Λέξεις που αρχίζουν από θ



 

 

Λέξεις που αρχίζουν από θ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2017

 

 



Πηγές - Βιβλιογραφία

 

1527 | Stefano da Sabio | Εισαγωγή νέα επιγραφομένη  Στέφανος Τίμιος ~ Introduttorio nuovo intitolato Corona Preciosa | Venetiis 

1614 | Johannes Meursius | Glossarium Graeco-Barbarum | Lugdunum Batavorum

1622 | Girolamo Germano | Vocabolario Italiano et Greco | Roma

1635 | Simon Portius | Λεξικόν λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν - Dictionarium Latinum, Graeco-barbarum et litterale | Parisiorum

1659 | Γεράσιμος Βλάχος | Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος - Thesaurus encyclopaedicae basis quadrilinguis | Venetiis

1688 | Du Cange | Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis (2 τόμοι) | Lugduni

1708 | Johann Michael Lange | Philologiae Barbaro-Graecae | Noribergae

1709 | Alessio da Somavera | Θησαυρός της Ρωμαίκης και της Φράγκικης γλώσσας - Tesoro della lingua Greco-Volgare ed Italiana | Parigi

1790 | Γεώργιος Βεντότης | Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου | Βιέννη

1835 | Δημήτριος Σκαρλάτος ο Βυζάντιος | Λεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής διαλέκτου | Αθήναι

1860 | Arnoldus Passow | Τραγούδια Ρωμαίικα - Popularia carmina Graeciae recentioris | Lipsiae

1866 | Ιωάννης Πρωτοδίκης | Ιδιωτικά της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης | Σμύρνη

1869 | Νέστωρ Ξυδιάς | Συλλογή λέξεων εν χρήσει εν τε Αιγύλη και Κρήτη [Πανδώρα τεύχη 464-473] | Αθήναι

1870 | Franz Miklosich | Die slawischen Elemente im Neugriechischen | Wien

1874 | Δημοσθένης Χαβιαράς | Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη [Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’] | Κωνσταντινούπολις

1874 | Ηλίας Τσιτσέλης | Γλωσσάριον Κεφαλονιάς | Αθήναι

1876 | Νικόλαος Πεταλάς | Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της Θηραϊκής γλώσσης | Αθήναι

1879 | Στέφανος Κλων | Γλωσσάριον Σύρου [Bulletin de correspondance hellenique, τεύχος 3, σελ. 20-29] |  

1882 | Emile Legrand | Nouveau dictionnaire grec moderne-francais | Paris

1882 | Αντώνιος Βάλληνδας | Κυθνιακά | Ερμούπολις

1884 | Franz Miklosich | Die türkischen Elemente in den südost- und osteuropäischen Sprachen | Wien

1884 | Μ. Μουσαίος | Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβησιανής διαλέκτου | Αθήναι

1884 | Φίπιππος Ιωάννου, Λ. Παλάσκας, Α. Κουμελάς | Ονοματολόγιον Ναυτικόν | Αθήναι

1885 | Παύλος Καρολίδης | Γλωσσάριον συγκριτικόν ελληνοκαππαδοκικών λέξεων | Σμύρνη

1887 | Αντώνιος Βάλληνδας | Πάρεργα φιλολογικά πονήματα – ιδιωματισμοί ήτοι συλλογή λέξεων εκ της ζώσης γλώσσης Κυθνίων, Τηνίων, Μεγαρέων, Κυπρίων κλπ. | Ερμούπολις

1887 | Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος | Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου | Πάτρα

1888 | Αλέξανδρος Πασπάτης | Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα | Αθήναι

1888 | Νικόλαος Φαρδύς | Ύλη και σκαρίφημα ιστορίας της εν Κορσικής Ελληνικής αποικίας, μετά συλλογής Καρυατικών τραγουδιών και συλλογής Καρυατικών λέξεων | Αθήναι

1889 | Σωκράτης Κρινόπουλος | Τα Φερτάκαινα υπό εθνολογικήν και φιλολογικήν έποψην εξεταζόμενα | Αθήναι

1891 | Αθανάσιος Σακελλαρίου | Τα Κυπριακά, τόμος δεύτερος: Η εν Κύπρω γλώσσα | Αθήναι

1891 | Albert Thumb | Μελέτη περί της σημερινής εν Αιγίνη λαλουμένης διαλέκτου [Αθηνά, τόμος τρίτος, σελ. 95-128] | Αθήναι

1892 | Ευθύμιος Μπουντώνας | Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού | Αθήναι

1893 | Επαμεινώνδας Σταματιάδης | Ικαριακά | Σάμος

1894 | Αστέριος Γούσιος | Η κατά το Παγγαίον χώρα Λακκοβηκίων | Λειψία

1894 -1895 | Gustav Meyer | Neugriechische Studien (3 τόμοι) | Wien

1895 | Συμεών Φαρασόπουλος | Τα Σύλατα | Αθήναι

1899 | Αρχέλαος Σαραντίδης | Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού | Αθήναι

1903 | Σπυρίδων Αναγνώστου | Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών | Αθήναι

1903 | Dirk Christiaan Hesseling | Les Mots maritimes empruntés |

par le Grec aux langues romanes | Amsterdam |  |

1905 | Σταμάτιος Ψάλτης | Θρακική ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως των Σαράντα Εκκλησιών | Αθήναι

1905 | Paul Kretschmer | Der Heutige Lesbische Dialekt | Wien

1908 | Karl Dieterich | Sprache und Volksuberlieferungen der sudlichen Sporaden im Vergleich mit denen der ubrigen Inseln des agaischen Meeres | Wien

1908 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος πρώτος (Α-Ι) | Αθήναι

1908 | Φαίδων Κουκουλές | Οινουντιακά – μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος | Χανιά

1909 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος δεύτερος (Κ-Π) | Αθήναι

1909 | Κωνσταντίνος Νικολαΐδης | Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης | Αθήναι

1910 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος τρίτος (Ρ-Ω) | Αθήναι

1910 | Θ. Χελδράιχ (Heldreich) | Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη | Αθήναι

1911 | Φάβης Βασίλειος | Γλωσσικαί επισκέψεις αναφερόμεναι εις το ιδίωμα Αυλωναρίου και Κονιστρών | Αθήναι

1911 - 1912 | Δημήτριος Καμπούρογλου | Στοιχεία Αθηναϊκού γλωσσικού ιδιώματος [Δίπυλον, τεύχη 2-7] | Αθήναι

1912 | Albert Thumb | Handbook of the Modern Greek vernacular | Edinburg

1914 | Νικόλαος Ζαφειρίου | Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου | Αθήναι

1914 | Παναγιώτης Γεννάδιος | Λεξικόν φυτολογικόν | Αθήναι

1915 | Ευάγγελος Παπαχατζής | Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ | Αθήναι

1918 | Γεράσιμος Σαλβάνος | Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων | Αθήναι

1920 | Αντώνιος Ηπίτης | Συμπλήρωμα του Ελληνογαλλικού λεξικού της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης | Αθήναι

1920 | Στυλιανός Βίος | Χιακά γλωσσικά | Χίος

1925 | Σπύρος Μουσούρης | Η γλώσσα της Ιθάκης | Ιθάκη

1926 | Θ. Χελδράιχ (Heldreich) | Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη | Αθήναι

1926 | Κωνσταντίνος Άμαντος | Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον | Αθήναι

1931 | Πέτρος Βλαστός | Συνώνυμα και συγγενικά – τέχνες και σύνεργα | Αθήνα

1933 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πρώτος (Α-ΑΜ) | Αθήναι

1933 | Δημήτριος Πασχάλης | Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς | Αθήναι

1933 -1934 | Πρωία (εφημερίδα) - επιμέλεια Γεώργιος Ζευγώλης) | Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης (2 τόμοι) | Αθήναι

1933 -1950 | Δημήτριος Δημητράκος (εκδότης) - διευθυντής σύνταξης Ι. Ζερβός) | Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 9 τόμοι: 1. α-αρίφ (1933), 2. αρίφ-δήμο (1936), 3. δήμο-επίδ (1937), 4. επίδ-καρφ (1938), 5. καρφ-μείγμ (1939), 6. μείγμ-παράβ, 7. παράβ-προτ (1949), 8. προτρ-τετράγ (1950), 9. τετράγ-ωώδης (1950) | Αθήναι

1939 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος δεύτερος (ΑΝ-ΑΠ) | Αθήναι

1941 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τρίτος – τεύχος πρώτο (άρα-αφής) | Αθήναι

1941 | Κωνσταντίνος Άμαντος | Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν [Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος τρίτος, σελ.133-174] | Αθήναι

1942 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τρίτος – τεύχος δεύτερο (αφητέ-βλέπω) | Αθήναι

1946 | Βλ. Σκορδέλλης | Γλωσσάριο Στενιμάχου [Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', σελ. 181-191] | Αθήναι

1946 | Φιλ. Τσομπάρη | Γλωσσάριο Στενιμάχου [Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', σελ. 191-227] | Αθήναι

1948 | Νικόλαος Ανδριώτης | Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων | Αθήνα

1949 | Αγαπητός Τσοπανάκης | Το ιδίωμα της Χάλκης Δωδεκανήσου | Ρόδος

1949 | Carl Darling Buck | A dictionary of selected synonyms in the principal Indo-European languages - A contribution to the history of ideas | Chicago & London

1951 | Ι. Κεσίσογλου | Το γλωσσικό ιδίωμα του Ουλαγάτς | Αθήνα

1952 | Δημήτριος Οικονομίδης | Περί του γλωσσικού ιδιώματος Απεράθου Νάξου | Αθήναι

1952 | Χρίστος Γεωργίου | Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά | Θεσσαλονίκη

1953 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τέταρτος – τεύχος πρώτο (βλεφαρίδα-γάργαρος) | Αθήναι

1958 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος πρώτος (Α) | Αθήναι

1958 | Απόστολος Αλεξανδρής | Το γλωσσικόν ιδίωμα της Κύμης και των περιχώρων [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος Ε’, σελ. | Αθήναι

1959 | Βλ. Γεωργίεφ & Μ Φιλίπποβα-Μπαΐροβα | Βουλγαροελληνικόν λεξικόν | Σόφια

1960 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος πρώτος (Β-Λ) | Αθήναι

1960 | Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης & Ιωάννης Κεσίσογλου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού | Αθήνα

1960 | Δημήτριος Φωστέρης & Ιωάννης Κεσίσογλου | Το λεξιλόγιο του Αραβανί | Αθήνα

1960 | Κωνσταντίνος Κουκκίδης | Λεξιλόγιον Ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της Τουρκικής | Αθήναι

1960 | Χρήστος Παπασταματίου-Μπαμπαλίτης | Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, [Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμος τριακοστός τρίτος, σελ. 206-220] | Αθήναι

1960 -1961 | Σπύρος Μουσελίμης | Ποιμενικό λεξιλόγιο Σουλίου-Θεσπρωτίας [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 102-105] | Ιωάννινα

1961 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος δεύτερος (Μ-Ω) | Αθήναι

1961 - 1963 | Δημήτριος Σκαλαμάγκας | Τουρκο-περσο-αραβικές λέξεις στο Γιανννιώτικο γλωσσικό ιδίωμα [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 110-131] | Ιωάννινα

1962 | Βρασίδας Καπετανάκης | Το λεξικό της πιάτσας | Αθήνα

1962 | Παύλος Χαριστός | Τα δημώδη ονόματα των φυτών της Χαλκιδικής [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 4, σελ. 234-238 (α-κ)] | Θεσσαλονίκη

1963 | Λεωνίδας Ζώης | Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμος Β’ λαογραφικόν | Αθήναι

1964 | Ευάγγελος Μπόγκας | Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου – τόμος Α’ Γιαννιώτικο | Ιωάννινα

1964 | Πάνος Γρίσπος | Έρευνα φυτωνυμική των Κυκλάδων νήσων [Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμος Δ’, σελ. 543-594] | Αθήναι

1965 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Η φωνητική των ιδιωμάτων της νήσου Κω [βλ. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος δέκατος, σελ.3-96] | Αθήναι

1966 | Ευάγγελος Μπόγκας | Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου – τόμος Β’ γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά. | Ιωάννινα

1967 | Δημήτριος Τομπαΐδης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου | Θεσσαλονίκη

1968 | Θανάσης Κωστάκης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Σίλης | Αθήνα

1968 | Μαρία Βλάχου | Συλλογή λαογραφικού υλικού εκ Δάφνης Κερκύρας και άλλων χωρίων του Β. συγκροτήματος της νήσου και εκ της πόλεως Κερκύρας [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1968 | Πηνελόπη Ψάνη | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πολιχνίτου, της επαρχίας Πολιχνίτου, της νήσου Λέσβου Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Άννα Χατζηστεφάνου | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Καρδαμαίνης, της επαρχίας Κω, της νήσου Κω, του νομού Δωδεκανήσου [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Μαρία Μαυρομμάτη | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος, της επαρχίας Θήρας, του νομού Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Μαρία Χρυσού | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος της νήσου Θήρας ή Σαντορίνης, του νομού Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1970 | Μιχαήλ Κομνηνός | Το γλωσσικό ιδίωμα του Καστελλόριζου | Αθήναι

1970 | Τάσος Παπαποστόλου | Η γλώσσα της Αιδηψού-Ιστιαίας [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΙΣΤ] | Αθήναι

1971 | Νίκος Γκίνης | Λεξικό Αλβανοελληνικό | Τίρανα

1972 | Αδαμάντιος Σάμψων | Το γλωσσικόν ιδίωμα Σκοπέλου και Γλώσσης [Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, τόμος Α, σελ. 94-123] | Βόλος

1972 | Αχ. Βαμβακούδης | Γλωσσάρι Βασιλικών [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 21-22] | Θεσσαλονίκη

1972 | Νίκος Κοσμάς | Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά [Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, σελ. 317-360] | Θεσσαλονίκη

1973 | Secrétariat de la rédaction de l’ A.L.E. | Atlas Linguarum Europae: Premier Questionnaire | Nijmegen

1976 | Μιλτιάδης Παπαϊωάννου | Το γλωσσάριο των Γρεβενών | Θεσσαλονίκη

1977 -1978 | Σταύρος Γκατσόπουλος | Γλωσσάριον των δύο επαρχιών Πωγωνίου και Κονίτσης [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 307-312] | Ιωάννινα

1978 | Ανδρέας Στεφόπουλος | Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς [Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, σελ. 241-288] | Θεσσαλονίκη

1980 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τέταρτος – τεύχος δεύτερο (γαρδαλώνω-γεροδάσκαλος) | Αθήναι

1980 | Βασίλης Αναστασιάδης | Τουρκικές λέξεις στο Φαρασιώτικο ιδίωμα [Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος 2] | Αθήνα

1981 | Κώστας Ξεινός | Του νησιού μας η γλώσσα – Γλωσσάρι της Ίμβρου | Θεσσαλονίκη

1981 | Παύλος Χαριστός | Τα δημώδη ονόματα των φυτών της Χαλκιδικής [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 36, σελ. 21-26 (λ-ω)] | Θεσσαλονίκη

1981 - 1982 | Στράτος Χατζηγιάννης | Ιδιωματικές λέξεις [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 6-12] | Αθήνα

1981 - 1987 | Στρατής Χατζηβασιλείου | Γλωσσικά Αγιάσου [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 2-37] | Αθήνα

1982 | Θανάσης Παπαθανασόπουλος | Γλωσσάρι Ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς | Αθήνα

1982 | Κυριάκος Κάσσης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Μάνης, τόμος Α’ | Αθήνα

1983 | Ακακίας Κορδόση | Μιλήστε Μεσολογγίτικα | Αθήνα

1983 | Νικόλαος Ανδριώτης | Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής | Θεσσαλονίκη

1983 | Φ. Τάσιος | Γλωσσάριο του Πολυγύρου [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 37-38] | Θεσσαλονίκη

1984 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πέμπτος – τεύχος πρώτο (γεροδέματος-γλωσσωτός) | Αθήναι

1984 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος πρώτος (α) | Αθήναι

1984 | Νικόλας Δράκος | Λεξικογραφικά της Καλύμνου [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος Δ’, σελ. 126-138]. | Αθήνα

1986 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος δεύτερος (β-ι) | Αθήναι

1986 | Θανάσης Κωστάκης | Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου – τόμος πρώτος (Α-Ι) & τόμος δεύτερος (Κ-Ο) | Αθήνα

1986 | Στέργιος Αποστόλου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Νάουσας [περιοδικό Νιάουστα, τεύχος 35, σελ. 70-77] | Νάουσα

1986 | Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου | Λεξικό των Ροδίτικων ιδιωμάτων | Αθήνα

1987 | Γεράσιμος Χυτήρης | Κερκυραϊκό Γλωσσάρι | Κέρκυρα

1987 | Γιώργος Καπελλάρης | Γλωσσικά Αιδηψού [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΚΖ] | Αθήνα

1987 | Θανάσης Κωστάκης | Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου –τόμος τρίτος (Π-Ω) | Αθήνα

1987 | Κώστας Μαυρομμάτης | Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας | Θεσσαλονίκη

1988 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος τρίτος (κ-μ) | Αθήναι

1988 | Δέσποινα Κοντονάτσιου | Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση | Θεσσαλονίκη

1988 | Ι.Τ. Παμπούκης | Τουρκικό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής, τόμος Α’ | Αθήνα

1988 | Ντίνος Απαλοδήμος | Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας | Αθήνα

1989 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πέμπτος – τεύχος δεύτερο (γναθάδα-δαχτυλωτός) | Αθήναι

1991 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος τέταρτος (ν-σ) | Αθήναι

1992 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος πέμπτος (σ-ω) | Αθήναι

1992 | Παναγιώτης Δορμπαράκης & Κασσιανή Πανουτσοπούλου | Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας – ιστορία, λαογραφία, γλώσσα | Αθήνα

1994 | Νικόλαος Κοντοσόπουλος | Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής | Αθήνα

1995 | Εμμανουήλ Κριαράς | Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας γραπτής και προφορικής | Αθήνα

1995 | Μενεκράτης Ζαφειρίου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Σάμου | Αθήνα

1996 | Απόστολος Σαχίνης | Το Καστοριανό γλωσσάρι | Καστοριά

1996 | Δημήτρης Κόμης | Κυθηραϊκό Λεξικό | Αθήνα

1996 | Κώστας Λιάπης | Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου | Βόλος

1996 | Κώστας Τζανεττής | Γλωσσάριο του Μαραθόκαμπου Σάμου | Θεσσαλονίκη

1996 | Παναγιώτης Κουσαθανάς | Χρηστικό λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου | Ηράκλειο

1997 | Νίκος Κοσμάς | Το γλωσσικό ιδίωμα των Ιωαννίνων | Αθήνα

1998 | Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης | Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής | Θεσσαλονίκη

1999 | Κυριάκος Δεληγιάννης | Κουβουκλιώτικα, ένα Μικρασιατικό ιδίωμα | Αδελαΐδα Αυστραλίας

2000 | Λεωνίδας Καρατζάς & Faruk Tuncay | Τουρκοελληνικό Λεξικό | Αθήνα

2001 | Αντώνιος Ξανθινάκης | Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος | Ηράκλειο

2001 | Νίκος Αλιπράντης | Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου | Αθήνα

2001 | Πανταζής Κοντομίχης | Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος | Αθήνα

2001 | Ρόης Παπαγγέλου | Το Κυπριακό ιδίωμα | Αθήνα

2002 | Κωνσταντίνος Γιαγκούλης | Θησαυρός Κυπριακής διαλέκτου | Λευκωσία

2002 | Μαρία Πλαδή-Ντέμκα | Το ιδίωμα του Λιτόχωρου | Θεσσαλονίκη

2002 | Μιχαήλ Χατσιούλης | Σιατιστινή ντοπιολαλιά | Σιάτιστα

2002 | Νίκος Τσικής | Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου | Αθήνα

2003 | Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά | Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου | Θεσσαλονίκη

2003 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Κοινά διαλεκτικά Κω και Καλύμνου (Α) [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος ΙΕ’, σελ. 117-136] | Αθήνα

2003 | Χριστόδουλος Χριστοδούλου | Τα κουζιανιώτκα (λεξικό του Κοζανίτικου ιδιώματος) | Κοζάνη

2003 - 2016 | Ανδρέας Πασσάς | Από τη Συριανή Ντοπιολαλιά [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συνδέσμου Συριανών, τεύχη 28-82] | Αθήνα

2004 | Ανδρέας Καλαντζάκος | Λεξικό Ρουμελιώτικης λαϊκής γλώσσας | Αθήνα

2005 | Κώστας Ντίνας | Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης | Κοζάνη

2006 | Αγγελική Σύρκου | Το Μεγαρικό γλωσσικό ιδίωμα | Αθήνα

2006 | Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής | Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας | Θεσσαλονίκη

2006 | Μαρίνος Ιδομενέως | Κρητικό γλωσσάριο | Ηράκλειο

2006 | Νικόλαος Κοντοσόπουλος | Αντίστροφο λεξικό της Κρητικής διαλέκτου (από την Κοινή Νεοελληνική στο Κρητικό ιδίωμα) | Αθήνα

2007 | Σπύρος Κούκουρας | Λεκκάτικα – Το χωριό Λέκκα της Σάμου |  

2007 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Κοινά διαλεκτικά Κω και Καλύμνου (Β) [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος ΙΖ’, σελ. 331-357] | Αθήνα

2008 | Αριστοτέλης Σπύρος | Το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής Δελβίνου και Αγίων Σαράντα | Αθήνα

2008 | Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα | Ντοπιολαλιές - λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας ( Αγίου Κοσμά Γρεβενών) | Γρεβενά

2008 - 2010 | Στρατής Χατζηβασιλείου | Λέξεις τουρκικής, αραβικής και περσικής αρχής στο ιδίωμα της Αγιάσου [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 166-177] | Αθήνα

2009 | Γεωργία Λιούτα | Η επίδρασή των ιδιωμάτων του νομού Τρικάλων στα παιδιά προσχολικής ηλικίας | Θεσσαλονίκη

2009 - 2015 | Γιάννης Μαθές | Λεξικό ντοπιολαλιάς Αρκαδίας [Εφημερίδα «Το Μπουλιάρι»] | Τρίπολη

2010 | Robert Beekes | Etymological dictionary of Greek | Brill, Netherlands

2010 | Δήμητρα Αγγελοπούλου | Το Γορτυνιακό ιδίωμα και η χρήση του στην εκπαίδευση | Αθήνα

2010 | Θύμιος Αλπός | Γλωσσάρι Μεσσηνίας | Internet

2010 | Χρήστος Παπαναγιώτου | Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης | Πάτρα

2011 | Γιώργος Αλβανός | Βασιλτσιώτκα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου | Αθήνα

2011 | Δημήτριος Νικοπολιτίδης | Λεξικό της Ποντιακής διαλέκτου | Θεσσαλονίκη

2011 | Ελένη Μουστάκη | Λεξικό του Φιλωτίου Νάξου | Πάτρα

2011 | Марија Чичева-Алежсиќ | Σύγχρονο Μακεδονικό-Ελληνικό λεξικό | Θεσσαλονίκη

2013 | Δημήτριος Τσαφαράς | Λαγκαδινό Λεξικό – συμβολή στη μελέτη του γλωσσικού ιδιώματος των Λαγκαδίων Αρκαδίας | Θεσσαλονίκη

2013 | Βασιλική Μακρή | Η επίδραση της Ιταλικής γλώσσας στη μορφολογία των Επτανησιακών διαλέκτων | Πάτρα

2013 | Μιχάλης Δελισάββας | Το λεξικό Μάκρης & Λιβισίου Μικράς Ασίας | Αθήνα

2013 | Νίκος Πασχαλούδης | Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά | Σέρρες

2013 | Χαράλαμπος Ξυλογιάννης | Γλωσσικά ιδιώματα λέξεις και εκφράσεις του κάμπου Άρτας | Άρτα

2014 | Βασίλης Ορφανός | Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο Κρητικό ιδίωμα | Ηράκλειο

2014 | Νίκος Ζαχαριάδης | Λεξικό του Κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος | Αθήνα

2015 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Λεξικό του ιδιώματος της Νισύρου | Αθήνα

2015 | Χρυσούλα Μπατσιακοπούλου | Γλωσσικά ιδιώματα στον Μικρόβαλτο Κοζάνης | Φλώρινα

2016 | Ακαδημία Αθηνών | Χρηστικό λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας (2η έκδοση – 7 τόμοι) | Αθήνα

2016 | Ευάγγελος Γιαννικόπουλος | Το γλωσσικό ιδίωμα των Ολυμπίων | Αθήνα

2017 | Αγγελική Ράλλη | Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου | Αθήνα

Βαρτσαμάτικο λεξικό [Κεφαλονιά] | Internet

Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου | Internet

Γλωσσικό ιδίωμα Μάνης | Internet

Λιαπαδίτικο γλωσσάρι | Internet

Βασίλης Αλιμπέρτης | Κωμιακίτικη Ντοπιολαλιά [Σύλλογος Κορωνίδας Νάξου] | Internet

Γιάννης Σκούρτης | Λέξεις που Χάνονται [Ψάρι Κορινθίας] | Internet

Ευστράτιος Φούσκας | Λεξιλόγιο Σουφλίου | Internet

Ζαχαρίας Σπίντιος | Δαρνάκικο Γλωσσάρι | Internet

Νίκος Καββαδάς & Χρυσούλα Σκλαβενίτη [διαχειριστές ιστοσελίδας] | Λεξικό της Λευκαδίτικης Διαλέκτου | Internet

Νίκος Παπακωνσταντόπουλος | Λέξεις του Καλαβρυτινού Λεξιλογίου | Internet

Σταμάτης Κυριάκης | Κερκυραϊκό λεξικό | Internet

Σωκράτης Λέφας | Σαρακατσάνικο λεξιλόγιο | Internet

Σωκράτης Παπαδόπουλος | Κορνοφωλιώτικα [Κορνοφωλιά Σουφλίου] | Internet

 

 

θα -> μόριο μελλοντικό, πιθανολογικό, δυνητικό, επαναληπτικό ~ α Thumb 1912, Θεσσαλία, Θράκη, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Κρήτη, Λέσβος, Μακεδονία, Πόντος, Προύσα, Ρόδος, Σαμοθράκη, Σέρρες, Σουφλί, Τσακώνικα, Χίος | αά Σαμοθράκη | ααν Σαμοθράκη | αθθα Καστελόριζο | δα Βελβεντός, Θράκη, Καβακλί, Κρήτη, Γρεβενά, Πελοπόννησος, Προύσα | εθά Τσακώνικα | θα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Αργολίδα, Αρκαδία, Γρεβενά, Εύβοια, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κοζάνη, Κορινθία, Μάνη, Πάργα, Πόντος, Ρόδος, Σκόπελος, Τσακώνικα, Χαλκιδική | θαλά Αρτάκη, Αχαΐα, Βιθυνία, Εύβοια, Ήπειρος, Θεσπρωτία, Θράκη, Μαγνησία, Προύσα, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Τσακώνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα | θαν Thumb 1912, Αρκαδία, Αχαΐα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Λέσβος, Μεσσηνία, Παξοί, Σαμοθράκη | θανά Thumb 1912, Πρωία 1933, Ιωάννινα, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σουφλί | θε Καστελλόριζο, Κρήτη, Λέσβος, Σαρακατσάνικα | θέα Κάσος | θελ Ίμβρος, Σαμοθράκη | θέλα Αρκαδία, Μάνη, Σαμοθράκη | θελά Πρωία 1933, Αρκαδία, Κύθνος, Νότια Εύβοια, Σκύρος, Τσακώνικα, Φωκίδα | θελλά Κως | θανά Πρωία 1933 | θενά Thumb 1912, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κέρκυρα, Λέσβος, Μύκονος, Πόντος, Τσακώνικα | θέννα Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος | θεννά Κύπρος |  θθα Χίος | θάγκι Ίμβρος | θι Λέσβος, Τσακώνικα | θια Πόντος | θία Κάρπαθος | θιλα Σάμος | θλα Σάμος | ια Κρήτη | ιθά Αιτωλοακαρνανία | μα Τσακώνικα | να Καππαδοκία | τα Θράκη, Μακεδονία, Τσακώνικα | τσα Κως | σα Σύμη, Πόντος | σε Καππαδοκία | χα Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα | χανά Λυκία | χεννά Ρόδος

θαβάρα η -> βραχνάς, εφιάλτης (λόγιο) ~ θαβάρα Ηπίτης 1908, Πόντος | θαφέρα Καππαδοκία | ταβάρα Πόντος

θάβω -> θάπτω (λόγιο) | παραχώνω | Buck List: 4.78, bury (the Dead) | αρχαία ΘΑΠΤΩ ινδοευρωπαϊκό (?) *dhembh Beekes 2010 ~ βγκιω Ρόδος | βγκω Ρόδος | θάβγκω Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κως, Λέρος | θάβγου Λυκία | θάβγω Κύπρος, Νίσυρος, Τσακώνικα, Χίος | θάβγιω Ρόδος | θάβκω Καστελλόριζο, Κύπρος, Λέσβος, Χίος | θάβου Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Μάνη, Σαμοθράκη | θάβω Σκαρλάτος 1835, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κύπρος, Τσακώνικα | θαύγω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709 | θάφκω Κύπρος | θάφτου Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λυκία, Σαμοθράκη, Σαρακατσάνικα, Σέρρες | θάφτω Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Ήπειρος, Κρήτη, Κύθηρα, Πελοπόννησος, Πόντος, Σαρακατσάνικα | ταύγω Somavera 1709 | χάβκω Κύπρος~ θάβομαι ΑΠΘ 1998 | θαύγομαι Germano 1622, Somavera 1709 | θάφκουμαι Πόντος | θάφτομαι Βλάχος 1659, Somavera 1709 ~ μετοχή: θαμμένος Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Μάνη | θαμμένους Ίμβρος, Ιωάννινα

θάγκι -> ίσως (λόγιο) | μάλλον (λόγιο) ~ θάγκι Ίμβρος

θαγκρίζω -> μόλις που βλέπω ~ θαγκίζου Τσακώνικα | θαγκρίζω Αρκαδία

θαγματούρι το -> θάμα ~ θαγματούρι Πόντος

θαδάτσιν το -> χόβολη ~ θαδάτσιν Ηπίτης 1908, Πόντος

θάζω -> εκπλήσσομαι (λόγιο) ~ θάζω Κεφαλονιά

θαθαούκας ο -> κεκές, τραυλός ~ θαθαούκας Ήπειρος

θαΐχω -> σηκώνω ~ θαΐχω Τσακώνικα

θαλά α -> πετριά, λιθαριά ~ θαλά Καππαδοκία

θαλαμάρης ο -> είδος χταποδιού ~ αθαλαμάρης Ιθάκη | θαλαμάρης Ιθάκη |

θαλαμάρικος -> θαλαμάρης ~ αθαλαμάρικος Ιθάκη | θαλαμάρικος Ιθάκη ~ ουδέτερο: αθαλαμάρικο Ιθάκη | θαλαμάρικο Ιθάκη

θαλαμεύω -> βασανίζω | φυλακίζω (λόγιο) ~ θαλαμεύγω Χίος | θαλαμεύω Χίος

θαλάμι το -> τρύπα στο βυθό της θάλασσας, όπου φωλιάζει το χταπόδι, ο κάβουρας ή κάποιο ψάρι | αρχαία ΘΑΛΑΜΟΣ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θαλάμ Σάμος, Σκιάθος | θαλάμι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Μάνη, Τσακώνικα | θαλάμιν Κάρπαθος | θαλάμπι Σίφνος | θελάμι Πελοπόννησος | θολάμ Τήνος | θολάμι Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Νάξος, Πελοπόννησος, Σύρος | θουλάμ Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Μοσχονήσι | θουλάμιν Λυκία | φαλάμι Λακωνία, Τσακώνικα | ~ θηλυκό: αθαλάμη Ιθάκη, Μεγανήσι | θαλάμη Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Λευκάδα

θαλαμίδι το -> μικρό διαχωριστικό μέσα σε κιβώτιο | διαχωριστικό σε αποθήκη ~ θαλαμίδ Πόντος | θαλαμίδι | φαλαμίδι Πόντος | φαλαμίδιον Πόντος | φελαμίδ Πόντος ~ υποκοριστικό: φαλαμιδόπον Πόντος

θαλαμικό το -> το ψάρι που φωλιάζει σε θαλάμι ~ θαλαμικό Αμοργός

θαλαμίσι το -> μικρή σαύρα, σαπομίτα ~ θαλαμίσι Καστελλόριζο

θαλαμουνή η -> στεναχώρια ~ θαλαμουνή Μαγνησία

θαλάμωμα το -> κλεισούρα (σε κάποιο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα) | η είσοδος του ζώου στο θαλάμι ~ θαλάμουμα | Μάνη θαλάμωμα Αρκαδία

θαλαμώνω -> μπαίνω στο θαλάμι (για ψάρια και θαλασσινά) | μένω κλεισμένος σε κάποιο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα γεμίζω | κρύβω | ζαλίζομαι θαλαμόνω Ηπίτης 1908 | θαλαμούνου Μάνη | θαλαμώνου Μαγνησία | θαλαμώνω Κρήτη, Πελοπόννησος | θαλαμώννω Κάρπαθος ~ θαλαμούνομαι Μάνη | θαλαμώνουμι Μαγνησία ~ μετοχή: θαλαμωμένος Ηλεία

