Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού



 

Τέχνες και σύνεργα του Πέτρου Βλαστού

 

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2013

 


Επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας, που περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.

 

 

 

αβάρα: κάνω αβάρα > πελαγίζω > αρμενίσματα

αβαράρω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

αβάρετη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

αβάρετος: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

αβαρία: ζημιά στη μεταφορά, θαλασσοζημία > αβαρία > του κούρσου και του φορτωτή

αβάρω: αβάρω τα πανιά > αβάρω > αρμενίσματα

αβασκαμός: > βασκανιά > δαιμονικά

αβασκαντήρα: > φυλαχτό > δαιμονικά

αβάσκαντος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αβγά: > αβγά > του φαγιού

άβγα: > πόρτα > του χτίστη

αβγατιστή: > παιδιών > παιγνίδια

αβγερινός: > πλανήτες > αστρικά

αβγή: > αβγή > αστρικά

αβγή: > αβγή > της μέρας και της ώρας

αβγηνάδα: > αβγή > αστρικά

αβγίλα: > αβγουλάδα > πουλολογικά

αβγό: > αβγά > του φαγιού

αβγό: > αβγό > πουλολογικά

αβγό: αβγό του ουρουντισμάτου (για κάλτσες) > μπάλωμα > ραφτικά

αβγογεννώ: > αβγομάνα > πουλολογικά

αβγοθήκη: > αβγομάνα > πουλολογικά

αβγοκαλάμαρο: > ζυμαρικά > του φαγιού

αβγοκόβω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

αβγοκουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

αβγοκούλουρο: > ζυμαρικά > του φαγιού

αβγοκούλουρο: > ψωμί > του φαγιού

αβγοκούλουρο: τα φέρναν στην εκκλησιά για να τα βλογήσει ο παπάς > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αβγολέμονο: > ζουμί > του φαγιού

αβγολογώ: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγολογώ: ξετάζω την όρνιθα για να δω αν έχει κανένα αβγό έτοιμο > αβγολογώ > πουλολογικά

αβγομαζώνω: μαζέβω τ' αβγά από τη φωλιά > αβγολογώ > πουλολογικά

αβγομάνα: > αβγομάνα > πουλολογικά

αβγομάνα: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγομάνα: ωοθήκη > αβγομάνα > όργανα

αβγοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

αβγόσυκα: > σύκα > του φαγιού

αβγοτάραχο: σκελί αβγοτάραχου > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

αβγότσοφλο: > αβγό > πουλολογικά

αβγούλα: > αβγή > αστρικά

αβγούλα: μεγάλο αβγό (Μάνη) > αβγό > πουλολογικά

αβγουλάδα: > αβγουλάδα > πουλολογικά

αβγουλάδικο: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγουλάς: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγουλάτα: > σταφύλια > του φαγιού

Άβγουστος: > μήνας > της μέρας και της ώρας

αβγοφάς: αρώστια που σταματά την κότα να κάνει αβγά > στις κότες > αρώστιες ζώων

αβγόφυλλο: > αβγό > πουλολογικά

αβγωμένο: βιβλίο με ασπράδι πριν τυπωθούν τα γράμματα στο πετσί > αβγωμένο > του βιβλιοδέτη

αβγώνω: αλείφω με ασπράδι > αβγώνω > του βιβλιοδέτη

αβγώνω: γεμίζω αβγά > αβγώνω > πουλολογικά

αβγωτός: > αβγώνω > πουλολογικά

αβδελλιάζουν: από αρρώστια του συκωτιού > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

αβιζότι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

άβλαβο: > φίδι > σερπετά

αβλάκι: > αβλάκι > του χωραφιού

αβλάκι: > οργώνω > του χωραφιού

αβλάκι: ράβδωσις > κολόνα > του χτίστη

αβλακιά: > κολόνα > του χτίστη

αβλακιά: > οργώνω > του χωραφιού

αβλακιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αβλακώνω: > οργώνω > του χωραφιού

αβλακωτό: > μαχαίρι > του πολεμιστή

αβλέμονας: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

αβλεμόνι: τρύπα βαθιά στον πάτο της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

άβλεπος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αβλή: > αβλή > του χτίστη

αβλόγυρος: > αβλή > του χτίστη

αβλόθυρα: > αβλή > του χτίστη

αβλόθυρα: > πόρτα > του χτίστη

αβλόπορτα: > αβλή > του χτίστη

αβλόπορτα: > πόρτα > του χτίστη

αβλός: > ποτιστής > της βοσκής

αβλόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

αβλόστρωτο: > αβλή > του χτίστη

αβρεξιά: > αναβροχιά > καιρικά

άβρεχτη: άβρεχτη μέρα = που δεν έβρεξε > αναβροχιά > καιρικά

αβροχιά: > αναβροχιά > καιρικά

αβυζαξιά: > βυζαίνω > βιολογικά

άγαλα: > ζωντανά > της βοσκής

άγαλη: > γαλούσα > βιολογικά

αγαλήπα: ακαλήφη > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αγανάδα: το μέρος στη θάλασσα που σκουραίνει από λαφρί αγέρι ενώ γύρω του είναι γαλήνη > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

άγανο: > στάχυ > φυτολογικά

αγάπης: της αγάπης το βοτάνι > μαγιοβότανο > δαιμονικά

αγαπητικιά: > αγαπητικός > οικογενειακά

αγαπητικός: > αγαπητικός > οικογενειακά

αγαπός: > αγαπητικός > οικογενειακά

αγγάστρι: > αγγάστρι > βιολογικά

αγγάστρι: > αγγαστριά > βιολογικά

αγγαστριά: > αγγαστριά > βιολογικά

αγγάστρωτη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

αγγίξιμο: > πιάση > φυσιολογικά

αγγιό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

άγγισμα: > πιάση > φυσιολογικά

άγγισμα: αρώστια από ξωτικό > μάγεμα > δαιμονικά

αγγόνα: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγονή: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγόνι: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγονός: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγούρια: > λαχανικά > του φαγιού

αγγουροσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

αγγρίφι: > αγγρίφι > του καραβιού

αγελάδα: > γελάδι > της βοσκής

αγελαδάρης: > βοσκός > της βοσκής

αγελαδιά: > πετσί > του παπουτσή

αγελαδίσιο: > κρέας > του φαγιού

αγέννητη: > πρόβατο > της βοσκής

αγέρας: > άνεμος > καιρικά

αγέρας: δικαίωμα να έχεις ανοιχτό αγέρα σε γειτονικό χτήμα > σπίτι > του χτίστη

αγέρηδες: οι τέσσερις αγέρηδες > άνεμος > καιρικά

αγέρι: > άνεμος > καιρικά

αγέρι: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγέρι: > κλίμα > καιρικά

αγέρι: > στεριανό > καιρικά

αγερικά: > νεράιδα > δαιμονικά

αγερικό: > άνεμος > καιρικά

αγερικό: > στοιχιό > δαιμονικά

αγερίνα: ο πολύ ψιλός άμμος του γιαλού > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

άγια λάδια (τα): > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άγια τράπεζα: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

αγιάζι: > δροσιά > καιρικά

αγιάζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

Αγιαντρέας: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αγιαπύλη: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

αγίασμα: άγιος τόπος όπου βγαίνει νερό θαυματουργό > προσκύνημα > της εκκλησιάς

αγίασμα: νερό για ν' αγιάσει ο παπάς (δες αγιασμός) > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άγιασμα: άγιος τόπος όπου βγαίνει νερό θαυματουργό > προσκύνημα > της εκκλησιάς

αγιασματάρι: βιβλίο ακολουθιών > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιασματερό: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιασμός: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιασμός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αγιαστήρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιαστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιαστούρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιάτικο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιζότι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

αγιογιωργίτης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αγιόγραφα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιοκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

αγιόκλαδα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιομνήσι: η μέρα που γιορτάζει ο άγιος > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αγιόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

αγιοπούλι: Pastor > αγιοπούλι > πουλιά

αγιορίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

άγιος θρόνος: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

αγιοστέφανο: > κονίσματα > της εκκλησιάς

αγιοταφίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αγιουλάκι: αγιογραφία > κονίσματα > της εκκλησιάς

αγιούπας: > γύπας > πουλιά

αγιοχώματος: > μακαρίτης > οικογενειακά

αγιόψωμο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγκάθι: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκαθιά: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκαθιάζει: > αγκαθιάζει το χωράφι > φυτολογικά

αγκαθομούστακο: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

αγκαθόχτενο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκάλη: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

αγκάλη: μικρός κόρφος > κόρφος > της θάλασσας και του καιρού

αγκαλιά: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

αγκαλιά: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

αγκαλιά: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

αγκαλιά: αγκαλιά της ράχης > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αγκαλιές: πετιέται αγκαλιές το νερό από τη βρύση > βρύση > του χωραφιού

αγκάλιστρος: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίδα: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκίδα: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκίδα: > αγκίστρι > της ψαρικής

αγκίδα: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίδα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκίδι: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκίδι: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκίδι: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίδι: η γυριστή μύτη του αγκιστριού > αγκίστρι > της ψαρικής

αγκινάρα: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίνι: η σιδερένια μύτη που είναι στην άκρη του αδραχτιού > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίστρεμα: ψάρεμα με το αγκίστρι > ψαρική > της ψαρικής

αγκίστρι: > αγκίστρι > της ψαρικής

αγκιστρώνω: πιάνω με το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής

αγκλιδέρα: > γκλίτσα > της βοσκής

άγκουρα: > άγκυρα > του καραβιού

άγκουρα: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

αγκουρέτο: > αγκουρέτο > του καραβιού

αγκύλα: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκύλι: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκυλόπετρα: > πέτρα > πέτρες

άγκυρα: > άγκυρα > του καραβιού

αγκυροβόλι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αγκυρώνω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

αγκωνάρι: της γωνιάς > πέτρα > του χτίστη

αγκώνας: > μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

άγκωνας: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

αγκωνή: > τζάκι > του σπιτικού

αγλίστρα: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

αγλύκαντος: αγλύκαντος κι αδρόσιστος (ή αχλώρατος) > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

άγλωσσος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγναντάρω: αγναντάρω ψάρι > ψαρέβω > της ψαρικής

αγναντερός: που στέκεται ψηλά κι ανοιχτά > αγνάντιο > τοπογραφικά

αγνάντιο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

άγναφτο: > πετσί > του παπουτσή

αγολολάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγοραστής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αγόρι: > γιος > οικογενειακά

αγοροκόριτσο: > κόρη > οικογενειακά

αγοροπουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αγουρήθρα: > καρπός > φυτολογικά

αγουρίδι: > καρπός > φυτολογικά

αγουριδόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

αγουρόλαδο: από άγουρες ελιές > λάδι > του φαγιού

αγουροχιόνισμα: > χιόνι > καιρικά

αγριάπιδο: > απίδι > του φαγιού

αγρίδι: > αγρίμι > του κυνηγού

αγρίδι: > χερσάδα > τοπογραφικά

αγρίδι: > χερσάδα > του χωραφιού

αγρίμι: > αγρίμι > του κυνηγού

αγρίμι: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριμιά: > ερημιά > τοπογραφικά

αγριμιά: > χερσάδα > τοπογραφικά

αγριμιά: > χερσάδα > του χωραφιού

αγριμολόγα: σκύλα αγριμολόγα > σκύλος > θηλαστικά

αγριμολόγα: σκύλα αγριμολόγα > σκύλος > του κυνηγού

αγρινό: άγρια προβατίνα > αγρίμι > του κυνηγού

αγρινό: άγρια προβατίνα > αγριόγιδο > θηλαστικά

άγριο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

αγριοβλάσταρα: > αγριόχορτα > φυτολογικά

αγριοβόρι: > βορίσματα > καιρικά

αγριοβότανα: > αγριόχορτα > φυτολογικά

αγριοβούβαλο: Bos bubalus > αγριοβούβαλο > θηλαστικά

αγριόβουδο: Bos bonasus > αγριόβουδο > θηλαστικά

αγριοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

αγριογάδαρος: όναγρος > γαϊδούρι > θηλαστικά

αγριογάδουρο: > γαϊδούρι > θηλαστικά

αγριόγαλλος: Otis tarda > αγριόγαλλος > πουλιά

αγριόγατα: Felis catus > αγριόγατος > θηλαστικά

αγριόγατος: Felis catus > αγριόγατος > θηλαστικά

αγριόγιδα: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριογίδι: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριόγιδο: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριογούρουνο: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

αγριοκαίρι: > κακοκαιριά > καιρικά

αγριοκάτσικο: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριοκόκορας: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

αγριοκόριτσο: > κόρη > οικογενειακά

αγριόκοτα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

αγριομέλισα: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

αγριομερινό: αγρίμι που τρώγεται > αγρίμι > του κυνηγού

αγριόμηλο: > μήλο > του φαγιού

αγριόπαπια: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

αγριοπερίστερο: Columba livia > αγριοπερίστερο > πουλιά

αγριοπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

αγριόπετος: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

αγριοπουλάδα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

αγριοπούλι: > πουλί > πουλολογικά

αγριόρνιθα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

αγριόσκουπα: > σκούπα > του σπιτικού

αγριοστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

αγριόσυκα: > σύκα > του φαγιού

αγριοσφογγάρι: > βουτηχτής > αρμενίσματα

αγριοσφουγγάρι: > σφουγγάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αγριόφαγγρος: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

αγριοχελίδονο: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

αγριόχηνα: Anserinae > χήνα > πουλιά

αγριόχορτα: > αγριόχορτα > φυτολογικά

αγριοψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγρούζα: > αγρούζα > ψάρια του γλυκού νερού

αγρυπνιά: > αγρύπνια > φυσιολογικά

αγρύπνια: > αγρύπνια > φυσιολογικά

αγύμνι: άστρωτο > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγύριστο: > χωράφι > του χωραφιού

αγύριστος: > διάβολος > δαιμονικά

αγώγι: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγωγιάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγωγιάτικα: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

άδαρτο: άδαρτο γάλα > γάλα > της βοσκής

αδειάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αδερφάδες: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφάκι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφή: > αδέρφι > οικογενειακά

αδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφοδιώχτης: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφομεράδι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφομοιρασιά: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφομοίρι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφοποιτός: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφός: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφούλα: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφούλης: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφοφάς: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφώνουν: βγάζουν πολλές καλαμιές από τον ίδιο σπόρο > αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά

άδετο: > γλυκά > του φαγιού

αδιάβροχο: > μουσαμάς > ρούχα

αδίπλωτο: > χωράφι > του χωραφιού

αδόλωτο: αδόλωτο αγκίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής

αδουλεψιά: > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άδραγμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

αδραχτάς: Himantopus himantopus > αδραχτάς > πουλιά

αδράχτι: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

αδράχτι: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

αδράχτι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

αδράχτι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

αδράχτι: το αδράχτι στριφογυρίζει και κλώθει τη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αδρέφι: > αγγάστρι > βιολογικά

αδρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

αέρας: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αεροφαγία: > φαγί > του φαγιού

αετόπουλο: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

αέτωμα: > στέγη > του χτίστη

άζος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

αζούρι: > λαζούλι > πετράδια

άζυμα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άζυμο: > ψωμί > του φαγιού

Αηγιάννης: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηγιωργίτης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηδημήτρη (του): Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηδημητριάτης: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αηδόνι: Luscinia luscinia > αηδόνι > πουλιά

Αημαρίνα: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηντριάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηστράτηγος: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηστράτης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηταξιάρχης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηφίλιππος: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αθαλωτός: > μάβρος > του ζουγράφου

αθάνατο: αθάνατο λιμάνι = σίγουρο > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αθέρας: το γένειο του σταχιού > στάχυ > φυτολογικά

αθερίνα: Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας

αθερνός: Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας

άθι: > λουλούδι > φυτολογικά

αθίβολος: κωνικό δίχτυ > πεζόβολος > της ψαρικής

αθότυρο: > τυρί > του φαγιού

αθώρια: > σταφύλια > του φαγιού

αίθα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

αίμα: > αίμα > φυσιολογικά

αιματένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αιματογυρισιά: η κυκλοφορία του αιμάτου > αίμα > φυσιολογικά

αιματόκοψε: το πετσί, το κρέας > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αιματόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

αιματσάρης: αιματώδης > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αιματσίτικος: > αίμα > φυσιολογικά

αιματσίτικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αιμοραγία: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αίστησες: είναι πέντε > αίστησες > φυσιολογικά

αϊτίνα: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

αϊτονύχια: > σταφύλια > του φαγιού

αϊτόπετρα: > αϊτόπετρα > πέτρες

αϊτός: > παιδιών > παιγνίδια

αϊτός: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

αιώνας: > αιώνας > της μέρας και της ώρας

ακαδημία: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ακαιριά: κακός καιρός για σπαρτά > κακοκαιριά > καιρικά

ακαλαφάτιστο: > καράβι > καράβια

άκαπνο: > μέλι > του φαγιού

άκαπνο: άκαπνο μέλι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ακατράμιστο: > καράβι > καράβια

ακατράμωτο: > καράβι > καράβια

άκληρος: > άτεκνος > οικογενειακά

άκλουθο: > αγγάστρι > βιολογικά

ακλώσσιστο: > αβγό > πουλολογικά

ακοιμησιά: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ακολουθία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ακόνα: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακόνα: > πέτρα > πέτρες

ακονάκι: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ακονάκι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

ακόνι: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακόνι: > πέτρα > πέτρες

ακονιά: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονιάζει: > ψωμί > του φαγιού

ακονιασμένο: > ψωμί > του φαγιού

ακονίζω: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονιστήρι: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονιστήρι: σταχτόμαβρη πέτρα γι' ακόνισμα > πέτρα > πέτρες

ακονόπετρα: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ακόντι: για σπρώξιμο στα ρηχά > σταλίκι > της ψαρικής

ακοντίζω: σπρώχνω τη βάρκα με το ακόντι ή το σταλίκι στα ρηχά νερά > ακοντίζω > αρμενίσματα

ακουαρέλα: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

άκουση: > άκουση > φυσιολογικά

άκουσμα: > άκουση > φυσιολογικά

ακούτραφας: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

ακούω: > αφτί > όργανα

ακούω: φουχτώνω το αφτί μου για ν' ακούσω καλίτερα > άκουση > φυσιολογικά

ακράπι: > ακράπι > του καραβιού

άκρη: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

ακριβοταγισμένος: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

ακρίδα: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ακριδόσπορος: > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ακρίζω: αρμενίζω κοντά στην ακρογιαλιά > αρμενίζω > αρμενίσματα

ακρινάρι: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ακρινάρι: > γύρος > ραφτικά

ακρογιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακρογιαλιά: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακρόδωμα: > λιακωτό > του χτίστη

ακροθαλάσσι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακροθαλασσιά: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακροθάλασσο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακρόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

ακρόκορφο: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ακρολιμνιά: > λίμνη > τοπογραφικά

ακρολόφι: > λόφος > τοπογραφικά

ακρόμερα: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ακρόνυχα: > νύχια > πουλολογικά

ακροπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ακροποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

ακροπρεπίδια: γαρνιτούρες > κέντημα > ραφτικά

ακρόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

ακρορεματιά: > ρέμα > τοπογραφικά

ακρορόφια: > στέγη > του χτίστη

ακροσυγγένισα: μακρινή συγγενίδισα > συγγενής > οικογενειακά

ακροσφήνι: > πέτρα > του χτίστη

ακροτόπια: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ακροτόπια: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ακρούμι: πιάσιμο της πλάτης > ακρούμι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ακροφίγουρο: > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

ακροφτέρουγο: ψαλιδωτά ακροφτέρουγα > φτερό > πουλολογικά

ακρωτήρι: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

αλάλητος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλιά: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλιάζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλάλιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλογώ: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άλαλος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαμπίκος: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

αλάνι: > πλατεία > τοπογραφικά

αλάργα: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

αλάργα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

αλάρω: τραβώ απάνω με σκοινιά > αλάρω > αρμενίσματα

άλας: > αλάτι > του φαγιού

αλατζάς: ρηγαδωτό πανί > πανιά > πανιά

αλάτι: > αλάτι > του φαγιού

αλάτι: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλάτι: > θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού

αλάτι: πήζω αλάτι > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

αλάτι: σταβρώνω με το αλάτι > ξορκίζω > δαιμονικά

αλατιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αλατίζω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλατίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

αλατιστής: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλατίστρα: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλατόγεια: > γη > του χωραφιού

αλατολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αλατόπετρα: ορυκτόν άλας > αλατόπετρα > πέτρες

αλατοπίπερο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αλαφροήσκιος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

αλαφροήσκιωτος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

αλαφροκέφαλο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλαφρόπετρα: > αλαφρόπετρα > πέτρες

αλαφρορόδινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αλαφροσιτά: > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαφροτρίχιασμα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

αλαφροχώματος: > μακαρίτης > οικογενειακά

αλεβράρης: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλεβραριά: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλεβράς: > ζουμί > του φαγιού

αλεβράς: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλέβρι: > αλέβρι > του μυλωνά

αλέβρι: > αλέβρι > του φαγιού

αλεβριά: > ζουμί > του φαγιού

αλεβρικό: > κόσκινο > του μαγεριού

αλεβροθήκη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αλεβρόκολα: > αλέβρι > του φαγιού

αλεβρόμυλος: > μύλος > του μυλωνά

αλεβρού: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλέθω: > αλέθω > του μυλωνά

άλειμα: > σφαχτό > του φαγιού

αλειφτά: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

αλεκάτη: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

αλέμι: άσπρο βέλο > βέλο > ρούχα

αλεπόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλεπού: Vulpes vulpes > αλεπού > θηλαστικά

αλεπουδερό: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλεπουδιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλεσμένος: > αλέθω > του μυλωνά

αλεστής: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλεστικά: > αλέθω > του μυλωνά

αλεστός: > αλέθω > του μυλωνά

άλεστος: > αλέθω > του μυλωνά

αλέστρα: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλετράς: > γεωργός > του χωραφιού

αλέτρι: > αλέτρι > του χωραφιού

αλέτρι: > αστερισμοί > αστρικά

αλετριά: > οργώνω > του χωραφιού

αλετρίζω: > οργώνω > του χωραφιού

αλέτρισμα: > οργώνω > του χωραφιού

αλετροπόδα: > αστερισμοί > αστρικά

αλετροπόδα: το μέρος που πατάει ο αλετράς και που αρμόζεται στο γυνί > αλέτρι > του χωραφιού

αλετροπόδι: > αλέτρι > του χωραφιού

αλετροπόδι: > αστερισμοί > αστρικά

αλεφαντή: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αλέχτορας: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

αλησμονάθι: > λουλούδι > φυτολογικά

αλιάδα: > λαχανικά > του φαγιού

αλιζάρι: κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

άλικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αλιόρι: > βουκολιό > της βοσκής

αλιπούγγι: τροβαδάκι για ξερές ελιές > ταγάρι > της βοσκής

αλιπουρές: > σταφύλια > του φαγιού

αλισάχνη: > αλάτι > του φαγιού

αλισάχνη: > καταχνιά > καιρικά

αλίσηρας: > αλαφρόπετρα > πέτρες

αλισίβα: > πλύση > του σπιτικού

αλιτζέ: ανοιχτό κόκκινο > άλογο > θηλαστικά

αλιχάνι: > είδη βαφών > του βαφιά

αλλάγι: αλλαγή αλόγων > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλλάδερφος: > αδέρφι > οικογενειακά

αλλαξιά: > φόρεμα > ρούχα

αλλαξοκαιριά: > αλλαξοκαιριά > καιρικά

αλληγορώ: > παράδαρμα > φυσιολογικά

αλλιθωριά: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλλιθωρίζω: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλλίθωρος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άλμπα: > αβγή > αστρικά

αλμπάνης: > γιατρός > γιατρικά

αλόγα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

αλογάκι: Hippocampus brevirostris > αλογάκι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αλογάρης: > βοσκός > της βοσκής

αλογάρης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογάς: > βοσκός > της βοσκής

αλογάς: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογατάκι: Hippocampus brevirostris > αλογάκι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αλογατάκι: Mantis religiosa | αλογατάκι του Θεού > αλογατάκι > σκουλήκια και ζωύφια

αλογατάρης: > βοσκός > της βοσκής

αλογατάρης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογατάς: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογάτης: > βοσκός > της βοσκής

αλογιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλογινός: > άλογο > θηλαστικά

αλογισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλογίσιος: > άλογο > θηλαστικά

άλογο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

άλογο: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

αλογογελάδια: > ζωντανά > της βοσκής

αλογοκάρφι: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογοκάρφι: για πέταλα > καρφολογιά > του μαραγκού

αλογόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

αλογόπετρα: > φυλαχτό > δαιμονικά

αλογόπετρα: θειικός χαλκός > χημικά > μέταλλα και χημικά

αλογόπετρα: κάλαϊς > περουζές > πετράδια

αλογοπόταμο: Hippopotamus | ιπποπόταμος > αλογοπόταμο > θηλαστικά

αλογοπούλι: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

αλογοπραματεφτής: > τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλογόσταβλος: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογοστάνη: > αλογοστάνη > της βοσκής

αλογοτεχνίτης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογότριχα: > καλάμι > της ψαρικής

