Λέξεις που αρχίζουν από ζ

 

Λέξεις που αρχίζουν από ζ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2016-2017

 

 



 

Πηγές - Βιβλιογραφία

 

1527 | Stefano da Sabio | Εισαγωγή νέα επιγραφομένη  Στέφανος Τίμιος ~ Introduttorio nuovo intitolato Corona Preciosa | Venetiis 

1614 | Johannes Meursius | Glossarium Graeco-Barbarum | Lugdunum Batavorum

1622 | Girolamo Germano | Vocabolario Italiano et Greco | Roma

1635 | Simon Portius | Λεξικόν λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν - Dictionarium Latinum, Graeco-barbarum et litterale | Parisiorum

1659 | Γεράσιμος Βλάχος | Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος - Thesaurus encyclopaedicae basis quadrilinguis | Venetiis

1688 | Du Cange | Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis (2 τόμοι) | Lugduni

1708 | Johann Michael Lange | Philologiae Barbaro-Graecae | Noribergae

1709 | Alessio da Somavera | Θησαυρός της Ρωμαίκης και της Φράγκικης γλώσσας - Tesoro della lingua Greco-Volgare ed Italiana | Parigi

1790 | Γεώργιος Βεντότης | Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου | Βιέννη

1835 | Δημήτριος Σκαρλάτος ο Βυζάντιος | Λεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής διαλέκτου | Αθήναι

1860 | Arnoldus Passow | Τραγούδια Ρωμαίικα - Popularia carmina Graeciae recentioris | Lipsiae

1866 | Ιωάννης Πρωτοδίκης | Ιδιωτικά της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης | Σμύρνη

1869 | Νέστωρ Ξυδιάς | Συλλογή λέξεων εν χρήσει εν τε Αιγύλη και Κρήτη [Πανδώρα τεύχη 464-473] | Αθήναι

1870 | Franz Miklosich | Die slawischen Elemente im Neugriechischen | Wien

1874 | Δημοσθένης Χαβιαράς | Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη [Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’] | Κωνσταντινούπολις

1874 | Ηλίας Τσιτσέλης | Γλωσσάριον Κεφαλονιάς | Αθήναι

1876 | Νικόλαος Πεταλάς | Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της Θηραϊκής γλώσσης | Αθήναι

1879 | Στέφανος Κλων | Γλωσσάριον Σύρου [Bulletin de correspondance hellenique, τεύχος 3, σελ. 20-29] |  

1882 | Emile Legrand | Nouveau dictionnaire grec moderne-francais | Paris

1882 | Αντώνιος Βάλληνδας | Κυθνιακά | Ερμούπολις

1884 | Franz Miklosich | Die türkischen Elemente in den südost- und osteuropäischen Sprachen | Wien

1884 | Μ. Μουσαίος | Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβησιανής διαλέκτου | Αθήναι

1884 | Φίπιππος Ιωάννου, Λ. Παλάσκας, Α. Κουμελάς | Ονοματολόγιον Ναυτικόν | Αθήναι

1885 | Παύλος Καρολίδης | Γλωσσάριον συγκριτικόν ελληνοκαππαδοκικών λέξεων | Σμύρνη

1887 | Αντώνιος Βάλληνδας | Πάρεργα φιλολογικά πονήματα – ιδιωματισμοί ήτοι συλλογή λέξεων εκ της ζώσης γλώσσης Κυθνίων, Τηνίων, Μεγαρέων, Κυπρίων κλπ. | Ερμούπολις

1887 | Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος | Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου | Πάτρα

1888 | Αλέξανδρος Πασπάτης | Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα | Αθήναι

1888 | Νικόλαος Φαρδύς | Ύλη και σκαρίφημα ιστορίας της εν Κορσικής Ελληνικής αποικίας, μετά συλλογής Καρυατικών τραγουδιών και συλλογής Καρυατικών λέξεων | Αθήναι

1889 | Σωκράτης Κρινόπουλος | Τα Φερτάκαινα υπό εθνολογικήν και φιλολογικήν έποψην εξεταζόμενα | Αθήναι

1891 | Αθανάσιος Σακελλαρίου | Τα Κυπριακά, τόμος δεύτερος: Η εν Κύπρω γλώσσα | Αθήναι

1891 | Albert Thumb | Μελέτη περί της σημερινής εν Αιγίνη λαλουμένης διαλέκτου [Αθηνά, τόμος τρίτος, σελ. 95-128] | Αθήναι

1892 | Ευθύμιος Μπουντώνας | Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού | Αθήναι

1893 | Επαμεινώνδας Σταματιάδης | Ικαριακά | Σάμος

1894 | Αστέριος Γούσιος | Η κατά το Παγγαίον χώρα Λακκοβηκίων | Λειψία

1894 -1895 | Gustav Meyer | Neugriechische Studien (3 τόμοι) | Wien

1895 | Συμεών Φαρασόπουλος | Τα Σύλατα | Αθήναι

1899 | Αρχέλαος Σαραντίδης | Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού | Αθήναι

1903 | Σπυρίδων Αναγνώστου | Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών | Αθήναι

1903 | Dirk Christiaan Hesseling | Les Mots maritimes empruntés |

par le Grec aux langues romanes | Amsterdam |  |

1905 | Σταμάτιος Ψάλτης | Θρακική ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως των Σαράντα Εκκλησιών | Αθήναι

1905 | Paul Kretschmer | Der Heutige Lesbische Dialekt | Wien

1908 | Karl Dieterich | Sprache und Volksuberlieferungen der sudlichen Sporaden im Vergleich mit denen der ubrigen Inseln des agaischen Meeres | Wien

1908 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος πρώτος (Α-Ι) | Αθήναι

1908 | Φαίδων Κουκουλές | Οινουντιακά – μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος | Χανιά

1909 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος δεύτερος (Κ-Π) | Αθήναι

1909 | Κωνσταντίνος Νικολαΐδης | Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης | Αθήναι

1910 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος τρίτος (Ρ-Ω) | Αθήναι

1910 | Θ. Χελδράιχ (Heldreich) | Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη | Αθήναι

1911 | Φάβης Βασίλειος | Γλωσσικαί επισκέψεις αναφερόμεναι εις το ιδίωμα Αυλωναρίου και Κονιστρών | Αθήναι

1911 - 1912 | Δημήτριος Καμπούρογλου | Στοιχεία Αθηναϊκού γλωσσικού ιδιώματος [Δίπυλον, τεύχη 2-7] | Αθήναι

1912 | Albert Thumb | Handbook of the Modern Greek vernacular | Edinburg

1914 | Νικόλαος Ζαφειρίου | Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου | Αθήναι

1914 | Παναγιώτης Γεννάδιος | Λεξικόν φυτολογικόν | Αθήναι

1915 | Ευάγγελος Παπαχατζής | Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ | Αθήναι

1918 | Γεράσιμος Σαλβάνος | Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων | Αθήναι

1920 | Αντώνιος Ηπίτης | Συμπλήρωμα του Ελληνογαλλικού λεξικού της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης | Αθήναι

1920 | Στυλιανός Βίος | Χιακά γλωσσικά | Χίος

1925 | Σπύρος Μουσούρης | Η γλώσσα της Ιθάκης | Ιθάκη

1926 | Θ. Χελδράιχ (Heldreich) | Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη | Αθήναι

1926 | Κωνσταντίνος Άμαντος | Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον | Αθήναι

1931 | Πέτρος Βλαστός | Συνώνυμα και συγγενικά – τέχνες και σύνεργα | Αθήνα

1933 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πρώτος (Α-ΑΜ) | Αθήναι

1933 | Δημήτριος Πασχάλης | Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς | Αθήναι

1933 -1934 | Πρωία (εφημερίδα) - επιμέλεια Γεώργιος Ζευγώλης) | Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης (2 τόμοι) | Αθήναι

1933 -1950 | Δημήτριος Δημητράκος (εκδότης) - διευθυντής σύνταξης Ι. Ζερβός) | Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 9 τόμοι: 1. α-αρίφ (1933), 2. αρίφ-δήμο (1936), 3. δήμο-επίδ (1937), 4. επίδ-καρφ (1938), 5. καρφ-μείγμ (1939), 6. μείγμ-παράβ, 7. παράβ-προτ (1949), 8. προτρ-τετράγ (1950), 9. τετράγ-ωώδης (1950) | Αθήναι

1939 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος δεύτερος (ΑΝ-ΑΠ) | Αθήναι

1941 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τρίτος – τεύχος πρώτο (άρα-αφής) | Αθήναι

1941 | Κωνσταντίνος Άμαντος | Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν [Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος τρίτος, σελ.133-174] | Αθήναι

1942 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τρίτος – τεύχος δεύτερο (αφητέ-βλέπω) | Αθήναι

1946 | Βλ. Σκορδέλλης | Γλωσσάριο Στενιμάχου [Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', σελ. 181-191] | Αθήναι

1946 | Φιλ. Τσομπάρη | Γλωσσάριο Στενιμάχου [Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', σελ. 191-227] | Αθήναι

1948 | Νικόλαος Ανδριώτης | Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων | Αθήνα

1949 | Αγαπητός Τσοπανάκης | Το ιδίωμα της Χάλκης Δωδεκανήσου | Ρόδος

1949 | Carl Darling Buck | A dictionary of selected synonyms in the principal Indo-European languages - A contribution to the history of ideas | Chicago & London

1951 | Ι. Κεσίσογλου | Το γλωσσικό ιδίωμα του Ουλαγάτς | Αθήνα

1952 | Δημήτριος Οικονομίδης | Περί του γλωσσικού ιδιώματος Απεράθου Νάξου | Αθήναι

1952 | Χρίστος Γεωργίου | Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά | Θεσσαλονίκη

1953 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τέταρτος – τεύχος πρώτο (βλεφαρίδα-γάργαρος) | Αθήναι

1958 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος πρώτος (Α) | Αθήναι

1958 | Απόστολος Αλεξανδρής | Το γλωσσικόν ιδίωμα της Κύμης και των περιχώρων [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος Ε’, σελ. | Αθήναι

1959 | Βλ. Γεωργίεφ & Μ Φιλίπποβα-Μπαΐροβα | Βουλγαροελληνικόν λεξικόν | Σόφια

1960 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος πρώτος (Β-Λ) | Αθήναι

1960 | Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης & Ιωάννης Κεσίσογλου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού | Αθήνα

1960 | Δημήτριος Φωστέρης & Ιωάννης Κεσίσογλου | Το λεξιλόγιο του Αραβανί | Αθήνα

1960 | Κωνσταντίνος Κουκκίδης | Λεξιλόγιον Ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της Τουρκικής | Αθήναι

1960 | Χρήστος Παπασταματίου-Μπαμπαλίτης | Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, [Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμος τριακοστός τρίτος, σελ. 206-220] | Αθήναι

1960 -1961 | Σπύρος Μουσελίμης | Ποιμενικό λεξιλόγιο Σουλίου-Θεσπρωτίας [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 102-105] | Ιωάννινα

1961 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος δεύτερος (Μ-Ω) | Αθήναι

1961 - 1963 | Δημήτριος Σκαλαμάγκας | Τουρκο-περσο-αραβικές λέξεις στο Γιανννιώτικο γλωσσικό ιδίωμα [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 110-131] | Ιωάννινα

1962 | Βρασίδας Καπετανάκης | Το λεξικό της πιάτσας | Αθήνα

1962 | Παύλος Χαριστός | Τα δημώδη ονόματα των φυτών της Χαλκιδικής [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 4, σελ. 234-238 (α-κ)] | Θεσσαλονίκη

1963 | Λεωνίδας Ζώης | Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμος Β’ λαογραφικόν | Αθήναι

1964 | Ευάγγελος Μπόγκας | Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου – τόμος Α’ Γιαννιώτικο | Ιωάννινα

1964 | Πάνος Γρίσπος | Έρευνα φυτωνυμική των Κυκλάδων νήσων [Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμος Δ’, σελ. 543-594] | Αθήναι

1965 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Η φωνητική των ιδιωμάτων της νήσου Κω [βλ. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος δέκατος, σελ.3-96] | Αθήναι

1966 | Ευάγγελος Μπόγκας | Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου – τόμος Β’ γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά. | Ιωάννινα

1967 | Δημήτριος Τομπαΐδης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου | Θεσσαλονίκη

1968 | Θανάσης Κωστάκης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Σίλης | Αθήνα

1968 | Μαρία Βλάχου | Συλλογή λαογραφικού υλικού εκ Δάφνης Κερκύρας και άλλων χωρίων του Β. συγκροτήματος της νήσου και εκ της πόλεως Κερκύρας [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1968 | Πηνελόπη Ψάνη | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πολιχνίτου, της επαρχίας Πολιχνίτου, της νήσου Λέσβου Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Άννα Χατζηστεφάνου | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Καρδαμαίνης, της επαρχίας Κω, της νήσου Κω, του νομού Δωδεκανήσου [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Μαρία Μαυρομμάτη | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος, της επαρχίας Θήρας, του νομού Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Μαρία Χρυσού | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος της νήσου Θήρας ή Σαντορίνης, του νομού Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1970 | Μιχαήλ Κομνηνός | Το γλωσσικό ιδίωμα του Καστελλόριζου | Αθήναι

1970 | Τάσος Παπαποστόλου | Η γλώσσα της Αιδηψού-Ιστιαίας [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΙΣΤ] | Αθήναι

1971 | Νίκος Γκίνης | Λεξικό Αλβανοελληνικό | Τίρανα

1972 | Αδαμάντιος Σάμψων | Το γλωσσικόν ιδίωμα Σκοπέλου και Γλώσσης [Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, τόμος Α, σελ. 94-123] | Βόλος

1972 | Αχ. Βαμβακούδης | Γλωσσάρι Βασιλικών [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 21-22] | Θεσσαλονίκη

1972 | Νίκος Κοσμάς | Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά [Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, σελ. 317-360] | Θεσσαλονίκη

1973 | Secrétariat de la rédaction de l’ A.L.E. | Atlas Linguarum Europae: Premier Questionnaire | Nijmegen

1976 | Μιλτιάδης Παπαϊωάννου | Το γλωσσάριο των Γρεβενών | Θεσσαλονίκη

1977 -1978 | Σταύρος Γκατσόπουλος | Γλωσσάριον των δύο επαρχιών Πωγωνίου και Κονίτσης [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 307-312] | Ιωάννινα

1978 | Ανδρέας Στεφόπουλος | Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς [Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, σελ. 241-288] | Θεσσαλονίκη

1980 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τέταρτος – τεύχος δεύτερο (γαρδαλώνω-γεροδάσκαλος) | Αθήναι

1980 | Βασίλης Αναστασιάδης | Τουρκικές λέξεις στο Φαρασιώτικο ιδίωμα [Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος 2] | Αθήνα

1981 | Κώστας Ξεινός | Του νησιού μας η γλώσσα – Γλωσσάρι της Ίμβρου | Θεσσαλονίκη

1981 | Παύλος Χαριστός | Τα δημώδη ονόματα των φυτών της Χαλκιδικής [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 36, σελ. 21-26 (λ-ω)] | Θεσσαλονίκη

1981 - 1982 | Στράτος Χατζηγιάννης | Ιδιωματικές λέξεις [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 6-12] | Αθήνα

1981 - 1987 | Στρατής Χατζηβασιλείου | Γλωσσικά Αγιάσου [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 2-37] | Αθήνα

1982 | Θανάσης Παπαθανασόπουλος | Γλωσσάρι Ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς | Αθήνα

1982 | Κυριάκος Κάσσης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Μάνης, τόμος Α’ | Αθήνα

1983 | Ακακίας Κορδόση | Μιλήστε Μεσολογγίτικα | Αθήνα

1983 | Νικόλαος Ανδριώτης | Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής | Θεσσαλονίκη

1983 | Φ. Τάσιος | Γλωσσάριο του Πολυγύρου [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 37-38] | Θεσσαλονίκη

1984 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πέμπτος – τεύχος πρώτο (γεροδέματος-γλωσσωτός) | Αθήναι

1984 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος πρώτος (α) | Αθήναι

1984 | Νικόλας Δράκος | Λεξικογραφικά της Καλύμνου [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος Δ’, σελ. 126-138]. | Αθήνα

1986 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος δεύτερος (β-ι) | Αθήναι

1986 | Θανάσης Κωστάκης | Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου – τόμος πρώτος (Α-Ι) & τόμος δεύτερος (Κ-Ο) | Αθήνα

1986 | Στέργιος Αποστόλου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Νάουσας [περιοδικό Νιάουστα, τεύχος 35, σελ. 70-77] | Νάουσα

1986 | Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου | Λεξικό των Ροδίτικων ιδιωμάτων | Αθήνα

1987 | Γεράσιμος Χυτήρης | Κερκυραϊκό Γλωσσάρι | Κέρκυρα

1987 | Γιώργος Καπελλάρης | Γλωσσικά Αιδηψού [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΚΖ] | Αθήνα

1987 | Θανάσης Κωστάκης | Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου –τόμος τρίτος (Π-Ω) | Αθήνα

1987 | Κώστας Μαυρομμάτης | Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας | Θεσσαλονίκη

1988 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος τρίτος (κ-μ) | Αθήναι

1988 | Δέσποινα Κοντονάτσιου | Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση | Θεσσαλονίκη

1988 | Ι.Τ. Παμπούκης | Τουρκικό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής, τόμος Α’ | Αθήνα

1988 | Ντίνος Απαλοδήμος | Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας | Αθήνα

1989 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πέμπτος – τεύχος δεύτερο (γναθάδα-δαχτυλωτός) | Αθήναι

1991 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος τέταρτος (ν-σ) | Αθήναι

1992 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος πέμπτος (σ-ω) | Αθήναι

1992 | Παναγιώτης Δορμπαράκης & Κασσιανή Πανουτσοπούλου | Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας – ιστορία, λαογραφία, γλώσσα | Αθήνα

1994 | Νικόλαος Κοντοσόπουλος | Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής | Αθήνα

1995 | Εμμανουήλ Κριαράς | Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας γραπτής και προφορικής | Αθήνα

1995 | Μενεκράτης Ζαφειρίου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Σάμου | Αθήνα

1996 | Απόστολος Σαχίνης | Το Καστοριανό γλωσσάρι | Καστοριά

1996 | Δημήτρης Κόμης | Κυθηραϊκό Λεξικό | Αθήνα

1996 | Κώστας Λιάπης | Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου | Βόλος

1996 | Κώστας Τζανεττής | Γλωσσάριο του Μαραθόκαμπου Σάμου | Θεσσαλονίκη

1996 | Παναγιώτης Κουσαθανάς | Χρηστικό λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου | Ηράκλειο

1997 | Νίκος Κοσμάς | Το γλωσσικό ιδίωμα των Ιωαννίνων | Αθήνα

1998 | Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης | Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής | Θεσσαλονίκη

1999 | Κυριάκος Δεληγιάννης | Κουβουκλιώτικα, ένα Μικρασιατικό ιδίωμα | Αδελαΐδα Αυστραλίας

2000 | Λεωνίδας Καρατζάς & Faruk Tuncay | Τουρκοελληνικό Λεξικό | Αθήνα

2001 | Αντώνιος Ξανθινάκης | Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος | Ηράκλειο

2001 | Νίκος Αλιπράντης | Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου | Αθήνα

2001 | Πανταζής Κοντομίχης | Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος | Αθήνα

2001 | Ρόης Παπαγγέλου | Το Κυπριακό ιδίωμα | Αθήνα

2002 | Κωνσταντίνος Γιαγκούλης | Θησαυρός Κυπριακής διαλέκτου | Λευκωσία

2002 | Μαρία Πλαδή-Ντέμκα | Το ιδίωμα του Λιτόχωρου | Θεσσαλονίκη

2002 | Μιχαήλ Χατσιούλης | Σιατιστινή ντοπιολαλιά | Σιάτιστα

2002 | Νίκος Τσικής | Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου | Αθήνα

2003 | Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά | Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου | Θεσσαλονίκη

2003 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Κοινά διαλεκτικά Κω και Καλύμνου (Α) [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος ΙΕ’, σελ. 117-136] | Αθήνα

2003 | Χριστόδουλος Χριστοδούλου | Τα κουζιανιώτκα (λεξικό του Κοζανίτικου ιδιώματος) | Κοζάνη

2003 - 2016 | Ανδρέας Πασσάς | Από τη Συριανή Ντοπιολαλιά [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συνδέσμου Συριανών, τεύχη 28-82] | Αθήνα

2004 | Ανδρέας Καλαντζάκος | Λεξικό Ρουμελιώτικης λαϊκής γλώσσας | Αθήνα

2005 | Κώστας Ντίνας | Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης | Κοζάνη

2006 | Αγγελική Σύρκου | Το Μεγαρικό γλωσσικό ιδίωμα | Αθήνα

2006 | Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής | Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας | Θεσσαλονίκη

2006 | Μαρίνος Ιδομενέως | Κρητικό γλωσσάριο | Ηράκλειο

2006 | Νικόλαος Κοντοσόπουλος | Αντίστροφο λεξικό της Κρητικής διαλέκτου (από την Κοινή Νεοελληνική στο Κρητικό ιδίωμα) | Αθήνα

2007 | Σπύρος Κούκουρας | Λεκκάτικα – Το χωριό Λέκκα της Σάμου |  

2007 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Κοινά διαλεκτικά Κω και Καλύμνου (Β) [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος ΙΖ’, σελ. 331-357] | Αθήνα

2008 | Αριστοτέλης Σπύρος | Το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής Δελβίνου και Αγίων Σαράντα | Αθήνα

2008 | Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα | Ντοπιολαλιές - λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας ( Αγίου Κοσμά Γρεβενών) | Γρεβενά

2008 - 2010 | Στρατής Χατζηβασιλείου | Λέξεις τουρκικής, αραβικής και περσικής αρχής στο ιδίωμα της Αγιάσου [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 166-177] | Αθήνα

2009 | Γεωργία Λιούτα | Η επίδρασή των ιδιωμάτων του νομού Τρικάλων στα παιδιά προσχολικής ηλικίας | Θεσσαλονίκη

2009 - 2015 | Γιάννης Μαθές | Λεξικό ντοπιολαλιάς Αρκαδίας [Εφημερίδα «Το Μπουλιάρι»] | Τρίπολη

2010 | Robert Beekes | Etymological dictionary of Greek | Brill, Netherlands

2010 | Δήμητρα Αγγελοπούλου | Το Γορτυνιακό ιδίωμα και η χρήση του στην εκπαίδευση | Αθήνα

2010 | Θύμιος Αλπός | Γλωσσάρι Μεσσηνίας | Internet

2010 | Χρήστος Παπαναγιώτου | Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης | Πάτρα

2011 | Γιώργος Αλβανός | Βασιλτσιώτκα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου | Αθήνα

2011 | Δημήτριος Νικοπολιτίδης | Λεξικό της Ποντιακής διαλέκτου | Θεσσαλονίκη

2011 | Ελένη Μουστάκη | Λεξικό του Φιλωτίου Νάξου | Πάτρα

2011 | Марија Чичева-Алежсиќ | Σύγχρονο Μακεδονικό-Ελληνικό λεξικό | Θεσσαλονίκη

2013 | Δημήτριος Τσαφαράς | Λαγκαδινό Λεξικό – συμβολή στη μελέτη του γλωσσικού ιδιώματος των Λαγκαδίων Αρκαδίας | Θεσσαλονίκη

2013 | Βασιλική Μακρή | Η επίδραση της Ιταλικής γλώσσας στη μορφολογία των Επτανησιακών διαλέκτων | Πάτρα

2013 | Μιχάλης Δελισάββας | Το λεξικό Μάκρης & Λιβισίου Μικράς Ασίας | Αθήνα

2013 | Νίκος Πασχαλούδης | Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά | Σέρρες

2013 | Χαράλαμπος Ξυλογιάννης | Γλωσσικά ιδιώματα λέξεις και εκφράσεις του κάμπου Άρτας | Άρτα

2014 | Βασίλης Ορφανός | Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο Κρητικό ιδίωμα | Ηράκλειο

2014 | Νίκος Ζαχαριάδης | Λεξικό του Κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος | Αθήνα

2015 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Λεξικό του ιδιώματος της Νισύρου | Αθήνα

2015 | Χρυσούλα Μπατσιακοπούλου | Γλωσσικά ιδιώματα στον Μικρόβαλτο Κοζάνης | Φλώρινα

2016 | Ακαδημία Αθηνών | Χρηστικό λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας (2η έκδοση – 7 τόμοι) | Αθήνα

2016 | Ευάγγελος Γιαννικόπουλος | Το γλωσσικό ιδίωμα των Ολυμπίων | Αθήνα

2017 | Αγγελική Ράλλη | Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου | Αθήνα

Βαρτσαμάτικο λεξικό [Κεφαλονιά] | Internet

Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου | Internet

Γλωσσικό ιδίωμα Μάνης | Internet

Λιαπαδίτικο γλωσσάρι | Internet

Βασίλης Αλιμπέρτης | Κωμιακίτικη Ντοπιολαλιά [Σύλλογος Κορωνίδας Νάξου] | Internet

Γιάννης Σκούρτης | Λέξεις που Χάνονται [Ψάρι Κορινθίας] | Internet

Ευστράτιος Φούσκας | Λεξιλόγιο Σουφλίου | Internet

Ζαχαρίας Σπίντιος | Δαρνάκικο Γλωσσάρι | Internet

Νίκος Καββαδάς & Χρυσούλα Σκλαβενίτη [διαχειριστές ιστοσελίδας] | Λεξικό της Λευκαδίτικης Διαλέκτου | Internet

Νίκος Παπακωνσταντόπουλος | Λέξεις του Καλαβρυτινού Λεξιλογίου | Internet

Σταμάτης Κυριάκης | Κερκυραϊκό λεξικό | Internet

Σωκράτης Λέφας | Σαρακατσάνικο λεξιλόγιο | Internet

Σωκράτης Παπαδόπουλος | Κορνοφωλιώτικα [Κορνοφωλιά Σουφλίου] | Internet

 

 

ζα τα -> πληθυντικός του ζο (ζώο)  |  Buck List 3.15 livestock ~ ζα Meursius 1614, Germano 1622, Lange 1708, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Ζάκυνθος, Ημαθία, Θράκη, Ηλεία, Ίμβρος, Καρδίτσα, Κέρκυρα, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κως, Λακωνία, Λέσβος, Λήμνος, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μάνη, Μοσχονήσι, Μύκονος, Νάξος, Νότια Εύβοια, Πόντος, Ρόδος, Σάμος, Τσακώνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χιμάρα, Χίος  |  ζζα Κως  |  ζόγα Ιωάννινα  |  ντζα Φούρνοι

ζαβ -> πολύ ~ ζαβ Καππαδοκία

ζαβά -> στραβά, λοξά, ανάποδα  |  τρελά, λωλά ~ ζαά Κύπρος  |  ζαβά Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κοζάνη, Κύθηρα, Κύπρος, Λευκάδα, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Χαλκιδική

ζάβα η -> δαχτυλίδι  |  σκουλαρίκι  |  κρίκος ~ ζάβα Miklosich 1884, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Πόντος

ζάβα η -> κόπιτσα  |  πόρπη (λόγιο) ~ ζάβα Βλαστός 1931, Αρκαδία, Άρτα, Δελβίνο, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία  |  ζάβια Ιωάννινα, Λευκάδα

ζάβα η -> το σφοντύλι του αδραχτιού ~ ζάβα Καππαδοκία

ζαβάγρα η -> ζαβάδα ~ ζαβάγρα Πρωία 1933, Νάξος, Κρήτη, Πάρος  |  ζαβάργα Σιάτιστα

ζαβάδα η -> στραβάδα  |  στρεβλότητα (λόγιο)  |  λόξα  |  ανοησία (λόγιο)  |  κουταμάρα  |  λωλάδα  |  τρέλα  |  παραξενιά ~ ζαβάδα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ πληθυντικός: ζαβάδες

ζαβαίνου -> γίνομαι ζαβός ~ ζαβαίνου Σάμος

ζαβάκας ου -> κοντός ~ ζαβάκας Σαρακατσάνικα

ζαβακιάζου -> καμπουριάζω ~ ζαβακιάζου Σάμος

ζάβαλα τα -> συστάδα από θάμνους ~ ζάβαλα Καρδίτσα

ζάβαλης ο -> καημένος, κακομοίρης, φουκαράς, κακούσουρος  |  τούρκικο zavallı ~ ζάβαλε Σκύρος, Τσακώνικα  |  ζαβαλέ Καππαδοκία  |  ζάβαλης Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Ίος, Λακωνία, Κωνσταντινούπολη, Μύκονος, Πάρος, Πόντος  |  ζαβαλής Δημητράκος 1938, Κρήτη, Λέσβος, Πόντος, Φωκίδα  |  ζάβαλλης Κύπρος  |  ζάβαλλντης Ρόδος  |  ζάβαλος Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Πάρος, Κρήτη  |  ζάβαλλος Κύπρος  |  ζάβαλους Αιτωλοακαρνανία, Μαγνησία, Σκόπελος  |  ζαβαλούς Καππαδοκία, Πόντος  |  ζάβαλς Κουκκίδης 1960, Ίμβρος, Ιωάννινα, Μακεδονία, Σουφλί ~ θηλυκό: ζάβαλη Somavera 1709, Πρωία 1933, Αρκαδία, Πάρος  |  ζάβαλλη Κύπρος  |  ζαβάλλντισσα Ρόδος  |  ζαβάλσα Πάρος

ζάβαλης ο -> γάιδαρος ~ ζάβαλης Βεντότης 1790, Λευκάδα  |  ζάβαλς Ανατολική Ρωμυλία  |  ζαβάλς Σουφλί

ζάβαλι -> δυστυχώς (λόγιο) ~ ζάβαλι Κύθηρα

ζάβαλι -> τουλάχιστον ~ ζάβαλι Χίος

ζαβαλιάζω -> κάνω ζαβολιές ~ ζαβαλιάζω Κύπρος  |  ζαβαλλιάζω Κύπρος

ζαβαλίδκους -> ζάβαλης (φουκαράς) ~ ζαβαλίδκους Λέσβος

ζαβαλκά τα -> τα ζάκατα ~ ζαβαλκά Πιερία

ζαβαλλεύκω -> κάνω ζαβολιές ~ ζαβαλλεύκω Κύπρος

ζάβαλλντι -> ευτυχώς (λόγιο) ~ ζάβαλλντι Ρόδος

ζαβανερόδιαστος -> άσχημος ~ ζαβανερόδιαστος Πάρος

ζαβάρα η -> ζαβάδα ~ ζαβάρα Κύπρος

ζαβαριάζω -> γλαρώνω ~ ζαβαριάζω Βάλληνδας 1887, Κύθνος

ζαβάριαση η -> υπνηλία (λόγιο) ~ ζαβάριαση Βάλληνδας 1887

ζάβαρο το -> σκουπίδι ~ ζάβαρο Δελβίνο  |  πληθυντικός ζαβαρικά (τα) Δελβίνο

ζάβατα -> στη φράση «πως πάν τα ζάβατα;», δηλαδή πως είναι η υγεία σου ~ ζάβατα Λευκάδα

ζαβατάρικος -> που έχει ζαβάδες ~ ζαβατάρικος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζαβατάρικη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαβατάρικο Δημητράκος 1938

ζαβατιάρκους ου -> ζαβατιάρς ~ ζαβατιάρκους Σαρακατσάνικα

ζαβατιάρς ου -> παραστρατημένος  |  μοναχικός  |  ατίθασος (λόγιο) ~ ζαβατιάρς Αιτωλοακαρνανία

ζάβατους -> αδιάβατος ~ ζάβατους Καρδίτσα

ζάβατους ου -> λόγγος με καστανιές ~ ζάβατους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καρδίτσα

ζάβατους ου -> ποδοβολητό ~ ζάβατους Σαρακατσάνικα

ζαβγατζούρης -> ζαβολιάρης ~ ζαβγατζούρης Θράκη  |  ζαβιατζούρης Θράκη

ζάβγου -> χτυπώ ~ ζάβγου Λέσβος

ζαβεδάκι το -> μικρό κίτρινο πουλί ~ ζαβεδάκι Κύθηρα

ζαβέλι το -> δαυλός ~  |  ζαβέλι Τσακώνικα ~ αρσενικό ζαβελέ Τσακώνικα  |  νταβελέ Τσακώνικα

ζάβεμα το -> σβήσιμο (της φωτιάς) ~ ζάβεμα Τσακώνικα

ζαβέτα η -> βίδα με παξιμάδι  |  ιταλικό chiavetta, βενετσιάνικο ciavéta ~ ζαβέτα Φούρνοι

ζαβεύω -> ζαβώνω ~ ζαβεύου Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζαβέχω -> σβήνω (τη φωτιά) ~ ζαβέχου Τσακώνικα  |  ζαβέχω Τσακώνικα

ζαβί -> ζαβολιά ~ ζαβί Θράκη, Χαλκιδική

ζαβιά η -> ζαβάδα ~ ζαβιά Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαβία Somavera 1709

ζαβιά η -> κλεψιά ~ ζαβιά Καστοριά

ζαβιά η -> ζαβολιά ~ ζαβιά Ανατολική Ρωμυλία, Βελβεντός, Ημαθία, Καστοριά, Κοζάνη, Νότια Εύβοια, Πιερία, Σουφλί, Χαλκιδική

ζάβιακας ο -> ζαβός, τρελός ~ ζάβιακας Καστοριά

ζαβιάρης -> ζαβολιάρης ~ ζαβιάρης Νότια Εύβοια  |  ζαβιάρς Κοζάνη, Κύμη, Σάμος, Σουφλί, Χαλκιδική

ζαβιάρκους -> ζαβολιάρης ~ ζαβιάρκους Κοζάνη

ζαβιατζής -> ζαβολιάρης ~ ζαβιατζής Ανατολική Ρωμυλία

ζαβίδα η -> είδος θαλασσινού όστρακου ~ ζαβίδα Βάλληνδας 1887

ζαβίζου -> βλέπω με δυσκολία  |  γκαβίζω ~ ζαβίζου Κοζάνη, Πιερία, Σάμος, Σέρρες

ζαβίλες οι -> έρπης (λόγιο) ~ ζαβίλες Κωνσταντινούπολη

ζαβίρ το -> φραγκοστάφυλο ~ ζαβίλ Πόντος  |  ζαβίρ Πόντος  |  ζεβίρ Πόντος ~ θηλυκό: ζεβιρίτα Πόντος

ζαβιρέα η -> τόπος που έχει πολλά φραγκοστάφυλα ~ ζαβιρέα Πόντος

ζαβκιά η -> πονηριά ~ ζαβκιά Κύπρος

ζάβλα η -> ζαβλακωμάρα ~ ζάβλα Αιτωλοακαρνανία

ζαβλάκα η -> ζαβλακωμάρα ~ ζαβλάκα Καπετανάκης 1962

ζάβλακας ο -> ζαβλακωμένος ~ ζάβλακας Κριαράς 1995

ζαβλακούδι το -> το φυτό Hyacinthus orientalis, ζιμπούλι, ζουμπούλι, τσιμπούλι ~ ζαβλακούδι Somavera 1709, Χίος  |  ζεβλακούδι Χίος

ζαβλάκωμα το -> ζαβλακωμάρα  |  αποχαύνωση (λόγιο) ~ ζαβλάκουμα Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαβλάκωμα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία  |  ζαμπλάκουμα Κοζάνη, Σιάτιστα

ζαβλακωμάρα η -> αποχαύνωση (λόγιο)  |  κουταμάρα ~ ζαβλακομάρα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαβλακωμάρα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζαβλακωμένος -> αποβλακωμένος, κουτός  |  ζαλισμένος ~ ζαβακαωμένος Νάξος  |  ζαβλακωμένος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Καστελλόριζο, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Μεσσηνία, Μύκονος, Ρόδος, Σύρος  |  ζαβλακουμένους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Κρήτη, Λέσβος, Λήμνος, Πιερία, Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαβακουμένους Ίμβρος  |  ζαμπλακωμένος Ηλεία  |  ζαμπλακουμένους Κοζάνη, Σιάτιστα  |  ζζαβλακωμένος Κως, Νίσυρος ~ θηλυκό: ζαβλακωμένη Κρήτη ~ ουδέτερο: Βλαστός 1931, ζαβλακωμένο Κρήτη

ζαβλακώνομαι -> αποχαυνώνομαι (λόγιο)  |  ζαλίζομαι ~ ζαβακώνομαι Κορινθία  |  ζαβακώνουμι Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Καβάλα, Καρδίτσα, Λέσβος, Χαλκιδική  |  ζαβλακώνομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Κύθηρα, Νάξος, Πάρος, Σύρος  |  ζαβλακώνουμαι Βλαστός 1931  |  ζαβλακώνουμι Κοζάνη, Λήμνος, Σέρρες  |  ζαμπλακώνομαι Κρήτη  |  ζζαβλακώννομαι Κως

ζαβλακώνω -> αποχαυνώνω (λόγιο), χαζεύω, αλαλιάζω  |  χτυπώ κάποιον στο κεφάλι και τον ρίχνω κάτω  |  σλάβικο zavalka (πέσιμο) ή τούρκικο savalak (βλάκας) ~ ζαβακώνου Ίμβρος, Σάμος  |  ζαβλακώννω Κάλυμνος  |  ζαβλακώνου Αιτωλοακαρνανία, Λέσβος, Σάμος, Χαλκιδική  |  ζαβλακώνω Βάλληνδας 1887, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Κάλυμνος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κύθνος, Μύκονος, Ρόδος, Χίος  |  ζζαβλακώννω Κως, Νίσυρος  |  ζεβλακώνω Χίος  |  ντζαβλακώννω Κάρπαθος

ζαβλάρουμα του -> ξάπλωμα  |  ύπνος ~ ζαβλάρουμα Σουφλί

ζαβλαρώνου -> ξαπλώνω  |  κοιμάμαι ~ ζαβλαρώνου Σουφλί ~ μετοχή: ζαβλαρουμένους Σουφλί

ζαβλιάκος ο -> μεγάλο χταπόδι ~ ζαβλιάκος Βλαστός 1931  |  ζαβλιάκους Ιωάννινα  |  ζούλιακος Θεσπρωτία

ζάβλιστρε το -> φουρνόξυλο ~ ζάβλιστρε Τσακώνικα

ζαβλουμάρα η -> χαζομάρα ~ ζαβλουμάρα Αιτωλοακαρνανία

ζαβλώνου -> χαζεύω ~ ζαβλώνου Αιτωλοακαρνανία

ζαβογεννημένος -> ζαβός από κούνια ~ ζαβογεννημένος Μύκονος

ζαβογιαγλής -> πειραχτήρι ~ ζαβογιαγλής Πάρος

ζαβοζαβέας ο -> πολύ κουτός ~ ζαβοζαβέας Κύθηρα

ζαβοκαλιάρς ι -> ζαβός ~ ζαβουκαλιάρς Ίμβρος

ζαβοκαμωμένος -> κουτός ~ ζαβοκαμωμένος Πάρος  |  ζαβοκαωμένος Νάξος

ζαβοκολίκιν το -> στάβλος για γελάδια ~ ζαβοκολίκιν Κύπρος

ζαβόκοσα η -> γυναικείο ασημένιο στολίδι ~ ζαβόκοσα Δρόπολη

ζαβοκούταλου του -> ο κακότροπος άνθρωπος ~ ζαβοκούταλου Ιωάννινα

ζαβολαούδα η -> μαγκούρα  |  καμπούρης ~ ζαβολαούδα Κεφαλονιά

ζαβολιά η -> κλέψιμο σε παιχνίδι ~ ζαβαλιά Καστελλόριζο, Κύπρος, Σάμος  |  ζαβγανιά Σάμος  |  ζαβγουλιά Σάμος  |  ζαβλιά Βόρεια Εύβοια, Κοζάνη, Σιάτιστα  |  ζαβολιά Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα, Ηλεία, Λακωνία, Λευκάδα  |  ζαβολία Μάνη  |  ζαβουκλιά Κοζάνη, Λάρισα  |  ζαβουλιά Καρδίτσα, Λέσβος, Φωκίδα  |  ζαγαλιά Μαγνησία

ζαβολιάρης ο -> που κάνει ζαβολιές ~ ζαβαλιάρης Καστελλόριζο  |  ζαβαλιάρς Σάμος  |  ζαβγανιάρς Σάμος  |  ζαβγιάρς Κοζάνη  |  ζαβλιάρας Κοζάνη, Σιάτιστα  |  ζαβολιάρης Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Λευκάδα, Μάνη  |  ζαβουλιάρς Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική  |  ζαγαλιάρς Μαγνησία  |  ζαγανιάρς Μαγνησία ~ θηλυκό: ζαβολιάρα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016  |  ζαβολιάρισσα Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, ~ ουδέτερο: ζαβολιάρικο Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζαβολιάρικος -> ο τρόπος του ζαβολιάρη ~ ζαβολιάρικος ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ζαβολιάρικη ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζαβολιάρικο ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: ζαβολιάρικα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζαβολίας ο -> ζαβολιάρης ~ ζαβολέας Μάνη  |  ζαβολίας Κύθηρα

ζαβομάρα η -> ανοησία (λόγιο), χαζομάρα, αστοχιά  |  γκαβομάρα ~ ζαβομάρα Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Θήρα, Κύθηρα, Κρήτη, Μύκονος  |  ζαβουμάρα Κοζάνη

ζαβόματος -> γκαβός ~ ζαβόματος Βλαστός 1931

ζαβόν του -> το πέπλο της νύφης  |  δώρο της πεθεράς στη νύφη ~ ζαβόν Βόρεια Εύβοια, Μαγνησία, Σέρρες, Σάμος

ζαβοντεγκλής -> ψηλός και άμυαλος ~ ζαβοντεγκλής Κύθηρα

ζαβοπόδης -> κουτσός ~ ζαβοπόδης Βλαστός 1931

ζαβοπουλάδα η -> κουτός ή κουτή ~ ζαβοπουλάδα Άνδρος

ζαβόρτσα η -> εξώπορτα  |  σλάβικο zavorna ~ ζαβόρτσα Γρεβενά  |  ζαρβόντζα Λάρισα  |  ζαρβόντσα Γρεβενά, Πιερία

ζαβός -> στραβός  |  γκαβός  |  ανάποδος  |  βλαμμένος  |  αδύνατος  |  σακάτης ~ ζαβέας Κύθηρα  |  ζαβό Τσακώνικα  |  ζαβός Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Άνδρος, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα, Βελβεντός, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Καστοριά, Ήπειρος, Θεσπρωτία, Θήρα, Θράκη, Ικαρία, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Λυκία, Μαγνησία, Μάνη, Μεσσηνία, Μοσχονήσι, Νάξος, Πιερία, Ρόδος, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Τήνος, Τρίκαλα, Φωκίδα, Χίος  |  ζεβός Πελοπόννησος  |  ντζαός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζαβή Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Θήρα, Καστοριά, Κρήτη, Κύπρος  |  ζαβιά Τρίκαλα  |  ζαβία Κύμη ~ ουδέτερο: ζαβό Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Θήρα, Καστοριά, Κρήτη, Τρίκαλα, Φωκίδα

ζαβοσύνη η -> ζαβομάρα ~ ζαβοσύνη Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαβότη η -> αδυναμία (λόγιο) ~ ζαβότη Ρόδος

ζαβοτοπιά η -> κακοτράχαλος τόπος  |  κακοστρατιά ~ ζαβοτοπιά Βλαστός 1931, Αρκαδία  |  ζαβουτουπιά Ιωάννινα ~ ουδέτερο: ζαβουτόπ Σαρακατσάνικα

ζαβούδ του -> η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης ~ ζαβούδ Σέρρες

ζαβουδιασμένους -> για καρπό με ζαρωμένη φλούδα ~ ζαβουδιασμένους Πιερία

ζάβουδους -> μέρος σκιερό, υγρό και στενό ~ ζάβουδους Ανατολική Ρωμυλία

ζαβουκοιτώ -> στραβοκοιτώ, λοξοκοιτώ ~ ζαβουκοιτώ Πιερία

ζαβούλιακας -> χαζός  |  στραβούλιακας ~ ζαβούλακας Ίμβρος  |  ζαβούλιακας Κοζάνη

ζάβουλος -> κουτός ~ ζάβουλος Βλαστός 1931

ζάβουμα το -> ζαβομάρα ~ ζάβουμα Αιτωλοακαρνανία, Μάνη

ζαβουμάτς -> που έχει το ένα μάτι κλειστό ~ ζαβουμάτς Πιερία

ζαβουπατάου -> στραβοπατώ ~ ζαβουπατάου Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζαβουπάτμα του -> στραβοπάτημα ~ ζαβουπάτμα Αιτωλοακαρνανία

ζαβουρντώ -> τινάζω, ρίχνω, πετώ, σφεντονίζω  |  τούρκικο savurmak ~ ζαβουρντάου Σέρρες  |  ζαβουρντώ Παμπούκης 1988, Θεσσαλονίκη, Λέσβος

ζαβουτηρώ -> αλληθωρίζω (λόγιο) ~ ζαβουτηρώ Κοζάνη

ζαβόχος ο -> πολύ κοντός  |  νάνος ~ ζαβόχος Πελοπόννησος

ζαβράζος -> επαρίστερος (λόγιο) ~ ζαβράζος Κύπρος ~ θηλυκό: ζαβράζα Κύπρος  |  ζαβράζισσα Κύπρος

ζάβρακας ο -> ζαρωμένος, καχεκτικός (λόγιο)  |  ανυπόληπτος (λόγιο) ~ ζαβράκας Δελβίνο  |  ζάβρακας Ιωάννινα  |  ζαβράκας Σουφλί ~ ουδέτερο: ζιαβράκι Meyer 1894

ζαβράκι το -> κατσάδα  |  ζόρισμα  |  τιμωρία (λόγιο)  |  βλάχικο zăvrake ~ ζαβράκι Κρήτη  |  ζαβράκ Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Κοζάνη, Λήμνος, Πιερία, Σιάτιστα

ζαβρακιάζου -> κατσαδιάζω ~ ζαβρακιάζου Πιερία

ζαβρακιασμένος -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαβρακιασμένος Ηλεία  |  ζαβρακιασμένους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα

ζαβράν του -> ξυλοδαρμός (λόγιο)  |  αναμπουμπούλα ~ ζαβράν Κοζάνη

ζαβρός ο -> φαγάς ~ ζαβρός Lange 1708

ζαβώνου -> κουμπώνω την κόπιτσα ~ ζαβώνου Καστοριά

ζαβώνω -> στραβώνω  |  παλαβώνω  |  ζαλίζομαι ~ ζαβόνω Ηπίτης 1908  |  ζαβώνου Αιτωλοακαρνανία, Βούρμπιανη, Γρεβενά, Κοζάνη, Λέσβος, Λυκία, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Φωκίδα  |  ζαβούνου Μάνη  |  ζαβώνω Lange 1708, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Ζάκυνθος, Θήρα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Νάξος, Νότια Εύβοια, Χίος  |  ζαβώννου Λυκία  |  ζαβώννω Κύπρος  |  ζαώννω Κύπρος ~ μετοχή: ζαβωμένος Βλαστός 1931

ζαγά -> σιγά και αθόρυβα ~ ζαγά Αρκαδία, Ηλεία, Κορινθία, Μεσσηνία, Χίος

ζαγάδα η -> βραγιά, πεζούλα ~ ζαγάδα Αιτωλοακαρνανία

ζάγαζα η -> τράτα λίμνης ~ ζάγαζα Καστοριά

ζαγαζότ του -> αγιζότι, εμπύρευμα (λόγιο) ~ ζαγαζότ Καστοριά

ζαγαλάρκους -> ζωηρός και παράξενος ~ ζαγαλάρκους Πιερία

ζαγαλικιά η -> ψέμα, ψευτιά ~ ζαγαλικιά Λακωνία ~ ουδέτερο: ζαγαλίκ Γρεβενά, Σαρακατσάνικα

ζαγανάς ο -> καμπίσιος ~ ζαγανάς Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαγγανάς Πρωία 1933

ζαγανάς ο -> μικρό πριόνι ~ ζαγανάς Λευκάδα  |  ζανάς Κύπρος  |  ζγανάς Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία  |  ζουγανάς Αιτωλοακαρνανία

ζαγανεύω -> ψάχνω κάνοντας φασαρία  |  καιροφυλακτώ ~ ζαγανεύω Κεφαλονιά, Λευκάδα

ζαγάνι το -> μπακιρένιο πιάτο  |  τούρκικο sahan ~ ζαγάνι Θεσπρωτία

ζαγάνι το -> το πουλί Hieraaetus pennatus, σταυραετός ~ ζαγάνι Άνδρος ~

ζαγανιάρης -> αρρωστιάρης, καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαγανιάρης Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαγγανιάρης Πρωία 1933 ~ θηλυκό: ζαγανιάρα Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαγανιάρικο Δημητράκος 1938

ζαγάνος ο -> τα πουλιά Hieraaetus pennatus (σταυραετός) και Gyps fulvus (όρνιο)  |  τούρκικο zağanos ~ ζαγάνος Meursius 1614, Du Cange 1688, Miklosich 1884, Βλαστός 1931, Άνδρος  |  ζάγανος Lange 1708

ζαγάρι το -> κυνηγόσκυλο, λαγωνικό  |  παλιάνθρωπος, παλιόπαιδο  |  αδύνατος  |  τούρκικο zağari ~ ζαάρ Καππαδοκία  |  ζάαριν Κύπρος  |  ζαάριν Κύπρος  |  ζαγάζι Τσακώνικα  |  ζαγάρ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ημαθία, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λάρισα, Πιερία, Πόντος, Πρέβεζα, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαγάρι Germano 1622, Legrand 1882, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Miklosich 1870, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Κριαράς 1995, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θάσος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κέρκυρα, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Νότια Εύβοια, Τσακώνικα  |  ζάγαρος (ο) Βούρμπιανη  |  ζαγάρζι Τσακώνικα ~ υποκοριστικό: ζααρούδιν Κύπρος  |  ζααρούιν Κύπρος  |  ζαγαράκι Παμπούκης 1988, Λακωνία ~ πληθυντικός: ζαγάρια Du Cange 1688,

ζαγαριάζου -> κοπροσκυλιάζω ~ ζαγαριάζου Καστοριά, Λήμνος

ζαγαριγκής -> εκπαιδευτής ζαγαριών  |  τούρκικο zağarcı ~ ζαγαριγκής Παμπούκης 1988  |  ζαγαργκής Παμπούκης 1988

ζάγαρο το -> μικρό καρφί με πλατύ κεφάλι ~ ζάγαρο Κρήτη

ζαγαρογλωσσάτος -> γλυκομίλητος ~ ζαχαρογλωσσάτος Κύπρος

ζαγαρόσκλου του -> ζαγάρι  |  παλιάνθρωπος ~ ζαγαρόσκλου Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Σάμος

ζαγαροτρώω -> με βασανίζει κάποια σκέψη ~ ζαγαροτρώω Κύθηρα

ζαγαρώ -> παρακινώ (λόγιο)  |  τσιγκλάω ~ ζαγαρώ Κρήτη, Κύθηρα

ζαγιά -> τώρα ~ ζαγιά Καππαδοκία  |  ζαριά Καππαδοκία

ζάγκα-ζούγκσα -> ο ήχος των μουσικών βιολιών ~ ζάγκα-ζούγκα Μαγνησία

ζαγκάνα η -> μεγάλη κουδούνα για τα ζώα ~ ζαγκάνα Μαγνησία

ζαγκανάου -> κουνιέμαι ακανόνιστα  |  ενοχλώ (λόγιο) ~ ζαγκανάου Άρτα, Καρδίτσα, Τρίκαλα ~ ζαγκανιέμι Τρίκαλα

ζαγκανιέρα η -> δίφυλλη πόρτα (τύπου σαλούν) ~ ζαγκανιέρα Γρεβενά

ζαγκανότρπα η -> μικρή τρύπα ~ ζαγκανότρπα Καρδίτσα

ζαγκάριν το -> σκουριά ~ ζαγκάρ Πόντος  |  ζαγκάριν Πόντος  |  τζαγκάρ Πόντος

ζάγκαρ-ζούγκαρ -> πέρα-δώθε ~ ζάγκαρ-ζούγκαρ Γρεβενά

ζαγκαρώνω -> σκουριάζω ~ ζαγκαρώνω Πόντος  |  τζαγκαρώνω Πόντος

ζαγκέα η -> η μυρουδιά της σκουριάς ~ ζαγκέα Πόντος

ζαγκέτα η -> τα ψάρια Citharus linguatula & Arnoglossus kessleri ~ ζαγκέτα Ακαδημία 2016

ζαγκιάζω -> σκουριάζω ~ ζαγκιάζω Πόντος

ζάγκλα η -> στροφή ~ ζάγκλα Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία

ζαγκλακούτις -> τα ορνιθοσκαλίσματα (για γράψιμο) ~ ζαγκλακούτις Μαγνησία

ζαγκλός -> κουτσός και στραβοπόδαρος ~ ζαγκλός Μαγνησία

ζαγκότς ο -> καντηλανάφτης ~ ζαγκότς Πόντος

ζαγκότς ου -> ξύλινο εργαλείο που βοηθάει στο σφίξιμο των δεματιών ~ ζαγκότς Θεσσαλονίκη, Κοζάνη

ζαγκουβάνα η -> είδος παιχνιδιού ~ ζαγκουβάνα Πόντος

ζαγκούλιν το -> φάντασμα (λόγιο)  |  ξωτικό ~ ζαγκούλιν Λυκία

ζαγκούλιν το -> στρουμπουλό ~ ζαγκούλιν Κύπρος

ζάγκουλος -> χοντρός ~ ζάγκουλος Κύπρος

ζαγκουλούδιν το -> στρουμπουλό ~ ζαγκουλούδιν Κύπρος

ζαγκούνι το -> κάποιο βότανο ~ ζαγκούνι Δελβίνο  |  ζανγκούνι Δελβίνο

ζάγκρα η -> πολύ αδύνατος, κοκαλιάρης ~ ζάγκρα Πόντος

ζάγκωμαν το -> σκούριασμα ~ ζάγκωμα Πόντος  |  ζάγκωμαν Πόντος  |  τζάκωμαν Πόντος

ζαγκωματέα η -> η μυρουδιά της σκουριάς ~ ζαγκωματέα Πόντος

ζαγκώνω -> σκουριάζω ~ ζαγκώνω Πόντος  |  τζαγκώνω Πόντος

ζαγλαπίδα η -> το μαλακό στραγάλι ~ ζαγλαπίδα Λέσβος

ζαγλίζω -> χαστουκίζω ~ ζαγλίζω Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708

ζαγλίκι το -> χαστούκι, μπάτσος ζαγλίκι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882

ζαγλικίζομαι -> χαστουκίζομαι ~ ζαγλικίζομαι Somavera 1709

ζαγλικίζω -> χαστουκίζω, μπατσίζω ~ ζαγλικίζω Legrand 1882

ζαγλίκισμα το -> χαστούκισμα ~ ζαγλίκισμα Somavera 1709

ζαγλικισμένος -> χαστουκισμένος ~ ζαγλικισμένος Somavera 1709 ~ θηλυκό: ζαγλικισμένη Somavera 1709

ζαγλός -> κουλός ~ ζάγλος Lange 1708  |  ζαγλός Κρήτη

ζαγλώνω -> κουλαίνω ~ ζαγλαίνω Κρήτη

ζάγος ο -> παπαδάκι  |  βενετσιάνικο zago ζάγος Somavera 1709, Meyer 1895

ζαγούλα η -> παραγινωμένο φρούτο ~ ζαγούλα Λέσβος  |  ζαχούλα Λέσβος

ζάγρα -> γκρινιάρα ~ ζάγρα Κύπρος

ζαγραβιάζου -> για πλεκτό που χνουδιάζει ~ ζαγραβιάζου Πιερία

ζαγραδένιος -> φτιαγμένο από δέρμα ζαγρέ ~ ζαγραδένιος Κρήτη  |  σαγραδένιος Κρήτη

ζαγρέ το -> κατεργασμένο δέρμα αλόγου ή γαϊδάρου  |  τούρκικο sağrı ~ ζαγρέ Κρήτη  |  σαγρέ Κρήτη

ζαγρί το -> ζαρόγρια, μπαμπόγρια ~ ζαγρί Κοζάνη, Μαγνησία

ζαγρί του -> πούτσα ~ ζαγρί Σκόπελος

ζαγριάζου -> για κλωστή που κάνει κόμπους ~ ζαγριάζου Πιερία

ζαγρός -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαγρός Αρκαδία

ζαενός -> αδύνατος, ισχνός (λόγιο) ~ ζαανός Πόντος  |  ζαενός Πόντος

ζαενώνω -> αδυνατίζω ~ ζαανώνω Πόντος  |  ζαενίνω Πόντος  |  ζαενώνω Πόντος

ζαερές ο -> προμήθειες (λόγιο), εφόδια (λόγιο)  |  ζωοτροφή (λόγιο)  |  τούρκικο zahire ~ ζαερές Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Αχαΐα, Δρόπολη, Θεσπρωτία, Κρήτη, Μέγαρα, Μύκονος  |  ζαϊρές Ηπίτης 1908, Κουκκίδης 1960, Αιτωλοακαρνανία, Δρόπολη, Θεσσαλονίκη, Ηλεία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Κρήτη, Λακωνία, Μαγνησία, Πάρος, Πιερία, Πωγώνι, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ζαχαρές Κύπρος  |  ζαχερές Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κύπρος  |  ζαχιρές Σκαρλάτος 1835, Παμπούκης 1988, Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη, Κύπρος, Σέρρες, Σουφλί, Σιάτιστα  |  ζαχράς Καππαδοκία  |  ζαχρές Λυκία, Προύσα  |  ζεχρές Λυκία  |  τζαϊρές Σάμος ~ ουδέτερο: ζαχιρέ Passow 1860

ζαέρης ο -> τροφοδότης (λόγιο) ~ ζαέρης Νάξος

ζαέρι -> λοιπόν, μαθές, τάχα  |  βέβαια  |  αραβικό zahir ~ ζαέζι Τσακώνικα  |  ζαέρ Καρδίτσα  |  ζαέρι Κρήτη, Τσακώνικα, Χάλκη  |  ζαέριν Κύπρος  |  ζάρι Κρήτη  |  ζέρ Παμπούκης 1988  |  ντζαέρι Κάρπαθος

ζαέρι -> φαίνεται  |  τούρκικο zahiren ~ ζαέρι Παμπούκης 1988

ζαέρι το -> σπλάχνο ~ ζαέρι Πάρος

ζαζαρίζου -> καταγγέλω (λόγιο) ~ ζαζαρίζου Λέσβος

ζαζέλα η -> είδος θάμνου ~ ζαζέλ (το) Πόντος  |  ζαζέλα Πόντος

ζάζου -> ωριμάζω ~ ζάζου Τσακώνικα  |  ζάσου Τσακώνικα ριάζου

ζάζω -> ζυγίζω ~ ζάζω Καππαδοκία  |  ζάνω Καππαδοκία

ζάζω -> κάνω ~ ζάζω Καππαδοκία

ζάθος ο -> σκουλήκι παράσιτο που ζει κάτω από το δέρμα των μηρυκαστικών ~ ζάθος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Λευκάδα

ζαΐδα η -> παραφυάδα δέντρου ~ ζαΐδα Κέρκυρα

ζαΐμης ο -> μεγαλοκτηματίας (λόγιο), τσιφλικάς  |  τούρκικο zaîm ~ ζαΐμης Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Κύπρος  |  ζαΐμς Κοζάνη, Φωκίδα

ζαΐρ -> ίσως (λόγιο), βεβαίως (λόγιο)  |  τούρκικο zahir ~ ζαΐρ Καππαδοκία  |  ζάρι Καππαδοκία

ζαϊράκι το -> κοριτσάκι αδύνατο και άσχημο ~ ζαϊράκ Μαγνησία

ζαΐρι -> φαινομενικά (λόγιο)  |  τούρκικο zahiri ~ ζαΐρι Ρόδος

ζαΐρου -> καχεκτική γυναίκα ~ ζαΐρου Μαγνησία

ζαϊφεδένιος -> μεταξωτός ~ ζαϊφεδένιος Μύκονος  |  ζαμφεδένιος Μύκονος

ζαΐφης -> κοκαλιάρης, ξερακιανός, αδύνατος, αρρωστιάρης  |  τούρκικο zayıf ~ ζαγίβς Λέσβος  |  ζαγίφς Ίμβρος  |  ζαΐφη Τσακώνικα  |  ζαΐφης Σκαρλάτος 1835, Miklosich 1884, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Άνδρος, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Ρόδος  |  ζαΐφς Κουκκίδης 1960, Θεσσαλονίκη, Αϊβαλί, Ιωάννινα, Κοζάνη, Μοσχονήσι, Πόντος, Σέρρες, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ντζαρίφης Κάρπαθος

