Το τετράγλωσσο λεξικό του
Δανιήλ Μοσχοπολίτη (1802)
Δημήτρη Λιθοξόου 26.10.2009 |
Το τετράγλωσσο λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη (στη μη ελληνική βιβλιογραφία το συναντάμε ως tetragloson ή tetraglosson lexicon του Daniil Moscopoleanul ή Daniil Moshopolitis ή Danail Moskopolski ή απλώς Danilov), που δημοσιεύουμε εδώ, περιέχεται στο βιβλίο «Εισαγωγική Διδασκαλία» που τυπώθηκε το 1802 και συγγραφέας του είναι ο Βλάχος Δανιήλ Μιχάλης Αδάμης Χατζής από τη βλάχικη κωμόπολη Μοσχόπολη (Moscopole ή Voskopojë) της Αλβανίας. Ο Δανιήλ βρίσκεται ενταγμένος στην ιεραρχία της ορθόδοξης εκκλησίας. Αλλού αναφέρεται σαν παπάς, ιεροκήρυκας και δάσκαλος και αλλού ως σακελλάριος ή οικονόμος. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί στέλεχος του ιδεολογικού μηχανισμού του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην περιοχή της μητρόπολης Πελαγωνείας (Bitola). Γεννημένος στα προεθνικά βαλκάνια το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο Βλάχος (Αρομάνος) Δανιήλ, έχει μάθει, για να εξασφαλίσει τον επιούσιο, την «ιερή» ελληνιστική, την επαγγελματική γλώσσα της φαναριώτικης γραφειοκρατίας και σταδιοδρομεί φροντίζοντας για τη διάδοσή της. Παρότι δεν αναγράφεται,
έμμεσα προκύπτει πως η έκδοση του 1802 της «Εισαγωγικής Διδασκαλίας»,
ήταν η δεύτερη έκδοση. Υπολογίζεται πως έχει προηγηθεί μια πρώτη έκδοση το
1794, από την οποία δεν σώζεται κανένα αντίγραφο. Φαίνεται πως το μικρότερο
σε έκταση λεξικό της πρώτης έκδοσης, είναι αυτό που αναπαρήγαγε
ο Leake σαν «Pentagloss Exercises» στις σελίδες
383-402 του έργου του «Researches in Greece»,
έχοντας μεταγράψει με λατινικούς χαρακτήρες όλες τις γλώσσες εκτός από τα «ρωμέικα»
και έχοντας προσθέσει μια δική του αγγλική μετάφραση. Ο Δανιήλ φιλοδοξεί να
συνεχίσει το έργο του προγενέστερού του στη Μοσχόπολη, ιεροκήρυκα, διδασκάλου
και πρωτοπαπά, Αναστάσιου Καβαλιώτη, του συγγραφέα της τυπωμένης στη Βενετία
το 1770 τρίγλωσσης (ρωμαίικα, βλάχικα και αλβανίτικα) «Πρωτοπειρίας». Ο Δανιήλ δεν κρύβει τις
προθέσεις του: η σταδιοδρομία ενός χριστιανού νέου στην οθωμανική επικράτεια
περνάει μέσα από την εκμάθηση της γλώσσας των ευαγγελίων. Στους
«βαρβαρόφωνους» Βλάχους, Αλβανούς και Βουλγάρους, συνιστά για το καλό τους να
ξεχάσουν το γρηγορότερο τη μητρική τους γλώσσα. Το βιβλίο του, και κυρίως το
τετράγλωσσο συγκριτικό λεξικό που περιέχει, προσφέρει σε κάθε ενδιαφερόμενο
αυτή την ευκαιρία. Όπως γράφει στον
πρόλογο: Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αλλόγλωσσοι, χαρείτε, κι
ετοιμασθείτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενείτε. Βαρβαρική αφήνοντες γλώσσαν φωνή
και ήθη. Ξυπνήσατε απ’ τον βαθύ ύπνο της αμαθείας. Ρωμαίικια γλώσσα μάθετε.
Μητέρα της Σοφίας…. Ο Δανιήλ κάνει λόγο για
Ρωμιούς και όχι για Έλληνες, μια και οι Έλληνες (Greeks) ήταν για την
ορθόδοξη εκκλησία, αλλά και για όλο τον κόσμο, οι αρχαίοι πολυθεϊστές
κάτοικοι της χώρας, οι παλαιοί ηττημένοι εχθροί του χριστιανισμού. Δεν ξέρω αν ο Δανιήλ είχε
μάθει κάποια διάλεκτο της ρωμαίικης (romaic) γλώσσας, όπως εκείνη
λόγου χάρη που μιλούσαν οι αγράμματοι Ρωμιοί που ζούσαν στα χωριά νότια του
Αργυρόκαστρου (Gjirokastër). Η γλώσσα πάντως που ονομάζει «ρωμαίικα»
είναι ένα δικό του κατασκεύασμα, ένα κακό μίγμα ρωμαίικων λέξεων και μιας
εκκλησιαστικής-συντεχνιακής γλώσσας, νεκρής εκτός των εντύπων - εγγράφων της
εκκλησίας και των βιβλίων κάποιων εμπόρων. Το τετράγλωσσο λοιπόν λεξικό δεν έχει ενδιαφέρον ως προς τη ρωμαίικη πλευρά του. Έχει ωστόσο ιδιαίτερη αξία για τα υπόλοιπα μέρη του. Η βλάχικη (aromanian) είναι η
μητρική γλώσσα του συγγραφέα. Παρά το μειονέκτημα, του ότι ο Δανιήλ
χρησιμοποιεί ελληνικούς χαρακτήρες και δεν μπορεί έτσι να αποδώσει σωστά τα «αλλόγλωσσα»,
το βλάχικο κομμάτι θεωρείται ως ένα σημαντικό - πρώιμο χρονικά κείμενο της
βλαχικής. Το τμήμα με τα «αλβανίτικα»
(: αλβανικά), είναι γραμμένο, άγνωστο αν από τον ίδιο ή κάποιο συνεργάτη του,
στην τοσκική διάλεκτο. Ίσως εμφανίζει τη γλώσσα που μιλούσαν την εποχή εκείνη
οι κάτοικοι του Αρναούτ Μαχαλεσί της Μοσχόπολης. Εξαιρετική σπουδαιότητα
παρουσιάζει το γραμμένο στα «βουλγάρικα» μέρος. Το κομμάτι αυτό δεν
γράφτηκε από το Δανιήλ αλλά από κάποιον παπά Στέφανο που ζούσε τότε στην
Αχρίδα (Οχρίδα - Ohrid). Σε γράμμα του με ημερομηνία 13 Απριλίου 1793 (που
βρέθηκε και δημοσιεύτηκε το 1925), ο Δανιήλ παρακαλεί τον παραπάνω γνωστό του
παπά να μεταγλωττίσει στα «βουλγάρικα» το χειρόγραφο λεξικό, για να το
στείλει μέχρι το Πάσχα του ίδιου χρόνου να τυπωθεί στη Βενετία. Ωστόσο αυτά
τα «βουλγάρικα» του παπά Στέφανου, ήταν η σήμερα θεωρούμενη, από τους
ειδικούς γλωσσολόγους, μακεδονική διάλεκτος της περιοχής της Οχρίδας. Και το
μέρος αυτό του λεξικού, αποτελεί το πρώτο γνωστό γραπτό μνημείο της μακεδονικής
(macedonian) γλώσσας. Συνυπολογιζόμενων όλων αυτών,
προκύπτει το πολύτιμο του τετράγλωσσου λεξικού, για όσους βεβαίως
ενδιαφέρονται να ασχοληθούν σοβαρά με το βαλκανικό πολιτισμικό παρελθόν. Στην παρούσα δημοσίευση του
τετράγλωσσου λεξικού χρησιμοποιείται η δεύτερη έκδοση του 1802 (από την οποία
ελάχιστα αντίτυπα έχουν σωθεί) και η αγγλική μετάφραση
του Leake του 1814, για όσους στίχους υπάρχουν (στίχοι μάλλον
αντιστοιχούν στο χαμένο σώμα της πρώτης έκδοσης του 1794). Τη στήλη με τα λεγόμενα «ρωμαίικα»
την αντιγράφω χρησιμοποιώντας το μονοτονικό. Στις στήλες με τις άλλες
γλώσσες, αφήνω παντού τα υπογραμμισμένα από το Δανιήλ γράμματα, χρησιμοποιώ
το ίδιο σημείο για όλους τους τόνους, παραλείπω τα πνεύματα, αντικαθιστώ το
ελληνικό «α» με ένα μικρό σημάδι από κάτω, με το λατινικό a.
Τέλος προσθέτω μια πρώτη στήλη για την αρίθμηση των στίχων. |
|
English
(Ιγκλέσικα) Leake |
Ρωμαίικα |
Βλάχικα |
Βουλγάρικα |
Αλβανίτικα |
1 |
God |
Ο Θεός |
Τουμνιτζàου |
Γόσποτ |
Περaντία |
2 |
made |
έκαμε |
φέτζε |
στόρη |
μπàρη |
3 |
heaven |
τον ουρανόν |
τζέρρου |
νέποτω |
κιέλτ |
4 |
the earth |
την γην |
λόκλου |
ζέμιατα |
δέννa |
5 |
the sun |
τον ήλιον |
σοάρλε |
σàντζετω |
τίελλνα |
6 |
the moon |
το φεγγάρι |
λούννα |
μεσετζήνατα |
χàννζεα |
7 |
the stars |
τα άστρα. |
στιάλλε. |
σβέστητε. |
ιούγιετ. |
8 |
and afterwards |
Και ύστερα |
Σσή ταπόια |
Ή σέτνε |
Εδέ παστάη |
9 |
commanded |
επρόσταξε |
ουρσή |
πώελλια |
ουρδαρόη |
10 |
the sea |
την θάλασσαν |
αμάρια |
μόρετω |
τέτνα |
11 |
the lakes |
ταις λίμναις |
πàλτζηλλε |
εζάρατα |
γκιόληρατ |
12 |
the rivers |
τα ποτάμια |
ρàουρρε |
ρέκιτε |
λιούμaρατ |
13 |
and they sent forth |
και εύγαλαν |
σση σκοάσιρa |
ή ιζβάτωα |
εδέ ντζούαρa |
14 |
fish |
τα οψάρια |
πέσκηλλι |
ρήπητε |
πέσκιτ |
15 |
|
τα χέλια. |
ουχέλληλε. |
ιαγκούλητε. |
γκιάλλιατa. |
16 |
Again he spake |
Πάλιν είπεν |
Νaπόη τζήσε |
Πακ ρέτζε |
Πaρσaρή θά |
17 |
and there came forth |
και ευγήκαν |
σσή ισσήρε |
ή ιζλέκωα |
εδέ τούαλλa |
18 |
upon the earth |
απάνω εις την γην |
τεσούπρα πρε λόκου |
γκώρε νά ζέμιατα |
σήπaρ μπή δέτ |
19 |
all the trees |
όλα τα δένδρα. |
τούτζη άρπουλλι. |
σφήτε ντέρβια. |
γκίθa τούρaτ. |
20 |
And the earth is |
Και είναι η γη |
Σσή έστa λόκλου |
Ή γιέτ ζέμιατα |
Εδέ έστa δέου |
21 |
full |
γεμάτη |
μπλήνου |
πώλνα |
πλιότ |
22 |
of woods |
από ξύλα |
τέ λιάμνε |
οτ τàρβα |
πέ τρού |
23 |
of oak |
δρύινα. |
τέ κουπάτζου |
οτ μπούκα. |
πέ τούσκου. |
24 |
of beech |
από οξειάν |
Τέ φάκου |
Οτ ντάπωη |
Πέ χάου |
25 |
of sallow |
από ιτέαν |
τέ σάλτζε |
οτ βàρμπα |
πέ σσέλκου |
26 |
of poplar |
από λεύκον |
τέ πλούπου |
οτ τοπόλικα ιάσικα |
πή πλέπη |
27 |
of cypress |
από κυπαρίσσι |
τέ κυπαρίτσου |
οτ σέλβηα |
πέ σελβήε |
28 |
of pine |
από πεύκου. |
τέ κήννι. |
οτ πωρ |
πέ μπορίκα. |
29 |
and others |
Και άλλα |
Σσή άλτε |
Ή τρούζη |
Εδέ τaτιέρα |
30 |
are found |
ευρίσκονται |
σέ άφλε |
σε νάϊτουατ |
κέντεννa |
31 |
in the forest |
εις τον λόγγον. |
τρού πατούρε. |
βώ όρμανοτ. |
ντà πιούλλ. |
32 |
others there are |
Άλλα είναι |
Άλτε σούντου |
Τρούζη σέ |
Τaτιέρa γιάννa |
33 |
in the mountains |
εις τα βουνά |
τρού μούντζη |
να πλανήννετω |
ντà μάλετ |
34 |
in the plain |
εις τον κάμπον |
τρού πάτε |
να πώλετω |
ντà φούσσa |
35 |
and in other places |
και εις άλλους τόπους. |
σσή τρού άλτε λόκουρη. |
ή να τρούζη μέστα. |
εδέ ντà τaτιέρa βήσε. |
36 |
Again |
Πάλιν |
νaπόη |
Πάκ |
Πaρσράπα |
37 |
sprouted forth |
εφύτρωσαν |
νισκούρε |
ιζνήκναα |
μπήννa |
38 |
the flowers |
τα λουλούδια |
λιλύτζηλε |
σφέτιατα |
λιούλετa |
39 |
the herbs |
τα χόρτα |
έρκιλλε |
τρέβατα |
μπάρηραν |
41 |
the nettles (weeds) |
τα τζουκνήδια. |
ουρτζήλε. |
κόπρηβ. |
χίθρατ. |
42 |
and all were made |
Και όλα εγίνηκαν |
σσή τοάτε σεφέτζερa |
Ή σφήτε σεστόρια |
Εδέ γκίθa ουμπàνa |
43 |
for man |
διά τον άνθρωπον. |
τρά όμνλου. |
ζα τζόεκοτ. |
πρà ννιερήτου. |
44 |
After these |
Μετά ταύτα |
Τούπa αΐστε |
Πω όβηε |
Πàσ κaτώ |
45 |
were brought forth |
εγίνηκαν |
σεφέτζερa |
σέ στόρια |
ουμπàννa |
46 |
the animals |
τα ζώα |
πρεύτζηλλε |
ημάννετω |
μπακaτίτa |
47 |
the wild beasts |
τα θηρία. |
αγρίνλλε. |
τήβητε. |
εκρατήρατ. |
48 |
and of these |
Και από ετούτα |
Σσή τέ αΐστε |
Ή οτ όβηε |
Εδέ γκà κaτώ |
49 |
the pot-herbs |
τα λάχανα |
βιάρτζηλλε |
ζέλιετα |
λιάκρατ |
49 |
some are eaten |
μερικά τρώγονται |
νaσκàντε σεμàκa |
έτνη σεϊάτατ |
τζά χάεννa |
50 |
and some work |
και μερικά δουλεύουν |
σσή νaσκàντε λουκριάτζa |
ή έτνη ράπωτατ |
εδέ τζά πουνόϊνa |
51 |
for our wants |
δια την χρείαν μας. |
τρά ιχτιζάϊα ανοάστρa. |
ζα νάσσετ ίχτιζα. |
πρέ ιχτιζά τένa. |
52 |
The lion |
Το λεοντάρι |
Ασλάνου |
Άρσλανοτ |
Ασλανη |
53 |
the wolf |
ο λύκος |
λούπλου |
βόλκοτ |
ούϊκου |
54 |
the bear |
η αρκούδα |
ούρσουλου |
μέτζκατα |
αρήου |
55 |
|
ο δράκων |
λάμνια |
λάμνιατα |
σπρήχα |
56 |
the fox |
η αλωπού |
βούλπια |
λησήτζατα |
δέλπaρα |
57 |
when they come forth |
όταν ευγαίνου |
κάντου έσου |
κώκα ιζλέζατ |
κούρ τάληνa |
58 |
from the den |
από την φωλεάν |
τέ τρου κούϊπου |
οτ σεντέλωτο |
Γκαχά στρώφκα φωλέτ |
59 |
have rage |
έχουν θυμόν |
άου νaρaήρε |
ίμματ λούτυννε |
κάνa ζεμαρήμ |
60 |
against man |
εις τον άνθρωπον |
πρε όμου |
να τζόεκοτ |
μπή ννιερήτ |
61 |
and seek |
και γυρεύουν |
σσή καύτa |
ή μπάρατ |
εδέ κaρκόηντa |
62 |
the opportunity |
καιρόν |
ζaμάνε |
βρέμε |
κώχa |
63 |
to destroy him, |
διά να τον χαλάσουν |
σέ λού ασπάρκα |
ζά τα κώ ρασήπαατ |
κή τά πρήσσινa |
64 |
but God |
αμή ο θεός |
μά τουμνητζάου |
τόκω γόσποτ |
πώ περaντία |
65 |
protects him. |
τον φυλάγει. |
λού βλιάκε. |
κώ τζιούβατ. |
ε ρούαν. |
66 |
The rams |
Τα κριάρια |
Περπέσλλη |
Όβνητε |
Τέσστa |
67 |
the sheep |
τα πρόβατα |
όϊλλε |
όβτζητε |
δέντa |
68 |
the goats |
τα γήδια |
κàπaρa |
κώζητε |
δήτa |
69 |
the lambs |
τα αρνία |
ννιέλλη |
ιαγàντζατα |
σκέρατα |
70 |
the kids |
τα κατζήκια |
έζλλη |
ιαρτήσσατα |
κàτζaτα |
71 |
are good |
είναι καλά |
σούντου γκήνε |
σέ χάρνη |
γιάννa μήρa |
72 |
when they give |
όταν δίδουν |
κà τà |
ότι τάβατ |
σέ άπaννa |
73 |
milk and wool |
