν να αντιταχθούν, διότι δεν
εφαντάζοντο ότι Ελληνομακεδονικά σώματα θα ετόλμων να φθάσουν μέχρι της φωλέας
εκείνης των ληστών της Βουλγαρίας. Κατόπιν όμως τα πράγματα έλαβον άλλην
τροπήν, η οποία ανέδειξε και πάλιν τους Βουλγάρους ασκούντας πάντοτε τας
δολοφονικάς των μεθόδους.
Οι Ελληνομακεδόνες χωρίς να
χρονοτριβήσουν εξεκίνησαν μετά των αιχμαλώτων διά να επανέλθουν εις το λημέρι
των. Μόλις όμως εξήρχοντο του χωρίου απροσδόκητον πυρ ραγδαίον διά
επαναληπτικών όπλων εκτοξευόμενον τους υπεδέχθη εκ των δεσποζόντων του Γκράτσι
λόφων. Οι αρχηγοί Ρουπακιάς και Λαχτάρας διέταξαν
αμέσως επίθεσιν και επί κεφαλής αυτοί οι ίδιοι τεθέντες ώρμησαν κατά των
ενεδρευόντων. Ούτοι όμως είχον τόσον ενισχυθή υπό χωρικών σπευσάντων εκ των
πέριξ σχισματικών και οθωμανικών χωρίων, ώστε οι Ελληνομακεδόνες ανέκοψαν την
έφοδον και διά συγκεντρωμένων πυρών προσεπάθουν κατευθύνοντες ταύτα προς
ωρισμένον σημείον να ανοίξουν δίοδον και απέλθουν, καθ' όσον από στιγμής εις
στιγμήν ανεμένετο ασφαλώς η άφιξις του τουρκικού στρατού.
Οι Ελληνομακεδόνες ούτω ευρέθησαν εις
δυσχερεστάτην θέσιν, την οποίαν επηύξησεν η ανταρσία των αιχμαλώτων, οι οποίοι
προσεπάθησαν να δραπετεύσουν. Τούτο τους ηνάγκασεν, ίνα μείνουν ελεύθεροι και
εξακολουθήσουν την συμπλοκήν, να φονεύσουν τους αιχμαλώτους, μεθ' ο κυκλικώς
βαίνοντες επροχώρουν κατά των εχθρών.
Η συμπλοκή λυσσώδης διήρκεσεν ούτω επί
τρεις ώρας, μετά τας οποίας επί του λόφου δι' ου ηδύναντο να απέλθουν
παρουσιάσθη ο στρατός. Οι Ελληνομακεδόνες τότε εβάλλοντο πανταχόθεν υπό
Βουλγάρων και στρατού. Η θέσις των ήτο δεινή και μόνον η απαράμιλλος ανδρεία
των τους έσωσεν. Οι Βούλγαροι άμα τη εμφανίσει του στρατού ολίγον κατ' ολίγον
απεχώρησαν, ως συνηθίζουν να κάμνουν πάντοτε, και ούτω οι Ελληνομακεδόνες
εμάχοντο πλέον μόνον προς τον στρατόν. Επί δίωρον διήρκεσεν ακόμη η προς τον
στρατόν συμπλοκή, ο οποίος τέλος προ της ακαθέκτου ορμής των Ελληνομακεδόνων
ηναγκάσθη να υποχωρήση και ούτω ο Ρουπακιάς και ο Λαχτάρας με τα παλληκάρια των
θριαμβεύσαντες απήλθον εις το λημέρι των, έχοντες μόνον επτά τραυματίας, εξ ων
τους τέσσαρας σοβαρώς. Εκ των κομιτατζήδων εφονεύθησαν 19, άγνωστοι δε είναι αι
απώλειαι του στρατού.
Εις τον νέον τούτον θρίαμβον των
Ελληνομακεδονικών όπλων συνετέλεσαν εξόχως οι οπλαρχηγοί Στέφος και Σιδέρης, οι
οποίοι με απαράμιλλον αυταπάρνησιν μαχόμενοι επί κεφαλής των παλληκαριών των
επροξένουν θαυμασμόν αλλά και θάρρος ενέπνεον εις τους συμπολεμιστάς των.
Επίσης ο οπλαρχηγός Λυκοβαρδάκης επέδειξεν αξιοθαύμαστον ανδρείαν, καθώς και οι
Καλύβας, Νικλάμπος, Μ. Παπαδάκης, Ι. Θεοδωρίδης, Γαλάνης, Αντωνίου, Παντ.
Ιωάννου, Μ. Οικονόμου, Ξεν. Χαίρης, Δασκαλόπουλος, Νικολάου και Ρήγας και εν
γένει πάντα τα παλληκάρια τα συμμετασχόντα της συμπλοκής απεδείχθησαν ατρόμητα
προ του θανάτου» [ΕΜΠΡΟΣ, 15.7.1907, σ. 3-4].
Ο Τσόντος-Βάρδας σημειώνει στις 15
Αυγούστου 1907 στο ημερολόγιό του, πως «ο Ρουπακιάς μετά την εν Γκρέντσι
συμπλοκήν μετά κομιτών και τον θάνατον του Καρσάκωφ, θεωρήσας εαυτόν
ικανοποιημένον αρκούντως, επροφασίσθη ασθένειαν, και μετά 5-6 απεσύρθη, είτα δ'
ανεχώρησε δι' Ελλάδα, χωρίς να το εννοήσωμεν» [Βάρδας Β, 867-868].
Τέλος, το Μάρτιο του 1908 το ΕΜΠΡΟΣ
ανακοινώνει ξανά την «εις την ορθοδοξίαν» επιστροφή του χωριού, τώρα «κατόπιν
πολυμόχθων κόπων του καπετάν Λαχτάρα» [ΕΜΠΡΟΣ, 20.3.1908, σ. 4].
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Το 1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις
ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές εθνικά
Μακεδόνες τα εξής πέντε άτομα:
Stefo Dimtri, Vaomn Paoloff, Dimitri
Pavloff, Georghi Petroff και Vuola Vangnel.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Το 1916 μετανάστευσε από το χωριό στις
ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη του στο Ellis Island δήλωσε εθνικά Μακεδόνας ο
George Vasileff.
Selo Grače - κάτοικοι
1940
Κατάλογος των κατοίκων από το χωριό
Γκράτσε κατά οικογένεια το έτος 1940 (Список на жителите од селло Граче по
семејства во 1940 година).
Ονοματεπώνυμο του αρχηγού κάθε οικογενείας,
αριθμός των μελών της το 1940 εντός παρενθέσεως και τέλος που βρέθηκαν να ζουν
τα πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο.
Κατέφυγαν στη
Γιουγκοσλαβία: Главинов Јане (3), Шукалов Кузо (8), Шукаров Аргир (7),
Шукаров Сотир (4), Иљовски Глигор (6), Главинов Петре (13), Главинов Андон,
Иљовски Зицо (3).
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και τη
Σοβιετική Ένωση: Каралиев Апостол (8).
Κατέφυγαν στη Σοβιετική
Ένωση: Чоровски Илија (5), Главинов Иљо (3), Шукаловски Н. Доне (4).
Άλλοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση και
άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα: Чоровски Анастас (5).
Κατέφυγαν στην Ουγγαρία: Чоровски
Сотир (7), Чоровски Фиљо (4), Главинов Васил (3), Главинов Павле (6), Старовски
Јане (8), Ставроски Христо (5), Ставровски Пасклал (2), Шукалов Т. Пандо (6),
Шукалов Јован (6), Шукалов Ѓорги (6), Шукалов Стефо (9), Иљовски Коста (6).
Άλλοι κατέφυγαν στην Ουγγαρία και άλλοι
παρέμειναν στην Ελλάδα: Главинов Ѓорги (6).
Κατέφυγαν στην
Τσεχοσλοβακία: Главинов Кољо (7), Ставровцки Пандо (8), Ставровски П.
Никола (9), Шукалов Андон (12), Шукалов Коста (10), Шукалов Мито (9),
Ставровски Циле (7).
Άλλοι κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία και
άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα: Главинов Кузо (7), Џуваров Паскал (9),
Ставровски Нуме (6), Шукалов Мањо (6).
Κατέφυγαν στη Βουλγαρία: Главинов
Пандо (7), Шукалов Динко (7).
Κατέφυγαν στη Ρουμανία: Иљовски
Доне (7), Главинов Ило (6), Кателиев Ахил (8), Каралиев Нуме (5).
Κατέφυγαν στην Πολωνία: Новев Мичо
(5).
Κατέφυγαν άλλοι στην Πολωνία και άλλοι
στην Σοβιετική Ένωση: Главинов Панајот (5).
Άλλοι κατέφυγαν στη Ρουμανία και άλλοι
παρέμειναν στην Ελλάδα: Иловски Петро (17).
Παρέμειναν στην Ελλάδα: Чоровски
Вангел (3), Главинов Кристо (4), Ставровски Никола (6), Ставров Кузо (7),
Шукалов Зико (6), Шукалов Пандо (6), Шукалов Сотир (7), Шукалов Марко (5),
Иљовски Лазо (6), Иљовски Попјане (11), Иљовски Ѓорги (6), Иљовцки Христо (5),
Иљовски Арсен (5), Иљовски Фоти (6), Главинов Попиорги (13), Главинов Кузо
(10), Главинов Глигор (5), Кирчовски Хасе (19), Фарцалов Пандо (7), Фарцалов Ѓорги
(5).
Άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι
μετανάστευσαν στην Αμερική: Ставрев Васил (10), ... (δυσανάγνωστο όνομα -
4 μέλη).
Σύνολο 68 οικογένειες - 463 άτομα.
Selo Crače - μέλη της
Οχράνα (1942-1943)
Κατάλογος των μελών της
Οχράνα (Список на учесниците во Охраната).
Σύνολο 19 άτομα:
Главинов Пандо, Ставров Пандо, СтавроВ
Паљо, Ставров Паскал, Ставрев Крсто, Главинов Ташо, Иљов Зисо, Ставровски Нуме,
Шукалов Иљо, Шукалов Спиро, Џуваров Томе, Шукалов Филе, Шукалов Петро, Шукалов
Тимјо, Шукалов Доне, Главинов Вангел, Каралиев Нуме, Иљов Васил.
Selo Grače - μέλη του
ΕΛΑΣ (1943-1945)
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ (Список на
учесниците во ЕЛАС).
Σύνολο 32 άτομα:
Чоров Сотир (σκοτώθηκε το 1945 στην
Πτολεμαΐδα), Главинов Спиро, Главинов Христо, Главинов Клљо (έφυγε
πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Главинов Пандо (σκοτώθηκε το 1949 στο
Βίτσι), Главинов Гиро (σκοτώθηκε το 1946), Главинов Ташо, Ставров
Пандо, Ставров Нуме, Ставров Иљо (σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο), Ставров
Павле, Ставров Паскал, Ставров Крсто (σκοτώθηκε το 1944), Џуваров Томе
(σκοτώθηκε το 1944 στην Ήπειρο), Џуваров Коста (σκοτώθηκε το
1949), Шукаловски Мањо, Шукаловски Иљо (σκοτώθηκε το
1945), Шукаловски Лазо (έφυγε πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Шукаловски Аргир (έφυγε πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Шукаловски Сотир (έφυγε πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Шукаловски Филик, Шукаловски Петре, Шукаловски Спиро,
Каралиев Наум, Иљовски Доне (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Иљовски
Пандо (σκοτώθηκε το 1949 στο Γράμμο), Иљовски Васил (σκοτώθηκε το
1949 στο Βίτσι), Иљовски Зицо (έφυγε πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Главинов Христо, Главинов Глигор (σκοτώθηκε το
1949 στο Βίτσι), Кирчовски Ѓорги (έφυγε μετανάστης στην
Αυστραλία), Кирчовски Вангел.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Φτελιά. Φυλακίστηκαν και
εξορίστηκαν οι αντιφασίστες: Η. Σταυρόπουλος, Π. Σταυρόπουλος, Π. Σταυρόπουλος,
Π. Σωπολόπουλος, Α. και Θ. Σωπολόπουλος, Α. και Π. Ηλιόπουλος, Θ. Τσοτσόπουλος
και Σ. Σωπολόπουλος. Βασανίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν, διώχθηκαν και εξακολουθούν να
διώκονται από τους μοναρχοφασίστες και τις αρχές όλοι οι κάτοικοι του χωριού,
άνδρες και γυναίκες. Ατιμάστηκαν 30 γυναίκες και κορίτσια από ένοπλους
μοναρχοφασίστες όπως η Σοφία Κύρου κλπ. Έγιναν πάνω από 300 μπλόκα και
συνεχίζονται. Το χωριό ζει μέρες αγωνίας, τρόμου και οργίων. Πάνω από 20
δημοκράτες εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους και σκόρπισαν στα 4 σημεία του
ορίζοντα. Πλιατσικολογήθηκαν όλα τα σπίτια. Πολλά ξεκληρίστηκαν. Αρπάχτηκαν δύο
χιλιάδες πρόβατα, 46 μεγάλα ζώα, φορτία, βελέντζες, ρούχα κλπ.».
Selo Grače -
φυλακισμένοι
Κατάλογος των φυλακισμένων 1945-1949
(Список на затворените).
Главинов Кочо (φυλακίστηκε το 1946
- ποινή επτά χρόνια), Саврова Махи (φυλακίστηκε το 1946 - ποινή επτά
χρόνια), Каралиев Ахил (φυλακίστηκε το 1947), Каралиев
Наум (φυλακίστηκε το 1947 - ποινή δέκα χρόνια), Каралиев
Христо (φυλακίστηκε το 1947 - ποινή δέκα χρόνια), Ставровски
Пандо (φυλακίστηκε το 1946 - ποινή τέσσερα χρόνια), Ставровски
Паљо (φυλακίστηκε το 1946 - ποινή τέσσερα χρόνια), Главинов Анастас (φυλακίστηκε
το 1946 - ποινή τέσσερα χρόνια), Сукаловски Андон (φυλακίστηκε το 1946 -
ποινή τέσσερα χρόνια), Сукаловски Петро (φυλακίστηκε το 1946 - ποινή
τέσσερα χρόνια), Ставров Наум (φυλακίστηκε το 1946 - ποινή τέσσερα
χρόνια).
Selo Grače - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού (1947-1949)
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 66 άτομα:
Чоровски Иљо (πολέμησε στο Βίτσι -
σκοτώθηκε), Чоровски Кољо (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Чоровски Ставро (πολέμησε στο Γράμμο - σκοτώθηκε), Чоровцки
Фиљо (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Ρουμανία), Чоровска Ф.
Гена (πολέμησε στο Γράμμο - σκοτώθηκε), Главинов
Анастас (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στην Ουγγαρία), Главинов
Пандо (πολέμησε στο Γράμμο - σκοτώθηκε), Главинов Циле (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Главинов Паскал (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Βουλγαρία), Главинова Маргарита (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Главинов Лазо (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Главинова Софија (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Главинов Паскал (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Главинов Иљо (πολέμησε στο Βίτσι -
σκοτώθηκε), Главинов Вангел (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Главинова Лефтера (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Главинов Панајот (πολέμησε στο Γράμμο -
σκοτώθηκε), Главинова Цилка (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στην
Πολωνία), Главинова Митра (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Главинова Вантија (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Ставровски Ѓорги (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Ставровски Спиро (πολέμησε στο Γράμμο -
σκοτώθηκε), Ставровски Циле (πολέμησε στο Βίτσι -
σκοτώθηκε), Ставровски Паскал (πολέμησε στο Βίτσι - πρόσφυγας στην
Ουγγαρία), Ставровска Дора (πολέμησε στο Βίτσι - σκοτώθηκε),
Џуваров Коста (πολέμησε στο Βίτσι - σκοτώθηκε), Џуваров Ѓорги
(πολέμησε στο Βίτσι - σκοτώθηκε), Шукаловска Параскева (πολέμησε στο
Βίτσι - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Ставрев Иљо (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Ставрев Паскал (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία), Ставрева Мара (πολέμησε στο
Βίτσι - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Шукалов Вангел (πολέμησε στο
Βίτσι - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Шукарова Харила (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Шукарова Ники (πολέμησε στο
Βίτσι - σκοτώθηκε), Шукаров Христо (πολέμησε στο
Βίτσι - σκοτώθηκε), Шукаров Лазо (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Шукарова Лефтера (πολέμησε
στο Βίτσι - σκοτώθηκε), Шукаров Стефо (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Шукаров Н. Лазо (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Шукаров Нацо (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Шукарова А. Кула (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Шукаров А. Ѓорги (σκοτώθηκε), Шукаров Павле (σκοτώθηκε),
Шукаров Доре (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στην Ουγγαρία), Иљовска
Стерја (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Иљовска
Марија (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Иљовска
Докса (πολέμησε στο Βίτσι - σκοτώθηκε), Иљовски Христо (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Иљовски Ѓорги (πολέμησε στο
Βίτσι - σκοτώθηκε), Иљовски Доне (πολέμησε στο
Βίτσι - σκοτώθηκε), Иљовска Хариклија (αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε
στην Ελλάδα), Иљовски Васил (πολέμησε στο Γράμμο - σκοτώθηκε),
Иљовски Пандо (πολέμησε στο Γράμμο - σκοτώθηκε), Иљовски Паскал
(πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Главинова
Марјанти (πολέμησε στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Главинова И. Марјанти (πολέμησε στο Γράμμο - σκοτώθηκε), Главинов
Глигор (πολέμησε στο Βίτσι - σκοτώθηκε), Кирчов Спиро (πολέμησε στο
Γράμμο - έμεινε στην Ελλάδα), Кирчова Дона (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Каралиев Вангел (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Каралиева Уранија (πολέμησε στο
Γράμμο - σκοτώθηκε), Каралиев Кољо (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Каралиев Апостол (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Каралиев Михали (πολέμησε στο
Γράμμο - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Каралиева Евгенија (πολέμησε
στο Γράμμο - πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Ставрева Дора (πολέμησε
στο Γράμμο - σκοτώθηκε).
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΒΛΑΧΟΣ, ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΚΑΤΣΙΑΜΑΚΗΣ,
ΚΥΡΟΥ (2), ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (2), ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΦΑΡΤΣΑΛΑΣ, ΣΟΥΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ (6),
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (2).
Έζερετς / Ezerec / Езерец.
Μετονομάστηκε σε Πετροπουλάκι και
στη συνέχεια σε Πετροπουλάκιον.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορέστιδος, του
νομού Καστορίας. Πρόκειται για ένα αμιγώς χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι
του οποίου έχουν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι περισσότεροι από αυτούς
προσχώρησαν στην εξαρχία. Ελληνικά σώματα επιτέθηκαν αρκετές φορές στο χωριό
σκοτώνοντας κατοίκους του και καίγοντας τα σπίτια τους. Το 1912 και το 1928
ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 200 και 250 άτομα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού
προσχώρησε στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου στις αριστερές οργανώσεις.
Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, με τη λήξη των εχθροπραξιών, τα 4/5 των κατοίκων
κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης.
Πηγές
Ezerce / Гьоридже:
41 οικογένειες, στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Εζηρέτσι Καστορίας:
300 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Ezerec [Αυστριακός
Χάρτης].
Езерецъ / Костурска каза,
105 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Εζερέτς Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ezeretz / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 240 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Έζερετς,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Έζερετς:
«Σχισματικόν από του 1904 προσήλθεν εις την Ορθοδοξίαν κατά το έτος 1907.
Μετά το Σύνταγμα εκηρύχθη και αύθις σχισματικόν» [Εκκλησιαστική Αλήθεια
1909].
Ερζερέτση:
«Σχισματικόν χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών
σωμάτων. Σχισματικόν και μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ελπίδες
υπάρχουν να επανέλθη και πάλιν. Υπάρχουν 23 βουλγαρικαί οικογένειαι (165
ψυχαί). Λειτουργία ενός βουλγαρικού αρρεναγωγείου και ενός βουλγαρικού
παρθεναγωγείου» [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Εζερέτσι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Έζερετς Καστορίας,
209 άτομα (98 άρρενες και 111 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Έζερετς Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Λουβράδες [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Језерец,
30 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Έζερετς Καστορίας,
91 άτομα (37 άρρενες και 54 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Έζερετς, μετονομάζεται
εις κοινότητα Πετροπουλάκι και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Έζερετς εις
Πετροπουλάκι» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Πετροπουλάκη (Έζερετς) Καστορίας,
235 άτομα (103 άρρενες και 132 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 231 και ετεροδημότες 4 [Απογραφή 1928].
Έζερετς (Πετροπουλάκι),
υπήρχαν 35 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Πετροπουλάκιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 310 (132 άρρενες και 178 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 328
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 48
[Γρηγορίου].
Езерец: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Πετροπουλάκη,
313 κάτοικοι, εκ των οποίων 300 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή. Έδρασαν
αντεθνικώς 10. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 5. Ευρίσκονται εις τας οικίας
των ανενόχλητοι 2. Παρατηρήσεις: Εξετελέσθησαν 3 υπό ανταρτών [Στατιστική
1945].
Πετροπουλάκιον Καστορίας:
54 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Езерец: Κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 72 παιδιά από το χωριό [Мартинова, 50-52].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 94, 1971: 49, 1981: 33, 1991: 30,
2001: 35.
Υψόμετρο 990 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Στην επανάσταση του Ίλιντεν το 1903,
συμμετείχαν από το Έζερετς ως τσέτες οι: Коста Димитровски, Јане Насковски,
Атанас Варсамовски, Атанас Сидовски, Христо Томов, Аргир Митов, Атанас Томов,
Петре Колевски [Selo Jezerec].
Σύμφωνα με πληροφορία που υπάρχει σε
κύριο άρθρο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ με τίτλο «Ο θρίαμβος εν Καστανοχωρίοις»,
άρθρο που μάλλον είχε γράψει ο Δημήτρης Καλαποθάκης, διευθυντής της εφημερίδας
και πρόεδρος του μακεδονικού κομιτάτου της Αθήνας, η πρώτη επίθεση ελληνικής
ομάδας στο Έζερετς πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1904 από τον Αριστείδη
Μαργαρίτη και τους δεκαπέντε περίπου άντρες του. Ο Μαργαρίτης, «ατυχώς, είτε
εκ κακών εισηγήσεων, είτε εκ της επιθυμίας όπως αποσπάση εκ των προκρίτων
χρήματα, εφόνευσέ τινας εξ αυτών προς τιμωρίαν δήθεν της μεταστάσεώς των»
[ΕΜΠΡΟΣ, 30.9.1905, σ. 1].
Στις αρχές Ιανουάριο του 1905, οι Βάρδας
και Καραλίβανος στέλνουν επιστολή σε άτομα στο Έζερετς και τους ζητούν
καταλύματα για τους άντρες τους. Αυτοί απαντούν στους Έλληνες «να μην
εισέλθωσιν ούτε να επανέλθωσιν εις το χωρίον διότι δεν τοις εγγυώνται από τους
κομίτας» [Βάρδας Α, 56].
Στις 15 Μαρτίου 1905, κατά το Σιλιάνοφ,
μία ελληνική ομάδα μπαίνει στο Έζερετς και σκοτώνει οκτώ κατοίκους [Силянов B,
210].
Η πράξη αυτή αναφέρεται στις 11 Απριλίου
στο ΕΜΠΡΟΣ. Η εφημερίδα πληροφορεί τους αναγνώστες της, πως η ομάδα του καπετάν
Αριστείδη «συνέλαβε δέκα εκ του χωρίου Ιζερέτς τους οποίους και
απήγαγε» [ΕΜΠΡΟΣ, 11.4.1905, σ.4].
Τι έκανε αυτούς τους αιχμαλώτους ο
καπετάν Αριστείδης, γίνεται γνωστό λίγες μέρες μετά στις στήλες του ΣΚΡΙΠ. Ο
έλληνας οπλαρχηγός έκρινε αυτούς τους δέκα «ενόχους και τους ωδήγησεν εις άγνωστον
μέρος ίνα ανταποδώση αυτοίς τα ίσα προς ό,τι έπραξαν» [ΣΚΡΙΠ, 14.4.1905,
σ.4].
Ο Μιχάλης Τσόντος, οπλαρχηγός και
ξάδελφος του Γιώργου Τσόντου-Βάρδα, γράφει από τα Χανιά στον τελευταίο, στις 10
Μαρτίου 1939, ότι όπως θυμάται, το Μάρτιο του 1905 «στα Καστανοχώρια έμειναν
οι Αρ. Μαργαρίτης ή καπετάν Πίτας και ο Ταγαρούλιας που πήγε στο Έζερετς και
σκότωσε τους απαχθέντες επτά Εζερετσιώτες ή μάλλον τους έξι, γιατί ο ένας
διέφυγε τον τουφεκισμό» [Αρχείο Βάρδα, φάκελος 6].
Για την αλήθεια οι έλληνες αντάρτες,
άντρες του καπετάν Αριστείδη, έσφαξαν τους βοσκούς Вангел Томов, Ставре
Ставровски, Петре Николовски, Штерјо Сидовски, Штерјо Фотевски, Никола
Капера, Штерјо Лјочо και Лазо Лјочо [Selo Jezerec].
Ο Στέφανος Δούκας-Μάλλιος που είχε
ζητήσει από κατοίκους της περιοχής καταλύματα, πήρε από αυτούς γραπτή απάντηση
στην οποία έλεγαν «ότι δεν ηδύναντο να δεχθώσι καμμίαν συνεννόησιν και μας
υπενθύμιζον τας άγριας σφαγάς εννέα αδελφών των, ας ενήργησαν τον Μάρτιον οι
Έλληνες αντάρται μετά προηγούμενην δεξίωσιν και περιποίησιν, ης έτυχον εν
Έζερετς» [Βάρδας Α, 108].
Αργότερα, στις 5 Μαΐου 1905, ο Βάρδας
σημειώνει στο ημερολόγιό του πως ο Μάλλιος του γράφει «ότι θελήσας να
εισέλθη εις τα βουλγαροχώρια εστάθη αδύνατον, διότι μετά την αισχράν πράξιν εν
Έζερετς των Αρ. Μαργαρίτη και Μιχ. Ταγαρούλια έχουσιν εξαγριωθή εναντίον μας»
Βάρδας Α, 124].
Σύμφωνα με το Βακαλόπουλο, οι ομάδες των
Βαγγέλη Βλάχου και Λουκά Κόκκινου το Δεκέμβριο του 1905 και τον Ιανουάριο του
1906 επιτέθηκαν άλλες δύο φορές κατά του Έζερετς [Βακαλόπουλος Β, 145].
Οι συγγραφείς της ΔΙΣ του ΓΕΣ
υποστηρίζουν πως στις επιθέσεις αυτές έλαβαν μέρος όχι ο Βλάχος, αλλά ο
ανθυπολοχαγός Αντώνης Βλαχάκης (καπετάν Λίτσας). Κατ' αυτούς, οι Βλαχάκης και
Κόκκινος επιτέθηκαν στο Έζερετς στις 20 Δεκεμβρίου 1905, «επυρπόλησαν δύο
οικίας και εφόνευσαν ωρισμένους εκ των φανατικών σχισματικών». Στη δεύτερη
ελληνική επίθεση της 1ης Ιανουαρίου «εφονεύθησαν αρκετοί κομιτατζήδες,
επυρπολήθησαν διάφοροι οικίαι, ως και μία αποθήκη πυρομαχικών» [ΔΙΣ, 215].
Τις δύο αυτές επιθέσεις περιγράφει στο
βιβλίο του και ο Dakin: «Ο Λίτσας και ο Λούκας έμειναν μαζί και επιτέθηκαν
(20 Δεκεμβρίου / 2 Ιανουαρίου 1906) στο Έζερετς, προπύργιο των εξαρχικών, όπου
έκαψαν δύο σπίτια και πιθανότατα σκότωσαν αρκετούς κομιτατζήδες. Στις 1/14
Ιανουαρίου 1906, έχοντας ακούσει ότι ο Μήτρος Βλάχος βρισκόταν στο Έζερετς, οι
δύο αρχηγοί έκαναν ακόμη μια επίθεση στο χωριό. Έριξαν μια βόμβα στο σπίτι όπου
κρυβόταν ο Μήτρος Βλάχος και τον τραυμάτισαν, αλλά για άλλη μια φορά ο
"ασύλληπτος" αντίπαλος διέφυγε. Το ελληνικό σώμα πέταξε τότε βόμβες
και σε άλλα σπίτια και σκότωσε αρκετούς κομιτατζήδες. Ανατίναξαν, επίσης, μια
αποθήκη με πυρομαχικά, φυσίγγια και βόμβες. Για άλλη μια φορά οι Τούρκοι
έφτασαν στον τόπο της συμπλοκής, οι Έλληνες, όμως (που είχαν ένα νεκρό, τον
Κρητικό Δουκάκη, και πέντε τραυματίες) κατάφεραν να διαφεύγουν» [Dakin,
351].
Για την επίθεση της πρωτοχρονιάς του
1906 υπάρχει σχετικό άρθρο στο ΕΜΠΡΟΣ:
«Θετικαί εκ Μακεδονίας ειδήσεις
παρέχουν λεπτομερείας της συμπλοκής, η οποία συνέβη μεταξύ του υπό τον αρχηγόν
Νάκον Λίτσαν Ελληνομακεδονικού σώματος και της υπό την Μήτρον Βλάχον
ληστανταρτικής Βουλγαρικής συμμορίας.
Ο αρχηγός Νάκος Λίτσας πληροφορηθείς ότι
ο Μήτρος Βλάχος ευρίσκεται εις το χωρίον Εζερέτς μετέβη περί την 5 πρωϊνήν
ώραν, της 1ης Ιανουαρίου και περικύκλωσε το χωρίον. Οι Βούλγαροι ήρχισαν αμέσως
πυροβολούντες κατά των οικιών εις τας οποίας ήσαν ωχυρωμένοι. Οι
Ελληνομακεδόνες ώρμησαν τότε εντός του χωρίου αντιπυροβολούντες και επλησίαζον
ολονέν προς τας οικίας, τας οποίας κατείχον οι Βούλγαροι διά να πυρπολήσουν
αυτάς. Αιφνιδίως όμως ευρέθησαν μεταξύ δύο πυρών.
Άλλη βουλγαρική συμμορία ευρισκομένη εις
το χωρίον Λοβράδες ειδοποιηθείσα εκ των πυροβολισμών έσπευσε και καταλαβούσα
θέσιν οχυράν έξωθεν του χωρίου ήρχισε και αυτή πυροβολούσα κατά των
Ελληνομακεδόνων των αψηφούντων την βροχήν των σφαιρών. Οι Ελληνομακεδόνες τότε
ωχυρώθησαν και αυτοί και εξ εγγυτάτης αποστάσεως εξηκολούθουν μαχόμενοι επί
πολλήν ώραν, ότε τέλος κατέφθασε και ο Τουρκικός στρατός.
Ούτω οι Ελληνομακεδόνες δεχόμενοι πανταχόθεν
ραγδαίον πυρ ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν και να σωθούν πάντες εκτός του
ανδρείου Γ. Δουκάκη, ο ποίος βληθείς υπό πολλών σφαιρών έπεσε νεκρός. Επίσης
μετά του όλου σώματος εσώθη και ο καπετάν Δημητράκης, τραυματισθείς διά σφαίρας
επαναληπτικού όπλου εις τον λαιμόν ακινδύνως και ο Γ. Σταμούλης ο οποίος επίσης
ετραυματίσθη ακινδύνως εις την χείρα. Εκ των Βουλγάρων εφονεύθησαν πλέον των 10
και ετραυματίσθησαν 7» [ΕΜΠΡΟΣ, 28.1.1906, σ. 3].
Οι οπλαρχηγοί Βλάχος και Κόκκινος
επιτέθηκαν πάλι στις 2 Ιουνίου 1906 και όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος
«κατάστρεψαν το χωριό Έζερετς» [Βακαλόπουλος Β, 215].
Αυτή η καταστροφή του Έζερετς
περιγράφεται στο ΕΜΠΡΟΣ. Οι ομάδες των Λούκα και Βλάχου προσέβαλαν το χωριό
καθώς γνώριζαν, σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα, πως εκεί κρύβονταν δεκαπέντε
κομιτατζήδες. Ακολούθησε σφοδρή σύγκρουση με τα εξής αποτελέσματα: «Εκ των
Ελληνομακεδόνων εφονεύθησαν πέντε και ετραυματίσθησαν τινές. Εκ των 15
κομιτατζήδων και εκ των κατοίκων του χωρίου δεν διέφυγεν ουδείς τον θάνατον
εκτός των παιδίων και γυναικών ανερχομένων εις 30 και εκείνων οι οποίοι είχον
προφθάση να φύγουν προ του να επιχειρήσουν την ακατάσχετον έφοδον οι
Ελληνομακεδόνες. Πάσαι αι οικίαι εντός των οποίων εκρύπτοντο κομιτατζήδες
αρνηθέντες να παραδοθώσιν επυρπολήθησαν» [ΕΜΠΡΟΣ, 11.6.1906, σ. 3].
Τρεις μέρες αργότερα το ΕΜΠΡΟΣ
συμπληρώνει ότι η συμπλοκή έληξε με την άφιξη και εμπλοκή ενός οθωμανικού
στρατιωτικού αποσπάσματος. Κάνει τώρα λόγο για νεκρούς πολλούς στρατιώτες και
εννέα κομιτατζήδες. Γράφει επίσης για πέντε πυρπολημένα σπίτια [ΕΜΠΡΟΣ,
14.6.1906, σ. 3].
Δυο βδομάδες μετά, το ΕΜΠΡΟΣ
επανέρχεται, ανεβάζει την ελληνική δύναμη σε 75 άνδρες και δίνει ως αρχηγούς
τους Λουκά, Βασίλη και Σούλιο. Αναφέρει πως οι επιτιθέμενοι δεν πυρπόλησαν μόνο
πέντε σπίτια, αλλά «έκαυσαν το χωρίον». Η στρατιωτική δύναμη ήταν 150
άτομα. Υποτίθεται πως σκοτώθηκαν είκοσι και τραυματίστηκαν διπλάσιοι [ΕΜΠΡΟΣ,
26.6.1906, σ. 4].
Την πληροφορία για «καταστροφή του
σχισματικού Έζερετς» από το σώμα των Λούκα-Βαγγέλη (υπόλοιπο της ομάδας
Λίτσα-Βλαχάκη), σημειώνει ο Βάρδας στις 13 Ιουνίου 1906 [Βάρδας Β, 224].
Στις 31 Ιουλίου 1906 ο Βάρδας κάνει λόγο
και για το σχετικό πλιάτσικο: «ο Λούκας παραλαβών από το Έζερετς αρπαγέντα
ζώα απήλθεν εις Ελλάδα προς πώλησιν αυτών» [Βάρδας Β, 95].
Συνολικά οι Έλληνες άρπαξαν από το
Έζερετς 1.500 πρόβατα και 60 βόδια [Selo Jezerec].
Εκτός όμως των ελλήνων ανταρτών, στο
Έζερετς επιτέθηκε και ο στρατός. Ο πρόξενος Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης με
έγγραφό του προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ενημερώνει τον προϊστάμενό του,
πως στις 8 Οκτωβρίου 1906 ο στρατός πολιόρκησε το Έζερετς και σκότωσε πέντε
κομίτες [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 717, 14.10.1906].
Εκείνοι οι σκοτωμένοι Μακεδόνες ήταν
οι: Васил Славов, Калето Цаколе, Горги Влавов, Христо
Доневски και Коле Буре [Selo Jezerec].
Και αυτή την είδηση την βρίσκουμε
δημοσιευμένη στο ΕΜΠΡΟΣ και μάλιστα μια μέρα μετά το γεγονός. Η εφημερίδα
γράφει για πολιορκία του χωριού από 400 στρατιώτες με 3 πυροβόλα, πέντε νεκρούς
κομίτες (μεταξύ τους ο βοεβόδας Τόμα) και επτά πυρπολημένες οικίες [ΕΜΠΡΟΣ,
9.10.1906, σ. 3]
Τέλος, ο ανθυπολοχαγός Γρηγόρης Φαληρέας
(καπετάν Ζάκας) εξαναγκάζει στις 27 Απριλίου 1907 τους κατοίκους του Έζερετς να
υποβάλουν αίτηση επιστροφής στο πατριαρχείο [ΔΙΣ, 247].
Selo Jezerec - κάτοικοι
1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού
Έζερερτς το έτος 1940 (Список на жителите на село Језерец во 1940 година).
Τα ονόματα των αρχηγών των οικογενειών
και εντός παρενθέσεως ο αριθμός των μελών της κάθε μιας:
Тодор Насков (12), Готи Минов (4), Марија
Зикова (5), Тома Зиков (7), Вангел Николовски (8), Калето Николовски (11),
Вангел Насков (12), Киро Насков (4), Штерјо Насков (7), Коста Насков (4), Павло
Насков (6), Фоти Николовски (6), Мина Насков (4), Никола Насков (7), Ефтим
Насков (6), Васил Миновски (7), Кочо Насковки (7), Ристо Насковски (5), Атанас
Насковки (7), Атанас Томов (7), Зико Зиковски (8), Атанас Кирјазовски (5),
Димитра Ниновска (5), Андреја Ниновски (4), Никола Ниновски (7), Сотир Ниновски
(8), Христо Ниновски (8), Вангел Дуковеки (5), Коста Димитровски (9), Јане
Ниновски (5), Штерјо Ниновски (7), Горги Сидировски (8), Зицо Сидидовски (10),
Атанас Врсамовски (4), Горге Николовски, Паскал Томевски (8), Андон Томевски
(7), Тома Томов (6), Илија Томов (7), Паслкал Ставровски (9), Риса Ставровска
(4), Ристо Ставровки (7), Тома Гата (9), Аргир Кирјази (8), Штерјо Карпач (8).
Σύνολο 45 οικογένειες / 302 άτομα.
Selo Jezerec - μέλη της
Οχράνα (1942-1943)
Κατάλογος των μελών της
Οχράνα (Список на учесниците во Охраната).
Σύνολο 7 άτομα:
Христо Насков (σκοτώθηκε), Паско
Насков (σκοτώθηκε), Штерјо Дуката (σκοτώθηκε), Фоти
Насковски (σκοτώθηκε), Штерјо Насков, Тодор Насков, Коста Насков.
Selo Jezerec - μέλη του
ΕΛΑΣ (1943-1945)
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ (Список на
учесниците во ЕЛАС).
Σύνολο 10 άτομα:
Зико Зиков, Мито Гата, Мичо Гата, Ставро
Минов, Јани Минов, Вангел Наско, Вангел Насков, Никола Минов, Андон Томов
(σκοτώθηκε στην Ήπειρο), Никола Атанасов (σκοτώθηκε στην Ήπειρο).
Selo Jezerec -
συνεργάτες του ΕΛΑΣ στα μετόπισθεν
Соработници на ЕЛАС во позадината
Σύνολο 16 άτομα:
Крсте Насков, Фоти Миновски, Вангел
Николовски, Васил Миновски, Фоти Николовски, Лина Наскова, Горги Насков,
Анастас Томов, Петре Крпач, Сптир Ноновски, Јани Ниновски, Атанас Варсамовски,
Хилеја Томовски, Илија Томов, Андон Томов, Томо Гата.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Πετροπουλάκι. Έγιναν 11
μπλόκα. Σκοτώθηκε με ρόπαλο από ένοπλους των χωριών Λάγγας και Μελανθίου, με
αρχηγό τον Ι. Σπυρόπουλο, ο δημοκράτης Χ. Κοτσιόπουλος. Βασανίστηκαν οι
δημοκράτες: Δ. Νικολόπουλος, Γ. Μινόπουλος, Β. Νασκόπουλος, Χ. Θωμόπουλος, Π.
Γκιάς και η γυναίκα του, Σιδηρούλα Ξηκοπούλου, Ελευθερία Ζηκοπούλου, Ανδρομάχη
Βαρσαμοπούλου, Ζωίτσα Βαρσαμοπούλου, Ζωίτσα Μινοπούλου, Μαρία Δυάδη και άλλοι,
συνολικά 31. Φυλακίστηκαν οι λαϊκοί αγωνιστές: Κ. Θωμόπουλος, Β. Νασκόπουλος,
Ι. Μινόπουλος και Π. Μινόπουλος. Λεηλατήθηκαν όλα σχεδόν τα σπίτια. Τους
άρπαξαν 1000 γιδοπρόβατα, 50 βόδια, 4 γουρούνια, 100 βελέντζες, 100 ζεύγη
κάλτσες, 500 οκάδες στάρι, 400 οκάδες φασόλια, 350 οκάδες τυρί, 120 οκάδες
βούτυρο. Ατιμάστηκαν οι γυναίκες: Δήμητρα Νικοπούλου και Μαρία Θωμοπούλου. Στις
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Νοέμβρη 1946 κάψανε τα σπίτια των δημοκρατικών:
Θ. Γκιάτα, Θ. Ζηκόπουλου, Α. Βασαμόπουλου, Ευθ. Νασκόπουλου και Ν. Νασκόπουλου.
Τα σπίτια αυτά πλιατσικολογήθηκαν μέχρι βελόνα. Βάλανε φωτιά και σε 5 αχυρώνες.
Ξυλοκόπησαν άγρια τον ελασίτη Α. Θωμόπουλο, το δημοκράτη Π. Μηνόπουλο, το γέρο
Βαλσαμόπουλο και την Ανδρομάχη Βαλσαμοπούλου. Τραυμάτισαν την Παναγιώτα
Θωμοπούλου».
Selo Jezerec - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 46 άτομα
1946-1949: Вангел Насков, Димитар
Николовски, Тома Зиков, Вангел Насков, Мина Ниновски, Штерјо
Ниновски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Александра
Ниновска (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Зика Зиковски, Павло
Зиковски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Лефтера Зиковска, Леонида
Миновски, Јордан Миновски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Левтерија
Миновска (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Коста Насковски, Павло
Насковски, Димитар Николовски, Шоме Николовски, Димитар Сидровски, Акилеја
Николовски, Сократи Томовски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Аргир
Томов, Алеко Томов, Глигор Томов (σκοτώθηκε το 1947 στο
Γράμμο), Атанас Ставровски, Олга Ставроцска (σκοτώθηκε το 1947 στο
Γράμμο), Штерјо Гета, Мичо Гета, Христо Гета, Паско Гета (σκοτώθηκε
το 1947 στο Γράμμο), Хилеја Карапачовски, Јани Атанасовски, Горги
Коцовски, Констандина Коцовска, Христо Апостоловски, Мите
Димитровски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Коста
Димитровски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο), Пандо
Димитровски (σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο).
1948-1949: Лена Карпачовска, Христо
Настовски, Никола Ставровски, Коста Томов, Аристиди Сидеровски, Левтера Нинова,
Андроника Нонова, Јарна Монова, Маха Сидировска
Selo Jezerec - φυγάδες
Κατάλογος των φυγάδων από το χωριό
Έζερετς μεταξύ των ετών 1940-1949 (Список на пребегнатите лица од
село Језерец од 1940 до 1949 година).
Αναφέρονται οι αρχηγοί των οικογενειών
και εντός παρενθέσεως το σύνολο των μελών-προσφύγων κάθε οικογένειας.
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία: Атанас
Томов (4), Риса Томва (2), Атанас Масков (8), Лаке Томов (2), Васил Николовски
(6), Васил Моновски (6), Жота Томова (2), Фоти Николовски (5), Стерјо Насков
(5), Тимчо Насков (6), Фоти Николовски (2), Мичо Миновскисо (6), Ристо Гото
(6), Димитар Гока (5), Никола Николовски (6), Леонида Насковски (2), Политиона
Томова (2).
Κατέφυγαν στη Βουλγαρία: Киро
Насков (5), Коста Насков (4), Никола Насков (8), Никола Карпачевски (7), Илија
Томовски (7).
Κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση: Ставро
Ниновски (3), Вангел Насковски (7), Левтера Николовска (2), Костандина Кацова
(2), Горги Кацов (2), Ристо Нсков (2), Никола Ставровски (3), Аристиди
Ставровски (3), Христо Николовски (3).
Κατέφυγαν στην Πολωνία: Марија Гата (6),
Тома Зиков (8), Вангел Николовски (4), Димитар Николовски (6), Констандина
Наскова (7), Констандина Наскова (4), Милја Наскова (5), Павло Насковски
(7), Доксија Насковска (2), Констандина Ниновска (2), Филјо Насковски (4), Зико
Зиковски (6), Петро Крпачевски (7), Сотир Ниновски Ниновски (7), Ваја
Димитровска (5), Гела Ниновска (2), Горги Сидировски (8), Кочо Сидировски (2),
Андон Томовски (7), Тома Томов (5), Левтерија Ставровска (2), Риза Ставровска
(2), Елена Кирјазо (2), Антигони Кирјазова (2), Афродити Сидировска (2).
Κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία: Лефтера
Насковска (4), Кираца Николовска (4), Атанас Варсамовски (2), Јани Николовски
(4), Левтера Зикова (2), Ристо Атанасовски (2).
Κατέφυγαν στην Πολωνία: Паскал Кацовски
(7), Ристо Атанасовски (4).
Σύνολο 276 άτομα.
Selo Jezerec - κάτοικοι
μετά τον εμφύλιο
Κατάλογος κατοίκων το έτος 1949
(Список на жители во 1949 година)
Τα ονόματα των αρχηγών των οικογενειών
που παρέμειναν στο χωριό και εντός παρενθέσεως ο αριθμός των μελών της κάθε
μιας:
Крсто Насков (7), Јани Николовски (3),
Атанас Кирјазов (8), Павло Монов (2), Горго Минов (4), Андреа Монов (5), Вангел
Дуков (5), Паскал Томовски (8), Горго Миновски (9), Димитар Сидировски (2),
Зиси Сидировски (8), Аргир Кирјазовски (6), Христо Ставровски (7), Тома
Ставровски (2).
Σύνολο 14 οικογένειες / 76 άτομα.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΔΗΜΟΥ, ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΖΗΣ, ΜΗΝΟΠΟΥΛΟΣ,
ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (2).
Ζαγκάρι / Zagari/ Загари.
Μετονομάστηκε σε Άγιος Ζαχαρίας.
Ερήμωσε πριν τον πόλεμο. Παλιό βλαχοχώρι του Γράμμου που εγκαταλείφθηκε από το
χριστιανικό πληθυσμό του και ξανακατοικήθηκε από μουσουλμάνους Αλβανούς. Οι
τελευταίοι, γύρω στα εξήντα άτομα, υποχρεώθηκαν μέχρι το 1924 να φύγουν από την
Ελλάδα. Φαίνεται πως στη συνέχεια το χωριό έγινε για λίγο τόπος θερινής
διαμονής Αρβανιτόβλαχων.
Πηγές
Ζαγάρι: «Χωρίον έχον 20
οικογενείας Τουρκαλβανών» [Σχινάς 1886].
Zagari [Αυστριακός
Χάρτης].
Ζαγάρι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζαγάρι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Γιανοβαίνης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Ζαγάρι Καστορίας,
66 άτομα (37 άρρενες και 29 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ζαγάρι, μικτός οικισμός
μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 8 οικογένειες μουσουλμάνων (40 άτομα)
[Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Ζαγάρι της κοινότητος
Γιαννοβαίνης μετονομάζεται εις Άγιος Ζαχαρίας» [ΦΕΚ 179 / 30.8.1927].
Άγιος Ζαχαρίας (Ζαγάρι) Καστορίας,
31 άτομα (22 άρρενες και 9 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Και οι 31 ήταν ετεροδημότες [Απογραφή 1928].
Ζαγάρι (Άγιος Ζαχαρίας),
υπήρχαν 8 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Загар: Οικισμός βοσκών
Βλάχων το 1912. Έρημο το 1940 [Симовски].
Άγιος Ζαχαρίας,
έρημο [Στατιστική 1945].
Άγιος Ζαχαρίας:
«Ο οικισμός του Αγίου Ζαχαρία βρισκόταν σε μικρή απόσταση και λίγο
βορειότερα από το Λινοτόπι και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ένας
περιφερειακός οικισμός του Λινοτοπίου και όχι ως μία ιδιαίτερη και ανεξάρτητη
κοινότητα. Το όνομά του θα πρέπει να προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από τη
σωζόμενη μέχρι και σήμερα μεταβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία (16ος αι.),
η οποία στα χρόνια ακμής των βλαχοχωριών του Γράμμου ήταν το καθολικό μοναστήρι
στο όνομα του Προφήτη Ζαχαρία. Μετά την ερήμωση του Λινοτοπίου, στον Άγιο Ζαχαρία
δημιουργήθηκε ένας οικισμός μουσουλμάνων Αλβανών, οι οποίοι φέρονται να
μετέτρεψαν την εκκλησία σε τζαμί και ο νέος οικισμός τους ονομάστηκε Ζαγάρ ή
Ζαγκάρι» [Κουκούδης 2000, σ. 397].
Ζαγκορίτσανη / Zagoričani / Загоричани.
Μετονομάστηκε Βασιλειάς. Στους οδικούς χάρτες
αναγράφεται ως Βασιλειάδα.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αγίων Αναργύρων, του
νομού Καστορίας.
Καταγράφεται σε φορολογικά οθωμανικά
κατάστιχα, στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν ένα μεγάλο χριστιανικό χωριό, οι
κάτοικοι του οποίου είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Πριν το Ίλιντεν τα
2/3 του χωριού είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Οι κάτοικοί του πρωτοστάτησαν
στην αυτονομιστική επανάσταση. Τα αντίποινα των Οθωμανών υπήρξαν σκληρά. Στις
15 Αυγούστου 1903 η Ζαγκορίτσανη κάηκε από το στρατό και αρκετοί χωρικοί
σκοτώθηκαν. Στις 25 Μαρτίου 1905 το χωριό δέχτηκε τη μεγαλύτερη επίθεση που
πραγματοποίησαν τα ελληνικά σώματα, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα.
Σχεδόν 200 μισθοφόροι, υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών, σκότωσαν περισσότερα
από πενήντα άτομα (μεταξύ των οποίων υπήρχαν γέροι, γυναίκες και παιδιά) και
έκαψαν όσα σπίτια και αποθήκες είχαν απομείνει όρθια από το Ίλιντεν. Τα σώματα
αναχώρησαν μόνο όταν πλησίασε ο οθωμανικός στρατός. Η σφαγή στη Ζαγκορίτσανη
σκόρπισε φρίκη σε όλη την Ευρώπη και αποκάλυψε τις αληθινές προθέσεις της
ελληνικής εμπλοκής στο μακεδονικό ζήτημα.
Το 1912 ζούσαν στη Ζαγκορίτσανη περίπου
2.300 άτομα. Μετανάστες από το χωριό που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, δήλωσαν
στις εκεί αρχές, άλλοι πως είναι εθνικά Μακεδόνες και άλλοι πως είναι εθνικά
Βούλγαροι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν πολλές οικογένειες στη
Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 32 οικογένειες
χριστιανών προσφύγων από τον Πόντο. Το 1928 υπήρχαν στη Ζαγκορίτσανη σχεδόν 700
Μακεδόνες και 100 πρόσφυγες. Το σύνολο των γηγενών κατοίκων της ήταν για τις
αρχές ασφαλείας άτομα δεδηλωμένων ανθελληνικών φρονημάτων. Άνθρωποι από τον
οικισμό προσχώρησαν στα χρόνια της κατοχής στην Οχράνα και στην Ταξιαρχία του
Αιγαίου. Τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αρκετοί Μακεδόνες του χωριού
εντάχθηκαν στις αριστερές οργανώσεις και στο Δημοκρατικό Στρατό. Όσοι από
αυτούς δεν σκοτώθηκαν, με το τον τερματισμό των επιχειρήσεων πέρασαν τα σύνορα
και ζήτησαν καταφύγιο στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Загоричани / Костурско: 71 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Zagoritzani,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 2.700 [Synvet 1878].
Ζαγορίτσανη Καστορίας:
«Κωμόπολις οικουμένη υπό 2.500 χριστιανών, έχουσα δε εκκλησίαν, τρία
σχολεία, ων το εν βουλγαρικόν, βρύσεις και χάνια» [Σχινάς 1886].
Zagoričani (Zagorec) [Αυστριακός
Χάρτης].
Загоричани/ Костурска каза,
3.300 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Ζαγοριτσάνη:
«Κωμόπολη με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων. Ήδη πριν το 1903 οι κάτοικοι
της Βασιλειάδας ήταν στην πλειοψηφία τους εξαρχικοί (350 εξαρχικές οικογένειες
έναντι 130 πατριαρχικών). Στα επόμενα χρόνια τυπικά η επικράτηση της εξαρχικής
παράταξης ήταν πλήρης» [Γούναρης].
Zagoritzani,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Zagoritchani / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 3.144 εξαρχικοί Βούλγαροι,
480 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 48 Βλάχοι. Λειτουργία δύο εξαρχικών σχολείων με
τρεις δασκάλους και 310 μαθητές και ενός πατριαρχικού με δύο δασκάλους και 35
μαθητές [Brancoff 1905].
Ζαγοριτσάνη,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Ζαγορίτσαινα:
«Εκ των υπαρχουσών εν αυτή δύο εκκλησιών η μία κατελήφθη υπό των Βουλγάρων
τω 1891 η δ' ετέρα τω 1901» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ζαγοριτσάνη Καστορίας:
«500 ορθόδοξοι Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1903 και
2.500 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζαγορίτσανη καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζαγοριτσάνη Καστορίας,
2.320 άτομα (1.178 άρρενες και 1.142 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζαγοριτσάνη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Μπόμπιστα [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Загоричани,
300 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Ζαγοριτσάνη Καστορίας,
1.105 άτομα (423 άρρενες και 682 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 96 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Ζαγοριτσάνη γραφείου
Καστορίας, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926
εγκαταστάθηκαν 33 προσφυγικές οικογένειες (112 άτομα) [ΕΑΠ].
Ζαγοριτσάνη,
ήρθαν 32 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Το 1928 διανεμήθηκαν στους
πρόσφυγες 34 κλήροι αγροτικής γης έκτασης 1.567 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
«Η κοινότης Ζαγοριτσάνης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Βασιλειάδος και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Ζαγοριτσάνη εις Βασιλειάς» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Βασιλειάς (Ζαγοριτσάνη) Καστορίας,
735 άτομα (311 άρρενες και 424 θήλεις). Υπήρχαν 72 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (39 άρρενες και 33 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 713, ετεροδημότες 19 και 3
αλλοδαποί [Απογραφή 1928].
Ζαγοριτσάνη (Βασιλειάς),
υπήρχαν 180 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Βασιλειάς Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.247 (578 άρρενες και 669 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 617
[Γρηγορίου].
Загоричани:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
προσφύγων Μικρασιατών το 1940. Κατά τον εμφύλιο σκοτώθηκαν 62 κάτοικοι του
χωριού. Με τη λήξη των εχθροπραξιών 242 άτομα κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και
σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης [Симовски].
Βασιλειάς,
1.136 κάτοικοι, εκ των οποίων 910 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 226. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 43. Ευρίσκονται εις φυλακή
δυνάμει ενταλμάτων 55. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 128.
Παρατηρήσεις: Έφυγαν 11 το 1941, 4 το 1942, 13 το 1944, 15 το 1945 Αύγουστον
[Στατιστική 1945].
Загоричани:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 174 παιδιά του χωριού και 11 παιδαγωγοί συντοπίτες
τους [Мартинова, 52].
Βασιλειάς Καστορίας:
720 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 754, 1971: 479, 1981: 502, 1991: 458,
2001: 432.
Υψόμετρο 820 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Σημείωση: Τα στοιχεία για τη σφαγή των
κατοίκων του χωριού από τα ελληνικά σώματα, στις 25 Μαρτίου 1905, λόγω της
σημασίας του γεγονότος και του μεγέθους των αποσπασμάτων, δίνονται χωριστά.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα για την
πολιτικοθρησκευτική κατάσταση που επικρατούσε στη Ζαγκορίτσανη υπάρχει στα
απομνημονεύματα του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη: «Τα
Χριστούγεννα του 1901 πήγα στη Ζαγορίτσανη. Εκεί είχαμε δυο παπάδες δικούς μας,
ένα δάσκαλο και μερικούς άλλους, μα όλοι ήταν τρομοκρατημένοι. Φιλοξενήθηκα στο
σπίτι του παπά Γιώργη και τα μεσάνυχτα θα κάναμε τη λειτουργία. Γράφω στους
Βουλγάρους να μου στείλουν τα κλειδιά της εκκλησίας. Μου γράφουν "Πρώτα θα
λειτουργήσωμε εμείς και ύστερα σεις". Τους απαντώ "Πρώτα εγώ και
ύστερα σεις". Ήταν εκεί και ο Τσακαλάρωφ με το σώμα του και ο Μήτρος
Βλάχος. Εξήντα άντρες και χώρια οι χωρικοί. "Θα σπάσω" τους λέω
"την πόρτα να μπω μέσα". Ακόμα τότε δεν είχαν αποφασίσει να με
σκοτώσουν. Ήταν ο πρώτος χρόνος που είχα πάει. Μου στέλνουν λοιπόν επιτροπή από
το χωριό να με πείση ότι είναι καλύτερα να λειτουργήσουν αυτοί πρώτα.
"Όχι" τους απαντώ "η εκκλησία έγινε με Ελληνικό φιρμάνι από το
Ελληνικό Πατριαρχείο και εγώ είμαι αρχιερεύς. Λοιπόν πρώτος θα
λειτουργήσω". Τότε σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να μου δώσουν τα κλειδιά.
"Εμίν" φωνάζω στον καβάση μου "πήγαινε στον καϊμακάμη, να πης να
μας στείλη στρατό". Αυτοί τάκουσαν και μου στείλαν τα κλειδιά. Έτσι
μεσάνυχτα πήγα συνοδευόμενος από δυο δικούς μας ανθρώπους, με το ρεβόλβερ στο
χέρι, και ο Εμίν με το γκρα. Κάθε φορά που είχαμε να στρίψωμε στο δρόμο, στη
στροφή ο Εμίν γύριζε το γκρα κατά πάνω έτοιμος, σημαδεύοντας. Στην εκκλησία
έβαλα το ρεβόλβερ μου στην πέτσινη θήκη του και ξέχασα μάλιστα, θυμούμαι, τον
πετεινό σηκωμένο. Μα ευτυχώς δεν συνέβη δυστύχημα. Πίσω από το θρόνο ήταν ένας
δικός μας που στάθηκε όλη την ώρα με το πιστόλι στο χέρι. Έτσι λειτούργησα και
φθάσαμε στα Άγια. Τότε όμως ήρθαν οι Βούλγαροι κι άρχισαν να φωνάζουν
"Γρήγορα, οι Γραικομάνοι να τελειώσουν". Εγώ όμως λειτούργησα, έδωσα
αντίδωρο κι έτσι φύγαμε. Άμα φτάσαμε στο σπίτι ο παπά-Γιώργης έκανε το σταυρό
του. "Όλοι οι κακούργοι ήταν εδώ" είπε. Η πρώτη λειτουργία στη Ζαγορίτσανη
αλήθεια άγρια. Μα έτσι επιβλήθηκα» [Καραβαγγέλης, 11-12].
Το Φεβρουάριο του 1903, συλλαμβάνονται
από στρατιωτικό απόσπασμα στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, που βρίσκεται
κοντά στη Ζαγκορίτσανη, στα δυτικά, τρεις άντρες της τσέτας του Τσέτχου,
νοσηλευόμενοι εκεί με τραύματα, καθώς επίσης ο ηγούμενος Καλλίνικος. Μετά από
έρευνα, βρέθηκαν στο μοναστήρι πολλά πολεμοφόδια [ΕΜΠΡΟΣ, 24.2.1903, σ. 3].
Στις 11 Μαρτίου 1903 γίνεται γνωστό πως
«εν Ζαγοριτσάνη εδολοφονήθη τη 9η Μαρτίου εις των θερμοτέρων οπαδών της
ορθοδοξίας Κόλες υπό του υιού του Σπύρου, κατ' ειδήσεις της Νομαρχίας»
[Δραγούμης, 40].
Στις 17 Ιουνίου 1903 βρέθηκε
απαγχονισμένος έξω από τη Ζαγκορίτσανη ο εξαρχικός Γ. Σπάθης. Στο λαιμό του
υπήρχε κρεμασμένη επιγραφή που έλεγε ότι σκοτώθηκε από τον οπλαρχηγό
Ανδρέου, γιατί παράδωσε το όπλο του στο στρατό [Δραγούμης, 152, 156].
Οι κάτοικοι της Ζαγκορίτσανης
συμμετείχαν μαζικά στην επανάσταση του Ίλιντεν. Προχωρώντας σε αντίποινα
εναντίον του χωριού, ο οθωμανικός στρατός έκαψε όλα τα σπίτια του [Documents
and Materials].
Η πράξη αυτή σημειώθηκε στις 15
Αυγούστου 1903. Σύμφωνα με το Силянов το ασκέρι έκαψε 630 σπίτια και 30 παιδιά
που βρέθηκαν μέσα σε αυτά [Силянов Α, 422].
Κατά ανέκδοτες μαρτυρίες, προερχόμενες
από κατοίκους του ίδιου του χωριού, οι Οθωμανοί σκότωσαν τότε τους: Никола
Шоклев 60 ετών, Дине Манонва 67 ετών, Стерјо Которенец
58 ετών, Ване Лефков 60 ετών, Јованица Лефкова
57 ετών, Васил Поп Димитров 80 ετών, Умче Лјаковкин
65 ετών, Калја Гитрова 60 ετών, Умче Пишмаров
70 ετών, Умче Пишмаров 88 ετών, Фроса Кирова
38 ετών, Гина Калкатранова 50 ετών, Насе Чулев
75 ετών, Вангел Шпатов 68 ετών, Типо Џожев
75 ετών, Гиле Цимуга 85 ετών [Selo Zagoričani].
Σχολιάζοντας το γεγονός ο μητροπολίτης
Καραβαγγέλης γράφει ικανοποιημένος σε επιστολή του: «Την επαύριον ο στρατός
μετά μεγάλης ευσυνειδησίας κατελθών εις Ζαγοριτσάνην επυρπόλησεν αυτήν»
[Δραγούμης, 601].
Στις 29 Αυγούστου 1903, ο μισθοφόρος του
μητροπολίτη Καραβαγγέλη και των Οθωμανών Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, πηγαίνει στο
Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και φέρνει στην Κλεισούρα «τους ιερείς και
προκρίτους σχισματικούς της Ζαγοριτσάνης, οίτινες εζήτησαν συγγνώμην από του
Αρχιερέως υποσχεθέντες ότι θα είναι στο εξής πιστοί εις την ορθοδοξίαν»
[Δραγούμης, 272].
Θυμάται σχετικά ο δεσπότης: «Κι άλλοι
πάλι, Βούλγαροι αυτοί, μου γράφουν μαζί με δικούς μας από ένα μοναστήρι πάνω
από τη Ζαγορίτσανη, των Αγίων Αναργύρων, και με ικετεύουν. "Σώσε
μας". Τότε βρήκα ευκαιρία και τους έβαλα και μου κάναν αναφορές ότι
επιστρέφουν στην ορθοδοξία και ανήκουν πια στο Πατριαρχείο» [Καραβαγγέλης,
23-24].
Το Σεπτέμβριο του 1903, ο Δραγούμης
σημειώνει δύο διαφορετικές παραδόσεις όπλων στις οθωμανικές αρχές, από
κατοίκους του χωριού Ζαγκορίτσανη [Δραγούμης, 274, 288].
Εκείνες τις μέρες συλλαμβάνεται από το
στρατό και φυλακίζεται η δασκάλα στη Ζαγκορίτσανη Μασλίνα, «η σημαιοφόρος
του Τσακαλάρωφ» [Δραγούμης, 621].
Στις 9 Ιανουαρίου 1904 τσέτα σκοτώνει
τέσσερις γυναίκες, «επί τω λόγω ότι παρά τας περί του εναντίου διαταγάς του
Κομιτάτου κατώκησαν εν παραπηγήμασιν εν Ζαγοριτσάνην» [Δραγούμης, 424 και
Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 55, 15.1.1904].
Προκειμένου να αποκτήσει την προστασία
των μεγάλων δυνάμεων, «ολόκληρον (!) το χωρίον Ζαγορίτσανη», στις 12
Ιανουαρίου 1904 υποβάλει προς τον Καϊμακάμη Καστοριάς αναφορά για να ασπασθεί
τον καθολικισμό [Δραγούμης, 420].
Πριν και μετά το Ίλιντεν, σκοτώθηκαν οι
εξής τσέτες καταγόμενοι από τη Ζαγκορίτσανη: Кузе Стефов, Петре Погончев,
Кузо Погончев, Дине Џунзуров, Коле Гранчаров, Томе Новачков, Коле Качев, Гугулј
Томев, Илија Шиплев [Selo Zagoričani].
Στις 23 Φεβρουαρίου 1905, ελληνική ομάδα
σκοτώνει κοντά στη Μπόμπιστα πέντε εξαρχικούς, δύο εκ των οποίων ήταν από τη
Ζαγκορίτσανη [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 200, 23.2.1905].
Μετά τη σφαγής της 25ης Μαρτίου 1905,
εγκαθίσταται στο χωρίο για προστασία των κατοίκων, ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα
[ΔΙΣ, 220, 249. Βάρδας Α, 197 και Β, 895].
Τον Ιούνιο του 1905, σύμφωνα με την
εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, ελληνικό σώμα αιχμαλώτισε στο Βίτσι 17 άτομα. Μεταξύ τους
υπήρχαν και χωρικοί από τη Ζαγκορίτσανη. Από αυτούς ελευθερώθηκαν οι δέκα και
οι υπόλοιποι φονεύθηκαν [ΕΜΠΡΟΣ 22.6.1905, σ. 4].
Στις 8 Οκτωβρίου 1906 ο μητροπολίτης
Καραβαγγέλης, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κώστας, μεταξύ άλλων γράφει από την
Καστοριά, σε επιστολή του προς τον έλληνα αρχηγό Τσόντο-Βάρδα: «Εδώ η
εργασία βαδίζει καλώς. Κατ' αυτάς εφονεύθησαν υπό των οργάνων μας, εις δάσκαλος
και μία διδασκάλισσα καθ' οδόν εκ Ζαγοριτσάνης» [Βάρδας Β, 264].
Στις 2 Νοεμβρίου 1906 μέλος του
εκτελεστικού της ελληνικής οργάνωσης Κλεισούρας, έστησε ενέδρα έξω από τη
Ζαγκορίτσανη και πυροβόλησε ανεπιτυχώς κατά του κατοίκου της αυτονομιστή Κούζου
Καλογιάννη, μυλωνά στο επάγγελμα [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 832,
11.12.1906].
Στις 20 Απριλίου 1907 δολοφονείται,
κοντά στην Όλιστα, ένας εξαρχικός βοσκός από τη Ζαγκορίτσανη, φιλικά
προσκείμενος στους κομίτες. Σύμφωνα με την είδηση, «οι φονεύσαντες αυτόν
διήρπασαν και 20 πρόβατα εκ του ποιμνίου του» [ΕΜΠΡΟΣ, 4.5.1907, σ. 4].
Λίγες μέρες αργότερα, ο εξαρχικός και
αυτονομιστής Βασίλης Χατζή Μορέας, «επιστρέφων εκ της ενταύθα αγοράς εις την
πατρίδα του Ζαγοριτσάνην, εφονεύθη καθ' οδόν» [ΕΜΠΡΟΣ, 4.5.1907, σ. 4].
Στα τέλη Νοεμβρίου 1907, διαβάζουμε στο
ΕΜΠΡΟΣ πως «η εκ του χωρίου Ζαγοριτσάνης Αναστασία διαμένουσα από καιρού εις
Καστορίαν ένεκα φόβου, εξαπατηθείσα και μεταβάσα εις Ζαγορίτσανην, εφονεύθη
προχθές εκεί» [ΕΜΠΡΟΣ, 28.11.1907, σ. 3].
Στις 30 Αυγούστου 1907, η καλογριά της
μονής των Αγίων Αναργύρων επισκέπτεται το Βάρδα. Στη συζήτηση του που έχουν,
μεταξύ άλλων του λέει, ότι ανάμεσα στους φονευμένους που άφησαν πίσω τους οι
Έλληνες κατά την επίθεση στη Ζαγκορίτσανη, στις 25 Μαρτίου 1905, υπήρχαν πολλοί
πατριαρχικοί: «Πολλοί εκ των φονευθέντων προ 2 ετών εν Ζαγοριτσάνη ήσαν
ημέτεροι». Ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Όλα ταύτα παράδοξα
και πιθανά» [Βάρδας Β, 893].
Μετά την ανακήρυξη του συντάγματος, τον
Ιούλιο του 1908, και τη γενική αμνηστεία, το σώμα του Καραβίτη συναντιέται
τυχαία κοντά στο Μάκοβο με μια τσέτα. Τη συνάντηση περιγράφει ο έλληνας
οπλαρχηγός:
«Διοικητής τους είναι ο
βοεβόδας Κόλεφ από τη Ζαγοριτσάνη. Γνωρίζει καλή την ελληνική και ελληνικά μας
χαιρετά. Εκτός από τα ελληνικά του, ο Κόλεφ έχει φάτσα καθαρώς ελληνική, χρώμα
σιτόχρουν με πυκνά, μαύρα, κατσαρά γένια, λες και κατάγεται από τη Λάγκα της
Μάνης ή από το χωριό μου.
- Μωρέ, συ φαίνεσαι σαν έλληνας, του
λέγω.
- Έχει γούστο να με βγάλετε για έλληνα
τώρα στο τέλος.
- Έτσι φαίνεσαι τουλάχιστον. Από που
είσαι;
- Από τη Ζαγοριτσάνη.
- Και τα ελληνικά που τα έμαθες
- Τα ελληνικά... εγώ δίδασκα ελληνικά.
Δεν έχεις ακούσει το "και Χότζα έγινες Δεσπότης»;
Έτσι το έφερε η κατάρα» [Καραβίτης, 812-813].
Σφαγή 1905 - ΣΚΡΙΠ
«ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΥΠΟ
ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΩΝ - ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΑΠ ΕΥΘΕΙΑΣ ΕΚ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΟΥ
ΜΑΣ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ 29 Μαρτίου. Εσπερινά
τηλεγραφήματα μεταδίδουσι την είδησιν ότι Ελληνομακεδονικόν ισχυρόν σώμα, ίνα
τιμωρήση προδοσίας και πολλάς δολοφονίας διαπραχθείσας υπό των κατοίκων του
βουλγαρικού χωρίου Τσόγκοριτς (sic) επέδραμε κατ' αυτού και το
κατέστρεψε τελείως.
Αι οικίαι του χωρίου πυρπολήθησαν εκ των
κατοίκων δε Βουλγάρων μεθ' ων οι Ελληνομακεδόνες συνήψαν λυσσώδη συμπλοκήν
εφονεύθησαν εκατόν περίπου. Οι πρόξενοι και ο Τούρκος Καϊμακάμης ανεχώρησαν εκ
Μοναστηρίου μεταβαίνοντες επί τόπου. Μ.Χ.» [ΣΚΡΙΠ 30.3.1905, σ.
3].
«Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΝ.
ΕΝΕΡΓΕΙΑΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ - ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΑΠ' ΕΥΘΕΙΑΣ ΕΚ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ
ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΜΑΣ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ, 31 Μαρτίου. Αι Τουρκικαί
αρχαί επελήφθησαν τακτικών ανακρίσεων εις το χωρίον Ζαγοριτσάνη, εις το οποίον
συνέβη προχθές η αιματηροτάτη μεταξύ Βουλγάρων και Ελληνομακεδόνων συμπλοκή
καθ' ην οι πρώτοι υπέστησαν πανωλεθρίαν, ίνα ανεύρουν τα αίτια τα προκαλέσαντα
αυτήν. Τας ανακρίσεις παρακολουθούν και οι Πρόξενοι των Δυνάμεων μετ'
ενδιαφέροντος. Μ.Χ.» [ΣΚΡΙΠ 1.4.1905, σ. 3].
«ΤΙ ΑΠΕΔΕΙΧΘΗ ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ.
ΠΟΣΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΕΦΟΝΕΥΘΗΣΑΝ - ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΑΠ' ΕΥΘΕΙΑΣ ΕΚ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ
ΣΥΝΤΑΚΤΟΥ ΜΑΣ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ, 31 Μαρτίου. Εκ των ανακρίσεων
τούτων προέκυψεν ότι το Ελληνομακεδονικόν σώμα το οποίον εισέβαλεν εις
Ζαγορίτσανην απετελείτο εκ 200 ανδρών, και ότι εφονεύθησαν 60 Βούλγαροι και
ετραυματίσθησαν 7, εκάησαν δε και 10 οικίαι. Μ. Χ.»
[ΣΚΡΙΠ 1.4.1905, σ. 3].
«ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΙ ΑΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΩΝ
ΔΙΑ ΤΑ ΕΝ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗ - ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΑΠ ΕΥΘΕΙΑΣ ΕΚ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ, 1 Απριλίου. Μόλις
εγνώσθη εις την Σόφιαν η καταστροφή υπό Μακεδονικού σώματος των εν Μοναστηρίου
Βουλγάρων ληστών μέγας εξεδηλώθη παρά τοις Βουλγάροις ερεθισμός κατά των
Ελλήνων.
Αι εφημερίδες της βουλγαρικής
πρωτευούσης εξεδόθησαν φέρουσαι πένθος διά την συμφοράν την οποίαν υπέστησαν οι
λησταί, γράφουσι δε πάσαι άρθρα σφοδρότατα κατά των Ελλήνων συνιστώσαι την
εξόντωσιν της Ελληνικής φυλής ολοκλήρου. Μ. Χ.»
[ΣΚΡΙΠ 2.4.1905, σ. 3].
«ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ
ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΝ
ΚΕΡΚΥΡΑ, 2 Απριλίου (Τηλεγράφημα του
ΣΚΡΙΠ). Εκ Κωνσταντινουπόλεως βεβαιούται, ότι πολυάριθμον ελληνικόν σώμα
επετέθη και επυρπόλησε το χωρίον Ζαγοριτσάνην πλησίον της Βλαχοκλεισούρας.
Κατόπιν της συγκρούσεως του ελληνικού σώματος προς Βουλγαρικήν συμμορίαν, οι
Έλληνες νικήσαντες, επυρπόλησαν το χωρίον, εφόνευσαν δε 37 Βουλγάρους και
ηχμαλώτισαν 60» [ΣΚΡΙΠ 3.4.1905, σ. 4].
«ΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ
ΛΟΝΔΙΝΟΝ, 2 Απριλίου (Αθηναϊκόν
Πρακτορείον). Αγγέλουσιν εκ Σόφιας, ότι η καταστροφή της Βουλγαρικής συμμορίας
υπό των Ελλήνων εν Ζαγοριτσάνη, προυξένησεν αμέτρητον συγκίνησιν εις τον
βουλγαρικόν λαόν. Τινές μάλιστα εφημερίδες φθάνουσι μέχρι του να συμβουλεύωσι
βιαιοπραγίας κατά των Ελλήνων, των κατοικούντων την Βουλγαρίαν»
[ΣΚΡΙΠ 3.4.1905, σ. 4].
«Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΣ
ΣΩΜΑΤΟΣ
ΒΟΛΟΣ, 6 Απριλίου (τηλεγραφικώς, του
ανταποκριτού μας). Αρχηγός του Μακεδονικού σώματοςτου καταστρέψαντος τους
Βουλγάρους της Ζαγοριτσάνης ήτο ο Στέφανος Μάλλιος. Το χωρίον εκυριεύθη υπό των
Μακεδόνων μετά πεντάωρον συμπλοκήν, καθ' ην 120 Βούλγαροι εφονεύθησαν και 50
οικίαι της Ζαγοριτσάνης επυρπολήθησαν. Μακεδόνες επληγώθησαν έξ.
Ολίγον ύστερον προσέβαλον τους Μακεδόνας
δύο λόχοι Τουρκικού στρατού αλλ' αποκρουσθέντες υπεχώρησαν εις Κλεισούραν»
[ΣΚΡΙΠ 7.4.1905, σ. 4].
«ΕΚΘΕΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑ ΤΑ ΕΝ
ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗ - ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΑΠ' ΕΥΘΕΙΑΣ ΕΚ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ, 6 Απριλίου. Την ευμενή
έκθεσιν διά τους Ελληνομακεδόνας τους επιτεθέντας κατά της Ζαγοριτσάνης, την
οποίαν εδημοσίευσεν η εφημερίς "Ταχυδρόμος" διαψεύδει σήμερον το
βιενναίον Πρακτορείον ισχυριζόμενον ότι αι εκθέσεις των ενεργησασών επιτοπίως
ανακρίσεις αρχών είνε κατά των επιτεθέντων Ελληνομακεδόνων. Μ. Χ.»
[ΣΚΡΙΠ 7.4.1905, σ. 4].
«Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ - ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΜΙΕΠΙΣΗΜΟΣ "ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ"
ΒΕΡΟΛΙΝΟΝ, 6 Απριλίου (Του συντάκτου του
"ΣΚΡΙΠ"). Τα συμβάντα της Ζαγοριτσάνης εις την Μακεδονίαν
εξακολουθούν ακόμη να εκτίθενται εις τον ξένον τύπον. Φυσικόν ήτο οι Βούλγαροι
να εκμεταλλευθούν ταύτα όπως εξεγείρουν την φιλευσπλαχνίαν του ευρωπαϊκού
πληθυσμού προς την οποίαν δεν απέβλεψαν μέχρι τούδε κακουργούντες κατά των
Ελλήνων Μακεδόνων. Ούτω διαφοροτρόπως εξετέθησαν αυτάς τας ημέρας τα γεγονότα
της Ζαγοριτσάνης, ιδίως εις τα διάφορα Βιενναία φύλλα όσα την έμπνευσιν των
έχουν από Βουλγαρικάς πηγάς. Ευτυχώς ευρέθη και μερίς του Γερμανικού τύπου, η
οποία διετύπωσεν αμερολήπτως τα συμβάντα ταύτα, μεταξύ αυτής δε συγκαταλέγεται
και ο ημιεπίσημος "Ταχυδρόμος" του Βερολίνου...