θαλανονώ -> πονώ λίγο, αλλά συνέχεια ~ θαλανονώ Νότια Εύβοια

θαλάπουμα του -> ανησυχία (λόγιο) | δαρμός (λόγιο) | κρύψιμο ~ θαλάπουμα Αιτωλοακαρνανία, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα

θαλαπώνου -> ανησυχώ (λόγιο) | καθησυχάζω (λόγιο) | ταράζω | σκεπάζω | κρύβω | δέρνω ~ θαλαπώνου Αιτωλοακαρνανία, Μαγνησία, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα

θαλασά η -> πλημμύρα ~ θαλασά Δελβίνο

θάλασσα η -> λέγεται και γιαλός | Swadesh List: 154, sea | Buck List: 1.32, sea | ALE List 26 | αρχαία ΘΑΛΑΣΣΑ, ΘΑΛΑΤΤΑ, ΘΑΛΑΘΘΑ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θάασσα Τσακώνικα | θάσσα Τσακώνικα | θάβασσα Τσακώνικα | θάλασσα Corona Preciosa 1527, Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Άνδρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα, Βιθυνία, Βοιωτία, Γρεβενά, Εύβοια, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ημαθία, Θεσπρωτία, Θήρα, Θράκη, Ικαρία, Ιωάννινα, Καβακλί, Καβάλα, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κορινθία, Κορσική, Κως, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πάργα, Πάρος, Πόντος, Πρέβεζα, Ρόδος, Σαμοθράκη, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκύρος, Σύμη, Φωκίδα, Χαλκιδική | θάλασση Καλαβρία | θάλατσα Αστυπάλαια, Κάρπαθος, Χίος | θάοασσα Τσακώνικα | θάοβασσα Τσακώνικα | θάουασσα Ανατολική Ρωμυλία, Τσακώνικα | θάσσα Τσακώνικα | θάρασσα Νάξος | σάλασσα Λακωνία | τάλασσα Απουλία | χάλασσα Κύπρος ~ ουδέτερο: θαλάσσι Δημητράκος 1938 | θαλάτσιν Κάρπαθος ~ υποκοριστικό: θαλασσάκι Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα | θαλασσίτσα Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 θαλασσού Κύπρος | θαλασσούα Κύπρος | θαλασσούλα Ακαδημία 2016

θαλασσάγκαθο το -> το φυτό Echinops graecus, κεφαλάγκαθο, χονδροκέφαλο ~ θαλασσάγκαθο Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Κέα, Κύθνος

θαλασσάγκαθο το -> το φυτό Salsola kali, θαλασσόχορτο, καλιά, τριβόλι, τρίβολο, τσίλωμα ~ θαλασσάγκαθο Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κέα, Κύθνος, Πάρος

θαλασσάδα η -> η μυρουδιά της θάλασσας ~ θαλασσάδα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Χίος

θαλασσαετός ο -> το πουλί Haliaeetus albicilla, ασπρονούρης ~ θαλασσαετός Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θαλασσαητός Πρωία 1933

θαλασσάκι -> μικρός κυματισμός της θάλασσας ~ θαλασσάκι Βλαστός 1931

θαλασσάκι το -> είδος φυτού ~ θαλασσάκι Παξοί

θαλασσάκρα η -> ακρογιαλιά ~ θαλασσάκρα Πόντος ~ ουδέτερο: θαλασσάκ Πόντος | θαλασσάκρ Πόντος | θαλασσάκριν Πόντος | θαλασσάκρον Πόντος | θαλασσοάκρ Πόντος

θαλασσάρμη η -> η αρμύρα της θάλασσας ~ θαλασσάρμη Βλαστός 1931

θαλασσάτσιν το -> μικρός κυματισμός ~ θαλασσάτσιν Κύπρος

θαλασσαφρός ο -> ο αφρός της θάλασσας ~ θαλασσαφρός Μάνη

θαλασσέα η -> η μυρουδιά της θάλασσας ~ θαλασσέα Πόντος ~ αρσενικό: θαλασσέας Πόντος

θαλασσένιος -> θαλασσής ~ θαλασσένιος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: θαλασσένια Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: θαλασσένιο Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998

θαλασσής -> που έχει το χρώμα της θάλασσας | γαλάζιος ~ θαλασσής Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη | θαλασσίς Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θαλασσύς Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938 | θαλασσός Μάνη, Ρόδος | θαλατσής Κάρπαθος | θαλαχιός Μάνη ~ θηλυκό: θαλασσά Λήμνος | θαλασσιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κύπρος | θαλατσιά Κάρπαθος ~ ουδέτερο: θαλασσύ Ηπίτης 1908 | θαλασσί Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θαλατσίν Κάρπαθος

θάλασσι -> αλήθεια ~ θάλασσι Ικαρία

θαλασσί το -> γαλάζιο ~ θαλασσί ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία

θαλάσσι το -> μικρός κυματισμός ~ θαλάσσι Βλαστός 1931, Κέρκυρα, Μάνη, Σίφνο

θαλασσιά η -> η μυρουδιά της θάλασσας ~ θαλασσιά Πόντος

θαλασσιά η -> φουρτούνα ~ θαλασσέα Πόντος | θαλασσεά Πόντος | θαλασσιά Θράκη, Μακεδονία, Πόντος

θαλασσία η -> φαγώσιμο χόρτο που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα ~ θαλασσία Κάλυμνος, Κως | θαλασσιά Κως

θαλασσίδι το -> μέρος της αγίας τράπεζας ~ θαλασσίδι Κωνσταντινούπολη

θαλασσίλα η -> η μυρουδιά και η γεύση του θαλασσινού νερού ~ θαλασσίλα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

θαλάσσιμος -> θαλασσινός ~ θαλάσσιμος Portius 1635, Κύπρος

θαλασσινά (τα) -> τα φαγώσιμα της θάλασσας (μαλάκια και οστρακόδερμα), εκτός από τα ψάρια ~ θαλασσινά Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα, Πάργα, Πελοπόννησος | θασιανά Τσακώνικα

θαλασσινόμπλαβος -> που έχει μπλαβί-θαλασσί χρώμα ~ θαλασσινόμπλαβος Κρήτη ~ θηλυκό: θαλασσινόμπλαβη Κρήτη ~ ουδέτερο: θαλασσινόμπλαβο Κρήτη

θαλασσινός -> θαλάσσιος (λόγιο) | αντίθετο: στεριανός | ναυτικός (λόγιο) ~ θαασσινέ Τσακώνικα | θαβασσινέ Τσακώνικα | θαλασσινέ Τσακώνικα | θαλασσινός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Κρήτη, Λυκία | θαλασσνός Καστοριά | θασσιανέ Τσακώνικα | ταλάσσινο Απουλία ~ θηλυκό: θαλασσινή Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη | θαλασσνή Καστοριά ~ ουδέτερο: θαλασσινό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη | θαλασσινόν Πόντος | θαλασσνό Καστοριά

θαλασσινός ο -> ναυτικός (λόγιο) | νησιώτης | αντίθετο: στεριανός ~ θαλασσινός Ηπίτης 1920, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά, Πόντος | θαλασσνός Σιάτιστα | θαλατσινός Κάρπαθος

θαλασσίτης -> θαλασσινός ~ θαλασσίτης Θήρα ~ θηλυκό: θαλασσίτρα Μήλος

θαλασσίτης ο -> είδος χόρτου ~ θαλασσίτης Ανάφη

θαλασσνιάς ου -> το πουλί Tadorna tadorna, αλατζάς, θαλασσουγέρμανου, βαρβάρα, καζάρκα, ντελής, παρδαλάς ~ θαλασσνιάς Αιτωλοακαρνανία

θαλασσόβραση η -> πλημμύρα ~ θαλασσόβραση Somavera 1709, Βλαστός 1931

θαλασσόβραχος ο -> βράχος στην ακτή ~ θαλασσόβραχος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: θαλασσοβραχιά Βλαστός 1931

θαλασσοβρεγμένος -> που έχει βραχεί από τη θάλασσα ~ θαλασσοβρεγμένος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θαλασσοβρεμένος Βλάχος 1659, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κάρπαθος, Κεφαλονιά ~ θηλυκό: θαλασσοβρεγμένη Πρωία 1933 | θαλασσοβρεμένη Somavera 1709, Πρωία 1933 ~ ουδέτερο: θαλασσοβρεγμένο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 θαλασσοβρεμένο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θαλασσοβρεμός ο -> θαλασσοβρέξιμο ~ θαλασσοβρεμός Νάξος

θαλασσοβρέξιμο το -> το βρέξιμο από της θάλασσα ~ θαλασσοβρέξιμο Νάξος

θαλασσογάιδαρος ο -> δελφίνι ~ θαλασσογάιδαρος Πελοπόννησος

θαλασσογάλαζος -> γαλανός ~ θαλασσογάλαζος Βλαστός 1931

θαλασσόγαμπρος -> το φυτό Taxanthema limonium, λάπαθο, προβάτσα ~ θαλασσόγαμπρος Γεννάδιος 1914, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος

θαλασσογέννημα το -> δημιούργημα της θάλασσας ~ θαλασσογέννημα Δημητράκος 1938

θαλασσογέρακο το -> το πουλί Falco eleonarae, βάρβακας, βαρβάκι, βαρβακίνα, κουτσογέρακο, μαυρογέρακας, μαυροπετρίτης, φαλκόνι ~ θαλασσογέρακο Κρήτη

θαλασσογυρισμένος -> πολυταξιδεμένος ~ θαλασσογυρισμένος

θαλασσοδαρμός ο -> φουρτούνα ~ θαλασσοδαρμός

θαλασσόδαρτος -> θαλασσοδαρμένος ~ θαλασσόδαρτος Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Επτάνησος ~ θηλυκό: θαλασσόδαρτη Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: θαλασσόδαρτο Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998

θαλασσόδεντρο το -> δέντρα του γένους Tamarix, αλμυρίκι, αρμύριγκας, αρμυρίγκι, αρμυρίκι, μερεχλιά, μυρίγκα, μυρίγκο, μυρίκι, μυρικιά ~ θαλασσόδεντρο Αντίπαρος, Πάρος | θαλατσόεντρον Κάρπαθος

θαλασσοδέρνω -> κινδυνεύω να πνιγώ σε φουρτούνα ~ θαλασσουδέρνου Καρδίτσα | θαλασσοδέρνω Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998 θαλασσοδέρνομαι Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θαλασσοδέρνουμαι Ζάκυνθος | θαλασσουδέρνουμ Σαμοθράκη ~ μετοχή: θαλασσοδαρμένος Somavera 1709, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά

θαλασσοζωσμένος -> κυκλωμένος από θάλασσα ~ θαλασσοζωσμένος Δημητράκος 1938

θαλασσόζωστος -> θαλασσοζωσμένος ~ θαλασσόζωστος Δημητράκος 1938

θαλασσόθρεφτος -> που μεγαλώνει στη θάλασσα ~ θαλασσόθρεφτος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαλασσόθρεφτη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θαλασσόθρεφτο Δημητράκος 1938

θαλασσόκαμπια η -> είδος θάμνου ~ θαλασσόκαμπια Θράκη

θαλασσοκίβουρος ο -> κιβούρι θαλασσινού (τάφος ναυτικού) ~ θαλασσοκίβουρος Ικαρία

θαλασσοκόρακας ο -> το πουλί Phalacrocorax aristotelis, βουτακίνα, βουταναριά, βουτηχτάρα, βουτηχτάρι, βουτηχτής, βουτοπούλι, βούτος, θαλασσοκουρούνα, καλικατζού, καλικατσού, καλιτζακού, καρακούσι, καραμπατάκα, καραμπατάκι, καρκατζούνα ~ θαλασσοκόρακας Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Κύπρος

θαλασσοκουρούνα η -> το πουλί Phalacrocorax carbo, βλ. θαλασσοκόρακας ~ θαλασσοκουρούνα Κυκλάδες

θαλασσολαγός ο -> μοβ μαλάκιο με δυο μεγάλα πτερύγια, σε μέγεθος όσο ένα κουτάβι ~ θαλασσολαγός Μάνη

θαλασσόλουστος -> που λούζεται στη θάλασσα | κυκλωμένος από θάλασσα ~ θαλασσόλουστος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαλασσόλουστη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θαλασσόλουστο Δημητράκος 1938

θαλασσόλυκος ο -> έμπειρος ναυτικός ~ θαλασσόλυκος Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θαλασσομαβής -> που έχει χρώμα θαλασσί-μαβί ~ θαλασσομαβής Παμπούκης 1988

θαλασσομάνα η -> τσούχτρα, τρεμούλα | μέδουσα (λόγιο) ~ θαλασσομάνα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Πόντος

θαλασσόματο το -> σαλιγκάρι της θάλασσας με κόκκινο καπάκι (που μοιάζει με μάτι), το έχουν σαν φυλακτό για το μάτιασμα ~ θαλασσόματο Μάνη ~ αρσενικό: θαλασσόματος Μάνη

θαλασσομουνάρα η -> άσπρη, πλακέ και διάφανη μέδουσα | χοντρή και αδέξια γυναίκα ~ θαλασσομουνάρα Μάνη

θαλασσόμυγα η -> είδος εντόμου που ζει κοντά στη θάλασσα και θεωρείται άγγελος καλών ειδήσεων ~ θαλασσόμυγα Θήρα, Μύκονος, Σίφνος

θαλασσόνερο το -> το θαλασσινό νερό ~ θαλασσονέρι Λακωνία, Μάνη | θαλασσόνερο Βλάχος 1659, Lange 1708, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη, Πόντος | θαλασσόνερον Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πόντος

θαλασσοξακουσμένος -> ξακουστός θαλασσινός ~ θαλασσοξακουσμένος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαλασσοξακουσμένη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θαλασσοξακουσμένο Δημητράκος 1938

θαλασσόξυλο το -> ξύλο που έχει βγει στην ακτή και είχε μείνει για καιρό μέσα στη θάλασσα ~ θαλασσόξυλο Αχαΐα, Καστελλόριζο, Μύκονος | θαλατσόξυλον Κάρπαθος

θαλασσοπάλεμα το -> το πάλεμα με τα κύματα (στη φουρτούνα) ~ θαλασσοπάλεμα Δημητράκος 1938, Μύκονος

θαλασσοπαραδέρνω -> υποφέρω από φουρτούνες ~ θαλασσοπαραδέρνω ~ μετοχή: θαλασσοπαρμένος Νάξος

θαλασσόπαρμα το -> οικόπεδο ή κτήμα που το τρώει η θάλασσα ~ θαλασσόπαρμα Νάξος

θαλασσόπατο το -> ο πάτος της θάλασσας ~ θαλασσόπατο Βλαστός 1931

θαλασσοπέντικος ο -> είδος ποντικού ~ θαλασσοπέντικος Πόντος

θαλασσοπεράτης ο -> που περνά τη θάλασσα ~ θαλασσοπεράτης Κρήτη

θαλασσοπέρδικα η -> το πουλί Otis tetrax, αγριόκουτα, χουματίδα, μπιζιλντλέκ, ρούσα, τσελνόκουτα, ~ θαλασσοπέρδικα Κέρκυρα

θαλασσοπερνώ -> διαπλέω (λόγιο) ~ θαλασσοπερνώ Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882

θαλασσόπετρα η -> σκόπελος (λόγιο) ~ θαλασσόπετρα Βλάχος 1659, Legrand 1882, Βλαστός 1931

θαλασσοπνίγομαι -> κινδυνεύω να πνιγώ σε φουρτούνα | εργάζομαι σκληρά σαν ναυτικός ~ θαλασσοπνίγομαι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ακαδημία 2016, Μάνη | θαλασσοπνίγουμαι Ζάκυνθος | θαλασσοπνίουμαι Κύπρος

θαλασσοπνίγω -> πνίγω κάποιον στη θάλασσα ~ θαλασσοπνίγω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 ~ θαλασσοπνίγομαι Κεφαλονιά, Πάργα ~ θαλασσοπνίω Κάρπαθος ~ μετοχή θαλασσοπνιγμένος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος | θαλασσοπνιμένος Πρωία 1933

θαλασσοπνιμός ο -> το πνίξιμο στη θάλασσα ~ θαλασσοπνιμός Νάξος

θαλασσοπόλεμος -> ναυμαχία ~ θαλασσοπόλεμος Βλάχος 1659, Somavera 1709, Δημητράκος 1938, Βεντότης 1790

θαλασσοπολεμώ -> ναυμαχώ (λόγιο) ~ θαλασσοπολεμώ Βλάχος 1659, Somavera 1709

θαλασσοπούλι το -> τα πουλιά: Alcedo atthis, Procellaria diomedea, Tringa glareola, Tringa hypoleucos, Tringa totanus | γενικά κάθε πουλί που πιάνει ψάρια στη θάλασσα | έμπειρος ναυτικός ~ θαασόπουλε Τσακώνικα | θαβασόπουλε Τσακώνικα | θαλασσοπούλ Πόντος | θαλασσόπουλε Τσακώνικα | θαλασσοπούλι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λευκάδα | θαλασσοπούλιν Κύπρος, Πόντος | θαλατσοπούλλιν Κάρπαθος | χαλασσοπούλιν Κύπρος ~ θηλυκό: θαλασσοπούλα Αμοργός, Ανάφη, Κεφαλονιά

θαλασσόπουτσος ο -> θαλάσσιο εχινόδερμο με μακρύ σώμα, ανήκει στην ομοταξία των ολοθουροειδή (Holothuroidea) | γνωστό και με τα ονόματα αφρόπουτσος, γιαλόπουτσος, πουτσόγιαλος, πουτσόγιαννος, ψωλιάγκος, ψωλιόγκος ~ θαλασσόμπουτσος Μάνη | θσαλασσόπουτσος

θαλασσοσπηλιά η -> σπηλιά στην ακτή της θάλασσας, που μπαίνει το νερό μέσα ~ θαλασσοσπηλιά Ακαδημία 2016

θαλασσόσταυρος ο -> θαλάσσιο εχινόδερμο της ομοταξίας των αστεροειδών (Asteroidea), αστερίας (λόγιο), αστέρι, αστρί, άστρο ~ θαλασσόσταυρος Μάνη

θαλασσοστοίβη η -> το φυτό Centaurea spinosa, αλιφόνας, αλιφόνι, αλιφός, γιαλοστοιβή, φόνος ~ θαλασσοστοίβη

θαλασσοταραχή η -> φουρτούνα | αντίθετο: κάλμα, μπουνάτσα ~ θαλασσοταραχή Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη

θαλασσουγέρμανου του -> θαλασσνιάς ~ θαλασσουγέρμανου Άρτα

θαλασσούκλα η -> φουρτούνα ~ θαλασσούκλα Αλόννησος, Σκόπελος

θαλασσούρα η -> φουρτούνα ~ θαλασσούρα Αλόννησος, Κάλυμνος, Κρήτη

θαλασσουριά η -> φουρτούνα ~ θαλασσουριά Σίφνος

θαλασσουρία η -> το ελαφρύ τάραγμα της θάλασσας ~ θαλασσουρία Μάνη

θαλασσοφάγος ο -> που τρώει (δαμάζει) τη θάλασσα | που τον τρώει η θάλασσα ~ θαλασσοφάγος Κύθνος, Νάξος, Χίος

θαλασσοφόρης -> χαλασοχώρης | ταραξίας (λόγιο) ~ θαλασσοφόρης Βάλληνδας 1887

θαλασσοφουρτούνα η -> φουρτούνα ~ θαλασσοφουρτούνα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αρκαδία

θαλασσοφούσκωμα το -> φουσκοθαλασσιά ~ θαλασσοφούσκωμα ~ θηλυκό: θαλασσοφουσκωσιά

θαλασσόφρυδο το -> η γραμμή του ορίζοντα στη θάλασσα ~ θαλασσόφρυδο Βλαστός 1931

θαλασσοφτεϊριάζου -> θαλασσώνω | αποτυχαίνω ~ θαλασσοφτεϊριάζου Μάνη | θαλασσοφτεϊρου Μάνη ~ θαλασσοφτεϊριάζομαι Μάνη

θαλασσόφτερη η -> είδος φυκιού ~ θαλασσόφτερη Μάνη

θαλασσόχαρος -> που του αρέσει ιδιαίτερα η θάλασσα ~ θαλασσόχαρος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαλασσόχαρη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θαλασσόχαρο Δημητράκος 1938

θαλασσοχελώνα η -> η θαλάσσια χελώνα (όλα τα είδη) ~ θαλασσοχελώνα Πρωία 1933, Ακαδημία 2016, Μάνη

θαλασσόχορτο το -> το φυτό Salsola kali, θαλασσάγκαθο καλιά, τριβόλι, τρίβολο, τσίλωμα ~ θαλασσόχορτο Heldreich 1926, Πρωία 1933, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Σίφνος

θαλασσοχοχλιός ο -> το σαλιγκάρι της θάλασσας ~ θαλασσοχοχλιός Μάνη

θαλασσοχώρι το -> παραθαλάσσιο χωριό ~ θαλασσοχώρι Βλαστός 1931

θαλασσόψαρος -> ψαρός, γκρίζος (για χρώμα ζώου) ~ θαλασσόψαρος Κρήτη

θαλασσοψωλή η -> θαλασσόπουτσος ~ θαλασσοψωλή ~ μεγεθυντικό: θαλασσοψωλάρα Μάνη

θαλάσσωμα το -> κατάδυση (λόγιο) | ανακάτεμα, μπέρδεμα | αποτυχία (λόγιο) ~ θαλάσσουμα Μάνη | θαλάσσωμα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Μάνη, Πόντος | θαλάσσωμαν Πόντος

θαλασσώνω -> βουτώ στη θάλασσα | ρίχνω κάποιον στη θάλασσα | φουρτουνιάζω | αποτυχαίνω | ανακατεύω, μπερδεύω ~ θαλασσώνου Θάσος | θαλασσόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908 | θαλασσώνω Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κύπρος, Μάνη, Πόντος, Ρόδος, Σύμη | θαλασσούνου Μάνη | θαλατσώνω Κάρπαθος | χαλασσώνω Κύπρος~ θαλασσώνουμαι Βλαστός 1931 |μετοχή: θαλασσωμένος Κύπρος, Πάργα, Πόντος | θαλατσωμένος Κάρπαθος

θαλατσοβρέχομαι -> βρέχομαι από τη θάλασσα ~ θαλατσοβρέχομαι Κάρπαθος

θαλατσομάχος ο -> το συρματόσκοινο που ενώνει την άκρη του μπαστουνιού του καϊκιού με την άκρη της πλώρης ~ θαλατσομάχος Κάρπαθος

θαλατσοπαραέρω -> παραδέρνω στη θάλασσα ~ θαλατσοπαραέρω Κάρπαθος

θαλατσοπλυμένος -> βρεγμένος από τη θάλασσα ~ θαλατσοπλυμένος Κάρπαθος

θαλατσορουφώ -> θαλασσοπνίγω ~ θαλατσορουφώ Κάρπαθος ~ μετοχή: θαλατσορουφημένος Κάρπαθος

θαλατσουλέα η -> η μυρουδιά της θάλασσας ~ θαλατσουλέα θαλατσοφαωμένος

θαλατσοφαωμένος -> θαλασσοπνιγμένος ~ θαλατσοφαωμένος Κάρπαθος

θάλι το -> λιθάρι, πέτρα ~ θάλι Καππαδοκία | θαλί Καππαδοκία ~ θηλυκό: θάλη Καππαδοκία

θαλλία η -> κλαδί ελιάς (το βάζανε στο ανώφλι των σπιτιών που πουλούσανε κρασί) ~ θαλλία Κύμη, Παλιά Αθήνα ~ ουδέτερο: θαλλό Κύμη

θάλλια τα -> αθάσια, φρέσκα αμύγδαλα ~ θάλλια Κρήτη

θαλλός ο -> βλαστός ~ θαλλός Εύβοια, Λήμνος

θαλλύνω -> θάλλω ~ θαλλύνω Πόντος

θάλλω -> βγάζω βλαστούς και φύλλα ~ αρχαία ΘΑΛΛΩ ινδοευρωπαϊκό *dh(e)h2-l-, dhh2l- Beekes 2010 ~ θάλλω Καππαδοκία

θάλμπωση η -> καταχνιά, αχλή (λόγιο) ~ θάλμπωση Αρκαδία

θαλός ο -> το φύλλο της φοινικιάς ~ θαλός Du Cange 1688

θαλπένιος -> ζεστός ~ θαλπένιος Ικαρία ~ θηλυκό: θαλπένια Ικαρία ~ ουδέτερο: θαλπένιο Ικαρία

θάλπη η -> ζεστασιά | κάμα, κάψα | θαλπωρή (λόγιο) | αρχαία ΘΑΛΠΟΣ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θάλπη Κύθηρα | θαλπιά Ικαρία ~ ουδέτερο: θάρπος Ικαρία, Κύθηρα | θάρφος Ικαρία

θάλπωμα το -> σκοτείνιασμα ~ θάλπωμα Βλαστός 1931

θαλπώνω -> θολώνω | σκοτεινιάζω ~ θαλπώνω Ηλεία

θαμά -> αρκετά ~ θαμά Καβάλα

θάμα το -> θαύμα (λόγιο) | αρχαία ΘΑΥΜΑ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010~ θάγμα Ηπίτης 1908, Θεσπρωτία, Θράκη, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Νάξος, Πόντος, Σύρος, Τσακώνικα | θάγμαν Πόντος | θάμα Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Άρτα, Αρτάκη, Άρτα, Αχαΐα, Βιθυνία, Γρεβενά, Δελβίνο, Εύβοια, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θεσπρωτία, Θήρα, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καβακλί, Καππαδοκία, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Λήμνος, Λυκία, Μάνη, Μαγνησία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νίσυρος, Νότια Εύβοια, Πόντος, Προύσα, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σίφνος, Σκόπελος, Σκύρος, Σύρος, Τήλος, Τρίκαλα, Τσακώνικα, Φθιώτιδα, Φιλιππούπολη, Φωκίδα | θάμαν Πόντος | θάμμα Καστελλόριζο, Κύπρος, Ρόδος, Σύμη | θάμμαν Κύπρος, Λυκία, Ρόδος | θιάμα Δημητράκος 1938, Άρτα, Γρεβενά, Δρόπολη, Ημαθία, Θεσπρωτία, Καστοριά, Κέρκυρα, Λευκάδα, Θεσπρωτία, Οθωνοί, Πιερία, Πρέβεζα, Πωγώνι, Σαρακατσάνικα, Σκύρος | θυάμα Δημητράκος 1938 | χάμμαν Κύπρος | θιάκα Ήπειρος | τάγμα Καππαδοκία, Κρήτη ~ πληθυντικός: θάματα Αρκαδία, Αχαΐα, Βοιωτία, Ηλεία, Ημαθία, Ήπειρος, Ικαρία, Κέα, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Φθιώτιδα, Χάλκη | θιάματα Θεσπρωτία, Καστοριά

θαμάζω -> θαυμάζω (λόγιο) | απορώ (λόγιο) | ματιάζω ~ θαγμάζου Κοζάνη | θαγμάζω Ηπίτης 1908, Θεσπρωτία, Μύκονος, Πόντος | θαμάζου Γρεβενά, Καβακλί, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Μάνη, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σουφλί, Τσακώνικα, Χαλκιδική | θαμάζω Passow 1860, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Άνδρος, Ζάκυνθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Νάξος, Πόντος, Τσακώνικα, Χιμάρα | θαμάντζω Κάρπαθος | θαμάω Πόντος | θαμιάζω Λευκάδα | θαμμάζω Κάλυμνος, Κύπρος, Νίσυρος | θιαμάζου Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα, Σουφλί | θιαμάζω Passow 1860, Thumb 1912, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Κέρκυρα, Κρήτη, Λευκάδα, Πωγώνι | ταμάτζω Απουλία | χαμμάζω Κύπρος θαγμάουμαι Πόντος | θαμάζομαι Passow 1860, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αμοργός, Κρήτη, Λευκάδα, Νάξος, Χάλκη | θαμάζουμ Ίμβρος, Σαμοθράκη | θαμάζουμαι Ρόδος | θαμάζουμι Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Καβακλί, Σάμος, Σέρρες, Σουφλί, Χαλκιδική | θαμμάζομαι Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Νίσυρος | θαμάντζομαι Κάρπαθος | θαμμάζουμαι Κύπρος | θαμμάτζομαι Σύμη | θαμάουμαι Πόντος | θαμάσκουμαι Πόντος | θιαμάζομαι Δημητράκος 1938, Κέρκυρα | θιαμάζουμι Ιωάννινα | θιαμάσκομαι Πόντος | θυαμάζομαι Δημητράκος 1938 | χαμάζουμαι Ρόδος ~ μετοχή: θαμασμένος Πάρος | θαμασμένους Λυκία | θιαμασμένους Ιωάννινα

θαμαίνουμι -> απορώ (λόγιο) | θαμάζω | παραξενεύομαι ~ θαμαίνουμι Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντός, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Μαγνησία, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σέρρες, Στενίμαχος | θαμάννουμου Λυκία | θιαμαίνομαι Passow 1860, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Θεσπρωτία, Λευκάδα | θιαμαίνουμαι Πρωία 1933, Πωγώνι | θιαμαίνουμι Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Θράκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Τρίκαλα | θυαμαίνομαι Δημητράκος 1938 | θιαμαίνουμαι Βλαστός 1931 ~ θιαμαίνω Passow 1860, Λευκάδα, Ήπειρος

θαμαντουρία η -> μεγάλο θάμα ~ θαμαντουρία Πόντος

θάμαξη η -> θαυμασμός (λόγιο) ~ θάμαξη Κρήτη

θάμαρη η -> τρομάρα | στεναχώρια ~ θάμαρη Κεφαλονιά, Λευκάδα

θαμασιά η -> θάμασμα ~ θαμασιά Σέρρες

θαμάσιος -> θαυμάσιος (λόγιο) ~ θαμάσιος Μάνη ~ θηλυκό: θαμάσια Μάνη ~ ουδέτερο: θαμάσιο Μάνη | θαμμάσιο Σύμη

θάμασμα το -> θαυμασμός (λόγιο) | απορία (λόγιο) | θαύμα (λόγιο) | μάτιασμα ~ θαγμασμός Κοζάνη | θάμαγμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ιωάννινα, Καστελλόριζο, Σίφνος, Χίος | θάμαγμαν Πόντος | θαμαγμός Κοζάνη | θάμασμα Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Du Cange 1688, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Ηλεία, Θήρα, Θράκη, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθηρα, Μακεδονία, Μάνη, Νάξος, Πόντος, Ρόδος, Σάμος, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χάλκη, Χίος | θάμασμαν Λυκία, Πόντος, Ρόδος | θιάμαγμα Σαρακατσάνικα | θιάμασμα Κέρκυρα, Λευκάδα | θάμμασμα Σύμη | θαύμασμα Κύθηρα, Πελοπόννησος, Σίφνος ~ πληθυντικός: θαμάσματα Μύκονος, Πάρος

θαμασμός ο -> θαυμασμός (λόγιο) ~ θαγμασμός Κοζάνη | θαμασμός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Μάνη, Νίσυρος

θαμαστός -> θαυμαστός (λόγιο) ~ θαγμαστός Πόντος | θαμαστός Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κρήτη, Μάνη, Πόντος | θαματός Πάρος | θαμαχτός Πρωία 1933, Μάνη | θαμμαστός Κύπρος | θιαμαχτός Ιωάννινα ~ θηλυκό: θαμαστή Δημητράκος 1938 | θαμαστέσα Πόντος ~ ουδέτερο: θαμαστό Δημητράκος 1938 | θιαμαχτό Ιωάννινα

θάματ -> σάματι, σάματις ~ θάματ Σουφλί

θαματκά τα -> θαυματουργά (λόγιο) ~ θαματικά Θεσσαλονίκη

θαματουργός -> θαυματουργός (λόγιο) ~ θαγματουργός Σύρος | θαματουργιός Ρόδος | θαματουργό Τσακώνικα | θαματουργός Δημητράκος 1938, Γρεβενά, Καστοριά, Κάλυμνος, Μάνη, Σαμοθράκη, Θήρα, Θράκη | θιαματουργός Δελβίνο ~ θηλυκό: θαματουργή Δημητράκος1950 Θήρα | θιαματουργή Δελβίνο ~ ουδέτερο: θαματουργό Δημητράκος 1938, Θήρα | θιαματουργό Δελβίνο

θαματουργώ -> θαυματουργώ (λόγιο) ~ θαματουργώ Thumb 1912, Επτάνησος | θαματουργού Μάνη | θαμματουρκώ Κύπρος

θαμεύουμι -> θαυμάζω (λόγιο) ~ θαμεύουμι Φθιώτιδα

θαμή η -> ταφή (λόγιο) ~ θαμή Κρήτη

θάμιγγας ο -> κοντή αγριελιά (Olea oleaster) ~ αθάμιγγας Κάρπαθος | θάμιγγας Κάρπαθος ~ ουδέτερο: θαμίγγιν Κάρπαθος

θαμιγγιάντζω -> ατροφώ (για δέντρο) ~ θαμιγγιάντζω Κάρπαθος

θαμματουργία η -> θαυματουργία (λόγιο) ~ θαμματουργία Κύπρος

θαμνάδι το -> θάμνο ~ θαμνάδι Χίος

θαμνεύω -> κόβω τα θάμνα με αξίνα ~ θαμνεύγιου Κύμη | θαμνεύου Μαγνησία, Σάμος | θαμνεύω Πάρος | θανεύου Σάμος | θανεύω Κάρυστος | χαμνεύου Σάμος