γάλα και μαλλί. |
λάπτε σσή λέννa. |
μλέκω ή βàλνα. |
κιούμaσστ εδέ λέσσ. |
74 |
and of these |
Και από ετούτα |
Σσή τέ αΐστa |
Ή οότ όβηε |
Εδέ γκά κaτώ |
75 |
is made |
γίνεται |
σε φάτζε |
σε τζίνητ |
μπàχεται |
76 |
butter and cheese |
βούτυρο και τυρί |
ούμπτου σσή κάσσου |
μάσ ή σύρηννε |
γκιάλπ εδέ κιάθ |
77 |
mizìthra |
μιζήθρα |
ούρτa |
ούρδα |
γκίζa |
78 |
and butter-milk. |
και ξυνόγαλο. |
σσή δάλλa. |
ή μάστηνιτζα. |
εδέ δάλλ. |
79 |
|
Όμως |
Μά |
Τόκου |
Πώ |
80 |
|
καλλίτερα |
κάμα γκήνε |
πώ σχάρνω |
μà μήρa |
81 |
|
να φτιάνης |
σε ατάρη |
τά νάπραησσ |
τà ντaρτόνσσ |
82 |
|
προσφάγιον |
προσφάγια |
πλάκιτα |
μπουλμέτ |
83 |
|
από αγελάδαν |
τέ βάκa |
οτ κράβα |
πέ λιόπa |
84 |
|
και από βουβάλαν |
σσή τέ μπουβαλίτζa |
ή οτ μπιουλίτζα |
εδέ πέ μπουαλίτζα |
85 |
|
ότι είναι |
κά έστε |
ότι γιέτ |
σέ γιέστa |
86 |
|
εύμορφα. |
μουσσάτa. |
ούμπαβο. |
ημπούκουρ. |
87 |
|
Τα άλογα |
κàλλη |
Κόννιτε |
κούαϊτa |
88 |
|
αι φοράδες |
ιάπιλλε |
κωμπήλητε |
πέλιατa |
89 |
|
τα γαϊδούρια |
γουμάρλλη |
μαγαρηνιατα |
γκωμάρaτa |
90 |
|
τα μουλάρια |
μουλàρλε |
μάσκητε |
μούσκατα |
91 |
|
χρησιμεύουν |
φελισέσκου |
φέλαατ |
βγιέννa |
92 |
|
δυνατά. |
βαρτόσσ. |
μόσνε. |
φόρτ. |
93 |
|
Ότι φέρουν |
Κà ατούκου |
Ότι τώνεσατ |
Σέ μπήενa |
94 |
|
από μακρυά |
τέ τεπάρτε |
οτ τάλεκου |
πέ σaλιάρκου |
95 |
|
γέννημα |
γήπτου |
ζήτω |
ντρίθα |
96 |
|
σιτάρι |
κρàννου |
πτζενίτζα |
κρούρa |
97 |
|
βρίζαν |
σικάρα |
έρσσ |
θέκaρ |
98 |
|
ραποσίτι. |
μίσουρου. |
πτζένκα |
μίσaρ |
99 |
|
Και κουβαλούν |
Σσή ποάρτa |
ή νοσαατ |
εδέ μπàηνa |
100 |
|
πέτραις |
κέτζηρι |
κάμμιννιε |
γκούρ |
101 |
|
πλάκες |
πλότζη |
πλώτζη |
πλώτζα |
102 |
|
χώμα |
λόκκου |
ζέμια |
δέ |
103 |
|
ασβέστην |
ασβέστε |
βάρ |
καλκέρρa |
104 |
|
σίδηρον |
χέρρου |
ζέλεζω |
χεκουρ |
105 |
|
καρφιά. |
πέρουννε. |
προύκκη. |
περόνα. |
106 |
|
Και χωρίς από ετούτα |
Σσή φάρa τέ αΐστε |
Ή μπέσ όβηε |
Εδέ πώ κατώ |
107 |
|
δεν ζώμεν. |
νού μπaνεμου. |
νε ζήβαμε. |
νούκου ρόϊμa. |
108 |
|
Η όρνιθες |
Γκaλλίνλε |
Κωκόσκητε |
πούλλιατα |
109 |
|
οπόταν γεννούν |
κaντου φυάτa |
κώκα νέσατ ρώσταατ |
κουρ πίελνa |
110 |
|
αυγά |
οάω |
ιάϊτζα |
βέ |
111 |
|
και πουλιά |
σση πούλλη |
ή πιλήννιατα |
εδέ ζώκκι |
112 |
|
μας χαροποιούν. |
νà xaρισέσκου. |
νή ράρβαατ. |
νà γκaζώηνa |
113 |
|
Και ο πετεινός |
Σσή κουκότλου |
Ή πέτελωτ |
εδέ νa τέζη |
114 |
|
οπόταν φωνάζει |
κàντου στρίκa |
κώκα νβίκατ |
κούρ θaρέτ |
115 |
|
τα μεσάνυκτα |
τρούτζου μετατενοάπτε |
νά πώλ νόσσ |
ντà μέσ τaνάτaσa |
116 |
|
συκώνει |
σκοάλa |
σκώριβατ κρένητ |
γκρέ |
117 |
|
τους άνδρας |
μπaρπάσλη |
μάζητε |
μπούρατa |
118 |
|
και ταις γυναίκες |
τσή μουλλέρλε |
ή ζένητε |
εδέ γρράτa |
119 |
|
διά να πιασθούν |
τρά σέ ακάτζε |
ζά τά σεφάσταατ |
κή τà ζήεννa |
120 |
|
από δουλιάν. |
τέ λούκρου. |
οτ ράπωτα. |
γκά πούννε. |
121 |
Those, who have |
Αυτοί οπού έχουν |
Ατζέλλη τζή άου |
Τύε στίο ίμαατ |
Ατά κή κάννa |
122 |
mind and sense |
νουν και γνώσιν |
μήντε σσή κικασμώ |
ούμ ή πώζνααννε |
μέντ εδε τaννιέχτουρ |
123 |
do no sit |
δεν κάθονται |
νου σσέντου |
νέ σέταατ |
ιούκου ρήνιa |
124 |
idle |
αργοί |
φάρa λούκρου. |
μπεσ ράπωτα. |
πà πούν a. |
125 |
but take |
αμή παίρνουν |
Άμου λλιà |
Τόκου ζέμαατ |
Πώ μàρννa |
126 |
the oxen |
τα βόδια |
μπόιλλλη |
βώλωητε |
κιέτa |
127 |
and go |
και πηγαίνουν |
σσή νέρκου |
ή χόταατ |
εδέ βέννa |
128 |
to plough |
δια να οργώνουν |
τρά σέ άρρa |
ζα τà όραατ |
κή τά λερρόηννa |
129 |
and sow |
και να σπείρουν. |
σσή σεσιάμιννa. |
ή τά σέαετ. |
εδέ τά μπίελνa. |
130 |
The nightingales |
Τα αηδόνια |
Νιπιλπίλλη |
Μπιπήλητε |
Μπηπήλατ |
131 |
the swallows |
τα χελιδόνια |
λέντουρa |
λαστεΐτζητε |
ντωλοντρούσσατ |
132 |
(in) the summer |
το καλοκαίρι |
βεάρα |
λέτωτα |
ντà βέρρa |
133 |
sing |
τραγουδούν |
κàντà |
πέαατ |
κaντώηνa |
134 |
very prettily. |
πολλά εύμορφα. |
μούλτου μουσσάτου. |
μόσνη ούμπαω |
σούμμa μπούκουρ |
135 |
The cuckoo |
Ο κούκκος |
Κούκλου |
κουκάϊτζατα |
κούκκεα |
136 |
only three months |
μόνον τρεις μήνες |
μά τρέη μέσση |
τόκου τρή μέσετζη |
πω τρέ μούαη |
137 |
has a voice |
έχει φωνήν |
άρρε πωάτζε |
ίματ κλάσ |
κά ζέ |
138 |
and afterwards |
και ύστερα |
σσή απέια |
ή πώσλε |
εδέ πασaντάη |
139 |
ceases. |
παύει. |
πaυσιάστε. |
όστανβιτ ζάστανατ. |
πουσσών. |
140 |
|
Τα περιστέρια |
Πaρούγκιλλη |
Γκουλάπητε |
Πaλούμπατa |
141 |
|
είναι καθαρά |
σούντου σπaστρίτζη |
σέ τζίστη |
ιάννa τaκυρούαρa |
142 |
|
και γενούν |
σσή φυάτa |
ή ρώτβαατ. ρώτατ |
εδέ πίελ a |
143 |
|
πολλαίς φοραίς |
μούλτου όρρη |
μνόκου πάτη |
σσούμa έρρα |
144 |
|
εις τον χρόνον. |
τρού άννου. |
νά κώτινα. |
ντάμοτ. |
145 |
|
Η πέρδικα |
Πετουρίκκλια |
Γερεπήτζατα |
Φaλέζα |
146 |
|
όταν κάθηται |
κάντου σσεάτε |
κώκα σέτητ |
κούρ ρή |
147 |
|
εις το κλουβί |
τρου κaφάσσa |
νά κάφεσωτ |
ντà καφάστ |
148 |
|
λαλεί καλά |
κàντa γκήνε |
πέητ χάρνω |
κaντόν μήρα |
149 |
|
και αγαπά |
σσή βά |
ή σάκατ |
εδέ τώ |
150 |
|
να την ακούου |
σέ ο αύτε |
τά α σλούσσαετ |
τa ντaκιόννa |
151 |
|
ο κόσμος. |
τουννηάϊα. |
σφέτοτ |
ντουννιάϊα. |
152 |
The eagle flies |
Ο αετός απετάει |
σκιπώννια ασπωάρε |
όρελοτ λέτατ |
Σκηπώννια φλιτουρών |
153 |
on high |
υψηλά |
ανάλτου |
βύσωκω |
λιάρτa |
154 |
and keeps |
και κρατεί |
σσή τζàνε |
ή τάρζητ |
εδέ μπάν |
155 |
the wings |
τα πτερούγια |
αράπητιλε |
κρύλλιετο |
πέντατ. κράχατ |
156 |
expanded. |
απλωμένα. |
τεάσε. |
σπρώστρεννι |
στρίρa |
157 |
The storks |
Τα λελέκια |
Ουλιουλέσλη |
Στaρκώνη |
λιολέκατ |
158 |
in the spring |
την άνοιξιν |
πρίμαβεάρα |
νά πρώλετα |
ντà τaρνaβέρa |
159 |
come |
έρχονται. |
γήνου. |
ήταατ. |
βίννa. |
160 |
and when they feel |
Και σαν γροικούν |
Σσή κάρα κικaσέσκου |
Ή κώκα ράζπηρατ |
εδέ σίτa απικάσινa |
161 |
the winter |
χειμώνα |
ιάρα |
ζήμα |
τίμaρ |
162 |
flee |
φεύγουν |
φούκου |
μπέκαατ |
ίκaινa |
163 |
to the east. |
εις την ανατολήν. |
τρου ανατολίε. |
νά άνατολ. |
ντà ανατολίa. |
164 |
|
Η χήναις |
Πάτιλε |
Γούσκητε |
Πάτατ |
165 |
|
η πάπιαις |
ρώσσιλε |
πάτκητε |
ρώσατ |
166 |
|
είναι βαρείαις |
σούντου κριάλλε |
σέ τέσκη |
ιάνa
τaρàντα |
167 |
|
και ταις περισσότεραις |
σσή μαμούλτελε |
ή πώ μνόκητε |
εδέ μάτa σούμμα |
168 |
|
φοραίς |
όρρη |
πάτη |
έρρa |
169 |
|
στέκονται εις το νερό. |
σέτου τρου άπa. |
στωϊαετ βώ βότατα. |
ρίννa ντà ούϊτ. |
170 |
|
Τα σπουρήκια |
Χαραμπέηλλι |
Βράπτζήνατα |
Βραπέτζατ |
171 |
|
είναι μικρά |
σούντου ννίτζη |
σέ μάλεσκη |
γιάνα τaβόκaλια |
172 |
|
και εύκολα |
σσή κολάη |
ή κόλαη |
εδέ κολάη |
173 |
|
πιάνονται. |
σέ ακάτζε. |
σεφάσταατ. |
ζίεννa. |
174 |
|
Ο κόρακας |
Κόρπουλου |
Γάβρανοτ |
Σώρρα |
175 |
|
είναι μαύρος |
έστε λαϊου |
γιέτ τζàρνω |
έσστa εζέτα |
176 |
|
και δεν τρέφει |
σσή νου χaρνιάστε |
ή νε ράνητ |
εδέ νούκα ουσκιέν |
177 |
|
τα πουλιά του. |
πούλλη αλούη. |
νέκωητε πήλιστα. |
ζώγατ εσάϊε. |
178 |
|
Αμή ο κάνθαρος, |
Μά τζουντζουνάρου |
Τόκου μπρέτζαλοτ |
Πω προυμπούλλη |
179 |
|
και το φαλάγγιον |
σση μιριμάγκα |
ή πάιακωτ |
εδέ μεριμάγα |
180 |
|
και η μείγα |
σσή πουπουλίκα |
ή μούατα |
εδέ μίζα |
181 |
|
όπου εμβαίνουν |
εουτζητώ ίντρa |
κάτε βλέζαατ |
κουτώ χούϊννa. |
182 |
|
ζημίαν κάμουν. |
ζνίε φάκου. |
ζάραρ τζήναατ. |
ζαράρ μπàηνa. |
183 |
|
Ο μύρμηκας |
Φουρνίκα |
Μράβατα |
Πaρδέσσα |
184 |
|
πολλά κοπιάζει |
μούλτου κουπουσιάστε |
μνόγου τζίνητ ζαγμέτ |
τσούμα πàν ζαγμέτ |
185 |
|
και μαζώνει ψυχία |
σσή ατούνα σέρμε |
ή μπέρητ τρώσκη |
εδέ μπλεθ θaρήμε |
186 |
|
διά να τρέφηται |
τρά σέ χαρνιάσκa |
ζά τά σεράνητ |
κή τà ουσκέετ |
187 |
|
όταν είναι κρυάδα |
κàντου έστε ρκοάρε |
κώκα γιέτ στούτενω |
κούρ έσστa φτώοτ |
188 |
|
και ψύχρα. |
σσή αρaτζήμε. |
ή σούτω. |
εδέ φτωχaτήρ. |
189 |
|
Η κουτζιπίδα |
Μουλίτζα |
Μόλετζοτ |
Μολύτζα |
190 |
|
τρώγει |
μàκa |
ιάτητ |
χά |
191 |
|
τα ρούχα |
βίστηλε |
σφίτητε |
τζόχaρατ |
192 |
|
και τα φορέματα. |
σσή στράννιλε. |
ή χαλίστατα. |
εδέ ρώπατα. |
193 |
Sunday |
Τη κυριακή |
Τουμήνικα |
Βώ νετέλιατα |
τà τίελ |
194 |
it behoves (you) |
πρέπει |
πριψιάστε |
πρίλεκατ |
γκιάν |
195 |
to pray. |
να προσευχηθείς. |
σετεγκλίννη |
τά σεμόλλησσ |
τa φάλεσσ |
196 |
Monday |
Τη δευτέρα |
λούννια |
βώ πωνετέλνικοτ |
τà χàννaνa |
197 |
move |
να κινήσεις |
σέ γκισέστη |
τά κίνησασσ |
τà νίσεσσ |
198 |
on (your) road (journey). |
διά στράταν. |
τρά κάλλε |
ζα πάτ |
πρέ ούδα |
199 |
Tuesday |
Και τη τρίτη |
σσή μάρτζα |
ή βώ φτώρνικοτ |
εδέ τaμάρτνa |
200 |
and Wednesday |
και τη τετράδι |
σσή ννέρκουρια |
ή βώ στρέτατα |
εδέ τaμαρκούρa |
201 |
sew |
να ράψεις |
σέ κόσση |
τά σσέεσσ |
τà κέπησσ |
202 |
in order to be |
διά να είσαι |
ρτρά σεχίη |
ζά τά μπιτησσ |
κή τà γιέσσ |
203 |
clothed. |
ενδυμένος. |
νβισκούτου. |
όμπλετζεν. |
ηνβέσκουρ. |
204 |
Thursday |
Τη πέμπτη |
Σσή τζοία |
Ή βώ τζέτφερτοκ |
Εδέ τa έντενa |
205 |
and Friday |
και τη παρασκευή |
σσή βήννιρα |
ή βώ πέτεκοτ |
εδέ τα πρέμπτενα |
206 |
and Saturday |
και τω σαββάτω |
σσή σέμπaτα |
ή βώ σαπώτατά |
Εδέ τa σσατούνa |
207 |
collect |
να μαζώνεις |
σέ ατούννη |
τά μπέρης |
τά μπλέθσσ |
208 |
necessaries |
ζαχεραίν |
ζαερέε |
ζάερε |
ζαήρε |
209 |
for all the month |
διά όλον τον μήνα. |
τρά τούτου μέσλου. |
ζά σφήοτ μέσετζ. |
πρà γκίθa μύαϊτ. |
210 |
and thus your are |
Και έτζη είσαι |
Σσή ασσήτζε έστη |
Ή τάκα σύ |
Εδέ αστιού γιέ |
211 |
always rich |
πάντοτε πλούσιος |
ούννa ούννa μπουκάτου |
σφέκω μπόγατ |
κουρτώ ηπωγάτ |
212 |
and everywhere honored |
και παντού τιμημένος |
σσή ιουτζητώ τυννισήτου |
ή σέκατε τζέστεν |
εδέ κουντώ ιντρέτζημ |
213 |
and not disgraced. |
και όχι εντροπιασμένος. |
σσή νού ρουσσουνάτου. |
ή νέ στράμενν. |
εδέ γιό ητουρπaρούαρ |
214 |
When you feast |
Οπόταν εορτάζεις |
Κàντε γιουρτουσέστη |
Κώκα σλάζησσ |
κούρ λλιούτεσσφεστών |
215 |
it is well |
είναι καλά |
έστε γκήνε |
γιέτ χάρνω |
έστa μήρa |
216 |
that you fast |
να νηστεύεις |
σέ ατζούννη |
τά πώστησσ |
τa αγκιρώνσσ |
217 |
(for) one week |
μίαν εβδομάδα. |
ούννα σεπτεμàνα. |
έτνα νέτελλα. |
ννί γιάβa. |
218 |
and give |
Και να δώσεις |
Σσή σετάη |
Ή τά τάβασσ |
Εδέ τa άπσσ |
219 |
to the blind |
εις τους τυφλούς |
λά όρκκη |
νά σλέπητε |
ντà ταβέρμπαρατ |
220 |
bread and meat |
ψωμί και φαγί. |
πàνε σσή γκέλλa. |
λέπ ή μάντζα. |
μπούκ εδέ γκέλλa. |
221 |
and assist |
Και να βοηθείς |
Σσή σέ ατζιούτζη |
Ή τά πώμοζησσ |
Εδέ τà ντήχησσ |
222 |
the poor |
τους πτωχούς |
οάρφανλλη |
να σήρωμασιτε |
ταβάρφaρητ |
223 |
with that |
με εκείνο |
κού ατζιά |
σώ τόα |
με ατά |
224 |
which you can. |
οπού ημπορείς. |
τζή πώτζη. |
στώ μόζησσ. |
κή μούντησσ. |
225 |
And when you place |
Και οπόταν βάλεις |
Σσή κàντου πάτζη |
Ή κώκα κλάτησσ |
Εδέ κούρ τaβέσσ |
226 |
the table (i.e. dine) |
το τραπέζι |
σούφρα |
τραπέζατα |
σώφρana |
227 |
invite |
να καλέσεις |
σέ κλέννι |
τά κάλεσασσ |
τà θηρέσσ |
228 |
your relations |
τους συγγενείς σου |
κουσουρίνλλη ατέη |
ρωτνήτατα τφόη |
κουσσερήντετού |
229 |