ζαϊφιάζω -> αρρωσταίνω  |  αδυνατίζω ~ ζαϊφιάζω Νάξος  |  ζαϊφίζου Χαλκιδική

ζαΐφικος -> ζαΐφης ~ ζαΐφικος Κρήτη, Μάνη  |  ζαΐφκος Προύσα  |  ζαΐφκους Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Λάρισα, Μαγνησία, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Χαλκιδική  |  ντζαρίφικος Κάρπαθος

ζαϊφλάντισμα το -> αδυνάτισμα ~ ζαϊφλάντισμα Καππαδοκία

ζαϊφλαντισμένος -> άκεφος ~ ζαϊφλαντισμένος Κρήτη

ζαϊφλίκι το -> αδυναμία (λόγιο), αρρώστια, αδυνάτισμα  |  τούρκικο zayıflık ~ ζαϊφλήκι Σκαρλάτος 1835  |  ζαϊφλίκ Ιωάννινα  |  ζαϊφλίκι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Άνδρος, Κωνσταντινούπολη  |  ζαϊφλίκκιν Κύπρος  |  ζαϊφλίχι Καππαδοκία

ζαΐφτ του -> ζαϊφλίκι ~ ζαΐφτ Λήμνος

ζαΐχου -> πηγαίνω  |  μεταφέρω (λόγιο) ~ ζαΐχου Τσακώνικα  |  ζακού Τσακώνικα

ζάκα η -> ανδρική αμάνικη ζακέτα  |  ιταλικό giacca ~ ζάκα Meyer 1895  |  ζζάκα Κως, Νίσυρος  |  ζιάκα Σέρρες

ζάκα η -> δύναμη, ορμή (λόγιο) ~ ζάκα Κρήτη, Τσακώνικα  |  τσάκα Κρήτη

ζάκα η -> είδος πουλιού ~ ζάκα Αιτωλοακαρνανία

ζάκα η -> μπερδεμένη τούφα μαλλιών ~ ζάκα Ίμβρος

ζάκα η -> σακί ~ ζάκα Δελβίνο, Ιωάννινα

ζάκα η -> στεναχώρια, μαράζι ~ ζάκα Κρήτη

ζάκα η -> τσέπη ~ ζάκα Καππαδοκία

ζακαλίζου -> πειράζω, ενοχλώ (λόγιο) ~ ζακαλίζου Μαγνησία

ζακαμτσούκ του -> μικρό θαυματουργό  εργαλείο ~ ζακαμτσίκ Σουφλί  |  ζακαμτσούκ Σουφλί

ζακανιέμι -> κουνιέμαι ~ ζακανιέμι Καστοριά  |  ζακαλνιέμι Πιερία  |  ζακανιώμι Σουφλί

ζακανούρας -> πειραχτήρι  |  αεικίνητος (λόγιο) ~ ζακανιάρς Καστοριά  |  ζακανούρας Πιερία

ζακανώ -> κουνάω ~ ζακανώ Σουφλί

ζακάρς -> θορυβώδης (λόγιο) ~ ζακάρς Ιωάννινα

ζάκατα τα -> άχρηστα ή μικρής αξίας πράγματα  |  τα έπιπλα του σπιτιού  |  βλάχικο zacata ~ ζάκατα Βελβεντός, Θεσσαλονίκη, Θεσπρωτία, Ημαθία, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί  |  ζιάκατα Θεσσαλονίκη

ζάκατα τα -> το μουνί και η πούτσα ~ ζάκατα Θράκη ~ ενικός: ζάκατο (: μουνί) Σαράντα Εκκλησιές

ζακατίζου -> καταχωνιάζω  |  χάνω κάτι  |  σλάβικο zakatam ~ ζακατίζου Γρεβενά, Ημαθία, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Χαλκιδική  |  ζακατσίζου Κοζάνη, Σιάτιστα  |  ζιαγκατίζω Πωγώνι ~ ζακατίζουμι Καστοριά ~ μετοχή: ζακατσμένους Καστοριά

ζακατίζουμι -> εκνευρίζομαι (λόγιο) ~ ζακατίζουμι Μαγνησία

ζακατούρ του -> τιποτένιο πράγμα ~ ζακατούρ Κοζάνη

ζακατούρα η -> ανακατωσούρα ~ ζακατούρα Μαγνησία

ζακατρίκ του -> κάθε εργαλείο που κάνει θόρυβο ~ ζακατρίκ Σουφλί

ζακάτσμα του -> κρύψιμο, καταχώνιασμα ~ ζακάτσμα Θεσσαλονίκη, Κοζάνη

ζακατώ -> ζακατίζου ~ ζακατώ Χαλκιδική

ζακέ το -> ζακέτα ~ ζακέ Πρωία 1933, Ζάκυνθος

ζακές ο -> ανδρικός επενδύτης ~ ζακές Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζακέτα η -> ελαφρύ κοντό πανωφόρι  |  ιταλικό giacchetta , βενετσιάνικο jachéta ~ ζακέτα Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Λακωνία  |  ζακέττα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος  |  ζικέτα Θεσσαλονίκη, Κοζάνη ~ υποκοριστικό: ζακετάκι Ακαδημία 2016

ζακέτο το -> σακάκι  |  τούρκικο ceket, γαλλικό Jaquette ~ ζακέτο Κριαράς 1995, Κωνσταντινούπολη  |  ζακέτου Μαγνησία  |  τζακέτο Κωνσταντινούπολη

ζακιάζου -> μπερδεύω ~ ζακιάζου Σέρρες

ζάκιασμα το -> ανακάτεμα, μπέρδεμα ~ ζάκιασμα Σέρρες

ζακίζα η -> μαστίχα  |  τούρκικο sakız ~ ζακίζα Κρήτη ~ ουδέτερο: σακίζι Κρήτη

ζακίζω -> χάνω όγκο ή βάρος ~ ζακίζω Νάξος

ζακιώνω -> μπερδεύω ~ ζακιώνω Προύσα

ζακλιάζω -> ποδοπατώ ~ ζακλιάζω Ηλεία

ζάκο ο -> μυρμήγκι σκούρο που ζει σε σάπια ξύλα ~ ζάκο Τσακώνικα  |  όζακα (ο) Τσακώνικα

ζακόνι το -> έθιμο (λόγιο), συνήθειο  |  σλάβικο zakon ~ ζακόν Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ημαθία, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζακόνι Passow 1860, Miklosich 1870, Meyer 1894, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θράκη, Ικαρία, Κορινθία, Κορσική, Κύθηρα, Λακωνία, Μαγνησία, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πωγώνι, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Τσακώνικα  |  ζακόνιν Du Cange 1688, Λυκία

ζακουμνιά η -> το φυτό Nerium oleander, πικροδάφνη, πρικοδάφνη, ροδόδεντρο, ροδοδάφνη, αροδάφνη, αριοδάφνη, πικροφυλλάδα, πικροφλλάδα, φυλλάδα, σφάκα, σέμα, μπαμτσίνα, φροκαλίδα, ψαροφλλάδα  |  τούρκικο zakkum ~ ζακουμνιά Θράκη ~ ουδέτερο: ζακούμ Θράκη, Σιάτιστα  |  ζακούμι Κουκκίδης 1960  |  ζακούμν Θράκη  |  ζουκούμ Κοζάνη, Σέρρες  |  ζουκούμι Καπετανάκης 1962  |  ζουχούμ Θεσσαλονίκη

ζάκουρε το -> μικρόσωμος (λόγιο) ~ ζάκουρε Τσακώνικα

ζάκουρο το -> η βάση ξύλινου αγγείου ~ ζάκουρο Πελοπόννησος

ζάκουρος ο -> στάχτη ~ ζάκουρος Δελβίνο

ζάκουτα -> θυμωμένα  |  δυνατά ~ ζάκουτα Ιωάννινα

ζακώνω -> στεναχωριέμαι, μαραζώνω ~ ζακώνω Κρήτη

ζάλα η -> ζάλη, ζαλάδα ~ ζάλα Κύπρος  |  ζαλά Ρόδος

ζάλα η -> ζαλίκι ~ ζάλα Βούρμπιανη, Ηλεία, Κορινθία

ζάλα τα -> βήματα ~ ζάλα Ηπίτης 1908, Λέσβος

ζαλάδα η -> ζάλη, ίλιγγος (λόγιο), σκοτοδίνη (λόγιο) ~ ζαλάα Κύπρος  |  ζαλάδα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Λέσβος, Μάνη, Πιερία, Τσακώνικα  |  ζαοάδα Τσακώνικα

ζαλαλός -> τρελός ~ ζαλαλός Πόντος

ζαλάλωμαν το -> ζαλάδα ~ ζαλάλωμαν Πόντος

ζαλαλώνω -> ζαλίζω ~ ζαλαλώνω Πόντος

ζαλαμουκιάρης -> δύστροπος (λόγιο) ~ ζαλαμουκιάρης Κρήτη  |  ζουλουμακιάρης Κρήτη  |  ζουλουμικιάρης Κρήτη

ζαλάπατα τα -> θόρυβος στο σκοτάδι  |  ήχος βημάτων~ ζαλάπατα Ρόδος  |  ντζαλάπατα Κάρπαθος

ζαλαριά η -> κάποια αρρώστια ~ ζαλαριά Δρόπολη

ζαλάτσιν το -> το πουλί Gyps fulvus, όρνιο, αγιούπας, βατσίλα, σκανίτης ~ ζαλάτζιν Κύπρος  |  ζαλάτσιν Κύπρος

ζαλάτσιν το -> το φυτό Lycium barbarum, ζανατζιά, λουτσιά ~ αζουλάτζιν Κύπρος  |  ζαλάτζιν Κύπρος  |  ζαλάτσιν Κύπρος  |  ζιλίτσιν Κύπρος  |  ζουλάτζιν Κύπρος  |  ζουλάτσιν Κύπρος ~ αρσενικό: ζάλακος Κύπρος

ζαλαχανάς ο -> σφαγείο ζώων  |  τούρκικο salhana ~ ζαλαχανάς Κουκκίδης 1960, Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Χαλκιδική

ζαλάχισμα το -> σαλάγημα, φώναγμα του βοσκού στο κοπάδι ~ ζαλάχισμα Δελβίνο

ζάλαχος ο -> σάλαγο  |  αλβανικό zallahi ~ ζάλαχος Δρόπολη  |  ζάλαχους Σουφλί

ζαλαχώ -> σαλαγώ ~ ζαλαχώ Δελβίνο

ζαλέβω -> ζαλικώνω ~ ζαλέβω Βλαστός 1931

ζαλεύω -> σαλεύω  |  ζαλίζω ~ ζαλεύω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζαλέχου -> διαλέγω ~ ζαλέχου Τσακώνικα

ζάλη η ->  ζάλ Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά, Λήμνος  |  ζάλη Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ήπειρος, Κύπρος, Κρήτη, Λευκάδα, Πόντος, Τσακώνικα  |  ντζάλη Κάρπαθος

ζάλη η -> πηγή με λίγο νερό ~ ζάλη Αρκαδία

ζαλιά η -> ζαλίκι ~ ζαλιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ζαλία Τσακώνικα

ζαλιά η -> χνάρι  |  βήμα ~ ζαλέ Κρήτη  |  ζαλιά Αιτωλοακαρνανία, Κρήτη

ζαλιάζω -> ζαλικώνω ~ ζαλιάζω Πελοπόννησος

ζαλιακό το -> ζάλη, ζαλάδα ~ ζαλιακό Αρκαδία

ζαλιάρα -> αυτό που κάνει τις άλλες να ζηλεύουν (λόγω της ομορφιάς της) ~ ζαλιάρα Θεσπρωτία

ζαλιάρης -> φορτικός (λόγιο), ενοχλητικός (λόγιο) ~ ζαλιάρης Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαλιάρς Άρτα ~ θηλυκό: ζαλιάρα Ιωάννινα  |  ζαλιάρισσα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαλιάρικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζαλιάρικος -> ζαλιάρης ~ ζαλιάρικος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Λακωνία  |  ζαλιάρκους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα ~ θηλυκό: ζαλιάρικη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαλιάρικο Δημητράκος 1938  |  ζαλιάρκου Ιωάννινα

ζαλίζομαι -> ζαλίζομαι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Πρωία 1933  |  ζαλίζουμαι Πρωία 1933, Κωνσταντινούπολη  |  ζαλίζουμι Καστοριά, Λήμνος  |  ζαλίζουμου Καππαδοκία

ζαλίζω -> ζαλίζου Κοζάνη, Μάνη, Σέρρες, Σιάτιστα, Τσακώνικα  |  ζαλίζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζαλίνου Λυκία  |  ζιαλίζου Καστοριά  |  ντζαλίντζω Κάρπαθος

ζαλίκα η -> ζαλίκι ~ ζαλίγκα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα  |  ζαλίκα Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αλόννησος, Γρεβενά, Ίμβρος, Καρδίτσα, Μαγνησία, Πωγώνι, Σάμος, Σκόπελος, Τσακώνικα, Φθιώτιδα

ζαλίκα η -> πρόχειρο έλκηθρο για μεταφορά πραγμάτων ~ ζαλίκα Πιερία

ζαλίκας -> πειραχτήρι ~ ζαλίκας Πιερία

ζαλίκι το -> το φορτίο που κουβαλάει κάποιος στους ώμους ~ ζαλήκι Ηπίτης 1908  |  ζαλίγκ Άρτα, Καρδίτσα, Τρίκαλα  |  ζαλίκ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βελβεντός, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Φωκίδα  |  ζαλίκι Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Πωγώνι  |  ζαλίτσιν Κύπρος  |  σαλάκ Πόντος  |  σελέκ Πόντος

ζαλικιάρς ου -> πειραχτήρι ~ ζαλικιάρς Πιερία

ζαλικιόρικος -> ζαλιάρης ~ ζαλικιόρικος Δελβίνο ~ θηλυκό: ζαλικιόρικη Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζαλικιόρικο Δελβίνο

ζαλικό το -> ζαλάδα  |  ελαφρά αδιαθεσία ~ ζαλιακό Μεσσηνία  |  ζαλικό Μύκονος  |  ζαλικόν Πόντος

ζαλίκωμα το -> ζαλίκι ~ ζαλίκουμα Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα  |  ζαλίκωμα Κριαράς 1995

ζαλικώνομαι -> φορτώνομαι στους ώμους ~ ζαλιγκώνουμαι Πρωία 1933  |  ζαλιγκώνομαι Πρωία 1933  |  ζαλικόνομαι Ηπίτης 1908  |  ζαλικώνουμαι Πρωία 1933  |  ζαλικώνομαι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998  |  ζαλικώνουμι Άρτα, Καβάλα, Κοζάνη, Σιάτιστα, Πιερία  |  ζαλκώνουμι Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαρλακώνομαι Μάνη

ζαλικώνω -> φορτώνω στους ώμους ~ ζαλιγκώνου Κοζάνη  |  ζαλιγκώνω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Στερεά  |  ζαλικώνου Καστοριά, Μάνη  |  ζαλικώνω Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζαλκώνου Βόρεια Εύβοια, Ίμβρος, Μαγνησία  |  ζαρλακώνου Μάνη  |  σαλιακιάζω Πόντος  |  σελεκιάζω Πόντος

ζαλίμης -> άδικος, σκληρός, νευρικός  |  τούρκικο zalim ~ ζαλήμης Ηπίτης 1908  |  ζαλίμης Παμπούκης 1988  |  ζαλίμς Ιωάννινα  |  ζαλούμης Παμπούκης 1988

ζαλίμι το -> το πολύ ζωηρό, το άταχτο παιδί  |  το γαϊδούρι ~ ζαλίμ Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία, Θάσος, Μαγνησία, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαλίμι Λευκάδα

ζαλίμικος -> ζαλίμης ~ ζαλίμικος Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988  |  ζαλίμκους Μαγνησία

ζάλισμα το -> ζαλάδα ~ ζάλισμα Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη  |  ζάλισμαν Πόντος  |  ζάλτσμα Σέρρες

ζαλισμάρα η -> ζάλισμα ~ ζαλισμάρα Πρωία 1933, Ζάκυνθος

ζαλισμένος -> ζαλισμένος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Πόντος  |  ζαλσμένους Λέσβος, Βοιωτία, Φωκίδα  |  ζαλτζμένους Καστοριά ~ θηλυκό: ζαλισμένη Somavera 1709

ζαλισούρα η -> ζαλάδα ~ ζαλισούρα Κύπρος

ζαλιχές -> εύπιστος (λόγιο) ~ ζαλιχές ζάβαλι

ζαλκιά η -> το ζαλίκι ~ ζαλκιά Πιερία

ζαλκούρα η -> ζαλίκι ~ ζαλκούρα Σάμος

ζαλλίδι το -> χόρτο που μοιάζουν με βλίτο ~ ζαλλίδι Κως  |  ζζαρλίδι Κως, Νίσυρος

ζαλνώ -> ζαλίζω ~ ζαλνώ Καστοριά ~ ζαλνιούμι Καστοριά

ζάλο το -> βήμα, πήδημα  |  πατημασιά, χνάρι ~ ζαλέ η Κρήτη  |  ζάλο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κύθηρα, Κρήτη  |  ζάλον Βλάχος 1659, Lange 1708, Legrand 1882  |  ζάλου Λέσβος  |  ζάρο Passow 1860  |  ζζάλο Κως, Νίσυρος  |  ντζάλο Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ντζάλος Κάρπαθος

ζαλοβροντισμένος -> τρελός  |  ταραγμένος  |  αλαφιασμένος ~ ζαλοβροντισμένος Βλαστός 1931  |  ζαλουβροντσμένους Ιωάννινα

ζάλογγο το -> ο πυκνός λόγγος ~ ζάλογγο Δημητράκος 1938  |  ζάλουγγου Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα ~ πληθυντικός: ζάλογγα Βλαστός 1931

ζαλοκουνημένη -> ζαλιάρα ~ ζαλοκουνημένη Θεσπρωτία

ζαλοκουνισμένος -> τρελός ~ ζαλοκουνισμένος Βλαστός 1931

ζαλοπατώ -> τσαλαπατώ  |  περπατώ με μικρά βήματα ~ ζαλοπατώ Δημητράκος 1938  |  ζαλουπατώ Λέσβος

ζάλος ο -> η ζάλη  |  το ζαλίκι  |  πήδημα  |  βήμα  |  το φορτίο στην πλάτη ~ ζάλος Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύθηρα, Πόντος  |  ζάλους Αιτωλοακαρνανία

ζαλότ το -> φυτό που φτιάχνανε σκούπες ~ ζαλότ Πόντος

ζαλοτάραμα το -> ζαλίμι ~ ζαλοτάραμα Αιτωλοακαρνανία

ζαλουβρουντιούμι -> ταράζομαι ~ ζαλουβρουντιούμι Ιωάννινα

ζαλουζί τα -> περσίδες (λόγιο)  |  τούρκικο jaluzi > γαλλικό jalouzi ~ ζαλουζί Κωνσταντινούπολη

ζαλούκα η -> ζαλίκι ~ ζαλούκα Αρκαδία, Μεσσηνία

ζαλουκφαίνου -> ζαλίζω ~ ζαλουκφαίνου Λέσβος

ζαλούκωμα το -> ζαλίκι ~ ζαλούκωμα Αρκαδία

ζάλουμα το -> ζαλίκι ~ ζάλουμα Τσακώνικα  |  ζάουμα Τσακώνικα

ζαλουξλώνου -> ξυλοφορτώνω ~ ζαλουξλώνου Ίμβρος

ζαλούρα η -> ζάλη ~ ζαλούρα Λέσβος

ζαλουταραμένους -> ζωηρός (λόγιο), ιδιότροπος (λόγιο)  |  ζαλουταραμένους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα

ζαλουφόρτουμα -> ζαλίκι ~ ζαλουφόρτουμα Αιτωλοακαρνανία

ζαλουφουρτουμένους -> φορτωμένος στους ώμους ~ ζαλουφουρτουμένους Αιτωλοακαρνανία

ζαλουφουρτώνουμι -> ζαλώνομαι ~ ζαλουφουρτώνουμι Αιτωλοακαρνανία

ζαλοφρόντισμα το -> σκοτούρα ~ ζαλοφρόντισμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαλταρδιά η -> θάμνος που μοιάζει με ρείκι ~ ζαλταρδιά Ανατολική Ρωμυλία

ζάλω -> σαλεύω ~ ζάλω Ικαρία

ζάλωμα το -> το ζαλίκι ~ ζάλωμα Αιτωλοακαρνανία, Δρόπολη, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Λακωνία  |  ζάουμα Τσακώνικα

ζαλώνω -> φορτώνω ~ ζαλώνου Μάνη, Φθιώτιδα  |  ζαλώνω Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αχαΐα, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Ηλεία, Κέρκυρα, Κορινθία, Κύθηρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Τσακώνικα, Χίος  |  ζαλώννω Κύπρος  |  ζαλούκου Τσακώνικα  |  ζαούκου Τσακώνικα ~ ζαλόνομαι Ηπίτης 1908  |  ζαλώνομαι ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζαλουμένους Φωκίδα  |  ζαλωμένος Κύπρος

ζαλωτά -> στον ώμο, στην πλάτη ~ ζαλωτά Δημητράκος 1938, Μάνη

ζάμα το -> πηγαιμός ~ ζάμα Τσακώνικα

ζαμακιά η -> πέσιμο ~ ζαμακιά Καβάλα

ζαμάκουμα του -> σύλληψη (λόγιο), φόρτωμα  |  τρύπωμα ~ ζαμάκουμα Σέρρες, Χαλκιδική

ζαμακώνω -> δέρνω, συλλαμβάνω (λόγιο), φορτώνω  |  τρυπώνω ~ ζαμακώνω Βάλληνδας 1887  |  ζαμακώνου Αλόννησος, Ανατολική Ρωμυλία, Θεσσαλονίκη, Μαγνησία, Σέρρες, Σουφλί, Χαλκιδική  |  ζαπακώνω Δελβίνο

ζαμαναριά η -> γεροντοκόρη ~ ζαμαναριά Βούρμπιανη, Καστοριά

ζαμάνας ο -> ζαμανίσος ~ ζαμάνας Κοζάνη

ζαμάνι το -> χρόνος (λόγιο), καιρός, εποχή (λόγιο)  |  τούρκικο zaman ~ ζαμάν Κουκκίδης 1960, Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Ήπειρος, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Μακεδονία, Πόντος, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαμάνι Passow 1860, Miklosich 1884, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Κύθηρα, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νάξος, Πωγώνι, Ρόδος  |  ζαμάνιν Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Ρόδος  |  ζζαμάνι Νίσυρος  |  ζζαμάννιν Νίσυρος  |  ζεμάνι Παμπούκης 1988  |  ντζαμάνιν Κάρπαθος ~ πληθυντικός: ζαμάνια (τα) Βλαστός 1931, Ακαδημία 2016, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Γρεβενά, Εύβοια, Ηλεία, Θεσπρωτία, Καστοριά, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Λέσβος, Μοσχονήσι, Νάξος, Σαρακατσάνικα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζζαμάννια Νίσυρος  |  ντζαμάνιν Κάρπαθος

ζαμανίσιους -> αιωνόβιος (λόγιο)  |  αναχρονιστικός (λόγιο)  |  μικρομέγαλος ~ ζαμανίσιους Κοζάνη, Σέρρες, Σουφλί

ζαμάρα η -> διχαλωτό κόκαλο στο στήθος της κότας ~ ζαμάρα Πιερία

ζαμάρα η -> η κοιλιά της γκαστρωμένης  |  το φουσκωμένο ασκί ~ ζαμάρα Σουφλί

ζαμάρα η -> το κοτσάνι του κρεμμυδιού ~ ζαμάρα Χαλκιδική

ζαματούρα η -> πρόχειρη σούπα με λάδι και κομματάκια ψωμί μέσα ~ ζαματούρα Δρόπολη  |  ζεματούρα Δρόπολη

ζαμενάδι το -> τορβάς  |  δισάκι ~ ζαμενάδι Βλαστός 1931

ζαμέτι το -> πάθημα, νίλα, κάζο ~ γιαμέτι Μάνη  |  ζαμέτι Μάνη

ζάμινα η -> εξέταση (λόγιο), έρευνα (λόγιο)  |  ιταλικό esame , βενετσιάνικο exàme ~ ζαμίνα Ζάκυνθος

ζαμινάρω -> εξετάζω (λόγιο), ερευνώ (λόγιο)  |  ιταλικό esaminare , βενετσιάνικο examinàr ~ ζαμινάρω Ζάκυνθος

ζαμλάκια τα -> κίτρινα αγριολούλουδα ~ ζαμλάκια Ιωάννινα

ζαμμός ο -> μασιά ~ ζαμμός Κύπρος

ζαμνί το -> κυψέλη μελισσών ~ ζαμνί Πόντος  |  ζαμνίν Πόντος

ζαμούξ ου -> ατροφικός (λόγιο) ~ ζαμούξ Σουφλί

ζαμουριάζω -> ζαρώνω  |  μαραζώνω ~ ζαμουριάζου Λέσβος  |  ζαμουριάζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαμουρώ -> ζαρώνω  |  είμαι κακόκεφος ~ ζαμουρώ Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Λέσβος

ζαμουρώνω -> ζαρώνω ~ πατικώνω ~ ζαμουρώνου Ίμβρος  |  ζαμουρώνω Προύσα ~ μετοχή: ζαμουριασμένους Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι

ζαμούχα η -> γκρινιάρα ~ ζαμούχα Λέσβος

ζάμπα η -> μπράσκα, βούζα, φουρνιά, φρύνος (λόγιο)  |  Bufo bufo  |  σλάβικο žaba ~ ζάμπα Portius 1635, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Miklosich 1870, Meyer 1894, Βλαστός 1931, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κέρκυρα  |  ζάπα Δελβίνο  |  ζιάμπα Άρτα, Γρεβενά, Δρόπολη, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Σέρρες, Μελένικο, Σιάτιστα  |  ζιάμπρα Κοζάνη  |  ζιάπα Αιτωλοακαρνανία, Δρόπολη, Κοζάνη  |  ζιάπκα Θράκη, Σέρρες  |  ζόμπα Βλαστός 1931  |  ζούμπα Meyer 1894  |  τζάμπα Πιερία ~ αρσενικό: ζάμπας Θράκη  |  ζιάπκους Θράκη ~ μεγεθυντικό: ζιάμπακας Γρεβενά, Κοζάνη, Πιερία  |  ζιαμπαρόκας Θεσσαλονίκη  |  ζιάμπλακας Θράκη ~ υποκοριστικό: ζαμπίτσι Κέρκυρα  |  ζιαπλακάκι Δρόπολη  |  ζιάπκους Θράκη

ζάμπαβους -> πλαδαρός (λόγιο) ~ ζάμπαβους Καστοριά

ζαμπάζης ο -> ζωέμπορος (λόγιο) ~ ζαμπάζης Κρήτη  |  τζαμπάζης Κρήτη  |  τσαμπάγης Κρήτη  |  τσαμπάζης Κρήτη  |  τσαμπάτζης Κρήτη

ζαμπαζοδουλειά η -> απατεωνιά (λόγιο) ~ ζαμπαζοδουλειά Κρήτη

ζαμπαθάρης -> παθιασμένος ~ ζζαμπαθάρης Νίσυρος

ζάμπακας -> κοντός, αδύνατος κι άσχημος ~ ζάμπακας Ηλεία  |  ζάμπακος Πωγώνι  |  ζιάμπλακας Πωγώνι

ζαμπάκι το -> το φυτό Narcissus tazetta, βούτσινο, γκρίζο, ίτσο, μανουσάκι, τεμπέρι, τουμπάκι, τσαμπάκι, νάρκισσος (λόγιο)  |  τούρκικο zambak ~ ζαμπάκ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λήμνος, Μαγνησία, Σέρρες, Σιάτιστα, Χαλκιδική  |  ζαμπάκι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία, Κρήτη, Σύρος  |  ζαμπάκιν Κύπρος, Λυκία  |  ζαμπακιά Παμπούκης 1988, Ηπίτης 1908  |  ζαμπάτς Λέσβος  |  ζαμπάτσιν Κύπρος  |  ζαμπάκον Κύπρος αρσενικό: ζαμπάκος Κύπρος ~ πληθυντικοί: ζαλαμπάκκοι Ρόδος

ζαμπακώνω -> βουλώνω  |  πλακώνω  |  γαμώ ~ ζαμακώνω Θήρα  |  ζαμπακώνω Βούρμπιανη, Θεσπρωτία  |  ζαμπακώνου Θράκη, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία, Σιάτιστα

ζαμπάρα η -> παιδική σφυρίχτρα ~ ζαμπάρα Πόντος

ζαμπαραλίκι το -> μπερμπαντιά, τσιλιμπούρδισμα, κορτάρισμα  |  τούρκικο zamparalık ~ ζαμπαραλίκ Λέσβος, Σουφλί  |  ζαμπαραλίκι Κουκκίδης 1960, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη  |  ζαμπαραλίτς Λέσβος

ζαμπαράς ο -> γυναικάς, κορτάκιας, μπερμπάντης, μουρντάρης  |  τούρκικο zampara ~ ζαμπαράς Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Αϊβαλί, Ίμβρος, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Πόντος, Σάμος, Σουφλί, Χαλκιδική  |  ζαρπαράς Νάξος  |  ζουμπούρς Σέρρες

ζαμπάρκια η -> ο ζυγός της πατήτρας στον αργαλειό ~ ζαμπάρκια Ρόδος

ζαμπάρκουδο το -> πολύ άσχημος ~ ζαμπάρκουδο Λευκάδα

ζαμπαρόλα η -> γυρίνος (λόγιο) ~ ζαμαπρόλα Ηλεία

ζαμπαρόλα η -> το ψάρι Aphanius fasciatus, ζαχαριάς ~ ζάμπα Μεσολόγγι  |  ζαμπαρέλα Μεσολόγγι  |  ζαμπαρόλα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαμπαρόλι Ηλεία

ζαμπάς ου -> ζαμπάκι ~ ζαμπάς Λέσβος

ζαμπάς ου -> σημάδι ~ ζαμπάς Σαρακατσάνικα

ζαμπάφα η -> συνάχι, κρύωμα ~ ζαμπάφα Ιωάννινα

ζαμπαφίζουμι -> ανακουφίζομαι (λόγιο) ~ ζαμπαφίζουμι Χαλκιδική

ζαμπαχείλα -> κλαψιάρα ~ ζαμπαχείλα Λέσβος

ζαμπαχτιάρς -> κρυωμένος, συναχωμένος ~ ζαμπαχτιάρς Κοζάνη

ζαμπέλα η -> ποικιλία αμπελιού ~ ζαμπέλα Ζάκυνθος, Ιωάννινα

ζαμπέλς -> τεμπέλης ~ ζαμπέλς Πάρος

ζαμπέτα η -> μυθικό πλάσμα που σχετίζεται με τα νερά ~ ζαβέτα Καππαδοκία  |  ζαμπέτα Καππαδοκία

ζαμπέτης -> μπεκρής ~ ζαμπέτης Ηπίτης 1908  |  θηλυκό: ζαμπέτω Ηπίτης 1908

ζαμπέτι το -> ζώα της οικογένειας Viverridae  |  μοσχογαλή (λόγιο)  |  ιταλικό zibetto ~ ζαμπέτι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζαμπετούλα η -> μικρή στάμνα ~ ζαμπιτούλα Σάμος

ζαμπί το -> ζεμπερέκι πόρτας ~ ζαμπί Καστοριά

ζαμπίτεμα το -> αστυνόμευση (λόγιο) ~ ζαμπίτεμα Κρήτη

ζαμπιτεύω -> αστυνομεύω (λόγιο) ~ ζαμπιτεύω Κρήτη

ζαμπιτιανός ο -> ζαμπίτης ~ ζαμπιτιανός Κουκκίδης 1960

ζαμπίτης ο -> αξιωματικός (λόγιο)  |  αστυνομικός (λόγιο)  |  χωροφύλακας (λόγιο)  |  κακότροπος  |  τούρκικο zabit ~ ζαμπίτ Καππαδοκία  |  ζαμπίτης Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Πάρος  |  ζαμπίτσης Καππαδοκία  |  ζαμπίτς Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Λήμνος, Μαγνησία, Προύσα, Σάμος, Σέρρες, Χαλκιδική  |  ζαπίτης Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κύπρος, Λυκία, Μεσσηνία, Πάρος  |  ζαπίτς Καππαδοκία  |  τζαμπίτης Κρήτη  |  τσαμπίτης Κρήτη  |  τζαπίτης Miklosich 1884

ζαμπιτιλίκι το -> η στρατιωτική καριέρα  |  τούρκικο zabitlik ~ ζαμπιτιλίκι Κουκκίδης 1960, Κρήτη  |  ζαμπιτλίκι Κουκκίδης 1960  |  ζαπιτλίκκιν Κύπρος  |  τσαμπιτιλίκι Κρήτη

ζαμπίτς ου -> το φίδι Malpolon insignitus, σαπίτης ~ ζαμπίτς Κοζάνη

ζαμπλαγκούδ του -> φίμωτρο (λόγιο) ~ ζαμπλαγκούδ Σέρρες

ζαμπλάκα η -> ανημποριά ~ ζαμπλάκα Σαρακατσάνικα

ζαμπλάκ του -> συνάχι ~ ζαμπλάκ Άρτα

ζαμπλακούρα η -> ζαβλακωμάρα  |  ζαλάδα ~ ζαμπλακούρα Κρήτη

ζαμπλαρίκος -> τραχανάς ~ ζαμπλαρίκος Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία  |  ζαμπλαρίκους Μαγνησία

ζαμπλάρωμα το -> δάρσιμο, πλάκωμα ~ ζαμπλάρωμα Μάνη

ζαμπλαρώνω -> δέρνω, πλακώνω ~ ζαμπλαρώνω Μάνη

ζαμπνά η -> η πρασινάδα στην επιφάνεια των στάσιμων νερών  |  σλάβικο žabina ~ ζαμπνά Πιερία ~ ουδέτερο: ζιαμπνάκ Γρεβενά, Καστοριά  |  ζιαμπνιάκ Κοζάνη  |  ζιαμπνιάκι Meyer 1894

ζαμπνιά η -> ζαμπούνιασμα ~ ζαμπνιά Λέσβος

ζαμπνόκ του -> είδος μανιταριού που δεν τρώγεται  |  σλάβικο žabnjak ~ ζαμπνόκ Πιερία

ζαμπόγα η               -> υλική βοήθεια παράνομης προέλευσης ~ ζαμπόγα Σιάτιστα, Κοζάνη

ζαμπόγερος ο -> καχεκτικός γέρος  |  ξεκουτιάρης ~ ζαμπόγερας Μάνη  |  ζαμπόγερος Αρκαδία, Πόντος

ζαμπόγρια η -> καχεκτική γριά ~ ζαμπόγρια Αρκαδία, Ηλεία  |  ζαμπογραία Πόντος

ζαμποθάνης -> αρρωστιάρης ~ ζαμποθάνης Κως

ζαμποκιούλης -> κοιλαράς ~ ζαμποκιούλης Ηλεία

ζαμπόνι το -> χοιρομέρι  |  γαλλικό jambon ~ ζαμπόν Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζαμπόνι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Νάξος ~ υποκοριστικό: ζαμπονάκι Ακαδημία 2016

ζαμπονοτυρόπιτα η -> τυρόπιτα με ζαμπόν ~ ζαμπονοτυρόπιτα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζαμπούκ του -> παραφυάδα του καλαμποκιού ~ ζαμπούκ Πιερία

ζαμπούκα η -> ο καυλός του κρεμμυδιού ~ ζαμπούκα Πιερία

ζαμπούκια τα -> πόντοι, ρούμποι ~ ζαμπούκια Γρεβενά

ζαμπουκκιά η -> το φυτό Sambucus racemosa, αντριάνος ~ ζαμπουκκιά Κύπρος

ζαμπούκος ο -> το φυτό Sambucus nigra, κουφοξυλιά, αφροξυλιά, φροξυλιά, φροξυλάνθι, φρουσκλιά  |  λατινικό sambucus, ιταλικό sambuco, βενετσιάνικο sanbùgo ~ ζαμπούκκος Κύπρος, Ρόδος  |  ζαμπούκο Τσακώνικα  |  ζαμπούκος Ηπίτης 1920, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ακαδημία 2016, Πάρος  |  ζαμπούκους Αϊβαλί, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι  |  σαμπούκο Τσακώνικα  |  σαμπούκους Λέσβος ~ θηλυκό: σαμπουκλία Τσακώνικα  |  σουμπουκλία Τσακώνικα  |  σουμπουτσία Τσακώνικα

ζαμπούλα η -> σκουλήκι παράσιτο στην πλάτη ζώου ~ ζαμπούλα Πόντος ~ ουδέτερο: ζαμπούλιν Πόντος

ζαμπούνα η -> αιμορραγία από κόψιμο ~ ζαμπούνα Γρεβενά, Σέρρες

ζαμπούνα η -> αυλός (λόγιο), τσαμπούνα  |  ιταλικό zampogna, βενετσιάνικο sanpògna ~ ζαμπούνα Αϊβαλί, Θράκη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Χαλκιδική  |  ζαμπούτα Βούρμπιανη  |  ζαρπούνα Λυκία

ζαμπούνα η -> κακοδιαθεσία (λόγιο)  |  γρίπη (λόγιο) ~ ζαμπούνα Θεσπρωτία, Καστοριά  |  ζαμπούνια Βούρμπιανη  |  ζαμπνιά Αλόννησος

ζαμπούνα η -> ο καυλός του κρεμμυδιού ~ ζαμπούνα Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Σέρρες

ζαμπουνεύω -> αρρωσταίνω  |  αδυνατίζω ~ ζαμπνεύγου Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι  |  ζαμπνεύου Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος  |  ζαμπουνέβω Βλαστός 1931  |  ζαμπουνεύγω Κύθνος  |  ζαμπουνεύω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Ηλεία, Θεσπρωτία, Χίος  |  ζαμπνεύου Καρδίτσα, Λήμνος, Μαγνησία  |  ζαπουνεύκω Κύπρος

ζαμπούνης -> αδύναμος, αδύνατος  |  άρρωστος, καχεκτικός (λόγιο)  |  τούρκικο zebun ~ ζάμπουνας Πωγώνι  |  ζαμπούνης Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθνος, Κωνσταντινούπολη, Μεσσηνία  |  ζάμπουνος Παμπούκης 1988, Θεσπρωτία, Πωγώνι  |  ζαμπούνς Αϊβαλί, Βοιωτία, Γρεβενά, Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Μοσχονήσι, Σάμος, , Σαρακατσάνικα, Σουφλί  |  ζαπούνης Ρόδος  |  ζαπούνης Κύπρος, Πόντος  |  ζαπούνζ Πόντος  |  ζιμπούνης Κωνσταντινούπολη ~ θηλυκό: ζαμπούνα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαμπούνισσα Somavera 1709, Legrand 1882 ~ ουδέτερο: ζαμπούνικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαπούνικον Κύπρος

ζαμπουνιάζου -> ζαμπουνίζω ~ ζαμπουνιάζου Κοζάνη, Μάνη

ζαμπουνιάρης -> ζαμπούνης ~ ζαμπονιάρης Κρήτη  |  ζαμπουνιάρης Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Μάνη  |  ζαμπνιάρς Ίμβρος, Πιερία

ζαμπούνιασμα το -> ζάρωμα, καχεξία (λόγιο) ~ ζαμπούνιασμα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζαμπουνίζω -> αρρωσταίνω, αδυνατίζω ~ ζαμπνίζου Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική  |  ζαμπουνίζου Πιερία  |  ζαμπουνίζω Somavera 1709

ζαμπουνίκκιν το -> αρρώστια, καχεκτικότητα (λόγιο) ~ ζαμπουλίκ Αιτωλοακαρνανία  |  ζαπουνίκκιν Κύπρος

ζαμπούνικος -> αρρωστιάρικος ~ ζαμπούνικος Somavera 1709, Legrand 1882, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960  |  ζαμπούνκαβους Κοζάνη  |  ζαμπούνκας Κοζάνη  |  ζαμπούνκους Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θάσος, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Μοσχονήσι, Πιερία, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική ~ θηλυκό: ζαμπούνικη Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960 ~ ουδέτερο: ζαμπούνικο Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960  |  ζαμπούνκου Σουφλί

ζαμπουντίζω -> αδυνατίζω ~ ζαπουναντίζω Καππαδοκία  |  ζαπουντίζω Καππαδοκία

ζαμπουνώ -> ζαμπουνίζω ~ ζαμπουνώ Πιερία

ζαμπούνωμα -> ζαμπούνιασμα ~ ζαμπούνωμα Ηλεία

ζαμπούρ του -> το πουλί Anas crecca, κιρκίρι ~ ζαμπούρ Βοιωτία

ζαμπούρα η -> το φυτό Mandragora officinarum, μαντραγόρας, καλάθρωπος ~ ζαμπούρα Κύπρος

ζαμπουράου -> πιέζω, στίβω ~ ζαμπουράου Αιτωλοακαρνανία

ζάμπουρας ο -> μεγάλη ζέστη  |  σλάβικο zapor ~ ζάμπουρας Λάρισα ~ ουδέτερο: ζάμπουρου Πιερία

ζαμπουρίτα η -> φυτό που τα φύλλα του μοιάζουν με της συκιάς ~ ζαμπουρίτα Πόντος

ζαμπούρμα -> πίεση, ξεζούμισμα ~ ζαμπούρμα Αιτωλοακαρνανία

ζαμπούσιν το -> ζαμπούχα ~ ζαμπούσιν Κύπρος

ζαμπούχα η -> τριγωνικό μπουρέκι με πλιγούρι και μάραθο ~ ζαμπούχα Κύπρος ~ ουδέτερο: ζαμπούσιν Κύπρος

ζαμποφάης ο -> το φίδι Natrix natrix, νεροφίδα, νερόφιδο, φουρνοφάισα ~ ζαμποφάης Κέρκυρα

ζαμπόχα η -> μπομπότα ~ ζαμπόχα Αρκαδία

ζαμπόχελο -> μικρό χέλι  |  ζαργάνα ~ ζαμπόχελο Βλαστός 1931  |  ζαμπόχιλου Κοζάνη, Ιωάννινα  |  ζιαμπόχιλου Κοζάνη, Σιάτιστα  |  τζιαμπόχιλου Κοζάνη

ζαμποχιά η -> το φίδι Natrix natrix ~ ζαμποχιά Κέρκυρα

ζαμπράκα η -> πανί που μπαίνει κάτω από τη σέλα για να μην πληγωθεί το ζώο ~ ζαμπράκα Ηπίτης 1908

ζαμπραχιάρης -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαμπραχιάρης Βούρμπιανη

ζαμπριχτός -> στημένος ~ ζαμπριχτός Αιτωλοακαρνανία

ζαμπροάνης ο -> παλιάνθρωπος ~ ζαμπροάνης Δελβίνο

ζαμώνου -> σημαδεύω ~ ζαμώνου Σέρρες

ζαναγκαντές ο -> ζαμπάκι ~ ζαναγκαντές Κοζάνη

ζαναέτης ο -> συμφεροντολόγος (λόγιο) ~ ζαναέτης Δημητράκος 1938, Κρήτη  |  ζαναέτς Σέρρες

ζαναέτι το -> τέχνη, δουλειά, επάγγελμα (λόγιο)  |  χούι, συνήθεια (λόγιο)  |  συμφέρον (λόγιο)  |  τούρκικο zanaat ~ ζαναάτ Μαγνησία, Σουφλί, Χαλκιδική  |  ζαναγιάτ Σέρρες  |  ζαναγέτ Θράκη  |  ζαναέτ Κουκκίδης 1960, Θράκη, Σέρρες  |  ζαναέτι Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κρήτη  |  ζαναέττιν Κύπρος  |  ζανάτ Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σέρρες  |  ζανάτι Παμπούκης 1988, Θεσπρωτία, Κωνσταντινούπολη, Σαρακατσάνικα  |  ζανάτς Σιάτιστα  |  ζαναχάτ Θάσος, Λέσβος, Σέρρες  |  ζαναχάτι Λακωνία  |  ζενεές Καππαδοκία  |  ζανεέτ Καππαδοκία  |  ζανεέτι Καππαδοκία  |  ζανέτ Μαγνησία  |  ζεναέττιν Κύπρος  |  ζενάτι Παμπούκης 1988

ζαναϊτσής -> τεχνίτης ~ ζαναϊτσής Σέρρες  |  ζανατζής Κοζάνη

ζανάκα η -> απάνεμο μέρος ανάμεσα σε βράχια που έχει πολλά σαλιγκάρια ~ ζανάκα Θεσπρωτία

ζαναμπεθκιά η -> τζαναμπετιά ~ ζαναμπεθκιά Χίος

ζαναμπέτης ο -> τζαναμπέτης  |  τούρκικο cenabet ~ ζαναμπέτης Κρήτη, Χίος  |  ζαναπέττης Κύπρος, Ρόδος  |  τζαναμπέτης Κρήτη

ζανατζιά η -> το φυτό Lycium barbarum, βλ. ζαλάτσιν ~ ζανατζιά Κύπρος

ζανατλής ο -> τεχνίτης  |  τούρκικο zanaatçı ~ ζανατλής Παμπούκης 1988

ζανεύω -> ευθυμώ (λόγιο) ~ ζανεύω Καππαδοκία  |  ζαντεύω Καππαδοκία

ζαναχεύω -> περιγελώ (λόγιο) ~ ζαναχεύω Καππαδοκία

ζανιά η -> κιτρινιάρης  |  κακοζωισμένος ~ ζανιά Θράκη

ζανιάζουμαι -> παθαίνω χρυσή (ίκτερο) ~ ζανιάζουμαι Κύπρος

ζανίν το -> χρυσή, ίκτερος (λόγιο)  |  γαλλικό jaune ~ ζανίν Κύπρος  |  ντζανίν Κύπρος  |  τζαννίν Κύπρος

ζαννούπας ο -> δοντάς ~ ζαννούπας Κύπρος

ζάνος -> κοντός ~ ζάνος Κύπρος

ζάνος ο -> μικρό ξύλο που συνδέει το άροτρο με το ζυγό ~ ζάνος Λακωνία

ζανός ο -> το πουλί Accipiter nisus, ξεφτέρι, σαΐνι ~ ζανός Κύπρος  |  ζάνος Κύπρος

ζάνουζας ο -> ή άζαλος, εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο σφίγγουν το αντί  |  σλάβικο zanoz ~ ζάνουζας Κοζάνη, Πιερία  |  ζάνουνας Πιερία  |  ζάνουτζας Πιερία  |  ζάντης Πιερία  |  ζάντζους Γρεβενά, Κοζάνη  |  ζώνατζους Πιερία  |  ζώντζας Πιερία

ζάνουμα το -> το σφίξιμο του αντιού ~ ζάνουμα Πιερία

ζάντα η -> η μεταλλική βάση της ρόδας  |  γαλλικό jante ~ ζάντα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζάντα η -> κορδέλα ~ ζάντα Παξοί

ζανταβέλι το -> γαϊδούρι ~ ζανταβέλι Λευκάδα  |  ζαντραβέλ Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Φθιώτιδα

ζανταλιά η -> σκανταλιά ~ ζανταλιά Σιάτιστα

ζανταλιάρης -> σκανταλιάρης ~ ζανταλιάρς Σιάτιστα

ζαντάλωμα το -> σκοτοδίνη (λόγιο), παραζάλη ~ ζαντάλωμα Ηπίτης 1908  |  ζαντάλωμαν Πόντος

ζανταλώνω -> τρελαίνω από το ξύλο  |  ζαλίζω ~ ζανταλόνω Ηπίτης 1908  |  ζανταλώνω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Πόντος ~ ζανταλώνουμαι Πρωία 1933  |  ζανταλώνομαι Δημητράκος 1938

ζανταρμάς ο -> χωροφύλακας (λόγιο)  |  τούρκικο jandarma > γαλλικό gendarme ~ ζανταρμάς Κωνσταντινούπολη

ζάντεμα το -> χαζομάρα  |  τρέλα ~ ζάντεμα Αρκαδία  |  ζάντεμαν Πόντος

ζαντές ο -> ευγενής (λόγιο)  |  τούρκικο zade ~ ζαδές Κουκκίδης 1960  |  ζαντές Κουκκίδης 1960, Θράκη, Ιωάννινα, Κωνσταντινούπολη, Ήπειρος, Μακεδονία

ζαντεύω -> χαζοφέρνω  |  μουλαρώνω  |  ευθυμώ (λόγιο) ~ ζανεύω Καππαδοκία  |  ζαντεύου Αιτωλοακαρνανία  |  ζαντεύω Αρκαδία, Καππαδοκία

ζάντζα η -> παραξενιά  |  γκρίνια  |  ιδιοτροπία (λόγιο)  |  ελάττωμα (λόγιο)  |  γκρίνια  |  χούι ~ ζάντζα Ηπίτης 1908, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Δελβίνο, Δρόπολη, Ευρυτανία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Μαγνησία, Πωγώνι, Σαρακατσάνικα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα

ζαντζεύου -> δυστροπώ (λόγιο), γκρινιάζω  |  ζαλίζομαι ~ ζαντζεύου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καρδίτσα, Τρίκαλα

ζαντζιάρης -> παράξενος, ιδιότροπος (λόγιο), γκρινιάρης ~ ζαντζάρης Δελβίνο  |  ζαντζάρς Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα  |  ζιαντζιάρς Καρδίτσα ~ θηλυκόζαντζάρα ~ ουδέτερο: ζαντζάρικο Δελβίνο

ζαντζιάρκους -> ιδιότροπος (λόγιο), γκρινιάρης ~ ζαντζιάρκους Άρτα, Καστοριά, Μαγνησία

ζαντία η -> τρέλα ~ ζαντία Πόντος

ζαντίζω -> χαζεύω ~ ζανίζω Καππαδοκία  |  ζαντίζω Καππαδοκία

ζαντιλόμος -> ευγενής (λόγιο)  |  βενετσιάνικο zentilòmo ~ ζαντιλόμος Meyer 1895, Κύπρος  |  ζιντιλόμος Κύπρος  |  τσεντιλόμος Κύπρος

ζαντίτα η -> άγριος θάμνος του ο καρπός (που μοιάζει με κεράσι) δεν τρώγεται ~ ζαντίτα Πόντος

ζαντνά τα -> αγριόχορτα που βγαίνουν ανάμεσα στα στάρια ~ ζαντνά Πιερία

ζαντολάστιχο το -> η ζάντα της ρόδας μαζί με το λάστιχο ~ ζαντολάστιχο ΑΠΘ 1998 ~ πληθυντικός: ζαντολάστιχα Ακαδημία 2016

ζαντομαριώ η -> άσχημη γριά ~ ζαντομαριώ Αρκαδία

ζαντόμελο το -> μέλι που ζαλίζει και βγαίνει από το φυτό «αζαλέα η ποντική» ~ ζαντόμελο Πόντος  |  ζαντόμελον Πόντος

ζαντός -> χαζός  |  τρελός ~ ζανός Καππαδοκία  |  ζαντός Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Αρκαδία, Καππαδοκία, Πόντος ~ υποκοριστικό: ζαντούλης Αρκαδία ~ θηλυκό: ζαντή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαντό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζαντούρι το -> σούρουπο ~ ζαντούρι Βούρμπιανη

ζαντούφα η -> κουφόβραση ~ ζαντούφα Θεσπρωτία

ζαντούχαβους -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαντούχαβους Καστοριά  |  θηλυκό: ζαντούχαβ Καστοριά ουδέτερο: ζαντούχαβου Καστοριά

ζαντούχας -> καχεκτικός (λόγιο)  |  αρρωστιάρης ~ ζαντούχας Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα ~

ζαντούχας -> που τρώει πολύ, βλάχικο zanduh  |  σλάβικο zaduh ~ ζαντούχας Κοζάνη

ζαντούχι το -> κρυολόγημα (λόγιο)  |  συνάχι  ~ ζαντούχι Αρκαδία, Αχαΐα

ζαντοφέρνω -> χαζοφέρνω ~ ζαντοφέρνω Αρκαδία

ζαντραβέλα η -> ζαντραβέλι ~ ζαντραβέλα Λευκάδα

ζαντραβέλι το -> γαϊδούρι ~ ζαντραβέλ Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Φθιώτιδα  |  ζαντραβέλι Ηπίτης 1908

ζαντράνι το -> μαχαίρι του πεταλωτή  |  τούρκικο sontraş ~ ζαντράνι Ηπίτης 1908  |  ζαντράτς Πιερία

ζαντρουνίγουμαι  -> αμφιταλαντεύομαι καλπάζοντας ~ ζαντρουνίγουμαι Πόντος

ζαντύνω  -> τρελαίνομαι ~ ζαντύνω Πόντος

ζάντωμα το -> κλείδωμα, αμπάρωμα ~ ζάντωμα Καππαδοκία

ζαντωμένο -> κλειδωμένος, αμπαρωμένος ~ ζαντωμένο Καππαδοκία

ζαντώνω -> κλειδώνω, αμπαρώνω ~ ζαντώνω Καππαδοκία

ζαντωτός  -> τρελούτσικος ~ ζαντωτός Πόντος

ζανώνου -> σφίγγω το αντί με το ζάνουνα ~ ζανώνου Πιερία

ζαοθωρώ -> θωρώ ζαβά, στραβοκοιτάζω ~ ζαοθωρώ Κύπρος

ζαομάσελλος ο -> που έχει ζαβή μασέλα, στραβό σαγόνι ~ ζαομάσελλος Κύπρος

ζαομούτσουνος ο -> στραβομούτσουνος ~ ζαομούτσουνος Κύπρος

ζαονούρης ο -> που έχει στραβή ουρά (για ζώο) ~ ζαονούρης Κύπρος

ζαοπατώ -> στραβοπατώ ~ ζαοπατώ Κύπρος

ζαοπόας ο -> στραβοπόδης ~ ζαοπόας Κύπρος

ζάου -> πολύ ~ ζάου Καππαδοκία

ζαπαλώ -> καταπατώ (λόγιο) ~ ζαπαλώ Ίμβρος

ζαπαρίζουμι -> συγκαίγομαι ~ ζαπαρίζουμι Ανατολική Ρωμυλία

ζαπαρίζω -> κακοαναθρέφω ~ ζαπαρίζω Βούρμπιανη

ζάπαρος ο -> η κάψα, η μεγάλη ζέστη  |  σλάβικο zaparta ~ ζάπαρος Meyer 1894  |  ζάπαρους Ανατολική Ρωμυλία, Σουφλί

ζαπάρτα η -> επίπληξη (λόγιο)  |  τούρκικο saparta ~ ζαπάρτα Κουκκίδης 1960, Θράκη, Καβάλα, Κωνσταντινούπολη, Μακεδονία, Πόντος, Σέρρες, Χαλκιδική

ζαπάτ του -> φταίξιμο ~ ζαπάτ Ημαθία

ζαπατάρς -> κουτσός ~ ζαπατάρς Φωκίδα

ζαπελού -> πεταχτούλα ~ ζαπελού Κύπρος

ζαπέτιν το -> μαύρη μπογιά για τα φρύδια ~ ζαπέτιν Κύπρος

ζαπεύου -> ζαπώνω ~ ζαπεύου Ημαθία, Πιερία

ζαπεύου -> κοιμάμαι ~ ζαπεύου Σιάτιστα

ζαπίζω -> ζαπώνω ~ ζαπίζω Αρκαδία, Αχαΐα, Μεσσηνία  |  ζαπίζου Κοζάνη

ζάπισμα το -> χτύπημα ~ ζάπισμα Ηλεία

ζάπκα η -> η κόφτρα του νερού στο αυλάκι ~ ζάπκα Μαγνησία

ζαπλαντίζου -> δαμάζω (λόγιο) ~ ζαπλαντίζου Λέσβος

ζαπλάρουμα του -> δυνατό χτύπημα ~ ζαπλάρουμα Βόρεια Εύβοια

ζάπλια -> αυτή που έχει πλακουτσωτή μύτη ~ ζάπλια Ιωάννινα

ζαπλιάζου -> ζουπώ, ζουλάω ~ ζαπλιάζου Ιωάννινα

ζάπλιακας ο -> αγριόχορτο με κίτρινο λολούδι που φυτρώνει σε υγρά μέρη ~ ζάπλιακας Δελβίνο

ζαπομύτης -> πλατσομύτης ~ ζαπομύτης Δελβίνο ~ θηλυκό: ζαπομύτα Δελβίνο  |  ζαπομύτισσα Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζαπομύτικο Δελβίνο

ζαπονέ το -> μανίκι που αποτελεί συνέχεια του υπόλοιπου ενδύματος, χωρίς να έχει ραφή  |  γαλλικό japonais ~ ζαπονέ Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016,

ζαπόνι το -> καλύπτρα (λόγιο)  |  σλάβικο zapon ~ ζαπόν Θεσσαλία  |  ζαπόνι Miklosich 1870, Meyer 1894

ζαπρακάκ του -> καχεκτικό παιδί ~ ζαπρακάκ Σάμος

ζάπτι το -> χαλιναγώγηση (λόγιο), πειθαρχία (λόγιο), υποταγή (λόγιο)  |  τούρκικο zapt ~ ζάμπτι Παμπούκης 1988  |  ζαπ Κουκκίδης 1960, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Ανατολική Ρωμυλία, Άρτα, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καβάλα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Πιερία, Προύσα, Σέρρες, Μαγνησία, Πωγώνι, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σουφλί, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζάπι Βεντότης 1790, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία  |  ζαπτ Κουκκίδης 1960, Ιωάννινα, Καστοριά  |  ζάπτι Miklosich 1884, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη, Μύκονος, Πάρος, Χίος  |  ζάστι Κύθηρα  |  ζάφι Ηλεία  |  ζαφκ Θεσσαλονίκη, Κοζάνη  |  ζαφτ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζάφτι Passow 1860, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Αρκαδία, Θήρα, Ηλεία, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύθηρα, Λυκία, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος, Νότια Εύβοια, Σίφνος, Σύρος, Ρόδος, Τήνος, Χίος  |  ζάφτιν Κύπρος, Ρόδος  |  ζζάφτι Κως, Λέρος, Νίσυρος  |  ντζάφτι Νίσυρος  |  ντζάφτιν Κάρπαθος

ζαπτιές ο -> χωροφύλακας (λόγιο)  |  τούρκικο zaptiye ~ ζαπιές ΑΠΘ 1998, Καρδίτσα  |  ζαπιτιές Παμπούκης 1988, Θεσπρωτία  |  ζαπτγές Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος  |  ζαπτιάς Καππαδοκία  |  ζαπτιές Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998, Αϊβαλί, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κύπρος, Κρήτη, Καστελλόριζο, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Λυκία, Μοσχονήσι, Πόντος, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαπχιές Κοζάνη  |  ζαφθιές Κρήτη  |  ζαφτγές Ίμβρος  |  ζαφτιγές Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κρήτη  |  ζαφτιές Δημητράκος 1938, Κύπρος, Κρήτη, Ρόδος  |  ζζαφτιές Κως, Νίσυρος  |  ντζαφτιές Κάρπαθος  |  σαπτιές Καστελλόριζο

ζαπτιζής -> φοροεισπράκτορας (λόγιο)  |  χωροφύλακας (λόγιο) ~ ζαπτιζής Πάρος  |  ζαπτζής Παμπούκης 1988  |  ζαπτιτζής Νάξος

ζαπτιλίκι το -> η εξουσία του χωροφύλακα  |  τούρκικο zabitlik ~ ζαπτιλίκι Παμπούκης 1988, Κρήτη, Πελοπόννησος  |  ζαφτιελίκκιν Κύπρος  |  ζαφτιλίκι Κρήτη  |  ντζαφτιλίκι Κάρπαθος

ζαπλαπούδα η -> στραγάλια ανακατεμένα με σταφίδες ~ ζαπλαπούδα Αϊβαλί, Μοσχονήσι

ζάπωμα το -> ζάπτι ~ ζάπουμα Αιτωλοακαρνανία, Σαρακατσάνικα, Σουφλί, Φωκίδα  |  ζάπωμα Αρκαδία

ζαπώνω -> εξαναγκάζω (λόγιο), υποτάσσω (λόγιο), αρπάζω  |  καταπλακώνω (λόγιο)  |  αντιστέκομαι (λόγιο)  |  τούρκικο zapt ~ ζαμπώννω Κύπρος  |  ζαπώνου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Μαγνησία, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Χαλκιδική  |  ζαπώνω Παμπούκης 1988, Δελβίνο, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Πωγώνι, Σαράντα Εκκλησιές  ~ μετοχή: ζαπουμένους Καστοριά