θάμνιμα του -> το κόψιμο των θάμνων με αξίνα ~ θάμνιμα Σάμος

θάμνο το -> θάμνος (λόγιο) | ALE List 46 | αρχαία ΘΑΜΝΟΣ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θαμνί Καππαδοκία θαμνίν Πόντος | θάμνο Μάνη ~ αρσενικό: θάμνε Τσακώνικα ~ πληθυντικός: θάμνα Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998

θαμπά -> χαράματα ~ θαμπά Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Λευκάδα, Σαρακατσάνικα, Τρίκαλα

θάμπα α -> θαμπάδα ~ θάμπα Τσακώνικα

θάμπα η -> ελάχιστη ποσότητα αέρα ή υγρού ~ θάμπα Μάνη

θάμπα η -> σταγόνα ~ θάμπα Ζάκυνθος

θαμπάγρα η -> θαμπάδα | θόλωση της όρασης~ θαμπάγρα Πρωία 1933, Κρήτη

θαμπάδα η -> θάμπωμα | αντίθετο: γυαλάδα ~ θαμπάδα Lange 1708, Somavera 1709, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Λυκία, Σάμος ~ ουδέτερο: θαμπάδι Δημητράκος 1938 ~ πληθυντικός: θαμπάδια (τα) Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαμπάζζω -> μένω έκπληκτος ~ θαμπάζζω Νίσυρος,

θαμπαίνω -> θαμπώνω ~ θαμπαίνω Δημητράκος 1938, Κάρπαθος

θαμπερός -> αμαυρός (λόγιο) | λαμπερός ~ θαμπερός Δημητράκος 19388, Θήρα ~ θηλυκό: θαμπερή Δημητράκος 1938~ ουδέτερο: θαμπερό Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαμπιά η -> θάμπωμα ~ θαμπιά Δημητράκος 1938

θαμπίζω -> βλέπω θαμπά | φωτίζω θαμπά ~ θαμπίζου Τσακώνικα | θαμπίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία | χαμπαλίτζω Καλαβρία

θαμποβλέπω -> βλέπω θαμπά ~ θαμποβλέπω Επτάνησα, Σύρος

θαμποβραδιάζει -> σουρουπόνει ~ θαμποβραδιάζει Βλαστός 1931

θαμπογυαλίζω -> θαμπά ακτινοβολώ ~ θαμπογυαλίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαμποθωρώ -> βλέπω θαμπά ~ θαμποθωρώ Ρόδος

θαμποκόπημα το -> θαμποκόπημα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαμποκοπώ -> θαμποκοπώ Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαμποπουλάδα η -> νυχτόβιο πουλί | άνθρωπος που δε βλέπει καλά ~ θαμποπουλάδα Μάνη

θαμποπούλι το -> θαμποπουλάδα ~ θαμποπούλι Μάνη

θαμπός -> αμαυρός (λόγιο) | αμυδρός (λόγιο) | θολός | μουντός | σκοτεινιασμένος ~ θαμπό Τσακώνικα | θαμπός Germano 1622, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θράκη, Κάρπαθος, Κορινθία, Κρήτη, Λυκία, Μάνη, Πόντος, Ρόδος, Φωκίδα | θάμπος Κύπρος | χαμπός Καλαβρία | θομπός Germano 1622, Somavera 1709, Μύκονος, Σύρος ~ θηλυκό: θαμπή Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θομπή Μύκονος ~ ουδέτερο: θαμπό Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θομπό Μύκονος ~ επίρρημα: θαμπά Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1920, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Λυκία, Μαγνησία, Ρόδος, Σάμος, Τσακώνικα | χαμπά Καλαβρία

θάμπος το -> δυνατό και διάχυτο φως | αρχαία ΘΑΜΒΟΣ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θάμπο Μάνη | θάμπος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία, Μάνη

θαμποστεφάνωμα το -> η άλως του φεγγαριού ~ θαμποστεφάνωμα Μύκονος

θαμπούλια τα -> χαράματα ~ θαμπούλια Βλαστός 1931, Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα

θαμπουλίζω -> αχνοφέγγω | θαμπώνω ~ θαμπουλίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά

θαμπουξικίνμα του -> το ξεκίνημα του κοπαδιού, για μετεγκατάσταση, πριν χαράξει ~ θαμπουξικίνμα Σαρακατσάνικα

θαμπούρα η -> θαμπωμάρα | ζαλάδα ~ θαμπούρα Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Μαγνησία, Πάργα

θαμπουρίζω -> βλέπω θαμπά ~ θαμπουρίζω Κέρκυρα | χαμπουρίζζω Καλαβρία | χαμπουρίτζω Καλαβρία

θαμπούρωμαν το -> θάμπωμα ~ θαμπούρωμαν Πόντος

θαμπουρώνω -> θαμπώνομαι ~ θαμπουρώνω Πόντος

θάμπουση α -> θάμπωμα ~ θάμπουση Τσακώνικα

θαμποφαίνεται -> μισοφαίνεται ~ θαμποφαίνεται Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαμποφεγγοβολώ -> θαμποφέγγω ~ θαμποφεγγοβολώ Δημητράκος 1938

θαμποφέγγω -> φέγγω θαμπά | τρεμοσβήνω ~ θαμποφέγγω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Επτάνησα

θαμποχαράζω -> αχνοφέγγω ~ θαμποχαράζω Δημητράκος 1938

θαμποχάραμα το -> αυγή ~ θαμποχάραμα Βλαστός 1931

θάμπωμα το -> θάμβος (λόγιο) | σκοτείνιασμα | σούρουπο ~ θάμπουμα Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα, Μάνη, Τσακώνικα, Φωκίδα | θάμπωμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Μεσσηνία, Πάργα | θάμπωμαν Πόντος

θαμπωμάρα η -> στραβισμός (λόγιο) | σκοτοδίνη (λόγιο) ~ θαμπουμάρα Ιωάννινα, Τσακώνικα | θαμπωμάρα Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Πελοπόννησος

θαμπώνω -> θαμβώνω (λόγιο) | αμαυρώ (λόγιο) | σκοτίζω ~ θαμπόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908 | θαμπούκου Τσακώνικα | θαμπούνου Μάνη | θαμπώνου Μάνη, Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα | θαμπώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάλυμνος, Καππαδοκία, Κρήτη, Μεσσηνία, Πόντος, Σύμη, Τσακώνικα | θαμπώννω Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Ρόδος | θομπώνω Somavera 1709, Μύκονος | χαμπώννω Καλαβρία ~ θαμπώνομαι Somavera 1709, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Κρήτη, Μάνη, Πόντος | χαμπώννομαι Καλαβρία ~ μετοχή: θαμπωμένος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Ακαδημία 2016 | χαμπωμένο Καλαβρία

θαμπωτικός -> θαμβωτικός (λόγιο) ~ θαμπωτικός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: θαμπωτική Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: θαμπωτικό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998 ~ επίρρημα: θαμπωτικά Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θαμπωτός -> αδιαφανής (λόγιο) ~ θαμπωτός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαμπωτή Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θαμπωτό Δημητράκος 1938

θαμώ -> νομίζω (λόγιο) ~ θάμμαι Καλαβρία | θαμώ Καστοριά

θαν -> αν ~ θαν Σουφλί

θαν -> σα, σαν ~ θα Θράκη | θαν Σουφλί

θανά -> τάχα ~ θανά Σέρρες

θάνα -> ευτυχώς (λόγιο) ~ θάνα Καππαδοκία

θαναδκιά η -> θανατίλα ~ θαναδκιά Κύπρος

θανακίτζια τα -> θαφτικά ~ θανακίτζια Τσακώνικα

θανασίμια τα -> τα ρούχα που φορούν στο νεκρό ~ θανασίμια Ίμβρος

θάνατα τα -> η ώρα του θανάτου | ταφή (λόγιο) ~ θάνατα Λέσβος

θανατάς ο -> θάνατος | χάρος ~ θανατάς Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρος, Λέσβος, Λήμνος, Ρόδος, Σάμος, Χίος

θανατερός -> θανατηφόρος (λόγιο) ~ θανατερός Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Μάνη | θανατηρός Δημητράκος 1938, Ίμβρος ~ θηλυκό: θανατερή Somavera 1709, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θανατηρή Δημητράκος 1938, Ίμβρος ~ ουδέτερο: θανατερό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θανατηρό Δημητράκος 1938, Ίμβρος ~ επίρρημα: θανατερά Βλάχος 1659, Somavera 1709, Δημητράκος 1938

θανατιά η -> θανατίλα ~ θανατέα Πόντος | θανατιά Κύπρος

θανατίδιν το -> κάτι το πολύ πικρό ~ θανατίδιν Ηπίτης 1908, Πόντος ~ θηλυκό: θανατίτα Πόντος

θανατίκι το -> τα θαφτικά ~ θανατίκι Αρκαδία, Μεσσηνία

θανατίκια τα -> τα ρούχα που φορούν στο νεκρό ~ θανατίκια Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία | θανακίτσα Τσακώνικα | θανατίτσα Τσακώνικα

θανατικό το -> θανατηφόρα επιδημία | λοιμός (λόγιο) | πανούκλα, σκορδούλα ~ αθανατκό Σαμοθράκη | θανακικό Τσακώνικα | θανατικό Corona Preciosa 1527, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Ηλεία, Ζάκυνθος, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Τσακώνικα, Φωκίδα | θανατικόν Meursius 1614, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Κάρπαθος, Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Ρόδος | θανατκό Ιωάννινα, Σάμος

θανατικός -> που σχετίζεται με το θάνατο | θανατηφόρος (λόγιο) ~ θανατικός Lange 1708, Βλαστός 1931, Πόντος

θανατικώνω -> θανατώνω | σκοτώνω ~ θανατικόνω Legrand 1882 | θανατικώνω Βλάχος 1659, Lange 1708

θανατίλα η -> η δυσοσμία του πτώματος ~ θανατίλα Βλαστός 1931, Ακαδημία 2016 ~ πληθυντικός θανατέλες (οι) Δελβίνο επίρρημα: θανατίλας Κέρκυρα

θανατίσιμος -> θανάσιμος (λόγιο) ~ θανατίσιμος Κύπρος

θανατίτας η -> θανατηφόρα αρρώστια (σε ζώα) | παγωνιά ~ θανατίτας Κέρκυρα

θανατίτζα η -> εξάνθημα που προμηνύει το θάνατο ~ θανατίτζα Πόντος

θανατίτης ο -> θανατίτζα ~ θανατίτης Κύπρος

θανατίτης ο -> κάποιο φαρμακερό μανιτάρι ~ θανατίτης Κύπρος

θανατοβόσκω -> χαροπαλεύω ~ θανατοβόσκω Κύθηρα

θανατογραφή η -> θανατική καταδίκη ~ θανατογραφή Δημητράκος 1938

θάνατος -> Buck List: 4.75, death | αρχαία ΘΑΝΑΤΟΣ ινδοευρωπαϊκό *dh(u)enh2 Beekes 2010 ~ θάνατε Τσακώνικα | θάνατος Germano 1622, Portius 1635, Somavera 1709, Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Ανάφη, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θήρα, Θράκη, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστοριά (πόλη), Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Μύκονος, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος | θάνατους Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Λάρισα, Λυκία, Σαρακατσάνικα, Φιλιππούπολη, Φωκίδα | τάνατο Απουλία

θανατούλια τα -> πρηξίματα που παρουσιάζει ο μελλοθάνατος ~ θανατούλια Σάμος

θανατουλίδα η -> η ασθένεια του άνθρακα: μαυροτήγανο, καρβούνι | πληγή από τη διαρκή κατάκλιση ~ θανατουλήδα Somavera 1709 | θανατουλήθρα Τσακώνικα | θανατουλίδα Βάλληνδας 1887, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κρήτη, Κύθνος, Μύκονος, Πελοπόννησος, Τσακώνικα

θανατουλίδα η -> φαρμακερό μανιτάρι ~ θανατουλίδα Κεφαλονιά

θανατούλλιν το -> είδος αράχνης ~ θανατούλλιν Κάρπαθος

θανάτωμα το -> σκότωμα ~ θανάτωμα Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

θανατωμός ο -> θανάτωμα ~ θανατωμός Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θανατώνω -> σκοτώνω | φονεύω (λόγιο) ~ θανατόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, θανατούκου Τσακώνικα | θανατώνου Καστοριά, Μάνη | θανατώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Πόντος | θανατώννω Κάρπαθος, Κύπρος ~ θανατούμαι Πόντος | θανατώνομμαι Κύπρος | θανατώνομαι Germano 1622, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 | θανατώνουμι Καστοριά ~ μετοχή: θανατουμένους Καστοριά | θανατωμένος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ακαδημία 2016, Κύπρος

θανέσα τα -> το γεύμα μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο ~ θανέσα Πόντος | θανήσα Πόντος

θανή η -> θάνατος | κηδεία (λόγιο) ~ θανή Meursius 1614, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ίμβρος, Καλαβρία, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Τσακώνικα, Φωκίδα, Χίος ~ αρσενικό: θανός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θάνι -> τότε, τότες ~ θάνι Ίμβρος

θάρα η -> το μαστάρι του ζώου ~ θάρα Μέγαρα

θαραπαή η -> ευχαρίστηση (λόγιο) | απόλαυση (λόγιο) | επιθυμία (λόγιο) γιάτρεμα ~ θαραπά Κύπρος | θαραπαή Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Κορινθία, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα, Σάμος, Τσακώνικα | θεραπαή Αρκαδία ~ ουδέτερο: θαράπι Κρήτη | θεράπιο Κρήτη

θαραπαΐλα η -> μεγάλη ανακούφιση ~ θαραπαΐλα Μάνη

θαραπαμός ου -> θαραπαή ~ θαραπαμός Meursius 1614, Du Cange 1688, Κύπρος, Πιερία, Σάμος ~ θηλυκό: θαράπαμα: Ζάκυνθος, Κύπρος

θαράπαψη η -> θαραπαή ~ θαράπαυση Κύπρος | θαράπαψ Αιτωλοακαρνανία | θαράπαψη Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λευκάδα

θαραπαψίδα η -> σπυράκι ~ θαραπαψίδα Χαλκιδική

θαραπεία η -> θεραπεία (λόγιο) ~ θαραπεία Κάρπαθος, Κέρκυρα, Μύκονος, Πόντος, Σάμος | θαράπεια Νίσυρος, Ρόδος

θαράπειο το -> θαραπαή ~ θαράπειο Δημητράκος 1938, Βούρμπιανη, Κέρκυρα, Κρήτη

θαραπεύω -> θεραπεύω (λόγιο) | ευχαριστώ | ανακουφίζω (λόγιο) | χαροποιώ (λόγιο) | διορθώνω (λόγιο) | αρχαία ΘΕΡΑΠΕΥΩ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 | Buck List: 4.86, cure, heal ~ θαραπαύου Χαλκιδική | θαραπεύγου Λυκία | θαραπέγκου Τσακώνικα | θαραπεύγκω Κάρπαθος, Κως | θαραπεύγω Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Προύσα, Ρόδος | θαραπεύου Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μάνη, Φθιώτιδα | θαραπεύω Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Άνδρος, Μύκονος, Σέριφος | θεραπεύκω Κύπρος ~ θαραπαύουμι Ημαθία, Κοζάνη, Σέρρες, Φθιώτιδα, Χαλκιδική | θαραπεύγιουμαι Ρόδος | θαραπεύγομαι Κάλυμνος, Κως, Σύμη | θαραπεύομαι Βούρμπιανη, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Μεσσηνία | θαραπεύουμαι Πόντος | θαραπεύουμι Βελβεντός, Γρεβενά, Ημαθία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Φθιώτιδα ~ μετοχή: θαραπαϊμένος Κρήτη | θαραπαμένος Ζάκυνθος | θαραπιμένους Λέσβος | θαραπούμενος Σαρακατσάνικα

θαράπεψη η -> θεραπεία η ~ θαράπεψη Μύκονος

θαραπιά η -> θαραπαή ~ θαραπιά Ηπίτης 1908

θαραπίδες οι -> ουλές ~ θαραπίδες Πόντος

θαράψα η -> θαραπεία ~ θαράψα Κάλυμνος

θαρμίζω -> ματιάζω ~ θαρμίζου Λέσβος | θαρμίζω Θήρα, Κρήτη | θιαρμίζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θιαρμίζω Κρήτη

θαρμομάτης -> που ματιάζει ~ θαρμομάτης Θήρα ~ θηλυκό: θαρμομάτα Θήρα ~ ουδέτερο: θαρμομάτικο Θήρα

θαρμός ο -> μάτιασμα ~ θαρμός Δημητράκος 1938, Θήρα, Κρήτη | θιαρμός Κρήτη | φταρμός Κρήτη

θαρμώ -> ματιάζω ~ θαρμώ Θήρα

θάρουμ -> ίσως (λόγιο) | μακάρι ~ θάραμ Βελβεντός | θάριμ Κοζάνη | θάρου Καστοριά | θάρουμ Γρεβενά, Καβακλί, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Σιάτιστα

θαρρείσκι -> σαν να ~ θαρρείσκι Σάμος

θάρρεμα το -> ενθάρρυνση (λόγιο) | ελπίδα ~ θάρρεμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Πόντος

θάρρεμαν το -> το να νομίζει κανείς ~ εθάρρεμαν Πόντος | θάρρεμαν Πόντος

θαρρεμός ο -> θάρρος | εμπιστοσύνη (λόγιο) ~ θαρρεμός Αμοργός, Μύκονος, Νάξος | θαρριμός Αμοργός | θαρριμός Σάμος

θαρρεσιά η -> θάρρος ~ θαρρεσιά Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θαρρετικός -> θαρρετός ~ θαρρετικός Μάνη ~ επίρρημα: θαρρετικά Μάνη

θαρρετόν το -> εκείνο που νομίζει κανείς ~ θαρρετόν Πόντος

θαρρετός -> θαρραλέος (λόγιο) | άφοβος ~ θαρρετέ Τσακώνικα | θαρρετός Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Μάνη | θαρριτός Γρεβενά, Καστοριά, Λυκία ~ θηλυκό: θαρρετή Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη | θαρριτή Καστοριά ~ ουδέτερο: θαρρετό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη | θαρριτό Καστοριά ~ επίρρημα: θαρρετά Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κρήτη, Μάνη, Τσακώνικα | θαρριτά Σάμος

θαρρευτικός -> θαρρετός ~ θαρρευτικός Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαρρευτική Somavera 1709, Δημητράκος 1938 | θαρρεφτικός Βλαστός 1931 ~ ουδέτερο: θαρρευτικό Δημητράκος 1938 | επίρρημα: θαρρευτικά Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709

θαρρευτός -> θαρρετός ~ θαρρευτός Βεντότης 1790, Legrand 1882, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαρρευτή Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θαρρευτό Δημητράκος 1938 ~ επίρρημα: θαρρευτά Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908

θαρρεύω -> ξεθαρρεύω | νομίζω (λόγιο) | πιστεύω | εμπιστεύομαι (λόγιο) ~ θαρρέβκω Ρόδος | θαρρέβω Βλαστός 1931 | θαρρέγκου Τσακώνικα | θαρρεύγκω Κάρπαθος | θαρρεύγου Λυκία | θαρρεύγω Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Καστελλόριζο, Κρήτη, Νίσυρος | θαρρεύου Μάνη, Σέρρες | θαρρεύω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ακαδημία 2016, Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη ~ θαρρεύγκομαι Κάρπαθος | θαρρεύγομαι Βλάχος 1659, Somavera 1709, Θήρα, Κρήτη, Νάξος, Νίσυρος | θαρρεύκουμαι Κύπρος, Πόντος | θαρρεύομαι Germano 1622, Portius 1635, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Θήρα, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Φούρνοι | θαρκούμαι Κύπρος ~ μετοχή: θαρρεμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βλαστός 1931, Πρωία 1933 | θαρριμένους Σάμος, Σαρακατσάνικα

θάρρεψη η -> θάρρος | εμπιστοσύνη (λόγιο) ~ θάρρεψη Νάξος

θάρρη τα -> τα σουσούμια (τα χαρακτηριστικά του προσώπου) ~ θάρρη Άρτα, Ιωάννινα

θάρρος το -> αφοβία (λόγιο) | τόλμη (λόγιο) | εμπιστοσύνη (λόγιο) | ελπίδα | αρχαία ΘΑΡΣΟΣ & ΘΑΡΡΟΣ ινδοευρωπαϊκό *dhers-Beekes 2010 ~ εθάρ Πόντος | εθάρρος Πόντος | θάζι Τσακώνικα | θάρρι Πόντος, Τσακώνικα | θάρριν Πόντος | θάρρο Μάνη | θάρρος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μύκονος, Νάξος, Πόντος | θάρρους Βελβεντός, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ημαθία, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λυκία, Φωκίδα ~ αρσενικό: θάρρος Κύπρος ~ θηλυκό: θαρρειά Λακωνία, Στερεά ~ πληθυντικός: θάρρα τα Πόντος | θάρρετα (τα) Πελοπόννησος | θάη Σαμοθράκη| θάητα Σαμοθράκη | θάρρη τα Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος | θάρρητα (τα) Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ίμβρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Κως, Μύκονος, Τσακώνικα | θάρρτα Σάμος | θαρρικά τα Πόντος

θαρρούμενος -> θαρρετός ~ θαρρούμενος Ηπίτης 1908, Κύπρος, Πόντος ~ επίρρημα: θαρρούμενα Κύπρος

θαρρούσιμος -> θαρρετός ~ θαρρούσιμος Κύπρος

θάρρυμα το -> εξέγερση (λόγιο) ~ θάρρυμα Βλάχος 1659

θαρρώ -> νομίζω (λόγιο) | πιστεύω | λογιάζω | φαντάζομαι | ελπίζω | Buck List: 17.14, thinkεθαρρώ Πόντος | θάρρου Καρδίτσα, Σαρακατσάνικα | θαρρού Καβακλί, Καλαβρία, Λυκία, Μάνη, Σαρακατσάνικα, Τσακώνικα | θαρρώ Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αϊβαλί, Βελβεντός, Γρεβενά, Ηλεία, Θήρα, Ίμβρος, Καλαβρία, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστοριά, Καστελλόριζο, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κως, Λακωνία, Λέσβος, Μοσχονήσι, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Τσακώνικα, Φωκίδα, Χαλκιδική, Χίος | θάρρω Ηπίτης 1908 | θαώ Σαμοθράκη | χαρρώ Καλαβρία, Κύπρος, Ρόδος ~ μετοχή: θαρρούμενος Πόντος

θάρφος ο -> ζέστη | μεσημέρι ~ θάρφος Ικαρία

θάρω -> άραγε ~ θάρω Δελβίνο

θάσου του -> το χλωρό αμύγδαλο | σουμάδα ή αμυγδαλόπομα ~ θάσιου Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι | θάσου Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι | θιάσο Somavera 1709 | θιάσου Ιωάννινα, Σάμος

θάταλο το -> το φυτό Tetragonolobus purpureus, άσπαγος, μάνταλο ~ πληθυντικός: θάταλα (τα) Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος | τάταλα Heldreich 1926, Ζάκυνθος

θαφή η -> ταφή (λόγιο) ~ θαμή Κρήτη | θαφή Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος ~ ουδέτερο~ θαφειόν Κύπρος | θαφείον Κύπρος | θαφκειόν Κύπρος | χαφκειόν Κύπρος

θαφικόν το -> θαφτικά ~ θαφικόν Κύπρος

θαφτήρι το -> νεκροταφείο (λόγιο) ~ θαφτήρι Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θάφτης ο -> νεκροθάφτης | κακολόγος (λόγιο) | φαρμακόγλωσσος ~ θάφτης Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: θάφτρα Somavera 1709 | θάφτρια Somavera 1709

θαφτιάρης -> νεκροθάφτης ~ θαφτιάρης Δημητράκος 1938

θαφτικά (τα) -> τα έξοδα της κηδείας ~ θαφκά Λέσβος | θαφτικά Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Αμοργός, Ήπειρος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Νάξος, Ρόδος | θαφτκά Ίμβρος, Θράκη | ψαρτικά Αμοργός ~ ενικός: θαφτικό Θήρα

θαφτικό το -> νεκροταφείο (λόγιο) | ταφή (λόγιο)~ θαφτικό Ηπίτης 1908, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Κεφαλονιά | θαφτκό Ιωάννινα

θαφτό το -> νεκροταφείο (λόγιο) | τάφος ~ θαφτιό Λευκάδα | θαφτό Thumb 1912

θαφτός -> θαμμένος ~ θαφτός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θαφτή Δημητράκος 1938, Κάρπαθος ~ ουδέτερο: θαφτό Δημητράκος 1938, Θήρα ~ υποκοριστικό: θαφτούλιν Πόντος

θαψιά η -> το φυτό Thapsia garganica, ασκάλιαρος, μαγκούτα, ογρήγορα, πολύκαρπος, φιδόχορτο, χρυσόξυλο ~ θαψιά Heldreich 1926, Δημητράκος 1938 | αρσενικό: θάψος Heldreich 1926, Νότια Εύβοια

θάψιμο το -> ενταφιασμός (λόγιο) | παράχωμα | κακολογία (λόγιο) ~ θάψιμο Lange 1708, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Μάνη | θάψιμον Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πόντος | θάψμου Ιωάννινα, Καστοριά

θάψος ο -> το φυτό Rhus cotinus, κόκκινο ασμάκι, βέντζα, κράτσια, μπογιά, πορδάλα, πουρδαλιά, σβέντσα, σπαθίστρα, σύννεφο, τσερμετζέλα, χεροβουλιά, χρυσόξυλο ~ θάψος Heldreich 1926, Κύμη, Κύπρος

θάψυχον το -> το φυτό Origanum majorana, μαντζουράνα ~ θάψυχον Ηπίτης 1908, Κάρπαθος | σάψυχο Κεφαλονιά

θεαγιάτικος -> θεομάγκουφος ~ θεαγιάτικος Μάνη

θεάζομαι -> φοβάμαι ~ θεάζομαι Μάνη

θεάζου -> εντυπωσιάζω (λόγιο) ~ θεάζου Μάνη

θέαλλη η -> θύελλα (λόγιο) | αρχαία ΘΥΕΛΛΑ, ινδοευρωπαϊκό *dheuh2- Beekes 2010 ~ θέαλλη Κύπρος | θύελλα Κύπρος

θεανάλατος -> χωρίς καθόλου αλάτι ~ θεανάλατος Κάρπαθος

θεάνοιχτος -> ορθάνοιχτος ~ θεάνοιχτος Κύθηρα

θεάπλωρος -> ορθάνοιχτος ~ θεάπλωρος Κύθηρα ~ θηλυκό: θεάπλωρη Κύθηρα ~ ουδέτερο: θεάπλωρο Κύθηρα ~ επίρρημα: θεάπλωρα Κύθηρα

θεάσκημος -> πολύ άσχημος ~ θεάσκημος Κάρπαθος | θιάσκημος Κάρπαθος

θέγω -> ελπίζω ~ θέγω Καππαδοκία

θεια -> θεία (λόγιο), άμια, τσάτσα | Buck List: 2.52, aunt ~ θεια Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα, Βιθυνία, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Δαρδανέλια, Ζάκυνθος, Ημαθία, Θάσος, Θεσπρωτία, Θράκη, Ιωάννινα, Καλαβρία, Καππαδοκία, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύθνος, Κρήτη, Λακωνία, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Λυκία, Μαγνησία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πιερία, Πόντος, Ρόδος, Σέρρες, Σκύρος, Τήλος, Φιλιππούπολη, Χιλή | θεία Μάνη, Πόντος | θκεια Βελβεντό, Κύπρος, Ρόδος, Χίος | τειά Μαγνησία, Σαράντα Εκκλησιές | τεία Απουλία | τζεία Πόντος | τσεία Καλαβρία | ττεια Ρόδος ~ υποκοριστικό: θειάτσα Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Πιερία, Προύσα | θειίτσα Πόντος | θειούδα Θάσος | θείτζα Somavera 1709 | θειίτζα Πόντος | θείτσα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Άρτα, Δελβίνο, Μαγνησία, Σαράντα Εκκλησιές, Στενήμαχος

θειάκω η -> θεια ~ θειάκα Σέρρες | θειάκου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Σαρακατσάνικα | θειάκω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Αχαΐα, Θεσπρωτία, Λακωνία ~ υποκοριστικό: θειακούλα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Ηλεία, Ιωάννινα, Λευκάδα, Μεσσηνία

θειάτσα η -> κυρούλα ~ θειάτσα Προύσα

θειαφάδ του -> θειαφίλα ~ θειαφάδ Ίμβρος ~ θηλυκό: κειαϊθία Τσακώνικα | ταφία Τσακώνικα

θειαφένιος -> θειαφοκίτρινος ~ θειαφένιος Βλαστός 1931

θειαφί -> το κίτρινο χρώμα του θειαφιού ~ θειαφί Somavera 1709, Βλαστός 1931

θειάφι το -> θείο (λόγιο) | αρχαία ΘΕΙΟΝ, ινδοευρωπαϊκό *dhues- Beekes 2010 ~ δειάφι Κριαράς 1995, Ζάκυνθος, Θήρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λευκάδα, Νάξος, Νίσυρος | θειαφ Ίμβρος, Ιωάννινα | θειάφι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κύμη, Μήλος | θιάφι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983 | θκειάφιν Κύπρος | κειάθι Τσακώνικα | κειάιθι Τσακώνικα | κειαφ Ήπειρος, Καρδίτσα | κειάφι Τσακώνικα | τάφι Τσακώνικα | τειαφ Ιωάννινα, Τήνος | τειάφι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αρκαδία | τεάφι Lange 1708 | τιάφι Somavera 1709, Ηπίτης 1908 ~ θηλυκό: θεάφη Du Cange 1688 | δειάφη Κριαράς 1995 | τεάφη Du Cange 1688, Lange 1708

θειαφίζω -> ψεκάζω, ραντίζω, πασπαλίζω ή καπνίζω με θειάφι ~ δειαφίζω Ζάκυνθος, Λευκάδα, Νάξος, Νίσυρος | θειαφίζου Κύμη | θειαφίζω Legrand 1882, Ηπίτης 1908Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | θιαφίζω Πρωία 1933 | κειαθίζου Τσακώνικα | κειαϊθίζου Τσακώνικα | κειαφίζου Καρδίτσα | ταφίζω Τσακώνικα | τιαφίζω Ηπίτης 1908 ~ θειαφίζομαι ΑΠΘ 1998

θειαφίλα η -> η μυρουδιά του θειαφιού ~ θειαφίλα

θειάφισμα το -> το να θειαφίζει κανείς ~ θειάφισμα Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | θιάφισμα Πρωία 1933

θειαφιστήρι το -> σύνεργο για το θειάφισμα ~ θειαφιστήρι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | τειαφστήρ Τήνος

θειαφοκέρι το -> φιτίλι αλειμμένο με θειάφι | σούλφανο ~ θειαφοκέρι Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος | θειαφοκέριν Κάρπαθος | θειαφουκέρ Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα | θκειαφοτσέριν Κύπρος | θκειαφουκέρ Σάμος | διαφοκέρι Somavera 1709 | τειαφουκέρ Ιωάννινα

θειαφοκίτρινος -> που έχει το κίτρινο χρώμα του θειαφιού ~ θειαφένιος Βλαστός 1931

θειαφόξυλο -> σπίρτο ~ θειοφόξυλο Βλαστός 1931

θειαφόπετρα η -> θειούχος τώφος (λόγιο) ~ θειαφόπετρα Ηπίτης 1908

θειαφουντινικές ου -> ντενεκές με τρύπιο καπάκι που βάζουν μέσα θειάφι ~ θειαφουντινικές Ίμβρος

θειαφουπάν του -> πανί βουτηγμένο σε λειωμένο θειάφι (το χρησιμοποιούσαν σαν σπίρτο) ~ θειαφουπάν Ίμβρος

θειαφουσάκλου του -> αραιοϋφασμένο σακούλι για θειάφισμα ~ θειαφουσάκλου Σάμος

θειάφωμα το -> θειάφισμα ~ θειάφωμα Ηπίτης 1920

θειαφώνω -> θειαφίζω ~ θειαφόνω Ηπίτης 1908 | θειαφώνω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θεΐζω -> λατρεύω κάποιον σαν θεό ~ θεΐζω Κύπρος

θεϊκός -> που αναφέρεται ή προέρχεται από τον θεό | θείος (λόγιο) ~ θεϊκό Τσακώνικα | θεϊκός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κάρπαθος, Κρήτη, Μάνη ~ θηλυκό: θεϊκή Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κάρπαθος | θεϊκιά Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: θεϊκό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Νάξος | θεϊκόν Κάρπαθος | θεϊκού Τσακώνικα ~ επίρρημα: θεϊκά Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Αρκαδία

θειόνω -> θειαφίζω ~ θειόνω Legrand 1882

θειος ο -> θείος (λόγιο) | μπάρμπας | Buck List: 2.51, uncle ~ θείο Καλαβρία | θειος Portius 1635, Βλάχος 1659, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Βιθυνία, Ημαθία, Θάσος, Θεσπρωτία, Θράκη, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Λάρισα, Λυκία, Μέγαρα, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Χιλή | θείος Πόντος | θκειος Βελβεντό, Κύπρος, Χίος | τείο Απουλία | τσείο Καλαβρία ~ υποκοριστικό: θειίτσος Πόντος | θειόκας Σέρρες | θειούλης Κριαράς 1995 | θκειούλλης Κύπρος

