Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας. Τόμος δεύτερος (1905-1908)

 




 



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΘΟΞΟΟΥ

 

 

 

 

Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας

 

 

Β’

 

(1905 - 1908)

 

 

 

Πρόλογος

 

 

Ο πρώτος τόμος του «Ελληνικού Αντιμακεδονικού Αγώνα» κυκλοφόρησε το 1998.[1] Μεταφράστηκε στα μακεδόνικα το 2004[2] και στα αγγλικά το 2007.[3]

Στηριζόμενος τότε κυρίως σε ελληνικές πηγές (απομνημονεύματα πρωταγωνιστών και αρχεία), ξαναέγραψα την ιστορία της ελληνικής επίθεσης στη Μακεδονία, από τον Μάιο του 1903 μέχρι τον Μάρτιο του 1905, επιλέγοντας, από τα βασικά έργα της σχετικής ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, τα κεφάλαια και του δικού μου βιβλίου. Έτσι αφηγήθηκα, από μια άλλη σκοπιά «το Ίλιντεν», «τους δέκα κρητικούς μισθοφόρους», «την αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών», «τη σύλληψη του Κώτα», «τον Παύλο Μελά», «το γάμο στο Ζέλενιτς», «την είσοδο του Τσόντου Βάρδα» και «τη σφαγή στη Ζαγκορίτσανη».

Στο δεύτερο τόμο, ακολουθώ μια ημερολογιακή καταγραφή των ελληνικών πράξεων βίας, κατά ατόμων, ομάδων και κοινοτήτων στη Μακεδονία, από τον Μάρτιο του 1905 (ή το Νοέμβριο του 1904, για την Κεντρική Μακεδονία) έως την επανάσταση των Νεοτούρκων, τον Ιούλιο του 1908.

Ο Κάκκαβος, ο Βάρδας, ο Draganof και ο Rubin, που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στον πρώτο τόμο, υπήρξαν σημαντικά βοηθήματα, για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Για πρώτη φορά, αποδελτιώνονται οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής και αξιοποιούνται (αφού πρώτα διασταυρώνονται) όλες οι ειδήσεις της εποχής, που αφορούν ελληνικές πράξεις «εκδίκησης» ή «αντεκδίκησης» κατά προσώπων ή χωριών.

Εδώ δεν έχουμε, κατά κύριο λόγο, να κάνουμε με μια άλλη ανάγνωση ή μια διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων (επί τη βάσει κάποιων συμπληρωματικών πληροφοριών), αλλά με μια προσπάθεια συστηματικής καταγραφής, των εκατοντάδων ελληνικών επιθέσεων κατά αμάχων, που πραγματοποιήθηκαν εκείνα τα χρόνια στους μακεδονικούς καζάδες και απουσιάζουν από τα βιβλία της ιστορίας.

Συγκροτήθηκε έτσι μια «μαύρη βίβλος» της δράσης των ελλήνων «Μακεδονομάχων», τριπλάσια σε έκταση από τον πρώτο τόμο του «Αντιμακεδονικού Αγώνα».

Το έργο συμπληρώνεται, υπό μορφή υποσημειώσεων, με πληροφορίες για τη γλωσσική και θρησκευτική σύνθεση των 462 οικισμών που αναφέρονται στο κείμενο, καθώς επίσης για τις προσφυγικές μετακινήσεις που διαχρονικά συντελούνται σε αυτούς.

 

 

 

Η σφαγή των χτιστάδων από τα Κορέστια

 

Μετά τη σφαγή στη Ζαγορίτσανη ή Ζαγκορίτσανη[4] [Загоричани / Βασιλειάδα][5] της Καστοριάς, το μεγάλο ελληνικό ένοπλο σώμα, για να αποφύγει την καταδίωξη του οθωμανικού στρατού, διασπάται σε άλλα μικρότερα, τα οποία σκορπίζουν και λημεριάζουν στην ευρύτερη περιοχή.

Ο κρητικός υπολοχαγός Γιώργος Τσόντος (καπετάν Βάρδας) στήνει το επιτελείο του στο μεγάλο ρωμαίικο[6] χωριό Βογατσικό ή Μπογκάτσικο [Богацко][7] του καζά Καστοριάς (Костурска).

Ο κρητικός οπλαρχηγός Γιώργος Δικώνυμος (καπετάν Μακρής), με τους άντρες του, βρίσκει κατάλυμα νότια, στο χωριό Δριάνοβο ή Ντριάνοβο [Дрјаново / Δρυόβουνο][8] του καζά Ανασελίτσας ή Νασελίτσας [Населичка].

Κι ενώ η είδηση για τη Ζαγκορίτσανη κάνει τον πολιτισμένο κόσμο να παγώσει από την ελληνική θηριωδία, ο εμπνευστής της[9], μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ζητάει με επιστολή που στέλνει στο Βάρδα «και άλλο αίμα». Τον ειδοποιεί πως μια ομάδα χτιστάδων από τα χωριά των Κορεστίων [Корешта], που ετοιμάζεται να πάει να βρει δουλειά στη Θεσσαλία, θα περάσει από τα μέρη που εκείνος λημεριάζει. Χαρακτηρίζει τους οικοδόμους, «κομιτατζήδες»[10] και ζητάει από τον έλληνα αξιωματικό να τους πιάσει και να τους εκτελέσει.

Με τη σειρά του ο Βάρδας στέλνει γράμμα στον Μακρή, που είναι στο Ντριάνοβο, τον ενημερώνει για όσα γράφει ο Καραβαγγέλης και τον διατάζει να πάει αυτός να βρει τους χτιστάδες και να τους «αποκεφαλίσει».

Ο Μακρής, μόλις νυχτώνει, παίρνει τους είκοσι άντρες του και κατευθύνεται νοτιοανατολικά. Περνάει έξω από τη Σέλιτσα [Селица / Εράτυρα][11] και μετά ανεβαίνει στο Κοντσικό ή Κόνσκο [Конско / Γαλατινή].[12] Εκεί βρίσκει το δάσκαλο του χωριού, που του δείχνει πού πρέπει να στήσει καρτέρι για να τους πιάσει. Η ενέδρα στήνεται το πρωί της 1 / 14ης Απριλίου.[13]

Ο Μακρής πιάνει έντεκα Μακεδόνες, δέκα από τη Ζουπάνιστα [Жупаништа / Άνω Λεύκη][14] και έναν από το Γκάμπρεσι ή Γκάμπρες [Габреш / Γάβρος][15] της Καστοριάς, μαζί με τα πέντε άλογα που έχουν αυτοί μαζί τους.

Το απόγευμα, ένας από τους δεμένους αιχμαλώτους λύνεται και καταφέρνει να φτάσει κυνηγημένος στο Κόνσκο. Εκεί βρίσκει έναν τούρκο δραγάτη (αγροφύλακα) από τη Σιάτιστα [Шатиста],[16] που περνάει τυχαία από κει και ζητάει την προστασία του. Ο Μακρής φτάνει ύστερα από λίγο. Παίρνει με το ζόρι το φυγάδα από το δραγάτη. Του δίνει μάλιστα και γράμμα προς την οθωμανική διοίκηση στη Σιάτιστα, με το οποίο και αναλαμβάνει την ευθύνη για την πράξη. Στη συνέχεια επιστρέφει στους άλλους αιχμαλώτους, που τους ανακρίνει, με βασανιστήρια.

Δυο αδέλφια από τη Ζουπάνιστα, ο Ναούμ και ο Λάζος Αποστολίδης (όπως είναι το εξελληνισμένο του επώνυμο) παρακαλάνε για τη ζωή τους, λέγοντας πως ο ένας είναι γαμπρός του Δημήτρης Νταλίπη (οπλαρχηγού της ελληνικής οργάνωσης) και οι δύο δε είναι γνωστοί του δεσπότη Καστοριάς. Το βράδυ ο Μακρής οδηγεί τους Μακεδόνες, εκτός από τους δύο προαναφερόμενους που τους κρατάει για περαιτέρω εξακρίβωση, σε μια ρεματιά για να τους ξεπαστρέψει. Μέσα στο σκοτάδι, ένας κατορθώνει να ξεφύγει. Οι Έλληνες σκοτώνουν στη ρεματιά επτά κι αφήνουν, νομίζοντας πως είναι σκοτωμένος, έναν βαριά τραυματισμένο (εκείνον από το Γκάμπρες).

Ο Μακρής γράφει πως τους τουφέκισαν.[17] Ο Θύμιος Καούδης λέει πως τους λήστεψαν και ύστερα τους έσφαξαν. Σφάζοντας μάλιστα έναν, έσπασε το σπαθί του Μακρή, σπαθί που του το είχε χαρίσει στην Αθήνα ο έλληνας αξιωματικός Γιώργος Κολοκοτρώνης.[18]

Το πρωί ο Μακρής επιστρέφει με τους άντρες του και τους δυο αιχμαλώτους στο Ντριάνοβο. Ο Μακρής πηγαίνει μετά στη μονή Σισανίου, όπου συναντάει τον Βάρδα και τον ενημερώνει για τη σφαγή και για τους δυο, από τη Ζουπάνιστα, που κρατάει. Στη συνέχεια επικοινωνούν με τον Καραβαγγέλη, ο οποίος τους λέει να αφήσουν τους αδελφούς Αποστολίδη, γιατί «είναι δικοί μας». Τελικά ο Μακρής τους αφήνει ελεύθερους, αφού όμως πρώτα τους «ελευθερώνει» και από τις είκοσι λίρες που έχουν επάνω τους.[19]

Στις 11 Απριλίου η εφημερίδα «Εμπρός»[20], με τη γνωστή καθυστέρηση της εποχής όσον αφορά τις ειδήσεις, «ενημερώνει» τους αναγνώστες της, πως κοντά στο χωριό «Κοντσικό» έγινε συμπλοκή ανάμεσα στο σώμα του Μακρή και μιας «βουλγάρικης συμμορίας».[21] Κατά τη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν δύο Έλληνες και τραυματίστηκαν τέσσερις. Η «συμμορία» κατά το «Εμπρός» είχε επτά νεκρούς, ενώ πιάστηκαν και τέσσερις αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή.

Για σύγκρουση με κομίτες, έγραψαν και οι άλλες εφημερίδες.[22] Τα ψέματα[23] του ελληνικού τύπου διαψεύσθηκαν όμως, λίγους μήνες αργότερα από μια ελληνική εφημερίδα, το «Νέον Άστυ», όταν αναδημοσίευσε μεταφρασμένα, προφανώς για λόγους δημοσιογραφικού ανταγωνισμού, ορισμένα επίσημα έγγραφα βρετανών διπλωματών, από την επίσημη αγγλική εκδοτική σειρά που ήταν τότε γνωστή και ως Blue Books Κυανή Βίβλος στα ελληνικά).

Στις 28 Νοεμβρίου 1905 λοιπόν, το «Νέον Άστυ» δημοσιεύει ένα έγγραφο του πρόξενου της Βρετανίας στο Μοναστήρι McGregor, με ημερομηνία 13 / 26 Απριλίου 1905, προς τους ανωτέρους του, όπου αποκαλύπτει τι έγινε στο Κόνσκο. Εδώ οι έντεκα από τα Κορέστια, χαρακτηρίζονται άοπλη ομάδα χτιστάδων που πήγαινε να δουλέψει στη Λάρισα, και περιγράφεται η σύλληψη, ο βασανισμός τους, ο φόνος των επτά και η τύχη των άλλων. Καταλήγει μάλιστα λέγοντας πως ο αρχηγός των Ελλήνων, δηλαδή ο Μακρής, «φορούσε ελληνική στρατιωτική στολή και τα χαρακτηριστικά του τα περιέγραψε με λεπτομέρειες αυτός που κατόρθωσε να διαφύγει».

 

 

Ο φόνος των παιδιών στο Λάγκενι

 

Τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου της 16 / 29ης Απριλίου 1905, ο Μακρής που έχει καταλύσει στο χωριό Λέχοβο [Лехово][24] της Καστοριάς, μαθαίνει τη σύλληψη, από τον αυτοκρατορικό στρατό, στο εκεί πλησίον χωριό Μπελκαμένη [Бел Камен / Δροσοπηγή][25] της Φλώρινας [Леринска], του υπολοχαγού Νικόστρατου Καλομενόπουλου (καπετάν Νίδα) και 45 ανδρών του. Αμέσως ξεκινά με την ομάδα του και πάει στο λημέρι του σώματος Νίδα, που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Βίτσι [Вичо]. Εδώ βρίσκει πληγωμένο στο πόδι τον υπαρχηγό του σώματος ανθυπολοχαγό Χρήστο Τσολακόπουλο (καπετάν Ρέμπελο) με 70 άντρες. Μαθαίνει πως ο αρχηγός Νίδας και 47 άντρες, παραδόθηκαν στο στρατό, που τους κύκλωσε στη Μπελκαμένη, πριν από λίγες ώρες. Ο Ρέμπελος αρνήθηκε να παραδοθεί, άνοιξε πυρ και διέφυγε με τους υπόλοιπους, διασπώντας την πολιορκία. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν οκτώ νεκροί.[26]

Ο Μακρής έμεινε για λίγες μέρες σε εκείνο το λημέρι, που το ονόμαζαν του «Μαμπινού τα Ταμπούρια».[27] Την Τρίτη 19 Απριλίου / 2  Μαΐου μερικοί άντρες φεύγουν από το λημέρι και πάνε να αρπάξουνε πρόβατα για να τα σουβλίσουν, από ένα μαντρί που υπήρχε εκεί κοντά,[28] πάνω από το χωριό Λάγκενι ή Λάγκινο [Лагени или Лагино / Τριανταφυλλιά].[29] Μετά από κάμποση ώρα αυτοί επιστρέφουν, λέγοντας πως δεν τα κατάφεραν, γιατί τους πυροβόλησαν από το μαντρί. Τότε αποφασίζουν να επιτεθούν όλοι μαζί στους τσοπάνηδες, εκτός από τον πληγωμένο Ρέμπελο και δυο άντρες που θα έμεναν πίσω για να τον φυλάνε.[30] Αρχηγός της επίθεσης ορίζεται ο οπλαρχηγός Χρήστος Τσίτουρας (καπετάν Ντούρας). Ο Μακρής συμμετέχει στην επίθεση.

Βλέποντας να έρχονται εναντίον τους εξήντα ένοπλοι Έλληνες με στολές τσολιάδων, οι άνθρωποι από τη στάνη κατεβαίνουν τρέχοντας στο χωριό Λάγκενι. Οι επιτιθέμενοι ακροβολίζονται στην πλαγιά του βουνού πάνω από το χωριό και ανοίγουν πυρ προς αυτό. Οι μακεδόνες χωρικοί κλείνονται τρομαγμένοι στα σπίτια τους για να σωθούν. Τα πυρά κρατάνε για δυο ώρες, έως ότου καταφθάνει ένα απόσπασμα τριάντα στρατιωτών. Το απόσπασμα αυτό έχει ακούσει τους πυροβολισμούς κι έρχεται από το γειτονικό χωριό Νέρετ ή Νέρεντ [Нерет или Неред / Πολυπόταμο],[31] όπου έχει βρει και είχε σκοτώσει, πριν από λίγες ώρες, δυο καταζητούμενους επαναστάτες αυτονομιστές. Μόλις πλησιάζει ο στρατός, το ελληνικό σώμα υποχωρεί και χάνεται ψηλά στο βουνό. Ο στρατός, βλέποντας πως οι ένοπλοι είναι Έλληνες, τους αφήνει να φύγουν ανενόχλητοι.

Μέσα στο Λάγκενι, στο χώρο γύρω από τη βρύση του χωριού, κείτονται σκοτωμένα τέσσερα άτομα που δεν πρόλαβαν να κρυφτούν: ο σαρανταεπτάχρονος Χρίστο Μπογίνοφ, ο δεκαοκτάχρονος Ιβάν Ντένοφ, η οκτάχρονη Κατερίνα Πέτκοβα και ο δωδεκάχρονος Τρίνκο Χρίστοφ. Δίπλα τους σφαδάζουν σοβαρά πληγωμένοι, η οκτάχρονη Μίτρα Χρίστοβα (κόρη του πρώτου νεκρού) και ο δεκατριάχρονος Τάνας Μίτρεφ.[32]

Στη σχετική αναφορά του, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1905 (νέα ημερομηνία), προς τον προϊστάμενό του, βρετανό πρεσβευτή στην οθωμανική πρωτεύουσα, ο πρόξενος McGregor, αφού περιγράφει την ελληνική επίθεση στο Λάγκενι καταλήγει:

«Την επόμενη μέρα ο λοχαγός Gastoldi που πήγε στο Λάγκενι, πήρε το πληγωμένο κορίτσι και το έστειλε στο Μοναστήρι για θεραπεία του ποδιού του. Πριν το λοχαγό είχε επισκεφτεί το χωριό ο καϊμακάμης και ο Καντρί Μπέης, διοικητής της χωροφυλακής στη Φλώρινα, οι οποίοι έφυγαν από το χωριό χωρίς να πάρουν κανένα μέτρο για τη θεραπεία των πληγωμένων. Απεναντίας, σύμφωνα με τους χωρικούς, υποχρέωσαν τον πρόκριτο του χωριού να υπογράψει ένα έγγραφο, που έλεγε ότι ο στρατός είχε δώσει μάχη με το ελληνικό σώμα. Ο λοχαγός Gastoldi με πληροφορεί ότι ο Καντρί Μπέης, εκτός του ότι είναι ανάξιος άνθρωπος, διατελεί καθ’ ολοκληρία υπό την επιρροή του έλληνα μητροπολίτη της Φλώρινας».[33]

Το αίμα των αθώων χωρικών και κυρίως το αίμα των μικρών παιδιών, οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής θα προσπαθήσουν να το ξεπλύνουν[34] με νέα ψέματα, μέσα στα πλαίσια του «δημοσιογραφικού πολέμου».[35] Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι έλληνες ιστορικοί.[36]

Ο Ι. Ηλιάδης (αντάρτης του Ρέμπελου) που πήρε μέρος στην επίθεση, μιλάει γι’ αυτήν στην εφημερίδα «Σκριπ», λίγες μέρες μετά, λέει πως οι Έλληνες σκότωσαν στο Λάγκενι δεκαεπτά κομίτες.[37] Ο Μακρής τέλος, στα απομνημονεύματά του, λέει πως «κυνηγήσαμε και σκοτώσαμε έξι» μέλη μιας δεκαπενταμελούς συμμορίας.[38]

 

 

 

Η εκτέλεση του οπλαρχηγού Μαργαρίτη

 

Ο οπλαρχηγός Αριστείδης Μαργαρίτης, καταγόμενος από την πόλη Καστοριά [Костур, Касторија],[39] χαρακτηρίζεται σε επιστολή του Παύλου Μελά, προς τον πατέρα του Μιχάλη Μελά, γραμμένη στις 14 Μαρτίου 1897, ως «λαμπρός άνδρας », «αληθινός λεβέντης» που «θα κάνει θαύματα» στη Μακεδονία.[40]

Ένα χρόνο αργότερα ο Μαργαρίτης φαίνεται πως έκανε ένα από τα πρώτα του «θαύματα»: την απαγωγή ενός εμπόρου από την Κλεισούρα, για λύτρα. Οι οθωμανικές αρχές ωστόσο τον ανακαλύπτουν κι έτσι αναγκάζεται να φύγει κυνηγημένος στην Ελλάδα.[41]

Ένα επόμενο «θαύμα» του, είναι η επίθεση που πραγματοποιεί, μαζί οκτώ μισθοφόρους του (που αμείβονται ο καθένας με 2 ½ εικοσόφραγκα το μήνα), εναντίον του μακεδονικού χωριού Τσιρίλοβο ή Τσουρίλοβο [Чурилово / Άγιος Νικόλαος],[42] στις 20 Δεκεμβρίου 1904[43]. Ο οπλαρχηγός Μιχάλης Τσόντος λέει πως τότε ο Μαργαρίτης σκότωσε[44] πέντε κατοίκους του χωριού και έκαψε ένα σπίτι.[45]

Μετά την επίθεση στη Ζαγκορίτσανη, ο Μαργαρίτης με τους άντρες του λημεριάζει στα Καστανοχώρια [Костенарија] και τρομοκρατεί τα χωριά της περιοχής. Στα τέλη Μαρτίου 1905 η δεκαπενταμελής ομάδα του εισβάλλει στο χωριό Έζερετς [Езерец / Πετροπουλάκι].[46] Εκεί πλιατσικολογούν, καίνε σπίτια, βασανίζουν τους χωρικούς και στραγγαλίζουν τους: Βάνγκελ Τόμοφ, Στάβρε Στάβροβσκι, Πέτρε Νικόλοβσκι, Στέργιο Φότεβσκι, Νίκολα Κάρερα, Στέργιο Λιότσο και Λάζο Λιότσο.

Ο Μιχάλης Τσόντος γράφει σχετικά με τους νεκρούς, πως ο Μαργαρίτης αιχμαλώτισε στο Έζερετς επτά, τους οποίους πήρε μαζί του στο βουνό. Από αυτούς ένας τους ξέφυγε, τους άλλους όμως τους τουφέκισε.[47]

Το «Εμπρός», σε κύριο άρθρο το, θα γράψει αργότερα πως ο Μαργαρίτης σκότωσε στο Έζερετς με σκοπό «να αποσπάσει χρήματα».[48] Ο Καούδης υπογραμμίζει την τάση για λαφυραγωγία της συμμορίας του Μαργαρίτη, λέγοντας πως αυτοί «σε όποιο σπίτι έμπαιναν ζητούσαν παράδες, λίρες».[49]

Ο υπολοχαγός Στέφανος Δούκας (καπετάν Μάλλιος) χαρακτηρίζει τα όσα έγιναν στο Έζερετς «αισχρή πράξη».[50]

Ας σημειωθεί, πως πριν από την εισβολή στο Έζερετς, έχει προηγηθεί επίθεση της ομάδας Μαργαρίτη στα μακεδόνικα χωριά Λουβράδες ή Ολόβραντε [Оловраде / Σκιερό][51] και Οσνίτσανη [Осничани) / Καστανόφυτο].[52] Στο πρώτο χωριό σκότωσαν δυο κατοίκους και έκαψαν τέσσερα σπίτια. Νεκρούς πάντως φαίνεται πως άφησαν φεύγοντας και στο δεύτερο χωριό.[53]

Στις 31 Μαρτίου 1905 ο καπετάν Φιλώτας γράφει, στο ημερολόγιό του,[54] πως μεταξύ των ανδρών των ενόπλων σωμάτων διαδίδεται ότι η ομάδα του Μαργαρίτη πλιατσικολόγησε και βίασε στα ρωμαίικα χωριά Λάνγκα [Лјанга, Л’ка][55] της Καστοριάς και Ζάντσικο [Занцико / Ζώνη][56] της Ανασελίτσας.

Ο Κώστας Κλειδής λέει ακόμα πως ο Μαργαρίτης έκλεψε επίσης στο ρωμαίικο χωριό Λόσνιτσα [Лошница / Γέρμας].[57] Για τη συμπεριφορά του δε στο Λέχοβο, αποκαλύπτει ότι οι κάτοικοι του χωριού ειδοποίησαν τους έλληνες καπεταναίους, να μη ξαναμπεί ο Μαργαρίτης στα σπίτια τους, γιατί «θα πιάσουν τα ντουφέκια». Αλλά το χειρότερο για την ελληνική ηγεσία, από όσα έκανε ο Μαργαρίτης και οι δικοί του, είναι ότι αυτοί εγκαταλείπουν τη θέση τους σε μάχη στη Λόσνιτσα με στρατιωτικό απόσπασμα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις και να αιχμαλωτισθούν οι υπόλοιποι από την ομάδα του οπλαρχηγού Βαγγέλη Φραγκιαδάκη (Γαλλιανού).[58]

Ο δεσπότης Καστοριάς Καραβαγγέλης δέχεται τις οργισμένες διαμαρτυρίες των ρωμιών χωρικών για τις αθλιότητες του Μαργαρίτη και αυτός ζητάει από τον Βάρδα, να περάσει τον Μαργαρίτη από ανταρτοδικείο και να τον εκτελέσει[59] για παραδειγματισμό, κατηγορώντας τον για ληστείες και βιασμούς στα γύρω χωριά, καθώς «αφαίρεσε από τους χωρικούς χιλιάδες λίρες και με τη βία ατίμασε γυναίκες και νεανίδες».[60]

Το συμβούλιο των ελλήνων αρχηγών, με τη συμμετοχή του Βάρδα και του Μάλλιου, αποφασίζει την εκτέλεση του Μαργαρίτη. Την απόφαση εκτελεί ο Παπα-Δράκος Χρυσομαλλίδης, ο «ανισόρροπος ιερέας»[61], ο πρωταγωνιστής και στο φόνο του αυτονομιστή Κονστάντοφ[62] το Δεκέμβριο του 1904 στο χωριό Λιμπίσεβο ή Λιμπίσοβο [Либишево / Άγιος Ηλίας].[63] Ο Παπα-Δράκος λοιπόν φυτεύει με το όπλο του, μια σφαίρα από πίσω, στο κεφάλι του Μαργαρίτη.[64] Ο παπάς θέλει στη συνέχεια να σκοτώσει και τους άντρες του οπλαρχηγού, αλλά αυτοί γλυτώνουν με την επέμβαση των άλλων ανταρτών.[65]

 

 

Από την εκκλησία στο απόσπασμα

 

Ο πρώτος τόμος του «Ελληνικού Αντιμακεδονικού Αγώνα» και οι πρώτες σελίδες αυτού του έργου, αναφέρθηκαν μέχρι τώρα σε γεγονότα που διαδραματιστήκαν στη Δυτική Μακεδονία. Η κύρια επίθεση των ελληνικών ενόπλων σωμάτων στράφηκε δυτικά, καθώς η πρόσβαση εκεί, από την Ελλάδα, μέσω των χερσαίων συνόρων, καθώς επίσης και η αντίστροφη πορεία διαφυγής τους σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου, ήταν πιο εύκολη.

Από τα τέλη του 1904, η ελληνική οργάνωση άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά στην Κεντρική Μακεδονία. Κέντρο των επιχειρήσεων στην περιοχή ήταν το προξενείο Θεσσαλονίκης και ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς. Εδώ οργανώθηκαν μισθοφορικές ομάδες από γηγενείς, μεταφέρθηκαν όμως, με πλοία, από το ελληνικό Βασίλειο και μεγαλύτερα σώματα, τα οποία αποβιβάστηκαν στις δυτικές ακτές του Θερμαϊκού κόλπου και ύστερα κατευθύνθηκαν βόρεια, στη μακεδονική ενδοχώρα.

Ο Κάκκαβος[66] καταγράφει ως πρώτες επιθέσεις στην Κεντρική Μακεδονία, αυτές του ενόπλου σώματος του κρητικού οπλαρχηγού Μανώλη Κατσίγαρη. Στις 26 Νοεμβρίου 1904 οι άντρες του Κατσίγαρη μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Τέοβο [Теово / Καρυδιά][67] του καζά Βοδενών [Воденска] και φεύγουν παίρνοντας μαζί τους αιχμαλώτους τέσσερις κατοίκους του χωριού. Κατευθύνονται βόρεια και στον δρόμο σκοτώνουν τους τρεις, αφήνοντας τον τέταρτο βαριά τραυματισμένο. Την άλλη μέρα, συναντούν έξω από το χωριό Σαρακίνοβο [Саракиново / Σαρακινοί][68] μια ομάδα χωρικών. Υποτίθεται ότι εκεί δίνουν «μάχη» με τους αγρότες και ύστερα συνεχίζουν την προς βορρά πορεία τους (χωρίς απώλειες, δίχως ούτε έναν τραυματισμό). Ο Καϊμακάμης που θα επισκεφθεί τον τόπο την επομένη, θα μετρήσει τα θύματα: οκτώ πτώματα και έξι βαριά τραυματισμένους Μακεδόνες.

Στην επίθεση στο Τέοβο αναφέρεται και η εφημερίδα «Χρόνος»: «Η “Πολιτική Ανταπόκριση” πληροφορείται από την Κωνσταντινούπολη, ότι ελληνική συμμορία τριάντα πέντε αντρών, πήγε στο χωριό Τέχοβο των Βοδενών, όπου καταδίκασε σε θάνατο τέσσερις χωρικούς. Η απόφαση αυτή εκτελέστηκε με τουφεκισμό των χωρικών, σε ένα γειτονικό δάσος. Ένας από τους καταδικασμένους, τραυματίστηκε μόνο βαριά και κατόρθωσε να πάει μετά από λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη και να καταγγείλει το γεγονός».[69]

Στα τέλη του 1904 ο Κατσίγαρης θα επιτεθεί και στο χωριό Μπάοβο [Баово / Πρόμαχοι][70] των Βοδενών, όπου θα σκοτώσει άλλα οκτώ άτομα.[71]

Αναφερόμενος στην αγριότητα της ομάδας του Κατσίγαρη, ο Κλειδής γράφει πως, κάποιος από τους άνδρες του, έσερνε από το πόδι έναν μακεδόνα αιχμάλωτο, για να «τον πάει στην Κρήτη, να τον δουν και να τον βάλει να του σκάβει το αμπέλι».[72]

Τέλος, σε σχέση με τις πρώτες ελληνικές επιθέσεις στην Κεντρική Μακεδονία, η «Φιλιππούπολις» αναδημοσιεύει (από εφημερίδα της Σόφιας) την είδηση πως στις 7 Νοεμβρίου 1904, μια ελληνική συμμορία σκότωσε δύο εξαρχικούς που πήγαιναν στη Στρούμιτσα [Струмица][73] και έναν άλλο τον πλήγωσε στο χέρι.[74]

 

Πρωί Τρίτης, 4ης Ιανουαρίου 1905, η μικρή εκκλησία του χωριού Μάρβιντσι [Марвинци][75] της Δοϊράνης είναι γεμάτη με χωρικούς που παρακολουθούν τη λειτουργία[76] στην εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα.[77] Ξαφνικά περικυκλώνουν τον ναό και εισβάλουν μέσα διακόπτοντας τη λειτουργία, ένοπλοι άντρες ενός ελληνικού μισθοφορικού[78] σώματος, δύναμης 32 μελών (είκοσι μουσουλμάνων[79] και δώδεκα χριστιανών) που δρα στην περιοχή.

Την ίδια στιγμή, άλλοι ένοπλοι γυρίζουν στα σπίτια του χωριού και κάνουν πλιάτσικο. Τρομοκρατούν και δέρνουν τους χωρικούς, ως συνεργάτες των αυτονομιστών. Ο αρχηγός του σώματος βιάζει τη Βέλικα Χρίστοβα, μια νιόπαντρη γυναίκα. Όταν τελειώνουν το έργο τους, φεύγουν ανατολικά, στον δρόμο προς το τούρκικο χωριό Κάζαντολ [Казандол],[80] παίρνοντας μαζί τους 26 αιχμαλώτους, από τους πιο εύπορους κατοίκους του χωριού.

Ένα τέταρτο της ώρας δρόμο με τα πόδια, σταματούν και προσπαθούν να βάλουν τους αιχμαλώτους στη σειρά, με προφανή σκοπό να τους εκτελέσουν με τουφεκισμό. Οι Μακεδόνες αντιστέκονται. Κάποιοι τρέχουν για να σωθούν. Τα μέλη του σώματος ανοίγουν πυρ και ακολουθεί μακελιό.

Έντεκα καταφέρνουν να ξεφύγουν τρέχοντας. Δέκα σκοτώνονται επί τόπου. Πέντε τραυματίζονται σοβαρά και από αυτούς, τρεις θα πεθάνουν από τις λαβωματιές τις επόμενες μέρες.[81]

Μισή ώρα μετά την αναχώρηση του σώματος από το χωριό, φτάνει εκεί ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Ο υπολοχαγός που ηγείται του αποσπάσματος, αντί να καταδιώξει τη συμμορία, απλώς καταγράφει το γεγονός και στη συνέχεια αποχωρεί με τους άντρες του.

Την επομένη φτάνει στο Μάρβιντσι ο καϊμακάμης της Δοϊράνης [Стар Дојран],[82] μαζί με ένοπλη συνοδεία. Κατά τις ανακρίσεις που διεξάγονται, οι κάτοικοι του χωριού καταγγέλλουν πως μεταξύ αυτών που τους επιτέθηκαν, ήταν και δυο άτομα που είχαν συλληφθεί ως συμμορίτες, αλλά απελευθερώθηκαν πρόσφατα από τις αρχές.[83] Αυτοί ήταν οι Άντον Ντίμτσεφ από το γειτονικό χωριό Γκέρτσιστε [Грчиште][84] και ο Μίλε Σάνα από τη Μπογδάντσα ή Μπόγκνταντσι [Богданци].[85] Ο δεύτερος μάλιστα χρησιμοποιούσε το εξελληνισμένο όνομα Μιχάλης Σιωνίδης.

Ο υπολοχαγός που συνόδευε τον καϊμακάμη, προσπαθεί να αποτρέψει τους χωρικούς, να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη και να εξιστορήσουν τα δεινά τους.[86] Η προσπάθειά του όμως αποτυγχάνει.[87]

Λίγες μέρες μετά τις εκτελέσεις των Μακεδόνων, ο Λάμπρος Κορομηλάς ανακοινώνει στην κυβέρνησή του, ότι μετα τον «τουφεκισμό των 26 συλληφθέντων, από την ελληνική συμμορία» τα πράγματα φαίνονται να βελτιώνονται για τα ελληνικά συμφέροντα.[88]

Ας σημειωθεί, πως το ίδιο ελληνικό σώμα που επιτέθηκε στο χωριό Μάρβιντσι, είχε μπει λίγα εικοσιτετράωρα πριν,[89] στο χωριό Ζορμπάτοβο [Зорбатово / Μικρό Μοναστήρι][90] της Θεσσαλονίκης και είχε σκοτώσει έναν πρόκριτο και τον εξαρχικό παπά.[91]

 

Οι ψαράδες των Γιανιτσών

 

Η (αποξηραμένη σήμερα) λίμνη των Γιαννιτσών, ή πιο σωστά ο τεράστιος βάλτος που βρισκόταν νότια από την πόλη Γιανιτσά [Ениџе Вардар или Пазар / Γιαννιτσά],[92] αποτελούσε τα χρόνια μετά το Ίλιντεν, καταφύγιο των κυνηγημένων, από τον στρατό, αυτονομιστικών τσετών.

Η αρχή έγινε, όταν το καλοκαίρι του 1903 μια τσέτα κυνηγημένη από το οθωμανικό ιππικό, δανείστηκε από τους ψαράδες τις λίμνης τις χωρίς καρίνα μονόξυλες βάρκες τους (τις λεγόμενες πλάβες) για να κρυφτεί μέσα στις πυκνές καλαμιές και τα βούρλα. Το ίδιο το μέρος έδωσε στους αυτονομιστές την ιδέα ότι η λίμνη μπορούσε να γίνει ένα θαυμάσιο καταφύγιο γι’ αυτούς.[93]

Μέσα στη λίμνη υπήρχαν πλωτές ξύλινες καλύβες που χρησιμοποιούσαν ήδη οι ψαράδες. Βάζοντας τσουβάλια με άμμο, περιμετρικά στο πάτωμα σε κάποιες από τις καλύβες, οι επαναστάτες τις μετέτρεψαν σε μικρά οχυρά, αόρατα, λόγω της πυκνής βλάστησης, από τα μάτια των εχθρών.[94]

Η λίμνη αποτελούσε ταυτόχρονα και γλωσσικό σύνορο. Στα χωριά που βρίσκονταν ανατολικά, βόρεια και δυτικά αυτής, η μακεδονική ήταν η επικρατούσα γλώσσα, ενώ υπήρχαν και χωριά όπου κατοικούσαν Τούρκοι και Τσιγγάνοι, μόνοι τους ή μαζί με Μακεδόνες. Νότια της λίμνης, στον τόπο που είναι γνωστός και ως Ρουμλούκι (Urumluk), οι κάτοικοι μιλούσαν ρωμαίικα.

Η ελληνική οργάνωση θεώρησε εξαρχής πως το Ρουμλούκι μπορούσε να γίνει κέντρο εξόρμησης των ελληνικών ένοπλων ομάδων, στις επιθέσεις τους, τόσο κατά των αυτονομιστών που βρίσκονταν μέσα στη λίμνη, όσο και εναντίον των γειτονικών μακεδονικών χωριών.

Την Κυριακή 20 Φεβρουάριου 1905, σύμφωνα με την αφήγηση του Λάμπρου Κορομηλά,[95] το δεκαεξαμελές ελληνικό σώμα που εδρεύει στο Ρουμλούκι, πραγματοποιεί επίθεση στην βορειοανατολική πλευρά της λίμνης, κοντά στο χωριό Τσέκρι ή Κιρκάλοβο [Чекри или Киркалово / Παραλίμνη][96]. Οι Έλληνες, με δώδεκα πλάβες και ισάριθμους πλαβιτζήδες (βαρκάρηδες), πλέουν και φτάνουν στην «καλύβα του Παύλου», την καλύβα ενός μακεδόνα ψαρά, που βρίσκεται εκεί για ψάρεμα μαζί με άλλους οκτώ μακεδόνες ψαράδες. Οι ένοπλοι της ελληνικής ομάδας τους συλλαμβάνουν όλους και τους ζητούν να τους οδηγήσουν σε μια καλύβα στη λίμνη, όπου υπάρχουν αυτονομιστές. Οι ψαράδες αρνούνται και τότε οι Έλληνες αρχίζουν να τους εκτελούν τον έναν, μετά τον άλλο. Μετά την τρίτη εκτέλεση ένας «λιποψυχεί» και δέχεται να τους οδηγήσει.

Οι ένοπλοι, με τους πέντε αιχμαλώτους ψαράδες, πλέουν για την «καλύβα του Μποζίνου». Μόλις πλησιάζουν εκεί, βάζουν έναν ψαρά, που τον ήξεραν, να τους μιλήσει από απόσταση. Από την καλύβα φεύγουν δυο πλάβες με πέντε άτομα, να τους συναντήσουν. Οι Έλληνες ανοίγουν πυρ εναντίον τους και αφού τους σκοτώνουν, στη συνέχεια σημαδεύουν όποιον υπάρχει πάνω στην καλύβα. Οι Μακεδόνες ανταπαντούν στα πυρά και οι επιτιθέμενοι φεύγουν έχοντας έναν νεκρό πλαβιτζή. Κατά την επιστροφή, σκοτώνουν τους δεμένους ψαράδες, που έχουν μαζί τους.

Ο έλληνας πρόξενος σημειώνει πως οι απώλειες του εχθρού[97] ήταν οι δεκατέσσερις στην καλύβα και οι εννιά αιχμάλωτοι ψαράδες, σύνολο είκοσι τρεις νεκροί. Ο Χιλμή Πασάς δηλώνει αργότερα πως όλοι «οι φονευθέντες ήταν απλοί ψαράδες» και «κατακρίνει σφόδρα τους Έλληνες».[98]

 

Η μαρτυρία του Αλέξανδρου Ξανθόπουλου

 

Ο Αλέξανδρος Ξανθόπουλος, που στο παρελθόν είχε δουλέψει για οκτώ χρόνια ως μηχανοδηγός στο σιδηρόδρομο Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης, είναι ένας οπλαρχηγός της ελληνικής οργάνωσης, επικεφαλής δέκα ανδρών, που δρα στην περιοχή του Κιλκίς.

Το Μάιο του 1905, συντάσσει μια έκθεση[99] για την ένοπλη δραστηριότητα των ελληνικών ομάδων, κατά το προηγούμενο διάστημα, στους καζάδες Θεσσαλονίκης [Солунска], Κιλκίς [Кукушка], Δοϊράνης [Дојранска] και Γιανιτσών [Енидже Вардарска].

Ο Ξανθόπουλος γράφει στην έκθεση, πως υπάρχουν εδώ οι εξής πολιτοφυλακές:

Στο τμήμα Θεσσαλονίκης. Μία στο χωριό Βάλτσα ή Μπάλτσα [Балџа / Μελισσοχώρι],[100] με αρχηγό τον Πασχάλη. Έχει ένα μάλινχερ, δεκατέσσερα όπλα γκρα και ισάριθμα περίστροφα. Δεύτερη στη Δρεμιγκλάβα ή Ντρεμίγκλαβα [Дремиглава / Δρυμός],[101] με αρχηγό τον Αντώνη. Διαθέτει ένα μάλινχερ, δεκατρία όπλα γκρα και ισάριθμα περίστροφα. Τρίτη στη Νιοχωρούδα ή Νιοχώρι [Неохор / Νεοχώρι][102] με τρία όπλα γκρα. Τέταρτη στο Γκράντομπορ [Градобор / Πεντάλοφος],[103] ένα μικτό χωριό πατριαρχικών και εξαρχικών Μακεδόνων, όπου η οργάνωση έχει οκτώ περίστροφα.

Στο τμήμα της Δοϊράνης, μία πολιτοφυλακή στη Μπογδάντσα. Εδώ αρχηγός είναι ο Μιχάλης (Σιωνίδης) που έχει στη διάθεσή του ένα μάλινχερ, επτά όπλα γκρα και ισάριθμα περίστροφα.

Και τέλος μία πολιτοφυλακή στο τμήμα των Γιανιτσών, με δέκα όπλα γκρα και άλλα τόσα περίστροφα.

Εκτός από τις προαναφερόμενες πολιτοφυλακές, σε αυτό το γεωγραφικό διαμέρισμα δρούσαν τρεις ένοπλες ομάδες. Μία στην περιφέρεια Γιανιτσών, υπό την ηγεσία του καπετάν Γεωργάκη (Γιώργος Πέτρου). Δεύτερη στην περιφέρεια Δοϊράνης, με οπλαρχηγό τον Ζήρια (Γιάννη Σακελαρόπουλο) και τρίτη στην περιφέρεια Κιλκίς, με οπλαρχηγό, αρχικά τον Τζώρτζη (ανιψιό του τσιφλικά της περιοχής Γιώργου Χαρίση) και στη συνέχεια τον συντάκτη της έκθεσης, Αλέξανδρο Ξανθόπουλο.

Αυτές οι πολιτοφυλακές και τα σώματα απαιτούν συνεχώς «μεγάλες υλικές θυσίες», δηλαδή άφθονο χρήμα για να πληρώνονται τα μέλη που τις αποτελούν, χρήμα το οποίο παρέχει το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά τη δράση τους, οι πολιτοφυλακές της Μπάλτσας και της Δρεμιγκλάβας, βρίσκονται σε «ασυμφωνία» μεταξύ τους. Συνεργάζονται μόνο μια φορά για να σκοτώσουν έναν εξαρχικό στη Νιοχωρούδα. Η επταμελής πολιτοφυλακή της Μπογδάντσας, παραδίνεται μαζί με τον αρχηγό της, όταν συναντάει τυχαία ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Τα μέλη της ωστόσο αποφυλακίζονται μετά δυο μήνες.[104]

Το σώμα του καπετάν Γεωργάκη, δύναμης ογδόντα αντρών, παραδίνεται δίχως μάχη στον οθωμανικό στρατό.[105]

Η ομάδα του Ζήρια, με δεκατρία μέλη, παραδίνεται[106] κι αυτή χωρίς αντίσταση στον στρατό, στις 12 Μαρτίου 1905. Ο αρχηγός Ζήριας και ένας άνδρας του, που ήταν στην οπισθοφυλακή, διαφεύγουν. Προηγουμένως η ομάδα έχει επιτεθεί στο μακεδονικό χωριό Μπάλιντσι [Балинци][107] της Δοϊράνης, όπου αιχμαλώτισε και στη συνέχεια τουφέκισε οκτώ κατοίκους του.

Η αρχηγία της ομάδας της περιφέρειας Κιλκίς, πέρασε στον Ξανθόπουλο, όταν ο προηγούμενος αρχηγός Τζώρζης αυτοτραυματίστηκε, παίζοντας με ένα περίστροφο.

Ο Ξανθόπουλος και η ομάδα του πραγματοποιούν δύο επιθέσεις κατά μακεδονικών στόχων.

Το πρώτο χτύπημα δίνεται στο χωριό Πόποβο [Попово / Μυριόφυτο][108] της Δοϊράνης. Στις 3 Μαρτίου 1905, κατά τις 6 το απόγευμα, ο Ξανθόπουλος και οι άντρες του, ντυμένοι με στολές του οθωμανικού στρατού, προσποιούμενοι πως είναι τουρκικό απόσπασμα, για να εξαπατήσουν τα θύματά τους, μπαίνουν στο χωριό και ψάχνουν να βρουν το σπίτι του εξαρχικού ιερέα Ιβάν Μίτοφ[109], που τον θεωρούν συνεργάτη των αυτονομιστών. Βρίσκουν τυχαία στο δρόμο δυο Μακεδόνες, από ένα γειτονικό χωριό. Πρόκειται για τον μυλωνά της περιοχής και το γιο του. Τους ζητούν να τους δείξουν το σπίτι του παπά και εκείνοι αρνούνται. Τότε σφάζουν τον πατέρα. Τρομοκρατημένο το παιδί, τους οδηγεί στον παπά. Χτυπάνε την πόρτα και ζητάνε, μιλώντας τουρκικά, να τους ανοίξουν. Όταν βλέπουν πως δεν ανοίγουν, βάζουν δυναμίτη στους τοίχους του σπιτιού και προσπαθούν να το τινάξουν στον αέρα, μαζί με όσους βρίσκονται μέσα. Με τον θόρυβο της έκρηξης, βγαίνουν στο δρόμο οι γείτονες. Οι άντρες του Ξανθόπουλου ανοίγουν πυρ εναντίων των χωρικών. Πολλοί τραυματίζονται. Ένας Τούρκος σκοτώνεται μπροστα στην πόρτα του σπιτιού του.[110] Οι εισβολείς φεύγουν ανενόχλητοι,[111] πιστεύοντας ότι έχουν σκοτώσει συνολικά οκτώ άτομα.[112]

Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 / 24 Μαρτίου 1905, στις 5 το απόγευμα, ο Ξανθόπουλος εισβάλλει στο χωριό Νταούτ Μπαλή [Даут Бали / Ωραιόκαστρο][113] της Θεσσαλονίκης. Εκτός από τους άντρες του, έχει μαζί του κι εκείνους της πολιτοφυλακής της Μπάλτσας και της Δρεμιγκλάβας. Οι ένοπλοι γυρίζουν μέσα στο χωριό και τρομοκρατούν τους κατοίκους. Φεύγουν μετά από μια ώρα, παίρνοντας μαζί τους οκτώ χωρικούς. Ανεβαίνουν σε ένα λόφο που βρίσκεται κοντά στο βουνό και ανακρίνουν τους αιχμαλώτους. Αφήνουν τους μισούς να ζήσουν, «με τον όρο» ότι θα στραφούν κατά των αυτονομιστών και θα ξαναγίνουν πατριαρχικοί. Τους άλλους μισούς τους καταδικάζουν σε θάνατο, ως συνεργάτες του Κομιτάτου. Τον ένα από αυτούς τον σφάζουν και τους άλλους τρεις τους εκτελούν με τουφεκισμό.[114]

Ο Ξανθόπουλος κλείνει την έκθεσή του, μεταξύ άλλων, με τρεις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.

Πρώτον, οι αρχηγοί των ενόπλων ομάδων αγνοούν «τον τόπο, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των εγχωρίων».

Δεύτερον, τα ελληνικά σώματα μπαίνουν στα «φιλικά» χωριά επιδεικτικά και χωρίς προφύλαξη. Διαμένουν οκτώ έως δέκα μέρες στο ίδιο κατάλυμα, ενώ δεν πρέπει, για λόγους ασφαλείας, να μένουν εκεί πάνω από σαράντα οκτώ ώρες. Τριγυρίζουν ανέμελα στους δρόμους, εκκλησιάζονται οπλισμένοι και πάνε στα καφενεία όπου διασκεδάζουν και φλυαρούν, προδίδοντας μυστικά της οργάνωσης στους χωρικούς.

Τρίτον, οι αρχηγοί πιστεύουν πως η «επίσημη Τουρκία» συμμερίζεται την ελληνική ένοπλη δράση στη Μακεδονία και είναι δυνατή η συνεργασία μας με τις οθωμανικές αρχές.[115] Έτσι «ευκολύνουμε την ύβρη, που μας έχει προσάψει η Ευρώπη, ότι δηλαδή συμμαχούμε με την Τουρκία και καταθέτουμε τα όπλα μόλις εμφανιστεί ο τουρκικός στρατός». Με τη συμπεριφορά μας, καταλήγει ο Ξανθόπουλος, αφενός μεν «δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνουμε αυτή τη συμμαχία, που δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής του πολιτισμένου κόσμου, εις βάρος μας», αφετέρου δε «απογοητεύουμε τους μακεδονικούς πληθυσμούς που γεμίζουν τις τουρκικές φυλακές».

 

Η τελευταία βαρκαδιά

 

Σάββατο, 30 Απριλίου 1905. Τα ένοπλα σώματα του υπολοχαγού Κώστα Μαζαράκη (καπετάν Ακρίτα) και του υπομοίραρχου Σπύρου Σπυρομήλιου (καπετάν Μπούα), συνολικής δύναμης 70 ανδρών, βρίσκονται νοτιοανατολικά της Βέροιας και του ποταμού Μπίστριτσα (Бистрица / Αλιάκμονα), κοντά στη μονή Προδρόμου (Μπουντρούμ). Τα χωριά του τόπου είναι ρωμαίικα, αλλά εδώ δουλεύουν σαν ξυλοκόποι, καρβουνιάρηδες και μυλωνάδες, πολλοί Μακεδόνες που έχουν έρθει για εργασία, από βορειότερες περιοχές. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν προγραφεί, αδιακρίτως, από την ελληνική οργάνωση, ως πιθανοί «συνεργάτες των κομιτατζήδων».

Στο δάσος που βρίσκεται κοντά στο χωριό Μπρατίνιστα [Братиништа / Χαράδρα],[116] βρίσκονται κάποια καλύβια που ζουν μερικοί καρβουνιάρηδες. Ο ανιχνευτής των δύο ελληνικών σωμάτων, ένας θρησκόληπτος Βλάχος που ελληνίζει «μέχρι παραφροσύνης», ο Γιώργος Τάσου (με το παρατσούκλι «Ασκητής») οδηγεί την ομάδα του Μαζαράκη στα καλύβια των καρβουνιάρηδων «εχθρών». Οι Έλληνες συλλαμβάνουν δεκατρία άτομα, που ζούνε και δουλεύουν εδώ, αλλά κατάγονταν από το χωριό Τσάπαρι [Цапари][117] του Μοναστηρίου (Битоласка). Ο Μαζαράκης σημειώνει, γεμάτος προκατάληψη και μίσος, πως όλοι τους «είχαν απαίσιες μορφές». Κατά τη σύλληψη τους, αυτοί «ήταν σιωπηλοί» και «δεν έκαναν καμιά διαμαρτυρία».

Τα μεσάνυχτα, οι Έλληνες μαζί με τους αιχμαλώτους Μακεδόνες (δεμένους με σχοινί ανά δύο) προχωρούν στο ποτάμι.

Το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων ανταρτών, περνάει με σχεδία τον Αλιάκμονα, αφήνοντας πίσω μια ομάδα με το Σπυρομήλιο και τον Κώστα Γαρέφη, που είναι υπεύθυνοι για τους αιχμαλώτους.

Σε λίγο ο Μαζαράκης βλέπει να φτάνει ο Γαρέφης λαχανιασμένος και να τους λέει «η δουλειά τελείωσε, η τελευταία βαρκαδιά[118] πνίγηκε».

Οι Έλληνες είχαν ρίξει δεμένους και είχαν πνίξει στον ποταμό τους αιχμαλώτους Μακεδόνες.

Ο Μαζαράκης, σχολιάζοντας την πράξη αυτή, γράφει στα απομνημονεύματά του: «τότε κατάλαβα ότι στον αγώνα, που μπήκαμε, δεν χρειαζόταν λιποψυχία».

Και τελειώνει αποτιμώντας τις συνέπειες του τρόμου που έσπειρε στους εργαζόμενους Μακεδόνες, με αυτές τις δολοφονίες: «Άλλωστε το μάθημα ωφέλησε. Ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν[119] από την επόμενη μέρα, επανερχόμενοι στις πατρίδες τους, εκατοντάδες σχισματικοί (: εξαρχικοί) που ήταν διεσπαρμένοι στο ελληνικό αυτό διαμέρισμα».[120]

Ο Μαζαράκης όμως, δεν λέει όλη την αλήθεια. Στο βιβλίο «Ο μακεδονικός αγών και τα εις Θράκην γεγονότα», συλλογικό έργο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, οι συγγραφείς του, έχοντας υπόψη τους την ανέκδοτη έκθεση του Σπυρομήλιου, που βρίσκεται κατατεθειμένη στα στρατιωτικά αρχεία, γράφουν πως οι δυο αρχηγοί των ελληνικών σωμάτων αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ευρεία εξερεύνηση της περιοχής και να συλλάβουν όλους τους ύποπτους ξένους εργαζόμενους. Η διεξαχθείσα έρευνα «απέφερε αρκετές δεκάδες αιχμαλώτους» και όχι δεκατρείς, όπως λέει ο Μαζαράκης.[121]

Ο Σπυρομήλιος μάλιστα γίνεται πολύ συγκεκριμένος: οι Έλληνες έπιασαν εκατό και τελικά έπνιξαν ογδόντα έξι Μακεδόνες, όταν περνούσαν τον ποταμό.[122]

Η «τελευταία βαρκαδιά» στον ποταμό Μπίστριτσα, ήταν το μαζικότερο έγκλημα των Ελλήνων, καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα. Μεγαλύτερο και από αυτό στη Ζαγκορίτσανη. Μόνο που ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε ποτέ γνωστός στην Ευρώπη.[123]

Ας σημειωθεί μάλιστα, ότι το έγκλημα αυτό δεν ήταν τυχαίο. Υπάρχει απόρρητη επιστολή του πρόξενου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κορομηλά, προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, γραμμένη ένα μήνα πριν την πράξη, που λέει ότι σκέφτεται να χρησιμοποιήσει τον υπολοχαγό Γιώργο Βλαχογιάννη (καπετάν Οδυσσέα), με ένα μικρό σώμα, για να «καθαρίσει το έδαφος», στη Βέροια και τον Όλυμπο από τους επικίνδυνους αυτούς ξένους καρβουνιάρηδες.[124]

 

 

Στην Κεντρική Μακεδονία στις αρχές του 1905

 

Οι πληροφορίες των πηγών είναι άνισες σε ποιότητα και σε έκταση. Άλλοτε υπάρχει στη διάθεση του ερευνητή άφθονο υλικό και άλλοτε οι ειδήσεις κρύβονται μέσα σε λίγες λέξεις.

Στην ελληνική επίθεση που πραγματοποιείται στη Μακεδονία, την περίοδο 1903-1905, αυτό συμβαίνει συχνά.

Χρονικά και γεωγραφικά ενοποιημένες, οι μικρές σκόρπιες ειδήσεις, συγκροτούν κι αυτές κεφάλαια της μεγάλης σφαγής, αποκαλύπτουν καλύτερα την έκταση του μακελειού του αντιμακεδονικού αγώνα.

Ας δούμε λοιπόν, με αυτό τον τρόπο, πως υφαίνεται ο καμβάς της ιστορίας, κάνοντας αρχή με την περιοχή ευθύνης του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης, τους πρώτους μήνες του 1905:

Στις 4 Ιανουαρίου, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί στην Γευγελή [Гевгелија][125] то μακεδόνα δάσκαλο Ηλία Κωνσταντίνου, και τους εξαρχικούς παπάδες Θωμά και Ιβάν Ποπόφ. Ελληνική συμμορία εισβάλλει, τις πρώτες μέρες του χρόνου, στο μακεδονικό χωριό Γκέρτσιστε της Γευγελής, καίει τα βιβλία της εξαρχικής εκκλησίας και τρομοκρατεί τους κατοίκους, για να δηλώσουν υποταγή στον Πατριάρχη.[126]

Δύο ή τρεις εξαρχικοί εργάτες δολοφονούνται την ώρα που δουλεύουν στη συντήρηση του δρόμου Θεσσαλονίκη-Χορτιάτη.[127]

Στις αρχές Ιανουαρίου, ένα ελληνικό σώμα εισβάλλει στο χωριό Μπαγιάλτσα [Бајалца / Πλατανιά][128] της Γευγελής, που θεωρείται «έδρα κομιτατζήδων». Οι αντάρτες συγκεντρώνουν τους κατοίκους μπροστά στον αρχηγό του σώματος, ο οποίος τους ανακρίνει «πρόχειρα». Μετά αυτός ξεχωρίζει τέσσερα άτομα και τα τουφεκίζει.[129]

Η ομάδα του καπετάν Ανδρέα μπαίνει στις 17 Ιανουαρίου στο χωριό Νόβο Σέλο ή Γενί Κιόι ή Νεοχωρούδα [Ново Село или Ени Ќој или Неохоруда][130] της Θεσσαλονίκης και σκοτώνει ένα κάτοικό του (ως συνεργάτη του Κομιτάτου). Η ίδια ομάδα καίει το σπίτι του Αστερίου, ενός ρουμανιστή Βλάχου.[131]

Στα μέσα Ιανουαρίου η ελληνική οργάνωση εκτελεί τον εξαρχικό δάσκαλο στο μακεδονικό χωριό Γκράντομπορ [Градобор / Πεντάλοφος].[132]

Την Τετάρτη 2 / 15 Φεβρουαρίου 1905, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Economu Emmanuel, ηγούμενο της μονής Oršan (: Αρχαγγέλου Όσσιανης του καζά Γευγελής).[133]

Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς γράφει, την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 1905, σε αναφορά του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ότι «δικοί μας» έστησαν ενέδρα και σκότωσαν τον εξαρχικό Πρόδρομο, από την προαναφερόμενη Νεοχωρούδα, καθώς αυτός επέστρεφε στο σπίτι του, από τη Θεσσαλονίκη.[134]

Σε άλλο έγγραφο του, ο έλληνας πρόξενος γράφει ότι την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 1905, ένας Έλληνας, «υπηρέτης καφενείου», μαχαίρωσε και πλήγωσε σοβαρά, στη συνοικία Βαρδάρη της Θεσσαλονίκης, τον πρόκριτο του Σόροβιτς [Сорович / Αμύνταιο][135] και μέλος του Κομιτάτου, Χατζημίσεφ ή Μίσο Μίτζοφ.[136] Μετά τη πράξη του, ο δράστης κατέφυγε και κρύφτηκε στο ελληνικό προξενείο. Ο Κορομηλάς, ενημερώνει το υπουργείο, πως αυτός «διαφέρει των άλλων» (: εκτελεστών της ελληνικής οργάνωσης), γιατί ούτε προσωπικό συμφέρον είχε για την πράξη, ούτε πληρώθηκε γι’ αυτή, όπως συνήθως γίνεται. Καταλήγει δε λέγοντας πως θα τον στείλει κρυφά στην Ελλάδα και ζητάει να ανταμειφθεί από την κυβέρνηση και να «του χορηγηθεί εργασία ή θέση», να του προσφερθεί δηλαδή ένας διορισμός στο δημόσιο.[137]

Η ανακοίνωση της σύλληψης «των υπαλλήλων και των υπηρετών» της μονής[138] της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται ανατολικά και κοντά στα Βοδενά και η μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη, με την κατηγορία της συμμετοχής τους στη δολοφονία ενός εξαρχικού (κατά το μήνα Ιανουάριο) κάνει το Λάμπρο Κορομηλά να ενημερώσει τον προϊστάμενο υπουργό, ότι ο φόνος αυτός πραγματοποιήθηκε από «ελληνική συμμορία».[139]

Τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, 3η προς 4η Μαρτίου, ένα ελληνικό σώμα πιάνει, έξω από το χωριό Γιανάκοβο [Јанаково / Γιαννακοχώρι][140] των Βοδενών, δύο άτομα[141] και τα τουφεκίζει ως συνεργάτες του Κομιτάτου.[142]

Το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου, ο Χατζή-Αντώνης από το χωριό Αϊβάτοβο [Ајватово / Λητή],[143] ο οποίος θεωρείται από την ελληνική οργάνωση ως «οδηγός των κομιτατζήδων»,[144] δολοφονείται με τρεις σφαίρες, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του από τη Θεσσαλονίκη [Солун].[145]

Σε έγγραφο του άγγλου πρόξενου στη Θεσσαλονίκη Graves, με ημερομηνία 25 Μαρτίου / 7 Απριλίου 19057 Απριλίου 1905, προς τον άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Sir Nicholas OConor, μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Κύριε, λαμβάνω την τιμή να ανακοινώσω ότι τα ελληνικά σώματα εξακολουθούν να περιφέρονται ελεύθερα στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα δε στον καζά του Γενιτζέ, της Γευγελής και της Δοϊράνης. Από της εποχής εντούτοις των άγριων φόνων, που διαπράχθηκαν την 4η Μαρτίου κοντά στο Γενιτζέ Καρά Αζμάκ, όπως ανέφερα ήδη στο χρονολογούμενο από της 11ης του περασμένου μήνα εγγράφου μου, δεν διέπραξαν τέτοια σοβαρά εγκλήματα, όπως είναι αυτά που αναγγέλλονται από τα νότια διαμερίσματα του βιλαετίου Μοναστηρίου, αλλά περιορίστηκαν στο να τρομοκρατούν τα χωριά των εξαρχικών και να χρησιμεύουν ως κατάσκοποι του τουρκικού στρατού».[146]

Στα τέλη Μαρτίου, προξενικό έγγραφο καταγράφει, τη σύλληψη δύο χωρικών, από ελληνική ομάδα, στο μακεδονικό Μέσιμερ [Месимер / Μεσιμέρι][147] του καζά Βοδενών και το φόνο τους έξω από το χωριό.[148]

Στις 10 Απριλίου ένα ένοπλο ελληνικό σώμα, μπαίνει σε κάποιο νερόμυλο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Βρέζοτ ή Βρες [Брежот или Врес / Άγιος Λουκάς][149] και Λιπαρίνοβο [Липариново / Λιπαρό][150] του καζά Γιανιτσών και σκοτώνει έξι Μακεδόνες. Τρεις μέρες μετά, μια άλλη ελληνική ομάδα εισβάλλει στο χωριό Γκολίσανι [Голишани / Λευκάδια][151] των Βοδενών και σκοτώνει έξι κατοίκους του.[152]

Το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου, μια ελληνική ομάδα μπαίνει στο χωριό Νέγκορτσι [Негорци][153] της Γευγελής. Κατευθύνεται «στο σπίτι του Παύλου», τον οποίο οι Έλληνες θεωρούν οδηγό (ανιχνευτή) των τσετών. Σπάνε την πόρτα, αλλά δέχονται πυροβολισμούς μέσα από το σπίτι και αναγκάζονται να φύγουν, αφού όμως πρώτα σκοτώνουν ένα «κομιτατζή».[154]

Σε εμπιστευτικό σήμα του, ο Κορομηλάς αναφέρει, πως στις αρχές Μαΐου, ένα ελληνικό σώμα έπιασε έξω από το μακεδονικό χωριό Τσερκόβιανι [Црковјани / Εκκλησιοχώρι][155] του καζά Βοδενών, τρεις κατοίκους του χωριού, τους έδεσε και μετά τους κρέμασε.[156]

Εκείνες τις μέρες, μια ελληνική ομάδα αιχμαλωτίζει έξω από το Σμπόρσκο [Сборско или Зборско / Πευκωτό][157] των Βοδενών, εννιά κατοίκους του χωριού και τους παίρνει μαζί της. Ανάμεσα στους συλληφθέντες υπάρχουν γυναίκες και μικρά παιδιά. Ένας χωρικός που διαφεύγει της προσοχής των ενόπλων κατά τη σύλληψη, πηγαίνει αμέσως και καταγγέλλει το γεγονός στις οθωμανικές αρχές, οι οποίες στέλνουν ένα στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους απαγωγείς. Οι Έλληνες μόλις βλέπουν τους στρατιώτες να πλησιάζουν, εγκαταλείπουν τα θύματά τους και φεύγουν βιαστικά στο βουνό.[158]

Ένα άλλο ελληνικό σώμα δύναμης σαράντα ανδρών, που περνάει την Κυριακή 8 Μαΐου μέσα από το χωριό Τσόρνοβο [Чорново / Φυτεία][159] του καζά Βέροιας [Берска], συναντάει στο δρόμο του χωριού ένα χωροφύλακα. Ο καπετάνιος του σώματος, διαβεβαιώνει τον χωροφύλακα πως δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τους Έλληνες, γιατί αυτοί καταδιώκουν μόνο τους κομιτατζήδες. Και για του λόγου το αληθές, του δείχνει τρεις αιχμαλώτους Μακεδόνες που έχει μαζί του και πρόκειται, όπως του λέει, σύντομα «να τιμωρήσει».[160]

Την Παρασκευή 6 Μαΐου, το ένοπλο σώμα του επιλοχία Ανδρέα Παπαγεωργίου (καπετάν Βελίτσα), αποτελούμενο από ρωμιούς μισθοφόρους, στρατολογημένους στο χωριό Ντρεμίγκλαβα της Θεσσαλονίκης, επιτίθεται στο Αμπάρ Κιόι [Амбар Ќој / Μάνδρες][161] του Κιλκίς. Αναζητεί ανεπιτυχώς, να βρει και να σκοτώσει τον παπά του χωριού, εκτελεί όμως έναν νεαρό βοσκό και φεύγει, αφού πρώτα καίει αρκετά σπίτια Μακεδόνων.[162]

Την Παρασκευή 13 Μαΐου, ένοπλοι Έλληνες σκοτώνουν έξω από το χωριό Στογιάκοβο [Стојаково][163] του καζά Γευγελής, τρεις εξαρχικούς χωρικούς.[164]

Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 17 Μαΐου, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Βούντριστα ή Σαρή Καντή [В’дриста или Сари Кади / Παλαιός Μυλότοπος][165] των Γιανιτσών, μαζεύει τους προύχοντες και τους απειλεί πως αν δεν πάνε στις αρχές, να δηλώσουν πως επιστρέφουν στο Πατριαρχείο, θα κάψει το χωριό.[166]

Στις 25 Μαΐου η ελληνική οργάνωση σκοτώνει κοντά στο Σαρμουσακλί [Сармусакли / Πεντάπολη][167] των Σερρών, τον Άγκελ Ζαχάριεφ, κάτοικο του μακεδονικού χωριού Ντρένοβο [Дреново / Δράνοβον],[168] του ίδιου καζά.[169]

Τη Δευτέρα 30 Μαΐου 1905, ο υπολοχαγός Μαζαράκης (Ακρίτας) αποφασίζει να «τιμωρήσει» το μακεδονικό χωριό Γκολίσανι των Βοδενών, καθώς το θεωρεί «εχθρικό χωριό». Το σώμα του Μαζαράκη, δύναμης 57 ανδρών, επιτίθεται το βράδυ, χωρισμένο σε τρεις ομάδες. Ωστόσο οι μακεδόνες κάτοικοι του χωριού έχουν πληροφορηθεί τα σχέδια των Ελλήνων και προβάλουν σθεναρή αντίσταση, με τη βοήθεια και άλλων χωρικών από τα γύρω χωριά. Το ελληνικό σώμα αναχωρεί το πρωί, μόλις γίνεται γνωστή η άφιξη του οθωμανικού στρατού, αφήνοντας πίσω του 20 νεκρούς Μακεδόνες.[170] Από τους Έλληνες σκοτώνονται τρία άτομα.[171]

 

 

Από το ημερολόγιο του Γιώργου Τσόντου (Βάρδα)

Απρίλιος - Μάιος 1905

 

 

Στον επίλογο του πρώτου τόμου του «Αντιμακεδονικού Αγώνα», έγραφα πως χρονολογικά αυτός τελειώνει, εκεί περίπου που αρχίζει και το ημερολόγιο του αρχηγού των ένοπλων σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, του υπολοχαγού Γιώργου Τσόντου (καπετάν Βάρδα).[172]

Ανέφερα δε τότε, πως στο δεύτερο τόμο του έργου σκόπευα να αξιοποιήσω αυτό το σημαντικό ημερολόγιο, που ήταν ακόμα ανέκδοτο και βρισκόταν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Ας σημειωθεί πως πολλά σημεία του ημερολογίου, όπως ονόματα προσώπων και χωριών, ήταν γραμμένα με κώδικες (που άλλαζαν) για λόγους ασφαλείας. Την εποχή εκείνη διέθετα ένα φωτοαντίγραφο του έργου και είχα προχωρήσει σημαντικά στην αποκωδικοποίησή του.

Έκτοτε πέρασαν αρκετά χρόνια. Το ημερολόγιο του Βάρδα, ευτυχώς, εκδόθηκε το 2003 από τον μακεδόνα ερευνητή Γιώργο Πετσίβα. Αποτελείται από τρεις τόμους μεγάλου σχήματος και ένα σύνολο 1.400 σελίδων. Καλύπτει με καθημερινές εγγραφές[173] το διάστημα από 26 Απριλίου έως 29 Οκτωβρίου 1905 (πρώτη έξοδος του αξιωματικού) ο Α’ τόμος και από 4 Ιουνίου 1906 έως 10 Νοεμβρίου 1907 (δεύτερη έξοδος) ο Β1 και ο Β2 τόμος.

Η δημοσίευσή του ωστόσο, δεν αναιρεί τον αρχικό μου στόχο, την αξιοποίηση δηλαδή των πληροφοριών που κρύβονται μέσα σε αυτό το ογκώδες έργο και αποκαλύπτουν από πρώτο «επιτελικό» χέρι τον πραγματικό χαρακτήρα αυτού του «αγώνα».[174] Η μόνη διαφορά είναι ότι οι παραπομπές γίνονται όχι σε χειρόγραφες αλλά σε τυπωμένες σελίδες.

Μέσα από το ημερολόγιο του Βάρδα, επιλέγω λοιπόν και παρουσιάζω εδώ αποσπάσματα σχετικά με:

 Στοχοποίηση και επιθέσεις σε οικισμούς, προγραφές κατοίκων, ξυλοδαρμούς χωρικών, εκτελέσεις και απόπειρες φόνων, κλέψιμο γυναικών και βιασμούς, πλιάτσικο και φορολογία χωριών, πρόστιμα και λύτρα, χρηματισμό των οθωμανικών αρχών, συνεργασία με μπέηδες, εξαγορά ντόπιων στοιχείων, καυγάδες μεταξύ των μελών των σωμάτων, παράπονα για τη μισθοδοσία τους, συνεργασία και αντιθέσεις μεταξύ οπλαρχηγών και δεσποτάδων, διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών εντός της ελληνικής οργάνωσης για την ηγεσία, χαρακτηρισμούς κατά στελεχών, αλλά και μαρτυρίες για τη δυσφορία του πληθυσμού, περιγραφή μακεδονικών εθίμων και αναφορές για τη μακεδονική γλώσσα.

Η παρουσίαση αυτών των πληροφοριών εδώ θα γίνει σε χωριστά κεφάλαια, τα οποία εντάσσονται μέσα στη χρονική ροή αφήγησης των γεγονότων.

Το πρώτο κεφάλαιο με τα αποσπάσματα[175] από το ημερολόγιο του Βάρδα, αφορά τις εγγραφές των τελευταίων ημερών του Απριλίου και το μήνα Μάιο του 1905:

 

 Πρώτη ημέρα του ημερολογίου του Βάρδα, η Τρίτη 26η Απριλίου 1905.[176] Ο έλληνας αρχηγός, που βρίσκεται σε ένα λημέρι κοντά στο Παλιόκαστρο, στα όρια του καζά Γρεβενών και του καζά Ανασελίτσας, σημειώνει: «Αναχώρηση των Κουκουλάκη, Σκλαβούνου και Παπαδράκου, μαζί με πολλούς άλλους. Υπάρχει γενική κατήφεια και απογοήτευση, από το φόβο καταδίωξης».[177]

Στις 30 Απριλίου διαβάζουμε: «Κάθε μέρα αναχωρούν άνδρες (για την Ελλάδα), αυτό δε προκαλεί μεγάλη εξασθένιση των σωμάτων. Ο Βέργας από 70-75 άτομα που είχε έμεινε με 20-25, ο Ρούβας από 45-50 έμεινε με 10-12 και ο Ζούκης από 65-70 με 30. Αυτό τους απελπίζει όλους και μας αναγκάζει να υποχωρήσουμε κι άλλο, με την ελπίδα ότι θα έρθουν ενισχύσεις από την Ελλάδα».[178]

Τη Δευτέρα 2 Μαΐου, ο Τσόντος παίρνει γράμμα από το μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, στο οποίο του λέει πως «η σφαγή της Ζαγορίτσανης» έχει ξεσηκώσει μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού Τύπου κατά των Ελλήνων και ότι οι πρεσβευτές της Αυστρίας και της Ρωσίας έχουν κατηγορήσει ευθέως στην οθωμανική κυβέρνηση, το δεσπότη της Καστοριάς για την ανάμιξή του στο γεγονός.[179]

Στις 5 Μαΐου έρχεται επιστολή από τον έλληνα αξιωματικό Στέφανο Δούκα (Μάλλιο), γραμμένη πριν πέντε μέρες, με την οποία ενημερώνει το Βάρδα ότι στάθηκε αδύνατο να μπει με το σώμα του στα μακεδόνικα χωριά, στην περιοχή των Καστανοχωρίων [Костенарја] της Καστοριάς, «διότι μετά την αισχρή πράξη στο Έζερετς των Αριστείδη Μαργαρίτη και Μιχάλη Ταγαρούλια, έχουν εξαγριωθεί εναντίον μας».

Την ίδια μέρα λαμβάνει επιστολή από τη Λάψιστα ή Ανασελίτσα [Лапшишта или Населица / Νεάπολη],[180] με την οποία η εκεί ελληνική οργάνωση τον ενημερώνει ότι: «Πολλοί δικοί μας και μάλιστα προύχοντες, έχουν τη γνώμη πως τα ελληνικά όπλα πρέπει να στραφούν και κατά των Τούρκων. Κατηγορούν τους αρχηγούς των σωμάτων για ανανδρία, στην οποία πιστεύουν πως οφείλεται η αποφυγή της συμπλοκής τους με το στρατό και όχι σε εντολές που έχουν πάρει κεντρικά. Επίσης τους μέμφονται και για κατάχρηση χρημάτων».[181]

Το Σάββατο 7 Μαΐου, παίρνει κι άλλο γράμμα από τον Καραβαγγέλη, με το οποίο ο δεσπότης του ζητάει να «εκτελέσει πράξη», δηλαδή να σκοτώσει, τον εξαρχικό παπά της Καστοριάς[182], που θα μεταβεί την προσεχή Τετάρτη στο χωριό Απόσκεπο [Апоскеп][183] της Καστοριάς, για την εορτή του Αγίου Μεθοδίου. Ο Βάρδας του απαντά ότι δεν μπορεί να το πράξει, γιατί δεν έχει αρκετούς άνδρες.[184]

Στις 11 Μαΐου, το σώμα του Βάρδα λημεριάζει στη θέση Βουζίλια, ένα δάσος κοντά στο χωριό Σισάνι [Сисани].[185] Εκεί του έρχεται η πληροφορία, πως η ελληνική οργάνωση σκότωσε έναν δάσκαλο στην Καστοριά, ο οποίος ήταν γραμματέας του εξαρχικού παπά.[186]

Τη Δευτέρα 16 Μαΐου, διαβάζει γράμμα του Δικώνυμου (Μακρή), με το οποίο τον ενημερώνει, πως η ομάδα του κατέλαβε[187] το μακεδονικό χωριό Στρέμπενο ή Σρέμπρενο [Сребрено / Ασπρόγεια][188] του καζά Φλώρινας.[189]

Στις 25 Μαΐου κι ενώ έχει βρει κατάλυμα στο χωριό Πιπίλιστα ή Πεπέλιστα [Пепелишта / Νάματα][190] της Ανασελίτσας, μαθαίνει ότι ο λοχαγός Οικονομίδης στα Τρίκαλα, σύνδεσμος και τροφοδότης των ελληνικών σωμάτων, βρέθηκε καταχραστής του ποσού των δύο χιλιάδων λιρών.[191]

Την επόμενη μέρα, ο καπετάν Μακρής του γράφει ότι ο άνδρας της ομάδας του που συνόδευσε τον Ρέμπελο στο Μορίχοβο (Мариово), «επέστρεψε και διηγείται ότι το εκεί σώμα έχει διχασθεί, κινδυνεύουν να αλληλοσκοτωθούν, ότι είναι ανάγκη να μεταβεί άλλο σώμα εκεί και ίσως τότε συμβιβαστούν».[192]

Τη Δευτέρα 30 Μαΐου, του γράφουν από την Κλεισούρα [Клисура][193] της Καστοριάς, και του «συνιστούν την τιμωρία» μερικών ρουμανιζόντων του χωριού, που θα πάνε τις επόμενες μέρες στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, που βρίσκεται εκεί κοντά. Ο έλληνας αρχηγός σημειώνει: «είναι κατάλληλη ευκαιρία να τιμωρηθούν, αλλά ποιοι να το πράξουν».[194]

Την επομένη, του γράφουν από την οργάνωση στη Σιάτιστα και του λένε ότι ο μητροπολίτης Γρεβενών τους ειδοποίησε πως έχει βρει πενήντα άνδρες που είναι έτοιμοι να γίνουν μισθοφόροι των ελληνικών σωμάτων, αλλά ρωτάει να μάθει πόσα χρήματα «θα λαμβάνουν κάθε μήνα κι αν σε αυτό το ποσό θα περιλαμβάνεται η τροφή».

Τέλος, την ίδια μέρα, παίρνει επιστολή του Κωνσταντίνου Μελά, αδελφού του Παύλου, που του ζητάει να «κόβει κεφάλια» εξαρχικών χωρικών, αφού «συμμορίες δεν υπάρχουν».[195]

 

Στη Δυτική Μακεδονία την Άνοιξη του 1905

 

Εκτός από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Δυτική Μακεδονία την Άνοιξη του 1905 και έχουν αναφερθεί έως τώρα, αξίζει να αναφερθούν και τα εξής:

Την άνοιξη αυτού του έτους, πολλοί μακεδόνες αγρότες από τον καζά της Καστοριάς, όπως έκαναν εδώ και χρόνια, ξεκίνησαν (σε μικρές ομάδες των δέκα-δεκαπέντε ατόμων) να πάνε στην Ελλάδα, να δουλέψουν ως εποχικοί εργάτες. Ο καιρός όμως πέρασε και οι οικογένειες πολλών από αυτούς δεν είχαν μάθει νέα τους, πράγμα ασυνήθιστο. Ρώτησαν τότε τους αγωγιάτες (κυρατζήδες), αν ξέρουν τίποτα γι αυτούς και εκείνοι τους είπαν ότι οι περισσότεροι δεν είχαν φτάσει στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, οι οικογένειές τους παρακάλεσαν τις οθωμανικές αρχές να τους αναζητήσουν. Κατά την έρευνα που ακολούθησε, βρέθηκαν 63 παραμορφωμένα πτώματα αγνοούμενων, μέσα σε μικρές σπηλιές, κατά μήκος του δρόμου Σιάτιστα-Κοζάνη. Σε μια μόνο σπηλιά υπήρχαν δεκαεπτά πτώματα και σε μια άλλη δεκατρία. Δέκα από αυτά τα πτώματα αναγνωρίστηκαν.[196] Πρόκειται για τους: Μίτρε Πάλασεφ, Νάσο Ντόρεφ, Γκάμο Μίτεφ, Μίτρε Ζέσοφ, Πάντο Μίτρεφ, όλοι από το χωριό Ίζγκλιμπε [Изглибе / Πορειά],[197] τους Νάσο Πάλασεφ (γέροντας), Ντίνε Νάσοφ, Χρίστο Ντίμιτροφ, Πέτρε Φότελ, από το χωριό Μπρέστενι [Брештени / Αυγή][198] και τον Νίκολας Ίσκαμποφ από το χωριό Ψόρα [Псора / Υψηλό].[199] Όλοι είχαν σκοτωθεί από ένοπλες ελληνικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή, μια και είχαν παραβεί την απαγόρευση μετάβασης στην Ελλάδα, που είχε εκδώσει η ελληνική οργάνωση. Η μετάβαση επέβαλε να έχουν μαζί τους ειδικό πιστοποιητικό (πατριαρχικής πίστης και ελληνικών φρονημάτων) υπογραμμένο από τον δεσπότη ή τον έλληνα αρχηγό του σώματος της περιοχής.[200]

Την Τρίτη 1η Μαρτίου, στα Μπίτολα, ο Λάζος Παμπουράκης, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, πυροβολεί ανεπιτυχώς το γιατρό Βλάντοφ. Στον τόπο της δολοφονικής απόπειρας, υπήρχαν χωροφύλακες οι οποίοι αφήνουν το δράστη να ξεφύγει, δίχως να τον καταδιώξουν.[201]

Στις 3 Μαρτίου, στις 9 το πρωί, πάλι στα Μπίτολα και μάλιστα σε κεντρικό δρόμο, «δυο νεοσύλλεκτα παιδιά του εκτελεστικού»[202], πυροβολούν και πληγώνουν τον Ντανιήλ Ρίζοφ, γνωστό μακεδόνα επιχειρηματία της πόλης.[203]

Γύρω στις 20 Μαρτίου, το σώμα του Ρέμπελου, σκοτώνει πέντε «κομιτατζήδες» έξω από το χωριό Γκορνίτσεβο [Горничево / Κέλλα][204] της Φλώρινας.[205]

Το ίδιο σώμα, κατευθυνόμενο στη συνέχεια προς βορρά, μπαίνει στο χωριό Σέτινα [Сетина / Σκοπός][206] της Φλώρινας, αλλά δέχεται πυρά από την φρουρά των αυτονομιστών του χωριού και αναγκάζεται να φύγει.[207]

Στις 25 Μαρτίου, οι δυο προαναφερόμενοι του ελληνικού «εκτελεστικού», πυροβολούν στα Μπίτολα, τον Λάζαρ Γκεοργίεφ, ενώ αυτός πήγαινε στην εξαρχική εκκλησία.[208]

Την επομένη, τα ίδια άτομα επιχειρούν να δολοφονήσουν το Μακεδόνα Ναούμ Χρίστοφ. Ο Χρίστοφ είναι ναυτιλιακός πράκτορας και ασφαλιστής των χωρικών που μεταναστεύουν στην Αμερική και κατάγεται από το χωριό Γκόρνο Νεβόλιανη [Горно Неволјани / Σκοπιά][209] της Φλώρινας. Ο δράστης πυροβολεί με περίστροφο, τρεις φορές ανεπιτυχώς, εναντίον του Χρίστοφ και στη συνέχεια εξαφανίζεται.[210]

Τη Δευτέρα 28 Μαρτίου / 10 Απριλίου, σύμφωνα με έγγραφο του πρόξενου της Αγγλίας στο Μοναστήρι McGregor προς τον πρεσβευτή OConor στην Κωνσταντινούπολη (με ημερομηνία 26 Απριλίου 1905), ελληνικό σώμα έκανε επιδρομή στο χωριό Ζούζελτσι [Жужелци / Σπήλαια][211] της Καστοριάς και αιχμαλώτισε οκτώ κατοίκους, τους οποίους στη συνέχεια σκότωσε.[212]

Μια νεαρή κοπέλα, η μακεδόνισσα Βίλα Νικόλεβα, από τη Ρούπιστα ή Χρούπιστα [Рупишта / Άργος Ορεστικό][213] της Καστοριάς, είχε απειληθεί από την ελληνική οργάνωση, για τα φρονήματά της. Κατά τη διάρκεια του Μαρτίου, η κοπέλα τραυματίστηκε θανάσιμα, από πυροβολισμό που προήλθε έξω από το παράθυρο του σπιτιού της, ενώ εκείνη δειπνούσε. Πριν πεθάνει είπε στις οθωμανικές αρχές τα ονόματα των τριών προσώπων που την είχαν απειλήσει. Ωστόσο δεν ασκήθηκε καμία δίωξη εναντίων αυτών των ατόμων.[214]

Στις 10 Απριλίου ένας μακεδόνας φούρναρης ονόματι Σάτσοφ, ενώ επέστρεφε με το μαθητευόμενό του στα Μπίτολα, από το γειτονικό Τίρνοβο [Трново],[215] φονεύθηκε έξω από το χωριό, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης.[216]

Στις 13 Απριλίου τη νύχτα, στο χωριό Λιουμπέτινο [Љубетино / Πεδινό][217] του καζά Φλώρινας, δολοφονήθηκε με δυο σφαίρες περιστρόφου, την ώρα που γύριζε σπίτι του, ο εξαρχικός δάσκαλος του χωριού. Οι δράστες τον πυροβόλησαν από απόσταση δέκα μέτρων.[218]

Στις 20 Απριλίου οι αρχηγοί των ελληνικών σωμάτων Τσόντος (Βάρδας), Κατεχάκης (Ρούβας), Μάνος (Βέργας) και Γύπαρης, που λημεριάζουν με τους άντρες τους στην πλαγιά του βουνού, ανατολικά από το χωριό Μπλάτσα [Блаца / Βλάστη][219] των Καϊλαρίων [Кајларска], αποφασίζουν να επιτεθούν στο γειτονικό Εμπόριο ή Έμπορε [Емборе / Εμπόριο].[220] Το χωριό Έμπορε θεωρείται κέντρο των αυτονομιστών και αποτελεί στόχο της ελληνικής οργάνωσης. Χαρακτηρίζεται μάλιστα «ως άλλη Ζαγορίτσανη».[221] Η παρουσία όμως των πολυπληθών ελληνικών σωμάτων γίνεται γνωστή στις οθωμανικές αρχές κι έτσι αυτά αναγκάζονται να αναβάλουν την επίθεση εναντίον του Έμπορε.[222]

Την Πέμπτη 11 Μαΐου, στα Μπίτολα, o καθηγητής Έφτιμ Νάκοφ πίνει τον καφέ του, μπροστά από το σπίτι του, με τη σύζυγό του και τον κουνιάδο Νίκοφ. Τότε, δύο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, που συζητούσαν για ώρα πριν με τον φρουρό της συνοικίας, βγάζουν τα περίστροφα τους και πυροβολούν πολλές φορές εναντίον τους. Ο καθηγητής και η γυναίκα του τραυματίζονται ελαφρά. Στη συνέχεια οι δράστες φεύγουν ανενόχλητοι, χωρίς να τους εμποδίσει ο φρουρός. Οι αρχές, που ενημερώνονται για το συμβάν, δεν εξετάζουν το φρουρό.[223]

Την Δευτέρα 16 Μαΐου, στο παζάρι της Καστοριάς, ο Έλληνας Λουκάς Ζωΐδης σκοτώνει,[224] για εθνικούς λόγους, έναν εξαρχικό δάσκαλο, από το γειτονικό χωριό Σεστέοβο [Шештеово / Σιδηροχώρι].[225]

Λίγες μέρες αργότερα, στην πλατεία της ίδιας πόλης, ο Έλληνας Δημήτρης Καραστέργιος σκοτώνει «εκδικούμενος» έναν εξαρχικό.[226]

Την Παρασκευή 20 Μαΐου 1905, οι ομάδες του Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή) και του ανθυπίλαρχου Φιλολάου Πηχέωνα (Φιλώτα) πιάνουν στο όρος Βίτσι δεκαοκτώ χωρικούς. Οι μισοί από αυτούς είναι από το χωριό Μπλάτσα [Блаца / Οξυά][227] κι οι άλλοι μισοί από το χωριό Βίσενι [Вишени / Βυσσινέα ή Βυσσινιά].[228] Πρόκειται για δυο χωριά του καζά Καστοριάς, που βρίσκονται στη δυτική πλαγιά του προαναφερόμενου βουνού. Ο Μακρής με το Φιλώτα διαφωνούν για την τύχη των αιχμαλώτων. Ο πρώτος θέλει να τους σκοτώσει και ο δεύτερος να τους αφήσει ελεύθερους. Αποφασίζουν τελικά να τους μοιράσουν. Ο Φιλώτας παίρνει τους εννιά από το χωριό Βίσενι και τους αφήνει να φύγουν. Ο Μακρής παίρνει τους εννιά από την Μπλάτσα και τους αποκεφαλίζει. Στα απομνημονεύματά του ο Μακρής κοροϊδεύει το Φιλώτα, που «είχε κρυφτεί για να μη βλέπει το θέαμα».[229]

Η αφήγηση του Μακρή στην Πηνελόπη Δέλτα, τέλειωνε με γέλια. Και το σχετικό σχόλιο της Δέλτα, που δεν δημοσιεύτηκε στα απομνημονεύματα: «όπως θα γελούσε κανείς αν έβλεπε ένα μάγειρα να λυπάται να σφάξει μια όρνιθα».[230]

Λίγες μέρες μετά, δυο άντρες του Μακρή πάνε κρυφά και σφάζουν έναν τσοπάνη, που έχει τη στάνη του σε μια κορυφογραμμή, ανάμεσα στη Μπελκαμένη και τη Νεγκοβάνη [Негован / Φλάμπουρο].[231] Ο τσοπάνης θεωρείται τροφοδότης των τσετών.[232]

Το ίδιο χρονικό διάστημα, έξω από την Κατράνιτσα [Катраница / Πύργοι][233] των Καϊλαρίων, βρίσκεται σφαγμένος με τέσσερις μαχαιριές, ένας εξαρχικός παπάς, μέλος του Κομιτάτου.[234]

Στις 28 Μαΐου 1905 το βράδυ, ο Ματζάροφ, πρόεδρος της εξαρχικής κοινότητας του χωριού Έμπορε του καζά Καϊλαρίων, ενώ δειπνεί στην τραπεζαρία, η οποία βρίσκεται στο ισόγειο του σπιτιού του, δέχεται δύο πυροβολισμούς από το παράθυρο που βλέπει στον δρόμο και μένει στον τόπο νεκρός. Οι δολοφόνοι του, δύο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, αναγνωρίζονται και περιγράφονται στη χωροφυλακή. Κανένας τους όμως δεν συλλαμβάνεται.[235]

Την Κυριακή 29 Μαΐου, μια ελληνική ομάδα, μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Πάτελι [Патели / Άγιος Παντελεήμονας][236] του καζά Φλώρινας. Απαγάγει τους προύχοντες Ίτσο Σιάπερα, Βασίλη Πέγιο, Γιώργο Ζόρε, Ίτσο Σιάτι και Χρήστο Ντέλμο και τους σφάζει[237] έξω από το χωριό.[238]

 

 

Η σφαγή στο Κλαντόρομπι

 

Το χωριό Κλαντόρομπι ή Κλόντοροπ [Кладороби / Κλαδορράχη][239] της Φλώρινας αποτελεί στόχο της ελληνικής οργάνωσης. Ο Γιάννης Καραβίτης λέει πως το «Κέντρο» Μοναστηρίου, δηλαδή το ελληνικό προξενείο στην Μπίτολα [Битола],[240] του γράφει να μη λησμονήσει να επιτεθεί σε αυτό το χωριό, που βρίσκεται μέσα στα όρια δράσης της ομάδας του. Και σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κρητικός οπλαρχηγός στα απομνημονεύματά[241] του, την εμμονή του προξενείου με αυτό το χωριό: «του έχει κάψει την καρδιά, αυτό το Κλαδοράπ, πολύ ενοχλητικό έχει γίνει».[242]

Ο Καραβίτης βάζει ως βασικό πρωταγωνιστή σε αυτή την επίθεση τον «Αράπη». Ο Αράπης είναι ένας μαύρος νέος, καταγόμενος από την Τύνιδα. Ο πατέρας του είναι αζάς (aza: μέλος) του δικαστηρίου στα Μπίτολα. Ο ίδιος είναι έφεδρος στρατιώτης, με επιπρόσθετο χρόνο υπηρεσίας λόγω συμπεριφοράς, καθώς είναι μπεκρής και σαματατζής. Λιποτακτεί από τον οθωμανικό στρατό και γίνεται μισθοφόρος στην ομάδα του Καραβίτη. Πρώτα περνάει τη δοκιμασία ένταξης στο ελληνικό σώμα που, σύμφωνα με την εντολή του Καραβίτη, είναι να πυροβολήσει την ώρα που εργάζεται στο χωράφι του, έναν μακεδόνα αγρότη, το «Γιώργο από τη Σφέτα Πέτκα». Στη συνέχεια αναλαμβάνει άτυπα χρέη «υπασπιστή» του έλληνα αρχηγού και κυκλοφορεί συνεχώς πλάι του, έχοντας στα χέρια ένα ρόπαλο.

Στην επίθεση στο Κλαντόρομπι παίρνει μέρος και η ομάδα του Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή) που φτάνει στην περιοχή. Τον Μακρή και τους άντρες του, οδηγούν στο λημέρι του Καραβίτη, χωρικοί από το μουσουλμανικό αλβανικό χωριό Κίσαβα [Кишава],[243] που δουλεύουν ως οδηγοί και αγγελιοφόροι της ελληνικής οργάνωσης.[244]

Μετά την άφιξη του Μακρή, το «Κέντρο Μοναστηρίου» διατάζει τις δύο ομάδες να μπουν στο Κλαντόρομπι και να σκοτώσουν πέντε αυτονομιστές, τα ονόματα των οποίων τους τα στέλνει με ένα σημείωμα.[245]

Τους άντρες του Καραβίτη και του Μακρή οδηγούν στο Κλαντόρομπι, το απόγευμα της 29ης Ιουλίου 1905, δυο μισθοφόροι της οργάνωσης που γνωρίζουν καλά το μέρος, ο Χατζή και ο Ζεΐρη,[246] από το χωριό Γκόρνο Κλέστινο [Горно Клештино / Άνω Κλεινές].[247]

Για τον αιφνιδιασμό των κατοίκων του χωριού, οι επιτιθέμενοι είναι ντυμένοι με στολές του τάγματος των κυνηγών (αβτζού ταμπουρού) του οθωμανικού στρατού.[248] Ανάμεσά τους βρίσκονται και αρκετοί ένοπλοι μουσουλμάνοι Αλβανοί από την προαναφερόμενη γειτονική Κίσαβα.[249]

Η μόνη «φρουρά» του χωριού είναι κάτι δραγάτηδες Γκέκηδες (: αγροφύλακες που κατάγονται από τη Βόρειο Αλβανία). Το ελληνικό σχέδιο προβλέπει την εξουδετέρωσή τους, με πονηριά, από τον προαναφερόμενο Αράπη.

Ο Αράπης έχει μπει από τα πριν στο χωριό, έχει βρει στην πλατεία τους γνωστούς του δραγάτηδες και έχει βγάλει τα δώρα του: μπόλικο τσίπουρο και καλό καπνό από το Ελμπασάν. Το στρώνουν λοιπόν στο ναργιλέ και στο ποτό, μέχρι που μεθυσμένοι «βλέπουν» μπροστά τους το ένοπλο σώμα να έχει καταλάβει το χωριό και τον Αράπη να τους σημαδεύει με το όπλο του.

Οι ένοπλοι εισβολείς ξεχύνονται στο χωριό για πλιάτσικο. Στόχος τους είναι κυρίως ορισμένοι κάτοικοί του, που έχουν επιστρέψει πρόσφατα από την Αμερική, όπου είχαν μεταναστεύσει, έχοντας φέρει μαζί τους και τις οικονομίες της ξενιτιάς. Μπαίνουν στους στάβλους και αρπάζουν τα άλογα των χωρικών. Κάποιοι εκτός από τη λαφυραγωγία, προβαίνουν και σε βιασμό γυναικών.[250]

Δεκαοκτώ αιχμάλωτοι χωρικοί οδηγούνται στην πλατεία του χωριού. Ο Μακρής και ο Καραβίτης τους βάζουν στη γραμμή και αρχίζουν την «ανάκριση», δηλαδή τον ξυλοδαρμό, για να μαρτυρήσουν τους πέντε προγραμμένους, τα ονόματα των οποίων βρίσκονται στο σημείωμα του προξενείου.

Θυμάται ο Καραβίτης την ανάκριση:[251]

- Ποιος πηγαίνει τα γράμματα στην Καμπάσνιτσα [Кабасница / Πρώτη];[252]

- Νε ζναμ [: δεν γνωρίζω], μου απαντούν.

- Ποιος τροφοδοτεί τους κομιτατζήδες;

- Νε ζναμ.

- Πως ονομάζονται αυτοί;

- Νε ζναμ.

- Που είναι ο Μποζίνης;[253]

- Νε ζναμ.

- Πως ονομάζεσαι εσύ;

- Νε ζναμ.

- Νε ζναμ κάκο τε βίκα; (δεν γνωρίζεις πως ονομάζεσαι;)

- Νε ζναμ.

Τότε ο Καραβίτης φωνάζει οργισμένος τον Αράπη, του δίνει «ένα γερό τρικαλινό μαχαίρι» και τον διατάζει να τους «κόψει» όλους.

Ο Αράπης παίρνει το μαχαίρι, το γυροφέρνει στον αέρα, μετά το φιλάει και το ξαναδίνει στον Καραβίτη.

Ο Καραβίτης τον κοιτάει απορημένος.

«Είναι κρίμα να λερωθεί τέτοιο μαχαίρι στο αίμα αυτών των ανθρώπων», του λέει ο Αράπης. Και πριν προλάβει να απαντήσει ο Καραβίτης, αρπάζει έναν αιχμάλωτο Μακεδόνα από τα μαλλιά, του κατεβάζει μια γροθιά στο μελίγγι και τον αφήνει στον τόπο νεκρό.

«Μη βρε Αράπη», φωνάζει ο Καραβίτης, «όχι έτσι»!

Και γυρίζοντας προς τους Γκραικομάνους[254] της συμμορίας που κατάγονταν από τα Μπίτολα τους λέει: «σφάχτε τους εσείς Μοναστηριώτες, με μια μαχαιριά στο αριστερό πλευρό».

Όλοι οι Μακεδόνες σφάζονται, εκτός από έναν. Ο Καραβίτης του λέει ότι τον αφήνει ζωντανό για να πάει να πει στα χωριά της περιοχής, πως όποιος δεν προσκυνήσει τους Έλληνες, «δεν θα μείνει στο σπίτι του, ούτε γάτα ζωντανή».

Τα ονόματα[255] των νεκρών Μακεδόνων είναι: Τέμελκο Πόποφ (50 ετών), Χρίστε Πέτρεφ (45), ο γιος του Χρίστο (25), Βάσιλ Νόβατσεφ (70), Στόιτσε Τόμεφ (75), οι δύο γιοί του, Ίλου (50) και Γκεόργκι (25), Ίβαν Στέφοφ (65), Πέβελ Χρίστοφ (45), Σπας Στέφοφ (65), Τρέντο Ρίστεφ (42), Λάζαρε Γκεοργκίεφ (48), Ίβαν Ντίμοφ (52), ο γιός του Πέτκο (24), Τόντορε Ντίμοφ (40), Χρίστε Κόλεφ (60) και Τάσε Στογιάνοφ (38).[256]

Λίγες μέρες αργότερα ο Μακρής και ο Καραβίτης παίρνουν, στο λημέρι που βρίσκονται, επιστολή από το ελληνικό προξενείο, με την οποία μαθαίνουν ότι από ότι από τους δεκαεπτά που σκότωσαν[257], μόνο δύο ήταν στη λίστα των προγραμμένων. Οι άλλοι δεκαπέντε «ήταν απλοί χωρικοί».[258] Το προξενείο, αντί να τους συγχαρεί τους επιπλήττει, καθώς φοβάται πως θα ξεσπάσει πάλι θόρυβος στον διεθνή τύπο, για τις σφαγές αθώων χωρικών από τις ελληνικές συμμορίες.[259]

Ο Καραβίτης γίνεται έξαλλος και ανταπαντά γράφοντας: «ο Ηρώδης έσφαξε δεκατέσσερις χιλιάδες παιδιά για να πετύχει ένα και δεν το πέτυχε, εγώ στους δεκαεπτά πέτυχα τρεις»!

 

Το καλοκαίρι του 1905

 

Στις αρχές Ιουνίου δολοφονείται έξω από το χωριό Έξι Σου ή Γκόρνο Βέρμπενι [Екси Су или Горно Врбени / Ξυνό Νερό][260] ο Αντ. Λιόντος, «φανατικός οπαδός του Κομιτάτου».[261]

Ο Γκότζε Στόιτσεφ, εξαρχικός παπάς στα Γιανιτσά, πηγαίνει μια μέρα του Ιουνίου, στο μικρό μακεδονικό χωριό Κιρκάλοβο ή Τσέκρι. Στο δρόμο της επιστροφής του στην πόλη, άνδρες ενός ελληνικού σώματος, τον πυροβολούν από απόσταση και τον τραυματίζουν. Στη συνέχεια τον πιάνουν και τον σφάζουν.[262]

Τη Δευτέρα 6 Ιουνίου 1905, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Naskou Constantin Torouz,[263] κοντά στην πόλη Κρούσεβο [Крушево][264] των Μπιτολίων.

Την Τετάρτη 8 1905,[265] ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει έξι Βλάχους στη Χούμα [Хума][266] της Γευγελής και έξι βλάχους μαθητές στο Αλτσάκ [Алчак / Χαμηλό].[267]

Την Παρασκευή 10 Ιουνίου, ένα ελληνικό σώμα δύναμης 35 ανδρών συναντάει στο βουνό Βίτσι έξι χωρικούς. Τέσσερις από αυτούς (οι Πάντο Στέργιοφ, Ίβαν Χρίστοφ, Γκεόργκι Χρίστοφ και Βάσιλ Ίβανοφ) είναι κάτοικοι του μακεδονικού χωριό Μπλάτσα [Οξυά] της Καστοριάς και δύο (οι Στέφο και Λίντο Σίντεροφ) είναι κάτοικοι του χωριό Πρεκοπάνα [Прекопана / Περικοπή][268] της Φλώρινας. Ο Βάσιλ Ίβανοφ και ο Γκεόργκι Χρίστοφ καταφέρνουν να γλυτώσουν από τα χέρια των Ελλήνων (ο δεύτερος τραυματισμένος).[269] Οι άλλοι τέσσερις[270] σκοτώνονται με τον πιο φρικτό τρόπο.[271] Τα πτώματά τους θα βρεθούν αργότερα[272] με σπασμένα κρανία και βγαλμένα μάτια.[273]

Την Παρασκευή 24 Ιουνίου, σκοτώνεται από ελληνικό σώμα, ο δάσκαλος του οικισμού Ζερβοχώρι [Жербохор][274] της Βεροίας, λίγο έξω από το χωριό.[275]

Το ίδιο διάστημα, στο χωριό Έμπορε του καζά Καϊλαρίων, δολοφονείται με σφαίρα στο κεφάλι και ενώ καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του, ο εξαρχικός επίτροπος.[276]

Στις 24 Ιουνίου 1905, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Hristake Toli, από το Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων.[277]

Ο Λάμπρος Κορομηλάς γράφει στις 27 Ιουνίου 1905, πως πρόσφατα ένα ελληνικό σώμα σκότωσε δυο αυτονομιστές στο χωριό «Κουρεντζέλ» (;) των Βοδενών και τον εξαρχικό παπά στο χωριό Τσέκρι ή Κιρκάλοβο.[278]

Τον Ιούλιο του 1905, δολοφονείται από ένα ελληνικό σώμα, στο βουνό Βίτσι,[279] ο εξηντάχρονος βοσκός Κόλε Κολίσανοφ, από το χωριό Μόκρενη [Мокрени / Βαρικό][280] της Καστοριάς.

Τα μεσάνυχτα 26 προς 27 Ιουνίου, το σώμα του ανθυπολοχαγού Χρήστου Τσολακόπουλου (Ρέμπελου),[281] εισβάλλει υπό βροχή, στο χωριό Μπίρνικ [Брник][282] του Πρίλεπ. Στόχος του είναι το σπίτι του αυτονομιστή Τράικου. Ο Ρέμπελος μένει με τα καραούλια, έξω από το χωριό. Οι οπλαρχηγοί Παναγιώτης Φιωτάκης και Αντώνης Ζώης, με πολλούς άνδρες, πολιορκούν στο σπίτι του Τράικου. Ψάχνουν μέσα αλλά δεν βρίσκουν το νοικοκύρη. Ο Ζερβουδάκης πυροβολεί και σκοτώνει τον αδελφό του Τράικου, ενώ ο Πρωτοπαπαδάκης εκτελεί το γέρο πατέρα. Οι γυναίκες ουρλιάζουν. Οι γείτονες βγαίνουν αναστατωμένοι στο δρόμο. «Τα σπίρτα παιδιά και φωτιά να τους κάψουμε σαν καβούρια τους γουρονομύτες», φωνάζει ο Παντής και βάζει φωτιά. Σε λίγο επτά σπίτια λαμπαδιάζουν.[283] Ο Κρητικός Π. Ζερβουδάκης σκοτώνει δεκαπέντε άτομα. «Γυναίκες, παιδιά, γέροντες άνδρες, μισόγυμνοι σαν φαντάσματα, τρύπωναν στα έγκατα της γης για να γλυτώσουν», γράφει χαρακτηριστικά ο Κουτσουκάλης.[284] Τριάντα άνθρωποι σκοτώνονται συνολικά.[285] Ανάμεσά τους βρίσκονται και έξι παιδιά.[286] Το μακελειό[287] θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο, εάν δεν κατέφθανε ένα στρατιωτικό απόσπασμα, που μόλις το βλέπουν, οι εισβολείς εγκαταλείπουν το χωριό.[288]

Σε έκθεση του προξένου Θεσσαλονίκης, με ημερομηνία 28 Ιουνίου 1905,[289] αναφέρεται πως λίγες μέρες πριν, το σώμα του Μαζαράκη (Ακρίτα) σκότωσε τον καβάση του επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων και το γιο του καβάση,[290] που συνάντησε στο χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο [Горно Граматиково / Άνω Γραμματικό][291] των Καϊλαρίων.[292]

Σύμφωνα με το Γερμανό Καραβαγγέλη,[293] την Κυριακή 3 Ιουλίου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει τον εξαρχικό ιερέα, έξω από την εκκλησία του κάτω μαχαλά, στο χωριό Κουμανίτσεβο ή Κομανίτσεβο [Куманичево / Λιθιά][294] του καζά Καστοριάς.

Μια μέρα του Ιουλίου, ο Σάτζο Κέτσεφ, δάσκαλος στο χωριό Τέοβο των Βοδενών, έχει πάει στο χωράφι του να εργαστεί. Κάποια στιγμή απομακρύνεται λίγο από τους συγχωριανούς του. Τότε οι άνδρες ενός ελληνικού σώματος, που παραμονεύουν, πετάγονται και τον σφάζουν με τα μαχαίρια τους. Φεύγοντας, οι δράστες αφήνουν πάνω στο πτώμα ένα χαρτί που γράφει: «θα σας σφάξουμε όλους, αν δεν γίνεται πατριαρχικοί». Το σημείωμα αυτό δόθηκε στο ρώσο αξιωματικό στα Βοδενά.[295]

Στις 13 Ιουλίου 1905,[296] η ελληνική οργάνωση σκοτώνει το Βλάχο Nicolas Mihale από το χωριό Γκόλεμα Λίβαντα [Голема Ливада / Μεγάλα Λιβάδια][297] της Γευγελής.

Τη νύχτα της 14ης Ιουλίου, ο καπετάν Γκόνος με τους επτά Γκέκηδες (Αλβανούς) της ομάδας του, μπαίνει στο χωριό Καντίνοβο [Кадиново / Γαλατάδες][298] των Γιανιτσών και σκοτώνει δυο αυτονομιστές.[299]

Στις 17 Ιουλίου 1905 το απόγευμα, η ομάδα του Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή), μετά από υπόδειξη κάποιου Λάζου από το Πίσοντερ [Писодер / Πισοδέρι],[300] εισβάλλει στο χωριό Τίρνοβο [Тирново или Трнаа / Πράσινο][301] στα Κορέστια, σκοπεύοντας να σκοτώσει το δάσκαλο και τον παπά. «Τους κυνηγήσαμε, ρίξαμε και πληγώσαμε τον παπά στο χέρι, όπως μάθαμε ύστερα, γιατί εκείνη την ώρα μας κρύφτηκε στο δάσος. Ο δάσκαλος όμως κατόρθωσε να διαφύγει αβλαβής», γράφει ο Μακρής στα απομνημονεύματά του. Στη συνέχεια οι Έλληνες πάνε στην εκκλησία, μαζεύουν τους χωρικούς, τους τρομοκρατούν και καίνε τα εξαρχικά βιβλία που βρίσκουν. Το άλλο βράδυ, ο Μακρής και οι άντρες του μεταβαίνουν στο χωριό Μπούκοβικ [Буковик / Οξυά],[302] όπου καίνε ξανά τα βιβλία της εκκλησίας και τρομοκρατούν τους χωρικούς.[303]

Το Σάββατο 23 Ιουλίου βρίσκονται στη λίμνη του Οστρόβου, τα πτώματα δυο μακεδόνων ξυλοκόπων από το χωριό Γκορνίτσεβο της Φλώρινας. Οι συγγενείς τους καταλογίζουν το έγκλημα στους Έλληνες.[304]

Την Κυριακή 24 Ιουλίου 1905, ο εξαρχικός παπάς του χωριού Μέσιμερ των Βοδενών φεύγει νωρίς το πρωί και πάει στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται μισή ώρα έξω από το χωριό, για να λειτουργήσει. Τον συνοδεύουν ένας επίτροπος της εκκλησίας, δυο ψάλτες και δυο χωρικοί. Το μοναστήρι (που φυλάσσεται από πέντε ένοπλους οθωμανούς) έχει από βραδίς περικυκλωθεί από τον Μαζαράκη και τους άνδρες του. Μόλις έχει αρχίσει η λειτουργία, όταν μια ομάδα από το σώμα, έχοντας επικεφαλής το λοχία Βασίλη Παπακώστα,[305] σπάζει την κλειστή πόρτα του μοναστηριού και μπαίνει μέσα φωνάζοντας και πυροβολώντας στον αέρα.[306] Πιάνουν τον παπά, τους δύο ψάλτες, τον επίτροπο και τους δύο προσκυνητές και τους σέρνουν έξω από την εκκλησία. Στο προαύλιο τους πυροβολούν και τους κόβουν τους λαιμούς.[307] Οι πέντε στρατιώτες, μόλις βλέπουν τους ένοπλους Έλληνες εγκαταλείπουν τη μονή και φεύγουν, δίχως μάχη, για το χωριό.[308]

Το πρωί της Δευτέρας 25ης Ιουλίου, η ομάδα του οπλαρχηγού Νικόλα, καίει τη στάνη και καταστρέφει το κοπάδι (400 προβάτων) του Ρουμανόβλαχου Sterie Duma, που βρίσκεται κοντά στο βλαχοχώρι Γκόλεμα Λίβαντα της Γευγελής.[309]

Ο πρόκριτος Ίγκο Μπακάλοφ, του χωριού Κρίβα [Крива / Γρίβα][310] των Γιανιτσών, έχει λάβει τρεις απειλητικές επιστολές από την ελληνική οργάνωση, για να εργαστεί υπέρ της επιστροφής του χωριού του στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου. Ο Μπακάλοφ αγνοεί τις απειλές. Την Τετάρτη 27 Ιουλίου, ενώ πηγαίνει στο γειτονικό χωριό Ράμνα [Рамна / Ομαλό],[311] ο Γιώργος Γκόνος, που έχει στήσει ενέδρα και τον περιμένει, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.[312]

Το απόγευμα της Κυριακής 31 Ιουλίου 1905, το σώμα του Ρέμπελου[313] περικυκλώνει το χωριό Μπέσιστε [Бешиште].[314] Μέσα στο χωριό μπαίνουν οι Βαγγέλης Δημητρίου (Πριονιστής), Μάρκος Φραγκόπουλος, Παναγιώτης Ζερβός, Μιχάλης Κοκκινάκης και Κώστας Μπαριώτης.[315] Αυτοί, δέρνουν αρκετούς κατοίκους. Βιάζουν γυναίκες και κορίτσια. Φεύγοντας, παίρνουν μαζί αιχμαλώτους, τους Μακεδόνες Βέλτσε, Μάνιο, Μίρκο, Τόλε, Ρίστε και Μίλε.[316] Δυο ώρες αργότερα σκοτώνουν[317] στο βουνό τους έξι χωρικούς.[318]

Τη νύχτα της 31ης Ιουλίου 1905, μια οκταμελής ένοπλη ελληνική ομάδα (κουκουλοφόρων), μπαίνει στο χωριό Ελέσνιτσα [Елешница][319] του Πετριτσίου. Κατευθύνεται στο σπίτι του μακεδόνα προύχοντα Τράικοφ και τον αιχμαλωτίζει. Την ώρα που φεύγει, παίρνοντάς τον μαζί της, σκοτώνει τον Τάσε, το γιο του Τράικοφ, που προσπαθεί να βοηθήσει τον πατέρα του. Μια ώρα δρόμο με τα πόδια, έξω από το χωριό, ο Τράικοφ εκτελείται. Το πτώμα του βρίσκεται την επόμενη μέρα. Το κεφάλι βρίσκεται πεταμένο παράμερα, με κομμένα τα αυτιά.[320]

Το βράδυ της Παρασκευής 29 Ιουλίου, το σώμα του Βέργα συλλαμβάνει στην Αβδέλλα [Авдела][321] των Γρεβενών τρεις ρουμανίζοντες,[322] το Στέργιο Παπά (επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων), το γιο του Τόλιο και τον άντρα της κόρης του Κώστα Παπαδημητρίου. Τους παίρνει αιχμαλώτους και τους σκοτώνει[323] σε ένα δάσος κοντά στα Γρεβενά.[324]

Στις 5 Αυγούστου, ο Ρέμπελος και οι άντρες του μπαίνουν στο χωριό Σκότσιβιρ [Скочивир][325] του Μοναστηρίου. Τρομοκρατούν τους κατοίκους και φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους δέκα προύχοντες. Τέσσερις από αυτούς, τους Ίβαν Τόλεφ, Γκέορκι Άτανας, Τόλε Ίβανοφ και Στόιτσε Σέκουλεφ, τους κρατούν ομήρους, μέχρι που το χωριό αναγκάζεται να δηλώσει πως επιστρέφει στο Πατριαρχείο.[326] Οι άλλοι έξι δεν είναι καθαρό τι απέγιναν. Ο Draganof λέει πως αφέθηκαν ελεύθεροι[327], ο Ράπτης[328] όμως γράφει πως τους σκότωσαν[329] στο δρόμο για το Πετάλινο [Петалино],[330] γιατί πίστευαν πως είναι «κομιτατζήδες».

Την Κυριακή 7 Αυγούστου 1905, στην πόλη Βοδενά [Воден / Έδεσσα],[331] η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το ρουμανιστή Βλάχο Mihale Dina Baideki.[332]

Στις 9 Αυγούστου 1905, κοντά στο χωριό Παπάντιγια [Пападија / Παπαδιά][333] της Φλώρινας, μια ελληνική ομάδα συλλαμβάνει τους Ρουμανόβλαχους Nasu Costa Zora και Zicou Cole Terziu. Ο ένας εκτελείται και ο άλλος καταφέρνει να δραπετεύσει.[334]

Σε απόρρητο έγγραφο του Λάμπρου Κορομηλά της 14ης Αυγούστου, διαβάζουμε πως η ελληνική οργάνωση πρόσφατα σκότωσε: α) τον πρόκριτο Μάτσα Καρά, στο χωριό Ρουσίλοβο [Русилово / Ξανθόγεια][335] των Βοδενών, β) το γιο του εξαρχικού γαλατά Ζήση, κοντά στα Βοδενά και γ) δυο αυτονομιστές, οδηγούς των τσετών, κοντά στα Βοδενά.[336]

Την Πέμπτη 18 Αυγούστου 1905, μια ώρα απόσταση έξω από την πόλη των Σερρών [Серес / Σέρρες][337] μια ελληνική ομάδα δολοφονεί τον δεκαοκτάχρονο Γκεόργκι Μπατσέβαροφ,[338] κάτοικο του γειτονικού μακεδονικού χωριού Λάκος [Лакос / Λάκκος].[339]

Την ίδια μέρα, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει, διά ακρωτηριασμού, δύο Ρουμανόβλαχους,[340] στο χωριό Λιούμνιτσα [Лјумница / Σκρα][341] της Γευγελής.