ζαρ -> βέβαια (λόγιο) ~ ζαάρ Καππαδοκία  |  ζαρ Καππαδοκία  |  ζερ Ίμβρος, Λήμνος, Μαγνησία

ζαρ! -> έτσι φωνάζουν στο γάιδαρο για να βατέψει τη γαϊδούρα  |  επιφώνημα με άσεμνη χειρονομία (υψώνουν το μεσαία δάχτυλο προς τα πάνω) ~ ζάαρ Ιωάννινα, Λευκάδα  |  ζαρρ Ρόδος  |  τζαρρ Ιωάννινα

ζάρα -> λοξά, στραβά ~ ζάρα Πόντος

ζάρα α -> το χαλασμένο κρασί  |  το κατακάθι του καφέ  |  τα χύσια (σπέρμα) ~ ζάρα Τσακώνικα

ζαρά η -> μπαμπόγρια ~ ζαρά Βούρμπιανη

ζάρα η -> αθρακιά  |  θράκα  |  χόβολη  |  σλάβικο žara ζαρ Πιερία  |  ζάρα Miklosich 1870, Meyer 1894, Καστοριά, Πιερία  |  ζιαρ Ημαθία, Κοζάνη, Καστοριά  |  ζιάρα Miklosich 1870, Meyer 1894, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Πωγώνι, Χαλκιδική ~ αρσενικό: ζιαρός Σέρρες ~ ουδέτερο: ζιάρ Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα, Χαλκιδική  |  ζιάρι Meyer 1894  |  ζιαρί Σέρρες

ζάρα η -> μεγάλη στάμνα  |  πιθάρι  |  κιούπι  |  βαρέλα  |  ιταλικό giara, βενετσιάνικο xara ~ ζάρα Ηπίτης 1908, Άνδρος, Ηλεία, Κρήτη, Μεσσηνία, Μύκονος, Ζάκυνθος, Σύρος, Τήνος, Πόντος, Φούρνοι  |  ντζάρα Κάρπαθος  |  ντζάρρα Κύπρος  |  ντζιάρα Ρόδος

ζάρα η -> ορός γάλακτος ~ ζάρα Βλαστός 1931

ζάρα η -> πτυχή (λόγιο)  |  ρυτίδα (λόγιο)  |  δίπλα ~ ζάρα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Μύκονος, Πόντος, Ρόδος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σουφλί, Τρίκαλα, Τσακώνικα  |  ζζάρα Νίσυρος  |  ζούρα Λέσβος

ζάρα η -> κάψα |  ρίγος (λόγιο) ~ ζαρ Πιερία  |  ζάρα Πιερία  |  ζούρα Βούρμπιανη

ζάρα η -> το πουλί Bubo bubo, μπούφος ~ ζάρα Κρήτη

ζάρα η -> το τυρόγαλο ~ ζάρα Κάρυστος, Τσακώνικα

ζαραβιάζω -> ρυτιδιάζω ~ ζαραβιάζω Βούρμπιανη

ζαράβους -> ζαρωμένος ~ ζαράβους Καστοριά

ζαράγκα η -> συνήθεια (λόγιο) ~ ζαράγκα Καρδίτσα

ζαραγκλανάου -> σουλατσάρω ~ ζαραγκλανάου Φωκίδα

ζαραγκλανίζου -> ζαραγκλανάω ~ ζαραγκλανίζου Φωκίδα

ζαράδ του -> φάρσα, χουνέρι ~ ζαράδ Ημαθία, Μαγνησία

ζαράδα η -> ζάρα, πτυχή, ρυτίδα ~ ζαράδα Κρήτη

ζαρακάνα η -> ψάρι της λίμνης ~ ζαρακάνα Ιωάννινα  |  σαρακάνα Ιωάννινα

ζάρακας ο -> σαράκι |  σκουλήκι του τυριού  |  καχεκτικός (λόγιο) ~ ζάρακας Λυκία, Νότια Εύβοια  |  ζζάρακας Νίσυρος

ζαράκιας ο -> που παίζει συχνά ζάρια (μπαρμπούτι) ~ ζαράκιας Μύκονος

ζαραλής -> αρρωστιάρης ~ ζαραλής Γρεβενά, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα

ζαραλίδκους -> ζαράρικος ~ ζαραλίδκους Γρεβενά, Καστοριά  |  ζαραλίθκους Σιάτιστα  |  ζαραλούθκους Λάρισα ~ θηλυκό: ζαραλίδκ Καστοριά ~ ουδέτερο: ζαραλίλδκου Καστοριά

ζαραλίδκους -> αρρωστιάρης ~ ζαραλίδκους Γρεβενά

ζαραλίκ του -> ζαράρι ~ ζαραλίκ Κοζάνη  |  ζαραλούκ Πιερία

ζαραλμένους -> ζαράρικος ~ ζαραλμένους Καρδίτσα

ζαραλίσιους -> ζαράρικος  |  κουτσός ~ ζαραλίσιους Καστοριά, Σιάτιστα

ζαραλίτκους -> ζαράρικος ~ ζαραλίθκους Σιάτιστα  |  ζαραλίτκους Καστοριά

ζαράντιρους -> στρυφνός (λόγιο)  |  «στριμμένο άντερο» ~ ζαράντιρους Ίμβρος

ζαράρι το -> ζημιά, χασούρα  |  ελάττωμα (λόγιο)  |  αναπηρία (λόγιο)  |  τούρκικο zarar ~ ζαράλ Άρτα, Γρεβενά, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Κρήτη, Λάρισα, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα  |  ζαράλι Θεσπρωτία, Πωγώνι  |  ζαράρ Κουκκίδης 1960, Θεσσαλονίκη, Θάσος, Θράκη, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Λέσβος, Χαλκιδική |  ζαράρε Κρήτη  |  ζαράρι Κουκκίδης 1960, Καπετανάκης 1962, Παμπούκης 1988, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Πελοπόννησος, Πωγώνι  |  ζαράριν Κύπρος, Λυκία  |  ντζαράριν Κάρπαθος

ζαράρικος -> ελαττωματικός (λόγιο), ζημιογόνος (λόγιο) ~ ζαράλκος Βούρμπιανη  |  ζαράρικος Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία

ζαραρλής -> βλαβερός (λόγιο), ασύμφορος (λόγιο), επιζήμιος (λόγιο)  |  τούρκικο zararlı ~ ζαραλής Καρδίτσα, Κοζάνη  |  ζαράλς Κοζάνη  |  ζαραρλής Κουκκίδης 1960, Θράκη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μακεδονία

ζαραρλίδικος -> ζαραρλής ~ ζαραρλίδικος Κουκκίδης 1960 ~ θηλυκό: ζαραρλίδικη Κουκκίδης 1960 ~ ουδέτερο: ζαραρλίδικο Κουκκίδης 1960

ζαρασίρζης -> ακίνδυνος, αβλαβής (λόγιο)  |  τούρκικο zararsız ~ ζαρασίρζης Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη  |  ζαρασίρζς Κουκκίδης 1960, Θράκη ~ θηλυκό: ζαρασίρζισσα Κουκκίδης 1960 ~ ουδέτερο: ζαρασίρζικο Κουκκίδης 1960

ζαραφλίκ του -> βότανο με φαρμακευτικές ιδιότητες ~ ζαραφλίκ Μαγνησία  |  ζαρουφλίκ Μαγνησία

ζαραφούχτα η -> φούχτα ~ ζαραφούχτα Προύσα

ζαραχνιός ο -> μικρός αχινός ~ ζαραχνιός Ίμβρος

ζαρβανίτσα η -> μικρή πρόχειρη πόρτα ~ ζαρβανίτσα Βούρμπιανη

ζαρβόδεξιος ο -> χορός που μοιάζει με συρτό ~ ζαρβόδεξιος Ρόδος

ζαρβάζος -> στραβοπόδης ~ ζαρβάζος Κύπρος

ζαρβένκα -> ζερβά ~ ζαρβένκα Τσακώνικα  |  ζαρβένγκα Τσακώνικα

ζαρβόμηλο το -> ποικιλία μήλου ~ ζαρβόμηλο Βούρμπιανη

ζαργάνα η -> το ψάρι Belone belone  |  τούρκικο zargana ~ ζαραγάνα Άρτα  |  ζαρακάνα Ιωάννινα  |  ζαργάνα Du Cange 1688, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Θήρα, Θράκη, Κεφαλονιά, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λευκάδα, Μακεδονία, Μάνη, Νίσυρος, Πάργα, Πόντος, Πρέβεζα, Σάμος, Σύρος, Τσακώνικα, Χίος  |  ζαργάνη Du Cange 1688, Λευκάδα  |  ζαρκάνα Κύπρος  |  ζαργόνα Αιτωλοακαρνανία  |  ζζαργάνα Κως, Νίσυρος  |  ντζαργάνα Κάρπαθος  |  σαργάνα Πόντος  |  τζζαργάνα Σύμη ~ ουδέτερο: σαργάνιν Πόντος

ζαργάντς ι -> ψαράς ειδικευμένος στο ψάρεμα της ζαργάνας ~ ζαργάντς Μοσχονήσι

ζαργκάνα η -> πολύ αδύνατη γυναίκα ~ ζαργάνα Κουκκίδης 1960  |  ζαργκάνα Πιερία

ζαργκλάς ι -> ζάρα, ρυτίδα (λόγιο) ~ ζαργκλάς Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ πληθυντικός: ζαργκλάδις Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι

ζαργκούλ του -> λαρύγγι ~ ζαργκούλ Λέσβος

ζάργλας ο -> το λαρύγγι ~ ζάργλας Λέσβος

ζαρδάνι το -> ποικιλία αμπελιού ~ ζαρδάνι Δημητράκος 1938, Κρήτη

ζαρέας -> που παραπατάει, που τρικλίζει ~ ζαρέας Πόντος

ζαρεύκω -> κυνηγώ με ζαγάρι (κυνηγόσκυλο) ~ ζαρεύκω Κύπρος

ζαρζαβάτι το -> λαχανικό, χορταρικό  |  τούρκικο zerzevat ~ ζαρζαβάτ Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Πόντος, Σέρρες, Σουφλί, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζαρζαβάτι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Μύκονος, Πελοπόννησος  |  ζαρζαβάτιν Πόντος  |  ζαρζαβάττι Ρόδος  |  ζαρζαβάτς Σιάτιστα  |  ζεζεβάτιν Κύπρος  |  ζερζαβάτι Πρωία 1933, Κρήτη  |  ζερζεβάτι Παμπούκης 1988, Κρήτη  |  ζερζεβάτιν Κύπρος  |  ζερζεβάττιν Κύπρος  |  τζερζεβάτι Κρήτη

ζαρζαβατικό το -> ζαρζαβάτι ~ ζαρζαβατικό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κρήτη, Τσακώνικα  |  ζζαρζαβατικό Νίσυρος  |  ζαρζαβατκό Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Φωκίδα  |  ζερζεβατικό Κρήτη  |  ντζαρντζαβατικόν Κάρπαθος ~ πληθυντικός: ζαρζαβατικά Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988  |  ζερζεβατικά Παμπούκης 1988  |  τζαρτζαβατικό Κρήτη  |  τζερτζεβατικό

ζαρζαβατσής ο -> μανάβης  |  τούρκικο zerzevatçı ~ ζαρζαβατζής Ιωάννινα, Πόντος, Σουφλί, Χαλκιδική  |  ζαρζαβατσής Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Μακεδονία, Ήπειρος

ζαρζαβατσίδικο το -> μανάβικο  |  τούρκικο zarzavatçı ~ ζαρζαβατζήδικο Παμπούκης 1988  |  ζαρζαβατσίδικο Κωνσταντινούπολη

ζαρζαλίτης ο -> φυτό του γένους Sinapis, λαψάνα ~ ζαρζαλίτης Κύπρος

ζαρζάνα η -> άφθονη ροή ~ ζαρζάνα Καρδίτσα

ζαρζανάου -> ρέω ~ ζαρζανάου Καρδίτσα

ζαρ-ζορ -> απρόθυμα (λόγιο)  |  τούρκικο zar zor ~ ζαρ-ζορ Κωνσταντινούπολη

ζάρι -> κάτι το κατορθωτό, το πραγματοποιήσιμο ~ γιάρι Μάνη  |  ζάρι Μάνη

ζάρι το -> ο κύβος του ταβλιού  |  τούρκικο zar ~ ζαάριν Κύπρος  | ζαρ Ιωάννινα, Κοζάνη, Λήμνος, Σιάτιστα, Πόντος, Φωκίδα  |  ζάρι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κορινθία, Χίος  |  ζάριν Κύπρος, Πόντος  |  ντζάριν Κάρπαθος ~ υποκοριστικό: ζαρούδιν Κύπρος ~ αρσενικό: ζάρης Ζάκυνθος, Κύπρος ~ πληθυντικός: ζάργια Lange 1708  |  ζάρια Βλαστός 1931

ζαριά η -> το ρίξιμο των ζαριών ~ ζαριά Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζαρκά Κύπρος

ζαριανός -> τωρινός ~ ζαριανός Καππαδοκία

ζαριασμένος -> αρρωστιάρης ~ ζαριασμένος Θήρα

ζάρι-ζάρι! -> σκάσε! ~ ζάρι-ζάρι! Βούρμπιανη

ζαρίζω -> βλέπω με δυσκολία  |  διακρίνω (λόγιο)  |  σλάβικο zarna ~ ζαρίζου Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία, Σιάτιστα  |  ζαρίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζιαρίζου Κοζάνη

ζαρίζω -> καίω  |  πυρώνω ~ ζαρίζου Καστοριά  |  ζιαρίζου Ιωάννινα  |  ζιαρίζω Meyer 1894  |  ζουρίζου Καστοριά  |  ζουρίζω Βούρμπιανη

ζαρίζω -> ρίχνω τα ζάρια ~ ζαρίζω Ζάκυνθος

ζαριοπαιχνίδι το -> μπαρμπούτι ~ ζαργιοπαιγνίδι Βλάχος 1659, Lange 1708  |  ζαριοπαιγνίδι Legrand 1882

ζαρφέλ -> ζαρίφης ~ ζαρφέλ Λέσβος

ζαριφένιος -> ζαρίφικος ~ ζαριφένιος Παμπούκης 1988

ζαρίφης ο -> κομψός (λόγιο), λυγερός, ταφραντζής  |  ισχνός (λόγιο)  |  τούρκικο zarif ~ ζαρίφης Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Miklosich 1884, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κύπρος, Κρήτη Κωνσταντινούπολη, Μύκονος  |  ζαρίφτης Κρήτη  |  ζαρίφς Κουκκίδης 1960, Θράκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Σέρρες, Φωκίδα ~ θηλυκό: ζαρίφισσα Legrand 1882, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Λακωνία

ζαριφιά η -> κομψότητα, ομορφάδα, ταφράς ~ ζαριφιά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Miklosich 1884, Λέσβος, Σέρρες

ζαρίφικο το -> πράγμα κομψό ~ ζαρίφικο Δημητράκος 1938

ζαρίφικος -> που φέρεται με κομψότητα ~ ζαρίφικος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, Βούρμπιανη, Κρήτη  |  ζαρίφκους Αιτωλοακαρνανία, Μαγνησία, Πιερία, Φωκίδα, Χαλκιδική ~ θηλυκό: ζαρίφικη Somavera 1709, Legrand 1882, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960 ~ ουδέτερο: ζαρίφικο Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960

ζαριφλάτος -> ζαρίφικος ~ ζαριφλάτος Παμπούκης 1988

ζαριφλήδικος -> ζαρίφικος ~ ζαριφλήδικος Παμπούκης 1988

ζαριφλίκι το -> κομψότητα (λόγιο), χάρη  |  τούρκικο zariflik ~ ζαριφιλίκι Μύκονος  |  ζαριφλίκι Passow 1860, Miklosich 1884, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη  |  ζαριφλίκκιν Κύπρος

ζάρκα -> ξεγύμνωτα ~ ζάρκα Αιτωλοακαρνανία

ζαρκά η -> ζαρκάδα, ζαρκάδι ~ ζαρκά Ρόδος  |  σαρκά Ρόδος

ζάρκα η -> πήδημα χωρίς φόρα και με τα πόδια κολλητά ~ ζάρκα Πιερία

ζαρκάδα η -> αγριόχορτο με βαθιές ρίζες ~ ζαρκάδα Λευκάδα

ζαρκάδα η -> ζαρκάδι  |  το θηλυκό ζαρκάδι ~ ζαρκάδα Somavera 1709, Κριαράς 1995, Πιερία  |  ζαρκαδία Πόντος  |  ζερκαδία Πόντος  |  ζουρκαδία Πόντος ~ υποκοριστικό: ζαρκαδούλα Σαρακατσάνικα ~ αρσενικό: ζάρκαδος (ο) Passow 1860, Δημητράκος 1938

ζαρκαδάκι το -> μικρό ζαρκάδι ~ ζαρκαδάκι Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ζαρκαδούλα Γρεβενά

ζαρκαδένιος -> του ζαρκαδιού ~ ζαρκαδένιος Ηπίτης 1908 ~ θηλυκό: ζαρκαδένια Ηπίτης 1908 ~ ουδέτερο: ζαρκαδένιο Ηπίτης 1908

ζαρκάδι το -> το ζώο Capreolus capreolus  |  αρχαίο ΖΟΡΚΑΣ & ΔΟΡΚΑΣ, κελτικό δάνειο Beekes 2010~ ζαρκάδ Βελβεντός, Καστοριά, Κοζάνη, Πόντος, Σιάτιστα  |  ζαρκάδι Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πιερία, Ζάκυνθος, Τσακώνικα  |  ζαρκάιδι Τσακώνικα  |  ζερκάδ Πόντος  |  ζερκάδιν Πόντος  |  ζορκάδ Ιωάννινα  |  ζορκάδι Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Θεσπρωτία, Πωγώνι  |  ζορκάδιν Πόντος  |  ζουρκάδ Πόντος

ζαρκαδιά η -> το τομάρι του ζαρκαδιού ~ ζαρκαδιά Ιωάννινα  |  ζορκαδιά Πωγώνι

ζαρκαδία η -> ζαρκάδι ~ ζαρκαδία Πόντος  |  ζερκαδία Πόντος  |  ζουρκαδία Πόντος

ζαρκαδίσιος -> του ζαρκαδιού ~ ζαρκαδήσιος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933  |  ζαρκαδίσιος Βλαστός 1931, Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: ζαρκαδήσια Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζαρκαδίσια Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: ζαρκαδήσιο Ηπίτης 1908  |  ζαρκαδίσιο Κριαράς 1995

ζαρκαλίδα η -> ζαρκάδι ~ άνθρωπος μικρόσωμος και γρήγορος σαν ζαρκάδι ~ ζαρκαλίδα Ηπίτης 1908, Πόντος

ζαρκόκωλος -> γυμνόκωλος, ξεβράκωτος ~ ζαρκόκουλους Ιωάννινα  |  ζαρκόκωλος Παξοί

ζαρκαμπίδι -> γυμνό, ζάρκο ~ ζαρκαμπίδι Ιθάκη

ζαρκοπαφίλης -> ανήθικος  |  ο λεγόμενος και "ντενεκές ξεγάνωτος"  |  ψευτοπερήφανος ~ ζαρκοπαφίλης Θεσπρωτία  |  ζαρκουπαφίλς Ιωάννινα  |  ζορκοπαφίλης Πωγώνι ~ πληθυντικός: ζαρκοδοπαφίλια τα Βλαστός 1931

ζαρκοπηδάω -> πηδάω σαν ζαρκάδι ~ ζαρκοπηδάω Passow 1860

ζαρκόπτα η -> πίτα (τυρόπιτα ή γαλατόπιτα) χωρίς φύλλο ~ζαρκόπτα Άρτα

ζάρκος -> γυμνός ~ ζάρκος Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938  |  ζάρκους Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα, Μαγνησία  |  ζόρκος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Δρόπολη, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λευκάδα, Παξοί, Πωγώνι ~ θηλυκό: ζόρκα Δελβίνο, Ιθάκη  |  ζόρκη Πρωία 1933  |  ζόρκια Πρέβεζα ~ ουδέτερο: ζάρκο Δημητράκος 1938  |  ζόρκο Πρωία 1933, Δελβίνο, Ιθάκη

ζάρκος ο -> τσάρκος  |  καλύβα για τα νιογέννητα κατσίκια ή αρνιά ~ ζάρκος Βλαστός 1931

ζάρκους ο -> το αρσενικό ζαρκάδι ~ ζάρκους Πιερία

ζαρκούλα η -> κουκούλα ~ ζαρκούλα Du Cange 1688, Γρεβενά

ζαρκούλα η -> μέρος στενό και κρυφό ~ ζαρκούλα Καστοριά

ζάρκους -> κρεατής (στο χρώμα) ~ ζάρκους Καστοριά

ζαρκουσιά η -> γύμνωμα ~ ζαρκουσιά Ιωάννινα

ζαρκώνου -> γυμνώνω, ξεβρακώνω ~ ζαρκώνου Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα

ζαρλατάου -> ζαρλατίζω ~ ζαρλατάου Καστοριά

ζαρλατίζω -> προγκάω τα ζώα  |  εξαναγκάζω (λόγιο) ~ ζαρλατίζου Καστοριά  |  ζαρλατίζω Παμπούκης 1988, Δρόπολη

ζαρλάτισμα το -> εξαναγκασμός (λόγιο)  |  τούρκικο zorlama ~ ζαρλάτισμα Παμπούκης 1988

ζαρμπάφα η -> τρικλοποδιά ~ ζαρμπάφα Βούρμπιανη

ζαρμπλίζου -> στραγγαλίζω (λόγιο) ~ ζαρμπλίζου Πιερία

ζαρμπούκα η -> τσαμπούνα ~ ζαρμπούκα Λυκία

ζαρμπούλιγμα το -> στραγγάλισμα (λόγιο) ~ ζαρμπούλιγμα Πιερία

ζαρμπούν του -> ιμάντας του διχτυού της τράτας ~ ζαρμπούν Μαγνησία

ζαρμπουτίνα η -> το αβγόσυκο ~ ζαρμπουτίνα Κάρυστος

ζαρναΐλτς  -> αλλήθωρος ~ ζαρναΐλτς Πόντος

ζαρνάρα η -> καταρράκτης (λόγιο) ~ ζαρνάρα Σαρακατσάνικα

ζαρνταλούδι το -> βερίκοκο ~ ζαρνταλούδι Somavera 1709  |  ζαρζαλούδα Τσακώνικα  |  ζαρταλού Du Cange 1688  |  ζαρταλούδ Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι  |  ζαρταλούδι Somavera 1709, Χίος  |  ντζανρταλούδι Somavera 1709

ζαρνταλουδιά η -> το δέντρο Prunus armeniaca, βερικοκιά, ζερδαλιά, καϊσιά, πρικοκιά  |  τούρκικα zedrali  |  τούρκικα zedrali ~ ζανταρλουδιά Somavera 1709  |  ζαρνταλούδι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαρταλουδιά Αϊβαλί, Μοσχονήσι  |  ντζαρταλουδιά Somavera 1709  |  τζαρταλουδιά Somavera 1709

ζαρογουλάζω  -> στραβολαιμιάζω ~ ζαρογουλάζω Πόντος

ζαρογούλης -> στραβολαίμης ~ ζαρογούλης Πόντος  |  ζαρογούλτς Πόντος

ζαρογουλίουμαι  -> στραβολαιμιάζω ~ ζαρογουλίουμαι Πόντος

ζαρόγρια η -> καχεκτική γριά ~ ζαρόγρια Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαροκάθουμαι -> στραβοκάθομαι ~ ζαροκάθουμαι Πόντος

ζαροκείμαι -> κείτομαι στραβά ~ ζαροκείμαι Πόντος

ζαροκερατία -> αγελάδα με στραβά κέρατα ~ ζαροκερατία Πόντος

ζαροκέφαλος  -> στραβοκέφαλος ~ ζαοτσέφαλος Κύπρος  |  ζαροκέφαλος Πόντος

ζαροκιάνου -> ζαρώνω με το ράψιμο κάτι ~ ζαροκιάνου Τσακώνικα

ζαροκοιλιάζω -> ζαρώνω από καχεξία ~ ζαροκοιλιάζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζαρκλιάζου Βελβεντός, Κοζάνη

ζαροκοίλτς -> στραβοκοίλης ~ ζαροκοίλτς Πόντος

ζαροκολάζω -> ζαροκολώ ~ ζαροκολάζω Πόντος

ζαροκολία η -> η αρρώστια ~ ζαροκολία Πόντος

ζαρόκολος -> άρρωστος ~ ζαρόκολος Πόντος

ζαροκολώ -> στραβώνω τα πίσω πόδια για να μην προχωρήσω (για βόδια)  |  αρρωσταίνω ~ ζαροκολώ Πόντος

ζαροκοπώ -> ζαρώνω από τον φόβο ~ ζαροκοπώ Βάλληνδας 1887

ζαροκουβαριάζομαι -> ζαρώνω από καχεξία ~ ζαροκουβαριάζομαι Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαροκούκι το -> καχεκτική (λόγιο)  |  ζαρωμένη  |  σουφρωμένη ~ ζαροκούκι Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ ζαρουκούκ Αϊβαλί, Μοσχονήσι

ζαροκουλούρα η -> κουλούρα ψημένη στη χόβολη ~ ζαροκουλούρα Δρόπολη

ζαροκόφτω -> στραβοκόβω ~ ζαροκόφτω Πόντος

ζαρολαίμης -> στραβολαίμης ~ ζαολαίμης Κύπρος  |  ζαρολαίμς Προύσα

ζαρολίθκους -> ελαττωματικός (λόγιο) ~ ζαρολίθκους Κοζάνη

ζαρολογώ -> ζαρώνω από τον φόβο ~ ζαρολογώ Βάλληνδας 1887

ζαρομαγλιάζου -> ρυτιδιάζω ~ ζαρουμαγλιάζου Ίμβρος

ζαροματάζω -> στραβοκοιτάζω  |  λοξοκοιτάζω ~ ζαροματάζω Πόντος

ζαρομάτης -> αλλήθωρος ~ ζαόμματος Κύπρος  |  ζαρομάτης Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Πόντος  |  ζαρομμάτης Ηπίτης 1908, Πόντος  |  ζαρομάτς Πόντος ~ θηλυκό: ζαραμάτα Ηπίτης 1908 ~ ουδέτερο: ζαρομάτικο Ηπίτης 1908

ζαροματώ -> στραβοκοιτάζω  |  λοξοκοιτάζω ~ ζαροματώ Πόντος

ζαρομούνουχου -> κριάρι ή τράγος μουνουχισμένος ~ ζαρομούνουχου Τσακώνικα

ζαρομπασμένος -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαρομπασμένος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζαρουμπασμένους Φθιώτιδα ~ θηλυκό: ζαρομπασμένη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαρομπασμένο Δημητράκος 1938

ζαρομύτης -> στραβομύτης ~ ζαρομύτης Πόντος

ζαρονεύρης ο -> κράμπα ~ ζαρονεύρης Κέρκυρα  |  ζαρουνέφτς Ιωάννινα

ζαροπάπι το -> το πουλί Anas crecca, βουταλίδα, καραμπλάκα, κιρκίρι ~ ζαροπάπι Βλαστός 1931, Λευκάδα  |  ζαρόπαπια Βλαστός 1931

ζαροπάτεμαν το -> στραβοπάτημα  |  λοξοδρόμισμα ~ ζαροπάτεμαν Πόντος

ζαροπατώ -> στραβοπατώ  |  λοξοδρομώ ~ ζαροπατώ Πόντος

ζαροπέντας -> που περπατάει σαν να έχει δεμένα τα πόδια ~ ζαροπέντας Πόντος

ζαρόπιδου -> αδύνατο παιδί ~ ζαρόπιδου Αιτωλοακαρνανία

ζαροπόδαρος -> στραβοπόδαρος ~ ζαοπόδας Κύπρος  |  ζαροπόδαρος Πόντος ~ θηλυκό: ζαροποδία Πόντος

ζαροπρόσωπος -> στραβομούτσουνος, κακομούτσουνος ~ ζαροπρόσωπος Πόντος

ζαρός -> ζαρωμένος ~ ζαρός Πόντος

ζαρός -> στραβός, λοξός  |  αλλήθωρος ~ ζαός Κύπρος  |  ζαρός Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Πόντος ~ θηλυκό: ζαρή Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαρό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζαρόν Πόντος

ζάρος ο -> η κάψα, η μεγάλη ζέστη  |  αλβανικό zjarr-i ~ ζάρους Ιωάννινα  |  ζιάρος Ιωάννινα  |  ζιούρους Γρεβενά, Καστοριά

ζαροσκέλης -> στραβοπόδης ~ ζαροσκέλης Πόντος  |  ζαροσκέλτς Πόντος

ζαροστομάζω -> στραβοστομιάζω ~ ζαροστομάζω Πόντος

ζαρόστομος -> στραβοστόμης ~ ζαόστομος Κύπρος  |  ζαρόστομος Πόντος

ζαροστομώ -> στραβοστομιάζω ~ ζαροστομώ Πόντος

ζαροστομώνω -> στραβοστομιάζω ~ ζαροστομώνω Πόντος

ζαροτέρεμαν το -> στραβοκοίταγμα  |  λοξοκοίταγμα ~ ζαροτέρεμαν Πόντος

ζαροτερώ -> στραβοκοιτάζω  |  λοξοκοιτάζω ~ ζαροτερώ Πόντος

ζάρτζα η -> το φυτό Lycopersicon esculentum, ντομάτα, πομιδόρο, πομιλόργκα, πομιλορκά, φραγκοβατζάνα, φραγκομήλα ~ ζάρτζα Ικαρία

ζαρότραγου του -> αδύνατο τραγί ~ ζαρότραγου Αιτωλοακαρνανία

ζάρου -> μπορώ ~ γιάρου Μάνη  |  ζάρου Μάνη

ζαρουγκλιαστός -> ζαρωμένος ~ ζαρουγκλιαστός Μάνη

ζαρουδάζω -> τυλίγω το λαναρισμένο μαλλί σε τουλούπα ~ ζαρουδάζω Πόντος

ζαρουδαστέρ το -> ραβδί που γύρω του στρίβουν το λαναρισμένο μαλλί και το κάνουν τουλούπα ~ ζαρουδαστέρ Πόντος  |  ζαρουδαχτέρ Πόντος  |  ζαρουδευτέρ Πόντος

ζαρούδι το -> ζαρωμένο ~ ζαρούδι Θήρα

ζαρούδιν το -> τουλούπα από λαναρισμένο μαλλί, στριμμένο χαλαρά σαν χοντρό σχοινί ~ ζαρούδιν Πόντος  |  ζαρούδ Πόντος

ζαρουκάτσκου του -> αδύνατο κατσίκι ~ ζαρουκάτσκου Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζαρούκλα η -> ζαρωματιά ~ ζαρούγκλα Αρκαδία, Κύθηρα, Μάνη, Μεσσηνία, Σάμος  |  ζαρούκλα Ζάκυνθος, Μύκονος  |  ζαρουκλιά Μύκονος

ζαρουκλιάδα -> ζάρα ~ ζαρουκλιάδα Somavera 1709

ζαρουκλιάζω -> ζαρώνω ~ ζαρουγκλιάζου Μάνη  |  ζαρουγκλιάζω Κύθηρα, Πελοπόννησος  |  ζαρουκλιάζω Somavera 1709, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κρήτη  |  ζαρουχλιάζω Δημητράκος 1938  |  ντζαρουλλιάντζω Κάρπαθος

ζαρούκλιασμα -> ζάρωμα ~ ζαρούγκλιασμα Μάνη  |  ζαρούκλιασμα Somavera 1709

ζαρουκλιασμάδα -> ζαρωματιά ~ ζαρουκλιασμάδα Somavera 1709

ζαρουκλιασμένος -> ζαρωμένος ~ ζαρουκλιασμένος Somavera 1709, Μύκονος

ζαρουκλιώ -> ζαρώνω ~ ζαρουγκλιού Μάνη  |  ζαρουκλιώ Κρήτη

ζαρούκου -> ζαχαρώνω ~ ζαρούκου Τσακώνικα

ζαρουπάπ -> τα πουλιά Phalacrocorax aristotelis και Anas crecca (κιρκίρι) ~ ζαρουπάπ Φθιώτιδα

ζαρουπράτινα η -> αδύνατη προβατίνα ~ ζαρουπρατίνα Αιτωλοακαρνανία

ζαρούριν το -> μούσμουλο ~ ζαρούριν Κύπρος

ζαρουφούχτ του -> φούχτα  |  καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαρουφούχτ Θράκη ~ θηλυκό: ζαρφούχτα Ίμβρος  |  ζουρουχούφτα Ίμβρος

ζαροχειλάζω -> στραβώνω τα χείλια ~ ζαροχειλάζω Πόντος

ζαροχειλάς -> με στραβά χείλια ~ ζαροχειλάς Ηπίτης 1908, Πόντος  |  ζαροχείλτς Πόντος ~ θηλυκό: ζαροχειλού

ζάρπα η -> βία (λόγιο)  |  τούρκικο zarp ~ ζάρπα Κρήτη

ζάρπα η -> γιούχα  |  τούρκικο zarp ~ ζάρπα Κουκκίδης 1960, Κρήτη

ζαρπί το -> ζόρι ~ ζαρπί Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζαρπλής -> γενναίος (λόγιο) ~ ζαρπλής Πόντος

ζαρπόζ του -> πανί που μπαίνει κάτω από τη σέλα του ζώου ~ ζαρπόζ Κοζάνη

ζάρρα-ζούρρου -> μπούρου-μπούρου (φλυαρία) ~ ζάρρα-ζούρρου Κύπρος

ζάρσμα του -> το να βλέπεις με δυσκολία ~ ζάρσμα Πιερία

ζάρτα η -> μακρύ ραβδί για τίναγμα καρπών  |  πέφτω κάτω εξαντλημένος  |  τούρκικο zarta (κλανιά), zartayı çekmek (τίναξε τα πέταλα) ~ ζάρτα Κορινθία

ζάρτα η -> ψέμα ~ ζάρτα Ηπίτης 1908, Πόντος

ζαρτζής η -> ζαράκιας ~ ζαρτζής Κρήτη

ζαρτιλιά η -> η φωλιά του ζαρτιλιού ~ ζαρτιλιά Κύπρος

ζαρτίλιν το -> το πουλί Carduelis carduelis, καρδερίνα, τουρκοπούλα, γαρδέλι ~ ζαρτίλιν Κύπρος ~ υποκοριστικό: ζαλτιλούιν Κύπρος ~ αρσενικό: ζαρτίλης Κύπρος

ζαρτινιέρα η -> κατασκευή εξωτερικού χώρου, μέσα στην οποία μπαίνουν διάφορα φυτά  |  γαλλικό jardinière ~ ζαρτινιέρα Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016

ζαρτιέρα η -> εξάρτημα που κρατάει τις γυναικείας κάλτσες  |  γαλλικό jarretière ~ ζαρτιέρα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζαρτσερό το -> ξύλο με πολλά τσιετάλια για να κρεμάνε τις καρδάρες ~ ζαρτσερό Βλαστός 1931

ζαρτσούνι -> καχεκτικό παιδί ~ ζαρτσούνι Αρκαδία

ζαρτσουνιάρης -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζαρσουνιάρης Αρκαδία

ζάρφι -> μέσα  |  τούρκικο zarf ~ ζάρφι Καππαδοκία

ζάρφι το -> θήκη  |  πιατάκι του καφέ  |  αβγουλιέρα  |  περίβλημα (λόγιο)  |  φάκελος (λόγιο)  |  τούρκικο zarf ~ ζαλφ Κοζάνη  |  ζαρφ Ιωάννινα, Σάμος  |  ζάρφι Passow 1860, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Άνδρος, Ζάκυνθος, Κοζάνη, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Μύκονος, Πάρος, Σίφνος  |  ζάρφιν Κύπρος  |  ζάρφκιν Κύπρος

ζαρφούχτα η -> όση ποσότητα χωράει στη φούχτα ~ ζαρφούχτα Ίμβρος

ζαρώ -> παραπατώ ~ ζαρώ Πόντος

ζάρω -> ζω, υπάρχω ~ ζάρω Νάξος

ζάρω -> συνηθίζω (λόγιο)  |  ιταλικό usare , βενετσιάνικο uxàr ~ ζάρου Ανατολική Ρωμυλία, Λέσβος, Μάνη, Σάμος  |  ζάρω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Meyer 1895, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Άνδρος, Ζάκυνθος, Κάρυστος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Νάξος, Νότια Εύβοια, Χίος

ζάρωμα το -> πτύχωση (λόγιο), ρυτίδωση (λόγιο)  |  λύγισμα ~ ζάρουγμα Καστοριά  |  ζάρουμα Καστοριά, Τσακώνικα  |  ζάρωμα Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Μάνη, Τσακώνικα  |  ζάρωμαν Πόντος  |  ντζαρωμά Κάρπαθος  |  ντζάωμα Κάρπαθος

ζαρωμάδα η -> ζαρωματιά ~ ζαρομάδα Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709  |  ζαρουμάδα Λυκία  |  ζαρωμάδα Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζαρωματιά η -> πτυχή (λόγιο), ρυτίδα (λόγιο ~ ζαρουματιά Θράκη  |  ζαρουματία Τσακώνικα  |  ζαρωμαθιά Θήρα  |  ζαρωματέα Κύθηρα  |  ζαρωματιά Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ρόδος, Χίος  |  ζαρωματία Τσακώνικα  |  ντζαρωματά Κάρπαθος  |  ντζαρωματιά Κάρπαθος

ζαρωματιάζω -> ζαρώνω ~ ζαρωματιάζω Βλαστός 1931

ζαρωμένος -> ζαρουγμένους Καστοριά  |  ζαρουμένους Αϊβαλί, Καστοριά, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σάμος, Σουφλί  |  ζαρωμένος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Ηπίτης 1920, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Κύθηρα, Μάνη, Ρόδος ~ θηλυκό: ζαρωμένη Du Cange 1688, Somavera 1709

ζαρωμός -> ζάρωμα ~ ζαρωμός Somavera 1709 

ζαρώνω -> ρυτιδώνω (λόγιο)  |  συμπτύσσω (λόγιο)  |  λυγίζω  |  κατσουφιάζω ~ ζαρούκου Τσακώνικα  |  ζαρούνου Τσακώνικα  |  ζαρόνω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζαρώνου Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Λυκία, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Χαλκιδική  |  ζαρώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Passow 1860, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κύθηρα, Πόντος, Σιάτιστα, Τσακώνικα  |  ζαρώννω Ρόδος  |  ντζαρώννω Κάρπαθος  |  ντζαώννω Κάρπαθος  |  τζαρώννω Καλαβρία

ζαρωτά -> στραβά ~ ζαρωτά Πόντος

ζαρωτία η -> κουσούρι, ασχήμια ~ ζαρωτία Πόντος

ζαρωτός -> στραβός  |  κουσουρλής ~ ζαρωτός Πόντος

ζαστάνιασμα -> κλείσιμο στο ζάστανο ~ ζαστάνιασμα Αιτωλοακαρνανία

ζάστανο τo -> τόπος τριγυρισμένο από βράχια  |  ζάστανε Τσακώνικα  |  ζάστανο Βλαστός 1931, Τσακώνικα  |  ζάστανου Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Φωκίδα

ζαστάνουμα -> ζαστάνιασμα ~ ζαστάνουμα Φωκίδα

ζαστανώνουμι -> κλείνομαι στο ζάστανο ~ ζαστανώνουμι Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζαστανώνω -> εξαναγκάζω (λόγιο)  |  περικλείω (λόγιο) ~ ζαστανώνου Βόρεια Εύβοια, Σάμος  |  ζαστανώνω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζάτεν -> άλλωστε (λόγιο)  |  εξάλλου (λόγιο)  |  βεβαίως (λόγιο)  |  τούρκικο zaten ~ ζαντού Κουκκίδης 1960  |  ζατ Σουφλί  |  ζατάν Καππαδοκία  |  ζάτεν Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη  |  ζατέν Ίμβρος, Καππαδοκία  |  ζατί Καππαδοκία  |  ζαττί Ρόδος  |  ζαττίν Κύπρος, Λυκία  |  ζαττίς Κύπρος

ζάτζα η -> γενιά, σόι ~ ζάτζα Θάσος

ζάτζας -> μυγιάγγιχτος ~ ζάτζας Βόρεια Εύβοια

ζάτι -> προσωπικός (λόγιο)  |  τούρκικο zati ~ ζάτι Κουκκίδης 1960

ζατίζω -> καταπατώ (λόγιο), συντρίβω (λόγιο) ~ ζατίζω Πόντος

ζατίλα η -> μπαγιάτεμα  |  σάπισμα ~ ζατίλα Μάνη

ζάτμα η -> φαγούρα  |  χάψιμο ~ ζάτμα Καστοριά

ζατόνι το -> σκεπασμένο μέρος του μαντριού, ανοιχτό μπροστά, υπόστεγο (λόγιο) ~ ζατόνι Τσακώνικα

ζάτρα -> στην κατάρα «ζάτρα να σου ’ρθει»: κακό να σού ’ρθει ~ ζάτρα Ανατολική Ρωμυλία

ζατς-γιαγί το -> βιτριόλι  |  τούρκικο zaç yağı ~ ζατς Σουφλί  |  ζατς-γιαγί Κωνσταντινούπολη

ζατσανώ -> τρυπώ με αιχμηρό ~ ζατσανώ Σουφλί

ζατσίντο το -> το φυτό Polianthes tuberosa, ζιμπούλι, ιατσίνθι, ίνδιτσι, τεμπέρι, τεμπερόριζα ~ γιατσίντο Κεφαλονιά  |  διατσέντο Πρωία 1933  |  διατσίντο Πρωία 1933, Ζάκυνθος  |  ζατσέντο Πρωία 1933  |  ζατσίντο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος

ζαυλός ο -> καπνιά, βουκούθρι, αρρώστια της βρόμης που προκαλείται από το μύκητα Ustilago avenae ~ δαυλός Δημητράκος 1938  |  ζαυλός Δημητράκος 1938, Κύπρος

ζάφαρα τα -> τα σκουπίδια ~ ζάφαρα Δρόπολη

ζαφαράτος -> όμορφος ~ ζαφαράτος Καστελλόριζο

ζαφαρόνα η -> το φυτό Carthamus tinctorius, αγριοζαφαρόνα, ασφούρι, σαφλανόνι, ψευτοζαφουρά ~ ζαφαράνα Meyer 1895, Δημητράκος 1938, Κέρκυρα  |  ζαφαρόνα Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά

ζαφειρένιος -> κόσμημα με ζαφείρια  |  που έχει το χρώμα του ζαφειριού ~ ζαφειρένιος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ζαφειρένια Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016~ ουδέτερο: ζαφειρένιο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζαφείρι το -> σάπφειρος (λόγιο) ~ ζαφήρη Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Du Cange 1688  |  ζαφείρ Θράκη, Φωκίδα  |  ζαφείρι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Λυκία, Ρόδος  |  ζαφύρι Passow 1860  |  ζαφίρι Ανδριώτης 1983  |  ζεφείριν Ρόδος  |  ζζαφείρι Κως  |  ντζαφείρι Κάρπαθος

ζαφείρι το -> το φλέμα [αργκό] ~ ζαφείρι Καπετανάκης 1962

ζαφειριέρα η -> πτυελοδοχείο (λόγιο) [αργκό] ~ ζαφειριέρα Καπετανάκης 1962

ζαφειρόπετρα η -> επεξεργασμένο ζαφείρι δεμένο σε κόσμημα ~ ζαφειρόπετρα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζαφιρίζου -> ζαφιρώνω ~ ζαφιρίζου Πιερία

ζαφιρώνω -> κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια ~ ζαφιρώνω Αχαΐα

ζαφίρς ου -> ο ποντικός ~ ζαφίρς Πιερία

ζαφορά η -> το φυτό Crocus sativus, σαφράνι, σαφράς, κρόκος  |  τούρκικο safran ~ ζαφορά Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Κύπρος, Μύκονος, Σύρος  |  ζαφουρά Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988, Ζάκυνθος, Σάμος  |  ζαφρά Lange 1708  |  ζζαχαράνα Καλαβρία  |  ντζαφορά Κάρπαθος  |  ντζαφορέα Κάρπαθος  |  τζάχαρα Καλαβρία  |  σαφορά Κριαράς 1995 ~ αρσενικό: ζαφαράς Miklosich 1884, Κύπρος, Ρόδος  |  ζαφοράς Lange 1708, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882  |  ζαφουράς Παμπούκης 1988  |  ζαφράς Germano 1622, Portius 1635, Du Cange 1688, Somavera 1709, Legrand 1882, Miklosich 1884  |  ντζαφαράς Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ζαφράνιν Κύπρος ~ πληθυντικός: ζαφράδες Du Cange 1688

ζαφορένιος -> κιτρινωπός ~ ζαφορένιος Παμπούκης 1988

ζαφοριάζω -> κροκίζω (λόγιο) ~ ζαφοριάζω Somavera 1709, Legrand 1882

ζαφορίζω -> κροκίζω (λόγιο) ~ ζαφορίζω Βλάχος 1659, Lange 1708, Legrand 1882

ζαφοριστός -> κροκωτός (λόγιο) ~ ζαφοριστός Βλάχος 1659, Lange 1708, Legrand 1882  |  ζαφουριαστός Παμπούκης 1988

ζαφουράνα η -> το φυτό Carthamus tinctorius, σαφράνι ~ ζαφουράνα Ζάκυνθος

ζαφουριστός -> κίτρινος ~ ζαφουριστός Βλαστός 1931

ζαφρά η -> εμετός υγρών στομάχου ~ ζαφρά Πόντος

ζαφράνα η -> ίκτερος (λόγιο), κιτρινάδα, χρυσή ~ ζαφράνα Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Χίος

ζαφρανάδα η -> ζαφράνα ~ ζαφρανάδα Somavera 1709

ζαφταράς ο -> μπεκρής ~ ζαφταράς Φωκίδα

ζαφτεύου -> ζάφτω, επιβάλλομαι ~ ζαφτεύου Λήμνος  |  ζαφτλεύου Λήμνος

ζαφτίζω -> ζάφτω ~ ζαπτίζου Καστοριά  |  ζαφτίζου Λήμνος  |  ζαφτίζου Σάμος  |  ζαφτίζω Άνδρος, Κρήτη, Μύκονος, Πάρος

ζάφτω -> επιβάλλομαι (λόγιο)  |  χτυπώ δυνατά  |  πέφτω χάμω ~ τούρκικο zapt ~ ετζάφω Απουλία  |  ιτζάφτω Απουλία  |  ιτζάφω Απουλία  |  ζάβγου Λέσβος  |  ζάφου Τσακώνικα  |  ζάφτου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Φωκίδα  |  ζάφτω Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998, Αχαΐα, Δελβίνο, Δρόπολη, Κύθηρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Πωγώνι, Ρόδος  |  ζγάβγου Λέσβος  |  ζγάφτου Λέσβος  |  ζζάφτω Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος  |  τζάφω Απουλία

ζάφτω -> πίνω, μπεκρουλιάζω ~ ζάφτου Ηπίτης 1908, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ήπειρος, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Λακωνία, Μοσχονήσι  |  ζάφτω Ηπίτης 1908, Ανδριώτης 1983, Αρκαδία, Δρόπολη, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Μεσσηνία, Πωγώνι  |  ζζάφτω Κως

ζαχαράκια τα -> τα ζαχαρωτά ~ ζαχαράκια Ρόδος

ζαχαρακούκι το -> καραμέλα ~ ζαχαροκούκι Τσακώνικα

ζαχαραμύγδαλου του -> ζαχαρωτό με αμύγδαλο μέσα ~ ζαχαραμύγδαλου Ίμβρος

ζαχαραπιδιά η -> ποικιλία του δέντρου Pyrus communis (αχλαδιά, απιδιά)  |  ζαχαραπιδέ Κρήτη  |  ζαχαραπιδιά Λακωνία

ζαχαράπιδο το -> ο καρπός της ζαχαραπιδιάς ~ ζαχαράπιδο Κρήτη, Κύθηρα  |  ζαχαράπδου Λέσβος

ζαχαράς ο -> το φυτό Atractylis cancellata, ασφούρι, σαφράνι ~ ζαχαράς Κύπρος

ζαχαράτο το -> κουφέτο  |  καραμέλα ~ ζαχαράτο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Ιθάκη  |  ζαχαράτον Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζαχαράτου Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντός, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία, Σέρρες, Χαλκιδική  |  ζαχάρτο Ανδριώτης 1983 ~ πληθυντικός: ζαχαράτα: ζαχαράτα Passow 1860, Καστοριά, Σαρακατσάνικα  |  ζαχάρτα Μαγνησία

ζαχαράτος -> ζαχαρένιος ~ ζαχαράτος Lange 1708, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Μάνη, Χίος ~ θηλυκό: ζαχαράτη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: ζαχαράτο Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζαχαρατζής ο -> που έφτιαχνε ή πουλούσε ζαχαράτα ~ ζαχαρατζής Χαλκιδική

ζαχαρατζίδκου του -> ζαχαροπλαστείο (λόγιο) ~ ζαχαρατζίδκου Χαλκιδική

ζαχαρένια η -> η καλή διάθεση ~ ζαχαρένια Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Μαγνησία, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Τρίκαλα

ζαχαρένια η -> η καρδιά ~ ζαχαρένια Θήρα

ζαχαρένιος -> από ζάχαρη ~ ζαχαρένιε Τσακώνικα  |  ζαχαρένιος Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος  |  ζαχαρέινους Καστοριά  |  ζαχαρένιους Πιερία  |  ντζαχαρένιος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζαχαρέιν Καστοριά  |  ζαχαρένια Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ημαθία ~ ουδέτερο: ζαχαρέινου Καστοριά  |  ζαχαρένιο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016

ζαχαρένο το -> κουλούρι με ανθόνερο και πασπαλισμένο με ζάχαρη ~ ζαχαρένο Σύμη

ζάχαρη η -> Buck List 5.85, sugar ~ ζάχαζη Τσακώνικα  |  ζάχαρ Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Καστοριά, Μαγνησία, Σάμος, Φωκίδα  |  ζάχαρη Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Passow 1860, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Αμοργός, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κύπρος, Κως, Λυκία, Μεσσηνία, Πόντος, Τσακώνικα  |  ντζάχαρη Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ζάχαρι Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Du Cange 1688, Legrand 1882  |  ζαχάρι Passow 1860 ~ αρσενικό: ζάχαρης Κύπρος  |  ζάχαρς (ο) Σέρρες

ζαχαρί -> το χρώμα της ζάχαρης ~ ζαχαρί Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία

ζαχαριάζω -> ζαχαρώνω ~ ζαχαριάζω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζαχαριάς ο -> το ψάρι Aphanius fasciatus, ζαμπαρόλα ~ ζαχαράς Κέρκυρα  |  ζαχαριάς

ζαχάριασμα το -> ζαχάρωμα ~ ζαχάριασμα Πρωία 1933, 

ζαχαριέρα η -> επιτραπέζιο σκεύος για τη ζάχαρη ~ ζαχαριέρα Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016

ζαχαρικά τα -> ζαχαρωτά ~ ζαχαρικά Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πόντος  |  ζαχαρκά Ιωάννινα

ζαχαρινά τα -> ζαχαρωτά ~ ζαχαρινά Καστοριά

ζαχαρίσιους -> που έχει το χρώμα της ζάχαρης ~ ζαχαρίσιους Κοζάνη, Λάρισα

ζαχαρνίτσα η -> ζαχαριέρα ~ ζαχαρνίτσα Πόντος  |  ζαχάρνιτσα Πόντος

ζαχαροζυμωμένος -> που ζυμώθηκε μαζί με ζάχαρη ~ ζαχαροζυμωμένος Passow 1860, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος  |  ντζαχαροντζύμωτος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζαχαροζυμωμένη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: ζαχαροζυμωμένο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζαχαρωζυμωτός -> ζαχαροζυμωμένος ~ ζαχαροζυμωτός Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζαχαρωζυμωτή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ~ ουδέτερο: ζαχαρωζυμωτό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938,

ζαχαροκαΐσι το -> καΐσι (βερίκοκο) γκλασέ ~ ζαχαροκαΐσι Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζαχαροκάλαμο το -> το φυτό Saccharum officinarum, γλυκοκάλαμο ~ ζαχαροκάλαμο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016  |  ζαχαροκάλαμον  |  ζαχαροκάλαμου Καρδίτσα  |  ντζαχαροκάλαμον Κάρπαθος

ζαχαροκαμωμένος -> φτιαγμένος από ζάχαρη ~ ζαχαροκαμωμένος Πρωία 1933

ζαχαροκάμωτος -> φτιαγμένος από ζάχαρη ~ ζαχαροκάμωτος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζαχαροκάμωτη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαχαροκάμωτο Δημητράκος 1938

ζαχαρουκούκ του -> κουφέτο ~ ζαχαρουκούκ Ίμβρος

ζαχαρόκουκο το -> ζαχαρωτό ~ ζαχαροκούτς Λέσβος  |  ζαχαρόκουκο Ζάκυνθος, Ηλεία  |  ζαχαρουκούλουκου Λήμνος

ζαχαροκούκου -> ζαχαρώνω ~ ζαχαροκούκου Τσακώνικα

ζαχαρουκουλόκθα η -> γλυκιά κολοκύθα κατάλληλη για πίτα ~ ζαχαρουκουλόκθα Πιερία

ζαχαροκούλουρο το -> κουλούρι με ζάχαρη και βούτυρο ~ ζαχαροκούλλουρο Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος  |  ντζαχαροκούλλουρον Κάρπαθος

ζαχαροκούτι το -> κουτί για να βάζουν τη ζάχαρη ~ ζαχαροκούτι Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαχαρολεμονιά η -> ποικιλία της λεμονιάς ~ ζαχαρολεμονιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζαχαρολέμονο το -> ο καρπός της ζαχαρολεμονιάς ~ ζαχαρολέμονο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Χίος

ζαχαρόλλα η -> ζαχαριέρα ~ ζαχαρόλλα Κύπρος

ζαχαρομαθημένος -> καλομαθημένος ~ ζαχαρομαθημένος Βλαστός 1931

ζαχαρομύγδαλο το -> ζαχαρωμένο αμύγδαλο ~ ζαχαρομύγδαλον Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζαχαρόνιρου του -> νερό με ζάχαρη ~ ζαχαρόνιρου Φωκίδα

ζαχαρόπετρα η -> είδος κιμωλίας ~ ζαχαρόπετρα Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζαχαρόπιτα η -> πίτα με ζάχαρη ~ ζαχαρόπιτα Ακαδημία 2016

ζαχαροπλασμένος -> πλασμένος με ζάχαρη ~ ζαχαροπλασμένος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζαχαροπλασμένη Δημητράκος 1938

ζαχαρόσκου του -> σύκο από ζαχαροσυκιά ~ ζαχαρόσκου Πιερία

ζαχαρούδια τα -> κουφέτα ~ ζαχαρούδια Σουφλί

ζαχαρουμπίμπιλου -> ζαχαρωμένο στραγάλι ~ ζαχαρουμπίμπιλου Κοζάνη

ζαχαρουνέρ του -> ζαχαρόνερο ~ ζαχαρουνέρ Πιερία

ζαχαρουσκιά η -> ποικιλία συκιάς ~ ζαχαρουσκιά Πιερία

ζαχαρουστράγαλα τα -> ζαχαρωμένα στραγάλια ~ ζαχαρουστράγαλα Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι

ζαχαρουτάς -> ζαχαροπλάστης (λόγιο) ~ ζαχαρουτάς Σάμος

ζαχαροφάγος ο -> γλυκατζής ~ ζαχαροφάγος Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζαχαροχυμένος -> γλυκός ~ ζαχαροχυμένος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζαχαροχυμένη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζαχαροχυμένο Δημητράκος 1938

ζαχαρτζής ο -> ζαχαροπλάστης (λόγιο) ~ ζαχαρτζής Καστοριά

ζαχαρτζίδκου του -> ζαχαροπλαστείο (λόγιο) ~ ζαχαρτζίδκου Καστοριά

ζαχάρωμα το -> η κρυστάλλωση του μελιού, του γλυκού  |  πασπάλισμα με ζάχαρη  |  κόρτε, φλερτ ~ ζαχάρωμα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931,Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016  |  ζαχάρωμαν Κύπρος

ζαχαρώνω -> κρυσταλλιάζω (για μέλι, γλυκά)  |  κορτάρω, φλερτάρω ~ ζαχαρόνω Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζαχαρώνου Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Μάνη, Πιερία  |  ζαχαρώνω Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931,Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κύπρος, Κρήτη, Πόντος ~ μετοχή παθητικού παρακειμένου: ζαχαρουμένους Καστοριά  |  ζαχαρωμένος Βεντότης 1790

ζαχαρωτό το -> κουφέτο, καραμέλα ~ ζαχαρουτέ Τσακώνικα  |  ζαχάρτου Ίμβρος  |  ζαχαρωτό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Κεφαλονιά  |  ζαχαρωτόν Legrand 1882, Ηπίτης 1908 ~ πληθυντικός: ζαχαρητά (τα) Τσακώνικα  |  ζαχαρουτά Σέρρες  |  ζαχαρωτά Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983Ακαδημία 2016

ζαχαρωτός -> φτιαγμένος από ζάχαρη ~ ζαχαρωτός Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ζαχαρωτή Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζαχαρωτό Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016

ζαχείλας -> χειλάς ~ ζαχείλας Γρεβενά, Σαρακατσάνικα

ζαχιρτζής ο -> έμπορος οσπρίων και δημητριακών  |  τούρκικο zahireci ~ ζαχιρτζής Κωνσταντινούπολη

ζαχμέτι το -> κόπος, κούραση, βάσανο  |  τούρκικο zahmet ~ ζαχμές Καππαδοκία  |  ζαχμέτ Κουκκίδης 1960, Θράκη, Καππαδοκία  |  ζαχμέτι Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη

ζαχμετλίδικος -> κουραστικός, κοπιαστικός  |  τούρκικο zahmetli ~ ζαχμετλίδικος Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη ~ θηλυκό: ζαχμετλίδικη Κουκκίδης 1960 ~ ουδέτερο: ζαχμετλίδικο Κουκκίδης 1960

ζαχνιά η -> χαστούκι ~ ζαχνιά Χαλκιδική

ζαχολιά η -> είδος λάχανου ~ ζαχολιά Κεφαλονιά  |  ζαχουλιά Δελβίνο, Κέρκυρα  |  ζαχουλιό Ιωάννινα

ζαχρά η -> τα σιτηρά  |  τούρκικο zahire ~ ζαγρά Πόντος  |  ζαχρά Πόντος

ζαχτίκ -> φυγή μπροστά σε κίνδυνο ~ ζαχτίκ Πιερία

ζάψμου του -> μπεκριλίκι ~ ζάψμου Ιωάννινα, Φωκίδα

ζάψμου του -> χτύπημα ~ ζάψμου Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζαψούρα η -> μπεκρής ~ ζαψούρα Δρόπολη

ζέα η -> το δίκοκκο σιτάρι Triticum dicoccum  |  αρχαία ΖΕΑ  |  ινδοευρωπαϊκό *ieuh Beekes 2010 ~ εζέα Πόντος  |  ζέα Ακαδημία 2016, Πόντος

ζεβαλάδης -> κουτοπόνηρος ~ ζεβελάδης Κεφαλονιά

ζεβάλι το -> άρνηση (λόγιο), φθορά (λόγιο)  |  τούρκικο zeval ζεβάλι Παμπούκης 1988

ζέβγο το -> το βραστό νερό ~ ζέβγο Τσακώνικα  |  ζέο Τσακώνικα

ζεβέλα η -> αρρώστια των γιδοπροβάτων (παράλυση) ~ ζαβέλα Κρήτη  |  ζεβέλα Κρήτη

ζεβελιάρης -> παραλυμένος (λόγιο) ~ ζεβελιάρης Κρήτη

ζεβελιασμένος -> παραλυμένος (λόγιο) ~ ζεβελιασμένος Κρήτη

ζεβελιώ -> σπαρναβλίζω, παραλύω (λόγιο) ~ ζεβελιώ Κρήτη

ζεβελός -> κακοφτιαγμένος  |  νάνος ~ ζεβελός Κεφαλονιά

ζεβζέ το -> μπαξές  |  τούρκικο zebze ~ ζεβζέ Καππαδοκία

ζεβίτικια η -> σφαλιάρα με το αριστερό χέρι ~ ζιρβίτκια Κοζάνη

ζεβλακούδι το -> στραγάλι ~ ζεβλακούδι Χίος  |  ζεμπλεπούδα Προύσα

ζεβλεπιές ο -> στραγάλι  |  ρεβίθι ~ ζεβλεπιές Χίος ~ θηλυκό: ζεβλεπιά Χίος  |  ζεβλεπούδα Άνδρος ~ πληθυντικός: ζιπλιπίδια Λέσβος