αλογόφουντα: > φούντα > ραφτικά

αλοιφή: > αλοιφή > γιατρικά

αλούπι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

Αλουπός: Vulpes vulpes > αλεπού > θηλαστικά

αλουσιά: > πλύση > του σπιτικού

αλουστίνες: οι νεράιδες που αφανίζουν τα πανικά της πλύσης τις πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > αλουστίνες > δαιμονικά

αλπάνης: γιατρός ζώων > γιατρός > γιατρικά

αλτάνα: > περιβόλι > του χωραφιού

αλυκή: > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

αλυφαντής: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αλφάδα: > αλφάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλφάδι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

αλφαδιά: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

αλφαδιάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

αλφάς: λευκίας > αλφάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλωνάρης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

αλώνι: > αλώνι > του χωραφιού

αλώνι: το χρυσό στεφάνι που έχουν οι άγιοι γύρω στα κεφάλια τους > κονίσματα > της εκκλησιάς

αλωνιά: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνιάρης: > γεωργός > του χωραφιού

αλωνιάτης: > γεωργός > του χωραφιού

αλωνιάτικο: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνίζω: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλώνισμα: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνιστής: > γεωργός > του χωραφιού

αλωνιστής: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

αλωνιστικό: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνοτόπι: > αλώνι > του χωραφιού

αμάγεφτος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αμάδα: πλακωτό χαλίκι > πέτρα > πέτρες

αμάδες: > παιδιών > παιγνίδια

αμακιασμένη: > καρίνα > του καραβιού

αμαλαγιές: > αγριόχορτα > φυτολογικά

άμαλος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμάν: αμάν-αμάν > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

αμαξάς: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμάξι: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμάξι: αμάξι του Δαβίδ > αστερισμοί > αστρικά

αμαξιάρης: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμαξιάτικα: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμαξοπάτερο: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμαρόζα: > αγαπητικός > οικογενειακά

αμελέτητα (τα): > αρχίδι > όργανα

αμελέτητο: > δαίμονας > δαιμονικά

αμελέτητο: > ποντικός > θηλαστικά

αμελέτητο: αμελέτητο νερό (για μάγια) > αμίλητο νερό > δαιμονικά

αμεργός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμερικάνικο: > είδη πανιών > πανιά

αμερινός: > πλανήτες > αστρικά

άμερο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

αμιλησιά: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίλητο: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίλητο: αμίλητο νερό (για μάγια) > αμίλητο νερό > δαιμονικά

αμίλητο: το αμίλητο νερό > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίλητος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

αμιράλης: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

άμμα: > ματίζω > αρμενίσματα

αμμόγη: > γη > του χωραφιού

αμμογιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

άμμος: > άμμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άμμος: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

άμμος: > άμμος > του χτίστη

αμμότοπος: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμούδα: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

άμμουδα: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμουδερή: > γη > του χωραφιού

αμμουδερό: > γραφικά > του σπιτικού

αμμουδήτης: Mullus barbatus | άσπρο μπαρμπούνι > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

αμμουδιά: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμουδίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

αμμοχάλικο: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμόχωμα: του ποταμού > γη > του χωραφιού

αμοίραστος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αμολόγητο: > χαλάζι > καιρικά

αμολόγητο: ομφάλιος λώρος > αγγάστρι > βιολογικά

αμολώ: αμολώ τα ξάρτια > ξαμολώ > αρμενίσματα

αμόνι: > αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

αμονόξυλο: > αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

αμορίλα: > όνειρο > φυσιολογικά

αμούργα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

αμούργα: καταπάτι του λαδιού > λάδι > του φαγιού

αμουργαριά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμουργιός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμουργός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμούρι: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

αμπαδιά: > γίδι > της βοσκής

αμπαδίτικα: > ρούχα > ρούχα

αμπανόζι: > ξύλα > του μαραγκού

αμπανός: > ξύλα > του μαραγκού

αμπάρα: > σύρτης > του χτίστη

αμπάρα: > φράχτης > του χωραφιού

αμπαρζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αμπάρι: > αμπάρι > του καραβιού

αμπάρι: > αμπάρι > του μαγεριού

αμπάριζα: > παιδιών > παιγνίδια

άμπαρο: > κεχριμπάρι > πετράδια

αμπαρτζής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

αμπάς: > πανιά > πανιά

αμπατζής: βρακοράφτης > ράφτης > ραφτικά

αμπέλα: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπελάρης: > γεωργός > του χωραφιού

αμπέλι: > αμπέλι > του τρύγου

αμπέλι: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπέλι: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμπέλι: μπαίνω μεσ' τ' αμπέλι > είδη χορών > χοροί

αμπελόγια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αμπελοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

αμπελοκλάδι: > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμπελοκλάδι: των αμπελιών | παράσιτο φυτό > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

αμπελοκόπι: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπελοκόπι: φυταλιά αμπελιού > φυταλιά > φυτολογικά

αμπελοξυλαδόχορτο: βοτάνι για μωρά > είδη γιατρικών > γιατρικά

αμπελοπούλι: > αμπελοπούλι > πουλιά

αμπελουργός: > γεωργός > του χωραφιού

αμπελουργός: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

αμπελοχώραφο: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπενοκλάδι: έκζεμα > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άμπλας: βαθούλωμα όπου μαζέβεται βρόχινο νερό > λούτσα > τοπογραφικά

αμπόδεμα: > μάγεμα > δαιμονικά

αμποδένω: > μαγέβω > δαιμονικά

αμπολή: > αβλάκι > του χωραφιού

άμπουλας: > βρύση > του χωραφιού

άμπουλας: > λούτσα > τοπογραφικά

αμπουρκούνες: σύκα της άνοιξης > σύκα > του φαγιού

άμπρα: > κεχριμπάρι > πετράδια

αμύγδαλα: > αμύγδαλα > του φαγιού

αμυγδαλάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

αμυγδαλάκι: > μήτρα > όργανα

αμυγδαλάτο: > γλυκά > του φαγιού

αμυγδάλια: > σταφύλια > του φαγιού

αμύγδαλο: > καρπός > φυτολογικά

αμυγδαλόλαδο: > λάδι > του φαγιού

αναβάθρα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ανάβαλτος: > διάβολος > δαιμονικά

ανάβασμα: > αλέβρι > του φαγιού

ανάβατο: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανάβει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναβολάρι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αναβολιός: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

αναβουνάρι: > βουνό > τοπογραφικά

ανάβρα: > βρύση > του χωραφιού

αναβράει: > η κάψα > καιρικά

αναβρασίλα: > ζέστη > καιρικά

αναβρασίλα: > σύνεφο > καιρικά

αναβρεξιά: > αναβροχιά > καιρικά

αναβροχιά: > αναβροχιά > καιρικά

αναβροχίλα: > αναβροχιά > καιρικά

ανάβρυσμα: > βρύση > του χωραφιού

αναβρυστικό: αναβρυστικό νερό > βρύση > του χωραφιού

αναβρυτή: > βρύση > του χωραφιού

αναγελάστρα: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

ανάγερο: > απάνεμο > τοπογραφικά

αναγκαίο: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

αναγκασμός: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανάγκη: πρήσκονται τα πρόβατα και γίνουνται τούμπανο > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

αναγνώστης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αναγνωστόπουλο: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αναγούλα: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιά: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιάζω: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιαστικός: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιώ: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγρικιά: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγριτσιάζω: με πιάνουν σύγκρυα κι ανατριχίλες > ανατριχίλα > φυσιολογικά

αναγρίτσιασμα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

αναδεντράδα: κλήμα πάνω σε δέντρο > κληματαριά > του χωραφιού

αναδεντράδι: > δέντρο > φυτολογικά

αναδένω: > τραβώ τόνο > αρμενίσματα

αναδεξίμι: > βάφτισμα > οικογενειακά

αναδεξιμιός: > βάφτισμα > οικογενειακά

αναδεχτός: > βάφτισμα > οικογενειακά

ανάδοση: > καταχνιά > καιρικά

ανάδοχος: > βάφτισμα > οικογενειακά

αναδριμιάζουν: από ξινό > τα δόντια > όργανα

ανάθεμα: > κατάρες > κατάρες και εφκές

αναθεμάτισμα: > κατάρες > κατάρες και εφκές

αναθεματισμένος: > διάβολος > δαιμονικά

αναθεματισμός: > κατάρες > κατάρες και εφκές

αναθρεφτή: > παρακόρη > οικογενειακά

αναθρεφτός: > παραπαίδι > οικογενειακά

ανακάλημα: > μυρολόγι > οικογενειακά

ανακαλητό: > δάκρυ > φυσιολογικά

ανακαλιούμαι: > μυρολόγι > οικογενειακά

ανακαράδες: τα όργανα που παίζουνται με το φύσημα > όργανα > του μουσικού

ανακατέβουμαι: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακατωμένος: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ανακατωμός: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακατωσούρα: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακατωτήρι: > ταράχτης > του μαγεριού

ανακαψίλα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακόβω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

ανακουφωτό: > κέντημα > ραφτικά

ανακρέμαση: > αναβροχιά > καιρικά

ανάλαβος: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ανάλατο: χοιρινό ξύγκι > σφαχτό > του φαγιού

αναλεξένιο: > πανιά > πανιά

ανάλεστος: > αλέθω > του μυλωνά

αναλόγι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αναλόγι: το στήριγμα όπου βάζει ο παίχτης τις μουσικές του > αναλόγι > του μουσικού

αναλυτό: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

ανάμα: είναι ανάμα τα νερά της θάλασσας > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ανάμα: το κρασί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αναματερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αναμέλα: > αφτί > όργανα

αναμέλα: Heterocera | η ψυχαρούδα του μεταξοσκουληκιού > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

αναμένα τα φώτα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αναμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

αναμεσάδα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

άναντρη: > χήρα > οικογενειακά

ανάπαψη: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

αναπιασμένο: προζύμι > αλέβρι > του φαγιού

ανάπλα: > κρεβάτι > του σπιτικού

ανάπλαγο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ανάπλωρα: έρχομαι ανάπλωρα > αναπλωρίζω > αρμενίσματα

αναπλωρίζω: > αναπλωρίζω > αρμενίσματα

αναπνιά: > ανάσα > φυσιολογικά

αναπνοή: > ανάσα > φυσιολογικά

ανάποδη: η πίσω μεριά > πρόσωπη μεριά > πανιά

ανάποδος: > στεριανό > καιρικά

αναπόταμο: η μεριά του ποταμού που αψηλώνει > ποτάμι > τοπογραφικά

αναρέσα: νεροστρόβιλος > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού

αναρούσα: > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού

αναροχάζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

αναρόχασμα: δυνατό ρουχάλισμα > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ανάσα: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασαίνω: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασανιά: > ανάσα > φυσιολογικά

ανάσαση: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασασμός: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασηκωτό: > κέντημα > ραφτικά

ανασκαφίζω: σκάφτω για να ξεριζώσω τις αγριάδες > σκάφτω > του χωραφιού

ανάσκελα: κάνω τον ξερό > κολυμπώ > αρμενίσματα

ανασκελάς: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

ανασόνι: > μπαχαρικά > του φαγιού

ανασταίνω: > γεννώ > βιολογικά

ανασταίνω: > καλιεργώ > του χωραφιού

ανασταλάζει: ανασταλάζει η βροχή = σταματάει > βροχή > καιρικά

ανάσταση: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ανάστεμα: > αλέβρι > του φαγιού

αναστέματα: γη που ξεχερσώθηκε για πρώτη φορά > αναστησιές > του χωραφιού

αναστέναγμα: > αναστεναγμός > φυσιολογικά

αναστεναγμός: > αναστεναγμός > φυσιολογικά

αναστενάζω: > αναστεναγμός > φυσιολογικά

ανάστερη: > άστρο > αστρικά

αναστημένη: αναστημένη κόρη > παρακόρη > οικογενειακά

αναστησιά: > παρακόρη > οικογενειακά

αναστησιές: > αναστησιές > του χωραφιού

αναστησιές: δέντρα φυτεμένα > δέντρο > φυτολογικά

άναστρη: > άστρο > αστρικά

ανασυρτήρι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

ανάτελα (τα): > αβγή > αστρικά

ανατέλλει: > ο ήλιος > αστρικά

ανάτελμα: > αβγή > αστρικά

ανατέλνει: > ο ήλιος > αστρικά

ανατολή: > αβγή > αστρικά

ανατομικά: > ανατομικά > ψαρολογικά

ανατριχιάζει: το πετσί > ανατριχίλα > φυσιολογικά

ανατριχιάζω: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

ανατρίχιασμα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

ανατριχίλα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

αναφάλακρος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναφανή: το μέρος όπου πρωτοφαίνεται κάποιος ή κάτι > αναφανή > τοπογραφικά

αναφεξάδα: > δάσος > τοπογραφικά

αναφόρι: > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

ανάφορο: αντίθετο ρέμα > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

αναφορός: τρύπα για να βγαίνει ο καπνός > φούρνος > του μαγεριού

ανάφτρα: > ζέστη > καιρικά

αναφυλλητό: > δάκρυ > φυσιολογικά

αναφυλλίζουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

αναχυμίζω: κουνώ τη χύτρα να μη κολήσει το φαγί μέσα > μαγειρέματα > του μαγεριού

αναχυτή: > βελονιές > ραφτικά

αναψαριά: έλλειψη ψαριών > ψαρότοπος > της ψαρικής

αναψοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ανεβαίνει: > ψωμί > του φαγιού

ανεβαλλούσα: > βρύση > του χωραφιού

ανεβασιά: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανέβασμα: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανεβασμένα τα νερά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

ανεβαστήρι: > ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανεβαστό: > ψωμί > του φαγιού

ανεβάστρα: > ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανεβάτης: > ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανεβάτης: σύνεργο που σηκώνει τη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ανεβατό: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανεβατό: > κέντημα > ραφτικά

ανεβατό: ανεβατές μάρκες > βελονιές > ραφτικά

ανεβατό: ένζυμος άρτος > ψωμί > του φαγιού

ανέγγυος: > νόθος > οικογενειακά

ανεγέρνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ανεδοσόβροχη: > σύνεφο > καιρικά

ανεκαθούμενος: > βουρκόλακας > δαιμονικά

ανέκατος: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανέλο: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

ανελυγκιάζω: ανακατέβουμαι από κάτι πολύ γλυκό > λόξιγκας > φυσιολογικά

ανεμαλώνι: το στεφάνι που φαίνεται κάποτε γύρω στον ήλιο κατά το βασίλεμα > ήλιος > αστρικά

ανέμη: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανέμη: η μεγάλη ρόδα που γυρίζει με τις κλωστές μαγγάνια > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

ανέμη: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

άνεμη: ανοιχτό φως στον καθαρό αγέρα > άνεμη μέρα > καιρικά

ανέμι: > άνεμος > καιρικά

ανεμίδα: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμίδι: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμίδι: > άνεμος > καιρικά

ανεμικά: > νεράιδα > δαιμονικά

ανεμικές: > νεράιδα > δαιμονικά

ανεμική: > ανεμική > καιρικά

ανεμική: > άνεμος > καιρικά

ανεμική: > κακοκαιριά > καιρικά

ανεμικό: > στοιχιό > δαιμονικά

ανέμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

ανεμιστή: φουφουλόβρακα ανεμιστή > βρακί > ρούχα

ανεμιστήρι: > ανεμολόγος > του χτίστη

ανεμοαβγό: > αβγό > πουλολογικά

ανεμοβλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανεμοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ανεμοβραχιές: > βραχουριά > τοπογραφικά

ανεμοβροχή: > ανεμική > καιρικά

ανεμοβροχιά: > ανεμική > καιρικά

ανεμόβροχο: > ανεμική > καιρικά

ανεμόγαλο: > γάλα > της βοσκής

ανεμογάμης: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

ανεμογγάστρι: > αγγαστριά > βιολογικά

ανεμοδούρα: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμοδούρα: > ανεμοδούρα > καιρικά

ανεμοδούρα: > μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμοδούρα: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμοδούρι: ανεμοδείχτης > ανεμοδούρα > καιρικά

ανεμοζάλη: > ανεμική > καιρικά

ανεμοθάλασσα: > ανεμική > καιρικά

ανεμοκαίρι: μάλιστα η ισημερία > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμοκαιριά: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμοκαιρία: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμοκαιρός: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμόκαιρος: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμόκαμα: > σύνεφο > καιρικά

ανεμοκάμηλο: > σάβρα > σερπετά

ανεμοκούνια: > παιδιών > παιγνίδια

ανεμολόγι: τα ζουγραφιστά χωρίσματα του μπούσουλα > μπούσουλας > του καραβιού

ανεμολόγι: τα τριανταδυό χωρίσματα του μπούσουλα που δείχνουν τους διάφορους ανέμους > ανεμολόγι > καιρικά

ανεμολόγος: > ανεμολόγος > του χτίστη

ανεμόλοχο: > ανεμική > καιρικά

ανεμόμυλος: > μύλος > του μυλωνά

ανεμοξουριά: > ανεμική > καιρικά

ανεμοπόλεμος: > ανεμική > καιρικά

ανεμοπύρωμα: ερυσίπελας > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανεμοριπή: > ανεμική > καιρικά

ανεμορούφουλα: > ρούφουλας > καιρικά

ανεμορούφουλας: > ανεμική > καιρικά

ανεμορούφουλος: ανεμορούφουλος κι ανεμοκάπνιστος > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

άνεμος: > άνεμος > καιρικά

ανεμοσάλεμα: > ανεμική > καιρικά

ανεμοσάλεμα: το σκίρτημα του εμβρύου > αγγάστρι > βιολογικά

ανεμόσαλος: > ανεμική > καιρικά

ανεμόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

ανεμοσκεπή: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

ανεμοσκεπή: > απανεμιά > καιρικά

ανεμόσουπα: από ψωμί και νερό μοναχά > ζουμί > του φαγιού

ανεμοσούρι: > ανεμική > καιρικά

ανεμοσούρι: άνεμος με χιόνι > χιόνι > καιρικά

ανεμοστάτης: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

ανεμοστρίφτουλας: > ανεμική > καιρικά

ανεμοστρόβιλος: > ανεμική > καιρικά

ανεμόσυκο: που σαπίζει πριν ωριμάσει > σύκα > του φαγιού

ανεμοσυρτιά: > ανεμική > καιρικά

ανεμόσυρτο: > ανεμική > καιρικά

ανεμοτάραχα (τα): > ανεμική > καιρικά

ανεμοταραχή: > ανεμική > καιρικά

ανεμότρατα: > είδη καραβιών > καράβια

ανεμούρα: > ανεμική > καιρικά

ανεμοφύσημα: > ανεμική > καιρικά

ανεμόχαλο: > ήλιος > αστρικά

ανεπνιά: > ανάσα > φυσιολογικά

ανεραγός: > νεράιδα > δαιμονικά

ανερούσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ανερούσες: > νεράιδα > δαιμονικά

ανεσαμιά: > ανάσα > φυσιολογικά

ανέσωστο: > μωρό > βιολογικά

ανετριφτής: > φούρνος > του μαγεριού

ανέφαμα: > αναφανή > τοπογραφικά

ανεφόκαμα: > σύνεφο > καιρικά

ανέχολο: > γιατρικό > γιατρικά

ανεψητάρι: άπλυτη κλωστή > κλωστή > ραφτικά

ανεψιά: > ανίψι > οικογενειακά

ανεψιό: > ανίψι > οικογενειακά

άνηθο: > μπαχαρικά > του φαγιού

άνηθος: > μπαχαρικά > του φαγιού

ανηλιό: > κελάρι > του χτίστη

ανήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ανήφερτη: > ψωμί > του φαγιού

ανηφόρι: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανηφοριά: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανήφορος: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανθητός: στέρφο κλήμα > ανθητός > φυτολογικά

ανθόγαλα: > γάλα > της βοσκής

ανθοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

ανθόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

ανθολογώ: > φυλλολογώ > του χωραφιού

ανθός: > λουλούδι > φυτολογικά

άνθος: > λουλούδι > φυτολογικά

ανθότυρο: τυρί της κρέμας > τυρί > του φαγιού

ανίψι: > ανίψι > οικογενειακά

ανοίγει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανοίγει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ανοίγει: ο καιρός ανοίγει > καιρός > καιρικά

ανοίγεται: ανοίγεται από το γιατρό > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άνοιγμα: > δάσος > τοπογραφικά

άνοιγμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ανοίγουν: βγάζουνε φύλλα την άνοιξη > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

ανοίγω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

ανοίγω: ανοίγω σπυρί > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

άνοιμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

άνοιξη: > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

ανοιξιάτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ανοιχτάρι: > ανοιχτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανοιχτή: ανοιχτή ώρα = η ώρα που είναι λέφτερα τα δαιμονικά > ανοιχτή ώρα > δαιμονικά

ανοιχτήρι: > ανοιχτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανοιχτικό: > γιατρικό > γιατρικά

ανοιχτό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ανοιχτογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

ανοιχτόθωρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ανοιχτοπέλαγο: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ανοιχτοσύνη: > καλοκαιριά > καιρικά

ανοιχτόχρωμο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ανοιχτόχρωμος: μουστάκια βλάγκα > άσπρος > του ζουγράφου

ανομπριά: > αναβροχιά > καιρικά

αντάρα: > αντάρα > καιρικά

αντάρα: > βροχή > καιρικά

αντάρα: > κακοκαιριά > καιρικά

ανταριάζει: > αντάρα > καιρικά

ανταρώνει: > αντάρα > καιρικά

αντένα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αντένες: > κατάρτια > του καραβιού

άντερα: > άντερα > όργανα

αντερί: > αντερί > ρούχα

αντερί: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

αντερόλυσσα: > αντερόλυσσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άντζα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

αντηλιά: > ήλιος > αστρικά

αντηλιάδα: > ήλιος > αστρικά

αντήλιο: > ήλιος > αστρικά

αντήλιος: ο δέφτερος ήλιος που φαίνεται κάποτε στα σύνεφα > ήλιος > αστρικά

αντήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

αντήμερος: > μέρα > της μέρας και της ώρας

αντί: το ξύλο όπου τυλίγεται το πανί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αντιβάτης: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

αντιβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

αντίγλωσσο: > στόμα > όργανα

αντίδια: > λαχανικά > του φαγιού

αντιδοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

αντίδωρο: > ψωμί > του φαγιού

αντίδωρο: το ψωμί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αντιθωριά: > χρώμα > του ζουγράφου

αντικέφαλο: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

αντικλείδι: > αρμός > κόκκαλα

αντικούτικας: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

αντικούτικας: ινίον > πισωκάφκι > κόκκαλα

αντιμάμαλο: ο αντίχτυπος των κυμάτων στη θαλασσοβραχιά > αντιμάμαλο > της θάλασσας και του καιρού

αντιμήσιο: φαρδύ ύφασμα με εικόνα της αποστάβρωσης που ανοίγεται για να μπουν απάνω τα τίμια δώρα. μένει στην άγια τράπεζα κάτω από το Βαγγέλιο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αντίξυλο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αντίπλωρος: αντίπλωρος άνεμος > στεριανό > καιρικά

αντιπροσωπίδι: άμνιον > νηνίδα > βιολογικά

αντιράβδι: για να χτυπούν τις ελιές > βέργα > του χωραφιού

αντίραβδο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αντίριμα: > ρίζα > φυτολογικά

αντιστύλι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

αντιφεγγιά: > χρώμα > του ζουγράφου

αντιχρωμιά: > χρώμα > του ζουγράφου

αντίψυχο: > γιατρικό > γιατρικά

αντίψυχο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

αντίψυχος: > γιατρικό > γιατρικά

αντλητήρι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

αντράδερφος: > αντράδερφος > οικογενειακά

αντράλα: ίλιγγος > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αντραμίδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

άντρας: > αντρόγυνο > οικογενειακά

αντρόγυνο: > αντρόγυνο > οικογενειακά

αντρογυνοχωρίστρα: η γυναίκα που χωρίζει τ' αντρόγυνα > χωρισιά > οικογενειακά

αντρομίδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

αντρομίδα: > χαλί > του σπιτικού

αντρομονάστερο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

αντρούλης: > αντρόγυνο > οικογενειακά

αντρούλιακας: > αντρόγυνο > οικογενειακά

ανυδριά: > αναβροχιά > καιρικά

άνυδρο: > χωράφι > του χωραφιού

ανύπαντρη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

ανύπαντρος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

ανυφαντής: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφαντής: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ανυφαντίνα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφαντό: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφαντούρα: υφαντική > ανυφαντούρα > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφάντρα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ανώβλι: > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

ανώγι: > πατώματα > του χτίστη

ανώφλι: > πόρτα > του χτίστη

αξανεμιά: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

αξανεμιά: > απανεμιά > καιρικά

αξημέρωτα: > αβγή > αστρικά

αξημέρωτος: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

αξίνα: > αξίνα > του χωραφιού

αξινάρα: > αξίνα > του χωραφιού

αξινάρι: > αξίνα > του χωραφιού

αξιναροκράτημα: το χέρι της αξίνας > αξίνα > του χωραφιού

αξινορύγι: > αξίνα > του χωραφιού

άξιφο: > είδη βαφών > του βαφιά

άξιφος: άσπρη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

αξιώτικος: > είδη χορών > χοροί

αξόνι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

αξόνι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αξόνι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