Στις 19 Αυγούστου, ο Γκόνος με τους Γκέκηδές του, σκοτώνει έξω από το χωριό Βούντριστα των Γιανιτσών, ένα Βλάχο.[342]

Την Κυριακή 21η Αυγούστου, στο χωριό Σάριτζα ή Σαράτσεβο [Сарачево / Βαλτοχώρι][343] της Θεσσαλονίκης, μια ελληνική ομάδα καίει τα σπίτια των χωρικών Κοτζαμάνη και Χρήσου.[344]

Το πρωί της 23ης Αυγούστου 1905 τα ενωμένα σώματα του υπίλαρχου Πέτρου Μάνου (Βέργα) και του υπολοχαγού Στέφανου Δούκα (Μάλλιου), δύναμης 150 περίπου αντρών, μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Οσνίτσανη στα Καστανοχώρια,[345] με σκοπό να «καταστρέψουν αυτή τη φωλιά των κομιτατζήδων».[346] Οκτώ χωρικοί που έχουν τουφέκια, προβάλλουν για δύο ώρες απεγνωσμένη αντίσταση και μετά εγκαταλείπουν τη θέση τους. Οι άνδρες του σώματος σκοτώνουν εννέα κατοίκους του χωριού και τραυματίζουν πολλούς.[347] Μεταξύ των σοβαρά τραυματισμένων είναι τέσσερις γυναίκες και ένα παιδί. Ένας από τους σκοτωμένους, ο εξαρχικός παπάς Θωμά Ζίσοφ, θα βρεθεί με κομμένα τα χέρια και τη μύτη και βγαλμένα τα μάτια. Ακολουθεί πλιάτσικο στα σπίτια του χωριού. Αρκετά τρόφιμα, πολύτιμα αντικείμενα και 150 λίρες αποτελούν το προϊόν αυτής της λεηλασίας. Ταυτόχρονα βάζουν φωτιά και καίνε δεκαεπτά σπίτια. «Τα καλύτερα σπίτια του χωριού, μεταβάλλονται σε ερείπια».[348] Ο στρατός θα φτάσει έξι ώρες μετά την αναχώρηση των Ελλήνων. Ο υπολοχαγός Καμπέρ Εφέντη, λέει προκλητικά στους χωρικούς, πως για να βρουν την ησυχία τους από τα ελληνικά σώματα, πρέπει να δηλώσουν πίστη στο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Τα γεγονότα καταγγέλλονται εγγράφως, από τους προκρίτους του χωριού, στο βαλή Μοναστηρίου και τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.[349]

Στις 23 Αυγούστου, επίσης, το χωριό Σλίβνιτσα [Сливница][350] που βρίσκεται στις Πρέσπες, περικυκλώνεται από ένα εξηνταμελές ελληνικό σώμα. Οι νέοι άνδρες του χωριού προλαβαίνουν να φύγουν στο βουνό πριν το χωριό κυκλωθεί εντελώς, οι υπόλοιποι όμως χωρικοί εξαναγκάζονται να συρθούν, μέσα στη νύχτα, στην πλατεία, όπου εκεί κακοποιούνται από τους άνδρες του σώματος. Το πρωί, ο έλληνας αρχηγός λέει πως όλη η Σλίβνιτσα θα περάσει από το μαχαίρι και τη φωτιά, αν οι κάτοικοί της δεν είναι στο εξής πιστοί στην ελληνική οργάνωση και τον πατριαρχικό δεσπότη. Φεύγοντας, το σώμα παίρνει μαζί του ομήρους το Στόγιαν Σέρμπινοφ και τον Κίταν Βέλκοφ.[351]

Στα μέσα Αυγούστου, μπαίνει στο χωριό Μόκρενη της Καστοριάς, το σώμα του υπολοχαγού Γιώργου Βλαχογιάννη (καπετάν Οδυσσέα), δύναμης ογδόντα ανδρών. Οι Έλληνες αιχμαλωτίζουν 25 Μακεδόνες και τους πάνε σε ένα δάσος, στο γειτονικό βουνό «Κουρί», όπου τους «κατηχούν» και μετά τους αφήνουν. Πρώτα όμως τους βάζουν να ορκιστούν ότι θα πάνε στον δεσπότη Καραβαγγέλη και θα δηλώσουν επιστροφή στο Πατριαρχείο. Την άλλη μέρα το σώμα ανοίγει την κλειστή πατριαρχική εκκλησία του χωριού με τα όπλα και υποχρεώνει τον εξαρχικό παπά να λειτουργήσει στα ελληνικά. Φεύγοντας ο Βλαχογιάννης αφήνει πίσω «φρουρά» δώδεκα ανδρών.[352] Επειδή όμως περνούν οι μέρες και οι πρόκριτοι καθυστερούν να πάνε στην Καστοριά για να αλλαξοπιστήσουν, το σώμα επιστρέφει στο χωριό, στις 25 Αυγούστου[353] και παίρνει δεκαπέντε όμηρους. Αυτοί, όπως δηλώνει στους κατοίκους ο καπετάνιος, θα εκτελεστούν, αν δεν τηρήσουν άμεσα οι προύχοντες τον όρκο τους.[354] Έτσι η Μόκρενη υποχρεώνεται να δηλώσει στις οθωμανικές αρχές πως γίνεται «ελληνικό» χωριό.[355]

Στις 26 Αυγούστου η εφημερίδα «Χρόνος» δημοσιεύει τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη που αναφέρει τρεις πράξεις «εκδίκησης» των ελληνικών σωμάτων: α) το φόνο του «κομιτατζή» Νίκου Μάτσα, που βρισκόταν μέσα στη στάνη του Γιώργου Μίσιου, β) τη δολοφονία του «αγγελιοφόρου του Κομιτάτου» Ίτσκο στην περιοχή των Γιανιτσών και γ) το φόνο δυο συγγενών του εξαρχικού βοσκού Στέργιου Δήμου, μέσα στη στάνη.[356]

Στις 27 Αυγούστου 1905, ο Βάρδας αποφασίζει να επιτεθεί στο χωριό Μπέσφινα [Бесфина / Σφήκα][357] των Πρεσπών. Προηγουμένως το σώμα του έχει αιχμαλωτίσει δυο γέρους, δυο νεαρούς και τέσσερις γυναίκες, στο δρόμο που οδηγεί από τη Μπέσφινα στο Μπούκοβικ. Ο Βάρδας στέλνει μια γυναίκα από τους αιχμαλώτους στο χωριό, με επιστολή που απαιτεί από τους κατοίκους να υποδεχτούν το σώμα του. Στην επιστολή ο Βάρδας απειλεί πως αν οι χωρικοί φύγουν από το χωριό και κρυφτούν στο δάσος, θα σκοτώσει και θα κάψει σπίτια. Το σώμα μπαίνει στο χωριό το βράδυ.[358] Ο Πύρζας γράφει πως «αν βρίσκαμε τους παπάδες είχαμε απόφαση να τους κάψουμε». Όλοι οι άντρες του χωριού έχουν καταφύγει για να γλιτώσουν στο βουνό. Βρίσκουν μόνο γυναίκες και δυο γέρους. Ο Πύρζας περιγράφει το πλιάτσικο που έγινε και μετά το κάψιμο ενός μπακάλικου και των σπιτιών των δύο εξαρχικών παπάδων: «Μόλις πήγα στο χωριό είχαν κατεβεί όλοι και είχαν αρχίσει το πλιάτσικο, έσπασα την πόρτα του μαγαζιού του Τόλο από τον Τίρναβο. Οι χωρικοί είχαν φύγει με τους παπάδες, είχαν μείνει 2- 3 γέροντες, ρώτησα ένα γέρο, μου είπε που είναι το σπίτι του ενός παπά. Στου αλλουνού παπά είχεν πάει ο Μιχάλης Τσόντος να βάλει φωτιά. Μόλις πήγα στου παπά ήλθαν πολλοί άλλοι, αμέσως έτρεξαν επάνω να το γυμνώσουν. Εγώ με τον Πάνο έβαζα φωτιά από κάτω. Είπα σε ένα παιδί από τα Τρίκαλα να βάλει φωτιά και επάνω, όπου ήταν μια ψάθα από άχυρο και βγήκαμε. Είχα αμφιβολία, γύρισα ξανά με το Γιάννη από την Καβάλα. Του είπα να ανέβει πάνω να ρίξει τσάκνα να πάρει γρηγορότερα φωτιά, ενώ μαζευόμαστε να φύγουμε πήγα στου καντηλανάφτη το σπίτι, με το γέρο Φώτη, να πάρουμε τα κλειδιά της εκκλησίας να κάψουμε τα βιβλία. Αφού πήραμε το κλειδί πήρα τον Σπανό και το Λεωνίδα από την Καστοριά. Τραβήξαμε τον ανήφορο προς την εκκλησία, ανοίξαμε την εκκλησία, μαζέψαμε όλα τα βιβλία, τα έβαλα στη μέση της εκκλησίας. Έβαλα φωτιά και όσα κεριά είχε στο παγκάρι, τα έβαλα να μη σβήσουν τα βιβλία».[359]

Η συνολική αποτίμηση της ελληνικής επίθεσης στη Μπέσφινα ήταν: Λεηλασία του σπιτιού του Ναούμ Κόλεφ και των καταστημάτων των Στέρι Τόλεφ και Τόλε Πέτρεφ. Κάψιμο των σπιτιών του παπά Χρίστε και του αδελφού του, καθώς επίσης των σπιτιών του Στέφο Λάζοφ, του Κόστα Φίλεφ και του παπά Μίτρε Χρίστοφ. Οι άνδρες του σώματος φεύγοντας παίρνουν μαζί τους και αρκετά μοσχάρια.[360]

Το βράδυ της Κυριακής 28 Αυγούστου, μια ελληνική ομάδα που δρα στην περιοχή νότια της πόλης Μπίτολα (πιθανόν εκείνη του Δικώνυμου-Μακρή),[361] μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Ορέχοβο [Орехово][362] και απαγάγει τον προύχοντα Γκεόργκι Τραγιάνοφ. Στη συνέχεια αιχμαλωτίζει το μακεδόνα μάγειρα της μονής Μπουκόβου. Τα πτώματα των δυο αιχμαλώτων εγκαταλείπονται αργότερα στο δάσος, κοντά στο χωριό Γκραέσνιτσα [Граешница].[363] Τέσσερις μέρες αργότερα, η ίδια ομάδα μπαίνει ξανά στο Ορέχοβο και παίρνει ομήρους τρεις χωρικούς. Τέλος την επομένη τραυματίζει σοβαρά το Γκόσι Σιμέονοφ,[364] κάτοικο του χωριού Μπρούσνικ [Брусник].[365]

Σε επιστολή του προξένου Κορομηλά, της 29ης Αυγούστου, γίνεται αναφορά στη δολοφονία, από τα ελληνικά σώματα: α) των βοσκών Ι. Παλάν και Γ. Χούρτου στο χωριό Τσέρνα Ρέκα [Црна Река / Κάρπη][366] του καζά Γευγελής και β) του μουχτάρη του χωριού Ποντ [Под / Φλαμουριά][367] των Βοδενών. Πάνω σε όλα τα πτώματα, βρέθηκαν καρφιτσωμένα σημειώματα, των ελλήνων «εκδικητών».[368]

Την Τετάρτη 31 Αυγούστου, ένα ελληνικό σώμα εισβάλλει στο χωριό Σταρίτσανη [Старичани / Λακκώματα][369] της Καστοριάς, ανοίγει πυρ κατά των χωρικών και βάζει φωτιά σε σπίτια του χωριού. Όταν αναχωρεί, δώδεκα άτομα (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) έχουν δεχτεί σφαίρες και δεκατέσσερα σπίτια καίγονται. Ο διοικητής της χωροφυλακής, Χαϊντάρ Μπέη, που φτάνει στο χωριό από τη Χρούπιστα για ανακρίσεις, λέει στους χωρικούς πως κινδυνεύουν να πάθουν και χειρότερα, όσο εναντιώνονται στους Έλληνες.[370]

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Καλοκαίρι 1905

 

 

Στις 5 Ιουνίου ο Βάρδας βρίσκεται με τους άνδρες του σε ένα λημέρι στη δυτική πλαγιά του βουνού Σινιάτσικο, στα όρια των καζάδων Καϊλαρίων και Ανασελίτσας. Εκεί λαμβάνει διάφορες επιστολές από μέλη της ελληνικής οργάνωσης, που βρίσκονται σε οικισμούς της ευρύτερης περιοχής. Από τη Σιάτιστα τον ενημερώνουν για τη δολοφονία του έλληνα πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Ο Βάρδας υποθέτει ότι ο δράστης μπορεί να είναι κάποιος πατριώτης που σκότωσε τον γηραιό πολιτικό λόγω του «δειλού και αναποφάσιστου χαρακτήρα του» και την υποχωρητικότητά του στο μακεδονικό, εξαιτίας «των διαμαρτυριών Τουρκίας και Ευρώπης» για τη δράση των ελληνικών σωμάτων.[371]

Από το Βογατσικό, του γράφει ο Αθανασίου και του λέει ότι πρέπει «να τιμωρηθούν» στο χωριό οι Νάτσηδες, για να μπορέσει να συνεχιστεί «το έργο» εκεί. Ο οπλαρχηγός Γιάννης Καλογεράκης του γράφει από το Λέχοβο και τον πληροφορεί ότι η ομάδα του μπήκε στο Στρέμπενο και εκεί μια γυναίκα του είπε πως στο χωριό υπάρχουν κομίτες, αλλά δεν του είπε που ακριβώς. Του γράφει επίσης ότι αν σε αυτό το χωριό «δεν κάψουμε έξι σπίτια είναι αδύνατον να γίνει δικό μας». Επίσης του γράφει ο Κιάντος από την Κλεισούρα και του προτείνει να τιμωρηθούν οι Ρωμούνοι (: ρουμανίζοντες) του χωριού, γιατί προδίδουν και συκοφαντούν τους ελληνίζοντες.[372]

Την επομένη, Δευτέρα 6 Ιουνίου, διαβάζει σε ελληνικές εφημερίδες, που του στέλνουν από το Σόροβιτς, τα αίτια της δολοφονίας του Δηλιγιάννη, το κλείσιμο δηλαδή των χαρτοπαικτικών λεσχών. Παίρνει επίσης επιστολή από τον «Άγιο Καστοριάς», τον Γερμανό Καραβαγγέλη, στην οποία του γράφει πως θα έρθει να συναντηθούν σε είκοσι μέρες, αλλά «είναι ανάγκη να γίνουν πριν έλθει μερικοί φόνοι, όπως των ιερέων Φιλίππου στο Κάτω Κουμανίτσι και του Γερμανού στην Τσερέσνιτσα».[373]

Στις 9 Ιουνίου, ο έλληνας οπλαρχηγός λημεριάζει σε μια στρούγγα, κοντά στη Λόσνιτσα. Εκεί έρχεται ο αγγελιοφόρος Κόκκινος από τη Μπλάτσα και του ανακοινώνει πως το μυστικό σώμα που έφτιαξαν στη Μπλάτσα, με αρχηγό το Νάκο Μπερικετλή, πραγματοποίησε το πρώτο έργο του: τη δολοφονία του εξαρχικού παπά στο χωριό Έμπορε.[374]

Στις 14 Ιουνίου ο Βάρδας σημειώνει: «Έρχεται το πρωί ο Μπερεκιτλής, του δίνω χρήματα για το μυστικό σώμα και για την εξόντωση του Αρίφ».[375]

Την Τετάρτη 15 Ιουνίου, μαθαίνει ότι ο Δούκας (Μάλλιος) μπήκε με το σώμα του στο χωριό Οσνίτσανη και υποχρέωσε τους κατοίκους του να ορκιστούν πίστη και υπακοή στα ελληνικά σώματα και στο δεσπότη.[376]

Στις 19 Ιουνίου ο Τσόντος παίρνει επιστολή του καπετάν Φιλώτα, με την οποία του αφηγείται το συμβάν στο Βίτσι, το μοίρασμα των αιχμαλώτων με το Μακρή και «το φόνο οκτώ χωρικών» (όχι εννιά, όπως γράφει ο Μακρής). Παίρνει επίσης επιστολή από το Ζέλενιτς [Зеленич / Σκλήθρο][377] της Φλώρινας, από την οικογένεια των Γραμμενόπουλων,[378] που απευθύνεται προς τον Κατεχάκη (Ρούβα), για οικονομική βοήθεια, σημειώνοντας πως οι άνδρες της οικογένειας έχουν φυλακισθεί από τις τουρκικές αρχές, ως μετέχοντες στην επίθεση και τη σφαγή του περασμένου Νοεμβρίου.[379]

Το Σάββατο 25 Ιουνίου, παίρνει μήνυμα του «Αγίου Γρεβενών», για την τέλεσης «πράξης» (: φόνων) από το σώμα του Βάρδα, όσο ο δεσπότης θα «απουσιάζει» από την επαρχία του. Μαθαίνει επίσης, από τον πρωτοσύγκελο Καστοριάς, ότι ετοιμάζεται ελληνική μισθοφορική ομάδα στη Βίγλιστα ή Μπίκλιστα [Биклишта],[380] αποτελούμενη από πέντε-έξι Αλβανούς. Έργος της είναι να «καθαρίσει» [381] τα εχθρικά χωριά Λαμπάνιτσα [Лабаница / Άγιος Δημήτριος],[382] Κωστενέτσι ή Κόσινετς [Косинец / Ιεροπηγή][383] και Σμάρδεσι ή Σμάρντες [Смрдеш / Κρυσταλοπηγή].[384]

Στις 27 Ιουνίου, πληροφορείται πως «οι δικοί μας σκότωσαν 25 Βλάχους κοντά στην Κατράνιτσα». Επίσης έκαψαν δύο εξαρχικά χωριά.[385]

Την Κυριακή 3 Ιουλίου, ο Βάρδας με το σώμα του βρίσκεται πάνω από το Κουμανίτσεβο. Έχει στείλει μια ομάδα εννέα ανδρών για να σκοτώσουν τον εξαρχικό ιερέα Φίλιππο. Κάποια στιγμή ακούει «το κτύπημα της καμπάνας και μετά από λίγο κραυγές γυναικών». Σε λίγο οι άνδρες του επιστρέφουν και του ανακοινώνουν το φόνο του παπά.[386]

Στις 6 Ιουλίου βρίσκεται στο λημέρι «Μπριαλάγκα», κοντά στο χωριό Σέλιτσα. Εκεί συναντά τον οπλαρχηγό Παύλο Κύρου από το Ζέλεβο [Желево / Ανταρτικό],[387] που παραπονιέται για τους μισθούς που του χρωστάει ο Ρούβας. «Αυτό το ζήτημα διαρκώς με βασανίζει» γράφει ο Βάρδας. Η γκρίνια δηλαδή των μισθοφόρων για την καθυστέρηση καταβολής των μισθών.[388]

Την άλλη μέρα, στη Σέλιτσα, κατσαδιάζει «τους παρεκτρεπομένους αχρείους αντάρτες Κουτσούκη και Τσιτσικάρη», που μένουν συνέχεια μέσα στα χωριά, ακόμα και το καλοκαίρι, μπεκρουλιάζοντας και καβγαδίζοντας.[389]

Στις 8 Ιουλίου, έρχεται στο λημέρι «Παλαιοκόζανη» και τον βρίσκει ο οπλαρχηγός Τσολάκης. Αυτός του λέει πως έχει συμφωνήσει να παίρνει μισθό οκτώ εικοσόφραγκα το μήνα. Ο Βάρδας το βρίσκει παράδοξο, γιατί όλοι οι επικεφαλής παίρνουν μισθό πέντε εικοσόφραγκα.[390]

Στις 14 Ιουλίου, ενώ βρίσκεται στα μαντριά κοντά στο Κωσταράζι ή Κωσταράντζα [Костараџа],[391] ο Τσόντος παίρνει γράμμα από το Φιλώτα, που του λέει ότι πήγε για λίγες μέρες στην πόλη της Καστοριάς και κατάλαβε από κοντά πως ο Γερμανός Καραβαγγέλης κάνει εκεί ό,τι θέλει, μαζί με δυο-τρεις άλλους, της απολύτου εμπιστοσύνης του. Χαρακτηρίζει μάλιστα το μητροπολίτη ως «μεγάλο μπαγαπόντη».[392]

Την Κυριακή 17 Ιουλίου πηγαίνει στη Λόσνιτσα με σκοπό να σκοτώσει τον Κότα Ζούλα και να δείρει το γιο του Λιόλια. Οι τελευταίοι όμως τον πείθουν ότι οι εναντίον τους κατηγορίες είναι άδικες και έτσι γλυτώνουν.[393]

Την επομένη, έρχεται και τον βρίσκει ο Βελή Μπέης από τη Λάψιστα. Φέρνει μαζί του διάφορα τρόφιμα. Ο Βελή διαβεβαιώνει τον έλληνα αρχηγό ότι οι περισσότεροι μπέηδες δεν προδίδουν τα ελληνικά σώματα, αλλά ενδιαφέρονται για την πρόοδο του έργου τους. Υπόσχεται ότι θα φροντίσει για τη μετάθεση του μουδίρη Κλεισούρας, που δεν είναι αρεστός στην ελληνική οργάνωση, καθώς επίσης πως «θα δωροδοκήσει το λοχαγό».[394]

Στις 20 Ιουλίου μαθαίνει[395] ότι ο Καραβίτης με την ομάδα του είχε μεγάλη επιτυχία, σε μάχη με την τσέτα του Ναούμ, που έγινε μεταξύ των χωριών Ντράγος [Драгош][396] και Ράκοβο [Раково / Κρατερό],[397] όπου και σκότωσε δεκαπέντε κομίτες.[398]

Στις 30 Ιουλίου και ενώ βρίσκεται στο Λέχοβο πληροφορείται την επίθεση των Καραβίτη και Μακρή στο Κλαντόρομπι. Η επιστολή μιλάει για «συμπλοκή» και φόνο 25 κομιτών.[399]

Την Κυριακή 31 Ιουλίου, παίρνει επιστολή από τη Σιάτιστα όπου τον ενημερώνουν ότι το σώμα του Βέργα που βρίσκεται στα βουνά των Γρεβενών, πολιόρκησε πριν λίγες μέρες την Αβδέλλα και σκότωσε τέσσερις ρουμανίζοντες, την άλλη δε μέρα συνέλαβε στο δρόμο έξι άτομα, που πήγαιναν από τα Γρεβενά στην Αβδέλλα. Την ίδια μέρα σε άλλο γράμμα από τη Σέλιτσα του γράφουν ότι οι άνθρωποι της οργάνωσης στην πόλη της Καστοριάς δεν μπορούν να εργαστούν όσο υπάρχει ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο οποίος ζητάει συνεχώς να μαζευτούν κι άλλα χρήματα «για να τα καταβροχθίσει».[400]

Την 1η Αυγούστου οι αποφυλακισθέντες Γραμμενόπουλοι και ο Σουλεϊμάν (Σούλιος) από το Ζέλενιτς, οι καταδότες του «ματωμένου γάμου» στο Ζέλενιτς, επισκέπτονται το Βάρδα στο λημέρι του και κουβεντιάζουν για «διάφορα ενδιαφέροντα ζητήματα της περιφέρειας».[401]

Στις 3 Αυγούστου, ένας άνθρωπος της οργάνωσης από την Κλεισούρα, του γράφει πως οι κάτοικοι του χωριού Μόκρενη φοβούνται πολύ τα ελληνικά σώματα. Όμως «αν τιμωρηθούν μερικοί εκεί, ελπίζει πως θα προσέλθουν στην ορθοδοξία».[402]

Στις 4 Αυγούστου 1905 ο Βάρδας μπαίνει στο χωριό Πρεκοπάνα, μαζεύει του κατοίκους στην εκκλησία, τους απειλεί[403] και τους ορκίζει να είναι πιστοί στον ελληνισμό.[404]

Την Παρασκευή 5 Αυγούστου 1905, ο Θανάσης Σκλαβούνος τον ενημερώνει πως σκότωσε μια μουσουλμάνα («την οθωμανίδα»), μετά από υπόδειξη του δάσκαλου στο Ζέλενιτς και του μουσουλμάνου Χούλη, γιατί αυτή «ήταν εμπόδιο».[405]

Την επομένη τον επισκέπτεται ο Φεΐμης, ένας Αλβανός από τη Φλώρινα ή Λέριν [Флорина или Лерин][406] που μισθοδοτείται από την ελληνική οργάνωση ως αγγελιοφόρος, μαζί με το Στέφο Γρηγορίου.[407] Ο Φεΐμης έχει δολοφονήσει πρόσφατα έναν εξαρχικό πρόκριτο της πόλης και έχει έρθει να πάρει την αμοιβή του, για αυτή την πράξη. Ο Βάρδας του δίνει μισό εικοσόφραγκο. Του δίνει επίσης πέντε οκάδες τυρί μανούρι να το δώσει στον προϊστάμενό του Ιτζέτ Πασά, μαζί με τους χαιρετισμούς του.[408]

Στις 9 Αυγούστου πληρώνει στους άνδρες το μισθό του Ιουλίου. Ο Παύλος Γύπαρης και οι άνδρες του παραπονιούνται. Διεκδικούν αμοιβές από το παρελθόν κι απειλούν ότι θα φύγουν αν δεν τις πάρουν. Ο Τσόντος τους υπόσχεται ότι θα βρει χρήματα και θα τακτοποιήσει το ζήτημα σε δυο μέρες.[409]

Ο οπλαρχηγός Λάκης Νταϊλάκης του γράφει, στις 10 Αυγούστου, πως σκότωσε μέσα στο χωριό Σδράλτσι ή Ζντράλτσι [Здралци / Αμπελόκηποι][410] δυο άτομα, «τον Κοσμά και πεθερό του». Την ίδια μέρα μαθαίνει πως ο Βέργας δεν μετακινεί το σώμα του από την περιοχή των Γρεβενών, αν δεν πάρει πρώτα «τα πενήντα εικοσόφραγκα».[411]

Στις 17 Αυγούστου 1905 το σώμα του Βάρδα ξαναμπαίνει στην Πρεκοπάνα. Οι χωρικοί προλαβαίνουν και εγκαταλείπουν το χωριό. Οι εισβολείς καίνε[412] το σπίτι του μουχτάρη και ενός άλλου προγραμμένου.[413] Γράφει σχετικά ο έλληνας αρχηγός: «Κατεβαίνουμε στο χωριό, που είναι εντελώς εγκαταλελειμμένο, ανοίγουμε με τη βία πολλά σπίτια, αλλ’ αδύνατον να βρούμε ψυχή ζωντανή για να μάθουμε τουλάχιστον ποια είναι τα δυο σπίτια των τριών οργάνων των κομιτών. Ευτυχώς αναγνωρίζουμε δύο σπίτια, του μουχτάρη και ενός άλλου, βάζουμε φωτιά σε αυτά και φεύγουμε».[414]

Το Σάββατο 20 Αυγούστου ο Τσόντος παίρνει επιστολή από τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο δεσπότης Καστοριάς του γράφει πως έμαθε τα όσα έγιναν στην Πρεκοπάνα. Του συνιστά να προχωρήσει και σε άλλες επιθέσεις και προτείνει ως υποψήφιους στόχους[415] τα χωριά Αετόζι ή Αϊτός [Ајтос / Αετός],[416] Τσερέσνιτσα [Черешница / Πολυκέρασο][417] και Νέβεσκα [Невеска / Νυμφαίο].[418]

Την άλλη μέρα έρχεται και τον βρίσκει στο λημέρι ο Καραβίτης με τους άνδρες του από την Κρήτη.[419] Του λέει πως γυρίζει πίσω στην Ελλάδα, γιατί όλοι οι Κρητικοί θέλουν να επιστρέψουν και αυτός δεν μπορεί να μείνει εδώ, στηριζόμενος μόνο στους ντόπιους. Έχει επίσης παράπονα με τη συμπεριφορά των ανθρώπων του προξενείου.[420] Ο Βάρδας προσπαθεί να τον μεταπείσει, χωρίς να το καταφέρει. Σημειώνει σχετικά στο ημερολόγιο: «Μετά λύπης μου βλέπω ότι εγκαταλείπει μόνο του ολόκληρο τμήμα, αφού το έκανε πρώτα άνω-κάτω, και το εξέθεσε, σκοτώνοντας στο Κλαντορόπι της Φλώρινας δεκαεπτά χωρικούς. Του λέω με πίκρα ότι αυτό που κάνει είναι εγκατάλειψη θέσης και ζημιώνει το έθνος».[421]

Την Τρίτη 23 Αυγούστου του φέρνουν χρήματα από το προξενείο για τη μισθοδοσία και επιστολή με οδηγίες. Του ανακοινώνουν ότι ο μισθός των Κρητικών και των ξένων ανδρών που είναι πολύ καιρό στα σώματα, αυξάνει σε 2 ½ ναπολεόνια. Του λένε να μην έχει εμπιστοσύνη στους προκρίτους στο Πισοδέρι γιατί είναι «φιλοχρήματοι και τεμπέληδες». Του υποδεικνύουν σαν στόχους μελλοντικών ενεργειών[422] τα χωριά Γκέρμαν [Герман / Άγιος Γερμανός],[423] Σμάρδεσι, Γκάμπρεσι και Άρμενσκο [Арменско / Άλωνα].[424]

Στις 27 Αυγούστου το σώμα του Βάρδα επιτίθεται στο χωριό Μπέσφινα.[425]

 

 

Δύο έγγραφα της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ)

 

 

Στις 12 / 25 Μαρτίου 1905, με το υπ. αριθμ. 118 έγγραφό της, η Οργάνωση της 11ης Μακεδονο-Ανδριανουπολιτικής Επαναστατικής Περιφερείας (: στην πόλη Μπίτολα), απευθύνεται με ανακοίνωσή της προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, αναφορικά με τη δράση των ενόπλων ελληνικών σωμάτων και τη συνεργασία τους με τους έλληνες πρόξενους και τους πατριαρχικούς μητροπολίτες στη Μακεδονία.

Το έγγραφο μεταφράζεται και δημοσιεύεται και στον ελληνικό τύπο:

«Είναι γνωστές σε σας, οι κατά τους τελευταίους μήνες δολοφονίες αθώων ατόμων (ανδρών, γυναικών και παιδιών) και σε κανένα δεν είναι μυστικό, προπάντων δε στη Διεύθυνση της 11ης επαναστατικής περιφερείας, ότι ένοχοι αυτών είναι τα όργανα του Ελληνισμού με τους μητροπολίτες και τους προξένους επικεφαλής.

Η ενέργειά τους, κύριοι, έχει σκοπό να διακυβεύσει το όριο της Μακεδονο-Ανδριανουπολιτικής Οργάνωσης, η οποία εργάζεται δραστήρια, εδώ και πολλά χρόνια, στο όνομα της ελευθερίας και της φιλανθρωπίας, για τη βελτίωση της τύχης των πληθυσμών των Ευρωπαϊκών Νομών, δίχως διάκριση εθνότητας και θρησκεύματος.

Μέχρι τώρα η διεύθυνση της 11ης επαναστατικής περιφερείας δεν θέλησε να επέμβει, καθώς επιθυμούσε να δώσει τον καιρό στους παραλόγους, να επανέλθουν στη λογική. Και αν ποτέ η Οργάνωση τιμωρούσε μερικά πρόσωπα, το έκανε αυτό γιατί είχε αναμφισβήτητες αποδείξεις, ότι ήταν προδότες.

Εντούτοις η Διεύθυνση παρατηρεί με λύπη ότι αυτοί που προκαλούν τη διχόνοια δεν παύουν την καταστρεπτική, για την ιδέα της απελευθέρωσης, δράση τους. Λόγω αυτού, λαμβάνουμε την τιμή να σας κάνουμε γνωστό κύριε πρόξενε, ότι η Διεύθυνση αποφάσισε οριστικά να λάβει αυστηρότερα μέτρα, σύμφωνα με το καταστατικό της Εσωτερικής Οργάνωσης, εναντίον εκείνων, που ξένοι προς τις δυστυχίες και τα συμφέροντα του πληθυσμού, θα ήθελαν να επιχειρήσουν πράξεις αντίθετες προς τον ιερό σκοπό της ελευθερίας.

Αυτό η Διεύθυνση θεωρεί καθήκον της να ανακοινώσει στους κ. κ. Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων».[426]

Το δεύτερο έγγραφο, δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα του Βελιγραδίου και από εκεί αναδημοσιεύτηκε στη «Νέα Ημερησία» της Βιέννης στις αρχές Ιουλίου 1905. Το «Εμπρός» και το «Σκριπ», το μεταφράζουν από την τελευταία και το αναδημοσιεύουν λίγες μέρες μετά, με σχόλια έκδηλης αμηχανίας.

Πρόκειται για ένα σημαντικό κείμενο,[427] που υπογραμμίζει εμφαντικά τη μακεδονική εθνική συνείδηση των συντακτών του και αναδεικνύει το υπόβαθρο της σύγκρουσης των μακεδόνων αυτονομιστών με τους βουλγαρίζοντες και τους σερβίζοντες:

«Από μηνών δημιουργήθηκε στα Μπίτολα, από τη Μακεδονική Οργάνωση, επιτροπή η οποία ανέλαβε το έργο να συντάξει Μακεδονική Γραμματική. Η επιτροπή αποτελείται από επτά καθηγητές της γλωσσολογίας. Ως βάση της γραμματικής αυτής θα ληφθεί η διάλεκτος που ομιλείται στο Βιλαέτι Βιτολίων.

Η διάλεκτος αυτή ανακηρύχθηκε από την επιτροπή ως η Μακεδονική Γλώσσα.

Οι δάσκαλοι των σλαβικών σχολείων στη Μακεδονία διατάσσονται να διδάσκουν τη γλώσσα αυτή, αντί της σερβικής ή της βουλγαρικής, και μέσω αυτής της διδασκαλίας να τίθεται η βάση προς τη δημιουργία της Ανεξάρτητης Μακεδονίας.

Προσεχώς θα τυπωθούν και διάφορα άλλα βιβλία στη Μακεδονική Γλώσσα, κατόπιν δε η Οργάνωση σκέφτεται να απαγορεύσει τη χρήση της σερβικής και βουλγαρικής γλώσσας».[428]

 

 

Σεπτέμβριος και Οκτώβριος του 1905

 

Μια ομάδα, που δημιουργήθηκε από την ελληνική οργάνωση στο χωριό Γκόρνο Πορόι [Горно Порој / Άνω Πορόια][429] του Ντεμίρ Χισάρ, με αρχηγό το «βουτυρέμπορο» Μπάρμπα Γιώργη, δολοφόνησε τον Σεπτέμβριο του 1905 μερικούς μακεδόνες ξυλοκόπους που δούλευαν στην περιοχή και βίασε αρκετές γυναίκες.[430] Επίσης έσφαξε ένα γέρο ενενήντα χρονών και τον δεκαοκτάχρονο ανιψιό του, ενώ επέστρεφαν στο χωριό τους, από το Πετρίτσι [Петрич].[431]

Μια άλλη μισθοφορική συμμορία της ελληνικής οργάνωσης στην περιοχή των Βοδενών, αποτελούμενη από τους μουσουλμάνους Αλβανούς Τζεμάλ και Ντιστάν και τους γραικομάνους ληστές Γκεόργι Πίτσε, Ντίνε Στόικο, Τρίπτσε και Στόιτσε, δολοφόνησε χωριστά, κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, έξι Μακεδόνες.[432]

Την 1η Σεπτεμβρίου η εφημερίδα «Τύπος» δημοσιεύει την είδηση της δολοφονίας δύο «κομιτατζήδων» από την ελληνική οργάνωση. Ο ένας σκοτώθηκε στο δρόμο που συνδέει το Λαγκαδά [Лагадина][433] με το χωριό Νέγκοβαν ή Λίγκοβαν [Негован или Лигован / Ξυλόπολη][434] και ο άλλος στο μακεδονικό χωριό Μπλάτσα της Καστοριάς.[435]

Την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου, στην πόλη Μπίτολα, μέλη του «εκτελεστικού» της ελληνικής οργάνωσης, τραυματίζουν τους Μακεδόνες, Ντίμε Αποστόλοφ από το Μπαΐρ Μαχαλέ και Γκόσε Όγκενοφ από το χωριό Μπρούσνικ.[436]

Το μακεδονικό χωριό Λουβράδες ή Ολόβραντε της Καστοριάς δέχεται επίθεση[437] στις 5 Σεπτεμβρίου 1905, από τα ελληνικά σώματα του υπολοχαγού Πέτρου Μάνου (Βέργα) και των οπλαρχηγών Θόδωρου Κουκουλάκη και Μανώλη Σκουντρή. Έχουν προηγηθεί πολλές απειλητικές επιστολές, της ελληνικής οργάνωσης προς τους κατοίκους, για να αλλάξουν φρονήματα. Οι Έλληνες πλιατσικολογούν και μετά βάζουν φωτιά. Πολλά σπίτια καίγονται,[438] έξι δε από αυτά εντελώς. Φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους και αρκετά άλογα των χωρικών, που τα άρπαξαν από τους στάβλους.[439]

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1905, κοντά στην πόλη Γιανιτσά, το σώμα του καπετάν Ακρίτα σκοτώνει[440] τους Ρουμανόβλαχους Toli Pashata και Tasin Tusia από το χωριό Γκόλεμα Λίβαντα της Γευγελής.[441]

Το Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου στο χωριό Περιβόλι [Периволи][442] των Γρεβενών, το σώμα του καπετάν Βέργα σφάζει τα κοπάδια των ρουμανιζόντων Tego Lani και Leon Canstantinesco.[443]

Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, τα σώματα των υπολοχαγών Τσόντου (Βάρδα) και Βλαχογιάννη (Οδυσσέα) μπαίνουν μαζί στο χωριό Γκέρμαν της Πρέσπας. Το Γκέρμαν είναι ένα μεγάλο χριστιανικό μακεδονικό χωριό, στο οποίο υπάρχουν και δεκαπέντε σπίτια μουσουλμάνων Αλβανών. Την επίθεση στο χωριό έχει υποδείξει το ελληνικό προξενείο και έχουν ζητήσει επίμονα οι παπα-Σταύρος (Τσάμης) από το Πισοδέρι και παπά-Βασίλης από τη Μιλόβιστα.[444] Οδηγοί στην επίθεση είναι ο Παύλος Κύρου (για να τους δείξει το δρόμο) και δυο Βλάχοι από το Πισοδέρι, οι Ανδρίκος και Βασίλης (για να τους δείξουν τα σπίτια των προγραμμένων). Για την επίθεση υπάρχουν καταγραμμένες οι μαρτυρίες τριών πρωταγωνιστών: του Βάρδα, του Λάκη Πύρζα και του Θύμιου Καούδη.

Ο Βάρδας λέει πως μπαίνοντας στο χωριό, πιάσανε κάποιους χωρικούς. Αυτοί τους είπανε πως δεν υπήρχε εκεί ούτε στρατός ούτε τσέτα. Οι άνδρες χωρίστηκαν σε ομάδες και με οδηγούς τους αιχμαλώτους χωρικούς, πήγαν να συλλάβουν τους πιο «φανατικούς». Ωστόσο δεν βρήκανε κανέναν από αυτούς. Έτσι το έριξαν στο πλιάτσικο. Η μεγάλη λεία ήταν στο μαγαζί και το σπίτι του Ναούμ. Μετά τη λεηλασία, ήθελαν να βάλουν φωτιά, αλλά ο Βλαχογιάννης δεν τους άφησε, γιατί το χωριό ήταν τσιφλίκι της Σουλτάνας «και θα υπήρχαν πολλά παράπονα» προς τις ελληνικές αρχές. Οι άνδρες των δύο σωμάτων έφυγαν από το χωριό, «μετά από πολύ σύγχυση, αταξία και φωνές». Αξιολογώντας την επίθεση, ο Βάρδας σημειώνει πως: «Εκατό σχεδόν άνδρες δεν κατόρθωσαν να πράξουν τίποτα άλλο παρά να αρπάξουν κάποια πράγματα, γεγονός που θα κάνει κακή εντύπωση και να απαγάγουν μια γυναίκα. Γίνονται συνεχώς καυγάδες για τη διανομή των όσων άρπαξαν και υπάρχουν πολλές δυσαρέσκειες για τη μοιρασιά». Όσο για τη γυναίκα γράφει πως τελικά την πήραν τρεις άνδρες, την οδήγησαν λίγο πιο μακριά και τη σκότωσαν.[445]

Ο Πύρζας γράφει πως, μαζί με έναν χωρικό και τέσσερις άνδρες του σώματος, τράβηξαν στο σπίτι του ιερέα Γιοβάν Πόποφ και τον έπιασαν. Μετά τον έφεραν έξω από την εκκλησία του χωριού, όπου είχε οριστεί ως τόπος συνάντησης και περίμενε εκεί ο Βάρδας. Τα σώματα έφυγαν από το Γκέρμαν κατά τις 4 το πρωί. Στις 11 η ώρα, ο Κύρου κι άλλος ένας πήραν την αιχμάλωτη γυναίκα που χαρακτηρίζεται «αγγελιοφόρος των κομιτών» και «πήγαν να τη χαλάσουν».[446]

Ο Καούδης απλώς θυμάται πως πήγαν στο Γέρμαν κι έσφαξαν ένα δάσκαλο και μια δασκάλα.[447]

Η γυναίκα που σκότωσαν ήταν η Αγγελίνα Ντίνεβα, χήρα του βοεβόδα Ντίνε. Όσο για τα πράγματα που άρπαξαν στο πλιάτσικο, χρειάστηκαν πενήντα πέντε άλογα για να τα κουβαλήσουν, άλογα τα οποία τα άρπαξαν και αυτά από το χωριό.[448]

Την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου, μια ελληνική ομάδα αιχμαλώτισε, κοντά στο μακεδονικό χωριό Καντίνοβο ή Σουγιουτλή των Γιαννιτσών, το μακεδόνα πρόκριτο Ντίονις Κόλεφ και τον υπηρέτη του. Οι δυο μακεδόνες βασανίστηκαν και στη συνέχεια σκοτώθηκαν με φρικτό τρόπο. Τα πτώματα τους βρέθηκαν ακρωτηριασμένα.[449]

Την ίδια μέρα, μια άλλη ομάδα απήγαγε πέντε προύχοντες από το χωριό Γκόρνο Κοπάνοβο [Горно Копаново / Άνω Κοπανός],[450] του καζά Βέροιας, για να αναγκαστεί το χωριό να υποταχθεί στα ελληνικά κελεύσματα.[451]

Τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου από την Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1905, μεταδίδει ότι ο πρεσβευτής της Ρουμανίας επέδωσε στην Πύλη τον κατάλογο των Βλάχων που υπήρξαν θύματα της δράσης των ελληνικών συμμοριών στη Μακεδονία και ζήτησε να ληφθούν μέτρα.[452]

Με εντολή του Γιώργου Τσόντου,[453]οι Μανώλης Νικολούδης, Παύλος Κύρου και Λάκης Πύρζας, μαζί με τους άνδρες τους, εισβάλουν στο μακεδονικό χωριό Άρμενσκο της Φλώρινας, τη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου. Στόχος τους είναι ο εξαρχικός παπά-Σταύρος. Στο δρόμο «τσακώνουν» ένα χωρικό που τον βάζουν, με το ζόρι, να τους οδηγήσει στο καινούριο σπίτι του παπά. Όταν φτάνουν στο σπίτι, ο Στέφος Γρηγορίου, που είναι στην ελληνική ομάδα, φωνάζει (στα μακεδόνικα) στον παπά που είναι στο παράθυρο και του λέει αν μπορεί να τους προσφέρει κατάλυμα για το βράδυ.[454] Ο παπάς τους ανοίγει και μπαίνουν μέσα. Εκεί, σε ένα δωμάτιο, είναι και οκτώ εργάτες που χτίζουν το νέο σπίτι του παπά. Ο Κύρου και κάποιοι άνδρες φεύγουν και πάνε να συλλάβουν τους προύχοντες του χωριού. Γυρίζουν έχοντας μαζί τους το μουχτάρη, πέντε προύχοντες και ένα νέο είκοσι πέντε χρονών, ψάλτη, ονόματι Βασίλη Μποζίνοφ. Ο τελευταίος, τους λέει πως είχε βγει για κυνήγι, γι’ αυτό είχε και όπλο μαζί του. Όλους αυτούς, μαζί με τον παπά και τους εργάτες, σύνολο δεκαέξι άτομα, τους δένουν και μετά τους πάνε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται στο νότιο μέρος του χωριού. Εκεί μετά από «ανάκριση», βγάζουν στην άκρη τον παπά και τον ψάλτη. Αφού καίνε πρώτα όλα τα βιβλία της εκκλησίας, «εκτός από ένα που είναι ελληνικό», ορκίζουν τους υπόλοιπους πως «θα πάνε στο δεσπότη στη Φλώρινα να προσκυνήσουν, ότι επανέρχονται στην Ορθοδοξία». Τους λένε, πως αν δεν τηρήσουν τον όρκο τους, θα τους κάψουν όλους και μετά τους αφήνουν να φύγουν τρέχοντας. Η ώρα είναι 4 το πρωί. Ο Στέφος παίρνει τον παπά και τον σφάζει.[455] Μετά τον παραχώνει σε κάτι κλαδιά για να μη φαίνεται και λέει δυνατά: «σε έσφαξα για την πίστη μου». Ο Πύρζας αρχίζει να χτυπάει στο πρόσωπο τον ψάλτη και να τον σπρώχνει προς το μέρος που είναι σφαγμένος ο παπάς. Εκείνος προσπαθεί να το σκάσει, αλλά όπως είναι δεμένος μπερδεύεται και πέφτει κάτω. Ένας Κρητικός, ο Θόδωρος, μαζί με το Στέφο, πέφτουν πάνω του, «τον αρχίζουν στις μαχαιριές, άλλος με τη λόγχη, τον τελειώνουν».[456] Φεύγοντας, παίρνουν μαζί τους ότι πολύτιμο υπάρχει στην εκκλησία.[457]

Στις 16 Σεπτεμβρίου τη νύχτα, το σώμα του Βάρδα μπαίνει στο χωριό Ρούλια [Рулја / Κώτας][458] της Καστοριάς. Ο παπά-Παύλος, ο ιερέας του χωριού, υπόσχεται στον έλληνα αρχηγό να πάει στο δεσπότη Καστοριάς και να δηλώσει την επιστροφή του χωριού στο πατριαρχείο.[459] Η αντιπροσωπεία από τη Ρούλια, που πάει στο Γερμανό Καραβαγγέλη για να δηλώσει την επιστροφή του χωριού, καλείται στη συνέχεια και από τον καϊμακάμη, που τους ρωτάει γιατί δηλώνουν τώρα πίστη στο πατριαρχείο. Εκείνοι του απαντούν πως το κάνουν για να σώσουν το χωριό τους από τα ελληνικά όπλα. Λίγες μέρες μετά, στις 28 Σεπτεμβρίου, το σώμα του Βάρδα επιστρέφει στο χωριό. Ο έλληνας αρχηγός σημειώνει πως όσο έμειναν εκεί ήταν ανήσυχοι λόγω «της διαγωγής των κατοίκων που φέρθηκαν ψυχρότατα».[460] Ο Draganof γράφει πως οι αντιπρόσωποι του χωριού που είχαν μεταβεί στον καϊμακάμη, ξυλοκοπήθηκαν αλύπητα από τους Έλληνες, λες και οι τελευταίοι ήξεραν την απάντηση που έδωσαν οι κάτοικοι στον οθωμανό αξιωματούχο. Εκείνη τη μέρα υπήρξαν στη Ρούλια και βιασμοί γυναικών.[461]

Στις 20 Σεπτεμβρίου ο καπετάν Γκόνος με την ομάδα του μπαίνει στο χωριό Γκόλο Σέλο [Голо Село / Ακρολίμνη][462] των Γιανιτσών και σκοτώνει έναν Μακεδόνα, που θεωρείται κομιτατζής.[463]

Στις 21 Σεπτεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Μπρούσνικ, κοντά στα Μπίτολα. Οι άνδρες του σώματος δέρνουν τους κατοίκους του χωριού και πλιατσικολογούν πολλά σπίτια.[464]

Το σώμα του Βάρδα επιτίθεται στο χωριό Τύρσια ή Τίρσιε [Трсје / Τρίβουνο][465] της Καστοριάς, στις 22 Σεπτεμβρίου 1905. Σύμφωνα με τον Καούδη, οι Έλληνες δεν καταφέρνουν τίποτα γιατί οι κάτοικοι είναι οπλισμένοι και αντιστέκονται.[466] Το σώμα αποχωρεί. Κάποιοι προτείνουν να επιστρέψουν και να κάψουν όσα σπίτια μπορούν, αλλά ο Βάρδας απορρίπτει την πρόταση ως επικίνδυνη.[467]

Στις 23 Σεπτεμβρίου εκδηλώνεται διπλή ελληνική επίθεση,[468] στα χωριά Πούτουρους [Путурус][469] και Τσερνίτσανι [Црничани][470] του Πρίλεπ. Ο Ρέμπελος με τους Ζώη, Φιωτάκη, Μυλωνάκη, Πεντεράκη, Κοκκινάκη και πολλούς άλλους, επιτίθεται στο χωριό Τσερίτσανι. Οι Περδίκας και Τρομάρας με τους Έσλιν, Ξενοφώντα, Σαμψάρογλου, Ζερβουδάκη, Πιάλα, Αγγελή και άλλους, χτυπούν το χωριό Πούτουρους.[471]

Στο Πούτουρους καίνε τα δεκατέσσερα, από τα δεκαεπτά σπίτια του χωριού. Τραυματίζουν τον Σόκλε Άναστοφ. Σκοτώνουν τον Στόγιαν Μούργιεφ, τον Στόγιαν Ντόμαζετ και την Κάλια Τραΐτσεβα. Τα δυο μικρά παιδιά του Κίταν Νίκολοφ, ηλικίας επτά και εννέα ετών, τα αρπάζουν από την αγκαλιά της μάνας τους και τα ρίχνουν να καούν στη φωτιά.[472]

Στο χωριό Τσερνίτσανι καίνε δέκα σπίτια, τις αποθήκες με τους καρπούς και τους στάβλους με τα ζώα. Οι ιταλοί αξιωματικοί της χωροφυλακής Ciconi και Luzzi καθώς και ο άγγλος πρόξενος, που επισκέπτονται αργότερα τα χωριά, επιβεβαιώνουν αυτές τις απώλειες. [473]

Στην Κλεισούρα της Καστοριάς, το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το ρουμανιστή George Nazla.[474]

Στις 24 Σεπτεμβρίου το σώμα του Βάρδα μπαίνει στη Μπέσφινα. Οι περισσότεροι κάτοικοι, έχουν εγκαταλείψει από φόβο το χωριό. Βρίσκουν εκεί μόνο «άχρηστους γέροντες, νέους και γυναίκες». Σφάζουν ένα βόδι για να φάνε. Πολλοί άνδρες μπαίνουν στα σπίτια και κάνουν πλιάτσικο. Φεύγοντας ο έλληνας αρχηγός αφήνει μία επιστολή, με την οποία τους απειλεί, πως αν δεν αλλαξοπιστήσουν, θα το κάψει το χωριό.[475]

Την ίδια μέρα, το σώμα των Λουκά και Γκαλντέμη σκοτώνει κοντά στο χωριό Λαμπάνιτσα [Лабимица / Μικρολίβαδο][476] των Γρεβενών, το ρουμανιστή Γιώργη Γούση από το χωριό Περιβόλι.[477]

Εκείνες τις μέρες του Σεπτεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Κρίβα των Γιανιτσών, συλλαμβάνει «πέντε κομιτατζήδες, τους οποίους δικάζει δημόσια στην αγορά και τους τιμωρεί παραδειγματικά».[478]

Την Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Tasku Darja από το Κρούσεβο.[479]

Την ίδια μέρα, μια ελληνική ομάδα δολοφονεί, στο δρόμο κοντά στα Μπίτολα, δυο Μακεδόνες που επιστρέφουν στα χωριά τους.[480] Τον Πέτρε από το Μπουντίμιρτσι [Будимирци][481] και το Ζάγιακοφ από το Πέτρινο [Петрино].[482]

Σε απόρρητο έγγραφο του έλληνα πρόξενου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κορομηλά προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, της 28ης Σεπτεμβρίου 1905, περιγράφονται τα εξής γεγονότα:

Δύο ελληνικές ένοπλες ομάδες στήνουν ενέδρα βόρεια της πόλης των Βοδενών. Η πρώτη, του Κώστα Γαρέφη, αποτελούμενη από 24 άνδρες, πιάνει θέση στον δρόμο που οδηγεί από τα Βοδενά στο μακεδόνικο χωριό Σαρακίνοβο. Η δεύτερη, με αρχηγό τον Θεοδόση, παραμονεύει στον δρόμο που οδηγεί από την πόλη στο χωριό Λούκοβετς [Луковец / Σωτήρα].[483] Το απόγευμα, η ομάδα του Γαρέφη αιχμαλωτίζει οκτώ Μακεδόνες που επιστρέφουν στο Σαρακίνοβο. Σκοτώνει τους επτά, ενώ ο ένας ξεφεύγει τραυματισμένος. Μετά επιτίθεται στο γειτονικό χωριό Πότσεπ [Почеп / Μαργαρίτα],[484] όπου σκοτώνει άλλους επτά κατοίκους του και τραυματίζει έναν. Η ομάδα του Θεοδόση σκοτώνει δέκα Μακεδόνες από το Λούκοβετς, που γυρίζουν από τα Βοδενά στο χωριό τους.[485] Ο πρόξενος ωστόσο θεωρεί, πως οι «δικοί μας είναι ανίκανοι να επωφεληθούν της τρομοκρατίας που έσπειραν», με την εκτέλεση των 24 Μακεδόνων.[486]

Στις 28 Σεπτεμβρίου, η ομάδα του Γκόνου, μπαίνει στο χωριό Γκιούπτσεβο [Гјупчево / Γυψοχώρι][487] των Γιανιτσών και δολοφονεί ένα κάτοικό του.[488]

Την 1η Οκτωβρίου 1905 ο Γιώργος Τσόντος (Βάρδας) έχει αποφασίσει να χτυπήσει το χωριό Ποζντίβιστα [Поздивишта / Χάλαρα][489] της Καστοριάς.[490] Το σούρουπο, το σώμα του βρίσκεται σε έναν λόφο δυτικά του χωριού. Περιμένει να κοιμηθούν οι κάτοικοι και να βγει η σελήνη. Χωρίζει τους άνδρες σε τέσσερις ομάδες. Η πρώτη υπό την ηγεσία του Θανάση Σκλαβούνου και του Δημήτρη Νταλίπη πιάνει τον δρόμο βόρεια του χωριού, από όπου μπορεί να έλθει στρατός από το Κονομλάντι, που απέχει ¾ της ώρας. Η δεύτερη ομάδα με αρχηγούς τον Μανόλη Νικολούδη και τον Παύλο Κύρου και οδηγό κάποιο Λάμπρο από την Ποζντίβιστα πηγαίνει στα σπίτια δύο προγραμμένων εξαρχικών. Ο Λάκης Νταϊλάκης και οι άντρες του, πηγαίνουν στο σπίτι του ενός εξαρχικού παπά, που τους το δείχνει ο Λάμπρος. Τέλος ο Θύμιος Καούδης και ο Λάκης Πύρζας με τους υπόλοιπους άνδρες, πάνε στο σπίτι του άλλου εξαρχικού παπά, με οδηγό έναν Γιοβάν από την Ποζντίβιστα. Ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του, το σκοπό της επίθεσης: «επρόκειτο όλοι δε να προσπαθήσουν να φονεύσουν αυτούς, να κάψουν τα σπίτια και να φύγουμε».

Η ομάδα των Σκλαβούνου - Νταλίπη πλησιάζει το σπίτι του ενός προγραμμένου και του φωνάζουν στα μακεδόνικα να βγει έξω. Εκείνος ανοίγει, τους βλέπει και κλείνει ξανά την πόρτα. Οι αντάρτες αρχίζουν να βρίζουν, μαζεύουν κλαδιά και βάζουν φωτιά στο σπίτι. «Οι γυναίκες μέσα στο σπίτι κραυγάζουν και καλούν σε βοήθεια το χωριό».[491] Ο Χρήστος Λευκαρουδάκης σπάει με το κοντάκι του όπλου του την πόρτα του πάνω ορόφου. Μπαίνουν μέσα πολλοί και αρχίζουν να πυροβολούν, ενώ η φωτιά αρχίζει να φουντώνει. Η ομάδα του Νικολούδη και του Παύλου Κύρου, δεν βρίσκει τον παπά στο σπίτι. Το πλιατσικολογούν και μετά φεύγοντας του βάζουν φωτιά. Ύστερα πηγαίνουν στο σπίτι του Μακεδόνα Τσολάκη όπου κάνουν τα ίδια. Τέλος καταλήγουν στην εξαρχική εκκλησία. Καίνε τα βιβλία και αρπάζουν τα ασημένια σκεύη και το «ασημένιο ντύμα του Ευαγγελίου».

Η επιχείρηση τελειώνει όταν φτάνουν λίγοι μακεδόνες χωρικοί από το γειτονικό χωριό Τσερνόβιστα και αρχίζουν να πυροβολούν από τους αχυρώνες έξω από το χωριό, κατά των Ελλήνων. Ο Βάρδας, συνοψίζοντας το αποτέλεσμα της επιχείρησης, γράφει ότι το πρώτο σπίτι κάηκε εντελώς, με όλους μέσα (και τα γυναικόπαιδα), ενώ για τα άλλα δύο έχει αμφιβολίες, καθώς άργησαν να βάλουν φωτιά «γιατί επιδόθηκαν οι άνδρες (Αλβανοί και Κρητικοί) στην αρπαγή». Την άλλη μέρα στο λημέρι ξεσπούν μεταξύ των ανδρών «καυγάδες για τα λάφυρα, κυρίως γιατί πολλοί έκλεψαν από την Αγία Τράπεζα και τα αφιερώματα των Αγίων και τα στεφάνια».[492]

Ο Καούδης θυμάται πως σε αυτή την επίθεση έκαψαν δυο σπίτια,[493] ένας δε άνδρας του σώματος, κάποιος Παπαδόπουλος, άρπαξε «τα δισκοπότηρα, όλα τα ιερά άμφια και το ευαγγέλιο».[494]

Το Σάββατο 1η Οκτωβρίου 1905, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Ρουμανόβλαχο Nicolas Apostolina από το Περιβόλι Γρεβενών.[495]

Σε αναφορά της 2ας Οκτωβρίου, ο Λάμπρος Κορομηλάς γράφει πως στο Γκόρνο Γκραματίκοβο «συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν» κάποιοι τροφοδότες των κομιτατζήδων.[496]

Στις 6 Οκτωβρίου σκοτώνονται δύο χωρικοί, στο μακεδόνικο χωριό Μέσιμερ των Βοδενών.[497] Πάνω στα πτώματα τους βρέθηκε σημείωμα που έγραφε «Προδότες του Ελληνισμού» και από κάτω είχε τις σφραγίδες των οπλαρχηγών Θεοδόση και Σάββα.[498]

Στις 7 Οκτωβρίου πραγματοποιείται επίθεση[499] εναντίον του μακεδονικού χωριού Αετόζι ή Αετός της Φλώρινας, από τις ομάδες του υπολοχαγού Γιώργου Βλαχογιάννη (Οδυσσέα) και του ληστή Γιάννη Μπούλακα (Πούλακα).[500] Σύμφωνα με τον Βάρδα, οι κάτοικοι του χωριού, που έχουν πληροφορηθεί για το επερχόμενο χτύπημα, έχουν εγκαταλείψει εγκαίρως τα σπίτια τους και έχουν καταφύγει στο βουνό για να σωθούν. Οι Έλληνες σκοτώνουν το γέροντα παπά Ηλία Ντίνε Μίντσοφ, που βρίσκουν μόνο του στον έρημο οικισμό[501] και καίνε δέκα σπίτια.[502]

Την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου, η ομάδα του Πούλακα[503] μπαίνει, νωρίς το πρωί, στο μακεδονικό χωριό Μόκρενη της Καστοριάς, και συλλαμβάνει δυο προύχοντες, τον Χρήστο Σαμάτζιεφ και τον Βασίλ Στέρεφ.[504] Φεύγοντας, τους παίρνει μαζί της ομήρους, μέχρι να προσχωρήσει το χωριό στην ελληνική παράταξη. Στη συνέχεια πηγαίνει στο γειτονικό μακεδονικό χωριό Στρέμπενο του καζά Φλώρινας και παίρνει ομήρους, για τον ίδιο λόγο, το Βασίλ Βαλαβίτσαροφ και τέσσερις γυναίκες. Μια άλλη ελληνική ομάδα, του Θύμιου Καούδη, συλλαμβάνει την ίδια μέρα έξω από τη Φλώρινα και παίρνει μαζί της ομήρους, τους Κότε Κόλεφ, Στόγιαν Γκεοργίε, Ηλία Μέντσοφ και Τράικο Ράιοκφ, μουχτάρη και προύχοντες του χωριού Γκέρμαν των Πρεσπών.[505] Οι αιχμάλωτοι εκτελούνται αργότερα.[506]

Στα Μπίτολα, στις 7 Οκτωβρίου, η ελληνική οργάνωση σκοτώνει ένα μπακάλη, που θεωρείται μέλος του Κομιτάτου.[507]

Το Σάββατο 8 Οκτωβρίου 1905 μια ελληνική ομάδα σκοτώνει τους ρουμανίζοντες Βλάχους Petku και Mitako από την Χρούπιστα.[508]

Στις 9 Οκτωβρίου το σώμα του Βάρδα μπαίνει στο χωριό Όστιμα ή Όστσιμα [Осчима / Τρίγωνο][509] στα Κορέστια. Ο έλληνας αρχηγός δέρνει τον μουχτάρη του χωριού, γιατί έχει πληροφορηθεί, πως αυτός διαμαρτυρήθηκε σε έναν τούρκο επιλοχία, κατά των ελλήνων ανταρτών. Στην Όστιμα τον βρίσκει ο Καούδης, όπου του λέει πως σκότωσε τέσσερις αιχμαλώτους από το Γκέρμαν.[510] Από αυτούς, δύο ήταν πατριαρχικοί και δύο εξαρχικοί.[511]

Στις 10 Οκτωβρίου σκοτώνεται, κοντά στη πόλη Γκούμεντζα ή Γκούμεντζε [Гкуменџе / Γουμένισσα][512] των Γιανιτσών, από την ελληνική οργάνωση, ο αυτονομιστής Τράιο Κάζαρι.[513]

Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου 1905, το σώμα του Βάρδα μπαίνει στο χωριό Όροβνικ [Оровник / Καρυές],[514] στις Πρέσπες. Πηγαίνει στο σπίτι του παπά, αλλά δεν τον βρίσκει. Οι περισσότεροι άνδρες λείπουν από τα σπίτια τους. Οι γυναίκες λένε πως αυτοί βρίσκονται στο παζάρι στη Φλώρινα και στα χωράφια. Ο Βάρδας υποψιάζεται πως στην πραγματικότητα αυτοί το έσκασαν από φόβο. Το σώμα φεύγει από το χωριό, έπειτα όμως από λίγο ξαναγυρίζει. Πιάνουν κάποιους και τους δέρνουν για να ομολογήσουν που βρίσκονται οι άνδρες του χωριού. Τελικά εγκαταλείπουν το χωριό όταν ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, από τσέτες που φτάνουν σε βοήθεια του χωριού.[515]

Στις 14 Οκτωβρίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης από το Λέχοβο, σκοτώνουν έξω από την Πρεκοπάνα της Φλώρινας, τον Πάσχο και δυο ανιψιούς του Μακεδόνες, από το προαναφερόμενο χωριό.[516]

Το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1905, το σώμα του καπετάν Αρκούδα, μπαίνει στο βλαχοχώρι Αβδέλλα των Γρεβενών και καίει μια ολόκληρη συνοικία.[517] Το σχολείο, 135 σπίτια, μύλοι, και πριονιστήρια, γίνονται στάχτη.[518] Το σύνολο των ζημιών φτάνει στις 16.000 λίρες.[519]

Την ίδια μέρα, στο χωριό Ξηρολίβαδο [Ксироливадо][520] της Βέροιας, ένα ελληνικό σώμα καίει το ρουμάνικο σχολείο και τα σπίτια των Toli Hagi Gogu, Nicolas Carafli και Georges Douli.[521]

Πάλι στις 15 Οκτωβρίου, μια ελληνική ομάδα πηγαίνει στο χωριό Γκόλο Σέλο των Γιανιτσών και παίρνει ομήρους τους Μακεδόνες Ντίονις Γκεοργίεφ, Βάσιλ Ντίνεφ και Πέταρ Ντίνεφ. Η ίδια ομάδα, συναντάει στο δρόμο το μακεδόνα ξυλοκόπο Τράγιο Κόζαροφ, τον οποίο σκοτώνει επί τόπου.[522]

Στις 16 Οκτωβρίου, στο παζάρι της πόλης Μπίτολα, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, χτυπάει με πέτρα στον κρόταφο και σκοτώνει τον εξαρχικό Τράικο Μοριχόφτσι.[523]

Στις 17 Οκτωβρίου 1905, η ομάδα του καπετάν Γκόνου σκοτώνει δυο άτομα, στο χωριό Ντόλνο Βλάσι [Долно Власи / Εξώβαλτα][524] των Γιανιτσών. Λίγο μετά, η ίδια ομάδα, συνεργάζεται με τον οθωμανό αξιωματικό Γκαλίπ Πασά, για να χτυπήσει την καλύβα των αυτονομιστών στο Τσέκρι και να σκοτώσει τρεις από αυτούς.[525]

Στις 18 Οκτωβρίου, μέλη του «εκτελεστικού» στα Μπίτολα, πυροβολούν στη μασχάλη και τραυματίζουν βαριά τον εξαρχικό έμπορο Λοζάντσεφ.[526]

Την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου μια ελληνική ομάδα (ίσως πάλι του Πούλακα) ξαναμπαίνει στη Μόκρενη. Οι χωρικοί Τρύφων Στόικοφ, Κόλε Μπούτσινε, Χρίστο Τόλατα και Πέταρ Ατανάσοφ ξυλοκοπούνται άγρια. Τα σπίτια του εξαρχικού ιερέα και του αγρότη Γκεόργκι Τάσεφ λεηλατούνται.[527] Μετά από αυτή την επίθεση οι κάτοικοι του χωριού αναγκάζονται να δηλώσουν στο δεσπότη και τον καϊμακάμη της περιοχής πως το χωριό επιστρέφει στην εξουσία του Πατριαρχείου.[528]

Στις 20 Οκτωβρίου, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Λιουμπέτινο της Φλώρινας.[529] Οι χωρικοί έχουν ειδοποιηθεί για την επίθεση και έχουν προλάβει να φύγουν στο βουνό. Οι άνδρες του σώματος κάνουν πλιάτσικο στα άδεια σπίτια και σκοτώνουν[530] ένα γέροντα ογδόντα χρονών, τον Τζίλε Ζάπεφ, που έχει απομείνει στο χωριό.[531]

Την Παρασκευή 21η Οκτωβρίου 1905, το σώμα του Βάρδα μπαίνει ξανά στο μακεδονικό χωριό Μπέσφινα των Πρεσπών.[532] Οδηγούν τον μουχτάρη (κοινοτάρχη) και πολλούς χωρικούς έξω από την εκκλησία. Τους δέρνουν για να παραδώσουν τα όπλα που υπάρχουν στο χωριό. Μαζεύουν συνολικά οκτώ γκρα, από διάφορα σπίτια. Τους βάζουν να ορκιστούν ότι θα επιστρέψουν στο πατριαρχείο και πως θα δηλώσουν πως είναι πατριαρχικοί, στην επικείμενη απογραφή πληθυσμού. Τον μουχτάρη Παύλο Κύρου, τον «σφάζει σαν αρνί», ο Ανδρέας Δικόνιμος (ή Μπαρμπαντρέας). Τον δραγάτη Χρήστου Νόβατσκο, που τρέχει για να ξεφύγει, τον πιάνει και του κόβει το κεφάλι ο Χρήστος Λευκαρουδάκης, αφού πρώτα τον έχουν πυροβολήσει οι άλλοι, πολλές φορές.[533] Ο Καούδης θυμάται πως δεν μπήκε στο χωριό. Γιατί, όπως λέει, εκείνη την ημέρα, «δεν είχα καμία διάθεση ούτε να λαφυραγωγήσω, ούτε να σκοτώσω».[534]

Το μεσημέρι της 21ης Οκτωβρίου, το εκτελεστικό της ελληνικής Οργάνωσης, δολοφονεί στα Μπίτολα το γυμνασιάρχη Χρήστο Βούλκανοφ.[535]

Την ίδια μέρα, στο χωριό Βλάντοβο [Владобо / Άγρας][536] των Βοδενών, δολοφονείται από δύο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, ο επίτροπος της εξαρχικής εκκλησίας Χρήστο Ντίμιτροφ Όμπεφ. Τα ονόματα των δολοφόνων (Κέση και Τσαμπούρ) γίνονται γνωστά στις οθωμανικές αρχές,[537] αλλά αυτοί δεν συλλαμβάνονται.[538]

Το Σάββατο 22 Οκτωβρίου, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον Constantin Ghica,[539] διευθυντή του ρουμανικού σχολείου στην Κλεισούρα.[540]

Στις 27 Οκτωβρίου, μια ελληνική ομάδα επιτίθεται κοντά στο χωριό Σέρμενιν [Серменин],[541] σε μια παρέα χωρικών που έχει πάει στο παζάρι της Γευγελής.[542] Σκοτώνει δύο και τραυματίζει σοβαρά ένα άτομο.[543] Στη συνέχεια πάει και βρίσκει κατάλυμα στο μικτό γειτονικό χωριό Νέγκορτσι, χωρίς να ενοχληθεί από το στρατιωτικό απόσπασμα που βρίσκεται εκεί.[544]

Στις 27 Οκτωβρίου το σώμα του Βάρδα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Μπρέζνιτσα στα Κορέστια.[545] Οι άντρες του συλλαμβάνουν πολλούς χωρικούς και τους οδηγούν στην εκκλησία. Εκεί τους δέρνουν και στη συνέχεια τους πάνε δεμένους σε έναν λόφο. Τους χτυπούν ξανά και τους απειλούν να αλλάξουν φρονήματα. Ύστερα τους αφήνουν. Τον Χρήστο Τσαούση όμως, τον κρατούν, τον οδηγούν σε ένα δάσος και εκεί τον σκοτώνουν.[546]

Την Παρασκευή 28η Οκτωβρίου, ένα ελληνικό σώμα καίει τα σπίτια έξι προυχόντων στο βλάχικο χωριό Περιβόλι των Γρεβενών.[547]

Την Κυριακή 30 Οκτωβρίου, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον Βλάχο Georges Poupi, δήμαρχο της Αβδέλλας.[548]

Την ίδια μέρα, ένα ελληνικό σώμα δύναμης τριάντα ανδρών, σκοτώνει τον Βλάχο Gusu Biturnu, που βρίσκεται στον δρόμο για τα Βοδενά.[549]

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1905

 

Την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου ο έλληνας αρχηγός βρίσκεται στη Μονή της Αγίας Τριάδας, κοντά στο Πισοδέρι. Ο Παύλος Κύρου του ζητάει τον μισθό του Αυγούστου. Ο Βάρδας του λέει να περιμένει δυο-τρεις μέρες ακόμη, μέχρι να του στείλουν χρήματα. Ο Κύρου θυμώνει και τον απειλεί, ότι αν δεν πληρωθεί άμεσα θα τους παρατήσει και θα πάει στην Ελλάδα.

Την ίδια μέρα του γράφουν από την οργάνωση, ότι ο γάλλος δημοσιογράφος Παγιαρές της εφημερίδας «Φανός», που «υπηρετεί»[550] την ελληνική υπόθεση, επιθυμεί να συναντηθεί κάπου μαζί του και να συζητήσουν.[551]

Στις 5 Σεπτεμβρίου παίρνει γράμμα από το Γερμανό Καραβαγγέλη, όπου μεταξύ των άλλων του ζητάει να χτυπήσει το Κωστενέτσι. Επιπλέον του στέλνει ένα πίνακα χωρικών που κατοικούν σε χωριά της περιοχής Κορεστίων της Καστοριάς και πρέπει να σκοτωθούν από την ελληνική οργάνωση.[552]

Στις 7 Σεπτεμβρίου ο Βάρδας παίρνει τη μισθοδοσία των ανδρών για το μήνα Αύγουστο. Όπως σημειώνει, οι οπλαρχηγοί Μιχάλης Τσόντος (ξάδελφος του Βάρδα) και Παύλος Γύπαρης, παίρνουν αύξηση και έτσι θα λαμβάνουν στο εξής έξι ναπολεόντια το μήνα.[553]

Στις 15 Σεπτεμβρίου παίρνει γράμμα από το ελληνικό προξενείο στα Μπίτολα, με το οποίο τον προτρέπουν να επιτεθεί στο χωριό Μπουφ [Буф / Ακρίτας][554] της Φλώρινας, καθώς θεωρούν αυτό το χωριό σημαντικό εχθρικό στόχο, και την πτώση του «ζήτημα υπάρξεως για όλη την περιφέρεια».[555]

Το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου ο Βάρδας λημεριάζει κοντά στο μακεδονικό χωριό Ρούλια της Καστοριάς. Από εκεί στέλνει επιστολή στον μητροπολίτη Καραβαγγέλη και του ζητάει να βάλει τον οθωμανικό στρατό να χτυπήσει την τσέτα του Μήτρου Βλάχου (Митре Влаха), που βρίσκει καταφύγιο στο χωριό Γκάμπρες στα Κορέστια ή να ζητήσει, «έναντι μεγάλης αμοιβής», από τον Φλώρο, τον αδελφό του Νταλίπη, να προδώσει τον βοεβόδα.[556]

Στις 20 Σεπτεμβρίου ο υπίλαρχος Πέτρος Μάνος (καπετάν Βέργας) ζητάει από τον Βάρδα να μην αναγνωρίσει το σώμα του οπλαρχηγού Κώστα Ντόγρη, γιατί η διαγωγή του ήταν απαράδεκτη, όσο τον είχε μαζί του και γιατί «έχει τάσεις πλιατσικολογίας και φέρεται σκληρά προς όλους τους χωρικούς, χωρίς να κάνει διάκριση».[557]

Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο δεσπότης Καραβαγγέλης γράφει στο Βάρδα ότι ζήτησε από το προξενείο Μοναστηρίου να τεθεί στη διάθεσή του, η ομάδα του Λάκη Νταηλάκη. Να τη στέλνει να «πατάει τα χωριά που πρέπει να διορθωθούν» και να σκοτώνει αντιφρονούντες χωρικούς, όταν πηγαίνουν από τα χωριά τους, στα εβδομαδιαία παζάρια της Καστοριάς, της Χρούπιστας και της Βίγλιστας. Ζητάει επίσης[558] από τον έλληνα αξιωματικό, πριν μπει ο χειμώνας, να σκοτώσει τους εξαρχικούς ιερείς στα μακεδονικά χωριά Στάτιστα ή Στάτιτσα [Статица / Μελάς],[559] Ποζντίβιστα και Μπρέζνιτσα [Брезница / Βατοχώρι].[560]

Την Τρίτη 27η Σεπτεμβρίου, ο Γιώργος Τσόντος παίρνει επιστολή από το ελληνικό προξενείο στα Μπίτολα. Μαθαίνει πως ο Ρέμπελος καίει το Μορίχοβο. Μέσα σε δυο μέρες έκαψε τρία χωριά. Τον ειδοποιούν ότι στο Μπουφ της Φλώρινας τοποθετήθηκε στρατιωτική φρουρά δύναμης 60-80 ανδρών, οπότε δεν είναι δυνατόν, επί του παρόντος, να επιχειρηθεί επίθεση ελληνικού σώματος, εναντίον αυτού του χωριού. Του γράφουν ωστόσο, ότι θα λάβει σύντομα λίστα των προγραμμένων στο Μπουφ. Σημειώνουν ακόμα, πως είναι επείγον να καεί το χωριό Νέρεντ του ίδιου καζά.[561]

Στις 28 Σεπτεμβρίου, ο Βάρδας μαθαίνει πως οι Τούρκοι κρέμασαν στα Μπίτολα, τον φυλακισμένο οπλαρχηγό Κώτα ή Κότε (Коте Христов), από το χωριό Ρούλια της Καστοριάς.[562] Την ίδια μέρα, ένας παπάς του φέρνει επιστολή του δεσπότη Καστοριάς Καραβαγγέλη. Του γράφει πως αυτή την περίοδο ο Μήτρος Βλάχος δεν βρίσκεται στο Γκάμπρες. Θα φροντίσει να στείλει στρατιωτικό απόσπασμα εναντίον του βοεβόδα, αλλά πρέπει ο Βάρδας να εισβάλει στο Γκάμπρες. Του γράφει μάλιστα ποιοι κάτοικοι του χωριού πρέπει να σκοτωθούν και να καούν τα σπίτια τους.[563]

Στις 29 Σεπτεμβρίου, παίρνει γράμμα του Βασίλη Μπάλκου, από τη Φλώρινα. Του λέει πως στο χωριό Τύρσια δεν υπάρχει «κανένας δικός μας». Γράφει επίσης πως είναι ανάγκη να «ενεργήσουμε κατά του χωριού Νεβόλιανη». Πριν πραγματοποιηθεί όμως επίθεση εκεί, πρέπει να υπάρξει συνεννόηση με κάποιους μουσουλμάνους, που ζουν σε αυτό το χωριό.[564]

Την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου, μαθαίνει πως τάγμα κυνηγών του στρατού (αβτζή ταμπούρ) μπήκε στο χωριό Γκάμπρες, σκότωσε τον πρωτόγερο και συνέλαβε τους προεστούς.[565]

Στις 4 Οκτωβρίου μαθαίνει, από το προξενείο, ότι ο οπλαρχηγός Πούλακας, θέλει περισσότερα χρήματα γι’ αυτόν και τους άνδρες του. Αυτά που παίρνει τα βρίσκει λίγα και λέει πως άλλη συμφωνία είχε κάνει στην Αθήνα. Απειλεί πως χωρίς αύξηση δεν πάει πουθενά και θα γυρίσει στην Ελλάδα. Τα ίδια απειλεί και ο οπλαρχηγός Κώστας Ντόγρης.[566]

Στις 5 Οκτωβρίου, του φέρνουν 822 φράγκα, επιπλέον οικονομική ενίσχυση για το σώμα, που έστειλε από την Αθήνα η κόμισα Λουΐζα Ριανκούρ.[567]

Στις 11 Οκτωβρίου, του φέρνουν γράμμα του δάσκαλου Θανάση Ιατρού από το Βογατσικό. Κατηγορεί τους ντόπιους ως τιποτένιους και προδότες και λέει πως δεν υπάρχει καμιά «ελληνική ψυχή». Η μόνη λύση είναι «να έλθουν πολλά σώματα και να σφάξουν τους περισσότερους».[568]

Την Κυριακή 23 Οκτωβρίου το βράδυ, ο Βάρδας μπαίνει με το σώμα του στο χωριό Μπούκοβικ στις Πρέσπες. Πολλοί χωρικοί βγαίνουν να τους υποδεχτούν. Ο ίδιος πιστεύει ότι η αλλαγή αυτή στη συμπεριφορά των κατοίκων είναι το «αποτέλεσμα των φόνων στη Μπέσφινα».[569]

Στις 24 Οκτωβρίου με αφορμή την αποχώρηση του οπλαρχηγού Πούλακα για τη Αθήνα, γράφει γι’ αυτόν πως είναι «απείθαρχος και λαφυραγωγός».[570]

Στις 27 Οκτωβρίου μαθαίνει, από το ελληνικό προξενείο στα Μπίτολα, πως η οθωμανική στρατιωτική φρουρά στο Ζέλοβο και το Πισοδέρι, αποσύρθηκε και από τα δύο χωριά. Αυτό έγινε δυνατόν, γιατί η ελληνική οργάνωση δωροδόκησε τον αρχηγό του επιτελείου. Το ποσό της δωροδοκίας ήταν «πενήντα λίρες, μόνο».[571]

Η τελευταία εγγραφή που υπάρχει, στο ημερολόγιο της πρώτης εξόδου, του Βάρδα, είναι εκείνη της 29ης Οκτωβρίου 1905. Το σώμα του βρίσκεται το βράδυ έξω από μακεδονικό χωριό Βάμπελ [Бмбел / Μοσχοχώρι][572] των Πρεσπών και ετοιμάζεται να μπει μέσα για να διανυκτερεύσουν εκεί οι άνδρες του.[573]

 

 

Ο δεύτερος ματωμένος γάμος

 

Την Τρίτη 25 Οκτωβρίου, ο Βασίλης Μπάλκος, στέλεχος της ελληνικής οργάνωσης στη Φλώρινα, γράφει του Βάρδα, πως την προσεχή Κυριακή θα γίνουν στη Νεβόλιανη τρεις γάμοι και θα συγκεντρωθούν εκεί πολλοί καλεσμένοι. Είναι ευκαιρία λοιπόν, να επιτεθεί εναντίον τους ένα ελληνικό σώμα.[574]

Το χωριό Γκόρνο Νεβόλιανη της Φλώρινας ήταν ένα μεγάλο χωριό. Τα 3/4 των κατοίκων του, ήταν χριστιανοί Μακεδόνες και οι υπόλοιπο μουσουλμάνοι Τούρκοι.

 Ο Βάρδας γράφει, την επόμενη μέρα στον Καούδη, ότι αφού «θέλει να ακουστεί το όνομά του» ας επιτεθεί την Κυριακή στο χωριό, που θα γίνουν οι γάμοι. Να ενημερώσει όμως πρώτα την οργάνωση στη Φλώρινα. Ο Βάρδας γράφει γι’ αυτή την απόφασή του στο «Κέντρο» της Φλώρινας.[575]

Την Πέμπτη ο Βάρδας μαθαίνει, ότι ο Καούδης «πείστηκε με προθυμία να εκτελέσει την εργασία στη Νεβόλιανη», το βράδυ του Σαββάτου. Θα του στείλουν μάλιστα και δυο τούρκους οδηγούς, να τον παραλάβουν από το Πισοδέρι και να τον οδηγήσουν στη Νεβόλιανη.[576]

Ο Θύμιος Καούδης περιγράφει την επίθεση στα απομνημονεύματά του. Κάνει όμως λόγο για έναν γάμο και όχι για τρεις, όπως γράφει ο Βάρδας.[577]

Λέει λοιπόν ο Καούδης, πως έφυγε με τους άνδρες του, μαζί με την ομάδα του κρητικού οπλαρχηγού Γιώργου Σκαλίδη και δυο τούρκους οδηγούς (από το γειτονικό χωριό Μαχαλά). Οι Τούρκοι τους οδηγούν, το Σάββατο της 29ης, στην πλαγιά του βουνού, νοτιοανατολικά από τη Νεβόλιανη. Όταν νυχτώνει κατεβαίνουν στα πρώτα σπίτια του οικισμού. Βλέπουν από μακριά μια παρέα χωρικούς, να πηγαίνει από τον ανατολικό στη δυτικό μαχαλά. Υποθέτουν πως πάνε στο σπίτι που γίνεται ο γάμος, αλλά δεν προλαβαίνουν να τους ακολουθήσουν. Ψάχνουν στο χωριό, μέχρις ότου ακούνε τραγούδια και φωνές. Αυτές τους οδηγούν στο σπίτι όπου γίνεται ο γάμος.

Το σπίτι είναι του Μακεδόνα Γκεόργκι Γιάνεφ. Σε αυτό βρίσκονται και γλεντάνε πενήντα άτομα. Ο Σκαλίδης, μαζί με το Λευκαρουδάκη και τον Ταραντούλη, πλησιάζουν και βάζουν φωτιά από δυο μεριές. Το σπίτι λαμπαδιάζει. Όσοι βρίσκονται μέσα τρέχουν έξω για να σωθούν. Εκεί τους περιμένουν οι σφαίρες από τα μάουζερ και τους γκράδες των ανταρτών.[578]

Αρκετοί καταφέρνουν να σωθούν, φεύγοντας από μια μικρή πόρτα, που βγάζει στην πίσω αυλή και από κει στα γειτονικά σπίτια.

Το ελληνικό σώμα παραμένει στο χωριό τρεις ώρες. Είκοσι λεπτά απόσταση από το χωριό, βρίσκονται δυο τάγματα πεζικού και δυο μοίρες ιππικού, αλλά ο τουρκικός στρατός, που προφανώς ακούει τους συνεχείς πυροβολισμούς, δεν έρχεται. Οι Έλληνες αποχωρούν, αφού πρώτα αρπάζουν, ότι πολύτιμο βρίσκουν πάνω στα πτώματα.[579]

Πίσω τους, αφήνουν δώδεκα νεκρούς: Το Γκεόργκι Γιάνεφ, ιδιοκτήτη του καμένου σπιτιού και τους αδελφούς του Ναούμ και Λάζο. Το Βάνε Μίλεφ και το δεκατετράχρονο γιό του, Στόιτσο. Τους Πέτρε Σλάβοφ, Ναούμ Ιβάνοφ, Κόλε Τάρπιν, Βάνε Ντίμοφ, Βάσιλ Τίπουνοφ. Τον Κούπα, ένα τσιγγάνο οργανοπαίχτη. Και ένα κορίτσι που βρέθηκε καμένο, τη Μίτρα Ντέλου Τίλεβα.

Αφήνουν επίσης πληγωμένες οκτώ κορίτσια και γυναίκες: Την Έλενα και τη Μίτρα Ιβάνοβα, τη Γιάνα και την Τάσα Κόστοβα, την Έλενα Κόλεβα, τη δωδεκάχρονη Πάντα Γκεοργκίεβα, τη δεκάχρονη Έλενα Τάσεβα και την εννιάχρονη Λένκα Τσόμινα.

Ο λοχαγός Μουσταφά Εφέντη, που έφτασε πρώτος την άλλη μέρα, όχι μόνο αρνήθηκε να μαζευτούν τα πτώματα, έως ότου να έρθουν οι προϊστάμενες αρχές, αλλά επιπλέον είπε στους στρατιώτες του «αφήστε τους να τους φάνε τα σκυλιά».[580]

Ας σημειωθεί πως πέντε από τους νεκρούς και δύο από τους τραυματίες ήταν πατριαρχικοί.[581]

Στην έκθεση του τέλος, σχετικά με όσα έγιναν εδώ,[582] ο αυστριακός πρόξενος έγραψε πως στη Νεβόλιανη υπήρχαν πολλές ομοιότητες με την ελληνική επίθεση, που έγινε πριν έναν περίπου χρόνο, στο γάμο του Ζέλενιτς.[583] Άλλος ένας ματωμένος γάμος.

 

 

Νοέμβριος και Δεκέμβριος 1905

 

Την Τρίτη 1η Νοεμβρίου 1905, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον παπά του χωριού Ντόλνο Χόμοντος [Долно Хомондос / Κάτω Μητρούσι][584] των Σερρών.

Στις 3 Νοεμβρίου, οι ελληνικές εφημερίδες ανακοινώνουν ότι επιχειρήθηκε να δολοφονηθεί, δίχως επιτυχία, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης, ο εξαρχικός μητροπολίτης των Σερρών. Κατά την επίθεση τραυματίστηκε ένας από τους καβάσηδες (σωματοφύλακες) του μητροπολίτη.[585]

Στις 6 Νοεμβρίου, η εφημερίδα του Καλαποθάκη γράφει πως το σώμα του «καπετάν Βλαχούρα», μπήκε στο εξαρχικό χωριό «Ριζιόπολι», μάλλον στο [Ντόλνο Ορίζαρι / Долно Оризари],[586] έξω από το Μοναστήρι, πήρε μαζί του αιχμαλώτους τρεις προύχοντες, τους οποίους στη συνέχεια τους σκότωσε. Μετά τους φόνους, το χωριό επέστρεψε στο πατριαρχείο.[587]

Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα[588] μπήκε στο χωριό Ντομπρόβενι [Добровени],[589] της Φλώρινας και πήγε στο σπίτι του προύχοντα Πέτκο Μίτρεφ. Το σπίτι λεηλατήθηκε. Άρπαξαν όλα τα φορητά αντικείμενα, τα μαγειρικά σκεύη και τρία άλογα από το στάβλο. O καπετάνιος του σώματος διέταξε τους κατοίκους του χωριού να φέρουν, εντός έξι ημερών, επιστολές από τον έλληνα πρόξενο και τον επίσκοπο Μοναστηρίου, που θα βεβαιώνουν την επιστροφή στο Πατριαρχείο. Φεύγοντας πήρε μαζί του ομήρους, το Γκέοργκι Μίτρεφ, τον αδελφό του Πέτκο και το Ντίμιτρι Μπόγιανοφ.[590]

Την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης, μεταμφιεσμένοι σε κυνηγούς, πυροβολούν δύο χωρικούς που επιστρέφουν από τις Σέρρες στα σπίτια τους, στο χωριό Ντούτλιγια [Дутлија / Ελαιώνας].[591] Ο Στέργιο Στογιάνοφ σκοτώνεται επί τόπου, ενώ ο Νίκολας Πόποφ καταφέρνει να ξεφύγει τραυματισμένος.[592]

Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το Βλάχο Demetre Douca στο Πισοδέρι.[593]

Στις 9 Νοεμβρίου 1905, δημοσιεύεται, στον ελληνικό τύπο, η πληροφορία για τη δολοφονία «δύο μελών του Κομιτάτου», από την ελληνική οργάνωση, στο χωριό Μαρζέντσι [Мрзенци],[594] κοντά στη Γευγελή.[595]

Την επομένη, στις 10 Νοεμβρίου, δημοσιεύεται η είδηση για αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας εναντίον δύο Μακεδόνων, μέσα στην πόλη των Σερρών: κατά του εμπορικού αντιπροσώπου Τσόντσεφ και του γυμνασιάρχη Κόρτσιλοφ (που τραυματίστηκε στο χέρι).[596]

Το πρωί της Παρασκευής της 11ης Νοεμβρίου 1905, ένα ελληνικό σώμα επιτίθεται[597] στο μακεδονικό χωριό Ζαμπάρντενι [Забрдени / Λόφοι][598] της Φλώρινας. Ο Νίκολας Νούντσεφ, ο Τίπε Στογιάνοφ και η γυναίκα του, Νέντα Τράπτσεβα, σκοτώνονται. Η Μάσλινα Κίρκοβα και η Τόντορα Ντόνοβα τραυματίζονται σοβαρά. Οι εισβολείς, πριν φύγουν, καίνε την εκκλησία του χωριού, το σπίτι του Νίκολας Νούντσεφ και τέσσερις αχυρώνες.[599]

Το Σάββατο 12 Νοεμβρίου, μια ελληνική ομάδα, στήνει ενέδρα στην άκρη ενός δάσους και ανοίγει πυρ εναντίον μακεδόνων αγωγιατών που μεταφέρουν κρασί από την Γκούμεντζα των Γιανιτσών, στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Γκέοργκι Χρίστοφ τραυματίζεται σοβαρά, ενώ οι υπόλοιποι κατορθώνουν να ξεφύγουν. Ο τραυματισμένος άνδρας μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη, όπου και πεθαίνει.[600]

Η εφημερίδα «Αθήναι» της 14ης Νοεμβρίου, γράφει πως ένας Βλάχος από το χωριό Λούγκουντσι ή Λούντσι [Лугунци или Лунци / Λαγκαδιά][601] της Γευγελής, δολοφονήθηκε από «συμμορία έλληνα αξιωματικού», γιατί κατά την απογραφή πληθυσμού, δήλωσε στις αρχές πως είναι «Βλάχος».[602]

Την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Γκόρνο Καράτζοβο [Горно Караџово / Μονοκκλησιά][603] του καζά Σερρών και πυρπολεί τα σπίτια του Νίκολας Άνγκοφ και του Στόιλ Πέτροφ. Μερικοί χωρικοί προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αλλά οι άντρες του ελληνικού σώματος, ανοίγουν πυρ εναντίον τους, από απόσταση. Το ίδιο σώμα, είχε κάψει πριν από λίγες μέρες, στο μακεδόνικο χωριό Ντόλνο Καράτζοβο [Долно Караџово / Βαρικό],[604] το σπίτι του χωρικού Τρέντσοφ και είχε δείρει εκεί αρκετούς κατοίκους.[605]

Το Νοέμβριο του 1905, η ομάδα του Δικώνυμου Μακρή πηγαίνει στο μακεδόνικο χωριό Ντράγκος του καζά Μοναστηρίου, όπου σκοτώνει τον μουχτάρη και τον παπά.[606]

Στις 26 Νοεμβρίου, η ομάδα του Γιώργου Σκαλίδη μπαίνει στο χωριό Γκόρνο Πόζαρ [Горно Пожар / Άνω Λουτράκι][607] των Βοδενών και απαγάγει πολλούς χωρικούς. Τους αφήνει ελεύθερους αφού ορκίζονται πρώτα, πως το χωριό τους θα γίνει πατριαρχικό.[608]

Το μακεδονικό χωριό Σταρίτσανη της Καστοριάς δέχεται ελληνική επίθεση[609] στα τέλη Νοεμβρίου 1905, από τα σώματα του ανθυπολοχαγού Αντώνη Βλαχάκη (Λίτσα), του ανθυπολοχαγού Κώστα Πούλου (Πλάτανου), και του ληστή Λουκά Κόκκινου. Τριάντα-σαράντα σπίτια καταστρέφονται εκείνη τη μέρα από τη φωτιά που βάζουν οι Έλληνες.[610] Σκοτώνονται επίσης πολλοί Μακεδόνες. Τα σώματα φεύγουν μόλις φτάνει ο στρατός.[611]

Την 1η Δεκεμβρίου ένα ελληνικό σώμα αποκεφαλίζει τρεις Βλάχους, τον Kitu Gaki και τους γιους του Ghiza και Musu, από το χωριό Σπουρλίτα [Спурлита / Ελαφίνα][612] της Βέροιας.[613]

Στις αρχές Δεκεμβρίου, η ελληνική οργάνωση σκοτώνει το δεκατετράχρονο γιο του μακεδόνα έμπορου Γκότζε Χατζή-Μίτζεφ, ενώ επιστρέφει από έναν μύλο, που βρίσκεται δέκα λεπτά έξω από τη Γευγελή.[614]

Μέλη της ίδιας οργάνωσης, πυροβολούν και τραυματίζουν σοβαρά τον Μακεδόνα Άντον Σεκερτζιάτα, μέσα στην πόλη της Γευγελής, στις 3 Δεκεμβρίου 1905.[615]

Ανακοινώνεται επισήμως στις αρχές Δεκεμβρίου, από τη Θεσσαλονίκη, ότι «επανήλθαν στη Μεγάλη Εκκλησία» (: στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως), τέσσερα χωριά. Η Μόκρενη της Καστοριάς (με 135 σπίτια), και τρία χωριά του καζά Φλώρινας, το Άρμενσκο (με 104 σπίτια), το Ντομπρόβενι (με 40 σπίτια) και το Κλαντόρομπι (με 80 σπίτια).[616] Στην πραγματικότητα και τα τέσσερα αυτά χωριά έχουν υποκύψει, όπως έχει προαναφερθεί, στη βία των ελληνικών σωμάτων.

Την νύχτα της 11ης Δεκεμβρίου 1905, το ελληνικό σώμα του ανθυπολοχαγού Σταύρου Ρήγα (Καβοντόρου),[617] πάει στο χωριό Άλαρ [Алар / Αρχοντικό][618] των Γιανιτσών, για να σκοτώσει δυο «επικίνδυνους» κατοίκους του. Μπαίνοντας στο χωριό, οι Έλληνες ακούνε ήχους γκάιντας. Η μουσική τους οδηγεί σε ένα σπίτι όπου γίνεται γάμος. Ένα απόσπασμα, υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Χρήστου Πραντούνα, εισβάλλει στο σπίτι όπου πραγματοποιείται το γλέντι και ανοίγει πυρ εναντίον των καλεσμένων.[619] Μια γυναίκα, ονόματι Βέλικα σκοτώνεται. Ο Γκόνο Χρίστοφ, ο Γκλίγκορ Στογιάνοφ και ένα νεαρό κορίτσι, η Ντόνα Αργίροβα, τραυματίζονται σοβαρά. Ένας Τούρκος, ο Μουράντ Χότζα, που είναι καλεσμένος στο γάμο και οπλοφορεί, ανταπαντά στα ελληνικά πυρά. Ταυτόχρονα κάποιοι αγρότες που έχουν όπλα, μόλις ακούνε τους πυροβολισμούς, προστρέχουν σε βοήθεια. Τότε η ελληνική ομάδα αποσύρεται, αφού πρώτα βάζει φωτιά σε ένα γειτονικό σπίτι.[620] Αυτή είναι η Τρίτη καταγραμμένη επίθεση ελληνικού σώματος σε μακεδονικό γάμο.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1905, μέλη της ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν[621] τους Βλάχους Georges Furca από το Περιβόλι και Gusu Muru από τη Νιζόπολη ή Νιζέπολε [Нижеполе].[622]

Μια μέρα του Δεκεμβρίου, ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης, μαχαιρώνει μέσα στην πόλη των Σερρών, το Μακεδόνα Ιβάν Φιλίποφ,[623] από το γειτονικό χωριό Ορέχοβο [Орехово / Μαρμαράς].[624]

Στις 20 Δεκεμβρίου 1905 οι ομάδες των καπετάν Λίτσα και Λουκά Κόκκινου εισβάλουν στο χωριό Έζερετς της Καστοριάς. Οι έλληνες αντάρτες καίνε δύο σπίτια και σκοτώνουν μερικούς χωρικούς.[625]

Την Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα[626] καίει εκατό σπίτια στο βλάχικο χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων.[627]

Στις 28 Δεκεμβρίου 1905, η ομάδα του οπλαρχηγού Γιάννη Σημανίκα καίει τα σπίτια στο Νεοχώρι, στην περιοχή Ρουμλούκι της Θεσσαλονίκης, αν και οι χωρικοί που ζούνε εδώ είναι Ρωμιοί. Ο Σημανίκας το κάνει αυτό, γιατί θεωρεί τον τσιφλικά του χωριού, τον Τζέκα, συνεργάτη των ρουμανιστών Βλάχων.[628]

 

 

Δύο επιστολές προς και από το Προξενείο Μοναστηρίου

 

 

Τον Δεκέμβριο του 1905, ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου Νίκος Ξυδάκης παίρνει μια επιστολή, γραμμένη από τον Κρητικό Γιάννη Χρηστοδουλάκη, αντάρτη της ομάδας του Κρητικού Βαγγέλη Νικολούδη.

Ο Χρηστοδουλάκης περιγράφει, με αυτή την επιστολή, στον πρόξενο, τη δράση δύο ομάδων, του οπλαρχηγού Νικολούδη και του επίσης κρητικού οπλαρχηγού Γιώργου Σκαλίδη. Οι δυο αυτές ομάδες, συνολικής δύναμης είκοσι έξι ανδρών, έχουν εγκατασταθεί και επιχειρούν στην περιοχή του Μορίχοβου [Мариово].

Από τους άνδρες αυτούς, όπως γράφει ο Χρηστοδουλάκης, δύο ή τρεις μόνο πιστεύουν στον αγώνα «υπέρ της πατρίδος», ενώ οι υπόλοιποι ήρθαν στη Μακεδονία «μόνο για να κλέψουν και να πλιατσικολογήσουν». Στα πατριαρχικά χωριά βρίζουν τις επιτροπές, δέρνουν τους δασκάλους και συχνά δεν πληρώνουν αυτά που τρώνε. Έχουν τέτοια συμπεριφορά, ώστε οι φιλικά προσκείμενα προς την ελληνική οργάνωση χωρικοί, σύντομα «θα αναγκαστούν να ζητήσουν τη συνδρομή του (τουρκικού) στρατού, όπως έκαναν και στην Μπελκαμένη».

Ο Χρηστοδουλάκης αναφέρει διάφορα περιστατικά, κλοπής, εκφοβισμού, βιαιοπραγίας και χαρακτηρίζει τους δύο οπλαρχηγούς «κακούργους». Ζητάει τέλος από τον Ξυδάκη, να μη γίνει γνωστή η επιστολή του σε άλλον, γιατί φοβάται πως θα τον σκοτώσουν.

Ο πρόξενος Μοναστηρίου, γράφει σχετικά στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών και επισυνάπτει την επιστολή του Χρηστοδουλάκη.[629] Σημειώνει μάλιστα πως ανησυχεί μήπως αυτός έχει ήδη φονευθεί «υπό του τέρατος αρχηγού του».

Με την ευκαιρία, ο Ξυδάκης κάνει μια γενική ανασκόπηση της δράσης των ελληνικών σωμάτων.

Ξεκινάει γράφοντας πως οι Σκαλίδης και Νικολούδης είχαν παρεκτραπεί, στο παρελθόν, τόσο στη Μπελκαμένη, όσο και στη Γκραέσνιτσα (Γραδέσνιτσα). Στη συνέχεια δε, έκαναν τα ίδια όταν έφτασαν στο Μορίχοβο. Οι χωρικοί του Μορίχοβου, όσων τα σπίτια επισκέφτηκαν αυτοί οι οπλαρχηγοί, «εκφράζονται γι’ αυτούς με αποστροφή και φρίκη».

Γενικά, η αποστολή όλων των αρχηγών και των οπλαρχηγών, την τελευταία περίοδο, χαρακτηρίζεται «εντελώς ανεπιτυχής».

Ο πρόξενος μάλιστα δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συμπεριφοράς αρχηγού σώματος. Του ανθυπολοχαγού Γιώργου Ζήρα ή Ζήρια:

«Ο αρχηγός Ζήριας[630] τέτοιο μυαλό και γνώσεις έχει ώστε γράφει σε μας, από το Ζέλοβο, να του στείλουμε εκεί, 15 πρόβατα, 60 οκάδες μακαρόνια, 100 πλάκες σοκολάτα, 50 οκάδες λουκούμια και 50 οκάδες σύκα! Φανταστείτε, Κύριε Υπουργέ, ολόκληρη πομπή υποζυγίων να μεταφέρει όλα αυτά τα είδη, και ένα βοσκό να οδηγεί τα πρόβατα, διερχόμενο το δρόμο σε όλη την πεδιάδα, μέσα από τη Φλώρινα και την Καστοριά, για να ικανοποιήσει την όρεξη του νέου αυτού Λούκουλου».

Ο Ξυδάκης αναφέρεται μετά στη συμπεριφορά του ανθυπολοχαγού Κωνσταντίνου Πούλου (ή καπετάν Πλάτανου):

Ο αρχηγός Πλάτανος «καταδίκασε άδικα και αναίτια σε θάνατο και σκότωσε τρεις άνδρες, που ανήκαν στις πιο γνωστές οικογένειες του Γραματίκοβου και της Κατράνιτσας». Η εκτέλεση των τριών αυτών πατριαρχικών, του Σταύρου Γουσόπουλου, του Αναστάση Μαντσόπουλου και του Μανώλη Μπασδέκη «άφησε έκπληκτη τη Μακεδονία και ξεσήκωσε την αγανάκτηση όλων εναντίον μας».[631]

Στη συνέχεια της επιστολής, διαβάζουμε πως επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο υπολοχαγός Γιώργος Βλαχογιάννης (ή καπετάν Οδυσσέας), όρισε ως αντικαταστάτη του τον «άριστο από τους άνδρες» του σώματος του, κάποιο Γιώτα, ο οποίος «εκτός από τα άλλα ελαττώματά του, του αρέσει ιδιαίτερα η οινοποσία και γι αυτό και βρισκόταν συνέχεια σε κατάσταση κραιπάλης». Αυτός λοιπόν ο Γιώτας, σκότωσε στο χωριό Λάχτσι ή Λάβτσι [Лавци][632] του Μοναστηρίου, μετά από σκληρά βασανιστήρια, τον εικοσιτετράχρονο Βασίλη Μιχαήλ, άνδρα του ελληνικού σώματος, μόλις επέστρεψε από άδεια που είχε πάρει για να επισκεφτεί τους γονείς του στη γειτονική πόλη.

Στο τέλος της επιστολής του, ο Ξυδάκης αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατεί στον καζά Γρεβενών, όπου έχουν συγκεντρωθεί εκεί δέκα ελληνικές ομάδες των 15-20 ανδρών η κάθε μία. Αυτές οι ομάδες «αποτελούνται στην πλειοψηφία τους από φυγόδικους». Συνέχεια ζητούν χρήματα από το μητροπολίτη Γρεβενών και συνεχίζουν να ασκούν το μόνο επάγγελμα που γνωρίζουν, να ληστεύουν δηλαδή τους χωρικούς της περιοχής, πολλοί από τους οποίους είναι Ρωμιοί. Το προξενείο Μοναστηρίου ζήτησε από τους οπλαρχηγούς αυτών των ομάδων να πάνε βορειότερα, καθώς στα Γρεβενά δεν υπάρχει ανάγκη, αυτοί όμως παραμένουν εκεί, με το ένα πόδι στο ελληνικό και το άλλο στο τουρκικό έδαφος, έτσι ώστε εκ του ασφαλούς, «να προβάλουν αξιώσεις εθνομάρτυρα».

Ο έλληνας πρόξενος καταλήγει, γράφοντας στον υπουργό Εξωτερικών, πως είναι τέτοια η κατάσταση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία, ώστε προκύπτει το ερώτημα «αν είναι προτιμότερο να εκλείψει εντελώς η δράση των σωμάτων κατά των εχθρών μας στη Μακεδονία, αφού τα λίγα θετικά αποτελέσματα, εξουδετερώνονται από τις πολλές ζημιές που συνήθως αυτά προκαλούν».

 

Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1906

 

Την Κυριακή 1η Ιανουαρίου 1906, το βράδυ, η ομάδα του καπετάν Ανδρέα (επιλοχία Παπαγεωργίου),[633] δύναμης δέκα ανδρών, μπαίνει στο δάσος της Συκιάς, στον καζά της Κασσάνδρας [Касандра] και φτάνει στο καμίνι όπου ζούνε και εργάζονται επτά μακεδόνες καρβουνιάρηδες, δύο από τα Μπίτολα και πέντε (οι Γκεόργι Σιμέονοφ, Κόσταντιν Φιλίποφ, Ίλια Ανγκέλοφ, Ντόμιτρι Μάνγκαροφ και Σιμεών Σάπνοφ) από το χωριό Τέρλις [Трлис / Βαθύτοπος][634] του καζά Νευροκοπίου [Неврокопска]. Το σώμα ανοίγει πυρ εναντίον τους κι φεύγει αφήνοντας πίσω του πέντε νεκρούς και δυο σοβαρά τραυματίες.[635]

Στις αρχές Ιανουαρίου «άγνωστοι» καίνε το τσιφλίκι του ρουμανιστή Βλάχου Χρήστου Τσέγκα,[636] κοντά στην Κατερίνη [Катерина].[637]

Στις 4 Ιανουαρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα καίει δεκαοκτώ καλύβια του ρουμανιστή Παπαλέξη στα Σέλια: Άνω Σέλι [Горно Шел][638] και Κάτω Σέλι [Долно Шел][639] της Βεροίας.[640]

Ένα μεγάλο ελληνικό σώμα, μάλλον αυτό του Βλαχάκη (Λίτσα),[641] μπαίνει ξανά στο μακεδονικό χωριό Έζερετς της Καστοριάς, το βράδυ της 9ης Ιανουαρίου 1906. Οι άνδρες του σώματος ανοίγουν πυρ, για να τρομάξουν τους κατοίκους και στη συνέχεια βάζουν φωτιά και καίνε αρκετά σπίτια[642] και στάβλους. Μέσα σε ένα σπίτι καίγεται ζωντανή μια γυναίκα.[643] Ορισμένοι κάτοικοι, που έχουν όπλα, πυροβολούν εναντίον των εισβολέων. Η ελληνική επίθεση τελειώνει μόλις φτάνει ένα τουρκικό απόσπασμα, οπότε και αποχωρεί το σώμα. Σκοτώνονται αρκετοί χωρικοί,[644] ενώ οι Έλληνες έχουν ένα νεκρό (Δουκάκης) και δύο τραυματίες (Δημητράκης και Σταμούλης).

Στις 12 Ιανουαρίου η ομάδα των Ζούκα και Σακουρέλα, αιχμαλωτίζει κοντά στο ρωμαίικο χωριό Λάγκα της Καστοριάς, τους ρουμανιστές Βλάχους Ζήση Μπαλαμούτη και Κώστα Σπύρου. Στους αιχμαλώτους πρόκειται να «επιβληθεί η αρμόζουσα ποινή».[645]

Το πρωί της 17ης Ιανουαρίου, o Μακεδόνας Σάρπε Σοτίροφ ξεκινάει να πάει στις Σέρρες για να πουλήσει το καλαμπόκι του, μαζί με δυο ακόμα Μακεδόνες, τον υπηρέτη του και έναν άλλο αγρότη. Όταν φτάνουν κοντά στο χωριό Κούλα [Кула / Παλαιόκαστρο],[646] άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης τους πυροβολούν. Οι δυο συνοδοί του Σοτίροφ κατορθώνουν να ξεφύγουν, αλλά εκείνος σκοτώνεται επί τόπου.[647]

Τη νύχτα της 20ης Ιανουαρίου 1906, το σώμα των Σκαλίδη και Νικολούδη, ντυμένο με τουρκικές στολές,[648] μπαίνει στο χωριό Ίβεν [Ивен][649] και σκοτώνει δεκαέξι άτομα.[650]

Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, το εκτελεστικό της ελληνικής οργάνωσης[651] σκοτώνει κοντά στην Καστοριά, ως μέλη του Κομιτάτου,[652] δυο Μακεδόνες, από τα χωριά Άποσκεπ και Βίσενι.[653]

Την 1η Φεβρουαρίου βρίσκεται κοντά στα Γρεβενά, το ακρωτηριασμένο πτώμα του ρουμανιστή Βλάχου Sotir από τη Φούρκα [Фурка][654] της Ηπείρου. Πάνω στον νεκρό είναι καρφιτσωμένο ένα χαρτί με τη σφραγίδα της ελληνικής οργάνωσης.[655]

Στις 2 Φεβρουαρίου, βρίσκονται σκοτωμένοι τρεις ρουμανιστές[656], οι Trajan Palan, Vani Popa Dimitri και Moti Todi, από το βλάχικο χωριό Τσέρνα Ρέκα της Γευγελής. Στα πτώματα υπάρχουν απειλητικές επιστολές τις ελληνικής οργάνωσης, προς τους ρουμανίζοντες.[657]

Μια ελληνική ομάδα επιτίθεται, την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου, στο χωριό Χρίστος [Христос или Горно Христос / Άνω Χριστός][658] των Σερρών. Οι επιτιθέμενοι πυροβολούν πολλές φορές τα σπίτια του χωριού. Το σπίτι του Άτανας Στογιάνοφ γεμίζει βόλια. Οι επιτιθέμενοι φεύγουν, όταν δέχονται τα πρώτα πυρά, από αμυνόμενους χωρικούς που έχουν όπλα.[659]

Τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1906, μεταδίδει πως στην Χρούπιστα της Καστοριάς, σε γάμο που γινόταν στην αυλή του σπιτιού του Κιριάζοφ, ενός γνωστού μέλος του Κομιτάτου, είχε τοποθετηθεί βόμβα. Από την έκρηξή της βόμβας καταστράφηκε ο τοίχος του σπιτιού και σκοτώθηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η χωροφυλακή θεωρεί υπεύθυνη της πράξης την ελληνική οργάνωση.[660]

Στις 7 Φεβρουαρίου, ο Βαγγέλης Γεωργίου, μέλος της ελληνικής οργάνωσης στην πόλη των Σερρών, πυροβολεί ανεπιτυχώς εναντίον του μακεδόνα βιβλιοπώλη Άτανας Νίκοφ. Ο Γεωργίου είχε τραυματίσει το Νίκοφ, για πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1906, όταν είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει. Τελικά ο Νίκοφ θα δολοφονηθεί τον Οκτώβριο του 1906, από έξι άνδρες της ελληνικής οργάνωσης, οι οποίοι δολοφονούν επίσης την ίδια ημέρα, τον αδελφό του και τον ανιψιό του.[661]

Την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 1906, ο Γκεόργκι Τάνεφ Γκραματίκοφ, από το χωριό Βόλτσιστα [Волчишта / Υδρέα],[662] επιστρέφει από το παζάρι των Γιανιτσών στο σπίτι του. Όταν φτάνει κοντά στο χωριό Βέχτι Παζάρ [Вехти Пазар / Ποντοχώρι],[663] δέχεται επίθεση από μια ελληνική ομάδα. Το πτώμα του βρίσκεται αποκεφαλισμένο μετά από τρεις μέρες.

Την ίδια μέρα, o Ίλια Τράικοφ, δέχεται τρεις πυροβολισμούς στο στήθος, από μέλη της ελληνική οργάνωσης που παραμονεύουν, καθώς βγαίνει από το σπίτι του,[664] στο χωριό Κέσετζι Τσιφλίκ [Кесеџи Чифлик / Σιδηροχώρι][665] του Ντεμίρ Χισάρ.

Την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 1906, κοντά στο χωριό Ράπες του Πρίλεπ δολοφονείται από ελληνική ομάδα, ο βλάχος έμπορος Georges Sugunitza.[666]

Την Παρασκευή το βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου 1906, μια ελληνική ομάδα δολοφονεί κοντά στο μακεδονικό χωριό Τσουρίλοβο της Καστοριάς, τον χωρικό Ντίνε Μίλεφ, κάτοικο αυτού του χωριού.[667]

Την ίδια μέρα, μια άλλη ελληνική ομάδα σκοτώνει ένα μακεδόνα χωρικό από το χωριό Κουμανίτσεβο της Καστοριάς.[668]

Στις 18 Φεβρουαρίου,[669] ένα ελληνικό σώμα, δύναμης τριάντα ανδρών, εισβάλει στα μικρά χωριά Πολόγκ [Полог][670] και Τσένγκελ [Ченгел].[671] Οι κάτοικοί τους, που περιμένουν την ελληνική επίθεση, έχουν καταφύγει στο δάσος για να σωθούν. Έτσι οι άνδρες του ελληνικού σώματος, περιορίζονται στη λεηλασία των έρημων σπιτιών.[672]

Το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου 1906, μερικοί μακεδόνες καρβουνιάρηδες, που εργάζονται σε ένα καμίνι, στο βουνό βόρεια της λίμνης Μπέσισκο [Бешиско / Βόλβη] του καζά Λαγκαδά [Лагадинска], δέχονται επίθεση από ένα ελληνικό σώμα. Τρεις από αυτούς, καταγόμενοι από το χωριό Τέσοβο [Тешово][673] του Νευροκοπίου, σκοτώνονται. Δύο άλλοι μακεδόνες καρβουνιάρηδες έχουν ήδη σκοτωθεί, μερικά εικοσιτετράωρα πριν, από το ίδιο ελληνικό σώμα.[674]

Λίγες μέρες αργότερα, ένα άλλο ελληνικό σώμα σκοτώνει άλλους τέσσερις μακεδόνες καρβουνιάρηδες, καταγόμενους από τον καζά της Γευγελής, που εργάζονται στην περιοχή της Κασσάνδρας, κοντά στο χωριό Άγιος Μάμας.[675]

Τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Ρούπελ [Рупел / Κλειδί][676] του Ντεμίρ Χισάρ και τρομοκρατεί τους κατοίκους του.[677]

Την ίδια μέρα, και μάλλον το ίδιο σώμα,[678] εισβάλει στο χωριό Κουμλί [Кумли / Αμμουδιά].[679]

Την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Κούλα των Σερρών και καίει το σπίτι του εξαρχικού παπά Άτανας. Ο παπάς έχει απειληθεί λίγες μέρες πριν, από τον έλληνα πρόξενο Σερρών, πως θα τιμωρηθεί αυστηρά, εάν δεν επανέλθει, με το ποίμνιό του, στο Πατριαρχείο.[680]

 Στις 22 Φεβρουαρίου, το Κουμανίτσεβο της Καστοριάς δέχεται επίθεση από μεγάλο ελληνικό σώμα. Της επίθεσης ηγείται ο ανθυπολοχαγός Ζαχαρίας Παπαδάς (Φούφας). Υπαρχηγοί του είναι οι Στέλιος Κλειδής και Δημήτρης Νταλίπης. Το σώμα λεηλατεί και μετά κάνει «στάχτη»[681] τα σπίτια των προυχόντων Φίλιπ Γκεοργίεφ, Γκουέλο Κουνούκοφ, Πόπε Άτανας, Στάβρο Πόπε Βασίλιεφ, Νάσο Μίτσοφ και Χρίστο Αντόνοφ,[682] που βρίσκονται στον πάνω μαχαλά του χωριού.[683], Άνθρωποι μέσα στα σπίτια καίγονται ζωντανοί.[684] Στη συνέχεια το σώμα φεύγει και πάει στη στάνη του μακεδόνα Κούζου, όπου την καίει και σκοτώνει το γιό του βοσκού, που βρίσκεται εκεί.[685]

Την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 1906, ο Ατανάς Γκίρνεφ και ο Στογιάν Ανγκέλοφ, δυο έμποροι βαμβακιού από το χωριό Λιμπιάχοβο [Либјахово][686] του Νευροκοπίου, δέχονται επίθεση από ελληνική ομάδα και μαχαιρώνονται θανάσιμα, κοντά στο χωριό Κιουπ Κιόι [Ќуп Ќој / Πρώτη][687] της Ζίχνας.[688]

Στις 22 Φεβρουαρίου, στα Μπίτολα, ένας άνδρας της ελληνικής οργάνωσης πυροβολεί και τραυματίζει στο πόδι τον μακεδόνα κηροποιό Μήτρο Μουμτζή. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, στην ίδια πόλη, άλλο μέλος της ελληνικής οργάνωσης, μπαίνει στο μαγαζί του μακεδόνα μπακάλη Τράιτσε και τον πυροβολεί, τραυματίζοντάς τον στο χέρι.[689]

Την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου, πολλοί χωρικοί από το χωριό Σάβεκ [Савек / Βαμβακόφυτο][690] του Ντεμίρ Χισάρ, ξεκινάνε να πάνε να πάρουνε ξυλοκάρβουνο, όταν περίπου ένα χιλιόμετρο απόσταση από το χωριό, δέχονται τα πυρά μιας ελληνικής ομάδας που έχει στήσει ενέδρα. Οι χωρικοί, καταφέρνουν να ξεφύγουν, παίρνοντας μαζί τους και τον σοβαρά λαβωμένο Άντον Μαργκάριτοφ.[691]

Το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα ασκεί βία κατά χωρικών, στο μακεδονικό χωριό Μπουφ της Φλώρινας.[692]

Τη Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα καίει τους μύλους του Tanase Jaca και του Trajan Pili, δύο ρουμανιστών Βλάχων, κοντά στο χωριό Τσέρνα Ρέκα της Γευγελής.[693]

Την ίδια μέρα, το σώμα του υπολοχαγού Σταύρου Ρήγα (καπετάν Καβοντόρου) δύναμης ογδόντα ανδρών, μπαίνει στο χωριό Γκόλο Σέλο των Γιαννιτσών και καίει τα σπίτια των Μακεδόνων Γκότζε Γκάνοφ και Ντιονίσι Γκοργίεφ (Διονύση Τσέκρελη). Ο δεύτερος μάλιστα τραυματίζεται σοβαρά από τα ελληνικά πυρά.[694]

Επίσης στις 27 Φεβρουαρίου, η ομάδα του οπλαρχηγού Σκαλίδη επιτίθεται στο χωριό Τσένγκελ του Μοναστηρίου.[695] Φεύγοντας παίρνει μαζί της, για ομήρους, τον παπά του χωριού και οκτώ χωρικούς.[696]

Ο Ντίμιτρε Απόστολοφ από το χωριό Τσουτσουλίγκοβο [Чучулигово / Αναγέννηση][697] των Σερρών, έχει απειληθεί τρεις φορές, από διαφορετικά άτομα της ελληνικής οργάνωσης των Σερρών. Η χωροφυλακή της πόλης είχε ενημερωθεί από αυτόν, για τις απειλές των Ελλήνων, αλλά εκείνη δεν κάνει τίποτα. Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου, ο Απόστολοφ πέφτει νεκρός από ελληνικές σφαίρες.[698]

Στις 28 Φεβρουαρίου, στα Μπίτολα, μέλος του ελληνικού «εκτελεστικού» της πόλης, μπαίνει στο ξενοδοχείο που διαμένει, και πυροβολεί, πληγώνοντάς στο χέρι, τον Ίτσιο Μαχνετζή, από το μακεδονικό χωριό Μπρούσνικ.[699]

Την ίδια μέρα, το σώμα του Σημανίκα μπαίνει στο χωριό Σβέτα Μάρινα [Света Марина / Αγία Μαρίνα][700] της Βέροιας και σκοτώνει δυο χωρικούς.[701]

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1906, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση, μια Μακεδόνισσα, που ζει στο Λέχοβο, ως συνεργάτης του Κομιτάτου.[702]

Το πρώτο δίμηνο του 1906, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κάκκαβου[703], σκοτώνονται ακόμα, από ελληνικά σώματα ή μέλη της ελληνικής οργάνωσης, τα εξής άτομα:

Οι Μακεδόνες Μίντσε Κόλεφ Κορεστλί και Χρίστε Μπέλτσεφ, έξω από το χωριό Όστροβο [Острово / Άρνισσα][704] των Βοδενών, από το σώμα του Μανώλη Σκουντρή.

Οι Μακεδόνες Πέτρε Στόικοφ και Γκόσε Ντίμεφ, στο Σούμπουτσκο [Суботско / Αριδαία][705] των Βοδενών, από το σώμα του Μανώλη Κατσίγαρη.

Ένας μυλωνάς και ένας χωρικός (ονόματι Τάνε), στο μακεδονικό χωριό Βούντριστα ή Σαρί Καντί των Γιανιτσών.

Ένας Μακεδόνας από το Άλαρ, έξω από το χωριό Πόστολ ή Σβέτι Άποστολ [Постол или Свети Апостол / Πέλλα][706] των Γιαννιτσών.

Ο Γιάννης Νατσόπουλος, μέσα στη Νάουσα [Негуш].[707]

Ο μυλωνάς Γιόβαν, στη Γκούμενζα των Γιανιτσών.

Δυο Βλάχοι, στο Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων, από το σώμα του Γιάννη Σημανίκα.

 

 

 

 

 

Οι επιστολές του θανάτου

 

Το Μάρτιο του 1906, η εφημερίδα «Αθήναι» μετέφρασε και αναδημοσίευσε το κείμενο της «Ερυθράς Βίβλου», μιας επίσημης βουλγαρικής έκδοσης για τα τότε συμβάντα στη Μακεδονία.

Μεταξύ των εγγράφων που δημοσιεύονται, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιστολές του θανάτου. Αυτές είναι απειλητικές επιστολές που στέλνει η ελληνική οργάνωση σε σημαντικά άτομα ή χωριά, χαρακτηρισμένα ως εχθρικά, προκειμένου να φοβηθούν και να δηλώσουν επίσημα στις οθωμανικές αρχές, πως είναι πιστά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (και στον Ελληνισμό). Είναι επίσης, σημειώματα καρφιτσωμένα στα ρούχα εκτελεσμένων αντιπάλων, με τα οποία καλούν τους ζωντανούς ομοϊδεάτες τους, που αντιστρατεύονταν τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, να υποταχθούν, για να μην έχουν και αυτοί την ίδια τύχη με τα θύματα.

Το πρώτο έγγραφο, είναι ένα σημείωμα που έχει πάνω τυπωμένο το δικέφαλο αετό (το σύμβολο του Πατριαρχείου) και κεφαλίδα τις λέξεις «Ελληνομακεδονική Άμυνα», υπογράφεται από τον καπετάν Ακρίτα (: τον υπολοχαγό Κώστα Μαζαράκη) και βρέθηκε πάνω σε ένα πτώμα ενός χωρικού, κοντά στα Βοδενά. Σε αυτό διαβάζουμε: «Εάν έλθετε να συνεννοηθείτε με μας, θα σας βοηθήσουμε. Εάν αρνηθείτε θα σας τιμωρήσουμε. Πρέπει να πάτε στο μητροπολίτη Βοδενών για να τον χαιρετήσετε και να στείλετε στον καϊμακάμη έγγραφο, όπου θα λέτε, ότι με τη βία σας έκαναν να πείτε πως είστε σχισματικοί, ενώ στην πραγματικότητα είστε ορθόδοξοι Έλληνες».

Το δεύτερο, είναι μια επιστολή απευθυνόμενη προς τους χωρικούς του μακεδονικού χωριού Γκόρνο Πόζαρ των Βοδενών, υπογραμμένη από τον καπετάνιο Κώστα Βαρζόφαρο (πρόκειται μάλλον για ψευδώνυμο του Σκαλίδη). Αυτή γράφει: «Χωρικοί του Πόζαρσκο. Αν εντός 48 ωρών, δεν πάτε στο μητροπολίτη να δηλώσετε εγγράφως ότι επανέρχεσθε στην Ορθοδοξία, θα φονεύσω τους δέκα αιχμαλώτους του χωριού σας, τους οποίους κρατώ, και έπειτα θα έλθω στο χωριό σας με εκατό Έλληνες, οι οποίοι ήλθαν προχθές από την Ελλάδα, για να μην αφήσω εκεί ούτε μια γάτα ζωντανή. Επιπλέον πρέπει να μου στείλετε εκατό τουρκικές λίρες. Εάν δε λάβω αυτό το ποσόν μέχρι σήμερα το απόγευμα, οι δέκα αιχμάλωτοί μου θα φονευθούν. Έπειτα, όταν δηλώσετε ότι είστε Έλληνες, θα σας επιστρέψω τις εκατό λίρες και θα αφήσω στο χωριό σας πενήντα ανθρώπους για να το φυλάνε. Προσέξτε να μη με καταγγείλετε στο στρατό, γιατί τότε θα χαθείτε όλοι. Περιμένω στην απάντησή σας, με τον ίδιο άνθρωπο που σας φέρνει αυτή την επιστολή. Υστερόγραφο: Έπειτα από τα παρακάλια των αιχμαλώτων, σας δίνω προθεσμία έως το βράδυ της Πέμπτης».[708]

Το τρίτο, είναι μια επιστολή απευθυνόμενη προς τον ιερέα, τον κοινοτάρχη και τους προύχοντες της κοινότητας Βέρτικοπ [Вертикоп / Σκύδρα][709] των Βοδενών. Έχει ημερομηνία 10 Αυγούστου 1905 και την υπογράφει ο καπετάν Ακρίτας. Σε αυτή γράφει: «Σας δίνω δυο μέρες προθεσμία, για να πάτε στον καϊμακάμη να παρουσιάσετε δήλωση που θα λέει ότι είστε Έλληνες και πιστοί Ορθόδοξοι. Αν δεν πάτε να υποβάλλετε τα σέβη σας στο Μητροπολίτη, θα σας θεωρήσω εχθρούς και θα σας τιμωρήσω, όπως τιμώρησα τους κατοίκους στο χωριό Μεσημέρι».