ζεβρώνω -> στραβώνω κάτι ~ ζεβρώνω Καππαδοκία

ζεγεριέκ το -> λιναρόσπορος  |  τούρκικο zeyrek ~ ζεγεριέκ Καππαδοκία

ζέγκλας -> ζερβός ~ ζέγκλας Φωκίδα ~ θηλυκό: ζέγκλω Πωγώνι ~ ουδέτερο: ζιγκλό Φωκίδα

ζεγκοπατώ -> πατώ στο ζεγκί για να ανέβω στο άλογο ~ ζαγκινοπατώ Πόντος  |  ζαγκοπατώ Πόντος  |  ζεγκοπατώ Πόντος

ζέγκος ο -> παιδικό παιχνίδι, ξυλάκι ή τσιλίκι ~ ζέγκος Νότια Εύβοια

ζέγουνας ο -> τα φυτά Sonchus asper και Sonchus oleraceus, ζοχός ~ ζέγκουνας Ιωάννινα, Κέρκυρα, Πωγώνι  |  ζέγουνας Heldreich 1926, Πρωία 1933, Κέρκυρα  |  ζένγκουλας Χιμάρα ~ θηλυκό: ζαγκουνιά Πωγώνι  |  ζέγκουνα Meyer 1894  |  ζέγουνα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κέρκυρα ~ ουδέτερο: ζεγκόνι Θεσπρωτία  |  ζεγκούνι Κέρκυρα

ζεζουνώ -> χέζω ~ ζεζουνώ Κύθηρα

ζεϊμπέκης ο -> στρατιώτης, πεζικάριος, αρματολός  |  τούρκικο zeybek ~ ζεϊμπέκης Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998, Κωνσταντινούπολη  |  ζεϊμπέκος ΑΠΘ 1998  |  ζεϊπέκης Καππαδοκία  |  ζεϊπέκκης Κύπρος  |  ζζεϊμπέκης Νίσυρος ~ ουδέτερο: ζεϊπέκι Καππαδοκία  |  ζεϊπέκκιν Κύπρος, Λυκία  |  ζιγμπέξ Λέσβος  |  ζιεμπέκ Μαγνησία  |  ζοϊμπέκης Νάξος

ζεϊμπέκι το -> ζεϊμπέκης  |  πανούργος (λόγιο) ~ ζεϊμπέκι ΑΠΘ 1998, Μύκονος

ζεϊμπεκιά η -> ζεμπέκικος  |  ζεϊμπεκιά Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζεϊμπέκικα -> με ζεϊμπέκικο τρόπο ~ ζεϊμπέκικα Δημητράκος 1938

ζεϊμπέκικο το -> ζεμπέκικο ~ ζεϊμπέκικο Παμπούκης 1988Ακαδημία 2016  |  ζιμπέκου Χαλκιδική  |  ζουμπέκου Χαλκιδική

ζεϊμπέκικος ο -> ζεμπέκικος ζεγμπέκους Λέσβος  |  ζεϊμπέκικος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016  |  ζεϊπέκκικος Κύπρος  |  ζζεϊμπέκικος Νίσυρος

ζεϊτίνγιαγι το -> ελαιόλαδο (λόγιο)  |  τούρκικο zeytinyağı ~ ζέιτι Καππαδοκία  |  ζεϊτίνγιαγι Καππαδοκία

ζεϊτούνι το -> ελιά  |  τούρκικο zeytin ~ ζεϊτούνι Καππαδοκία

ζέκλος -> ζερβός ~ ζέκλος Δρόπολη ~ ουδέτερο: ζέκλο Δρόπολη

ζεκοπάω -> ζέχνω ~ ζεκοπάω Θεσπρωτία

ζέκους ου -> το πουλί Anas platyrhynchos ~ ζέκους Βοιωτία  |  ζίκους Λάρισα

ζελαδιά η -> πηχτή ~ ζελαδιά Σύρος

ζελενιά η -> το φυτό Phyllirea media, αγλαβιτσιά, αγλανιδιά, αγριομυρτιά, αράφυλλος, γκρέος, γκρεοσιά, εγλενιός, εγλενός, φελίκι, φιλίκι, φίλικα  |  σλάβικο zelen ~ ζελενιά Δελβίνο, Θεσπρωτία, Πωγώνι  |  ζιλενιά Δελβίνο  |  ζιλινιά Θεσπρωτία, Ιωάννινα

ζελεπιασμένος -> μαραμένος  |  άκεφος ~ ζελεπιασμένος Κρήτη

ζελεπός -> μαραμένος  |  άκεφος ~ ζελεπός Κρήτη

ζελές ο -> πουλόβερ ~ ζελές Λευκάδα

ζελζελές ο -> σεισμός  |  τούρκικο zelzele ~ ζαρζαλάς Καππαδοκία |  ζελζελές Κωνσταντινούπολη  |  ζερζελές Καππαδοκία

ζέλια τα -> λάχανα  |  σλάβικο zelje ~ ζέλια Miklosich 1870, Meyer 1894

ζέλιασμα το -> αρρώστια των ματιών των ζώων (που τα τυφλώνει) ~ γκέλιασμα Σάμος  |  ζέλιασμα Σάμος

ζέλιου του -> ο προσαγωγός στο μηρό ~ ζέλιου Αιτωλοακαρνανία

ζέλιους -> ωμός ~ ζέλιους Καρδίτσα

ζέλκα η -> χελώνα  |  σλάβικο želka ~ ζέλκα Θεσσαλονίκη

ζελμονώ -> λησμονώ ~ ζελμονώ Καππαδοκία  |  ζελμονώ Καππαδοκία

ζεμ το -> μομφή (λόγιο)  |  τούρκικο zem ~ ζεμ Καππαδοκία

ζέμα το -> αδυναμία ~ ζέμα Αρκαδία

ζέμα το -> ζέψιμο ~ ζέμα Ρόδος, Χίος  |  ζέμαν Ρόδος  |  ζέμμα Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882  |  ντζέμμα Κάρπαθος

ζέμα το -> η ζέστη, αλλά και το πολύ κρύο ~ ζέμα Μάνη, Τσακώνικα ~ πληθυντικός: ζέματα Lange 1708

ζέμα το -> σκελετός (λόγιο) ~ ζέμα Πελοπόννησος

ζέμαν το -> ζευγιά ή ζευγαριά ~ ζέμαν Κύπρος

ζέματα τα -> αφορμές (λόγιο) ~ ζέματα Αρκαδία

ζεμάτημα το -> ζεμάτισμα ~ ζεμάτημα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζεματήρα η -> παπάρα από καλαμποκίσιο ψωμί, μέσα σε ζεστό νερό ~ ζεματήρα Θεσπρωτία

ζεματίζω -> βουτώ ή περιχύνω με καυτό υγρό, θερμίζω (λόγιο)  |  έχω πυρετό ~ ζεμακίχου Τσακώνικα  |  ζεματίζου Μάνη  |  ζεματίζω Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Αρκαδία, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Νάξος, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές, Τσακώνικα  |  ζζεματίζζω Καλαβρία, Νίσυρος  |  ζζοματίζζω Καλαβρία  |  ζιματίζου Θράκη, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρρες  |  ζιματίνου Λυκία  |  ζιουματσίζου Σιάτιστα  |  ζματίζου Κοζάνη, Μαγνησία, Σέρρες  |  ζοματίζω Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη  |  ζουματίζω Κοζάνη, Πιερία, Χίος  |  ντζεματίντζω Κάρπαθος  |  ντζιματίντζω Κάρπαθος  |  ντζοματίντζω Καλαβρία ~ ζεματίζομαι Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Θήρα, Μάνη  |  ζεματίζουμαι Αρκαδία, Μεσσηνία  |  ζζεματίζζομαι Καλαβρία, Νίσυρος  |  ζιματίζουμι Θράκη, Καστοριά ~ μετοχή: ζεματισμένος  |  ζουματσμένους Ίμβρος

ζεματισιά η -> ζεμάτισμα ~ ζεματισιά Κεφαλονιά

ζεμάτισμα το -> βούτηγμα ή βρέξιμο με καυτό υγρό ~ ζεμάκισμα Τσακώνικα  |  ζεμάτισμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Τσακώνικα  |  ζζεμάτισμα Νίσυρος  |  ζιμάτμα Σέρρες  |  ζιμάτσμα Καστοριά, Σέρρες  |  ζμάτμα Σέρρες  |  ζμάτσμα Θεσσαλονίκη, Σέρρες  |  ζομάτισμα Κύθηρα  |  ζουμάτισμα Κύθηρα  |  ντζεμάτισμα Κάρπαθος

ζεματισμένος -> βουτηγμένος ή καταβρεγμένος με καυτό υγρό ~ ζεματισμένος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία  |  ζιματισμένους Θράκη, Καστοριά  |  ντζοματιμένο Καλαβρία ~ θηλυκό: ζεματισμένη Somavera 1709

ζεματιστή η -> γλύκισμα από χοντροκομμένο κρίθινο αλεύρι και μέλι ~ ζεματιστή Νίσυρος

ζεματιστήρι το -> σκεύος για το ζεμάτισμα ~ ζεματιστήρι Πρωία 1933

ζεματιστός -> πολύ ζεστός, καυτός ~ ζεματιστός Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Μάνη  |  ζζεματιστός Νίσυρος  |  ζιματστός Καστοριά, Σέρρες  |  ζματστός Πιερία, Σέρρες  |  ζουματστός Ίμβρος  |  ντζεματιστός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζεματιστή Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζιματστή Καστοριά  |  ζιματστιά Σέρρες  |  ζματστιά Σέρρες  |  ζουματστή Ίμβρος ~ ουδέτερο: ζεματιστό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζιματστό Καστοριά, Σέρρες  |  ζματστό Σέρρες  |  ζουματστό Ίμβρος ~ επίρρημα: ζεματιστά Κριαράς 1995

ζεματίστρα η -> λέγεται και λαδερή ή καταχύστρα ή θερμίστρα, τρύπα πάνω από την πόρτα του πύργου, για να χύνουν καυτό λάδι στους πολιορκητές ~ ζεματίιστρια Μάνη  |  ζεματίστρα Βλαστός 1931, Πάρος

ζεματόπιτα η -> πίτα με αλεύρι, άρμη τυριού, λάδι, βούτυρο και αυγά  |  ζεματόπιτα Θεσπρωτία, Πωγώνι  |  ζματόπτα Πιερία

ζεματούλι το -> ζεματούρα ~ ζεματούλι Κέρκυρα

ζεματούρα η -> ζεστή σούπα με κομμάτια ψωμί μέσα ~ ζαματούρα Δελβίνο  |  ζεματίρα Θεσπρωτία  |  ζεματούρα Δελβίνο, Δρόπολη, Κέρκυρα, Λευκάδα  |  ζιματούρα Άρτα  |  ζιουματούρα Αιτωλοακαρνανία

ζεματώ -> ζεματίζω ~ ζαματάω Δελβίνο  |  ζεματάω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Δελβίνο, Δρόπολη, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Λευκάδα, Μεσσηνία  |  ζεματώ Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Νάξος, Ρόδος, Χίος  |  ζιματάου Σέρρες  |  ζιματώ Αϊβαλί, Γρεβενά, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σάμος, Σέρρες  |  ζιουματώ Γρεβενά  |  ζματάου Σέρρες  |  ζματιώ Ίμβρος  |  ζματώ Λέσβος, Πιερία, Σέρρες  |  ζοματάω Κωνσταντινούπολη  |  ζοματώ Κύθηρα  |  ζουματώ Ίμβρος ~ ζεματιέμαι ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Κορινθία

ζεμένο -> ζεστός ~ ζεμένο Καππαδοκία

ζεμζέν τα -> καλά νερά ~ τούρκικο zemzen (πηγαδίσιο νερό) ~ ζεμζέν Κύπρος ζενζέν  |  Κύπρος

ζεμίνιν το -> βάση  |  έδαφος  |  τούρκικο zemin ~ ζεμίνιν Κύπρος

ζέμπα η -> η κακιά αρρώστια (γενικά) ~ ζέμπα Θεσπρωτία

ζεμπέκης -> ζεϊμπέκης ~ ζεμπέκης Κουκκίδης 1960

ζεμπέκι το -> μπράβος, σωματοφύλακας (λόγιο) ~ ζεμπέκι Μάνη

ζεμπεκιά η -> ζεμπέκικος ~ ζεμπεκιά Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016

ζεμπέκικος ο -> είδος αντικριστού χορού που χόρευαν οι ζεϊμπέκηδες ~ ζεμπέκικος Κουκκίδης 1960, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζεμπερέκι το -> σιδερένιος σύρτης, μάνταλο, καντινάτσο, μπετούγια πόρτας, πόμολο  |  ελατήριο ρολογιού  |  τούρκικο zemberek ~ ζαμπαράκι Καππαδοκία  |  ζζουμπερέκι Καστελόριζο, Κως, Νίσυρος, Ρόδος  |  ζεμπερέκ Πόντος  |  ζεμπερέκι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Αργολίδα, Αρκαδία, Ηλεία, Καππαδοκία, Κορινθία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πωγώνι, Σύρος  |  ζεμπερέκκιν Κύπρος  |  ζεμπερέτσι Τσακώνικα  |  ζιμπιρέκ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Τρίκαλα, Φωκίδα  |  ζεμπιρέκι Κορινθία  |  ζιμπερέκι Παμπούκης 1988, Βούρμπιανη, Κωνσταντινούπολη, Μέγαρα  |  ζιμπερέτσι Κωνσταντινούπολη, Μέγαρα  |  ζιμπερλέκ Θράκη  |  ζιμπρέκ Ιωάννινα  |  ζιμπρίκι Ηπίτης 1908, Κουκκίδης 1960  |  ζιουμπριέκ Άρτα  |  ζουμπερέκ Σιάτιστα, Σκόπελος  |  ζουμπερέκι Πρωία 1933, Παμπούκης 1988, Θεσπρωτία, Καστελλόριζο, Τσακώνικα  |  ζουμπερέκκιν Κύπρος  |  ζουμπερέτσι Τσακώνικα  |  ζουμπρερλέκ Καστοριά  |  ντζουμπερέκιν Κάρπαθος  |  ζουμπιρέκ Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Ίμβρος, Σάμος  |  ζουμπιρλέκ Λέσβος  |  ντζουμπερέκιν Κάρπαθος  |  τζιμπιρέκ Ίμβρος  |  τζουμπιρέκ Ίμβρος  |  τσεμπερέκι Αρκαδία ~ αρσενικό: ζεμπερές Κρήτη  |  τζεμπερές Κρήτη

ζεμπερές ο -> ζεμπερέκι  |  σκανδάλη ~ ζεμπερές Κουκκίδης 1960, Θεσπρωτία, Κρήτη

ζεμπερωμένος -> κλειδωμένος ~ ζεμπερωμένος Κρήτη

ζεμπερώνω -> κλειδώνω ~ ζεμπερώνω Κρήτη

ζέμπης -> μελαχρινός ~ ζέμπης Πωγώνι

ζεμπίλι το -> πλεχτό καλάθι που βάζουν μέσα τα εργαλεία τους οι μαστόροι  |  πάνινη τσάντα για ψώνια  |  τούρκικο zembil ~ ζεμπίλ Πόντος  |  ζεμπίλι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ηλεία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Σύρος, Μάνη  |  ζεμπύλι Lange 1708  |  ζεμπίλιν Κύπρος, Λυκία, Πόντος  |  ζιμπίλ Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σέρρες, Σουφλί, Σουφλί Φωκίδα  |  ζιμπίλι Βεντότης 1790, Passow 1860, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Ανδριώτης 1983, Ζάκυνθος, Ηλεία, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κύπρος, Κρήτη, Πωγώνι, Ρόδος, Σύρος  |  ζιουμπίλ Σιάτιστα  |  ζιμπίλιν Κύπρος  |  ζμπίλι Λευκάδα  |  ζζιμπίλι Καλαβρία  |  ζουμπίλ Κοζάνη  |  ντζιμπίλλιν Κάρπαθος  |  τζιμπίλ Ίμβρος  |  τζιμπίλι Καλαβρία ~ θηλυκό: μεγεθυντικό: ζεμπίλα Παμπούκης 1988, Κύπρος, Λήμνος  |  ζιμπίλλντα Ρόδος ~ υποκοριστικό: ζεμπιλάκι Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995 ~ μεγεθυντικό: ντζιμπίλλα Κάρπαθος

ζεμπιλιάζω -> βάζω τα πράγματα στο ζεμπίλι ~ ζεμπιλιάζω Κύπρος

ζεμπιλιάτικα -> τρόπος πληρωμής των εργατών γης, ανάλογα με τον αριθμό των ζεμπιλιών (και τον καρπό που μάζευαν) ~ ζεμπιλιάτικα Κρήτη

ζέμπιν το -> δείγμα (λόγιο) ~ ζέμπιν Κύπρος

ζέμπιο το -> παράδειγμα (λόγιο) ~ ζέμπιο Ζάκυνθος

ζέμπιο το -> τετράδιο (λόγιο) ~ ζέμπιο Ζάκυνθος

ζέμπιος -> κακοφτιαγμένος ~ ζέμπιος Κεφαλονιά

ζέμπος -> καστανόμαυρος (σκύλος) ~ ζέμπος Αρκαδία

ζενγκί το -> αναβολέας αλόγου, κατόχι  |  τούρκικο üzengi ~ ζαγκίν Πόντος  |  ζγκι Καστοριά, Κοζάνη  |  ζεγγί Σκαρλάτος 1835, Πρωία 1933  |  ζεγκί Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988, Λευκάδα, Πόντος, Φωκίδα  |  ζεγκίν Πόντος  |  ζενγκί Θράκη, Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη, Μακεδονία, Πόντος, Πωγώνι  |  ζενγκίν Καππαδοκία  |  ζενκί Κύπρος  |  ζενκίν Κύπρος  |  ζιγκί Παμπούκης 1988, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Μαγνησία, Σέρρες, Σιάτιστα  |  ζινγκί Γρεβενά, Ίμβρος, Καστοριά, Πιερία  |  ζουγκ Ημαθία  |  ζουγκί Σουφλί ~ θηλυκό: ζιγκιά Βούρμπιανη, Θεσσαλονίκη, Σέρρες  |  ζιτζί Παμπούκης 1988

ζενγκίνης ο -> πλούσιος, παραλής  |  τούρκικο zengin ~ ζαγκίντζ Πόντος  |  ζεγγίνης Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960  |  ζεγκίνης Παμπούκης 1988, Πωγώνι  |  ζεγκίντζ Πόντος  |  ζενγκίνης Κωνσταντινούπολη  |  ζιαγκίντς Πόντος

ζενγκινίκ το -> πλούτος  |  τούρκικο zenginlik ~ ζενγκινίκ Καππαδοκία

ζενγκιννεντίζω -> πλουτίζω ~ ζενγκιννεντίζω Καππαδοκία  |  ζενγκιννεντού Καππαδοκία

ζενγκιννιέχι το -> πλούτισμα ~ ζενγκιννιέχι Καππαδοκία

ζενές -> λιγνός κι αδύναμος (για άντρα) ~ ζενές Κρήτη

ζένημα το -> ζέσταμα ~ ζένημα Καππαδοκία

ζενημένο -> ζεσταμένος ~ ζενημένο Καππαδοκία

ζένια τα -> τα σύνεργα, τα εργαλεία (λόγιο)  |  τα συμπράγκαλα  |  τα αρχίδια  |  ιταλικό ingegno ~ ζένια Κάλυμνος, Μύκονος  |  ζέννια Καστελλόριζο, Κως, Νίσυρος  |  ντζένια Αστυπάλαια, Κάρπαθος

ζενιάζω -> ξεγελώ ~ ζενιάζω Κύπρος

ζενιάστρα η -> νοικοκυρά  |  οικονόμα ~ ζενιάστρα Μύκονος

ζενίθι το -> κόμπος ~ ζενίθι Καππαδοκία

ζενιθιόνα η -> κομπολόι ~ ζενιθιόνα Καππαδοκία

ζενκιννέντισμα το -> πλούτισμα ~ ζενκιννέντισμα Καππαδοκία

ζεντέρι το -> είδος άγριου σπαραγγιού : ζεντέρι Πόντος

ζεντέφι το -> φίλντισι  |  τούρκικο sedef ~ ζεντέφι Παμπούκης 1988

ζεντζίρι το -> αλυσίδα  |  τούρκικο zincir ~ ζεντζίρ Πόντος  |  ζεντζίρι Πόντος  |  ζεντζίριν Πόντος

ζεντουνί το -> το ατλάζι  |  μεταξωτό πανί ~ ζεντουνί Germano 1622, Somavera 1709, Βλαστός 1931  |  ζεντούνι Legrand 1882

ζεντουνιάρης ο -> ατλαζένιος ~ ζεντουνιάρης Somavera 1709, Legrand 1882

ζεντουνίτικος -> ατλαζένιος ~ ζεντουνίτικος Somavera 1709, Legrand 1882 ~ θηλυκό: ζεντουνίτικη Somavera 1709

ζένω -> βασανίζομαι, κακοπερνώ, ταλαιπωρούμαι (λόγιο) ~ ζένω Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ζένομαι ΑΠΘ 1998  |  ζένουμι Σέρρες  |  ζέομαι Μάνη

ζένω -> ζεσταίνω ~ ζένου Καππαδοκία  |  ζένω Κριαράς 1995, Καππαδοκία ~ ζένουμαι Καππαδοκία

ζέξη η -> ζεύξη (λόγιο) ~ ζέξη Κύπρος

ζεξιά -> τα χωράφια που είναι σε αγρανάπαυση ~ ζεξιά Ηλεία

ζεξία η -> συνεργασία γεωργών για όργωμα όπου ο καθένας βάζει από ένα βόδι ~ ζεξία Πόντος

ζέξιμο το -> ζέψιμο  |  όργωμα ~ ζέξιμο Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ρόδος, Χάλκη  |  ζέξιμον Κύπρος, Πόντος

ζέξμου του -> βρόμα ~ ζέξμου Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

ζέο το -> ασημένιο μαστραπαδάκι που ο παπάς βάζει ζεστό νερό για τη μετάληψη ~ ζέο Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Κρήτη, Κύθηρα, Μάνη  |  ζέον Πόντος ντζέον  |  ζέου Σάμος ~ αρσενικό: ζέος Κεφαλονιά  |  ζέους Σάμος

ζέπα η -> άσπρη γίδα με μαύρες γραμμές στα μούτρα και τα πόδια ~ ζέπα Αρκαδία

ζέπα η -> λάπα (κρέας) ~ ζέπα Βούρμπιανη

ζεπέδκια η -> η μυρουδιά που βγαίνει ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών ~ ζεπέδκια Κύπρος

ζεπίλ το -> σκουπίδι ~ ζεπίλ Πόντος

ζεπιλεύκω -> μιζεριάζω  |  ζητιανεύω ~ ζεπιλεύκω Κύπρος  |  ζεπιλλεύκω Κύπρος  |  ζιπιλλεύκουμαι Κύπρος

ζεπίλης -> μίζερος  |  ζητιάνος ~ ζεπίλης Κύπρος  |  ζεπίλλης Κύπρος  |  ζιπίλλης Κύπρος

ζεπιλλίκιν το -> μιζέρια  |  ζητιανιά ~ ζεπιλλίκιν Κύπρος

ζέπιρας ο -> το θηλαστικό Martes foina, ατσίδα, κουνάβι ~ ζέπιρας Πόντος  |  ζέπυρος Meyer 1894 ~ θηλυκό ζεπίρα Πόντος

ζεπλάκιας ο -> βρόμικος και τεμπέλης ~ ζεπλάκης Ζάκυνθος  |  ζεπλάκιας Ζάκυνθος

ζέπα η -> κατσίκα που έχει τα χρώματα του ασβού (άσπρο-μαύρο) ~ ζέπα Αρκαδία

ζέπος ο -> το θηλαστικό Meles meles, ασβός ~ ζέπος Πόντος

ζερ -> ναι ~ ζερ Αϊβαλί, Μοσχονήσι

ζερ -> λάθος ~ ζερ Σουφλί

ζεράρι το -> ελάττωμα (λόγιο) ~ ζεράρι Μύκονος

ζερβά -> αριστερά ~ ζαβρά Καστελλόριζο, Κύπρος  |  ζαβριά Καστελλόριζο, Κύπρος  |  ζερβά Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ηλεία, Κέρκυρα, Κρήτη, Λέσβος, Νάξος, Νίσυρος, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζέρβα Ανατολική Ρουμιλία, Δελβίνο, Καστοριά, Κοζάνη  |  ζέρβια Δημητράκος 1938, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Σαρακατσάνικα  |  ζερβιά Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998  |  ζερβιγιά Προποντίδα  |  ζεριβά Κύπρος  |  ζζερβά Κως  |  ζιρβά Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Λήμνος, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σουφλί |  ζιρβιά Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία  |  ντζερβά Κάρπαθος, Λέρος, Σίφνος  |  τζερβά Σύμη

ζερβάδα η -> στραβωμάρα ~ ζερβάδα Θήρα

ζερβέγκο -> ζερβός ~ ζαρβέγκο Τσακώνικα  |  ζερβέγκο Τσακώνικα  |  ζερβένκο Τσακώνικα

ζερβετσάφι το -> ρίζα που δίνει χρώμα ζαφοράς ~ ζερβετσάφι Βλαστός 1931

ζερβέττα η -> πετσέτα  |  γαλλικό serviette ~ ζεβρέττα Κύπρος  |  ζερβέττα Κύπρος

ζέρβικος -> ανάποδος ~ ζέρβικος Ήπειρος

ζερβίλα η -> τόπος σκιερός, απόσκιο ~ ζερβίλα Πρωία 1933  |  ζιρβέλα Αιτωλοακαρνανία  |  ζιρβίλα Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα ~ ουδέτερο: ζιρβούλι Αιτωλοακαρνανία

ζερβίνας -> ζερβοχέρης ~ ζιρβίνας Κοζάνη ~ θηλυκό: ζιρβίνα Κοζάνη

ζερβίο -> ζερβοχέρης ~ ζαρβίο Τσακώνικα  |  ζερβέ Τσακώνικα  |  ζερβίο Τσακώνικα

ζερβίτης -> ζερβοχέρης ~ ζερβίτης Νάξος

ζερβίτικος -> χτύπημα με το αριστερό χέρι ~ ζιρβίτκους Κοζάνη ~ θηλυκό: ζιρβίτκ Κοζάνη

ζερβόδεξα -> αμφιδέξια (λόγιο) ~ ζερβόδεξα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζιρβιόδιξα Ίμβρος  |  ζιρβόδιξια Σαρακατσάνικα

ζερβόδεξος -> αμφιδέξιος (λόγιο) ~ ζαρβόδεξιος Ρόδος  |  ζερβόδεξος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931,Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κρήτη, Κύθηρα  |  ντζερβόδεξιος Κάρπαθος  |  τσερβόδεξος Σύμη ~ θηλυκό: ζερβόδεξη Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζερβόδεξο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016

ζερβοδίμιτα -> ανάποδα ~ ζερβοδίμιτα Κύθηρα, Μάνη  |  ζιρβουδίμτα Αλόννησος

ζερβοδίμιτος -> δίμιτο πανί που δεν έχει υφανθεί σωστά  |  ανάποδος  |  ζερβοχέρης ~ ζερβοδίμιτος Κύθηρα, Μάνη, Μέγαρα, Πάρος, Τήλος, Χίος ~ ζιρβουδίμτους Σάμος  |  τσερβοδίμιτος Φολέγανδρος ~ θηλυκό: ζιρβουδίμτη Σάμος ~ ουδέτρο: βερδοδίμιτο Νάξος

ζερβοΐλης -> ζερβοχέρης ~ ζζερβοΐλης Νίσυρος

ζερβοκόκαρο το -> κόψιμο (σημάδι) στο αριστερό αυτί του ζώου ~ ζερβοκόκαρο Κρήτη

ζερβοκουτάλας ο -> ζερβοχέρης ~ ζερβοκουτάλας Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Κύθηρα  |  ζερβοκούταλος Αρκαδία, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Νότια Εύβοια, Πόντος  |  ζιρβουκτάλας Σάμος, Φωκίδα  |  ζιρβουκτάλς Λέσβος  |  ντζερβοκούταλος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζαρβοκουτάλα Ρόδος  |  ζερβοκουτάλα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θήρα, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Λυκία, Μέγαρα  |  ζιρβιουκτάλα Ίμβρος  |  ζιρβουκτάλα Λέσβος, Λήμνος  |  ντζερβοκουτάλα Κάρπαθος

ζερβοκούτσαφτος -> για ζώο με κομμένο (σημαδεμένο) το αριστερό αυτί ~ ζερβοκούτσαφτος Κρήτη  |  ζερβοκοτσιάφτης Αρκαδία

ζερβομέλισσα η -> μέλισσα που φτιάχνει διαγώνια τις κερήθρες ~ ζερβομέλισσα Κύθηρα  |  ζιρβουμέλτσα Μακεδονία

ζερβονέρης ο -> το μούδιασμα του τένοντα της κνήμης ~ ζερβονέρης Δελβίνο

ζερβοπαρούτης -> ζερβοχέρης ~ ζερβοπαρούτης Κρήτη

ζερβοπίρουνος -> για γίδι ή πρόβατο με σημαδεμένο το αριστερό αυτί ~ ζερβοπίρουνος Κρήτη

ζερβόπλαγα -> πλάγια αριστερά ~ ζερβόπλαγα Δημητράκος 1938

ζερβός -> αριστερός  |  Swadesh List: 200, left  |  Buck List: 12.42, left ~ ζαβεριός Σαμοθράκη  |  ζαβρός Καστελλόριζο, Κύπρος, Λυκία, Πόντος  |  ζαβριός Κύπρος  |  ζαβρύς Κύμη, Κύπρος  |  ζαρβός Du Cange 1688, Lange 1708, Κύμη, Κύπρος, Λυκία, Ρόδος  |  ζεβρές Πόντος  |  ζεβρό Καππαδοκία  |  ζεβρός Κάλυμνος, Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Χίος  |  ζεβρής Κύπρος  |  ζέρβης Οθωνοί  |   ζερβής Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Μύκονος, Πελοπόννησος, Μάνη  |  ζέρβιος Δημητράκος, Μάνη  |  ζερβιός Δημητράκος 1938  |  ζέρβιους Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα  |  ζέρβος Δελβίνο  |  ζερβός Meursius 1614, Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931,Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λυκία, Μάνη, Πόντος, Σαράντα Εκκλησιές, Χάλκη, Χίος  |  ζέρβιους Ιωάννινα, Φωκίδα  |  ζέρβους Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Σέρρες, Σιάτιστα, Κοζάνη, Χαλκιδική  |  ζερβύς Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995  |  ζερμπός Corona Preciosa 1522, Meursius 1614, Du Cange 1688  |  ζιρβής Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Σαρακατσάνικα  |  ζιρβιός Ίμβρος, Μακεδονία, Σάμος  |  ζιρβός Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Πιερία, Τρίκαλα, Φθιώτιδα  |  ζζερβός Κως, Νίσυρος  |  ζουρβός Μακεδονία  |  ντζερβός Κάρπαθος  |  ντζερβός Σύμη  |  σερβιός Κέρκυρα  |  τζαρβής Εύβοια  |  τζερβός Σίφνος, Σύμη, Χίος ~ υποκοριστικό ζερβούλης Αρκαδία ~ θηλυκό: ζαβρή Κύπρος  |  ζαβριά Κύπρος  |  ζεβρή Κύπρος, Πόντος  |  ζέρβα Καστοριά, Κοζάνη, Λυκία  |  ζέρβη Δελβίνο  |  ζερβή Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης, 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο  |  ζερβιά Passow 1860, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θήρα, Κύθηρα, Μύκονος  |  ζέρβια Σαρακατσάνικα, Σέρρες  |  ζιρβή Καστοριά |  ζιρβιά Ίμβρος, Καστοριά, Σέρρες  |  ζιρβίνα Κοζάνη ~ ουδέτερο: ζαβρίν Κύπρος  |  ζαρβίν Κύπρος  |  ζεβρίν Κύπρος  |  ζερβί Ηπίτης 1908, ΑΠΘ 1998, Γρεβενά, Θήρα, Κοζάνη, Κύθηρα, Μύκονος, Φωκίδα  |  ζεβρό Πόντος  |  ζέρβιου Άρτα, Σέρρες  |  ζερβό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Δρόπολη, Μύκονος  |  ζέρβο Δελβίνο, Δρόπολη  |  ζέρβου Καστοριά, Μαγνησία  |  ζέριου Άρτα  |  ζιερβό Μαγνησία  |  ζιρβί Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ίμβρος, Καστοριά, Σαρακατσάνικα  |  ζιρβό Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Μαγνησία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες

ζερβοσκουτέλα -> ζερβοχέρης ~ ζερβουσκουτέλα Σαράντα Εκκλησιές

ζερβότητα -> αριστερότητα (λόγιο) ~ ζερβότητα Βλάχος 1659, Somavera 1709

ζερβουλίες οι -> τα βούρλα ~ ζερβουλίες Κως

ζερβούτθης -> ζερβοχέρης ~ ζζερβούτθης Κως

ζερβοχέρης -> αριστερόχειρας (λόγιο) ~ ζαβροσέρης Κύπρος  |  ζεβροσέρης Κύπρος  |  ζερβοσέρης Κάλυμνος  |  ζερβοχέρης Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931,Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Μάνη, Πόντος  |  ζερβόχερος Portius 1635, Somavera 1709, Κεφαλονιά  |  ζζερβοσέρης Κως |  ζιρβουχέρς Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Σέρρες  |  ζιρβόχιρους Κοζάνη, Σέρρες ~ θηλυκό: ζερβοχέρα Legrand 1882, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζιρβουχέρα Κοζάνη  |  ~ ουδέτερο: ζερβοχέρι Germano 1622  |  ζερβοχέρικο Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζιρβόχιρ Κοζάνη ~ επίρρημα: ζερβόχερα Portius 1635, Somavera 1709, Somavera 1709

ζερβοχουλιάρης -> ζερβοχέρης ~ ζιρβοχλιάρς Μαγνησία

ζεργαλλούδι το -> είδος σαύρας ~ ζζεργαλλούδι Νίσυρος

ζεργίνα η -> διπλό σχοινί για δέσιμο βαριών αντικείμενα που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, κυλιστήριο (λόγιο) ~ ζεργίνα Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζερδαβάς το -> το θηλαστικό Martes foina, ατσίδα, κουνάβι  |  η γούνα αυτού του ζώου  |  τούρκικο zerdeva ~ ζαρδαβάς Ημαθία  |  ζαρζαβάς Βούρμπιανη  |  ζερδαβάς Legrand 1882, Meyer 1894, Βλαστός 1931,Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζερταβάς Meyer 1894, Πόντος ~ θηλυκό: ζερταβά Πόντος ~ ουδέτερο: ζάρδακο Καλαβρία

ζερδαλί το -> ζέρδελο ~ ζαρντέλ Θράκη  |   ζερδαλί Σκαρλάτος 1835, Πρωία 1933  |  ζερδελί Καστελλόριζο  |  ζερδέλι Πελοπόννησος  |  ζερντέλ Θράκη |  ζερντελί Miklosich 1884, Κουκκίδης 1960  |  ζέρντελι Καππαδοκία  |  ζιρντέλ Θράκη, Μακεδονία  |  ζερταλίν Κύπρος, Πόντος  |  ζουρδέλ Μακεδονία ~ υποκοριστικό: ζαρνταλούδι Miklosich 1884  |  ζερταλίδ Πόντος  |  ζερτελίδ Πόντος  |  ζιρδίλ Πιερία  |  ζιρντίλ Πιερία  |  ντζαρνταλούδι Miklosich 1884

ζερδελιά η -> το δέντρο Prunus armeniaca, βερικοκιά, καϊσιά, πρικοκιά  |  τούρκικα zedrali ~ αρζανιά Αλόννησος  |  ζαρδαλιά Βιθυνία  |   ζαρνταλιά Ήπειρος, Θεσσαλία  |  ζαρντιλιά Θράκη  |  ζαρταλιά Ήπειρος  |  ζαρταλουδιά Χίος  |  ζερβελιά Κέρκυρα, Παξοί  |  ζερδαλιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζερδελιά Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Ήπειρος  |  ζερζελιά Πελοπόννηαος  |  ζερνταλιά Πρωία 1933, Κωνσταντινούπολη  |  ζερντρελιά Πελοπόννησος, Θράκη, Πόντος  |  ζερταλιά Κύπρος  |  ζιρδιλιά Πιερία  |  ζιρντελιά Θράκη  |  ζιρντιλιά Πιερία  |  ζουρντιλιά Μακεδονία  |  σαλταρουδιά Νότια Εύβοια  |  σαρταλουδιά Ικαρία  | τζαρδελτά Αστυπάλαια  |  τζαρτζαλουδιά Θήρα  |  τζαρτζαρουδιά Θήρα  |  τζιρτζιλιά Θράκη, Μακεδονία  |  τζουρτζουλουδιά Ίμβρος

ζέρδελο το -> βερόκικο, καΐσι  |  τούρκικα zedrali ~ γέργελο Πελοπόννησος  |  ζάρδαλου Βιθυνία  |  ζάρζαλου Μακεδονία  |  ζέντερλο Παμπούκης 1988  |  ζέρβελο Παξοί  |  ζέρβιλου Άρτα  |  ζέρδελο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Λευκάδα  |  ζέρδιλου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ήπειρος, Θεσσαλία  |  ζέρζαλο Miklosich 1884  |  ζέρζελο Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983  |  ζέρζιλου Μακεδονία, Φωκίδα  |  ζέρντελο Λακωνία  |  ζέρντιλου Ιωάννινα  |  ζέρταλο Πόντος  |  ζερτελί Λυκία  |  ζέρτελο Ανδριώτης 1983  |  ζίρδαλου Κοζάνη, Λάρισα  |  ζούρντιλου Μακεδονία  |  τζάρτζαλου Λήμνος  |  τζέρτζελο Ζάκυνθος, Ήπειρος  |  τζέρτζιλου Ήπειρος, Θράκη, Μακεδονία  |  τζίρτζιλου Μακεδονία  |  τζούρτζουλου Μακεδονία  |  τζόρτιλου Μακεδονία  |  τσέρτσελο Ζάκυνθος

ζερζεβάδκια τα -> λαχανικά, ζαρζαβατικά  |  τούρκικο zerzevat ~ ζερζεβάδκια Κύπρος  |  ζερζεβέθκια Κύπρος

ζερζεβούλης ο -> βερζεβούλης  |  διάβολος  |  σκανταλιάρης ~ γκεργκεβούλς Πάρος  |  ζαρζαβούλτς Κοζάνη  |  ζαρζαβούλς Θράκη  |  ζελζεβούλ Κωνσταντινούπολη  |  ζελζεβούλης Μέγαρα  |  ζερζεβούλης Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Δελβίνο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νότια Εύβοια  |  ζιερζιεβούλς Μαγνησία  |  ζιρζιβούλς Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Καρδίτσα, Μαγνησία, Σάμος, Φωκίδα  |  ζιρζιβούλτς Πιερία, Τρίκαλα  |  ζορζόβιλας Μύκονος  |  ζορζοβούλτς Πόντος  |  ζουρζουβίλς Ίμβρος, Κοζάνη, Μαγνησία  |  ζουρζούβιελους Μαγνησία  |  ζουρζούβιλους Πιερία, Μαγνησία  |  ζουρζουβίλτς Κοζάνη, Τρίκαλα |  τζερτζεβούλης Δελβίνο  |  τζιρτζιβούλς Σάμος ~ ουδέτερο: ζουρζουβούλ Σέρρες

ζερζέκι το -> έξυπνος  |  πειραχτήρι ~ ζερζέκι Αχαΐα, Ηλεία

ζερζέλι το -> ζέρδελο ~ ζερζέλ Θράκη, Μακεδονία  |  ζερζέλι Κουκκίδης 1960  |  ζέρζιλου Καστοριά

ζερζελιά η -> ζερδαλιά ~ ζερζελιά Μακεδονία

ζέρζεμε το -> υπόγεια αποθήκη τροφίμων ~ ζέρζεμε Καππαδοκία

ζερκαδάς ο -> κυνηγός ζαρκαδιών ~ ζεκαδάς Πόντος

ζερκός ο -> χέρσος τόπος ~ ζερκός Δημητράκος 1938

ζέρκουλ -> βότανο αντιπυρετικό ~ ζέρκουλ Καρδίτσα

ζέρνα η -> η μεμβράνη του αβγού ~ ζέρνα Πόντος

ζέρνα η -> το φυτό Cyperus longus ~ ζέρνια Ημαθία ~ ζέρνα Meursius 1614, Du Cange 1688

ζερνεκαδές o -> το φυτό Narcissus poeticus  |  τούρκικο zerrin kadeh ~ ζαρμουκαντές Σέριφος  |  ζαρνακαντές Καστοριά  |  ζερνεκαδές Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Πρωία 1933  |  ζιρνικαντές Ιωάννινα

ζερνίζω -> λοξοδρομώ (λόγιο) ~ ζερνίζω Κέρκυρα, Παξοί

ζερνίκι το -> ποντικοφάρμακο (αρσενικό)  |  τούρκικο zirnik ~ ζερνίκι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931,Δημητράκος 1938  |  ζερνίκιν Κύπρος  |  ζιρνίκκιν Κύπρος  |  ζιρνίχι Καππαδοκία

ζέρνου -> ντύνομαι σύμφωνα με τη μόδα ~ ζέρνου Λέσβος

ζερντές ο -> γλύκισμα με ρύζι, νερό, ζάχαρη και ανθόνερο  |  τούρκικο zerde ~ ζερντές Κωνσταντινούπολη  |  ζιρντές Αϊβαλί, Θράκη, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ ουδέτερο: ζερτέ Καλλίπολη, Κύπρος

ζέρο -> μηδέν (λόγιο)  |  zero ~ ζέρο Κύπρος  |  ζέρον Κύπρος

ζερταλούδι το -> ζέρδελο ~ ζαρζαλούδι Κως  |  ζαρνταλούδι Χίος  |  ζερταλίδιν Πόντος  |  ζερταλούδι Πρωία 1933  |  σαρταλούδι Χίος  |  τζαρτζαλούδ Σάμος  |  τζερζελούδ Σαμοθράκη  |   τζαρτζάλουδο Αμοργός

ζερώννω -> μηδενίζω (λόγιο) ~ ζερώννω Κύπρος

ζέση η -> ζέστη  |  θέρμη (λόγιο)  |  βράσιμο ~ ζές Θράκη, Σέρρες  |  ζέση Meursius 1614, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Καππαδοκία, Τσακώνικα  |  ζέσι Thumb 1912  |  ζέστση Καππαδοκία  |  ντζέση Κάρπαθος

ζέσιμο το -> ζέσταμα ~ ζέσιμο Καππαδοκία

ζεστά -> θερμά (λόγιο) ~ ζεστά Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Λυκία, Πόντος  |  ζιστά Σάμος ~ υποκοριστικό: ζεστερά Κρήτη

ζεστάδα η -> ζεστασιά ~ ζεστάδα Κρήτη

ζεσταίνω -> θερμαίνω (λόγιο) ~ δησταίνου Λέσβος  |  ζεσταίνου Μάνη  |  ζεσταίνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Λευκάδα, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζεστάνω Πόντος  |  ζιστένου Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά  |  ντζεσταίνω Κάρπαθος ~ ζεσταίνομαι Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Passow 1860, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Μάνη  |  ζεσταίνουμαι Πρωία 1933, Ηλεία  |  ζεστάσκομαι Πόντος  |  ζεστάσκουμαι Πόντος  |  ζεστεύκουμαι Πόντος  |  ζισταίνουμι Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Καστοριά  |  ζουσταίνουμι Λέσβος

ζεσταλούδι το -> ζέρδελο ~ ζεσταλούδι Χίος

ζέσταμα το -> θέρμανση (λόγιο) ~ ζέσταμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Καστοριά  |  ζέστασμα Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998

ζεσταμένα -> ζεσταμένα Βλάχος 1659

ζεσταμένος -> ζεσταμένος Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ζεσταμένη Somavera 1709

ζεσταμονή η -> ζεστασιά ~ ζεσταμονή Πόντος

ζέστας το -> ζέσταμα ~ ζέστας Καππαδοκία

ζέσταση η -> ζεστασιά ~ ζέστας Ίμβρος  |  ζέσταση Πόντος  |  ζόσταση Ίμβρος

ζεστασιά η -> ευχάριστη ζέστη  |  θαλπωρή (λόγιο) ~ ζεστασά Άνδρος, Ικαρία, Κρήτη  |  ζεστασιά Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016  |  ζεστασία Κύθηρα, Μάνη, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζιστασιά Αλόννησος, Ευρυτανία, Λέσβος  |  ζουστασιά Ίμβρος

ζεστασιά η -> το ζεστό φαΐ ~ ζεστασιά Βάλληνδας 1886

ζεστατήρι το -> μαγκάλι ~ ζεστατήρι Βλαστός 1931

ζεστεράδα η -> ζεστασιά ζεστεράδα Κρήτη

ζεστερή η -> ζεστασιά ζεστερή Κρήτη

ζεστερός -> ζεστός  |  ζεστούτσικος ~ ζεστερός Αμοργός, Κρήτη  |  ζιστιρός Ιωάννινα ~ επίρρημα: ζεστερά Κρήτη

ζέστη η -> θερμότητα (λόγιο) θέρμανση (λόγιο), ζέση (λόγιο) πύρωση (λόγιο)  |  αντίθετο: κρύο ~ ζέσα Ήπειρος  |  ζεστ Θράκη, Μαγνησία, Πόντος  |  ζέστα Corona Preciosa 1522, Meursius 1614, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κέρκυρα, Κοζάνη, Κύθηρα, Θράκη, Μάνη, Πόντος, Τσακώνικα, Φωκίδα  |  ζέστε Πόντος  |  ζέστη Germano 1622, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κίμωλος, Κορινθία, Λυκία, Μάνη, Πόντος  |  ζέστια Πόντος  |  ζζέστα Καλαβρία  |  ζζέστη Κως  |  ντζέστα Καλαβρία  |  ντζέστη Κάρπαθος ~ αρσενικό: ζέστης Καππαδοκία ~ υποκοριστικό: ζεστίτσα Βλαστός 1931  |  ζεστούλα Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζεστεράδα Κρήτη

ζέστι το -> το βραστό νερό ~ ζέστι Τσακώνικα

ζεστικά -> ζεστά ~ ζεστικά Κύπρος

ζεστίσκο -> πολύ ζεστός ~ ζεστίσκο Καππαδοκία

ζεστό το -> αφέψημα (λόγιο) ~ ζεστό Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Μάνη

ζεστοαίματος -> καλόκαρδος ~ ζεστοαίματος Βλαστός 1931

ζεστογωνιάζω -> κάθομαι για πολύ ώρα σε ένα μέρος ~ ζεστογωνιάζω Ζάκυνθος  |  ζιστουγουνιάζου Αιτωλοακαρνανία

ζεστόκαρδος -> καλόκαρδος ~ ζεστόκαρδος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζεστόκαρδη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζεστόκαρδο Δημητράκος 1938

ζεστοκόπημα το -> ζέσταμα ~ ζεστοκόπημα Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζιστουκόπμα Μαγνησία  |  ζιεστουκόπμα Μαγνησία  |  ντζεστοκόπημα Κάρπαθος

ζεστοκοπιά η -> ζέσταμα ~ ζεστοκοπιά Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζεστοκοπώ -> ζεσταίνω ~ ζεστοκοπάω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ ζεστοκοπώ Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995  |  ζιστουκουπάου Σέρρες  |  ζιστουκουπώ Σέρρες  |  ντζεστοκοπώ Κάρπαθος ~ ζεστοκοπιέμαι Μύκονος, Χίος  |  ζεστοκοπούμαι Ζάκυνθος, Κύθηρα, Χίος  |  ζιστουκουπιέμι Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος  |  ζουστουκουπιέμι Ίμβρος

ζεστόνερα τα -> ιαματικές πηγές ~ ζεστόνερα Βλάχος 1659, Lange 1708

ζεστοπίτι το -> ζεστή πίτα αλειμμένη με ζάχαρη και λάδι ~ ζεστοπίτι Χίος  |  ζιστουπίτ Ίμβρος  |  ζουστουπίτ Ίμβρος ~ θηλυκό: ζιστόπτα Πιερία

ζεστοπύριν το -> χόβολη ~ ζεστοπύρ Πόντος  |  ζεστοπύριν Πόντος

ζεστός -> θερμός (λόγιο)  |  Swadesh List: 180, warm  |  Buck List: 4.48, hot, warm ~ δηστός Λέσβος  |  ζεσός Ήπειρος  |  ζεστέ Τσακώνικα  |  ζεστός Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Μάνη, Πόντος, Προύσα  |  ζευστός Κύπρος  |  ζιστός Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Κρήτη, Λέσβος, Λήμνος, Μάνη, Σάμος  |  ζουστός Ίμβρος  |  ντζεστός Πάτμος  |  τζεστός Σίφνος, Χίος ~ υποκοριστικό: ζεστερός Κρήτη  |  ζεστούτσικος ~ θηλυκό: ζεστέσσα Πόντος  |  ζεστή Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Κρήτη  |  ζιστή Καστοριά, Μάνη, Φωκίδα  |  ζιστιά Θράκη ~ υποκοριστικό: ζεστούτσικη ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: ζεστό Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Κεφαλονιά  |  ζιστό Ευρυτανία, Καστοριά, Λήμνος, Φωκίδα ~ υποκοριστικό ζεστούτσικο ΑΠΘ 1998

ζεστότητα η -> θερμότητα ~ ζεστότητα Βλάχος 1659

ζεστότοπος ο -> ο ζεστός τόπος ~ ζεστότοπος Δημητράκος 1938

ζεστουλός -> ζεστούτσικος ~ ζεστουλός Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: ζεστουλή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: ζεστουλό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζεστούτσικος -> υπόθερμος (λόγιο) ~ ζεστούτσικος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: ζεστούτσικη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: ζεστούτσικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ επίρρημα: ζεστούτσικα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζεστοφούρνι το -> ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο ~ ζεστοφούρνι Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λευκάδα

ζεστωτός -> ζεστούτσικος ~ ζεστωτός Πόντος

ζετζιριές ο -> φόρος στα αμπέλια  |  φόρος ποτών  |  τούρκικο zenciriye ~ ζετζιριές Κύπρος ~ ουδέτερο: ζιντζεριέ Κύπρος  |  ζιτζιριέ Κύπρος

ζευγάλετρο το -> αλέτρι ~ ζεβγάλετρο Βλαστός 1931

ζευγαράς ο -> ζευγολάτης ~ ζευγαρά Τσακώνικα  |  ζευγαράς Πόντος  |  ζιβγαράς Γρεβενά, Πιερία  |  ζιουβγαράς Μακεδονία

ζευγαρέ -> ζευγαρωτός ~ ζευγαρέ Τσακώνικα

ζευγάρι το -> δύο όμοια ή ταιριαστά  |  δυο ζώα στο ζυγό  |  ζευγάρι εραστών  |  το ταίρι κάποιου ~ βζογάζι Τσακώνικα  |  ζαγάρ Τρίκαλα  |  ζευγάζι Τσακώνικα  |  ζευγάρ Πάρος, Πόντος, Καππαδοκία  |  ζευγάρη Corona Preciosa 1522, Meursius 1614 |  ζευγάρι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Νότια Εύβοια |  ζευγάριν Κύπρος, Πόντος  |  ζευγκάρι Κως, Ρόδος  |  ζευγκάριν Ρόδος  |  ζζευγάρι Νίσυρος  |  ζευγκάρι Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Λέρος  |  ζζευγκάρι Κως  |  ζευκάριν Κύπρος  |  ζζοβγκάρι Καλαβρία  |  ζζογουάρι Καλαβρία  |  ζζογκουάρι Καλαβρία  |  ζιβγάρ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Βόρεια Εύβοια  |  Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Καστοριά, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Σάμος, Σέρρες, Φωκίδα  |  ζιβγάρ Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Μοσχονήσι, Πιερία  |  ζιβγάρι Λυκία, Πελοπόννησος  |  ζιγάρ Πόντος  |  ζιγάριν Πόντος  |  ζιεβγάρ Κοζάνη, Μαγνησία  |  ζιουβγάρ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Φθιώτιδα  |  ζοβγάζι Τσακώνικα  |  ζοβγάρι Άνδρος, Κύθηρα  |  ζογάρ Πόντος  |  ζογάριν Πόντος  |  ζουβγάρ Ίμβρος, Κοζάνη, Λήμνος, Πιερία  |  ντζευγάρι Σίφνος  |  ντζευγκάρι Αστυπάλαια  |  ντζευγκάριν Κάρπαθος  |  τζογάρι Απουλία  |  τζογκάρι Απουλία  |  τζογκουάρι Απουλία, Καλαβρία  |  τζοκάρι Απουλία  |  τζουγκουάρι Απουλία ~ υποκοριστικό: ζευγαράκι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Μάνη  |  ζευκαρούιν Κύπρος  |  ζιβγαράκ Στερεά  |  ζιουβγαράκ Αιτωλοακαρνανία  |  τζευγαράκι Σύμη

ζευγαριά η -> ζευγάρι ~ ζευγαϊριά Μάνη  |  ζευγαριά Δημητράκος 1938

ζευγαριά η -> παλιά μονάδα μέτρησης της επιφάνειας των χωραφιών που όργωνε ένα ζευγάρι σε μια μέρα (διαφορετική ανά περιοχή, από δύο έως πέντε στρέμματα) ~ ζευγαρά Κρήτη  |  ζευγαρέ Κρήτη  |  ζευγαρέα Κύθηρα  |  ζευγαριά Θήρα, Κρήτη, Μύκονος, Πάρος, Σίκινος  |  ζιβγαριά Κοζάνη, Σάμος  |  ζοβγαρέα Κύθηρα  |  ντζευγαριά Σίφνος, Πάτμος  |  ντζευγκαρά Κάρπαθος  |  ντζευγκαρέα Κάρπαθος  |  τζευγαριά Σίφνος

ζευγαριάζω -> ζευγαρώνω ~ ζευγαράζω Πόντος  |  ζευγαριάζω Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος  |  ζευκαρκάζω Κύπρος  |  ζιουβγαρίζου Σέρρες

ζευγάριασμα το -> ζευγάρωμα ~ ζευγάριασμα Δημητράκος 1938

ζευγαρίζω -> οργώνω (με ζευγάρι ζώων)  |  Buck List: 8.21, plow ~ ζεβγαρίζω Βλαστός 1931  |  ζευγαρίζου Λήμνος, Μάνη, Σάμος  |  ζευγαρίζω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Καππαδοκία, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σύρος, Χίος  |  ζευγκαρίζω Ρόδος  |  ζευκαρίζω Κύπρος, Κως, Ρόδος  |  ζζευγαρίζζω Νίσυρος  |  ζιβγαρίζου Αϊβαλί, Θάσος, Λέσβος, Θεσσαλονίκη, Μοσχονήσι, Σέρρες, Στερεά  |  ζοβγαρίζω Κύθηρα  |  ζευγαρίντζω Σίφνος, Πάτμος  |  ζιβγαΐζου Σαμοθράκη  |  ζουβγαρίζου Λήμνος, Μακεδονία  |  ντζευγαρίντζω Κάρπαθος, Σύμη ~ μετοχή: ζευγκαρισμένος Ρόδος

ζευγαρικό το -> όσο έκταση οργώνει το ζευγάρι των ζώων σε μια μέρα  |  η αμοιβή του μισθωτού ζευγά ~ ζευγαρικό Κρήτη, Ρόδος  |  ζευγαρικόν Ρόδος

ζευγάρισμα το -> όργωμα (με ζευγάρι ζώων) ~ ζευγάρισμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ρόδος  |  ζευγάρισμαν Ρόδος  |  ζζευγάρισμα Νίσυρος  |  ζζευγκάρισμα Κως  |  ζευκάρισμα Κως  |  ζευκάρισμαν Κύπρος  |  ζιβγάρσμα Σάμος, Στερεά  |  ζιουβγάρισμα Εύβοια  |  ζοβγάρισμα Εύβοια

ζευγαρισμένος -> οργωμένος ~ ζευγαρισμένος Μύκονος, Ρόδος

ζευγαρίτης ο -> ιδιοκτήτης δυο βοδιών που όργωνε ξένα χωράφια με πληρωμή ~ ζευγαρίτης Κέρκυρα

ζευγαρόβεργα η -> ζευγαρόραβδο ~ ζευγαρόβεργα Άνδρος, Κύπρος  |  ζευκαλόβερκα Κύπρος  |  ζευκαρόβερκα Κύπρος

ζευγαρόκαιρος ο -> καιρός κατάλληλος για όργωμα ~ ζευγαρόκαιρος Κρήτη

ζευγαρόραβδο το -> βουκέντρα ~ ζευγαρόραβδο Κως  |  ζευγκαρόδαβντο Κως  |  ζζευγκαρόδαβρο Κως

ζευγαροσσίνιν το -> εξάρτημα του αλετριού ~ ζευγαροσσίνιν Κύπρος  |  ζευγαρόστσουνου Σκύρος  |  ζευγαρόστσνου Σκύρος  |  ζουβγαρόσκνου Ίμβρος

ζευγαροχαλάστρα η -> αντροχωρίστρα ~ ζεβγαροχαλάστρα Βλαστός 1931  |  ζευγαροχαλάστρα Πρωία 1933

ζευγάρωμα το -> πάντρεμα  |  σμίξιμο ζώων  |  συνεταιρισμός (λόγιο) ~ ζεβγάρωμα Βλαστός 1931  |  ζευγάρωμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Λυκία, Μάνη  |  ζευκάρωμαν Κύπρος  |  ζζευγκάρωμα Κως  |  ζιβγάρουμα Καστοριά, Καρδίτσα  |  ντζευγκάρωμα Κάρπαθος

ζευγαρωμέρα η -> μέρα που κάνει και ζευγάρισμα (όργωμα) ~ ζευγαρωμέρα Κρήτη

ζευγαρωμός -> ζευγάρωμα ~ ζευγαραμός Somavera 1709

ζευγαρώνω -> συνταιριάζω  |  παντρεύω  |  σμίγω ~ ζεβγαρώνω Βλαστός 1931  |  ζευγαρόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζευγαρούκου Τσακώνικα  |  ζευγαρώνου Μάνη  |  ζευγαρώνω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κύπρος, Πόντος Τσακώνικα, Χίος  |  ζευκαρώννω Κύπρος  |  ζζευγκαρώννω Κως  |  ζζογκουαρώννω Καλαβρία  |  ζιβγαρίνου Λυκία  |  ζιβγαρώνου Καστοριά, Θεσσαλία, Λυκία  |  ντζευγκαρώννω Κάρπαθος  |  τζογκουαρώννω Καλαβρία  | ~ ζεβγαρώνουμαι Βλαστός 1931  |  ζευγαρώνομαι Somavera 1709  |  ζευγαρούμαι Πόντος  |  ζιβγαρώνουμι Καστοριά ~ μετοχή: ζεβγαρωμένος Βλαστός 1931  |  ζευγαρωμένος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1933Ακαδημία 2016  |  ζιβγαρουμένους Καστοριά

ζευγαρωτά -> ταίρι-ταίρι, δυο-δυο ~ ζευγαρωτά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Δημητράκος 1938  |  ζιβγαρουτά Μακεδονία, Στερεά

ζευγαρωτός -> που είναι κατά ζεύγη ~ ζευγαρωτέ Τσακώνικα  |  ζευγαρωτός Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Κύπρος  |  ζευκαρωτός Κύπρος ~ θηλυκό: ζευγαρωτή Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016  |  ζιβγαρουτός Ήπειρος, Στερεά ~ ουδέτερο: ζευγαρωτό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016

ζευγάς -> ζευγολάτης ~ ζεβγάς Βλαστός 1931  |  ζευγάς Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αμοργός, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Ζάκυνθος, Πόντος, Πωγώνι, Ρόδος, Χίος  |  ζευγκάς Ρόδος  |  ζευκάς Κύπρος  |  ζιβγάς Βόρεια Εύβοια, Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος, Λυκία  |  ζουβγάς Ίμβρος  |  ντζευγκάς Κάρπαθος