your neighbours |
τους γειτόνάς σου. |
βιτζήνλλη ατέη |
κωμσσίητε τφόη |
φκίντa του. |
230 |
and send |
και να στείλεις |
σσή σεπητρέτζη |
ή τά πούστησσ |
εδέ τανταρκόνσσ |
231 |
warm meat |
ζεστό φαγί |
κάλτa γκέλλa |
τώπλα μάντζα |
τaγκρόχaτ κέλλa |
232 |
to the sick |
εις τους αρρώστους |
λά λέντζιτζη |
νά μπώλνητε |
μπα τaσaμούρατ |
233 |
that they may have pity upon |
διά να σου συγχωρούν |
τρά σεσλιάρτα |
ζά τά τύ πρόσταατ |
κή τà τaντίεννa |
234 |
your parents. |
τους γονείς σου. |
πaρήντζιλλη ατέη. |
ρωτνήννατα τφόη. |
πaρήντaτ τού. |
235 |
|
Πέρσυ και φέτω |
Άννου σσή έσταννου |
Λάννη ή κωτινάα |
Βγιέτ, εδέ σηβγιέτ |
236 |
|
τα πωρικά |
πωάμιλλε |
γιεμήσσητε |
πέματ |
237 |
|
εγίνηκαν |
σεφέτζερα |
σεστώρια |
ουμπάνa |
238 |
|
παντού |
ιουτζητώ |
σέκατε |
κουτώ |
239 |
|
εις όλα τα μέρη. |
τρουτούτε πàρτζηλλε. |
νά σήτε στράννα. |
μπà τa γκίθα βήσετ. |
240 |
|
Όμως |
Μà |
Τόκου |
Πώ |
241 |
|
ακρίβεια μεγάλη |
σκουμπέτε μάρε |
σκάπια κώλεμα |
στρεντaτήρ εμάδε |
242 |
|
εστάθηκε |
στατού |
στώη |
ντένν |
243 |
|
εις το γέννημα. |
τρού γίπτου. |
βώ ζήτωτο. |
μπά τρήθετ. |
244 |
|
Και κλαίουν |
Σσή πλàγκου |
Ή πλάτζαετ |
Εδέ κιάϊννε |
245 |
|
μικροί και μεγάλοι. |
νκίτζη σσή μάρη. |
μάλλη ή κώλεμη |
τεβέκιλ ετaμαδένν. |
246 |
|
Ότι πεινούν |
Κà λaέστε φοάμε |
Ότι σέ κλάτνη |
Σέ ιάνα ούρατ |
247 |
|
και δεν έχουν |
σσή νού άου |
ή νέμαατ |
εδέ σκάννa |
248 |
|
με τι να αγοράσουν. |
κού τζή σεκούμπαρα |
σω στώ τά κούπαατ. |
με σέ τa πλέννα. |
249 |
|
Και τα μικρά παιδία |
Σση νίσλλη φιτζόρη |
Ή μάλητε ντέτζα |
Εδέ διέμτa ταβέκηλτ |
250 |
|
φωνάζουν |
στρίγκα |
βήκαατ |
θaρέσινα |
251 |
|
έως εις τον ουρανόν. |
πάνου ντζέρου. |
τούρη ντό νέπωτ. |
γκήρ μπa κίελτ. |
252 |
|
Ότι γυρεύουν |
Κά καίτa |
Ότι σάκαετ |
Σέ κaρκόννa |
253 |
|
τροφήν |
χράντa |
ράνεννιε |
τουσκούερ |
254 |
|
και δεν τους δίδει |
σσή νού λατά |
ή νεμου τάβατ |
εδέ νού κουϊέπ |
255 |
|
ουδέ κανένας. |
τζηνιβά. |
νίκοη. |
άς νερή. |
256 |
We have |
Έχομεν |
Αβέμου |
Ήμαμμε |
Κκέμη |
257 |
two vineyards |
δύο αμπέλια |
τάω γίννη |
τβά λόζια |
ντιού βρέστa |
258 |
and they are full |
και είναι γεμάτα |
σσή σούντου μπλίννε |
ή σέ πώλνα |
εδέ γιάννa πλιότ |
259 |
of grapes |
από σταφύλια. |
τέ αούa. |
οτ κρόσγιε. |
πέ ρούσσ. |
260 |
but |
Μόνον |
Μά |
Τόκου |
Πώ |
261 |
they are not yet ripe |
ακόμα δεν έφθασαν |
νίκα νού ατζιούμσιρa. |
ούστε νέ φτάσαατ. |
εδέ νούκ ουαρίννa |
262 |
and I will wait |
και θελ να καρτερώ |
Σσή βά σέ αστέπτου |
Ή και τζέκαμ |
εδέ τώ τà πρέσ |
263 |
some time |
καμπόσον καιρόν |
πουτζένa ζaμάνε |
τρούα ζάμαν |
τζà ζαμάν |
264 |
until they ripen |
έως να φθάσουν |
πàν σέ ατζιούγκa |
τούρη τά φθάσαατ |
γκέρ ταρίχεννa |
265 |
well, |
καλά. |
γκήνε. |
χάρνω. |
μήρa. |
266 |
and then |
Και τότε |
Σσή ατούμτζια |
Ή τώγασσ |
Εδέ ατaχέρa |
267 |
when they become sweet |
σαν γλυκανθούν |
κάρα σεντουλτζιάσκα |
κώκα τά σεουπλάτζαρτ |
σή τaμπλεσόχενa |
268 |
I will moisten |
θελ να μουσκεύω |
βά σέ μόλλιου |
κέ μάκαμ νά κησναμ |
τώ τa ννιόμ |
269 |
the vat |
την καρούταν |
σεσέγκα |
σέκωτ |
καρούτaνα |
270 |
and the barrels |
και τα βαένια |
τσή μπούσλε |
ή μπόσφητε |
εδέ βόζατ |
271 |
in order to fill them |
διά να τα γεμίσω |
τρά σέ λεούμπλου |
ζά τά ή πώλναμ |
κή ταμπούσσ |
272 |
up to the top; |
έως απάνω. |
πàν στεσούπρα. |
τούρη κώρρε. |
γκήρ σίπaρ. |
273 |
when they boil (ferment) |
Και αφ' ου βράσουν |
Σσή κάρα σεχιάρπα |
Ή σέτ κώκα ταβάραατ |
Εδέ σιτaζήεννα |
274 |
forty days |
σαράντα ημέραις |
πατρουτζίτζη τετζήλε |
τζετήρτεσετ ντνή |
ντουζέτ ντήτ |
275 |
I will throw |
θέλ να ρίξω |
βά σέ αρέκου |
καί φάρλιαμ |
τώ τaχέθ |
276 |
the first wine |
το πρώτον κρασί |
πρώτλου γήνου |
πàρβατω βήνω |
ταπaρενa βέρa |
277 |
into a barrel. |
εις ένα βαένι. |
τρού ούννa μπούτε. |
νά έτνα μπότζφα. |
ντà ννή βόζε. |
278 |
|
Ευγήκα εις την αγοράν |
Γσσίη λά πaζάρε |
Ίζλεκωχ νά πάζαροτ |
Ντώλα ντà παζάρ |
279 |
|
και ίδα |
σσή βιτζούη |
ή βίτωχ |
εδέ πάσσα |
280 |
|
πολύ πλήθος |
μούλτa κίντa |
μνόγου σφέτ |
σούμμα μελεκέτ |
281 |
|
από ανθρώπους |
τέ οάμιννη |
οτ λούγη |
πέ ννιέρεζ |
282 |
|
και εσιάστησα. |
στή τζιχτισίη. |
ή σεσάστησα. |
εδέ ουσσιαστήσ. |
283 |
|
Τώρα θελ να αγοράσω |
Τώρα βασεκούμπa |
Σέκα κούπαμ |
Τασσί τώ τaμπλέ |
284 |
|
μίαν αρμάθαν |
ούννου μπαέρου |
έτνα νήζα |
ννή βάρε |
285 |
|
από σύκα νωπά. |
τέ χύτζε ταζέη. |
οτ σμώκφι πρέσνη. |
πέ φύκκ τάζε. |
286 |
|
Δια να τα πηγαίνω |
Τρά σελετούκου |
Ζά τά νώσαμ |
Κή τυσπίε |
287 |
|
εις την φαμιλίαν μου |
λά φουμέλια αμεά |
νά τζέλιατα μόη |
ντà φaμίετ τέμε |
288 |
|
να τα τρώγουν. |
σέ λέ μάκa. |
τά η ιάταετ. |
τηχαννa. |
289 |
|
Και να πάρω |
Σηή σέ λλιάου |
Ή τά ζάμαμ |
Εδέ τaμάρ |
290 |
|
λάδι και ελαίς |
ουντουλέμνου σσή μάσηνε |
μάσλω ή μάσληνκι |
βάη εδέ ουλλήν |
291 |
|
φακήν και ρεβίθι |
λύντε σσή τζεάτζιρε |
λεστα ή σλάντωκ |
κρώσσ εδέ κίκερa |
292 |
|
και φασούλι γερό |
σσή φαδούλλιου τανατόσ |
ή κράχ στραβο |
εδέ φασούλσσa ντοσσ |
293 |
|
διά να τα έχω |
τρà σέ λεάμου |
ζά τά ήμαμ |
κή τηκάμ |
294 |
|
διά ταις σαρακοσταίς. |
τρà παρέσηνι. |
ζά πόστητε. |
πρà κρέσματ. |
295 |
|
Και εις ταις εορταίς |
Σση τρού σαρπaτόρη |
Ή βώ πραζνήζτητε |
Εδέ ντà aκρέμτετ |
296 |
|
να μη πίωμεν |
σέ νού πέμου |
τά νέ πίεμε |
τà μόσ πίεσμη |
297 |
|
πολύ κρασί |
μούλτου γήνου |
μνόγου βήνω |
σσιού a βέρα |
298 |
|
με τους φίλους. |
κού οάσπιλλη. |
σώ πριατέλλητε. |
μέ μίκητ . μίκητ |
299 |
The sick man |
Ο άρρωστος |
Λέντζετλου |
Πώλνιοτ |
Η σaμούρη |
300 |
if he wishes |
αν αγαπά |
σέ βρούρη |
άκω σάκατ |
ντà τάσστa |
301 |
to be cured |
να ιατρευθεί |
σέ σεγιτριψ άσκα |
τά σελέκφατ |
τà σσaρόετ |
302 |
let him not eat |
να μη τρώγει |
σέ νού μάκa |
τά νέ ιάτητ |
τà μόσ χάη |
303 |
walnuts |
καρύδια |
νούτζη |
ώρεη |
χάρρα |
304 |
and nuts |
και λευτοκάρια. |
σσή αλλούνε. |
ή λέσνητζι. |
εδέ λιάηθη. |
305 |
but eat |
Αμή να φάγει |
Μά σέ μàκα |
Τόκω τά ιάτητ |
Πώ τaχάη |
306 |
almonds |
αμύγδαλα |
μύγδαλε |
μπάτεμη |
μπαΐμε |
307 |
pears and apples |
απύδια και μήλα |
κόρτζε σσή μεάρε |
κρούσση ή ιάπολκη |
ντάρδα εδέ μόλλα |
308 |
and guard himself |
και να φυλαχθεί |
σσή σεβλεάκε |
ή τα σεβάρτη τζίνβατ |
εδέ τaρούχετ |
309 |
from chesnuts |
από κάστανα |
τέ γκaτàννε |
οτ κώστενη |
πέ γκaστένιασσ |
310 |
from cucumbers |
από αγγούρια |
τέ καστραβέτζη |
οτ κράσταητζι |
πε κρασταβέτζ |
311 |
from melons |
από πεπώνια |
τέ πέπεννι |
οτ τύννι . πέπωνι |
πε πχιέπaρατ |
312 |
from water-melons |
από καρπούζια. |
τέ χιουμaνίτζη. |
οτ λούπενιτζη. |
πε καρπούζησσ. |
313 |
for all these |
Ότι όλα ετούτα |
Κà τούτε αΐστε |
Ότι σήτε όβηε |
Σέ γκίθ κατώ |
314 |
do ill (harm). |
κάμνουν αχαμνά. |
φάκου ρaς. |
τζήναετ λώσσω. |
μπάηνa κέκκη. |
315 |
Onions |
Τα κρομύδια |
Τζιάπιλλε |
Κρόμυττε |
Κιέπaτa |
316 |
leeks |
τα πράσα |
πράσλλη |
πράσητε |
πρέσστa |
317 |
soften |
απαλύνουν |
μωάλλε |
ομέκναετ |
σπούτινα |
318 |
the throat |
τον λάρυγκα |
κaρκaλάνλου |
γκàλωτ |
γκρουμάζνa |
319 |
and warm |
και ζεσταίνουν |
σσή γκaλτζέσκου |
ή τόπλιβατ |
εδέ κρόεννa |
320 |
the body. |
το κορμί. |
τρούπλου. |
σνάκατα. |
τρούπνa. |
321 |
|
Με το δεξιό χέρι |
Κού ντριάπτα μàννa |
Σώ τέσνατα ράκα |
Με τέρa τaτιάθτα |
322 |
|
να πιάσεις |
αέ ακάτζη |
τά φάτησσ |
τά ζέσσ |
323 |
|
το βελόνι |
άκλου |
ίγλατα |
κελπέρaνa |
324 |
|
και την ψαλλίδαν. |
σσή φοαρφίκα. |
ή νοζήτζατα. |
εδέ γκaρσσέρaνa. |
325 |
|
Και με το ζερβό |
Σσή κού στέγκου |
Ή σώ λέβατα |
Εδέ μέ τà μέγκρητ |
326 |
|
να κρατείς |
σέ τζέννη |
τά τέρζησσ |
τà μπάσσ |
327 |
|
το ποτήρι |
σκάφα |
τζάσσατα |
κούπaννa |
328 |
|
διά να κεράσεις |
τρά σέ τόρη |
ζά τά σλόυζησ |
κή τaστίεσσ |
329 |
|
κρασί και ρακήν. |
γήνου σσή ρaκύε. |
βήνω ή ράκια. |
βέρa εδέ ρακκί. |
330 |
|
Ειδέ αγαπάς |
Μά σέ βρούρη |
Ή άνω λούπησσ |
Εδέ ντακιόφτ σετώ |
331 |
|
να στρωθείς |
σέ τεαστέρη |
τά σεπόστελησσ |
τà στρώχεσσ |
332 |
|
εις την τέχνην σου |
τρου ζaνάτια ατά |
νά φτόητο ζάναατ |
μπa ζανάτ τόντε |
333 |
|
να μη περιπατείς |
σέ νού ίμνη |
τά νέ χότησ |
τà μόσ έτζaνσσ |
334 |
|
εις τους γάμους |
λά νούμτζη |
νά σφάτπητε πράκωητε |
μπà τaτμaρατ |
335 |
|
εις τούς χορούς |
λά κόρουρη |
νά χόρωητε |
μπà βάλετ |
336 |
|
εις τα συμπόσια |
λά ζιαφέτζη |
βώ ζιαφέτητε |
ντà πρaκωστίρατ |
337 |
|
εις τα τραγούδια |
λά κàντιτζε. |
πώ πέσμητε. |
ντà κàνγκaρατ. |
338 |
|
Αμή να σκύψεις |
Μά στεαπούνη |
Τώκου τά πώβετησσ |
Πω τà ούνισσ |
339 |
|
το κεφάλι σου |
κάπλου ατέου |
κλάβατα τφόϊα |
κρούετ τàντε |
340 |
|
κάτω |
γκιόσου |
τόλλω |
πώσστ |
341 |
|
και να τελειώνεις |
σσή σεσκουλουσέστη |
ή τά τελείωσασσ |
εδέ τaμπαρώνσσ |
342 |
|
ταις δουλειαίς σου |
λούκαρλε ατάλε |
τφόητε ράπωτη |
πούναρτα τετού |
343 |
|
μοναχός σου. |
σίγκουρου τύνε. |
σάμ τό. |
βέτεμ τύ. |
344 |
|
Εις τον αιγιαλόν |
Πρέ πούτζα |
Νά κράϊοτ |
Μπà μπούζaτ |
345 |
|
της θάλασσης |
τέ αμάρε |
οτ μόρενω |
ντà τέτητ |
346 |
|
ηύρα ένα καράβι |
αφλάη ούνου κάτεργου |
νάητωχ έτεν γκεμία |
γκιέττα ννή γκεμή |
347 |
|
τζακισμένο |
φρέμτου |
σκάρσσενο |
τaθούερ |
348 |
|
και φοβήθηκα |
σσή με φρικάη |
ή σε ζάστρασσηχ |
εδέ ουφρικασούασσ |
349 |
|
να ρίξω το δίκτυ |
σέ αρούκου βλάκλου |
τά φàρλιαμ βλάκωτ |
τà χιέδ βλάκ μρέζα |
350 |
|
διά να κυνηγήσω |
τρά σέ αβήνου |
ζά τά λώϊαμ |
κή τà γκιούαν |
351 |
|
μεγάλα οψάρια. |
μάρη πέστη. |
κόλεμη ρίμπη. |
τaμαδιένν πέσκ. |
352 |
|
Όμως θέλ να εμπαίνω |
Μά σέ ίντρου |
Τόκου βλέζαμ |
Πώ τώ ταϊούν |
353 |
|
εις ένα καΐκι |
τρού ούνa κaΐκα |
νά έτεν τζούνν |
ντά ννή καΐκ |
354 |
|
διά να απεράσω |
τρά σέ τρέκου |
ζά τά πώμηναμ |
κή τà σκόνν |
355 |
|
από την άκραν |
τέ πρεμάρτζημε |
οτ κράϊοτ |
γκà ιάνaσa |
356 |
|
έως οπού να φθάσω |
πàν σέ ατζιούγκa |
τούρηντα φθάσαμ |
γκιέρ ταχαρήνου |
357 |
|
τους συντρόφους μου. |
σόσλη αννέη, |
τρουζήνατα μόη. |
σσιόκατ τεμού. |
358 |
|
Δια να πλέωμεν |
Τρά σέ αβουζίμου |
Ζά τα πλήβαμε βόζημε |
Κή τά νοτόγ |
359 |
|
μαζύ |
ντεατούνου |
ζάετνω |
μπάσκa |
360 |
|
και να γλυτώσωμεν |
σσή σέ σκaπàμου |
ή τά οτκίναμε |
εδέ τà σπιτόννμa |
361 |
|
από τα κύματα |
τέ ταλάτζa |
οτ μπρανόητε |
πέ ταλάζερασσ |
362 |
|
και από τους ανέμους. |
σσή τέ βίντουρη. |
ή οτ βέτροητε. |
εδέ πέ ιέρασσ. |
363 |
|
Ο φρόνιμος |
Φρόνιμλου |
Μάτρηοτ |
Ιούρτη |
364 |
|
έτζη κάμνει |
ασσήτζε φάτζε |
τάκα τζίνητ |
αστιού μπàν |
365 |
|
και γλυτώνει |
σσή σκάπa |
ή ότκινατ |
εδέ σπιτόνν |
366 |
|
από όλα. |
τέ τούτε. |
οτ σφίτε. |
γκà τaγκίθα. |
367 |
|
Έχω εις τον κήπον μου |
Άμ τρού καρτόννα αμεά |
Ίμαμ νά πάλτζα μοη |
Κάμ ντà κόφστa τέμ |
368 |
|
μίαν συκήν |
ούνου χίκου |
έτνα σμόκβα |
ννή φύκκ |
369 |
|
μίαν καρυδιάν |
ούνου νούκου |
έτεν όρεφ |
ννή άρρa |
370 |
|
μίαν απυδιάν |
ούνου κόρτζου |
έτνα κρούσσα |
ννή τάρδa |
371 |
|
μίαν μηλέαν |
ούνου μέρου |
έτνα ιάπολκα |
ννή μόλa |
372 |
|
μιίαν κερασιάν. |
ούνου τζιρέσσιου. |
έτνα τζέρεσνα. |
ννή κερσσή. |
373 |
|
Έχω |
Άμ |
Ίμαμ |
Κάμ |
374 |
|
και μελίσσια πολλά |