Εις άλλην στήλην η αυτή εφημερίς
δημοσιεύει και την εξής εκ Θεσσαλονίκης αναταπόκρισιν συμπληρωματικήν της
ακριβούς αφηγήσεως των συμβάντων εις Ζαγορίτσαναν. Κατά τας γενομένας, λοιπόν,
ανακρίσεις εξηκριβώθη, ότι η υπό τον Βάρδαν Ελληνική συμμορία ήτο εκτάκτως
ισχυρά, ανερχομένων των μελών της εις 250-350. Εν μέρος της συμμορίας
περιεκύκλωσε την εκκλησίαν της Ζαγοριτσάνης και μετά το τέλος της λειτουργίας
συνέλαβεν εκ των εκκλησιαζομένων 60 άνδρας, καθ' υπόδειξιν του αρχηγού της
συμμορίας Βάρδα.
Οι εισβαλόντες Έλληνες εις το χωρίον
έγιναν δεκτοί με πυροβολισμούς και βόμβας, τας οποίας έρριπτον οι Βούλγαροι, κομιτατζήδες
μάλιστα, από τα παράθυρα των οικιών. Τούτου ένεκα οι Ελληνομακεδόνες υπεχώρησαν
εις τα περί το χωρίον υψώματα και επυροβόλουν καθ' όλων των οικιών. Εις εν
κτίριον συνεκεντρώθη μέγας αριθμός κομιτατζήδων και έρριπτον βόμβας άνευ όμως
αποτελέσματος. Τέλος ανετινάχθη εις τον αέρα το κτίριον τούτο εξ αναφλέξεως των
βομβών και κατέθαψε υπό τα ερείπιά του 4 γυναίκας και 2 παιδία. Εν όλω
εφονεύθησαν 60 κομιτατζήδες, αλλά λέγεται, ότι και άλλοι 110 ακόμη εύρον τον
θάνατον. Από τους 60 Βουλγάρους αιχμαλώτους οι 27 απελύθησαν, οι άλλοι 33
λέγεται, ότι εφονεύθησαν υπό τριών Κρητών, μελών της ελληνικής συμμορίας, οι
ποίοι εξεδικήθηκαν τον φόνον του αδελφού του Βάρδα, συμβάντα υπό του
Τσακαράλωφφ (sic) κατά την έκρηξιν του
ανταρτικού κινήματος το 1903. Μεγάλην έκπληξινεπροξένησαν τα γεγονότα ταύτα της
Ζαγοριτσάνης και επίκειται φόβος επαναλήψεως ομοίων πράξεων, ενώ άλλοι
δυνάμενοι να κρίνουν βεβαιούν, ότι η ενέργεια των κομιτατζήδων θα περιορισθή
εις την περιφέρειαν της Καστορίας. Κατά διαταγή του Γενικού Επιθεωρητού
επίκειται αποστολή στρατευμάτων εις την περιφέρειαν ταύτην, αφ' ενός μεν προς
πρόληψιν νέων ταραχών, αφ' ετέρου δε κατά ιδιαιτέραν σύστασιν των ξένων
αντιπροσώπων» [ΣΚΡΙΠ 13.4.1905, σ. 1].
Σφαγή 1905 - ΕΜΠΡΟΣ
«100 ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ ΦΟΝΕΥΟΜΕΝΟΙ ΥΠΟ ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
ΣΩΜΑΤΟΣ - ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΕΜΠΡΟΣ - ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΟΥ ΜΑΣ
Βιέννη, Τετάρτη πρωία. Εις τας ενταύθα
εφημερίδας δημοσιεύονται μακρά τηλεγραφήματα εκ Θεσσαλονίκης και
Κωνσταντινουπόλεως περί νέας καταστροφής ην επήνεγκεν εις μεγάλην βουλγαρικήν
συμμορίαν εν ελληνομακεδονικόν σώμα.
Το μακεδονικόν τούτο σώμα ούτινος δεν
αναφέρεται ο αρχηγός εισέβαλεν εις το χωρίον Ζαγορίτσανην πλησίον της Καστορίας
και έκαυσεν εν μέρος αυτού εις το οποίον είχον καταλύσει βούλγαροι λησταντάρται
πλείστας διαπράξαντες δολοφονίας εναντίον αόπλων χριστιανών
Το Ελληνικόν τούτο σώμα συνεπλάκη
ακολούθως μετά των ληστανταρτών ενισχυθέντων διά πολλών ακόμη κομιτατζήδων.
Η συμπλοκή εξηκολούθησεν επί πολλάς
ώρας, κατ' αυτήν δε εφονεύθησαν περί τους εκατόν βούλγαροι δολοφόνοι.
Το γεγονός τούτο ανεπτέρωσε το φρόνημα
και τας ελπίδας των Μακεδονικών πληθυσμών. Δ. Κ.»
[ΕΜΠΡΟΣ, 30.3.1905, σ. 4].
«Η ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΝ -
ΟΙ ΠΡΟΞΕΝΟΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ
Βιέννη, Πέμπτη πρωία. Καθά αναγγέλεται
τηλεγραφικώς εκ Μοναστηρίου οι αυτόθι πρόξενοι των Δυνάμεων αναχωρήσαντες
έφθασαν εις Ζαγορίτσανην, ένθα ενεργούσιν ανακρίσεις περί της γενομένης αυτόθι
συμπλοκής μεταξύ Ελληνομακεδονικού σώματος και ληστρικής βουλγαρικής συμμορίας,
ως και προς εξακρίβωσιν του αριθμού των φονευθέντων Βουλγάρων. Περί ζημιών του
Ελληνομακεδονικού σώματος ουδεμία πληροφορία υπάρχει. Δ. Κ.»
[ΕΜΠΡΟΣ, 31.3.1905, σ. 4].
«Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ - ΑΙ ΝΕΩΤΕΡΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ - ΠΟΣΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ
ΕΦΟΝΕΥΘΗΣΑΝ
Ιδιωτικαί πληροφορίαι ληφθείσαι χθες εκ
Θεσσαλονίκης αναφέρουσι τας εξής λεπτομερείας περί της μεγάλης συμπλοκής, ήτις
εγένετο εις το σχισματικόν χωρίον Ζαγορίτσαινη μεταξύ Ελληνομακεδονικού σώματος
και Βουλγαρικής συμμορίας, της οποίας τα αποτελέσματα μας ετηλεγράφησε χθες ο
εν Βιέννη συντάκτης μας.
Εντός του χωρίου τούτου είχε καταφύγει
πολυάριθμος βουλγαρική συμμορία καταδιωκόμενη υπό των τουρκικών αποσπασμάτων.
Πληροφορηθέν τούτο Ελληνομακεδονικόν σώμα έσπευσεν εις την Ζαγορίτσανην και
επολιόρκησε το χωρίον εξ όλων των σημείων, καλέσαν συγχρόνως και τους
κομιτατζήδες να παραδοθώσιν.
Ούτοι όμως ελπίζοντες ότι θα διέφευγον
κατόπιν μικρών διαπραγματεύσεων ωχυρώθησαν εντός των οικιών και ήρχισαν να
πυροβολούν κατά των ανδρών του ελληνομακεδονικού σώματος. Επηκολούθησε τότε
λυσσώδης συμπλοκή, κατά την οποίαν οι άνδρες του Ελληνομακεδονικού σώματος διά
να εξοντώσουν το ταχύτερον τους Βουλγάρους δολοφόνους έθεσαν πυρ εις τας οικίας
εντός των οπίων ούτοι είχον οχυρωθή
Τα αποτελέσματα της λυσσαλέας ταύτης
συμπλοκής υπήρξαν ολέθρια διά τους Βουλγάρους. Εκατόν ογδοήκοντα εξ αυτών κατά
τας ανωτέρω ιδιωτικάς πληροφορίας εφονεύθησαν είκοσι δε οικίαι απετεφρώθησαν.
Κατ' άλλην έκδοσιν οι φονευθέντες Βούλγαροι ανέρχονται εις τριακοσίους, ο
αριθμός όμως ούτος φαίνεται υπερβολικός.
Βούλγαροι τινές χωρικοί ελθόντες χθες
ενταύθα εκ Μοναστηρίου αφηγούνται ότι εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν του
Σόροβιτς συνήντησαν τον νομάρχην Μοναστηρίου και τους προξένους των Δυνάμεων,
οίτινες μετέβαινον εις Ζαγορίτσινην προς ενέργειαν ανακρίσεων. Καθώς
επληροφορήθησαν οι Βούλγαροι ούτοι χωρικοί, οι φονευθέντες κομιτατζήδες
ανέρχονται εις 170 η δε κατ' αυτών επίθεσις εγένετο εκ μέρους των Ελλήνων
Μακεδόνων προς εκδίκησιν διά την αποτέφρωσιν υπό της εξοντωθείσης συμμορίας των
ελληνικών μονών Τσερελόβου και Αγίων Αναργύρων»
[ΕΜΠΡΟΣ, 31.3.1905, σ. 3].
«Η ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΣ - Η
ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΞΕΝΩΝ - ΠΟΣΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ
Βιέννη, Παρασκευή πρωία. Κατά σημερινά
εκ Μοναστηρίου τηλεγραφήματα επανήλθον αυτόθι οι πρόξενοι των Μ. Δυνάμεων οι
μεταβάντες εις Ζαγοριτσάνην προ; ενέργειαν ανακρίσεων διά την γενομένην
συμπλοκήν μεταξύ Βουλγαρικής συμμορίας και Ελληνομακεδονικού σώματος.
Οι πρόξενοι ούτοι διά των υποβληθεισών
εις τας κυβερνήσεις των εκθέσεις βεβαιούσι την συμπλοκήν και αναβιβάζουσι τα
θύματα εις εβδομήκοντα νεκρούς και ένδεκα τραυματίας μεταφερθέντας προς
νοσηλείαν εις Καστορίαν. Δ. Κ.» [ΕΜΠΡΟΣ, 1.4.1905, σ. 4].
«ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Βιέννη, Παρασκευή πρωία. Τηλεγραφούσιν
εκ Σόφιας ότι ο βουλγαρικός τύπος μετά την αναγγελία της συμπλοκής της
Ζαγορίτσανης επιτίθεται δριμύτατα εναντίον της Ελλάδος και των
ελληνομακεδονικών σωμάτων.
Επίσης επιτίθενται και εναντίον της
Τουρκίας ως μη δυναμένη να παγιώση την τάξιν εν Μακεδονία και να προστατεύση
τους... Βουλγάρους. Δ. Κ.» [ΕΜΠΡΟΣ, 1.4.1905, σ. 4].
«Η ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΑΙ
"ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΙ ΠΗΓΑΙ"
Βιέννη, Πέμπτη πρωία. Το ενταύθα
"Γραφείον των Τηλεγραφικών Ανταποκρίσεων" διά σημερινού
τηλεγραφήματός του διαψεύδει πάντα τα αναμφισβήτητα γεγονότα τα σχετιζόμενα προς
την γενομένην εν Ζαγοριτσάνη συμπλοκή μεταξύ του ελληνομακεδονικού σώματος και
της βουλγαρικής συμμορίας, ήτις εδολοφόνησεν Έλληνας ιερείς και επυρπόλησεν
ελληνικάς μονάς.
Το εν λόγω Πρακτορείον βεβαιοί ότι εν
Ζαγορίτσανη ουδεμία συμπλοκή εγένετο και ότι το ελληνικόν σώμα διέπραξε απλώς
σφαγάς αθώων και αόπλων χωρικών.
Η είδησις αύτη εντελώς αντίθετος και
προς αυτάς ακόμη τας εκθέσεις των μεταβάντων επί τόπου προξένων βέβαιον είνε
ότι προέρχεται εκ βουλγαρικής πηγής Δ. Κ.» [ΕΜΠΡΟΣ, 7.4.1905,
σ. 4].
«Η ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗΣ -
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΕΜΠΡΟΣ
Θεσσαλονίκη, 9 Απριλίου (εμμέσως). Περί
της επιθέσεως του τουρκικού στρατού κατά του ελληνομακεδονικού σώματος υπό τον
Στέφανον Μάλλιον παρά την Ζαγορίτσαιναν εγνώσθησαν αι εξής λεπτομέρειαι.
Δύο λόχοι στρατού επετέθησαν
καταδιώκοντες το σώμα του Μάλλιου όπερ υπεχώρει προς το όρος της Κλεισούρας
χωρίς να πυροβολήση. Η επίθεσις όμως των Τούρκων εγένετο σφοδρά και τότε το
σώμα Μάλλιου μετά του σπεύσαντος προς βοήθειαν σώματος του Γκούτα μόλις έφθασεν
εις σημείον ένθα ήσαν χιόνες ωχυρώθηκαν και απήντησαν διά σφοδροτάτου πυρός. Οι
Τούρκοι μετά δίωρον μάχην υπεχώρησαν εις το δάσος των υπορειών αφήσαντες 15
νεκρούς και ίσους τραυματίας» [ΕΜΠΡΟΣ, 10.4.1905, σ. 4].
«ΤΑ ΕΝ ΖΑΓΟΡΙΤΣΑΝΗ
Η "Πολιτική Ανταπόκρισις"
πληροφορείται εκ Κωνσταντινουπόλεως, ότι αι τουρκικαί αρχαί διενεργούσιν
ανάκρισιν κατά του μητροπολίτου Καστορίας κ. Γερμανού Καραβαγγέλη, θεωρούντες
αυτόν αίτιον της εν Ζαγοριτσάνη σφαγής. Οι ιατροί Αργυρόπουλος και Μενέλαος
ετέθησαν υπό κράτησιν μίαν εβδομάδα διά την ανάκρισιν. Υπάρχουσι φόβοι
συνενοχής και κατά του μητροπολίτου Σισανίου, όστις είχε μεταβή εις Καστορίαν
ολίγον προ της σφαγής» [ΕΜΠΡΟΣ, 25.4.1905, σ. 3].
Σφαγή 1905 - Times
«11 Απριλίου (νέα
ημερομηνία). Ένα επίσημο τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη αναφέρει ότι
σύμφωνα με αποδεικτικά στοιχεία των χωρικών, ένα μεγάλο ελληνικό σώμα επιτέθηκε
στο χωριό Ζαγκορίτσανη, κοντά στη Βλαχοκλεισούρα, την Παρασκευή και σκότωσε
πάνω από 100 άτομα. Ο Καϊμακάμης της Καστοριάς αναχώρησε εκεί προς έρευνα, και
για τον ίδιο λόγο ξεκίνησαν για εκεί οι πρόξενοι της Αυστρουγγαρίας και της
Ρωσίας» [The Times, 12 Απριλίου 1905].
«Βιέννη 13 Απριλίου. Ένα επίσημο
τηλεγράφημα από Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνει τις προηγούμενες εκθέσεις για την
επίθεση που έγινε από ένα ελληνικό σώμα εναντίον του χωριού Ζαγκορίτσανη. Η
έρευνα που πραγματοποιείται από τους προξένους της Αυστρουγγαρίας και της
Ρωσίας δείχνει ότι 60 Βούλγαροι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν επτά,
συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών. Δέκα σπίτια και άλλα δέκα
κτήρια κάηκαν. Ιταλοί χωροφύλακες και αξιωματούχοι από την Καστοριά και τη
Φλώρινα έχουν μεταβεί επί τόπου» [The Times, 15 Απριλίου 1905].
Σφαγή 1905 - Βάρδας
Απόσπασμα μερικώς κρυπτογραφημένης
επιστολής του Γιώργου Τσόντου-Βάρδα, χωρίς ημερομηνία και παραλήπτη:
«Επωφελούμενος της αφίξεως και νέων
σωμάτων εξ Ελλάδος ως και Καραβίτου, εσκέφθην να επιτεθώμεν κατά της
Ζαγοριτσάνης, κέντρου σπουδαίου βουλγαρικού κατά τα μέρη ταύτα (πατρίς του
Γιάνκωφ), όπερ καλούσιν οι Τούρκοι "Κιουτσούκ Σόφια", ήτοι μικρά
Σόφια.
Πράγματι την πρωίαν της 25ης Μαρτίου
αφού ελημεριάσαμεν εις τι πλησίον δάσος την προηγουμένην, πριν εξημερώση,
εξεκινήσαμεν και εφθάσαμεν εις το χωρίον. Διηρέθημεν εις δύο τμήματα το μεν το
δεξιόν υπό τον κ Μάλλιον, το δε αριστερόν υπ' εμέ. Εκυκλώσαμεν το χωρίον και
άμα τη ημέρα ευρέθημεν εις τας πρώτας οικίας. Ήρχισεν η προσβολή κατά τούτων
και διάρρηξις των θυρών προς σύλληψιν των κατοίκων, οίτινες ήρχισαν
πυροβολούντες μετά των εντός κομιτών, ουδέποτε λειψάντων εκ του χωρίου αυτού.
Εφονεύθησαν πλέον των 60 ανδρών, κατά
λάθος 2-3 γυναίκες, εν οις οι ιερείς, διδάσκαλος, διδασκάλισσα και μουχτάρης.
Εκάησαν περί τας 20 οικίας, όπου οι εντός αντέστησαν επιμόνως.
Το γεγονός τούτο δεν γνωρίζω αν θα βλάψη
διπλωματικώς, διότι κατά την επομένην αφίκοντο εκ Βιτολίων οι Πρόξενοι Ρωσίας
και Αυστρίας, αλλ' έπρεπε τούτο να γίνη καθ' ότι πολύ ωφέλησε τον αγώνα μας
διότι πανικός κατέλαβε τους Βουλγάρους οίτινες απήλθον εις τας πόλεις πανοικεί
ή εκπατριζόμενοι, ενθουσιασμός δε τους ημετέρους και τους Τούρκους οίτινες
εμίσουν ειδικώς την κωμόπολιν ταύτην (έχει περί τας 700 οικίας, αλλά κατά την
επανάστασην προπέρυσιν, οι Τούρκοι την έκαυσαν και ήδη ολίγας οικίας έχει
μεγάλας και καλώς ανοικοδομημένας).
Κατά το τέλος της πράξεως ενεφανίσθη
απόσπασμα στρατιωτών όπερ ήρχισε να πυροβολεί, καίτοι δ' ολιγάριθμον επέμενε να
μας παρακολουθή αποσυρομένους και ανερχομένους τας προς Β της Ζαγοριτσάνης
κορυφάς του όρους Βίτσι. Μη υπάρχοντος όμως πλέον μέρους ηναγκάσθημεν ν'
αμυνθώμεν κατά του ερχομένου εκ Καστορίας και κατά του εξελθόντος εκ
Κλεισούρας, όπερ ετράπη εις άτακτον φυγήν πληγωθέντων 2-3 στρατιωτών. Η
προσβολή αύτη του στρατού, ως πληροφορούμαι, ασφαλώς δεν παρεξηγήθη, τουναντίον
εξετιμήθη η ανοχή ημών και κατεδικάσθη η επιμονή του τούρκου αξιωματικού, διότι
ενώ ηδυνάμεθα να τους κατακερματίσωμεν δεν το επράξαμεν...
Έλαβον μέρος το σώμα του Μάλλιου όλον,
και τα υπό τους οπλαρχηγούς Κούκουλον, Μπούλακαν, Ευάγ. Γαλλιανόν, Γ.
Δικόνιμον, Ιωάν. Καραβίτην, Ιωάν. Πάτερον και Καούδην.
Κατά την συμπλοκήν μετά των τούρκων
στρατιωτών, παραδειγματικόν θάρρος έδειξαν οι Μπούλακας, Κούκουλος, Δικόνημος,
Βασ. Επισκοπάκης, Ευαγ. Νικολούδης, Ελ. Μπιλάλης, Εμμ. Γεωργιλάς, Εμμ.
Σκουντρής και Γεώρ. Μιναδάκης ή Λιάπης.
Ουδείς των ημετέρων έπαθέ τι, ο
Καραβίτης μόνον διετρυπήθη υπό σφαίρας εις τα ενδύματα παρά την κοιλίαν.
Μέχρι τούδε δεν εφάνη κίνησις στρατού
εναντίον ημών, ένεκα της ανωτέρω πράξεως ως αναμένομεν, τι συμβαίνει δεν
γνωρίζομεν. Οπωσδήποτε απεσύρθημεν και προφυλασσόμεθα, μόλις δε παρέλθη η πρώτη
εντύπωσις θα διανεμηθώμεν εις τα διάφορα τμήματα και θα προσπαθήσωμεν να
επωφεληθώμεν της αποθαρρύνσεως των Βουλγάρων» [Βάρδας Α, 97-98].
Σφαγή 1905 - Μακρής
«Στην Καλαμπάκα συναντήθηκα με τον
Καπετάν Μάλιο, που ήταν αξιωματικός (ανθυπολοχαγός τότε, μα δε ζη πια) και
ονομαζόταν Δούκας. Βαδίσαμε μαζί και από τον ίδιο δρόμο φτάσαμε στη Μονή
Σισανίου, όπου ηύραμε και το Βάρδα. Εκεί έγινε σύσκεψις όλων των οπλαρχηγών κι
αποφασίσαμε να πάμε να καταστρέψουμε τη Ζαγορίτσανη, κέντρο και φωλιά των
Βουλγάρων και πατρίδα του περιβόητου αξιωματικού του βουλγαρικού στρατού
Γιαγκώφ, που έδρασε και ως καπετάνιος.
Την 25η Μαρτίου του 1905, το βράδυ
πήγαμε κει και περιεκυκλώσαμε το χωριό μαζί με τη συμμορία που ήταν μέσα. Το
πρωί-πρωί όμως, μόλις πλησιάσαμε, μας ρίξανε από μέσα από τα σπίτια. Εμείς
απαντήσαμε και βάλαμε φωτιά απ' όλες τις μεριές και το κάψαμε. Τότε σκοτώθηκαν
εκατόν πενήντα πάνω-κάτω Βούλγαροι. Σε λίγο όμως έφτασε τουρκικός στρατός από
την Κλεισούρα και την Καστοριά και άρχισε να μας ρίχνη απ' όλες τις μεριές.
Εμείς τότε τραβηχτήκαμε προς το βουνό του Λεχόβου απ' όπου εξακολουθήσαμε να
χτυπιόμαστε με το στρατό ως το βράδυ. Τη νύχτα φύγαμε προς τα χωριά Λόσνιτσα,
Μπογατσικό και Αντριάνοβο, όλοι μαζί και κρυφτήκαμε στα διάφορα σπίτια, που μας
φιλοξενούσαν για τέσσερις πέντε μέρες, ως που να πάψη η καταδίωξη του στρατού»
[Μακρής 91-92].
Σφαγή 1905 - Καραβαγγέλης
«Επειδή στην πυρπόληση των
μοναστηριών είχαν λάβει μέρος και πολλοί Βούλγαροι χωρικοί από τη Ζαγορίτσανη,
ο Βάρδας απεφάσισε να τους τιμωρήση. Η Ζαγορίτσανη ήταν ένα χωριό από εξακόσια
πάνω κάτω σπίτια βουλγαρικά και ελληνικά.
Στην εκκλησία, μια Κυριακή λειτουργούσαν
οι Βούλγαροι, μια οι Έλληνες. Στο τέλος οι δικοί μας έμειναν μόνον εξήντα
σπίτια κι αυτοί άρχισαν να δειλιούν. Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας
μου. Όταν ο Βάρδας απεφάσισε την τιμωρία τους μου έγραφε και του έστειλα τα
ονόματα των δικών μας, για να μην τους πειράξη. Την παραμονή λοιπόν της 25ης
Μαρτίου του 1905, κρύφτηκε στο απέναντι του χωριού δάσος με τριακόσιους πάνω
κάτω άντρες μεταξύ των οποίων ήταν κι ο καπετάν Καούδης, ο καπετάν Μακρής, ο
καπετάν Μπούλακας, ένας ληστής Γαύδας με το παιδί του κι άλλοι πολλοί.
Πρωί-πρωί μπαίνουν στο χωριό κι αρχίζει το τουφέκι. Όσους αντιστέκονται τους
σκοτώνουν και βάζουν φωτιά στα σπίτια. Εκείνη τη μέρα σκοτώθηκαν εβδομήντα
εννιά Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά
πολύτιμοι. Δικοί μας δεν σκοτώθηκαν πολλοί γιατί, εκτός που είχα δώσει εγώ
κατάλογο των ονομάτων τους στο Βάρδα, κι οι ίδιοι εφρόντισαν να κρυφτούν, ενώ
οι Βούλγαροι χτυπούσαν άγριοι, Πάνω όμως στην αναμπουμπούλα δεν ήταν εύκολο να
ξεχωρίση κανείς τους Έλληνες από τους Βούλγαρους.
Στο μεταξύ φτάνει στρατός από την
Καστοριά και σε λίγο κι άλλος από την Κλεισούρα. Άμα επλησίασε αρκετά ο στρατός
εφώναξε στους αντάρτες "τεσλίμ" (παραδοθήτε). Οι δικοί μας όμως που
είχαν πιάσει τα υψώματα, τραβούν μια μπαταριά κι αμέσως φεύγουν οι Τούρκοι. Το
ίδιο και με το στρατό της Κλεισούρας. Έτσι οι δικοί μας έμειναν ελεύθεροι και
σεργιάνιζαν σκοτώνοντας όλη μέρα στο χωριό. Μόλις το έμαθαν οι πρόξενοι των
Μεγάλων Δυνάμεων στο Μοναστήρι έσπευσαν αμέσως στη Ζαγορίτσανη. Εκεί το
Βουλγαρικό Κομιτάτο είχε δώσει οδηγίες να λένε ότι όλη την καταστροφή την έφερα
εγώ και ότι άκουγαν τον Βάρδα να φωνάζη "Σκοτώνετε Βουλγάρους. Γιατί μας
πληρώνει ο Μητροπολίτης;" Οι πρόξενοι συγκινήθηκαν, γιατί ήταν και πολλές
γυναίκες σκοτωμένες και γράφουν στους πρέσβεις της Κωνσταντινούπολης ότι ο
αίτιος αυτής της καταστροφής είναι ο Μητροπολίτης της Καστοριάς και αυτοί κάνουν
αμέσως διάβημα στο Σουλτάνο να με σηκώση από εκεί»
[Καραβαγγέλης, 40-41].
Σφαγή 1905 - Γύπαρης
Από τα απομνημονεύματα του Παύλου
Γύπαρη:
«Η επιχείρησις θα εξετελείτο υπό τας
δυσκολοτέρας των συνθηκών καθότι, εκτός της χιόνος, η οποία ήτο παχύτατον
στρώμα και εκείνης η οποία έπιπτεν, υπερήσπιζον την Ζαγορίτσανην 80 Βούλγαροι
καλώς εξοπλισμένοι. Αυτή ήταν η Ζαγορίτσανη, την οποίαν απεφάσισαν οι εκδικηταί
να κτυπήσουν αλύπητα την 25ην Μαρτίου του 1905. Ούτω, την 20ήν Μαρτίου
συγκεντρωμένοι εγκατέλειπον την μονήν της Παναγίας του Σισανίου, ανήλθον εις το
όρος και την επομένην κατήλθον εις την Λόσνιτσαν, όπου διέμειναν
επί δύο ημέρας. Την εσπέραν της δευτέρας ημέρας, παραλαβόντες και τροφήν διά
δύο ημέρας, εξεκίνησαν διά την Ζαγορίτσανη. Ήρχισε τότε να βρέχη. Από το
Τσερίλοβον οι προσελθόντες οδηγοί ωδήγησαν αυτούς. Το σκότος ολοέν επυκνούτο.
Αλλά επροχώρουν. Εις τον ουρανόν έτρεμον μικραί λάμψεις φωτίζουσαι αιφνιδίως
και εκτυφλωτικώς τας χιονοσκεπείς ανωφέρειας.
Εβρόντα παρατεταμένως και συνεχώς και
από καιρού εις καιρόν έτριζε σείων τα πέριξ ο ανίκητος κεραυνός. Αυτοί
επροχώρουν, διήλθον επάνω από το Τσερίλοβον, αλλά δεν εσταμάτησαν, διήλθον
πλησίον του Κομανίτσι, αλλά και αυτό το άφηκαν οπίσω. Εβάδισαν ούτω αργά, δι'
όλης της νυχτός υπό ραγδαίαν βροχήν και επί της στιβαγμένης χιόνος. Περί τα
εξημερώματα τέλος, εστάθησαν και ελημέριασαν εντός του δάσους κειμένου μεταξύ
Κομανίτσης, Ζαγορίτσανης και Μπόμπιστας, έναντι της μονής των Αγίων Αναργύρων.
Εις το σημείον αυτό έφθασεν εις το
λημέρι και ο καπετάν Καραβίτης. Οι εκδικηταί ενισχύθηκαν και από πενήντα
οπλοφόρους Μακεδόνας, τους οποίους απέστειλαν οι πρόκριτοι των διαφόρων
ελληνικών χωρίων, από τα οποία οι εκδικηταί εξορκίζοντο να προβούν εις
παραδειγματικήν κατά της Ζαγοριτσάνης εκδίκησιν.
Οι εκδικηταί παρέμεινον εις τα κελλιά
της κατεστραμμένης παρά των Βουλγάρων μονής των Αγίων Αναργύρων. Εκεί βρήκαν
άσυλον μέχρι την πρωίαν της 25ης Μαρτίου.
Την πρωίαν της 25ης Μαρτίου ήρχισεν η
πορεία προς την Ζαγορίτσανην. Ήτο η πρώτη φορά που ο αριθμός των 197 εκδικητών
ήτο τόσον μεγάλος. Εβάδισαν με απόλυτον σιγήν. Ουδείς ωμίλει προς τον άλλον.
Πάντες βουβοί και σχεδόν σκυθρωποί μετέβαινον να εκτελέσουν κάτι το οποίον
σοβαροί λόγοι επέβαλον εις αυτούς. Ίσως η ανάγκη προς εκδίκησιν των αναρίθμητων
εγκλημάτων, τα οποία η βουλγαρική αυτή φωλιά είχε προκαλέσει εις τους
ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, εξ ίσου όμως και η ανάγκη της
εξουδετερώσεως του βουλγαρικού ορμητηρίου...
Ο Μάλλιος με τους άντρες του ορίσθη να
καταλάβη το ανατολικόν μέρος της Ζαγορίτσανης, ο δε Βάρδας με τους ιδικούς του
θα εισήρχοντο διά του δυτικού.
Διά να γίνη δε συγχρόνως η επίθεσις,
απεφασίσθη ο σαπλπιγκτής, ο οποίος ακολουθούσε τον αρχηγόν Μάλλιον, όταν κριθή
η κατάλληλος στιγμή, να σαλπίση. Ο γενναίος Καλογεράκης προσέθηκεν ότι με το
σάλπισμα θα πιστεύσουν ότι έρχεται τουρκικός στρατός και θα σπεύσουν να κρύψουν
τα όπλα των, γεγονός που θα απετέλει σπουδαίον πλεονέκτημα.
Όταν τα διάφορα ελληνομακεδονικά σώματα
κατέλαβον τας θέσεις των υπό τον Μάλλιον και τον Βάρδα, ο Κουκουλάκης, ο Πούλακας,
ο Κλειδής, ο Καούδης, ο Μακρής, ο Νικολούδης, ο Σκαλίδης, ο Δούκας και άλλοι,
ως θύελλα επέπεσαν μεσ' την κωμόπολιν της Ζαγορίτσανης, αποφασισμένοι να δώσουν
την πρέπουσα τιμωρίαν εις τους αδιορθώτους κομιτατζήδες της Ζαγορίτσανης
Οι κομιτατζήδες εξύπνησαν μέσα στην
θύελλα και ήρχισαν να πυροβολούν από τα παράθυρα των οικιών. Οι εκδικηταί
κυρίως εναντίον αυτών εστρέφοντο και διά να φέρουν αποτέλεσμα υπεχρεώνοντο να
καίνε και τα οικήματα τα οποία είχον μεταβάλει οι κομιτατζήδες εις οχυρώματα.
Αυτά όλα απετέλουν την φρικαλέα εικόνα
της Ζαγορίτσανης κατά την 25ην Μαρτίου του 1905. Αι λεπτομέρειαι
φρικιαστικαί...
Μεταξύ των άλλων καπετανέων ήτο και ο
γέρο-Γκούτας και ο καπετάν Κουτσούκης, ο οποίος έτρεχε πανταχού και έκανε το
καθήκον του. Εις μίαν οικίαν εύρον οι εκδικηταί έναν Εβραίο και εφώναζε με
στεντώρεια φωνή, ότι δεν είναι Βούλγαρος, αλλά δυστυχώς ουδείς ηνόησεν τ έλεγεν
και εφονεύθη, και το παιδί του οποίου, παριστάμενο εις την σκηνήν,
παρεφρόνησεν. Ούτω ο νεαρός Ιουδαίος ήρχησε να χορεύη τριγύρω εις το πτώμα του
πατρός του, αλλά και αυτόν μία σφαίρα από ένα σπίτι το οποίον ήταν ακόμη
κομιτατζήδες και έριχναν πυροβολισμούς, μια σφαίρα έρριξε και τον νεαρό Ιουδαίο
επάνω εις το πτώμα του πατρός του» [Βακαλόπουλος Β, 126-127 και
Καραβίτης, 230, 242-243].
Σφαγή 1905 - Καραβίτης
«Η Ζαγοριτσάνη είναι μεγάλο χωριό, με
300 σπίτια. Είναι πατρίς του βουλγάρου συνταγματάρχου Γιαγκώφ, που
επροπαγάνδιζε την ρωσσόφιλη πολιτική εν Μακεδονία, κατά την οποία: "Η
Μακεδονία διά τους Μακεδόνας". Ήτο το ρωσσικό δόγμα εις τα Βαλκάνια, που
είχε σκοπό να τα μεταβάλη εις μικρά χάπια, διά να τα καταπίνη κανείς
ευκολώτερα, όπως έλεγαν τότε. Ο Γιαγκώφ, όπως και πολλοί άλλοι Μακεδονόπαιδες,
είχαν προσελκυσθή εις την Βουλγαρία προ πολλών ετών υπό των προνοητικών
βουλγάρων (ας τους λέμε πονηρούς), οι οποίοι τους εξεπαίδευσαν διά να τους
χρησιμοποιήσουν διά την προπαγάνδαν των προς εκβουλγαρισμόν της Μακεδονίας.
Όπως ήτο επόμενον, κατέβαλε τούτος ιδιαιτέραν προσπάθειαν όπως εκβουλγαρίση,
οργανώση και εξοπλίση το χωριό του και το κατέστησε πράγματι το φόβητρο της
νοτίας πλευράς του Βιτσίου.
Επειδή οι δικοί μου
ήταν πολύ κουρασμένοι, ζητώ να μου δοθή το νοτιοδυτικό μέρος του χωριού, να
αφήσω 25 άνδρας υπό τον Πάτερο έξω, για απόκρουση εξωτερικής επιθέσεως, στρατού
ή κομιτατζήδων και με τους υπολοίπους δέκα να ενεργήσω κρούση εις την νοτίαν
άκραν του χωριού διά να αποκαλυφθούν αι κομιτατζηδικαί δυνάμεις. Ανατολικώτερον
θα ελάμβαναν θέση ο Μακρής και ο Καούδης και τα λοιπά σώματα θα ενήργουν εκ του
ανατολικού σημείου του χωριού.
Πριν εξημερώση καλά, ευρίσκομαι στο
ακραίο σπίτι του χωριού και υποθέτω ότι θα έχη κάπου κανένα βουλγαρικό
καραούλι. Φθάνω στην πόρτα και βάζω αυτί, ακούω μέσα να ανοιγοκλείνει ένα όπλο.
Κοντά μου ευρίσκεται ο Μανώλης Κοπάσης και αγκαλιάζω το αριστερό του χέρι και
έτσι αγκαλιασμένοι θα καταβάλουμε μεγαλυτέραν δύναμη να σπάσουμε την πόρτα με
μια κλωτσιά. Με την πρώτη κλωτσιά όμως ακούεται ένα "μπαμ" από μέσα
και η σφαίρα περνά από την δεξιά μου μασχάλη, την οποίαν αισθάνθηκα σαν ψύλλου
τσίμπημα. Κάνω στη μια μπάντα της πόρτας εγώ, στην άλλη ο Κοπάσης και βλέπω τα
μούτρα του γεμάτα αίμα. Κάποιο ξύλο παρέσυρε η σφαίρα και κτύπησε τον Κοπάση
εις το μέσον των φρυδιών κι έτρεξε το αίμα. Τι διάβολο, λέγω, δίκαννο ήτο και
μας πήρε και τους δυο;
Όταν με πήρε η σφαίρα, είχα κλίνει προς
τα δεξιά και το σακκάκι είχε κάνει κάποια σούφρα στη μασχάλη.
Όταν στάθηκα στα ίσια και πήγε το
σακκάκι στη θέση του, εφαίνετο η μία τρύπα της σφαίρας πάνω στο μαστό και η
άλλη εις το βάθος της μασχάλης, δηλαδή όπως εφαίνοντο οι τρύπες έπρεπε να είχε
σοβαρό διαμπερές τραύμα εις τον κορμό. Αποσύρθηκα εις την γωνία του σπιτιού και
ξεκούμπωσα το σακκάκι μου να ιδώ τι είδους τραύμα ήτο αυτό που μόλις το
αισθανόμουν σαν ψύλλου τσίμπημα. Και είδα ένα πέρασμα σφαίρας που αν έριχνε ο
καλλίτερος σκοπευτής, δεν ημπορούσε να το επιτύχη. Διότι μόλις είχε μαυρίσει το
δέρμα της μασχάλης και του βραχίονος, ωσάν να επέρασε ένα λεπτό πυρωμένο σύρμα
και επροξένησε το ίδιο ανεπαίσθητο έγκαυμα και εις τα δύο μέρη. Για ιδές, λέγω
με θαυμασμό και δέος, η δύναμη του Άη-Νικόλα!
Με τους πρώτους πυροβολισμούς σημαίνει
και ο σαλπιγκτής και η επίθεση γενικεύεται. Καλώ τον βούλγαρο που παρ' ολίγον
να με σκοτώση να βγάλη τη γυναίκα και τα παιδιά του έξω, γιατί θα βάλω φωτιά
στο σπίτι, να μην καούν, αλλ' αντί απαντήσεως πυροβολεί. Βάζουμε φωτιά και εις
μίαν στιγμή που έσκασε μία χειροβομβίδα, ορμά μέσα ο Βασίλης Επισκοπάκης και
βγαίνει έξω πνιγμένος από τους καπνούς, αλλά τραβά μισολιποθυμισμένα τα δυό
παιδάκια του βουλγάρου. Εις την δευτέραν εισβολή τραβά και τη γυναίκα. Εν τω
μεταξύ ο βούλγαρος είχε σκοτωθεί. Τον Επισκοπάκη συνεχάρησαν πάντες διά τον
ηρωϊσμό του, διότι με κίνδυνο να σκοτωθή από τον βούλγαρο ή να καή εις την
φωτιά, εισέβαλε και έσωσε τα γυναικόπαιδα.
Εις ολίγην ώρα το χωριό μετεβλήθη εις
πυροτέχνημα. Με πάταγο καταπίπτουν οι στέγες των σπιτιών για να σωριασθή η
ξυλεία τους και να λαμπαδίση καλλίτερα. Όλη τη φρίκη που έχουν σκορπίσει οι
βούλγαροι εναντίον των ελλήνων εις την Μακεδονίαν, επί τόσα έτη, την δοκιμάζουν
τώρα εις την Ζαγοριτσάνη. Επάνω από 130 σπίτια εκάησαν και ισάριθμοι άνθρωποι
εφονεύθησαν, και δεν θα έμενε τίποτε όρθιο αν δεν ενεφανίζετο ο τουρκικός
στρατός της Καστοριάς.
Αμέσως ειδοποιούνται τα σώματα να
υποχωρήσουν προς βορρά και προς την θέση Βούρβιτσα. Το δικό μου απόσπασμα
διέταξα να ακολουθήση ανατολική κατεύθυνση προς την άκρη του χωριού και όταν
ξεπεράση τα σπίτια, να τραβήξη προς βορρά και να καλυφθή εις τον καπνό.
Παίρνουμε 18 αιχμαλώτους και βαδίζουμε προς τα άνω. Η πλαγιά είναι ανηφορική
και γυμνή δένδρων, χωρίς εδαφικάς πτυχώσεις και ανωμαλίας προς κάλυψη και
άμυνα. Όταν απομακρυνθήκαμε ολίγο από τους καπνούς, εκάθησα με τους άνδρες μου
διά να κρατήσουν άμυνα έως ότου να περάση επάνω το τμήμα που είχα αφήσει
καραούλι και που το ειδοποίησα να ακολουθήση από την ανατολική άκρη του χωριού
βορείαν κατεύθυνση. Μετ' ολίγον φαίνονται να ανέρχωνται με μίαν άλλη
καθυστερημένη ομάδα, οδηγούντες και τους 18 αιχμαλώτους. Από πίσω ανέρχεται και
ο Γ. Κλαπάς και σύρει έναν παπά δεμένο με ένα σχοινάκι από τον λαιμό.
Ο Κλάπας έχει το όπλο του οριζοντίως εις
τους ώμους και με το αριστερό του χέρι κρατά την άκρη του σχοινιού. Ο παπάς τον
ακολουθεί. Δίπλα από εμένα κάθεται ο Θεόδωρος Κουκουλάκης, λοχίας του Πεζικού
και οπλίτης του Βάρδα. Μαζί πυροβολούμε κατά των τούρκων και τους κρατούμε εις
απόσταση έως ότου ανέλθουν οι άλλοι πιο πάνω. Όταν έφθασε ο Κλάπας εις την
γραμμή του ύψους μας, εκ του αριστερού, τότε ο Κουκουλάκης που ήταν
αριστερώτερά μου, υψώνει το όπλο και πυροβολεί τον παπά, ευθύς δε αμέσως
στρέφει το όπλο προς τα κάτω, προς τη διεύθυνση δηλαδή των τούρκων και δήθεν
προσέχει αν η σφαίρα επέτυχε τον τούρκο που εσημάδευσε. Ο
παπάς έπεσε σαν κεραυνόπληκτος και ο κλάπας, που ανήρχετο βήμα-βήμα τον ανήφορο
σκυφτός και μισοκοιμισμένος, αντελήφθη ότι το σχοινάκι του εσκάλωσε σαν το
αρμίδι του ψαρά. Γυρίζει και κυττάζει τον παπά ξαπλωμένο κάτω, τινάζει το
σχοινάκι, πάλι σαν ψαράς που τινάσσει το αρμίδι του όταν σκαλώση δεξιά και
αριστερά, αλλά ο παπάς είναι νεκρός. Γυρίζει και μας κυττάζει και ρωτά με
αγανάκτηση:
- Ποιος έπαιξε (επυροβόλησε), μωρέ, του
παπά;
Ο Κουκουλάκης ξαναπυροβολεί κατά των
τούρκων και αδιαφορεί διά την ερώτηση του Κλάπα.
Εγώ δεν ημπορώ να κρατήσω τα γέλια και
του λέγω:
- Πάρε τώρα το σχοινάκι και τράβα πάνω,
πριν φθάσουν οι τούρκοι και πάθης και συ τα ίδια.
Του έδωκα δηλαδή να καταλάβη ότι οι
τούρκοι τον εσκότωσαν. Αλλά ο Κλάπας δεν πείθεται, διότι εκεί που βαδίζει κάνει
το έδαφος λίγη κοιλότητα και είναι αθέατος από τους τούρκους.
Τι να κάνη τώρα, λύνει το σχοινάκι από
τον λαιμό του παπά, το τυλίγει στη μέση του και κατόπιν ρίχνει και αυτός του
παπά μία βολή στο στήθος σαν χαριστική και κατόπιν μουρμουρίζει: "Διάολε
τσ' αποθαμένους του οπού τον εσκότωσε", μας ρίχνει μια άγρια ματιά και
τραβά τον ανήφορο.
Ο Κουκουλάκης, όπως σκοπεύει πάλι προς
τα κάτω, στρέφει λίγο το κεφάλι του προς εμένα και κρυφογελώντας μου λέγει:
- Δίκιο έχει ο φουκαράς. Έχασε το μανάρι
του.
Όταν απομακρύνθηκαν οι άλλοι, τραβήξαμε
και μεις, οι δέκα δικοί μου και κάτι άλλοι, εις τον ανήφορο, το όλον καμμιά
εικοσαριά. Οι τούρκοι σκαρφαλώνουν και αυτοί σιγά-σιγά, μας ακολουθούν από
τόπον εις τόπο και πυροβολούν. Ακολουθούν γραμμή αριστερώτερά μας, όπου
ευρίσκουν πέτρες για προκάλυψη. Μας υποστηρίζει όμως από παραπάνω το άλλο υπό
τον Πάτερο τμήμα μου. Και έτσι εφθάσαμε εις την κορυφή χωρίς σοβαράν ενόχληση.
Εις την κορυφή είμεθα τώρα όλοι συγκεντρωμένοι και δεν εννοούμε να το
κουνήσουμε πριν το βράδυ που θα χωρισθούμε εις διάφορα σημεία.
Οι Τούρκοι πυροβολούν από μακρυά και θα
ήσαν ευχαριστημένοι αν εφεύγαμε διά να γράψουν εις την αναφοράν των ότι μας έχασαν
εις το πυκνό δάσος. Δεν μπορούν να πλησιάσουν όσον τόπο φθάνει ο γκρας, διότι
είναι ο ανήφορος πολύ γυμνός. Έχουν γαντζωθή εις κάτι πέτρες και από εκεί
πυροβολούν. Ένας οπλίτης μου, ο Ανδρέας Βαϊλάκης ή Μπαϊλάκης ή Μπάιλος, με
ειρωνική διάθεση, όπως είναι πάντοτε όλοι οι Ανωπολίται και εις τας πλέον
τραγικάς στιγμάς, λέγει: "Πέστε τωνε, μωρέ, να μην πυροβολούν και βγάλουν
κανενός κανένα μάτι!".
Αυτό το άκουσα να λέγεται και εις την
Ήπειρο, το 1912, αλλά εδώ είχε την πηγή του και τον Γιατρό που εγνωρίσαμε εις
το Ζέλοβο, που ήταν συγγενής του Μπαϊλάκη, όπως θα ιδώμεν αργότερα. Έχω και τον
Παύλο Πατρό μαζί μου, ένα σωστό θηρίο εις καρδία και δύναμη. Και εδώ είναι η
θέση που ελογχίσθη ο πρωτομάρτυς του Μακεδονικού Αγώνος Γ. Σεϊμένης. Εκτός,
λοιπόν, του Ι. Σεϊμένη που ήταν αδελφός του, είναι και ο Πατρός πρώτος του
εξάδελφος και γενικώς όλοι οι Ανωπολίται, που είναι σχεδόν οι μισοί του σώματος
μου, είναι αδυσώπητοι κατά των Βουλγάρων.
Δεν χωρεί καμμιά επιείκεια. Είναι
άνθρωποι που διατηρούν την εκδίκηση του αίματος από γενεάς εις γενεάν. Έπεσαν,
λοιπόν, οι δυστυχείς αιχμάλωτοι εις κακά χέρια. Ούτε αρχηγοί μπορούν να τους
σώσουν ούτε στρατηγοί. Το ζήτημα είναι προσωπικό του χωριού της Ανωπόλεως. Ο
Πατρός διετήρει την λόγχη, ενώ οι άλλοι τις είχαν πετάξει ως περιττό βάρος και
εφωδιάζοντο με μαχαίρια Τρικκαλινά. Ο Πατρός είχε και το μαχαίρι και τη λόγχη.
Βάζει, λοιπόν, τη λόγχη στο γκρα και αρχίζει να λογχίζη τους αιχμαλώτους στη
γραμμή.
-"Δεν τους έφερα για
ανάκριση", λέγει, "η απόφαση για κάθε βούλγαρο είναι βγαλμένη, μόνο
ήθελα να ποτίσουν το μνήμα του ξαδέρφου μου με το αίμα τους".
Ο Θεόδωρος Κοπάσης ζητεί ως χάρη να του
επιτρέψω να σκοτώση έναν που κρατά από το χέρι. "Μόνον στα πεταχτά, του
λέγω, δηλαδή θα τον πυροβολήσης στην τρεχάλα, και άμα σου φύγη, καλά κάνε με
τον Πατρό". Κάμνω νεύμα εις τον βούλγαρο να φύγη τον κατήφορο, προς το
χωριό, για να βγη από τον κύκλο που είχαμε σχηματίσει και να του ρίξη ο Θ.
Κοπάσης. Ο βούλγαρος, που φαίνεται εγνώριζε τη γλώσσα, σαλτάρει κάτω, αλλά άμα
βγήκε από τον κύκλο, τρέχει με ελιγμούς, διά να μη δίνη στόχο σταθερό.
Πυροβολεί ο Κοπάσης, τίποτα, και μαζί με τον Κοπάση πενήντα άλλοι ακόμη.
Βρε, τι έκανα, λέγω, με το αστείο αυτό
θα χαλάσουν οι άνδρες μου όλα τους τα φυσίγγια. Του κάκου φωνάζω και
ξελαρυγγιάζομαι: "Πάψετε πυρ!". Παρακολουθούν οι σφαίρες τον
βούλγαρο, τον σκονίζουν γύρω πραγματικώς σαν χαλάζι, ενώ εγώ παρακαλούσα να
γλυτώση γιατί είχα αρχίσει να τον λυπάμαι για το χτυποκάρδι που θα τον είχε
πιάσει. Εν τέλει έφυγε. Πάρα κάτω ήσαν οι τούρκοι στρατιώται της Καστοριάς, που
προσπαθούσαν να μας πλησιάσουν χωρίς να το κατορθώνουν και χώθηκε στη γραμμή
τους» [Καραβίτης, 230-237].
Σφαγή 1905 - Καούδης Απομνημονεύματα
«Εν τω μεταξύ είχαμε καταστρώσει το
σχέδιον να πάμε να κτυπήσουμε τη Ζαγοριτσάνη, διότι από εκεί εγίνοντο αι
εξορμήσεις των Βουλγάρων, το λέγαν δεύτερη Σόφια, και μας είχε στείλει ο
Δεσπότης ένα κατάλογο διά να πιάσομε περί τους είκοσι και να τους τιμωρήσομε. Ο
δεσπότης είχεν ένα που επήγαινε και έλεγε τι εγένετο στη Ζαγοριτσάνη και ποιοι
είναι οι αρχηγοί και οι καπεταναίοι του χωρίου, εκείνον τον άνθρωπον - ως
εμπήκαμε στη Ζαγοριτσάνη - εβγήκε και πρώτος που τον ηύρε ήτον ο Καλογεράκης
και τον επήρε και του έδειχνε τα σπίτια των διαγεγραμμένων, όπου είχε ο
κατάλογος που μας είχεν στείλει ο Δεσπότης, κ' εκεί, όπου τον είχε ο
Καλογεράκης κοντά του και τον οδήγα, πήγε ο Κουκουλάκης και τον εσκότωσε. Ο
καημένος ο Καλογεράκης τι να κάμει, ήλθεν και με βρήκε με παράπονο και μου το
είπε.
Τέλος, τη δεύτερη μέρα με ειδοποίησεν
ότι το βράδυ πρέπει να συγκεντρωθούμεν όλοι στο μοναστήρι κάτωθι της Κλεισούρας
και μεταξύ Κομανίτσοβο και Κλεισούρας κ' έναντι του βουλγαρικού χωρίου
Μπόμπεκι, το μοναστήρι ήτο μέσα σ' ένα δάσος. Ήλθεν και ο Μάλλιος με κάπου
εξήντα άνδρες. Ο Βάρδας είχε τη γνώμην ότι θα γυρίσομε τα ίδια ζάλα πίσω, πράμα
αδύνατον, διότι στο μεταξύ ήταν δυο χωριά βουλγαρικά, η Μπόμπεκη και η
Μπόμπεκη (:Μπόμπιστα), κ' επιπλέον η Κλεισούρα
που είχε ένα τάγμα στρατό και δεν ήτο δυνατόν να μη βγει να μας κόψει το δρόμο
και όμως με όλας τας υποδείξεις μου ο Βάρδας επέμενε, ο Μάλλιος δεν εμίλιε,
διότι πρώτη φορά που ήλθεν και δεν ήξευρε. Τέλος, διά της επιμονής του δεν
εμπόρεσα να τονε πείσω και με υποχρέωσε και έστειλα τέσσερα παιδιά έναντι της
Κλεισούρας εν περιπτώση γυρίζαμεν τα ίδια ζάλα και βγει στρατός από την Κλεισούρα
να μασε κόψει το δρομο, να πιάσουν μάχη, να μας ευκολύνουν να γυρίσομε πίσω.
Τέλος, εκινήσαμε και επήγαμε εξημερώματα
στη Ζαγοριτσάνη. Ο Μάλλιος επήγεν από το βόρειον μέρος κ' εμείς από το νότιον,
αλλ' ως εφθάσαμεν στην είσοδον του χωριού να ένας χωρικός έβγαινε, τον πιάσαμε,
του λέμε να μασε δείξει το σπίτι του μουχτάρη, του προέδρου δηλαδή. "Νε
ζνάιμου", δεν το ξέρω. "Μωρέ δεν ξεύρεις στο χωριό σου το σπίτι του
μουχτάρη; "Νε ζνάιμ". Είχαμεν οδηγό ένα που τον είχε τσομπάνο ο
γούμενος του μοναστηριού στο Τσιρίλλοβο, ονόματι Χρίστος, και ήξευρε τα
βουλγάρικα και του έλεγε, αλλά εκείνος εξακολουθούσε: "Νε ζνάιμ".
"Ε, κερατά", τον άρχισα στο ξύλο, άρχισε τις φωνές. Απέναντι από ένα
σπίτι μας άρχισαν τις τουφεκιές, αμέσως άρχισεν το κακό. Όσα σπίτια επυροβολήσανε,
όλα εκαήκανε. Ως φαίνεται ήτο συμμορία κομιτατζήδων μέσα και επτά σπίτια που
εκάναν αντίσταση τα έκαψαν. Έγινε μεγάλο κακό, διότι αφηνίασαν μερικοί και δεν
ακούγανε. Ο Πούλακας με την παρέα του, ο Κουκουλάκης, ο Σκουντρής, όποιον
ευρίσκανε τον σκότωναν, εφώναζεν ο Βάρδας, αλλά δεν τον άκουγαν.
Εγώ ήμουν κοντά στον Βάρδα διά να μην
τον αφήσω να εκτίθεται, εφοβούμουν να μην σκοτωθεί. Ο Καραβίτης, αφού τον
ετσίμπησε κάποια σφαίρα, εζάρωσε. Ο Μάλλιος από το βόρειον μέρος του χωριού δεν
ηύρεν αντίστασιν κ' έκανε όμορφα και καλά τη δουλειά του, εμάζεψε καμίαν
εικοσαριά άτομα μαζί κι ένα παπά και τους πήρε μαζί του.
Κατά τις δέκα, έντεκα η ώρα βγήκε ένας
λόχος στρατού από την Καστοριά και μας έκοψε το δρόμο - που ήθελαν να γυρίσει
πίσω τα ίδια ζάλα - κ' έτσι θέλοντας και μη του Βάρα επιάσαμε το προς Βορράν
βουνό. Εγώ είχα τον Νίσταρη με τέσσερις άλλους άντρες στείλει και είχαν πιάσει
το βουνό προς Τσερέσιντζα, το δυτικό μέρος, μη τυχόν βγουν από κει Βούλγαροι
τίποτα ή στρατός να μασε κτυπήσει, και αναγκάστηκα και τον επερίμενα στην άκρη
του χωριού ως που ήλθεν. Κ' επολέμουν με τον στρατόν, διότι όλον κ' επροχώρει.
Ανεβήκαμε, το βουνό πλιο πάνω έκανε ίσχιωμα, και είχαν μαζευτεί εκεί και του
Μάλλιου το σώμα με τους αιχμαλώτους του. Εκεί πάλι έγινε άσχημο μακελειό. Ήτον
καμία εικοσαριά - εκεί, λέει, είχαν σκοτώσει τον Σεϊμένη πριν οι Βούλγαροι -
ένας συγγενής του Σεϊμένη έβαλε τη λόγχη στο όπλο και τους ελόγχισεν όλους.
Ένας έφυγε τον κατήφορο και τον ρίξαμε κάμποσες τουφεκιές, αλλά δεν έπεσεν,
μόνο που έφτασε στο στρατό» [Καούδης, 96-99].
Σφαγή 1905 - Επιστολή Καούδη
Απόσπασμα επιστολής της 10.10.1931 του
Θύμιου Καούδη προς τον Γιώργο Τσόντο-Βάρδα:
«... Στην επίθεση της Ζαγορίτσανης
ήμουν μαζί και μάλιστα τη νύκτα εκείνη στο μοναστήρι όπου εκινήσαμε είχα
διαφωνήσει μαζί σου διότι εγώ εθεώρουν αδύνατον να υποχωρήσουμε στο ίδιο μέρος,
υποδύκνεια το βουνό όπου επιάσαμε στο τέλος θέλοντας και μη διότι ήλθε ο
στρατός από κάτω και μας έκοψε την υποχώρηση προς εκεί αλλά αφού επέμεινες
έστειλα το Σαμανίκα με τέσσερα άλλα παιδιά και κρατούσαν το βουνό το προς νότον
της Κλεισούρας δια να παρεμποδίσουν το στρατό της Κλεισούρας, τον δε Νίσταρη με
τρία άλλα παιδιά στείλαμε από το μέρος της Φλωρίνης ή Τσερέσνιτζας και μάλιστα
όταν κάμαμε σινιάλο να φύγει, επετέθη των Τούρκων προς τον Κάμπο και έπειτα
ήλθε από πίσω μας και μάλιστα εγώ τον επερίμενα και ήλθαμε τελευταίοι εκεί όπου
έβαλες τον Γιατρό και ελόχισεν εκείνους που είχε φέρει ο Μάλλιος. Εγώ δε εκείνη
την ημέρα ήμουν πάντοτε κοντά σου και μάλιστα μια στιγμή όταν καταγίνονταν να
χαλάσουν ένα σπίτι πέτρινο καινούργιο με επέπληξες διότι σου είπα να
προφυλάγεσαι, μα είναι άλλοι άνδρες καλύτεροι από εμάς και μαζί χτυπήσαμε και
μας άνοιξαν το πρώτο σπίτι και αν δεν απότομα, τον πρώτο εκείνο που μας άνοιξε,
χαστούκιζε ο Στέφος, διότι του ζήταγε να μας δείξει κάποιο σπίτι, μα δε
θυμάμαι, νομίζω του παπά και σου είπε ότι δεν ξεύρει» [Αρχείο Βάρδα, φακ.
6].
Σφαγή 1905 - Ράπτης
«Ο Πούλακας, ο Καραβίτης, ο Μακρής, ο
Νικολούδης, ο Σκαλίδης, ο γέρων Γκούτας και όλοι οι εκδικηταί δεν γνωρίζουν
πλέον τι πράττουν».
«Έσκουζον και ωλόλυζον και εις τας
πεντακοσίας οικίας του χωρίου. Η προ μιας ώρας ειρηναία σιγή μετεβλήθη εις
κραυγάς παραφρονησάντων ανθρώπων. Εζήτουν σωτηρίαν και δεν εύρισκον. Η φυγή ήτο
αδύνατος, ο οίκτος είχεν εκλείψει ολοτελώς. Η τελεία απελπισία».
«Από δέκα εξ ετών και επάνω να μη
μείνη κανείς ζωντανός. Αυτή ήτον η εντολή»
«Η Ζαγορίτσανη είχε μεταβληθή εις
φρενοκομείον μανιακών».
«Χορτάσαμε την ημέραν αυτήν να
σφάζωμεν, (από ημερολόγιό ενός άντρα του Πούλακα)».
«Θυμάμαι πως περνάγαμε τους δρόμους
του χωριού για να φύγουμε και σε κάθε δρόμο εύρισκες 8-10 πτώματα γυναίκες και
παιδιά να μοιρολογούνε (Ηλίας Καπετανάκης)» [Ράπτης, 333, 334, 338, 343].
Σφαγή 1905 - Κλειδής
«Έφευγε το φως. Μια φωτιά για διακόσιους
στης παγωνιάς το ξενύχτι. 24/3.
Κινήσαν ξημέρωμα με σκυμμένα τα μούτρα
μην ανταμώνουν στον αέρα. Η τελευταία εικόνα της μέρας, μια φέτα της άσπρης
παγωμένης λίμνης. Μόλις νύχτωσε άρχισαν την τελευταία τρεχάλα που σταμάτησε
στην κορφή. Σύρθηκαν απλωμένοι σ' όλο το μήκος κι είδαν κάτω τα φώτα της
Ζαγορίτσανης. Το τελευταίο φως της ζωής της. Όλη τη νύχτα έμειναν ξαπλωμένοι,
ακίνητοι να κοιτούν. Μια παγωμένη, απόλυτη ησυχία. Δεν ήταν κόλαση. Μούγκρισε
ένα μοσχάρι, γάβγισε σκύλος. Δεν ήταν η κόλαση αλλά η πόρτα της. 25/3. Μια
απότομη πλαγιά, τρεις λόφοι, μετά μια χαράδρα μικρή και στενή κι ύστερα κάμπος.
Το χωριό ήταν πολύ μεγάλο. Οι δρόμοι του φαρδιοί, τα σπίτια μεγάλα και δίπατα
τα πιο πολλά, στο βάθος της Καστοριάς η λίμνη γυάλιζε άσπρη.
- Σα σήμερα αδέλφια. Η μέρα της
επανάστασης. Ζήτω η ελληνική Μακεδονία.
Χίλια μέτρα απ' την κορφή ως το πρώτο
σπίτι. Δασωμένη πολύ απότομη πλαγιά. Οι τρεις λόφοι ήταν στην ίδια γραμμή, σε
μήκος οκτακόσια μέτρα ως τη χαράδρα. Όσοι τους κράταγαν έπρεπε να κινούνται
πολύ γρήγορα για να μην περάσει κανείς. Χίλια μέτρα. Γρήγορα. Στο Νότιο και
Δυτικό οι εξαντλημένοι του Δούκα και του Καραβίτη. Στο ύψωμα μείνανε οχτώ.
Γνώριζε μόνο το Λιάπη και τον Καούδη. Μάουζερ, σφαίρες, μπόμπες. Του Γιαγκώφ
και του Τσακαλάρωφ το χωριό. Των τριών παιδιών που πιάσανε στην ίδια κορφή το
καλοκαίρι. 3 η ώρα κι όμως όλα φαίνονταν καθαρά. 4. Ένας του Δούκα σάλπισε να
τους νομίσουν τούρκικο στρατό και να κρύψουν αντί να βγάλουν τα όπλα. Να μπει
πανικός. Σάλπισαν θάνατο και σηκώθηκαν.
Το χιόνι έπεφτε ψιθυριστά, χοντρό κι
αραιό. Πεντακόσια σπίτια, δυο χιλιάδες άνθρωποι κυκλωμένοι απ' τις σκεπές ως το
χιόνι. Το πρώτο σπίτι τινάχτηκε στις φλόγες απ' το Μακρή. Μετά ένα-ένα στη
σειρά, η νύχτα έγινε φωτεινότερη από μέρα. Το ουρλιαχτό της Ζαγορίτσανης άργησε
πολύ. Σηκώθηκε μαζεμένο, απελπισμένο και τέλος τρελό. Ήταν πάρα πολλοί οι
αντάρτες. Φάνηκαν αμέσως απ' το πόσο γρήγορα κινήθηκαν όταν κατάλαβαν, πιάσανε
στέγες και παράθυρα και ρίχνανε σφαίρες και μπόμπες. Καθήλωσαν κιόλας τους
λίγους του Κουκουλάκη δεξιά στο νεκροταφείο και όρμησαν σε μεγάλη ομάδα προς το
ύψωμα. Κανείς δεν το έφθασε. Κράτησε τα μάτια στο στόχαστρο. Το ύψωμα ήταν στο
σκοτάδι κι οι άλλοι στο φως. Ο τελευταίος έφθασε μέχρι πενήντα μέτρα. Ήταν
ολόγυμνος στ’ απανωκόρμι, τεράστιος, νέος, μαλλιά ως τις πλάτες μακριά. Έπεσε η
γυναίκα στο πτώμα του και σηκώθη ευθύς. Όλα γύρω της ήταν κόκκινα κιόλας.
Έσκισε το πανί απ’ το στήθος της και τα παχιά βυζιά της φωτίστηκαν απ’ τις
φλόγες.
- Μπράτες με νία. Αδέλφια μας μωρές. Μη
μας καίτε.
Η μπάλα του δίπλα του Μακεδόνα τη βρήκε
στο στόμα.
Στο στενό ίσια μπροστά τους το σπίτι
καιγόντανε. Γυναίκα με μωρό πήδηξε απ’ το πάνω παράθυρο και το χιόνι κάτω της
ήταν φτιαρισμένο, ούτε μισού μέτρου πάχους. Της έφυγε στο τελευταίο πριν το
χιόνι μέτρο κι έπεσε από πάνω του. Στο δίπλα ο γέρος βγήκε με μπόγο στην πλάτη.
Ο Γκούντας τον σπάθισε, ο μπόγος άνοιξε και τ’ αγόρι γδυτό και μισοκομμένο
έκανε μισό βήμα. Δε θα μάθαινε ποτέ να βαδίζει σωστά.
- Ριξ' του Καούδη.
Ο Λιάπης κατέβασε αργά το μάουζερ και το
έσωσε χωρίς να σκοπεύσει. Ούρλιαξε και χούφτωσε το Λιάπη να πυροβολήσει στα
μάτια του. Του 'κλεισε εκείνος το κεφάλι στις παλάμες και του 'ρίξε πρώτος.
Ο Δούκας του Ζέλενιτς πήρε τ' απέναντι
σπίτια της μεγάλης εκκλησίας. Ο πρώτος που του βγήκε ήταν σα γίγαντας, ακόμα ψηλότερος
κι απ' τον Δούκα αλλά ο Σερραίος τον έσυρε σαν κόκορα. Έφθασε εκεί ο
Κουκουλάκης.
- Που τον πας μωρέ;
- Αιχμάλωτο.
Ο Κουκουλάκης τίναξε τα μυαλά του
αιχμάλωτου κι έδειξε στο Δούκα το ύψωμα τους. Κατέβηκε αργά. Τα φαρδιά στενά
σχίζανε όλο το χωριό. Όλα τους αναμμένα. Πέρασε τη μεγάλη εκκλησία και
κατηφόρισε το μεγάλο δρόμο. Στην άκρη ο γέρος με μεσοφόρι και σκούρο σκούφο
κρατούσε κασέλα.
- Είμαι Εβραίος γραικοί. Δεν φταίω.
Αφήστε με.
Το σπίτι ήταν κιόλας στις φλόγες. Μια
μπάλα από κάπου σταμάτησε στο στήθος του. Βγήκε ξοπίσω το παιδί κι έμεινε πάνω
απ’ το πτώμα όρθιο, έπειτα γέλασε δυνατά και τρελό πια άρχισε να χορεύει το
νεκρό πατέρα γύρω.
- Κανείς μωρές; Ρίχτε του ένας.
Δεν άκουγε κανέναν κανείς. Πάνω απ’ τις
μπόμπες, τις σφαίρες και τα ουρλιαχτά υψώθηκε μόνο η φωνή του Τσόντου. Τόσο
δυνατή που την άκουσε η μισή Ζαγορίτσανη.
- Από δεκάξι και πάνω κανείς ζωντανός.
- Μάικο' μ.
Το παιδί βγήκε απ' τις φλόγες με
αναμμένη την πλάτη. Το θάψανε στο χιόνι δυο δικοί και το σήκωσαν. Κουνιόταν.
Ούρλιαξε - μάνα κι ο δικός του στήριξε το μπιστόλι.
- Άντε στου Καλογεράκη.
Κι ο Καούδης είχε κατέβει απ' το ύψωμα.
Του 'δειξε προς τα κει που οι δρόμοι τέλειωναν και σχηματίζονταν σαν πλατεία. Ο
Γιάννης Καλογεράκης πανύψηλος, φαρδύς, με τη μακριά γενειάδα ν' ανεμίζει, μάζευε
κει ανήμπορους δυο-δυο μες στις μασχάλες, αψηφώντας του Βάρδα και της νυχτιάς
κάθε κίνδυνο. Στο χιόνι δεν του γλιστρούσαν όπως στα σανίδια του Ζέλενιτς. Στο
πρώτο βήμα η σφαίρα σφύριξε στ' αυτί κι έπεσε. Η δεύτερη πήρε ξώφαλτσα τον
Καλογεράκη που άφησε το γέρο κι έπιασε το μπράτσο του. Έριξε πριν ακόμα δει στο
παράθυρο. Ήταν στα δεκάξι αλλά τους είχε στο φως των πυρκαγιών. Δεν το πέτυχε
παρά μόνο στην τέταρτη. Το είδε να πετά το όπλο ψηλά και να τινάζει τα μπράτσα
σα να παραδίνεται και την επόμενη στιγμή να βουτά απ' το παράθυρο αργά. Μέρα.
Είδε τις στέγες γεμάτες εχθρούς. Αν όλοι είχαν κάνει ό,τι αυτός κι είχαν αφήσει
το ύψωμα, θα έπαιρναν στο λαιμό τους ζωές συντρόφων. Μόνο από το ύψωμα είχαν
ορατότητα να τους κατεβάσουν από τις στέγες.
Η στέγη έπεφτε αλλά το σπίτι ήταν το
τελευταίο, τον κάμπο πίσω του δεν έπρεπε να τον φτάσει κανείς ζωντανός. Ένας
πετάχτηκε απ' την πόρτα. Η πλάτη του είχε φωτιές.
- Γκούντα προδότη.
Τον πρόλαβε ο Πλατής με το γιαταγάνι.
Κύλησε ως τη βρύση το βουλγάρικο κεφάλι. Στράφηκε γρήγορα με πολλούς στο
απέναντι στενό. Στο μεγάλο σπίτι όποιος σίμωνε, οι μέσα πέταγαν μπόμπα.
Καθήλωσαν το Δούκα, τον Κουκουλάκη, το Σκαλίδη, ο Βάρδας ήταν πολύ πιο κοντά
και θα 'τρωγε την επόμενη μπόμπα στο κεφάλι. Κολλημένος στο χιόνι κι ο Καραβίτης,
αιμορραγούσε ο Γαλλιανός. Νικολούδης, Πούλακος, Πάτερος, δεν μπορούσαν να
σηκώσουν ούτε το κεφάλι. Όρμησε με τον Καούδη πίσω του, από μέσα δε φαίνονταν
κανείς. Κάποιο χέρι όλο και πέταγε μπόμπα. Ούτε να τους βγάλουν, ούτε να μπουν,
ούτε να φύγουν, έσκασε μία δίπλα του και τον σκέπασε όλον το χιόνι της. Είδαν
όλοι μαζί πως έπρεπε ένας να θυσιασθεί, μόλις του πέταγαν, να μπαίναν οι
υπόλοιποι. Σηκώθηκαν όλοι μαζί και όρμησαν, την είδε να έρχεται και στον αέρα
διπλώθηκε, απλώθηκε και βούτηξε προς την πόρτα. Μπήκε πρώτος ο Νικολούδης. Όλοι
μέσα.
Είχαν ανεβεί στο ταβάνι και τους έριξαν
από κει χωρίς να βλέπουν. Ήταν τόσο σωστά οι κάτω κολλημένοι στους τοίχους, που
δεν πέτυχαν κανέναν. Τέντωσαν τα μπράτσα όλοι μαζί και στο ταβάνι ακούστηκαν
βογκητά. Νικολούδης, Καραβίτης, Πούλακας πέρασαν τα μαχαίρια στο στόμα και
σκαρφάλωσαν απ' τη σκάλα. Βγήκαν οι υπόλοιποι. Στο άλλο στενό αγκαλιάστηκε με
τον Σκουντρή. Κράταγε μόνο μαχαίρι. Το Σεπτέμβρη τον είχαν κάψει ζωντανό.
- Δέκα Κλειδή. Μου μένουν σαράντα.
Ο Καλογεράκης πάλευε ακόμα μόνος στους
δρόμους. Η πλατεία είχε γεμίσει γέρους, τραυματίες, γυναίκες. Κοντά στο Γιάννη
φθάσανε δέκα μαζί δικοί. Στο παράθυρο φώναζαν γυναίκες.
- Μπράτες. Μπράτες.
Οι άντρες από μέσα δε βγαίνανε. Οι δέκα
πέταξαν κιόλας τη φωτιά. Δε δίστασε ο Καλογεράκης ούτε κάτω από το παράθυρο.
- Βγάλτε μωρά και γυναίκες μωρές. Δεν τα
πειράζουμε. Βγάλτε τα έξω.
Δε βγήκε κανείς κι οι φλόγες πια φθάσαν
στον ουρανό, στις ανταύγεις τους σβόλοι το χιόνι, μικροί σαν παιχνίδια παιδιού,
- Βγήτεεε...
Στην πόρτα της φωτιάς, ο Γιάννης όρμησε.
Του κλώτσησε το πόδι και τον καβάλησε στις πλάτες. Όλο το σπίτι έπεσε. Έμεινε
ακόμα μια στιγμή και γύρισε στο ύψωμα. Ρίχνανε πάλι όσους περπάταγαν στο χιόνι.
Πάσχιζαν οι Μακεδόνες να φανούν αντάξιοι. Ήταν νέοι. Τότε ακούστηκε.
Στα βόρεια του χωριού πιάνουν οχτώ και
ζητούν να τους δείξουν ακριβώς τα σπίτια που υπάρχουν οι ένοπλοι. Αρνούνται και
εκτελούνται. Τότε διέταξε ο Γ. Τσόντος.
- Κάψτε τα όλα.
Η ομίχλη πυκνή, έκρυβε και το λίγο φως
της μέρας. Στο ύψωμα φέρανε τραυματίες. Ο Καραβίτης είχε αίμα στη μέση και τη
Μασχάλη. Τους βλαστήμαγε. Τους το 'σκασε και γύρισε πίσω. Γρήγορα ήρθε το κουτί
με τα φάρμακα της Αθήνας, αλλά μόλις τα δάχτυλα άφηναν το καυτό κοντάκι,
πάγωναν αμέσως. Ο γιος του Γκούντα σπάθισε το κεφάλι παπά και το πέταξε στη
φωτιά. Το μισό χωριό ήταν κιόλας στις φλόγες. Μπήκαν από την πόρτα και πέσαν
στα πόδια τους τρεις γυναίκες και δώδεκα παιδιά. Ψάξανε όμως και σύραν έξω δύο.
Τον ένα τον αναγνώρισε Μακεδόνας. Φώναξε,
- Όχι αιχμάλωτο. Τον γνωρίζω.
Σφάξτε τον.
Πέσαν στο πάτωμα οι γυναίκες και τα
παιδιά, ένα πήδαγε γδυτό απ’ τη μέση και κάτω, ξυλιασμένο, βύζαινε το δάκτυλο
με μανία κι όπως χοροπηδούσε τον κοίταζε. Χάμω ασπροκόκκινο σεντόνι και το
τραπέζι έσκασε από ψηλά δίπλα τους. Γύρισε πάλι στο ύψωμα. Πονούσε αλλά δεν
αιμορραγούσε στο τόσο κρύο. Κινήθηκαν για να συμπτυχθούν προς τις τρεις κορφές
της Ζαγορίτσανης, καρούλι φώναξε πως απ' της Κλεισούρας τη μεριά φάνηκαν φέσια
κι αν κάνουν και πως βγαίνουν κι αυτοί της Καστοριάς, θα γίνουν οι Τούρκοι τρεις
χιλιάδες. Η πείνα, το κρύο, η νύστα, είχαν γίνει όλα μαζί μια ζάλη που κούναγε
το κορμί. Κοίταξε κάτω τελευταία φορά. Όλα είχαν τελειώσει. Κόκορας ψυχομαχούσε
και πετάγονταν, τίναζε το λαιμό, ένας τον πάτησε βαθιά στο χιόνι. Ενώθηκαν και
μετριόντουσαν. Έσπιν, Ψιλάκης, Μανωλαράκης, Γρύλος, Ταγκρούλιας, Κουτάκης,
Καπαρός, Μπονάτσος. Όλοι εντάξει. Κάποιους ο σύντροφος τους άφησε να του
φύγουν.
Φθάσανε στο ύψωμα όλοι. Η μπόμπα η
τελευταία έπεσε στην πλατεία ανάμεσα στους κόπους του Γιάννη Καλογεράκη.
Ούρλιαξε ο δράστης. Το είδε πολύ αργά. Το τελευταίο κεφάλι στο χιόνι. Έτσι
σκότωναν οι Μακεδόνες, Είπε ο Ηλίας.
- Παναγία μου. Πρώτη φορά είδα τέτοιο
αποκεφαλισμό.
Τους είπαν στο τελευταίο πριν τα υψώματα
σπίτι
- Τους λύκους μωρές σπλαχνίζεστε; αν
ζήσουν θα φάνε τα πρόβατα. Όσους αφήσατε, μαχαίρι στην καρδιά σας.