θέισσα η -> θεά ~ θέισσα Κύπρος

θειτσίτκους -> που ανήκει ή προορίζεται για μεγάλες γυναίκες, για θείτσες ~ θειτσίτκους Σέρρες ~ θηλυκό: θειτσίτκ Σέρρες ~ ουδέτερο: θειτσίτκου Σέρρες

θέκαλος ο -> που θέλει το καλό σου ~ θέκαλας Πόντος | θέκαλος Πόντος

θεκιάζω -> βάζω το μελίσσι στην κυψέλη ~ θεκιάζω Κάρπαθος | θθεκιάντζω Κάρπαθος θθηκιάντζω Κάρπαθος

θέκλα η -> κουτσομπόλα ~ θέκλα Πόντος

θέκλα η -> όμορφη ~ θέκλα Θήρα

θέκλα η -> φωταγωγός (λόγιο) ~ θέκλα Ηπίτης 1908, Πόντος

θεκλέας -> αστείος (λόγιο) | χαϊδεμένος ~ θεκλέας Πόντος ~ θηλυκό: θεκλού Πόντος

θεκλεία η -> χάιδεμα ~ θεκλεία Πόντος

θεκλέσα τα -> τα κουτσομπολιά ~ θεκλέσα Πόντος

θεκλεύουμαι -> αστειεύομαι (λόγιο) | κουτσομπολεύω ~ Πόντος

θέλα η -> θολούρα | το θόλωμα της όρασης ~ αθέλα Λακωνία | θέλα Ζάκυνθος, Λακωνία, Σάμος

θέλα η -> καταρράκτης (ματιού) ~ θέλα Βλαστός 1931

θελάζω -> δαμαλίζω (εμβολιάζω με δαμαλίδα), φελιάζω ~ θελάζω Πόντος

θελέα η -> τυλίχτρα νήματος ~ θελέα Πόντος

θελείνεμον το -> θέληση ~ θελείνεμον Πόντος

θελεκιάζω -> κουμπώνω | κάνω κουμπότρυπες ~ θελεκιάζω Πόντος

θελέσα -> μάταια (λόγιο) | εκούσια (λόγιο) ~ θελέσα Πόντος

θελέσης ο -> άσχημος | μεγαλόσωμος και τεμπέλης ~ θελέσης Βλαστός 1931, Ιωάννινα

θελεσινά -> θεληματικά | εκούσια (λόγιο) ~ θελεσινά Πόντος

θελέσπι το -> θεριό | θεόρατος | κάτι το ογκώδες ~ θελέσι Λευκάδα | θελέσπι Αρκαδία | θελέσπιο Θεσπρωτία | θιλέσπιου Ιωάννινα ~ αρσενικό: θιλέσπιους Ιωάννινα ~ θηλυκό: θελέσπια Κέρκυρα

θεληκάρης ο -> κριάρι που γίνεται πατέρας μόνο θηλυκών αρνιών ~ θεληκάρης Κάρπαθος

θεληκαρτσένικοι οι -> θηλυκοί και αρσενικοί μαζί ~ θεληκαρτσένικοι Κάρπαθος

θέλημα το -> επιθυμία (λόγιο) | εξυπηρέτηση (λόγιο) ~ θέλεμαν Πόντος | θέλημα Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ήπειρος, Θήρα, Θράκη, Ιθάκη, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κορσική, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος, Νότια Εύβοια, Ρόδος, Τσακώνικα, Χάλκη | θέλμαν Πόντος | θέλημαν Λυκία, Πόντος, Ρόδος | θέλμα Καστοριά, Σάμος | τέλημμα Απουλία ~ πληθυντικός: θιλήματα Καστοριά

θεληματάρης -> υποχείριος (λόγιο) | που κάνει θελήματα | πεισματάρης ~ θεληματάρης Germano 1622, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος, Πόντος | θεληματάρος Βλαστός 1931 | θελματάρης Πόντος | θελματάρτς Πόντος ~ θηλυκό: θεληματάρα Πόντος | θεληματαριά Somavera 1709 | θελματερία Πόντος ~ πληθυντικός: θεληματάροι Du Cange 1688 ~ ουδέτερο: θεληματάρικον Πόντος | θελματέρικον Πόντος

θεληματάρης ο -> ο πρώτος μούστος που βγαίνει, πριν πατηθούν ακόμα τα σταφύλια ~ θεληματάρης Κάρπαθος

θεληματάρικος -> θεληματάρης ~ θεληματάρικος Somavera 1709

θεληματεύω -> συγκατανεύω (λόγιο) | υπακούω (λόγιο) ~ θεληματέβω Βλαστός 1931 | θεληματεύω Δημητράκος 1938, Κρήτη

θεληματίζω -> λέω σε κάποιον να μου κάνει ένα θέλημα ~ θεληματίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θεληματικός -> ηθελημένος (λόγιο) | αντίθετο: αθέλητος ~ θεληματικός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος ~ θηλυκό: θεληματική Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεληματικό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: θεληματικά Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη, Πόντος, Τσακώνικα | θελματικά Πόντος | θιληματικά Πιερία

θελημός ο -> θέληση (λόγιο) ~ θελημός Αμοργός

θέληση η -> διάθεση (λόγιο) | βούληση (λόγιο) | επιθυμία (λόγιο) ~ θέληση Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Επτάνησα, Ήπειρος, Μάνη, Πόντος, Τσακώνικα | θέλησι Thumb 1912

θελησιά η -> παράστημα (λόγιο) ~ θελησιά Κύπρος

θελητής ο -> προαιρετικός (λόγιο) | μάγος ~ θελητής Δημητράκος 1938

θελητικός -> που έχει τη θέληση για κάτι ~ θελητικός Βλαστός 1931

θέλι -> ίσως (λόγιο) ~ θέλι Κύθηρα

θελκοβολέα η -> το γένος των γυναικών ~ θελκοβολέα Πόντος

θελματέας -> που δουλεύει όσο θέλει ~ θελματέας Πόντος ~ θηλυκό: θελματού Πόντος

θελματοπλέρωτος -> πεισματάρης ~ θελματοπλέρωτος Πόντος

θελομπούρα η -> θολωμένο υγρό ~ θελομπούρα Αχαΐα

θέλος το -> θέληση ~ θέλος Μέγαρα

θέλουντα -> ηθελημένα (λόγιο) ~ θέλουντα Ίμβρος

θέλσιμον το -> θέληση ~ θέλσιμον Πόντος

θέλω -> επιθυμώ (λόγιο) | βούλομαι (λόγιο) | χρωστώ | αρχαία ΘΕΛΩ & ΕΘΕΛΩ ινδοευρωπαϊκό *hgWhel- Beekes 2010 | Buck List: 16.61, will, wish ~ θέβω Τσακώνικα | θέλου Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Βελβεντό, Ημαθία, Ήπειρος, Θράκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Λυκία, Σάμος, Σέρρες, Σκύρος, Σουφλί, Τσακώνικα, Φθιώτιδα | θέλω Corona Preciosa 1527, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Άνδρος, Κάρπαθος, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αδριανούπολη, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Ηλεία, Καλαβρία, Κάρπαθος, Κάσος, Κέρκυρα, Κίμωλος, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Νάξος, Πόντος, Ρόδος, Σύμη, Τσακώνικα, Χίος | θέου Μάνη, Τσακώνικα | θέω Νάξος, Τσακώνικα | θω Χίος | ιτέλω Απουλία | σέλω Απουλία | τέλου Τσακώνικα | τέλω Απουλία, Καλαβρία | τέου Τσακώνικα | χέλω Κύπρος, Ρόδος

θέμα το -> εργάτης (λόγιο) ~ θέμα Καλαβρία ~ πληθυντικός: θέματα Καλαβρία

θέμα το -> σταλίκι, σημάδι-σύνορο χωραφιών ~ θέμα Χίος

θεμέλια τα -> ορίζοντας (λόγιο) ~ θεμέλια Κάρυστος | θεμέλλια Νίσυρος

θεμέλιο το -> αρχαία ΘΕΜΕΛΙΟΝ, ινδοευρωπαϊκό *dheh1- Beekes 2010 ~ θεμέλ Πόντος | θεμέλι Καππαδοκία, Λυκία, Τσακώνικα | θεμέλιε Τσακώνικα | θεμέλιο Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Βιθυνία, Ήπειρος, Κεφαλονιά, Μάνη, Προύσα, Ρόδος, Τσεσμές | θεμέλιν Πόντος | θεμελίο Πόντος | θεμέλιον Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος | θεμελίον Πόντος | θέμελο Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Αχαΐα, Ιθάκη, Μάνη | θέμιλου Ιωάννινα, Φθιώτιδα | θιμέλιν Λυκία | θιμέλιου Ίμβρος ,Καστοριά | τεμέλι Καππαδοκία | τεμέλιν Πόντος | τεμέλιον Πόντος | χεμέλιο Ρόδος | χεμέλιον Ρόδος ~ αρσενικό: θεμελιός Κύπρος | θεμέλιος Κύπρος ~ πληθυντικός: θέμελα Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κύπρος | θέμελη τα Κύπρος | θεμέλια Αρτάκη, Βιθυνία, Ζάκυνθος, Θήρα, Θράκη, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Πόντος, Ρόδος | θέμιλα Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία | θιμέλια Καστοριά | τεμέλα Πόντος | τεμέλεα Πόντος

θεμελιόπετρα η -> θεμέλιος λίθος (λόγιο) ~ θεμελιόπετρα Κέρκυρα | θεμελόπετρα Αρκαδία

θεμέλιωμα το -> θεμελίωση (λόγιο) ~ θεμέλιωμα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κάρπαθος ~ πληθυντικός: θιμιλιώματα Μαγνησία

θεμελιώνω -> φτιάχνω θεμέλια ~ θεμελιούκου Τσακώνικα | θεμελιώνου Μάνη | θεμελιώννω Κάρπαθος, Νίσυρος | θεμελιώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Τσακώνικα | θεμελώνω Πόντος | θιμιλιώνου Καστοριά, Πιερία | τεμελώνω Πόντος ~ θεμελιούμαι Πόντος | θεμελιώνομαι Germano 1622, Somavera 1709, Μάνη ~ μετοχή: θεμελιωμένος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Βιθυνία, Κεφαλονιά | θεμελομένος Πόντος | θιμιλιουμένους Καστοριά, Σουφλί

θέμπερα -> προς τα εδώ ~ θέμπερα Πόντος

θεμωνοκώλιν το -> η βάση της θημωνιάς ~ θεμωνοκώλ Πόντος | θεμωνοκώλιν Πόντος

θεμωνοστάλεκο το -> θεμωνοστάτες ~ θεμωνοστάλεκο Δελβίνο

θεμωνοστάσι το -> θεμωνότοπος ~ θεμωνοστάσι Αρκαδία

θεμωνοστάτες ο -> κάθετο ξύλο θημωνιάς, που γύρω του στοίβαζαν τα στάχυα ~ θεμωνοστάτες Πόντος

θεμωνοτόπι το -> κυκλικός ξερότοιχος που στο εσωτερικό του έβαζαν τα δεμάτια που ήταν για αλώνισμα ~ θεμωνοτόκι Τσακώνικα | θεμωτόκι Τσακώνικα | θεμωνοτόπι Αρκαδία

θεμωνότοπος ο -> ο χώρος δίπλα στο αλώνι όπου θημωνιάζουν τα στάχια ~ θεμωνότοπος Κύθηρα, Μέγαρα, Χάλκη

θεμωνοφύλακας ο -> μισθωτός που πρόσεχε τις θημωνιές από τα ζώα και τη φωτιά ~ θεμωνοφύλακας Μέγαρα

θέξιμον το -> τοποθέτηση (λόγιο) ~ θέξιμον Πόντος

θεόβαρος -> πολύ βαρύς ~ θεόβαρος Μάνη

θεοβλαβούμενος -> θεοσεβής (λόγιο) ~ θεοβλαβούμενος Πρωία 1933 ~ θηλυκό: θεοβλαβούμενη Πρωία 1933 ~ ουδέτερο: θεοβλαβούμενο Πρωία 1933 ~ επίρρημα: θεοβλαβούμενα Πρωία 1933

θεοβλόγητος -> ευλογημένος από το θεό ~ θεοβλόγητος Βλαστός 1931

θεόβουδο το -> μεγάλο βόδι | πολύ κουτός ~ θεόβουϊδο Κύθηρα | θεόβουδο Πάρος

θεοβούνι το -> μεγάλη πέτρα ~ θεοβούνι Ηλεία

θεόβρετος -> σε κατάρα: που να τον βρει η θεία κρίση ~ θεόβρετος Βλαστός 1931, Θεσπρωτία, Λευκάδα | θιόβριτους Ιωάννινα

θεογέλαστος -> κακότροπος ~ θεογέλαστος Ζάκυνθος

θεογελάστρια -> πονηρή | έξυπνη ~ θεογελάστρια Τσακώνικα

θεογιάδα α -> θεογελάστρια ~ θεογιάδα Τσακώνικα

θεογκαλώ -> επικαλούμαι τον θεό | φωνάζω οργισμένα ~ θεογκαλιώ Κάρπαθος | θεογκαλώ Κύθνος, Νίσυρος, Ρόδος | θεοκαλώ Νίσυρος | θιογκαλώ Ρόδος ~ θεογκαλιώμαι Μάνη | θεοκαλιέμαι Αχαΐα, Ηλεία | θεοκαλεγκούμενε Τσακώνικα ~ μετοχή: θεογκαλεμένος Κάρπαθος | θεογκαλεσμένος Λευκάδα |

θεόγουβος -> μουγκός ~ θεόγουβος Μάνη

θεογούρουνο το -> μεγάλο γουρούνι (λέγεται και σαν βρισιά) ~ θεογούρουνο Ζάκυνθος

θεόγυμνος -> ολόγυμνος | τσίτσιδος ~ θεόγδυμνος Πρωία 1933, Ζάκυνθος | θεόγυμνος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: θεόγυμνη Πρωία 1933, Κριαράς 1995 ΑΠΘ 1998, | θεόγδυμνη Πρωία 1933 ~ θεόγυμνο: θεόγυμνο Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | θεόγδυμνο Πρωία 1933

θεογυναικάτσα η -> ερμαφρόδιτος (λόγιο) ~ θεογυναικάτσα Ζάκυνθος

θεοδοσμένος -> ο δοσμένος από τον θεό ~ θεοδοσμένος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεοδοσμένη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεοδοσμένο Δημητράκος 1938

θεοδύναμος -> πολύ δυνατός ~ θεοδύναμος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεοδύναμη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεοδύναμο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θεοζαλιά η -> τρέλα ~ θεοζαλιά Βλαστός 1931

θεόζουρλος -> θεότρελος ~ θεόζουρλος Μάνη

θεοκάζανο το -> πολύ μεγάλο καζάνι ~ θεοκάζανο Παμπούκης 1988

θεοκαθαρισμένα -> πολύ καλά καθαρισμένα ~ θεοκαθαρισμένα Πάρος

θεοκαμωμένος -> θεοποίητος (λόγιο) ~ θεοκαμωμένος Βλάχος 1659

θεοκάμωτος -> θεόσταλτος (λόγιο) ~ θεοκάμωτος Βλαστός 1931

θεοκάραβο το -> μεγάλο καράβι ~ θεοκάραβο Κύθνος

θεοκαταραμένος -> θεοκατάρατος ~ θεοκαταραμένος Κεφαλονιά

θεοκατάρατος -> ο καταραμένος από τον θεό ~ θεοκατάρατος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κύπρος, Μάνη, Μέγαρα, Πόντος | θιουκατάρατους Καστοριά ~ θηλυκό: θεοκατάρατη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μέγαρα | θιουκατάρατ Καστοριά ~ ουδέτερο: θεοκατάρατο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μέγαρα | θιουκατάρατου Καστοριά

θεοκερατάς -> μεγάλος κερατάς ~ θεοκερατάς Ζάκυνθος, Μάνη | θιουκιρατάς Σαρακατσάνικα

θεόκλειστος -> κατάκλειστος | αντίθετο: ορθάνοιχτος ~ θεόκλειστος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Μάνη ~ θηλυκό: θεόκλειστη Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεόκλειστο Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016

θεοκούζουλος -> θεότρελος ~ θεοκούζουλος Κρήτη

θεόκουτος -> πολύ κουτός ~ θεόκουτος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Κεφαλονιά ~ θηλυκό: θεόκουτη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: θεόκουτο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

θεόκουφος -> εντελώς κουφός ~ θεόκουφος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Μάνη ~ θηλυκό: θεόκουφη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο θεόκουφο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεοκοφούμενε -> κουράζομαι πολύ ~ θεοκοφούμενε Τσακώνικα

θεοκρέμαστος -> χωρίς προστασία ~ θεοκρέμαστος Ρόδος

θεόκυλλος -> ανάπηρος (λόγιο) | αρχαία ΚΥΛΛΟΣ, ινδοευρωπαϊκό (?) Beekes 2010 ~ θεόκυλλος Κάρπαθος

θεόλιαμα το -> λέγεται σαν βρισιά ~ θεόλιαμα Κύθηρα | θεόλιμα Κύθηρα

θεόλωλος -> τρελός ~ θεόλωλος Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Κύθηρα, Χίος | θεόλωλλος Κάρπαθος | θεόλωλλντος Ρόδος | θιόλουλους Λυκία, Σάμος ~ θηλυκό: θεόλωλη Κύθηρα ~ ουδέτερο: θεόλωλο Κύθηρα

θεομάγαζο το -> μεγάλο μαγαζί ~ θεομάγαζο Παμπούκης 1988, Ζάκυνθος

θεομάγκουφος -> μαγκούφης | παντέρημος ~ θεομάγκουφος Μάνη

θεομιλώ -> παραμιλώ ~ θεομιλώ Κάρπαθος

θεομόναχος -> μονάχος | έρημος ~ θεομόναχος Κεφαλονιά, Νάξος

θεόμουγκος -> μουγκός ~ θεόμουγκος Μάνη

θεόμουρλος -> θεότρελος ~ θεόμουρλος Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος ~ θηλυκό: θεόμουρλη Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεόμουρλο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεομπαίχτης ο -> απατεώνας (λόγιο) ~ θεομπαίχτης Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θήρα, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Λευκάδα, Μάνη, Νίσυρος, Ρόδος | θεομπλέχτης Ρόδος | θιομπαίχτης Κως | θιομπαίχτς Τρίκαλα ~ θηλυκό: θεομπαίχτισσα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θεομπαίχτρα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεονήστικος -> τελείως νηστικός ~ θεονήστικος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ηλεία, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κύπρος, Λευκάδα, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος | θιονήστικους Λυκία~ θηλυκό: θεονήστικη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θεονήστικια ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: θεονήστικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεοξούριστος -> σπανός ~ θεοξούριστος Αχαΐα, Κύπρος, Πόντος | θεοξύριστος Πόντος | θιοξούρστους Σάμος

θεόξυλο το -> μεγάλο ξύλο ~ θεόξυλο Κύθνος

θεοπάλαβος -> θεότρελος ~ θεοπάλαβος Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ρόδος | θεοπάλαλος Πόντος | θεοπάλλαρος Κάρπαθος, Καστελλόριζο | θιουπάλαβους Καρδίτσα ~ θηλυκό: θεοπάλαβη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεοπάλαβο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεοπάπλωμα το -> μεγάλο πάπλωμα ~ θεοπάπλωμα Κεφαλονιά

θεόπελλος -> θεοπάλαβος ~ θεόπελλος Κύπρος

θεοπλερώματα τα -> τιμωρίες από το θεό ~ θεοπλερώματα Κέρκυρα

θεοπλέρωτος -> τιμωρημένος από το θεό ~ θεοπλέρωτος Κέρκυρα

θεοποντή η -> δυνατή βροχή | κακοκαιρία ~ θεοποντή Βλαστός 1931, Αρκαδία, Κεφαλονιά ~ ουδέτερο: θεοπόγκι Τσακώνικα | θεοπόντι Βλαστός 1931, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Μάνη | θιουπόντ Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Μαγνησία | θιουπότ Σάμος | θιουπούντ Μαγνησία

θεόπουλο το -> το πουλί του ουρανού (όχι αυτό που είναι στο κλουβί) ~ θεόπουλο Αρκαδία, Αχαΐα ~ θιόπουλου Ιωάννινα

θεόραβδο το -> μεγάλο ραβδί ~ θεόραβδο Κύθνος

θεορατικός -> διαπρεπής (λόγιο) ~ θεορατικός Κάρπαθος

θεόρατος -> υπερμεγέθης (λόγιο) ~ θεόρατε Τσακώνικα | θεόρατος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κάρπαθος, Μάνη | θεούρατος Μάνη | θεούριος Λευκάδα | θεώρατος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Thumb 1912 | θωράτος Κύπρος | θιόρατους Λυκία, Σάμος ~ θηλυκό: θεόρατη Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα ~ ουδέτερο: θεόρατο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία, Θήρα | θεώρατον Κύπρος

θεορίχνω -> καταριέμαι ~ θεορίχνω Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αχαΐα, Κύθηρα | θιορίχνου Σάμος, Σαρακατσάνικα

θεορίχτης -> εικονοκλάστης (λόγιο) ~ θεορίχτης Βλαστός 1931

θεόριχτος -> θεοκατάρατος ~ θεόριχτος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεόριχτη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεόριχτο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θεορκίζω -> ορκίζω στο όνομα του θεού | ξορκίζω ~ θειορκίζω Κύπρος | θεορκίζω Ζάκυνθος ~ θεορκίζουμαι Ζάκυνθος

θεός ο -> αρχαία ΘΕΟΣ, ινδοευρωπαϊκό *dh(e)h1s- Beekes 2010 | Buck List: 22.12, God ~ θεγός Thumb 1912, Θράκη, Καππαδοκία, Πόντος | θεό Καλαβρία, Τσακώνικα | Θεός Βλάχος 1659,Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θεός Germano 1622, Portius 1635, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Βιθυνία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Νότια Εύβοια, Πόντος, Ρόδος, Τήλος, Χίος | θέος Ζάκυνθος | θες Πιερία, Πόντος | θιγός Ιωάννινα, Σαμοθράκη, Σουφλί | Θιος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θιος Legrand 1882, Thumb 1912, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Βελβεντό, Ιθάκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Κως, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Λυκία, Μάνη, Νάξος, Πιερία, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Σουφλί, Χαλκιδική, Χίος | θκιος Καστελλόριζο, Κύπρος, Ρόδος | θο Τσακώνικα | θος Κοζάνη, Λήμνος, Πόντος, Σιάτιστα | ιχιός Μάνη | σεό Απουλία, Καλαβρία | τεό Απουλία | τιό Απουλία ~ θηλυκό: θεά Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ υποκοριστικό: θεουλάκης Δελβίνο | Θεούλης Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θεουλλντάκι Ρόδος | θεουλλντάκιν Ρόδος

θεοσέντονο το -> μεγάλο σεντόνι ~ θεοσέντονο Κεφαλονιά

θεοσήμαδος -> γεμάτος σημάδια ~ θεοσήμαδος Μάνη

θεοσκόταδο το -> βαθύ σκοτάδι ~ θεοσκόταδο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Κεφαλονιά | θεοσκόταδον Κύπρος | θεοσκότιδο Κεφαλονιά | θιουσκόταδου Σάμος

θεοσκοτεινιά η -> θεοσκόταδο ~ θεοσκοτεινιά Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θεοσκότεινος -> κατασκότεινος ~ θεοσκόκεινε Τσακώνικα | θεοσκότεινε Τσακώνικα | θεοσκότεινος Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Κύπρος, Μάνη ~ θηλυκό: θεοσκότεινη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεοσκότεινο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θεοσκότεινον Κάρπαθος ~ επίρρημα: θεοσκότεινα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κάρπαθος, Κύθνος | θιουσκότνα Ίμβρος

θεοσκοτωμένος -> πολύ κουρασμένος | αποκαρδιωμένος | άπιστος ~ θεοσκοτωμένος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα | θεοσκοτουτέ Τσακώνικα, Χίος | θεοσκοτωτέ Τσακώνικα | θιουσκουτουμένους Κοζάνη, Μαγνησία, Σαρακατσάνικα ~ θηλυκό: θεοσκοτωμένη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μέγαρα θιουσκουτουμέν Κοζάνη ~ ουδέτερο: θεοσκοτωμένο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μέγαρα θιουσκουτουμένου Κοζάνη ~ επίρρημα: θεοσκοτωμένα Αρκαδία

θεοσκοτώνουμαι -> έχω χτυπήσει άσχημα ~ είμαι πολύ κουρασμένος ~ θεοσκοτώνουμαι Ηλεία

θεόσκυλος ο -> μεγάλος σκύλος ~ θεόσκυλος Κεφαλονιά

θεόσογο το -> θεϊκή γενιά ~ θεόσογο Παμπούκης 1988

θεόσπιτο το -> μεγάλο σπίτι | αρχοντόσπιτο ~ θεόσπιτο Ζάκυνθος, Κεφαλονιά

θεόσταλτος -> σταλμένος από το θεό ~ θεόσταλτος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: θεόσταλτη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ θεόσταλτο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

θεοσταυρωμένο το -> το υγιές και αρτιμελές νεογέννητο ~ θεοσταυρωμένο Νίσυρος

θεοστήριχτος -> στηριζόμενος από το θεό ~ θεοστήριχτος Πρωία 1933 ~ θηλυκό: θεοστήριχτη Πρωία 1933 ~ ουδέτερο: θεοστήριχτο Πρωία 1933

θεόστραβος -> στρεβλός (λόγιο) | τυφλός ~ θεόστραβος Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Μάνη, Ρόδος | θεόστραος Κάρπαθος, Κύπρος ~ θηλυκό: θεόστραβη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεόστραβο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: θεόστραβα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεοταμένος -> θεομάγκουφος ~ θεοταμένος Μάνη

θεοταρνανάς ο -> μεγάλη σύγχυση ~ θεοταρνανάς Ζάκυνθος

θεοτικό το -> έργο που θεωρείται πως προέρχεται από το θεό ~ θεοτικό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Λακωνία

θεοτικός -> θεϊκός ~ θεοτικό Τσακώνικα | θεοτικός Germano 1622, Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Πόντος, Ρόδος | θιουτκός Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Πιερία, Σέρρες ~ θηλυκό: θεοτικέσσα Πόντος | θεοτική Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο | θεοτικιά Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | θιουτκιά Γρεβενά, Κοζάνη ~ ουδέτερο: θεοτικό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Κύθηρα | θιουτκό Γρεβενά, Κοζάνη, Σάμος ~ πληθυντικός: θεοτικά τα (θρησκευτικά βιβλία, εικόνες, ευχές, εξορκισμοί) Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Άνδρος, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Νάξος | θιουτκά Καστοριά, Σαρακατσάνικα ~ επίρρημα: θεοτικά Germano 1622, Portius 1635, Somavera 1709, Δημητράκος 1938, Κρήτη, Κύπρος, Πόντος, Ρόδος | θιουτκά Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καστοριά

θεοτούμπης ο -> ψευδοευλαβής (λόγιο) | κερατάς ~ θεοτούμπης Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Θήρα, Κύπρος

θεότρελος -> τελείως τρελός ~ θεότρελλος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938 | θεότρελλντος Ρόδος | θεότρελος Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κεφαλονιά, Θήρα | θιότρελους Λυκία~ θηλυκό: θεότρελλη Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938 | θεότρελη Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα ~ ουδέτερο: θεότρελλο Δημητράκος 1938 | θεότρελο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα ~ επίρρημα: θεότρελα Ακαδημία 2016

θεότσιτσος -> θεόγυμνος ~ θεότσιτσος Κάρπαθος, Ρόδος | θιότσιτσους Σάμος

θεότυφλος -> θεόστραβος ~ θεότυφλος Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά, Κύθνος ~ θηλυκό: θεότυφλη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεότυφλο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεουλάκι το -> αστέρι ~ θεουλάκι Μέγαρα

θεουλίδια τα -> βρισιές, χριστοπαναγίες ~ θεουλίδια Κέρκυρα

θεούρι το -> κάτι πολύ μεγάλο | μεγαλόσωμος και ανόητος μαζί ~ θεούζι Τσακώνικα | θεούρι Αρκαδία, Λακωνία, Μάνη, Τσακώνικα ~ θηλυκό: θεούρα Μάνη

θεούσα η -> υπερβολικά θρησκευόμενη ~ θεούσα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη | θιούσα Σάμος

θεοφάνερος -> ολοφάνερος ~ θεοφάνερος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεοφάνερη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεοφάνερο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θεόφοβος -> θεοφοβούμενος ~ θεόφοβος Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Πόντος ~ θηλυκό: θεόφοβη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεόφοβο Δημητράκος 1938

θεοφοβούμενος -> που φοβάται μην παραβεί τις θρησκευτικές εντολές ~ θεοφοβούμενος Germano 1622, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Κάρπαθος, Πόντος | θιοφουβούμενους Καστοριά ~ θηλυκό: θεοφοβούμενη Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θιοφουβούμεν Καστοριά ~ ουδέτερο: θεοφοβούμενο Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θιοφουβούμενου Καστοριά

θεόφτηνος -> πολύ φτηνός ~ θεόφτηνος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεόφτηνη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεόφτηνο Δημητράκος 1938

θεόφτωχος -> πολύ φτωχός ~ θεόφτωχος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Πόντος | θέφτωχος Πόντος ~ θηλυκό: θεόφτωχη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θεόφτωχο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016

θεοφχησμένος -> που έχει την ευχή του θεού ~ θεοφχησμένος Νάξος

θεοφωνάρα η -> πολύ δυνατή φωνή ~ θεοφωνάρα Ζάκυνθος

θεόχαζος -> πολύ χαζός ~ θεόχαζος Παμπούκης 1988

θεοχάλαστος -> που καταστράφηκε από το θεό ή εκείνος που (μακάρι) να καταστραφεί από το θεό ~ θεοχάλαστος Πόντος

θεοχάραχτα τα -> ορνιθοσκαλίσματα (λόγιο) [για άσχημα γράμματα ] ~ θεοχάραχτα Κάρπαθος

θεοχαρισμένος -> χαριτωμένος | όμορφος ~ θεοχαρισμένος Μύκονος

θεοχαρίτωτος -> που έχει πολλές χάρες ~ θεοχαρίτωτος Πόντος

θεόχαρος -> που έχει τη χάρη του θεού ~ θεόχαρος Πόντος

θεόχτιστος -> καλά χτισμένος ~ θεόχτιστος Ηπίτης 1908, Πόντος ~ επίρρημα: θεόχτιστα Κύθηρα

θεόψηλος -> πολύ ψηλός ~ θεόψηλος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεόψηλη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θεόψηλο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θεόψυχα -> ολόψυχα ~ θεόψουχα Τσακώνικα | θεόψυχα Ζάκυνθος, Θήρα, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Πελοπόννησος, Πάρος

θεπέκ το -> μεγάλος αετός ~ θεπέκ Πόντος

θεπέσα τα -> μαϊμουδίσματα | καραγκιοζιλίκια ~ θεπέσα Πόντος

θεπιστίν το -> η κουβέντα (κάθε τόσο) για το ίδιο πράγμα ~ θεπιστίν Κάρπαθος

θερακωμένος -> ανδρειωμένος | θηριώδης (λόγιο) | παλιάνθρωπος ~ θερακωμένος Ηπίτης 1908, Πόντος | θιρακουμένους Καρδίτσα | θιριακουμένους Γρεβενά

θερακωτός -> θερακωμένος ~ θερακωτός Ηπίτης 1908, Πόντος

θεραπεμένος -> καλοθρεμμένος | γερός, δυνατός ~ θεραπεμένος Πάρος | θιραπαμένους Σέρρες ~ θηλυκό: θιραπαμέν Σέρρες ~ ουδέτερο: θιραπαμένου Σέρρες

θεραπίδα η -> εξάνθημα (λόγιο) ~ θεραπίδα Χίος

θεραπίνα η -> κέστρα | σφυρί του γλύπτη ~ θεραπίνα Ηπίτης 1908

θεραπός ο -> υπηρέτης (λόγιο) ~ θεραπός Πόντος

θεργίστικος -> θηριώδης (λόγιο) ~ θεργίστικος Βλάχος 1659, Lange 1708

θεριαγκάθι -> φλεγμονή γύρω από το νύχι | παρανυχίδα (λόγιο) | καλαγκάθι, καλάγκαθο, τριγυρίστρα | οίδημα στους αδένες του λαιμού ~ θεριαγκάθι Βλαστός 1931, Κάρυστος, Μέγαρα | θεριάγκαθον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908 | θηριάγκαθου Σάμος, Σουφλί

θεριάγκαθο το -> το φυτό Carlina gummifera, αγκαθομάστιχο, αγριομαστίχα, αγριομαστιχιά, ατρακλίδα, δραχτύλι, καλάγγουρο, καλαγκάθι, κολλάγκαθο, κολλίνα, κεφάλι, κολλιά, μαστιχομάραθο, μαστιχιά, μαστιχάγκαθο, μαστίχα του αγκαθιού, χαμολεό, χαμολιά, χαμολιός ~ θεριάγκαθο Δημητράκος 1938 |