σσή στούκκη μούλτζη |
ή ούλιστα μνόκου |
εδέ μπλέτ σσούμα |
375 |
|
και κάμνω |
σσή φάκου |
ή τζίναμ |
εδέ μπàνν |
376 |
|
πολύ μέλι |
μούλτου ννιέρε |
μνόκου μέτ |
σσούμα μιάλτ |
377 |
|
και αγιοκαίρι. |
σσή τζιάρa τετζιάρa. |
ή βόσωκ. |
εδέ ντιούλ. |
378 |
|
Και πωλώ |
Σσή βίντου |
Ή πρότααμ |
εδέ τιέσσ |
379 |
|
τον χρόνον |
τρού άννου |
νά κότινα |
ντà μότ |
380 |
|
από μίαν κερέαν |
κάτε ούνου πάρτε |
πώ έτνα στράννα |
γκαννή άννε |
381 |
|
και φυλάγω |
σσή βλεκιου |
ή τζούαμ . βάρταμ |
εδέ ρούανν |
382 |
|
και διά λέγου μου. |
σσή τρά βέτεα αμεά. |
ή ζα μένε. |
εδέ πρέ βέτε. |
383 |
|
Τώρα έβαλα |
Τώρα μπακάη |
Σέκα κλατωχ |
Τασσή βούρρα |
384 |
|
δύο μαστόρους |
τόη μάστορη |
δβέ μάστορι |
τιού μιέστaρ |
385 |
|
διά να σκάψουν |
τρά σέ αρέμα |
ζά τά κόπαατ |
κή τà ρμίεννa |
386 |
|
δύο αυλάκια |
τόη τράπουρη |
δβά χàντεκα |
τιού χεντεκ |
387 |
|
διά να έρχηται |
τρά σέ γή α |
ζά τά ίτητ |
κή τà βγιέν |
388 |
|
πολύ νερό |
μούλτa άπa |
μνόκου βότα |
σσούμα ουϊε |
389 |
|
και να ποτίζηται |
σσή σεατάπa |
ή τά σεβάτητ |
εδέ τà βατητετ |
390 |
|
ο κήπος. |
καρτύννα. |
μπάχτζετα. |
κόφστα. |
391 |
|
Με πονεί το μέτωπον |
Μέ τωάρε φρέμτια |
Με πόλιτ τζέλωτ |
Μà δέμ μπàλα |
392 |
|
ότι με εβάρεσε |
κά μέ ακουτή |
ότι μέ ούτρη |
σέ μà κοτίνη |
393 |
|
μία γερόντισα |
ούνvα μοάσουε |
έτνα στάρα |
ννή πλιάκa |
394 |
|
με την γροθιάν |
κού σσούπλου |
σύ τουπανήτζα |
μέ γρούστητ |
395 |
|
και μου έτρεξε |
σσή ννί κουρà |
ή με τέτζε |
εδέ μa ρώθ |
396 |
|
πολύ αίμα |
μούλτου σàντζε |
μνόκου κàρφ |
σσούμα γκιάκ |
397 |
|
από την μύτην. |
τέ νάρρε. |
ότ νόσοτ. |
πέ χούντετ. |
398 |
|
Πήρα τον ιατρόν |
Λοάη γιάτουρου |
Ζέτωχ χέκιμοτ |
Μώρα χεκίμνa |
399 |
|
και μου σταμάτησε |
σσή ννιά κουμτινà |
ή μέ ζάπρα |
εδέ μού πουσσόη |
400 |
|
το αίμα. |
σàντζελε. |
κàρφοτ. |
γκιάκνa. |
401 |
|
Τώρα με πονεί |
Τώρα με τωάρε |
Σέκα μέ πόλητ |
Τανύ μαδέμπ |
402 |
|
μία δοντούρα |
ούνου μaτιάω |
έτεν κàτνητ |
ννή δαμπάλλa |
403 |
|
και ένα δόντι |
σσή ούνου τόντε |
ή έτεν ζάπ |
εδέ ννή δàμπ |
404 |
|
και θέλ να το ευγάλω |
σσή βασελλε σκότου |
ή η ίζβαταμ |
εδέ τωτηνζέρ |
405 |
|
ότι δεν ημπορώ |
κά νού πότου |
ότι νέ μόζαμ |
σέ νούκα μούντ |
406 |
|
να υποφέρω |
τέ αραύτου |
τά τέρπαμ |
τà ντουρόνν |
407 |
|
από τον πόνον |
τέ τέρρου. |
οτ μπόλια. |
γκαχά τà δέμπουρητ. |
408 |
|
Και είμαι εις το στρώμα |
Σσή έσκου τρουστιρούτου |
Ή σούμ νά ποστέλιατα |
Εδέ ιάμ ντà τa στρούαριτ |
409 |
|
πλαγιασμένος |
μπaκàτου |
λέκνατ |
ιρέννa |
410 |
|
δυνατά αχαμνά. |
βαρτός ούρούτου. |
μνόκου λώσσω. |
σσούμα ιλλίκ. |
411 |
|
Με την παλάμην |
Κού πάλμα |
Σώ σέππα πέτα |
Μέ σσιουπλιάκα |
412 |
|
να μετρά |
σέ μίσουρη |
τά μέρησσ |
τà μάτσσ |
413 |
|
και με τα δάκτυλα |
σσή κού τζέτζιτιλλε |
ή σώ πάρστητε |
εδέ μέ γκίστaρατ |
414 |
|
να βαρείς |
σέ ακουτέστη |
τά μπίεσσ |
τa πίεσσ |
415 |
|
τον αυλόν |
φλουϊάρα |
σιουπέλκατα |
φούελητ |
416 |
|
και με τον αγκώνα |
σσή κού κότλου |
ή σώ λάκοτ |
εδέ μέ μπaριούλτ |
417 |
|
να σπρώξεις |
σέ πίντζη |
τά τούρκασσ |
τà σούνσσ |
418 |
|
τους κακούς. |
ρàΐλλη. |
λόσσητε. |
τακaνίτa. |
419 |
|
Όταν σε πονούν |
Κάντου τέ τόρρου |
Κώκα τέ πόλιαετ |
Κούρ τa δέμπaννε |
420 |
|
τα ομμάτια |
όκκλη |
ότζητε |
σιούτa |
421 |
|
το στόμα |
κούρρα |
ούστατα |
γκώϊα |
422 |
|
το στήθος |
κέπτουλου |
κράτητε |
γκιόκaσι |
423 |
|
ο ομφαλός |
μπουρίκλου |
πάπωκοτ |
κaρθίζα |
424 |
|
τα κόκκαλα |
οάσιλλε |
κόσκητε |
έστaρατ |
425 |
|
τά γόνατα |
τζινούκλιλλε |
κωλέντζητε |
γκιούννατ |
426 |
|
οι άντζες |
πούλπηλε |
μπάλταρη |
πούλπατ |
427 |
|
η πτέρνα |
κaλκàνλλου |
πέτιτζατα |
θέμπαρα |
428 |
|
σκόρδο |
άλλιου |
λούκ |
χούδaρ |
429 |
|
να μη φας |
σέ νού μàτζη |
τά νέ ιάτησσ |
τà μόσ χάσσ |
430 |
|
και έτζη |
σσή ασσήτζε |
ή τάκα |
εδέ αστιού |
431 |
|
υγιαίνεις. |
τεσa aτουσσέτζη. |
όστρα βησσ. |
σaντόσσεσσ. |
432 |
Whoever loves |
Όποιος αγαπά |
Καρετζητώ βà |
Κώη λούμπητ |
Κούσσ τώ |
433 |
to frequent |
να συχνάζει |
σέ ούρτινa |
|
|
434 |
the church |
εις την Εκκλησίαν |
λα μπaσιάρικa |
νά τζàρκφατα |
μπà κύσσ |
435 |
it behoves him to have |
πρέπει να έχει |
πριψιάστε σε αΐμπa |
πρίλεκατ τά ίματ |
γκιάν τà κέτ |
436 |
the fear of God |
τον φόβον του θεού |
φρίκα αλ τουμνιτζàου |
στράχοτ νά γόσποτ |
φρίκανα περaντίσa |
437 |
and not to go |
και να μη πηγαίνει |
σσή σέ νού σετούκa |
ή τά νέ χότητ |
εδέ τà μόσ βέη |
438 |
empty, |
άδειος |
κολλου |
πράζνεν |
μπράζητ |
439 |
but to take a wax-candle |
αμή να πάρει κηρί |
μά σέ λλιά τζιάρa |
τόκου τα ζέμητ σφέστα |
πώ τà μάρ κερί |
440 |
and light it |
και να το ανάψει |
σσή σε ο απρίντa |
ή τά γώ ζάπαλητ |
εδέ τà ντέζνε |
441 |
before the saint |
ομπροστά του αγίου |
τενέντια α άγλουη |
πρέτ σφέτετζουτ |
πραοάρα σσέντητ |
442 |
ant to carry |
και να φέρει |
σσή σέ ατούκα |
ή τά τώνεσητ |
εδέ τà σίελ |
443 |
to the priest |
εις τον παπάν |
λά αφέντουλου |
νά πόποτ |
ντà πρήφτου |
444 |
offerings |
προσφοραίς |
πισκούρου |
πρόσκουρη |
μέσσρα |
445 |
that he may pray |
διά να παρακαλεί |
τρα σέ πaλακρaσιάσκα |
ζά τά μόλητ |
κή τà λιούτετ |
446 |
to God |
εις τον θεόν |
λά τουμνητζàου |
νά κώσποτ |
ντà περaντήτ |
447 |
for (his) sins |
διά ταις αμαρτίαις του |
τρà στιάψηλλε αλούη |
ζά νέκωητε κρέχωη |
πρa γκιουνάχετ ατή |
448 |
and take |
και να πάρει |
σσή σέ λλιά |
ή τά ζέμητ |
εδέ τà μάρ |
449 |
antìdhoro |
αντίδωρον |
νάφουρα |
νάφωρα |
ναφέρ |
450 |
and ìpsoma. |
και ύψωμα. |
σσή πaναγίε. |
ή ύψωμα. |
εδέ υψώμ. |
451 |
The sìmandro |
Το σήμανδρον |
Τωάκα |
Κλεπάλωτο |
Τόκα |
452 |
strike |
να το κτυπάς |
σέ ο αγκουτέστη |
τά κώ μπίεσσ |
τά μπίεσσ |
453 |
with hammers |
με σφυρία |
κού τζόκουρη |
σώ τζενκάνητε |
μέ τζεκύτζητ |
454 |
new |
καινούργια |
νάω |
νόβη |
τàr ρήνν |
455 |
that there may be collected |
διά να μαζωχθούν |
τρά σέ ατούννa |
ζά τά σεμπέραετ |
κή τa μπλίδεννα |
456 |
all (persons) under the (church) roof |
όλοι εις την στέγην |
τότζη τρά στριάχα. |
σφήτε βώ στρέχατα. |
γκίθα μπà στρέχ. |
457 |
and afterwards |
και ύστερα |
Σση τεαπόια |
Ή σέτνε |
Εδέ πασαντάη |
458 |
go |
ας εμβαίνουν |
λά σέ ίντρα |
νέκα βλώζαετ |
έ tà χούιννα |
459 |
to the seats |
εις τα στασίδια |
τρού σκάμνε |
βώ στόλωητε |
μπà θρόνντa |
460 |
to play |
διά να προσευχηθούν. |
τρά σέ σεγκλίννα. |
ζά τά σεμόλιαετ |
κή τà φάλεν. |
461 |
|
Όμως πρώτα |
Μά μανaΐντε |
Τόκου νάπρετ |
Πώ πaρπάρα |
462 |
|
να βάλεις |
σέ μπάτζη |
τά λάασσ |
τà βέσσ |
463 |
|
κανένα δούλον |
βέρου ιουσμικιάρου |
νέκση χούζμικιαρ |
ντοννή χουζμικιάρ |
464 |
|
διά να φουκαλίσει |
τρà σέ αρνιάσκa |
ζά τά μέτητ |
κή τà φσίενν |
465 |
|
όλαις ταις γωνίαις. |
τούτε κιόσσιλε. |
σφήτε κιόσσηννια |
γκηθ κιόσσετ |
466 |
|
Και τα παράθυρα |
Σσή πιντζέρa |
ή πεντζέρητε |
εδέ πεντζέρετ |
467 |
|
να τα κολλήσεις |
σέ λέ αληκκέστη |
τά ή λέπησσ |
τή γκίτζ |
468 |
|
με ζουμί |
κού τζάμα |
σώ σώκ |
με λεγκ |
469 |
|
από πίτυρα |
τέ τέρτζε |
οτ τρίτζητε |
πέ κρούντεσσ |
470 |
|
διά να ξεκολλήσουν. |
τρά σενού σετεσλικιάσκα |
ζά τά νέ ότλεπατ. |
κήτα μέσ σκολίτεν. |
471 |
Grieve not |
Να μη λυπηθείς |
σέ νού τενβιρίνη |
Τά νέ σεούζαλβησ |
Τà μές χελμίεσσ |
472 |
because you have not gained |
διατί δεν εκέρδησες |
κατρατζή νού αμηντάσση |
ζάστω νέ καζάντισα |
ωέ νούκα φητόβε |
473 |
this road (journey) |
αυτήν την στράταν |
αΐστε κάλλε. |
όβοη πάτ. |
κaτà ούδα. |
474 |
for again |
ότι το κέρδος |
Κά αμιντάτεκλου |
Ότι καζαντισέννετε |
Σέ φυτίμη |
475 |
and loss |
και η ζημία |
σση ζνία |
ή ζάροτοτ |
εδέ ζαράρη |
476 |
walk together; |
περιπατούν μαζύ. |
ίμνa τεατούνου. |
χότατ ζάετνω. |
έτζaινa μπάσκa. |
477 |
but rejoice, |
Αμή να χαίρησαι |
Μά σετεχaρισέστη |
Τόκου τασεράτβης |
Πώ τa κaζόχες |
478 |
because |
διατί |
κατρaτζή |
ζάστω νέ καζάντισα |
ψέ |
479 |
you have found your house |
ηύρες το σπήτι σου |
αφλάσση κάσα ατά |
νàητε τφόιτα κού |
γκέτε σταπήνa τέντε |
480 |
entire |
ακέραιο. |
ντριάκa. |
τζέλα. |
τaτέρα. |
481 |
and (that) have escaped |
Και εγλύτωσαν |
Σσή σκaπάρε |
Ή οτκίναα |
εδέ σπιτούανa |
482 |
your children |
τα παιδία σου |
φιτζόρλλη ατέη |
τέτζατα τφόη |
δγιέμτα τιού |
483 |
from the measles |
από την αστράκαν |
τέ προυχουγίτζα |
οτ σήπανιτζα. |
γκά φρούδη |
484 |
from the small-pox. |
από την ευλογιάν. |
τέ μaλτζιάτζε. |
οτ καζάμακοτ |
γκά λία. |
485 |
|
Η γυναίκες |
Μουλλέρε |
Ζένητε |
Γκράτa |
486 |
|
και η νύμφαις |
σσή νβέστιλλε |
ή νεβέστητε |
εδέ νούσετ |
487 |
|
και τα κορήτζια |
σσή φέτλε |
ή τζούπητε |
εδέ τζούπατ |
488 |
|
ας γνέθουν |
λά σέ τσάρκa |
νέκα πρέταετ |
λέ τaτίρνa |
489 |
|
με την ρόκαν |
κού φούρκου |
σώ φούρκατα. |
μέ φούρκα |
490 |
|
με το αδράκτι. |
κού φούτλου. |
τώ βρετώωτα. |
μέ μπόστητ. |
491 |
|
Και το μετάξι |
Σσή σύρμα |
Ή κοπρίνατα |
Εδέ μαντάφσση |
492 |
|
και το βαμβάκι |
τσή πουμπάκλου |
ή πάμπουλοτ |
εδέ φυτίλη |
493 |
|
ας το υφαίνουν. |
λά σέ λουτζάσa. |
νέκα κώ τκάϊατ. |
λέ τά μπàηνα ντέ βέκαητ. |
494 |
Thieves |
Οι κλέπται |
Φούρλλοι |
Χαραμίητε |
Χαραμίτa |
495 |
rob in the night |
κλέπτουν την νύκτα. |
φούρa νοάπτια. |
χράταετ νόκιατα. |
βγιέδινa νάτaνa. |
496 |
robbers |
Και οι λησταί |
Σσή χaρaμίσλλη |
Ή χαραμίητε |
Εδέ κουρàρaτε |
497 |
issue out in the day |
ευγαίνουν την ημέραν |
έσου τζούα |
ιζλέζαετ τέννια |
ντάλληνa τήτaνa |
498 |
and walk |
και πατούν |
σσή κάλπa |
ή κάζαετ |
εδέ σκέλληνa |
499 |
the high-ways. |
τα καρβάνια. |
κaρβένλεε. |
καρβάνητε. |
καρβάνατ. |
500 |
The judges (Kadìs) |
Αμή οι κρηταί |
Άμ κaτάσλλη |
Τόκου |
Πώ κατηλάρατ |
501 |
and Pashas |
και οι πασάδες |
σσή πaσaλάρλλη |
ή πασάητε |
εδέ πάσαλάρaτ |
502 |
strip |
γυμνώνουν |
τισποάλλε |
ουγόλβαατ |
σβέσσννa |
503 |
the word (public), |
τον κόσμον. |
τουννιάια. |
σφότοτ. |
γιέτaνa. |
504 |
and the Archons |
Και οι άρχοντες |
σσή άρχονσζιλλ |
Ή άρχόντιτε |
Εδέ κοτζαπάσσιτa |
505 |
artfully |
με καλήν τέχνην |
κού μπούνα ζaνάτε |
σώ χάρεν ζάνατ |
μέ τaμήρ ζανάτ |
506 |
drink the blood |
πίνουν το αίμα |
μπιά σέντζηλε |
πίατ κàρφοτ |
πίννα γιάκνa |
507 |
of the poor; |
των πτωχών. |
α οάρφaνλορ. |
νά σήρομασητε. |
εβάρφaρετ. |
508 |
for this |
Διά ετούτο |
Τρà aΐστa |
Τά τώα |
Παντάε |
509 |
is angry |
θυμώνεται |
σενa αϊάστε |
σελιούητ |
ζaμaρώετa |
510 |
God |
ο θεός |
τουμνητζàου |
γόσποτ |
περaντία |
511 |
and chastises us |
και μας παιδεύει |
σσή νά πιδιψιάστε |
ή νέ μάτζητ |
εδέ νέ μουντών |
512 |
with sickness |
μα ασθένειαις |
κού λaγκόρη |
σώ μπόλλεστη |
μέ σaμούνταρα |
513 |
with plague |
με πανούκλαν |
κού πούσλλε |
σώ τζούμα |
μέ μουρτάϊε |
514 |
with contagion |
με λοιμικήν |
κού ννιάτζε |
σώ μπωΐτζα |
μέ λιαγκήμ |
515 |
with sudden |
με αιφνήδιον |
κού έξαφνa |
σώ νέζναεννω |
μέ πρàννιερα |
516 |
death. |
θάνατον. |
μοάρτε. |
ουμίραννε. |
μόρτ. |
517 |
When rises |
Όταν ανατείλει |
Κάντου λουτζιάστε |
Κώκα ούγρεητ |
Κούρ ντέλλ |
518 |
the sun |
ο ήλιος |
σοάρλε |
σàνζετo |
τιέλλη |
519 |
open |
να ανοίγεις |
σέ τεσφάτζη |