Τρέχαν μαζί αιχμάλωτοι είκοσι εφτά. Οι
Τούρκοι τους φθάσανε στο χωριό κι ο Βάρδας έστειλε Μακεδόνες να τους κρατήσουν,
κίνησε και τους διακόσιους ανάμεσα στους δυο εχθρούς, τους μάζεψε στα τελευταία
πίσω βήματα σωστά και κλείσανε όπως ο κύκλος στο χορό. Σε μια ώρα σκαρφάλωσαν
και βρέθηκαν στην ίδια της νύχτας τους κορφή δεξιά. Εκεί ψηλά, μακριά απ' της
μάχης τη φωτιά, χωρίς τη ζέστη της πια, στο κρύο έμειναν λίγοι όρθιοι. Το αίμα
και ο ιδρώτας έκαναν μια κρούστα πάγου που τα δάχτυλα δεν την έσπαγαν. Είχαν κι
αυτά ξυλιάσει. Από το πως πάγωνε το σάλιο και η ανάσα, είχαν μάθει τους βαθμούς
να μετρούν κι αν τούτη της πείρας η κλίμακα ήταν σωστή, ναι. Ήταν μείον
σαράντα. Κοίταξε κάτω τις φωτιές και μπρος τις άσπρες σαν κύματα κορφές και
πάγωσε κι άλλο. Φέρανε τους είκοσι επτά μπροστά στον Βάρδα. Ο πρώτος παπάς.
Ήταν κιόλας στην κόλαση όλοι.
- Γιατί γίνατε Βούλγαροι μωρές;
- Έλληνες Βάρδα ως το Ίλιντεν. Σαν τότε
μας κάψαν οι Τούρκοι, δυο μείνανε δρόμοι. Δεν τον πήραμε μεις. Μας βάλανε μέσα.
- Γιατί δεν βγήκατε;
- Γιατί 'ρθατε μόνον σήμερα. Του
Ευαγγελισμού. Αργήσατε Βάρδα. Σε πρόλαβαν.
Στον κατήφορο της πλαγιάς τους ρίξανε. Ο
παπάς σηκώθηκε παραπατώντας ο Γκούντας του ξανάριξε μα ο παπάς δεν ξανάπεσε,
κινήθηκε προς τον Γκούντα με χέρια ανοιχτά, τέσσερις σφαίρες κι όμως προχώραγε
με μάτια γουρλωμένα να πνίξει, έφτασε τον Γκούντα κι έγειρε πάνω του».
[Κλειδής, σ. 209-215].
Σφαγή 1905 - Brailsford
«Υπάρχουν ελάχιστα βουλγαρικά χωριά
στις αμφισβητούμενες κεντρικές περιοχές που δεν τα επισκέφτηκε κάποια ελληνική
συμμορία δίχως να αφήσει πίσω της δυο και τρία ή δέκα και δώδεκα πτώματα
σχισματικών, που θυσιάστηκαν στη διάρκεια της τελετής του προσηλυτισμού. Το
chef d'oeuvre αυτής της ελληνικής εκστρατείας επιτεύχθηκε στη Ζαγκορίτσανη, ένα
μεγάλο βουλγαρικό χωριό κοντά στην Κλεισούρα, το οποίο, όπως το Μόκρενι, έπαιζε
ηγετικό ρόλο στην εξέγερση του 1903 και όπως το Μόκρενι κάηκε από τους
Τούρκους. Μια ελληνική συμμορία, η οποία λέγεται ότι πρέπει να αριθμούσε πάνω
από διακόσιους άνδρες υπό την ηγεσία τριών Ελλήνων ένστολων αξιωματικών, το
αιφνιδίασε κατά τη διάρκεια της νύχτας (6-7 Απριλίου 1905 / νέα
ημερομηνία) χρησιμοποιώντας σαλπίσματα, τα οποία έκαναν τους κατοίκους
να υποθέσουν ότι τουρκικός στρατός έκανε γυμνάσια στην περιοχή. Έκαψε δέκα
σπίτια και είκοσι οκτώ παραπήγματα, που είχαν οικοδομηθεί καταμεσής των
ερειπίων της τελευταίας μεγάλης πυρκαγιάς. Τραυμάτισε επτά άτομα και σκότωσε
όχι λιγότερα από εξήντα, ανάμεσά τους επτά γυναίκες, είκοσι δύο άτομα πάνω από
εξήντα χρονών και πέντε παιδιά κάτω των δεκαπέντε. Υπήρχε σημαντικός όγκος
στοιχείων που έδειχναν ότι οι τοπικές τουρκικές αρχές είχαν μυηθεί σ’ αυτή τη
σφαγή, ενώ ορισμένες συμπτώσεις φαίνεται να ενοχοποιούν τον αρχιεπίσκοπο της
Καστοριάς. Είναι εντελώς σαφές ότι κανενός είδους σύγκρουση ή πρόκληση δεν
προηγήθηκε αυτού που ήταν απλά μια σκόπιμη σφαγή. Ο μόνος λόγος επιλογής της
Ζαγκορίτσανης ήταν το γεγονός ότι είναι ένα ένθερμο πατριωτικό κέντρο των
Βουλγάρων και δεν είχε υπακούσει στα κελεύσματα του Έλληνα αρχιεπισκόπου να
επιστρέψουν στο πατριαρχικό μαντρί» [Brailsford, 254-255].
Σφαγή 1905 - Σόνισεν
«Εδώ στην Καστοριά, καθώς και στην
Έδεσσα, οι προσπάθειες της ελληνικής Εκκλησίας να καταπιέσει το επαναστατικό
κίνημα ήταν εντυπωσιακές. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, οι Έλληνες παπάδες,
συνοδευόμενοι από τον τουρκικό στρατό, εξαπέλυαν σωφρονιστικές επιχειρήσεις
καίγοντας τα χωριά και εκτελώντας τους άντρες. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, οι
άνθρωποι εδώ ήταν εξαιρετικά δυσαρεστημένοι με την ελληνική Εκκλησία. Σε αυτή
την περιοχή άλλωστε ανήκε και το χωριό που έγινε γνωστό για τα πιο αποτρόπαια
εγκλήματα της πρόσφατης ιστορίας της Μακεδονίας, γνωστό ακόμη και στους
Ευρωπαίους ως Ζαγοριτσάνη. Εκεί λοιπόν οι παπάδες δωροδόκησαν έναν Τούρκο
αξιωματικό να ερευνήσει εξονυχιστικά το χωριό. Οι χωρικοί φοβήθηκαν και έκρυψαν
τον οπλισμό τους, ώστε να μην μπορούν να τον βρουν, άμεσα τουλάχιστον. Μετά απ'
αυτό, ένα σημείωμα στάλθηκε στους γεροντότερους του χωριού, που το υπέγραφε
τάχα "ένας φίλος" και τους προειδοποιούσε ότι θα υπάρξει κι άλλη
έρευνα μέσα σε λίγες ημέρες, και μάλιστα αυστηρότερη. Οι πιο πολλοί χωρικοί
έθαψαν τα όπλα τους.
Τη συγκεκριμένη ημερομηνία όλοι οι
χωρικοί βρίσκονταν στην εκκλησία, άκουσαν σάλπιγγα και είδαν κάποιους
οπλισμένους να πλησιάζουν, πίστεψαν ότι η προειδοποίηση ήταν αληθινή και ότι ο
στρατός είχε έρθει για έρευνα.
Ξαφνικά ένα πυροβόλο ακούστηκε, οι
σφαίρες θρυμμάτισαν τα παράθυρα της εκκλησίας και δώδεκα άνθρωποι από το
εκκλησίασμα έπεσαν νεκροί. Οι πιστοί άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί από το φόβο
τους και καθώς προσπαθούσαν να βγουν έξω, βρέθηκαν περικυκλωμένοι από εκατό
στρατιώτες από τους οποίους μερικοί φορούσαν ελληνική στολή και τρεις από τους
επικεφαλής ήταν έλληνες αξιωματικοί.
Συνολικά, εξήντα από τους κατοίκους της
Ζαγοριτσάνης θανατώθηκαν, και μάλιστα πέντε ήταν παιδιά κάτω των δεκαπέντε,
εφτά ήταν γυναίκες, από τις οποίες οι δυο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Από την
εποχή της εξέγερσης (: Ίλιντεν) λίγα ήταν τα σπίτια
που είχαν μείνει άθικτα, δέκα δε από αυτά τα έκαψαν μαζί με οχτώ αχυρώνες. Όλα
έγιναν μέρα και αρκετά κοντά σε έναν μεγάλο σταθμό χωροφυλακής απ’ όπου
μπορούσε να ακουστεί κάθε πυροβολισμός. Και όλα αυτά στο όνομα του Χριστού από
τους εκπροσώπους της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, στους οποίους συχνά οι
Ευρωπαίοι πρόσφεραν υποστήριξη και συμβουλές όταν αφουγκράζονταν "τη
θέληση του λαού"» [Σόνισεν, 209-210].
Σφαγή 1905 - Λεβίδης
Τηλεγράφημα του πρόξενου Μοναστηρίου Σ.
Λεβίδη προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στις 28 Μαρτίου 1905:
«Βάρδας ενισχυθείς, ηγούμενος 100 ανδρών,
επετέθη 25 Μαρτίου Ζαγοριτσάνης, ένθα, ως λέγεται, υπήρχον κομίται. Κάτοικοι
ωπλισμένοι αντέστησαν. Ημέτεροι κατηγανακτησμένοι εξ εμπρησμού τριών ημετέρων
μονών εφόνευσαν υπέρ 50 κατοίκους, καύσαντες είτα πολλάς οικίας απεχώρησαν.
Στρατιωτικόν απόσπασμα ετράπη εις καταδίωξιν, ημέτεροι εδήλωσαν διά σημείων
ταυτότητά των, αποσπάσματος εξακολουθούντος προχωρή, ημέτεροι επυροβόλησαν,
φονευθέντων δύο στρατιωτών καταδίωξις ανεκόπη.
Είδησις προυξένησε βαθείαν και οδυνηράν
εντύπωσιν ενταύθα Αρχαίς. Βαλής είπε σήμερον εμπιστευτικώς ημετέρω διερμηνεί
ενώπιον στρατηγού Χαδή πασσά επινεύσαντος ότι, αν ημέτερα σώματα περιωρίζοντο
εξόντωσιν Βουλγαρικών συμμοριών Τουρκία θα ήτο ευχαριστημένη, αλλά τοιαύται
σφαγαί ανόητοι προκαλούσαι αγανάκτησιν πάντων περιάγουσιν αυτήν εις δύσκολον
θέσιν. Πρόξενος Ρωσσίας και Αυστρίας μεταβαίνουσιν αύριον πρωί επί τόπου,
ελθόντες σήμερον Προξενείον εποίησαν ταυτόσημον δήλωσιν κυρίω Κοντογούρη, εμού
απουσιάζοντος, ότι αποφάσει Πολιτικών Παρέδρων κατόπιν τελευταίων αποπειρών εν
Μοναστηρίω ένοχοι τοιούτων ενεργειών θα δικασθώσιν υπό εκτάκτου ποινικού
δικαστηρίου και αυστηρώς τιμωρηθώσι. Παρεκάλεσαν δε Ελληνικόν Προξενείον
μεταχειρισθή επιρροήν επί Ελληνικού στοιχείου πόλεως προς πρόληψιν επαναλήψεως
ομοίων κακουργημάτων, κύριος Κοντογούρης απήντησεν ότι Προξενείον μετά
αγανακτήσεως καταδικάζον τοιαύτας πράξεις και αγνοούν εντελώς αν ως είπε Ρώσσος
Πρόξενος υπάρχει ενταύθα τοπική οργάνωσις αδυνατεί αναλάβη ευθύνην περί
παρεμποδίσεως πράξεων ων δράσται είναι αυτώ πάντες άγνωστοι, αλλ' ότι εν γένει
ως μέχρι τούδε θα εξακολουθήση να χρησιμοποιεί πάσαν επιρροήν αυτού προς
κατευνασμόν υφισταμένης φυλετικής έχθρας» [Προξενείο
Μοναστηρίου, έγγραφο 1142, 28.3.1905].
Σφαγή 1905 - Προξενείο Αυστρουγγαρίας
Έγγραφο 25, Μοναστήρι 12 Απριλίου 1905
(νέα ημερομηνία):
«Από πληροφορίες που εδόθησαν από το
Συνταγματάρχη Αλμπέρτα και τον ανθυπολοχαγό Γκαστόλντι, τον Ιταλό αξιωματικό
που υπηρετεί στη Φλώρινα, φαίνεται ότι κατά τον τελευταίο μήνα οι κάτοικοι της
Ζαγορίτσανης και των πέριξ χωρίων είχαν πληροφορίες ότι επίκειται επίθεση από
τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν γνωστό ότι συγκεντρώνονται σε σχεδόν άβατες
περιοχές περί το Λέχοβο και την Μπελκαμένη και όχι μόνο εζήτησαν προστασία από
τις αρχές προφορικώς και γραπτώς, αλλά ο ανθυπολοχαγός Γκαστόλντι επέστησε την
προσοχή στον καϊμακάμη Φλώρινας για τον επικείμενο κίνδυνο.
Όμως οι αρχές αδράνησαν και
περιορίστηκαν να στείλουν για προστασία ένα στρατιωτικό απόσπασμα στη
Ζαγορίτσανη, όπου ο επικεφαλής αξιωματικός πληροφόρησε τους χωρικούς ότι δεν
υπήρχε λόγος επιφυλακής και αν ένα σώμα ανδρών πλησιάσει το χωριό υπό τον ήχο
της σάλπιγγας, θα πρέπει να ξέρουν ότι είναι τουρκικό απόσπασμα. Οι χωρικοί
φάνηκε ότι καθησύχασαν, αλλά στις 6 το πρωί της 7ης τρέχοντος ο ήχος της
σάλπιγγας ακούστηκε και δεν υποψιάστηκαν τον κίνδυνο, μέχρι που μια συμμορία
300 ανθρώπων, αποτελούμενη από τους πατριαρχικούς των χωριών Στρέμπενο, Μπλατς
και των περιοχών Καστοριάς και Κοζάνης και έχοντας επικεφαλής τρία άτομα με
στρατιωτικές στολές, άρχισαν να κυκλώνουν το χωριό, και τότε οι χωρικοί
αντελήφθησαν την κατάσταση.
Στη διάρκεια της μιάμισης ώρας που
ακολούθησε οι απροστάτευτοι χωρικοί έγιναν θύματα της ελληνικής συμμορίας,
θανατώθηκαν δε από όπλα, λόγχες, τσεκούρια και δυναμίτη.
Εν τω μεταξύ όμως ένας αγγελιοφόρος
στάλθηκε στη Βλαχοκλεισούρα για βοήθεια...
Η συμμορία τότε αποτραβήχθηκε προς το
αρχηγείο της στα βουνά του Λεχόβου, παίρνοντας μαζί της περί τους 25
αιχμαλώτους. Ο στρατός στη συνέχεια, μετά από μικρή καταδίωξη, εγκατέλειψε την
προσπάθεια να καταδιώξει τους αντάρτες λόγω του δύσβατου εδάφους.
Το σύνολο των άθαφτων πτωμάτων που
επιθεωρήθηκαν από το Συνταγματάρχη και τους δύο Προξένους ήταν 62,
συμπεριλαμβανομένων 6 γυναικών και 2 παιδιών, τα τελευταία δε πριν σφαχθούν
είχαν λογχισθεί και σε μια περίπτωση μάλιστα διαπιστώθηκε ότι μια ολόκληρη
οικογένεια ξεκληρίστηκε από τις βόμβες δυναμίτη που ρίχθηκαν από τις οπές του
τοίχου στο φτωχόσπιτό τους.
Επίσης κάηκαν 14 σπίτια και άλλοι τόσοι
αχυρώνες. Οι Έλληνες έσφαξαν επίσης και αρκετά ζώα. Έξι χωρικοί στάθηκαν
μάρτυρες της σφαγής που έλαβε χώρα στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα».
Έγγραφο 27, Μοναστήρι 12 Απριλίου 1905
(νέα ημερομηνία):
«Ο καϊμακάμης της Καστοριάς βρέθηκε
πρώτος στη Ζαγορίτσανη, ενημέρωσε δε μόνο με ένα σύντομο τηλεγράφημα, ώστε και
ο Γενικός Διοικητής ούτε κατά τη διάρκεια της Κυριακής (η σφαγή στο χωριό έγινε
το πρωί της Παρασκευής) ενημερώθηκε, παρά για μερικά καμένα και λίγους νεκρούς,
κι αυτές οι πληροφορίες προέρχονταν κυρίως από αφηγήσεις διασωθέντων χωρικών...
Το μεγαλύτερο μέρος του χωριού βρίσκεται
ακόμα από την προπέρσινη εξέγερση σε ερείπια ή έχει πρόχειρα διορθωθεί. Τώρα
όμως και άλλα 10 σπίτια και 28 αχυρώνες κάηκαν. Η ελληνική συμμορία ξεθεμελίωσε
το χωριό το πρωί της 7ης τρέχοντος μηνός, αφού επετέθη το χάραμα από πολλές
πλευρές ταυτόχρονα. Οι τρεις αρχηγοί είχαν ελληνικές στολές με κάπα, 15 άνδρες
ήταν με στολή και οι υπόλοιποι, χωρικοί από τα περίχωρα. Όταν οι κάτοικοι
άκουσαν σάλπιγγες, πίστεψαν ότι ένα τμήμα του στρατού έφθασε στο χωριό, πολλοί
μάλιστα βγήκαν να τους υποδεχθούν, αλλά αμέσως πυροβολήθηκαν. Οι Έλληνες
έβγαλαν αυτούς και όσους άλλους μπόρεσαν από τα σπίτια, καθώς και γυναικόπαιδα,
και τους σκότωσαν κατά βάρβαρο τρόπο. Άλλα σπίτια, που δεν μπόρεσαν να
καταλάβουν, τα ανατίναξαν με δυναμίτη ή τα πυρπόλησαν. Επίσης δε, περί τους 20
άνδρες οδηγήθηκαν στο βουνό, όπου και σφαγιάσθηκαν. Ταυτόχρονα πήραν λάφυρα,
πλιατσικολόγησαν και εκβίασαν για χρήματα.
Μ' αυτό τον τρόπο έδρασε η συμμορία επί
τρεις ολόκληρες ώρες και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι
θα είχαν φονευθεί αν δεν προλάβαινε να έρθει ο ανθυπολοχαγός της Χωροφυλακής
Νεζίρ εφέντη με 40 άνδρες από το παρακείμενο χωριό Κομανίτσεβο και τότε μόνο οι
Έλληνες αποσύρθηκαν στα βουνά. Μια μικρή μόνο αψιμαχία έγινε με τους άνδρες του
Νεζίρ και τους στρατιώτες που έρχονταν απ' την Κλεισούρα, αλλά χωρίς ουσιαστικό
αποτέλεσμα. Καταδίωξη δεν έγινε.
Ο καϊμακάμης της Καστοριάς έφθασε το
Σάββατο και παρέμεινε μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, όπου όμως ξαναεπέστρεψε μετά
από τηλεγραφική διαταγή του Βαλή. Επειδή σκοτώθηκε ο μουχτάρης, το χωριό έμεινε
χωρίς ηγεσία και ο λοχαγός Μανέρα αναγκάστηκε να επιβάλει την τάξη.
Οι κάτοικοι εντωμεταξύ αρνήθηκαν να
θάψουν τους νεκρούς μέχρι την άφιξη των αρχών.
Πήγαμε αμέσως μετά την άφιξή μας από
σπίτι σε σπίτι και είδαμε αρκετά πτώματα, όπως και τραυματίες. Το σύνολο των
νεκρών ήταν 60, εκ των οποίων 53 άνδρες και 7 γυναίκες. Επίσης, εφονεύθησαν και
αρκετά παιδιά. Είδαμε επίσης αρκετά διαμελισμένα από βόμβες και κοντινούς
πυροβολισμούς πτώματα. Σε ένα σπίτι είδαμε μια πενταμελή κατακρεουγημένη οικογένεια.
Η συμμορία τους έριξε βόμβα δυναμίτη. Ένα κοριτσάκι 5 ετών που έφευγε απ' το
σπίτι σκοτώθηκε με λόγχη. Ένας από τους παπάδες εφονεύθη με λογχισμούς. Παντού
υπήρχαν βίαια φονευθέντες, από πυροβολισμούς και λόγχες. Μια αβάσταχτη μυρωδιά
από τα καμένα και τα αλλοιωμένα πτώματα απλωνόταν σε όλο το χωριό. Παρ' όλα
αυτά πήγαμε συνοδευόμενοι από μια τεράστια μάζα ανθρώπων σε όλα τα μέρη του
χωριού για να καθησυχάσουμε, όσο ήταν δυνατόν, τους κατοίκους. Στο τέλος
διατάξαμε την ταφή των νεκρών. Από τους τραυματίες οι δύο ήταν γυναίκες και το
ένα κορίτσι.
Διανυκτερεύσαμε στη Ζαγορίτσανη, όπου
και πληροφορηθήκαμε από τους χωρικούς καθώς κι από τους αντιπροσώπους των γύρω
χωριών για τον πανικό που κυριάρχησε στη γύρω περιοχή. Τα χωριά Μπόμπιστα και
Μπομπόκι εγκαταλείφθηκαν και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν, ζητούσαν δε
απεγνωσμένα προστασία. Στα χωριά που περάσαμε δεν βρήκαμε ούτε έναν άνθρωπο.
Επίσης, από όλα τα βουλγαρικά χωριά της
περιοχής οι κάτοικοι έφυγαν, τα δε χωριά Βίσενη, Μπούγκαρμπλατς, Πρεκοπάνα,
Πρεκοπάνα, Τσερέσνιτσα, Όλιστα και άλλα μας παρέδωσαν γραπτές διαμαρτυρίες,
όπου μας παρακαλούσαν να τους προστατέψουμε για να αποφύγουν τα ίδια.
Χθες επιστρέψαμε μέσω Σόροβιτς, αφού σ'
όλη τη διαδρομή μας υποδεχόταν πολύς κόσμος και ζητούσε την προστασία μας.
Σήμερα μαζί με τον Βαλή, μοιράσαμε τις
παρακλήσεις των χωρικών στους διπλωματικούς αντιπροσώπους, όπου ζητούσαν να
είμαστε αμείλικτοι στην καταδίωξη των ληστών, όπως και να αποσταλούν
στρατεύματα για την καταδίωξη τους...
Η ελληνική συμμορία, σύμφωνα με τα
λεχθέντα των κατοίκων και του λοχαγού Μανέρα, ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει
καλά την επαρχία του, στρατολόγησε από τα ακόλουθα μέρη: Λέχοβο, Στρέμπενο,
Κλεισούρα, Καστοριά, Μπελκαμένη, Κοζάνη, Μπλατς και Σιάτιστα περί τα 150 άτομα»
[Μετάφραση Κώστα Καίσαρη. Παρατίθεται από το Γιώργο Πετσίβα, ως σημείωση
στα Απομνημονεύματα του Καραβίτη, σ. 238-239].
Σφαγή 1905 - Патеров
Σύμφωνα με το Βούλγαρο Илия Патеров,
στις 25 Μαρτίου 1905 σφάζονται από τους Έλληνες στο χωριό οι εξής (εντός
παρενθέσεως πόσο ετών ήταν το θύμα): Ноле Дуков (100), Таси Рапов (50), Мите
Лазов (56), Кузо Самарджията (48), Иван Колокотронкин (25), Яни Кандзов (58),
Христо Кандзов (48), Ицо Маразето (60), Мите Филцов (50) Мище Иоткин (75),
Стоян Костандов (40), Киряко Сапунаров-Палячо (47), Петър Шпатов (20), Ноле
Манчев (70), Гиро Василев-Моди (20), Мите Погончев (70), Петър Мацурев (55),
Сидо Вулев (51), Никола Блачев (54), ο γιος του Георги (17), Марко
Вангеловски-Калфата (75), Яне Курувешов (60), Гило Курувешов (45), Таси
Курувешов (40), Зисо Димовичин (75), ο γιος του Петре (14), Яне
Зафираков (20), Мите Констандинкин (50), Георги
Ронза (65), Георги Тагаров (26) Христо
Темов (63), Димитр Кондев (40), Дине Цуцулев (45), Кузо
Дрендов (76), Дине Колев (25), Коле
Юнако (18), Филе Гйончев (50), 38) о γιος του
Стоян (20), Яко Евреина (70), Пандевица Миталкова (25) Търпа γυναίκα του
δολοφονημένου Васил Чичов (45), Тана Кандзов (14), Ангелина κόρη του Кузо (10),
Елена κόρη του Кузо (7), Мария κόρη του Кузо (4) και η μητέρα τους Султана
(40).
Επίσης τουφεκίζονται από τους Έλληνες στο βουνό Βέρμπιτσα (Врбица)
οι: Поп Стефан (60), Вангел Гацов (70), Никола Костандов (75), Кузо Нанов (55),
Кузман Костандов (75), Мите Шклифа (65), Ванук Киров (50), Коле Илко Дуков
(30), Васил Чичов (55), Наум Мишков Драшката (65), Андон Печитиков (50), Янчо
Туруфиев (50), Наки Калешин (47) και Коста Шефов (65) [Патеров, 4].
Σφαγή 1905 - Δραγούμης
Στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη,
υπάρχει το κατωτέρω ανυπόγραφο ντοκουμέντο με τίτλο «Αι εν Ζαγοριτσάνη
σφαγαί» και ημερομηνία 19 Απριλίου 1905:
«Εξηκριβώθη ότι υπό του σώματος του
υπολοχαγού του πεζικού Στεφάνου Δούκα εν Ζαγοριτσάνη διεπράχθησαν σφαγαί κατά
αόπλων πληθυσμών, και ότι ουδεμία συμπλοκή εγένετο προς Βουλγάρους, διότι
Βούλγαροι δεν είχον καταφύγει εις Ζαγορίτσανην.
Εφονεύθησαν οι εξής: Φίλιππος Γκιών,
ορθόδοξος ελληνίζων, και ο υιός αυτού Στογιάν. Οι αντάρται τους ελήστευσαν
συγχρόνως λαβόντες 150 λίρας. Κοσμάς Σαμαρτζής, σχισματικός, μετά πενταμελούς
οικογενείας του (εσφάγησαν). Βάνε Κολοκοτρόνης, σχισματικός εκ φόβου.
Αναστάσιος Ράπτης, σχισματικός. Γιάννης Κάντζος, μουχτάρης σχισματικός. Χρήστος
Κάντζος, σχισματικός, αδελφός του προηγουμένου, έκαυσαν και τας οικίας των.
Νικόλαος Κωστάντσας, σχισματικός, 65 ετών. Γιάννης Κωστάντσας (του πήραν και 40
λίρας). Κυριάκος Σαπουνάρας, σχισματικός. Μανώλης Δούκας (85 ετών) σχισματικός.
Νικόλαος Δούκας, σχισματικός. Παπαστέφανος, σχισματικός. Νικόλαος Φιλίππου,
ορθόδοξος. Γεώργιος Φιλίππου (υιός), ορθόδοξος. Πέτρος Ματσούρης, σχισματικός.
Δημ. Λάζου, σχισματικός. Τέσσερις ξένοι ελληνόβλαχοι. Μάρκος Κάλφας, ορθόδοξος
70 ετών. Δημήτρ. Κόντος, σχισματικός. Χρ. Ναούμ, ορθόδοξος. Κωνστ. Μπούας,
ορθόδοξος. Κ. Χ. Τσουτσουλίδης ελληνοδιδασκαλοσ, ούτινος ο πατήρ εδολοφονήθη
υπό των Βουλγάρων. Σύζυγος Παντελή Μητάλκα. Αργυρ. Μόδης, σχισματικός. Αντώνιος
Πατσιτίκωφ. Γιάννης Κοροβέσης, ορθόδοξος. Αναστάσιος Κοροβέσης, ορθόδοξος, ο
αδελφός των [είναι] μοναχός εν τη Μονή Πεντέλης. Β. Τσίτσος, 55 ετών,
σχισματικός, μετά της γυναικός του. Δημ. Κωνστάντας, σχισματικός. Γεώργ. Ρόνζας
εξηκοντούτης σχισματικός. Χρήστος Μάζαρης, εξηκοντούτης ορθόδοξος. Μανώλης
Μάντσης, ογδοηκοντούτης, σχισματικός. Ναούμ Χαντζή Μωρέας εξηκοντούτης
σχισματικός. Πέτρος Τύρπου, σχισματικός. Δημ. Φίλτσας, σχισματικός. Δημ.
Κωνσταντίνου, σχισματικός. Δημ. Πογώνης, ορθόδοξος 75 ετών. Ιωαν. Τορωφίας,
ορθόδοξος, 60 ετών. Κοσμάς Νάνος, ορθόδοξος 65 ετών. Εις Εβραίος Γιακής ονόματι
εκ Καστορίας. Κατά τας προς με πληροφορίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Καστορίας κ. Καραβαγγέλη, η Ζαγορίτσανη κατοικείται υπό ορθοδόξων και υπό
σχισματικών, και αμφότεροι εκκλησιάζονται εν τω αυτώ ναώ εναλλάξ. Δεν ήτο δε
κέντρον βουλγαρισμού ως παρίσταται, μόλον ότι είνε πατρίς του Γιανκώφ, ούτινος
οι συγγενείς εισίν έλληνες ορθόδοξοι, πρωτοξάδελφος δε αυτού ο φονευθείς Φίλιπ.
Γκιων ορθόδοξος.
Εκ των φονευθέντων μόνον περί τους 5
ήσαν ίσως θανάτου άξιοι ως υποκινηταί του κομιτάτου. Οι δε φονευθέντες
ορθόδοξοι έχουσι συγγενείς και εις τα περίχωρα και εννοείται οποίον αίσθημα
φρίκης κατέλαβε αυτούς προς τα ελληνικά σώματα παρ’ ων ανέμεναν προστασίαν
ζωής, τιμής, περιουσίας»[Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, υποφακ. 206.
1. 2].
Σφαγής επίλογος - Φιλώτας
Τέσσερις μέρες μετά τη σφαγή, στις 29
Μαρτίου, στη μονή του Αγίου Δημητρίου, κοντά στο χωριό Λόσνιτσα, οι άντρες του
Μάλλιου καυγαδίζουν για τη μοιρασιά των λάφυρων. Ο Φιλόλαος Πηχίων (καπετάν
Φιλώτας) σημειώνει στο ημερολόγιο του:
«Ενταύθα όμως επήλθε μικρά τις ρήξις
μεταξύ του αρχηγού Μάλλιου και των υπαρχηγών Ντίμπρα και Φιλώτα εκ του εξής
επεισοδίου. Το πλείστον των ανδρών εξέφραζον παράπονα διότι ενώ αυτοί κατά την
επίθεσιν της Ζαγοριτσάνης εφύλαττον σκοποί έξω και εις μεμακρυσμένα σημεία οι
εισελθόντες προέβησαν και εις λεηλασίας και μάλιστα ανέφερον πολλά ονόματα
ανδρών, οίτινες είχον ωρολόγια, αρχαία νομίσματα και διάφορα χρυσαφικά τα οποία
άμα τη προσκλήσει κατέθεσαν πάντες ίνα εξ ίσου διαμοιρασθώσιν.
Ο αρχηγός επέμενεν όπως ταύτα
διαμοιρασθώσιν ως ταύτα διανέμονται οι λησταί ήτοι αυτός να λάβη το
τετραπλάσιον, οι υπαρχηγοί το διπλάσιον, οι οπλαρχηγοί το τριπλάσιον και ανά εν
μερίδιον οι άνδρες, εγώ όμως ως και ο Ντίμπρας εδηλώσαμεν ότι τοιούτον μερίδιον
δεν θέλομεν επίσης δε και ο Γκούτας ηρνήθη να λάβη ειπόντες να διανεμηθώσι
μεταξύ των ανδρών. Τούτο όμως δυσαρέστησε τον αρχηγόν όστις το εξεδήλωσε διά
τρόπου αποτόμου» [Εφημερίδα Δυτική Μακεδονία (Καστοριάς),
25/5/1930].
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Μεταξύ 1906-1913 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Μακεδόνες τα εξής έντεκα άτομα:
Spiro Georgeff, Dune Nesseff, Joan Dimitri, Georgi J.
Zouznroff και Giani V.
Zouznroff το 1906.
Kuzma Schalioff, Grigor Atanas και Marko Janeffτο 1907.
Grigor Janakeff και Spiro Jantcheff το 1910.
Petre Vaughel το 1913.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1906-1922 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Βούλγαροι τα εξής εννέα άτομα:
Joan Dimitri, Georgi J. Zouznroff και Giani V. Zouznroff το 1906.
Ivan Nanmoff, Spiro Giorgieff, Trifon Vangeloff,
Grigor Atanas και Marko Janeff το 1907.
Anna Labrou το 1922.
1914
«Η εφημερίς "Βόλια",
όργανον του κόμματος των Σταμπουλωφικών Γεννάδιεφ, εις το φύλλον της 27
Σεπτεμβρίου γράφει εν ανταποκρίσει εκ Καστορίας τα εξής:
"Προ τριών ημερών στρατιωτικόν
απόσπασμα υπό τας διαταγάς υπολοχαγού, ούτινος αγνοεί το όνομα, μετέβη εις
Ζαγορίτσανην, όπου, κατόπιν πολλών βιαιοπραγιών, έδειρε μέχρι θανάτου τους εξής
χωρικούς έχοντας ηλικίαν υπέρ τα 50 έτη: Ναούμ Τσέκωφ, Αλέξην Δόλεφ, Σίδο
Κοροδένωφ, Βάννε Κορολίγκι και Κυριάκ Μυτάκωφ χωλόν. Ο λόγος δι' ον τους
έδειρεν είνε ότι οι υιοί αυτών δεν επαρουσιάσθησαν να υπηρετήσωσι εις τον
Ελληνικόν στρατόν. Κατά συνέπειαν ούτοι είνε ακόμη Βούλγαροι. Ο τελευταίος εκ
των δαρθέντων απέθανεν ήδη και των λοιπών η κατάστασις είναι κρίσιμος. Όλοι
είναι ετοιμοθάνατοι. Επίσης επιέσθη και η νύμφη του Σίδη Κοροδένωφ, ήν
ηπείλησεν ότι θα την υπανδρεύσουν με Έλληνα στρατιώτην εάν δεν επιστρέψη ο
σύζυγος της να καταταχθή εις τον Ελληνικόν στρατόν»
[ΕΜΠΡΟΣ, 4.10.1914, σ. 2].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Βασιλειάδα. Στις 9 Απρίλη 1945
περικυκλώθηκε το χωριό από Αραπάδες και Εθνοφύλακες. Κάλεσαν το λαό για να τους
μιλήσουν. Από τη συγκέντρωση άρπαξαν 72 πολίτες στο σχολείο για να τους
μιλήσουν. Ακόμα βρίσκονται στις φυλακές και τα ξερονήσια. Βασανίστηκαν με τον
πιο σκληρό τρόπο οι γυναίκες: Ευδοξία Σουγκάρση, Βασιλ. Μαρκοπούλου, Ελένη
Λιοτίκα, Ελισσάβετ Κοτόρη, Σουλτάνα Δούκα, Σοφία Δούκα, Ελένη Τύπου, Ελένη
Σουλτάντση, Χρυσάνθη Σουλτάντση, Ελένη Γάου, Αγγελική Σπάντσιου, Βασιλική Πισμίρη,
Ελευθερία Πισμίρη, Ελευθερία Κιοτσούκη, Μαριάνθη Στεφάνου, Καλλιόπη Δούκα,
Σοφία Σιδέρη, Όλγα Βλατσάνη, Μαρία Παπαγρηγορίου. Πλιατσικολογήθηκαν όλα τα
σλαυομακεδόνικα σπίτια, από αποσπάσματα και ένοπλους μοναρχοφασίστες.
Αρπάχτηκαν πάνω από 2.000 πρόβατα και 250 μεγάλα ζώα. Κάψαν 1 σπίτι και 2
αχυρώνες. Οι περισσότεροι άνδρες αναγκάστηκαν να φύγουν σε διάφορα μέρη».
Κλειδής
«Η Ζαγορίτσανη ονομάστηκε Βασιλειάδα
αλλά λίγο ησύχασε. Ο Βασίλης Κίτσιος έχει το τελευταίο πριν τα υψώματα σπίτι
και συγκεντρώνει ό,τι μπορεί για το χωριό. Ποιο ήταν το ύψωμα τους, το Στρίλετς
και Σίμοβα Νίβα έχουν 1076 μ. ύψος. Εκείνη η εκκλησία - τα Εισόδια - χτίστηκε
το 1861 πάνω σε αρχαίο ναό. Κάποια σπίτια είναι ακόμα καμένα. Ποιο ήταν το
ύψωμά τους, εκεί που σήμερα είναι το υδραγωγείο, κλείνουν και τα τρία στην ίδια
γραμμή το χωριό και μπροστά απ' τη Βασιλειάδα η λίμνη γυαλίζει.
- Πότε ησυχάσαμε, ποτέ. Αν εκείνοι του
πέντε, ήταν εγκληματίες, ο στρατός μας στον εμφύλιο τι ήταν, φόρτωσε το χωριό
στα καμιόνια, πέρασε απ' αυτή τη χαράδρα και τους εκτέλεσε. Πόσους, λένε
τριακόσιους. Γιατί, γιατί έλεγαν ότι είναι Βούλγαροι και Εαμίτες. Γι αυτό. Πόσα
κάψανε το πέντε, είκοσι σπίτια, εκατό, ο στρατός έκαψε το μισό χωριό. Άι, ποιος
θα τα γράψει αυτά, Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες,
- Εδώ όλα τα κάνει η πολιτεία. Έφερε
τους πρόσφυγες, σύμφωνοι, Έλληνες. Σαν ήρθαν λέγανε εμάς Βούλγαρους. Πάμε στην
Αστυνομία, λένε, γιατί τι είστε, ακούς φίλε, τρώγαμε και ξύλο. Μετά μοιράζουν
τα κτήματα. Οι πρόσφυγες τα καλά, εμείς τα άχρηστα.
Στον εμφύλιο πολλοί πέρασαν τα σύνορα.
Ήρθανε φέτος και βρίσκουν την περιουσία τους καταπατημένη. Τώρα δεν έχουν
τίποτα. Ποιος διχάζει τον Ελληνισμό, ποιος μας φωνάζει "Βούλγαρους"
στα γήπεδα, ποιος διχάζει και γιατί, το χωριό είναι όμορφο και πλούσιο σήμερα.
Περνάμε καλά αλλά η πίκρα μου... τι να γράψεις, δε γίνεται τίποτα με γραφτά. Η
καρδιά του Μακεδόνα γράψε πως κλαίει. Όλα στην Ελλάδα τα βλέπουν μετά τη
γιορτή. Όταν είναι αργά» [Κλειδής, 221-222].
Selo Zagoričani -
κάτοικοι 1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού
Ζαγκορίτσανη το έτος 1940 (Список на жителите на село Загоричани во 1940
година).
Περιέχει τα ονόματα των αρχηγών 170
μακεδονικών οικογενειών (841 άτομα) που ζούσαν στο χωριό το 1940, τα μέλη κάθε
οικογένειας και το που βρέθηκαν αυτά μετά τον εμφύλιο πόλεμο:
1. Палјов Пандо, έξι άτομα. Τρία
κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, και από ένα στην Πολωνία, τη Ρουμανία και τη
Σοβιετική Ένωση.
2. Пишмаров Пандо, έξι άτομα.
Πέντε κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη Βουλγαρία.
3. Каракатрон Вани, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλοι στη Βουλγαρία.
4. Тутун Ицо, τέσσερα άτομα. Τρία
παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Ρουμανία.
5. Палјво Димитар, επτά άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
6. Гечов Палјо, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
7. Которенчев Бури, έξι άτομα.
Δύο έμειναν στο χωριό, τρία κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία και ένα στην Ουγγαρία.
8. Белјова Цилка, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
9. Муткин Тоде, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
10. Плјака Блаже, πέντε άτομα. Τρία
παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία.
11. Спиров Цилјо, τέσσερα άτομα. Έφυγαν
στην Τουρκία.
12. Спиров Мино, τέσσερα άτομα. Τρία
παρέμειναν στο χωριό και ένα έφυγε στην Αμερική.
13. Џуров Танас, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία, ένα στη Ρουμανία και ένα στην Πολωνία.
14. Блачин Цилјо, εννέα άτομα. Έξι
παρέμειναν στο χωριό και τρία κατέφυγαν στη Βουλγαρία.
15. Делчев Мите, οκτώ άτομα. Πέντε
παρέμειναν στο χωριό και τρία κατέφυγαν στη Ρουμανία.
16. Јоров Гјорги, τρία άτομα. Δύο
παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
17. Сидов Стојче, τρία άτομα. Παρέμειναν
στο χωριό.
18. Стрезов Тикле, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
19. Валивачаров Гоче, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
20. Гранчаров Мите, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
21. Гранчаров Бури, δύο άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
22. Тукарова Славка, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
23. Калја Мани, έξι άτομα. Κατέφυγαν στη
Γιουγκοσλαβία.
24. Чамкин Илјо, πέντε άτομα. Κατέφυγαν
στη Βουλγαρία.
25. Чамкина Филја, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
26. Качов Цилјо, δύο άτομα. Παρέμειναν
στο χωριό.
27. Драмчов Дине, οκτώ άτομα.
Έξι παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
28. Стефанов Марко, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
29. Попниколов, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
30. Карадинов Коста, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
31. Лјолин Кузо, έξι άτομα. Ένα
παρέμεινε στο χωριό, τέσσερα κατέφυγαν στη Ρουμανία και ένα στην Πολωνία.
32. Кафеджиов Цилјо, πέντε άτομα.
Δύο παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, ένα στη
Γιουγκοσλαβία και ένα μετανάστευσε στην Αυστραλία.
33. Бадала Дине, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
34. Бадала Гавро, τέσσερα άτομα.
Δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία, ένα στη Γιουγκοσλαβία και ένα παράμεινε στο χωριό.
35. Гошев Циле, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
36. Канзов Гоче, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
37. Мачев Филе, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
38. Шабанчев Мите, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
39. Шабанчев Гоче, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
40. Тунтов Гјорги, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
41. Палев Коле, τέσσερα άτομα. Δύο
παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε και ένα στη Γιουγκοσλαβία.
42. Шапатов Дине, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
43. Мочев Ице, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
44. Пишмаров Тоде, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
45. Пишмаров Мите, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στην Πολωνία.
46. Костандов Илјо, έξι άτομα. Τρία
σκοτώθηκαν, ένα πέθανε, ένα παρέμεινε στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Βουλγαρία.
47. Костандов Мише, τρία άτομα. Ένα
παρέμεινε στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
48. Нанов Туше, δέκα άτομα. Τέσσερα
παρέμειναν στο χωριό, πέντε κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη Ρουμανία.
49. Вазлова Гочка, δύο άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
50. Васов Ристо, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα έφυγε στην Τουρκία.
51. Лјолев Уме, οκτώ άτομα. Επτά
παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
52. Манчев Митрула, επτά άτομα. Έξι
παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
53. Манчев Трифун, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
54. Турофија Спиро, έξι άτομα.
Πέντε παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
55. Андончов Томе, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
56. Киров Которче, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
57. Паса Ицо, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και πέντε παρέμειναν στο χωριό.
58. Реджов Саво, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
59. Реджов Колјо, ένα άτομο.
Κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
60. Панчев Ставро, πέντε άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Βουλγαρία και ένα στη Ρουμανία.
61. Шклифов Ице, πέντε άτομα. Δύο
παρέμειναν στο χωριό και τρία κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
62. Султанчив Доне, πέντε άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και ένα μετανάστευσε
στην Αμερική.
63. Безов Димитри, τέσσερα άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στην Πολωνία.
64. Безов Лјако, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
65. Филактидов Колјо, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
66. Францев Палјо, τέσσερα άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
67. Грков Мите, δύο άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
68. Лјутика Цилјо, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
69. Лјутика Насо, πέντε άτομα. Τρία
κατέφυγαν στη Ρουμανία και δύο στην Πολωνία.
70. Лјутика Ицо, τέσσερα άτομα. Δύο
παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη Σοβιετική
Ένωση.
71. Лјутика Петре, επτά άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
72. Кочев Ламбро, τέσσερα άτομα.
Δύο παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία.
73. Џидрин Тоде, έξι άτομα. Τέσσερα
σκοτώθηκαν και δύο παρέμειναν στο χωριό.
74. Краков Дичо, τέσσερα άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, δύο παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
75. Лјолкин Џоко, τέσσερα άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
76. Лјола Мите, επτά άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και έξι παρέμειναν στο χωριό.
77. Влашов Стерјо, πέντε άτομα.
Τέσσερα παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
78. Валивичаров Дине, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
79. Карамачов Кузо, επτά άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και έξι παρέμειναν στο χωριό.
80. Калја Томе, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
81. Ичков Цилјо, δύο άτομα. Παρέμειναν
στο χωριό.
82. Поп Марко, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
83. Пројков Колјо, πέντε άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Βουλγαρία και ένα στη Σοβιετική
Ένωση.
84. Долјов Лексо, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και τέσσερα παρέμειναν στο χωριό.
85. Гјоргов Кузо, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
86. Стерјова Мишевица, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
87. Марков Блажев, τέσσερα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και τρία παρέμειναν στο χωριό.
88. Франгов Коле, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, δύο παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία.
89. Долев Туле, επτά άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και έξι παρέμειναν στο χωριό.
90. Донев Ице, δύο άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
91. Попова Мара, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και τέσσερα παρέμειναν στο χωριό.
92. Темелкова Мара, τέσσερα άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Ρουμανία.
93. Панчова Николица, έξι
άτομα. Παρέμειναν στο χωριό.
94. Личкина Тана, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
95. Шалев Ице, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
96. Шалев Тоди, επτά άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, δύο παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Ρουμανία και ένα στη
Σοβιετική Ένωση.
97. Лјумбов Наси, τέσσερα άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Βουλγαρία.
98. Фуфал Ване, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και πέντε παρέμειναν στο χωριό.
99. Вангелова Гјоргивица, τέσσερα
άτομα. Δύο σκοτώθηκαν, ένα παρέμεινε στο χωριό και ένα κατέφυγε στην Πολωνία.
100. Јончев Димитар, τέσσερα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και τρία παρέμειναν στο χωριό.
101. Галанов Вангел, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
102. Руфалов Ангелче, τέσσερα
άτομα. Παρέμειναν στο χωριό.
103. Калојанов Туше, δύο άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
104. Калојанова Николица, τέσσερα
άτομα. Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
105. Слин Уме, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
106. Велина Мара, τέσσερα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και τρία παρέμειναν στο χωριό.
107. Прлјо Симо, δύο άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
108. Пашипчев Цилјо, πέντε άτομα.
Τέσσερα έφυγαν στην Τουρκία και ένα στη Σοβιετική Ένωση.
109. Пашан Елче, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και τέσσερα παρέμειναν στο χωριό.
110. Джаков Ставро, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
111. Орупчев Пандо, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
112. Чучов Таки, τρία άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και δύο παρέμειναν στο χωριό.
113. Чучов Ендрико, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
114. Динов Илјко, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
115. Плјастов Кузо, πέντε άτομα.
Τέσσερα παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
116. Чулив Ване, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
117. Сугарчев Лексо, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
118. Чулин Дине, έξι άτομα. Δύο
παρέμειναν στο χωριό και τέσσερα κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
119. Мишевичин Коле, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
120. Попов Ице, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
121. Костовчев Саво, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
122. Цуцур Коле, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
123. Ѕафирачев Ице, δέκα άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στο χωριό, έξι κατέφυγαν στη Ρουμανία και δύο στη
Γιουγκοσλαβία.
124. Зафирачев Панде, τέσσερα
άτομα. Ένα σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στο χωριό και τέσσερα κατέφυγαν στη
Ρουμανία.
125. Канзов Ристо, πέντε άτομα. Παρέμειναν
στο χωριό.
126. Шапазова Диновица, ένα άτομο.
Παρέμεινε στο χωριό.
127. Цилјулев Тоде, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
128. Колјангин Лексо, επτά άτομα.
Ένα παρέμεινε στο χωριό και έξι κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
129. Цуцилев Панајот, πέντε άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και τέσσερα παρέμειναν στο χωριό.
130. Цуцулева Пандовица, τέσσερα
άτομα. Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
131. Калјов Дине, επτά άτομα. Πέντε
παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
132. Шалева Јане, τέσσερα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και ένα
στην Πολωνία.
133. Колешка Вангел, τέσσερα άτομα.
Δύο παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Βουλγαρία και ένα μετανάστευσε στην
Αμερική.
134. Лјумбов Гјека, δύο άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
135. Васов Рандо, επτά άτομα. Ένα
παρέμεινε στο χωριό, πέντε κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση και ένα στη
Γιουγκοσλαβία.
136. Васов Коле, οκτώ άτομα. Τρία
παρέμειναν στο χωριό και πέντε μετανάστευσαν στην Αμερική.
137. Дафинкина Спирка, τέσσερα
άτομα.
138. Бошова Филја, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, δύο παρέμειναν στο χωριό, δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ένα
στη Ρουμανία.
139. Бошов Ване, πέντε άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, δύο παρέμειναν στο χωριό και ένα κατέφυγε στη Ρουμανία.
140. Караџов Гиро, επτά άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, ένα παρέμεινε στο χωριό και τέσσερα κατέφυγαν στη Ρουμανία.
141. Диев Илјо, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και πέντε παρέμειναν στο χωριό.
142. Брзев Цилјо, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και πέντε παρέμειναν στο χωριό.
143. Брзев Геле, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν όλοι στη Γιουγκοσλαβία.
144. Миталјкова, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
145. Диов Генчо, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και τέσσερα κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
146. Модев Гиро, δέκα άτομα. Τέσσερα
έφυγαν στην Τουρκία και έξι μετανάστευσαν στην Αμερική.
147. Камбуров Трпо, τέσσερα άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό και ένα έφυγε στη Τουρκία.
148. Ваканчев Кузо, έντεκα άτομα.
Δύο σκοτώθηκαν, επτά παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και
ένα στην Πολωνία.
149. Буцова Гочка, τέσσερα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και τρία παρέμειναν στο χωριό.
150. Шиника Мите, εννέα άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
151. Драмчев Ставро, έξι άτομα.
Τρία παρέμειναν στο χωριό, ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση και δύο στη
Ρουμανία.
152. Цимурев Стерјо, έξι άτομα.
Τρία κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και τρία στη Ρουμανία.
153. Чулев Блаже, δύο άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
154. Оклјов Павле, έξι άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν και τέσσερα μετανάστευσαν στην Αμερική.
155. Говедаров Спиро, επτά άτομα.
Δύο σκοτώθηκαν, ένα παρέμεινε στο χωριό, τρία κατέφυγαν στη Ρουμανία και ένα
στην Πολωνία.
156. Смагалиев Пандо, έξι άτομα.
Πέντε κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη Ρουμανία.
157. Бачев Кузо, πέντε άτομα. Κατέφυγαν
όλοι στη Γιουγκοσλαβία.
158. Гачев Ване, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλοι στη Γιουγκοσλαβία.
159. Попов Саво, πέντε άτομα.
Τέσσερα κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη Ρουμανία.
160. Гочев Лазо, οκτώ άτομα.
Κατέφυγαν όλοι στη Γιουγκοσλαβία.
161. Суклев Дине, πέντε άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στο χωριό, δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία και ένα στη
Γιουγκοσλαβία.
162. Брулов Блаже, τρία άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
163. Манчев Гилјо, έξι άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
164. Шабанчев Гјорги, έξι άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και πέντε παρέμειναν στο χωριό,
165. Стилјов Ламбо, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
166. Пујчев Мите, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στο χωριό.
167. Пандов Ване, τέσσερα άτομα.
Δύο παρέμειναν στο χωριό και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία
168. Лјутиков Гјорги, δύο άτομα.
Έμειναν και πέθαναν στο χωριό
169. Костандинов Гиорги, τρία
άτομα. Κατέφυγαν όλοι στη Γιουγκοσλαβία.
170. Костадинов Михајло, τρία
άτομα. Παρέμειναν στο χωριό.
Selo Zagoričani - ένοπλα
μέλη της βουλγαρικής Οχράνα
Список на вооружените лица од Бугарската
Охрана
Σύνολο 116 άτομα: Бури
Которчев, Пандо Палев, Мите Палев, Гјечо Палев, Крсто Теохарев, Кузо Стефанов,
Пандо Плјака, Вангел Плјака, Христо Плјака, Методи Митев, Тоди Делчев, Гјорги
Блаченов, Коста Карадинов, Кузо Лолев, Христо Тунтев, Ставро Дранчев, Стефо
Дранчев, Ламбро Дранчев, Бабала Коста, Бабала Гавро, Дине Гошев, Сотир Гошев,
Ламбро Сидеров, Анге Сидеров, Гоче Сидеров, Саво Цанка, Колјо Цанка, Аргир
Франчев, Филе Мачев, Гјорги Стефанов, Мите Шабанов, Гоче Шабанов, Ице Шабанов,
Колјо Палев, Мити Пишмаров, Тоди Пишмаров, Пандо Пишмаров, Илјо Костандов,
Тплјо Андончев, Мишо Костандов, Гјелчо Нанев, Ване Нанев, Павле Нанчев, Ване
Манчев, Уме Лолев, Ангел Торофил, Димитри Беза, Ламбе Беза, Димитри Пунчев,
Блажо Чулев, ВасилЧулев, Доне Солтанчев, Киро Калја, Мите Грков, Ицо Лјотика,
Насо Лјотика, Сотир Лјотиков, Методи Жидро, Петре Ничев, Гјорги Мочев, Сотир
Фалеф, Трпо Фалеф, Гјорги Лјолев, Мане Лјолев, Киро Которчев, Сиво Кирчев, Насе
Дучев, Гјорги Костандов, Трифон Типоа, Колјо Фелактидов, Спиро Шишков, Ицо
Шишков, Ангел Пашомов, Мите Велјов, Кузо Темелков, Гјорги Попов, Ване Пандев,
Стево Буцев, Мане Шклифов, Ламбо Шалев, Колјо Шалев, Насе Лјумбов, Илјо Гошев,
Христо Тепоа, Илјо Орев, Блажо Марков, Методи Франгов, Павле Пројков, Коста
Рофел, Толјо Рофел, Петре Влаханчев, Генчо Диев, Колјо Станоев, Цилјо Борзев,
Бури Борзев, Мите Борзев, Манев Васил, Ганчов Васил, Гиро Каражов, Сиво
Миталјков, Дине Миталјков, Блажо Вангелов, Стево Вангелов, Гочо Вангелов, Коста
Цуцулев, Лексо Цуцулев, Панајот Цуцулев, Коле Ушлев, Саво Попов, Гјорги Орев,
Говедаров Спиро, Пандо Зиферачев, Ристо Зиферачев, Блажо Бушкин, Васил Лјузов.
Selo Zagoričani - μέλη
του ΕΛΑΣ και της Ταξιαρχίας του Αιγαίου
Список на учесниците во ЕЛАС -
Егејска Бригада
ΕΛΑΣ: Дине Суклев και Фили
Дафеджиов.
Ταξιαρχία: Васил Чулев, Ангел Туруфија,
Сото Фалја, Трпче Фалја, Алаксо Сугарчев, Пандо Палјов, Геле Пачам, Димитар
Гигулев, Блажо Вангелов, Гиро Модев, Ставро Фанчев, Стефо Вангелов.
Selo Zagoričani - μέλη
του Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ από το χωριό
Ζαγκορίτσανη (Список на учесниците во Демократската Армија на Грција од село
Загоричани).
1. Пандо
Палјов. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε
στη Γιουγκοσλαβία.
2. Диевскиа
Ангел. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1947.
3. Пандо
Пишмаров. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949
κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
4. Костандиновски
Никола. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1947.
5. Васил Чулев. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
6. Лјутиков
Сотир. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο βουνό Πάικο.
7. Гјорги
Чулев. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε
στην Πολωνία.
8. Говедаров
Ангел. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Γράμμο.
9. Толјо
Андончев. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949
κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
10. Шабанов Ристо. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
11. Кузо Нанев. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
12. Шуклев Илјо. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
13. Ване Нанев. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Γράμμο. Το 1949 κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
14. Шабанов Ламбро. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
15. Уме Пишмаров. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Πολωνία.
16. Франжев Методи. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Γράμμο. Εκτελέστηκε στην Κοζάνη.
17. Стефо Драмчев. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
18. Калојанов Коста. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Εκτελέστηκε στην Κοζάνη.
19. Колјо Станов. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
20. Буцев Стефо. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Εκτελέστηκε στην Κοζάνη.
21. Мите Пунжев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Πήρε το δρόμο της προσφυγιάς.
22. Шклифов Маноли. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Εκτελέστηκε στην Κοζάνη.
23. Стојна Палева. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
24. Смангалиев
Петре. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Γράμμο.
25. Цилја Тунтова. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
26. Миталјков
Гјорги. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Βίτσι.
27. Тана Прајкова. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
28. Типоев Трифун. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Βίτσι.
29. Илјо Орев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
30. Дуковски
Ангелчо. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Βίτσι.
31. Мане Орев. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
32. Долев Гјечо. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
33. Ангел Драмчев. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
34. Кастандинов Васо. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Γράμμο. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
35. Дота Цуцулева. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Πολωνία.
36. Вангелов Стефо. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
37. Костандинов
Михајло. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949
κατέφυγε στην Πολωνία.
38. Вангелов Гочо. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
39. Христо Калја. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
40. Бецова Веса. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
41. Бода Лјутикова. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
42. Джидровски
Димитар. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Γράμμο.
43. Ване Гашчев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
44. Джидровски
Ламбро. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Εκτελέστηκε
στην Θεσσαλονίκη.
45. Саво Попев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
46. Джидровски
Стево. Στρατολογήθηκε το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Γράμμο.
47. Леско Клјачев. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
48. Манчевски Ангел. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
49. Блажов Ванчо. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
50. Петличков
Гјорги. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Γράμμο.
51. Гјорги Стефанов. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Έφυγε το 1949 στην Αμερική.
52. Шалев Петар. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
53. Гиро Модев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Έφυγε το 1949 στην Αμερική.
54. Манчева Динка. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
55. Соте Гошев. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Γράμμο. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
56. Бочев Мите. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Βίτσι.
57. Пандо Модев. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
58. Сиов Атанас. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1947 στο Βίτσι.
59. Гјорги
Костандов. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949
κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
60. Зафираков
Ламбро. Στρατολογήθηκε το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το
1948 στο Γράμμο.
61. Кузо Миталјков. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
62. Калев Филјо. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
63. Мите Миталјков. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
64. Спасов Доли. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Σκοτώθηκε.
65. Ване Лјутиков. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
66. Христо Манчев. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
67. Халира Манчев. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
68. Блаже Лјолкев. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
69. Уме Лјолев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
70. Сотир Фалев. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
71. Ване Севдин. Στρατολογήθηκε το
1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
72. Уме Лјубев. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
73. Анче Костандов. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στη Βουλγαρία.
74. Доне Султанчев. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
75. Ангелчо
Султанчев. Στρατολογήθηκε το 1948. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949
κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
76. Ицо Плјастов. Στρατολογήθηκε το
1948. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
77. Блаже Виканчев. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
78. Стојна Орова. Στρατολογήθηκε το
1948. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Πολωνία.
79. Лексо Согрчев. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
80. Милка Шугарчева. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
81. Бода Чурова. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
82. Ламбо Седелчев. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Πολωνία.
83. Томе Кедеров. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
84. Анче Сидеров. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
85. Гјорги Сидеров. Στρατολογήθηκε
το 1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Σοβιετική Ένωση.
86. Кирјако Чулев. Στρατολογήθηκε
το 1946. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
87. Илјо Шклифов. Στρατολογήθηκε το
1947. Πολέμησε κυρίως στο Βίτσι. Το 1949 κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ (2), ΑΡΜΕΝΗΣ,
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΔΙΟΝΥΣΙΑΔΗΣ (4), ΔΟΛΗΣ (2), ΔΟΥΚΑΣ (4), ΔΡΑΜΑΣ (2), ΔΩΜΟΥ,
ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, ΖΑΧΟΣ (3), ΙΩΑΝΝΟΥ (3), ΚΑΛΑΣ, ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΗΣ, ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ (4),
ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, ΚΑΝΤΖΙΟΣ, ΚΑΝΤΖΟΣ (4), ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ, ΚΑΦΕΣ, ΚΙΤΣΙΟΣ (3), ΚΛΕΙΟΥΣΗΣ,
ΚΟΛΚΙΔΗΣ, ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, ΚΩΤΣΚΟΣ, ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, ΛΙΟΥΖΑΣ (2), ΜΑΝΤΣΗΣ (3),
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΜΑΣΤΟΡΙΔΗΣ (5), ΜΟΤΣΚΟΣ, ΜΟΥΤΗΣ, ΜΠΑΜΠΑΛΑΣ, ΜΠΑΡΤΖΟΣ (4),
ΜΠΕΖΑΣ, ΜΠΙΡΤΣΟΣ, ΜΠΟΣΗΣ (2), ΜΠΟΥΚΟΝΗΣ, ΜΠΟΥΣΙΟΣ, ΜΠΟΥΤΣΗΣ (3), ΜΠΟΥΤΣΚΟΣ,
ΝΟΤΑΣ (2), ΟΥΣΛΙΟΣ, ΠΑΛΙΟΣ (3), ΠΑΝΤΟΥΛΗΣ, ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΠΑΡΤΣΗΣ, ΠΑΣΙΑΣ (2), ΠΕΤΛΙΤΣΚΑΣ, ΠΕΤΡΟΥ (2), ΠΟΥΡΣΑΝΙΔΗΣ
(15), ΠΡΟΚΟΠΙΔΗΣ (5), ΣΑΜΟΥΚΑΣΙΔΗΣ, ΣΙΑΜΠΑΝΗΣ (2), ΣΙΑΠΑΖΗΣ, ΣΙΒΑΣ, ΣΠΑΝΙΔΗΣ,
ΣΠΑΝΤΣΗΣ, ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΠΥΡΟΥ (4), ΣΤΑΜΠΑΣΙΔΗΣ, ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ,
ΣΤΟΙΤΣΗΣ (2), ΣΤΡΕΖΟΣ (3), ΤΖΗΜΑΣ (2), ΤΖΩΓΑΣ, ΤΟΡΟΦΙΑΣ, ΤΟΥΝΤΗΣ (2), ΤΣΑΚΙΡΗΣ,
ΤΣΑΠΑΡΑΣ (3), ΤΣΕΛΙΟΣ, ΤΣΙΜΟΥΡΑΣ, ΤΣΙΤΣΗΣ (3), ΤΣΟΥΤΣΟΥΛΗΣ, ΤΥΠΟΑΣ, ΦΑΛΛΙΑΣ,
ΦΡΑΓΓΟΣ (2), ΦΡΑΓΚΟΣ, ΦΥΛΑΚΤΙΔΗΣ (2), ΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
ΧΑΤΣΙΟΣ.
Ζαμπάρντενι / Zabrdeni / Забрдени.
Μετονομάστηκε σε Μελάνθιον. Στους
οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Μελάνθιο.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορεστίδος του
νομού Καστορίας. Μέχρι το 1924 ζούσαν εδώ περίπου 600 μουσουλμάνοι,
οι οποίοι είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι κάτοικοι του χωριού
αναγκάστηκαν μέχρι το 1924 να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να φύγουν στην
Τουρκία. Στη θέση τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 320 πρόσφυγες από τον
Πόντο.
Πηγές
Ζαμπουρδένι Καστορίας:
«Χωρίου οικουμένου υπό 450 τουρκαλβανών και έχοντος τέμενος, κρήνας και
άθλιον χάνιον» [Σχινάς 1886].
Zabrdeni [Αυστριακός
Χάρτης].
Забърденъ / Костурска каза,
300 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Ζαμπούρδενι Καστορίας:
«500 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζαμπουρδένι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζαμπύρδενη Καστορίας,
579 άτομα (300 άρρενες και 279 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζαμπύρδενη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Βύστιτσας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Забрдени,
100 σπίτια μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Ζαμπύρδανη Καστορίας,
592 άτομα (309 άρρενες και 283 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ζαμπέρδινη γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 72 προσφυγικές
οικογένειες (309 άτομα) [ΕΑΠ].
Ζαμπέρδενη,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 70 οικογένειες μουσουλμάνων (600 άτομα) και
ήρθαν 69 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Το 1929 διανεμήθηκαν στους
πρόσφυγες 95 κλήροι αγροτικής γης, έκτασης 4.657 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Ζαμπύρδενη της
κοινότητος Βυτσίστης μετονομάζεται εις Μελάνθιον» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Μελάνθιον (Ζαμπύρδενη) Καστορίας,
320 άτομα (157 άρρενες και 163 θήλεις). Υπήρχαν 315 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (152 άρρενες και 163 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 317 και ετεροδημότες 3
[Απογραφή 1928].
Μελάνθιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 567 (289 άρρενες και 278 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 123
[Γρηγορίου].
Забрдени:
Οικισμός μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών προσφύγων το 1940
[Симовски].
Μελάνθιον,
560 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Μελάνθιον Καστορίας:
446 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 372, 1971: 240, 1981: 260, 1991: 235,
2001: 218.
Υψόμετρο 820 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΜΕΞΙΖΟΓΛΟΥ, ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΤΙΔΗΣ (2), ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ
(8), ΟΥΣΤΑΜΠΑΣΙΔΗΣ (2), ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ, ΣΠΥΡΙΔΗΣ, ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΤΟΚΑΤΛΙΔΗΣ (9),
ΤΣΟΛΑΚΙΔΗΣ, ΦΑΤΣΑΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ.
Ζελένγκοζντι / Želengozdi / Желенгозди. Μετονομάστηκε
σε Πεντάβρυσον. Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται
ως Πεντάβρυσο. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός
του δήμου Αγίας Τριάδος, του νομού Καστορίας.
Καταγράφεται σε φορολογικά οθωμανικά κατάστιχα, στα τέλη του 15ου αιώνα. Το
χωριό ήταν χωρισμένο σε χριστιανικό και μουσουλμανικό μαχαλά. Οι χριστιανοί
ήταν μοιρασμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Η μακεδονική ήταν η μητρική
γλώσσα όλων των κατοίκων. Το 1912 υπήρχαν εδώ περίπου 500 μουσουλμάνοι και 200
χριστιανοί. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός υποχρεώθηκε μέχρι το 1924 να φύγει όλος
στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε, στα εγκαταλειμμένα σπίτια των
μουσουλμάνων, χριστιανούς πρόσφυγες από τον Πόντο (στην πλειοψηφία
τουρκόφωνους). Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό σχεδόν 200 ντόπιοι Μακεδόνες και
400 πρόσφυγες. Κατά το μεσοπόλεμο, οι αρχές ασφαλείας θεωρούσαν το γηγενή
πληθυσμό ως άτομα ανθελληνικών φρονημάτων. Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, τα
3/4 των Μακεδόνων του οικισμού πέρασαν τα σύνορα, καταφεύγοντας κυρίως στη
Βουλγαρία.
Πηγές
Желекожд / Костурско:
95 οικογένειες, στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Zalegosti:
«συνοικισμός με εκατόν είκοσι σπίτια» [Pouqueville 1826].
Zelengot,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 900 [Synvet 1878].
Ζελιγκόστι Καστορίας: «Διαχωριζόμενον
υπό ρεύματος εις δύο συνοικίας, ων η μεν μία έχει 190 οικογενείας οθωμανικάς,
τέμενος, βρύσιν, η δε ετέρα 60 χριστιανικάς οικογενείας, εκκλησίαν, βρύσιν,
συγκοινωνούσας διά λιθίνης γεφύρας» [Σχινάς 1886].
Zelegožd [Αυστριακός
Χάρτης].
Желегоже / Костурска каза,
330 χριστιανοί Βούλγαροι και 650 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Zelegoje / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 152 εξαρχικοί Βούλγαροι, 160 πατριαρχικοί Βούλγαροι και
18 Βλάχοι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 19 μαθητές και
ενός πατριαρχικού με ένα δάσκαλο και 16 μαθητές [Brancoff 1905].
Ζελεγκόσδι Καστορίας:
«500 ορθόδοξοι Έλληνες και 1.000 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζελεγκόσδι καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζελεγκόσδη Καστορίας,
718 άτομα (377 άρρενες και 341 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζελεγκόσδη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Μπρέστενη [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Желегош,
40 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 100 Τούρκων [Милојевић 1920].
Ζελεγκόσδη Καστορίας,
705 άτομα (339 άρρενες και 366 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ζελιγκόσδη γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 105
προσφυγικές οικογένειες (358 άτομα) [ΕΑΠ].
Ζελεγκόσδη,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 70 οικογένειες μουσουλμάνων
(575 άτομα) και ήρθαν 103 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Το 1927
διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 113 κλήροι αγροτικής γης έκτασης 5.977 στρεμμάτων
και το 1933 άλλοι 51 κλήροι έκτασης 1.357 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν τούρκικα και λίγοι την ποντιακή διάλεκτο [Selo Želengozdi].
«Η κοινότης Ζελιγκόσδης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Πενταβρύσου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Ζελιγκόσδη εις Πεντάβρυσον» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Πεντάβρυσον (Ζελεγκόσδη) Καστορίας,
597 άτομα (295 άρρενες και 302 θήλεις). Υπήρχαν 378 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (193 άρρενες και 185 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 566, ετεροδημότες 25 και
αλλοδαποί 6 [Απογραφή 1928].
Ζελιγκόσδη (Πεντάβρυσον),
υπήρχαν 28 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Želengozdi:
Υπήρχαν 41 μακεδονικές και 150 προσφυγικές οικογένειες το 1940
[Selo Želengozdi].
Πεντάβρυσον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 888 (429 άρρενες και 459 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 871
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 167
[Γρηγορίου].
Желегоже:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και προσφύγων από τον Πόντο το 1940 [Симовски].
Πεντάβρυσος,
710 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Από το χωριό οι Димитар
Воденичаров και Глигор Макаловски ήταν στην Ταξιαρχία του
Αιγαίου. Οι Горги Кирјазов, Глигор Велков και Ристо
Велков ήταν στο Δημοκρατικό Στρατό.
Πεντάβρυσον Καστορίας:
645 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 616, 1971: 550, 1981: 632, 1991: 759,
2001: 662.
Υψόμετρο 790 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Στις 16 Ιουλίου 1903 ο Δραγούμης
σημειώνει στο ημερολόγιο: «Εν Ζελιγκόστι (Καστορίας) την 13η Ιουλίου (το
χωρίον κατοικείται υπό 150 μουσουλμανικών και 50 ημετέρων οικογενειών) συμμορία
συνέλαβε τον τούρκον κεχαγιάν, διαμελίζει αυτόν εις τέσσερα τεμάχια και ρίπτει
αυτό προ της θύρας της ως στρατώνος χρησιμευούσης οικίας. 40 στρατιώται και 1
αξιωματικός ήσαν εντός» [Δραγούμης, 190].
Την πρώτη Αυγούστου 1906 ο έλληνας
οπλαρχηγός Γιώργος Τσόντος Βάρδας, πληροφορείται ότι δύο άτομα «εφονεύθησαν
εις Ζελιγκόστι» [Βάρδας Β, 101].
Στις 24 Μαρτίου 1907, σε αναφορά του
μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη προς τον πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ άλλων σημειώνεται και ο κατά το παρελθόν φόνος
του Νικολάου, ελληνοδιδάσκαλου Ζελεγουστίου [Καραβαγγέλης,
65].
Selo Želengozdi - Μακεδονικές
οικογένειες 1940
Τα ονόματα των αρχηγών των 41
μακεδονικών οικογενειών του χωριού το έτος 1940 και εντός παρενθέσεως η
χώρα που κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά τον εμφύλιο πόλεμο:
Туваре Дрововски, Поповски Васил, Нуме
Попхристов, Поповски, Ристо Манушев, Доро Воденичаров, Горги Кирјазов
(Σοβιετική Ένωση), Димитар Манджовски (Γιουγκοσλαβία), Ристо
Лековски (Βουλγαρία), Леонида Димитровски (Βουλγαρία), Петре
Кутуливски (Βουλγαρία), Аргир Кутуловски (Βουλγαρία), Паскал Самарџиев (Βουλγαρία),
Ставре Самарџиев (Βουλγαρία), Аргир Попов (Βουλγαρία), Лазар
Попов (Βουλγαρία), Лазар Леков (Βουλγαρία), Димитар
Воденичаров (Γιουγκοσλαβία), Димитар Воденичаров (Βουλγαρία), Марија
Самарџиева (Βουλγαρία), Сидо Воденичаров (Βουλγαρία), Горги
Манџовски (Βουλγαρία), Васил Манџовски (Βουλγαρία), Глигор
Влахов (Βουλγαρία), Колјо Влахов (Βουλγαρία), Андреа
Влахов (Βουλγαρία), Димитар Костов (Βουλγαρία), Аргир
Костов (Βουλγαρία), Андреа Костов (Βουλγαρία), Спиро
Костов (Βουλγαρία), Андон Марков (Βουλγαρία), Димитар Самарџиев (Βουλγαρία),
Паскал Самардџиев (Βουλγαρία), Ристо Воденичаров (Βουλγαρία), Сотир
Воденичаров (Βουλγαρία), Фоти Галбов (Βουλγαρία), Ристо Галбов,
Михајло Кирјазов (Βουλγαρία), Доне Дрововски (Βουλγαρία).
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Πεντάβρυσος. Πιάστηκαν και
ξυλοκοπήθηκαν οι: Κ. Ηλιάδης, Μαρίκα Ηλιάδου, Σ. Παπαδόπουλος και Κ.
Χατζηιωαννίδης. Καταδιώκονται 8 δημοκρατικοί πολίτες».
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΜΕΞΙΖΟΓΛΟΥ, ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ (10), ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ (5), ΒΑΓΙΑΝΟΣ, ΒΑΙΟΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (3),
ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ (2), ΒΛΑΧΟΣ (2), ΓΑΒΙΖΙΔΗΣ (6), ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (10), ΓΙΑΡΟΣ, ΓΚΟΥΝΑΣ,
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (3), ΔΑΝΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΕΛΗΠΟΡΑΝΙΔΗΣ (2), ΔΕΜΕΛΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΔΡΑΝΙΤΣΑΡΗΣ
(2), ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ (2), ΕΦΡΑΙΜΙΔΗΣ (3), ΗΛΙΑΔΗΣ (7), ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ,
ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ (2), ΙΠΠΟΚΟΜΙΔΗΣ (5), ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ (3), ΚΑΝΟΥΤΑΣ, ΚΑΠΑΤΑΣΙΔΗΣ (5),
ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (3), ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ (3), ΚΑΡΑΠΑΣΙΔΗΣ, ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΗΣ,
ΚΛΑΖΙΔΗΣ (5), ΚΟΥΝΙΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΩΣΤΙΔΗΣ (10), ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ (9), ΛΕΒΕΝΤΗΣ,
ΛΙΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΝΤΡΑΤΖΗΣ, ΜΑΣΜΑΝΙΔΗΣ (2), ΜΕΛΛΙΟΣ, ΜΗΛΙΟΣ, ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, ΜΥΛΩΝΑΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ (5), ΝΤΟΤΑΣ, ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΞΕΝΙΔΗΣ, ΞΥΛΑΣ (2), ΠΑΙΤΑΡΙΔΗΣ (2),
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ (4), ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (30), ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗΣ (3),
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ (5), ΠΑΥΛΟΥ (4), ΠΕΤΜΕΖΑΣ (2), ΠΙΠΕΡΙΔΗΣ (3), ΡΙΖΟΠΟΥΛΟΣ,
ΣΑΛΠΙΓΓΙΔΗΣ (2), ΣΑΡΒΑΝΙΔΗΣ (10), ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΙΔΗΣ (3), ΣΙΑΤΡΑΣ, ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (4),
ΣΥΜΠΤΙΚΙΔΗΣ, ΤΟΠΑΛΙΔΗΣ (4), ΤΣΑΓΚΑΣ, ΤΣΑΝΑΣΙΔΗΣ (6), ΤΣΕΝΕΚΙΔΗΣ, ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ (8),
ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΦΩΤΙΑΔΗΣ (7), ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (2), ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΙΔΗΣ (6), ΧΑΤΖΗΚΙΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ, ΨΩΜΙΑΔΗΣ (4).
Ζέλενγκραντ / Zelengrad / Зеленград.
Μετονομάστηκε σε Μεσόβραχον. Στους
οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Μεσόβραχο.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ακριτών του
νομού Καστορίας. Μέχρι το 1924 ζούσαν εδώ περίπου 300 μουσουλμάνοι,
που είχαν σαν μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι άνθρωποι αυτοί
υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν στην
Τουρκία. Στη θέση τους το ελληνικό κράτος εγκατέστησε 70 πρόσφυγες από τον
Πόντο.
Πηγές
Ζελιγκράδι Καστορίας:
300 οθωμανοί [Σχινάς 1886].
Zelengrad [Αυστριακός
Χάρτης].
