Λέξεις που αρχίζουν από α - αβ

 

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από α-αβ

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 21.8.2019

αναθεώρηση: 26.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

α || Απουλία, Κάρπαθος || αγία

α || Βελβεντός, Γρεβενά, Ιωάννινα, Κρήτη, Λέσβος, Μάνη, Μεσσηνία, Σάμος, Σίλλη* || άγιος

α || Απουλία, Βιθυνία*, Θήρα, Καλαβρία, Κάλυμνος, Νάξος || από

α || Τσακωνιά || ας

α || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία* || αυτό

α || Χάλκη || δα

α || Κάρπαθος, Κύπρος || εδώ

α || Θεσπρωτία, Τσακωνιά || η

α || Παξοί || μην

α || Καστελλόριζο, Κως, Λέσβος, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη, Τήλος, Τσακήλι*, Τσακωνιά, Χάλκη, Χίος || να

α || Σουφλί || ναι

α || Σουφλί || όχι

α || Λέσβος || σαν

α || Κοτύωρα* || το

α [Brighenti 1912] || δημοτική || Καστελλόριζο, Κρήτη, Κοτύωρα*, Κως, Λέσβος, Λουλέβουργας*, Νίσυρος, Ρόδος, Σαμοθράκη, Σαράντα Εκκλησιές*, Σουφλί, Σύμη, Τήλος, Τρίγλια*, Τσακήλι*, Χάλκη, Χίος || θα

α [Germano 1622] || δημοτική || Αχαΐα, Απουλία, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κως, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Νάξος, Παξοί, Ρόδος, Σάμος, Σκύρος, Τσακωνιά, Χαβουτσί*, Χίος || αν

α [Βεντότης 1790] || δημοτική || Άρτα, Αχαΐα, Εύβοια, Ηλεία, Θεσσαλονίκη, Θεσπρωτία, Ηλεία, Κοζάνη, Κορινθία, Κύπρος, Νιγρίτα, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα || τι

α [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Απουλία, Λέσβος, Λευκάδα, Νιγρίτα, Τσακήλι*, Χίος || άντε

αά || Κάρπαθος || αγία

αά || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ευρυτανία, Θεσπρωτία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Νιγρίτα, Νίσυρος, Πρέβεζα, Σιάτιστα, Σουφλί || ναι

αά || Αιτωλοακαρνανία, Απουλία, Καλαβρία, Πρέβεζα || τι

άα || Άρτα, Ιωάννινα, Καστοριά, Κως, Λέσβος, Μαγνησία, Ρόδος, Σιάτιστα, Σκόπελος, Σουφλί || όχι

ααά || Καστελλόριζο, Κυκλάδες || λίκνο

ααδιά || Σαμοθράκη || σειρά

αάζ || Σάντα*, Χαλδία* || αγιάζι

άαζου || Σαμοθράκη || αράζω

αάζω || Ικαρία, Κοτύωρα*, Χαλδία* || αγιάζω

αάζω || Βάτικα*, Βιθυνία || αλλάζω

ααθάγρα || Κάλυμνος || αφέλεια

ααθεύγκω || Κάρπαθος || χαζεύω

ααθίτζω || Κάρπαθος || χαζεύω

ααθομάρα || Κάρπαθος || αφέλεια

ααθοπρατίνα || Κάρπαθος || αγαθιάρα

ααθοπρουατίνα || Κάρπαθος || αγαθιάρα

ααθός || Κάρπαθος, Λιβίσι*, Μάκρη*, Ρόδος || αγαθιάρης

άαθος || Κάρπαθος || ρηχός

ααθοσύνη || Κάρπαθος || αφέλεια

ααθότητα || Ρόδος || αφέλεια

ααθουσύνη || Λιβίσι* || αφέλεια

ααίματους || Ευρυτανία, Καρδίτσα || αναίματος

αακίζου || Τσακωνιά || αλατίζω

αάλια || Χίος || σιγά

ααλίνιστος || Νάξος || αγαλήνευτος

αανά || Μάκρη* || εδωδά

αανά || Λιβίσι*, Χίος || τώρα

ααναχτώ || Κάρπαθος || αγανακτώ

αανέβγκω || Κάρπαθος || συκοφαντώ

αάνευτος || Κάρπαθος || ασυκοφάντητος

αάνης || Κάρπαθος || συκοφάντης

αανιά || Κάρπαθος, Νάξος || συκοφαντία

αανιάρης || Κάρπαθος || συκοφάντης

αάνισα || Κάρπαθος || συκοφάντρια

αάνιτσα || Κάρπαθος || συκοφάντρια

άανο || Νάξος, Χάλκη || άγανο

αανού || Κάρπαθος || συκοφάντρια

αάνωτος || Κάρπαθος, Νάξος || αγάνωτος

ααπάω || Κάρπαθος, Κάλυμνος, Ρόδος || αγαπώ

αάπη || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρος, Λιβίσι*, Μάκρη*, Χίος || αγάπη

αάπημα || Κάρπαθος || αγάπη

αάπημα || Κάρπαθος || συμφιλίωση

ααπημένος || Κύπρος || αγαπημένος

ααπητική || Κύπρος || γκόμενα

ααπητικιά || Κάρπαθος || γκόμενα

ααπητικός || Κάρπαθος, Κύπρος, Λιβίσι*, Χίος || γκόμενος

ααπητός || Κύπρος || αγαπητός

ααπίντζω || Κάρπαθος || συμφιλιώνομαι

ααπκιούμαι || Κύπρος || αγαπιέμαι

ααπό || Κάρπαθος || αγαπημένος

ααπό (η) || Κάρπαθος, Κύπρος, Χίος || γκόμενα

ααπός || Κάρπαθος, Κύπρος, Χίος || γκόμενος

ααπόσταου || Σαμοθράκη || καλαμποκιά

ααπού || Λιβίσι*, Μάκρη* || αγαπώ

ααπού || Λιβίσι* || γκόμενα

ααπού || Λιβίσι* || πόθεν

αάπς || Σαμοθράκη || αράπης

ααπώ || Ικαρία, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κύπρος, Χίος || αγαπώ

αάργα || Τσακωνιά || μακριά

ααργάρω || Νάξος || απομακρύνομαι

ααργιουμάδα || Λιβίσι* || αγριάδα

ααργιουμάδα || Λιβίσι* || αγριότητα

άαργιους || Λιβίσι* || άγριος

ααργουντρανού || Μάκρη* || αγριοκοιτάζω

ααρεσιά || Κάρπαθος || εργατικότητα

αάρετος || Κάρπαθος, Κύπρος || ακούραστος

αάς || Λιβίσι* || αγάς

αασία || Κάρπαθος || σειρά

άασμα || Βάτικα* || άλλαγμα

αάσμαν || Χαλδία* || αγίασμα

άασμαν || Χαλδία* || αγίασμα

αασμόν || Χαλδία* || αγιασμός

αασμός || Ικαρία, Κάρπαθος, Σάντα*, Χαλδία* || αγιασμός

αάτ || Κοτύωρα* || χαγιάτι

αάτευτο || Κάρπαθος || αβάτευτο

αάτζωτος || Νάξος || αγάντζωτος

αατίζουμ || Σαμοθράκη || εξαφανίζομαι

αάτρευτος || Σάντα*, Χαλδία* || αγιάτρευτος

αατσέρα || Βάτικα* || αλατιέρα

αάτσι || Νάξος || αλάτι

αατσίζω || Βάτικα* || αλατίζω

ααφαέρι || Κάρπαθος || μάταια

ααφαρί || Κάρπαθος || μάταια

ααφαρινά || Κάρπαθος || μάταια

άαφος || Κάρπαθος || άβαφος

ααφρύς || Νάξος || ελαφρύς

αάφτιστος || Κάρπαθος || αβάπτιστος

ααχή || Σαμοθράκη || αρχή

άαχους || Σαμοθράκη || άρχοντας

αβ || Φάρασα* || πια

αβ [Κουκκίδης 1960] || Κοτύωρα*, Λαγκαδάς, Λέσβος, Μάδυτος*, Νιγρίτα, Ουλαγάτς*, Όφις*, Σαμάκοβο*, Σάμος, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Τσακήλι*, Χαλδία* || κυνήγι

αβά || Βάτικα* || αλλά

αβάβιστος || Μάνη || αγάβγιστος

αβαβοέ || Κύπρος || προκαταβολή

Αβαγγελίστρια || Νίσυρος || Ευαγγελίστρια

αβαγή || Βάτικα* || αλλαγή

αβάγια || Μάνη || φοίνικας

αβαγιανός || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || χαμολίβανο

αβάδα || Νάξος || γαβάθα

αβαδάρω || Καστελλόριζο || αβαράρω

αβαδέ || Κεφαλονιά || ραντεβού

αβαδέος || Αρκαδία || αλογόμυγα

αβαδέρω || Καστελλόριζο || αβαράρω

αβαδέρω || Καστελλόριζο || καθελκύω

αβάδι || Νάξος || γαβάθα

αβάδωτος || Κύπρος || ανοιχτός

αβάδωτος || Κύπρος || ξεκλείδωτος

αβάζ || Σάντα || κραυγή

αβάζ || Ήπειρος || φωνή

αβάζο || Ανατολική Θράκη* || επιπλέον

αβάζος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος, Λακωνία || φωνακλάς

αβάθα || Νάξος || γαβάθα

άβαθα || Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Κεφαλονιά, Παξοί || άπατα

άβαθα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά || ρηχά

αβαθάκι || Νάξος || γαβαθάκι

αβαθάρα || Νάξος || γαβαθάρα

αβαθή || Κύπρος || αγαθιάρα

αβάθι || Νάξος || γαβάθα

αβαθίζζω || Νίσυρος || χαζεύω

άβαθνα || Ιωάννινα || άπατα

άβαθνους || Ήπειρος || άπατος

αβαθός ||  Καστελλόριζο, Κύπρος, Κως, Νίσυρος || αγαθιάρης

άβαθος [Brighenti 1912] || δημοτική || Αχαΐα, Λακωνία, Σαράντα Εκκλησιές* || άπατος

άβαθος [Germano 1622] || δημοτική || Αχαΐα, Ηλεία, Κερασούντα*, Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ρηχός

αβαθοσύνη || Καστελλόριζο || αφέλεια

αβαθούκλα || Νάξος || γαβαθάρα

αβαθούλωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβαθύλωτος || αβαθούλωτος

άβαθους || Αιτωλοακαρνανία || άπατος

άβαθους || Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρος, Καστοριά || ρηχός

αβαθοφέρνω || Νίσυρος || χαζεύω

αβάθτιστο || Καλαβρία || αβάπτιστος

αβαθύλωτος || Τρίπολη* || αβαθούλωτος

αβάιστος || Κάλυμνος, Κως, Παξοί || αλύγιστος

αβάιστος || Κάλυμνος, Κως || ισχυρογνώμων

αβάιστους || Χαλκιδική || αλύγιστος

αβάκα || Αραβανί* || άβακας

αβάκα || Κέρκυρα || γκόμενα

αβάκα || Τσακωνιά || κρυφά

αβάκα || Μάνη || μαζί

αβάκα [Brighenti 1912] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία || εταιρία

αβάκα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Λευκάδα, Μάνη, Φθιώτιδα || συμφωνία

αβάκα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Παξοί || συνεταιρικά

άβακας || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αβάκα, άμπακας, άμπακος, άμπακους, άμπαχους || άβακας

αβάκλιστος || Κύπρος || ατίναχτος

αβάκλιστος || Κύπρος || ατρύγητος

αβάλ || Πιερία || βουβάλι

αβάλ || Λευκάδα || όρμος

αβαλάνγκ || Αξός* || βελανίδι

αβαλές || Δέλβινο || βαλές

αβάλετος || Οινόη*, Όφις* || άβαλτος

αβάλη || Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Παξοί, Πάργα, Πάρος || όρμος

αβαλητό || Κύθηρα || θόρυβος

αβάλι || Θεσπρωτία || όρμος

αβάλι || Κύθηρα || χοροπηδητό

αβαλίζω || Κύθηρα || χοροπηδώ

αβάλιτε || Τσακωνιά || άβαλτος

αβαλιτός || Κύθηρα || χοροπηδητό

αβάλιτος || Νάξος || άβαλτος

αβαλλίζω [Brighenti 1912] || παιδιαρίζω

αβάλλιν || Κύπρος || λίκνο

αβάλλντοτος || Ρόδος || άβαλτος

αβαλοκοπώ || Κύθηρα || χοροπηδώ

αβαλσάμωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αμπαλσάμωτος, αμπαλτσαμάριστος, αμπαλτσάμουτους || αβαλσάμωτος

άβαλτος || & Αργολίδα, Αρκαδία, Λακωνία, Παξοί, Τραπεζούντα* || άβαλτος

άβαλτος [Brighenti 1912] || δημοτική || αφόρετος

άβαλτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αβάλετος, αβάλιτε, αβάλιτος, αβάλλντοτος, αβάλωτος, άβαλτους, άβαρτος, ανέβαρτος || άβαλτος

άβαλτους || Καστοριά, Λιβίσι*, Σέρρες, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || άβαλτος

άβαλτους || Φθιώτιδα || αφόρετος

αβάλωτος || Σύμη || άβαλτος

αβάν (του) || Σάμος || συκοφαντία

άβανα || Ζάκυνθος || σκουλήκια

αβανάκ || Αξός* || βλάκας

αβανάκης [Κουκκίδης 1960] || Βιθυνία*, Κωνσταντινούπολη, Τρίγλια* || βλάκας

αβανακιά || Σουφλί || βλακεία

αβανακλίκ || Σουφλί || βλακεία

αβανακλούγ || Χαλδία* || βλακεία

αβανακλούκ || Τραπεζούντα* || βλακεία

αβανακλούχ || Σάντα* || βλακεία

αβανακωτός || Σάντα* || αγαθιάρης

άβαναν || Οινόη* || χωρίς

αβανάξ [Κουκκίδης 1960] || Αδριανούπολη*, Κοτύωρα*, Κουβούκλια*, Σάντα*, Σουφλί, Τσακήλι*, Χαλδία || βλάκας

αβαναριά [Somavera 1709] || δημοτική || συκοφάντρια

αβαναχλιέχι || Φάρασα* || βλακεία

αβαναχλίχι || Φάρασα* || βλακεία

αβανάχος || Φάρασα* || βλάκας

αβάνεμα || Χίος || συκοφαντία

αβανεύγω || Χίος || συκοφαντώ

αβανεύκω || Κύπρος || συκοφαντώ

αβανεύω || Χίος || συκοφαντώ

αβάνης [Βλάχος 1659] || δημοτική || Βουρλά*, Κύπρος, Μάνη, Μέγαρα, Χίος || συκοφάντης

αβανιά || Τήνος || ρετσινιά

αβανία [Germano 1622] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Τσακωνιά || συκοφαντία

αβανιάζου || Ήπειρος || συκοφαντώ

αβανιάζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Μύκονος || συκοφαντώ

αβανιάρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || συκοφάντρια

αβανιάρης [Portius 1635] || δημοτική || Καστελλόριζο, Λακωνία, Μάνη, Σμύρνη*, Σύρος || συκοφάντης

αβανίζομαι [Βλάχος 1659] || συκοφαντούμαι

αβανίζου || Αδριανούπολη* || συκοφαντώ

αβανίζω [Germano 1622] || δημοτική || Βιθυνία*, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία || συκοφαντώ

αβανικός [Brighenti 1912] || δημοτική || συκοφαντικός

αβανικός [Somavera 1709] || δημοτική || Κεφαλονιά || συκοφάντης

αβανίσα [Somavera 1709] || συκοφάντρια

αβάνισα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία || συκοφάντρια

αβανισμένος [Somavera 1709] || δημοτική || συκοφαντημένος

αβανιστής [Portius 1635] || δημοτική || συκοφάντης

αβανιστικά [Portius 1635] || δημοτική || συκοφαντικά

αβανιστικός [Portius 1635] || δημοτική || συκοφαντικός

αβάνκους || Μάδυτος* || μεγάλος

αβάνκους || Μάδυτος* || μπόλικος

αβαννιά || Κως, Νίσυρος || συκοφαντία

αβανουκαμένους || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || συκοφαντημένος

αβανπαλιέρης || Κύπρος || δικηγόρος

αβανπαρλιέρης [Du Cange 1688] || Κύπρος || δικηγόρος

αβάνς || Κωνσταντινούπολη || προκαταβολή

αβάνς || Αδριανούπολη*, Βόρεια Εύβοια, Ήπειρος, Σκόπελος || συκοφάντης

αβάντα || & Βουρλά*, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Κύπρος, Παξοί, Πάργα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αβάντα

αβάντα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αϊβαλί*, Ηλεία, Κορινθία, Κύθηρα, Λέσβος, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Μοσχονήσι*, Νάξος, Νίσυρος, Σάμος || βοήθεια

αβάντα || Κορινθία, Κύπρος || τράκα

αβάντα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβαντάρισμα, αβάντσα, αβάντου, αβάνττα, αβάττα, κωλόκουρο || αβάντα

αβαντάγιο || Κύμη, Σύρος || θάρρος

αβαντάγιο || Θήρα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Νάξος || κέρδος

αβαντάγιο || Χίος || παράρτημα

αβαντάγιου || Βόρεια Εύβοια || θάρρος

αβανταγκιόζος || Λευκάδα || χρήσιμος

αβανταδόρα [Γούλας 1961] || δημοτική || αβανταδόρισσα

αβανταδόρικος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβανταδόρκος || αβανταδόρικος

αβανταδόρισσα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβανταδόρα || αβανταδόρισσα

αβανταδόρκος || Λευκάδα || αβανταδόρικος

αβανταδόρος || & Βουρλά*, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Παξοί, Πάργα, Παξοί || αβανταδόρος

αβανταδόρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβανταδόρους, αβαντατζής, αβάντατζης, αβαντταδόρος, αβάττατζης, αμακαδόρος || αβανταδόρος

αβανταδόρους || Σάμος, Τρίκαλα || αβανταδόρος

αβαντάζ [Γούλας 1961] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || πλεονέκτημα

αβαντάκα || Πάργα || μπογαλάκι

αβανταλίκια || Πάργα || εφόδια

αβαντανλίκι || Κωνσταντινούπολη || εργαλείο

αβαντάριο || Άνδρος || λίστα

αβαντάριο || Άνδρος, Σίκινος || προικοσύμφωνο

αβαντάριο || Κυκλάδες || σημειωματάριο

αβαντάριον || Κύπρος || κέρδος

αβαντάρισμα || Μάνη || αβάντα

αβαντάρου || Μάνη, Σκόπελος, Φθιώτιδα || αβαντάρω

αβαντάρου || Μάνη, Σάμος || βοηθώ

αβαντάρω || Κέρκυρα, Κύθηρα, Νάξος || βοηθώ

αβαντάρω || Κρήτη || περισσεύω

αβαντάρω || Κύθηρα || πλειοδοτώ

αβαντάρω [Χρηστικό Λεξικό 2016] || δημοτική || αβαντάρου || αβαντάρω

αβαντατζής || Κύπρος || αβανταδόρος

αβάντατζης || Κωνσταντινούπολη || αβανταδόρος

αβάντατζης || Κύπρος || τρακαδόρος

αβαντάτζιον || Κύπρος || κέρδος

αβάντε || Άνδρος || κέρδος

αβάντε [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || εμπρός

αβαντέρνου || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || χρηματοδοτώ

αβαντερός || Ζάκυνθος || υπεραναπτυσσόμενος

αβάντζα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Βουρλά*, Λακωνία, Φθιώτιδα || προκαταβολή