Το τέταρτο έγγραφο έχει αποδέκτες του κατοίκους του χωριού Νέρεντ της Φλώρινας. Έχει ημερομηνία 24 Ιουνίου 1905 και το υπογράφει ο αρχηγός Γιώργος Βάρδας (Τσόντος). Εδώ ο Βάρδας γράφει: «Μου αρκεί να μάθω ότι μεταμελείστε και ότι θέλετε να εργαστείτε μαζί μου. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα επιμείνουν να υποστηρίζουν το Κομιτάτο θα τιμωρηθούν, όπως τιμωρήθηκαν οι κάτοικοι της Ζαγορίτσανης. Μόλις λάβετε την παρούσα επιστολή πρέπει να έρθετε σε συνεννόηση μαζί μου και να μας δεχθείτε σαν αδέλφια σας, όπως πράγματι είμαστε. Εάν δεν με ακούσετε, θα πάθετε όσα δεν φανταστήκατε ποτέ. Είναι ευνόητο, πως αν αποφασίσετε να συνεννοηθείτε μαζί μου, πρέπει να διακόψετε κάθε σχέση με το Κομιτάτο».[710]

Στη συνέχεια δημοσιεύονται ορισμένες απειλητικές επιστολές προς ρουμανιστές Βλάχους. Από αυτές ιδιαίτερη εντύπωση κάνει ένα σύντομο γράμμα, προς τους κατοίκους του χωριού Πλεάζα ή Πλιάσα [Plasë της Αλβανίας],[711] που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Πρεσπών. Έχει ημερομηνία 20 Ιουλίου 1905 και την υπογράφει ο καπετάν Μάλλιος (υπολοχαγός Στέφανος Δούκας): «Γνωστοποιούμε σε όλους τους κατοίκους, ότι εκείνος που θα στείλει τα παιδιά του στο ρουμανικό σχολείο ή θα πάει στη ρουμανική εκκλησία, είναι καταδικασμένος σε θάνατο και θα αποκεφαλισθεί».[712]

Σχετικό με τις απειλές του Μάλλιου, προς τους ρουμανίζοντες του προαναφερόμενου χωριού, είναι και το επόμενο απόσπασμα από το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Ηλία Δεληγιαννάκη. Ο Δεληγιαννάκης, που είναι μέλος σε αυτό το ελληνικό σώμα, γράφει:

«Μόλις σουρούπωσε, είμαστε πάνω από την Πλιάστη και λημεριάσαμε στο βουνό. Ήταν 20 Ιουλίου 1905. Στις μία η ώρα, τη νύχτα, κατεβήκαμε στο χωριό. Αυτό το χωριό ήταν διχασμένο. Οι μισοί κάτοικοι έμειναν Έλληνες (: πατριαρχικοί), οι άλλοι μισοί έλεγαν ότι είναι φίλοι με τους Ρουμάνους, διάβαζαν ρουμανικά βιβλία στην εκκλησία τους και άλλα πολλά. Μόλις πατήσαμε στο χωριό, τραβήξαμε μπροστά στην εκκλησία και εκεί καλέσαμε όλους τους χωρικούς, τον παπά, το δάσκαλο και την επιτροπή. Αυτοί οι τελευταίοι ήσαν όλοι φίλοι με τους Ρουμάνους. Ο αρχηγός (: Μάλλιος) τότε διέταξε και του έφεραν όλα τα ρουμανικά βιβλία, εκκλησιαστικά, άλλα που διάβαζαν τα παιδιά, άλλα που είχε στο σπίτι του ο δάσκαλος. Όλα τα μάζεψε ο αρχηγός σε ένα σωρό εκεί μπροστά και τους έβαλε φωτιά. Έπειτα ο αρχηγός ρωτάει τον παπά και την επιτροπή. “Γιατί, μωρέ, αφού πάππου προς πάππον είστε Έλληνες με το πατριαρχείο, λέτε πως είστε Ρουμάνοι και διαβάζετε ρουμανικά”; Αυτοί είπαν κάτι για να δικαιολογηθούν, πως τους ξεγέλασαν. Δεν θέλαμε να τους τουφεκίσουμε, γιατί αυτοί δεν είχαν μεταχειριστεί το τουφέκι για να γυρίσουν το μισό χωριό, ούτε είχαν κάνει κακουργήματα. Ο αρχηγός όμως θύμωσε πολύ γι’ αυτά που έλεγαν και τους αρχίζει στο ξύλο. Τους δώσαμε κ’ εμείς με το βούρδουλα και στην επιτροπή και στο δάσκαλο, που θα μας θυμούνται για πάντα. Τότε τους λέει ο αρχηγός. “Να μη μάθω μωρέ πως λέτε πια ότι είστε Ρουμάνοι, γιατί θα σας περάσω στο τουφέκι ένα-ένα. Ό,τι ήταν ο πατέρας σας, είστε και εσείς. Έλληνες είστε. Και αυτό πρέπει να το έχετε για υπερηφάνεια. Δεν πουλάει κανείς την πατρίδα του”. Έπεσαν τότε στα πόδια του αρχηγού και έδωσαν όρκο πως θα μείνουν Έλληνες. Το δάσκαλο τον διώξαμε από εκεί την ίδια νύχτα. Κατά τα ξημερώματα φύγαμε και εμείς και τραβήξαμε για τη Γράμμοστα».[713]

 

Μάρτιος – Απρίλιος 1906

 

Ο Μίτρους Καρακέφιτι, ένας Μακεδόνας από την περιοχή της Καστοριάς, ζει εδώ και πολύ καιρό στο Έγκρι Ντερέ [Егри Дере / Καλλιθέα][714] της Ζίχνας. Την Τετάρτη 1η Μαρτίου 1906 και ενώ ο προαναφερόμενος Καρακέφιτι μπαίνει στο Έγκρι Ντερέ, κάποια άτομα από την ελληνική οργάνωση της περιοχής, που του έχουν στήσει ενέδρα, τον σκοτώνουν. Οι δολοφόνοι δεν συλλαμβάνονται, αν και τα ονόματά τους γίνονται γνωστά στις αρχές.[715]

Την ίδια μέρα, την 1η Μαρτίου, οι βοσκοί Τάνε Τράικοφ και Κούζε Τραπτσέφσκι και οι αγρότες Νάιντο Μπέζινοφ, Κούζε Στογιάνοφ (μουχτάρης), Μίτρε Χρίστοφ και Άτανας Πέροφ, κάτοικοι όλοι του χωριού Ράπες [Рапеш][716] του Πρίλεπ, αιχμαλωτίζονται από ένα ελληνικό σώμα. Ο αρχηγός του σώματος, στέλνει δύο από τους αιχμαλώτους του, τον Χρίστοφ και τον Τραπτσέφσκι, να πούνε στους χωρικούς του Ράπες[717] και των γειτονικών χωριών, πως αν δεν δηλώσουν στις αρχές, μέσα σε πέντε μέρες, πως επιστέψουν στο Πατριαρχείο, οι όμηροι θα σφαχτούν. Οι τέσσερις αιχμάλωτοι μεταφέρονται στο χωριό Γκραντέσνιτσα, στην περιοχή του Μορίχοβου. Εκεί οι άνδρες του σώματος ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου, μπροστά στα μάτια των κατοίκων του χωριού, τον Μπέζινοφ. Μετά παίρνουν τους τρεις ομήρους και τους οδηγούν σε ένα γειτονικό δάσος. Σκάβουν τρεις λάκκους για να τους θάψουν. Οι όμηροι, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, προσπαθούν απελπισμένα να το σκάσουν τρέχοντας. Οι δύο καταφέρνουν να σωθούν, αλλά ο μουχτάρης Στογιάνοφ σκοτώνεται από τις σφαίρες των ανταρτών.[718]

Την Πέμπτη 2 Μαρτίου, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το πολυπληθές σώμα των Σκουντρή και Σουμανίκα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Γκολίσανι των Βοδενών. Οι αντάρτες βάζουν φωτιά σε αρκετά σπίτια. Το χωριό είναι τσιφλίκι του Ταχίρ Μπέη. Ο τελευταίος, που βρίσκεται εκεί, μαζί με τρεις ένοπλους φρουρούς του, ανοίγει πυρ κατά των εισβολέων. Η ανταλλαγή πυρών διαρκούν μισή ώρα. Ένας χωρικός, κατορθώνει να φτάσει σε ένα γειτονικό μέρος, όπου σταθμεύει ένα στρατιωτικό απόσπασμα και ζητάει βοήθεια. Ένας αξιωματικός φτάνει με είκοσι άνδρες στο χωριό, αλλά το ελληνικό σώμα είχε ήδη αποχωρήσει. Βρίσκει νεκρούς[719] τρεις χωρικούς και τρία σπίτια που έχουν γίνει στάχτη. [720]

Στις 2 Μαρτίου, μέλος του ελληνικού «εκτελεστικού» στα Μπίτολα, πυροβολεί και τραυματίζει στο χέρι ένα μακεδόνα αλευρέμπορο.[721]

Τη νύχτα της 2ας Μαρτίου, τριάντα πέντε μακεδόνες καρβουνιάρηδες από το χωριό Τέσοβο του Νευροκοπίου δέχονται επίθεση, από ελληνικό σώμα, κοντά στο χωριό Ορμύλια [Ормилија][722] της Κασσάνδρας. Οι καρβουνιάρηδες τρέχουν να κρυφτούν για να γλυτώσουν το θάνατο. Όταν το σώμα αναχωρεί, η ομάδα των καρβουνιάρηδων ξανασυναντιέται. Τότε καταλαβαίνουν πως οι Γκεόργκι Πτσίναροφ, Μάνο Μασόλινσκι, οι αδελφοί Νίκολας και Άνγκελ Βούτσεφ, που λείπουν, δεν στάθηκαν τυχεροί.[723]

Ο Τάνκο Μπόικοφ, ένας Μακεδόνας που ζει στη Γευγελή, είχε λάβει απειλητικές επιστολές από την ελληνική οργάνωση, για να απαρνηθεί τα φρονήματά του. Η άρνησή του να «συμμορφωθεί», είναι ο λόγος που δολοφονείται, στις 3 Μαρτίου, την ώρα που βρίσκεται στον κήπο του,[724] από τον Κ. Κεχαγιά, ένα μέλος του ελληνικού «εκτελεστικού».[725]

Την Παρασκευή 3 Μαρτίου 1906, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Σάβεκ του καζά Ντεμίρ Χισάρ και τρομοκρατεί τους κατοίκους του.[726]

Στις αρχές του 1906, ο μακεδόνας προύχοντας Ιβάν Μίτσεφ είχε λάβει απειλητικές επιστολές από την ελληνική οργάνωση στα Μπίτολα. Ο Μίτσεφ ενημερώνει γι’ αυτό τη χωροφυλακή και το βαλή. Ο τελευταίος δεν παίρνει κανένα μέτρο, για την προστασία του. Στις 4 Μαρτίου 1906, έλληνες εκτελεστές επιτίθενται στον Μίτσεφ, μέρα μεσημέρι, στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Τον πυροβολούν τρεις φορές και τον αφήνουν νεκρό. Ας σημειωθεί ότι λίγες ημέρες πριν από τον φόνο, η χωροφυλακή είχε πάρει το περίστροφο που είχε το θύμα, για την προστασία του. Οι δολοφόνοι, αν και τα ονόματά τους γίνονται γνωστά στις αρχές, δεν συλλαμβάνονται.[727]

Την ίδια ημέρα, κάποια άλλα μέλη του ελληνικού «εκτελεστικού» στα Μπίτολα, πυροβολούν αρκετές φορές και τραυματίζουν τον μακεδόνα προύχοντα Γκεόργκι. Η επίθεση ​​γίνεται σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Οι θύτες, μετά την απόπειρα δολοφονίας, πάνε και κρύβονται στο σπίτι του έλληνα γιατρού Βαφειάδη, χωρίς να ενοχληθούν ωστόσο από τη χωροφυλακή.[728]

Επίσης, το Σάββατο 4 Μαρτίου, ένα ελληνικό σώμα δολοφονεί, κοντά στο χωριό Σχοινά [Схина][729] της Θεσσαλονίκης, το Μακεδόνα Αντώνη Πέτκοφ, από τη Μπλάτσα της Καστοριάς.[730]

Την Κυριακή 5 Μαρτίου 1906, κοντά στο χωριό Συκιά [Сиќа][731] της Κασσάνδρας, μέλη της ελληνικής οργάνωσης[732] δολοφονούν τους ρουμανιστές βοσκούς Douma και Tonce, από το βλάχικο χωριό Λιούμνιτσα της Γευγελής.[733]

Εκείνη τη μέρα, μια ελληνική ομάδα καίει το σπίτι του εξαρχικού ιερέα Παπαδημητρίου, στο χωριό Έμπορε των Καϊλαρίων.[734] Ο ιερέας σώζεται από τη φωτιά, έχοντας εγκαύματα, ο γιος του όμως, ο δάσκαλος Σταύρος Πόποφ, που βρίσκεται στο σπίτι του πατέρα του, καίγεται ζωντανός.[735]

Στον καζά Καστοριάς, δολοφονείται στις 5 Μαρτίου, ένας χωρικός από το μακεδονικό χωριό Άποσκεπ.[736]

Έξω από την πόλη Κρούσεβο του Μοναστηρίου, βρίσκονται τα πτώματα δυο εξαρχικών παπάδων. Οι δολοφόνοι τους, που υπονοείται πως είναι Έλληνες, έχουν χρησιμοποιείσει τσεκούρια για να τους σκοτώσουν[737]

Στις 7 Μαρτίου 1906, οι μακεδόνες βαμβακέμποροι Άτανας Γκάρντεφ και Στόγιαν Ανγκέλοφ Τσόλεφ, από το χωριό Λιμπιάχοβο του Νευροκοπίου, δολοφονούνται από μέλη της ελληνικής οργάνωσης, κοντά στο χωριό Κιουπ Κιόι της Ζίχνας, όπου έχουν πάει για να αγοράσουν βαμβάκι.[738]

Την ίδια μέρα, δολοφονούνται από την ελληνική οργάνωση, δυο ρουμανιστές Βλάχοι, στον καζά Βέροιας. Ο Toli Ghitzi Carafoli, στο χωριό Λουτρός [Лутрос][739] και ο Dem. Hagio, κοντά στο χωριό Γκρίτζαλι ή Γκρίσελ [Гриџали или Грисел / Αγκαθιά].[740] Επίσης δολοφονείται ο Const. Bucina, στο χωριό Τούρια ή Κρανιά [Турје или Крања][741] των Γρεβενών.[742]

Στις 11 Μαρτίου 1906, πέντε χωρικοί από το χωριό Όσιν [Ошин / Αρχάγγελος][743] της Γευγελής, δέχονται επίθεση από ένοπλη ομάδα, που έχει στήσει ενέδρα. Δύο από αυτούς τραυματίζονται και ένας σκοτώνεται.[744]

Στις 13 Μαρτίου, ένα ογδονταμελές ελληνικό σώμα, εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Τσένγκελ του Μοναστηρίου. Παραμένει στο χωριό για δεκατρείς ώρες βασανίζοντας τους χωρικούς, προκειμένου να αλλάξουν φρονήματα. Στη συνέχεια φεύγει, παίρνοντας μαζί του έντεκα ομήρους. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο εξηνταπεντάχρονος παπάς του χωριού, άρρωστος και τυφλός από το ένα μάτι. Ο έλληνας καπετάνιος λέει, πως αν το χωριό δεν δηλώσει τις επόμενες μέρες πως είναι ελληνικό, θα σφάξει τους ομήρους και μετά θα επιστρέψει να σφάξει όλους τους κατοίκους του.[745]

Την Τρίτη 14 Μαρτίου 1906, δυο μέλη του ελληνικού εκτελεστικού, δολοφονούν ένα δεκαοκτάχρονο αγόρι, κοντά στο χωριό του, στο Χαρμάν Κιόι [Харман Ќој / Ελευθέριο - Κορδελιό][746] της Θεσσαλονίκης. Το θύμα τους, ο νεαρός Αποστόλ Γκεοργκίεφ, σφάζεται με δεκατέσσερις μαχαιριές.[747]

Στις 16 Μαρτίου, δολοφονείται λόγω των φρονημάτων του, από μια ελληνική ομάδα, δυο ώρες έξω από τη Γκούμεντζα, ένας χωρικός από το μικρό χωριό Ίζβορ [Извор / Πηγή][748] της Γευγελής. Την ίδια μέρα, στο μακεδονικό χωριό Τσέρνα Ρέκα της Γευγελής, μια ελληνική ομάδα καίει έναν μύλο.[749]

Στις 17 Μαρτίου, μέλη του ελληνικού «εκτελεστικού» πυροβολούν και τραυματίζουν βαριά, σε κεντρικό δρόμο στα Μπίτολα και λίγα μέτρα από το σπίτι του Βαλή, το σαραντάχρονο Μακεδόνα Μίρτσε Κοκάροφ (γνωστού και ως Μπέλα Σέλτα), ενός εμπόρου από το Πρίλεπ [Прилеп].[750] Το θύμα πεθαίνει την επομένη.[751] Το «εκτελεστικό» του Μοναστηρίου θα δολοφονήσει λίγες μέρες μετά και έναν μακεδόνα μπακάλη, μπροστά στο ξενοδοχείο «Κωνσταντινούπολις».[752]

Ένα ισχυρό ελληνικό σώμα μπαίνει, στις 17 Μαρτίου, στο μακεδονικό χωριό Βρανιέβτσι [Вранјевци][753] του Μοναστηρίου και παίρνει αιχμαλώτους δυο άτομα, το Χρίστο Πέτροφ και τον Πέτρε Τόντορεφ. Οι δυο χωρικοί αφήνονται αργότερα ελεύθεροι, αφού πρώτα ορκίζονται πως θα επιστρέψουν στο χωριό τους για να πείσουν τους συγχωριανούς τους να δηλώσουν επισήμως πίστη προς τον Ελληνισμό και το Πατριαρχείο. Σε αντίθετη περίπτωση, το σώμα θα επιστρέψει στο χωριό για να κάψει τα σπίτια και να σφάξει τους κατοίκους του.[754]

Το ίδιο σώμα πηγαίνει στη συνέχεια στο χωριό Όρλε [Орле].[755] Οι εισβολείς λεηλατούν τα σπίτια. Τα λάφυρα τα φορτώνουν σε άλογα που βρίσκουν στους στάβλους. Από τις γυναίκες αρπάζουν τα κοσμήματα που φορούν. Κάποιες από αυτές βιάζονται. Φεύγοντας οι εισβολείς, παίρνουν μαζί τους αιχμαλώτους, тоυς αγρότες Στόγιαν Κόιντεφ και Νάιντο Τρίπτσεφ και τον βοσκό Ίτζο. Τα πτώματα των δύο πρώτων, βρίσκονται αργότερα, ένα τέταρτο έξω από το χωριό. Η τύχη του βοσκού δεν γίνεται γνωστή.[756]

Ο μακεδόνας ράφτης Άτανας Ανγκέλοφ Τόντοφ, κάτοικος του χωριού Στάρτσιστα [Старчишта / Περιθώριον][757] του Νευροκοπίου, φεύγει στις 6 Μαρτίου από το σπίτι του, για να πάει για δουλειά, στο χωριό Κάλαποτ [Калапот / Πανόραμα][758] της Ζίχνας. Από εκείνη τη μέρα, ο μακεδόνας ράφτης εξαφανίζεται. Το πτώμα του το βρίσκουν κάποιοι χωρικοί, γεμάτο μαχαιριές, στις 18 Μαρτίου 1906.[759]

Το Σάββατο 18 Μαρτίου 1906, μια ελληνική ομάδα μπαίνει στο χωριό Λοπάτιτσα [Лопатица][760] των Μπιτολίων και ασκεί βία κατά των κατοίκων του.[761]

Στις 21 Μαρτίου, η εφημερίδα Ακρόπολις» δημοσιεύει την εξής είδηση: «Μοναστήρι 18 Μαρτίου 1906. Πληροφορούμαστε αυτή τη στιγμή ότι το ελληνομακεδονικό σώμα του Σκαλίδη, εισήλθε σε οκτώ σχισματικά χωριά του Δυτικού Μορίχοβου, στα οποία έσπειρε τον πανικό και τα ανάγκασε να δηλώσουν άμεσα, ότι επανέρχονται στους κόλπους της Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το προαναφερόμενο σώμα απήγαγε, από τα οκτώ χωριά, σαράντα περίπου χωρικούς ως ομήρους,[762] προκειμένου να εκτελεστεί η υπόσχεση περί απαρνήσεως του σχίσματος. Πράγματι δε, σήμερα και τα οκτώ χωριά, δήλωσαν ότι επανέρχονται στην ορθοδοξία. Τα χωριά αυτά είναι τα: Πόλογκ, Τσέγκελ, Τέποβτσι, Μπαλντόεβτσι, Παράλοβο, Γκαρντίλοβο, Νέγκοτιν, τα οποία σημειωτέον απέχουν δύο ώρες περίπου από το Μοναστήρι».[763]

Στις 21 Μαρτίου, το σώμα του Μανώλη Κατσίγαρη, επιτίθεται σε μια ομάδα μακεδόνων χωρικών που πηγαίνει στο παζάρι της Βέροιας.[764] Η επίθεση πραγματοποιείται στη θέση Κρεβατά.[765] Οι Γκεόργκι Πάρις, Τράπτσε Πόπε Ίβανοφ και Γκεόργκι Τράπτσεφ από το χωριό Ντόλνο Κουφάλοβο [Долно Куфалово / Κάτω Κουφάλια][766] της Θεσσαλονίκης και ο Γκεόρκι Λούτακ από το χωριό Γκολίσανι των Βοδενών, σκοτώνονται. Ο Γκέλε Γκέχεσοφ τραυματίζεται σοβαρά και πεθαίνει αργότερα.[767]

Την Τετάρτη 22 Μαρτίου 1906, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Ίβεν του καζά Πρίλεπ, και εκφοβίζει τους κατοίκους του.[768]

Στις 23 Μαρτίου,[769] μια ελληνική ομάδα σκοτώνει κοντά στο χωριό Άποσκεπ της Καστοριάς, ως κομιτατζή, το Μακεδόνα Χρήστο Ασβεστά, από το γειτονικό χωριό Ντέμπενι [Дмбени / Δενδροχώρι].[770]

Την ίδια μέρα, δολοφονείται ως ρουμανιστής, ένας Βλάχος, που έχει το χάνι κοντά στο χωριό Πρόδρομος [Продром][771] της Βέροιας.[772]

Την Παρασκευή 24 Μαρτίου 1906, μια ελληνική ομάδα καίει το σπίτι και τους στάβλους, του ρουμανιστή Papa Rizu, στην Αβδέλλα των Γρεβενών.[773]

Την Κυριακή 26 Μαρτίου ένα ελληνικό σώμα, αιχμαλωτίζει τον Ιβάν Βασίλιεφ και τον Τάσο Κιόροφ, δυο μακεδόνες δραγάτηδες (αγροφύλακες) του χωριού Μέσιμερ των Βοδενών. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται σε ένα απόμακρο μέρος, όπου και αποκεφαλίζονται.[774] Πάνω στα ακέφαλα πτώματα τους, υπάρχει μια επιστολή, με την υπογραφή «Ακρίτας».[775] Αιτία θανάτου: θεωρήθηκαν πως ήταν «κομιτατζήδες».[776]

Στις 26 Μαρτίου[777] σκοτώνονται από ελληνικό σώμα, στη λίμνη των Γιανιτσών, τρεις μακεδόνες μυλωνάδες.[778] Οι άνδρες του σώματος, κόβουν τα κεφάλια των θυμάτων τους και τα κρεμάνε σε τηλεγραφικούς στύλους.[779] Στο στόμα τους βρίσκονται σημειώματα με τις σφραγίδες των εκτελεστών.

Την Τρίτη 28 Μαρτίου, ο Νίκολας Μέτσκαροφ και ο Κονσταντίνε Νίκολοφ, από το μακεδονικό χωριό Λάκος των Σερρών, σκοτώνονται, από ένα ελληνικό σώμα, ενώ επιστρέφουν στα σπίτια τους από την πόλη Στρούμιτσα, όπου είχαν πάει για δουλειές. Οι άνδρες του σώματος πετάνε τους δυο νεκρούς στα νερά του ποταμού Στρυμόνα [Струма].[780]

Στις 30 Μαρτίου 1906, μέλη της ελληνικής οργάνωσης στη Γκούμεντζα των Γιανιτσών, δολοφονούν τον Ντίμιτρι Καραγκεόργιεφ, ένα δωδεκάχρονο αγόρι. Το πτώμα του παιδιού βρέθηκε γεμάτο μαχαιριές.[781]

Τα ίδια άτομα, την ίδια μέρα, καίνε το μύλο του μακεδόνα Ντίνο Χατζή Γκεοργκίεφ. Ο μυλωνάς, λίγες μέρες πριν είχε λάβει απειλητικές επιστολές από τους θύτες του.[782]

Το βράδυ της 30ης Μαρτίου,[783] η ομάδα του Θύμιου Καούδη πάει στο μακεδονικό χωριό Ζέλεβο τη Καστοριάς και βάζει φωτιά[784] στο μαντρί του Τράικο, ενός οπαδού του Κομιτάτου. Ο Καούδης γράφει πως «το σκυλί» ο Τράικο γλύτωσε, αλλά το «ντάμι» κάηκε εντελώς.[785] Ο Μακρής λέει πως οι Έλληνες «προσπάθησαν να κάψουν τα παιδιά του μαντριού», δηλαδή την οικογένεια του βοσκού, «μα τα παιδιά σώθηκαν».[786]

Την Παρασκευή 31 Μαρτίου 1906, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο χωριό Μπέσιστε του Πρίλεπ και σκοτώνει ένα άτομο, ως συνεργάτη του Κομιτάτου. Φεύγοντας παίρνει μαζί του ομήρους, τον παπά και ένα προύχοντα.[787] Λίγες μέρες αργότερα το χωριό δηλώνει πίστη στον ελληνισμό και επιστροφή στην ορθοδοξία.[788]

Ο Μακεδόνας Νίκολας Σόκουτσεφ, καταγόμενος από το χωριό Κιούπρι [Ќупри / Γεφυρούδι][789] του Ντεμίρ Χισάρ, διατηρεί τα τελευταία χρόνια, μαζί με τον αδελφό του, ένα καφενείο, στο Ραντολίεβο [Радолиево / Ροδολίβος][790] της Ζίχνας. Μια μέρα του Μαρτίου του 1906, ο διευθυντής του ελληνικού σχολείου του χωριού, μαζί με δυο ακόμα άτομα της ελληνικής οργάνωσης, τον μαχαιρώνουν και τον αφήνουν νεκρό, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του.[791]

Στα τέλη Μαρτίου, το «Εμπρός» αναφέρει την εκτέλεση οκτώ εξαρχικών. Τεσσάρων από το μακεδονικό χωριό Γκορνίτσεβο, που σκοτώνονται κοντά στο χωριό Πέτορακ ή Πετόριτσα [Петорак или Петорица / Τριπόταμος][792] της Φλώρινας και άλλων τεσσάρων που πήγαιναν από το χωριό Ντομπρόμιρι [Добромири][793] στην πόλη Μπίτολα.[794]

Την Κυριακή 2 Απριλίου 1906, κοντά στο βλάχικο χωριό Τούρια ή Κρανιά των Γρεβενών, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει το ρουμανιστή βοσκό Ziss Bozica και τραυματίζει τον γέρο πατέρα του. Η ομάδα αρπάζει και εξήντα πρόβατα.[795]

Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον Βλάχο Georges Monstaka, κοντά στην πόλη των Βοδενών.[796]

Στις 3 Απριλίου, μέλος της ελληνικής οργάνωσης δολοφονεί έναν Μακεδόνα στο Κρούσεβο, κάτω από τη βρύση του Μουράτ.[797]

Στις 3 Απριλίου 1906,[798] ένα ελληνικό σώμα[799] μπαίνει στο χωριό Μπόμπιστα [Бобишта / Βέργα][800] της Καστοριάς. Οι άνδρες του σώματος συλλαμβάνουν τους Βασ. Σιδέρη, Π. Μαντζούφα και Ι. Κίτσο[801] και τους οδηγούν στο βουνό, όπου και τους σκοτώνουν.[802] Φαίνεται πως οι Έλληνες έκαψαν εκείνη τη μέρα τέσσερα σπίτια στο χωριό και τραυμάτισαν θανάσιμα δύο ακόμα χωρικούς.[803]

Μια παρέα ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τρία μακεδονικά χωριά, τα Τύρσια, το Τούριε [Турје / Κορυφή][804] και το Κονομλάντι [Кономлади / Μακροχώρι][805] της Καστοριάς, που πάνε στο παζάρι της Φλώρινας, πέφτουν σε ενέδρα[806] που τους έχει στήσει ένα ελληνικό σώμα, στις 6 Απριλίου 1906, κοντά στην Καλουγκέριτσα [Калугерица / Καλογερίτσα].[807] Οι άνδρες των σώματος, αποκεφαλίζουν τους Λάζο Τάνεφ, Γκεόργκι Γέλοφ και Μάνολ Ρίστοφ και αιχμαλωτίζουν έντεκα χωρικούς. Οι τελευταίοι, βρίσκονται αποκεφαλισμένοι και ακρωτηριασμένοι, την άλλη μέρα, κοντά στο γειτονικό χωριό Νέρεντ.[808]

Την ίδια μέρα στη Χρούπιστα, ο Βλάχος Basile Dinu, πυροβολείται και τραυματίζεται, από ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης.[809]

Την Παρασκευή 7 Απριλίου 1906, οι Βλάχοι Jani Nilo και Janaki Apostol, δολοφονούνται από μια ελληνική ομάδα, κοντά στο χωριό Βρέζοτ των Γιανιτσών.[810]

Στις 10 Απριλίου, στη Βέροια, τέσσερα μέλη της ελληνικής οργάνωσης, πυροβολούν και τραυματίζουν το ρουμάνο παπά Gheorghe Ripidon.[811]

Την ίδια μέρα, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο χωριό Καρά Κιόι ή Μαναστίρ [Кара Ќој или Манастир / Κατάφυτο][812] του Νευροκοπίου και ασκεί βία κατά των κατοίκων του.[813]

Την Τρίτη 11 Απριλίου, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο χωριό Κονίκοβο [Кониково / Δυτικό][814] των Γιανιτσών και τρομοκρατεί τους κατοίκους του.[815]

Στις 14 Απριλίου, ένα ελληνικό σώμα δύναμης σαράντα περίπου ανδρών, υπό την αρχηγία των Παναγιώτη Παπατζανετέα και Μανώλη Μπενή, μπαίνει στο χωριό Μάκρος ή Μικρογκούζι [Микригуш / Μακροχώρι][816] της Βέροιας. Πηγαίνει στο σπίτι του Βλάχου Νικόλα Γκολέτσα και τον συλλαμβάνει. Στη συνέχεια πιάνει τον αζά Δ. Γκρέκο και το Νικόλα, τον μουχτάρη του χωριού. Φεύγοντας το σώμα, παίρνει μαζί του τους τρεις αιχμαλώτους. Την άλλη μέρα βρίσκονται σκοτωμένοι και οι τρεις, κοντά στο χωριό. Πάνω στο πτώμα του μουχτάρη, υπάρχει μια επιστολή, με τη σφραγίδα του ελληνικού Κομιτάτου, που χαρακτηρίζει τους τρεις σκοτωμένους, ως φίλους των ρουμανιστών.[817]

Στις 15 Απριλίου, στη Γκούμεντζα, ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης, πυροβολεί και τραυματίζει σοβαρά, τον Μακεδόνα Μίνο Ικόνομοφ.[818]

Στις 16 Απριλίου, ένα μεγάλο ελληνικό σώμα επιτίθεται, στον καζά των Γρεβενών, σε νομάδες Βλάχους, που ανεβαίνουν με άλογα (φορτωμένα και με τις αποσκευές τους), στην Αβδέλλα. Ο αριθμός των βοσκών, μαζί με τα γυναικόπαιδα, είναι 41 άτομα. Τους Βλάχους συνοδεύει, για να τους προστατεύσει από επίθεση ένοπλης ομάδας, οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα, δύναμης σαράντα ανδρών. Κατά την επίθεση σκοτώνονται οκτώ στρατιώτες και ένας αξιωματικός, ενώ άλλοι εννέα στρατιώτες τραυματίζονται. Οι Βλάχοι έχουν πέντε τραυματίες και πέντε νεκρούς.[819] Μεταξύ των νεκρών υπάρχει μια έγκυος γυναίκα, που δέχτηκε χτύπημα στην κοιλιά με ξιφολόγχη και δυο παιδιά. Όλες οι αποσκευές των Βλάχων λεηλατούνται.[820]

Μια ελληνική ομάδα μπαίνει, στις 17 Απριλίου, στο μακεδονικό χωριό Χριστόφορος ή Κρέστοαρ [Крстоар].[821] Τρομοκρατεί τους κατοίκους του, σκοτώνει τέσσερα άτομα και αναχωρεί μόλις φτάνει ένα στρατιωτικό απόσπασμα, που έχει ακούσει τους πυροβολισμούς.[822]

Το βράδυ της 17ης Απριλίου, το πολυμελές σώμα του καπετάν Φούφα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Λέσκοβετς [Лесковец / Λεπτοκαρυές][823] της Φλώρινας. Οι άνδρες του σώματος λεηλατούν δέκα σπίτια. Τα σπίτια των προκρίτων Ντόλε Χρίστοφ και Πάντο Βάνεφ, οι αποθήκες τους και οι γεμάτοι με ζώα στάβλοι, καίγονται. Τραυματίζουν τον πενηντάχρονο Ίλια Κόλεφ. Σκοτώνουν τους αγρότες Τάνασε Γκεόργιεφ και Μίτσε Κάρσιτορ (εβδομήντα χρονών) και τον αγροφύλακα Τόλε Πέτροφ.[824]

Την Κυριακή 19 Απριλίου 1906, το σώμα του ανθυπολοχαγού Ζαχαρία Παπαδά (Φούφα), μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Κραπέστινα [Крапештина / Ατραπός].[825] Οι αντάρτες σκοτώνουν τον εξαρχικό παπά και μερικούς χωρικούς.[826]

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σάλπιγξ», ένα ελληνικό σώμα συλλαμβάνει, στις 19 Απριλίου, τον ιερέα Κύριλλο και τον αζά Κονσταντόφ, από το χωριό Ζαγκορίτσανη της Καστοριάς και τους οδηγεί στο βουνό, να «δικαστούν» από ανταρτοδικείο, για την κομιτατζίδικη δράση τους.[827]

Στις 21 Απριλίου, η ομάδα του Γκόνου στήνει ενέδρα, ανάμεσα στα χωριά Γκόλο Σέλο και Πλασνίτσεβο [Пласничево / Κρύα Βρύση].[828] Σκοτώνει τέσσερις Μακεδόνες, από το πρώτο χωριό (τον μουχτάρη και τρεις χωρικούς) που γυρίζουν στα σπίτια τους, από το παζάρι των Γιανιτσών. Στη συνέχεια αιχμαλωτίζει τρεις Βλάχους,[829] κοντά στο χωριό Γενί Κιόι ή Νόβο Σέλο [Ени Ќој или Ново Село / Αρχάγγελος],[830] τους οποίους και σκοτώνει την επόμενη μέρα.[831]

Στις 22 Απριλίου, η ομάδα του επιλοχία Βασίλη Ταμβάκη σκοτώνει στη Λίμνη των Γιαννιτσών τέσσερα άτομα (Μακεδόνες και Βλάχους).[832]

Σύμφωνα με ανταπόκριση από την Θεσσαλονίκη, της 23ης Απριλίου, γίνεται γνωστό, πως στην περιοχή των Σερρών οι Έλληνες σκότωσαν τέσσερις εξαρχικούς.[833]

Τη νύχτα της 24ης Απριλίου, μια ελληνική ομάδα, πηγαίνει στο χωριό Τεκελίοβο ή Τεκελή [Текелиево или Текели / Σίνδος][834] της Θεσσαλονίκης. Εκεί, οι αντάρτες συλλαμβάνουν το μακεδόνα χωρικό Κίρο Νένοφ και τον εκτελούν, λόγω των φρονημάτων του.[835]

Το δεύτερο δίμηνο του 1906, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κάκκαβου[836], σκοτώνονται ακόμα, από ελληνικά σώματα ή μέλη της ελληνικής οργάνωσης, τα εξής άτομα:

Ένας Μακεδόνας, από το χωριό Ίζβορ των Γιανιτσών, κοντά στην Γκούμεντζα.

Ένας Τσιγγάνος, από το μακεδονικό χωριό Αρκούντοχορ ή Αρκουδοχώρι [Аркудохор / Αρκοχώρι][837] της Βέροιας, από το σώμα του καπετάν Κατσίγαρη.

Ο δραγάτης Σκυλίτσης (ως ρουμανιστής), από το σώμα του Σκουντρή.

Ο Καραγιώργος, ένας δεκαοκτάχρονος Μακεδόνας (ως αγγελιοφόρος του Κομιτάτου), κοντά στη Γκούμεντζα.

Ένας Μακεδόνας, στο Σέχοβο ή Σέοβο [Сехово или Сеово / Ειδομένη][838] της Γευγελής.

Ένας Μακεδόνας, στο χωριό Μπόζετς [Бозец / Άθυρα][839] των Γιαννιτσών.

Ο μακεδόνας πρόκριτος Χρίστε Μίσε, έξω από το χωριό Μποΐμιτσα [Бојмица / Αξιούπολη][840] της Γευγελής.

 

Μάιος – Ιούνιος 1906

 

Την 1η Μαΐου 1906, μια επταμελής ελληνική ομάδα μπαίνει σε ένα παραθαλάσσιο χάνι,[841] που βρίσκεται κοντά στην περιοχή Σκάλα Ελευθεροχωρίου (Скала Елефтерохориу) της Κατερίνης και σκοτώνει δυο Μακεδόνες, που εργάζονται εκεί.[842]

Μια ελληνική ομάδα σκοτώνει στις 2 Μαΐου, κοντά στο μακεδονικό χωριό Μάνιακ [Мањак / Μανιάκοι][843] της Καστοριάς, τον Κώστα Βαλεβίτσαρα.[844]

Ελληνικό σώμα σφάζει στις 3 Μαΐου, στην περιοχή της Ελασσόνας, 150 πρόβατα που ανήκουν στην οικογένεια του ρουμανιστή Βλάχου Zonca.[845]

Στις 5 Μαΐου, μια ελληνική ομάδα δολοφονεί τους ρουμανιστές Βλάχους Anastase Baki και Nicolas Prapa, στον δρόμο από τη Βέροια προς το Ξηρολίβαδο.[846]

Στις 6 Μαΐου, ένας άνδρας της ελληνικής οργάνωσης, δολοφονεί τον Μακεδόνα Ναούμ Ντόρεφ, ένα χωρικό από τη Σταρίτσανη της Καστοριάς.[847]

Στις 7 Μαΐου, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση, ο Βλάχος Georges Iaca, κοντά στο χωριό Πρόδρομος της Βέροιας.[848]

Το μακεδονικό χωριό Οσνίτσανη της Καστοριάς, δέχεται επίθεση από το σώμα του ανθυπολοχαγού Αντώνη Βλαχάκη (Λίτσα) στις 7 Μαΐου 1906. Η επίθεση έχει διαταχθεί πριν τρεις μέρες, από το ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου.[849] Το ελληνικό σώμα καίει αρκετά σπίτια και σκοτώνει δυο χωρικούς. Στην προσπάθειά του να βάλει βόμβα στο σπίτι της οικογένειας Τσιούρκα, η βόμβα σκάει στα χέρια του Λίτσα και τον σκοτώνει. Οι Έλληνες εμπλέκονται, εξ ανάγκης, σε μάχη με τον οθωμανικό στρατό που φτάνει στο χωριό και φεύγουν αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς.[850]

Στις 8 Μαΐου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει τον Κόνσταντιν Μίτρεφ και πληγώνει σοβαρά το Ντίμτσε Γκάνεφ, δυο αγρότες από το Κόβαντσι ή Κόβανετς [Кованци или Кованеч][851] της Γευγελής, λίγο έξω από το χωριό τους.[852]

Ένας βοσκός, ρουμανιστής Βλάχος από τη Βέροια, σκοτώνεται στις 9 Μαΐου, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης. Το πτώμα του βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Μπίστριτσα [Бистрица / Αλιάκμονα].[853]

Στις 10 Μαΐου ο καπετάν Γκόνος, με δεκατέσσερις άνδρες του, στήνει ενέδρα κοντά στο χωριό Γκόλο Σέλο και σκοτώνει τρεις Μακεδόνες από τα Γιανιτσά.[854]

Στις 14 Μαΐου, ελληνική ομάδα σκοτώνει το Μακεδόνα Χρήστο Μαντζάροφ, από το χωριό Μπαγιάλτσα της Γευγελής.[855]

Ο Μακρής και οι άνδρες του πηγαίνουν το σούρουπο της 17ης Μαΐου, σε κάτι καλύβια τσοπάνων, κοντά στο μακεδονικό χωριό Μπουφ της Φλώρινας[856] και συλλαμβάνουν πέντε Μακεδόνες. Ο Μακρής διατάζει να τους σκοτώσουν. Όπως λέει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, «ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ένα παληκάρι ως εκεί πάνω. Ό,τι είχε παντρευτεί εκείνες τις μέρες». Η νιόπαντρη γυναίκα του, πέφτει στα πόδια του Μακρή. Χτυπιέται και παρακαλεί, για να μην σκοτώσουν οι αντάρτες τον άντρα της. Ο Μακρής διατάζει να την τράβηξαν πιο μακριά. Μετά «κόβουνε» τον άντρα της και τους άλλους.[857]

Στις 17 Μαΐου, ο Dinu Bardalexi, γιος ενός προύχοντα από το χωριό Ντόλιανη [Долјани / Κουμαριά][858] της Βέροιας, τραυματίζεται σοβαρά από τα πυρά των ανδρών μιας ελληνικής ομάδας.[859]

Στις 20 Μαΐου, στα Μπίτολα, μέλη του ελληνικού εκτελεστικού δολοφονούν διαδοχικά, σε διαφορετικά σημεία της πόλης, τέσσερις Μακεδόνες προύχοντες. Το Λάζο Άτζεφ, το σιδερά Βάσιλ Τουφέκτσιεφ (τον πυροβολούν στο κεφάλι την ώρα που δουλεύει στο εργαστήρι του),[860] το Σπύρο Μπράσαροφ και το Λάζαρε Ντογκραμάτζιεφ.[861]

Στις 20 Μαΐου, το σώμα του Παναγιώτη Παπατζανετέα,[862] στήνει ενέδρα, κοντά στο Σεντέλτσεβο [Сенделчево / Σανδάλι][863] των Γιανιτσών. Από εκεί περνούν οι Μακεδόνες Άτανας Τζούντεφ, Ιβάν Ατανάσοφ και Χρίστο Μέλεφ. Οι δύο πρώτοι σκοτώνονται από τα ελληνικά πυρά, ενώ ο τρίτος μαχαιρώνεται στο στήθος. Πάνω στα πτώματά τους, βρίσκεται σημείωμα με ελληνική σφραγίδα και την υπογραφή «καπετάν Κόδρος».[864]

Την ίδια ημέρα, το σώμα του Βαγγέλη Βλάχου και του Λουκά Κόκκινου[865] συλλαμβάνει, κοντά στο χωριό Έζερετς της Καστοριάς, δυο μικρούς βοσκούς. Τον οκτάχρονο Γέλε Στάβροφ και τον εννιάχρονο Ντίνε Στέργιοφ. Στη συνέχεια οι άνδρες του σώματος μπαίνουν στο Έζερετς. Καίνε τρία σπίτια και πέντε αχυρώνες.[866] Σκοτώνουν το μικρό Στέργιοφ και καίνε ζωντανό το φίλο του Στάβροφ. Μετά φεύγουν ανενόχλητοι από το χωριό, παίρνοντας μαζί τους το κοπάδι με τα πρόβατα[867] και τα τριάντα επτά βοοειδή, που είχαν και έβοσκαν τα δολοφονημένα παιδιά.[868] Στις 31 Ιουλίου 1906, ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του, πως ο Λουκάς,[869] πήρε τα ζώα από το Έζερετς και τα πήγε να τα πουλήσει στην Ελλάδα.[870]

Στις 20 Μαΐου 1906, ο Μακεδόνας Μήτρε Πάπαροφ (ή Μήτρε Καπάλ),[871] από το χωριό Μποΐμιτσα της Γευγελής, δολοφονήθηκε ενώ δούλευε στο χωράφι του, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης.[872]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 20ης Μαΐου από τη Θεσσαλονίκη, ένας βοσκός βρέθηκε νεκρός στο Τουσίλοβο [Тушилово / Στάθης][873] των Γιανιτσών. Σύμφωνα με το ίδιο τηλεγράφημα, κοντά στο χωριό Αλτσάκ της Γευγελής, βρέθηκαν σφαγμένοι ένας εξαρχικός και ο γιος του.[874]

Ένα ελληνικό σώμα εισβάλει, την Κυριακή 21 Μαΐου 1906, στο Στρέμπενο της Φλώρινας και τρομοκρατεί τους κατοίκους του χωριού.[875]

Στις 22 Μαΐου, ένα ελληνικό σώμα, δύναμης σαράντα ανδρών, εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Κραπέστινα της Φλώρινας και συλλαμβάνει τον εξαρχικό παπά Γκάντσο και το γιο του Χρήστο. Το σώμα παίρνει τους δυο αιχμαλώτους και βγαίνει λίγο έξω από το χωριό. Εκεί, οι αντάρτες κόβουν τη γλώσσα, τη μύτη και τα χέρια του παπά, ενώ χαρακώνουν με τα μαχαίρια τους το σώμα του γιου του. Στη συνέχεια επιστρέφουν στην Κραπέστινα και σκοτώνουν, μπροστά στα μάτια των γυναικών τους, τον εικοσιπεντάχρονο Μίτρε Τράπτσεφ και το σαραντάχρονο Τάνας Νότεφ.[876]

Στις 25 Μαΐου, κοντά στο χωριό Τεκελίοβο ή Τεκελή της Θεσσαλονίκης, σκοτώνεται, από ελληνική ομάδα, ο Μακεδόνας Άνγκελ Σαραμόρλιεφ, ενώ δουλεύει στο χωράφι του.[877]

Στις 26 Μαΐου, μια ελληνική ομάδα επιτίθεται, κοντά στο χωριό Καβακλή [Кавакли / Άγιος Αθανάσιος][878] της Θεσσαλονίκης, σε μια ομάδα μακεδόνων εργατών γης, την ώρα που αυτοί εργάζονται στα χωράφια του Τούρκου Χαμπί Μπέη. Από τα ελληνικά πυρά σκοτώνεται ο Βάνγκελ (από το χωριό Μπόγκνταντσι της Γευγελής), ενώ τραυματίζεται ένας άλλος εργάτης, που πεθαίνει πριν προλάβουν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.[879]

Ο χωρικός Ιβάν Μπόζινοφ, από το χωριό Γκούγκοβο [Гугово / Βρυτά][880] των Βοδενών, δέχεται επίθεση, στις 29 Μαΐου, από δυο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, την ώρα που δουλεύει στο χωράφι του, μισή ώρα απόσταση έξω από το χωριό του. Η δεκάχρονη κόρη του, που βρίσκεται μαζί του, διαφεύγει της προσοχής των δύο και ειδοποιεί τους δικούς της στο Γκούγκοβο, για την επίθεση που δέχτηκε ο πατέρας της. Οι τελευταίοι, φτάνουν στον τόπο της επίθεσης, όπου βρίσκουν τον άνθρωπό τους να ξεψυχάει.[881]

Στις 31 Μαΐου 1906, ο Μακρής χτυπά το μακεδονικό χωριό Λίσολαϊ [Лисолај][882] των Μπιτολίων. Η επίθεση εναντίον του χωριού πραγματοποιείται με εντολή του ελληνικού προξενείου, το οποίο έχει στείλει κατάλογο οκτώ προγραμμένων στο Μακρή. Το προξενείο έχει ζητήσει την εκτέλεση δύο παπάδων, δύο δασκάλων και τεσσάρων προκρίτων.

Οι άντρες του Μακρή, φορούν κατά την επίθεση φέσια, για να φαίνονται σαν οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα. Με οδηγό έναν καταδότη από το χωριό, που μένει στο Μοναστήρι, πηγαίνουν πρώτα στο σπίτι του ενός παπά.

«Φτάσαμε έξω από το σπίτι», γράφει ο Μακρής, «και χτυπήσαμε την πόρτα. Σαν μας άνοιξαν και μπήκαμε, βρήκαμε τον παπά να τρώει μαζί με την οικογένειά του. Τον καψερό, ήταν το τελευταίο του φαΐ αυτό. Τον πιάσαμε και τον διέταξα να μας οδηγήσει στο σπίτι του άλλου παπά του χωριού. Εκεί βρισκόταν και μερικοί άλλοι από τους προκρίτους που είχαμε εντολή να τους σκοτώσουμε. Τους πιάσαμε όλους και τους πήγαμε στην πλατεία του χωριού και εκεί τους αποκεφαλίσαμε».

Μετά, συνεχίζει ο έλληνας οπλαρχηγός, «άρχισα να ψάχνω για να βρω τον βοεβόδα αλλά εν τω μεταξύ τον είχαν ανακαλύψει και τον είχαν πιάσει οι άντρες μου. Τότε διέταξα να τον αποκεφαλίσουν, καθώς και τον δάσκαλο».

Οι Έλληνες σκοτώνουν συνολικά στο Λίσολαϊ, 13 κατοίκους: το βοεβόδα, τους δυο δασκάλους, τους δυο παπάδες και οκτώ προκρίτους.[883] Ο Μακρής φεύγοντας, αφήνει το επισκεπτήριό του (μπιλιέτο) πάνω στο πτώμα του ενός παπά.[884]

Τη νύχτα της 31ης Μαΐου 1906, ένα σαρανταμελές ελληνικό σώμα πηγαίνει στο σπίτι του Χρήστου Μέσκοφ, που βρίσκεται στο μακεδονικό χωριό Πέτορακ της Φλώρινας. Οι άνδρες του σώματος σκοτώνουν τον πατέρα του ιδιοκτήτη του σπιτιού, τον Πέροφ, ένα γέροντα ογδόντα χρονών. Μετά λεηλατούν το σπίτι και τέλος, φεύγοντας, βάζουν φωτιά και το καίνε.[885]

Το ίδιο σώμα, πηγαίνει εκείνη τη νύχτα, στο γειτονικό μακεδονικό χωριό Μπίτουσα [Битуша / Παρόρειο][886] του καζά Μοναστηρίου, όπου αιχμαλωτίζει τους χωρικούς Στόγιαν Τόλεφ και Ίλιο Ιβάνοφ. Οι δυο αιχμάλωτοι θα βρεθούν αργότερα αποκεφαλισμένοι, κοντά στα Μπίτολα.[887]

Την Πέμπτη 1η Ιουνίου 1906,[888] τέσσερις άνδρες του Μακρή μπαίνουν στο χωριό Μπρούσνικ του Μοναστηρίου και αιχμαλωτίζουν δυο χωρικούς. Τους οδηγούν στο βουνό, όπου βρίσκονται και οι υπόλοιποι άνδρες του ελληνικού σώματος και εκεί τους αποκεφαλίζουν.[889]

Τη νύχτα της 1ης Ιουνίου, άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης, δολοφονούν το Μίχαηλ Βόλτσεφ, μουχτάρη του χωριού Ντόλνο Φράστανι [Долно Фраштани / Ορεινή][890] των Σερρών.[891]

Στις 2 Ιουνίου, το βράδυ, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο Ιλιτζίεβο ή Γιαλιτζίκ [Илиџиево или Јалиџик / Χαλκηδόνα][892] της Θεσσαλονίκης. Πηγαίνει στο σπίτι του Μακεδόνα Μπόζινε Μίλεφ και ρίχνει μια βόμβα. Η έκρηξη τραυματίζει σοβαρά δυο παιδιά, που βρίσκονται μέσα στο σπίτι, τη δωδεκάχρονη Μποζάνα και τον εξάχρονο Σρέμπρεν. Οι άνδρες του σώματος περιλούζουν στη συνέχεια με πετρέλαιο το σπίτι και του βάζουν φωτιά. Φεύγοντας πυροβολούν προς κάθε κατεύθυνση, για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους του χωριού.[893]

Στις 2 Ιουνίου, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση ο Michel Did, μουχτάρης στο βλαχοχώρι Τίρνοβο του Μοναστηρίου και ο Papa Sterie, μουχτάρης των ρουμανιστών Βλάχων στη Βέροια.[894]

Την ίδια μέρα, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο Έζερετς της Καστοριάς και απειλεί τους χωρικούς.[895]

Το Σάββατο 3 Ιουνίου 1906, μια ελληνική ομάδα μπαίνει στο Γκορνίτσοβο της Φλώρινας και τρομοκρατεί τους κατοίκους του χωριού.[896]

Στις 3 Ιουνίου, γύρω στις 11 το πρωί, ο μακεδόνας ψαράς Γκόνο Στόιλοφ, από το Πέτροβο [Петрово / Άγιος Πέτρος][897] των Γιανιτσών, ενώ βρίσκεται μέσα στη βάρκα του, στον ποταμό Βαρδάρη [Вардар / Αξιό], δέχεται, από τις όχθες, τα πυρά ελλήνων ανταρτών και σκοτώνεται.[898]

Στις 3 Ιουνίου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει, κοντά στο χωριό Συκιά της Κασσάνδρας, τέσσερις Μακεδόνες που συναντά στο δρόμο του.[899]

Στις 5 Ιουνίου 1906, το σώμα του Παπατζανετέα επιχειρεί βομβιστική επίθεση εναντίον του χωριού Άλαρ των Γιανιτσών. Η επίθεση όμως αποτυγχάνει, καθώς οι κάτοικοι του χωριού αντιστέκονται ενόπλως και τρέπουν τους εισβολείς σε φυγή.[900]

Στις 7 Ιουνίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης βάζουν φωτιά στο σπίτι του ρουμανιστή Βλάχου Nano στη Νέβεσκα. Μαζί με το σπίτι καίγεται ο Nano και η γυναίκα του.[901]

Στις 9 Ιουνίου, ο χωρικός Ζαχαρίας από το χωριό Λίμπαβο ή Λιμπάχοβο [Либаво или Либахово / Φιλυριά][902] των Γιανιτσών, δολοφονείται από μέλη της ελληνικής οργάνωσης. Το σώμα του νεκρού είναι γεμάτο μαχαιριές.[903]

Στις 12 Ιουνίου, γύρω στις εννέα το πρωί, στην πόλη των Σερρών, τρία μέλη της ελληνικής επιτροπής, πυροβολούν αρκετές φορές και τραυματίζουν σοβαρά, τον Μακεδόνα Μίλενκο Πάσκοφ, από το χωριό Ντόλνο Φράστανι.[904]

Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί στο Μαγκάρεβο [Магарево][905] του καζά Μοναστηρίου, τον ογδοντατριάχρονο ρουμανιστή Georges Nazari.[906]

Μια ελληνικό ομάδα, αιχμαλωτίζει στις 13 Ιουνίου,[907] σε ένα δάσος κοντά στο χωριό Γκιούρετζικ [Ѓуреџик / Γρανίτης][908] της Δράμας, το Μακεδόνα Άτανας Στογιάνοφ και τον κρεμάει σε ένα δέντρο.[909]

Τη νύχτα της 13ης Ιουνίου, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στην Οσνίτσανη της Καστοριάς και πυρπολεί επτά σπίτια. Φεύγοντας, παίρνει μαζί του στο βουνό τρεις χωρικούς, να τους «τιμωρήσει».[910]

Στις 14 Ιουνίου, μια ελληνική ομάδα δολοφονεί το Μακεδόνα Στόιτσε Μήτρεφ,[911] κοντά στο χωριό Λέσκοβο [Лесково / Τρία Έλατα][912] της Γευγελής.

Την ίδια μέρα, στον Άγιο Ιωάννη, νότια του Ξηρολίβαδου της Βέροιας, το σώμα του οπλαρχηγού Κολιού σφάζει έξι Βλάχους, τσοπάνηδες του Hagi Gogu (: Χατζηγώγου, του προέδρου της ρουμανικής κοινότητας). Τα ονόματα των νεκρών είναι: Γιάννης Πάλας, Τούσιος Βρανάς, Τόλιος Μόκανος, Γίτσης Κοτάβας, ο γιος και ο γαμπρός (: Τσιτσιμάκος) του τελευταίου. Πληγώνεται επίσης βαριά ο γιος του Γιάννη Πάλα.[913] Ο τελευταίος φαίνεται πως πέθανε αργότερα, γιατί στη δίκη που έγινε για τη σφαγή, σε δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, αναφέρεται ότι οι νεκροί ήταν επτά.[914]

Στις 15 Ιουνίου, μέλη της ελληνικής επιτροπής δολοφονούν κοντά στο χωριό Κούτσος [Куцос / Ευκαρπία][915] των Σερρών, τον Άτανας Μίνκοφ Γκούλεφ, πενήντα οκτώ χρονών και τον τριαντάχρονο Γκέοργκι Νίκολοφ Βίσαν,[916] κατοίκους του Μπάνσκο [Банско].[917]

Στις 15 Ιουνίου, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει το Μακεδόνα Ιβάν Βέλινοφ, από το Σούγκοβο [Шугово / Πλατανάκια][918] του Ντεμίρ Χισάρ.[919]

Την ίδια ημέρα, στις 15 Ιουνίου, ο ιερέας Νίκολας Ντίμιτροφ, από το χωριό Χατζή Μπεηλίκ [Хаџи Бејлик / Άνω Βυρώνεια][920] του Ντεμίρ Χισάρ, δολοφονείται σε έναν μύλο, από άντρες της ελληνικής οργάνωσης.

Στα μέσα Ιουνίου 1906, γίνεται γνωστός ο φόνος δύο πατριαρχικών χωρικών και ενός παπά, στη λίμνη των Γιανιτσών, από ένα ελληνικό σώμα.[921]

Στις 16 Ιουνίου, ο Μακεδόνας Φίλιπ Φίλζοφ και ένα δεκαπεντάχρονο παιδί που τον συνοδεύει, δολοφονούνται στο μεγάλο δάσος κοντά στα Μπίτολα, από ένα ελληνικό σώμα.[922]

Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί δύο ρουμανίζοντες Βλάχους. Τον Μαχάι Ντίντα (ή Μιχαήλ Ντίντου) στο Μαγκάρεβο και τον Πέπιο Ντούγκαρ (ή Πέπτσιαν Ντόβουρ) στη Βέροια.[923]

Στις 17 Ιουνίου, ένα ελληνικό σώμα αιχμαλωτίζει, ανάμεσα στα χωριά Μπόμπιστα και Ζαγκορίτσανη της Καστοριάς, τους χωρικούς Γκεόρκι Μίλεφ και Μήτρο Ατάνασοφ από το χωριό Ντόλενι [Долени / Ζευγοστάσι][924] των Καστανοχωρίων. Την ίδια μέρα, το ίδιο σώμα, αιχμαλωτίζει εκεί κοντά και τους Μακεδόνες Φίλιπ Τίλζοφ και Μίσε Μάντσλεφ, από τη Ζαγκορίτσανη. Η τύχη των τεσσάρων αιχμαλώτων, δεν γίνεται γνωστή.[925]

Στις 17 Ιουνίου, ένας άνθρωπος της ελληνικής οργάνωσης, πυροβολεί και σκοτώνει το Μακεδόνα Μήτρε Μπόζινοφ,[926] κοντά στο Λέσκοβο της Γευγελής.[927]

Στις 22 Ιουνίου, ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης στην πόλη Δράμα [Драма],[928] δολοφονεί το Μακεδόνα Κόνσταντιν Ντίμιτροφ, από το χωριό Κάλαποτ της Ζίχνας, κοντά στο χωριό Τσατάλτζα [Чаталџа / Χωριστή][929] της Δράμας.[930]

Στις 22 Ιουνίου,[931] έξω από το βλαχοχώρι Χούμα της Γευγελής, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει έντεκα ρουμανιστές και έναν πατριαρχικό Βλάχο.[932] Τα ονόματα των θυμάτων είναι: Πρόσος Πέτρου, Γριζάν Αβραάμ, Χρήστος Αβραάμ, Γιάννης Γεωργίου, Τανάς Δήμου, Νίκολας Βάνε, Αναστάσης Στόια, Μήτρος Βάνε Γιώργη, Μήτσε Μίρε, Τράιο Πέτκου και Βάντσε Τάσου (πατριαρχικός).[933]

Μια ελληνική ομάδα σκοτώνει, στις 23 Ιουνίου, τους Μακεδόνες Μίτο Κούζεφ και Φίλε Μίτεφ, δυο αγόρια από τη Ζαγκορίτσανη της Καστοριάς.[934]

Στις 23 Ιουνίου ο Δικώνυμος Μακρής, συλλαμβάνει στο Μπούκοβο [Букобо][935] του Μοναστηρίου, έναν χωρικό ονόματι Παύλο Σέρπη. Τον παίρνει έξω από το χωριό και τον «κλαδεύει» ως κομιτατζή.[936]

Στις 24 Ιουνίου, η ελληνική οργάνωση σκοτώνει στην Καβάλα [Кавала],[937] τον γαλατά Άτανας Ρόσκοφ,[938] από το μακεδονικό χωριό Μπάνιτσα [Баница / Καρυές][939] των Σερρών.

Την ίδια μέρα, ο Βλάχος Dem. Paciovura δολοφονείται καντά στο χωριό Τοπόλιανη [Тополјани / Χρυσό][940] των Σερρών, από την ελληνική οργάνωση.[941]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα από τη Βιέννη, της 24ης Ιουνίου, ένα ελληνικό σώμα μπήκε στο μακεδονικό χωριό Σάβεκ του καζά Ντεμίρ Χισάρ και σκότωσε δέκα κατοίκους του.[942]

Στις 25 Ιουνίου 1906, ένα μεγάλο ελληνικό σώμα μπαίνει στο Ντελή Χασάν Μαχαλέ [Дели Хасан Махале / Μοναστηράκι][943] των Σερρών. Το σώμα κατευθύνεται στο μαγαζί του μακεδόνα προύχοντα Βάσιλ Νίκολοφ, τον οποίο και σκοτώνει.[944]

Στις 25 Ιουνίου, οι Μακεδόνες Γκρέγκορ Ιβάνοφ και Βάσιλ Λάζαροφ, από το χωριό Τσουτσουλίγκοβο των Σερρών, δέχονται επίθεση με περίστροφα και σκοτώνονται, από δυο μέλη της ελληνικής οργάνωσης, στο δρόμο προς τις Σέρρες.[945]

Την ίδια μέρα, ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης των Σερρών, δολοφονεί ένα μακεδόνα μαθητή, μέσα στην πόλη.[946]

Σύμφωνα με ελληνικές πληροφορίες της 25ης Ιουνίου από τα Μπίτολα, «άγνωστοι» καίνε το σπίτι ενός «επικίνδυνου χωρικού» στο μακεδονικό χωριό Σβέτα Πέτκα [Света Петка / Αγία Παρασκευή][947] του Μοναστηρίου και σκοτώνουν άλλα δύο πρόσωπα που διατηρούν «κρυφές σχέσεις με το Κομιτάτο» στο μακεδονικό χωριό Μπίτουσα του ίδιου καζά.[948]

Ένα ελληνικό σώμα, δύναμης σαράντα ανδρών, μπαίνει στις 26 Ιουνίου στο μακεδονικό χωριό Οπτίτσαρι [Оптичари][949] του Μοναστηρίου. Αιχμαλωτίζει τέσσερα αδέλφια από την οικογένεια Τάσεφ (τους Τζβέταν, Μίλε, Βίντιν και Λάζαρε) και το Χρήστο Τάλεφ. Το σώμα παίρνει τους πέντε Μακεδόνες λίγο έξω από το χωριό και εκεί τους αποκεφαλίζει.[950]

Την ίδια μέρα, ένα ελληνικό σώμα εισέρχεται στο χωριό Τρέσινο [Тресино / Όρμα][951] των Βοδενών, ασκεί βία και τρομοκρατεί τους κατοίκους του.[952]

Τηλεγράφημα από τη Βιέννη, της 26ης Ιουνίου, αναφέρει τον φόνο πέντε ρουμανιστών Βλάχων, από ελληνικό σώμα στον καζά Γευγελής.[953] Η πράξη φαίνεται πως ταυτίζεται με την πληροφορία του Κάκκαβου για καταστροφή ενός πριονιστήριου και τον φόνο πέντε ατόμων κοντά στο βλάχικο χωριό Κόνσκο της Γευγελής.[954]

Ο δεκατριάχρονος Μακεδόνας Τόντορ Μπέγκοφ, από το Βλάντοβο των Βοδενών και ο Βλάχος Σάντρε Μίτεφ, ένας πρόκριτος από το Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων, σκοτώνονται το βράδυ της 27ης Ιουνίου, από μια ελληνική ομάδα, λίγο έξω από το χωριό Βλάντοβο.[955]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη της 27ης Ιουνίου, σκοτώνονται από την ελληνική οργάνωση τρία άτομα. Ο Βλάχος Τάσκο Τοπούτη στο Κρούσεβο του Μοναστηρίου, ο Βλάχος Νικόλας Πόγος στην Κλεισούρα της Καστοριάς και ένας κομιτατζής έξω από το χωριό Χριστόφορος του Μοναστηρίου.[956]

Σύμφωνα με πληροφορίες από τη Θεσσαλονίκη, της 27ης Ιουνίου, στη θέση «Πριόνια» των Γρεβενών, δολοφονήθηκαν δύο Βλάχοι από την ελληνική οργάνωση.[957]

Στις 29 Ιουνίου, ο εξαρχικός παπάς Τράιτσε, από την Πεσόσνιτσα [Песочница / Αμμοχώρι][958] της Φλώρινας, τραυματίζεται σοβαρά, από τις σφαίρες των ανδρών μιας ελληνικής ομάδας, ενώ πηγαίνει στην εκκλησία του χωριού του, για να λειτουργήσει.[959]

Μια μέρα του Ιουνίου 1906, τα σώματα των Γύπαρη και Φούφα, μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Μπόμπιστα της Καστοριάς, συλλαμβάνουν οκτώ χωρικούς, τους περνούν από ανταρτοδικείο και τους εκτελούν ως κομιτατζήδες.[960]

Το τρίτο δίμηνο του 1906, σύμφωνα με τον Κάκκαβο[961], σκοτώνονται ακόμα, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης ή ελληνικά σώματα, τα εξής άτομα:

Τέσσερις χωρικοί, στο βλαχοχώρι Σέρμενιν της Γευγελής.

Ένας Μακεδόνας, στο χωριό Τούσιμ ή Τούσιν [Тушим или Тушин / Αετοχώρι][962] της Γευγελής.

Δυο χωρικοί, από το χωριό Κόνσκο [Конско] της Γευγελής.[963]

Ένας βοσκός Μακεδόνας, στο Σέχοβο.

Ο Γιώργος Τζατζάκης, ένας ρουμανιστής Βλάχος, ιδιοκτήτης χανιού κοντά στο χωριό Πρόδρομος [Продром] της Βέροιας.

Τρεις Μακεδόνες, κοντά στο χωριό Μπάλτζα [Балџа / Μελίσσι][964] των Γιανιτσών.

Ο βοσκός Τζίμος, ένας ρουμανιστής Βλάχος από το χωριό Σπουρλίτα της Βέροιας.

Ένας Μακεδόνας, στο χωριό Γκόργκοπικ ή Γκόργκοπ [Горгопик или Горгоп / Γοργόπη][965] της Γευγελής.

Ένας ιδιοκτήτης πριονιστηρίου, ονόματι Σωτηράκης, στη Νάουσα (ως συνεργάτης του Κομιτάτου).

Ο ράπτης Νίκος Παπαστεργίου, ως ρουμανιστής Βλάχος, στην Βέροια.

Δυο ρουμανιστές Βλάχοι, κοντά στο Λέσκοβο της Γευγελής.

Τρεις Βλάχοι, στο όρος Καϊμακτσαλάν, στο Μορίχοβο.

Τρεις οδοιπόροι, ανάμεσα στο Λέσκοβο και το χωριό Όσιν της Γευγελής, από το σώμα του καπετάν Κώστα.

Πέντε Βλάχοι, κοντά στο χωριό Κόνισκο.

Δυο Βλάχοι, στο δρόμο από το Λέσκοβο προς το χωριό Τούντορτσι [Тудорци / Θεοδωράκειο][966] των Γιανιτσών.

Ο Μακεδόνας Πέτρε Γιόβαντσε, από το χωριό Πόστολ, κοντά στη λίμνη των Γιανιτσών.

Ο βοσκός Τσελάικοφ, από το χωριό Στογιάκοβο της Γευγελής, ως οδηγός του Κομιτάτου.

Δυο πατριαρχικοί Μακεδόνες, από την Κατράνιτσα των Καϊλαρίων.

Τέσσερις μακεδόνες χωρικοί (ο Μίτρε Μάστορι, είναι ένας από αυτούς), στο χωριό Τούσιμ της Γευγελής.

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Ιούνιος 1906

 

Η δεύτερη έξοδος του Γιώργου Τσόντου (Βάρδα) στη Μακεδονία, πραγματοποιείται στα μέσα Ιουνίου του 1906. Για τις σημαντικότερες πράξεις του, όσον αφορά τα μακεδονικά πράγματα, κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα μέσα Νοεμβρίου του 1905, ο έλληνας αξιωματικός γράφει μερικές σελίδες, ενώ βρίσκεται στο Καστράκι Βελεμιστίου, στις 15 Ιουνίου 1906.[967]

Από αυτό το κείμενο, που τελειώνει με τη σημείωση «αν ζήσω, επιφυλάσσομαι να συμπληρώσω τα ατελώς γραφόμενα ανωτέρω», σημαντικότερο σημείο είναι εκείνο που αναφέρεται στα της επιτελικής διεύθυνσης των ελληνικών επιχειρήσεων στο βιλαέτι Μοναστηρίου.

Ο Βάρδας παρεμβαίνει στην κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ώστε να αλλάξει η φυσική ηγεσία της ελληνικής επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία και να περάσει από τον έλεγχο του Κομιτάτου και του Καλαποθάκη, στους έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούν στα Μπίτολα και αποτελούν το «Κέντρο» Μοναστηρίου.

Επίσης επιδιώκει να συντονιστεί η δράση των ελληνικών σωμάτων στη Δυτική και στην Κεντρική-Ανατολική Μακεδονία, και να δημιουργηθεί ένα κοινό επιτελικό κέντρο, που θα συντονίζει τα δύο τμήματα, του Μοναστηρίου (Βιτολίων) και της Θεσσαλονίκης.

Ο Βάρδας υποστηρίζει ότι οι ιδιώτες που συντονίζουν μέχρι εκείνη τη στιγμή τις επιχειρήσεις στη Μακεδονία, οι άνθρωποι δηλαδή του Κομιτάτου, πρέπει να αναλάβουν, δευτερεύοντα, επικουρικό ρόλο.

Με αυτό τον τρόπο τίθεται επικεφαλής των ελλήνων αξιωματικών, που βρίσκονται (ή πηγαινοέρχονται) στη Μακεδονία, ως επικεφαλής των ένοπλων μισθοφορικών συμμοριών και οι οποίοι ζητούν οι επιχειρήσεις να σχεδιάζονται από στρατιωτικούς που βρίσκονται στο πεδίο της σύγκρουσης και όχι από άσχετους πολίτες που ζουν στην Αθήνα. Ο Βάρδας ηγείται όσων εναντιώνονται στον εκδότη του «Εμπρός» Δημήτρη Καλαποθάκη και τους συνεργάτες του στο Κομιτάτο.

Σε μια πρώτη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη και τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ, στο σπίτι του τελευταίου, ο Βάρδας και κάποιοι άλλοι στρατιωτικοί, θέτουν το ζήτημα. Μένουν μάλιστα με την εντύπωση πως η ελληνική πολιτική ηγεσία συμφωνεί με τις απόψεις τους. Ωστόσο ορίζεται και νέα συνάντηση στην οποία συμμετέχει ο Καλαποθάκης και κάποιοι άλλοι του Κομιτάτου. Εκεί ο Καλαποθάκης, φαίνεται πως υπερασπίζεται με επιτυχία το έργο του. Αποτέλεσμα είναι να συμφωνήσουν με μια γενική και αόριστή πρωθυπουργική ευχή για καλύτερη «συνεργασία» μεταξύ Κομιτάτου και αξιωματικών. Κοντολογίς δεν αποφασίζεται τίποτα νέο, και έτσι η κατάσταση παρέμεινε ως έχει.

Ο Γιώργος Τσόντος θεωρεί, εκ των υστέρων, πως ο Θεοτόκης δεν ήθελε να συγκρουστεί με τον εκδότη Καλαποθάκη, παρόλο που «η κυβέρνηση ήταν αυτή που έδινε τα χρήματα και είχε την ευθύνη», γιατί φοβόταν τον δημοσιογραφικό πόλεμο. Υπογραμμίζει ωστόσο πως υπάρχουν και κάποιοι αξιωματικοί, όπως οι Μάνος, Τσολακόπουλος και Δούκας, που τους βολεύει να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, σε ένα καθεστώς αναρχίας, καθώς έτσι, καθένας κάνει του κεφαλιού του.

Η πρώτη εγγραφή στο ημερολόγιο του Βάρδα, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, σε αυτή τη δεύτερη έξοδο, είναι στις 19 Ιουνίου. Βρίσκεται στον καζά Γρεβενών και γράφει για τους κλέφτες της περιοχής. Λέει πως σε αυτή την περιοχή πάντα ανθούσε η ληστεία, η οποία έχει περιοριστεί, από τότε πως έχουν εισέλθει και δρουν εδώ τα ελληνικά σώματα. Ο λόγος είναι ότι οι παλιοί κλέφτες, έχουν γίνει πια μέλη των σωμάτων, δηλαδή μισθοφόροι αντάρτες.[968]

Στις 20 Ιουνίου, ο Βάρδας σημειώνει, πως σύμφωνα με καταγγελία των οπλαρχηγών Λουκά και Βαγγέλη, ο οπλαρχηγός Μπέλος, από το χωριό Σλίμιτσα ή Σλίμιστα [Слимништа / Μηλίτσα][969] της Καστοριάς, δεν βοηθάει καθόλου στις επιχειρήσεις.[970] Το μόνο που κάνει με τους άντρες του, είναι να «περιφέρεται στα δικά μας χωριά και να τρώει πίτες».[971]

Στις 26 Ιουνίου, ο Βάρδας διατάζει τον Παύλο Κύρου και τον Γιάννη Νακίτσα, να σκοτώσουν τον Μιχάλη, έναν Γύφτο από την Κορυτσά. Ο Μιχάλης είναι ερωτικός σύντροφος του καστοριανού Σιδέρη Ζίλα. Ο Ζίλας είναι μέλος του «εκτελεστικού» του πέμπτου τμήματος. Μιας ομάδας δηλαδή πληρωμένων δολοφόνων της ελληνικής οργάνωσης, που δρουν, υπό την αρχηγεία του Γιάννη Νακίτσα, από το βλαχοχώρι Γράμμοστα ή Γκράμουστα [Грамушта][972] της Καστοριάς. Η ποινή του θανάτου λαμβάνεται από τον Βάρδα, γιατί ο Μιχάλης ο Γύφτος «ασελγούσε δημόσια» επί του Ζίλα, στα χωριά της περιοχής. Αποφασίζει επίσης, ο «αχρείος κύναιδος Ζίλας» να αφοπλιστεί και να σταλεί στην Ελλάδα.[973]

Την επομένη, στις 27 Ιουνίου, παίρνει γράμμα από το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο έλληνας δεσπότης του λέει να προσέχει γιατί στα Κορέστια υπάρχουν πολλοί «προδότες». Του ζητάει επίσης να διατάξει τα ρωμαίικα χωριά Βογατσικό, Λόσνιτσα, Κωσταράτσι και Σλίμιτσα,να πληρώσουν τη δεκάτη (φόρο) στο Ρετζέπ μπέη (μουσουλμάνο τσιφλικά της περιοχής και προφανώς φίλο του Καραβαγγέλη).

Την ίδια επίσης μέρα λαμβάνει επιστολή και από το ελληνικό «κέντρο». Του γράφουν να «αποφεύγει τα μεγάλα γεγονότα», τις μαζικές σφαγές, γιατί αυτές στρέφουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά της Ελλάδας. Ωστόσο του επισημαίνουν πως στο Κωστενέτσι, «πρέπει να γίνει κάτι σοβαρό». Του επισυνάπτουν μάλιστα, κατάλογο των «φανατικών» του χωριού, όσων δηλαδή πρέπει να σκοτωθούν.[974]

 

 

Ιούλιος 1906

 

Στις αρχές Ιουλίου, το σώμα του Βολάνη, σκοτώνει έξω από το χωριό Γκόρνο Πόζαρ των Βοδενών τέσσερις «κομιτατζήδες» και αιχμαλωτίζει έξι.[975]

Το Σάββατο 1η Ιουλίου 1906, «άγνωστοι», πυροβολούν τον εξαρχικό παπά στο χωριό Πεσόσνιτσα της Φλώρινας και του τσακίζουν το χέρι.[976]

Την ίδια μέρα, τρεις έλληνες ένοπλοι σκοτώνουν τους Βλάχους Nicu Vasile Iorganda και Dimo Colie, από το χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο.[977]

Στις 4 Ιουλίου, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει[978] κοντά στο Νισέλ [Нишел / Νησελούδι][979] της Βέροιας, δυο αδέλφια Βλάχους, τους Tasu και Gusu Ioga.[980] Τραυματίζει επίσης έναν Μακεδόνα.[981]

Στις 5 Ιουλίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης καίνε το σπίτι του ρουμανιστή Dem. Tomu, προύχοντα στο Πισοδέρι.[982]

Στις 6 Ιουλίου, βρίσκονται νεκροί έξω από το Κρούσεβο του Μοναστηρίου δύο ρουμανίζοντες πρόκριτοι. Τα πτώματα έχουν διαμπερή τραύματα.[983]

Στις 7 Ιουλίου, τέσσερις ένοπλοι Έλληνες δολοφονούν στην Καβάλα το Νίκολας Καράμανοφ (ή Νικόλα Αλατάζ),[984] έναν προύχοντα από το Γκόρνο Μπρόντι [Горно Броди / Άνω Βροντού][985] των Σερρών.

Την ίδια μέρα, στις 7 Ιουλίου, ο Μακεδόνας Ιβάν από την Κατράνιτσα των Καϊλαρίων, δολοφονείται από μια ελληνική ομάδα, ενώ βρίσκεται στην περιοχή των Γιανιτσών.[986]

Στις 9 Ιουλίου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει τέσσερις ρουμανιστές, στο δρόμο που οδηγεί στο βλαχοχώρι Μαγκάρεβο του Μοναστηρίου. Τρεις από αυτούς είναι αδέλφια της οικογένειας Manciu.[987]

Ένα άλλο ελληνικό σώμα σκοτώνει την ίδια μέρα τον εβδομηντάχρονο Βλάχο Dicea Gusu από τη Χρούπιστα, μαζί με τους τρεις γιους του.[988]

Στις 10 Ιουλίου 1906, το χωριό Οπτίτσαρι του Μοναστηρίου, δέχεται επίθεση[989] από το σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή). Η επίθεση εναντίον του χωριού, γίνεται με προτροπή του πατριαρχικού παπά Ηλία από τη Βελούσινα, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται και το Οπτίτσαρι (με δεκατρία μόνο πατριαρχικά σπίτια). Ο παπάς Ηλίας που είχε πυροβολήσει στο παρελθόν τον εξαρχικό παπά στο Οπτίτσαρι και συγκεντρώνει τους πατριαρχικούς ενορίτες του στην εκκλησία «με την κουμπούρα», ζητά από τους Έλληνες να «χαλάσουν» τους εκεί εξαρχικούς. Οδηγεί μάλιστα ο ίδιος το σώμα στο χωριό. Μόλις φτάνουν έξω από το Οπτίτσαρι, ο παπάς φοβάται να προχωρήσει, γιατί υπάρχει κίνδυνος να δουν οι κάτοικοι ότι αυτός είναι ο καταδότης, γι' αυτό και πέφτει «χάμω σαν ξερός». Ο Μακρής μπαίνει με τους άνδρες του στο χωριό, αιχμαλωτίζει γρήγορα οκτώ[990] χωρικούς που βρίσκει και ξαναγυρίζει εκεί που είναι ο παπάς. «Όταν τους έφερα μπροστά στον παπά», γράφει ο Μακρής, «δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τους δει και έκλεινε τα μάτια του με τα χέρια του. «Τι είναι αυτοί παπά μου;» ρώτησα εγώ. «Δε σηκώνεσαι να τους δεις;» «Όχι, όχι παιδάκι μου να μη με δούνε». «Τι να σε δούνε, μήπως και θα σε ξαναδούνε;» είπα και διέταξα αμέσως και τους αποκεφάλισαν».[991]

Στις 10 Ιουλίου, το ελληνικό «εκτελεστικό» της Χρούπιστας δολοφονεί, σε ενέδρα, τον προύχοντα Σταύρο από το μακεδονικό χωριό Σταρίτσανη της Καστοριάς. Το θύμα «συνοδευόταν» από οθωμανούς στρατιώτες.[992]

Στις 11 Ιουλίου, έλληνες αντάρτες σκοτώνουν δυο Μακεδόνες στον καζά Μοναστηρίου. Τον μυλωνά Πάβλε Σαρμπίνοσκι στο χωριό Μπούκοβο[993] και έναν χωρικό στο χωριό Χριστόφορο.[994]

Στις 11 Ιουλίου, επίσης, εξαφανίζονται πέντε κάτοικοι στο χωριό Μπρέζοβο [Брезово].[995] Ένας από αυτούς θα βρεθεί αργότερα αποκεφαλισμένος, με τεμαχισμένο κορμί.[996]

Την ίδια μέρα, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση μια Μακεδόνισσα που δουλεύει στα χωράφια,[997] κοντά στο χωριό Μαλόβιστε [Маловиште][998] των Μπιτολίων.

Στις 12 Ιουνίου, η ομάδα του οπλαρχηγού Ανδριανάκη σκοτώνει δυο Μακεδόνες, κοντά στο χωριό Μπάπτσορ της Καστοριάς.[999]

Την Πέμπτη 13 Ιουλίου,[1000] η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον Ευθύμη, έναν Μακεδόνα από το Ζάροβο [Зарово / Νικόπολη][1001] του Λαγκαδά, που έχει εγκατασταθεί στο χωριό Κλίσαλι [Клисали / Προφήτης][1002] του ίδιου Καζά.[1003]

Ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει, στις 14 Ιουλίου 1906, δυο παιδιά ηλικίας δέκα και δεκατριών ετών, από το Μούκλεν [Muklen / Μούχλιανη][1004] των Σερρών, λίγο έξω από το χωριό τους. Το ίδιο σώμα, την ίδια μέρα, κόβει τα αυτιά δυο άλλων μικρών Μακεδόνων.[1005]

Τηλεγράφημα της 14ης Ιουλίου από τη Θεσσαλονίκη, αναφέρει το φόνο τεσσάρων εξαρχικών καρβουνιάρηδων από τον καπετάν Κώστα, στον καζά της Κασσάνδρας και το φόνο επτά «κομιτατζήδων» από το σώμα του Γαρέφη, έξω από το χωριό Μέσιμερ των Βοδενών.[1006]

Τα ξημερώματα της 15ης Ιουλίου 1906, οι ομάδες των οπλαρχηγών Βαγγέλη Νικολούδη και Γιάννη Καραβίτη προσβάλλουν το μακεδονικό χωριό Γκορνίτσεβο της Φλώρινας. Οι Έλληνες έχουν ξεκινήσει από το χωριό Νέγκοβαν, με διαταγή του προξενείου Μοναστηρίου, για να κάψουν το Γκορνίτσεβο.[1007] Μάλιστα ένα άλογο είναι φορτωμένο δοχεία με πετρέλαιο. Το σχέδιο της ελληνικής οργάνωσης έχει ωστόσο γίνει γνωστό στο στρατό, από κουβέντες του οδηγού των ελληνικών σωμάτων Γρηγόρη Σαπουντζή, σε κάποιους γνωστούς του μουσουλμάνους: «θα μεταβώ να κάψω το χωριό». Μόλις οι Έλληνες μπαίνουν στο Γκορνίτσεβο[1008], οι οθωμανοί στρατιώτες τους κυκλώνουν. Ακολουθεί μάχη, κατά την οποία οι Έλληνες έχουν δώδεκα νεκρούς, μεταξύ των οποίων και τον οπλαρχηγό Νικολούδη.[1009]

Στις 15 Ιουλίου, ο καπετάν Γκόνος και οι άντρες του σκοτώνουν δυο μακεδόνες αγρότες, στο δάσος κοντά στο χωριό Καριότιτσα [Кариотица / Καρυώτισσα][1010] των Γιανιτσών.[1011]

Στις 15 Ιουλίου μια ελληνική ομάδα σκοτώνει έξω από το βλάχικο χωριό Όσιν της Γευγελής, τους ρουμανιστές Στόγιο Μήτσο και Πέτρο Γιαβάν.[1012]

Στις 17 Ιουλίου 1906, το σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Βολάνη,[1013] δύναμης είκοσι επτά ανδρών, εισβάλει στο χωριό Κάλεν [Кален].[1014] Σκοτώνει είκοσι έναν άνδρες.[1015] Καίει πενήντα σπίτια και δεκατέσσερις αποθήκες.[1016]

Την Τρίτη 18 Ιουλίου, η ομάδα του οπλαρχηγού Κολιού σκοτώνει στο Γκόρνο Γκραματίκοβο το Βλάχο Georges Leolea.[1017]

Ο χωρικός Ντίμιτρι Χρίστοφ Καράπαλεφ, από το Ζέλενιτς της Φλώρινας, δολοφονείται από μια ελληνική ομάδα, στις 19 Ιουλίου 1906, ενώ καλλιεργεί τον κήπο του.[1018]

Τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 21η Ιουλίου,[1019] κάνει γνωστό πως βρέθηκαν τα πτώματα δυο ρουμανιζόντων Βλάχων, έξω από το χωριό Νησί [Ниси][1020] της Βέροιας.

Το Σάββατο 22 Ιουλίου, ο οπλαρχηγός Νακίτσας με πέντε άνδρες του σκοτώνει κοντά στο μακεδονικό χωριό Κέρπενι [Крпени / Κρεπενή][1021] της Καστοριάς, τρεις Βλάχους από τη Χρούπιστα.[1022] Την ίδια μέρα, σκοτώνονται από τους μισθοφόρους μουσουλμάνους Ουψιού και Ζαγκελή, άλλοι δυο από τη Χρούπιστα,[1023] μαζί με τους δυο οθωμανούς καβάσηδες που τους συνοδεύουν,[1024] κοντά στο ρωμαίικο χωριό Ρεσούλιανη [Ресулјани / Βέλος][1025] της Ανασελίτσας.[1026]

Ο μακεδόνας γιατρός Μ. Νίκολοφ από τα Βοδενά, πυροβολείται και τραυματίζεται σοβαρά,[1027] από μέλος του ελληνικού «εκτελεστικού», ενώ περπατάει ανάμεσα στο πλήθος, στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης, στις 25 Ιουλίου 1906.[1028]

Τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, της 30ης Ιουλίου, αναφέρει επίθεση ελληνικού σώματος στο χωριό Γιαβόρενι [Јаворени / Πλατάνη][1029] των Βοδενών. Το σώμα καίει τα δέκα σπίτια, τις αποθήκες και τους στάβλους του χωριού.[1030]

Στις 30 Ιουλίου, ο Γιάννης Καραβίτης με την ομάδα του πηγαίνει στο μικρό χωριό Πατέτσινα [Патечина / Πάτημα][1031] των Βοδενών,[1032] που το θεωρεί «κέντρο κομιτατζήδων», με σκοπό να «τιμωρήσει». Οι αντάρτες κυκλώνουν το χωριό. Σύμφωνα με τον κρητικό οπλαρχηγό δεν υπάρχει αντίσταση. «Μόλις πρόλαβε ένας» γράφει «από το κάτω άκρο του χωριού να ρίξει μια τουφεκιά και να εξαφανιστεί. Κάηκαν 5-6 σπίτια και άλλοι τόσοι άνδρες τουφεκίστηκαν».[1033] Ο Παντελής Καρασεβδάς, που παίρνει μέρος στην επίθεση, σημειώνει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του: «Οι δικοί μας επιτίθεντο μανιασμένοι, ακράτητοι έμπαιναν στα σπίτια και φόνευαν πυροβολώντας ή σφάζοντας». Έβαζαν φωτιά στα σπίτια. «Τα γυναικόπαιδα τρομαγμένα έκλαιγαν». Οι φωνές τους ενώνονται με τις κραυγές όσων καίγονται. «Το θέαμα ήταν φρικτό».[1034] Ο Κάκκαβος υπολογίζει επτά τους νεκρούς, τέσσερις τους πληγωμένους και οκτώ τα καμένα σπίτια.[1035] Το ελληνικό προξενείο γράφει για δώδεκα νεκρούς.[1036]

Στις 30 Ιουλίου, το «εκτελεστικό» της ελληνικής οργάνωσης του Σόροβιτς, πυροβολεί και σκοτώνει τον Παπά-Βασίλη, εξαρχικό ιερέα του χωριού Ζέλενιτς.[1037]

Την ίδια μέρα, κοντά στη Φλώρινα, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει το γέροντα Τίμε Τόμασοφ και το δεκαοκτάχρονο γιό του Γκρέγκορ. Τραυματίζει επίσης την κόρη του Τίμε, Γεωργία. Στη συνέχεια το ίδιο σώμα συναντά στον δρόμο τους Μακεδόνες Μίχαλ Πέτροφ, Πέτρε Ντάφτσεφ, Μίτε Νάουτσεφ και Τέλε Μίνκοφ, τους οποίους αιχμαλωτίζει και παίρνει μαζί του. Η τύχη των τελευταίων δεν γίνεται γνωστή.[1038]

Τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 31 Ιουλίου 1906, γνωστοποιεί τον φόνο ενός κομιτατζή στο Σαρακίνοβο των Βοδενών.[1039] Πρόκειται για έναν Μακεδόνα, ονόματι Χρήστο, που δολοφονήται από την ελληνική οργάνωση.[1040]

Μια μέρα του Ιουλίου 1906, τα σώματα του Παναγιώτη Παπατζανετέα και του Μανώλη Μπενή, πηγαίνουν στο χωριό Λικόβιστα [Ликовишта / Λυκογιάννης][1041] της Βέροιας. Εκεί αιχμαλωτίζουν έξι αγρότες, στα χωράφια, την ώρα που σκαλίζουν το καλαμπόκι. Τους έξι αυτούς τους παίρνουν μαζί τους στο λημέρι και τους βασανίζουν για μέρες. Ο Παπατζανετέας θυμάται στα απομνημονεύματά του, πως τους έδερναν με το βούρδουλα για να προδώσουν τα «μυστικά των κομιτατζήδων». Μετά δίνουν τους τέσσερις στον Μπενή κι αυτός τους σκοτώνει.[1042] Ο Κάκκαβος λέει πως οι αιχμάλωτοι ήταν επτά. Πρώτα σκότωσαν τους τρεις και μετά λίγες μέρες, άλλους δύο.[1043] Μετά τους φόνους, το χωριό δηλώνει πίστη στον Ελληνισμό και το Πατριαρχείο.

Λίγες μέρες αργότερα, άνδρες του Παπατζανετέα σκοτώνουν δυο Βλάχους, τους Νταούφα και Φίλιππα, στο Μικρογκούζι της Βέροιας και ένα Μακεδόνα που έκοβε ραγάζι στη λίμνη των Γιαννιτσών, κοντά στο Πλασνίτσεβο.[1044]

Κατά τον μήνα Ιούλιο, σύμφωνα με τον Κάκκαβο,[1045] σκοτώνονται επίσης, από μέλη του εκτελεστικού ή έλληνες αντάρτες, τα εξής άτομα:

Ο Μακεδόνας Διονύσης Νικέζης, μέσα στην πόλη των Γιανιτσών.

Ένας ρουμανιστής Βλάχος στο Τσινάφορο [Чинар Фурнос / Πλάτανος][1046] της Θεσσαλονίκης και άλλος ένας, στα Τρίκαλα [Трикала][1047] του ίδιου καζά.

Δυο Βλάχοι και ένα Μακεδόνας, κοντά στο χωριό Γιαβόρενι [Јаворени / Πλατάνη] των Βοδενών.

Ένα Μακεδόνας, στο χωριό Νίσιγια [Нисија / Νησί][1048] των Βοδενών.

Ένας Μακεδόνας, ονόματι Χρήστος, στο Βλάντοβο των Βοδενών.

Δυο κάτοικοι της Βέροιας, οι Αντώνης και Λάκης, ως συνεργάτες του Κομιτάτου.

Ο Γκουντής, ένας κάτοικος του χωριού Μικρογούζι [Микрогуш / Μακροχώρι] της Βέροιας, ως συνεργάτης των ρουμανιζόντων Βλάχων.

 Ένας Μακεδόνας, στο χωριό Καριότιτσα των Γιανιτσών.

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Ιούλιος 1906

 

Στις 4 Ιουλίου 1906, ο Γιώργος Τσόντος με τους άντρες του βρίσκεται σε ένα λημέρι, κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας Πισοδερίου. Εκεί παίρνει μία επιστολή από τον «Κέντρο», δηλαδή τον υπολοχαγό Παναγιώτη Σπηλιάδη (ή Παρασκευαΐδη), που υπηρετεί στο ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου. Ο Κέντρος του γράφει πως το βλαχοχώρι Πισοδέρι πρέπει «να καθαριστεί» από τους «Ρωμούνους» (: ρουμανίζοντες Βλάχους). Και του παραθέτει κατάλογο των υποψηφίων θυμάτων, δύο μάλιστα από τους οποίους ήδη «ανέλαβε να φονεύσει ο Παπά-Σταύρος».[1049]

Παίρνει επίσης, και άλλη επιστολή από το προξενείο Μοναστηρίου, του «Καλμίδη» ή Νίκου Κοντογούρη. Ο Καλμίδης του λέει πως πρέπει να «καθαρίσει» κάποιους προδότες στο ρωμαίικο χωριό Λόσνιτσα της Καστοριάς.[1050] Του επισημαίνει πως η χρηματική «εξαχρείωση» των ανθρώπων της ελληνικής οργάνωσης στο χωριό Μπλάτσα ή Βλάστη των Καϊλαρίων, «έφτασε στο κατακόρυφο». Κάθε «πράξη» τους, αποσκοπεί στην είσπραξη και άλλων ποσών. Του υποδεικνύει πως πρέπει να γίνει «κάποια ενέργεια» εναντίον των ρουμανιστών στο χωριό Πλεάζα ή Πλιάσα. Ειδικότερα πρέπει να σκοτωθούν ο Ανδρέας Μπουλαματσής και ο παπα-Λάμπρος. Θεωρεί δε, πως τα ελληνικά σώματα δεν πρέπει φέτος να είναι επιφυλακτικά, όπως πέρσι, όταν ήταν να σκοτώσουν Ρωμούνους. Τον παπα-Σταύρο Τσάμη και «το συγγενολόι του» στο Πισοδέρι, τους χαρακτηρίζει «εκμαυλισμένους». Ο παπα-Σταύρος, από τη μια κυνηγάει τους ρουμανίζοντες και από την άλλη πηγαίνει στα σπίτια τους, στα βαφτίσια, για να βγάλει κι άλλα λεφτά. Ο Καλμίδης λέει, όπως και ο Κέντρος, πως στο Πισοδέρι «πρέπει να πέσουν δυο-τρεις ρουμανίζοντες».[1051] Επίσης προτείνει να πιεστούν αρκετά χωριά των Πρεσπών, ώστε «να υποκύψουν». Για το Μπουφ της Φλώρινας, νομίζει πως θα υποταχθεί μόνο όταν «θα φονευθούν εκεί 8-10» άτομα. Γενικευμένη σφαγή στο χωριό, πιστεύει πως θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το χωριό Τύρσια της Καστοριάς, υποψιάζεται πως δεν θα προβάλει σοβαρή αντίσταση. Ζητάει την επικήρυξη του άρρωστου βοεβόδα Μήτρου Βλάχου, με το ποσό των 150 λιρών (προκειμένου να καταδώσουν το σπίτι που κρύβεται). Τέλος, γράφει πως είναι σημαντικό, να δολοφονήσουν τον παπα-Τύρπου στο Κωστενέτσι.[1052]

Το Σάββατο 8 Ιουλίου, ο Βάρδας λημεριάζει σε ένα μαντρί, κοντά στο Ζέλοβο της Καστοριάς. Ένας αγγελιοφόρος του φέρνει γράμμα από την ελληνική επιτροπή της Φλώρινας, από τον Μώρο (: το Βασίλη Μπάλκο, διευθυντή των ελληνικών σχολείων της περιοχής). Ο Μώρος του λέει πως δεν μπορεί να μπει σώμα μέσα στο Μπουφ, γιατί εκεί εδρεύει οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα. Αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να σκοτωθούν κάτοικοι, που πηγαίνουν στα κτήματά τους για δουλειές.[1053] Για το χωριό Τύρσια, του λέει πως είναι αρκετά «καταπονημένο». Και θα δηλώσει πίστη στον ελληνισμό, μόλις εισβάλει στο χωριό ένα ελληνικό σώμα.[1054]

Στις 11 Ιουλίου και ενώ βρίσκεται δυτικά από τα Κορέστια, σε αλβανικά εδάφη, ο Βάρδας μαθαίνει, με επιστολή από την οργάνωση της Καστοριάς, πως ο οπλαρχηγός Κώστας Γκούντας (ή Γκούτας) και οι άνδρες του, έχουν ξεκινήσει εδώ και πολλές μέρες για να ενωθούν μαζί του και να δράσουν από κοινού στα Κορέστια. Ο Βάρδας σημειώνει χαρακτηριστικά:

«Ξεκίνησαν πριν από μένα. Τόσον καιρό περιφέρονται από βουνό σε βουνό και από ελληνικό, σε ελληνικό χωριό, τρώγοντες, πίνοντες και αναπνέοντες καθαρό αέρα. Αυτή είναι η συνήθης μέθοδος όλων αυτών των τσολιάδων. Στο τέλος δε του μηνός, βεβαίως, θα ζητήσουν το μισθό (λουφέ). Αλοίμονο στο έθνος που περιμένει τη σωτηρία και την πρόοδο του, από τέτοιους».[1055]

Την επομένη, επισκέπτονται τον έλληνα αρχηγό, οι Ηλίας Κοβάσης και Λάμπρος Κοροβέσης, από το χωριό Μπίγλιστα ή Βίγλιστα. Μετά το τέλος της συζήτησής του, με τους προαναφερόμενους, ο Βάρδας γράφει στο ημερολόγιό του:

«Αντιλαμβάνομαι ότι το Κέντρο Βιγλίστης, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ομάδα αντιμαχόμενων και τίποτα άλλο, που προσπαθούν ποια θα λαμβάνει το χρήμα να το διαχειρίζεται και να πληρώνει τους δικούς της, ως χρήσιμους για την εργασία. Τούτο μόνο αρκεί, ότι μισθοδοτούν πεθαμένο συγγενή τους και στη συνέχεια, το παιδί του».[1056]

Στις 29 Ιουλίου, ο Τσόντος παίρνει επιστολή από τον Κώστα Γεωργίου (: ψευδώνυμο του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη). Με αυτή την επιστολή ο Καραβαγγέλης ζητάει από τον Βάρδα να επιτεθεί στο Κωστενέτσι και να σκοτώσει, τους ήδη από αυτόν προγραμμένους χωρικούς. Ο δεσπότης ενημερώνει επίσης για μια σειρά δολοφονιών που έγιναν τις τελευταίες μέρες, με διαταγή του ίδιου. ο Σταύρος, ο μουχτάρης του χωριού Σταρίτσανη, δολοφονήθηκε από δυο πληρωμένους μουσουλμάνους εκτελεστές, λίγο έξω από το χωριό του. Στις 22 Ιουλίου, η ομάδα του Νακίτσα σκότωσε τρεις Βλάχους από τη Χρούπιστα. Την επόμενη μέρα, οι προαναφερόμενοι μουσουλμάνοι εκτελεστές, ονόματι Ουψιού και Ζαγκελή, σκότωσαν τρεις ρουμανίζοντες Βλάχους και τους δυο μουσουλμάνους καβάσηδές τους. Αυτοί οι εκτελεστές, όπως γράφει ο Καραβαγγέλης, πληρώνονται «με το κεφάλι».[1057]

Ο έλληνας δεσπότης συνεχίζει ζητώντας από τον Βάρδα, να σκοτώσει δυο Βλάχους, τον βοσκό Καϊλή στο Γκρέντσι ή Γράτσε [Граче / Φτελιά][1058] της Καστοριάς, καθώς επίσης τους Δαούτη και Ρίζο,[1059] στο Ντρανίτσι ή Ντρανίτσεβο [Драничево / Κρανοχώρι].[1060]

Την ίδια μέρα ο έλληνας αξιωματικός, γράφει στο ημερολόγιο, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά πολλών ελλήνων οπλαρχηγών, που δρουν στην περιοχή, εξαιτίας μιας προσωρινής καθυστέρησης στη μισθοδοσία τους:

«Ο καθένας ζητάει τους μισθούς τριών και τεσσάρων μηνών, περιφέρεται από χωριό σε χωριό, τρώγοντας δωρεάν και επομένως επιβαρύνοντας τα δικά μας χωριά. Περιμένοντας δε το μισθό, δεν κάνει καμιά εργασία ή ενέργεια και τελικά απειλείται ήδη η διάλυση και ο μετασχηματισμός τους σε μικρές συμμορίες ληστών».[1061]

 

 

Το κόστος και τα αποτελέσματα

της ελληνικής επίθεσης στη Μακεδονία

 

Από τις αρχές του 1906, ο πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς, καθώς έχει εκτεθεί υπερβολικά στα μάτια των οθωμανικών αρχών, λόγω της γενικευμένης δράσης των ελληνικών σωμάτων στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης, παραχωρεί άτυπα τη διεύθυνση του προξενείου στον υποπρόξενο Φίλιππο Κοντογούρη και εκείνος αναλαμβάνει, από την Αθήνα, ένα περισσότερο επιτελικό ρόλο. Στις αρχές Αυγούστου βρίσκεται στα Μπίτολα, με εντολή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, προσπαθώντας να ερευνήσει και να βάλει τάξη στα οικονομικά του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου, καθώς επίσης να μελετήσει το συντονισμό της δράσης των προξενείων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου και τη συγκρότηση ενιαίας διεύθυνσης των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία.

Στις 8 Αυγούστου, ο Κορομηλάς στέλνει από τα Μπίτολα μία έκθεση, προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.[1062]

Ο Κορομηλάς ξεκινά με την ανάλυση των εξόδων και υπολογίζει το μέσο όρο των μηνιαίων δαπανών του προξενείου για την «εθνική άμυνα» στο βιλαέτι, για τους πρώτους έξι μήνες του έτους, σε 2.320 οθωμανικές λίρες. Αναλυτικά: Γενικά έξοδα 591 λίρες, μισθοδοσία «κέντρων» ή οργανώσεων των πόλεων 244 λίρες, μισθοδοσία κρατουμένων σε οθωμανικές φυλακές και δωροδοκία φυλάκων 320 λίρες, μισθοδοσία πολιτοφυλακών, οδηγών και αγγελιαφόρων 265 λίρες, μισθοδοσία σωμάτων (σύνολο 230 ανδρών) 900 λίρες.

Για να κρατηθούν οι δαπάνες σε αυτό το επίπεδο, ο Κορομηλάς θεωρεί αναγκαίο, το προξενείο «να μην σκοντάφτει διαρκώς σε όσα εξ αγνοίας του ή άλλους λόγους επινοεί το Κομιτάτο στην Αθήνα», δηλαδή στα απρόβλεπτα έξοδα που προκύπτουν από τους σχεδιασμούς και τις υποσχέσεις του Καλαποθάκη και των συνεργατών του, προς τους οπλαρχηγούς και τους άντρες τους.

«Αυτή τη στιγμή που σας γράφω», σημειώνει ο έλληνας διπλωμάτης, σχετικά με τη δύναμη των σωμάτων, «ενώ είναι υπεραρκετός ο αριθμός των 220-230 ανδρών, έχουν εισβάλει 400, εκ των οποίων οι μισοί είναι, όχι μόνο άνευ της εντολής, αλλά και άνευ της γνώσης του προξενείου». Και συνεχίζει. «Ενώ η δύναμη είναι διπλή, πολλά διαμερίσματα μένουν γυμνά, γιατί οι ανυπότακτες αυτές ομάδες διαβιούν όπου θέλουν, πνίγουν δε το προξενείο, ζητώντας μισθούς. Είναι αλήθεια κρίμα, ότι για να συντηρούνται ανωφελείς και επικίνδυνοι άνθρωποι, χάνεται τόσο χρήμα».

Ο Κορομηλάς θεωρεί πως κάθε μισθοφόρος που έρχεται στη Μακεδονία από την Ελλάδα ή την Κρήτη, στοιχίζει 285 δραχμές ή 260 φράγκα το χρόνο.

Στη συνέχεια ο Κορομηλάς, αξιολογώντας τη δράση των ελληνικών σωμάτων στην περιοχή γράφει:

«Αυτό που χαρακτηρίζει τη μέχρι τώρα άμεση δράση μας στο βιλαέτι, ήταν η σειρά αθρόων φόνων και εμπρησμών και η απηνής πίεση που ασκήθηκε. Η επίτευξη ομαδικής προσέλευσης πολλών χωριών στην Ορθοδοξία, που χαρακτηρίζει την εδώ δραστηριότητά μας, θεωρήθηκε ως απόδειξη ότι καλώς διεξήχθη γενικά ο αγώνας μας και ότι μόνο με σφαγές και αγριότητες θα επανακτήσουμε το χαμένο έδαφος. Εντούτοις αν εξετάσει κάποιος από κοντά τα πράγματα, βλέπει ότι οι αδικαιολόγητοι κατά δεκάδες φόνοι πολλών αθώων και οι ωμότητες, έργο ανυπότακτων σε διαταγές, δεν έφεραν αποτέλεσμα».

Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνει, μιλώντας για τη δράση των ελληνικών σωμάτων, στην περιοχή της Καστοριάς που συνορεύει με την «ελληνόφωνη ζώνη»:

«Εκεί έστειλαν από την Ελλάδα, πολυπληθή σώματα, που χρησιμοποίησαν πάρα πολλές πιέσεις, και διέπραξαν πλήθος εμπρησμών, σφαγών και φόνων αθώων».

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι «εξεγέρθηκε εναντίον μας η κοινή γνώμη της Ευρώπης, γι’ αυτά τα απάνθρωπα κακουργήματα».

Ο Κορομηλάς κλείνει την έκθεση, επιρρίπτοντας την ευθύνη για το δολοφονικό πρόγραμμα της ελληνικής οργάνωσης, στο Κομιτάτο της Αθήνας. Με αυτό τον τρόπο αθωώνει εμμέσως τους αξιωματικούς που υπηρετούν στο προξενείο και οι οποίοι έχουν διατάξει δεκάδες επιθέσεις εναντίον χωριών και μεμονωμένων χωρικών.

Σχεδόν δυο μήνες αργότερα, ο πρόξενος Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης γράφει, μεταξύ άλλων, στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, σχετικά με τα προαναφερόμενα ζητήματα:

«Τα σώματα έρχονται και φεύγουν στη Μακεδονία όποτε θέλουν. Τη στιγμή που χρειαζόμαστε, σύμφωνα με τον συνταχθέντα προϋπολογισμό, που αντιπροσωπεύει και τις πραγματικές ανάγκες, 250 αντάρτες, είχαμε στο βιλαέτι αυτό 400 και όταν χρειαζόμαστε 300 είχαμε 150. Οι οπλαρχηγοί είναι κατά το πλείστον ανίκανοι, αμόρφωτοι, μερικοί δε και κακοήθεις, ενεργούν όπως νομίζουν, χωρίς να μπορούν, για κανένα λόγο, να καταλάβουν ότι υπάρχει πρόγραμμα και σύστημα εργασίας. Οι αντάρτες, που διαλέγονται από τους ανίκανους αυτούς οπλαρχηγούς, δεν αισθάνονται πως έχουν κανένα δεσμό με την υπηρεσία και δεν καταλαβαίνουν από καθοδήγηση, επιτήρηση και οργάνωση. Φεύγουν από το ένα σώμα και πάνε στο άλλο, ανακατεύονται, μετά ξαναγυρίζουν, δέρνουν, απειλούν, ληστεύουν, σκοτώνουν και φυσικά δεν απολογούνται σε κανένα, μια και κανένας δεν υπάρχει για να τους το ζητήσει ή μια και φοβάται να το πράξει».[1063]

 

Αύγουστος 1906

 

Την Τρίτη 1η Αυγούστου 1906, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Σόβιτς [Сович][1064] της Φλωρίνης και σκοτώνει τέσσερα άτομα. Στη συνέχεια φεύγει, παίρνοντας μαζί του επτά ομήρους, προκειμένου να εκβιάσει τους κατοίκους του, να δηλώσουν πίστη στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.[1065] Μετά από αυτό, οι προύχοντες του χωριού πηγαίνουν στο μητροπολίτη της Φλώρινας και δηλώνουν επιστροφή στο Πατριαρχείο.[1066]

Στις 2 Αυγούστου, άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν, στο μακεδονικό χωριό Σέτινα της Φλώρινας, δυο χωρικούς.[1067] Λίγες μέρες αργότερα η Σέτινα δηλώνει, όπως και το Σόβιτς, πως «επανέρχεται» στην Ορθοδοξία.[1068]

Το σώμα του Τσόντου (Βάρδα)[1069] μπαίνει στις 3 Αυγούστου στο μακεδονικό χωριό Στένσκο [Стенско / Στενά][1070] της Καστοριάς. Τρομοκρατεί τους χωρικούς και δέρνει το μουχτάρη. Στη συνέχεια πηγαίνει στο διπλανό μακεδονικό χωριό Τσούκα [Чука / Αρχάγγελος].[1071] Οι Έλληνες μπαίνουν στα σπίτια του χωριού και συλλαμβάνουν πολλούς χωρικούς. Τελικά φεύγουν παίρνοντας μαζί τους Ίλου Ντόρεφ, Ναούμ Βασίλεφ, Χρήστο Στέποφ και τον Κώστα Γκάντζεφ (που είναι επισκέπτης, από το γειτονικό Στένσκο). Οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται στο δάσος έξω από το χωριό, όπου και εκτελούνται.[1072]

Την ίδια μέρα, στις 3 Αυγούστου, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει, έξω από το χωριό του το Χρήστο Χατζίεφ,[1073] ένα μακεδόνα χωρικό[1074] από το Κροντσέλοβο [Кронцелово / Κερασιές][1075] των Βοδενών.

Στις 4 Αυγούστου, ένα μέλος ελληνικής οργάνωσης, πυροβολεί δυο χωρικούς, από το χωριό Πλέβνα [Плевна / Πετρούσα][1076] της Δράμας, που εργάζονται στα χωράφια τους. Από τα πυρά σκοτώνεται ο Γιάντσο Μπεκιάροφ και τραυματίζεται σοβαρά ο Γκεόργκι Μάρκοφ.[1077]

Τη νύχτα της 5ης Αυγούστου, μια ελληνική ομάδα πυροβολεί και σκοτώνει τον πενηντάχρονο Μακεδόνα Κότσο Γιόφτσεφ, κάτοικο Βοδενών, στα περίχωρα της πόλης.[1078]

Στις 9 Αυγούστου 1906, οι άνδρες μιας ελληνικής ομάδας, που βρίσκεται στη περιοχή του Άγιου Όρους, τραυματίζουν θανάσιμα με τρεις πυροβολισμούς το μακεδόνα έμπορο Βέλτσο Μπακαλίνοφ, από την κωμόπολη Γκόρνο Μπρόντι των Σερρών.[1079]

Στις 12 Αυγούστου, η ομάδα του οπλαρχηγού Σάββα,[1080] εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Μπόζετς των Γιαννιτσών. Οι χωρικοί αντιστέκονται ένοπλα. Ωστόσο σκοτώνονται[1081] τρεις κάτοικοι του χωριού, ένας άνδρας και δυο γυναίκες.[1082]

Μια ελληνική ομάδα που δρα στην περιοχή Καρατζόβα [Караџова] της Γευγελής, σκοτώνει στις 14 Αυγούστου το Michell Ghizzaro και την επομένη τον Georges Nanu, δυο ρουμανιστές από το βλαχοχώρι Γκόλεμα Λίβαντα.[1083]

Στις 15 Αυγούστου, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει το ρουμανιστή Crante Miche, από το βλαχοχώρι Λούγκουντσι της Γευγελής.[1084]

Το βράδυ της 15ης Αυγούστου, στην κωμόπολη Μπαρακλή Τζουμαγιά [Баракли Џумаја / Ηράκλεια][1085] των Σερρών, μέλη της ελληνικής οργάνωσης πηγαίνουν στο σπίτι του μακεδόνα προύχοντα Βάντσο Γεόργιεφ και τον σκοτώνουν, την ώρα που αυτός δειπνεί με την οικογένειά του.[1086]

Στις 16 Αυγούστου, ο πρόξενος Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης, ενημερώνει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ότι ο οπλαρχηγός Διαμαντής και οι άνδρες του, που δρουν στον καζά Γρεβενών, «διαπράττουν πολλά κακουργήματα και εκβιασμούς κατά των ελλήνων χωρικών». Οι τελευταίοι βρίσκονται σε απόγνωση και δεν ξεχωρίζουν πια τους ενόπλους που εργάζονται για «εθνικούς σκοπούς», από τους κοινούς ληστές».[1087]

Στις 16 Αυγούστου 1906, μέλη της ελληνικής οργάνωσης, μαχαιρώνουν και σκοτώνουν στο παζάρι της Καβάλας, το μακεδόνα Μίτρους Ιβάνοφ.[1088]

Στις 17 Αυγούστου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης, δολοφονούν το Βάγκελ Τόντονοφ, από το χωριό Κλέπουσνα [Клепушна / Αγριανή][1089] της Ζίχνας, που εργάζεται σαν εργάτης στο σιδηρόδρομο. Την ίδια μέρα, σκοτώνουν και το Ντέμετρε Όρεσκοφ, από το χωριό Σκρίζοβο [Скрижово / Σκοπιά][1090] του ίδιου καζά.[1091]

Στις 18 Αυγούστου, τα ίδια άτομα, δολοφονούν έναν μακεδόνα μυλωνά, κοντά στο χωριό Σέμολτος [Шемолтос / Μικρό Σούλι],[1092] στην ίδια περιοχή.[1093]

Την ίδια μέρα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί στα Σέρβια τον Βλάχο Jean Cionia[1094] ή Γιάννη Τσακάμα.[1095]

Στις 18 Αυγούστου 1906, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει τον μακεδόνα πρόκριτο Άντρε Μούτσκινε, από το χωριό Πλέβνα της Δράμας, στο βουνό Γκόλεμα Κούτρα.[1096]

Στις 20 Αυγούστου, μέλη της ελληνική οργάνωσης πυροβολούν και τραυματίζουν σοβαρά, το μακεδόνα Σταύρο Σεκούλοφ, στέλεχος των επαναστατών στο Ίλιντεν το 1903,[1097] ενώ βγαίνει από το σπίτι του στο Κρούσεβο.[1098]

Στις 22 Αυγούστου, ένα ελληνικό σώμα, επιτίθεται στη θέση Παμπούκ, σε μια συντροφιά δεκαπέντε καρβουνιάρηδων, που επιστρέφουν στα σπίτια τους, στο χωριό Γκαϊτανίνοβο [Гајтаниново][1099] του Νευροκοπίου. Από τα πυρά σκοτώνεται ο Πέτερ Νίκολοφ, ο δεκαεπτάχρονος Πέτερ Καράμφιλοφ, ο δεκαοκτάχρονος Πέτερ Ίλιεφ και ο μουσουλμάνος οδηγός Ισμαήλ Τσαούς.[1100]

Επιστολή του οπλαρχηγού Νίκου Μπέλου προς τον Βάρδα, με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1906, αναφέρει πως μια ημέρα νωρίτερα, ο Μπέλος πήγε στο βλάχικο χωριό Γράμμοστα ή Γκράμουστα, με διαταγή του μητροπολίτη Καραβαγγέλη και σκότωσε το ρουμανίζοντα Πόντσα.[1101]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 26ης Αυγούστου, από τη Θεσσαλονίκη, στο μακεδονικό χωριό Στρέμπενο της Φλώρινας, μια ελληνική ομάδα σκότωσε τρεις άντρες και δυο γυναίκες.[1102]

Το πολυπληθές σώμα του οπλαρχηγού Κώστα Γκούτα (ή Γκούντα), προσβάλλει στις 27 Αυγούστου 1906 το μακεδονικό κεφαλοχώρι Σμίλεβο του Μοναστηρίου.[1103] Οι άνδρες του σώματος σκοτώνουν[1104] δέκα άνδρες, τρεις γυναίκες και ένα παιδί. Τα ονόματα των νεκρών είναι: Όγκνεν Τράικοφ, Ντάμιαν Αντρέεφ, Ντάμιαν Νίκολοφ, Ιόλε Σπάσοφ, Κόλε Στογιάνοφ, Γκεόργκι Στέφανοφ, Ντάμε Πέτροφ, Πάβλε Γιόρε, Κότσο Ιβάνοφ, Ντάμε Ίλιεφ, Κούζο Ίλιεφ, Τζβέτα Σακούλοβα (ογδόντα ετών), Σουλτάνα Χρίστεβα (πενήντα χρονών, κόρη της προηγούμενης).[1105] Επίσης, τραυματίζουν σοβαρά τον γέρο Ντόνε Άλεξοφ και τις γυναίκες Ίλινκα Κότσοβα και Νέδα Σπάσοβα, που μεταφέρονται στο νοσοκομείο στα Μπίτολα.[1106] Τέλος, πλιατσικολογούν συστηματικά το χωριό και καίνε εξήντα σπίτια.[1107]

Στις 28 Αυγούστου το σώμα του οπλαρχηγού Γκούτα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Πλάκιε [Плаќе][1108] της Οχρίδας και το λεηλατεί.[1109]

Στις 31 Αυγούστου, μία ελληνική ομάδα σκοτώνει στον δρόμο, έξω από το χωριό Οσνίτσανη της Καστοριάς, τρεις Μακεδόνισσες, από γειτονικά χωριά των Καστανοχωρίων. Σκοτώνει επίσης τον Μακεδόνα Νίκο Βλάχο, από την Οσνίτσανη.[1110]

Την ίδια μέρα, η ομάδα του οπλαρχηγού Ανδριανάκη, στήνει ενέδρα και σκοτώνει έξω από την Πρεκοπάνα της Φλώρινας, τον δραγάτη του χωριού.[1111]

Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει τον εξηντάχρονο Μακεδόνα Ιβάν Νίκοφ,[1112] κοντά στο μακεδόνικο χωριό Πέτροβο των Γιανιτσών.

Το ίδιο διάστημα, μια άλλη ελληνική ομάδα σκοτώνει, κοντά στο χωριό Ελέσνιτσα [Елешница / Φαιά Πέτρα][1113] του Ντεμίρ Χισάρ, τον Μακεδόνα Στόγιαν Τόντοροφ.[1114]

Τον Αύγουστου του 1906, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει τον μακεδόνα χωρικό Στόιτσε Μπόζινοφ, από το χωριό Κλαντόρομπι ή Κλαδοράπ της Φλώρινας, μπροστά στο επτάχρονο παιδί του, την ώρα που αυτός κόβει ξύλα στο δάσος.[1115]

Επίσης, σύμφωνα με τον Κάκκαβο,[1116] κατά τον Αύγουστο του 1906, σκοτώνονται από ελληνικά σώματα ή άνδρες της ελληνικής οργάνωσης, οι κάτωθι:

Τρεις Μακεδόνες, σε καλύβα στη λίμνη των Γιανιτσών.

Δυο Μακεδόνες, στο χωριό Μπογκορόντιτσα [Богородица][1117] της Γευγελής.

Ο Γούσιας Ζαγαρογιάννης, ένας ρουμανιστής Βλάχος, μέσα στη Νάουσα.

Ο μακεδόνας χωρικός Θανάσης Ντέλιος, έξω από το μακεδονικό χωριό Κουσίνοβο ή Ίκιζλερ [Кушиново или Икизлер / Πολύπετρο][1118] των Γιανιτσών.

Ο μακεδόνας μυλωνάς Μίτσι, στο χωριό Βέρτικοπ των Βοδενών.

Ένας μακεδόνας γαλατάς, στην πόλη του Λαγκαδά.

Ο Τρύφωνας, από το μακεδονικό χωριό Ασβεστοχώρι ή Κίρετς Κιόι [Киреч Ќој],[1119] μέσα στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Αύγουστος 1906

 

Την 1η Αυγούστου, ο έλληνας αξιωματικός, που λημεριάζει στην περιοχή των Καστανοχωρίων με τους άνδρες του, παίρνει επιστολή από το Κέντρο Καστοριάς (Κ5), στην οποία μεταξύ άλλων του γράφουν και τα ονόματα επτά προγραμμένων για να φονευθούν, στο μακεδονικό κεφαλοχώρι Νέστραμ ή Νεστράμι [Нестрам / Νεστόριο][1120] του καζά Καστοριάς. Πρόκειται για τους: Θανάση και Πάντο Κρεβεγιότση, Ρίζο Μπάγιο, Παύλο Παπαδημητρίου, Βασίλη Παπαδημητρίου (γιο του προαναφερόμενου), Γιώργο Μουχτάρη, Κώστα Τύρπου, Μάρκο Τοπάλτση, Μιχάλη Παπαχρήστου και Κώστα Σερένη.[1121]

Στις 10 Αυγούστου, γράφει στο δάσκαλο στο Πισοδέρι, να έχει υπομονή με τους βλάχους κατοίκους του χωριού, γιατί αυτοί θα είναι ευχαριστημένοι μόνο αν γίνουν όλοι «μισθωτοί» της ελληνικής οργάνωσης.[1122] Μισθωτοί «χωρίς να δύνανται να προσφέρουν καμία εργασία, παρά τον φιλελληνισμό τους».[1123]

Στις 12 Αυγούστου, ο Βάρδας παίρνει γράμμα από το Κέντρο Κορυτσάς,[1124] με το οποίο τον ενημερώνουν για τα φρονήματα των αλβανοφώνων κατοίκων της περιοχής.