Ζελιγκράδι Καστορίας:
«350 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζελεγκράδι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζελεγκράδ Καστορίας,
304 άτομα (157 άρρενες και 147 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζελεγκράδ Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ρέβανης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Зеленград,
40 σπίτια μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Ζελεγιράδ Καστορίας,
260 άτομα (129 άρρενες και 131 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ζέλιγκραδ γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 18 προσφυγικές
οικογένειες (72 άτομα) [ΕΑΠ].
Ζέλεγραδ,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 40 οικογένειες μουσουλμάνων (230 άτομα) και
ήρθαν 18 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Μεταξύ 1931-1936 διανεμήθηκαν
στους πρόσφυγες 25 κλήροι αγροτικής γης, έκτασης 863 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Ζέλεγκραδ της
κοινότητος Ρεβάνης (Διποταμιάς) μετονομάζεται εις Μεσόβραχον» [ΦΕΚ 206 /
28.9.1927].
Μεσόβραχον (Ζέλεγκραδ) Καστορίας,
93 άτομα (51 άρρενες και 42 θήλεις). Υπήρχαν 60 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (25 άρρενες και 35 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 69 και ετεροδημότες 24
[Απογραφή 1928].
Μεσόβραχον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 110 (60 άρρενες και 50 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 20
[Γρηγορίου].
Зеленград:
Οικισμός μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών προσφύγων το 1940
[Симовски].
Μεσόβραχος,
110 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Μεσόβραχον Καστορίας:
55 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 48, 1971: 27, 1981: 16, 1991: 58,
2001: 42.
Υψόμετρο 1.090 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΚΑΜΤΖΗΡΙΔΗΣ, ΚΑΜΨΙΡΙΔΗΣ, ΣΑΒΒΟΥΛΙΔΗΣ,
ΣΑΡΡΟΣ.
Ζέλιν / Želin / Желин.
Μετονομάστηκε σε Χιλιόδενδρον.
Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Χιλιόδενδρο.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αγίας Τριάδος, του
νομού Καστορίας. Ο πληθυσμός του αποτελείτο από χριστιανούς μακεδονόφωνους
και μουσουλμάνους τουρκόφωνους. Η πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων είχε
προσχωρήσει στην εξαρχία. Επίσης πολλοί από αυτούς ήταν οργανωμένοι
αυτονομιστές. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 χριστιανοί και 200 μουσουλμάνοι.
Οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν μέχρι το 1924 στην Τουρκία. Η
ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες, κυρίως από
τη Μικρά Ασία (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και τουρκόφωνοι). Το 1928 υπήρχαν στο
χωριό γύρω στους 300 γηγενείς και 150 πρόσφυγες. Πολλοί κάτοικοι, από το
μεσοπόλεμο μέχρι τη λήξη του εμφυλίου, οργανώθηκαν σε αριστερές οργανώσεις.
Πενήντα σχεδόν από αυτούς, βρέθηκαν το 1949 πολιτικοί πρόσφυγες στη
Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά παρέμειναν στο
χωριό 382 Μακεδόνες.
Πηγές
Zeli, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Ζιελίνι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 120 οικογενείας Οθωμανών και ολίγων Βουλγάρων, τέμενος, 2
βρύσεις και φρέατα» [Σχινάς 1886].
Želin [Αυστριακός Χάρτης].
Желинъ / Костурска каза,
336 χριστιανοί Βούλγαροι και 200 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Jelin / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 416 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 33 μαθητές [Brancoff 1905].
Ζελήνι, μικτό χωριό προ του
οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά. Προσήλθαν μερικές οικογένειες
[Έγγραφο 4278].
Ζελήνι: «Σχισματικό από
του 1902» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ζελίνη Καστορίας:
«300 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες και 180 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος
1910].
Ζιελίνι καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζελήνη Καστορίας,
592 άτομα (324 άρρενες και 268 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζελήνη Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη
κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Ίζγλιμπι και Μανιάκοι [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Желин, 60 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 30 Τούρκων [Милојевић 1920].
Желин, 60 μακεδονικές
οικογένειες και 40 τουρκικές πριν το 1924. Στη θέση των Τούρκων που έφυγαν
εγκαταστάθηκαν 35 οικογένειες από τη Μικρά Ασία [Selo Želin].
Ζελήνη Καστορίας,
457 άτομα (211 άρρενες και 246 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν τρεις περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Ζελήνη γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 35
προσφυγικές οικογένειες (140 άτομα) [ΕΑΠ].
Ζελήνη, μικτός οικισμός
μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 70 οικογένειες μουσουλμάνων (150 άτομα) και
ήρθαν 35 οικογένειες προσφύγων: 23 από τη Μικρά Ασία και 12 από τον Πόντο.
Μεταξύ 1929 και 1931 διανεμήθηκαν στους πρόσφυγες 45 κλήροι αγροτικής γης,
έκτασης 5.357 στρεμμάτων [Πελαγίδης].
Μεταξύ των προσφύγων υπήρχαν και
τουρκόφωνοι [Νατσούλης].
«Η κοινότης Ζελήνης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Χιλιοδένδρου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ζελήνη εις
Χιλιόδενδρον» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Χιλιόδενδρον (Ζελήνη) Καστορίας,
440 άτομα (204 άρρενες και 236 θήλεις). Υπήρχαν 133 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (70 άρρενες και 63 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 411, ετεροδημότες 27 και
αλλοδαποί 2 [Απογραφή 1928].
Ζελήνη (Χιλιόδενδρον),
υπήρχαν 60 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Χιλιόδενδρον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 624 (309 άρρενες και 312 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 116
[Γρηγορίου].
Желин: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
προσφύγων Μικρασιατών το 1940 [Симовски].
Οι οργανωμένοι στο ΕΑΜ (ντόπιοι και
πρόσφυγες) τα χρόνια της κατοχής υπολογίζονται σε 300 άτομα [Selo Želin].
Χιλιόδενδρον,
649 κάτοικοι, εκ των οποίων 325 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β κατά 50%.
Έδρασαν αντεθνικώς 21. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 6. Ευρίσκονται εις
φυλακή δυνάμει ενταλμάτων 2. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 11.
Ευρίσκονται εις εγκληματικάς συμμορίας 1 [Στατιστική 1945].
Желин: Μεταξύ Μαρτίου 1948
και Αυγούστου 1950, η ελληνική διοίκηση πήρε 41 παιδιά από το χωριό
στο ίδρυμα της βασίλισσας Φρειδερίκης «Αγία Τριάδα» στη Θεσσαλονίκη. Από
την άλλη, 3 παιδιά του χωριού τα οδήγησαν οι αντάρτες, κατά τη
διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης [Мартинова,
50-52].
Χιλιόδενδρον Καστορίας:
511 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Οι μακεδόνες κάτοικοι του χωριού,
υπολογίζονται σε 382 άτομα το 1953 [Selo Želin].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 525, 1971: 527, 1981: 565, 1991: 638,
2001: 617.
Υψόμετρο 700 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Οργανωμένοι από το Ζέλιν
στο ВМРО πριν το Ίλιντεν ήταν οι: Стерјо Ицков, Димитар
Иванов-Даскалов, Димитар Димов, Анастас Дубов, Конда Зисова, Колев Томо, Наум
Јанакиев, Томо Јанакиев, Наско Ицков, Ристо Ицков, Петар Зисов, Јанајки Зисов,
Васил Шанев, Митра Шанева, Мера Пулова, Аргир Јанакиев, Васил Јанакиев, Гјорги
Колев, Атанас Палев, Дине Кјосев, Пандо Кјосев, Гамјан Кјосев, Христо Кита,
Стерја Кита, Васил Томанов, Атанас Гелин, Ристоица Гелина, Стерјо Зисов, Манјо
Нуци, Гора Ристова, Никола Мунжов, Тепа Мунжова, Поп Васил, Султана Поп
Василева, Анастас Лазаров [Selo Želin].
Ο οπλαρχηγός Ναούμ Σπανός είχε σκοτώσει
πριν το Ίλιντεν τον εξαρχικό παπά στο Ζέλιν. Το γεγονός το περιγράφει ο ίδιος
ως εξής: «Μετ' ολίγας ημέρας έμαθα από τον μητροπολίτην Καραβαγγέλην ότι ο
βουλγαρόπαπας από το Ζελίνι παπά Κώστας μεγάλο κακό κάμνει και πρέπει να
σκοτωθή. Όταν άκουσα αυτά, περίμενα ευκαιρία, διά να τον σκοτώσω... Ο Ισεΐν
μετά του αδελφού του Μουσταφά ήσαν αγροφύλακες του χωρίου Ζελίνι. Εφύγαμε το
Σάββατο κατά τας τέσσερις το απόγευμα και εφθάσαμε εις τας πέντε στην εκκλησία
εις το Ζελίνι. Εκεί μου έφερε το όπλο του αδελφού του. Μόλις έφτασε ο
βουλγαρόπαπας ανέβηκε να σημάνη. Εκεί του ρίχνω μία και πέφτει κάτω. Ανεβήκαμε
με τον Ισεΐν, του κόψαμε το κεφάλι, το έβαλα σε ένα μαντήλι μεγάλο βλάχικο και
πήρα δρόμο, Βγήκαν οι Τούρκοι του χωριού, σαν άκουσαν τον πυροβολισμόν, και
άρχισαν να πυροβολούν». Ο Ναούμ έθαψε προσωρινά το κεφάλι του παπά και
αργότερα το πήγε στην μητρόπολη Καστοριάς πεσκέσι στο Γερμανό Καραβαγγέλη: «Ο
Δεσπότης εκοιμάτο. Τον εξυπνήσαμε. Με την καλημέρα που του είπα αμέσως του λέγω
"τον εγνώριζες τον Βούλγαρο παπά Κώστα, -Πως; μου λέγει, άλλοτε ήταν δικός
μας παπάς και όταν έγινε Βούλγαρος εχειροτόνησα άλλον παπά Κώστα στη θέση
του". Αμέσως έβγαλα το κεφάλι του Βουλγάρου παπά Κώστα από τον ντουρβά και
του λέγω "Αυτός είναι;" Μόλις τον είδε, είπε "Τον άτιμον! Πως
χθες δεν μου το είπες;" Του είπα "Δεν βαστάς από τη χαρά σου μυστικό
και δι αυτό δεν σου το είπα"» [Σπανός, 359-362]
Σύμφωνα με τον Ίωνα Δραγούμη, από
το Ζελίνι καταγόταν ο Βοεβόδας Στέργιος που
έδρασε στα Κορέστια τις μέρες του Ίλιντεν [Δραγούμης, 223].
Στις αρχές Μαΐου του 1904 δολοφονήθηκε ο
πατριαρχικός παπάς του χωριού Ζελήνη [Προξενείο Μοναστηρίου,
έγγραφο 514, 12.5.1904].
Τον Ιούνιο του 1904 ο έλληνας πρόξενος
Μοναστηρίου Δημήτρης Καλλέργης, σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Άθω
Ρωμάνο, γράφει μεταξύ άλλων, πως το χωριό Ζελήνι προσχώρησε το
Σεπτέμβριο του 1903 στο πατριαρχείο, από φόβο των οθωμανικών αντιποίνων, και «ουχί
εκ πεποιθήσεως εις την ορθοδοξίαν» [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 653,
28.6.1904].
Ο Βάρδας γράφει στο ημερολόγιό του, στις
29 Ιουλίου 1906, για σχέδιο δολοφονικής επίθεσης μουσουλμάνων μισθοφόρων της
ελληνικής οργάνωσης: «Οι οθωμανοί αύριον θα εκτελέσωσιν άλλην πράξιν πλησίον
του Ζελινίου με αμοιβήν κατά κεφαλάς» [Βάρδας Β, 89].
Λίγο αργότερα, στις 4 και στις 24 Αυγούστου
1906, ο προαναφερόμενος έλληνας αρχηγός σημειώνει την απόπειρα εξαγοράς αντρών,
της τσέτας του βοεβόδα Θωμά (Σώμου) από το Ζελίνι [Βάρδας
Β, 106 και 146].
Αυτός ο Θωμάς (Τώμας) δικάστηκε
τον Οκτώβριο του 1907 από το Έκτακτο Στρατοδικείο Μοναστηρίου, αλλά αθωώθηκε «δι'
έλλειψιν αποδείξεων» [ΕΜΠΡΟΣ, 31.10.1907, σ. 3].
Το 1908 η τσέτα του Бузо από
το Τσέτιροκ έσφαξε τους Зисо Келепуров και Пандо Болгуров,
κατοίκους του Ζέλιν, οι οποίοι μαζί με τους Поп Коста (Παπά-Κώστα), Ставро
Жамбов και Нумо Жагатуров αποτελούσαν την ελληνική οργάνωση του
χωριού, που είχε δημιουργηθεί από το δεσπότη Καραβαγγέλη [Selo Želin].
Selo Želin - κάτοικοι
1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού Ζέλιν
το έτος 1940 (Список на жителите на село Желин во 1940 година).
Περιέχει τα ονόματα των
αρχηγών 70 μακεδονικών οικογενειών (380 άτομα) που ζούσαν στο
χωριό το 1940, τα μέλη κάθε οικογένειας και το που βρέθηκαν αυτά μετά τον
εμφύλιο πόλεμο:
1. Зисов Петре, είκοσι ένα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
2. Зисов Јоти, επτά άτομα. Παρέμειναν
στην Ελλάδα.
3. Зисов Трајко, έντεκα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
4. Зисов Стерјо, οκτώ άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
5. Зисов Наке, δεκατρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
6. Кирјазова Томе, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
7. Кирјазова Томе, τρία άτομα.
Άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
8. Џамбов Глигор, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
9. Поповски Горги, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
10. Кирјазов Маљо, έξι άτομα. Άλλοι
παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
11. Паљов Стерјо, οκτώ άτομα. Άλλοι
παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική
Ένωση.
12. Дубов Никола, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
13. Паљов Насо, οκτώ άτομα. Παρέμειναν
στην Ελλάδα.
14. Караколев Васил, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
15. Караколева Фанја, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
16. Ташова Лена, εννέα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
17. Томанов Тоне, δέκα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
18. Ќосев Пандо, δέκα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
19. Ќосев Никола, έξι άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
20. Даскалов Благоја, πέντε άτομα.
Άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
21. Болгуров Никола, δώδεκα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
22. Болгуров Глигор, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
23. Џамбров Горги, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
24. Болгуров Зицо, επτά άτομα.
Κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία.
25. Болгуров Васил, ένα άτομο.
26. Болгуров Хрисостомо, ένα άτομο.
Παρέμεινε στην Ελλάδα.
27. Папујов Славе, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
28. Папујов Алексо, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
29. Келепѕров Никола, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
30. Спиров Наум, έξι άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
31. Колев Васил, δύο άτομα.
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
32. Темелков Тодор, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
33. Мунџов Кузо, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
З4. Мунџов Трпо, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
35. Мунџов Томе. Παρέμεινε στην Ελλάδα.
36. Типова Доца, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
37. Лазаров Таше, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
38. Варсанов Аргир, επτά άτομα.
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
39. Варсамов Томе, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
40. Драпицаров Глигор, τέσσερα
άτομα. Μετανάστευσαν στην Αμερική.
41. Драпичаров Јоти, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
42. Пуров Горги, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
43. Лазаров Насо, έξι άτομα. Άλλοι
παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία.
44. Пуров Пандо, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
45. Димова Тана, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
46. Дубов Горги, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
47. Шанев Дине, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
48. Шанева Кузовица, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
49. Лазаров Петро, πέντε άτομα.
Άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
50. Драничаров Паскал, δέκα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
51. Колев Никола, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
52. Кирјазов Вангел, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
53. Мунџов Коле, δέκα άτομα. Άλλοι
παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στην Πολωνία.
54. Мунџов Коле, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
55. Шагаров Павле, δύο άτομα.
Κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία.
56. Темелков Коле, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
57. Темелков Коле, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
58. Темелков Буре, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
59. Џагадуров Никола, εννέα άτομα.
Άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
60. Халќадов Танац, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
61. Халќадов Дине, έξι άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
62. Халќадов Павле, τέσσερα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
63. Џагадурова Митривица, τρία
άτομα. Παρέμειναν στην Ελλάδα.
64. Зисов Сидо, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
65. Зисов Васил, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
66. Ќосева Цана, έξι άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
66. Ќосева Цана, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
67. Лазаров Лазо, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
68. Џамбов Петре, τέσσερα άτομα.
Άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν στην Πολωνία.
69. Шанов Живко, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
70. Бонкаров Никола, δύο άτομα.
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
Selo Želin - Μακεδόνες
μέλη του ΕΛΑΣ
(Список на учесниците во ЕЛАС)
Σύνολο 17 άτομα:
Зицор Тодор (σκοτώθηκε), Палов
Мине (σκοτώθηκε), Ќосев Паскал (σκοτώθηκε), Ќосев Никола (σκοτώθηκε),
Даскалов Благоја (πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Болгуров
Васил (σκοτώθηκε), Спиров Томе (παρέμεινε στην Ελλάδα), Варсамов
Аргир (πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Варсамов Томе (σκοτώθηκε),
Лазаров Христо (πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία), Лазаров Петре
(πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Мунцов Фоти (πέθανε), Шагаров
Павле (πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία), Шагаров Насе (παρέμεινε στην
Ελλάδα), Лазаров Таше (σκοτώθηκε), Шанев Жиско (πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Бочаров Коле (πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία).
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Χιλιόδενδρο. Βασανίστηκαν
απάνθρωπα 48 δημοκράτες από οπλισμένους προδότες, χωροφύλακες, συμμορίτες και
τον καθοδηγητή Γιαννόπουλο: Θ. Ζήσης, Γ. Μούργος, Γ. Παπαχρήστου, Δ. Κυριαζής,
Ν. Κυριαζής, Μ. Κυριαζής, Ν. Ντούπος, Ελένη Κυριακού, Σταυρούλα Κυριακού, Θ.
Κιοσές, Χ. Κυριαζής, Γ. Μπουλγούρης, Χ. Κιοσές, Θ. Θεμελής, Θ. Ναούμ, Αθανασία
Μούρτζη, Κ. Μούρτζιος, Β. Περπεράκης, Γ. Σακαλής, Λ. Θεοχαρίδης, Αθανασία
Ντινοπούλου, Χ. Γκλάμπος (συνδικαλιστικό στέλεχος), Κωνσταντίναινα Γκλάμπου, η
δασκάλα Μαρία Κυριαζάκη, ο δάσκαλος Γιάννης Κυριαζάκης, Ν. Κυριαζάκης, Φ
Σφουγγάρας, Αλεξάνδρα Σιούλα, Φ. Τζιαγαδούρης, Αλεξάνδρα Τζιαγαδούρη, Θωμαή
Τζιαγαδούρη, Ζ. Χαλκιάς, Μαλαματή Αντωνίου, Α. Αντωνίου, Π. Σαγάρης, Α.
Σαγάρης, Β. Μούτζιος, Π. Αργυρίου, Π. Λαζάρου, Βασιλική Λαζάρου, Λ. Λαζάρου,
Χρυσούλα Πούρου, Όλγα Πούρου, Μαρία Πούρου (80 χρονών), Φ. Δήμου, Κ. Ζιάνης και
Έλλη Σφουγγαρά. Κουρεύτηκαν από εγκληματίες χωροφύλακες οι δημοκράτισσες: Αθαν.
Μούτζιου, Κωνσταντίνα Γκλάμπου και Έλλη Σφουγγαρά. Κρατούνται στα φασιστικά
κάτεργα οι δημοκράτες: Γιάννης Κυριαζάκης, Χ. Γκλάμπος, Θ. Σαγάρης, Ζ. Χαλκιάς,
Θ. Ζήσης, Α. Ναούμ, Χ. Κιοσές, Π. Σταμπουλίδης, Θ. Δήμου, Λ. Αντωνίου, Χ.
Κυριαζής, Χ. Χαλκιάς, Π. Τζιόπουλος και Φ. Δήμου. Έγιναν 11 μπλόκα και
πλιατσικολογήθηκαν 4 σπίτια δημοκρατών».
Selo Želin - Μακεδόνες
μέλη του Δημοκρατικού Στρατού
(Список на учесниците во ДАГ)
Σύνολο 27 άτομα:
Шанев Живко (στέλεχος - κατέφυγε το
1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Шанев Васил (οπλίτης -
σκοτώθηκε στο Γράμμο το 1948), Зисов Таки (οπλίτης - κατέφυγε το 1949
ως πολιτικός πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Зисов Андон (λοχαγός - κατέφυγε
το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία), Димитровски Палјо (οπλίτης -
κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Кирјазов
Никола (οπλίτης - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση), Џанов Трпо (λοχαγός - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός
πρόσφυγας στην Πολωνία), Димов Паскал (οπλίτης - φυλακίστηκε το 1947),
Шагадуров Филјо (οπλίτης - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Галбова Костандина (ανθυπολοχαγός - κατέφυγε το 1949 ως
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Галбова Андигони, (οπλίτης -
κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση) Томанов Таки
(οπλίτης - σκοτώθηκε στο χωριό Γκόσνο το 1948), Наумов
Христо (οπλίτης - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στην
Τσεχοσλοβακία), Мунџов Вангел (οπλίτης - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός
πρόσφυγας στην Πολωνία), Ќосев Паскал (λοχαγός - σκοτώθηκε στο Μέτσοβο το
1947), Ќосева Јангула (οπλίτης - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Болгуров Зисо (ανάπηρος - κατέφυγε το 1947 ως
πολιτικός πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία), Болгуров Васил (λοχαγός - σκοτώθηκε
στο Γράμμο το 1948), Зисов Виктор (κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός
πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Лазаров Тасо (λοχαγός - σκοτώθηκε στο Γράμμο το
1948), Лазаров Петре (υπολοχαγός - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός
πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Лазаров Таки (λοχαγός - σκοτώθηκε στο Γράμμο το
1948), Шагаров Павле (κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας στην
Τσεχοσλοβακία), Темелков Ставро (κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας
στη Γιουγκοσλαβία), Шанева Султана (νοσοκόμα - κατέφυγε το 1949 ως
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια στη Γιουγκοσλαβία),
Кирјазаки Александра (νοσοκόμα - κατέφυγε το 1949 ως πολιτικός πρόσφυγας
στη Σοβιετική Ένωση), Паљов Мино (οπλίτης - σκοτώθηκε στο Γράμμο το 1948),
Димовски Фоти (οπλίτης - σκοτώθηκε στο χωριό Ντόλενι το 1948).
Σημείωση: Δέκα επίσης κάτοικοι του
Ζέλιν, προσφυγικής καταγωγής, ήταν ενταγμένοι στο ΔΣΕ.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΑΛΑΤΖΟΓΛΟΥ (3),
ΑΝΤΩΝΙΟΥ (3), ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΔΗΣ (3), ΒΑΡΣΑΜΗΣ, ΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ,
ΓΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΓΚΑΙΤΑΤΖΗΣ, ΓΚΟΛΕΤΣΟΣ (2), ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (2), ΔΗΜΟΥ (2), ΔΟΥΜΠΟΣ
(4), ΖΑΡΜΠΟΣ (3), ΖΑΡΟΓΙΑΝΝΗΣ (2), ΖΗΣΗΣ (16), ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΘΕΜΕΛΗΣ, ΙΣΤΟΣ,
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΙΩΑΝΝΟΥ (4), ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ (2), ΚΑΡΑΚΟΛΗΣ (3), ΚΑΤΣΑΜΑΚΗΣ,
ΚΑΤΣΙΑΜΑΚΗΣ, ΚΙΟΣΕΣ (4), ΚΙΟΣΣΕΣ (2), ΚΟΚΟΖΟΓΛΟΥ (2), ΚΟΥΚΟΥΛΕΤΑΣ, ΚΥΡΙΑΖΗΣ
(5), ΚΥΡΙΑΚΟΥ, ΚΥΡΙΖΑΚΗΣ (4), ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (5), ΛΑΖΑΡΟΥ, ΜΑΚΡΗΣ, ΜΑΥΡΙΔΗΣ (2),
ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ, ΜΕΣΕΛΙΔΗΣ (10), ΜΗΛΙΟΣ, ΜΟΥΝΤΖΟΣ (3), ΜΠΑΞΕΒΑΝΙΔΗΣ (1),
ΜΠΕΡΜΠΕΡΑΚΗΣ (1), ΜΠΟΥΛΓΟΥΡΗΣ (5), ΜΠΟΥΡΙΝΑΡΗΣ (2), ΜΥΛΩΝΑΣ, ΝΑΟΥΜ (5),
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ (3), ΝΤΙΝΑΣ, ΝΤΟΥΚΑΣ (2), ΝΤΟΥΦΑΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΗΣ (2), ΠΑΡΝΑΒΑΣ, ΠΑΣΙΑΛΗΣ, ΠΑΥΛΟΥ, ΠΕΤΡΕΝΤΣΗΣ, ΠΟΥΡΟΣ
(3), ΠΡΙΟΝΙΔΗΣ, ΣΑΚΑΛΗΣ (2), ΣΙΑΝΗΣ (3), ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΚΙΤΕΡΗΣ, ΣΟΥΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ,
ΣΤΑΜΠΟΥΛΙΔΗΣ (3), ΣΤΑΝΑΣ, ΣΤΑΝΟΥΔΗΣ, ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΣ, ΤΕΡΖΙΔΗΣ (5), ΤΖΑΓΑΔΟΥΡΗΣ (3),
ΤΖΑΜΠΟΣ (4), ΤΣΑΓΑΔΟΥΡΗΣ, ΤΣΑΝΑΣΙΔΗΣ, ΤΣΕΝΙΚΛΗΣ, ΤΣΙΛΟΓΛΟΥ (4), ΦΑΡΜΑΚΙΩΤΗΣ, ΦΡΑΓΚΟΣ,
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ.
Ζέρβενι / Žerveni / Жервени.
Μετονομάστηκε σε Άγιος Αντώνιος. Στην
απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Κορεστίων του
νομού Καστορίας. Μέχρι το 1924 ζούσαν εδώ περίπου 500 μακεδονόφωνοι
μουσουλμάνοι, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και
να φύγουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 180
χριστιανούς πρόσφυγες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν τουρκόφωνοι από την
περιοχή του Πόντου.
Πηγές
Ζιέρβενι Καστορίας:
«Έχει 800 οθωμανούς» [Σχινάς 1886].
Žerveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Жервени / Костурска каза,
430 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Ζιέρβενι Καστορίας:
«800 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζέρβενι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζέρβενι Πρεσπών,
492 άτομα (267 άρρενες και 225 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζέρβενι Φλωρίνης,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Зервени,
80 σπίτια μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Ζέρβαινη Καστορίας,
537 άτομα (271 άρρενες και 266 θήλεις) - 99 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν τρεις περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Ζέρβενη γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 50 προσφυγικές
οικογένειες (180 άτομα) [ΕΑΠ].
Ζέρβενη,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 55 οικογένειες μουσουλμάνων (500 άτομα) και
ήρθαν 50 οικογένειες προσφύγων: 2 από τη Μικρά Ασία και 48 από τον Πόντο.
[Πελαγίδης].
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο
χωριό ήταν τουρκόφωνοι [Νατσούλης].
«Η κοινότης Ζερβαίνης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Αγίου Αντωνίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ζέρβαινη εις Άγιος
Αντώνιος» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Άγιος Αντώνιος (Ζέρβαινη) Καστορίας,
185 άτομα (80 άρρενες και 105 θήλεις). Υπήρχαν 179 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (79 άρρενες και 100 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 184 και ένας ετεροδημότης.
Επίσης πέντε δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Άγιος Αντώνιος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 269 (139 άρρενες και 130 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 268
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 83
[Γρηγορίου].
Жервени:
Οικισμός μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός προσφύγων Ποντίων το 1940
[Симовски].
Άγιος Αντώνιος,
284 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Άγιος Αντώνιος Καστορίας:
20 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 213, 1971: 196, 1981: 200, 1991: 213,
2001: 141. Υψόμετρο 890 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ (3), ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,
ΔΕΜΕΡΤΖΙΔΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ (2), ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΗΣ, ΚΑΛΑΙΤΖΟΓΛΟΥ, ΚΑΡΟΛΙΔΗΣ, ΚΕΝΑΝΙΔΗΣ,
ΚΟΤΕΝΟΓΛΟΥ, ΚΟΤΖΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, ΚΟΤΖΑΡΑΗΣ, ΚΟΥΛΟΥΚΛΙΔΗΣ, ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ (2),
ΜΑΖΓΑΛΤΖΙΔΗΣ, ΜΗΡΤΣΙΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΕΝΟΓΛΟΥ, ΠΟΥΡΓΟΥΤΖΙΔΗΣ,
ΣΑΡΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, ΤΕΡΖΟΓΛΟΥ, ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ (2).
Ζντράλτσι / Zdralci / Здралци.
Μετονομάστηκε σε Αμπελόκηποι.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ίωνος Δραγούμη, του
νομού Καστορίας. Πρόκειται για ένα χριστιανικό μακεδονόφωνο χωριό,
στα όρια της ελληνόφωνης ζώνης. Οι κάτοικοί του ήταν διαιρεμένοι σε εξαρχικούς
και πατριαρχικούς. Το 1912 και το 1928 ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 300 και
350 άτομα. Η δημογραφική εξέλιξη του χωριού δεν επηρεάστηκε από τον εμφύλιο
πόλεμο.
Πηγές
Σδράλτσι και Σλήμνιτσα Καστορίας:
«Ταύτα έχουσι κατοίκους 800 χριστιανούς, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων»
[Σχινάς 1886].
Zdrelca [Αυστριακός
Χάρτης].
Зрѣлца
/ Костурска каза,
270 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Σδράλτσι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Ζδράλτση: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ουδένα κίνδυνον διατρέχει. Υπάρχουν
58 ελληνικαί οικογένειαι (328 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου
με ένα διδάσκαλο και μία διδασκάλισσα [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Zralchi,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Σδράλτσι Καστορίας:
«250 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σδράλτσι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σδράρτση Καστορίας,
246 άτομα (162 άρρενες και 84 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σδράλτση Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Σλήμιστα και Δοκωνάκοι
(Δουπιάκοι) [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Зрелци, 50 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Σδράλτση Καστορίας,
311 άτομα (147 άρρενες και 164 θήλεις) - 57 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Σδράλτσης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Αμπελοκήπων και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σδράλτση εις
Αμπελόκηπους» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Αμπελόκηποι (Σδράλτση) Καστορίας,
345 άτομα (170 άρρενες και 175 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 342 και ετεροδημότες 3 [Απογραφή 1928].
Αμπελόκηποι Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 425 (219 άρρενες και 206 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 432
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 76
[Γρηγορίου].
Здралци:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Αμπελόκηποι,
444 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Зрелци: Μεταξύ Μαρτίου 1948
και Αυγούστου 1950, η ελληνική διοίκηση πήρε 25 παιδιά από το χωριό στο
ίδρυμα της βασίλισσας Φρειδερίκης «Αγία Τριάδα» στη Θεσσαλονίκη
[Мартинова, 50-52].
Αμπελόκηποι Καστορίας:
424 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 449, 1971: 448, 1981: 528, 1991: 610,
2001: 688.
Υψόμετρο 640 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Σύμφωνα με αναφορά του μητροπολίτη
Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, τσέτα από την Τσερέσνιτσα πήρε «παρά των
χωρικών Στράλτσης περί τας 40 λίρας» [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 579,
22.10.1903].
Σε άλλο έγγραφό του ωστόσο ο
Καραβαγγέλης κατεβάζει το ποσό των 40 λιρών σε 25 [Καραβαγγέλης, 97].
Την 1η Απριλίου 1905 οκτώ νέοι από το
χωριό εντάχθηκαν στην ελληνική οργάνωση και βρέθηκαν υπό την ηγεσία του Βάρδα.
Πρόκειται για τους: Α. Γεωργίου, Βασ. Αγγελιαφόρο, Γεώργιο Θεοδόση, Βασ.
Νικολάου, Γρηγ. Ζήση, Δημ. Κοσμά και Δημ. Ιωάννου [Βακαλόπουλος Β, 141].
Το καλοκαίρι του 1905 η ομάδα του Λάκης
Νταηλάκη επιτέθηκε κατά του Μπαμπούλη, εξαρχικού δάσκαλου στο
Ζντράλτσι, ο οποίος βρισκόταν με δύο «συνεργάτες του» και «πέτυχε να
εξοντώσει τον έναν από τους δύο» [Βακαλόπουλος Α, 321 και Β, 139].
Ο Βάρδας σημειώνει σχετικά στο
ημερολόγιό του στις 10 Αυγούστου 1905: «Ο Λάκης Νταϊλάκης (πρώην οπαδός
Καρσάκωφ) γράφει ότι εφόνευσε τον εκ Σδράλτσης Κοσμάν και τον πενθερόν του
εντός του χωρίου» [Βάρδας Α, 191].
Ο Μόδης δίνει περισσότερες λεπτομέρειες
για το γεγονός: «Επειθανάγκασε ο Νταϊλάκης τον αγγελιαφόρο Μπατσέλα να τους
βάλη κρυφά τη νύχτα σ' ένα έρημο σπίτι μέσα στο χωριό, όπου μουχτάρης του
βουλγαρικού μαχαλά ήταν ο Κοσμάς. Ο Σούλιος την άλλη μέρα με τη στολή και τον
οπλισμό του οργάνου της τάξεως τον κάλεσε απ' το σπίτι του στο μεσοχώρι για
υπηρεσία και εκεί μπροστά στα μάτια του κατάπληκτου κόσμου τον άπλωσε νεκρό»
[Μόδης Α, 204].
Εκείνο το διάστημα ο Βάρδας, μέσω του
Οικονόμου, στέλνει τρία όπλα σε μισθοφόρους της ελληνικής οργάνωσης στο Σδράλτσι (ο
Ηλίας Κοσμάς και ο Βασίλης Μπατσέλας ή Πατσέλος ήταν δύο από αυτούς) [Βάρδας Α,
194 και Β, 43, 1024].
Το Νοέμβριο του 1905 το σώμα του Βάρδα
βρήκε κατάλυμα για ένα βράδυ μέσα στο χωριό [Καραβαγγέλης, 42-43].
Ο Καραβαγγέλης κάνει λόγο για το Ζράλτσι,
αναφερόμενος στον φόνο του Αργύρη (αντιπρόσωπος του χωριού και
φιλικά προσκείμενος σε αυτόν), ο οποίος δολοφονήθηκε σύμφωνα με το δεσπότη από
ανθρώπους του Αλβανού Σελήμ Μπέη [Καραβαγγέλης, 53-54].
Στις 21 Αυγούστου 1906 ο Βάρδας, σε
επιστολή του προς το δεσπότη Καραβαγγέλη, χαρακτηρίζει το Σδράλτσι ως
χωριό σχισματικό [Βάρδας Β, 145].
Τον Οκτώβριο του 1906 ο οθωμανικός
στρατός σκότωσε στο Ζντράλτσι τον αρχηγό του εκτελεστικού της ελληνικής
οργάνωσης Καστοριάς Γιάννη Νακίτσα, έναν Αρβανιτόβλαχο από τη Γκράμουστα
[Βακαλόπουλος Β, 217 και ΔΙΣ, 377].
Την είδηση του θανάτου του Νακίτσα
παρουσίασε το ΕΜΠΡΟΣ ως εξής: «Θεσσαλονίκη, 23 Οκτωβρίου. Τηλεγραφικώς
ηγγέλθη ότι εις το ελληνόφωνον χωρίον Σδράλτσι της επαρχίας Καστορίας εφονεύθη
υπό του στρατού ο Έλλην οπλαρχηγός Νακίτσας, εγχώριος. Ο καπετάν Νακίτσας
κατήλθε μόνος του εκ του βουνού και μετέβη εις Σδράλτσι όπως επισκεφθή την
σύζυγόν του. Ενώ δε ευρίσκετο εν τη οικία του ο στρατός ειδοποιηθείς έσπευσεν
εκ Καστορίας και εισήλθεν εις το μίαν μόλις ώραν απέχον Σδράλτσι και έβαινε
κατά της οικίας εν η ο καπετάν Νακίτσας ευρίσκετο. Ο Νακίτσας ιδών τον κίνδυνον
προσπάθησε να σωθή φεύγων, αλλά προλαβούσαι αυτόν αι τουρκικαί σφαίραι τον
άφησαν νεκρόν. Το σώμα του μετεφέρθη εις Καστορίαν ένθα και ετάφη» [ΕΜΠΡΟΣ,
27.10.1906, σ. 3].
Στις 3 Νοεμβρίου 1907 ο έλληνας αρχηγός
αναφέρει την ύπαρξη αποθήκης όπλων και πυρομαχικών της ελληνικής οργάνωσης στο
χωριό Σδράλτση [Βάρδας Β, 1022].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Αμπελόκηποι. Μπλοκαρίστηκε δυο
φορές από χωροφύλακες και ενόπλους μοναρχοφασίστες και 5 φορές ερευνήθηκαν απ'
τους ίδιους τα σπίτια των ελασιτών. Κακοποιήθηκαν οι: Γ. Μπομπότας, Κ. Χατζής,
Α. Ζησιάδης, Α. Γεωργιάδης, Θ. Βάμβας, Ι. Δημητρίου, Σ. Κέντσιος, Σ. Δημητρίου,
Ν. Κοβάτσης, Θ. Τριφόπουλος, Α. Ρουσόπουλος. Κ. Γεωργιάδης, Α. Κέντσιος, Θ.
Τριφόπουλος, Σ. Νόλας, Λ. Θεοχάρου, Θ. Θεοχάρου και Ι. Γεωργιάδης. Φυλακίστηκαν
ο Κ. Ζησιάδης. Κάηκε το σπίτι του Γ. Μπομπότα».
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ (8),
ΒΑΜΒΑΣ (5), ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (4), ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (17), ΓΕΩΡΓΟΥΛΑΣ,
ΓΙΑΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΓΟΥΛΙΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ (4), ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (5), ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (3),
ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, ΖΗΚΟΣ, ΖΗΚΟΥΛΗΣ, ΖΗΣΗΣ (8), ΖΗΣΙΑΔΗΣ (10), ΖΙΑΣ, ΖΙΑΝΟΣ, ΖΙΩΓΑΣ,
ΘΕΟΔΩΡΟΥ (2), ΘΕΟΧΑΡΗΣ, ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΙΩΑΝΝΟΥ, ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑΣ,
ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑΣ, ΚΑΤΣΑΓΟΥΝΗΣ, ΚΑΤΣΑΟΥΝΗΣ (2), ΚΑΤΣΙΑΟΥΝΗΣ, ΚΑΦΕΣ (2),
ΚΕΝΤΖΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΟΒΑΤΣΗΣ (5), ΚΟΡΔΙΣΤΟΣ, ΚΟΥΤΣΙΟΥΜΠΑΣ, ΛΑΓΟΡΙΤΗΣ,
ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ, ΛΕΚΚΟΣ, ΛΙΛΙΟΣ (2), ΛΥΓΟΥΡΑΣ, ΜΑΛΑΜΑ, ΜΑΝΘΟΣ, ΜΑΡΤΟΣ (2), ΜΗΤΑΛΙΔΗΣ,
ΜΗΤΙΚΑΣ, ΜΙΧΑΛΑΚΑΣ, ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΠΑΓΓΟΣ (2), ΜΠΑΤΣΕΛΑΣ, ΜΠΕΛΟΥΚΑΣ, ΜΥΛΩΝΑΣ,
ΝΑΣΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ (4), ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΝΤΙΝΑΣ (2),
ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΑΓΟΥΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ (3), ΠΑΠΑΤΖΗΜΟΣ, ΠΑΠΟΥΛΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΟΣ, ΠΟΥΠΟΥΛΙΑΔΟΥ, ΡΗΜΟΣ (2),
ΡΟΥΣΚΟΠΟΥΛΟΣ (7), ΣΑΚΚΑΣ (2), ΣΙΔΕΡΗΣ, ΣΙΔΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΣΙΣΚΟΣ (2), ΣΚΟΔΡΑΣ,
ΣΜΟΙΛΗΣ, ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ (2), ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΤΑΤΣΗΣ, ΤΕΡΨΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΖΑΦΕΡΑΣ, ΤΖΟΓΚΑΝΟΣ,
ΤΣΙΑΜΗΣ, ΤΣΙΑΟΥΣΗΣ, ΤΣΙΓΑΡΑΣ, ΤΣΙΚΟΣ, ΤΣΙΟΛΑΣ, ΤΣΙΟΥΜΑΝΗΣ, ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ
(2), ΦΩΤΙΑΔΗΣ (3), ΧΑΤΖΗΣ (2).
Ζούζελτσε / Žuželce / Жужелце.
Μετονομάστηκε σε Σπήλαια. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορέστιδος, του νομού Καστορίας.
Οι κάτοικοί του είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική και ήταν όλοι χριστιανοί.
Το 1904 όλοι σχεδόν προσχώρησαν στην εξαρχία. Το 1912 ζούσαν εδώ 500 περίπου
άτομα. Μετά την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα, μετανάστευσαν στη
Βουλγαρία περισσότεροι από 300 κάτοικοι του χωριού. Το 1928 ο πληθυσμός του
ήταν 240 γηγενείς Μακεδόνες. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου πολλοί από το
χωριό εντάχθηκαν στις αριστερές οργανώσεις. Με τη λήξη των εχθροπραξιών ο
πληθυσμός μειώθηκε στο μισό, καθώς υπήρξε σημαντική φυγή προς τις χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Ζουζέλτσι Καστορίας:
500 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Žuželci [Αυστριακός
Χάρτης].
Жужелци / Костурска каза,
560 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Joujeltzi / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 729 εξαρχικοί Βούλγαροι. [Brancoff 1905].
Ζουζέλτσι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Ζούζελτσι:
«Σχισματικόν από του 1904» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ζούζελτση: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Σχισματικόν
και κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Άρχισε να παρουσιάζεται κόμμα
ελληνικόν. Υπάρχουν 55 βουλγαρικαί οικογένειαι (482 ψυχαί). Λειτουργία ενός
βουλγαρικού αρρεναγωγείου και ενός βουλγαρικού παρθεναγωγείου με ένα διδάσκαλο
και μία διδασκάλισσα [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Ζούζελτσι Καστορίας:
«500 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζούζελτσι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζούζιλτση Καστορίας,
566 άτομα (341 άρρενες και 225 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζούλτση Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Δόλιανη [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Жужелци,
60 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Ζούζιλτση Καστορίας,
268 άτομα (101 άρρενες και 167 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 56 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Την περίοδο του μεσοπολέμου
μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 326 κάτοικοι του χωριού [Selo Žuželce].
«Η κοινότης Ζούζιλτσα, μετονομάζεται
εις κοινότητα Σπηλαίων και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ζούζιλτσα εις Σπήλαια»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Σπήλαια (Ζούζιλτσα) Καστορίας,
241 άτομα (112 άρρενες και 128 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Και οι 240 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Ζουζέλτσι (Σπήλαιον),
υπήρχαν 48 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Σπήλαια Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 368 (164 άρρενες και 204 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 67
[Γρηγορίου].
Σπήλαια:
«Πατρίδα του Αντωνίου Κάλτσεφ, του Σλαβομακεδόνα που μετανάστευσε παιδί
ακόμη στη Βουλγαρία, εσπούδασε στη Γερμανία, ανέπτυξε εντυπωσιακή δράση κατά
την Κατοχή ως Αξιωματικός Σύνδεσμος σε ιταλικά και γερμανικά φρουραρχεία στη
Δυτική Μακεδονία και ως διώκτης δεινός των Ελλήνων της περιοχής, για να
τελειώσει τον βίο του, τον Αύγουστο του 1948, στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, εκτελεσθείς
ως εγκληματίας πολέμου» [Κολιόπουλος Β].
Жужелци:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Σπήλαια,
258 κάτοικοι, εκ των οποίων 240 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Жужелце: Μεταξύ 1941 και 1949 σκοτώθηκαν
13 και κατέφυγαν στο εξωτερικό 124 κάτοικοι του χωριού [Selo Žuželce].
Σπήλαια Καστορίας:
140 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 123, 1971: 94, 1981: 94, 1991: 71,
2001: 57.
Υψόμετρο 860 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Είδηση από το ημερολόγιο του Ίωνα
Δραγούμη: «Καθ' α τηλεγραφικώς αναγγέλει ο Μητροπολίτης Καστορίας εν
Ζούζελτσι εφονεύθησαν υπό βουλγάρων ο ιερεύς Αθανάσιος και ο μουχτάρης του
χωρίου Φίλιππος την νύκτα της 1ης Φεβρουαρίου (1904)» [Δραγούμης,
424].
Η ίδια είδηση δημοσιεύεται και στο
ΣΚΡΙΠ: «Την νύκτα της 1ης Φεβρουαρίου, εφονεύθησαν υπό του δολοφονικού
κομιτάτου εν Ζουζούλτση ο ιερεύς του χωρίου Αθανάσιος και ο Μουχτάρης Φίλιππος»
[ΣΚΡΙΠ, 5.3.1904, σ. 1].
Το χωριό προσχώρησε στην εξαρχία το Μάιο
του 1904 [Силянов Β, 125].
Στις 16 Μαΐου 1907 το σώμα του Ζάκα
κατευθύνθηκε προς το Ζούζουλτσε, με σκοπό να επιτεθεί στο χωριό. Η επίθεση
ωστόσο αποτράπηκε, όταν οι Έλληνες κατάλαβαν ότι μέσα σε αυτό βρισκόταν
οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα [Βακαλόπουλος Β, 288].
Στα τέλη Οκτωβρίου 1907 το ΕΜΠΡΟΣ
ανακοινώνει την επιστροφή του σχισματικού χωριού Ζούζελτσι στην ορθοδοξία [ΕΜΠΡΟΣ,
22.11.1907, σ. 3].
Selo Žuželce - κάτοικοι
1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού
Ζούζελτσε το έτος 1940 (Список на жителите на село Жужелце во 1940 година)
Τα ονόματα των αρχηγών των οικογενειών
και εντός παρενθέσεως ο αριθμός των μελών της κάθε μιας:
Димирков Ристо (8), Димирков Паскал (5),
Бонков Ѓорго (4), Бонков Доне (6), Бидов Михали (4), Калчов Тоди (6), Мељов
Благој (7), Калчов Ѓорго (4), Зупа Симеон (5), Љамов Атанас (6), Копсаров
Никола (8), Шометом Андреа (4), Калчов Симо (2), Влахов Ахилеа (3), Утевски
Стерјо (12), Димов Сотир (6), Љасов Димитар (6), Голгов Ристо (9), Франко
Стерјо (4), Љукаровски Коста (9), Варсамовски Ташо (9), Романовски Сотир (7),
Романоски Ѓорго (4), Попташов Иљо (4), Попташов Тимјо (5), Тригонин Фоти (4),
Маровски Глигор (10), Грижовски Коста (9), Фрашов Наум (7), Зупа Коста (4),
Зупа Бориц (5), Цеков Кољо (6), Сикавица Цилко (6), Сикавица Никола (4),
Сикавица Атанас (3), Крстовско Фиљо (5), Ќучок Сотир (9), Ќучок Димо (4),
Четерклиев Пандо (5), Гогљова Риса (2), Паскал Сотир (5), Дијадовски Фоти (8),
Танков Петре (5), Бурова Арсенка (1), Љаоов Каљо (6), Цуцков Томе (5), Цуцков
Паскал (9), Цуцков Пасо (7), Баључев Васил (5), Шаљов Типе, Попѓоргиевски Типе
(6), Журкова Василца (3), Каравени Шоме (6), Шаљов Ристо (6), Руков Лазо (4),
Жаиковски Никола (9), Макиов Спиро (7).
Σύνολο 58 οικογένειες / 332 άτομα.
Selo Žuželce - μέλη του
ΕΛΑΣ (1942-1945)
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ (Список на
учесниците во ЕЛАС)
Σύνολο 13 άτομα: Андон
Сикавица (εφεδρικός), Ѓорги Калчов (εφεδρικός), Ташо
Варсамов (οπλίτης), Сотир Романовски (οπλίτης), Симо Калчов
(εφεδρικός), Андон Утевски (εφεδρικός), Никола
Дилирков (οπλίτης), Еврипиди Сикавица (εφεδρικός), Петре
Тригонин (οπλίτης), Петре Кичок (οπλίτης), Ѓорги
Фотовичин (οπλίτης), Стерјо Калчев (οπλίτης, σκοτώθηκε στο
Νέστραμ από τους Γερμανούς), Ахилеа Влахос (οπλίτης).
Selo Žuželce - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ)
Σύνολο 33 άτομα
1. Панајот Варсамов (1946-1949,
ανθυπολοχαγός, έμεινε ανάπηρος).
2. Утевски Андон (1945-1949, εφεδρικός,
έμεινε ανάπηρος).
3. Никола Варсамов (1945-1949,
ανθυπολοχαγός, έμεινε ανάπηρος).
4. Пандо Бонков (1946-1949, οπλίτης,
έμεινε ανάπηρος).
5. Коста Бонков (1946-1949,
ανθυπολοχαγός).
6. Коље Димирков (1947-1949, οπλίτης).
7. Еврипиди Димирков (1946-1949,
οπλίτης, σκοτώθηκε).
8. Митре Копсаров (1946-1947, οπλίτης,
σκοτώθηκε στα Καϊλάρια / Πτολεμαΐδα).
9. Ристо Копсаров (1946-1949, οπλίτης,
έμεινε ανάπηρος).
10. Ахилеа Влахов (1946-1948, οπλίτης,
σκοτώθηκε στο χωριό Νέστιμ).
11. Ѓорги Фотовичин (1947-1948, οπλίτης,
σκοτώθηκε στο Γράμμο).
12. Иље Фотовичин (1946-1947, οπλίτης,
σκοτώθηκε στην Κόνιτσα).
13. Борис Утевски (1946-1949,
οπλίτης, σκοτώθηκε στο Βίτσι).
14. Васил Утевски (1947-1949, οπλίτης,
σκοτώθηκε στο Βίτσι).
15. Сотир Романовски (1946-1949,
οπλίτης, έμεινε ανάπηρος).
16. Ѓорги Калчев (1946-1949, οπλίτης,
έμεινε ανάπηρος).
17. Петре Тригон (1947-1949, οπλίτης).
18. Петро Кичок (1946-1949, οπλίτης).
19. Андон Варсамов (1947-1949, οπλίτης).
20. Таки Лукаров (1946-1949, οπλίτης,
έμεινε ανάπηρος).
21. Еврипиди Маравски (1946-1949, οπλίτης).
22. Аристиди Маровски (1946-1949,
οπλίτης, σκοτώθηκε).
23. Насе Цуцков (1946-1947, οπλίτης,
σκοτώθηκε στο Γράμμο).
24. Ѓорги Цуцков (1946-1949, οπλίτης).
25. Пасо Цуцков (1947-1949, οπλίτης).
26. Коста Цуцков (1947-1949, οπλίτης).
27. Андон Сикавица
(1946-1949, εφεδρική).
28. Симо Калчов (1947-1949, εφεδρικός).
29. Цилка Шалева (1946-1949, οπλίτης).
30. Раца Бирова (1947-1949, οπλίτης).
31. Динка Бирова (1946-1949, εφεδρική).
32. Гена Шалева
(1947-1949, οπλίτης).
33. Гена Бонкова (1947-1949, οπλίτης).
Selo Žuželce - μέλη ΣΝΟΦ
και ΝΟΦ
Κατάλογος των μελών των ΣΝΟΦ, ΝΟΦ (Список
на учесниците во СНОФ, НОФ)
Σύνολο 34 άτομα: Паско
Димирков, Благој Калчов, Тома Калчова, Липа Влахова, Сотирица Димова, Бориц
Утевски, Василија Утевска, Лефтера Романова, Сотир Романов, Коста Лукаров, Доца
Варсамова, Ристо Грижов, Фоља Грожова, Стерјо Франгов, Јагна Франгова, Глигор
Маров, Димитар Љасов, Сотир Пастон, Сотирица Постолова, Фиља Крстева, Пандо
Четерклиев, Петар Танков, Кољо Цеков, Арсенка Бурова, Фоти Тригонин, Паско
Цуцков, Пасо Цуцков, Паса Цуцкова, Жота Цуцкова, Трпе Шалев, Ристо Шалев,
Цилка Шалева, Лазо Руков, Опиро Хезов.
Selo Žuželce -
φυλακισμένοι
Κατάλογος των φυλακισμένων από τις
ελληνικές αρχές (Список на затворените од Грчките власти)
Σύνολο 21 άτομα: Андон Сикавица
(1939), Стерјо Утевски (1939-1942), Насе Сикавица (1939-1942), Наум Фрашов
(1939-1942), Никола Качкев (1946-1947), Еврипиди Сикавица (1946-1947), Петро
Тригонин (1946-1947), Томе Луларовски (1946-1947), Цилка Лукаровска
(1946-1950), Олга Варсамовска (1946-1950), Тапо Варсамов (1946-1953), Коље
Цеков (1946-1953), Мара Цуцкова (1946-1950), Лена Цуцкова (1946-1950), Мичо
Љасов (1946), Лина Грижова (1946), Гена Шаљова (1946), Коста Утевски (1946),
Бориц Утевски (1946), Пандо Четерклиев (1946), Ѓорхи Љацов (1946-1950).
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Σπήλαια. Ξυλοκοπήθηκαν από
ένοπλους μπράβους που είχαν επί κεφαλής τους Γιάννη από το Μελάνθιο, οι
ελασίτες: Γ. Πανταζής, Δ. Πανταζής, Π. Κάλτσιος, Α. Βλάχος. Στις 10.6.1945
έγινε μπλόκο από τους μπράβους του Σπυρόπουλου. Ερευνήθηκαν όλα τα σπίτια.
Συνέλαβαν τη Βάγια Αποστολίδου και την έδειραν μέχρι αναισθησίας.
Πλιατσικολόγησαν το σπίτι της, όπως και της δημοκράτισσας Βάγιας Τσούσκου. Στις
8.7.1945 περικυκλώθηκε από ένοπλους μοναρχοφασίστες του χωριού Άγιοι Ανάργυροι.
Συγκέντρωσαν άνδρες και γυναίκες και ξυλοκόπησαν πολλούς. Σπάσαν το κεφάλι της
γριάς Μαρίας Σιάλου και της Αργυρώς Κυριαζοπούλου. Άρπαξαν 300 πρόβατα και 20
βόδια. Στις 25.11.1946 οι χωροφύλακες της Χρούπιστας με χαφιέδες μπλοκάρισαν το
χωριό. Έκαψαν τις καλύβες, απείλησαν τους χωρικούς, έκαναν έρευνα,
πλιατσικολόγησαν τα σπίτια των: Γ. Κάλτσιου και Σ. Ρουμάνου, έδειραν τις μάνες
των λαϊκών αγωνιστών Στέργιενα Ρωμάνου και Αργυρώ Κυριαζοπούλου και την 15ετη
Φωτεινή Κάλτσιου. Συνέλαβαν και εξόρισαν για ένα χρόνο με μόνη αιτία γιατί ήταν
δημοκράτες τους: Γ. Μαρόπουλο, Ευφ. Δικαβίτσα, στέλεχος της ΕΠΟΝ, Γ. Λιάσο,
επονίτη, Θ. Λούκατη, επονίτη, Ι. Δυάδη, ελασίτη, Ν. Κάλτσιο, ελασίτη, Π.
Κυριαζόπουλο, ελασίτη, Α. Ιωαννίδη και Κ. Ιωαννίδη δημοκράτες. Βρίσκονται στις
φυλακές οι αντιφασίστες: Β. Κάλτσιος και Α. Θωμόπουλος».
Selo Žuželce - φυγάδες
Κατάλογος των φυγάδων από το χωριό
Ζούζελτσε μεταξύ των ετών 1940-1949 (Список на пребегнатите лица од село
Жужечце од 1940 до 1949 година).
Αναφέρονται οι αρχηγοί των οικογενειών
και εντός παρενθέσεως το σύνολο των μελών-προσφύγων κάθε οικογένειας.
Κατέφυγαν στη Βουλγαρία το
1943: Бонков Доне (6), Калчов Методи (6), Љамов Атанас (6), Утевски Ване
(1), Попташев Ване (1), Попташев Тимјо (5), Сикавица Фиља.
Κατέφυγε στη Βουλγαρία το
1945: Пастол Сотир (5).
Κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακίαто
1948: Димирков Ристо (8), Биров Михајло (4), Калчов Ѓорги (4), Влахова
Вангелија (4), Утевока Вангелија (1), Димов Сотир (6), Љасова Жота (4), Варсамова
Дица (5), Попташева Раца (2), Тригонин Фоти (4), Цекова Колевица (4), Гогљова
Риса (1), Дијадова Фотовица (5), Љасова Леца (4), Цуцков Пасол (5) και τα
δύο παιδιά του Лазо Руков.
Κατέφυγε στη Ρουμανία το
1948: Франков Димитар (2).
Κατέφυγε στη Ρουμανία το
1949: Калчов Симо (2).
Κατέφυγαν στη Βουλγαρία το
1949: Копсаров Ристо(1), Грижов Ѓорги (1).
Κατέφυγε στην Ουγγαρία το
1949: Попгоргиева Гена (1).
Κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία το
1949: Утевски Андон (2), Цуцков Коста (1), Руманов Сотир (7), Руманов Ѓорги
(4), Сикавица Андон (1).
Κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση το
1949: Лукаров Таки (1), Шалефа Цилка (1), Ќучок Петро (1).
Κατέφυγαν στην Πολωνία το
1949: Маровски Еврипиди (2), Цуцков Ѓорги (2).
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΖΟΥΠΑΣ (2), ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
ΚΑΛΤΣΙΟΣ, ΜΑΚΡΗΣ, ΜΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΤΑΖΗΣ, ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΑΛΛΙΟΥ, ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (2),
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ (2), ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ.
Ζούζουλη / Žužuli/ Жужули.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός της κοινότητας Αρρένων του
νομού Καστορίας. Οι χριστιανοί έλληνες κάτοικοί του δεν αναμίχθηκαν
στα αιματηρά γεγονότα των ετών 1903-1908 και 1944-1949. Οι περισσότεροι
κάτοικοι του χωριού μετοίκησαν το 1964, λόγω καθίζησης του εδάφους, σε Τσοτίλι και Μανιάκοι.
Πηγές
Žužulja (Žužel) [Αυστριακός
Χάρτης].
Жужелъ / Костурска каза,
120 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Zouzelchi,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Joujiel / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 125 Έλληνες [Brancoff 1905].
Ζούζιουλι Καστορίας:
«189 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζούζουλι καζά
Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζούζουλη Καστορίας,
305 άτομα (164 άρρενες και 141 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζούζουλη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ψέλτσκου [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Ζούζουλη Καστορίας,
268 άτομα (109 άρρενες και 159 θήλεις) - 54 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ζούζουλη Καστορίας,
351 άτομα (156 άρρενες και 195 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Και οι 351 ήταν ομοδημότες. Επίσης 37 δημότες απογράφηκαν
αλλού [Απογραφή 1928].
Ζούζουλη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 423 (195 άρρενες και 228 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 474
[Απογραφή 1940].
Жужељ: Οικισμός χριστιανών
Ελλήνων (Κατσαούνηδων) τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Ζούζουλη,
420 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Ζούζουλη Καστορίας:
399 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 437, 1971: 31, 1981: 15, 1991: 234,
2001: 84.
Το 1964 έγινε καθίζηση στα εδάφη του
χωριού. Με απόφαση του τότε νομάρχη Μαζαράκη, οι μισοί κάτοικοι του χωριού
μετοίκησαν στο Τσοτίλι Κοζάνης και οι άλλοι μισοί στο
χωριό Μανιάκοι Καστοριάς [Νατσούλης].
Υψόμετρο 1.060 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα
οικογενειών
ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (2), ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ,
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, ΚΩΣΤΑΡΑΣ, ΛΑΖΟΣ (3), ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΤΙΝΟΛΑΖΟΣ, ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (3),
ΠΑΠΑΔΑΜΟΣ, ΠΑΠΑΘΩΜΑΣ (2), ΠΑΥΛΟΥ.
Ζουπάνιστα / Županišta / Жупаништа.
Μετονομάστηκε σε Άνω Λεύκη. Η ύπαρξη της
σημειώνεται σε οθωμανικό κατάστιχο του 15ου αιώνα. Στην απογραφή του 1951
εμφανίζεται για τελευταία φορά ως διακριτός οικισμός της επαρχίας Καστορίας.
Ήταν ένα χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου είχαν μητρική γλώσσα τη
μακεδονική. Μεγάλη μερίδα μερίδα του πληθυσμού προσχώρησε στην εξαρχία. Η Ζουπάνιστα
συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και κάηκε γι αυτό από τον οθωμανικό
στρατό. Το 1912 και το 1928 ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 550 και 500 άτομα.
Πολλοί κάτοικοι του χωριού κατέφυγαν στο τέλος του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία
και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε, όταν όσοι
απέμειναν στη Ζουπάνιστα μετοίκησαν κυρίως στο Όρμαν και την Καστοριά.
Πηγές
Жупанища / Костурско: 60 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Zoumbanista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Ζουπάνιστα Καστορίας:
«Χωρίον κείμενον επί των υπωρειών του υπερκειμένου ομωνύμου όρους και έχον
120 οικογενείας χριστιανικάς, σχολείον εκκλησίαν, χάνιον, λαχανόκηπους και 3
υδρομύλους παρά την οδόν» [Σχινάς 1886].
Županišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Жупанища (Жупаница) / Костурска каза,
630 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Zupanista,
λειτουργία εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Το χωριό ήταν τσιφλίκι του Ομέρ Μπέη
[Δραγούμης].
Joupanichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 520 εξαρχικοί και 224 πατριαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 39 μαθητές και ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 18 μαθητές [Brancoff 1905].
Ζουπάνιστα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά.
Προσήλθαν μερικές οικογένειες [Έγγραφο 4278].
Ζουπάνιστα:
«Από του 1894 μέχρι του 1900 η λειτουργία ετελείτο εκ περιτροπής υπό των
ορθοδόξων και σχισματικών. Από του 1900 η εκκλησία κατελήφθη καθ' ολοκληρίαν
υπό των Βουλγάρων» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ζιουπάνιστα Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες διατελούντες από το 1904 υπό την βουλγαρικήν πίεσιν
και 400 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ζουπάνιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ζουπάνιστα Καστορίας,
557 άτομα (278 άρρενες και 279 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ζουπάνιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Ορμάν και Τίκβενη [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Жупаништа,
120 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Ζουμπάνιστα Καστορίας,
483 άτομα (198 άρρενες και 285 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν εννέα περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Ζουπάνιτσα, μετονομάζεται
εις κοινότητα Άνω Λεύκης και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ζουπάνιτσα εις Άνω
Λεύκη» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Άνω Λεύκη (Ζουμπάνιστα) Καστορίας,
471 άτομα (217 άρρενες και 254 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 438, ετεροδημότες 25 και 8 αλλοδαποί
[Απογραφή 1928].
Ζουπάνιστα (Άνω Λεύκη), υπήρχαν 90
ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Άνω Λεύκη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 507 (249 άρρενες και 258 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 174
[Γρηγορίου].
Жупаништа:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912, όσο και το 1940 [Симовски].
Άνω και Κάτω Λεύκη,
732 κάτοικοι, εκ των οποίων 700 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική
1945].
Жупаништа:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 71 παιδιά του χωριού και 3 παιδαγωγοί συντοπίτες τους
[Мартинова, 53].
Άνω Λεύκη Καστορίας:
155 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Όσοι κάτοικοι απέμειναν μετοίκησαν
κυρίως στο Όρμαν (Κάτω Λεύκη) και στην πόλη της Καστοριάς [Νατσούλης].
Υψόμετρο 800 [Υψομετρική Κατανομή].
Λαογραφικά
Έθιμα στη Ζουπάνιστα Καστοριάς
- Адети во Жупаништа Костурско
Αφηγείται η γιαγιά Σόφα Μάγκοβα από το
χωριό Ζουπάνιστα - Раскажува баба Софа Магова от село Жупаништа
Кога извадваме семе
Кога ќе си извадваме семе си месиме
погача и ќе сио испериме нештата чисто, за да ни е чист берикетот. ќе му месиме
на воловите по едно колаче, за зевгарот. ќе му го скршиме и ќе му го датиме на
на воловите. ќе си оди орачот на орание, ќе си ја земи цела погача на нивата.
Погачата не чини да е скрсшена. Што ќе му остани ќе ја донеси дома. Тоа става
за берикетот да е чист.
Όταν βγάζουμε σπόρο
Όταν θα βγάλουμε σπόρο ζυμώνουμε
μπουγάτσα και πλένουμε να είναι καθαρά όλα, για να είναι καθαρή και η σοδιά.
Για τα βόδια και για το ζευγά θα ζυμώσουμε από ένα κουλούρι, θα το σπάσουμε το
ένα και θα το δώσουμε στα βόδια. Ο οργωτής θα πάει στο όργωμα και θα πάρει μαζί
του όλη την μπουγάτσα. Η μπουγάτσα δεν πρέπει να είναι σπασμένη. Όση περισσέψει
θα τη φέρει στο σπίτι. Αυτό γίνεται για να είναι καθαρή η σοδιά.
Си направиме кршма за жнатјето
Кога ќе ја жниеме на најпоследната нива
ќе ги кладоме сите сили да ја пожниеме цела нива. Да не остани недожната. ќе
оставиме на среде нива една ракатка дека е нај чиста, нај убава нивата, ќе ја
пожниеме, ќе е врзиме нивата и ќе се собериме цели да го пожние еден тоа што го
оставиме на една ракатка. Да не остани ниту едно клавче. После ќе го врзиме со
црвен конец и ќе го кладиме натре лелекот и паламарката. Ракатката не е
острешваме дури до првато гумно. Тој шо ќе е носи ракатката не ќе зборва по
пато ер коку да е далеку от селото нивата. И никој не го опитва зашчо го гледа
со ракатката во раце. Можи да му вели некој «аирлија-аилија» ама
тој не му зборва. Пред да се сврши нивата една жена бега дома, и го
заколва нај лепото пиле. Меси дома погача, прае и попарник. Сетне греде дома
цели тие што беа на нивата и се госте.
Τελετή για το θέρισμα
Όταν θερίζουμε το τελευταίο χωράφι θα
βάλουμε όλα μας τα δυνατά να το θερίσουμε όλο. Να μη μείνει μισοθερισμένο. Στη
μέση του χωραφιού εκεί που είναι πιο καθαρό, αφήνουμε ένα χερόβολο. Θα
θερίσουμε, θα δέσουμε δεμάτια και θα μαζευτούμε όλοι ένας να θερίσει εκείνο που
αφήσαμε σε ένα χερόβολο. Να μη μείνει αθέριστο ούτε ένα στάχυ. Ύστερα θα το
δέσουμε με κόκκινη κλωστή και θα βάλουμε μέσα το μικρό και το μεγάλο δρεπάνι.
Το χερόβολο αυτό δεν το λύνουμε ως το πρώτο αλώνι. Εκείνος που θα κουβαλάει το
χερόβολο δεν θα μιλάει στο δρόμο όσο μακριά κι αν είναι το χωράφι. Και κανένας
δεν τον ρωτάει για τίποτε αφού τον βλέπει με το χερόβολο στα χέρια. Ίσως
κάποιος να του εύχεται «καλορίζικο-καλορίζικο», εκείνος όμως δεν του
μιλά. Προτού θεριστεί το χωράφι, μια γυναίκα τρέχει στο σπίτι και σφάζει το πιο
καλό κοτόπουλο. Ζυμώνει μπουγάτσα, φτιάχνει πίτα. Έπειτα έρχονται στο σπίτι
όλοι όσοι ήταν στο χωράφι και τρώνε.
За Вршенјето
Кога ќе се сврши вршенјето па си праеме
крчма. Си врзваме метла на стетжеро и па си праеме крчма на вечерата, си се
гостиме.
Για το αλώνισμα
Όταν τελειώσει το αλώνισμα πάλι
γιορτάζουμε. Δένουμε μια σκούπα στο στέτζερο του αλωνιού και το βράδυ
γιορτάζουμε με κοινό τραπέζι.
Кога се роди едно малечко теле
На кравата му врзве лук и чиста пара на
роговите и мониста на пашката. Врвцата ќе е исучена на мартинка: црвено и
бело. На малечкото му соплетве врвца и таа шарена. Му ја врзве на тилчето за да
на се почудва. Му клаве па лук, темјан, лепче, пара и мониста. Му ги сошиве за
да не се почудва. На кравата за да не му бега млекото.
Όταν γεννηθεί μοσχάρι
Δένουμε στην αγελάδα σκόρδο και καθαρό
νόμισμα στα κέρατα, χάντρες στην ουρά. Το νήμα θα είναι στριφτό: κόκκινο και
άσπρο. Για το μοσχάρι θα πλέξουν νήμα χρωματιστό. Το δένουν στο σβερκάκι του
για να μη το ματιάζουν. Του βάζουνε σκόρδο, θυμίαμα, ψωμάκι, νόμισμα και
χάντρες. Όλα αυτά τα ράβουν για να μη ματιάζεται. Στην αγελάδα για να μη φεύγει
το γάλα της.
Παπά-Αργυρίου (1903)
Είμαι Μακεδών, ομιλών ξένην τινά
παρεφθαρμένην διάλεκτον, ούσαν είδος κράματος ποικίλων γλωσσικών ιδιωμάτων,
ένεκα του οποίου υπό των Πατριαρχείων καλούμεθα προς εκκλησιαστικήν και ουχί
εθνολογικήν διάκρισιν βουλγαρόφωνοι. Είμαι τω θρήσκευμα χριστιανός ορθόδοξος,
γεννηθείς εκ πατρός γεωργού εν τω χωρίω Ζουπανίστη απέχοντι μίαν ως έγγιστα
ώραν δυτικώς της Καστορίας. Ετελείωσα το εν Καστορία ημιγυμνάσιον. Εχρημάτισα
ως διδάσκαλος των Ελληνικών γραμμάτων επί είκοσι και δύο κατά συνέχειαν έτη (εξ
ων τα μεν δέκα και πέντε ως λαϊκός, τα δε επτά ως κληρικός) εις διάφορα χωρία
της Καστορίας.
Το χωρίον μου σύγκειται εξ εκατόν
περίπου οικογενειών (νυν δε ουδεμίας υπαρχούσης εν αυτώ ένεκα της απανθρώπου
καταστροφής το πρώτον υπό των ληστανταρτικών σωμάτων και είτα υπό των αγρίων
στρατευμάτων και βασιβουζούκων τούρκων περί τα τέλη του παρελθόντος Ιουλίου
ενεστώτος έτους) και μέχρι του 1893 ανήκον ολόκληρον εις το οικουμενικόν
Πατριαρχείον. Από του έτους τούτου υποκινηθέν παρά των διαφόρων οργάνων της
σχισματικής εξαρχίας, διερέθη εις δύο σχεδόν αδιάλλακτα ίσα στρατόπεδα, καθότι
το ήμισυ χωρίον αποσπασθέν της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας διά θεμιτών και
αθεμίτων μέσων, εβιάσθη να αναγνωρίση ως πνευματικόν αρχηγόν αυτού τον
σχισματικόν έξαρχον των βουλγάρων, συμπαρασύρον, εννοείται, τον έτερον των
ιερέων διά διαφόρων υποσχέσεων κατά την ομολογίαν αυτού του ιδίου εν τη μετά
παρέλευσιν ετών συνέντευξιν ημών. Ταύτα εγένοντο αρχιερεύοντος τότε εν Καστορία
του νυν Σ. Αγίου Διδυμοτείχου κ. κ. Φιλαρέτου Βαφειάδου.
Το έτος 1895 ο αείμνηστος προκάτοχός μου
εννοήσας το τέλος της ζωής του με παρεκίνησε να τον διαδεχθώ όπερ και εγένετο,
χειροτονηθέντος παρά του κ. κ. Φιλαρέτου πρεσβυτέρου της Ορθοδόξου Ελληνικής
κοινότητος. Έκτοτε εξηκολούθησα ως ιερεύς και διδάσκαλος να ευρίσκομαι πάντοτε
εις διηνεκή πόλεμον μετά των σχισματικών δι' εκκλησίας, παγκάρια και σχολεία.
Επειδή δε, διά κακήν τύχην ημών των
Ορθοδόξων, έτυχον τα εκκλησιαστικά χρήματα εις χείρας των σχισματικών δωροδοκούντων
τας αυτόθι τουρκικάς αρχάς, πάντοτε ευρίσκομεν προσκόμματα, αλλά τη βοηθεία των
Αρχιερέων μας κατεβάλλομεν αυτάς. Εν έτει 1900 αρχιερεύοντος εν Καστορία του
μακαρίτου πρώην Σάμου κ. κ. Αθανασίου συνέβη το εξής. Καθ' έθος ήλθεν ο ως άνω
Αρχιερεύς εις το χωρίον μου να ιερουργήση, ενώ ήτο η σειρά των σχισματικών
(διότι επειδή υπήρχε μία εκκλησία, εκκλησιαζόμεθα αμοιβαδόν). Ο εσπερινός εψάλη
εν άκρα ησυχία. Περί την τρίτην ώραν (τουρκιστή) της νυκτός ήλθεν ο αστυνόμος
Καστορίας και ηρώτησε την Α. Σεβασμιότητα πως επέρασε κατά την ακολουθίαν του
εσπερινού. Η δε Α. Σ. απήντησε "πολύ καλά". Τότε ο αστυνόμος εσηκώθη
από το κατάλυμα της Α. Σ. και διευθύνθη δήθεν να ησυχάση εις άλλον οίκον. Και
που, λέγετε, διηυθύνθη; Διηυθύνθη εις τον οίκον του φανατικωτάτου των
σχισματικών. Εκεί σε τι έπραξε με το πονηρόν συνέδριον των σχισματικών
απεδείχθη εκ του πραξικοπήματος.
Το πρωί περί τα εξημερώματα, έρχεται τις
εις το κατάλυμα του Αρχιερέως και λέγει ότι η εκκλησία κατελήφθη υπό των
σχισματικών και άλλοι μεν ψάλλουσιν εντός αυτής, άλλοι δε φυλάττουσιν έξω δι'
όπλων και ξύλων. Ταύτα ακούσας ο Αρχιερεύς αμέσως κράζει τον αστυνόμον και
διατάσσει αυτόν να εκδιώξει τους σχισματικούς από την εκκλησίαν, διότι κατά το
Αυτοκρατορικόν Βεράτιον η εκκλησία ανήκει εις αυτήν και δι' αυτού εις το Ρουμ
μιλέτι (γραικικόν έθνος). Διευθυνθείς δε ο αστυνόμος εις την εκκλησίαν διέταξε
δήθεν τους σχισματικούς να εξέλθωσιν, αλλά ούτοι δεν επείθοντο. Τότε οργισθείς
ο Αρχιερεύς διά την τοιαύτην αντενέργειαν του αστυνόμου, διότι άλλα το βράδυ
έλεγε και άλλα το πρωί έπραττεν ούτος, διατάσσει να λάβωσιν οι ορθόδοξοι ένα
πέλεκυν και να ακολουθήσωσιν αυτόν διευθυνόμενοι εις την εκκλησίαν. Ότε ο
Αρχιερεύς έφθασεν εις την εκκλησίαν παρακολουθούμενος υφ' απάσης της ορθοδόξου
ελληνικής κοινότητος, του αστυνόμου και τινων χωροφυλάκων, διατάσσει κατά
πρώτον τον αστυνόμον να επιτεθή ν' ανοίξωσι την εκκλησίαν. Είτα λέγει αυτός ο
Αρχιερεύς. Εκείνοι αρνούνται. Τότε παρουσιάζει προς αυτούς το Αυτοκρατορικόν
Βεράτιον και λέγει ότι δυνάμει αυτού θα εισέλθη εις αυτήν καθό ανήκουσαν εις
αυτόν. Αυτοί αποκρίνονται ενώπιον του αστυνόμου και των χωροφυλάκων ότι δεν
αναγνωρίζουσιν αυτό και ότι αυτό ισχύει μόνον διά τους πατριαρχικούς. Βλέπων δε
ο Αρχιερεύς ότι ουδέν πράττει διά των λόγων, λαμβάνει τον πέλεκυν, θραύει την
θύραν και εισέρχεται εις τον ναόν. Το τι δε εγένετο εντός του ναού αδυνατώ να
εκφράσω διά καλάμου. Η δραστηρία και γενναία πράξις του αστυνόμου ήτο αφ' ενός
να λέγη εις τους σχισματικούς να εξέλθωσι και αφ' ετέρου να τους κάμνη νεύμα να
μείνωσιν εν τω ναώ. Τότε πλέον εξηντλήθη η υπομονή των χωροφυλάκων διότι
εγνώριζον ότι εδωροδοκήθη, ήρπασαν τα όπλα προς πυροβολισμόν. Τούτο ιδών ο
αστυνόμος ηναγκάσθη πλέον να εκδιώξη αυτούς κακοίν κακώς, ο δε Αρχιερεύς μεθ'
απάσης της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητος ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν. Οι
σχισματικοί μετά ταύτα έλεγον "ο κερατάς μας επήρε τόσας λίρας και μας
άφήκεν εις την λάσπην".