τά ότφορησσ |
τà χάπωσσ |
520 |
your windows. |
ταις θύραις σου |
ούσσιλε ατάλλε |
βράτητε τφόη |
ντούερτ ετούα |
521 |
|
με τον σύρτην |
κού κaτaλάχτουλου |
σώ κλάπατα ζαβάρωιτζα |
μέ λός |
522 |
|
και έτζι |
σσή ασσήτζε |
ή τάκα |
εδέ αστιού |
523 |
|
δεν παθαίνεις τίποτε. |
νού πάτζη τζιβά. |
νέ πάτησσ νίστω |
νούκa πaσών γκικάφσ. |
524 |
|
Όταν έχεις |
Κàντου άη |
Κώκα ίμασσ |
κούρ κκέ |
525 |
|
σπυρία εις τον ώμον |
καρίτζa πρε νούμερε |
ζàρια νά ράμωτο |
κέκκιε μπà κράχατ |
526 |
|
να φτιάνεις |
σε αντάρη |
τà νάπραησσ |
τà ντaρτόνσσ |
527 |
|
αλοιφήν |
μεγλέμε |
μέχλεμ |
μεγλέμ |
528 |
|
και να αλοίφησαι |
σσή τέ ούντζη |
ή τά σεμάσκασσ |
εδέ τa λιούεννσ |
529 |
|
με μυελόν |
κού μaντούa |
σώ μόζοκ |
μέ τριού |
530 |
|
διά να σου φύγει |
τρà σε σφούκa |
ζά τά τυπόπεγνατ |
κή τà ταΐκαν |
531 |
|
εκείνη η βρόμα. |
ατζιά μπουτοάρε. |
τοΐα σμàρτα. |
αϊώ κελπaσίρa. |
532 |
The itch |
Και η ψώρα |
Σσή ρàννια |
Ή κράστατα |
Εδέ σκέπεα |
533 |
is driven away |
διώχνεται |
σέ αγουνιάστε |
σέ τέρατ |
δπώετa |
534 |
with cinders |
με την στάκτην |
κού τζιούσσa |
σώ πέλπελτα |
μέ χύ |
535 |
but only |
μόνον |
μά |
τόκου |
πώ |
536 |
when sets |
όταν να βασιλεύσει |
κàντου σεσκάπιτa |
κώκα τάζα ίτητ |
κούρ τà περaντόν |
537 |
the sun (at sun-set). |
ο ήλιος. |
σοάρλε. |
σàντζετο. |
ντίελλη. |
538 |
The branch |
Το κλωνάρι |
Τρέμμα |
Βέτκατα |
Τέκκα |
539 |
of the rose |
του τριανταφύλλου |
ατρανταφύλλουη |
οτ τριαντάφυλοτ |
η τρανταφύλaσa |
540 |
has thorns |
έχει αγκάθια |
άρρε σκίννη |
ίματ τàρνιεε |
κα γκεμπα |
541 |
but puts forth |
μόνον ευγάζει |
μά σκοάτε |
τόκου ίζβαατ |
πώ νιζιέρ |
542 |
beautiful fruit (flower) |
εύμορφον καρπόν |
μουσσάτου πόμμου |
χάρεν ρώτ |
μπούκουρ πέμμα |
543 |
and smells well; |
και μυρίζει καλά. |
σσή ανουρζιάστε κήνε. |
ή μύρισατ χάρνω. |
εδέ μπήε έρρa μίρa. |
544 |
|
Από το λινάρι |
Τέ λίννου |
Οτ λένοτ |
Πέ λλή |
545 |
|
και από το κανάβι |
σσή τέ κά ιπa |
ή οτ κόνοποτ |
εδέ πέ κàρπητ |
546 |
|
ευγαίνουν στουπιά |
έσου τζιούκη |
ιζλέκβαατ κάλιζηστα |
τάληνa στούππα |
547 |
|
αμή απομένει |
μά αρaμάννε |
τόκου όστανητ |
πώ μπέτ |
548 |
|
τό άλλο καθαρό |
αλάντε σπaστρίτa. |
τρούκατα τζίστα. |
σχιάτaρα εκιρούαρ. |
549 |
(Thus) there are some |
Έτζη είναι μερικοί |
Ασσήτζε σούντου νaσκàντζη |
Τάκα σέ έτνη |
Αστιού ιάνα τζά |
550 |
of bad race |
από κακήν γενεάν |
τέ ράω φàρa |
οτ κλώσσ φάρα |
πέ σaκaέκε φάρa |
551 |
and these turn out |
και αυτοί ευγαίνουν |
σσή ατζέλλη έσου |
ή τόε ιζλέκβαετ |
εδέ ατά τάλληνa |
552 |
clever; |
προκομένοι. |
προκοψίτζη. |
προκόψαννοι. |
τaπροκόψουρa |
553 |
for this |
Διά ετούτο |
Τρà αΐστε |
Ζά τώα |
Πράν τάη |
554 |
examine not |
να μη κοιτάζεις |
σέ νού πρέστη |
τά νέ κλέασσ |
τà μόσ βουστρώνσσ |
555 |
the race, |
το γένος |
φάρα |
άρατα |
φάρaνα |
556 |
but consider (take care) |
αμή να στοχασθείς |
μά σε τεμηντουέστη |
τόκου τά σεούμησσ |
πώ τaμιντόνεσσ |
557 |
to place |
να βάλεις |
σέ μπάτζη |
τà κλάασσ |
τà βέσσ |
558 |
a prudent man |
γνωστικόν άνθρωπον |
μιντιμέν όμμου |
ούμεν τζόεκ |
τaμέντζημ ννερή |
559 |
in your house. |
εις το σπήτι σου. |
τρού κάσσα ατά. |
νά φτόετα κούκια |
μπά στριπή τέντε. |
560 |
|
Η αρίδα |
Σφρέτινλε |
Σφαρτέλωτο |
Τρούελλι |
561 |
|
τρυπάει |
σπριτούντε |
τούπητ |
σπών |
562 |
|
τα σανήδια. |
σκàντουρλε. |
στήτζητε |
ταράσατ. |
563 |
|
Και το κουρσσούμι |
Σσή φaντέκλου |
Ή κούρσσουμοτ |
Εδέ κορσσούμι |
564 |
|
λαβώνει |
πλικουιάτε |
κώ ράνισατ |
πλιακώσ |
565 |
|
το κορμί. |
τρούπλου. |
τρούποτ. Σνάγατα |
τρούπνa. |
566 |
|
Και ο λόγος |
Σσή κριάηλου |
Ή σπόροτ |
Εδέ φχιάλια |
567 |
|
ο αχαμνός |
ουρούτου |
λώσσιοτ |
ελίγκa |
568 |
|
λυπεί |
νβιρίνa |
ούζαλβητ |
χελμών |
569 |
|
τον άνθρωπον. |
όμλου. |
τζόεκοτ |
ννιερίνa. |
570 |
|
Αμή εσύ |
Μά τύνε |
Τόκου τύ |
Πώ τύ |
571 |
In order not suffer |
δια να μη πάθεις |
τρά σέ νού πάτζη |
ζά τά νέ πάτης |
κή τά μόσ πaσόνσσ |
572 |
any thing, |
τίποτε. |
τζιβά. |
νίστω. |
γκικάφσσ. |
573 |
and not to be enchanted (by spells) |
Και να μη βασκανθείς |
Σσή σενού λέη τεόκλλιου |
Ή τά νέ σεζέμασσ οτ οκ |
Εδε τaμόσ μέρεσσ πεσιού |
574 |
fasten |
να κολλήσεις |
σέ αλικέστη |
τά ζάλεπησσ |
σά γκίτσσ |
575 |
to the lintel |
εις το ανώφλι |
τρού πριάκλου τεσούπρa |
νά κόρνιοτ πριάκ |
μπά πριά τaσίπaρμη |
576 |
and threshold |
και εις το κατώφλι |
σσή τρού πριάκλη τεκιόσου |
ή νά τόλνιωτ |
εδέ μπà τaπρaπόσμιτ πρέ |
577 |
a branch |
από ένα κλωνάρι |
κάτε ούνa τρέμμα |
πώ έτνα βέτκα |
γκά ννή τένa |
578 |
of bay |
από δάφνην |
τέ ταφήνa |
οτ τάφηνα |
πέ ταφήνε |
579 |
and cedar |
και από κέδρον |
σσή τέ τζουνάπινε |
ή οτ σμρέκα |
εδέ πέ τελλήνε |
580 |
and thus you drive away |
διά να διώξεις |
τρά σέ αγουνέστη |
ζά τά τέρασσ |
κή τà δπόνστ |
581 |
all misfortunes. |
όλα τα κακά. |
τούτε ράλλε. |
σφήτε λώσσητε |
γκίθα τaκàκιατ. |
582 |
|
Όταν να φτιάνεις |
Κàντου σέ ατάρη |
Κώκα τά νάπραησσ |
Κούρ τà ντaρτόσσ |
583 |
|
φορέματα |
στραννέ |
ρούμπητε. Χάλιστατα |
ρώμπε |
584 |
|
να προσέχεις |
σέ άη κaστίνa |
τά ίμασσ βούμε |
τà κκέσσ κουϊτέσσ |
585 |
|
διά να τα κάμεις |
τρά σέ λεφάτζη |
ζά τά ή τζίνησσ |
κή τυμπàνσο |
586 |
|
φαρδέα |
λάρτζη |
σσίρωκη |
τaγκέρα |
587 |
|
και να μη είναι κοντά. |
σσή σέ νού χίπα σκούρτε |
ή τά νέ μπίταετ κούσση. |
εδέ τa μόσ τάνa σκούρτομα. |
588 |
|
Ότι να κάμεις |
Κά σέ φάτζη |
Ότι τά τζίνησσ |
Σέ τà μπàνσσ |
589 |
|
φαρδύ φόρεμα |
λάρκα στράννε |
σσίρωκα |
τaγέρa ρώμπα |
590 |
|
βαστάει πολύν καιρόν. |
αραύτa μούλτε ζaμάνε |
τραητ μνόκου ζάμαν. |
ρων σούμμa ζαμάν. |
591 |
|
Και να ράψεις |
σσή σέ κόσση |
Ή τά σίεσσ |
Εδέ τά κέπηνε |
592 |
|
στενό καβάδι |
στρίμπτου κaπλaμà |
τέσνα σάϊα |
εγκούστα καπλαμà |
593 |
|
ογλίγωρα σχίζεται. |
κουρούντου σεαρούπε. |
πάργω σεΐσκινβητ |
κa τa τζάσσ γκρίσε. |
594 |
|
Και το μακρύ υποκάμισο |
Σσή λούγκα κμιάσσa |
Ή τάλκα κόσσουλια |
εδέ εγκέρα κaμίσσα |
595 |
|
σε κάμνει |
τεφάτζε |
τετζίνητ |
τaμπàνν |
596 |
|
να πεδουκλώνεσαι. |
σε τεγκιάτητζ. |
τά σεσώπιησσ |
τà πεγκόεσσ. |
597 |
|
Μόνο να πασχίσεις |
Μά σε τζιλιχτισέστη |
Τόκου τα πέτζαλησσ |
Πω τaτζιαληστήσσ |
598 |
|
διά να ενδυθείς |
τρά σέ τενβέστη |
ζά τά σεόπλετζησσ |
κή τà βίσεσσ |
599 |
|
με ρούχα τιμημένα |
κού βέστε τυννισίτε |
σώ σφίτα τζέσνα |
μέ τζόχaρα ντέρουμα |
600 |
|
και αν σχίζωνται |
σσή σέ αρούψιρε |
ή άκω σέ ισκίναετ |
εδέ ντa ουγκρίσιa |
601 |
|
πουθενά |
ιουβά |
νέγτε |
γκιακούντ |
602 |
|
να τα μπαλώνεις |
σε λεμπέτιτζη |
τά ή πρέκαρπησσ |
τή αρaνόσσ |
603 |
|
μέ ράματα γερά. |
κού χίρε σa aτοάσε. |
σώ κόντζη στράβη |
μέ πέννια τaσaντόσσ. |
604 |
The hail |
Το χαλάζι |
Κρàντιννια |
Κράτ |
Μπρέσσηρι |
605 |
the hoar-frost |
η πάχνη |
μπρούμμα |
σλάνα |
μπρούμμα |
606 |
where it falls |
οπού να πέσει |
ιουτζητώ σέ
κάτa |
κάτε τά πάτνητ |
τέκ τà μπγιέρ |
607 |
destroys the leaves |
χαλνάει τά φύλλα |
ασπάρτζε φρàντζιλλε |
ράσηπετ |
πρήσσ φλέτa |
608 |
and the fruit, |
και τον καρπόν. |
σσή πόμλοου. |
ή ρώτοτ. |
εδέ πέμνa. |
609 |
but the dew |
Αμή η δροσιά |
Μά ράωα |
τόκου ρώσα |
Πώ βέσσα |
610 |
gives strength |
δίδει δύναμιν |
τà βaρτούτε |
τάβατ κούβετ |
έτ φουκκή |
611 |
and enters into the root |
και εμβαίνει εις την ρίζαν |
σσή ίντρa τρού ρaτaτζήνa |
ή βλέζητ βώ κόρενοτ |
εδέ χίνν ντà ρàννετ |
612 |
that it be not dried up. |
διά να μη ξηρανθεί. |
τρά σέ νού σεουσούκα. |
ζά τα νέ ίσιουσσην. |
κή τà θάετà. |
613 |
If you wish |
Αν θέλεις |
Σε βρούρη |
Άκω σάκασσ |
Ντà τάσσ |
614 |
to light the oven |
να ανάψεις τον φούρνον |
σέ απρέντζη τζιράπλου |
τά ζάπαλησσ φούρνανα |
τà ντέζησσ φούρaνa |
615 |
throw in |
να ρίξεις μέσα |
σέ αρούτζη ναούντρου |
τα fàρλησσ νάτρε |
τà στίεσσ μπρέντα |
616 |
dry wood |
στεγνά ξύλα. |
ουσκάτε λέμνε. |
σούη τάρβα. |
τaθάτα ντρού. |
617 |
for the green |
Ότι τα χλωρά |
Κà βέρτζιλλε |
Ότι σουρένητε |
Σέ ταννιώματ |
618 |
smoke. |
καπνίζουν. |
φακου φούκου. |
τζάταετ. |
τικμόϊννa. |
619 |
|
Και το σπίτι σου |
Σηή κάσα ατά |
Ή φιούκιατα τφεϊα |
Εδέ στaπήκ ιότε |
620 |
|
αν στάζει |
σέ κικάρη |
άκω κάπητ |
ντà πικόνν |
621 |
|
να το σκεπάζεις. |
σέ δαμβaλέστη. |
τά κώ πόκριεσσ. |
τά μπουλιόνσσ. |
622 |
|
Διότι οι σταλαματιές |
Κά κίκουτελε |
Ότι καπαήτζητε |
Σέ πίκατ |
623 |
|
κρημνίζουν |
ρaζουέσκου |
ούρηβατ |
κρεμίσκινa |
624 |
|
τον τοίχον. |
μούρρου. |
τζήνστοτ στίσετ. |
μούρa. |
625 |
|
Το τζεκούρι |
Τοποάρα |
Σεκίρατα |
Σποπάτα |
626 |
|
σχίζει τα ξύλα. |
τισίκα λιάμνιλλε |
τζέπητ τàρβατα |
τζàνν τρούτa |
627 |
|
Και το σκεπάρι |
σσή νόκουπα |
ή σκέπαροτ |
εδέ σκεπάρa |
628 |
|
λιανίζει |
τιννίκa |
τρόμπητ |
κρίνν. Ισκαρόν |
629 |
|
το δαδί |
νζάτα |
μπωρίνατα |
πήσσa a |
630 |
|
κομμάτια κομμάτια |
πουκàτζη πουκàτζη |
κόμματι κόμματι. |
τζόπaρα τζόπaρα. |
631 |
|
Και το πριόνι πριονίζει |
Σσή σσιάρα σσίρουιαστε |
Ή πίλατα σέτζητ |
Εδέ σσιάρα σσαρόνι |
632 |
|
το δοκάρι. |
πότανα. |
κνέτα. |
τράννa. |
633 |
|
Και το σπαθί κόπτει |
Σσή κοάρτα τάλλε |
Ή σάπια σέτζητ |
Εδέ κόρδα πρέν |
634 |
|
τον άνθρωπον |
όμλου |
τζέεκοτ |
ννιερίννa |
635 |
|
και το μικρό μαχαίρι |
σσή ννίκλου κουτζούτου |
ή μάλιοτ νόσσ |
εδέ τa βογaλια θίκα |
636 |
|
κόπτει τα νύχια. |
τάλλε ούγκλιλε. |
σέτζητ νόκτητε. |
πρέτ θόνντα. |
637 |
|
Όταν να πλύνεις |
Κàντου σέ λάη |
Κώκα τα ίσμιεσσ |
Κούρ τaλιάννσσ |
638 |
|
το στρώμμα σου |
στιρούτλου ατέου |
πώστελια τφώϊατα |
τaστρούαρητ τέντε |
639 |
|
και το πάπλωμά σου |
σσή ιουρκάνλου άτεου |
ή όργανωτ τφόη |
εδέ γιοργάνα τέντ |
640 |
|
να τα ρίξεις |
σέ λεαρούτζη |
τα ή φάρλησσ |
τά στίεσσ |
641 |
|
εις την νεροτριβιάν. |
τρού τριστιάλα. |
νά βαλάητζα. |
μπà τρεστήλ. |
642 |
|
Και έτζη πλύνονται |
Σσή ασσήτζε σελά |
Ή τάκα σεμίαετ |
Εδέ αστιού λιάχενa |
643 |
|
και δεν απομνήσκει |
σσή νού αρaμàννε |
ή νέ όστανητ |
εδέ κούκα γιέτ |
644 |
|
καμμία λαίρα. |
νίτζε ούνα κόθρa. |
νίκοα κάλτ. |
άς ννί μπάλτ. |
645 |
|
Τα σκολαρήκια |
Μιγκιούσλλη |
Ουμπέτκητε |
Βέθaτa |
646 |
|
να τα κρεμάσωμεν |
τέ λλι σπιντζουρέμου |
τά ή ομπέσημε |
τη ιμβάρννιμa |
647 |
|
από τα αυτιά |
τέ ουρέκλλε |
οτ ούσσητε |
πέ βέσσητ |
648 |
|
των γυναικών. |
αμουλλέρλορ. |
οτ ζένητε. |
τή γράβετ. |
649 |
|
Και τα κουμπιά |
Σσή νάστουρλλη |
Ή πετλήτζητε |
Εδέ σούμπουλατ |
650 |
|
να είνα από λαγάραν |
σέ χίμπα τέ σερμάε |
τά μπίτατ οτ στρέπωτ |
τà ιάνa πέ σερμά |
651 |
|
φτιασμένα. |
αταράτζη. |
ναπραένη. |
τaντaρτούαρα. |
652 |
|
Και εις την μέσην |
σσή τρού ννιόλτζουκ |
Ή να στρέτε |
Εδέ ντaμέσσ |
653 |
|
να έχωμεν |
σέ αβέμου |
τά ίμαμε |
τà κκέμη |
654 |
|
από ένα ζωνάρι |
κàτε ούνου πρàννου |
πώ έτεν πώϊασ |
γκανί πρέζ |
655 |
|
μαλλήσιον. |
τέ λέννa. |
βόλνεν. |
πέ λέσσ. |
656 |
|
Και καθημερούσιον |
Σσή τέ κάθε τζούα |
Ή κάτα τένν |
Εδέ ντίτ πρεντίτ |
657 |
|
να κτενίσωμεν |
σέ κιπτινέμου |
τά τζέσσλημε |
τà κρέχιμa |
658 |
|
τα μαλλιά μας |
πέρλλη ανόστρη |
κόσατα νάσια |
λέσσaρατ τάνa |
659 |
|
μέ κτένι στενό |
κού κέπτινε στρίμπτου |
σώ τζέσσελ τέσεν |
μέ κρàχαρτα γιούστa |