αξός: > ξόβεργα > του κυνηγού

αοιδάνια: > σταφύλια > του φαγιού

αόμματος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απάγγειο: > απανεμιά > καιρικά

απάγγειο: > απάνεμο > τοπογραφικά

απαγγιάζει: απαγγιάζει ο αέρας > απανεμιά > καιρικά

απαγγιάζω: απαγγιάζω από τον άνεμο = φυλάγουμαι σε απάγγειο > απανεμιά > καιρικά

απαθάτο: > άλογο > θηλαστικά

απάκια: της ράχης > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

απάλα: χεριά μαλιά > μαλί > της βοσκής

απαλάμιστα: > καράβι > καράβια

απαλαριά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

απαλαριά: μικρό σινί για το αντίδωρο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

απαλαριά: μικρό σινί για το αντίδωρο > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

απαλό: απαλό των παιδιών = βρέγμα > απαλό > κόκκαλα

απάλωνα: > απάλωνα > του χωραφιού

απανάρι: το πάνω μέρος του μύλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά

απαναριά: > ψωμί > του φαγιού

απανεμιά: > απανεμιά > καιρικά

απανεμιά: > απάνεμο > τοπογραφικά

απανεμίδες: χαλασμένες ρώγες τσαμπιού > αποκαρπίτης > του τρύγου

απανεμίδες: χαλασμένες ρώγες τσαμπιού > καρπός > φυτολογικά

απανεμίδια: > απάλωνα > του χωραφιού

απανεμίζω: > λιχμίζω > του χωραφιού

απανέμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

απάνεμο: > απανεμιά > καιρικά

απάνεμο: > απανεμιά > καιρικά

απάνεμο: > απάνεμο > τοπογραφικά

απάνεμος: > απάνεμο > τοπογραφικά

απανόψι: > ψωμί > του φαγιού

απάντρεφτη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

απάντρεφτος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

απαντρεψιά: > απαντρεψιά > οικογενειακά

απανωγάμπιες: > πανιά > του καραβιού

απανωκούμπια: > κουμπί > ραφτικά

απανώπετσο: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

απανωσάγονο: > σαγόνι > κόκκαλα

απανωσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

απανωστύλι: > κολόνα > του χτίστη

απαρή: > πάτημα > του κυνηγού

απάρθενος: απάρθενος χορός > αστερισμοί > αστρικά

απαρτικά: σινιάλο της παρτέντζας > παντιέρα > του καραβιού

άπατα: της γης τ' άπατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

απατοπαστώνω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

απεγγόνι: > αγγόνι > οικογενειακά

απελατίκι: σιδερένιο ρόπαλο (οι μαγγλαβίτες με τ' απελατίκια) > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

απεταλίκι: > ρόπαλο > του πολεμιστή

απετονιά: > πετονιά > της ψαρικής

απήγανο: ξορκίζω με τον απήγανο > ξορκίζω > δαιμονικά

απήδανος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

απήδηχτη: > μαρκάλος > της βοσκής

απίδι: > απίδι > του φαγιού

απιδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

απίκου: > άγκυρα > του καραβιού

απλάδα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

άπλερο: που γεννήθηκε πριν την ώρα του > μωρό > βιολογικά

απλή: > σκοινιά > του καραβιού

απλοπίνακο: > σπληνοστόμαχο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απλοχεριά: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

απλόχερο: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

απλόχωρο: > αγγάστρι > βιολογικά

απλώστρα: στυλώνει το αντί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

απλωτή: > κολυμπώ > αρμενίσματα

αποβάλλουμαι: > αποβολή > βιολογικά

απόβαλμα: > αποβολή > βιολογικά

αποβαλμένο: > αποριξίμι > βιολογικά

απόβαλση: > αποβολή > βιολογικά

απόβγαλμα: > αποβολή > βιολογικά

αποβδόμαδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

αποβλέψιμο: > όραση > φυσιολογικά

αποβολή: > αποβολή > βιολογικά

αποβολή: > πάτημα > του κυνηγού

αποβοσκίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

αποβοσκιστή: πέτρα που ρίχνει ο βοσκός για ν' αποβοσκίσουν τα γιδοπρόβατα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

απόβραδα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αποβραδίς: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αποβρέχι: βρεμένο ψωμί > ψωμί > του φαγιού

αποβροχάρης: αποβροχάρης άνεμος > στεριανό > καιρικά

αποβρόχια: > βροχή > καιρικά

απόβροχο: > βροχή > καιρικά

απόβροχος: > στεριανό > καιρικά

απογαλαχτισμένο: > μωρό > βιολογικά

απόγειο: > στεριανό > καιρικά

απόγεμα: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απογεματινή: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απόγιομα: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απογκρεμιά: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απόγκρεμος: κρημνώδης > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απογόνι: > παιδί > οικογενειακά

απόγονοι: > γονιός > οικογενειακά

απόγωνο: > απάνεμο > τοπογραφικά

απόδειπνο: η τελευταία προσεφκή πριν τον ύπνο > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αποδιαφώτισμα: > αβγή > αστρικά

αποδοσίδι: στάλσιμο της πραμάτειας με καράβι > αχταρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

αποδόχι: > πατητήρι > του τρύγου

αποζέβλι: το κλειδί που κλειδώνει τη ζέβλα > αλέτρι > του χωραφιού

απόζηλο: απόζηλο μέρος = όπου μεριάζουν δαιμονικά > νεραϊδαριό > δαιμονικά

αποθαλασσιά: απάνεμη θάλασσα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

αποθαλασσινός: αποθαλασσινός καιρός + αλλαγή καιρού από τη θάλασσα > καιρός > καιρικά

αποθαλασσινός: αποθαλασσινός καιρός > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

αποθάλασσος: αποθάλασσος γιαλός > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

αποθαλασσώνουμαι: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

αποθαλασσώνουμαι: > πελαγίζω > αρμενίσματα

αποθειός: > θείος > οικογενειακά

αποθωριά: > χρώμα > του ζουγράφου

αποκαθίδι: > καφές > του φαγιού

αποκαλαμιά: τα κοτσάνια που μένουν ύστερα από το θέρισμα > καλαμιά > του χωραφιού

αποκαλαμιά: το στάχυ που μένει ριζωμένο στο χωράφι έπειτα από το θέρισμα > στάχυ > φυτολογικά

αποκαρπίτης: κακογίνωτο τσαμπί > καρπός > φυτολογικά

αποκαρπίτης: μίζερο τσαμπί σταφύλια > αποκαρπίτης > του τρύγου

αποκάρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

αποκαταριά: > ψωμί > του φαγιού

αποκεφαλίζω: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

αποκλαμός: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αποκλείστρα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απόκληρο: > παιδί > οικογενειακά

απόκληρο: > παιδί > οικογενειακά

απόκλωσμα: > βασίλεμα > αστρικά

αποκοίλι: > κοιλιά > όργανα

αποκοιμίζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

αποκοίμισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

απόκομα: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αποκομένο: που το ξεβύζαξαν > μωρό > βιολογικά

αποκοπή: > αποκόφτω > βιολογικά

απόκορφο: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αποκορωμένο: > δαίμονας > δαιμονικά

αποκούνι: > παιδί > οικογενειακά

αποκούρι: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

αποκούτσαμα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποκόφτω: > αποκόφτω > βιολογικά

αποκρέβατος: ο τόπος κάτω από το κρεβάτι > κρεβάτι > του σπιτικού

αποκρέβω: > αρτυμή > του φαγιού

απολείτουργα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απολειφαδιάζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

απολίβαδο: βοσκημένο > λιβάδι > τοπογραφικά

απολιγαίνω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

απόλιγος: > φεγγάρι > αστρικά

απολίγωμα: > λιγούρα > φυσιολογικά

απολιγώνω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

απολίμανο: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

απολυμένο: > φίδι > σερπετά

απολύμι: > αλέβρι > του μυλωνά

απόλυση: το τέλος της λειτουργιάς > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απολυταριά: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

απολυτίκι: το τροπάρι της απόλυσης > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απόλωλος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απομαλίδι: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

απόμαλο: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

απομεινάρι: > τόπι > πανιά

απομεινάρια: > αλέβρι > του μυλωνά

απομεινάρια: > αποτρυγίδι > φυτολογικά

απόμερο: απόμερο μέρος > παραμεριά > τοπογραφικά

απομεσήμερο: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απομουστώματα: > αποστραγγίδια > του τρύγου

απόμουχρο: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

απομύρωμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απομωραμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απόνερα: > απόνερα > αρμενίσματα

απονέρια: > απόνερα > αρμενίσματα

απονεφελιά: υπονεφέλη, επινεφέλιον > σύνεφο > καιρικά

απόνησο: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

απονυστάζω: > νύστα > φυσιολογικά

αποξυλωμός: > κομάρα > φυσιολογικά

αποξυλωμός: τέτανος > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

απόπαιδο: > παιδί > οικογενειακά

αποπαιδούσα: που δεν κάνει πια παιδιά > λεχώνα > βιολογικά

απόπατος: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

αποπληξία: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποπύρι: > ζέστη > καιρικά

αποράχι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απόριζο: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

απόριμα: > αποριξίμι > βιολογικά

αποριξίμι: > αποριξίμι > βιολογικά

αποριφή: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απορουχοσυνάχτης: > απορουχοσυνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

αποσήμαδη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

απόσκεπο: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

απόσκια: πέφτουν τ' απόσκια > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

απόσκιος: δυτικός άνεμος > στεριανό > καιρικά

απόσπερα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αποσπέρι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

αποσπεριά: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

αποσπερίζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

απόσπερνο: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

απόσπερο: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

αποσπόρι: > παιδί > οικογενειακά

αποσταβρώνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

αποστάφυλα: > αποτρυγίδια > του τρύγου

απόστεμα: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποστεριό: > στεριανό > καιρικά

απόστιχα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αποστολιάτικα: > σύκα > του φαγιού

αποστραγγίδια: > αποστραγγίδια > του τρύγου

αποστρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

αποταχιά: > αβγή > αστρικά

αποτεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

αποτεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

απότιστο: > χωράφι > του χωραφιού

άποτο: > χωράφι > του χωραφιού

απότοιχος: ο τόπος από κάτω από τον τοίχο > τοίχος > του χτίστη

αποτρύγημα: > τρύγος > του τρύγου

αποτρύγια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αποτρυγίδι: > αποτρυγίδι > φυτολογικά

αποτρυγίδια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

απότρυγο: τέλος του τρύγου > τρύγος > του τρύγου

απότσαμπα: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αποτσαμπίδια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αποφόρια: > ρούχα > ρούχα

αποφώλι: > πεταρούδι > πουλολογικά

αποφώλιο: > αβγό > πουλολογικά

αποχείλωμα: αποχείλωμα της ρεματιάς > ρέμα > τοπογραφικά

αποχές: εκεί που τελειώνουν οι βράχοι κι αρχίζει η αμμουδιά μέσα στη θάλασσα > αποχές > της θάλασσας και του καιρού

απόχη: > απόχη > της ψαρικής

απόχηρος: > χήρος > οικογενειακά

αποχόντρι: > αλέβρι > του μυλωνά

αποχρωμιά: > χρώμα > του ζουγράφου

απόχτενο: το μπροστινό μέρος του χτενιού > χτένι > κόκκαλα

απόχτυπος: > καρδιά > όργανα

αποχυλώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

απόχυμα: σπέρμα > φυσικά > φυσιολογικά

αποχυμένο: ψάρι που έχει γεννήσει τ' αβγά του > αποχυμένο > ψαρολογικά

απόχυση: > φεγγάρι > αστρικά

αποχωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

αποχωνέματα: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

Απρίλης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

Απριλομάς: > μήνας > της μέρας και της ώρας

απύρι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

αραβώνα: > διαμαντικά > πετράδια

αραβώνας: > αραβώνας > οικογενειακά

αραβωνιαστικιά: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

αραβωνιαστικός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

αραγός: > ταγάρι > της βοσκής

αραγός: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αραδιάζω: > αραδιάζω τη γούμενα > αρμενίσματα

αράζω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

αραθύμημα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

αραθυμιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

αραθυμώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

αρακάς: > λαχανικά > του φαγιού

αραμπάς: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αραμπατζής: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

αραξοβόλι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αράπης: > αράπης > δαιμονικά

αραποβλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αραπόσταρο: κεφάλι καλαμποκιού > καρπός > φυτολογικά

αράχνη: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αραχνιά: > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αράχνιασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

αραχνόσκουπα: > σκούπα > του σπιτικού

αρβάλι: > κόσκινο > του μαγεριού

αρβάλι: κόσκινο για λίχνισμα > δριμόνι > του χωραφιού

αρβάλι: το σκοινί που ενώνει τα δύο αφτιά του καζανιού > αρβάλι > του μαγεριού

αρβάλι: χέρι καζανιού > αρβάλι > του μαγεριού

αρβελίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

αρβελιστήρι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

αρβελιστό: > κρέας > του φαγιού

αργάζω: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

αργαλιός: δίχτυ που το σέρνουνε στον πάτο της θάλασσας > αργαλιός > της ψαρικής

άργανα: > όργανα > του μουσικού

αργαστηριάρης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αργάτης: > αργάτης > του καραβιού

αργατινή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

άργητα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

αργίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

άργιλος: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

αργιλόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

αργίτικος: > είδη χορών > χοροί

αργομοίρα: που παντρεύτηκε αργά > γάμος > οικογενειακά

αργυάκι: > ρυάκι > τοπογραφικά

αργυρένιος: > ασημένιος > του ζουγράφου

αργυρός: > ασημένιος > του ζουγράφου

αργυρώνω: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

αργώνω: σταματά το γάλα μου > γαλούσα > βιολογικά

αρεβωνάδια: > αραβώνας > οικογενειακά

αρεβωνίσια: > αραβώνας > οικογενειακά

αριά: > τα δόντια είναι > όργανα

αρίγγα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

αρίδα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

αρίδα: το πίσω μέρος του ποδαριού > πόδι > ανατομικά κατατόπια

αρίδι: είδος τρυπανιού > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

αριλόγος: > δριμόνι > του χωραφιού

αριογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

αριοδόντης: > δόντι > όργανα

αριολόγι: > δριμόνι > του χωραφιού

αριολόγος: > δριμόνι > του χωραφιού

αριομάδα: > δάσος > τοπογραφικά

αριομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

άρκαλος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

αρκάνη: > σταχοκόπι > του χωραφιού

αρκιμπουζάρης: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρκιμπουζάς: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρκιμπουζιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρκιμπούζο: > τουφέκι > του πολεμιστή

άρκλα: > κορμός > φυτολογικά

άρκλα: αμπάρι για ψωμί κι άλλα φαγιά > αμπάρι > του μαγεριού

αρκούδα: Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά

αρκουδάπιδο: > απίδι > του φαγιού

αρκούδι: Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά

αρκουδιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αρκουδόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αρκουδόπουλο: Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά

αρκουδοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

άρμα: > άρματα > του πολεμιστή

άρμα: > θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού

αρμάδι: > ορμίδι > της ψαρικής

αρμαδιακτό: ρημαδιακό; > δαίμονας > δαιμονικά

αρμαδούρα: κρεμάστρα για τα σύνεργα του μαραγκού > αρμαδούρα > του μαραγκού

αρμαθιά: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

αρμαθιάζω: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

αρμακάς: σωρός πέτρες > πέτρα > πέτρες

αρμαλός: τρίχινα κομάτια που δεμένα κάνουν τη βόλτα > βόλτα > της ψαρικής

αρμάρα: > ντουλάπα > του σπιτικού

αρμάρι: > ντουλάπα > του σπιτικού

αρμαστή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

άρματα: > άρματα > του πολεμιστή

αρμάτα (η): > αρματωσιά > του πολεμιστή

αρματολογιά: οπλισμός > άρματα > του πολεμιστή

αρματώνω: > άρματα > του πολεμιστή

αρματώνω: > αρματώνω > αρμενίσματα

αρματωσιά: πανοπλία > αρματωσιά > του πολεμιστή

αρματωσιά: σύνεργα ψαρικής > αρματωσιά > της ψαρικής

αρματωτής: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

αρμεγή: αρμεγής καιρός > στερφογαλιά > της βοσκής

αρμεγός: > αρμεγός > της βοσκής

αρμέγω: > αρμέγω > της βοσκής

αρμεγώνας: > μάντρα > της βοσκής

άρμεμα: > αρμέγω > της βοσκής

άρμενα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αρμενίδι: Nautilus γένος | ναυτίλος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αρμενίζω: > αρμενίζω > αρμενίσματα

αρμενισιά: > αρμενισιά > αρμενίσματα

αρμενιστής: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

άρμενο: > καράβι > καράβια

άρμενο: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αρμεξιά: > αρμέγω > της βοσκής

άρμες: οικόσημο > άρματα > του πολεμιστή

αρμεχτάρα: > αρμεγός > της βοσκής

αρμεχτής: > αρμέγω > της βοσκής

άρμη: > αλάτι > του φαγιού

αρμιά: > αλάτι > του φαγιού

αρμιδιά: > ορμίδι > της ψαρικής

αρμιθιά: > ορμίδι > της ψαρικής

αρμόλυθος: μισογενωμένο σύκο > σύκα > του φαγιού

αρμός: > αρμός > κόκκαλα

αρμός: > ρεζές > του χτίστη

αρμός: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

αρμός: > χωράφι > του χωραφιού

αρμός: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αρμοσιά: > αρμός > κόκκαλα

αρμούτι: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρμπορίζω: > αρματώνω > αρμενίσματα

άρμπορο: > κατάρτια > του καραβιού

αρμύρα: η γέψη του αλατιού > αλάτι > του φαγιού

αρμυράδες: > γη > του χωραφιού

αρμυριά: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αρμυριά: αλίπεδον > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

αρμυρόγεια: > γη > του χωραφιού

αρμυρόχωμα: > γη > του χωραφιού

αρνάδα: > πρόβατο > της βοσκής

αρναδερά: > ζωντανά > της βοσκής

αρνάκι: > πρόβατο > της βοσκής

αρναούρα: > αρναούρα > πετράδια

αρναούρας: > αρναούρα > πετράδια

αρνάρης: > βοσκός > της βοσκής

αρνάρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

αρναρίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

αρνί: > πρόβατο > της βοσκής

αρνιακό: > πετσί > του παπουτσή

αρνίσιο: > κρέας > του φαγιού

αρνοκάτσικα: > ζωντανά > της βοσκής

αρνοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

αρνοκόπι: τα κοντά μαλιά των αρνιών > μαλί > της βοσκής

αρνόκουρο: κουρεμένο μαλί αρνιού > μαλί > της βοσκής

αρόδο: στ' ανοιχτά > αρμενισιά > αρμενίσματα

αρόλιθος: > νερόλακκος > τοπογραφικά

αρόλιθος: > πέτρα > πέτρες

αρός: κοίλη πέτρα > πέτρα > πέτρες

άρπα: αιολική άρπα > άρπα > του μουσικού

αρπάγι: > αγκουρέτο > του καραβιού

αρπάγια: > νύχια > πουλολογικά

αρπάλι: χαυλιόδους > δόντι > όργανα

άρπαξε: άρπαξε το ψητό > μαγειρέματα > του μαγεριού

αρπάχτρα: επικύημα > αγγάστρι > βιολογικά

αρπεδόνα: > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

αρπίστας: > μουσικός > του μουσικού

αρπορέτο: > κατάρτια > του καραβιού

άρπορο: κατάρτι > κατάρτια > του καραβιού

αρσανάς: ναύσταθμος > ταρσανάς > του σκαριού

αρσενικό: > γιος > οικογενειακά

αρταίνω: > αρτυμή > του φαγιού

αρτάνα: ταράτσα περιβολιού > περιβόλι > του χωραφιού

αρτένη: Fratercula artica > αρτένης > πουλιά

αρτένης: Fratercula artica > αρτένης > πουλιά

αρτιμόνι: > κατάρτια > του καραβιού

αρτιοχιονάρι: Francolinus vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά

άρτος: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άρτος: > ψωμί > του φαγιού

αρτοφόρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αρτοφόρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αρτυμή: > αρτυμή > του φαγιού

αρτυμιό: > φαγί > του φαγιού

αρτύνουμαι: > αρτυμή > του φαγιού

αρτύνω: > αρτυμή > του φαγιού

αρτυσιά: > αρτυμή > του φαγιού

αρφανά παγίδια: > παγίδια > κόκκαλα

αρφανός: > ορφανός > οικογενειακά

αρχαριά: > λεχώνα > βιολογικά

αρχαριά: αρχαριά προβατίνα > πρόβατο > της βοσκής

αρχιδάς: > αρχίδι > όργανα

αρχιδάτος: > αρχίδι > όργανα

αρχίδι: > αρχίδι > όργανα

αρχιεπίσκοπος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αρχιμανδρίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αρχιμηνιά: > μήνας > της μέρας και της ώρας

αρχιτσέλιγγας: > βοσκός > της βοσκής

αρχιχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

αρχοντάρης: φροντίζει τους μουσαφίρηδες στο αρχονταρίκι > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αρχονταρίκι: > σπίτι > του χτίστη

αρχονταρίκι: ξενών > μοναστήρι > της εκκλησιάς

αρχοντικό: > σπίτι > του χτίστη

αρχοντόνησο: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

αρχοντοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

αρχοντοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

αρχοντόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

αρχοντοφάγι: > φαγί > του φαγιού

αρχός: το τέλος του κωλάντερου > άντερα > όργανα

αρωσταίνω: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αρωστημένος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αρωστιά: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αρώστια: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άρωστος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ασάραντος: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

ασβεστάδικο: > ασβεστάς > του χτίστη

ασβεσταριά: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεσταριό: > ασβεστάς > του χτίστη

ασβεστάς: που φτιάνει ασβέστη > ασβεστάς > του χτίστη

ασβέστης: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστοκάμινο: > ασβεστάς > του χτίστη

ασβεστοκόματα: κομάτια γύψου > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστόνερο: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστόπετρα: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστοχύλισμα: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

άσβιος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

ασβολερός: > μάβρος > του ζουγράφου

ασβολερός: > σταχτής > του ζουγράφου

ασβός: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

ασβός: Sinoxylon basilare > ασβός > σκουλήκια και ζωύφια

άσβος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

ασέλινο: > άλογο > θηλαστικά

ασηκωτήρι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ασημένιος: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασημένιος: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασήμι: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημικά: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

ασημιός: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασημογνέματα: λειχήνες ή αμπελοκλάδια > νεραϊδογνέματα > δαιμονικά

ασημοκαπνίζω: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημοκόπος: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

ασημοκούμπι: > κουμπί > ραφτικά

ασημόνερο: > διάργυρος > μέταλλα και χημικά

ασημόνερο: νιτρικόν οξύ > χημικά > μέταλλα και χημικά

ασημοπαλάσκες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημόπετρα: > ασημόπετρα > πέτρες

ασημοπιστόλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημόσπαθα: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημοτράμπουλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημοτραχηλιά: > διαμαντικά > πετράδια

ασημοτραχηλιές: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημοχρύσαφος: > χρυσός > του ζουγράφου

ασημόχρυσος: από χρυσωμένο ασήμι > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημώνω: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημωτός: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασήμωτος: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασκάβλι: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

ασκάλαβος: > σάβρα > σερπετά

ασκαλαβωτής: > σάβρα > σερπετά

ασκάλη: > αλέτρι > του χωραφιού

ασκαλώπας: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

άσκημος: > μύτη > όργανα

ασκηταριό: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

ασκί: > ματαράς > του τρύγου

ασκί: ο γλουτός > κώλος > ανατομικά κατατόπια

ασκό: χωρίς τσόφλι > αβγό > πουλολογικά

ασκόαβλος: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκόγεια: > γη > του χωραφιού

ασκόδερμα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκοθάλασσα: κύματα χωρίς αφρό > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ασκοθαλασσιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ασκόλυθος: > σύκα > του φαγιού

ασκομαντούρα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκόπουλο: > ματαράς > του τρύγου

ασκόπουλο: που μόλις έσκασε από το αβγό > πεταρούδι > πουλολογικά

ασκοτσαμπούνα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκοτύρι: > τυρί > του φαγιού

ασκουβάζα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

ασκούρισμα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

άσκωμα: το πετσί που είναι καπλαδισμένο γύρω στο κουπί > κουπί > του καραβιού

ασλάνι: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

ασμολόγος: η βασίλισα του μελισιού > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ασπαλαθρίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ασπράδα: αμμουδένιος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

ασπράδι: > αβγό > πουλολογικά

ασπράδι: το άσπρο του ματιού (σκληρωτικός χιτών) > μάτι > όργανα

ασπριδερός: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

ασπρικωλίνα: Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά

ασπρίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

ασπρισμένο: > βούτυρο > της βοσκής

ασπρογάλιασμα: > αβγή > αστρικά

ασπρογαλίζει: η θάλασσα ασπρογαλίζει = ασπρίζει από τα κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ασπρόγεια: > γη > του χωραφιού

ασπρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπρογενίζω: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπροθαλασσής: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρόθολος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπροκώλα: Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά

ασπρόκωλος: Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά

ασπρολίθι: > πέτρα > πέτρες

ασπρολογιά: > ασπρόρουχα > ρούχα

ασπρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπρομάτιασμα: ασπρίζει το μάτι του γιδιού > στα γίδια > αρώστιες ζώων