Κατά φθινόπωρον του ιδίου έτους κάποιος
ονόματι Ηλίας Δ. Μποζιώτης μοι έστειλεν εκ Μοναστηρίου επιστολήν τινα, δι ης με
συνεβούλευσε να μη καταδιώκω τόσον πολύ τους σχισματικούς, "διότι έλεγεν,
ήκουσα από τον γραμματέα του εν Μοναστηρίω βουλγάρου πράκτορος, ότι θα
φονεύσωσι και εμέ οι σχισματικοί, όπως εφόνευσαν τον εκ Νερέτης αοίδημον
Κωνσταντίνον ιερέα". Έκτοτε εγώ έπαυσα να είμαι ως το πρότερον διώκτης των
σχισματικών. Κατά το ίδιον έτος 1900 εφονεύθη και ο αείμνηστος εκ Σιστόβου
διδάσκαλος Αθανάσιος Κωνσταντίνου υπό του κομιτάτου, ως έμαθον μετά ταύτα από
τους ίδιους κομίτας.
Περί τας αρχάς Δεκεμβρίου μηνός ιδίου
έτους 1900 Κυριακήν εσπέρας ήλθεν εις τον οίκον μου ο βουλγαροδιδάσκαλος του
χωρίου και λέγει μοι "θέλεις να έλθη προς επίσκεψην σου άνθρωπός
τις;" Εγώ χωρίς καμμίαν υποψίαν τω λέγω "θέλω". Εκείνος δε μετά
παρέλευσιν ημισείας ώρας εν βαθεί σκότος κράζει με να κατέλθω εις την αυλήν.
Κατελθόντα με χαιρετά βουλγαριστί άγνωστός τις ασπασθείς συνάμα την δεξιάν μου.
Είτα δε μοι λέγει "ότσιε (πάτερ) πως θέλετε να συνδιαλεχθώμεν εις το
σκότος ή με φως;" Εγώ τω είπον "με φως". Τρέξας δε ο
βουλγαροδιδάσκαλος έφερεν εκ του άνω πατώματος το φως, εγώ δε παραλαβών τον
άγνωστον ωδήγησα αυτόν εν τω κατώγειον ότε αίφνης βλέπω αυτόν ένοπλον και
φορτωμένον με φυσίγγια γκρα και ρεβόλβερ, φέροντα εις την κεφαλήν καλπάκι
βουλγαρικόν και εν αυτώ εις γραφήν βουλγαρικήν "σμάρτ ήλη σφομποδά / θάνατος
ή ελευθερία". Ούτος ήρχισε συνδιαλεγόμενος με εμέ ως εξής. "Ότσε
(πάτερ), το κομιτάτον σε έχει προγραμμένον και ως απόφασις εξεδόθη ίνα
φονευθής. Εγώ όμως αντέστην εις τούτο και είπον, πριν ή συνδιαλεχθώ με αυτόν
τον άνθρωπον δεν δύναμαι να προβώ εις φόνον. Πάτερ, μάθε ότι ημείς είμεθα οι
ελευθερωταί της Μακεδονίας. Ημείς θέλομεν να αναζωώσωμεν τον Μέγαν Αλέξανδρον
και να κάμνωμεν το κράτος μας απέραντον όπως ποτέ. Έλληνες, Βούλγαροι, Βλάχοι,
Αλβανοί, Σέρβοι είμεθα όλοι ηνωμένοι προς καταπολέμησιν του τυράννου. Όθεν ελθέ
και συ με ημάς μα την κοινότητά σου ομού. Και αν μεν πράξης ό,τι σοι λέγομεν θα
μείνης εν τη ζωή, ει δε μη άλλως χάνεσαι. Τώρα δε κατά το έθιμον του κομιτάτου
πρέπει να δώσης τον απαιτούμενον όρκον". Εγώ απεκρίθην "να σκεφθώ και
μετά τρεις ημέρας θα δώσω την απάντησιν". Και ούτως αποχαιρετίσαντές με
ανεχώρησαν ότε άγνωστος και ο βουλγαροδιδάσκαλος. Δώδεκα μέλη του κομιτάτου
εκράτησαν επί μίαν εβδομάδα οι σχισματικοί του χωρίου συνεδριάζοντες και
καιροφυλακτούντες, ίνα με φονεύσωσι κατά την μετέπειτα ομολογίαν αυτών των
ίδιων.
Τότε εγώ ο δυστυχής ευρέθην εις δύσκολον
θέσιν. Ουκ είχον που την κεφαλήν κλίναι. Η Α. Σεβασμιότης ο Μητροπολίτης μας κ.
κ. Γερμανός Καραβαγγέλης δεν είχε φθάσει ακόμη εις Καστορίαν. Αλλαχού να υπάγω
και είπω το μυστικόν μου εφοβούμην τον φόνον και ούτως εις ουδένα ειπόντι.
Μετά παρέλευσιν ημερών τινων κατά
Δεκέμβριον λίαν πρωί, ενώ ευρισκόμην εις τον ναόν μόνος και ψάλλων τη
ακολουθίαν τού όρθου, εισέρχεται ο βουλγαροδιδάσκαλος του χωρίου μεθ' ετέρων
δύο ενόπλων, οίτινες εστάθησαν περιμένοντες να τελειώσω την ακουλουθίαν. Ότε
ετελείωσα αυτήν και έκαμα την απόλυσιν εισήλθον εις το Άγιον Βήμα να θέσω επί
της Αγίας Τραπέζης το επιτραχήλιον μου, εισήλθον δε και οι μετά του
βουλγαροδιδασκάλου ένοπλοι εντός αυτού, οπότε αμέσως εποίησαν σταυρόν θέτοντες
την λόγχην επί του γκρα, και ειπόν μοι να θέσω την μίαν χείρα επί του Ιερού
Ευαγγελίου, την δε άλλην επί του όπλου και να ορκισθώ ότι πίστιν και αφοσίωσιν
θα έχω εις το Μακεδονικο-Αδριανουπολικόν κομιτάτον, ότι εις το εξής θα είμαι
τέλειος κομίτης, ότι θα εργάζομαι εις αυτό με έργον ή με λόγον όσον δύναμαι και
ότι αν προδώσω το μυστικόν του κομιτάτου να φονευθώ με το ίδιον όπλον, το
οποίον τώρα ασπάζομαι και ησπάσθην αυτό ως και τους ενόπλους, οίτινες αμέσως
ανεχώρησαν αφήσαντες με μόνον. Έκτοτε δε έγεινα μέλος του κομιτάτου και
εμάνθανον τα μυστικά αυτού χωρίς να είπω τι εις κανένα. Πολλάκις όμως εις τας
μετά ταύτα συνδιαλέξεις ημών δήθεν αστιευόμενοι μοι έλεγον καλόν θα ήτο αν
ανεγνώριζες και συ τον έξαρχον των βουλγάρων και να μνημονεύης αυτού εις τας
ιεροτελεστίας. Εγώ δε έλεγον προς αυτούς ότι "ούτε ο Μητροπολίτης ούτε ο
έξαρχος θα μας βάλλωσιν εις τον παράδεισον. Ημείς μόνον αγάπην να έχωμεν και
καθώς είπατε να διώξωμεν τον τύρανον".
Επειδή δε κατ' εκείνην την εποχήν συνέβη
να αποθάνη ο σχισματικός ιερεύς του χωρίου, απετάθησαν προς εμέ οι σχισματικοί
τη συμβουλή του κομιτάτου και ειπόν μοι ότι, αν θέλω να κατέχω όλον το χωρίον,
πρέπει όταν ιερουργώ, εις μεν την σειράν μου να μνημονεύω του Μητροπολίτου μου,
εις δε την σειράν του εξάρχου. Επειδή δεν ηδυνάμην να δουλεύω δυσί κυρίοις,
εχειροτόνησα άλλον σχισματικόν ιερέα, μεθ' ου ευρισκόμεθα εις αέναον πόλεμον,
διότι πολλοί των σχισματικών προσήλθον εις την ορθοδοξίαν αποπτύσαντες τον
σχισματικόν έξαρχον και αναγνωρίσαντες τον Οικουμενικόν Πατριάρχην. Ο δε
σχισματικός ιερεύς με κατήγγειλεν εις το κομιτάτον ίνα μη αγιάζω τους
προσελθόντας. Και το τι υπέφερον από τους κομίτας αδυνατώ να εκφρασθώ διά
καλάμου. Έκτοτε λοιπόν έπαυσα να συναναστρέφομαι μετ' αυτών, καθότι ο σκοπός
αυτών δεν ήτο να μας ελευθερώσωσιν, αλλά να μας εκσλαβίσωσιν. Έκτοτε δε και
αυτοί έπαυσαν να έχωσι συχνάς συναναστροφάς με εμέ και ήρχισαν να υποπτεύονται
και να με επαπειλώσιν.
Ότε δε περί τα τέλη του Μαρτίου του
έτους 1901 έφθασεν η Α. Σ. ο Μητροπολίτης Καστορίας κ. κ. Γερμανός Καραβαγγέλης
άπαντα κατά γράμμα διηγήθην. Περί τα τέλη του μηνός Ιουνίου του αυτού έτους
ελειποτάκτησεν ο διαβόητος κομίτης Βάντσιος και προσεκολλήθη εις τον τότε
Μπιν-Μπασήν (ταγματάρχην) και εγένετο ο τρομερός καταδιώκτης του κομιτάτου, των
βουλγαροδιδασκάλων και ιερέων. Αυτός ο Βάντσιος μοι είχεν είπει το τι σκοπόν
είχον οι κομίται να μοι κάμουν διαβαλλόμενοι υπό των σχισματικών του χωρίου. Το
τι χρήμα εισέπραξεν η εξουσία τη καταδώση του Βάντσιου τις διηγήσεται. Ο αυτός
και παρ' εμού εζήτησε χρήματα, αλλ' επειδή εγώ ηρνήθην να τω δώσω κατέδωκέ με
εις την εξουσίαν ως κομίτην και αμέσως εστάλη απόσπασμα εις το χωρίον μου, όπερ
με συνοδείαν και φρικτά βάσανα με παρέδωκεν εις την εξουσίαν. Αλλά τη δραστηρία
του Αρχιερέως και του τότε εν Καστορία Καϊμακάμ Μοναβίν (Βοηθός Καϊμακάμης) κ.
Κωλλέτη μετά εικοσάωρον κράτησιν αφέθην ελεύθερος. Τ αυτό έπραξαν εις άλλον
τινά συγχωριανόν μου νέον προσήλυτον υποστάντα την αυτήν τύχην με εμέ. Φαίνεται
δε ότι η εξουσία ήτο ηγορασμένη παρά του κομιτάτου, εκ του ό,τι όσα εγώ είπον
εις τας ανακρίσεις μου, ευρέθησαν άπαντα κατά γράμμα εις χείρας του κομιτάτου
βουλγαριστί αντιγραμμένον εκ του τουρκικού. Έκτοτε εξέλειπεν πλέον πάσα προς
εμέ εμπιστοσύνη. Και μάλιστα όταν κατέδωκεν ο ρηθείς Βάντσιος εις την εξουσίαν και
τον σχισματικόν του χωρίου ιερέα, όστις διά να μη συλληφθή εδραπέτευσε διά
νυκτός και ήλθεν εις Αθήνας, και μετά τινά διαμονήν ενταύθα επορεύθη εις
Βουλγαρίαν, ένθα εισέτι και νυν ευρίσκεται ως εφημέριος.
Ημέραν τινά του μηνός Ιανουαρίου του
έτους 1902, ήλθεν εις τον οίκον μου ο βουλγαροδιδάσκαλος του χωρίου και λέγει
προς τον γέροντα πατέρα μου. "Γέρων, εστάλην παρά του κομιτάτου (παρόντος
εμού) ίνα είπω τω υιώ σου Παπαργυρίω όπως εκλέξη δύο τινά, ή να γείνη
σχισματικός ιερεύς μνημονεύων εις το εξής του ονόματος του εξάρχου του
βουλγάρων εις τας ιεροτελεστίας, ή να γείνη θύμα. Ας εκλέξη εν των δύο και ας
πράξη. Τότε ο σεβαστός μου γέρων πατήρ απεκρίθη. "Παιδί μου, ο υιός μου
ηλικίαν έχει, ας πράξη ό,τι θέλει. Να σοι είπω να τον φονεύση το κομιτάτον διά
την προς αυτό παρακοήν του, κατά το λέγειν σου, τον λυπούμαι, διότι είναι τέκνο
μου, είναι σπλάγχνον μου. Να σοι είπω δε να αρνηθή την Μεγάλην του Χριστού
Εκκλησίαν αδυνατώ. Προτιμώ όμως απέναντι της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας να
γείνη θύμα ο υιός μου και με τα γηρατειά μου όσον δύναμαι θα διατηρώ τα πέντε
ορφανά τέκνα του και εγγονάκια μου. Και αν δυστυχήσω τώρα εγώ εις τα γηρατειά
μου, και τα τέκνα του υιού μου πιστεύω δεν θα είναι καμία εντροπή, διότι θα
γνωρίση πλέον όλος ο κόσμος διά ποίαν αιτίαν ο υιός μου εφονεύθη. Εφονεύθη διά
το έθνος, εφονεύθη διά την εκκλησίαν. Αφού δε ο υιός μου είναι τόσον κακός και
τόσον αντιπράττει εις την πρόοδον του κομιτάτου, όπως λέγεις, παρακάλεσον αυτό,
ίνα δοθή η άδεια τω υιώ μου να υπάγη όπου θέλει και ούτω σώζεται το
κομιτάτον".
Ο δε βουλγαροδιδάσκαλος απεκρίθη ¨με την
μεγάλην επιρροή, όπου έχω εις το κομιτάτον και αύτη η χάρις δύναται να τω δοθή,
αλλ' όπου και αν πορευθή ακόμη και εις αυτήν την Αμερικήν, αν δεν εργάζηται
υπέρ του κομιτάτου αλλ' αντιπράττει, και εκεί ανθρώπους ιδικούς μας έχομεν, οι
οποίοι δύνανται και αυτοί να τον φονεύσωσιν". Όλα ταύτα ακούων εγώ είπον
τω βουλγαροδιδασκάλω. "Άφήσατέ μοι παρακαλώ μερικάς ημέρας να σκεφθώ και
έπειτα σας δίδω την απάντησιν". Και ούτω λοιπόν ή τη παρακλήση του
βουλγαροδιδασκάλου ή άλλως πως εύρον ευκαιρίαν και ήλθον εις Αθήνας κατ' αρχάς
Μαρτίου του έτους 1902 και εισέτι ευρίσκομαι ενταύθα εφημερεύων. Το τι δε
υπέστη ο γέρων πατήρ μου μετά ταύτα και η λοιπή οικογένειά μου τις διηγήσεται.
Ως να μη ήρκουν ταύτα και τώρα περί τα
τέλη του μηνός Ιουλίου το ληστανταρτικόν κομιτάτον ποιήσαν την αρχήν και μετ'
αυτού οι άγριοι και αιμοβόροι βασιβουζούκοι αφού πρώτον ελεηλάτησαν τας οικίας
του χωρίου μου και αδιακρίτως επυρπόλησαν αυτάς, χωρίς να φεισθώσιν ούτε
εκκλησιών, ούτε σχολείου. Αι δε ταλαίπωρος οικογένειαι ημών περιφέρονται τήδε
κακείσε ανά τα όρη και δάση γυμναί, ανυπόδητοι, νηστικαί και κακοχούμεναι.
Τέλος τη 29η Αυγούστου ευρέθη η οικογένειά μου εις το δίωρον απέχων χωρίον της
Καστορίας Τυχόλισταν (αγνοώ την τύχην των άλλων οικογενειών) και εκείθεν τη
πατρική μερίμνη της Α. Σεβασμιότητος του Μητροπολίτου Καστορίας κ. κ. Γερμανού
μετεφέρθη εις Καστορίαν, ένθα μείνη εν τη Ιερά Μητροπόλει ζώσα τη επαιτεία.
1903-1908
Στα τέλη Ιανουαρίου 1903 το ΕΜΠΡΟΣ
γράφει ότι οι Τούρκοι έκαψαν τα σχισματικά χωριά Τικφωνή (:
Τίκφενι), Γκόρεντσι και Ζουμπανίτσα (: Ζουπάνιστα) [ΕΜΠΡΟΣ,
31.1.1903, σ. 3].
Στις 26 Μαρτίου 1903 ο Ίων Δραγούμης
σημειώνει πως «εξεδιώχθη υπό του Τσακαλάρωφ ο εν Ζουπανίστη ημέτερος ιερεύς
και διδάσκαλος παπά-Βασίλειος και αντ' αυτού εγκαταστάθη ο υπό του Τσακαλάρωφ
διορισθείς βούλγαρος ιερεύς Κωνσταντίνος» [Δραγούμης, 62].
Πηγή αυτής της πληροφορίας αποτελεί
αντίγραφο επιστολής του Γερμανού Καραβαγγέλη προς τον πατριάρχη, με ημερομηνία
18 Μαρτίου 1903. Στο σχετικό απόσπασμα διαβάζουμε: «Αφού προ ενός και
επέκεινα έτους μεταβάς εις Ζομπάνισταν ο παγκακούργος Τσακαλάρωφ έθηκε τον
πιστόν του χωρίου μας ιερέα παπά-Αργύριον ενώπιον του διλήμματος ή να ασπασθή
το δόγμα της Εξαρχίας ή να πέση υπό το εγχειρίδιον και παρέσχεν αυτώ τριήμερον
προθεσμίαν, ο δυστυχής ιερεύς υπεβλήθη εις εκούσιον εξορίαν και ανεχώρησεν εις
Αθήνας, όπου μέχρις σήμερον διαμένει, προ ολίγων δε ημερών εξεδίωξε του χωρίου
τον εκ Καστορίας διορισθέντα διδάσκαλον και ιερέα παπά-Βασίλειον, εξακολουθεί
δε παραμένων εις τον τόπον των εκδιωχθέντων ο εκ Τσιτεροκίου υπό του Τσακαλάρωφ
εγκαθιδρυθείς βούλγαρος ιερεύς Κωνσταντίνος» [Δραγούμης, 542].
Τις μέρες του Ίλιντεν σκοτώθηκαν
οι εξής κάτοικοι από το χωριό Ζουπάνιστα: παπάς Kostadin (70 ετών - στην
Καστοριά), Turpo Melov (60 ετών), Kirpako Atanassov (15 ετών), Dine Nakov (50
ετών), Dine Nakov (50 ετών - πυροβολήθηκε), Naoum Kiriazov (22 ετών -
σφάχτηκε), Vassil Shopov (45 ετών), Kolo Nolovski (75 ετών), Sider Andreev (55
ετών - πυροβολήθηκε), Panaet Yanev (45 ετών), Nasso Delov (60 ετών), Niko
Apostolov (62 ετών - μαχαιρώθηκε). Στις 4 Αυγούστου 1903 ο οθωμανικός στρατός
και οι βασιβουζούκοι καίνε και τα 120 σπίτια του χωριού [Documents and
Materials].
Σύμφωνα με πληροφορία του Γερμανού
Καραβαγγέλη, «τη 4η τρέχοντος μέρος στρατού μετέβη εις Ζουπάνισταν, κατά το
ήμισυ βουλγαρικήν και κατέκαυσεν αυτήν» [Δραγούμης, 593].
Άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης στο
χωριό ήταν οι Ναούμ Παπαργύρης, Αναστάσιος Νικολάου, Αναστάσιος Αποστολίδης και
Λάζος Αποστολίδης. Ο τελευταίος εμφανίζεται στη συνέχεια επικεφαλής ένοπλης
ομάδας που δρούσε στην ευρύτερη περιοχή [ΔΙΣ, 106 και 287].
Στις 27 Ιουνίου 1906 το σώμα του Βάρδα
δέχτηκε πυρά χωρίς να απαντήσει, από κομίτες που βγήκαν από το χωριό Ζουπάνιστα
[Βάρδας Β, 41].
Σύμφωνα με την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, στις 3
Σεπτεμβρίου 1906, ο Λάζος επιτέθηκε σε τριάντα συγχωριανούς του στο χωριό
Ζουπάνιστα, την ώρα που δούλευαν στα χωράφια. Κυνήγησε πολλούς και σκότωσε μία
γυναίκα. Η καταδίωξη σταμάτησε μόλις εμφανίστηκε ένα στρατιωτικό απόσπασμα,
οπότε αυτός κρύφτηκε στο εκεί κοντά δάσος [ΕΜΠΡΟΣ, 11.9.1906, σ. 4].
Την ίδια πράξη περιγράφει σε γράμμα προς
το Βάρδα ο μητροπολίτης Καραβαγγέλης: «Ο Λάζος (εκ Ζουπάνιστας) μετέβη
ολοτελώς μόνος πλησίον της Ζουπάνιστας και εφόνευσεν μίαν κακούργον γυναίκα
(κατά τον κομιστήν δύο, εξεδικήθη τον δαρμόν υπό των κομιτών των γονέων του)»
[Βάρδας Β, 183].
Ο Βάρδας απαντά στον μητροπολίτη,
επαινώντας τον Λάζο και λέγοντας για αυτόν «ότι δέον να χρησιμοποιηθεί
δεόντως προς τα μέρη του» [Βάρδας Β, 187].
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1906, ο Βάρδας
ζητάει από την ελληνική οργάνωση να δοθεί οικονομική ενίσχυση στην πατριαρχική
οικογένεια του φονευθέντος υπό των Οθωμανών Χρήστου Μακρή από τη Ζουπάνιστα
[Βάρδας Β, 202].
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1906, δύο γυναίκες από
το χωριό Ζουπάνιστα, της οικογένειας Παπακωνσταντίνου, σφάχτηκαν από τους
κομίτες του Κόλε [ΕΜΠΡΟΣ, 28.9.1906, σ. 3 και Καραβαγγέλης, 66].
Στις 8 Οκτωβρίου 1906 ο μητροπολίτης
Καστοριάς ενημερώνει με επιστολή του το Βάρδα για ένα ακόμα φόνο που διέπραξε η
ελληνική οργάνωση στη Ζουπάνιστα [Βάρδας Β, 264].
Ο φόνος αυτός αναφέρεται και σε επιστολή
του έλληνα πρόξενου Μοναστηρίου προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών
[Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 717, 14.10.1907].
Στις 11 Φεβρουαρίου 1907 ο Βάρδας
διορίζει οπλαρχηγό το Λάζο από τη Ζουπάνιστα [Βάρδας Β, 483].
Στις 22 Φεβρουαρίου 1907 στρατιωτικό
απόσπασμα, μετά από πληροφορίες που έδωσε ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης
στον καϊμακάμη Καστοριάς, σκότωσε στη Ζουπάνιστα τον Μήτρο Βλάχο {ΔΙΣ 256].
Ο Βάρδας μαθαίνει το γεγονός στις 26
Φεβρουαρίου: «Φόνος Μήτρου Βλάχου αναμφισβήτητος υπό στρατού. Εφονεύθη εν
Ζουπανίστη μετά δύο συντρόφων του την 22αν λήγοντος την πρωίαν και μεταφερθείς
εις Καστορίαν ανεγνωρίσθη» [Βάρδας Β, 512].
Την κατάδοση και την εξόντωση του Μήτρου
Βλάχου (Митре Влаха) περιγράφει ο Καραβαγγέλης: «Όταν λοιπόν μια μέρα
επληροφορήθηκα ότι στη Ζουπάνιστα μπήκε ο Μήτρος Βλάχος με το σώμα του, έχοντας
παράδειγμα το Σμαρδέσι στέλνω και φωνάζω κοντά μου το Χρήστο από το Σίστεβο,
εξάδελφο του δασκάλου του Σιστέβου Αθανασίου, που είχαν σκοτώσει οι Βούλγαροι,
και από τα πιστά όργανά μου, και τον παρακαλώ να συνοδέψη εκείνο το βράδυ ένα
τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα και να καταλάβη όλες τις εξόδους του χωριού
Ζουπάνιστα. Έπειτα τρέχω στον καϊμακάμη (ο καϊμακάμης δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος
αλλά αλλάζαν) και τον πείθω να στείλη τη νύχτα στρατό συνοδευόμενο από το
Χρήστο στου οποίου τις διαταγές και να υπακούη. Ο στρατός υπό την οδηγία του
Χρήστου έφτασε στη Ζουπάνιστα κατά τα μεσάνυχτα. Ο Χρήστος, γνώστης του τόπου,
έπιασε όλα τα μονοπάτια γύρω από το χωριό, σε τρόπο που η έξοδος του Μήτρου
ήταν αδύνατη. Κατά τα ξημερώματα από τα γαυγίσματα των σκυλιών κατάλαβε ο
Μήτρος Βλάχος ότι ήρθε στρατός και κατά τη συνήθειά του εξώρμησε. Στην πρώτη
έξοδο προσβάλλεται από το στρατό και υποχωρεί. Εξορμά τότε προς άλλη διεύθυνσι.
Και κει τα ίδια και σκοτώνεται ένας από τους ανθρώπους του. Τραβά τότε προς
άλλο μέρος και κει σκοτώνεται κι αυτός και οι περισσότεροι από το σώμα του.»
[Καραβαγγέλης, 50-51].
Το φόνο του Μήτρου Βλάχου (Митре Влаха)
εκδικήθηκε ο βοεβόδας Καρσάκωφ (Атанас ή Насо Кършаков). Λίγες μέρες
μετά, μπήκε με την τσέτα του στη Ζουπάνιστα και σύμφωνα με το ΕΜΠΡΟΣ εκτέλεσε
δημόσια τέσσερις άντρες και μία γυναίκα, ως υπευθύνους της προδοσίας [ΕΜΠΡΟΣ,
25.3.1907, σ. 4 και 26.3.1907, σ. 4].
Στις 23 Μαΐου ο Βάρδας μαθαίνει πως η
ελληνική οργάνωση σκότωσε έξω από την Καστοριά το μουχτάρη του χωριού
Ζουπάνιστα [Βάρδας Β, 691].
Σχετικά με αυτή τη δολοφονία το ΕΜΠΡΟΣ
γράφει πως «ο Χιλμή πασάς διέταξε τον καϊμακάμην Καστορίας να ενεργήση
ανάκρισιν εις το κατάστημα της Ελληνικής Μητροπόλεως επί τη προφάσει ότι
κατέφυγε δήθεν εις αυτήν ο φονεύς του Βούλγαρου προεστώτος της Ζαπάνιστας»
[ΕΜΠΡΟΣ, 26.5.1907, σ. 4].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Λεύκη (χωρίς διάκριση
σε Άνω και Κάτω συνοικία). Σκοτώθηκαν οι Κωτούλας Ε. ελασίτης, Μαρία
Στάμκου, Κυράτσα Στάμκου και Ελένη Στάμκου. Βασανίστηκαν και κακοποιήθηκαν οι:
Α. Βλάχος, Α. Πεσάικος, Π. Βλάχος, Η. Σίσκος, Β, Γώγας, Κ. Σίσκος, Χ. Μπέζος,
Κ. Παπαλέξης, Χ. Τσιάπας, Β. Μάγγος, Γ. Μάγγος, Α. Καψιμάλης, Κ. Μακάλτσης, Η.
Μακάλτσης, Ελένη Βλάχου, Ελισσάβετ Ζίσιου, Βασιλική Ζίσιου, Πολυξένη
Αργυριάδου, Ολυμπία Μπίζιου, Ελισσάβετ Τέλλιου, Παρασκευή Αλβανού, Ελένη
Σίσκου, Π. Μπόικος, Ν. Μπιτσέκης, Α. Γρατσάρης, Χ. Γιαννέλας και Δ. Διαμαντής.
Φυλακίστηκαν οι: Μ. Μπόικος, Α. Βλάχος, Β. Μάγκος, Κ. Λάζαρος, Κ. Παπαλέξης, Χ.
Τσάπας, Κ. Μακάλτσες, Ν. Μακάλτσες, Ζ. Σίσκος, Χ. Μπέζος, Χ. Αποστολίδης, Ελένη
Βλάχου, Ολυμπία Μπέζου, Ελισάβετ Ζίζιου, Βασιλική Ζίζιου, Πολυξένη Αργυριάδου,
Ευτέρπη Καψιμάλη, Παρασκευή Αλβανού, Ελισσάβετ Τέλλη, Ελένη Σίσκου, Σοφία
Σίσκου και Δ. Διαμαντής. Εξορίστηκαν οι: Δ. Γρατσάρης, Χ. Γιαννέλας και Ν.
Μπιτσάκης. Έγιναν 6 μπλόκα και ισάριθμες έρευνες. Κάψανε 4 αχυρώνες.
Καταδιώκονται πάνω από 40 δημοκράτες οι οποίοι αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν».
Ίζγκλιμπε / Želengozdi / Желенгозди.
Μετονομάστηκε σε Ποριά και στη συνέχεια
σε Πορειά. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αγίας
Τριάδος, του νομού Καστορίας. Οι χριστιανοί κάτοικοί του
είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Μέχρι το 1904, προσχώρησαν στο σύνολό
τους στην εξαρχία. Το χωριό δέχτηκε το 1908 επίθεση από ελληνικό σώμα. Το 1912
και το 1928 ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 170 και 200 άτομα. Κατά τη διάρκεια
του εμφυλίου πολέμου, μερίδα του πληθυσμού προσχώρησε στην Αριστερά. Αρκετοί
κάτοικοί του κατέφυγαν το 1949 σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά το
κράτος εγκατέστησε στο χωριό Πόντιους και τουρκόφωνους πρόσφυγες από τα
χωριά Νίκη και Μελάνθιο, στους οποίους και έδωσε
τις περιουσίες των μακεδόνων πολιτικών προσφύγων. Εδώ εγκαταστάθηκαν επίσης
Βλάχοι και Κατσαούνηδες από τα Γραμοχώρια.
Πηγές
Ίσγκλιλπι Καστορίας:
«Εξ 120 ως έγγιστα χριστιανών οικούμενον» [Σχινάς 1886].
Izglibe [Αυστριακός
Χάρτης].
Изглибе / Костурска каза,
168 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Izgnibli,
λειτουργία εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Izglible / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 256 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 17 μαθητές [Brancoff 1905].
Ίζγκλιμπι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Ίζγλιμπι:
«Σχισματικό από του 1902» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ίσγλιμπι Καστορίας:
«150 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ίσγκλιμπι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ίζγλιμπι Καστορίας,
218 άτομα (129 άρρενες και 89 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ίζγλιμπι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζελήνης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Излгиби, 20 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић
1920].
Ίζγλιμπι Καστορίας,
177 άτομα (81 άρρενες και 96 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Ίζλιμπι της κοινότητος
Ζελήνης μετονομάζεται εις Ποριά» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Ποριά (Ίξγλιμπι) Καστορίας,
206 άτομα (91 άρρενες και 112 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 202 και ετεροδημότες 4 [Απογραφή 1928].
Ίζλιμπι (Ποριά),
υπήρχαν 31 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Πορειά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 271 (127 άρρενες και 144 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 256
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 57
[Γρηγορίου].
Изглибе:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940. Οκτώ οικογένειες
και 15 μεμονωμένα άτομα κατέφυγαν στο τέλος του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία και
σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης [Симовски].
Изгибе: Χριστιανικό
μακεδονικό χωριό που προσχώρησε στην εξαρχία. Μερικοί κάτοικοί του συμμετείχαν
στο Ίλιντεν. Μεταξύ 1912 και 1940 έφυγαν στη Βουλγαρία οκτώ άτομα και στην
Αμερική 12. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου 18 άτομα προσχώρησαν στους αντάρτες.
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια πέντε κάτοικοί του μετανάστευσαν στην Αυστραλία
[Selo Izglibe].
Ποριά, 238 κάτοικοι, εκ των οποίων 218
ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν αντεθνικώς 55. Ευρίσκονται εις Σερβία ή
Βουλγαρία 24. Ευρίσκονται εις φυλακή δυνάμει ενταλμάτων 1. Ευρίσκονται εις τας
οικίας των ανενόχλητοι 31. Ευρίσκονται εις εγκληματικάς συμμορίας 1.
Παρατηρήσεις: Ευρίσκεται 1 εις Ρωσσία [Στατιστική 1945].
Πορειά Καστορίας:
188 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 208, 1971: 220, 1981: 241, 1991: 335,
2001: 457.
Τη δεκαετία του 1950 ήρθαν στο χωριό
Πόντιοι και τουρκόφωνοι από τη Νίκη και το Μελάνθιο.
Το κράτος τους παραχώρησε τις περιουσίες των φυγάδων Μακεδόνων. Στο χωριό
δημιουργήθηκαν επίσης καινούργιες γειτονιές όπου εγκαταστάθηκαν Βλάχοι και
Κατσαούνηδες από τα Γραμοχώρια [Νατσούλης].
Υψόμετρο 680 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Το χωριό προσχώρησε στην εξαρχία το Μάιο
του 1904 [Силянов B, 125].
Σύμφωνα με είδηση που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ το Φεβρουάριο του 1908, ο τουρκικός στρατός «εν Μονοσπιτίω
διεσκόρπισεν άλλο ελληνομακεδονικόν σώμα το οποίο κατηγορείται ότι επετέθη κατά
του χωρίου Ισγλίμπη της Καστορίας» [ΕΜΠΡΟΣ, 11/2/1908, σ. 2].
Οι έλληνες που είχαν επιτεθεί στο
Ίζγκλιμπι ανήκαν στις ομάδες του Λάζου Αποστολίδη και του Νίκου Ανδριανάκη. Η
επίθεση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1908, κράτησε δυο ώρες και
έληξε όταν έφτασε ο οθωμανικός στρατός [Τσάμης, 414].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Ποριά. Πιάστηκαν και
ξυλοκοπήθηκαν από ένοπλους μοναρχοφασίστες και κρατικά όργανα οι: Βόρις
Δημητρόπουλος, Φρόσω Δημητροπούλου, Γ. Δημητρόπουλος, Α. Δέλιος, Α. Βέντσιος,
Α. Γιαβανόπουλος, με όλη την οικογένειά του, Β. Γυρούκης, Κ. Μπουζανόπουλος, Χ.
Βάλιος, Φ. Δημητρόπουλος, Σούσα Τουλοπούλου. Πλιατσικολογήθηκαν τα σπίτια των:
Χ. Δέλιου, που του πήραν 11 ζώα και όλα τα είδη του σπιτιού του μοναρχοφασίστες
του Χιλιόδενδρου και του Άργους, του Δ. Γιοβανόπουλου 2 βόδια και όλα τα είδη
του σπιτιού του, του Θ. Γιοβανόπουλου 2 βόδια και όλα τα είδη του σπιτιού του,
του Φ. Δημητρόπουλου 20 πρόβατα και όλα τα είδη του σπιτιού του, του Α.
Παπαβασιλείου 2 βόδια και όλα τα είδη του σπιτιού του, του Α. Δημητρόπουλου 1
βόδι, 30 πρόβατα και όλη την περιουσία του σπιτιού του, του Δ. Ζήκου όλα τα
είδη του σπιτιού του, του Ν. Βούζιου 1 άλογο, 2 γουρούνια και την υπόλοιπη
περιουσία, του Μπουτζανόπουλου όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού του, του Β.
Δημητριάδη 20 πρόβατα και όλη την υπόλοιπη περιουσία του, του Θ. Δημητριάδη όλη
την περιουσία του, του Θ. Δημητριάδη όλη την περιουσία του, της Σοφίας
Παυλοπούλου όλη την περιουσία της, του Α. Βάλτσιου 10 πρόβατα, του Ν. Σαροπούνη
20 πρόβατα, 1 άλογο και την υπόλοιπη περιουσία του. Σκοτώθηκαν ύστερα από
φρικτά βασανιστήρια στα οποία τους υπέβαλαν οι μοναρχοφασίστες του Άργους η Θ.
Βόλτση, ο Σ. Γιαννόπουλος, ο Χ. Δέλλιος και ο Β. Σαραμπούνας. Πιάστηκαν,
ξυλοκοπήθηκαν και φυλακίστηκαν οι: Δ. Βόλτσης, Ν. Δέλιος, Σ. Μπούζιος, Σ.
Δημητρόπουλος και Α Γερούκης».
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ (2), ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,
ΑΡΝΙΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (2), ΒΛΑΧΟΣ (2), ΒΟΛΤΣΙΟΣ (2), ΓΑΒΡΙΑΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ (4), ΓΑΚΗΣ, ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ (3), ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
(2), ΓΙΟΒΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΓΙΟΥΡΟΥΚΗΣ (2), ΓΙΩΒΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΚΑΙΤΑΤΖΗΣ, ΓΚΑΡΑΒΕΛΗΣ,
ΓΚΟΓΚΟΜΗΤΡΟΣ, ΓΡΕΣΚΟΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (2), ΔΕΛΛΙΟΣ (4), ΔΕΜΙΡΗΣ, ΔΕΤΣΗΣ,
ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (6), ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ (3), ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΔΟΚΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΔΟΥΚΑΣ,
ΔΟΥΜΠΟΣ (2), ΔΡΟΣΟΣ, ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ (3), ΕΦΡΑΙΜΙΔΗΣ, ΖΗΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΖΗΣΗΣ, ΖΗΣΙΑΔΗΣ
(6), ΖΜΠΕΚΟΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ (2), ΚΑΚΚΟΣ, ΚΟΚΚΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΟΣΜΑΣ (2),
ΚΟΣΜΙΔΗΣ (2), ΚΟΥΤΣΟΜΗΤΗΣ, ΚΟΥΦΟΝΙΚΟΣ, ΚΩΣΤΕΑΣ (2), ΚΩΣΤΙΚΙΔΗΣ, ΚΩΤΣΙΔΗΣ,
ΚΥΡΙΑΚΟΥ, ΛΕΚΚΟΣ (3), ΛΙΑΤΗΣ, ΛΟΥΛΑΚΗΣ, ΜΑΛΕΑΣ, ΜΕΓΑΚΛΗΣ, ΜΗΛΙΟΣ, ΜΙΧΑΗΛ (2),
ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, ΜΠΑΡΟΥΦΑΣ, ΜΠΕΖΑΣ, ΜΠΟΥΝΤΑΣΗΣ, ΝΙΚΟΥ, ΝΤΑΓΚΑΣ, ΝΤΙΝΗΣ (2),
ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΛΛΑΣ (2), ΠΑΠΑΜΗΛΙΟΣ, ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (2), ΠΕΣΛΗΣ, ΡΑΛΛΗΣ, ΡΕΒΒΑΣ,
ΣΕΡΓΙΟΣ, ΣΙΔΗΡΑΣ, ΣΙΣΜΑΝΙΔΗΣ, ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ,
ΣΩΦΡΟΝΙΔΗΣ (3), ΤΡΑΣΙΑΣ (6), ΤΡΟΜΑΡΑΣ, ΦΑΝΑΚΙΔΗΣ (3), ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ (2)
Καλέβιστα / Kalevišta / Калевишта.
Μετονομάστηκε σε Καλή Βρύση.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ακριτών, του
νομού Καστορίας. Ήταν ένα πατριαρχικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου
είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Τόσο το 1912 όσο και το 1928 ζούσαν εδώ
περίπου 400 άτομα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αρκετοί κάτοικοι του χωριού
προσχώρησαν στο στρατόπεδο της Αριστεράς. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε. Οι
μισοί περίπου κάτοικοί του βρέθηκαν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης και οι υπόλοιποι σκόρπισαν στις πόλεις Καστοριά,
Θεσσαλονίκη, Άργος Ορεστικό, Ξάνθη, Λάρισα και σε κάποια χωριά της περιοχής.
Πηγές
Καλέβιστα Καστορίας:
150 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Kalevišča [Αυστριακός
Χάρτης].
Калевища / Костурска каза,
455 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Callevichta,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Kalevichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905].
Καλλέβιστα,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Καλλέβιστα Καστορίας:
«400 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Καλέβιστα καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Καλέβιστα Καστορίας,
443 άτομα (249 άρρενες και 194 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Καλέβιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Όμοτσκον [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Калевишта,
55 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Καλέβιστα Καστορίας,
368 άτομα (178 άρρενες και 190 θήλεις) - 75 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Καλεβίστης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Καλής Βρύσης και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Καλέβιστα εις Καλή
Βρύση» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Καλή Βρύση (Καλέβιστα) Καστορίας,
392 άτομα (167 άρρενες και 225 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας που ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 366, ετεροδημότες 23 και 3 αλλοδαποί. Επίσης 70 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Καλή Βρύση Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 305 (126 άρρενες και 179 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 381
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 151
[Γρηγορίου].
Калевишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Καλή Βρύση, 300 κάτοικοι [Στατιστική
1945].
Калевишта:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 48 παιδιά από το χωριό και δύο παιδαγωγοί συντοπίτες τους
[Мартинова, 50-52].
Καλή Βρύση Καστορίας:
85 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Από την απογραφή του 1961 μέχρι και
εκείνη του 1991 ο οικισμός δεν απογράφεται χωριστά.
Καλή Βρύση Καστορίας:
67 κάτοικοι [Απογραφή 2001].
Υψόμετρο 1180 [Υψομετρική Κατανομή].
1903-1908
Για πρώτη φορά ο Τσόντος-Βάρδας και οι
άντρες του μπαίνουν στο χωριό στις 20 Ιουλίου 1906. Ο Βάρδας γράφει στο
ημερολόγιό του τις πρώτες εντυπώσεις του: «Οι κάτοικοι ομιλούν την
Βουλγαρικήν και Αλβανικήν, ως τα πλείστα των πέριξ χωρίων, οι άνδρες δε
κάλλιστα την Ελληνικήν, δεικνύουσι πολλήν προθυμίαν, και φαίνονται αρκετά
καλοί, αν και έχουσιν αγροφύλακα και ποιμένας τούρκους, και πέριξ οθωμανικά
χωρία. Δεν έχουσιν όμως ίδει αντάρτας πλην Γκούντα, όστις εισήλθεν ολίγας ώρας
διαβαίνων, ίνα πάρη άρτον, χωρίς ουδεμίαν άλλην ομιλίαν και ημών. Εξ αυτών
μανθάνω ότι ούτος ακολουθείται υπό 90 ανδρών κακώς ενδεδυμένων και
τροφοδοτείται δωρεάν, λέγων μάλιστα ότι: "Δεν είμαι Βάρδας να πληρώνω, τα
παίρνω με την πάλαν, είμαι δε εκ μέρους της Κυβερνήσεως και όχι του Κομιτάτου,
και παίρνω ολίγα λεπτά, αν δε δεν εισέλθω εις Κορέστια θα μου τα κόψωσι"»
[Βάρδας Β, 76].
Ο Βάρδας μπόρεσε και στρατολόγησε
μερικούς κατοίκους του χωριού [Βάρδας Β, 183].
Το σώμα του Βάρδα διανυκτερεύει ξανά στη
Καλέβιστα στις 15 Σεπτεμβρίου 1906. Εκεί ο έλληνας αρχηγός φώναξε στο κατάλυμά
του τους προύχοντες του χωριού για να τους επιπλήξει: «Είχον καλέσει τους
προέχοντας, έκαμον αυτοίς τινάς παρατηρήσεις και είτα κατά την κακήν συνήθειάν
μου απεκοιμήθην ενώ ακόμη αυτοί δεν διελύθησαν» [Βάρδας Β, 196].
Πέντε μέρες αργότερα, ο Βάρδας, που
βρίσκεται με τους άντρες του στην Κιούτεζα, παίρνει γράμμα από τον κοινοτάρχη
του χωριού Καλέβιστα: «Εκ Καλεβίστης έλαβον επιστολή του μουχτάρη εις
απάντηση της ιδικής μου, δι ης ηπείλουν τον μουχτάρην και αζάδες, ότι αν δεν
παύσωσι τας παλαιάς των μεθόδους να διαιρώσι το χωρίον και να δημιουργώσι δίκας
προς εκμετάλλευσιν χρηματικήν, θα πάθωσιν. Γράφει ότι κακώς με επληροφόρησαν
άτιμοι (δεν γνωρίζω τίνας υπαινίσσεται), ότι αυτοί πταίουσιν, ως δύναμαι να
πληροφορηθώ από τους γέροντας του χωρίου, όπερ έχει 60 οικίας, και "Αν δεν
πασχίζωμεν διά κάθε συμφέρον του χωρίου εγώ δεν την θέλω την ζωήν μου".
Μετά αφήγησιν διαφόρων βασάνων άτινα έχουσιν ως εκ της θέσεως των, λέγει ότι
δεν τους ακούουν, ούτε αγγελιαφόρον βάλλουν και εξ ανάγκης στέλλουν πάντοτε τον
Σπύρον (γελαδάρην), Ούτε εννοούν να πληρώσουν, αυτοί ιδίως όπου φωνάζουν.
"Ημείς δίδομεν παραίτησιν διά να μην βλαφθή και εντροπιασθή κανείς και
ειδοποιείς αυτούς που μας κατηγορούν και διορίζουν άλλους, ημείς πηγαίνομεν εις
την ξενιτειάν. Μόνο σε παρακαλούμεν να εξετασθούν οι δουλειές καλώς και ύστερον
πράξε ό,τι θέλεις"» [Βάρδας Β, 206-207].
Selo Kalevišta -
κάτοικοι 1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού
Καλέβιστα το έτος 1940 (Список на жителите на село Калевишта во 1940 година)
Περιέχει τα ονόματα των αρχηγών 65
μακεδονικών οικογενειών (351 άτομα) που ζούσαν στο χωριό το 1940, τα μέλη
κάθε οικογένειας και το που βρέθηκαν αυτά μετά τον εμφύλιο πόλεμο:
1. Палјо Кирјаковски, έξι άτομα.
Ένα σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στην Ελλάδα και τέσσερα κατέφυγαν σε χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης.
2. Васил Костандинов, πέντε άτομα.
Τέσσερα κατέφυγαν στην Ουγγαρία και ένα στη Ρουμανία.
3. Хараламб Гершов. Το 1948 κατέφυγε
στην Ανατολική Ευρώπη και το 1954 μετανάστευσε στην Αμερική.
4. Васил Јановски, οκτώ άτομα. Ένα
παρέμεινε στην Ελλάδα, έξι κατέφυγαν στην Ουγγαρία και ένα στη Σοβιετική Ένωση.
5. Поп Јани, δέκα άτομα. Πέντε
παρέμειναν στην Ελλάδα και πέντε κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
6. Нико Карабина, τρία άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και δύο παρέμειναν στην Ελλάδα.
7. Христо Карабина, εννέα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
8. Мавровски Јани, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
9. Цугов Никола, πέντε άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, δύο παρέμειναν στην Ελλάδα και ένα κατέφυγε στην Πολωνία.
10. Цугова Ваноница, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
11. Мавровски Илија, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
12. Велјовска Стефановица, πέντε
άτομα. Δύο σκοτώθηκαν, δύο παρέμειναν στην Ελλάδα και ένα κατέφυγε στην
Τσεχοσλοβακία.
13. Вилјовски Михо, επτά άτομα.
Κατέφυγαν στη Ρουμανία.
14. Велјовски Фоти, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν στη Ρουμανία.
15. Кочовски Аристиди, τέσσερα
άτομα. Ένα παρέμεινε στην Ελλάδα, δύο κατέφυγαν στην Ουγγαρία και ένα στη
Σοβιετική Ένωση.
16. Кочовски Христо, έξι άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στην Ελλάδα και τέσσερα κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία.
17. Кочовски Анастасиа, πέντε
άτομα. Τρία κατέφυγαν στη Ρουμανία, ένα στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη Σοβιετική
Ένωση.
18. Кочовски Панајот, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα (Θεσσαλονίκη).
19. Нановски Панајот, επτά άτομα.
Έξι κατέφυγαν στη Ρουμανία και ένα στη Σοβιετική Ένωση.
20. Кочовски Лаки. Παρέμεινε στην Ελλάδα
(Θεσσαλονίκη).
21. Сотир Кочовски, δύο άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα (Λάρισα).
22. Кочовска Софија, δύο άτομα. Ένα
παρέμεινε στην Ελλάδα και ένα κατέφυγε στη Ρουμανία.
23. Кочовски Тодор, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
24. Ндуловски Васил, επτά άτομα.
Δύο παρέμειναν στην Ελλάδα, τέσσερα κατέφυγαν στη Ρουμανία και ένα στην
Ουγγαρία.
25. Ндуловски Пандо, τέσσερα άτομα.
Δύο σκοτώθηκαν και δύο κατέφυγαν στην Ουγγαρία.
26. Велјовски Гјорги, εννέα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε, δύο παρέμειναν στην Ελλάδα και έξι κατέφυγαν στη Ρουμανία.
27. Јановски Христо, δεκατρία
άτομα. Πέντε παρέμειναν στην Ελλάδα και οκτώ κατέφυγαν στη Ρουμανία,
28. Жутовска Димитрула, τέσσερα
άτομα. Τρία παρέμειναν στην Ελλάδα και ένα κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
29. Ндуловски Зисо, οκτώ άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, δύο παρέμειναν στην Ελλάδα, τέσσερα κατέφυγαν στην Ουγγαρία και ένα
στη Σοβιετική Ένωση.
30. Ндулов Никола, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα (Θεσσαλονίκη).
31. Фишеов Коста, επτά άτομα. Ένα
σκοτώθηκε και έξι παρέμειναν στην Ελλάδα.
32. Мавровски Јани, έξι άτομα.
Κατέφυγαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
33. Мавровска Депа, πέντε άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
34. Палјунков Сотир, τρία άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και δύο κατέφυγαν στην Ουγγαρία.
35. Палјунков Анастас, τρία άτομα.
Ένα πέθανε και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
36. Фишеона Костандина, έξι άτομα.
Ένα σκοτώθηκε, τέσσερα κατέφυγαν στην Ουγγαρία και ένα στη Σοβιετική Ένωση.
37. Димитровски Васил, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
38. Димитровски Сотир, τέσσερα
άτομα. Ένα παρέμεινε στην Ελλάδα και τρία κατέφυγαν στη Ρουμανία.
39. Димитровски Илјо, έξι άτομα.
Κατέφυγαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
40. Димитривски Георгиев Сотир, δύο
άτομα. Παρέμειναν στην Ελλάδα.
41. Димитривски Георгиев
Христо, τρία άτομα. Παρέμειναν στην Ελλάδα.
42. Димитривски Георгиев
Мичо, πέντε άτομα. Παρέμειναν στην Ελλάδα.
43. Димитривски Пандо, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα
44. Димитривски Панајот, εννέα άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα
45. Дараваркина Мита. Κατέφυγε στη
Ρουμανία.
46. Димитровски Колјо, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
47. Кочовски Димитар, τρία άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
48. Леско Петков, τρία άτομα.
Κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
49. Зековски Васил, πέντε άτομα.
Μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
50. Филјовски Томе, εννέα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε, τρία παρέμειναν στην Ελλάδα, τρία κατέφυγαν στην Ουγγαρία και
δύο στη Σοβιετική Ένωση.
51. Гершов Гјорги, έξι άτομα. Δύο
πέθαναν, ένα σκοτώθηκε, ένα παρέμεινε στην Ελλάδα, ένα μετανάστευσε στη Βραζιλία
και ένα κατέφυγε στην Τσεχοσλοβακία.
52. Јованов Серафим, έξι άτομα.
Πέντε παρέμειναν στην Ελλάδα και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
53. Јованов Анастас, δέκα άτομα.
Οκτώ παρέμειναν στην Ελλάδα, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και ένα στη
Ρουμανία.
54. Пандо Јованов, δύο άτομα. Ένα
πέθανε και ένα κατέφυγε στην Ουγγαρία.
55. Гјумов Колјо, δύο άτομα. Ένα
παρέμεινε στην Ελλάδα και ένα κατέφυγε στην Ελλάδα.
56. Шапкаров Сократ, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν στην Πολωνία.
57. Шапкаров Анастас, έξι άτομα.
Κατέφυγαν στη Ρουμανία.
58. Шапкарова Доновица, τέσσερα
άτομα. Δύο παρέμειναν στην Ελλάδα και δύο κατέφυγαν στην Πολωνία.
59. Шапкаров Леско, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
60. Шапкарова Кирјазица, τρία
άτομα. Ένα σκοτώθηκε και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
61. Костандина Шапкарова, έξι
άτομα. Ένα σκοτώθηκε και πέντε παρέμειναν στην Ελλάδα.
62. Киров Илја, επτά άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, ένα παρέμεινε στην Ελλάδα και τέσσερα κατέφυγαν στη Ρουμανία.
63. Киров Пандо, τέσσερα άτομα.
Τρία κατέφυγαν στην Ουγγαρία και ένα στη Σοβιετική Ένωση.
64. Коров Наум, επτά άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν και πέντε παρέμειναν στην Ελλάδα.
65. Костопоров Спиро, επτά άτομα.
Δύο σκοτώθηκαν και πέντε κατέφυγαν στη Ρουμανία.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Καλή Βρύση. Ξυλοκοπήθηκαν από
χωροφύλακες οι: Θ. Βέλιος, Σ. Κωνσταντινίδης, Φ. Κυριακόπουλος. Φυλακίστηκαν
οι: Κ. Κύρου, Ν. Καραμπίνας, Σ. Ντούλας, Η. Κύρου».
Selo Калевишта - μέλη
του Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 57 άτομα
1. Филаре Кирјаковски. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1946, σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
2. Елена Кирјаковска. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
3. Томаи Кирјаковска. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
4. Серафим Костандинов. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1946, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
5. Гиновски Тилемахо. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1946, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
6. Костандина Гиновска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
7. Андреа Гиновски. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1946, σκοτώθηκε το 1948 στο Βίτσι.
8. Ахилеа Попјанев. Πρώην Ελασίτης.
Λοχαγός, εντάχθηκε το 1946, κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
9. Илјо Попјанев. Πρώην Ελασίτης.
Οπλίτης, εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
10. Аспасија Попјанева. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
11. Мавровски Илјо. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948. Αιχμαλωτίστηκε τον ίδιο χρόνο.
12. Мавровски Ставро. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
13. Цугов Серафим. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1946, κατέφυγε το 1949 στην Πολωνία.
14. Велјов Апостол. Πρώην Ελασίτης.
Λοχαγός, εντάχθηκε το 1946, σκοτώθηκε το 1948 στο Γράμμο.
15. Параскеви Велјовска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, σκοτώθηκε τον ίδιο χρόνο στο Γράμμο.
16. Кочовски Христо-Чедо. Πρώην
Ελασίτης. Λοχαγός, εντάχθηκε το 1946, σκοτώθηκε το 1949 στο Γράμμο.
17. Фото Велјов. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
18. Михо Велјов. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1949, κατέφυγε στη Ρουμανία.
19. Рина Велјовска. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
20. Ермиони Велјовска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
21. Кочовска Анастасија. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
22. Кочоцски Аристиди. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
23. Кочовска Махи. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1947, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
24. Христина Кочовска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Γιουγκοσλαβία.
25. Нановски Алеко. Πρώην Ελασίτης.
Οπλίτης, εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
26. Нановска Пинелопи. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
27. Палјунгов Анастас. Πρώην Ελασίτης.
Οπλίτης, εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Γιουγκοσλαβία.
28. Сотир Палјунгов. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, τραυματίστηκε στο Γράμμο και νοσηλεύτηκε στην Αλβανία.
29. Ндулов Васил. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1949, κατέφυγε στη Ρουμανία.
30. Ндулов Петро. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1946, σκοτώθηκε το 1949 στο Βίτσι.
31. Ндулов Телма. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1948, σκοτώθηκε το 1949 στο Βίτσι.
32. Жутов Пандо. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
33. Жутова Олимбија. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
34. Анастасија Гиновска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948. Αιχμαλωτίστηκε τον ίδιο χρόνο.
35. Тодор Гиновски. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
36. Ндулов Анастас. Πρώην Ελασίτης.
Οπλίτης, εντάχθηκε το 1946, σκοτώθηκε το 1949 στο Βίτσι.
37. Хрисула Мавровска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
38. Михали Фишеов. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1947, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
39. Олимбија Фишеова. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
40. Анастас Димитровски. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στην Πολωνία.
41. Анастасија Димитровска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
42. Александра Димитровска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στην Πολωνία.
43. Петков Јани. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1949, κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
44. Филјовски Лефтер. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
45. Филјовски Аргир. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
46. Сотира Филјовска. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1947, σκοτώθηκε το 1949 στο Βίτσι.
47. Спиро
Костопоров. Οπλίτης, πέθανε το 1948.
48. Костандина Јованова. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
49. Јованова Ники. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
50. Сократ Шапкаров. Πρώην Ελασίτης.
Οπλίτης, εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
51. Шапкаров Мичо. Οπλίτης, εντάχθηκε το
1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
52. Шапкарова Олимбија. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
53. Шапкаров Христо. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1946, σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο.
54. Шапкаров Гјорги, Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1946, σκοτώθηκε το 1947 στο Γράμμο.
55. Параскеви Шапкарова. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1947, κατέφυγε το 1949 στη Σοβιετική Ένωση.
56. Сотир Димировски. Οπλίτης, εντάχθηκε
το 1948, κατέφυγε το 1949 στην Ουγγαρία.
57. Уранија Димировска. Οπλίτης,
εντάχθηκε το 1948, κατέφυγε το 1949 στη Ρουμανία.
Κέρπενι / Krpeni / Крпени.
Στις ελληνικές πηγές ως Κρεπενή. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Μακεδνών, του νομού Καστορίας.
Μικρός πατριαρχικός οικισμός, οι κάτοικοι του οποίου είχαν ως μητρική γλώσσα τη
μακεδονική. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 70 άτομα. Το χωριό εμφανίζεται έρημο
στις ελληνικές απογραφές πληθυσμού που ακολουθούν. Αναφέρεται ξανά μετά το
1961.
Πηγές
Crepeni:
«Ένα τέταρτο της λεύγας από το Μαύροβο (Mavrovo), αναγνώρισα την Κρέπενη
(Crepeni), ο πληθυσμός της οποίας είναι σήμερα όλος κι όλος οκτώ οικογένειες,
θλιβερά απομεινάρια μιας κωμόπολης χιλίων κατοίκων, που είχε υποκαταστήσει
άλλοτε το Άργος Ορεστικόν (Argos Oresticum). Σε μικρή απόσταση απ' αυτή την
πόλη μπορεί να συναντήσει κανείς ευρήματα από την εποχή των Πελασγών. Όπως ο
Ορέστης, έτσι κι οι απόγονοι του μοιάζουν να κατατρέχονται από τις μαινάδες. Η
πανώλη, ο πόλεμος, ο λιμός, υπονόμευσαν ό,τι απέμεινε από ένα λαό, παραδοσιακά
συνδεδεμένο με την ανάμνηση της ανωτερότητας της καταγωγής του. Το ίδιο όπως κι
οι αποσυνθεμένες κωμοπόλεις της Αγγλίας, η Κρέπενη διατήρησε τα προνόμια της
αποικίας των Αργείων. Εξακολουθεί να αποτελεί την έδρα της επαρχίας και τον
τόπο διαμονής των Αρχόντων, ενώ οι ληξιαρχικές πράξεις του βιλαετίου της
Καστοριάς (canton de Castoria) καταχωρούνται ακόμη στη στήλη της Κρέπενης,
έδρας της Ορεστίδας (Orestide), η αυτονομία της οποίας επέζησε του βασιλείου
της Μακεδονίας» [Pouqueville 1826].
Κρεπηνή Καστορίας:
50 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Krpeni [Αυστριακός
Χάρτης].
Кръпени /
Костурска каза, 70 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Karpeni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Κύρπενι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Κρεπενή καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Κρεπενή Καστορίας,
έρημο [Απαρίθμηση 1913].
Κρεπενή Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Μαυρόβου [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Крпени: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Έρημο το 1940 [Симовски].
Δεν απογράφεται ως χωριστός οικισμός
μεταξύ των ετών 1913 και 1971.
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1981: 61, 1991: 115, 2001:145.
Υψόμετρο 650 [Σταματελάτος].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΒΟΥΙΤΣΗΣ, ΔΕΔΕΣ, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΖΑΤΤΑΣ,
ΚΩΤΣΗΣ, ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ, ΜΗΤΡΑΣ (2), ΜΠΟΥΤΑΣΗΣ, ΣΑΝΑΤΣΙΟΣ, ΤΣΙΑΝΑΚΑΣ, ΤΣΙΤΣΙΠΑΝΗΣ.
Κίρτσιστα / Krčišta / Крчишта.
Μετονομάστηκε Πολυάνεμο και
στη συνέχεια Πολυάνεμον.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ακριτών, του νομού Καστορίας.
Η πλειοψηφία των κατοίκων του είχε ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική και ως
θρησκεία τη χριστιανική. Υπήρχε επίσης μία μικρή μουσουλμανική μειοψηφία που
μιλούσε τουρκικά. Οι περισσότεροι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού ήταν πιστοί
στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 200 χριστιανοί
Μακεδόνες και 100 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να
μεταναστεύσουν στην Τουρκία το 1924. Το 1928 υπήρχαν στο χωριό 250 Μακεδόνες.
Σχεδόν οι μισοί από αυτούς είχαν χαρακτηριστεί από τις αρχές ασφαλείας ως άτομα
ανθελληνικών φρονημάτων. Στο τέλος του εμφυλίου το χωριό ερήμωσε. Οι
περισσότεροι κάτοικοί του κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα εγκαταλειμμένα
σπίτια τους, οικογένειες προσφυγικής καταγωγής από την ευρύτερη περιοχή.
Πηγές
Κήρτσιστα Καστορίας:
100 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Krčišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Кърчища / Костурска каза,
385 χριστιανοί Βούλγαροι και 30 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Karchista / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 384 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 30 μαθητές [Brancoff 1905].
Κύρτσιστα,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Κίρτσιστα:
«Ολόκληρον το χωρίον ελληνικόν. Μόνον εδώ διαμένει ο εργολάβος Αθανάσιος
Τσάνου. Είναι φανατικός κομίτης» [Επιστολή Λάκη Πύρζα της 10/1/1904,
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη].
Κύρτιστα: «Περιέχει
ευαρίθμους οικογενείας βουλγαριζούσας, αίτινες από καιρού εις καιρόν παρέχουσι
τοις ορθοδόξοις πράγματα» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Κύρτσιστα Κορυτσάς:
«450 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Κίρτσιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Κόρτσιστα Καστορίας,
318 άτομα (147 άρρενες και 171 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Κόρτσιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Τέρστικα και Νοβοσέλα [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Крчишта,
50 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Κόρτσιστα Καστορίας,
243 άτομα (98 άρρενες και 145 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Κύρτσιστα, μικτός οικισμός μουσουλμάνων
και χριστιανών, έφυγαν 50 οικογένειες μουσουλμάνων [Πελαγίδης].
«Η κοινότης Κορτσίστης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Πολυανέμου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Κόρτσιστα εις
Πολυάνεμο» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Πολυάνεμον (Κόρτσιστα) Καστορίας,
249 άτομα (111 άρρενες και 138 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 246 και ετεροδημότες 3 [Απογραφή 1928].
Κύρτσιστα (Πολυάνεμος),
υπήρχαν 42 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 18 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Πολυάνεμον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 270 (128 άρρενες και 142 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 285
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 61
[Γρηγορίου].
Крчишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940. Το 1924 οι
μουσουλμάνοι του χωριού μετανάστευσαν στην Τουρκία. Στο τέλος του
εμφυλίου οι μακεδόνες κάτοικοί του κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε
χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ
πρόσφυγες, από τα γειτονικά χωριά Σακ και Ρέβανι [Симовски].
Πολυάνεμος,
273 κάτοικοι, εκ των οποίων 240 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή. Έδρασαν
αντεθνικώς 9. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 9 [Στατιστική 1945].
Карчишта:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 56 παιδιά από το χωριό [Мартинова, 53].
Πολυάνεμον Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 143, 1971: 59, 1981: 43, 1991: 60,
2001: 63.
Υψόμετρο 960 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Στις 21 Ιουλίου 1906 ο Τσόντος-Βάρδας
σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Χθες ειδοποίησεν διά επιστολής ο Κολίτσης
κατά διαταγήν μου εις Κίρτσισταν και σήμερον ήλθεν εκείθεν εις, ο Νικόλαος
Ιωάννου, ωμιλήσαμεν αρκετά και υπόσχεται πολλά, ίδωμεν αν θα δυνηθώμεν εκείθεν
να κατορθώσωμέν τι» [Βάρδας Β, 78].
Στις 20 Αυγούστου 1906 ο Βάρδας μαθαίνει
πως τρεις ντόπιοι αντάρτες που δεν είχε νέα τους βρίσκονται στο χωριό
Κίρτσιστα. Σημειώνει δε σχετικά: «Νέα απιστία των εντοπίων ανταρτών,
μετέβησαν εκεί δι' εργασίαν προ 20 και πλέον ημερών και δεν επανέρχονται»
[Βάρδας Β, 138].
Στις 13 Σεπτεμβρίου ο ένας από τους
αντάρτες πήγε στο εξαρχικό Κωστενέτσι και είπε ότι οι άλλοι
δύο άφησαν τα όπλα τους και έφυγαν για την Αθήνα [Βάρδας Β, 191].
Στις 19 Σεπτεμβρίου ο Βάρδας ενημερώνει
στην Αθήνα πως οι προαναφερόμενοι τρεις φυγάδες πρέπει «να καταδιωχθώσι υπό
των ιδικών μας και ει δυνατόν να θανατωθή ο εις εξ αυτών ως προδόσας παν ό,τι
εγνώριζε περί ημών εις Κωστενέτσι» [Βάρδας Β, 202].
Ο έλληνας αρχηγός μπαίνει στο χωριό στις
24 Σεπτεμβρίου 1906. Γράφει για αυτή την επίσκεψη στο ημερολόγιο: «Μετά 1
1/2 ώρας πορείαν εφθάσαμεν εις αυτό, κατέλυσαν εις οικίας, πενόμενοι δεκτοί
μετά χαράς, καίτοι είναι εν αυτώ ο οθωμανός επιστάτης και άλλοι δεκατίστε
οθωμανοί, αλλ' ο πρώτος διάκειται φιλικώς προς ημάς και εξασφαλίζει και τους
άλλους. Πολλούς βλέπω κατά την διάρκειαν της ημέρας και συνομιλώ μετ' αυτών,
άπαντες μοι συνιστώσα "να βάλω σειράν" και τούτο διότι έχουσι τα
συνήθη πάθη των, ίσως δε και τινας βουλγαρίζοντας, ένεκα της γειτνιάσεως των
προς τα σχισματικά χωρία και δη το Κωστενέτσιον. Καλώ τους κηδεμόνας των 3
πρώην ανταρτών και ζητώ να μου παραδώσωσι τα όπλα και ενδύματα αυτών, μετά
τινας υπεκφυγές, ότι δικαιούνται δήθεν να λάβωσιν ένα μισθόν ούτοι, μου
υπόσχονται ότι θα τα φέρωσιν, ωρισμένως τα πρώτα, διά τα άλλα, τινές έχουσι και
άλλοι όχι... Ο Κολίτσης μου προτείνει α) Να αφήσω εκεί μικρόν σώμα εκ 4-5 ανδρών,
προς εκτέλεσιν δολοφονιών, να μένη δ' αυτός μετά 2-3 άλλων και να προσλαμβάνη
ίσως εντοπίους, ους θα εύρη. β) Εις τούτων ως χρήσιμος διά πολλάς εργασίας να
γίνη μισθωτός από τούδε προς 2 εικοσόφραγκα. γ) Να πληρώσω 3 εικοσόφραγκα προς
συμπλήρωσιν κρύπτης υπαρχούσης, ην κατέρχομαι και επισκέπτομαι, ύστερον δε να
φροντίσωσι διά την κατασκευήν κι άλλης και δ) Να πληρώνηται μηνιαίως ο
επιστάτης Τούρκος, χρήσιμος διά πολλάς περιστάσεις, αλλά δεν θέλει να γνωρίζη
τούτο το χωρίον. Εγκρίνω πάντα ταύτα, διότι είναι καλά, άλλως τε πρέπει παντού
να κάμωμεν δοκιμάς. Το εσπέρας κατά πρόσκλησίν μου έρχονται οι χωρικοί, ομιλώ
προς αυτούς επ' αρκετόν, νουθετών και διδάσκων και απειλών, τους ορκίζω,
άπαντες γνωρίζουσι κάλλιστα την Ελληνικήν, ως ξενιτευόμενοι εκεί, καίτοι βουλγαρόφωνοι.
Δριμέως παρατηρώ και νέους τινάς, οίτινες προ τινος ετραγώδουν άσματα των
κομιτών, Καρσάκωφ κ.λ. εις πείσμα των οπαδών μας συγχωρίων των, το αρνούνται
και τοις λέγω ότι τους συγχωρώ διά πρώτην και τελευταίαν φοράν. Συνέστησα
επιτροπήν, αλλ' επειδή δεν εύρισκον αγγελιαφόρον, ουδενός αποδεχομένου, εκ
φόβου, η ώρα παρήρχετο, αφήκα να εύρη ο Κολίτσης, ο οποίος θα μείνη μετά 3
ανδρών Πέτρου και Σταύρου Γούλια εκ Λαμπανίτσης και Ιωάννου Τερζή εκ Κωστενέτσι»
[Βάρδας Β, 212-213]
Το Μάρτιο του 1907 η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ
πληροφορεί έμμεσα πως το χωριό Κέρτσιστα της Καστοριάς
αποτελεί βάση της ομάδας του οπλαρχηγού Πέτρου [ΕΜΠΡΟΣ,
26.3.1907, 6. 4].
Μετανάστευση εθνικά Μακεδόνων
Μεταξύ 1909-1912 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Μακεδόνες τα εξής δέκα άτομα:
Risto Christo, Stephan Momir και Pavle Christo το 1909.
Athanas Petroff, Gligor Sotirof, Kiro Ivanoff και Guergneff Kivo το 1910.
Atanas Dimioff, Nako Dimitroff και Iani Thanas το 1912.
Μετανάστευση εθνικά Βουλγάρων
Μεταξύ 1907-1910 μετανάστευσαν από το
χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές
εθνικά Βούλγαροι τα εξής εννέα άτομα:
Nicolas Christo, Sotir Christo, Giorgi Ilia, Christo
Naoum, Nunio Taigo, Miladan P. Tanahi, Lazo Teniev και Naoum Vane το 1907.
Lazo Damovski το 1910.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΚΟΣΕΤΣΙΔΗΣ,
ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΗΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΗΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΟΥ, ΣΑΚΑΛΙΔΗΣ, ΣΙΑΣ, ΤΣΙΛΙΔΗΣ (2).
Κοντόρομπι / Kondorobi / Кондороби. Μετονομάστηκε Μεταμόρφωσις. Στους
οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Μεταμόρφωση.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Βιτσίου, του
νομού Καστορίας. Πρόκειται για ένα χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι
του οποίου είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Το χωριό συμμετέχει το 1903
στην επανάσταση του Ίλιντεν και ο οθωμανικός στρατός, προχωρώντας σε αντίποινα,
καίει όλα τα σπίτια του. Τον επόμενο χρόνο το Κοντόρομπι προσχωρεί στην
εξαρχία. Το 1907 ο καπετάν Ζάκας επιτίθεται στο χωριό και σκοτώνει πέντε
κατοίκους του. Το 1912 και το 1928, ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 200 και 230
άτομα. Στο μεσοπόλεμο, οι αρχές ασφαλείας θεωρούν το μισό πληθυσμό εμφορούμενο
από ανθελληνικά φρονήματα. Μερικοί από τους κατοίκους εντάσσονται κατά τον
εμφύλιο στις αριστερές οργανώσεις και καταφεύγουν το 1949, ως πολιτικοί
πρόσφυγες, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Кладорум / Костурско: 59 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Κλοντοράπι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 250 χριστιανούς, εκκλησίαν και φρέατα» [Σχινάς 1886].
Klandorop [Αυστριακός
Χάρτης].
Кондороби / Костурска каза,
190 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Klandorop,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Γκλοντορόπ,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά.
Προσήλθαν οι περισσότερες οικογένειες [Έγγραφο 4278].
Κλαδοράπ:
«Η εκκλησία εκλείσθη τω 1905. Μετά το Σύνταγμα όμως κατελήφθη υπό των
Βουλγάρων. Υπάρχει συντεταγμένη ελληνική κοινότης» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Κλαντορόπι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Κονδορόπη Καστορίας,
212 άτομα (108 άρρενες και 104 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Κονδορόπη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Τειχόλιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Кондороби,
75 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Κονδορόπη Καστορίας,
182 άτομα (78 άρρενες και 104 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Κονδορόπη Καστορίας,
235 άτομα (107 άρρενες και 128 θήλεις). Υπήρχαν τρεις πρόσφυγες πού ήρθαν μετά
το 1922 (οι δύο θήλεις). Ομοδημότες ήταν 232, ετεροδημότες 2 και ένας αλλοδαπός
[Απογραφή 1928].
Κλαδοράπη,
υπήρχαν 40 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 20 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Κοντορρόπη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 326 (150 άρρενες και 176 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 323
[Απογραφή 1940].
Кондороби:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912, όσο και το 1940 [Симовски].
Κονδορόπη,
341 κάτοικοι, εκ των οποίων 300 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή μάλλον.
Έδρασαν αντεθνικώς 24. Ευρίσκονται εις φυλακή δυνάμει ενταλμάτων 1. Ευρίσκονται
εις τας οικίας των ανενόχλητοι 22. Παρατηρήσεις: Ένας εξετελέσθη υπό ανταρτών
[Στατιστική 1945].
Кондороби:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 49 παιδιά από το χωριό και τρεις παιδαγωγοί συντοπίτες τους
[Мартинова, 50-52].
«Ο συνοικισμός και η κοινότης
Κοντορόπης εν τη αυτή επαρχία και τω αυτώ νομώ (Καστορίας), μετονομάζεται
συνοικισμός και κοινότης Μεταμορφώσεως» [ΦΕΚ 39 / 9.2.1950].
Μεταμόρφωσις (Κοντορρόπη) Καστορίας:
189 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 220, 1971: 175, 1981: 156, 1991: 211,
2001: 173.
Υψόμετρο 670 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Στις 14 Ιουνίου 1903 ο Ίων Δραγούμης
σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Εις Κλοντοράπη παρά την Καστορίαν, την 11ην
Ιουνίου, βουλγαρική συμμορία Ποπώφ (μετά 50) έκαυσε την οικίαν και τα
παραρτήματα του Τζαφέρ όστις είχε τσιφλίκι εκεί (Έκαυσαν και ζώα και αχυρώνες).
Οι χωρικοί ανεχώρησαν» [Δραγούμης, 148].
Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ αναφέρει το γεγονός,
γράφοντας ότι οι κομίτες αφού έκαψαν το σπίτι του τσιφλικά Τζαφέρ, μαζί με τους
στάβλους και τις αποθήκες, «παρέλαβον μεθ' εαυτών και τους χωρικούς και ούτω
κατέλιπον το χωρίον έρημον» [ΕΜΠΡΟΣ, 28.6.1903, σ. 2].
Στις 16 Αυγούστου 1903 το χωριό
λεηλατήθηκε από τον οθωμανικό στρατό [Силянов Α, 385 και Dakin, 141].
Φεύγοντας ο στρατός άφησε πίσω του
καμένα και τα τριάντα σπίτια του χωριού [Documents and Materials].
Σύμφωνα με το Δραγούμη, στο Κλοντορόπ οι
στρατιώτες μόνο της «εκκλησίας εφείσθησαν» [Δραγούμης, 250].
Στις 25 Αυγούστου 1903, 25 κάτοικοι του
χωριού «υπετάγησαν εις τας Αρχάς» [Δραγούμης, 254].
Το Κοντόρομπι προσχώρησε στην εξαρχία το
Μάιο του 1904 [Силянов Β, 125].
Στις 2 Μαΐου 1905 ο Βάρδας μαθαίνει ότι
οι κομίτες σκότωσαν «έναν ημέτερον» εις Κλοντορόμπι [Βάρδας Α, 123].
Το χωριό δέχτηκε επίθεση στα τέλη του
1906 από το σώμα του ανθυπολοχαγού Γρηγόρη Φαληρέα (καπετάν Ζάκα) [ΔΙΣ 223].
Κατά την επίθεση, σύμφωνα με την ιστορία
του ΔΙΣ, σκοτώθηκαν πέντε εξαρχικοί πρόκριτοι [Τσάμης, 332].
Το ΕΜΠΡΟΣ δίνει τα ονόματα των
νεκρών: Χρ. Σετσοβάρτση αγροφύλακα, Δ. Γκαβαλίτση, Γ. Χρήστου, Δαμιανό
Στογιάνου και Μάνη. Χαρακτηρίζει τα θύματα«ανύποπτους χωρικούς» και
κατηγορεί για το φόνο τους μία «βουλγαρική συμμορία ληστανταρτών»
[ΕΜΠΡΟΣ, 30.11.1906, σ. 4].
Λίγες μέρες αργότερα η εφημερίδα γράφει
πως η επίθεση έγινε από το ελληνικό σώμα του Ζάκα και οι σκοτωμένοι (τέσσερις
τώρα) ήταν «διαβόητοι σχισματικοί» [ΕΜΠΡΟΣ 5.12.1906, σ. 3].
Σε έκθεση του έλληνα προξένου
Μοναστηρίου προς το Υπουργείο Εξωτερικών, η ανωτέρω επίθεση περιγράφεται ως
εξής: «Το υπό τον Ζάκαν σώμα επεχείρησεν επίθεσιν κατά του σχισματικού
χωρίου Κλανδερόπ ΒΑ της Καστορίας. Αφού διά σχεδιών διήλθε την λίμνην, αφίχθη
εις το εν λόγω χωρίον και ήρξατο της επιθέσεως. Οι κάτοικοι αντέταξαν ισχυράν
άμυναν και ήρξαντο πυροβολούντες. Κατά την συμπλοκήν εφονεύθησαν εις χωρικός,
δέκα δ' έτεροι συνελήφθησαν υπό του σώματος κατηγορούμενοι διά διαφόρους καθ'
ημετέρων δολοφονικάς πράξεις και δικασθέντες, επτά μεν απελύθησαν, τρεις δ'
εθανατώθησαν» [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 832, 11/12/1906].