660 |
|
δια να μη πιάσει |
τρά σέ νου ακάτζε |
ζα τά νέ φάστατ |
κή τà μόσ ζέρρa |
661 |
|
ψύραις |
πετούκλλη |
βόσσκη |
μόρρα |
662 |
|
το κεφάλι μας |
κάπλου ανόστρου. |
κλάβατα νάσσα. |
κρούετ τάνa. |
663 |
If we wish |
Και αν θέλωμεν |
Σσή σέ βρούρεμου |
Ή άκω σάκαμε |
Εδέ ντà τάσσημa |
664 |
not to have |
να μη έχωμεν |
σέ νού αβέμου |
τά νέ ίμαμε |
κή τà μόσ κκέμη |
665 |
fleas, |
ψύλλους |
πούριτζι |
μπόλκητε μπàλλι |
πλέστa. |
666 |
lets us carry |
να βαστούμεν |
σέ πουρτέμου |
τα νόσιμε |
τà μπάνμa |
667 |
wormwood. |
αψίνθιον. |
πιλόννιου. |
πέληντ. |
πίλην. |
668 |
|
Απόψε |
Άστα οάπτε |
Τοβέτζαρα |
Σόντε |
669 |
|
είδα ένα όνειρον |
βιτζούη ούνου γήσου |
βίτοχ έτεν σόν |
πάσσα ννί έντaρ |
670 |
|
αχαμνόν |
ουρούτου |
λωσσω |
τaλίκ |
671 |
|
ωσάν μάτι ήμουν |
κάντα εράμου |
κάκω τά μπεχ |
σί κούρ ίσινια |
672 |
|
εκείνος με σκηνιά |
λιγκάτου κού φούννη |
βέρζω σώ φόρτωμη |
λίδουρα μέ λιτάρ |
673 |
|
και με λουρία. |
σσή κού κουρέλλη. |
ή σώ ρέμμεννια. |
εδέ μέ ρίππα. |
674 |
|
Και με τραβούσαν |
Σσή μέ τρατζιά |
Ή μέ τàρκαα |
Εδέ μέ χίκινα |
675 |
|
από οπίσω |
τέ τενaπόη |
οτ όζατη |
πέ σaτράπα |
676 |
|
και από ομπροστά |
σσή τε τενέντε |
ή οτ όσπρετη |
εδέ γκà πραπάρα |
677 |
|
δυό αράπηδες. |
τόη αράκκη. |
δβέ άραπη. |
ντιού αράπ. |
678 |
|
Δια να με ρίξουν |
Τρά σέ μέ αρούκa |
Ζά τά μέ φàρλιατ |
Κη τà μà στίεννa |
679 |
|
εις ένα λάκκον. |
τρου ούνου τράπου. |
βώ έτεν χέντεκ |
μπά ννί χεντέκ. |
680 |
|
Και εγώ |
Σσή έου |
Ή ιάσ |
Εδέ ούννa |
681 |
|
μετά βίας εγλύτωσα. |
μαζίε σκaπάη. |
οτβά ότκιναχ. |
μιζή σπιτόβα. |
682 |
|
Όμως τώρα |
Μά τώρα |
Τόκου σέκα |
Πώ ταννύ |
683 |
|
οπού εσυκώθηκα |
τζί μεσκουλάη |
στώ στάναχ |
κέ ουγκρήτζ |
684 |
|
από τον ύπνον |
τέ σόμνου |
οτ σπάννετε |
πέ γκιούμητ |
685 |
|
ανατριχιάζει |
περρή σεσκοάλa |
βλάκνα μοιστάνα |
λέσσ μaγκρίεννa |
686 |
|
το κορμί μου |
πρε τρούπλου αννέου |
νά τρούποτ μόη |
ντà τρούπη ήμ |
687 |
|
και με πήρε |
σσή μέ λώ |
ή μέ ζέντε |
εδέ μà μούαρ |
688 |
|
η θερμασία. |
χιάβρα. |
τρέσκατα. |
έθια. |
689 |
|
Τα χουλιάρια |
Λίγκουρa |
Λαλήτζητε |
Λιούγκατ |
690 |
|
τα πινάκια |
κaτζàνιλε |
πανήτζητε |
μισούρατ |
691 |
|
να τα κρατείς |
σέ λε τζάνη |
τά ή τάρζησσ |
τύ μπάσσ |
692 |
|
πλυμένα καλά. |
λά τε γκήνε. |
ιζμίενη χάρνω. |
τaλιάρα μίρα |
693 |
|
Και τα αγγεία σου |
Σσή βάσιλε ατάλε |
Ή σατώητε τφόη |
εδέ ένατ τετούα |
694 |
|
να τα έχεις |
σέ λέ άη |
τα ή ίμασσ |
τή κκ'εσσ |
695 |
|
εις τον τόπον των |
τρού λόκλου αλόρου |
νά νεκώητε μέστα |
μπà βένντ τaτούρε |
696 |
|
διά να τα γυρεύεις |
τρά σέ λέ καύτζη |
ζα τά ή μπάρασσ |
κή τηκaρκόνσσ |
697 |
|
και να τα εύρεις. |
σσή σέ λέ άφλη. |
ή τα ή νάϊτησσ. |
εδέ τή κέννσσ. |
698 |
|
Και ότα να βράσεις |
Σσή κάντου σεχέρκη |
Ή κώκα τά βάρησσ |
Εδέ κούρ τή ζίεννσσ |
699 |
|
εις το τζουκάλι |
τρού οάλa |
βώ κàρνετο |
ντà πότζε |
700 |
|
και εις τον τέντζερην |
σσή τρού τεντζέρε |
ή βώ τέντζεροτ |
εδέ ντà τεντζέρε |
701 |
|
κανένα φαγί |
βàρα γκέλa |
νίκοα μάντζα |
ντωννί γκιέλa |
702 |
|
να είσαι κοντά |
σέ χίη απροάρε |
τά μπίτησσ μπλίζου |
τà ιεσσ άφαρ |
703 |
|
και να το έχεις |
σσή σε οάη |
ή τά κώ ίμασσ |
εδέ τα κκέσσ |
704 |
|
εις έγνοιαν |
τρου κaστίκa |
νά μούκαετ |
ντà κουϊδέσσ |
705 |
|
διά να γένη νόστιμο. |
τρά σέ φάκα νόστιμα. |
ζά τά σεστόρετ σλάτκω. |
κή τà μπάνετa ισσίσσιμ. |
706 |
|
Αμή τα απλάδια |
Μά ταννέρa |
Αμή σαλτάρητε |
Πώ ταλήρατ |
707 |
|
και τα μαχαίρια |
σσή κουτζούτελε |
ή νόζητε |
εδέ θίκατ |
708 |
|
και τα πηρούνια |
σσή τζιμπίδλε |
ή βήλατα ναμπόδνατα |
εδέ τζιμπίλλιατα |
709 |
|
να είναι παστρικά |
σέ χίμπα σπaστρίτa |
τά μπίταετ τζίστη |
τà ιάνα τaσπάστρα |
710 |
|
ομπροστά σου. |
τενέντια ατά. |
πρέτ τέπε. |
πaρπάρα τέϊε. |
711 |
The father-in-law |
Ο πενθερός |
Σόκουρου |
Σφέκορ-τέστοτ |
Βγιέρη |
712 |
and the mother-in-law |
και η πενθερά |
σσή σοάκρα |
ή σφεκάρβα τέστατα |
εδέ εβγιέρα |
713 |
love better |
καλλίτερα αγαπούν |
κάμα κήνε βà |
σοάρνω λούμπαετ |
μά μίρα τούαννε |
714 |
the son-in-law |
τον γαμβρόν |
τζίννηρa |
ζέτωτο |
δάντaρην |
715 |
than the son |
παρά τον υιόν |
τέπρεκα χίλλιου. |
ή οτ σίνοτ. |
σέ μπίρα. |
716 |
byt the Sympentheròs |
Αμή ο συμπενθερός |
Μά κούσκουρου |
Τόκω σφατότ |
Πώ κρούσκου |
717 |
and the Sympentherà |
και η συμπενθερά |
σσή κούσκρα |
ή σιφάκιατα |
εδέ κρούσκα |
718 |
like better |
περισσότερον θέλουν |
κάμα μούλτου βά |
πώ μόσνε λούμπαετ |
μά φόρτ ντούαννε |
719 |
their daughter |
την θυγατέραν των |
χίλλια αλόρου. |
κέρκατα νήχνα |
ταμπίεννa ετούρε |
720 |
than the bride. |
παρά την νύμφην. |
τέπρεκa νβιάστα. |
ή οτ σνάατα. |
σέ νούσσενa. |
721 |
|
Όμως διά να μαλώνουν |
Μά τρά σέ γκάτζι |
Τόκου τά κάραετ |
Πώ τà κιρτώϊννa |
722 |
|
οι μεγαλύτεροι |
κάμα μάρλλη |
πώ κολέμητε |
μàτa μaδένντa |
723 |
|
τους μικρότερους |
κάμα ννίσλη |
πωμάλητε |
μàτa βέγηλιτ |
724 |
|
και τους μαθαίνουν |
σσή σέ λλί νβιάτζι |
ή τά ιούτζαετ |
εδέ τημουσώϊννa |
725 |
|
εις το καλόν |
λά γκήνε |
νά χάρνωτο |
μπà τà μίρατ |
726 |
|
τούτο είναι αρεστόν |
αΐστα έστε αρισίτa |
όβα γιέτ αρέσανο |
καϊώ έστa επλεκίουρα |
727 |
|
εις όλους. |
λά τότζη. |
νά σφήτε. |
μπà τaγγίθa. |
728 |
Those who listen to |
Και όσοι ακούουν |
Σσή κάτζη αύτου |
Ή κόλκου σλούσσαετ |
Εδέ σά ντaγκιόνa |
729 |
(their) elders |
τους γεροντοτέρους |
κάμα αούσλή |
πώ στάρητε |
μά πλέκκτa |
730 |
are not shamed |
δεν εντροπιάζονται |
νούσε αρουσσουνιάτζα |
νέ σεστράμαετ |
νούκα τουρπaρόενa |
731 |
and have |
και έχουν |
σσή άου |
ή ίμαετ |
εδέ κάνa |
732 |
a good end. |
καλόν τέλος. |
μπούνa σκόλουσμα. |
χάρενν σώσανε. |
τaμίρa σώσουρa. |
733 |
|
Ανέβηκα |
Μέ αληνάη |
Σεκάτζη |
Χίπα |
734 |
|
εις ένα αμάξι |
πρε ούννa κέρρa |
νά έτνα κώλα |
μπà ννί κέρρa |
735 |
|
και πάλιν κατέβηκα. |
σσή ναπόη μετεπούσσου |
ή πάκ σλέκοχ. |
εδέ πaρσaρή σπρίτa |
736 |
|
ότι οι τροχοί |
κà ρόκουτιλε |
ότι κόλτζατα |
σέ ρίτατ |
737 |
|
του αμαξίου |
α κέρρaλεη |
νά κόλλατα |
τηκέρεστα |
738 |
|
ήταν τζακισμένοι. |
ερρά φρέμπτa. |
μπέα σκάρσσινη. |
ήσσινα ταθούερρa. |
739 |
|
Kαι φοβήθηκα |
Σσή ννιφού φρίκα |
Ή σεούπλασηχ |
Εδέ ουφρικaσούαρ |
740 |
|
να μη γλυστρώσω |
σε νού αρaκίσσου |
τά νέ σεσλίσναμ |
τà μόσ σκιάσσ |
741 |
|
απάνω εις τον πάγον. |
τεσούπρa πρέκλετζου. |
κώρε νά μράζωτ. |
σίπaρ μπà άκουλ. |
742 |
|
Τώρα ελάτε |
Τώρα βενίτζη |
Σέκα ίτητε |
Τασσή ιάκaνη |
743 |
|
να φέρωμεν άχυρα |
σέ ατούτζεμου πάλλε |
τά τωνέσιμε σλάμα |
τà σίελμa κάστa |
744 |
|
και χορτάριν |
σσή ιάρπα |
ή τρέβα σένω |
εδέ μπάρ |
745 |
|
εις τα βόδια |
λά μπόη |
νά βωλώητε |
ντà κίετ |
746 |
|
διά να τρώγουν. |
τρά σέ μàκa. |
ζά τά ιάταετ. |
κή τaχάννε. |
747 |
|
Και σαν χορτάσουν |
Σσή κάρα σενεφατιάσκα |
Ή κόκα τά σενάγιαταετ |
Εδέ σιταγκόπeννa |
748 |
|
ας τα απωλύκωμεν |
α σελλι σalaγκίμου |
νέκα ή πόυστιμε |
λέ τιλλισσιόνμa |
749 |
|
νά βόσκουν |
σέ πάσκa |
τά πάσαετ |
τà κουλόσσιννa |
750 |
|
όπου |
ιουτζητώ |
κάτε |
τέκκ |
751 |
|
να τους αρέσει |
σε λλιαρισιάσκα |
τά αρέσαετ |
τιπλικκώ |
752 |
|
διά να παχύνουν |
τρά σέ γκρaσιάτζε |
τά σέ κώϊετ |
τà μάϊμaτa |
753 |
|
όλα αντάμα. |
τούτε τεατούνου. |
σφήτε ζάετνω. |
τaγκίθα μπάσκa. |
754 |
|
Όποιος έχει υιούς |
Καρετζητώ άρε χίλλη |
Κώη ίματ σίνρη |
Κύσσ κà μπίρρ |
755 |
|
και θυγατέρες |
σσή χίλλε |
ή κέρκη |
εδέ μπίγια. |
756 |
|
ας τους αρραβωνιάσει |
λά σελλί ιουσουσιάσκα |
νέκα ησφάρσσητ |
λετή μπλιών |
757 |
|
εις τον καιρόν |
τρού ζαμάννε |
νά βρέμετο |
μπà κόχατ |
758 |
|
ότι σαν τρανεύουν |
κà κάρα σέ κριάσκa |
ότι σέτνε κώγα ταράσταετ |
σέ σηταρίτεννa |
759 |
|
ημπορούν |
πότου |
μόζαετ |
μούντηνa |
760 |
|
να πέσουν εις πορνείαν. |
σέ κάτa πρέ κουρβαρίλλε. |
τά ισπάτναετ νά κούρβαλακ. |
τα μπίεννa ντà κουρβαρή. |
761 |
|
Και εκείνοι |
Σσή ατζέλλη |
Ή τίε |
Εδέ ατώ |
762 |
|
όπου πανδρεύονται |
τζή σενσοάρε |
στώ σεζέναετ |
κή μαρτόεννa |
763 |
|
εις την ηλικίαν |
τρού ηλικίε |
να βρέμεσο |
ντà κόχaτ |
764 |
|
δεν κοιτάζουν |
νού μουτρέσκου |
νέ γλέταατ |
νούκα βουστρώννa |
765 |
|
ξέναις γυναίκες. |
κασέννι μουλλέρη. |
τζόυστη ζέννη. |
τaχούαη γρά. |
766 |
|
Όμως |
Μά |
Τόκου |
Πω |
767 |
|
ο αρραβωνιασμένος |
ισουσίτλου |
σφaρσσένιοτ |
ημπλιούαρι |
768 |
|
και η αρραβωνιασμένη |
σσή ισουσίτα |
ή σφερσένατα |
εδέ εμπλεούαρα |
769 |
|
ας έχουν |
λά σε άιπa |
νέκα ίματ |
λε τά κάννa |
770 |
|
εντροπήν |
ρσίνε |
στράμοτα |
τούρπ |
771 |
|
και ας φυλάγουν |
σσή λασεβλεάκε |
νέκα βάρταετ |
λέ τaρούαϊνα |
772 |
|
του λόγου τους |
βέτεα αλόρ |
σέμπεσε |
βέτεν ρτούρε |
773 |
|
καθαρούς. |
σπaστρίτζη. |
τζήστη. |
τaκιρούαρa. |
774 |
Thunders |
Βροντά |
Πουμπουνιάτζa |
Γκάρμητ |
Γκιμών |
775 |
the heaven |
ο ουρανός |
τζέρρου |
νέποτο |
κιέλλη |
776 |
and lightens |
και αστράπτει |
σσή σκάπιρa |
ή σακάΙτζη |
εδέ σκρέπ |
777 |
for it will rain |
ότι θέλει βρέξη |
κàβά σετά πλοάε |
ότι κε βάρνητ |
σέ τωτaπγιέρα σσή |
778 |
and on the threshing-floor |
και εις το αλώνι |
σσή τρού άργε |
ή να γούμνωτο |
εδέ μπà λέμμa |
779 |
throw not |
να μη βάλεις |
σέ νού μμπάτζη |
τά νέ κλάασσ |
τà μόσ βέσσ |
780 |
the bundles (sheaves) |
τα δέματα |
μaνούκλιλε |
σνόπηετο |
ντούαητ |
781 |
of spikes (of corn) |
από στάχυας |
τέ σκίκουρη |
οτ κλάσωη |
πέ καλλίννσ |
782 |
for they (will) rot, |
ότι σήπονται |
κa πουτριτζέσκου |
ότι σγήβιατ |
σέ κάλμπενa |
783 |
but leave (wait) |
αμή να αφήσεις |
μά σέ λάσση |
τόκου τά όσταασσ |
πω τà λιέσσ |
784 |
for another time |
διά άλλην φοράν |
τρά άλτα οάρa |
ζά τρούγη πάτ |
πρa τχιάτερ χέρa |
785 |
to thresh, |
να αλωνίσεις |
σε τρίγυρη |
τά βέρσης |
τà σσήσσ |
786 |
and when you finish |
και σαν τελειώσης |
σσή κάρα σεσκουλουσέστη |
ή κώκα τά σεσώνασησ |
εδέ σιτaμπαρώνσ |
787 |
rise in the morning |
να συκωθείς το ταχύ |
σετεσκόλη τεκουτιμνιάτζa |
τά στάμησσ ράνω |
τà γκρίσσ μaγκέσ |
788 |
and with the shovel |
και με το φτυάρι |
σσή κού λουπάτα |
σώ λοπάτατα |
μέ λοπάτατ |
789 |
winnow |
να ανεμίσεις |
σέ σβιντουρέτζη |
τά βέησσ |
τα χέδησσ |
790 |
the corn |
το γέννημα |
γίπτουλου |
ζήτωτο |
ντίθατ |
791 |
when the wind blows; |
όταν φυσά ο άνεμος |
κàντου σούφλα βίντουλου |
κώκα βέητ βέτρωτο |
κούρ φριούν έρα |
792 |
then is collected |
τότε διαλέγεται |
ατούμτζια σεαλιάτζε |
τόγα σεότπερητ |
ατaχήρα σγίδετ |
793 |
the grain alone. |
το σπυρί μοναχό |
γκaρίσλου σίγκουρου |
ζàρνωτο σάμα |
κόκεα βέταμ |
794 |
|
και όταν πέσει |
σσή κàντου κάτε |
ή κώκα πάτνη |
εδέ κουρ ταπιέρ |
795 |
|
το αστροπελέκι |
κaρίσλου τεντζέρου |
ροφέα |
ρουφέα |
796 |
|
να μη σκιασθείς. |
τέ νουτεασπάρη. |
τά νέσε πλάσσησ |
τaμόσ φρικασώεσσ |
797 |
He who goes |
εκείνος οπού πηγαίνει |
ατζέλου τζή σετούτζε |
τώη στώ χότητ |
αϊού κηβέτε |
798 |
to the mill |
εις τον μύλον |
λά μιάρε |
νά βωτένιτζα |
ντà μουλή |
799 |
to grind, |
διά να αλέθει |
τρά σεμάτζινα |
ζά τά μέλητ |
κή τà μπλιούανν |
800 |
let him weigh first |
ας ζυγιάζει πρώτα |
ά σε γυσιάσκα νέντε |
νέκα τέκνητ νάπρετ |
λέτa χιέκ πραπάρα |