ζευγατίζω -> ζευγαρίζω ~ ζεβγατίζω Βλαστός 1931

ζευγάτικο το -> η μίσθωση για όργωμα (λέγεται και φούφουρο) ~ ζευγάτικο Ζάκυνθος

ζευγιά η -> ζέψιμο ~ ζευγιά Ζάκυνθος

ζευγιά η -> όσο έκταση οργώνει το ζευγάρι των ζώων σε μια μέρα  |  μακρύ και χοντρό σχοινί για να δένουν πράγματα στο σαμάρι (ή ζιβγαρόσκνου ή ζουβγαρόσκνου) ~ ζεβγιά Βλαστός 1931  |  ζεξιά Κύπρος  |  ζεπιά Μάνη  |  ζευγιά Αρκαδία, Ίμβρος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Χίος  |  ζευγκιά Λευκάδα  |  ζιβγιά Ίμβρος  |  ζουβγιά Ίμβρος

ζευγίζω -> ζεύω ~ ζευγίζω Βλάχος 1659

ζευγίτης ο -> ζευγολάτης ~ ζεβγίτης Βλαστός 1931  |  ζευγίτα (ο) Τσακώνικα  |  ζευγίτης Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θεσπρωτία, Πωγώνι  |  ζιβγίτς Ιωάννινα, Κοζάνη, Πιερία, Φθιώτιδα ~ θηλυκό: ζευγίτισσα Δημητράκος 1938

ζευγολαλώ -> κουμαντάρω κάποιον (όπως τα ζεμένα ζώα) ~ ζευγολαλώ Κρήτη

ζευγολατειό το -> χωράφι που καλλιεργείται  |  αγρόκτημα (λόγιο)  |  ζώα ζεμένα στο ζυγό ~ ζεβγολατιό Βλαστός 1931  |  ζευγαλατειόν Somavera 1709  |  ζευγολατειό Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζευγολατιό Πρωία 1933  |  ζευκολαδκειόν Κύπρος  |  ζευκολατειόν Κύπρος ~ πληθυντικός: ζευγαλατιά Meursius 1614  |  ζευγαλάτια Du Cange 1688

ζευγολάτης ο -> ο γεωργός που οργώνει με άροτρο ~ ζεβγολάτης Βλαστός 1931  |  ζευγαλάτης Meursius 1614, Du Cange 1688, Κύπρος  |  ζευγελάτες Πόντος  |  ζευγηλάτης Meursius 1614, Du Cange 1688, Πόντος  |  ζευγολάτα (ο) Τσακώνικα  |  ζευγολάτης Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Χίος  |  ζευγουλάτης Κέρκυρα  |  ζευγουλάτς Λήμνος  |  ζεβκαλάτης Κύπρος  |  ζευκαλάτης Κύπρος  |  ζευκολάτης Κύπρος  |  ζιβγουλάτς Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Ευρυτανία  |  ζουβγουλάτς Ίμβρος, Λήμνος ~ ουδέτερο: ζευκαλατούιν Κύπρος

ζευγολατώ -> οργώνω ~ ζεβγολατώ Βλαστός 1931

ζευγολατόπουλε το -> το παιδί του ζευγολάτη ~ ζευγοατόπουλε Τσακώνικα  |  ζευγολατόπουλε Τσακώνικα  |  ζευγατόπουλε Τσακώνικα ~ θηλυκό: ζευγοατοπούα Τσακώνικα

ζευγόλουρο το -> το λουρί της ζεύγλας ~ ζευγόλουρο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζευκόλουρον Κύπρος  |  ζευλόλουρο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Μάνη  |  ζιβλολούρ Πιερία

ζευγόρνιο το -> ζευγάρι πουλερικών (κόκορας και κότα) ~ ζευγόρνιθο Κεφαλονιά  |  ζευγόρνιο Λευκάδα

ζευγοταΐζω -> ταΐζω το βράδυ τα ζώα που θα οργώσουν το πρωί ζευγοταΐζω Κρήτη

ζευζεκάκιας -> κουτός ~ ζεβζεκάκιας Βλαστός 1931

ζευζέκης -> χαζός, χάχας  |  ξεροκέφαλος, αλαφρόμυαλος  |  ανάποδος  |  κατεργάρης, πονηρός  |  τούρκικο zevzek ~ ζεβζέκης Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζευζέκης Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Δρόπολη, Ηλεία, Θεσπρωτία, Καστελλόριζο, Κορινθία, Κύθηρα, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λυκία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πόντος, Πωγώνι, Ρόδος, Τήνος, Χίος  |  ζευζέκκης Κύπρος  |  ζευζέξ Άρτα, Καστοριά, Λήμνος, Πόντος, Σκόπελος, Φωκίδα  |  ζευλέκης Κύθηρα  |  ζιβζέξ Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Πάρος, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ντζεβντζέκης Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζεβζέκισσα Κουκκίδης 1960, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία  |  ζευζέκα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζευζέκισσα Πρωία 1933  |  ζιβζέκα Ίμβρος ~ ουδέτερο: ζιαβζέκ Άρτα  |  ζευζέκι Μάνη  |  ζευζέκικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Αρκαδία  |  ζιβζέκ Καρδίτσα, Σιάτιστα ζιβζέκου Ίμβρος ~ υποκοριστικό: ζευζευκούλης Δημητράκος 1938  |

ζευζεκιά η -> κουταμάρα, ξεροκεφαλιά, αλαφρομυαλιά, κατεργαριά, πονηριά ~ ζεβζεκιά Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζευζεκιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη  |  ζευζεκκιά Κύπρος  |  ζιβζικιά Ίμβρος, Σέρρες

ζευζευκοφέρνω -> χαζοφέρνω, κουτοφέρνω ~ ζευζευκοφέρνω Δημητράκος 1938

ζεύκα η -> βουκέντρα ζεύκα Κύπρος

ζευκαλάτης ο -> το πουλί Motacilla flava, κοταλίδα, τσίνα, σκαλιφούρτα ~ ζευκαλάτης Κύπρος ~ ουδέτερο: ζευκαλατούιν Κύπρος

ζευκαρίο το -> τεμπελιά ~ ζευκαρίο Κύθηρα

ζευκαρόβερκα η -> βουκέντρα ~ ζευκαλόβερκα Κύπρος  |  ζευκαρόβερκα Κύπρος

ζεύκαρος ο -> ζευγάρι βοδιών ~ ζεύκαρος Κύπρος

ζευκάρω -> γλεντώ ~ ζευκάρω Πελοπόννησος

ζεύκι το -> κέφι, γλέντι  |  τούρκικο zevk ~ ζέβκι Κουκκίδης 1960  |  ζέβκιν Κύπρος  |  ζευκ Αιτωλοακαρνανία, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Μαγνησία, Πρέβεζα, Σάμος, Φωκίδα  |  ζεύκι Passow 1860, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Λευκάδα, Μύκονος, Πωγώνι, Χίος  |  ζεύκιν Κύπρος, Λυκία  |  ζέφκι Βλαστός 1931, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995  |  ζεφτς Αϊβαλί, Μοσχονήσι  |  ντζεύκιν Κάρπαθος  |  ξέφκι Κύθηρα ~ θηλυκό: ζιφκιά Άρτα

ζευκίζω -> γλεντώ ~ ζεβκίζω Βλαστός 1931  |  ζευκίζω Δημητράκος 1938  |  ζέφκου Passow 1860

ζευκιλής ο -> γλεντζές  |  τούρκικο zevkli ~ ζευκιλής Πελοπόννησος

ζευκολαδκιά η -> τα ζεμένα ζώα μαζί με το ζευγά ~ ζευκολαδκιά Κύπρος

ζευκοπερνώ -> γλεντώ ~ ζευκοπερνώ Δημητράκος 1938

ζευκουλίζω -> γλεντώ ~ ζευκουλίζω Ζάκυνθος

ζεύλα η -> ξύλινα ή σιδερένια εξαρτήματα που μπαίνουν στο ζυγό του αλετριού και θηλυκώνουν το σβέρκο των ζώων στις κούρμπες του ζυγού  |  οι κούρμπες του ζυγού  |  και τούρκικα zivla ~ ζέβλα Βλάχος 1659, Lange 1708, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, Αιτωλοακαρνανία, Μεσσηνία  |  ζέγλα Θεσσαλονίκη  |  ζέγκλα Κεφαλονιά  |  ζεύα Τσακώνικα  |  ζεύγα Σέρρες  |  ζεύγλα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Θράκη, Θεσπρωτία, Κρήτη, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Μάνη, Πάρος, Πωγώνι, Φωκίδα  |  ζεύλα Somavera 1709, Legrand 1882, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Αχαΐα, Γρεβενά, Άνδρος, Δελβίνο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κέρκυρα, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Μάνη, Μαγνησία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νίσυρος, Πάρος, Προύσα, Πωγώνι, Ρόδος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σύρος, Σουφλί, Τσακώνικα, Χάλκη, Χίος  |  ζεύλη Χάλκη  |  ζζέγλα Καλαβρία  |  ζζέγουλα Καλαβρία  |  ζζεύλα Κως, Νίσυρος  |  ντζέγουλα Καλαβρία  |  ντζένγκλα Καλαβρία  |  ντζεύλα Αστυπάλαια, Κάρπαθος  |  ντζέχλα Καλαβρία ~ ουδέτερο: ζευγλί Καππαδοκία  |  ζευλί Καππαδοκία, Κρήτη, Πόντος  |  ζευλίν Πόντος ~ πληθυντικός: ζεύλες Meursius 1614

ζευλαρίδης -> ή τσικλαρίδης ή τσαμπαδερός, βλ. ζευλοπόδαρος ~ ζευλαρίδης Μάνη

ζευλέας -> ζευζέκης ~ ζευλέας Κύθηρα

ζεύλης -> ζευλοπόδαρος  |  κουτσός  |  κουλός ~ ζεγκλός Κεφαλονιά  |  ζευλέας Πόντος  |  ζεύλης Θήρα, Κύπρος, Μύκονος, Νίσυρος  |  ζεύλος Σαράντα Εκκλησιές ~ θηλυκό: ζευλή Πόντος  |  ντζεύλης Κάρπαθος

ζευλιάζω -> ζευλώνω τα ζώα ~ ζευλζώ Πάροας  |  ζευλιάζω Κύπρος

ζευλιάρης -> ζευλοπόδαρος ~ ζευλιάρης Μάνη

ζευλιάρης -> συνέταιρος στο όργωμα (έπαιρνε το ¼ της σοδειάς) ~ ζευλιάρης Κύπρος

ζευλίζω -> λυγίζω  |  κουτσαίνω ~ ζευλίζω Κέρκυρα, Ρόδος

ζευλόδεμα το -> ζευγόλουρο ~ ζευλόδεμα Κύθηρα  |  ζευλοδέμ Πόντος  |  ζευλοδέμιν Πόντος

ζευλοδέτης ο -> ζευγόλουρο ~ ζευλοδέτης Άνδρος

ζευλοκοκιάζου -> αναγκάζω κάποιον να κάτσει οκλαδόν ~ ζευλοκοκιάζου Μάνη

ζευλοπόδαρος -> στραβοπόδης, στραβοκάνης ~ ζευλοπόδαρος Μάνη

ζευλοπόδης -> ζευλοπόδαρος ~ ζευλοπόας Κύπρος  |  ζευλοπόδας Κύπρος  |  ζευλοπόδης Μάνη  |  ντζευλοπόης Κάρπαθος ~ θηλυκό: ντζευλοπόα Κάρπαθος

ζευλοπόδι -> οκλαδόν (λόγιο) ~ ζευλοπόδι Μάνη

ζευλοποϊδιάζομαι -> κάθομαι οκλαδόν ~ ζευλοποϊδιάζομαι Μάνη

ζευλόραμμα το -> ζευγόλουρο ~ ζευλόραμμα Δημητράκος 1938, Νάξος, Ρόδος  |  ζευλόρραμμα Πρωία 1933  |  ζευλόραμμαν Κύπρος  |  ζζευλόραμμα Νίσυρος  |  ντζευλόραμμα Κάρπαθος

ζευλόσκοινο το -> ζευγόλουρο  |  μέρος του μαγγανοπήγαδου ~ ζευλόσκιουνο Μάνη  |  ζευλόσκοινο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζευλόσχοινο Μέγαρα, Χίος  |  ζιβλόσκνου Πιερία, Σάμος ~ πληθυντικός: ζεβλόσκοινα Βλαστός 1931

ζευλοσπάουλο το -> ζευγόλουρο ~ ζευλοσπάουλο Κρήτη

ζευλούνομαι -> δέρνω ~ ζευλούνομαι Μάνη

ζεύλωμαν το -> το πέρασμα της ζεύλας στο λαιμό των ζώων ~ ζεύλωμαν Κύπρος

ζευλωμένος -> με τη ζεύλα στο λαιμό ~ ζευλωμένος Κύπρος

ζευλώνω -> βάζω τα ζώα στη ζεύλα ~ ζευγλώνω Passow 1860  |  ζευγώνω Πόντος  |  ζευλούνου Μάνη  |  ζευλώνω Passow 1860, Αρκαδία, Ηλεία, Κρήτη, Μεσσηνία, Ρόδος  |  ζευλώννω Κύπρος  |  ντζευλώννω Κάρπαθος

ζευλώνω -> λυγίζω, στραβώνω ~ ζευλώνω Κέρκυρα, Κρήτη

ζεύξιμο το -> ζέψιμο ~ ζεύξιμο Δημητράκος 1938

ζευσής ο -> ζευκιλής, γλεντζές ~ ζευσής Κύπρος  |  ζεφτζής Κύπρος

ζεύστρα η -> το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση του ζώου ~ ζεύστρα Τρίκαλα

ζεύτης ο -> ζευγόλουρο ~ ζεύτης Κρήτη, Κύθηρα  |  ντζεύτης Κάρπαθος

ζευτικιά η -> η αγελάδα ~ ζευτικιά Κρήτη

ζευτικό το -> το βόδι ~ ζευτικό Κρήτη

ζευτικό το -> το ζευγάρι των ζώων που μπαίνει στο ζυγό ~ ζευτικό Δημητράκος 1938  |  ντζευτικόν Κάρπαθος

ζευτό το -> ζευγάρι ζώων που αλωνίζει ~ ζευτό Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος  |  ντζευτόν Κάρπαθος

ζευτό το -> ο σκελετός της σκεπής ~ ζεφτό Βλαστός 1931  |  ζεφτόν Lange 1708  |  ζευτό Σκαρλάτος 1835, Πρωία 1933  |  ζευτόν Portius 1635 ~ πληθυντικός: ζευτέδες (οι) Κορινθία

ζευτοφρύδης ο -> σμιχτοφρύδης ~ ζευτοφρύδης Χίος

ζεύω -> βάζω τα ζώα στο αλέτρι ή στο κάρο  |  αρχαίο ΖΕΥΓΝΥΜΙ, Ινδοευρωπαϊκό *ieug- Beekes 2010 ~ αντζέω Απουλία  |  εντζέω Απουλία  |  ζέβω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζέγκου Τσακώνικα  |  ζέγνω Αρκαδία, Αχαΐα, Κύπρος, Πόντος  |  ζέμνω Πόντος  |  ζένου Λήμνος  |  ζεύγνω Καππαδοκία  |  ζεύγου Λέσβος, Λυκία  |  ζεύγω Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938Κριαράς 1995, Αίγινα, Κύθηρα, Νίσυρος, Σύρος, Τσακώνικα  |  ζεύκω Κύπρος  |  ζεύνω Κρήτη  |  ζεύου Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντός, Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη, Μάνη, Σέρρες, Φωκίδα  |  ζεύω Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Κέρκυρα, Κρήτη, Λακωνία, Νάξος, Νίσυρος, Πόντος, Σέρρες, Τρίκαλα, Τσακώνικα  |  ζέφνω Κρήτη  |  ζέφου Σουφλί  |  ζέφτου Ίμβρος  |  ζέφω Δελβίνο, Κέρκυρα, Πάρος, Χίος  |  ζέχνω Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κύπρος, Ρόδος, Χάλκη  |  ζζεύτω Κως  |  ζζέφω Κως, Νίσυρος  |  ζιεύου Ημαθία  |  ιντζέω Απουλία  |  ντζέβω Φούρνοι  |  ντζέφω Αστυπάλαια, Κάρπαθος  |  ντζέω Απουλία ~ ζεύομαι ΑΠΘ 1998, Μύκονος  |  ζεύουμι Ευρυτανία, Καστοριά  |  ζέχκομαι Πόντος  |  ζέχκουμαι Πόντος ~ μετοχή: ζεγμένος Αρκαδία  |  ζεμένος Κριαράς 1995, Κύπρος, Ρόδος  |  ζιμένους Καστοριά  |  ντζεμένο Απουλία

ζεφίρι το -> λεπτό (βαμβακερό ή μάλλινο) ύφασμα χρωματισμένο ίδια και στις δυο πλευρές  |  γαλλικό zephyrine ~ ζεφίρι Ηπίτης 1908  |  ζεφύρι Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983

ζεφκιλής -> μερακλής, γλεντζές  |  τούρκικο zevkli ~ ζεφκιλής Παμπούκης 1988

ζεφκλεντίζω -> κοροϊδεύω, κάνω πλάκα  |  τούρκικο zevklenmek ~ ζεφκλεντίζω Καππαδοκία

ζέφου -> χτυπώ ~ ζέφου Λυκία

ζέφτι το -> όρεξη ~ ζέφτι Τσακώνικα

ζέχι το -> είδος κεντήματος με μεταξωτή κλωστή σε ρούχο ~ ζέχι Μέγαρα

ζεχίρι το -> φαρμάκι, δηλητήριο (λόγιο)  |  τούρκικο zehir ~ ζεχίρ Θράκη, Καππαδοκία, Πόντος  |  ζεχέρι Καππαδοκία  |  ζεχίρι Κουκκίδης 1960, Καππαδοκία  |  ζεχίριν Κύπρος, Πόντος  |  ζιχίρι Κουκκίδης 1960

ζεχιρλετίζω -> φαρμακώνω, δηλητηριάζω (λόγιο) ~ ζεχερλετίζω Καππαδοκία  |  ζεχιρλετίζω Καππαδοκία

ζεχιρλέτισμα το -> φαρμάκωμα, δηλητηρίαση (λόγιο) ~ ζεχερλέτισμα Καππαδοκία  |  ζεχιρλέτισμα Καππαδοκία

ζέχνω -> βρομώ ~ ζαίνω Βλαστός 1931  |  ζαίχνω Βλαστός 1931  |  ζέγνω Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κύπρος  |  ζέου Τσακώνικα  |  ζένου Βελβεντός, Ίμβρος, Κοζάνη  |  ζένω Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Άνδρος, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Μέγαρα, Μύκονος, Νάξος, Ρόδος, Τσακώνικα  |  ζέννω Καλαβρία  |  ζεύω Ζάκυνθος, Ηλεία, Κορινθία  |  ζέφω Δημητράκος 1938  |  ζέχνου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καρδίτσα, Φωκίδα  |  ζέχνω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θήρα, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Λυκία, Μεσσηνία, Ρόδος, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ζέχου Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι  |  ζέω Κάρυστος  |  ζιβώνου Άρτα  |  ντζέννω Καλαβρία, Κάρπαθος  |  σέου Τσακώνικα ~ ζένουμι Σάμος, Σέρρες

ζέχρα η -> η άσχημη μυρουδιά ~ ζέχρα Ιωάννινα

ζεχριάδοι οι -> κάμαρες ~ ζεχριάδοι Λυκία

ζεχτάρι το -> ζευγόλουρο ~ ζεχτάρι Ρόδος  |  ζεχτάριν Ρόδος

ζέχτης ο -> ζευγόλουρο ~ ζέχτης Ρόδος

ζεχτικά τα -> η αμοιβή για το όργωμα ~ ζεχτικά Ρόδος  |  ντζευτικά Κάρπαθος

ζέψη η -> βρόμα ~ ζέψη Ζάκυνθος

ζεψιά η -> το μεροκάματο του ζευγολάτη  |  το αλώνισμα μιας μέρας (λέγεται και αλωνιά) ~ ζεπιά Μάνη  |  ζεψιά Βούρμπιανη, Βοιωτία, Κέρκυρα  |  ζεψία Κύμη, Ζάκυνθος  |  ζιψά Λήμνος  |  ζιψιά Αιτωλοακαρνανία, Λήμνος, Σέρρες

ζέψιμο το -> το βάλσιμο του ζώου στο ζυγό ~ ζέμψιμον Πόντος  |  ζέψιμο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη, Τσακώνικα  |  ζέψιμον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πόντος  |  ζέψμου Ίμβρος, Ιωάννινα, Σέρρες, Φθιώτιδα  |  ζζέψιμο Νίσυρος  |  ντζέψιμον Κάρπαθος

ζέω -> ζεσταίνω  |  αρχαίο ΖΕΩ, ινδοευρωπαϊκό *ies- Beekes 2010 ~ ζένω Καππαδοκία, Κρήτη  |  ζέω Καππαδοκία, Χίος ~ ζέομαι Μάνη

ζέω -> πυρώνω ~ ζέω Καππαδοκία

ζήκακας -> φιλάσθενος (λόγιο)  |  ετοιμοθάνατος (λόγιο) ~ ζήκακας Πόντος

ζηλαδέρφι το -> μηλαδέρφι, ετεροθαλής αδερφός ~ ζηλαδέρφι Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998 ~ πληθυντικά: ζηλαδέλφια Legrand 1882, Ηπίτης 1908Κριαράς 1995, Μέγαρα  |  ζηλαδέρφια Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζηλεμένος -> που τον ζηλεύουν ~ ζελεμένος Πόντος  |  ζηλεμένος Germano 1622, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ηλεία, Λυκία, Ρόδος  |  ζουλεμένος Germano 1622, Somavera 1709, Καστελλόριζο  |  ζηλιμένους Καστοριά, Σάμος, Σαρακατσάνικα  |  ντζηλεμένος Κάρπαθος  |  τζουλεμένο Καλαβρία ~ θηλυκό: ζηλεμένη Somavera 1709, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζουλεμένη Somavera 1709  |  ζουλιμέν Σέρρες ~ ουδέτερο: ζηλεμένο Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: ζηλεμένα Somavera 1709  |  ζουλεμένα Somavera 1709

ζηλέτζης -> ζηλιάρης ~ ζηλέτζης Πόντος

ζηλευτικός -> ζηλευτός ~ ζηλευτικός Μάνη

ζηλευτός -> αξιοζήλευτος (λόγιο) ~ ζηλευτός Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998Ακαδημία 2016  |  ζουλευτός Legrand 1882 ~ θηλυκό: ζηλευτή Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζουλευτή Legrand 1882 ~ ουδέτερο: ζηλευτό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: ζηλευτά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

ζηλεύω -> ζηλώ (λόγιο)  |  ζηλοτυπώ (λόγιο)  |  ζηλοφθονώ (λόγιο)  |  φθονώ (λόγιο) ~ αζουλεύκω Κύπρος  |  ζελεύω Πόντος  |  ζζουλεύγκω Κως  |  ζζουλεύγω Νίσυρος  |  ζηλέβω Βλαστός 1931  |  ζηλέγγου Τσακώνικα  |  ζηλεύγου Λυκία  |  ζηλεύγιω Ρόδος  |  ζηλεύγκω Ρόδος  |  ζηλεύγω Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Κύπρος, Ρόδος, Τσακώνικα  |  ζηλεύκω Κύπρος  |  ζηλεύου Μάνη  |  ζηλεύω Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κρήτη, Τσακώνικα  |  ζλεύγου Λέσβος  |  ζλεύου Καστοριά, Λήμνος, Πιερία, Σιάτιστα  |  ζουλεύγκω Λέρος, Χίος  |  ζουλεύγω Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Μέγαρα  |  ζουλεύκω Κύπρος  |  ζουλεύου Σέρρες  |  ζουλεύω Germano 1622, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη, Πόντος  |  ντζιλεύγκω Κάρπαθος  |  ντζουλεύγκω Κάρπαθος  |  τζηλεύω Καππαδοκία  |  τζουλέγκουω Καλαβρία  |  τζουλέγκω Καλαβρία ~ ζηλεύγομαι Somavera 1709  |  ζηλεύομαι Somavera 1709, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998

ζηλεψίμιος -> ζηλόφθονος ~ ζηλεψίμαιος Κύθηρα  |  ζηλεψίμιος Κύθηρα

ζήλια η -> ζηλοτυπία (λόγιο)  |  φθόνος (λόγιο)  |  Buck List: 16.44, jealousy αζούλα Κύπρος  |  ζελία Πόντος  |  ζζούλια Κάλυμνος  |  ζζούλλια Νισυρος  |  ζήλα Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708, Κύπρος  |  ζήλγκα Ρόδος  |  ζήλγκια Ρόδος  |  ζήλεια Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016  |  ζήλια Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Καστοριά, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Λακωνία, Λέσβος, Μαγνησία, Μάνη, Νάξος, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα  |  ζηλία Πόντος  |  ζηλιά Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709  |  ζούλεια Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ανδριώτης 1983Κριαράς 1995  |  ζούλα Κύπρος  |  ζούλια Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ημαθία, Καστελλόριζο, Κωνσταντινούπολη, Κως, Λέσβος, Νίσυρος, Προύσα, Σάμος, Σέρρες, Χίος  |  ζουλιά Germano 1622, Portius 1635, Somavera 1709  |  ντζήλια Κάρπαθος  |  τζουλία Καλαβρία

ζήλια τα -> το μέρος γύρω από τα γεννητικά όργανα των ζώων ~ ζήλια Τσακώνικα

ζηλιάρης -> ζηλότυπος (λόγιο)  |  φθονερός (λόγιο) ~ αζουλιάρης Κύπρος  |  ζελάρης Πόντος  |  ζζουλλιάρης Κως, Νίσυρος  |  ζηλέ Τσακώνικα  |  ζηλιάζη Τσακώνικα  |  ζηλειάρης Ανδριώτης 1983Κριαράς 1995  | ζηλιάρη Τσακώνικα  |  ζηλιάρης Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κρήτη, Θήρα, Μάνη  |  ζηλιάρις Thumb 1912  |  ζηλιάρς Πιερία  |  ζλαρς Σάμος  |  ζλιάρας Κοζάνη  |  ζλιαρς Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Λήμνος, Σέρρες, Σιάτιστα  |  ζουλειάρης Ανδριώτης 1983Κριαράς 1995  |  ζουλιάρης Germano 1622, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Κάλυμνος, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Χίος  |  ζουλιάρις Thumb 1912  |  ζουλιάρς Προύσα, Σέρρες  |  ντζηλιάρης Κάρπαθος ~ θηλυκό: αζουλιάρισσα Κύπρος  |  αζουλιαρκά Κύπρος  |  αζουλιαρού Κύπρος  |  ζελάρα Πόντος  |  ζηλαριά Germano 1622, Somavera 1709  |  ζηλειάρα Κριαράς 1995  |  ζηλιάρα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζηλιαριά Somavera 1709  |  ζηλιάρισσα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζηλιαρκά Κύπρος  |  ζλιάρα Θράκη, Λέσβος, Λήμνος  |  ζλιάρου Κοζάνη, Σέρρες  |  ζουλαριά Germano 1622, Somavera 1709, Χίος  |  ζουλειάρα Κριαράς 1995  |  ζουλιάρισσα Δημητράκος 1938  |  ζουλιάρου Σέρρες  |  ντζηλιάρα Κάρπαθος  |  ντζηλιαρού Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ζηλειάρικο Κριαράς 1995  |  ζηλιάζικο Τσακώνικα  |  ζηλιάρικο Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζλιάρκου Λήμνος, Σέρρες  |  ζουλειάρικο Κριαράς 1995  |  ζουλιάρικο Δημητράκος 1938  |  ζουλιάρκου Σέρρες  |  ντζηλιάρικον Κάρπαθος  |  ντζουλιάρικο Πάτμος

ζηλιάρικος -> που ταιριάζει στο ζηλιάρη ~ ζηλιάρικος Somavera 1709, Βεντότης 1790, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζλιάρκους Σιάτιστα  |  ζουλιάρικος Somavera 1709  |  ζουλιάρκους Σέρρες ~ θηλυκό: ζηλιάρικη Somavera 1709, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζουλιάρικη  |  ζουλιάρκ Σέρρες  |  ζουλιάρκου Σέρρες ~ ουδέτερο: ζηλιάρικο ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: ζηλιάρικα Somavera 1709  |  ζηλιαρκά Κύπρος  |  ζουλιάρικα Somavera 1709

ζηλιαρόγατος ο -> ο ερωτικά ζηλιάρης ~ αζουλιαρόκαττος Κύπρος  |  ζηλειαρόγατος Κριαράς 1995  |  ζηλιαρόγατος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία  |  ζλιαρόκατους Ίμβρος  |  ντζηλιαρόκαττος Κάρπαθος ~ θηλυκό: αζουλόκαττα Κύπρος  |  ζηλειαρόγατα Κριαράς 1995  |  ζηλιαρόγατα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος  |  ζλιαρόγατα Μαγνησία  |  ζλιαρόκατα Ίμβρος  |  ντζηλιαρόκαττα Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ζηλειαρόγατο Κριαράς 1995  |  ζηλιαρόγατο ΑΠΘ 1998  |  ζλιαρουγάτ Μαγνησία

ζηλιαρόκατσο το -> ζηλιάρης ~ ζηλιαρόκατσο Κύθηρα

ζηλιαρόσκυλο το -> ο ερωτικά ζηλιάρης ~ ζηλιαρόσκυλο Ζάκυνθος

ζηλιγάρη -> δουλευταράς ~ ζηλιγάζη Τσακώνικα  |  ζηλιγάρη Τσακώνικα

ζηλικουρτσιάζω -> πρήζομαι, τουμπανιάζω ~ ζηλικουρτσιάζω Κύπρος

ζηλόματος -> που ματιάζει από ζήλια ~ ζηλόματος Μάνη

ζηλός -> ζηλευτός ~ ζηλός Κέρκυρα

ζηλός -> ζηλιάρης ~ ζηλός Αρκαδία ~ θηλυκό: ζηλή Αρκαδία ~ ουδέτερο: ζηλό Αρκαδία ~ θηλυκό: ζήλα Κύπρος

ζήλος ο -> είδος ψαριού ~ ζήλος Ζάκυνθος

ζημιά η -> βλάβη (λόγιο), απώλεια αξίας  |  Buck List: 11.74, loss  |  αρχαίο ΖΗΜΙΑ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010 ~ αζημία Καλαβρία  |  εζημιά Κρήτη  |  ζεμία Πόντος  |  ζεμίγια Πόντος  |  ζζημία Καλαβρία  |  ζημία Καστοριά, Τσακώνικα  |  ζημιά Germano 1622, Portius 1635, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Λυκία  |  ζημία Μάνη  |  ζηνία Τσακώνικα  |  ζμια Ευρυτανία, Καρδίτσα, Λήμνος, Σιάτιστα, Φωκίδα  |  ζουμιά Λέρος, Χίος  |  ντζημία Κάρπαθος  |  ντζημιά Κάρπαθος

ζημιάρης -> που κάνει ζημιές ~ ζεμιάρης Πόντος  |  ζημιάρης Germano 1622, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος  |  ζμιαρς Αιτωλοακαρνανία, Λήμνος ~ θηλυκό: ζημιάρα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζμιάρου Σιάτιστα ~ ουδέτερο: ζημιάρικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζημιάρικος -> που ταιριάζει στο ζημιάρη ~ ζημιάρικος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: ζημιάρικη Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998 ουδέτερο: ζεμάρκον Πόντος  |  ζημιάρικο Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998

ζημιαρόγατος -> για ζημιάρη γάτο ή άνθρωπο ~ ζημιαρόγατος Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: ζημιαρόγατα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζημιαρόκατσα Μέγαρα  |  ζημνιαρόκατα Θράκη ~ ουδέτερο: ζημιαρόγατο ΑΠΘ 1998

ζημιόκατα η -> ζημιαρόγατα ~ ζημιόκατα Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Μοσχονήσι

ζημιοσέρης -> ζημιάρης ~ ζημιοσέρης Κύπρος  |  ζημιόσερος Κύπρος ~ ουδέτερο: ζημιοσέρικον Κύπρος

ζήμιωμα το -> ζημιά ~ ζήμιωμα Somavera 1709

ζημιώνω -> προκαλώ ή παθαίνω ζημιά  |  Buck List: 11.28, harm, damage ~ ζεμιώνω Πόντος  |  ζεμόνω Πόντος  |  ζημιώνου Καστοριά  |  ζημιόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζημιώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995 ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία  |  ζημιώννω Ρόδος  |  ζημνιώνου Καστοριά, Μάνη  |  ζουμιώνω Χίος ~ ζεμιούμαι Πόντος  |  ζημιώνομαι Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998  |  ζημιώνουμι Καστοριά  |  ζημνιώνομαι Μάνη ~ μετοχή: ζημιωμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Ρόδος  |  ζημνιώνουμι Καστοριά  |  ζμιουμένους Ιωάννινα  |  ντζημιώννω Κάρπαθος

ζημιωτερός -> ζημιάρης ~ ζημιωτερός Germano 1622, Somavera 1709

ζημιωτής -> ζημιάρης ~ ζημιωτής Germano 1622, Somavera 1709, Κύπρος ~ θηλυκό: ζημιώτρα Somavera 1709  |  ζημιώτρια Somavera 1709

ζημνεύου -> ζημιώνω ~ ζημνεύου Σάμος

ζημνιολόγος -> ζημιάρης ~ ζημνιολόγος Πάρος

ζηρμονώ -> ξεχνώ ~ ζηρμονώ Καππαδοκία  |  ζολμονώ Καππαδοκία  |  ζομπολώ Καππαδοκία  |  ζορμονώ Καππαδοκία  |  ζουλμονώ Καππαδοκία  |  ζουρμονώ Καππαδοκία  |  ζουρμορώ Καππαδοκία  |  ζουρμουνώ Καππαδοκία

ζήση η -> η ζωή ~ ζης Λήμνος, Πόντος  |  ζήση Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Κρήτη, Κύθηρα, Μάνη, Νάξος, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα, Χίος  |  ντζήση Κάρπαθος

ζήσιμον το -> η ζωή ~ ζήσιμον Πόντος  |  ζήσμου Καστοριά, Σέρρες

ζήσιμος -> βιώσιμος (λόγιο) ~ ζήσιμος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζήσιμη Δημητράκος 1938 ~ ζήσιμο Δημητράκος 1938

ζήτα η -> η ζητιανιά ~ ζήτα Πρωία 1933, Καπετανάκης 1962, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μύκονος, Σάμος ~ ουδέτερο: ζήτα Ηπίτης 1908  |  ζήτη Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790  |  ζήττα Ρόδος ~ ουδέτερο: ζήτα Μύκονος  |  ζήτι Δημητράκος 1938  |  ζητίον Πόντος

ζητάρης ο -> ζητιάνος ~ ζητάρης Κύπρος ~ θηλυκό: ζηταρκά Κύπρος

ζήτας ο -> και πανταζήτας, ο ζητιάνος ~ ζήτας Δημητράκος 1938

ζητεύω -> ζητιανεύω ~ ζητεύγου Λυκία  |  ζητεύω Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908

ζήτη η -> η μήτρα των ζώων ~ ζήτη Πελοπόννησος

ζητηλιάνος ο -> ζητιάνος ~ ζητηλάνος Πόντος  |  ζητηλιάνος Πόντος ~ θηλυκό: ζητηλιάνα Πόντος

ζήτης ο -> ζητιάνος ~ ζήτης Σίφνος

ζήτης ο -> το πουλί Falco, γεράκι ~ ζήτης Ρόδος

ζητησιάρης -> απαιτητικός (λόγιο) ~ ζητησιάρης Somavera 1709, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζητησαριά Somavera 1709  |  ζητησιάρα Δημητράκος 1938  |  ζητησιαριά Somavera 1709 ~ ουδέτερο: ζητησιάρικο Δημητράκος 1938

ζητηχτά -> ο τρόπος απόκτησης της γυναίκας, από την οικογένειά της (για γάμο) στη Μάνη  |  αντίθετο: «ζορινά», με κλέψιμο (αν θέλει αυτή λέγεται «φευγώς» και αν όχι «φουρτά») ~ ζητηχτά Μάνη

ζητιά η -> ζητιανιά ~ ζήδκια Κύπρος  |  ζήτεια Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζήτη Βλαστός 1931  |  ζήτια Κύπρος, Λέσβος  |  ζητιά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κέρκυρα,  |  ζτια Λέσβος ~ ουδέτερο: ζήτι Δημητράκος 1938

ζητιάνεμα το -> ζητιανιά ~ ζητιάνεμα Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ αρσενικό: ζητιανεμός Δημητράκος 1938

ζητιανεύω -> διακονεύω, επαιτώ (λόγιο) ~ ζηδκιανεύκω Κύπρος  |  ζηθκιανεύκω Κύπρος  |  ζηικυανεύου Μάνη  |  ζητιανέβω Βλαστός 1931  |  ζητιανεύγω Καστελλόριζο, Τσακώνικα  |  ζητιανεύω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζητιανιά η -> διακονιά, επαιτεία (λόγιο) ~ ζηδκιανιά Κύπρος  |  ζηθιανιά Κύπρος  |  ζηθκιανιά Κύπρος  |  ζήθκεια Κύπρος  |  ζηικυανιά Μάνη  |  ζητιανειά Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζητιανιά Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Τσακώνικα

ζητιάνικος -> ο τρόπος του ζητιάνου ~ ζητιάνικος Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: ζητιάνικη Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: ζητιανάκι Legrand 1882  |  ζητιάνικο Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζητιανίστικος -> ζητιάνικος ~ ζητιανίστικος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζητιανίστικη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζητιανίστικο Δημητράκος 1938

ζητιάνος ο -> διακονιάρης, επαίτης (λόγιο)  |  Buck List: 11.53, beggar ~ ζηδκιάνος Κύπρος  |  ζηθκιάνος Κύπρος  |  ζηικυανός Μάνη  |  ζητάνε Τσακώνικα  |  ζήτανους Λέσβος  |  ζητιάνε Τσακώνικα  |  ζητιάνος Lange 1708, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κρήτη  |  ζτιάνους Λέσβος ~ θηλυκό: ζηδκιάνα Κύπρος  |  ζηθκιάνα Κύπρος  |  ζητιάνα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζτάνα Λέσβος  |  ζτιάνα Λέσβος ~ ουδέτερο: ζητιανάκι ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζητιάρης -> ζητησιάρης ~ ζητιάρης Lange 1708, Somavera 1709 ~ θηλυκό: ζητιαριά Somavera 1709

ζητλαρεύου -> ζητιανεύω ~ ζητλαρεύου Κοζάνη

ζητλαρίκ του -> ζητιανιά ~ ζητλαρίκ Σιάτιστα

ζητλαριό του -> ζητιανιά ~ ζητλαριό Κοζάνη, Σέρρες ~ θηλυκό: ζητλαριά Κοζάνη

ζητλαρόπλου του -> παιδί από φτωχιά οικογένεια ~ ζητλαρόπλου Κοζάνη

ζήτμα του -> το ζευγάρωμα των ζώων ~ ζήτμα Αιτωλοακαρνανία

ζήτουλας ο -> ζητιάνος ~ ζζήτουντο Καλαβρία  |  ζήτλας Σέρρες  |  ζήτουλα Τσακώνικα  |  ζήτουλας Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θράκη, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λέσβος, Μάνη  |  ζητούλης Κύθηρα  |  ζητούλης Νάξος  |  ζήτουα Τσακώνικα  |  ζήτουας Νάξος  |  ζιούτλας Χαλκιδική  |  ζντουλς Θάσος  |  ζούτλας Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική  |  ζούτλους Θεσσαλονίκη  |  ζούτουλας Θράκη  |  ζτλάς Ημαθία, Θεσσαλονίκη  | ντζήτουλλας Κάρπαθος  |  τζήτουντο Καλαβρία  |  τζήτουλο Καλαβρία ~ θηλυκό: ζητουλάρα Σκαρλάτος 1835  |  ζήτρα Αρκαδία, Λακωνία

ζητουλεύω -> ζητιανεύω ~ ζητουλεύγω Τσακώνικα  |  ζητουλεύω Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζητουλλεύκω Κύπρος

ζητουλιά η -> ζητιανιά ~ ζητουλειά Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  τζητουλία Καλαβρία ~ ουδέτερο: ζητουλιό Σίφνος

ζητουλιάρης ο -> ζητιάνος ~ ζητλάρς Κοζάνη  |  ζήτλαρς Σιάτιστα  |  ζήτλαρς Σουφλί  |  ζητλιάρς Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία  |  ζητουλιάζη Τσακώνικα  |  ζητουλιάρη Τσακώνικα  |  ζητουλιάρης Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζουκλιάρς Γρεβενά  |  ζουντλιάρς Αιτωλοακαρνανία  |  ζουτουλιάρης Μέγαρα, Νότια Εύβοια  |  ζουτλιάρς Γρεβενά  |  ζούτλιαρς Γρεβενά  |  ζουτουλάρς Καστοριά  |  ντζητουλλιάρης Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζητλάρου Κοζάνη, Σιάτιστα  |  ντζητουλλιάρα Κάρπαθος ~ πληθυντικός: ζητουλιαραίοι Δημητράκος 1938

ζητούνια τα -> συνεχείς αιτήσεις ~ ζητούνια Κεφαλονιά

ζητουνιάρης -> ζητιάνος ~ ζητουνιάρης Κεφαλονιά

ζητώ -> Buck List: 11.31, seek & 18.35, ask, request  |  αρχαίο ΖΗΤΕΩ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010  |  σε πολλές περιοχές έχει και τη σημασία της επιθυμίας για ζευγάρωμα (των ζώων) ~ αζητάω Καλαβρία  |  ζετώ Πόντος  |  ζζητάω Καλαβρία  |  ζητάου Αιτωλοακαρνανία, Ηλεία  |  ζητάω Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λευκάδα, Θεσπρωτία, Πελοπόννησος, Πωγώνι  |  ζητού Μάνη, Τσακώνικα  |  ζητώ Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Καστοριά, Κρήτη, Κύθηρα, Λυκία, Πόντος, Χίος  |  ζτω Λέσβος, Λήμνος, Μύκονος, Σάμος ~ ζηικυώμαι Μάνη  |  ζητιέμαι ΑΠΘ 1998  |  ζητιούμι Καστοριά  |  ζητούμαι Somavera 1709, Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζητημένος  |  ζητμένους Καστοριά  |  τζητημένο Καλαβρία

ζηχούνι το -> άσθμα (λόγιο) ~ ζηχούνι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931

ζηχουνιάρης -> ασθματικός (λόγιο) ~ ζηχουνιάρης Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931 ~ θηλυκό: ζηχουνιάρα Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908

ζηχούνιασμα το -> ζηχούνι ~ ζηχούνιασμα Βλαστός 1931

ζι το -> το παιχνίδι μπιζ ~ ζι Τσακώνικα

ζιαβακομένος -> άσχημος ~ ζιαβακομένος Θεσπρωτία

ζιάβαρα τα -> σκουπίδια ~ ζιάβαρα Δρόπολη

ζιαβαρίζου -> μισοψήνω ~ ζιαβαρίζου Σιάτιστα ~ μετοχή: ζιαβαρσμένους Σιάτιστα

ζιάβιντκου -> απάγκιο ~ ζιάβιντκου Σέρρες

ζιαβόρι το -> χαλίκι ~ ζιαβόρι Δρόπολη

ζιαβράκουμα του -> ρυτίδιασμα ~ ζιαβράκουμα Αιτωλοακαρνανία

ζιαβρακώνου -> ρυτιδιάζω ~ ζιαβρακώνω Αιτωλοακαρνανία ~ μετοχή: ζιαβρακουμένους Αιτωλοακαρνανία

ζιάγκα η -> δίχτυ ~ ζιάγκα Σουφλί

ζιάγκος ο -> μακρύ ξύλο για το φτιάξιμο της φωτιάς ~ ζιάγκος Πωγώνι

ζιάκα η -> σάκος από λινάτσα ~ ζιάκα Δρόπολη

ζιακαλιάζω -> ζουλώ ~ ζιακαλιάζω Δρόπολη

ζιακατώ -> κρύβω ~ ζιακατώ Πιερία

ζιακουλάου -> τσιμπώ ελαφρά ~ ζιακουλάου Ηλεία

ζιακουτάω -> σκουντάω  |  ρίχνω κάτω ~ ζιακουντάου Ηλεία  |  ζιακουτάω Αρκαδία, Κορινθία, Μεσσηνία

ζιακούτημα το -> σκούντημα  |  σπρώξιμο ~ ζιακούτημα Αρκαδία

ζιάλτας -> πρόχειρα ντυμένος ~ ζιάλτας Κοζάνη

ζιαμέτι το -> η έκταση γης που είχε χορηγηθεί από το κράτος στο ζαΐμη  |  τούρκικο ziyamet ~ ζιαμέτ Κουκκίδης 1960  |  ζιαμέτι Κουκκίδης 1960

ζιαμζιάκ του -> φυτό που φυτρώνει σε υγρά μέρη ~ ζιαμζιάκ Καρδίτσα

ζιάμπλακας -> βάτραχος ~ ζιάμπλακας Σουφλί

ζιάμπλακας -> μικροκαμωμένος ~ ζιάμπλακας Πωγώνι ~ ουδέτεροζιαμπλακιάρικο Δρόπολη

  ->  

ζιαμπουλιάζου -> πιέζω (λόγιο) ~ ζιαμπουλιάζου Καστοριά ~ ζιαμπουλιάζουμι Καστοριά ~ μετοχή: ζιαμπουλιαγμένους Καστοριά

ζιαμπουράω -> βασανίζω ~ ζιαμπουράω Ηλεία

ζιάμπρα η -> σαύρα (λόγιο) ~ ζιάμπρα Κοζάνη

ζιάνι το -> ζημιά, απώλεια (λόγιο)  |  τούρκικο ziyan ~ ζιαν Κουκκίδης 1960, Καππαδοκία  |  ζιάνι Κουκκίδης 1960, Θράκη, Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη  |  ζιγιάν Προύσα ~ θηλυκό: ζιγανιά Κουκκίδης 1960, Κρήτη

ζιανκέρης -> ζημιάρης  |  τούρκικο ziyankâr ~ ζιανκέρης Καππαδοκία ~ θηλυκό: ζιανκέρτσα Καππαδοκία ~ ουδέτερο: ζιανκέρι Καππαδοκία

ζιαντούρα η -> ούλο (λόγιο) ~ ζιαντούρα Γρεβενά, Καστοριά ~ πληθυντικός: ζιαντούρις Καστοριά

ζιάπα η -> κομμάτι αρνίσιο κρέας από τα πλευρά ~ ζιάπα Μέγαρα

ζιάπκους ου -> βάτραχος ~ ζιάπκους Σουφλί

ζιαπλιάζου -> ζουπώ και παραμορφώνω ~ ζιαπλιάζου Αιτωλοακαρνανία  |  ζουμπλιάου Αιτωλοακαρνανία ~ μετοχή: ζιαπλιασμένους Αιτωλοακαρνανία  |  ζουμπλιασμένους Αιτωλοακαρνανία

ζιάπλιασμα -> παραμόρφωση από πίεση ~ ζιάπλιασμα Αιτωλοακαρνανία  |  ζούμπλιασμα Αιτωλοακαρνανία

ζιαπόνιας -> μικρόσωμος (λόγιο) ~ ζιαπόνιας Θεσπρωτία

ζιαρέτι το -> επίσκεψη (λόγιο), βίζιτα  |  προσκύνημα (λόγιο)  |  τούρκικο ziyaret ~ ζιαρέτι Passow 1860, Παμπούκης 1988, Καππαδοκία

ζιάσιμο το -> ζύγισμα ~ ζιάσιμο Κέρκυρα

ζιαφεθκιάζω -> γλεντώ ~ ζαφεθκιάζω Κύπρος  |  ζιαφεθκιάζω Κύπρος

ζιαφεντάδικος -> ζιαφεντίστικος ~ ζιαφεντάδικος Κρήτη

ζιαφεντίστικος -> ο εργαζόμενος χωρίς χρήμα, αλλά με δωρεάν φαγοπότι ~ ζιαφεντίστικος Κρήτη

ζιαφέτι το -> γλέντι, φαγοπότι  |  τούρκικα ziyafet ~ ζαϊφέττιν Κύπρος  |  ζαφέτιν Λυκία  |  ζεϊφέτιν Λυκία  |  ζζιαφέτθι Κως, Νίσυρος  |  ζιαφέντ Λήμνος, Λήμνος  |  ζιαφέντι Νάξος  |  ζιαφέτ Κουκκίδης 1960, Αιτωλοακαρνανία, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Μαγνησία, Μακεδονία, Πιερία, Πόντος, Σάμος, Φωκίδα  |  ζιαφέτι Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Άνδρος, Θεσπρωτία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Μύκονος, Πωγώνι  |  ζιαφέτς Σιάτιστα  |  ζιαφέττι Ρόδος  |  ζιαφέττιν Κύπρος, Ρόδος  |  ζιγιαφέτιν Πόντος  |  ζιεφέτι Παμπούκης 1988  |  ντζιαφέτιν Κάρπαθος  |  τζιαφέτι Κρήτη

ζίβανα τα -> στέμφυλα (λόγιο) ~ ζίβανα Κύπρος

ζιβανία η -> είδος τσίπουρου ~ ζιβάνα Κύπρος  |  ζιβανία Κύπρος  |  ντζιβάνα Κύπρος  |  τζιβανία Κύπρος

ζιβγαρόκλουνου το -> είδος υφαντού ~ ζιβγαρόκλουνου Πιερία

ζιβολίο ο -> είδος ψαριού ~ ζιβολίο Τσακώνικα

ζίβρα η -> παντελόνι με πολλές πιέτες ~ ζίβρα Πόντος

ζίγα-βούγα -> ύπουλα (λόγιο) ~ ζίγα-βούγα Ίμβρος

ζιγανεύομαι -> ζιγανεύου ~ ζιγανεύομαι Μάνη

ζιγανεύου -> δυστροπώ (λόγιο) ~ ζιγανεύου Μάνη

ζιγανεύω -> εξαπατώ (λόγιο)  |  βενετσιάνικο singanàr ~ αζιγανεύω Κρήτη  |  ζιγανεύω Κρήτη, Κύθηρα  |  αζιγανεύομαι Κρήτη  |  ζιγανεύομαι Κρήτη

ζιγανιά η -> εξαπάτηση (λόγιο) ~ αζιγανιά Κρήτη  |  ζιγανιά Κρήτη

ζιγανία η -> δυστροπία (λόγιο) ~ ζιγανία Μάνη

ζίγανο το -> πευκοβελόνα ~ ζίγανο Ηλεία, Κρήτη

ζιγανός -> δύστροπος (λόγιο) ~ ζιγανός Μάνη

ζιγατόζι το -> έμπλαστρο (λόγιο), βεζικάντι ή βιζιγάντι  |  βενετσιάνικο visigànte ~ ζιγατόζι Τσακώνικα  |  ζιγατόρι Τσακώνικα

ζίγια -> αθόρυβα (λόγιο), σιγά ~ ζία Πόντος  |  ζίγια Πόντος

ζίγκα -> τίγκα, φίσκα, κάργα ~ ζίγκα Μέγαρα, Ρόδος  |  ζίνγκα Ίμβρος

ζιγκί του -> γάντζος κρεοπωλείου ~ ζιγκί Πιερία

ζιγκιά -> κέντημα στο άλογο με το ζιγκί ή ζενγκί (αναβολέα)  |  τούρκικο üzengı ~ ζιγκιά Παμπούκης 1988, Σέρρες

ζιγκιά τα -> τα σκαλόλουρα της σέλας  |  τούρκικα üzengi ~ ζιγκιά Σάμος

ζιγκιόρου -> ζηλιάρα ~ ζιγκιόρου Θεσσαλονίκη

ζιγκλός ου -> κουτσός ~ ζιγκλός Πιερία

ζιγκλούρης -> ταχυδακτυλουργός (λόγιο)  |  γαλλικό jongleur ~ ζιγκλούρης Κύπρος

ζιγκολό ο -> αγαπητικός επ’ αμοιβή  |  γαλλικό gigolo ~ ζιγκολό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζίγκος ο -> ο καρπός του άγριου κυπαρισσιού (Juniperus phoenicea) ~ ζίγκος Κύπρος

ζιγντάν του -> η ζέστη του μεσημεριού ~ ζιγντάν Λέσβος  |  ζιντάν Λέσβος

ζιγούδ το -> πυκνό γρασίδι με σκληρά και μυτερά φύλλα ~ ζιγούδ Πόντος  |  ζουγούδ Πόντος

ζίγρα η -> πυκνό δάσος  |  αγκαθωτός θάμνος  |  αγριόχορτα  |  βατομουριά  |  φαρμακόγλωσση  |  βλάχικο zigra  |  σλάβικο džigra  |  τούρκικο çıkra ~ ζίγρα Θεσσαλονίκη, Γρεβενά, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σιάτιστα, Σέρρες ~ πληθυντικός: ζίγρα (τα) Μαγνησία

ζίγραβους -> μπερδεμένος ~ ζίγραβους Κοζάνη ~ θηλυκό: ζίγραβη Κοζάνη ~ ουδέτερο: ζίγραβου Κοζάνη

ζιέρης -> ζουριάρης ~ ζιέρης Αρκαδία

ζιέτι το -> μαρτύριο (λόγιο), βάσανο  |  τούρκικο eziyet ~ ζιετ Πιερία  |  ζιέτι Παμπούκης 1988

ζιζάμια τα -> η σαλάτα ~ ζιζάμια Germano 1622, Somavera 1709

ζιζί το -> μαμούνι  |  φόβητρο των παιδιών ~ ζιζί Λακωνία, Μεσσηνία

ζίζια -> ανάρια ~ ζίζια Αρκαδία

ζίζικας ο -> έντομα από την οικογένεια Cicadidae ~ ζζίζζικας Ικαρία, Κως, Νίσυρος, Ρόδος  |  ζήζηρος Lange 1708  |  ζήζιγας Germano 1622, Portius 1635  |  ζήζικας Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζίζζικας Χίος  |  ζίζιγας Αμοργός  |  ζίζικας Somavera 1709, Βεντότης 1790, Δημητράκος 1938, Αμοργός, Άνδρος, Ικαρία, Κάλυμνος, Κως, Μύκονος, Σίφνος, Τήνος, Ρόδος, Φούρνοι  |  ζίζζιρος Κύπρος  |  ζίζιρας Λυκία  |  ζίζιρος Κύπρος  |  ζίριρος Κύπρος  |  ζούζκας Τήνος  |  κίτσικας Νίσυρος  |  ντζίντζικας Κάρπαθος  |  σίσικας Σέριφος  |  σσίσσικας Κάρπαθος  |  τζήζικας Somavera 1709  |  τζήτζικας Somavera 1709, Ηπίτης 1910  |  τζίτζικας Ηπίτης 1910, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998  |  τζήτζιρας Ηπίτης 1910  |  τζίτζιρας Ανδριώτης 1983  |  τσίτσικας Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζιζίκι Φούρνοι  |  τζιτζίκι Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998

ζιζίλα η -> ένα κίτρινο πουλί ~ ζιζίλα Πόντος

ζιζίλιας -> στενοκέφαλος ~ ζιζίλιας Κύπρος

ζιζίμπριν το -> το φυτό ζιντζιφίλι ~ ζιζίμπριν Κύπρος  |  τζιτζίβριν Κύπρος

ζιζιρίδκιας -> ανόητος (λόγιο) ~ ζιζιρίδκιας Κύπρος

ζιζιρίζω -> βουίζω ~ ζιζζιρίζω Κύπρος  |  ζιζιρίζω Κύπρος

ζιζιρίννου -> ζιζιρού ~ ζιζιρίννου Λυκία

ζιζίρισμαν το -> βούισμα ~ ζιζίρισμαν Κύπρος

ζιζιρισμένο το -> κάτι κακοκομμένο (με στομωμένο μαχαίρι) ~ ζιζιρισμένο Ρόδος

ζιζιρόλαον το -> «λάδι τζίτζικα», σκάρτο λάδι ~ ζιζζιρόλαον Κύπρος  |  ζιζιρόλαον Κύπρος

ζιζιρού -> υποφέρω (λόγιο) ~ ζιζιρού Λυκία

ζιζιρώ -> προσπαθώ να κόψω κάτι με μαχαίρι που δεν κόβει καλά ~ ζιζιρώ Ρόδος ~ μετοχή: ζιζιρισμένο Ρόδος

ζιζούν του -> ψηλό και γερό χορτάρι που κάνει για το δέσιμο των δεματιών ~ ζιζούν Καρδίτσα  |  ζιουζιούν Καρδίτσα

ζιζυφένιος -> τζιτζιφένιος ~ ζιζυφένιος Ρόδος

ζιζυφιά η -> το δέντρο Elaeagnus angustifolia ~ ζζιζζυφιά Νίσυρος  |  ζζιζζυφκιά Κως, Νίσυρος  |  ζιζυφκιά Κύπρος  |  ζιζυφιά Du Cange 1688, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Μύκονος, Ρόδος  |  ζιζυφσά Κάλυμνος  |  ντζιντζυφιά Heldreich 1926, Κάρπαθος  |  ντζουντζουφιά Κάρπαθος  |  τζιτζιβέα Απουλία  |  τζιτζιβιτσέα Απουλία  |  τζιτζιφιά Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998  |  τζιτζουβιττέα Απουλία  |  τζιτζουιττέα Απουλία  |  τζιτζουλέα Απουλία  |  τζιτζυφιά Ηπίτης 1910, Ανδριώτης 1983  |  τζουτζουβιτσέα Απουλία ~ αρσενικό: ζίζυφος Κύπρος

ζίζυφο το -> ο καρπός της ζιζυφιάς (τζιτζιφιάς) ~ ζζίζζυφο Κως, Νίσυρος  |  ζιζύφι Μύκονος  |  ζίζυφο Legrand 1882, Ανδριώτης 1983, Ρόδος  |  ζίζυφον Ρόδος  |  ντζίντζυφον Κάρπαθος  |  ντζούντζουφον Κάρπαθος  |  τζίτζιφο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998  |  τζίτζουλο Απουλία  |  τζίτζυβο Απουλία  |  τζίτζυφο Ανδριώτης 1983 ~ πληθυντικός: ζίζιφα Κύπρος  |  ζίτζινφα Meursius 1614, Du Cange 1688

ζιίμι το -> πλήθος κόσμου ~ ζιίμι Μέγαρα

ζικ του -> ζόρι ~ ζικ Πιερία

ζίκα η -> γίδα ~ ζίκα Βάλληνδας 1887

ζίκα η -> ψαράδικο σύνεργο ~ ζίκα Δημητράκος 1938, Φωκίδα

ζίκακας -> υπερκινητικός (λόγιο) ~ ζίκακας Κοζάνη

ζικατάου -> ενοχλώ (λόγιο) ~ ζικατάου Άρτα

ζικ-ζακ -> καγκελωτά  |  γαλλικό zigzag, τούρκικο zikzak ~ ζιγκ-ζαγκ Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζίγκι-ζάγκα Κύπρος  |  ζικ-ζακ Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζιλ του -> κρέας χωρίς πέτσα ~ ζιλ Βόρεια Εύβοια

ζίλα η -> τένοντας (λόγιο) ~ ζίλα Σέρρες

ζιλαδιά η -> η πηχτή του γουρουνιού ~ ζιλαδιά Άνδρος

ζιλάλιν το -> νερό καθαρό και παγωμένο ~ ζιλάλ Πόντος  |  ζιλάλιν Πόντος

ζιλέ το -> ρούχο αμάνικο (φανέλα ή γιλέκο ή πουλόβερ)  |  γαλλικό gilet ~ ζιλέ Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη, Κύπρος  |  ζιλιέ Πιερία ~ αρσενικό: ζιλές Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Άρτα, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη, Σέρρες ~ υποκοριστικό: ζιλεδάκι Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη

ζίλι το -> η τσίγκλα ή σαχάνι, μεταλλικό κρουστό  |  κουδούνι  |  τούρκικο zil ~ ζιλ Λέσβος, Σέρρες, Σουφλί, Θάσος, Φωκίδα  |  ζίλι Σκαρλάτος 1835, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Καππαδοκία  |  ζίλιν Κύπρος  |  πληθυντικός: ζίλια Legrand 1882, Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία, Καππαδοκία, Κύπρος, Φωκίδα