Την επίθεση αυτή αναφέρει στα
απομνημονεύματά του και ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης [Καραβαγγέλης,
46].
Ο Τσόντος-Βάρδας σημειώνει στις 5
Φεβρουαρίου 1907, ότι «εις Κλοδορόπ, όπου εφόνευσαν οι ημέτεροι προ καιρού
3-4, ετοποθετήθη στρατός» [Βάρδας Β, 467].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Κοντορόπη. Από τα αποσπάσματα
και τα αστυνομικά όργανα βασανίστηκαν κατά διάφορα χρονικά διαστήματα οι
περισσότεροι απ' τους κατοίκους. Ύστερα από απόφαση της Επιτροπής Ασφαλείας του
νομού Καστοριάς στάλθηκαν εξορία οι δημοκράτες: Γ. Αγγέλου, Κ. Στεργίου,
Σιστοβάρη και Λ. Σαλδάρη. Ξυλοκοπήθηκαν μέχρι αιματώσεως απ' τον Ν. Λιακόπουλο,
σταθμάρχη Κορησσού και Μ. Κατσαμάκη, αποσπασματάρχη οι αντιφασίστες: Θ.
Καραμανίδης, Η. Αγγέλκος, Τ. Φωτεινιώτης, Σ. Μούχος, Ι. Παπαγιάννης και Χ.
Στεργίου. Βασανίστηκαν απάνθρωπα απ' τον χωροφύλακα Νιόνιο οι γυναίκες: Ε.
Ιωάννου και Χ. Ιωάννου. Έγιναν 8 μπλόκα και 15 έρευνες. Αρπάχτηκαν πράγματα
αξίας πάνω από 5 εκατομμύρια δραχμές».
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΓΓΕΛΙΚΟΣ, ΑΓΓΕΛΚΟΣ (5), ΑΛΕΞΙΟΥ
(2), ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ, ΓΡΑΝΤΣΑΡΗΣ (2), ΙΩΑΝΝΟΥ (3), ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ (3), ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ,
ΚΑΡΑΤΖΙΟΣ (2), ΜΑΝΤΣΙΟΣ, ΜΙΧΟΥ (2), ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ, ΜΥΛΩΝΑΣ, ΝΑΝΟΣ, ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ (5),
ΠΑΡΤΣΑΝΗΣ (7), ΡΟΥΚΑΣ, ΣΑΝΑΚΙΔΗΣ, ΣΙΣΤΟΒΑΡΗΣ (2), ΣΤΕΡΓΙΟΥ (3), ΤΡΑΙΑΝΟΣ,
ΤΣΙΑΣΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΤΣΩΛΟΣ, ΦΩΤΕΙΝΙΩΤΗΣ (2), ΧΡΗΣΤΟΥ.
Κότελτσι / Kotelci / Котелци. Μετονομάστηκε Κοτύλη. Αποτελούσε
χωριστή κοινότητα του νομού Καστορίας. Πρόκειται για ένα μικρό
χριστιανικό οικισμό. Οι κάτοικοί του ήταν ελληνόφωνοι. Σύμφωνα πάντως με έγκυρη
πηγή, υπήρχε στο χωριό και αλβανόφωνη γειτονιά. Το 1912 και το 1928 ζούσαν
αντίστοιχα εδώ περίπου 310 και 360 άτομα. Το χωριό εμφανίζεται ερημωμένο μετά
τον εμφύλιο πόλεμο. Οι περισσότεροι κάτοικοί του κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν
στο χωριό Μανιάκοι και στην πόλη της Καστοριάς.
Πηγές
Κοτέλτσε Καστορίας:
«Χωρίου οικουμένου υπό 150 χριστιανών και έχοντος εκκλησίαν και άθλιον
χάνιον» [Σχινάς 1886].
Kotelci [Αυστριακός
Χάρτης].
Котелци / Костурска каза,
160 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Koteleskon,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Koteltzi / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 200 Έλληνες. Λειτουργία ενός πατριαρχικού σχολείου με
ένα δάσκαλο και 30 μαθητές [Brancoff 1905].
Κοτέλτσι: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα ελληνική. Υπάρχουν 37
ελληνικαί οικογένειαι (305 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Κοτέλσκον Καστορίας:
«200 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Κοτέλσι, καζά
Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Κοτέλτσι Καστορίας,
340 άτομα (179 άρρενες και 161 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Κοτέλτσι Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Τούχουλη και Δράνοβον [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Κοτέλτσι Καστορίας,
312 άτομα (145 άρρενες και 167 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Κοτελτσίου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Κοτύλης και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Κοτέλτσι εις Κοτύλη»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Κοτύλη (Κοτέλτσι) Καστορίας,
364 άτομα (175 άρρενες και 189 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 362 και ετεροδημότες 2 [Απογραφή 1928].
Κοτύλη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 578 (283 άρρενες και 295 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 85
[Γρηγορίου].
Котелци :
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Κοτύλη, 578 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Κοτύλη Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Μεταπολεμικά οι κάτοικοι του χωριού
μετοίκησαν στο χωριό Μανιάκοι και στην πόλη της Καστοριάς [Νατσούλης].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 9, 1971: 8, 1981: 7, 1991: έρημο.
Υψόμετρο 1.200 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Το σώμα του Τσόντου-Βάρδα μπήκε
στο Κότελτσι στις 11 Δεκεμβρίου 1904. Διαβάζουμε για αυτό πως
το χωριό ήταν «τσιφλίκι 25 οικ. εις δύο συνοικίας χωριζομένας διά ποταμού
και ενωμένας διά γεφύρας εξ ων μία Αλβανική και η ετέρα απλή Ελληνική, πέριξ
υψούνται όρη Βόιον (Γουρούσια), κεκαλυμμένα ήδη χιόνος, φέροντα πεύκα, έλατα
και οξυάς» [Βάρδας Α, 41].
Μια μέρα πριν την είσοδο των ελλήνων
ανταρτών, είχε υπογραφεί πρακτικό από τους κατοίκους του χωριού Π. Κοσμά, Ντίνα
Γεώργο (Κωνσταντίνο Γεωργίου), Ηλία Γιάννη, Ντίνα Ντόνο, Ντίνα Γιάννη
(Κωνσταντίνο Γιάννη ή Μπάρμπας) και τον αρχηγό του ελληνικού σώματος Γιώργο
Βάρδα. Το περιεχόμενο του πρακτικού ήταν το ακόλουθο: «Συνελθόντες σήμερον
την 10 Δεκεμβρίου 1904, οι αποτελούντες την επιτροπήν επί παρουσία του Αρχηγού
των εν Μακεδονία Ελληνικών Σωμάτων, αποφασίσαμεν και παρεδέχθημεν τα εξής: α)
το χωρίον διορίζει σκοπούς (καραούλια) διά την φύλαξιν των σωμάτων οσάκις
έρχονται, β) θα χορηγή κατάλυμα εις τα σώματα, γ) θα χορηγή άρτον εις τα
σώματα, δ) ο δε Αρχηγός αναλαμβάνει και την υποχρέωσιν να πληρώνει δύο οδηγούς,
οίτινες θα είναι και ταχυδρόμοι προς εικοσόφραγκον κατά μήνα έκαστον»
[Αρχείο Βάρδα, φ. 17-19].
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1906, ο Βάρδας
σημειώνει στο ημερολόγιό του πως η αλληλογραφία της οργάνωσης καθυστερεί όταν
τη μεταφέρουν αγγελιαφόροι από το χωριό Κότελτσι, καθώς οι τελευταίοι έχουν
καθυστερήσει να πληρωθούν για αρκετούς μήνες [Βάρδας Β, 182].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Κοτύλη. Μετά την Βάρκιζα
σκοτώθηκε από χωροφύλακες ο Θ. Γκούτης. Βασανίστηκαν απάνθρωπα οι: Γ. Ηλίας, Γ.
Στεργίου, Π. Αντωνίου, Α. Κοσμάς, και Ν. Νικολάου. Φυλακίστηκε ο Χ. Στεργίου.
Μπλόκα έγιναν τρεις φορές. Πλιατσικολογήθηκαν οι: παπάς Ι. Παπαδόπουλος, Ν.
Νικολάου, Θ. Στεργίου που του πάρθηκαν 15 γιδοπρόβατα, Γ. Στεργίου 500 οκάδες
στάρι, Ε. Θεοδώρου 20 οκάδες βούτυρο, απ' όλο το χωριό 3.000 οκάδες ψωμί».
Кестриц
(Костур): 741 οικογένειες, στα τέλη του 15ου αιώνα
[Οθωμανικά Αρχεία].
Castoria: «Ο
λαιμός της χερσονήσου που ενώνει την Καστοριά με την ξηρά, έχει πλάτος οκτώ
οργιές περίπου στο σημείο όπου εισχωρεί μέσα στα νερά της λίμνης, πάνω από τα
οποία δεν υψώνεται, στο χαμηλότερο σημείο του, παραπάνω από τρία πόδια, ενώ,
απ' ότι φαίνεται, διακόπτεται κι από μια τάφρο. Στενεύει ακόμη περισσότερο
αποκτώντας μικρότερη διάμετρο, στο σημείο όπου σήμερα, όπως σίγουρα και άλλοτε,
φράσσεται από ένα τείχος με τρεις πλευρικούς πυργίσκους, ανάμεσα στους οποίους
ο κεντρικός διαθέτει την πύλη εισόδου της πόλεως. Από εκεί κι έπειτα, το
έδαφος, διαχωρισμένο στα δύο, ανηφορίζει προοδευτικά διαμορφώνοντας στα βόρεια
και ανατολικά τον Τουρκομαχαλά, με μια θαυμάσια θέα πάνω στο ανατολικό τμήμα
της λίμνης, πέρα από την οποία διακρίνουμε απλωμένα στο βάθος χωριά και δέντρα.
Από την πίσω πλαγιά της Σπίνας (Spina), στα δυτικά και μεσημβρινά, βρίσκονται
τόπους-τόπους σκορπισμένα τα σπίτια των Ελλήνων, ενώ πιο κάτω, πάνω στην
ακρολιμνιά εκτείνεται ο Οβραιομαχαλάς (Ovraio-Machale), ή Συνοικία των Εβραίων
(Faubourg des Juifs), εκτοπισμένων όπως πάντα στους βουρκότοπους... Δίπλα στο
Κέλετρον (Celetrum) αναγέρθηκε μια νέα πόλη, η Καστοριά που αριθμεί σήμερα ένα
πληθυσμό χιλίων πεντακοσίων χριστιανικών, τουρκικών και εβραϊκών οικογενειών»
[Pouqueville 1826].
Castoria,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 6.000 [Synvet 1878].
Καστορία
Καστορίας: «Πρωτεύουσα ομώνυμου διαμερίσματος (καζά) έχοντος
πληθυσμόν 52.000 χριστιανών, 24.000 οθωμανών και 4.000 βουλγαροσλάβων, οικούντα
εις 100 χωρία χριστιανικά και 35 οθωμανικά, παράγοντος δε 120 χιλ. κοιλά σίτου,
160 χιλ. κοιλά κριθής και 88 χιλ. κοιλά αραβοσίτου, προς δε 200 χιλ. οκάδας
αχύρου και 450 αμάξας χόρτου. Εις άπαν το διαμέρισμα υπάρχουσιν 35 χάνια, 51
κλίβανοι, 40 υδρόμυλοι, 38 αποθήκαι ιδιωτών, 1.200 ημίονοι, 1.300 ίπποι, 400
όνοι, 2.100 βόες και 800 άμαξαι κοιναί, προς δε 11.000 σκαπάναι και 10.000
πτύα. Η πόλις της Καστορίας, η πρότερον καλουμένη Κέλετρον (εκλήθη Καστορία το
μεν ένεκεν της οχυρότητος αυτής, το δε ένεκεν των οικοδομηθέντων πύργων και
μεταπυργίων) κείται επί του συνάπτοντος την χερσόνησον μετά της ξηράς Ισθμού
υποκειμένου της επιφανείας των της λίμνης υδάτων 40-60 μέτρων, όστις πλησίον
μεν του αυχένος στενούται, προς δε την χερσόνησον ευρύνεται. Τείχος σπουδαίον
και οχυρόν άλλοτε, εχώριζε τον αυχένα από του Ισθμού, έχον πύργουν και
μεσοπύργια και ένα μόνον πυλώνα. Εκ των τριών κοινοτήτων της πόλεως ταύτης η
μεν χριστιανική εις 11 υποδιαιρουμένη ενορίας, τας και ωραιοτέρας της πόλεως
και 4.000 ψυχών περιλαμβάνουσα έχει 4 παιδευτήρια, 2 αρρένων (το ημιγυμνάσιον
και το δημοτικόν) και δύο των θηλέων το παρθεναγωγείον και το νηπιαγωγείον). Εκ
των 60 περίπου σωζομένων εκκλησιών, ων τρεις, η των Ταξιαρχών, η των Αγίων
Αναργύρων και η του Αγίου Στεφάνου, είναι βυζαντινής εποχής, 11 μόνον
λειτουργούσι, πασών δε τούτων πρωτεύει η Μητροπολιτική εκκλησία, κειμένη εν τη
αυτή αυλή μετά της Μητροπολιτικής κατοικίας, ούσης λίαν ευρυχώρου και
περηφανούς. Η Μωαμεθανική κοινότης, ης τα άτομα ομιλούσι και γράφουσι
ελληνιστί, και της ελληνικής συνήθως χρήσιν ποιούσι περιλαμβάνουσα περί τας
4.000 ψυχάς, και εις τρεις συνοικίας διαιρουμένη, έχει μόνον μίαν αστικήν
σχολήν (Μεχτέπι Ρουσδιέ), συντηρουμένην δαπάναις του δημοσίου, 2
γραμματοδιδασκαλεία, ένα μεδρεσέν και 7 τζαμία, ων το εν κείται εκτός του
τείχους, ως τεκές των Μπεκτασίδων. Η δε Ισραηλιτική κοινότης παριλαμβάνουσα
1.000 περίπου ψυχάς έχει μίαν συναγωγήν και εν σχολείον. Εντός του τείχους
υπάρχουσι το Διοικητήριον, εν ω εδρεύουσι τα συμβούλια, διάφορα εμπορικά
καταστήματα και εργοστάσια, σισυροποιΐας και δύο λουτρώνες. Εκτός δε αυτού, επί
του αυχένος, κείται η αγορά, περιλαμβάνουσα υπέρ τα 100 εργαστήρια, 8 καφεία,
12 δημοσίους κλιβάνους και 15 ξενώνες ή χάνια, εν τοις οποίοις δύναται να καταλύσωσι
πλέον των δισχιλίων ανδρών. Οι εντός της πόλεως οικούντες υδρεύονται εκ της
λίμνης και μόνης διότι το ύδωρ των υπαρχόντων ευαρίθμων φρεάτων δεν είναι προς
πόσιν επιτήδειον, οι δε εν τη αγορά εκ των εν αυτή φρεάτων δι' αντλιών
ανυψούντες το ύδωρ, διότι το προς νότον του αυχένος μέρος της λίμνης είναι
ελώδες. Η πόλις συγκοινωνεί προς την αγορών διά τριών πυλώνων, πλησίον δε του
δυτικού κείται ο τηλεγραφικός και ο ταχυδρομικός σταθμός μικρόν απέχων του
Διοικητηρίου. Η Καστορία ταχυδρομικώς και τηλεγραφικώς συγκοινωνεί ένθεν μεν
προς την Λειψίστην, Στάτισταν, Κοζάνην, Σέρβια, Βέρροιαν και Θεσσαλονίκην,
ετέρωθεν δε προς την Κοριτζάν, επαρχίαν Κολώνιας, Λεσκοβίκι και Ιωάννινα. Της
αγοράς υπέρκειται βουνόν, ούτινος η κορυφή καλείται τουρκιστή Σεπέτκοϊ, μεταξύ
δε των υπερειών αυτού και των δυτικών οχθών της λίμνης διέρχονται δύο οδοί
αντιθέτως κατευθυνόμεναι, η μεν βορειοανατολικώς η δε νοτιοδυτικώς, η δε
δευτέρα δε είναι αμαξιτός μέχρι Χρουπίστης, κωμοπόλεως δίωρον απεχούσης. Καθ'
εκάστην Δευτέραν τελείται εβδομαδιαία αγορά εν Καστορία, εν η συρρέουν
αγωροπωληταί ουχί μόνον εκ της επαρχίας Καστορίας, αλλά και εκ των ομόρων
επαρχιών. Η τοσούτον οχυρά πόλις Καστορία το μεν 200 π.Χ. έτος παρεδόθη τω
πολιορκήσαντι ταύτην στρατηγώ των Ρωμαίων Σουλπικίω, καταστραφείσα δε
ανωκοδομήθη υπό του αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Υποκύψασα δε και αύτη τον Ι΄
αιώνα μετ' άλλων εις την βουλγαρικήν εξουσίαν, ανεκτήθη τον ΙΑ΄ αιώνα υπό
Βασιλέίου του βουλγαροκτόνου και το 1.350 παρεδόθη διά συνθήκης εις τον Κράλην
της Σερβίας, αλλά μετ' ολίγον ανακτήθη αύθις υπό των βυζαντίνων» [Σχινάς
1886].
Kastoria
(Kostur, Kesrije) [Αυστριακός Χάρτης].
Костуръ
/ Костурска каза, 300 χριστιανοί Βούλγαροι, 1.600 Τούρκοι,
3.000 χριστιανοί Έλληνες, 300 χριστιανοί Αλβανοί, 750 Εβραίοι και 240 Τσιγγάνοι
[Кънчов 1900].
Kostour
(Kastoria) / Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός
πληθυσμός: 4.000 Έλληνες, 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 72 Βλάχοι. Λειτουργία
δύο εξαρχικών σχολείων με έξι δασκάλους και 61 μαθητές και δύο πατριαρχικών
σχολείων με 18 δασκάλους και 850 μαθητές [Brancoff 1905].
Καστορία
Καστορίας: «6.000 Έλληνες, 1.250 Μουσουλμάνοι, 700 Εβραίοι.
Η Καστορία είναι ιστορικωτάτη πόλις (αρχαίον Κέλετρον) νυν δε πρωτεύουσα του
Καζά και έδρα του Έλληνος Μητροπολίτου Καστορίας» [Χαλκιόπουλος 1910].
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
καζά Καστορίας [Χάρτης Κοντογόνη].
Καστορία
Καστορίας, 7.800 άτομα (4.213 άρρενες και 3.587 θήλεις)
[Απαρίθμηση 1913].
Καστορία
Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό
Παλαιόν Τσιφλίκιον [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Костур, 50 σπίτια
χριστιανών Σλάβων, 50 χριστιανών Βλάχων, 900 σπίτια εξελληνισμένων και Ελλήνων,
800 Τούρκων, 50 χριστιανών Τσιγγάνων και 150 Εβραίων [Милојевић 1920].
Καστορία
Καστορίας, 6.280 άτομα (3.067 άρρενες και 3.213 θήλεις)
[Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν
τρεις περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη
Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Καστορία, έδρα
γραφείου Καστορίας, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926
εγκαταστάθηκαν 137 προσφυγικές οικογένειες (588 άτομα) [ΕΑΠ].
Καστοριά,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 242 οικογένειες
μουσουλμάνων (829 άτομα) και ήρθαν 121 οικογένειες προσφύγων: 19 από τη Θράκη,
101 από τη Μικρά Ασία και μία από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Καστορία
Καστορίας, 10.308 άτομα (5.731 άρρενες και 4.577 θήλεις).
Υπήρχαν 1.355 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (723 άρρενες και 632 θήλεις).
Ομοδημότες ήταν 8.671, ετεροδημότες 1.531 και 106 αλλοδαποί [Απογραφή 1928].
Καστορία
Καστορίας: Πραγματικός πληθυσμός 10.181 (5.334 άρρενες και
4.847 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός
οικοδομών το έτος 1940: 2.049 [Γρηγορίου].
Костур: Πόλη
γηγενών και προσφύγων Ελλήνων, Μακεδόνων, Βλάχων και Τσιγγάνων 1940 [Симовски].
Δήμος
Καστορίας, 6.250 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Καστορία
Καστορίας: 9.468 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις
νεότερες απογραφές ο πραγματικός πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961:
10.162, 1971: 15.407, 1981: 17.133, 1991: 14.775, 2001: 14.813. Υψόμετρο 700
[Λεξικό ΕΣΥΕ].
Vlacho-Cleisoura: «Η
πόλη αυτή επονομάστηκε από τους Έλληνες Κοσμόπολη (Cosmopolis), κι εδώ
κατοικούν πεντακόσιες οικογένειες Βλάχων Δασσαριτών (Valaques Dassarets), οι
περισσότεροι από τους οποίους είναι πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη (Moschopolis).
Οι κάτοικοί της ισχυρίζονται, ότι οι έποικοι από τους οποίους ιδρύθηκε αυτή,
εμφανίστηκαν πάνω στα υψώματα του όρους Σαρακίνα (Sarakina), στο δέκατο πέμπτο
αιώνα, μια εποχή κατά την οποία οι Τούρκοι λεηλατούσαν την Μακεδονία. έκαναν
τους Χριστιανούς να αποτραβηχτούν πάνω στα απρόσιτα βουνά, ώστε να γλυτώσουν
από τον εξανδραποδισμό ή και από τον θάνατο. Έκτοτε, στον πληθυσμό της
προστέθηκε κι ένας μεγάλος αριθμός Βλάχων» [Pouqueville 1826].
Klissoura,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 7.000 [Synvet 1878].
Κλεισούρα
ή Βλαχοκλεισούρα Καστορίας: «Κωμόπολις κειμένη επί αποτόμου σέλας
του όρους Βίτσι, οικουμένη υπό 1.000 περίπου οικογενειών Ελληνοβλάχων και
έχουσα καλάς και ευρυχώρους οικοδομάς, 3 εκκλησίας, 3 χάνια μικράς
χωρητικότητος (η νομή μεταφέρεται εκ της πεδιάδος και ως εκ τούτου μεγάλη
δυσκολία παρουσιάζεται), ευρύχωρα ελληνικά σχολεία, εμπορικά καταστήματα,
παντοπωλεία και βρύσεις αφθόνου ύδατος. Κατά τον χειμώνα σπανίως, και επ'
ολίγας μόνον ημέρας, διακόπτεται, των χιόνων ένεκεν, η συγκοινωνία» [Σχινάς
1886].
Клисура
/ Костурска каза, 3.400 Βλάχοι [Кънчов 1900].
Vlahoklisura [Αυστριακός
Χάρτης].
Kostenets,
λειτουργία πατριαρχικού και βλάχικου σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Κλεισούρα: «Κωμόπολη
με εξελληνισμένο βλάχικο πληθυσμό που υπερέβαινε τους 3.500 κατοίκους»
[Γούναρης].
Klissoura
/ Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 4.800 Βλάχοι.
Λειτουργία τριών πατριαρχικά σχολεία με οκτώ δασκάλους και 300 μαθητές και δύο
βλάχικων σχολείων με τέσσερις δασκάλους και 50 μαθητές [Brancoff 1905].
Κλεισούρα,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Κλεισούρα
Καστορίας: «3.700 ορθόδοξοι Έλληνες και 100 Ρουμανίζοντες»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Κλεισούρα
καζά Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης
Κοντογόνη].
Κλεισούρα
Καστορίας, 3.200 άτομα (1.658 άρρενες και 1.542 θήλεις)
[Απαρίθμηση 1913].
Κλεισούρα
Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Клисура, 700
σπίτια χριστιανών Βλάχων [Милојевић 1920].
Κλεισούρα
Καστορίας, 1.477 άτομα (658 άρρενες και 819 θήλεις) - 380
οικογένειες [Απογραφή 1920].
Κλεισούρα
Καστορίας, 1.346 άτομα (577 άρρενες και 769 θήλεις). Δεν υπήρχε
κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 1.320 και
ετεροδημότες 26. Επίσης 621 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κλεισούρα,
υπήρχαν 5 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Κλεισούρα
Καστορίας: Πραγματικός πληθυσμός 1.194 (584 άρρενες και 616
θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 1.659 [Απογραφή 1940].
Αριθμός
οικοδομών το έτος 1940: 404 [Γρηγορίου].
Клисура:
Οικισμός χριστιανών Βλάχων το 1912. Οικισμός χριστιανών Βλάχων το 1940
[Симовски].
Κλεισούρα, 1.300
κάτοικοι. Υπήρχαν 1.250 άτομα ελληνικής συνείδησης και 50 ρουμανίζοντες
[Στατιστική 1945].
Κλεισούρα
Καστορίας: 750 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Kostenatz, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 2.400 [Synvet 1878].
Κοσινέτσι: «Χωρίον
έχον 200 οικογενείας χριστιανοβουλγάρων» [Σχινάς 1886].
Kostenec [Αυστριακός
Χάρτης].
Косинецъ
/ Костурска каза, 1.360 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов
1900].
Kostenets,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Kossinetz
/ Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 1.560 εξαρχικοί
Βούλγαροι. Λειτουργία δύο εξαρχικών σχολείων με δύο δασκάλους και 98 μαθητές
[Brancoff 1905].
Κωστενέτσι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Κωστενέτσι: «Δια
βεζυρικής διαταγής ετελείτο η λειτουργία εκ περιτροπής μεταξύ Ελλήνων και
Βουλγάρων. Τω 1903 όμως κατελήφθη η εκκλησία καθ' ολοκληρίαν υπό σχισματικών»
[Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Κωστενέτσι
Κορυτσάς: «600 ορθόδοξοι Έλληνες, υποκύψαντες τω 1904 εις
την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν, και 483 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Κωστενέτσι
καζά Κορυτσάς, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης
Κοντογόνη].
Κωστενέτσιον
Καστορίας, 1.021 άτομα (521 άρρενες και 500 θήλεις) [Απαρίθμηση
1913].
Κωστενέτσιον
Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Косенец, 150
σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Κωστενέτσιον
Καστορίας, 563 άτομα (218 άρρενες και 345 θήλεις) - 151
οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν
70 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία
[Μιχαηλίδης].
Κωστενέτσι
γραφείου Καστορίας, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και
προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 12 προσφυγικές οικογένειες (53 άτομα)
[ΕΑΠ].
Κωστενέτσι, ήρθαν
11 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
«Η
κοινότης Κοστενετσίου,
μετονομάζεται εις κοινότητα Ιεροπηγής και
ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Κοτέλτσι εις Ιεροπηγή» [ΦΕΚ
206 / 28.9.1927].
Ιεροπηγή
(Κωστενέτσι) Καστορίας, 501 άτομα (223 άρρενες και 278 θήλεις).
Υπήρχαν 50 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (26 άρρενες και 24 θήλεις).
Ομοδημότες ήταν 462, ετεροδημότες 32 και 7 αλλοδαποί. Επίσης 49 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κωστενέτσιον
(Ιεροπηγή), υπήρχαν 110 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων
σλαυϊκών φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Ιεροπηγή
Καστορίας: Πραγματικός πληθυσμός 507 (237 άρρενες και 270
θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 532 [Απογραφή 1940].
Косинец: Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Ιεροπηγή, 458
κάτοικοι, εκ των οποίων 400 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν αντεθνικώς
28. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 23. Ευρίσκονται εις τας οικίας των
ανενόχλητοι 5. Παρατηρήσεις: Έφυγαν με Γκότσεφ [Στατιστική 1945].
Ιεροπηγή
Καστορίας: έρημο [Απογραφή 1951].
Κωστουράζι
Καστορίας: 800 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Kostaradža
(Koščeerjak) [Αυστριακός Χάρτης].
Костараджа
(Кощерякъ) / Костурска каза, 150 χριστιανοί Βούλγαροι και 600
χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Costerac,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Κοσταράτση: «Πατριαρχικό
χωριό με 800 κατοίκους, περίπου 190 οικογένειες» [Γούναρης].
Kostouratch
/ Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 650 Έλληνες.
Λειτουργία ενός πατριαρχικού σχολείου με δύο δασκάλους και 60 μαθητές [Brancoff
1905].
Κωσταράζι
Καστορίας: «800 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Κωσταράζι
καζά Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης
Κοντογόνη].
Κωσταράζι
Καστορίας, 941 άτομα (501 άρρενες και 440 θήλεις) [Απαρίθμηση
1913].
Κωσταράζι
Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Κωσταρίζι
Καστορίας, 796 άτομα (385 άρρενες και 411 θήλεις) - 189
οικογένειες [Απογραφή 1920].
Κωσταράζι
Καστορίας, 798 άτομα (360 άρρενες και 438 θήλεις). Δεν υπήρχε
κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 791 και
ετεροδημότες 7. Επίσης 127 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κωσταράζιον
Καστορίας: Πραγματικός πληθυσμός 956 (447 άρρενες και 509
θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 1.079 [Απογραφή 1940].
Αριθμός
οικοδομών το έτος 1940: 293 [Γρηγορίου].
Костараџа
(Костерјак): Οικισμός χριστιανών Ελλήνων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Ελλήνων το 1940 [Симовски].
Κωσταράζι, 1.023
κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Κωσταράζιον
Καστορίας: 941 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Куманиче / Костурско: 10 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Dolno Komanitchevo / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 880 εξαρχικοί Βούλγαροι & Gorno Komanitchevo / Caza deKostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 480 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 38 μαθητές [Brancoff 1905].
Comanitzovo: «τούρκικο
και βουλγάρικο κεφαλοχώρι με εκατόν πενήντα εστίες» [Pouqueville 1826].
Komanitzovon,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.800 [Synvet 1878].
Κομανίτσοβον
Καστορίας: 750 χριστιανοί και 250 οθωμανοί [Σχινάς 1886].
Куманичево
/ Костурска каза, 1.020 χριστιανοί Βούλγαροι και 150
Τούρκοι [Кънчов 1900].
Komanitchovo,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Κομανίτσοβο: «Πριν
την εξέγερση του Ίλιντεν το χωριό κατοικούνταν από 110-120 πατριαρχικές
οικογένειες και 64 εξαρχικές, συνολικά περίπου 900 κάτοικοι. Μετά τα γεγονότα
του καλοκαιριού του 1903 η εξαρχία επικράτησε πλήρως» [Γούναρης].
Κουμανίτσοβον
Άνω: «Η εκκλησία κατελήφθη υπό των Βουλγάρων οριστικώς
τω 1901» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Κουμανίτσοβον
Άνω και Κάτω Καστορίας: «300 σχισματικοί βουλγαρίζοντες»
(Άνω) και «600 ορθόδοξοι Έλληνες» (Κάτω)» [Χαλκιόπουλος 1910].
Άνω και
Κάτω καζά Καστορίας [Χάρτης Κοντογόνη].
Κομανίτσοβον
Καστορίας, 1.297 άτομα (661 άρρενες και 636 θήλεις) [Απαρίθμηση
1913].
Κομανίτσοβον
Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό
Τσιρίλοβον [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Горно
Команичево, 70 σπίτια χριστιανών Σλάβων & Долно
Команичево, 150 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 30 Τούρκων
[Милојевић 1920].
Κομανίτσοβον
Καστορίας, 755 άτομα (326 άρρενες και 429 θήλεις) [Απογραφή
1920].
Ρευστοποιήθηκε
μία περιουσία κάτοικου που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Κουμανίτσοβον
γραφείου Καστορίας, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και
προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 21 προσφυγικές οικογένειες (76 άτομα)
[ΕΑΠ].
Κομανίτσοβο,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 30 οικογένειες μουσουλμάνων
(260 άτομα) και ήρθαν 23 οικογένειες προσφύγων: 3 από τη Θράκη και 20 από τον
Πόντο [Πελαγίδης].
Οι
περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η
κοινότης Κομανιτσόβου, μετονομάζεται εις κοινότητα Λιθιάς και ο ομώνυμος αυτή
συνοικισμός Κομανίτσοβον εις Λιθιά» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Λιθιά
(Κομανίτσοβο) Καστορίας, 642 άτομα (278 άρρενες και 364 θήλεις).
Υπήρχαν 59 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (28 άρρενες και 31 θήλεις).
Ομοδημότες ήταν 633, ετεροδημότες 8 και ένας αλλοδαπός [Απογραφή 1928].
Κομανίτσοβον
(Λιθιά), υπήρχαν 130 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 50
ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων. Υπήρξαν σλαυίζουσαι πριν. Ήδη δεν αποδεικνύονται
[Στατιστική 1932].
Λιθιά
Καστορίας: Πραγματικός πληθυσμός 821 (395 άρρενες και 426
θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 884 [Απογραφή 1940].
Куманичево:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Λιθιά, 733
κάτοικοι, εκ των οποίων 365 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν αντεθνικώς
46. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 46. Παρατηρήσεις: Έφυγαν το 1944 με
Γερμανούς 6. Έφυγαν επί Εαμοκρατίας 3. Έφυγαν 37 μετά τον Μάρτιον του 1945
[Στατιστική 1945].
Λιθιά
Καστορίας: 427 κάτοικοι [Απογραφή 195
Λομπάνιτσα / Lobanica / Лобаница.
Μετονομάστηκε σε Άγιος Δημήτριος.
Στην απογραφή του 1940 ήταν κοινότητα, του νομού Καστορίας.
Πρόκειται για ένα χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου είχαν ως μητρική
γλώσσα τη μακεδονική. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού είχε προσχωρήσει στην
εξαρχία. Η Λομπάνιτσα συμμετείχε το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν και γι
αυτό κάηκε από τον οθωμανικό στρατό. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 450 άτομα.
Αρκετές οικογένειες μετανάστευσαν κατά το μεσοπόλεμο στη Βουλγαρία. Το 1928 ο
πληθυσμός είχε μειωθεί στο μισό. Οι αρχές ασφαλείας θεωρούσαν το χωριό "ανθελληνικών
φρονημάτων". Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου οι κάτοικοι πέρασαν στο
αριστερό στρατόπεδο. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε, καθώς οι περισσότερες
οικογένειες είχαν καταφύγει ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και σε
χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Λαμπάνιτσα Καστορίας:
«Χωρίου έχοντος 80 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886].
Labanica [Αυστριακός
Χάρτης].
Горна Лабаница / Костурска каза,
535 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Lobanichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 288 εξαρχικοί και 224 πατριαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 34 μαθητές και ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 6 μαθητές [Brancoff 1905].
Λαμπανίτσα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Λαμπάνιτσα:
«Της εκκλησίας τούτου πυρποληθείσης τω 1903, ανηγέρθη επί του οικοπέδου
αυτής παράπηγμα καταληφθέν υπό των Βουλγάρων» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Λαμπάνιτσα Κορυτσάς:
«462 ορθόδοξοι Έλληνες, υποκύψαντες τω 1904 εις την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Λαμπάνιτσα (Άνω) καζά Κορυτσάς,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λαμπάνιτσα Καστορίας,
442 άτομα (227 άρρενες και 215 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λαμπάνιτσα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Лабаница,
80 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Λαμπάνιτσα Καστορίας,
253 άτομα (104 άρρενες και 149 θήλεις) - 69 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 32 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Λαμπάνιτσα γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 5
προσφυγικές οικογένειες (18 άτομα) [ΕΑΠ].
Λαμπάνιτσα,
ήρθαν 4 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
«Η κοινότης Λαμπανίστης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Αγίου Δημητρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Λαμπάνιστα εις Άγιος Δημήτριος» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Άγιος Δημήτριος (Λαμπάνιτσα) Καστορίας,
228 άτομα (93 άρρενες και 135 θήλεις). Υπήρχαν 12 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (5 άρρενες και 7 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 220, ετεροδημότες επτά και ένας
αλλοδαπός. Επίσης 17 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Λαμπάνιτσα (Άγιος Δημήτριος),
υπήρχαν 58 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Άγιος Δημήτριος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 217 (98 άρρενες και 119 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 226
[Απογραφή 1940].
Лобаница ή Лабаница:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Άγιος Δημήτριος,
223 κάτοικοι, εκ των οποίων 210 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 30. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 15. Ευρίσκονται εις τας
οικίας των ανενόχλητοι 15 [Στατιστική 1945].
Лобаница:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης 46 παιδιά από το χωριό [Мартинова, 52].
Άγιος Δημήτριος Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
1903-1908
Στις 8 Φεβρουαρίου 1903 η τσέτα του
Μήτρου Βλάχου έδιωξε από τη Λαμπάνιτσα τον Παπαγερμανό, (πατριαρχικό παπά
και δάσκαλο) και παρέδωσε τα κλειδιά της εκκλησίας στον εξαρχικό παπά [Δραγούμης,
62, 542].
Στις 12 Απριλίου 1903 κομίτες σκότωσαν
την αδελφή του Παπαγερμανού [Δραγούμης, 76].
Οι κάτοικοι του χωριού Λαμπάνιτσα, στην
επανάσταση του Ίλιντεν ακολούθησαν τους αυτονομιστές τσέτες στα βουνά. Ο
οθωμανικός στρατός προχωρώντας σε αντίποινα έκαψε τα σπίτια τους. «Καιομένης
της Λομπανίτσας τρομερά υπήρξε η έκρηξις της εκεί αποθηκευμένης μεγάλης
ποσότητος δυναμίτιδος, πυρίτιδος και φυσιγγίων» [ΣΚΡΙΠ 29/8/1903, σ. 1].
Από τη φωτιά γλύτωσαν μόνο είκοσι σπίτια
[Δραγούμης, 234].
Σύμφωνα με βουλγάρικη πηγή κάηκαν
ογδόντα σπίτια και σκοτώθηκαν οι: Tolo Goulov (75 χρονών), η γυναίκα του
παπά (70 χρονών, πυροβολήθηκε), ο Mitre Kapidanchev (60 χρονών), ο Stoyan Dimov
(75 χρονών), ο Naké Gologachev (65 χρονών), η Nakovitsa Gologacheva (62 χρονών,
τεμαχίστηκε), ο Mitre Kolomanchev (62 χρονών), ο Nake Donev (60 χρονών,
πυροβολήθηκε), η Lazovitsa Kamidanka (23 χρονών), η Ilovitsa Markovichina (21
χρονών), ο Naoum Mungov (75 χρονών) και ο Dono Midjov (65 χρονών). Πληγώθηκαν
επίσης οι: Lazor Sotirchev, Dina Sotirovska, Kolovitsa Bogdanoska και η
Gelovitsa Dimitrova [Documents and Materials].
Το χωριό κάηκε στις 27 Αυγούστου 1903.
Τα ονόματα των νεκρών, σύμφωνα με ανέκδοτο μακεδονικό έγγραφο, ήταν τα
εξής: Апостол Гулјов (78 χρονών), Попсветкова Богданова
(74 χρονών), Димитар Капиданчов (23 χρονών), Наке Андонов
(61 χρονών), Димитар Колјов Манчев (63 χρονών), Стојан Димов
(75 χρονών), Накје Гологачев (77 χρονών), Накевица Гологачева
(66 χρονών), Лина Маркова (21 χρονών), Султана Тоторова (25 χρονών),
Наум Мангов (73 χρονών), Доно Михов (63 χρονών), Лина
Капиданчева [Selo Lobanica].
Άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης στο
χωριό ήταν οι αδελφοί Γούλα, ο Παπαγερμανός και ο Ναούμ Δημητριάδης [ΔΙΣ, 106].
Ο Πέτρος Γούλας στρατολογήθηκε ως
αντάρτης στο σώμα του Βάρδα [Βάρδας Α, 278 και Β, 763].
Στις 10 Νοεμβρίου 1904 η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ
γράφει: «Υπό τρόμου κατελήφθησαν και οι σχισματικοί των χωρίων Λίμπονι,
Κοστενίτσι και Λαμπάνιτσε εμφανισθέντων εκεί των γενναίων
πολεμιστών Καούδη και Καραλίβανου» [σκριπ,
10/11/1904, σ. 4].
Από σημείωση στο ημερολόγιο του Βάρδα,
στις 25 Ιουνίου 1905, φαίνεται πως η μητρόπολη Καστοριάς είχε προγράψει
μερικούς κατοίκους του χωριού Λαμπάνιτσα [Βάρδας Α, 151].
Στις 3 Οκτωβρίου 1905 η ελληνική
οργάνωση δολοφονεί στο χωριό Λαμπάνιτσα το ρουμανιστή Βλάχο Γούση [σκριπ, 3/10/1905, σ. 3].
Στα τέλη του 1907 οι κομίτες σκότωσαν
στη Λαμπάνιτσα τον Αναστάσιο Αλεξίου [ΕΜΠΡΟΣ, 28/2/1908, σ.
3]. Ο Βακαλόπουλος γράφει το νεκρό ως Αναστάσιο Αγγέλου [Βακαλόπουλος
Α, 295].
Selo Lobanica - μετανάστευση
1903-1940
Κατάλογος των οικογενειών που
μετανάστευσαν από το χωριό Λομπάνιτσα μεταξύ των ετών 1903 και 1940 (Список на
пребегнатите семејства од село Лобаница од 1903 до 1940 година).
1. Για Βουλγαρία (во Бугарија), οι
οικογένειες των: Насе Попов, Димитар Богданов, Лазар Богданов, Ламбро
Капиданчев, Ламбро Колуманов, Ванчо Сточев, Гјорги Бажов, Танас Иванов, Васил
Јуруков, Ламбро Јуруков, Наум Јуруков, Петар Јуруков, Алеко Јуруков, Андон
Јуруков, Трпо Бошков, Колјо Енгелев, Иллија Христов, Миле Христов, Елена
Крчиштарова, Лазо Јуровски, Павле Јуруков, Гјорги Шаманов, Ристо Шаманов, Јане
Мангов, Ристо Галачов, Петар Јуруков, Александар Динков.
2. Για Αμερική (во Америка), οι
οικογένειες των: Танас Гулачев, Гјелјо Енгелев, Илјо Дамовски, Гјелјо
Богданов, Васил Бажов, Танас Бажов, Колјо Манчев, Ставро Капиданчев, Нумо
Бажов, Насо Стојков, Насо Голачов, Насо Јуруков, Гјорги Јуруков, Вангел
Енгелиев, Наум Шаманов, Крсто Шаманов.
3. Για Αυστραλία (во Австралија), οι
οικογένειες των: Петар Димов, Насо Лазаров, Лазо Домов, Коста Капиданчов.
Selo Lobanica - κάτοικοι
1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού
Λομπάνιτσα το έτος 1940 (Список на жителите на село Лобаница во 1940 година)
Περιέχει τα ονόματα των
αρχηγών 46 μακεδονικών οικογενειών (225 άτομα) που ζούσαν στο
χωριό το 1940, τα μέλη κάθε οικογένειας και το που βρέθηκαν αυτά μετά τον
εμφύλιο πόλεμο:
1. Мара Нојкова, ένα άτομο.
Κατέφυγε στη Βουλγαρία.
2. Мара Богданова, ένα άτομο.
Κατέφυγε στη Βουλγαρία.
3. Папагјата, έξι άτομα. Πέντε
πήγαν στην Καστοριά και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
4. Лазо Капиданчев, τρία άτομα. Δύο
πέθαναν και ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
5. Коста Капиданчев, τέσσερα άτομα.
Μετανάστευσαν όλα στην Αυστραλία.
6. Драга Лазаров, πέντε άτομα.
Πήγαν στην Καστοριά.
7. Ставро Лазаров, δύο άτομα.
Κατέφυγαν στη Ρουμανία.
8. Насо Лазаров, τέσσερα άτομα.
Τρία κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ένα μετανάστευσε στην Αμερική.
9. Вана Капиданчова, ένα άτομο.
Κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
10. Колјо Сотировски, πέντε άτομα.
Τρία κατέφυγαν στη Ρουμανία, ένα στη Σοβιετική Ένωση και έα στη Γιουγκοσλαβία.
11. Илија Марков, εννέα άτομα. Τρία
σκοτώθηκαν, δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και τέσσερα στην Πολωνία.
12. Петре Тодоров, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
13. Ставро Тодоров, οκτώ άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Γιουγκοσλαβία.
14. Липо Баджов, τρία άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
15. Лазо Димов, πέντε άτομα.
Μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
16. Петро Димов, επτά άτομα.
Μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
17. Лазо Ангелиев, πέντε άτομα. Κατέφυγαν
όλα στη Γιουγκοσλαβία.
18. Илија Сотиров, εννέα άτομα.
Πέντε κατέφυγαν στη Ρουμανία και τέσσερα στη Γιουγκοσλαβία.
19. Никола Гулјев, πέντε άτομα.
Πήγαν στην Καστοριά.
20. Коста Тодоров, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν όλα στην Αλβανία.
21. Михал Галачов, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
22. Димитар Синаеви, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
23. Сотир Капиданов, τρία άτομα.
Ένα πέθανε και δύο κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
24. Ставро Попгерман, έξι άτομα. Πήγαν
στην Καστοριά.
25. Петре Маркиев, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Γιουγκοσλαβία.
26. Василица Влашкова, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
27. Лаки Илјовски, τέσσερα άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και τρία κατέφυγαν στη Ρουμανία.
28. Андон Бочков, οκτώ άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και τέσσερα στη Ρουμανία.
29. Поп Андреја, τρία άτομα. Πήγαν
στην Καστοριά.
30. Лсмбро Ангелиев, τέσσερα άτομα.
Μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
31. Глигор Ангелиев, πέντε άτομα.
Μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
32. Наум Шаманов, πέντε άτομα. Ένα
παρέμεινε στην Ελλάδα και τέσσερα κατέφυγαν στη Ρουμανία.
33. Илија Шаманов, οκτώ άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
34. Андон Миджов, οκτώ άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Γιουγκοσλαβία.
35. Димитров Трпе, εννέα άτομα.
Πέντε παρέμειναν στην Ελλάδα και τέσσερα κατέφυγαν στη Ρουμανία
36. Гулјов Петре, έξι άτομα.
Τέσσερα παρέμειναν στην Ελλάδα, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και ένα
μετανάστευσε στην Αυστραλία.
37. Наум Ралјов, επτά άτομα.
Παρέμειναν στην Ελλάδα.
38. Тимјо Куков, έξι άτομα. Κατέφυγαν
όλα στη Σοβιετική Ένωση.
39. Пандо Гјамов, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Σοβιετική Ένωση.
40. Колјо Гјамов, τέσσερα άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Σοβιετική Ένωση.
41. Крсто Гјамов, πέντε άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Ρουμανία.
42. Чаламата Гјорги, τέσσερα άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν και δύο κατέφυγαν στη Ρουμανία.
43. Никола Ангелиев, επτά άτομα.
Ένα σκοτώθηκε και έξι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση.
44. Никола Талков, τέσσερα άτομα.
Μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
45. Атанас Ангелиев, τρία άτομα.
Κατέφυγαν όλα στη Γιουγκοσλαβία.
46. Фоти Ралев, ένα άτομο. Κατέφυγε
στη Γιουγκοσλαβία.
Selo Lobanica - μέλη του
ΕΛΑΣ (1943-1945)
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ και της
ταξιαρχίας του Αιγαίου (Список на учесниците во ЕЛАС и Егејска бригада).
Σύνολο εννέα άτομα:
Андон Бошков, Гјорги Тодоровски, Дичо
Мижовски, Коста Тодоров, Марко Колје, Ристо Рулјов, Насо Ангелиев, Наум Ралев,
Христо Лазаров.
Selo Lobanica - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 31 άτομα: Атанас Николов
(πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Атанас Илиев Ангелиев (πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Филип Димовски (κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και στη
συνέχεια μετανάστευσε στην Αυστραλία), Никола Марков (πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Коста Тодоров (κατέφυγε στην Αλβανία και φυλακίστηκε),
Илија Тодоров (πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Христо
Сотиров (πρόσφυγας στην Ουγγαρία), Стамати Влахов (πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Пандо Гјамов (πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Никола
Гјамов (πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Ставро Гјамов (πρόσφυγας στη
Ρουμανία), Ставро Димитров (πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία), Димитра
Тодорова (πρόσφυγας στην Πολωνία), Костадина Тодорова (πρόσφυγας στην
Πολωνία), Наска Тодорова (πρόσφυγας στην Πολωνία), Менка Сотирова (πρόσφυγας
στη Σοβιετική Ένωση), Елпида Синаери (πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση),
Сотира Синаери (πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Костадинка
Димова (κατέφυγε στη Ρουμανία και στη συνέχεια μετανάστευσε στην
Αυστραλία), Томаија Кукова (πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Евдокија
Ангелова (πρόσφυγας στην Πολωνία), Софа Димитрова (πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση), Мара Макриева (πρόσφυγας στην Ουγγαρία), Тодоров
Петре (πρόσφυγας στη Βουλγαρία), Коста Бошков (πρόσφυγας στη
Γιουγκοσλαβία), Евдокија Бошкова (πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση), Зисо
Капиданчев (πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία), Ристо Влаов (εγκαταστάθηκε
στην Καστοριά), Насо Гулјов (μετανάστευσε το 1948 στην Αυστραλία), Глигор
Ангелиев (μετανάστευσε το 1948 στην Αυστραλία), Гјорги
Димовски (μετανάστευσε το 1948 στην Αυστραλία).
Λούντοβο / Ludovo / Лудово .
Μετονομάστηκε σε Κρύα Νερά. Στην απογραφή του
2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορεστίδος, του νομού Καστορίας.
Πρόκειται για ένα χριστιανικό μακεδονόφωνο χωριό, οι κάτοικοι του οποίου
προσχώρησαν το 1903 στην εξαρχία. Τόσο το 1912, όσο και το 1928, ζούσαν εδώ
περίπου ογδόντα άτομα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου τα 2/3 των κατοίκων
κατέφυγαν σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης.
Πηγές
Λούδοβον Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 120 κατοίκους» [Σχινάς 1886].
Ludovo [Αυστριακός
Χάρτης].
Лудово / Костурска каза,
168 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Ludovon,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Loudovo / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 160 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Λούδοβον:
«Σχισματικόν από του 1904» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Λούδοβον: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Σχισματικόν
και κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Θα ακολουθήση πορείαν Ζουζέλτσης. Υπάρχουν
8 βουλγαρικαί οικογένειαι (75 ψυχαί) [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Λούδοβον Καστορίας:
«130 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Λούδοβον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λούδοβον Καστορίας,
59 άτομα (33 άρρενες και 26 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λούδοβον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σταρίτσανης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Лудово, 17 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Λούδοβον Καστορίας,
61 άτομα (30 άρρενες και 31 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Λούδοβον της
κοινότητος Σταριτσάνης μετονομάζεται εις Κρύα Νερά» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Κρύα Νερά (Λούδοβον) Καστορίας,
82 άτομα (47 άρρενες και 35 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 64 και ετεροδημότες 18 [Απογραφή 1928].
Λούδοβον (Κρύα Νερά),
υπήρχαν 10 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν [Στατιστική 1932].
Κρύα Νερά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 124 (67 άρρενες και 57 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 16
[Γρηγορίου].
Лудово: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων [Симовски].
Κρύα Νερά,
124 κάτοικοι, εκ των οποίων 65 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Лудово: Κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης 24 παιδιά από το
χωριό [Мартинова, 52].
Κρύα Νερά Καστορίας:
41 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 65, 1971: 44, 1981: 47, 1991: 48,
2001: 32.
Υψόμετρο 740 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Το χωριό προσχώρησε στην εξαρχία στα
τέλη Απριλίου του 1904 [Силянов Β, σ. 125].
Οργανωμένοι αυτονομιστές στο χωριό ήταν
οι: Ристо Зиов, Коста Насков, Палјо Зиов, Ристо Зиов, Томе Зиов, Дамулев
Гиро, Коста Насков [Selo Ludovo].
Σύμφωνα με είδηση που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ του Δημήτρη Καλαποθάκη (προέδρου του μακεδονικού κομιτάτου της
Αθήνας), το σώμα του οπλαρχηγού Αριστείδη Μαργαρίτη σκότωσε στις 22 Μαρτίου πέντε
«λησταντάρτες» κοντά στο χωριό Λούντοβον. Το ίδιο σώμα
είχε σκοτώσει άλλους επτά την προηγούμενη μέρα, σε γειτονικό μέρος [εμπροσ, 29/3/1905, σ. 3].
Στις 25 Αυγούστου 1906 ο αρχηγός Γιώργος
Τσόντος-Βάρδας συναντήθηκε με τους δύο τσιφλικάδες του χωριού Λούντοβο και τον
επιστάτη τους (όλους Αλβανούς από την Κολώνια), και ζήτησε από αυτούς να
διευκολύνουν το έργο των ελληνικών σωμάτων [Βάρδας Β, σ. 151].
Μετανάστευση
Το 1910 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ οι
Georgriff Storio και Costa Demitri. Εκεί δήλωσαν στις αμερικανικές αρχές πως
είναι, ο μεν πρώτος εθνικά Μακεδόνας, ο δε δεύτερος εθνικά Βούλγαρος.
Selo Ludovo - κάτοικοι 1940
Κατάλογος των κατοίκων του χωριού
Λούντοβο το έτος 1940 (Список на жителите на село Лудово во 1940 година)
Περιέχει τα ονόματα των αρχηγών 15
οικογενειών (142 άτομα) που ζούσαν στο χωριό το 1940, τα μέλη κάθε οικογένειας
και το που βρέθηκαν αυτά μετά τον εμφύλιο πόλεμο:
1. Јане Авков, τριάντα άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, έξι κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, πέντε στην Τσεχοσλοβακία, ένα στην
Πολωνία, τέσσερα στη Σοβιετική Ένωση και δεκατρία παρέμειναν στο χωριό.
2. Коста Насков, 9 άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, ένα κατέφυγε στην Τσεχοσλοβακία και έξι παρέμειναν στο χωριό.
3. Киров Трпо, 13 άτομα. Ένα
κατέφυγε στην Τσεχοσλοβακία και δώδεκα παρέμειναν στο χωριό.
4. Бодов Пандо, εννέα άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, τρία κατέφυγαν στην Τσεχοσλοβακία και πέντε παρέμεινα στο χωριό.
5. Бодов Гиро, 4 άτομα. Ένα
κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση και τρία παρέμειναν στο χωριό.
6. Лјаов Михо, 5 άτομα. Ένα σκοτώθηκε,
ένα πέθανε, ένα κατέφυγε στη Βουλγαρία, ένα στη Γιουγκοσλαβία και ένα παρέμεινε
στο χωριό.
7. Пенев Вангел, 8 άτομα. Ένα
σκοτώθηκε, ένα κατέφυγε στην Τσεχοσλοβακία, ένα στη Γιουγκοσλαβία και πέντε
στην Σοβιετική Ένωση.
8. Лјапов Васил, 12 άτομα. Ένα
κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και έντεκα παρέμειναν στο χωριό.
9. Дамулев Дине, 10 άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν, ένα κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία, έξι στην Τσεχοσλοβακία και ένα στη
Σοβιετική Ένωση.
10. Зиов Томе, 11 άτομα. Δύο
σκοτώθηκαν και εννέα παρέμειναν στο χωριό.
11. Насков Пандо, οκτώ άτομα. Δύο
κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, πέντε στην Τσεχοσλοβακία και ένα παρέμεινε στο
χωριό.
12. Насков Вангел, 5 άτομα. Τρία
κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, ένα στη Βουλγαρία και ένα στην Τσεχοσλοβακία.
13. Лјаов Сотир, 8 άτομα. Ένα
κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και επτά στην Τσεχοσλοβακία.
14. Лјаов Петре, 4 άτομα. Κατέφυγαν
όλα στην Τσεχοσλοβακία.
15. Влаов Ристо, 6 άτομα. Πέντε
κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση και ένα παρέμεινε στο χωριό.
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Κρύα Νερά. Διώχθηκαν και
ξυλοκοπήθηκαν βάναυσα οι εαμίτες: Π. Αύκος, Σ. Αδαμούλης, Θ. Ζίας, Ι. Αύκος, Κ.
Νάσκος, Κυράτσα Αύκου, Π. Νάσκος, Π. Λιάβας, Ευθύμιος Νάσκος. Φυλακίστηκαν οι:
Σ. Αδαμούλης, Π. Αύκος, Θ. Ζίας και Ευαγγελία Αδαμούλη. Άρπαξαν από το σπίτι
του Γ. Αύκου όλα τα ρούχα του και ένα βόδι. Από τον Η. Πένη, Χ. Βλάχο, Π.
Νάσκου, Σ. Λιάβα και Α. Μπόντο άρπαξαν διάφορα είδη του σπιτιού τους. Από τον
Σ. Αδαμούλη ένα βόδι και ρουχισμό. Από τον Β. Νάσκο πρόβατα και ρούχα, από το
Β. Λιάπη και Κ. Νάσκου διάφορα είδη».
Selo Ludovo - μέλη του Δημοκρατικού
Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 16 άτομα
1946-1949: Авков
Андреа, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία. Олга
Авкова πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στην Πολωνία. Теохар
Авков, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Лазо
Авков, υπήρξε και μέλος του ΕΛΑΣ, έφυγε πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση. Пандо Авков, υπήρξε και μέλος του ΕΛΑΣ, πολέμησε στο Γράμμο. Насов
Киро, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία. Лазо
Киров, πολέμησε στο Γράμμο και σκοτώθηκε. Андреа Бодов, πολέμησε στο
Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Паскал
Пенев, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στη Σοβιετική
Ένωση. Мичов Пенев, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση. Дамулева Димитра, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε
πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Наскова Султана, έφυγε πρόσφυγας στη
Σοβιετική Ένωση. Насков Вангел, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε
πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία. Лјаов Петре, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε
πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία. Дамуел Насо, πολέμησε στο Γράμμο, έφυγε
πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία. Дамуел Стерјо, πολέμησε στο Γράμμο,
έφυγε πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία.
Ο Όρκος των κατοίκων
Στις 2 Αυγούστου του 1959 οι κάτοικοι
του χωριού Κρύα Νερά ορκίστηκαν, σε δημόσια τελετή παρουσία του μητροπολίτης
Καστοριάς Δωρόθεου, του νομάρχη Μιχαλόπουλου, του διοικητή χωροφυλακής Τσακάρα,
του μεράρχου Μανιάτη, των δημάρχων Καστοριάς και Άργους Ορεστικού Παπαμάντζαρη
και Παπαγεωργίου, πως θα μιλάνε μόνο ελληνικά και δεν θα χρησιμοποιήσουν ξανά
τη μητρική τους γλώσσα: «Υπόσχομαι ενώπιον του Θεού, των ανθρώπων και των
επισήμων αρχών του Κράτους μας, ότι από σήμερον θα παύσω να ομιλώ το Σλαυϊκόν
ιδίωμα που μόνον αφορμή προς παρεξήγησιν δίδει εις τους εχθρούς της χώρας μας
τους Βουλγάρους και ότι θα ομιλώ παντού και πάντοτε την επίσημον γλώσσαν της
πατρίδος μου την Ελληνικήν εις την οποίαν είναι γραμμένο και το Ιερόν
Ευαγγέλιον του Χριστού μας» [Επιλογή Πετσίβα, σ. 466 και Κωστόπουλος, σ.
237-238].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΚΥΡΟΥ (2), ΛΙΑΠΗΣ, ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΠΟΔΑΣ
(2), ΝΑΣΚΟΣ (3).
Λάορα Καστορίας:
50 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Lagora [Αυστριακός
Χάρτης].
Лагоръ / Костурска каза,
60 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Lagor / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 75 Έλληνες [Brancoff 1905].
Λάγωρα: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα Ελληνική. Υπάρχουν 7
ελληνικαί οικογένειαι (39 ψυχαί) [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Λάγορα καζά
Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λάγουρη Καστορίας,
29 άτομα (15 άρρενες και 14 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λάγουρη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Χρούπιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Λάγουρη Καστορίας,
16 άτομα (7 άρρενες και 9 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Λάγουρη Καστορίας,
17 άτομα (8 άρρενες και 9 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Και οι 17 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 5
[Γρηγορίου].
Лагор: Οικισμός χριστιανών
Ελλήνων 1912. Έρημο το 1940 [Симовски].
Λάγουρη, έρημο [Στατιστική
1945].
Лънка / Костурско: 54 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Λάγγα Καστορίας:
«Έχοντος 50 οικογενείας χριστιανικάς, 2 εκκλησίας, χόρτον, νερά και βρύσεις»
[Σχινάς 1886].
Ljanga (Löka) [Αυστριακός
Χάρτης].
Лянга (Лѫка)
/ Костурска каза, 850 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов
1900].
Langa, λειτουργία
πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Laka / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 800 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Λάγκα: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα ελληνική. Υπάρχουν 74
ελληνικαί οικογένειαι (485 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Λάγγα Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Λάγκα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λάγγα Καστορίας,
473 άτομα (228 άρρενες και 255 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λόγγα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Σκούντσκον [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Λάγγα Καστορίας,
416 άτομα (184 άρρενες και 149 θήλεις) - 81 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Λάγγα Καστορίας,
399 άτομα (195 άρρενες και 204 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 384 και ετεροδημότες 15. Επίσης 28 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Λάγκα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 561 (273 άρρενες και 288 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 618
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 137
[Γρηγορίου].
Љанга (Л'ка):
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Λάγγα, 561 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Lehova, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 1.800 [Synvet 1878].
Λέχοβον Καστορίας:
«Χωρίον Αλβανοελληνικόν οικούμενον υπό 300 οικογενειών
φιλελευθέρων, έχει μεγάλην εκκλησίαν και άφθονα ύδατα, δι ων κινούνται δύο
υδρόμυλοι» [Σχινάς 1886].
Lahor (Lehovo) [Αυστριακός
Χάρτης].
Елеово (Елехово) / Леринска каза,
750 χριστιανοί Αλβανοί και 90 χριστιανοί Βλάχοι [Кънчов 1900].
Lahovo, λειτουργία
πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Λέχοβο: «Με πληθυσμό
2.500 αλβανοφώνους κατοίκους, ηπειρωτικής καταγωγής με ελληνικό φρόνημα»
[Γούναρης].
Eleovo /
Caza de Lerin (Florina), χριστιανικός πληθυσμός: 90 Βλάχοι και
750 Αλβανοί [Brancoff 1905].
Λέχοβον, πατριαρχικό χωριό
προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Λέχοβον Καστορίας:
«2.500 ορθόδοξοι Έλληνες»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Λέχοβον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λέχοβον Καστορίας,
1.691 άτομα (873 άρρενες και 818 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λέχοβον Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Лехово, 380 σπίτια
χριστιανών Αλβανών [Милојевић 1920].
Λέχοβον Καστορίας,
1.172 άτομα (438 άρρενες και 784 θήλεις) - 324 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Λέχοβον Καστορίας,
1.292 άτομα (500 άρρενες και 792 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 1.256, ετεροδημότες 30 και αλλοδαποί 6.
Επίσης 440 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Λέχοβον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.477 (639 άρρενες και 838 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός
1.898 [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 479
[Γρηγορίου].
Лехово: Οικισμός χριστιανών
Αλβανών και λίγων χριστιανών Βλάχων το 1912. Η ίδια σύνθεση πληθυσμού υπήρχε
και το 1940 [Симовски].
Λέχοβον, 1.496 κάτοικοι, όλοι
ελληνικής συνείδησης [Στατιστική 1945].
Λέχοβον Φλωρίνης:
1.195 κάτοικοι. Δια διατάγματος της 11.5.55 μετωνομάσθη "Ηρωϊκόν"
(ΦΕΚ, 157, τ. Α΄ 1955) [Απογραφή 1951].
Livadi (Cajirköj) [Αυστριακός
Χάρτης].
Τσαΐρ Καστορίας:
«37 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Λιβάδι (Τσαΐρ) καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Λειβάδι Καστορίας,
25 άτομα (12 άρρενες και 13 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λειβάδι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Γιανοβαίνης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Ливада: Οικισμός χριστιανών
Βλάχων το 1912. Έρημο το 1940 [Симовски].
Listitza:
«πενήντα βουλγαρικές και τουρκικές οικογένειες» [Pouqueville 1826].
Lichista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.200 [Synvet 1878].
Λήτσιστα Καστορίας:
340 χριστιανοί και 500 οθωμανοί [Σχινάς 1886].
Личища / Костурска каза,
270 χριστιανοί Βούλγαροι και 120 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Litchichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 560 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 25 μαθητές [Brancoff 1905].
Λήτσιστα,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Λήτσιστα Καστορίας:
«340 ορθόδοξοι Έλληνες και 500 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Λίτσιστα καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Λίτσιστα Καστορίας,
380 άτομα (207 άρρενες και 173 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λίτσιστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Τσερέσνιτσας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Личишча, 70 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 95 Τούρκων [Милојевић 1920].
Λίτσιστα Καστορίας,
585 άτομα (282 άρρενες και 303 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Λίτσιστα γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 31
προσφυγικές οικογένειες (140 άτομα) [ΕΑΠ].
Λίτσιστα,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 20 οικογένειες μουσουλμάνων
(250 άτομα) και ήρθαν 31 οικογένειες προσφύγων: 26 από τη Μικρά Ασία και 5 από
αλλού [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Λίτσιστα της
κοινότητος Μαυρόβου μετονομάζεται εις Πολυκάρπι»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Πολύκαρπος (Λίτσιστα) Καστορίας,
585 άτομα (279 άρρενες και 306 θήλεις). Υπήρχαν 195 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (90 άρρενες και 105 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 577, ετεροδημότες 7 και ένας
αλλοδαπός [Απογραφή 1928].
Λύτσιστα (Πολυκάρπη),
υπήρχαν 75 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 10 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων. Υπήρξαν σλαυίζουσαι πριν. Ήδη δεν αποδεικνύονται [Στατιστική 1932].
Πολυκάρπη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 735 (374 άρρενες και 361 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Личишта: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Πολυκάρπη,
740 κάτοικοι, εκ των οποίων 370 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 92. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 12. Ευρίσκονται εις τας
οικίας των ανενόχλητοι 80 [Στατιστική 1945].
Πολυκάρπη Καστορίας:
184 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Λητσοτέρι ή Πιπεριά Καστορίας,
89 άτομα (42 άρρενες και 47 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Λίτσιστερ της
κοινότητος Νεστραμίου (Αγίου Νέστορος) μετονομάζεται εις Περιστεριά»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Περιστερά (Λιτσοτέρι) Καστορίας,
104 άτομα (47 άρρενες και 57 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 103 και ένας ετεροδημότης [Απογραφή 1928].
Περιστερά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 114 (57 άρρενες και 57 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Личотер : Οικισμός
χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων)
το 1940 [Симовски].
Περιστερά,
100 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Περιστερά Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Losnitza,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.200 [Synvet 1878].
Λόσνιτσα Καστορίας:
800 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Lošniča [Αυστριακός Χάρτης].
Лошница / Костурска каза,
600 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Losnica, λειτουργία
πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Lochnitza / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 400 Έλληνες [Brancoff 1905].
Λόσνιτσα Καστορίας:
«1.500 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Λόσνιτσα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λόσνιτσα Καστορίας,
903 άτομα (468 άρρενες και 435 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λόσνιτσα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Λόσνιτσα Καστορίας,
960 άτομα (454 άρρενες και 506 θήλεις) - 201 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Λοσνίτσης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Γέρμα και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Λόσνιτσα εις Γέρμα»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Γέρμας (Λόσνιτσα) Καστορίας,
1.024 άτομα (471 άρρενες και 553 θήλεις). Υπήρχε ένα πρόσφυγας που ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 1.014 και ετεροδημότες 10. Επίσης 87 δημότες απογράφηκαν
αλλού [Απογραφή 1928].
Γέρμας Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.186 (565 άρρενες και 621 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός
1.235 [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 358
[Γρηγορίου].
Лошница: Οικισμός χριστιανών
Ελλήνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων το 1940 [Симовски].
Γέρμας, 1.224 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Γέρμας Καστορίας:
1.032 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Μάνγκιλα / Mangila / Мангила .
Μετονομάστηκε σε Άνω Περιβόλι και
στη συνέχεια σε Άνω Περιβόλιον.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Ορέστιδος, του
νομού Καστορίας. Πρόκειται για ένα καθαρά μακεδονόφωνο χριστιανικό
χωριό, οι κάτοικοι του οποίου προσχώρησαν στην εξαρχία. Οι κάτοικοί του
δέχτηκαν δύο φορές επίθεση από ένοπλες ελληνικές ομάδες (των Μιχάλη Τσόντου και
καπετάν Ζάκα). Τόσο το 1912, όσο και το 1928, ζούσαν εδώ περίπου 100 άτομα. Μεγάλο
μέρος του πληθυσμού του βρέθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην αριστερή παράταξη
και αναγκάστηκε, με τον τερματισμό των εχθροπραξιών, να καταφύγει σε χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Μαγγίλα Καστορίας:
230 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Мангила / Костурска каза,
250 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Moghila / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 96 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Μαγγήλα: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν μετά
την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Εάν αφεθούν έως σήμερον θα ενισχυθούν οι
Βούλγαροι. Υπάρχουν 16 ελληνικαί οικογένειαι (122 ψυχαί) και 3 βουλγαρικαί (8
ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με ένα διδάσκαλο [Αρχείο
Βάρδα / Καστανοχώρια].
Μογγίλα καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Μαγγίλα και Μάρτσιστα Καστορίας,
130 άτομα (73 άρρενες και 57 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μαγγέλα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Οσνίτσανης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Могила, 20 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Μαγγέλα Καστορίας,
86 άτομα (28 άρρενες και 58 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν πέντε περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Μαγγέλα της κοινότητος
Οσνίτσανης μετονομάζεται εις Άνω Περιβόλι» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Άνω Περιβόλι (Μαγγέλα) Καστορίας,
104 άτομα (50 άρρενες και 54 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 99 και ετεροδημότες 5 [Απογραφή 1928].
Μαγγίλα (Άνω Περιβόλι), υπήρχαν
14 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την Σλαυικήν
Εξαρχίαν. Ο άρρην πληθυσμός γνωρίζει ή ομιλεί και την ελληνικήν [Στατιστική
1932].
Άνω Περιβόλιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 123 (57 άρρενες και 66 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Мангила (Могила):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912 όσο και το 1940 [Симовски].
Άνω Περιβόλι, Κάτω Περιβόλι και
Καστανόφυτον: 482 κάτοικοι, εκ των οποίων 241 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική
1945].
Периволи:
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κατέφυγαν στις χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης από εδώ 25 παιδιά [Мартинова, 53].
Άνω Περιβόλιον Καστορίας:
80 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 89, 1971: 51, 1981: 43, 1991: 24, 2001:
24.
Υψόμετρο 960 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Σε επιστολή του Τσόντου Βάρδα, γραμμένη
στις 28 Σεπτεμβρίου 1931 στη Χρούπιστα, ο έλληνας αξιωματικός γράφει πως ο
ξάδελφός του Μιχάλης Τσόντος επιτέθηκε στο σχισματικό χωριό Μαγγίλα το
Φεβρουάριο του 1905. Σε εκείνη την επίθεση πληγώθηκε στο χέρι ο κρητικός
αντάρτης Βαρδής Κελαΐδης και ο οδηγός της ομάδας Θανάσης Μπολσόζης από το Λεμπίσοβο.
[Αρχείο Βάρδα, φ. 2].
Σε επιστολή γραμμένη από το Βογατσικό
λίγο μετά την επίθεση, στις 25 Φεβρουαρίου 1905, ο Βάρδας περιγράφει με
λεπτομέρειες αυτή την επίθεση: «Την 19ην ο Μιχαήλ Τσόντος μετά 5 άλλων και
ολίγων χωρικών ως οδηγών, φερόντων δίκαννα, μετέβησαν εις Μογγίλαν
(Καστανοχώρια) κινήσαντες εκ Λεμπισόβου δυτικώς του οποίου κείται, άμα
εξημέρωσε τοποθετήσας πέριξ του χωρίου φρουράς, κατήλθε μετά τριών άλλων,
εκύκλωσε την εκκλησίαν όπου ευρέθη ο ιερεύς, γυναίκες και παιδία, είπον να μη
φοβούνται και τους ηρώτησεν αν είναι οι κομίται εις το χωρίον, απήντησαν ότι
δεν υπάρχουσι τοιούτοι και ανεχώρησαν τρεις γυναίκες ίνα καλέσωσι τους άνδρας.
Ταυτοχρόνως έρχεται εις Βλάχος ως κατάσκοπος, φαίνεται, ον συνέλαβον και μετά
δυσκολίας είπεν εις αυτούς: "Να μην μπείτε εις το χωρίον διότι θα
πολεμήσητε". Τέλος μετά μεγάλου κόπου έμαθον ότι εις το χωρίον είναι 9 κομίται
υπό τον διάδοχον του Κωνσταντίνου Κυριάζωφ. Κατόπιν σκέψεως οι ημέτεροι
απήγαγον τον ιερέα και λοιπούς, όπως ελκύσωσι τους κομίτας προς αυτούς και
πέσωσιν εις τους φρουρούς επάνω όπερ ήτο τοποθετημένοι εις τον λόφον εις την
άκραν του χωρίου. Τούτο εγένετο, αλλ' ατυχώς οι φρουροί (εις Ρουμελιώτης,
γελοίος, φύλαξ των λόφων, θα τον ενθυμείσαι, μετά τινος άλλου) είχον αναχωρήσει
εκ της θέσεώς των και μόνος εις Κρης, Κουρής Γεώργιος, Κισσαμίτης, είχε μείνει
αλλού και διά τούτο επυροβολήθησαν οι ημέτεροι εκ των νότων και του άνω λόφου,
τότε αντεπυροβόλησαν και εφόνευσαν τον ιερέα, έναν Βλάχον, δύο άλλους και τίνας
γυναίκας. Η μάχη διήρκεσεν υπέρ την ώραν, επληγώθησαν δε εκ των ιδικών μας ο
Βαρδής Κελαϊδής εις τον βραχίονα τον αριστερόν, φαίνεται όμως ακινδύνως. Το αποτέλεσμα
όλων των ανωτέρω ελπίζω να είναι καλόν δι ημάς, διότι θα εμπνεύσωσι τον τρόμον»
[Βάρδας Α, 88].
Την επίθεση ανακοινώνει η αθηναϊκή
εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, την Παρασκευή 11 Μαρτίου 1905: «Την 19ην παρελθόντος μηνός
Φεβρουαρίου ο Μ. Τσόντος επί κεφαλής ομάδος Ελληνομακεδόνων κατήλθεν εις το
βουλγαρικόν χωρίον Μαγκίλα, όπου είχε πληροφορηθή ότι κρύπτονται Βούλγαροι. Με
τα εξημερώματα έφθασαν εις το χωρίον, έξωθι του οπίου ο Τσόντος αφήκε τους
περισσοτέρους συντρόφους του. Αυτός δε με τέσσερας άλλους επλησίασαν εις την
εκκλησίαν του χωρίου και εκεί εύρε τας γυναίκας και τα τέκνα των Βουλγάρων
εκκλησιαζόμενα. Οι Έλληνες τοις είπον να μη φοβηθούν τίποτε, εφ' όσον όμως θα
τοις έλεγον που κρύπτονται οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Τα γυναικόπαιδα απήντησαν
ότι κανείς κομιτατζής δεν κρύπτεται εις το χωρίον. Κατ' εκείνην την στιγμήν
όμως επλησίασεν εις Βλάχος, όστις εφαίνετο ότι ήτο κατάσκοπος των Βουλγάρων
ανταρτών. Τότε οι Έλληνες διά να εξαναγκάσουν τους κομιτατζήδες να εξέλθουν του
χωρίου συνέλαβον τον Βούλγαρον ιερέα και τον Βλάχον και τους ωδήγησαν έξωθε
αυτού. Καθ' ην όμως στιγμήν εγένοντο ταύτα οι κομιτατζήδες επυροβόλησαν εκ των
νώτων τον έλληνα Κουρήν. Τότε επήλθε συμπλοκή διαρκέσασα επί δίωρον και ήτις
έσχεν ως αποτέλεσμα τον φόνον πολλών Βουλγάρων κομιτατζήδων, του ιερέως και τον
τραυματισμόν του Έλληνος Β. Κελαϊδή» [σκριπ,
11/3/1905, σ. 3].
Στις 22 Μαΐου 1907 πραγματοποιήθηκε
επίθεση του σώματος του ανθυπολοχαγού του πεζικού Γρηγόρη Φαληρέα (καπετάν
Ζάκα) και πυρπόληση του σχισματικού χωριού Μαγγίλα [Αρχείο
Βάρδα, φ. 6]. Με την ημερομηνία αυτή συμφωνεί ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος
[Βακαλόπουλος Β, 288], αλλά διαφωνούν οι συντάκτες της ιστορίας του στρατού, οι
οποίοι προτείνουν την 27η Απριλίου [ΔΙΣ, 247].
Την 1η Ιουνίου 1907 το ελληνικό
προξενείο Μοναστηρίου ενημερώνει σχετικά το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα,
πως ο αρχηγός Ζάκας ανέφερε «ότι προσήλθον τη ενεργεία του» στην
ορθοδοξία διάφορα χωριά της Καστοριάς, μεταξύ των οποίων ήταν και το
χωριό Μογγίλα [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 354, 1.6.1907].