801 |
the wheat well, |
το σιτάρι εύμορφα |
κρàνλλου μουσσάτου |
ζέτωτο ούπαβω |
γρούρa μπούκουρ |
802 |
and thus |
και έτζη |
σσή ασσήτζε |
ή τάκα |
εδέ ατιού |
803 |
let him grind, |
ας το αλέσει. |
λά σέ λουμάτζινa |
νέκα γώ μέλητ. |
λέ τà μπλιούανν. |
804 |
for the miler |
Ότι ο μυλωνάς |
Κά μουράρου |
Ότι βεντενίτζαροτ |
Σέ μυλωνάρη |
805 |
secretly steals it, |
κρυφά το κλέπτει |
ασκουμτά λού φούρa |
σκρίσσνω γώ κράτητ |
φσέουρα εβγιέθ |
806 |
and afterwards |
και ύστερα |
σσή απόια |
ή σέτνε |
εδέ παστάη |
807 |
you beat your head |
κρούεις το κεφάλι σου |
πάτζη κάπλου ατέου |
ούτησσ κλάατα τφόη |
μπίεσσ κόκκανa τέντε |
808 |
and do nothing. |
και τίποτε δεν κάμνεις. |
σσή τζιβà νού φάτζη. |
ή νίστω νέ τζίνησσ. |
εδέ γκικαύσσ σπàν. |
809 |
The woman |
Η γυναίκα |
Μουλλιάρα |
Ζένατα |
Γρούαϊα |
810 |
who has rings on the fingers |
όπου έχει δακτυλίδια |
τζί άρρε νεάλλε |
στώ ίματ πàρστεννη |
κή κά ουνάζa |
811 |
must not |
δεν πρέπει |
νού πριψιάστε |
νέ πρίλεκατ |
νούκα γκιάνν |
812 |
knead |
να ζυμώνει |
σέ φριμέτa |
τά μέσητ |
τà κατούανν |
813 |
(or) wash |
να πλύνει |
σέ λà |
τά πέρητ |
τà λιάνν |
814 |
at the river |
εις το λαγκάδι |
νβάλλε |
νά πώσταχοτ |
ντà ποστάφ |
815 |
at the well |
εις το πηγάδι |
λά πούτζα |
νά μπούναρωτ |
ντà πούσ |
816 |
at the fountain, |
εις την βρύσιν |
λά φaντένa |
νά τζεσμα |
ντà κρούα |
817 |
but embroider |
αμή να κεντήσει |
μά σέ κηντισιάσκα |
τόκου τά βέζητ |
πώ τà κεντίσσ |
818 |
handkerchiefs. |
μανδήλια. |
τεστεμέλλι. |
ρίζη. |
ρίζaρα. |
819 |
|
Τα βρακκιά |
Σμένλλε |
Κάστητε |
Μπρέκαρατ |
820 |
|
σκεπάζουν τα κρέατα |
αμβαλέσκου κàρνιλλε |
πωκρύβαατ μέσατα |
μπουλώιννa μίσρατ |
821 |
|
και η κοιλία |
σσή πάντικλου |
ή μέχοτ |
εδέ μπάρκου |
822 |
|
χωρεί πολλά. |
γκάπε μούλτε. |
σό ζέματ μνόγου. |
ντζέ σσούμa . |
823 |
|
Και τα έντερα |
Σσή μάτζηλλε |
Ή τζηβέρατα |
Εδέ ζώρατ |
824 |
|
είναι παχέα. |
σούντου κράσε. |
σέ πρέτελι κόενι. |
γιάννa τaμάϊμa. |
825 |
|
Όταν το συκότι |
Κάντου χικάτλου |
Κώκα τζίκεροτ |
Κούρ μaλτζίτ |
826 |
|
είναι γερό |
έστε σaνaτόσου |
ιέ στράβω |
έστε σσaντόσσ |
827 |
|
και όχι σάπιον |
σσή νού πούτριτου |
ή νέ κγίλω |
εδέ ιώ ηκάλπουρa |
828 |
|
τα νεφρά |
αρίκλιλλε |
πούμπρετζη |
πουμπρέκκιτ |
829 |
|
έχουν αξίγγι. |
άου σέου. |
ύμαατ λένη. |
κάννa δγιάμ, |
830 |
|
Και τα γουρούνια |
Σσή πόρτζηλλι |
Ή σφίννητε |
Eδέ ντέρατa |
831 |
|
έχουν λύγδαν. |
άου ουσàντζε. |
ίμαατ σουκ. |
κάννa δγιάμ. |
832 |
|
Οι φλέβες |
Βίννλε |
Ζήλητε |
Tέντa |
833 |
|
είναι δυναταίς. |
σούντου βαρτοάσε. |
σέ γιάκη. |
γιάννa τaφόρτα |
834 |
|
Και η πλευρά |
Σσή κιάστα |
Ή ρέμπρα |
εδέ μπρήννια |
835 |
|
εύκολα τζακίζεται. |
κολάη σεφράντζε. |
κόλλα σεσκάρσσιτ. |
κολάη θούετa. |
836 |
|
Και το κατασάγουνο |
Σσή φάλκα |
Ή βηλίτζατα |
Eδέ νόφουλα |
837 |
|
στέκεται συμμά |
στά απροάπε |
στόητ μπλίζα |
ρή άφaρ |
838 |
|
εις το πηγούνι. |
νίγκα κράννιου. |
οτ πράτατα. |
ντà πηρούνν. |
839 |
|
Η γάτα διώχνει |
Κaτούσσια αγουνιάστε |
Μάσκατα ίστερατ |
Μάτζεα πaρζέ |
840 |
|
τα ποντίκια |
σσιράρισλλη |
γλούτζητε |
μήτa |
841 |
|
και τα τρώγει |
σσή λί μάκα |
ή ιγιάτητ |
εδέ ηχά |
842 |
|
ευθύς οπού ευγαίνουν |
μακaτ σεάσσa |
τόκου τα ισλέζατ |
πτα τζάσσ κήτa τάλνa |
843 |
|
από την τρύπαν. |
τέ τρού κούβa. |
οτ τούπατα. |
πέ βέρρα. |
844 |
The shepherd |
Έτζη και ο ποιστικός |
Ασήτζε σσή πικουράγου |
Τάκα όφτζαροτ |
Αστιού εδέ τζοπάνη |
845 |
guards the flock |
φυλάγει το κοπάδι |
βλιάκκε κουπία |
βάρτητ στάτωτο |
ρούανν τούφaννa |
846 |
from the wolves, |
από τους λύκους |
τέ λούπη. |
οτ βόλτζητε. |
πέ ούλκησς. |
847 |
and in the fold |
Και εις το μανδρί |
Σσή τρού τουρέστε |
Ή να μπατζήλωτο |
Εδέ ντà στάνν |
848 |
sits |
κάθηται |
σσιάτε |
σέτητ |
ρή |
849 |
with eyes open, |
με μάτια ανοικτά. |
κού όκλλι τεσφάπτζη. |
σώ άτζη οτφόρενη. |
μέ σιού χάπaτ. |
850 |
until comes |
Διά να έλθει |
Τρά σέ γήνa |
Ζά τά ίτητ |
Κή τaβήνν |
851 |
the time |
ο καιρός |
ζαμάννιa |
βρέμετο |
κόχα |
852 |
to milk |
να τα αμέλγει |
σέ λέ μούλκa |
ζά ταημέλτζη |
κή τημιέλλ |
853 |
the sheep (ewes) |
τα πρόβατα |
όιλλε |
όφτζητε |
δέντa |
854 |
and the milk |
και το γάλα |
σσή λάπτιλε |
ή μλέκωτο |
εδέ κιούμaστητ |
855 |
to coagulate |
να το πήξει |
σέ λού γκλιάκα |
τά κώ σήρητ |
τa γκίζην |
856 |
(into) cheese. |
τυρί. |
κάσσου. |
σίρηννε. |
τιάθ. |
857 |
If you masticate (your) food |
Αν μασήσεις το φαγί |
Σέ αρουμικάρη κέλλα |
Άκω σβάκας μάτζατα |
Ντέ πaρτρήπ γγέλaνa |
858 |
|
εις τα δόντια |
τρού τίντζη |
βώ ζάπητε |
ντàρ δέμπατ |
859 |
very small |
πολλά ψιλά |
μούλτου σουπτζήρε |
μνόγου κνόζκο |
σούμμα τaχόλ |
860 |
and swallow it, |
το καταπίεις |
ο γκλίτζη |
ή κάλτασσ |
εκαπρaζàν |
861 |
|
δυνατά γλυκά. |
βaρτόσσ ντούλτζε. |
μόσνε μπλάγω. |
φώρτ εμπλέ. |
862 |
and if you sleep |
Και αν κοιμηθείς |
Σσή σέ τουρννέρη |
Ή άκω σπίεσσ |
Εδέ ντà φλέ |
863 |
covered |
σκεπασμένος |
αμβaλίτου |
πώκριεν |
μπουλιούαρ |
864 |
and with pillow |
και με προσκέφαλον |
σσή κού κaπιτύννιου |
ή σώ πέρνιτζα |
εδέ μέ γιαστήκ |
865 |
below (the head), |
αποκάτω |
πρέ κιόσου |
οτ ατόστωλα |
πaρπώσσ |
866 |
you may grow fat. |
έχεις να παχύνεις. |
άη σετεγκράσση. |
ίμασσ τά σεπρέτηλησσ. |
κκιέ τà γκιάλεσσ. |
867 |
When you have a cold |
Και όταν να κρυώσεις |
Σσή κάντου σέ αρaτζεστη |
Ή κώκα τά όστηνησσ |
Εδέ κούρ τà μaρδήνσσ |
868 |
pound |
να στουμπίσεις |
σέ κισέτζη |
τά ίσταλτζησσ |
τà στιούψ |
869 |
in the mortar |
εις το γουδί |
τρού χαβάννε |
βώ χάβανωτ |
ντà χαβάν |
870 |
some nutmeg |
καμπόσο μοσκοκάρι |
νaχιάμα τεμοσκοκάρε |
τρούα μήση. |
πάκaζ μήσκ. |
871 |
and mix it |
και να το ανακατώνεις |
σσή σεονιντέστη |
Ή τα γω μέσσησ |
Εδέ τà τραζώνσσ |
872 |
with warm water, |
με χλιαρό νερό. |
κού χάπινa άπa. |
σώ μλάτζκα βότα. |
μέ ταβάκaτ ούε. |
873 |
and when you drink once |
Και αφ' ου το πίνεις |
Σσή τεκάρα σεοπέη |
Ή κώκα τα γω πίεσσ |
Εδέ ση τà πήσσ |
874 |
you take (recover) |
με μίαν φοράν |
κού ούννa οάρα |
σώ έτνωσσ |
μέ ννί χέρa |
875 |
your health. |
παίρνεις την υγίαν σου. |
λέη σασaτάτια ατά. |
ζέμησσ τφόαατα στράβιε |
μέρρ σσaντέτνa τέντε. |
876 |
When you get lean |
Και όταν αχαμνωθείς |
Σσή κàντου σετε ατυχισέστη |
ή κώκα τά σεόσλαμπησσ |
Εδέ κούρ τaλίκεσσ |
877 |
eat |
να φας |
σέ μάτζη |
τά γιάτησσ |
τaχάσσ |
878 |
boiled fowl |
βρασμένο πουλί |
χέρτου πούλλιου |
βάρεννα πήλε |
τaζίερ ζώκκ |
879 |
and roast meat. |
και ψημένο κρέας. |
σσή φρίπτα κάρνε. |
ή πέτζηνο μέσω. |
εδέ τà πχιέκουρ μήσσ . |
880 |
When dies |
Αφ' ου αποθάνει |
Τεκάρα σεμοάρa |
Κώκα τά ούμιρητ |
Σή τà βδέσσ |
881 |
the man, |
ο άνθρωπος |
όμλου |
τζόεκοτ |
ννερίου |
882 |
you must put him |
πρέπει να τον βάλεις |
πριψιάστε σέ λουπάτζη |
πρίλεκατ τα γώ κλάασσ |
γκιάν τά βέσσ |
883 |
upon the mat |
απάνω εις την ψάθαν |
τεσούπρα πρε ρακόζ. |
κώρε νά ρόκοζ. |
σίπαρ μπà ροκόζ. |
884 |
and let him remain |
Και να σταθεί |
σσή σεσσιάτε |
Ή τά σέτητ |
Εδέ τaρρή |
885 |
twenty-four |
είκοσι τέσσαραις |
πάσπρa γίγγιτζ |
οβάεσετ ητζέτιρη |
ννηζέτ εκάτρa |
886 |
hours, |
ώραις. |
τετaέρζη. |
σάατ. |
σαχάτ. |
887 |
so bury him |
Και έτζι να τον θάψεις |
Σσή ασσήτζε σελουγκρόκη |
Ή τάκα τά κωζάκοπασ |
Εδέ αστιού ταγκροπόνσσ |
888 |
in a tomb |
εις μνημόρι |
τρού μαρμήντου |
βώ κρόπ |
ντà βάρ |
889 |
new, |
καινούργιο. |
ννàου. |
νόβω. |
τaρή. |
890 |
and distribute |
Και να μοιράσεις |
Σσή σέ μπάρτζη |
Ή τά ράστελησ |
Εδέ τaντάσσ |
891 |
bread |
ψωμί. |
πàννε. |
λέπ. |
μπούκ. |
892 |
and small cakes, |
Και μικρά κολούρια |
Σσή ννίτζη κουλάτζη |
Ή μαλέτζκαη κόλατζη |
Εδέ ταβόγaλια κουλέτζ |
893 |
and give |
και να δώσεις |
σσή σέ τάη |
ή τά τάασσ |
εδέ τà άπσσ |
894 |
to the destitute, |
εις ταις χήραις. |
λά βέτουε. |
νά δβοήτζητε. |
ντà ταβέατ. |
895 |
and in three years |
Και εις τους τρεις χρόνους |
Σσήτρου τρέηλη άννη |
Ή βώ τρή κότιννη |
Εδέ μπά τρή βγιέτ |
896 |
open the sepulchre |
να ανοίξης το μνήμα |
σεστεσφάτζη μαρμίντουλ |
τά ότφορησσ κρόποτ |
τά χάπaνσσ |
897 |
in order to see |
διά να τον ιδείς |
σέ λού βέτζη |
ζά τά κώ βίτησσ |
κή τά σσώσσ |
898 |
how it (the body) is, |
πως είναι |
κουμ έστε |
κάκω γιέτ |
σή έστa |
899 |
entire |
ακέραιος |
ντρέκου |
τζέλ |
ητάρa |
900 |
or fallen to pieces. |
ή λυομένος. |
ή τουκίτου. |
ή στόπεν. |
ά ητρέτουρa. |
901 |
|
Οι γέροντες οπού έχουν |
Αούσλλη τζή άου |
Στάρητε στώ ίμαετ |
Πλέκιτa κή κάννa |
902 |
|
μεγάλην γενειάδα |
μάρρε πάρπα |
κώλεμα μπράτα |
τà μάδ μιέκaρη |
903 |
|
όταν σφουγγίζουν |
κàντου αστέρκου |
κώκα ίζπρασαετ |
κούρ φσήννa |
904 |
|
ταις μύξαις των |
μούσλλη αλόρου |
νίχτητε μάρσουλη |
κίρατ ετούρε |
905 |
|
και τα συάλια των |
σσή μπάλλε αλόρου |
ή νίχτητε σούπλιβη |
εδέ πστούμραρετ ετούρε |
906 |
|
να κοιτάζουν καλά |
σέ μουτριάσκα κήνε |
τά κλέταετ χάρνω |
τà βουστρώννε μίρα |
907 |
|
διά να μη τους πέσει |
τρά σε νουλά κάτa |
ζά τά νε πάτναετ |
κή τaμώσ ούπγιέρ |
908 |
|
τίποτε εις ταις τρίχες. |
τζηβά πρέ πέρρη. |
νίστω ρώ βλάκνατα. |
γκικαύσσ μπά κίμετ. |
909 |
|
Και οι γυναίκες |
Σσή μουλλέρλε |
Ή ζέννητε |
Εδέ κράτa |
910 |
|
οπού έχουν |
τζή άου |
στώ ίμαατ |
κή κάννa |
911 |
|
πλεξήδια μεγάλα |
κουσσήτζε μάρρη |
κώση κώλεμη |
γκρεσσέτ τaμaδά |
912 |
|
να μη βλασφημούν |
σε νού πλάστιμα |
τά νέ κàλναετ |
τaμώσ μαλaκέϊννa |
913 |
|
μάταια. |
γκότου. |
τόκου τάκα |
γκότ |
914 |
|
Ότι αμαρτάνουν. |
Κά στιψιέσκου. |
ότε φταίσαετ. |
σέ φαϊτώννa. |
915 |
|
Και εκείνοι οπού έχουν |
Σσή ατζέλλη τζή άου |
ή τήε στώ ίμαατ |
Εδέ ατά κή κάννa |
916 |
|
εις την αμασχάλην |
σουμσοάρε |
ποτμήσκατα |
ντaνà σιέτουλa |
917 |
|
σφαίραν |
τόπa |
τόπ |
τόπκα. πράστα |
918 |
|
και εις τον κόρφον |
σσή νσίνου |
νά παζούατα |
ντà κή |
919 |
|
φίδι |
ναπàρτικα |
σμία |
γκιάπaρ |
920 |
|
αχαμνά κάμνουν. |
ουρούτου φάκου. |
λώσσω τζήναετ. |
κκέκη μάϊννa. |
921 |
When kill |
Οπόταν να σφάζουν |
Kàντου σέ τάλλε |
Κώκα τά ζάκολιαετ |
Κούρ τà θέρηννa |
922 |
the butchers |
οι χασάπηδες |
χασάκλλη |
κασάπητε |
κασάπατ |
923 |
fat meat |
κρέας παχύ |
κάρρα κριάσσa |
μέσο τέπελω |
μίσσ τaμάϊμa |
924 |
take (a part) |
να πάρεις |
σέ λλέη |
τά ζέμησσ |
τà μάρσσ |
925 |
of the tail. |
από την ουράν. |
τε λά κωάτa. |
οτ οπάσκατα. |
πέ μπίστητ. |
926 |
When you construct |
Όταν φτιάνεις |
Σσή κàντου ατάρη |
Ή κώκα νάπραησσ |
Εδέ κούρ τaρτών |
927 |
a cottage (or barn) |
αχυρώνα |
πλιάντζα |
πλέμνα |
πλεβίτζa |
928 |
place |
να βάλεις |
σέ μπάτζη |
τά κλάησσ |
τa βέσσ |
929 |
strong posts, |
στύλους γερούς |
στούρουρη σaνaτόσσι |
τίρετζη στράβη |
τουρέκ τaσaντόσσ |
930 |
and throw (in) sand, |
και να ρίξεις άμμον. |
σσή σέ αρούτζη αρίνa. |
ή τà φàρλησσ πέσωκ. |
εδέ τà στίεσσ σούρ. |
931 |
for (thus) |
Ότι |
Κά |
Ότι |
Σε |
932 |
when the earth quakes, |
αν σείηται η γη |
σέ σε μινάρη λόκλου |
άκω σεστρέσιτ ζέμια |
ντού τούντ δέου |
933 |
it is not throw down. |
δεν κρημνίζεται. |
νού σε ρaζουϊάστε. |
νέ σεούρηβατ. |
νούκa κρεμίσετ. |
934 |