αβαντζαδούρα || Κέρκυρα, Παξοί || πίστωση

αβαντζαδώρος || Παξοί || πιστωτής

αβαντζάρισμα || Ζάκυνθος || κέρδος

αβαντζάρισμα || Ζάκυνθος || περίσσευμα

αβαντζάρισμα || Νάξος || πλειοδοσία

αβαντζάρισμα || Ζάκυνθος || υπόλοιπο

αβαντζάρου || Αϊβαλί*, Λέσβος, Φθιώτιδα || πλειοδοτώ

αβαντζάρω || Βουρλά*, Θήρα, Κύθηρα, Μήλος, Παξοί, Πάρος, Σίφνος || πλειοδοτώ

αβαντζέρνω || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || χρωστάω

αβαντζιάζω || Κύπρος || κερδίζω

αβάντζο || Μήλος, Πελοπόννησος, Σίφνος, Τσεσμέ* || επιπλέον

αβάντζο || Ζάκυνθος, Παξοί || κέρδος

αβάντζο || Μύκονος || περίσσευμα

αβάντζο || Σωζόπολη* || πλειοδοσία

αβάντζο || Βουρλά* || προκαταβολή

αβάντζο [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αβάντζον, αβάτζο, αβάτζου || αβάντζο

αβάντζον || Κύπρος || αβάντζο

αβάντι [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Ζάκυνθος, Θήρα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Παξοί || εμπρός

αβάντι || Σίφνος || προηγουμένως

αβάντι || Τσεσμέ* || προτέρημα

αβαντιζέτε || Παξοί || μπροστά

αβάντου || Ίμβρος || αβάντα

αβαντούρα || Κύπρος || τύχη

αβαντπαρλιέρης || Κύπρος || δικηγόρος

αβάντς || Σιάτιστα || πονηρός

αβάντσα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβάντα

αβάντσα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || προκαταβολή

αβαντσαδούρα || Κέρκυρα || περίσσευμα

αβαντσαίρνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κέρκυρα || προκαταβάλλω

αβαντσάρω || Κέρκυρα, Πάργα || οφείλω

αβαντσάρω || Ζάκυνθος || υπερτερώ

αβαντσάρω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || πλεονάζω

αβαντσάρω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || προκαταβάλλω

αβαντσέρνου || Αϊβαλί*, Μοσχονήσι* || βοηθώ

αβάντσο || Ζάκυνθος || πλεόνασμα

αβάντσο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κέρκυρα || όφελος

αβάντσο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύθηρα, Πάργα || υποστήριξη

αβάντσου || Θεσσαλονίκη, Κοζάνη || προκαταβολή

αβάνττα || Κύπρος || αβάντα

αβαντταδόρος || Κύπρος || αβανταδόρος

αβανττάτζιον || Κύπρος || πλεονέκτημα

αβαξάριστος || Κυκλάδες || αλουστράριστος

αβάπτιγος || Σάντα || αβάπτιστος

αβαπτισία || λόγιο || αβαφτισιά || αβαπτισία

αβάπτιστος || λόγιο || αάφτιστος, αβάθτιστο, αβάπτιγος, αβάστιστο, αβάττιστο, αβάφκιστε, αβάφστους, αβάφτγους, αβάφτιγος, αβάφτιος, αβάφτιστε, αβάφτιστος, αβάφτσιστο, αβάφτιστους, αβάφτστους, αβάχτιγος, αβάχτιστος, αβούττιστος, άβρεχος, άβρεχτος, αγάφτιστος, αγιάφτιστος, αδάφτιστος, αλάδιαγους, αλάδουτους, αλάδωτος, αμύρουτους, άπνιγος, αφώτιστος || αβάπτιστος

αβάρα || Κοτύωρα* || βάρδα

αβάρα || Φθιώτιδα || ζημιά

αβάρα || Κρήτη || κατσάδα

αβάρα || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λευκάδα, Μάνη, Τσακωνιά, Φωκίδα || τσιμπούρι

αβάρα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κοτύωρα*, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Νίσυρος, Σάμος, Σύμη, Σύρος || άπωσον

αβάραγκας || || Κεφαλονιά || αβαραγκιά

αβαράγκι || Κεφαλονιά || αβαραγκιά

αβαραγκιά [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || ο θάμνος Daphne oleoides: αβάραγκας, αβαράγκι, αγριοπυξάρι,βαράγκι, κωλοφούσα, κωστανίκος, λυκόλουρο, λυκόλουρος, λυκονουρά, πικροβύζι, χαμολιά || αβαραγκιά

αβαράκουτους || Σιάτιστα || αχρύσωτος

αβαραλαντίζω || Φάρασα* || χασομερώ

αβαραλίχι || Φάρασα* || ανεργία

αβαραλούγ || Χαλδία* || ανεργία

αβαραλούκ || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανεργία

αβαραλούχ || Κοτύωρα*, Σάντα* || ανεργία

αβαραρίζω || Λακωνία || αβαράρω

αβαράρισμα || Νάξος || καθέλκυση

αβαράρου || Μάνη, Ίμβρος, Λέσβος, Σάμος, Σκόπελος, Τήνος || αβαράρω

αβαράρω || & Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μύκονος, Πάργα || αβαράρω

αβαράρω || Μύκονος || αμύνομαι

αβαράρω [Βλάχος 1897] || δημοτική || απομακρύνω (με χέρι ή κουπί) βάρκα: αβαδάρω, αβαδέρω, αβαραρίζω, αβαράρου, αβαρέρνου, βαράρω, βαρέρνω, βαρέρω || αβαράρω

αβαράς [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Σούρμενα*, Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία* || άνεργος

αβάραστος || Οινόη*, Τραπεζούντα* || ακούραστος

αβαράτικος || Νίσυρος || άχρηστος

αβαράχωτος || Χαλδία* || αχρύσωτος

αβάρβαρος || Αρκαδία, Κορινθία, Λακωνία, Σύρος || άξεστος

αβάρβαρους || Σάμος || άξεστος

αβαργκόμστους || Σάμος || αβαρυγκόμιστος

αβαργόμιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || αβαρυγκόμιστος

άβαρε || Τσακωνιά || πλούσιος

αβάρεγος || Αρκαδία || ακούραστος

αβάρεγος || Ηλεία || αξημέρωτος

αβάρεγος || Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία || αχτύπητος

αβαρεμένη || Κρήτη || έγκυος

αβαρέρνου || Ίμβρος || αβαράρω

αβαρέρνω || Κρήτη || αμύνομαι

αβαρεσά || Βουρλά*, Νάξος || εργατικότητα

αβαρεσά || Κρήτη || τεμπελιά

αβαρεσάρης || Κρήτη || τεμπέλης

αβαρεσαρόσκυλος || Κρήτη || τεμπελόσκυλο

αβαρεσιά || Κρήτη || τεμπελιά

αβαρεσιά [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Ίμβρος, Λευκάδα, Μύκονος, Σμύρνη* || εργατικότητα

αβαρεσιάρης || Κρήτη || τεμπέλης

αβαρεσκιά || Σίφνος || εργατικότητα

αβάρετε || Τσακωνιά || ακούραστος

αβάρετη [Βλαστός 1931] || αγκάστρωτη

αβάρετος || Αρκαδία || άσκαφτος

αβάρετος || Νάξος || ενδιαφέρων

αβάρετος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Παξοί, Πάρος, Ρόδος, Σμύρνη*, Τραπεζούντα* || ακούραστος

αβάρετος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αχαΐα, Μήλος || αχτύπητος

αβάρετος [Βλαστός 1931] || Αρκαδία, Ηλεία, Μάνη || αξημέρωτος

αβάρετους || Λιβίσι* || ακούραστος

αβαρεψιά || Μύκονος || εργατικότητα

αβαρί [Meursius 1614] || ρίγανη

αβαριά || Δέλβινο || πρασιά

αβαρία || Καστελλόριζο || έκτρωση

αβάρια || Σινασός* || όσπρια

αβαρία [Βλάχος 1897] || δημοτική || Άρτα, Βουρλά*, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάρπαθος, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Παξοί, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ζημιά

αβαρία [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Βουρλά*, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Πάργα || θαλασσοζημία

αβαριάτος || Καστελλόριζο || ατημέλητος

αβαριάτος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Άνδρος, Καστελλόριζο || ζημιωμένος

αβάριγος || Αρκαδία || άσκαφτος

αβαριέμαι || Δέλβινο || βαριέμαι

αβαριεψιά || Σίφνος || εργατικότητα

αβαρίζι || Καστελλόριζο || φόρος

αβαρισά || Ιωάννινα, Λέσβος, Σάμος || εργατικότητα

αβαρίσι [Somavera 1709] || δημοτική || φόρος

αβαρισιά || Ίμβρος || εργατικότητα

αβάριτος || Κύπρος || ακούραστος

αβάριτος || Λακωνία, Μάνη || αχτύπητος

αβάριτους || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ίμβρος, Ιωάννινα, Λέσβος, Λήμνος, Λιβίσι*, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος, Τήνος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ακούραστος

αβάριτους || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ήπειρος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αχτύπητος

αβάριτους || Κοζάνη || ενδιαφέρων

αβαρός || Αρκαδία, Δέλβινο || αυλή

άβαρος || Λακωνία, Μάνη || ακούραστος

άβαρος || Παλιά Αθήνα || ανόητος

άβαρος || Κάλυμνος || ανυπόχρεος

άβαρος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Κύθηρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Σμύρνη* || πλούσιος

άβαρος [Βλαστός 1931] || ελαφρύς

άβαρος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανεπαχθής

άβαρους || Ιωάννινα || ελαφρύς

άβαρους || Αιτωλοακαρνανία, Θράκη, Μαγνησία, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα || πλούσιος

αβάρτος || Κυκλάδες || ακούραστος

άβαρτος || Κρήτη, Σίφνος, Σύρος, Χίος || άβαλτος

αβάρτους || Κοζάνη || ακούραστος

αβάρτους || Ευρυτανία, Καρδίτσα, Κοζάνη || αχτύπητος

άβαρτους || Θεσσαλονίκη, Κοζάνη || αχτύπητος

αβαρυγκόμιστος || αβαργκόμστους, αβαργόμιστος || αβαρυγκόμιστος

αβαρώ || Μήλος || αβαράρω

αβάς || & Αίνος*, Αμοργός, Πάρος, Σάμος || αβάς

αβάς || Ημαθία, Πιερία || σιγά

άβας || Ανατολική Ρουμελία* || αλάτι

αβάς [Meursius 1614] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμπάς, αμπάτες || αβάς

αβάς [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ηγούμενος

αβασάνιγος || Αχαΐα, Κορινθία || αβασάνιστος

αβασάνιστος [Germano 1622] || δημοτική || αβασάνιγος, αβασάνστους, απαίδευτε, απαίδευτος, απαίδιφτους || αβασάνιστος

αβασάνστους || Καστοριά, Σιάτιστα || αβασάνιστος

αβάσαρμος || Κρήτη || δυόσμος

αβασίλευα || Μύκονος || αβασίλευτα

αβασίλευτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || για ήλιο: αβασίλευα, αβασίλευτο || αβασίλευτα

αβασίλευτο || Μάνη || αβασίλευτα

αβασίλευτο || Μάνη || δειλινό

αβασίλευτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || για τον ήλιο: αβούτετος, αβούτηχτος, ακάτσατε || αβασίλευτος

αβάσκα || Βοιωτία || μάτιασμα

αβάσκα || Λάρισα, Πιερία || σιγά

αβάσκαγος [ΙΛΝΕ 1933] || αμάτιαστος

αβάσκαγους || Ήπειρος || αμάτιαστος

αβασκαίνου || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Μαγνησία, Μάνη, Νιγρίτα, Σάμος, Σκιάθος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Τσακωνιά, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || ματιάζω

αβασκαίνω [Βεντότης 1790] || δημοτική || Απουλία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λευκάδα, Παξοί, Φωκιδα || ματιάζω

αβασκάλη || Αχαΐα || μασχάλη

αβάσκαμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Απουλία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φωκίδα, Χαλκιδική || μάτιασμα

αβασκαμένος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Πάργα || ματιασμένος

αβασκαμένους || Μαγνησία, Χαλκιδική || ματιασμένος

αβασκαμός [Βλαστός 1931] || Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα || μάτιασμα

αβασκανιά || Πάργα || μάτιασμα

αβασκανία || Αιτωλοακαρνανία, Κύθηρα || μάτιασμα

αβάσκανος || Κρήτη || αμάτιαστος

αβασκάνου || Ιωάννινα, Φωκίδα, Χαλκιδική || ματιάζω

αβασκαντήρ || Φθιώτιδα || φυλαχτό

αβασκαντήρα || Μαγνησία || αβασκαντούρι

αβασκαντήρα [Βλαστός 1931] || Αιτωλοακαρνανία, Λευκάδα, Σκόπελος, Χαλκιδική || φυλαχτό

αβασκαντήρας || Χαλκιδική || φυλαχτό

αβασκαντήρι [ΙΛΝΕ 1942] || δημοτική || φυλαχτό

αβάσκαντος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Λακωνία, Σύρος || αμάτιαστος

αβασκαντούρα || Αυδήμι* || φυλαχτό

αβασκαντούρα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μαυρόφυλλο

αβασκαντούρι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βότανο για ξεμάτιασμα: αβασκαντήρα || αβασκαντούρι

αβάσκαντους || Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καστοριά, Φωκίδα, Χαλκιδική || αμάτιαστος

αβασκάνω || Βουρλά*, Ηλεία, Λακωνία, Μάνη || ματιάζω

αβασκοσύνη || Κέρκυρα || μάτιασμα

αβάσκους || Ημαθία, Λάρισα, Πιερία || σιγανός

αβασκουσύν || Ήπειρος || μάτιασμα

αβάσταγας || Χαλκιδική || βάτος

αβάσταγας || Ήπειρος || πρασιά

αβασταγή || Σκιάθος || δέμα

αβασταγή || Φθιώτιδα, Χαλκιδική || φόρτωμα

αβασταγή [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Σκόπελος || μπόγος

αβασταγιά [ΙΛΝΕ 1942] || δημοτική || δέμα

αβασταγιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κοζάνη || ανυπομονησία

αβασταγό [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Χαλκιδική || υποζύγιο

αβασταγός || Κύθηρα || γάιδαρος

αβάσταγος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ηλεία, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κύπρος, Λακωνία, Μεσσηνία || αβάσταχτος

αβάσταγους || Ευρυτανία, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αβάσταχτος

αβασταή || Μεσσηνία || ανυπομονησία

αβασταή || Κέρκυρα || υπομονή

αβασταή || Φθιώτιδα || φόρτωμα

αβασταΐλα || Μεσσηνία || ανυπομονησία

αβάστακτα [Portius 1635] || δημοτική || αφόρητα

αβάστακτος || Κίμωλος || φθαρτός

αβάστακτος [Germano 1622] || αβάσταχτος

αβάσταμμα || Καλαβρία || βάσταγμα

αβασταξιά [Βλαστός 1931] || ασυγκρατησία

αβασταξιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κωνσταντινούπολη || ανυπομονησία

αβάσταος || Κέρκυρα, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Σάντα*, Χαλδία* || αβάσταχτος

αβάσταος || Μύκονος || καταραμένος

αβασταούρα || Αχαΐα, Ίμβρος || γαϊδούρα

αβάστατα [Βεντότης 1790] || δημοτική || αβάσταχτα

αβάστατε || Χαβουτσί* || αβάσταχτος

αβάστατος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αβάσταχτος

αβάσταχου || Αιτωλοακαρνανία || υποζύγιο

αβάσταχτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβάστατα || αβάσταχτα

αβάσταχτε || Τσακωνιά || αβάσταχτος

αβάσταχτος || & Αχαΐα, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Νάξος || αβάσταχτος

αβάσταχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβάσταγος, αβάσταγους, αβάστακτος, αβάσταος, αβάστατε, αβάστατος, αβάσταχτε, αβάσταχτους, αβάστιχτους, αναβάσταγος, αναβάσταχτος, ανεβάσταγος, ανεβάσταος, ανιβάσταγος, ανιβάσταγους, ανιβάσταους, ανιβάσταχτος || αβάσταχτος

αβάσταχτους || Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Σκόπελος, Τρίκαλα || αβάσταχτος

αβάστιστο || Καλαβρία || αβάπτιστος

αβάστιχτους || Κοζάνη || αβάσταχτος

αβάτ || Κοτύωρα*, Σάντα* || βάτος

αβατάλα || Σκύρος || χελώνα

αβατάτζιον || Κύπρος || κέρδος

άβατε || Τσακωνιά || αδιάβατος

άβατε || Τσακωνιά || άκλαυτος

άβατε || Βάτικα* || ανάλλαχτος

άβατε || Τσακωνιά || ρηχός

αβάτευτε || Τσακωνιά || αβάτευτο

αβάτευτο || & Ηλεία, Κάλυμνο, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Παξοί || αβάτευτο

αβάτευτο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αάτευτο, αβάτευτε, αβάτιφτου, άλαστο, αμαρκάλγου, αμαρκάλιγο, αμαρκάλιστε, αμαρκάλιστο, αμαρκάλστου, αμαρκάλτστου, αμουρκάλστου || αβάτευτο

αβατζάρω || Νάξος, Σύρος, Σωζόπολη* || πλειοδοτώ

αβατζάρω || Νάξος || προβιβάζω

αβατζέρνου || Ίμβρος || πλειοδοτώ

αβατζέρνω || Κρήτη || περισσεύω

αβατζέρνω || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || χρωστάω

αβάτζια || Κρήτη || επιπλέον

αβάτζιο || Κρήτη || επιπλέον

αβάτζιος || Κρήτη || ανώτερος

αβάτζιος || Κρήτη || πλεονάζων

αβάτζο || Κεφαλονιά || αβάντζο

αβάτζο || Κεφαλονιά || κέρδος

αβάτζον || Κύπρος || κέρδος

αβάτζου || Νάξος || αβάντζο

αβάτζου || Νάξος || εμπρός

αβατία [Βλάχος 1659] || ηγουμενιό

αβατικός [Βεντότης 1790] || ηγουμενικός

αβάτιν || Κερασούντα* || βάτος

αβάτιφτου || Άρτα, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Σκόπελος, Χαλκιδική || αβάτευτο

αβατλιά || Μαγνησία || βάτος

αβάτο || Ηλεία || βάτο

αβατοκόφτης || Ζάκυνθος || βατοκόπι

αβάτος || Ζάκυνθος || άβατος

αβάτος || Ζάκυνθος || βάτος

άβατος || λόγιο || αβάτος, άδρομος, απόρευτος || άβατος

αβάτους || Ίμβρος, Μάδυτος* || βάτος

άβατους || Κοζάνη || αδιάβατος

αβάτση || Κύπρος || αλευροθήκη

αβάτσι || Βάτικα* || αλάτι

αβατσιάνιαστους || Κοζάνη || ανεμβολίαστος

αβατσινάριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Παξοί || ανεμβολίαστος