Υπόμνημα ΔΣΕ 1947
«Χωριό Περιβόλια. Βασανίστηκαν δέκα
δημοκράτες οι: Κ. Μπρούσκας, Δ. Νέτσκος από χωροφύλακες, Γλυκερία Νέτσκου από
οπλισμένους μοναρχοφασίστες, καθώς και Μαρία Παντάδη και Μαρία Παπακωνσταντίνου
από οπλιμένους μπράβους του μοναρχοφασισμού, Βαΐτσα Μπρούσκου από την αστυνομία
Άργους, Α. Καλογιάννης, Α. Παπακωνσταντίνου, Π. Παντάδης από τον ανθυπομοίραρχο
Άργους, Χρίσταινα Κλιάπου ογδόντα χρονών γυναίκα, από μοναρχοφασίστες.
Φυλακίστηκαν δεκαπέντε από αυτούς, οι δέκα αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι, οι υπόλοιποι
πέντε ήτοι: Ε. Ζαφειριάδης, Α. Κοτσιόπουλος , Λ. Παπακωνσταντίνου, Π. Παντάδης
είναι υπόδικοι και ο Σ. Νικολόπουλος εξορίστηκε στα ξερονήσια του θανάτου.
Έγιναν τρεις έρευνες και δυο φορές πλιατσικολογήθηκε το χωριό . Την πρώτη φορά
πήραν δέκα βελέντζες, κοστούμια, ρούχα, κάλτσες, 500 οκάδες γέννημα κλπ. Τη
δεύτερη φορά άρπαξαν γιδοπρόβατα από τους: Α. Σαρρή, Ε. Χαρούμενο, Η. Νίτσον
και Κ. Ξάνθην. Κούρεψαν ογδόντα πρόβατα και πήραν το μαλλί τους μαζί με το
νοικοκυριό του τσοπάνη Χαρούμενου. Στις 9.11.46 απόσπασμα χωροφυλακής μπλόκαρε
το χωριό κι έκανε έρευνα σε όλα τα σπίτια. Άρπαξαν ότι εύρισκαν μπροστά τους
(φακούς, ξυράφια κλπ.). Τώρα όλοι οι άνδρες καταδιώκονται. Στις 30.12.46
πιάστηκαν οι δημοκρατικοί πολίτες: Χ. Ξάνθης, Β. Σαρρής και Σ. Παντουλάρης. Από
την εμφάνιση των ανταρτών τους έκοψαν τα τρόφιμα της Ούνρα».
Selo Mangila - μέλη του
ΕΛΑΣ
Κατάλογος των μελών του ΕΛΑΣ (Список на
учесниците во ЕЛАС).
Σύνολο 17 άτομα:
Илија Ничовски, Аргир Калојанов, Стерјо
Калојанов, Горѓи Зафировски, Вангел Зафировски, Ставро Ненов, Вангел Ненов,
Танас Ненов, Илија Пандадов, Фоти Пандадов, Глигор Сариевски, Горѓи Сариевски,
Мичо Сариевски, Васил Сариевски, Атанас Сариевски, Ристо Клојадовски, Аристиди
Калојанов.
Selo Mangila - μέλη του
Δημοκρατικού Στρατού
Κατάλογος των μελών του ΔΣΕ (Список на
учесниците во ДАГ).
Σύνολο 31 άτομα:
Илија Ничовски (ταγματάρχης), Аргир
Калојановски (πολιτικός κομισάριος), Вангел
Зафировски (διμοιρίτης), Мичо Зафировски (λοχαγός), Нико
Зафировски (σκοτώθηκε), Аристиди Калојанов, Томе Ксантов, Павле
Шумадовски, Глигор Шумадовски, Клјаповски Мичо (λοχίας), Клјаповски
Коста, Аргир Попконстадинов (πολιτικός κομισάριος), Гликерија Ничевска,
Арети Калојанова, Васил Русовски (σκοτώθηκε), Тодор
Русовски (σκοτώθηκε), Мичо Русовски, Леонида Шкеви, Мичо Неновски,
Вангел Неновски, Аргир Неновски, Паскал Неновски (σκοτώθηκε), Тодор
Пандовски, Горги Пандовски, Павле Пандулатор, Васил Сариевски (πολιτικός
κομισάριος), Атанас Сариевски, Мичо Клјапов, Коста Клјапов, Доне Сариевски,
Доне Клојадовски.
Selo Mangila - φυγάδες
Κατάλογος πολιτικών προσφύγων (Spisok na
politemigranti).
Έφυγαν διωγμένοι από την Ελλάδα στο
τέλος του εμφυλίου πολέμου:
1. Риса Ничовска, στη
Γιουγκοσλαβία.
2. Гликерија Ничовска, στη
Σοβιετική Ένωση.
3. Томе Кантов, στη Σοβιετική
Ένωση.
4. Доне Ничевски, στην
Τσεχοσλοβακία.
5. Лефтерија Ничовска, στην
Τσεχοσλοβακία.
6. Аргир Калајанов, οικογενειακώς
στη Ρουμανία.
7. Аристиди Калојани, στη Σοβιετική
Ένωση.
8. Олга Калојанова, στη Σοβιετική
Ένωση.
9. Мичо Клјаповски, στην Πολωνία.
10. Горги Зафировски, στη
Βουλγαρία.
11. Мичо Лкјаповски, στην
Τσεχοσλοβακία.
12. Павле Шумадов, στη Ρουμανία.
13. Григор Шуманов, στη Ρουμανία.
14. Попкостандинов, στην
Τσεχοσλοβακία.
15. Сариевски Атанас, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
16. Васил Сариевски, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
17. Пандуларов Павле, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
18. Пандовски Илија, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
19. Фоте Пандовски, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
20. Горги Пандовски, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
21. Несов Ставро, οικογενειακώς
στην Τσεχοσλοβακία.
22. Ненов Вангел, οικογενειακώς στη
Γιουγκοσλαβία.
23. Ненова Софија, στη
Γιουγκοσλαβία.
24. Пандазиова Олга, στη
Γιουγκοσλαβία.
25. Русев Панајот, στην Τσεχοσλοβακία.
26. Русева Маре, στην
Τσεχοσλοβακία.
27. Русев Мичо, στην Τσεχοσλοβακία.
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΖΗΚΟΣ, ΚΑΡΤΖΙΟΣ, ΚΑΡΤΖΟΥ, ΚΟΝΤΟΣ,
ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΤΑΔΗΣ, ΣΑΡΡΗΣ, ΣΚΕΥΗΣ.
Μάνιακ / Manjak / Мањак.
Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε ως Μανιάκοι.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αγίας Τριάδος, του
νομού Καστορίας. Χριστιανικό μακεδονόφωνο χωριό, οι κάτοικοι του
οποίου προσχώρησαν στην εξαρχία. Τόσο το 1912, όσο και το 1928, ζούσαν εδώ
περίπου εκατό άτομα. Αρκετοί κάτοικοι προσχώρησαν κατά τον εμφύλιο στην
αριστερή παράταξη και το 1949 αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία και
σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Την περίοδο 1964-1980 ο πληθυσμός του οικισμού
πολλαπλασιάστηκε με την εδώ μετεγκατάσταση πληθυσμού πέντε ελληνόφωνων χωριών
του Γράμμου.
Πηγές
Μανιάκοι Καστορίας:
«Εξ 120 ως έγγιστα χριστιανών οικούμενον» [Σχινάς 1886].
Manjak [Αυστριακός
Χάρτης].
Манякъ / Костурска каза,
126 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Maniak / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 160 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Μανιάκοι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Μανιάκοι:
«Η εκκλησία διαφιλονικηθείσα εκλείσθη τω 1901. Κατελείφθη υπό των Βουλγάρων
κατά το Σύνταγμα» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Μανιάκοι Καστορίας:
«120 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Μανιάκοι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μανιάκοι Καστορίας,
113 άτομα (68 άρρενες και 45 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μανιάκοι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζελήνης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Манњак, 10 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Μανιάκοι Καστορίας,
87 άτομα (48 άρρενες και 39 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Μανιάκοι Καστορίας,
112 άτομα (52 άρρενες και 60 θήλεις). Υπήρχαν δύο πρόσφυγες (ένας άντρας και
μία γυναίκα) πού ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 94 και ετεροδημότες 18
[Απογραφή 1928].
Μανιάκοι Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 153 (82 άρρενες και 71 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 30
[Γρηγορίου].
Мањак: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων τόσο το 1912, όσο και το 1940 [Симовски].
Μανιάκοι,
156 κάτοικοι, εκ των οποίων 146 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 27. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 9. Ευρίσκονται εις φυλακή
δυνάμει ενταλμάτων 9. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 9 [Στατιστική
1945].
Μανιάκοι Καστορίας:
285 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 148, 1971: 833, 1981: 2.745, 1991:
2.229, 2001: 2.619.
Ο πολλαπλασιασμός του πληθυσμού του
οικισμού, οφείλεται στην εδώ μετεγκατάσταση κατοίκων από τα χωριά Ζούζουλη, Πευκόφυτο, Κοτύλη, Κυψέλη και
Χρυσή μεταξύ των ετών 1964-1980 [Νατσούλης].
Υψόμετρο 670 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Selo Manjak - κάτοικοι 1940
Σύνολο 149 κάτοικοι. Κατάλογος των
ονομάτων των αρχηγών των 26 οικογενειών που ζούσαν στο χωριό το 1940, τον
αριθμό των μελών κάθε οικογένειας και που βρέθηκαν αυτά μεταπολεμικά:
Типовски Глигор, έξι άτομα, πέντε
παρέμειναν στο χωριό.
Ситковски Танас, τρία άτομα,
παρέμειναν όλα στο χωριό.
Ситковски Димитар, οκτώ άτομα, έξι
παρέμειναν στο χωριό.
Јанаков Андон, τρία άτομα,
μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
Маљов Христо, έξι άτομα, τέσσερα
παρέμειναν στο χωριό.
Коцевски Диме, τέσσερα άτομα,
παρέμειναν στο χωριό.
Јанаков Ахил, έξι άτομα, παρέμειναν
όλα στο χωριό.
Димитровσκι Аргир, πέντε
άτομα, παρέμειναν όλα στο χωριό.
Типов Ставро, έξι άτομα, παρέμειναν
όλα στο χωριό.
Попхристов Ристо, έξι άτομα, πολιτικοί
πρόσφυγες στην πόλη των Σκοπίων.
Коцовски Леонида, επτά άτομα,
πολιτικοί πρόσφυγες στην πόλη των Σκοπίων.
Јанаков Паскал, οκτώ άτομα,
πολιτικοί πρόσφυγες στην πόλη των Σκοπίων.
Јанаков Васил, έξι άτομα, πολιτικοί
πρόσφυγες στην πόλη των Σκοπίων.
Ηаумов Циле, οκτώ άτομα, παρέμειναν
όλα στο χωριό.
Коцевски Коста, έξι άτομα, πέντε
παρέμειναν στο χωριό.
Јанаков Манол, τέσσερα άτομα,
μετανάστευσαν στην Αυστραλία.
Стергиел Танас, επτά άτομα,
παρέμειναν όλα στο χωριό.
Стергиев Ѓорги, πέντε άτομα,
παρέμειναν όλα στο χωριό.
Цапата Андреја, οκτώ άτομα,
πολιτικοί πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία.
Влахов Пандо, πέντε άτομα, τέσσερα
παρέμειναν στο χωριό.
Цапата Ламбро, έξι άτομα,
παρέμειναν όλα στο χωριό.
Влахов Васил, τέσσερα άτομα, δύο
παρέμειναν στο χωριό.
Петрова Султа, τέσσερα άτομα,
παρέμειναν όλα στο χωριό.
Полоков Васил, πέντε άτομα,
παρέμειναν όλα στο χωριό.
Ралев Тимјо, έξι άτομα, πολιτικοί
πρόσφυγες στην πόλη των Σκοπίων.
Зумбов Васил, έξι άτομα, παρέμειναν
όλα στο χωριό.
Selo Manjak - φυλακισμένοι περιόδου
1945-1952
Типов Ристо (1945-1950), Кочовски Коста
(1945-1947), Димитров Аргир (1945), Зумбов Таки (1946-1955), Зумбов Кочо
(1945-1950), Типов Лефтер (1945-1950), Попхристов Ристо (1945-1950), Наумов
Васил (1945-1950), Стергиев Танас (1945-1952), Влахов Глигор (1945-1951),
Влахова Елпида (1945-1950), Цапата Андреја (1945), Кицов Димитар (1945), Кицов
Тодор (1947), Ламбров Панајот (1947), Ѓоргадиев Мино (1947), Сирчов Насо
(1947), Ралев Сотир (1947), Кичов Панајот (1947), Ралева Теодота(1947), Ралева
Алекцандра (1947), Коцова Василка (1947), Јанакова Александра (1947), Цапа
Елпиники (1947), Стергиева Харикла (1947), Ралева Јордана (1947), Јанакиева
Елена (1947), Јанакиева Лефтера (1947), Јанакиева Дафина (1947), Јанакиева Софа
(1947), Наумова Василца (1947).
Selo Manjak - μέλη του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ
Влахов Васил, οπλίτης του ΕΛΑΣ και του
ΔΣΕ, πέθανε.
Ралев Тимјо, οπλίτης του ΕΛΑΣ και
ταγματάρχης του ΔΣΕ, πολιτικός πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία.
Ралев Сотир, οπλίτης του ΔΣΕ, πολιτικός
πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία.
Ралев Танас, οπλίτης του ΕΛΑΣ, της
Ταξιαρχία του Αιγαίου και του ΔΣΕ, πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Ралева Александра, οπλίτης του ΔΣΕ,
σκοτώθηκε.
Ралева Теодота, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Цапата Бангел, οπλίτης του ΕΛΑΣ και
λοχαγός του ΔΣΕ, πολιτικός πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία.
Цапата Паскал, οπλίτης του ΕΛΑΣ και του
ΔΣΕ, πολιτικός πρόσφυγας στη Γιουγκοσλαβία.
Цапата Апостол, οπλίτης του ΕΛΑΣ,
σκοτώθηκε.
Кицов Вангел, οπλίτης του ΕΛΑΣ και
λοχαγός ΔΣΕ, πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Кицов Панајот, οπλίτης του ΔΣΕ,
σκοτώθηκε.
Кицов Никола, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Кицов Васил, οπλίτης του ΕΛΑΣ,
πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Скрипов Димитар, οπλίτης του ΕΛΑΣ,
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Мељу Христос, οπλίτης του ΕΛΑΣ,
παρέμεινε στην Ελλάδα.
Јанаков Трендафил, οπλίτης του ΔΣΕ,
σκοτώθηκε.
Јанаков Христо, οπλίτης του ΔΣΕ,
σκοτώθηκε.
Јанаков В. Христо, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Јристов Димитар, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Зумбова Ксандипа, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Влахова Лефтера, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Георгиадова Галата, οπλίτης του
ΔΣΕ, πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Георгиадов Лука, οπλίτης του ΔΣΕ,
πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Μόκρενι / Mokreni / Мокрени.
Μετονομάστηκε Βαρικό και
στη συνέχεια Βαρικόν. Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται
ως Βαρικό. Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός της
κοινότητας Βαρικού, του νομού Φλωρίνης. Μεγάλο
μακεδονόφωνο χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου προσχώρησαν στην
εξαρχία. Το Μόκρενι πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Ίλιντεν το 1903.
Προχωρώντας σε αντίποινα οι Οθωμανοί έκαψαν το χωριό και σκότωσαν περίπου 100
κατοίκους του. Τυπικά το χωριό ζήτησε να επιστρέψει στο πατριαρχείο,
εξαναγκασμένο από την τρομοκρατία των ελληνικών σωμάτων, αλλά μετά το σύνταγμα
των Νεοτούρκων του 1908, δήλωσε πως παραμένει εξαρχικό. Τόσο το 1912, όσο και
το 1928, ζούσαν εδώ περίπου 900 άτομα. Κατά το μεσοπόλεμο κάποιες οικογένειες
μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Οι αρχές ασφαλείας θεωρούσαν την πλειοψηφία του
πληθυσμού, ανθελληνικών και ρευστών φρονημάτων. Μεταξύ 1940-1949 σκοτώθηκαν 83
κάτοικοί του. Στο τέλος του εμφυλίου περισσότερα από 200 άτομα κατέφυγαν ως
πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης.
Πηγές
Mokrina,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 900 [Synvet 1878].
Μόκρενη Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 800 χριστιανών και έχον εκκλησίαν, σχολείον αρρένων,
4 χάνια χωρούντα 120 κτήνη, 2 βρύσεις, ρεύμα αφ' ου υδρεύεται, αμπέλους και
τέλος διαυγή ύδατα, δι' ων διατηρούνται κήποι και τα οποία καταρδεύοντα τας
εκτάσεις του καθιστώσιν αυτάς λίαν ευφόρους εις δημητριακούς» [Σχινάς
1886].
Mokreni [Αυστριακός
Χάρτης].
Мокрени / Костурска каза,
1.180 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Μόκραινα:
«Πυρπολήθηκε στο Ίλιντεν. Επέστρεψε στο πατριαρχείο για να ξαναφύγει μετά τη
νεοτουρκική επανάσταση» [Πετσίβας].
Mokreni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 1.464 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με δύο δασκάλους και 153 μαθητές [Brancoff 1905].
Μόκραινα,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά.
Αποσκίρτησε εξ ολοκλήρου [Έγγραφο 4278].
Μοκραίνη Καστορίας:
«1.200 ορθόδοξοι Έλληνες, οίτινες μετά το Σύνταγμα υπέκυψαν εκ νέου εις το
σχίσμα» [Χαλκιόπουλος 1910].
Μόκρενα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μόκραινη Καστορίας,
764 άτομα (409 άρρενες και 355 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Мокрени,
200 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Μόκραινη Καστορίας,
735 άτομα (327 άρρενες και 408 θήλεις) - 169 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν δεκαπέντε περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Μοκραίνης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Βαρικού και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Μόκραινα εις Βαρικό»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Βαρυκό (Μόκραινη) Καστορίας,
924 άτομα (463 άρρενες και 461 θήλεις). Υπήρχαν 6 πρόσφυγες (οι 5 άρρενες) πού
ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 884, ετεροδημότες 38 και αλλοδαποί δύο.
Επίσης 13 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Μόκραινα (Βαρικό), υπήρχαν 195 ξενόφωνες
οικογένειες [Στατιστική 1932].
Βαρικόν Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.133 (573 άρρενες και 560 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός
1.137 [Απογραφή 1940].
Мокрени:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912, όσο και το 1940 [Симовски].
Βαρικόν,
690 κάτοικοι, όλοι σλαυόφωνοι. Υπήρχαν 200 άτομα μη ελληνικής συνείδησης, 400
ρευστής και 90 ελληνικής [Στατιστική 1945].
Το 1944 είχαν εξοπλιστεί από την Οχράνα
179 κάτοικοι του χωριού. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, εντάχθηκαν στις
τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού 113 άτομα από το χωριό. Μεταξύ 1940 και 1949
σκοτώθηκαν 83 κάτοικοι. Στο τέλος του εμφυλίου, 209 άτομα από εδώ κατέφυγαν ως
πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης [Selo Mokreni].
Βαρικόν Φλωρίνης:
798 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 863, 1971: 799, 1981: 811, 1991: 809,
2001: 698.
Υψόμετρο 770 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
1903-1908
Πολλοί κάτοικοι του χωριού ήταν
οργανωμένοι στο αυτονομιστικό κίνημα πριν ξεσπάσει η επανάσταση του Ίλιντεν.
Διασώζονται τα ονόματα των: Геле Гелев, Динчи Тасев, Дине Ташов, Аргир
Колјанов, Ване Козаров, Гјорги Попстерјо, Тоди Михалин, Динчи Јотов, Туши
Горгјев, Стаси Сиин, Мити Јотов, Ташо Тасев, Гјорги Тасев, Христо Матин, Гели
Мегов, Кузе Дончев, Гјорги Пасков, Стефо Мишов, Наки Андреов, Дине Андреов,
Гјорги Тегов, Ване Киров, Нино Колишанов, Петро Терзиов, Тани Качев, Алеко
Тушев, Аргир Начов, Димитар Митков, Коле Кондев, Коле Богданов, Ташула Ничов,
Накин Видин, Гели Грчев, Насе Грчев, Коста Ташов, Аргир Гаштов, Таси Тодев,
Мити Стојанов, Гјотги Костов, Вани Јотов, Доне Нашов, Гјорги Поп Данаилов, Мито
Стојанаков, Таси Ицков, Христо Ицков, Коле Ников, Христо Нанов, Таси
Нанов [Selo Mokreni].
Σύμφωνα με πληροφορία που καταγράφει ο
Ίων Δραγούμης: «Τη 22α Ιουλίου ο βοεβόδας Κόλης εκ Μοκραίνης μετά 200
οπαδών, έδωκε το σύνθημα της επαναστάσεως εις τα πέριξ της Κλεισούρας μέρη,
στήσας ερυθράν σημαίαν εις το λόφον του Προφήτου Ηλιού. Ο εν Κλεισούρα
ολιγάριθμος στρατός μετά του εκ Καστορίας ελθόντος οπλαρχηγού Ευαγγέλη (:
Βαγγέλη Σρεμπενιώτη, μισθοφόρου του Καραβαγγέλη) εξετόπισαν τους
αντάρτας εκ των οχυρωμάτων και έτρεψαν εις φυγήν φονεύσαντες επτά εξ αυτών»
[Δραγούμης, 246].
Ο δάσκαλος Παντελής Οικονόμου γράφει για
τη μάχη αυτή: «Η μάχη διήρκεσεν 4-5 ώρας και εφονεύθησαν επτά κομιτατζήδες
εξ ων δύο από το Κουνούχι (Έλος) ονομαζόμενοι Χρήστος Κουνουφτσής και
Αθανάσιος, δύο εξ άλλων χωρίων και οι εκ Μοκραίνης Γεώργιος Παπαστεργίου,
Μεθόδιος της Μιχάλαινας, Χρήστος Μπέλτσης, Ευάγγελος Τέγου και Κων/νος Τύψες.
Ετραυματίσθησαν δε αρκετοί. Εκ των ανδρών του Βαγγέλη εφονεύθησαν δύο Τούρκοι
στρατιώται και ετραυματίσθη εις» [Οικονόμου, 5].
Στις 16 Αυγούστου 1903, ο οθωμανικός
στρατός λεηλάτησε το χωριό και στη συνέχεια το έκαψε. Έσφαξε εκατό χωρικούς που
έτρεξαν να σωθούν στα χωράφια [Βακαλόπουλος Α, 210].
Την επίθεση εναντίον του χωριού
περιγράφει το 1953 ο Οικονόμου, σύμφωνα με μαρτυρίες γερόντων που ως νέοι
έζησαν τα γεγονότα: «Ο τουρκικός στρατός επυρπόλησε την Μόκραινη (Βαρικό)
την 14-15 Αυγούστου 1903. Προ της πυρπολήσεως του χωρίου Τούρκοι μπασιμπουζούκοι
κάτοικοι των χωρίων Τσόρι (Γαλάτεια), Καϊλαρίων (Πτολεμαΐς), Ντέμπρετς
(Αναρράχη) και Παληοχώρι (Φούφας) προέβησαν εις γενικήν λεηλασίαν αυτού, οι
κάτοικοι του οποίου τρομοκρατηθέντες κατέφυγον στο Λέχοβον, την Κλεισούραν και
εις την Μονήν της Παναγίας. Οι Τούρκοι εφόνευσαν τον ιερέα Παπαδανιήλ και περί
τα 96 άτομα γέροντας, γραίας και παιδία άτινα εύρον εντός του χωρίου. Από την
ολοκληρωτικήν αυτήν καταστροφήν εσώθη μόνον η εκκλησία και το σχολείον»
[Οικονόμου, 8].
Την ημέρα εκείνη οι βασιβουζούκοι και οι
στρατιώτες έκαψαν 174 σπίτια [Selo Mokreni].
Στις 11 Μαρτίου 1905, κατά το ΣΚΡΙΠ,
ελληνική εξαμελής ομάδα σκότωσε κοντά στο Λέχοβο κάποιους «κομιτατζήδες»,
μεταξύ των οποίων και τον εξαρχικό παπά του χωριού Μούκραινα [ΣΚΡΙΠ,
11.3.1905, σ. 3].
Στις 3 Αυγούστου 1905 ο Βάρδας σημειώνει
στο ημερολόγιό του: «Επιστολή εκ Κλεισούρας λέγει ότι κατά θετικάς
πληροφορίας ο Κόλες Μοκρένης ανεχώρησε διά Βουλγαρίαν. Ότι οι Μοκρενιώται μας
φοβούνται πολύ και αν τιμωρηθώσί τινες ελπίζει να προσέλθωσιν εις την
ορθοδοξίαν» [Βάρδας Α, 185].
Την 1η Σεπτεμβρίου 1905, ο Έξαρχος από
τη Μπελκαμένη γράφει στο Βάρδα πως ο Βλαχογιάννης με 45 άντρες έφτασε στο
Λέχοβο και σκοπεύει «να ενεργήση εις Μόκρεναν» [Βάρδας Α, 213].
Ο ίδιος άνθρωπος πληροφορεί την άλλη
μέρα τον έλληνα αρχηγό, πως «το χωρίον Μόκρενη εγένετο ημέτερον με αγάπην
μεγάλην» [Βάρδας Α, 215].
Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, του προέδρου του
ελληνικού κομιτάτου Δημήτρη Καλαποθάκη, γράφει τότε για τα της «επιστροφής»
του χωριού στο πατριαρχείο: «Εγνώσθη ασφαλώς ταύτην την στιγμήν ενταύθα
σπουδαιότατον γεγονός. Σώμα Ελληνομαμακεδονικόν εξ ογδόντα ανδρών υπό τους
οπλαρχηγούς Βλαχούρην και Θειάφην άρτι συγκροτηθέν εν Μακεδονία μεταβάν το
παρελθόν Σάββατον εις το σχισματικόν χωρίον Μόκρινα, ώραν επέχον του Λεχόβου
συνέλαβε 25 σχισματικούς και τους ωδήγησε πλησίον του όρους Κουρί. Εκείθεν
απέστειλε εις το χωρίον είδησιν, όπως μεταβή αμέσως ο ιερεύς του χωρίου μετά
του Μουχτάρη απειλήσαν ότι άλλως θα φονεύση τους συλληφθέντας. Μετ' ολίγον
μετέβησαν ούτοι και τότε ο καπετάν Βλαχούρης επί μακρόν εκατήχησεν αυτούς
συμβουλεύσας να επιστρέψουν εις την ορθοδοξίαν. Ο ιερεύς και οι συλληφθέντες
ενεθουσιάσθησαν από τον λόγον του Μακεδόνος καπετάνιου, ώστε ωρκίσθησαν να
αποπτύσουν το σχίσμα εις το οποίον προσεχώρησαν αναγκασθέντες υπό του
αιμοχαρούς συγχωριανού των Νικόλα Βοεβόδα. Ο καπετάν Βλαχούρης επί διαβεβαιώσει
των ταύτη τους απέλυσεν. Την επομένην εκλήθη να μεταβή ολόκληρον το σώμα εις το
χωρίον όπου μεταβάν έτυχε θερμοτάτης υποδοχής. Δοξολογία εψάλη εις την
ελληνικήν εκκλησίαν η οποία ηνοίχθη, ενώ πρότερον έμενε κλειστή. Τέλος πάντες
ωρκίσθησαν να εμμείνουν εις την Ορθοδοξίαν. Ο καπετάν Βλαχούρης αφήσας δώδεκα
άνδρας προς φύλαξιν του χωρίου κατά του αιμοχαρούς Νικόλα ανεχώρησε
διευθυνόμενος εις τα χωρία Ζελενίτσι και Αετός όπως επιστρέψη και ταύτα εις την
Ορθοδοξίαν» [ΕΜΠΡΟΣ, 5.9.1903, σ. 3].
Στο ίδιο γεγονός αναφέρεται το ΣΚΡΙΠ, με
καθυστέρηση έντεκα ημερών: «Εις το χωρίον Μόκραιναν αποτελούμενον εκ 200
οικιών και κατοικούμενον εξ ολοκλήρου υπό σχισματικών είχε το θάρρος και μετέβη
ο Βλαχογιάννης μετά του σώματός του εκ 45 παλληκαριών. Παραλαβών δε ισαρίθμους
εκ των φανατικωτέρων σχισματικών έξω του χωρίου, εις τι δάσος, εκατήχησαν
αυτούς προσπαθών να τους μεταπείση όπως επανέλθουν εις την Ορθοδοξίαν. Οι
σχισματικοί πρόκριτοι ωμολόγησαν, ότι υπέστησαν μεγάλας πιέσεις παρά των
Βουλγάρων διά να υποσχεθούν, ότι μετενόησαν ήδη και υπεσχέθησαν να επανακτήσουν
την προτέραν εθνικότητά των αποστέλλοντες την σχετικήν δήλωσιν εις τας αρχάς.
Μετά τινας ημέρας, ιδών ο Βλαχογιάννης, ότι οι Μοκραινίται ημέλουν προς την
υπόσχεσίν των, μη στέλλοντες την αναφοράν, επανήλθεν εις το χωρίον και συλλαβών
18 εκ των ιδίων προκρίτων ηπείλησε δι' αυτών ολόκληρον το χωρίον εάν εντός
ωρισμένης προθεσμίας δεν εκτελέσουν την υπόσχεσίν των. Οι χωρικοί εβεβαίωσαν,
ότι ανυπερθέτως θα πράξουν τούτο, επανερχόμενοι, ως είπον, εις την θρησκείαν
"των πατέρων των"» [ΣΚΡΙΠ, 16.9.1905, σ. 4].
Στο αρχείο του Γιώργου Τσόντου Βάρδα
βρίσκεται ανυπόγραφη επιστολή προς αυτόν, γραμμένη στην Κλεισούρα στις 26
Δεκεμβρίου 1928. Μεταξύ των άλλων διαβάζουμε σε αυτή: «Όταν επέρασε ο κ.
Βλαχογιάννης προς τα κάτω, εγώ του υπέδειξα τα τρία ονόματα αυτά, όπου και μας
διέταξε εμένα τον Ντόγκρα και τον Μπούλακα και είμαστε μαζί τότε, ενώ εγώ τους
πήρα και τους πήγα στη Μόκρενη και συνέλαβον τους τρεις, Σαμαρά, Μίτσα και Παπά
Στέργιο και ήθελαν να συλλάβουν και άλλους. Αυτοί, Ντόγκρας και Μπούλακας,
κοίταζαν να μαλώνουν διά τα λάφυρα και πλιάτσικα και ο Μπούλακας ενεργούσε και
τα γυναικόπαιδα και ήθελαν να σκοτωθούν εντός του χωρίου και αν πάλι εγώ δεν
επενέβαινα θα ήταν σκοτωμένοι ο Ντόγκρας και ο αισχρότερος ο Μπούλακας»
[Αρχείο Βάρδα, φ. 6].
Στη σφαγή του Μπούλακα αναφέρεται και ο
Οικονόμου: «Το εσπέρας της 6ης προς 7ην Οκτωβρίου 1905 κατόπιν εγγράφου
εντολής της Επιτροπής Κλεισούρας, ο αρχηγός Ιωάννης Μπούλακας, ευρισκόμενος εν
Λεχόβω, ευθύς ως έλαβε το έγγραφον, μετέβη εις το Βαρικόν με οδηγόν τον εκ του
χωρίου τούτου καταγόμενον αγροφύλακα Τύπτσεν Ίτσκου, συνεργάτην των ανταρτών
και συνέλαβε τους 1) Κώσταν Παπαστεργίου, 2) Φώτην Ντούγιο και 3) Σταύρον
Σαμαράν τους οποίου ωδήγησεν εις το Β. Δ. ύψωμα του Λεχόβου όπου και τους
εξετέλεσε. Κατά την σύλληψιν όμως οι άνδρες του Μπούλακα προέβησαν εις
λεηλασίαν των οικιών των συλληφθέντων» [Οικονόμου, 9].
Τα της σφαγής και της λεηλασίας, έγιναν
γνωστά στο Βάρδα στις 18 Οκτωβρίου 1905: «ο Μπούλακας εν Μοκρένη δεν ηρκέσθη
εις τον φόνον 4 φανατικών, αλλ' επλιατσικολόγησεν ως μανιακός» [Βάρδας Α,
263].
Για τον Μπούλακα, ο Βάρδας είχε
πληροφορηθεί από τις 20 Σεπτεμβρίου, πως ο αρχηγός Βέργας «είναι εις άκρον
δυσαρεστημένος εναντίον ου, και παρεκάλεσε να μην αναγνωρίσωσι το σώμα του,
διότι η διαγωγή του υπήρξεν ακατανόμαστος εφ' όσον ήτο μαζί του και διότι έχει
τάσεις πλιατσικολογικάς, φερόμενος μετά σκληρότητος προς πάντας τους χωρικούς
άνευ διακρίσεως» [Βάρδας Α, 231].
Маврово / Костурско: 178 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Mavrovo: «Μία κωμόπολη με
εκατόν πενήντα σπίτια, όπου κάθε χρόνο (στις 25 Σεπτεμβρίου) γίνεται μια
εμποροπανήγυρη, το πανηγύρι του Δόβερου (Doberi). Οι κάτοικοι διηγούνται ότι
αυτή η μάζωξη, που γινόταν άλλοτε στην Κοσμόπολη (Cosmopolis), μεταφέρθηκε στην
κοιλάδα της Καστοριάς (Castoria) την εποχή που αυτή η πόλη καθιερώθηκε σαν
εκκλησιαστική μητρόπολη, κι επομένως σύμφωνα μ' αυτή την πληροφορία η χρονολογία
της μεταφοράς του πανηγυριού δεν μπορεί να τοποθετηθεί νωρίτερα από τον ένατο
αιώνα» [Pouqueville 1826].
Mavrovon,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.200 [Synvet 1878].
Μαύροβον Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 600 χριστιανών και 700 οθωμανών και έχον εκκλησίαν, 2
σχολεία αρρένων, ων το 1 οθωμανικόν και 5 χάνια» [Σχινάς 1886].
Mavrovo [Αυστριακός
Χάρτης].
Маврово / Костурска каза,
325 χριστιανοί Βούλγαροι, 230 χριστιανοί Έλληνες και 450 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Mavrovon,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Mavrovo / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 960 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με δύο δασκάλους και 50 μαθητές [Brancoff 1905].
Μαύροβον,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Μαύροβον Καστορίας:
«1.200 ορθόδοξοι Έλληνες και 800 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Μαύροβον καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Μαύροβον Καστορίας,
854 άτομα (446 άρρενες και 408 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μαύροβον Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Κρεπενή [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Маврово, 100 σπίτια
χριστιανών Σλάβων, 12 εξελληνισμένων και Ελλήνων και 120 σπίτια Τούρκων
[Милојевић 1920].
Μαύροβον Καστορίας,
1.062 άτομα (520 άρρενες και 542 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Μαυροχώρι (Μαύροβον) γραφείου
Καστορίας, έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926
εγκαταστάθηκαν 72 προσφυγικές οικογένειες (320 άτομα) [ΕΑΠ].
Μαύροβον,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 45 οικογένειες μουσουλμάνων
(450 άτομα) και ήρθαν 75 οικογένειες προσφύγων: 55 από τη Μικρά Ασία, 19 από
τον Πόντο και μία από αλλού [Πελαγίδης].
«Η κοινότης Μαυρόβου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Μαυροχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Μαύροβον εις Μαυροχώρι»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Μαυροχώρι (Μαύροβον) Καστορίας,
1.065 άτομα (528 άρρενες και 537 θήλεις). Υπήρχαν 287 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά
το 1922 (132 άρρενες και 155 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 1.009, ετεροδημότες 48
και αλλοδαποί 8. Επίσης 78 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Μαύροβον (Μαυροχώρι),
υπήρχαν 15 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Μαυροχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.272 (649 άρρενες και 623 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός
1.289 [Απογραφή 1940].
Маврово: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων, χριστιανών Ελλήνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων, γηγενών χριστιανών Ελλήνων και χριστιανών προσφύγων το
1940 [Симовски].
Μαυροχώρι,
1.305 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Μαυροχώριον Καστορίας:
1.177 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Μαρκόβιανι Καστορίας:
«Χωρίου 40 κατοίκους χριστιανούς έχοντος» [Σχινάς 1886].
Markoveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Марковени / Костурска каза,
194 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Μαρκόβιανη: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ομιλούν την μακεδονικήν
γλώσσα. Έχει διορισθεί Έλλην διδάσκαλος. Ουδείς κίνδυνος. Υπάρχουν 19
οθωμανικαί οικογένειαι και 7 ελληνικαί οικογένειαι (64 ψυχαί) [Αρχείο
Βάρδα / Καστανοχώρια].
Μαρκόβιανι Καστορίας:
«140 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Μαρκόβιανι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μαρκόβιανη Καστορίας,
178 άτομα (94 άρρενες και 84 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μαρκόβιανα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Χρούπιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Марковени,
7 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 14 Τούρκων [Милојевић 1920].
Μακρόβιανη Καστορίας,
119 άτομα (55 άρρενες και 64 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Μαρκόβιανη γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 11
προσφυγικές οικογένειες (51 άτομα) [ΕΑΠ].
Μαρκόβιανη,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 15 οικογένειες μουσουλμάνων (120 άτομα) και
ήρθαν 11 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Μαρκόβιανη της
κοινότητος Αμμουδάρας (πρώην Πισιάκων) μετονομάζεται εις Μαρκοχώρι»
[ΦΕΚ 179 / 30.8.1927].
Μαρκοχώρι (Μαρκόβιανη) Καστορίας,
135 άτομα (74 άρρενες και 61 θήλεις). Υπήρχαν 59 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (32 άρρενες και 27 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 120 και ετεροδημότες 15
[Απογραφή 1928].
Μαρκοχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 195 (94 άρρενες και 101 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 32
[Γρηγορίου].
Марковени:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Μαρκοχώρι,
181 κάτοικοι, εκ των οποίων 90 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Αμπελοχώριον (Μαρκοχώριον) Καστορίας:
183 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Μάρτσιστα Καστορίας:
120 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Марчища/ Анаселишка каза,
350 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Martchichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 50 Έλληνες [Brancoff 1905].
Μάρτσιστα: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Σχισματικόν
και κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Εάν αφεθούν έως σήμερον θα
ενισχυθούν οι Βούλγαροι. Υπάρχουν 5 βουλγαρικαί οικογένειαι (32 ψυχαί) [Αρχείο
Βάρδα / Καστανοχώρια].
Μάρτσιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μάρτσιστα και Μαγγίλα Καστορίας,
130 άτομα (73 άρρενες και 57 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μαρτσίστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Οσνίτσανης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Μαρτσίστα Καστορίας,
30 άτομα (16 άρρενες και 14 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 17 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Μάρτσιστα της
κοινότητος Οσνίτσανης μετονομάζεται εις Κάτω
Περιβόλι» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Κάτω Περιβόλι (Μαρτσίστα) Καστορίας,
37 άτομα (16 άρρενες και 21 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Και οι 37 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Μαρτσίστα (Κάτω Περιβόλι),
υπήρχαν 5 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν. Ο άρρην πληθυσμός γνωρίζει ή ομιλεί και την ελληνικήν
[Στατιστική 1932].
Κάτω Περιβόλιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 43 (18 άρρενες και 25 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Марчиста:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Καστανόφυτον, Άνω Περιβόλι και Κάτω
Περιβόλι: 482 κάτοικοι, εκ των οποίων 241 ήταν σλαυόφωνοι
[Στατιστική 1945].
Μιροσλάβιτσα Καστορίας:
«χωρίον έχοντος 20 οικογενείας τουρκαλβανικάς» [Σχινάς 1886].
Miroslavci [Αυστριακός
Χάρτης].
Мирославци (Мирославъ) / Костурска каза,
230 μουσουλμάνοι Αλβανοί [Кънчов 1900].
Μιροσλάβιτσα Καστορίας:
«150 μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Μιροσλάβιτσα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μιροσλάβιστα Καστορίας,
45 άτομα (25 άρρενες και 20 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μιροσλάβιστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σλάτινας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Μυροσλάβιστα Καστορίας,
87 άτομα (45 άρρενες και 42 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Μυροσλάβιστα,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 15 οικογένειες μουσουλμάνων (35 άτομα)
[Πελαγίδης].
«Η κοινότης Μυροσλάβιτσα της
κοινότητος Κοτύλης, μετονομάζεται εις Μυροβλήτης»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Μυροβλήτης (Μυροσλάβιστα) Καστορίας,
92 άτομα (58 άρρενες και 43 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 82 και ετεροδημότες 10 [Απογραφή 1928].
Μυροσλάβιστα (Μυροβλήτης), υπήρχαν
21 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων [Στατιστική
1932].
Μυλοβλίτης Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 194 (92 άρρενες και 102 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Мирославица (Мирославци):
Οικισμός μουσουλμάνων Αλβανών το 1912. Οικισμός βοσκών Βλάχων το 1940
[Симовски].
Μυροβλήτη,
74 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Бабишор / Костурско: 87 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Bambour, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 720 [Synvet 1878].
Παψόρι Καστορίας:
«Χωρίου έχοντος 1.000 χριστιανούς, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων, 2 χάνια και
κρήνας» [Σχινάς 1886].
Babšor [Αυστριακός
Χάρτης].
Бабчоръ / Костурска каза,
1.080 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Batsor, λειτουργία
πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Μπαψώρη: «Εξαρχικό χωριό,
αν και το 1902 οι 70 από τις 177 οικογένειες ήταν πατριαρχικές» [Γούναρης].
Babtchor / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 1.360 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 53 μαθητές [Brancoff 1905].
Βαψώρ, εξαρχικό χωριό προ
του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Παπσόρι Καστορίας:
«458 ορθόδοξοι Έλληνες, τω 1903 υποκύψαντες εις την βουλγαρικήν βίαν και 550
σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Μπαψόρι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Βαψώρι Πρεσπών,
1.216 άτομα (618 άρρενες και 598 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Βαψώρι Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Καλύβια Βίτσου [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Бабчор, 300 σπίτια
χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Βαψώρι Καστορίας,
959 άτομα (402 άρρενες και 557 θήλεις) - 215 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν έντεκα περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Βαψώρι Καστορίας,
844 άτομα (377 άρρενες και 467 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας πού να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 839 και 5 ετεροδημότες. Επίσης 54 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Βαψώρι, υπήρχαν 180
ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 178 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Βαψώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 854 (380 άρρενες και 474 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 918
[Απογραφή 1940].
Бабчор: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Βαψώριον,
820 κάτοικοι, εκ των οποίων 810 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 200. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 4. Ευρίσκονται εις τας
οικίας των ανενόχλητοι 196. Παρατηρήσεις: Έφυγαν οι 4 με Γκότσεφ [Στατιστική
1945].
Βαψώριον Καστορίας:
έρημο. Διά διατάγματος της 20.9.55 μετωνομάσθη "Ποιμενικόν"
(ΦΕΚ 278, τ. Α΄ 1955) [Απογραφή 1951].
Belacrkva (Asprokilia) [Αυστριακός
Χάρτης].
Ασπροκλησιά Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 300 χριστιανούς, εκκλησίαν και βρύσεις» [Σχινάς 1886].
Бѣла Църква /
Анаселишка каза,
210 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Ασπροκλησιά: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ουδείς κίνδυνος σήμερον. Υπάρχουν
36 ελληνικαί οικογένειαι (262 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου
με ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Asproklisia,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Bela Tzerkva / Caza de Nasselitsh,
χριστιανικός πληθυσμός: 240 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Ασπροκκλησιά καζά Ανασελίτσας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ασπροκκλησιά Καστορίας,
257 άτομα (122 άρρενες και 135 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ασπροκκλησιά Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Σκράπαρη (Σιδάπαρη) [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Бела Црква,
35 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 4 εξελληνισμένων Σλάβων [Милојевић 1920].
Ασπροκκλησιά Καστορίας,
257 άτομα (108 άρρενες και 149 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ασπροκλησιά Καστορίας,
273 άτομα (117 άρρενες και 156 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 267 και ετεροδημότες 6 [Απογραφή 1928].
Ασπροκκλησιά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 410 (198 άρρενες και 212 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 66
[Γρηγορίου].
Бела Црква:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Ασπροκκλησιά,
410 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Ασπροκκλησιά Καστορίας:
360 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Vlatci, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Βλάτσα ή Βουλγαροβλάτιον Καστορίας:
650 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Blaca (Bulas) [Αυστριακός
Χάρτης].
Блаца Бугарско/ Костурска каза,
555 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Blatsa, λειτουργία εξαρχικού
σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Βουλγαρομπλάτση:
«Αν και το χωριό παρέμεινε εξαρχικό σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα
φαίνεται ότι πριν το 1903 οι πατριαρχικές οικογένειες αποτελούσαν το 1/3 του
πληθυσμού (30 έναντι 50 εξαρχικών), ενώ το 1902 μαρτυρείται μόνον μία»
[Γούναρης].
Bulgarsko Blatza / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 760 εξαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 46 μαθητές [Brancoff
1905].
Βουλγαροβλάτσι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Μπλάτσι (βουλγαρικόν) Καστορίας:
«650 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Βουλγαρμπλάτσι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μπλάτση Καστορίας,
424 άτομα (216 άρρενες και 208 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μπλάτση Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Блаца, 55 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Μπλάτση Καστορίας,
264 άτομα (96 άρρενες και 168 θήλεις) - 61 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 22 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Μικρό Βλάτσι γραφείου Καστορίας:
Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκε μία προσφυγική οικογένεια (6 άτομα) [ΕΑΠ].
«Η κοινότης Μπλάτσης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Οξυών και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Μπλάτση εις Οξυές»
[ΦΕΚ 179 / 30.8.1927].
Οξυές (Μπλάτση) Καστορίας,
218 άτομα (104 άρρενες και 114 θήλεις). Υπήρχαν 3 πρόσφυγες (οι δύο άρρενες)
πού ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 209 και ετεροδημότες 9. Επίσης 23
δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Βλάτση (Οξυές),
υπήρχαν 48 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Οξυά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 277 (144 άρρενες και 133 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 291
[Απογραφή 1940].
Блаца: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Οξυά, 265 κάτοικοι, εκ των
οποίων 245 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν αντεθνικώς 39. Ευρίσκονται
εις Σερβία ή Βουλγαρία 3. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 36.
Παρατηρήσεις: Οι τρεις έφυγαν τον Μάιον 1945 [Στατιστική 1945].
Οξυά Καστορίας:
122 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Богачко / Костурско: 180 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Βογατσικόν Καστορίας:
«Κωμόπολις έχουσα 2.000 κατοίκους χριστιανούς, 2 σχολεία αρρένων, σχολείον
θηλέων, κρήνας, χάνια, εκκλησίας και παρεκκλήσιον» [Σχινάς 1886].
Bogacko (Vogacikon) [Αυστριακός
Χάρτης].
Богацко (Богатско) / Костурска каза,
1.750 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Bogacikon,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Bogatsko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 2.250 Έλληνες [Brancoff 1905].
Βογατσκόν Καστορίας:
«2.500 ορθόδοξοι Έλληνες, είναι λίαν επίκαιρος και σημαίνουσα ελληνική
κωμόπολις» [Χαλκιόπουλος 1910].
Βογατσικόν καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Βογατσικόν Καστορίας,
2.693 άτομα (1.518 άρρενες και 1.175 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Βογατσικόν Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Βογατσικόν Καστορίας,
1.701 άτομα (697 άρρενες και 1.004 θήλεις) - 389 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Βογατσικόν Καστορίας,
1.601 άτομα (937 άρρενες και 664 θήλεις). Υπήρχαν 13 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά
το 1922 (9 άρρενες και 4 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 1.587, ετεροδημότες 13 και
ένας αλλοδαπός. Επίσης 311 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Βογατσικόν Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.509 (664 άρρενες και 845 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός
1.774 [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 533
[Γρηγορίου].
Богацко:
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων το 1940
[Симовски].
Βογατσικόν,
1.390 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Βογατσικόν Καστορίας:
1.842 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Bombista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Μπόμπιστα Καστορίας:
«Χωρίον έχον αμπέλους και οικούμενον υπό 550 χριστιανών» [Σχινάς 1886].
Bobišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Бобища / Костурска каза,
684 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Bobista,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Μπόμπιστα:
«Και οι 50 οικογένειες του χωριού βρίσκονταν στο εξαρχικό στρατόπεδο πριν το
1903» [Γούναρης].
Bobichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 840 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 89 μαθητές [Brancoff 1905].
Μπόμπιστα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Μπόμπιστα Καστορίας:
«κατεστραμμένη και ακατοίκητος από της ψευδοπαναστάσεως του 1903»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Μπόμπιστα καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Μπόμπιστα Καστορίας,
243 άτομα (121 άρρενες και 122 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μπόμπιστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζαγοριτσάνης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Бобиште,
40 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Μπόμπιστα Καστορίας,
141 άτομα (48 άρρενες και 93 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 48 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Μποέμιτσα της
κοινότητος Ζαγορίτσανης μετονομάζεται εις Βέργα» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Βέργα Καστορίας,
155 άτομα (68 άρρενες και 87 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 147 και ετεροδημότες 8 [Απογραφή 1928].
Μπόμπιστα (Βέργα),
υπήρχαν 30 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Βέργα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 198 (105 άρρενες και 93 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Бобишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Βέργα, 196 κάτοικοι, όλοι
σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική 1945].
Βέργα Καστορίας:
131 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Бъмбуки / Костурско:
42 οικογένειες, στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Μπομπόκι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 60 κατοίκους χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Bambuk (Bomboki) [Αυστριακός
Χάρτης].
Бъмбъки / Костурска каза,
260 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Bombaki / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 320 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Μπομπόκι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Μπομπόκι Καστορίας:
«250 ορθόδοξοι Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Μπομπόκι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μπομπόκι Καστορίας, 228 άτομα (120
άρρενες και 108 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μπόμποκη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Χόλιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Бомбик, 40 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Μπομπόκη Καστορίας,
197 άτομα (90 άρρενες και 107 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν πέντε περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Μπομπόκη της κοινότητος
Μελισσοτόπου μετονομάζεται εις Μακροχώρι» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Σταυροπόταμος, πρώην Μακροχώρι
(Μπομπόκι) Καστορίας, 220 άτομα (98 άρρενες και 122 θήλεις).
Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 219 και
ένας ετεροδημότης [Απογραφή 1928].
Μπομπόκι (Μακροχώρι),
υπήρχαν 40 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Σταυροπόταμος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 295 (146 άρρενες και 149 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 96
[Γρηγορίου].
Б'мбоки (Бомбоки):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Μελισσότοπος και Σταυροπόταμος,
723 κάτοικοι, εκ των οποίων 700 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική
1945].
Σταυροπόταμος Καστορίας:
125 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Burbusko (Borbotsko) [Αυστριακός
Χάρτης].
Βουρβουσκός Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 1.400 χριστιανών και έχον εκκλησίαν, σχολείον
αρρένων, κρήνας και χάνια» [Σχινάς 1886].
Борботско (Борбоско) / Костурска каза,
1.200 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Vurvuston,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Borbatsko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 2.000 Έλληνες. Λειτουργία δύο πατριαρχικών σχολείων με
έξι δασκάλους και 150 μαθητές [Brancoff 1905].
Βουρβουσκού Καστορίας:
«1.400 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Βουρβουτσκόν καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Βουρβουτσικόν Καστορίας,
869 άτομα (425 άρρενες και 444 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Βουρβουτσικόν Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Βουρβουτσικόν Καστορίας,
657 άτομα (286 άρρενες και 371 θήλεις) - 172 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Βουρβουτσικού,
μετονομάζεται εις κοινότητα Επταχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Βουρβουτσικόν εις Επταχώρι»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Επταχώριον (Βουρβουτσικόν) Καστορίας,
732 άτομα (335 άρρενες και 397 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 705 και ετεροδημότες 27. Επίσης 86 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Επταχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 947 (450 άρρενες και 497 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 903
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 203
[Γρηγορίου].
Борботско:
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Επταχώρι,
900 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Επταχώριον Καστορίας:
595 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Брешами / Костурско: 45 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Brestani,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Μπρέστιανι Καστορίας:
«Έχει 40 οικογενείας οθωμανικάς και χριστιανικάς εξ ημισείας, τέμενος,
εκκλησίαν και 2 βρύσεις. Παράγει δημητριακούς, χόρτον και οίνον» [Σχινάς
1886].
Breščeni [Αυστριακός
Χάρτης].
Брешчени / Костурска каза,
180 χριστιανοί Βούλγαροι και 125 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Brechiani / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 120 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Μπρέστανι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Πρέστανη: Ελληνικόν
χωρίον κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Εξαρτάται από τους οθωμανούς
χωρικούς. Υπάρχουν 15 ελληνικαί οικογένειαι (142 ψυχαί) και 3 βουλγαρικαί (16
ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με ένα διδάσκαλο [Αρχείο
Βάρδα / Καστανοχώρια].
Πρέστανι καζά
Καστορίας, μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Μπρέστενη Καστορίας,
317 άτομα (172 άρρενες και 145 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Μπρέστενη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζελεγκόσδης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Брешћани,
28 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 27 Τούρκων [Милојевић 1920].
Μπρέστενη Καστορίας,
312 άτομα (149 άρρενες και 163 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Μπρέστενη γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 39
προσφυγικές οικογένειες (143 άτομα) [ΕΑΠ].
Μπρέστανη,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 40 οικογένειες μουσουλμάνων
(200 άτομα) και ήρθαν 38 οικογένειες προσφύγων: 2 από τη Θράκη, 8 από τη Μικρά
Ασία, 5 από τον Πόντο, 22 από τον Καύκασο και μία από αλλού [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Ο συνοικισμός Μπρέστανη της
κοινότητος Ζελιγκόσδης (Πεντάβρυσου) μετονομάζεται εις Κρύα
Νερά» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Αυγή, πρώην Κρύα Νερά (Μπρέστενη)
Καστορίας, 265 άτομα (127 άρρενες και 138 θήλεις). Υπήρχαν 95
πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (45 άρρενες και 50 θήλεις). Ομοδημότες ήταν
259 και ετεροδημότες 6 [Απογραφή 1928].
Μπρέστανη (Κρύα Νερά),
υπήρχαν 22 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν. Ο άρρην πληθυσμός γνωρίζει ή ομιλεί και την ελληνικήν
[Στατιστική 1932].
Αυγή Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 433 (216 άρρενες και 217 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 445
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 69
[Γρηγορίου].
Брештени (Брешчени):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και προσφύγων Μικρασιατών το 1940 [Симовски].
Αυγή, 416 κάτοικοι, εκ των
οποίων 208 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή. Έδρασαν αντεθνικώς 55.
Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 2. Ευρίσκονται εις φυλακή δυνάμει ενταλμάτων
1. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 43. Ευρίσκονται εις συμμορίας
εγκληματικάς 9 [Στατιστική 1945].
Αυγή Καστορίας:
271 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Несрам / Костурско: 127 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Nestrance:
«Βουλγάρικο κεφαλοχώρι με εκατόν είκοσι εστίες» [Pouqueville 1826].
Nestram, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 1.800 [Synvet 1878].
Νεστράμι Καστορίας:
«Χωρίον διαχωριζόμενον εις δύο συνοικίας άνω και κάτω Νεστράμι, εχούσας
1.800 κατοίκους, εκκλησίας και χάνια» [Σχινάς 1886].
Grn & Dl. Nestram [Αυστριακός
Χάρτης].
Несрамъ (Нестрамъ)
/ Костурска каза, 2.700 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов
1900].
Nestami, λειτουργία
πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Dolno Nestram / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 1.400 εξαρχικοί και 200
πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με δύο δασκάλους και
40 μαθητές & Gorno Nestram / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 1.240 εξαρχικοί και 200
πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με δύο δασκάλους και
73 μαθητές [Brancoff 1905].
Νεστράμι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και μικτό μετά.
Αποσκίρτησαν 30 οικογένειες [Έγγραφο 4278].
Νεστράμι:
«Περιέχει ευαρίθμους οικογενείας βουλγαριζούσας, αίτινες από καιρού εις
καιρόν παρέχουσι τοις ορθοδόξοις πράγματα. Εν Κάτω Νεστραμίω ταράττουσι την
ακολουθίαν και επεμβαίνουσιν εις τον μέχρι τούδε αναμφισβήτητον ναόν των
ορθοδόξων» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Νεστράμι Καστορίας:
«1.800 ορθόδοξοι Έλληνες, είναι κωμόπολις σημαντική και ακμάζουσα»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Νεστράμι Άνω και Κάτω καζά Καστορίας,
χριστιανικοί οικισμοί [Χάρτης Κοντογόνη].
Νεστράμιον Καστορίας,
2.731 άτομα (1.300 άρρενες και 1.431 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Νεστάμιον (Άνω και Κάτω) Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Στένκον [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Несрам, 455 σπίτια
χριστιανών Σλάβων και 10 χριστιανών Βλάχων [Милојевић 1920].
Νεστράμιον (Άνω και Κάτω) Καστορίας,
1.979 άτομα (792 άρρενες και 1.187 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 20 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Νεστραμίου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Αγίου Νέστορος και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Νεστράμι εις Άγιος
Νέστωρ» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Νεστόριον, πρώην Άγιος Νέστωρ (Νεστράμιον)
Καστορίας, 1.888 άτομα (653 άρρενες και 1.235 θήλεις). Υπήρχαν
8 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (5 άρρενες και 3 θήλεις). Ομοδημότες ήταν
1.821 και ετεροδημότες 67. Επίσης 31 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Νεστόριον (Νεστράμι),
υπήρχαν 500 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Νεστόριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 2.677 (1.286 άρρενες και 1.391 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 853
[Γρηγορίου].
Несрам (Горно и Долно Нестрам):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Νεστόρι, 2.000 κάτοικοι, εκ
των οποίων 1.300 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Νεστόριον Καστορίας:
1.767 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Нови Чифлик (Ќош Чифлик):
Μικρό τσιφλίκι το 1912. Έρημο το 1940 [Симовски].
Νέον Τσιφλ. καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Кьошкъ Чифликъ
/ Костурска каза, 45 χριστιανοί Βούλ
Novoselo [Αυστριακός
Χάρτης].
Новоселяни / Костурска каза,
100 χριστιανοί Βούλγαροι και 50 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Novoselo,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Novo Seliani / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 160 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Νοβοσέλι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Νοβοσέλο Καστορίας:
«100 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Νοβοσέλο καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Νοβοσέλο Καστορίας,
85 άτομα (47 άρρενες και 38 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Νοβοσέλα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Κόρτσιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Ново Село,
10 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Νοβοσέλι Καστορίας,
71 άτομα (35 άρρενες και 36 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Νοβοσέλο της
κοινότητος Πολυανέμου μετονομάζεται εις Κορφούλα»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Κορφούλα (Νοβοσέλο) Καστορίας,
87 άτομα (32 άρρενες και 55 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 86 και ένας ετεροδημότης [Απογραφή 1928].
Νοβοσέλο (Κορφούλα),
υπήρχαν 10 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Κορφούλα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 151 (74 άρρενες και 77 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Новоселјани:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Κορφούλα,
165 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Κορφούλα Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Dambely, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 1.200 [Synvet 1878].
Ντάμπενι Καστορίας:
«Χωρίου έχοντος 220 οικογενείας χριστιανικάς, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων,
χάνιον, κρήνας και 2 κλιβάνους» [Σχινάς 1886].
Dembeni [Αυστριακός
Χάρτης].
Дъмбени / Костурска каза,
1.650 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Dambeni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 1.640 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία δύο εξαρχικών
σχολείων με δύο δασκάλους και 139 μαθητές [Brancoff 1905].
Δύμπενι, εξαρχικό χωριό προ
του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Ντύμπενι Καστορίας:
«1.000 σχισματικοί βουλγαρίζοντες»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Ντέμπενι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δέμπενη Καστορίας,
1.207 άτομα ( 619 άρρενες και 588 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δέμπενη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Домбени, 350 σπίτια
χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Δέμπενη Καστορίας,
944 άτομα (384 άρρενες και 560 θήλεις) - 216 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 36 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Δέμπενης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Δενδροχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Δέμπενη εις Δενδροχώρι»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Δενδροχώρι (Δέμπενη) Καστορίας,
866 άτομα (396 άρρενες και 470 θήλεις). Υπήρχαν 11 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (7 άρρενες και 4 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 823, ετεροδημότες 37 και 6
αλλοδαποί. Επίσης 31 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Δέμπενη (Δενδροχώρι),
υπήρχαν 180 ξενόφωνες οικογένειες, όλες ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Δενδροχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 794 (380 άρρενες και 414 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 817
[Απογραφή 1940].
Д'мбени: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Δενδροχώριον,
800 κάτοικοι, εκ των οποίων 780 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 30. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 30. Παρατηρήσεις: Έφυγαν με
Γκότσεφ [Στατιστική 1945].
Δενδροχώριον Καστορίας:
19 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Δόλιανη Καστορίας:
300 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Doleni [Αυστριακός
Χάρτης].
Долени / Костурска каза,
224 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Doleni /
Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 280 εξαρχικοί
Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Ντόλιανι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Δόλιανη: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Εάν ανακοπούν χρήματα εμμίσθων. θα
παραμείνη βουλγαρικόν κόμμα. Υπάρχουν 40 ελληνικαί οικογένειαι (281 ψυχαί).
Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα
/ Καστανοχώρια].
Δόλιανι Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Δόλιανη καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δόλιανη Καστορίας,
344 άτομα (192 άρρενες και 152 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δόλιανη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζούλτσης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Дољани, 30 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Δόλιανη Καστορίας,
226 άτομα (101 άρρενες και 167 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν πέντε περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Δόλιανη της
κοινότητος Ζουζίλτσης μετονομάζεται εις Ζευγοστάσι»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Ζευγοστάσι (Δόλιανη)
Καστορίας, 207 άτομα (77 άρρενες και 130 θήλεις). Δεν υπήρχε
κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά το 1922. Και οι 207 ήταν ομοδημότες
[Απογραφή 1928].
Δόλιανη (Ζευγοστάσι),
υπήρχαν 42 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυϊκήν Εξαρχίαν [Στατιστική 1932].
Ζευγοστάσιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 187 (71 άρρενες και 116 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Долени: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Ζευγοστάσι,
190 κάτοικοι, εκ των οποίων 170 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Ζευγοστάσιον Καστορίας:
87 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Dl. Papratsko [Αυστριακός
Χάρτης].
Πάπρασκον Καστορίας:
«Χωρίον κείμενον παρά την οδόν και έχον δύο συνοικίας, ων η μεν
άνω έχει 60 οικογενείας οθωμανικάς και κείται επί λόφου, δε κάτω 15 οικογενείας
Βουλγάρων και δύο υδρομύλους» [Σχινάς 1886].
Папратско Долно
/ Костурска каза, 105 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов
1900].
Papraskon,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Dolno Papratsko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 88 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Παπράτσκον,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Κάτω Πάπρασκον Καστορίας:
«75 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Κάτω Πάπρασκον
καζά Καστορίας, χριστιανικός οικισμός [Χάρτης
Κοντογόνη].
Παπράτσκον (Άνω και Κάτω) Καστορίας,
442 άτομα (245 άρρενες και 197 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Παπράτσκον (Άνω
και Κάτω) Καστορίας, αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Долно Папратско,
12 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Κάτω Παπράτσκον
Καστορίας, 103 άτομα (55 άρρενες και 48 θήλεις) [Απογραφή
1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Παπράτσκου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Φτεριάς και οι συνοικισμοί της αυτής κοινότητος Άνω
Παπράτσκον και Κάτω
Παπράτσκον εις
Άνω Φτεριάς και Κάτω Φτεριάς»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Κάτω Φτεριάς (Κάτω Παπράτσκον) Καστορίας,
113 άτομα (59 άρρενες και 54 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 112 και ένας ετεροδημότης [Απογραφή 1928].
Πάπρεσκον (Φτεριά),
υπήρχαν 18 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 13 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Κάτω Πτεριά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 194 (92 άρρενες και 99 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Долно Папратско:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Άνω Φτεριά, Κάτω Φτεριά και Ακόντιον,
511 κάτοικοι, εκ των οποίων 91 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Добролища: 140 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Dovrolista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Ντομπρόλιστα Καστορίας:
400 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Dobrolišča [Αυστριακός
Χάρτης].
Добролища / Костурска каза,
270 χριστιανοί Βούλγαροι και 160 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Dobrolichte / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 328 εξαρχικοί Βούλγαροι και 32 Βλάχοι [Brancoff 1905].
Ντομπρόλιστα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Δομπρόλιστα:
«Σχισματικό από του 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ντομπρόλιστα Καστορίας:
«500 ορθόδοξοι Έλληνες, διατελούντες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν του
1904» [Χαλκιόπουλος 1910].
Δομπρόλιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δοβρόλιστα Καστορίας,
468 άτομα ( 235 άρρενες και 233 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δοβρόλιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Добролишта,
30 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 40 Τούρκων [Милојевић 1920].
Δοβρόλιστα Καστορίας,
434 άτομα (199 άρρενες και 235 θήλεις) - 77 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Δοβρόλιστα γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 40
προσφυγικές οικογένειες (139 άτομα) [ΕΑΠ].
Δοβρόλιστα,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 140 οικογένειες
μουσουλμάνων (198 άτομα) και ήρθαν 39 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο
[Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Δοβρολίτσης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Καλοχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Δοβρόλιτσα εις Καλοχώρι»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Καλοχώρι (Δροβολίστα) Καστορίας,
455 άτομα (211 άρρενες και 244 θήλεις). Υπήρχαν 145 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (70 άρρενες και 75 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 435, ετεροδημότες 2 και
αλλοδαποί 18 [Απογραφή 1928].
Δοβρόλιστα (Καλοχώρι),
υπήρχαν 39 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 35 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων και 4 αλβανικών [Στατιστική 1932].
Καλοχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 634 (311 άρρενες και 323 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 101
[Γρηγορίου].
Добролишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και προσφύγων Ποντίων το 1940 [Симовски].
Καλοχώριον,
620 κάτοικοι, εκ των οποίων 310 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β κατά 50%. Έδρασαν
αντεθνικώς 26. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 26 [Στατιστική 1945].
Καλοχώριον Καστορίας:
585 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Дупяк / Костурско: 31 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Toupiak, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Δουπιάκοι Καστορίας:
300 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Dupjak [Αυστριακός
Χάρτης].
Дупякъ / Костурска каза,
480 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Doupiak / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 640 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 30 μαθητές [Brancoff 1905].
Δουπιάκοι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Δουπιάκους: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα Ελληνική. Υπάρχουν 47
ελληνικαί οικογένειαι (269 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο και μία διδασκάλισσα [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Δουπιάκοι Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Δουπιάκοι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δοκωνάκοι Καστορίας,
252 άτομα (126 άρρενες και 126 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δοκωνάκοι (Δουπιάκοι) Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σδράλτσης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Дупјак, 50 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Δουπιάκοι Καστορίας,
219 άτομα (101 άρρενες και 118 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Δουπιάκων
της κοινότητος Καστορίας μετονομάζεται εις Δισπηλιό»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Δισπηλιόν (Δουπιάκοι) Καστορίας,
264 άτομα (132 άρρενες και 132 θήλεις). Υπήρχε μία γυναίκα πρόσφυγας που ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 254 και ετεροδημότες 10 [Απογραφή 1928].
Δισπηλιόν Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 357 (189 άρρενες και 168 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 347
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 83
[Γρηγορίου].
Дупјак: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Δισπηλιόν,
348 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Δισπηλιόν Καστορίας:
431 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Dranč (Dreničevo) [Αυστριακός
Χάρτης].
Дрѣничево / Костурска каза,
280 χριστιανοί Βούλγαροι και 20 μουσουλμάνοι
Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Drenitchevo / Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός
πληθυσμός: 392 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 30 μαθητές [Brancoff 1905].
Δρανίτσι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Δρανήτσι:
«Κατά το Σύνταγμα υπήρχε Έλλην ιερεύς. Μετά το σύνταγμα όμως εκηρύχθη
σχισματικόν» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Δρανίτσι Καστορίας:
«250 σχισματικοί βουλγαρίζοντες και 25 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος
1910].
Δρανίτσι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δρανίτσι Καστορίας,
301 άτομα (162 άρρενες και 139 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δρανίτσι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Γκάλιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Дреничево,
50 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 3 Τούρκων [Милојевић 1920].
Δρανίτσι Καστορίας,
289 άτομα (135 άρρενες και 154 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν τέσσερις περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Δρανίτσι γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 6
προσφυγικές οικογένειες (17 άτομα) [ΕΑΠ].
Δρανίτσι,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 4 οικογένειες μουσουλμάνων
(25 άτομα) και ήρθαν 6 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Δρανίτσιον Καστορίας,
305 άτομα (141 άρρενες και 164 θήλεις). Υπήρχαν 17 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (7 άρρενες και 10 θήλεις). Και οι 305 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
«Ο συνοικισμός Δρανίτσι της
κοινότητος Γκρέντσης (Φτελιάς) μετονομάζεται εις Κρανοχώρι»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Δρανίτσι (Κρανοχώρι),
υπήρχαν 50 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Κρανοχώριον (Δρανίτσιον) Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 372 (176 άρρενες και 196 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Дреничево (Драничево):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Κρανοχώριον,
377 κάτοικοι, εκ των οποίων 32 ήταν σλαυόφωνοι. Έδρασαν αντεθνικώς 43.
Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 1. Ευρίσκονται εις φυλακή δυνάμει ενταλμάτων
2. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 40 [Στατιστική 1945].
Κρανοχώριον Καστορίας:
160 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Дренова / Леринско: 42 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Drenoveni,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.200 [Synvet 1878].
Δρανόβιανη Καστορίας:
«Έχει 450 χριστιανούς, εκκλησίαν, κείμενον δεξιόθεν της συμβολής των βραχιόνων
της Βίστριτζας και διαιρούμενον υπό του ποταμίσκου εις δύο συνοικίας, και η μεν
άνω καλείται Όσσον, η δε κάτω Κάμπος» [Σχινάς 1886].
Drenoveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Дрѣновени /
Костурска каза, 650 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов
1900].
Drenoveni,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Dolno Drenoveni / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 360 εξαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 35 μαθητές & Gorno
Drenoveni / Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 544 εξαρχικοί
Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 39 μαθητές
[Brancoff 1905].
Δρανόβαινι:
«Εκηρύχθη σχισματικόν οριστικώς τω 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Δρανόβιανι Καστορίας:
«577 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Δρενοβένι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δρανόβαινι Πρεσπών,
810 άτομα (413 άρρενες και 397 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δρανόβαινι Φλωρίνης,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Дреновени,
150 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Δρανοβαίνη Καστορίας,
723 άτομα (316 άρρενες και 407 θήλεις) - 136 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν δύο περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Δρανοβαίνης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Κρανιώνα και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Δρανοβαίνη
εις Κρανιώνας» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Άνω Κρανιώνας Καστορίας, 278 άτομα (121
άρρενες και 157 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά το 1922.
Και οι 278 ήταν ομοδημότες. Και Κρανιώνας (Δρανοβαίνη) Καστορίας, 472 άτομα
(297 άρρενες και 265 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας που ήρθε μετά το 1922.
Ομοδημότες ήταν 463, ετεροδημότες 6 και αλλοδαποί 3 [Απογραφή 1928].
Δρανοβαίνη (Κρανιώνα),
υπήρχαν 110 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 107 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Κρανιώνας Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 472 (227 άρρενες και 245 θήλεις). Και Άνω Κρανιώνας
Καστορίας: Πραγματικός πληθυσμός 230 (103 άρρενες και 127 θήλεις) [Απογραφή
1940].
Горно и Долно Дреновени:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Άνω και Κάτω Κρανιώνας,
623 κάτοικοι, εκ των οποίων 60 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Κρανιώνας Καστορίας:
317 κάτοικοι. Και Άνω Κρανιώνας Καστορίας: 107 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Δριάνοβον Καστορίας:
«Χωρίου έχοντος 650 κατοίκους» [Σχινάς 1886].
Drjanovo (Drana) [Αυστριακός
Χάρτης].
Дряново / Костурска каза,
240 χριστιανοί Βούλγαροι και 100 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Dranovo, λειτουργία
πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Drenovo / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 150 Έλληνες. Λειτουργία ενός πατριαρχικού σχολείου με
ένα δάσκαλο και 15 μαθητές [Brancoff 1905].
Δριάνοβον Καστορίας:
«700 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Δριάνοβον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Δράνοβον Καστορίας,
114 άτομα (61 άρρενες και 53 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Δράνοβον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Κοτέλτσι [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Δράνοβον Καστορίας,
119 άτομα (62 άρρενες και 57 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Δράνοβον της
κοινότητος Κοτύλης μετονομάζεται εις Γλυκονέρι» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Γλυκονέρι (Δράνοβον) Καστορίας,
130 άτομα (67 άρρενες και 63 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 119 και ετεροδημότες 11 [Απογραφή 1928].
Γλυκονέριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 49 (24 άρρενες και 25 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 30
[Γρηγορίου].
Дрјаново (Дреново):
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Γλυκονέρι,
194 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Γλυκονέριον Καστορίας:
έρημο [Απογραφή 1951].
Охолища / Костурско: 160 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Olista, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 900 [Synvet 1878].
Χόλιστα Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 300 χριστιανών» [Σχινάς 1886].
Olišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Олища/ Костурска каза,
390 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Olichta, λειτουργία εξαρχικού
σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Olichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 536 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 23 μαθητές [Brancoff 1905].
Χόλιστα, εξαρχικό χωριό προ
του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Χόλιστα Καστορίας:
«225 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό τη βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904 και 225
σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Χολίστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Χόλιστα Καστορίας,
412 άτομα (204 άρρενες και 208 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Χόλιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Μπόμποκη [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Олишта, 65 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Χόλιστα Καστορίας,
286 άτομα (124 άρρενες και 162 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν έξι περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Χολίστης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Μελισσοτόπου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Χόλιστα εις Μελισσότοπος»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Μελισσότοπος (Χόλιστα) Καστορίας,
336 άτομα (151 άρρενες και 185 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 309 και ετεροδημότες 27 [Απογραφή 1928].
Χόλιστα (Μελισσότοπος),
υπήρχαν 65 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Μελισσότοπος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 362 (169 άρρενες και 193 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Олишта: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Μελισσότοπος και
Σταυροπόταμος, 723 κάτοικοι, εκ των οποίων 700 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις
Β [Στατιστική 1945].
Μελισσότοπος Καστορίας:
233 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Ολόβραντε:
Λουβράτι Καστορίας: 300 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Longrad (Lovradi) [Αυστριακός
Χάρτης].
Оловрàде / Костурска каза,
181 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Luorati, λειτουργία πατριαρχικού
σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Gorno Lavaradi / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 240 εξαρχικοί Βούλγαροι
[Brancoff 1905].
Λουβράδες,
κατεστραμμένο [Έγγραφο 4278].
Λουβράδες:
«Σχισματικόν από του 1904» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Λουβράδες: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Σχισματικόν
και κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Αδύνατον να γίνη ελληνικόν.
Εκάη παρά των ημετέρων. Θα ανοικοδομηθή παρά της τουρκικής κυβερνήσεως.
Υπάρχουν 30 βουλγαρικαί οικογένειαι (225 ψυχαί) [Αρχείο Βάρδα /
Καστανοχώρια].
Λουβράδες Καστορίας:
«300 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Λουβράδες καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Λουβράδες Καστορίας,
176 άτομα (90 άρρενες και 86 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Λουβράδες Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Έζερετς [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Луврада, 7 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Λοβράδες Καστορίας,
141 άτομα (14 άρρενες και 19 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν επτά περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Λουβράδες της
κοινότητος Πετροπουλάκη μετονομάζεται εις Σκιερόν»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Σκιερόν (Λουβράδες) Καστορίας,
22 άτομα (10 άρρενες και 12 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Και οι 22 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Λουβράδες (Σκιερόν),
υπήρχαν 10 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν [Στατιστική 1932].
Оловраде (Головраде):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Σκιερόν, έρημο [Στατιστική
1945].
Όμουτσκον Καστορίας:
α) «Τσιφλίκιον έχον 15 οικογενείας χριστιανικάς, υδρευόμενον εκ ποταμού (εγκατελείφθη
σήμερον)» - β) «Χωρίον οικούμενον υπό 120 χριστιανών» [Σχινάς 1886].
Omotsko [Αυστριακός
Χάρτης].
Омотско / Костурска каза,
247 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Umskon, λειτουργία
πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Omosko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 96 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός πατριαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 10 μαθητές [Brancoff 1905].
Όμουτσκον,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Όμουτσκον Καστορίας:
«138 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Όμοτσκον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Όμοτσκον Καστορίας,
102 άτομα (50 άρρενες και 43 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Омотско, 15 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Όμοτσκον Καστορίας,
114 άτομα (64 άρρενες και 50 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Όμοτσκον,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 6 οικογένειες μουσουλμάνων
(30 άτομα) [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Όμοτσκον της
κοινότητος Γιαννοβαίνης (Γιαννοχωρίου) μετονομάζεται εις Λιβαδοτόπι»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Λιβαδότοπος (Όμοτσκον) Καστορίας,
123 άτομα (58 άρρενες και 65 θήλεις). Υπήρχαν 4 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (2 άρρενες και 2 θήλεις). Ομοδημότης ήταν ένας και ετεροδημότες 122
[Απογραφή 1928].
Λιβαδοτόπιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 211 (107 άρρενες και 104 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 45
[Γρηγορίου].