Στο γράμμα διαβάζουμε, πως εδώ όλα τα χωριά, μουσουλμανικά και χριστιανικά, είναι αλβανόφωνα. Οι χριστιανοί, οι πατριαρχικοί αλβανόφωνοι, δεν πρέπει να θεωρούνται όλοι «Έλληνες», γιατί έχει αρχίσει να αναπτύσσεται εθνικό αλβανικό κίνημα και έχει σχηματιστεί εθνικό Αλβανικό Κομιτάτο. Το Κομιτάτο αυτό προπαγανδίζει πως οι Έλληνες και οι Αλβανοί «δεν είναι αδέλφια». Οι άνδρες των ελληνικών σωμάτων, δεν πρέπει να δέρνουν τους κατοίκους της περιοχής και να τους βρίζουν «παλιαρβανίτες», καθώς έτσι δικαιώνεται το Αλβανικό Κομιτάτο που χαρακτηρίζει τους Έλληνες «άγριους και τύραννους».[1125]

Στις 19 Αυγούστου ο Βάρδας, παίρνει επιστολή από το προξενείο στα Μπίτολα, στην οποία του λένε ότι σχετικά με τη μισθοδοσία των «διαφόρων καπετανέων», υπήρξε κάποια καθυστέρηση, γιατί δεν ήξεραν «ούτε πόσοι ήταν, ούτε που βρίσκονταν, ούτε πόσους άνδρες είχαν μαζί τους, ούτε τι έκαναν». Ή μάλλον οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο προξενείο γνώριζαν πως οι καπετανέοι «πάχαιναν εις βάρος των διαφόρων χωριών και μη επικίνδυνων περιφερειών και τα έκαναν διαρκώς θάλασσα».[1126]

Στην ίδια επιστολή, γίνεται αναφορά στην περιοχή των Κορεστίων της Καστοριάς, η οποία χαρακτηρίζεται «θηριοτροφείο». Ίσως εδώ δεν αρκεί «να φονευθούν 3-4 σε κάθε χωριό», αλλά θα πρέπει να χτυπηθεί δυνατά μία από τις «πολλές αυτές φωλιές» και ιδιαιτέρως το Κωστενέτσι.[1127]

Στις 20 Αυγούστου, ο Βάρδας μαθαίνει πως η ομάδα των οπλαρχηγών Σάββα[1128] και Τάκη, προβαίνει σε διάφορες ληστείες στην περιοχή δυτικά των Κορεστίων. Τους ειδοποιεί, να έρθουν να πάρουν τα χρήματα που έστειλε το προξενείο γι’ αυτούς και να εργαστούν για εθνικό σκοπό.[1129]

Την ίδια μέρα, σχολιάζοντας στο ημερολόγιό του τη συνεννόηση μεταξύ του Κομιτάτου της Αθήνας (του Καλαποθάκη) και του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου, όσον αφορά τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία, γράφει: «είμαι βέβαιος ότι ουδέποτε θα υπάρξει συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά θα έχουμε αυτά τα χάλια».[1130]

Στις 21 Αυγούστου σημειώνει για τον οπλαρχηγό Μπέλο, πως είναι «αγράμματος, δειλός και εντελώς ανίκανος».[1131]

Στις 24 Αυγούστου, του λένε πως ο Μπέλος, έχει πιάσει έναν τσέλιγκα από τη Χρούπιστα και θέλει «να το χαλάσει».[1132]

Στις 26 Αυγούστου, ο Βάρδας μαθαίνει πως άνδρες του Γκούτα, έκλεψαν μουλάρια από το χωριό Γκράτσα [Граца],[1133] νότια των Πρεσπών. Η δε ομάδα του Σούλιου έπιασε 130 γυναίκες και «τους έκοψε τις τρίχες» (: τις κούρεψε).[1134]

Στις 30 Αυγούστου, του έρχεται επιστολή από την οργάνωση, με την οποία πληροφορείται πως μεγάλη επιθυμία του «Κέντρου» είναι να χτυπήσει, πάση θυσία, το χωριό Σμάρδεσι.[1135]

Την επόμενη μέρα μαθαίνει πως ο οπλαρχηγός Μπέλος, απειλεί πως αν δεν πάρει τους μισθούς που του χρωστάνε, θα πάρει τους άντρες του και θα φύγει.[1136]

 

 

Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1906

 

Την 1η Σεπτεμβρίου 1906, η ομάδα του οπλαρχηγού Παύλου Κύρου, σκοτώνει στο μακεδονικό χωριό Μπούκοβικ των Πρεσπών τον Β. Μπόγκνταν και στο γειτονικό Τίρνοβο [Трново / Αγκαθωτό],[1137] τον δραγάτη (αγροφύλακα) του χωριού Β. Τράικοφ.[1138] Όπως γράφει ο Κύρου στον Βάρδα, για το δεύτερο φόνο: «μπήκαμε και πιάσαμε στο σπίτι του το δραγάτη και τον πήραμε μαζί μας και τον χαλάσαμε». Του γράφει ακόμα πως ήθελαν να πιάσουν άλλα δυο άτομα, «αλλά μας κατάλαβαν και έφυγαν».[1139]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 2ας Σεπτεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα σκότωσε δύο εξαρχικούς και έναν μουσουλμάνο, κοντά στο χωριό Ίζβορ του καζά Κασσάνδρας.[1140]

Στις 3 Σεπτεμβρίου το σώμα του Βάρδα[1141] αποφασίζει να επιτεθεί στο μακεδονικό χωριό Ραντίγκοζε [Радигоже / Αγία Άννα][1142] της Καστοριάς. Το ελληνικό προξενείο θεωρεί πως πρόκειται για «φανατικό» χωριό.[1143] Μια ομάδα ανδρών μαζί με τον Βάρδα μένει στην άκρη του χωριού, κοντά στην εκκλησία και το σχολείο και μια μεγαλύτερη, υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Μανώλη Νικολούδη, με οδηγό έναν αιχμάλωτο Βλάχο, κυκλώνει ένα σπίτι. Μια γυναίκα, που βγαίνει στο παράθυρο, λέει στους Έλληνες ότι δίνει τρόφιμα, εάν θέλουν, αλλά δεν τους ανοίγει για να μπουν μέσα. Τους πετάει ψωμί από το παράθυρο και πάει να φέρει τυρί. Τότε ορισμένοι άνδρες πάνε να σπάσουν την πόρτα. Η μακεδονική οικογένεια αρχίζει τότε να πυροβολεί εναντίον τους από την πόρτα και τα παράθυρα. Σε βοήθειά της έρχονται και οι γείτονες, που ανοίγουν πυρ από δύο παρακείμενα σπίτια. Από τους πυροβολισμούς πληγώνεται ο επιλοχίας Γιώργος Κονδύλης. Οι αντάρτες μετά από σύντομη μάχη εγκαταλείπουν το χωριό, αφού πρώτα καίνε έναν αχυρώνα. Ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του την αποτυχία της επίθεσης, αλλά ευελπιστεί πως κάποια άλλη φορά ίσως κατορθώσει να κάψει πολλά σπίτια.[1144]

Στις 6 Σεπτεμβρίου, το σώμα του Βολάνη σκοτώνει δυο χωρικούς, στο μακεδόνικο χωριό Κάλεν στο Μορίχοβο.[1145]

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1906, οι ομάδες των οπλαρχηγών Μιχάλη Τσόντου και Σίμου Στογιάνη, μπαίνουν στο χωριό Μπαρέσανι [Барешани][1146] του Μοναστηρίου. Το χωριό[1147] έχει χαρακτηριστεί από τους Έλληνες ως χωριό «με πολλά αγκάθια»[1148] και ο Κέντρος (ο υπολοχαγός Παναγιώτης Σπηλιάδης) από το προξενείο Μοναστηρίου, έχει προγράψει και θέλει να ξεριζώσει πέντε από αυτά, μεταξύ των οποίων τον εξαρχικό παπά, τον Τράιτσε Βέλοφσκι και τον Τσέκοφσκι, χαρακτηρίζοντάς τους, ως «λέρες» που πρέπει να «ξεπαστρεφτούν».[1149] Οι Έλληνες πάνε στο σπίτι του προύχοντα Νίκολας Ατάνασοφ, όπου σκοτώνουν[1150] αυτόν, τα αδέλφια του Άνγκελ και Πέτερ, το γιό του Άντον και τη γυναίκα του γιου του. Ένα δεκατετράχρονο κορίτσι τραυματίζεται σοβαρά στην πλάτη, από πυροβολισμό.[1151]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 8ης Σεπτεμβρίου από την Καστοριά, δύο κομιτατζήδες βρέθηκαν σκοτωμένοι στη θέση Μπέη Μπουνάρι (Βρύση του Μπέη).[1152]

Το σώμα του Βολάνη[1153] σκοτώνει στις 8 Σεπτεμβρίου 1906, στην περιοχή του Μορίχοβου, τον Οργιάνοφ από το χωριό Μανάστιρες [Манастирец][1154] και τους Μακεδόνες Ντόικο Στογιάνοφ, Μούργιε Ντίμοφ, Στέφαν Τζβέτκοφ και Στάνε Στογιάνοφ, κατοίκους του χωριού Μπέσιστε.[1155]

Ο μισθοφόρος της ελληνικής οργάνωσης Λάζος Αποστολίδης,[1156] από το μακεδονικό χωριό Ζουπάνιστα της Καστοριάς, σκοτώνει δυο γυναίκες στο χωριό του. Ο Βάρδας ενημερώνεται για το γεγονός, στις 10 Σεπτεμβρίου 1906.[1157]

Στις 10 Σεπτεμβρίου ο οπλαρχηγός Γκόνος, με δέκα άνδρες, επιτίθεται στο χωριό Γκόλο Σέλο των Γιανιτσών. Η ελληνική ομάδα σκοτώνει έξι χωρικούς και τραυματίζει δύο.[1158] Καίει επίσης τρία σπίτια.[1159]

Στις 14 Σεπτεμβρίου, ο ρουμανιστής Βλάχος Nicolas Iocu από το Γκραματίκοβο, δολοφονείται κοντά στη μονή Μποκόβου, από μέλη της ελληνικής οργάνωση.[1160]

Στις 15 Σεπτεμβρίου, βρίσκονται έξω από το Πισοδέρι τα πτώματα έξι[1161] καρβουνιάρηδων,[1162] από το χωριό Ρακότινσι [Ракотинци][1163] των Σκοπίων. Πρόκειται για τους Πέτρε Σίμον, Στέργιο Γιόργη, Τόντορ Στόγιαν, Τάσκο Στόγιαν, Ίλε Τράιτσεφ και Κόστε Σίμον. Σύμφωνα με το «Εμπρός», πρόκειται για έργο της ελληνικής οργάνωσης.[1164]

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1906, το σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Βολάνη, μπαίνει νύχτα στο μακεδονικό χωριό Γκνίλεζ [Гнилеж][1165] του Μοναστηρίου. Το χωριό έχει υπογράψει από το Μάρτιο την προσχώρησή του στο πατριαρχείο, πιεσμένο από τον οπλαρχηγό Γιώργο Σκαλίδη. Προφανώς ο Βολάνης δεν θεωρεί τους κατοίκους του χωριού πιστούς στον ελληνισμό γι' αυτό και σκοτώνει[1166] δεκατρία άτομα.[1167] Οι άνδρες του πλιατσικολογούν το χωριό και φεύγουν παίρνοντας μαζί τους έξι άλογα και τριάντα λίρες. Ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης γράφει στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, χαρακτηρίζοντας τα θύματα[1168] ως «αθώους χωρικούς» και ενημερώνει πως η πράξη αυτή προκάλεσε «αγανάκτηση» στα γύρω χωριά και «αποστροφή» των χωρικών προς τα ελληνικά σώματα. Συμβουλεύει δε να επιδιωχθεί, ώστε ο ελληνικός τύπος να παρουσιάσει το αποτρόπαιο γεγονός, ως ενέργεια τσέτας κομιτατζήδων, μεταμφιεσμένης σε ελληνικό σώμα.[1169]

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1906, το σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Βολάνη, φτάνει έξω από το μακεδονικό χωριό Νέγκοτιν ή Γκνεότινο [Гнеотино] των Μπιτολίων.[1170] Οι Έλληνες θεωρούν το χωριό «εξαρχικό προπύργιο» και ελπίζουν να το «καταστρέψουν ολοσχερώς». Αποχωρούν όμως όταν αντιλαμβάνονται την εκεί ύπαρξη στρατιωτικού αποσπάσματος.[1171]

Τηλεγράφημα της 18ης Σεπτεμβρίου από τη Θεσσαλονίκη, αναφέρει το σοβαρό τραυματισμό στα Γιανιτσά, από πυροβολισμό στο κεφάλι, του Σταμάτη Γεώργεφ, μέλους του Κομιτάτου.[1172]

Στα μακεδονικό χωριό Μέλνικιτς [Мелникич / Μελενικίτσι][1173] των Σερρών, δολοφονούνται τρεις προύχοντες, στις 20 Σεπτεμβρίου, από έλληνες αντάρτες.[1174]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 21ης Σεπτεμβρίου από τη Θεσσαλονίκη, ελληνικό σώμα εισέβαλε στο χωριό Ορίζαρτσι ή Τσέλτικ [Оризарци или Челтик / Ρύζια][1175] των Γιανιτσών, κατέστρεψε το σπίτι του κομιτατζή Μίτσκο και σκότωσε[1176] τη γυναίκα του, το γιο του και δυο ακόμα άτομα που βρίσκονταν εκεί κατά την επίθεση.[1177]

Τηλεγράφημα της ίδιας μέρας, από τη Βιέννη, αναφέρει το φόνο τριών εξαρχικών εργατών στο Άγιον Όρος, από ελληνικό σώμα.[1178] Πρόκειται για έργο του οπλαρχηγού Γιώργου Γιαγλή, όπως προκύπτει από επιστολή του ίδιου, προς τον έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης.[1179]

Στις 22 Σεπτεμβρίου, δολοφονείται στην πόλη των Σερρών ένας σημαντικός κομιτατζής, ονόματι Παναγιώτης, «άσπονδος εχθρός» των Ελλήνων.[1180]

Σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, της 22ας Σεπτεμβρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα σκότωσε κοντά στο χωριό Τσέπελι [Чешели][1181] του καζά της Στρούμιτσας, πέντε εξαρχικούς χωρικούς.[1182]

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1906, το σώμα του ανθυπολοχαγού Γρηγόρη Φαληρέα (Ζάκα), με τους οπλαρχηγούς Ντόγρα, Νακίτσα, Σπύρου, Θεοδοσίου και Σάββα,[1183] εισβάλει στο χωριό Χόλιστα ή Όλιστα [Олишта / Μελισσότοπος][1184] της Καστοριάς. Οι Έλληνες καίνε επτά σπίτια,[1185] μεταξύ των οποίων εκείνα του Βαγγέλη Πίρτσα και του Βαγγέλη Καράβσκου.[1186] Σκοτώνουν έξι κατοίκους,[1187] (ανάμεσά τους μία γυναίκα) και πλιατσικολογούν. Το σώμα φεύγει μόλις φτάνει ο στρατός.[1188]

Το σώμα του Βολάνη εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Ζίχοβο ή Ζίβοβο [Живово],[1189] το βράδυ της 25ης Σεπτεμβρίου. Πηγαίνει στο σπίτι του δημάρχου Ρίστε Πέτκοφ, όπου βρίσκονται οι προύχοντες και καταμετρούν τα χρήματα των εισπραχθέντων φόρων (της δεκάτης). Οι άνδρες του σώματος αρπάζουν αυτά τα λεφτά (συνολικά 25 τούρκικες λίρες) και ληστεύουν τον δήμαρχο. Βγάζουν έξω από το σπίτι τους προύχοντες, τους σκοτώνουν με τα τσεκούρια και βάζουν φωτιά στο σπίτι. Έπειτα το σώμα χωρίζεται σε μικρές ομάδες και οι άνδρες ξεχύνονται στο χωριό. Σκοτώνουν όποιον βρεθεί στο δρόμο τους. Μπαίνουν στα σπίτια και τα λεηλατούν. Μετά τους βάζουν φωτιά.[1190] Συνολικά γίνονται στάχτη 32 σπίτια.[1191] Καίνε επίσης αποθήκες και στάβλους. Φεύγοντας ο Βολάνης, αφήνει πίσω του 23 νεκρούς Μακεδόνες.[1192]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 26ης Σεπτεμβρίου από τη Θεσσαλονίκη, ένα ελληνικό σώμα «κατέσφαξε» πέντε κατοίκους του μακεδονικού χωριού Νόβο Σέλο ή Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης.[1193]

Άλλο τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, της 28ης Σεπτεμβρίου 1906, λέει πως ένα ελληνικό σώμα (μάλλον εκείνο του Βολάνη) εισέβαλε στο χωριό Παπάντιγια ή Παπαδιά της Φλώρινας, σκότωσε πολλούς κατοίκους και κατέστρεψε το χωριό. Μετά από αυτά, το χωριό δηλώνει πίστη στο Πατριαρχείο.[1194]

Ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Κουσίνοβο ή Ίκιζλερ των Γιανιτσών, στις 3 Οκτωβρίου 1906 και σκοτώνει πέντε κατοίκους του (δύο εκ των οποίων είναι γυναίκες). Καταστρέφει επίσης τους δενδρώνες δυο πλούσιων Μακεδόνων, που βρίσκονται έξω από την πόλη των Γιανιτσών.[1195]

Την Τετάρτη 4 Οκτωβρίου, μία επταμελής ελληνική ομάδα ληστεύει και στη συνέχεια αποκεφαλίζει τέσσερις ρουμανιστές (τους Constantin Caioiani, Jeni Djouma Goulia και τους αδελφούς Conturicu), από στο βλαχοχώρι Ντόλιανη[1196] της Βέροιας, κοντά στο Ντέρβεν (Δερβένι) της Βέροιας.[1197]

Ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει στη Χόλιστα της Καστοριάς πέντε χωρικούς, τη νύχτα της 5ης Οκτωβρίου. Καίει επίσης τα σπίτια του Βαγγέλη Κουράφσκι και Βαγγέλη Πίρτσα. Η επίθεση του σώματος αποσκοπεί στην «επάνοδο του χωριού στην Ορθοδοξία».[1198]

Μια ελληνική ομάδα σκοτώνει την Παρασκευή 6η Οκτωβρίου 1906, στο δάσος Ντραλίγκοβα, το Βλάχο Hristo Tugiaru, από το χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων.[1199]

Μέλη του ελληνικού «εκτελεστικού», από το χωριό Μαύροβο [Маврово / Μαυροχώρι][1200] της Καστοριάς, δολοφονούν[1201] στις 7 Οκτωβρίου 1906, δυο εξαρχικούς Μακεδόνες, ένα δάσκαλο και μια δασκάλα, κοντά στο χωριό Χόλιστα.[1202]

Την ίδια μέρα, άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν τον μακεδόνα πρόκριτο Νικ. Μιλέσκα, στο χωριό Τιχόλιστα ή Τιόλιστα [Тиолишта / Τοιχίο][1203] και έναν άλλο Μακεδόνα κοντά στη Ζουπάνιστα.[1204]

Στις 8 Οκτωβρίου του 1906, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει το Λουκά Φίλιο και το Γιώργο Μιχαήλ, δυο χωρικούς από τη Σταρίτσανη.[1205]

Στο μακεδόνικο χωριό Στρέντνο Κουφάλοβο [Средно Куфалово / Μεσαία Κουφάλια][1206] της Θεσσαλονίκης, έλληνες αντάρτες σκοτώνουν το Θανάση Κούλινε, στις 9 Οκτωβρίου και τον Γκόνο Μάσλαρ στις 20 του ίδιου μήνα.[1207]

Στις 9 Οκτωβρίου 1906, μέλη της ελληνικής οργάνωσης δολοφονούν στο χωριό Γκόρνο Νεβόλιανι της Φλώρινας, τον μακεδόνα προύχοντα Σάντρες.[1208]

Η ομάδα του οπλαρχηγού Παύλου Ρακοβίτη σκοτώνει τέσσερα άτομα,[1209] στις 10 Οκτωβρίου, στο χωριό Τσερνόμπουκι [Срновуки][1210] του Μοναστηρίου.[1211]

Την Τρίτη 10 Οκτωβρίου 1906, ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Κλαντόρομπι της Φλώρινας και σκοτώνει τρεις χωρικούς.[1212]

Την επομένη, μια ελληνική ομάδα σκοτώνει έναν Μακεδόνα στο Βλάντοβο των Βοδενών.[1213]

Τη βία των ελλήνων ανταρτών, γνωρίζουν οι κάτοικοι του χωριού Ντόλνο Χόμοντος των Σερρών, στις 12 Οκτωβρίου 1906.[1214]

Ένας «αγγελιοφόρος» του Κομιτάτου, από το Ράντοβο [Радово / Χαρωπό][1215] του Ντεμίρ Χισάρ, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση, στις 16 Οκτωβρίου, κοντά στη λίμνη Όστροβο.[1216]

Το σώμα του Μαζαράκη (καπετάν Ακρίτα) σκοτώνει στις 17 Οκτωβρίου, στο χωριό Γκόρνο Σέλο ή Γκόρνο Σελ [Горно Село или Горно Шел / Άνω Βέρμιο][1217] της Βέροιας, δύο ρουμανίζοντες.[1218]

Την επομένη, στις 18 Οκτωβρίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν στη Γευγελή τον Μακεδόνα Σουρόβαλι.[1219]

Την Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 1906, άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης δολοφονούν τον ρουμανιστή Demetre Gheorghe, από το βλάχικο χωριό Όσιν της Γευγελής.[1220]

Τη νύχτα της 19ης Οκτωβρίου[1221] το σώμα του οπλαρχηγού Ανδριανάκη, δύναμης είκοσι ανδρών, μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Αϊτός ή Αετόζι της Φλώρινας. Οι Έλληνες κουβαλάνε μαζί τους πετρέλαιο για να κάψουν το χωριό. Δεκάδες σπίτια λαμπαδιάζουν. Οι κάτοικοι, που βγαίνουν στον δρόμο για να σωθούν από τις φλόγες, δέχονται τα πυρά των ανδρών του σώματος.[1222]

Στα Μπίτολα, στις 20 Οκτωβρίου 1906, άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης επιτίθενται σε γαμήλια πομπή και σκοτώνουν δυο Μακεδόνες, έναν άντρα και μια γυναίκα.[1223]

Την ίδια μέρα, στις 20 Οκτωβρίου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει μια Μακεδόνισσα[1224] κοντά στο χωριό Κροντσέλοβο της Έδεσσας.[1225]

Στις 21 Οκτωβρίου δολοφονείται από ανθρώπους της ελληνικής οργάνωσης, ο ρουμανιστής ιερέας παπα-Θανάσης στη Βέροια.[1226]

Την ίδια μέρα, στις 21 Οκτωβρίου, το σώμα του ανθυπολοχαγού Σαράντου Αγαπηνού (Τέλλου Άγρα) σκοτώνει δυο χωρικούς, στο μακεδονικό χωριό Ζερβοχώρι της Βεροίας.[1227]

Τηλεγράφημα της 22ας Οκτωβρίου, από τη Βιέννη, κάνει γνωστή την επίθεση ελληνικού σώματος δύναμης είκοσι πέντε ανδρών, στο (μακεδονικό) χωριό Άλαρ των Γιανιτσών. Κατά την επίθεση, οι Έλληνες «αποτεφρώνουν» το χωριό.[1228]

Στις 24 Οκτωβρίου 1906, η ομάδα του οπλαρχηγού Σίμου Στογιάνη δολοφονεί τρεις άντρες και μια γυναίκα[1229] από το χωριό Τίρσιε των Κορεστίων, που πηγαίνουν στο παζάρι της Φλώρινας.[1230]

Σύμφωνα με ανταπόκριση της 25ης Οκτωβρίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης δολοφόνησαν τρεις Ρωμιούς για «αντεθνική δράση». Οι δύο από αυτούς ήταν ο Γιώργος Δημητρίου από τα Βασιλικά [Василика] της Θεσσαλονίκης[1231] και ο Πέτρος Πασβάντης από τον Πολύγυρο [Полигирос][1232] της Κασσάνδρας.[1233]

Στις 26 Οκτωβρίου οι άνδρες του οπλαρχηγού Γιαγλή, ντυμένοι με οθωμανικές στρατιωτικές στολές, εισβάλουν στο μακεδονικό χωριό Γκόρνο Καράτζοβο ή Καρατζά Κιόι των Σερρών. Βάζουν φωτιά σε έξι σπίτια, ρίχνουν βόμβες σε εννέα, καίνε αποθήκες και στάβλους, ανοίγουν πυρ και σφάζουν για δύο ώρες. Συνολικά οι Έλληνες σκοτώνουν δεκαεννέα[1234] άτομα (μεταξύ των οποίων μια γυναίκα και ένα παιδί) και τραυματίζουν σοβαρά άλλα εννέα.[1235]

Ανταπόκριση από την Καστοριά, της 27ης Οκτωβρίου, κάνει γνωστό το φόνο, από μέλη της ελληνικής οργάνωσης, τεσσάρων Μακεδόνων από το χωριό Έμπορε,[1236] που είχαν μεταβεί στο Τσοτίλι [Чотил] της Ανασελίτσας και δυο κατοίκων του χωριού Τιχόλιστα της Καστοριάς.[1237]

Τη Δευτέρα 30η Οκτωβρίου 1906 το χωριό Έλσανη [Елшани / Καρπερή][1238] δέχεται την τρομοκρατική επίσκεψη ενός ελληνικού σώματος.[1239]

Στα τέλη Οκτωβρίου, ένα ελληνικό σώμα αποκεφαλίζει έναν μυλωνά,[1240] έξω από το μακεδονικό χωριό Ράμελ [Рамел / Ραχώνα][1241] των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια μπαίνει στο χωριό, σκοτώνει μια εξαμελή οικογένεια, συλλαμβάνει επτά αιχμαλώτους και τους παίρνει μαζί του στη λίμνη. Ένας από αυτούς, ονόματι Θανάσης, εκτελείται αργότερα.[1242]

Τέλος, τον Οκτώβριο του 1906, σύμφωνα με το Κάκκαβο,[1243] έξω από το χωριό Γκράντομπορ της Θεσσαλονίκης, μέλη της ελληνικής οργάνωσης δολοφονούν το γιο του μακεδόνα προύχοντα Ντίνα.

 

Το υπόμνημα για τη δράση των ελληνικών σωμάτων στο βιλαέτι Μοναστηρίου

 

 

Ο έλληνας υπολοχαγός Παναγιώτης Σπηλιάδης, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Παρασκευαΐδης, υπηρέτησε αρκετό χρονικό διάστημα στο ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου, στο «Κέντρο» που ήταν υπεύθυνο για το συντονισμό των ελληνικών σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1906, ο Σπηλιάδης, που έχει επιστρέψει στην Αθήνα, συντάσσει προς τους ανωτέρους του ένα υπόμνημα, για τη δράση των ελληνικών σωμάτων και την κατάσταση που επικρατεί στο βιλαέτι Μοναστηρίου.[1244]

Ο Σπηλιάδης θεωρεί ότι ο ελληνικός αγώνας σε αυτή την περιοχή, έχει αποτύχει. Οι λόγοι που οφείλεται αυτή η αποτυχία, είναι:

Πρώτον, η «ολοσχερή άγνοια του εδάφους, του λαού και της εθνολογικής σύνθεσης της χώρας», που έχουν οι διευθύνοντες αυτόν τον αγώνα.

Δεύτερον, «ο καταστροφικός θόρυβος που προκαλούν τα δημοσιογραφικά όργανα» του ελληνικού Κομιτάτου.[1245] Η διαφήμιση, μέσω των εφημερίδων, των «σφαγών ολοκλήρων χωριών και το κάψιμο των σπιτιών», από τα ελληνικά σώματα, δημιουργούν αρνητική εικόνα, όχι μόνο στη διεθνή κοινή γνώμη και στους Τούρκους (που στην αρχή έβλεπαν ευνοϊκά τη δράση των ελληνικών σωμάτων κατά των κομιτατζήδων), αλλά και σε αυτούς τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.

Τρίτον, στην ουσιαστική έλλειψη συντονισμού της δράσης των σωμάτων, από ένα ενιαίο κέντρο, καθώς επικρατεί πολυαρχία.

Τέταρτον, στην απουσία πειθαρχίας των οπλαρχηγών στις εντολές του προξενείου. Η διακοπή της μισθοδοσίας ορισμένων, λόγω της «επιβλαβούς ενέργειάς τους», δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, καθώς αυτοί επιστρέφουν στην Αθήνα και πληρώνονταν κανονικά από το Κομιτάτο, παίρνοντας μάλιστα και τόκο για τα καθυστερούμενα. Κάποιοι μάλιστα επιστρέφουν στη Μακεδονία, έχοντας λάβει αύξηση μισθού, γι’ αυτούς και τους άντρες τους. Αυτό το γεγονός, τους δημιουργεί την εντύπωση πως «δεν έχουν άλλη αποστολή ή υποχρέωση, παρά να πληρώνονται τακτικά, μέχρι του τελευταίου λεπτού, τους μισθούς και τα απρόβλεπτα έξοδα», χωρίς να έχουν καμιά υποχρέωση.

Τα προαναφερόμενα επέφεραν πολλές καταστροφές. Μια από αυτές είναι και η απώλεια της Μπελκαμένης, ως «βοηθητικού παράγοντα», καθώς οι κάτοικοί της, «απελπισθέντες με την οικτρή διαγωγή των διερχομένων από εκεί σωμάτων και για να γλυτώσουν από αυτά, κάλεσαν τον τουρκικό στρατό», που εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό, γλυτώνοντας έτσι «από τους δήθεν ελευθερωτές τους».

Άλλο παράδειγμα είναι η παραμονή δώδεκα σωμάτων, χωρίς κανένα λόγο, στον καζά Γρεβενών και η άρνηση των οπλαρχηγών τους να μετακινηθούν βορειότερα ή να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα της παραμονής τους εκεί, υπήρξε η αναπόφευκτη στροφή τους κατά των ρουμανιζόντων Βλάχων, οι οποίοι φανατίστηκαν κατά των Ελλήνων.

Η μισθοδοσία των ανωτέρω σωμάτων συνεχίστηκε κανονικά, καθώς η διάλυσή τους και η επιστροφή των ανδρών τους στην Ελλάδα, θεωρήθηκε «πολύ επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια της Θεσσαλίας, καθώς τα σώματα αυτά αποτελούμενα κυρίως από φυγόδικους, θα εκτρέπονταν σε ληστείες».

Τέτοια είναι λοιπόν η επικρατούσα αντίληψη για τον ελληνικό αγώνα στη Μακεδονία, γράφει ο Σπηλιάδης, «ώστε να στρατολογούνται γι’ αυτόν φυγόδικοι και ληστές, επί των οποίων φυσικά δεν ήταν δυνατόν να ασκηθεί καμία επιρροή και κανένας έλεγχος».

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1906

 

Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Βάρδας παίρνει γράμμα από την ελληνική οργάνωση,[1246] με το οποίο του ζητούν να φονευθούν έξι τεχνίτες, που κατάγονται από τον καζά Ντεμίρ Χισάρ και εργάζονται, φτιάχνοντας ξύλινους άξονες για άμαξες, στο χωριό Στένιε [Стенје][1247] των Πρεσπών.

Σε επιστολή που λαμβάνει στις 6 Σεπτεμβρίου, από το «5ο Κέντρο ή Κ5» (της Καστοριάς), του γράφουν πως κάθε οπλαρχηγός πρέπει στην περιφέρειά του, «να επισκέπτεται το βράδυ τα χωριά, να απειλεί, να φονεύει και αμέσως μετά να επιστρέφει στο ορμητήριό του».[1248]

Τον ενημερώνουν πως ο Καλαποθάκης προσφέρει μέχρι και 1.000 λίρες για την εξαγορά τον βοεβόδα Μήτρου Βλάχου. Επιπλέον υπόσχονται να εξασφαλίσουν στον βοεβόδα και την οικογένειά του, ισόβια σύνταξη στην Ελλάδα και εισαγωγή του γιου του στη σχολή Ευελπίδων, για να γίνει αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Ο συντάκτης της επιστολής σχολιάζει την πρόταση, από το Κομιτάτο της Αθήνας, γράφοντας για τον Βλάχο: «Α! τον άτιμο κακούργο, όπου δεν θα καταδεχόμουνα να τον έχου ούτε για τσοπάνο, που κατόρθωσε να φέρει το Ελληνικό Έθνος στο σημείο να τον παρακαλεί!».[1249]

Την Πέμπτη 7η Σεπτεμβρίου 1906, ο έλληνας αξιωματικός σημειώνει στο ημερολόγιό του πως θεωρεί «αίσχος» ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία να διεξάγεται «με πρώην και νυν λήσταρχους». Και συνεχίζει αγανακτησμένος: «Απηυδήσαμε πλέον από τα στίφη που έρχονται, πλιατσικολογούν και φεύγουν, που δεν αντιλαμβάνονται το πρόγραμμα της εργασίας και πληρώνονται, εξ ανάγκης, χωρίς να ενεργούν».[1250]

Την ίδια μέρα μαθαίνει πως ο Μανώλης Νικολούδης συνέλαβε τέσσερις νέους, από το χωριό Βίντοβο [Видово].[1251] Ο έλληνας οπλαρχηγός ζητάει από τους συγγενείς των αιχμαλώτων 35 λίρες λίτρα για να τους ελευθερώσει.[1252]

Στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Βάρδας μαθαίνει ένα ακόμα πλιάτσικο του Μπέλου. Στο βλαχοχώρι Γράμμοστα, άρπαξε δεκαεννιά προβατίνες, τυριά κασέρια και μανούρια, όπλα και περίστροφα που είχε αφήσει εκεί ο Δούκας (Μάλλιος). Κατεβαίνοντας στα πεδινά, μάζευε και πούλαγε.[1253]

Υπόδειξη του «Κέντρου», προς τον έλληνα αρχηγό, υπάρχει στις 13 Σεπτεμβρίου, σχετικά με τη δράση του στα Κορέστια.[1254] Του ζητούν να μην είναι «επιεικής», αλλά και να αποφεύγει ταυτόχρονα τις «θορυβώδεις πράξεις». Πρέπει να καταλάβουν οι κάτοικοι αυτών των χωριών, «ότι γνωρίζουν οι Έλληνες να τιμωρούν τους προδότες ή και απλώς αυτούς που αρνούνται να βοηθήσουν στον αγώνα».[1255]

Στις 18 Σεπτεμβρίου μαθαίνει, από γράμμα του οπλαρχηγού Νικολούδη, πως στο μακεδονικό χωριό Γκρέντσι ή Γκράτσε της Καστοριάς, πρέπει να σκοτωθούν, προκειμένου «να ησυχάσει το χωριό», ο Κώστας Βλάχος, ο μουχτάρης, ο δάσκαλος και ο αδελφός του.[1256]

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1906 οι άντρες του Βάρδα αιχμαλωτίζουν οκτώ παιδιά 12 έως 16 ετών από το Σμάρντες ή Σμάρδεσι, που κόβουν ξύλα στο βουνό Μπουτς, ανατολικά του χωριού. Τα κρατούν μερικές ώρες και αφού τα τρομοκρατούν τα στέλνουν στο χωριό τους για να μεταφέρουν το μήνυμα, πως η ελληνική οργάνωση απαγορεύει στους κατοίκους του Σμάρντες να κόβουν πλέον ξύλα για τις ανάγκες τους.[1257]

Στις 27 Σεπτεμβρίου, ο Τσόντος γράφει πως έστειλε έγγραφο προς τους συναδέλφους του αξιωματικούς που υπηρετούν στη Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα, τον Βόλο, τη Λαμία, το Ναύπλιο, το Μεσολόγγι και τη Σπάρτη. Με το έγγραφο αυτό, ζητεί από τους συναδέλφους του, να κηρύξουν «εμπορικό πόλεμο κατά των σχισματικών Μακεδόνων». Κανένας κάτοικος σχισματικού μακεδονικού χωριού, δεν πρέπει πια να βρίσκει δουλειά στην Ελλάδα. Επισυνάπτει μάλιστα και πίνακα με τα εξαρχικά χωριά του καζά Καστοριάς.[1258]

Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Βάρδας και οι άνδρες του μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Όστσιμα στα Κορέστια για φάνε. Όλοι οι άντρες λείπουν. Οι γυναίκες τρομαγμένες, τους ανοίγουν και τους βάζουν σε τρία σπίτια, μετά από απειλές.[1259]

Ο Γιώργος Τσόντος βρίσκεται στην περιοχή των Κορεστίων. Στις 5 Οκτωβρίου, είναι χωρίς οδηγό και διερμηνέα. Το γεγονός του φέρνει απελπισία, μια και κανένας στο σώμα του «δεν γνωρίζει τον τόπο και την γλώσσα».[1260]

Στις 7 Οκτωβρίου, σημειώνει πως για την έλλειψη πειθαρχίας και τάξης, που χαρακτηρίζει τους άνδρες των ελληνικών σωμάτων, υπεύθυνος είναι ο πρόεδρος του Κομιτάτου στην Αθήνα, ο Δημήτρης Καλαποθάκης, που με την συμπεριφορά του «διαφθείρει τα πάντα».[1261]

Την Κυριακή 8η Οκτωβρίου, ο Τσόντος γράφει στο προξενείο Μοναστηρίου και ζητάει να φροντίσουν ώστε να τοποθετηθεί όνμπασης (δεκανέας) της χωροφυλακής, στο Άρμενσκο, στο Ζέλοβο ή στο Πισοδέρι ο μουσουλμάνος Κρητικός Κιαζήμ, που θεωρείται άνθρωπος «πολύ πιστός και χρήσιμος».[1262]

Ο Βάρδας παίρνει στις 10 Οκτωβρίου, ένα γράμμα από το φίλο του αξιωματικό και μέλος της οργάνωσης Παμίκο Ζυμβρακάκη.[1263] Μεταξύ άλλων, ο Ζυμβρακάκης χαρακτηρίζει με τα μελανότερα χρώματα τους έλληνες οπλαρχηγούς στη Μακεδονία, τους «μικροκαπετανέους» όπως τους ονομάζει. Αυτοί λέει: «Χρηματίζονται και πιέζουν τους χωρικούς, καταστρέφοντας, παρά προάγοντας τον αγώνα. Δεν πληρώνουν για τα τρόφιμα και το χειρότερο όλων, επιτίθενται κατά των γυναικών και των παιδιών. Γίνονται έτσι επαχθείς και μισητοί, σε τέτοιο σημείο, ώστε να τους προδίδουν ακόμα και οι ελληνόφρονες χωρικοί».[1264]

Στις 13 Οκτωβρίου, ο Τσόντος μαθαίνει από το ελληνικό προξενείο πως «δυστυχώς», ο διοικητής του οθωμανικού στρατού στην Καστοριά μετατέθηκε στη Κορυτσά. Δυστυχώς, γιατί ο εν λόγω αξιωματικός είχε προτείνει να δημιουργηθεί μία μικτή δύναμη από ένα ελληνικό σώμα και ένα τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, που θα έμπαιναν μαζί στην περιοχή των Κορεστίων για να χτυπούσαν τσέτες και χωριά.[1265]

Επιστολή του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, φτάνει στα χέρια του Βάρδα, στις 20 Οκτωβρίου. Ο Έλληνας δεσπότης αναφέρει πως η εργασία στην περιοχή της Καστοριάς «βαδίζει καλώς». Και σημειώνει το φόνο ενός δασκάλου και μιας δασκάλας κοντά στη Ζαγκορίτσανη και τη δολοφονία δυο άλλων στη Ζουπάνιστα και στην Τιχόλιστα. Όλοι οι φόνοι είναι γράφει έργο της ελληνικής οργάνωσης. Ζητάει επίσης από τον έλληνα αξιωματικό, να σκοτώσει τους εξαρχικούς παπάδες στη Στάτιστα και στο Νέρεντ.[1266]

Στις 21 Οκτωβρίου ο Βάρδας γράφει πως υπάρχει μεγάλη μετανάστευση του ανδρικού πληθυσμού από τη Μακεδονία στην Αμερική: «Εδώ δεν υπάρχουν πια παρά γέροντες, γυναίκες και παιδιά, ελάχιστοι δε νέοι».[1267]

Την επομένη ζητάει να του στείλουν ένα «βιβλίο της Μακεδονικής», αν έχει εκδοθεί κάτι σχετικό, για να μάθει τη γλώσσα.[1268]

Στις 25 Οκτωβρίου επανέρχεται στο ζήτημα της γλώσσας και σημειώνει: «Προσπαθώ να μάθω τη μακεδονική, αλλά δυσκολεύομαι πολύ, διότι δυστυχώς καταλαβαίνω πως δεν υπάγεται σε κανένα κανόνα και σε καμία κλίση».[1269]

Την άλλη μέρα, ο Βάρδας συνομιλεί με το δάσκαλο από το μακεδονικό χωριό Βελούσινα [Белушина][1270] του Μοναστηρίου, που έχει έρθει για να τον συναντήσει. Ο έλληνας αρχηγός τον ρωτάει τι είναι. «Είμαι Μακεδόνας» απαντάει ο δάσκαλος. Τότε ο Βάρδας του λέει πως αυτή είναι μια πονηρή απάντηση. Το σωστό είναι να λέει «Είμαι Έλληνας, Μακεδόνας φυσικά».[1271]

Στο μακεδονικό χωριό Ράκοβο της Φλώρινας, βρίσκεται με τους άνδρες του στις 28 Οκτωβρίου. Το βράδυ οι άλλοι φεύγουν να πάνε σε κάποιο γάμο. Αυτός όμως προτιμά να μείνει μόνος με τις γυναίκες και να κουβεντιάσει μαζί τους, για να «εξασκηθεί στη γλώσσα».[1272]

 

 

Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1906

 

Στις 2 Νοεμβρίου 1906, ο Βάρδας μαθαίνει πως η ομάδα του οπλαρχηγού Ηλία Δεληγιαννάκη επιτέθηκε στο χωριό Κουτσκόβενι [Кучковени / Πέρασμα][1273] της Φλώρινας και σκότωσε δυο εξαρχικούς προύχοντες.[1274]

Την ίδια μέρα, στις 2 Νοεμβρίου, ένα μέλος του εκτελεστικού της ελληνικής οργάνωσης Κλεισούρας, στήνει ενέδρα έξω από τη Ζαγκορίτσανη και πυροβολεί ανεπιτυχώς κατά του εξαρχικού Κούζου Καλογιάννη, μυλωνά στο επάγγελμα.[1275]

Το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου 1906, μια μεγάλη ελληνική δύναμη επιτίθεται στο χωριό Σρέντνο Έγκρι [Средно Егри][1276] του Μοναστηρίου. Η εντολή για την επίθεση έχει έλθει από το προξενείο Μοναστηρίου, με επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 1906, γραμμένη από τον Παναγιώτη Σπηλιάδη, προς τον Βάρδα. Εκεί λέγεται, πως είναι ανάγκη να καταστραφεί αυτή η «φωλιά των καθαρμάτων».[1277]

Εκτός του Βάρδα, συμμετέχουν οι οπλαρχηγοί Γιάννης Καραβίτης, Παύλος Ρακοβίτης, και Μανόλης Νικολούδης. Το σύνολο των ανδρών του σώματος ανέρχεται σε 32 άνδρες.

Ο Βάρδας περιγράφει ως εξής την επίθεση: «Μετά από πολλές προσπάθειες να ανοίξουμε τις πόρτες και να βγάλουμε κανέναν έξω, δεν κατορθώσαμε τίποτα. Μαζεύουμε ξύλα και βάζουμε αυτά στις πόρτες και ο μεν Καραβίτης ανάβει φωτιά και καίει το σπίτι αμέσως, εμείς δ' επιτελούς κατορθώνουμε και ανοίγουμε το άλλο σπίτι, αφού ανακαλύπτουμε πίσω μια μικρή πόρτα. Βρίσκουμε τρεις άνδρες, που τους παίρνουμε μαζί μας και μετά φεύγοντας βάζουμε φωτιά στα μαζεμένα ξύλα και έτσι καίγεται και αυτό το σπίτι. Από τους τρεις, τον ένα που μας υπέδειξαν οι οδηγοί, ως καλό, τον αφήνουμε, τους δε άλλους δύο τους σκοτώνουν οι άνδρες».[1278]

Ο Καραβίτης στην περιγραφή του είναι πιο σύντομος, αλλά συμφωνεί με τον Βάρδα: «Τα σπίτια των κυριοτέρων οργάνων πυρπολήθηκαν και δύο από αυτούς τουφεκίστηκαν».[1279]

Πέντε μέρες αργότερα, ο Βάρδας μαθαίνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις της επίθεσης επί του πληθυσμού του χωριού: «Έμαθα από έναν που πήγε στο Ίγκρι, μετά την πράξη μας, πως μας φοβούνται και ζητούν έλεος και συγχώρηση από μας».[1280]

Ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει[1281] στη Λιούμνιτσα της Γευγελής, στις 5 Νοεμβρίου 1906, τους ρουμανίζοντες βοσκούς Dimo Tasi και Petro Lata.[1282]

Εκείνες τις μέρες δολοφονείται στο μακεδονικό χωριό Πέτροβο των Γιανιτσών, ο προύχοντας Ντέλιος «φανατικός», εχθρός της ελληνικής οργάνωσης. Και λίγο αργότερα, πάλι στο ίδιο χωριό, δολοφονείται και ο Βασίλης Όρτζαν.[1283]

Δυο άνδρες του ελληνικού «εκτελεστικού» της Θεσσαλονίκης, πυροβολούν δημόσια και σκοτώνουν τον προύχοντα Γιάννη Κοστούρο, ρουμανιστή Βλάχο από την Κορυτσά, έξω από τα καφενεία, στην αποβάθρα της πόλης, στις 11 Νοεμβρίου 1906.[1284]

Το χωριό Κοντόρομπι [Кондороби / Μεταμόρφωση][1285] δέχεται επίθεση στις 14 Νοεμβρίου από το σώμα του καπετάν Ζάκα (Φαληρέα), το οποίο είναι ενισχυμένο με άνδρες των ομάδων Φαρμάκη και Αργυράκη.[1286]  Οι Έλληνες φτάνουν στο χωριό χρησιμοποιώντας σχεδίες. Πέντε χωρικοί[1287] σκοτώνονται. Πρόκειται για τους Χρ. Σετσοβάρτση (αγροφύλακα), Δ. Γκαβαλίτση, Γ. Χρήστου, Δαμιανό Στογιάνου και Μάνη.[1288]

Σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, της 19ης Νοεμβρίου, ένας «κομιτατζής» βρέθηκε νεκρός κοντά στο χωριό Άγιος Ιωάννης [Агиос Иоанис][1289] της Κασσάνδρας. Επίσης άλλοι δυο «κομιτατζήδες» σκοτώθηκαν στην κωμόπολη Πρόσοτσεν [Просочен / Προσοτσάνη][1290] της Δράμας.[1291]

Τηλεγράφημα της 21ης Νοεμβρίου 1906 από το Μοναστήρι, γνωστοποιεί το φόνο δυο χωρικών, στο μακεδονικό χωριό Κάλεν του Μορίχοβου.[1292]

Το σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Βολάνη (Μπολάνη) μπαίνει, στις 23 Νοεμβρίου, στο μακεδονικό χωριό Ντόμπρομιρ του Μοναστηρίου και σκοτώνει δυο χωρικούς, το Φιντάν Μπέσκου και το νιόπαντρο γιό του. Καίει επίσης έναν αχυρώνα.[1293]

Το ίδιο σώμα σκοτώνει, εκείνες τις μέρες, στο μακεδονικό χωριό Ζιβόινο [Живојно][1294] της Φλώρινας, τον Τράικο και δυο άλλους «οπαδούς» της τσέτας του βοεβόδα Τάνε.[1295]

Τη νύχτα της 23ης Νοεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει στο χωριό Γκέρμαν στις Πρέσπες δυο χωρικούς, ως συνεργάτες του Κομιτάτου.[1296]

Δυο μέρες αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου, το σώμα του ανθυπολοχαγού Βασίλη Παπά (καπετάν Βρόντα)[1297] εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Σόβιτς του καζά Φλώρινας. Σκοτώνει δυο κατοίκους του (τους Τράικο και Τσόλε) και πληγώνει έναν ακόμη.[1298]

Το Εμπρός της 30ης Νοεμβρίου, ανακοινώνει το φόνο τριών Μακεδόνων από το χωριό Έμπορε των Καϊλαρίων, στη θέση «Πέλικα», από ένα ελληνικό σώμα.[1299]

Στις 12 Δεκεμβρίου 1906, το σώμα του Άγρα μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Ζερβοχώρι της Βέροιας, ανοίγει πυρ κατά των κατοίκων του, βάζει φωτιά στα σπίτια και φεύγει μόλις εμφανίζεται ένα τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα.[1300]

Το μακεδονικό χωριό Νέγκοτιν ή Γκνεότινο του Μοναστηρίου δέχεται στις 15 Δεκεμβρίου,[1301] την επίθεση μιας δεκεπενταμελούς ελληνικής ομάδας, υπό την ηγεσία των οπλαρχηγών Νάκου Λαύρα και Γιώργου Κονδύλη. Οι Έλληνες σκοτώνουν τρεις «κομιτατζήδες»,[1302] κατοίκους του χωριού και καίνε τα σπίτια τους. Ένας από τους νεκρούς είναι ο Ρίστε Ματίμολτσε. Η ομάδα φεύγει μόλις καταλαβαίνει πως πλησιάζει εκεί ένα στρατιωτικό απόσπασμα.[1303]

Στις 21 Δεκεμβρίου 1906, οι οπλαρχηγοί Σίμος Στόγιαν και Παύλος Ρακοβίτης μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Κλαντόρομπι της Φλώρινας. Σκοτώνουν δυο χωρικούς και τραυματίζουν σοβαρά τρεις.[1304] Καίνε ένα σπίτι και τον αχυρώνα του Μποζίνη.[1305]

Ένας «Έλληνας» σκοτώνει στα Μπίτολα, στις 30 Δεκεμβρίου, τον ρουμανίζοντα Βλάχο Μάρκο Τούσκο (ή Τόντσε), από το χωριό Νιζέπολε του Μοναστηρίου.[1306]

Τον Δεκέμβριο, δολοφονείται «από άγνωστους» μέσα στη Βέροια και ο ρουμανιστής ιερέας παπα-Γιάννης.[1307]

Τον ίδιο μήνα, ο Σέργιος Αντωνίου, σκοτώνει με περίστροφο έξι κατοίκους του χωριού Καρλίκοβο [Карликово / Μικρόπολη][1308] της Ζίχνας, επειδή τραγουδούν κομιτατζίδικα τραγούδια και μετά τρέπεται σε φυγή. Οι υπόλοιποι χωρικοί πιάνουν και σκοτώνουν έναν φίλο του φονιά, ονόματι Γρηγόρη, ο οποίος βρισκόταν μαζί του όταν εκείνος τους πυροβόλησε. [1309]

Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1906, δυο «άγνωστοι» χτυπούν με ρόπαλα και τραυματίζουν σοβαρά τον ρουμανιστή Βλάχο Κωστή Πάσο, μέρα μεσημέρι, κοντά στο ναό της Παναγίας Δεξιάς, στην πόλη της Θεσσαλονίκης.[1310]

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1906

 

Μετά την επίθεση στο χωριό Σρέντνο Έγκρι, ο Βάρδας βρίσκεται, στις 4 Νοεμβρίου, μαζί με τον Γιάννη Καραβίτη στο χωριό Οψίρινα [Опсирина / Εθνικό][1311] του Μοναστηρίου.

Εδώ, ο έλληνας αρχηγός σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Το κατάλυμά μας δεν έχει θέρμανση. Έχει και ένα παράθυρο εντελώς ανοικτό. Επειδή, εδώ και πολύ καιρό έχει πάντα αντάρτες, όλοι στο σπίτι είναι αγαναχτισμένοι και μας φέρονται κακώς. Γι’ αυτό αναγκάζομαι να αρπάξω έναν από το λαιμό και να τον απειλήσω. Έχουν όμως κι αυτοί το δίκιο τους, καθώς υφίστανται τις πολύ βάναυσες ενοχλήσεις των ανδρών (: ανταρτών)». Και συνεχίζει ο Βάρδας, γράφοντας πως αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Οψίρινα, αλλά παντού: «Τούτο συμβαίνει σε όλα τα χωριά και πρέπει να φανώ κατ’ ανάγκη αυστηρότερος, γιατί με τον καλό τρόπο ή με απλές απειλές δεν γίνεται τίποτα».[1312]

Την επομένη, τον επισκέπτεται κρυφά στο χωριό ο «Κέντρος», δηλαδή ο υπολοχαγός Σπηλιάδης, από το προξενείο στα Μπίτολα. Ο Σπηλιάδης είναι «υπέρ των σφαγών και εμπρησμών», που πραγματοποιούν τα ελληνικά σώματα. Λέει πως «είναι ανάγκη να τρομοκρατήσουμε» και αδιαφορεί για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν οι σφαγές των χωρικών και το κάψιμο των χωριών.[1313]

Στη συζήτηση μεταξύ Τσόντου, Καραβίτη και Σπηλιάδη, αναφέρεται και το ζήτημα του μεγάλου μεγέθους των οικογενειών στη Μακεδονία: «Εδώ οι οικογένειες αποτελούνται από 20-50 άτομα, που ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι ή την ίδια αυλή. Οι αδελφοί που παντρεύονται, παραμένουν, ως οικογενειάρχες, στο ίδιο σπίτι, όπου ζουν μονιασμένοι». Πρόκειται για το θεσμό της ζάντρουγκας (Задруга),[1314] που συμπτωματικά σημειώνεται στο ημερολόγιο.

Στις 7 Νοεμβρίου, Ο Βάρδας μαθαίνει από επιστολή του «Τρύφωνα», δηλαδή του δάσκαλου (στο Πισοδέρι) Σταυρίδη, πως οι οπλαρχηγοί Παύλος Κύρου και Δημήτρης Νταλίπης, με τους άνδρες τους, επρόκειτο να εισβάλουν στο Ζέλοβο, για να σκοτώσουν «μερικούς» από την εξαρχική παράταξη, αλλά η πράξη τελικά ματαιώθηκε.[1315]

Στις 20 Νοεμβρίου ο Βάρδας γράφει στον Σπηλιάδη, πως οι οπλαρχηγοί Κύρου και Νταλίπης, πρέπει να απειληθούν από το προξενείο Μοναστηρίου, πως θα σταματήσει η μισθοδοσία τους, αν δεν σκοτώσουν συνολικά (από τον υπάρχοντα κατάλογο των προγραμμένων), καμιά δεκαριά άτομα, στο Ζέλοβο, την Όστιμα και στο Τίρνοβο.[1316]

Στις 13 Δεκεμβρίου,[1317] ο Βάρδας μαθαίνει πως ο Γιώργος Πρώιμος και ο Χρήστος Πέτρου, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει ο ίδιος, «παράχωσαν» (: σκότωσαν και έθαψαν), το Χρήστο Άγγελε από το χωριό Γκραντέσνιτσα, «χωρίς να το καταλάβει κανείς».[1318]

Την ίδια μέρα, από ελληνικές εφημερίδες που του στέλνει ο «Κεφτές», δηλαδή ο Νίκος Κοντογούρης από το προξενείο, ο Βάρδας πληροφορείται πως είναι πιθανόν να αντικατασταθεί ο Μεγάλος Βεζίρης. Την είδηση, την σχολιάζει ως εξής: «Ας φροντίσει το (ελληνικό) Έθνος να δίνει στο νέο (Βεζίρη) μηνιαίως μεγάλο ποσό, γιατί όσα και να δώσει, θα έχουμε όφελος περισσότερο, από ό,τι δαπανούμε στους εδώ μικρούς (αξιωματούχους)».[1319]

Για τους φυλακισμένους άνδρες από το Μπουφ, που βρίσκονται στις φυλακές της Φλώρινας, ο «Μώρος» (: Βασίλης Μπάλκος), του γράφει, σε επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου, που λαμβάνει στις 14, πως βρέθηκε ένας πληρωμένος δολοφόνος, για να τους δηλητηριάσει. Πρόκειται για έναν δεκανέα της χωροφυλακής, που περιμένει από την ελληνική οργάνωση να του στείλει το «δραστικό δηλητήριο».[1320]

Εκείνη την ημέρα, με αφορμή τη συμπεριφορά, σε ένα σπίτι στο χωριό Σβέτα Πέτκα, του αντάρτη Ηλία Αρβανιτάκη (που τον χαρακτηρίζει «κάθαρμα»), κάνει ένα γενικό σχόλιο, για τους άντρες που έχουν μαζέψει οι Νταλίπης, Σίμος και άλλοι οπλαρχηγοί: «Μη έχοντας δικούς τους άνδρες, μαζεύουν όλους τους πρόστυχους, με τους οποίους δεν έχουν κανένα δεσμό και επομένως δεν υπάρχει καμία πειθαρχία».[1321]

Ο Βάρδας γράφει στην Ελληνική Επιτροπή Μοναστηρίου, στις 15 Δεκεμβρίου, πως θεωρεί απόλυτα σωστό, τον οικονομικό πόλεμο που ξεκίνησε στα Μπίτολα, εναντίον των εμπόρων που δεν είναι «δικοί μας». Πιστεύει, πως «πρέπει να εξαναγκάσουνε τους χωρικούς, με τιμωρίες και απειλές, να μην πλησιάζουν παρά μόνο τα δικά μας καταστήματα». Ομολογεί όμως, ότι οι προσκείμενοι στην ελληνική οργάνωση έμποροι, εκμεταλλευόμενοι αυτή την απαγόρευση και το φόβο των χωρικών να την παρακούσουν, καθώς θα «τιμωρηθούν από τα ελληνικά σώματα», πουλάνε τα προϊόντα τους 25-30% ακριβότερα. Και έτσι δυστυχώς, χάνεται «το ηθικό μέρος» αυτού του αγώνα.[1322]

Με αφορμή τις χρηματικές απαιτήσεις του δεσπότη της Φλώρινας, στις 20 Δεκεμβρίου 1906 ο Τσόντος ξεσπά κατά του πατριαρχικού ανώτερου κλήρου και γράφει αγανακτησμένος: «Αχρείοι καλόγεροι, μεγάλοι και μικροί, πόσοι (από σας) θέλουν ξεπάστρεμα».[1323]

Ο Νίκος Κοντογούρης (Κεφτές) γράφει στο Βάρδα, στις 23 Δεκεμβρίου, ευτυχισμένος πλέον που μπορεί να ικανοποιήσει τις χρηματικές απαιτήσεις των εκατοντάδων μισθοφόρων της ελληνικής οργάνωσης, καθώς έχει προηγηθεί μια καθυστέρηση στη μισθοδοσία τους και υπάρχουν ασφυκτικές διαμαρτυρίες και πιέσεις, από την πλευρά τους. Το προξενείο Μοναστηρίου έχει, επιτέλους, λάβει τα χρήματα από την Αθήνα και τα χρωστούμενα θα δοθούν άμεσα.

«Τα ψέματα ευτυχώς τέλειωσαν και έχουμε στα χέρια μας 6.500 λίρες», σημειώνει ο Κοντογούρης. Και συνεχίζει: «Από την προσεχή Τετάρτη θα αρχίσει η εξαέρωση αυτών!»[1324]

Την επόμενη ημέρα των Χριστουγέννων, ο Βάρδας γλεντάει σε ένα σπίτι στο μακεδονικό χωριό Ντράγκος. Αργότερα γράφει πως ήταν «κατενθουσιασμένος», έπινε δε και ευχόταν στους οικοδεσπότες «μακεδονιστί», με τις λίγες λέξεις που είχε μάθει.[1325]

 

 

Ιανουάριος-Μάρτιος 1907

 

Το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 1907, το σώμα του καπετάν Νικηφόρου, σκοτώνει κοντά στο χωριό Λιτόβοϊ [Литовој / Λεπτοκαρυά][1326] των Γιαννιτσών, στο δρόμο προς το Πέτροβο, δυο Μακεδόνες.[1327]

Τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου, βρίσκεται σκοτωμένος, κοντά στη Γευγελή, ένας ρουμανιστής τσέλιγκας.[1328] Στο μακεδονικό χωριό Ντρένοβο ή Ντράνοβα των Σερρών, «άγνωστοι σκοτώνουν δυο επικίνδυνους κομιτατζήδες».[1329] Κοντά δε στο Κουσίνοβο των Γιανιτσών, βρίσκεται σκοτωμένος ένας ρουμανιστής Βλάχος.[1330]

Οι οπλαρχηγοί Σίμος Στόγιαν και Παύλος Ρακοβίτης παίρνουν εντολή από τον Βάρδα, στις 11 Ιανουαρίου, για εισβολή στο μακεδονικό χωριό Κλαντόρομπι της Φλώρινας.[1331] Ο Σίμος Στόγιαν εκτελεί την εντολή. Στις 5 Φεβρουαρίου μπαίνει με την ομάδα του στο χωριό, σκοτώνει την εξαμελή οικογένεια του χωρικού Σπάσι και τέσσερις άλλους κατοίκους. Μεταξύ των νεκρών υπάρχουν δύο γυναίκες και ένα παιδί. Οι Έλληνες πλιατσικολογούν και στη συνέχεια τσακώνονται για τα λάφυρα.[1332]

Μια «ελληνική συμμορία»[1333] εισβάλει, στις 12 Ιανουαρίου 1907, στο χωριό Γκράτσεν ή Γκράτσανι [Грачен или Грачани / Αγιοχώρι][1334] του καζά Ζίχνας. Καίει τα σπίτια των χωρικών Βούλτσου και Μπουρνουσούζη. Στη συνέχεια επιτίθεται στο σπίτι του Μποτζιά. Η επίθεση διακόπτεται μόλις φθάνει στο χωριό ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Φεύγοντας οι Έλληνες, αφήνουν πίσω τους επτά νεκρούς (μεταξύ των οποίων, τρεις καμένους μέσα στα σπίτια τους) και έναν τραυματία. Δεύτερη ελληνική επίθεση θα δεχτεί το χωριό, περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου.[1335]

Στις 13 Ιανουαρίου δημοσιεύεται η είδηση της δολοφονίας, στα Μπίτολα, του δάσκαλου Γούσκα,[1336] ενός ρουμανιστή Βλάχου[1337] από τη Νιζέπολε του Μοναστηρίου.

Ο οπλαρχηγός Γκόνος σκοτώνει έναν συνεργάτη του Κομιτάτου, στο δάσος κοντά στο χωριό Καριότιτσα των Γιανιτσών.[1338]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 23ης Ιανουαρίου, από τη Θεσσαλονίκη, έξω από το χωριό Γκλίσικι [Глишиќ][1339] του Τίκφες, βρέθηκε το πτώμα του «φοβερού» κομιτατζή Χρήστε.[1340]

Με άλλο τηλεγράφημα, της 24ης Ιανουαρίου 1907, από τις Σέρρες, γίνεται γνωστή η δολοφονία δύο μελών του Κομιτάτου, του Ρούστε στο Πετρίτσι και ενός καρβουνιάρη στη Στρούμιτσα.[1341]

Τον Ιανουάριο του 1907, δολοφονούνται από την ελληνική οργάνωση οι Μακεδόνες Χατζημάρκου και Ριτς.[1342] Ο πρώτος στο κεφαλοχώρι Λίγκοβαν ή Νέγκοβαν του Λαγκαδά και ο δεύτερος στη Στρούμιτσα.

Στις αρχές Φεβρουαρίου, σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, το σώμα του καπετάν Ζάκα επιτέθηκε στο χωριό «Μομπιόνα», κοντά στη Ζαγκορίτσανη. Χωριό «Μομπιόνα» δεν υπάρχει. Κοντά στη Ζαγκορίτσανη, με παραπλήσια ονόματα, βρίσκονται τα μακεδονικά χωριά Μπόμποκι [Бомбоки / Σταυροπόταμος][1343] και Μπόμπιστα. Ο Ζάκας λοιπόν, επιτέθηκε σε ένα από τα δύο αυτά χωριά. Οι συλληφθέντες «κομιτατζήδες» σε αυτή την επιχείρηση, σύμφωνα με τον ανταποκριτή, τουφεκίστηκαν.[1344]

Ένας εξαρχικός χωρικός δολοφονείται, «από άγνωστους», στις 4 Φεβρουαρίου, κοντά στο χωριό Τερστένιτσα [Трстеница / Κρυοπηγή][1345] της Ζίχνας.[1346]

Την επομένη, το σώμα του καπετάν Ντίνου, σκοτώνει τέσσερις εξαρχικούς και καίει τη βάρκα τους, στη λίμνη των Γιανιτσών.[1347]

Στις 5 Φεβρουαρίου 1907 ο Βάρδας μαθαίνει, από το δάσκαλο του χωριού Λάχτσι, πως η ελληνική οργάνωση πραγματοποίησε μερικούς φόνους, μεταξύ δε των άλλων και «ενός από τον Απόσκεπο».[1348]

Στις αρχές Φεβρουαρίου, δολοφονούνται σε διαφορετικά μέρη του καζά Σερρών, τρία άτομα που θεωρούνται μέλη του Κομιτάτου. Το ένα από αυτά, βρέθηκε έξω από την πόλη τω Σερρών δεμένο σε ένα στύλο.[1349]

Ο έλληνας υποπρόξενος Θεσσαλονίκης Φίλιππος Κοντογούρης, με έγγραφό του ενημερώνει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ότι το σώμα του ανθυπασπιστή Μιχάλη Αναγνωστάκου (καπετάν Ματαπά), σκότωσε στο καζά Κατερίνης πέντε μακεδόνες καρβουνιάρηδες που δούλευαν κοντά στο χωριό Βουδαγιά της Κατερίνης (στο δάσος Ράδα)[1350] και άλλους έξι κοντά στη μονή Πέτρας. Και οι έντεκα σκοτωμένοι κατάγονταν από το μακεδονικό χωριό Τσάπαρι του καζά Μοναστηρίου.[1351] Ο Dakin[1352] γράφει πως η πράξη αυτή, που ξεσήκωσε την κατακραυγή του ευρωπαϊκού τύπου κατά των Ελλήνων, έγινε στις 13 Φεβρουαρίου, οι δε νεκροί καρβουνιάρηδες ήταν συνολικά δεκαπέντε.[1353]

Το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου 1907, το εικοσιπενταμελές σώμα του ανθυποπλοίαρχου Γιάννη Δεμέστιχα (καπετάν Νικηφόρου), μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Μπόζετς των Γιανιτσών.[1354] Στόχος των Ελλήνων είναι το σπίτι του εξαρχικού προύχοντα Κώστα Δεληθανάση, το οποίο και καίνε. Κατά την επίθεση, οι Έλληνες σκοτώνουν[1355] το γιο του Δεληθανάση (τον Νίκο) και έναν εγγονό του. Τραυματίζουν επίσης τον άλλο γιο του (τον Θανάση) και τη γυναίκα του προύχοντα.[1356]

Στα μέσα Φεβρουαρίου 1907, «άγνωστοι οπλοφόροι» καίνε το μύλο του εξαρχικού Μακεδόνα Βάγκελ Σάικα, που βρίσκεται στο τούρκικο χωριό Ράχοβο [Рахово / Μεσορράχη][1357] της Ζίχνας. Ο μυλωνάς καίγεται ζωντανός. Η φωτιά μεταδίδεται στο διπλανό σπίτι, όπου ζει μια μουσουλμανική οικογένεια. Το σπίτι καίγεται, μαζί με τη Σουκριέ Χανούμ και τον ανήλικο γιο της Αλή, που βρίσκονται μέσα σε αυτό.[1358]

Εκείνες τις μέρες, στα περίχωρα των Γιαννιτσών, ένα ελληνικό σώμα πηγαίνει στο σπίτι του Μακεδόνα Κόστις. Πυρπολεί το σπίτι και ανοίγει πυρ κατά όσων βρίσκονται σε αυτό. Σκοτώνει τρία άτομα και τραυματίζει άλλα τρία.[1359]

Ένας ρουμανιστής Βλάχος, ονόματι Γιώργος, σκοτώνεται από ελληνική ομάδα,[1360] εκείνες τις μέρες, κοντά στο τσιφλίκι Τούζλα [Тузла][1361] του Πραβίου. Ο ελληνικός τύπος παρουσιάζει την πράξη ως φόνο «διαπραχθέντα υπό αγνώστων».[1362]

Την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1907, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί το ρουμανιστή Βλάχο George Kehaia, από τη Ζίχνα.[1363]

Το Φεβρουάριο του 1907, το ελληνικό σώμα του καπετάν Τάκη, που δρα στη περιοχή του όρους Περιστέρι ή Πέλιστερ [Пелистер], σκοτώνει δυο ρουμανιστές, κοντά στο βλαχοχώρι Μαλόβιστε του Μοναστηρίου.[1364]

Το μακεδονικό χωριό Μπατς [Бач][1365] της Φλώρινας, προσβάλλεται από το σώμα του ανθυπίλαρχου Βασίλη Παπά (Βρόντα), στις αρχές Μαρτίου 1907. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που φτάνουν στο Βάρδα, η επίθεση έγινε νύχτα. Κάηκαν τέσσερα σπίτια, σκοτώθηκαν[1366] τέσσερις άντρες και η οικογένεια του εξαρχικού παπά (σκοτώθηκαν και μικρά παιδιά).[1367] Οι Έλληνες έφυγαν μόλις έφτασε ο στρατός.[1368] Μετά την επίθεση, οι τρομοκρατημένοι κάτοικοί του ζήτησαν να εγκατασταθεί στο χωριό στρατιωτική φρουρά. Η οθωμανική διοίκηση απέρριψε το αίτημα τους. Έτσι αυτοί αναγκάστηκαν να δηλώσουν εγγράφως την επιστροφή τους στο πατριαρχείο.[1369]

Στο μακεδονικό χωριό Κούλα των Σερρών, σκοτώνονται «από άγνωστους» τρεις εξαρχικοί χωρικοί, την Τρίτη 6η Μαρτίου 1907.[1370]

Την Κυριακή 11η Μαρτίου, μέσα στην πόλη της Δράμας, πυροβολείται «από άγνωστους» ο καπνέμπορος Χατζή Γκεορκίεφ, που θεωρείται από την ελληνική οργάνωση «αρχικομιτατζής». Το θύμα και ο καβάσης του τραυματίζονται σοβαρά.[1371]

Ελληνική εισβολή δέχεται το μακεδονικό χωριό Γκόρνο Κουφάλοβο [Горно Куфалово / Άνω Κουφάλια][1372] της Θεσσαλονίκης, το βράδυ της 12ης Μαρτίου, από ένα σώμα δύναμης πενήντα ανδρών. Το χωριό έχει χαρακτηριστεί «φωλιά εχιδνών».[1373] Κατά την επίθεση, της οποίας ηγείται ο καπετάν Νικηφόρος, χρησιμοποιούνται βόμβες και δυναμίτης. Οι άνδρες του σώματος βάζουν φωτιά σε οκτώ σπίτια και σε στάβλους με ζώα. Σκοτώνονται πέντε κάτοικοι. Άλλοι τέσσερις ή πέντε χωρικοί, που συλλαμβάνονται και απάγονται, θα εκτελεστούν αργότερα.[1374]

Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 16 Μαρτίου, ένα ελληνικό σώμα προσβάλει το μακεδονικό χωριό Μπλάτσα της Καστοριάς.[1375]

Την ίδια μέρα, ένα τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, αναφέρει πως το ελληνικό σώμα του καπετάν Λάζου, ντυμένο με τουρκικές στολές, σκότωσε επτά χωρικούς από το Σούμπουτσκο των Βοδενών.[1376]

Την Τετάρτη 28 Μαρτίου 1907, δολοφονείται στα Μπίτολα, από άνθρωπο του ελληνικού εκτελεστικού, ο Βλάχος Vangheli Nicoleanu από την Μπελκαμένη.[1377]

Την ίδια μέρα, κοντά στο χωριό Αντζίστα [Анџиста / Αγγίστα][1378] της Ζίχνας, βρίσκεται δολοφονημένος ο χωρικός Γκότσης, τον οποίο οι Έλληνες χαρακτηρίζουν «τυφλό όργανο του Κομιτάτου».[1379]

Στις 30 Μαρτίου, δολοφονούνται δυο αδελφοί Μακεδόνες. Ο ένας, ο πλινθοποιός Παναγιώτης Αναστάς, μαχαιρώνεται «από άγνωστους», την ώρα που βρίσκεται στο παζάρι της Καβάλας. Ο αδελφός του δολοφονείται στη Δράμα. Οι έρευνες των αρχών στρέφονται στο ελληνικό προξενείο.[1380]

Στα τέλη Μαρτίου, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Γκάμπρες, στα Κορέστια. Φεύγει, μόλις φτάνει ένα στρατιωτικό απόσπασμα και αφήνει πίσω του δυο νεκρούς χωρικούς.[1381]

Στη Γευγελή, το ίδια διάστημα, η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον πατριαρχικό ιερέα παπα-Γιώργη, γιατί αυτός κήρυττε την «ανεξικακία προς τους εχθρούς».[1382]

Τον μήνα Μάρτιο, σκοτώνονται από την ελληνική οργάνωση, οι αδελφοί Χρήστος και Γκόνος Μάντζαρης,[1383] στο Στογιάκοβο της Γευγελής και πνίγονται, στη λίμνη Όστροβο, τρεις Μακεδόνες (δυο άνδρες και ένα παιδί).[1384]

Τον Μάρτιο του 1907 επίσης, η ομάδα του οπλαρχηγού Ανδρέα Μακούλη σκοτώνει, στην περιοχή της Νιγρίτας, έντεκα μακεδόνες καρβουνιάρηδες από το χωριό Γκόρνο Μπρόντι των Σερρών.[1385]

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Ιανουάριος-Μάρτιος 1907

 

Το πρωί της πρωτοχρονιάς του 1907 ο Γιώργος Τσόντος ξυπνάει σε ένα κατάλυμα στο μακεδονικό χωριό Γκραντέσνιτσα ή Γκραέσνιτσα του Μοναστηρίου.[1386]

Εντυπωσιάζεται με ένα σημαντικό έθιμο του τόπου και το καταγράφει στο ημερολόγιο του:

«Έξω όλα τα παιδιά του χωριού πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, φωνάζοντας “σούροβο”, χρόνια πολλά κλπ. και τους δίνουν μικρά κομάτια χοιρινό κρέας. Ανάβουν στη μέση της αυλής φωτιά από άχυρο και πηδούν όλα από πάνω της, λέγοντας “σούροβο”».[1387]

Τον Βάρδα απασχολεί, τις πρώτες μέρες του χρόνου, η συμπεριφορά του μητροπολίτη της Φλώρινας. Ο μητροπολίτης βρίσκεται σε διάσταση απόψεων με το Βασίλη Μπάλκο ή Μώρο (ένα σημαντικό στέλεχος της ελληνικής οργάνωσης στην πόλη) και ζητάει την απομάκρυνσή του Μπάλκου. Ο έλληνας αρχηγός συμφωνεί με το Νίκο Κοντογούρη (Κεφτέ), που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του δεσπότη «καλογηρικά πείσματα»[1388] και τον ονομάζει «αχρείο καλόγερο».[1389] Το ελληνικό προξενείο κόβει το μηνιαίο επίδομα[1390] του μητροπολίτη, προκειμένου να συνετιστεί. Τότε ο τελευταίος στρέφεται δημόσια εναντίον των ελληνικών σωμάτων.[1391]

Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια επιστολή του Γιάννη Καραβίτη, που παίρνει ο Βάρδας στις 9 Ιανουαρίου. Ο Καραβίτης αναφέρεται στον κρητικό αντάρτη Δημήτρη Κυνηγάκη, μέλος του σώματός του, τον οποίο διώχνει ως βιαστή γυναικών. Γράφει[1392] μάλιστα προς τον Βάρδα: «Αν υπάρχει εκεί κανένα χωριό, στο οποίο το θηλυκό γένος δεν συμμορφώνεται, στείλτε σε αυτό τον Κυνηγάκη και μείνετε ήσυχος».[1393]

Για το θέμα της μισθοδοσίας των ελλήνων καπετανέων, λέει στον Κεφτέ στις 12 Ιανουαρίου, πως πρέπει να σταματήσουν οι έκτακτες αμοιβές των οπλαρχηγών. Εκτός «αν αυτοί εκτελούν κάποια πράξη», σκοτώνουν δηλαδή κανέναν χωρικό. Ο Βάρδας πιστεύει πως ο μισθός των 7 ½ λιρών των οπλαρχηγών είναι αρκετός.[1394]

Στην ίδια επιστολή, ο έλληνας αξιωματικός σημειώνει πως θεωρεί χρήσιμο να τυπωθεί μία στατιστική με τα πατριαρχικά και τα εξαρχικά χωριά της Μακεδονίας (: «τα δικά μας και τα σχισματικά») και να σταλεί σε χιλιάδες αντίτυπα, κυρίως στην Αμερική. Όπως έχει καταλάβει, από συζητήσεις του με ορθόδοξους χωρικούς της περιοχής, που έχουν συγγενείς μετανάστες στις ΗΠΑ, δημιουργούνται παρεξηγήσεις λόγω της γλώσσας. Και εξηγεί: «Χτες μου έλεγαν ότι στο Σικάγο, οι δικοί μας ήθελαν να ρίξουν μέσα σε ένα φούρνο κάποιον, επειδή μιλούσε Μακεδονικά και (γι’ αυτό) τον θεωρούσαν Βούλγαρο».[1395]

Στη μακεδονική γλώσσα[1396] θα επανέλθει ο Βάρδας στις 7 Φεβρουαρίου, μιλώντας για τις γνώσεις του οπλαρχηγού Σίμου, όταν λέει ότι αυτός «γνωρίζει την Αλβανική, τη Μακεδονική και ολίγα γράμματα».[1397] Αλλά και στις 11 Φεβρουαρίου, όταν υπογραμμίζει πως τα νέα κορίτσια πρέπει να πηγαίνουν στα πατριαρχικά σχολεία, για να μάθουν την ελληνική γλώσσα και έτσι αργότερα, όταν θα γίνουν μητέρες, να μιλούν στα παιδιά τους ελληνικά και με αυτό τον τρόπο να προκύψει ο «εξοβελισμός της μακεδονικής» γλώσσας.[1398]

Αναφερόμενος στον θάνατο του Παύλου Κύρου,[1399] ο Βάρδας αποκαλύπτει στις 16 Ιανουαρίου, ότι τον οπλαρχηγό της ελληνικής οργάνωσης (όπως του είπε ο Ανδρίκος από το Ζέλοβο) δεν τον σκότωσαν ούτε κομίτες, ούτε ο στρατός, αλλά χωρικοί από την Όστιμα, γιατί «δεν είχαν γλυτωμό οι γυναίκες τους από τον Κύρου».[1400]

Τις επόμενες μέρες τον απασχολεί κυρίως η σύνταξη εγκυκλίου κατά του Καλαποθάκη και του Κομιτάτου στην Αθήνα. Συζητά και αλληλογραφεί, σχετικά με αυτό, με ανθρώπους του ελληνικού προξενείου στα Μπίτολα και τελικά συντάσσουν ένα προσχέδιο. Μεταξύ 27 και 29 Ιανουαρίου, ο Κεφτές του στέλνει εξήντα αντίγραφα του τελικού κειμένου, τα οποία ο Βάρδας υπογράφει, σφραγίζει και αποστέλλει στους παραλήπτες. Μεταξύ των παραληπτών υπάρχουν επτά σύλλογοι, δώδεκα εφημερίδες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και οπλαρχηγοί.[1401]

Το έγγραφο, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1907 και υπογραφή «Αρχηγός Γεώργιος Βάρδας», θεωρεί το Κομιτάτο του Καλαποθάκη «ολέθριο» και υπεύθυνο για «την παραλυσία, τη συναλλαγή και την αναρχία» που επικρατεί στη Μακεδονία. Πιστεύει πως «όλες οι ελπίδες και οι πεποιθήσεις θα συντριβούν τάχιστα και μέγιστος όλεθρος θα ακολουθήσει για τη ζωή, την τιμή και τα δίκαια του Γένους των Ελλήνων, αν εξακολουθήσει να λειτουργεί το γνωστό Μακεδονικό Κομιτάτο στην Αθήνα».[1402]

Η διαμάχη Γιώργου Τσόντου (Βάρδα) και Δημήτρη Καλαποθάκη, για την διεύθυνση της ελληνικής επίθεσης στη Μακεδονία, γίνεται έτσι γνωστή σε όλους.

Το κείμενο με την υπογραφή του Βάρδα θα δει το φως της δημοσιότητας στις 9 Φεβρουαρίου. Ταυτόχρονα δημοσιεύεται και μια επιστολή του Θύμιου Καούδη, με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου, με την οποία κατηγορείται ο Καλαποθάκης, πως καταχράστηκε αρκετές χιλιάδες δραχμές, που είχαν δοθεί από τρίτο άτομο, για οικονομική ενίσχυση του Καούδη. Και επίσης ότι ο Καλαποθάκης είχε παρακρατήσει για δημοσιογραφική εκμετάλλευση το ημερολόγιο του κρητικού οπλαρχηγού.[1403]

Ο Καλαποθάκης απαντά στο «Εμπρός» της ίδιας ημέρας. Κατηγορεί το Βάρδα για αχαριστία. Λέει πως το Κομιτάτο όπλισε τους 64 άνδρες του σώματός του με όλα τα απαραίτητα και με σύγχρονα όπλα μάνλιχερ, χρηματοδοτεί δε όλα τα έξοδά του. Επιπλέον τον χαρακτηρίζει υποκριτή, καθώς όταν βρισκόταν στην Αθήνα ξημεροβραδιαζόταν στα γραφεία του Κομιτάτου, εκεί που υποτίθεται ότι «τελούνται ανεκδιήγητα όργια». Το τελευταίο δε βράδυ πριν φύγει για τη Μακεδονία, δείπνησε μαζί με δεκαπέντε μέλη του Κομιτάτου. Αμφισβητεί τέλος τις ηγετικές ικανότητές του Τσόντου, επικαλούμενος ονομαστικά και τη γνώμη των Βέργα, Ρέμπελου, Μάλλιου, Φούφα, Ζήρια, Ζάκα και Ρόζα.

Σε διπλανή στήλη της εφημερίδας, ο Καλαποθάκης απαντά και στον Καούδη. Ισχυρίζεται ότι δεν διαχειρίζεται αυτός τα οικονομικά του Κομιτάτου, όσον αφορά δε τα φύλλα του ημερολόγιου, λέει πως αυτά έχουν επιστραφεί στον οπλαρχηγό. Ειρωνεύεται μάλιστα τον Καούδη, για την προφορική δήλωσή του, πως «του έχουν προσφέρει οκτώ χιλιάδες δραχμές για τη δημοσίευση του ημερολογίου», λέγοντας ότι ακόμα και τα χειρόγραφα του Μεγάλου Ναπολέοντος έχουν μικρότερη αξία.

Τέλος δε, μετά τις απαντήσεις προς τους Βάρδα και Καούδη, ο Καλαποθάκης κοινοποιεί την, για λόγους ευθιξίας, παραίτησή του από την προεδρία του Κομιτάτου.[1404]

Τις επόμενες μέρες ο ελληνικός τύπος διχάζεται, παίρνοντας το μέρος του ενός ή του άλλου.[1405] Ορισμένοι μάλιστα συνιστούν ψυχραιμία και ουδετερότητα, προκειμένου να μην ζημιωθεί ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία.[1406]

Ο Βάρδας θα μάθει την απάντηση του Καλαποθάκη στις 16 Φεβρουαρίου και ζητάει από τον Κεφτέ να διαψεύσει (ως γνώστης των πραγμάτων) τα γραφόμενα στο «Εμπρός». Γράφει, απολογούμενος, πως τα «όργια του Κομιτάτου» τα έβλεπε από την αρχή, αλλά ήλπιζε πως θα τα σταματήσουν οι αρμόδιοι (: η κυβέρνηση). Το Κομιτάτο του έδωσε μόνο τρία επαναληπτικά όπλα. Τα υπόλοιπα τριάντα τα πήρε από ιδιώτες. Σχετικά δε με το δείπνο στα Πατήσια, το τελευταίο βράδυ πριν φύγει για τη Μακεδονία, στο σπίτι του «Σάτυρου» Καλαποθάκη, του ανθρώπου που «που διευθύνει τα πάντα σαν τον Κομφούκιο», αναγκάστηκε να παραβρεθεί: τον είχε επισκεφτεί για υπηρεσιακούς λόγους, με τη συζήτηση βράδιασε και έτσι έφαγε μαζί τους.[1407]

Στις 26 Φεβρουαρίου ο Βάρδας παίρνει γράμμα από τον Καούδη. Μεταξύ άλλων, ο τελευταίος του γράφει: «Έγινε μεγάλο ζήτημα στην αθηναϊκή κοινωνία και τον τύπο (με την επιστολή σου). Στις αρχές φοβήθηκαν, επειδή και εγώ δεν παρέλειψα να τους καταγγείλω ως καταχραστές για 56 χιλιάδες δραχμές, τις οποίες δικαιολογούν στις αποδείξεις τους ότι μου έδωσαν από το Μάιο και εξής, για την εδώ διαμονή μου. Φοβήθηκαν όπως σου γράφω στην αρχή, αλλά όπως γνωρίζεις είναι ευφυείς και έχουν τον Τύπο και το χρήμα και έτσι κατόρθωσαν, ο μεν Καλαποθάκης δήθεν να αποσυρθεί και όπως μέχρι σήμερα πληροφορούμε θετικά να αναλάβει την προεδρία ο Κωνσταντίνος Μάνος».[1408]

Στις 4 Μαρτίου ο Βάρδας περιγράφει μια σκηνή από τη ζωή του σώματος. Στο κατάλυμα όπου βρίσκονται το βράδυ, οι άντρες χορεύουν, ενώ παίζει γκάιντα ένας χωρικός. Ο καπετάν Παύλος Ρακοβίτης έρχεται αργότερα μεθυσμένος και αρχίζει να ενοχλεί τους άλλους. Ο Βολάνης και ο Καραβίτης χορεύουν. Ο Ρακοβίτης νομίζει λαθεμένα πως κάποιος του έκλεψε δυο σταυρουδάκια (που είχε στο στήθος) κι αρχίζει να βρίζει. Ο Καραβίτης θυμώνει και του λέει πως οι Κρητικοί δεν είναι σαν τους αντάρτες Μιχάλη Μωραΐτη και Θόδωρο Νιζοπολίτη, για να τους εξευτελίζει. Ο Νίκος Σαβιόλης γρονθοκοπεί το Ρακοβίτη. Οι άλλοι συγκρατούνε τον Καραβίτη, να μην τραβήξει όπλο. Αργότερα ο Ρακοβίτης[1409] απειλεί πως θα σκοτώσει τον Σαβιόλη, που τον χτύπησε, ενώ είναι κατώτερός του. Αν τον έδερνε ο Καραβίτης δεν θα πείραζε, γιατί είναι κι αυτός καπετάνιος.[1410]

Στις 16 Μαρτίου ο Βάρδας χαρακτηρίζει την ελληνική οργάνωση της Καστοριάς (5ο Κέντρο ή Κ5), ως «καταβόθρα». Ζητούν συνέχεια λεφτά χωρίς να προσφέρουν τίποτα.[1411]

Στις 23 Μαρτίου παίρνει επιστολή του καπετάν Πρώιμου, με την οποία αυτός του ζητά να μεσολαβήσει στο προξενείο Μοναστηρίου, ώστε να αυξηθεί ο μισθός έξι ανδρών του, από 3 σε 3 ½ λίρες, έτσι ώστε να παραμείνουν στην ομάδα του μέχρι το καλοκαίρι. Ο Βάρδας σχολιάζει το αίτημα γράφοντας: «Όλα αυτά είναι συνηθισμένα. Μπορούν να πάρουν αυτό το μισθό και να φύγουν αύριο. Σε ποιον θα λογοδοτήσουν».[1412]

 

 

Απρίλιος-Ιούνιος 1907

 

Το βράδυ της Τετάρτης 4 Απριλίου 1907, η ομάδα του Παύλου Ρακοβίτη, μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Χριστόφορος του Μοναστηρίου και σκοτώνει δυο χωρικούς. Η ομάδα φεύγει, μόλις φτάνει στρατιωτική δύναμη από την πόλη Μπίτολα.[1413]

Την ίδια μέρα γίνεται γνωστός και ο φόνος ενός Μακεδόνα, που εργαζόταν στο χωριό Κονταριώτισσα της Κατερίνης. Πρόκειται μάλλον για ένα μυλωνά, ονόματι Ίγκλι, που σκοτώθηκε από το σώμα του καπετάν Ματαπά.[1414]

Τα ενωμένα σώματα των Γιώργου Τσόντου (Βάρδα), Σίμου Στογιάν, Παύλου Ρακοβίτη, Γιώργου Πρώιμου και Πέτρου Χρήστου (Διδασκάλου) μπαίνουν, στις 7 Απριλίου 1907, στο μακεδονικό χωριό Μπαρέσανι του Μοναστηρίου. Οδηγός των Ελλήνων είναι ο πατριαρχικός παπα-Ηλίας από τη Βελούσινα (ο οποίος συμμετείχε και στην επίθεση στο χωριό Οπτίτσαρι), μεταμφιεσμένος και «αρματωμένος με δυο μαχαίρια, και το όπλο του». Στο χωριό υπάρχει μικρή οθωμανική στρατιωτική δύναμη επτά ανδρών, ο επικεφαλής της οποίας βρισκόταν τις προηγούμενες μέρες σε διαπραγμάτευση με τον Βάρδα, για τη μη προβολή αντίστασης κατά την επίθεση, έναντι πενήντα λιρών. Σύμφωνα με τον Βάρδα, «σε όλες τις υποδειχθείσες οικίες, ετέθη πυρ, αλλά και από παντού πυροβολούσαν και οι δικοί μας ανταπάντησαν και χάλασαν τον κόσμον κυριολεκτικά. Σε αυτό πρωτοστατούν πάντοτε αυτοί που φυγομαχούν και κρύβονται, δήθεν ότι κάτι κάνουν. Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τρεις φορές. Ύστερα ο καπετάν Παύλος τους φώναξε στα αλβανικά, ότι δεν έχουμε με αυτούς τίποτε και σταμάτησαν». Ο απολογισμός της επίθεσης είναι έξι καμένα σπίτια και άγνωστος αριθμός κατοίκων, που κάηκε μέσα στα σπίτια του. Δυο μέρες αργότερα, το ελληνικό προξενείο με επιστολή του, συγχαίρει «τους οπλαρχηγούς και τους άνδρες για προσβολή της Μπαρεσσάνης» και τη «γενναιότητα» που επέδειξαν.[1415]

Το μικρό χωριό Μέλνιτσα [Мелница],[1416] προσβάλλεται από ελληνικό σώμα, σύμφωνα με τηλεγράφημα της 13ης Απριλίου 1907. Οι Έλληνες καίνε πέντε σπίτια και σκοτώνουν ένα άτομο.[1417]

Στις 9 Απριλίου 1907, δολοφονείται, με μια σφαίρα στο μέτωπο, ο Πάρι Τζιόρτζιοφ, ένας μακεδόνας κρεοπώλης από το Πρίλεπ, που είχε εγκατασταθεί στην πόλη των Σερρών. Οι αρχές θεωρούν το θύμα ως συνεργάτη του Κομιτάτου και την πράξη σαν έργο της ελληνικής οργάνωσης. Τελικά συλλαμβάνεται για το φόνο και καταδικάζεται σε θάνατο ο Νάκος Δημητρίου, από τις Σέρρες.[1418]

Στις 11 Απριλίου 1907, ο οπλαρχηγός Παύλος Ρακοβίτης φέρνει στον Βάρδα δυο αιχμαλώτους χωρικούς από το Ντέμπενι, έναν άντρα και μια γυναίκα που έχει συλλάβει στον δρόμο. Ο Βάρδας διατάζει την εκτέλεσή τους, καθώς θεωρεί το χωριό «φανατικό σχισματικό».[1419]

Ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του, στις 13 Απριλίου 1907, ότι ενημερώθηκε για τον φόνο οκτώ εξαρχικών στο Ζέλενιτς, από ένα ελληνικό σώμα. Υποθέτει πως πρόκειται για τον Φούφα και τους άνδρες του.[1420]

Στις 17 Απριλίου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, στις δέκα το πρωί, μπροστά από το αυστριακό ταχυδρομείο, ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης πυροβολεί με καραμπίνα και τραυματίζει σοβαρά στην πλάτη, το Μακεδόνα Σταύρου (ή Σταυράκη) από τη Νεοχωρούδα, γνωστό για τις σχέσεις του με το Κομιτάτο. Ο Σταύρου θα δεχτεί επίθεση ελληνικού σώματος, δυο μήνες αργότερα, ενώ βρίσκεται στο σπίτι του στη Νεοχωρούδα. Κατά την επίθεση αυτή ο Σταύρου θα σωθεί πάλι, άλλα θα σκοτωθούν δυο δικοί του άνθρωποι και θα καεί το σπίτι του.[1421]

Την ίδια μέρα, στις 17 Απριλίου 1905, ένα ελληνικό σώμα επιτίθεται σε μια ομάδα σαράντα μακεδόνων χωρικών, που επιστρέφουν στο χωριό τους Ντρένοβο ή Ντράνοβα, από το παζάρι των Σερρών. Κατά την επίθεση σκοτώνονται έξι χωρικοί.[1422]

Σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, της 17ης Απριλίου, ο «σχισματικός ιερέας Κίσλαν» βρέθηκε νεκρός, έξω από το χωριό Ράμνα [Рамна / Ομαλό][1423] του Ντεμίρ Χισάρ.

Τη Μεγάλη Βδομάδα, το σώμα του καπετάν Πρώιμου, πάει στο μικρό χωριό Κότσιστα [Кочишта][1424] του Μοναστηρίου. Καίει δυο σπίτια και ένα στάβλο με πρόβατα. Δυο χωρικοί σκοτώνονται από πυρά. Επίσης ένας άνδρας και μία γυναίκα καίγονται μέσα στο σπίτι τους.[1425]

Τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, στις 16 Απριλίου 1907, το σώμα του καπετάν Φούφα καίει επτά σπίτια και σκοτώνει δυο γυναίκες στο χωριό Έμπορε των Καϊλαρίων. Σε ένα σπίτι καίγεται και ο εξαρχικός αρχιμανδρίτης.[1426]

Στις 20 Απριλίου 1907, «άγνωστοι» σκοτώνουν τον Βασίλη «Χατζημορέα», «γνωστό παράγοντα του Κομιτάτου» από τη Ζαγκορίτσανη, ενώ επιστρέφει στο χωριό του, από την Καστοριά. Επίσης σκοτώνουν έναν «σχισματικό» βοσκό από τη Ζαγκορίτσανη, που βόσκει το κοπάδι του κοντά στη Χόλιστα. Από τον τελευταίο κλέβουν και τα είκοσι πρόβατά του.[1427]

Τηλεγράφημα από τη Βιέννη, της 21ης Απριλίου 1907, αναφέρει πως σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, ένα ελληνικό σώμα σκότωσε τέσσερις εξαρχικούς στα περίχωρα των Σερρών.[1428] Ίσως πρόκειται για την ίδια πράξη, που αναφέρει ο πρόξενος Σερρών Σακτούρης στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, το φόνο δηλαδή πέντε εξαρχικών χωρικών, στα μέσα Απριλίου.[1429]

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ένα ελληνικό σώμα έκαψε πολλά σπίτια και τη ρουμάνικη εκκλησία στο χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο των Καϊλαρίων.[1430] Ο Φίλιππος Κοντογούρης, χαρακτηρίζει τα καμένα σπίτια,[1431] σαν «καλύβες ρουμανιζόντων Βλάχων» βοσκών.[1432]

Ανταπόκριση από την Καβάλα, της 22ας Απριλίου, κάνει γνωστό πως στο κεφαλοχώρι Ζίρνοβο [Зрново / Κάτω Νευροκόπι][1433] του Νευροκοπίου, μια οκταμελής ελληνική ομάδα, υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Στρατή, σκότωσε τέσσερις κατοίκους, ως κομιτατζήδες. Οι ομάδα παραδόθηκε στη συνέχεια σε ένα στρατιωτικό απόσπασμα που την καταδίωξε.[1434]

Το βράδυ της 26ης Απριλίου, ο εικοσιδυάχρονος Ρωμιός Βαγγέλης Κωνσταντίνου, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, από το χωριό Κουλακιά της Θεσσαλονίκης, πυροβολεί και σκοτώνει στα Γιανιτσά, στη συνοικία Μπουτσάβα, τον Μακεδόνα Μαντάλτσε και τραυματίζει τον Μακεδόνα Φίρκα, που τον καταδιώκει για να τον πιάσει.[1435]

Την Παρασκευή 27 Απριλίου 1907, ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο χωριό Γενί Κιόι [Ени Ќој / Κριθέα][1436] του Λαγκαδά και εκφοβίζει τους χωρικούς.[1437]

Το βράδυ της 28ης Απριλίου ένα ελληνικό σώμα εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης, καίει δύο σπίτια και απαγάγει τον πρόκριτο Ντίμο Ντίμοφ, τον οποίο εκτελεί αργότερα.[1438]

Το σώμα του Τσόντου (Βάρδα) επιτίθεται στο μακεδονικό χωριό Γκόρνο Κάλενικ [Горно Каленик / Άνω Καλλινίκη][1439] της Φλώρινας στις 29 Απριλίου 1907. Οι Έλληνες σκοτώνουν δύο γυναίκες και πληγώνουν μία. Καίνε τρία σπίτια[1440] και έναν στάβλο με δεκαέξι βόδια.[1441]

Τη νύχτα της 29ης Απριλίου, «εξαφανίζονται» τέσσερις γυναίκες, από το μακεδονικό χωριό Στρέμπενο της Φλώρινας. Πρόκειται για τις Χασάπη, Γκάτσοφ, Φόλια και Γκέρμπανι, οι οποίες θεωρούνταν επικίνδυνες για την ελληνική οργάνωση. Επίσης στο ίδιο χωριό, το σώμα του οπλαρχηγού Μπούλακα, απαγάγει τους χωρικούς Ποσίντεροφ και Μάτζουφα, ως κομιτατζήδες, με σκοπό να τους τιμωρήσει.[1442] Ο Βάρδας σημειώνει, στο ημερολόγιό του, ότι στο Στρέμπενο μπήκε το σώμα του Φούφα. Σκότωσε δυο άντρες και τέσσερις γυναίκες.[1443]

Στις αρχές Μαΐου 1907, το σώμα των οπλαρχηγών Παπαδόπουλου και Γκόνου, συνεννοείται με τον τουρκικό στρατό και οργανώνουν κοινή ελληνοτουρκική στρατιωτική επιχείρηση, στη λίμνη των Γιαννιτσών.[1444] Κατά την ελληνοτουρκική επίθεση, σκοτώνονται δεκατέσσερις «κομιτατζήδες» και αιχμαλωτίζονται τρεις.[1445]

Εκείνες τις μέρες, ο οπλαρχηγός Ανδρέας Μακούλης αποκεφαλίζει με τσεκούρι στη Νιγρίτα [Нигрита][1446] τον Μακεδόνα Μπίσκα.[1447]

Σύμφωνα με ανταπόκριση της 1ης Μαΐου από τη Θεσσαλονίκη, ένα ελληνικό σώμα πήγε στο χωριό Ντόλνο Κότορι [Долно Котори / Υδρούσα][1448] της Φλώρινας και σκότωσε επτά «κομιτατζήδες».[1449]

Άλλη ανταπόκριση, από την ίδια πόλη, λέει πως ελληνικό σώμα έπιασε τον εξαρχικό παπά στην Πεσόσνιτσα της Φλώρινας και του έκοψε τα αυτιά.[1450]

Στις 3 Μαΐου 1907, το σώμα του καπετάν Βρόντα συνέλαβε στη θέση Γκρίτσο Σέλο, στα περίχωρα του μακεδονικού χωριού Σμπόρσκο των Βοδενών, εξήντα χωρικούς και τους απείλησε με θάνατο, προκειμένου να δηλώσουν πίστη στο Ελληνισμό και το Πατριαρχείο. Φεύγοντας πήρε μαζί του έξι ομήρους τους οποίους αργότερα τουφέκισε. Μετά την πράξη αυτή «τρόμος κατέλαβε τα γύρω χωριά».[1451]

Τηλεγράφημα της 4ης Μαΐου, από τον Βόλο, κάνει γνωστή τη δολοφονία ενός κομιτατζή, στην πόλη Μοναστήρι, μέσα στην αγορά (παζάρι).[1452]

Η εξηντάχρονη μητέρα του διευθυντή των ρουμανικών σχολείων Guma Globar, δολοφονείται από Έλληνες στο Μαγκάρεβο, στις 5 Μαΐου. Ο γιος της, είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του Ίλιντεν. Η ίδια δε θεωρείται στέλεχος των ρουμανιστών Βλάχων.[1453]

Στις 5 Μαΐου δολοφονείται στο Μαγκάρεβο, η αρχόντισα Pisa Bongiu και η κόρη της, από το ελληνικό εκτελεστικό, ως ρουμανίζουσες.[1454]

Τηλεγράφημα από το Βερολίνο, της 6ης Μαΐου 1907, κάνει γνωστό το φόνο του εξαρχικού προύχοντα Πέτροφ, στην ελληνική συνοικία της Θεσσαλονίκης.[1455]

Τα σώματα του ανθυπολοχαγού Ζαχαρία Παπαδά (Φούφα) και του ανθυπολοχαγού Γρηγόρη Φαληρέα (Ζάκα), συνολικής δύναμης εξήντα ανδρών, προσβάλουν από κοινού το μακεδονικό μαχαλά του μικτού χωριού Πάλιορ [Палјор / Παλαιοχώρι, Φούφας][1456] των Καϊλαρίων, τη νύχτα της 7ης Μαΐου. Οι Έλληνες καίνε πέντε σπίτια. Βρίσκουν ωστόσο σθεναρή ένοπλη αντίσταση από κατοίκους του χωριού (που τους περιμένουν), ιδιαίτερα στο σπίτι[1457] των αδελφών Κίρι. Ο Φούφας και τρεις αντάρτες σκοτώνονται, έξι άλλοι Έλληνες τραυματίζονται, εκείνο το βράδυ. Σκοτώνονται επίσης έξι Μακεδόνες, κάτοικοι του χωριού.[1458]

Στις 10 Μαΐου,[1459] στο δάσος πάνω από το Νέρεντ της Φλώρινας, το σώμα του οπλαρχηγού Γιάννη Δοξογιάννη πιάνει και σκοτώνει έξι[1460] μακεδόνες αγρότες από το προαναφερόμενο χωριό. Ένας από αυτούς ήταν ηλικίας δεκαέξι χρονών.[1461] Το ίδιο σώμα σκοτώνει επίσης άλλους δυο χωρικούς από το γειτονικό μακεδονικό χωριό Βίσενι.[1462]

Την άλλη μέρα, ο Βάρδας μαθαίνει πως η ομάδα του οπλαρχηγού Γιάννη Δοξογιάννη σκότωσε δύο αποφυλακισμένους χωρικούς από το Μπάπτσορ, που επέστρεφαν στο χωριό τους.[1463]

Ο Νάκης Γιούρος, από το μακεδονικό χωριό Λαμπάνιτσα, δολοφονείται στην πόλη της Καστοριάς, στις 13 Μαΐου 1907.[1464]

 Την ίδια μέρα, στις 13 Μαΐου, το μακεδονικό χωριό Βερνίκι ή Βέρμπνικ [Врбник][1465] στις Πρέσπες, δέχεται επίθεση από την ομάδα του οπλαρχηγού Πέτρου Γκούλιου. Ο Γκούλιος φεύγει αφήνοντας πίσω του τέσσερις νεκρούς χωρικούς και έναν τραυματία.[1466] Λίγες μέρες αργότερα, οι άντρες του Βάρδα φέρνουν στον αρχηγό τους ένα βοσκό από το Βέρμπνικ που θέλει να τον συναντήσει. «Μου λέει λοιπόν», γράφει ο Βάρδας, «ότι συνελήφθη στο βουνό (είναι γελαδάρης), από τον καπετάν Πέτρο Γκούλιο, ο οποίος εκτός από αυτόν συνέλαβε και τέσσερις άλλους, τους οποίους φόνευσε … εκ των πληροφοριών του αντιλαμβάνομαι ότι λέει αλήθεια».[1467]

Το μακεδονικό χωριό Βάρντινο [Вардино][1468] του Μοναστηρίου, δέχεται επίθεση από την ελληνική ομάδα του οπλαρχηγού Δήμκου, στις 14 Μαΐου. Έξι χωρικοί σκοτώνονται και δυο σπίτια καίγονται.[1469]

Τηλεγράφημα της 14ης Μαΐου από τη Θεσσαλονίκη, κάνει γνωστή την επίθεση ελληνικού σώματος στο χωριό Πρεκοπάνα της Φλώρινας. Αφού «τιμώρησε» μερικούς κατοίκους του, που θεωρούνται «άσπονδοι κομιτατζήδες» και «ενέσπειρε τον τρόμο», το σώμα αναχώρησε.[1470]

Στις 14 Μαΐου 1907, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, κοντά στο ξενοδοχείο Grand Hotel, μέλος του ελληνικού εκτελεστικού πυροβολεί με γκρα και σκοτώνει τον μακεδόνα καθηγητή Βάντσε Μπάκα[1471] (καταγόμενο από το χωριό Έμπορε των Καϊλαρίων). Ο φόνος πραγματοποιείται την ώρα που το θύμα ανέβαινε στο τραμ.[1472]

Η μικρή ομάδα του ανθυπασπιστή Κώστα Νταή (καπετάν Τσιάρα), στήνει ενέδρα στον δρόμο Δράμας-Καβάλας και σκοτώνει δεκατρείς Μακεδόνες, στις 15 Μαΐου.[1473]

Στα μέσα Μαΐου, μία εξαμελής ελληνική ομάδα, εισβάλει στην εξαρχική εκκλησία στην κωμόπολη Μπαρακλή Τζουμαγιά των Σερρών, την ώρα του εσπερινού. Σκοτώνει δυο ιερείς, τον επίτροπο, τον καντηλανάφτη και έναν καβάση. Σκοτώνει επίσης τον μουχτάρη της εξαρχικής κοινότητας και έναν Μακεδόνα, ονόματι Λάζο, που θεωρείται οδηγός των κομιτατζήδων.[1474]

Στις 17 Μαΐου 1907, ένα ελληνικό σώμα τρομοκρατεί τους αλβανιστές στην Μπελκαμένη.[1475]

Τηλεγράφημα της 18ης Μαΐου, από τη Βιέννη, κάνει γνωστό το θανάσιμο τραυματισμό του ρουμανιστή Βλάχου Γιώργου Παλικάρη και τον ακαριαίο φόνο του καβάση του Χρήστου Στεργίου Μαχαιρά, μέσα στην πόλη της Βέροιας, από δυο μέλη[1476] της ελληνικής οργάνωσης.

Την ίδια μέρα, δολοφονείται στη Βέροια και ο Βλάχος Χρήστος Γκιόσε.[1477]

Άλλο τηλεγράφημα, της ίδιας μέρας και από την ίδια πόλη, ανακοινώνει το φόνο οκτώ χωρικών του χωριού Έμπορε, από ένα ελληνικό σώμα.[1478]

Επίσης, στις 18 Μαΐου, έρχεται από τη Θεσσαλονίκη η είδηση της δολοφονίας του Μακεδόνα Χατζή Τάνου (ή Χατζή Γκόνου Γκίλη), έξω από την πόλη Γκούμεντζα.[1479]

Το σώμα του Ζάκα επιτίθεται το βράδυ της 18ης Μαΐου στο μακεδονικό χωριό Σταρίτσανη της Καστοριάς.[1480] Καίει τρία σπίτια και μερικούς αχυρώνες. Η επίθεση διακόπτεται μόλις εμφανίζεται ένα στρατιωτικό απόσπασμα.[1481]

Την επομένη, στις 19 Μαΐου, ο οπλαρχηγός Δεληγιαννάκης μπαίνει στο μακεδονικό χωριό Λουβράδες ή Ολόβραντε και καίει δέκα σπίτια.[1482]

Λίγες μέρες αργότερα ο Ζάκας καταστρέφει[1483] στην ίδια περιοχή (στα Καστανοχώρια) και τα τελευταία σπίτια που έχουν απομείνει στα μακεδονικά χωριά Οσνίτσανι, Μάνγκιλα ή Μόγκιλα [Мангила или Могила / Άνω Περιβόλι][1484] και Μάρτσιστα [Марчишта / Κάτω Περιβόλι].[1485]

Η προαναφερόμενη επίθεση στη Μόγκιλα, έγινε στις 22 Μαΐου.[1486]

Στις 20 Μαΐου δολοφονείται στο χωριό Κρίβα των Γιανιτσών, ένας Μακεδόνας από το Κουφάλοβο. Κοντά δε στο Γκόρνο Μπρόντι των Σερρών, σκοτώνεται ένας εξαρχικός «από άγνωστους».[1487]

 Ένας πρόκριτος από το μακεδονικό χωριό Γκράντομπορ της Θεσσαλονίκης, γνωστός για τις σχέσεις του με το Κομιτάτο, «εξαφανίζεται» στις 22 Μαΐου 1907.[1488]

Εκείνες τις μέρες[1489] δολοφονείται μια γυναίκα από το μακεδονικό χωριό Ζούζελτσι, στη γέφυρα κοντά στη Χρούπιστα της Καστοριάς. Η ελληνική οργάνωση την θεωρεί αγγελιοφόρο του Κομιτάτου. Στην ίδια περιοχή, έξω από το χωριό Μαύροβο, δολοφονείται ένας μακεδόνας χωρικός από το χωριό Γκόρεντσι [Горенци / Κορησός].[1490]

Τηλεγράφημα της 28ης Μαΐου, κάνει γνωστό τον τραυματισμό δυο μακεδόνων βοσκών και τον φόνο ενός, κοντά στο Ζίρνοβο του Νευροκοπίου, την ώρα που αυτοί έβοσκαν το κοπάδι τους.[1491]

Στα τέλη Μαΐου 1907,[1492] σκοτώνεται στο βουνό Πέλιστερ (Περιστέρι) του Μοναστηρίου, ο ρουμανιστής Βλάχος Γούσιος Γκάκος, από το Μαγκάρεβο. Στον δε καζά των Σερρών, σκοτώνεται ο μακεδόνας μουχτάρης του χωριού Έρνι Κιόι [Ерни Ќој / Ποντισμένο].[1493]

Το Μάιο του 1907, το μακεδονικό χωριό Λάχτσι ή Λάβτσι του Μοναστηρίου, δέχεται τρομοκρατική επίθεση από ένα ελληνικό σώμα.[1494]

Το σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Πρώιμου, την 1η Ιουνίου 1907, εισβάλει στο χωριό Σέρπτσι [Српци].[1495] Σκοτώνει δέκα χωρικούς[1496] και καίει τριάντα σπίτια.[1497]

Το μακεδονικό χωριό Κονόμλαντι της Καστοριάς, τρομοκρατείται από ελληνικό σώμα, στις 3 Ιουνίου 1907.[1498]

Την ίδια μέρα, ο Βάρδας μπαίνει με το σώμα του στο μακεδονικό χωριό Όστιμα στα Κορέστια. Οι Έλληνες σκοτώνουν τον εξαρχικό παπα-Γιώργο και καίνε το σπίτι του. Βάζουν φωτιά σε ένα σπίτι ακόμα. Σκοτώνουν επίσης πέντε προύχοντες και τρεις γυναίκες. Τραυματίζουν τρία άτομα. Πλιατσικολογούν και φεύγουν μετά από μια ώρα. Δέκα μέρες αργότερα, ο Βάρδας παίρνει συγχαρητήρια επιστολή για την επίθεση στο χωριό, από την ελληνική οργάνωση.[1499] Το «Εμπρός» και ο «Ταχυδρόμος» γράφουν για οκτώ καμένα σπίτια, κατά την επίθεση.[1500]

Ανταπόκριση της 10ης Ιουνίου, από τη Θεσσαλονίκη, αναφέρει τους φόνους τεσσάρων εξαρχικών[1501] έξω από το χωριό Στρούπινο [Струпино / Λυκόστομο][1502] των Βοδενών και του ρουμανιστή Βλάχου Τρίγκου, στο χωριό Όσιν της Γευγελής.[1503]

Ανταπόκριση της 18ης Ιουνίου, από τη Θεσσαλονίκη, κάνει γνωστό ότι στο Βοδενά σκοτώθηκαν από ένα ελληνικό σώμα οι αδελφοί Μίτσε. Επίσης πως ένα άλλο σώμα σκότωσε τους Ντίμιτρι Γκέοργκι, Πέτρε Σίνελ, και τη Μαρία Λάζαρ, από το χωριό Μπούτιμ [Бутим / Κριθαράς][1504] του Νευροκοπίου, ενώ επέστρεφαν στα σπίτια τους, από το παζάρι της Δράμας.[1505]

Το μικρό χωριό Τρία Χάνια ή Ουτς Χανλάρ [Учханлал][1506] της Θεσσαλονίκης, δέχεται επίθεση από το ελληνικό σώμα του καπετάν Αποστόλη, στις 21 Ιουνίου 1907. Το σώμα αναχωρεί αφού πρώτα σκοτώνει «τέσσερις κομιτατζήδες».[1507]

Τηλεγράφημα της 22ας Ιουνίου από τη Βιέννη, μεταδίδει το φόνο τριών κατοίκων του μακεδονικού χωριού Βερνίκι ή Βέρμπνικ των Πρεσπών, από ένα ελληνικό σώμα.[1508]

Στις 25 Ιουνίου 1907, βρίσκεται σκοτωμένος ένας ρουμανιστής Βλάχος, «συνεργάτης του Κομιτάτου», κοντά στο Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης, όπου έβοσκε το κοπάδι του.[1509]

Επίσης βρίσκονται σκοτωμένα[1510] τέσσερα «μέλη του Κομιτάτου», στο χωριό Νόσπαλ [Ношпал][1511] του Μοναστηρίου και ένας εξαρχικός χωρικός στο χωριό Κολέσινο [Колешино][1512] στη Στρούμιτσα.

Άλλο τηλεγράφημα, της 28ης Ιουνίου, από την ίδια πόλη, αναφέρει επίθεση ελληνικού σώματος, στο μακεδονικό χωριό Σέρπτσι του Μοναστηρίου. Το σώμα έκαψε είκοσι τέσσερα σπίτια και εννέα αχυρώνες. Σκότωσε επτά χωρικούς και τραυμάτισε τρεις.[1513]

Ο Σάββας Χατζηχαρίσης, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, δολοφονεί το βοεβόδα Τάνε από το Γκορνίτσεβο της Φλώρινας, στις 25 Ιουνίου 1907.[1514]

Ανταπόκριση της 29ης Ιουνίου από τη Θεσσαλονίκη[1515] αναφέρει μια σειρά φόνων που έγιναν από σώματα ή μέλη της ελληνικής οργάνωσης:

Την απόπειρα δολοφονίας και τον τραυματισμό του στο πρόσωπο (από σφαίρα) ενός ρουμανιστή Βλάχου στη Βέροια.

Τη δολοφονία δυο εξαρχικών στο Πετρίτσι.

Το φόνο ενός χωρικού από το μακεδονικό χωριό Κάλαποτ της Ζίχνας, έξω από Πράβι, ενώ αυτός επέστρεφε στο χωριό του.

Το φόνο του Τάσου Κεχαγιά, ενός ρουμανιστή Βλάχου από τα Λιβάδια της Γευγελής, έξω από το χωριό Λέμπετ [Лембет / Σταυρούπολη][1516] της Θεσσαλονίκης.

Τον τραυματισμό τριών «κομιτατζήδων», από σφαίρες, στη Στρούμιτσα.

Ο ρουμανιστής Βλάχος Vasile Iacaki, πυροβολείται στη βρύση κοντά στα Καζαντζίδικα της Θεσσαλονίκης, στις 30 Ιουνίου, το μεσημέρι. Μεταφέρεται στο δημοτικό νοσοκομείο, όπου και πεθαίνει. Ο «άγνωστος» δολοφόνος του, σύμφωνα με την είδηση, κατάγεται από τη Βέροια.[1517]

Την ίδια μέρα δολοφονείται, από την ελληνική οργάνωση, ο ρουμανιστής Βλάχος Iani Bazleiani, από την Κατερίνη.[1518]

Το δεύτερο τρίμηνο του 1907, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δημήτρη Κάκκαβου[1519], σκοτώνονται ακόμα, από ελληνικά σώματα ή μέλη της ελληνικής οργάνωσης, οι εξής:

Στο μακεδονικό χωριό Στογιάκοβο της Γευγελής, πέντε μέλη του Κομιτάτου (οι Τσάφος, Πέτσε, Αρτάκη, Καραγεώργη και Πανόρι).

Στο χωριό Μποΐμιτσα της Γευγελής, ο γιος του εξαρχικού παπά.

Ο γιος του Μακεδόνα Σωτήρη Στόιλε, από το Πέτροβο των Γιανιτσών (τον πνίγουν στον ποταμό Βαρδάρη).

Δυο χωρικοί από το μακεδονικό χωριό Ζάροβο του καζά Λαγκαδά.

Ο Αργύρης, μουχτάρης του μακεδονικού χωριού Σάριτζα ή Σαράτσεβο του καζά Θεσσαλονίκης.

Ο Χρήστος Κακάκης, ένας εξαρχικός από το Νταούτ Μπαλή της Θεσσαλονίκης.

Ο Γιάννης Μπαρμπαγιάννης, από την περιοχή της Κατερίνης (σκοτώνεται από το σώμα του Γκόγκου).

Ο ρουμανιστής Βλάχος Τάσος Κεχαγιάς, κοντά στο χωριό Λέμπετ της Θεσσαλονίκης.

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Απρίλιος-Ιούνιος 1907

 

Ο έλληνας αρχηγός γράφει την 1η Απριλίου, πως η διαχείριση των οικονομικών είναι το πιο δύσκολο ζήτημα. Το γεγονός δε, ότι είναι κατά της σπατάλης, τον έχει κάνει αντιπαθή σε πολλά μέλη της ελληνικής οργάνωσης.[1520]

Σχολιάζοντας στις 3 Απριλίου, επιστολή του οπλαρχηγού Σίμου, με την οποία του λέει πως θα αναχωρήσει για την Ελλάδα, ο Βάρδας σημειώνει: «Τα πάντα τα έχει παρασκευάσει, ώστε να βρεθεί την Άνοιξη στην Αθήνα, όπου έχει μάθει (να είναι) όπως το σκυλί στο κρεοπωλείο, δηλαδή στο Κομιτάτο».

Σε γράμμα που παίρνει από τον Τρύφωνα, διαβάζουμε στις 4 Απριλίου πως στο βλάχικο χωριό Πισοδέρι υπάρχουν οκτώ οικογένειες ρουμανιζόντων. Στην Όστιμα οι περισσότεροι είναι «σχισματικοί». Στην Μπέσφινα και το Ρούνταρι είναι όλοι εχθροί. Στο Γκάμπρες, στην ελληνική οργάνωση είναι μόνο ο αδελφός του Νταλίπη. Η Ρούλια για να «επιστρέψει», πρέπει να τρομοκρατηθεί. Στο Λέσκοβετς πρέπει να ξεριζωθούν κάποια «αγκάθια».[1521]

Οι υπηρέτες στα πατριαρχικά μοναστήρια της Μακεδονίας, παρατηρεί ο Βάρδας στις 8 Απριλίου, είναι «γελοίοι, ανάπηροι, σχεδόν φρενοβλαβείς». Οι περισσότεροι υγιείς άνδρες έχουν μεταναστεύσει στην Αμερική.[1522]

Σε επιστολή που παίρνει στις 10 Απριλίου ο Τσόντος, από τον οπλαρχηγό Πρώιμο, διατυπώνονται τα παράπονα του τελευταίου για τη μειωμένη κατά πέντε λίρες μισθοδοσία του σώματός του. Τον άνθρωπο του προξενείου που έστειλε τα λιγότερα χρήματα, ο Πρώιμος τον χαρακτηρίζει «άτιμο» και «απατεώνα».[1523]

Σε γράμμα του Κεφτέ, που έρχεται στα χέρια του την επομένη, ο Τσόντος μαθαίνει πως παρά την απομάκρυνση του Καλαποθάκη από το Κομιτάτο της Αθήνας, τα περισσότερα μέλη του παραμένουν τα ίδια. Ίδιο παραμένει και το σύστημα εργασίας.[1524]

Την ίδια μέρα του στέλνουν και κατάλογο προγραμμένων σε διάφορα χωριά των Καστανοχωρίων.[1525]

Στις 13 Απριλίου, διαβάζει γράμμα του οπλαρχηγού Δοξογιάννη. Του γράφει πως η κατάσταση στο χωριό Νεγκοβάνη διορθώθηκε. Τώρα ήρθε με τους άνδρες του στη Μπελκαμένη. «Εδώ βρίσκεται όλη η ατιμία του κόσμου. Θα προσπαθήσει να διορθώσει τα πράγματα. Θα ρίξει ξύλο αλύπητο. Θέλουν όμως και μαχαίρι».[1526]

Την επομένη, ο Βάρδας γράφει σε όλα τα χωριά της περιοχής και απαγορεύει στους πατριαρχικούς χωρικούς να μιλάνε στους εξαρχικούς γείτονές τους.[1527]

Αναφερόμενος στον οπλαρχηγό Παύλο Ρακοβίτη, γράφει πως αυτός είναι καλός γνώστης του τόπου, αλλά και των γλωσσών «Μακεδονικής και Αλβανικής».[1528]

Στις 22 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, έρχονται χωρικοί στο κατάλυμά του για να ευχηθούν στον Βάρδα τα χρόνια πολλά. Εκείνος απαγορεύει τις ευχές στη μακεδονική γλώσσα. Οι ευχές πρέπει να λέγονται υποχρεωτικά στα ελληνικά.[1529]

Τριάντα εξαρχικοί χωρικοί από το Ζέλοβο και άλλοι τόσοι από την Μπρέζνιτσα[1530] της Καστοριάς, έχουν πάει στα Μπίτολα για παραπονεθούν στις αρχές για εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Βάρδας σκέφτεται, στις 24 Απριλίου, να στηθεί ενέδρα από έλληνες αντάρτες, κοντά στο χωριό Άρμενσκο. Και όταν θα επιστρέφουν αυτοί στα χωριά τους, να πέσει εναντίον τους «κοφτερός πέλεκυς».[1531]

Ο οπλαρχηγός Πέτρος γράφει στον Βάρδα, στις 27 Απριλίου, πως έχει συλλάβει τρεις χωρικές από τη Βελούσινα που πήγαν στο εξαρχικό χωριό Σβέτα Πέτκα, παρά την απαγόρευση επικοινωνίας που έχει επιβληθεί, μεταξύ «ορθοδόξων και σχισματικών» από την ελληνική οργάνωση. Ρωτάει τον έλληνα αρχηγό, τι πρόστιμο να τους επιβάλει. Ο Πέτρος προτείνει να τις δείρει και να τους κόψει τα μαλιά.[1532]

Ο οπλαρχηγός Παύλος Γύπαρης του στέλνει δυο γράμματα από την Αθήνα, με τα οποία του περιγράφει τις ραδιουργίες του Κομιτάτου στην Αθήνα. Γράφει πως το Κομιτάτο εξαγοράζει την υποστήριξη των καπετανέων. Τα χρήματα δε, τα δίνει προσωπικά ο Τιμολέων Μομφεράτος.[1533]

Στις 2 Μαΐου 1907, διαβάζουμε στο ημερολόγιό του πως ο Βάρδας έχει αποφασίσει, από το επόμενο σχολικό έτος, να επιβάλει πρόστιμο πέντε λιρών στους χωρικούς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικό (πατριαρχικό) σχολείο.[1534]

Από το προξενείο Μοναστηρίου του γράφουν στις 7 Μαΐου, πως τα λεφτά που δίνονται στις οθωμανικές αρχές (στρατιωτικές ή δικαστικές) για απολύσεις ή αθωώσεις συλληφθέντων μελών της ελληνικής οργάνωσης, πρέπει να έχουν εγκριθεί από πριν. Διαφορετικά θα «είχαμε πληρώσει μέχρι τώρα εκατομμύρια».[1535]

Την επομένη σημειώνει πως όλη τη μέρα έγραφε πιστοποιητικά και χρεωστικά σημειώματα, για τους αντάρτες που επιστρέφουν στην Ελλάδα, ώστε αυτοί να πληρωθούν στην Αθήνα.[1536]

Στις 8 Μαΐου, το ελληνικό Κέντρο Φλώρινας ζητά (μετά από επίμονη απαίτηση του παπα-Κωνσταντίνου) από τον Βάρδα, να στείλει απειλητικές επιστολές στα χωριά της περιοχής, ώστε οι χωρικοί να ψωνίζουν μόνο από τους εμπόρους της πόλης που παραμένουν πιστοί στο Πατριαρχείο. Επειδή δε θεωρεί σίγουρο, ότι κάποιες από αυτές τις επιστολές θα φτάσουν στις τουρκικές αρχές, του ζητούν να προστεθεί στο τέλος του κειμένου, πως οι χωρικοί «πρέπει να μένουν πιστοί στην τουρκική κυβέρνηση και στο τουρκικό κράτος».[1537]

Στις 20 Μαΐου ο Βάρδας παίρνει ένα γράμμα (γραμμένο με ερωτικό κόκκινο μελάνι) από μια χωρική, την αγγελιαφόρο Λαζεβίτσα από το χωριό Ζέλοβο στα Κορέστια. Η Λαζεβίτσα του λέει πως γέννησε, πως το μωρό είναι δικό του και «του μοιάζει». Του ζητάει να αναγνωρίσει το παιδί και να την ενισχύσει οικονομικά. Ο Βάρδας χαρακτηρίζει τη Λαζεβίτσα «πόρνη» που έχει πάει με όλους τους αντάρτες. Γράφει πως έχει ακούσει πολλές φορές, το ότι έγινε πατέρας, αλλά θεωρούσε αυτό το σχόλιο σαν αστείο των ανδρών του.[1538]

Για το ζήτημα του παιδιού, ο Βάρδας θα γράψει στο προξενείο Μοναστηρίου, δυο μέρες αργότερα. Εσωκλείει μάλιστα την ερωτική επιστολή και ζητάει να τελειώνει αυτό το κακό, το να αποδίδεται δηλαδή η πατρότητα του παιδιού σε αυτόν, όταν είναι γνωστό πως πρόκειται για «τέκνο όλων των ανταρτών».[1539]

Στις 25 Μαΐου, ο Βάρδας συνεννοείται να συναντηθεί με τον Κυνηγό (τον γραμματέα της Μητρόπολης Φλωρίνης). Για σύνθημα και παρασύνθημα ορίζεται το «πούντσι-πουπούντσι, μακεδονιστί»,[1540] δηλαδή το пунчи (γροθιά) – пупуннци (τσαλαπετεινός), στη μακεδονική γλώσσα.

Στις 2 Ιουνίου 1907, ο Βάρδας παίρνει επιστολή από τον Τρύφωνα (το δάσκαλο Σταυρίδη στο Πισοδέρι). Του γράφει ότι στα δυο πατριαρχικά χωριά, που οι Έλληνες θεωρούσαν για χρόνια ως «ελληνικά κέντρα», στο Ζέλεβο και στο Πισοδέρι, δεν εμπιστεύεται πια κανέναν. Για βοήθεια ελπίζει μόνο στους Σαρακατσάνους.[1541]

Ο Τσόντος γράφει στο προξενείο, στις 8 Ιουνίου, πως οι οπλαρχηγοί Σίμος και Πέτρος, αφού πήραν και το μισθό του Μαΐου, έφυγαν στην Ελλάδα, «για να παραθερίσουν με έξοδα του Κομιτάτου της Αθήνας».[1542]

Στις 15 Ιουνίου, με αφορμή τον θάνατο ενός αντάρτη (του Κώστα Δημητρίου από την Ήπειρο) από τον τουρκικό στρατό, ο Βάρδας αναφέρεται στη σκύλευση των νεκρών ανταρτών των ελληνικών σωμάτων, από τους συντρόφους τους, ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους από τα εχθρικά πυρά. Για την πρακτική αυτή, ο Βάρδας χαρακτηρίζει τους άνδρες των σωμάτων «άπιστους» και «τέρατα»:

«Οι άπιστοι διαρκώς σκυλεύουν τους νεκρούς. Βρίσκουν χρήματα, αργυρά αντικείμενα και ρολόγια (προϊόντα πλιάτσικου) και επαναληπτικά όπλα. Η ελπίδα της λείας, τους καθιστά ορμητικότερους. Ενώ για τους (νεκρούς) κομίτες, λέγουν απροκάλυπτα “τι να πάρουμε από αυτούς, δεν έχουν πεντάρα”. Πρέπει να ληφθεί φροντίδα να στέλνουν (οι αντάρτες) τις οικονομίες του μέσω του Κέντρου και των Τραπεζών στις οικογένειές τους και να περιοριστεί έτσι η συνήθεια (κατοχής) των πολλών ασημικών, ώστε να ελαττωθεί η ορμή των τεράτων».[1543]

Από επιστολή του Παύλου Ρακοβίτη, που διαβάζει στις 16 Ιουνίου, μαθαίνει πως στα (βόρεια της Φλώρινας) χωριά Καμπάσνιτσα, Μπίτουσα, Ντράγκος και Σβέτα Πέτκα, «έχουν πάρει τον κακό δρόμο». Ο καπετάν Παύλος τον διαβεβαιώνει πως πήγε σε αυτά τα χωριά και «άρχισε στο ξύλο» τους κατοίκους τους.[1544]

Στις 20 Ιουνίου διαβάζουμε πως η αμοιβή για τον φόνο ενός εξαρχικού παπά, στην προκειμένη περίπτωση του ιερέα του χωριού Παπάζανι [Папажани / Παππαγιάννης][1545] της Φλώρινας, είναι δεκαπέντε λίρες. Ο Βάρδας είναι διατεθειμένος να πληρώσει αυτό το ποσό, φτάνει να τον διαβεβαιώσει ο «αργυρολόγος» Παπούλκας, ο «ικανός μεσίτης», για την αναγκαιότητα της δολοφονίας: «Ας προσέξει και αν αξίζει τον κόπο ας δώσουμε όσα θέλουν».[1546] Λίγες μέρες αργότερα μαθαίνει ωστόσο ότι οι δεκαπέντε λίρες είναι μόνο για τον Παπούλκα. Η συνολική τιμή για το φόνο ανέρχεται στις εξήντα λίρες.[1547] Τελικά η δολοφονία του παπα-Ηλία πραγματοποιήθηκε μερικές μέρες αργότερα.[1548]

Στις 28 Ιουνίου ο Βάρδας μαθαίνει πως στη Νέβεσκα, που θεωρούσαν ως «ελληνικό κέντρο», δημιουργήθηκε επίσημα και ρουμανική κοινότητα. Οι αρχές παραχώρησαν στους ρουμανιστές χώρο για τη δημιουργία εκκλησίας και νεκροταφείου.[1549]

 

 

Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1907

 

Σύμφωνα με ανταπόκριση της 3ης Ιουλίου από τη Θεσσαλονίκη,[1550] στο χωριό Ντόλνα Νούσκα [Долна Нуска / Δαφνούδι][1551] της Ζίχνας, δυο Μακεδόνες συνεργάτες του Κομιτάτου, δολοφονούνται από συγχωριανούς τους (Γκαγκαούζηδες).

Δύο ελληνικά σώματα, εκείνα των Γιώργου Τόμπρα (Ρουπακιά) και του Νίκου Πλατανιά (Λαχτάρα), προσβάλουν από κοινού το μακεδονικό χωριό Γκορέντσι ή Γκράτσε της Καστοριάς, τα ξημερώματα της 4ης Ιουλίου 1907. Οι Έλληνες σκοτώνουν το βοεβόδα Καρσάκοφ (Атанас Кршаков), τον μουχτάρη, τον ιερέα και πέντε χωρικούς.[1552]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 9ης Ιουλίου από τη Βιέννη, το σπίτι της Μάτη στην πόλη της Καστοριάς, μιας Μακεδόνισσας που θεωρείται πως είχε σχέση με το Κομιτάτο, δέχτηκε επίθεση από «αγνώστους». Η Μάτη και η κόρη της σκοτώθηκαν, ενώ τραυματίστηκαν οι δυο γιοί της.[1553]

Ανταπόκριση της 11ης Ιουλίου από το Μοναστήρι,[1554] αναφέρει τις εξής πράξεις κατά των εχθρών της ελληνικής οργάνωσης:

α) Το κάψιμο πολλών σπιτιών εξαρχικών, στο χωριό Ντόλνο Άγκλαρτσι [Долно Агларци],[1555] από ελληνικό σώμα.

β) Τη δολοφονία δύο μελών του Κομιτάτου, του Τάσε από το Μπρούσνικ και ενός άλλου από τον Χριστόφορο.

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 12ης Ιουλίου, ένας εξαρχικός χωρικός δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν στον δρόμο που συνδέει τους οικισμούς Δράμα και Πρόσοτσεν.[1556]

Στις 12 Ιουλίου,[1557] ένα ελληνικό σώμα επιτίθεται στο χωριό Κωστενέτσι. Σκοτώνει τον παπά και έναν πρόκριτο.[1558]

Το σώμα του Βάρδα σκοτώνει στις 13 Ιουλίου, κοντά στο μακεδονικό χωριό Μπάμπτσορ [Бабчор / Βαψώρι και Ποιμενικό][1559] της Καστοριάς, δυο κατοίκους του. Έναν άντρα και ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι.[1560]

Ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, μεταδίδει στις 18 Ιουλίου[1561]  το φόνο δυο εξαρχικών ιερέων: Στο χωριό Γιούρετζικ της Δράμας και στο Ζιλιάχοβο [Зилјахово / Νέα Ζίχνη][1562] της Ζίχνας.