When is |
Και όταν είναι |
Σσή κàντου έστε |
Ή κώκα έτ |
Εδέ κούρ έστa |
935 |
frozen the country, |
παγωμένος ο τόπος |
γκλιτζάτε λόκλου |
ζάμπραζω μέστωτο |
ηγκρήτ βέντη |
936 |
walk |
να περιπατείς |
σέ ίμνη |
τά χότησσ |
τà έτζaνσσ |
937 |
with slippers, |
με παπούτζια. |
κού πaπούτζε. |
σώ τζέλη. |
μέ κaπούτζ . |
938 |
and when there is |
Και σαν είναι |
Σσή κàρρα σέ χίπα |
Ή άκω μπίτατ |
Εδέ ντà ιάννa |
939 |
much mud |
πόλλαις λάσπαις |
μούλτε λλέσκη |
μνόγου κάλωη |
σσούμa μπάλτaρα |
940 |
have |
να έχεις |
σέ άη |
τά ίμασσ |
τà κέσσ |
941 |
boots. |
υποδήματα. |
τζίσμε. |
σκόρνη. |
τζίσμα. |
942 |
When you throw |
Αφ' ου βάλεις |
Τεκάρα σέ πάτζη |
Κώκα τά κλάησσ |
Σή τaβέσσ |
943 |
into the sacks |
εις τα σακκιά |
τρού σάτζη |
βώ βρέστατα |
ντà θέσατ |
944 |
the corn, |
το γέννημα |
γίπτουλου |
ζήτωτο |
ντρίθaτ |
945 |
bind it |
να το δέσεις |
σέ λού λέτζη |
τά κώ βέρζησσ |
τά λίθησσ |
946 |
tight |
σφικτά |
στρέμπτου |
στίνατω |
στρaγκρούαρa |
947 |
with the rope, |
με το σκηνί. |
κού φούννια. |
σώ φορτώματα. |
μέ λιτάρατ . |
948 |
and when you loosen it, |
Και όταν να το λύσεις |
Σσή κàντου σελουτισλέτζη |
Ή κώκα τακω ίζβaρζησ |
Eδέ κούρ τά σγίδησσ |
949 |
be not hurry, |
να μη βιασθείς |
σέ νουτεαγιουσέστη |
τά νέ σεβίατσασσ |
τaμώς ντζιτώεσσ |
950 |
for it is poured down (spilt). |
ότι χύνεται κάτω. |
κά σεβεάρσa μπάτε. |
ότι σετούρητ τόλω. |
σέ τέρδετa πόστa. |
951 |
When you mow |
Όταν θερίζεις |
Σσή κàντου σιάτζιρη |
Ή κώκα σνίεσσ |
Εδέ κούρ κόρρ |
952 |
the meadow, |
το λιβάδι |
λειβάτια |
λειβάδατα |
λιούαδνa |
953 |
dry |
να στεγνώσεις |
σέ ουσούτζη |
τά ίσουσησσ |
τà θάνσσ |
954 |
the grass well, |
το χορτάρι καλά. |
ιάρπα
γκήνε. |
σένωτο άρνω. |
μπάρa μήρa. |
955 |
and thus load it. |
Και έτζι να το φορτώσεις |
Σσή ασσήτζε σεογκάρτζη |
Ή τάκα τά κω τόaρησ |
Εδέ αστιού ταγκaρκόνσ |
956 |
|
συμμά εις ετούτα |
νίγκα αΐστε |
μπλίζου νά όβηε |
άφαρ κaσόσσ |
957 |
When you see |
όταν ιδής |
κàντου βέτζη |
κώκα βίτησ |
κούρ βουστρώνσ |
958 |
any boy |
κανένα παιδί |
βέρρου φιτζόρου |
νίκωε τέτε |
ντωνί διάλλε |
959 |
that he is bashful, |
ότι εντρέπεται |
κà λιορσσήνε |
ότι σεστράμητ |
σέ τουρπaρόχετ |
960 |
and reddens |
και κοκκινίζει |
σσή αρουσιάστε |
ή σετζàρβανητ |
εδέ γκούκετ |
961 |
in the cheek |
εις το μάγουλον |
τρού μέρου τεφάτζε |
νά όμπραζοτ |
ντà φάκιετ |
962 |
he will turn out well. |
θέλη προκόψει. |
βά σε προυκουψιάσκα. |
σάκατ τά πρόκοψατ. |
ντώ τaπροκόψ. |
963 |
|
Εκείνος οπού βράζει |
Ατζέλου τζή χιάρπε |
Τώη τώ βάρητ |
Αϊού κή ζιένν |
964 |
|
τα τζίπουρα |
πaρσίελλε |
κωμίνατα |
μπaρσίτa |
965 |
|
ας έχει την παγούραν |
λά σέ άιπa μπότζα |
νέκα ίματ πάγουρωτ |
λετaκέτ μπότζaνa |
966 |
|
εις ταις αγκάλαις |
τρού μπριάτζε |
νά γρέτητε |
μπà κρaχαρούαρ |
967 |
|
διά να την γεμίζει |
τρά σε οούμπλa |
τζά τά κώ πόλνητ |
κή τa μπούσσ |
968 |
|
από ρακήν. |
τέ ρaκίε. |
οτ ράκια |
μέ ρακή. |
969 |
|
Και με τους φίλους |
Σσή κού οάσπισλη |
ή σώ πριατέλητε |
Εδέ μέ μίκκητ |
970 |
|
να αγκαλιασθείς |
σε τεπουστουάστη |
τά σέ ζαγάρνησσ |
τà πουστόεσσ |
971 |
|
και να χορεύεις |
σσή σετζότζη γκόρρου |
ή τά ίκρασσ χόρωτ |
εδέ τaλιούασσ βάλλε |
972 |
|
εσύ |
τύνε |
τύ |
τύ |
973 |
|
οπού είσαι χαρούμενος. |
τζή έστη χαριώσσοτ. |
στώ σύ ράτωσεν. |
κιέ γκaζούαρ. |
974 |
When you have |
Αμή όταν έχεις |
Άμα κάντου άη |
Τόκου κώκα ίμασσ |
Πώ κούρ κκέ |
975 |
the feet |
τα ποδάρια |
τζιτζοάρλε |
νότζητε |
κàμπaτa |
976 |
swelled |
φουσκωμένα |
ουμφλάττε |
ποτέτζενα. Νατουένη |
τaέντουρητ |
977 |
collect |
να μαζώνεις |
σέ ατούννη |
τά μπέρησσ |
τaμπλιέθσσ |
978 |
snails |
σαλιάγκους |
σμέλτζη |
πόλζαη |
κρaμμίνν |
979 |
and tortoises |
και αχελώναις |
σσή κàθε |
ή ζέλκη |
εδέ μπρέσκα |
980 |
and split then |
και να ταις σχίζεις |
σσή σέ λετισίτζη |
ή τα η ράσκινησσ |
εδέ τh τζάννσσ |
981 |
in the middle, |
εις την μέσην |
πρέ νάμισα |
νά πωλένηνατα |
ντà μέσ |
982 |
and out them |
και να ταις βάλεις |
σσή σέ λεμπάτζη |
ή τα η κλάησσ |
εδέ τηβέσσ |
983 |
upon |
απάνω |
τεσούπρα |
κώρρε |
σίπaρ |
984 |
your feet. |
εις τα ποδάρια. |
πρέ τζιτζοάρε. |
νά νότζητε. |
μπί κàμπaτa. |
985 |
Red cloth |
Το κόκκινο ρούχο |
Ρόσλιου βέστιου |
Τζaρβένετα σφήτα |
Τζόχα εκούκκιε |
986 |
is fit for the young, |
κάμνει διά τους νέους |
φάτζε τρά τήννυρι |
τζίνατ ζά μλάτητε |
μπàνν πρέ τaρήντ |
987 |
blue cloth |
και το μαβί ρούχο |
σσή βίνητλου βέστιου |
ή μάβηατα σφήτα |
εδέ μαβήα τζόχα |
988 |
is |
είναι |
έστε |
γιέτ |
έστa |
989 |
for Monks, |
διά τους καλογήρους |
τρà κaλούγκaρη |
ζά καλογέρητε |
πρà καλόγηρητ |
990 |
and for Nuns, |
και διά ταις καλογρήαις |
σσή τρà κaλκaρίτζε |
ή ζα καλογηρίτζητε |
εδέ πρà καλογηρίτζητε |
991 |
sky-blue |
και το γαλάζιο |
σσή βηνιτάλυκλου |
ή ατζήκ μαβή |
εδέ ατζήκ μαβήου |
992 |
is for brides, |
είναι διά ταις νύμφαις |
έστε τrà νβιάστε |
γιέτ ζά νεβέστητε |
έστa πρà νούσιατ |
993 |
green |
και το πράσινο |
σσή βιάρτηλε |
ή ζέλενω |
εδέ ισσήλλι |
994 |
for the Turks, |
διά τους αγαρηνούς. |
τρà τούρτζη. |
ζά τούρτζητε. |
πρà τούρκητ. |
995 |
and other colours |
Και τα άλλα χρώματα |
Σσή αλάντε μπόη |
Ή τρούγητε μπόη |
Εδέ τaτχιàρατ πόηρα |
996 |
are suitable |
αρμόζουν |
ουμζιέσκου |
πρίλεγατ |
γκιάηνa |
997 |
to all; |
εις όλους. |
λά τότζη. |
νά σφήτε. |
μπà τaγκίθa. |
998 |
but at Easter |
Αμή εις το πάσχα |
Μa τρà πάστε |
Αμή νά βέληγδεν |
Πώ πρà πάσκa |
999 |
wear |
να φορέσεις |
σέ πόρτζη |
τά όπλετζησσ |
τa νβέσσησσ |
1000 |
white clothes |
άσπρα φορέματα |
άλπε στράννιε |
μπέλη ρούπιστη |
τa πάρδα ρώπε |
1001 |
and hunt |
και να κυνηγής |
σσή σέ αβήννη |
ή τά λώησσ |
εδέ τaγκιάνσσ |
1002 |
in the bushes |
εις την βατζουνιάν |
τρού ρούκου |
βώ καπίνατα |
ντà φέρατ |
1004 |
hares. |
λαγωούς |
λλιέπουρη |
ζάιτζη |
λλιέπουρ |
1004 |
|
δια να τρώγεις. |
τρά σέ μàτζη. |
ζά τά ιάτησσ. |
τa χάσσ. |
1005 |
One |
Ένα |
Ούνου |
Έτνω |
Ννύ |
1006 |
two |
δύο |
τώη |
δβέ |
τιού |
1007 |
three |
τρία |
τρέη |
τρή |
τρή |
1008 |
four |
τέσσερα |
πάτρου |
τζέτιρη |
κάτρa |
1009 |
five |
πέντε |
τζίντζη |
πέτ |
πέσa |
1010 |
six |
έξη |
σσιάσε |
σιέσσ |
γκιάστa |
1011 |
seven |
επτά |
σσιάπτε |
σέτουμ |
στάτa |
1012 |
eight |
οκτώ |
όπτου |
όσουμ |
τέτa |
1013 |
nine |
εννέα |
νάω |
τέβετ |
νàντa |
1014 |
ten |
δέκα |
τζάτζε |
τέσετ |
δγιέτ |
1015 |
eleven |
ένδεκα |
ουσπρaτζάτζε |
ετενάησετ |
νιμπaδγιέτ |
1016 |
twelve |
δώδεκα |
τάω σπρaτζάτζε |
δβανάεσετ |
τουμπaδγιέτ |
1017 |
thirteen |
δέκα τρία |
τρέη σπρaτζάτζε |
τρινάεσετ |
τριμπaδγιέτ |
1018 |
fourteen |
δέκα τέσσερα |
πάσπρa τζάτζε |
τζέτιρη νάεσετ |
κατρaμπaδγιέτ |
1019 |
fifteen |
δέκα πέντε |
τζισπρa τζάτζε |
πετνάεσετ |
πεσaμπaδγιέτ |
1020 |
sixteen |
δέκα έξη |
σσιάπρα τζάτζε |
σσεσσνάεσετ |
γκιαστaμπaδγιέτ |
1021 |
seventeen |
δέκα επτά |
σσιάπτε σπρaτζάτζε |
σέτουμ νάεσετ |
στατaμπaδγιέτ |
1022 |
eighteen |
δέκα οκτώ |
όπτου σπρaτζάτζε |
όσουμ νάεσετ |
τετaμπaδγιέτ |
1023 |
nineteen |
δέκα εννέα |
ναωσ σπρατζάτζε |
τέβετ νάεσετ |
νεντaμπaδγιέτ |
1024 |
twenty |
είκοσι |
γίνγιτζ |
δβάεσετ |
ννιζιέτ |
1025 |
twenty-one |
είκοσι ένα |
ούσπρα γίνγιτζ |
δβάεσετ ή έτνω |
ννιζέτ έ ννύ |
1026 |
twenty-two |
είκοσι δύο |
τώησπρα γίνγιτζ |
δβάεσετ ή δβέ |
ννιζέτ έ τιού |
1027 |
twenty-three |
είκοσι τρία |
τρέησπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή τρή |
ννιζέτ έ τρή |
1028 |
twenty-four |
είκοσι τέσσερα |
πάσπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή τζέτιρη |
ννιζέτ έ κάτρa |
1029 |
twenty-five |
είκοσι πέντε |
τζίσπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή πέτ |
ννιζέτ έ πέσa |
1030 |
twenty-six |
είκοσι έξη |
σσιάσπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή σσέσσ |
ννιζέτ έ γκιάστa |
1031 |
twenty-seven |
είκοσι επτά |
σσιάπτεσπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή σέτουμ |
ννιζέτ έ στάτa |
1032 |
twenty-eight |
είκοσι οκτώ |
όπτουσπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή όσουμ |
ννιζέτ έ τέτa |
1033 |
twenty-nine |
είκοσι εννέα |
ναωσπρa γίνγιτζ |
δβάεσετ ή τέβετ |
ννιζέτ έ νέντa |
1034 |
thirty |
τριάντα |
τρεητζίτζη |
τρίεσετ |
τριδγιέτ |
1035 |
forty |
σαράντα |
πατρουτζίτζη |
τζετιρήεσετ |
τιουζέτ |
1036 |
fifty |
πενήντα |
τζιντζίτζη |
πέτεσετ |
πεσaδγιέτ |
1037 |
sixty |
εξήντα |
σσιαετζιίζη |
σσέτεσετ |
γκιάστa δγιέτ |
1038 |
seventy |
εβδομήντα |
σσιάπτε τζίτζη |
σέτουμ τέσετ |
στάτa δγιέτ |
1039 |
eighty |
ογδόντα |
όπτου τζίτζη |
όσουμ τέσετ |
τέτa δγιέτ |
1040 |
ninety |
ενενήντα |
νάω τζίτζη |
τέβετ τέσετ |
νέντa δγιέτ |
1041 |
hundred |
εκατόν |
σούτα |
στώ |
ννυκίντ |
1042 |
two hundred |
διακόσια |
τάω σούτε |
βέστα |
τιού κίντ |
1043 |
three hundred |
τριακόσια |
τρέη σούτε |
τρίστα |
τρέ κίντ |
1044 |
four hundred |
τετρακόσια |
πάτρου σούτε |
τζέτρι στά |
κάτρa κίντ |
1045 |
|
πεντακόσια |
τζίντζη σούτε |
πέτ στά |
πέσa κίντ |
1046 |
|
εξακόσια |
σιάσσε σούτε |
σσέσ στά |
γκιάστa κίντ |
1047 |
|
επτακόσια |
σιάπτε σούτε |
σέτουμ στά |
στάτa κίντ |
1048 |
|
οκτακόσια |
όπτου σούτε |
όσουμ στά |
τέτa κίντ |
1049 |
|
εννεακόσια |
νάω σούτε |
τέβετ στά |
νέντa κίντ |
1050 |
thousand |
χίλια |
ούνa ννίλε |
χίλιατα |
ννύ μίε |
1051 |
|
δύο χιλιάδες |
τάω ννίλη |
δβέ χίλιατι |
τιού μίε |
1052 |
|
και μετράς |
σσή νούμερη |
ή πρώησσ |
εδέ νουμιρών |
1053 |
|
όσον θέλεις |
κàτου βρέη |
κόλκου σάκασσ |
σά τατούασσ |
1054 |
|
έως τα μιλιούνια. |
πaν λά μιλιούνια. |
τούρη νά μιλιούν. |
γκίρ μπà μιλιούν. |
1055 |
|
Πλην σε ερωτώ |
Μα τέ ντρέπου |
Τόκκου τεόπιτβαμ |
Πώ τà πιούεσσ |
1056 |
|
που ήσουν |
ίου φούσση |
κάτε μπέσσε |
κού κιέ |
1057 |
|
που χάθηκες |
ίου κυρούσση |
κάτε ζάγηνα |
κού χούμπε |
1058 |
|
που κρύφθηκες |
ίου τεασκουμσέσση |
κάτε σεσκρύ |
κού ουμψέε |
1059 |
|
που σεργιάνησες; |
ίου τεπριημνάσση |
κάτε σεσσέτασσε |
κού ουμπαρίτε |
1060 |
Now come |
Τώρα ελάτε |
Τώρα βηνίτζη |
σέκα τώητιτε |
τανύ ιάκaννι |
1061 |
let us hold |
να κρατώμεν |
σετζàνιμου |
τà τέρζημε |
τà μπάημa |
1062 |
the rosary |
τα κομπολόγια |
όρλλε |
πρωηνίτζητε |
τaσπίτa |
1063 |
and kneel |
και να γονατίσωμεν |
σσή σεντζινουκλέρμου |
ή τά σέτιμε νά κολέντζη |
εδέ τaπaργκιούνεμι |
1064 |
to God, |
εις τον θεόν |
λά τουμνιτζàου |
νά κώσποτ |
ντà περaντίτ |
1065 |
and pray to him |
και να τον παρακαλούμεν |
σσή σελουπaλaκρασίμου |
ή τά κώ μόλημε |
εδέ τά λιούτεμι |
1066 |
that we may receive |
διά να πάρωμεν |
σέ λόμου |
ζά τά ζέμημε |
τà μάρμa |
1067 |
of him |
από αυτόν |
τέ λα νέσου |
οτ τώη |
γκά αή |
1068 |
the pardon |
την συγχώρησιν |
λλιρτaτζιούνια |
πρωστάαννετο |
τaντιέρατ |
1069 |
of our sins |
των αμαρτιών |
α αμαρτύελερ |
οτ κρεχόητε |
τaγκηνάχaβετ |
1070 |
and attain |
και να αποκτήσωμεν |
σσή σέ αμηντàμου |
ή τά στέτζημε |
εδέ τà φυτόημa |
1071 |
paradise. |
τον παράδεισον |
παράδεισλου |
παράδεισοτ ρράκωτ |
παραδείσνa |
1072 |
Amen. |
αμήν. |
ασσήτζε σέ χίπα. |
τάκα τά πίτητ. |
αστιού τaγιέτ. |