θεριακή η -> αντίδοτο σε φαρμάκι | το αφιόνι ~ θερακή Πόντος | θεργιακή Βλάχος 1659, Lange 1708 | θεριακή Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Άνδρος, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Λευκάδα | θεριατσή Μέγαρα | θηριακή Germano 1622, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Άνδρος, Κοζάνη | θηριατσή Κύπρος ~ ουδέτερο: θεριάκιν Κάρπαθος

θεριακλής ο -> μανιώδης καπνιστής | μανιώδης φίλος του καφέ | τούρκικο tiryak ~ θεϊριακλής Μάνη | θεργιακλής Καπετανάκης 1962 | θερζακλής Κάλυμνος | θεριακής Κρήτη | θεριακιλής Θεσπρωτία, Κρήτη | θεριακλής Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θήρα, Κάρπαθος, Καστοριά (πόλη), Κρήτη, Λυκία, Νίσυρος, Πωγώνι | θεριατζής Κρήτη | θιριακλής Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Σέρρες, Χαλκιδική | τεριακλής Ανδριώτης 1983, Λυκία ~ θηλυκό: θεριακλίνα Κρήτη | θεριακλίδισσα Πρωία 1933 | θεριακλού Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θιριακλού Σέρρες

θεριακλίδικος -> του θεριακλή ~ θεριακλήδικος Κριαράς 1995 | θεριακλίδικος ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: θεριακλήδικη Κριαράς 1995 | θεριακλίδικη ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: θεριακλήδικο Κριαράς 1995 | θεριακλίδικο ΑΠΘ 1998 | θιριακλίθκου Σέρρες ~ επίρρημα: θεριακλήδικα Κριαράς 1995 | θεριακλίδικα ΑΠΘ 1998

θεριακλίκι το -> το πάθος του θεριακλή | τούρκικα tiryaklık ~ θεριακιλίκι Κρήτη | θεριακλήκι Καπετανάκης 1962 | θεριακλίκι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θήρα, Κρήτη, Μύκονος, Νίσυρος | θεριακλίκιν Κάρπαθος, Νίσυρος | θιριακλίκ Ίμβρος | τεριακλίκι Δημητράκος 1938

θεριακό το -> θεομηνία (λόγιο) ~ θεριακό Βλαστός 1931

θεριακός -> πολύ δυνατός ~ θεριακός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεριακή Δημητράκος 1938 | θεριακούσα Πελοπόννησος ~ ουδέτερο: θεριακό Δημητράκος 1938, Αρκαδία

θεριακούκου -> θεριεύω ~ θεζακούκου Τσακώνικα | θεριακούκου Τσακώνικα

θεριακώνω -> θεριεύω ~ θεϊριακώνου Μάνη | θερακώνω Πόντος | θεριακώνω Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983 θερακούμαι Πόντος | μετοχή: θεϊριακουμένος Μάνη | θερακωμένος Πόντος | θεριακωμένος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Αρκαδία, Ηλεία, Καππαδοκία, Κορινθία, Μάνη, Μεσσηνία | θεριοκωμένος Βούρμπιανη | θηριακουμένους Γρεβενά, Ιωάννινα, Λυκία, Μαγνησία, Φθιώτιδα

θεριάλε το -> η περίοδος που απαγορεύεται το κυνήγι ~ θεριάλε Κύθηρα

θεριαντρούκλας ο -> μεγαλόσωμος άντρας ~ θεριαντρούκλας Κύθηρα

θέριεμα το -> εξαγρίωση (λόγιο) | αύξηση (λόγιο) ~ θέργιεμα Βλάχος 1659 | θέριεμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ αρσενικό: θερεμός Κάρπαθος

θεριεύω -> μεγαλώνω πολύ | δυναμώνω πολύ | ψηλώνω πολύ | εξαγριώνομαι (λόγιο) ~ θεϊρεύου Μάνη | θερεύγκω Κάρπαθος | θερεύω Πόντος | θερζεύγω Νίσυρος | θεριέβω Βλαστός 1931 | θηριεύγου Λυκία | θηριεύου Σάμος | θεριεύγω Καστελλόριζο, Νίσυρος, Τσακώνικα | θεριεύω Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κρήτη, Πόντος, Ρόδος | θερκεύω Κύπρος | χερκεύω Κύπρος ~ θερεύκουμαι Πόντος ~ μετοχή: θεριακωμένος Ρόδος | θεριεμένος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | θερκεμένος Κύπρος | χερκεμένος Κύπρος

θερίζω -> κόβω σιτηρά και χόρτα με το δρεπάνι (ή με μηχανή) Buck List: 8.32, mow, reap ~ ετερίτζω Απουλία | θερίζζω Καλαβρία | θερίζου Αμοργός, Μάνη, Τσακώνικα | θερίζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μεσσηνία, Νίσυρος, Νότια Εύβοια, Παξοί, Πόντος, Ρόδος, Τήλος, Τσακώνικα | θιρίζου Αιτωλοακαρνανία, Θράκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Λέσβος, Σάμος, Σέρρες, Σουφλί, Χαλκιδική | θερίντζω Κάρπαθος | θερίτζω Καλαβρία | ιτερίτζω Απουλία | σεζίντου Τσακώνικα | σερίντου Τσακώνικα | σερίτζω Καλαβρία | τερίτζω Απουλία | τιρίτζω Απουλία | χερίζω Ρόδος ~ θερίγομαι Πόντος | θερίζομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998, Αμοργός | θερίουμαι Πόντος | θιρίζουμι Καστοριά ~ μετοχή: θερισμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | θιρσμένους Καστοριά | τεριμμένο Απουλία

Θερινός ο -> ο μήνας Θεριστής ~ Θερινός Πόντος | Θερνός Πόντος | Θιρνός Ίμβρος

θερινόσυκον το -> πρώιμο σύκο που ωριμάζει τον Ιούλιο ~ δερνόσυκο Πόντος | θερινόσυκον Πόντος | θερνόσυκο Πόντος

θεριό το -> θηρίο (λόγιο) | φίδι | οχιά | αρχαία ΘΗΡ, ινδοευρωπαϊκό *ghueh1r- Beekes 2010 ~ θεζίε Τσακώνικα | θεργιό Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708 | θεϊριό Μάνη | θερί Thumb 1912 | θερίε Τσακώνικα | θερίν Πόντος | θερίο Δελβίνο | θεριό Portius 1635, Du Cange 1688, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Ήπειρος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ικαρία, Καππαδοκία, Κάρυστος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μεσσηνία, Μήλος, Μύκονος, Νότια Αλβανία, Πάργα, Πάρος, Πωγώνι, Ρόδος, Σίκινος, Σίφνος, Σύρος, Φολέγανδρος, Χάλκη, Χίος | θερίο Legrand 1882, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Πόντος, Ρόδος | θερίον Κάρπαθος, Κύπρος, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα | θεριόν Somavera 1709, Κάρπαθος, Ρόδος | θεργκόν Κάρπαθος | θερκόν Κύπρος | θηριό Δημητράκος 1938 | θηριόν Λυκία θηρίου Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα ~ αρσενικό: θερίος Καστοριά (πόλη) | θερκός Κύπρος ~ θηλυκό: θέρισα Κέρκυρα | θερκούνα Κύπρος | θερούνα Κύπρος ~ υποκοριστικό: θεργαλάκι Πάρος | θεριουλάκι Κρήτη, Μύκονος, Νάξος, Πάρος ~ μεγεθυντικό: θέριακας Ίμβρος

θεριομάρα -> μεγαλοσύνη (λόγιο) | ευρωστία (λόγιο) ~ θεριομάρα Βλαστός 1931

θεριόνερο το -> πλημμύρα ρέματος ~ θεριόνερο Πόντος

θεριοπολεμώ -> θηριομαχώ (λόγιο) ~ θεργιοπολεμώ Βλάχος 1659

θερίος -> δυνατός | γιγαντόσωμος (λόγιο) | θηριώδης (λόγιο) ~ θερίος Δελβίνο, Ηλεία, Μάνη, Κύθηρα, Πόντος | θηριός Μαγνησία ~ θηλυκό: θερίεσσα Πόντος

θεριοσάλεμα το -> πολύ ζωηρό παιδί ~ θεριοσάλεμα Πάρος

θεριοσκοτωμένος -> σκοτωμένος από θεριό ~ θεριοσκοτωμένος Κάρπαθος

θεριοφάς ο -> που τρώει το θεριό (το φίδι): ο πελαργός ~ θεριοφάς Πάρος

θεριοφωλιά -> η φωλιά του θεριού ~ θεργιοφωλιά Βλάχος 1659

θεριοφωλιά η -> φωλιά θεριού ~ θεριοφωλιά Somavera 1709 | θηριοφωλιά Legrand 1882

θεριόχορτο το -> το φυτό Bryonia cretica, αγριόκλημα, αγριοκολοκυθιά, αγριοπεπονιά, αμπελουρίδα, ποντικοστάφυλο, φαρμακιά, φιδόχορτο ~ θεριόχορτο Δημητράκος 1938, Πάρος | θηριόχορτο Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Κύθνος

θεριόψαρο το -> το πολύ μεγάλο ψάρι | σκυλόψαρο | φάλαινα ~ θεριόψαρο Κύθηρα | θεριόψαρον Κάρπαθος | θιριόψαρου Σάμος

θερισά η -> θανατικό ~ θερισά Κοζάνη

θερισκιώνας ο -> θεριστής ~ θερισκιώνας Κύπρος

θέρισμα το -> θερισμός (λόγιο) | Buck List: 8.41, crop, harvest ~ θέριγμαν Πόντος | θέριμα Καλαβρία θέριμαν Πόντος | θέρσμα Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά | θέρισμα Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Μάνη, Ρόδος, Τσακώνικα | θέρισμαν Πόντος, Ρόδος | σέζισμα Τσακώνικα | τέριμμα Απουλία ~ υποκοριστικό: θερισματάκι Ρόδος | θερισματάκιν Ρόδος ~ πληθυντικός: θερίμματα Καλαβρία | θέρτα Ίμβρος, Λέσβος | θιρίσματα Καστοριά

θερισμάρα η -> τσιρλιό | διάρροια (λόγιο) ~ θερισμάρα Μάνη

θερισμάτ -> χωράφι έτοιμο για θέρισμα ~ θερισμάτ Πόντος

θερισταπιδιά η -> η απιδιά που κάνει τα θεριστάπιδα ~ θερισταπιδιά Ηλεία

θεριστάπιδο το -> απίδι που ωριμάζει τον Θεριστή (Ιούνιο) ~ θεριστάπιδο Ηλεία ~ πληθυντικός: θεριστάπδα Ήπειρος | θιρστάπδα Ιωάννινα | θιρτάπδα Ιωάννινα

θεριστήρι το -> μικρό δρεπάνι ~ θεριστήρι Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938

θεριστής ο -> που θερίζει ~ θεριστά Τσακώνικα | θεριστή Τσακώνικα | θεριστής Germano 1622, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ηλεία, Καλαβρία, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κρήτης, Μάνη, Πόντος, Ρόδος, Χίος | θιρστής Ίμβρος, Κοζάνη, Σέρρες, Τρίκαλα | σεζική Τσακώνικα | σερική Τσακώνικα | σεριτή Τσακώνικα ~ θηλυκό: θερίστρα Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1933Δημητράκος 1938ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Ρόδος | θερίστρια Somavera 1709, Legrand 1882, Πρωία 1933Δημητράκος 1938Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Χίος ~ πληθυντικός: θεριστάδες Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708, Δημητράκος 1938, Πόντος | θεριστάντ Πόντος | θιρστάδις Σέρρες

Θεριστής ο -> ο Ιούνης | σε μερικά μέρη ο Ιούλης ~ Θεριστής Meursius 1614, Du Cange 1688, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Ιθάκη, Μάνη, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κορσική, Κύθηρα, Κύθνος, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Νότια Εύβοια, Παξοί, Ρόδος, Χίος | Θέρτης Λέσβος | Θερτής Δρόπολη, Θεσπρωτία, Κέρκυρα | Θιρστής Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Γρεβενά, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Σιάτιστα, Σέρρες, Τρίκαλα, Φωκίδα | Θιρτής Καστοριά, Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα

θεριστιάτικο το -> θεριστάπιδο ~ θεριστιάτικο Θεσπρωτία

θεριστικό το -> τα έξοδα του θερισμού ~ θεριστικό Ρόδος | θεριστικόν Ρόδος | θιρσκό Ίμβρος ~ πληθυντικός: θεριστικά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Πόντος

θεριστικός -> που έχει σχέση με το θέρισμα ~ θερεστικός Somavera 1709, Βεντότης 1790, Δημητράκος 1938 | θεριστικός Βλάχος 1659, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: θερεστική Δημητράκος 1938 | θεριστική Ηπίτης 1908, Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θερεστικό Δημητράκος 1938 | θεριστικό Πρωία 1933Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θεριστός -> θερισμένος ~ θεριστός Κάρπαθος

θεριστοσουκιά η -> συκιά που κάνει σύκα από τον Ιούνιο (τον Θεριστή) ~ θεριστοσουκιά Μάνη

θεριστόσουκο το -> ο καρπός της θεριστοσουκιάς ~ θεριστόσουκο Μάνη

θέριστρο το -> θεριστήρι ~ θέριστρο Βλαστός 1931 | θέριστρον Χίος

θεριτά τα -> σιτηρά έτοιμα για θέρισμα | τα σπαρμένα με σιτηρά χωράφια ~ θεριτά Μάνη

θεριώνω -> θεριεύω | εξαγριώνομαι (λόγιο) ~ θεριώνω Δημητράκος 1938, Πόντος ~ θεριούμαι ~ μετοχή: θεριωμένος Δημητράκος 1938 ~ μετοχή: θεριωμένος Βλαστός 1931, Κάρπαθος

θερκοπούλλιν το -> το πουλί Jynx torquilla, αναγελάστρα, γλωσσάς, γλωσσαράς, καλλιαγός, μυρμηγκοφάγος, μυρμηγκολόγος, στραβολαίμης, σφεντόλι, σφεντούλι, σφοντύλι ~ θερκοπούλλιν Κύπρος

θερκωτός -> φιδίσιος ~ θερκωτός Κύπρος

θέρμα τα -> θερμές πηγές | ιαματικά λουτρά ~ θερμά Σκαρλάτος 1857, Ρόδος | θέρμα Βάλληνδας 1887, Ανδριώτης 1983, Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι

θερμάζομαι -> έχω θέρμη (πυρετό) ~ θερμάζομαι Δημητράκος 1938 ~ μετοχή: θερμασμένος Δημητράκος 1938 | θερμιασμένος Κάρπαθος

θερμαίνω -> έχω θέρμη (πυρετό) | ριγώ (λόγιο) ~ θερμαίνω Κάρπαθος, Πόντος ~ θερμαίνομαι Αρκαδία, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία | θερμαίνουμαι Ζάκυνθος | θερμάσκουμαι Πόντος | θιρμαίνουμι Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φθιώτιδα ~ μετοχή: θερμασμένος Κάρπαθος | θιρμασμένους Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Φθιώτιδα

θερμαίνω -> η λέξη «θερμαίνω» θεωρείται λόγια, έχει ωστόσο διασωθεί και σαν διαλεκτική | ζεσταίνω ~ θιρμαίνου Μαγνησία, Χαλκιδική | ταρμαίνω Απουλία | τερμαίνω Απουλία | τρεμαίνω Απουλία | τρεμμαίνω Απουλία ~ θιρμαίνουμι Μαγνησία, Στενήμαχος | τερμαίνομαι Απουλία ~ μετοχή: ταρμαμμένο Απουλία | τερμαμμένο Απουλία | τρεμαμμένο Απουλία

θερμαλατιά η -> αλάτι διαλυμένο σε ζεστό νερό | ψωμί βουτηγμένο σε νερό (που έχει βράσει μαζί με λάδι, σκόρδο και αλάτι) ~ θερμαλατιά Λευκάδα | θερμαλατία Ζάκυνθος

θέρμαμα το -> πυρετός (λόγιο) | ζέστη ~ θέρμαμα Βλάχος 1659, Μάνη | θέρμασμα Κέρκυρα

θερμάου -> θερμαίνω (λόγιο) ~ θερμάου Κύμη

θερμάρι το -> δοχείο για να ζεσταίνουν νερό ~ θερμάρι Βλαστός 1931 | θιρμάρ Κοζάνη, Λέσβος, Πιερία ~ υποκοριστικό: θιρμαρούλ Κοζάνη

θερμασιά η -> ζέστη | πυρετός (λόγιο) | ελονοσία (λόγιο) ~ θερμασά Δελβίνο, Κοζάνη, Σάμος, Σκόπελος | θερμασέα Πόντος | θερμασία Ζάκυνθος, Τσακώνικα | θερμασιά Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Βούρμπιανη, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Λευκάδα, Πωγώνι, Σαράντα Εκκλησιές | θερμασία Μέγαρα | θιρμασιά Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, ΣαρακατσάνικαΣέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Χαλκιδική Χαλκιδική | θιρμασκιά Βελβεντό | τέρμαση Απουλία ~ πληθυντικός: θερμασιές Πωγώνι | θιρμασιές Καστοριά

θερμασιοχόρτι το -> θερμοβότανο ~ θερμασιοχόρτι Πωγώνι | θιρμασόχουρτου Μαγνησία

θέρμασμα το -> ρίξιμο καυτού νερού στις ελιές πριν πιεστούν στο λιοτρίβι~ θέρσμα Ίμβρος | θέρμασμα Κύθηρα

θερμασμένος -> πυρωμένος | με πυρετό ~ θερμασμένος Βλαστός 1931 | θιρμασμένους Κοζάνη

θερμασοβότανο το -> θερμοβότανο ~ θερμασοβότανο Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983 | θερμασοβότανον Σκαρλάτος 1857 | θιρμασουβότανου Πιερία, Χαλκιδική

θερμαστέ -> που υποφέρει από τον πυρετό ~ θερμαστέ Τσακώνικα

θέρμη η -> κάποιο μαμούνι ~ θέρμη Βλαστός 1931, Μάνη

θέρμη η -> πυρετός (λόγιο) | ρίγος (λόγιο) | ελονοσία (λόγιο) | ζέστη ~ θέρμ Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Φωκίδα | θέρμα Πόντος | θέρμε Πόντος | θέρμη Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αχαΐα, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λευκάδα, Λυκία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Λακωνία, Νάξος, Παξοί, Πάργα, Ρόδος, Σέρρες | θιρμ Στενήμαχος | τέρμη Απουλία, Μύκονος ~ πληθυντικός: θέρμες Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Νότια Εύβοια, Χιμάρα | θέρμις Ιωάννινα, Καστοριά

θερμιάζω -> πλένω εσωτερικά τα άδεια βαρέλια του κρασιού με ζεστό νερό και μυρωδικά ~ θερμιάζω Ρόδος

θέρμιασμα το -> το πλύσιμο των βαρελιών του κρασιού με ζεστό νερό και μυρωδικά ~ θέρμιασμα Ρόδος | θέρμιασμαν Ρόδος

θερμίζω -> έχω πυρετό | περιχύνω με καυτό νερό ~ θερμίζω Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος, Κύθηρα, Κύμη, Χίος | θερμούκου Τσακώνικα | θιρμίζου Ίμβρος ~ μετοχή: θιρμσμένους Ίμβρος

θερμνιάζου -> ρίχνω καυτό νερό στα λιόπανα (στο λιοτρίβι) ~ θερμνιάζου Μάνη ~ θερμνιάζομαι Μάνη

θερμό το -> προζύμι ~ θερμό Καππαδοκία

θερμό το -> το ζεστό νερό ~ θερμό Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Λήμνος, Μύκονος, Νίσυρος, Ρόδος, Τσακώνικα | θερμόν Germano 1622, Κεφαλονιά, Κρήτη, Μάνη, Ρόδος | θιρμόν Λυκία | σομό Τσακώνικα ~ αρσενικό: θερμός Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Λακωνία, Λήμνος, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Σέρρες, Σιάτιστα, Χιμάρα, Χίος | θιρμός Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντό, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Χαλκιδική

θερμοβότανο -> το φυτό Erythraea centaurium (Chironia centaurium), αλοή, μεγάλο φαρμακούλι, θερμασοβότανο, θερμοχόρταρο, θερμόχορτο, κινινόχορτο, ριγόχορτο, φλουσκούνι ~ θερμοβότανο Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θερμοβότανον Legrand 1882, Ηπίτης 1908 | θιρμουβότανου Καστοριά, Χαλκιδική

θερμόγιο το -> διαλείπων πυρετός (λόγιο) ~ θερμόγιο Κεφαλονιά

θερμοζάχαρη η -> ζάχαρη διαλυμένη σε ζεστό νερό ~ θερμοζάχαρη Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λευκάδα | θιρμουζάχαρ Μαγνησία, Σαρακατσάνικα

θερμόκαψα η -> καύσωνας (λόγιο) ~ θερμόκαψα Μάνη

θερμολατειά η -> δυνατή φωτιά που κάνει καλή θράκα ~ θερμολατειά Θεσπρωτία

θερμολογάω -> ρίχνω καυτό νερό ~ θερμολογάω Κέρκυρα, Κύθηρα | θιρμουλουώ Σάμος ~ θερμολογιούμαι Ζάκυνθος

θερμολόι το -> τσουκάλι για ζέσταμα νερού ~ θερμολόι Κεφαλονιά

θερμολοιμικό το -> λοιμώδης πυρετός ~ θερμολένικο Τσακώνικα | θερμολοιμικό Κέρκυρα | θερμολοίμικον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882

θερμολούννω -> λούζω με ζεστό νερό ~ θερμολούννω Κύπρος

θερμόμελι το -> ρόφημα με μέλι και ματζουράνα ή ζεστό ρακί με ζάχαρη ~ θερμόμελι Χίος

θερμόξυλον το -> είδος τζιτζιφιάς ~ θερμόξυλον Πόντος

θερμοπούλα η -> όχι υψηλός πυρετός ~ θερμοπούλα Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882

θερμοργιάζομαι -> έχω διαλείποντα πυρετό (πυρετός που ανεβαίνει το βράδυ και κατεβαίνει το πρωί) ~ θερμοργιάζομαι Κεφαλονιά

θερμοριάζομαι -> έχω πυρετό ~ θερμοριάζομαι Λευκάδα

θερμός -> ζεστός | αρχαία ΘΕΡΜΟΣ, ινδοευρωπαϊκό *gwher-mo- Beekes 2010 ~ θαρμός Θήρα | θερμός Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Κύπρος, Μάνη, Πόντος | ταρμό Απουλία | θιρμός Αιτωλοακαρνανία, Μαγνησία, Σέρρες, Φθιώτιδα | τερμό Απουλία | τρεμμό Απουλία ~ θηλυκό: θερμή Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θερμό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θερμόν Κάρπαθος ~ επίρρημα: θερμά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πόντος

θερμός ο -> μπουγάδα ~ θερμός Μέγαρα

θερμοσποδιά η -> χόβολη ~ θερμοσποδιά Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θερμόστακτη η -> χόβολη ~ θερμόστακτη Ηπίτης 1908, Ήπειρος | θερμόσταχτη Κέρκυρα

θερμούλα η -> είδος ακίνδυνης μέδουσας ~ θερμούλα Μύκονος

θερμουλιά η -> θέρμη (πυρετός) ~ θερμουλιά Πάρος

θερμούνου -> θερμνιάζου ~ θερμούνου Μάνη

θερμούτσα η -> χόβολη ~ θερμούτσα Κέρκυρα

θερμούτσικος -> υπόθερμος (λόγιο) ~ θερμούτσικος Δημητράκος 1938 ! θηλυκό: θερμούτσικη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θερμούτσικο Δημητράκος 1938

θερμοχάρανο το -> χαράνι (καζάνι) για να ζεσταίνουν νερό ~ θερμοχάρανο Πάρος | θιρμοχάρανου Σάμος

θερμοχόρταρο το -> θερμόχορτο ~ θερμόχορτο Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά

θερμόχορτο το -> το φυτό θερμοβότανο | το φυτό Erythræa tenuiflora, αλοή, μικρό καλογεράκι, κιαμόχοντε, πιαμόχορτε, φαρμακούλι ~ θερμόχορτε Τσακώνικα | θερμοχόρτι Heldreich 1926, Δρόπολη | θερμόχορτο Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Άνδρος, Κύθηρα | θερμόχορτον Ηπίτης 1908, Κύπρος | θιρμουχόρτ Καστοριά, Ιωάννινα

θερμώνω -> έχω θέρμη (πυρετό) ~ θερμώνω Βλάχος 1659, Lange 1708

θερμωτός -> που έχει λίγο πυρετό ~ θερμωτός Πόντος

θερόκαλο το -> το φυτό Thymelaea hirsuta, άγρια γερόκλαδα, άγριο θερόκαλο, αφινοκαλιά, ήμερο θερόκαλο, θροκαλιά, ποδόχορτο, φυτιλίκι ~ θερόκαλο Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Αθήνα | χερόκαλο Γεννάδιος 1914

θεροκοπώ -> εξαγριώνομαι (λόγιο) ~ θεροκοπώ Πόντος

θεροκοπώ -> θερίζω ~ θεροκοπώ Δημητράκος 1938

θέρος ο & το -> το θέρισμα | η εποχή του θερίσματος ~ θέρε Τσακώνικα | θέριος Κάρπαθος | θέρο Ζάκυνθος, Ηλεία, Καλαβρία | θέρος Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Βούρμπιανη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Κύπρος, Κως, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος | θέρους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Θράκη, Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Μελένικο, Πιερία, Σκόπελος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκύρος, Σουφλί | σέζι Τσακώνικα | σέρι Τσακώνικα | σέρε Τσακώνικα | σέρο Καλαβρία | τέρο Απουλία | χέρος Ρόδος ~ πληθυντικός: θέρη (τα) Καλαβρία | θέρητα (τα) Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Νίσυρος, Πάρος | τέρη (τα) Απουλία

θερτιάτικη η -> ποικιλία αχλαδιάς που τα φρούτα γίνονται τον  Ιούνιο ~ θερτιάτικη Δελβίνο

θέρωτρα τα -> τα δώρα που δίνει ο γαμπρός στη νύφη, πριν το γάμο, όταν παίρνει την προίκα ~ θέρετρα Πόντος | θέρωτρα Δημητράκος 1938, Πόντος | θώρετρα Πόντος

θέση η -> αρχαία ΘΕΣΙΣ, ινδοευρωπαϊκό *dheh1- Beekes 2010 ~ θές Ίμβρος, Λήμνος, Σιάτιστα | θέση Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ηλεία, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Νίσυρος, Μάνη, Πόντος ~ υποκοριστικό: θισί Ίμβρος | θισούδ Ίμβρος

θέσια τα -> τα σουσούμια, τα χαρακτηριστικά του προσώπου ~ θέσια Ηπίτης 1908, Ιωάννινα

θέσκουρας ο -> που έχει την όψη νεκρού ~ θέσκουρας Καστοριά (πόλη)

θεσούρα η -> ξάπλα ~ θεσούρα Κρήτη

θετό το -> κομμάτι σαπούνι που το έβαζαν σαν υπόθετο (για τη δυσκοιλιότητα) ~ θετό Ήπειρος

θέτω -> η λέξη «θέτω» θεωρείται λόγια, έχει ωστόσο διασωθεί και σαν διαλεκτική | βάζω | ξαπλώνω | πλαγιάζω | κοιμάμαι ~ θήκνω Καππαδοκία | θήκω Πόντος | θέκνω Καππαδοκία | θέκου Σέρρες | θέκω Πόντος | θέννω Νίσυρος, Σύμη | θέρκω Ικαρία | θέτου Ίμβρος | θέτω Κάρπαθος, Κρήτη, Νάξος, Χίος | θέττω Νίσυρος | θέχνω Ρόδος | θέχτω Ρόδος | θώχτω Κάρπαθος ~ μετοχή: θεσμένος (: ξαπλωμένος, κοιμισμένος) Κρήτη | θιμένους Ίμβρος

θεωλής -> όμορφος ~ θεωράτος Κύπρος

θεωρατικός -> εμφανίσιμος (λόγιο) | όμορφος | θεόρατος ~ θεωρατικός Θήρα, Λυκία, Κρήτη | θεωρητικός Καστοριά (πόλη), Πόντος | θεωρτκός Λευκάδα | θεωράτος Κύπρος ~ θηλυκό: θεωρητικιά Καστοριά (πόλη) | θεωρητικέσσα Πόντος

θηκάρι το -> θήκη μαχαιριού ή σπαθιού ~ θεκάρ Πόντος | θεκάριν Πόντος | θηκάζι Τσακώνικα | θηκάρι Meursius 1614, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Λακωνία, Τσακώνικα | θηκάριν Meursius 1614, Κύπρος | θκαρ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ευρυτανία, Θεσπρωτία, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σουφλί, Χαλκιδική | θοκάρ Πόντος | θοκάριν Ηπίτης 1908, Πόντος | φεκάρι Πόντος | φηκάρι Meursius 1614, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Απουλία, Αρκαδία, Κέρκυρα, Κορινθία, Λακωνία, Νάξος, Τσακώνικα, Χίος | φουκάρι Ζάκυνθος, Καλαβρία, Κρήτη ~ πληθυντικός: θηκάρια Du Cange 1688,

θηκαρίζω -> βάζω στο θηκάρι ~ θηκαριάζω Βεντότης 1790, Legrand 1882 | θηκαρίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 | φηκαρίζω Βλαστός 1931

θηκαρούκου -> μαραίνομαι (για κομμένα χόρτα) ~ θηκαρούκου Τσακώνικα

θηκαρώνω -> βάζω στη θήκη ~ θηκαρώνω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 | φηκαρώνω Βλαστός 1931

θήκη η -> αρχαία ΘΗΚΗ, ινδοευρωπαϊκό *dheh1- Beekes 2010 ~ θέκα Σάμος | θηκ Λήμνος, Σιάτιστα | θήκη Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Λακωνία | θήτση Μέγαρα, Τσακώνικα

θήκια τα -> έντυπες προσκλήσεις γάμου ~ θήκια Ιωάννινα

θηκιάζω -> βάζω στη θήκη| στοιβάζω | καζαντίζω | μεταφυτεύω (λόγιο) ~ θεκιάζω Σαράντα Εκκλησιές | θηκιάζου Σάμος, Χαλκιδική  | θηκιάζω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ηλεία, Λακωνία | θητσάζω Μέγαρα, Χίος ~ μετοχή: θηκιασμένος Βεντότης 1790

θήκιασμα το -> το βάλσιμο στη θήκη | το βάλσιμο του μελισσιού στο κουβέλι (κυψέλη) ~ θήκιασμα Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908 | θθήκιασμα Κάρπαθος

θηκιαστή η -> γιούκος ~ θηκιαστή Μαγνησία | θκιαστή Σαρακατσάνικα

θήκρα η -> θυρίδα ~ θήκρα Ικαρία

θηλέσπιο το -> θεριό ~ θηλέσπιο Ηπίτης 1908, Ήπειρος

θηλιά η -> βρόχος (λόγιο), βρόχι | κουμπότρυπα ~ θελέα Κύθηρα, Τσακώνικα | θελειά Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ρόδος | θελία Τσακώνικα | θελιά Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Καππαδοκία, Κρήτη, Κύπρος, Σαράντα Εκκλησιές θελλά Κάρπαθος, Κάσος | θελλέα Κάρπαθος | θηλέα Du Cange 1688, Μέγαρα | θηλειά Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | θηλιά Lange 1708, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Κύπρος, Λευκάδα, Λυκία, Μεγανήσι, Παξοί | θηλλειά Κύπρος | θλια Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Σιάτιστα, Σουφλί | θυλιά Βεντότης 1790 | φηλιά Κύθνος | φλια Μαγνησία, Σάμος | χηλειά Κύπρος ~ υποκοριστικό: θηλάκι Μάνη | θλίτσα Γρεβενά | φηλάκι Κύθνος ~ πληθυντικός: θλιες Καστοριά

θηλιάζω -> κάνω θηλιά | θηλυκώνω | κουμπώνω | κουβαριάζω ~ θελιάζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983 | θελειάζω Δημητράκος 1938 | θηλειάζω Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938 | θελιάζω Βλαστός 1931 | θελιάντζω Κάρπαθος | θηλιάζου Πιερία | θηλιάζω Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Λευκάδα | θλιάζου Μαγνησία, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα | θυλιάζω Βεντότης 1790 ~ θηλιάζομαι Λευκάδα ~ μετοχή: θελιασμένος Βλαστός 1931

θήλιασμα το -> θηλύκωμα | κούμπωμα ~ θήλιασμα Δημητράκος 1938, Αρκαδία

θηλιαστός -> τύπος υφαντού ~ θηλιαστός Πιερία ~ θηλυκό: θηλιαστή Πιερία ~ ουδέτερο: θηλιαστό Πιερία | θλιαστό Σαρακατσάνικα~ επίρρημα: θλιαστά Πιερία

θηλιουχάρανου του -> μικρό καζάνι με ένα χερούλι ~ θηλιουχάρανου Ίμβρος

θηλκούρα η -> πολλά κορίτσια μαζί ~ θηλκούρα Βούρμπιανη

θηλουτό το -> υφαντό με τραβηγμένες θηλιές σε μερικές κλωστές από το υφάδι του ~ θηλουτό Σέρρες

θηλυκάδα η -> θηλυκότητα (λόγιο) ~ θηλυκάδα Βλαστός 1931

θηλυκάρα η -> νταρντάνα ~ θηλυκάρα Θεσπρωτία

θηλυκαρσένικος -> αρσενικοθήλυκος | ερμαφρόδιτος (λόγιο) ~ θηλυκαρσένικος Legrand 1882, Κρήτη