Омотско: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Λειβαδότοπος,
200 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Ορμάν: «Χωρίου
έχοντος περί τας 60 χριστιανικάς οικογενείας, εκκλησίαν, χάνιον,
βρύσεις και φρέατα» [Σχινάς 1886].
Orman Čiftl. [Αυστριακός
Χάρτης].
Орманъ / Костурска каза,
90 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Orman, λειτουργία
πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tchif Orman / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 96 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Ορμάνι Καστορίας:
«60 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ορμάν Τσιφλ. καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Ορμάν Καστορίας,
178 άτομα (83 άρρενες και 95 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ορμάν Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζουπάνιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Ορμάν Καστορίας,
160 άτομα (65 άρρενες και 95 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Ορμάν της
κοινότητος Ζουπάνιτσα (Άνω Λεύκης) μετονομάζεται εις Κάτω
Λεύκη» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Κάτω Λεύκη (Ορμάν) Καστορίας,
176 άτομα (86 άρρενες και 90 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Και οι 176 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Όρμαν (Κάτω Πεύκη),
υπήρχαν 31 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Κάτω Λεύκη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 267 (119 άρρενες και 148 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Орман: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Άνω και Κάτω Λεύκη,
732 κάτοικοι, εκ των οποίων 700 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική
1945].
Κάτω Λεύκη Καστορίας:
247 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Osseni, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 900 [Synvet 1878].
Όσανη Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 600 τουρκοβουλγάρων, υδρευομένων κυρίως εκ του
παραρρέοντος ομώνυμου ποταμίου, έχον δε 2 κρήνας, φρέατα και 3 χάνια
χωρητικότητος 85 κτηνών μετά δωματίων» [Σχινάς 1886].
Ošani [Αυστριακός
Χάρτης].
Ошени / Костурска каза,
120 χριστιανοί Βούλγαροι και 550 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Osani, λειτουργία
πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Ocheni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Όσιανη Καστορίας:
«80 ορθόδοξοι Έλληνες και 750 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Όσιανη καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Όσιανη Καστορίας,
695 άτομα (315 άρρενες και 380 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Όσιανη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Ошени, 5 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 154 μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Όσιανη Καστορίας,
824 άτομα (427 άρρενες και 397 θήλεις) - 184 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Όσσιανη γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 153 προσφυγικές
οικογένειες (565 άτομα) [ΕΑΠ].
Όσιανη, μουσουλμανικός
οικισμός, έφυγαν 145 οικογένειες μουσουλμάνων (841 άτομα) και ήρθαν 154
οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Όσσιανης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Οινόης και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Όσσιανη εις Οινόη»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Οινόη (Όσιανη) Καστορίας,
602 άτομα (275 άρρενες και 327 θήλεις). Υπήρχαν 572 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (256 άρρενες και 316 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 589 και ετεροδημότες 13.
Επίσης 18 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Οινόη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 990 (481 άρρενες και 509 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 1.040
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 169
[Γρηγορίου].
Ошени: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και μουσουλμάνων Μακεδόων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
προσφύγων Ποντίων το 1940 [Симовски].
Οινόη, 1.019 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Οινόη Καστορίας:
1.003 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Osnitchiniki,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Οσνίτσανι Καστορίας:
300 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Осничани / Костурска каза,
840 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Osnitsani,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Osnitchani / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 960 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Οσνήτσιανη: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ανάμικτον
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Εάν αφεθούν έως σήμερον θα
ενισχυθούν οι Βούλγαροι. Υπάρχουν 27 ελληνικαί οικογένειαι (139 ψυχαί) και 14
βουλγαρικαί (79 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με ένα
διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Οσνίτσανι:
«Περιέχει ευαρίθμους οικογενείας βουλγαριζούσας, αίτινες από καιρού εις
καιρόν παρέχουσι τοις ορθοδόξοις πράγματα» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Οσνίτσανι Καστορίας:
«578 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Οσνίτσανη καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Οσνίτσανη Καστορίας,
354 άτομα (189 άρρενες και 165 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Οσνίτσανη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Μαγγέλα και Μαρτσίστα [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Οσνίτσανη Καστορίας,
253 άτομα (93 άρρενες και 160 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 40 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Οσνίτσανης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Καστανοφύτου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Οσνίτσανη εις Καστανόφυτον»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Καστανόφυτον (Οσνίτσανη) Καστορίας,
249 άτομα (98 άρρενες και 151 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 244 και ετεροδημότες 5 [Απογραφή 1928].
Οσνίτσανη (Καστανόφυτον),
υπήρχαν 45 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν [Στατιστική 1932].
Καστανόφυτον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 349 (160 άρρενες και 189 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 50
[Γρηγορίου].
Сничени (Осничени):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Καστανόφυτον, Άνω
Περιβόλι και Κάτω Περιβόλι: 482 κάτοικοι, εκ των οποίων 241 ήταν
σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Καστανόφυτον Καστορίας:
106 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Πησιάκοι Καστορίας:
«Χωρίον οικούμενον υπό 150 χριστιανών και έχον εκκλησίαν και βρύσιν»
[Σχινάς 1886].
Pesjak [Αυστριακός
Χάρτης].
Пѣсъкъ
/ Костурска каза,
700 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Πεσιάκη: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ουδείς κίνδυνος σήμερον. Υπάρχουν
13 ελληνικαί οικογένειαι (116 ψυχαί) [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Πισιάκι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Πισάκοι Καστορίας,
148 άτομα (77 άρρενες και 71 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Πισάκοι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Χρούπιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Песјак, 8 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 4 εξελληνισμένων Σλάβων [Милојевић 1920].
Πισάκιον Καστορίας,
143 άτομα (70 άρρενες και 73 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Πισιάκων, μετονομάζεται
εις κοινότητα Αμμουδάρας και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Πισιάκοι εις Αμμουδάρα»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Αμμουδάρα (Πισιάκα) Καστορίας,
174 άτομα (91 άρρενες και 83 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 158, ετεροδημότες 14 και αλλοδαποί 2 [Απογραφή
1928].
Αμμουδάρα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 249 (124 άρρενες και 125 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Пецјак: Οικισμός Μακεδόνων
και Ελλήνων το 1940 [Симовски].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 36
[Γρηγορίου].
Αμμουδάρα,
240 κάτοικοι, εκ των οποίων 120 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Αμμουδάρα Καστορίας:
232 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Πελκάτι Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 200 χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Pelikat [Αυστριακός
Χάρτης].
Pelkati,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Pilkadi / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 35 μαθητές [Brancoff 1905].
Πελκάτη,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Πιλκάτι Κορυτσάς:
«337 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Πιλκάτι καζά Κορυτσάς,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Πελκάτη Καστορίας,
341 άτομα (181 άρρενες και 160 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Πελκάτη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σλήμνιτσας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Пилкати,
60 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Πελκάτη Καστορίας,
308 άτομα (130 άρρενες και 178 θήλεις) - 69 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Πελκάτης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Μονοπύλου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Πελκάτη εις Μονόπυλον»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Μονόπυλον (Πελκάτη) Καστορίας,
315 άτομα (141 άρρενες και 174 θήλεις). Υπήρχαν 7 πρόσφυγες (άρρενες) πού ήρθαν
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 289, ετεροδημότες 25 και ένας αλλοδαπός. Επίσης
52 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Μονόπυλον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 297 (128 άρρενες και 169 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 345
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 118
[Γρηγορίου].
Пилкати ή Пелкати:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Μονόπυλον,
297 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Μονόπυλον Καστορίας:
1 κάτοικος [Απογραφή 1951].
Pozdivišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Bosdivista, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 900 [Synvet 1878].
Μποσδίβιστα Καστορίας:
«Έχει 400 χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Поздивища / Костурска каза,
700 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Pozdivista,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Μποσδίβιστα:
«Το χωριό αποτελείτο το 1902 από 70 πατριαρχικές και 55 εξαρχικές
οικογένειες» [Γούναρης].
Pozdivichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 920 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 41 μαθητές [Brancoff 1905].
Μποσδίβιστα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Μποζδίβιστα Καστορίας:
«400 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904 και
250 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ποσδίβιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Μποσδίβιστα Πρεσπών,
968 άτομα (563 άρρενες και 405 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ποδοβίστα Φλωρίνης,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Τσερνόλιστα [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Поздивиште,
135 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Ποδοβίστα Καστορίας,
710 άτομα (303 άρρενες και 407 θήλεις) - 149 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν τρεις περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Ποδοβίστης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Χαλάρων και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ποδοβίστα εις Χάλαρα»
[ΦΕΚ 179 / 30.8.1927].
Ποδοβίστα (Χάλαρα) Καστορίας,
676 άτομα (281 άρρενες και 395 θήλεις). Δεν υπήρχαν πρόσφυγες πού να ήρθαν μετά
το 1922. Ομοδημότες ήταν 668 και ετεροδημότες 8. Επίσης 12 δημότες απογράφηκαν
αλλού [Απογραφή 1928].
Μποσδίβιστα (Χάλαρα),
υπήρχαν 145 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 142 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Χάλαρα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 738 (329 άρρενες και 409 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 775
[Απογραφή 1940].
Поздивишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Χαλάρα, 723 κάτοικοι, εκ των
οποίων 700 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β [Στατιστική 1945].
Χάλαρα Καστορίας:
450 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Pselsko (Selsko) [Αυστριακός
Χάρτης].
Ψέλσκον Καστορίας:
350 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Селско / Костурска каза,
680 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Pselskon,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Selsko /
Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 750 Έλληνες.
Λειτουργία ενός πατριαρχικού σχολείου με δύο δασκάλους και 60 μαθητές [Brancoff
1905].
Ψέλτσικο: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα ελληνική. Υπάρχουν 45
ελληνικαί οικογένειαι (380 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Τζέλσκον Καστορίας:
«216 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ψέλσκον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ψέλτσκον Καστορίας,
403 άτομα (195 άρρενες και 208 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ψέλτσκου Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Ζούζουλη [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Ψέλτσκον Καστορίας,
317 άτομα (136 άρρενες και 181 θήλεις) - 49 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Ψέλτσκου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Κυψέλης και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ψέλτσκον εις Κυψέλη»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Κυψέλη (Ψέλτσκον) Καστορίας,
339 άτομα (171 άρρενες και 168 θήλεις). Υπήρχαν δύο πρόσφυγες (άρρενες) πού
ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 315, ετεροδημότες 23 και ένας αλλοδαπός.
Επίσης 24 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κυψέλη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 402 (199 άρρενες και 203 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 428
[Απογραφή 1940].
Пчелско (Селско): Οικισμός
χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Κυψέλη, 402 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Κυψέλη Καστορίας:
402 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Στη δεκαετία του 1970 οι κάτοικοι του
χωριού μετοίκησαν στο χωριό Μανιάκοι και στην πόλη της Καστοριάς [Νατσούλης].
Радогожд / Костурско: 54 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Ραδογκόσδι Καστορίας:
«Τσιφλίκιον έχον 15 οικίας» [Σχινάς 1886].
Radogožd [Αυστριακός
Χάρτης].
Радигоже / Костурска каза,
85 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Radogoje / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 144 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Ραδισκόσδι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Ραδογκόζδι Καστορίας:
«150 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ραδογκόσδι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ραδιγκόσδη Καστορίας,
137 άτομα (65 άρρενες και 72 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ραδιγκόσδη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Γκάλιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Радогош, 15 σπίτια χριστιανών Σλάβων
[Милојевић 1920].
Ραδιγκόσδη Καστορίας,
111 άτομα (51 άρρενες και 60 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Ραδιγκόσδι της
κοινότητος Ωμορφοκκλσιάς μετονομάζεται εις Αγία Άννα» [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Αγία Άννα (Ραδιγκόσδη) Καστορίας, 129
άτομα (48 άρρενες και 81 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε μετά
το 1922. Ομοδημότες ήταν 119 και ετεροδημότες 10 [Απογραφή 1928].
Ρεδιγκόσδη (Αγία Άννα),
υπήρχαν 15 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Αγία Άννα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 152 (66 άρρενες και 86 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 39
[Γρηγορίου].
Радигоже (Чифлик):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Αγία Άννα,
152 κάτοικοι, εκ των οποίων 140 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Αγία Άννα Καστορίας:
46 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Ρέβανι Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος κατοίκους 300 χριστιανούς, χάνιον, δεξαμενάς» [Σχινάς
1886].
Ревани / Костурска каза,
340 μουσουλμάνοι Αλβανοί [Кънчов 1900].
Ρέβανι Καστορίας:
«400 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Ρέβανι καζά Κορυτσάς, μουσουλμανικός
οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ρέβανη Καστορίας,
689 άτομα (384 άρρενες και 305 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ρέβανη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Ζελεγράδ [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Ρέβανη Καστορίας,
721 άτομα (359 άρρενες και 362 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρέβανη γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 128 προσφυγικές
οικογένειες (493 άτομα) [ΕΑΠ].
Ρέβανη, μουσουλμανικός
οικισμός, έφυγαν 85 οικογένειες μουσουλμάνων (673 άτομα) και ήρθαν 130
οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Ρεβάνης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Διποταμιάς και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ρεβάνη εις Διποταμιά»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Διποταμιά (Ρέβανη) Καστορίας,
468 άτομα (238 άρρενες και 230 θήλεις). Υπήρχαν 438 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (222 άρρενες και 216 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 462 και ετεροδημότες 6
[Απογραφή 1928].
Διποταμιά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 623 (317 άρρενες και 306 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 126
[Γρηγορίου].
Ревани: Οικισμός Αλβανών το
1912. Οικισμός προσφύγων Ποντίων το 1940 [Симовски].
Διποταμιά,
600 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Διποταμιά Καστορίας:
617 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Σιάκι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 300 κατοίκους οθωμανούς, χάνιον και δεξαμενάς» [Σχινάς 1886].
Šak [Αυστριακός
Χάρτης].
Шакъ / Костурска каза,
550 μουσουλμάνοι Αλβανοί [Кънчов 1900].
Σιάκε Καστορίας:
«600 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σιάκι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σιάκι Καστορίας,
632 άτομα (357 άρρενες και 275 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σιάκι Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Σιάκι Καστορίας,
690 άτομα (355 άρρενες και 335 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Σιάκι γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 67 προσφυγικές
οικογένειες (266 άτομα) [ΕΑΠ].
Σιακ, μουσουλμανικός
οικισμός, έφυγαν 95 οικογένειες μουσουλμάνων (683 άτομα) και ήρθαν 69
οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Σιακίου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Κομνηνάδων και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σιάκι εις Κομνηνάδες»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Κομνηνάδες (Σιάκι) Καστορίας,
254 άτομα (125 άρρενες και 129 θήλεις). Υπήρχαν 244 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (119 άρρενες και 125 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 240 και ετεροδημότες 14.
Επίσης έξι δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κομνηνάδες Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 423 (198 άρρενες και 225 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 74
[Γρηγορίου].
Шак: Οικισμός Αλβανών το
1912. Οικισμός προσφύγων Ποντίων το 1940 [Симовски].
Κομνηνάδες,
443 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Κομνηνάδες Καστορίας:
246 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Semasi [Αυστριακός
Χάρτης].
Сéмаси / Костурска каза,
50 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Semasi / Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός
πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Σέμασι, πατριαρχικό χωριό
προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Σέμαση: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ομιλούν την μακεδονικήν
γλώσσα. Έχει διορισθεί Έλλην διδάσκαλος. Ουδείς κίνδυνος. Υπάρχουν 6 ελληνικαί
οικογένειαι (41 ψυχαί) [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Σέμασι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σέμασι Καστορίας,
54 άτομα (31 άρρενες και 23 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σέμασι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Χρούπιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Семаси, πέντε σπίτια
χριστιανών Σλάβων και ένα μουσουλμάνων Αλβανών [Милојевић 1920].
Σέμασι Καστορίας,
49 άτομα (27 άρρενες και 22 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Σέμασι της
κοινότητος Άργους Ορεστικού μετονομάζεται εις Κρεμαστόν»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Κρεμαστόν (Σέμαση) Καστορίας,
46 άτομα (25 άρρενες και 21 θήλεις). Υπήρχε μία γυναίκα που ήρθε πρόσφυγας μετά
το 1922. Ομοδημότες ήταν 40 και ετεροδημότες 6 [Απογραφή 1928].
Σέμασι (Κρεμαστόν),
υπήρχαν 6 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν. Ο άρρην πληθυσμός γνωρίζει ή ομιλεί και την ελληνικήν
[Στατιστική 1932].
Κρεμαστόν Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 77 (39 άρρενες και 38 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 11
[Γρηγορίου].
Семаси: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Κρεμαστόν,
70 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Κρεμαστόν Καστορίας:
65 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Шестайова / Костурско: 60 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Sistova, χριστιανοί
ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Σίστεβον Καστορίας:
«Χωρίον με 850 χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Šestovo [Αυστριακός
Χάρτης].
Шестеово / Костурска каза,
890 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Sestovo, λειτουργία
πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Chestovo / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 544 εξαρχικοί και 496 πατριαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 53 μαθητές και ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 6 μαθητές [Brancoff 1905].
Σιστέοβον,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Σιστέοβον:
«Εκ των δύο εν αυτώ ελληνικών εκκλησιών, η μία κατελήφθη υπό των
αποσκιρτησάντων σχισματικών τω 1891, η δ' ετέρα τω 1903» [Εκκλησιαστική
Αλήθεια 1909].
Σιέστοβον Καστορίας:
«350 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904 και 500
σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σιστέβον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σίτσεβον Καστορίας,
602 άτομα (269 άρρενες και 333 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σίτσεβον (Σιτσέβον) Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Шештеово,
150 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Σίτσεβον (Σιστέβον) Καστορίας,
573 άτομα (218 άρρενες και 355 θήλεις) - 137 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 14 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Σιτσέβου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Σιδηροχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σίτσεβον εις Σιδηροχώρι»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Σιδηροχώρι (Σίτσεβον) Καστορίας,
628 άτομα (253 άρρενες και 375 θήλεις). Δεν υπήρχαν πρόσφυγες που να ήρθαν μετά
το 1922. Ομοδημότες ήταν 620 και ετεροδημότες 8. Επίσης 43 δημότες απογράφηκαν
αλλού [Απογραφή 1928].
Σίστεβον (Σιδηροχώρι),
υπήρχαν 70 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Σιδηροχώριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 609 (275 άρρενες και 334 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 679
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 128
[Γρηγορίου].
Шештеово:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Σιδηροχώριον,
550 κάτοικοι, όλοι σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν αντεθνικώς 24. Ευρίσκονται
εις Σερβία ή Βουλγαρία 22. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 2
[Στατιστική 1945].
Σιδηροχώριον Καστορίας:
315 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Σέτομα Καστορίας:
«Χωρίον με 150 χριστιανούς και 250 οθωμανούς» [Σχινάς 1886].
Šetoma [Αυστριακός
Χάρτης].
Сетъмо (Сетома) / Костурска каза,
190 χριστιανοί Βούλγαροι και 150 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Setom, λειτουργία εξαρχικού
σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Setomo / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 320 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Σέτομα, εξαρχικό χωριό προ
του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Σέτομα: «Σχισματικόν από
του 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Σέτομα Καστορίας:
«200 ορθόδοξοι Έλληνες, διατελούντες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από
του 1904 και 250 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σέτομα καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Σέτομα Καστορίας,
408 άτομα (204 άρρενες και 204 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σέτομα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Сетома, 90 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 60 μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Σέτομα Καστορίας,
408 άτομα (177 άρρενες και 231 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Σέτομον γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 25
προσφυγικές οικογένειες (104 άτομα) [ΕΑΠ].
Σέτομο, μικτός οικισμός
μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 30 οικογένειες μουσουλμάνων (164 άτομα) και
ήρθαν 25 οικογένειες προσφύγων: 16 από τη τη Μικρά Ασία και 9 από τον Πόντο
[Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Σέτομα της
κοινότητος Καστορίας μετονομάζεται εις Κεφαλάρι»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Κεφαλάρι (Σέτομα) Καστορίας, 371 άτομα
(155 άρρενες και 216 θήλεις). Υπήρχαν 81 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το 1922 (33
άρρενες και 48 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 367 και ετεροδημότες 4 [Απογραφή 1928].
Σέτομον (Κεφαλάρι),
υπήρχαν 5 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Κεφαλάριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 563 (261 άρρενες και 302 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 121
[Γρηγορίου].
Сетома: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
χριστιανών προσφύγων το 1940 [Симовски].
Κεφαλάριον,
580 κάτοικοι, εκ των οποίων 290 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 67. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 30. Ευρίσκονται εις φυλακή
δυνάμει ενταλμάτων 5. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 32 [Στατιστική
1945].
Κεφαλάριον Καστορίας:
311 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Σκούμσκον Καστορίας:
200 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Skonsko [Αυστριακός
Χάρτης].
Skumskon,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Σκούμτσκον: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα ελληνική. Υπάρχουν 22
ελληνικαί οικογένειαι (164 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Σκούμσκον Καστορίας:
«200 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σκούνσκον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σκούντσκον Καστορίας,
150 άτομα (74 άρρενες και 76 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σκούντσκον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Λόγγας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Σκούμτσικον Καστορίας,
169 άτομα (73 άρρενες και 96 θήλεις) - 26 οικογένειες [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Σκουμιτσίκου, μετονομάζεται
εις κοινότητα Βράχου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σκούμτσικον εις Βράχος»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Βράχος (Σκούμτσικον) Καστορίας,
231 άτομα (121 άρρενες και 110 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 188 και ετεροδημότες. Επίσης έξι δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Βράχος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 285 (145 άρρενες και 140 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 307
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 72
[Γρηγορίου].
Скумско (Сконско): Οικισμός
χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Βράχος, 280 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Βράχος Καστορίας:
200 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Σκρεπάρι Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 90 χριστιανούς και εκκλησίαν» [Σχινάς 1886].
Škrapari [Αυστριακός
Χάρτης].
Шкрапари / Костурска каза,
90 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Chkrepar / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 50 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Σκράπαρι,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Σκράπαρη: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Ομιλούν την μακεδονικήν γλώσσα.
Έχει διορισθεί Έλλην διδάσκαλος. Ουδείς κίνδυνος. Υπάρχουν 5 ελληνικαί
οικογένειαι (41 ψυχαί) [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Σκρεπάρι καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Σκράπαρη Καστορίας,
46 άτομα (25 άρρενες και 21 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σκράπαρη (Σιδάπαρη) Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ασπροκκλησιάς [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Шкрапари,
3 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 3 εξελληνισμένων Σλάβων [Милојевић 1920].
Σκράπαρη (Σιδάπαρη) Καστορίας,
48 άτομα (27 άρρενες και 21 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Σκράπαρι της
κοινότητος Ασπροκκλησιάς μετονομάζεται εις Ασπρονέρι»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Ασπρονέρι (Σκράπαρι) Καστορίας,
47 άτομα (26 άρρενες και 21 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 41 και ετεροδημότες 6 [Απογραφή 1928].
Ασπρονέριον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 114 (55 άρρενες και 59 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 14
[Γρηγορίου].
Шкапари: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Ασπρονέρι,
100 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Ασπρονέριον Καστορίας:
57 κάτοικοι [Απογραφή 1951
Σλάτινα Καστορίας:
«Χωρίου οικουμένου υπό 500 ως έγγιστα χριστιανών, έχοντος δε εκκλησίαν και
χάνιον» [Σχινάς 1886].
Slatina [Αυστριακός
Χάρτης].
Слатина / Костурска каза,
120 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Σλάτινα Καστορίας:
«500 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σλάτινα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σλάτινα Καστορίας,
349 άτομα (179 άρρενες και 170 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σλάτινα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Μιροσλάβιστα και Βύσαντσκον
[ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Σλάτινα Καστορίας,
325 άτομα (132 άρρενες και 193 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Η κοινότης Σλαταίνης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Χρυσής και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σλάτινα εις Χρυσή»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Χρυσή (Σλάτινα) Καστορίας,
383 άτομα (170 άρρενες και 213 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 378 και ετεροδημότες 5 [Απογραφή 1928].
Χρυσή Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 507 (262 άρρενες και 245 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 526
[Απογραφή 1940].
Слатина: Οικισμός χριστιανών
Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το
1940 [Симовски].
Χρυσή, 507 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Χρυσή Καστορίας:
385 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Μεταπολεμικά αρκετοί κάτοικοι του χωριού
μετοίκησαν στο χωριό Μανιάκοι και στην πόλη της Καστοριάς [Νατσούλης].
Сливени / Костурско: 71 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Σλίβενι Καστορίας:
«Χωρίου έχοντος 60 οικογενείας χριστιανικάς βουλγαροφώνους και οθωμανικάς»
[Σχινάς 1886].
Sliveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Сливени / Костурска каза,
270 μουσουλμάνοι Αλβανοί [Кънчов 1900].
Σλήβενι Καστορίας:
«400 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σλίβενι καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σλίβενη Καστορίας,
420 άτομα (228 άρρενες και 192 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σλίβενη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Сливени, 15 σπίτια
μουσουλμάνων Αλβανών [Милојевић 1920].
Σλίβενη Καστορίας,
430 άτομα (296 άρρενες και 316 θήλεις) - 74 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Σλίβενη γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 80 προσφυγικές
οικογένειες (337 άτομα) [ΕΑΠ].
Σλίβενη, μουσουλμανικός
οικισμός, έφυγαν 60 οικογένειες μουσουλμάνων (460 άτομα) και ήρθαν 81
οικογένειες προσφύγων: 2 από τη Θράκη, 5 από τη Μικρά Ασία και 74 από τον Πόντο
[Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Σλίβενης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Κορομηλιάς και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σλίβενη εις Κορομηλιά»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Κορομηλιά (Σλίβενη) Καστορίας,
315 άτομα (149 άρρενες και 166 θήλεις). Υπήρχαν 304 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (144 άρρενες και 160 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 309, ετεροδημότες πέντε και
ένας αλλοδαπός. Επίσης 24 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Κορομηλέα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 496 (243 άρρενες και 253 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 514
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 93
[Γρηγορίου].
Сливени: Οικισμός
μουσουλμάνων Αλβανών το 1912. Οικισμός προσφύγων Ποντίων και Μικρασιατών το
1940 [Симовски].
Κορομηλιά,
502 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Κορομηλέα Καστορίας:
338 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Σλήμνιτσα και Σδράλτσι Καστορίας:
«Ταύτα έχουσι κατοίκους 800 χριστιανούς, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων»
[Σχινάς 1886].
Slimnišča [Αυστριακός
Χάρτης].
Слимнища / Костурска каза,
150 χριστιανοί Βούλγαροι και 150 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Slimnichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 320 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905].
Σλήμιστα: Ελληνικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ελληνικόν
μετά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Γλώσσα Ελληνική. Υπάρχουν 30
ελληνικαί οικογένειαι (315 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου με
ένα διδάσκαλο [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Σλήμνιτσα Καστορίας:
«750 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σλίμιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σλήμιστα Καστορίας,
174 άτομα (91 άρρενες και 83 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σλήμιστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σδράλτσης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Слимишта,
40 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
«Ο συνοικισμός Σλήμιτσα της
κοινότητος Σδράλτσης μετονομάζεται εις Μηλίτσα» [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Μηλίτσα (Σλήμιστα) Καστορίας,
303 άτομα (170 άρρενες και 133 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 294 και ετεροδημότες 9 [Απογραφή 1928].
Μηλίτσα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 406 (214 άρρενες και 192 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 409
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 88
[Γρηγορίου].
Слимништа:
Οικισμός εξελληνισμένων χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός εξελληνισμένων
χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Μηλίτσα, 433 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Μηλίτσα Καστορίας:
390 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Σλήμιτσα Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 750 χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Slimica [Αυστριακός
Χάρτης].
Slivnitza / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 35 μαθητές [Brancoff 1905].
Σλήμνιστα,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Σλημνίτσα Κορυτσάς:
«94 ορθόδοξοι Έλληνες και 400 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σλίμνιτσα καζά Κορυτσάς,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σλήμνιτσα Καστορίας,
567 άτομα (277 άρρενες και 290 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σλήμνιτσα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Πελκάτη και Γράμμοστα [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Слимица, 80 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Σλήμνιτσα Καστορίας,
612 άτομα (296 άρρενες και 316 θήλεις) - 116 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Σλήμνιτσα Καστορίας,
366 άτομα (174 άρρενες και 192 θήλεις). Υπήρχαν τρεις πρόσφυγες (άρρενες) πού
ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 326, ετεροδημότες 15 και αλλοδαποί 25.
Επίσης 38 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Σλίμνιτσα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 343 (160 άρρενες και 183 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 389
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 122
[Γρηγορίου].
Слимница ή Сливинца:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Σλήμνιτσα,
345 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Τρίλοφον (Σλίμνιτσα) Καστορίας:
7 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Staričani [Αυστριακός
Χάρτης].
Старичани /
Костурска каза, 350 χριστιανοί
Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Staritchani / Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός
πληθυσμός: 520 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Σταρίτσιανη: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Ανάμικτον
κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Εάν εκλείψει ο φόβος και το χρήμα,
θα γίνει βουλγαρικόν. Υπάρχουν 20 ελληνικαί οικογένειαι (128 ψυχαί) και 28
βουλγαρικαί (142 ψυχαί). Λειτουργία ενός ελληνικού αρρεναγωγείου και ενός
ελληνικού παρθεναγωγείου με ένα διδάσκαλο και μία διδασκάλισσα. Λειτουργία ενός
βουλγαρικού αρρεναγωγείου με ένα διδάσκαλο και μία διδασκάλισσα [Αρχείο
Βάρδα / Καστανοχώρια].
Σταρίτσαινα:
«Περιέχει ευαρίθμους οικογενείας βουλγαριζούσας, αίτινες από καιρού εις
καιρόν παρέχουσι τοις ορθοδόξοις πράγματα» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Σταρίτσανι Καστορίας:
«450 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σταρίτσανη καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Σταρίτσανη Καστορίας,
340 άτομα (167 άρρενες και 173 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Σταρίτσανη Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Γκόσινον, Ψόχωρι και
Λούδοβον [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Старичани,
50 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 4 εξελληνισμένων Σλάβων [Милојевић 1920].
Σταρίτσανη Καστορίας,
238 άτομα (87 άρρενες και 151 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν οκτώ περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Σταριτσάνης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Λακκωμάτων και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός
Σταρίτσανη εις Λακκώματα» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Λακκώματα (Σταρίτσανη) Καστορίας,
290 άτομα (134 άρρενες και 156 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Και οι 290 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Σταρίτσανη (Λακκώματα),
υπήρχαν 50 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν. Ο άρρην πληθυσμός γνωρίζει ή ομιλεί και την ελληνικήν
[Στατιστική 1932].
Λακκώματα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 434 (244 άρρενες και 190 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 78
[Γρηγορίου].
Старичани:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Λακκώματα, 300
κάτοικοι, εκ των οποίων 250 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β κατά 50%. Έδρασαν
αντεθνικώς 28. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 22. Ευρίσκονται εις φυλακή
δυνάμει ενταλμάτων 1. Παρατηρήσεις: Εξετελέσθησαν υπό ανταρτών 3. Έφυγαν11 το
1943. Έφυγαν 11 μετά τον Μάρτιον 1945. Ευρίσκονται εις Θράκην 2 (1 εις Αλεξανδρούπολιν
και 1 εις Ξάνθην) [Στατιστική 1945].
Λακκώματα Καστορίας:
201 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Старь Чифликъ / Костурска каза,
60 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Παλαιό Τσιφλίκι Καστορίας:
«Έχον 70 χριστιανούς» [Σχινάς 1886].
Atik Čiftl. [Αυστριακός
Χάρτης].
Tchifliko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 144 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Παλαιόν Τσιφλ. καζά Καστορίας [Χάρτης
Κοντογόνη].
Παλαιόν Τσιφλίκι Καστορίας,
8 άτομα (3 άρρενες και 5 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Παλαιόν Τσιφλίκιον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Καστορίας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Παλαιόν Τσιφλίκιον Καστορίας,
7 άτομα (3 άρρενες και 4 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Παλαιόν Τσιφλίκι Καστορίας,
έρημο [Απογραφή 1928].
Стар Чифлик:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Έρημο το 1940 [Симовски
Στένσκον Καστορίας:
120 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Stensko [Αυστριακός
Χάρτης].
Стѣнско /
Костурска каза,
126 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Stenesko / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 144 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Στένσκον,
πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Στένσκον Καστορίας:
«170 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Στέντσκο καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Στέντσκον Καστορίας,
145 άτομα (67 άρρενες και 78 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Στένσκον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Νεστραμίου [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Стенско, 16 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Στένσκον Καστορίας,
130 άτομα (63 άρρενες και 67 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Στένσκον της
κοινότητος Νεστραμίου (Αγίου Νέστορος) μετονομάζεται εις Στενά»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Στενά (Στένσκον) Καστορίας,
148 άτομα (64 άρρενες και 84 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 146 και ετεροδημότες 2 [Απογραφή 1928].
Στέντσκον (Στενά),
υπήρχαν 18 ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Στενά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 204 (95 άρρενες και 109 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 52
[Γρηγορίου].
Стенско: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Στενά, 204 κάτοικοι, εκ των
οποίων 180 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Στενά Καστορίας:
25 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Sfetedela:
«κατοικείται από διακόσιες τουρκικές και χριστιανικές οικογένειες»
[Pouqueville 1826].
Σφατανεντέλια Καστορίας:
«Χωρίον έχον 70 κατοίκους ων οι πλείστοι οθωμανοί, τέμενος, κρήνας και
χάνιον 50 κτηνών εις απόστασιν 10΄της ώρας» [Σχινάς 1886].
Св. Недѣля / Костурска каза,
80 χριστιανοί Βούλγαροι και 350 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Sveta Nedelia / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 120 πατριαρχικοί Βούλγαροι
[Brancoff 1905].
Σφέτα Νεδέλλα,
μουσουλμανικό και πατριαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908,
μουσουλμανικό και πατριαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Σφέτα Νεντέλα Καστορίας:
«175 ορθόδοξοι Έλληνες και 375 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Σβέτα Νέδελα (Αγία Κυριακή) καζά Καστορίας,
μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων [Χάρτης Κοντογόνη].
Αγία Κυριακή Καστορίας,
450 άτομα (232 άρρενες και 218 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Αγία Κυριακή Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Свата Недеља,
13 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 57 μουσουλμάνων Σλάβων [Милојевић 1920].
Αγία Κυριακή Καστορίας,
395 άτομα (207 άρρενες και 188 θήλεις) - 92 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Αγία Κυριακή γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 60 προσφυγικές
οικογένειες (205 άτομα) [ΕΑΠ].
Αγία Κυριακή,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 180 οικογένειες μουσουλμάνων (467 άτομα) και
ήρθαν 60 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
Αγία Κυριακή Καστορίας,
264 άτομα (116 άρρενες και 148 θήλεις). Υπήρχαν 221 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (93 άρρενες και 126 θήλεις). Και οι 264 ήταν ομοδημότες. Επίσης 11 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Αγία Κυριακή,
υπήρχαν τρεις ξενόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932].
Αγία Κυριακή Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 427 (192 άρρενες και 235 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 412
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 79
[Γρηγορίου].
Света Недела:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός
χριστιανών Μακεδόνων και προσφύγων Ποντίων το 1940 [Симовски].
Αγία Κυριακή,
405 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Αγία Κυριακή Καστορίας:
362 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Τίκφενι / Tikveni / Тиквени.
Μετονομάστηκε σε Κολοκυνθού.
Στην απογραφή του 2001 ήταν οικισμός του δήμου Αγίας Τριάδος (που
μετονομάστηκε το 2004 σε δήμο Μεσοποταμίας), του νομού Καστορίας.
Πρόκειται για ένα μακεδονόφωνο χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου
προσχώρησαν στην εξαρχία πριν την επανάσταση του Ίλιντεν. Το χωριό κάηκε τον
Ιανουάριο του 1903 από τον οθωμανικό στρατό, για τα αυτονομιστικά φρονήματα
του. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 200 άτομα. Στο χωριό δεν
εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Το 1928 είχε 220 κατοίκους. Κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου, η ελληνική διοίκηση θεωρούσε τους κατοίκους του οικισμού, ως άτομα
ανθελληνικών φρονημάτων. Το Μάρτιο του 1944, αντάρτες επιτέθηκαν στο Τίκφενι
και σκότωσαν τουλάχιστον δύο μέλη του κομιτάτου, μία γυναίκα και δύο κορίτσια.
Λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, ορισμένοι κάτοικοι του χωριού, οργανωμένοι στο
κομιτάτο, αναγκάστηκαν να φύγουν στη Βουλγαρία. Το 1949 τέσσερις αριστερές
οικογένειες κατέφυγαν στην Γιουγκοσλαβία. Μεταπολεμικά υπήρξε μετανάστευση
μερίδας του πληθυσμού προς την Αυστραλία και τη Γερμανία.
Πηγές
Тиквени / Костурско: 35 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Τίκφενι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 200 χριστιανούς, εκκλησίαν και χάνιον» [Σχινάς 1886].
Tikveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Тиквени / Костурска каза,
190 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tikveni,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Τικφωνή:
«Προχθές οι Τούρκοι επυρπόλησαν τα σχισματικά χωρία Τικφωνή, Ζουμπανίτσαν
και Γκορέντσι ως ενεχόμενα εις το Κομιτάτον και προστατεύοντα του Βουλγάρους
ληστάς» [ΕΜΠΡΟΣ, 31.1.1903, σ. 3].
Tikveni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 360 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Τίκβενι,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο
4278].
Τίκφενι:
«Το χωρίο προσεχώρησε τη εξαρχία τω 1902, αλλ' ο ιερεύς τελεί την
λειτουργίαν ελληνιστί, μη μνημονεύων ούτε του πατριάρχου ούτε του εξάρχου»
[Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Τίκβενι Καστορίας: «200
ορθόδοξοι Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Τίκβενι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τίκβενη Καστορίας,
207 άτομα (117 άρρενες και 90 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τίκβενη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζουπάνιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Тиквени,
15 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Τίκβενη Καστορίας,
145 άτομα (66 άρρενες και 157 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Τίκβενη της κοινότητος
Τσετιρακίου (Μεσοποταμιάς) μετονομάζεται εις Κολοκυθού» [ΦΕΚ 413 /
22.11.1926].
Κολοκυνθού (Τίκβενι) Καστορίας,
220 άτομα (118 άρρενες και 102 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 202 και ετεροδημότες 18 [Απογραφή 1928].
Τίκβενη (Κολοκυνθού),
υπήρχαν 35 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Κολοκυνθού Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 282 (134 άρρενες και 148 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 61
[Γρηγορίου].
Тиквени:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων τόσο το 1912, όσο και το 1940 [Симовски].
Κολοκυνθού,
24 Μαρτίου 1944: «Στην Κολοκυνθού οι Αντάρτες συνέλαβαν αιχμαλώτους, κατά τη
δική τους μαρτυρία, έξι Κομιτατζήδες, δύο εκ των οποίων εσκότωσαν με τα ρόπαλα
στο προσφυγικό χωριό Μελάνθιο, δύο έστειλαν στην έδρα της μονάδας τους στο
ελληνόφωνο χωριό Λάγγα, ενώ για τους άλλους δύο δεν έδωσαν στοιχεία. Σκοτώθηκε
επίσης κατά τη συμπλοκή μία γυναίκα και πνίγηκαν στον Αλιάκμονα δύο μικρά
κορίτσια κάτω από άγνωστες συνθήκες» [Κολιόπουλος Α, 175-176].
Κολοκυνθού,
280 κάτοικοι, όλοι σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β κατά 60% [Στατιστική 1945].
Тиквени:
Μεταξύ Μαρτίου 1948 και Αυγούστου 1950, η ελληνική διοίκηση
πήρε 21 παιδιά από το χωριό στο ίδρυμα της βασίλισσας Φρειδερίκης «Αγία
Τριάδα» στη Θεσσαλονίκη. Από την άλλη, δύο παιδιά του χωριού τα οδήγησαν οι
αντάρτες, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, σε χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης [Мартинова, 51-52].
Κολοκυνθού Καστορίας:
204 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Το 1932 έπληξε το χωριό μια
δεκαπενθήμερη επιδημία τύφου, κατά τη διάρκεια της οποίας πέθαναν πολλά παιδιά.
Το καλοκαίρι του 1944 ορισμένοι κάτοικοι του χωριού, που συμμετείχαν στο
κομιτάτο, κατέφυγαν στο Πλέβεν (Πλέβνα) της Βουλγαρίας,
όπου φαίνεται να υπήρχε παρουσία μεταναστών από το Τίκφενι, από τα τέλη του
19ου αιώνα. Υπάρχουν μαρτυρίες για κλοπές ζώων στο χωριό από παρακρατικούς, τον
Ιούλιο του 1945. Παρακρατικοί βιαιοπράγησαν το 1946 κατά της αυτονομίστριας
Evgenia Kolevichin, κατοίκου του Τίκφενι. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου
κατέφυγαν από εδώ, ως πολιτικοί πρόσφυγες, τρεις οικογένειες στην Οχρίδα και
μία στα Σκόπια. Τέλη του '50, αρχές του '60, βρέθηκαν σαν οικονομικοί
μετανάστες στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, 26 κάτοικοι του χωριού. Επίσης κάποιες
άλλες οικογένειες δούλεψαν για ένα διάστημα στο Ανόβερο της Γερμανίας και
κατόπιν επέστρεψαν ως συνταξιούχοι στην ιδιαίτερη πατρίδα τους [Vic Nicholas].
Στις νεότερες απογραφές ο πραγματικός
πληθυσμός του οικισμού ήταν --> 1961: 215, 1971: 285, 1981: 604, 1991: 614,
2001: 704.
Υψόμετρο 670 [Λεξικό ΕΣΥΕ].
Σύγχρονα επώνυμα οικογενειών
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (10), ΑΜΙΤΣΑΣ, ΑΝΤΩΝΙΟΥ (4),
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (4), ΑΡΓΥΡΙΟΥ (2), ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (5), ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
ΓΙΟΒΑΝΗΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, ΔΕΛΗΠΑΛΑΣ, ΔΗΜΑΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (8), ΔΟΡΔΟΜΟΖΗΣ, ΕΥΘΥΜΙΟΥ
(2), ΖΗΝΔΡΟΣ (2), ΖΗΣΙΑΔΗΣ (6), ΖΗΣΗΣ, ΖΙΩΓΑΣ (4), ΖΟΛΩΤΑΣ (1), ΖΟΡΜΠΑΣ (2),
ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ (4), ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ (2), ΘΩΜΑΣ, ΙΩΑΝΝΟΥ (4), ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ,
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΚΑΣΑΡΗΣ, ΚΟΚΙΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΟΚΚΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΟΡΟΒΕΤΣΗΣ, ΚΟΥΚΟΥΛΗΣ,
ΚΟΥΤΛΑΣ, ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΙΝΑΣ (3), ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (14), ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ (3), ΛΑΜΠΡΟΥ (2),
ΛΕΚΚΟΣ, ΛΙΤΣΟΣ (3), ΛΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΚΡΗΣ (2), ΜΑΡΚΟΥ, ΜΑΥΡΟΒΙΤΗΣ, ΜΟΥΣΙΑΣ (2),
ΜΠΑΖΙΝΑΣ, ΜΠΕΝΙΑΣ, ΜΠΕΤΣΙΟΣ, ΜΠΙΝΙΑΚΟΣ (6), ΜΠΟΥΝΤΑΣΗΣ, ΜΠΟΥΤΑΣΗΣ (4), ΝΑΤΣΙΑΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ (19), ΝΙΚΟΛΗΣ, ΝΙΚΟΥ, ΝΙΤΣΑΣ (7), ΝΤΑΚΟΥΛΑΣ (2), ΝΤΑΛΙΑΝΗΣ
(3), ΝΤΟΥΚΑΣ, ΠΑΝΤΑΖΗΣ (2), ΠΑΠΑΔΑΜΟΣ, ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ,
ΠΑΠΑΝΑΟΥΜ, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ, ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΗΣ (6), ΠΑΤΣΕΑΣ (4), ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ,
ΠΕΤΡΟΥ (2), ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ (5), ΠΙΣΣΙΟΣ, ΡΕΒΒΑΣ (2), ΡΟΤΣΙΑΣ, ΣΙΑΜΙΔΗΣ, ΣΙΜΟΣ
(2), ΣΜΟΛΙΚΑΣ, ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ, ΣΤΕΡΓΙΟΥ (5), ΣΩΤΗΡΑΣ, ΤΑΣΙΟΣ (3), ΤΟΚΑΤΛΙΔΗΣ (2),
ΤΟΠΟΥΖΗΣ, ΤΟΡΗΣ (3), ΤΡΟΜΑΡΑΣ (2), ΤΣΑΓΚΑΣ (3), ΤΣΑΚΑΣ, ΤΣΑΛΔΙΚΑΣ (3), ΤΣΙΚΟΣ,
ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ, ΤΣΟΥΜΑΝΗΣ (3), ΤΥΠΟΥ, ΦΑΣΟΥΛΑΣ, ΦΑΣΟΥΛΗΣ (2), ΦΙΛΙΟΥ (2), ΦΩΤΙΑΔΗΣ,
ΧΑΛΚΙΑΣ (2), ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ (2), ΧΡΗΣΤΟΥ (12).
Ταρστενίκ Καστορίας:
«Τσιφλικίου οικουμένου υπό 70 οικογενειών Τουρκαλβανών» [Σχινάς 1886].
Trestika [Αυστριακός
Χάρτης].
Τρέστικα Καστορίας:
«220 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τρέστικα καζά Καστορίας,
μουσουλμανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τέρστικα Καστορίας,
140 άτομα (74 άρρενες και 66 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τέρστικα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Κόρτσιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Трстика, 5 σπίτια μουσουλμάνων
Σλάβων, 8 σπίτια μουσουλμάνων Βλάχων και 7 σπίτια μουσουλμάνων Αλβανών
[Милојевић 1920].
Τέρστικα Καστορίας,
144 άτομα (75 άρρενες και 69 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Τέρστικα γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 11 προσφυγικές
οικογένειες (40 άτομα) [ΕΑΠ].
Τέρστικα,
μουσουλμανικός οικισμός, έφυγαν 18 οικογένειες μουσουλμάνων (115 άτομα) και
ήρθαν 12 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Τέρστικα της
κοινότητος Φτεριά μετονομάζεται εις Ακόντιον»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Ακόντιον (Τέρστικας) Καστορίας,
40 άτομα (17 άρρενες και 23 θήλεις). Υπήρχαν 40 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (17 άρρενες και 23 θήλεις). Και οι 40 ήταν ομοδημότες [Απογραφή 1928].
Ακόντιον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 69 (32 άρρενες και 37 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Трстика: Οικισμός
μουσουλμάνων Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών προσφύγων το 1940
[Симовски].
Άνω Φτεριά, Κάτω Φτεριά και Ακόντιον,
511 κάτοικοι, εκ των οποίων 91 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Ακόντιον Καστορίας:
55 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Тиквени / Костурско: 35 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Τίκφενι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 200 χριστιανούς, εκκλησίαν και χάνιον» [Σχινάς 1886].
Tikveni [Αυστριακός
Χάρτης].
Тиквени / Костурска каза,
190 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tikveni, λειτουργία
πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tikveni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 360 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Τίκβενι, εξαρχικό χωριό προ
του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Τίκφενι: «Το χωρίο
προσεχώρησε τη εξαρχία τω 1902, αλλ' ο ιερεύς τελεί την λειτουργίαν ελληνιστί,
μη μνημονεύων ούτε του πατριάρχου ούτε του εξάρχου» [Εκκλησιαστική Αλήθεια
1909].
Τίκβενι Καστορίας:
«200 ορθόδοξοι Έλληνες υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Τίκβενι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τίκβενη Καστορίας,
207 άτομα (117 άρρενες και 90 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τίκβενη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ζουπάνιστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Тиквени, 15 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Τίκβενη Καστορίας,
145 άτομα (66 άρρενες και 157 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Ο συνοικισμός Τίκβενη της
κοινότητος Τσετιρακίου (Μεσοποταμιάς) μετονομάζεται εις Κολοκυθού»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Κολοκυνθού (Τίκβενι) Καστορίας,
220 άτομα (118 άρρενες και 102 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγας πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 202 και ετεροδημότες 18 [Απογραφή 1928].
Τίκβενη (Κολοκυνθού),
υπήρχαν 35 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Κολοκυνθού Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 282 (134 άρρενες και 148 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 61
[Γρηγορίου].
Тиквени: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Κολοκυνθού,
280 κάτοικοι, όλοι σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β κατά 60% [Στατιστική 1945].
Κολοκυνθού Καστορίας:
204 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Тиџолище / Костурско:
95 οικογένειες, στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Τυχόβλιστα Καστορίας:
500 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Tiholišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Тиолища (Тиолишча) / Костурска каза,
500 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tiholista,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tiholichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 560 εξαρχικοί και 232 πατριαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 39 μαθητές και ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905].
Τειχόβλιστα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά [Έγγραφο
4278].
Τειχόβλιστα:
«Η εκκλησία κατελήφθη υπό των Βουλγάρων τω 1902, τω δε 1904 επανήλθε εις την
Ορθοδοξίαν. Εκηρύχθη οριστικώς σχισματικόν τω 1906» [Εκκλησιαστική Αλήθεια
1909].
Τειχόβλιστα Καστορίας:
«500 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του
1904» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τιχόλιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τειχόλιστα Καστορίας,
443 άτομα (245 άρρενες και 198 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τειχόλιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τον οικισμό Κονδορόπη [ΦΕΚ 259 /
21.12.1918].
Тиовлишча,
150 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Τειχόλιστα Καστορίας,
604 άτομα (266 άρρενες και 338 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν τρεις περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Τειχολίστης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Τειχειού και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Τειχόλιστα εις Τειχειό»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Τειχειόν (Τειχολίστα) Καστορίας,
697 άτομα (306 άρρενες και 391 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 669 και ετεροδημότης ένας [Απογραφή 1928].
Τειχόλιστα (Τειχειό),
υπήρχαν 80 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Τοιχίον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 844 (419 άρρενες και 425 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 831
[Απογραφή 1940].
Тиолишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Τειχειό, 869 κάτοικοι, εκ των
οποίων 869 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β κατά 50%. Έδρασαν αντεθνικώς 50.
Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 15. Ευρίσκονται εις τας οικίας των
ανενόχλητοι 35 [Στατιστική 1945].
Τοιχίον Καστορίας:
801 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Τούχουλι Καστορίας:
300 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Tuhuli [Αυστριακός
Χάρτης].
Тухолъ / Костурска каза,
240 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900].
Τούχλι Καστορίας:
«294 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τούχουλι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τούχουλη Καστορίας,
334 άτομα (183 άρρενες και 151 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τούχουλη Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Κοτέλτσι [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Τούχουλα Καστορίας,
334 άτομα (170 άρρενες και 164 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Τούχουλι,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 10 οικογένειες μουσουλμάνων
(50 άτομα) [Πελαγίδης].
«Ο συνοικισμός Τούχουλη της
κοινότητος Αγίου Νέστορος μετονομάζεται εις Πεύκος»
[ΦΕΚ 156 / 8.8.1928].
Πεύκος (Τούχουλα) Καστορίας,
372 άτομα (191 άρρενες και 181 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 357, ετεροδημότες 13 και αλλοδαποί 2
[Απογραφή 1928].
Τούχουλι (Πεύκος),
υπήρχαν 4 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Πεύκος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 470 (224 άρρενες και 246 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 470
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 51
[Γρηγορίου].
Тухол (Тул):
Οικισμός χριστιανών Ελλήνων (Κατσαούνηδων) το 1912. Οικισμός χριστιανών Ελλήνων
(Κατσαούνηδων) το 1940 [Симовски].
Πεύκον, 470 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Πεύκος Καστορίας:
264 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Чакони Бозор / Костурско: 66 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Τσάκωνι Καστορίας:
81 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Cakoni [Αυστριακός
Χάρτης].
Цакони / Костурска каза,
200 χριστιανοί Βούλγαροι και 150 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tzakoni / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 296 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός
πατριαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 15 μαθητές [Brancoff 1905].
Τσάκονι Καστορίας:
«350 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρική τρομοκρατίαν από του 1904»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Τσάκονι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τσάκωνη Καστορίας,
423 άτομα (234 άρρενες και 189 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τσάκωνα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Цакони, 60 σπίτια χριστιανών
Σλάβων, 4 χριστιανών Βλάχων και 20 Τούρκων [Милојевић 1920].
Τσάκωνη Καστορίας,
354 άτομα (166 άρρενες και 188 θήλεις) 77 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκε μία περιουσία κάτοικου
που μετανάστευσε στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Τσάκωνη γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 26
προσφυγικές οικογένειες (106 άτομα) [ΕΑΠ].
Τσάκονη, μικτός οικισμός
μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 40 οικογένειες μουσουλμάνων (200 άτομα) και
ήρθαν 28 οικογένειες προσφύγων: 10 από τη Μικρά Ασία και 18 από τον Πόντο
[Πελαγίδης].
Τσακώνη Καστορίας,
341 άτομα (160 άρρενες και 181 θήλεις). Υπήρχαν 92 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (40 άρρενες και 52 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 333 και ετεροδημότες 8. Επίσης
23 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Τσάκωνη, υπήρχαν 42 ξενόφωνες
οικογένειες [Στατιστική 1932].
Τσάκονη Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 448 (218 άρρενες και 230 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 459
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 113
[Γρηγορίου].
Цакони: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
προσφύγων (Ποντίων και Μικρασιατών) το 1940 [Симовски].
Τσάκωνη, 466 κάτοικοι, εκ των
οποίων 50 ήταν σλαυόφωνοι. Έδρασαν αντεθνικώς 4. Ευρίσκονται εις Σερβία ή
Βουλγαρία 2. Ευρίσκονται εις εγκληματικάς συμμορίας 2 [Στατιστική 1945].
Τσάκονη Καστορίας:
386 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Τσήρτσιστα Καστορίας:
120 χριστιανοί [Σχινάς 1886].
Čerčišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Tsartsista,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Τσάρσιστα γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 8 προσφυγικές
οικογένειες (33 άτομα) [ΕΑΠ].
Τσάρσιστα,
ήρθαν 8 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Τσαρτσίστα Καστορίας,
56 άτομα (25 άρρενες και 30 θήλεις). Υπήρχαν 32 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (16 άρρενες και 16 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 34 και αλλοδαποί 22 [Απογραφή
1928].
Τσάρτσιστα,
υπήρχαν 3 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Τσάρσιστα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 47 (22 άρρενες και 25 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Чрчишта (Чарчишта):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός προσφύγων Μικρασιατών το 1940
[Симовски].
Τσάρτσιστα,
54 κάτοικοι [Στατιστική 1945].
Τσερέσνιτσα Καστορίας:
«Χωρίον έχον 600 χριστιανούς, εκκλησίαν, χάνιον, κρήνας» [Σχινάς 1886].
Čerešnica [Αυστριακός
Χάρτης].
Черешница / Костурска каза,
520 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Ceresnitza,
λειτουργία πατριαρχικού και εξαρχικού σχολείου [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tcerechnitza / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 640 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 35 μαθητές [Brancoff 1905].
Τσερέσνιτσα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Τζερέσνιτσα:
«Σχισματικόν από του 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Τσερέσνιτσα Καστορίας:
«200 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904 και
400 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τσερέσνιτσα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τσερέσνιτσα Καστορίας,
660 άτομα (390 άρρενες και 270 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τσερέσνιτσα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Λίτσιστα και Φωτίνιστα [ΦΕΚ
259 / 21.12.1918].
Черешница,
70 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Τσερέσνιτσα Καστορίας,
343 άτομα (132 άρρενες και 211 θήλεις) - 88 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν δύο περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Τσερεσνίτσης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Πολυκεράσου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Τσερέσνιτσα εις Πολυκέρασο»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Πολυκέρασον (Τσερέσνιτσα) Καστορίας,
328 άτομα (149 άρρενες και 179 θήλεις). Δεν υπήρχαν πρόσφυγες που να ήρθαν μετά
το 1922. Ομοδημότες ήταν 303, ετεροδημότες 20 και 5 αλλοδαποί. Επίσης 9 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Τσερέσνιτσα (Πολυκέρασος),
υπήρχαν 70 ξενόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαυϊκών φρονημάτων
[Στατιστική 1932].
Πολυκέρασον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 397 (174 άρρενες και 223 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 403
[Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 93
[Γρηγορίου].
Черешница:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Πολυκέρασος,
1.031 κάτοικοι, εκ των οποίων 1.000 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις Β. Έδρασαν
αντεθνικώς 300. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 17. Ευρίσκονται εις τας
οικίας των ανενόχλητοι 283 [Στατιστική 1945].
Πολυκέρασον Καστορίας:
87 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Чернохавище / Костурско: 44 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Tchirnolista,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Τσερνόλιστα Καστορίας:
«Έχει 300 χριστιανούς, εκκλησίαν» [Σχινάς 1886].
Črnovišta [Αυστριακός
Χάρτης].
Чърновища / Костурска каза,
260 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tcharnovichta / Caza de Kostour
(Kastoria), χριστιανικός πληθυσμός: 368 εξαρχικοί Βούλγαροι.
Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με ένα δάσκαλο και 34 μαθητές [Brancoff
1905].
Τσερνόλιστα,
εξαρχικό χωριό προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και εξαρχικό μετά
[Έγγραφο 4278].
Τσερνόλιστα:
«Από του 1906 ετελείτο η λειτουργία εκ περιτροπής, ότε κατηργήθη το σύστημα
τούτο, του χωρίου προσελθόντος εις την Ορθοδοξίαν. Μετά το Σύνταγμα όμως,
κυβερνητική ανοχή, η εκκλησία κατελήφθη υπό των Βουλγάρων» [Εκκλησιαστική
Αλήθεια 1909].
Τσερνόλιστα Καστορίας:
«100 ορθόδοξοι Έλληνες, υπό την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1904 και
200 σχισματικοί βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τσερνόβιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τσερνόλιστα Πρεσπών,
207 άτομα (108 άρρενες και 99 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τσερνόλιστα Φλωρίνης,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Ποδοβίστας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Црновишта,
40 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Τσερνολίστα Καστορίας,
325 άτομα (116 άρρενες και 209 θήλεις) - 62 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν επτά περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
«Η κοινότης Τσερνολίστης,
μετονομάζεται εις κοινότητα Μαυροκάμπου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Τσερνολίστα εις Μαυρόκαμπος»
[ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Μαυρόκαμπος (Τσερνολίστα) Καστορίας,
328 άτομα (126 άρρενες και 202 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να
ήρθε μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 283 και ετεροδημότες 45. Επίσης 10 δημότες
απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928].
Τσερνόλιστα (Μαυρόκαμπος),
υπήρχαν 56 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 50 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Μαυρόκαμπος Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 332 (145 άρρενες και 187 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 340
[Απογραφή 1940].
Чрновишта ή Црновишта:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Μαυρόκαμπος,
350 κάτοικοι, εκ των οποίων 325 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Μαυρόκαμπος Καστορίας:
199 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Tzeteroki:
«κεφαλοχώρι με εκατό εστίες» [Pouqueville 1826].
Tcetorok,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 1.800 [Synvet 1878].
Τσετιρόκι Καστορίας:
«Χωρίον έχον 110 οικογενείας χριστιανών και Οθωμανών, εκκλησίαν, τέμενος, 2
χάνια 120 κτηνών και υδρευόμενον εκ του παραρρέοντος ποταμού της Όσανης»
[Σχινάς 1886].
Čotorozi (Četrok) [Αυστριακός
Χάρτης].
Четирокъ / Костурска каза,
360 χριστιανοί Βούλγαροι και 440 μουσουλμάνοι Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tseteroki,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tchetirok / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 456 εξαρχικοί Βούλγαροι. Λειτουργία ενός εξαρχικού
σχολείου με ένα δάσκαλο και 41 μαθητές [Brancoff 1905].
Τσετερόκι:
«Σχισματικό από του 1902» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Τσετιρόκι Καστορίας:
«850 ορθόδοξοι Έλληνες τρομοκρατούμενοι υπό του 1904 και 200 Μουσουλμάνοι»
[Χαλκιόπουλος 1910].
Τσετιρόκι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τσετεράκι Καστορίας,
888 άτομα (436 άρρενες και 452 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τσετεράκη (Τσετιράκη) Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Четирок, 55 σπίτια χριστιανών
Σλάβων και 110 Τούρκων [Милојевић 1920].
Τσετεράκι (Τσετιράκι) Καστορίας,
1.021 άτομα (505 άρρενες και 516 θήλεις) - 187 οικογένειες [Απογραφή 1920].
Τσετερόκιον γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 141
προσφυγικές οικογένειες (594 άτομα) [ΕΑΠ].
Τσετερόκι,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 140 οικογένειες
μουσουλμάνων (300 άτομα) και ήρθαν 140 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο
[Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Η κοινότης Τσετιρακίου,
μετονομάζεται εις κοινότητα Μεσοποταμιάς και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Τσετιράκι εις Μεσοποταμιά»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Μεσοποταμιά (Τσετριράκι) Καστορίας,
1.083 άτομα (515 άρρενες και 568 θήλεις). Υπήρχαν 545 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά
το 1922 (245 άρρενες και 300 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 1.080 και ετεροδημότες 3
[Απογραφή 1928].
Μεσοποταμιά Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 1.552 (761 άρρενες και 791 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 347
[Γρηγορίου].
Четирок: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων και
προσφύγων Ποντίων το 1940 [Симовски].
Μεσοποταμιά, 1.643
κάτοικοι, εκ των οποίων 700 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή κατά 50%.
Έδρασαν αντεθνικώς 111. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 74. Ευρίσκονται εις
φυλακή δυνάμει ενταλμάτων 3. Ευρίσκονται εις τας οικίας των ανενόχλητοι 35.
Παρατηρήσεις: Έφυγαν με Γερμανούς 40. Έφυγαν 36 μετά τον Μάρτιον του 1945 [Στατιστική
1945].
Μεσοποταμιά Καστορίας:
1.271 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Τσούκα Καστορίας:
«Έχον 150 οικογενείας χωρικών χριστιανών, εκκλησίαν, βρύσεις και ρεύμα
κάτωθεν του χωρίου» [Σχινάς 1886].
Čuka [Αυστριακός
Χάρτης].
Чука / Костурска каза,
154 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Tsouka, λειτουργία
πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tchouka / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 160 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Τσούκα, πατριαρχικό χωριό
προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Τσούκα Καστορίας:
«150 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τσούκα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τσούκα Καστορίας,
164 άτομα (75 άρρενες και 89 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τσούκα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Γκρέντσης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Чука, 30 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Τσούκα Καστορίας,
149 άτομα (54 άρρενες και 95 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Τσούκα Καστορίας,
152 άτομα (58 άρρενες και 94 θήλεις). Υπήρχε ένας πρόσφυγες πού ήρθε μετά το
1922. Ομοδημότες ήταν 150 και ετεροδημότες 2 [Απογραφή 1928].
Τσούκα, υπήρχαν 28 ξενόφωνες
οικογένειες [Στατιστική 1932].
Τσούκα Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 201 (83 άρρενες και 118 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 46
[Γρηγορίου].
Чука: Οικισμός χριστιανών
Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940 [Симовски].
Τσούκα, 202 κάτοικοι, εκ των
οποίων 186 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Τσούκα Καστορίας:
έρημο. Διά διατάγματος της 20.9.55 μετωνομάσθη "Αρχάγγελος"
(ΦΕΚ 287, τ. Α΄ 1953) [Απογραφή 1951].
Чурилова / Костурско: 25 οικογένειες,
στα τέλη του 15ου αιώνα [Οθωμανικά Αρχεία].
Tcirilovon,
χριστιανοί ορθόδοξοι: 600 [Synvet 1878].
Τσιρίλοβον Καστορίας:
«Χωρίον έχον 350 χριστιανούς, εκκλησίαν και σχολείον» [Σχινάς 1886].
Ćerilovo [Αυστριακός
Χάρτης].
Чурилово / Костурска каза,
390 χριστιανοί Βούλγαροι και 120 Τούρκοι [Кънчов 1900].
Serilovo,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Tchourilovo / Caza de Kostour (Kastoria), χριστιανικός
πληθυσμός: 560 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Τσιρίλοβον Καστορίας:
«350 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Τσυρίλοβον καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Τσιρίλοβον Καστορίας,
262 άτομα (123 άρρενες και 139 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Τσιρίλοβον Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Κομανίτσοβον [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Чурилово,
70 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић 1920].
Τσιρίλοβον Καστορίας,
151 άτομα (51 άρρενες και 100 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν δώδεκα περιουσίες
κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Τσιρίλοβον Καστορίας,
140 άτομα (57 άρρενες και 83 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 131 και ετεροδημότες 9 [Απογραφή 1928].
Τσιρίλοβον,
υπήρχαν 25 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 5 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Τσιρίλοβον Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 154 (76 άρρενες και 78 θήλεις). Νόμιμος πληθυσμός 155
[Απογραφή 1940].
Чурилово:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Τσιρίλοβον,
139 κάτοικοι, εκ των οποίων 100 ήταν σλαυόφωνοι. Συνείδησις ρευστή. Έδρασαν
αντεθνικώς 2. Ευρίσκονται εις Σερβία ή Βουλγαρία 2 [Στατιστική 1945].
Τσιρίλοβον Καστορίας:
75 κάτοικοι. Διά διατάγματος της 20.9 55 μετωνομάσθη "Άγιος
Νικόλαος" (ΦΕΚ 287, τ. Α΄ 1955) [Απογραφή
1951].
Φωτείνιστα Καστορίας:
«Χωρίου έχοντος 900 χριστιανούς και φρέαρ» [Σχινάς 1886].
Fotiništa [Αυστριακός
Χάρτης].
Фотинища / Костурска каза,
250 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Fotinista,
λειτουργία πατριαρχικής εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Fotinishta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 120 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Φωτείνιστα Καστορίας:
«44 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910].
Φωτεινίστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Φωτίνιστα Καστορίας,
έρημο [Απαρίθμηση 1913].
Φωτίνιστα Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Τσερέσνιτσας [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Φωτείνιστα Καστορίας,
29 άτομα (24 άρρενες και 5 θήλεις) - _ οικογένειες [Απογραφή 1920].
Φωτίνιστα γραφείου Καστορίας,
έγινε καθαρά προσφυγικός οικισμός. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 34 προσφυγικές
οικογένειες (94 άτομα) [ΕΑΠ].
Φωτείνιστα,
ήρθαν 34 οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο [Πελαγίδης].
Οι περισσότεροι πρόσφυγες που ήρθαν
μιλούσαν ποντιακά [Χατζησαββίδης].
«Ο συνοικισμός Φωτίνιστα της
κοινότητος Μαυρόβου μετονομάζεται εις Φωτεινή»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Φωτεινή (Φωτίνιστα) Καστορίας,
119 άτομα (73 άρρενες και 46 θήλεις). Υπήρχαν 83 πρόσφυγες πού ήρθαν μετά το
1922 (42 άρρενες και 41 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 92 και ετεροδημότες 27
[Απογραφή 1928].
Φωτεινή Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 210 (112 άρρενες και 98 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Фотиништа:
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών προσφύγων το 1940
[Симовски].
Φωτεινή, 246 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].
Φωτεινή Καστορίας:
184 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Croupitzas:
«Αριθμεί διακόσιες οικογένειες Μωαμεθανών, που καυχώνται ότι κατάγονται από τους
πρώτους κατακτητές της Μακεδονίας, καθώς και εκατό οικογένειες Χριστιανών, στις
οποίες έχουν επιτρέψει να διατηρούν μερικές εκκλησίες... Σε μικρή απόσταση από
εκεί, μου επισήμαναν ένα βαρόσι (varochi) ή συνοικία που ιδρύθηκε από εκατό
περίπου οικογένειες Βλάχων προσφύγων από τη Βοσχόπολη (Voschopolis), οι οποίες
διατηρούν τα έθιμα τους, και ζουν μοιράζοντας το χρόνο τους ανάμεσα στη
φροντίδα των ζωντανών τους, τη γεωργία και την υφαντική τέχνη, κατασκευάζοντας
μάλλινα χοντρά υφάσματα, από τα οποία ράβονται τα λαϊκά ρούχα» [Pouqueville
1826].
Χρούπιστα Καστορίας:
«Οικείται υπό 3.500 κατοίκων, ων τα 2/3 εισί χριστιανοί το δε 1/3
μωαμεθανοί. Έχει δύο σχολεία αρρένων, παρθεναγωγείον, οθωμανικόν
γραμματοδιδασκαλείον, μαγαζεία πολλά, 7 χάνια χωρούντα 270 ίππους (υπάρχουν δε
και σταύλοι εις απάσας τας οικίας), τέμενος, εκκλησίαν. Προς δε νεόδμητον
στρατώνα και στρατιωτικόν νοσοκομείον, άτινα μετά των χανίων χωρούσι 3.000
περίπου άνδρας. Εκάστην Τρίτην ένεκεν της κεντρικού θέσεώς της γίνεται
εβδομαδιαία αγορά. Παράγει αφθόνους δημητριακούς καρπούς, χόρτον, τυρόν
βούτυρον, οπώρας κτλ.» [Σχινάς 1886].
Hrupišta (Hurpešte) [Αυστριακός
Χάρτης].
Хрупища / Костурска каза,
1.100 χριστιανοί Βούλγαροι, 700 Τούρκοι, 720 Βλάχοι και 170 Τσιγγάνοι [Кънчов
1900].
Krupista,
λειτουργία πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Χρούπιστα:
«Με πληθυσμό πάνω από δύο χιλιάδες κατοίκους. Περίπου οι μισοί κάτοικοι ήταν
μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Γύφτοι), ενώ οι υπόλοιποι πατριαρχικοί και εξαρχικοί,
σλαβόφωνοι και ελληνόφωνοι, ρουμανίζοντες και ελληνίζοντες Βλάχοι σε
απροσδιόριστες αναλογίες» [Γούναρης].
Hroupichta / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 560 εξαρχικοί Βούλγαροι, 1.616 πατριαρχικοί Βούλγαροι,
100 Έλληνες, 960 Βλάχοι και 60 Τσιγγάνοι. Λειτουργία ενός εξαρχικού σχολείου με
δύο δασκάλους και 75 μαθητές, δύο πατριαρχικών σχολείων με τέσσερις δασκάλους
και 120 μαθητές και βλάχικων σχολείων με τρεις δασκάλους και 40 μαθητές
[Brancoff 1905].
Χρούπιστα: Κέντρον
των Καστανοχωρίων. Δεν δεικνύουν εθνικόν ενδιαφέρον. Υπάρχουν 220 οθωμανικαί
οικογένειες, 309 ελληνικαί οικογένειαι (1.089 ψυχαί), 42 βουλγαρικαί
οικογένειαι (322 ψυχαί), 32 ρουμανικαί οικογένειαι (172 ψυχαί). Λειτουργία ενός
ελληνικού αρρεναγωγείου και δύο ελληνικών παρθεναγωγείων με τέσσερις διδασκάλους
και πέντε διδασκάλισσες. Λειτουργία ενός βουλγαρικού αρρεναγωγείου και ενός
βουλγαρικού παρθεναγωγείου με δύο διδασκάλους και μία διδασκάλισσα. Λειτουργία
ενός ρουμανικού αρρεναγωγείου και ενός ρουμανικού παρθεναγωγείου με δύο
διδασκάλους και δύο διδασκάλισσες [Αρχείο Βάρδα / Καστανοχώρια].
Χρούπιστα Καστορίας:
«650 ορθόδοξοι Έλληνες, 300 σχισματικοί, 30 Ρουμανίζοντες, 1.200
Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910].
Χρούπιστα καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Χρούπιστα Καστορίας,
2.948 άτομα (1.580 άρρενες και 1.368 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Χρούπιστα Καστορίας:
εγκατάσταση 25 προσφυγικών οικογενειών (88 ατόμων) [Πρόσφυγες 1915].
Χρούπιστα Καστορίας,
αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα μαζί με τους οικισμούς Βυτάνη, Μαρκόβιανα, Σέμασι,
Λάγουρη και Πισάκοι [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Рупиште, 270 σπίτια
χριστιανών Σλάβων, 180 χριστιανών Βλάχων, 50 εξελληνισμένων Σλάβων ή Βλάχων και
250 σπίτια Τούρκων [Милојевић 1920].
Χρούπιστα Καστορίας,
3.603 άτομα (1.708 άρρενες και 1.895 θήλεις) [Απογραφή 1920].
Ρευστοποιήθηκαν 17 περιουσίες κατοίκων
που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης].
Χρούπιστα γραφείου Καστορίας,
έγινε μικτός οικισμός γηγενών και προσφύγων. Μέχρι το 1926 εγκαταστάθηκαν 214
προσφυγικές οικογένειες (852 άτομα) [ΕΑΠ].
Χρούπιστα,
μικτός οικισμός μουσουλμάνων και χριστιανών, έφυγαν 200 οικογένειες
μουσουλμάνων (1.500 άτομα) και ήρθαν 212 οικογένειες προσφύγων: 10 από τη
Θράκη, 69 από τη Μικρά Ασία, 5 από τον Πόντο, 22 από τον Καύκασο και μία από
αλλού [Πελαγίδης].
«Η κοινότης Χρουπίστης, μετονομάζεται
εις κοινότητα Άργους Ορεστικού και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Χρούπιστα εις Άργος
Ορεστικόν» [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927].
Άργος Ορεστικόν (Χρούπιστα) Καστορίας,
3.605 άτομα (1.757 άρρενες και 1.848 θήλεις). Υπήρχαν 863 πρόσφυγες πού ήρθαν
μετά το 1922 (396 άρρενες και 467 θήλεις). Ομοδημότες ήταν 3.242, ετεροδημότες
346 και αλλοδαποί 17 [Απογραφή 1928].
Χρούπιστα (Άργος Ορεστικόν),
υπήρχαν 357 ξενόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 97 ήταν δεδηλωμένων σλαυϊκών
και 21 ρουμανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932].
Άργος Ορεστικόν Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 4.215 (2.093 άρρενες και 2.122 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 1.100
[Γρηγορίου].
Рупишта (Хрупишта):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων, Βλάχων, Ελλήνων και μουσουλμάνων Τούρκων το
1912. Οικισμός γηγενών Μακεδόνων, Βλάχων, Ελλήνων και χριστιανών προσφύγων το
1940 [Симовски].
Άργος Ορεστικόν,
4.100 κάτοικοι, εκ των οποίων 1.370 ήταν σλαυόφωνοι [Στατιστική 1945].
Άργος Ορεστικόν Καστορίας:
4.196 κάτοικοι [Απογραφή 1951].
Ψώχαρι Καστορίας:
«Χωρίον έχοντος 30 κατοίκους» [Σχινάς 1886].
Psora [Αυστριακός
Χάρτης].
Псора / Костурска каза,
84 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900].
Rsohori, λειτουργία
πατριαρχικού σχολείου και εκκλησίας [Χάρτης Κοντογιάννη].
Psore / Caza de Kostour (Kastoria),
χριστιανικός πληθυσμός: 120 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905].
Ψώχωρι, πατριαρχικό χωριό
προ του οθωμανικού Συντάγματος του 1908 και πατριαρχικό μετά [Έγγραφο 4278].
Ψυχώρι: «Σχισματικό από
του 1903» [Εκκλησιαστική Αλήθεια 1909].
Ψώχαρη: Σχισματικόν
χωρίον κατά την έναρξη της ενόπλου δράσεως των ελληνικών σωμάτων. Σχισματικόν
και κατά την ανακήρυξην του Συντάγματος (1908). Θα ακολουθήση πορείαν
Ζουζέλτσης. Υπάρχουν 11 βουλγαρικαί οικογένειαι (71 ψυχαί) [Αρχείο
Βάρδα / Καστανοχώρια].
Ψοχώρι καζά Καστορίας,
χριστιανικός οικισμός [Χάρτης Κοντογόνη].
Ψόχωρι Καστορίας,
108 άτομα (55 άρρενες και 53 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913].
Ψόχωρι Καστορίας,
αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Σταρίτσανης [ΦΕΚ 259 / 21.12.1918].
Псохори, 18 σπίτια χριστιανών
Σλάβων [Милојевић 1920].
Ψόχωρι Καστορίας,
102 άτομα (50 άρρενες και 52 θήλεις) [Απογραφή 1920].
«Ο συνοικισμός Ψόχωρι της
κοινότητος Σταριτσάνης μετονομάζεται εις Υψηλό»
[ΦΕΚ 413 / 22.11.1926].
Υψηλόν (Ψόχωρι) Καστορίας,
121 άτομα (58 άρρενες και 63 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας που να ήρθε
μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 103 και ετεροδημότες 18 [Απογραφή 1928].
Ψόχωρι (Υψηλό),
υπήρχαν 18 ξενόφωνες οικογένειες. Αποσκιρτήσαντες εκ του Πατριαρχείου εις την
Σλαυικήν Εξαρχίαν. Ο άρρην πληθυσμός γνωρίζει ή ομιλεί και την ελληνικήν
[Στατιστική 1932].
Υψηλόν Καστορίας:
Πραγματικός πληθυσμός 154 (77 άρρενες και 77 θήλεις) [Απογραφή 1940].
Αριθμός οικοδομών το έτος 1940: 28
[Γρηγορίου].
Псора (Псоре):
Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1912. Οικισμός χριστιανών Μακεδόνων το 1940
[Симовски].
Υψηλόν, 196 κάτοικοι
[Στατιστική 1945].Υψηλόν Καστορίας:
142 κάτοικοι [Απογραφή 1951].