Στα τέλη Ιουλίου 1907, ο γραμματέας στη Μητρόπολη της Φλώρινας δολοφονεί στη Φλώρινα τον εξαρχικό παπά του μακεδονικού χωριού Κουτσκόβενι, που βρισκόταν στην πόλη. Ο δολοφόνος σκοτώνεται, ενώ καταδιώκεται από την αστυνομία.[1563]

Στις 30 Ιουλίου 1907, ο Βάρδας πληροφορείται πως ο οπλαρχηγός Καλογερογιάννης πήρε μαζί του τρεις χωρικούς ως ομήρους, από το μακεδονικό χωριό Λάβτσι του Μοναστηρίου, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η τύχη τους.[1564]

Την ίδια μέρα, ο αντάρτης Χρήστος Δημητρίου και ο αγροφύλακας Νικόλαος, λένε στον Βάρδα πως σκότωσαν τη «μέγαιρα Δέσπω», στο δρόμο για τη Νέβεσκα.[1565]

Στις 2 Αυγούστου 1907, ο Βάρδας μαθαίνει πως η ελληνική οργάνωση δολοφόνησε έναν συνεργάτη του Κομιτάτου, από το χωριό Άρμενσκο της Φλώρινας.[1566]

Ανταπόκριση της 1ης Αυγούστου 1907, κάνει γνωστό το φόνο τριών χωρικών, στο χωριό Σβέτι Τόντορι [Свети Тодори][1567] του Μοναστηρίου.[1568]

Η εφημερίδα «Σκριπ» ανακοινώνει το φόνο επτά εξαρχικών, από το χωριό Λάγκεν της Φλώρινας. [1569] Η πράξη είναι έργο των αντρών του καπετάν Κατσίγαρη.[1570]

Ελληνική εκδίκηση, χαρακτηρίζει η εφημερίδα «Πατρίς» το θάνατο δυο συνεργατών του Κομιτάτου, στο χωριό Γκόργκοπ της Γευγελής.[1571]

Ένας κομιτατζής στη Βέροια και ένας χωρικός στο χωριό Μινόστιτσα [Миноштица / Μονόσπιτα],[1572] είναι οι φόνοι που μεταδίδει ένας ανταποκριτής από τη Θεσσαλονίκη, στις 5 Αυγούστου.[1573]

Ο ίδιος ανταποκριτής,[1574] παρουσιάζει ως ελληνικές αντεκδικήσεις το φόνο του Ντελί-Γιάνοφ στη συνοικία Μποστάν Κιλίτσα στη Βέροια και του Βλάχου Ζήση Αδαμιδόπουλου στην έπαυλη Νούτσια, στην ίδια πόλη. Επίσης ως ελληνική εκδίκηση πρέπει να θεωρείται ο φόνος δυο εξαρχικών χωρικών, τα πτώματα των οποίων βρέθηκαν «εντελώς παραμορφωμένα», κοντά στο χωριό Γκιούβεζνα [Ѓувезна / Άσσηρος][1575] του Λαγκαδά.

Σύμφωνα με τουρκική πηγή, στις 8 Αυγούστου δολοφονείται στα Μπίτολα ο εξαρχικός Πέτρος Παπαχρήστου. Στην ίδια πόλη, πραγματοποιείται επίσης ανεπιτυχής απόπειρα δολοφονίας κατά του Βλάχου Καρακατά. Υπεύθυνη και για τις δύο πράξεις θεωρείται η ελληνική οργάνωση.[1576]

Ο καπετάν Γκόνος με δώδεκα άντρες επιτίθεται, στις 9 Αυγούστου, στο χωριό Γκόλο Σέλο των Γιαννιτσών. Σκοτώνει δυο μακεδόνες χωρικούς και παίρνει μαζί του φεύγοντας, ως ομήρους, άλλους δύο.[1577] Φαίνεται πως οι αιχμάλωτοι ταυτίζονται με τους Ντίνα και Γιάνοφ. Ένας μάλιστα από αυτούς εκτελέστηκε αργότερα από τον Χαράλαμπο Παπαγακή (καπετάν Αγραφιώτη).[1578]

Ανταπόκριση της 15ης Αυγούστου, από τη Θεσσαλονίκη, κάνει γνωστό το φόνο του καταστηματάρχη Πέτρε, στην περιοχή Ατ-Παζάρ στα Μπίτολα και το φόνο ενός ακόμα εξαρχικού, στην ίδια πόλη.[1579]

Επίθεση ενός ελληνικού σώματος, σημειώνεται στα μέσα Αυγούστου, στο χωριό Κότορι [Котори] της Φλώρινας. Η είδηση δεν διευκρινίζει αν η επίθεση πραγματοποιήθηκε στον πάνω ή στον κάτω μαχαλά, δηλαδή στο Γκόρνο Κότορι [Горно Котори / Άνω Υδρούσα][1580] ή στο Ντόλνο Κότορι. Οι αντάρτες καίνε επτά σπίτια και συλλαμβάνουν εννέα χωρικούς, τους οποίους παίρνουν μαζί τους και τους εκτελούν, λίγο έξω από το χωριό.[1581]

Ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει στις 19 Αυγούστου, το «γνωστό κομιτατζή Μάρκο», κοντά στα Κάτω Πορόια [Долни Порој][1582] του καζά Ντεμίρ Χισάρ.[1583]

Ο ρουμανιστής Μήτρος, δολοφονήθηκε «από άγνωστους» στην περιοχή Λαγκαδά, σύμφωνα με ανταπόκριση της 21ης Αυγούστου.[1584]

Η είδηση πως τον Λιόλια, από τη Λόσνιτσα, σκότωσε ένα ελληνικό σώμα, έξω από το χωριό Τσιρίλοβο της Καστοριάς, φτάνει στο Βάρδα στις 24 Αυγούστου.[1585]

Κοντά στο χωριό Ντούντουλαρ [Дудулар / Διαβατά][1586] της Θεσσαλονίκης, στη θέση Τούμπα, ένα ελληνικό σώμα επιτίθεται, τη νύχτα της 28ης Αυγούστου, στο κατάλυμα που κοιμόντουσαν μακεδόνες εργάτες, οι οποίοι εργάζονταν σε ένα κεραμοποιείο της περιοχής (που απασχολεί περίπου εκατό άτομα). Οι έλληνες αντάρτες σκοτώνουν δεκαοκτώ εργάτες και τραυματίζουν άλλους τέσσερις.[1587] Δύο από τους νεκρούς είναι μόλις δεκατεσσάρων ετών. Στη συνέχεια λαφυραγωγούν τα πράματά τους και φεύγουν μόλις καταλαβαίνουν πως πλησιάζει ένα στρατιωτικό απόσπασμα, που στάθμευε εκεί κοντά και είχε ακούσει τους πυροβολισμούς.[1588]

Στις 29 Αυγούστου 1907, δυο Σαρακατσάνοι πληροφορούν τον Βάρδα ότι μια ελληνική ομάδα δολοφόνησε πολλούς εξαρχικούς από το Ζέλοβο, κοντά στο χωριό Ντρενόβενι της Καστοριάς.[1589]

Στις 30 Αυγούστου 1907 ο οπλαρχηγός Νίκος Ανδριανάκης σκοτώνει τον δραγάτη του χωριού Πρεκοπάνα και τον ψυχογιό του.[1590] Ο Βάρδας τάζει σε έναν Τούρκο από το Ζέλενιτς δέκα λίρες για τη δολοφονία και του μουχτάρη.[1591]

Δυο αγρότες, από το μακεδονικό χωριό Ρόσεν ή Ρόσνα [Росен или Росна / Σιταριά][1592] της Φλώρινας, που έχουν πάει να κόψουν ξύλα, δολοφονούνται από την ομάδα του Μιχάλη Τσόντου (ξάδερφου του Γιώργου Τσόντου), κοντά στο γειτονικό χωριό Βάρτολομ.[1593] Η είδηση φτάνει στον Βάρδα στις 2 Σεπτεμβρίου. Ο Βάρδας γράφει στον ξάδερφό του, «ότι το γεγονός ήταν μικρό, αλλά καλό, γιατί έκανε πάταγο και δεν κινήθηκε ο στρατός».[1594]

Η ομάδα του οπλαρχηγού Γκόνου σκοτώνει στις 4 Σεπτεμβρίου, στην περιοχή του Ρουμλουκίου [Румлук], στη δυτική πλευρά του καζά Θεσσαλονίκης, οκτώ βοσκούς, ως ρουμανίζοντες Βλάχους.[1595]

Τρεις Βλάχοι από το χωριό Λούγκουντσι της Γευγελής, οι Γιώργος Τάνε, Ζλάτος Λάζο και Πέτρος Τάνε, δολοφονούνται από την ελληνική οργάνωση, στις 5 Σεπτεμβρίου. Οι δυο πρώτοι σαν ρουμανιστές και ο τρίτος (πατριαρχικός) κατά λάθος.[1596]

Η ομάδα του οπλαρχηγού Μιχάλη Τσόντου, σκοτώνει στις 10 Σεπτεμβρίου 1907 έναν χωρικό από το μακεδονικό χωριό Λέσκοβετς της Φλώρινας,[1597] λίγο έξω από το χωριό του.[1598]

Στις 10 Σεπτεμβρίου, επίσης, ο Σεραφείμ Γεωργίου, από το μακεδονικό χωριό Πρεκοπάνα της Φλώρινας, δολοφονείται από αντάρτες, ως συνεργάτης του Κομιτάτου.[1599]

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1907 το σώμα του ανθυπολοχαγού Δημήτρη Παπαβιέρου (καπετάν Γκούρα) επιτίθεται στο μακεδονικό χωριό Σόβιτς της Φλώρινας και φεύγει παίρνοντας μαζί του, οκτώ χωρικούς, ως ομήρους.[1600]

Στο δάσος Σέλιτσα, που βρίσκεται είκοσι λεπτά απόσταση από το μακεδονικό χωριό Έξι Σου της Φλώρινας, η ομάδα του Μιχάλη Τσόντου, επιτίθεται, στις 14 Σεπτεμβρίου, σε τριάντα άτομα από το προαναφερόμενο χωριό, την ώρα που κόβουν ξύλα. Σκοτώνει οκτώ χωρικούς[1601] και πληγώνει αρκετούς. Δύο από αυτούς πεθαίνουν αργότερα.[1602]

Έναν αγρότη που δουλεύει στο χωράφι του και δυο μακεδόνες βοσκούς από το Τσάπαρι που αναζητούν τα χαμένα ζώα τους, σκοτώνουν οι άντρες του Βάρδα, στην περιοχή της Φλώρινας, στις 19 και στις 26 Σεπτεμβρίου αντίστοιχα.[1603]

Ο βοηθός του εξαρχικού επισκόπου Θεσσαλονίκης, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση, στα περίχωρα της πόλης, στις 21 Σεπτεμβρίου 1907.[1604]

Τα σώματα των οπλαρχηγών Παύλου Γύπαρη και Στέφου Γρηγορίου προσβάλλουν, στις 22 Σεπτεμβρίου 1907, το μακεδονικό χωριό Σμάρντες της Καστοριάς, συναντούν όμως σθεναρή αντίσταση. Οι Έλληνες φεύγουν μόλις εμφανίζεται ο στρατός.[1605]

Τηλεγράφημα από το Βερολίνο, της 22ας Σεπτεμβρίου, μεταδίδει ότι κοντά στο χωριό Μέσιμερ των Βοδενών, ένα ελληνικό σώμα σκότωσε τέσσερις «κομιτατζήδες».[1606] Πρόκειται για τους εξαρχικούς Κιορτάση, Γκιόγκα, Μάτση και τον πατριαρχικό Γκιόρα.[1607]

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Κάκκαβου,[1608] το τρίτο τρίμηνο του 1907, σκοτώνονται από εκτελεστές της ελληνικής οργάνωσης ή άνδρες των ελληνικών σωμάτων και:

Οι Μακεδόνες Θωμάς και Σταύρος Μούδας, από την Κατράνιτσα των Καϊλαρίων.

Ο Μακεδόνας Πόποφ, έξω από το Κουφάλοβο.

Ένας χωρικός και ένας καβάσης (άλλοι δυο χωρικοί πληγώθηκαν), έξω από το χωριό Αρακλί ή Ρακλί [Аракли или Ракли / Ηράκλειο][1609] του Λαγκαδά.

Οι Μίλτος Λυγδοζήσης, Νίκος Βόκος, Κώστας Μισάκας και Αποστόλης Ανταρούλης, ως συνεργάτες των Ρουμανιστών.

Οι Ιβάν Νικόλτσε, Άντον Κούβαρντα, Μίτσε Ζίσε και Τάνε Καρανίκολοφ, από το μακεδονικό χωριό Τσέκρι ή Κιρκάλοβο των Γιανιτσών.

Ο εξαρχικός Χατζή-Δημήτρης, από το χωριό Μπάλαβτσα [Балавча / Κολχικό][1610] του Λαγκαδά.

Ο ρουμανιστής Βλάχος Χολέβας, στο Μικρογούζι της Βέροιας.

Ο Γιώργος Νάκος, στο χωριό Μπαρμπάρεβο [Барбарево][1611] της Στρούμιτσας (από το σώμα του καπετάν Παντελή).

Ο μακεδόνας μυλωνάς Βασίλης Κατσαούνης (καταγόμενος από τα Καστανοχώρια της Καστοριάς), στη Λικόβιστα της Βέροιας.

Οι ρουμανιστές Βλάχοι Μπούσος Μπουσολέγκας και Μούσε Μπέτσος, κοντά στο χωριό Κεραμίδι [Керамиди / Παλαιό Κεραμίδι][1612] της Κατερίνης.

Τρεις ρουμανιστές Βλάχοι (οι αδελφοί Βουρκιώτη και ο Γιώργης Μπαμπάς), στη θέση «Άμμος» στη Βέροια.

Δυο ρουμανιστές βοσκοί, ο Κώστας Χαλκιάς κι άλλος ένας, κοντά στο χωριό Γκιάβατο ή Διαβατό [Ѓабато /Διαβατός][1613] της Βέροιας.

Οι Βλάχοι Γιάννης Βάλου και Χρήστος Μπάνης, ως ρουμανιστές, κοντά στο Τσόρνοβο της Βέροιας.

Ο Μακεδόνας Γιώργος Μήτρου από το Σμπόρσκο των Βοδενών.

Ένας ρουμανιστής Βλάχος μέσα στην πόλη της Νάουσας.

Ο Μακεδόνας Ίτσος Γόγου, από την Κατράνιτσα, στο δρόμο επιστροφής του από το Όστροβο.

Ο Μακεδόνας Τρίπτσε Κίτουσκα, από τα Βοδενά, μια ώρα απόσταση έξω από την πόλη.

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1907

(και ένα υστερόγραφο για το θάνατο του Παύλου Μελά)

 

Σε συνομιλία που έχει ο έλληνας αρχηγός με τον καπετάν Κατσίγαρη, στις 2 Ιουλίου, μαθαίνει πως η διεύθυνση του Κομιτάτου στην Αθήνα παραμένει στα χέρια των φίλων του Δημήτρη Καλαποθάκη.[1614]

Τέσσερις μουσουλμάνοι από το χωριό Ζέρβενι [Жервени / Άγιος Αντώνιος][1615] της Καστοριάς, που χρησιμοποιεί ο Βάρδας ως οδηγούς, παραπονιούνται, στις 13 Ιουλίου, ότι η ελληνική οργάνωση τους καθυστερεί τους μισθούς, αλλά και την αμοιβή (των 5-10 λιρών ανά κεφάλι) που τους έχει υποσχεθεί, για τους φόνους που έχουν διαπράξει.[1616]

Επιβεβαιώνοντας την είδηση του θανάτου του βοεβόδα Καρσάκοφ, ο Βάρδας γράφει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του, στις 15 Ιουλίου: «Ο Καρσάκοφ οριστικά πάει στο διάολο».[1617] Δυο μέρες αργότερα μαθαίνει ότι μαζί με το βοεβόδα σκοτώθηκαν και έξι άντρες του.[1618]

Ο ίδιος άνθρωπος που του δίνει την τελευταία πληροφορία για τον Καρσάκοφ (ένας γέρος από τη Στάτιστα της Καστοριάς, που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος από τους άντρες του σώματος), ρωτιέται από τον Βάρδα και για την τύχη του Ντίνα.

Ο Ντίνας, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Βάρδας, «ήταν άλλοτε αντάρτης του Παύλου Μελά». Ο Ντίνας, γράφει ο Βάρδας «βρέθηκε εκεί, αλλά ύστερα, από φόβο, ότι αυτός τον αποτελείωσε, έφυγε στην Αμερική».[1619]

Ο Βάρδας επανέρχεται στον Ντίνα, όταν στις 22 Ιουλίου γράφει στην ελληνική οργάνωση της Φλώρινας. Τον χαρακτηρίζει «πρώην οπαδό» του Παύλου Κύρου και του Παύλου Μελά, που έφυγε στην Αμερική γιατί φοβήθηκε μη τον σκοτώσει η ελληνική οργάνωση: «έφυγε φοβηθείς για το θάνατο τούτου».[1620]

Εδώ, θεωρώ πως είναι αναγκαίο να ανοίξω μία διευκρινιστική παρένθεση, σχετικά με το θάνατο του Παύλου Μελά.

Η προαναφερόμενη πληροφορία του Βάρδα, δεν μου ήταν γνωστή όταν δημοσίευσα τον πρώτο τόμο του Αντιμακεδονικού Αγώνα.[1621] Αυτό το τμήμα του ημερολογίου του Βάρδα, το αποκρυπτογράφησε αργότερα ο Γιώργος Πετσίβας (το κείμενο δημοσιεύτηκε το 2003).

Σύμφωνα λοιπόν με το Βάρδα, ο Ντίνας «βρέθηκε εκεί», στο σπίτι δηλαδή που βρισκόταν ο Μελάς, όταν ο οθωμανικός στρατός πολιόρκησε το ελληνικό σώμα, στο χωριό Στάτιστα, στις 23 Οκτωβρίου 1904.

Όχι μόνο «βρέθηκε εκεί», αλλά και «αποτελείωσε» τον Μελά. Που σημαίνει πως ο Ντίνας σκότωσε τον τραυματισμένο Μελά. Γι’ αυτό τον λόγο «φοβόταν» την ελληνική οργάνωση και αναγκάστηκε να φύγει στην Αμερική, για να μην τον δολοφονήσουν.

Στο κεφάλαιο που είχα γράψει για τον Μελά, είχα υποστηρίξει (στηριζόμενος στη μαρτυρία του Χατζητάση) ότι τον έλληνα αξιωματικό είχε πυροβολήσει και είχε σκοτώσει ο Λάκης Πύρζας.

Ο Βάρδας όμως διευκρινίζει (με αυτή την αναφορά στο ημερολόγιό του) ότι τον τραυματισμένο Μελά, τελικά τον «αποτελείωσε» ο Ντίνας.[1622]

Πρόσφατα ξαναψάχνοντας διάφορα κείμενα, που αναφέρονταν στη σχετική περίοδο, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο της εφημερίδας «Ελεύθερος Άνθρωπος», όπου αναφερόταν και το εξής: «Σύμφωνα με ορισμένους, του Παύλου Μελά του έκοψαν το λαιμό με μαχαίρι, μετά τον τραυματισμό του, για να μην προκαλέσει, με τις φωνές του, την προσοχή των Τούρκων. Αν τον πυροβολούσαν και πάλι θα πρόδιδαν την παρουσία τους στους Τούρκους». [1623]

Η πληροφορία αυτή φωτίζει ένα άλλο μεγάλο ψέμα, που είχε πει ο Ντίνας, τα σχετικά με το κόψιμο του κεφαλιού του Μελά από αυτόν, λίγες μέρες μετά το θάνατό του.

Ο τουρκικός στρατός έφυγε από τη Στάτιστα στις 13 Οκτωβρίου 1904 το πρωί, παίρνοντας μαζί του αιχμαλώτους το Βολάνη κι άλλους έξι. Έφυγε πιστεύοντας ότι είχε συλλάβει το σύνολο των ανδρών της συμμορίας που έψαχνε. Οι τουρκικές αρχές θα μάθουν μια βδομάδα αργότερα, από τις ελληνικές εφημερίδες, ότι στη Στάτιστα σκοτώθηκε εκείνο το βράδυ ο έλληνας αξιωματικός Μελάς (που κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας).

Τουρκικός στρατός εμφανίστηκε πάλι στη Στάτιστα στις 23 Οκτωβρίου, όπου έκανε έρευνα και τελικά βρήκε πρόχειρα θαμμένο ένα ακέφαλο πτώμα με ρούχα αντάρτη. Κατά τη νεκροψία βρήκαν στη μέση του νεκρού μια σφαίρα από μολύβι, σφαίρα από αυτές που έπαιρναν τα όπλα των αντρών του Μελά (όπως και το όπλο του Λάκη Πύρζα) και όχι σφαίρα για όπλο μάουζερ, όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν οι τούρκοι στρατιώτες.[1624]

Οι πέντε άντρες που βρίσκονταν μαζί με τον Μελά έφτασαν στο χωριό Ζέλοβο στις 14 Οκτωβρίου, το πρωί της Πέμπτης. Γράφει για εκείνη τη μέρα ο Καούδης στο ημερολόγιό του:

«Το πρωί ήρθε ο Ντίνες με το Νικόλαο Πίριζα (Πύρζα) και τρία άλλα παιδιά και μας λένε ότι από τις 10 (αλά Τούρκα) χθες, τους πολιόρκησε ο στρατός και πολέμησαν μέχρις τις τρεις τη νύχτα. Έπειτα βγήκαν από το σπίτι που ήταν, για να φύγουν, αλλά οι Τούρκοι ήταν κρυμμένοι στις γωνιές των σπιτιών και μόλις βγήκαν στο δρόμο τους άναψαν μια μπαταριά και σκότωσαν το Μελά. “Εμείς πήραμε” μου λένε “το όπλο του και όλα τα πράγματά του και αναχωρήσαμε σιγά-σιγά και δεν ξέρουμε τι απέγιναν” (οι άλλοι)».[1625]

Ο Ντίνες και ο Πύρζας, αυτός που πυροβόλησε και εκείνος που αποτελείωσε τον Μελά, κόβοντας το λαιμό του, «λένε» στον Καούδη, τον Κύρου και τους άλλους το μεγάλο ψέμα και οι άλλοι τρεις (Χατζητάσης, Στρατινάκης και Στιμπανιώτης) συγκαλύπτουν.

Στη συνέχεια ο Καούδης γράφει πως εκείνο το βράδυ ήρθαν στο Ζέλοβο άλλοι δέκα, από αυτούς που ήταν στη Στάτιστα:

«Το βράδυ ήρθαν δέκα, μεταξύ τους ήταν ο Καραλίβανος με τον Ιωάννη Πούλακα. Τους ρωτάμε για τους άλλους και μας λένε ότι δεν γνωρίζουν τι έγιναν. Λείπουν ακόμα δεκαπέντε».[1626]

Στη συνέχεια, ο Καούδης στέλνει «το Ντίνε προς το χωριό του, τη Στάτιστα, αν μάθει κάτι να έρθει να μου το πει».

Ο Ντίνας επιστρέφει στο Ζέλοβο το Σάββατο το πρωί. Σημειώνει ο Καούδης: «Ήρθε το πρωί ο Ντίνες από τη Στάτιστα και μας είπε ότι μονάχα ο κ. Μελάς σκοτώθηκε και επτά παραδόθηκαν. Οι λοιποί διέφυγαν, άγνωστο πού». Και λίγο πιο κάτω στο ημερολόγιο γράφει: «Θεώρησα επίσης καλό, να μεταφέρουμε το πτώμα του αείμνηστου (Μελά) στο Ζέλεβο. Όπως μας είπε ο Ντίνες, τον έκρυψαν οι χωρικοί (στη Στάτιστα) και δεν τον είδαν οι αρχές. Και ούτε οι Βούλγαροι έχουν μάθει (ότι σκοτώθηκε). Κι αν το μάθουν, ίσως του πάρουν το κεφάλι. Δώσαμε πέντε λίρες του Ντίνα και πήγε να πάρει μερικούς από το χωριό του και κρυφά τη νύχτα να τον φέρουν (το νεκρό) να τον θάψουμε».[1627]

Ο Ντίνας παίρνει τις λίρες και φεύγει για τη Στάτιστα, για να φέρει το νεκρό. Ο Πύρζας γράφει για πρώτη φορά στο ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου (Μπίτολα) για τα γεγονότα στη Στάτιστα, κρύβοντας την αλήθεια και επαναλαμβάνοντας τα ψέματα που είπαν στον Θύμιο Καούδη και τον Παύλο Κύρου.

Στις 17 Οκτωβρίου, οι Καούδης, Πύρζας, Καραλίβανος, Πούλακας και οι άντρες τους φεύγουν για τη Μπελκαμένη. Στο Ζέλοβο μένει φρουρά ο Κύρου με λίγους άντρες, περιμένοντας τον Ντίνα να φέρει τον νεκρό Μελά.

Δευτέρα Πρωί, 18 Οκτωβρίου, ο Κύρου και ο απεσταλμένος του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου Βασίλης Αγοραστός περιμένουν στο Ζέλοβο τον Ντίνα και τους μισθωμένους (με τις πέντε λίρες που έδωσε ο Καούδης) άντρες από τη Στάτιστα, που θα έφερναν το νεκρό Μελά για να τον θάψουν. Βλέπουν όμως να έρχεται ο Ντίνας μόνος του με ένα ντορβά στην πλάτη. Τον κοιτάζουν έκπληκτοι. Εκείνος ανοίγει το ντορβά και βγάζει από μέσα το κεφάλι του Μελά.

Ο Ντίνας «πολύ ταραγμένος» σύμφωνα με τον Αγοραστό, τους λέει το νέο μεγάλο ψέμα, πως έφτασε δηλαδή στο χωριό τα μεσάνυχτα και πήγε αμέσως να ξεθάψει το πτώμα, αλλά μόλις είχε αρχίσει να το ξεθάβει, έμαθε πως «ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα ερχόταν στο χωριό»,[1628] γι' αυτό αναγκάστηκε να κόψει και να πάρει μόνο το κεφάλι.

Η αλήθεια είναι πως εκείνα τα μεσάνυχτα, ο τουρκικός στρατός είχε βαθιά μεσάνυχτα για τον θάνατο του Μελά. Εκείνη την ώρα ακόμα και η οικογένεια του νεκρού αγνοούσε τον θάνατό του.

Ο τουρκικός στρατός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πήγε για έρευνα στη Στάτιστα και βρήκε το ακέφαλο σώμα το επόμενο Σάββατο, στις 23 Οκτωβρίου.

Ο λόγος που δεν μετέφερε ο Ντίνας το νεκρό ήταν απλός. Δεν μπορούσε να εμφανίσει το Μελά με κομμένο λαιμό. Έβγαλε λοιπόν το μαχαίρι που τον είχε σφάξει και εξαφάνισε τα ίχνη της σφαγής, κόβοντας εντελώς το κεφάλι.

Στις 19 το πρωί, οι εφημερίδες στην Αθήνα άρχισαν να γράφουν για τη «μάχη» του Παύλου Μελά με τους Τούρκους στη Μακεδονία και τον ηρωικό θάνατο του νεαρού αξιωματικού.

Εδώ κλείνει η παρένθεση (ή το υστερόγραφό μου) για το θάνατο του Παύλου Μελά.

Επιστρέφοντας στο ημερολόγιο του Γιώργου Τσόντου, βλέπουμε στις 26 Ιουλίου πως ο έλληνας αξιωματικός υπόσχεται σε έναν Αλβανό αμοιβή δέκα λίρες, για «κάθε σημαίνουσα κεφαλή», δηλαδή για κάθε σημαντικό αντίπαλο της ελληνικής οργάνωσης που θα δολοφονεί.[1629]

Στις 29 Ιουλίου, ζητάει από τους ανθρώπους του στη Φλώρινα, να του στείλουν δηλητήριο, που να διαλύεται στον καφέ, χωρίς να αφήνει κάποια γεύση και να δρα μετά από τρεις με τέσσερις ώρες. Το θέλει για να ξεπαστρέψει κάποιον «γνωστό κύριο».[1630]

Την ίδια μέρα, ο καπετάν Ανδριανάκης ζητάει με επιστολή του να αυξηθεί η αμοιβή των παλαιών μισθοφόρων που υπηρετούν στο σώμα του, στις τρεις λίρες το μήνα.[1631]

Σε γράμμα του προς τον Παμίκο Ζυμβρακάκη, ο Βάρδας επανέρχεται στις 31 Ιουλίου, στα ζητήματα του Κομιτάτου της Αθήνας και της κακής διεύθυνσης των επιχειρήσεων. Και σημειώνει, αναφερόμενος στους δικούς του ανθρώπους και στις επιτελικές ικανότητές τους: «Αν ήταν εδώ ο Παναγιώτης (Σπηλιάδης), ο Κεφτές (Νίκος Κοντογούρης ή Σίνης), στη Φλώρινα ή στην Καστοριά ο Καλόγερος Βασίλειος (Μπάλκος) και στη Βίγλιστα κάποιος άλλος κατάλληλος, το ζήτημα του Βιλαετίου Μοναστηρίου θα είχε τελειώσει ολόκληρο, χωρίς υπερβολές».[1632]

Αναφερόμενος στη συμβολή των Σαρακατσάνων, στον ελληνικό αγώνα στη Μακεδονία, στις 3 Αυγούστου, ο Βάρδας εμφανίζει μια αντίστροφη εικόνα, από αυτή της επίσημης ιστοριογραφίας: «Παραδειγματική είναι η αχρειότητα, η αισχροκέρδεια και το διπρόσωπο των εδώ Σαρακατσάνων (στο Βίτσι). Αλλά και ο καπετάν Πρώιμος, τα ίδια μου είπε για τους (Σαρακατσάνους) στο Περιστέρι». Και καταλήγει: «Σαν τους Βλάχους (είναι) δυστυχώς και αυτοί».[1633]

Μια είδηση που τον στεναχωρεί, έρχεται στις 7 Αυγούστου. Τον άνθρωπο της ελληνικής οργάνωσης στο Λέχοβο, από την εποχή του Παύλου Μελά, τον καπετάν Ζήση Δημολιό, τον σκότωσαν οι συγχωριανοί του.[1634]

Την επομένη, ο Βάρδας προσκαλεί για καφέ, στο κατάλυμα που βρίσκεται στην Μπελκαμένη, το υποψήφιο θύμα του, «τον γνωστό κύριο» που θέλει να δηλητηριάσει. Ένας αντάρτης, ο Νίκος Σφακιανάκης, ψήνει τον καφέ και βάζει μέσα σε αυτόν το δηλητήριο που είχε ζητήσει πριν λίγες μέρες ο Βάρδας (και το έχουν ήδη παραλάβει).

Ο δηλητηριασμένος, χαροπαλεύει όταν επιστρέφει στο σπίτι του, αλλά τελικά δεν πεθαίνει. Όλοι στο χωριό, θεωρούν ότι ο Βάρδας τον δηλητηρίασε με τον καφέ που του έδωσε. Ο τελευταίος, για να διασκεδάσει τις υποψίες, επισκέπτεται το θύμα στο σπίτι του και του εύχεται περαστικά![1635]

Μια δεκαεπτάχρονη Αλβανίδα από την Μπελκαμένη, που πηγαίνει στο αλβανικό παρθεναγωγείο, προσπαθεί να επαναφέρει στον «ίσιο δρόμο» ο Βάρδας, στις 12 Αυγούστου. Τις λέει πως τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από τους Αποστόλους στην ελληνική γι’ αυτό και η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται ιερή και δεν πρέπει να μεταφράζεται. Η κοπέλα του απαντά πως όπως η Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκε πρώτα στα Εβραϊκά και ύστερα μεταφράστηκε στα Ελληνικά, έτσι και η Βίβλος από τα Ελληνικά μεταφράστηκε τώρα και στα Αλβανικά. Ο Βάρδας, σχολιάζοντας την απάντηση του κοριτσιού, γράφει: «Δεν τόλμησε να πει περισσότερα, αλλά φαίνεται πως έχει διδαχθεί όλα όσα χρειάζεται».

Η εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα «Πύρρος» της 19ης Ιουλίου 1907, έρχεται στα χέρια του Βάρδα, στις 14 Αυγούστου. Σε αυτή υπάρχει ένα άρθρο με τίτλο «Ο Μακεδονικός Αγών δεν διεξάγεται επιστημονικά». Ο αρθρογράφος αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να διεξαχθεί η προπαγάνδα στη Μακεδονία, όταν ακόμα και ο ίδιος ο Βάρδας, «ο γενικός αρχηγός του Αγώνα στη Μακεδονία», γνωρίζει, εκτός από τα ελληνικά, μόνο την «Κουτσοβλαχική» του γλώσσα και «δεν κατόρθωσε να μάθει ακόμα τη γλώσσα του τόπου, τη Μακεδονική».

Ο Βάρδας σχολιάζοντας το άρθρο λέει, πως εκτός από τη λάθος πληροφορία, το ότι δηλαδή αυτός είναι Βλάχος, το κείμενο τον αδικεί όσον αφορά το ζήτημα της μακεδονικής γλώσσας: «γιατί την έμαθα, όσο ήταν δυνατόν, καθώς δεν υπάρχει ούτε βιβλίο, ούτε δάσκαλος». Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως εδώ και καιρό έχει τη γνώμη και τη λέει δημοσίως, «ότι οι καπετάνιοι και οι αρχηγοί πρέπει να τη γνωρίζουν (τη μακεδονική), όταν έρχονται εδώ».[1636]

Στις 25 Αυγούστου παρουσιάζεται στον Βάρδα, που βρίσκεται στη Νεγκοβάνη, ο γιος του Θωμαΐδη. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί από τον οπλαρχηγό Μπούλακα (ή Πούλακα). Ο νέος διηγείται στον Βάρδα, τα σχετικά με εκείνο τον φόνο.

Διαβάζουμε: «Μου διηγήθηκε πως έγινε ο φόνος, ο οποίος είχε όλα τα στοιχεία μιας ληστείας, συγκαλυμμένης με πατριωτισμό. Γιατί, όταν (ο Θωμαΐδης) προσκλήθηκε από τον Μπούλακα, το θύμα υποχρεώθηκε να γράψει (μετά) ένα σημείωμα προς το γιο του, το οποίο στάλθηκε με το Βαγγέλη Νικολούδη και με το οποίο του ζητούσε να στείλουν αμέσως ό,τι τους ζητήσουν, γιατί χάνεται. Ζητούν 300 λίρες και κάποια ομόλογα (χρέους). Αυτά (τα λίτρα) δόθηκαν, αλλά όταν (οι αντάρτες) τα πήραν ζήτησαν και τα υπόλοιπα. Γιατί οι ενδιαφερόμενοι μεγαλοπατριώτες που βρίσκονταν εκεί (με τον Μπούλακα) κατάλαβαν ότι έλειπαν κάποια ομόλογα. Μετά τους έδωσαν και τα υπόλοιπα (ομόλογα) και έτρεξαν μέσα στη νύχτα να μαζέψουν από όλες τις συγγενικές οικογένειες, άλλες 50 λίρες και να τις φέρουν. Συνέχισαν να μαζεύουν χρήματα, αλλά η πράξη (ο φόνος του Θωμαΐδη) έγινε».

Ο Βάρδας σημειώνει στο τέλος πως ο Μπούλακας έχει ακόμα αυτά τα ομόλογα, τα οποία αξίζουν 6.000 λίρες. Γράφει επίσης πως στον μακαρίτη Θωμαΐδη είχε φερθεί εχθρικά στο παρελθόν και ο Παύλος Μελάς, όταν πέρασε από τη Νεγκοβάνη, αλλά μετά το μετάνιωσε.[1637]

Η οργάνωση της Φλώρινας ζητάει από τον Βάρδα, με γράμμα που παίρνει στις 29 Αυγούστου, να σκοτώνει τους χωρικούς από τα «εχθρικά» χωριά, που πάνε στο δάσος για ξύλα. Συμβουλεύει μάλιστα, να αποφεύγονται οι φόνοι παιδιών μικρότερων των δεκαπέντε ετών.[1638]

Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο Βάρδας είναι έξω φρενών με τον οπλαρχηγό Πέτρο Χρήστου και τους άνδρες του. Γράφει σχετικά: «Ο αχρείος καπετάν Πέτρος διαπράττει όργια, άξια θανάτου. Εκτός από τους εννιά (και όχι δεκαέξι) που σκότωσε στην Πρέσπα, τίποτα άλλο δεν έγινε από αυτόν και ούτε θα γίνει. Ο στρατός δε εκεί, ουδέποτε τους ενοχλεί».[1639]

Στον υπολοχαγό Γιάννη Σταματόπουλο που υπηρετεί στα Τρίκαλα, στέλνει ο Βάρδας, στις 17 Σεπτεμβρίου, μια λίστα (που του έχει ζητηθεί) με τα χωριά της περιοχής Φλώρινας-Καστοριάς και τα «φιλικά» ή «εχθρικά» προς την ελληνική οργάνωση πρόσωπα, που υπάρχουν σε αυτά.[1640]

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1907, ο Βάρδας δέρνει μια πατριαρχική γυναίκα από την Πρεκοπάνα που πήγε στο Ντόλνο Κότορι, χωρίς να έχει πάρει άδεια από αυτόν ή κάποιον οπλαρχηγό, ενώ αυτός έχει εκδώσει απαγόρευση επικοινωνίας των πατριαρχικών με τους χωρικούς των εξαρχικών χωριών.[1641]

Την ίδια μέρα επισκέπτεται το κατάλυμα που βρίσκεται ο Βάρδας, ο προύχοντας Χρήστος Εξάρχου από τη Φλώρινα. Ο Εξάρχου διαμαρτύρεται για τη δολοφονία δύο καρβουνιάρηδων, από τους έλληνες αντάρτες, καθώς τα θύματα εργάζονταν για έναν αλβανό μπέη του Γκόρνο Κότορι, ο οποίος διάκειται ευνοϊκά προς τα ελληνικά σώματα.[1642]

 

 

Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1907

 

Έλληνες αντάρτες σκοτώνουν πέντε χωρικούς, από το μακεδονικό χωριό Μπουφ της Φλώρινας, στις αρχές Οκτωβρίου 1907.[1643]

Άνδρες του σώματος Βάρδα σκοτώνουν, στις 3 Οκτωβρίου 1907, δυο μακεδόνες αγρότες από το χωριό Λάγκεν της Φλώρινας, την ώρα που αυτοί οργώνουν τα χωράφια τους.[1644]

Σύμφωνα με ανταπόκριση της 3ης Οκτωβρίου, ένας κεραμοποιός από το μακεδονικό χωριό Λιμπάχοβο των Γιανιτσών, βρίσκεται δολοφονημένος έξω από την πόλη Γκούμεντζα.[1645]

Το μακεδονικό χωριό Παπαδιά της Φλώρινας προσβάλλεται στις 6 Οκτωβρίου 1907, από τα σώματα του ανθυπίλαρχου Βασίλη Παπά (Βρόντα) και του οπλαρχηγού Μανώλη Κατσίγαρη. Οι Έλληνες καίνε[1646] τα δώδεκα σπίτια του μικρού χωριού και επιφέρουν «σοβαρές απώλειες» στους κατοίκους.[1647]

Στις 17 Οκτωβρίου 1907, το σώμα του Βάρδα στήνει καρτέρι σε χωρικούς, από το μακεδονικό χωριό Νέρεντ, που πηγαίνουν στο παζάρι της Φλώρινας.[1648] Σκοτώνει δύο άντρες και τρεις γυναίκες. Τραυματίζει επίσης τέσσερις γυναίκες.[1649]

Την ίδια μέρα, στον δρόμο Θεσσαλονίκης-Γιανιτσών και κοντά στο χωριό Σβέτι Άποστολ, το σώμα του καπετάν Αποστόλη σκοτώνει δυο Μακεδόνες, τους αδελφούς Αντώνη και Τριαντάφυλλο Παπασταύρου, ως μέλη του Κομιτάτου.[1650]

Το μακεδονικό χωριό Κλέπουσνα της Ζίχνας, δέχεται επίθεση στα μέσα Οκτωβρίου, από ένα ελληνικό σώμα. Οι αντάρτες συλλαμβάνουν έντεκα[1651] προύχοντες και τους εκτελούν.[1652]

Τηλεγράφημα της 20ης Οκτωβρίου από το Βερολίνο, κάνει γνωστό το φόνο «οκτώ κομιτατζήδων», από ελληνικό σώμα, στην περιοχή της Φλώρινας.[1653]

Το μακεδονικό χωριό Αετόζι ή Αϊτός της Φλώρινας δέχεται ελληνική επίθεση από την ομάδα του οπλαρχηγού Νίκου Ανδριανάκη, στις 20 Οκτωβρίου 1907. Ο Ανδριανάκης ηγείται είκοσι αντρών της ομάδας του και δέκα μουσουλμάνων Τούρκων από το γειτονικό χωριό Σβέτι Τόντορ ή Τσερκέζ Κιόι [Цвети Тодор или Черкез Ќој / Λιμνοχώρι],[1654] που έχουν μισθωθεί για τη συγκεκριμένη πράξη (για 23 συνολικά λίρες). Ο Βάρδας μαθαίνει αργότερα,[1655] πως οι Έλληνες σκότωσαν κατά την επίθεση τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες, τραυμάτισαν άλλους τέσσερις άντρες και έκαψαν δεκατέσσερα σπίτια,[1656] δεκαέξι αχυρώνες και εξήντα μεγάλα ζώα.[1657] Η εφημερίδα «Εμπρός», γράφει για δεκαοκτώ νεκρούς, πέντε τραυματίες και σαράντα καμένα σπίτια.[1658] Το «Σκριπ» λέει πως η επίθεση κράτησε τέσσερις ώρες.[1659] Από επιστολή που στάλθηκε πολύ αργότερα στον Βάρδα, από το Βογατσικό (στις 17 Σεπτεμβρίου 1936), μαθαίνουμε πως η ελληνική οργάνωση οργάνωσε και εκτέλεσε την ίδια εποχή και τη δολοφονία του εξαρχικού παπά στο Αετόζι.[1660]

Ανταπόκριση της 27ης Οκτωβρίου[1661] από τη Στρούμιτσα (Στρώμνιτσα) αναφέρει πως το ελληνικό σώμα του αντικαταστάτη του καπετάν Νικηφόρου, σκότωσε στην περιοχή πέντε άτομα, ως συνεργάτες του Κομιτάτου: Πρώτα έσφαξε τον Γούσε από το Μπόριεβο [Бориево],[1662] έπειτα πήγε στο γειτονικό Μπάνσκο [Банско],[1663] όπου σκότωσε δυο άντρες και αποκεφάλισε μια χήρα (μέσα στο σπίτι της) και τέλος πήγε στο Μοκρίεβο [Мокриево],[1664] όπου «κατακερμάτισε» έναν χωρικό.

Το βλάχικο χωριό Ξηρολίβαδο της Βέροιας, προσβάλλεται από ένα ελληνικό σώμα, στα τέλη Οκτωβρίου. Πέντε σπίτια και το ρουμανικό σχολείο γίνονται στάχτη. Μεταξύ των καμένων σπιτιών, είναι εκείνο του ρουμανιστή προύχοντα Χατζηγώγου.[1665]

Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 9ης Νοεμβρίου, ένα ελληνικό σώμα σκότωσε κοντά στο μοναστήρι του Οσίου Ναούμ [Свети Наум], νοτιοανατολικά της λίμνης Οχρίδας [Охридеско Езеро], δυο εξαρχικούς Μακεδόνες, δυο Γκέκηδες Αλβανούς και τρεις ρουμανιστές Βλάχους.[1666]

Η «διαβόητη πράξη τρομοκρατίας αυτής της χρονιάς», σύμφωνα με τον Dakin,[1667] πραγματοποιείται στις 13 Νοεμβρίου 1907. Το σώμα του ανθυπολοχαγού Δημήτρη Κοσμόπουλου (καπετάν Κουρμπέση), δύναμης έντεκα ανδρών,[1668] επιτίθεται σε μια ομάδα εκατό μακεδόνων εργατών, που πηγαίνουν (από το Νευροκόπι και το Ράζλογκ) να δουλέψουν σαν εποχικοί εργάτες στα μοναστήρια του Παντελεήμονα και του Ζωγράφου στο Άγιον Όρος. Η επίθεση πραγματοποιείται κοντά στο χωριό χωριό Ίσβορ [Извор / Στρατονίκη][1669] της Κασσάνδρας. Αφού εξουδετερώνουν τους δυο έφιππους ένοπλους μουσουλμάνους φύλακες που τους συνοδεύουν, οι αντάρτες αρχίζουν το πυρ και σκοτώνουν[1670] συνολικά είκοσι επτά εργάτες.[1671]

Στο χωριό Σμόλαρι [Смолари][1672] του Πετριτσίου, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση ο μουχτάρης Γιώργος Στόιλο και τραυματίζεται ένα άτομο, που θεωρείται μέλος του Κομιτάτου.[1673]

Το χωριό Λιουμπέτινο της Φλώρινας δέχεται μεγάλη επίθεση από τον οπλαρχηγό Νίκο Ανδριανάκη στις 19 Νοεμβρίου 1907.[1674] Σύμφωνα με επιστολή του οπλαρχηγού προς τον Βάρδα, η ελληνική ομάδα πήγε στο χωριό έκαψε δεκαπέντε σπίτια και «έκοψε» δέκα ανθρώπους.[1675]

Τέσσερις εξαρχικοί Μακεδόνες σκοτώνονται και δύο τραυματίζονται, «από άγνωστους», στην περιοχή του Μορίχοβου, στα μέσα Νοεμβρίου 1907.[1676]

Ο Ρίσο Μιχαήλ δολοφονείται έξω από το σπίτι του, στο μακεδονικό χωριό Μπάνιτσα των Σερρών. Οι έρευνες των αρχών στρέφονται σε πατριαρχικούς ελληνίζοντες του χωριού.[1677]

Ένα ελληνικό σώμα δύναμης 80 ανδρών, επιτίθεται στο θερινό βλάχικο καταυλισμό, του τσέλιγκα Καπρίνη,[1678] που βρίσκεται κοντά στο χωριό Τόπλιανι [Топлјани / Γεωργιανοί][1679] της Βέροιας, στις 24 Νοεμβρίου. Καίει τα μαντριά, σκοτώνει έναν βοσκό, τραυματίζει δυο άλλους και σκοτώνει εξακόσια πρόβατα.[1680]

Σε κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, ένα μέλος της ελληνικής οργάνωσης, τραυματίζει θανάσιμα στην κοιλιά τον Ανδρέα Βέσοφ, ο οποίος θεωρείται μέλος του Κομιτάτου. Το θύμα θα πεθάνει στο ιταλικό νοσοκομείο στις 3 Δεκεμβρίου.[1681]

Σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, της 27ης Νοεμβρίου 1907, τρεις εξαρχικοί χωρικοί σκοτώθηκαν «από άγνωστους», έξω από το μακεδονικό χωριό Σβέτα Μάρινα (Αγία Μαρίνα) της Βέροιας, στη θέση «Βρύση του Ισμαήλ». Δυο από αυτούς, οι Γκατζόλας και Χατζηγιάννης από τα Γιαννιτσά, χαρακτηρίζονται ως άνθρωποι του Κομιτάτου.[1682] Ο Κάκκαβος διευκρινίζει ότι οι «άγνωστοι» δολοφόνοι ήταν οι άνδρες του ελληνικού σώματος του καπετάν Στεφανή.[1683]

Στα τέλη Νοεμβρίου, σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, στη Στρούμιτσα «άγνωστοι δέρνουν ανηλεώς» το σχισματικό Κωστάκη Κριστομάν και σκοτώνουν έναν κρεοπώλη, μέσα στην πόλη. Επίσης στο χωριό Τσέγκαν [Чеган / Άγιος Αθανάσιος][1684] των Βοδενών, «άγνωστοι» δολοφονούν έναν χωρικό.[1685]

Την ίδια περίοδο, σκοτώνεται έξω από το χωριό του, από ελληνικό σώμα, ο Μακεδόνας Κιτάν Βασίλη, από το χωριό Γκάμπροβο [Габрово][1686] της Στρούμιτσας.[1687]

Στις αρχές Δεκεμβρίου δολοφονείται, «από έναν άγνωστο», ο Τράικο Λάντανοφ, ένας «σχισματικός» από το χωριό Γκόρεντσι της Καστοριάς.[1688]

Οι εξαρχικοί Βάνα Ήλιο, Κώστα Βάνο και Στόγιαν Άλιο, από το χωριό Γκόρνο Πορόι του καζά Ντεμίρ Χισάρ, βρίσκονται σκοτωμένοι στο δάσος Κολάριβα.[1689]

Στις 8 Δεκεμβρίου 1908, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει τρεις «κομιτατζήδες» και πιάνει έναν αιχμάλωτο,[1690] στο χωριό Ραΐκοβτσι [Рајковци / Καπνότοπος][1691] του Ντεμίρ Χισάρ.

Τον «αρχικομιτατζή» Ντίνο Αραμπατζή, απαγάγει από το μακεδονικό χωριό Γενί Μαχαλέ ή Ενί Μαχαλά [Ени Махала / Πεπονιά][1692] των Σερρών, το σώμα του Γιάννη Γουτζιάρη και τον εκτελεί λίγο αργότερα.[1693]

Στα μέσα Δεκεμβρίου 1907, το σώμα του καπετάν Αποστόλη, αποτελούμενο από είκοσι έφιππους άνδρες,[1694] επιτίθεται σε έξι μακεδόνες χωρικούς από το Κουφάλοβο, που οδοιπορούν στο δρόμο Θεσσαλονίκης-Γιανιτσών, κοντά στο μακεδονικό χωριό Ίνγκλις [Ингкиш / Αγχίαλος].[1695] Σκοτώνουν τους πέντε και τραυματίζουν βαριά τον ένα.[1696]

Κοντά στο χωριό Μέσιμερ των Βοδενών[1697] βρίσκεται δολοφονημένος ο χωρικός Λάζος,[1698] από το γειτονικό μακεδονικό χωριό Ρουσίλοβο.

Τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη, της 18ης Δεκεμβρίου, σημειώνει πως «άγνωστοι» δολοφόνησαν το Μακεδόνα Πέτρε, από το Γκόρνο Μπρόντι των Σερρών, έναν εργαζόμενο στη μονή Ζωγράφου του Αγίου Όρους. Το θύμα θεωρείται ως συνεργάτης του Κομιτάτου.[1699]

Ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, της 24ης Δεκεμβρίου, αναφέρει μεταξύ άλλων και επίθεση ελληνικού σώματος στο χωριό Πόλτσιστα [Полчишта],[1700] στο Μορίχοβο. Επτά «κομιτατζήδες» είναι τα θύματα αυτής της επίθεσης.[1701]

Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, η ομάδα του Παύλου Ρακοβίτη, με εντολή του Γιάννη Καραβίτη, πηγαίνει στο μακεδονικό χωριό Ντράγκος (ή Δράγος, στις ελληνικές πηγές) του Μοναστηρίου. Ο Καραβίτης, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, έχει διατάξει το Ρακοβίτη, «να καταλύσει στα ένοχα σπίτια και μόλις νυχτώσει να βάλει φωτιά και να μη μείνει ούτε γάτα ζωντανή».[1702] Ο Γιώργος Καμηλάκης, που βρίσκεται εκεί, σαν αντάρτης του σώματος, σημειώνει στο ημερολόγιό του,[1703] πως το βράδυ της 26ης, κατά τις 10, ο «αρχηγός» τους ειδοποίησε να βγούνε από τα καταλύματά τους και να βάλουν φωτιά σε πέντε σπίτια προγραμμένων, ως συνεργατών του Κομιτάτου. Λέει αποκαλυπτικά ο Καμηλάκης: «Σφάξαμε το όλον 29 και τους κάψαμε μέσα στα σπίτια τους».[1704] Άλλες πηγές μιλούν συνολικά για είκοσι έξι νεκρούς,[1705] ή έξι άντρες, εννέα γυναίκες και έντεκα παιδιά.[1706] Ο ελληνικός τύπος επιχειρεί στην αρχή να παρουσιάσει τη σφαγή ως «έγκλημα κομιτατζήδων».[1707] Στη συνέχεια όμως δημοσιεύει πληροφορίες που εμφανίζουν ως θύτες τους έλληνες αντάρτες.[1708]

Στη δίκη των πέντε ελλήνων ανταρτών (Καμηλάκη, Μαρινάκη, Παρασκευά, Κομιτόπουλου και Τάσε), που συνελήφθησαν στη Μπίτουσα στις 17 Ιανουαρίου 1908 και δικάστηκαν για συμμετοχή στην επίθεση στο Δράγος, δίκη που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαρτίου 1908 στο Μοναστήρι, η κατηγορούσα αρχή περιγράφει ως εξής το έγκλημα του ελληνικού σώματος:

«Στις 26 Δεκεμβρίου ημέρα Τετάρτη οι κατηγορούμενοι επιτέθηκαν κατά του χωριού Δράγος. Με τρόπο θηριώδη πυρπόλησαν το σπίτι του Τέμελκο και κατέσφαξαν σε αυτό έναν άνδρα, τέσσερις γυναίκες και τέσσερα νήπια, συνολικά έντεκα άτομα. Επίσης πυρπόλησαν το σπίτι του Ρίστε Τάσε, έσφαξαν αυτόν, δυο γυναίκες και τέσσερα νήπια, συνολικά επτά άτομα. Επίσης έκαψαν το σπίτι του Στέφο Ηλία Ράντε και σκότωσαν τον ίδιο, ενώ έκαψαν και το σπίτι του Νικόλα Ναούμτζε. Τέλος τους Βασίλη Χρήστου και Στέφο Ηλία Τάνου τους πήραν από τα σπίτια τους και τους σκότωσαν άγνωστο που και πως».[1709]

Στα τέλη Δεκεμβρίου «άγνωστοι» σκοτώνουν, κοντά στο χωριό Μάντρατζικ [Мандраџик / Μανδράκι][1710] του Ντεμίρ Χισάρ, τον εξαρχικό Μακεδόνα Μήτρε, τη γυναίκα του και τις δυο μικρές κόρες του.[1711]

Το τελευταίο τρίμηνο του 1907, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κάκκαβου,[1712] έλληνες αντάρτες ή εκτελεστές της ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν ακόμα:

Κοντά στο χωριό Καρατζά Κιόι [Караџа Ќој / Καρτεραί],[1713] ένα χωρικό από το μακεδονικό χωριό Ζάροβο του Λαγκαδά (το σώμα του καπετάν Γιάννη).

Στο Μπόζετς των Γιαννιτσών, το μακεδόνα Βαγγέλη Καμπούλη (εκτελεστής είναι ο Αλβανός Τεφίκ)

Το μακεδόνα μυλωνά Χρήστο Ηλία, από το Σμπόρσκο των Βοδενών.

Δυο «αγγελιοφόρους» του Κομιτάτου, από το Καβάνταρτσι [Кавадарци],[1714] κοντά στο χωριό Ρόζντεν [Рожден][1715] (το σώμα του καπετάν Βάρσου).

Τους Μακεδόνες Θανάση Λέσκα και Πέτσο Λιάκου, στο δρόμο που συνδέει τα χωριά Τσέγκαν και Ζέρβη [Жерви][1716] των Βοδενών.

Ένα μακεδόνα βοσκό από το Ζάροβο του Λαγκαδά, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης (το σώμα του καπετάν Γιάννη).

 

Από το ημερολόγιο του Βάρδα

Οκτώβριος-Νοέμβριος 1907

(οι τελευταίες σελίδες)

 

Ο Βάρδας βρίσκεται στη Μπελκαμένη και ετοιμάζεται να αναχωρήσει για την Ελλάδα.

Την 1η Οκτωβρίου παίρνει επιστολή από την ελληνική οργάνωση της Φλώρινας, με την οποία του ζητούν να μπει ένα ελληνικό σώμα στο Άρμενσκο, να κάψει τρία-τέσσερα σπίτια και να σκοτώσεις μερικούς χωρικούς.[1717]

Στην ίδια επιστολή τον ενημερώνουν για τη στρατολόγηση του μουσουλμάνου Βελή από το χωριό Μαχαλά [Маала или Махала / Τροπαιούχος][1718] της Φλώρινας. Του έχουν υποσχεθεί τακτικό μισθό και δέκα λίρες για κάθε εκτέλεση. Ως πρώτοι στόχοι, του έχουν υποδειχθεί οι Στέφο Βάσιοφ και Πέτρο Ίλκοφ (μουχτάρης), από το χωριό Νέρεντ.[1719]

Την επομένη, ο Βάρδας γράφει στο προξενείο Μοναστηρίου και ζητάει να του σταλούν τα χρήματα για να πληρώσει τους άνδρες, πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, «να κανονίσει τους λογαριασμούς» του. Ζητάει επίσης πιστοποιητικό της υπηρεσίας του στη Μακεδονία, «από του Νοεμβρίου 1904 μέχρι του Οκτωβρίου 1905 και από του Ιουνίου 1906 μέχρι σήμερα». Ρωτάει τέλος αν θα λάβει «τα οδοιπορικά», δηλαδή τα έξοδα επιστροφής του, από το Προξενείο ή από την Αθήνα.[1720]

Ο καπετάν Ανδριανάκης του γράφει στις 10 Οκτωβρίου, ότι έλληνες αντάρτες έκαψαν την Παπαδιά στο Μορίχοβο και απήγαγαν οκτώ χωρικούς από το Σόβιτς. Του ζητάει επίσης να φροντίσει να δολοφονηθεί ο χωρικός Κώστας από την Κλεισούρα, που πουλάει μαλί γιδοπροβάτων (γιατί είναι αγγελιοφόρος του Κομιτάτου) και ο βοσκός Σπανογιώργος (γιατί είναι ρουμανιστής).[1721]

Το ελληνικό «κέντρο» της Φλώρινας, του ζητά εγγράφως να καταστρέψει τον εξαρχικό μαχαλά στο Ντόλνο Κότορι, να προχωρήσει σε «αθρόους φόνους» χωρικών στο Μπουφ και να οργανώσει μια επίθεση ενός σώματος, με βόμβες και περίστροφα, στην εξαρχική εκκλησία της Φλώρινας, την ώρα της λειτουργίας.[1722]

Στις 13 Οκτωβρίου, γράφει στον καπετάν Μπέλο και του λέει να φροντίσει ώστε οι άνδρες του να είναι «καθαροί και όχι ψειριασμένοι», γιατί τώρα «είναι αντάρτες και όχι κλέφτες (όπως έχουν συνηθίσει)». Αυτοί έχουν μάθει με τους πρώην ληστές και στη συνέχεια οπλαρχηγούς Γκούντα, Ντόγρα και λοιπούς «και θεωρούν τιμή τη λέρα και την ψείρα, προκαλώντας έτσι την απέχθεια των χωρικών», στα σπίτια των οποίων καταλύουν.

Σε μια εκκλησία στη Μπελκαμένη πηγαίνει ο Βάρδας, μαζί με τον οπλαρχηγό Κλειδή, στις 14 Οκτωβρίου. Συνιστά στο εκκλησίασμα να εργαστούν με τους Έλληνες «αν δεν θέλουν να καταστραφούν».[1723]

Γράμμα από το φίλο του Παμίκο Ζυμβρακάκη, παίρνει ο Βάρδας στις 24 Οκτωβρίου. Τα σημαντικά νέα αφορούν το Δημήτρη Καλαποθάκη. Του γράφει σχετικά ο Παμίκος: «Εκεί στην Αθήνα τα πάντα διέπει η ιδιοτέλεια και τα προσωπικά πάθη, ο αχρείος ο Καλαποθάκης δεν χάνει ευκαιρία να εκστομίσει εναντίον μας τα εξ αμάξης, ως πρωταγωνιστών στην αποπομπή του, αν και ποσώς απομακρύνθηκε από το Κομιτάτο, παρά μόνο τυπικά, αφού αυτός ουσιαστικά το διευθύνει με τα όργανα του».[1724]

Στους προύχοντες του χωριού Νέβεσκα, γράφει απειλητική επιστολή ο Βάρδας, στις 28 Οκτωβρίου. Τους κατηγορεί για «αποχή από την εθνική εργασία» και απειλεί ότι «θα τους εξαφανίσει σε πρώτη ευκαιρία».[1725]

Στις 3 Νοεμβρίου, γράφει στο ημερολόγιό του ένα γενικό σχόλιο για την απληστία των μουσουλμάνων που μισθοδοτούνται από την ελληνική οργάνωση: «Γενικά σε όλη την περιφέρεια οι Τούρκοι μπορούν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες, αλλά πρέπει διαρκώς να τρώνε χρήματα».[1726]

Στις 4 Νοεμβρίου, ο Βάρδας με καμιά δεκαριά άνδρες, που έχουν πάρει το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα, συναντιούνται στη Σέλιτσα της Ανασελίτσας με τις ομάδες του Γιάννη Καραβίτη (δεκαέξι άτομα) και του Γιώργου Σούλιου (πέντε άτομα). Οι Βάρδας και Καραβίτης συζητούν στο κατάλυμα κυρίως για την κατάσταση του Κομιτάτου στην Αθήνα, το ρόλο του Καλαποθάκη και τις φατρίες που έχουν δημιουργηθεί.[1727]

Στις 10 Νοεμβρίου 1907, ο Βάρδας γράφει τα τελευταία λόγια στο ημερολόγιό του, ενώ βρίσκεται στο ρωμαίικο χωριό Κοντσικό: «Μαθαίνω από τους εδώ, ότι ο Κοροπούλης, ο οποίος έχει κάνει καλή εντύπωση, φέρει τον τίτλο του Αρχηγού και σφραγίζει ως τέτοιος».[1728]

 

 

Ιανουάριος-Μάρτιος 1908

 

Στις αρχές Ιανουαρίου «άγνωστοι» σκοτώνουν στο μακεδονικό χωριό Κίρκλινο [Крклино][1729] του Μοναστηρίου, τους εξαρχικούς Πέτρε και Τόντε.[1730]

Ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα πραγματοποιείται κατά του εξαρχικού Μακεδόνα Στεργίου, ο οποίος έχει ένα χάνι κοντά στο Λαγκαδά. Το χάνι, χαρακτηρίζεται από τους Έλληνες, ως στέκι κομιτατζήδων.[1731]

Κοντά στο χωριό Μπαρόβιτσα [Баровица / Καστανερή][1732] των Γιανιτσών, βρίσκεται δολοφονημένος ο εξαρχικός χωρικός Γιόβαν.[1733]

Τη νύχτα της 6ης Ιανουαρίου έλληνες αντάρτες μπαίνουν στο μακεδονικό χωριό Μπουφ της Φλώρινας, καίνε δυο σπίτια και σκοτώνουν τέσσερις χωρικούς.[1734]

Ένα ελληνικό σώμα καίει τέσσερα σπίτια και σκοτώνει το χωρικό Θανάση Όρτζαν στο μακεδονικό χωριό Πέτροβο των Γιανιτσών.[1735]

Στο μικτό χωριό Μοκρίεβο της Στρούμιτσας, ένα ελληνικό σώμα «κατακρεουργεί» έναν κομιτατζή, ονόματι Πέτσεφ.[1736]

Στο Ντελί Χασάν Μαχαλέ των Σερρών, «άγνωστοι» δολοφονούν τον εξαρχικό χωρικό Βάνε.[1737]

Στο μακεδονικό χωριό Μέσιμερ των Βοδενών, δολοφονείται ένας εξαρχικός χωρικός.[1738]

Γύρω στις 20 Ιανουαρίου 1908, «άγνωστοι» δολοφονούν στη συνοικία Ατ Παζάρ στα Μπίτολα,[1739] τον εξαρχικό ξυλέμπορο Πέτρο Λόζανε.[1740]

Το σώμα του Κατσίγαρη σκοτώνει τρεις «κομιτατζήδες», στο όρος Νίτζε [Ниџе], πάνω από το χωριό Γκόρνο Πόζαρ των Βοδενών.[1741]

Τα σώματα του ανθυπολοχαγού Νίκου Τσίπουρα (Τράικου), του επιλοχία Βασίλη Σταυρόπουλου (Κόρακα) και του επιλοχία Γιώργου Φραγκάκου (Μαλέα) επιτίθενται από κοινού, στις 25 Ιανουαρίου 1908 το πρωί,[1742] στα μαντριά των Βλάχων στον Άγιο Ιωάννη ή Τσερκόβιανη [Црковјани / Μικρή Σάντα][1743] της Βέροιας. Οι αντάρτες σκοτώνουν δέκα ρουμανίζοντες[1744] και καίνε τρεις χιλιάδες κατσίκια και πρόβατα,[1745] που βρίσκονται μέσα σε 22 στάνες.[1746] Φεύγουν μόλις καταλαβαίνουν πως πλησιάζει ένα στρατιωτικό απόσπασμα.[1747] Ο Κάκκαβος αναφέρει τα ονόματα εννέα θυμάτων: Γώγος Κοκοτέλης, Τάσος Τσάρας, Αναστάσης Γάκης, Τόλος Κουτάβας, Γιοβάν Καρατόλε και ένας Γιώργος.[1748] Οι Έλληνες παίρνουν μαζί τους φεύγοντας και είκοσι οκτώ άλογα.[1749]

Στις 25 Ιανουαρίου 1908, μια ώρα μακριά από το Πετρίτσι, βρίσκεται σκοτωμένος ένας εξαρχικός βοσκός.[1750]

Ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη της 31ης Ιανουαρίου, γράφει πως έξω από το χωριό Γκέρμαν στις Πρέσπες βρέθηκαν κρεμασμένοι δυο εξαρχικοί χωρικοί.[1751]

Τον Ιανουάριο του 1908, δυο μακεδόνες χωρικοί από τη Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης δολοφονούνται από «άγνωστους». Ο Γιώργος Καράνταλης, έξω από το χωριό του[1752] και ο Ντίνο Γκούτσι (ή Ντίνας Γκρούτας), έξω από το Χαρμάν Κιόι.

Σύμφωνα με ανταπόκριση της 1ης Φεβρουαρίου 1908, δυο εξαρχικοί βρέθηκαν σκοτωμένοι στο χωριό Μπάπτσορ της Καστοριάς.[1753]

Ένας εξαρχικός, ονόματι Πέτκο, δολοφονείται στο Πράβι.[1754]

Ο εξαρχικός χωρικός, από το μακεδονικό χωριό Μπατς της Φλώρινας, δολοφονείται στα Μπίτολα.[1755]

Το μακεδονικό χωριό Ίζγκλιμπε της Καστοριάς προσβάλλεται στις 4 Φεβρουαρίου, από τα ενωμένα σώματα των οπλαρχηγών Ηλία Δεληγιαννάκη, Λάζου Αποστολίδη και Νίκου Ανδριανάκη. Η επίθεση κατά των κατοίκων διακόπτεται και οι αντάρτες αποχωρούν, μόλις εμφανίζεται ένα στρατιωτικό απόσπασμα, που βρισκόταν στο διπλανό μακεδονικό χωριό Τίκφενι [Тиквени / Κολοκυνθού][1756] και άκουσε τους πυροβολισμούς. Φεύγοντας αφίνουν πίσω τους επτά καμένα σπίτια, δυο νεκρούς χωρικούς και δυο τραυματίες. [1757]

Την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου, «άγνωστοι» απαγάγουν την εξαρχική δασκάλα από το μακεδονικό χωριό Ντέμπενι της Καστοριάς και στη συνέχεια τη σφάζουν.[1758]

Δυο «άγνωστοι» πυροβολούν ανεπιτυχώς δυο φορές, τον εξαρχικό γιατρό Τσέντσοφ (ή Τζέντζεφ), την ώρα που βγαίνει από το φαρμακείο του αδελφού του, που βρίσκεται στην Εγναντία οδό, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.[1759]

Σύμφωνα με ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη, της 8ης Φεβρουαρίου 1908, στο χωριό Πίραβα [Пирава][1760] της Δοϊράνης, «άγνωστοι» επιτέθηκαν σε μια παρέα τεσσάρων εξαρχικών χωρικών και σκότωσαν τον έναν από αυτούς.[1761]

Στις 10 Φεβρουαρίου 1908, άνθρωποι της ελληνικής οργάνωσης σκοτώνουν ένα εξαρχικό βοσκό, κοντά το Πετρίτσι.[1762]

Το σώμα του Λάζου δολοφονεί, στις 12 Φεβρουαρίου, δυο ρουμανίζοντες, στο χωριό Κούπα [Купа][1763] της Γευγελής. Οι νεκροί είναι γιοι του Χατζηγεωργίου Ζαρκάδα, ρουμάνου ιερέα στην Κούπα.[1764]

Στην Μπαρακλή Τζουμαγιά των Σερρών δολοφονείται ο εξαρχικός ιερέας Γιοβάν.[1765]

Στο χωριό Μονοσπίτοβο [Моноспитово][1766] της Στρούμιτσας, «άγνωστοι» δολοφονούν έναν εξαρχικό χωρικό.[1767]

Στο χωριό Τοπόλνιτσα [Тополница][1768] του Πετριτσίου, δολοφονείται ένας «κομιτατζής», ονόματι Κώτσος.[1769]

Την Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 1908 το βράδυ, «άγνωστοι» πυροβολούν και σκοτώνουν τον εξαρχικό Νικόλα Σκάεφ, την ώρα που επιστρέφει στο σπίτι του, στη συνοικία Γενί Μαχαλέ στα Μπίτολα.[1770]

Ο καπετάν Διαμαντής σκοτώνει το ρουμανίζοντα Βλάχο Γιώργο Τσιακμά,[1771] κοντά στο χωρίο Μοναχίτι [Монахит][1772] των Γρεβενών.

Στο μακεδονικό χωριό Ντόλνο Βλάσι των Γιαννιτσών, μπαίνει στις 14 Φεβρουαρίου η δεκαπενταμελής[1773] ομάδα του καπετάν Γκόνου. Σκοτώνει τέσσερις κατοίκους και τραυματίζει έναν.[1774]

Στα μέσα Φεβρουαρίου, ένα ελληνικό σώμα καίει το εξαρχικό σχολείο στο χωριό Γκούμεντζα των Γιανιτσών. Καίει επίσης τα μαντριά μαζί με τα πρόβατα του ρουμανίζοντα Βλάχου Θανάση, που βρίσκονται κοντά στη Γκούμεντζα.[1775]

Οι οθωμανικές αρχές ανακοινώνουν, πως στις 19 Φεβρουαρίου, η εξαρχική εκκλησία του μακεδονικού χωριού Ντούντουλαρ της Θεσσαλονίκης δέχτηκε βομβιστική επίθεση από «άγνωστους», οι οποίοι έριξαν επίσης πολλούς πυροβολισμούς.[1776]

Η εξαρχική εκκλησία του μακεδονικού χωριό Ορίζαρτσι ή Τσέλτικ των Γιανιτσών καίγεται από «άγνωστους».[1777]

Μέλη της ελληνικής οργάνωσης, σκοτώνουν δυο εξαρχικούς χωρικούς στο χωριό Κράστιλτσι [Крастилци][1778] του Πετριτσίου, στις 20 Φεβρουαρίου. Στη συνέχεια πετούν τα πτώματα στο Στρυμώνα [Струма] ποταμό.[1779]

Σύμφωνα με ανταπόκριση της 26ης Φεβρουαρίου 1908 από την Κωνσταντινούπολη, δολοφονήθηκε στο μικτό μακεδονικό χωριό Ντρανίτσι η Ντρανίτσεβο της Καστοριάς, ο εξαρχικός Πέτρος Νούφριος.[1780]

Η ομάδα του οπλαρχηγού Λάζου (πρώην βερχοβιστή που προσχώρησε στην ελληνική οργάνωση)[1781] σκοτώνει στη θέση Ίζβορ, κοντά στη Μπαρόβιτσα των Γιανιτσών, τους τσεντραλιστές Μακεδόνες Τάνο Ντίμο Σλάμαρ, Τάνο Γκόνο Τάγκ, Τάνο Μπόλα Σλάμαρ και κάποιον ονόματι Βαγγέλη.[1782]

Το βράδυ της 4ης Μαρτίου, δολοφονείται από «άγνωστο», στο χωριό Παπάζανι της Φλώρινας, ο χωρικός Νάτσε Κόλε Λάζαροφ, γνωστός για τις σχέσεις του με το Κομιτάτο. Το πτώμα του βρίσκεται πεταμένο μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της δασκάλας του χωριού.[1783]

Ο Σταυρόπουλος[1784] με τους άνδρες του επιτίθεται, στις 8 Μαρτίου, σε χωρικούς από το βλάχικο χωριό Ντόλιανη της Βέροιας, την ώρα που αυτοί καλλιεργούν τα αμπέλια τους.[1785] Σύμφωνα με τον έλληνα καπετάνιο, οι αγρότες αμύνονται «αρπάζοντας ό,τι βρήκαν μπροστά τους, δρεπάνια, τσάπες, πέτρες». Κατά τη συμπλοκή σκοτώνονται δυο Βλάχοι, ενώ «οι υπόλοιποι το βάζουν στα πόδια»[1786] και έτσι καταφέρνουν να σωθούν.

Επίσης το Σάββατο 8 Μαρτίου, βρίσκονται έξω από το Σόροβιτς της Φλώρινας, τα πτώματα δυο εξαρχικών Μακεδόνων.[1787]

Στη θέση Κρήνη του Τζελίλ στο Τίκφες, βρίσκονται τα πτώματα τεσσάρων εξαρχικών Μακεδόνων, που έχουν σκοτωθεί από ελληνικό σώμα.[1788]

Κοντά στο χωριό Σούμπας Κιόι [Субаш Ќои / Νέο Σούλι][1789] των Σερρών, βρίσκεται δολοφονημένος ο εξαρχικός Ντίμε.[1790]

Τη Δευτέρα 10 Μαρτίου, το σώμα του Γιώργου Παπαδόπουλου, δύναμης 56 ανδρών, εισβάλει στο μακεδονικό χωριό Ντόλνο Κουφάλοβο της Θεσσαλονίκης. Οι αντάρτες βάζουν φωτιά σε σπίτια και στάβλους και σκοτώνουν είκοσι χωρικούς. Είκοσι βόδια και πολλά μικρά κατοικίδια καίγονται επίσης. Φεύγοντας, το σώμα παίρνει μαζί του αιχμαλώτους πέντε νέους, τους οποίους και εκτελεί αργότερα.[1791]

Στις 10 Μαρτίου το βράδυ, δολοφονείται, στο Κάμενικ [Каменик / Πετραία][1792] των Βοδενών, ένας ρουμανιστής Βλάχος, ο κεχαγιάς Λίτος.[1793]

Στις 14 Μαρτίου, η ομάδα του Γκόνου στήνει ενέδρα έξω από το χωριό Σβέτα Μάρινα της Βέροιας. Συλλαμβάνει και εκτελεί δυο Μακεδόνες και δυο Βλάχους.[1794]

Στη θέση Δερβένι, στο δρόμο Λαγκαδά-Θεσσαλονίκη, το σώμα του καπετάν Γιάννη επιτίθεται σε έξι οδοιπόρους Μακεδόνες από το χωριό Ζάροβο. Σκοτώνει δύο και τραυματίζει άλλους δύο, εκ των οποίων ο ένας υποκύπτει αργότερα στα τραύματά του.[1795]

Ο εξηνταπεντάχρονος μακεδόνας προύχοντας Χατζή-Μίτσεφ, που κατάγεται από το Βέλες [Велес],[1796] είναι τριάντα χρόνια εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Είναι μέλος της εξαρχικής κοινότητας και πρόξενος της Ρωσίας. Περπατάει στο κέντρο της πόλης, κοντά στο ξενοδοχείο Παρθενών, μαζί με τον καβάση του και τον υπηρέτη του, όταν δέχεται δυο πυροβολισμούς από πίσω. Τραυματίζεται σοβαρά από μια σφαίρα στην κοιλιά και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Η αστυνομία θεωρεί ως ύποπτο τον Έλληνα Θανάση Μίνο, ο οποίος και εξαφανίζεται.[1797]

Στο Σούμπουτσκο των Βοδενών, το σώμα του καπετάν Λάζου, ντυμένο με στολές του οθωμανικού στρατού, μπαίνει σε ένα σπίτι, συλλαμβάνει επτά Μακεδόνες και τους παίρνει μαζί του. Οι αιχμάλωτοι εκτελούνται αργότερα.[1798]

Στην πόλη της Δράμας, «άγνωστοι» πυροβολούν και σκοτώνουν τον κομιτατζή καπνέμπορο Χατζή Γεοργίεφ και τραυματίζουν τον καβάση του.[1799]

Δυο πατριαρχικοί χωρικοί από το χωριό Αντά Τσίφλικ [Адата или Ада Чифлик][1800] του καζά Σερρών, σκοτώνονται από αντάρτες, ως συνεργάτες των κομιτατζήδων, στις 23 Μαρτίου.[1801]

Την επομένη, στις 24 Μαρτίου 1908, ένας μακεδόνας αγρότης από το Σκρίζοβο της Ζίχνας, δολοφονείται από την ελληνική οργάνωση, κοντά στο χωριό Έγκρι Ντερέ.[1802]

Στο χωριό Γκάλιστα [Галишта / Ομορφοκκλησιά][1803] της Καστοριάς, δολοφονείται στις 26 Μαρτίου, ένας πρόκριτος που έχει διατελέσει μουχτάρης κατά το προηγούμενο έτος.[1804]

Στον οικισμό Μπάτεμ Τσίφλικ [Батем Чифлик / Αμυγδαλεώνας][1805] της Καβάλας βρίσκεται, στις 28 Μαρτίου, δολοφονημένος από «αγνώστους», ο εξαρχικός Σιδέρης.[1806]

Ένας ακόμα χωρικός από το Σκρίζοβο, χαρακτηρισμένος «ως ταχυδρόμος του Κομιτάτου», σκοτώνεται από Έλληνες, στις 30 Μαρτίου, κοντά στο Ζιλιάχοβο.[1807]

Την ίδια μέρα, στις 30 Μαρτίου, σκοτώνονται από αντάρτες, στη στάνη τους κοντά στα Πορόια του Ντεμίρ Χισάρ, δυο ρουμανίζοντες Βλάχοι, οι Panaiot Mangali και Tecu Gusandra.[1808]

Επίσης στις 30 Μαρτίου, έξω από το χωριό Μελίκη [Мелик][1809] της Βέροιας, έλληνες αντάρτες σκοτώνουν το ρουμανίζοντα Βλάχο Δημήτρη Μπαρδάκη, επιστάτη σε γειτονικό τσιφλίκι.[1810]

Τη Δευτέρα το βράδυ της 31ης Μαρτίου, ο εξαρχικός ιερέας Ποπ Μίλσιο με τη σύζυγο του και το φίλο του Βαγγέλη, ενώ επιστρέφουν από το παζάρι της Στρούμιτσας στα σπίτια τους, στο χωριό Πόπτσεβο [Попчево],[1811] πέφτουν σε ενέδρα «αγνώστων», που τους πυροβολούν και τους σκοτώνουν.[1812]

Στα τέλη Μαρτίου, το έφιππο σώμα του καπετάν Κόρακα σκοτώνει δυο Μακεδόνες, ως συνεργάτες του Κομιτάτου. Τον Τράιο Γιόβαν από τη Γιάντσιστα [Јанчишта / Άγιος Γεώργιος][1813] της Βέροιας και τον Αργύρη από το Γενί Κιόι ή Νόβο Σέλο, του ίδιου καζά.[1814]

Σύμφωνα με τον Κάκκαβο,[1815] το Μάρτιο του 1908, το εκτελεστικό της ελληνικής οργάνωσης ή τα ένοπλα σώματα, σκοτώνουν επίσης:

Στη Λικόβιστα της Βέροιας, δυο εξαρχικούς Μακεδόνες και δυο ρουμανίζοντες Βλάχους (το σώμα του Γκόνου).

Το Θανάση Καρνάτσο, ένα ρουμανιστή Βλάχο, στην πόλη της Νάουσας.

Τους εξαρχικούς Βάνε Χρήστου και Κόλε Πάρι, στο Σαρακίνοβο των Βοδενών.

 

Απρίλιος-Ιούλιος 1908

 

Στις αρχές Απριλίου, στη θέση Τρακάινα, κοντά στην πόλη Στρούμιτσα, «άγνωστοι» πυρπολούν τον υδρόμυλο του Μακεδόνα Χριστομάνοφ.[1816]

Στις 4 Απριλίου, το πρωί, δολοφονείται στην πόλη των Βοδενών ο εξαρχικός Μακεδόνας Βασίλ Τάτεφ.[1817]

Στα μέσα Απριλίου, ο καπετάνιος Λάζος Αποστολίδης με τριάντα αντάρτες, πηγαίνει σε ένα σπίτι στο μακεδονικό χωριό Ζουπάνιστα της Καστοριάς και σκοτώνει οκτώ άτομα.[1818]

Το πρωί της 17ης Απριλίου, στη συνοικία της Αγίας Τριάδας[1819] στη Θεσσαλονίκη, ο καταγόμενος από το Κιλκίς εξαρχικός Μακεδόνας Γιόβαν, που εργάζεται ως αρχιεργάτης στο κεραμοποιείο Αλατίνη, δέχεται επίθεση έξω από το σπίτι του. Ο θύτης προσπαθεί να του κόψει το κεφάλι με ένα τσεκούρι. Στην προσπάθεια του να αμυνθεί, ο Γιόβαν χάνει τα τρία δάχτυλα του χεριού του.[1820]

Στη συνοικία του Αγίου Νικολάου στη Θεσσαλονίκη, στις 17 Απριλίου, «άγνωστος» πυροβολεί τον εξαρχικό έμπορο Ρίζοφ και τον τραυματίζει στο χέρι.[1821]

Στις 20 Απριλίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης προσπαθούν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν έναν εξαρχικό, στη συνοικία Κάτω Καμενίκια, στην πόλη των Σερρών.[1822]

Την ίδια μέρα, στις 8 το βράδυ, «άγνωστοι» μπαίνουν στην ταβέρνα «Οχρίδα» των αδελφών Μπακάλοφ στη Θεσσαλονίκη, όπου συχνάζουν εξαρχικοί Μακεδόνες και πυροβολούν εναντίον των δέκα θαμώνων που βρίσκονταν εκεί. Από τους είκοσι πυροβολισμούς που ρίχνονται, τραυματίζονται σοβαρά δυο άτομα, που μεταφέρονται στο νοσοκομείο.[1823]

Στη ρουμανική εκκλησία της Παναγίας στη Βέροια, τη μέρα του εορτασμού του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου, μέλη της ελληνικής οργάνωσης πυροβολούν δεκαέξι φορές από απόσταση και τραυματίζουν σοβαρά τον ιερέα Παπά-Γιώργη και μια γυναίκα, ενώ σκοτώνουν ένα καβάση.[1824]

Το μέλος του Κομιτάτου Βέλιο Καπλάνι, κάτοικος του μακεδονικού χωριού Χατζή Μπεϊλίκ του Ντεμίρ Χισάρ, δέχεται ελληνική δολοφονική επίθεση και τραυματίζεται, στις 25 Απριλίου 1908.[1825]

Ο Μήτρος Κατσάμπας, μέλος της ελληνικής οργάνωσης, δολοφονεί στο παζάρι στη Βέροια, το ρουμανίζοντα Βλάχο Γιώργο Καραγιάννη.[1826]

Στις 5 Μαΐου, γίνονται «άφαντοι» δυο Μακεδόνες κοντά στην κωμόπολη Μπαρακλή Τζουμαγιά, ο Ηλία Αβραάμ από το Σπάτοβο [Спатово / Κοίμησις][1827] του Ντεμίρ Χισάρ, στέλεχος του Κομιτάτου και ο συνοδός του, από το χωριό Λέχοβο [Лехово / Κρασοχώρι],[1828] του ίδιου καζά.[1829]

Την Τρίτη 6 Μαΐου 1908, στη θέση «λάκκος», μιάμιση ώρα έξω από τη Νέβεσκα, δολοφονείται σε ενέδρα που του έχουν στήσει έλληνες αντάρτες, ο ρουμανιστής Βλάχος Foti Basa. Μαζί του βρίσκεται ο γιός του, ο οποίος τρέπεται σε φυγή και κατορθώνει να γλυτώσει.[1830]

Ένας άλλος ρουμανιστής Βλάχος βρίσκεται δολοφονημένος, στις όχθες ενός ρέματος, μισή ώρα έξω από την πόλη των Γρεβενών.[1831]

Στις 9 Μαΐου, γίνεται γνωστό πως στο χωριό Καρλίκοβο της Ζίχνας, ένοπλοι σκότωσαν τέσσερις εξαρχικούς Μακεδόνες και τραυμάτισαν βαριά άλλους δύο.[1832]

Μια ομάδα χωρικών Μακεδόνων από το χωριό Κάλαποτ της Ζίχνας, δέχεται επίθεση ελληνικού σώματος, στο δρόμο μεταξύ Δράμας και Καβάλας. Τέσσερις από αυτούς σκοτώνονται και τρεις τραυματίζονται.[1833]

Τα σώματα του ανθυπολοχαγού Λουκά Παπαλουκά (Ρουμελιώτη)[1834] και του οπλαρχηγού Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή) εισβάλουν τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου 1908 στο μακεδονικό χωριό Κωστενέτσι της Φλώρινας.

 «Αφού παραλάβαμε τσεκούρια, πετρέλαιο και ότι άλλο χρειαζόταν για τον εμπρησμό, πήραμε το δρόμο για το Κωστενέτσι», γράφει ο Μακρής στα απομνημονεύματά του. Και συνεχίζει: «Στην αρχή που μας είδαν οι κάτοικοι μας πήραν για τουρκικό στρατό και μόνον όταν είχαμε μπει πια στο χωριό κατάλαβαν πως ήμασταν αντάρτες. Είναι αφάνταστος ο πανικός που τους έπιασε… Οι γυναίκες έκλαιγαν κι έτρεχαν σαν τρελές να μαζέψουν τα παιδιά τους. Οι άντρες απ’ όλα τα μέρη του χωριού ακούγονταν που φώναζαν “στα όπλα” και μεις ωστόσο προχωρούσαμε με τα ντουφέκια στα χέρια… Τότε εγώ έδωσα διαταγή κι άρχισαν να ρίχνουν οι δικοί μας, σύγκαιρα σκόρπισαν κι άρχισαν να βάζουν φωτιά στα σπίτια, χύνοντας πετρέλαιο κάτω από τις πόρτες. Για να τελειώνουμε γρήγορα, είπα να ρίχνουν και μπόμπες. Ήτανε ένα άγριο πράμα να βλέπεις τα σπίτια να τινάζονται στον αέρα… Ακόμη και οι γυναίκες είχαν πάρει μέρος στη μάχη και μας χτυπούσαν με πέτρες και κάμποσες πιο θαρραλέες ρίχτηκαν και με τσεκούρια».[1835]

Οι αντάρτες εγκαταλείπουν το χωριό μόλις φτάνει ο στρατός, αφήνοντας πίσω τους 27 καμένα σπίτια και 30 νεκρούς (εκ των οποίων δέκα γυναίκες).[1836]

Στις 13 Μαΐου, Στο μακεδονικό χωριό Γκέρμαν [Герман / Σχιστόλιθος][1837] του Ντεμίρ Χισάρ, δολοφονείται ένας χωρικός, ονόματι Ντιμίτρι Στέφαν, την ώρα που δούλευε στα χωράφια του. Οι αρχές θεωρούν πως πρόκειται για πράξη της ελληνικής οργάνωσης και προχωρούν σε συλλήψεις.[1838]

Τρεις μέρες αργότερα, στις 16 Μαΐου, βρίσκεται σκοτωμένος, ο χωρικός Νίκος Δημητρίου, από το μακεδονικό χωριό Τσουτσουλίγκοβο των Σερρών. Οι έρευνες των αρχών στρέφονται ξανά κατά των Ελλήνων.[1839]

Στο χωριό Τεκελίοβο ή Τεκελή της Θεσσαλονίκης, ένα ελληνικό σώμα επιτίθεται σε σαράντα χωρικούς Μακεδόνες, που κόβουν χορτάρι στα χωράφια τους, και σκοτώνει επτά από αυτούς.[1840]

Οι ομάδες των οπλαρχηγών Μπέλου και Σούλιου προσβάλουν το μακεδονικό χωριό Στένσκο τη Καστοριάς στις 22 Μαΐου. Η επίθεση διαρκεί πέντε ώρες και διακόπτεται μόλις καταφθάνει ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Οι αντάρτες φεύγουν αφήνοντας πίσω τους πέντε νεκρούς χωρικούς.[1841]

Το σώμα του καπετάν Γιάννη, σκοτώνει κοντά στο χωριό Ζάροβο του Λαγκαδά, τους μακεδόνες χωρικούς Αγγέλου, Γεωργίου, Κότολ και Κόνσταντιν.[1842]

Τα σώματα των Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή) και Νίκου Ανδριανάκη, εισβάλλουν στο μακεδονικό χωριό Βίσενι της Καστοριάς, στις 26 Μαΐου το βράδυ. Σκοτώνουν τριάντα χωρικούς και καίνε είκοσι σπίτια. Οι Έλληνες φεύγουν μόλις φτάνει ένα οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα από τη γειτονική πόλη.[1843]

Πέντε μέρες αργότερα, στις 31 Μαΐου, τα σώματα του Γιάννη Καραβίτη και του Γιώργου Βολάνη, δύναμης εβδομήντα πέντε ανδρών (κυρίως Κρητικών), προσβάλουν το μακεδονικό χωριό Γκόρνο Πόζαρ των Βοδενών. Το χωριό θεωρείται «ορμητήριο των κομιτατζήδων». Οι Έλληνες καίνε είκοσι σπίτια του χωριού και σκοτώνουν δεκαπέντε χωρικούς.[1844]

Στις 12 Ιουνίου γίνεται γνωστή η δολοφονία ενός μαθητή Βλάχου, που πήγαινε σε ρουμάνικο σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Η οικογένεια του είχε λάβει απειλητική επιστολή, προκειμένου να σταματήσει να στέλνει το παιδί της σε αυτό το σχολείο.[1845]

Έξω από το χωριό Ντόλιανη της Βέροιας, ένα ελληνικό σώμα σκοτώνει δυο ρουμανίζοντες Βλάχους. Τα πτώματα τους βρέθηκαν «οικτρά κατακρεουργημένα».[1846]

Οι Μακεδόνες Ρίστο Μίλο, Βασίλη Μίτο, Νίκο Γκίνε και Κούσε Άντον, από το χωριό Μπόγκνταντσι (Μπογδάντσα) της Γευγελής, ενώ επιστρέφουν στις 17 Ιουνίου στα σπίτια τους, από το παζάρι της Στρούμιτσας, μαζί με δέκα άλλα άτομα από γειτονικά χωριά της, δέχονται επίθεση «αγνώστων», οι οποίοι τους συλλαμβάνουν και τους απαγάγουν.[1847]

Κοντά στο μακεδόνικο χωριό Ντάμιαν ή Σούλουκλι [Дамјан или Сулукли / Δαμιανό][1848] των Γιανιτσών σκοτώνονται, στις 17 Ιουνίου, οι εξαρχικοί Νικόλας και Ατανάς, γνωστοί στην ελληνική οργάνωση για τις σχέσεις τους με το Κομιτάτο.[1849]

Ένα ελληνικό σώμα μπαίνει στις 18 Ιουνίου στο μακεδονικό χωριό Σμόλαρι του Πετριτσίου. Πηγαίνει στο σπίτι του εξαρχικού ιερέα και σκοτώνει αυτόν, τη σύζυγο του, την κόρη του, το γιο του, το μπατζανάκη του παπά και την κόρη του τελευταίου.[1850]

Τέσσερις Μακεδόνες από το χωριό Μπόγκνταντσι της Γευγελής, οι Χρήστος Μίλοφ, Βασίλης Μίτο, Νίκος Γκόνε και Γκούσε Άνντον, πέφτουν σε ενέδρα ανταρτών του σώματος του καπετάν Καραϊσκάκη, κοντά στο Βλάντοβο των Βοδενών. Οι δύο χωρικοί καταφέρνουν να ξεφύγουν, οι άλλοι δύο όμως συλλαμβάνονται και εκτελούνται.[1851]

Το μακεδονικό χωριό Ορίζαρτσι ή Τσέλτικ των Γιαννιτσών δέχεται την επίθεση ενός ελληνικού σώματος. Η εφημερίδα «Πατρίς» γράφει πως οι αντάρτες σκότωσαν τον εξαρχικό παπά και ένα χωρικό.[1852] Λίγες μέρες αργότερα το «Εμπρός» γράφει πως το χωριό «καταστράφηκε».[1853]

Στα μέσα Ιουνίου, πραγματοποιείται επίθεση εναντίον του χωριού Λέσκοβετς της Φλώρινας, από τις ομάδες των οπλαρχηγών Γιώργου Δικώνυμου (Μακρή), Παύλου Νεράντζη (Περδίκα) και Παναγιώτη Γερογιάννη. Μέσα σε μισή ώρα οι αντάρτες καίνε τριάντα σπίτια και 75 βόδια μέσα στους στάβλους. Σκοτώνουν έξι χωρικούς και πληγώνουν τρεις γυναίκες.[1854]

Στις αρχές Ιουλίου, «άγνωστοι» σκοτώνουν τέσσερις εξαρχικούς χωρικούς, στο μακεδονικό χωριό Νάρες [Нареш / Φιλαδελφιανά και Νέα Φιλαδέλφεια][1855] της Θεσσαλονίκης.[1856]

Στο μακεδονικό χωριό Τσέγκαν των Βοδενών εισβάλει ένα ελληνικό σώμα. Οι αντάρτες σκοτώνουν μερικούς χωρικούς και καίνε αρκετά σπίτια.[1857]

Μεταξύ των χωριών Νταούτ Μπαλή και Γκράντομπορ της Θεσσαλονίκης, βρίσκονται τα πτώματα πέντε εξαρχικών Μακεδόνων.[1858]

Στις 5 Ιουλίου 1908, το χωριό Ρίμπαρτσι [Рибарци][1859] του Μοναστηρίου προσβάλλεται από τα σώματα των Βολάνη και Καραβίτη. Κατά την επίθεση σκοτώνονται είκοσι πέντε κάτοικοί του,[1860] εκ των οποίων δεκαεννέα άνδρες, τέσσερις γυναίκες και δύο παιδιά. Τραυματίζονται τέσσερα άτομα και καίγονται τα δώδεκα από τα είκοσι πέντε σπίτια του χωριού.[1861]

Ο Καραβίτης, γράφει στα απομνημονεύματά του, πως οι επιτιθέμενοι κατέστρεψαν πρώτα με τσεκούρια τις βάρκες των ψαράδων του χωριού, για να μην είναι δυνατή η διαφυγή κανενός από το ποτάμι. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά στα σπίτια. «Πετρέλαιο και φωτιά, φωτιά και τσεκούρι. Σε ολίγη ώρα λαμπάδιασε όλο το χωριό και η λάμψη του φαινότανε από το Μοναστήρι», σημειώνει ο Καραβίτης, που τοιχοκολλά φεύγοντας ένα απειλητικό σημείωμα: ένα εξαρχικό χωριό κατεστραμμένο για κάθε νεκρό πατριαρχικό.[1862]

Μεταξύ Απριλίου-Ιουλίου 1908, σύμφωνα με τον Κάκκαβο,[1863] τα μέλη της ελληνικής οργάνωσης και οι αντάρτες των ελληνικών σωμάτων σκοτώνουν ακόμα:

Τον εξαρχικό Μακεδόνα Πέτρο Σταύρου, έξω από το χωριό Γκράντομπορ της Θεσσαλονίκης.

Το χωρικό Δημήτρη Γκίγκεφ, από την Κρίβα των Γιανιτσών.

Τους ρουμανίζοντες Βλάχους Αδάμ Σπύρου και Θανάση Παπαϊωάννου, στον καζά της Κατερίνης.

Τον εξαρχικό πρόκριτο Κόλε, έξω από το χωριό Κοστούρινο [Костурино][1864] της Στρούμιτσας.

Τους Βλάχους Γάκη και Πράπα, στο δρόμο Βέροιας-Ξηρολίβαδου.

Ένα μακεδόνα χωρικό, έξω από τη Σβέτα Μάρινα της Βέροιας.

Το μακεδόνα πρόκριτο Λέκο Καλαϊτζή, στο χωριό Γιάντσιστα της Βέροιας.

Το Μακεδόνα Στόιλ Νικόλα, στο Μπαρμπάρεβο της Στρούμιτσας.

Ένα χωρικό, στο Μπάνσκο της Στρούμιτσας (εδώ οι αντάρτες έκαψαν και μερικά σπίτια).

Δυο μακεδόνες, εργάτες μεταλλείου, που βρέθηκαν μέσα σε ένα χαντάκι, κοντά στο χωριό Ίζβορ [Извор / Ανάβρα][1865] των Μογλενών.

Το μακεδόνα βοσκό Τάσο, από το Μέσιμερ των Βοδενών (οι αντάρτες που τον σκότωσαν, του έκλεψαν και το κοπάδι).

Το μακεδόνα Θανάση Ουρτζάν, στο Πέτροβο των Γιανιτσών.

Τέσσερεις μακεδόνες οικοδόμους (τους σκότωσαν οι άντρες του καπετάν Γρίβα).

Ένα μακεδόνα χωρικό στο Μονοσπίτοβο της Στρούμιτσας.

Τον εξαρχικό δάσκαλο, στο Τρέσινο των Βοδενών.

Τρεις Μακεδόνες, κοντά στο Κούκλις [Куклиш][1866] της Στρούμιτσας.

Το Μακεδόνα Χατζηδημητρίου, στη Μπάλαβτσα του Λαγκαδά.

Το ρουμανίζοντα Βλάχο Νταλαμήτσο, μέσα στην πόλη της Βέροιας.

Το Μακεδόνα Φίλιππο Κιρκούλια, έξω από τη Μπογδάντσα της Γευγελής.

 

 

Το αναπάντεχο τέλος

 

Στις 17 Ιουνίου 1908, εμφανίζονται στον ελληνικό τύπο οι πρώτες ειδήσεις για τους τούρκους αξιωματικούς που υπηρετούν στη Μακεδονία, είναι οργανωμένοι στο κίνημα των Νεοτούρκων και συνωμοτούν για την ανατροπή του απολυταρχικού οθωμανικού καθεστώτος. Σε αυτές τις ειδήσεις διαβάζουμε, πως οι Νεότουρκοι έχουν αποφασίσει το κίνημα τους να εκδηλωθεί στις 30 Ιουνίου.[1867]

Μια βδομάδα αργότερα, στις 24 Ιουνίου, ένα τηλεγράφημα από τη Βιέννη, περιγράφει την πρώτη επαναστατική πράξη των Νεοτούρκων:

«Ένας ταγματάρχης της φρουράς του Μοναστηρίου, με δυο αξιωματικούς, μερικούς υπαλλήλους και 200 στρατιώτες, αφού προμηθεύτηκαν όπλα, πυρομαχικά και χρήματα, ανέβηκαν στο βουνό. Το κίνημα αυτό αποδίδεται στο νεοτουρκικό κόμμα».[1868]

Την επόμενη μέρα, διαβάζουμε πως «εκδηλώθηκαν πολλά στασιαστικά κινήματα του νεοτουρκικού κόμματος στη Μακεδονία» και πως «ο σουλτάνος συγκάλεσε έντρομος το υπουργικό συμβούλιο».[1869]

Οι εξελίξεις τις επόμενες μέρες είναι καταιγιστικές, η επανάσταση των Νεοτούρκων επικρατεί παντού. Στις 11 Ιουλίου ανακοινώνεται πως ο σουλτάνος παραχωρεί Σύνταγμα και προαναγγέλλει τη διεξαγωγή ελεύθερων βουλευτικών εκλογών.[1870]

Στις 12 Ιουλίου 1908, γίνεται γνωστή η αμνήστευση όλων των πολιτικών εγκλημάτων.[1871]

Οι επαναστατικές τσέτες καταθέτουν τα όπλα. Το Σαντάνσκι και τον Πανίτσα, τους υποδέχονται οι στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της Θεσσαλονίκης. Απόσπασμα τους «απονέμει στρατιωτικές τιμές».[1872] Οι Μακεδόνες πηγαίνουν ύστερα στο ξενοδοχείο «Αγγλία». Εκεί, από το μπαλκόνι, ο Σαντάνσκι εκφωνεί λόγο στο συγκεντρωμένο πλήθος, διάρκειας μισής ώρας. Μεταξύ άλλων υποστηρίζει, πως «η Βουλγαρία, όχι μόνο δεν θέλει την απελευθέρωση της Μακεδονίας, αλλά αντίθετα επιδιώκει τη δυστυχία και την υποδούλωσή της».[1873]

Ο Σπύρος Μελάς, ανταποκριτής της εφημερίδας «Πατρίς» παίρνει συνέντευξη από το Γιάνε Σαντάνσκι.

Ο Σαντάνσκι του λέει: «Ο δικός μας αγώνας απέβλεπε στο να αποκτήσει καθένας την ελευθερία του. Αφού λοιπόν δόθηκε το Σύνταγμα, εγώ τουλάχιστον θα υποστηρίξω, πως θα πρέπει να ενωθούμε για να μη χάσουμε ό,τι μας έδωσαν». Και συνεχίζει: «Η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία, δημιούργησαν στη Μακεδονία μια κατάσταση ανυπόφορη. Εγώ και οι οπαδοί μου ανέκαθεν τους εναντιωθήκαμε. Νομίζω πως πολιτευθήκαμε με ειλικρίνεια, όταν διακηρύτταμε πως η Μακεδονία είναι για τους Μακεδόνες. Τώρα εδόθη το Σύνταγμα. Δεν μπορώ να πω, είναι μια λύση και αυτή».

 

Η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να υποστηρίξει την επανάσταση των Νεοτούρκων (μετά την επικράτησή της) και να σταματήσει την ελληνική ένοπλη δράση στη Μακεδονία. Δίνει έτσι στις προξενικές αρχές της Μακεδονίας εντολή να διαλύσουν αμέσως τα ένοπλα σώματα.[1874]

Ο Βασίλης Σταυρόπουλος βρίσκεται στο Κάτω Σέλι, όταν παίρνει τη διαταγή του προξενείου, που του γνωστοποιούσε τη μεταβολή του πολιτεύματος στην Τουρκία, τη χορήγηση γενικής αμνηστίας και του λέει να παρουσιασθεί χωρίς χρονοτριβή στο φρουραρχείο της περιοχής.[1875]

Το προξενείο Μοναστηρίου δίνει εντολή, στις 18 Ιουλίου, στο Μακρή, που βρίσκεται στο βουνό Περιστέρι, να κατέβει με τους άντρες του και να παραδώσει τα όπλα στις αρχές στο Μαγκάρεβο.[1876]

Τον Καραβίτη, που βρίσκεται στο Μορίχοβο, τον ειδοποιούν νεότουρκοι αξιωματικοί, για την επικράτηση της επανάστασης και τη χορήγηση αμνηστίας. Η επιβεβαίωση του ελληνικού προξενείου, για την παράδοση του ίδιου και ογδόντα ανταρτών, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο «τυπική» διαδικασία.[1877]

Οι έλληνες αντάρτες κατεβαίνουν από τα βουνά στις πόλεις, παραδίδουν τα όπλα στις αρχές και αμνηστεύονται.[1878]

Έως τα τέλη Ιουλίου καταθέτουν επίσημα τα όπλα τους, σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, 26 ελληνικά σώματα, συνολικά δύναμης 217 ανδρών.[1879] Πολλά άλλα σώματα θα περάσουν άτυπα τα τουρκικά σύνορα και θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, μαζί με τον οπλισμό τους.[1880]

Η αντάρτικη φάση του ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα, του οποίου ηγήθηκαν επίσημα εξήντα αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ελληνικού στρατού,[1881] διοικώντας εκατοντάδες μισθοφόρους, τελειώνει.

Το μέλλον της Μακεδονίας θα κριθεί τα επόμενα χρόνια, στα πεδία των μαχών, μεταξύ των στρατών των χωρών της Βαλκανικής. Εκεί θα κριθεί και το μέλλον των Μακεδόνων.

Οι «μακεδονομάχοι» θα αποζημιωθούν δια βίου για το «έργο» τους, από την ελληνική πολιτεία, με στρατιωτικούς βαθμούς και τις αντίστοιχες συντάξεις.

Σε ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες δραχμές, σε τιμές του 1928, θα ανέλθει το ετήσιο κόστος συνταξιοδότησης, για τους 295 πρώην καπετάνιους και τις χήρες των «πεσόντων» οπλαρχηγών.[1882]

Ο αντιμακεδονικός αγώνας, υπήρξε τελικά ιδιαίτερα κοστοβόρος για το Ελληνικό Δημόσιο Ταμείο και ταυτόχρονα μια ιδιαίτερα καλοπληρωμένη επιχείρηση, για τους μισθοφόρους που τη στελέχωσαν.

 

Πηγές

 

Ιστορικό Αρχείο Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Προξενεία Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης, Σερρών (1905-1908).

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Τσόντου - Βάρδα.

 

Αθήναι: (εφημερίδα) Αθήναι, ιδιοκτήτης και διευθυντής Γεώργιος Κ. Πωπ, Αθήναι 1905-1908.

Ακρόπολις: (εφημερίδα) Ακρόπολις, ιδιοκτήτης Β. Γαβριηλίδης, Αθήναι 1905-1908.

Ατλαντίς: Ατλαντίς - Atlantis National Daily Greek Newspaper, Εκδίδεται καθ' εκάστην, ιδρυτής Σόλων Ι. Βλαστός, Νέα Υόρκη 1905-1908.

Βακαλόπουλος: Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) - Η ένοπλη φάση, Θεσσαλονίκη 1987.

Βάρδας: Γεωργίου Τσόντου (Βάρδα), Ο Μακεδονικός Αγών / Ημερολόγιο 1904-1905, εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια Γιώργος Πετσίβας, τόμοι Α, Β1, Β2, Αθήνα 2003.

Βλάχος: Βλάχος Νικόλαος, Το μακεδονικόν ως φάσις του ανατολικού ζητήματος 1979-1908, Αθήναι 1935.

Άστυ: (εφημερίδα) Άστυ, διευθυντής Εμμανουήλ Ρεπούλης (και κατόπιν Γ. Βουτσινάς και Ζ. Παπαντωνίου), Αθήναι 1905-1908.

Γκόνος: Γεώργιος Γκόνος, Περιληπτική έκθεσις των Ενεργειών μου, (έγγραφο δημοσιευμένο στο έργο: Ο νέος μακεδονικός αγών, επιλογή κειμένων Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2008, σ. 401-407)

ΔΙΣ: Γενικόν Επιτελείον Στρατού – Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο μακεδονικός αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι 1979.

Εμπρός: Εμπρός - Ημερησία Εθνική Εφημερίς, διευθυντής Δημήτριος Καλαποθάκης, Αθήναι 1905-1908.

Θεσσαλία: Η Θεσσαλία – Καθημερινή Θεσσαλική Εφημερίς, διευθυντής Δημ. Α. Τσιμπούκης, Βόλος 1908.

Καιροί: Καιροί - Η αρχαιοτέρα των ελληνικών εφημερίδων, ιδιοκτήτης και διευθυντής Πέτρος Κανελλίδης, Αθήναι 1905-1908.

Κάκκαβος: Δημητρίου Κάκκαβου, Απομνημονεύματα (Μακεδονικός Αγών), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972.

Καούδης: Καούδης Ευθύμιος, Απομνημονεύματα (1903 - 1907), επιμέλεια Άγγελος Χοτζίδης, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη, 1996.

Καραβίτης: Ιωάννου Καραβίτη, Ο μακεδονικός αγών / Απομνημονεύματα – εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 1994.

Κλειδής: Κώστα Κλειδή, Με τη λάμψη στα μάτια, Αθήνα 1984.

Κουτσουκάλης: Διον. Π. Κουτσουκάλη, Ζωγραφιές απ’ τη Μακεδονία (Μορίχοβο 1905), εν Πειραιεί 1908.

Μαζαράκης: Κ. Ι. Μαζαράκης – Αινιάνος, Ο Μακεδονικός Αγώνας – Αναμνήσεις, στο συλλογικό Ο μακεδονικός αγώνας / Απομνημονεύματα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1984.

Μακρής: Δικωνύμου - Μακρή Γεωργίου, Απομνημονεύματα, στο συλλογικό Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα Πηνελόπης Δέλτα – Απομνημονεύματα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 81-183.

Μόδης: Γ. Χ. Μόδη, Μακεδονικός αγών και Μακεδόνες αρχηγοί, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1950.

Νέον Άστυ: (εφημερίδα) Νέον Άστυ, διευθυντής Δημήτριος Κακλαμάνος (και κατόπιν Γεράσιμος Πετροβίκης), Αθήναι 1905-1908.

Παπατζανετέας: Παναγιώτη Παπατζανετέα, Ο Μακεδονικός Αγών, στο συλλογικό Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα Πηνελόπης Δέλτα – Απομνημονεύματα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 186-253.

Πατρίς: Πατρίς (του Βουκουρεστίου), καθημερινή εθνική εφημερίς εικονογραφημένη, διαχειριστής Χαραλάμπης Παπάς, Αθήναι 1906-1908.

Πύρζας: Ο οπλαρχηγός καπετάν Λάκης Πύρζας, επιμέλεια Πάνου Παπασταμάτη, περιοδικό Αριστοτέλης, Φλώρινα, Μάρτιος-Απρίλιος 1960.

Ράπτης: Σταμάτη Ράπτη, Η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνος, έκδοσις δευτέρα, Αθήναι 1911.

Σάλπιγξ: Σάλπιγξ - Εφημερίς εβδομαδιαία, ιδιοκτήτης και διευθυντής Μιχ. Τσόγκας, Λάρισα 1905-1908.

Σκριπ: Σκριπ - Εφημερίς Πολιτική και των Ειδήσεων, Ιδιοκτήτης - διευθυντής Γρηγόριος Ευστρατιάδης, Αθήναι 1905-1908.

Σταυρόπουλος: Βασιλείου Σταυροπούλου, Απομνημονεύματα, στο συλλογικό Ο Μακεδονικός Αγώνας – Απομνημονεύματα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 385-465.

Ταχυδρόμος: Ταχυδρόμος - Εφημερίς εβδομαδιαία και των Ειδήσεων εκδιδομένη καθ’ εκάστην, ιδιοκτήτης Γ. Τήνιος, συντάκτης Σ. Λιάτσης, Αλεξάνδρεια 1905-1908.

Τύπος: Τύπος – Εφημερίς Θεσσαλική και Μακεδονική εκδιδομένη εν Βόλω, ιδιοκτήτης Δημ. Τσιμπούκης, Βόλος 1905-1906.

Χρόνος: (εφημερίδα) Χρόνος, ιδιοκτήτης Κωστής Χαιρόπουλος, Αθήναι 1905-1908.

Φιλιππούπουλις: (εφημερίδα) Φιλιππούπολις, διευθυντής και συντάκτης Δημ. Ι. Κουμαριανός, Φιλιππούπολις 1905-1906.

 



[1] Δημήτρη Λιθοξόου, Ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας – Από το Ίλιντεν στη Ζαγκορίτσανη (1903 – 1905), Μεγάλη Πορεία, Αθήνα 1998. Δεύτερη έκδοση: Μπατάβια, Θεσσαλονίκη 2006.

[2] Димитрис Литоксоу, Грчка антимакедонска борба, Аз-Буки, Скопје 2004.

[3] Dimitris Lithoxou, The Greek Anti-Macedonian Struggle, From St. Elias' Day to Zagorichani (1903-1905), Skopje 2007. Δεύτερη έκδοση: Salient Publishing, North Melbourne, 2013.

[4] Zagoričani. Και Ζαγοριτσάνη ή Ζαγορίτσανη στις ελληνικές πηγές. Μεγάλο χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Πόπολε (Popole) του καζά Καστοριάς. Πριν το Ίλιντεν τα 2/3 του χωριού είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Οι κάτοικοί του πρωτοστάτησαν στην αυτονομιστική επανάσταση. Τα αντίποινα των Οθωμανών υπήρξαν σκληρά. Στις 15 Αυγούστου 1903 η Ζαγκορίτσανη κάηκε από τον στρατό και αρκετοί χωρικοί σκοτώθηκαν. Στις 25 Μαρτίου 1905 το χωριό δέχτηκε τη μεγαλύτερη επίθεση που πραγματοποίησαν τα ελληνικά σώματα, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα. Σχεδόν 200 μισθοφόροι, υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών, σκότωσαν περισσότερα από πενήντα άτομα (μεταξύ των οποίων υπήρχαν γέροι, γυναίκες και παιδιά) και έκαψαν όσα σπίτια και αποθήκες είχαν απομείνει όρθια από το Ίλιντεν. Τα σώματα αναχώρησαν μόνο όταν πλησίασε ο οθωμανικός στρατός. Η σφαγή στη Ζαγκορίτσανη σκόρπισε φρίκη σε όλη την Ευρώπη και αποκάλυψε τις αληθινές προθέσεις της ελληνικής εμπλοκής στο μακεδονικό ζήτημα. Μεταξύ των ετών 1906-1913 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές «εθνικά Μακεδόνες» έντεκα άτομα. Το 1912 υπήρχαν στη Ζαγκορίτσανη περίπου 2.300 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, πολλές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 32 οικογένειες χριστιανών προσφύγων από τον Πόντο. Το 1928 μετονομάστηκε Βασιλειάς. Το 1928 ζούσαν στη Ζαγκορίτσανη περίπου 700 Μακεδόνες και 100 πρόσφυγες. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο σκοτώθηκαν 62 κάτοικοι του χωριού. Με τη λήξη των εχθροπραξιών 242 άτομα κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[5] Μέσα σε αγκύλη αναγράφονται τα παλαιά ονόματα των χωριών στη μακεδονική γλώσσα και στη συνέχεια, με ελληνικά, οι (για εθνικούς λόγους) μετονομασίες τους από την ελληνική διοίκηση.

[6] Τους αναφερόμενους σε άλλα έργα μου ως «ελληνόφωνους» της Μακεδονίας, χαρακτηρίζω εδώ, καθώς αυτό ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, ως «Ρωμιούς». Έτσι εξάλλου και αυτοπροσδιορίζονταν. Η μητρική γλώσσα των Ρωμιών της Μακεδονίας είναι η βόρεια διάλεκτος της ρωμαίικης γλώσσας. Η ρωμαίικη γλώσσα (Romaic στη διεθνή βιβλιογραφία και Rumca στα τουρκικά) απαγορεύτηκε, με άρθρο στο Ελληνικό Σύνταγμα του 1911, να χρησιμοποιείται στις δημόσιες υπηρεσίες. Η σημερινή γλώσσα που ονομάζεται «νέα ελληνική», είναι μια κατασκευασμένη διαχρονικά γλώσσα, από το εκπαιδευτικό σύστημα του ελληνικού κράτους, με ένα λεξιλόγιο κατά τα 2/3 νεκραναστημένων λέξεων, που οι φιλόλογοι άντλησαν από τα λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Οι «Ρωμιοί» είναι μια πολιτισμική και όχι μια εθνική κοινότητα. Από την άλλη, χαρακτηρίζονται εδώ εθνικά «Έλληνες» οι αρχηγοί και τα μέλη των ένοπλων μισθοφορικών ομάδων που, ανεξάρτητα από τη μητρική τους γλώσσα, μάχονται στη Μακεδονία για να υλοποιήσουν τα σχέδια του Ελληνικού Βασιλείου. Γι’ αυτό σε όλο το έργο γίνεται λόγος για «ρωμαίικα» χωριά, αλλά για «ελληνικές» ένοπλες μισθοφορικές ομάδες ή σώματα (ή συμμορίες όπως αυτοαποκαλούνται).

[7] Vogaciko ή Bogacko. Στα ελληνικά Βογατσικό(ν). Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Χρούπιστα (Hrupišta) του кαζά Καστοριάς. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 2.350 πατριαρχικοί Ρωμιοί.

[8] Drjanovo. Δριάνοβο(ν) και Δρυάνοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά του καζά Ανασελίτσας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 660 άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάζεται Δρυόβουνο και το 1940 Δρυόβουνον.

[9] Οι πρεσβευτές της Ρωσίας και της Αυστρίας κατήγγειλαν στην Υψηλή Πύλη τους μητροπολίτες Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, Πελαγωνείας Ιωακείμ Φορόπουλο και Σισανίου Σεραφείμ Σκαρούλη, «ως συμπράττοντες μετά των ελληνικών συμμοριών της Μακεδονίας και ως ηθικούς αυτουργούς της καταστροφής» του χωριού Ζαγκορίτσανη. Βλ. Εφημερίδα «Ακρόπολις», Τρίτη, 19 Απριλίου 1905.

[10] Ο Βάρδας σημειώνει πως οι Έλληνες έλεγαν «κομίτες» τους αντάρτες και «κομιτατζήδες» τους φιλικά προσκείμενους στους «κομίτες. Βλ. Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 6.

[11] Selica, Selce, Selsko. Σέλιτσα, Σέλτζε και Σιέλτσα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του ναχιγιέ Σιάτιστα ή Σάτιστα (Šatista) του καζά Ανασελίτσας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.600 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κατωχώρι και το 1928 Εράτυρα.

[12] Konsko. Κόνσκο, Κοντσικό(ν) και Κωντσικό(ν) στις ελληνικές πηγές. Χωριό του ναχιγιέ Σιάτιστα ή Σάτιστα του καζά Ανασελίτσας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1912 κατοικούσαν εδώ σχεδόν 1.000 άτομα. Ο οικισμός μετονομάζεται Γαλατινή το 1927.

[13] Την εποχή εκείνη για τις ορθόδοξες εκκλησίες ίσχυε το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο, ενώ για τους καθολικούς το νέο (Γρηγοριανό). Τα δυο ημερολόγια έχουν μεταξύ τους 13 ημέρες διαφορά. Έτσι η 1η Απριλίου του παλαιού ημερολογίου, είναι η 14η του νέου ημερολογίου. Όλες οι ημερομηνίες των ελληνικών εφημερίδων και των εγγραφών των ελληνικών προξενείων, το εξεταζόμενο εδώ διάστημα 1905-1908, είναι με το παλαιό ημερολόγιο. Στην Ελλάδα το νέο ημερολόγιο καθιερώθηκε το Μάρτιο του 1924.

[14] Županišta. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ζουπάνιστα και Ζιουπάνιστα. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων (Korešta) του καζά Καστοριάς. Η Ζουπάνιστα συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και κάηκε γι’ αυτό από τον οθωμανικό στρατό. Τότε κάηκαν τα 120 σπίτια του χωριού και σκοτώθηκαν δώδεκα άτομα. Το 1912 και το 1928 ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 550 και 500 άτομα. Πολλοί κάτοικοι του χωριού κατέφυγαν στο τέλος του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Άνω Λεύκη. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε, όταν όσοι είχαν απομείνει στη Ζουπάνιστα μετοίκησαν κυρίως στο Όρμαν και την Καστοριά.

[15] Gabreš. Στα ελληνικά το βρίσκουμε σαν Γκάμπρες, Γκαμπρές, Γκαμπρέσι, Γαβρέσι, Γάβρεση, Γαβρέσιον. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Πολλοί από το Γκάμπρες συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν. Μεταξύ των ετών 1906-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» πέντε άτομα. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 650 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάζεται Γάβρος. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, αρκετοί κάτοικοί του γίνονται πολιτικοί πρόσφυγες.

[16] Šatista, Satista, Sačišta. Και Σιάτιστα στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου ναχιγιέ, του καζά Ανασελίτσας. Οι κάτοικοί του οικισμού ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 6.300 άτομα.

[17] Μακρής, σ. 92

[18] Καούδης, σ. 100

[19] Τα ονόματα των δύο αδελφών και κάποιες πληροφορίες για την πράξη βρίσκονται στις σημειώσεις του Βάρδα. Εκεί υπάρχει και επιστολή του Κ. Κατσιά από τη Γαλατινή, με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1930, όπου θυμίζει στον Βάρδα, πως ο Μακρής είχε φτάσει εκεί με δεκαεπτά άνδρες για να συλλάβει αυτούς που πήγαιναν στη Θεσσαλία. Κατά την αιχμαλωσία τους γράφει «συνέβησαν πολλά επεισόδια», τα οποία αφορούν την ιστορία του χωριού, η δε «περιγραφή τους απαιτεί πολύ χρόνο και κόπο». Βλ. Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 6.

[20] Ο διευθυντής της αθηναϊκής εφημερίδα «Εμπρός» Δημήτρης Καλαποθάκης ήταν και πρόεδρος του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου, χωρίς αυτό να είναι δημόσια γνωστό. Του Κέντρου δηλαδή που στρατολογούσε και χρηματοδοτούσε (με τη συνδρομή του ελληνικού κράτους, αλλά και ιδιωτών) τις ελληνικές ένοπλες μισθοφορικές ομάδες που δρούσαν στη Δυτική Μακεδονία. Τα γραφεία του Εμπρός στην Αθήνα ήταν ταυτόχρονα και κέντρο στρατιωτικών επιχειρήσεων. Όλες οι πληροφορίες των ελλήνων αξιωματικών και οπλαρχηγών, που δρούσαν στη Δυτική Μακεδονία, περνούσαν πρώτα από τα χέρια του Καλαποθάκη. Οι σφαγές και οι δολοφονίες που πραγματοποιούσαν οι Έλληνες εκεί, ήταν όλες γνωστές στο Εμπρός. Γι’ αυτό και οι «ειδήσεις» για τα μακεδονικά πράγματα που δημοσιεύονταν σε αυτή την εφημερίδα, όταν παραποιεί ή αντιστρέφει τα γεγονότα, δεν οφείλονται σε λάθος πληροφόρηση, αλλά εντάσσονται στον πόλεμο της προπαγάνδας, που έδινε το ελληνικό κομιτάτο. Σε αυτό το ιδεολογικό μέτωπο, που σφυρηλατούσε το εθνικό φρόνημα στο εσωτερικό της χώρας και προσπαθούσε να επηρεάσει την κοινή γνώμη στο εξωτερικό, το λεξιλόγιο των αρθογράφων, είναι παρόμοιο με εκείνο των πολεμικών ανακοινωθέντων.

Οι πέντε πρώτες σε κυκλοφορία ελληνικές εφημερίδες ήταν κατά σειρά, το Μάιο του 1905, οι: Χρόνος, Εμπρός, Καιροί, Σκριπ και Ακρόπολις. Το Εμπρός ήταν πρώτο σε κυκλοφορία στην Αθήνα.

[21] Ο ελληνικός τύπος της εποχής, όταν αναφέρεται σε πολιτικά αυτονομιστές και σε θρησκευτικά εξαρχικούς Μακεδόνες τους χαρακτηρίζει «Βούλγαρους», όταν δε αναφέρεται σε εκκλησιαστικά πατριαρχικούς Μακεδόνες τους ονομάζει «Έλληνες». Ένα μακεδονικό χωριό, όταν είναι εξαρχικό, ονομάζεται «βουλγάρικο». Όταν όμως το ίδιο, τρομοκρατημένο από τη δράση των ελλήνων μισθοφόρων, δηλώνει υποταγή στο Πατριαρχείο, βαφτίζεται διά μαγείας «ελληνικό». Αυτή ήταν η ελληνική ορολογία της εποχής και σε αυτή έχουν επιστρέψει ξανά οι σύγχρονοι έλληνες μακεδονολόγοι.

[22] Στις 10 Απριλίου η εφημερίδα «Αθήναι» γράφει πως παρά το χωριό «Κούντσικο» δόθηκε μεγάλη μάχη ανάμεσα στο σώμα του Μακρή και σε ληστές «Βούλγαρους». Σύμφωνα με την «είδηση», έξι ληστές σκοτώθηκαν, ενώ οι άλλοι το έσκασαν για να σωθούν. Στις 13 Απριλίου η εφημερίδα «Καιροί», γράφει για σύγκρουση στο ίδιο μέρος, ανάμεσα στην ομάδα του Μακρή και εικοσαμελή συμμορία, που κράτησε πέντε ώρες. Το αποτέλεσμα της «μάχης», σύμφωνα με την εφημερίδα, ήταν δυο νεκροί και πέντε ελαφρά τραυματίες από την πλευρά των Ελλήνων, ενώ οι αντίπαλοι άφησαν φεύγοντας έξι νεκρούς και δύο που αιχμαλωτίσθηκαν.

[23] Ο Σταμάτης Ράπτης πλάθει στην «Ιστορία» του (σ. 469) ένα παραμύθι για «μια σπείρα λαθρεμπόρων όπλων» που συνεργάζεται με τους κομίτες, τους οποίους συλλαμβάνει ο Μακρής κοντά στο «Κοντσικό». Κατά τον έλεγχο που τους κάνει, βρίσκει σε μεγάλα κοφίνια με φρούτα που έχουν μαζί τους, να υπάρχουν μέσα κρυμμένα όπλα. Τους ζητάει εξηγήσεις γι’ αυτό και καθώς δεν παίρνει πειστικές εξηγήσεις τους «τιμωρεί παραδειγματικά».