αβατσινιά || Θράκη, Ίμβρος, Προποντίδα* || βάτος

αβατσίνιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || ανεμβολίαστος

αβατσίννιαστους || Λιβίσι* || ανεμβολίαστος

αβάτσινος || Κύπρος || μούρο

αβατσίνουτους || Αιτωλοακαρνανία, Χαλκιδική || ανεμβολίαστος

αβατσίνωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || ανεμβολίαστος

αβάτσνα || Ίμβρος, Τσακήλι* || βατόμουρα

αβατσνιά || Θάσος, Θράκη, Ίμβρος, Τσακήλι* || βάτος

αβάτσνο || Τσακήλι* || βατόμουρο

αβάτσνου || Θράκη, Ίμβρος, Σαμοθράκη || βατόμουρο

αβατσούνιαστος || Τσακήλι* || ανεμβολίαστος

αβάττα || Κύπρος || αβάντα

αβάττα || Κύπρος || τράκα

αβάττατζης || Κύπρος || αβανταδόρος

αβάττατζης || Κύπρος || τρακαδόρος

αβάττιστο || Καλαβρία || αβάπτιστος

αβάφκιστε || Τσακωνιά || αβάπτιστος

άβαφος || & Κερασούντα*, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Μάνη, Νίσυρος, Όφις*, Παξοί, Τραπεζούντα*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Χαλδία* || άβαφος

άβαφος [Germano 1622] || δημοτική || άαφος, άβαφους, άβαφτε, άβαφτος, άβαφτους, άγαφος, άγαφτος, άδαφος, άλφτους, αμπογιάκιστε, αμπογιάντιστος, αμπουγιάτστους, αχρωμάτιστος || άβαφος

άβαφους || Καστοριά, Σιάτιστα || άβαφος

αβάφστους || Καρδίτσα, Καστοριά, Λέσβος, Τρίκαλα || αβάπτιστος

αβάφτγους || Ευρυτανία, Σάμος || αβάπτιστος

άβαφτε || Τσακωνιά || άβαφος

αβάφτιγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κοτύωρα*, Μεσσηνία, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβάπτιστος

αβάφτιος || Παξοί || αβάπτιστος

αβαφτισιά || Πάρος || αβαπτισία

αβάφτιστε || Βάτικα*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αβάπτιστος

αβάφτιστος || Σύρος || τσιγκούνης

αβάφτιστος [Somavera 1709] || δημοτική || Κερασούντα*, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Οινόη*, Όφις*, Σύρος, Τραπεζούντα*, Χίος || αβάπτιστος

αβάφτιστους || Ήπειρος, Μακεδονία || αβάπτιστος

άβαφτος [Germano 1622] || δημοτική || Ηλεία, Κάλυμνος, Κερασούντα*, Μάνη, Νίσυρος, Όφις*, Σύρος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άβαφος

άβαφτους || Καστοριά, Σέρρες || άβαφος

αβάφτσιστο || Αραβανί* || αβάπτιστος

αβάφτστους || Ευρυτανία, Καστοριά, Λάρισα, Λέσβος, Πιερία, Σιάτιστα || αβάπτιστος

αβαχή || Κύπρος || αγαθιάρα

αβαχός || Κύπρος || αγαθιάρης

αβαχτέ || Βάτικα* || αλλαγμένος

αβάχτιγος || Κέρκυρα || αβάπτιστος

αβάχτιστος || Κέρκυρα || αβάπτιστος

άβαχτους || Καστοριά, Χαλκιδική || αθόρυβος

αβάωτος || Κύπρος || ανοιχτός

αββάς [Portius 1635] || ηγούμενος

αββέστι || Καλαβρία || ασβέστης

άββλιθας || Κως || σκελίδα

αβγά || Κύθηρα || αρχίδια

άβγα [Brighenti 1912] || δημοτική || έβγα

αβγάδ || Ίμβρος || αβγουλίλα

αβγάκ || Βόρεια Εύβοια || αβγουλάκι

αβγάκ || Καβακλί* || αυλάκι

αβγάκι [Γούλας 1961] || δημοτική || αβγουλάκι

αβγάκιση || Τσακωνιά || αβγάτισμα

αβγάκισμα || Τσακωνιά || αβγάτισμα

αβγακίχου || Τσακωνιά || αβγατίζω

αβγάλιτος || Νάξος || άβγαλτος

αβγαλλιά || Σύμη || μανδραγόρας

άβγαλτε || Χαβουτσί* || άβγαλτος

άβγαλτος || & Άνδρος, Ηλεία, Κερασούντα*, Σύρος, Τραπεζούντα* || άβγαλτος

άβγαλτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβγάλιτος, άβγαλτε, άβγαλτους, άβγαρτος, άβγαστος, άβγαστους, άβγατος, άβκαρτος, άγβαλτος, αμπάιτε, αμπάλιτε, άμπαλτε, ανέβγαλτος, ανέβγαλτους, ανέβγαρτος, ανέβκαρτος, ανίβγαλτους, αξέβγαλτος, αξέβγαλτους, άφκαρτος || άβγαλτος

άβγαλτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Βουρλά* || άπειρος

άβγαλτους || Αδριανούπολη*, Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Λήμνος, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || άβγαλτος

άβγαλτους || Βουρλά*, Ίμβρος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || άπειρος

αβγάλω || Κύπρος || εκμαιεύω

αβγανιά || Κρήτη || συκοφαντία

αβγανίζω || Λακωνία, Κρήτη || συκοφαντώ

άβγαρα || Τσακωνιά || μάταια

αβγαρέα || Αυλωνάρι, Κονίστρες, Κύμη || σουρβιά

αβγαριά || Βόρεια Εύβοια || σουρβιά

αβγαρίνα || Σύμη || μανδραγόρας

άβγαρος || Άνδρος || συκοφάντης

άβγαρτος || Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κρήτη, Μάνη, Χίος || άβγαλτος

αβγάσιμον || Κύπρος || απόστημα

άβγαστος || Μυριόφυτο* || άβγαλτος

άβγαστους || Μαΐστρος* || άβγαλτος

αβγάτα [Βλαστός 1931 || Αιτωλοακαρνανία, Τρίκαλα || αβγάτισμα

αβγαταίνου || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Μαγνησία, Μεσσηνία, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αβγατίζω

αβγαταίνω [Brighenti 1912] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Παξοί || αβγατίζω

αβγατάου || Άρτα, Θεσσαλία, Ηλεία, Ιωάννινα, Μεσσηνία || αβγατίζω

αβγατάω [Γούλας 1961] || δημοτική || Αχαΐα, Δέλβινο, Ηλεία, Λακωνία, Μεσσηνία || αβγατίζω

αβγατερός || Αχαΐα, Κεφαλονιά, Μάνη || αυξανόμενος

αβγατιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγάτισμα

αβγατίδ || Ευρυτανία || τσόντα

αβγατίδι || Αχαΐα, Κορινθία || τσόντα

αβγατίζζω || Νίσυρος || αβγατίζω

αβγατίζου || Αδριανούπολη*, Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βόρεια Εύβοια, Γρεβενά, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καστοριά, Λέσβος, Μαγνησία, Μάνη, Μοσχονήσι*, Πιερία, Σάμος, Σέρρες, Σκόπελος, Σουφλί, Τήνος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αβγατίζω

αβγατίζου || Ίμβρος || τελειώνω

αβγατίζω || & Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά*, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθνος, Κύπρος, Λακωνία, Μεσσηνία, Μήλος, Παξοί, Πάργα, Χίος || αβγατίζω

αβγατίζω || Άνδρος, Κύθνος, Νάξος, Σίφνος || τελειώνω

αβγατίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγακίχου, αβγαταίνου, αβγαταίνω, αβγατάου, αβγατάω, αβγατίζζω, αβγατίζου, αβγατίννου, αβγατίντζω, αβγατσίζου, αβγατώ, αβγκατίτζω, απαβγατένου, απαβγατίζου, αφγατάου, αφκατίζω, αφκατίντζω, βγαρτίζω, βγαταίνω, βγατάω, βγατίζζω, βγατίζω, βγατινέσκω, βγατίννου, βγκατίτζω, βιατίζω, βκατίζω, εβγατίζω || αβγατίζω

αβγατίννου || Λιβίσι* || αβγατίζω

αβγατίντζω || Κάρπαθος || αβγατίζω

αβγάτις || Αιτωλοακαρνανία || αβγάτισμα

αβγάτις || Ιωάννινα || ανατίμηση

αβγάτιση || Κύθνος || κουζινικά

αβγάτιση || Κύθνος || οικοσκευή

αβγάτιση [Βλαστός 1931] || δημοτική || Λακωνία, Λευκάδα, Χαβουτσί* || αβγάτισμα

αβγατισιά || Αιτωλοακαρνανία || φουσκοποταμιά

αβγατισιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγάτισμα

αβγατισιάρικος || Ζάκυνθος || αυξανόμενος

αβγάτισμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγάκιση, αβγάκισμα, αβγάτα, αβγάτις, αβγάτιση, αβγατισιά, αβγάτμα, αβγάτο, αβγάτος, αβγάτς, αβγάτσμα, αβγάτωμα, αγομέντο, απαβγάτσμα || αβγάτισμα

αβγατισμένος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αβγατιστός, αβγατσμένους || αβγατισμένος

αβγατιστερός || Κεφαλονιά || αυξανόμενος

αβγατιστός || Αρκαδία, Αχαΐα, Μεσσηνία || τσονταρισμένος

αβγάτιστος || Θήρα || απολλαπλασίαστος

αβγατιστός [Βλαστός 1931] || πρόσθετος

αβγατιστός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγατισμένος

αβγάτμα || Θράκη || αβγάτισμα

αβγατό || Φιλιππούπολη* || δοθιήνας

αβγάτο || Δέλβινο || αβγάτισμα

αβγάτος || Θεσπρωτία || αβγάτισμα

αβγάτος || Αχαΐα || βαρβάτος

άβγατος || Δέλβινο || άβγαλτος

αβγάτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Πάρος || αβγωμένος

αβγατούδι [ΙΛΝΕ 1933] || τσόντα

αβγάτους || Σκόπελος || αβγοειδής

αβγάτς || Ιωάννινα || αβγάτισμα

αβγάτς || Κοζάνη || τσόντα

αβγατσίζου || Σιάτιστα || αβγατίζω

αβγάτσμα || Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λευκάδα, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αβγάτισμα

αβγατσμένους || Αιτωλοακαρνανία || αβγατισμένος

αβγατώ || Ίμβρος || τελειώνω

αβγατώ [Brighenti 1912] || δημοτική || Κόνιτσα, Λακωνία, Φιλιππούπολη*, Χαλκιδική || αβγατίζω

αβγάτωμα || Θράκη || αβγάτισμα

αβγέα || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αβγουλίλα

αβγελοπουλιά || Θήρα || μαθιόλα

αβγερινός [Βλαστός 1931] || αυγερινός

αβγή [Βλαστός 1931] || αυγή

αβγηνάδα [Βλαστός 1931] || αυγή

άβγια [Μέγας 1975] || άτεκνη

αβγίζω [Βλαστός 1931] || ξημερώνω

αβγίλα [Βλαστός 1931] || δημοτική || Λευκάδα, Φθιώτιδα || αβγουλίλα

αβγίλια || Παξοί || αβγουλίλα

Αβγινιά || Τρίκαλα || Ευγενία

αβγιό || Ρόδος || αβγό

αβγκατίτζω || Κάρπαθος || αβγατίζω

αβγκιά || Κάρπαθος || άτεκνη

αβγκό || Απουλία, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος || αβγό

αβγκοθήκη || Κάρπαθος || αβγοθήκη

αβγκοκάλαθον || Κάρπαθος || αβγοκάλαθο

αβγκολέμονο || Χίος || αβγολέμονο

αβγκολοώ || Κως || αβγομαζεύω

αβγκόν || Κάρπαθος || αβγό

αβγκόννω || Κάρπαθος || αδειάζω

αβγκόσουπα || Χίος || αβγόσουπα

αβγκοτάρ || Καβακλί* || αβγοτάραχο

αβγκουλάιν || Χίος || αβγουλάκι

αβγκουλιά || Χίος || αβγουλίλα

αβγκούλλα || Κάρπαθος, Κως, Σύμη || αβγοκουλούρα

αβγκουλλάτος || Ρόδος, Χίος || αβγοειδής

αβγκουλλέα || Κάρπαθος || αβγουλίλα

αβγκούλλιν || Κάρπαθος || αβγουλάκι

αβγκουό || Απουλία || αβγό

αβγκούτα || Καλαβρία || αβγοκουλούρα

αβγκόφυλλο || Κάρπαθος || αβγότσουφλο

αβγκοφυλντίδα || Ρόδος || αβγότσουφλο

αβγκώννω || Κάρπαθος || αβγώνω

αβγό || & Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Άνδρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κύθνος, Κύμη, Κύπρος, Λακωνία, Λάρισα, Λιβίσι*, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σιάτιστα, Σίλλη*, Σίφνος, Σκύρος, Σύρος, Φάρασα*, Χίος || αβγό

άβγο || Φάρασα* || άλογο

αβγό [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Swadesh List 67 | Atlas Linguarum Europae 294 | Buck List 4.48 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό || αβγό

αβγοβολάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγοβολώ

αβγοβολώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγοβολάω, αβγογεννώ || αβγοβολώ

αβγόγαλα [ΙΛΝΕ 1933] || αβγογαλιά, οβγόγαλαν, οβόγαλαν, οβόγαλον || αβγόγαλα

αβγογαλιά || Αμπργός, Θήρα, Πάρος || αβγόγαλα

αβγογεννώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγοβολώ

αβγοδότσι || Καλαβρία || φώλι

αβγοειδής || λόγιο || αβγάτους, αβγκουλλάτος, αβγουλάτε, αβγουλάτος, αβγουλάτους, αβγουλουτός, αβγουτός, αβγωτός || αβγοειδής

αβγοζήμιοτος || Κάρπαθος || τσιγκούνης

αβγοζήμοτος || Κάρπαθος || τσιγκούνης

αβγοζούμι || Αχαΐα || αβγολέμονο

αβγόζουμο || Κάλυμνος, Κεφαλονιά || αβγολέμονο

αβγοζύγης || Αρκαδία, Ηλεία || τσιγκούνης

αβγοζύγισμα || Αρκαδία || τσιγκουνιά

αβγοθήκ || Λευκάδα || αβγουλιέρα

αβγοθήκη [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγκοθήκη, αβγοθούκη, αβγοθούτση, αβγολόγος, αβγομάνα, αβγουσήκη || αβγοθήκη

αβγοθήκη [Βλαστός 1931] || Αχαΐα || αβγουλιέρα

αβγοθότσι || Καλαβρία || φώλι

αβγοθούκη || Κάρπαθος || αβγοθήκη

αβγοθούτση || Κάρπαθος || αβγοθήκη

αβγοκάλαθο [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγκοκάλαθον || αβγοκάλαθο

αβγοκαλάμαρο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Βουρλά*, Μύκονος, Πάρος, Σίφνος, Σύρος, Τσεσμέ* || δίπλα

αβγοκαύκι || Κρήτη || αγκλιά

αβγοκεφτές [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγουκιφτές || αβγοκεφτές

αβγοκόβγω || Κάλυμνος || αβγοκόβω

αβγοκόβκω || Κύπρος || αβγοκόβω

αβγοκόβω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγοκόβγω, αβγοκόβκω, αβγουκόβου, αβγουκόφτου, αρτόνου, ξιστύνου || αβγοκόβω

αβγόκοτο || Κάρυστος || φώλι

αβγοκούλικο || Ανατολική Θράκη* || αβγοκουλούρα

αβγοκούλκα || Σιάτιστα || αβγοκουλούρα

αβγοκούλλι || Σύμη || αβγοκουλούρα

αβγοκουλούρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγκούλλα, αβγκούτα, αβγοκούλικο, αβγοκούλκα, αβγοκούλλι, αβγομάνα, αβγοτή, αβγουκλούρ, αβγουκλούρα, αβγούλλα, αβγούλλντα, αβδοκούλλα, αβδοκούλλι, αβκοτή, αγκβούτα, αγκούντα, αφκοτή, νγκούντα || αβγοκουλούρα

αβγοκούλουρο [Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος, Κρήτη, Παξοί || αβγοκουλούρα

αβγόκουπα || Κρήτη, Μεσσηνία || αβγότσουφλο

αβγόλαδε || Χαβουτσί || αβγόλαδο

αβγόλαδο [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγόλαδε, αβγόλαδον, αβγόλαδου || αβγόλαδο

αβγόλαδον || Κύπρος || αβγόλαδο

αβγόλαδου || Αιτωλοακαρνανία || αβγόλαδο

αβγολέιμονο || Αρκαδία, Ηλεία, Μάνη || αβγολέμονο

αβγολέμονο [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγοζούμι, αβγόζουμο, αβγουζούμ, αβγκολέμονο, αβγολέιμονο, αβγουλέιμουνου, αβγουλέμουνου, ντεκότο || αβγολέμονο

αβγολιά [Brighenti 1912] || δημοτική || Κύπρος || αυλάκι

αβγολογάω || Πελοπόννησος || κακαρίζω

αβγολογάω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγομαζεύω

αβγολογιέμαι || Αρκαδία, Λακωνία || κακαρίζω

αβγολογιόμαι || Κεφαλονιά || κοκορεύομαι

αβγολόγος || Αχαΐα || αβγοφάγος

αβγολόγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγοθήκη

αβγολόγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Κέρκυρα || αβγουλάς

αβγολογώ || Νάξος || γκομενίζω

αβγολογώ || Κρήτη, Χίος || δαχτυλώνω

αβγολογώ || Κεφαλονιά, Κρήτη, Ρόδος || κακαρίζω

αβγολογώ || Κεφαλονιά || ψάχνω

αβγολογώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || Μήλος, Νάξος || αβγομαζεύω

αβγολοέμαι || Λακωνία || κακαρίζω

αβγολοούμαι || Μάνη || κακαρίζω

αβγολοώ || Μύκονος || αβγομαζεύω

αβγολοώ || Μύκονος || γκομενίζω

αβγολοώ || Άνδρος || κακαρίζω

αβγομαζεύγω || Χίος || κακαρίζω

αβγομαζεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγκολοώ, αβγολογάω, αβγολογώ, αβγολοώ, αβγομαζώνω [Βλαστός 1931] || αβγομαζεύω

αβγομαζώνω || Κρήτη, Πάρος || κακαρίζω

αβγομαζώνω [Βλαστός 1931] || αβγομαζεύω

αβγομάνα || Κρήτη || αβγοκουλούρα

αβγομάνα || Αρκαδία, Κρήτη || αβγουλάρα

αβγομάνα [Βλαστός 1931] || αβγοθήκη

αβγομάνα [Βλαστός 1931] || δημοτική || φώλι

αβγομάνα [Βλαστός 1931] || ωοθήκη

αβγομάτης [ΙΛΝΕ 1933] || αβγουλομάτης

αβγόν || Αραβανί || λακκούβα

αβγόν [Du Cange 1688] || Αμοργός, Κάρπαθος, Κάσος, Λιβίσι*, Ρόδος, Φάρασα* || αβγό

αβγόνι || Αραβανί* || οχετός

αβγόπιτα [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγόπτα || αβγόπιτα

αβγόπκου || Σιάτιστα || αβγουλάκι

αβγόπλου || Ιωάννινα || αβγουλάκι

αβγόπτα || Αιτωλοακαρνανία || αβγόπιτα

αβγοσαλάτα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγουσαλάτα || αβγοσαλάτα

αβγόσκου || Σάμος || αβγόσυκο

αβγοσουκιά || Μάνη || αβγοσυκιά

αβγόσουκο || Μάνη || αβγόσυκο

αβγόσουπα [ΙΛΝΕ 1933] || αβγκόσουπα || αβγόσουπα

αβγόσπελα || Χαβουτσί* || αβγότσουφλο

αβγόσπελε || Χαβουτσί* || αβγότσουφλο

αβγοσυκιά [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγοσουκιά, αβοσυκιά, αοσυτσιά, βοσυκιά || αβγοσυκιά