θήλυκας ο -> κουμπότρυπα | κουμπί ~ θήλυκας Κύπρος

θήλυκας ο -> μαγικός κατάδεσμος σε νύφη ~ θήλυκας Αρκαδία

θηλύκι το -> κουμπί | κουμπότρυπα | θηλιά ~ θελέκ Πόντος | θελύκ Πόντος, Προύσα | θελύκι Ηπίτης 1908, Καππαδοκία, Κρήτη, Πόντος | θελύκιν Πόντος | θελύτσι Καππαδοκία | θηλλύτζιν Κύπρος | θηλλύτσιν Κύπρος | θηλύκ Ίμβρος, Πόντος | θηλύκι Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Δελβίνο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Παξοί, Πωγώνι, Ρόδος | θηλύκιν Λυκία, Πόντος, Ρόδος | θηλύτσι Μέγαρα, Τσακώνικα | θλυκ Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λευκάδα, Μαγνησία, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική ~ θηλυκό: θελέκα Πόντος | θελύκα Πόντος | θηλύκα Πόντος | θλύκα Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ αρσενικό: θήλλυκος ~ υποκοριστικό: θηλκούδ Ίμβρος | θηλυκάκι Κριαράς 1995 | θλύκια Γρεβενά, Καστοριά ~ μεγεθυντικό: θηλύκα Ίμβρος

θηλυκιά η -> κόρη, θυγατέρα ~ θηλυκιά Ρόδος

θηλύκιν το -> η κούκλα του νήματος ~ θηλύκιν Κάρπαθος | θηλλύτσιν Κύπρος ~ μεγεθυντικό: θήλυκας Κάρπαθος

θηλυκό το -> άνθρωπος ή ζώο θηλυκού γένους ~ θελυκό Κύθηρα | θηλκό Καρδίτσα, Σιάτιστα | θηλυκό Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μέγαρα | φηλυκό Κύθνος ~ πληθυντικός: θηλυκά Πρωία 1933

θηλυκό το -> μουνί ζώου ~ θηλυκό Ρόδος | θηλυκόν Ρόδος

θηλυκοβότανο το -> βοτάνι που τρώγεται από τις γυναίκες που θέλουν να κάνουν κορίτσια ~ θηλυκοβότανο Βλαστός 1931 | σηλυκοβότανε Τσακώνικα

θηλυκογεννώ -> γεννώ θηλυκό ~ θηλυκογεννώ Βλάχος 1659, Lange 1708,

θηλυκόκωλος -> πούστης ~ θηλυκόκωλος Κέρκυρα

θηλυκονδάκι το -> θηλυκωτήρι ~ θηλυκονδάκι Lange 1708

θηλυκονούσης ο -> που έχει θηλυκό μυαλό | επινοητικός (λόγιο) ~ θηλυκονούσης Κρήτη

θηλυκοπούλλι το -> κορίτσι ~ θελυκοπούλλιν Κάρπαθος | θηλυκοπούλλι Ηπίτης 1908

θηλυκός -> που είναι θηλυκού γένους |αντίθετο: αρσενικός | Buck List: 2.24 & 3.13 female ~ θελκός Πόντος | θελυκό Τσακώνικα | θελυκού Τσακώνικα | θελυκός Καππαδοκία, Κάρπαθος, Πόντος | θηλκός Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Μύκονος | θηλυκό Καλαβρία, Τσακώνικα | θηλυκός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Λυκία, Ρόδος | σηλυκό Τσακώνικα ~ θηλυκό: θηλκιά Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Μύκονος | θηλυκιά Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα | θηλυκή Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Καλαβρία | θηλυτσή Κύπρος | φηλυκό Καλαβρία | ~ ουδέτερο: θελυκό Καππαδοκία, Κάρπαθος, Πόντος | θηλκό Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Μύκονος, Σκύρος | θηλυκό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μεγανήσι, Μεσσηνία, Νάξος, Σμύρνη

θηλυκοσύνη -> θηλυκότητα (λόγιο) ~ θηλυκοσύνη Βλαστός 1931

θηλυκουδάκι το -> κοριτσάκι ~ θηλυκουδάκι Μύκονος

θηλυκουριές οι -> τα πολλά κορίτσια ~ θηλυκουριές Θήρα

θηλύκους η -> κλείδωση (λόγιο) ~ θελήκωση Τσακώνικα | θηλύκους Ίμβρος

θηλυκοχρονιά η -> καλή, παραγωγική χρονιά ~ θηλυκοχρονιά Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Χίος

θηλυκόψυχος -> δειλός ~ θηλυκόψυχος Δημητράκος 1938

θηλύκωμα το -> κούμπωμα | ρεζές ~ θηλίκωμα Somavera 1709 | θηλύκωμα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κέρκυρα, Λυκία | θηλύκωμαν Λυκία | θλύκουμα Αιτωλοακαρνανία, Πιερία, Σέρρες | θυλήκωμα Βεντότης 1790

θηλυκώνω -> κουμπώνω | κάνω θηλιά | τσακώνω ~ δελακώνω Πόντος | θελακώνω Πόντος | θελεκώνω Πόντος | θελυκώνω Ηπίτης 1908, Πόντος, Προύσα | θηλικώνω Germano 1622, Somavera 1709 | θλυκώνου Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Πιερία, Σιάτιστα | θηλυκόνω Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908 | θηληκώννω Λυκία | θηλυκώνω Lange 1708, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λακωνία, Πόντος | θλυκώνου Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Μοσχονήσι, Πιερία, Σέρρες, Σουφλί, Φωκίδα, Χαλκιδική | θλυκώνω Λευκάδα | θυληκώνω Βεντότης 1790 ~ θηλικώνομαι Germano 1622, Somavera 1709 | θηλυκώνομαι ΑΠΘ 1998 | θηλυκώνουμ Σαράντα Εκκλησιές | θλυκώνουμι Καστοριά, Σαρακατσάνικα, Σέρρες ~ μετοχή: θηλικωμένος Germano 1622, Somavera 1709 | θηλκουμένους Ίμβρος | θηλυκωμένος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά | θυληκωμένος Βεντότης 1790 | θλυκουμένους Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά

θηλυκωτήρι το -> πόρπη (λόγιο) | κουμπωτήρι | κόπιτσα ~ θηλυκωτάρι Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ήπειρος, Πελοπόννησος | θηλυκωτήρι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Πωγώνι | θλυκουτάρ Αιτωλοακαρνανία, Μαγνησία, Πιερία | θυληκωτήρι Βεντότης 1790 ~ θηλυκό: θλυκουταριά Μαγνησία

θηλυκωτός -> θηλιασμένος | κουμπωτός ~ θηλυκωτός Germano 1622, Βλαστός 1931 | θλυκουτός Αιτωλοακαρνανία, Πιερία ~ θηλυκό: θλυκουτή Πιερία ~ ουδέτερο: θλυκουτό Πιερία ~ επίρρημα: θηλυκωτά Θεσπρωτία | θλυκουτά Πιερία | θλυκουτάκια Πιερία

θήμασμαν το -> ποντιακός χορός που χορευόταν στους γάμους ~ θήμασμαν Πόντος

θημερεύγου -> ημερεύω ~ θημερεύγου Λέσβος

θημίζω -> χορεύω τον χορό θήμασμαν | λέω τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα ~ θημίζω Πόντος

θημισιά η -> μοιρασιά στη μέση ~ θημισιά Κάρπαθος

θημισιακός -> μισιακός, μεσιακός ~ θημισιακός Κάρπαθος

θήμισμαν το -> τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα ~ θήμισμαν Πόντος

θήμισος -> θημισιακός ~ θήμισος Κάρπαθος, Ρόδος, Σύμη

θημιστόν το -> ο χορός θήμασμαν ~ θημιστόν Πόντος

θημωνιά η -> σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ~ αθεμωνιά Κεφαλονιά, Λευκάδα | αθημουνιά Άρτα, Καρδίτσα | αθημωνιά Λευκάδα | θεμωνέ Κρήτη | θεμωνέα Κύθηρα, Μέγαρα | θεμωνιά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Ανδριώτης, 1983, Αργολίδα, Αχαΐα, Αρκαδία, Δελβίνο, Ηλεία, Θήρα, Κάλυμνος, Κίμωλος, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Προύσα, Πωγώνι, Ρόδος, Σύρος, Χάλκη, Χίος | θεμωνία Καλαβρία, Μάνη, Τσακώνικα | θεμωννιά Νίσυρος | θημονιά Δημητράκος 1938 | θημουνιά Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Διδυμότειχο, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Πιερία, Σάμος, ΣαρακατσάνικαΣέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα, Χαλκιδική  | θημωνέ Κρήτη | θημωνιά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Ρόδος, Κύπρος, Μεσσηνία | θημωνία Καλαβρία, Κύμη, Τσακώνικα | θιμωνιά Δημητράκος 1938 | θμουνιά Ίμβρος, Λήμνος, Φθιώτιδα | τθημωνία Καλαβρία | χεμωνιά Κύπρος, Ρόδος | χημωνία Καλαβρία | ουδέτερο: θεμών Πόντος | θεμώνιν Πόντος ~ πληθυντικός: θημουνιές Καστοριά ~ υποκοριστικό: θεμιωνούλλα η Κύπρος | θεμονόπον το Πόντος | θεμωνιάστρα Ρόδος | θεμωνιίτσα Ρόδος

θημωνιάζω -> φτιάχνω θημωνιές ~ θεμωνάζω Πόντος | θεμωνιάζου Μάνη, Τσακώνικα | θεμωνιάζω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Αρκαδία, Δελβίνο, Κρήτη, Λακωνία, Νάξος, Σύρος, Τσακώνικα, Χίος | θημουνιάζου Γρεβενά, Καστοριά, Σιάτιστα | θημωνιάζω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος | θημωνιάζζω Καλαβρία | θμουνιάζου Ίμβρος, Φθιώτιδα | χημωνιάτζω Καλαβρία ~ θεμωνιάζομαι Somavera 1709 | θημωνιάζομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: θεμωνιασμένος Somavera 1709 | θημωνιασμένος Somavera 1709, Βεντότης 1790 | θημωνιασμένους Αιτωλοακαρνανία

θημώνιασμα το -> το φτιάξιμο της θημωνιάς ~ θεμωνίαμαν Πόντος | θεμώνιασμα Somavera 1709, Αρκαδία, Κρήτη, Τσακώνικα | θεμωνίασμαν Πόντος | θημώνιασμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1920, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία

θημωνιαστής -> που θημωνιάζει τα σιτηρά ~ θεμωνιαστής Somavera 1709 | θημωνιαστής Somavera 1709 ~ θηλυκό: θεμωνιάστρα Somavera 1709 | θημωνιάστρα Somavera 1709

θημωνίστρια η -> θεμωνότοπος ~ θεμωνίϊστρια Μάνη | θημωνίστρα Σύμη

θηριόγνωμος -> κακόγνωμος ~ θηριόγνωμος Κέρκυρα

θηριόκουψ η -> μεγάλη πείνα ~ θηριόκουψ Σαρακατσάνικα

θηριός -> θηριώδης (λόγιο) | δυνατός | γεροδεμένος ~ θηριός Καστοριά | θηρίους Αιτωλοακαρνανία, Πιερία ~ θηλυκό: θηριά Καστοριά ~ ουδέτερο: θηριό Καστοριά

θηριότοπος ο -> τόπος όπου ζουν θεριά ~ θηριότοπος Legrand 1882

θηριόψυχος -> αγριάνθρωπος | αντρειωμένος ~ θεριόψυχος Δημητράκος 1938 | θηριόψυχος Legrand 1882, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θεριόψυχη Δημητράκος 1938 | θηριόψυχη Δημητράκος 1938 ~ θεριόψυχο Δημητράκος 1938 | θηριόψυχο Δημητράκος 1938

θησαυριστός -> πολύτιμος (λόγιο) ~ θησαυριστός Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θησαυριστή Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θησαυριστό Δημητράκος 1938

θησαυρός ο -> λογάρι | αρχαία ΘΗΣΑΥΡΟΣ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ Buck List: 11.46, treasure ~ δησαυρέ Τσακώνικα | δησαυρός Μάνη | θησαβρός Βλαστός 1931 | θησαυρέ Τσακώνικα | θησαυρός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αργολίδα, Γρεβενά, Ηλεία, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Καστοριά, Κρήτη, Κύπρος, Πόντος, Τήνος, Χίος ~ ουδέτερο: θησαύρι Λακωνία

θησαυρώνω -> θησαυρίζω (λόγιο) ~ θησαυρώνω Κέρκυρα

θιακιά η -> ποικιλία ελιάς από την Ιθάκη (Θιακί) ~ θιακιά Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θιακό το -> ποικιλία αμπελιού από την Ιθάκη (Θιακί) ~ θιακό Βλαστός 1931, Πρωία 1933

θιαλίσματα τα -> στραβόξυλα ~ θιαλίσματα Κύθηρα

θιάμπολα η -> χαρταετός (λόγιο) ~ θιάμπολα Κύθηρα

θιαμπόλι το -> φλογέρα | βενετσιάνικο fiabuolo ~ θιαμπόλι Κρήτη | φιαμπόλι Κρήτη | χαμπιόλι Κρήτη

θιάρμισμα το -> μάτιασμα ~ θιάρμισμα Δημητράκος 1938

θιάσο το -> σαβούρα, ζούρα, ντάρα ~ θιάσο Βλαστός 1931

θιβόλι το -> πατρόν ~ θιβόλι Πρωία 1933, θιάρμισμα

θίε το -> η βρώμα του σώματος ανάμεσα στα δάχτυλα ~ θίε Τσακώνικα

θιλί του -> κομμάτι ψωμιού ή πίτας ~ θιλί Άρτα

θιλοσταχτίζου -> πλένω τα ρούχα με θολόσταχτη ~ θιλοσταχτίζου Αιτωλοακαρνανία

θιλούρα η -> θολούρα ~ θιλούρα Καστοριά ~ πληθυντικός: θιλούρες Καστοριά

θιλύκι το -> το φυτό Phillyrea media, αγλαβιτζιά, αγλανιδιά, αγλαντζινιά, αγριομυρτιά, αράφυλλος, γκρέος, γκρεοσιά, γλαντζινιά, εγλενιός, εγλενός, μεγάφυλλος, φλυτσάρι ~ θελλύκι Γεννάδιος 1914 | θιλύκι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θλίκη Σκαρλάτος 1857 | φελλίκι Heldreich 1926, Κεφαλονιά | φελλύκι Γεννάδιος 1914 | φίλλυκας Γεννάδιος 1914 | φιλλύκι Γεννάδιος 1914 | φύλλικα Heldreich 1926 | φυλλίκι Heldreich 1926, Κεφαλονιά

θίμιγκας ο -> είδος σκοινιού ~ θίμιγκας Κάρυστος

θιμιλιακός -> γερός | δυνατός ~ θιμιλιακός Πιερία

θίναλο το -> αμμουδιά | αρχαία ΘΙΣ, προελληνικό (?) Beekes 2010 ~ θίναλο Κέρκυρα

θινία α -> η μυρουδιά της μούχλας ~ θινία Τσακώνικα

θινούκου -> μουχλιάζω ~ θινούκου Τσακώνικα

θιόν του -> ξύλινη σβούρα ~ θιόν Μαγνησία

θιόρανα -> ψηλά στα ουράνια ~ θιόρανα Ίμβρος

θιόρανα τα -> ψηλά στα ουράνια ~ θιόρανα Ίμβρος

θιόσουστους -> πολύ σωστός ~ θιόσουστους Σάμος ~ επίρρημα: θιόσουστα Σάμος

θιουβρουντή η -> μπουμπουνητό ~ θιουβρουντή Μαγνησία, Σάμος

θιουγέφυρου του -> μεγάλο γεφύρι ~ θιουγέφυρου Ιωάννινα

θιουήλατους -> θεοκατάρατος ~ θιουήλατους Σάμος

θιουκάσιλα η -> μεγάλη κασέλα ~ θιουκάσιλα Ιωάννινα

θιουνήλατους ου -> θεοσκοτωμένος ~ θιουνήλατους Ιωάννινα

θιουπαραδουμένος -> θεοσεβής (λόγιο) ~ θιουπαραδουμένος Ίμβρος ~ θηλυκό: θιουπαραδουμέν Ίμβρος ~ ουδέτερο: θιουπαραδουμένου Ίμβρος

θιουρώ -> υπολογίζω (λόγιο) ~ θιουρώ Κοζάνη, Πιερία

θιουτσικός -> θεϊκός ~ θιουτσικός Σιάτιστα

θιρίγκι το -> κάποιο ψάρι της λίμνης ~ θιρίγκι Βλαστός 1931

θιρμαίνουμι -> θερμάζομαι ~ θιρμαίνουμι Καστοριά ~ μετοχή: θιρμασμένους Καστοριά

θιρμουκουκλώνουμι -> ζεματίζομαι ~ θιρμουκουκλώνουμι Σάμος

θιρμουμπσούρα η -> ζεστή στάχτη ~ θιρμουμπσούρα Καρδίτσα

θιρμουτσουκνιδίζουμι -> ανησυχώ από κάποια είδηση που ακούω ~ θιρμουτσουκνιδίζουμι Φθιώτιδα

θιρμουχουχλιώμι -> χουχουλίζω τα χέρια μου ~ θιρμουχουχλιώμι Σάμος

Θιρνός -> Ιούνης ~ Θιρνός Ίμβρος

θισά η -> η θέση όπου στοιβάζουν τα σκεπάσματα και τα στρωσίδια ~ θισά Σάμος

θκιος -> τουλάχιστον (λόγιον) ~ θιος Χίος | θκιος Χίος | τιος Χίος

θλαφτή -> ζεστή ~ θλαφτή Ιωάννινα ~ ουδέτερο: θλαφτό Ιωάννινα

θλιβερακός -> θλιβερός ~ θλιβερακός Πόντος | φλιβερακός Πόντος ~ επίρρημα: θλιβερακά Πόντος | φλιβερακά Πόντος

θλιβερός -> λυπητερός | δυστυχισμένος (λόγιο) ~ θλιβερός Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Παξοί, Πόντος, Ρόδος | θλιερός Κάρπαθος | φλιβερός Πόντος, Ρόδος | χλιβερέ Τσακώνικα | χλιβερός Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κρήτη, Μάνη, Ρόδος ~ θηλυκό: θλιβερή Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | χλιβερή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θλιβερό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | χλιβερό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ επίρρημα: θλιβερά Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πόντος | θλιερά Κάρπαθος | φλιβερά Πόντος | χλιβερά Πρωία 1933, Τσακώνικα

θλιβητερός -> θλιβερός ~ θλιβητερός Χίος ~ επίρρημα: θλιβητερά Χίος

θλιβός -> θλιβερός ~ θλιβός Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θλιβή Δημητράκος 1938 ~ επίρρημα: θλιβά Δημητράκος 1938, Πωγώνι

θλίβω -> στεναχωρώ | πιέζω | αρχαία ΘΛΙΒΩ, άγνωστης ετυμολογίας, Beekes 2010 ~ θλίβγω Somavera 1709 | θλίβω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Σαράντα Εκκλησιές χλίφου Τσακώνικα ~ θλίβγομαι Somavera 1709, Καστελλόριζο | θλίβομαι Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πόντος | θλίομαι Νίσυρος | θλίφκομαι Ηπίτης 1908, Πόντος | θλίφκουμαι Πόντος | θλίομαι Κάρπαθος, Καστελλόριζο | φλίβομαι Πόντος | φλίνομαι Πόντος | φλίφκουμαι Πόντος | φλίουμαι Πόντος | χλίβομαι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Μάνη | χλιβούμενε Τσακώνικα | χλίβουμι Καρδίτσα | χλιφούμενε Τσακώνικα

θλιμμένος -> λυπημένος | στενοχωρημένος | αντίθετο: χαρούμενος ~ θλιμένος Βλαστός 1931 | θλιμμένος Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα Κάρπαθος, Κως, Λακωνία, Πόντος, Χίος | θλιούμενος Κάρπαθος | θριμμένος Κύπρος | φλιγμένος Πόντος | φλιμμένος Πόντος | χλιμμένος Thumb 1912, Μάνη, Κύπρος ~ θηλυκό: θλιμμένη Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα Χίος ~ ουδέτερο: θλιμμένο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα Χίος ~ επίρρημα: θλιμμένα Βεντότης 1790, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θλιουχάρανου του -> μεγάλη χάλκινη χύτρα με δυο χερούλια ~ θλιουχάρανου Ίμβρος

θλιφτικά τα -> τα πένθιμα ρούχα ~ θλιφτικά Πρωία 1933

θλιφτικός -> λυπημένος | στενοχωρημένος ~ θλιφτικός Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θλιφτική Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θλιφτικό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θλιφτός -> θλιφτικός ~ θλιφτός Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κρήτη ~ θηλυκό: θλιφτή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θλιφτό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ επίρρημα: θλιφτά Κρήτη |χλιφτά Τσακώνικα

θλίψη η -> μεγάλη λύπη | βαθιά μελαγχολία | πένθος (λόγιο) ~ θελίψη Μύκονος | θιλίψη Μύκονος | θλίψη Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Νίσυρος, Πάρος, Πόντος, Ρόδος, Χίος | θλίψι Thumb 1912 | χλίψη Πρωία 1933, Αρκαδία, Λευκάδα, Ρόδος | χλίψι Thumb 1912 ~ πληθυντικός: θλίψες Κάρπαθος, Λακωνία, Σμύρνη

θλίψιμο το -> εξάρθρωση (λόγιο) ~ θλίψιμο Σαράντα Εκκλησιές

θλουμάριν το -> μανάρι ~ θλουμάριν Κάρπαθος | φλουμάρι Κρήτη ~ θηλυκό: θλουμάρα Κάρπαθος

θλοφτή η -> κρυψώνα ~ θλοφτή Κάλυμνος

θλόφτω -> κρύβω ~ θλάβγω Ικαρία | θλόβγκω Κως | θλόφτω Κάλυμνος | χλόφτω Κάλυμνος

θλόψιμο το -> κρύψιμο ~ θλόψιμο Κάλυμνος | χλόψιμο Κάλυμνος

θμαίνου -> στεναχωριέμαι | νευριάζω ~ θμαίνου Ίμβρος

θνεύου -> νευριάζω (λόγιο) | θυμώνω ~ θνεύου Ίμβρος

θνήση η -> ζημιά ~ θνήση Κάρπαθος

θνιμός -> θυμός | κάκιωμα ~ θνιμός Ίμβρος

θόγαλα το -> ανθόγαλο ~ αθόαλαν Πόντος | αθόγαλα Πόντος | αθόγαλον Πόντος | θόγαλα Πόντος | θόγαλαν Πόντος | θόαλαν Πόντος ~ υποκοριστικό: θογαλόπον Πόντος

θογαλίζω -> διαχωρίζω ανθόγαλο και άπαχο γάλα ~ θογαλίζω Πόντος

θογαλότανον το -> ξινόγαλο ~ θογαλότανον Πόντος

θογαλοχάβιτζον το -> φαγητό που γίνεται με αλεύρι και ανθόγαλο ~ θογαλοχάβιτζον Πόντος

θοδωρίζω -> νηστεύω από κάθε τροφή την πρώτη, την καθαρή βδομάδα της μεγάλης σαρακοστής (εκείνο το Σάββατο είναι του Αγίου Θεοδώρου) ~ θοδωρίζω Πόντος

θοδώρισμαν το -> η νηστεία της πρώτης βδομάδας της μεγάλης σαρακοστής ~ θοδώρισμαν Πόντος

θολάδα η -> θολότητα (λόγιο) | ζαλάδα | λασπόνερο ~ θελάδα Κρήτη | θολάδα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Καλαβρία, Τσακώνικα | χολάδα Καλαβρία

θολαίνω -> θολώνω ~ θελαίνω Κρήτη | θολαίνω Βλάχος 1659, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Καλαβρία | χολαίνω Καλαβρία ~ μετοχή: θολωμένο Καλαβρία

θολάρι το -> θόλος | θολωτός τάφος ~ θολάρι Βλαστός 1931, Κύθηρα, Ρόδος | θολάριν Κάλυμνος, Κάρπαθος, Ρόδος ~ αρσενικό: θόλαρος Ρόδος

θόλη η -> θολάδα ~ θόλη Κύπρος

θολιάζω -> θολαίνω ~ θολιάζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θολιάρης -> θολωμένο κρασί ~ θολιάρης Νάξος

θολιασμένο -> μουντόχρωμο ~ θολιασμένο Βλαστός 1931

θολίθρι το -> θολός ορίζοντας (από την υγρασία) ~ θολίθρι Κέρκυρα

θολικό το -> θόλος | κελί μοναστηριού με θόλο ~ θολικό Βλαστός 1931, Πρωία 1933

θολικός -> θολωτός (λόγιο) ~ θολικός Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θολική Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θολικό Δημητράκος 1938

θολίν το -> το μελάνι της σουπιάς ~ θολίν Κάρπαθος

θόλιτρα τα -> ξηροί καρποί ~ θόλιτρα Λήμνος

θολοθτιάτζω -> ψήνω στη χόβολη ~ θολοθτιάτζω Καλαβρία | χολοφτιάτζω Καλαβρία

θολοκάρθι το -> το μέρος πίσω από τον ουρανίσκο ~ θολοκάρθι Τσακώνικα

θολομαχώ -> δεν βλέπω καλά ~ θολομαχώ Πόντος

θολόνερο το -> θολό νερό ~ θολονέρι Δημητράκος 1938 | θολόνερο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θουλουνέρ Πιερία

θολόπερκα η -> είδος πέρκας ~ θολόπερκα Κάλυμνος

θολόρρεμα το -> θολό ρέμα (ποτάμι) ~ θιαλόριμα Σάμος | θολόρρεμα Δημητράκος 1938

θολός -> θαμπός | σκοτεινός | αντίθετο: διαυγής (λόγιο) | αρχαία ΘΟΛΟΣ, άγνωστης ετυμολογίας, Beekes 2010 ~ θελέ Τσακώνικα | θελός Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Αρκαδία, Αχαΐα, Δελβίνο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάρπαθος, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Πόντος, Προύσα, Πωγώνι θιλός Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Σάμος, Σαρακατσάνικα | θολό Καλαβρία | θολός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Du Cange 1688, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Μάνη, Νίσυρος, Πόντος θουλός Κοζάνη, Λυκία, Σιάτιστα | χολό Καλαβρία ~ θηλυκό: θελή Πρωία 1933, Αρκαδία, Δελβίνο, Πωγώνι | θιλή Καστοριά, Κοζάνη | θολή Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θουλή Κοζάνη ~ ουδέτερο: θελό Πρωία 1933, Αρκαδία, Δελβίνο, Ηλεία, Προύσα, Πωγώνι | θελόν Κάρπαθος θιλό Καστοριά, Κοζάνη | θολό Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Κρήτη, Λακωνία | θουλό Κοζάνη ~ επίρρημα: θελά Αχαΐα, Τσακώνικα | θολά Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, ΑΠΘ 1998, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Κύπρος, Λακωνία

θόλος ο -> τρούλος | κουμπές | βότα | καμάρι | αρχαία ΘΟΛΟΣ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θόλος Germano 1622, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Legrand 1882, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κάρπαθος, Νίσυρος, Πελοπόννησος, Ρόδος, Χιμάρα, Χίος | θόλους Λυκία, Πιερία ~ ουδέτερο: τολ Πόντος

θολοσκότεινα -> μισοσκόταδο | σούρουπο ~ θολοσκότεινα Βάλληνδας 1887, Πάρος

θολόσταση η -> σούπα με νερό, αλεύρι και μπαχαρικά | αλευροζούμι ~ θολόσταση Κρήτη

θολόσταχτη η -> αλισίβα ~ θελόσταχτη Αρκαδία, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Μεσσηνία | θιλόσταχτ Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Σουφλί, Φθιώτιδα | θλόσταχτ Σέρρες | θολόστακτη Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Άνδρος | θολόσταχτη Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά | θολόστιαση Καλαβρία | θουλόσταχτ Σέρρες | φολόστιαση Καλαβρία | χολόστιαση Καλαβρία | χολόττιαση Καλαβρία ~ ουδέτερο: θελόσταχτο Ηλεία, Λακωνία | θελόσταχτον Κάρπαθος | θολόστακτο Βουρλά | θολόσταχτο Δημητράκος 1938, Μέγαρα, Κάλυμνος, Κως, Λέρος, Νίσυρος, Πάρος ~ πληθυντικός: θελόσταχτα τα Κορινθία | θολόστακτα Κίμωλος

θολοσύνη -> θολότητα (λόγιο) ~ θολοσύνη Germano 1622, Somavera 1709

θολούρα η -> έλλειψη διαύγειας | αχνός που ανεβαίνει από τη γη (από την πολύ ζέστη) | ομιχλώδης καιρός ~ θελούρα Αρκαδία, Θεσπρωτία, Κάρπαθος, Κορινθία | θιλούρα Γρεβενά, Σουφλί | θολούρα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύπρος, Μάνη | θουλούρα Αιτωλοακαρνανία, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Κοζάνη

θολούρας ο -> στραβούλιακας ~ θολούρας Θεσπρωτία

θόλους η -> ο θόλος του φούρνου ~ θόλους Πιερία

θολοχτάποδο το -> είδος χταποδιού ~ θολοχτάποδο Κεφαλονιά

θόλωμα το -> θόλωση (λόγιο) | δύση ~ θέλουμα Γρεβενά, Καστοριά, Τσακώνικα | θέουμα Τσακώνικα | θόλωμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θεσπρωτία, Καλαβρία, Τσακώνικα | θόλωμαν Πόντος | χόλημα Καλαβρία | χόλωμα Καλαβρία ~ πληθυντικός: θιλώματα Καστοριά

θολωμαδκιά -> θόλωμα ~ θολωμαδκιά Κύπρος | θολωμαθκιά Κύπρος

θολώνω -> κάνω κάτι θολό θελαίνω Κάρπαθος | θελούκου Τσακώνικα | θελώνου Μάνη | θελώνω Πρωία 1933, Αρκαδία, Δελβίνο, Κρήτη, Κορινθία, Λακωνία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Πόντος, Τσακώνικα | θεούκου Τσακώνικα | θιλώνου Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα | θολόνω Σκαρλάτος 1857 | θολώνου Μάνη | θολώννω Καλαβρία | θολώνω Germano 1622, Portius 1635, Somavera 1709,Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κύθηρα, Πόντος, Τσακώνικα | θουλώνου Καρδίτσα, Πιερία | θεώνω Τσακώνικα | χολώννω Καλαβρία ~ θελούμαι Πόντος | θελώνομαι Μάνη | θολούμαι Πόντος | θολώνομαι Somavera 1709 | χολώννομαι Καλαβρία ~ μετοχή: θελαμένος Κρήτη | θελωμένος Πόντος | θολωμένο Καλαβρία | θολωμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πόντος | θουλουμένους Πιερία

θολωσιά η -> θόλωμα | κατέβασμα λασπόνερου από το ρέμα ~ θιλουσιά Γρεβενά, Καστοριά | θολωσιά Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Θεσπρωτία

θολωτικός -> θολωτικός Βεντότης 1790

θόμαλλη η -> ιλαρά, μπέμπελη ~ θόμαλλη Χάλκη

θομαρέα η -> η μυρουδιά του θυμαριού ~ θομαρέα Πόντος

θομαρόστυπα τα -> τουρσιά που έχουν μέσα θυμάρι ~ θομαρόστυπα Πόντος

θόνης -> αδιάφορος (λόγιο) ~ θόνης Λευκάδα

θονόν το -> θημωνιά ~ θονόν Πόντος

θόουλια τα -> τα κοιλώματα της κηρήθρας ~ θόουλια Ρόδος

θόρυβος ο -> δυνατοί ήχοι ή συγκεχυμένες δυνατές φωνές | αρχαία ΘΟΡΥΒΟΣ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θόρυβος Somavera 1709,Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Επτάνησα, Ικαρία, Νάξος | θόρυβους Καστοριά

θου το -> θήτα (λόγιο) ~ θου ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θουλουγύρσμα του -> ο θόλος του φούρνου ~ θουλουγύρσμα Πιερία

θουλουγυρστός ου -> θολωτός (λόγιο) ~ θουλουγυρστός Πιερία

θουλούδια τα -> τα νερά που μένουν μετά το πλύσιμο των ρούχων ή των πιατικών ~ θουλούδια Πιερία

θουλουπλέγου -> μισοκοιμάμαι ~ θουλουπλέγου Ίμβρος

θουλουπλεύου -> θυμάμαι αμυδρά ~ θουλουπλεύου Ίμβρος

θουλούρια τα -> θουλούδια ~ θουλούρια Πιερία

θουλουστός -> θολωτός (λόγιο) ~ θουλουστός Πιερία

θούμαλλες οι -> γρουμπούλια στα πόδια, σαν ρεβίθια ~ θούμαλλες Κάρπαθος

θούμενο το -> μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ίσο με σαράντα τέσσερα κιλά ~ θούμενο Καλαβρία ~ τούμενο Απουλία, Καλαβρία

θουμουράζω -> θρυμματίζω ~ θουμουράζω Πόντος | χουμουράζω Πόντος ~ χουμουράγομαι Πόντος | χουμουράουμαι Πόντος