[24] Lehovo. Το βρίσκουμε και με τις ονομασίες Eleovo, Elehovo. Στα ελληνικά κείμενα αναγράφεται πάντα ως Λέχοβο(ν). Μέχρι το 1906 ανήκε διοικητικά στον καζά Φλώρινας και μετά στον καζά Καστοριάς. Το 1912 είχε περίπου 1.650 κατοίκους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πατριαρχικοί Αλβανοί. Υπήρχαν ωστόσο και σχεδόν 100 πατριαρχικοί Βλάχοι.

[25] Bel Kamen ή Belkamen. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μπελκαμένη. Χωριό του ναχιγιέ Νέβεσκα (Neveska), του καζά Φλώρινας. Ήταν ένα μικτό χριστιανικό χωριό Αλβανών και Βλάχων. Το 1909, πενήντα οκτώ κάτοικοι του χωριού ζήτησαν από τις αρχές να τους επιτραπεί η λειτουργία στην εκκλησία στην αλβανική γλώσσα, «για να μπορούν να καταλαβαίνουν». Το 1912 ο πληθυσμός του υπολογίζεται σε 1.300 άτομα. Μετονομάστηκε Δροσοπηγή το 1928.

[26] Ο Καλομενόπουλος (Νίδας) στην έκθεσή του για το συμβάν, που στην ελληνική ιστοριογραφία έχει καθιερωθεί ως «ατύχημα της Μπελκαμένης», γράφει πως οι Τούρκοι αξιωματικοί στη Φλώρινα, όπου μεταφέρθηκε αυτός αιχμάλωτος, του εξέφρασαν την πραγματική λύπη τους για «το ατύχημα». Στην κατάθεσή του προς τις οθωμανικές αρχές, ο υπολοχαγός κατάθεσε πως: «γνωρίζαμε ότι οι Τούρκοι οι οποίοι μας κύκλωσαν ήταν λίγοι, αλλά εμείς δεν θέλαμε να πυροβολήσουμε κατά του στρατού» [Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 385]. Οι μουσουλμάνοι της Φλώρινας, έχοντας επικεφαλής τους σημαντικότερους προύχοντες, πραγματοποίησαν μεγάλη διαδήλωση μπροστά από το διοικητήριο της πόλης και διαμαρτυρήθηκαν για τη σύλληψη του Νίδα και των ανδρών του. Δήλωσαν μάλιστα στον καϊμακάμη, ότι από τότε που εμφανίστηκαν τα ελληνικά σώματα στη Μακεδονία οι Οθωμανοί ξαναβρήκαν την ησυχία τους [Εφημερίδα «Εμπρός», 29 Απριλίου 1905]. Ο Τσολακόπουλος (Ρέμπελος), σε επιστολή του προς τον πρόεδρο του ελληνικού Κομιτάτου Δημήτρη Καλαποθάκη, κάνει λόγο για «δειλία» και «άνανδρη διαγωγή του αρχηγού Νίδα» [Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 382]. Το δε τηλεγράφημα του προξενείου Μοναστηρίου, της 17 / 30ης Απριλίου, υπογραμμίζει πως η παράδοση του Νίδα «θα έχει ολέθριες συνέπειες πάνω στο ηθικό των δικών μας χωριών» [Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 1478].

[27] Ράπτης, σ. 444.

[28] Κουτσουκάλης, σ. 34.

[29] Lagen. Το συναντάμε και σαν Lajen ή Lageni ή Lajeni. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε με τις ονομασίες Λάγενι, Λαγένι, Λάγενη, Λαγένη, Λάγκεν. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν στο Ίλιντεν. Σε αντίποινα ένα οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα πλιατσικολόγησε την εκκλησία του χωριού, στις 27 Αυγούστου 1903. Μεταξύ των ετών 1905-1910 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» έντεκα άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 550 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Τριανταφυλλιά και το 1940 Τριανταφυλλέα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, αρκετοί κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[30] Μακρής, σ. 94.

[31] Nered. Το βρίσκουμε και με τη γραφή Neret. Το Νερέτ, Νερέτι ή Νερέτη των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνώρισαν τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.000 Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Μεταξύ 1903-1920 μετανάστευσαν από το Νέρεντ στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 68 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε σε Πολυπόταμον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου αρκετοί κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[32] Draganof, σ. 230.

[33] Bλ. τη μετάφραση (στην καθαρεύουσα) στην εφημερίδα «Νέον Άστυ», Τρίτη 29 Νοεμβρίου 1905.

[34] Το «Άστυ» θα γράψει στις 27 Απριλίου 1905 για μάχη του σώματος Ρέμπελου με «πολυάριθμη συμμορία». Η ίδια εφημερίδα θα ξαναβαφτίσει, στις 2 Μαΐου, τη «συμμορία» ως «σχισματικούς ποιμένες» που συνεργάστηκαν με «κομιτατζήδες». Τον αριθμό της φανταστικής «συμμορίας» θα ανεβάσει το «Εμπρός» της 27ης Απριλίου σε 45 άνδρες.

[35] Στο «δημοσιογραφικό πόλεμο» έπαιρνε βέβαια μέρος το σύνολο του ελληνικού τύπου, μέσα στα πλαίσια των εθνικών επιδιώξεων στη Μακεδονία. Η έκφραση «δημοσιογραφικός πόλεμος» χρησιμοποιείται από τον Ίωνα Δραγούμη, σε επιστολή του προς τον Παύλο Μελά. Εκεί μεταξύ άλλων διαβάζουμε, για την ελληνική προπαγάνδα στο εξωτερικό: «Τώρα φρόντισε να οργανώσετε πόλεμο δημοσιογραφικό στην Ευρώπη για τα ελληνικά συμφέροντα. Δηλαδή να έχετε χρήματα να αγοράζετε ξένες εφημερίδες και ανθρώπους να γράφουν». Βλ. εφημερίδα «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος» της 8ης Ιουλίου 1926.

[36] Η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (σ. 192), γράφει για «συμπλοκή» με «τέσσερις νεκρούς κομιτατζήδες». Το ίδιο σημειώνει και ο Παύλος Τσάμης (σ 253). Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος (σ. 113) κάνει λόγο μόνο για ένοπλη σύγκρουση αντιπάλων σωμάτων, χωρίς να αναφέρει απώλειες. Σε αντίθεση με τους προαναφερόμενους ο Douglas Dakin (σ. 307), γράφει πως στο Λάγκενι υπήρξε ελληνική επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα το φόνο έξι χωρικών. Προφανώς ο αριθμός των έξι νεκρών του Dakin, που συμφωνεί με τον αριθμό του Μακρή, περιλαμβάνει και τα δυο βαριά τραυματισμένα παιδιά, το τέλος των οποίων δεν είναι γνωστό.

[37] «Σκριπ» της 11ης Μαΐου 1905.

[38] Μακρής, σ. 94.

[39] Kostur, Kastoria, Kesrije, Kastorja. Η Καστοριά ή Καστορία των ελληνικών κειμένων. Έδρα του ομώνυμου καζά. Το 1912 είχε πληθυσμό περίπου 7.400 άτομα. Οι χριστιανοί Ρωμιοί και οι μουσουλμάνοι Τούρκοι ήταν οι μεγαλύτερες κοινότητες της Καστοριάς. Ακολουθούσαν οι ισπανόφωνοι Εβραίοι. Μικρότερες πληθυσμιακές ομάδες της πόλης είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική, την αλβανική, τη βλάχικη και την τσιγγάνικη.

[40] Ναταλία Μελά, «Παύλος Μελάς», Αθήνα 1964., σ. 83-84.

[41] Όπως σημειώνει ο καπετάν Φιλώτας (Φιλόλαος Πηχιών) στο ημερολόγιό του στις 30 Απριλίου 1905. Βλ. εφημερίδα «Δυτική Μακεδονία», τόπος έκδοσης Καστοριά, 18 Ιανουαρίου 1931.

[42] Čurilovo και Čerilovo. Το Τσιρίλοβο(ν) των ελληνικών κειμένων. Χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Στο τέλος της οθωμανικής περιόδου είχε πληθυσμό περίπου 400 άτομα. Από αυτά τα 2/3 ήταν χριστιανοί Μακεδόνες και το 1/3 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Φαίνεται πως την περίοδο των βαλκανικών πολέμων οι μουσουλμάνοι εγκαταλείπουν το χωριό. Επίσης δώδεκα εξαρχικές οικογένειες μεταναστεύουν στη Βουλγαρία με τη συνθήκη της Νεϊγύ. Προπολεμικά ζούσαν στο Τσιρίλοβο 150 Μακεδόνες. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι μισοί κάτοικοί του εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Το 1955 ο οικισμός μετονομάζεται Άγιος Νικόλαος.

[43] Ο Dakin (σ. 260) αναφέρει το φόνο «εξαρχικών» στο Τσουρίλοβο, το Δεκέμβριο του 1904. Η ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου, προσδιορίζεται από πληροφορία που δημοσιεύει η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λάρισας στις 30 Δεκεμβρίου 1904. Εκεί λέγεται ακόμα πως ο οπλαρχηγός Αριστείδης Μαργαρίτης και οι οπαδοί του σκότωσαν πέντε κομιτατζήδες στο Τσουρίλοβο και αιχμαλώτισαν άλλους τρεις, τους οποίους τουφέκισαν αργότερα.

[44] Φαίνεται πως τους τρεις Μακεδόνες τους σκότωσαν μέσα στο χωριό και τους άλλους δύο τους πήραν μαζί τους αιχμάλωτους και τους εκτέλεσαν μετά, σύμφωνα με όσα γράφει το «Εμπρός» της 16ης Δεκεμβρίου 1904. Τα ίδια περίπου δημοσιεύονται στις εφημερίδες «Καιροί» και «Χρόνος» στις 13 Απριλίου 1905.

[45] Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 6.

[46] Ezerec. Το Έζερετς ή Εζερέτσι των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 υπήρχαν εδώ περίπου 210 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 μετονομάστηκε Πετροπουλάκι και το 1928 Πετροπουλάκιον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι περισσότεροι κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[47] Αυτά γράφει ο Μιχάλης Τσόντος προς τον ξάδελφό του Γιώργο Τσόντο (Βάρδα), σε επιστολή του από τα Χανιά με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1939. Βλ. Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 6.

[48] «Εμπρός» της 30ης Αυγούστου 1905.

[49] Καούδης, σ. 95.

[50] Σε επιστολή του προς το Γιώργο Τσόντο, με ημερομηνία 1η Μαΐου 1905. Βλ. Βάρδας, τ. Α’, σ. 124.

[51] Olovrade. Αναφέρεται ακόμα ως Luvrada, Lavaradi, Longrad, Lovradi, Lovaradi, Golovrade. Στις ελληνικές πηγές εμφανίζεται σαν Λουβράδες ή Λοβράδες. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Οι κάτοικοί του συμμετείχαν το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν. Σε αντίποινα ο οθωμανικός στρατός έκαψε το χωριό. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 170 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, επτά οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Σκιερόν. Στην απογραφή του ίδιου έτους, είχαν απομείνει εδώ 22 άτομα. Τα επόμενα χρόνια ο τόπος ερήμωσε.

[52] Sničeni και Osničani. Στα ελληνικά Οσνίτσανη και Οσνίτσανι. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1903 συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 580 Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί). Στη συνέχεια σαράντα οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Καστανόφυτον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, πολλοί κάτοικοί του αναγκάστηκαν να περάσουν τα σύνορα και να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[53] Το φύλλο του «Εμπρός» της 11ης Απριλίου 1905, γράφει πως το σώμα του καπετάν Αριστείδη σκότωσε συνολικά πέντε άτομα στα δύο χωριά, ενώ από το Έζερετς απήγαγε δέκα άτομα.

[54] Βλ. εφημερίδα «Δυτική Μακεδονία» της 8ης Ιουνίου 1931.

[55] Langa ή Ljanga ή L’ka. Η Λάγγα ή Λάγκα (επίσημη ονομασία) των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Χρούπιστα (Hrupišta) του кαζά Καστοριάς. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 510 πατριαρχικοί Ρωμιοί (Κατσαούνηδες).

[56] Zansko και Zanciko. Ζάνσκο και Ζάντσικον στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Ανασελίτσας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 560 άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάζεται Γερακοχώριον και το 1928 Ζώνη.

[57] Lošnica. Και Λόσνιτσα στα ελληνικά έγγραφα. Πατριαρχικό χωριό του ναχιγιέ Κλεισούρας του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 870 πατριαρχικοί Ρωμιού. Το 1928 μετονομάστηκε Γέρμας.

[58] Κλειδής, σ. 195, 243, 282.

[59] Ο Καραβαγγέλης είχε πει στην Πηνελόπη Δέλτα πως ζήτησε τότε «την καταδίκη σε θάνατο του ελεεινού» Μαργαρίτη, αλλά το απόσπασμα αυτό απαλείφτηκε από την έκδοση των απομνημονευμάτων του. Την πληροφορία αποκάλυψε η δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού», σε αφιέρωμα για το «Μακεδονικού Αγώνα», στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», στις 22 Φεβρουαρίου 1998.

[60] Βάρδας, τ. Α’, σ. 112.

[61] Ο χαρακτηρισμός είναι του Λάκη Πύρζα. Βλ. Καραβίτης, σ. 935.

[62] Λιθοξόου, σ. 116.

[63] Libiševo και Libišovo. Λιμπίσοβο(ν) και Λιμπίστοβον στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό του καζά Καστοριάς (περιοχή Καστανοχωρίων) και στη συνέχεια του καζά Ανασελίτσας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 320 άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Αϊλιάς και το 1949 Άγιος Ηλίας.

[64] Ο φόνος του Μαργαρίτη διχάζει στη συνέχεια τους Έλληνες. Το «Εμπρός» του Καλαποθάκη, ανακοινώνει την εκτέλεσή του στις 3 Μαΐου 1905, κατηγορώντας τον για συνεργασία με τον εχθρό. Την επόμενη όμως μέρα αναιρεί την κατηγορία για προδοσία και γράφει πως εκτελέστηκε γιατί «πίεζε και εκβίαζε για χρηματισμό τους χωρικούς των ελληνικών χωριών». Αντίθετα το «Άστυ» της 7ης Μαΐου 1905 δημοσιεύει την επιστολή ενός αντάρτη, που χαρακτηρίζει τον Παπα-Δράκο «δολοφόνο» του καπετάν Αριστείδη, και την πράξη «βδελυρό έγκλημα», ενώ η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λάρισας (στις 8.5.1905) θεωρεί «άδικη την τιμωρία του οπλαρχηγού», που έλαβε χώρα στη θέση «Παλιοκοζάνη», μεταξύ των οικισμών Σιάτιστα και Κόνσκο.

[65] Βάρδας, τ. Α’, σ. 114.

[66] Κάκκαβος, σ. 98.

[67] Teovo και Tehovo. Τέχοβο(ν) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 520 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Καρυδιά. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου αρκετοί κάτοικοί του κατέφυγαν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία.

[68] Sarakinovo. Το βρίσκουμε και σαν Sarakjinovo ή Sarakin. Το Σαρακίνοβο(ν) των ελληνικών κειμένων. Χωριό της περιοχής Μογλενών (Meglen) του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 900 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ 37 οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1925 το χωριό μετονομάζεται Σαρακηνοί. Το 1928 ζούσαν στο χωριό 750 Μακεδόνες. Το 1949 πολλοί κάτοικοί του κατέφυγαν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία.

[69] «Χρόνος» της 13ης Δεκεμβρίου 1904.

[70] Baovo και Bahovo. Και Μπάχοβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πρόμαχοι. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, μερικοί κάτοικοι κατέφυγαν σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία.

[71] Dakin, σ. 260.

[72] Κλειδής, σ. 231.

[73] Strumica, Strumdža. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Στρούμνιτσα και Στρώμνιτζα. Έδρα του ομώνυμου καζά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους κατοικούσαν εδώ περισσότερα από 10.000 άτομα. Οι χριστιανοί Μακεδόνες (πατριαρχικοί, εξαρχικοί, προτεστάντες) και οι μουσουλμάνοι Τούρκοι ήταν οι μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού. Ακολουθούσαν οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι. Η πόλη καταστράφηκε από τον ελληνικό στρατό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (κάηκαν τότε 1.000 σπίτια και καταστήματα).

[74] «Φιλιππούπολις» της 18ης Νοεμβρίου 1904.

[75] Marvinci, Mravinci, Mravinca, Moravinci. Και στις ελληνικές πηγές Μιραβάντσα ή Μραβέντσα. Χωριό του καζά Δοϊράνης. Το 1910 ζούσαν εδώ 232 εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 184 άτομα.

[76] «Καιροί», 16 Ιανουαρίου 1905.

[77] Η Εξαρχία χρησιμοποιεί στη λειτουργία τη μεσαιωνική γλώσσα του Κύριλλου και του Μεθόδιου και όχι τη βουλγαρική. Σε μία διαμάχη ανάμεσα στην εφημερίδα «Ζορνίτσα» των βουλγάρων προτεσταντών και στην εφημερίδα «Βουλγαρική Εκκλησιαστική Εφημερίδα» της Σόφιας, η δεύτερη απαντάει στην κατηγορία της πρώτης, για τη μη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στις εξαρχικές εκκλησίες της Μακεδονίας, λέγοντας ότι εκτός από «ιερή», η γλώσσα αυτή είναι κατανοητή από το λαό, κάτι που δε συμβαίνει με τη βουλγαρική. Για τη διαμάχη βλ. εφημερίδα «Φιλιππούπολις» της 17ης Αυγούστου 1904.

[78] Υπεύθυνος για την οργάνωση των ελληνικών ένοπλων σωμάτων της Κεντρικής Μακεδονίας, είναι ο Λάμπρος Κορομηλάς, πρόξενος στη Θεσσαλονίκη. Όπως γράφει ο ίδιος προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, η δαπάνη συντήρησης αυτών των μισθοφορικών σωμάτων είναι πολύ μεγάλη. «Προσπαθώ» γράφει «να κατεβάσω το μισθό των ανδρών στις δυο λίρες, αλλά είναι πολύ δύσκολο», καθώς αυτοί «είναι φιλάρπαγες και φιλοχρήματοι». Βλ. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 66, 15 Ιανουαρίου.

[79] Ο Dakin (σ. 310) λέει πως ήταν αγροφύλακες (δραγάτηδες) Αλβανοί από την περιοχών των Βοδενών.

[80] Kazandol, Kazandoli, Kizil Doganli, Kazal Duali. Και Κιζίλ Δογανλή στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Δοϊράνης. Το 1910 ζούσαν εδώ 905 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 864 άτομα.

[81] Βλ. εφημερίδα «Φιλιππούπολις» 15 Ιανουαρίου 1905. Τον αριθμό των δεκαεπτά νεκρών ανακοινώνει και το «Εμπρός» της 21ης Ιανουαρίου, μόνο που χαρακτηρίζει τους άοπλους χωρικούς ως «λησταντάρτες». Την πλήρη αντιστροφή της αλήθειας επιχειρεί δημοσίευμα της εφημερίδας «Καιροί», της 2ας Φεβρουαρίου 1905, όπου σύμφωνα με αυτό, οι αιχμάλωτοι σκοτώθηκαν κατά λάθος από πυρά τσέτας που επιτέθηκε στο ελληνικό σώμα! Το «Σκριπ», οι «Καιροί» και ο «Χρόνος», δημοσιεύουν τέλος στις 11 Φεβρουαρίου 1905, όσα μεταδίδει το «Πρακτορείο Αθηνών», πως δηλαδή τα θύματα «της ελληνικής συμμορίας» στο Μάρβιντσι ήταν δεκατρείς νεκροί και δύο τραυματίες, όλοι κομιτατζήδες. Το πρακτορείο ταυτόχρονα αρνείται τη συμμετοχή μουσουλμάνων στις τάξεις του ελληνικού σώματος.

[82] Dojran, Pulin, Poleni, Poljanin. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Δοϊράνη, Δοηράνη, Δοβιράνη και Πολυανή. Έδρα του ομώνυμου καζά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό 7.000 περίπου άτομα. Από αυτούς περίπου 3.000 ήταν Τούρκοι και άλλοι τόσοι χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί, πατριαρχικοί, προτεστάντες και σερβίζοντες). Κατοικούσαν επίσης εδώ αρκετοί Εβραίοι και Τσιγγάνοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 4.032 άτομα.

[83] Πρόκειται για δύο από τα επτά μέλη μιας ελληνικής ομάδας, που είχαν συλληφθεί στις αρχές Νοεμβρίου 1904 από στρατιωτικό απόσπασμα και είχαν οδηγηθεί στις φυλακές Γευγελής. Ωστόσο ο έλληνας πρόξενος Θεσσαλονίκης δωροδόκησε τις οθωμανικές αρχές, και έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι. Βλ. Βακαλόπουλος, σ. 77 και 79.

[84] Grčište. Αναφέρεται επίσης ως Grčišta, Garčište. Το βρίσκουμε σαν Γκέρτσιστα και Γκίρτσιστα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Γευγελής. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 426 άτομα.

[85] Bogdanci. Και Μπογδάντσα ή Βογδάντσα στα ελληνικά κείμενα. Οικισμός του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 557 οικογένειες χριστιανών Μακεδόνων (135 πατριαρχικών, 350 εξαρχικών, 50 ουνιτών, 22 σερβιζόντων) και 200 οικογένειες μουσουλμάνων (180 Τούρκων και 20 Τσιγγάνων). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 3.190 άτομα.

[86] Draganof, σ. 219.

[87] «Καιροί» της 17ης Ιανουαρίου 1905.

[88] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 71, 28 Ιανουαρίου.

[89] Dakin, σ. 310

[90] Zorbatovo, Zorbat. Και Ζορμπάς στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Ρουμλουκίου (Urumluk) του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ 230 περίπου χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και 60 Τσιγγάνοι. Μετά το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, 47 εξαρχικοί κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ 79 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν 607 άτομα, 303 εκ των οποίων ήτα προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μικρό Μοναστήρι και το 1940 Μικρόν Μοναστήριον.

[91] Η εφημερίδα «Εμπρός» γράφει στις 7 Ιανουαρίου 1905, πως έξω από το χωριό Ζορμπάς βρέθηκαν σκοτωμένοι τρεις εξαρχικοί, ένας εκ των οποίων ήταν παπάς. Η «Πρωΐα» της 9ης Ιανουαρίου, επιβεβαιώνει την είδηση για τους φόνους στο Ζορμπά, διευκρινίζοντας πως πρόκειται για πράξη ελληνικού σώματος, οι δε νεκροί είναι ένας ιερέας και δύο πρόκριτοι. Η ίδια εφημερίδα γράφει επίσης πως μια άλλη ελληνική ομάδα σκότωσε δυο κομιτατζήδες στο Ασβεστοχώρι. Η «Φιλιππούπολις» της 18ης Ιανουαρίου διευκρινίζει πως ο πρώτος φόνος στο Ασβεστοχώρι ήταν του Γιώργου Ντέλεφ και πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιανουαρίου. Ο δεύτερος φόνος ήταν του νυχτοφύλακα Σταύρου Δημητρόφ και έγινε στις 7 Ιανουαρίου.

[92] (J)enidže Vardar ή Pazar. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Γενιτσά, Γιανετσά, Γιανιτσά και Γιαννιτσά (επίσημη ονομασία, από το 1926). Έδρα του ομώνυμου καζά. Οι κάτοικοι του ήταν κυρίως μουσουλμάνοι Τούρκοι και χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Υπήρχαν ακόμα λίγοι μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι και Εβραίοι. Το 1913 η πόλη είχε πληθυσμό 7.167 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 448 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα Γιανιτσά 1.390 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τη Βουλγαρία, τη Θράκη, τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και τον Καύκασο). Το 1928 απογράφηκαν στην πόλη 9.128 άτομα, 4.929 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[93] Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός μακεδόνα Αντάρτη, Αθήνα 2004, σ. 23.

[94] Κάκκαβος, σ. 106-107.

[95] Βλ. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 82, 23 Φεβρουαρίου, Κορομηλάς προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.

[96] Čekri, Čekre, Kirkalovo. Τσέκρι, Τσέκρε και Κιρκάλοβο στις ελληνικές πηγές. Μικρό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 50 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 13 άτομα από τον οικισμό μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 μετονομάστηκε σε Παραλίμνη.

[97] Ο Dakin (σ. 310), γράφει πως «στις 4 Μαρτίου (νέα ημερομηνία) ένα ελληνικό σώμα δολοφόνησε οκτώ εξαρχικούς ψαράδες κοντά στα Γιανιτσά». Περιορίζει έτσι τον αριθμό των νεκρών, καθώς αναφέρεται μόνο στους νεκρούς ψαράδες της καλύβας του Παύλου και όχι στους σκοτωμένους στην καλύβα του Μποζίνου.

[98] Η είδηση διοχετεύεται από το ελληνικό προξενείο στην «Ανατολική Επιθεώρηση» και από εκεί αναδημοσιεύεται στις εφημερίδες: «Εμπρός» και «Αθήναι» της 2ας Μαρτίου 1905, «Σκριπ», «Άστυ», «Νέον Άστυ», «Καιροί» της 5ης Μαρτίου και «Ακρόπολις» της 10ης Μαρτίου.

[99] Βλ. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905: με τίτλο «Η εν Μακεδονία δράσις», και ημερομηνία «εν Αθήναις τον Μάιον 1905» (αντίγραφο που κράτησε ο Αναστάσιος Παπασωτηρόπουλος τον Ιούλιο του 1905).

[100] Baldža. Και Μπάλτσα ή Μπάλτζα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.700 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1926 μετονομάστηκε Μελισσοχώρι και το 1928 Μελισσοχώριον.

[101] Dremiglava ή Dremi Glava. Αναφέρεται ακόμα σαν Dirmil και Darmos. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Δερμίλ, Δριμύλ, Δρυμίγκλαβα, Δρυμιγκλάβα, Δριμύγλαβα. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 2.200 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Σιδηροκέφαλο και το 1927 Δρυμός.

[102] Nihor και Neohori. To Νεοχώρι, Νηχώρι και Νεοχώριον (επίσημη ονομασία) των ελληνικών κειμένων. Χωριό της περιοχής Ρουμλουκίου του καζά Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 270 περίπου χριστιανοί Ρωμιοί. Η σύνθεση του πληθυσμού δεν άλλαξε μετά τους βαλκανικούς πολέμους.

[103] Gradobor. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Γραδομπόρι, Γραδοβόρι, Γραδοβόρι, Γραδιμπόριον, Γραδεμπόριον. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 800 Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία έξι οικογένειες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό λίγες οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 ζούσαν εδώ περίπου 900 άτομα, 70 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1953 ο οικισμός μοτονομάστηκε Πεντάλοφος.

[104] Αναφερθήκαμε πριν στη δωροδοκία της οθωμανικής διοίκησης, από το Λάμπρο Κορομηλά, για την απελευθέρωση τους.

[105] Τα 4/5 των ανδρών του σώματος αυτού, είχαν στρατολογηθεί στην Ελλάδα. Το σώμα παραδόθηκε στον οθωμανικό στρατό, όταν περικυκλώθηκε από τον τελευταίο, στο μακεδονικό χωριό Πέτροβο των Γιανιτσών. Στο Πέτροβο ο καπετάν Γεωργάκης είχε συλλάβει 13 κατοίκους, τους οποίους «επρόκειτο να τιμωρήσει διά θανάτου», αλλά δεν πρόλαβε. Βλ. Κάκκαβος, σ. 98-99.

[106] Η εφημερίδα «Άστυ» γράφει στις 17 Μαρτίου πως ο οπλαρχηγός «καπετάν Ζήρας», ενώ βρισκόταν με έντεκα άνδρες του στην περιοχή της Δοϊράνης, περικυκλώθηκε από τον τουρκικό στρατό ο οποίος του ζήτησε να παραδοθεί. Ο Ζήρας σημειώνει η εφημερίδα «εκπλαγείς από αυτή την πρόταση, επειδή συχνά είχε ξανασυναντηθεί με τουρκικά αποσπάσματα χωρίς να ενοχληθεί, έσπευσε εντούτοις να παραδοθεί μαζί με τους οπαδούς του».

[107] Balinci, Balince. Και Μπαλίντσα στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Δοϊράνης. Το 1910 κατοικούσαν εδώ 148 εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 164 άτομα.

[108] Popovo. Και Πόποβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Δοϊράνης. Το 1910 κατοικούσαν στο Πόποβο 256 εξαρχικοί Μακεδόνες και 80 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ οι περισσότεροι Μακεδόνες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Όλοι επίσης οι μουσουλμάνοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό και να φύγουν για την Τουρκία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Πόποβο 429 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μυριόφυτον. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 473 άτομα.

[109] Draganof, σ. 229-230.

[110] «Φιλιππούπολις», Σάββατο 19 Μαρτίου 1905.

[111] Βλ. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 95, 9 Μαρτίου, Λάμπρος Κορομηλάς προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Εδώ γίνεται λόγος για δυο νεκρούς Μακεδόνες και έναν Τούρκο.

[112] Ο Dakin (σ. 310) γράφει αόριστα πως ένα ελληνικό σώμα μπήκε στο Πόποβο και «προσπάθησε να ανατινάξει τον ιερέα Μίτοφ». Ο Βακαλόπουλος (σ. 115) μιλάει για νέα «επιτυχία» του καπετάν Ζήρια, σε σύγκρουσή του με κομιτατζήδες στο Πόποβο, αν και φαίνεται πως γνωρίζει την έκθεση του Ξανθόπουλου (σ. 79). Η εφημερίδα «Σκριπ» γράφει, στις 18 Μαρτίου 1905, πως τα θύματα των Ελλήνων στο Πόποβο ήταν έξι, εκ των οποίων ο ένας ήταν Τούρκος.

[113] Dautbali ή Daoutbal ή Davut Bali. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Νταούτ Μπαλή και Δαούτ Μπαλή. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 250 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό και πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου και του Καυκάσου. Από αυτούς άλλοι μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο και άλλοι την τουρκική γλώσσα. Το 1928 ζούσαν εδώ σχεδόν 780 άτομα, 300 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ωραιόκαστρον.

[114] Την επίθεση σημειώνει ο Dakin (σ. 310), δίχως να δίνει καμιά άλλη πληροφορία για αυτήν. Το «Εμπρός» γράφει ψευδώς, στις 15 Μαρτίου, ότι οι κάτοικοι του χωριού κλείστηκαν στα σπίτια τους και άρχισαν να πυροβολούν τους Έλληνες. Επίσης ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών κομιτατζήδων σε δέκα. Την άλλη μέρα το «Σκριπ» σημειώνει πως οι νεκροί στο Νταούτ Μπαλή ήταν τρεις.

[115] Σε εμπιστευτικό έγγραφό του προς τους προϊσταμένους του, ο έλληνας πρόξενος Θεσσαλονίκης, γράφει την ίδια εποχή, πως ένας Κρητικός, μέλος ένοπλης ελληνικής ομάδας, που συνελήφθη, είπε στις αρχές ότι οι Κρητικοί εξαπατήθηκαν από την ελληνική οργάνωση, γιατί τους είπαν πως όταν πάνε στη Μακεδονία θα καταδιώκουν μόνο τους κομιτατζήδες, ενώ δεν θα συγκρούονται με τον τουρκικό στρατό, ο οποίος και δεν θα τους καταδιώκει. Βλ. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 158, 22 Μαΐου.

[116] Bratiništa, Bratenešte, Brajnat. Στα ελληνικά Μπρατίνιστα. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας (ή Μπερ ή Καραφέριας). Οι κάτοικοί του μάλλον ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί (υπάρχουν πηγές που εμφανίζουν τον πληθυσμό του χωριού ως μακεδονικό). Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 80 άτομα. Το 1927 η Μπρατίνιστα μετονομάστηκε Χάραδρος και το 1940 Χαράδρα.

[117] Capari. Τσάπαρη και Τσάπαρι στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Ο πληθυσμός του το 1914, σύμφωνα με τη σερβική απογραφή, ήταν 1.535 άτομα. Μεταξύ των ετών 1910-1915, 30 άτομα μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξή τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες».

[118] Βαρκαδιά: το φορτίο μιας βάρκας.

[119] Η εφημερίδα «Καιροί», την Τετάρτη 27 Απριλίου 1905, γράφει ότι όλοι οι εξαρχικοί που δούλευαν ως υλοτόμοι στα δάση της Πιερίας έγιναν άφαντοι.

[120] Μαζαράκης, σ. 228-231.

[121] Ο Dakin (σ. 291), εξιστορεί την πορεία του Μαζαράκη, έχοντας μπροστά του τα απομνημονεύματα του έλληνα αξιωματικού. Ωστόσο, όταν φτάνει στη διάβαση του Αλιάκμονα, στις 30 Απριλίου, γράφει μόνο για τις δυσκολίες που συναντούν οι Έλληνες, για να περάσουν απέναντι, λόγω της ορμητικότητας του ποταμού και δεν αναφέρει λέξη για την αιχμαλωσία και το πνίξιμο των μακεδόνων καρβουνιάρηδων. Ο Τσάμης (σ. 284) μιλάει γενικά για «ξεκαθάρισμα της περιοχής από ορισμένους πράκτορες» που «έμεναν εκεί με το πρόσχημα των υλοτόμων και των καρβουνιάρηδων». Ο Βακαλόπουλος (σ. 110) δεν λέει λέξη για τους φόνους, αλλά μιλάει αφηρημένα για «τη σύλληψη πολλών εξαρχικών, που χρησίμευαν ως πληροφοριοδότες και κατάσκοποι». Ο δε Κλειδής (σ. 290) χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα στο γεγονός, γράφει πως ο Μαζαράκης «έχει εκτελέσει δεκάδες» και «έχει υποχρεώσει σε μετανάστευση εκατοντάδες», ακόμα και «αθώους χωρικούς».

[122] ΔΙΣ, σ. 177.

[123] Το «Σκριπ», της 6ης Μαΐου 1905, παρουσιάζει το μαζικό έγκλημα ως «λυσσώδη συμπλοκή» των Ελλήνων με κομιτατζήδες, που είχε σαν αποτέλεσμα να πέσουν οι τελευταίοι στο ποτάμι για να σωθούν, με αποτέλεσμα να πνιγούν. Το «Άστυ» και το «Νέον Άστυ» της 9ης Μαΐου, γράφουν πως το σώμα που έπνιξε τους «κομιτατζήδες» το αποτελούσαν Αλβανοί (Γκέκηδες) και όχι Έλληνες. Το «Εμπρός» γράφει τέλος στις 13 Μαΐου, πως σύμφωνα με την «εφημερίδα της Φρανκφούρτης», άνδρες ελληνικού σώματος συνέλαβαν στο χωριό Μπράνιστα (: Μπρατίνιστα) κάποιους κομιτατζήδες, τους οποίους αφού έδεσαν, τους έπνιξαν στον ποταμό.

[124] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 87, 27 Φεβρουαρίου.

[125] Gevgelija. Αναφέρεται και ως Gjevgjelija, Gjevgjeli, Gevgelij. Στις ελληνικές πηγές υπάρχει με την ονομασία Γευγελή ή Γεβγελή. Έδρα του ομώνυμου καζά. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 5.200 άτομα. Η μεγάλη πλειοψηφία τους ήταν χριστιανοί Μακεδόνες. Υπήρχαν λίγοι Βλάχοι, Αλβανοί, Τσιγγάνοι και Ρωμιοί χριστιανοί. Οι πατριαρχικοί αποτελούσαν τα 2/3 του χριστιανικού πληθυσμού. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανερχόταν σχεδόν σε 1.200 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι. Υπήρχαν ωστόσο ανάμεσά τους Τσερκέζοι, Μακεδόνες και Τσιγγάνοι.

[126] «Φιλιππούπολις», Τρίτη 18 Ιανουαρίου 1905.

[127] «Εμπρός» και «Σκριπ», Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 1905.

[128] Bajalca, BajalciBajaldža. Και Μπαγιάλτσα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Γευγελής. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 250 εξαρχικοί Μακεδόνες. Η Μπαγιάλτσα κάηκε από τον ελληνικό στρατό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Οι περισσότεροι κάτοικοί της κατέφυγαν στη Βουλγαρία και κάποιοι στη γειτονική Γευγελή. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό 243 πατριαρχικούς πρόσφυγες, από τον Πόντο και τον Καύκασο. Το 1928 η Μπαγιάλτσα μετονομάστηκε Πλατάνι και το 1940 Πλατανιά.

[129] «Καιροί», Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1905.

[130] Jenikjoi ή Eni Kjoj ή Novo Selo. Και Νεοχωρούδα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 800 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Οκτώ οικογένειες έφυγαν με τη συνθήκη της Νεϊγύ για τη Βουλγαρία. Το 1928 ο οικισμός είχε περίπου 900 κατοίκους.

[131] «Καιροί» και «Χρόνος», Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 1905.

[132] «Εμπρός», Τρίτη 25 Ιανουαρίου 1905.

[133] Rubin, σ. 189.

[134] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 75, 6 Φεβρουαρίου.

[135] Sorovič ή Surovičevo. Το Σόροβιτς των ελληνικών εγγράφων. Οικισμός του ναχιγιέ Ρούντνικ (Rudnik) του καζά Φλώρινας. Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου ζούσαν εδώ περίπου 900 χριστιανοί (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) Μακεδόνες και 100 μουσουλμάνοι Τούρκοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι). Μεταξύ των ετών 1903 -1910 μετανάστευσαν από τον οικισμό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 21 άτομα. Το 1913 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Σόροβιτς ως πρόσφυγες, λίγοι πατριαρχικοί Βλάχοι από τα Μπίτολα. Μέχρι το 1924 όλοι οι μουσουλμάνοι έφυγαν υποχρεωτικά και τη θέση τους πήραν χριστιανοί πρόσφυγες από την Τουρκία. Το 1928 ο νόμιμος πληθυσμός του οικισμού υπολογίζεται σε 1.400 γηγενείς Μακεδόνες και 250 πρόσφυγες. Το 1928 μετονομάστηκε Αμύνταιον.

[136] Draganof, σ. 275.

[137] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 81, 23 Φεβρουαρίου.

[138] Τα μοναστήρια της Μακεδονίας, που βρίσκονταν στον έλεγχο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αποτελούσαν βάσεις των ελληνικών σωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος που αρκετά από τα μοναστήρια έγιναν στόχος των αυτονομιστικών τσετών, οι οποίες και τα έκαψαν.

[139] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 86, 27 Φεβρουαρίου.

[140] Janakovo. Και Γιαν(ν)άκοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 50 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ και 80 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Γιαννακοχώρι και το 1940 Γιαννακοχώριον.

[141] Οι εφημερίδες «Εμπρός», «Σκριπ» και «Καιροί», της 25ης Απριλίου, ανεβάζουν σε επτά τον αριθμό των φονευμένων στο Γιανάκοβο

[142] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 96, 9 Μαρτίου.

[143] Ajvatovo και Aivatli. Το Αιβάτι(ον) των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.500 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Λητή.

[144] «Σκριπ», Δευτέρα 28 Μαρτίου 1905.

[145] Saloniki, Solun, Selanik, Thesaloniki. Στα Ρωμαίικα Σαλονίκη και στα ελληνικά Θεσσαλονίκη (επίσημη ονομασία). Έδρα του ομώνυμου καζά και βιλαετίου. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας της Μακεδονίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σύμφωνα πάντως με τις πηγές, πριν τους βαλκανικούς πολέμους φαίνεται πως ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, σε στρογγυλούς αριθμούς και με κάθε επιφύλαξη, 60.000 ισπανόφωνοι Εβραίοι, 35.000 μουσουλμάνοι (οι περισσότεροι Τούρκοι, δευτερευόντως εξισλαμισμένοι Εβραίοι ή Ντονμέδες, καθώς επίσης και ένας αριθμός Τσιγγάνων), 16.000 χριστιανοί Ρωμιοί, 8.000 χριστιανοί Μακεδόνες, 2.000 χριστιανοί Βλάχοι και μερικές χιλιάδες άτομα από διάφορες άλλες γλωσσο-θρησκευτικές ομάδες. Μετά τις υποχρεωτικές και «εθελούσιες» ανταλλαγές των πληθυσμών, η εικόνα που παρουσιάζεται στην απογραφή του 1928 είναι η εξής: Στην πόλη απογράφονται 244.680 άτομα, μεταξύ των οποίων υπάρχουν 117.041 πρόσφυγες. Περίπου 20.000 άτομα έχουν γεννηθεί σε κάποιο οικισμό της Μακεδονίας, εκτός της πόλης. Άλλα 20.000 περίπου άτομα έχουν γεννηθεί σε κάποιο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας, εκτός της Μακεδονίας (προφανώς τα περισσότερα από τα τελευταία στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό). Επίσημα απογράφονται 54.196 ισπανόφωνοι Εβραίοι, στην πλειοψηφία τους παλαιοί κάτοικοι της πόλης. Την τουρκική έχουν για μητρική γλώσσα 6.452 χριστιανοί (οι πιο πολλοί πρόσφυγες) και 364 μουσουλμάνοι (εξαιρεθέντες της υποχρεωτικής ανταλλαγής). Μεγάλη ομάδα αποτελούν οι 5.109 χριστιανοί Αρμένιοι (σχεδόν όλοι πρόσφυγες). Από τους αλβανόφωνους, εμφανίζονται μόνο οι 486 εξαιρεθέντες της ανταλλαγής μουσουλμάνοι, αλλά όχι και οι χριστιανοί. Η στατιστική υπηρεσία μειώνει τα νούμερα, αλλά καταγράφει την ύπαρξη κατοίκων της πόλης που έχουν ως μητρική γλώσσα την «μακεδονοσλαυϊκή» (: μακεδονική), την «κουτσοβλαχική» (: βλαχική ή αρουμάνικη), την αλβανική, την «αθιγγανική» (: τσιγγάνικα). Χωριστά εμφανίζονται 602 καθολικοί Ιταλοί και 340 ορθόδοξοι Ρώσοι.

[146] «Νέον Άστυ», Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 1905.

[147] Mesimer ή Mesmer ή Mismer. Στα ελληνικά αναφέρεται ως Μεσημέρι(ον). Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 850 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί).

[148] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 113, 30 Μαρτίου.

[149] Vrežot, Vres, Vireš. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Βρες, Βρέσι, Βρεζ, Βρέζι. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι και πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 330 άτομα. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Άγιος Λουκάς. Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό 150 Μακεδόνες.

[150] Liparinovo και Lipara. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Λιπαρίνοβο(ν) και Λιπαρά. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και λίγοι Τσιγγάνοι. Το 1912 αριθμούσε περίπου 140 άτομα. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 188 άτομα, 18 εκ των οποίων ήταν πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το 1922. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Λιπαρό και το 1940 Λιπαρόν.

[151] Golišani. Αναφέρεται επίσης ως Gulišane και Gališan. Στις ελληνικές πηγές την συναντάμε σαν Γκολέσανη, Γκολουσάνη, Γκολουσιάνη, Γκολεσιάνι, Γκολέσιανη, Γκολεσιάνη, Γκολισιάν. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 130 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό και 64 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 μετονομάστηκε Γυμνοτόπι και μετά Λευκάδι. Το 1928 η ονομασία άλλαξε πάλι και έγινε Λευκάδια.

[152] Κάκκαβος, σ. 23. «Ακρόπολις», «Καιροί» και «Εμπρός», της 23ης Απριλίου 1905.

[153] Negorci. Νέγκορτσα και Νεγκόρτσα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, ζούσαν εδώ 92 οικογένειες χριστιανών Μακεδόνων (εξαρχικών και πατριαρχικών) και 95 οικογένειες μουσουλμάνων τούρκων. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 1.133 άτομα.

[154] «Εμπρός», «Αθήναι» και «Σκριπ», της 30ης Απριλίου 1905.

[155] Crkovjani ή Crkoveni ή Čerkovjan. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τσερκόβιανη και Τσερκόβιανη. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκαθιστά στο χωριό και 143 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάζεται Κλησοχώρι και το 1940 Εκκλησιοχώριον.

[156] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 137, 6 Μαΐου. «Καιροί» και «Σκριπ», της 21ης Μαΐου 1905.

[157] Sborsko και Zborsko. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Σμπόρτσκο(ν) και Σμπόρσκο. Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.100 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ 15 οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πευκωτόν. Στη γερμανική κατοχή, το χωριό έγινε ορμητήριο του ΕΛΑΣ. Μια μέρα, μεγάλη δύναμη Γερμανών με καμιόνια ανέβηκαν στο χωριό, το έκαψαν και το ισοπέδωσαν. Πολλοί κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν δίπλα στο προσφυγικό χωριό Σεβέριανι (Βορεινό).

[158] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 141, 9 Μαΐου.

[159] Čornovo, Čornova. Τσέρνοβο(ν) και Τσόρνοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Φυτιά και το 1940 Φυτεία.

[160] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 141, 9 Μαΐου.

[161] Ambar Kjoj ή Hambar Kjoj. Και Αμπάρ Κιόι στα ελληνικά. Χωριό του καζά Αβρέτ Χισάρ (ή Κιλκίς ή Κούκους). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 300 εξαρχικοί Μακεδόνες και 70 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους το χωριό ερημώνει. Οι Μακεδόνες κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία και οι μουσουλμάνοι στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Αμπάρ Κιόι 125 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως Αλβανούς από την Ανατολική Θράκη). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μάνδρες και το 1940 Μάνδραι.

[162] ΔΙΣ, σ. 184. Draganof, σ. 230.

[163] Stojakovo. Και στα ελληνικά Στογιάκοβο(ν) Χωριό του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 1.397 χριστιανοί Μακεδόνες (1.333 εξαρχικοί και 64 πατριαρχικοί) και 128 μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 1.396 άτομα.

[164] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 144, 15 Μαΐου.

[165] Vdrišta, Vadrišta, Sari Kadi. Στα ελληνικά κείμενα τη βρίσκουμε σαν Βούδριστα ή Σαρή Καδή. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 είχε περίπου 350 κατοίκους (εξαρχικούς Μακεδόνες και μουσουλμάνους Τσιγγάνους). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, οκτώ εξαρχικές οικογένειες έφυγαν για τη Βουλγαρία. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι υποχρεώθηκαν να φύγουν για την Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό 226 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάζεται Μυλότοπος και το 1940 Παλαιός Μυλότοπος. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 1.098 άτομα, 700 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[166] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 152, 19 Μαΐου.

[167] Sarmusakli. Στα ελληνικά Σαρμουσακλή ή Σαρμουσακλί. Χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 1.800 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο χωριό και αρκετοί πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1928 απογράφηκαν στο Σαρμουσακλή 3.102 άτομα, 317 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Ο οικισμός μετονομάστηκε Πεντάπολις, το 1928.

[168] Drenovo ή Drjanovo ή Dovišta. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Δριάνοβα, Δράνοβο(ν) και Δράνοβα. Χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί μακεδόνες και 20 μουσουλμάνοι Τσερκέζοι. Ο ελληνικός στρατός έκαψε το χωριό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Τον Αύγουστο του 1915 το χωριό ήταν εγκαταλειμμένο. Οι περισσότεροι εξαρχικοί κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, κυρίως στη Stanimaka (Asenovgrad). Όλοι οι μουσουλμάνοι έφυγαν υποχρεωτικά στην Τουρκία. Το 1928 απογράφηκαν 78 άτομα, 12 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Στη συνέχεια ο οικισμός ερήμωσε.

[169] Draganof, σ. 231.

[170] Βλ. Μαζαράκης, σ. 247 - 249. Κάκκαβος, σ. 122.

[171] «Σκριπ» της 9ης Ιουνίου και «Εμπρός» της 11ης Ιουνίου1905.

[172] Η πρώτη έκδοση του «Ελληνικού Αντιμακεδονικού Αγώνα» κυκλοφόρησε το 1998 από τις εκδόσεις «Μεγάλη Πορεία».

[173] Το πρώτο τμήμα του ημερολογίου, που περιλαμβάνει και την καταγραφή της σφαγής στη Ζαγκορίτσανη, έχει χαθεί.

[174] Ο πρόξενος Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης, γράφει το Νοέμβριο του 1906, στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ότι το Κομιτάτο των Αθηνών, λέγεται πως έχει δώσει εντολή στους οπλαρχηγούς να τηρούν ημερολόγια, «για να χρησιμεύσουν στη συγγραφή της ιστορίας του μακεδονικού αγώνα». Ο Ξυδάκης γράφει πως κάτι τέτοιο του φαίνεται «παιδαριώδες», ομολογεί ωστόσο πως πολλοί καπετάνιοι «διατηρούν ογκώδη αλληλογραφία και ημερολόγια, στα οποία αναφέρονται λεπτομερώς γεγονότα και άτομα». Η κατάσταση συνεχίζει, είναι ιδιαίτερα σοβαρή, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος, τα έγγραφα να πέσουν σε μη φιλικά χέρια. Το προξενείο, συνεχίζει, έχει κάνει τις σχετικές συστάσεις και παρακλήσεις για το ζήτημα, αλλά δυστυχώς αυτές δεν τηρούνται. Ακόμα και ο Βάρδας, καταλήγει, «ο σωφρονέστερος των αρχηγών, κομίζει ολόκληρη αποσκευή εγγράφων, πρωτόκολλα, κώδικες, βιβλία, κατάστιχα και κάθε τι άλλο παράδοξο και επικίνδυνο». Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 820, 25 Νοεμβρίου.

[175] Το έργο του Βάρδα, είναι γραμμένο στη λόγια γλώσσα της εποχής εκείνης (στην «καθαρεύουσα»). Εδώ, τα αποσπάσματά του μεταγράφονται στη «κοινή νεοελληνική». Το ίδιο επίσης κάνω με όλα τα κείμενα που επιλέγω, τόσο από βιβλία, όσο και από εφημερίδες εκείνης της περιόδου. Ο λόγος που το πράττω, έχει να κάνει με την κατανόηση του κειμένου από τη νέα γενιά, που σε μεγάλο βαθμό αγνοεί εκείνη τη γλώσσα, καθώς επίσης και τη διευκόλυνση στη μετάφραση του βιβλίου.

[176] Βάρδας, τ. Α’, σ. 119.

[177] Μετά τη Ζαγκορίτσανη, η οθωμανική κυβέρνηση βρισκόμενη σε φοβερή πίεση από τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, είχε διατάξει το στρατό της περιοχής να καταδιώξει τα ελληνικά ένοπλα σώματα, που ήταν υπεύθυνα για το μακελειό.

[178] Βάρδας, τ. Α’, σ. 120.

[179] Βάρδας, τ. Α’, σ. 123.

[180] Lapsista, Lapšišta, Naselica, Naselič. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Λάψιστα, Λαψίστη, Λιαψίστι, Ανασελίτσα. Έδρα του ομώνυμου καζά. Οι περισσότεροι κάτοικοι της ήταν μουσουλμάνοι Ρωμιοί (Βαλαάδες) και πατριαρχικοί Ρωμιοί. Υπήρχαν και μερικοί Τσιγγάνοι. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 1.000 άτομα. Μέχρι το 1924 οι Βαλαάδες υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε 239 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (οι περισσότερες των οποίων ήταν από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Νεάπολις.

[181] Βάρδας, τ. Α’, σ. 124-125.

[182] Η εφημερίδα «Σκριπ» της 17ης Αυγούστου 1905, γράφει πως σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες ο εξαρχικός παπάς της Καστοριάς, δολοφονήθηκε μέσα στο σπίτι του, από ένα «γενναίο έλληνα Καστοριανό».

[183] Aposkep ή Aposkepe. Στα ελληνικά Απόσκεπος. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Το χωριό συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και ο πληθυσμός του εκείνες τις μέρες βγήκε στο βουνό. Για αντίποινα, ο οθωμανικός στρατός πήγε και έκαψε σχεδόν όλα τα σπίτια. Μεταξύ των ετών 1905-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξή τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 7 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 500 εξαρχικοί Μακεδόνες. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής διοίκησης, αρκετοί κάτοικοι μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, με τη συνθήκη της Νεϊγύ. Μέρος του πληθυσμού οργανώθηκε την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου στις αριστερές οργανώσεις και κατέφυγε τελικά στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε κατά 100 περίπου άτομα.

[184] Βάρδας, τ. Α’, σ. 125.

[185] Sisani ή Šišani. Και Σισάνι(ον) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Καϊλαρίων και στη συνέχεια του καζά Ανασελίτσας. Οι κάτοικοί του μιλούσαν βλάχικα και ρωμαίικα. Το 1912 ζούσαν εδώ 400 περίπου άτομα.

[186] Βάρδας, τ. Α’, σ. 126.

[187] Οι εφημερίδες «Σκριπ» και «Άστυ» γράφουν στις 14 Μαΐου, πως βρέθηκαν έξω από το Στρέμπενο δυο σκοτωμένοι και δυο τραυματίες χωρικοί.

[188] Srebreno. Το συναντάμε και σαν Strebreno, Strebren, Srebreni. To Στρέμπενο(ν) ή Στρέμπρενο(ν) των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Νέβεσκα, του καζά Φλώρινας. Το 1903 κάτοικοι του χωριού πήραν μέρος στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 650 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1926 μετονομάστηκε Ασπρώγεια και το 1928 Ασπρόγεια. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, 150 σχεδόν κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[189] Βάρδας, τ. Α’, σ. 128.

[190] Pepelišta, Pepelišta, Pipelište. Και στις ελληνικές πηγές Πεπέλιστα, Πιπιλίστα, Πιπίλιστα. Χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 500 Βλάχοι. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Νάματα.

[191] Βάρδας, τ. Α’, σ. 132.

[192] Βάρδας, τ. Α’, σ. 132.

[193] Klisura και Vlahoklisura. Η Κλεισούρα (επίσημη ονομασία) ή Βλαχοκλεισούρα των ελληνικών πηγών. Έδρα του ομώνυμου ναχιγιέ του καζά Καστοριάς. Μεγάλο βλάχικο χριστιανικό χωριό. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 3.000 πατριαρχικοί και 100 ρουμανίζοντες Βλάχοι.

[194] Βάρδας, τ. Α’, σ. 134.

[195] Βάρδας, τ. Α’, σ. 135.

[196] Draganof, σ. 230-231.

[197] Izglibe και Izglibi. To Ίζγκλιμπι, Ίσγλιμπι και Ίζγλιμπι των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ (Nestram ή Nesram) του καζά Καστοριάς. Μερικοί κάτοικοί του συμμετείχαν στο Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 170 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 μετονομάστηκε Ποριά και το 1940 Πορειά. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μερίδα του πληθυσμού προσχώρησε στην Αριστερά. Αρκετοί κάτοικοί του κατέφυγαν το 1949 σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά το κράτος εγκατέστησε στο χωριό Πόντιους και τουρκόφωνους πρόσφυγες από τα χωριά Νίκη και Μελάνθιο, στους οποίους και έδωσε τις περιουσίες των μακεδόνων πολιτικών προσφύγων. Εδώ εγκαταστάθηκαν επίσης Βλάχοι και Κατσαούνηδες από τα Γραμοχώρια.

[198] Brešteni. Το βρίσκουμε επίσης ως Brestani, Breščeni, Breščani. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε σαν Μπρέστενη, Μπρέστανι, Μπρέστανη, Μπρέστιανι, Πρέστανι. Χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 είχε περίπου 300 κατοίκους. Οι μισοί από αυτούς ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μέχρι το 1924 υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού (40 οικογένειες). Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν, από την ελληνική διοίκηση, 38 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (οι περισσότερες των οποίων ήταν από των Καύκασο). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Κρύα Νερά και το 1929 Αυγή. Προπολεμικά το χωριό είχε 400 περίπου κατοίκους, μισούς πρόσφυγες και μισούς Μακεδόνες. Δεκαεπτά από αυτούς σκοτώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο και 127 πέρασαν τα σύνορα και έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[199] Psora. Αναφέρεται επίσης ως Psore και Psohori. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε συνήθως σαν Ψόχωρι και Ψοχώρι. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Χρούπιστα (Hrupišta) του кαζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 110 Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί). Ο οικισμός μετονομάστηκε Υψηλό το 1926 και Υψηλόν το 1940. Προπολεμικά ζούσαν στο χωριό 18 μακεδονικές οικογένειες. Μεταξύ των ετών 1941-1949, σκοτώθηκαν επτά κάτοικοί του. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου εννέα άτομα από το χωριό εγκατέλειψαν τη χώρα και έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[200] ΔΙΣ, σ. 163. «Καιροί», Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 1905.

[201] Draganof, σ. 274.

[202] Μόδης, σ. 221.

[203] Draganof, σ. 274.

[204] Gorničevo. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται ως Γκορνίτσοβο(ν) ή Γορνίτσοβο(ν). Χωριό του καζά Φλώρινας. Μεταξύ 1905-1910 μετανάστευσαν από το Γκορνίτσεβο στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 26 άτομα. Το 1912, ζούσαν εδώ 1.050 χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Μετονομάστηκε σε Κέλλη το 1926 και σε Κέλλα το 1940. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, 300 σχεδόν άτομα από το χωριό εγκατέλειψαν τη χώρα.

[205] «Χρόνος», Κυριακή 27 Μαρτίου 1905. ΔΙΣ, σ. 192.

[206] Setina. Τη συναντάμε και με τις ονομασίες Cetina ή Setinja. Η Σέτινα των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το χωριό συμμετείχε το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν και δώδεκα κάτοικοί του φυλακίστηκαν για αυτονομιστική δράση. Μεταξύ 1904-1910 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 32 άτομα. Το 1912 ζούσαν στη Σέτινα περίπου 700 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Σκοπός. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι περισσότερες οικογένειες από το χωριό πέρασαν τα σύνορα και κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.

[207] «Σκριπ», Τετάρτη 11 Μαΐου 1905.

[208] Draganof, σ. 275.

[209] Gorno Nevoljani ή απλώς Nevoljani. Το συναντάμε και σαν Nevoljan ή και Nevoleni. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Άνω Νεβόλιανη ή Άνω Νεβολιάνη. Χωριό του καζά Φλώρινας. Τις μέρες του Ίλιντεν, την 1η Αυγούστου 1903, ένα οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα πλιατσικολόγησε την εκκλησία του χωριού και έκλεψε αντικείμενα αξίας 15 λιρών. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 1.350 χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί) και 350 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μεταξύ των ετών 1903 -1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 36 άτομα. Μέχρι το 1924, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 100 χριστιανούς πρόσφυγες (κυρίως από τη Μικρά Ασία). Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Σκοπιά.

[210] Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 318, 28 Μαρτίου και Draganof, σ. 275.

[211] Žuželci ή Žuželce. Στα ελληνικά έγγραφα το βρίσουμε ως Ζούζελτσι, Ζούζελτση, Ζουζέλτσι, Ζούζιλτση. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 500 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1928 μετονομάστηκε σε Σπήλαια. Την περίοδο του μεσοπολέμου μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 326 κάτοικοί του. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν 240 γηγενείς Μακεδόνες. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι μισοί από το χωριό έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[212] «Νέον Άστυ» Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 1905.

[213] Rupišta ή Hrupišta. Αναφέρεται επίσης ως Rupište, Hurpešte, Krupišta. Η Χρούπιστα των ελληνικών κειμένων. Έδρα του ομώνυμου ναχιγιέ του καζά Καστοριάς. Το 1912 είχε περίπου 2.700 κατοίκους. Από αυτούς, σχεδόν 1.500 ήταν μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι) και οι υπόλοιποι χριστιανοί (Μακεδόνες, Βλάχοι και Ρωμιοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία δεκαεπτά οικογένειες. Με τη συνθήκη της Λοζάνης έφυγαν στην Τουρκία 200 οικογένειες μουσουλμάνων και ήρθαν 212 οικογένειες χριστιανών προσφύγων (κυρίως από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και τον Καύκασο). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Άργος Ορεστικόν.

[214] Draganof, σ. 275.

[215] Trnovo και Tirnovo. Και Τύρνοβο(ν) στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Ζούσαν ωστόσο εδώ και περίπου πενήντα μουσουλμάνοι Αλβανοί. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 1.735 άτομα.

[216] «Νέον Άστυ» Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 1905.

[217] Ljubetino και Ljubetina. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Λιουμπέτινο(ν) ή Λιουμπέτινα. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Ρούντνικ του καζά Φλώρινας. Το χωριό συμμετείχε στο Ίλιντεν και κάηκε από τον οθωμανικό στρατό, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1903. Οι Οθωμανοί πήραν μαζί τους τριάντα αιχμαλώτους. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 270 εξαρχικοί (Μακεδόνες και Τσιγγάνοι). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πεδινό και το 1928 Πεδινόν.

[218] «Χρόνος», Σάββατο 16 Απριλίου 1905.

[219] Vlaška Blaca ή Grcko Blaca. Βλάτση και Βλάστη στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Καϊλαρίων. Οι κάτοικοί του μιλούσαν βλάχικα και ρωμαίικα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 3.700 άτομα.

[220] Embore, Embori, Emboria. Στα ελληνικά Εμπόριο(ν). Χωριό του καζά Καϊλαρίων. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.200 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και 170 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 143 οικογένειες εξαρχικών μετανάστευσαν στην Βουλγαρία. Επίσης μέχρι το 1924 όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό 45 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[221] Ράπτης, σ. 361.

[222] ΔΙΣ, σ. 194.

[223] Draganof, σ. 275.

[224] «Σάλπιγξ», Σάββατο 21 Μαΐου 1905.

[225] Šešteovo. Αναφέρεται και σαν Šesteovo και Šestovo. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Σέστοβα, Σιέστοβον, Σιστέοβον, Σιστέβο(ν), Σίτσεβον. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνώρισε τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού, στα μέσα Αυγούστου 1903. Τότε σκοτώθηκαν 27 χωρικοί και κάηκαν 180 σπίτια. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 660 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία δεκατέσσερις οικογένειες. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Σιδηροχώρι και το 1940 Σιδηροχώριον. Στον εμφύλιο πόλεμο σκοτώθηκαν 44 άτομα από το χωριό. Το 1949, 462 κάτοικοί του πέρασαν τα σύνορα και έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[226] «Χρόνος», Τρίτη 31 Μαΐου 1905.

[227] Blaca. Και Bu(l)garsko Blaca. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μπλάτσι, Μπλάτση, Βουλγαρμπλάτσι. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνώρισε τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού στα τέλη Αυγούστου 1903. Τότε σκοτώθηκαν δώδεκα κάτοικοι του χωριού και κάηκαν εβδομήντα σπίτια. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 210 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 22 οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Οξυές και το 1940 Οξυά. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, 173 άτομα από το χωριό αναγκάστηκαν να περάσουν τα σύνορα και να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[228] Višeni. Αναφέρεται και ως Višani. Στα ελληνικά κείμενα υπάρχουν οι γραφές Βύσ(σ)ιανι και Βίσανη. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Ο πληθυσμός του συμμετείχε στις 20 Ιουλίου του 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν. Η στρατιωτική φρουρά του χωριού χτυπήθηκε επιτυχώς από τους ένοπλους αυτονομιστές. Λίγες μέρες αργότερα ο οθωμανικός στρατός προχώρησε σε αντίποινα και έκαψε τα περισσότερα σπίτια του χωριού (από τα 200 σπίτια του χωριού, μόνο 13 δεν κάηκαν). Σκότωσε επίσης επτά χωρικούς. Μεταξύ των ετών 1903-1911 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 14 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 εξαρχικοί Μακεδόνες. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής διοίκησης μερικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1928 ο πληθυσμός είχε μειωθεί σε 700 περίπου άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βυσσινιά και το 1940 Βυσσινέα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, αρκετοί από τους κατοίκους εντάχθηκαν στις οργανώσεις της Αριστεράς και τελικά βρέθηκαν με την πλευρά των ηττημένων. Οι πιο πολλοί από αυτούς κατέφυγαν το 1949 στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 250-300 άτομα.

[229] Μακρής, σ. 96.

[230] Αναφέρεται στο αφιέρωμα των δημοσιογράφων του «Ιού», για το «Μακεδονικό Αγώνα», στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», στις 22 Φεβρουαρίου 1998.

[231] Negovan και NegovaniΣτα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Νεγκοβάνη ή Νεγοβάνη. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Νέβεσκα, του καζά Φλώρινας. Το 1912 είχε σχεδόν 1.100 κατοίκους. Οι περισσότεροί τους ήταν Αλβανοί, αλλά υπήρχαν και λίγοι Βλάχοι. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Φλάμπουρον.

[232] Μακρής, σ. 96.

[233] Katranica. Και Κατράνιτσα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Καϊλαρίων. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 πατριαρχικοί Μακεδόνες και 1.100 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μέχρι το 1924, όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του οικισμού υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στη θέση τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 500 πατριαρχικούς πρόσφυγες (από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία). Το 1927 η Κατράνιτσα μετονομάστηκε Πύργοι.

[234] «Χρόνος», Πέμπτη 26 Μαΐου 1905.

[235] Draganof, σ. 276.

[236] Pateli ή Patele. Το Πάτελι, Πάτελη και Πάτελε των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό Χωριό του ναχιγιέ Ρούντνικ του καζά Φλώρινας. Το χωριό αντιστάθηκε για πέντε μέρες, μεταξύ 15-20 Ιουλίου 1902, σε πολιορκία του οθωμανικού στρατού. Ο λόγος της πολιορκίας, ήταν η άρνηση των κατοίκων να παραδώσουν τους άνδρες της τσέτας του βοεβόδα Μάρκοφ που βρισκόταν στο χωριό. Την άρνησή του, το χωριό την πλήρωσε με 28 νεκρούς και 11 καμένα σπίτια. Τις μέρες του Ίλιντεν, οι κάτοικοί του Πάτελε βγήκαν με τους άλλους επαναστάτες στα βουνά. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.800 Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Μεταξύ των ετών 1904-1916 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 80 άτομα. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Άγιος Παντελεήμων. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, 300 περίπου κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[237] Η εφημερίδα «Ακρόπολις» της 17ης Ιουνίου 1905 γράφει για την «απαγωγή και τη θηριώδη σφαγή πέντε σχισματικών», δίνοντας μάλιστα και τα ονόματα των θυμάτων. Μόνο που χρεώνει τους φόνους σε «συμμορία κομιτατζήδων»!

[238] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 366, 31 Μαΐου. ΔΙΣ, σ. 200. Dakin, σ. 307.

 

[239] Kladorobi. Το βρίσκουμε και σαν Kladorabi. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε ως Κλαδοράπι, Κλαδοράπη, Κλάδεροπ και Κλαδοράπ. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Μεταξύ των ετών 1904-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δεκαοκτώ άτομα. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 350 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μετονομάστηκε σε Κλαδοράχη το 1926 και στη συνέχεια σε Κλαδορράχη το 1940.

[240] Bitola. Υπάρχει επίσης η γραφή Bitolja, Bitolj, Manastir, Monastir. Στα ελληνικά αναφέρεται σαν Βιτώλια, Βιτόλια ή Μοναστήρι(ον). Έδρα του ομώνυμου καζά και του ομώνυμου βιλαετίου της Μακεδονίας. Το 1886 είχε πληθυσμό 23.379 χριστιανούς (κυρίως Μακεδόνες και Βλάχους), 17.255 μουσουλμάνους (κυρίως Τούρκους και Αλβανούς) και 3.948 Εβραίους. Η πατριαρχική κοινότητα ήταν πολυπληθής, ωστόσο οι Ρωμιοί δεν ξεπερνούσαν τα 100 άτομα. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε 48.370 κατοίκους. Μεταξύ των ετών 1897-1915, 717 άτομα μετανάστευσαν από την πόλη (ή δήλωσαν Μπίτολα / Μοναστήρι ως τόπο καταγωγής) στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξή τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες».

[241] Τα απομνημονεύματα του Γιάννη Καραβίτη, όπως είναι γνωστό στους ασχολούμενους με το μακεδονικό ζήτημα, δημοσιεύτηκαν σε καθημερινές συνέχειες στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» της Θεσσαλονίκης μεταξύ 22 Μαΐου 1949 και 25 Μαρτίου 1950. Από εκεί ο Γιώργος Πετσίβας τα πήρε και τα αναδημοσίευσε (πλούσια σχολιασμένα) σε ένα δίτομο έργο, χιλίων σελίδων, το έτος 1994. Αυτό που νομίζω ότι δεν είναι γνωστό, είναι πως το κείμενο του «Ελληνικού Βορρά» αποτελεί τη δεύτερη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του Καραβίτη και πως αυτή στηρίζεται σε μια προηγούμενη λογιότερη γραφή των απομνημονευμάτων, δημοσιευμένη και αυτή σε καθημερινές συνέχειες, δυο δεκαετίες πριν, στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος», το έτος 1927.

[242] Καραβίτης, σ. 339 (οι παραπομπές αναφέρονται στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Πετσίβας).

[243] Kišava. Και Κισσάβα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 700 μουσουλμάνοι Αλβανοί.

[244] Καραβίτης, σ. 341.

[245] Μακρής, σ. 97.

[246] Καραβίτης, σ. 344.

[247] Gorno Kleštino. Το βρίσκουμε και ως Gorna Kleština. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Άνω Κλέστινα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 850 μουσουλμάνοι Αλβανοί. Μέχρι το 1924 οι Αλβανοί μουσουλμάνοι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν η χώρα. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί πρόσφυγες (κυρίως από τη Θράκη). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Άνω Κλειναί.

[248] Ο «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας, αναδημοσιεύει στις 25 Αυγούστου (από την εφημερίδα «Βήμα» της Ρώμης) το σχετικό με αυτή την επίθεση κείμενο: «Πριν από λίγες μέρες, το χωριό Καλαδοράβι του καζά Φλώρινας δέχτηκε επίθεση από σώμα εκατό περίπου ατόμων, κυρίως γραικομάνων της περιοχής. Υπήρχαν επίσης μεταξύ αυτών και Έλληνες που ήλθαν από την Ελλάδα και δεκαπέντε περίπου Τούρκοι. Όλοι φορούσαν την τουρκική στολή των κυνηγών, σώματος ειδικού προορισμένου για την καταδίωξη των συμμοριών. Οι κάτοικοι του Κλαδοράβι, μη υποπτευόμενοι κανένα κίνδυνο, μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού κατά την άφιξη του σώματος. Από αυτούς, δεκαεπτά φονεύθηκαν και πολλοί τραυματίστηκαν. Μετά, το στίφος έφυγε αφού πρώτα έκλεψε και αρκετά άλογα. Ο καϊμακάμης της Φλώρινας που πήγε εκεί για να διεξάγει τις ανακρίσεις, υποχρέωσε με τη βία τους χωρικούς να θάψουν τους νεκρούς, ενώ αυτοί ήθελαν να περιμένουν την άφιξη των ιταλών αξιωματικών. Η ανάκριση των Ιταλών βεβαίωσε για το γεγονός αυτό και την ευθύνη των ελλήνων επισκόπων Μοναστηρίου, Φλωρίνης και Γρεβενών. Έχουν επίσης κατασχεθεί και βρίσκονται στα χέρια των τουρκικών αρχών, επιστολές των επισκόπων Φλωρίνης και Γρεβενών απευθυνόμενες προς τα ελληνικά σώματα, αλλά κανένα μέτρο δεν έχει ληφθεί εναντίον των ενόχων».

[249] Όπως προκύπτει από τις μετέπειτα μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού.

[250] Draganof, σ. 222.

[251] Εδώ το κείμενο είναι από την πρώτη γραφή των απομνημονευμάτων του Καραβίτη. Βλ. «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος», Παρασκευή 20 Μαΐου 1927.

[252] Kabasnica. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται συνήθως σαν Καμπάσνιτσα. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 650 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1904-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δέκα άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Πρώτη.

[253] Ο Μποζίνης είναι ο πρώτος στη λίστα των πέντε προγραμμένων. Βλ. Καραβίτης, σ. 307.

[254] Ο Καραβίτης (σ. 308) κατονομάζει ως «Μοναστηριώτες», δηλαδή μέλη της ομάδας του που κατάγονται από τα Μπίτολα (Μοναστήρι) τους: Ξύφτα, Τριμούλτση, Σάνδρε, Καπηλιάδη, Πάκια και Στέφο Γρηγορίου. Ο τελευταίος είναι ένας μπεκρής, κουτσαβάκι της εποχής, ένας αδίστακτός φονιάς, χαρακτηριστικός τύπος του υποκόσμου, με προϋπηρεσία στο «εκτελεστικό» του Μοναστηρίου, την ομάδα δηλαδή των πληρωμένων δολοφόνων του ελληνικού προξενείου. Οι κάτοικοι στα Μπίτολα ονομάζουν το «εκτελεστικό» αυτό, που μέλη του είναι ο Στέφος Γρηγορίου, ο Περικλής Χατζηστεφάνου ή Πάκιας («γνωστός καυγατζής και μαχαιροβγάλτης»), ο Αλέξανδρος Νέτσιος ή Σάντρης («ταχυδακτυλουργός και ερημοσπίτης») και ο Μήσια ή Πατσαρέας, ως «ισνάφι των Βαρβάρων». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί, είναι του Γιώργου Μόδη, ενός ανθρώπου που γνώρισε από κοντά όλους τους προαναφερόμενους. Βλ. Μόδης, σ. 220.

[255] Τα μακεδονικά ονόματα γράφονται, σε αυτό το βιβλίο, όπως τα συναντώ στις πηγές, άλλοτε εξελληνισμένα και άλλοτε εκβουλγαρισμένα.

[256] Draganof, σ. 222-223.

[257] Ο Φίλιππος Κοντογούρης λέει πως το ελληνικό σώμα συνέλαβε πολλούς χωρικούς και τελικά σκότωσε δεκαεπτά. Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 754, 5 Αυγούστου.

[258] Μακρής, 97.

[259] Ο «Χρόνος» της 3 Αυγούστου, αναφέρει τους 17 νεκρούς, αλλά γράφει ψευδώς πως αυτοί ήταν «κομιτατζήδες» που σκοτώθηκαν σε συμπλοκή. Το ίδιο ψέμα επαναλαμβάνει και στις 22 Αυγούστου. Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνουν οι «Καιροί» και το «Άστυ» της 4ης Αυγούστου. Το «Εμπρός» της 4ης Αυγούστου λέει πως στο χωριό υπήρχε «φωλιά κομιτατζήδων», δεκαοκτώ δε από αυτούς, μετά από μάχη, «διαπεράστηκαν από τις ελληνικές λόγχες».

[260] Eksi Su ή Gorno Vrbeni. Το βρίσκουμε και ως Ekšisu ή Vrbeni. Στις ελληνικές πηγές συνήθως το συναντάμε σαν Εξί-Σου ή Εξή-Σου ή Εξίσου. Χωριό του ναχιγιέ Ρούντνικ του καζά Φλώρινας. Λίγες μέρες πριν το Ίλιντεν, η ομάδα του καπετάν Βαγγέλη (μισθοφόροι του μητροπολίτη Καστοριάς), μαζί με το στρατιωτικό απόσπασμα από το χωριό Νέγκοβαν, στήνουν ενέδρα κοντά στο Ντόλνο Κότορι και σκοτώνουν πέντε άνδρες του βοεβόδα Λέκο από το Έξι Σου. Την πρώτη ημέρα της επανάστασης του Ίλιντεν, στις 20 Ιουλίου 1903, οι κάτοικοι του Έξι Σου χτυπούν τη στρατιωτική φρουρά που βρίσκεται στο χωριό. Στις 29 Ιουλίου διεξάγεται νέα μάχη, κοντά στο χωριό, μεταξύ των εξεγερμένων κατοίκων του και ενός οθωμανικού αποσπάσματος. Στις 31 Αυγούστου τέσσερα τάγματα του στρατού από Σόροβιτς, με τέσσερα κανόνια, κυκλώνουν το Έξι Σου και μετά εισβάλουν σε αυτό. Καίνε ένα σπίτι, τρεις αχυρώνες. Λεηλατούν το χωριό για πολλές ώρες. Το 1912 ζουν εδώ περίπου 1.600 εξαρχικοί Μακεδόνες και 100 χριστιανοί Τσιγγάνοι. Μεταξύ των ετών 1904-1922 μεταναστεύουν από το χωριό στις ΗΠΑ και δηλώνουν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 60 άτομα. Το 1926 το Έξι Σου μετονομάζεται Ξυνό Νερό και το 1940 Ξινόν Νερόν. Στο τέλος του εμφυλίου 60 οικογένειες από το χωριό καταφεύγουν στη Γιουγκοσλαβία.

[261] «Χρόνος», Κυριακή 5 Ιουνίου 1905.

[262] Draganof, σ. 276.

[263] Rubin, σ. 205.

[264] Kruševo ή Krušovo. Και Κρούσοβο(ν) στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου ναχιγιέ του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Υπήρξε κέντρο των αυτονομιστών στην επανάσταση του Ίλιντεν. Η πόλη κάηκε και λεηλατήθηκε από τον οθωμανικό στρατό στα μέσα Αυγούστου του 1903. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 7.941 άτομα. Οι κάτοικοί του ήταν όλοι χριστιανοί, κυρίως Βλάχοι και Μακεδόνες και δευτερευόντως Αλβανοί και Τσιγγάνοι.

[265] Rubin, σ. 206.

[266] Huma ή Uma. Και Χούμα στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Το 1910 ζούσαν εδώ 840 χριστιανοί Βλάχοι (645 ρουμανιστές και 195 πατριαρχικοί). Το χωριό κάηκε από τον ελληνικό στρατό στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 751 άτομα.

[267] Alčak ή Alčaktži. Και Αλτσάκ στα ελληνικά. Χωριό του καζά Γευγελής. Οι πηγές το εμφανίζουν σαν ένα οικισμό μουσουλμάνων Τούρκων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους αριθμούσε περισσότερα από 1.200 άτομα. Μέχρι το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 44 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 το Αλτσάκ μετονομάστηκε Χαμηλόν. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 219 άτομα, όλα προσφυγικής καταγωγής.

[268] Prekopana. Η Πρεκοπάνα των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Οι κάτοικοί του συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν. Σε αντίποινα, στις 14 Αυγούστου 1903, λαφυραγωγήθηκε και κάηκε (εκτός δέκα σπιτιών) από τον οθωμανικό στρατό. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 550 Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Περικοπή. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[269] Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας, της 4ης Ιουλίου 1905 (μετάφραση από το «Βήμα» της Ρώμης), ένα ελληνικό σώμα σαράντα ανδρών συνέλαβε έξι άτομα από την Μπλάτσα και τρεις από την Πρεκοπάνα. Επτά από αυτούς σκοτώθηκαν, αφού πρώτα βασανίστηκαν. Δύο κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να ειδοποιήσουν τις αρχές.

[270] Σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη, με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1905, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλη, αναφερόμενος στο γεγονός, κάνει λόγο για επτά νεκρούς, τέσσερις από την Μπλάτσα και τρεις από την Πρεκοπάνα. Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 525, 31 Ιουλίου.

[271] Η εφημερίδα «Αθήναι» της 4ης Ιουλίου, γράφει πως οι επτά φονευθέντες ήταν ξυλοκόποι. Οι άνδρες του ελληνικού σώματος, χρησιμοποίησαν για τους φόνους τα τσεκούρια των θυμάτων τους.

[272] Στις 11 Ιουνίου ο Βάρδας θα μάθει το φόνο των τεσσάρων, με «επιστολή του πρωτοσύγκελου». Βλ. Βάρδας, τ. Α’, σ. 144.

[273] Draganof, σ. 231.

[274] Staro Žervohor, Crvor, Servohor. Στα ελληνικά αναφέρεται σαν Ζερβοχώρι(ον). Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 240 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό και 65 προσφυγικές οικογένειες (κυρίως από τον Πόντο). Το 1949 ο οικισμός μετονομάζεται Παλαιόν Ζερβοχώριον.

[275] «Χρόνος», Πέμπτη 23 Ιουνίου 1905.

[276] «Εμπρός», Δευτέρα 27 Ιουνίου 1905 και «Χρόνος», Τετάρτη 6 Ιουλίου 1905.

[277] Rubin, σ. 209.

[278] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 410, 27 Ιουνίου.

[279] Draganof, σ. 231.

[280] Mokreni. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μόκρενη, Μόκραινη, Μοκραίνη, Μόκραινα, Μόκρενα. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό του ναχιγιέ Κλεισούρας του καζά Καστοριάς. Πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Ίλιντεν το 1903. Προχωρώντας σε αντίποινα οι Οθωμανοί έκαψαν το χωριό και σκότωσαν περίπου 100 κατοίκους του. Το 1912 ζούσαν εδώ 700 περίπου εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, δεκαπέντε οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Βαρικό και το 1940 Βαρικόν. Μεταξύ 1940-1949 σκοτώθηκαν 83 κάτοικοί του. Στο τέλος του εμφυλίου περισσότερα από 200 άτομα κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης.

[281] Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 619, 7 Ιουλίου.

[282] Brnik. Αναφέρεται και ως Barnik. Το Μπίρνικ και Μπύρνικ των ελληνικών κειμένων. Οι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 κατοικούσαν εδώ 247 άτομα.

[283] Ο «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας, γράφει στις 21 Ιουλίου 1905: «Ελληνικό σώμα ογδόντα ατόμων εισέβαλε νύχτα στο χωριό Μπέρνικ του καζά Περλεπέ και πυρπόλησε δώδεκα σπίτια. Φόνευσε και πλήγωσε είκοσι περίπου από τους κατοίκους. Οι άλλοι χωρικοί κατέφυγαν τρομαγμένοι στο δάσος. Επί τόπου μετέβησαν αργότερα ο συνταγματάρχης Αλμπέρα και οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ρωσίας στα Μπίτολα».

[284] Κουτσουκάλης, σ. 89.

[285] Draganof, σ. 231.

[286] «Φιλιππούπολις», Τρίτη 5 Ιουλίου 1905.

[287] Ο Ράπτης (σ. 450) γράφει αόριστα, ότι οι Έλληνες «κατόρθωσαν να φονεύσουν αρκετούς».

[288] Βακαλόπουλος, σ. 147.

[289] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 187, 28 Ιουνίου.

[290] Το «Νέον Άστυ» της 25ης Ιουλίου, γράφει πως στις 25 Ιουνίου ένα ελληνικό σώμα σκότωσε δυο Βλάχους από το χωριό Γραμματικό. Άφησε μάλιστα πάνω στα πτώματα επιστολή, με την οποία απαγόρευε, επί ποινή θανάτου, την κηδεία τους από ρουμανίζοντες.

[291] Gorno Gramatikovo. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Άνω Γραμματίκοβο(ν) και Καλύβια Γραμματίκοβου. Χωριό του καζά Καϊλαρίων. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 550 χριστιανοί Βλάχοι. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Άνω Γραμματικόν.

[292] Το Δεκέμβριο του 1904, ένα ελληνικό σώμα είχε σκοτώσει στο ίδιο χωριό μεγάλο αριθμό ρουμανιζόντων. Βλ. Βλάχος, σ. 378-379.

[293] Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 525, 31 Ιουλίου.

[294] Kumaničevo και Komaničevo. Στα ελληνικά έγγραφα το βρίσκουμε σαν Κουμανίτσοβο(ν) και Κομανίτσοβο(ν). Χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Χωριζόταν σε Πάνω και Κάτω Μαχαλά (Gorno και Dolno). Στο Γκόρνο Κουμανίτσεβο κατοικούσαν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στο Ντόλνο Κουμανίτσεβο κατοικούσαν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί) και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.250 άτομα. Οι 260 μουσουλμάνοι του χωριού υποχρεώθηκαν, μέχρι το 1924, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στη θέση τους 23 οικογένειες χριστιανών προσφύγων (οι περισσότεροί τους ήταν Ρωμιοί που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Λιθιά. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, περισσότεροι από εκατό κάτοικοι του χωριού έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[295] Draganof, σ. 232.

[296] Rubin, σ. 212.

[297] Golema Livada, Golemo Livadi, Livadja. Λιβάδια και Μεγάλα Λειβάδια (επίσημη ονομασία). Οικισμός της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Τη θερινή περίοδο ζούσαν εδώ περίπου 850 οικογένειες χριστιανών Βλάχων (πατριαρχικών και ρουμανιστών). Το 1913 ο πληθυσμός τους ήταν 3.823 άτομα.

[298] Kadinovo. Το βρίσκουμε ακόμα σαν Kadino Selo, Sujukli, Sukjutli, Sigidli. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Σουγιουκλή, Σουκιουτζή, Καδίνοβο(ν). Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί). Φαίνεται πως υπήρχαν στο χωριό και κάποιοι Τσιγγάνοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 350 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ έφυγαν για τη Βουλγαρία 9 εξαρχικές οικογένειες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο Καντίνοβο 98 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Γαλατάδες. Το 1928 απογράφηκαν 828 άτομα, 389 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[299] Γκόνος, 401.

[300] Pisoder ή Pisoderi ή Psoderi. Το Πισοδέρι ή Πισοδέριον των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 750 Βλάχοι (οι περισσότεροι πατριαρχικοί).

[301] Trnovo ή Tirnovo ή Trnoo. Το Τύρνοβον και Τύρνοβον των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων, του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί Μακεδόνες. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, τα 3/4 των κατοίκων έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες. Το 1955 μετονομάστηκε Πράσινον.

[302] Bukovik. Και Μπούκοβικ στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ της Ντόλνα Πρέσπα (Dolna Prespa), του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1903 συμμετέχει στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 160 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μετονομάστηκε Οξυά το 1927. Στο τέλος του εμφυλίου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Μεταπολεμικά η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ έποικους ελληνόφρονες Βλάχους.

[303] Μακρής, σ. 96 - 97.

[304] «Χρόνος», Τρίτη 26 Ιουλίου 1905.

[305] Μαζαράκης, σ. 249.

[306] Ο «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας, στο φύλλο της 21ης Ιουλίου, αναδημοσιεύει σχετικά από το «Βήμα» της Ρώμης: Στο χωριό Μεσημέρι του καζά Βοδενών ένα ελληνικό σώμα σκότωσε τον ιερέα Σωτήρη και άλλους έξι εξαρχικούς που τον συνόδευαν σε μια εκκλησία έξω από το χωριό.

[307] Draganof, σ. 255.

[308] Το «Νέον Άστυ» της 12ης Ιουλίου 1905, γράφει πως το σώμα του Ακρίτα σκότωσε στο μοναστήρι έξι «φανατικούς προκρίτους και το σχισματικό ιερέα».

[309] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 227, 21 Αυγούστου. Rubin, σ. 215.

[310] Kriva. Και Κρίβα ή Κρύβα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 94 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 16 πατριαρχικές οικογένειες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Γρίβα. Το 1928 απογράφηκαν 877 άτομα, 154 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[311] Ramna. Και Ράμνα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 160 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους τρεις οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στη Ράμνα 44 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 το χωριό ονομάστηκε Ομαλό και το 1940 Ομαλόν.

[312] Γκόνος, σ. 401. Draganof, σ. 232.

[313] Κουτσουκάλης, σ. 116.

[314] Bešište. Αναφέρεται και σαν Bešišta. Η Μπέσιστα των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου (Mariovo ή Moriovo) του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Φαίνεται ωστόσο ότι υπήρχαν εδώ μερικές οικογένειες Βλάχων και Τσιγγάνων. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 1.043 άτομα.

[315] Ράπτης, σ. 454.

[316] Draganof, σ. 232.

[317] Οι «Καιροί» της 5ης Αυγούστου γράφουν για οκτώ νεκρούς. Ο «Χρόνος» της 20ης Αυγούστου 1905, κάνει λόγο για φόνο έξι κατοίκων του χωριού, από ελληνικό σώμα.

[318] Ο Φίλιππος Κοντογούρης ανεβάζει τον αριθμό των εκτελεσθέντων σε επτά. Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 751, 5 Αυγούστου.

[319] Elešnica. Και Ελέσνιτσα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Πετριτσίου [Петричка]. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 230 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 600 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1960 ο οικισμός μετονομάστηκε Беласица (Belasica).

[320] Draganof, σ. 255.

[321] Avdhela, Avdela, Avela. Και Αβδέ(λ)λα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Γρεβενών. Οι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.800 άτομα.

[322] Ράπτης, σ. 435. Βλάχος, σ. 379.

[323] Οι «Καιροί» της 5ης Αυγούστου, γράφουν για φόνο «τεσσάρων καθαρμάτων» στην Αβδέλλα. Ο «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας, γράφει περισσότερα στις 25 Αυγούστου, πως δηλαδή οι άνδρες του ελληνικού σώματος συνέλαβαν τον ρουμανίζοντα ιερέα, τον γιο του και τον γαμπρό του και τους εκτέλεσαν έξω από την Αβδέλλα «για παραδειγματισμό».

[324] «Σάλπιγξ» της 1ης Αυγούστου και «Χρόνος» της 3ης Αυγούστου 1905.

[325] Skočivir και Skoči Vir. Στα ελληνικά Σκότσιβιρ ή Σκότσιβηρ. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 400 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός ήταν 267 άτομα.

[326] Κουτσουκάλης, σ. 122-123.

[327] Draganof, σ. 232.

[328] Ράπτης, σ. 456.

[329] Στις 5 Αυγούστου 1905, ο αρχηγός Βάρδας πληροφορείται με επιστολή από το «Κέντρο» του προξενείου Μοναστηρίου, ότι το σώμα του οπλαρχηγού Παναγιώτη Φιωτάκη επιτέθηκε στο Σκότσιβιρ και σκότωσε δώδεκα «κομίτες». Βλ. Βάρδας, τ. Α’, σ. 186.

[330] Petalino. και Πετάλινο(ν) στα ελληνικά. Μικρό χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 50 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 29 άτομα.

[331] Voden. Αναφέρεται επίσης ως Vodina (στα Τούρκικα) και Vodena. Βοδενά και Έδεσσα (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου καζά. Το 1912 είχε περίπου 9.000 κατοίκους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (πατριαρχικοί και εξαρχικοί). Οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Μακεδόνες) ήταν σχεδόν 3.500 άτομα. Υπήρχαν ακόμα Βλάχοι και Τσιγγάνοι. Μεταξύ των ετών 1904-1913, 51 άτομα από την πόλη μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις εκεί αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες». Μέχρι το 1924 το σύνολο των μουσουλμάνων κατοίκων της υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει στην Τουρκία. Στη Βουλγαρία μετανάστευσαν, με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 47 εξαρχικές οικογένειες. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα Βοδενά 116 πατριαρχικές οικογένειες. Το 1928 απογράφηκαν στο δήμο Εδέσσης 13.743 άτομα, 5.580 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Μεταξύ των απογραφέντων υπήρχαν και 1.723 χριστιανοί Τούρκοι.

[332] Rubin, σ. 215.

[333] Papadija ή Stara Popadija. Η Παπαδιά ή Παππαδιά των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 50 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το χωριό ερήμωσε στο τέλος του εμφυλίου. Αρκετοί κάτοικοί του κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και λίγοι στη γειτονική Σέτινα (Σκοπός).

[334] Rubin, σ. 216.

[335] Rusilovo και Rusila. Ρουσίλα, Ροσίλοβον Ρουσίλοβο(ν) και στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 260 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία δεκαεπτά εξαρχικές οικογένειες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ξανθόγεια.

[336] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 222, 14 Αυγούστου. Οι ειδήσεις αυτές δημοσιεύονται επίσης στις εφημερίδες «Νέον Άστυ» και το «Χρόνος» της 20ης Αυγούστου 1905.

[337] Seres, Serez, Ser, Sjar. Στα ελληνικά Σέρρες και Σέρραι (επίσημη ονομασία). Έδρα του ομώνυμου καζά. Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, η πόλη είχε περίπου 28.000 κατοίκους. Οι μουσουλμάνοι Τούρκοι και οι πατριαρχικοί Ρωμιοί ήταν οι μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες των Σερρών. Ακολουθούσαν οι Εβραίοι, οι χριστιανοί Μακεδόνες και οι Βλάχοι. Υπήρχε επίσης ένας σημαντικός αριθμός Τσιγγάνων και μουσουλμάνων Τσερκέζων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όλοι οι μουσουλμάνοι της πόλης (σχεδόν 14.000) αναγκάστηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 26 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στις Σέρρες 1.263 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 29.640 άτομα. Από αυτά 25.583 ήταν δημότες, 3.813 ετεροδημότες και 244 αλλοδαποί. Την ημέρα της απογραφής, 3.924 δημότες των Σερρών απογράφηκαν σε άλλους δήμους. Από τους απογραφέντες, 14.950 άτομα ήταν προσφυγικής καταγωγής. Ως προς τον τόπο καταγωγής, 7.214 άτομα είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία, 4.301 στη Θράκη, 620 στον Πόντο, 500 στη Βουλγαρία, 393 στην Κωνσταντινούπολη, 319 στην Αλβανία, 238 στη Γιουγκοσλαβία, 299 στον Καύκασο, 71 στη Ρωσία. Ας σημειωθεί επίσης, ότι μεταξύ των απογραφέντων του 1928 στο δήμο Σερρών, 3.345 χαρακτηρίστηκαν «ορθόδοξοι τουρκόφωνοι», 429 «ισραηλίτες ισπανόφωνοι», «266 ορθόδοξοι τσιγγανόφωνοι» και 245 «ορθόδοξοι αρμενόφωνοι».

[338] Draganof, σ. 233.

[339] Lakos. Και Λάκκος στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μετά το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, το χωριό σταδιακά εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του. Συνολικά και οι 57 οικογένειές του χωριού μετανάστευσαν στη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς Nevrokop (Goče Delčev), Musomišta, Varvara, Vatreč, Plovdiv, Stanimaka (Asenovgrad) και Haskovo. Έτσι στην απογραφή του 1928 ο Λάκκος είχε ερημώσει. Τα επόμενα χρόνια, κατά τη θερινή περίοδο, βοσκοί Σαρακατσάνοι έβοσκαν τα κοπάδια τους, στα λιβάδια της περιοχής.

[340] Rubin, σ. 216.

[341] Ljumnica. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Λιούμνιτσα, Λούμνιτσα και Λουμνίτσα. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.400 Βλάχοι (οι περισσότεροι των οποίων ήταν ρουμανιστές). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Σκρα.

[342] Γκόνος, σ. 401.

[343] Šaridža και Saridža. Αναφέρεται ακόμα ως Saridže, Saračevo, Saradža. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Σαρίτσα, Σαρίτσι, Σαριτζιά. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν περίπου 230 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Βαλτοχώρι και το 1940 Βαλτοχώριον.

[344] «Εμπρός», Κυριακή 28 Αυγούστου 1905.

[345] Αρχείο Τσόντου – Βάρδα, φάκελος 6.

[346] «Εμπρός» και «Καιροί» της 6ης Σεπτεμβρίου 1905.

[347] «Εμπρός», Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 1905.

[348] Ράπτης, σ. 438.

[349] Draganof, σ. 256.

[350] Slivnica. Και Σλίβνιτσα στα ελληνικά. Χωριό του ναχιγιέ Ντόλνα Πρέσπα του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί. Φαίνεται όμως πως ζούσαν εδώ και μια-δυο οικογένειες μουσουλμάνων Μακεδόνων. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός ήταν 265 άτομα.

[351] Draganof, σ. 233.

[352] «Εμπρός», Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 1905.

[353] Draganof, σ. 233.

[354] «Σκριπ» Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 1905.

[355] Την 1η Σεπτεμβρίου 1905, ο Έξαρχος από τη Μπελκαμένη γράφει στο Βάρδα πως ο Βλαχογιάννης με 45 άνδρες έφτασε στο Λέχοβο και σκοπεύει «να ενεργήσει στη Μόκρενη». Ο ίδιος άνθρωπος πληροφορεί την άλλη μέρα τον έλληνα αρχηγό, πως «το χωριό Μόκρενη έγινε δικό μας με αγάπη μεγάλη». Βλ. Βάρδας, τ. Α’, σ. 213 και 215.

[356] «Χρόνος», Παρασκευή 26 Αυγούστου 1905.

[357] Besfina ή Besvina. Το βρίσκουμε επίσης και ως Besvinja ή Bezvini. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε σαν Μπέσφινα. Διοικητικά υπαγόταν στο ναχιγιέ της Ντόλνα Πρέσπα, στον καζά του Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Οι κάτοικοι του συμμετείχαν το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 430 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 μετονομάστηκε σε Σφήκα. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο και το 1949 σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού του, ζήτησε άσυλο στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Έκτοτε ο τόπος ερήμωσε.

[358] Βάρδας, τ. Α’, σ. 205 - 206.

[359] Πύρζας, σ. 65.

[360] Draganof, σ. 233.

[361] Μακρής, σ. 103.

[362] Orehovo. Και Ορέχοβο(ν) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Μεταξύ των ετών 1905-1910 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 16 άτομα. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 220 πατριαρχικοί Μακεδόνες.

[363] Graešnica. Αναφέρεται στις πηγές και ως Gradešnica. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Γκραδέσνιτσα. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου (βρίσκεται δίπλα στο χωριό Dragoš). Μεταξύ 1903-1913 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 48 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 570 πατριαρχικοί Μακεδόνες.

[364] Draganof, σ. 234.

[365] Brusnik. Και Μπρούσνικ στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μεταξύ των ετών 1904-1913 μετανάστευσαν από το Μπρούσνικ στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 59 άτομα. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 1.000 άτομα.

[366] Crna Reka. Και Τσέρνα Ρέκα ή Τσερναρέκα στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 950 χριστιανοί Βλάχοι. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Κάρπη.

[367] Pod, Podos, Pot. Και Πόδος στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 250 άτομα. Μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και 13 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τη Μικρά Ασία). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Φλαμουριά. Το ίδιο έτος απογράφηκαν εδώ 381 άτομα, 36 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[368] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 230, 29 Αυγούστου.

[369] Staričani. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Σταρίτσανι και Σταρίτσανη. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ 350 περίπου Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία οκτώ οικογένειες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Λακκώματα. Ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε στο μισό, στο τέλος του εμφυλίου πολέμου.

[370] Draganof, σ. 257.

[371] Ο Αντώνης Κωσταγερακάρης, ο δολοφόνος του Δηλιγιάννη δεν είχε ιδεολογικά κίνητρα για την πράξη του. Έσφαξε τον πρωθυπουργό για να τον εκδικηθεί που έμεινε άνεργος. Ήταν 45 χρονών και καταγόταν από τη Μάνη. Ήταν μπράβος της νύχτας, πορτιέρης σε χαρτοπαικτική λέσχη και έχασε τη δουλειά του, όταν η κυβέρνηση απαγόρεψε τη λειτουργία των λεσχών. Ο δράστης υποστήριξε ότι τον παρότρυνε στην πράξη του, ο επίσης Μανιάτης και επαγγελματίας χαρτοπαίκτης, σαραντάχρονος Γιώργος Μητσέας. Ο Κωσταγερακάρης καταδικάστηκε σε θάνατο και ο Μητσέας σε φυλάκιση οκτώ ετών, στις 27 Φεβρουαρίου 1906.

[372] Βάρδας, τ. Α’, σ. 140-141.

[373] Βάρδας, τ. Α’, σ. 141.

[374] Βάρδας, τ. Α’, σ. 143.

[375] Βάρδας, τ. Α’, σ. 145.

[376] Βάρδας, τ. Α’, σ. 146.

[377] Želenič. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται Ζέλενιτς ή Ζελενίτσι(ον). Χωριό του ναχιγιέ Νέβεσκα, του καζά Φλώρινας. Στα τέλη της οθωμανικής περιόδου είχε περίπου 2.000 κατοίκους. Οι μισοί από αυτούς ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί) και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στις 30 Ιουνίου 1903, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης μπήκε στο Ζέλενιτς συνοδευόμενος από στρατιωτικό απόσπασμα και έλληνες μισθοφόρους. Τρομοκράτησε τους κατοίκους, έβαλε τον Καούδη να δείρει το Μουχτάρη (προκειμένου να παραδώσει τα κλειδιά της εξαρχικής εκκλησίας) και οδήγησε τους χωρικούς με το ζόρι στη λειτουργία που έκανε. Τις μέρες του Ίλιντεν, πολλοί χωρικοί βγήκαν στο βουνό. Το χωριό επισκέφτηκε στρατιωτικό απόσπασμα και συνέλαβε έντεκα άοπλους αυτονομιστές, που είχαν βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός Τούρκου. Το Ζέλενιτς δέχτηκε, στις 13 Νοεμβρίου 1904, μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις που πραγματοποίησαν οι Έλληνες εναντίον μακεδονικού χωριού. Το σώμα του ανθυπολοχαγού Γιώργου Κατεχάκη ή Ρούβα, σκότωσε 13 άτομα και τραυμάτισε 5 [σύμφωνα με τον ονομαστικό κατάλογο που δίνει ο Draganof σ. 217), αν και οι έλληνες πρωταγωνιστές υποστήριξαν πως οι νεκροί ήταν πολλοί περισσότεροι (Λιθοξόου, σ. 112)]. Ανάμεσα στους νεκρούς, ήταν ένα κορίτσι δέκα ετών και ένα δεκατριάχρονο αγόρι. Τα θύματα των ανταρτών, ήταν φίλοι και συγγενείς μιας εξαρχικής οικογένειας, που διασκέδαζαν σε ένα γάμο. Εκείνο το βράδυ, βρισκόταν στο Ζέλενιτς, χωρίς να κάνει τίποτα, ο οθωμανός καϊμακάμης με έναν αξιωματικό και δεκαπέντε στρατιώτες. Μεταξύ των ετών 1907-1915 μετανάστευσαν από το Ζέλενιτς στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» έντεκα άτομα. Μέχρι το 1924 όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 87 πατριαρχικές οικογένειες (κυρίως από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη). Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Σκλήθρον. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, 200 περίπου Μακεδόνες από το χωριό έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[378] Οι Γραμμενόπουλοι ήταν το μόνο πατριαρχικό σόι στο χωριό Ζέλενιτς. Ο Κοσμάς Γραμμενόπουλος, ήταν αυτός που ειδοποίησε, σύμφωνα με τον Θύμιο Καούδη, για την πραγματοποίηση του γάμου της κόρης του αδελφού του εξαρχικού παπά και ζήτησε την επίθεση του ελληνικού σώματος. Μετά τη σφαγή φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στην επίθεση, μέχρι τα τέλη Ιουλίου 1905, μαζί με άλλους πέντε Γραμμενόπουλους και το μισθοφόρο της ελληνικής οργάνωσης τουρκαλβανό Σούλιο ή Σουλεϊμάν. Η οικογένεια των Γραμμενόπουλων συνδέεται με τον τέως προέδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη. Ο Κοσμάς Γραμμενόπουλος, ο πληροφοριοδότης των ελληνικών μισθοφορικών ομάδων, ήταν ο ένας παπούς του από το Ζέλενιτς. Ο άλλος του παππούς του, ο Χρήστος Γώγος, ήταν θείος του Δημήτρη Γώγου, που παντρεύτηκε τη μικρή κόρη του εξαρχικού παπά, τη μάνα της οποίας έσφαξαν σε εκείνη την επίθεση οι Έλληνες.

[379] Βάρδας, τ. Α’, σ. 148.

[380] Bilish, Biklišta, Bilišta. Και Βίγλιστα ή Μπίγλιστα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Κορυτσάς. Η πλειοψηφία των κατοίκων της, γύρω στα 1.000 άτομα, ήταν μουσουλμάνοι Αλβανοί. Κατοικούσαν επίσης εδώ και 275 χριστιανοί Μακεδόνες.

[381] Βάρδας, τ. Α’, σ. 151.

[382] Gorna Labanica και Gorna Lobanista. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Άνω Λαμπάνιτσα. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Η Λαμπάνιτσα συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και γι αυτό κάηκε στις 27 Αυγούστου 1903 από τον οθωμανικό στρατό. Τότε πυρπολήθηκαν ογδόντα σπίτια και σκοτώθηκαν δεκατρία άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 450 εξαρχικοί Μακεδόνες. Αρκετές οικογένειες μετανάστευσαν κατά το μεσοπόλεμο στη Βουλγαρία. Το 1928 η Λαμπάνιτσα μετονομάστηκε Άγιος Δημήτριος. Το 1928 ο πληθυσμός του οικισμού είχε μειωθεί στο μισό. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, οι κάτοικοι πέρασαν στο αριστερό στρατόπεδο. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε, καθώς οι περισσότερες οικογένειες κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης

[383] Kosinec. Αναφέρεται επίσης ως Kosenec και Kostenec. Το Κωστενέτσι(ον) των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Οι κάτοικοί του συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν γι’ αυτό και γνώρισαν τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού στις 4 και στις 27 Αυγούστου 1903. Συνολικά κάηκαν τότε 205 από τα 206 σπίτια του χωριού και σκοτώθηκαν 46 άτομα. Μεταξύ των ετών 1910-1912, μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δεκαέξι άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, αρκετές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, μέχρι το 1924, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Κωστενέτσι, έντεκα χριστιανικές οικογένειες από τον Πόντο. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Ιεροπηγή. Το 1928 ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 500 άτομα (450 Μακεδόνες και 50 Ρωμιοί). Οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο και το 1949 αναγκάστηκαν να περάσουν τα σύνορα και να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο τόπος ερήμωσε. Μεταπολεμικά η κυβέρνηση έφερε και εγκατέστησε εδώ εβδομήντα οικογένειες ελληνιζόντων Βλάχων από την Ήπειρο

[384] Smrdeš. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Σμάρδεσι ή Σμαρδέσι. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων, του καζά Καστοριάς. Στις 8 Μαΐου 1903, ο οθωμανικός στρατός βομβάρδισε με κανόνια το χωριό, που θεωρείται κέντρο των αυτονομιστών. Στη συνέχεια επιτέθηκε, έκαψε τα 184 από τα 250 σπίτια, δύο σχολεία και μία εκκλησία. Οι στρατιώτες έσφαξαν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ο επίσημος απολογισμός ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 81. Τραυματίστηκαν επίσης 21 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.300 Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Μεταξύ των ετών 1905-1914 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 17 άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κρουσταλοπηγή και το 1940 Κρυσταλλοπηγή. Το 1949 οι περισσότεροι κάτοικοί του κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και ο οικισμός ερήμωσε. Μεταπολεμικά η ελληνική διοίκηση έκτισε στο χωριό ογδόντα καινούργια σπίτια και εγκατέστησε βοσκούς, ελληνόφρονες Βλάχους από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.

[385] Βάρδας, τ. Α’, σ. 152.

[386] Βάρδας, τ. Α’, σ. 157-158.

[387] Želevo ή Želovo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ζέλοβο(ν). Ήταν ένα από τα χωριά της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.500 χριστιανοί Μακεδόνες (πατριαρχικοί και εξαρχικοί). Μεταξύ 1904-1922 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» έντεκα άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Ανταρτικόν. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, σχεδόν 250 κάτοικοί του εγκατέλειψαν τη χώρα.

[388] Βάρδας, τ. Α’, σ. 161.

[389] Βάρδας, τ. Α’, σ. 161.

[390] Βάρδας, τ. Α’, σ. 162.

[391] Kostaradža. Το βρίσκουμε επίσης σαν Kosterjak, Koščerjak, Kostourač, Kosterac. Το Κωσταράζι(ον) των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 880 πατριαρχικοί Ρωμιοί.

[392] Βάρδας, τ. Α’, σ. 166.

[393] Βάρδας, τ. Α’, σ. 169.

[394] Βάρδας, τ. Α’, σ. 170.

[395] Βάρδας, τ. Α’, σ. 172.

[396] Dragoš. Και Δράγος στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 680 Μακεδόνες (οι περισσότεροι πατριαρχικοί). Μεταξύ των ετών 1903-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 67 άτομα.

[397] Rakovo. Και Ράκοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Το Ράκοβο συμμετείχε στη επανάσταση του Ίλιντεν και στις 31 Ιουλίου 1903, ο οθωμανικός στρατός έκαψε σε αντίποινα ολόκληρο το χωριό, εκτός από τρία σπίτια. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ 1903-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 76 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, πολλές οικογένειες επέλεξαν να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία. Το 1928 κατοικούσαν στο Ράκοβο σχεδόν 700 Μακεδόνες. Ο οικισμός μετονομάστηκε Κρατερό το 1926 και Κρατερόν το 1928.

[398] Ο Καραβίτης (σ. 332) γράφει ότι ο στρατός, που πήγε μετά στον τόπο της μάχης, βρήκε 24 νεκρούς κομιτατζήδες. Ο Φίλιππος Κοντογούρης σημειώνει πως ο στρατός βρήκε, στο δάσος που έγινε η συμπλοκή, έντεκα πτώματα (Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 619, 7 Ιουλίου).

[399] Βάρδας, τ. Α’, σ. 176.

[400] Βάρδας, τ. Α’, σ. 180.

[401] Βάρδας, τ. Α’, σ. 185.

[402] Βάρδας, τ. Α’, σ. 185.

[403] Ο Λάκης Πύρζας (6. 58) μετέφρασε το λόγο του έλληνα αρχηγού στα μακεδόνικα: «Στις 12 τους μαζέψαμε στην εκκλησία, τους μίλησε ο αρχηγός, κατόπιν εγώ στη γλώσσα τους, έπειτα τους όρκισα στην εικόνα της Παναγία, ότι θα είναι πιστοί στην ορθοδοξία και στον πατριάρχη, θα δέχονται τα ελληνικά σώματα και δεν θα προδίδουν το μυστικό».

[404] Βάρδας, τ. Α’, σ. 186.

[405] Βάρδας, τ. Α’, σ. 187.

[406] Florina ή Lerin. Στα ελληνικά κείμενα Φλώρινα. Έδρα του ομώνυμου καζά. Στο τέλος της οθωμανικής περιόδου, ο πληθυσμός της ήταν περίπου 10.000 άτομα: 5.000 μουσουλμάνοι Τούρκοι, 1.600 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι, 100 μουσουλμάνοι Αλβανοί, 2.800 χριστιανοί Μακεδόνες, 150 χριστιανοί Βλάχοι, 50 χριστιανοί Αλβανοί και 300 ισπανόφωνοι Εβραίοι. Μεταξύ 1902-1920 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ από την πόλη ή την ευρύτερη περιοχή (δηλώνοντας ως τόπο καταγωγής τη «Φλώρινα») και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 405 άτομα. Μέχρι και το 1924, το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων κατοίκων υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει. Στη θέση τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 3.600 χριστιανούς πρόσφυγες, κυρίως πατριαρχικούς Βλάχους και Μακεδόνες από την περιοχή του Μοναστηρίου (Μπίτολα), και πατριαρχικούς Ρωμιούς και τουρκόφωνους από την Τουρκία.

[407] Σε επιστολή του προς τον Δημήτρη Πανά, το Δεκέμβριο του 1906, ο Στέφανος Γρηγορίου ζητάει, με αφορμή τις γιορτές των Χριστουγέννων, ένα επιπλέον «γενναίο χρηματικό ποσό» για την οικογένειά του, ως ανταμοιβή της ελληνικής οργάνωσης, για τις υπηρεσίες του προς το Έθνος. Στην επιστολή αυτή, εκτός από τη συμμετοχή του στις «ελληνομακεδονικές συμμορίες», από τον Μάρτη του 1905 μέχρι τον Απρίλη του 1906, αναφέρει επίσης τις έξης δολοφονικές πράξεις του: 1) Τον επικίνδυνο τραυματισμό του Ιόφκου από τις Πρέσπες. 2) Το θανάσιμο τραυματισμό του Κάνε Στεργίου, από τη Φλώρινα. 3) Το σοβαρό τραυματισμό του δάσκαλου Δήμου, την ίδια μέρα στη Φλώρινα. 4) Τη δολοφονία ενός εξαρχικού, στο Γενί Μαχαλά του Μοναστηρίου. 5) Τον τραυματισμό του Γιοβάν Μίρτσε Μπελαζέλκα στο Περλεπέ (Πρίλεπ). Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, 5 Δεκεμβρίου 1906.

[408] Βάρδας, τ. Α’, σ. 188.

[409] Βάρδας, τ. Α’, σ. 190.

[410] Zdralci. Το βρίσκουμε και ως Zrelci, Zdrelca, Ždralci. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται συνήθως σαν Σδράλτσι ή Σδράλτση. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 250 Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Αμπελόκηποι.

[411] Βάρδας, τ. Α’, σ. 191-192.

[412] Το «Εμπρός» της 1ης Σεπτεμβρίου 1905, ανεβάζει των αριθμό των καμένων σπιτιών σε δεκαπέντε.

[413] Ο Λάκης Πύρζας που παίρνει μέρος στην επίθεση γράφει (σ. 61): «Στις μία μαζευτήκαμε όλοι και βάλαμε τα καραούλια και κατεβήκαμε στην Πρεκοπάνα. Δεν ήταν κανείς, μόνο δυο-τρία σκυλιά ακούγονταν να γαυγίζουν. Μόνο μια γριά βρήκαμε στο χωριό. Αυτή μας είπε πως, την ημέρα, είδαν τα καραούλια που ήταν προς το Βίτσι και φοβήθηκαν και έφυγαν. Βάλαμε φωτιά στο σπίτι του μουχτάρη και σε ένα άλλο και μετά φύγαμε και τραβήξαμε στο λημέρι».

[414] Βάρδας, τ. Α’, σ. 198.

[415] Βάρδας, τ. Α’, σ. 200.

[416] Ajtos. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε ως Αετόζ, Αετόζι και Αετός (επίσημη ονομασία). Χωριό του ναχιγιέ Νέβεσκα, του καζά Φλώρινας. Οι κάτοικοί του συμμετείχαν στο Ίλιντεν. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1903, ο οθωμανικός στρατός έκαψε τα σπίτια του χωριού. Ο πληθυσμός του χωριού το 1912 ήταν περίπου 740 εξαρχικοί Μακεδόνες και 60 Τσιγγάνοι. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, σχεδόν 150 κάτοικοί του γίνονται πολιτικοί πρόσφυγες.

[417] Čerešnica. Η Τσερέσνιτσα των ελληνικών εγγράφων. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και κάηκε από τον οθωμανικό στρατό τον Αύγουστο του 1903. Τότε σκοτώθηκαν δέκα άτομα και κάηκαν ογδόντα σπίτια. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 540 εξαρχικοί Μακεδόνες. Ο οικισμός μετονομάστηκε Πολυκέρασο το 1926 και Πολυκέρασον το 1928. Προπολεμικά ζούσαν στο χωριό 70 μακεδονικές οικογένειες. Μεταξύ 1945-1949 σκοτώθηκαν 31 άτομα από την Τσερέσνιτσα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου 271 κάτοικοι του χωριού πέρασαν τα σύνορα και έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[418] Neveska. Νέβεσκα ή Νεβέσκα στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό Χωριό του ομώνυμου ναχιγιέ, του καζά Φλώρινας. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 1.900 χριστιανοί Βλάχοι (κυρίως πατριαρχικοί, αλλά υπήρχε και μια μερίδα ρουμανιζόντων). Το 1926 μετονομάστηκε Νυμφαίον.

[419] Θυμάται ο Καραβίτης (σ. 365): Το Βάρδα «τον βρήκα σκυμμένο, όπως πάντα, στα χαρτιά. Είχε το σπουδαίο προτέρημα να είναι ακούραστος στην αλληλογραφία προς όλες τις κατευθύνσεις»

[420] Ο Καραβίτης δίνει στο Βάρδα, να μεταβιβάσει στο «Κέντρο», δηλαδή στο προξενείο, μια επιστολή, με την οποία τον κατακρίνει γιατί «του πέρασε η ιδέα ότι οι οπαδοί μου ήλθαν να πλουτίσουν εδώ» (σ. 369).

[421] Βάρδας, τ. Α’, σ. 201.

[422] Βάρδας, τ. Α’, σ. 203.

[423] German. Το βρίσκουμε και ως Jerman (Gherman). Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε πάντα ως Γέρμαν. Χωριό του ναχιγιέ της Ντόλνα Πρέσπα, του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Το Γκέρμαν συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνώρισε τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού στις 29 Αυγούστου 1903: το χωριό κάηκε και 100 «κομίτες» σκοτώθηκαν. Το 1912 ήταν ένας μικτός οικισμός, 1.450 χριστιανών Μακεδόνων (οι περισσότεροι των οποίων ήταν εξαρχικοί) και 130 μουσουλμάνων Αλβανών. Οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν μέχρι το 1924 να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Μεταξύ 1904-1920 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 26 άτομα. Το 1928 ζούσαν εδώ 1.650 Μακεδόνες. Στο τέλος του εμφυλίου το σύνολο του πληθυσμού οδηγήθηκε στην πολιτική προσφυγιά. Μεταπολεμικά, η ελληνική διοίκηση εποίκησε το έρημο χωριό με Πόντιους και ελληνόφρονες Βλάχους από την Ήπειρο.

[424] Armensko. Το βρίσκουμε και ως Ermensko. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε σαν Άρμενσκο(ν). Χωριό του καζά Φλώρινας. Πρόκειται για έναν αμιγώς χριστιανικό μακεδονικό οικισμό. Οι κάτοικοί του ήταν μοιρασμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Το χωριό χτυπήθηκε σκληρά κατά την επανάσταση του Ίλιντεν. Δέχτηκε την επίθεση του αυτοκρατορικού στρατού στις 5 Αυγούστου 1903. Πρώτα έγινε στόχος του πυροβολικού και στη συνέχεια του τακτικού στρατού και των βασιβουζούκων. Το χωριό έγινε στάχτη. Κάηκαν 150 από τα 157 σπίτια του χωριού. Επίσης πυρπολήθηκαν 250 αποθήκες και στάβλοι. Κάηκαν ζωντανά 20 ζεύγη βοδιών, 20 άλογα και 240 γουρούνια. Όσοι από τους κατοίκους δεν πρόλαβαν να φύγουν στο βουνό, βρήκαν φρικτό θάνατο: οκτώ άνδρες και ένα βρέφος λαμπάδιασαν μέσα στα σπίτια τους, 49 άνδρες, 18 γυναίκες και δύο μωρά σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς ή σφάχτηκαν. Πληγώθηκαν σοβαρά 31 άτομα, εκ των οποίων 17 ήταν γυναίκες. Βιάστηκαν επίσης 19 κορίτσια και γυναίκες από δεκατριών έως σαράντα χρονών. Ένα μωρό ενός έτους, το έκοψαν κομμάτια και το πέταξαν στα σκυλιά να το φάνε. Η έγκυος Βασιλίτσα Τσότσου ξεκοιλιάστηκε σαν το ψάρι. Δέκα βραγιές καλαμπόκια ξερίζωσε σφαδάζοντας από τους πόνους μέχρι να ξεψυχήσει. Οι Οθωμανοί πριν φύγουν πλιατσικολόγησαν το χωριό. Το 1912 ζούσαν εδώ 900 περίπου Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1904-1922 μετανάστευσαν από το χωριό στις ηπα και κατά την εκεί άφιξη τους στο Ellis Island δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 38 άτομα. Το Άρμενσκο μετονομάστηκε το 1927 σε Άλωνας και το 1940 σε Άλωνα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, πολλά άτομα από το χωριό έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[425] Η επίθεση στη Μπέσφινα περιγράφεται σε άλλο σημείο του βιβλίου. Εκεί βρίσκονται και οι σχετικές πληροφορίες του Βάρδα, όπου αντλούνται από το ημερολόγιό του. Κατά κανόνα επιλέγω οι πληροφορίες του Βάρδα, όταν υπάρχουν, να αναφέρονται στη σχετική περιγραφή των σημαντικών πράξεων (επιθέσεων) και όχι στα κεφάλαια με την επιλογή των αποσπασμάτων από τις ημερολογιακές εγγραφές του.

[426] Το κείμενο δημοσιεύτηκε ολόκληρο στις εφημερίδες «Αθήναι» και «Ακρόπολις» Στις 2 Απριλίου 1905.

[427] Το κείμενο αυτό το διάβασα για πρώτη φορά, σε μια σημαντική εκδήλωση των Μακεδόνων της Ελλάδας, στις 2 Ιουνίου 2009, στην Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στην Αθήνα, κατά την παρουσίαση του «Ελληνομακεδονικού Λεξικού» του Βάσκο Καρατζά. Μια εκδήλωση που προσπάθησε να διαλύσει πολυπληθής ομάδα της νεοναζιστικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή», με την ανοχή της αστυνομίας.

[428] «Σκριπ» της 8ης Ιουλίου 1905 και «Εμπρός» της 11ης Ιουλίου 1905.

[429] Gorno Poroj, Gorni Poroi, Gornji Poroi. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Άνω Πορόγια, Άνω Πορρόια και Άνω Πορόια (επίσημη ονομασία). Οικισμός του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ (Демир-Хисарска или Валовишка). Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου, ζούσαν εδώ περίπου 1.050 Βλάχοι (πατριαρχικοί και ρουμανίζοντες), 450 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 2.500 εξαρχικοί Μακεδόνες. Ο ελληνικός στρατός έκαψε το χωριό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (στις 9 Ιουλίου 1913). Μεταξύ των ετών 1913-1915 εγκατέλειψαν το χωριό σχεδόν 1.500 Μακεδόνες (που έφυγαν για τη Βουλγαρία) και 45 Τούρκοι. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν 85 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Τον Αύγουστο του 1915 είχε 2.833 κατοίκους: 1.050 Βλάχους, 1.000 Μακεδόνες, 405 μωαμεθανούς, και 378 πρόσφυγες. Τα επόμενα χρόνια, έφυγαν και άλλοι Μακεδόνες για τη Βουλγαρία. Ο συνολικός αριθμός των μεταναστών, με τη συνθήκη της Νεϊγύ, έφτασε έτσι τις 365 οικογένειες. Έφυγαν επίσης υποχρεωτικά και όλοι οι μουσουλμάνοι για την Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό και άλλους πατριαρχικούς πρόσφυγες. Έτσι ο αριθμός των προσφύγων έφτασε τις 208 οικογένειες. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 2.173 άτομα, 837 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[430] Draganof, σ. 234-235.

[431] Petrič. Και Πετρίτσι(ον) στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου καζά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό περίπου 8.000 άτομα. Από αυτούς, περισσότεροι από 5.000 ήταν μουσουλμάνοι (κυρίως Τούρκοι και λίγοι Τσιγγάνοι) και σχεδόν 3.000 ήταν χριστιανοί, Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί), ενώ υπήρχαν και 150 Βλάχοι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, πατριαρχικοί κάτοικοι της πόλης έφυγαν για την Ελλάδα, ενώ αντίστροφα ήρθαν εδώ εξαρχικοί πρόσφυγες.

[432] Draganof, σ. 257-258.

[433] Langadhas, Langaza, Lagadina. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Λαγκαδάς (επίσημη ονομασία), Λαγκαδά, Λαγκαζά. Έδρα του ομώνυμου καζά. Το 1862 είχε 32 σπίτια μουσουλμάνων και 108 σπίτια χριστιανών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι), 1.300 πατριαρχικοί (Μακεδόνες και Ρωμιοί) και 150 Εβραίοι. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Λαγκαδά και 538 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[434] Negavan, Ligovan, Likovan. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Λυγκοβάνη, Λιγκοβάνη, Λιγκοβάνι, Λιγγοβάνη. Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 25 σπίτια μουσουλμάνων και 149 σπίτια χριστιανών. Το 1910 ζούσαν εδώ 985 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και 235 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 92 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Όλοι επίσης οι μουσουλμάνοι, υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό 27 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ξυλόπολις.

[435] «Τύπος» του Βόλου, Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1905.

[436] Draganof, σ. 276.

[437] Οι ελληνικές εφημερίδες παρουσιάζουν την εισβολή στο χωριό, ως «μάχη με κομιτατζήδες». Και πανηγυρίζουν, γιατί μετά την «συντριβή» τους, το χωριό δηλώνει πίστη στην «Ορθοδοξία». Βλ. «Εμπρός», «Σκριπ» και «Καιροί» της 15ης Σεπτεμβρίου 1905. Το «Εμπρός» της 30ης Νοεμβρίου 1905, μεταφράζει και δημοσιεύει τα πραγματικά γεγονότα, όπως παρουσιάστηκαν στην εφημερίδα «Ден».

[438] Ράπτης, σ. 442.

[439] Draganof, σ. 237.

[440] Τα πτώματα βρέθηκαν κοντά στον οικισμό Γουμένισσα ή Γκούμεντζε των Γιανιτσών. Βλ. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 671, 2 Οκτωβρίου.

[441] Rubin, σ. 217

[442] Perivoli και Pirvoli. Και Περιβόλι(ον) στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Γρεβενών. Οι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.300 άτομα.

[443] Rubin, σ. 217

[444] Βάρδας, τ. Α’, σ. 217.

[445] Βάρδας, τ. Α’, σ. 220-221.

[446] Πύρζας, σ. 70.

[447] Καούδης, σ. 108.

[448] Draganof, σ. 234.

[449] Draganof, σ. 235.