αβγόσυκο [ΙΛΝΕ 1933] || αβγόσκου, αβγόσουκο, αβόσυκο, αόσυκο, βόσυκας, βόσυκο || αβγόσυκο

αβγοτάραχο [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγκοτάρ, αβγοτάριχο, αβγουτάραχου, αβόσυκο, απιτάραχο, βοτάραχο, βουτάραχου, οβγοτάραχον, οβοτάραχον || αβγοτάραχο

αβγοτάριχο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγοτάραχο

αβγοτή || Κως, Νίσυρος || αβγοκουλούρα

αβγοτήγανο [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγουτήγανου || αβγοτήγανο

αβγοτιέρα [ΙΛΝΕ 1933] || αβγουλιέρα

αβγότοκο || Κύμη || φώλι

αβγότσιφλο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγότσουφλο

αβγότσιφλου || Ιωάννινα, Κομοτηνή, Λέσβος, Λήμνος || αβγότσουφλο

αβγότσουφλο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Atlas Linguarum Europae 295 | αβγκόφυλλο, αβγκοφυλντίδα, αβγόκουπα, αβγόσπελα, αβγόσπελε, αβγότσιφλο, αβγότσιφλου, αβγότσουφλου, αβγότσοφλο, αβγοτσόφλουδο, αβγόφλιδα, αβγόφλιο, αβγόφλουδα, αβγόφλουτσο, αβγοφλυντίδα, αβγόφυλε, αβγοφυλίδα, αβγόφυλιο, αβγοφυλλίδα, αβγόφυλλο, αβκότσιφλον, αβκότσιλλον, αβκότσουβλον, αβκότσουλλον, αβκότσουφλον, αβουγόφυλε, αγροφιλιά, βγόφλουδα, οβγοτσέπλ, οβγότσεπλον, οβοτζέπλ, οβότζεπλον, ογβοτσέπλ, πέτσα || αβγότσουφλο

αβγότσουφλου || Σάμος || αβγότσουφλο

αβγότσοφλο [Βλαστός 1931] || δημοτική || Λευκάδα || αβγότσουφλο

αβγοτσόφλουδο || Κρήτη || αβγότσουφλο

αβγού || Βάτικα* || αβγό

αβγού (η) || Σάμος || καμινάδα

αβγού (η) || Σάμος || φουφού

αβγουά || Βάτικα || αβγουλάς

αβγουάκι || Ρόδος || αβγουλάκι

αβγουάκιν || Ρόδος || αβγουλάκι

αβγουγιά || Καβακλί* || ευλογιά

αβγούδ || Θάσος, Ίμβρος, Μακεδονία || αβγουλάκι

αβγουδάκ || Μακεδονία || αβγουλάκι

αβγουδάκιν || Λιβίσι || αβγουλάκι

αβγουδάτσι || Καστελλόριζο || αβγουλάκι

αβγούδι || Ρόδος || μανιτάρι

αβγουδιά || Καστελλόριζο || μανδραγόρας

αβγούδουρας || Πάρος || αγούδουρας

αβγουζούμ || Πρέβεζα || αβγολέμονο

αβγουκαλάμαρου || Θράκη, Λέσβος, Σάμος || δίπλα

αβγουκατίμαρου || Σάμος || δίπλα

αβγουκιφτές || Πιερία || αβγοκεφτές

αβγούκλα || Κρήτη, Κύθνος || αβγουλάρα

αβγουκλούρ || Καρδίτσα || αβγοκουλούρα

αβγουκλούρα || Καρδίτσα || αβγοκουλούρα

αβγουκόβου || Καρδίτσα, Μαγνησία, Σέρρες, Τρίκαλα, Χαλκιδική || αβγοκόβω

αβγουκόφτου || Καβακλί* || αβγοκόβω

αβγουλά || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αβγουλάς

αβγούλα [Βλαστός 1931] || Κάσος, Κρήτη, Μύκονος, Μάνη, Σίφνος || αβγουλάρα

αβγουλάδα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγουλίλα

αβγουλάκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβγάκ, αβγάκι, αβγκουλάιν, αβγκούλλιν, αβγόπκου, αβγόπλου, αβγουάκι, αβγουάκιν, αβγούδ, αβγουδάκ, αβγουδάκιν, αβγουδάτσι, αβγούλι, αβγούλιν, αβγούτσικο, αβκούιν, αβουγούλι, αγκβούκι, αγκούντι, βόκο, οβγόπον, οβόπον || αβγουλάκι

αβγουλαμάτης || Κρήτη || αβγουλομάτης

αβγουλάμπασας || Ζάκυνθος || ματαιόδοξος

αβγουλάμπασας || Κεφαλονιά || ματαιόδοξος

αβγουλάρα || αβγομάνα, αβγούκλα, αβγούλα, αβγούλας, άβγουλας, άβγουλος, άβγουος, αβγούρα || αβγουλάρα

αβγουλάς || & Άνδρος, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Παξοί || αβγουλάς

αβγουλάς || Κρήτη, Φωκίδα || αβγοφάγος

αβγούλας || Σίφνος || αβγουλάρα

άβγουλας || Κεφαλονιά || αβγουλάρα

αβγουλάς [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγολόγος, αβγουά, αβγουλά, αβγουλόους, αβγουλόγους, αβουγουλά || αβγουλάς

αβγουλάτε || Τσακωνιά || αβγοειδής

αβγουλάτο || Μέγαρα || μονορούφι

αβγουλάτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγκουλλάτος, αβγουλάτους || αβγοειδής

αβγουλάτους || Τήνος || αβγοειδής

αβγουλέ || Κρήτη || αβγουλίλα

αβγουλέα || Κρήτη || αβγουλίλα

αβγουλέα || Λιβίσι* || μανδραγόρας

αβγουλέιμουνου || Αιτωλοακαρνανία || αβγολέμονο

αβγουλέμουνου || Καρδίτσα, Λέσβος || αβγολέμονο

αβγουλήθρα || Άνδρος || αβγουλίλα

αβγουλήθρα || Ήπειρος, Σάμος, Τρίκαλα || γαργαλίδα

αβγουλήθρα || Ίμβρος || κήλη

αβγουλήθρα || βιάζουμι || μαγουλάδες

αβγούλι [Γούλας 1961] || δημοτική || Κορινθία, Κρήτη, Μάνη, Τσακωνιά || αβγουλάκι

αβγουλιά || Κρήτη, Μάνη, Σύρος, Χίος || αβγουλίλα

αβγουλιά || Βόρεια Εύβοια, Λιβίσι* || μανδραγόρας

αβγουλία || Τσακωνιά, Βάτικα* || αβγουλίλα

αβγουλίδα || Κρήτη, Κύθνος, Λακωνία || γαργαλίδα

αβγουλιέρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγοθήκ, αβγοθήκη, αβγοτιέρα || αβγουλιέρα

αβγουλίθ || Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα || γαργαλίδα

αβγουλίλα || & Αίγινα, Ηλεία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Τσακωνιά || αβγουλίλα

αβγουλίλα [Χρηστικό Λεξικό 2016] || δημοτική || αβγάδ, αβγίλα, αβγίλια, αβγκουλιά, αβγκουλλέα, αβγουλάδα, αβγουλέ, αβγουλέα, αβγουλέα, αβγουλιά, αβγουλία, αβγουλήθρα, αβουγουλία, αβγέα, οβέα || αβγουλίλα

αβγούλιν || Λιβίσι || αβγουλάκι

αβγουλίτς || Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα || γαργαλίδα

αβγούλλα || Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κως || αβγοκουλούρα

αβγούλλντα || Ρόδος || αβγοκουλούρα

αβγουλόγους || Αιτωλοακαρνανία || αβγουλάς

αβγουλόγους || Μαγνησία || αβγοφάγος

αβγουλομάτης [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβγομάτης, αβγουλαμάτης, αβγουλόματους, αβγουλουμάτς, αβγουμάτς || αβγουλομάτης

αβγουλόματους || Λιβίσι* || αβγουλομάτης

αβγουλομένος || Κρήτη || αβγωμένος

αβγουλόους || Αιτωλοακαρνανία || αβγουλάς

άβγουλος || Αρκαδία, Κρήτη || αβγουλάρα

αβγουλουγώ || Αϊβαλί* || παντρολογώ

αβγουλουμάτς || Χαλκιδική || αβγουλομάτης

αβγουλουτός || Κοζάνη || αβγοειδής

αβγουλωτός [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγουλουτός || αβγοειδής

αβγουμαζώνου || Σιάτιστα || κακαρίζω

αβγουμάνα || Αίνος*, Μακεδονία || φώλι

αβγουμάτς || Ίμβρος, Ιωάννινα, Λέσβος || αβγουλομάτης

αβγουμένους || Σάμος || αβγωμένος

αβγούνι || Σινώπη* || οχετός

αβγούνου || Μάνη || αβγώνω

άβγουος || Ρόδος || αβγουλάρα

αβγούρα || Ρόδος || αβγουλάρα

αβγουρούφτους || λεπτεπίλεπτος

αβγουσαλάτα || Ήπειρος, Μακεδονία || αβγοσαλάτα

αβγουσήκη || Λιβίσι* || αβγοθήκη

Άβγουστος [Βλαστός 1931] || Αύγουστος

αβγουτάραχου || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος || αβγοτάραχο

αβγουτήγανου || Ήπειρος, Θεσσαλία || αβγοτήγανο

αβγουτός || Αδριανούπολη || αβγοειδής

αβγούτσικο || Σύρος || αβγουλάκι

αβγοφάγος [Γούλας 1961] || δημοτική || αβγολόγος, αβγουλάς, αβγουλόγους, αβκοφάς || αβγοφάγος

αβγοφέτα [Χρηστικό Λεξικό 2016] || Προποντίδα || αβγοφέτα

αβγόφετα [Χρηστικό Λεξικό 2016] || αβγοφέτα, αβγοφιλέτα || αβγόφετα

αβγοφιλέτα || Προποντίδα || αβγοφέτα

αβγόφλιδα || Πελοπόννησος || αβγότσουφλο

αβγόφλιο || Κάρπαθος, Σύμη || αβγότσουφλο

αβγόφλουδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ηλεία, Λακωνία, Μάνη || αβγότσουφλο

αβγόφλουτσο || Ζάκυνθος, Κρήτη || αβγότσουφλο

αβγοφλυντίδα || Ρόδος || αβγότσουφλο

αβγόφυλε || Βάτικα* || αβγότσουφλο

αβγοφυλίδα || Κρήτη || αβγότσουφλο

αβγόφυλιο || Σύμη || αβγότσουφλο

αβγοφυλλίδα || Ρόδος || αβγότσουφλο

αβγόφυλλο [Βλαστός 1931] || Κρήτη, Μύκονος, Πελοπόννησος || αβγότσουφλο

αβγοφώλι || Κέρκυρα, Παξοί || φώλι

αβγωμένος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγουλομένος, αβγουμένους, γαβζωμένος || αβγωμένος

αβγώνι || Νικόπολη* || αλώνι

αβγώνω || Κέρκυρα || χοντραίνω

αβγώνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || για ψάρια: αβγκώννω, αβγούνου, γαβζώννω || αβγώνω

αβγωτός [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβγοειδής

αβδά || Αλόννησος, Σάμος, Σκόπελος || εδώ

αβδάα || Βάτικα* || βδέλλα

αβδάλα || Χαβουτσί* || βδέλλα

άβδαλος || Κορινθία || ατημέλητος

άβδαλος || Αχαΐα, Κορινθία || επιπόλαιος

άβδαλους || Χαλκιδική || αδέξιος

αβδάλς || Αιτωλοακαρνανία || φλύαρος

αβδανά || Σκόπελος || εδωδά

αβδέα || Νάξος, Τσακωνιά || βδέλλα

αβδέλ || Αιτωλοακαρνανία || βδέλλα

αβδέλα [Du Cange 1688] || Αδριανούπολη*, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα, Βουρλά*, Δέλβινο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιθάκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Καρδίτσα, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κέα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λέσβος, Λιβίσι*, Μάνη, Μύκονος, Νιγρίτα, Οινόη*, Πιερία, Σάμος, Σέρρες, Σκόπελος, Σκύρος, Σμύρνη*, Στενήμαχος*, Τρίκαλα, Τσακωνιά, Φθιώτιδα, Χαβουτσί* || βδέλλα

αβδέλι || Κεφαλονιά || μεντεσές

αβδελιάζω || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Τσακωνιά || αβδελλιάζω

αβδελιάρης || Κρήτη || καχεκτικός

αβδελιασμένος || Αχαΐα, Ζάκυνθος || καχεκτικός

αβδέλλα [Somavera 1709] || δημοτική || Κάλυμνος, Νίσυρος || βδέλλα

αβδελλάς [Βλάχος 1897] || δημοτική || βδελλοπώλης: αβδελλντάς, αβδιλάς, αβντελάς || αβδελλάς

αβδελλιάζομαι || αβτελλιάζουμαι || αβδελλιάζομαι

αβδελλιάζω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || γεμίζω βδέλλες (για πρόβατα): αβδελιάζω, αβδιλιάζου, αβδελώνω, βδελιάζω, βδιλιάζου, βιδελιάζω, εβδελιάζω || αβδελλιάζω

αβδέλλιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβτέλλιασμαν, αφτέλλα, βιδέλιασμα, εβδέλαγμαν, εβδέλασμαν || αβδέλλιασμα

αβδελλίτσα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβδιλίτσα, αβτελλούα, αβτελλούδα, εβδελόπον || αβδελλίτσα

αβδελλντάς || Ρόδος || αβδελλάς

αβδελλοκόκαλο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κάτι το ανύπαρκτο: αβδιλουκόκαλου || αβδελλοκόκαλο

αβδελλότοπος [ΙΛΝΕ] || δημοτική || αβτελλερόν, αβτελλότοπος || αβδελλότοπος

αβδελλοχόρταρο [Χελδράιχ 1926] || δημοτική || αβδελλόχορτο

αβδελλοχόρταρο [Χελδράιχ 1926] || Κεφαλονιά || νεραγκούλα

αβδελλόχορτο [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || τα φυτά Ranunculus muricatus & Ranunculus velutinus: αβδελλοχόρταρο, αφορδακίδα, βέλιουρας, κλαπατσούρα, κλαπατσόχορτο, τσουμέρκα || αβδελλόχορτο

αβδέλλωμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || η τέχνη: αβδέλουμα || αβδέλλωμα

αβδελλώνω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || συνδέω με προσθήκη: αβδιλώνου || αβδελλώνω

αβδέλουμα || Αδριανούπολη*, Ιωάννινα || αβδέλλωμα

αβδελόχορτο || Κύθνος || φλόμος

αβδέλτα || Αστυπάλαια || βδέλλα

αβδελώνω || Κέρκυρα || αβδελλιάζω

αβδέντα || Καλαβρία || βδέλλα

αβδέουα || Βάτικα*, Καβακλί* || βδέλλα

άβδημα || Κοτύωρα*, Σαμψούντα* || αγιοβήμα

αβδής [Κουκκίδης 1960] || υπηρέτης

αβδιά || Βελβεντός || αχλαδιά

αβδίκιωτος || Μάνη || ανεκδίκητος

αβδιλάς || Πιερία, Σάμος || αβδελλάς

αβδιλιάζου || Ιωάννινα || αβδελλιάζω

αβδιλιάρς || Αιτωλοακαρνανία || καχεκτικός

αβδιλίτσα || Άρτα, Ιωάννινα, Κόνιτσα || αβδελλίτσα

αβδιλουκόκαλου || Ίμβρος || αβδελλοκόκαλο

αβδιλώνου || Αδριανούπολη*, Ιωάννινα || αβδελλώνω

αβδοκούλλα || Σύμη || αβγοκουλούρα

αβδοκούλλι || Σύμη || αβγοκουλούρα

αβδομάδα || Δέλβινο || εβδομάδα

αβδόμι || Λακωνία || λύσσα

αβδουμάδα || Λήμνος, Σουφλί || εβδομάδα

άβε || Βάτικα* || άλλος

αβεζάρω || Λευκάδα || ειδοποιώ

αβεζζής || Νίσυρος || κυνηγός

αβέλαγος || Αρκαδία || αβέλαστος

αβέλαστος || αυτός που δεν βελάζει: αβέλαγος || αβέλαστος

αβελάω || Καλαβρία || βελάζω

αβελενάρω || Ζάκυνθος || δηλητηριάζω

αβελίδος || Ζάκυνθος || αφηρημένος

αβελίδος || Κεφαλονιά || εξαντλημένος

αβελίδος || Ζάκυνθος || παραζαλισμένος

αβελιμέντο || Κύθηρα || ανυπομονησία

αβελιμέντο || Κύθηρα || στεναχώρια

αβελίρισμα || Ζάκυνθος || αφηρημάδα

αβελίρισμα || Ζάκυνθος || παραζάλη

αβελίρισμα || αβελίδος || σκοτούρα

αβελίρω || Ζάκυνθος || αποθαρρύνω

αβελίρω || Ζάκυνθος || παραζαλίζω

άβελλος || Κάρπαθος || τριφυλλόκλαδο

αβελόναστος || Χαλδία* || αβελόνιαστος

αβελονέαστος || Τραπεζούντα*, Τρίπολη* || αβελόνιαστος

αβελονίαστος || Χαλδία* || αβελόνιαστος

αβελόνιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβελόναστος, αβελονέαστος, αβελονίαστος, αβελόνιστος, αβιλιόναγους, αβολόναστος, αμπελόνιαστος, αμπιλιόναστους, αμπολόνιαστος || αβελόνιαστος

αβελόνιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || αβελόνιαστος

αβέλουρας || Πάρος || βούλαρος

αβεντάριο || Πάρος || προικοσύμφωνο

αβεντόρα || Λευκάδα || γκόμενα

αβεντόρα || Ζάκυνθος || πελάτισσα

αβεντόρισα || Ζάκυνθος || πελάτισσα

αβεντόρος || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λευκάδα, Παξοί || πελάτης

αβεντόρος || Κέρκυρα || τρακαδόρος

αβεντούρα || Κύπρος || τύχη

αβέργωτος || Μέγαρα || εύκαμπτος

αβερνίκωτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβιρνίκουτους || αβερνίκωτος

αβεροδαχτύλιδο || Ζάκυνθος || βέρα

αβερσάριος || Μύκονος || αντίδικος

αβερσάριος || Ζάκυνθος || εχθρός

αβέρσος || Ίμβρος || τρελός

αβέρτα || Χαλκιδική || απλόχερα

αβέρτα ||  Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βουρλά*, Δέλβινο, Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Θεσπρωτία, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Μοσχονήσι*, Μύκονος, Νάξος, Παξοί, Σάμος, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || συνεχώς

αβέρτα || Ηλεία, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || χουβαρντάδικα

αβέρτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Βουρλά*, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ίμβρος, Μήλος, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Λευκάδα, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Πιερία, Τσακωνιά, Φωκίδα, Χαλκιδική, Χίος || ελεύθερα

αβέρτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ίμβρος, Κάλυμνος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Μύκονος, Παξοί, Πάργα, Σαμοθράκη, Σκόπελος || ανοιχτά

αβερτερία || Μάνη || ελευθερία

αβέρτικος || Αρκαδία || ελεύθερος

αβέρτικος || Ηλεία || χουβαρντάς

αβερτίρω || Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύπρος || ειδοποιώ

αβέρτο || Ζάκυνθος || υπαιθρίως

αβέρτος || Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κορινθία, Μάνη, Παξοί, Πάργα, Φθιώτιδα || ελεύθερος