ασπρομούστακος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπρόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

ασπροπάρης: γύπας των ψηλών βουνών > γύπας > πουλιά

ασπρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ασπροπρόσωπος: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

ασπρόρουχα: > ασπρόρουχα > ρούχα

ασπρορουχιά: > ασπρόρουχα > ρούχα

ασπρορουχού: > ράφτης > ραφτικά

άσπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρούδια: > σταφύλια > του φαγιού

ασπρούλης: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρουλιάρης: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρουλιάρικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρούλικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρουλός: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρούτσικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρόχωμα: > γη > του χωραφιού

ασπρόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

ασπρόψαρα: > γόνος > ψαρολογικά

αστακός: Homarus vulgaris > αστακός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αστάλαχτη: αστάλαχτη γίδα > γίδι > της βοσκής

αστάρι: προστυχόπανο > καμπάς > ραφτικά

ασταρώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

αστάχη: > βελονιές > ραφτικά

αστάχυ: > στάχυ > φυτολογικά

ασταχωτή: > βελονιές > ραφτικά

αστέρα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αστέρας: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αστεράτο: με άσπρο άστρο στο μέτωπο > άλογο > θηλαστικά

άστερη: άστερη νύχτα > άστρο > αστρικά

αστέρι: > μηλίγγι > κόκκαλα

αστέρι (το): Εωσφόρος > πλανήτες > αστρικά

αστέρινος: > άστρο > αστρικά

αστέριος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

αστερίσκος: απάνω από το δισκάρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αστερίσματα: > αστερισμοί > αστρικά

αστερισμοί: > αστερισμοί > αστρικά

αστεφάνωτη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

αστεφάνωτος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

αστράγαλος: > πόδι > κόκκαλα

αστράκι: > αστράχι > του χτίστη

αστραπή: > αστραπή > καιρικά

αστραποβόλι: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραπόβολο: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραπόβολος: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραπόβροντο: > βροντή > καιρικά

αστραποβροντώ: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποκαμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

αστραποκαμός: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποπέλεκας: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποπελεκώ: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποπύρι: > αστραπή > καιρικά

αστραποπύρι: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποσύγνεφο: > σύνεφο > καιρικά

αστραποτσοκάνισμα: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποτσοκανώ: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποφεγγιά: > αστραπή > καιρικά

αστραπόφεγγο: > αστραπή > καιρικά

αστραποχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

αστράχι: > αστράχι > του χτίστη

αστραχιά: > λιακωτό > του χτίστη

αστραχιά: > μέρη της στέγης > του χτίστη

αστραχιά: στρώση από αστράχι > αστράχι > του χτίστη

αστραχώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

αστρέχα: > μέρη της στέγης > του χτίστη

αστρεχιά: > κανάλι > του χτίστη

αστρί: > άστρο > αστρικά

αστρικά: στερέωμα > ουρανός > καιρικά

αστρικό: > άστρο > αστρικά

αστρικό: > κακοκαιριά > καιρικά

αστρίτης: > οχιά > σερπετά

άστριφτο: άστριφτο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

άστρο: > άστρο > αστρικά

άστρο της τραμουντάνας: Πολικός Αστήρ > αστερισμοί > αστρικά

αστροβολιά: > άστρο > αστρικά

αστροβολίδα: > άστρο > αστρικά

αστρόβολο: > άστρο > αστρικά

αστρογαλιά: > οχιά > σερπετά

αστροδρομιά: > άστρο > αστρικά

αστροκάραβο: > καράβι > καράβια

αστρολίθι: > άστρο > αστρικά

αστρονομίζω: αφίνω κάτι όξω τη νύχτα για να το επηρεάσουν τ' αστέρια > αστρονομίζω > δαιμονικά

αστροπελέκι: > αστροπελέκι > καιρικά

αστροπέλεκο: > αστροπελέκι > καιρικά

αστρόπετρα: > άστρο > αστρικά

αστρόπετρα: > άστρο > αστρικά

αστροφεγγιά: > άστρο > αστρικά

αστρόφεγγο: > άστρο > αστρικά

αστυνόμος: > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ασύβαστη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

ασύβαστος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

ασφαλτίτης: το πέμπτο σφοντύλι της μέσης > σφοντύλι > κόκκαλα

άτεκνος: > άτεκνος > οικογενειακά

άτι: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

ατλαζένιος: > πανίτικος > πανιά

ατλάζι: > πανιά > πανιά

ατόμαχος: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

άτριχος: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άτριχος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άτρυγο: άτρυγο μέλι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ατσαλάρω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ατσάλι: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

ατσαλόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

ατσαλώνω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ατσίγγανος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ατσίδα: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

ατσίδι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

ατσίνουρος: που δεν έχει τσίνουρα > μάτι > όργανα

ατσύγκλα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αφαγιά: > νηστεία > του φαγιού

αφάλι: > αφαλός > ανατομικά κατατόπια

αφάλι της πέτρας: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αφάλιες: αρώστιες στα ζωντανά > αφάλιες > αρώστιες ζώων

αφαλό: > αβγό > πουλολογικά

αφαλοκοπάω: κόβω το αμολόγητο του παιδιού > αφαλοκοπάω > βιολογικά

αφαλός: του λύθηκε ο αφαλός > αφαλός > ανατομικά κατατόπια

αφέλειες: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

αφεντοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

άφλαστα: σκαλίσματα της πρύμης > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

αφορεσμός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αφόρια: καινούρια ρούχα > ρούχα > ρούχα

αφορίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

αφορισμένος: > διάβολος > δαιμονικά

αφορμάγρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφορμάρης: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφορμίζω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφούλκα: > κανάλι > του χτίστη

άφραγο: > χωράφι > του χωραφιού

αφράτα: > αμύγδαλα > του φαγιού

αφράτο: ή σαλιάνικο > το ξύλο είναι > του μαραγκού

αφράτος: > άσπρος > του ζουγράφου

άφρη: > αφρός > της θάλασσας και του καιρού

αφρόγαλα: > γάλα > της βοσκής

αφρόκυμα: > κύμα > της θάλασσας και του καιρού

αφρόπλακα: άσπρο μάρμαρο > πέτρα > πέτρες

αφρός: > αφρός > της θάλασσας και του καιρού

αφρόχειλο: > πηγάδι > του χωραφιού

αφρόψαρα: > γόνος > ψαρολογικά

αφτάρα: > αφτί > όργανα

αφτάρμιστος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αφτί: > αφτί > όργανα

αφτολόγος: > γιατρός > γιατρικά

άφτρα: > άφτρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άφτρες: άφθαι > άφτρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφύλλιαστο: αφύλλιαστο δέντρο > δέντρο > φυτολογικά

αφύραγο: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

άφωνος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αχαΐρεφτε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

αχαμνά (τα): > αρχίδι > όργανα

αχάραγα: προτού χαράξει > αβγή > αστρικά

αχείλι: > στόμα > όργανα

άχερα: του παπά τ' άχερα > Γιορδάνης > αστρικά

αχερής: > κίτρινος > του ζουγράφου

αχερί: > κίτρινος > του ζουγράφου

άχερο: > άχερο > του χωραφιού

αχεροκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

αχεροσκεπή: > στέγη > του χτίστη

αχερόστρωμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

αχερώνας: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

αχηβάδα: > μπατάρι > του χτίστη

αχηβάδα: Isocardia cor. > αχηβάδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αχιβάδες: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αχινιός: > λουβί > φυτολογικά

αχινιός: Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αχλάδι: > απίδι > του φαγιού

αχλατζάδες: > ελιές > του φαγιού

αχνάρι: > πάτημα > του κυνηγού

αχνάρι: > χνάρι > ραφτικά

αχνένιο: > ψωμί > του φαγιού

άχνη: > αλέβρι > του φαγιού

άχνη: > καταχνιά > καιρικά

αχνίζω: ψήνω στον αχνό > μαγειρέματα > του μαγεριού

αχνιστό: > κρέας > του φαγιού

αχνιστό: > φαγί > του φαγιού

αχνό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

αχνοκόκκινος: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

αχούρι: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

αχούρι: > στάβλος > του χτίστη

αχταπόδι: Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αχτάρης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αχταρμάς: > είδη καραβιών > καράβια

αχταρμάς: διαμετακόμισις > αχταρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

αχτσέδες: > απίδι > του φαγιού

αχυρώνα: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

άψα: > ζέστη > καιρικά

αψάδα: > ζέστη > καιρικά

αψάδα: > κακοκαιριά > καιρικά

αψαχούλεφτη: η αψαχούλεφτη μοίρα > μοίρα > δαιμονικά

άψη: > ζέστη > καιρικά

αψίδι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

αψιδιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

αψιμίτσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

αψώμοτο: αψώμοτο σιτάρι > καρπός > φυτολογικά

βαβά: > γιαγιά > οικογενειακά

βαβίλα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

βαβούλι: > καρπός > φυτολογικά

βαβούλι: > μπουμπούκι > φυτολογικά

βαβουλίδα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

βαβούλω: > γιαγιά > οικογενειακά

βάβω: > γιαγιά > οικογενειακά

βάβω: > παραμάνα > οικογενειακά

βαγγέλιο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

Βαγγελίστρα: είναι για τη Βαγγελίστρα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαγενάς: > βαρελάς > του τρύγου

βαγένι: > βαρέλι > του τρύγου

βαγένιος: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βάγια: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βάγια: > παραμάνα > οικογενειακά

βαγιόκλαδα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βαγιόλαδο: > λάδι > του φαγιού

βαγιόλι: > νιφτήρας > του σπιτικού

βάζω: βάζω αφτί > αφτί > όργανα

βαθαίνω: > σκάφτω > του χωραφιού

βάθη (η): > σκάφτω > του χωραφιού

βαθιά: βαθιά νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

βαθιά: βαθιά χαράματα > αβγή > αστρικά

βαθοκόπημα: > σκάφτω > του χωραφιού

βαθοκοπώ: > σκάφτω > του χωραφιού

βαθουλό (το): > λάκκα > τοπογραφικά

βαθούλωμα: > βούθουλας > τοπογραφικά

βαθούλωμα: > λάκκα > τοπογραφικά

βαθουλώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

βαθρακάκι: πρήξιμο στη γλώσσα > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βάθρακας: Rana > βάτραχος > σερπετά

βαθρακόπετρα: > βαθρακόπετρα > πέτρες

βαθρακός: Rana > βάτραχος > σερπετά

βάθρακος: Rana > βάτραχος > σερπετά

βαθρακόψαρο: Lophius piscatorius > βαθρακόψαρο > ψάρια της θάλασσας

βαθύ: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

βαθυγάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

βαθυδιάσελο: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βαθυλάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

βακέτα: αδούλευτο πετσί > πετσί > του παπουτσή

βακίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

βακούφι: > χτήμα > του χωραφιού

βακούφι: μουσουλμανικό ιερό ίδρυμα (τζαμί, τεκές) > βακούφι > της εκκλησιάς

βακούφικα (χτήματα): πλέρωναν ξεχωριστό φόρο στα βακούφια > βακούφι > της εκκλησιάς

βάκρο: με μάβρο σημάδι στο μούτρο κι ολόμπροστα στο αστήθι > πρόβατο > της βοσκής

βαλακρίδα: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βαλάνι: > καρπός > φυτολογικά

βαλανίδα: > βαλανίδι > όργανα

βαλανίδι: > βαλανίδι > όργανα

βαλανίδι: > καρπός > φυτολογικά

βαλίθι: > πανιά > πανιά

βαλίστρα: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

βαλκός: δίχτυ για χέλια > βολκός > της ψαρικής

βαλμαδιό: > βουκολιό > της βοσκής

βαλμαριό: κοπάδι άλογα > κοπάδι > της βοσκής

βαλμάς: > βοσκός > της βοσκής

βαλμάς: Caprimulgus europaeus > βαλμάς > πουλιά

βαλτοθάλασσα: > λίμνη > τοπογραφικά

βαλτονέρι: > λάσπη > τοπογραφικά

βαλτός: > βοσκός > της βοσκής

βάλτος: > βάλτος > τοπογραφικά

βαλτουριά: > βάλτος > τοπογραφικά

βαλτωσιά: > βάλτος > τοπογραφικά

βάλχος: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

βάμα: > βαφή > του βαφιά

βανίλια: > γλυκά > του φαγιού

βάντα: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

βάξα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

βαποράς: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

βαράει: > ο ήλιος > αστρικά

βάραθρο: > βάραθρο > τοπογραφικά

βαράκι: χρυσάφι σε φύλλο > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

βαράκι: ψεφτόχρυσος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

βαράκουος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαρακούω: δεν καλακούω > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαρακώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

βαραντούπ: > παιδιών > παιγνίδια

βαρβάκι: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

βαρβακίνα: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

βαρβατιά: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβατιάζω: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβάτιασμα: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβατίλα: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβάτος: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρδάρια: ξυλαράκια περαστά στη βαρδομάνα (χτυπούνε τη μυλόπετρα που γυρίζει και σειουν έτσι το αμπάρι με το γέννημα κι αφτό πέφτει μέσα στην τρύπα κι αλέθεται) > μέρη του μύλου > του μυλωνά

βάρδια: > φύλαξη > του πολεμιστή

βάρδια (η): > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

βαρεκίνα: > χημικά > μέταλλα και χημικά

βαρέλα: > βαρέλι > του τρύγου

βαρελάδικο: > βαρελάς > του τρύγου

βαρελάκια: > παιδιών > παιγνίδια

βαρελάς: > βαρελάς > του τρύγου

βαρέλι: > βαρέλι > του τρύγου

βαρελοσάνιδο: > βαρέλι > του τρύγου

βαρελότο: > παιδιών > παιγνίδια

βάρεμα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαρεματιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαριά: > γη > του χωραφιού

βαριά: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

βαρίδι: > ρολόι > του σπιτικού

βαρίδι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

βαρικό: > χωράφι > του χωραφιού

βαρικός: > βάλτος > τοπογραφικά

βάρκα: > είδη καραβιών > καράβια

βαρκάρης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

βαρκό: τόπος χαμηλός και βαλτωμένος > βάλτος > τοπογραφικά

βαρκός: βαρκός τόπος > βάλτος > τοπογραφικά

βαρκούσιο: υγρό > χωράφι > του χωραφιού

βαρόκουφος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βάρος: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

βαροστόμαχο: > φαγί > του φαγιού

βαρουκλό: > χωράφι > του χωραφιού

βαρούμενη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

βαρσάμι: Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας

βάρσαμο: > γιατρικό > γιατρικά

βαρυγλυκύς: > καφές > του φαγιού

βαρυκαιριά: > κακοκαιριά > καιρικά

βαρυκέφαλος: Pyrrhula europea > βαρυκέφαλος > πουλιά

βαρυπνάς: > όνειρο > φυσιολογικά

βαρυπνιά: > ύπνος > φυσιολογικά

βαρύς: > καφές > του φαγιού

βαρυχειμωνιά: > κακοκαιριά > καιρικά

βαρυχειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

βαρώ: > σαλαγώ > της βοσκής

βάσανο: > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

βασιλάκης: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

βασιλάκι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

βασιλάκος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

βασιλέβει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βασίλεμα: > βασίλεμα > αστρικά

βασίλεμα: > βασίλεμα > της μέρας και της ώρας

βασιλιάς: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

βασιλικά: > σύκα > του φαγιού

βασιλικά: βασιλική φλέβα = αρτηρία > φλέβα > όργανα

βασιλική: βασιλική μέρα > καλοκαιριά > καιρικά

βασίλισα: βασίλισα του γιαλού και των βουνών > δέσποινα > δαιμονικά

βασιλοκουλούρα: > ζυμαρικά > του φαγιού

βασιλοκουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

βασιλόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

βασιλοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

βασιλοπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

βασιλόσπιτο: > παλάτι > του χτίστη

βασκαίνω: > μαγέβω > δαιμονικά

βάσκαμα: > μάγεμα > δαιμονικά

βασκανιά: > βασκανιά > δαιμονικά

βάσκανος: > βάσκανος > δαιμονικά

βασκαντήρα: > φυλαχτό > δαιμονικά

βασκάνω: > μαγέβω > δαιμονικά

βασταγάρης: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

βασταγερό: > γαϊδούρι > θηλαστικά

βασταγερό: > είδη πανιών > πανιά

βασταγό: > γαϊδούρι > θηλαστικά

βασταγούρι: > γαϊδούρι > θηλαστικά

βασταγούρι: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

βαστάζος: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

βαστάρικα: > σταφύλια > του φαγιού

βασταχτήρα: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

βάστρα: μικρό τσοπάνικο τζάκι > τζάκι > του σπιτικού

βάτα: μπαμπάκι για φοδράρισμα φορεσιάς > βάτα > ραφτικά

βατοκόπι: κλαδεφτήρι για βάτους > κλαδεφτήρι > του χωραφιού

βατόπουλο: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

βάτος: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

βάτραχας: Rana > βάτραχος > σερπετά

βατράχι: Rana > βάτραχος > σερπετά

βατραχός: Rana > βάτραχος > σερπετά

βάτραχος: Rana > βάτραχος > σερπετά

βατσέλο: > είδη καραβιών > καράβια

βαφή: > βαφή > του βαφιά

βαφή: > χρώμα > του ζουγράφου

βαφιάς: > βαφιάς > του βαφιά

βαφόριζα: > είδη βαφών > του βαφιά

βαφτίδι: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτίζω: βάζω λάδι > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

βάφτιση: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτίσια: > βάφτισμα > οικογενειακά

βάφτισμα: > βάφτισμα > οικογενειακά

βάφτισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βαφτισματοχάρτι: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστήρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βαφτιστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βαφτιστίκι: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστίκι: το βαφτιστικό φόρεμα που χαρίζει ο νουνός > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστικό: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστικός: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτό: > είδη πανιών > πανιά

βάφω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

βάφω: βάφω το μέταλλο > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

βάψη: > βαφή > του βαφιά

βάψιμο: > βαφή > του βαφιά

βγάζω: βγάζω λείψανο > κηδεία > οικογενειακά

βγάζω: βγάζω στα γρασίδι > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βγάζω: βγάζω στη βοσκή, στο βόσκημα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βγαίνει: > ο ήλιος > αστρικά

βγαίνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

βγαλσιά: > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

βγάλσιμο: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βγαλτό: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βγάρμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βδέλλα: Hirudo medicinalis > βδέλλα > σκουλήκια και ζωύφια

βδομάδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

βεγγέρα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

βεδούρα: > αρμεγός > της βοσκής

βεδούρας: γιαούρτι της βεδούρας > γάλα > της βοσκής

βεδούρι: μικρή καρδάρα με αρβάλι ξυλένιο > αρμεγός > της βοσκής

βεζά: > τυρί > του φαγιού

βελανίδι: > καρπός > φυτολογικά

βελανίδι: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

βελανιδιά: > ξύλα > του μαραγκού

βελανιδόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

βελαόρες: βουνίσια βοσκοτόπια > βοσκή > της βοσκής

βελατούρα: σκια πρασινωπή σε προσωπογραφία > βελατούρα > του ζουγράφου

βελέντζα: > κρεβάτι > του σπιτικού

βελέσι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

βελιό: > πανιά > πανιά

βέλο: > βέλο > ρούχα

βελόνα: > βελόνα > ραφτικά

βελόνι: > βελόνα > ραφτικά

βελόνι: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

βελόνι: Sphyraena Risso > λούτσος > ψάρια της θάλασσας

βελόνια: > φύλλο > φυτολογικά

βελόνια (τα): > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

βελονιάζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

βελονιάζω: περνώ την άκρη σκοινιού από μια τρύπα > βελονιάζω > αρμενίσματα

βελονίδα: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

βελονίδι: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

βελονιές: > βελονιές > ραφτικά

βελουδένιος: > πανίτικος > πανιά

βελούδο: > πανιά > πανιά

βελούχι: > βρύση > του χωραφιού

βένες: φλέβες > το ξύλο έχει > του μαραγκού

βένετος: > μόρικος > του ζουγράφου

βεντερούγα: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βέντο: > σκοινιά > του καραβιού

βεντούζα: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βεντούζα: > βεντούζα > γιατρικά

βερβέρα: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

βερβερής: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βερβεριά: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βερβερίζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βερβερίτσα: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

βέργα: > βέργα > του χωραφιού

βέργα: > καμάκι > της ψαρικής

βέργα: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βέργα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

βεργάδι: > πρόβατο > της βοσκής

βεργασιό: > δραγάτης > του τρύγου

βεργασούρα: > δραγάτης > του τρύγου

βεργιά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βερδούνι: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

βερνίκι: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

βερνικωμένα: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

βετλιάρης: > βοσκός > της βοσκής

βετούλα: αποκομένο κατσικάκι > γίδι > της βοσκής

βετούλι: > γίδι > της βοσκής

βηματάρης: που χτυπά το σήμαντρο > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

βημόθυρα (τα): > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

βηξιά: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βηρύλλι: > βηρύλλι > πετράδια

βηχάκι: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βηχαλάκι: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βήχας: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βήχας: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βηχιάρης: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βήχω: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βιβάρι: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

βιβλιοδέτης: > βιβλιοδέτης > του βιβλιοδέτη

βιβλιοθήκη: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

βιβλιοράψιμο: > βιβλιοράψιμο > του βιβλιοδέτη

βίγλα: η βίγλα στην κόφα > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

βιγλάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

βιγλάτορας: > δραγάτης > του τρύγου

βιγλάτορας: > πρεδάρης > του χωραφιού

βίδα: > βίδα > του μαραγκού

βίδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βίδα: έχει βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βιδάτος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βιδέλο: > κρέας > του φαγιού

βιδέλο: > πετσί > του παπουτσή

βιδέλο: > πετσιά για δέσιμο > του βιβλιοδέτη

βιδιά: ευδία > καλοκαιριά > καιρικά

βιδολόγος: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

βιδόπροκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

βιδόπροκες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

βιδώνω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

βιδωτήρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

βίκος: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

βιόλα: > βιόλα > του μουσικού

βιολί: > βιολί > του μουσικού

βιολί: κάποιο ζώο ή ζωύφιο που τρυπώνει μέσα στα ψάρια > βιολί > σκουλήκια και ζωύφια

βιολιτζής: > μουσικός > του μουσικού

βιολοντσέλο: > βιολοντσέλο > του μουσικού

βίραγγας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βίραγγας: > ποτάμι > τοπογραφικά

βιράρω: τραβώ (στον αργάτη) > βιράρω > αρμενίσματα

βιρό: > ποτάμι > τοπογραφικά

βιρός: > ποτάμι > τοπογραφικά

βισινάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

βισινής: > κόκκινος > του ζουγράφου

βισινί: > κόκκινος > του ζουγράφου

βίσινο: > γλυκά > του φαγιού

βισινόκρασο: > κρασί > του φαγιού

βιτριόλι: θειικόν οξύ > χημικά > μέταλλα και χημικά

βιτριόλι: μαβιά βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

βίτσα: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βίτσερης (της): > τυρί > του φαγιού

βιτσιά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βιτσίλα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

βιχτόρια: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βλάγκο: > άλογο > θηλαστικά

βλάγκο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

βλάγκος: ασπρότριχος > άσπρος > του ζουγράφου

βλακομάδα: σημάδια που αφήνει η βλογιά > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλαμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλάρι: > τόπι > πανιά

βλασερό: > ψωμί > του φαγιού

βλαστάρι: > βλαστάρι > φυτολογικά

βλαστερό: καλόζυμο > ψωμί > του φαγιού

βλάστηση: > φυτιά > φυτολογικά

βλαστολόγημα: > φυτιά > φυτολογικά

βλαστολόγημα: > χορτολογώ > του χωραφιού

βλαστολογίδια: οι άκριες των κλημάτων > κλαδί > φυτολογικά

βλαστολογώ: > κλαδέβω > του χωραφιού

βλαστολογώ: > χορτολογώ > του χωραφιού

βλαστολογώ: κόβω τα βλαστολογίδια (τις άκρες των κλημάτων) > βλαστολογώ > του τρύγου

βλατή: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλατί: βυζαντινό μεταξωτό πανί > πανιά > πανιά

βλάττα: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλάχισα: > βοσκός > της βοσκής

βλαχοκαλύβα: > βλαχοκόνακο > της βοσκής

βλαχοκόνακο: τέντα βλάχου > βλαχοκόνακο > της βοσκής

βλαχοκυριαρήνα: Turdus > τσίχλα > πουλιά

βλαχοπούλα: > βοσκός > της βοσκής

βλάχος: > βοσκός > της βοσκής

βλάχος: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

βλαχόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

βλαχούλα: > βοσκός > της βοσκής

βλέννος: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

βλεπάμενος: το αντίθετο του τυφλού > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλεπές: > δραγάτης > του τρύγου

βλέπιση: > όραση > φυσιολογικά

βλεπός: > δραγάτης > του τρύγου

βλεπτηκό: > καράβι > καράβια

βλέπω: > όραση > φυσιολογικά

βλέφαρο: > μάτι > όργανα

βλέψη: > όραση > φυσιολογικά

βλέψιμο: > όραση > φυσιολογικά

βλόγα: > γάμος > οικογενειακά

βλογημένη: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλόγηση: > εφκές > κατάρες και εφκές

βλόγηση: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βλογητική: > παντρεμένος > οικογενειακά

βλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογιά: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βλογιά: αρώστια που κάνει το απομέσα του φυτού να γίνει σα σκόνη από κάρβουνο > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

βλογία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βλόγια: > εφκές > κατάρες και εφκές

βλόγια: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βλογιάρης: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογοκομάδα: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογοκομένος: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογώ: > γάμος > οικογενειακά

βοδάμαξο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βόδι: > γελάδι > της βοσκής

βοδινό: > κρέας > του φαγιού

βοδόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

βοδόψαρο: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

βοή: μανία που πιάνει τα πρόβατα να σκοτώνουνται μεταξύ τους (βουΐζονται) > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βοθρί: λάκκος όπου μαζέβεται ο μούστος > βοθρί > του τρύγου

βόθρυγκας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βοθρύγκι: βόθρος > βούθουλας > τοπογραφικά

βόιδι: > γελάδι > της βοσκής

βοϊδομάντρα: > βουκολιό > της βοσκής

βοϊδόματα: > σταφύλια > του φαγιού

βοϊδοσταλός: > σταλίζω > της βοσκής

βόλαγμα: > βολάζω > της ψαρικής

βολάζω: > βολάζω > της ψαρικής

βολάκριθας: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βολαστήρα: > βολάζω > της ψαρικής

βολαχτήρα: > βολάζω > της ψαρικής

βολή: > βολάζω > της ψαρικής

βόλι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

βόλι: > τουφέκι > του πολεμιστή

βολιάδι: σωρός πέτρες σε χωράφι > πέτρα > πέτρες

βολίζω: > βολάζω > της ψαρικής

βολίζω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

βολικός: > στεριανό > καιρικά

βολισσιανός: > είδη χορών > χοροί

βολκός: > βολκός > της ψαρικής

βόλτα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

βόλτα: > βόλτα > της ψαρικής

βολτάρω: κόβω βόλτες | τραβώ κορδέλες, μπάντες > βολτατζάρω > αρμενίσματα

βολτατζάρω: > βολτατζάρω > αρμενίσματα

βολτατζής: που ψαρέβει με τη βόλτα > ψαράς > της ψαρικής

βόμπιρας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

βόπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

βόρβορος: > λάσπη > τοπογραφικά

βορβός: > βορβός > φυτολογικά

βορβός: > μάτι > όργανα

βοργάρης: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

βοργιός: βολβός > μάτι > όργανα

βοριάζω: τραβώ κατά το βοριά > ο άνεμος > καιρικά

βοριάς: > βορίσματα > καιρικά

βοριάς: βορινός > άνεμος > καιρικά

βόριας: > άνεμος > καιρικά

βοριάσματα: > βορίσματα > καιρικά

βορίζει: > ο άνεμος > καιρικά

βορίσματα: > βορίσματα > καιρικά

βορός: μέρος όπου κλείνουν τα πράματα τη νύχτα > μάντρα > της βοσκής

βοσκάρης: > βοσκός > της βοσκής

βοσκαριά: > βοσκή > της βοσκής

βοσκάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

βοσκάρισα: > βοσκός > της βοσκής

βοσκαρούδι: > βοσκός > της βοσκής

βοσκή: > βοσκή > της βοσκής

βοσκή: > λιβάδι > τοπογραφικά

βόσκηθρο: πλερωμή του βοσκού, ρόγα > βοσκική > της βοσκής

βόσκημα: > βοσκή > της βοσκής

βοσκιά: > βοσκή > της βοσκής

βοσκίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βοσκική: τέχνη του βοσκού > βοσκική > της βοσκής

βόσκισα: > βοσκός > της βοσκής

βοσκολόγος: > βοσκός > της βοσκής

βοσκοπούλα: > βοσκός > της βοσκής

βοσκοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

βοσκόπουλο: > βοσκός > της βοσκής

βοσκός: > βοσκός > της βοσκής

βοσκοτόπια: > βοσκή > της βοσκής

βοσκούλα: > βοσκός > της βοσκής

βόσκω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βότα: > θόλος > του χτίστη

βοτανίζω: μαζέβω βότανα > χορτολογώ > του χωραφιού

βότανο: > χορτολογώ > του χωραφιού

βότανος: > χορτολογώ > του χωραφιού

βότσαλο: > πέτρα > πέτρες

βούβα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβάδα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβάλα: > γελάδι > της βοσκής

βουβάλι: > γελάδι > της βοσκής

βουβαλιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

βούβαλος: > γελάδι > της βοσκής

βουβαλοτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

βούβαμα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβαμάρα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβαμός: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβασιά: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβός: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βούδι: > γελάδι > της βοσκής

βουδομάντρι: > βουκολιό > της βοσκής

βουδόστομα: > αλώνι > του χωραφιού

βούζα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

βούζουνας: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βούζουνας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

βούθουλας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βούθουλας: > λάκκα > τοπογραφικά

βούθουλας: βαθούλωμα όπου μαζέβεται νερό στο ρέμα > ρέμα > τοπογραφικά

βούθουνας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βουκέντρα: > βουκέντρι > της βοσκής

βουκέντρες: πήγε τρεις βουκέντρες ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

βουκέντρι: > βουκέντρι > της βοσκής

βουκεντριά: > βουκέντρι > της βοσκής

βούκινο: > τρουμπέτα > του μουσικού

βουκολιάρης: > βοσκός > της βοσκής

βουκολιό: > βουκολιό > της βοσκής

βουκολιό: κοπάδι βούδια > κοπάδι > της βοσκής

βουκούθρι: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

βούκουλας: > βοσκός > της βοσκής

βουκρούθι: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

βουλάει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βούλες: παρδαλοί πάτοι της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

βουλήματα: > βασίλεμα > αστρικά

βουλιαγμένο: > καράβι > καράβια

βουλιάζει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βουλιάζω: > βουλιάζω > αρμενίσματα

βουλιάχτρα: > βύδισμα > τοπογραφικά

βουλιό: > βροχή > καιρικά

βουλκάνος: > βουλκάνος > τοπογραφικά

βούλκος: > βάλτος > τοπογραφικά

βουλοκέρι: > γραφικά > του σπιτικού

βουλώ: > βουλιάζω > αρμενίσματα

βουλωμένος: βουλωμένος σάλιαγκας = που έχει κλεισμένο το καβούκι του με ξεραμένο σάλιο > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βουνάκι: > βουνό > τοπογραφικά

βουναλάκι: > βουνό > τοπογραφικά

βουναλιά: > βουνό > τοπογραφικά

βουνάρι: > βουνό > τοπογραφικά

βούναρος: > βουνό > τοπογραφικά

βουνί: > βουνό > τοπογραφικά

βουνό: > βουνό > τοπογραφικά

βουνοδισκάρι: πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνόκαμπο: > κάμπος > τοπογραφικά

βουνοκορφή: > ακροτόπια > τοπογραφικά

βουνοκορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνόπλαγο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνοποριά: δερβένι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνόπουλο: > βουνό > τοπογραφικά

βουνόπουλο: > βουνόπουλο > πουλιά

βουνούλι: > βουνό > τοπογραφικά

βουνούσης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βούπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

βουρβούρι: λασπωμένα νερά > λάσπη > τοπογραφικά

βουργάρα: > είδη χορών > χοροί

βουρκάνος: > βουλκάνος > τοπογραφικά

βουρκάρι: > βάλτος > τοπογραφικά

βουρκόλακας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

βουρκονέρι: > λάσπη > τοπογραφικά

βούρκος: > βάλτος > τοπογραφικά

βουρκότοπος: > βάλτος > τοπογραφικά

βουρκόψαρο: ψάρι του βούρκου > βουρκόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

βουρλιά: > βάλτος > τοπογραφικά

βούρλια: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βουρλιάζω: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

βουρλιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουρλισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βούρλισμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουρλομάνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

βούρος: Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας

βούρσα: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

βούρτσα: > βούρτσα > του σπιτικού

βούρτσα: > βούτη > της βοσκής

βούρτσα: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

βουρτσιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

βουρτσίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

βουρτσόξυλο: > βούτη > της βοσκής

βούσικα: > σύκα > του φαγιού

βουστάσι: > βουκολιό > της βοσκής

βούστομα: > αλώνι > του χωραφιού

βουτάει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βουτακιά: > βουτιά > αρμενίσματα

βουτακιά: > βουτώ > αρμενίσματα

βούταλο: βυζί του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βουταναριά: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βούτη: > βούτη > της βοσκής

βουτηγμένος: βουτηγμένος στα αίματα > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουτηξιά: > βουτιά > αρμενίσματα

βουτηξιά: > βουτώ > αρμενίσματα

βουτηστάρι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βουτηχτάρα: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βουτηχτής: > βουτηχτής > αρμενίσματα

βουτήχτρα: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βουτιά: > βουτιά > αρμενίσματα

βουτίνα: > βούτη > της βοσκής

βούτουλο: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βουτσάδικο: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσάς: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσέλι: > βαρέλι > του τρύγου

βουτσί: > βαρέλι > του τρύγου

βουτσίνα: > τυρί > του φαγιού

βουτσινάδικο: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσινάς: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσουβιά: > βαρέλι > του τρύγου

βουτυράς: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

βούτυρο: > βούτυρο > της βοσκής

βούτυρο: > γαλατερά > του φαγιού

βουτώ: > βουτώ > αρμενίσματα

βραγιά: > περιβόλι > του χωραφιού

βραγιά: > φράχτης > του χωραφιού

βραδάκι: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βραδάκι (το): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδί (το): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδιά: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βραδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδιάζοντας: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βράδιασμα: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βράδιασμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδινάτο: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδινή: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βράδυ: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βράδυ: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βράζει: > η κάψα > καιρικά

βράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

βράκα: > βρακί > ρούχα

βρακάς: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

βρακάτος: > πουλί > πουλολογικά

βρακί: > βρακί > ρούχα

βρακοζώνα: > ζώνη > ρούχα

βρακοθηλιά: > ζώνη > ρούχα

βρακοπόδαρο: > βρακί > ρούχα

βρακοπόδι: > βρακί > ρούχα

βρασερό: > ψωμί > του φαγιού

βράση: > αλέβρι > του φαγιού

βράση: > ζέστη > καιρικά

βρασίλα: > ζέστη > καιρικά

βράσιμο: > μούστος > του τρύγου

βρασμός: > ζέστη > καιρικά

βραστά: > αβγά > του φαγιού

βραστάρι: βρασμένο κρασί > κρασί > του φαγιού

βραστερά: βραστερά ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

βραστερό: > ψωμί > του φαγιού

βράστη: > ζέστη > καιρικά

βραστό: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

βραστός: > καφές > του φαγιού

βρατσέρα: > είδη καραβιών > καράβια

βραχιάζουμαι: > ξεβραχιάζω > της βοσκής

βραχιόλι: > διαμαντικά > πετράδια

βραχιόνι: βραχίων > βραχιόνι > κόκκαλα

βραχνάδα: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βραχνάς: > όνειρο > φυσιολογικά

βραχνιάζω: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βραχνός: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βραχοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

βραχοκορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βραχόκορφο: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βραχόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

βράχος: > πέτρα > πέτρες

βραχοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

βραχοτόπι: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχοτοπιά: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχότοπος: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχουριά: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχουριά: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

βράχωμα: > βραχουριά > τοπογραφικά

βράχωμα: βράχωμα των πραματιών στα στενόβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής

βρετός: > νόθος > οικογενειακά

βρεχάμενα (τα): το μέρος του καραβιού που είναι μέσα στο νερό > τα βρεχάμενα > του καραβιού

βρεχάμενο: βρεχάμενο νερό > βροχή > καιρικά

βρεχάμενος: χειμώνας βρεχάμενος = βροχερός > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

βρέχει: > βροχή > καιρικά

βρέχτης: > κανάλι > του χτίστη

βρεχτοκούκια: > λαχανικά > του φαγιού

βρεχτούρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βρίλα: > κλωστή > ραφτικά

βροκολούδι: > βοσκός > της βοσκής

βροντή: > βροντή > καιρικά

βρόντημα: > βροντή > καιρικά

βροντομανώ: > βροντή > καιρικά

βροντοτρίχιασμα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

βροντώ: > βροντή > καιρικά

βρος (ο): χαλίκια και χώματα που κατεβάζει το ποτάμι > ποτάμι > τοπογραφικά

βρούβες: > λαχανικά > του φαγιού

βρούκος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βρουκουλούδι: μικρός βούκουλας ή βοσκός > βοσκός > της βοσκής

βρουλίδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

βρούλο: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

βρουχαλήθρα: σαλαμάντρα > σάβρα > σερπετά

βρούχος: > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

βρούχος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βροχάδα: > βροχή > καιρικά

βροχάδα: > δίχτια > του κυνηγού

βροχαλιά: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

βροχαλίδα: > σάβρα > σερπετά

βροχάρης: βροχάρης καιρός > καιρός > καιρικά

βροχάρης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

βροχαριά: > βροχή > καιρικά

βροχερός: > καιρός > καιρικά

βροχερούτσικος: > καιρός > καιρικά

βροχή: > βροχή > καιρικά

βρόχι: > δίχτυ > της ψαρικής

βρόχια: > δίχτια > του κυνηγού

βροχίδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

βροχίζω: βροχίζω την άγκουρα > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

βροχίσιο: βροχίσιο νερό > βροχή > καιρικά

βροχοκαίρι: > αντάρα > καιρικά

βροχόλουρα: > δίχτια > του κυνηγού

βροχονέρι: > βροχή > καιρικά

βροχοπούλι: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

βρόχος: > δίχτια > του κυνηγού

βροχοχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

βρυκολακιάζω: > βουρκόλακας > δαιμονικά

βρύση: > βρύση > του χωραφιού

βρυσίζω: > βρύση > του χωραφιού

βρυσικό: > βρύση > του χωραφιού

βρυσομάνα: > βρύση > του χωραφιού

βρυσούλα: ξυλένιος βορβός της βελανιδιάς > βρυσούλα > φυτολογικά

βρωμίζει: > κρέας > του φαγιού

βρωμομαριά: ο μεγάλος κοριός των δέντρων > βρωμομαριά > σκουλήκια και ζωύφια

βρωμόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

βρωμούσα: > βρωμούσα > σκουλήκια και ζωύφια

βρωτίδα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

βύδισμα: > βύδισμα > τοπογραφικά

βύδρα: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

βύζαγμα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζαίνω: > βυζαίνω > βιολογικά

βύζαμα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζανιάρικο: > μωρό > βιολογικά

βυζάρα: > βυζί > όργανα

βύζαρος: > βυζί > όργανα

βυζαρού: > βυζί > όργανα

βύζασμα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζασταρούδι: > μωρό > βιολογικά

βυζαστικό: η πλερωμή της παραμάνας > παραμάνα > οικογενειακά

βυζάστρα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζάστρα: > παραμάνα > οικογενειακά

βυζί: > βυζί > όργανα

βυζί: βυζί της θάλασσας = αλιπνεύμων > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βυζικάντι: > βεντούζα > γιατρικά

βυζολόγος: > βυζολόγος > γιατρικά

βύζος: > βύζος > φυτολογικά

βυζού: > βυζί > όργανα

βυζούνι: > βυζί > όργανα

βύθιση: > κομάρα > φυσιολογικά

βύθιση: > ύπνος > φυσιολογικά

βύθισμα: > βύδισμα > τοπογραφικά

βύθισμα: > κομάρα > φυσιολογικά

βύθισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

βυθός: > κομάρα > φυσιολογικά

βυθός: > ύπνος > φυσιολογικά

βύθος: > κομάρα > φυσιολογικά

βύθος: > ύπνος > φυσιολογικά

βυρσιά: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

βύσαλο: > πέτρα > πέτρες

βυτινάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

βώλακας: > πέτρα > πέτρες

βωλησηκώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

βωλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

βώλοι: > βώλοι > παιγνίδια

βωλοκόπημα: > σβαρνίζω > του χωραφιού

βωλοκόπι: > σβάρνα > του χωραφιού

βωλοκοπώ: > σβαρνίζω > του χωραφιού

βωλόπετρα: > πέτρα > πέτρες

βώλος: η πέτρα της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

βωλοσήκωμα: > σκάφτω > του χωραφιού

βωλόσουρο: > σβάρνα > του χωραφιού

βώτριδα: Tinea pellionella > σκόρος > σκουλήκια και ζωύφια

βώτσος: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

γαβάθα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γαβάρα: είδος κορβέτας > είδη καραβιών > καράβια

γαβριάζει: > καιρός > καιρικά

γάβρος: Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας

γαγάτης: > αρναούρα > πετράδια

γάγλα: > φίδι > σερπετά

γαδάρα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάδαρος: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάδος: Gadus callarias > γάδος > ψάρια της θάλασσας

γαδούρι: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάζα: > βέλο > ρούχα

γάζα: > πανιά > πανιά

γαζί: > βελονιές > ραφτικά

γαζώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

γαζωτή: > βελονιές > ραφτικά

γάιδα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

γαϊδάρα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδαροπούλα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάιδαρος: > πυροστάτης > του σπιτικού

γάιδαρος: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδούρα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουράκι: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουρί: > σταχτής > του ζουγράφου

γαϊδούρι: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουριάρης: > βοσκός > της βοσκής

γαϊδουρίζει: > καιρός > καιρικά

γαϊδουρινά: γαϊδουρινά αφτιά > αφτί > όργανα

γαϊδουρινός: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουρίσιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουρόβηχας: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γαϊδουροβοσκός: > βοσκός > της βοσκής

γαϊδουροελιές: > ελιές > του φαγιού

γαϊδουροκαλόκαιρο (το): > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

γαϊδουροκουρκουρίτσα: > σάβρα > σερπετά

γαϊδουρολάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

γαϊδουρομούλαρο: > μουλάρι > θηλαστικά

γαϊδουροπόδαρο: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαϊδουροπόδι: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαϊδουρόποδο: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαϊδουροτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαϊδουρότσιχλα: Coccothraustes coccothraustes > γαϊδουρότσιχλα > πουλιά

γαϊδουρόψαρο: Gadus callarias > γάδος > ψάρια της θάλασσας

γαϊδουροψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γάιλα: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

γαίμα: > αίμα > φυσιολογικά

γαΐτα: καραβάκι με ένα πανί > είδη καραβιών > καράβια

γαϊτάνι: > κορδόνι > ραφτικά

γαϊτανούρι: Acanthopterygii γένος > γαϊτανούρι > ψάρια της θάλασσας

γαϊτανοφρύδι: > μάτι > όργανα

γάλα: > γάλα > της βοσκής

γάλα: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γάλα: > γαλατερά > του φαγιού

γάλα: > χυμός > φυτολογικά

γαλάδελφος: ο γιος της παραμάνας > αδέρφι > οικογενειακά

γαλάζιος: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλαζόμαβρος: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλαζόπετρα: > περουζές > πετράδια

γαλαζόπετρα: > χημικά > μέταλλα και χημικά

γαλαζόπετρα: σχιστόλιθος > πέτρα > πέτρες

γαλαζοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

γαλαζός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλάζωμα: > αβγή > αστρικά

γαλαζώνω: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλαζωπός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανάδα: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλάνεμα: > αβγή > αστρικά

γαλανιάζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

γαλανιάζω: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανίζω: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανός: κύανος > λαζούλι > πετράδια

γαλανωπός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλάρα: > πρόβατο > της βοσκής

γαλάρης: > βοσκός > της βοσκής

γαλάρι: μέρος όπου κλείνουν τα γαλάρια γίδια χωριστά από τα πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

γαλαριά: που έχει πολύ γάλα > γίδι > της βοσκής

γαλάρια: > ζωντανά > της βοσκής

γαλαροκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

γαλαρομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

γαλατάδικο: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαλατάς: > βώλοι > παιγνίδια

γαλατάς: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαλατένιος: > άσπρος > του ζουγράφου

γαλατερά: > γαλατερά > του φαγιού

γαλατερά: > ζωντανά > της βοσκής

γαλατερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γαλατερός: > άσπρος > του ζουγράφου

γαλατιανός: > άσπρος > του ζουγράφου

γαλατομπούρεκο: > ζυμαρικά > του φαγιού

γαλατόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

γαλατσίδα: τ' αβγά του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά

γαλατσιδόγαλα: > χυμός > φυτολογικά

γαλάτωμα: γαλάτωμα του σιταριού = το γίνωμα > καρπός > φυτολογικά

γαλατώνω: > γάλα > της βοσκής

γαλαχτερό: γαλαχτερό σπυρί ή κλωνί (εύστρα) > καρπός > φυτολογικά

γαλαχτίζω: κάνω γάλα > γάλα > της βοσκής

γαλεάτζα: μεγάλη γαλέρα > είδη καραβιών > καράβια

γαλέντζα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

γαλεός: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

γαλεός: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλέρα: > είδη καραβιών > καράβια

γαλέσιω: αρνάδα με γαλανά μάτια > πρόβατο > της βοσκής

γαλέσιω: στη Ρούμελη. μουντό πρόβατο με παρδαλό μούτρο > πρόβατο > της βοσκής

γαλέτα: > ψωμί > του φαγιού

γαλήνη: > καλοκαιριά > καιρικά

γαλήνωση: > καλοκαιριά > καιρικά

γαλιά: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλιά: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

γαλιάγρα: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

γαλιάντρα: Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

γαλιάντρα: alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

γαλιάτζα: > είδη καραβιών > καράβια

γαλιόνι: > είδη καραβιών > καράβια

γαλιός: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλιότα: > είδη καραβιών > καράβια

γαλίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

γαλίτης: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλλάκι: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλλί: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γάλλισα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλλοπούλα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλλόπουλο: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γάλλος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλόμετρα: > γαλόμετρα > του καραβιού

γαλόνι: > σειρήτι > ραφτικά

γαλόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

γαλούσα: μάνα που έχει πολύ γάλα > γαλούσα > βιολογικά

γάμος: > γάμος > οικογενειακά

γάμπα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

γάμπιες: > πανιά > του καραβιού

γαμπόκαιρος: ανεμοκαιριά που σηκώνει τα φουστάνια και ξεσκεπάζει τις γάμπες > ανεμική > καιρικά

γαμπριάτικα: > ρούχα > ρούχα

γαμπρίζω: > γαμπρός > οικογενειακά

γαμπρός: > γαμπρός > οικογενειακά

γανάδα: της γλώσσας > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γάνιασε: γάνιασε το στόμα μου > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γανοχωρίτικος: > είδη χορών > χοροί

γαντζονούρης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

γάντζος: > αγκουρέτο > του καραβιού

γάντζος: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

γάντζος: > τσιγγέλι > του πολεμιστή

γανωματάς: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γανώνω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γανώνω: > καλάι > μέταλλα και χημικά

γάνωση: το βερνίκι που γυαλίζουν τα κανάτια > γάνωση > του τσουκαλά και του γυαλά

γανωτζής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γανωτής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γαρασμένα: γαρασμένα ρούχα = κακοπλυμένα; > ρούχα > ρούχα

γαράτο: αλατισμένο ψάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

γαργαλέβω: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλήθρα: > βαλανίδι > όργανα

γαργαλητό: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλιάρης: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλίζω: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλισιά: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργάλισμα: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γάργαλο: αδήν > βαλανίδι > όργανα

γαργάρα: > γαργάρα > γιατρικά

γαργάρα: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργαρητό: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργάρι: δαμαλάκι που το σκουλήκι του τρώει τα ρούχα > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

γαργαρίζω: > γαργάρα > γιατρικά

γαργαρίζω: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργαρισιά: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργάρισμα: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργαρισμός: > γαργάρα > γιατρικά

γάργαρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γάργαρο: > ζέστη > καιρικά

γάργαρο: γάργαρο φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά

γαρδαβίτσα: > ελιά > φυσιολογικά

γαρδέλι: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

γάρδος: λάκκος γύρω σε δέντρο για πότισμα > λάκκος > του χωραφιού

γαρδούμια: πλεγμένα άντερα > κρέας > του φαγιού

γαρίδα: Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαρμπής: > άνεμος > καιρικά

γαρμπινός: νοτιοδυτικός > άνεμος > καιρικά

γάρος: > αλάτι > του φαγιού

γάρος: άντερα ψαριών αλατισμένα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

γαρούφαλο: > μπαχαρικά > του φαγιού

γαρτή: > βελονιές > ραφτικά

γαρώνω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαρώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

γαστέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γαστέρα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γαστέρας: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

γάστρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γάστρα: > γλάστρα > του χωραφιού

γάτα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γάταρος: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατζούδια: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

γάτης: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατί: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατόπουλο: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γάτος: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατουλάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατούλι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατόψαρο: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γατσούλα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γγάστρι: > αγγαστριά > βιολογικά

γγάστρι: έμβρυον > αγγάστρι > βιολογικά

γγαστριά: > αγγαστριά > βιολογικά

γγαστρόγαλο: > γάλα > της βοσκής

γγαστρολογιέτσι: > γγαστρωμένη > βιολογικά

γγάστρωμα: > αγγαστριά > βιολογικά

γγαστρωμένη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

γγαστρώνω: > αγγαστριά > βιολογικά

γγάστρωση: > αγγαστριά > βιολογικά

γδάρμα: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γδαρσιά: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδάρσιμο: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γδαρτήρι: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδάρτης: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