θούπος ο -> το πουλί Otus scops, ασκάλαφος, γκιόνης, νυχτοπούλι, κλωσσός, σκλόπα, σκουλέπα, σκουλούπα, χαροπούλι, χουχουριστής ~ θούπος Κύπρος ~ ουδέτερο: θουπίν Κύπρος | χουπίν Κύπρος

θραβαλιάζω -> σπάω | ανακατεύω ~ θραβαλιάζω Θήρα, Λευκάδα, Πάρος

θραβαλικό το -> βαβούρα | θόρυβος | καταστροφή (λόγιο) | κατακερματισμός (λόγιο) ~ θραυαλικόν Βάλληνδας 1887 | θράβαλε Τσακώνικα | θραβαλητέ Τσακώνικα | θραβαλικό Άνδρος, Πάρος, Τήνος

θράβαλο το -> τρίμμα (λόγιο) | θραύσμα (λόγιο) | σπασμένο κομμάτι | ξερό φύλλο ~ θράβαλ Ίμβρος | θράβαλο Άνδρος, Θήρα, Πάρος | θράβαλου Σάμος θραύαλον Βάλληνδας 1887 | θράψαλο Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Θήρα, Κρήτη, Μάνη, Μύκονος | θράψαλον Βάλληνδας 1887 ~ πληθυντικός: θραύαλ οι Ίμβρος

θράκα η -> αναμμένα κάρβουνα | αθρακιά ~ θράκα Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Κύθηρα, Κύμη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πόντος, Σάμος, ΣαρακατσάνικαΤσακώνικα, Φθιώτιδα | θράκη Θεσπρωτία | θρακιά Δημητράκος 1938, Ίμβρος ~ ουδέτερο: θράκι Δελβίνο

θρακαλέα η -> όση ποσότητα αναμμένων κάρβουνων χωρά στο θρακάλιν ~ θρακαλέα Πόντος

θρακάλιν το -> φτυάρι με το μεταφέρουν αναμμένα κάρβουνα ~ θοκάρ Πόντος | θρακάλ Πόντος | θρακάλιν Πόντος | θρακάρ Πόντος | θροκάρ Πόντος | φρακάλιν Πόντος |

θρακαλώνω -> σκούζω | ρεκάζω ~ θρακαλώνω Θεσπρωτία

θράκι το -> αναμμένο κάρβουνο ~ θράκι Ανδριώτης 1983 ~ πληθυντικός: θράκια Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Λευκάδα

θρακιά η -> θράκα ~ θρακιά Βλαστός 1931, Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Ιωάννινα, Κύθηρα

θρακιάς -> βοριάς ~ θρακιάς Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995

θρακόβολη η -> θράκα ~ αθρακόβολη Αρκαδία, Κρήτη | αθρακοβόλη Κρήτη | θραγκοβολή Ηλεία | θρακόβολη Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία | θρακοβολιά Λακωνία | θρακόβουλ Αιτωλοακαρνανία | θρασκόβολη Λακωνία, Μάνη ~ ουδέτερο: θρακοβόλι Κύμη

θρακοκώλα η -> καλαμποκένια ή κριθαρένια κουλούρα ψημένη στη θράκα ~ θρακοκώλα Αρκαδία ~ ουδέτερο: θρακοκούλι Αρκαδία

θρακοπυριά η -> θράκα ~ θρακοπυριά Ηλεία ~ ουδέτερο: θρακοπύρι Ηλεία

θράκουνο το -> αναμμένο κάρβουνο ~ θράκουνο Κέρκυρα

θράκωμαν το -> θράκα ~ θράκωμαν Πόντος | ρθάκωμαν Πόντος

θρακωνιά η -> θράκα ~ θρακουνία Lange 1708, Μάνη | θρακουνιά Κέρκυρα | θρακωνιά Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δελβίνο, Ήπειρος

θρακώνω -> φυσώ τα κάρβουνα για να ανάψουν | ανάβω | καρβουνιάζομαι ~ αθρακώνω Πόντος | θρακώνω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Πόντος | ρακώνω Πόντος ~ μετοχή: θρακωμένος Δημητράκος 1938

θρακωτός -> πυρακτωμένος (λόγιο) ~ θρακωτός Πόντος

θράλατα τα -> τρίμματα ~ θράλατα Κάρπαθος

θράλλη η -> θραύση (λόγιο) ~ θράλλη Κάρπαθος

θραλλίντζω -> κομματιάζω ~ θραλλίντζω Κάρπαθος

θράμμα το -> θραύσμα (λόγιο) ~ θράμμα Κύθηρα

θραμπαλάς ο -> φραμπαλάς ή φαρμπαλάς | γαλλικό falbala ~ θραμπαλάς Θήρα, Κύθηρα

θραμπεύουμαι -> κάνω τσαλίμια | χοροπηδώ (για ζώα) ~ θραμπέβουμαι Βλαστός 1931 | θραμπεύγκομαι Χίος | θραμπεύγομαι Χίος | θραμπεύομαι Χίος

θραπίνα -> σφυρί με δόντια (σύνεργο του πετρά) ~ θραπίνα Τήνος, Χίος | θραψίνα Χίος

θράππα η -> γκλαβανή, κλαβανή, καταπακτή (λόγιο) | γαλλικό trappe ~ αγράππα Κύθνος, Ρόδος | δράππα Κάρπαθος | θράππα Κάρπαθος, Κύπρος | θράπφα Κάλυμνος, Νίσυρος | τράππα Κάρπαθος, Κύπρος | θρύππα Κύπρος ~ αρσενικό: θρούππος Κύπρος

θρασά -> ζωηρά | βιαστικά ~ θρασά Δημητράκος 1938

θρασά η -> θρασίλα ~ θρασά Κρήτη

θρασέας -> πολύ αδύνατος ~ θρασέας Κύθηρα

θράσεμα το -> φούντωμα | ανάπτυξη (λόγιο) ~ θράσεμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 | θράσιμα Αιτωλοακαρνανία

θρασεύω -> φουντώνω | αναπτύσσομαι (λόγιο) ~ θρασέβω Βλαστός 1931 | θρασεύου Αιτωλοακαρνανία | θρασεύω Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ήπειρος, Λευκάδα ~ μετοχή: θρασεμένος Βλαστός 1931 | θρασιμένους Λέσβος

θράσια -> μάταια (λόγιο) | άδικα ~ θράσια Μέγαρα, Πωγώνι

θρασίλα η -> άσχημη μυρουδιά | μυρουδιά ψοφιμιού ~ θρασίλα Κύθηρα

θρασίμι το -> ψοφίμι ~ θνασίμι Δημητράκος 1938 | θρασίμ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Σαρακατσάνικα |θρασίμι Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ήπειρος, Κύθηρα, Λευκάδα, Μεσσηνία | θραψίμι Ήπειρος | χρασίμι Δημητράκος 1938

θράσιος -> άγριος ~ θράσιος Βάλληνδας 1887

θράσιος -> ανώφελος | μάταιος (λόγιο) | αδικοχαμένος ~ θράσε Τσακώνικα | θράσιος Ηλεία, Κέρκυρα, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Μέγαρα ~ θηλυκό: θράσια Μέγαρα ~ ουδέτερο: θράσιο Μέγαρα

θράσιος -> λαίμαργος (λόγιο) | πεινασμένος | νηστικός ~ θράσιος Μύκονος, Παξοί ~ θηλυκό: θράσια Μύκονος ~ ουδέτερο: θράσιο Μύκονος

θράσιος -> φτωχός | κοντός ~ θράσιος Ζάκυνθος

θράσιος -> ψόφιος ~ θράσιος Αρκαδία, Κορινθία, Κρήτη, Μεσσηνία | θράσιους Αιτωλοακαρνανία ~ ουδέτερο: θράσε Τσακώνικα | θράσιο Κρήτη, Λακωνία | θράσιου Σαρακατσάνικα

θράσιος -> ωμός | άνοστος | άβραστος ~ θράσιος Ανδριώτης 1983, Αρκαδία, Κέρκυρα | θράσκιος Κάρυστος | θράσος Κάρυστος

θράσκεμαν το -> πλημμύρα ~ θράσεμαν Πόντος | θράσκεμαν Πόντος

θρασκεύω -> πλημμυρίζω ~ θρασκεύω Πόντος ~ μετοχή: θρασκεμένος Πόντος

θρασκιάς -> βορειοδυτικός άνεμος | μαΐστρος ~ θρασκέας Πόντος | θρασκιάς Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Χαλκιδική | ρασκέας Πόντος

θράσο -> ζώο χωρίς πέδικλο (παστούρα) [για γιδοπρόβατα] ~ θράσο Άνδρος

θρασομανώ -> φουντώνω | καυλώνω ~ θρασομανώ Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ήπειρος ~ μετοχή: θρασομανισμένος Ήπειρος

θράσος -> άνοστος | σάπιος | ψόφιος | αδικοχαμένος ~ θράσιος Ηλεία, Κέρκυρα | θράσος Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Αχαΐα, Μεσσηνία | θράσσος Καπετανάκης 1962 ~ θηλυκό: θράση Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θράσο Δημητράκος 1938, Κύθηρα, Κύμη, Λευκάδα | θράσου Βόρεια Εύβοια

θρασόσκυλος ο -> τεμπελόσκυλο ~ θρασόσκυλος Κύθηρα

θρασότοπος ο -> τόπος που δεν έχει καλό κλίμα ~ θρασότοπος Αρκαδία

θρασουλέα η -> αβγουλίλα ~ θρασουλέ Κρήτη | θρασουλέα Κρήτη | θρασουλίλα Κρήτη

θρασπέτι το -> δραπέτσι, η έντονη γεύση | το πολύ ξινό ~ θρασπέτ Ίμβρος | θραπέτσι Ηπίτης 1908, Νότια Εύβοια

θρατσέα η -> το ξερό πηγάδι ~ θρατσέα Μέγαρα

θραυαλεύω -> θραύω (λόγιο) | κομματιάζω | αρχαία ΘΡΑΥΩ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010 ~ θραυαλεύω Βάλληνδας 1887

θραύαλο το -> θραύσμα (λόγιο) | κομμάτι ~ θραύαλο Πάρος

θράφωμαν το -> καταστροφή του αμπελιού από καύσωνα ~ θράφωμαν Κύπρος

θράψα η -> είδος θάμνου ~ θράψα Σουφλί

θράψα η -> ξύλινος βολοκόπος ~ θράψα Βλαστός 1931, Χίος

θράψα η -> ποικιλία αμπελιού ~ δράψα Κάρπαθος | θράψα Κάρπαθος, Κύθηρα

θράψα τα -> κόκκαλα ~ θράψα Ικαρία

θραψαθύρι το -> ποικιλία αμπελιού ~ θραψαθύρι Κρήτη

θράψαλο το -> το κεφαλόποδο μαλάκιο Todarodes sagittatus ~ θλάψαρο Σύμη | θράψαλο Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Κρήτη | θράψαλου Μαγνησία, Σάμος ~ αρσενικό: θράψαλος Du Cange 1688, Δημητράκος 1938, Κάρυστος, Κέα, Κύθηρα, Πάρος

θράψαλος -> τροφαντός ~ θράψαλος Βλαστός 1931, Κάρυστος

θραψάνη η -> θράψαλο (κεφαλόποδο) ~ θραψάνη Βάλληνδας 1887

θραψάρ του -> θράψους ~ θραψάρ Πιερία

θραψερός -> καλοθρεμμένος | παχουλός | εύθραυστος (λόγιο) | τρυφερός ~ θραψερός Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Θήρα, Ήπειρος | θραψηρός Ηπίτης 1908 | θραψιρός ΆρταΙωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Τρίκαλα ~ θηλυκό: θραψερή Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: θραψερό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

θράψη η -> θραύση (λόγιο), σπάσιμο | μεγάλη καταστροφή | κοσμοχαλασιά | αρχαία ΘΡΑΥΣΙΣ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010 ~ θράψη Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κέρκυρα, Κύθνος, Μεγανήσι

θράψη η -> φωτιά | πυρκαγιά (λόγιο) | ο αχνός που ανεβαίνει από τη γη όταν έχει πολύ ζέστη ~ θράψη Κόρινθία, Μέγαρα

θράψους ου -> το δέντρο Fraxinus ornus, μέλεγος, μελιά, μέλιγο, μέλιο, μελιός, φλαμούρι, φλαμουριά, φράξος, φράσο ~ θράψους Βελβεντό, Γρεβενά, Κοζάνη ~ ουδέτερο: θράψου Σουφλί

θραψώνω -> σβαρνίζω | βολοκοπώ ~ θραψώνω Βάλληνδας 1887, Βλαστός 1931, Χίος

θρέγου -> θραύομαι (λόγιο) ~ θρέγου Βελβεντό,

θρέμιλα τα -> ερείπια (λόγιο) ~ θρέμιλα Σάμος

θρέμμα το -> ό,τι έθρεψε ή τρέφει κάποιος | θρεφτάρι | αρχαία ΘΡΕΜΜΑ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θρέμμα Somavera 1709,Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θήρα, Κως, Πιερία, Ρόδος | θρέμμαν Λυκία, Πόντος, Ρόδος,

θρεμμάρι το -> θρεφτάτι ~ θρεμμάρι Ηπίτης 1908 | θρεμμάριν Κάρπαθος

θρέμπελα τα -> λέξη άγνωστης σημασίας, ακολουθεί πάντα το ρήμα τρώω («τρώω τα θρέμπελα», «έφαγα τα θρέμπελα») | σημαίνει: προσπάθησα πολύ ~ θρέμπελα Αρκαδία, Μεσσηνία

θρέμπο το -> το φυτό Micromeria nervosa, έσοπος, ίζοπο ~ θρέμπο (ήμερο) Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Θήρα

θρεφερός -> καλοθρεμμένος ~ θρεφερός Βλάχος 1659, Lange 1708

θρεφητερός -> θρεφερός | θρεπτικός (λόγιο) ~ θρεφητερός Portius 1635, Du Cange 1688, Lange 1708

θρεφιάρικο -> θρεπτικό (λόγιο) ~ θρεφιάρικο Βούρμπιανη

θρεφίζω -> θρέφω ~ θρεφίζω Πόντος

θρεφίκια τα -> τροφεία (λόγιο) ~ θρεφίκκια Βλάχος 1659 | θρεφτίκια Χίος

θρεφτάρι το -> ζώο που το ταΐζουν καλά, για να το σφάξουν | μανάρι | παχύς άνθρωπος ~ θρεφτάρι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Νίσυρος | θρεφτάριν Κάρπαθος, Νίσυρος | θριφτάρ Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Καρδίτσα, Κοζάνη, Τρίκαλα | θριφτάριν Λυκία

θρέφτης -> που ταΐζει, που φέρνει την τροφή ~ θρέφτης Legrand 1882, Βλαστός 1931 | θρεφτής Βλάχος 1659

θρεφτικός -> θρεπτικός (λόγιο) ~ θρεφτικός Germano 1622, Βλάχος 1659, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θρεφτό το -> θρεφτάρι ~ θρεφτό Βλαστός 1931, Κως, Μάνη, Νάξος, Νίσυρος | θρεφτόν Σκαρλάτος 1857, Κύπρος | θριφτό Ίμβρος, Λέσβος, Πιερία, Σάμος

θρεφτός -> θρεμμένος ~ θρεφτός Βεντότης 1790, Ανδριώτης 1983, Λακωνία

θρέφω -> τρέφω | εκτρέφω (λόγιο) | γαλουχώ (λόγιο) | αρχαία ΤΡΕΦΩ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θρέβγω Νίσυρος, Τσακώνικα | θρέβου Πιερία | θρέβω Καππαδοκία, Κέρκυρα, Πόντος | θρέφου Γρεβενά, Καστοριά, Μάνη, Σάμος, Σέρρες | θρέφτω Πόντος | θρέφω Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Λευκάδα, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος | ρθέβω Πόντος | ρθέφτω Πόντος | σέφου Τσακώνικα ~ θρέφομαι Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998, Κρήτη | θρέφουμι Καστοριά ~ μετοχή: θρεμμένος Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709,Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Κρήτη, Κως, Μάνη, Ρόδος | θριμμένους Καστοριά

θρεψερός -> καλοθρεμμένος | καρπερός ~ θρεψερός Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θρεψερή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θρεψερό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θρέψη η -> αρχαία ΘΡΕΨΙΣ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θρέψη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θρέψιμο το -> θρέψη ~ θρέψιμο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη | θρέψιμον Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882 | θρέψμου Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά | σέψιμο Τσακώνικα

θρέω -> τρίβω ~ θρέω Κάρυστος, Κύθηρα

θρηνερός -> θρηνώδης (λόγιο) ~ θρηνερός Βλαστός 1931, Πρωία 1933 ~ θηλυκό: θρηνερή Πρωία 1933 ~ ουδέτερο: θρηνερό Πρωία 1933

θρηνίζω -> θρηνώ ~ θηρνίζω Πόντος | θρηνίζου Μάνη, Σέρρες, Σιάτιστα | θρηνίζω Κύπρος, Πόντος | ρθηνίζω Πόντος ~ θερνίουμαι Πόντος | θρηνίζομαι Μάνη | θρηνίζουμαι Κύπρος | θρηνίζουμι Κοζάνη | θρηνίουμαι Πόντος

θρηνίσκω -> θρηνώ ~ θρηνίσκω Κύπρος

θρηνισμός ο -> θρήνος ~ θρηνισμός Κύπρος

θρηνολόγι -> θρήνος ~ θρηνολόγι Βλαστός 1931

θρηνολογώ -> θρηνώ ~ θζηνογού Τσακώνικα | θρηνολογάω Δημητράκος 1938 θρηνολογώ Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θρήνος ο -> κλάμα, κλάψιμο | μοιρολόι | αρχαία ΘΡΗΝΟΣ, προελληνικό (?) Beekes 2010 ~ θρήνε Τσακώνικα | θρήνος Βλάχος 1659, Somavera 1709,Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, θρήνος ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Θήρα, Κάρπαθος, Μάνη, Πόντος, Ρόδος | θρήνους Καστοριά, Σιάτιστα

θρηνοτράγουδο το -> θρηνητικό τραγούδι ~ θρηνοτράγουδο Δημητράκος 1938

θρηνούριν το -> θρήνος ~ θρηνούριν Κύπρος

θρηνώ -> κλαίω | μοιρολογώ ~ θερνώ Πόντος | θζηνού Τσακώνικα | θρηνού Μάνη | θρηνώ Βλάχος 1659, Somavera 1709,Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Πόντος ~ θρηνιούμι Σιάτιστα | θρηνούμαι Βλάχος 1659, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος

θρησκομάγαζο το -> εκκλησία ~ θρησκομάγαζο Παμπούκης 1988

θρήσκος -> ιδιαίτερα θρησκευόμενος | αρχαία ΘΡΗΣΚΟΣ, προελληνικό (?) Beekes 2010 ~ θρήσκο Τσακώνικα | θρήσκος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Μάνη, Πόντος, Προύσα | θρήσκους Βελβεντό, Καστοριά, Λέσβος ~ θηλυκό: θρήσκ Καστοριά | θρήσκα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος | θρήσκια Προύσα ~ ουδέτερο: θρήσκο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Προύσα | θρήσκου Καστοριά

θριάλιαγκος ο -> το πέτρινο περίφραγμα του αλωνιού ~ θράλκας Ίμβρος | θριάλιαγκος Κύθηρα

θρίβγω -> τρίβω ~ θρίβγω Νίσυρος

θρικριάρι το -> θρινάκι ~ θρικριάρι Somavera 1709

θριμκή η -> ορυμαγδός (λόγιο) ~ θριμκή Λευκάδα

θρινάκι το -> ξύλινο σύνεργο για το λίχνισμα | τρικράνι | τριχάλι | κορπολόι | διχερόνι ~ θερινάτσιν Κύπρος | θερνάκι Κάλυμνος | θερνάτζιν Κύπρος | θερνάτσιν Κύπρος | θρενάκι Χίος | θρινάκι Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βλαστός 1931, Αίγινα, Άνδρος, Ικαρία, Κρήτη, Κως, Ρόδος, Χίος | θρινάκιν Ρόδος ~ θηλυκό: θρινάκη Δημητράκος 1938

θρινακιά η -> κάθε κίνηση λιχνίσματος με το θρινάκι ~ θρινακιά Ρόδος

θρινί το -> θρινάκι ~ θρινί Ρόδος | θρινίν Ρόδος

θρίσσα η -> κάποιο βότανο ~ θρίσσα Βάλληνδας 1887

θρίσσα η -> τα ψάρια Sardinella aurita και Alosa fallax, σαρδελομάνα ~ θρίσσα Σκαρλάτος 1835, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Πόντος | φρίσσα Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος, Σάμος, Σύρος, Χίος ~ ουδέτερο: θρισσίν Πόντος

θριφτή η -> φαγητό από ψιλοτριμμένα κομματάκια ζυμάρι ~ θριφτή Προύσα

 ->

θρίψα η -> παπάρα ~ θρίψα Θεσπρωτία

θριψούρ του -> θρεφτάρι ~ θριψούρ Σάμος

θροΐζομαι -> ζαλίζομαι | ριγώ (λόγιο) ~ θροΐζομαι Αρκαδία, Μεσσηνία

θροΐλα α -> ζαλάδα | φόβος | ρίγος (λόγιο), σύγκρυο ~ θροΐλα Αρκαδία, Μεσσηνία, Τσακώνικα

θροκαλιά η -> τα φυτά Thymelaea tartonraira (βροχίστρα, φινοκολιά) και Thymelaea hirsuta (βλ. θερόκλαλο) ~ θροκαλιά Heldreich 1926, Δημητράκος 1938 | θρουκαλιά Σκύρος

θρολακιό το -> θραβαλικό ~ θρολακιό Ρόδος | θρολακιόν Ρόδος

θρομύλα η -> μεγάλη πέτρα | χοντρή και τεμπέλα ~ θρομύλα Βάλληνδας 1887, Κρήτη, Κύθηρα

θρομύλι -> εξάρτημα της ανέμης ~ θρομύλι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κρήτη, Κύθηρα

θρονί το -> θρόνος | κάθισμα | καρέκλα | αρχαία ΘΡΟΝΟΣ, προελληνικό (?) Beekes 2010 ~ θρονί Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Μάνη, Μύκονος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Τσακώνικα | θρόνι Lange 1708 | θρονίν Κάρπαθος, Κύπρος, Νίσυρος, Ρόδος | θρουνί Λάρισα, Λέσβος, Σαρακατσάνικα, Σκόπελος, Μαγνησία | θρουνίν Λυκία ~ υποκοριστικό: θρονάκι Portius 1635, Βλάχος 1659,Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882

θρονιάζω -> κάθομαι άνετα, χωρίς διάθεση να σηκωθώ | βάζω στο θρόνο (θρονί) ~ θρονιάζου Τσακώνικα | θρονιάζω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Χίος | θρονιάντζω Κάρπαθος | θρουνιάζου Γρεβενά, Λέσβος, Σαρακατσάνικα, Στενήμαχος | θρουνιάνου Λυκία ~ θρονάουμαι Πόντος | θρονιάζομαι Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα, Κύθηρα, Ρόδος, Σύρος | θρονιάζουμαι Βλαστός 1931, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ρόδος | θρουνιάζομαι Βλαστός 1931 | θρουνιάζουμι Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Σέρρες, Στενήμαχος | θρονιασκούμενε Τσακώνικα | στρουνιάζουμι Ιωάννινα ~ μετοχή: θρονιασμένος Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Ακαδημία 2016

θρόνιαση η -> ενθρόνιση (λόγιο) ~ θρόνιαση Κρήτη

θρόνιασμα το -> ενθρόνιση (λόγιο) | κάθισμα ~ θρόνιασμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Σαρακατσάνικα | θρονιάσμα Βλάχος 1659 | θρόνισμαν Λυκία

θρονιασμός -> θρόνιασμα ~ θρονιασμός Somavera 1709

θρονιαστής ο -> που θρονιάζει ~ θρονιαστής Βεντότης 1790, Legrand 1882, Κάρπαθος ~ θηλυκό: θρονιάστρια Κάρπαθος

θρονίζω -> θρονιάζω ~ θρονίζω Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θρουνίζουμαι Ηλεία

θρόνος ο -> το κάθισμα του βασιλιά ή του αρχιερέα | πολυτελές κάθισμα ~ θρόνος Germano 1622, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ιθάκη, Κάλυμνος, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Μάνη, Πόντος

θρος ο -> θρόισμα (λόγιο) | θόρυβος | αρχαία ΘΡΟΣ & ΘΡΟΥΣ, ινδοευρωπαϊκό * dhreu- Beekes 2010 ~ θρος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ήπειρος

θρουβαλιάζω -> θρουβαλίζω ~ θρουαλλιάντζω Κάρπαθος | θρουβαλιάζω Ανδριώτης 1983, Κύθηρα, Χίος

θρουβάλιασμα το -> θρυμμάτισμα | κομμάτιασμα ~ θρουβάλιασμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 | θρουβάλισμα Somavera 1709, Legrand 1882

θρουβαλίζω -> τρίβω | κομματιάζω ~ θρουβαλίζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995Χίος ~ θρουβαλίζομαι Somavera 1709 | θρουβαλίζουμι Λέσβος ~ μετοχή: θρουβαλισμένος Germano 1622, Somavera 1709

θρουβαλίτης ο -> μανιτάρι που κομματιάζεται εύκολα ~ θρουβαλίτης Κρήτη

θρούβαλο το -> θρύψαλο | ψίχουλο | τρίμμα (λόγιο) ~ θρουαλλίν Κάρπαθος | θρούαλλον Κάρπαθος | θρούβαλο Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ικαρία, Κρήτη, Κύθηρα, Χίος | θρούβαλον Germano 1622, Lange 1708, Legrand 1882, Ηπίτης 1908 Μύκονος | θρύβαλου Σάμος θρύβουλο Μύκονος

θρούβω -> θρουβαλίζω ~ θρούβω Κρήτη

θρουλεύω -> θρουβαλίζω ~ θρουλεύω Κύθηρα

θρουλί το -> θρουλίδι ~ θρουλί Κρήτη ~ πληθυντικός: θρουλιά Κρήτη

θρουλίδι το -> κομματάκι | ψίχουλο ~ θρουλίδι Κρήτη

θρουλίζω -> τρίβω | λεπταίνω | κομματιάζω ~ θρουλίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Αμοργός, Κρήτη | θρουλλίντζω Κάλυμνος ~ μετοχή: θρουλισμένος Βλάχος 1659

θρούλισμα το -> λεπτότητα (λόγιο) ~ θρούλλισμα Lange 1708

θρουλώ -> θρουλίζω | θρυμματίζω ~ θρουλώ Κρήτη

θρουμανήθρα η -> κάποιο χόρτο ~ θρουμανήθρα Φθιώτιδα

θρουμμαλιάζω -> θρουλίζω ~ θουρμουλάζω Πόντος | θουρμουλάζω Πόντος | θουρμουλίζω Πόντος | θρουμμαλιάζω Κρήτη | θρουμμουλάζω Πόντος | θρουμμουλίζω Πόντος | θρουμπουλάζω Πόντος | ρθουμουλάζω Πόντος | ρθουμουλίζω Πόντος ~ θρουμμουλίουμαι Πόντος

θρούμμαλο το -> θρύμμα ~ θουρμούλ Πόντος | θρουμμούλ Πόντος | θρούμμαλο Κρήτη | θρουμμούλιν Πόντος | θρουμπούλιν Πόντος | ρθουμουλίζω Πόντος | ρθουμμούλιν Πόντος

θρουμμουλίαμαν το -> θρυμματισμός (λόγιο) ~ θρουμμουλίαμαν Πόντος | χαμουρίαμαν Πόντος | χουμουρίαμαν Πόντος

θρούμπα η -> άκοπο τόπι πανιού | βιλάρι ~ θρούμπα Βλαστός 1931, Σαρακατσάνικα

θρούμπα η -> αντλία (λόγιο), τρόμπα | ανεμορούφουλας | ιταλικό tromba ~ θλούμπα Νίσυρος | θρούμπα Κάρπαθος, Κως, Νίσυρος, Σάμος, Φωκίδα, Χάλκη

θρούμπα η -> ζαρωμένη μαύρη ελιά ~ αδρούππα Κύπρος | αθρούππα Κύπρος | θρούμπα Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αϊβαλί, Ηλεία, Λέσβος, Λευκάδα, Μέγαρα, Μοσχονήσι | θρούπα Χίος ~ ουδέτερο: θρουπί Χίος | θρουπίν Χίος

θρουμπερή η -> τόπος με θρουμπιά (θυμάρια) ~ θρουμπερή Κύπρος

θρουμπέρω -> αντλώ (λόγιο), τρομπάρω [νερά] ~ θρουμπέρω Κάρπαθος

θρουμπί το -> τα φυτό Micromeria graeca (έσαφο, έσοπος), Satureja thymbra, Satureja cuneifolia (μοσχοστουβιά) και Thymbra capitata (γλυμπαριά, θυμάρι, θυμαριά, θυμιό, θύμος, μελιτζίνι, μελτσίνι) ~ γρουμπίν Κύπρος | δρουμπίν Κύπρος | θούμπουρον Πόντος | θρουμ Ιωάννινα | θρουμάριν Κάρπαθος | θρουμπ Σάμος | θρουμπί Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Κέρκυρα | θρούμπι Ηπίτης 1908, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1933Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κύπρος, Νάξος, Νίσυρος, Σύρος, Τσακώνικα | θρούμπιν Κάρπαθος, Κύπρος | θρουμπίν Κάρπαθος | θρύβι Heldreich 1926, Κρήτη | θρύγκι Τσακώνικα | θρύμβι Heldreich 1926, Σίφνος | θρύμπι Λυκία, Πάρος, Τήνος | θρυπ Πάρος | θύμπρι Γεννάδιος 1914 | θύμπιρον Πόντος | θύμπρον Πόντος | θύμπουρον Πόντος | σρύντζι Τσακώνικα | σύγκι Τσακώνικα | σύτζι Τσακώνικα | τρύμπι Λυκία ~ θηλυκό: αθρούμπα Ρόδος | θρούμπα Σκαρλάτος 1835, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Αμοργός, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Μάνη, Νάξος, Χίος | θρούμπη Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Γεννάδιος 1914, Ανδριώτης 1983, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κως, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Νάξος, Σύμη | θρουμπιά Heldreich 1926, Κέρκυρα | θρούπα Χίος | θρύγκη Τσακώνικα | θρύμπα Heldreich 1926, Κάρπαθος, Κρήτη | θρύμπη Heldreich 1926, Θήρα Κύθηρα, Κύμη, Κως, Λυκία, Νίσυρος, Τήνος | θρώμπα Heldreich 1926, Κεφαλονιά | θρώμπη Γεννάδιος 1914 | σρύγκη Τσακώνικα ~ αρσενικό: θρούμπος Δρόπολη, Κύπρος | θρούμπους Λέσβος | θρύμους Ίμβρος | θρύμπος Πόντος, Σαράντα Εκκλησιές | θρύμπους Λέσβος, Στενήμαχος

θρουμπί το -> το πανί του αργαλειού μαζεμένο σε ρολό ~ θρουμπί Ιωάννινα

θρουμπιάζου -> μαζεύω το πανί του αργαλειού σε ρολό ~ θρουμπιάζου Ιωάννινα

θρουμπιάζου -> σκοτώνω ~ θρουμπιάζου Αιτωλοακαρνανία ~ μετοχή: θρουμπιασμένους Αιτωλοακαρνανία

θρούμπιασμα του -> σκοτωμός ~ θρούμπιασμα Αιτωλοακαρνανία

θρουμπίσιος -> γινωμένος πάνω στο δέντρο (για καρπό ελιάς) | θυμαρίσιος ~ θρουμπίσιος Μέγαρα ~ θηλυκό: θρουμπίσια Μέγαρα ~ ουδέτερο: θρουμπίσιο Μέγαρα

θρουμπόμελον το -> μέλι θυμαρίσιο ~ θρουμπόμελον Κάρπαθος

θρουμποπούλης ο -> που πουλάει θρουμπί (θυμάρι) ~ θρουμποπούλης Κύπρος

θρουμπορίγανη η -> το φυτό Hyssopus officinalis ~ θρουμπορίγανη Λευκάδα

θρουμπούκ του -> θρεφτάρι ~ θρουμπούκ Αιτωλοακαρνανία

θρουμποχώραφον το -> χωράφι με θρουμπί (θυμάρι) ~ θρουμποχώραφον Κύπρος

θρουμπώννω -> βάζω θρουμπί (θυμάρι) κάπου ~ θρουμπώννω Ρόδος

θρούνα η -> το φυτό Bellardia trixago, αγριόλυκος, σταρόλυκος, γυαλόχορτο ~ θρούνα Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Σίφνος

θρούπα η -> το φυτό Putoria calabrica ~ θρούπα Δελβίνο

θρούππος ο -> θραύση (λόγιο), σπάσιμο ~ θρούππος Κύπρος

θρουφίτσα η -> η ακμή του προσώπου | καυλόσπυρο ~ θρουφίτσα Σάμος

θρουφούδιν το -> φαγητό που θεωρείται πολύ θρεπτικό ~ θρουφούδιν Πόντος

θροφαντός -> γόνιμος (λόγιο) | εύφορος (λόγιο) | τροφαντός | καλοθρεμμένος | χοντρός ~ δροφαντός Κάρπαθος | θρουφανός Πιερία | θροφανός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Θήρα, Κρήτη, ΜέγαραΠελοπόννησος, Χίος θροφαντός Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Κρήτη, Κως, Νότια Εύβοια, Ρόδος | θρουφαντός Μαγνησία | τρουφανός Πιερία ~ θηλυκό: θροφανή Δημητράκος 1938, Μέγαρα ~ ουδέτερο: θροφανό Δημητράκος 1938, Μέγαρα | θρουφαντό Σάμος | θροφαντό Νίσυρος