αβέρτος || Ηλεία, Κάλυμνος, Κέρκυρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Παξοί, Σύμη || ευρύχωρος

αβέρτος || Ίμβρος || τρελός

αβέρτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Λακωνία, Παξοί || ανοιχτός

αβερτοσιά || Κεφαλονιά || ελευθερία

αβερτοσύν || Λευκάδα || ελευθερία

αβερτοσύνη || Αρκαδία, Κεφαλονιά, Μάνη || ελευθερία

αβερτοσύνη || Μεσσηνία || ευρυχωρία

αβερτοσύνη || Θήρα || προθυμία

αβερτοσύνη || Μεσσηνία || χουβαρνταλίκι

αβέρτους || Λέσβος, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Φωκίδα || ανοιχτός

αβέρτους || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Πιερία, Σάμος || ελεύθερος

αβέρτους || Μαγνησία || συνεχής

αβερώνα || Ζάκυνθος || αρραβώνας

αβερωνιαστικός || Ζάκυνθος || αρραβωνιαστικός

αβετζή || Τσακωνιά || κυνηγός

αβετζής || Κάρπαθος || κυνηγός

αβετσινάριστος || Νάξος || ανεμβολίαστος

αβζά || Αίνος* || βουζιά

άβζα || Κάλυμνος || άτεκνη

άβζα || Αστυπάλαια, Κάλυμνος || στείρα

αβζαρσιά || Λευκάδα || παρακολούθηση

αβζάρσμα || Λευκάδα || ειδοποίηση

αβζάρω || Λευκάδα || ειδοποιώ

αβζέστης || Κως || ασβέστης

αβζέστι || Απουλία || ασβέστης

αβζή || Κάλυμνος || αυγή

αβζήδικος || Βουρλά* || κυνηγετικός

αβζής || Σύρος || κυνηγός

αβζής || Καστελλόριζο || σκοπευτής

αβζιά || Λάρισα || βυζιά

αβζιά [Γεννάδιος 1914] || Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα || βουζιά

άβζια [Μέγας 1975] || άτεκνη

αβζίντου || Τσακωνιά || διψώ

αβζίντου || Τσακωνιά || ουρλιάζω

αβζιτέ || Τσακωνιά || ουρλιαχτό

αβζόπιαγους || Αιτωλοακαρνανία || καχεκτικός

άβζος || Κάλυμνος || άτεκνος

άβζος || Κάλυμνος || στείρος

αβζότ || Ημαθία, Καρδίτσα || αγιζότι

αβζούρα || Σκόπελος || σβούρα

αβήσαλου || Τήνος || βήσαλο

αβησεία || Καλαβρία || βοήθεια

αβησώ || Απουλία || βοηθώ

αβί || Μέγαρα || αλφαβήτα

άβι || Φάρασα* || χερούλι

άβι [Κουκκίδης 1960] || Άνδρος, Αστυπάλαια, Βουρλά*, Κάλυμνος, Κύθηρα, Κύμη, Καππαδοκία*, Κως, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη, Φάρασα*, Χαβουτσί*, Χαλδία*, Χίος || κυνήγι

αβιά || Κάρπαθος || άτεκνη

αβιά || Κάρπαθος || στείρα

αβία || Κάρπαθος || εμπρός

αβία || Καστελλόριζο || κατευθείαν

άβια || Ίμβρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Χίος || άτεκνη

αβία [Du Cange 1688] || στείρα

άβια [Germano 1622] || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κρήτη, Κως, Κύμη, Ρόδος, Χίος || στείρα

αβιάζζομαι || Καλαβρία || ουρλιάζω

αβιάζουμι || Λάρισα, Λέσβος || βιάζομαι

αβιασιά [Somavera 1709] || Κεφαλονιά, Κοζάνη || νωχελικότητα

αβίαστα || Αδριανούπολη*, Πάρος || άβιαστα

άβιαστα [Somavera 1709] || δημοτική || αβίαστα, αγλάκητα, αγλάκηχτα, ανασαντά || άβιαστα

αβίαστος || λόγιο || αγκανάριστος || αβίαστος

αβίαστος || Τραπεζούντα* || άβιαστος

άβιαστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβίαστος || άβιαστος

αβιάτζομαι || Καλαβρία || ουρλιάζω

άβιβλος || Λακωνία || αγράμματος

άβιβλους || Ήπειρος || αγράμματος

αβιγό || Τσακωνιά || αβγότσουφλο

αβιδέλα || Νάξος, Σύρος || βδέλλα

αβιδέουα || Νάξος || βδέλλα

αβίδιαστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβίδωτα

αβίδιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβίδωτος

αβίδωτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβίδιαστα || αβίδωτα

αβίδωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβίδιαστος || αβίδωτος

αβιελέτα || Θήρα || βιολέτα

αβιελόπουλο || Θήρα || βιολέτα

αβιέροτα || Τσεσμέ* || μανουσάκι

αβίζα || Μάνη || επίσκεψη

αβιζαδόρος || Ζάκυνθος || τελάλης

αβιζάδος || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Παξοί || ειδοποιημένος

αβιζαμέντο || Νάξος || είδηση

αβιζαμέντο || Κρήτη || προσταγή

αβιζαμέντο || Νάξος || συμβουλή

αβιζάριση || Νάξος || συμβουλή

αβιζάρισμα || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Παξοί || ειδοποίηση

αβιζάρισμα || Νάξος || συμβουλή

αβιζαρισμένος || Κέρκυρα || ειδοποιημένος

αβιζαρισμός || Νάξος || συμβουλή

αβιζαριστής || Νάξος || συμβουλάτορας

αβιζάριστος || Νάξος || ασυμβούλευτος

αβιζάρου || Μάνη || επισκέπτομαι

αβιζάρω || Αίγινα || καπαρώνω

αβιζάρω || Λάκωνία, Νάξος || συμβουλεύω

αβιζάρω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μύκονος, Παξοί || ειδοποιώ

αβιζγιάζω || Κύπρος || συμβουλεύω

αβιζέρνω || Κρήτη || ειδοποιώ

αβιζέρνω || Νάξος || συμβουλεύω

αβιζές || Κύπρος || πολυέλαιος

αβιζζής || Χίος || κυνηγός

αβιζής || Άνδρος || κυνηγός

αβιζιά || Κεφαλονιά || βουζιά

αβιζιάζω || Κύπρος || ειδοποιώ

αβιζιάζω || Κύπρος || συμβουλεύω

αβίζιτα || Μάνη, Πιερία || επίσκεψη

αβιζιταρίζου || Μάνη || επισκέπτομαι

αβιζιτάρου || Μάνη || επισκέπτομαι

αβιζιτιάζω || Κύπρος || επισκέπτομαι

αβίζο || Αχαΐα, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Μεσσηνία, Παξοί || είδηση

αβίζο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μύκονος, Παξοί, Πάργα, Πάρος || ειδοποίηση

αβίζον || Κύπρος || ειδοποίηση

αβιζότη || Αχαΐα, Κορινθία, Λακωνία || αγιζότι

αβιζότης || Μάνη || αγιζότι

αβιζότι [Βλάχος 1897] || Αχαΐα, Μάνη || αγιζότι

αβιζότο || Αχαΐα || αγιζότι

αβίζου || Σάμος || ειδοποίηση

αβικάρης || Κύπρος || εφημέριος

αβικάτου || Καλαβρία || αποκάτω

αβιλάτα || Καστοριά || αγελάδα

αβιλιόναγους || Αιτωλοακαρνανία || αβελόνιαστος

αβίλουρας || Νάξος || βλαστάρι

άβιν || Κάρπαθος, Κερασούντα*, Λιβίσι*, Μάκρη*, Νίσυρος, Ρόδος, Τραπεζούντα* || κυνήγι

αβιντζής || Κάρπαθος || κυνηγός

αβιντζής || Ηλεία || σκοπευτής

αβιόλα || Μύκονος || βιολέτα

αβιολέντα || Θήρα || βιολέτα

αβιολιά || Μύκονος || βιολέτα

αβιορέτα || Βουρλά* || βιολέτα

αβιός || Κάρπαθος || στείρος

άβιος || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κρήτη, Ρόδος, Χίος || άτεκνος

αβιουλιά || Νιγρίτα || βιολιά

αβιούμι || Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική || διηγούμαι

αβίουρας || Νάξος || βλαστάρι

αβιράρου || Μάνη || βιράρω

αβιράρω || Κύπρος || βιράρω

άβιρζο || Κάλυμνος || αύριο

άβιριου || Μαΐστρος* || αύριο

αβιρνίκουτους || Ευρυτανία, Φθιώτιδα || αβερνίκωτος

αβιρταρία || Αιτωλοακαρνανία || ελευθερία

αβιρταρία || Αιτωλοακαρνανία || ευρυχωρία

αβιρτουσύν || Αιτωλοακαρνανία || ειλικρίνεια

αβιρτουσύν || Αιτωλοακαρνανία || ευχέρεια

αβίς || Κύπρος || είδηση

αβισγιάζω || Κύπρος || συμβουλεύω

αβισιά || Κεφαλονιά || αμέλεια

αβισινέζα || Σάμος || πετονιά

αβίτα || Κεφαλονιά || ισόβια

αβιτζήδικος || Βουρλά*, Κύθνος, Νάξος, Σύμη || κυνηγετικός

αβιτζής || Αμοργός, Άνδρος, Βουρλά*, Κύθηρα, Κύθνος, Κύμη, Νάξος, Σύμη, Τρίγλια*, Χίος || κυνηγός

αβιτζής || Λακωνία || σκοπευτής

αβιτζιάλης || Κύπρος || αξιωματούχος

αβιτζολόος || Νάξος || γυναικάς

αβιτζόσκυλος || Νάξος || λαγωνικό

αβκά || Κύπρος || υγρασία

αβκάζω || Κύπρος || μουσκεύω

αβκάζω || Κύπρος || υγραίνομαι

αβκάζω || Κύπρος || αναβλύζω

αβκαλιά || Κύπρος || αυλάκι

άβκαρτος || Κύπρος || άβγαλτος

άβκασμαν || Κύπρος || αυλάκι

άβκασμαν || Κύπρος || ύγρανση

αβκή || Κύπρος || αυγή

αβκό || Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη || αβγό

αβκολιά [Brighenti 1912] || δημοτική || Κύπρος || αυλάκι

άβκον || Κύπρος || αύριο

αβκόν [Brighenti 1912] || δημοτική || Κύπρος, Ρόδος || αβγό

αβκοτή || Κύπρος || αβγοκουλούρα

αβκότσιλλον || Κύπρος || αβγότσουφλο

αβκότσιφλον || Κύπρος || αβγότσουφλο

αβκότσουβλον || Κύπρος || αβγότσουφλο

αβκότσουλλον || Κύπρος || αβγότσουφλο

αβκότσουφλον || Κύπρος || αβγότσουφλο

αβκούιν || Κύπρος || αβγουλάκι

αβκοφάς || Κύπρος || αβγοφάγος

αβκώννω || Κύπρος || ζευγαρώνω

άβλα || Μάδυτος* || άβολα

άβλαβα [Βλάχος 1659] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Πάρος, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβλαβώς

αβλαβέβω || Σάντα*, Σινώπη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || κυνηγώ

αβλαβής || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || άβλαβο, άβλαβος, άβλαβους, άβλαγους, άβλαος, άβλαφος, άβλαφτε, άβλαφτος, άβλαφτους, ανέβλαβος || αβλαβής

άβλαβο || Τσακωνιά || αβλαβής

άβλαβος [Germano 1622] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μέγαρα, Οινόη*, Παξοί, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβλαβής

αβλαβοσύνη [Βλάχος 1659] || αβλαβουσύν || αβλαβοσύνη

άβλαβους || Μαγνησία || αβλαβής

αβλαβουσύν || Αδριανούπολη*, Μάδυτος* || αβλαβοσύνη

αβλάβω || Κοτύωρα* || κολυμπώ

αβλαβώς || λόγιο || άβλαβα, άβλαφτα || αβλαβώς

αβλαγάς || Κοζάνη, Πιερία, Σιάτιστα || αλάνα

αβλαγάς || Μαγνησία || μαντρότοιχος

αβλαγκιάζου || Λέσβος || ενεδρεύω

αβλαγκιάζου || Λέσβος || σκοπεύω

αβλάγκιασμα || Λέσβος || ενέδρα

αβλάγκιασμα || Λέσβος || σκόπευση

άβλαγους || Λέσβος || αβλαβής

αβλαέβω || Σάντα*, Σινώπη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || κυνηγώ

αβλάεμαν || Σάντα* || κυνήγι

αβλαεύω || Σινώπη* || κατασκοπεύω

αβλαή || Μαγνησία || μαντρότοιχος

αβλάκι [Germano 1622] || αυλάκι

αβλακιά [Βλαστός 1931] || αυλακιά

αβλακόνουμι || Χαλκιδική || ζεσταίνομαι

αβλακώ || Φολέγανδρος || τρέχω

αβλάκωμα [Βλαστός 1931] || αυλάκωμα

αβλακωμένος [Βλαστός 1931] || αυλακωμένος

αβλακώνω [Βλαστός 1931] || αυλακώνω

αβλακωτός [Βλαστός 1931] || αυλακωτός

αβλαμάς || Θεσσαλία || αδελφοποιητός

αβλαμάς || Καστελλόριζο || καρτέρι

αβλάμης || Κως || αδελφοποιητός

αβλάμης || Κως || λεβέντης

αβλαμπατζούδ || Σουφλί || ράφι

αβλαντίζζω || Χίος || συναντώ

αβλαντίζου || Χαλκιδική || αγναντεύω

αβλαντίζου || Σάμος || ενεδρεύω

αβλαντίζου || Τήνος || καιροφυλακτώ

αβλαντίζου || Ίμβρος, Λέσβος, Μάδυτος*, Νιγρίτα, Σκόπελος, Τήνος || κυνηγώ

αβλαντίζου || Θάσος, Σουφλί || παρακολουθώ

αβλαντίζου || Λέσβος, Σάμος, Σουφλί, Τήνος || παραμονεύω

αβλαντίζου || Λέσβος || σκοπεύω

αβλαντίζου || Ίμβρος, Λήμνος, Σαμοθράκη || συναντώ

αβλαντίζω || Κάρπαθος, Χίος || παρακολουθώ

αβλαντίζω || Κάρπαθος || προσέχω

αβλαντίζω [Κουκκίδης 1960] || Τσακήλι* || κυνηγώ

αβλαντίνα || Σουφλί || σόι

αβλαντού || Ουλαγάτς* || κυνηγώ

αβλάντσμα || Λήμνος || σύλληψη

αβλαντώ || Ήπειρος || ενεδρεύω

αβλαντώ || Ίμβρος || κυνηγώ

άβλαος || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη || αβλαβής

αβλάρης || Κύπρος || σταβλίτης

αβλαρία || Κύθηρα || ελευθερία

αβλαστάρουτους || Κοζάνη || αβλαστάρωτος

αβλαστάρωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβλαστάρουτους || αβλαστάρωτος

αβλαστήματος || Τραπεζούντα* || αβλαστήμητος

αβλαστήμαχτος || Παξοί || αβλαστήμητος

αβλαστήμετος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Τρίπολη*, Χαλδία* || αβλαστήμητος

αβλαστήμηστος || Κρήτη || αβλαστήμητος

αβλαστήμητε || Τσακωνιά || αβλαστήμητος

αβλαστήμητος || & Άνδρος, Κεφαλονιά, Μεσσηνία, Παξοί || αβλαστήμητος

αβλαστήμητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβλαστήματος, αβλαστήμαχτος, αβλαστήμετος, αβλαστήμηστος, αβλαστήμητε, αβλάστημος || αβλαστήμητος

αβλάστημος || Χαλδία* || αβλαστήμητος

αβλαστήμτους || Ιωάννινα || αβλαστήμητος

αβλαστημώ || Πελοπόννησος || βλαστημώ

αβλάστητος || Κεφαλονιά || άβλαστος

αβλάστητος || Πελοπόννησος || άτεκνος

αβλάστητος [Βλαστός 1931] || αφύτρωτος

αβλαστολόγητε || Τσακωνιά || αβλαστολόγητος

αβλαστολόγητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβλαστολόγητε, αβλαστολόγιστος, αβλαστολόιστος, αβλαστουλόιγους, αβλαστουλότους || αβλαστολόγητος

αβλαστολόγιστος || Λακωνία || αβλαστολόγητος

αβλαστολόιστος || Λακωνία || αβλαστολόγητος

αβλαστός || Λέσβος || βλαστάρι

άβλαστος [Somavera 1709] || δημοτική || αβλάστητος || άβλαστος

αβλαστουλόιγους || Αιτωλοακαρνανία || αβλαστολόγητος

αβλαστουλόιτους || Ιωάννινα, Χαλκιδική || αβλαστολόγητος

αβλάτι || Βουρλά* || στόχος

αβλατίζω || Φάρασα* || κυνηγώ

αβλατίζω || Κύπρος || ξελογιάζω

αβλατίζω || Κύπρος || σαγηνεύω

αβλατίζω || Σινώπη* || σκοπεύω

αβλατίζω || Κάλυμνος || συναντώ

αβλάτισμαν || Κύπρος || ξελόγιασμα

αβλατιστά || Κάρπαθος || προσεχτικά

αβλάτιστα || Κάρπαθος || απρόσεκτα

αβλατώ || Κύπρος || ξελογιάζω

αβλατώ || Κύπρος || σαγηνεύω

άβλαφος || Λακωνία, Μάνη || αβλαβής

άβλαφτα [Somavera 1709] || δημοτική || Πάρος || αβλαβώς

άβλαφτε || Τσακωνιά || αβλαβής

άβλαφτος [Du Cange 1688] || δημοτική || Κάλυμνος, Μάνη, Μέγαρα, Νάξος, Σύρος, Τραπεζούντα* || αβλαβής

άβλαφτους || Πιερία || αβλαβής

αβλέμμα || Καλαβρία || ματιά

αβλέμμονας [Brighenti 1912] || δημοτική || βάραθρο

αβλεμμόνι [Brighenti 1912] || δημοτική || βάραθρο

αβλέμονας || Κεφαλονιά || αδηφάγος

αβλέμονας [Βλαστός 1931] || Κεφαλονιά || θαλασσόπατο

αβλέμονας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μάνη || όρμος

αβλεμόνι [Βλαστός 1931] || Κεφαλονιά || θαλασσόπατο

αβλέμουνας || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Σάμος || όρμος

αβλέμουνας || Σάμος || χαράδρα

αβλεπί [Χρηστικό Λεξικό 2016] || αβλεπίς, αβλεπτί, αγλεπίς, άθωρα || αβλεπί

αβλεπίς || Ηλεία, Νίσυρος, Κάρπαθος || αβλεπί

άβλεπος [Βλαστός 1931] || τυφλός

άβλεπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά, Παξοί || αθέατος

άβλεπτα [Somavera 1709] || αθώρετα

άβλεπτα [Somavera 1709] || αστόχαστα

άβλεπτα [Βλάχος 1659] || αόρατα

αβλεπτί [Χρηστικό Λεξικό 2016] || αβλεπί

άβλεπτος [Portius 1635] || αόρατος

άβλεπτος [Somavera 1709] || αθώρετος

άβλεπτος [Somavera 1709] || αστόχαστος

αβλέπω || Καλαβρία || βλέπω

αβλέσπη || Καλαβρία || όραση

αβλέστι || Απουλία || ασβέστης

αβλεψιά || λόγιο || αβλεψιά, ακοιταξιά, αξετασιά || αβλεψία

αβλεψιά [Germano 1622] || δημοτική || αστοχασιά

αβλεψιά [Βλαστός 1931] || αβλεψία

αβλεψιά [Βλαστός 1931] || απροσεξία

αβλή [Βλαστός 1931] || αυλή

αβλιατσίκι || Κεφαλονιά || λογομαχία

αβλίδος || Κεφαλονιά || εξαντλημένος

αβλίζω || Νάξος || γαβγίζω

άβλισμα || Νάξος || γάβγισμα

άβλιτα || Amaranthus blitum: Τσακωνιά || βλίτο

αβλίτρου || Πιερία || βλίτο

αβλίχι || Φάρασα* || κυνήγι

αβλόγητε || Τσακωνιά || αβλόγητος

αβλόγητη || Κονίστρες || σπιτωμένη

αβλόγητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αβλόγητε, αβλόγτους, αβλόητος, αβλόητους, αβόγητε, ανευλόγετος, ανευλόγητος, ανευλόετος, ανευλόητος || αβλόγητος