γδέρνι: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδέρνω: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδέρνω: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γδούρα: το μέρος όπου κρεμούν το σφαχτό για να το γδάρουν > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδυτό: > σπαθί > του πολεμιστή

γέβουμαι: > γέψη > φυσιολογικά

γεδέκι: σειροφόρος ίππος > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

γειαίνω: > γιατρική > γιατρικά

γειαίνω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

γειτονοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

γελάδα: > γελάδι > της βοσκής

γελαδάρης: > βοσκός > της βοσκής

γελάδι: > γελάδι > της βοσκής

γελαδιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

γελάδια: > ζωντανά > της βοσκής

γελαδικά: > ζωντανά > της βοσκής

γελαδικά: > κοπάδι > της βοσκής

γελαδινό: > κρέας > του φαγιού

γελαδίτσα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

γελαδοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

γελαδοστάνη: > βουκολιό > της βοσκής

γελαντζής: Ζευς > πλανήτες > αστρικά

γελέκι: > γελέκο > ρούχα

γελέκο: > γελέκο > ρούχα

γέλιο: > γέλιο > φυσιολογικά

γελούδες: κακές νεράιδες > γελούδες > δαιμονικά

γελουτίτσα: κάποιο λιμόψαρο > γελουτίτσα > ψάρια της θάλασσας

γελώ: > γέλιο > φυσιολογικά

γεμάτο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γεμάτος: > είδη χορών > χοροί

γέμελος: > δίδυμος > βιολογικά

γεμενί: > φακιόλι > ρούχα

γεμενί: > χακίκι > πετράδια

γέμι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

γέμιση: > γέμιση > του φαγιού

γέμιση: > φεγγάρι > αστρικά

γεμισοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

γεμιστή: > βώλοι > παιγνίδια

γεμιτζής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

γεμονιάς: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γέμος: > φεγγάρι > αστρικά

γεμόφεγγο: > φεγγάρι > αστρικά

γενάκι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

Γενάρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

γένεια: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

γενειάδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

γενειάζει: γενειάζει ο κισσός = αρχίζει να βγάζει γένεια και να κολιέται στον τοίχο > γενειάζει ο κισσός > φυτολογικά

γενηταρούδι: > μωρό > βιολογικά

γενιά: > οικογένεια > οικογενειακά

γέννα: > γέννα > βιολογικά

γέννα: γέννα του φεγγαριού > φεγγάρι > αστρικά

γέννηση: εκκλησιαστικό > γέννα > βιολογικά

γεννησιμιό: > γέννα > βιολογικά

γεννήσιμο: > γέννα > βιολογικά

γεννητούρια: > γέννα > βιολογικά

γεννοβόλι: > γέννα > βιολογικά

γεννοβολιά: > γέννα > βιολογικά

γέννος: ο καιρός που γεννούν τα γιδοπρόβατα > γέννος > της βοσκής

γεννώ: > γεννώ > βιολογικά

γένοβα: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

γενολογιά: > συγγενολόγι > οικογενειακά

γεντέκι: τραβώ γεντέκι > τραβώ τόνο > αρμενίσματα

γερακάρης: που κυνηγάει με το γεράκι > κυνηγός > του κυνηγού

γεράκι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

γεράκια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γερακίνα: Falconidae > γεράκι > πουλιά

γερακίνι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

γερακοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

γερακοσόφι: κυνήγι με το γεράκι > γερακοσόφι > του κυνηγού

γεράνι: μηχανή για να τραβούν νερό από το πηγάδι ή για να σηκώνουν άλλα πράματα > πηγάδι > του χωραφιού

γερανίζω: > γαλανός > του ζουγράφου

γερανιό: το δοκάρι της αντλίας | στη μια άκρη έχει κουβά, στην άλλη βάρος, καθώς πέτρα > γερανιό > του χωραφιού

γεράνιος: > γαλανός > του ζουγράφου

γερανός: Grus grus > γερανός > πουλιά

γερανόσκιος: > γαλανός > του ζουγράφου

γεργάθι: > καλάθι > του χωραφιού

γερδέλι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γέρμα: > βασίλεμα > αστρικά

γερμός: > βασίλεμα > αστρικά

γέρνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

γερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γερό: > κρύο > καιρικά

γερό: γερό χαρτί = χαρτί που πιάνει > χαρτιά > παιγνίδια

γερογονιός: > γονιός > οικογενειακά

γεροκαλογεράκης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

γεροκούδουνο: ολοστρόγγυλο τρυπητό κουδούνι > κουδούνι > της βοσκής

γεροκουφάλα: > σπηλιά > τοπογραφικά

γεροντοθρόφια: > γεροντοθρόφια > οικογενειακά

γεροντοκόρη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντοκόριστο: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντολέφτερη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντονιά: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντοπαλήκαρο: > ανύπαντρος > οικογενειακά

γέσμι: ίασπις > σομακί > πέτρες

γεφύρι: > γιοφύρι > του χτίστη

γεφυρωτό: > γιοφύρι > του χτίστη

γεφυρωτό: > καμάρα > του χτίστη

γέψη: > γέψη > φυσιολογικά

γέψιμο: > γέψη > φυσιολογικά

γεωργία: > γεωργία > του χωραφιού

γεωργική: > γεωργία > του χωραφιού

γεωργός: > γεωργός > του χωραφιού

γη: > γη > του χωραφιού

γη: > χώματα > του χωραφιού

γήμορο: η πλερωμή για το πάχτος > καλιεργώ > του χωραφιού

γήταβρος: στοιχιό της γης > γήταβρος > δαιμονικά

γητέβω: > μαγέβω > δαιμονικά

γητεφτής: > μάγος > δαιμονικά

γιαβουκλού: > αγαπητικός > οικογενειακά

γιαγιά: > γιαγιά > οικογενειακά

γιαγλί: λάσπη για χτίσιμο > πηλός > του χτίστη

γιακάς: > γιακάς > ραφτικά

γιακάς: > μέρη του σακακιού > ρούχα

γιακόνι: Lacertilia > σάβρα > σερπετά

γιακουτί: > ζαφείρι > πετράδια

γιάλα: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γιαλό: ορτσάρω γιαλό = κάνω για τη στεριά > ορτσάρω > αρμενίσματα

γιαλοπερίγιαλο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γιαλός: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γιαλούδες: κακές νεράιδες > γελούδες > δαιμονικά

γιαλώνω: αρμενίζω κατά το γιαλό > αρμενίζω > αρμενίσματα

γιάμπολη: το ζουμί της γλυκόριζας > είδη γιατρικών > γιατρικά

γιαννάκι: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

γιαννακός: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

γιαννακός: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

γιάντες: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

γιαούρτι: > γάλα > της βοσκής

γιαούρτι: > γαλατερά > του φαγιού

γιαπί: σπίτι που χτίζεται > σπιτότοπος > του χτίστη

γιαπιτζής: > χτίστης > του χτίστη

γιαπράκι: > κρέας > του φαγιού

γιαράς: ομπυασμένη πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γιασεμί: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γιασεμόλαδο: > λάδι > του φαγιού

γιασμάκι: το βέλο που φορούσαν οι χανούμισες > βέλο > ρούχα

γιαταγάνι: > σπαθί > του πολεμιστή

γιάτραινα: > γιατρός > γιατρικά

γιατρέβεται: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γιάτρεμα: > γιατρική > γιατρικά

γιατρεφτική: > γιατρική > γιατρικά

γιατρική: > γιατρική > γιατρικά

γιατρικό: > γιατρικό > γιατρικά

γιατρίνα: η γυναίκα του γιατρού > γιατρός > γιατρικά

γιάτρισα: > γιατρός > γιατρικά

γιατροκομιά: > γιατρική > γιατρικά

γιατρολόγημα: > γιατρική > γιατρικά

γιατροπόρεμα: > γιατρική > γιατρικά

γιατρός: > γιατρός > γιατρικά

γιατροσόφι: > γιατρικό > γιατρικά

γιατροσύνη: > γιατρική > γιατρικά

γιατρουδάκι: > γιατρός > γιατρικά

γιατρουδάκος: > γιατρός > γιατρικά

γιατσάδα: > παγωτό > του φαγιού

γιάτσο: > παγωτό > του φαγιού

γιαχνί: > κρέας > του φαγιού

γιαχνί: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

γιαχνίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

γιβάρι: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

γίδα: > γίδι > της βοσκής

γιδάρης: > βοσκός > της βοσκής

γιδάς: > βοσκός > της βοσκής

γιδερά: > ζωντανά > της βοσκής

γίδι: > γίδι > της βοσκής

γίδια: > ζωντανά > της βοσκής

γιδοβιτσιάρης: ρογάτορας που βόσκει τα σπιτικά γιδοπρόβατα του χωριού > βοσκός > της βοσκής

γιδοβλογιά: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

γιδοβοσκός: > βοσκός > της βοσκής

γιδοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

γιδοβύζι: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

γιδοβύστρα: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

γιδόζεβλα: > κουδούνι > της βοσκής

γιδοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

γιδολάτης: > βοσκός > της βοσκής

γιδόμαλο: > μαλί > της βοσκής

γιδομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

γιδοπρόβατα: > ζωντανά > της βοσκής

γιδοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

γιδοσταλός: > σταλίζω > της βοσκής

γιδόστανη: > στάνη > της βοσκής

γιδοστέφανο: > κουδούνι > της βοσκής

γιδόστρατα: > δρόμος > τοπογραφικά

γιδόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

γιδοτύρι: > τυρί > του φαγιού

γιερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γιέσιος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

γίνεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γινίσι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

γιοβαρλάκι: > κρέας > του φαγιού

γιόκας: > γιος > οικογενειακά

γιόμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

γιοματάρι: > κρασί > του φαγιού

γιομίδι: > γέμιση > του φαγιού

γιομίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

γιόμιση: > γέμιση > του φαγιού

γιόμος: > σοδιά > του χωραφιού

γιομοφέγγο: > φεγγάρι > αστρικά

γιόμωση: > γέμιση > του φαγιού

γιοργάδα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γιοργαλής: άλογο που τρέχει καλά στο ραβάνι > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

Γιορδάνης: Γιορδάνης Ποταμός = γαλαξίας > Γιορδάνης > αστρικά

γιορντάνι: > διαμαντικά > πετράδια

γιορτινά: > ρούχα > ρούχα

γιορτινή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

γιορτόπιασμα: αμαρτωλή γέννα > πιάσιμο > βιολογικά

γιορτοφοριάτικα: > ρούχα > ρούχα

γιος: > γιος > οικογενειακά

γιουβέτσι: αρνί με πάστα > κρέας > του φαγιού

γιουρδί: μάλινο φλοκάτο από τη μιαν όψη > πανωφόρι > ρούχα

γιουρούσι: > ρεσάλτο > του πολεμιστή

γιούσουρι: στοιχιό της θάλασσας (λόγια της πλώρης, Καρκαβίτσας) > γιούσουρι > δαιμονικά

γιούσουρο: μάβρο κοράλι > κοράλι > πετράδια

γιοφύρι: > γιοφύρι > του χτίστη

γιοφύρι: > πέραμα > τοπογραφικά

γις: > γη > του χωραφιού

γκαβός: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γκάγκαβο: > ρεζές > του χτίστη

γκαγκαλής: > είδη καραβιών > καράβια

γκάζακας: > πουλιά λίμνης > πουλιά

γκαζόζα: από τις μποτίλιες της γκαζόζας λεμονάδας > βώλοι > παιγνίδια

γκάιδα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

γκαλιουρίζω: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γκαλότσα: > γκαλότσα > του παπουτσή

γκαμήλα: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

γκάρδι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

γκαστρωμένο: γκαστρωμένο κύμα > κύμα > της θάλασσας και του καιρού

γκεβρέκι: > ψωμί > του φαγιού

γκέμι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γκεμπρές: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

γκερδέλι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γκερίζι: > λαγούμι > του χτίστη

γκεσέμι: > μπροστάρης > της βοσκής

γκέτα: > γκέτα > του παπουτσή

γκετσένι: Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά

γκινόσο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

γκιόσα: γριά κατσίκα, μα λίγο καστανή > γίδι > της βοσκής

γκιουβερτζιλές: νίτρον > χημικά > μέταλλα και χημικά

γκιουγκιούμι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γκιούμι: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γκίτικη: που δεν έχει γάλα > γαλούσα > βιολογικά

γκιώνης: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

γκλινί: αγκαθωτό ψάρι του ποταμού > γκλινί > ψάρια του γλυκού νερού

γκλίτσα: > γκλίτσα > της βοσκής

γκόλφι: > φυλαχτό > δαιμονικά

γκόλφι: των δεσποτάδων > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

γκόμα: > ρετσίνα > φυτολογικά

γκομπλίτσα: > αρμεγός > της βοσκής

γκορίτσα: > απίδι > του φαγιού

γκόρτσο: > απίδι > του φαγιού

γκουρτέκι: > πλεμόνι > όργανα

γκούσα: > γκούσα > πουλολογικά

γκούσα: βρογχοκήλη > γκούσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γκούτσι: Canis aureus > αλεπού > θηλαστικά

γκραχαλίζω: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

γκραχάλισμα: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

γκρέμα: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρεμεζί: > κόκκινος > του ζουγράφου

γκρεμέζιο: κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

γκρεμίλα: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρεμίλες: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

γκρεμνός: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρεμός: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρίζος: > σταχτής > του ζουγράφου

γκρινίτσα: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

γλανίδι: ψάρι λίμνης > γλανίδι > ψάρια του γλυκού νερού

γλαρί: Larus > γλάρος > πουλιά

γλαρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γλαρονήσι: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

γλαρόνι: Sterna hirundo > γλαρόνι > πουλιά

γλάρος: Larus > γλάρος > πουλιά

γλαροσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

γλάστρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γλάστρα: > γλάστρα > του χωραφιού

γλάστρα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γλαστρί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γλαστροθέσια: γλαστροθέσια στα παραθύρια > γλάστρα > του χωραφιού

γλατσάδες: > ελιές > του φαγιού

γλείφα: κουφάλα ξεκομένη από νεροφάγωμα > σπηλιά > τοπογραφικά

γλήγορο: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γλήνος: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

γληνόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

γλιάστρα: το πρώτο γάλα της προβατίνας > γάλα > της βοσκής

γλιγούδια: > μεζελίκια > του φαγιού

γλίνα: > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλίνα: λιωμένο ξύγκι > σφαχτό > του φαγιού

γλίνος: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

γλινόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

γλίντζα: > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλίστρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

γλιστρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

γλοίτσα: θαλασσινό σκουλήκι που κάνει για δόλωμα > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

γλόμπος: > λύχνος > του σπιτικού

γλούπος: η τρύπα απ' όπου παίρνει φωτιά το τουφέκι (ή κανόνι) > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

γλυκά: > βαλανίδι > όργανα

γλυκά: > γλυκά > του φαγιού

γλυκάδι: > αρχίδι > όργανα

γλυκάδι: > ξείδι > του φαγιού

γλυκάδια: > κρέας > του φαγιού

γλυκάδια: υπογνάθιοι αδένες > βαλανίδι > όργανα

γλυκαίνει: > καιρός > καιρικά

γλυκαίνει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκάνισο: > μπαχαρικά > του φαγιού

γλυκαντζής: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γλυκαντικό: του αιμάτου > γιατρικό > γιατρικά

γλυκιά (τα): > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκιασμένη: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκιασμένος: > διάβολος > δαιμονικά

γλυκοαίματος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

γλυκογαλατιάζει: γλυκογαλατιάζει το παιδί = βυζαίνει με όρεξη > βυζαίνω > βιολογικά

γλυκοζάραμα: > αβγή > αστρικά

γλυκόμηλο: > μήλο > του φαγιού

γλυκοπιάνουμαι: παθαίνω από γλυκύ > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκόπιοτο: > κρασί > του φαγιού

γλυκοπύρουνα: > αμύγδαλα > του φαγιού

γλυκοπύρουνος: > καρπός > φυτολογικά

γλυκοφέγγισμα: > αβγή > αστρικά

γλυκοχαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

γλυκοχαραμέρι: > αβγή > αστρικά

γλυκύ: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυστήρι: > κλυστήρι > γιατρικά

γλυτήρι: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

γλύφανο: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

γλώσσα: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

γλώσσα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

γλώσσα: > στόμα > όργανα

γλώσσα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

γλωσσάκι: > στόμα > όργανα

γλωσσάρα: > στόμα > όργανα

γλωσσίδι: > μήτρα > όργανα

γλωσσίδι: > στόμα > όργανα

γλωσσίτσα: > στόμα > όργανα

γλωσσοδέτης: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλωσσοδέτης: αγκυλόγλωσσον > γλωσσοδέτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλωσσόραμα: > στόμα > όργανα

γλωσσουδάκι: > στόμα > όργανα

γνάμα: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

γναφιάς: > ταμπάκης > του ταμπάκη

γνάφω: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

γνέθω: γνέθω με τη ρόκα > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέσιμο: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέσιμο: πρώτα του στημονιού (καλάμισμα, διασίδι, τύλιγμα), έπειτα του φαδιού > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

γνεστήρι: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέστρα: δουλέφτρα που γνέθει > γνέστρα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέφαλο: > σύνεφο > καιρικά

γνέφι: > σύνεφο > καιρικά

γνεφίζει: > καιρός > καιρικά

γόβα: ξέχωστα γοβάκια > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

γοβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

γογάρικο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γογγύλια: > λαχανικά > του φαγιού

γόγκρος: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

γομάρα: > μουλάρι > θηλαστικά

γομάρι: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γομάρι: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γομαριάρης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

γομάρικο: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γομαρίσιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γομαρίτικος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γόνα: > πόδι > κόκκαλα

γόνα: πάει γόνα > χιόνι > καιρικά

γονάγρα: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γονατάρα: > καλτσοδέτα > του παπουτσή

γονάτι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

γονατιστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

γόνατο: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

γόνατο: > πόδι > κόκκαλα

γονέβει: γονέβει το μελίσι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γονέοι: > γονιός > οικογενειακά

γονή: > ανατομικά > ψαρολογικά

γονίδι: > γόνος > ψαρολογικά

γονίδι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γονικά (τα): > γονιός > οικογενειακά

γονιοί: > γονιός > οικογενειακά

γονιός: > γονιός > οικογενειακά

γονοί: > γονιός > οικογενειακά

γόνοι: υψώματα θαλασσινών φυτών > γόνοι > της θάλασσας και του καιρού

γονός: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γόνος: > γόνος > ψαρολογικά

γοντζές: > μπουμπούκι > φυτολογικά

γόπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

γοργοκάμηλο: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

γοργολαβούσα: Caprimulgus europaeus > γοργολαβούσα > πουλιά

γοργομοίρα: που παντρεύτηκε νωρίς > γάμος > οικογενειακά

γοργόνα: νεράιδα της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά

γοργονάκι: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γοργονείρεμα: > όνειρο > φυσιολογικά

γοργόνια (τα): > γοργόνα > δαιμονικά

γοργορίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

γούβα: > λάκκα > τοπογραφικά

γούβης: Budo ignavus > μπούφος > πουλιά

γούβι: Budo ignavus > μπούφος > πουλιά

γουβίδι: Gobio gobio > γουβίδι > ψάρια του γλυκού νερού

γουβίτσα: > λακκάκι > ανατομικά κατατόπια

γουδί: > γουδί > του μαγεριού

γουδοχέρι: > γουδί > του μαγεριού

γούζι: ξύλινο κουλούρι δεμένο στο ζυγό με τα λουριά > αλέτρι > του χωραφιού

γούλα: > αλέτρι > του χωραφιού

γούλα: > γκούσα > πουλολογικά

γούλα: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

γούλα: > στόμα > όργανα

γουλάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γουλάς: ακρόπολη > ακροτόπια > τοπογραφικά

γουλί: > πέτρα > πέτρες

γουλί: ρίζα ραδικιού > βορβός > φυτολογικά

γουλί: το κεφάλι του είναι γουλί > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γούλι: > δόντι > όργανα

γουλιανός: > γουλιανός > ψάρια του γλυκού νερού

γούλος: μικρή στρογγυλή πέτρα > πέτρα > πέτρες

γούμενα: > σκοινιά > του καραβιού

γουμενιά: > σκοινιά > του καραβιού

γουμενιάς: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γουμπρί: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

γούνα: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναράδικο: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναράς: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναράς: > πετσί > του παπουτσή

γούναρης: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναρικά: > γουναρικά > πανιά

γουναρική: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναρικό: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναρικό: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναροσύνη: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουνερό: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γούνωμα: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γούπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

γούπατο: > πάτος > τοπογραφικά

γούπατος: > πάτος > τοπογραφικά

γουργουθιά: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

γουργούλα: > κουπί > του καραβιού

γούργουλας: > στόμα > όργανα

γουργούλι: > παγούρι > της βοσκής

γουργουλόσταμνο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γουργούρα: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γούργουρας: > στόμα > όργανα

γουργουρητό: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γουργουριάρης: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γουργουρίζω: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γούργουρος: > στόμα > όργανα

γουρλιάνος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

γούρνα: > στέρνα > του χωραφιού

γουρνομύτης: > μύτη > όργανα

γουρνόπετρα: > πέτρα > πέτρες

γουρονομάντρα: > χοιρομάντρι > της βοσκής

γουρούνα: suidae | λάζεται σαν τη γουρούνα > γουρούνι > θηλαστικά

γουρουναριό: > χοιρομάντρι > της βοσκής

γουρούνι: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

γουρουνομαντρί: > χοιρομάντρι > της βοσκής

γουρουνοπέτσι: > πετσί > του παπουτσή

γουρουνοτόμαρο: > πετσί > του παπουτσή

γουρουνοτσάρουχο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

γουρουνόψαρο: Haemulon macrostomum > γουρουνόψαρο > ψάρια της θάλασσας

γούσουρα: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γούσουρας: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γούσουρη: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γουστέρα: > σάβρα > σερπετά

γουστερέλι: > πουλιά λίμνης > πουλιά

γουστερίτσα: > σάβρα > σερπετά

γουστουλίδια: > σταφύλια > του φαγιού

γούτος: > περιστέρι > πουλιά

γούφαινα: Sarda sarda | το μεγάλο γουφάρι > γούφαινα > ψάρια της θάλασσας

γουφάρι: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

γοφί: ισχίον > γοφός > κόκκαλα

γοφός: > γοφός > κόκκαλα

γόφος: > γοφός > κόκκαλα

γράβα: πηγάδι μίνας > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γραβοδούρος: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γρανίτα: > παγωτό > του φαγιού

γρανίτης: > γρανίτης > πέτρες

γρασίδι: > χόρτο > φυτολογικά

γρασιδότοπος: > βοσκή > της βοσκής

γρασιδότοπος: > λιβάδι > τοπογραφικά

γραφείο: > γραφείο > του σπιτικού

γραφείο: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

γραφιάρης: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γραφιάς: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γραφικά: > γραφικά > του σπιτικού

γραφτές: γραφτές βελονιές (στο τελάρο) > βελονιές > ραφτικά

γραφτίκι: > γραφτίκι > πουλιά

γραφτό: κέντημα σκεδιασμένο απάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά

γρεβάδι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

γρεγάλης: > άνεμος > καιρικά

γρεγολεβάντες: > άνεμος > καιρικά

γρέγος: > άνεμος > καιρικά

γρεγοτραμουντάνα: > άνεμος > καιρικά

γρέκι: > καλύβα > του χτίστη

γρέκια: μαντριά με ψηλούς τοίχους > μάντρα > της βοσκής

γρέκια: μέρη όπου ξενυχτερέβουν τα γιδοπρόβατα > μάντρα > της βοσκής

γρεκιάζω: > στανιάζω > της βοσκής

γρεντιά: μεγάλο δοκάρι > δοκαρωσιά > του χτίστη

γρέτσα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

γρηγορίζω: γρηγορίζω τα ζα > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

γριβαδέλι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

γριβάδι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

γρίβος: > άσπρος > του ζουγράφου

γρίβος: ξασπρουλιάρης > σταχτής > του ζουγράφου

γρίκηση: > άκουση > φυσιολογικά

γρινιάρικα (τα): > όργανα > του μουσικού

γριπάρης: > ψαράς > της ψαρικής

γριπαρόλι: > τράτα > της ψαρικής

γρίπος: > τράτα > της ψαρικής

γριτζανέλι: > πουλιά λίμνης > πουλιά

γριτσανάω: > δόντι > όργανα

γρόμπος: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γρούμπος: > χιόνι > καιρικά

γρουμπούλι: > χιόνι > καιρικά

γρύλλος: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

γρυνόξυλο: > είδη βαφών > του βαφιά

γρύπας: > γύπας > πουλιά

γυαλάδικο: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

γυαλάς: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

γυαλενάκι: > βώλοι > παιγνίδια

γυαλένιος: > βώλοι > παιγνίδια

γυαλί: ο σμάλτος του δοντιού > δόντι > όργανα

γυαλί: το διάφανο φλούδι του ματιού (κερατοειδής χιτών) > μάτι > όργανα

γυαλιάς: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γυαλικά: > χρειασίδια > του σπιτικού

γυαλινός: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

γυάλινος: > βώλοι > παιγνίδια

γυαλιστήρι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

γυαλιστής: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

γυαλομαμούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

γυαλόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

γυαλωμένα: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

γύγλα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γυλάρι: Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας

γύλιος: Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας

γύλος: Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας

γυμνοσάλιαγκας: σάλιαγκος χωρίς καβούκι > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γυναίκα: > αντρόγυνο > οικογενειακά

γυναικαδερφή: > σύγαμπρος > οικογενειακά

γυναικάδερφος: > σύγαμπρος > οικογενειακά

γυναίκια (τα): > μηνιάτικα > φυσιολογικά

γυναικογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

γυναικομονάστερο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

γυναικονίτης: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

γυναικόπαιδα: > οικογένεια > οικογενειακά

γυναιτίκι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

γυνί: το μυτερό ξύλο που οργώνει το χώμα > αλέτρι > του χωραφιού

γύπας: Vulturidae > γύπας > πουλιά

γύρισμα: > φράχτης > του χωραφιού

γύρισμα: γύρισμα καρφιού > καρφολογιά > του μαραγκού

γυριστή: γυριστή σκάλα > σκάλα > του χτίστη

γυριστό: > γλυκά > του φαγιού

γύρο: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

γυροβολιά: > γυροβολίδι > της ψαρικής

γυροβολίδι: καλαμοφράχτης για να πιάνουν ψάρια > γυροβολίδι > της ψαρικής

γυρογιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γυρολόγος: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γυροποδάτος: > κρόσσι > ραφτικά

γυροπόδι: > ποδόγυρος > ραφτικά

γύρος: > γύρος > ραφτικά

γύρος: > μέρη της στέγης > του χτίστη

γύρος: > πηγάδι > του χωραφιού

γύρος: ο γύρος του καπέλου > καπέλο > ρούχα

γύρος: του κρεβατιού > κρεβάτι > του σπιτικού

γυροφούστανο: > ποδόγυρος > ραφτικά

γυρόχωρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

γύφτος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γύφτος: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γυφτουριά: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γωνιά: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

γωνιά: > τζάκι > του σπιτικού

γωνιά: > ψωμί > του φαγιού

γωνιάδι: > ψωμί > του φαγιού

γωνιάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

γωνιασμένη: γωνιασμένη πέτρα > πέτρα > του χτίστη

γωνίστρα: > τζάκι > του σπιτικού

γωνολίθι: > τζάκι > του σπιτικού

δαβλί: > λύχνος > του σπιτικού

δαβλίτης: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

δαβλός: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

δαγκαματιά: > δόντι > όργανα

δαγκάνα: > ανατομικά > ψαρολογικά

δαγκάνα: > μύτη > πουλολογικά

δαγκάνα: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

δαγκανάρι: > ανατομικά > ψαρολογικά

δαγκανομύτης: > βορίσματα > καιρικά

δαγκανούρα: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

δαγκούνα: > ανατομικά > ψαρολογικά

δαγκούνα: καβούκι του κάβουρα που το φυσάς και βγαίνει σα φωνή λαγού > δαγκούνα > του κυνηγού

δαιμοναριά: > δαίμονας > δαιμονικά

δαιμοναριά: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

δαίμονας: > δαίμονας > δαιμονικά

δαίμονας: > διάβολος > δαιμονικά

δαιμονιάρης: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονική: δαιμονική συνέργεια > μάγεμα > δαιμονικά

δαιμονικό: > δαίμονας > δαιμονικά

δαιμονισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμόνισμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονισμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

δαιμονόπετρα: > πέτρα > πέτρες

δαιμονόπιστος: > μαγεμένος > δαιμονικά

δάκριο: > δάκρυ > φυσιολογικά

δάκρυ: > δάκρυ > φυσιολογικά

δαμάλα: > γελάδι > της βοσκής

δαμαλάκι: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

δάμαλος: > γελάδι > της βοσκής

δαμασκηνό: > πανιά > πανιά

δαμασκί: > πανιά > πανιά

δαμασκί: > σπαθί > του πολεμιστή

δάμασκο: > πανιά > πανιά

δαμασκωτό: δαμασκωτό σπαθί > σπαθί > του πολεμιστή

δαρμένο: > γάλα > της βοσκής

δαρτή: > βροχή > καιρικά

δάρτης: καρδιακός παλμός > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δάρτης: το σύνεργο που δέρνουν το γάλα για να το κάνουνε βούτυρο > βούτη > της βοσκής

δασκαλάκιας: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δασκαλιό: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δασκαλοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

δάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δάσκαλος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

δασοπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

δάσος: > δάσος > τοπογραφικά

δάσος: > δέντρο > φυτολογικά

δασοτοπιά: > δάσος > τοπογραφικά

δάσωμα: > δάσος > τοπογραφικά

δαφκί: > λαχανικά > του φαγιού

δαφνοκούκουτσο: > καρπός > φυτολογικά

δάχτυλας: αντίχειρ > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

δαχτυλήθρα: δαχτυλήθρα του βελανιδιού > καρπός > φυτολογικά

δαχτύλια: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

δαχτυλιδάκι: > παιδιών > παιγνίδια

δαχτυλίδι: > διαμαντικά > πετράδια

δαχτυλίδι: της πέρασε δαχτυλίδι = την αραβωνιάστηκε > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

δαχτυλιδωτή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

δαχτυλιδωτός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

δάχτυλο: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

δαχτύλοι: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

δαχτυλόπετρα: > πετράδια > πετράδια

δείγμα: > μόστρα > ραφτικά

δείλι: > δείλι > της μέρας και της ώρας

δειλινό: > δείλι > της μέρας και της ώρας

δείπνο: > πρόγεμα > του φαγιού

δειπνοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

δεκάδι: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

δεκανίκι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δεκανίκι: για κουτσό > δεκανίκι > γιατρικά

Δεκέβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

δεκοχτούρα: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

δελφίνι: Delhinus delphis > δελφίνι > θηλαστικά

δέμα: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

δεματάς: > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεμάτι: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δεμάτι: ένα δεμάτι είναι δυο λυμάρια > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δεμάτια: δεμάτια-δεμάτια > βροχή > καιρικά

δεματιάζω: > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεματιάζω: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δεματιαστής: > γεωργός > του χωραφιού

δεματικά: δεσίματα από σίκαλη στριμένη > δεματικά > του χωραφιού

δεματικά: χορταρικά που πουλιούνται δεμένα σε μάτσους > χόρτο > φυτολογικά

δεματικό: για το δεμάτιασμα του δεματιού > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεματολόγος: > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεμένο: > γλυκά > του φαγιού

δενδροτοπιά: > δάσος > τοπογραφικά

δεντρί: > δέντρο > φυτολογικά

δεντρικά: > δέντρο > φυτολογικά

δέντρο: > δέντρο > φυτολογικά

δεντρογαλιά: > δεντρογαλιά > σερπετά

δεντρολογώ: φυτέβω δέντρα > φυτέβω > του χωραφιού

δεντροτσίχλα: Turdus viscivorus > τσίχλα > πουλιά

δεντροφίδα: > δεντρογαλιά > σερπετά

δεντρόφιδο: > δεντρογαλιά > σερπετά

δεντρωσιά: > δάσος > τοπογραφικά

δένω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

δένω: > μαγέβω > δαιμονικά

δένω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

δέουμαι: λέω την προσεφκή μου, τα πατερημά μου > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

δερβένι: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

δέρμα: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

δέρμα: > πετσί > του παπουτσή

δερμάτι: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

δερμάτι: > πετσί > του παπουτσή

δερμόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δέρνω: > δέρνω > της βοσκής

δέση: > αρμός > κόκκαλα

δέση: > νεροδέτης > του χωραφιού

δέσιμα: > μάγεμα > δαιμονικά

δέσιμο: > αρμός > κόκκαλα

δέσιμο: > δέσιμο > του βιβλιοδέτη

δέσιμο: είναι για δέσιμο > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δέσποινα: > δέσποινα > δαιμονικά

δεσποτάκι: > ξύλα > του μαραγκού

δεσπότης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

δέστρα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

δετός: > είδη χορών > χοροί

δεφτεριά: > κρασί > του φαγιού

δεφτερόκλαδος: δεφτερότοκος > γιος > οικογενειακά

δεφτερόλεφτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

δεφτεροξαδέρφια: > ξαδέρφι > οικογενειακά

δεφτεροπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

δεφτεροπατερέβω: > πατέρας > οικογενειακά

δεφτεροτρίτα: ξαδέρφια > ξαδέρφι > οικογενειακά

δεφτερούλης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

δεφτέρωμα: δέφτερος γάμος > γάμος > οικογενειακά

δηγός: > στοιχιό > δαιμονικά

δημοσιά: > δρόμος > τοπογραφικά

διάβα: > δρόμος > τοπογραφικά

διαβάζω: διαβάζω μιαν εφκή > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

διάβαση: > δρόμος > τοπογραφικά

διάβασμα: θέλει διάβασμα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διαβαστικά: > ξόρκια > δαιμονικά

διάβατα: το δικαίωμα να περνάς από του αλλουνού το χτήμα > δρόμος > τοπογραφικά

διαβατά (τα): φαρδιές στράτες > δρόμος > τοπογραφικά

διαβατάρικο: > πουλί > πουλολογικά

διαβατικό: > πουλί > πουλολογικά

διαβατό: > δρόμος > τοπογραφικά

διάβατο: > δρόμος > τοπογραφικά

διαβήτης: περιέλι > διαβήτης > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

διαβολεμένο: > κρύο > καιρικά

διαβολιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διαβόλια: > πειρασματικά > δαιμονικά

διαβόλισμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διαβολόκαιρος: > κακοκαιριά > καιρικά

διαβολόπαπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

διαβολόπετρα: > πέτρα > πέτρες

διαβολοπούλι: Pastor > αγιοπούλι > πουλιά

διάβολος: > διάβολος > δαιμονικά

διαβολόσπαρμα: > διαβολόσπαρμα > δαιμονικά

διαβολόσπαρτος: > διαβολόσπαρμα > δαιμονικά

διαβολόσπορος: > διαβολόσπαρμα > δαιμονικά

διαβολόστρατα: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

διαβολόψειρα: Acarina > διαβολόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

διαγουμίζω: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

διάζουμαι: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διάζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διακαμός: > ζέστη > καιρικά

διακονικό: το στιχάρι του διάκου > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

διάκος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

διαλάλης: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαλαλητής: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαλαλοχάρτι: αγγελία > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαλαλώ: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαμαντένιος: > διαμάντι > πετράδια

διαμάντι: > διαμάντι > πετράδια

διαμάντι: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

διαμαντικά: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντικά: > διαμαντικά > πετράδια

διαμαντοκόλητος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόπετρα: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντοσκέπαστος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόσκεπος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόσπαρτος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόσπιθος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόφεγγος: > διαμάντι > πετράδια

διάμπολη: > είδη γιατρικών > γιατρικά

διάνος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

διαπεραστικό: > κρύο > καιρικά

διαπόρι: πορθμός > διαπόρι > τοπογραφικά

διάραχο: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάργυρος: υδράργυρος > διάργυρος > μέταλλα και χημικά

διαρίζω: ξεφορτώνω με μαούνα > διαρίζω > αρμενίσματα

διάροια: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διασέλα: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διασέλι: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάσελο: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάσελος: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διασίδι: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διασίδι: > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

διάσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διάσκελα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

διασκελωμένος: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

διαστάβρωμα: > δρόμος > τοπογραφικά

διαστήρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

διαστήρι (το): > διάστρα > του αργαλιού και της ρόκας

διάστρα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

διάστρα: η δουλέφτρα που διάζει το στημόνι > διάστρα > του αργαλιού και της ρόκας

διάσωνας: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διάτανος: > διάβολος > δαιμονικά

διατιμητής: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διατιμώ: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διβλί: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

διβολίζω: > ξανακυλώ > του χωραφιού

διβόλισμα: > ξανακυλώ > του χωραφιού

διγόφι: σύνεργο ψαρά χαβαρικών > διγόφι > της ψαρικής

διδάχος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δίδαχος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δίδυμος: > δίδυμος > βιολογικά

δίδυμος: > παιδί > οικογενειακά

δικάβαλο: > διχάλι > του χωραφιού

δίκανο: > τουφέκι > του πολεμιστή

δικέλα: > δικέλι > του χωραφιού

δικέλι: > δικέλι > του χωραφιού

δικέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

δικιολογιά: > συγγενολόγι > οικογενειακά

δικιός: > συγγενής > οικογενειακά

δικοί (οι): > συγγενολόγι > οικογενειακά

δίκοπο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

δικός: > συγγενής > οικογενειακά

δικοσύνη: > συγγενολόγι > οικογενειακά

δικούλι: > δικέλι > του χωραφιού

δικουπιά: με δυο κουπιά > λάμνω > αρμενίσματα

δικράνι: > διχάλι > του χωραφιού

δίκρανο: > διχάλι > του χωραφιού

δίκροκο: δίκροκο αβγό > αβγό > πουλολογικά

δίκροτο: > είδη καραβιών > καράβια

διλάβι: > ανατομικά > ψαρολογικά

διλάβι: > μασιά > του μαγεριού

διλάβι: > σκάλεθρο > του σπιτικού

δίλογο: με διπλή όψη > είδη πανιών > πανιά

δίλογο: που έχει δυο χρώματα > άλογο > θηλαστικά

διμηνιό: που κάνει γεννήματα δυο φορές το χρόνο > χωράφι > του χωραφιού

δίμιτο: πυκνό > είδη πανιών > πανιά

διμιτσένιος: από δίμιτο > πανίτικος > πανιά

δίνει: > ο ήλιος > αστρικά

διορθώνει: > καιρός > καιρικά

δίπατο: > σπίτι > του χτίστη

δίπλα: > δίπλα > ραφτικά

δίπλα: > ζυμαρικά > του φαγιού

διπλάρι: > είδη πανιών > πανιά

διπλάρι: διπλωμένο πάπλωμα > κρεβάτι > του σπιτικού

διπλαριά: χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού > σπαθί > του πολεμιστή

διπλαρώνει: έρχεται δίπλα στο μώλο > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

διπλαρώνω: ζυγώνω στεριά, καράβι, μώλο > αρμενίζω > αρμενίσματα

δίπλες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

διπλή: Turdus | τσίχλα διπλή > τσίχλα > πουλιά

διπλολίθι: διπλή λιθιά > πέτρα > πέτρες

διπλόπορτα: > πόρτα > του χτίστη

διπλοπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

διπλός: > δίδυμος > βιολογικά

διπλός: > είδη χορών > χοροί

διπλοσάνιδο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

διπλοσταβροδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

διπλώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

δίποδα: καλπάζοντας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

διποδίζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

διπόδισμα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

διποδώ: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

δίπορτο: > πόρτα > του χτίστη

διποτάματα (τα): εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια > ποτάμι > τοπογραφικά

διποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

διπόταμο: > ποτάμι > τοπογραφικά

διπούντζες: > πεδίκλα > της βοσκής

δισάκκι: > δισάκκι > της βοσκής

δισάκκι: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

δισάρφανος: > ορφανός > οικογενειακά

δισέγγονο: > αγγόνι > οικογενειακά

δισκάρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δισκάρι: > μπακιρικά > του μαγεριού

δισκαφίζω: > ξανακυλώ > του χωραφιού

δισκοπότηρο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

δισκοπότηρο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δίσκος: > ζυγαριά > του μαγεριού

δίσκος: > μπακιρικά > του μαγεριού

δίσκος: της εκκλησίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δίσολο: > παπούτσι > του παπουτσή

διστάβρι: > δρόμος > τοπογραφικά

δίστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

δίφανο: > δίχτυ > της ψαρικής

δίφορο: > χωράφι > του χωραφιού

διφούρκι: > διχάλι > του χωραφιού

δίφυλλη: > πόρτα > του χτίστη

διχάλα: > διχάλι > του χωραφιού

διχάλα: δυο δέντρα από την ίδια ρίζα > στάβρωση > φυτολογικά

διχάλη: > διχάλι > του χωραφιού

διχάλη: το άνοιγμα της φούρκας > στάβρωση > φυτολογικά

διχάλι: > ανατομικά > ψαρολογικά

διχάλι: > διχάλι > του χωραφιού

διχάλι: > καμάκι > της ψαρικής

διχάλι: μισγάγκεια > διχάλωμα > τοπογραφικά

διχάλωμα: > διχάλωμα > τοπογραφικά

διχάτα: > καφάσια > του χτίστη

διχάχαλο: > διχάλι > του χωραφιού

διχάχαλο: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

δίχτια: > δίχτια > του κυνηγού

δίχτια: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

διχτιάρικο: > είδη καραβιών > καράβια

διχτολόγος: > ψαράς > της ψαρικής

δίχτυ: > δίχτυ > της ψαρικής

διψακός: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

δόγα: > βαρέλι > του τρύγου

δοθηνάρι: δοθιήν > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δοιάκι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

δοιάκι: > τιμόνι > του καραβιού

δοκάνι: > δοκάνι > του κυνηγού

δόκανο: > δοκάνι > του κυνηγού

δοκάρι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

δοκαρώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

δοκαρωσιά: τα ξύλα της στέγης του ταβανιού > δοκαρωσιά > του χτίστη

δοκιμάζω: > πρόβα > ραφτικά

δοκίμασμα: > γέψη > φυσιολογικά

δόλος: > δολώνω > της ψαρικής

δολοφάγος: > δολοφάγος > ψάρια της θάλασσας

δολοφάος: > δολοφάγος > ψάρια της θάλασσας

δόλωμα: > δολώνω > της ψαρικής

δολωμένο: δολωμένο αγκίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής

δολώνω: βάζω δόλωμα στο αγκίστρι > δολώνω > της ψαρικής

δοντάγρα: > δόντι > όργανα

δοντάρα: > δόντι > όργανα

δονταράς: > δόντι > όργανα

δοντάς: > δόντι > όργανα

δόντι: > δόντι > όργανα

δόντι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

δόντια: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

δόντια: δόντια της βίδας > βίδα > του μαραγκού

δόντια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

δοντογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

δοντογιατρός: > δόντι > όργανα

δοντοκάρα: > δόντι > όργανα

δοντοκοιλιά: > δόντι > όργανα

δοντόξυλο: > χελάλι > του μαγεριού

δοντόπονος: > πονόδοντος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δοντοτσιμπίδα: > δόντι > όργανα

δοντοτσιμπίδι: > δόντι > όργανα

δοντωσιά: > δόντι > όργανα

δοντωσιά: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

δόξα: > δόξα > καιρικά

δοξαράτορας: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξαρέβω: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξαρεφτής: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξάρι: > δόξα > καιρικά

δοξάρι: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξάρι: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

δοξάρι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

δοξάρι: σύνεργο για ξάνοιγμα του μπαμπακιού > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

δοξαριά: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξαριά: το τράβηγμα του δοξαριού πάνω στη χορδή > μέρη του βιολιού > του μουσικού

δοξέβω: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξολογία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

δορούδικο: μάβρο ή καστανό με άσπες τρίχες > άλογο > θηλαστικά

δουκάνη: > δουκάνι > του χωραφιού

δουκάνι: > δουκάνι > του χωραφιού

δουκέσα: > απίδι > του φαγιού

δουλεμένο: > βούτυρο > της βοσκής

δουλεφτής: > γεωργός > του χωραφιού

δουλιές: δουλιές του βοσκού > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

δουμπολίτσα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

δραγασιά: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτα: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτα: > καλύβα > του χτίστη

δραγάτης: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτης: > πρεδάρης > του χωραφιού

δραγατιά: > δραγάτης > του τρύγου

δραγατσιά: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτσικα: > ταγάρι > της βοσκής

δραγγουμάρα: αρώστια του ματιού που τα στραβώνει > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

δραγονέρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

δράκαινα: > δράκος > δαιμονικά

δράκαινα: Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας

δράκισα: > δράκος > δαιμονικά

δράκισα: Diplax elisa | δράκισα (γαλαζοπράσινη) > κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια

δρακοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

δρακοδένω: > μαγέβω > δαιμονικά

δρακολιά: το στοιχιό της ελιάς > στοιχιό > δαιμονικά

δρακόνι: Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας

δράκοντας: > δράκος > δαιμονικά

δρακόντι: > δράκος > δαιμονικά

δρακόντισα: > δράκος > δαιμονικά

δράκος: > δράκος > δαιμονικά

δράκος: το αβάφτιστο > μωρό > βιολογικά

δρακοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

δρακού: > μωρό > βιολογικά

δρακούλα: > μωρό > βιολογικά

δρακούλης: > μωρό > βιολογικά

δράνα: > κληματαριά > του χωραφιού

δραπέτι: > ξείδι > του φαγιού

δρεβενίτσα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

δρεπάνι: > δρεπάνι > του χωραφιού

δρίλι: > πανιά > πανιά

δριμάρης: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

δρίματα: οι πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > αλουστίνες > δαιμονικά

δρίματα: οι πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

δρίμες: > αλουστίνες > δαιμονικά

δρίμες: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

δριμόλοχο: > αντάρα > καιρικά

δριμόνι: > αντάρα > καιρικά

δριμόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δριμόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δριμονίζω: κοσκινίζω με τον αριολόγο > δριμονίζω > του χωραφιού

δρόγγος: > δάσος > τοπογραφικά

δρόγκος: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

δρόλαπας: > αντάρα > καιρικά

δρολάπι: > αντάρα > καιρικά

δρόλικος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δρολικώνω: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δρομάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομάκος: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομαλάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομί: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομιάζω: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δρόμισμα: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομίσματα: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομιτικιά: παράλληλη με το δρόμο > πέτρα > του χτίστη

δρομίτσα: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

δρομόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δρόμος: > δρόμος > τοπογραφικά

δρόμος: δρόμος της Παναγίας > Γιορδάνης > αστρικά

δρόπικας: υδροπικία > δρόπικας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δροσεράδα: > κρύο > καιρικά

δροσιά: > δροσιά > καιρικά

δροσιά: > κρύο > καιρικά

δροσίνα: ποταμίσιο ψάρι > δροσίνα > ψάρια του γλυκού νερού

δροσιό: > δροσιά > καιρικά

δροσιό: > κρύο > καιρικά

δροσίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

δροσίτης: είδος μουρούνας; > δροσίτης > ψάρια της θάλασσας

δροσοβόλι: > κρύο > καιρικά

δροσοβολιά: > δροσιά > καιρικά

δροσοβολιά: > κρύο > καιρικά

δροσολογιά: > δροσιά > καιρικά

δροσολογιά: > κρύο > καιρικά

δροσοπεζούλα: > πεζούλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

δροσοσταλίδα: > δροσιά > καιρικά

δρούγα: μακρί αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

δρώνω: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρώσιμο: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρωταράς: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρωτάρι: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρωτίδα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δρωτίλα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δρωτσίλα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δρωτσίλι: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δυναμάρι: > κάστρο > του χτίστη

δυναμωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

δυνατό: > κρύο > καιρικά

δυόμελος: > δίδυμος > βιολογικά

δυσεντερία: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δύση: > βασίλεμα > αστρικά

δυσκοιλιότη: > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δυσκολογιάτρεφτος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δύσματα: > μπαχαρικά > του φαγιού

δυσοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

δυσούλα: > βασίλεμα > αστρικά

δωδεκάγυρος: ο δωδεκάγυρος της ώρας > ώρα > της μέρας και της ώρας

δωδεκαδάχτυλο: > άντερα > όργανα

δώμα: > λιακωτό > του χτίστη

δωματίζω: φτιάνω δώμα > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

έβγαλε: ο σκύλος έβγαλε λαγό > σκύλος > του κυνηγού

εβγαλσιά: > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

έβελος: > ξύλα > του μαραγκού

έβενος: > ξύλα > του μαραγκού

εβλογιά: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

εβλογιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

εβλογιά: > ψωμί > του φαγιού

εβλογία: > σοδιά > του χωραφιού

εβραίικα: > αβγά > του φαγιού

εγίρα: μουσουλμανική > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

εγκίδα: μυτερό ξυλαράκι που μπαίνει στο πετσί και προξενεί φλόγωση > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

εγκλαβή: > προίκα > οικογενειακά

έγκυα: > γγαστρωμένη > βιολογικά

είδουλο: > δαίμονας > δαιμονικά

εικόνα: > κονίσματα > της εκκλησιάς

εικονοστάσι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

εκατομνήσι: > αιώνας > της μέρας και της ώρας

εκατόχρονα (τα): > αιώνας > της μέρας και της ώρας

εκκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

εκκλησίδι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

έκλωσε: ο ήλιος γύρισε προς το βασίλεμα > βασίλεμα > αστρικά

ελατιάς: > δάσος > τοπογραφικά

ελατόπισσα: > κατραμίζω > του σκαριού

ελέφαντας: Elephas > ελέφας > θηλαστικά

ελέφας: Elephas > ελέφας > θηλαστικά

ελιά: > ελιά > φυσιολογικά

ελιά: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ελιά της θάλασσας: > ελιά της θάλασσας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ελιές: > ελιές > του φαγιού

ελίκι: > αστερισμοί > αστρικά

ελιώνας: > λιοστάσι > του χωραφιού

ελληνοράφτης: > ράφτης > ραφτικά

έλυσε: έλυσε η φούσκα του > κάτουρο > φυσιολογικά

εμετός: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

έμπα: > πόρτα > του χτίστη

έμπαιδη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

εμπασιά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

έμπλωρος: > πλώρη > του καραβιού

έμπολα: τα έμπολα της γούμενας > σκοινιά > του καραβιού

εμπόρευμα: > πραμάτεια > του κούρσου και του φορτωτή

εμποροράφτης: > ράφτης > ραφτικά

έμπορος: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

έμπρυμος: > πρύμη > του καραβιού

έμπυο: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

εμπυοφύτης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ένεση: > μπόλι > γιατρικά