θροφάρα η -> γουρούνα, σκρόφα ~ θροφάρα Κύθηρα

θροφάρης -> θρεφτός | οικόσιτος (για ζώο) ~ θροφάρης Βλάχος 1659 ~ ουδέτερο: θροφάρι Μάνη, Ρόδος | θροφάριν Ρόδος

θροφελιαίνω -> ωριμάζω ~ θροφελιαίνω Αρκαδία

θροφερός -> θροφαντός ~ θροφελός Αρκαδία | θροφερός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θροφή η -> πιτυρίδα ~ δροφή Κύπρος | θροφή Κάρπαθος, Κύπρος, Σύμη

θροφή η -> τροφή | θρέψη ~ θροφή Corona Preciosa 1527, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Καστοριά (πόλη), Κέρκυρα, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεγανήσι, Μύκονος, Ρόδος, Τσακώνικα | θρουφή Ιωάννινα, Καστοριά (επαρχία), Μαγνησία, Σαρακατσάνικα ~ πληθυντικός: θρουφές Καστοριά | θροφές Κρήτη | θροφίματα Κρήτη

θροφός η -> κερήθρα ~ θροφός Μέγαρα

θροφός η -> τροφός (λόγιο) | παραμάνα ~ θροφός Βλάχος 1659

θρόφος ο -> ευρωστία (λόγιο) ~ θρόφος Ηλεία

θρύβω -> τρίβω | θρυμματίζω ~ θρύβιω Ρόδος | θρύβγω Καστελλόριζο | θρύβκω Κύπρος | θρύβω Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Πόντος | θρύφτω Πόντος | θύφτω Πόντος | ρθύβω Πόντος | ρθύφτω Πόντος | χρύβιω Ρόδος ~ μετοχή: θρυμμένος Ρόδος

θρυμιάζομαι -> φτερνίζομαι ~ θρυμιάζομαι Ικαρία

θρύμμα το -> θρύψαλο | τρίμμα (λόγιο) | αρχαία ΘΡΥΜΜΑ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010 ~ θρύμα Βλαστός 1931 | θρύμμα Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσσαλονίκη, Λέσβος, Πόντος, Ρόδος, Σέρρες, Στενήμαχος, Χαλκιδική, Χίος | θρύμμαν Λυκία, Πόντος, Ρόδος | θύμμα Πόντος | ρθύμμαν Πόντος | χρύμμα Ρόδος | χρύμμαν Ρόδος ~ θηλυκό: θρύμμα Πόντος

θρυμμαλιάννου -> θρυμματίζω ~ θρυμμαλιάννου Λυκία

θρυμματιάζω -> θρυμματίζω ~ θρυματιάζω Βλαστός 1931

θρυμμάτιασμα -> θρυμμάτισμα ~ θρυμάτιασμα Βλαστός 1931

θρυμματίζω -> σπάω σε μικρά κομμάτια ~ θρυμματίζω Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ μετοχή: θρυμματισμένος, Ακαδημία 2016

θρυμμάτισμα -> κομματιάζω ~ θρυμμάτισμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998 ~ θρυμματίζομαι ΑΠΘ 1998

θρυμμούδα η -> θρύμμα ~ θρυμμούδα Χαλκιδική

θρύμσα τα -> ξερά χόρτα και φύλλα ~ θρύμσα Πόντος

θρύος ο -> αρχαία ΘΡΥΟΝ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010, το φυτό δεματιά ή δεματόχορτο ή μαχαιρίδι ή βούτημα ~ θρύος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θρυψαλιάζω -> θρυμματίζω ~ θρουψαλιάζω Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Χαλκιδική | θρυψαλιάζω ΑΠΘ 1998Κριαράς 1995

θρύψαλο το -> μικρό κομμάτι από κάτι σπασμένο ~ θρούβαλο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θρούψαλο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | θρούψαλου Λέσβος | θρύφουλο Κως | θρύψαλο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ηλεία, Ήπειρος, Θήρα, Κορινθία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νάξος | θρύψαλον Κάρπαθος | θρύψιαλο Αρκαδία, Ηλεία | τρίψαλο Ηλεία, Λευκάδα, Μεγανήσι, Πάργα | τρίψαλου Τρίκαλα

θρύψιμον το -> τρίψιμο ~ θρύψιμον Πόντος | ρθύψιμον Πόντος

θρω -> θρυμματίζω | κομματιάζω | τρίβω ~ θρύω Πάρος, Σύρος, Χίος | θρω Βλαστός 1931, Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι

θρωπάρι -> ασημένιο ή χρυσό ανάθημα που έχει χαραγμένο πάνω τη μορφή του θεραπευμένου ανθρώπου ~ θρωπάρι Κεφαλονιά, Κύθηρα | τρωπάρι Κέρκυρα

θυγατέρα η -> κόρη | αρχαία ΘΥΓΑΤΗΡ, ινδοευρωπαϊκό *dhugh2-ter- Beekes 2010 | Buck List: 2.42, daughter ~ γυατέρα Απουλία | δαχατέρα Πόντος | δυγατέρα Βοιωτία | δυχατέρα Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Καλαβρία, Καρδίτσα, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Μύκονος | θαατέρα Πόντος | θαγατέρα Πόντος | θγατέρα Θράκη, Λέσβος, Χαλκιδική | θεατέρα Νίσυρος |θεγατέρα Thumb 1912, Ζάκυνθος, Μύκονος, Πόντος | θυατέρα Ηπίτης 1908, Αμοργός, Άνδρος, Θήρα, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κύθνος, Λευκάδα, Μαθράκι, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Πάρος, Σίφνος | θυγατέρα Portius 1635, Meursius 1614, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Βιθυνία, Βουρλά, Γρεβενά, Δρόπολη, Εύβοια, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ημαθία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Λέρος, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος, Σέρρες, Σινώπη, Σκύρος, Τρίκαλα, Χίος | θύγου Ιωάννινα | θύγω Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πωγώνι | θυχατέρα Καλαβρία | κυατέρα Απουλία | χυατέρα Απουλία ~ υποκοριστικό: γυατερέντα Απουλία | θαγατερίτζα Πόντος | θυγατερίτζα Πόντος | θυγατεροπούλα Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709 | κυατερέντα Απουλία | χυατερέντα Απουλία

θύε το -> δυνατός κρύος αέρας ~ θύε Τσακώνικα

θυλάκι το -> ασκί | θήκη | σακούλα ~ θελάκιν Κάρπαθος | θυλάκ Πόντος | θυλάκι Ικαρία, Κάσος, Κρήτη, Κύπρος | θυλάκιν Κάρπαθος, Πόντος | θυλάτζιν Κύπρος | θυλάτσιν Κύπρος | σουλάτσι Μάνη, Τσακώνικα | φυλάκι Κρήτη

θυλακομυζήθρα η -> μυζήθρα στο θυλάκι ~ θυλακομυζήθρα Κρήτη | φυλακομυζήθρα Κρήτη

θυλακούρι -> ασκί, μπότσα | τσαμπούνα | τουλούμι | σακούλι ~ θυακούρι Νάξος | θυλακούρι Βλαστός 1931, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος | θυλακούριν Νίσυρος | θυλιακούρι Μέγαρα ~ θηλυκό: θυλακούρα Ηπίτης 1908

θυλακώνω -> τσεπώνω | εγκολπώνω (λόγιο) ~ θυλακώννω Κάρπαθος

θυλλιάζω -> μπολιάζω, κεντρώνω ~ θυλλιάζω Δημητράκος 1938 | φυλλιάζω Δημητράκος 1938

θύλλιασμα το -> μπόλιασμα, κέντρωμα ~ θύλλιασμα Δημητράκος 1938 | φύλλιασμα Δημητράκος 1938

θύμα το -> σφάξιμο ~ θύμα Τσακώνικα

θυμάδα η -> θύμωμα | πυράδα, κόρωμα | ξινίλα ~ θυμάα Κύπρος | θυμάδα Βλαστός 1931, Κύπρος ~ ουδέτερο: θυμέδιν Κύπρος | θυμέτιν Κύπρος

θυμαίνομαι -> θυμάμαι ~ θυμαίνομαι Δελβίνο

θυμαίνω -> θυμώνω ~ θυμαίνω Χίος θμαίνου Ίμβρος

θυμάμαι -> ενθυμούμαι (λόγιο) | αντίθετο: ξεχνώ | Buck List: 17.31, remember ~ αθθυμούμαι Κύπρος | θθυμούμαι Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος | θμαι Πάρος | θμάμι Λέσβος | θυμάμαι Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πελοπόννησος | θυμούμαι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ζάκυνθος, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη, Νάξος, Πόντος | θμιούμι Ιωάννινα | θμούμι Γρεβενά, Θράκη, Ίμβρος, Καστοριά, Λέσβος, Πιερία, Σαμοθράκη, Σέρρες, Στενήμαχος, Χαλκιδική | θμώμι Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σκόπελος | ττυμούμαι Κύπρος, Ρόδος

θυμάμαι -> καυλώνω ~ θυμάμαι Άνδρος, Μύκονος

θυμανάς -> χαζός ~ θυμανάς Σάμος

θυμαράκι το -> το φυτό Lavandula stoechas, αγριολεβάντα, βάϊα, βαϊά, καραμπάς, λαμπρή, λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, λεβάντα, λιβανάκι, μαυροκεφάλι, μαυροκέφαλο, μυροφόρα, φλασκομούνι, χαμολίβανο ~ θυμαράκι Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Σπάρτη

θυμαράκια τα -> νεκροταφείο (λόγιο) ~ θυμαράκια ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θυμαράκια τα -> το νεκροταφείο ~ θυμαράκια ΑΠΘ 1998

θυμαρέα η -> σκούπισμα με θυμάρι (η κάθε κίνηση) ~ θυμαρέα Μέγαρα

θυμαρές ο -> τόπος με πολλά θυμάρια ~ θυμαρές Κρήτη

θυμάρι το -> το φυτό Thymbra capitata (γλυμπαριά, γρουμπί, δρούμπος, θρούμπα, θρούμπη, θρούμπι, θρουμπί, θρουμπιά, θρώμπη, ματερίνα, μελιτζίνι, μελτσίνι) | αρχαία ΘΥΜΟΝ, προελληνικό (?) Beekes 2010 ~ θμάρ Λήμνος, Σάμος | θομάρ Πόντος | θομάριν Πόντος | θυμάζι Τσακώνικα | θυμάρι Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Μέγαρα, Μεσσηνία | θυμιό Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Πάρος, Τσακώνικα | θύμιρον Πόντος ~ θηλυκό: θύμαρη Πόντος | θυμαριά Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά ~ αρσενικό: θύμος Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Κρήτη, Κύθηρα ~ υποκοριστικό: αθμαρέλ Λήμνος | θμαρέλ Λήμνος | θυμαράκι Κριαράς 1995ΑΠΘ 1998

θυμαριά η -> τόπος γεμάτο θυμάρια ~ θυμαριά Δημητράκος 1938 ~ αρσενικό: θμαριάς Σάμος

θυμαρίσιος -> με άρωμα θυμαριού ~ θυμαρίσιος Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | θυμαρίσος Κρήτη ~ θηλυκό: θυμαρίσια Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: θυμαρίσιο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θυμαρίτης ο -> είδος μανιταριού ~ θυμαρίτης Χίος

θυμαρωτό το -> τόπος με μερικά θυμάρια ~ θυμαρωτό Κρήτη

θυμασμένος -> πυρωμένος, κορωμένος ~ θυμασμένος Βλαστός 1931 | θυμισμένος Βλαστός 1931

θύματα τα -> μικρά πρηξίματα κάτω από το σαγόνι ~ θύματα Σέρρες

θυμάω -> θυμίζω ~ θυμάω Δημητράκος 1938 | θυμώ Δημητράκος 1938

θυμές ο -> τόπος με πολλά θυμάρια ~ θυμές Κρήτη | θυμιές Πάρος

θύμεψη η -> ενθύμηση (λόγιο) ~ θύμεψη Πόντος

θυμή η -> ενθύμηση (λόγιο) ~ θυμή Ηπίτης 1908, Πόντος

θύμημα -> θυμητάρι | ενθύμηση (λόγιο) | μνεία (λόγιο) ~ θύνημα Τσακώνικα | θύμημα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931 ~ θύμησμα Βλάχος 1659, Somavera 1709

θύμηση η -> μνήμη (λόγιο) | ενθύμιο (λόγιο) ~ αθθύμηση Κύπρος | θύνηση Τσακώνικα | θύμηση Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Μάνη | θύμησι Thumb 1912 | θυμς Γρεβενά, Καστοριά

θυμησιά η -> θύμηση ~ θυμησιά Βλαστός 1931 ~ πληθυντικός: θυμσιές Ιωάννινα

θυμησιάρης -> που έχει καλό θυμητικό | μνήμων (λόγιο) ~ θυμησιάρης Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709 | θυμισιάρης Lange 1708 ~ θηλυκό: θυμησαριά Germano 1622, Somavera 1709

θυμησιάρικος -> θυμησιάρης ~ θυμησιάρικος Somavera 1709

θυμησουλιά η -> θύμηση ~ θυμησουλιά Φούρνοι

θυμητάρι το -> ενθύμιο (λόγιο) | αναμνηστικό (λόγιο) ~ αθθυμητούριν Κύπρος | θυμητάρι Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995 | θυμητήρι Lange 1708

θυμητικό το -> μνήμη (λόγιο) | αναμνηστικό (λόγιο) ~ αθθυμητικόν Κύπρος | θθυμητικό Ρόδος | θθυμητικόν Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος | θμητκό Ίμβρος, Λήμνος, Στενήμαχος | θμτκό Πάρος | θυνητικό Τσακώνικα | θυμιστικόν Κάρπαθος, Πόντος | θυμητικό Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Άνδρος, Δελβίνο, Επτάνησα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κάρυστος, Κέρκυρα, Κορινθία, Κύθηρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Νάξος | θυμητικόν Βεντότης 1790, Legrand 1882, Λυκία | θυμητκό Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λάρισα, Μαγνησία, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Τρίκαλα | ττυμητικό Ρόδος | ττυμητικόν Ρόδος ~ θηλυκό: θυμητική Θεσπρωτία

θυμητικός -> ενθυμητικός (λόγιο) | μνημονευτός (λόγιο) ~ θυμητικός Germano 1622, Somavera 1709, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: θυμητική Somavera 1709, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: θυμητικό Δημητράκος 1938 | θυμητικόν Πόντος

θυμιάζω -> θυμιατίζω | αρχαία ΘΥΜΙΑΩ, ινδοευρωπαϊκό *dheuH- Beekes 2010 ~ θμιάζου Αϊβαλί, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι θυμάζω Πόντος, Τσακώνικα | θυμνάζω Πόντος | θυμνιάζου Μάνη, Σαμοθράκη, Σέρρες | θυμιάζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Μήλος, Ρόδος, Χάλκη, Τσακώνικα | θυμιάζζω Κως | θυμιάντζω Κάρπαθος | θυμιάνου Λυκία ~ θυμιάζομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: θυμιασμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790

θυμιάμα το -> θυμίαμα (λόγιο) | λιβάνι ~ θυμάμα Πόντος | θυμάμαν Πόντος | θυμγιάμα Καστοριά | θυμιάμα Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Καππαδοκία, Καστοριά (πόλη), Κοζάνη, Μαγνησία, Πιερία, Σέρρες, Χιμάρα | θυμίαμαν Πόντος | θυμίωμαν Πόντος | θμιάμα Ιωάννινα | θυμνιάμα Βελβεντό, Γρεβενά, Θράκη, Καστοριά, Κοζάνη, Προύσα, Σέρρες | θύμνιαμα Πιερία

θυμιανά τα -> θυμαρές | θυμές ~ θυμιανά Κρήτη

θυμιάννου -> θυμιατίζω ~ θυμιάννου Λυκία

θύμιασμα -> θυμιάτισμα ~ θύμιασμα Σκαρλάτος 1835, Κριαράς 1995, Ρόδος, Σέρρες | θύμιασμαν Ρόδος

θυμιαστικό το -> για δώρο που δίνεται αφού πρώτα το έχουν λιβανίσει με το θυμιατό (καθώς πιστεύουν πως έτσι συγχωρούνται οι ψυχές των νεκρών) ~ θυμιαστικό Κρήτη

θυμιατέα η -> η μυρουδιά του θυμιάματος ~ θυμιατέα Πόντος

θυμιατερό το -> θυμιατό ~ θυμιατερό Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 | θυμιατερόν Somavera 1709, Σκαρλάτος 1857

θυμιατή η -> γυναικεία ποδιά με πολλά σχέδια ~ θυμιατή Σουφλί

θυμιατήρι το -> θυμιατό ~ θυμιαστήρι Κάλυμνος, Χάλκη | θυμιατήρ Αιτωλοακαρνανία, Σέρρες | θυμιατήρι Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θυμνιαστήρ Λέσβος | θυμνιατήρ Σέρρες ~ θηλυκό: θυμιατήρα Κοζάνη | θημιαστήρα Ρόδος

θυμιατίζω -> λιβανίζω ~ θυμγιατίζου Καστοριά | θυμιατίζου Λυκία | θυμιατίζω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος | θυμνιατίζου Βελβεντό, Καστοριά, Μάνη, Πιερία, Σέρρες | θυμιατσίζου Σιάτιστα | θυνιακίχου Τσακώνικα | θυνιατίζου Τσακώνικα | θυνιατίζω Κύπρος ~ θυμιατίζομαι ΑΠΘ 1998 | θυμνιατίζουμι Καστοριά

θυμιάτισμα το -> λιβάνισμα ~ θυμγιάτσμα Καστοριά | θυμιάτισμα Βλαστός 1931, Κριαράς 1995 ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θυμνιάτσμα Καστοριά, Σέρρες, Σιάτιστα

θυμιατό -> θυμιατό | λιβανιστήρι ~ θυμαντό Πόντος | θυμαντόν Πόντος | θυματέ Τσακώνικα | θυμιατέ Τσακώνικα | θυμιατό Corona Preciosa 1527, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθνος, Λακωνία, Νάξος | θυμιατόν Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Αχαΐα, Κάρπαθος | θυμνιατό Λέσβος, Μάνη, Πιερία, Σέρρες ~ αρσενικό: θυμαντός Πόντος | θυμγιατός Καστοριά | θυμιατός Ανατολική Θράκη, Ήπειρος, Καστοριά, Κύπρος, Πόντος, Ρόδος, Φιλιππούπολη | θυμνιατός Βελβεντό, Γρεβενά, Καστοριά, Σαράντα Εκκλησιές, Σέρρες | θυνιατέ Τσακώνικα | θυνιατός Κύπρος | φυμιατός Κύπρος | φυννιατός Κύπρος ~ υποκοριστικό: θυμνιατούλ του Πιερία

θυμιάτορας ο -> που φτιάχνει και πουλάει θυμιατά ~ θυμιάτορας Κάρπαθος

θυμιατός ο -> κόλακας ~ θυμιατός Καπετανάκης 1962

θυμιατούρα η -> θυμιατό ~ θυμιατούρα Κύθηρα | θυμιαστούρα Κύθηρα ~ ουδέτερο: θυμιατούρ Σάμος | θυμιατούριν Λυκία

θυμιατώ -> θυμιατίζω ~ θυμιατώ Φθιώτιδα | θυμνιατώ Πιερία

θυμιέμαι -> θυμάμαι ~ θυμιέμαι Δελβίνο

θυμίζομαι -> θυμάμαι ~ θυμίζομαι ΚύθηραΝάξος

θυμίζω -> ενθυμίζω (λόγιο) | μνημονεύω (λόγιο) ~ αθθυμίζω Κύπρος | θθυμίζω Κύπρος | θυμίζου Μάνη | θυμίζω Germano 1622, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Πόντος, Τσακώνικα | θυμίχου Τσακώνικα | θυνίχου Τσακώνικα ~ θυμίζομαι Μάνη | θυμισκόμνε Τσακώνικα | θυμούμενε Τσακώνικα ~ μετοχή: θυμισμένος Βλαστός 1931

θυμίζω -> θέλω βάτεμα (για θηλυκά γιδοπρόβατα) ~ θθυμίζω Ρόδος | θμίζου Λέσβος, Σάμος | θυμίζω Κρήτη, Χίος | ττυμίζω Ρόδος

θυμιόμαι -> θυμάμαι ~ θυμιόμαι Δελβίνο

θύμιον το -> ενθύμιο (λόγιο) ~ θύμιον Κύπρος

θυμιστικός -> αείμνηστος (λόγιο) ~ θυμιστικός Βλάχος 1659

θυμνιαρό -> θυμαρίσιο ~ θυμνιαρό Πάρος

θύμνιω η -> ενθύμηση (λόγιο) ~ θύμνιω Μάνη

θυμνιώμαι -> αφήνω ανάμνηση ~ θυμνιώμαι Μάνη

θυμοθκιά η -> θυμός ~ θυμοδκιά Κύπρος | θυμοθκιά Κύπρος

θυμοθκιάζουμαι -> θυμώνω ~ θυμοδκιάζουμαι Κύπρος | θυμοθκιάζουμαι Κύπρος ~ μετοχή: θυμοδκιασμένος Κύπρος | θυμοθκιασμένος Κύπρος

θυμόκουρο το -> κάποιος θάμνος ~ θυμόκουρο Μάνη

θυμοκουρόγειο το -> τόπος που έχει πολλά θυμόκουρα ~ θυμόκουρόγειο Μάνη

θυμός ο -> οργή (λόγιο) | φούρκα | αραθυμιά | αρχαία ΘΥΜΟΣ, ινδοευρωπαϊκό *dhuH-mo- Beekes 2010 | Buck List: 16.42, anger ~ θμος Λήμνος | θυμό Τσακώνικα | θυμός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάρπαθος, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύθνος, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λευκάδα, Λυκία, Μάνη, Μεσσηνία, Νίσυρος, Νάξος, Παξοί, Πόντος, Ρόδος, Σουφλί, Τήνος, Χίος

θυμός ο -> το βράσιμο του μούστου (και η μυρουδιά που βγάζει) ~ θυμός Θήρα, Κρήτη, Πελοπόννησος

θυμώ -> θυμίζω ~ θυμώ Πιερία

θυμώζος -> θυμωνιάρης ~ θυμώζος Κύθηρα ~ θηλυκό: θυμώζα Κύθηρα ~ ουδέτερο: θυμώζο Κύθηρα

θύμωμα το -> θυμός | μόλυνση πληγής ~ θύμουμα Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καστοριά | θύμωμα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Θεσπρωτία, Μεσσηνία, Ρόδος | θύμωμαν Ρόδος

θυμώμαι -> θέλω βάτεμα (για ζώα) ~ θυμώμαι Κύθηρα

θυμωμένος -> οργισμένος | φουρκισμένος | αραθυμένος ~ θυμομένος Corona Preciosa 1527 | θυμωμένος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αχαΐα, Επτάνησα, Καστελλόριζο, Κύπρος, Μάνη, Φολέγανδρος | θυμουμένους Καστοριά ~ θηλυκό: θυμωμένη Somavera 1709, Βεντότης 1790, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: θυμωμένο ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: θυμωμένα Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

θυμωνιάρης -> οξύθυμος (λόγιο) ~ θυμουνιάρης Λυκία | θυμωνιάρης Βλαστός 1931

θυμώνω -> βράζω (για το μούστο στο βαρέλι) ~ θυμώνω Κύθηρα ~ μετοχή: θυμωμένος Κρήτη

θυμώνω -> οργίζω (λόγιο) | φουρκίζω ~ θμώνου Λέσβος, Λήμνος, Σέρρες | θυμώνου Καρδίτσα, Καστοριά, Πιερία | θυμόνω Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882 | θυμούκου Τσακώνικα | θυμώνου Μαγνησία, Χαλκιδική | θυμώννου Λυκία | θυμώννω Κάρπαθος, Κως, Ρόδος | θυμώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κύθηρα, Κύπρος, Πάρος, Πόντος, Τσακώνικα ~ θυμώνομαι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659 | θυμώννουμαι Κύπρος | θυμοχόμνε Τσακώνικα

θύμωση η -> φλόγωση (λόγιο) ~ θύμωση Ζάκυνθος

θυμωτής -> θυμωμένος | αράθυμος | φουσκωτής ~ θυμώδη Τσακώνικα | θυμώτζης Πόντος | θυμώτη Τσακώνικα | θυμωτής Germano 1622, Somavera 1709, Legrand 1882, Κάρπαθος | θυμώτης Πόντος | θυμωτός Αρκαδία, Καστοριά (πόλη) | θμωτς Σάμος ~ θηλυκό: θυμώδισσα Τσακώνικα | θυμωτή Αρκαδία | θυμώτιτσα Κάρπαθος | θυμώτρα Somavera 1709, Legrand 1882 | θυμώτρια Germano 1622, Somavera 1709 ~ ουδέτεροθυμωτό Αρκαδία ~ επίρρημα: θυμωτά Κύπρος

θυμωτιάρης -> αγριόψυχος | θηριώδης (λόγιο) | οργίλος (λόγιο) ~ θυμωδκιάρης Κύπρος | θυμωθκιάρης Κύπρος | θυμωτάρης Κύπρος | θυμωσιάρης Κύπρος | θυμοτιάρης Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708 | θυμωσιάρης Αρκαδία | θηλυκό: θυμωσιάρα Αρκαδία ~ ουδέτερο: θυμωσιάρικο Αρκαδία ~ πληθυντικός: θυμοτιάριδες Meursius 1614

θυννί το -> το μέρος στη θάλασσα όπου ψαρεύουν θυννιά ~ θυννί Τσακώνικα

θυννιό το -> το ψάρι Thunnus thynnus, τόνος | αρχαία ΘΥΝΝΟΣ, προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ θυννιό Βλαστός 1931 | θυννιότσιχο Τσακώνικα

θύου -> σφάζω | θυσιάζομαι (λόγιο) | αρχαία ΘΥΩ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010 ~ θύου Τσακώνικα

θυρία η -> η φωλιά της κότας ~ θυρία Χάλκη ~ υποκοριστικό: θυριάκι Χάλκη

θυριάκι το -> παραθυράκι στον τοίχο του ανεμόμυλου ~ θυριάκι Χάλκη

θύρα η -> πόρτα | η λέξη «θύρα» θεωρείται λόγια, έχει ωστόσο διασωθεί και σαν διαλεκτική | αρχαία ΘΥΡΑ, ινδοευρωπαϊκό *dhuer- Beekes 2010 ~ θύρα Αργολίδα, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία, Σουφλί, Χιμάρα ~ ουδέτερο: θύρι Καππαδοκία | θύριν Πόντος

θυρί το -> πέτρινη κυψέλη ~ θυρί Ρόδος | θυρίν Ρόδος ~ πληθυντικός: θυρίδια Ρόδος | θυρίρκια Ρόδος

θυρίδα η -> μικρό άνοιγμα σε τοίχο | κόγχη (λόγιο) | φεγγίτης | φανέστρα ~ | θετίρα Καππαδοκία | θερίδα Κύθηρα, Κύθνος, Μάνη, Νάξος | θιουσίδα Τσακώνικα | θυρία Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος | θουζίδα Τσακώνικα | θουρζίδα Τσακώνικα | θουρίδα Άνδρος, Αρκαδία, Ιωάννινα, Τσακώνικα | θυράδι Ικαρία | θυρίδα Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Αρκαδία, Καλαβρία, Κοζάνη, Κρήτη, Κύπρος, Λέσβος, Λυκία, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Φολέγανδρος, Χίος | θρίδα Ιωάννινα | σουζίδα Τσακώνικα | τυρίντα Απουλία | τυρίτα Απουλία | φυρίδα Κύθηρα ~ ουδέτερο: θυρίν Κάρπαθος ~ υποκοριστικό: τυριντέντα Απουλία

θυροκάρφι το -> το μεταλλικό καρφί πάνω στο οποίο χτυπάει το ρόπτρο της πόρτας ~ θυροκάρφι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931 ~ πληθυντικός: θυροκάρφια Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708

θυρόξυλα τα -> παραστάδες ~ Ηπίτης 1908, Ήπειρος

θυροπούλα η -> πορτοπούλα, παραπόρτι | παράθυρο ~ θυροπούλα Πωγώνι

θυροστόμια τα -> τα τέσσερα χοντρά ξύλα ή αγκωνάρια που αποτελούν το κούφωμα της πόρτας ~ θυροστόμια Ηπίτης 1908 | θυρουστόμια Ήπειρος | θυρουστόμνια Καστοριά

θυροστρόγκι το -> πέτρα δίπλα στην πόρτα της στρούγκας, όπου κάθεται ο βοσκός και αρμέγει ένα-ένα τα πρόβατα που μπαίνουν μέσα ~ θυροστρόγκι Πωγώνι | θυροστρούγκι Δελβίνο

θυρουστουμνιάζου -> κλειδοστομιάζω (δεν έχω όρεξη να φάω) ~ θυρουστουμνιάζου Σάμος

θυρόφυλλο -> το κινητό κομμάτι της πόρτας ~ θυρόφυλλο Βλαστός 1931, Κριαράς 1995 | θυρόφυλλον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882

θύρωμαν το -> κούφωμα πόρτας | πορτωσιά ~ θύρωμαν Κύπρος

θυρώνω -> συνταιριάζω πράγματα | βάζω πόρτες ~ θρώνου Μαγνησία | θυρώνω Κρήτη | θυρώννω Κύπρος

θώπεκας ο -> το θηλαστικό Canis aureus, τσακάλι | αρχαία ΘΩΣ & ΘΩΟΣ, προελληνικό (?) Beekes 2010 ~ θέπεκας Πόντος | θώπεκας Πόντος | θωπέκης Πόντος

θώρεμα -> θωριά ~ θούρεμα Κρήτη | θώραμα Τσακώνικα | θώρεμα Βλάχος 1659, Κρήτη

θωρέματα τα -> εμμηνόρροια (λόγιο) ~ θωρέματα Πόντος

θωρεμένος -> ορατός (λόγιο) ~ θωρεμένος Βλάχος 1659

θωρετής -> θεατής (λόγιο) ~ θωρετής Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709 ~ θηλυκό: θωρέτρια Somavera 1709

θωρετός -> αξιοθέατος (λόγιο) ~ θωρετός Lange 1708, Somavera 1709

θώρημα -> ματιά | αυτό που βλέπει κάποιος ~ θώρημα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

θωρήννω -> θωρά ~ θωρήννω Κύπρος

θωρητός -> παρατηρητός (λόγιο) ~ θωρητός Βλαστός 1931

θωριά η -> όψη (λόγιο) | παρουσιαστικό (λόγιο) | κοίταγμα | ματιά | θέαμα (λόγιο) ~ θεωζία Τσακώνικα | θεωρή Μάνη | θεωρία Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κρήτη, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα | θιουρία Ιωάννινα | θοργιά Du Cange 1688 | θουριά Βιθυνία, Δαρδανέλια, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λυκία, Ρόδος, Σαμοθράκη, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Χαλκιδική | θωζία Τσακώνικα | θωϊριά Μάνη | θωργιά Βλάχος 1659, Lange 1708 | θωρέα Κύθηρα, Πόντος, Τσακώνικα | θωριά Germano 1622, Portius 1635, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Επτάνησα, Ηλεία, Κρήτη, Κως, Λακωνία, Νότια Εύβοια, Νίσυρος, Πάρος, Ρόδος, Σίφνος | θωρία Κάρπαθος, Κύπρος | θωρκά Κύπρος ~ ουδέτερο: θεωρί Μάνη | θώρι Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933 | θώριν Κάρπαθος ~ αρσενικό: θώρους Λέσβος ~ πληθυντικός θώρη (τα) Κρήτη | θώρια Χαλκιδική

θωριάζω -> χρωματίζω (λόγιο) ~ θωριάζω Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θωριακός ο -> εμφανίσιμος άνθρωπος | νόστιμος ~ θωριακός Somavera 1709, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θώριασμα το -> καλό ταίριασμα χρωμάτων ~ θώριασμα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

θωρίζω -> ξεθωριάζω ~ θωρίζω Πόντος

θωρώ -> κοιτάζω | βλέπω | αρχαία ΘΕΩΡΩ, προελληνικό Beekes 2010 ~ θεωρώ Κύπρος, Τσακώνικα | θουρώ Δαρδανέλια, Λέσβος, Λήμνος, Χαλκιδική | θουρού Λυκία | θωρού Μάνη | θωρώ Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Καλαβρία, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύθνος, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Νάξος, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη, Χίος | ετωρώ Απουλία | ιτουρώ Απουλία | ιτωρώ Απουλία | τουρώ Απουλία | τωρώ Απουλία, Μύκονος | χωρώ Καλαβρία, Κύπρος, Ρόδος ~ θωριούμαι Πρωία 1933 | θωρούμαι Βλάχος 1659, Somavera 1709, Καλαβρία | τωρίομαι Απουλία ~ μετοχή: τωρημμένο Απουλία

θώσμα το -> ξάπλωμα | βάλσιμο ~ θώσμα Κάρπαθος

θώχτρουσα η -> το μέρος στο στάβλο που κοιμούνται τα μεγάλα ζώα ~ θώχτρουσα Κάρπαθος