ζιλιά η -> μπογιά παπουτσιών ~ ζιλιά Σέρρες

ζίλια η -> το μαλακό μέρος του σώματος που είναι ανάμεσα στα πλευρά και τη λεκάνη ~ ζίλια Ιωάννινα

ζίλια τα -> είδος δαντέλας, ασημί χρώματος, που βάζουν σε γυναικεία σακάκια ~ ζίλια Ρόδος

ζιλιάμς -> καχεκτικός (λόγιο)  |  αδύνατος ~ ζιλιάμς Σέρρες, Σουφλί ~ θηλυκό: ζιλιάμου Σέρρες ~ ουδέτερο: ζιλιάμκου Σέρρες

ζίλικουρτης -> πρησμένος, τουμπανιασμένος ~ ζίλικουρτης Κύπρος ~ θηλυκό ζίλικουρτη Κύπρος

ζίλικουρτιν το -> πρήξιμο, τουμπάνιασμα  |  η αρρώστια των ζώων καρβούνι  |  τούρκικο zil kurt ~ ζίλικουρτιν Κύπρος

ζιλινίκα η -> ο θάμνος Phillyrea media, αγλαβιτσιά, αγλανιδιά, αγριομυρτιά, γκλαβουτσιά, γκρεουσά, γλανιτσιά, εγλενιός, φιλίκι ~ ζιλινίκα Σέρρες  |  ζιλνιά Πιερία

ζίλιο το -> το μέρος ανάμεσα στα πίσω πόδια και την κοιλιά του ζώου ~ ζίλιο Λακωνία

ζιλιοπερίβολο το -> κήπος με κρίνους ~ ζηλιοπέρβολον Βλάχος 1659, Legrand 1882  |  ζηλιοπερίβολον Legrand 1882

ζίλιος ο -> το φυτό Lilium, κρίνος  |  βενετσιάνικο gìlio ~ ζήλιος Legrand 1882 ζίλιος Meyer 1895

ζιλπία η -> γιαούρτι με μέλι ~ ζιλπία Πόντος

ζιλύκι το -> το φυτό Lycium barbarum, λουτσιά ~ ζιλύκι Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζιλύτσιν Κύπρος

ζιμ του -> παιδικό παιχίδι ~ ζιμ Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη  |  ζίμιν Κύπρος

ζιματουκουπώ -> έχω πολύ πυρετό ~ ζιματουκουπάω Σέρρες  |  ζιματουκουπώ Σέρρες  |  ζματουκουπάω Σέρρες  |  ζματουκουπώ Σέρρες

ζιμεκιάρης -> υπάλληλος (λόγιο) ~ ζιμεκιάρης Θεσπρωτία

ζιμιό -> αμέσως (λόγιο) ~ ζιμιό Κρήτη

ζιμμέτιν το -> χρέος (λόγιο)  |  τούρκικο zimmet ~ ζιμμέτιν Κύπρος

ζιμοπουλίτικος -> για κακοφτιαγμένο προϊόν ~ ζιμοπουλίτικος Κρήτη

ζιμπελίνα η -> ή σαμούρι, το θηλαστικό Martes zibellina (που ζει στη Σιβηρία) και η γούνα του ~ ζιβελίνα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζιμπελίνα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζιμπιλάγκ το -> ζουλόβατος (Smilax aspera) ~ ζιμπιλάγκ Πόντος

ζιμπιλλιάζω -> βάζω τη ζύμη της ελιάς σε ζεμπίλια ~ ζιμπιλλιάζω Ρόδος

ζιμπίλλιασμα το -> το βάλσιμο της ζύμης της ελιάς σε ζεμπίλια ~ ζιμπίλλιασμα Ρόδος  |  ζιμπίλλιασμαν Ρόδος

ζιμπιλλντάκι το -> φυλαχτό από βάγια (για τις λεχώνες) ~ ζιμπιλλντάκι Ρόδος  |  ζιμπιλλντάκιν Ρόδος

ζιμπιλλντάς ο -> κατασκευαστής ζεμπιλιών ~ ζιμπιλντάς Ρόδος

ζιμπιντής -> αλήτης (λόγιο), σουρτούκης ~ τούρκικο zibıdi ~ ζιμπιντής Κωνσταντινούπολη

ζιμπιρέκουμα του -> σφάλισμα της πόρτας με το ζεμπερέκι ~ ζιμπιρέκουμα Αιτωλοακαρνανία

ζιμπιρικώνου -> σφαλίζω την πόρτα με το ζεμπερέκι ~ ζιμπιρικώνου Αιτωλοακαρνανία

ζίμπος ο -> ποταμίσιο βότσαλο για το τρίψιμο του αλατιού ~ ζίμπος Πωγώνι  |  ζούμπος Πωγώνι

ζίμπρα η -> είδος παραδοσιακού παντελονιού (μέχρι τις γάμπες) ~ ζίμπρα Κοζάνη

ζίνα -> ψιλόβροχο ~ ζίνα Δελβίνο, Πόντος

ζίνα η -> ζέστη ~ ζίνα Πωγώνι

ζίνα η -> σπίθα ~ ζίνα Λυκία

ζίνα η -> το έντομο Cetonia aurataζήνα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931  |  ζίνα Somavera 1709, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Άνδρος, Πόντος, Χίος

ζίνα η -> το κέρατο, η μοιχεία (λόγιο)  |  τούρκικο zina ~ ζίνα Κύπρος

ζίνα η -> το χάλασμα (κιτρίνισμα) των άσπρων τυριών ~ ζίνα Αχαΐα

ζίναβου του -> αγριόχορτο, που με αυτό έφτιαχναν σκούπες ~ ζίναβου Μαγνησία

ζινγκώνου -> χτυπώ το άλογο με το ζενγκί ~ ζινγκώνου Πιερία

ζινζιά η -> τα ούλα, ριζοδοντιά  |  βενετσιάνικο zenzìva ~ ζινζιά Mayer 1895  |  ζιντζιά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882  |  ντζιντζίβα Somavera 1709, Mayer 1895  |  ντζιντζίβρα Somavera 1709, Mayer 1895  |  τζιντζίβα Mayer 1895  |  τζενιζίβα Mayer 1895

ζίνια η -> το φυτό Zinnia elegan ~ ζίνια Ακαδημία 2016  |  ζινιά Θεσπρωτία

ζινίγ το -> γυάλινη χάντρα ~ ζινίγ Καππαδοκία

ζιννάπη η -> διχαλωτό κόκαλο από το στήθος της κότας  |  γιάντες ~ ζιννάπη Κύπρος ~ ουδέτερο ζιννάπιν Κύπρος

ζιννιέρης -> μηχανικός (λόγιο)  |  γαλλικό ingénieur  |  ιταλικό ingegnere ~ ζιννιέρης Κύπρος

ζινταβή η -> πληγή στην πλάτη των υποζυγίων ~ ζινταβή Μαγνησία

ζιντάνι το -> φυλακή (λόγιο), μπουντρούμι  |  σκοτάδι  |  τούρκικο zindan ~ ζιντάν Κουκκίδης 1960, Θράκη, Πόντος  |  ζιντάνι Κουκκίδης 1960, Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη, Ρόδος  |  ζιντάνιν Λυκία, Ρόδος  |  ζιντσάνι Καππαδοκία  |  ζοντάνιν Κύπρος  |  ζουντάμ Φθιώτιδα  |  ζουντάν Καβάλα  |  ζουντάνιν Λυκία  |  ντζιντάνιν Κάρπαθος

ζιντζάπι το -> ο σκίουρος και η γούνα του ~ ζιντζάπι Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931  |  σεντζάπι Σκαρλάτος 1835

ζιντζέφ το -> γούνα γιακά  |  τούρκικο zincef ~ ζιντζέφ Κουκκίδης 1960, Θράκη, Πόντος

ζιντζίρι το -> ο αφρός της ρακής ~ ζιντζίρι Πωγώνι

ζιντζίρι το -> φερμουάρ  |  αλβανικό zinxhir ~ ζιντζίρι Δρόπολη

ζιντζιφίλι το -> το φυτό Zingiber officinale, πιπερόριζα, τζίντζερ  |  τούρκικο zencefil ~ ζεντζεφίλιν Κύπρος  |  ζιντζιφίλι Κωνσταντινούπολη  |  τζεντζεφίλι Σκαρλάτος 1835

ζιντίλ ο -> ευγενής (λόγιο)  |  γαλλικό gentil ~ ζιντίλ Κύπρος  |  ζίτιλ Κύπρος

ζιντιλέτσα η -> ευγένεια (λόγιο)  |  ιταλικό gentilezza ~ ζιντιλέτσα Κύπρος

ζιντιλίκι το -> φυτό του γένους Narcissus  |  ιταλικό gentile ~ ζιντίλι Ρόδος  |  ζιντιλίκι Ρόδος  |  σιντιλίκι Ρόδος  |  τσιντιλίκι Ρόδος

ζιντολογάου -> χτυπώ το άλογο με το ζενγκί ~ ζιντολογάου Σέρρες

ζιόβα -> μικροκαμωμένη ~ ζιόβα Ηλεία

ζιοθρέφουμαι -> για κάποιο που συχνάζω σε ένα σπίτι ~ ζιοθρέφουμαι Ρόδος

ζιόρτνα η -> κομμάτι ξύλο ~ ζιόρτνα Θεσσαλονίκη

ζιου η -> κιλίμι ~ ζιου Καππαδοκία ~ πληθυντικός: ζιούδις Καππαδοκία

ζιουγκάνα η -> τόπος τριγυρισμένο από βράχια, ζάστανο ~ ζιουγκάνα Αιτωλοακαρνανία

ζιουγκανιάζουμι -> κλείνομαι στη ζιουγκάνα ~ ζιουγκανιάζουμι Αιτωλοακαρνανία ~ μετοχή: ζιουγκανιασμένους Αιτωλοακαρνανία

ζιουγκάνιασμα του -> κλείσιμο στη ζιουγκάνα ~ ζιουγκάνιασμα Αιτωλοακαρνανία

ζιουγκάρ του -> ζιόγκος ~ ζιουγκάρ Ιωάννινα

ζιούζαλο το -> άψητο ψωμί ~ ζιούζαλο Πωγώνι

ζιούκα η -> παραγινωμένο φρούτο ~ ζιούκα Κοζάνη

ζιούκας ο -> μοσχάρι ~ ζιούκας Βούρμπιανη

ζιούλαβους -> παραγινωμένος  |  ζουπηγμένος ~ ζιούλαβους Κοζάνη ~ θηλυκό: ζιούλαβ Κοζάνη ~ ουδέτερου: ζιούλαβου Κοζάνη

ζιούμπλακας -> μικροκαμωμένος ~ ζιούμπλακας Σουφλί

ζιούνα η -> γουρούνα ~ ζιούνα Αρκαδία

ζιούνα η -> το πράσινο αγκαθωτό περίβλημα του κάστανου ~ ζιούνα Γρεβενά ~ αρσενικό: ζιουν Πιερία

ζιούντας -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζιούντας Κοζάνη ~ θηλυκό: ζιούντου Κοζάνη ~ ουδέτερο: ζιούνταβου Κοζάνη

ζιούπα η -> χτύπημα ~ ζιούπα Θεσσαλονίκη

ζιούρα η -> κόνιδα ψείρας ~ ζιούρα Κοζάνη

ζιουρβαράς -> ζερβός ~ ζιουρβαράς Μακεδονία  |  ζουρβαράς Μακεδονία

ζιουρδώνου -> πληγώνω ~ ζιουρδώνου Σιάτιστα

ζιούριγμα το -> κάψιμο ~ ζιούριγμα Δρόπολη

ζιουρίζω -> ζεσταίνομαι  |  καίω ~ ζιουρίζω Δρόπολη  |  ζιουρίζου Γρεβενά

ζιούρμα η -> θόρυβος (λόγιο) ~ ζιούρμα Δρόπολη

ζιούσκα η -> δοθιήνας (λόγιο), καλόγερος ~ ζιούσκα Καστοριά

ζιούσκα η -> καρούμπαλο ~ ζιούσκα Γρεβενά, Καστοριά, Σιάτιστα, Σουφλί

ζιουτζιάρς ου -> ζαβολιάρης ~ ζιουτζιάρς Λέσβος  |  τζιουτζιάρς Λέσβος

ζίπα-ζίπα -> φίσκα ~ ζίπα-ζίπα Πόντος

ζιπιτής -> εκκεντρικός (λόγιο)  |  τούρκικο zibidi ~ ζιπιτής Κύπρος

ζίπκα η -> παντελόνι με πολλές πιέτες ~ ζίπκα Πόντος  |  ζίφκα Πόντος  |  ζούπκα Πόντος

ζιπούνι το -> όνομα για διάφορα είδη ρούχων (παιδιών και μεγάλων)  |  βενετσιάνικο zipon & τούρκικο zibin ~ ζεπούνι Καστελλόριζο  |  ζηπούνι Ηπίτης 1908  |  ζιμπούν Ίμβρος  |  ζιμπούνι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Σύρος  |  ζιμπούνιν Κύπρος  |  ζιπόνι Κριαράς 1995, Κρήτη, Κύθηρα  |  ζιπούν Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Λέσβος, Τρίκαλα   |  ζιπούνι Meursius 1614, Du Cange 1688, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Μέγαρα, Ρόδος, Τσακώνικα, Φωκίδα, Χάλκη  |  ζιπούνιν Κύπρος, Ρόδος  |  ζοπόνι Κρήτη  |  ζουμπούν Καππαδοκία  |  ζουμπούνιν Κύπρος  |  ζουπόνι Du Cange 1688, Lange 1708, Κρήτη  |  ζουπούν Θράκη, Προύσα  |  ζουπούνι Πόντος  |  ντζιπούνιν Κάρπαθος  |  ντζουππούνιν Κάρπαθος  |  τσιμπούνι Δημητράκος 1938  |  ζπον Καππαδοκία ~ υποκοριστικό: ζεπουνόπον Πόντος  |  ζιμπουνάκ Ίμβρος  |  ζιμπουνάκι Σύρος  |  ζιμπουνούιν Κύπρος  |  ζιπουνάκι Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Χάλκη  |  ζιπουνόπον Πόντος  |  ζουπουνόπον Πόντος ~ θηλυκό: ζεπούνα Πόντος  |  ζιπούνα Καππαδοκία, Πόντος  |  ζουπούνα Ηπίτης 1908, Θράκη, Πόντος  |  ντζιπούνα Κάρπαθος

ζιραέτι το -> γεωργία (λόγιο)  |  τούρκικο ziraat ~ ζιραέτι Παμπούκης 1988

ζιρβαγναντεύου -> λυπάμαι ~ ζιρβαγναντεύου Πιερία

ζιρβάδα -> ζερβή ~ ζιρβάδα Μακεδονία

ζιρβανάλατους -> ζερβός  |  ανάποδος ~ ζιρβανάλατους Γρεβενά

ζιρβάξ -> ζερβός ~ ζιρβάξ Σέρρες ~ θηλυκό: ζιρβάκου Σέρρες ~ ουδέτερο: ζιρβάθκου Σέρρες

ζιρβάς -> τίποτα  |  τούρκικο zirva ~ ζιρβάς Καπετανάκης 1962

ζιρβιά η -> βαλάντιο (λόγιο)  |  τσέπη ~ ζιρβιά Καστοριά

ζιρβιά η -> ζαβολιά ~ ζερβιά Ίμβρος ~ ουδέτερο: ζιρβιό Ίμβρος

ζιρβιάρς -> ζαβολιάρης ~ ζιρβιάρς Ίμβρος ~ θηλυκό: ζιρβιάρα Ίμβρος ~ ουδέτερο: ζιρβιάρκου Ίμβρος

ζίρζιρου του -> ψιλόβροχο ~ ζίρζιρου Λέσβος

ζιρζόπης -> τρελός  |  τούρκικο zirzop ~ ζιρζόπης Καπετανάκης 1962

ζιρίττι το -> συχνά ~ ζιρίττι Ρόδος  |  ζιρίττιν Ρόδος

ζιρμινέ -> λεπτεπίλεπτος (λόγιο) ~ ζίρμενε Τσακώνικα  |  ζιρμινέ Τσακώνικα

ζιρνίθι το -> θειούχος χαλκός ~ ζιρνίθι Καππαδοκία

ζίρντελης -> θεόμουρλος ~ ζίρντελης Κωνσταντινούπολη

ζιρντοπίλαφου του -> ζερντές  |  γλύκισμα με ρύζι, νερό, ζάχαρη και ανθόνερο  |  τούρκικο zerde ~ ζιρντοπίλαφου Λέσβος

ζίρου -> φουκαριάρα ~ ζιούρου Κοζάνη  |  ζίρου Κοζάνη

ζίρτιν -> απροσδόκητα (λόγιο)  |  τούρκικο zırt ~ ζίρτιν Κύπρος  |  ζίφτιν Κύπρος  |  ζίχτιν Κύπρος

ζιστιάκα η -> πολύ ζέστη ~ ζιστιάκα Σέρρες

ζιστουφάγ του -> ζεστό φαΐ ~ ζιστουφάγ Ίμβρος  |  ζουστουφάγ Ίμβρος

ζίτσα η -> βίτσα ~ ζίτζα Πόντος  |  ζίτσα Ηπίτης 1908

ζίτσα η -> ξύλινο παγούρι κρασιού ~ ζίτσα Θεσπρωτία

ζίττι -> ενάντια (λόγιο)  |  τούρκικα zıddı ~ ζίττα Κύπρος  |  ζίττι Καππαδοκία, Κύπρος

ζίττι -> επιφώνυμα ~ ξουτ (το λένε όταν διώχνουν τις γάτες) ~ ζιττ Ρόδος  |  ζίττι Ρόδος

ζιττινά -> ανάποδα ~ ζιττινά Καππαδοκία

ζίττουρας ο -> κορώνα-γράμματα  |  τούρκικο yazı tura ~ ζίτουρας

ζιφιομένος -> μοχθηρός (λόγιο) ~ ζιφιομένος Νίσυρος

ζιφκλής ο -> ζευγάς ~ ζιφκλής Σιάτιστα

ζιφολέμονο το -> λεμονόκουπα ~ ζιφολέμονο Κεφαλονιά

ζίφος ο -> η άκρη του καταρτιού ~ ζίφος Πόντος

ζίφος ο -> το τσόφλι του καρυδιού ~ ζίφος Πόντος

ζιφτάρι -> μούσκεμα ~ ζιφτάρι Κεφαλονιά

ζιφταριά η -> Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού  |  πλάντρα ~ ζιφταριά Βλαστός 1931, Κέρκυρα

ζιφταρόνομαι -> μουσκεύω ~ ζιφταρόνομαι Κεφαλονιά

ζίφτι -> μουσκεμένο ~ ζίφτι Κεφαλονιά

ζίφτι το -> πίσσα  |  τούρκικο zift ~ ζίφτι Καπετανάκης 1962, Κωνσταντινούπολη

ζίφτω -> στύβω ~ ζίφτω Πωγώνι

ζίφφος -> λάσπη  |  τούρκικο zifos ~ ζίφφος Κύπρος

ζιχίρια τα -> μαύρη πίσσα που βγάζουν τα καπνά ~ ζιχίρια Πιερία

ζιψιά -> μούσκεμα ~ ζιψιά Κέρκυρα, Παξοί

ζίψιμο το -> στύψιμο ~ ζίψιμο Κέρκυρα  |  ζούψιμο Ιθάκη

ζοβίδι το -> μαυράδι ~ ζοβίδι Κύμη

ζόβολη α -> κατακάθι ~ ζόβολη Τσακώνικα

ζόβολος -> βρόμα, δυσωδία (λόγιο) ~ ζόβολος Κύπρος

ζοβολώ -> βρομώ ~ ζοβολώ Κύπρος  |  ζοολώ Κύπρος

ζοβροχίδα η -> το ερπετό Lacerta trilineata Bedriaga ~ ζοβραχίδα Μάνη  |  σαυραχίδα Κύθηρα

ζογάλ το -> κράνο (ο καρπός της κρανιάς) ~ ζογάλ Πόντος

ζόγια η -> κόσμημα (λόγιο)  |  βενετσιάνικο zòja ~ ζόγια Meyer 1895  |  τζόγια Meyer 1895

ζόγιν το -> πετσί από βόδι (για τσαρούχια) ~ ζογ Πόντος  |  ζόγιν Πόντος

ζόγκα -> ανόητη ~ ζόγκα Λέσβος

ζογκιάζω -> βγάζω εξόγκωμα ~ ζογκιάζω Ηλεία

ζογκίνι το -> σπυρί  |  αγκάθι ~ ζογκίνι Τσακώνικα

ζόγκος ο -> καρούμπαλο  |  ρόζος  |  εξόγκωμα (λόγιο)  |  λίπωμα  |  αγκώνας  |  κοντόχοντρος ~ ζιόγκος Αρκαδία, Θεσπρωτία, Ηλεία  |  ζιόγκους Άρτα, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Μαγνησία, Τρίκαλα  |  ζόγκι Ηλεία  |  ζόγκος Δελβίνο, Ρόδος  |  ζόγκους Ιωάννινα  |  ζόνγκους Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά ~ υποκοριστικό: ζιουγκάρ Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα,  |  ζουγκάρ Μαγνησία ~ θηλυκό: ζιούγκα Αιτωλοακαρνανία  |  ζούνγκα Καστοριά

ζογκούκου -> είμαι πλούσιος ~ ζογκούκου Τσακώνικα

ζογκώνω -> περικυκλώνω (λόγιο) ~ ζογκώνω Ηλεία

ζογριδάζω -> ξυλοκοπώ ~ ζογριδάζω Πόντος

ζογριδέα η -> ξυλοκόπημα ~ ζογριδέα Πόντος

ζογρίδιν το -> ζογρόξυλον ~ ζογρίδ Πόντος  |  ζογρίδιν Πόντος

ζόγριμαν το -> βρέξιμο των ξύλων ~ ζόγριμαν Πόντος

ζογρίν το -> ζογρόξυλον ~ ζογρίν Πόντος

ζογρίνω -> βρέχω τα ξύλα ~ ζογρίνω Πόντος

ζογρόξυλον το -> χλωρό ξύλο ~ ζογρόξυλον Πόντος

ζογρός -> χλωρός (για ξύλο)  |  βρεγμένος ~ ζογρός Πόντος  |  ντζουγρός Κάρπαθος~ ουδέτερο: ζογρόν Πόντος

ζογωνίζου -> πετώ κάτι με δύναμη πάνω στον τοίχο ~ ζογωνίζω Μάνη ~ ζογωνίζομαι Μάνη

ζόκα α -> ρόκα (για γνέσιμο) ~ αζόροκα Τσακώνικα  |  εζόροκα Τσακώνικα  |  ζόκα Τσακώνικα  |  ζόκλα Τσακώνικα  |  ζόρκα Τσακώνικα

ζόκα η -> μεγάλο πράγμα ~ ζόκα Πόντος

ζόκα η -> μολυβένιο ψαράκι με αγκίστρι  |  τούρκικο zoka ~ ζόγκα Βλαστός 1931  |  ζόκα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Καπετανάκης 1962, Κωνσταντινούπολη  |  αρσενικό: ζιόγκος Meyer 1895

ζοκόπα η -> βρόμα, δυσωδία (λόγιο) ~ ζοκόπα Ηπίτης 1908  |  ζουκόπα Ιωάννινα ~ ουδέτερο: ζουκόπμα Αιτωλοακαρνανία

ζοκοπούρα -> βρομιάρα ~ ζοκοπούρα Δρόπολη  |  ζοκοπούρω Πωγώνι

ζοκοπώ -> βρομώ ~ ζοκοπάω Δρόπολη, Πωγώνι  |  ζοκοπώ Ηπίτης 1908, Πωγώνι  |  ζουκουπάου Αιτωλοακαρνανία, ΙωάννιναΣαρακατσάνικα  |  ντζοκοπώ Κάρπαθος ~ μετοχή: ζουκουπμένους Αιτωλοακαρνανία

ζόκορο το -> πέτρα ~ ζόκορο Δρόπολη

ζόλια η -> ταινία με φλουριά στήθος (μέρος της παλιάς φορεσιάς) ~ ζόλια Κάρπαθος

ζολοβρομώ -> βρομοκοπάω ~ ζολοβρομώ Κύπρος

ζόλος -> βρόμα, δυσωδία (λόγιο) ~ ζόλος Κύπρος

ζόλος ο -> βρόμα, μπόχα ~ ζόβολος  |  ζόλος Κύπρος  |  ζόολος Κύπρος

ζολότα η -> παλιό νόμισμα ίσο με τριάντα παράδες  |  ρώσικο zoloto (χρυσάφι) > τούρκικο zolota ~ ζζολότα Νίσυρος  |  ζλότα Μαγνησία  |  ζολότα Miklosich 1870, Miklosich 1884, Meyer 1869, Νίσυρος, Πάρος  |  ζολόττα Κύπρος  |  ζουλότα Κοζάνη  |  ντζολόττα Κάρπαθος

ζολόττα η -> η γουρούνα  |  η μουσούδα του γουρουνιού ~ ζολόττα Ρόδος  |  ζουλότα Σάμος

ζολώ -> βρομάω ~ ζολώ Κύπρος  |  ζοολοώ Κύπρος  |  ζοολώ Κύπρος

ζολώ -> βρομώ ~ ζολώ Κύπρος

ζόμα το -> κερωμένος σπάγγος ~ Φωκίδα

ζόμαρα τα -> κατάγματα από πέσιμο ~ ζόμαρα Ηλεία

ζόμπα η -> καμπούρα  |  ρόζος  |  βενετσιάνικο gòba ~ ζζόμπα Καλαβρία  |  ζιούμπα Αρκαδία, Ηλεία  |  ζόμπα Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709  |  ζόμπη Somavera 1709  |  ζούμπα Αχαΐα, Ηλεία  |  τζόμπα Καλαβρία  |  τσούμπα Καλαβρία

ζομπά ο -> είδος φυτού που τα φύλλα του μοιάζουν με το πράσο ~ ζομπά Τσακώνικα

ζομπιάζω -> καμπουριάζω ~ ζομπιάζω Άνδρος

ζόμπολο το -> μικρή πέτρα  |  χαλίκι ~ ζιόμπολο Αρκαδία  |  ζόμπολο Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία  |  ζόμπουλο Μάνη

ζομπονιάρης -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζομπονιάρης Κρήτη τζομπονιάρης Κρήτη

ζομπονιάρικος -> καχεκτικός (λόγιο) ~ ζομπονιάρικος Κρήτη τζομπονιάρικος Κρήτη

ζόμπος -> καμπούρης  |  καμπούρα  |  βενετσιάνικο gòbo ~ ζιούμπας Ηλεία  |  ζιουμπός Αρκαδία  |  ζόμπας Βλαστός 1931  |  ζόμπος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Meyer 1895, Βλαστός 1931, Άνδρος  |  ζόμπους Σάμος  |  ζουμπός Ηλεία  |  ζούμπος Αιτωλοακαρνανία ~ θηλυκό: ζιουμπή Αρκαδία  |  ζόμπα Βεντότης 1790, Legrand 1882 ~ ουδέτερο: ζιουμπό Αρκαδία

ζόμπος -> το σημάδι, από το ζούμπωμα, σε μία μεταλλική επιφάνεια ~ ζόμπος Ήπειρος

ζόνια η -> οικοδέσποινα (λόγιο)  |  κυρά  |  κουνιάδα  |  αλβανικό zonjë-a ~ ζόνια Δελβίνο, Πωγώνι

ζονόρος ο -> το πουλί Hieraaetus fasciatus, ασπρογέρακας, ασπρογέρακο, λαζόνος, μηλαδέλφι, μηλαδέρφι, μπονέλιος, σκαροβιτσίλα, σπιζαετός, στόρι, φιλάδελφος ~ ζονόρος Ζάκυνθος

ζοντάρι -> πληγιασμένο ~ ζοντάρι Κύθηρα

ζοντουλάρα -> τιποτένια ~ ζοντουλάρα Πωγώνι

ζόπα η -> ρόπαλο (λόγιο)  |  ραβδί  |  μαγκούρα  |  πούτσα  |  φραγγέλιο (λόγιο)  |  τούρκικο sopa ~ ζόπα Πόντος  |  ζόππα Κύπρος, Λυκία, Ρόδος ~ μεγεθυντικό: ζουπανίκους Καβάλα, Σέρρες

ζοπκιά η -> χτύπημα με ρόπαλο ή ραβδί ~ ζοπκιά Κύπρος

ζοπκιάζω -> χτυπώ με ρόπαλο ή ραβδί ~ ζοπκιάζω Κύπρος

ζόπκος ο -> κόμπος ~ ζόπκος Προύσα

ζοππαράς -> ροπαλοφόρος (λόγιο) ~ ζοππαράς Κύπρος

ζοππόβορτος ο -> κουτό μουλάρι  |  βλακόμουτρο ~ ζοππόβορτος Κύπρος

ζοππόκρασον το -> κρασί κακής ποιότητας (ξιδιάς) ~ ζοπποκράσιν Κύπρος  |  ζοππόκρασον Κύπρος

ζοπποπέλεντρος -> άξεστος (λόγιο) ~ ζοπποπέλεντρος Κύπρος

ζόππος -> αυτάρεσκος (λόγιο)  |  τούρκικο züppe ~ ζόππος Κύπρος

ζοπποχώρκατος ο -> κουτός χωριάτης ~ ζοπποχώρκατος Κύπρος

ζόρας ο -> το πουλί Otus scops, γκιόνης, θούπης, σκουλούπα ~ ζόρας Πάρος

ζόρεμα το -> ζόρι ~ ζόρεμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988

ζορεύω -> ζορίζω ~ ζορεύω Δημητράκος 1938

ζορεύω -> καλοπερνάω ~ ζορεύω Δελβίνο

ζορζόκι -> γερός  |  δυνατός ~ ζορζόκι Πωγώνι

ζορζουρουνά -> ζόρικα  |  τούρκικα zor-zoruna ~ ζορζουρουνά Καππαδοκία

ζόρι το -> δυσκολία (λόγιο), καταναγκασμός (λόγιο), βία (λόγιο)  |  τούρκικο zor ~ ζόζι Τσακώνικα  |  ζορ Καπετανάκης 1962, Αϊβαλί, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Καππαδοκία, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Πιερία, Πόντος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα, Φωκίδα  |  ζόρε Καπετανάκης 1962, Παμπούκης 1988, Κρήτη, Κύθηρα  |  ζόρι Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αργολίδα, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Κορινθία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Πωγώνι, Ρόδος, Τσακώνικα, Φούρνοι, Χίος  |  ζόριν Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Ρόδος  |  ζόρλε Κρήτη  |  ντζόριν Κάρπαθος ~ αρσενικό: ζόρες Παμπούκης 1988, Κρήτη  |  ζόρλες Κρήτη ~ θηλυκό: ζορ Αιτωλοακαρνανία  |  ζόρη Βλαστός 1931, Παμπούκης 1988  |  ζώρη Passow 1860

ζόρια τα -> οι άκρες του χωραφιού (που οργώνονται δύσκολα) ~ ζόρια Αρκαδία

ζορίζω -> δυσκολεύω (λόγιο)  |  πειθαναγκάζω (λόγιο)  |  εκβιάζω (λόγιο) ~ ζορίζου Ημαθία, Καστοριά, Μάνη, Σέρρες, Σιάτιστα, Τσακώνικα, Χαλκιδική  |  ζορίζω Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ρόδος, Τσακώνικα  |  ζουρίζου Λέσβος, Πιερία, Σάμος, Χαλκιδική ~ ζορίζομαι Καπετανάκης 1962, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αχαΐα, Κρήτη, Μάνη  |  ζουρίζουμι Αιτωλοακαρνανία, Σάμος ~ μετοχή: ζορισμένος Ακαδημία 2016, Θήρα

ζόρικος -> δύσκολος, δύστροπος (λόγιο) ~ ζόρικος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία, Ρόδος  |  ζόρκος Μύκονος, Προύσα  |  ζόρκους Ανατολική Ρωμυλία, Ιωάννινα, Λέσβος, Λήμνος, Πιερία, Σέρρες, Χαλκιδική  |  ζουρκός Καρδίτσα  |  ντζόρικος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζόρικη Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζόρικια ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζόρκια Μύκονος  |  ζόρσα Λέσβος  |  ζουρκιά Καρδίτσα  |  ντζόρικη Κάρπαθος ~ ουδέτερο: Δημητράκος 1938, ζόρικο Πρωία 1933, Καπετανάκης 1962, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζόρκο Μύκονος  |  ζουρκό Καρδίτσα ~ επίρρημα: ζίρικα Ικαρία  |  ζόρικα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζορικά Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016  |  ζόρκα Πιερία, Φωκίδα

ζοριλής -> ζόρικος ~ ζερλής Κύπρος  |  ζοριλής Κρήτη  |  ζορλής Κύπρος  |  ζουρλής Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ θηλυκό: ζοριλίνα Κρήτη  |  ζόρλα Μαγνησία

ζοριλίδικος -> ζόρικος ~ ζοριλίδικος Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θήρα, Κρήτη  |  ζορλίτικος Κύπρος ~ θηλυκό: ζοριλίδικη Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζοριλίδικια Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζορλίτικη Κύπρος ~ ουδέτερο: ζοριλίδικο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κρήτη

ζοριλίκι το -> ο τρόπος του ζόρικου ανθρώπου  |  τούρκικο: zorluk ζοριλίκι Καπετανάκης 1962, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία  |  ζορλούκι Κωνσταντινούπολη  |  ζουρλίκ Καρδίτσα

ζορινά -> ζόρικα, βίαια (λόγιο) ~ ζορινά Κύθηρα, Λέσβος, Μάνη  |  ντζορινά Κάρπαθος

ζορινιά η -> ζόρι ~ ζορινιά Κρήτη

ζόρισμα το -> ζόρι ~ ζόρισμα Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζόρσμα Σέρρες ~ θηλυκό: ζόρση Αιτωλοακαρνανία

ζορκάδι το -> γυμνό (χωρίς φτερά) νεογέννητο πουλί ~ ζορκάδι Κέρκυρα

ζορκοκέφαλος -> καραφλός ~ ζορκοκέφαλος Δελβίνο ~ θηλυκό: ζορκοκέφαλη Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζορκοκέφαλο Δελβίνο

ζορκιά η -> γύμνια ~ ζορκιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά

ζορκόκωλος -> ξεβράκωτος  |  φτωχός ~ ζορκόκωλος Κέρκυρα

ζορκολαίμης ο -> για κόκορα που έχει λαιμό χωρίς φτερά ~ ζαρκουλαίμς Αιτωλοακαρνανία, Άρτα  |  ζορκολαίμης Δελβίνο, Κέρκυρα, Παξοί ~ ουδέτερο ζορκολαίμικο Δρόπολη

ζορκοσίλιμπας -> γυμνοσάλιαγκας ~ ζορκοσίλιμπας Δελβίνο

ζορκοτέμπα -> μισόγυμνη ~ ζορκοτέμπα Κέρκυρα

ζόρκος ο -> σβέρκος ~ ζόρκος Ρόδος

ζόρλα -> βίαια (λόγιο) ~ ζόρλα Ημαθία, Κάσος, Πιερία  |  ζόρολλα Κύπρος

ζορλαμάς ο -> κακοφόρμισμα πληγής  |  φουσκάλα στα χέρια από βαριά δουλειά  |  αρθρίτιδα  |  στραμπούληγμα  |  κήλη (λόγιο)  |  τούρκικο zorlama ~ ζορλαμάς Κρήτη, Λυκία, Πόντος  |  ζουρλαμάς Γρεβενά, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Καβάλα, Λέσβος, Λήμνος, Λυκία, Σάμος, Σέρρες, Χαλκιδική ~ ουδέτερο: ζουρλάντσμα Λήμνος

ζορλαντίζω -> ζορίζω  |  τούρκικο zorlamak ~ ζολλατίζω Καππαδοκία  |  ζορλαντίζω Καπετανάκης 1962, Κωνσταντινούπολη, Μέγαρα, Προύσα  |  ζορλατίζω Κύπρος, Ρόδος, Φούρνοι  |  ζουρλαντίζου Θράκη, Λέσβος, Σάμος, Χαλκιδική  |  ζουρλαντίζω Καπετανάκης 1962  |  ντζορλαντίζω Κάρπαθος ζορλαντίζομαι Κωνσταντινούπολη  |  ζουρλαντίζουμι Λέσβος, Χαλκιδική

ζορλαντού -> ζορίζω ~ ζορλαντού Καππαδοκία

ζορλάτημα το -> προσπάθεια ~ ζολλάτημα Καππαδοκία  |  ζορλάτημα Καππαδοκία

ζορλατώ -> ζορλαντίζω ~ ζορλατού Λυκία  |  ζορλατώ Καππαδοκία

ζορλαύω -> ζορίζω  |  βιάζω  |  τούρκικο zorlamak ~ ζορλαύω Καπετανάκης 1962, Πόντος  |  ζορλαεύω Πόντος ~ ζορλαεύομαι Πόντος  |  ζορλαεύκομαι Πόντος

ζόρλε -> με το ζόρι  |  τούρκικο zor ile ~ ζόρλε Κρήτη

ζορλίδικος -> ζόρικος ~ ζορλίδικος Καπετανάκης 1962, Κωνσταντινούπολη

 ->  ζουρλούδκους Λέσβος ~ θηλυκό: ζορλίδικη Καπετανάκης 1962 ~ ουδέτερο: ζορλίδικο Καπετανάκης 1962

ζορλού -> εξαιρετικός (λόγιο) ~ ζορλού Καππαδοκία

ζορλούς -> ζόρικος  |  τούρκικο zorlu ~ ζολλούς Καππαδοκία  |  ζορλούς Καππαδοκία, Κωνσταντινούπολη

ζόρμπα -> βίαια (λόγιο) ~ ζόρμπα Γρεβενά, Τρίκαλα

ζόρμπα η -> μεγάλη χάλκινη κατσαρόλα ~ ζόρμπα Πωγώνι

ζορμπαδιλίκι το -> ζορμπαλίκι ~ ζορμπαδιλίκι Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζορμπαλής ο -> ζορμπάς ~ ζορμπαλής Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζουρμπαλάς Σάμος  |  ζουρμπαλής Γρεβενά, Μαγνησία ~ θηλυκό: ζορμπαλού Παμπούκης 1988

ζορμπαλίδικος -> ο τρόπος του ζορμπά ~ ζορμπαλίδικος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζορμπαλίδικη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζορμπαλίδικο Δημητράκος 1938 ~ επίρρημα: ζορμπαλίδικα Δημητράκος 1938

ζορμπαλίκι το -> αυθαιρεσία (λόγιο)  |  βιαιότητα (λόγιο)  |  τσαμπουκάς  |  νταηλίκι  |  τούρκικο zorbalık ~ ζαρπαλλίκκιν Κύπρος  |  ζορμπαλίκι Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Ρόδος  |  ζορμπαλίκιν Ρόδος  |  ζορμπαλλίκιν Κύπρος  |  ζορμπαπλίκι Λευκάδα  |  ζορπαλίχι Καππαδοκία  |  ζουρμπαλίκ Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζουρμπαλίκι Παμπούκης 1988, Μάνη, Ηλεία

ζορμπάς ο -> ταραχοποιός (λόγιο)  |  αποστάτης (λόγιο)  |  βίαιος (λόγιο)  |  νταής  |  τσαμπουκαλής  |  τούρκικο zorba ~ ζορμπάς Miklosich 1884, Passow 1860, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Γρεβενά, Ηλεία, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λυκία, Πωγώνι, Ρόδος  |  ζορπάς Κύπρος, Λυκία  |  ζουρμπάς Παμπούκης 1988, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, ΜάνηΜοσχονήσι, Σαρακατσάνικα, Φωκίδα  |  ζουρπάς Χαλκιδική

ζορμπίλα η -> σταλακτίτης ~ ζορμπίλα Προύσα

ζορνές ο -> το φυτό Brugmansia arborea ~ ζορνές Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Κύπρος

ζόρολλα -> ζόρικα ~ ζόρολλα Κύπρος

ζόρπινα -> αυθαίρετα (λόγιο)  |  νταηλίδικα ~ ζόρπινα Κύπρος

ζορτίζω -> κλάνω ~ ζορτίζω Λακωνία

ζορτός -> κλανιά, πορδή ~ ζορτός Λακωνία

ζου το -> το γράμμα ζήτα (λόγιο) ~ ζου ΑΠΘ 1998

ζουάπι το -> λογαριασμός ~ ζουάπι Φούρνοι

ζουβακίζω -> δέρνω ~ ζουβακίζω Σαράντα Εκκλησιές

ζουβαλάκιν το -> σβόλος ζυμαριού ~ ζουβαλάκιν Πόντος

ζουβάνα η -> κανάτα νερού ~ ζουβάνα Ημαθία

ζούβελο το -> μικρό ζώο ~ ζούβελο Ανδριώτης 1983

ζουβιά η -> σκοινί που βρίσκεται κρεμασμένο από το σαμάρι και χρησιμεύει για να δένουν φορτίο ~ ζουβιά Ίμβρος

ζουβλατίζου -> ζαλίζω ~ ζουβλατίζου Πιερία

ζουγανάς ο -> μικρό μαχαίρι ~ ζουγανάς Φθιώτιδα

ζούγαστρο -> άτιμος (λόγιο) ~ ζούγαστρο Θεσπρωτία

ζουγγράνισμα το -> ζουγκρανιά ~ ζουγγράνισμα Legrand 1882

ζουγκάρι το -> μικρόσωμος και καμπούρης ~ ζουγκάρι Δελβίνο

ζουγκάρικος -> καμπούρικος ~ ζουγκάρικος Δελβίνο ~ θηλυκό: ζουγκάρικη Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζουγκάρικο Δελβίνο

ζουγκλάου -> λυγίζω ~ ζουγκλάου Αιτωλοακαρνανία

ζουγκλώ -> τσιμπώ, κεντώ ~ ζουγκλώ Κύθηρα  |  ζουγκλαίνομαι Κύθηρα

ζουγκουνίζω -> ζουγκουνίζω ~ θορυβώ (λόγιο) ~ ζουγκουνίζω Ηλεία

ζούγκους ου -> το ξύλινο κομμάτι της γκάιντας ~ ζούγκους Σουφλί

ζουγκραβίτσα η -> χαλάζι  |  σλάβικο sugrašica ~ ζουγκραβίτσα Meyer 1894 ~ ουδέτερο: ζούγκραβο Meyer 1894 ~ πληθυντικά τα ζουγκράβια Θεσπρωτία

ζουγκρανιά η -> γρατζουνιά ~ ζουγκρανιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  τσαγκρανιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  τσουγκρανιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζουγκρανιά η -> το φυτό Euonymus europaeus, ασπρόξυλο, ταφλάνι ~ ζουγκρανιά Ηπίτης 1908, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία

ζουγκρανίζω -> γρατζουνίζω ~ ζγκρανίζου Κοζάνη, Σιάτιστα  |  ζουγγρανίζω Legrand 1882  |  ζουγκρανίζω Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  τσαγκρανίζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  τσουγκρανίζω Ηπίτης 1910, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζούγκρος ο -> τσαλάκωμα το ~ ζουγκρός Δελβίνο

ζουγκρώνω -> τσαλακώνω ~ ζουγκρώνω Δελβίνο ~ μετοχή: ζουγκρωμένος Δελβίνο

ζούγλα η -> κουλαμάρα  |  πόνος ~ ζούγκλα Κέρκυρα  |  ζούγλα Άνδρος

ζουγλαίνω -> ζουγλώνω  |  πονώ ~ ζουγλαίνω Βλάχος 1659Lange 1708, Κρήτη  |  ζωγλαίνω Κρήτη  |  ντζουγλαίνω Κάρπαθος ~ ζουγκλαίνομαι Άνδρος, Βούρμπιανη  |  ζουγλαίνομαι Κρήτη ~ μετοχή: ζουγλεμένος Βλάχος 1659

ζούγλαμα το -> ζούγλα ~ ζούγλαμα Βλάχος 1659Lange 1708

ζουγλαμάρα -> αρρώστια των ζώων που τα κάνει να τρεκλίζουν όταν περπατούν ~ ζουγλαμάρα Κρήτη

ζουγλός -> κουλοχέρης  |  κουτσός  |  τρεκλός  |  μισερός ~ ζιγκλός Αιτωλοακαρνανία  |  ζογλός Κρήτη  |  ζουγλός Germano 1622, Βλάχος 1659, Lange 1708, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κρήτη, Κύθηρα  |  ζούγλος Αρκαδία  |  ζούγκλος Βούρμπιανη  |  ζουγκλός Germano 1622, Du Cange 1688, Somavera 1709, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα  |  ζουνγκλός Πιερία  |  ντζουγλός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζουγλή Legrand 1882, Κρήτη  |  ζουγκλή Somavera 1709 ~ ουδέτερο: ζουγκλό Κέρκυρα, Κύθηρα  |  ζουγλό Κρήτη

ζουγλοχέρης -> κουλοχέρης ~ ζινγκλουχέρς Πιερία  |  ζουγλοχέρης Κρήτη ~ ζουνγκλουχέρς Πιερία  |  ντζουγλοχέρης Κάρπαθος

ζούγλωμα τα -> ακρωτηριασμός (λόγιο) ~ ζούγλωμα Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Legrand 1882  |  ζούγκλωμα Somavera 1709 ~ μετοχή: ζουγλωμένος Βεντότης 1790  |  ζουγκλωμένος Somavera 1709

ζουγλώνω -> κουλαίνω, ακρωτηριάζω (λόγιο) ~ ζουγλόνω Legrand 1882  |  ζουγλώνω Portius 1635, Lange 1708, Βλαστός 1931  |  ζουγκλώνω Germano 1622, Somavera 1709 ~ ζουγκλώνομαι Germano 1622, Somavera 1709

ζουγουνίζουμι -> ψευτοζώ ~ ζουγουνίζουμι Φθιώτιδα

ζουγούρτης -> μπατίρης  |  τούρκικο züğürt ~ ζουγούρτης Κωνσταντινούπολη

ζουγουρτλούκι το -> φτώχια, αφραγκία, απενταρία  |  τούρκικο züğürtlük ~ ζιουχιουρτλούκ Καπετανάκης 1962  |  ζουγουρτλούκ Καπετανάκης 1962  |  ζουγουρτλούκι Καπετανάκης 1962

ζουγραίνω -> καμπουριάζω ~ ζουγραίνω Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζουγράνα η -> λοστάρι ~ ζουγράνα Μαγνησία

ζουγρός -> καμπούρης ~ ζουγρός Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζουγρή Legrand 1882, Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζουγρό Δημητράκος 1938

ζούδας ο -> φούντα με άσπρες τρίχες, ανάμεσα σε μαύρα μαλλιά (θεωρείται σημάδι καλής τύχης) ~ ζούδας Κύθηρα  |  ζούδος Κρήτη, Κύθηρα

ζουδέμιν το -> σκοινί που δένουν το ζώο στο παχνί ~ ζουδέμιν Πόντος

ζουδερός -> μικρόσωμος (λόγιο)  |  καχεκτικός (λόγιο) ~ ζουδερός Κρήτη ~ θηλυκό: ζουδερή Κρήτη

ζούδι το -> ζωύφιο (λόγιο)  |  μικρό αγρίμι  |  ξωτικό  |  παλιάνθρωπος  |  σκιάχτρο  |  ζώδιο (λόγιο) ~ ζδιο Πάρος  |  ζζούδι Κως  |  ζόδιου Σάμος  |  ζουδ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Πόντος, Πρέβεζα, Σέρρες, Φθιώτιδα, Χαλκιδική  |  ζούδι Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακώνικα  |  ζούδιο Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κέρκυρα, Λευκάδα, Κύθηρα, Μάνη, Νάξος, Πάρος, Ρόδος  |  ζουδιό Βάλληνδας 1887  |  ζούδιον Ρόδος  |  ζούδιου Λυκία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες  |  ζούι Ρόδος  |  ζούιδι Τσακώνικα  |  ζωδ Πόντος  |  ζώδι Κύθηρα, Πόντος  |  ζώδιν Πόντος  |  ζώδκιον Κύπρος  |  ζώθκιον Κύπρος ~ υποκοριστικό: ζζουδάκι Κως  | ζουδάκι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709 ~ πληθυντικός: ζούδια Βλαστός 1931

ζουδία η -> ζωγραφιά ζώου  |  άνθρωπος ντυμένος γελοία ~ ζουδία Πόντος

ζουδιάρης -> που «ξορκίζει» τα ζούδια (ξωτικά) ~ ζουδιάρης Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ πληθυντικός: ζουδιαραίοι Πρωία 1933

ζουδιερό το -> παλιάνθρωπος ~ ζουδιερό Δελβίνο

ζουδκιώ -> νοτίζω (λόγιο)  |  πλημμυρίζω ~ αζουδκιώ Κύπρος  |  αναζουδκιώ Κύπρος  |  ζουδκιώ Κύπρος  |  ναζουδκιώ Κύπρος

ζούζα η -> άμυαλη γυναίκα  |  κακή υπηρέτρια ~ ζούζα Ηπίτης 1908, Ιωάννινα ~ ουδέτερο: ζουζάρι Ηπίτης 1908, Ήπειρος  |  μεγεθυντικό: ζουζάρα Βούρμπιανη

ζουζακιάζω -> περνώ τη βρακοζώνη στις θηλιές της βράκας ~ ζουζακιάζω Πόντος

ζουζάκιν το -> θηλιά στη βράκα για να περνάει η βρακοζώνη ~ ζουζάκ Πόντος  |  ζουζάκιν Πόντος  |  ζουζάχ Πόντος

ζουζάρι το -> παλιόπαιδο ~ ζουζάρι Δελβίνο, Δρόπολη

ζουζούγκους -> χρυσόμυγα ~ ζουζούγκας Μαγνησία

ζουζούδι το -> λύκος ~ ζουδούδι Λακωνία

ζουζούκι το -> γλυκό παρόμοιο με το σουτζούκ λουκούμ ~ ζουζούκι Somavera 1709

ζουζουλιάζω -> κρυώνω, παγώνω ~ ζουζουλιάζω Δελβίνο ~ μετοχή: ζουζουλιασμένος Δελβίνο

ζουζουλιάρικος -> παγωμένος ~ ζουζουλιάρικος Δελβίνο ~ θυλυκό: ζουζουλιάρικη Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζουζουλιάρικο Δελβίνο

ζουζουλικό το -> ζούζουλο ~ ζουζουλικό Βλαστός 1931, Δελβίνο, Κέρκυρα  |  ζουζουλκό Ιωάννινα, Καστοριά

ζούζουλο το -> ζωύφιο (λόγιο)  |  ξωτικό  |  φίδι  |  σλάβικο zuzel, βλάχικο zuzulu ~ ζούζλο Λευκάδα  |  ζουζλίτς Πιερία  |  ζουζούλι Λακωνία  |  ζούζλου Άρτα, Ιωάννινα, Καστοριά, Πιερία  |  ζουζούλ Πιερία  |  ζούζουλο Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Κορινθία, Μάνη, Πωγώνι  |  ζούζουλου Meyer 1894, Άρτα, Γρεβενά, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λακωνία, Μαγνησία, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Φωκίδα  |  ζούζουρου Βάλληνδας 1887  |  αρσενικό: ζούζουλα Τσακώνικα  |  ζούζουλας Κορινθία  |  ζούζουνα Τσακώνικα ~ Θηλυκό: ζουζούα Τσακώνικα  |  ζιζούα Τσακώνικα  |  πληθυντικός: ζουζουλικά Meyer 1894

ζούζουνας ο -> χρυσόμυγα ~ ζιούζιανους Γρεβενά  |  ζούζουνας Πωγώνι

ζουζούνι το -> το μικρό έντομο  |  λέγεται χαϊδευτικά και για αγαπημένο πρόσωπο ~ ζουζούλι Τσακώνικα  |  ζουζούν Τρίκαλα  |  ζουζούνι Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995,ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Μάνη, Πωγώνι, Τσακώνικα ~ υποκοριστικό: ζουζουνάκι Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016~ αρσενικό: ζούζουνας Βλαστός 1931, Ακαδημία 2016, Κύθηρα  |  θηλυκό: ζουζούνα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κοζάνη ~ υποκοριστικό: ζουζουνίτσα Ακαδημία 2016

ζουζουνιά η -> τσαχπινιά ~ ζουζουνιά Ακαδημία 2016

ζουζουνίζω -> παράγω ήχο (για έντομο που πετά), βουίζω ~ ζιζινίζω Βλαστός 1931  |  ζουζνίζου Χαλκιδική  |  ζουζουνίζου Μάνη  |  ζουζουνίζω Meyer 1894, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ζνίζου Μαγνησία  |  ζουνίζου Μαγνησία

ζουζούνισμα το -> η παραγωγή ήχου από έντομο που πετά, βούισμα ~ ζιζίνισμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζουζούνισμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη

ζούζουρας ο -> σκαθάρι ~ ζούζουρας Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζουζουριάζω -> φθίνω (λόγιο) ~ ζουζουριάζω Βάλληνδας 1887

ζουζουρίζω -> ζουζουνίζω ~ ζουζουρίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζουζούρισμα -> ζουζούνισμα ~ ζουζούρισμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζούη η -> μασιά ~ ζούη Ικαρία

ζουιχτέρα η -> ζυγογύρα ~ ζουιχτέρα Πόντος

ζούκα -> κοντή γυναίκα ~ ζούκα Πιερία

ζούκακας -> μικροκαμωμένος ~ ζκάκας Κοζάνη  |  ζούκακας Κοζάνη

ζουκακεύω -> δυστροπώ να κάνω κάποια δουλειά ~ ζουκακεύω Πόντος

ζουκάλμα του -> γαμήσι ~ ζουκάλμα Πιερία

ζουκαλνώ -> γαμώ ~ ζουκαλνώ Πιερία

ζούκκιν το -> ούζο ~ ζούκκιν Κύπρος

ζουκόλιν το -> βοσκόπουλο ~ ζουκόλιν Πόντος

ζουκόλος ο -> βοσκός ~ ζουκόλος Πόντος

ζούκους ου -> κοντή κλωστή ~ ζούκους Πιερία

ζουκουτάω -> συνθλίβω (λόγιο) ~ ζουκουτάω Θεσπρωτία

ζούλα -> για κάτι που γίνεται στα κρυφά  |  τούρκικο zula ~ ζούλα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άρτα, Ηλεία, Θήρα, Καρδίτσα, Μάνη

ζούλα η -> γίδα  |  προβατίνα ~ ζλα Πάρος  |  ζούα Νάξος  |  ζούλα Κέρκυρα, Κύθηρα, Μύκονος, Νάξος, Παξοί, Πάρος

ζούλα η -> η μυστικότητα (λόγιο)  |  η κρυψώνα  |  η κλεψιά  |  το λίγο  |  τούρκικο zula ~ ζιούλα Ηπίτης 1908  |  ζούλα Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Αρκαδία, Μαγνησία, Μάνη  |  ζούλου Πιερία

ζούλα η -> παραγινωμένο φρούτο  |  άψητο ψωμί ~ ζιούλα Γρεβενά, Δρόπολη, Καστοριά, Κοζάνη, Πωγώνι, Σέρρες, Σιάτιστα  |  ζλούπα Μαγνησία  |  ζούγκλα Λακωνία  |  ζούλα Βλαστός 1931, Αρκαδία, Βούρμπιανη, Δελβίνο, Θεσσαλονίκη, Πωγώνι ~ αρσενικό: ζούλους Γρεβενά ~ ουδέτερο: ζιούλου Γρεβενά, Καρδίτσα  |  ζουλίδι Κέρκυρα  |  ζούλιου Σαρακατσάνικα  |  ζούλο Κέρκυρα  |  ζούλου Γρεβενά ~ αρσενικό: ζούλιους Καρδίτσα

ζουλαβίδα η -> παραγινωμένο σύκο ~ ζουλαβίδα Πιερία

ζουλαβιδιάζου -> παραγίνομαι (για σύκο) ~ ζουλαβιδιάζου Πιερία

ζουλαΐδα η -> είδος φαγώσιμου χόρτου ~ ζουλαΐδα Πόντος

ζουλάκα η -> χοντρή και ελαφρόμυαλη γυναίκα ~ ζουλάκα Μάνη

ζουλάκι το -> κατσικάκι ~ ζλατς Πάρος  |  ζουλάκι Πάρος

ζουλαμπιάζω -> πυορροώ (λόγιο) ~ ζουλαμπιάζω Κύθηρα

ζουλάμπυο το -> πύον (λόγιο) ~ ζουλάμπυο Κύθηρα  |  ζουλάπι Άνδρος

ζουλάπι το -> αγρίμι  |  λύκος  |  αλεπού  |  κουτός  |  πονηρός  |  δαίμονας  |  αλβανικό zulap και βλάχικο zlape ~ ζλαπ Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βοιωτία, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Μοσχονήσι, Πάρος, Πιερία, ΠρέβεζαΣαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος, Σουφλί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζλάπι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Λευκάδα, Σκόπελος  |  ζουλάπι Meyer 1894, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Δρόπολη, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα, Λακωνία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Τσακώνικα  |  ζουλάπιν Meursius 1614, Du Cange 1688 ~ υποκοριστικό: ζλαπάκ Καρδίτσα

ζουλαπικό το -> ζουλάπι ~ ζουλαπικό Δελβίνο

ζουλάππα η -> πολύ ώριμο φρούτο ~ ζουλάππα Ρόδος

ζουλάρω -> κρύβω, εξαφανίζω (λόγιο) ~ ζουλάρω Καπετανάκης 1962 ~ ζουλάρομαι Καπετανάκης 1962

ζουλατζής ο -> κρυψίνους (λόγιο) ~ ζουλατζής Καπετανάκης 1962

ζουλαχιά η -> ζούληγμα ~ ζουλαχιά Μάνη

ζουλγκούτι το -> ταλαιπωρία (λόγιο) ~ ζουλγκούτι Προύσα

ζουλεύω -> ζουλώ ~ ζουλέβω Βλαστός 1931  |  ζουλεύω Somavera 1709

ζουληγμά η -> το σημείο που έχει ζουληχτεί ~ ζουληγμά Μάνη

ζούληγμα το -> συμπίεση (λόγιο) ~ ζζούλιμα Καλαβρία  |  ζούλγμα Καστοριά  |  ζούληγμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζούληγμαν Πόντος  |  ζούλημα Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Λυκία, Μάνη  |  ζούλημαν Πόντος  |  τζούλιμα Καλαβρία

ζούλης ο -> ζουλομύτης ~ ζούλης Βλάχος 1659

ζούλι το -> ζούδι ~ ζούλι Κάλυμνος

ζουλιά η -> ζούληγμα ~ ζούλα Μάνη  |  ζουλιά Μάνη

ζουλιάκος ο -> είδος χταποδιού (κοκκινωπού) ~ ζουλιάκος Θεσπρωτία

ζουλίζω -> ζουλώ  |  ευνουχίζω ~ ζζουλίζζω Καλαβρία, Νίσυρος  |  ζιουλίζω Ηπίτης 1908, Ήπειρος  |  ζλίγου Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Λέσβος, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί  |  ζουγλίζω Πόντος  |  ζουλιάζου Μάνη  |  ζουλίγω Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βούρμπιανη  |  ζουλίζω Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Άνδρος, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Πόντος, Ρόδος  |  ζουλίχω Τσακώνικα  |  ζουφλιάζω Αρκαδία  |  ντζουλίτζω Κάρπαθος  |  τζουλίτζω Καλαβρία ~ ζουλίζομαι Germano 1622, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζζουλιμένο Καλαβρία  |  ζουλημένος Βλαστός 1931  |  ζουλιγμένους Σουφλί  |  ζουλισμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ρόδος

ζούλισμα -> ζούληγμα ~ ζούλγμα Γρεβενά  |  ζούλισμα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θεσπρωτία, Ηλεία, Ρόδος  |  ζούλισμαν Πόντος, Ρόδος  |  ζούλτσμα Σέρρες  |  ντζούλισμα Κάρπαθος  |  ντζουλισμά Κάρπαθος

ζουλίτσα -> ποικιλία αμπελιού ~ ζουλίτσα Ιωάννινα

ζουλίτσα η -> ποικιλία σταριού ~ ζλίτσα Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Καρδίτσα, Πιερία, Σιάτιστα  |  ζουλίτσα Αρκαδία, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία

ζουλιχτέρ το -> σύνεργο για μουνούχισμα ~ ζουλιχτέρ Πόντος

ζουλιχτής -> που μουνουχίζει ζώα ~ ζουλιχτής Πόντος

ζουλίχτρα η -> είδος φυτού ~ ζουλίχτρα Πόντος

ζουλόβατος -> το φυτό Smilax aspera, αβρωνιά, ακρέβατος, αγριόκισσος, αγριομελίντζανος, αϊλάκι, αϊλιάκα, αντζουλόβατος, αρκόβατος, αρκουδόβατος, ασμίλαγας, ασμιλιάκι, βρουνιά, ζιμπιλάγκ, λίσβατο, μισμιλάγγι, ξυλόβατος, σκυλόβατος, σμιλάγγι, σμιλιακιά, σμιλουχιά ~ αντζουλόβατος Γεννάδιος 1914  |  ζουλόβατος Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος

ζουλοκαβελίνα η -> κοπριά γίδας ~ ζουλοκαβελίνα Κύθηρα

ζουλοκούμπα η -> άπαχο ξερό τυρί από γιδοπρόβατα, σε σχήμα βόλου, που διατηρείται μέσα σε λάδι ~ ζουλοκούμπα Κρήτη  |  ζυλοκούμπα Κρήτη ~ ουδέτερο: ζυλοκούμπι Κρήτη

ζουλομικιάρικο -> γρουσούζικο ~ ζουλομικιάρικο Δρόπολη

ζουλομύτης ο -> πλακουτσομύτης ~ ζλουμύτς Ίμβρος  |  ζουλομύτης Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931 ~ θηλυκό: ζλουμύτα Ίμβρος  |  ζουλομύτα Somavera 1709, Legrand 1882  |  ζουλομύτισσα Somavera 1709 ~ ουδέτερο: ζλουμίτκου Ίμβρος

ζουλοπρόβατα τα -> τα γιδοπρόβατα ~ ζουλοπρόβατα Κύθηρα, Πάρος  |  ζουοπόβατα Νάξος

ζουλότα η -> το τέταρτο της ώρας ~ ζουλότα Καστοριά

ζουλουζιά η -> ζήλια ~ ζουλουζιά Κύπρος

ζουλουκιάρης -> ζηλιάρης ~ ζουλουκιάρης Χίος

ζουλούμης -> άρπαγας ~ ζουλούμης Αρκαδία ~ θηλυκό: ζουλούμισσα Αρκαδία ~ ουδέτερο: ζουλούμικο Αρκαδία

ζουλούμι το -> καταπίεση (λόγιο)  |  απανθρωπιά  |  αδικία (λόγιο)  |  παλαβομάρα  |  τούρκικο zulm & zulüm ~ ζαλούμιν Κύπρος  |  ζλουμ ΓρεβενάΙωάννινα, ΜαγνησίαΣαρακατσάνικα  |  ζούλμι Παμπούκης 1988  |  ζουλούμ Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα Καστοριά, Πόντος, Σιάτιστα  |  ζουλούμι Παμπούκης 1988, Δελβίνο, Θεσπρωτία, Πελοπόννησος, Πωγώνι  |  ζουλούμιν Κύπρος, Λυκία, Πόντος

ζουλουμικιάρης -> καταπιεστικός (λόγιο)  |  παλαβός  |  τούρκικο zulümkar~ ζουλουμικιάρης Δελβίνο, Θεσπρωτία  |  ζουλουμκιάρης Παμπούκης 1988  |  ζουλουμκιάρς Καστοριά  |  ζουλουμτσιάρης Παμπούκης 1988, Θεσπρωτία ~ θηλυκό: ζουλουμικιάρα Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζουλουμικιάρικο Δελβίνο

ζουλουμνιάρς ου -> ζημιάρης ~ ζουλουμνιάρς Καστοριά

ζουλούφι το -> τσουλούφι ~ τούρκικο zülüf ~ ζιλίφ Πόντος  |  ζουλούφ Πόντος  |  ζουλούφι Καπετανάκης 1962, Παμπούκης 1988, Κωνσταντινούπολη, Κρήτη, Πόντος, Ρόδος, Χίος  |  ζουλούφιν Κύπρος, Ρόδος  |  ντζουλούφιν Κάρπαθος  |  τζολόφιν Πόντος  |  τσλουφ Βελβεντός  |  τσουλούφ Πόντος  |  τζουλούφι Miklosich 1884 ~ θηλυκό: ζουλούφια Σαράντα Εκκλησιές  |  ζουλουφκιά Κύπρος

ζουλουφλούκια τα -> κοσμήματα ραμμένα στη μαντήλα ~ ζουλουφλούκια Πόντος

ζουλόψειρα η -> ψείρα των γιδιών ~ ζουλόψειρα Κύθηρα

ζούλφι το -> το πουλί Streptopelia turtur turtur, τρυγόνα, τρυγόνι, τουρτούρα, γκουγκούτσα ~ ζουλφ Ιωάννινα  |  ζούλφι Βλαστός 1931

ζουλφαρί το -> το φυτό Phaseolus caracalla (Vigna caracalla), καραβόλιος, καραόλι, σαλίγκαρος, σάλιαγκας, μοσχοσαλίγκαρο  |  τούρκικο zülfüarus ~ ζουλφαρί Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988  |  ζούλφιρου Ιωάννινα

ζουλώ -> πιέζω (λόγιο)  |  Swadesh List: 130, to squeeze  |  Buck List: 9.342 press ~ ζζουλάω Καλαβρία  |  ζζουλώ Νίσυρος  |  ζιουλάου Άρτα  |  ζλάου Βόρεια Εύβοια, Σέρρες, Φωκίδα  |  ζλούγου Καστοριά  |  ζλούου Καστοριά  |  ζλω Αϊβαλί, Γρεβενά, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Σάμος, Σέρρες  |  ζουλάου Ηλεία, Καστοριά  |  ζουλάω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Σύρος  |  ζουλιού Μάνη  |  ζουλώ Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Κως, Ρόδος, Τσακώνικα  |  ζουώ Τσακώνικα ζουλιέμαι ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζλουγμένους Καστοριά  |  ζουληγμένος Πρωία 1933  |  ζουλημένος Πρωία 1933

ζουλώνω -> ζουλώ ~ ζουλώνω Κέρκυρα

ζουμακκιάννου -> ζουλώ ένα φρούτο ~ ζουμακκιάννου Λυκία

ζουμαλιάζω -> χαϊδεύω και ζουλώ ~ ζουμαλιάζω Κύπρος

ζουμάτος -> ζουμερός ~ ζμάτους Σάμος  |  ζουμάτος Germano 1622, Somavera 1709, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ηλεία, Κύπρος, Μύκονος  |  ζωμάτος Πόντος ~ θηλυκό: ζουμάτη Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Μύκονος ~ ουδέτερο: ζουμάτο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Μύκονος

ζουμέας ο -> που του αρέσουν οι σούπες ~ ζουμέας Ζάκυνθος

ζουμερό το -> το φυτό (κάκτος) Orbiculata cotyledon, κοτυλίδα, σαμβούνι, τ’ αυτιά της παπαδιάς ~ πληθυντικός: ζουμερά Δημητράκος 1938

ζουμερός -> χυμώδης (λόγιο) ~ ζμιρός Λήμνος  |  ζουμερέ Τσακώνικα  |  ζουμερός Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αρκαδία Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Λυκία  |  ζουμιρός Καστοριά  |  ζωμερός Πόντος  |  ντζουμερός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζουμερή Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία  |  ζουμιρή Καστοριά ~ ουδέτερο: ζουμερό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζουμιρό Καστοριά  |  ζωμάριν Πόντος

ζουμέρτης -> απλοχέρης ~ ζουμέρτης Φούρνοι

ζουμί το -> ζωμός (λόγιο)  |  Buck List: 5.64, broth  |  αρχαίο ΖΩΜΟΣ, άγνωστης ετυμολογίας Beekes 2010 ~ ζζουμί Κάλυμνος  |  ζμι Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Πρέβεζα, Σάμος, Σέρρες, Σουφλί, Φωκίδα  |  ζούμι Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708  |  ζουμί Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λάρισα, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Πόντος, Σιάτιστα, Τσακώνικα, Χίος  |  ζουμίν Κύπρος, Λυκία, Πόντος  |  ζουμό Μάνη  |  ζουνί Τσακώνικα  |  ζωμίν Πόντος  |  ντζουμίν Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζουμιά Somavera 1709 ~ αρσενικό: ζουμός Μάνη ~ υποκοριστικό: ζουμάκι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη  |  ζουμάτσι Τσακώνικα

ζουμιάζω -> για νερωμένο φαγητό  |  στύβω ~ ζουμάζω Lange 1708  |  ζουμιάζω Germano 1622, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Θήρα

ζουμίζω -> δίνω πολύ γάλα (για ζώο)  |  γεμίζει υγρό η πληγή  |  πλουτίζω ~ ζμίζου Καρδίτσα  |  ζουμίζω Πόντος  |  ζωμίζω Πόντος  |  ζωμίω Πόντος

ζουμισκούμενε -> μυρίζομαι ~ ζουμισκούμενε Τσακώνικα  |  ζουνισκούμενε Τσακώνικα

ζουμκαράς -> γκομενιάρης ~ ζουμκαράς Πιερία ~ θηλυκό: ζουκαρού Πιερία

ζούμκαρους ου -> νερουλό φαΐ ~ ζούμκαρους Καστοριά

ζούμκους -> χωρίς δάχτυλα ~ ζντούμγκους Πιερία  |  ζούμκους Πιερία

ζούμνια τα -> ποικιλία πρώιμων κερασιών ~ ζούμνια Μαγνησία

ζουμοπίνω -> τραβώ την υγρασία  |  μαραζώνω ~ ζουμοπίνου Μάνη |  ζουμοπίνω Κρήτη

ζουμόσταρο το -> ζουμί από βρασμένο στάρι ~ ζουμόσταρο Θεσπρωτία

ζουμουκλώ -> πιέζω δυνατά ~ ζουμουκλώ Θεσπρωτία

ζουμουλίμς ου -> πεινάλας ~ ζουμουλίμς Μαγνησία

ζούμουμα του -> ωρίμασμα ~ ζούμουμα Αιτωλοακαρνανία

ζουμουράω -> ζουλώ μέχρι να λιώσει ~ ζουμουράω Αρκαδία

ζουμουχλάου -> χαϊδεύω και ζουλώ ~ ζουμουχλάου Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα

ζούμπακας -> κοντόχοντρος ~ ζούμπακας Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι  |  ζουμπακάς Πιερία ~ ουδέτερο: ζουμπακάδ Πιερία

ζουμπάλλιν το -> κλαδί που προεξέχει ~ ζουμπάλλιν Κύπρος

ζουμπανάκιας -> κοντός ~ ζουμπανάκιας Ζάκυνθος

ζουμπανίζω -> γλουμπανίζω, γρονθοκοπώ (λόγιο) ~ ζουμπανίζω Ζάκυνθος

ζουμπανίκα η -> χτύπημα με ραβδί (ραβδιά) ~ ζουμπανίκα Σέρρες

ζουμπαντούχς -> κρεμανταλάς  |  αγροίκος (λόγιο)~ ζουμπαντούχς Πόντος

ζουμπάρι το -> ζουμπάς ~ ζουμπάρι Παμπούκης 1988

ζουμπαρούκ του -> κακοκαιρία στη στεριά ~ ζουμπαρούκ Μαγνησία

ζουμπάρω -> καρφώνω με τον ζουμπά  |  ιταλικό zombare ζουμπάρω Hesseling 1903, Κύθηρα, Φούρνοι

ζουμπάς ο -> σύνεργο για καρφώματα  |  ξυλόσφυρο  |  κοντοστούπης  |  τούρκικο zιmba ~ ζζούμπος Νίσυρος  |  ζζούπφος Νίσυρος  |  ζιμπάς Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη  |  ζιουμπάς Άρτα  |  ζομπάς Καπετανάκης 1962, Ηλεία  |  ζουμπάς Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Δελβίνο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θεσσαλονίκη, Θήρα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κρήτη, Κάρυστος, Κύθηρα, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Μαγνησία, Πιερία, Πρέβεζα, Σάμος, Σέρρες  |  ζούμπος Πιερία  |  ζούμπους Άρτα  |  ζουπάς Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζιμπό Πιερία

ζουμπέλα η -> μεγάλη πέτρα ~ ζουμπέλα Θεσπρωτία

ζουμπέρα α -> χόρτο που τρώνε τα ζώα ~ γιουμπέρα Τσακώνικα ζουμπέρα Τσακώνικα  |  ζουπέρα Τσακώνικα ~ ουδέτερο: γιούπερε Τσακώνικα  |  ζούπερε Τσακώνικα

ζούμπερα τα -> τα μούσκλια ~ ζούμπερα Heldreich 1926, Δημητράκος 1938  |  ζούπερα Κύπρος

ζούμπερο το -> ζωύφιο (λόγιο)  |  υποζύγιο (λόγιο)  |  πονηρός  |  κουτός  |  πειραχτήρι  |  σλάβικο zubra ~ ζιούμπερο Λακωνία  |  ζούμπαρο Λευκάδα  |  ζούμπερε Τσακώνικα  |  ζούμπελο Αρκαδία  |  ζούμπερο Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Ηλεία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Μύκονος, Ρόδος, Σύρος, Χίος  |  ζούμπερον Λυκία  |  ζούμπιερου Μαγνησία  |  ζούμπιρου Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Γρεβενά, Ίμβρος, Μαγνησία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ντζούμπερον Κάρπαθος  |  τζούμπερο Κρήτη ~ αρσενικό: ζούμπιρους Χαλκιδική ~ πληθυντικός: ζούμπαρα Meyer 1894  |  ζούμπερα Meyer 1894, Ρόδος  |  ζούμπιρα Meyer 1894

ζουμπί του -> τρυπητήρι για πετσιά ~ ζουμπί Ιωάννινα

ζουμπίτσα η -> άφτρα, άφθα (λόγιο) ~ ζουμπίτσα Βούρμπιανη

ζουμπλακιά η -> το φυτό Smilax aspera, ζουλόβατος ~ ζουμπλακιά Σουφλί ~ ουδέτερο: ζουμπλάκ Σουφλί

ζουμπλάρ του -> σιδερένιο κοπίδι ~ ζιμπλάρ Πιερία  |  ζουμπλάρ Γρεβενά, Μαγνησία

ζουμπλόβ του -> σάκος από λινάτσα ~ ζουμπλόβ Καστοριά

ζουμπλουτός -> πλουμιστός ~ ζουμπλουτός Λήμνος ~ θηλυκό: ζουμπλουτή Λήμνος ~ ουδέτερο: ζουμπλουτό Λήμνος

ζουμπόκαρφο το -> το ατσαλένιο καρφί που χτυπάει ο ζουμπάς~ ζουμπαδόκαρφο  |  ζουμπόκαρφο Κρήτη

ζούμπος ο -> κάτι πιεσμένο, που είναι στρογγυλό και μαλακό  |  εξόγκωμα στο κεφάλι  |  καρούμπαλο  |  μεγάλη πέτρα ~ ζούμπος Θεσπρωτία, Μάνη, Ρόδος, Πωγώνι

ζούμπος -> λαίμαργος (λόγιο) ~ ζούμπος Δελβίνο

ζουμπούκ του -> η ρόκα του καλαμποκιού, καλαμπόροκα, καλαμποκότσανο, ροκόξυλο, καρπούσι, κότσαλο, λουμπούσι, ρούμπαλο, τρουμπούκι, ~ ζουμπούκ Μαγνησία

ζουμπουλάρι το -> γρουμπούλι ~ ζουμπουλάρι Δελβίνο

ζουμπουλής -> που έχει το χρώμα του ζουμπουλιού ~ ζουμπουλής Λέσβος

ζουμπούλι το -> το φυτό Hyacinthus orientalis (σιμπούλι, γουλιά)  |  το φυτό Polianthes tuberosa (υατσίνθι, διατσίνα, διατσίντο, γιατσίντο, ίνδιτσι, τεμπέρι)  |  τούρκικο sümbül ~ ζαμπούλ Σκόπελος  |  ζεμπίλι Σμύρνη  |  ζεμπούλι Γεννάδιος 1914, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995  |  ζεμπούλιν Κύπρος  |  ζζουμπούλλι Κως  |  ζιμπίλ Πιερία  |  ζιμπίλι Παμπούκης 1988, Θεσπρωτία  |  ζιμπούλ Πόντος  |  ζιμπούλι Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Ηπίτης 1920, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998, Κρήτη  |  ζιμπούλιν Κύπρος  |  ζιμπούλλντι Ρόδος  |  ζιμπούλλντιν Ρόδος  |  ζιουμπίλ Σουφλί  |  ζμπουλ Θράκη  |  ζουλμπετί Παλιά Αθήνα  |  ζουμπίλ Πιερία  |  ζουμπούλ Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Πόντος, Προύσα, Σάμος, Σιάτιστα  |  ζουμπούλι Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Σύρος, Τσακώνικα  |  ζουμπούλιν Λυκία, Πόντος  |  ζουμπούλλντι Ρόδος  |  ζουμπούλλντιν Ρόδος  |  τσιμπούλι Heldreich 1926, Κρήτη ~ υποκοριστικό: ζιμπουλάκι Παμπούκης 1988, Κρήτη  |  ζιμπουλάτσι Παμπούκης 1988  |  ζιμπλάκ Ίμβρος  |  ζιμπουρλάκι Πάρος  |  ζουμπιλάκ Πιερία  |  ζουμπουλάκι Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998  |  ζουμπουλιδάκι Κρήτη  |  ζουμπουλίδι Κρήτη  |  ντζιμπούλλιν Κάρπαθος  |  ντζουμπούλλιν Κάρπαθος  |  τζιμπλάκ Ίμβρος  |  τζιμπούλλιν Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζουμπλιά Λέσβος  |  ζουμπουλέα Τσακώνικα  |  ζουμπουλιά Θράκη, Κρήτη, Σάμος  |  ζουμπουλλιά Ρόδος  |  ζιμπιλιά Παμπούκης 1988  |  ζιμπουγιά Σέρρες  |  ζιμπουλλντιά Ρόδος

ζούμπουμα το -> η δημιουργία ανώμαλης μεταλλικής επιφάνειας, με χτυπήματα ~ ζούμπωμα Ιωάννινα

ζουμπουνιάζω -> πιέζω (λόγιο) ~ ζουμπουνιάζω Μεσσηνία

ζουμπουρδάγγους -> κοντός και αστείος στην εμφάνιση ~ ζουμπουρδάγγους Ιωάννινα

ζουμπουρίζω -> μιλώ  |  αντηχώ (για μουσικά όργανα)  |  χωρατεύω, αστιεύομαι (λόγιο) ~ ζμπουρίζου Βελβεντός, Γρεβενά, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρρες, Σιάτιστα  |  ζουμπουρίζω Πόντος

ζουμπουρλός -> στρουμπουλός ~ ζουμπουρλός Ηλεία ~ θηλυκό: ζουμπουρλού Κωνσταντινούπολη

ζουμπουρλούδικος -> στρουμπουλός ~ ζουμπουρλίδικος Σύρος |  ζουμπουρλούδικος ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Σύρος ~ θηλυκό: ζουμπουρλούδικη ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζουμπουρλούδικο ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζούμπους ου -> μουνταρία χρημάτων ~ ζούμπους Θεσσαλονίκη ~ επίρρημα: ζούμπουν Κοζάνη

ζούμπους ου -> το πουλί Erithacus rubecula, γιαννάκης, γιαννάκι, γιαννακός, γιαννακούδι, γιαννακουράκι, γιαννάκουρας, γιαννακούρι, γιαννάς, γιάννης, γιαννί, γιαννούδι, γύφταλος, γύφτος, γυφτούλα, καλλογιάννι, καλογιάννης, καλογιάννος, καλόγιαννος, κοκκινογκούσης, κοκκινολαίμης, κοκκινοστήθης, κοκκινοστήθι, κοκκινοτραχηλίτσα, κομπογιάννης, μπαντουγιάννης, πύρουλας, ρούβελας, ρουβέλι, τσιγκογιάννης, τσιμπογιάννης, τσιμπουρογιάννης, τσίπιρας, τσιπουργιαννάκι, τσιπουργιάννης, τσιπουργιάννι, τσιπουρογιάννης, τσιρογιάννης ~ ζούμπους Βόρεια Εύβοια ~ πληθυντικός: ζούμπια (τα) Βόρεια Εύβοια

ζουμπούσι το -> τσιμπούσι  |  τούρκικο cümbüş ~ ζουμπούσι Κρήτη

ζουμπρούτι το -> σμαράγδι  |  τούρκικο zümrüt ~ ζιμπρούτιν Κύπρος  |  ζουμρούδ Miklosich 1884  |  ζουμρούτι Miklosich 1884  |  ζουμπρούτ Ιωάννινα  |  ζουμπρούτι Ηπίτης 1908, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988  |  ζουμπρούτιν Κύπρος

ζουμπρουχούλς ου -> στρουμπουλός και ζωηρός  |  ζουμπρουχούλς Σάμος

ζουμπώνου -> κάνω ανώμαλη μια μεταλλική επιφάνεια, χτυπώντας την ~ ζουμπώνου Ιωάννινα

ζουμπώνω -> γεμίζω το στόμα με φαγητό ~ ζουμπώνω Δελβίνο

ζουμπώνω -> χτυπώ το ζουμπόκαρφο με το ζουμπά ~ ζουμπώνω Κρήτη

ζουμώνω -> γεμίζω χυμούς  |  ωριμάζω  |  μουσκεύω ~ ζουμώνου Αιτωλοακαρνανία  |  ζουμώνω Λακωνία  |  ζουμώννω Κύπρος  |  ζωμώνω Πόντος ~ μετοχή: ζουμουμένους Αιτωλοακαρνανία

ζούνα η -> χρυσόμυγα ~ ζούνα Βλαστός 1931, Μαγνησία ~ αρσενικό: ζούνους Μαγνησία

ζουναράτσι το -> φαγώσιμο χόρτο ~ ζουναράτσι Μέγαρα

ζουναριάζου -> χτυπώ με το ζωνάρι ~ ζουναριάζου Ίμβρος ~ μετοχή: ζουναριασμένους Ίμβρος

ζουνάρου η -> γίδα με ζωνάρια χρώματα στο τρίχωμα ~

ζουναρώνομαι -> ζώνομαι  |  ρισκάρω ~ ζουναρώνομαι Μάνη

ζούνγκλους -> κοντός ~ ζούνγκλους Πιερία

ζουνή α -> μυρουδιά ~ ζουμή Τσακώνικα  |  ζουνή Τσακώνικα

ζούνι το -> το γουρούνι ~ ζούνι Ηλεία ~ αρσενικό: ζονός Χίος ~ θηλυκό: ζόνα Μεσσηνία

ζουνιάζου -> φτιάχνω το στημόνι στον αργαλειό, ώστε να έχει τόσο μήκος, όσο φτάνουν τα χέρια μου ~ Πιερία

ζουνίν το -> ασκός από δέρμα αγριογούρουνου ~ ζουνίν Πόντος

ζούντα η -> το παραπάνω, το απανωμέρι, το χουσμέτι  |  βενετσιάνικο zonta ~ ζούντα Germano 1622, Somavera 1709, Meyer 1895

ζουνταβιάζου -> κατσιάζω, μαραγκιάζω ~ ζιουνταβιάζου Κοζάνη, Πιερία  |  ζουνταβιάζου Καστοριά  |  ζουντραβιάζου Πιερία  |  ζουνταβριάζου Πιερία

ζούνταβος -> καχεκτικός (λόγιο)  |  σλάβικο žudav ~ ζιούνταβους Κοζάνη, Τρίκαλα   |  ζούνταβος Βούρμπιανη  |  ζούνταβους Γρεβενά, Ημαθία, Καστοριά, Πιερία ~ θηλυκό: ζιούνταβ Κοζάνη, Τρίκαλα   |  ζούνταβ Γρεβενά, Ημαθία, Καστοριά ~ ουδέτερο: ζούνταβου Γρεβενά, Ημαθία, Καστοριά  |  ζιούνταβου Τρίκαλα

ζουντάγρα η -> τραπεζίτης (δόντι) ~ ζουντάγρα Κοζάνη

ζουντάδος ο -> το ψηλό πανί της βάρκας ~ ζουντάδος Μύκονος

ζουντανουθλιά η -> θηλιά (παγίδα) για πιάσιμο ζωντανής πέρδικας ~ ζουντανουθλιά Σάμος  |  ζουντανουφλιά Σάμος

ζούνταρς -> ζούνταβους ~ ζούνταρς Κοζάνη ~ θηλυκό: ζούντου Κοζάνη

ζουντούρ του -> κυνόδοντας (λόγιο) ~ ζουντούρ Κοζάνη

ζουντραβιά η -> καχεξία (λόγιο) ~ ζουντραβιά Πιερία

ζούπα -> λιώμα ~ ζιούπα Θεσσαλονίκη  |  ζούπα Αρκαδία, Κέρκυρα, Λέσβος, Μαγνησία, Μύκονος

ζούπα -> μούσκεμα  |  ιταλικό zuppo ~ ζούπα Κέρκυρα, Κύμη, Λέσβος, Σάμος  |  ζουππάιν Ρόδος  |  ζουππίν Ρόδος  |  ντζούππα Κάρπαθος  |  ντζουππίν Κάρπαθος

ζούπα η -> ζούληγμα ~ ζούπα Αϊβαλί, Κρήτη, Λέσβος, Μοσχονήσι

ζούπα η -> ζουπάτα ~ ζούπα Λευκάδα

ζούπα η -> παραγινωμένο φρούτο  |  φρέσκο ψωμί  |  ψωμί παπάρα ~ ζιούπα Σουφλί  |  ζούπα Ηπίτης 1908, Αρκαδία, Ήπειρος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Λακωνία  |  ζούππα Ρόδος

ζούπα η -> φέτα ψωμί με λάδι και αλάτι ή με πηγμένο γάλα ~ ζούπα Κέρκυρα, Σκόπελος

ζούπα η -> φούστα  |  τζουμπές (πανωφόρι)  |  γαλλικό jupe ~ ζούπα Lange 1708, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Ίμβρος

ζουπακάου -> χαϊδεύω και ζουλώ ~ ζουπακάου Ήπειρος

ζουπακιάζω -> ζουπώ  |  ξεζουμίζω ~ ζουπακιάζω Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία  |  ζπακιάζου Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα  |  ζουπακιάζομαι Αρκαδία

ζουπάνος ο -> άρχοντας (λόγιο)  |  σλάβικο zupan ~ ζουμπάνος Βλαστός 1931  |  ζουπάνος Meursius 1614, Du Cange 1688, Miklosich 1870, Meyer 1894, Δημητράκος 1938 ~ πληθυντικός: ζουπάνοι Πρωία 1933,

ζουπαντρεύω -> παντρεύομαι ~ ζουπαντρεύω Πόντος

ζούπαστρο το -> κοντός και άσχημος ~ ζούπαστρο Κεφαλονιά

ζουπάτα η -> καψαλισμένη φέτα ψωμιού, αλειμμένη με λάδι ~ ζουπάτα Λευκάδα

ζούπατος -> βουλιαγμένος ~ ζούπατος Ηλεία

ζουπές ο -> νάνος, τζουτζές ~ ζουπές Βλαστός 1931

ζουπές ο -> σνομπ  |  züppe Κωνσταντινούπολη

ζούπηγμα το -> ζούληγμα ~ ζιούπμα Αιτωλοακαρνανία  |  ζούπηγμα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Πιερία ~ ζούπημα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Δελβίνο

ζουπίζω -> αρπάζω κρυφά ~ ζουπίζω Μέγαρα

ζουπίζω -> ζουπώ ~ ζιαμπίζου Γρεβενά  |  ζμπίζου Σάμος  |  ζουκίχου Τσακώνικα  |  ζουμπίζου Μάνη  |  ζουμπίζω Σύρος  |  ζουπίζου Κοζάνη, Μάνη, Πιερία  |  ζουπίζω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Πάρος  |  ζουπίχου Τσακώνικα  |  ντζουππίντζω Κάρπαθος ζουπίζομαι  |  ζουπίζουμι Πιερία  |  ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζουπισμένος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζούπισμα το -> ζούληγμα ~ ζούπισμα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Θεσπρωτία, Ηλεία, Μάνη

ζουπιστός -> ζουπισμένος ~ ζουπιστός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζουπόνι το -> μεσοφούστανο ~ ζουπόνι Ζάκυνθος

ζουπουνούμαι -> αποκτώ ζουπούνα (ζιπούνα) ~ ζουπουνούμαι Πόντος

ζουππίν -> λούτσα, μούσκεμα ~ ζουππίν Λυκία

ζουπστιά -> ζούπηγμα ~ ζουπστιά Πιερία

ζουπστικά -> κρυφά ~ ζουπστικά Φθιώτιδα

ζουπύρουμα -> πύρωμα ~ ζουπύρουμα Σέρρες

ζουπυρώνου -> πυρώνω ~ ζουπυρώνου Σέρρες

ζουπώ -> ζουλώ  |  πιέζω (λόγιο)  |  στύβω  |  αλβανικό zhupë ~ ζαμπώ Γρεβενά  |  ζιουπάου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα  |  ζιουπάω Δρόπολη, Λακωνία, ΠωγώνιΣαρακατσάνικα  |  ζιουπώ Meyer 1894  |  ζμπάου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα  |  ζμπω Γρεβενά, Λέσβος  |  ζουμπάου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Φωκίδα  |  ζουμπάω Μέγαρα  |  ζουπάου Αχαΐα, Ηλεία, Ιωάννινα  |  ζουπάω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία  |  ζουπώ Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Λακωνία, Λέσβος, Κοζάνη, Μύκονος, Πιερία, Σέρρες, Σαράντα ΕκκλησιέςΣουφλί, Τσακώνικα  |  ζπάω Λευκάδα ~ ζουπιέμαι ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζιουπμένους Αιτωλοακαρνανία  |  ζουπηγμένος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016  |  ζουπημένος

ζουπώνου -> χώνω ~ ζουπώνου Πιερία

ζουπωτός -> κοντόχοντρος ~ ζουπωτός Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: ζουπωτή Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: ζουπωτό Κριαράς 1995

ζουρ η -> ζέστη  |  κάψα ~ ζουρ Γρεβενά

ζούρα η -> κατακάθι, μούργα ~ ζάρα Λακωνία,  |  ζουριά Μύκονος  |  ζούρα Meursius 1614, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Άρτα, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Κορινθία, Κύπρος, Λακωνία, Μαγνησία, Μάνη, Πρέβεζα, ΣαρακατσάνικαΤρίκαλα, Φωκίδα

ζούρα η -> καχεξία (λόγιο) , κάτσιασμα, μαράγκιασμα  |  χτικιό  |  ελονοσία (λόγιο)  |  πυρετός (λόγιο) ~ ζούρα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Θάσος, Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος, Μέγαρα, Πιερία, Σάμος, Τρίκαλα, Τσακώνικα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζούρια Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Λέσβος  |  ζουριά Somavera 1709, Αιτωλοακαρνανία

ζούρα η -> τόκος, τοκογλυφία (λόγιο), μαμαλάς  |  ιταλικό usura ~ ζούρα Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Mayer 1895, Κύπρος  |  ζουρά Meursius 1614

ζουράζω -> χειροτερεύω ~ ζουράζω Πόντος

ζουράρος -> τοκογλύφος (λόγιο)  |  βενετσιάνικο uxuràro ~ ζουράρης Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Κύπρος  |  ζουράρος Somavera 1709, Mayer 1895  |  ζουριάρης Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708

ζουργέτι το -> γενιά, απόγονοι (λόγιο)  |  τούρκικο zürriyet ~ ζουργέτι Παμπούκης 1988

ζουργώνου -> μαζεύομαι σε μια γωνιά φοβισμένος ~ ζουργώνου Λέσβος

ζουρεύω -> τοκίζω ~ ζουρεύγω Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709  |  ζουρεύω Mayer 1895 ~ μετοχή: ζουρεμένος Βλάχος 1659

ζουρζουβίλα η -> σβούρα  |  γυροβολιά ~ ζουρζουβίλα Πιερία ~ ουδέτερο: ζουρζουβίλ Πιερία  |  ζουρζουβιλίδ Πιερία

ζουρζουβιλνώ -> στριφογυρίζω ~ ζουρζουβιλνώ Πιερία

ζουρζουβίτς -> κινητικός (λόγιο) ~ ζουρζουβίτς Κοζάνη

ζουρζούκελου το -> ο κρίκος της πόρτας ~ ζουρζούκελου Λυκία

ζουρζούλια τα -> ξύλινα κουτιά μέσα στην κασέλα όπου φύλαγαν κοσμήματα και χρήματα ~ ζουρζούλια Μύκονος

ζουρζούνα η -> διάρροια (λόγιο) ~ ζουρζούνα Θεσσαλονίκη

ζουρζουρίζω -> γκρινιάζω ~ ζουρζουρίζω Πόντος

ζουρζουρνά -> βίαια (λόγιο)  |  τούρκικο zarzor ~ ζουρζουρνά Σάμος

ζούρι το -> ποδόγυρος ~ ζούζι Τσακώνικα  |  ζούρι Τσακώνικα

ζουριάζω -> τοκίζω ~ ζουριάζω Mayer 1895

ζουριάζω -> φθίνω (λόγιο)  |  κατσιάζω  |  μαραγκιάζω  |  χτικιάζω ~ ζιριάζω Αρκαδία  |  ζουρίζου Σάμος  |  ζουρίζω Αρκαδία, Αχαΐα, Μέγαρα  |  ζουριάζου Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Λέσβος, Σέρρες, Χαλκιδική  |  ζουριάζω Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βάλληνδας 1887, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Άνδρος, Ηλεία, Καππαδοκία, Λακωνία, Τσακώνικα  |  ντζουριάντζω Κάρπαθος ~ Κωνσταντινούπολη  |  μετοχή: ζουριασμένος Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Άνδρος, Κύθηρα  |  ζουριασμένους Ίμβρος  |  ζουρισμένος Somavera 1709

ζουριάρης -> καχεκτικός (λόγιο), κατσιασμένος, μαραγκιασμένος ~ ζιριάρης Αρκαδία  |  ζούρε Τσακώνικα  |  ζουριάρη Τσακώνικα  |  ζουριάρης Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Σύρος  |  ζουριάρς Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ θηλυκό: ζουριάρα Αρκαδία ~ ουδέτερο: ζουριάρικο

ζούριασμα το -> καχεξία (λόγιο), κάτσιασμα, μαράγκιασμα ~ ζίριασμα Αρκαδία  |  ζούριασμα Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Σέρρες  |  ζούρισμα Somavera 1709, Αρκαδία

ζουρίδα η -> το θηλαστικό Martes foina bunites, κουνάβι, καληγιαννού ~ ζουρίδα Δημητράκος 1938, Κρήτη, Κύθηρα  |  ντζουρία Κάρπαθος ~ αρσενικό: ζουρίδος Κρήτη, Κύθηρα  |  ντζούριας Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ντζουρίν Κάρπαθος

ζουριδιά η -> το τομάρι της ζουρίδας  |  η φωλιά της ζουρίδας ~ ζουριδιά Κρήτη

ζουριδοδαγκάνα -> παγίδα για ζουρίδες ~ ζουριδοδαγκάνα Κρήτη

ζουριδολόγος -> κυνηγός ζουρίδων ~ ζουριδολόγος Κρήτη

ζουριδότρυπα η -> η φωλιά της ζουρίδας ~ ζουριδότρυπα Κρήτη, Κύθηρα

ζουρίλα η -> η μυρουδιά του κλούβιου αβγού ~ ζουρίλα Τσακώνικα

ζουριό το -> το μέρος του νερόμυλου όπου πέφτει το νερό πάνω στη φτερωτή ~ ζοριό Βλαστός 1931, Άνδρος  |  ζουριό Βλαστός 1931, Γρεβενά, Ίμβρος, Κρήτη, Λακωνία, Μαγνησία, Νάξος, Πάρος, Πιερία, Σκύρος  |  ζουρίο Κύθηρα, Νότια Εύβοια  |  ντζουριό Κάρπαθος ~ αρσενικό: ζουριός Αιτωλοακαρνανία, Σάμος

ζουρίτζα η -> γυναίκα αδύνατη και ζαρωμένη ~ ζουρίτζα Πόντος

ζουρκιάζου -> αναγκάζω  |  πιέζω (λόγο) ~ ζουρκιάζου Γρεβενά

ζουρκόν το -> βρόμα, ακαθαρσία (λόγιο) ~ ζουρκόν Κύπρος

ζούρλα η -> μούρλα, τρέλα  |  βλάχικο zurla~ ζούρλα Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δελβίνο, Ηλεία, Θράκη, Κύθηρα, Πωγώνι, Σέρρες, Τσακώνικα  |  ζούρλια Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Μάνη, Τσακώνικα  |  ζουρλιά Legrand 1882

ζουρλάδα η -> ζούρλα ~ ζουρλάδα Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931

ζουρλαέρας ο -> αέρας που σηκώνει πολύ σκόνη ~ ζουρλαέρας Άρτα, Ιωάννινα

ζουρλαίνω -> μουρλαίνω, τρελαίνω ~ ζουρλαίνου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρρες, Σιάτιστα  |  ζουρλαίνω Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά  |  ζουρλιαίνου Μάνη ~ ζουρλαίνομαι Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998  |  ζουρλαίνουμαι Βλαστός 1931, Ηλεία  |  ζουρλαίνουμι Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρρες, Φθιώτιδα  |  ζουρλιαίνομαι Μάνη ~ μετοχή: ζουρλαμένος Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016

ζούρλαμα το -> ζούρλα ~ ζούρλαμα Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Αιτωλοακαρνανία

ζουρλαμάδα η -> ζούρλα ~ ζουρλαμάδα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά

ζουρλαμάρα η -> ζούρλα ~ ζουρλαμάρα Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φθιώτιδα

ζουρλαμός ο -> ζούρλα ~ ζουρλαμός Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Κεφαλονιά, Κοζάνη

ζουρλαντίζου -> δυσκολεύω  |  καταπονώ (λόγιο)  |  εξαναγκάζω (λόγιο) ~ ζουρλαντίζου Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Σουφλί, Χαλκιδική ~ ζουρλαντίζουμι Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι

ζουρλάς ο -> ζορλαμάς ~ ζουρλάς Ίμβρος

ζουρλατίζου -> στραμπουλίζω ~ ζουρλατίζου Σέρρες

ζουρλιάκω η -> τρελή ~ ζουρλιάκω Δελβίνο

ζουρλιάνους -> ζουρλός ~ ζουρλιάνους Λήμνος

ζουρλιασμένους -> συναχωμένος ~ ζουρλιασμένους Καρδίτσα

ζουρλιασμός -> ζούρλα ~ ζουρλιασμός Μάνη

ζουρλίζω -> μουρλαίνω, τρελαίνω ~ ζουρλίζου Καρδίτσα, Τσακώνικα  |  ζουρλίζω Τσακώνικα  |  ζουρλίχου Τσακώνικα ~ ζουρλισκούμενε Τσακώνικα

ζουρλοκαμπέρω η -> τρελοκαμπέρω ~ ζουρλοκαμπιέρω Λευκάδα  |  ζουρλοκαμπέρω Ηλεία~ αρσενικό: ζουρλοκαμπιέρης Λευκάδα

ζουρλοκοπέλα η -> είδος μανιταριού ~ ζουρλοκοπέλα Μεσσηνία

ζουρλομικιάρικο -> ζουρλό ~ ζουρλομικιάρικο Δρόπολη

ζουρλοπαντιέρα η -> τρελοπαντιέρα  |  ιδιαίτερα εκκεντρικό πρόσωπο ~ ζουρλοπαντιέρα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κωνσταντινούπολη  |  ζουρλουπαντέρου Σέρρες  |  ζουρλουπαντιέρα Κοζάνη

ζουρλός -> μουρλός, τρελός  |  βενετσιάνικο zurlo, βλάχικο zurlu ~ ζουλός Μύκονος  |  ζουρλιός Μάνη  |  ζουρλέ Τσακώνικα  |  ζουρλός Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Γρεβενά, Ηπίτης 1908, Passow 1860, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Γρεβενά, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσσαλονίκη, Θεσπρωτία, Θήρα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Λακωνία, Λέσβος, Μάνη, Μεσσηνία, Πιερία, Πρέβεζα, Σέρρες, Φωκίδα, Φούρνοι, Χαλκιδική  |  ντζουρλός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζουρλή Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Καστοριά  |  ζουρλιά Κοζάνη ~ ουδέτερο: ζουρλάδ Γρεβενά  |  ζουρλό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Καστοριά, Κοζάνη

ζούρλος ο -> κοντό πλεκτό σκοινί που δένεται στην κεραία του πλοίου ~ ζούρλος Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938

ζουρλουμανίταρου του -> είδος μανιταριού ~ ζουρλουμανίταρου Ιωάννινα

ζουρλουμτζής -> ζωηρός (λόγιο) ~ ζουρλουμτζής Γρεβενά

ζουρλουνέρ του -> ρακί ~ ζουρλουνέρ Ιωάννινα

ζουρλουντάμαρου -> τρελόσογο ~ ζουρλουντάμαρου Γρεβενά

ζουρμουδάζω -> αρμαθιάζω ~ ζουρμουδάζω Πόντος

ζουρμούδιν το -> αρμαθιά ~ ζουρμούδιν Πόντος

ζουρμουλαγκιάζω -> συνθλίβω με τα χέρια μου κάτι και το πετάω ~ ζουρμουλαγκιάζω Πόντος

ζουρμουλαγκίζω -> κινώ κάτι με δύναμη ~ ζουρμουλαγκίζω Πόντος

ζουρμουλάκισμαν το -> δυνατή κίνηση ~ ζουρμουλάγκισμαν Πόντος  |  ζουρμουλάκισμαν Πόντος

ζουρμπάς -> κοντός ~ ζουρμπάς Πιερία

ζουρμπινά -> βίαια (λόγιο) ~ ζουρμπινά Κοζάνη

ζουρμπούτι το -> σμαράγδι  |  τούρκικο zümrüt ~ ζουρμπούτι Βλαστός 1931

ζουρνάδα η -> το μεροκάματο ~ ζουρνάδα Κέρκυρα

ζουρνάς ο -> είδος φλογέρας από καλάμι, σουρλάς  |  τούρκικο zurna ~ ζορνές Κύπρος  |  ζουρλάς Αρκαδία  |  ζουρνά Τσακώνικα  |  ζουρνάς Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καπετανάκης 1962, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ηλεία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Καστοριά, Κοζάνη, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μοσχονήσι, Πιερία, Σέρρες, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζουρνές Κύπρος  |  ζουρτάς Καππαδοκία ~ ουδέτερο: ζουρνί Προύσα  |  θηλυκό: ζούρνα Λυκία

ζουρνάς ο -> το φυτό Datura stramonium, βρομόχορτο, πορδόχορτο, τατούλα, τάτουλας ~ ζουρνάς Κρήτη

ζουρνάς ο -> το ψάρι Valencia hispanica ~ ζουρνάς Ακαδημία 2016, Σουφλί

ζουρνάς ου -> η μουσούδα του γουρουνιού ~ ζουρνάς Γρεβενά, Ίμβρος, Κοζάνη, Πιερία, Σαρακατσάνικα

ζουρνατζής ο -> οργανοπαίχτης ζουρνά  |  τούρκικο zurnacι ~ ζουρνατζή Τσακώνικα  |  ζουρνατζής Καπετανάκης 1962, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κωνσταντινούπολη, Μαγνησία, Πόντος, Σέρρες, Χαλκιδική  |  ζουρνατσής Καππαδοκία, Πόντος

ζουρναχείλης ο -> με χείλια σαν του ζουρνά ~ ζουρναχείλης Παμπούκης 1988

ζουρνάχιν το -> είδος όστρακου ~ ζουρνάχ Πόντος  |  ζουρνάχιν Πόντος

ζουρνεύω -> μυξοκλαίω ~ ζουρνεύω Πόντος

ζουρνόξλου του -> ξύλο που κάνει για να φτιαχτεί ζουρνάς ~ ζουρνόξλου Πιερία

ζουρόπι το -> σύνεργο του μαραγκού ~ ζουρόπι Βλαστός 1931

ζουρός -> βρόμικος ~ ζουρός Κύπρος ~ θηλυκό: ζουρή Κύπρος  |  ουδέτερο: ζουρόν Κύπρος

ζουρουβάβου η -> παιδί που το πρόσωπό του μοιάζει με γριά ~ ζουρουβάβου Ιωάννινα

ζούρους -> φιλάσθενος (λόγιο)  |  καχεκτικός (λόγιο)  |  μικροκαμωμένος ~ ζούρους Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ θηλυκό: ζούρα Ίμβρος ~ ουδέτερο: ζούρου Ίμβρος

ζουρπώνω -> προσκολλούμαι (λόγιο)  |  κουλουριάζομαι ~ ζουρμπώνω Κρήτη  |  ζουρπώνω Κρήτη

ζούρτα τα -> τα τουρσιά ~ ζούρτα Πόντος

ζουρτεύκω -> παχαίνω, χοντραίνω ~ ζουρτεύκω Κύπρος

ζουρτεύουμι -> στενοχωριέμαι ~ ζουρτεύουμι Πιερία

ζούρτης -> παχύς, χοντρός ~ ζούρτης Κύπρος ~ ουδέτερο: ζουρτούιν Κύπρος

ζουρτιάζουμι -> ζορίζομαι ~ ζουρτιάζουμι Κοζάνη

ζουρώ -> ζουριάζω (κατσιάζω) ~ ζουράου Νότια Εύβοια  |  ζουρώ Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Θράκη

ζούρωμαν το -> βρόμισμα ~ ζούρωμαν Κύπρος

ζουρωμένη -> γυναίκα με περίοδο (εμμηνόρροια) ~ ζουρωμένη Κύπρος

ζουρώννω -> τοκίζω ~ ζουρώννω Κύπρος

ζουρώνομαι -> στεναχωριέμαι ~ ζουρώνομαι Μάνη

ζουρώνω -> μαζεύω σκουπίδια  |  λερώνω  |  βρομίζω ~ ζουρώννω Κύπρος  |  ζουρώνου Μάνη ~ ζουρώννομαι Κύπρος

ζούσια η -> μέση, οσφύς (λόγιο)  |  ζούσια Λυκία

ζούσινο το -> κατσίκι ~ ζούσινο Μύκονος

ζουτερικά τα -> οι τόκοι ~ ζουρευτικά Βλάχος 1659

ζουτλιάρκους ου -> ο τρόπος του ζητουλιάρη ~ ζουτλιάρκους Γρεβενά ~ θηλυκό: ζουτλιάρκ Γρεβενά ~ ουδέτερο: ζουτλιάρκου Γρεβενά

ζουτλιαρλίκ του -> η ζητιανιά ~ ζουτλιαρλίκ Γρεβενά

ζουτουλαρίκ του -> ζητιανιά ~ ζουτλαρλίκ Καστοριά  |  ζουτουλαρίκ Καστοριά

ζούτσα η -> λιπαρό κατακάθι  |  αλβανικό zhut-i ~ ζούτσα Meyer 1894, Ηπίτης 1908, Ιωάννινα, Καστοριά

ζούτσια η -> ζαβολιά ~ ζουτσιά Λέσβος

ζούτσος -> χλιαρός ~ ζούτσος Δελβίνο

ζούτσου η -> νεογέννητο κορίτσι ~ ζούτσου Πιερία

ζούφα η -> σκοτεινό μέρος  |  γωνιά ~ ζούφα Σαράντα Εκκλησιές

ζουφάδα η -> αχαμνάδα, ισχνότητα (λόγιο) ~ ζουφάδα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζουφαίνω -> αχαμναίνω, ισχναίνω (λόγιο) ~ζουφαίνου Πιερία  |  ζουφαίνω Δημητράκος 1938, Ρόδος  |  ντζουφαίνομαι Κάρπαθος

ζουφάκια τα -> τα αρχίδια, τα αχαμνά ~ ζουφάκια Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κάρπαθος  |  ντζουφάκια Κάρπαθος

ζούφαλος -> τζούφιος  |  άκαρπος ~ ζούφαλος Δελβίνο, Θεσπρωτία ~ θηλυκό: ζούφαλη Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζούφαλο Δελβίνο

ζουφιάζω -> γίνομαι ζούφιος (για καρπό) ~ ζουφιάζου Ιωάννινα, Καρδίτσα  |  ζουφιάζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζοφιάζω Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κέρκυρα

ζούφιασμα το -> για κάτι που είναι κούφιο, τζούφιο  |  τιποτένιος (λόγιο) ~ ζόφιασμα Βλαστός 1931  |  ζούφιασμα Σάμος

ζούφιος -> για καρπό που το εσωτερικό του είναι ζαρωμένο και χαλασμένο ~ ζούφης Δρόπολη  |  ζούφιος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία, Μύκονος, Πωγώνι, Σέριφος, Σύρος, Τήνος  |  ζούφιους Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Μαγνησία, Πιερία, Σέρρες, Σαρακατσάνικα, Τρίκαλα, Χαλκιδική  |  ζούφκιος Αμοργός  |  ζούφλιος Ηπίτης 1908  |  ζουφός Κάρπαθος, Κρήτη, Ρόδος  |  ζούφους Ήπειρος  |  ζοφός Somavera 1709, Legrand 1882, Κέρκυρα, Κρήτη, Μύκονος  |  ζφος Σαρακατσάνικα  | ντζούφιος Κάρπαθος  |  ντζουφός Κάρπαθος  |  τζούφιος Ηπίτης 1910, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  τζούφιους Μαγνησία ~ θηλυκό: ζούφια Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Μύκονος, Σαρακατσάνικα  |  ζοφή Μύκονος  |  τζούφια Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: ζίφαλο Πωγώνι  |  ζόφριο Κύθηρα  |  ζουφιάρικο Δρόπολη  |  ζούφιο Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Θεσπρωτία, Μύκονος  |  ζούφιον Πόντος  |  ζούφιου Σαρακατσάνικα  |  ζοφό Μύκονος  |  τζούφιο Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ηλεία  |  πληθυντικός: ζούφκια Κύπρος

ζούφλα η -> ζούληγμα ~ ζούφλα Αρκαδία

ζουφλιάρης -> ζουληγμένος ~ ζουφλιάρης Αρκαδία ~ θηλυκό: ζουφλιάρα Αρκαδία ~ ουδέτερο: ζουφλιάρικο Αρκαδία

ζούφλιασμα -> ζούληγμα ~ ζούφλα Αρκαδία

ζουφός -> αχαμνός, ισχνός (λόγιο), καχεκτικός (λόγιο), μαραγκιασμένος ~ ζούφιος Δημητράκος 1938  |  ζούφιους Θάσος, Ιωάννινα  |  ζουφός Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ημαθία, Κρήτη, Πιερία  |  ζοφός Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κοζάνη, Κύθηρα ~ θηλυκό: ζουφή Δημητράκος 1938  |  ζούφια Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζούφιο Δημητράκος 1938  |  ζουφό Δημητράκος 1938 ~ υποκοριστικό: ζουφάκι Δημητράκος 1938  |  ζουφούτσκους Πιερία

ζουφουλιάζου -> κρύβω ~ ζουφουλιάζου Χαλκιδική ~ ζουφουλιάζουμι Χαλκιδική

ζουφώ -> ζουφαίνω ~ ζουφώ Δημητράκος 1938

ζουφώ -> ρουφώ και αδειάζω ~ ζουφώ Ηπίτης 1908, Ήπειρος

ζουφώνου -> κρύβω ~ ζουφώνου Χαλκιδική ~ ζουφώνουμ Σαράντα Εκκλησιές

ζουχνάου -> σπρώχνω ~ ζουχνάου Άρτα

ζουχνιάζου -> έχω δύσπνοια ~ ζουχνιάζου Ίμβρος ~ μετοχή: ζουχνιασμένους Ίμβρος

ζουχούνα η -> δύσπνοια (λόγιο) ~ ζουχούνα Ίμβρος

ζουχούνι το -> τσιγαρόβηχας ~ ζουχούνι Κωνσταντινούπολη

ζουχουνιάρης -> που έχει τσιγαρόβηχα ~ Κωνσταντινούπολη

ζουχούνς -> βραχνός ~ ζουχούνς Ίμβρος ~ θηλυκό: ζουχούνα Ίμβρος ~ ουδέτερο: ζουχούνκου Ίμβρος

ζουχτρεύω -> ανοίγω τρύπα με μυτερό ξύλο ~ ζουχτρεύω Πόντος

ζουχτρίζω -> σπρώχνω με το πόδι ή με τον αγκώνα ~ ζουχτρίζω Πόντος

ζουχτρίν το -> μυτερό ξύλο ~ ζουχτρίν Πόντος

ζούχτρισμαν το -> σπρώξιμο με τον αγκώνα ή το πόδι ~ ζούχτρισμαν Πόντος

ζόφα η -> αθέτηση υπόσχεσης ~ ζόφα Αιτωλοακαρνανία,

ζοφάδα η -> σπογγώδης επιφάνεια ~ ζοφάδα Ηπίτης 1908

ζόφιασμα το -> το να γίνει ο καρπός ζούφιος (τζούφιος) ~ ζόφιασμα Δημητράκος 1938

ζοφίδι το -> κάτι που είναι μούσκεμα ~ ζοφίδι Πόντος

ζόφο ο -> πολύ κρύο ~ ζόφο Τσακώνικα

ζοφός -> στυφός ~ ζοφός Κέρκυρα

ζοφός -> θαμπός  |  θολός  |  σκούρος ~ ζοφφός Κύπρος ~ ουδέτερο: ζοφό Βλαστός 1931

ζοφφώνω -> θαμπώνω  |  θολώνω ~ ζοφφώνω Κύπρος

ζοχάδα η -> αιμορροΐδα (λόγιο)  |  δυστροπία (λόγιο) ~ ζοχάδα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Νάξος, Προύσα, Σύρος, Τσακώνικα, Χίος  |  ζουχάδα Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σέρρες, Φωκίδα  |  ζωχάδα Σκαρλάτος 1835, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983 ~ ουδέτερο: ζουχάδ Σέρρες ~ πληθυντικός: ζοχάδες Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Αρκαδία, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λευκάδα, Μύκονος  |  ζουχάδις Σέρρες  |  τζοχάδες Du Cange 1688

ζοχάδας ο -> άνθρωπος νευρικός και οξύθυμος (λόγιο) ~ ζοχάδας Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μύκονος, Σύρος

ζοχάδι το -> το φυτό Lactuca virosa, αγριομάρουλο ~ ζοχάδι Δημητράκος 1938  |  ζοχάρι Δημητράκος 1938 |  ζωχάδι Heldreich 1926  |  ζωχάρι Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά

ζοχαδιάζω -> γίνομαι νευρικός και οξύθυμος ~ ζοχαδιάζω Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Λευκάδα, Νάξος, Σύρος ~ ζοχαδιάζομαι ΑΠΘ 1998, Κίμωλος, Λευκάδα, Νάξος, Σύρος  |  ζουχαδιάζουμι Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι ~ μετοχή: ζουχαδιασμέμους Αιτωλοακαρνανία  |  ζοχαδιασμένος Κωνσταντινούπολη

ζοχαδιακό το -> το φυτό Teucrium polium, της αγάπης το βοτάνι, της Παναγιάς το χορτάρι, της Παναγιάς το μοσκολίβανο, της Κυράς το χόρτο, αγαποβότανο, δεσποινοβοτανιά, δεσποινοχόρτι, καρακαλόχορτο, λαγοτσοιμηθιά, λιβανάκι, λιβανόχορτο, λουτρόχορτο, νασλόχορτο, σκορπίδι, σκουρπίδι, σπληνοβότανο, παναγιόχορτο, φτεμόχορτο ~ ζοχαδιακό  |  ζωχαδιακό Heldreich 1926

ζοχαδιακός -> που υποφέρει από ζοχάδες (αιμορροΐδες)  |  δύστροπος (λόγιο) ~ ζοχαδιακός Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Νάξος ~ θηλυκό: ζοχαδιακή Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998  |  ουδέτερο: ζοχαδιακό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ζοχαδιάρης -> ζοχαδιακός ~ ζουχαδιάρς Αιτωλοακαρνανία  |  ζοχαδιάρης Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Κεφαλονιά ~ θηλυκό: ζοχαδιάρα Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998  |  ουδέτερο: ζοχαδιάρικο Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998

ζοχάδιασμα το -> ο εκνευρισμός που προκαλείται από την ενόχληση των ζοχάδων ~ ζουχάδιασμα Αιτωλοακαρνανία  |  ζοχάδιασμα

ζοχαδόχορτο το -> το φυτό Ranunculus ficaria, σπορδακέλα, σπορδάκλα, σφουρδάκλα, σφουρδακύλα, μικρό χελιδονόχορτο ~ ζοχαδόχορτο Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζυγαδόχορτο Heldreich 1926, Δημητράκος 1938  |  ζωχαδόχορτο Heldreich 1926, Δημητράκος 1938

ζοχάρ του -> ζοχός ~ ζοχάρ Μαγνησία

ζοχάριν το -> η Αφροδίτη (πλανήτης) ~ ζοχάριν Κύπρος

ζοχοπληγή η -> κρυφή πληγή ~ ζοχοπληγή Νάξος

ζοχός ο -> φυτά του γένους Sonchus και το φυτό Lactuca sativa~ αζζόχος Νίσυρος  |  άτσοχας Heldreich 1926, Νάξος  |  άντοζοχας Φούρνοι  |  ζζοκχός Νίσυρος  |  ζζούχχο Καλαβρία  |  ζζόχχος Κως  |  ζογκό Τσακώνικα  |  ζόγκος Κορινθία  |  ζογκό Τσακώνικα  |  ζογκός Κορινθία  |  ζουγκός Σάμος  |  ζουχάρ Σάμος  |  ζουχός Σάμος, Φωκίδα  |  ζοχιός Ηλεία, Κέρκυρα, Φωκίδα  |  ζόχο Τσακώνικα  |  ζοχός Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Γεννάδιος 1914, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, ΚέρκυραΚύθηρα, Λακωνία, Μέγαρα, Μύκονος, Προύσα, Ρόδος, Σύρος, Τήνος  |  ζόχχος Κύπρος, Ρόδος  |  ζόχος Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, ΑΠΘ 1998, Άνδρος, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Κύπρος, Λευκάδα, Μύκονος, Χίος  |  ζόχους Αιτωλοακαρνανία, Θάσος, Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος  |  ζώχος Heldreich 1926  |  ζωχός Σκαρλάτος 1835, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938  |  ντσόχος Γεννάδιος 1914  |  ντζοχός Πελοπόννησος  |  σεγκός Heldreich 1926  |  σόγκος Ρόδος  |  σσόχος Κάρπαθος  |  σφαγκός Μέγαρα  |  τζούχο Καλαβρία  |  τζούχχο Καλαβρία  |  τσαχό Τσακώνικα  |  τσόχος Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Θήρα, Σπάρτη  |  τσοχός Heldreich 1926, Κάρπαθος, Κύθηρα, Χίος  |  τσώχος Heldreich 1926  |  σωχός Heldreich 1926  |  σωχούς Heldreich 1926~ ουδέτερο: ζουγκάρ Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια  |  ζουχάρ Καρδίτσα  |  ζουχί Χαλκιδική  |  ζοχ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καρδίτσα, Φθιώτιδα  |  ζόχι ΑΠΘ 1998  |  ντζόχι Φούρνοι  |  τζοχό Ηλεία ~ θηλυκό: ζουχιά Πιερία  |  ζοχή Du Cange 1688 ~ πληθυντικός: ζοχιά (τα) Αχαΐα  |  ζουχιά (τα) Σαρακατσάνικα , Σαρακατσάνικα  |  ζοχοί (οι) Ακαδημία 2016  |  ζόχοι (οι) Ακαδημία 2016

ζυγά τα -> ο αστερισμός του Ωρίωνα, αλετροπόδα ή ζυγάλετρα ~ ζυγά Κύθηρα

ζυγάζω -> βάζω τα ζώα στο ζυγό ~ ζυγάζω Πόντος

ζύγαινα η -> το ψάρι Sphyrna zygaena (ή Zygaena malleus Valenciennes), πατερίτσα ~ ζύγαινα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Μάνη  |  ζύαινα Άνδρος, Θήρα, Κύπρος, Νάξος

ζυγάλετρα τα -> τα σύνεργα για το όργωμα  |  ο αστερισμός του Ωρίωνα ~ ζγάλετρα Λευκάδα  |  ζγάλιτρα Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα  |  ζυάλετρα Άνδρος, Κύπρος  |  ζυγάλετρα Αρκαδία, Ηλεία, Κορινθία, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία  |  ντζυάλοτρα Κάρπαθος ~ αρσενικό: ζγάλιτρου Ίμβρος  |  ζυγάλετρο Βλαστός 1931, Χίος ~ θηλυκό: (η) ζυγαλέτρα (Ωρίωνας) Πωγώνι