[450] Gorno Kopanovo, Gorno Kupanovo, Jokari Kopanova. Και Άνω Κοπανός στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 220 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό και 112 προσφυγικές οικογένειες (κυρίως από τον Πόντο).

[451] Draganof, σ. 235.

[452] Βλέπε τις εφημερίδες «Αθήναι», «Καιροί» και «Νέον Άστυ» της 15ης Σεπτεμβρίου 1905.

[453] Βάρδας, τ. Α’, σ. 222.

[454] Ο Πετσίβας παραθέτει το σχετικό απόσπασμα, με την επίθεση στο Άρμενσκο, από τις ανέκδοτες αναμνήσεις του Στέφου Γρηγορίου. Βλ. Βάρδας, τ. Α’, σ. 225-226.

[455] Το «Εμπρός» της 22ας και οι «Καιροί» της 23ης Σεπτεμβρίου 1905 ανακοινώνουν το φόνο του παπά-Σταύρου στο Άρμενσκο.

[456] Πύρζας, σ. 72.

[457] Draganof, σ. 235.

[458] Rulja. Η Ρούλια των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων, του καζά Καστοριάς. Το 1903 το χωριό συμμετέχει στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 550 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1906-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» επτά άτομα. Ο οικισμός μετονομάστηκε Κατωχώρι το 1927 και Κώτας το 1928. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, τα 2/3 των κατοίκων του κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.

[459] Βάρδας, τ. Α’, σ. 227.

[460] Βάρδας, τ. Α’, σ. 238.

[461] Draganof, σ. 270.

[462] Golo Selo ή Goloto Selo. Και Γκόλο Σέλο στα ελληνικά. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 320 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ υπήρξε μετανάστευση εξαρχικών από το Γκόλο Σέλο στη Βουλγαρία. Οι μουσουλμάνοι του χωριού αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, με τη συνθήκη της Λοζάνης. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε, στα σπίτια αυτών που έφυγαν, 31 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από τον Καύκασο). Το 1928 απογράφηκαν 425 άτομα, 143 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1913 ο οικισμός μετονομάστηκε Γυμνοχώρι, το 1926 Γυμνά και το 1966 Ακρολίμνη.

[463] Γκόνος, σ. 401.

[464] Draganof, σ. 235.

[465] Trsje ή Tarsje. Τύρσια και Τίρσια στα ελληνικά Κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Τις μέρες του Ίλιντεν, ο στρατός έκαψε πολλά σπίτια του χωριού. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 900 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Τρίβουνον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι περισσότεροι κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[466] Καούδης, σ. 108.

[467] Βάρδας, τ. Α’, σ. 232-233.

[468] Το «Νέον Άστυ» της 9ης Οκτωβρίου 1905, κάνοντας τον απολογισμό της επίθεσης, γράφει για δεκαέξι καμένα σπίτια και πέντε νεκρούς (δύο άνδρες, μία γυναίκα και δύο παιδιά) στο Πούτουρους και οκτώ καμένα σπίτια στο χωριό Τσερνίτσανι.

[469] Puturus. Αναφέρεται επίσης σαν Puturos ή Puturje. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε ως Πουτουρός ή Πούτουρους. Χωριό του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 198 άτομα.

[470] Crničani. Και Τσερνίτσανι ή Τσερνίτσανη στα ελληνικά. Χωριό του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 150 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[471] Κουτσουκάλης, σ. 140-145.

[472] Το «Σκριπ» της 5ης Οκτωβρίου γράφει πως οι άνδρες του ελληνικού σώματος (στο οποίο υπήρχαν και μουσουλμάνοι) πυρπόλησαν το χωριό Πούτουρους, σκότωσαν δυο χωρικούς και «έριξαν στη φωτιά δυο μικρά παιδιά».

[473] Draganof, σ. 234-235.

[474] Rubin, σ. 218.

[475] Βάρδας, τ. Α’, σ. 234.

[476] Labanica. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Λαμπανίτσα, Λαβάνιτσα και Λαβανίτζα. Χωριό του καζά Γρεβενών. Οι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Μικρολείβαδον και το 1940 Μικρολίβαδον.

[477] «Σάλπιγξ», Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1905.

[478] «Σκριπ», Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1905.

[479] Rubin, σ. 219.

[480] Draganof, σ. 236.

[481] Budimirci. Αναφέρεται επίσης σαν Budimerci. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Μπουδίμερτσι, Μπουδιμέρτσι και Βουδίμερτσι. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες. Φαίνεται ωστόσο ότι υπήρχαν επίσης εδώ μερικές οικογένειες Βλάχων και Τσιγγάνων. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 553 άτομα.

[482] Petrino. Και Πέτρινα στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 99 άτομα.

[483] Lukovec ή Staro Lukovec. Αναφέρεται και ως Lukovic. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Λούκοβιτς ή Λούκοβετς. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 210 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μέχρι το 1924, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό και 22 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 μετονομάζεται σε Σωτήρα. Το 1928 απογράφονται 384 άτομα (από τα οποία 80 ήταν πρόσφυγες). Το 1961 η ονομασία του αλλάζει ξανά σε Παλαιά Σωτήρα.

[484] Počep. Και Πότσεπ στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 160 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο Πότσεπ έξι πατριαρχικές προσφυγικές οικογένειες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μαργαρίτα.

[485] Αυτή τη σφαγή των αθώων χωρικών, οι εφημερίδες «Σκριπ» και «Νέον Άστυ» της 1ης Οκτωβρίου 1905, την παρουσιάζουν ως νεκρούς κομιτατζήδες (μέλη μιας τσέτας 35 ανδρών) που σκοτώθηκαν σε μάχη με το ελληνικό σώμα.

[486] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 658, 28 Σεπτεμβρίου.

[487] Gjupčevo. Γιούψεβο(ν) και Γιούψοβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ 200 περίπου χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 33 κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Στα σπίτια τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 13 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων, από τον Πόντο. Το 1928 απογράφηκαν 286 άτομα, 43 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Γυψοχώρι και το 1940 Γυψοχώριον.

[488] Γκόνος, σ. 401.

[489] Pozdivišta και Pozdivište. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μποσδίβιστα, Μποζδίβιστα, Ποσδίβιστα, Ποδοβίστα. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Συμμετείχε στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνώρισε τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού, στις 16 Αυγούστου 1903. Τότε σκοτώθηκαν 27 χωρικοί και κάηκαν 120 σπίτια του χωριού. Μεταξύ των ετών 1905-1912 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι εθνικά Μακεδόνες τρία άτομα από το χωριό. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 810 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία τρεις οικογένειες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Χάλαρα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου 62 οικογένειες πέρασαν τα σύνορα και κατέφυγαν σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[490] Την επίθεση στο χωριό αναφέρει η «Ακρόπολις» της 9ης Νοεμβρίου 1905. Η εφημερίδα γράφει πως αυτή πραγματοποιήθηκε από το σώμα του Βάρδα. Κάηκαν σπίτια και σκοτώθηκαν τρεις κάτοικοι.

[491] Βάρδας, τ. Α’, σ. 245.

[492] Βάρδας, τ. Α’, σ. 246.

[493] Το «Εμπρός» της 23ης Οκτωβρίου, γράφει ότι το σώμα του Βάρδα έκαψε το σπίτι του εξαρχικού παπά και άλλων δύο ατόμων.

[494] Καούδης, 109.

[495] Rubin, σ. 219.

[496] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 671, 2 Οκτωβρίου.

[497] Το «Σκριπ» της 19ης Οκτωβρίου 1905, γράφει πως «στο χωριό Μεσημέρι βρέθηκαν φονευμένοι δύο σχισματικοί».

[498] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 726, 17 Οκτωβρίου.

[499] Η επίθεση στο Αετόζι, ανακοινώνεται (με τις συνηθισμένες παραποιήσεις) από τις εφημερίδες «Εμπρός» και «Καιροί» της 21ης και 22ας Οκτωβρίου, «Σκριπ» της 22ας Οκτωβρίου, «Αθήναι» και «Χρόνος» της 24ης Οκτωβρίου 1905.

[500] Η «Ακρόπολις»της 4ης Νοεμβρίου 1905, γράφει για την επίθεση στο έρημο Αετόζι από το σώμα του καπετάν Οδυσσέα και το φόνο ενός χωρικού που βρέθηκε εκεί. Γράφει όμως πως η επίθεση στο χωριό έγινε στις 13 Οκτωβρίου.

[501] Draganof, σ. 236-237.

[502] Βάρδας, τ. Α’, σ. 271.

[503] «Σάλπιγξ», Κυριακή 23 Οκτωβρίου 1905.

[504] Ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του (τ. Α’, σ. 263), στις 18 Οκτωβρίου 1905, ότι ο Πούλακας στη Μόκρενη σκότωσε τέσσερα άτομα και «πλιατσικολόγησε ως μανιακός».

[505] Draganof, σ. 236.

[506] «Ακρόπολις», Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 1905.

[507] «Αθήναι», Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1905.

[508] Rubin, σ. 221.

[509] Osčima ή Oštima. Και στα ελληνικά κείμενα Όστιμα. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 420 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1927 μετονομάστηκε Τρίγωνον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου 94 οικογένειες από το χωριό κατέφυγαν σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[510] Βάρδας, τ. Α’, σ. 253.

[511] Βάρδας, τ. Α’, σ. 255.

[512] Gumendže και Gumendža. Γουμέντσα, Γουμέντζα και Γουμένδζα στα ελληνικά κείμενα. Οικισμός του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 5.000 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 286 εξαρχικές οικογένειες. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 427 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων από τη Βουλγαρία, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Γουμένισσα. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 4.433 άτομα, 1.328 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[513] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 726, 17 Οκτωβρίου.

[514] Orovnik και Όροβνικ στα ελληνικά κείμενα. Διοικητικά υπαγόταν στο ναχιγιέ της Ντόλνα Πρέσπα, στον καζά του Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 200 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1929 ο οικισμός μετονομάστηκε Καρυαί. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Μεταπολεμικά η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες ποντιακής καταγωγής.

[515] Βάρδας, τ. Α’, σ. 256 και Καούδης, σ. 110.

[516] «Σάλπιγξ», Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1905.

[517] Οι εφημερίδες «Σκριπ» και «Χρόνος» της 5ης Νοεμβρίου 1905, γράφουν για την επίθεση στο χωριό Αβδέλλα. Σύμφωνα με αυτές, επικεφαλής του σώματος ήταν ο (καταγόμενος από τη Σαμαρίνα) καπετάν Αρκούδας. Το σώμα έκαψε εκεί ογδόντα σπίτια. Στη συνέχεια πήγε στο χωριό Περιβόλι όπου σκότωσε τρεις κατοίκους, έκαψε την εκκλησία, το σχολείο και τη βιβλιοθήκη.

Οι «Καιροί» της 6ης Νοεμβρίου 1905 γράφουν περισσότερα για την επίθεση του καπετάν Αρκούδα στην Αβδέλα. Χαρακτηρίζουν το χωριό (την πατρίδα του ρουμανιστή ηγέτη Απόστολου Μαργαρίτη) ως κέντρο της ρουμανικής προπαγάνδας στη Μακεδονία. Το ελληνικό σώμα έβαλε φωτιά σε σπίτια ρουμανιζόντων, αλλά αυτή, λόγω του ανέμου, εξαπλώθηκε γρήγορα και σε σπίτια πατριαρχικών. Συνολικά κάηκαν 147 σπίτια, η εκκλησία και το ρουμάνικο σχολείο με τη βιβλιοθήκη του.

[518] Rubin, σ. 221.

[519] «Χρόνος» της 12ης Νοεμβρίου 1905. Η ίδια εφημερίδα γράφει πως κάηκαν 156 σπίτια, εκ των οποίων 42 ήταν στην Άνω συνοικία και 112 στην Κάτω.

[520] Ksirolivado, Kserolivado. Στα ελληνικά Ξηρολείβαδο(ν) και Ξηρολίβαδον (επίσημη ονομασία). Οικισμός του καζά Βέροιας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, τη θερινή περίοδο, κατοικούσαν εδώ περίπου 1.200 χριστιανοί Βλάχοι.

[521] Rubin, σ. 221.

[522] Draganof, σ. 237.

[523] «Ακρόπολις», Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 1905.

[524] Dolno Vlasi ή Golemo Vlase ή Dišari Vlah ή Dišari Vulah. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Δισαρή Βλαχ, Κάτω Βλάσι, Έξω Βλαχ ή Κάτω Βλαχ. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1912 αριθμούσε περίπου 180 άτομα. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το χωριό. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Εξώβαλτα. Το 1928 απογράφηκαν εδώ μόνο πέντε πρόσφυγες.

[525] Γκόνος, σ. 401.

[526] «Ακρόπολις», Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 1905.

[527] Το «Εμπρός» της 1ης Δεκεμβρίου, γράφει, μεταφράζοντας από την «Дневник», πως οι άνδρες του ελληνικού σώματος έδειραν τα παιδιά του παπά Αθανάση στη Μόκρενη. Στη συνέχεια πλιατσικολόγησαν το σπίτι του και κάποια άλλα σπίτια. Στο τέλος έφυγαν, παίρνοντας μαζί τους ομήρους τους προεστούς Φ. Ντίμιτροφ, Κίτσο Ντίνεφ και Κότα Παπασέργιο.

[528] Draganof, σ. 240.

[529] Το «Εμπρός» της 30ης Οκτωβρίου 1905 γράφει ότι η επίθεση έγινε από το σώμα του καπετάν Οδυσσέα. Φεύγοντας αυτός, πήρε μαζί του πέντε προκρίτους, τους οποίους μάλλον και σκότωσε. Η «Ακρόπολις» της 3ης Νοεμβρίου 1905, επαναλαμβάνει τα ίδια.

[530] Στις 25 Οκτωβρίου 1905, ο Βάρδας μαθαίνει πως στο Λιουμπέτινο σκότωσαν δυο άτομα. Μεταξύ των ανδρών που επιτέθηκαν στο χωριό, υπήρχαν και μουσουλμάνοι. Βλ. Βάρδας, τ. Α’, σ. 271.

[531] Draganof, σ. 237.

[532] Draganof, σ. 237.

[533] Βάρδας, τ. Α’, σ. 264-265.

[534] Καούδης, σ. 112.

[535] Draganof, σ. 277. «Σκριπ» της 25ης Οκτωβρίου. «Εμπρός» της 26ης Οκτωβρίου. «Νέον Άστυ» της 27ης Οκτωβρίου 1905. «Ακρόπολις» της 4ης Νοεμβρίου.

[536] Vladovo. Και Βλάδοβο(ν) στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 900 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ δεκατέσσερις εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Άγρας.

[537] Η εφημερίδα «Χρόνος» της 3ης Οκτωβρίου 1905 γράφει για δυο σκοτωμένους στο Βλάντοβο, οι οποίοι μάλιστα «ήταν όργανα του Κομιτάτου». Σημειώνει επίσης πως οι Αρχές δεν μπόρεσαν μετά την ανάκριση «να σχηματίσουν γνώμη για τους ενόχους».

[538] Draganof, σ. 277.

[539] Το «Εμπρός» της 25ης Νοεμβρίου 1905, γράφει πως το όνομα του δολοφονημένου διευθυντή της ρουμανικής σχολής στην Κλεισούρα, ήταν Κωνσταντίνος Πάπας.

[540] Rubin, σ. 222.

[541] Sermenin. Αναφέρεται επίσης ως Sermenina, Sirminina, Sermanli. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Σερμενλή. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Οι πηγές είναι αντιφατικές ως προς τη σύνθεση του πληθυσμού. Άλλες εμφανίζουν τους κατοίκους τους ως χριστιανούς Βλάχους και άλλες ως εξαρχικούς Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 463 άτομα.

[542] Η εφημερίδα «Τύπος» του Βόλου της 3ης Νοεμβρίου 1905, γράφει πως η ελληνική ομάδα σκότωσε εκεί δύο και πλήγωσε άλλους δύο.

[543] Την είδηση αναδημοσιεύει το «Εμπρός» της 27ης Νοεμβρίου 1905, από την εφημερίδα «Дневник»

[544] Draganof, σ. 238.

[545] Η «Ακρόπολις» της 9ης Νοεμβρίου 1905 γράφει, πως το σώμα του Βάρδα μπήκε στην Μπρέζνιτσα, στα Κορέστια και σκότωσε ένα στέλεχος του Κομιτάτου.

[546] Βάρδας, τ. Α’, σ. 272.

[547] Rubin, σ. 223.

[548] Rubin, σ. 225.

[549] Rubin, σ. 225.

[550] Ο Michel Paillarès, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, έπαιρνε 600 φράγκα το μήνα από την ελληνική κυβέρνηση, για να προπαγανδίζει τις ελληνικές θέσεις στο μακεδονικό ζήτημα, στο γαλλικό τύπο. Το βιβλίο του γάλλου συγγραφέα «L’imbroglio Macèdonien» που εκδόθηκε το 1907 (και που μετάφρασή του δημοσιεύτηκε στα ελληνικά το 1994, με εγκωμιαστικό πρόλογο του πρώην υπουργού Στέλιου Παπαθεμελή και εισαγωγή-σχολιασμό του ιστορικού Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου), πληρώθηκε χωριστά από τον έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά, με 5.000 χρυσά φράγκα σε επιταγή της «Τράπεζας Μυτιλήνης». Βλ. τη σχετική έρευνα της δημοσιογραφικής ομάδας του «Ιού», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 22 Φεβρουαρίου 1998.

[551] Βάρδας, τ. Α’, σ. 215.

[552] Βάρδας, τ. Α’, σ. 217.

[553] Βάρδας, τ. Α’, σ. 218.

[554] Buf. Το βρίσκουμε και ως Buh. Στις ελληνικές πηγές του συναντάμε σαν Μπουφ ή Μπούφι(ον). Χριστιανικό μακεδονικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το Μπουφ πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Ίλιντεν. Ο στρατός σε αντίποινα το έκαψε στις 2 Αυγούστου 1903 και σκότωσε πολλούς κατοίκους του. Μόνο δύο από τα 250 σπίτια του χωριού δεν κάηκαν. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1903, χωρικοί από το Μπουφ κατήγγειλαν στον άγγλο πρόξενο Μοναστηρίου, το βιασμό δεκαπέντε κοριτσιών του χωριού, από οθωμανούς στρατιώτες. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 2.200 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1902-1920 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 96 άτομα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, σχεδόν 1.000 κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες. Το 1955 το Μπούφ(ιον) μετονομάστηκε Ακρίτας.

[555] Βάρδας, τ. Α’, σ. 223.

[556] Βάρδας, τ. Α’, σ. 229.

[557] Βάρδας, τ. Α’, σ. 231.

[558] Βάρδας, τ. Α’, σ. 235-356.

[559] Statista ή Statica. Και Στάτιστα στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων, του καζά Καστοριάς. Είχε δυο μαχαλάδες, τον Πάνω (Gorna) και τον Κάτω (Dolna). Έγινε ευρύτερα γνωστό, γιατί το 1904 σκοτώθηκε εδώ ο έλληνας αξιωματικός Παύλος Μελάς. Το 1912 ζούσαν στη Στάτιστα περίπου 600 Μακεδόνες. Μεταξύ 1910-1920 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» εννέα άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Μελάς. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, τα 2/3 των κατοίκων κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[560] Breznica. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται Μπρέσνιτσα ή και Μπρέζνιτσα. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Το χωριό συμμετέχει στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 650 χριστιανοί Μακεδόνες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν εξαρχικοί. Μεταξύ των ετών 1909-1914 μετανάστευσαν από τη Μπρέζνιτσα στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» οκτώ άτομα. Το χωριό μετονομάστηκε σε Βατοχώρι το 1927 και Βατοχώριον το 1940. Στο τέλος του εμφυλίου, οι περισσότεροι κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[561] Βάρδας, τ. Α’, σ. 237.

[562] Το «Σκριπ» της 4ης Οκτωβρίου 1905, ανακοινώνει το θάνατο του Κώτα, χαρακτηρίζοντας τον «διαβόητο αρχικομιτατζή» και «διάσημο αρχισυμμορίτη». «Αρχικομιτατζή» τον χαρακτηρίζει και ο «Χρόνος» της 11ης Οκτωβρίου 1905.

[563] Βάρδας, τ. Α’, σ. 239.

[564] Βάρδας, τ. Α’, σ. 240.

[565] Βάρδας, τ. Α’, σ. 241.

[566] Βάρδας, τ. Α’, σ. 248.

[567] Βάρδας, τ. Α’, σ. 249.

[568] Βάρδας, τ. Α’, σ. 255.

[569] Βάρδας, τ. Α’, σ. 268.

[570] Βάρδας, τ. Α’, σ. 269.

[571] Βάρδας, τ. Α’, σ. 273.

[572] Vambel. Το βρίσκουμε και ως Vambeli. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε σαν Βάμπελι ή Βαμπέλι. Χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς και κατόπιν του καζά Κορυτσάς. Οι κάτοικοί του συμμετείχαν το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν. Ο οθωμανικός στρατός (μαζί με βασιβουζούκους), προχωρώντας σε αντίποινα λεηλάτησε το χωριό και έκαψε 120 σπίτια του. Μεταξύ των ετών 1907-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 16 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 750 εξαρχικοί Μακεδόνες. Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής διοίκησης, ένας αριθμός κατοίκων μετανάστευσε από το Βάμπελ στη Βουλγαρία. Το 1927 οι οικισμός μετονομάστηκε σε Μοσχοχώριον. Το 1928 ο πληθυσμός του μειώθηκε στα 500 περίπου άτομα. Κατά τη διάρκειά της κατοχής, αρκετοί από το χωριό οργανώθηκαν στον ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια πολλοί περισσότεροι εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το χωριό, παίρνοντας το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Μεταπολεμικά η ελληνική διοίκηση παραχώρησε για βοσκοτόπια, σε ελληνόφρονες βλάχους έποικους, τις εγκαταλειμμένες εκτάσεις του χωριού.

[573] Βάρδας, τ. Α’, σ. 279.

[574] Βάρδας, τ. Α’, σ. 270.

[575] Βάρδας, τ. Α’, σ. 272.

[576] Βάρδας, τ. Α’, σ. 276.

[577] Ο Μόδης, γράφει στο βιβλίο του «Ο μακεδονικός αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία» (σ. 293-294), ότι εκείνο το βράδυ γίνονταν στη Νεβόλιανη τρεις γάμοι. Ο τούρκος οδηγός, που λεγόταν Φετά, το έσκασε για να μην ενοχοποιηθεί. Κλαρίνα και νταούλια ακούγονταν από τρία σπίτια. Οι Έλληνες, ξένοι εκεί, δεν ήξεραν που να πάνε. Τότε εμφανίστηκε ένα χωρικός, ο Κότε, που γύριζε με το γάιδαρό του, από το δάσος που είχε πάει για ξύλα. Αυτός τους είπε, πιο σπίτι είναι θα ήταν καλύτερα να χτυπήσουν. Περίπου δεκαπέντε άτομα σκοτώθηκαν. Μαζί τους και ο «νταουλτζής», που έπαιζε στο γάμο. Η νύφη, πήδηξε από το παράθυρο για να σωθεί και έσπασε τα πόδια της.

[578] Καούδης, σ. 114-115.

[579] Στο Αρχείο Τσόντου-Βάρδα (φάκελος 6) υπάρχει η πληροφορία πως τα σώματα των Ευθ. Καούδη και Γ. Σκαλίδη επιτέθηκαν σε γάμο στη Νεβόλιανη, εξόντωσαν τους «γαμηλιώτες» και έκαψαν το σπίτι που γινόταν ο γάμος.

[580] Draganof, σ. 225.

[581] Καούδης, σ. 114.

[582] Την είδηση της ελληνικής επίθεσης στη Νεβόλιανη μετέδωσε η «Ακρόπολις» της 3ης Νοεμβρίου 1905, γράφοντας πως σκοτώθηκαν δώδεκα άτομα που βρίσκονταν σε «γαμήλια πομπή» και κάηκε ένα σπίτι. Την ίδια μέρα το «Σκριπ», αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός, γράφει για επίθεση σε γάμο, στον οποίο βρισκόταν «συμμορία κομιτατζήδων γνωστή για τα κακουργήματά της». Το σπίτι που γινόταν ο γάμος κάηκε και δώδεκα «λησταντάρτες» σκοτώθηκαν. Και ο «Τύπος» της 3ης Νοεμβρίου, γράφει για «συμμορία» που ήταν στο γάμο και για «συμπλοκή» ενός ελληνικού σώματος μαζί της. Η «Ακρόπολις» της 8ης Νοεμβρίου επανέρχεται στο θέμα, γράφοντας πως στο σπίτι που κάηκε έγινε μάχη και αρχηγός της επίθεσης ήταν ο Ευθύμιος Καούδης. Οι «ένοχοι» (για τις προηγούμενες πράξεις τους) νεκροί, ήταν δεκατέσσερις και οι τραυματίες εννιά. Την επόμενη μέρα, το «Εμπρός» του Καλαποθάκη πληροφορεί το κοινό του, πως η ομάδα του καπετάν Καούδη, κατέβηκε από το βουνό και μπήκε στη Νεβόλιανη, όπου γινόταν γάμος και πανηγύριζαν μαζί «κομιτατζήδες» και χωρικοί. Είκοσι δύο καλεσμένοι σκοτώθηκαν και τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν στη Φλώρινα, για να τα εξετάσει ο ιταλός αξιωματικός της χωροφυλακής. Το «Νέον Άστυ» της 18ης Νοεμβρίου 1905 παραθέτει την περιγραφή του ανταποκριτή του πρακτορείου «Ρόιτερ» στο Μοναστήρι, για την ελληνική επίθεση στο γάμο, στο χωριό Νεβόλιανι: «Το ελληνικό σώμα αποτελούμενο από 100 άνδρες εξολόθρευσε όλους όσους βρίσκονταν σε μία γαμήλια τελετή, όχι μόνο τους εξαρχικούς, αλλά και τους πατριαρχικούς. Οι άνδρες του σώματος πυροβολούσαν κατά του σπιτιού που γινόταν ο γάμος, αφού δε σκότωσαν όλους τους παρευρισκόμενους, πυρπόλησαν το σπίτι που κάηκε εντελώς. Μεταξύ των θυμάτων ήταν ένας μουσουλμάνος, τέσσερις πατριαρχικοί και οκτώ εξαρχικοί, ενώ τέσσερις γυναίκες, τρεις νέες και ένα οκτάχρονο παιδί τραυματίστηκαν σοβαρά». Η ίδια εφημερίδα, γράφει την επόμενη μέρα, για το ίδιο συμβάν: «Επιτροπή αποτελούμενη από τον πρόξενο της Ιταλίας στο Μοναστήρι, το διερμηνέα του αυστριακού προξενείου και των ιταλών αξιωματικών συνταγματάρχη Αλβέρτου και ταγματάρχη Καστόλδη, μετέβη στο χωριό της Φλώρινας Νεβόλιανη, όπου έκανε ανακρίσεις. Η επιτροπή βεβαιώθηκε ότι το ελληνικό σώμα περικύκλωσε κάποιο σπίτι, στο οποίο βρίσκονταν σαράντα άτομα και γιόρταζαν ένα γάμο και αφού απέκλεισε τις πόρτες άρχισε να πυροβολεί από τα παράθυρα τους καλεσμένους. Εκτός από έναν, που είχε ρεβόλβερ, όλοι μέσα στο σπίτι ήταν άοπλοι. Οι αντάρτες μετά πυρπόλησαν το σπίτι. Τα θύματα ανέρχονται σε είκοσι ένα, από τα οποία δεκατρία σκοτώθηκαν, τα δε λοιπά πληγώθηκαν βαριά. Οι άλλοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν κρυφά. Μερικά κορμιά των θυμάτων ήταν εντελώς απανθρακωμένα. Τα είδαν και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής. Αν και υπήρχε τουρκικό απόσπασμα κοντά στον τόπο της επίθεσης, δεν έσπευσε σε βοήθεια».

[583] Βλ. Η επίθεση στο Ζέλενιτς περιγράφεται στο κεφάλαιο «ο ματωμένος γάμος», στον πρώτο τόμο του «Αντιμακεδονικού Αγώνα», σ. 109-112.

[584] Dolno Homondos ή Hristian Kamila. Χομόνδος ή Χριστιάν Καμήλα στα ελληνικά κείμενα. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 350 χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως πατριαρχικοί), 300 μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσερκέζοι), καθώς επίσης λίγοι Βλάχοι και Τσιγγάνοι. Στη συνέχεια, κάποιες εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (στο Petrič) και όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού έφυγαν αναγκάστηκα για την Τουρκία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ 119 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κάτω Μητρούσης και το 1940 Κάτω Μητρούσιον.

[585] «Ακρόπολις», «Άστυ», «Εμπρός» και «Σκριπ» της 3ης Νοεμβρίου 1905,

[586] Dolno Orizari. Και Κάτω Οριζάρι στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 324 άτομα.

[587] «Εμπρός», Κυριακή 6 Νοεμβρίου 1905.

[588] Dakin, σ. 308.

[589] Dobroveni. Το συναντάμε και ως Dobrojani. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Ντομπροβένι. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 250 πατριαρχικοί Μακεδόνες.

[590] Draganof, σ. 238.

[591] Dutli ή Dutlija ή Goren. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Ντουτλί, Ντουτλή, Δαουτλί. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ 450 εξαρχικοί Μακεδόνες Ο ελληνικός στρατός έκαψε τα 100 σπίτια του χωριού, στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Τότε πολλοί κάτοικοί του έφυγαν για τη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Nevrokop και στα χωριά Musomišta, Hadžidimovo και Koprivlen. Από την άλλη, μέχρι τον Αύγουστο του 1915 έχουν έρθει στο χωριό 108 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Σε αυτούς θα προστεθούν αργότερα μερικές ακόμα δεκάδες προσφύγων από τον Πόντο. Το 1922 ο οικισμός μετονομάστηκε Ελαιών.

[592] Draganof, σ. 238.

[593] Rubin, σ. 227.

[594] Mrzenci. Το βρίσκουμε και σαν Marzenci ή Mirzentzi. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Μαρζέντσα και Μαρζέντσι. Χωριό του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 264 εξαρχικοί Μακεδόνες και 504 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 απογράφηκαν στο χωριό 659 άτομα.

[595] «Καιροί», Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 1905.

[596] «Νέον Άστυ», Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 1905.

[597] Το «Εμπρός» της 15ης Νοεμβρίου 1905, γράφει σχετικά με αυτή την επίθεση, πως το χωριό κατοικείται από «σχισματικούς» και ανήκει στον τσιφλικά Χρηστάκη, από το Μοναστήρι (Μπίτολα). Οι Έλληνες, σύμφωνα με την εφημερίδα, έκαψαν την εκκλησία, τέσσερα σπίτια και πολλούς αχυρώνες. Σκότωσαν επτά «κομιτατζήδες», ενώ τραυμάτισαν τρεις χωρικούς και μια γυναίκα.

[598] Zabrdeni και Zabardeni. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Ζαμπέρδανι ή Ζαμπέρδανη ή Ζαπύρδανη. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν και τις πρώτες μέρες της επανάστασης πήραν τα βουνά. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1905-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δεκατρία άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Λόφοι.

[599] Draganof, σ. 238.

[600] Draganof, σ. 239.

[601] Lugunci, Lugonci, Lunci. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Λούγκουντσα, Λούγγουστα Λούγγουντσα και Λουγκούντσι. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 Βλάχοι, οι περισσότεροι των οποίων ήταν ρουμανιστές. Το χωριό κάηκε από τον ελληνικό στρατό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό 65 πατριαρχικούς πρόσφυγες (από τον Πόντο). Το 1925 έφυγαν για τη Ρουμανία 70 οικογένειες Βλάχων. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Λαγκαδιά. Το 1947 ο πληθυσμούς του ήταν 563 άτομα (480 Βλάχοι και 83 πρόσφυγες Ρωμιοί).

[602] «Αθήναι», Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 1905.

[603] Gorno Karadžovo ή Karadža Kjoj. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Καρατζάκιοϊ ή Καρατζά Κιόι ή Άνω Καρατζάκιοϊ. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 500 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 59 οικογένειες έφυγαν από το χωριό για τη Βουλγαρία (στο Petrič). Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Γκόρνο Καράτζοβο 79 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μονοκκλησιά. Το 1928 απογράφηκαν 427 άτομα, 363 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[604] Dolno Karadžovo. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Κάτω Καρατζάκιοϊ ή Μικρό Καρατζάκιοϊ. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Την τελευταία περίοδο της οθωμανικής διοίκησης ζούσαν εδώ περίπου 150 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Βαρικόν. Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 90 άτομα, 9 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[605] Draganof, σ. 239

[606] Μακρής, σ. 107 και Dakin, σ. 306.

[607] Gorno Požar και Gorno Požarsko. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Άνω Πόζαρ. Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1907 επτά άτομα από το Πόζαρ μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες». Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.000 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι περισσότεροι κάτοικοί του κατέβηκαν λίγο πιο χαμηλά, στο Ντόλνο Πόζαρ (Dolno Požar). Το 1922 ο οικισμός μετονομάστηκε Άνω Λουτράκιον. Το 1928 είχε 157 κατοίκους (Μακεδόνες). Το Μάρτιο του 1947, ο ελληνικός στρατός έκαψε το χωριό. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου ερήμωσε, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοί του κατέβηκαν στο Ντόλνο Πόζαρ (Κάτω Λουτράκι), ενώ αρκετοί άλλοι κατέφυγαν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία.

[608] «Ακρόπολις», Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 1905.

[609] Αναφορά στην επίθεση αυτή υπάρχει στο «Εμπρός» της 17ης Ιανουαρίου 1906.

[610] Βασιλείου Σταυρόπουλου, Απομνημονεύματα. Στο συλλογικό έργο «Ο Μακεδονικός Αγώνας-Απομνημονεύματα», ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 400.

[611] Dakin, σ. 35 και ΔΙΣ, σ. 215.

[612] Spurlita, Sporlita, Spolta, Sporla. Σπουρλίτα και Ασπόλτα στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοί του ήταν Ρωμιοί και λίγοι Βλάχοι Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Ελαφίνα.

[613] Rubin, σ. 229.

[614] Draganof, σ. 260.

[615] Draganof, σ. 260.

[616] «Καιροί», Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 1905.

[617] ΔΙΣ, σ. 230.

[618] Alar και Alare. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Αγαλάρ, Αλάρ, Αλάρι. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 140 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ όλος σχεδόν ο πληθυσμός του μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 245 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Αρχοντικό και το 1940 Αρχοντικόν.

[619] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1905, έγγραφο 897, 14 Δεκεμβρίου.

[620] Draganof, σ. 239.

[621] Rubin, σ. 230.

[622] Nižepole. Αναφέρεται και ως Nižo Polje ή Džindžo Polje. Η Νιζόπολις των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, είχε περίπου 2.000 κατοίκους (οι περισσότεροι ήταν Βλάχοι και δευτερευόντως Αλβανοί και Μακεδόνες). Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός της ήταν 1.028 άτομα.

[623] Draganof, σ. 278

[624] Orehovo, Orjahovica, Orehovec, Rahovica, Rjahovo, Tahtali Kjoj. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Ραχοβίτσα ή Ραχωβίτσα. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 450 εξαρχικοί Μακεδόνες και 50 Βλάχοι. Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός έκαψε 130 σπίτια του χωριού. Τον Αύγουστο του 1915 είχαν φύγει για τη Βουλγαρία 395 εξαρχικοί κάτοικοί του. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς Nevrokop (Goče Delčev), Musomišta, Ognjanovo και Kričim. Στην απογραφή του 1920 είχαν απομείνει 36 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μαρμαράς.

[625] Dakin, σ. 351 και ΔΙΣ, σ. 215.

[626] Η εφημερίδα «Αθήναι» της 12ης Ιανουαρίου 1906, γράφει πως το χωριό, το έκαψε η ομάδα του κρητικού οπλαρχηγού Μανώλη Σκουντρή.

[627] Rubin, σ. 185.

[628] «Αθήναι», Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 1906.

[629] Προξενείο Μοναστηρίου, 1905, έγγραφο 1233, 28 Δεκεμβρίου.

[630] Ο Ζήρας έχει οριστεί, εκείνο το διάστημα που ο Βάρδας έχει επιστρέψει στην Αθήνα, γενικός αρχηγός όλων των ελληνικών σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία. Βλ. Κλειδής, σ. 354.

[631] Ο Πούλος εκτελεί τους τρεις ως στασιαστές. Το προξενείο τον επιπλήττει. Ο Πούλος απαντά χαρακτηρίζοντας τους ανθρώπους του προξενείου «ηλίθιους». Το προξενείο τον καθαιρεί και του ζητάει, μόλις διαβάσει την επιστολή καθαίρεσης, να παραδώσει τον οπλισμό του στον πλησιέστερο άνδρα του σώματος. Βλ. Κλειδής, σ. 355.

[632] Lavci και Lahci. Λάχτσι και Λάχτση στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοι του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1905-1914 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 20 άτομα. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 608 άτομα.

[633] Κάκκαβος, σ. 131.

[634] Trlis και Tarlis. Τερλίς και Τερλίζ στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Νευροκοπίου. Μικτός οικισμός εξαρχικών Μακεδόνων και μουσουλμάνων Τούρκων (περίπου 500). Υπήρχαν επίσης λίγοι Βλάχοι και Τσιγγάνοι. Πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περισσότερα από 2.000 άτομα. Το 1913 ο ελληνικός στρατός έκαψε δέκα μακεδονικά σπίτια. Τον Ιούλιο του 1924, έλληνες στρατιώτες σκότωσαν στο Τέρλις δεκαεπτά μακεδόνες χωρικούς της περιοχής. Όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού, αναγκάστηκαν να φύγουν για την Τουρκία, με τη συνθήκη της Λοζάνης. Το μεγαλύτερο επίσης μέρος των Μακεδόνων, μετανάστευσαν στη Βουλγαρία με τη συνθήκη της Νεϊγύ. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν εδώ 154 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Ο οικισμός μετονομάστηκε Βαθύτοπος το 1927. Το 1928 απογράφηκαν 682 άτομα, 556 από τα οποία ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[635] Draganof, σ. 240.

[636] «Σκριπ», Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 1906.

[637] Katerini και Katerina. Κατερίνα και Κατερίνη (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου καζά. Οι κάτοικοί της ήταν πατριαρχικοί χριστιανοί (Ρωμιοί και Βλάχοι) και μουσουλμάνοι (Τούρκοι, Τσερκέζοι, Ρωμιοί). Το 1913 απογράφηκαν εδώ 7.393 άτομα.

[638] Gorno Šel, Gorno Selo, Drugo Selja. Και Άνω Σέλι στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Βέροιας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.100 χριστιανοί Βλάχοι. Μετονομάστηκε Άνω Βέρμιον το 1926 και σε Βέρμιον το 1951.

[639] Dolno Šel, Dolno Selo, Selja. Στα ελληνικά αναφέρεται ως Κάτω Σέλι. Χριστιανικό χωριό του καζά Βέροιας. Πριν το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 3.000 Βλάχοι. Το 1926 μετονομάστηκε Κάτω Βέρμιον.

[640] Rubin, σ. 187 και «Τύπος» του Βόλου, Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1906.

[641] ΔΙΣ, σ. 215. Βακαλόπουλος, σ. 145.

[642] Οι «Καιροί» της 28ης Ιανουαρίου 1906, γράφουν πως κάηκαν δέκα σπίτια.

[643] Draganof, σ. 260-261.

[644] Το «Εμπρός» της 28ης Ιανουαρίου 1906, ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών «κομιτατζήδων» σε δέκα και των πληγωμένων σε επτά.

[645] «Τύπος», Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 1906.

[646] Kula ή Kulata. Και Κούλα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϋγύ 13 οικογένειες από το χωριό μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (στους οικισμούς Petrič, Damjanica και Pernik). Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στην Κούλα 46 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Παλαιόκαστρον. Το 1928 απογράφηκαν 462 άτομα, 182 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[647] Draganof, σ. 240.

[648] Dakin, σ. 337.

[649] Iven. Αναφέρεται και ως Iveni. Ίβεν και Ίβενι στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 161 άτομα.

[650] Το Προξενείο Μοναστηρίου (έγγραφο 51, 26.1.1906) μιλάει για 13 νεκρούς χωρικούς και δύο τραυματίες. Το «Εμπρός» της 25ης Ιανουαρίου 1906, αναφέρει δώδεκα νεκρούς «κομιτατζήδες» και οκτώ τραυματίες. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» της 29ης Ιανουαρίου 1906 γράφει για δεκαεπτά νεκρούς, τρεις τραυματίες και τέσσερις χωρικούς που απήγαγε το σώμα. Τέλος το «Νέον Άστυ» της 4ης Φεβρουαρίου 1906, κάνει λόγο για δεκατρείς νεκρούς «συμμορίτες», τρεις βαριά πληγωμένους και δύο αιχμαλώτους.

[651] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 51, 1906, 26 Ιανουαρίου.

[652] «Ακρόπολις», Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 1906.

[653] Το «Εμπρός» της 2ας Φεβρουαρίου 1906, γράφει πως στις 29 Ιανουαρίου φονεύθηκαν δύο «διαβόητοι κομιτατζήδες», ένας από το Βίσενι και ένας από το Βαψώρι (Μπάπτσορ). Η «Ακρόπολις» της 7ης Φεβρουαρίου, αναφέρει πως στην Καστοριά σκοτώθηκαν δυο κομιτατζήδες από μέλη της ελληνικής οργάνωσης.

[654] Furka και Furke. Και Φούρκα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Κόνιτσας. Οι κάτοικοί του ήταν Χριστιανοί Βλάχοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 900 άτομα.

[655] Rubin, σ. 189.

[656] Κάκκαβος, σ. 132.

[657] Rubin, σ. 189.

[658] Hristos ή Gorno Hristos. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Χριστός (και μετά την απογραφή του 1940 ως Άνω Χριστός). Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 210 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μέχρι το 1915 είχαν μεταναστεύσει στη Βουλγαρία 50 κάτοικοι του χωριού. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό και 285 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1944 μετανάστευσαν στη Βουλγαρία και άλλες οικογένειες.

[659] Draganof, σ. 240.

[660] «Σκριπ», Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 1906.

[661] Draganof, σ. 279.

[662] Volčista, Vlčista, Vlčiste. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Βούλτσιστα και Βόλτσιστα. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Γιανιτσών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1920 ο οικισμός μετονομάστηκε Υδρέα και το 1940 Υδραία. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στη Βόλτσιστα και 37 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 291 άτομα, 132 εκ των οποίων ήταν πρόσφυγικής καταγωγής.

[663] Veti Pazar ή Vehti Pazar ή Eskidže. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Εσκιτζέ, Εσκιδζέ. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 180 άτομα (εξαρχικοί Μακεδόνες και Τσιγγάνοι). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ 89 εξαρχικοί μεταναστεύουν στη Βουλγαρία. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκαθιστά στο χωριό 267 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από την Καππαδοκία). Το 1928 απογράφονται 894 άτομα, 832 εκ των οποίων είναι πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάζεται σε Παλαιό, το 1940 σε Παλαιόν Παλαιόν, το 1953 σε Ποντοχώρι και το 1961 σε Ποντοχώριον.

[664] Draganof, σ. 241.

[665] Kesidži Čiflik ή Kesedži Čiflik. Και στα ελληνικά Κεσετζή Τσιφλίκ ή Κεσιτζή Τσιφλίκ. Χριστιανικό χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Το 1912 ζούσαν εδώ 240 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, οι κάτοικοί του (59 οικογένειες) μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 159 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1923 ο οικισμός μετονομάστηκε Σιδηροχώριον.

[666] Rubin, σ. 191.

[667] Draganof, σ. 241.

[668] Draganof, σ. 241.

[669] Draganof, σ. 241 και Dakin, σ. 342.

[670] Polog. Και Πόλοκ στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 414 άτομα.

[671] Čengel και Čegel. Τσέγγελ και Τσιγγέλι στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 100 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί).

[672] Το «Εμπρός» της 14ης Μαρτίου 1906, πανηγυρίζει για την επιστροφή του Πόλογκ στην «Ορθοδοξία».

[673] Tešovo και Тешово (επίσημη βουλγαρική γραφή). Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Τίσοβο(ν) και Τέσοβο(ν). Χωριό του καζά Νευροκοπίου. Οι κάτοικοί του ήταν κυρίως εξαρχικοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Υπήρχαν επίσης λίγοι Τσιγγάνοι. Το 1908 είχε 193 χριστιανικά και 26 μουσουλμανικά σπίτια.

[674] Draganof, σ. 241.

[675] Draganof, σ. 242.

[676] Rupel. Και Ρούπελ στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 250 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία εννέα οικογένειες, στα χωριά Kulata και Katunči. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στο Ρούπελ τρεις οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Κλειδίον. Στην απογραφή του 1928 είχε 217 κατοίκους, 11 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το χωριό ερήμωσε μετά τον πόλεμο.

[677] Dakin, σ. 343.

[678] ΔΙΣ, σ. 226.

[679] Kumli. Αναφέρεται επίσης σαν Kušli. Και Κουμλή στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 900 άτομα. Από αυτά περίπου 700 ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικοί) και 200 μουσουλμάνοι (Τούρκοι και λίγοι Τσιγγάνοι). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσαν στη Βουλγαρία οκτώ εξαρχικές οικογένειες (που εγκαταστάθηκαν στα χωριά Kulata, Čučuligovo και Marino Pole της περιφέρειας Petričko). Επίσης, όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού υποχρεώθηκαν, με τη συνθήκη της Λοζάνης, να εγκαταλείψουν το χωριό και να φύγουν για την Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 30 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 το Κουμλή μετονομάστηκε σε Αμμουδιά. Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 820 άτομα, 161 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[680] Draganof, σ. 273.

[681] Τον αριθμό των έξι καμένων σπιτιών δίνει και η «Ακρόπολις» της 2ας Μαρτίου 1906. Βλ. επίσης Αρχείο Τσόντο-Βάρδα, φάκελος 6 (όπου υπάρχει η εξής σημείωση: «ο Φούφας μετέβει στο Κουμανίτσεβο και έκαψε έξι οικίες»).

[682] Draganof, σ. 242 και 273.

[683] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 138, 25 Φεβρουαρίου.

[684] Το «Άστυ» της 2ας Μαρτίου 1906, γράφει πως οι Έλληνες σκότωσαν τέσσερα άτομα, φεύγοντας δε πήραν μαζί τους αιχμάλωτους τρεις «κομιτατζήδες». Μεταξύ των σπιτιών που έκαψαν, ήταν και εκείνο της δασκάλας του χωριού. Το «Νέον Άστυ» της 10ης Μαρτίου, επικαλούμενο δημοσιεύματα του αγγλικού τύπου, γράφει πως το ελληνικό σώμα έκαψε τα 28 από τα 48 σπίτια στο Γκόρνο Κουμανίτσεβο, ενώ σκότωσε τον παπά, το δάσκαλο, δυο χωρικούς και τραυμάτισε άλλους δύο.

[685] «Εμπρός», Κυριακή 5 Μαρτίου 1906.

[686] Libjahovo. Και Либяхово (επίσημη βουλγαρική γραφή). Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Λιμπάχοβο(ν) και Λιμπεχόβο(ν). Χριστιανικό χωριό του καζά Νευροκοπίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες (υπήρχαν και λίγοι Τσιγγάνοι). Στα τελευταία χρόνια τις οθωμανικής διοίκησης ζούσαν εδώ περίπου 1.700 άτομα. Το 1951 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Илинден.

[687] Kjup kjoj, Kjupkjoj. Κιούπκιοϊ και Κιουπ Κιόι στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ζίχνας. Οι περισσότεροι κάτοικοι του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Υπήρχαν επίσης και περίπου 300 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Το 1913 ζούσαν εδώ 2.363 άτομα. Με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, όλοι οι μουσουλμάνοι έφυγαν για την Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 31 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Πρώτη. Το 1928 απογράφηκαν 2.871 άτομα, 151 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[688] Draganof, σ. 279-280.

[689] «Ακρόπολις» και «Εμπρός», Πέμπτη 2 Μαρτίου 1906.

[690] Savek, Saviak, Savjak, Savijak. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Σάβιακο(ν), Σαβιάγκο(ν) και Σαβιάκο(ν). Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.250 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν από το χωριό στη Βουλγαρία 37 εξαρχικές οικογένειες και εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Plovdiv, Sveti Vrač (Sandanski), Petrič και στο χωριό Kulata. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Βαμβακόφυτον. Πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχε πληθυσμό 1.150 άτομα.

[691] Draganof, σ. 242.

[692] Dakin, σ. 342.

[693] Rubin, σ. 193.

[694] Γκόνος, σ. 402. Draganof, σ. 242.

[695] Βακαλόπουλος, σ. 220.

[696] «Εμπρός», Παρασκευή 24 Μαρτίου 1906.

[697] Čučuligovo ή Čučuluk. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Τσιτσιλίκ, Τσιτσιουλίκο, Τσιουτσολή, Τσιουτσιουλί, Τσιουτσιλίκοβο(ν). Χωριό του καζά Σερρών. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικοί). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 400 άτομα. Στη συνέχεια, κάποιοι εξαρχικοί από το χωριό (επίσημα 21 οικογένειες) μετανάστευσαν στη Βουλγαρία και ίδρυσαν το χωριό Čučuligovo, κοντά στα σύνορα. Η ελληνική διοίκηση έφερε και εγκατέστησε στο Τσουτσουλίγκοβο 111 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από τον Πόντο). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Αναγέννησις.

[698] Draganof, σ. 280.

[699] «Ακρόπολις», Πέμπτη 9 Μαρτίου 1906.

[700] Sveta Marina, Marena, Ajos Marin. Και Αγία Μαρίνα στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 200 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Τα επόμενα χρόνια η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό και 72 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[701] Κάκκαβος, σ. 132. Dakin, σ. 342. ΔΙΣ, σ. 225.

[702] «Άστυ», Πέμπτη 9 Μαρτίου 1906.

[703] Κάκκαβος, σ. 131-132.

[704] Ostrovo. Και Όστροβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 800 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Έξι εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία με τη συνθήκη της Νεϊγύ. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 80 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Άρνισσα. Το 1928 απογράφηκαν 1.289 άτομα, 357 εκ των οποίων ήταν πρόσφυγικής καταγωγής.

[705] Subotsko, Sabotsko, S'botsko. Σούμποσκον ή Σούμποσκον στις ελληνικές πηγές. Οικισμός της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια έδρα του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Ο πληθυσμός του το 1912 πρέπει να έφτανε περίπου τα 1.500 άτομα, εκ των οποίων 1.000 ήταν μουσουλμάνοι Μακεδόνες και 500 χριστιανοί (Τσιγγάνοι, Μακεδόνες και Βλάχοι). Το 1922 μετονομάστηκε σε Αρδέα. Το 1924 όλοι οι μουσουλμάνοι Μακεδόνες αναχώρησαν αναγκαστικά για την Τουρκία. Στη θέση τους, η ελληνική διοίκηση έφερε και εγκατέστησε πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1928 υπολογίζεται πως υπήρχαν στον οικισμό 980 πρόσφυγες, 200 Παλαιοελλαδίτες που στελέχωναν την κρατική διοίκηση και 720 γηγενείς. Ως επαρχιακή πρωτεύουσα, η κωμόπολη γνώρισε στη συνέχεια δημογραφική ανάπτυξη, με μετεγκατάσταση εδώ οικογενειών από τα γύρω χωριά. Το 1922 μετονομάστηκε σε Αριδαία.

[706] Postol, Sveti Apostol, Ala Klise. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Απόστολοι ή Άγιοι Απόστολοι ή Αλλάχ Κλίσα. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 αριθμούσε 500 Μακεδόνες (εξαρχικούς και πατριαρχικούς). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 99 εξαρχικοί (19 οικογένειες). Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν εδώ 603 πατριαρχικοί πρόσφυγες (162 οικογένειες) από την Ανατολική Θράκη. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πέλλα. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 1.437 άτομα, 675 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[707] Neguš, Njegoš, Njahusta, Njausta, Agustos, Augusta. Στα ελληνικά Νιάουστα και Νάουσα (επίσημη ονομασία). Οικισμός του καζά Βέροιας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, οι κάτοικοί της ήταν περίπου 9.000 πατριαρχικοί χριστιανοί (Ρωμιοί, Μακεδόνες και Βλάχοι) και 1.000 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, οι μουσουλμάνοι υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 211 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, τον Καύκασο, την Ανατολική Θράκη και τη Βουλγαρία).

[708] Το πρώτο και το δεύτερο έγγραφο, δημοσιεύονται στο φύλλο της εφημερίδας «Αθήναι», του Σαββάτου της 18ης Μαρτίου 1906.

[709] Vrtikop, Vertikop, Vrtekop, Vertekop, Vrtokop, Vartokop. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Βερτεκόπ και Βέρτεκοπ. Πατριαρχικό χωριό του καζά Βοδενών. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες. Υπήρχαν και πέντε οικογένειες Τσιγγάνων. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 160 άτομα. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και 72 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Σκύδρα.

[710] Το τρίτο και το τέταρτο έγγραφο δημοσιεύονται στο φύλλο της εφημερίδας «Αθήναι», της 19ης Μαρτίου 1906.

[711] Plasë στα αλβανικά. Και Πλιάσα (συνήθως) στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Κορυτσάς. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 950 ρουμανιστές Βλάχοι.

[712] «Αθήναι», Τετάρτη 22 Μαρτίου 1906.

[713] Ράπτης, σ. 358-359.

[714] Egri Dere, Krivodol. Και Εγρί Δερέ στις ελληνικές πηγές. Μικτός οικισμός του καζά Ζίχνας. Οι περισσότεροι κάτοικοί του (πάνω από 1.000) ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Υπήρχαν επίσης 120 χριστιανοί Τούρκοι (Γκαγκαούζηδες), 120 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 70 χριστιανοί Βλάχοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, αρκετοί εξαρχικοί κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Nevrokop, Pazardžik, Plovdiv). Όλοι επίσης οι μουσουλμάνοι έφυγαν στην Τουρκία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ 246 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1921 ο οικισμός μετονομάστηκε Καλλιθέα.

[715] Draganof, σ. 280.

[716] Rapeš. Και Ράπες στα ελληνικά. Χωριό του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 437 άτομα.

[717] Το «Εμπρός» της 14ης Μαρτίου, γράφει πως στο σχισματικό χωριό Ράπες του Μοριχόβου, το Σώμα του Σκαλίδη σκότωσε δυο άτομα και απήγαγε τέσσερα. Τα δύο από αυτά τα άφησε, ενώ τα άλλα δύο τα κρατάει ομήρους.

[718] Draganof, σ. 242-243.

[719] Το «Εμπρός» της 1ης Απριλίου 1906, αναφερόμενη στο γεγονός, κάνει λόγο για τέσσερις νεκρούς.

[720] Κάκκαβος, σ. 132. Draganof, σ. 243.

[721] «Εμπρός», Πέμπτη 9 Μαρτίου 1906.

[722] Ormilija, Rumilja, Rumiljan, Sermili. Και Ορμύλια στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Κασσάνδρας ή Πολύγυρου. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1913 ζούσαν εδώ 2.510 άτομα.

[723] Draganof, σ. 245.

[724] Draganof, σ. 280.

[725] Κάκκαβος, σ. 132.

[726] Dakin, σ. 342. ΔΙΣ, σ. 226,

[727] Draganof, σ. 280-281

[728] Draganof, σ. 281.

[729] Shina, Skinat και Iskinat. Σχοινά και Σχοινάς (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Ρουμλουκίου (Urumluk) του καζά Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα τσιφλίκι, στο οποίο κατοικούσαν το 1912 περίπου 230 γηγενείς χριστιανοί Ρωμιοί. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό και 100 περίπου πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 400 άτομα. Το 1/5 από αυτά ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[730] «Σάλπιγξ», Κυριακή 12 Μαρτίου 1906.

[731] Sikja, Šikja. Και Συκιά στα ελληνικά. Χωριό του καζά Κασσάνδρας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1913 ζούσαν εδώ 1.742 άτομα.

[732] Κάκκαβος, σ. 132.

[733] Rubin, σ. 193.

[734] «Εμπρός», Τετάρτη 15 Μαρτίου 1906.

[735] «Αθήναι» της 11ης και «Ακρόπολις» της 16ης Μαρτίου 1906.

[736] Σάλπιγξ», Κυριακή 12 Μαρτίου 1906.

[737] «Εμπρός» της 15ης και «Ακρόπολις» της 16ης Μαρτίου 1906.

[738] Draganof, σ. 243-244.

[739] Lutros. Και Λουτρός στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 460 άτομα. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και τέσσερις οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[740] Gridžali, Grisel, Grizul, Grical. Στις ελληνικές πηγές αναφέρονται ως Γκριζάλι, ΓκριζιάλιΓκριτζάλη, Γκριτζιάλη. Οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοι του ήταν πατριαρχικοί χριστιανοί, υπάρχουν ωστόσο αντιφατικές πληροφορίες για το αν ήταν Ρωμιοί ή Μακεδόνες. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 550 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Αγκαθιά.

[741] Kranja, Turja, Turje. Και Κρανιά στα ελληνικά. Χωριό του καζά Γρεβενών. Οι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.600 άτομα.

[742] Rubin, σ. 193.

[743] Ošin, Ošani, Hošan. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Όσσιανη, Όσσανη και Οσάνη. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 226 βλάχικες οικογένειες (106 πατριαρχικές και 110 ρουμανίζουσες). Το 1913 ο πληθυσμός της ήταν 1.219 άτομα. Το 1925 έφυγαν για τη Ρουμανία 85 οικογένειες ρουμανιζόντων.

[744] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1906, έγγραφο 175, 21 Μαρτίου.

[745] Draganof, σ. 244.

[746] Harman Kjoj και Arman Kjoj. Χαρμάνκιοϊ ή Χαρμάν Κιόι στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν περίπου 200 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Στη συνέχεια η σύνθεση του πληθυσμού αλλοιώθηκε, με την εγκατάσταση ατόμων από γειτονικούς οικισμούς καθώς και μεγάλου αριθμού χριστιανών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Σταθμός και το 1952 Ελευθέριον.

[747] Draganof, σ. 282-282.

[748] Izvor. Ίσβορ και Ίσβορο(ν) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γευγελής. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 150 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1921 ο οικισμός μετονομάστηκε Πηγή. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ οι κάτοικοι του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 47 πατριαρχικές οικογένειες (από τον Πόντο και τον Καύκασο).

[749] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1906, έγγραφο 169, 18 Μαρτίου.

[750] Prilep. Αναφέρεται επίσης ως Perlepe. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε σαν Πρίλαπο(ν), Πέρλεπε και Πίρλεπε. Έδρα του ομώνυμου καζά. Το 1886 κατοικούσαν εδώ 6.640 μουσουλμάνοι και 12.760 χριστιανοί. Οι κάτοικοί του ήταν κυρίως Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί) και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στο Πρίλεπ ζούσαν επίσης Βλάχοι, Τσιγγάνοι και μερικοί Ρωμιοί. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 22.237 άτομα. Μεταξύ των ετών 1904-1913 μετανάστευσαν από την πόλη στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 71 άτομα.

[751] «Ακρόπολις» της 24ης και 25ης Μαρτίου 1906.

[752] «Εμπρός», Κυριακή 2 Απριλίου 1906.

[753] Vranjevci. Το βρίσκουμε και ως Vranjavci. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Βράνεφτσι. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 230 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί).

[754] Draganof, σ. 244.

[755] Orle. Και Όρλε στα ελληνικά. Χωριό του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 97 άτομα.

[756] Draganof, σ. 245.

[757] Starčišta. Στάρτσιστα και Στάρτιστα στα ελληνικά κείμενα. Μικτός οικισμός του καζά Νευροκοπίου, αποτελούμενος από χριστιανούς Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικούς) και μουσουλμάνους Τούρκους. Υπήρχαν επίσης λίγες οικογένειες Βλάχων και Τσιγγάνων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν στη Στάρτσιστα περισσότερα από 2.000 άτομα. Με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, το μεγαλύτερο μέρος του εξαρχικού πληθυσμού μετανάστευσε στη Βουλγαρία, ενώ το σύνολο των μουσουλμάνων(500 περίπου) έφυγαν στην Τουρκία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στο χωριό 811 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Περιθώριον.

[758] Kalapot. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Καλαπότι, Καλαπόδι, Καλαπόδιον, Παλαιόν Καλαπότι. Χωριό του καζά Ζίχνας. Οι 1.500 περίπου κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Το χωριό κάηκε στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο από τον ελληνικό στρατό. Μέχρι το 1918, το σύνολο του πληθυσμού του μετανάστευσε στη Βουλγαρία, στις πόλεις Nevrokop (Goče Delčev) και Stanimaka (Asenovgrad). Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Κάλαποτ 46 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1953 ο οικισμός μετονομάστηκε Πανόραμα.

[759] Draganof, σ. 281.

[760] Lopatica. Λοπάτνιτσα και Λοπατνίτσα στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 231 άτομα.

[761] Dakin, σ. 342.

[762] Τουλάχιστον τρεις, από αυτούς τους ομήρους, ο παπάς οπό το Τέποβτσι, ο μουχτάρης από το Μπαλντόεβτσι και ο χωρικός Νούνε από το Νέγκοτιν ή Γκνεότινο, εκτελέστηκαν από τους άνδρες του Σκαλίδη. Βλ. «Ακρόπολις», Παρασκευή 24 Μαρτίου 1906.

[763] «Ακρόπολις», Κυριακή 21 Μαρτίου 1906.

[764] Το «Εμπρός» της 1ης Απριλίου 1906, εμφανίζει την επίθεση κατά των χωρικών, (παραποιώντας ξανά την αλήθεια), ως μάχη εναντίον τσέτας. Το «Σκριπ» της ίδιας ημέρας, παρουσιάζει την πράξη, ως φόνο συνεργατών του Κομιτάτου. Στο ίδιο φύλλο, γράφει μάλιστα και για την εκτέλεση «προς παραδειγματισμό» και ενός κομιτατζή από το μακεδονικό χωριό Τουρκοχώρι της Βέροιας.

[765] Κάκκαβος, σ. 132.

[766] Dolno Kufalovo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Κάτω Κουρφάλι, Κάτω Κουφάλοβο(ν), Κάτω Κοφάλοβο(ν), Κάτω Κουφάλια (επίσημη ονομασία). Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 340 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους πατριαρχικούς πρόσφυγες (κυρίως από τη Βουλγαρία).

[767] Draganof, σ. 245.

[768] Dakin, σ. 342.

[769] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 239, 14 Απριλίου.

[770] Dmbeni. Επίσης αναφέρεται και σαν Dembeni, Dambeni, Dombeni. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Ντάμπενι, Ντύμπενι, Ντέμπενι, Δέμπενη, Δύμπενι. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Συμμετέχει στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνωρίζει τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού, στα τέλη Αυγούστου 1903. Τότε σκοτώνονται 31 χωρικοί και καίγονται 247 (από τα 250) σπίτια του χωριού. Το 1912 ζούνε εδώ περίπου 1.200 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1905-1915 μεταναστεύουν στις ΗΠΑ και δηλώνουν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 34 άτομα από το χωριό. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 36 οικογένειες μεταναστεύουν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Δενδροχώρι και το 1940 Δενδροχώριον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι κάτοικοι του χωριού πέρασαν τα σύνορα και έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο τόπος σχεδόν ερήμωσε. Μεταπολεμικά η ελληνική κυβέρνηση εγκατέστησε εδώ ελληνόφρονες Βλάχους από την Ήπειρο.

[771] Prodrom και Prodhromos. Και Πρόδρομος στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 360 πατριαρχικοί Ρωμιοί.

[772] Κάκκαβος, σ. 133 και «Εμπρός», Κυριακή 2 Απριλίου 1906

[773] Rubin, σ. 194.

[774] Draganof, σ. 245.

[775] Ο καπετάν «Ακρίτας» (υπολοχαγός Μαζαράκης) επέστρεψε στις αρχές του 1906 στην Ελλάδα. Οι έλληνες οπλαρχηγοί όμως, χρησιμοποιούσαν την σφραγίδα του, στις απειλητικές επιστολές που έστελναν, για να τρομάξουν τους κατοίκους των μακεδονικών και των βλάχικων χωριών. Βλ. Μαζαράκης, σ. 262.

[776] Κάκκαβος, σ. 132.

[777] «Εμπρός», Κυριακή 2 Απριλίου 1906.

[778] Κάκκαβος, σ. 132.

[779] Η εφημερίδα «Πατρίς» της 1ης Απριλίου, γράφει πως στα τέλη Μαρτίου, βρέθηκαν τέσσερα κεφάλια κομιτατζήδων, κρεμασμένα από τα αυτιά σε τηλεγραφικά σύρματα, λίγο έξω από τη Βέροια. Επίσης άλλα τέσσερα κεφάλια κομιτατζήδων, βρέθηκαν σε τηλεγραφόξυλα, λίγο έξω από τα Βοδενά. Στα τελευταία υπήρχαν ελληνικά απειλητικά σημειώματα.

[780] Draganof, σ. 245.

[781] Draganof, σ. 282.

[782] Draganof, σ. 282.

[783] Dakin, σ. 342.

[784] Το γεγονός αναφέρεται, ως επίθεση εναντίον κομιτατζήδων του χωριού, από τις εφημερίδες «Εμπρός» και «Ακρόπολις» της 15ης Απριλίου και την εφημερίδα «Καιροί» της 21ης Απριλίου 1906.

[785] Καούδης, σ. 135.

[786] Μακρής, σ. 128.

[787] Dakin, σ. 342. «Εμπρός», Πέμπτη 6 Απριλίου 1906.

[788] «Εμπρός», Σάββατο 15 Απριλίου 1906.

[789] Kjupri ή Kjuprija. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Κιπρή και Κιουπρή. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι πατριαρχικοί) και μουσουλμάνοι (Τούρκοι και λίγοι Τσιγγάνοι). Το 1913 ο πληθυσμός του ήταν 482 άτομα. Στη συνέχεια εγκατέλειψαν το χωριό όλοι οι μουσουλμάνοι και 30 εξαρχικοί Μακεδόνες. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Petrič, Plovdiv και Gorna Džumaja (Blagoevgrad) της Βουλγαρίας. Το 1915 ζούσαν στο χωριό 320 Μακεδόνες και 98 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1923-1924, η ελληνική διοίκηση έφερε και εγκατέστησε εδώ και άλλους πρόσφυγες. Έτσι ο συνολικός αριθμός τους έφτασε τα 172 άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Γεφυρούδι και το 1940 Γεφυρούδιον.

[790] Rodulevo, Radolievo, Radolivos, Radholivos. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ροδολείβος και Ροδολίβος (επίσημη ονομασία, μετά το 1940). Χωριό του καζά Ζίχνας. Το 1912 ζούσαν εδώ 3.760 πατριαρχικοί Ρωμιοί και 350 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 93 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 4.391 άτομα, 722 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[791] Draganof, σ. 281.

[792] Petorak ή Petorica ή PetoraciΤο Πέτορακ ή Πετοράκι των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 150 εξαρχικοί Μακεδόνες. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό χριστιανούς πρόσφυγες (κυρίως από τον Καύκασο). Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό 160 γηγενείς Μακεδόνες και 160 πρόσφυγες. Το ίδιο έτος το Πέτορακ μετονομάστηκε Τριπόταμα και το 1940 Τριπόταμος.

[793] Dobromiri και Dobromir. Και Ντομπρομίρ στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 214 άτομα.

[794] «Εμπρός», Πέμπτη 30 Μαρτίου 1906.

[795] Rubin, σ. 196.

[796] Rubin, σ. 196.

[797] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 239, 14 Απριλίου.

[798] Dakin, σ. 342.

[799] Το «Εμπρός» της 27ης Απριλίου 1906, γράφει πως σε αυτή την επίθεση ήταν παρόντες ο Καούδης και ο Μακρής.

[800] Bobišta ή Bobište. Και Μπόμπιστα στα ελληνικά. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό του ναχιγιέ Κλεισούρας του καζά Καστοριάς. Συμμετέχει στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνωρίζει τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού, στα τέλη Αυγούστου 1903. Τότε σκοτώνονται δεκαεπτά χωρικοί και καίγονται όλα τα σπίτια του χωριού. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 240 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 48 οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Βέργα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, σχεδόν πενήντα κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[801] «Σάλπιγξ», Κυριακή 23 Απριλίου 1906.

[802] «Καιροί», Τετάρτη 26 Απριλίου 1906.

[803] «Εμπρός», Κυριακή 23 Απριλίου 1906.

[804] Turje ή Turja. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Τούρια. Χριστιανικά χωριό της περιοχής Κορεστίων, του καζά Καστοριάς. Πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 480 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1905-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 18 άτομα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κορυφή. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, πολλοί κάτοικοί του κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[805] Konomladi. Το συναντάμε και σαν Konomlati. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Κονομπλάτι, Κονομπλάτη, Κονομπλάτ. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί. Κατά την επανάσταση του Ίλιντεν σκοτώθηκαν οκτώ αυτονομιστές κάτοικοί του, σε μάχες με το στρατό. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.200 άτομα. Μεταξύ των ετών 1905-1922 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δεκαοκτώ άτομα.Το 1928 ο πληθυσμός του είχε μειωθεί στα 800 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Μακροχώρι και το 1940 Μακροχώριον. Το μεσοπόλεμο, πολλοί κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αρκετοί από το χωριό σκοτώθηκαν. Το 1949 μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[806] Το «Εμπρός» της 23ης Απριλίου 1906, κάνει λόγο για αιχμαλωσία, κοντά στο χωριό Τίρσιε, δώδεκα εξαρχικών χωρικών και φόνο τεσσάρων, από το σώμα του καπετάν Φούφα. Τα θύματα πήγαιναν στη Φλώρινα.

[807] Kalugerica. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Καλογερίτσα. Ήταν καλύβια του χριστιανικού μακεδονικού χωριού Τίρσιε / Trsje. Οικισμός του καζά Φλώρινας. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 130 άτομα.

[808] Draganof, σ. 225-226.

[809] Rubin, σ. 198.

[810] Rubin, σ. 198.

[811] Rubin, σ. 198.

[812] Kara Kjoj ή Manastir. Και Καρά Κιόι ή Καράκιοϊ στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Νευροκοπίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.300 άτομα. Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός έκαψε 40 σπίτια του χωριού. Στη συνέχεια, όλοι οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το Καρά Κιόι και μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Sveti Vrač, Nevrokop, Blatska, Korniča, Kričim, Banja). Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 124 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κατάφυτον.

[813] ΔΙΣ, σ. 226.

[814] Konikovo. Και Κονίκοβο(ν) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 120 εξαρχικοί Μακεδόνες. Όλοι οι κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, με τη συνθήκη της Νεϊγύ. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 402 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Στίβα, το 1940 Στοίβα και το 1950 Δυτικόν.

[815] Dakin, σ. 342 και ΔΙΣ, σ. 225.

[816] Mikroguš, Mikroguše, MikrosMakros. Μικρογούζι(ον) στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Υπήρχαν ωστόσο εδώ και μερικές οικογένειες Βλάχων. Το 1912 αριθμούσε περίπου 600 άτομα. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο Μικρογούζι και 526 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1940 μετονομάστηκε Μακροχώριον.

[817] Dakin, σ. 342. ΔΙΣ, σ. 225. Κάκκαβος, σ. 133. Παπατζανετέας, 200. Rubin, σ. 198. Draganof, σ. 246.

[818] Draganof, σ. 282.

[819] Η ρουμανική Βουλή ψήφισε πίστωση 75.000 φράγκων, υπέρ των βλάχικων οικογενειών που είχαν θύματα σε αυτή την ελληνική επίθεση. Βλ. εφημερίδα «Πατρίς» της 12ης Μαΐου 1906.

[820] Rubin, σ. 198-199. «Ταχυδρόμος» της 12ης Μαΐου 1906. «Νέον Άστυ» της 22ας Μαΐου 1906. «Νέον Άστυ» της 16ης Ιουνίου 1906.

[821] Krstoar. Το βρίσκουμε επίσης με τις ονομασίες Kr’stevo, Kr’stofor, Krestofor, Kristofor. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Χριστόφορο(ς). Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 280 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[822] Dakin, σ. 342. «Ακρόπολις», Παρασκευή 28 Απριλίου 1906.

[823] Leskovec. Στα ελληνικά κείμενα ονομάζεται ως Λέσκοβετς, Λεσκοβέτς, Λεσκοβίτσι, Λεσκοβίτσα και Λεσκοβίτση. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Μεταξύ των ετών 1905-1910 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» επτά άτομα. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 250 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1916 μετονομάστηκε Λεπτοκαρυές και το 1940 Λεπτοκαρυαί.

[824] Draganof, σ. 246 και 261. Dakin, σ. 342. «Πατρίς» της 28ης Μαΐου 1906.

[825] Krapeština. Το βρίσκουμε και σαν Krapešino. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται ως Κραπέστινα. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το χωριό συμμετείχε στο αυτονομιστικό κίνημα και γι αυτό το λόγο γνώρισε τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού, που στις 18 Απριλίου 1903 σκότωσε εδώ 28 άτομα. Το 1912 κατοικούσαν στην Κραπέστινα περίπου 450 μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ατραπός. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου σχεδόν 150 κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[826] Dakin, σ. 342. Βάρδας, τ. Β’, σ. 793.

[827] «Σάλπιγξ», Κυριακή 19 Μαρτίου 1906.

[828] Plasničevo και Plasna. Στα ελληνικά Πλασνίτσεβο και Πλάσνα. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1912 αριθμούσε περίπου 280 άτομα. Στη συνέχεια όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και ένας μεγάλος αριθμός Μακεδόνων μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 35 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κρύα Βρύση.

[829] Κάκκαβος, σ. 133.

[830] Eni Kjoj, Jenikej, Mustafagovo Selo, Novo Selo. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Γενί Κιόι ή Γενίκιοι. Οικισμός του καζά Βέροιας και στη συνέχεια του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 110 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό και 16 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Στην απογραφή του 1928, ο πληθυσμός ήταν 174 άτομα, 65 από τα οποία ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 μετονομάστηκε Βάλτος και το 1940 Αρχάγγελος.

[831] Γκόνος, σ. 402.

[832] Βακαλόπουλος, σ. 172.

[833] «Εμπρός», Πέμπτη 27 Απριλίου 1906.

[834] Tekeli και Tekeliovo. Τεκελί και Τεκελή στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, ζούσαν εδώ περίπου 300 πατριαρχικοί Μακεδόνες και 150 μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι). Μέχρι το 1924 οι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν υποχρεωτικά το χωριό και έφυγαν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Ρωμιοί. Ανάμεσά τους υπήρχαν ωστόσο και 30 οικογένειες πατριαρχικών Τούρκων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Σίνδος. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 1.820 άτομα, 1.224 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[835] Κάκκαβος, σ. 133. Draganof, σ. 282.

[836] Κάκκαβος, σ. 132-133.

[837] Arkudohor και Arkodohor. Στα ελληνικά αναφέρεται σαν Αρκοδοχώρι ή Αρκουδοχώρι(ον). Οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί χριστιανοί. Οι πηγές ωστόσο είναι αντιφατικές, ως προς τη μητρική γλώσσα των κατοίκων του, αν δηλαδή αυτοί μιλούσαν μακεδόνικα ή ρωμαίικα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 360 άτομα. Το 1934 ο οικισμός μετονομάστηκε Αρκοχώριον.

[838] SehovoSeovo, Ceovo, Džeohovo. Και στις ελληνικές πηγές Σέχοβο(ν). Χωριό του καζά Γευγελής. Το 1910 ζούσαν εδώ 811 χριστιανοί Μακεδόνες (85 πατριαρχικοί, 586 εξαρχικοί, 45 σερβίζοντες και 95 ουνίτες). Το χωριό κάηκε από τον ελληνικό στρατό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 28 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 49 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από την Ανατολική Θράκη). Το 1926 το Σέχοβο μετονομάστηκε Ειδομένη. Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 532 άτομα, 227 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[839] Bozec ή Bozeč. Και Μπόζετς στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 720 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μεγάλος αριθμός από τους κατοίκους του Μπόζετς μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Στα σπίτια τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 1.130 πατριαρχικούς πρόσφυγες (από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο). Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 1.404 άτομα, 1.133 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Αθύρας και το 1940 Άθυρα.

[840] Bojmica και Bohemica. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μποέμιτσα, Μποϊμίσσα, Μποέμισσα και Βοέμιτσα. Οικισμός του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 853 χριστιανοί Μακεδόνες (744 εξαρχικοί και 109 πατριαρχικοί) και 560 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Το 1913 ο πληθυσμός του ήταν 1.516 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 536 εξαρχικοί κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Επίσης όλοι οι μουσουλμάνοι υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία, μέχρι το 1924. Στη θέση τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 901 πατριαρχικούς πρόσφυγες (από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και τον Καύκασο). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Αξιούπολις.

[841] Κάκκαβος, σ. 133.

[842] Draganof, σ. 246.

[843] Manjak. Και Μανιάκοι στις ελληνικές πηγές. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Το 1912 και το 1928 ζούσαν αντίστοιχα εδώ περίπου 100 και 150 Μακεδόνες. Αρκετοί κάτοικοί του προσχώρησαν κατά τον εμφύλιο στην αριστερή παράταξη και το 1949 αναγκάστηκαν να καταφύγουν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Την περίοδο 1964-1980 ο πληθυσμός του οικισμού πολλαπλασιάστηκε, με την εδώ μετεγκατάσταση Ρωμιών από πέντε χωριά του Γράμμου.

[844] Draganof, σ. 282.

[845] Rubin, σ. 201-203.

[846] Rubin, σ. 203.

[847] Draganof, σ. 282.

[848] Rubin, σ. 203.

[849] Dakin, σ. 352. ΔΙΣ, σ. 216.

[850] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 309, 15 Μαΐου. «Εμπρός» της 14ης Μαΐου 1906.

[851] Kovanci. Αναφέρεται επίσης ως Kovanec. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Κοβάντσι και Κοβάντσα. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Οι κάτοικοι του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 484 άτομα.

[852] Draganof, σ. 282.

[853] Rubin, σ. 203.

[854] Γκόνος, σ. 403.

[855] Draganof, σ. 282.

[856] Draganof, σ. 247.

[857] Μακρής, 136.

[858] Doljani. Και Δόλιανη στα ελληνικά κείμενα. Οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 χριστιανοί Βλάχοι. Τα επόμενα χρόνια η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στη Ντόλιανη και 130 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Κουμαριά.

[859] Rubin, σ. 203.

[860] «Πατρίς», Σάββατο 27 Μαΐου 1906.

[861] Draganof, σ. 282-283.

[862] Παπατζανετέας, σ. 202-203.

[863] Sendelčevo και Sendil. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Σεντέλτσιοβον, Σενδάλτσεβο, Σιντέλ, Σινδέλ, Σενδέλ, Συνδέλ. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1912 αριθμούσε περίπου 80 άτομα. Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοί εγκατέλειψαν το χωριό και οδηγήθηκαν σε μια εθελουσία ή αναγκαστική προσφυγιά. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 24 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία). Το 1928 απογράφηκαν εδώ 130 άτομα, όλα προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Σανδάλι και το 1940 Σανδάλιον.

[864] Draganof, σ. 247.

[865] Βακαλόπουλος, σ. 215.

[866] Η εφημερίδα «Καιροί» της 10ης Ιουνίου 1906, γράφει πως το σώμα του Λούκα έκαψε το Έζερετς.

[867] Ο Βάρδας γράφει (τ. Β’, σ. 31) για την επίθεση στο Έζερετς, πως οι άνδρες του ελληνικού σώματος «έκαψαν αρκετά σπίτια, φόνευσαν κάποιους κατοίκους, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, άρπαξαν δε σχεδόν όλα τα γιδοπρόβατα και τα βόδια».

[868] Draganof, σ. 247.

[869] «Αυτή την περίοδο διάφοροι καπετανέοι οργίαζαν κλέβοντας κοπάδια και πουλώντας αυτά στην Ελλάδα (όπως ο Λουκάς Κόκκινος). Σκότωναν ρουμανίζουσες οικογένειες και δημιουργούσαν ιδιαίτερα ενοχλητικά ζητήματα, τόσο για την επίσημη Ελλάδα, όσο και για την διεξαγωγή του μακεδονικού αγώνα, ο οποίος συνεχίζει να υφίσταται την απελπιστική μάστιγα των εξοπλιζόμενων (άγνωστον γιατί) λήσταρχων, από την Αθήνα, τη Λάρισα, τα Τρίκαλα ή την Καλαμπάκα. Ο αγώνας αυτός έχει περιέλθει σε πλήρη και θανάσιμη, για το έθνος, αναρχία. Σήμερα όλοι αυτοί οι λήσταρχοι, ζητούν μισθούς. Όχι μόνο δεν δικαιούνται απολύτως τίποτα, αλλά και αυτά που πήραν σε διάφορες εποχές και τα έλαβαν για να συγκρατούνται κάπως τα ληστρικά τους ένστικτα, τα οποία δεν υπήρχε κανένας λόγος να δοκιμαστούν στη Μακεδονία, πρέπει να θεωρηθούν ως χρήματα που δαπανήθηκαν εντελώς άδικα». Απόσπασμα από υπηρεσιακό σημείωμα του Σίνη (Νικόλαου Κοντογούρη). Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 578, 4 Σεπτεμβρίου.

[870] Βάρδας, τ. Β’, σ. 95.

[871] Κάκκαβος, σ. 133.

[872] Draganof, σ. 283.

[873] Tušilovo και Tošilovo. Τουσίλοβο(ν) και Τοσίλοβο(ν) στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 320 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ 30 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 30 πατριαρχικές οικογένειες από τον Πόντο. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Στάθης. Το 1928 απογράφηκαν 309 άτομα, 82 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[874] «Πατρίς», Τετάρτη 24 Μαΐου 1906.

[875] Dakin, σ. 342.

[876] Draganof, σ. 261-262.

[877] Draganof, σ. 283.

[878] Gorno Kavakli. Αναφέρεται ακόμα ως Gorno Kavakliovo και Gorno Kavaklijevo. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Άνω Καβακλί ή Άνω Καβακλή. Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν 80 πατριαρχικοί Μακεδόνες και 30 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατέλειψαν τον οικισμό οι χριστιανοί κάτοικοί του. Τους ακολούθησαν οι μουσουλμάνοι, μέχρι το 1924. Το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στα σπίτια τους, πρόσφυγες Ρωμιούς από διάφορα χωριά της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Το 1928 κατοικούσαν εδώ περίπου 2.100 πρόσφυγες. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Άγιος Αθανάσιος.

[879] Κάκκαβος, σ. 133. Draganof, σ. 247 και 283.

[880] Guguvo. Και Γκούγκοβο(ν) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 220 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ πολλοί κάτοικοι μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο Γκούγκοβο δεκατέσσερις οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Βρυτά.

[881] Draganof, σ. 248.

[882] Lisolaj. Λισολάι και Λυσολάι στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοι του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 402 άτομα.

[883] Μακρής, σ. 130, 140-143.

[884] Draganof, σ. 248.

[885] Draganof, σ. 248.

[886] Bituša. Τι βρίσκουμε και ως Bitoša ή Bitoše. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Μπίτουσα. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το χωριό δέχτηκε επίθεση από τον οθωμανικό στρατό κατά την επανάσταση του Ίλιντεν. Στις 2 Αυγούστου 1903, οι στρατιώτες και οι βασιβουζούκοι έκαψαν σπίτια, σκότωσαν δυο παιδιά, δυο γυναίκες, τέσσερις άνδρες και έκλεψαν όλα τα ζώα. Μεταξύ των ετών 1903-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 36 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 480 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Παρόρι και το 1940 Παρόρειον.

[887] Draganof, σ. 248.

[888] Dakin, σ. 342.

[889] Μακρής, σ. 140.

[890] Dolno Fraštani, Dolno Fraštan, Dolno Fraštene. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Κάτω Φράστανη, Κάτω Φράστανι και Κάτω Φράσταινα. Χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 750 χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικοί). Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός έκαψε το Ντόλνο Φράστανι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 35 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Nevrokop, Plovdiv και Sliven). Το 1927 ο οικσμός μετονομάστηκε Ορεινή. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 632 άτομα.

[891] Draganof, σ. 283.

[892] Ilidžievo, Ilindžievo, Jalidžik, Jajladžik. Και στις ελληνικές πηγές Γιαλιατζίκ, Γιαλιντζίκ, Γιαϊλατζήκ. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 280 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάζεται Χαλκηδών και το 1928 Νέα Χαλκηδών. Το 1928 απογράφηκαν 1.191 άτομα, 976 εκ των οποίων ήταν πρόσφυγες που ήρθαν «μετά τη μικρασιατική καταστροφή».

[893] Draganof, σ. 248-249.

[894] Rubin, σ. 205.

[895] Dakin, σ. 342.

[896] Dakin, σ. 342.

[897] Petrovo ή Pedreli. Πέτροβο(ν) ή Μπεδρελή στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 800 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 233 εξαρχικοί κάτοικοι. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν εδώ 434 πατριαρχικοί πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Άγιος Πέτρος. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 1.097 άτομα, 422 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[898] Draganof, σ. 283.

[899] Draganof, σ. 283.

[900] Παπατζανετέας, σ. 204-205.

[901] Rubin, σ. 206.

[902] LibaovoLibahovoLibahova, Libavo, Libihovo. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Λιμπάχοβο(ν) ή Λιμπόνοβο(ν). Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 120 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, οι κάτοικοί του (24 οικογένειες) μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Στα σπίτια τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 234 πατριαρχικούς πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία (οι τελευταίοι μιλούσαν μια τουρκική διάλεκτο με πολλές σλαβικές λέξεις). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Φιλλυριά και το 1940 Φιλυριά.

[903] Draganof, σ. 248-249.

Draganof, σ. 283-284.

[904] Draganof, σ. 284.

[905] Magarevo. Και Μεγάροβο(ν) στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν Βλάχοι, που ήρθαν εδώ μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης (Moskopole). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους κατοικούσαν στο Μαγκάρεβο περίπου 2.500 Βλάχοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε 1.492 άτομα.

[906] Rubin, σ. 206.

[907] Dakin, σ. 343.

[908] Gjuredžik, Giredžik, Ruždene. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Γκιουρεντζήκι, Γιουρουτζούκι, Γιουρεδζίκ, Γιουρετζίκ. Χωριό του καζά Δράμας. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 479 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το χωριό κάηκε στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο από τον ελληνικό στρατό. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, οι μισοί κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Nevrokop, Plovdiv, Sadovo, Koprivlen, Mečkjur). Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν 44 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Γρανίτης. Το 1928 απογράφηκαν 573 άτομα, 209 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[909] Draganof, σ. 249.

[910] «Σάλπιγξ», Κυριακή 18 Ιουνίου 1906.

[911] Κάκκαβος, σ. 133. Draganof, σ. 284.

[912] Leskovo. Και Λέσκοβο στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 Μακεδόνες (οι περισσότεροι των οποίων ήταν εξαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσε στη Βουλγαρία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Στο Λέσκοβο παρέμειναν δέκα πατριαρχικές οικογένειες. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό και 23 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1925 το Λέσκοβο μετονομάστηκε σε Τρία Έλατα. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 162 άτομα, 117 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[913] Κάκκαβος, σ. 134. Rubin, σ. 208. «Εμπρός» της 2ας Ιουλίου 1906. «Πατρίς» της 4ης Ιουλίου 1906.

[914] «Ατλαντίς» της 20 / 5ης Φεβρουαρίου 1907.

[915] Kucos. Κούτσος, Κούτσιους και Κούτσιος στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Νιγρίτας, του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν στον Κούτσο περίπου 450 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν εδώ και 51 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Ευκαρπία. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 752 άτομα, 205 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[916] Draganof, σ. 249 και 284.

[917] Bansko. Και Μπάνσκο στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Ράζλογκ (Разлог). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 6.500 Μακεδόνες (εξαρχικοί και προτεστάντες).

[918] Šugovo. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε ως Σούγκοβο(ν), Σιούγκοβο(ν) και Σιούγκοβα. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί) και 870 Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 535 εξαρχικοί. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, εγκατέλειψαν το Σούγκοβο όλοι οι μουσουλμάνοι και κατέφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό 876 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πλατανάκια.

[919] Draganof, σ. 284.

[920] Hadži Bejlik. Χατζή Μπεϊλίκ, Χατζημπεηλίκ και Χαντζή Βεκλίκι, στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 500 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσαν από το χωριό στη Βουλγαρία 67 οικογένειες, οι οποίες και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Petrič. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό 185 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1924 το Χατζή Μπεϊλίκ μετονομάστηκε Βυρώνειον, το 1928 Βυρώνεια και το 1961 Άνω Βυρώνεια. Το 1928 απογράφηκαν 822 άτομα, 679 από τα οποία ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[921] «Σκριπ» της 17ης Ιουνίου 1906. Κάκκαβος, σ. 133.

[922] Draganof, σ. 284.

[923] «Νέον Άστυ» της 26ης Ιουνίου. «Ταχυδρόμος» της 28ης Ιουνίου 1906.

[924] Doleni και Doljani. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ντόλιανι, Δόλιανι και Δόλιανη. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, πέντε οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Δενδροχώρι και το 1940 Δενδροχώριον. Είκοσι κάτοικοι του χωριού σκοτώθηκαν μεταξύ 1940-1949. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου κάποιοι αναγκάστηκαν να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[925] Draganof, σ. 249.

[926] Κάκκαβος, σ. 133.

[927] Draganof, σ. 284.

[928] Drama και Δράμα στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου καζά (Драмска). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 15.000 άτομα. Οι μουσουλμάνοι Τούρκοι και οι πατριαρχικοί Ρωμιοί ήταν οι δυο μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες της πόλης. Στη Δράμα κατοικούσαν επίσης Εβραίοι, Μακεδόνες, Βλάχοι, Τσερκέζοι και Τσιγγάνοι. Με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, όλοι οι μουσουλμάνοι (περίπου 10.000) μετανάστευσαν στην Τουρκία. Μετανάστευσαν επίσης 61 εξαρχικές οικογένειες στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στην πόλη, χιλιάδες πατριαρχικούς πρόσφυγες (από την Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, τη Βουλγαρία, τον Καύκασο). Το 1928 απογράφηκαν εδώ 29.339 άτομα (εκ των οποίων 16.664 ήταν πρόσφυγες που ήλθαν στη Δράμα μετά το 1922).

[929] Čataldža. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Τσατάλτζα ή Τσατάλτσα. Χωριό του καζά Δράμας. Το 1886 κατοικούσαν εδώ περίπου 1.600 πατριαρχικοί Ρωμιοί και 250 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι από την Τσατάλτζα έφυγαν στην Τουρκία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στο χωριό 272 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 οι οικισμός μετονομάστηκε Χωριστή. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 2.885 άτομα, 1.090 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[930] Draganof, σ. 284.

[931] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1906, έγγραφο 363, 29 Ιουνίου.

[932] Το «Εμπρός» της 2ας Ιουλίου, γράφει ότι οι σκοτωμένοι Βλάχοι ήταν δεκατρείς.

[933] Κάκκαβος, σ. 134.

[934] Draganof, σ. 250.

[935] Bukovo. Και Μπούκοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 1.500 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1903-1913 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξή τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 54 άτομα.

[936] Μακρής, σ. 146.

[937] Kavala. Και Καβάλ(λ)α στα ελληνικά κείμενα. Έδρα του ομώνυμου καζά. Το 1912 ο πληθυσμός της πόλης ήταν κυρίως Πατριαρχικοί Ρωμιοί (9.000), μουσουλμάνοι Τούρκοι (7.000), Ισπανόφωνοι Εβραίοι και Τσιγγάνοι. Το 1913 είχε 23.278 κατοίκους. Μέχρι το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν εδώ χιλιάδες πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1928 στο δήμο Καβάλλας απογράφηκαν 50.852 άτομα. Από αυτά, 28.927 ήταν πρόσφυγες. Μεταξύ των απογραφέντων του 1928, υπήρχαν 1.893 χριστιανοί Τούρκοι, 1.991 ισπανόφωνοι Εβραίοι και 1.016 χριστιανοί Αρμένιοι.

[938] Draganof, σ. 284. «Εμπρός», Πέμπτη 6 Ιουλίου 1906.

[939] Banica. Και Μπάνιτσα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν εδώ 600 περίπου άτομα. Κοντά στο χωριό, στις 4 Μαΐου 1903, σκοτώθηκε ο μακεδόνας επαναστάτης Goče Delčev, από οθωμανούς χωροφύλακες. Οι κάτοικοι του χωριού πήραν μέρος στην επανάσταση του Ίλιντεν. Σε αντίποινα, ο τουρκικός στρατός έκαψε 88 σπίτια στη Μπάνιτσα. Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός καίει και αυτός, 120 σπίτια του χωριού. Το 1915 η Μπάνιτσα ήταν κατεστραμμένη και ακατοίκητη. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ αποζημιώθηκαν 34 οικογένειες, που μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, στους οικισμούς Sveti Vrač (Sandanski), Nevrokop (Goče Delčev), Mahomja (Razlog) και Bačevo. Το 1920 κατοικούσαν στο χωριό 107 άτομα. Το 1922 η Μπάνιτσα μετονομάστηκε Καρυαί. Το 1928 απογράφονται 95 άτομα (κανένας πρόσφυγας). Στη συνέχεια το χωριό ερημώνει.

[940] Topoliani ή Topolen. Και Τοπόλιανη στα ελληνικά. Χωριό του καζά Σερρών. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 1.400 άτομα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Τοπόλιανη και 16 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Χρυσός και το 1940 Χρυσόν.

[941] Rubin, σ. 209.

[942] «Πατρίς», Σάββατο 25 Ιουνίου 1906.

[943] Deli Hasan Mahale. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Ντελή Χασάν Μαχαλέ ή Δελή Χασάν. Χωριό του καζά Σερρών. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι). Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 500 άτομα. Τα επόμενα χρόνια, οι περισσότεροι εξαρχικοί του χωριού (222 άτομα) μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (στο Petrič). Επίσης, όλοι οι μουσουλμάνοι (200 άτομα), έφυγαν στην Τουρκία. Από την άλλη, 79 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων εγκαταστάθηκαν στο Ντελή Χασάν. Το 1928 απογράφηκαν 322 άτομα, 300 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1923 ο οικισμός μετονομάστηκε Μοναστηράκι και το 1940 Μοναστηράκιον.

[944] Draganof, σ. 250 και 274.

[945] Draganof, σ. 284-285.

[946] Draganof, σ. 285.

[947] Sveta Petka. Η Σφέτα Πέτκα ή Αγία Παρασκευή (επίσημη ελληνική ονομασία) των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Μεταξύ των ετών 1903 -1910 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 25 άτομα. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 500 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, μερικοί κάτοικοι του οικισμού κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[948] «Εμπρός», Πέμπτη 29 Ιουνίου 1906.

[949] Optičari. Αναφέρεται και ως Optičar. Στα ελληνικά το βρίσκουμε σαν Οπτίτσαρι. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 360 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί).

[950] Draganof, σ. 250.

[951] Tresino και Tresina. Στα ελληνικά Τρέσινο(ν). Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 1.200 Μακεδόνες, εκ των οποίων 400 μουσουλμάνοι, 750 εξαρχικοί και 50 πατριαρχικοί. Το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι μετανάστευσαν αναγκαστικά στην Τουρκία και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν πατριαρχικοί πρόσφυγες. Ο οικισμός μετονομάστηκε Όρμα το 1924. Το 1928 υπήρχαν στο χωριό 200 πρόσφυγες και 900 Μακεδόνες. Στο τέλους του εμφυλίου πολέμου πολλοί κάτοικοί του κατέφυγαν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία.

[952] Dakin, σ. 343. ΔΙΣ, σ. 225.

[953] «Καιροί» της 27ης Ιουνίου 1906.

[954] Κάκκαβος, σ. 134.

[955] Draganof, σ. 250.

[956] «Εμπρός», Τετάρτη 28 Ιουνίου 1906.

[957] «Καιροί», Τετάρτη 28 Ιουνίου 1906.

[958] Pesočnica ή Pešošnica. Η Πεσόσνιτσα των ελληνικών κειμένων. Χωριό του καζά Φλώρινας. Στα τέλη της οθωμανικής περιόδου ζούσαν εδώ περίπου 700 χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί) και 150 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Οι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού συμμετέχουν το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν. Μεταξύ των ετών 1905-1910 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» οκτώ άτομα. Μέχρι το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί πρόσφυγες (κυρίως από τον Πόντο και τον Καύκασο). Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού υπολογίζεται σε 900 Μακεδόνες και 160 πρόσφυγες. Το 1927 μετονομάστηκε Αμμοχώρι και το 1940 Αμμοχώριον.

[959] Draganof, σ. 285.

[960] Βακαλόπουλος, σ. 213.

[961] Κάκκαβος, σ. 133-135.

[962] Tušim και Tušin. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τούσιμ, Τούσιν και Τούσιανη. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.050 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 39 οικογένειες από το Τούσιμ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, μέχρι το 1924, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό 10 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1925 ο οικισμός μετονομάστηκε Αετοχώρι και το 1940 Αετοχώριον. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν 624 άτομα, 29 εκ των οποίων τα ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[963] Konsko. Το βρίσκουμε επίσης ως Konjsko και Konjska. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Κόνσκο. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Οι πηγές είναι αντιφατικές ως προς τη σύνθεση του πληθυσμού. Άλλες εμφανίζουν τους κατοίκους τους ως χριστιανούς Βλάχους και άλλες ως Μακεδόνες (εξαρχικούς και πατριαρχικούς). Στη σερβική απογραφή του 1914 το Κόνσκο είχε πληθυσμό 484 άτομα.

[964] Baldža και Balidža. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Μπαλίντζα, Μπαλίτζα, Μπαλίτσα. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και λίγοι Τσιγγάνοι. Το 1912 αριθμούσε περίπου 100 άτομα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν εδώ και τέσσερις οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μελίσσι και το 1940 Μελίσσιον.

[965] Gorgopik και Gorgop. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Γοργόπ, Γοργόπι, Γοργώπη και Γοργόπη (επίσημη ονομασία). Χριστιανικό χωριό του καζά Γευγελής. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 700 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 484 κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 533 πατριαρχικούς πρόσφυγες, από τον Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.

[966] Tudorci, Todorci, Tudurci, Todorce, Todorica, Tudoreč. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τόδορτσι, Τοδόρτσι, Τούδορτσε, Τούδορτσι. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Γιανιτσών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 420 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ έντεκα εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό έξι πατριαρχικές οικογένειες προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν 484 άτομα, 26 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1925 το χωριό μετονομάστηκε Θεοδωράκη και το 1940 Θεοδωράκειον.

[967] Βάρδας, τ. Β’, σ. 7-11.

[968] Βάρδας, τ. Β’, σ. 29.

[969] Slimništa. Αναφέρεται επίσης ως Slimišta ή Slimnišča. Στα ελληνικά έγγραφα το βρίσκουμε σαν Σλήμιτσα, Σλήμιστα, Σλήμνιτσα. Χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου, ζούσαν εδώ περίπου 300 πατριαρχικοί χριστιανοί. Οι πληροφορίες για τη μητρική γλώσσα του πληθυσμού είναι αντιφατικές. Φαίνεται να συνυπήρχαν η ρωμαίικη και η μακεδονική γλώσσα. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μηλίτσα.

[970] Βάρδας, τ. Β’, σ. 31.

[971] Η πρακτική των κλεφτών, όταν δεν λήστευαν τους διαβάτες, ήταν να μπαίνουν στα σπίτια των χωρικών και να ζητούν, με την απειλή των όπλων, να φάνε «πίτα και κότα». Δηλαδή, ότι καλύτερο μπορούσαν να βρουν για τροφή, σε ένα αγροτόσπιτο.

[972] Gramušta. Αναφέρεται και ως Gramošte, Gramos, Gramosti, Gramosta. Η Γράμμοστα των ελληνικών πηγών. Xωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Πρόκειται για ένα μεγάλο χριστιανικό βλάχικο οικισμό, τόπο θερινής διαμονής που σταδιακά εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του και τελικά ερήμωσε. Την τελευταία περίοδο της οθωμανικής διοίκησης ο πληθυσμός του πρέπει να ήταν γύρω στα 500 άτομα. Μετονομάστηκε Γράμμος το 1927 και Γράμος το 1951. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ζούσαν εδώ 300 περίπου Βλάχοι, όλοι δηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων.

[973] Βάρδας, τ. Β’, σ. 39.

[974] Βάρδας, τ. Β’, σ. 41.

[975] «Εμπρός», Πέμπτη, 6 Ιουλίου 1906.

[976] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 511, 5 Αυγούστου 1906

[977] Rubin, σ. 210.

[978] Η «Πατρίς» της 23ης Ιουλίου σημειώνει πως βρέθηκαν στο Λιμπάνοβο, πέντε ακέφαλα πτώματα ρουμανιστών Βλάχων.

[979] Malko Nišel ή Kjučuk Ajnisel. Στα ελληνικά Νησελούδι και Νησελούδιον (επίσημη ονομασία). Οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ 60 περίπου πατριαρχικοί χριστιανοί (μάλλον Ρωμιοί). Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν εδώ και 13 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[980] Rubin, σ. 210.

[981] Κάκκαβος, σ. 135.

[982] Rubin, σ. 210.

[983] «Πατρίς», Κυριακή 11 Ιουλίου 1906.

[984] Draganof, σ. 285. «Πατρίς», Πέμπτη 20 Ιουλίου 1906.

[985] Gorno Brodi ή Gorno Vrondi. Άνω Βροντού στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 6.000 χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικοί). Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο το χωριό βομβαρδίστηκε από τον ελληνικό στρατό. Τα επόμενα χρόνια μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 1.281 εξαρχικές οικογένειες, που εγκαταστάθηκαν σε Sofja, Nevrokop (Goče Delčev), Plovdiv, Stanimaka (Asenovgrad), Kornica και Hadžidimovo. Η ελληνική διοίκηση έφερε να ζήσουν, στο σχεδόν εγκαταλειμμένο χωριό, 285 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Σύμφωνα με τη βουλγάρικη στατιστική του 1941, οι μισές από τις 100 οικογένειες του χωριού, ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[986] Draganof, σ. 285.

[987] Rubin, σ. 212.

[988] Rubin, σ. 212.

[989] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511. Dakin, σ. 342.

[990] Η «Ακρόπολις» της 21ης Ιουλίου 1906, γράφει πως οι νεκροί χωρικοί στο Οπτίτσαρι ήταν πέντε.

[991] Μακρής, σελ. 151 – 152. Καραβίτης, σελ. 344, 345, 740.

[992] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511.

[993] «Ακρόπολις», Παρασκευή 21 Ιουλίου 1906.

[994] Draganof, σ. 285. Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511.

[995] Brezovo. Και Μπρέζοβο στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Ντεμίρ Χισάρ (Demir Hisar), του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοι του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 620 άτομα.

[996] Draganof, σ. 285.

[997] Draganof, σ. 285.

[998] Malovište και Malovišta. Στα ελληνικά τη βρίσκουμε ως Μηλόβιστα. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν Βλάχοι (πατριαρχικοί και ρουμανιστές). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 1.629 άτομα.

[999] Ράπτης, σ. 703.

[1000] Dakin, σ. 343.

[1001] Zarovo, Žarovo, Zarova. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ζάροβα και Ζάροβο(ν). Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 98 χριστιανικά σπίτια. Το 1910 ζούσαν εδώ 996 χριστιανοί Μακεδόνες: 964 εξαρχικοί και 32 πατριαρχικοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το χωριό και μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 89 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Νικόπολις.

[1002] Klisali και Kliseli. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Κλήσσαλι, Κλείσαλι, Κλείσαλη, Κλείσελι. Οικισμός του καζά Λαγκαδά. Το 1862 υπήρχε στο Κλίσαλι ένα σπίτι μουσουλμάνων και 55 σπίτια χριστιανών. Το 1910 κατοικούσαν εδώ 486 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1923 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και 3 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Προφήτης. Το 1928 απογράφηκαν 784 άτομα, 13 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1003] Κάκκαβος, σ. 135.

[1004] Muklen, Mukljani, Maklun, Miklen. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Μούχλιανη ή Μούκλιανη. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 250 εξαρχικοί Μακεδόνες. Ο ελληνικός στρατός έκαψε το χωριό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν τότε και κατέφυγαν στη Βουλγαρία, στους οικισμούς Sveti Vrač (Sandanski ) Stanimaka (Asenovgrad) και Nevrokop (Goče Delčev). Στη συνέχεια το χωριό ερήμωσε.

[1005] Draganof, σ. 250-251.

[1006] «Πατρίς», Πέμπτη 20 Ιουλίου 1906.

[1007] Βάρδας, τ. Β’, σ. 78 και 108.

[1008] Το «Νέον Άστυ» της 2ας Αυγούστου 1906, γράφει πως η επίθεση στο Γκορνίτσεβο έγινε από ελληνικό σώμα δύναμης 90 ανδρών. Πριν την εμφάνιση του στρατού, το σώμα πυρπόλησε αρκετά σπίτια και σκότωσε αρκετούς κατοίκους.

[1009] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511 και Καραβίτης, σ. 457 – 459.

[1010] Karjotica. Και Καρυώτισσα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί) και μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1913 ζούσαν εδώ περίπου 300 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 71 εξαρχικοί από το χωριό μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Έφυγαν επίσης αναγκαστικά όλοι οι μουσουλμάνοι για την Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 244 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από την Ανατολική Θράκη). Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 1.009 άτομα, 869 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1011] Γκόνος, σ. 403.

[1012] Rubin, σ. 213. Κάκκαβος, σ. 135.

[1013] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511.

[1014] Kalen. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε ως Κάλιανη ή Κάλεν. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 380 άτομα.

[1015] Το «Εμπρός» της 26ης Ιουλίου, γράφει για 18 νεκρούς και 36 καμένα σπίτια. Η «Πατρίς» της 12ης Αυγούστου, αναφέρει 18 νεκρούς και καμένο το μισό χωριό.

[1016] Ο Draganof (σ. 226) γράφει πως δώδεκα χωρικοί σκοτώθηκαν και ένας γέρος τραυματίστηκε σοβαρά, από χτυπήματα τσεκουριών.

[1017] Rubin, σ. 214. Κάκκαβος, σ. 135.

[1018] Draganof, σ. 251.

[1019] «Εμπρός», Σάββατο 22 Ιουλίου 1906.

[1020] Nisi. Στα ελληνικά Νησί και Νησίον (επίσημη ονομασία). Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Τα επόμενα χρόνια εγκαταστάθηκαν στο Νησί και 43 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[1021] Krpeni ή Karpeni. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Κρεπενή. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 70 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το χωριό δεν αναφέρεται στις ελληνικές απογραφές πληθυσμού που ακολουθούν, μέχρι το 1981 (: 61 κάτοικοι).

[1022] Η «Πατρίς» της 30ης Ιουλίου γράφει πως σε αυτή την ενέδρα, τα θύματα ήταν πέντε Βλάχοι: δυο νεκροί, δυο θανάσιμα πληγωμένοι και ένας που αιχμαλωτίστηκε.

[1023] Το «Εμπρός» της 26ης Ιουλίου 1906, γράφει πως βρέθηκαν από τους χωρικούς και παραδόθηκαν στη Χρούπιστα, τα πτώματα τεσσάρων Ρουμανιστών.

[1024] Βάρδας, τ. Β’, σ. 89. «Εμπρός», Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1906.

[1025] Resuljani και Resula. Ρεσούλια και Ρεσούλιανη στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 130 Ρωμιοί. Το 1929 ο οικισμός μετονομάστηκε Καλονέρι και το 1959 Βέλος.

[1026] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511.

[1027] «Εμπρός», «Σκριπ», «Καιροί» της 28ης Ιουλίου και «Ακρόπολις» της 29ης Ιουλίου 1906.

[1028] Draganof, σ. 285.

[1029] Javorjani και Javoreni. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Γιαβόριαν(ν)η, Γιαβόργιαννη, Γιαβόργιανι. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 140 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πλατάνη.

[1030] «Εμπρός», Κυριακή 30 Ιουλίου 1906.

[1031] Patečina, Patičin, Patičino, Patečin. Στα ελληνικά αναφέρεται ως Μπατατσίν, Μπατουσίν και Πάτοτσιν. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Στο τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, ζούσαν εδώ περίπου 100 εξαρχικοί Μακεδόνες και λίγοι Βλάχοι. Ο μακεδονικός πληθυσμός εγκαταλείπει το χωριό, μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Στη θέση του εγκαθίστανται ρουμανίζοντες Βλάχοι. Το 1920 απογράφονται εδώ 325 άτομα. Το 1925 πολλοί Βλάχοι του χωριού φεύγουν για τη Ρουμανία. Το 1926 οικισμός μετονομάζεται σε Πάτημα.

[1032] Το «Νέον Άστυ» της 4ης Αυγούστου, γράφει πως ελληνική συμμορία επιτέθηκε, πριν από μέρες, εναντίον ενός χωρίου των Βοδενών. Έκαψε δέκα σπίτια και σκότωσε συνολικά 13 άτομα, έξι εξαρχικούς και επτά Ρουμανίζοντες.

[1033] Καραβίτης, σ. 491-492.

[1034] Ράπτης, σ. 645-646.

[1035] Κάκκαβος, σ. 135.

[1036] Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511.

[1037] Draganof, σ. 286. Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 511. «Πατρίς», Παρασκευή 11 Αυγούστου 1906.

[1038] Draganof, σ. 251.

[1039] «Εμπρός», Κυριακή 1 Αυγούστου, 1905.

[1040] Κάκκαβος, σ. 135.

[1041] Likovišta, Stara Lukovišta, Lukovica, Lekovičišča, Lakovišta. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Λυκοβίστα, Λυκόβιστα, και Λυκοβίτσα. Οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ 100 περίπου χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στη Λικόβιστα και 65 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Λυκογιάννης, το 1940 Παλαιός Λυκογιάννης και το 1951 Παλαιά Λυκόγιαννη.

[1042] Παπατζανετέας, σ. 214-216.

[1043] Κάκκαβος, σ. 135.

[1044] Παπατζανετέας, σ. 217 και Κάκκαβος, σ. 135.

[1045] Κάκκαβος, σ. 135.

[1046] Činar Furnos. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τσινάφορον, Τσινάφουρνο και Τσινάφορο(ν) Χωριό της περιοχής Ρουμλουκίου (Urumluk) του καζά Θεσσαλονίκης. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 χριστιανοί Ρωμιοί και 100 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Οι τελευταίου εγκατέλειψαν τον οικισμό και έφυγαν στην Τουρκία μέχρι το 1924. Την ίδια περίοδο, το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στο χωριό ισάριθμους χριστιανούς πρόσφυγες. Το 1954 ο οικισμός μετονομάστηκε Πλάτανος.

[1047] Trikala. Και Τρίκκαλα ή Τρίκαλα (επίσημη ονομασία) στις ελληνικές πηγές. Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους εκατό περίπου πατριαρχικοί Μακεδόνες και πενήντα μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Μέχρι το 1924, με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν. Την ίδια περίοδο, εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα 450 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 562 άτομα, 455 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1048] Nisija και Nisja. Και Νήσια στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 350 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1913 καταγράφεται ως Νησίον (επίσημη ονομασία).

[1049] Βάρδας, τ. Β’, σ. 52.

[1050] Βάρδας, τ. Β’, σ. 53.

[1051] Βάρδας, τ. Β’, σ. 54.

[1052] Βάρδας, τ. Β’, σ. 55.

[1053] Βάρδας, τ. Β’, σ. 62.

[1054] Βάρδας, τ. Β’, σ. 63.

[1055] Βάρδας, τ. Β’, σ. 66.

[1056] Βάρδας, τ. Β’, σ. 67.

[1057] Βάρδας, τ. Β’, σ. 66.

Βάρδας, τ. Β’, σ. 89.

[1058] Grače. Το βρίσκουμε επίσης ως Gr’če, Groče, Gratče, Granč. Πρόκειται για το Γκρέντσι ή Γκρέντση ή Γορέντσι των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 320 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1928 μετονομάστηκε Φτελιά και το 1940 Πτελέα. Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε μέχρι το 1940 σε 460 άτομα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι περισσότεροι κάτοικοι του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1059] Βάρδας, τ. Β’, σ. 90.

[1060] Draničevo ή Dreničevo. Και Δρανίτσι(ον) στις ελληνικές πηγές. Χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 280 άτομα. Από αυτά τα περισσότερα ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Υπήρχαν ωστόσο και τέσσερις μουσουλμανικές οικογένειες. Οι μουσουλμάνοι αυτοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, μέχρι το 1924. Έφυγαν επίσης τέσσερις οικογένειες για τη Βουλγαρία, με την συνθήκη της Νεϊγύ. Στο χωριό η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε έξι οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τον Πόντο). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Κρανοχώρι και το 1940 Κρανοχώριον. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου σκοτώθηκαν 37 κάτοικοί του. Άλλοι 131 αναγκάστηκαν να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες το 1949.

[1061] Βάρδας, τ. Β’, σ. 91.

[1062] Προξενείο Μοναστηρίου, αριθμ. 1, λίαν απόρρητος, 8 Αυγούστου 1906.

[1063] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 675, 25 Σεπτεμβρίου 1906.

[1064] Sovič. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Σόβιτς ή Σόφιτς. Χωριό του καζά Φλώρινας. Μεταξύ των ετών 1905-1907 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 8 άτομα. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 300 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1065] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 511, 5 Αυγούστου.

[1066] «Εμπρός»της 8ης Αυγούστου και «Πατρίς» της 11ης Αυγούστου 1906.

[1067] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 511, 5 Αυγούστου.

[1068] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 531, 14 Αυγούστου. «Πατρίς» της 29ης Σεπτεμβρίου. «Ακρόπολις» της 30ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1069] Βάρδας, τ. Β’, σ. 105-107.

[1070] Stensko. Το Στένσκο(ν) ή Στέντσκο(ν) των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Χρούπιστα (Hrupišta) του кαζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 130 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Στενά. Προπολεμικά ζούσαν στο χωριό 18 μακεδονικές οικογένειες. Μεταξύ 1941-1949 σκοτώθηκαν 23 κάτοικοι του χωριού. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου 156 άτομα από το Στένσκο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1071] Čuka. Και Τσούκα στα ελληνικά. Χωριό του ναχιγιέ Χρούπιστα (Hrupišta) του кαζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 160 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Προπολεμικά κατοικούσαν στην Τσούκα 28 μακεδονικές οικογένειες. Μεταξύ των ετών 1941-1949 σκοτώθηκαν 18 άτομα από το χωριό. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, 157 κάτοικοί του πέρασαν τα σύνορα και έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες. Άλλοι 33 μετεγκαταστάθηκαν στο γειτονικό χωριό Ραντίγκοζε (Αγία Άννα). Το 1955 ο έρημος οικισμός μετονομάστηκε Αρχάγγελος.

[1072] Draganof, σ. 251.

[1073] Draganof, σ. 285.

[1074] Κάκκαβος, σ. 135.

[1075] Kroncelevo και Kruncelevo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Κροντσέλεβο(ν), Κροντέλοβο(ν) και Κρουτσέλοβο(ν). Μακεδονικό χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Το 1912 είχε περίπου 310 κατοίκους. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς ήταν εξαρχικοί χριστιανοί και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι (πρόσφυγες του 1878 από τη Βοσνία). Μέχρι το 1924, οι μουσουλμάνοι του χωριού υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 39 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Κερασιές και το 1940 Κερασέαι.

[1076] Plevna, Plevnja. Και Πλεύνα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Δράμας. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1913 ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 2.121 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 27 εξαρχικές οικογένειες από την Πλεύνα μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από τη άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό 17 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (σε Nevrokop, Plovdiv, Kričim, Pažardžik). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Πετρούσα. Το 1928 απογράφηκαν 760 άτομα, 77 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1077] Draganof, σ. 286.

[1078] Draganof, σ. 285-286.

[1079] Draganof, σ. 286.

[1080] Draganof, σ. 251-252.

[1081] Η εφημερίδα «Πατρίς» της 25ης Σεπτεμβρίου, γράφει πως σε αυτή τη επίθεση σκοτώθηκαν τέσσερα άτομα, δυο άνδρες και δυο γυναίκες. Επίσης σκοτώθηκαν πολλά βοοειδή και πρόβατα.

[1082] Κάκκαβος, σ. 136.

[1083] Rubin, σ. 216.

[1084] Rubin, σ. 216. Κάκκαβος, σ. 136.

[1085] Dolna Džumaja, Serska Džumaja, Barakli Džumaja. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τζουμαγιά ή Μπαρακλή Τζουμαγιά ή Μπαϊρακλή Τζουμαγιά ή Κάτω Τζουμαγιά. Οικισμός του καζά Σερρών. Το 1912 είχε πληθυσμό περίπου 6.000 άτομα. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ήταν Μακεδόνες (κυρίως πατριαρχικοί). Υπήρχαν μεγάλες ομάδες χριστιανών Βλάχων και μουσουλμάνων Τούρκων, καθώς επίσης λίγοι Τσιγγάνοι, Ρωμιοί και Αλβανοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, είκοσι εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, στο Petrič και στο Sveti Vrač (Sandanski). Όλοι επίσης οι μουσουλμάνοι από τη Τζουμαγιά, έφυγαν αναγκαστικά για την Τουρκία. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 112 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη). Το 1926 η Τζουμαγιά μετονομάστηκε Ηράκλεια. Το 1928 απογράφηκαν στον οικισμό 2.266 άτομα, 464 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1086] Draganof, σ. 252-253.

[1087] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 3270, 16 Αυγούστου.

[1088] Draganof, σ. 253.

[1089] Klepušna. Κλεπούσνα στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Ζίχνας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 800 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 38 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Nevrokop, Kornica, Plovdiv, Peruštica, Pazardžik). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Αγριανή. Το 1928 απογράφηκαν 716 άτομα, 9 εκ των οποίων ήταν πατριαρχικοί πρόσφυγες που ήρθαν στο χωριό μετά το 1922.

[1090] Skrižovo, Serzova. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Σκρίτζοβα, Σκρίτσοβα και Σκρίτζοβο(ν). Χωριό του καζά Ζίχνας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.600 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το χωριό κάηκε στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο από τον ελληνικό στρατό. Όλοι οι κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Sveti Vrač, Nevrokop, Plovdiv). Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 120 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Σκοπιά.

[1091] Draganof, σ. 253.

[1092] Šemoltos. Και στα ελληνικά Σέμαλτο(ς). Χωριό του καζά Ζίχνας. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1913 ζούσαν εδώ 976 άτομα. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 985 άτομα, 77 εκ των οποίων ήταν πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Μικρόν Σούλι και το 1940 Μικρόν Σούλιον.

[1093] Draganof, σ. 253.

[1094] Rubin, σ. 216.

[1095] «Πατρίς», Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 1906.

[1096] Draganof, σ. 286.

[1097] «Εμπρός», Σάββατο 26 Αυγούστου 1906.

[1098] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 572, 5 Σεπτεμβρίου.

[1099] Gajtaninovo και Гайтаниново (επίσημη βουλγαρική γραφή). Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε ως Γκαϊτανίνοβο(ν), Γαϊτανίνοβο(ν) και Γαϊτανίνα. Χριστιανικό χωριό του καζά Νευροκοπίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.000 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1100] Draganof, σ. 253-254.

[1101] Βάρδας, τ. Β’, σ. 148.

[1102] «Εμπρός», Κυριακή 27 Αυγούστου 1906.

[1103] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 3590, 31 Αυγούστου.

[1104] Οι περισσότερες ελληνικές εφημερίδες γράφουν ψευδώς (για μια ακόμη φορά), ότι έγινε «μάχη» με τσέτα στο Σμίλεβο. Στο αποτέλεσμα όμως συμφωνούν: δώδεκα εχθροί νεκροί και οκτώ καμένα σπίτια. Βλ. «Σκριπ», «Καιροί», «Εμπρός» της 31ης Αυγούστου και «Αθήναι» «Πατρίς», «Ακρόπολις», «Άστυ», «Νέον Άστυ», «Εμπρός» της 1ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1105] «Νέον Άστυ», Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1906.

[1106] Draganof, σ. 226-229.

[1107] Βάρδας, τομ. Β’, σελ. 163.

[1108] Plakje. Πλάκιε και Πλάκες στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Οχρίδας (Охридска). Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε 216 κατοίκους.

[1109] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 572, 5 Σεπτεμβρίου.

[1110] «Εμπρός», Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1906.

[1111] Ράπτης, σ. 707.

[1112] Draganof, σ. 286.

[1113] Elešnica. Αναφέρεται και ως Jelešnica. Στα ελληνικά κείμενα το συναντάμε σαν Ελέσνιτσα ή Λέσνιτσα. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Το 1913 ζούσαν εδώ περίπου 380 εξαρχικοί Μακεδόνες. Τον Αύγουστο του 1915, ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 400 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 34 οικογένειες, που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Sveti Vrač (Sandanski), στα χωριά Kulata και Ploski (της περιφέρειας Petrič) και στο χωριό Sklave (της περιφέρειας Sandanki). Από την άλλη η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ δέκα οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Φαιά Πέτρα. Το 1928 απογράφηκαν 279 άτομα, 41 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Στη ελληνική απογραφή του 1940 και τη βουλγάρικη στατιστική του 1941, το χωριό είχε 325 κατοίκους.

[1114] Draganof, σ. 286.

[1115] Draganof, σ. 252.

[1116] Κάκκαβος, σ. 136.

[1117] Bogorodica. Αναφέρεται και ως Bogoroč. Στις ελληνικές πηγές τη βρίσκουμε σαν Μπογορόδιτσα, Βογορόδιτσα και Μπόρες. Χωριό του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 344 χριστιανοί Μακεδόνες (174 πατριαρχικοί και 170 εξαρχικοί) και 533 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 756 άτομα.

[1118] Kušinovo, Košinovo, Ikizler. Κοσίνοβο(ν) και Κασίνοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 240 Μακεδόνες (εξαρχικοί και Πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσαν στη Βουλγαρία 137 εξαρχικοί. Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό 168 πατριαρχικούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (που μιλούσαν μια τουρκική διάλεκτο με πολλές σλαβικές λέξεις). Το 1927 το Κουσίνοβο μετονομάστηκε Πολύπετρον.

[1119] Kireč Kjoj, Pejzanovo. Στις ελληνικές πηγές απαντάται ως Ασβεστοχώρι και Ασβεστοχώριον (επίσημη ονομασία). Χριστιανικό κεφαλοχώρι του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 4.700 πατριαρχικοί Μακεδόνες.

[1120] Nestram και Nestram. Στα ελληνικά αναφέρεται ως Νεστράμι(ον). Κεφαλοχώρι της ομώνυμης περιοχής του καζά Καστοριάς. Ήταν χωρισμένο σε Πάνω και Κάτω μαχαλά (Gorno και Dolno). Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.700 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 20 οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Άγιος Νέστωρ και το 1928 Νεστόριον. Την περίοδο 1940-1949 σκοτώθηκαν 130 κάτοικοι του χωριού. Σχεδόν άλλοι 300 αναγκάστηκαν να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες, στο τέλος του εμφυλίου πολέμου.

[1121] Βάρδας, τ. Β’, σ. 101.

[1122] Βάρδας, τ. Β’, σ. 116.

[1123] Βάρδας, τ. Β’, σ. 113.

[1124] Εκείνη την περίοδο, τμήμα της περιοχής Κορυτσάς ανήκει διοικητικά στη Μακεδονία.

[1125] Βάρδας, τ. Β’, σ. 122.

[1126] Βάρδας, τ. Β’, σ. 135.

[1127] Βάρδας, τ. Β’, σ. 136.

[1128] Ο έλληνας οπλαρχηγός Τσεκούρας σκότωσε τον οπλαρχηγό Σάββα, στις 7 Ιανουαρίου του 1908, στην περιοχή της Ελασσόνας. Βλ. «Εμπρός» της 17ης Ιανουαρίου 1907 και «Ατλαντίς» της 7 / 20ης Φεβρουαρίου 1908.

[1129] Βάρδας, τ. Β’, σ. 138.

[1130] Βάρδας, τ. Β’, σ. 139.

[1131] Βάρδας, τ. Β’, σ. 140.

[1132] Βάρδας, τ. Β’, σ. 150.

[1133] Graca. Και Γκράτσα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Κορυτσάς. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 380 μουσουλμάνοι Αλβανοί.

[1134] Βάρδας, τ. Β’, σ. 153.

[1135] Βάρδας, τ. Β’, σ. 159.

[1136] Βάρδας, τ. Β’, σ. 159.