αβλογιά || Αντίπαξοι || γλόγος

αβλογιά || Θεσπρωτία, Σύμη || ευλογιά

αβλογιάρης || Σύμη || βλογιοκομμένος

αβλογκιά || Αντίπαξοι, Παξοί || αγρουγκιά

αβλογκιά || Παξοί || λευκαγκαθιά

αβλόγτους || Αδριανούπολη* || αβλόγητος

αβλόγυρος [Βλαστός 1931] || αυλόγυρος

αβλοέττα || Σύμη || βιολέτα

αβλόητη || Άνδρος, Θήρα, Κρήτη, Μάνη || σπιτωμένη

αβλόητος || Άνδρος, Θήρα, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Παξοί, Πάρος, Ρόδος, Σύρος || αβλόγητος

αβλόητος || Κάλυμνος || αλειτούργητος

αβλόητος || Κάλυμνος, Κως || αστεφάνωτος

αβλόητους || Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αβλόγητος

αβλόητους || Λάρισα || ανεπρόκοπος

αβλόητους || Σκόπελος || αστεφάνωτος

αβλόθυρα [Βλαστός 1931] || αυλόπορτα

αβλοΐα || Απουλία || ευλογιά

αβλοΐα || Απουλία || ευλογία

αβλόμωτος || Κύπρος || αφλόμωτος

αβλονιά || Καστελλόριζο || μοσχοχτάποδο

αβλόπορτα [Βλαστός 1931] || αυλόπορτα

αβλός || Κύπρος || βλαστάρι

αβλός || Κύπρος || παραφυάδα

άβλος || Αραβανί || ουρανίσκος

αβλόσκαλα [Βλαστός 1931] || αυλόσκαλα

αβλόστρωτο [Βλαστός 1931] || αυλόστρωτο

αβλουγιά || Γρεβενά, Τρίκαλα || ευλογιά

αβλουγιαρός || Γρεβενά || βλογιοκομμένος

αβλουγιάρς || Κοζάνη || βλογιοκομμένος

αβλουγιουκουμένους || Βοιωτία || βλογιοκομμένος

αβλουγώ || Λάρισα || ευλογώ

αβλόχα || Κύθηρα || χαράδρα

αβλοώ || Απουλία || ευλογώ

αβντάλα || Πελοπόννησος || τσούλα

αβντάλης || Πωγώνι || απρόσεκτος

αβνταλιά || Χαλκιδική || αποχαύνωση

αβνταλιά || Κόνιτσα || τεμπελιά

αβνταλιάζω || Κόνιτσα || τεμπελιάζω

αβνταλίζου || Χαλκιδική || αποχαυνώνομαι

άβνταλους || Χαλκιδική || αδέξιος

άβνταλους || Χαλκιδική || απρόσεκτος

άβνταλους || Χαλκιδική || τσαπατσούλης

αβντάλς || Χαλκιδική || απρόσεκτος

αβντέλα || Κως || βδέλλα

αβντελάς || Κως || αβδελλάς

αβντέλλα || Κάρπαθος, Κύπρος || βδέλλα

αβντέλλντα || Ρόδος || βδέλλα

αβντελοκουτσιά || Κως || φτελιά

αβντέλτα || Αστυπάλαια || βδέλλα

αβντιά || Κάρπαθος || στείρα

αβντομάντα || Απουλία || εβδομάδα

αβό || Φάρασα* || αβγό

αβόαστα || Σμύρνη* || αβούητα

αβογαδόρος || Κέρκυρα, Παξοί || κατήγορος

αβόγγητα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβόγκητα

αβόγγητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβόγκητος

αβόγητε || Τσακωνιά || αβλόγητος

αβόγκητα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αβόγγητα || αβόγκητα

αβόγκητος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αβόγγητος || αβόγκητος

αβόδουτους || Μαγνησία || ανεπρόκοπος

αβόζο || Ζάκυνθος, Λακωνία, Πάργα || ισοκράτημα

αβοζος || Λακωνία || φωνακλάς

αβοηθάου || Αχαΐα || βοηθώ

αβοηθάω || Λευκάδα, Μέγαρα || βοηθώ

αβοήθητε || Τσακωνιά || αβοήθητος

αβοήθητος [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αβοήθητε, αβόηθος, αβόθιστος, αβόθστους, αβόιθητος, αβούθιστος || αβοήθητος

αβόηθος [Somavera 1709] || δημοτική || αβοήθητος

αβοηθώ || Μάνη, Σκιάθος || βοηθώ

αβόθιστος || Μάνη || αβοήθητος

αβοθρακός || Κρήτη || βάτραχος

αβόθστους || Νιγρίτα, Σέρρες || αβοήθητος

αβόιθητος || Κονίστρες || αβοήθητος

αβόιθιου || Σάμος, Σκόπελος || βοήθεια

αβόιθμα || Πιερία || βοήθεια

αβόιθμου || Πιερία || βοήθεια

αβόιστα [ΙΛΝΕ 1933] || αβούητα

αβόιστος [ΙΛΝΕ 1933] || αβούητος

αβοκάτης || Κύπρος || δικηγόρος

αβοκάτος || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λευκάδα, Παξοί, Πάρος, Τσακήλι* || δικηγόρος

αβοκοίλης || Κάλυμνος || κοιλαράς

αβοκοιλιά || Κάλυμνος || κοιλάρα

άβολα || & Μάνη, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος || άβολα

άβολα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || άβλα, αβόλετα, αβόλιτα, ανάβολα, ανάβουλα, ανάζερβα, ανάζιρβα, ανάσβολα, ανάσβουλα, ανέβολα, ανεβόλετα, άολα, απόβολα || άβολα

αβολάδα || Κύθνος, Μήλος, Νάξος, Σίκινος || βράχος

αβολάδα || Σίκινος || σκόπελος

αβολαδιά || Σίκινος || πετριά

αβολάω || Καλαβρία || μεταστρέφω

άβολε || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || άβολος

αβολέα || Κύθηρα || αναβολιά

αβολέα || Μεσσηνία || βολή

αβολέα || Μεσσηνία || φορά

αβόλεο || Ζάκυνθος || ελεφαντόδοντο

αβολεσιά || Κρήτη || κακοτοπιά

αβολέσια || Κρήτη || αναποδιά

αβολεσιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβολεψιά

αβόλετα || Κύπρος || αναπόφευκτα

αβόλετα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άβολα

αβόλετο || Σύμη || αδύνατον

αβόλετος || Ρόδος || αβόλευτος

αβόλετος || Τραπεζούντα* || απραγματοποίητος

αβόλετος [Brighenti 1912] || δημοτική || άβολος

αβόλετος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Σινασός* || ανεπιτήδειος

αβόλετος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Βιθυνία*, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σύμη, Τραπεζούντα*, Χίος || ακατόρθωτος

αβόλευος || Μύκονος || αβόλευτος

αβόλευτος || & Άνδρος, Αχαΐα, Κονίστρες, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Σύρος, Χίος || αβόλευτος

αβόλευτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αβόλετος, αβόλευος, αβόλιφτους, άθετος || αβόλευτος

αβολεψία || Μάνη || αβολεψιά

αβολεψιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβολεσιά, αβολεψία, αβολία, αβουλιψιά || αβολεψιά

αβολιά || Κρήτη || διαβολιά

αβολία [Brighenti 1912] || δημοτική || Μάνη || αβολεψιά

αβολιά [Somavera 1709] || δημοτική || Σύρος || αναποδιά

αβολιά [Βλάχος 1659] || Κρήτη, Σύρος || αβολιά

αβολιά [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κρήτη || ζημιά

αβόλιστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβύθιστος

αβόλιστος [Βλαστός 1931] || άφταστος

αβόλιτα || Ήπειρος || άβολα

αβόλιτα || Ήπειρος || αναπόφευκτα

αβόλιτους || Αίνος* || ακατόρθωτος

αβόλιφτους || Φθιώτιδα || αβόλευτος

αβόλιφτους || Χαλκιδική || δύστροπος

αβολοκόπητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβουλοκόπητος, ασβολοκόπητος, ασβολοκόπιστος || αβολοκόπητος

αβολόναστος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Τρίπολη* || αβελόνιαστος

άβολος || & Ηλεία, Μάνη, Μύκονος, Νίσυρος, Πάρος, Ρόδος, Χάλκη, Χίος || άβολος

άβολος || Θήρα, Ίος, Κρήτη, Κως, Νίσηρος || ανόητος

άβολος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άβολε, αβόλετος, άβουλους, ανάβολος, ανάβουλος, ανάβουλους, ανάσβολος, ανάσβουλους, ανέβολος, άολος, άσβολος, κακόβολος || άβολος

αβομβάρδιστος || λόγιο || αβομπάρδιστος || αβομβάρδιστος

αβομπάρδιστος [Γούλας 1961] || δημοτική || αβομβάρδιστος

αβόρα || Σινώπη* || δροσιά

αβοράζω [Brighenti 1912] || δημοτική || Κύπρος || αγοράζω

αβοραμμένο || Απουλία || αγορασμένος

αβόραντος || Κρήτη || θαμνοκυπάρισσο

αβόρας || Σινώπη* || αεράκι

αβοράτζω || Απουλία || αγοράζω

αβόρατος || Κρήτη, Κύπρος || θαμνοκυπάρισσο

αβόρδακος [Du Cange 1688] || βάτραχος

αβόρεο || Ζάκυνθος || φίλντισι

αβορθακός || Κρήτη || βάτραχος

αβόριγος || Σάντα*, Χαλδία* || αλίχνιστος

αβόριο || Ζάκυνθος || φίλντισι

αβόρτος || Κύπρος || άρκευθος

αβοσάζου || Τσακωνιά || ορνιάζω

αβοσκαμός || Μάνη || μάτιασμα

αβόσκετος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβόσκητος

αβόσκητος || & Ήπειρος, Κρήτη, Μεσσηνία, Σύμη || αβόσκητος

αβόσκητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αβόσκετος, αβόσκητους, αβόσκιγος, αβόσκιγους, αβόσκιος, αβόσκιστος, αβόσκιστους, άβοσκος, αβόσκστους, αβόσκτους, αβόσσιστος, άβουσκους, αβρόσκος, ανέματε || αβόσκητος

αβόσκητους || Μακεδονία || αβόσκητος

αβόσκιγος || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβόσκητος

αβόσκιγους || Αιτωλοακαρνανία || αβόσκητος

αβόσκιος || Μάνη || αβόσκητος

αβόσκιστος || Κρήτη, Μάνη, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβόσκητος

αβόσκιστους || Χαλκιδική || αβόσκητος

άβοσκος [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || Μάνη || αβόσκητος

αβόσκστους || Ίμβρος, Πιερία, Σέρρες || αβόσκητος

αβόσκτους || Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αβόσκητος

αβόσκτους || Σάμος || αφελής

αβόσουκο || Τσακωνιά || αγριόσυκο

αβόσσιστος || Κάλυμνος || αβόσκητος

αβοστσάζου || Τσακωνιά || ορνιάζω

αβοσυκιά || Κάλυμνος || αβγοσυκιά

αβόσυκο || Αγαθονήσι, Κάλυμνος, Λέρος || αβγόσυκο

αβοτανά || Τσακωνιά || αυτιάς

αβοτάνα || Τσακωνιά || αυτί

αβοτάνιγος || Ηλεία, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβοτάνιστος

αβοτάνιστε || Τσακωνιά || αβοτάνιστος

αβοτάνιστος || & Αυλωνάρι, Θήρα, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Σύρος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβοτάνιστος

αβοτάνιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβοτάνιγος, αβοτάνιστε, αβουτάνγους, αβουτάνστους, αξεβοτάνιστος, αξεχορτάριαστος, αξιβουτάντστους, αξιχόρτιστος, ξιβουτάντστους || αβοτάνιστος

αβότανος || Λακωνία || αβοτάνιστος

αβότους || Σαμψούντα* || αυτός

αβού || Νικόπολη* || αυτό

αβού || Νικόπολη* || έτσι

άβου || Καππαδοκία* || άλλος

άβου || Ίμβρος || ανάβω

αβουάζω || Βάτικα* || αλλάζω

αβουγό || Τσακωνιά || αβγό

αβουγόσουκο || Τσακωνιά || αγριόσυκο

αβουγουλά || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αβγουλάς

αβουγούλι || Τσακωνιά || αβγουλάκι

αβουγουλία || Τσακωνιά || αβγουλίλα

αβουγόφυλε || Τσακωνιά || αβγότσουφλο

αβούδιαγκλας || Μάνη || ασφόδελος

αβούδιακας || Μάνη || ασφόδελος

αβούδιακλας || Σίφνος || ασφόδελος

αβουζέκλα || Κάλυμνος || κυνηγός

αβουζζής || Κως || κυνηγός

αβουζής || Κάλυμνος || κυνηγός

αβουζιά [Γεννάδιος 1914] || βουζιά

αβουηθάου || Σκόπελος || βοηθώ

αβούηθιου || Σάμος || αλληλοβοήθεια

αβουηθώ || Κοζάνη, Λάρισα, Μύκονος, Πιερία, Σκόπελος || βοηθώ

αβούητα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβούιχτα, αβόαστα, αβόιστα || αβούητα

αβούητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβόητος, αβόιστος, αβούιστος, αβούιχτος, άβουος || αβούητος

αβούθιου || Σάμος || βοήθεια

αβούθισμα || Νάξος || βοήθεια

αβουθιστής || Νάξος || βοηθός

αβούθιστος || Νάξος || αβοήθητος

αβουθίτζω || Καλαβρία || βοηθώ

αβουθώ || Άνδρος, Νάξος, Χίος || βοηθώ

αβουΐδακας || Μάνη || ασφόδελος

αβούιθιου || Σάμος || βοήθεια

αβούιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβούητος

αβούιχτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβούητα

αβούιχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβούητος

αβουκατλούγ || Χαλδία* || δικηγοριλίκι

αβουκατλούκ || Χαλδία* || δικηγοριλίκι

αβουκάτος [Meursius 1614] || δημοτική || Βουρλά*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Μύκονος, Οινόη*, Παξοί, Πάργα, Ρόδος, Σωζόπολη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || δικηγόρος

αβουκάτους || Αϊβαλί*, Μάδυτος*, Μαΐστρος*, Μοσχονήσι*, Λέσβος, Σάμος, Σουφλί || δικηγόρος

αβουκλού || Κάλυμνος || γκόμενα

αβούκου || Τσακωνιά || λαβώνω

άβουλα || & Τραπεζούντα* || άβουλα

άβουλα || Χαλδία* || απερίσκεπτα

άβουλα [Brighenti 1912] || δημοτική || αξάβουλα || άβουλα

άβουλα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αρκαδία, Αχαΐα, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κύπρος, Κως, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || άθελα

αβουλάδα || Σκόπελος || βουβώνας

αβούλαρος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || βούλαρος

αβούλαρους || Μαγνησία || βούλαρος

αβούλετος || Κύπρος, Νίσυρος, Σινασός* || ακατόρθωτος

αβούλευτα [Βεντότης 1790] || αστόχαστα

αβούλευτος [Βεντότης 1790] || ακούσιος

αβούλητος [Somavera 1709] || δημοτική || Κέρκυρα, Σύμη || αβύθιστος

αβουλθάου || Σάμος || βοηθώ

αβούλθιου || Σάμος || αλληλοβοήθεια

αβουλί || Ρόδος || άθελα

αβουλιά || Αιτωλοακαρνανία || αναβολιά

αβούλιαγος || Κορινθία || αβύθιστος

αβουλιάζου || Λέσβος || εμβολιάζω

αβουλιάρης || Κύπρος || άβουλος

αβουλιάρης || Κύπρος || λαίμαργος

αβούλιαστος || Άνδρος || αβύθιστος

αβούλιαχτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβύθιστα

αβούλιαχτος || Παξοί || αγκρέμιστος

αβούλιαχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κύπρος, Μάνη || αβύθιστος

αβούλιαχτους || Λέσβος, Φωκίδα || αβύθιστος

αβούλιαχτους || Λέσβος || αγκρέμιστος

αβούλιγος || Κέρκυρα || αβύθιστος

αβουλίς || Κρήτη, Τήλος || άθελα

αβούλιτους || Κοζάνη, Σιάτιστα || ακατόρθωτος

αβουλιψιά || Αιτωλοακαρνανία || αβολεψιά

αβούλλιαχτος || Κύπρος || αβύθιστος

αβούλλιος || Ρόδος || ασφράγιστος

αβούλλντωτος || Ρόδος || ασφράγιστος

άβουλλος || Κύπρος || ασφράγιστος

αβούλλωτος [Deheque 1825] || Κύπρος || ασφράγιστος

αβουλοκόπητος || Σίφνος || αβολοκόπητος

άβουλος || & Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Ρόδος || άβουλος

άβουλος || Χάλκη || αναποφάσιστος

άβουλος || Άνδρος, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρος, Μεσσηνία, Ρόδος, Σινασός*, Σύρος, Σωζόπολη*, Χίος || ανόητος

άβουλος [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αβουλιάρης, άβουλους, αουλιάρης, άουλος || άβουλος

αβούλουρας || Σάμος || αγούδουρας

αβούλουρας || Σάμος || βούλαρος

άβουλους || Ιωάννινα, Καρδίτσα, Λέσβος, Σάμος, Σέρρες, Σκόπελος || άβολος

άβουλους || Ιωάννινα, Λέσβος, Σάμος || άβουλος

άβουλους || Ιωάννινα, Λιβίσι || ανόητος

αβούλουτους || Κοζάνη || αβούλωτος

αβούλωτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Όφις*, Τραπεζούντα || ασφράγιστος

αβούλωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακάλυπτος: αβούλουτους, αβούντωτο, άβουτε || αβούλωτος

άβουνα || Βάτικα* || αλώνι

αβούνιαστος [ΙΛΝΕ 1933] || ακόπριστος

αβούντωτο || Καλαβρία || αβούλωτος

άβουος || Μάνη || αβούητος

αβούραστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άπιαστος

αβούραχτος || Κερασούντα*, Χαλδία* || άπιαστος

αβούργκον || Ρόδος || κλούβιο

αβούριο || Κως || φώλι

αβούρλιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμπούρλιαστους, αμπρούλιαστος || αβούρλιαστος