ζυγαράζω -> ζυγίζω κάτι με τη χούφτα μου ~ ζυγαράζω Πόντος

ζυγαρεύω -> ισορροπώ (λόγιο) ~ ζυγαρεύω Βούρμπιανη

ζυγάρι το -> ή μανέλα, γερό κοντάρι (για τη μεταφορά πραγμάτων) που στερεώνεται στον ώμο ~ ζυγάρι Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Μεσσηνία

ζυγαριά η -> όργανο για το μέτρημα του βάρους ~ ζαχαρέα Πόντος  |  ζγαριά Πιερία  |  ζουγαρέα Παλιά Αθήνα  |  ζυαριά Θήρα, Λυκία, Νάξος, Ρόδος, Φούρνοι  |  ζυαρκά Κύπρος  |  ζυγαζία Τσακώνικα  |  ζυγαρά Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708  |  ζυγαρέα Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Du Cange 1688, Κύθηρα, Πόντος  |  ζυγαρειά Germano 1622  |  ζυγαρία Τσακώνικα  |  ζυγαριά Portius 1635, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Λακωνία  |  ντζυαρέρα Κάρπαθος  |  ντζυαριά Κάρπαθος ~ υποκοριστικό: ζυγαροπούλα Βλάχος 1659

ζυγαριάζω -> ζυγίζω  |  στοιχίζω (λόγιο), αραδιάζω ~ ζγαριάζου Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα  |  ζυγαριάζω Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βούρμπιανη ζυγαριάζομαι Somavera 1709 ~ ζγαριασμένους Αιτωλοακαρνανία

ζυγαριαστής ο -> ζυγιαστής ~ ζυγαριαστής Portius 1635, Somavera 1709

ζυγαρίζω -> μένω με ανοιχτά φτερά στον αέρα ψάχνοντας για λεία (για αρπαχτικά πουλιά)  |  ισορροπώ (λόγιο) ~ ζυγαρίζω Πρωία 1933, Κέρκυρα ~ ζυγαρίζομαι Κέρκυρα

ζυγαρικά τα -> ξύλα του αργαλειού (είναι παράλληλα με τα ποδαρικά) ~ ζυγαρικά Ζάκυνθος

ζυγαρίτσα η -> βόλι ~ ζυγαρίτσα Ηλεία

ζυγή η -> ζευγάρι (οργανοπαίκτες, ζώα για όργωμα) ~ ζζυγή Νίσυρος  |  ζη Ρόδος  |  ζύα Κύθνος, Χίος  |  ζυγή Legrand 1882, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Αρκαδία, Κύθηρα, Κύπρος, Λυκία, Πωγώνι  |  ζυή Κύπρος, Πόντος  |  ντζυή Κάρπαθος ~ αρσενικό: ζγας Καππαδοκία

ζύγι το -> το ζύγισμα  |  η ζυγαριά  |  τα σταθμά (λόγιο)  |  το νήμα με το βαρίδι ~ ζγι Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη  |  ζυ Καππαδοκία, Ρόδος, Πιερία, Σέρρες  |  ζυγ Άρτα, Καππαδοκία, Κοζάνη, Προύσα, Σάμος  |  ζύγι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αντικύθηρα, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Καππαδοκία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Λυκία, Μάνη, Νότια Εύβοια, Πόντος, Σύρος, Τσακώνικα  |  ζύγιν Λυκία, Πόντος  |  ζύδι Ρόδος  |  ζύδιν Κύπρος  |  ζύι Θήρα, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Μεγανήσι, Μύκονος, Νάξος  |  ζύιν Κύπρος, Νίσυρος, Χίος  |  ζυν Κύπρος, Πόντος, Ρόδος  |  ντζύιν Κάρπαθος  |  ντζυν Κάρπαθος

ζυγιά η -> ζευγάρι  |  μουσικό συγκρότημα  |  το ζύγι  |  ο ζυγός ~ ζγια Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ημαθία, Ιωάννινα, Κίμωλος, Κοζάνη, Πάρος, Σάμος, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ζύα Θήρα, Κύθνος, Μύκονος, Πάρος, Χίος  |  ζυγιά Passow 1860, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Ηλεία, Ιωάννινα, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Λυκία, Μεσσηνία, Μύκονος, Σκιάθος

ζυγιά η -> ζυγαριά ~ ζυγιά Somavera 1709

ζυγιάζω -> ζυγίζω  |  εξισορροπώ (λόγιο) ~ ζγάζου Λέσβος  |  ζγιάζου Αϊβαλί, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Χαλκιδική  |  ζζυάζζω Νίσυρος  |  ζυάζου Βόρεια Εύβοια  |  ζυάζω Άνδρος, Καστελλόριζο, Ηλεία, Θήρα, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Μύκονος, Νάξος, Πόντος, Ρόδος, Φούρνοι, Χάλκη, Χίος  |  ζυάστου Κύπρος  |  ζυάω Πόντος  |  ζυγιάζου Καππαδοκία, Μάνη, Τσακώνικα  |  ζυγιάνου Λυκία  |  ζυγιάζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αχαΐα, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Καππαδοκία, Κεφαλονιά, Τσακώνικα, Πόντος, Ρόδος  |  ζιάζω Ηπίτης 1908  |  ντζυάτζω Κάρπαθος ζγιάζουμι Καστοριά  |  ζυάζουμαι Κύπρος  |  ζυγιάζουμαι Μάνη  |  ζυγιάζομαι Germano 1622, Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζυγιέμαι Δημητράκος 1938 ~ μετοχή: ζυασμένος Κρήτη  |  ζυγιασκούμενε Τσακώνικα  |  ζυγιασμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ακαδημία 2016  |  ζυγιασμένους Καστοριά

ζύγιασμα το -> ζύγισμα  |  υπολογισμός (λόγιο) ~ ζύαγμαν Πόντος  |  ζύαμαν Πόντος  |  ζύασμα Θεσσαλονίκη, Θήρα, ΚοζάνηΡόδος, Σέρρες  |  ζύασμαν Κύπρος, Ρόδος  |  ζύγιασμα Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζύγιαγμαν Πόντος  |  ζύγιασμαν Πόντος  |  ντζύασμα Κάρπαθος

ζυγιαστής ο -> που δουλεύει σε μεγάλη ζυγαριά ~ ζυαστής Σάμος  |  ζυγιαστής Germano 1622, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζυγιάστρα Δημητράκος 1938 ~ πληθυντικός: ζγιστάδις Σέρρες  |  ζυγιαστάδες Δημητράκος 1938

ζυγιαστόξυλο το -> ζυγόξυλο ~ ζγιστόξλου Ιωάννινα  |  ζυγιαστόξυλο Ηλεία

ζυγίζω -> μετρώ το βάρος ενός σώματος με ζυγαριά  |  σταθμίζω (λόγιο)  |  υπολογίζω (λόγιο) ~ ζγίζου Ίμβρος  |  ζυγίζου Μάνη  |  ζυγίζω Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζύζω Πόντος  |  ζυίζω Πόντος ~ ζυγίζομαι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Μάνη ~ μετοχή: ζυγισμένος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016

ζυγιοκρίκ το -> ο κρόκος του ζυγού της άμαξας ~ ζυγιοκρίκ Καππαδοκία  |  τζυγιοκρίκ Καππαδοκία

ζυγιόπαλα τα -> καρφιά στο ζυγό ~ ζυγιόπαλα Καππαδοκία  |  τζυγιόπαλα Καππαδοκία

ζύγισμα το -> η μέτρηση του βάρους ενός σώματος με ζυγαριά ~ ζύασμα Καππαδοκία  |  ζύγισμα Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ακαδημία 2016Λυκία, Μάνη  |  ζύισμαν Πόντος

ζυγιώτης ο -> βουνίσιος  |  αντίθετο: καμπίσιος ~ ζυγιώτης Δημητράκος 1938

ζυγογύρα η -> ξύλινο παιχνίδι, «το γύρω-γύρω όλοι» ~ ζυγογύρα Πόντος  |  ζυγοΰρα Πόντος  |  ζυγουύρα Πόντος ~ ουδέτερο: ζυγογύριν Πόντος

ζυγογυράζω -> γυρίζω τα ζώα στο αλώνι για να αλωνίζουν ~ ζυγογυράζω Πόντος  |  ζυγοϋράζω Πόντος

ζυγοδιώχτες οι -> ο αστερισμός του Σείριου, ο Αβτζή-Γιαννάκης ~ ζυγοδιώχτες Κύθηρα

ζυγοκιάνου -> πληγώνομαι από το ξύλο του ζυγού (για ζώα) ~ ζυγοκιάνου Τσακώνικα

ζυγόλουρο το -> ιμάντας που συνδέει το ζυγό με το αλέτρι ~ ζγόλουρο Πάρος  |  ζγόλουρου Ίμβρος  |  ζγουλούρ Πιερία, Σέρρες  |  ζόλουρο Θήρα  |  ζυγόλιουρε Τσακώνικα  |  ζυγολούρι Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Τσακώνικα  |  ζυγόλουρο Δημητράκος 1938  |  ζυγολώρ Καππαδοκία, Πόντος  |  ζυγολώριν Πόντος  |  ζυγοούρι Τσακώνικα  |  ζυόλουρο Θήρα, Χάλκη  |  τζυγολώρ Καππαδοκία ~ αρσενικό: ζγόλιρους Ίμβρος ~ πληθυντικός: ζγόλουρα Ίμβρος  |  ζζυόλουρα Νίσυρος  |  ζυγόλουρα Μάνη, Μέγαρα  |  ζυγολούρια Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζύλουρα Κρήτη  |  ντζυόλουρα Κάρπαθος

ζυγολωράζω -> φέρνω το ζυγολούρι κοντά στο πιο δυνατό βόδι ~ ζυγολωράζω Πόντος

ζυγολωρίαμαν τα -> η μεταφορά το ζυγολουριού κοντά στο πιο δυνατό βόδι ~ ζυγολωρίαμαν Πόντος

ζυγοματερός -> ίσιος ~ ζυγοματερός Κρήτη ~ θηλυκό: ζυγοματερή Κρήτη ~ ουδέτερο: ζυγοματερό Κρήτη

ζυγονάζω -> βάζω τα ζώα στο ζυγό ~ ζυγονάζω Πόντος

ζυγονόμι το -> σιδερένια περόνη που κρατάει τη ζεύλα στο ζυγό ~ ζυγονόμι Αρκαδία

ζυγόξυλο το -> το ξύλο του ζυγού του αλετριού  |  το ξύλο που κρατάνε στο ζύγισμα με το καντάρι ~ ζγόξλου Ίμβρος  |  ζυγόξυλο Πωγώνι

ζυγοπάλεμα το -> ισοδυναμία (λόγιο) ~ ζυγοπάλεμα Αρκαδία

ζυγοπαλεύω -> ισοδυναμώ (λόγιο) ~ ζυγοπαλεύω Αρκαδία

ζυγός -> διπλός ~ ζγος Πιερία, Σέρρες, Φωκίδα  |  ζυγό Τσακώνικα  |  ζυγός Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κύθνος, Μάνη, Σύρος  |  ζυός Θήρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κρήτη, Κύπρος, Νάξος, Ρόδος, Σύρος, Χίος  |  ντζυός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζυγή Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: ζυγό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Νάξος  |  ζυγών Πόντος  |  ζυγώνιν Πόντος |  επίρρημα: ζύα Κύπρος, Λυκία, Ρόδος  |  ζυγά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Passow 1860, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Πελοπόννησος

ζυγός ο -> το ξύλο που ζεύουν τα ζώα για όργωμα  |  Buck List: 10.78, yoke  |  αρχαίο ΖΥΓΟΣ, ινδοευρωπαϊκό *ieug- Beekes 2010 ~ ζγος Άρτα, Ευρυτανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Μύκονος, Πιερία  |  ζζυός Κως, Νίσυρος  |  ζυγό Τσακώνικα  |  ζυγός Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Σύρος  |  ζυός Κύπρος, Ρόδος  |  ζύος Ρόδος  |  ζουγός Μέγαρα  |  ντζυός Κάρπαθος

ζυγός ο -> ύφασμα που ρίχνει ο κουμπάρος στο κεφάλι του ζευγαριού κατά το στεφάνωμα ~ ζυγός Βούρμπιανη, Θεσπρωτία

ζυγόσταυρος ο -> ξύλινη βάση που πάνω της χτίζονται οι καμάρες των γεφυριών ~ ζυγόσταβρος Βλαστός 1931  |  ζυγόσταυρους Ήπειρος

ζυγότρυπα η -> τρύπα στο ζυγό του αλετριού ~ ζυγότρυπα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζυγού η -> φορείο (λόγιο) ~ ζυγού Καππαδοκία

ζυγούδ το -> η ζεύλα του ζυγού ~ ζυγούδ Πόντος

ζυγουρήσιος -> προερχόμενος από αρνί ζυγούρι (κομμάτι κρέας) ~ ζυγουρήσιος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: ζυγουρήσια Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: ζυγουρήσιο Δημητράκος 1938

ζυγούρι το -> αρνί στο δεύτερο χρόνο της ηλικίας του ~ ζγουρ Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ημαθία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Πιερία, ΠρέβεζαΣαρακατσάνικα, Σέρρες, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ζυγούρι Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Αχαΐα, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύμη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία  |  ζυούρι Βάλληνδας 1887 ~ το θηλυκό: ζυγούρα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Θεσπρωτία, Λακωνία, Μάνη  |  ζγούρα Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Σαρακατσάνικα  |  ζγουράδα Κοζάνη ~ υποκοριστικό: ζγουράδ Πιερία  |  ζγουράτου Πιερία

ζυγουριάτης ο -> βοσκός ζυγουριών ~ ζγουριάρς ΑιτωλοακαρνανίαΣαρακατσάνικα, Φθιώτιδα  |  ζυγουριάτης Θεσπρωτία

ζυγουρολίβαδο το -> λιβάδι όπου βόσκουν τα ζυγούρια ~ ζυγουρολίβαδο Θεσπρωτία |  ζγουρουλίβαδου Σαρακατσάνικα

ζυγουρομιλιόρα η -> θηλυκό αρνί που έκλεισε τον ένα χρόνο ζωής ~ ζυγομιλιόρα Τσακώνικα  |  ζυγουρομιλιόρα Τσακώνικα

ζυγοφόρι το -> αντρόγυνο ~ ζυγοφόρι Μέγαρα

ζυγόχορτο το -> κάποιο βότανο, βδόχορτο, δαγκαφτάνι, ζευλόχορτο ~ ζγόχορτο Πάρος  |  ζυγόχορτο Πάρος  |  ζυόχορτο Πάρος ~ αρσενικό: ζγόχορτος Πάρος  |  ζυόχορτος Πάρος

ζύγρα η -> υγρασία (λόγιο) ~ ζύγρα Βλαστός 1931, Ίμβρος

ζυγροκαύκαη -> ζυγρότα κατσίκα χωρίς κέρατα ~ ζυγροκαύκαη Χάλκη

ζυγρότα -> κατσίκα άσπρο μπροστά και μαύρη πίσω ~ ζυγρότα Χάλκη

ζυγρός -> υγρός (λόγιο) ~ ζυγρός Lange 1708, Βλαστός 1931

ζυγρός -> ζυγρώτης ~ ζυγρός Ρόδος

ζυγρώτης -> μαύρο ζώο με άσπρο ή κοκκινωπό κεφάλι ~ ζυγρώτης Ρόδος  |  θηλυκό: ζυγρώτα Ρόδος

ζύγωμα το -> ξύλινο φορείο ~ ζύγωμα Καππαδοκία

ζύγωμα το -> πλησίασμα (λόγιο) ~ ζύγουμα Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά, Φωκίδα  |  ζύγωμα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζυγώνω -> σιμώνω, πλησιάζω (λόγιο)  |  καταδιώκω (λόγιο)  |  ενώνω (λόγιο)  |  βάζω τα ζώα στο ζυγό του αλετριού ~ ζζυγώννω Νίσυρος  |  ζζυώννω Κάλυμνος, Κως  |  ζγώνου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζγώνω Πάρος  |  ζυγούνου Τσακώνικα  |  ζυγώνου Λυκία, Μάνη  |  ζυγόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Ηπίτης 1908  |  ζυγώνω Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία, Τσακώνικα, Χίος  |  ντζυγώνω Φούρνοι  |  ντζυώννω Κάρπαθος ~ μετοχή: ζυγωμένος Βεντότης 1790  |  ζγουμένους Αιτωλοακαρνανία

ζυγωτό το -> κυνηγητό (παιχνίδι) ~ ζυγωτό Κρήτη

ζυδιά η -> δέντρο που μοιάζει με τον πλάτανο ~ ζυδιά Ρόδος  |  ζυτιά Ρόδος

ζύδια τα -> ο ζυγός της πατήτρας στον αργαλειό ~ ζύδια Ρόδος

ζυδιένος -> φτιαγμένος από ξύλο ζυδιάς ~ ζυδιένος Ρόδος

ζύμα α -> ζυμάρι ~ ζύμα Τσακώνικα

ζύμα το -> η ποσότητα της αλεσιάς στο λιοτρίβι (ίση με τέσσερα μεγάλα σακιά ελιάς ή 240 περίπου κιλά) ~ ζύμα Κέρκυρα ~ πληθυντικός: ζύματα Κέρκυρα

ζυμαϊριάζου -> γίνομαι μαλακός σαν ζυμάρι ~ ζυμαϊριάζου Μάνη

ζυμαλιάζω -> ζυμώνω ~ ζυμαλιάζω Κύπρος

ζυμαρένιος -> φτιαγμένος από ζυμάρι ~ ζυμαρένιος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882 ~ θηλυκό: ζυμαρένια Somavera 1709, Legrand 1882  |  ουδέτερο: ζυμαρένον Κύπρος

ζυμάρι το -> ζύμη (λόγιο)  |  Buck List: 5.53, dough  |  αρχαίο ΖΥΜΗ, ινδοευρωπαϊκό *iuHs- Beekes 2010 ~ αζμάρι Πάρος  |  ζμαρ Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Λέσβος, Λάρισα, Λήμνος, Μαγνησία, Πάρος, Πιερία, Πόντος, Πρέβεζα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζουμάρ Πόντος  |  ζουμάρι Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Σύμη  |  ζυμάζι Τσακώνικα  |  ζυμάρ Καππαδοκία, Πόντος  |  ζυμάρι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κύθηρα, Λυκία, Μάνη, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα  |  ζυμάριν Du Cange 1688, Πόντος, Ρόδος  |  ζουμάρι Βούρμπιανη  |  ντζυμάρι Φούρνοι  |  ντζυμάριν Κάρπαθος  |  οζμάριν Πόντος  |  τζομάρι Απουλία  |  τζουμάρι Απουλία ~ υποκοριστικό: ζμαρούδ Ίμβρος, Λήμνος  |  ζυμαράκι Ακαδημία 2016

ζυμαρίθρα η -> είδος λαχανικού ~ ζυμαρίθρα Κεφαλονιά

ζυμαρίθρα η -> σβόλος αλευριού στο προζύμι ή στο ψωμί ~ ζυμαρίθρα Αρκαδία

ζυμάρικα τα -> δίδυμα, διπλάρικα, μπινιάρικα ~ ζμάρκα Θάσος  |  ζυμάρικα Πόντος, Τσακώνικα

ζυμαρική η -> ζυμαρολακάνη ~ ζυμαρική Ρόδος

ζυμαρικό το -> συνήθως τον πληθυντικό, οι πάστες (μακαρόνια, κριθαράκι, φιδές, μανέστρα κλπ.) ~ ζμαρκό Λήμνος, Σαμοθράκη  |  ζουμαρικόν Πόντος  |  ζυμαρικό Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Τσακώνικα  |  ζυμαρικόν Πόντος  |  ντζυμαρικόν Κάρπαθος  |  οζμαρικόν Πόντος ~ πληθυντικός: ζυμαρικά Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Καππαδοκία  |  ζμαρκά Πιερία

ζυμαρίτικος -> ζυμαρένιος ~ ζυμαρίτικος Somavera 1709, Βεντότης 1790 ~ θηλυκό: ζυμαρίτικη Somavera 1709

ζυμαρολακάνη η -> λεκάνη για ζύμωμα ~ ζυμαρολακάνη Ρόδος

ζυμαρολόγος ο -> το ζυμάρι που μένει μαγιά για το επόμενο ζύμωμα ~ ζυμαρολόγος Κέρκυρα

ζυμαρομάντηλον το -> πανί που σκεπάζουν τη σκάφη με το ζυμάρι (για να φουσκώσει) ~ ζυμαρομάντηλον Πόντος  |  ζμαρομάντηλον Πόντος  |  οζμαρομάντηλον Πόντος

ζυμαρόξυλο το -> πλάστης ~ ζυματόξυλο Πόντος  |  ζυμαρόξυλο Πόντος

ζυμαροξύστρα η -> η ξύστρα για τη σκάφη του ζυμώματος ~ ζμαροξύστρα Πόντος  |  ζυμαροξύστρα Πόντος  |  οζμαροξύστρα Πόντος

ζυμαρόπηχτος -> συμπαγής ~ ζυμαρόπηχτος Κύπρος

ζυμαρόπιτα η -> πίτα με τυρί, αβγά και βούτυρο ~ ζμαρόπτα Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ιωάννινα, Σέρρες  |  ζυμαρόπιτα Βλαστός 1931, Θεσπρωτία

ζυμαρουλιά η -> η μυρουδιά του ζυμαριού ~ ζυμαρουλιά Μάνη

ζυμαρουλιάζου -> γίνομαι μαλακός σαν ζυμάρι ~ ζυμαρουλιάζου Μάνη

ζυμαρουλιάρης -> μαλακός σαν ζυμάρι  |  ασπρουλιάρης ~ ζυμαρουλιάρης Μάνη

ζυμαρουλιάρικος -> ζυμαρουλιάρης ~ ζυμαρουλιάρικος Μάνη

ζυμαρωμένος -> πλούσιος ~ ζυμαρωμένος Ζάκυνθος

ζυμαρώνω -> για ψωμί ή πίτα που δεν έχει ψηθεί καλά  |  γίνομαι σαν ζυμάρι  |  πιάνω το προζύμι  |  κλείνω αρμό με ζυμάρι ζμαρώνου Πιερία  |  ζμαρώνω Πόντος  | ζζυμαρώννω Νίσυρος  |  ζουμαρώνω Πόντος  |  ζυμαρώνου Μάνη  |  ζυμαρώνω Δημητράκος 1938, Μύκονος, Πόντος ~ ζουμαρούμαι Πόντος  |  ζυμαρούμαι Πόντος ~ μετοχή: ζμαρωμένος Πόντος  |  ζουμαρωμένος Πόντος  |  ζυμαρωμένος Πόντος

ζυμαρώνω -> δωροδοκώ (λόγιο) ~ ζυμαρώνω Κέρκυρα ~ ζμαρώνουμι Σάμος ζυμαρώνομαι Κέρκυρα

ζυματερή η -> λεκάνη για ζύμωμα ~ ζυματερή Ρόδος

ζύμη η -> ο πολτός από τις λιωμένες ελιές στο λιοτρίβι ~ ζύμα Κέρκυρα  |  ζύμη Νάξος, Ρόδος

ζυμί το -> είδος μυρωδικού φαγώσιμου φυτού με κίτρινο λουλούδι ~ ζυμί Μάνη ~ θηλυκό: ζύμη Μάνη

ζυμοβολιάζω -> ξυλοκοπώ ~ ζυμοβολιάζω Βάλληνδας 1887, Κύθνος

ζυμόβολος ο -> σβολιασμένο ζυμάρι ~ ζυμόβολος Βάλληνδας 1887

ζυμογαλιά -> κουτοπόνηρη ~ ζυμογαλιά Ηλεία

ζυμογαλιάζω -> ξυλοκοπώ  |  συνθλίβω (λόγιο)  |  τριγυρίζω άσκοπα ~ ζμουγαλιάζου Αιτωλοακαρνανία, Σάμος  |  ζμουγαλίζου Αλόννησος  |  ζυμογαλιάζω Βάλληνδας 1887, Κύθνος

ζυμοδκιαρτίζω -> πλάθω το ζυμάρι σε ψωμί ~ ζυμοδκιαρτίζω Κύπρος

ζυμολιά η -> ποικιλία ελιάς ~ ζυμολιά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζυμόμελη η -> γλυκό από αλεύρι, μέλι και λάδι ~ ζυμόμελη Ρόδος

ζυμοξύστες -> αμετροεπής (λόγιο) ~ ζουμοξύστες Πόντος  |  ζυμοξύστες Πόντος ~ θηλυκό: ζουμοξύστε Πόντος

ζυμοξύστρα η -> ζυμαροξύστρα ~ ζμόξστρα Καρδίτσα  |  ζουμοξύστρα Πόντος  |  ζυμοξύστρα Πόντος

ζυμοπίνακο το -> ζυμωταριά ~ ζυμοπίνακο Κρήτη

ζυμός ο -> είδος κάβουρα με μαλακό κέλυφος ~ ζυμός Χάλκη

ζυμόσκαφη η -> ζυμωταριά ~ ζυμόσκαφη Μάνη ~ ουδέτερο: ζυμοσκάφιδο Κύθηρα

ζυμοστάτες ο -> το μέρος του σπιτιού που μπαίνει η σκάφη του ζυμώματος ~ ζυμοστάτες Πόντος

ζυμουμαγειρεύου -> ασχολούμαι με τη μαγειρική ~ ζυμουμαγειρεύου Αιτωλοακαρνανία

ζυμουμαϊρέματα τα -> δουλειές της κουζίνας (ζύμωμα και μαγείρεμα) ~ ζυμουμαϊρέματα Καρδίτσα

ζυμουριάζω -> ζυμώνω ~ ζυμουριάζω Ηλεία

ζυμουσκάφδου του -> σκάφη για ζύμωμα ~ ζυμουσκάφδου Καρδίτσα

ζυμούτκο το -> σκάφη για ζύμωμα ~ ζυμούτκο Τσακώνικα ~ θηλυκό: ζυμουτκή Σέρρες

ζυμουτκό του -> δωμάτιο όπου ζύμωναν ~ ζυμουτκό Μαγνησία

ζυμοφουρνίζου -> όλος ο κύκλος της παρασκευής του ψωμιού ~ ζυμοφουρνίζου Μάνη

ζυμοφουρνίιστρια η -> αυτή που ζυμώνει και φουρνίζει ~ ζυμοφουρνίιστρια Μάνη

ζυμπραγός -> δίδυμος, διπλάρης, μπινιάρης ~ ζυμπραγός Κρήτη  |  τζυμπραγός Κρήτη ~ θηλυκό: ζυμπραγή Κρήτη ~ ουδέτερο: ζυμπραγό Κρήτη

ζυμπραγώνω -> ζευγαρώνω ~ ζυμπραγώνω Κρήτη

ζύμωμα το -> το δούλεμα του ζυμαριού ~ ζιούμουμα Κοζάνη  |  ζύμουμα Ευρυτανία, Ημαθία, Καστοριά, Κοζάνη, Τσακώνικα  |  ζύμωμα Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Λυκία, Μάνη, Τσακώνικα, Χάλκη  |  ζούμουμα Κοζάνη  |  ζούμουσμα Καππαδοκία  |  ζούμωμαν Πόντος  |  ζύμωμαν Πόντος  |  ντζύμωμα Κάρπαθος

ζυμώνω -> δουλεύω το ζυμάρι  |  Buck List: 5.54, knead ~ ζζυμώννω Καλαβρία, Κως  |  ζημώνω Lange 1708  |  ζμώνου Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρρες, Σουφλί, Τρίκαλα  |  ζμώνω Κέρκυρα, Μύκονος, Πόντος  |  ζουμώνου Καππαδοκία  |  ζουμώνω Πόντος  |  ζυμόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1908  |  ζυμούνου Τσακώνικα  |  ζυμώννω Κύπρος, Χάλκη  |  ζυμώνου Μάνη  |  ζυμώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Καππαδοκία, Κεφαλονιά, Πόντος, Τσακώνικα  |  ιτζυμώννω Απουλία  |  ντζυμώννω Κάρπαθος  |  ντζυμώνω Φούρνοι  |  τζυμώννω Απουλία, Καλαβρία ~ ζμώνουμι Καστοριά  |  ζυμώνομαι Βλάχος 1659, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζυμουμένους Καστοριά  |  ζυμωμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016  |  τζυμωμένο Απουλία

ζύμωση η -> ζύμωμα  |  το ψωμί που είναι για φούρνισμα ~ ζμως Ίμβρος  |  ζμώση Πόντος  |  ζύμωση Πόντος

ζυμωσιά η -> το αλεύρι που χρειάζεται για ένα ζύμωμα ~ ζμουσά Σάμος  |  ζμουσιά Ίμβρος, Λέσβος  |  ζμωσία Πόντος  |  ζυμουσία Τσακώνικα  |  ζυμουσιά Μαγνησία, Πιερία  |  ζυμωσιά Ηλεία  |  ζυμωσία Πόντος

ζυμώσιμον το -> ζύμωμα ~ ζμώσιμο Πόντος  | ζμώσιμον Πόντος  | ζουμώσιμον Πόντος  | ζυμώσιμον Πόντος

ζυμωτάρης ο -> ζυμωτής ~ ζυμωτάρης Κύπρος ~ θηλυκό: ζυμωτάραινα Κύπρος

ζυμωταριά η -> σκάφη για ζύμωμα ~ ζμουταριά Σάμος  |  ζμώτρα Γρεβενά, Ίμβρος, Καστοριά, Κοζάνη  |  ζυμωταριά Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος ~ ουδέτερο: ζυμωτήρι Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζυμωτήρι το -> σκάφη ή μηχάνημα για ζύμωμα ~ ζμουτήρ Κοζάνη, Σέρρες  |  ζυμωτήρι Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζυμώτρι Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζυμωτής ο -> που ζυμώνει ~ ζυμωτής Somavera 1709, Βεντότης 1790, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ζμώτρα Κοζάνη, Σέρρες  |  ζυμώιστρια Μάνη  |  ζυμώστρα Άνδρος, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κρήτη  |  ζυμώτρα Somavera 1709, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λακωνία, Ρόδος

ζυμωτό το -> το ζύμωμα ~ ζυμωτό Θήρα, Κρήτη ~ αρσενικό: ζυμωτός Ρόδος

ζυμωτός -> για ψωμί ζυμωμένο με τα χέρια και όχι σε μηχάνημα  |  ένζυμος (λόγιο) ~ ζυμουτκός Πιερία  |  ζυμουτός Πιερία  |  ζυμωτός Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Κέρκυρα, Ηλεία, Μάνη  |  ντζυμωτός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζυμωτή Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζμουτκό Σέρρες  |  ζμουτό Λέσβος, Λήμνος, Σάμος  |  ζμωτό Μύκονος  |  ζυμουτό Λυκία  |  ζυμωτό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κύθηρα  |  ντζυμωτό Κάρπαθος

ζυμωτός ο -> σκάφη-ζυμωτύρι ~ ζυμωτός Κύπρος

ζύμωτρο το -> σκάφη για ζύμωμα ~ ζύμωτρο Πόντος  |  ζούμωτρον Πόντος  |  ζύμετρο Πόντος  |  ζύμωτρον Πόντος ~ θηλυκό: ζυμώτρα Κοζάνη

ζυόλαδο το -> υγρό που βγαίνει από το δέντρο ζυδιά και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες ~ ζυόλαδο Ρόδος  |  ζυόλαδον Ρόδος  |  ζυόλαο Ρόδος  |  ζυόλαον Ρόδος

ζύομα -> πλάγια  |  λοξά ~ ζύομα Νάξος

ζυοράμματα τα -> κλωστές που δένουν στο ζυγό της πατήτρας (στον αργαλειό) ~ ζυοράμματα Ρόδος

ζυοτύριν το -> ζυγογύρα ~ ζυοτύριν Κύπρος

ζυρογία α -> βρόμα, δυσοσμία (λόγιο) ~ ζυρογία Τσακώνικα

ζυρογού -> βρομοκοπάω ~ ζυρογού Τσακώνικα

ζυφιά η -> το ζύμα (αλεσιά) ~ ζυφιά Κέρκυρα

ζυφταριά η -> ξύλινο πιεστήριο ελιών ή σταφυλιών ~ ζυφταριά Κέρκυρα, Παξοί ~ ουδέτερο: ζυφτήρι Κέρκυρα

ζύφω -> στύβω  |  πρεσάρω ~ ζίφω Portius 1635, Somavera 1709, Passow 1860, Ηπίτης 1908, Thumb 1912  |  ζύφου Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα  |  ζύφτου Ιωάννινα, Καστοριά  |  ζύφτω Βούρμπιανη, Δελβίνο  |  ζύφω Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δελβίνο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Παξοί

ζύψιμο το -> στύψιμο ~ ζύψιμο Κέρκυρα  |  ζύψμου Αιτωλοακαρνανία

ζω -> βρίσκομαι στη ζωή  |  κατοικώ (λόγιο)  |  βιώνω (λόγιο)  |  Swadesh List: 108, to live  |  Buck List: 4.74, live  |  αρχαίο ΖΩ & ΖΩΩ, ινδοευρωπαϊκό *gWeih3- *gWieh3- Beekes 2010 ~ εζζίω Καλαβρία  |  ετζώ Απουλία  |  ζάω Δελβίνο  |  ζζίω Καλαβρία  |  ζιάω Δρόπολη  |  ζίου Νότια Εύβοια, Σαρακατσάνικα  |  ζιω Lange 1708, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Καρδίτσα, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νίσυρος, Ρόδος  |  ζιώου Ηλεία  |  ζκιω Κύπρος  |  ζου Μάνη, Τσακώνικα  |  ζω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Ζάκυνθος, Θήρα, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύπρος, Λακωνία, Μύκονος, Πόντος, Σάμος, Σιάτιστα, Τσακώνικα  |  ιτζώ Καλαβρία  |  ντζίω Κάρπαθος  |  τζίω Απουλία  |  τζω Απουλία ~ μετοχή: τζημένο Απουλία

ζώατα τα -> οι εικόνες στα βιβλία ~ ζώατα Χίος

ζώβλικους -> μικροκαμωμένος αλλά δυνατός ~ ζώβλικους Πιερία

ζωγάρκεια η -> προμήθεια τροφίμων ~ ζωγάρκεια Πόντος

ζωγγραφώ -> ζωγραφίζω ~ ζωγγραφώ Κύπρος

ζωγιέρα η -> το φυτό Anthemis chia, άγρια μαργαρίτα, αρμέγκα, κουτρούλια, παπούνι ~ ζωγιέρα Δημητράκος 1938  |  ζωγιέρα από της πύργους Heldreich 1926

ζωγονεύω -> στραπατσάρω ~ ζωγονεύω Κρήτη

ζωγράφημα το -> ζωγραφιά ~ ζωγράφημα Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

ζωγραφιά η -> Buck List: 9.87, painting, picture ~ ζιγραφιά Μέγαρα  |  ζουγραφιά Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Καστοριά, Λυκία, Μέγαρα, Πάρος  |  ζουγραφκιά Κύπρος  |  ζωγραφιά Portius 1635, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Θήρα, Μάνη  |  ζωγραφία Μάνη, Πόντος  |  ζωγγραφκιά Κύπρος  |  ζωγραφκιά Κύπρος  |  ντζωγραφιά Κάρπαθος

ζωγραφίζω -> Buck List: 9.85, paint ~ ζγουραφίζου Λέσβος  |  ζγουραφίζω Σαράντα Εκκλησιές  |  ζκουραφίζου Βελβεντός  |  ζιγραφίζω Μέγαρα  |  ζουγραφίζου Καστοριά, Λήμνος, Τσακώνικα  |  ζουγραφίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κύπρος  |  ζωγγραφίζω Κύπρος  |  ζωγραφίζου Μάνη, Πόντος  |  ζωγραφίζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πόντος, Τσακώνικα  |  ντζωγραφίντζω Κάρπαθος  |  σγουραφίζω Άνδρος, Θήρα, Κρήτη ~ ζουγραφίζουμι Καστοριά  |  ζωγραφίζομαι Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ζγουραφισμένος Πάρος  |  ζουγραφισμένος Δημητράκος 1938  |  ζουγραβσμένους Καστοριά  |  μετοχή: ζωγραφισμένος Germano 1622, Βλάχος 1659, Βεντότης 1790  |  ντζωγραφισμένος Κάρπαθος

ζωγραφική η -> η τέχνη να ζωγραφίζεις ~ ζουγραφική Βλαστός 1931  |  ζωγραφική Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος

ζωγραφισία η -> κάτι το πολύ όμορφο ~ ζωγραφισία Πόντος

ζωγράφισμα το -> ζωγραφική ~ ζουγράβσμα Καστοριά  |  ζουγράφισμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938  |  ζουγράφσμα Λήμνος  |  ζωγράφισμα Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016  |  ζωγράφισμαν Πόντος

ζωγραφιστός -> ζωγραφισμένος  |  πολύ όμορφος ~ ζουγραφιστός Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος  |  ζουγραφστός Λήμνος  |  ζωγραφιστός Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Λακωνία, Μάνη  |  ντζωγραφιστός Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζωγραφιστή Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ζωγραφιστό Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ επίρρημα: ζουγραφιστά Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζουγραφστά Σάμος  |  ζωγραφιστά Δημητράκος 1938

ζωγραφόπουλο το -> νεαρός ζωγράφος ~ ζωγραφόπουλο Lange 1708

ζωγράφος ο -> ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει  |  Buck List: 9.86, painter ~ ζγουράφος Κρήτη  |  ζγουράφους Βελβεντός, Σάμος  |  ζουγράφος Βλαστός 1931, Κύπρος, Κως  |  ζουγράφους Καστοριά, Σουφλί  |  ζωγγράφος Κύπρος  |  ζωγράφος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Πόντος  |  ζώγραφος Πόντος  |  ντζωγράφος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζωγράφα Πρωία 1933  |  ζωγράφισσα Βεντότης 1790, Legrand 1882  |  ζωγράφος ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζωγραφοσύνη η -> ζωγραφική ~ ζωγραφοσύνη Legrand 1882

ζωγυριά η -> το φυτό Anagyris foetida, αβρομουσιά, αγριοκοκιά, αγριοφάσουλο, αναγύρι, ανάγυρος, ανδραβάνα, ανδράβανο, αντροΐνα, αρκολουβιά, αρόινας, βρομόκλαδο, βρομοκλάδι, βρομοκλάρι, βρομολυγαριά, βρομολυγιά, βρομοξυλιά, ψωμοδιώχτης ~ αζάουρας Πάρος  |  αζαριά Πάρος  |  αζγαριά Λέσβος  |  αζουγαριά Χίος  |  αζουριά Κως, Χίος  |  ζωγυριά Heldreich 1926, Δημητράκος 1938, Αιτωλοακαρνανία, Πάτμος  |  τζοαριά Σίκινος ~ αρσενικό: αζόγερας Heldreich 1926  |  αζόγυρος Heldreich 1926  |  αζώγερας Αργολίδα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Κρήτη, Πάτμος  |  αζώγιουρας Μέγαρα  |  αζώγυρας Αμοργός, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Μάνη, Πάτμος  |  αζωγυρέ Κρήτη  |  αζώγυρο Καλαβρία  |  αζώγυρος Λευκάδα, Τήνος, Τήλος  |  αζώγουρας Αίγινα  |  αζώυρας Κάλυμνος, Κρήτη, Λευκάδα  |  αζωυρέ Κρήτη  |  αζώυρους Θράκη  |  αζώουρος Κως  |  ασόγερας Αίγινα, Αργολίδα, Ζάκυνθος  |  ατζώγυρος Κεφαλονιά  |  τζώγερο Καλαβρία  |  τζώχερο Καλαβρία ~ ουδέτερο: αζούρι Αρκαδία  |  ατζόγερο Heldreich 1926  |  ατζώγερο Κεφαλονιά  |  ατσόγερο Γεννάδιος 1914  |  ζαουριά Πάρος  |  ζεοριά Πάρος  |  ζεουριά Πάρος  |  ζιγοριά Πάρος  |  ζιγουριά Πάρος  |  ζιοριά Πάρος  |  ζιουριά Πάρος  |  ζογύρι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζοεριά Πάρος  |  ζοριά Πάρος  |  σγαουριά Πάρος  |  τζιουριά Πάρος

ζωδάκι το -> ζούδι, ζωάκι ~ ζωδάκι Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζώδος ο -> το «κακό πεπρωμένο» ~ ζώδος Πόντος

ζωή η -> Buck List: 4.74, life ~ ζζωή Καλαβρία  |  ζουγή Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος  |  ζουή Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Καστοριά, ΛέσβοςΛυκία, Σάμος, Φωκίδα  |  ζωή Corona Preciosa 1527, Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Πόντος, Σίφνος, Τήλος, Τσακώνικα, Φολέγανδρος, Χίος  |  ντζωή Κάρπαθος  |  τζουβή Απουλία  |  τζωή Απουλία, Καλαβρία ~ υποκοριστικό: ζωήτζα Meursius 1614  |  ζωίτσα Δημητράκος 1938  |  ζωούλα Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζωή η -> το καλάμι του σταριού ~ ζωή Κύθνος

ζωηράδα η -> ζωντάνια ~ ζωηράδα Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζωκόπας -> βρομιάρης ~ ζωκόπας Δελβίνο

ζωκοπάω -> βρομοκοπώ ~ ζωκοπάω Δελβίνο

ζωκοπιάρης -> βρομιάρης ~ ζωκοπιάρης Δελβίνο ~ θηλυκό: ζωκοπιάρα Δελβίνο ~ ουδέτερο: ζωκοπιάρικο Δελβίνο

ζωκοπούρα η -> βρομιά ~ ζωκοπούρα Δελβίνο

ζώμα το -> ζώνη ~ ζώμα Lange 1708  |  ζώμαν Κύπρος

ζώματα τα -> ξύλα ενσωματωμένα στον τοίχο ~ ζώματα Σέρρες  |  ζώσματα Μαγνησία

ζωμάτες -> δυνατός ~ ζωμάτες Πόντος

ζώμαχνος -> μοχθηρός (λόγιο) ~ ζώμαχνος Ρόδος  |  σσώμαχνος Ρόδος

ζωμαχνώ -> πιέζω με τα χέρια  |  συσφίγγω (λόγιο) ~ ζωμαχνώ Ρόδος

ζωμοκυλίζω -> ξυλοκοπώ ~ ζωμοκυλίζω Πόντος  |  ζωμοκυλίω Πόντος

ζωνάδα η -> ρίγα διαφορετικού χρώματος στο τρίχωμα του ζώου ~ ζωάδα Ρόδος ζωνάδα Ρόδος

ζωναράς ο -> που φτιάχνει ζωνάρια ~ ζουναράς Somavera 1709  |  ζωναράς Somavera 1709, Βεντότης 1790

ζωναράτος -> ανδρείος  |  ριγωτός ~ ζουναράτος Βλαστός 1931  |  ζωναράτος Κεφαλονιά ~ θηλυκό: ζουναράτ Σαρακατσάνικα

ζωνάρι το -> ουράνιο τόξο (λόγιο), της γριας το λουρί, γίργιρας, δόξα, δοξάρι, θεοδόξαρο, κεραζόζα, κεραζώνη, κυρασελένη, σουσουμπάμπα ~ ζναρ του Θιού Σέρρες  |  ζουνάρ Ηλεία  |  ζουνάρι της Παναγιάς Βλαστός 1931, Λακωνία  |  ζουνάριν Κύπρος  |  ζζωνάρι ντης Ελένης Νίσυρος  |  ζωνάρι της καλόγριας Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938  |  ζουνάρι της Κυράς Legrand 1882  |  ζωνάρι της Κυράς Ηπίτης 1908  |  ζωνάρι του ουρανού Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Χίος  |  ζωνάρι της Παναγιάς Ηπίτης 1908, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Μύκονος  |  ζωνάρι του Θεού Πωγώνι

ζωνάρι το -> φαρδιά λουρίδα  |  ζώνη ~ ζζωνάρι Καλαβρία, Νίσυρος  |  ζναρ Ηπίτης 1908, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ήπειρος, Θεσσαλονίκη, Θάσος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Καππαδοκία, Κοζάνη, Λάρισα, Λήμνος, Μαγνησία, Πιερία, Πιερία, Σαμοθράκη, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα, Χαλκιδική  |  ζουνάζι Τσακώνικα  |  ζουνάρ Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Καππαδοκία, Λέσβος, Πόντος, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Χαλκιδική  |  ζουνάρι Portius 1635, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ηλεία, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Τσακώνικα  |  ζουνάριν Κύπρος, Λυκία, Πόντος  |  ζωνάρ Καππαδοκία, Πόντος  |  ζωνάρη Corona Preciosa 1527, Meursius 1614  |  ζωνάρι Germano 1622, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Καππαδοκία, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία  |  ζωνάριν Κύπρος, Πόντος  |  ζωνιάρι Θήρα  |  ντζωνάριν Κάρπαθος  |  τζουνάρι Καλαβρία  |  τζωνάρι Απουλία  |  Καλαβρία ~ θηλυκό: ζουναϊριά  |  ζουναριά Thumb 1912 ~ υποκοριστικό: ζναρούδ Σέρρες  |  ζουναράκι Somavera 1709  |  ζωναράκι Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζωνάρια τα -> γενιές ~ ζωνάρια Θεσπρωτία

ζωναροδέσιμον το -> το δέσιμο του ζωναριού ~ ζωναροδέσιμον Πόντος

ζωνάτος -> ζωσμένος ~ ζωνάτος Κύθηρα

ζωνέτιν -> ριγωτό ~ ζωνέτιν Κύπρος

ζωνετούα -> ριγωτή ~ ζωνετούα Κύπρος

ζώνη η -> Buck List: 6.57, belt, girdle ~ ζούνα Γρεβενά, Βούρμπιανη, Καστοριά, Σουφλί  |  ζούνη Μάνη  |  ζων Ίμβρος, Καστοριά  |  ζώνα Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Αμοργός, Δρόπολη, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Σαρακατσάνικα  |  ζώνη Germano 1622, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Ηλεία, Καππαδοκία, Κρήτη, Λυκία, Μάνη, Νάξος, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζώνια Κρήτη  |  ντζώνη Κάρπαθος ~ ουδέτερο: ζουνίν Κύπρος ~ υποκοριστικό: ζουναράκ Κοζάνη  |  ζωνάκι ΑΠΘ 1998  |  ζωναράκι Du Cange 1688  |  ζωνίτσα Ζάκυνθος  |  ζωνούλα ΑΠΘ 1998

ζωνιάς -> ριγωτός ~ ζουνός Ίμβρος  |  ζωνιάς Κύπρος

ζωνομπούμπουρας -> ζωνόσβουρος ~ ζωνομπούμπουρας Κρήτη

ζωνός -> ριγωτός (για τα χρώματα στο τρίχωμα ενός ζώου) ~ ζωνός Βλαστός 1931, Κρήτη  |  ντζωνός Κάρπαθος, Ρόδος ~ θηλυκό: ζουνάρω Θεσπρωτία  |  ζουνή Λέσβος, Λήμνος  |  ζωνή Κρήτη  |  ζώνου Φθιώτιδα ~ ουδέτερο: ζωνό Κρήτη

ζωνόσβουρος -> ή ζωνομπούμπουρας, το έντομο σβούρος, μπάμπουρας ή σκούρκος ~ ζουνόσβουρος Κρήτη  |  ζωνόσβουρος Κρήτη

ζώντα τα -> το σύνολο των χρόνων της ζωής κάποιου ~ ζώντα Μάνη

ζωντάδα η -> τόπος με πολλά νερά, βαρικό ~ ζωντάδα Κέρκυρα

ζωντάνεμα το -> αναζωογόνηση (λόγιο)~ ζωντάνεμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος  |  ζωντάνεμμα Σκαρλάτος 1835

ζωντανεύω -> αναζωογονώ (λόγιο) ~ ζουντανεύγου Λυκία  |  ζουντανεύγω Τσακώνικα  |  ζουντανεύου Καστοριά, Κοζάνη  |  ζωντανέβω Βλαστός 1931  |  ζωντανέγγου Τσακώνικα  |  ζωντανεύγω Somavera 1709, Καστελλόριζο, Τσακώνικα  |  ζωντανεύκω Κύπρος  |  ζωντανεύου Μάνη  |  ζωντανεύω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Πόντος  |  ντζωντανεύγκω Κάρπαθος ~ μετοχή: ζωντανεμένος Somavera 1709, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016

ζωντάνια η -> ζωηρότητα (λόγιο), ενεργητικότητα (λόγιο) ~ ζωντάνια Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζωντανό το -> κατοικίδιο ζώο  |  κουτός ~ ζουντανό Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βούρμπιανη, Βοιωτία, Ευρυτανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Πιερία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα, Φωκίδα  |  ζωντανό Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ίμβρος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Νάξος

ζωντανομάδα η -> ζωντανοσύνη ~ ζωντανομάδα Germano 1622, Du Cange 1688

ζωντανόπλακα -> παγίδα για να πιάνουν τα πουλιά ζωντανά ~ ζωντανόπλακα Κύθηρα

ζωντανός -> αντίθετο: ψόφιος, πεθαμένος  |  Buck List: 4.74, living, alive ζζωντανό Καλαβρία  |  ζζωντανός Κως  |  ζουντανέ Τσακώνικα  |  ζουντανός Σκαρλάτος 1835, Ευρυτανία, Καρδίτσα, Καστοριά, Λυκία, Νότια Εύβοια, Πόντος, Σιάτιστα, Φωκίδα  |  ζωντανέ Τσακώνικα  |  ζωντανός Meursius 1614, Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κορινθία, Κύθνος, Κρήτη, Κως, Μάνη, Πόντος, Ρόδος, Φολέγανδρος  |  ντζωντανός Κάρπαθος  |  τζωντανό Απουλία ~ θηλυκό: ζωντανή Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Καστοριά ~ ουδέτερο: ζωντανό Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Καστοριά  |  ζωντενέ Τσακώνικα ~ υποκοριστικό: ζουντάν Λέσβος ~ επίρρημα: ζωντανά Βεντότης 1790, Legrand 1882, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος

ζωντανοσύνη η -> ζωντάνια ~ ζωντανοσύνη Germano 1622, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882

ζωντανόχηρος ο -> ζωντοχήρος ~ ζωντανόχηρος Ζάκυνθος, Μάνη  |  ντζωντανόχηρος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζωντανόχηρα Ζάκυνθος, Πελοπόννησος  |  ντζωντανοχήρα Κάρπαθος

ζωντανοχωρίζομαι -> χωρίζω (για γάμο) ~ ζωντανοχωρίζομαι Μάνη

ζωντανύνω -> αναρρώνω (λόγιο) ~ ζωντανύνω Πόντος

ζωντάρ το -> η λιπαρότητα των μαλλιών ~ ζωντάρ Πάρος

ζωντάρι -> άψητο ~ ζωντάρι Αρκαδία, Ήπειρος, Θεσπρωτία

ζωντάρι το -> το ζώο ~ ζωντάρι Κρήτη  |  ντζωντάριν Κάρπαθος

ζωντάρφανος -> όταν ο γονιός έχει εγκαταλείψει το σπίτι ~ ζωντάρφανος Βλαστός 1931

ζωντή η -> η ζωή ~ ζωντή Πόντος

ζωντήρι το -> η φοράδα ~ ζωντήρι Legrand 1882, Βλαστός 1931

ζωντικό το -> ξωτικό ~ ζωντικό Άνδρος, Μύκονος

ζωντιμερό το -> ζωντίμι ~ ζωντιμερό Κύθηρα

ζωντίμι το -> ζώο  |  βόδι ~ ζουντίμ Πιερία, Σάμος  |  ζωντάμι Ζάκυνθος  |  ζωντίμι Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Μεσσηνία, Τσακώνικα

ζωντοβόλι το -> διαθήκη με την οποία το άτεκνο ζευγάρι όριζε κληρονόμο αυτόν που θα ζήσει ~ ζωντοβόλι Κέρκυρα  |  ζωντοβούλι Κέρκυρα

ζωντοβόλι το -> κοπάδι  |  ζωηρός (λόγιο) ~ ζωντοβόλι Δημητράκος 1938, Μύκονος

ζωντόβολο το -> υποζύγιο (λόγιο)  |  κουτός ~ ζηντόβολο Μάνη  |  ζιντοβόλ Κοζάνη  |  ζουντόβουλου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Σαμοθράκη, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Φωκίδα, Χαλκιδική  |  ζωντόβολε Τσακώνικα  |  ζωντόβολο Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Άνδρος, Αρκαδία, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νάξος, Πάρος  |  ζωντόβολον Du Cange 1688  |  ζωντόβοο Νάξος ~ μεγεθυντικό: ζηντοβόλακας Μάνη

ζωντόγερος ο -> ζωντόχηρος σε μεγάλη ηλικία ~ ζωντόγερος Ηλεία

ζωντόγρια η -> ζωντοχήρα σε μεγάλη ηλικία ~ ζωντόγερος Ηλεία

ζωντοθαμένος -> θαμένος ζωντανός ~ ζωντοθαμένος Βλαστός 1931

ζωντοκλάριν το -> κλαδί που μόλις κόπηκε ~ ζωντοκλάριν Πόντος

ζωντοπιάνω -> αιχμαλωτίζω (λόγιο) ~ ζωντοπιάνω Βλάχος 1659, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζωντόπιασμα το -> αιχμαλωσία (λόγιο) ~ ζωντόπιασμα Βλαστός 1931

ζωντοχήρος ο -> διαζευγμένος (λόγιο), χωρισμένος ~ ζουντόχηρους Σιάτιστα, Κοζάνη  |  ζωντόχερος Πόντος  |  ζωντοχήρο Τσακώνικα  |  ζωντοχήρος Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά  |  ζωντόχηρος Legrand 1882, Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Κύθηρα, Μάνη  |  ντζωντόχηρος Κάρπαθος ~ θηλυκό: ζουντουχήρα Λέσβος  |  ζουντόχηρα Σιάτιστα  |  ζωντοχέρα Πόντος  |  ζωντοχήρα Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Πελοπόννησος, Πόντος, Τσακώνικα  |  ντζωντοχήρα Κάρπαθος

ζωντοχωρισία η -> χωρισμός, διαζύγιο (λόγιο) ~ ζωντοχωρισία Πόντος

ζώντσα η -> στενόμακρη δαντέλα  |  δερμάτινη λουρίδα ~ ζώντσα Πιερία, Σέρρες

ζωντύφι το -> ζωύφιο (λόγιο) ~ ζωντύφι Μύκονος

ζώνω -> αρχαίο ΖΩΝΝΥΜΙ, ινδοευρωπαϊκό *ieh3s- Beekes 2010 ζζώννω Καλαβρία, Κως  |  ζούνου Κύθηρα, Μάνη  |  ζώνου Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Λυκία, Σάμος, Σιάτιστα, Τσακώνικα, Φθιώτιδα  |  ζώννω Κύπρος, Ρόδος  |  ζώνω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Καππαδοκία, Κρήτη, Πόντος, Τσακώνικα  |  ζώχνω Κεφαλονιά  |  ντζώννω Κάρπαθος  |  τζώννω Καλαβρία ~ ζούνομαι Κύθηρα, Μάνη  |  ζώννουμαι Κύπρος  |  ζώνομαι Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, ΑΠΘ 1998, Μύκονος, Πόντος  |  ζώνουμαι Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Καππαδοκία, Σέρρες, Σύμη  |  ζώνουμι Γρεβενά, Καστοριά, Φθιώτιδα ~ μετοχή: ζουμένους Καστοριά  |  ζωμένος  |  ζουμένος Μάνη  |  ζωσμένος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θήρα, Ρόδος

ζώο το -> Swadesh List: 44, animal  |  Buck List: 3.11, animal ~ αζό Λυκία  |  ζε Τσακώνικα  |  ζζο Κως, Νίσυρος  |  ζο Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αϊβαλί, Εύβοια, Ζάκυνθος, Ίμβρος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Μύκονος, Μάνη, Νάξος, Πάρος, Πόντος, Ρόδος, Σάμος, Σύρος, Τσακώνικα, Φωκίδα, Χίος  |  ζον Πόντος, Ρόδος, Χίος  |  οζό Κρήτη, Κύθηρα  |  ζυό Πάρος  |  ζω Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1908, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938  |  ζώγιον Πόντος  |  ζώγο Θεσπρωτία, Λυκία  |  ζώγον Πόντος  |  ζώγου Ιωάννινα, Καστοριά  |  ζώο Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα  |  ζώου Ευρυτανία, Καστοριά  |  ντζον Κάρπαθος  |  ντζώον Κάρπαθος  |  οντζόν Κάρπαθος  |  τζο Καλαβρία ~ θηλυκό: ζούλα Πρωία 1933 ~ υποκοριστικό: ζουάκι Ρόδος  |  ζουάκιν Ρόδος  |  ζωάκι ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζωομυρισμένος -> ζωογόνος (λόγιο) ~ ζωομυρισμένος Κύπρος

ζωοπάζαρο το -> παζάρι ζώων, ζωοπανήγυρη (λόγιο) ~ ζωοπάζαρο Πρωία 1933, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ζωός ο -> το φίδι «που φυλάει το σπίτι» ~ ζωός Πόντος

ζωοτροφία η -> τα αναγκαία τρόφιμα για τη συντήρηση της οικογένειας ~ ζωοτροφία Πόντος

ζωοτροφίζομαι -> έχω τα απαραίτητα για να ζήσω ~ ζωοτροφίζομαι Κύπρος

ζώπισσα η -> σκοτάδι ~ ζώπισσα Κύπρος

ζώπυρο το -> κάρβουνο που είναι αναμμένο μέσα στη χόβολη και το χρησιμοποιούν για να ανάψουν νέα φωτιά ~ ζώπυρο Βλαστός 1931

ζώρος ο -> τα τρόφιμα (λόγιο) ~ ζώρος Θεσπρωτία

ζώση η -> μέση, οσφύς (λόγιο)  |  ζωνάρι ~ ζώση Βλαστός 1931, Θεσπρωτία, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κύπρος  |  ζωσέ Κρήτη  |  τζώση Καλαβρία

ζώση η -> πολλά κεράκια τυλιγμένα μαζί σε ένα χαρτί ~ ζώση Κεφαλονιά

ζωσιά η -> η ζώνη  |  το σφίξιμο της ζώνης ~ ζουσά Σάμος  |  ζωσιά Ρόδος

ζώσιμο το -> το βάλσιμο της ζώνης  |  περικύκλωση (λόγιο) ~ ζούσιμο Κύθηρα, Μάνη  |  ζώσιμα Πόντος  |  ζώσιμο Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, ΠόντοςΛυκία, Μύκονος, Ρόδος  |  ζώσιμον Πόντος, Ρόδος  |  ζώσμου Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά

ζώσκοινον το -> σκοινί για να δένεται το ζώο ~ ζώσκοινον Πόντος

ζώσμα το -> πλατύ υφασμάτινο ζωνάρι  |  ζώσιμο ~ ζώσμα Βλαστός 1931, Καστελλόριζο, Ρόδος  |  ζώσμαν Ρόδος

ζωστάρι το -> ζωνάρι  |  ποδιά ~ ζουστάρ Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα  |  ζωστάρι Βλαστός 1931 ~ πληθυντικός: ζωστάρια Du Cange 1688

ζωστήρας ο -> αντρική ζώνη ~ ζωστήρας Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα ~ θηλυκό: ζουστήρα Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Σάμος, Φθιώτιδα  |  ζωστήρα Du Cange 1688, ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Κρήτη, Μεσσηνία, Πόντος  |  ζωστρή Πόντος ~ ουδέτερο: ζουστάρ Ιωάννινα, Πιερία  |  ζωστάρι Δημητράκος 1938  |  ζωστήρι Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938

ζωστικό το -> το ρούχο μέσα από το ράσο  |  αντερί ~ ζωστικό Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016, Ανδριώτης 1983

ζώστρα η -> ζώνη  |  ζωνάρι  |  ταινία (λόγιο) ~ ζώστρα Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1908, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βούρμπιανη, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Καρδίτσα, Καστοριά, Κέρκυρα, Κύπρος, Λακωνία, Λυκία, Μέγαρα, Νάξος, Πιερία, Ρόδος, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Τσακώνικα  |  ντζώστρια Κάρπαθος ~ πληθυντικός: ζώστρες Meursius 1614, Du Cange 1688

ζώτης ο -> κύριος (λόγιο)  |  αλβανικό zoti ~ ζώτης Πωγώνι

ζωτικό το -> ξωτικό  |  ζώδιο (λόγιο) ~ ζωτικό Βάλληνδας 1887

ζωχιός ο -> το φυτό Salvia tenorii Spreng. γοργογιάννη ~ ζωχιός Heldreich 1926