[1137] Trnovo ή Trno ή Tirnovo. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται με τις γραφές Τύρνοβο(ν), Τέρνοβο(ν), Τέρνα, Τέρνοβα, Τέρβα. Μέχρι το 1906 ήταν χωριό του ναχιγιέ της Ντόλνα Πρέσπα, του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων και στη συνέχεια χωριό του καζά Κορυτσάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1927 μετονομάστηκε Αγκαθωτόν. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, όλοι οι κάτοικοί του κατέφυγαν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε.

[1138] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 658, 24 Σεπτεμβρίου. «Εμπρός» της 11ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1139] Βάρδας, τ. Β’, σ. 191. «ΕΜΠΡΟΣ» της 11ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1140] «Αθήναι», «Πατρίς» και «Νέον Άστυ» της 3ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1141] «Νέον Άστυ», Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1906.

[1142] Radigože. Αναφέρεται και ως Radogoš ή Radogožd. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Ραδιγκόσδη, Ραδιγκόσδι, Ραδογκόζδι, Ραδογκόσδι. Χωριό του ναχιγιέ Χρούπιστα (Hrupišta) του кαζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 140 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Αγία Άννα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, πολλοί κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1143] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 658.

[1144] Βάρδας, τ. Β’, σ. 166-167.

[1145] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 658. «Εμπρός» της 28ης Νοεμβρίου.

[1146] Barešani. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μπαρέσανι, Μπαρέσανη, Μπαρέσιανη, Μπαρέσιανη. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Μεταξύ των ετών 1903-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 22 άτομα. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 390 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1147] Ελληνική επίθεση στο χωριό, με πέντε νεκρούς χωρικούς, αναφέρουν οι εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Εμπρός» της 18ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1148] Καραβίτης, σ. 603.

[1149] Βάρδας, τ. Β’, σ. 317.

[1150] Οι εφημερίδες «Αθήναι», «Εμπρός» και «Νέον Άστυ» της 17ης Σεπτεμβρίου 1906, γράφουν σχετικά, πως «συμμορία» επιτέθηκε στο χωριό και «κατέσφαξε πέντε άτομα». Ο «Ταχυδρόμος» της 6ης Οκτωβρίου, σημειώνει τον εδώ φόνο μιας τετραμελούς οικογενείας και ενός βοσκού.

[1151] Draganof, σ. 254 και Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 658.

[1152] «Πατρίς», Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 1906.

[1153] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 658.

[1154] Monastirec. Αναφέρεται και ως Manastir. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε σαν Σέλο Μοναστήρ, Σέλο Μονάστηρο και Σέλο Μονάστηρετς. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε 134 άτομα.

[1155] Draganof, σ. 254. Dakin, σ. 357.

[1156] «Εμπρός», Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1906.

[1157] Βάρδας, Τ. Β’, σ. 183.

[1158] Ο Κάκκαβος (σ. 136) γράφει ότι υπήρξε για ελληνική επίθεση στο Γκόλο Σέλο, με τρεις κατοίκους νεκρούς (η μία γυναίκα) και τρεις τραυματίες (πάλι, η μία γυναίκα).

[1159] Γκόνος, σ. 403. «Νέον Άστυ» της 4ης Οκτωβρίου 1906.

[1160] Rubin, σ. 218.

[1161] Ο Βάρδας γράφει (τ. Β’, σ. 201) πως ήταν έξι εξαρχικοί από το χωριό Τσάπαρι του Μοναστηρίου και μάλλον τους σκότωσε ο Κύρου.

[1162] «Καιροί», Σάββατο 7 Οκτωβρίου 1906.

[1163] Rakotinci και Rakotince.Χριστιανικό χωριό του καζά Σκοπίων (Скопска). Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό περίπου 300 άτομα.

[1164] «Καιροί» και «Εμπρός» της 21ης και «Σκριπ» της 30ης Σεπτεμβρίου1906.

[1165] Gnilež. Στα ελληνικά έγγραφα αναγράφεται σαν Γκνήλες ή Γνήλες. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 100 πατριαρχικοί Μακεδόνες.

[1166] Ο Βακαλόπουλος (σ. 221) γράφει πως οι νεκροί ήταν δεκαέξι.

[1167] «Ακρόπολις», «Εμπρός», «Πατρίς» της 29ης Σεπτεμβρίου 1906.

[1168] Το «Άστυ» της 25ης Σεπτεμβρίου και ο «Ταχυδρόμος» της 6ης Οκτωβρίου 1906, σημειώνουν πως τα πτώματα βρέθηκαν «τεμαχισμένα» με τσεκούρια.

[1169] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφα 3988 και 658, 20 και 24 Σεπτεμβρίου.

[1170] Gneotino. Το συναντάμε και ως Negotin. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Νεγοτίν ή Νεγότινο(ν). Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό περίπου 300 πατριαρχικούς Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 κατοικούσαν εδώ 128 άτομα.

[1171] Dakin, σ. 357.

[1172] «Πατρίς», Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 1906.

[1173] Melnikič. Στα ελληνικά κείμενα το βρίσκουμε σαν Μελιγκίτσι, Μελνικίτς και Μέλενκιτς. Χωριό το καζά Σερρών. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Μακεδόνες. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 450 άτομα. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μελενικίτσιον.

[1174] «Πατρίς», Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 1906.

[1175] Orizarci ή Čeltik. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Ορυζάρτσι, Οριζάρτσι και Τσερτίκ. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 460 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, αρκετοί κάτοικοί του έφυγαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Τσέλτικ 106 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων, από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ρίζια και το 1940 Ρύζια. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 658 άτομα, 491 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1176] Το «Νέον Άστυ» της 29ης Σεπτεμβρίου 1906, γράφει πως σκοτώθηκαν τρεις χτίστες από το Κιλκίς και η Ντόμκα, κόρη του Μίτσκο.

[1177] «Πατρίς», Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 1906.

[1178] «Καιροί», «Άστυ» και «Νέον Άστυ» της 22ας Σεπτεμβρίου 1906.

[1179] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1906, επιστολή Γιαγλή με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1906.

[1180] «Πατρίς», Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 1906.

[1181] Čepeli. Και Τσεπελή στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Τίκφες. Το 1916 ζούσαν εδώ 1.017 μουσουλμάνοι Τούρκοι.

[1182] «Άστυ», Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 1906.

[1183] Βακαλόπουλος, σ. 217. «Εμπρός», Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 1906.

[1184] Olišta και Χόλιστα στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 410 εξαρχικοί Μακεδόνες. Τρία άτομα από το χωριό, που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ το 1912-1913, δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες». Έξι οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία με τη συνθήκη της Νεϊγύ. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Μελισσότοπος. Προπολεμικά υπήρχαν στο χωριό 65 μακεδονικές οικογένειες. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, αρκετοί κάτοικοί του αναγκάστηκαν να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1185] Στις 9 Οκτωβρίου, ο Βάρδας (τ. Β’, σ. 238) μαθαίνει πως έλληνες αντάρτες «έκαψαν δυο-τρία σπίτια στη Χόλιστα». Την επόμενη μέρα, σε επιστολή που λαμβάνει από τα Μπίτολα, ο Κέντρος (Σπηλιάδης) κάνει λόγο για το «ελεεινό επιχείρημα της Χόλιστας» (τ. Β’, σ. 244). Στο Αρχείο Τσόντου-Βάρδα (φάκελος 6) υπάρχει η πληροφορία πως ο Ζάκας έκαψε τέσσερα σπίτια στη Χόλιστα και έφυγε μόλις ήρθε ο τουρκικός στρατός από τη Ζαγκορίτσανη.

[1186] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717, 14 Οκτωβρίου και «Εμπρός» της 21ης Οκτωβρίου 1906.

[1187] Η «Ακρόπολις» και το «Άστυ» της 21ης Οκτωβρίου γράφουν πως οι νεκροί ήταν πέντε.

[1188] ΔΙΣ, σελ 223.

[1189] Živovo. Αναφέρεται και ως Živo. Στα ελληνικά κείμενα το συναντάμε σαν Ζίχοβο(ν), Ζίοβο(ν) και Ζήοβο(ν). Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 173 άτομα.

[1190] Draganof, σ. 229.

[1191] Ο «Ταχυδρόμος» της 6ης Οκτωβρίου γράφει για σαράντα καμένα σπίτια και είκοσι νεκρούς. Για είκοσι νεκρούς κάνει λόγο και η «Ακρόπολις» της 21ης Οκτωβρίου. Το «Εμπρός» της 21ης Οκτωβρίου, δίνει τον αριθμό των είκοσι τριών σκοτωμένων, ενώ το «Άστυ» της ίδιας ημέρας, για δεκαπέντε.

[1192] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717, 14 Οκτωβρίου.

[1193] «Σκριπ», Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 1906.

[1194] «Εμπρός», και «Πατρίς» της 29ης Σεπτεμβρίου 1906. «Πατρίς» της 8ης Οκτωβρίου 1906.

[1195] «Νέον Άστυ» της 18ης και «Ταχυδρόμος» της 21ης Οκτωβρίου 1906.

[1196] Οι ρουμανίζοντες Βλάχοι των περιφερειών Βέροιας, Ξηρολίβαδου και Ντόλιανης υπέβαλαν στο Μεγάλο Βεζίρη, αίτημα προστασίας από τα ελληνικά σώματα, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ατλαντίς» της 30 / 12ης Ιανουαρίου 1907.

[1197] Rubin, σ. 220. «Ακρόπολις», «Εμπρός», «Καιροί», «Νέον Άστυ» της 22ας Οκτωβρίου 1906. «Ακρόπολις» της 23ης Οκτωβρίου 1906. «Εμπρός» και «Νέον Άστυ» της 3ης Νοεμβρίου 1906. «Νέον Άστυ» της 24ης Νοεμβρίου 1906.

[1198] «Ακρόπολις», «Σκριπ», «Εμπρός», «Άστυ» και «Νέον Άστυ» της 21ης Οκτωβρίου 1905.

[1199] Rubin, σ. 220.

[1200] Mavrovo. Και Μαύροβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 820 άτομα. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς ήταν πατριαρχικοί χριστιανοί (Μακεδόνες και Ρωμιοί) και οι άλλου μισοί μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μέχρι το 1924 όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού (45 οικογένειες) μετανάστευσαν υποχρεωτικά στην Τουρκία. Την ίδια περίοδο, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Μαύροβο 55 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων από τη Μικρά Ασία και 19 από τον Πόντο. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Μαυροχώρι και το 1940 Μαυροχώριον.

[1201] Οι εφημερίδες «Σάλπιγξ» της 15ης , «Καιροί» και «Σκριπ» της 16ης Οκτωβρίου 1906, αναφέρουν τη δολοφονία του εξαρχικού Πέτρου Γιοβάν από τη Χόλιστα, λίγο έξω από το χωριό του.

[1202] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717. «Νέον Άστυ» της 20ης Οκτωβρίου 1906.

[1203] Tiolišta ή Tiholišta. Αναφέρεται και σαν Tiovlišča ή Tiolišča. Η Τειχόλιτσα ή Τιχόλιστα των ελληνικών πηγών. Χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Τειχειό και το 1940 Τοιχίον. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου αρκετοί κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1204] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717. «Εμπρός» της 20ης Οκτωβρίου 1906.

[1205] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717.

[1206] Sredno Kufalovo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Μεσαίο Κουρφάλι, Μεσαίο Κουφάλοβο(ν), Μεσαίο(ν) Κοφάλοβο(ν), Μεσαία Κουφάλια (επίσημη ονομασία). Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, ζούσαν εδώ περίπου 650 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους πατριαρχικούς πρόσφυγες (κυρίως από τη Βουλγαρία).

[1207] Κάκκαβος, σ. 137. «Πατρίς» της 22ας Δεκεμβρίου 1906. «Ατλαντίς» της 10 / 23ης Ιανουαρίου 1907.

[1208] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717.

[1209] Η «Ακρόπολις» της 22ας Οκτωβρίου, γράφει για φόνο τεσσάρων κομιτατζήδων στο Τσερνομπούκι, υπό «αγνώστων».

[1210] Crnobuki και Crno Buki. Και Τσερνομπόκ ή Τσερνομπούκι στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 416 άτομα.

[1211] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 717.

[1212] Dakin, σ. 342. «Εμπρός», «Πατρίς», «Νέον Άστυ» και «Αθήναι» της 26ης Νοεμβρίου 1906.

[1213] Κάκκαβος, σ. 136. Dakin, σ. 343. ΔΙΣ, σ. 226.

[1214] Dakin, σ. 343. ΔΙΣ, σ. 226.

[1215] Radovo και Radevo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Ράντοβο(ν) ή Ράδοβο(ν). Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Οι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικοί). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 500 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ μετανάστευσαν στη Βουλγαρία τέσσερις εξαρχικές οικογένειες (στα χωριά Kulata και Čučuligovo της περιφέρειας Petrič). Από την άλλη, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Ράντοβο 93 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κατοικούσαν στο χωριό περισσότερα από 1.000 άτομα.

[1216] Κάκκαβος, σ. 137. Πατρίς» της 22ας Δεκεμβρίου 1906.

[1217] Gorno Selo, Gorno Šel, Drugo Selja. Και Άνω Σέλι στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Βέροιας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.200 χριστιανοί Βλάχοι. Το 1926 μετονομάστηκε Άνω Βέρμιον και το 1951 Βέρμιον.

[1218] Rubin, σ. 221. Κάκκαβος, σ. 136.

[1219] «Πατρίς» της 22ας Δεκεμβρίου 1906 και Κάκκαβος, σ. 137.

[1220] Rubin, σ. 222.

[1221] Ο Βακαλόπουλος (σ. 214) δίνει ως ημερομηνία επίθεσης την 25 Οκτωβρίου 1906.

[1222] Ράπτης, σ. 708-709.

[1223] «Ακρόπολις», Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 1906.

[1224] Η «Πατρίς» της 22ας Δεκεμβρίου 1906, γράφει πως ο νεκρός ήταν ένας χωρικός.

[1225] Κάκκαβος, σ. 136.

[1226] Κάκκαβος, σ. 137. «Εμπρός» της 10ης Νοεμβρίου 1906.

[1227] Rubin, σ. 222. Κάκκαβος, σ. 137. Dakin, σ. 374. Βακαλόπουλος, σ. 183.

[1228] «Ακρόπολις» και «Σκριπ» της 22ας Οκτωβρίου 1906.

[1229] Ο Βάρδας μαθαίνει στις 31 Οκτωβρίου (τ. Β’, σ. 290) πως σκοτώθηκαν τέσσερις άνδρες από το χωριό Τίρσιε και μια γυναίκα την έφεραν τραυματισμένη στη Φλώρινα.

[1230] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 761, 28 Οκτωβρίου.

[1231] Vasilika. Και Βασιλικά στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Καλαμαριάς (Gelimerska) του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 2.300 Ρωμιοί. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στα Βασιλικά και 55 πατριαρχικοί πρόσφυγες.

[1232] Poligiros, Poligero, Palighero. Και Πολύγυρος στα ελληνικά. Έδρα του καζά Κασσάνδρας ή Πολύγυρου. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1913 ζούσαν εδώ 1.590 άτομα.

[1233] «Πατρίς», Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 1906.

[1234] Ο Βλάχος (σ. 435) γράφει πως οι νεκροί ήταν δεκαεπτά.

[1235] Ράπτης, σ. 490. «Αθήναι», «Ακρόπολις», «Εμπρός», «Νέον Άστυ» της 2ας Νοεμβρίου. «Εμπρός» της 5ης Νοεμβρίου 1906. «Νέον Άστυ» της 12ης, 15ης, και 22ας Νοεμβρίου. «Ταχυδρόμος» της 20ης Νοεμβρίου 1906

[1236] Το «Εμπρός» της 30ης Νοεμβρίου γράφει πως οι σκοτωμένοι χωρικοί από το Έμπορε ήταν τρεις και εκτελεστές τους ήταν άνδρες του σώματος του καπετάν Φαρμάκη.

[1237] «Πατρίς» της 3ης Νοεμβρίου 1906.

[1238] Elšen, Elisan, Elšani, Elšan. Έλσανη, Έλσιανη και Έλσιανι, στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.100 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και 200 μουσουλμάνοι (γλωσσικά απροσδιόριστοι). Οι τελευταίοι, υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, με τη συνθήκη της Λοζάνης. Επίσης, με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 100 εξαρχικοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, στις πόλεις Petrič και Gorna Džumaja (Blagoevgrad). Στο χωριό εγκαταστάθηκαν, από την άλλη, 89 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Καρπερή. Το 1928 απογράφηκαν στο χωριό 1.133 άτομα, 251 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1239] Dakin, σ. 343. ΔΙΣ, σ. 226.

[1240] «Αθήναι», Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 1906.

[1241] Ramel, Remil, Remelj. Ράμελ, Ράμιλ, και Ράμελι στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 210 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, πολλοί κάτοικοι του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό 454 πατριαρχικοί πρόσφυγες, από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ραχώνα.

[1242] Κάκκαβος, σ. 136-137. «Εμπρός», «Πατρίς» και «Νέον Άστυ» της 2ας Νοεμβρίου 1906. «Πατρίς» της 22ας Δεκεμβρίου 1906.

[1243] Κάκκαβος, σ. 136.

[1244] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, Π. Σπηλιάδη, «Υπόμνημα περί της εν τω Βιλεατίω Μοναστηρίου καταστάσεως», Αθήνα 9 Οκτωβρίου.

[1245] Ο συντάκτης του υπομνήματος, εννοεί προφανώς, κυρίως την εφημερίδα «Εμπρός» του Δημήτρη Καλαποθάκη.

[1246] Βάρδας, τ. Β’, σ. 165

[1247] Stenje. Και Στένιε στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Ρέσεν ή Γκόρνα Πρέσπα (Gorna Prespa), του καζά Μοναστηρίου ή Βιτολίων (Bitolska). Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ζούσαν εδώ 190 άτομα.

[1248] Βάρδας, τ. Β’, σ. 171.

[1249] Βάρδας, τ. Β’, σ. 172.

[1250] Βάρδας, τ. Β’, σ. 175.

[1251] Vidovo, Videhove. Βίδοβα και Βέδοβα στις ελληνικές πηγές. χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ (Nesram) του καζά Καστοριάς. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 600 περίπου μουσουλμάνοι Αλβανοί. Στη συνέχεια προσαρτήθηκε στην Αλβανία.

[1252] Βάρδας, τ. Β’, σ. 176-177.

[1253] Βάρδας, τ. Β’, σ. 187.

[1254] Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ατλαντίς» της 13 / 26ης Ιανουαρίου 1907, οι οθωμανικές αρχές έδωσαν άδεια οπλοφορίας στους χωρικούς της περιοχής Κορεστίων, για να αμύνονται από τις συχνές επιθέσεις των ελληνικών σωμάτων.

[1255] Βάρδας, τ. Β’, σ. 193.

[1256] Βάρδας, τ. Β’, σ. 201.

[1257] Βάρδας, τ. Β’, σ. 214.

[1258] Βάρδας, τ. Β’, σ. 217.

[1259] Βάρδας, τ. Β’, σ. 220.

[1260] Βάρδας, τ. Β’, σ. 233.

[1261] Βάρδας, τ. Β’, σ. 236.

[1262] Βάρδας, τ. Β’, σ. 236.

[1263] Ο Βάρδας έστελνε τακτικά την αλληλογραφία του και τις σελίδες του ημερολογίου του, στον Επαμεινώνδα (Παμίκο) Ζυμβρακάκη, για να του τα φυλάει.

[1264] Βάρδας, τ. Β’, σ. 243.

[1265] Βάρδας, τ. Β’, σ. 252.

[1266] Βάρδας, τ. Β’, σ. 264.

[1267] Βάρδας, τ. Β’, σ. 270.

[1268] Βάρδας, τ. Β’, σ. 273.

[1269] Βάρδας, τ. Β’, σ. 275.

[1270] Velušina. Και Βελούσινα ή Βελουσίνα στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Μεταξύ των ετών 1903-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 78 άτομα. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 850 πατριαρχικοί Μακεδόνες.

[1271] Βάρδας, τ. Β’, σ. 280.

[1272] Βάρδας, τ. Β’, σ. 283.

[1273] Kučkoveni. Στις ελληνικές πηγές αναφέρετε ως Κουτσκόβαινι ή Κουτσκοβαίνη ή Κοτσκόβιανι ή Κουτσκόβιανι. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Οι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν στο Ίλιντεν και γι’ αυτό γνώρισαν την εκδίκηση του οθωμανικού στρατού, που έκαψε πολλά σπίτια του στα τέλη Αυγούστου 1903. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 550 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το χωριό μετονομάστηκε Πέραμα το 1926 και Πέρασμα το 1928.

[1274] Βάρδας, τ. Β’, σ. 328.

[1275] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 832, 11 Δεκεμβρίου.

[1276] Sredno Egri. Sredni Egri. Το Μεσαίο(ν) Ίγκρι των ελληνικών πηγών. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 200 Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί).

[1277] Βάρδας, τ. Β’, σ. 279.

[1278] Βάρδας, τ. Β’, σ. 298-299

[1279] Καραβίτης, σ. 590.

[1280] Βάρδας, τ. Β’, σ. 309.

[1281] Η «Πατρίς» της 13ης Δεκεμβρίου 1906, γράφει πως στη Λιούμνιτσα σκοτώθηκαν ο Δήμος Αθανασίου και ο δεκάχρονος γιος του Νικόλας.

[1282] Rubin, σ. 227. Κάκκαβος, σ. 137.

[1283] Κάκκαβος, σ. 137. «Πατρίς» της 13ης Δεκεμβρίου 1906. «Εμπρός» της 4ης Ιανουαρίου 1907.

[1284] «Ακρόπολις» της 15ης Νοεμβρίου. «Πατρίς» της 19ης Νοεμβρίου. «Νέον Άστυ» της 24ης Νοεμβρίου 1906.

[1285] Kondorobi και Klandorop. Το Κλαντορόπι ή Κονδορ(ρ)όπη των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Το χωριό συμμετέχει το 1903 στην επανάσταση του Ίλιντεν και ο οθωμανικός στρατός, προχωρώντας σε αντίποινα, λεηλατεί και στη συνέχεια καίει όλα τα σπίτια του. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 200 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μερικοί από τους κατοίκους του εντάσσονται κατά τον εμφύλιο στις αριστερές οργανώσεις και καταφεύγουν το 1949, ως πολιτικοί πρόσφυγες, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το 1950 ο οικισμός μετονομάζεται Μεταμόρφωσις.

[1286] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 832. Βλάχος, σ. 435. ΔΙΣ, σ. 223. Βακαλόπουλος, σ. 217.

[1287] Σύμφωνα με τις εφημερίδες «Νέον Άστυ» και «Αθήναι» της 26ης Νοεμβρίου, τα θύματα ήταν τρία. Η «Πατρίς» της 30ης Νοεμβρίου 1906, γράφει για τέσσερις νεκρούς.

[1288] «Εμπρός» της 30ης Νοεμβρίου και της 5ης Δεκεμβρίου 1906.

[1289] Agios Ioanis. Και Άγιος Ιωάννης στα ελληνικά. Μικρό χριστιανικό χωριό του καζά Κασσάνδρας ή Πολύγυρου. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1920 είχε 5 κατοίκους.

[1290] Prosočen, Prosočani, Prosečen. Και Προσωτσάνη ή Προσοτσάνη (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Δράμας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 4.200 άτομα: 1.800 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί), 1.700 μουσουλμάνοι Τούρκοι, 300 Βλάχοι, καθώς επίσης λίγοι Τσιγγάνοι, Ρωμιοί και Αλβανοί. Με τη συνθήκη της Νεϋγύ, 69 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Nevrokop, Plovdiv, Stanimaka, Pažardžik). Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι του οικισμού υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Στα σπίτια αυτών που έφυγαν, εγκαταστάθηκαν 2.588 πατριαρχικοί πρόσφυγες.

[1291] «Πατρίς», Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 1906.

[1292] «Εμπρός», Τρίτη 28 Νοεμβρίου 1906.

[1293] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 832. «Εμπρός» της 4ης Δεκεμβρίου 1906. «Ατλαντίς» της 25 / 7ης Ιανουαρίου 1907.

[1294] Zivojno. Το βρίσκουμε και ως Zivojna ή Zivina. Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε σαν Ζιβόνια ή Ζηβόνια. Χωριό του καζά Φλώρινας. Στα τέλη της οθωμανικής περιόδου, το χωριό είχε περίπου 800 κατοίκους. Από αυτούς οι μισοί σχεδόν ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μεταξύ των ετών 1905-1907, εννέα άτομα από το χωριό μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι εθνικά Μακεδόνες.

[1295] «Εμπρός», Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 1906.

[1296] «Εμπρός» της 4ης Δεκεμβρίου. «Πατρίς» της 6ης Δεκεμβρίου 1906. «Ατλαντίς» της 25 / 7ης Ιανουαρίου 1906.

[1297] Η «Ατλαντίς» της 25 / 7ης Ιανουαρίου 1907 γράφει πως το σώμα του Βρόντα σκότωσε τον Τράικο και άλλους δυο κομιτατζήδες στη Ζιβόινα.

[1298] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 832. «Νέον Άστυ» της 30ης Δεκεμβρίου 1906.

[1299] «Εμπρός», Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 1906.

[1300] «Πατρίς», Κυριακή 7 Ιανουαρίου 1907.

[1301] Η «Ατλαντίς» της 8 / 21ης Φεβρουαρίου 1907, δίνει ως ημερομηνία προσβολής, την 28η Δεκεμβρίου 1906.

[1302] «Εμπρός» της 25ης Δεκεμβρίου 1906. «Νέον Άστυ» της 20ης Ιανουαρίου 1907. «Ατλαντίς» της 16 / 29ης Ιανουαρίου 1907.

[1303] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 946, 30 Δεκεμβρίου. Βάρδας, τ. Β’, σ. 366-367.

[1304] Στις 22 Δεκεμβρίου 1906, ο Βάρδας σημειώνει στο ημερολόγιό του (τ. Β’, σ. 367) πως έμαθε από έναν αγγελιοφόρο, ότι οι οπλαρχηγοί Σίμος και Παύλος, σε αυτή την επίθεση «έκαψαν μία οικία, έναν αχυρώνα και σκότωσαν πέντε κομίτες».

[1305] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 946.

[1306] Προξενείο Μοναστηρίου, 1906, έγγραφο 946. «Ατλαντίς» της 1 / 14ης και της 3 / 16ης Φεβρουαρίου 1907.

[1307] «Ατλαντίς» της 5 / 18ης Ιανουαρίου 1907.

[1308] Karlikovo, Karlukovo, Kirlikova. Και Καρλίκοβα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ζίχνας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 2.000 άτομα. Οι μισοί κάτοικοί του ήταν χριστανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι Τούρκοι. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 106 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, στις πόλεις Nevrokop (Goče Delčev) και Stanimaka (Asenovgrad) και στο χωριό Kuklen. Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Στα σπίτια αυτών που έφυγαν, εγκαταστάθηκαν 1.117 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 οι οικισμός μετονομάστηκε Μικρόπολις. Το 1928 στο χωριό απογράφηκαν συνολικά 2.176 άτομα.

[1309] «Ατλαντίς» της 10 / 23ης Ιανουαρίου 1907.

[1310] «Ατλαντίς» της 12 / 25ης και της 13 / 26ης Ιανουαρίου 1907.

[1311] Opsirino, Obsirino, Opsirina, Obsirina. Η Οψίρινα των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου ή Μπιτολίων. Κάτοικοι από το χωριό συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 300 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1905-1915 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δώδεκα άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Εθνικόν. 

[1312] Βάρδας, τ. Β’, σ. 299.

[1313] Βάρδας, τ. Β’, σ. 301.

[1314] Από του έλληνες συγγραφείς, τη ζάντρουγκα έχει περιγράψει εκτενώς ο Κωνσταντίνος Καραβίδας, στο βιβλίο του Αγροτικά (πρώτη έκδοση 1931 και δεύτερη έκδοση 1978).

[1315] Βάρδας, τ. Β’, σ. 305.

[1316] Βάρδας, τ. Β’, σ. 328.

[1317] Οι σελίδες του ημερολογίου του Βάρδα, για το διάστημα μεταξύ 21ης Νοεμβρίου και 8ης Δεκεμβρίου, έχουν χαθεί.

[1318] Βάρδας, τ. Β’, σ. 340.

[1319] Βάρδας, τ. Β’, σ. 341.

[1320] Βάρδας, τ. Β’, σ. 343.

[1321] Βάρδας, τ. Β’, σ. 344.

[1322] Βάρδας, τ. Β’, σ. 346.

[1323] Βάρδας, τ. Β’, σ. 364.

[1324] Βάρδας, τ. Β’, σ. 369.

[1325] Βάρδας, τ. Β’, σ. 381.

[1326] Litovoj. Και στα ελληνικά Λιτοβόι(ον). Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ 210 περίπου εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ όλοι οι κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους 471 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1954 ο οικισμός μετονομάστηκε Λεπτοκαρυά.

[1327] Dakin, σ. 410. «Ατλαντίς» της 23 / 5ης Φεβρουαρίου 1907.

[1328] «Ατλαντίς» της 23 / 5ης Φεβρουαρίου 1907.

[1329] «Ατλαντίς» της 24 / 6ης Φεβρουαρίου 1907.

[1330] «Ατλαντίς» της 26 / 8ης Φεβρουαρίου 1907.

[1331] Βάρδας, τ. Β’, σ. 418.

[1332] Βάρδας, τ. Β’, σ. 468, 469, 474, 494, 499. Dakin, σ. 410. «Εμπρός» της 17ης Φεβρουαρίου 1907. «Ατλαντίς» της 7 / 20ης Φεβρουαρίου 1907. «Ατλαντίς» της 7 / 20ης Μαρτίου 1907.

[1333] Η «ελληνική συμμορία», όπως αναγράφεται σε είδηση της εφημερίδας «Ατλαντίς» της 16 / 29ης Ιανουαρίου 1907, «πυρπόλησε δύο οικίες πλήρεις ανθρώπων».

[1334] Gračen, Gračani, Gračan. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Γράτσανη, Γράτσιανη και Γράτζενη. Χωριό του καζά Ζίχνας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 370 πατριαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 15 οικογένειες από το χωριό μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Sveti Vrač, Nevrokop και Plovdiv). Το 1928 απογράφηκαν 478 άτομα, 17 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το ίδιο έτος, ο οικισμός μετονομάστηκε Αγιοχώριον.

[1335] Dakin, σ. 410. «Εμπρός» της 23ης Ιανουαρίου «Πατρίς» της 25ης Ιανουαρίου 1907. Ατλαντίς» της 12 / 25ης και της 13 / 26ης Φεβρουαρίου 1907. «Ατλαντίς» της 28 / 13ης Μαρτίου 1907.

[1336] Στις 14 Ιανουαρίου 1907, η εφημερίδα «Νέον Άστυ» γράφει πως η δολοφονημένος Βλάχος από τη Νιζόπολη (: Νιζέπολε) λεγόταν Τόντσης Μάρκου.

[1337] «Πατρίς» της 13ης Ιανουαρίου 1907. «Ατλαντίς» της 8 / 21ης Φεβρουαρίου 1907.

[1338] Γκόνος, σ. 403.

[1339] Glišikj και Gališik. Γκαλισίκ και Γλισσίκι στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Τίκφες. Οι κάτοικοί του ήταν όλοι Μακεδόνες, εξαρχικοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 240 άτομα.

[1340] «Πατρίς», Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 1907.

[1341] «Πατρίς» της 31ης Ιανουαρίου 1907 και «Ατλαντίς» της 19 / 4ης Μαρτίου 1907.

[1342] Κάκκαβος, σ. 146.

[1343] Bomboki, Bombik, Bambuk, Bombaki. Στις ελληνικές πηγές σημειώνεται ως Μπομπόκι, Μπόμποκη, Μπομπόκη. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό περίπου 250 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, μετανάστευσαν στη Βουλγαρία πέντε οικογένειες. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Μακροχώρι και λίγο μετά Σταυροπόταμος. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, πολλοί κάτοικοί του αναγκάστηκαν να γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1344] «Ατλαντίς» της 3 / 16ης Μαρτίου 1907.

[1345] Trstenica, Trestenica, Tristenica. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Τρεστενίτσα και Τριστινίτσα. Χωριό του καζά Ζίχνας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 200 χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι πατριαρχικοί). Λίγοι εξαρχικοί κάτοικοί του, μετανάστευσαν μετά το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο στη Βουλγαρία. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κρυοπηγή. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 182 άτομα, 7 εκ των οποίων ήταν πατριαρχικοί πρόσφυγες που ήρθαν μετά το 1922.

[1346] «Ακρόπολις» της 14ης Φεβρουαρίου 1907 και «Ατλαντίς» της 3 / 16ης Μαρτίου 1907.

[1347] «Σάλπιγξ», Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 1907.

[1348] Βάρδας, τ. Β’, σ. 467.

[1349] «Εμπρός» της 6ης Μαρτίου. «Πατρίς» της 9ης Μαρτίου 1907, «Ατλαντίς» της 20 / 2ας Απριλίου 1907.

[1350] «Ατλαντίς» της 6 / 19ης Μαρτίου 1907.

[1351] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφο 77.

[1352] Dakin, σ. 410 και Κάκκαβος, σ. 147.

[1353] Οι εφημερίδες «Εμπρός», «Ακρόπολις» και «Νέον Άστυ» της 18ης Φεβρουαρίου, γράφουν πως οι σκοτωμένοι καρβουνιάρηδες, στην περιοχή της Κατερίνης, ήταν συνολικά δεκατέσσερις.

[1354] Λίγες μέρες πριν είχαν σκοτωθεί, κοντά στο Μπόζετς, δυο ρουμανίζοντες Βλάχοι από το Λιβάδι, σύμφωνα με ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη της 9ης Φεβρουαρίου, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Ατλαντίς» της 24 / 9ης Μαρτίου 1907.

[1355] Κατά την εφημερίδα «Πατρίς» της 21ης Φεβρουαρίου, το ελληνικό σώμα έκαψε στο Μπόζετς, τα σπίτια των Κώστα και Μπόσκου, σκότωσε δε συνολικά εννέα άτομα.

[1356] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφα 77 της 18ης Φεβρουαρίου και 153 της 22ας Μαρτίου. «Ατλαντίς» της 12 / 25ης Μαρτίου 1907. ΔΙΣ, σ. 258.

[1357] Rahovo, Rahova, Rjahovo. Ράχοβα και Ράχωβα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ζίχνας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, ζούσαν εδώ περίπου 350 χριστιανοί Τούρκοι (πατριαρχικοί Γκαγκαούζηδες) και 150 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Τα επόμενα χρόνια όλοι οι μουσουλμάνοι μετανάστευσαν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 35 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Μεσορράχη. Το 1928 απογράφηκαν 677 άτομα, 198 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1358] «Ατλαντίς» της 8 / 21ης και 9 / 22ας Απριλίου 1907.

[1359] «Ατλαντίς» της 9 / 22ας Απριλίου 1907.

[1360] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφο 57, 6 Φεβρουαρίου.

[1361] Tuzla. Και Τούζλα στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Πραβίου (Правиште). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα μικρό τσιφλίκι, που συνήθως δεν αναφέρεται στις πηγές. Στην απαρίθμηση του 1913 ήταν έρημο. Το 1920 αναφέρεται ως οικισμός της κοινότητας Ορφανίου με πληθυσμό 100 άτομα.

[1362] «Ατλαντίς» της 27 / 12ης Μαρτίου 1907.

[1363] Rubin, σ. 188.

[1364] «Ατλαντίς» της 10 / 23ης Μαρτίου 1907.

[1365] Bač. Και Μπατς στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 450 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1366] Ο «Ταχυδρόμος» της 2ας Απριλίου 1907, γράφει πως σύμφωνα με το Βαλή Μοναστηρίου, στο Μπατς επιτέθηκε ελληνική συμμορία δύναμης εκατό ανδρών. Οι Έλληνες σκότωσαν τον παπά, τρεις άνδρες και μια γυναίκα. Επίσης έκαψαν πολλά σπίτια.

[1367] «Ατλαντίς» της 9 / 22ας Απριλίου 1907.

[1368] «Εμπρός», «Πατρίς» και «Νέον Άστυ» της 22ας Μαρτίου 1907.

[1369] Βάρδας, τομ. Β’, σελ. 555, 556, 560, 586, 636.

[1370] «Ατλαντίς» της 27 / 9ης Απριλίου 1907.

[1371] «Πατρίς» της 23ης Μαρτίου 1907 και «Ατλαντίς» της 9 / 22ης Απριλίου 1907.

[1372] Gorno Kufalovo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Άνω Κουρφάλι, Άνω Κουφάλοβο(ν), Άνω Κοφάλοβο(ν), Άνω Κουφάλια (επίσημη ονομασία). Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, ζούσαν εδώ περίπου 1.500 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους πατριαρχικούς πρόσφυγες (κυρίως από τη Βουλγαρία).

[1373] «Πατρίς», Σάββατο 14 Απριλίου 1907.

[1374] Dakin, σ. 410. ΔΙΣ, σ. 258-259. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφα 153 (22 Μαρτίου) και 288 (16 Μαΐου). «Πατρίς», της 17ης και της 21ης Μαρτίου 1907. «Πατρίς» της 12ης Απριλίου 1907. «Ατλαντίς» της 4 / 17ης και 7 / 20ης Απριλίου 1907.

[1375] Dakin, σ. 410.

[1376] «Πατρίς» της 19ης Μαρτίου 1907. «Ατλαντίς» της 7 / 20ης Απριλίου 1907.

[1377] Rubin, σ. 195, «Εμπρός» της 14ης Απριλίου 1907. «Ατλαντίς» της 30 / 13ης Μαΐου 1907.

[1378] Andžista, Handžista. Αντζίστα και Αγγίστα (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ζίχνας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 200 πατριαρχικοί Ρωμιοί και 130 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στη συνέχεια, όλοι οι μουσουλμάνοι μετανάστευσαν στην Τουρκία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στο χωριό 110 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν 937 άτομα, 516 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1379] «Πατρίς», Κυριακή 1 Απριλίου 1907.

[1380] «Εμπρός» της 7ης Απριλίου 1907. «Ατλαντίς» της 27 / 10ης Μαΐου 1907.

[1381] «Πατρίς» της 7ης Απριλίου 1907. «Ατλαντίς» της 24 / 7ης Μαΐου 1907.

[1382] «Ατλαντίς» της 30 / 13ης Μαΐου 1907. «Ταχυδρόμος» της 3 / 16ης Μαΐου 1907.

[1383] Κάκκαβος, σ. 147.

[1384] Κάκκαβος, σ. 147.

[1385] «Σκριπ» της 25ης Ιουλίου 1907.

[1386] Βάρδας, τ. Β’, σ. 399.

[1387] Ο Μακεδόνας Δημήτρης Παπαδημητρίου θυμάται πως γιόρταζαν στα Μογλενά, τη μέρα της πρωτοχρονιάς: «Τα παιδιά μαζεύουν ξύλα, βάτα και θάμνους, για να ανάψουν τη φωτιά και να μαζευτούν γύρω απ’ αυτή, τις πρώτες πρωινές ώρες, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Έλεγαν τα παραδοσιακά στιχάκια κι από κει ξεχύνονταν στις γειτονιές, φωνάζοντας σαν τα σπουργίτια σούρβα-σούρβα και παίρνοντας σουρβέσκι (δωράκια της σούρβα). Ανάμεσα στα άλλα έλεγαν “σούρβα νόβα γκοντίνα σούρβα, γκολέμ κλας να νίβα, γκολέμ γκροζ να λόζε, ζίβο ι ζντράβο ντο γκοντίνα, ντο γκοντίνα ντο αμίνα”, δηλαδή, “καινούριος χρόνος, μεγάλο στάχυ στο χωράφι, μεγάλο τσαμπί στο αμπέλι, ζωή και υγεία μέχρι του χρόνου, μέχρι του χρόνου μακάρι να γίνει”. Στην παράδοση η λέξη σούρβα έφερνε κάτι καλό. Είναι η αρχή μιας ευχάριστης συνέχειας. Πολλές μακεδονικές λέξεις έχουν τη ρίζα στη λέξη σούρβα: Βα σουρούβε, εννοούν τη γυναίκα πορτογύρα. Σουρουβάρε, λένε επιτιμητικά γι’ αυτούς που χωρίς ιδιαίτερο λόγο τριγυρίζουν» [Από το ανέκδοτο έργο του Δημήτρη Παπαδημητρίου: Μογλενά – λαογραφία].

[1388] Βάρδας, τ. Β’, σ. 406.

[1389] Βάρδας, τ. Β’, σ. 410.

[1390] Βάρδας, τ. Β’, σ. 407.

[1391] Βάρδας, τ. Β’, σ. 417.

[1392] Το Δημήτρη Κυνηγάκη ή Μήτρακα, «τον είχα διώξει από το Μπούκοβο, απειλώντας τον με τουφεκισμό», γράφει ο Καραβίτης στα Απομνημονεύματά του (σ. 632).

[1393] Βάρδας, τ. Β’, σ. 414.

[1394] Βάρδας, τ. Β’, σ. 419.

[1395] Βάρδας, τ. Β’, σ. 420.

[1396] Η εφημερίδα «Εμπρός» της 18ης Νοεμβρίου 1907, αναφέρει έναν διάλογο μεταξύ του ρώσου πρόξενου Καλ και ενός χωρικού στο μακεδονικό χωριό Σκότσιβιρ. Ο πρόξενος λέει στο χωρικό πως «είναι Βούλγαρος, αφού μιλάει Βουλγάρικα». Και ο χωρικός του απαντά: «Είμαστε Μακεδόνες και όχι Βούλγαροι και η γλώσσα μας είναι η Μακεδονική».

[1397] Βάρδας, τ. Β’, σ. 471.

[1398] Βάρδας, τ. Β’, σ. 481.

[1399] Οι Έλληνες είχαν στρατολογήσει ως μισθοφόρο από το Ράκοβο, τον Παύλο (Ρακοβίτη), γνωστό στην περιοχή και σαν Τρελο-Παύλο. Σύμφωνα με το Μόδη, Ο Παύλος, σαν καπετάνιος των Ελλήνων, τον Αύγουστου και τον Σεπτέμβριο του 1907, «σκότωσε πάνω στο βουνό σε δύο δόσεις πολλούς χωρικούς». Οι συγχωριανοί του, είχαν με τον Παύλο «πολλά ντράβαλα στο κεφάλι τους» και γνώρισαν από αυτόν «πολλές αφαιμάξεις στο πορτοφόλι τους». Βλ. Μόδης, σ. 269, 274, 281.

[1400] Βάρδας, τ. Β’, σ. 430.

[1401] Βάρδας, τ. Β’, σ. 458.

[1402] Βάρδας, τ. Β’, σ. 450.

[1403] Η πράξη του Καούδη, ξαφνιάζει τους ανθρώπους της ομάδας του Βάρδα. Ο φίλος του Παμίκος Ζυμβρακάκης, γράφει χαρακτηριστικά, σε επιστολή γραμμένη στις 5 Φεβρουαρίου, προς τον έλληνα αρχηγό: «Ο Καούδης τον οποίο γνωρίζεις καλύτερα από μένα και που έπαιρνε εδώ και έντεκα μήνες 200 δραχμές και μερικά έκτακτα, δεν ξέρω για πιο λόγο περιήλθε σε έριδα με τον Καλαποθάκη και διατείνεται πως τον κλέβουν! Μαίνεται εναντίον του Καλαποθάκη, τον οποίο βρίζει και απειλεί ότι θα φονεύσει!! Ισχυρίζεται ότι θα φέρει στη δημοσιότητα τα όργια του Κομιτάτου». Βλ. Βάρδας, τ. Β’, σ. 502.

[1404] «Εμπρός», Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 1907.

[1405] Τα λίγο πριν και λίγο μετά γεγονότα, από την δημόσια παρέμβαση του Βάρδα, περιγράφει ο Κλειδής (σ. 451-452): «Όλα αρχίσανε τυχαία. Ο Κοντογούρης έφερνε από το προξενείο Μοναστηρίου το φάκελο στην Αθήνα. Είχε τα έξοδα. Τόσα για πράκτορες, για αντάρτες, για δικαστές. Ονόματα, υπογραφές, ημερομηνίες. Χάνει το φάκελο στο τρένο. Ένας Εβραίος τον πάει στο Χιλμή πασά στη Θεσσαλονίκη. Ο Χιλμή λέει στους Έλληνες. Εσείς δεν παίρνεται από λόγια. Ο φάκελος θα πάει στο Σουλτάνο. Τα αστεία τελειώσανε. Η Μακεδονία είναι τουρκική και σεις την κάνατε Κρήτη. Αυτό πάει να πει πόλεμος. Ο Κοντογούρης δίνει στον εαυτό του μια προθεσμία. Ή τον παίρνει πίσω ή αυτοκτονεί. Τον πήρε. Τόσο σίγουρα τον φύλαγαν οι Τούρκοι, που ούτε αντίγραφο δεν είχαν. Ο Χιλμή τρελάθηκε. Πιο έξαλλος ακόμα ο Κοντογούρης έρχεται στην Αθήνα. Σεις φταίτε, τους λέει. Δεν εμπιστεύεστε το προξενείο και θέλετε αποδείξεις. Τους καλεί όλους ο Θεοτόκης και τους λέει. Σας έχω να διευθύνετε αυτόν τον αγώνα. Όχι όλη την Ελλάδα. Σπίτι σας όλοι. Πρώτος φεύγει ο Καλαποθάκης. Όταν δολοφονήσανε το Φώτιο Κορυτσάς, νόμιζε ότι ήταν ο Καραβαγγέλης. Μπέρδεψε τους παπάδες. Γράφει λοιπόν στο «ΕΜΠΡΟΣ», αιωνία του η μνήμη, βράχος του Ελληνισμού, πρόσφερε τούτο και κείνο και το άλλο, πράκτορας, οργανωτής, στύλος των ανταρτών. Διώχνουν το Γερμανό από την Καστοριά κι όλος ο αγώνας κόβεται. Τότε λοιπόν του λένε, Καλαποθάκη τα έγραψες επίτηδες για να τον κάνεις να φύγει και να έχεις την εξουσία εσύ. Τότε γράφει και ο Τσόντος. Ποιο διπλωματικό επεισόδιο βλάκες; Το θέμα είναι ο λουφές. Στέλνουν από την Αθήνα δέκα και λένε πως στείλανε χίλιες. Αυτοί κλέψανε τις αποδείξεις του Κοντογούρη για να μη φανεί πόσα είχε πάρει το Μοναστήρι. Βρείτε τους κλέφτες κι αφήστε το προξενείο ήσυχο. Οι Αθηναίοι λένε, αίσχος. Ο Τσόντος μας βγάζει κλέφτες για να πάει η εξουσία σε αυτόν και τα προξενεία. Η κυβέρνηση λέει, κλέφτες, Κομιτάτο, καπεταναίοι, απολύεστε. Πάει το κομιτάτο να κρατηθεί από μόνο του. Πρόεδρος ο απόστρατος Σισίνης. Σε είκοσι μέρες ο απόστρατος Πίσσας. Σε είκοσι μέρες ο συνταγματάρχης Τζαβέλλας. Αυτά σε δυο μήνες. Κουβάρι χωρίς άκρη».

[1406] Η εφημερίδα «Ατλαντίς» της 23ης Φεβρουαρίου 1907, περιγράφει συνοπτικά τη στάση του αθηναϊκού τύπου σε αυτό το «μεγάλο σκάνδαλο».

[1407] Βάρδας, τ. Β’, σ. 490.

[1408] Βάρδας, τ. Β’, σ. 513.

[1409] Στο αρχείο Τσόντου-Βάρδα (Φάκελος 6), υπάρχει η πληροφορία πως τον Παύλο Ρακοβίτη τον δολοφόνησε το 1910, στους μύλους στο Ράκοβο, ο Ναούμ Αρναούτης από το Πισοδέρι, κατόπιν διαταγής του ελληνικού προξενείου Μονοστηρίου.

[1410] Βάρδας, τ. Β’, σ. 528-529.

[1411] Βάρδας, τ. Β’, σ. 553.

[1412] Βάρδας, τ. Β’, σ. 565.

[1413] «Εμπρός»της 11ης Απριλίου 1907. «Ατλαντίς» της 30 / 13ης Μαΐου 1907.

[1414] Κάκκαβος, σ. 147, «Εμπρός» της 11ης και της 14ης Απριλίου 1907. «Ατλαντίς» της 30 / 13ης Μαΐου 1907.

[1415] Βάρδας, τ. Β’, σ. 580 και 594-598.

[1416] Melnica. Και Μέλνιτσα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 70 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1417] «Εμπρός», Σάββατο 14 Απριλίου 1907.

[1418] «Νέον Άστυ» της 16ης Απριλίου 1907. «Εμπρός» της 16ης Απριλίου 1907. «Πατρίς» της 18ης Απριλίου 1907. «Εμπρός» της 21ης Μαΐου 1907.

[1419] Βάρδας, τ. Β’, σ. 602.

[1420] Βάρδας, τομ. Β’, σ. 608.

[1421] «Ακρόπολις» της 21ης Απριλίου. «Εμπρός» της 24ης Απριλίου. «Ατλαντίς» της 5 / 18ης Μαΐου 1907. «Ατλαντίς» της 22 / 4ης Ιουνίου 1907. «Εμπρός» της 27ης Ιουνίου 1907.

[1422] Dakin, σ. 417. «Πατρίς» της 5ης Μαΐου 1907.

[1423] Ramna. Και Ράμνα στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Ο πληθυσμός του ήταν 469 άτομα το 1913 και 350 άτομα το 1915. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Ομαλόν. Μεταπολεμικά είχε περίπου 300 κατοίκους.

[1424] Kočište και Kočišta. Και Κότσιστα στα ελληνικά. Χωριό του ναχιγιέ Ντεμίρ Χισάρ του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν μουσουλμάνοι Αλβανοί και εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 202 άτομα.

[1425] Βάρδας, τ. Β’, σ. 625-626. «Εμπρός», Παρασκευή 4 Μαΐου 1907.

[1426] Βάρδας, τ. Β’, σ. 650. «Εμπρός» της 4ης Μαΐου, «Σκριπ» της 5ης Μαΐου και «Σάλπιγξ» της 6ης Μαΐου 1907.

[1427] «Εμπρός» της 4ης Μαΐου. «Ατλαντίς» της 22 / 4ης Ιουνίου 1907.

[1428] «Εμπρός», «Νέον Άστυ» και «Πατρίς» της 22ας Απριλίου 1907

[1429] Προξενείο Σερρών, 1907, έγγραφο 180, 19 Μαΐου.

[1430] «Εμπρός» και «Νέον Άστυ» της 22ας Απριλίου. «Ταχυδρόμος» της 30ης Απριλίου 1907.

[1431] Ο Βάρδας έμαθε στις 3 Μαΐου (τ. Β’ σ. 651), πως οι Έλληνες έκαψαν τα Βλάχικα Καλύβια στο Γκραματίκοβο.

[1432] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφο 222, 24 Απριλίου 1907.

[1433] Zernovo, Zrnovo, Zirnovo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ζίρνοβο(ν), Ζύρνοβο(ν), Ζέρνοβο(ν). Μικτός οικισμός του καζά Νευροκοπίου, αποτελούμενος από χριστιανούς Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί) και (200-300) μουσουλμάνους Τούρκους. Υπήρχαν επίσης λίγοι Βλάχοι και Τσιγγάνοι. Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, ο ελληνικός στρατός έκαψε δέκα μακεδονικά σπίτια του χωριού. Στην απαρίθμηση του 1913, ζούσαν εδώ 2.105 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 234 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν από το χωριό στη Βουλγαρία (και εγκαταστάθηκαν σε Nevrokop, Plovdiv, Pažardžik, Jambol). Με τη συνθήκη της Λοζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στο Ζίρνοβο 99 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κάτω Νευροκόπιον. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 2.268 άτομα, 506 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1434] «Εμπρός» της 27ης Απριλίου. «Ατλαντίς»14 / 27ης Μαΐου 1907.

[1435] Κάκκαβος, σ. 147. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφο 236, 2 Μαΐου. «Εμπρός», Τετάρτη 2 Μαΐου 1907.

[1436] Eni Kjoj, Jeni Kjoj, Jenikjoj, Bogorodica. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Γενή Κιόι, Γενίκιοϊ, Βακούφ Γενίκιοϊ. Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 7 σπίτια χριστιανών. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 50 χριστιανοί Μακεδόνες. Στη συνέχεια, οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το χωριό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο Γενί Κιόι 310 προσφυγικές οικογένειες (κυρίως από την Ανατολική Θράκη). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κριθιά.

[1437] Dakin, σ. 417.

[1438] Κάκκαβος, σ. 147. «Πατρίς» και «Εμπρός» της 2ας Μαΐου. «Εμπρός» της 3ης Μαΐου 1907.

[1439] Γκόρνο Κάλενικ. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται ως Άνω Κάλ(λ)ενικ ή Άνω Καλλίνικον ή Άνω Καληνίκη ή Άνω Καλλινίκη (τελευταία επίσημη ονομασία). Χωριό του καζά Φλώρινας. Μεταξύ των ετών 1904-1912 μετανάστευσαν από το Κάλενικ στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δώδεκα άτομα. Το 1912 κατοικούσαν στο χωριό περίπου 300 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1440] Το «Εμπρός» της 9ης Μαΐου 1907 γράφει πως σε αυτή την ελληνική επίθεση πυρπολήθηκαν τέσσερα σπίτια, κάηκε μια γυναίκα και άλλες τρεις τραυματίστηκαν.

[1441] Βάρδας, τ. Β’, σ. 640, 641, 649. ΔΙΣ, σ. 253. Dakin, σ. 410, 417.

[1442] «Σάλπιγξ», Κυριακή 6 Μαΐου 1907.

[1443] Βάρδας, τ. Β’, σ. 619.

[1444] «Πατρίς» της 6ης Μαΐου 1907.

[1445] Γκόνος, σ. 404.

[1446] Nigrita. Νιγρήτα ή Νιγρίτα (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Έδρα του ομώνυμου ναχιγιέ του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 4.300 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στη Νιγρίτα και αρκετοί πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1928 απογράφηκαν στην πόλη 7.199 άτομα, 1.026 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1447] «Σκριπ» της 25ης Ιουλίου 1907.

[1448] Dolno Kotori. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Κάτω Κότ(τ)ορι. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 650 χριστιανοί Μακεδόνες και 200 χριστιανοί Αλβανοί. Μεταξύ των ετών 1903 -1913 μετανάστευσαν από το Κότορι (χωρίς να διευκρινίζειαι ο μαχαλάς, δηλαδή από Ντόλνο ή Γκόρνο) στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 32 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Υδρούσα και το 1940 Άνω Υδρούσσα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, αρκετοί κάτοικοί του έγιναν πολιτικοί πρόσφυγες.

[1449] «Εμπρός», Τετάρτη 2 Μαΐου 1907.

[1450] «Ταχυδρόμος», Πέμπτη 3 Μαΐου 1907.

[1451] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1907, έγγραφα 1891, 8 Μαΐου και 354, 1 Ιουνίου. Κάκκαβος, σ. 147. «Πατρίς», Παρασκευή 11 Μαΐου 1907.

[1452] «Εμπρός», Σάββατο 5 Μαΐου 1907.

[1453] Rubin, σ. 199-200. «Εμπρός», Τετάρτη 9 Μαΐου 1907. «Ταχυδρόμος» της 14 Μαΐου. «Ατλαντίς» της 24 / 6ης Ιουνίου 1907.

[1454] Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 354, 1 Ιουνίου. Rubin, σ. 200.

[1455] «Σκριπ», Κυριακή 6 Μαΐου 1907.

[1456] Paljor, Paleor, Paleohor. Το Παλαιοχώριο(ν) των ελληνικών πηγών. Χωριό του καζά Καϊλαρίων. Το 1912 είχε περίπου 950 κατοίκους. Οι μισοί από αυτούς ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως εξαρχικοί) και οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μέχρι το 1924, όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στη σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 51 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1932 ο οικισμός μετονομάστηκε Φούφας.

[1457] Ο Βάρδας μαθαίνει στις 12 Ιουνίου, πως το σπίτι που πρόβαλε σθεναρή αντίσταση στο Παλαιοχώρι, ήταν εκείνο του Μπόκα, διευθυντή των Σχολείων. Στα ελληνικά πυρά απάντησε επίσης και ένας χωροφύλακας (τ. Β’, σ. 728).

[1458] Βάρδας, τ. Β’, σ. 674. ΔΙΣ, σ. 246. «Εμπρός» της 15ης και της 17ης Μαΐου 1907. «Πατρίς» της 20ης Μαΐου 1907. Βακαλόπουλος, σ. 288.

[1459] Στο Αρχείο Τσόντου-Βάρδα (φάκελος 3), υπάρχει ανυπόγραφη επιστολή προς τον έλληνα αρχηγό, με ημερομηνία 11 Μαΐου 1907, στην οποία ο αποστολέας της γράφει: «Στο Νερέτι σκοτώθηκαν οκτώ, χθες το βράδυ».

[1460] «Εμπρός» και «Πατρίς» της 26ης Μαΐου 1907. «Ατλαντίς» της 19ης Ιουνίου 1907.

[1461] Ο «Ταχυδρόμος» της 5ης Ιουνίου 1907, αναφερόμενους σε αυτή την επίθεση, γράφει πως και οι έξι νεκροί ήταν παιδιά.

[1462] Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 354.

[1463] Βάρδας, τ. Β’, σ. 670.

[1464] Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 354.

[1465] Vernik ή Vrbnik ή Vrnik. Και Βερνίκι στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί Μακεδόνες. Προσαρτήθηκε στην Αλβανία.

[1466] Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 354.

[1467] Βάρδας, τόμος Β’, σ. 702.

[1468] Vardino. Βάρδινο και Βάρδινα στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Ντεμίρ Χισάρ (Demir Hisar), του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1469] Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 354.

[1470] «Σκριπ», Τρίτη 15 Μαΐου 1907.

[1471] Το «Σκριπ» της 19ης Μαΐου, ονομάζει τον δολοφονημένο Βασίλωφ.

[1472] «Πατρίς» της 19ης Μαΐου 1907. «Εμπρός» της 23ης Μαΐου 1907. «Ατλαντίς» της 1 / 14ης Ιουνίου 1907.

[1473] ΔΙΣ, σ. 272.

[1474] «Εμπρός», «Σκριπ» και «Πατρίς» της 19ης Μαΐου 1907. «Εμπρός» της 24ης Μαΐου 1907. «Ατλαντίς» της 21ης και 28ης Ιουνίου 1907.

[1475] Dakin, σ. 417.

[1476] Κάκκαβος, σ. 148. «Σκριπ» της 18ης Μαΐου 1907. «Ατλαντίς» της 24ης Ιουνίου 1907.

[1477] «Εμπρός» της 18ης, 19ης και 20ης Μαΐου 1907.

[1478] «Πατρίς» της 18ης Μαΐου 1907.

[1479] Κάκκαβος, σ. 148. «Εμπρός» της 21ης Μαΐου 1907.

[1480] Ο Βάρδας μαθαίνει, στις 23 Μαΐου 1907, πως έλληνες αντάρτες έκαψαν τη Σταρίτσανη κι άλλο ένα χωριό, κοντά στην Καστοριά. Σκότωσαν επίσης τον μουχτάρη του χωριού Ζουπάνιστα (τ. Β’, σ 691).

[1481] «Εμπρός» της 5ης και της 28ης Μαΐου 1907. ΔΙΣ, σ. 248. Βακαλόπουλος, σ. 288.

[1482] ΔΙΣ, σ. 248. Βακαλόπουλος, σ. 288.

[1483] «Εμπρός» της 5ης Μαΐου 1907. Βακαλόπουλος, σ. 288.

[1484] Mangila και Mogila. Μάνγκιλα. H Μαγγίλα και Μαγγέλα των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Άνω Περιβόλι και το 1940 Άνω Περιβόλιον. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού του βρέθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην αριστερή παράταξη και αναγκάστηκε, με τον τερματισμό των εχθροπραξιών, να καταφύγει σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[1485] Marčišta. Μάρτσιστα και Μαρτσίστα στις ελληνικές πηγές. Μικρό χωριό της περιοχής Καστανοχωρίων (Kostenarija) του καζά Καστοριάς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 40 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, κάποιοι κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Ο οικισμός μετονομάστηκε Κάτω Περιβόλι το 1926 και Κάτω Περιβόλιον το 1940. Το 1932 είχαν απομείνει στο χωριό πέντε μακεδονικές οικογένειες

[1486] Αρχείο Τσόντου – Βάρδα, φ. 6

[1487] «Εμπρός» της 28ης Μαΐου 1907.

[1488] «Πατρίς» της 28ης Μαΐου 1907.

[1489] «Εμπρός» της 28ης Μαΐου 1907.

[1490] Gorenci. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Γκορέντση, Γκορέντσι, Γκόρεντσι. Χωριό της περιοχής Πόπολε του καζά Καστοριάς. Ήταν ένας μικτός οικισμός χριστιανών Μακεδόνων (εξαρχικών και πατριαρχικών) και μουσουλμάνων Τούρκων. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 800 μουσουλμάνοι και 1.200 χριστιανοί. Το 1919 μετονομάστηκε Κορησός. Όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του, μετανάστευσαν υποχρεωτικά στην Τουρκία μέχρι το 1924. Στη θέση τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε πατριαρχικούς πρόσφυγες (κυρίως Μικρασιάτες). Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν σχεδόν 1.200 Μακεδόνες και 400 πρόσφυγες.

[1491] «Εμπρός» της 29ης Μαΐου 1907.

[1492] «Εμπρός» της 2ας Ιουνίου 1907.

[1493] Erni Kjoj και Ernikjoj. Ερνί Κιόι ή Ερνή Κιόι ή Ερνίκιοϊ στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Σερρών. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.100 άτομα: μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσερκέζοι), χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και Τσιγγάνοι. Στη συνέχεια, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, 160 εξαρχικοί έφυγαν για τη Βουλγαρία (σε Petrič και Sveti Vrač) και 200 μουσουλμάνοι για την Τουρκία. Από την άλλη, εγκαταστάθηκαν στο Έρνικιοϊ 188 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Ποντισμένος και το 1940 Ποντισμένον.

[1494] Dakin, σ. 414.

[1495] Srpci. Και Σέρπτσι στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Μεταξύ των ετών 1907-1910, έντεκα άτομα μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και κατά την εκεί άφιξη τους δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες». Στη σερβική απογραφή του 1914 κατοικούσαν εδώ 224 άτομα.

[1496] Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της 3ης Ιουλίου 1907, το ελληνικό σώμα σκότωσε έξι άτομα και τραυμάτισε τρία. Έκαψε είκοσι πέντε σπίτια και εννέα αχυρώνες.

[1497] Dakin, σ. 416. Βάρδας, τ. Β’, σ. 760.

[1498] Dakin, σ. 417. Βακαλόπουλος, σ. 286.

[1499] Βάρδας, τ. Β’, σ. 732.

[1500] «Εμπρός» της 19ης και «Ταχυδρόμος» της 25ης Ιουνίου 1907. Βλ. επίσης «Πατρίς» της 13ης Ιουνίου 1907.

[1501] «Εμπρός» της 13ης Ιουνίου 1907. «Ταχυδρόμος» της 3ης Ιουλίου 1907. Κάκκαβος, σ. 148 και

[1502] Strupino. Και Στρούπινο(ν) στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Βοδενών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 650 Μακεδόνες, εκ των οποίων 280 μουσουλμάνοι και 370 χριστιανοί εξαρχικοί. Το 1924 οι μουσουλμάνοι μετανάστευσαν αναγκαστικά στην Τουρκία. Στη θέση τους ήρθαν πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Λυκόστομον. Το 1928 υπήρχαν στο Στρούπινο 430 Μακεδόνες και 240 πρόσφυγες. Στο τέλους του εμφυλίου πολέμου πολλοί από το χωριό κατέφυγαν, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στη Γιουγκοσλαβία.

[1503] «Ταχυδρόμος» της 18ης Ιουνίου 1907.

[1504] Butim. Και Μπούτιμ στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Νευροκοπίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1912 ζούσαν εδώ 361 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ όλοι οι κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Guljanci, Šijakovo, Singartija και Germen) Η ελληνική διοίκηση έφερε στο Μπούτιμ δέκα οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων, οι οποίες όμως εγκατέλειψαν και αυτές αργότερα το χωριό. Ο έρημος οικισμός μετονομάστηκε το 1927 Κριθαράς.

[1505] «Πατρίς» της 21ης Ιουνίου 1907.

[1506] Učhanlar ή Trihana ή Trite Hana. Τρία Χάνια ή Ουτς Χανλάρ στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Βρισκόταν βορειοδυτικά του Ντούντουλαρ (Διαβατά). Ήταν ένα τσιφλίκι όπου ζούσαν περίπου 40 εξαρχικοί Μακεδόνες. Υπήρχαν εκεί πράγματι τρία χάνια, που έδωσαν και την ονομασία στο μέρος. Ερήμωσε μετά την απογραφή του 1920.

[1507] «Εμπρός» της 29ης Ιουνίου 1907. «Εμπρός», «Σκριπ» «Ακρόπολις», «Νέον Άστυ» της 3ης Ιουλίου 1907. «Χρόνος» και «Καιροί» της 4ης Ιουλίου 1907. Κάκκαβος, σ. 149.

[1508] «Πατρίς» της 23ης Ιουνίου 1907.

[1509] «Πατρίς» της 28ης Ιουνίου 1907.

[1510] «Πατρίς» της 28ης Ιουνίου 1907.

[1511] Nospal. Και Νοσπάλ στα ελληνικά κείμενα. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 342 άτομα.

[1512] Kolešino, Kolešin, Kulešino. Κολέσινο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 ζούσαν εδώ 768 χριστιανοί Μακεδόνες (κυρίως πατριαρχικοί).

[1513] «Εμπρός» της 29ης Ιουνίου 1907.

[1514] ΔΙΣ, σ. 245.

[1515] «Εμπρός» της 3ης Ιουλίου 1907.

[1516] Lembet και Lembeto. Λέμπετ και Λεμπέτ στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 100 περίπου πατριαρχικοί Μακεδόνες. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, ο οικισμός ερήμωσε. Στη συνέχεια η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 146 χριστιανικές προσφυγικές οικογένειες. Το 1934 ο οικισμός μετονομάστηκε Σταυρούπολις.

[1517] Rubin, σ. 208. Κάκκαβος, σ. 148. «Πατρίς» της 4ης Ιουλίου 1907. «Εμπρός» της 9ης Ιουλίου 1907.

[1518] Rubin, σ. 208.

[1519] Κάκκαβος, σ. 147-148.

[1520] Βάρδας, τ. Β’, σ. 583.

[1521] Βάρδας, τ. Β’ σ. 590-591.

[1522] Βάρδας, τ. Β’, σ. 596.

[1523] Βάρδας, τ. Β’, σ. 600.

[1524] Βάρδας, τ. Β’, σ. 603.

[1525] Βάρδας, τ. Β’, σ. 604.

[1526] Βάρδας, τ. Β’, σ. 607.

[1527] Βάρδας, τ. Β’, σ. 610.

[1528] Βάρδας, τ. Β’, σ. 620.

[1529] Βάρδας, τ. Β’, σ. 626.

[1530] Στο Αρχείο Τσόντου-Βάρδα (φάκελος 3), υπάρχει ανυπόγραφη επιστολή προς τον έλληνα αρχηγό, με ημερομηνία 11 Μαΐου 1907, στην οποία ο αποστολέας της γράφει: «Σας γράφω για να μάθετε για την Μπρέζνιτσα. Σκοτώθηκαν πέντε, τέσσερις κάηκαν μέσα και ένας σκοτώθηκε όταν έφευγε»

[1531] Βάρδας, τ. Β’, σ. 629.

[1532] Βάρδας, τ. Β’, σ. 634.

[1533] Βάρδας, τ. Β’, σ. 636.

[1534] Βάρδας, τ. Β’, σ. 650.

[1535] Βάρδας, τ. Β’, σ. 659.

[1536] Βάρδας, τ. Β’, σ. 660.

[1537] Βάρδας, τ. Β’, σ. 664.

[1538] Βάρδας, τ. Β’, σ. 683.

[1539] Βάρδας, τ. Β’, σ. 690.

[1540] Βάρδας, τ. Β’, σ. 697 και 705.

[1541] Βάρδας, τ. Β’, σ. 712.

[1542] Βάρδας, τ. Β’, σ. 722.

[1543] Βάρδας, τ. Β’, σ. 736.

[1544] Βάρδας, τ. Β’, σ. 739.

[1545] Papažani ή Popolžani ή Vakuf Kjoj. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Παπαζάνη, Ποπόζιανη, Βακούφ Κιόι. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Κάτοικοι του χωριού είχαν προσχωρήσει τον Απρίλιο του 1903 στους αυτονομιστές. Τις μέρες του Ίλιντεν, όλοι οι χωρικοί άφησαν τα σπίτια τους και ανέβηκαν στα βουνά. Μεταξύ των ετών 1903 -1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 21 άτομα. Το 1912 ο πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 900 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Παπαγιάννης και το 1940 Παππαγιάννης.

[1546] Βάρδας, τ. Β’, σ. 747.

[1547] Βάρδας, τ. Β’, σ. 760.

[1548] «Εμπρός» της 19ης Ιουλίου.

[1549] Βάρδας, τ. Β’, σ. 771.

[1550] «Πατρίς», Κυριακή 8 Ιουλίου 1907.

[1551] Dolna Nuška, Dolna Nuska, Dolna Nuskja. Και Κάτω Νούσκα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Ζίχνας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους κατοικούσαν εδώ χριστιανοί Μακεδόνες, χριστιανοί Τούρκοι (Γκαγκαούζηδες) και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Το 1913 απογράφηκαν 546 άτομα. Τα επόμενα χρόνια, οι 115 μουσουλμάνοι του χωριού μετανάστευσαν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους ήρθα και εγκαταστάθηκαν 36 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν 1.147 άτομα, 332 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Δαφνούδι και το 1940 Δαφνούδιον.

[1552] «Σκριπ» και «Χρόνος» της 10ης Ιουλίου. «Εμπρός» της 15ης Ιουλίου 1907. Dakin, σ. 416.

[1553] «Εμπρός» και «Καιροί» της 10ης Ιουλίου 1907.

[1554] «Εμπρός», Σάββατο 14 Ιουλίου 1907.

[1555] Dolno Aglarci. Και Κάτω Αγλάρτσι στις ελληνικές πηγές. Οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Φαίνεται πως στον οικισμό κατοικούσαν και λίγοι μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 292 άτομα.

[1556] «Πατρίς», Δευτέρα 16 Ιουλίου 1907.

[1557] Ίσως η επίθεση έγινε λίγες μέρες νωρίτερα, γιατί στις 9 Ιουλίου 1907 ο Βάρδας (τ. Β’, σ. 790) έμαθε από έναν τσαούση (λοχία), πως οι αντάρτες σκότωσαν μερικούς χωρικούς στο Κωστενέτσι.

[1558] Dakin, σ. 416.

[1559] Babčor. Σημειώνεται και ως Babšar και Babšor. Το Μπαψόρι ή Παπσόρι ή Βαψώρ ή Βαψώρι(ον) των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό μακεδονικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Συμμετέχει στην επανάσταση του Ίλιντεν και γνωρίζει τα αντίποινα του οθωμανικού στρατού, τον Αύγουστο του 1903. Τότε σκοτώνονται 19 κάτοικοί του και καίγονται 13 σπίτια. Εννέα άτομα από το χωριό, που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ μεταξύ των ετών 1907-1912, δηλώνουν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες». Το 1912 ζούνε εδώ περίπου 1.200 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, έντεκα οικογένειες μεταναστεύουν στη Βουλγαρία. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, το σύνολο του πληθυσμού εγκαταλείπει το χωριό και περνάει τα σύνορα. Το 1955 ο έρημος οικισμός μετονομάζεται Ποιμενικόν.

[1560] Βάρδας, τ. Β’, σ. 802.

[1561] «Πατρίς», Δευτέρα 23 Ιουλίου 1907.

[1562] Ziljahovo, Zeljahovo, Zihna. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ζηλιάχοβα και Ζηλιάχωβα. Έδρα του καζά Ζίχνας. Οι περισσότεροι κάτοικοί του οικισμού, γύρω στα 1.700 άτομα, ήταν χριστιανοί Τούρκοι (Γκαγκαούζηδες). Υπήρχαν επίσης περίπου 800 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 250 άλλοι χριστιανοί (Μακεδόνες, Ρωμιοί και Αλβανοί). Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όλοι οι μουσουλμάνοι, έφυγαν σταδιακά για την Τουρκία. Στα σπίτια τους, εγκαταστάθηκαν 229 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Ζήλεια και το 1927 Νέα Ζίχνη. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 3.135 άτομα, 922 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1563] Βάρδας, τ. Β’, σ. 834 και 841. «Εμπρός», «Σκριπ» και «Πατρίς» της 2ας Αυγούστου 1907.

[1564] Βάρδας, τ. Β’, σ. 834.

[1565] Βάρδας, τ. Β’, σ. 835.

[1566] Βάρδας, τ. Β’, σ. 843

[1567] Sveti Todori. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Σφέτι Τόδορ ή Σφέτι Τοδόρ ή Άγιοι Θεόδωροι. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 224 άτομα.

[1568] «Πατρίς», Δευτέρα 6 Αυγούστου 1907.

[1569] «Σκριπ», Σάββατο 4 Αυγούστου 1907.

[1570] Ο Μανώλης Κατσίγαρης θα πέσει νεκρός από το χέρι του αντάρτη Νίκου Νικόλκου, στις 9 Απριλίου 1908, στο δάσος Παλακίστα στη Βέροια. Ο «μπάρμπα Νίκος» ήταν παλιός κλέφτης. Ο Κατσίγαρης «του έδωσε μια σπρωξιά και τον γκρέμισε κάτω από το άλογο» του, για να καβαλήσει σε αυτό ο αξιωματικός Νικόστρατος Καλομενόπουλος (Νίδας) που είχε κουραστεί. Ο Νικόλκος απάντησε στην προσβολή, με δυο πυροβολισμούς και μετά εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του νεκρούς τον Κατσίγαρη και τον αντάρτη Μυλωνάκη. Βλ. Καραβίτης, σ. 768-770, «Θεσσαλία» και «Σκριπ» της 18ης Απριλίου, «Εμπρός» και «Σκριπ» της 19ης Απριλίου 1908.

[1571] «Πατρίς», Κυριακή 5 Αυγούστου 1907.

[1572] Minoštica, Monopište, Minošpita. Στα ελληνικά αναφέρεται ως Μονόσπητο(ν), Μονόσπητα, Μονόσπιτα και Μονόσπιτα (επίσημη ονομασία). Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 αριθμούσε περίπου 260 Μακεδόνες (εξαρχικούς και πατριαρχικούς). Το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό και πατριαρχικούς πρόσφυγες από τη Βουλγαρία. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 541 άτομα, 157 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1573] «Πατρίς», Πέμπτη 9 Αυγούστου 1907.

[1574] «Πατρίς», Τετάρτη 15 Αυγούστου 1907.

[1575] Gjuvezna, Gjuvezne, Givezne, Gvozdovo. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Γιουβέσνα, Γκιουβέσνα, Γκιουβέζνα, Γκιβέζνα. Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 11 σπίτια μουσουλμάνων και 84 σπίτια χριστιανών. Το 1910 ζούσαν εδώ περίπου 970 άτομα: 870 πατριαρχικοί Ρωμιοί και 100 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία. Στη θέση τους ήρθαν 31 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από την Ανατολική Θράκη). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Άσσηρος. Το 1928 απογράφηκαν 1.412 άτομα, 167 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1576] «Εμπρός» και «Σκριπ» της 23ης Αυγούστου 1907.

[1577] Γκόνος, σ. 404 και «Σκριπ» της 17ης Αυγούστου 1907.

[1578] Κάκκαβος, σ. 149.

[1579] «Σκριπ», Παρασκευή 17 Αυγούστου 1907.

[1580] Gorno Kotori. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Άνω Κότ(τ)ρι. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 κατοικούσαν εδώ 260 χριστιανοί, εκ των οποίων 220 ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες και 40 πατριαρχικοί Αλβανοί. Μεταξύ των ετών 1903 -1913 μετανάστευσαν από το Κότορι (χωρίς να διευκρινίζεται, από το Ντόλνο ή Γκόρνο μαχαλά) στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» 32 άτομα. Το 1928 ο οικισμός μετονομάστηκε Άνω Υδρούσα και το 1940 Άνω Υδρούσσα.

[1581] «Σάλπιγξ» της 19ης Αυγούστου 1907.

[1582] Dolno Poroj, Dolni Poroi, Dolnji Poroi. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Κάτω Πορόγια, Κάτω Πορρόια και Κάτω Πορόια (επίσημη ονομασία). Οικισμός του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ (Демир-Хисарска или Валовишка). Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου, ζούσαν εδώ περίπου 1.400 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 1.000 εξαρχικοί Μακεδόνες. Ο ελληνικός στρατός έκαψε το χωριό στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (στις 9 Ιουλίου 1913). Τα επόμενα χρόνια έφυγαν για τη Βουλγαρία, με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 186 εξαρχικές οικογένειες. Επίσης, έφυγαν υποχρεωτικά για την Τουρκία όλοι οι μουσουλμάνοι. Στα σπίτια των φυγάδων κατοίκων του, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 777 πατριαρχικούς πρόσφυγες.

[1583] «Πατρίς», Δευτέρα 27 Αυγούστου 1907.

[1584] «Εμπρός», Παρασκευή 24 Αυγούστου 1907.

[1585] Βάρδας, τ. Β’, σ. 881.

[1586] Dudular. Και Ντουντουλάρ ή Δουδουλάρ στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι του Σκεντέρ Πασά. Ο πληθυσμός του ήταν περίπου 160 εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη συνέχεια το ένα τρίτο από αυτούς μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες (Τούρκους και Αρμένιους). Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε σε Διαβατά. Το 1928 ο οικισμός αριθμούσε γύρω στα 600 άτομα (εκ των οποίων οι 436 ήταν πρόσφυγες).

[1587] Ο Dakin (σ. 416) γράφει πως οι νεκροί ήταν δέκα.

[1588] «Εμπρός» της 31ης Αυγούστου 1907. «Πατρίς» και «Σκριπ» της 1ης Σεπτεμβρίου 1907. «Ταχυδρόμος» της 10ης Σεπτεμβρίου 1907.

[1589] Βάρδας, τ. Β’, σ. 891.

[1590] Ο Ανδριανάκης γράφει στο Βάρδα στις 26 Οκτωβρίου 1907 (Βάρδας, τ. Β, 1004), πως ήταν μεγάλο λάθος που οι Έλληνες δεν κατέστρεψαν την Πρεκοπάνα. Κατά την άποψη του, αυτό το χωριό έπρεπε να γίνει στάχτη και να μη μείνει μέσα «ούτε ζωντανή κότα» 

[1591] Βάρδας, τ. Β’, σ. 795, 886, 900.

[1592] Rosen ή Rosna. Η Ρόσνα των ελληνικών κειμένων. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1903 οι κάτοικοί του συμμετείχαν στο Ίλιντεν. Τις μέρες της επανάστασης εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και ανέβηκαν στα βουνά. Μεταξύ των ετών 1904-1912 μετανάστευσαν από το χωριό στις ΗΠΑ και δήλωσαν στις αρχές πως είναι «εθνικά Μακεδόνες» δεκατέσσερα άτομα. Το 1912 ζούσαν στη Ρόσνα περίπου 550 εξαρχικοί Μακεδόνες. Ο οικισμός μετονομάστηκε Σιταργιά το 1926 και Σιταριά το 1940.

[1593] «Ταχυδρόμος», Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 1907.

[1594] Βάρδας, τ. Β’, σ. 903, 905.

[1595] Γκόνος, σ. 404.

[1596] Κάκκαβος, σ. 150. Rubin, σ. 218.

[1597] Στις 15 Οκτωβρίου 1907 ο Βάρδας μαθαίνει (τ. Β’, σ. 984) πως οι κάτοικοι του Λέσκοβετς έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το χωριό τους, από το φόβο των ελληνικών σωμάτων.

[1598] Βάρδας, τ. Β’, σ. 923

[1599] «Σάλπιγξ» της 16ης Σεπτεμβρίου 1907.

[1600] Βάρδας, τ. Β’, σ. 976. ΔΙΣ, σ. 246.

[1601] Οι νεκροί ήταν επτά, σύμφωνα με τον πρόξενο Δημαρά. Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 853, 12 Οκτωβρίου.

[1602] Βάρδας, τ. Β’, σ. 923-933. «Εμπρός», Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 1907.

[1603] Βάρδας, τ. Β’, σ. 942 και 953.

[1604] «Σκριπ», Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 1907.

[1605] Dakin, σ. 416. Βακαλόπουλος, σ. 293.

[1606] «Σκριπ», Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 1907.

[1607] Κάκκαβος, σ. 150.

[1608] Κάκκαβος, σ. 149-150.

[1609] Arakli, Rakli, Erilki. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Αρακλή, Αρακλί, Αραπλή. Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 2 σπίτια μουσουλμάνων και 24 σπίτια χριστιανών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 80 πατριαρχικοί (Ρωμιοί ή Μακεδόνες). Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο Αρακλί και 93 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (κυρίως από την Ανατολική Θράκη). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Ηράκλειον.

[1610] Balavča, Balavca, Balavče, Balovca, Balovec, Balafca. Και Μπαλάφτσα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 3 σπίτια μουσουλμάνων και 66 σπίτια χριστιανών. Το 1910 ζούσαν εδώ 271 πατριαρχικοί Μακεδόνες και 29 μουσουλμάνοι (Τούρκοι ή Τσιγγάνοι). Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι μουσουλμάνοι έφυγαν και στη θέση τους ήρθαν 66 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κολχικόν.

[1611] Barbarevo. Και Μπαρμπαρίοβο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 ζούσαν εδώ 378 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1612] Keramidhi. Κεραμύδι, Κεραμίδιο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Κατερίνης. Το 1913 ζούσαν εδώ 242 πατριαρχικοί Ρωμιοί.

[1613] Gjavato, Javatos. Διαβατό και Διαβατός (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 220 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και 45 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων.

[1614] Βάρδας, τ. Β’, σ. 784.

[1615] Žerveni. Στα ελληνικά κείμενα τη βρίσκουμε σαν Ζέρβενη, Ζέρβενι, Ζέρβαινη, Ζιέρβενι. Μουσουλμανικό χωριό της περιοχής Κορεστίων του καζά Καστοριάς. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 500 άτομα. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοι του χωριού υποχρεώθηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε 180 πατριαρχικούς πρόσφυγες (οι περισσότεροι των οποίων ήταν τουρκόφωνοι από την περιοχή του Πόντου). Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Άγιος Αντώνιος.

[1616] Βάρδας, τ. Β’, σ. 801.

[1617] Βάρδας, τ. Β’, σ. 805.

[1618] Βάρδας, τ. Β’, σ. 807.

[1619] Βάρδας, τ. Β’, σ. 808.

[1620] Βάρδας, τ. Β’, σ. 817.

[1621] Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1998, αλλά το κείμενο μου για τον Παύλο Μελά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора, τεύχος 10 (Μάιος 1996).

[1622] Στην πληροφορία του Βάρδα, έχουν αναφερθεί τόσο η δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού» (στο δημοσίευμα «Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά», Ελευθεροτυπία, 10.10.2004), όσο και ο Βασίλης Γούναρης (στο σχετικό με το θάνατο του Μελά άρθρο του «Το Μοιραίο δεκαήμερο», Καθημερινή, 17.10.2004). Την προσπερνούν ωστόσο και οι δύο, με χαρακτηριστική ευκολία, για να αναφέρουν στη συνέχεια των κειμένων τους, διάφορες άλλες (εθνικά ανώδυνες) «υποθέσεις» για το θάνατο του Μελά.

[1623] «Ελεύθερος Άνθρωπος» (Αθήναι) της 4ης Αυγούστου1931

[1624] Καούδης, σ. 130-131.

[1625] «Φθινόπωρο το 1904 στη Μακεδονία – Το ανέκδοτο ημερολόγιο του μακεδονομάχου Ευθυμίου Καούδη», Θεσσαλονίκη 1992, σ. 73.

[1626] Ημερολόγιο Καούδη, σ. 75.

[1627] Ημερολόγιο Καούδη, σ. 75-76.

[1628] Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1964, σ. 417.

[1629] Βάρδας, τ. Β’, σ. 827.

[1630] Βάρδας, τ. Β’, σ. 832.

[1631] Βάρδας, τ. Β’, σ. 832.

[1632] Βάρδας, τ. Β’, σ. 836.

[1633] Βάρδας, τ. Β’, σ. 844-845.

[1634] Βάρδας, τ. Β’, σ. 850.

[1635] Βάρδας, τ. Β’, σ. 854-856.

[1636] Βάρδας, τ. Β’, σ. 866.

[1637] Βάρδας, τ. Β’, σ. 887-888.

[1638] Βάρδας, τ. Β’, σ. 890.

[1639] Βάρδας, τ. Β’, σ. 906.

[1640] Βάρδας, τ. Β’, σ. 940.

[1641] Βάρδας, τ. Β’, σ. 958.

[1642] Βάρδας, τ. Β’, σ. 959.

[1643] Προξενείο Μοναστηρίου, 1907, έγγραφο 853, 12 Οκτωβρίου. Βάρδας, τ. Β’, σ. 972 και Dakin, σ. 416.

[1644] Βάρδας, τ. Β’, σ. 967.

[1645] «Εμπρός» της 3ης Οκτωβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151.

[1646] Το «Εμπρός» της 28ης Δεκεμβρίου 1907, αναφέρει πως κατά την ελληνική επίθεση στην Παπαδιά κάηκαν τέσσερα σπίτια και η εκκλησία του χωριού.

[1647] ΔΙΣ, σ. 246. Βάρδας, τ. Β’, σ. 976.

[1648] το «Εμπρός» της 24ης Οκτωβρίου 1907, γράφει πως σκοτώθηκαν τρία άτομα και τραυματίστηκαν τέσσερα (εκ των οποίων, τα δύο ήταν γυναίκες).

[1649] Βάρδας, τ. Β’, σ. 988 και 991.

[1650] «Πατρίς» και «Χρόνος» της 24ης Οκτωβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151.

[1651] Ο Dakin (σ. 416) λέει πως οι νεκροί ήταν έξι.

[1652] «Πατρίς» της 17ης Οκτωβρίου και «Σκριπ» της 20ης Οκτωβρίου 1907.

[1653] «Χρόνος» και «Σκριπ» της 21ης Οκτωβρίου 1907.

[1654] Sveti Todor ή Čerkez Kjoj. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Σφέτι Τούδωρ, Τσερκέζ Κιόι και Άγιοι Θεόδωροι. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 150 μουσουλμάνων (οι περισσότεροι των οποίων ήταν Τσερκέζοι). Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 32 οικογένειες χριστιανών προσφύγων (κυρίως από τον Καύκασο).

[1655] Βάρδας, τ. Β’, σ. 997-998.

[1656] Για δεκαέξι καμένα σπίτια κάνει λόγο η «Πατρίς» της 26ης Οκτωβρίου 1907.

[1657] Ο Dakin γράφει (σ. 416-417) πως οι Έλληνες έκαψαν είκοσι σπίτια, σκότωσαν οκτώ χωρικούς και άρπαξαν ζώα.

[1658] «Εμπρός» της 28ης Οκτωβρίου 1907.

[1659] «Σκριπ» της 19ης Δεκεμβρίου 1907.

[1660] Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 6.

[1661] «Σκριπ» της 1ης Νοεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 150.

[1662] Borievo, Borihovo, Borijovo. Και Μπορίοβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 είχε πληθυσμό 248 εξαρχικούς Μακεδόνες.

[1663] Bansko, Banjsko. Και Μπάνσκο στα ελληνικά. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 κατοικούσαν εδώ 425 μουσουλμάνοι τούρκοι και 160 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1664] Mokrievo, Mokrijevo, Makrievo. Και στα ελληνικά Μακρύεβο(ν). Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 ζούσαν εδώ 784 πατριαρχικοί Μακεδόνες και 925 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο ο ελληνικός στρατός έκαψε δέκα σπίτια του χωριού.

[1665] «Εμπρός» της 3ης Νοεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151. Dakin, σ. 417.

[1666] «Σκριπ» της 12ης Νοεμβρίου 1907.

[1667] Dakin, σ. 417.

[1668] Ο πρόξενος Σαχτούρης τηλεγραφεί στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, σχετικά με το συμβάν και αναφέρει πως το εντεκαμελές ελληνικό σώμα επιτέθηκε, μέρα μεσημέρι, σε ομάδα 125 νέων ανδρών από την επαρχία Ράζλογκ. Σκότωσε 25 και πλήγωσε τρεις. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο χωριό Σταυρός. Οι δυο μουσουλμάνοι συνοδοί δεν έπαθαν τίποτα. Βλ. Προξενείο Σερρών, 1907, έγγραφο 5182, 19 Δεκεμβρίου.

[1669] Izvor. Ίζβορο(ν) και Ίσβορος στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Κασσάνδρας ή Πολύγυρου. Οι κάτοικοί του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1913 ζούσαν εδώ 1.235 άτομα. Το 1924 ο οικισμός μετονομάστηκε Στρατονίκη.

[1670] Το «Εμπρός» της 24ης Δεκεμβρίου 1907, γράφει πως οι νεκροί εργάτες ήταν τελικά τριάντα έξι.

[1671] «Εμπρός», «Πατρίς» και «Σκριπ» της 17ης Νοεμβρίου, «Εμπρός» της 18ης Νοεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151. Βλάχος, σ. 508. ΔΙΣ, σ. 269.

[1672] Smolari και Smolar. Σμόλαρι και Σμολάρι στα ελληνικά. Χωριό του καζά Πετριτσίου. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 600 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο το χωριό κάηκε από τον ελληνικό στρατό.

[1673] «Σκριπ» της 17ης Νοεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 154.

[1674] Οι Ράπτης (σ. 710-711) και Βακαλόπουλος (σ. 214) δίνουν σαν ημερομηνία της επίθεσης την 19η Νοεμβρίου 1906.

[1675] Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 3.

[1676] «Σκριπ» της 23ης Νοεμβρίου 1907.

[1677] Σκριπ» της 27ης Νοεμβρίου 1907.

[1678] Η «Ατλαντίς» της 19 / 1ης Ιανουαρίου 1907, γράφει πως ο Καπρίνης ήταν κουνιάδος του ρουμανιστή Χατζηγώγου και το κοπάδι του αποτελείτο από γίδια.

[1679] Topljani, Toplan. Και Τόπλιανη στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοι του ήταν πατριαρχικοί Ρωμιοί. Το 1920 απογράφηκαν εδώ 123 άτομα. Στην Τόπλιανη εγκαταστάθηκαν μέχρι το 1924 και 82 πατριαρχικές οικογένειες. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Γεωργιανοί.

[1680] «Εμπρός» και «Σκριπ» της 4ης Δεκεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151.

[1681] «Σκριπ» της 26ης και «Εμπρός» της 28ης Νοεμβρίου 1907. «Σκριπ» της 2ας Δεκεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151.

[1682] «Εμπρός» της 29ης Νοεμβρίου 1907 και «Πατρίς» της 1ης Δεκεμβρίου 1907

[1683] Κάκκαβος, σ. 151.

[1684] Čegan. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τσέγανι, Τσέγανη, και Τσεγάνη. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.040 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Το 1926 μετονομάζεται Άγιος Αθανάσιος.

[1685] «Ατλαντίς» της 22 / 4ης Ιανουαρίου 1907.

[1686] Gabrovo. Γάβροβο(ν) και Γαύροβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 κατοικούσαν εδώ 480 πατριαρχικοί Μακεδόνες και 245 μουσουλμάνοι Τούρκοι.

[1687] «Εμπρός» της 3ης Δεκεμβρίου 1907. Κάκκαβος, σ. 151.

[1688] «Εμπρός» της 8ης και 10ης Δεκεμβρίου 1907.

[1689] «Ατλαντίς» της 24 / 6ης Ιανουαρίου 1907.

[1690] «Πατρίς», «Ακρόπολις», «Καιροί», «Νέον Άστυ», «Θεσσαλία», «Εμπρός» και «Σκριπ» της 3ης Ιανουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 22 / 4ης Φεβρουαρίου 1908.

[1691] Rajkovci, Rajkovca, Rajkovce. Ραΐκοφτσα και Ραϊκόφτσα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 350 άτομα. Στη συνέχεια όλος σχεδόν ο πληθυσμός του μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Το 1915 είχαν απομείνει στο χωριό μόνο 11 Μακεδόνες. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό συνολικά 142 πατριαρχικούς πρόσφυγες. Το 1927 ο οικισμός μετονομάζεται Καπνότοπος. Το 1940 είχε 146 κατοίκους. Στη βουλγάρικη στατιστική του 1941 καταμετρήθηκαν εδώ μόνο επτά κάτοικοι. Μεταπολεμικά το χωριό ερήμωσε.

[1692] Eni Mahala ή Jeni Mahala ή Nova Mahala. Και Γενί Μαχαλ(λ)έ στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 εξαρχικοί Μακεδόνες. Τα επόμενα χρόνια 167 άτομα από το χωριό μετανάστευσαν στη Βουλγαρία (σε Sveti Vrač και Plovdiv). Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 34 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Πεπονιά. Το 1928 απογράφηκαν 441 άτομα, 192 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1693] «Σκριπ» της 17ης Δεκεμβρίου 1907 και «Ατλαντίς» της 1 / 14ης Ιανουαρίου 1908.

[1694] «Σκριπ» της 15ης, «Εμπρός» της 16ης Δεκεμβρίου 1907 και «Ατλαντίς» της 2 / 15ης Ιανουαρίου 1908.

[1695] Ingliz, Inglizovo και Inglis Čiflik. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Ίγγλις και Ιγγλίζ Τσιφλίκ. Οικισμός της περιοχής Βαρδαρίου (Vardarija) του καζά Θεσσαλονίκης. Μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους, ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά και ζούσαν εδώ περίπου 90 εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη συνέχεια ο οικισμός ερήμωσε. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό, μέχρι το 1924, πατριαρχικούς πρόσφυγες από τη Βουλγαρία. Το 1927 μετονομάστηκε Αγχίαλος.

[1696] Κάκκαβος, σ. 152.

[1697] Κάκκαβος, σ. 152.

[1698] «Πατρίς» της 27ης Δεκεμβρίου 1907 και «Ατλαντίς» της 2 / 15ης Δεκεμβρίου 1907.

[1699] «Ατλαντίς» της 2 / 15ης Δεκεμβρίου 1907.

[1700] Polčišta. Και Πόλτσιστα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του ναχιγιέ Μοριχόβου του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 650 άτομα.

[1701] «Εμπρός» της 28ης Δεκεμβρίου 1907.

[1702] Καραβίτης, σ. 712.

[1703] Ο Καμηλάκης θα συλληφθεί αργότερα από οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα. Πάνω του θα βρεθεί το ημερολόγιό, το οποίο αποδεικνύει τη συμμετοχή του στο μακελειό στο Ντράγκος. Έτσι θα δικαστεί και θα οδηγηθεί στην κρεμάλα, με βάση αυτό το απόσπασμα από το ημερολόγιο του.

[1704] Το απόσπασμα υπάρχει και στον Καραβίτη (σ. 748).

[1705] Dakin, σ. 494.

[1706] Η «Ατλαντίς» της 26 / 8ης Απριλίου 1908 γράφει πως οι έλληνες κάψανε: το σπίτι του Στέφου Ράντου (καίγονται μέσα δυο άνδρες μια γυναίκα και ένα παιδί δώδεκα χρονών), το σπίτι του Γιώργου Αβραάμ (μέσα σε αυτό καίγονται δυο άνδρες και δυο γυναίκες), το σπίτι του Νίκου Ναούμ, το σπίτι του Χρήστου Τάσου (καίγονται σε αυτό ένας άνδρας, δυο γυναίκες και τέσσερα παιδιά), το σπίτι του Ζάνου Τεμέλκου (καίγονται σε αυτό ένας άνδρας, τέσσερις γυναίκες, και έξι παιδιά, από έξι μηνών μέχρι δώδεκα ετών).

[1707] «Σκριπ» της 3ης Ιανουαρίου 1908, «Εμπρός», «Νέον Άστυ», «Ακρόπολις», «Καιροί» και «Θεσσαλία» της 4ης Ιανουαρίου 1908.

[1708] «Αθήναι», «Καιροί», «Ατλαντίς» και Πατρίς» της 7ης Ιανουαρίου 1908, «Καιροί» και «Εμπρός» της 8ης Ιανουαρίου 1908, «Αθήναι», «Εμπρός» και «Πατρίς» της 18ης Ιανουαρίου 1908. «Εμπρός» και «Ατλαντίς» της 19ης Ιανουαρίου 1908, «Εμπρός» της 31ης Ιανουαρίου 1908.

[1709] Τα πρακτικά της δίκης δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Πατρίς» της 6ης Ιουνίου 1908.

[1710] Mandradžik και Mandražik. Μανδρατζίκ και Μανδρατζίκι στις ελληνικές πηγές. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Το 1912 ζούσαν εδώ 65 μουσουλμάνοι Τούρκοι (ίσως υπήρχαν και λίγοι Τσιγγάνοι). Με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, όλοι οι κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν 67 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μανδράκι και το 1940 Μανδράκιον.

[1711] «Πατρίς» της 9ης Ιανουαρίου και «Ατλαντίς» της 14 / 27ης Ιανουαρίου 1908.

[1712] Κάκκαβος, σ. 151-152.

[1713] Karadža Kjoj, Karadžakjoj, Karadzia. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Καρατζά Κιόι, Καραδζά Κιόι, Καρατζάκιοϊ. Χωριό του καζά Λαγκαδά. Το 1862 είχε 105 σπίτια μουσουλμάνων. Το 1910 ζούσαν εδώ 920 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν 78 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων (από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία). Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Καρτερά και το 1940 Καρτεραί.

[1714] Kavadarci ή Kafadarci. Καφαντάρ ή Καφαδάρ ή Τίκφες στα ελληνικά κείμενα. Έδρα του καζά Τίκφες ή Τίκφεσι (Тиквеш). Οι κάτοικοί του ήταν κυρίως εξαρχικοί Μακεδόνες και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Υπήρχαν επίσης λίγοι Βλάχοι και Τσιγγάνοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 5.861 άτομα.

[1715] Rožden. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Ρόζντεν ή Ρόσδεν. Έδρα του ομώνυμου ναχιγιέ, του καζά Τίκφες. Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 720 άτομα.

[1716] Žervi. Ζέρβι και Ζέρβη (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Βοδενών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 240 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1717] Βάρδας, τ. Β’, σ. 963.

[1718] Maala ή Mahala ή MalaΟ Μαχαλάς των ελληνικών κειμένων. Μουσουλμανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 400 Τούρκοι και 100 Αλβανοί. Το σύνολο των μουσουλμάνων κατοίκων του αναγκάστηκε το 1924 να εγκαταλείψει τη χώρα. Στη θέση τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε χριστιανούς πρόσφυγες από τον Καύκασο, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Εγκαταστάθηκαν επίσης εδώ και Μακεδόνες από τα γύρω χωριά. Το 1928 ζούσαν στο χωριό περίπου 240 πρόσφυγες και 200 Μακεδόνες. Το 1929 μετονομάστηκε σε Τροπαιούχος. 

[1719] Βάρδας, τ. Β’, σ. 963-964.

[1720] Βάρδας, τ. Β’, σ. 965.

[1721] Βάρδας, τ. Β’, σ. 975-976.

[1722] Βάρδας, τ. Β’, σ. 977-978.

[1723] Βάρδας, τ. Β’, σ. 982.

[1724] Βάρδας, τ. Β’, σ. 1001.

[1725] Βάρδας, τ. Β’, σ. 1007.

[1726] Βάρδας, τ. Β’, σ. 1023.

[1727] Βάρδας, τ. Β’, σ. 1025. Καραβίτης, σ. 693-694.

[1728] Βάρδας, τ. Β’, σ. 1032.

[1729] K’rklino και Kirklino. Κύρκλινο στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 420 χριστιανοί Μακεδόνες.

[1730] «Θεσσαλία» της 3ης Ιανουαρίου. «Πατρίς» της 8ης Ιανουαρίου. «Ατλαντίς» της 24 / 6ης Φεβρουαρίου 1908.

[1731] «Πατρίς» της 3ης Ιανουαρίου 1908.

[1732] Barovica. Μπαρόβιτσα και Μπαροβίτσα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 900 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Με τη συνθήκη της Νεϊγύ 75 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Καστανερή.

[1733] «Πατρίς» της 9ης Ιανουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 28 / 10ης Φεβρουαρίου 1908.

[1734] «Θεσσαλία» της 14ης Ιανουαρίου. «Εμπρός» της 17ης Ιανουαρίου. «Ατλαντίς» της 2 / 15ης Φεβρουαρίου 1908.

[1735] «Σκριπ» της 10ης Ιανουαρίου 1908.

[1736] «Καιροί» της 10ης Ιανουαρίου. «Σκριπ» της 11ης Ιανουαρίου. «Ατλαντίς» της 28 / 10ης Φεβρουαρίου 1908. Κάκκαβος, σ. 165.

[1737] «Θεσσαλία» της 11ης Ιανουαρίου. «Ατλαντίς» της 29 / 11ης Φεβρουαρίου 1908.

[1738] «Θεσσαλία» της 15ης Ιανουαρίου 1908.

[1739] «Σκριπ» της 27ης Ιανουαρίου. «Εμπρός» της 28ης Ιανουαρίου 1908.

[1740] Το «Εμπρός» της 18ης Φεβρουαρίου 1908, διορθώνει το όνομα του νεκρού στο Ατ Παζάρ και λέει πως ήταν ο πρώην αρτοπώλης Στόικος.

[1741] «Εμπρός» της 25ης και της 27ης Ιανουαρίου 1908.

[1742] ΔΙΣ, σ. 294.

[1743] Crkovijani, Carkovijan, Carkovean, Carkoven, Carovčan, Carovčani. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Τσιρκόβιανη, Τσερκόβιανη και Άγιος Ιωάννης. Οικισμός του καζά Βέροιας. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Βλάχοι. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό 240-300 άτομα. Στη συνέχεια ο βλάχικος πληθυσμός εγκατέλειψε το χωριό. Μετά το 1922, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ 57 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 απογράφηκαν 211 άτομα, όλα προσφυγικής καταγωγής. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Μικρή Σάντα και το 1940 Μικρά Σάντα.

[1744] Το «Εμπρός» της 9ης Φεβρουαρίου 1908, χαρακτηρίζει την είδηση της «σφαγής έξι ρουμανιζόντων και 3.000 ζώων» στον Άγιο Ιωάννη της Βέροιας, ως «τερατώδες ψέμα». Η «Θεσσαλία» της 11ης Φεβρουαρίου, γράφει ότι η συμμορία έβαλε φωτιά στις στάνες και έκαψε τα ζώα. Η συμμορία όμως χαρακτηρίζεται «σερβική». Το «Εμπρός» επανέρχεται στις 12 Ιανουαρίου. Αποδέχεται τώρα πως η πράξη ήταν έργο ελληνικού σώματος. Γράφει για τέσσερις νεκρούς, τρεις ρουμανίζοντες και έναν εξαρχικό, καθώς επίσης για δύο τραυματίες βοσκούς. Η «Θεσσαλία» της 14ης Φεβρουαρίου κάνει λόγο για δεκαεπτά νεκρούς ρουμανιστές, δυο-τρεις χιλιάδες σφαγμένα πρόβατα και σαράντα μουλάρια. Η «Πατρίς» της 16ης Φεβρουαρίου χαρακτηρίζει την πράξη «φοβερή εκδίκηση» των περιοίκων ελλήνων «χωρικών».

[1745] Σταυρόπουλος, σ. 434-435.

[1746] Πολλές πληροφορίες για την επίθεση δίνει ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Πατρίς», στο φύλλο της 17ης Φεβρουαρίου: Τέσσερις απανθρακωμένοι ρουμανίζοντες βοσκοί, ονομαζόμενοι Γιώργης, Κοκονάγος, Γώγος, Τσιάρας και ένας εξαρχικός βοσκός ο Γιοβάν Καρατίλε. Δυο πληγωμένοι, οι Αν. Τάκης και Στέλιος Κουτέβας. Συνολικά 2.900 καμένα ζώα (1.400 πρόβατα και 1.500 γίδια). Τα ίδια περίπου γράφει και η «Ατλαντίς» της 27 / 11ης Μαρτίου 1908.

[1747] Βλάχος, σ. 514 και Dakin, σ. 487-488.

[1748] Κάκκαβος, σ. 165.

[1749] «Ατλαντίς» της 23 / 7ης Μαρτίου 1908.

[1750] «Ατλαντίς» της 24 / 8ης Μαρτίου 1908.

[1751] «Ατλαντίς» της 14 / 27ης Φεβρουαρίου 1908.

[1752] «Ατλαντίς» της 13 / 26ης και 14 / 27ης Φεβρουαρίου 1908. Κάκκαβος σ. 165.

[1753] «Θεσσαλία» και «Εμπρός» της 3ης Φεβρουαρίου 1908.

[1754] «Θεσσαλία» της 3ης Φεβρουαρίου 1908.

[1755] «Εμπρός» της 3ης Φεβρουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 14 / 22ας Φεβρουαρίου 1908.

[1756] Tikveni. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Τίκβενι, Τίκβενη, Τίκφενι και Τίκφενη. Χριστιανικό χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Κάηκε τον Ιανουάριο του 1903 από τον οθωμανικό στρατό, για τα αυτονομιστικά φρονήματα του. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 180 εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Κολοκυθού και το 1928 Κολοκυνθού. Ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο.

[1757] «Εμπρός» της 12ης Φεβρουαρίου. «Θεσσαλία» της 14 και της 17ης Φεβρουαρίου 1908. Τσάμης, σ. 414.

[1758] «Εμπρός» της 8ης Φεβρουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 23 / 7ης Μαρτίου 1908.

[1759] «Εμπρός», «Σκριπ» και «Θεσσαλία» της 7ης Μαρτίου. «Εμπρός» της 10ης Μαρτίου 1908. «Ατλαντίς» της 22 / 4ης Απριλίου 1908.

[1760] Pirava. Πιράβα και Πυράβα στα ελληνικά κείμενα. Χωριό του καζά Δοϊράνης. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους κατοικούσαν εδώ περίπου 450 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί, πατριαρχικοί και ουνίτες) και 300 μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Τσιγγάνοι). Στη σερβική απογραφή του 1914 είχε πληθυσμό 785 άτομα.

[1761] «Ατλαντίς» της 23 / 7ης Μαρτίου 1908.

[1762] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 131, 27 Μαρτίου.

[1763] Kupa. Και Κούπα στα ελληνικά. Χωριό της περιοχής Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών, του καζά Γευγελής. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 116 οικογένειες Βλάχων (78 πατριαρχικές και 38 ρουμανίζουσες). Το 1913 απογράφηκαν στην Κούπα 626 άτομα.

[1764] «Πατρίς» της 28ης Φεβρουαρίου 1908. Κάκκαβος, σ. 165. Βλάχος, σ. 514. Βακαλόπουλος, σ. 308.

[1765] «Εμπρός» της 12ης Φεβρουαρίου 1908.

[1766] Monospitovo και Monaspit. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Μονόσπητο(ν). Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.000 χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και προτεστάντες).

[1767] «Εμπρός» της 12ης Φεβρουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 27 / 1ης Μαρτίου 1908.

[1768] Topolnica. Και Τοπόλνιτσα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Πετριτσίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 200 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί).

[1769] «Εμπρός» της 12ης Φεβρουαρίου 1908.

[1770] «Θεσσαλία» της 21ης Φεβρουαρίου 1908.

[1771] «Εμπρός» της 12ης Φεβρουαρίου 1908.

[1772] Monahit και Monahiti. Μοναχήτι(ον) και Μοναχίτι(ον) στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Οι κάτοικοί του ήταν Κουπατσαραίοι (χριστιανοί Βλάχοι που μιλούσαν πια ρωμαίικα). Το 1912 ζούσαν εδώ 500 περίπου άτομα.

[1773] «Θεσσαλία» της 22ας Φεβρουαρίου 1908. Γκόνος, σ. 405. Κάκκαβος, σ. 165.

[1774] Οι εφημερίδες «Πατρίς» και «Σκριπ» της 26ης Φεβρουαρίου, γράφουν πως κοντά στο χωριό Βλαχ (ή Βλάσι) σκοτώθηκαν τρεις Βλάχοι, από ελληνικό σώμα.

[1775] «Σκριπ» της 16ης Φεβρουαρίου 1908. «Πατρίς» της 21ης Φεβρουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 11 / 24ης Μαρτίου 1908.

[1776] Εμπρός» της 19ης Φεβρουαρίου 1908.

[1777] «Πατρίς» της 21ης Φεβρουαρίου 1908. «Ατλαντίς» της 11 / 24ης Μαρτίου 1908.

[1778] Krestilci και Krastilici. Κριτσίλτσα στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Πετριτσίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 500 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1779] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 131.

[1780] «Ατλαντίς» της 13 / 26ης Μαρτίου 1908.

[1781] «Πατρίς» της 2ας Μαρτίου, «Θεσσαλία» 15ης Μαρτίου και «Ατλαντίς» της 22 / 4ης Απριλίου 1908.

[1782] Κάκκαβος, σ. 165.

[1783] «Ατλαντίς» της 11 / 24ης Απριλίου και της 26 / 8ης Απριλίου 1908.

[1784] Σύμφωνα με τον Κλειδή (σ. 500), «ο Σταυρόπουλος μετατρέπει το σώμα του σε μικρή τρομοκρατική συμμορία κατά των ρουμανιζόντων».

[1785] Dakin, σ. 488. ΔΙΣ, σ. 295.

[1786] Σταυρόπουλος, σ. 438.

[1787] «Θεσσαλία» της 15ης Μαρτίου 1908.

[1788] «Θεσσαλία» της 15ης Μαρτίου 1908.

[1789] Subaš Kjoj ή Subaškjoj. Και Σουμπάσκιοϊ στα ελληνικά. Χωριό του Καζά Σερρών. Το 1912 κατοικούσαν εδώ περίπου 1.200 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Με την ανταλλαγή των προσφύγων, εγκαταστάθηκαν στο χωριό και κάποιοι πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 ο οικσμός μετονομάστηκε Νέον Σούλιον. Το 1928 απογράφηκαν εδώ 1.863 άτομα, 155 εκ των οποίων ήταν προσφυγικής καταγωγής.

[1790] «Εμπρός» της 9ης Μαρτίου 1908.

[1791] «Πατρίς» της 17ης και της 21ης Μαρτίου 1908.

[1792] Kamenik. Στα ελληνικά το συναντάμε ως Κάμενικ, Καμενίκι και Καμενίκη. Χωριό του καζά Βοδενών. Οι μισοί κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και οι άλλοι μισοί Τσιγγάνοι. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 110 άτομα. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε, μέχρι το 1924, στο Κάμενικ και 89 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Πετριάς και το 1940 Πετραία.

[1793] «Θεσσαλία» της 13ης Μαρτίου 1908.

[1794] Γκόνος, σ. 405.

[1795] «Σκριπ» της 15ης Μαρτίου. «Ατλαντίς» της 29 / 11ης Απριλίου 1908. Κάκκαβος, σ. 166.

[1796] Veles. Βέλες και Βελεσ(σ)ά στα ελληνικά κείμενα. Έδρα του ομώνυμου καζά. Οι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες και Βλάχοι, μουσουλμάνοι Τούρκοι, Εβραίοι και Τσιγγάνοι. Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 15.624 άτομα.

[1797] «Εμπρός» της 16ης, της 17ης και της 20ης Μαρτίου. «Σκριπ» της 17ης και της 20ης, Μαρτίου. «Ατλαντίς» της 5 / 18ης Απριλίου.

[1798] «Πατρίς» της 19ης Μαρτίου 1908.

[1799] «Πατρίς» της 23ης Μαρτίου 1908.

[1800] Ada Čiflik και Adata. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται Αντά, Αδά και Αντάς. Χριστιανικό χωριό του καζά Σερρών. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν στο χωριό περίπου 150 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και λίγοι Τσιγγάνοι. Στην απογραφή του 1920 απογράφονται στον Αντά 128 άτομα. Στη συνέχεια ο οικισμός ερημώνει.

[1801] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 131.

[1802] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 131.

[1803] Gališta. Και Γκάλ(λ)ιστα στα ελληνικά κείμενα. χωριό της περιοχής Νέστραμ ή Νέσραμ του καζά Καστοριάς. Ήταν ένας μικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων. Το σύνολο του πληθυσμού είχε ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Οι χριστιανοί είχαν διχαστεί σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 350 χριστιανοί και 400 μουσουλμάνοι. Μέχρι το 1924 οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν υποχρεωτικά στην Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν πατριαρχικοί πρόσφυγες από τον Πόντο. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 350 γηγενείς Μακεδόνες και 120 πρόσφυγες. Το 1926 μετονομάστηκε Ωμορφοκκλησιά και το 1940 Ομορφοκκλησιά. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου αρκετές οικογένειες γηγενών (κυρίως), κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

[1804] «Θεσσαλία» της 4ης Απριλίου 1908. «Ατλαντίς» της 14 / 27ης Απριλίου 1908.

[1805] Badem και Bademli. Μπαδεμλή και Μπατέμ Τσιφλίκ στα ελληνικά κείμενα. Οικισμός του καζά Καβάλας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 30 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στη θέση τους ήρθαν 409 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Αμυγδαλιώνας και το 1940 Αμυγδαλεών.

[1806] «Θεσσαλία» της 4ης Απριλίου 1908 και «Ατλαντίς» της 14 / 27ης Απριλίου 1908.

[1807] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 131.

[1808] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 131. «Ατλαντίς» της 19 / 2ας Μαΐου 1908. Rubin, σ. 195.

[1809] Melik, Milik, Menlik, Maliki, Melnik. Μελίκι(ον) και Μελίκη (επίσημη ονομασία) στα ελληνικά. Οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 1.000 πατριαρχικοί Ρωμιοί. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και 43 προσφυγικές οικογένειες.

[1810] Κάκκαβος, σ. 166. «Ατλαντίς» της 23 / 6ης Μαΐου 1908.

[1811] Popčevo. Και Πόπτσεβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 ζούσαν εδώ 165 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1812] «Σκριπ» της 5ης Απριλίου. «Θεσσαλία» της 6ης Απριλίου 1908. Κάκκαβος, σ. 166

[1813] Jančišta ή Jančiščta. Και Γιάντσιστα στα ελληνικά. Χριστιανικός οικισμός του καζά Βέροιας. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 300 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στη Γιάντσιστα και 131 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Γιάνισσα και το 1940 Άγιος Γεώργιος.

[1814] «Εμπρός» της 3ης Απριλίου 1907. Κάκκαβος, σ. 166.

[1815] Κάκκαβος, σ. 166.

[1816] «Ατλαντίς», Τετάρτη 23 / 6 Μαΐου 1908

[1817] «Ατλαντίς» της 23 / 6ης Μαΐου 1908.

[1818] «Πατρίς» της 21ης Απριλίου 1908. «Ατλαντίς» της 8 / 21ης Μαΐου 1908.

[1819] Κάκκαβος, σ. 166.

[1820] «Πατρίς», Πέμπτη 24 Απριλίου 1908.

[1821] «Θεσσαλία» της 21ης Απριλίου. «Πατρίς» της 24ης Απριλίου 1908. Κάκκαβος, σ. 166.

[1822] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 186, 6 Μαΐου.

[1823] «Σκριπ» της 23ης Απριλίου. «Πατρίς» της 24ης Απριλίου 1908.

[1824] «Σκριπ» της 28ης Απριλίου. «Πατρίς» και «Εμπρός» της 29ης Απριλίου 1908. Κάκκαβος, σ. 166.

[1825] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 186.

[1826] Κάκκαβος, σ. 167. Rubin, σ. 201.

[1827] Spatovo. Και Σπάτοβο(ν) στα ελληνικά. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ ή Δεμίρ Ισσάρ. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 1.150 άτομα. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 108 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν από το Σούγκοβο στη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκαν στο Petrič και το Sveti Vrač (Sandanski). Από την άλλη, 483 πατριαρχικοί πρόσφυγες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε Κοίμησις. Το 1940 ζούσαν εδώ περίπου 1.700 άτομα.

[1828] Lehovo. Αναφέρεται και σαν Liahovo. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Λέχοβο(ν). Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Οι κάτοικοί του ήταν εξαρχικοί Μακεδόνες. Το 1913 απογράφηκαν στο χωριό 1.117 άτομα. Τον Αύγουστο του 1915 ο πληθυσμός του είχε μειωθεί στα 800 άτομα. Συνολικά μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, με τη συνθήκη της Νεϊγύ 74 οικογένειες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στο νέο χωριό Lehovo (που έφτιαξαν κοντά στα σύνορα), στην πόλη Sveti Vrač (Sandanski) και στο χωριό Katunci. Το 1927 το Λέχοβο μετονομάστηκε Κρασοχώρι και το 1940 Κρασοχώριον. Το 1940 ζούσαν εδώ 450 Μακεδόνες. Το χωριό ερήμωσε μετά τον πόλεμο.

[1829] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 214, 22 Μαΐου.

[1830] «Εμπρός», «Σκριπ» και «Θεσσαλία» της 11ης Μαΐου 1908. «Πατρίς» Πέμπτη 15 Μαΐου 1908. Rubin, σ. 200.

[1831] «Πατρίς» της 15ης Μαΐου 1908.

[1832] «Θεσσαλία» της 10ης Μαΐου. «Πατρίς» της 11ης Μαΐου 1908.

[1833] «Θεσσαλία» της 21ης Μαΐου. «Πατρίς» της 23 Μαΐου 1908.

[1834] Ο Παπαλουκάς είναι υπεύθυνος και για τον φόνο πολλών εξαρχικών Μακεδόνων, στο χωριό Βίγλιστα ή Μπίγλιστα, ενώ ετελείτο γάμος μέσα στην εκκλησία. Βλ. Αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φάκελος 6.

[1835] Μακρής, σ. 165-167.

[1836] «Εμπρός» της 6ης Ιουνίου. «Πατρίς» της 14ης Ιουνίου 1908. Dakin, σ. 483. ΔΙΣ, σ. 288.

[1837] German. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Γέρμαν, Γέρμανι, Γερμάνι και  Γέρμανη. Χωριό του καζά Ντεμίρ Ισάρ (ή Δεμίρ Ισσάρ). Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 550 χριστιανοί Μακεδόνες (οι περισσότεροι εξαρχικοί). Στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο το χωριό κάηκε από τον ελληνικό στρατό. Στη συνέχεια, οι κάτοικοί του μεταναστεύουν στη Βουλγαρία. Συνολικά έφυγαν από το Γκέρμαν, με τη συνθήκη της Νεϊγύ, 138 οικογένειες. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό 121 πατριαρχικοί πρόσφυγες. Το 1927 ο προσφυγικός πια οικισμός μετονομάστηκε Σχιστόλιθος.

[1838] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 214. «Πατρίς» της 23ης και της 25ης Μαΐου 1908.

[1839] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 214.

[1840] «Ατλαντίς» της 31 / 1ης Ιουνίου 1908. Κάκκαβος, σ. 167

[1841] «Θεσσαλία», Δευτέρα 26 Μαΐου 1908.

[1842] «Θεσσαλία» της 26ης Μαΐου 1908. Κάκκαβος, σ. 167.

[1843] «Εμπρός» της 6ης Ιουνίου 1908. «Ατλαντίς» της 31 / 13ης Ιουνίου 1908. Μακρής, σ. 172-173. Dakin, σ. 484. ΔΙΣ, σ. 289.

[1844] «Σκριπ» της 2ας Ιουλίου 1908. Καραβίτης, σ. 783-787.

[1846] «Πατρίς» της 19ης Ιουνίου 1908.

[1847] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1908, έγγραφο 614, έκθεση Ιουνίου.

[1848] Damjan ή Sulukli. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται ως Δάμιανη, Δάμνιανη και Σουλουκλή. Χριστιανικό χωριό του καζά Γενιτζέ Βαρντάρ ή Γιανιτσών. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 120 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη συνθήκη της Νεϊγύ όλοι οι κάτοικοι του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Από την άλλη, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό 100 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων, από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Το 1926 ο οικισμός μετονομάστηκε Δαμιανόν.

[1849] Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1908, έγγραφο 614.

[1850] «Πατρίς» και «Θεσσαλία» της 25ης Ιουνίου 1908. Κάκκαβος, σ. 168.

[1851] Κάκκαβος, σ. 168. «Πατρίς» της 25ης Ιουνίου 1908.

[1852] «Πατρίς», Τετάρτη 25 Ιουνίου 1908.

[1853] «Εμπρός», Τετάρτη 9 Ιουλίου 1908.

[1854] «Σκριπ» της 15ης Ιουνίου. «Εμπρός», «Πατρίς» και «Θεσσαλία» της 16ης Ιουνίου 1908. «Πατρίς» και «Θεσσαλία» της 23ης και της 26ης Ιουνίου 1908. Μακρής, σ. 174. Dakin, σ. 484. ΔΙΣ, σ. 289.

[1855] Nareš. Αναφέρεται επίσης σαν Nariš και Nariše. Νάρες στα ελληνικά. Χριστιανικό χωριό του καζά Θεσσαλονίκης. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 150 εξαρχικοί Μακεδόνες. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι περισσότεροι από αυτούς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες, κυρίως από τη Μικρά Ασία. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες ήταν χριστιανοί Τούρκοι. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων χαρακτήρισε τον οικισμό ως καθαρά προσφυγικό. Το 1926 οι οικισμός μετονομάζεται Φιλαδελφειανά και το 1928 Νέα Φιλαδέλφεια. Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό σχεδόν 550 άτομα.

[1856] «Πατρίς», Πέμπτη 10 Ιουλίου 1908.

[1857] «Εμπρός», Σάββατο 12 Ιουλίου 1908.

[1858] «Πατρίς» της 10ης Ιουλίου 1908.

[1859] Ribarci. Και Ριμπάρτσι στις ελληνικές πηγές. Χριστιανικός οικισμός του καζά Μπιτολίων ή Μοναστηρίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 150 Μακεδόνες (εξαρχικοί και πατριαρχικοί). Στη σερβική απογραφή του 1914 ο πληθυσμός του ήταν 22 άτομα.

[1860] Το «Εμπρός» της 12ης Ιουλίου 1908, γράφει πως σκοτώθηκαν 29 άτομα. Ο Dakin γράφει (σ. 485) πως τα θύματα ήταν είκοσι τέσσερα.

[1861] Προξενείο Μοναστηρίου, 1908, έγγραφα 3517 και 3197, 6 και 8 Ιουλίου.

[1862] Καραβίτης, σ. 792-793.

[1863] Κάκκαβος, σ. 165-168.

[1864] Kosturino, Kostrum, Kastrino. Στις ελληνικές πηγές αναφέρεται σαν Κωστούρινο ή Κουστούρινο. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 ζούσαν εδώ 660 εξαρχικοί Μακεδόνες.

[1865] Izvor. Ίσβορ και Ίσβορο(ν) στις ελληνικές πηγές. Χωριό της περιοχής Μογλενών του καζά Γιανιτσών και στη συνέχεια του καζά Καρατζά Αμπάτ ή Καρατζόβας. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 100 εξαρχικοί Μακεδόνες. Στη συνέχεια το Ίζβορ ερήμωσε. Το 1926 ο έρημος οικισμός μετονομάστηκε Ανάβρα.

[1866] Kukliš και Kuklič. Στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται σαν Κουκλίς ή Κουκλίτς. Χωριό του καζά Στρούμιτσας. Το 1910 ζούσαν εδώ 548 εξαρχικοί Μακεδόνες

[1867] «Θεσσαλία» και «Πατρίς» της 17ης Ιουνίου 1908.

[1868] «Εμπρός», Τρίτη 24 Ιουνίου 1908.

[1869] «Εμπρός», «Θεσσαλία» και «Πατρίς της 25ης Ιουνίου 1908.

[1870] «Εμπρός» και «Θεσσαλία» της 12ης Ιουλίου 1908.

[1871] «Θεσσαλία», Κυριακή 13 Ιουλίου 1908.

[1872] Προξενείο Σερρών, 1908, έγγραφο 3490, 16 Ιουλίου 1908.

[1873] «Εμπρός», Δευτέρα 21 Ιουλίου 1908.

[1874] Βλάχος, σ. 519.

[1875] Σταυρόπουλος, σ. 449.

[1876] Μακρής, σ. 179-180.

[1877] Καραβίτης, σ. 805-809.

[1878] «Εμπρός», Τρίτη 15 Ιουλίου 1908.

[1879] Dakin, σ. 505.

[1880] ΔΙΣ, σ. 300.

[1881] ΔΙΣ, 373.

[1882] «Εμπρός» της 1ης Απριλίου 1928.