αβούρλιστος || Παξοί || λογικός

αβούρλιστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Πάρος || ατάραχος

αβουρνιά || Πάρος || βρυωνιά

άβουρο || Καλαβρία || άγουρος

αβουρός || Σάμος || μαντρί

αβούρουλας || Σάμος || αγούδουρας

αβούρουλας || Σάμος || βούλαρος

αβούρτζια || Λιβίσι* || κουτσομπολιά

αβούρτζιο || Κως || κλούβιο

αβούρτζιστος || Κερασούντα* || αβούρτσιστος

αβούρτι || Κωνσταντινούπολη || θράσος

αβούρτιν || Μάκρη* || απόρρητο

αβούρτιν || Λιβίσι* || μυστικό

αβουρτσής || Λιβίσι*, Μάκρη* || ραδιούργος

αβούρτσιστος [Γούλας 1961] || δημοτική || αβούρτζιστος, αβρούτσιστος, αφρούτσιστος || αβούρτσιστος

αβουρτσού || Λιβίσι* || κουτσομπόλα

άβουσκους || Κόνιτσα, Σιάτιστα || αβόσκητος

αβουσταρτζιά || Κως || άγρωστη

αβουτανά || Τσακωνιά || αυτιάς

αβουτάνα || Τσακωνιά || αυτί

αβουτάνγους || Ιωάννινα || αβοτάνιστος

αβουτανέσα || Τσακωνιά || αυτάρα

αβουτάνι || Τσακωνιά || αυτάκι

αβουτάνστους || Ιωάννινα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αβοτάνιστος

αβούτε || Κοτύωρα*, Οινόη* Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αυτή

άβουτε || Τσακωνιά || αβούλωτος

άβουτε || Τσακωνιά || αλάβωτος

αβουτέρωτος || Οινόη* || αβουτύρωτος

αβούτετος || Τραπεζούντα || αβασίλευτος

αβούτετος || Τραπεζούντα* || αβούτηκτος

αβούτζα || Σίλατα* || έτσι

αβουτζή || Χαβουτσί* || κυνηγός

αβουτζήδικο || Χαβουτσί* || κυνηγετικός

αβούτζια || Σινασός* || έτσι

αβούτηκτος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || στο νερό: αβούτετος, αβούτητος, αβούτηχτος, αβούτιος, αβούττητος || αβούτηκτος

αβούτητος || Μήλος, Νάξος || αβούτηκτος

αβούτηχτος || Άνδρος || αβασίλευτος

αβούτηχτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αρκαδία || αβούτηκτος

αβούτιος || Παξοί || αβούτηκτος

αβούτο || Κοτύωρα* || αυτό

αβουτολόγος || Αρκαδία || συμφεροντολόγος

αβούτος [Brighenti 1912] || Κοτύωρα*, Οινόη* Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αυτός

αβουτούλωτος || Αρκαδία || αμέστωτος

αβούτς || Σάντα*, Τραπεζούντα* || έτσι

αβούττητος || Σύμη || αβούτηκτος

αβούττιστος || Κως || αβάπτιστος

αβουτύριαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβουτέρωτος, αβουτύρωτος || αβουτύριαστος

αβουτύρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || αβουτύρωτος

αβουχτώ || Κέα || βοηθώ

αβοφώλι || Παξοί || φώλι

αβοχτώ || Κεφαλονιά || βοηθώ

αβόψι || Σίλλη* || απόψε

άβρα || Χιμάρα || έξαψη

άβρα || Χιμάρα || καύσωνας

άβρα || Τσακωνιά || φλόγα

Αβραάμ || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Αβραγάμ, Αβράμ, Αβράμης, Αβράμος, Αβράμς, Αβράμψ || Αβραάμ

αβραβλιά || Τσακήλι* || κορομηλιά

αβράβλο || Τσακήλι* || κορόμηλο

Αβραγάμ || Σωζόπολη* || Αβραάμ

αβραγιά || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βελβεντός, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Μαΐστρος*, Πιερία, Σάμος, Σιάτιστα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Χαλκιδική || πρασιά

αβραγιά || Κοζάνη || φυτώριο

αβραγιάζου || Βελβεντός, Βόρεια Εύβοια, Κοζάνη || βραγιάζω

αβράδαστε || Χαβουτσί* || αβράδιαστος

αβράδαστος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αβράδιαστος

αβράδιαγος || Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθλία || αβράδιαστος

αβράδιαστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβράιγιαστο, αβράιγιοτο, αμούντζωτα || αβράδιαστα

αβράδιαστε || Χαβουτσί* || αβράδιαστος

αβράδιαστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || αβράδαστε, αβράδαστος, αβράδιαγος, αβράδιαστε, αβράδιαστους, αβράδιοτος, αβράιγιαστος, αβραΐνιαστος, αβράτζιαστος, ακάγκιουτε || αβράδιαστος

αβράδιαστους || Σάμος || αβράδιαστος

αβράδιοτος || Λακωνία || αβράδιαστος

αβράιγιαστο || Μάνη || αβράδιαστα

αβράιγιαστος || Μάνη || αβράδιαστος

αβράιγιοτο || Μάνη || αβράδιαστα

αβράιγιοτος || Μάνη || αβράδιαστος

αβραΐνιαστος || Κάλυμνος || αβράδιαστος

αβράκατος || Ινέπολη* || ξεβράκωτος

άβρακος || Αχαΐα, Ηλεία, Ήπειρος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Παξοί, Τσεσμέ* || ξεβράκωτος

αβρακοτιά || Τσακήλι* || φτώχεια

άβρακους || Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλία, Ιωάννινα, Φθιώτιδα || ξεβράκωτος

άβρακους || Ιωάννινα || πάμφτωχος

αβράκουστους || Σάμος || πάμφτωχος

αβρακουτίνα || Ίμβρος || ξεβράκωτη

αβράκουτος || Μάνη || ξεβράκωτος

αβράκουτους || Ήπειρος, Λήμνος, Μακεδονία, Σουφλί || ξεβράκωτος

αβράκχου || Τσακωνιά || αρπάζω

αβρακωτίνα || Οινόη*, Όφις* || ξεβράκωτη

αβράκωτο || Αραβανί* || ξεβράκωτος

αβράκωτος [Somavera 1709] || Χίος || πάμφτωχος

αβράκωτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Οινόη*, Όφις*, Παξοί, Σαμψούντα*, Σάντα*, Σύμη, Σωζόπολη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || ξεβράκωτος

Αβράμ || Αρκαδία, Κρήτη, Λήμνος, Μεσσηνία, Σωζόπολη* || Αβραάμ

άβραμα || Τσακωνιά || άρπαγμα

Αβράμη || Βάτικα*, Χαβουτσί* || Αβραάμ

αβραμηλιά [Somavera 1709] || δημοτική || Καλλίπολη*, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος || κορομηλιά

αβράμηλο [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || Βουρλά*, Ήπειρος, Θράκη, Τρίγλια* || κορόμηλο

αβράμηλον [Somavera 1709] || δημοτική || Κύπρος || κορόμηλο

Αβράμης || Καστελλόριζο, Λακωνία, Μύκονος, Πάρος || Αβραάμ

αβράμιθθας || Κως || κοκορεβιθιά

αβραμιθτσιά || Κως || κοκορεβιθιά

αβραμίκος || Σύρος || τσιγκούνης

Αβράμικους || Χαλκιδική || Εβραίος

αβράμιτθας || Νίσυρος || κοκορεβιθιά

αβράμλο || Ανατολική Θράκη* || κορόμηλο

αβράμλου || Ήπειρος, Λουλέβουργας*, Μακεδονία || κορόμηλο

Αβράμος || Λακωνία || Αβραάμ

αβραμπουλιά || Τσακήλι* || κορομηλιά

αβράμπουλο || Προποντίδα*, Τσακήλι* || κορόμηλο

Αβράμς || Κοτύωρα* || Αβραάμ

Αβράμψ || Χαλδία* || Αβραάμ

αβραντένου || Χαλκιδική || θυμώνω

αβραντίνα || Σαράντα Εκκλησιές* || αδερφή

αβραντίνα || Σουφλί || γυναίκα

αβραντίνα || Σουφλί || μητέρα

αβραντίνα || Νιγρίτα, Τσακήλι* || σύζυγος (η)

αβράντινι || Χαλκιδική || αγριεμένα

αβραντινίζου || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || βρίζω

αβραντινώ || Λακωνία || θορυβώ

αβραντνίζου || Σάμος || βρίζω

άβραος || Κύπρος || ξέφραγος

αβρασία [Deheque 1825] || Κερασούντα* || αβρασιά

αβρασιά [Somavera 1709] || δημοτική || αβρασία, αβρασίγια || αβρασιά

αβρασίγια || Κερασούντα* || αβρασιά

αβρασόνα || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || μπράτσο

άβραστε || Τσακωνιά || άβραστος

άβραστο || Καλαβρία || άβραστος

άβραστος || & Αχαΐα, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άβραστος

άβραστος || Κρήτη || δειλός

άβραστος [Somavera 1709] || δημοτική || άβραστε, άβραστο, άβραστους, αβράστωτος, ακοχλάκιστος, ακόχλαστος, αμούργιους, αμούργος, ανάβραστος, ανάβραστους, άπυρους || άβραστος

άβραστους || Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά || άβραστος

αβράστωτος || Σάντα*, Χαλδία* || άβραστος

αβρατά || Τσακωνιά || βιαστικά

άβρατε || Τσακωνιά || ανάρπαγος

αβρατζιά || Κύπρος || άρκευθος

αβρατζιά || Κύπρος || θαμνοκυπάρισσο

αβράτζιαστος || Κάλυμνος || αβράδιαστος

αβρατινί || Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος || αγριεμένα

αβράτος || Κύπρος || αφράτος

αβραχνάς || Κάρπαθος, Κάσος || εφιάλτης

αβράχνιαστε || Τσακωνιά || αβράχνιαστος

αβράχνιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβράχνιαστε, αγάριστος || αβράχνιαστος

άβραχος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάλυμνος, Κερασούντα*, Πάργα, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άβρεχτος

αβράχου || Τσακωνιά || αρπάζω

άβραχτος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άβρεχτος

αβρέ || Θεσσαλία || βρε

αβρέ || Τσακωνιά || φλόγα

αβρεξία [Βεντότης 1790] || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανομβρία

αβρεξιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανομβρία

αβρεξίγια || Κερασούντα* || ανομβρία

αβρέξιν || Οινόη* || ουροδοχείο

άβρετε || Τσακωνιά || άβρεχτος

άβρετος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Τραπεζούντα* || ανεύρετος

άβρεχο || Τσακωνιά || άβρεχτος

άβρεχο || Τσακωνιά || άβροχος

άβρεχος || Παξοί || αβάπτιστος

άβρεχος || Αχαΐα, Καστελλόριζο, Κρήτη, Λακωνία || άβροχος

άβρεχος || Ήπειρος, Κέρκυρα, Παξοί || άπλυτος

άβρεχος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Κέρκυρα, Κοτύωρα*, Κύμη, Λακωνία, Μαγνησία, Μεσσηνία, Όφις*, Ρόδος, Χαλδία* || άβρεχτος

άβρεχτος || Κέρκυρα || αβάπτιστος

άβρεχτος || & Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κρήτη, Οινόη*, Τραπεζούντα* || άβρεχτος

άβρεχτος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || άβραχος, άβραχτος, άβρετε, άβρεχο, άβρεχος, άβριχους, άβριχτους, αζούπφιστος, αμούσκιουτους, ανάβρεχτος, ανέβραχτος, ανήβρεχος || άβρεχτος

αβρηνάννα || Απουλία || προγιαγιά

αβρί [Germano 1622] || φύκι

αβρία || Ρόδος || αγουρίδα

άβρια || Κρήτη || στείρα

αβριά [Germano 1622] || Χίος || φύκια

αβριακή || Σάμος || χάβρα

αβριανός [Βλαστός 1931] || αυριανός

αβριγνιά || Θάσος || βρυωνιά

αβρίετος || Τραπεζούντα* || άνοστος

αβρίζζω || Καλαβρία || βρίζω

αβρίζω || Κύπρος || αφρίζω

αβριθτσιά || Κως || ρεβιθιά

αβρίθτσια || Κως || ρεβίθια

αβρικολάκιαστος [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβρουκολάκιαγους || αβρικολάκιαστος

άβριμμα || Απουλία || βρισιά

αβρινέα || Κύθηρα || βρυωνιά

αβρινιά || Θάσος || βρυωνιά

αβρινός [Βλαστός 1931] || αυριανός

αβριξιά || Αδριανούπολη* || ανομβρία

αβρίο || Κύθηρα || φύκι

άβριο [Βλαστός 1931] || αύριο

άβριον [Corona Preciosa 1527] || αύριο

άβριος || Κρήτη || άτεκνος

αβρίοτος || Κοτύωρα*, Τραπεζούντα* || άνοστος

αβρίρα || Αραβανί* || αγουρίδα

αβρισμένος || Κύπρος || αφρισμένος

άβριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άβριστους, αξέβριστος || άβριστος

άβριστους || Ιωάννινα || άβριστος

αβριταριά || Καρδίτσα || πηγή

αβρίτζω || Απουλία || βρίζω

αβρίτης || Κύπρος || αφρός

άβριτος || Μέγαρα || ανεύρετος

άβριτους || Ιωάννινα || ανεύρετος

αβρίττια || Κως || ρεβίθια

άβριχους || Σκόπελος, Φωκίδα || άβρεχτος

άβριχους || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Χαλκιδική || άβροχος

άβριχους || Αιτωλοακαρνανία || άπλυτος

άβριχτους || Καστοριά, Σκόπελος, Φθιώτιδα || άβρεχτος

αβριώνω || Κρήτη || πλουτίζω

άβρο || Απουλία || άγουρος

αβρολιά || Ρόδος || αγριελιά

αβρολοώ || Κύπρος || αφρίζω

αβρομάλαφρο || Απουλία || αγριομάραθο

αβρόμευτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Κεφαλονιά, Παξοί || αβρόμιστος

αβρομιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καθαριότητα

αβρόμισα || Ρόδος || ανάγυρος

αβρομισμένος || Κύπρος || βρομισμένος

αβρόμιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || καθαρά

αβρόμιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβρόμευτος, αβρόμιστος, αβρώμευτος, αβρώμιστος, αγλίτσαστος || αβρόμιστος

άβρομος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβρόμιστος

αβρομουσιά || Ρόδος || ανάγυρος

αβρονιά || Κρήτη || σκυλόβατος

αβρονιά [Βλάχος 1897] || δημοτική || βρυωνιά

αβρόντατε || Τσακωνιά || ακατεδάφιστος

αβροντάω || Ήπειρος || βροντώ

αβρόντητα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβρόντιγα || αβρόντητα

αβρόντητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Πάρος || ατάραχος

αβρόντιγα || Αχαΐα || αβρόντητα

αβρόντιγος || Αχαΐα || ατάραχος

αβροντολόγιστος || Άνδρος || άξεστος

αβροπαστανάκα || Απουλία || αγριοπαστανάκα

αβροπισέντι || Απουλία || αγριομπιζέλι

αβρός || Κύπρος || αφρός

αβρός || Τραπεζούντα*, Τρίπολη*, Χαλδία* || όμορφος

αβρός (το) || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άγρωστη

άβρος [Βλάχος 1897] || Ρόδος || άγουρος

αβροσιά || Κύπρος || ανομβρία

αβροσινάπι || Απουλία || αγριοσινάπι

αβρόσκιλα || Κύπρος || αγιοβασιλίτσα

αβρόσκιλλο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αγιοβασιλίτσα

αβρόσκος || Σάντα* || αβόσκητος

αβρόσσιλλα || Κύπρος || αγιοβασιλίτσα

αβρόσσιλλος || Κύπρος || αγιοβασιλίτσα

αβρότανον [Somavera 1709] || αψιθιά

αβρότανου || Αίνος* || αψιθιά

αβροταριά || Σύμη || υγρότοπος

αβρότητα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ντελικατέτσα, ντελικατίτσα || αβρότητα

αβρότονον [Portius 1635] || Κύπρος || αψιθιά

άβροτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Τρίπολη*, Χαλδία* || άνοστος

άβροτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Χαλδία* || άξεστος

άβροτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άχαρος

αβροτσανγκούνα || Απουλία || αγριοζοχός

αβρούγιος || Κύπρος || αφράτος

αβρουκολάκιαγους || Αιτωλοακαρνανία || αβρικολάκιαστος

αβρούλιγος || Τραπεζούντα* || άφλεκτος

αβρούλιστος || Τραπεζούντα* || άφλεκτος

αβρουμίτζω || Απουλία || βρομάω

αβρουνιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βουρλά*, Ίμβρος, Λέρος, Σάμος, Τήνος || βρυωνιά

άβρουτος || Μάνη || βρόμικος

αβρουτοσύνη || Μάνη || βρομιά

αβρούτσιστος || Κύπρος, Σύρος, Χίος || αβούρτσιστος

αβρουχιά || Άρτα, Ίμβρος, Τήνος || ανομβρία

αβρουχνίαστος || Σάντα* || αμούχλιαστος

άβρουχους || Αίνος*, Θεσσαλία, Ιωάννινα || άβροχος

αβρόχ || Καρδίτσα || βρόχι

αβροχία [Deheque 1825] || λόγιο || Κύπρος, Μάνη, Οινόη* || ανομβρία

αβροχιά [Somavera 1709] || δημοτική || Αχαΐα, Δέλβινο, Ζάκυνθος, Θήρα, Κρήτη, Σαράντα Εκκλησιές* || ανομβρία

αβροχίλα || Αρκαδία || ανομβρία

αβρόχιος || Μάνη || άβροχος

άβροχος || & Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κάρπαθος, Λακωνία, Μεσσηνία || άβροχος

άβροχος [Somavera 1709] || δημοτική || δίχως βροχή: άβρεχο, άβρεχος, αβρόχιος, άβρουχους, άβριχους, ανάβρεχος, ανέβρεχο || άβροχος

αβρύ [Βλαστός 1931] || βρύο

αβρυά || Ρόδος || βρύα

άβρυα || Κάρπαθος || βρύα

αβρυάζω || Κύθνος || βρίθω

αβρυκός || Λάρισα || πηγή

αβρώμευτος [Deheque 1825] || αβρόμιστος

αβρώμιστος [Βλαστός 1931] || αβρόμιστος

αβρωνιά [Γεννάδιος 1914] || Κρήτη || βρυωνιά

αβσγγάρστους || Λέσβος || ασφουγγάριστος

άβσος || Πάρος || άπατος

αβτέλλα || Κύπρος, Μάκρη* || βδέλλα

αβτελλερόν || Κύπρος || αβδελλότοπος

αβτελλιάζουμαι || Κύπρος || αβδελλιάζομαι

αβτέλλιασμαν || Κύπρος || αβδέλλιασμα

αβτελλότοπος || Κύπρος || αβδελλότοπος

αβτελλούα || Κύπρος || αβδελλίτσα

αβτελλούδα || Κύπρος || αβδελλίτσα

αβτζή (ντο) || Ουλαγάτς* || κυνηγός

αβτζή (ο) || Χαβουτσί* || κυνηγός

αβτζήδικο || Χαβουτσί* || κυνηγετικός

αβτζήδκος [Κουκκίδης 1960] || Κουβούκλια*, Προποντίδα*, Τσακήλι* || κυνηγετικός

αβτζήδκους || Λέσβος, Σάμος || κυνηγετικός

αβτζής || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || έξυπνος

αβτζής [Κουκκίδης 1960] || δημοτική || Αραβανί*, Βουρλά*, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καβακλί*, Καλλίπολη*, Κερασούντα*, Κοζάνη, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Κύπρος, Λαγκαδάς, Λέσβος, Λιβίσι*, Μαγνησία, Μάδυτος*, Μάκρη*, Νιγρίτα, Πάργα, Πιερία, Ρόδος, Σάμος, Σαμψούντα*, Σάντα*, Σιάτιστα, Σουφλί, Σύρος, Τραπεζούντα*, Τρίγλια*, Τσακήλι*, Χαλδία*, Χαλκιδική || κυνηγός

άβτζια || Κως || στείρα

αβτζιλίκ || Αδριανούπολη*, Χαλδία* || κυνήγι

αβτζιλίκι [Κουκκίδης 1960] || Κωνσταντινούπολη || κυνήγι

αβτζιλούγ || Χαλδία* || κυνήγι

αβτζιλούκ || Κοτύωρα* || κυνήγι

αβτζιλούχ || Σάντα*, Χαλδία* || κυνήγι

αβτζόσκυλος || Σάντα* || λαγωνικό

αβτζουλουγώ || Σάμος || κυνηγώ

αβτζουλουώ || Σάμος || κυνηγώ

αβτσής || Φάρασα* || κυνηγός

αβύγιαος || Μάνη || αβύζακτος

αβύζαγος [Βλαστός 1931] || αβύζακτος

αβύζαγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Κεφαλονιά, Λακωνία || αβύζαχτος

αβύζαγους || Ήπειρος, Σαμοθράκη || αβύζακτος

αβύζακτος [Βεντότης 1790] || αβύγιαος, αβύζαγος, αβύζαγους, αβυζάλιγος, αβυζάλιστος, αβυζάλιχτος, αβύζαστο, αβύζαστος, αβύζαστους, αβύζαχτος, αβύζαχτους, αβύτζαστος, αρρώγιστος, ασήλιτε || αβύζακτος

αβυζάκωτος || Κύπρος || απροσκόλλητος

αβυζάλιγος || Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία || αβύζακτος

αβυζάλιστος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβύζακτος

αβυζάλιχτος || Κερασούντα*, Οινόη* || αβύζακτος

αβύζαστο || Αραβανί* || αβύζακτος

αβύζαστος [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κάλυμνος, Κρήτη, Κύπρος, Νάξος || αβύζακτος

αβύζαστους || Αίνος* || αβύζακτος

αβύζαχτος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αρκαδία, Κάλυμνος, Κρήτη, Μήλος, Σύρος || αβύζακτος

αβύζαχτους || Αίνος*, Θεσσαλία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Μακεδονία, Φθιώτιδα || αβύζακτος

άβυζη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άβυζου, αβύζωτη || άβυζη

άβυζη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβύζιαγη, άβυζου, αβύζωτη || άβυζη

αβυζιά || Κεφαλονιά || βουζιά

αβύζιαγη [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβυζη

άβυζου || Τραπεζούντα* || άβυζη

αβύζωτη [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άβυζη

αβύθγους || Αιτωλοακαρνανία || αβύθιστος

αβύθιστα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβούλιαχτα || αβύθιστα

αβύθιστος [Brighenti 1912] || δημοτική || αβόλιστος, αβούλιαγος, αβούλιαστος, αβούλιαστος, αβούλιαχτος, αβούλιαχτους, αβούλιγος, αβούλιτος, αβούλλιαχτος, αβύθγους || αβύθιστος

άβυθος [Βλαστός 1931] || άπατος

αβύς (του) || Σάμος || άβυσσος

άβυσε (ο) || Τσακωνιά || άβυσσος

άβυσο || Αυλωνάρι, Ήπειρος, Ρόδος, Σίφνος, Σύρος || άβυσσος

άβυσο || Απουλία || βάραθρο

άβυσος || Ρόδος || κόλαση

άβυσος || Κέρκυρα, Κύθηρα || σκοτάδι

άβυσος (ο) || Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Ρόδος, Σύμη || άβυσσος

άβυσσο || Απουλία || βάραθρο

άβυσσο [Βλαστός 1931] || άβυσσος

άβυσσος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αβύς (του), άβυσε (ο), άβυσο, άβυσος (ο), άβυσσο, άδυσο, άδυσος || άβυσσος

αβύτζαστος || Σύμη || αβύζακτος

άβω || Κρήτη || ανάβω

αβωλοκόπητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασβάρνιστος

αβωλόκοπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ασβάρνιστος

άβωνας || Κύπρος || άμβωνας

 

 

προς λέξεις που αρχίζουν από αβ

 

αγάριστος || Κερασούντα* || αβράχνιαστος

άγαφος || Ρόδος || άβαφος

αγάφτιστος || Κάλυμνος, Ρόδος || αβάπτιστος

άγαφτος || Ρόδος || άβαφος

άγβαλτος || Οινόη* || άβγαλτος

αγιάφτιστος || Σίφνος || αβάπτιστος

αγκανάριστος || Κρήτη || αβίαστος

αγκβό || Απουλία || αβγό

αγκβούκι || Καλαβρία || αβγουλάκι

αγκβούτα || Καλαβρία || αβγοκουλούρα

αγκό || Απουλία, Καλαβρία || αβγό

αγκούντα || Καλαβρία || αβγοκουλούρα

αγκούντι || Απουλία || αβγουλάκι

αγκουό || Απουλία, Καλαβρία || αβγό

αγκουού || Καλαβρία || αβγό

αγλάκητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβιαστα

αγλάκηχτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβιαστα

αγλεπίς || Ηλεία || αβλεπί

αγλίτσαστος || Νάξος || αβρόμιστος

αγομέντο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβγάτισμα

αγουό || Καλαβρία || αβγό

αγριοπυξάρι [Χελδράιχ 1926] || αβαραγκιά

αγροφιλιά || Ρόδος || αβγότσουφλο

άδαφος || Σύμη || άβαφος

αδάφτιστος || Καστελλόριζο, Νίσυρος, Σύμη || αβάπτιστος

άδρομος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άβατος

άδυσο || Παξοί || άβυσσος

άδυσος || Παξοί || άβυσσος

αζούπφιστος || Κάλυμνος || άβρεχτος

άθετος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αβόλευτος

άθωρα || Κάρπαθος || αβλεπί

ακάγκιουτε || Τσακωνιά || αβράδιαστος

ακάτσατε || Τσακωνιά || αβασίλευτος

ακοιταξιά [Βλαστός 1931] || αβλεψία

ακοχλάκιστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άβραστος

ακόχλαστος || Τραπεζούντα* || άβραστος

αλάδιαγους || Φθιώτιδα || αβάπτιστος

αλάδουτους || Ευρυτανία, Λάρισα, Πιερία, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αβάπτιστος

αλάδωτος || Θεσπρωτία, Κεφαλονιά || αβάπτιστος

άλαστο || Κάρπαθος, Κρήτη, Μήλος || αβάτευτο

άλφτους || Πιερία || άβαφος

αμακαδόρος [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβανταδόρος

αμαρκάλγου || Φθιώτιδα || αβάτευτο

αμαρκάλιγο || Κορινθία, Μάνη || αβάτευτο

αμαρκάλιστε || Τσακωνιά || αβάτευτο

αμαρκάλιστο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη || αβάτευτο

αμαρκάλστου || Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη || αβάτευτο

αμαρκάλτστου || Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα || αβάτευτο

αμούντζωτα || Λακωνία || αβράδιαστα

αμούργιους || Αιτωλοακαρνανία || άβραστος

αμούργος || Λευκάδα || άβραστος

αμουρκάλστου || Τρίκαλα || αβάτευτο

αμούσκιουτους || Σέρρες || άβρεχτος

αμπάιτε || Τσακωνιά || άβγαλτος

άμπακας [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ηλεία, Κρήτη || άβακας

άμπακος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος, Λακωνία || άβακας

άμπακους || Λέσβος || άβακας

αμπάλιτε || Τσακωνιά || άβγαλτος

αμπαλσάμωτος || Ήπειρος || αβαλσάμωτος

άμπαλτε || Τσακωνιά || άβγαλτος

αμπαλτσαμάριστος || Παξοί || αβαλσάμωτος

αμπαλτσάμουτους || Μακεδονία || αβαλσάμωτος

αμπάς [Βεντότης 1790] || Νάξος, Πάρος || αβάς

αμπάτες || Λευκάδα, Πάρος || αβάς

άμπαχους || Σάμος || άβακας

αμπελόνιαστος || Κεφαλονιά, Κρήτη, Πάρος || αβελόνιαστος

αμπιλιόναστους || Ίμβρος || αβελόνιαστος

αμπογιάκιστε || Τσακωνιά || άβαφος

αμπογιάντιστος [Βλαστός 1931] || Μάνη || άβαφος

αμπολόνιαστος || Σύμη || αβελόνιαστος

αμπουγιάτστους || Γρεβενά || άβαφος

αμπούρλιαστους || Ίμβρος, Χαλκιδική || αβούρλιαστος

αμπρούλιαστος || Κρήτη || αβούρλιαστος

αμύρουτους || Σκόπελος || αβάπτιστος

αναβάσταγος || Αρκαδία, Λακωνία || αβάσταχτος

αναβάσταχτος || Κύθηρα, Παξοί || αβάσταχτος

ανάβολα [Germano 1622] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Μεσσηνία, Τσακωνιά || άβολα

ανάβολος [Germano 1622] || δημοτική || Κύθηρα, Κύθνος, Μάνη, Νίσυρος, Σίφνος || άβολος

ανάβουλα || Ιωάννινα, Μαγνησία, Νιγρίτα || άβολα

ανάβουλος || Προποντίδα* || άβολος

ανάβουλους || Σκόπελος || άβολος

ανάβραστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Οινόη*, Σινώπη* || άβραστος

ανάβραστους || Κρήτη || άβραστος

ανάβρεχος || Κρήτη, Σύμη || άβροχος

ανάβρεχτος || Ρόδος || άβρεχτος

ανάζερβα || Άνδρος || άβολα

ανάζιρβα || Ιωάννινα || άβολα

ανασαντά || Τσακωνιά || άβιαστα

ανάσβολα || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || άβολα

ανάσβολος || Κεφαλονιά || άβολος

ανάσβουλα || Σάμος || άβολα

ανάσβουλους || Ίμβρος, Σάμος || άβολος

ανέβαρτος || Κύπρος || άβαλτος

ανεβάσταγος || δημοτική || Αρκαδία, Αχαία, Ηλεία, Λακωνία, Μάνη || αβάσταχτος

ανεβάσταος || Μάνη || αβάσταχτος

ανέβγαλτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κερασούντα*, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Οινόη*, Σάντα*, Σύρος, Τραπεζούντα* || άβγαλτος

ανέβγαλτους || Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Πιερία, Φωκίδα || άβγαλτος

ανέβγαρτος || Μάνη || άβγαλτος

ανέβκαρτος || Κύπρος || άβγαλτος

ανέβλαβος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβλαβής

ανέβολα || Λακωνία, Μάνη || άβολα

ανεβόλετα || Λακωνία || άβολα

ανέβολος || Λακωνία, Μάνη || άβολος

ανέβραχτος || Χαλδία* || άβρεχτος

ανέβρεχο || Τσακωνιά || άβροχος

ανέματε || Τσακωνιά || αβόσκητος

ανευλόγετος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Χαλδία* || αβλόγητος

ανευλόγητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αβλόγητος

ανευλόετος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβλόγητος

ανευλόητος || Ινέπολη*, Κύπρος, Σάντα* || αβλόγητος

ανήβρεχος || Κάρπαθος || άβρεχτος

ανιβάσταγος || Κύθηρα || αβάσταχτος

ανιβάσταγους || Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα || αβάσταχτος

ανιβάσταους || Αιτωλοακαρνανία || αβάσταχτος

ανιβάσταχτος || Κύθηρα || αβάσταχτος

ανίβγαλτους || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος || άβγαλτος

αξάβουλα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβουλα

αξέβγαλτος [Βλαστός 1931] || άβγαλτος

αξέβγαλτους || Αιτωλοακαρνανία, Σέρρες || άβγαλτος

αξεβοτάνιστος || Κονίστρες, Θήρα || αβοτάνιστος

αξέβριστος || Άνδρος, Μήλος || άβριστος

αξετασιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αβλεψία

αξεχορτάριαστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Χίος || αβοτάνιστος

αξιβουτάντστους || Νιγρίτα || αβοτάνιστος

αξιχόρτιστος || Κύπρος || αβοτάνιστος

άολα || Κάρπαθος || άβολα

άολος || Κάρπαθος || άβολος

αόσυκο || Κως || αβγόσυκο

αοσυτσιά || Κως || αβγοσυκιά

αουλιάρης || Κύπρος || άβουλος

άουλος || Κύπρος || άβουλος

απαβγατένου || Αιτωλοακαρνανία || αβγατίζω

απαβγατίζου || Αιτωλοακαρνανία || αβγατίζω

απαβγάτσμα || Αιτωλοακαρνανία || αβγάτισμα

απαίδευτε || Τσακωνιά || αβασάνιστος

απαίδευτος [Germano 1622] || δημοτική || αβασάνιστος

απαίδιφτους || Αιτωλοακαρνανία || αβασάνιστος

απιτάραχο || Καστελλόριζο || αβγοτάραχο

άπνιγος [Βλάχος 1659] || αβάπτιστος

απόβολα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άβολα

απόρευτος || Αχαΐα || άβατος

άπυρους || Ίμβρος || άβραστος

αρρώγιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβύζακτος

αρτόνου || Σέρρες || αβγοκόβω

ασβολοκόπητος || Λακωνία || αβολοκόπητος

ασβολοκόπιστος || Λακωνία || αβολοκόπητος

άσβολος || Κάρπαθος || άβολος

ασήλιτε || Τσακωνιά || αβύζακτος

αυγό [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αβγό

αυγόν [Germano 1622] || αβγό

αφγατάου || Θεσσαλία || αβγατίζω

άφκαρτος || Κύπρος || άβγαλτος

αφκατίζω || Κύπρος || αβγατίζω

αφκατίντζω || Αστυπάλαια || αβγατίζω

αφκό || Αστυπάλαια, Κως, Ρόδος, Χάλκη || αβγό

αφκόν || Κύπρος, Ρόδος || αβγό

αφκοτή || Αστυπάλαια, Κύπρος || αβγοκουλούρα

αφορδακίδα [ΙΛΝΕ 1933] || αβδελλόχορτο

αφόριος [Βλαστός 1931] || άβαλτος

αφρούτσιστος || Κύπρος || αβούρτσιστος

αφτέλλα || Κύπρος || αβδέλλιασμα

αφώτιστος || Κοτύωρα* || αβάπτιστος

αχρωμάτιστος [Βλαστός 1931] || άβαφος

βαράγκι || δημοτική || Κεφαλονιά || αβαραγκιά

βαράρω || Νάξος || αβαράρω

βαρέρνω || Κάλυμνος || αβαράρω

βαρέρω || Σύμη || αβαράρω

βγαρτίζω || Κρήτη || αβγατίζω

βγαταίνω || Μάνη || αβγατίζω

βγατάω || Λακωνία || αβγατίζω

βγατίζζω || Νίσυρος, Σύμη || αβγατίζω

βγατίζω || Θήρα, Κρήτη, Κύθνος, Νάξος, Λακωνία, Προποντίδα*, Τήλος, Χίος || αβγατίζω

βγατινέσκω || Μάνη || αβγατίζω

βγατίννου || Λιβίσι* || αβγατίζω

βγκατίτζω || Κάρπαθος || αβγατίζω

βγο || Αξός* || αβγό

βγόφλουδα || Κως || αβγότσουφλο

βδελιάζω || Αρκαδία, Σέριφος || αβδελλιάζω

βδιλιάζου || Ήπειρος || αβδελλιάζω

βέλιουρας [ΙΛΝΕ 1933] || αβδελλόχορτο

βιατίζω || Ρόδος || αβγατίζω

βιδελιάζω || Κέρκυρα, Παξοί || αβδελλιάζω

βιδέλιασμα || Κέρκυρα, Παξοί || αβδέλλιασμα

βκατίζω || Κύπρος || αβγατίζω

βο || Σινασός*, Φάρασα* || αβγό

βόκο || Φάρασα* || αβγουλάκι

βόσυκας || Κέα || αβγόσυκο

βοσυκιά || Κέα || αβγοσυκιά

βόσυκο || Αμοργός, Σύμη, Φούρνοι || αβγόσυκο

βοτάραχο || Μεσσηνία || αβγοτάραχο

βουτάραχου || Αιτωλοακαρνανία || αβγοτάραχο

γαβζωμένος || Κάλυμνος || αβγωμένος

γαβζώννω || Κάλυμνος || αβγώνω

εβγατίζω || Κύπρος, Χίος || αβγατίζω

εβγό || Αξός*, Ινέπολη* || αβγό

εβδέλαγμαν || Κερασούντα* || αβδέλλιασμα

εβδέλασμαν || Κερασούντα* || αβδέλλιασμα

εβδελιάζω || Κερασούντα*, Οινόη* || αβδελλιάζω

εβδελόπον || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβδελλίτσα

κακόβολος [Βλαστός 1931] || άβολος

κλαπατσούρα [ΙΛΝΕ 1933] || αβδελλόχορτο

κλαπατσόχορτο [ΙΛΝΕ 1933] || αβδελλόχορτο

κωλόκουρο [ΙΛΝΕ 1933] || αβάντα

κωλοφούσα || Κορινθία || αβαραγκιά

κωστανίκος || Αχαΐα || αβαραγκιά

λυκόλουρο [Χελδράιχ 1926] || αβαραγκιά

λυκόλουρος [Χελδράιχ 1926] || αβαραγκιά

λυκονουρά [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αβαραγκιά

νγκούντα || Καλαβρία || αβγοκουλούρα

ντεκότο || Κρήτη || αβγολέμονο

ντελικατέτσα || Ζάκυνθος, Λευκάδα || αβρότητα

ντελικατίτσα || Λευκάδα || αβρότητα

ξιβουτάντστους || Νιγρίτα || αβοτάνιστος

ξιστύνου || Νιγρίτα || αβγοκόβω

οβγό || Αραβανί*, Όφις*, Σίλλη*, Σινασός*, Σούρμενα*, Φάρασα*, Φερτέκι* || αβγό

οβγόγαλαν || Τραπεζούντα* || αβγόγαλα

οβγόν || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβγό

οβγόπον || Τραπεζούντα* || αβγουλάκι

οβγοτάραχον || Κερασούντα* || αβγοτάραχο

οβγοτσέπλ || Όφις*, Τραπεζούντα* || αβγότσουφλο

οβγότσεπλον || Τραπεζούντα* || αβγότσουφλο

οβέα || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβγουλίλα

οβό || Όφις*, Σούρμενα || αβγό

οβόγαλαν || Χαλδία* || αβγόγαλα

οβόγαλον || Χαλδία* || αβγόγαλα

οβόν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*, Σινασός*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αβγό

οβόπον || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Χαλδία || αβγουλάκι

οβοτάραχον || Κερασούντα* || αβγοτάραχο

οβοτζέπλ || Όφις*, Τραπεζούντα* || αβγότσουφλο

οβότζεπλον || Χαλδία* || αβγότσουφλο

ογβοτσέπλ || Όφις*, Τραπεζούντα* || αβγότσουφλο

ουό || Απουλία || αβγό

πέτσα || Κοζάνη || αβγότσουφλο

πικροβύζι [Χελδράιχ 1926] || δημοτική || αβαραγκιά

τσουμέρκα [ΙΛΝΕ 1933] || αβδελλόχορτο

χαμολιά || δημοτική || Κρήτη || αβαραγκιά