ενορασιά: > όραση > φυσιολογικά

ενοριακά: ενοριακά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς

εξάμιτο: > πανιά > πανιά

εξάς: > τετράς > του καραβιού

εξάστρα: > αστερισμοί > αστρικά

εξάτο: > μπαλκόνι > του χτίστη

εξάψαλμος: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

εξεπούλιαστο: > αβγό > πουλολογικά

εξηντατρίχης: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επαρχιακά: επαρχιακά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς

έπεσε: του έπεσε το ξύγκι, μια ξυγκιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επιβαλτάρι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

επιγονάτιο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

επιδέξιο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

επιδημία: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επικόρμι: > αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

επιληψία: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επιμανίκιο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

έπιπλα: στολή του σπιτιού > συγυρικά > του σπιτικού

επίσκοπος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

επιτάφιος: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

επωμάδι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

εργένης: > ανύπαντρος > οικογενειακά

έργο: > χωράφι > του χωραφιού

εργολάβος: > γλυκά > του φαγιού

έργος: > χωράφι > του χωραφιού

έργος: το μέρος του αμπελιού που ορίζουνε στην αργατιά για σκάψιμο > αμπέλι > του χωραφιού

ερεικόβουνος: > βουνό > τοπογραφικά

ερεικούρα: > δάσος > τοπογραφικά

ερημιά: > ερημιά > τοπογραφικά

έρημο: > ερημιά > τοπογραφικά

ερημολίβαδο: > λιβάδι > τοπογραφικά

ερημότοπος: > ερημιά > τοπογραφικά

ερινιαστής: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

ερινός: > σύκα > του φαγιού

ερμάρα: > ντουλάπα > του σπιτικού

ερμολάγι: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

έρχουμαι σοβράνο: > σοβράνο > αρμενίσματα

ερωμένη: > αγαπητικός > οικογενειακά

ερωμένος: > αγαπητικός > οικογενειακά

ερωτεμένος: > αγαπητικός > οικογενειακά

ερωτιάρα: > αγαπητικός > οικογενειακά

έστριψε: του έστριψε | του έστριψε η βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

έστρος: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

έστρωσε: > χιόνι > καιρικά

έσφιξε: > το κρύο > καιρικά

ετοιματζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ετοιμόγεννη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

εφημέριος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

έφια: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

εφκές: > εφκές > κατάρες και εφκές

εφκή: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

εφκολόγι: το βιβλίο των εφκών > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

εφκολόγια: > εφκές > κατάρες και εφκές

εφκολυντικό: > γιατρικό > γιατρικά

εφτάζυμα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

εφτάζυμο: > ψωμί > του φαγιού

εφτακοίλια: > σταφύλια > του φαγιού

έφταλος: Nautilus γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

εφταπάρθενος: εφταπάρθενος χορός > αστερισμοί > αστρικά

εφταπλανήτες: > αστερισμοί > αστρικά

εφτάστερο: > αστερισμοί > αστρικά

εφτυχία: > σοδιά > του χωραφιού

εχενίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

έχερη: > αλέτρι > του χωραφιού

ζα: > ζωντανά > της βοσκής

ζάβα: > ζώνη > ρούχα

ζάβα: > φιούμπα > ραφτικά

ζάβες: ζάβες στα ποδάρια > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ζαβιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβλακωμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβλιάκος: Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ζαβολιά: κλεψιά ή στραβιά στο παιγνίδι > ζαβολιά > παιγνίδια

ζαβομάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβόματος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβοπόδης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβοτοπιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

ζάγανος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

ζαγάρι: > σκύλος > θηλαστικά

ζάθος: μαμούνι παράσιτο στα γελάδια > ζάθος > σκουλήκια και ζωύφια

ζαΐμης: > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζακέτα: > τζακέτα > ρούχα

ζαλάδα: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαλάδες: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

ζάλη: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαλίκι: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

ζαλοβροντισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζάλογγα (τα): > δάσος > τοπογραφικά

ζαλοκουνισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαμάνια: χρόνια > χρόνος > της μέρας και της ώρας

ζαμενάδι: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζάμπα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

ζαμπέτι: Viverra civetta > ζαμπέτι > θηλαστικά

ζαμπόχελο: Anguilla anguilla | χέλι θαλασσινό > χέλι > ψάρια της θάλασσας

ζάρα: > τυρόγαλα > της βοσκής

ζαργάνα: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

ζαρζαβατικά: > λαχανικά > του φαγιού

ζάρια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

ζαρκαδοπαφίλια: ζαρκαδοπαφίλια έλεγε ο Καραϊσκάκης τους Βαλτινούς γιατί μοιάζανε με τα μερωμένα ζαρκάδια που οι αρματωλοί τα σέρνανε μαζί τους μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ζάρκος: > μάντρα > της βοσκής

ζαροπάπι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

ζαρτζολόνα: > ζαρτζολόνα > ψάρια της θάλασσας

ζαρτσερό: ξύλο με πολλά τσιετάλια για να κρεμάνε τις καρδάρες > ζαρτσερό > της βοσκής

ζάρφι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ζαρώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

ζάστανο: ζουνάρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ζατρίκι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

ζαφειρένιος: > γαλανός > του ζουγράφου

ζαφειρένιος: > ζαφείρι > πετράδια

ζαφειρι: > ζαφείρι > πετράδια

ζαφορά: > είδη βαφών > του βαφιά

ζαφοράς: χρώμα της ζαφοράς > κίτρινος > του ζουγράφου

ζαφουρά: > μπαχαρικά > του φαγιού

ζαφουριστός: > κίτρινος > του ζουγράφου

ζαφράνα: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαχαράτο: > απίδι > του φαγιού

ζάχαρη: > ζάχαρη > του φαγιού

ζαχαριασμένο: > γλυκά > του φαγιού

ζαχαριέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ζαχαρικά: > γλυκά > του φαγιού

ζαχαροκούτι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ζαχαρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ζαχαροπλάστης: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζαχαρωτά: > γλυκά > του φαγιού

ζεβγάλετρο: > αλέτρι > του χωραφιού

ζεβγαρίζω: > οργώνω > του χωραφιού

ζεβγάς: > γεωργός > του χωραφιού

ζεβγατίζω: > οργώνω > του χωραφιού

ζεβγιά: όσο δουλεύει το ζεβγάρι μια μέρα > ζεβγιά > του χωραφιού

ζεβγίτης: > γεωργός > του χωραφιού

ζεβγολάτης: > γεωργός > του χωραφιού

ζεβγολάτης: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

ζεβγολατιό: > χτήμα > του χωραφιού

ζεβγολατώ: > οργώνω > του χωραφιού

ζέβλα: > αλέτρι > του χωραφιού

ζέβλα: ζέβλα θηλυκωτή, για τα γίδια > κουδούνι > της βοσκής

ζέβλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

ζεβλόσκοινα: > αλέτρι > του χωραφιού

ζεβλόσκοινο: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

ζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζεγκί: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζέματα: > ζέματα > γιατρικά

ζεματίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ζεματιστό: > ζυμαρικά > του φαγιού

ζεματίστρα: η τρύπα για να ρίχνουν την ογρή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

ζεματίστρα: η τρύπα για την ογρή φωτιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη

ζεμπερέκι: > ζεμπερέκι > του χτίστη

ζεμπίλι: > καλάθι > του χωραφιού

ζεντουνί: μεταξωτό πανί > πανιά > πανιά

ζέο: ασημένιο μαστραπαδάκι για να χύνουνε νερό μέσα στο ποτήρι της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ζερβετσάφι: ρίζα που δίνει χρώμα ζαφοράς > είδη βαφών > του βαφιά

ζερβόδεξος: > είδη χορών > χοροί

ζερβόδεξος: αμφιδέξιος > ζερβόδεξος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζερβός: > ζερβόδεξος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζερβοχέρης: > ζερβοχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζερδαβάς: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζερνίκι: αρσενικό > είδη γιατρικών > γιατρικά

ζέστα: > ζέστη > καιρικά

ζεστατήρι: > μαγκάλι > του σπιτικού

ζέστη: > ζέστη > καιρικά

ζέστη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζεστίτσα: > ζέστη > καιρικά

ζεστό: > ζεστό > του φαγιού

ζεστό: ακόμα από το φούρνο > ψωμί > του φαγιού

ζεστούλα: > ζέστη > καιρικά

ζεφίρι: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζεφτό: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ζηλαδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

ζήνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

ζηχούνι: άσθμα > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζηχουνιάρης: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζηχούνιασμα: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζια: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζια (από): > αλέβρι > του φαγιού

ζιαφέτι: > πρόγεμα > του φαγιού

ζίλια: > ζίλια > του μουσικού

ζιμπουλί: > γαλανός > του ζουγράφου

ζιντζάπι: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

ζιρτιλάνος: Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά

ζιρτλάνι: Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά

ζιφταριά: > πλάντρα > του λιοτριβιού

ζόγκα: > αγκίστρι > της ψαρικής

ζόκα: > αγκίστρι > της ψαρικής

ζόκα: μολύβι χυμένο σε καλούπι μικρού ψαριού με το αγκίστρι θαμένο μέσα του > αγκίστρι > της ψαρικής

ζόμπα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

ζόμπας: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζόμπος: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζοριό: το μέρος όπου η φτερωτή του μύλου σκορπάει το αφρισμένο νερό > ζουριό > του μυλωνά

ζουγραφιά: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

ζουγραφίζω: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

ζουγραφική: > ζουγραφική > του ζουγράφου

ζουγράφος: > ζουγράφος > του ζουγράφου

ζούδια: > πειρασματικά > δαιμονικά

ζούδιαρης: αφτός που ξορκίζει τα ζούδια > ξορκιστής > δαιμονικά

ζουζουλικά: > πειρασματικά > δαιμονικά

ζουζουλικό: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζούζουνας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

ζουζούνι: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζουζούνι: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

ζούζουρας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

ζούλα: > απίδι > του φαγιού

ζουλάπι: > αγρίμι > του κυνηγού

ζουλάπι: > δαίμονας > δαιμονικά

ζούλφι: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

ζουμί: > ζουμί > του φαγιού

ζούμπερο: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

ζουνάρι: > ζώνη > ρούχα

ζουνάρι: > ζώνη > ρούχα

ζουνάρι: ζουνάρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ζουνάρι: ζουνάρι της Παναγιάς ή της Καλογριάς > δόξα > καιρικά

ζούρα: > λάδι > του φαγιού

ζούρα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

ζούρα: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουριάζω: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουριό: > ζουριό > του μυλωνά

ζούρλα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλαίνουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζούρλαμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλαμάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλαμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζούρλια: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρμπούτι: > σμαράγδι > πετράδια

ζουρνάς: είδος κλαρινέτο > κλαρίνο > του μουσικού

ζουρόπι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ζοφιάζει: > καιρός > καιρικά

ζοφό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ζοχάδες: > ζοχάδες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζοχαδιακός: > ζοχάδες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζυγά: τα δοκάρια που βαστάζουν το κατάστρωμα > ζυγά > του καραβιού

ζύγαινα: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

ζύγαινα: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

ζύγαινα: Sphyrna zygaena > σφυρίδα > ψάρια της θάλασσας

ζυγάλετρο: > αστερισμοί > αστρικά

ζυγαριά: > ζυγαριά > του μαγεριού

ζύγι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ζύγια: > ζίλια > του μουσικού

ζυγό: το βάθρο που σηκώνει τις χορδές στη μέση του βιολιού > μέρη του βιολιού > του μουσικού

ζυγολούρια: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζυγός: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ζυγός: > ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

ζυγός: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ζυγός: Ωρίων > αστερισμοί > αστρικά

ζυγόσταβρος: η σανιδένια βάση για το χτίσιμο καμάρας γιοφυριού > γιοφύρι > του χτίστη

ζυγούρα: χρονιάρικο πρόβατο > πρόβατο > της βοσκής

ζυγούρι: > πρόβατο > της βοσκής

ζυμάρι: > αλέβρι > του φαγιού

ζυμαρικά: > ζυμαρικά > του φαγιού

ζυμαρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ζύμη: > αλέβρι > του φαγιού

ζυμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

ζυμώνω: > αλέβρι > του φαγιού

ζυμωταριά: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

ζυμωτήρι: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

ζώνη: > δόξα > καιρικά

ζώνη: > ζώνη > ρούχα

ζώνη: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ζωντανά: > ζωντανά > της βοσκής

ζωντάρφανος: > ορφανός > οικογενειακά

ζωντήρι: > άλογο > θηλαστικά

ζωντίμι: > άλογο > θηλαστικά

ζωντόβολα: > πειρασματικά > δαιμονικά

ζωντοχήρα: χωρισμένη > χήρα > οικογενειακά

ζωντόχηρος: > χωρισμένος > οικογενειακά

ζώπυρο: > ζέστη > καιρικά

ζώση: > ζώνη > ρούχα

ζώση: > μέση > ανατομικά κατατόπια

ζώσιμο: ψάρεμα μπαρμπουνιών > ψαρική > της ψαρικής

ζωστάρι: > ζώνη > ρούχα

ζωστήρι: > ζώνη > ρούχα

ζώστρα: > ζώνη > ρούχα

ζωύφιο: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζωχόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

ηγουμένισα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ηγούμενος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ηλιακό: > λιακωτό > του χτίστη

ηλιοβασίλεμα: > βασίλεμα > αστρικά

ηλιοβολιά: > ήλιος > αστρικά

ηλιοβούτημα: > βασίλεμα > αστρικά

ήλιος: > ήλιος > αστρικά

ήλιος: είδος πετρόψαρου > ήλιος > ψάρια της θάλασσας

ηλιοφανή: > ήλιος > αστρικά

ηλιοφανιά: > ήλιος > αστρικά

ήμερο: > χωράφι > του χωραφιού

ημερολόγιο: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

ημερομηνία: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

ήσκιος: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

ήσκιος: > στοιχιό > δαιμονικά

ήσκιος: πρήσκεται η γέννα των προβατιών > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ήσκιωμα: > στοιχιό > δαιμονικά

ησκιωμένος: ησκιωμένος τόπος > νεραϊδαριό > δαιμονικά

ησκωσιά: > ησκωσιά > του χωραφιού

ησυχία: > καλοκαιριά > καιρικά

ηφαίστειο: > βουλκάνος > τοπογραφικά

θαλάμι: η φωλιά του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θάλασσα: > ανεμική > καιρικά

θάλασσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θάλασσα: > κακοκαιριά > καιρικά

θάλασσα: > καλοκαιριά > καιρικά

θαλασσάδα: η μυρωδιά της θάλασσας > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσάκι: λίγη θάλασσα, λίγη τρικυμία > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσάρμη: > θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσένιος: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλασσής: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλασσί: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλάσσι: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσίλα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσινά: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θαλασσινός: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

θαλασσόβραση: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσοβραχιά: > βραχουριά > τοπογραφικά

θαλασσοβραχιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσόβραχος: > πέτρα > πέτρες

θαλασσογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλασσογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

θαλασσόλιτρα: > πέτρα > πέτρες

θαλασσομάνα: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θαλασσομάχος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

θαλασσομάχος: το ξύλο του καραβιού που χτυπά πρώτο τα κύματα κάτω από το μπαστούνι της πλώρης > θαλασσομάχος > του καραβιού

θαλασσομαχώ: > πελαγίζω > αρμενίσματα

θαλασσόπατο: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσόπετρα: > πέτρα > πέτρες

θαλασσόπετρα: σκόπελος > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσοπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

θαλασσοπούλι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

θαλασσοταραχή: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσόφρυδο: της θάλασσας ο γύρος στον ορίζοντα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

θαλασσώνουμαι: > πελαγίζω > αρμενίσματα

θαλασσώνουμε: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

θαλασσώνω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

θάλπωμα: > αβγή > αστρικά

θαμπερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θαμπό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θαμποβραδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

θαμπούλια (τα): > αβγή > αστρικά

θαμποχάραμα: > αβγή > αστρικά

θάμπωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

θάμπωμα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θαμπώνουν: θαμπώνουν τα μάτια μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θανατικό: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θανατικό: > λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θάνατος: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θανατουλίδα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θάψιμο: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

θεία: > θείος > οικογενειακά

θειαφένιος: > κίτρινος > του ζουγράφου

θειαφί: > κίτρινος > του ζουγράφου

θειάφι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

θειαφοκίτρινος: > κίτρινος > του ζουγράφου

θείος: > θείος > οικογενειακά

θέλα: καταράχτης > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θελιά: > κουμπί > ραφτικά

θελιά: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

θελιά: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

θελιά: > συρτοθηλιά > του κυνηγού

θέμα: > σταλίκι > του χωραφιού

θέμελα: θεμέλια > θέμελα > του χτίστη

θεμέλια: θεμέλια του ουρανού > ουρανός > καιρικά

θεμελιώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

θεόβρετος: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

θεοζαλιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεόκουφος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεόλωλος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεομαχισμός: > ξόρκια > δαιμονικά

θεομήνι: > κακοκαιριά > καιρικά

θεοποντή: > βροχή > καιρικά

θεοπόντι: > βροχή > καιρικά

θεόστραβος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεοτούμπης: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

θεότρελος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεότυφλος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

Θεού: οίκος Θεού > εκκλησιά > της εκκλησιάς

θεράπειο: > γιατρικό > γιατρικά

θεριαγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεριάγκαθο: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεριακή: γιατρικό με αφιόνι (λεν πως το ανακάλυψε ο Μιθριδάτης) > είδη γιατρικών > γιατρικά

θεριακό: > κακοκαιριά > καιρικά

θερίζω: > θερίζω > του χωραφιού

θέρισμα: > θερίζω > του χωραφιού

θεριστήρι: > δρεπάνι > του χωραφιού

θεριστής: > γεωργός > του χωραφιού

θεριστής: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

θέριστρο: > δρεπάνι > του χωραφιού

θερμαίνουμαι: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμαντικό: > είδη γιατρικών > γιατρικά

θερμάρι: υδροχόη > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

θερμασιά: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμασμένος: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θέρμες: ζεστά νερά της γης για λουτρά > ζέματα > γιατρικά

θέρμη: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

θέρμη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμό: > ζέστη > καιρικά

θερμό: ζεστό νερό > πλύση > του σπιτικού

θερμολοιμική: > λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμός: ζεστό νερό για ζύμωμα ή πλύσιμο > αλέβρι > του φαγιού

θερμοσποδιά: > πλύση > του σπιτικού

θέρος (το): > θερίζω > του χωραφιού

θέση: σε θέση > γγαστρωμένη > βιολογικά

θετό: > ποθετό > γιατρικά

θηκάρι: > λουβί > φυτολογικά

θηκάρι: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

θηκιάζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

θηληκωτήρι: > ρεζές > του χτίστη

θηλιάζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

θηλύκι: > κουμπί > ραφτικά

θηλυκοχρονιά: > σοδιά > του χωραφιού

θηλυκώ: > κόρη > οικογενειακά

θηλύκωμα: > ρεζές > του χτίστη

θηλυκωτάρι: > κόπιτσα > ραφτικά

θηλυκωτήρι: > κόπιτσα > ραφτικά

θηλυκωτήρι: > κουμπωτήρι > του παπουτσή

θηλυκωτήρι: > φιούμπα > ραφτικά

θημονιάζω: > θημονιάζω > του χωραφιού

θημωνιά: > θημονιάζω > του χωραφιού

θημώνιασμα: > θημονιάζω > του χωραφιού

θιακό: κρασί από το Θιακί > κρασί > του φαγιού

θιρίγκι: ψάρι λίμνη > θιρίγκι > ψάρια του γλυκού νερού

θνησκόγεννο: που γεννήθηκε νεκρό > μωρό > βιολογικά

θολάδα: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θολάμι: η φωλιά του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θολάρι: > θόλος > του χτίστη

θολιασμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θολικό: > καμάρα > του χτίστη

θολικό: κελί με θόλο > μοναστήρι > της εκκλησιάς

θολό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θόλος: > θόλος > του χτίστη

θολόσταχτη: > πλύση > του σπιτικού

θολούρα: > καταχνιά > καιρικά

θόλωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

θολωσιά: > καταχνιά > καιρικά

θρακιάς: > βορίσματα > καιρικά

θράψα: > σβάρνα > του χωραφιού

θράψαλο: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θραψώνω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

θρέφει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θρεφτάρι: > γουρούνι > θηλαστικά

θρεφτάρι: > μανάρι > της βοσκής

θρεφτό: > μανάρι > της βοσκής

θρεφτό: θρεφτό μοσκάρι, ο μόσχος ο σιτευτός > μανάρι > της βοσκής

θρινάκι: > διχάλι > του χωραφιού

θρίσσα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

θρομύλι: το χερούλι της ανέμης > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

θρούμπα: > τόπι > πανιά

θρούμπα: ελιά που πέφτει ώριμα από το δέντρο > ελιές > του φαγιού

θυγατέρα: > κόρη > οικογενειακά

θύγω: > κόρη > οικογενειακά

θυλακούρι: > ματαράς > του τρύγου

θυμιάζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

θυμίαμα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμίασμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

θυμιατερό: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμιατήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμιατίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

θυμιάτισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

θυμιατό: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμός: θυμός του αιμάτου > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θυμώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θυμώνει: ο μούστος θυμώνει ( = βράζει) > μούστος > του τρύγου

θυμώνω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θυννιό: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

θύρα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

θυροκάρφι: > ρεζές > του χτίστη

θυροστάτης: > θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

θυρόφυλλο: > πόρτα > του χτίστη

θωριά: > χρώμα > του ζουγράφου

θωριακό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ιβάρι: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

ιδροκόπος: > γεωργός > του χωραφιού

ίδρωμα: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ιδρώτας: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ίδρωτας: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ιερό: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

ιεροσύνη: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ιερωμένος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ιλάρι: Mugil cephalus | μικρός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

ίλερη: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ίλιγκας: > λόξιγκας > φυσιολογικά

ιμαμές: το στόμα του τσιμπουκιού > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ιμάμης: μουσουλμάνος παπάς > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ιμάμ-μπαϊλντί: > κρέας > του φαγιού

ίνα: > κοντύλι > ανατομικά κατατόπια

ιξός: > κόλα > του μαραγκού

ιξός: > ξόβεργα > του κυνηγού

Ιούλιος: > μήνας > της μέρας και της ώρας

Ιούνιος: > μήνας > της μέρας και της ώρας

ισάδια: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ισαρίζω: > ισαρίζω > αρμενίσματα

ισάρω: σηκώνω πανί > ισαρίζω > αρμενίσματα

ίση: > βελονιές > ραφτικά

ίσια: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

ισιάδα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ισιόπατο: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ίσιωμα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ισιώματα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ίσκα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

ιφκάς: > αλέβρι > του φαγιού

καβαβόσκυλο: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

καβάδι: > αντερί > ρούχα

καβάλα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβάλα: άλογο της καβάλας | τέχνη της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλάργανα: > καπόνια > του καραβιού

καβαλάρης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλάρης: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καβαλάρης: η πέτρα που κλειδώνει το θόλο ή την καμάρα > πέτρα > του χτίστη

καβαλέτο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καβαλέτο: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καβαλητά: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλικέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλινοκόπος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

καβαλώ: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβανόζι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καβανός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καβαντζάρω: περνώ κάβο > καβατσάρω > αρμενίσματα

καβατσάρω: > καβατσάρω > αρμενίσματα

καβγίζω: καβγίζω το αγρίμι > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

καβίλι: μεγάλο καρφί χωρίς κεφάλι > καρφολογιά > του μαραγκού

καβίλια: από ξύλο για φίλιασμα > ξυλαρμογή > του μαραγκού

κάβλα: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλί: > αρχίδι > όργανα

καβλιάρης: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλομάρα: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλός: > αρχίδι > όργανα

καβλός: > κόντυλας > φυτολογικά

κάβλωμα: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλώνω: > κάβλα > φυσιολογικά

κάβος: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

κάβος: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

κάβος: > σκοινιά > του καραβιού

καβούκα: > θόλος > του χτίστη

καβούκι: > θόλος > του χτίστη

καβούκι: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

κάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καβουρδίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

καβουρδιστήρι: > καβουρδιστήρι > του μαγεριού

καβουρδιστό: > κρέας > του φαγιού

καβούρι: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

καβούρι: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καβούρια: > σύκα > του φαγιού

καβουρμάς: > κρέας > του φαγιού

καβουρολόγος: σιδερένιο καμάκι για να πιάνεις καβούρια > καβουρολόγος > της ψαρικής

καβουρομάνα: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καγιάς: > πέτρα > πέτρες

κάγκαρο: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάγκελα: > κάγκελα > του χτίστη

κάγκελα: > σκάλα > του χτίστη

καγκέλια: > κορδέλες > τοπογραφικά

καγκελοφρύδι: > μάτι > όργανα

καγκελωτή: > βελονιές > ραφτικά

καγκιόλια: > κορδέλες > τοπογραφικά

καγούρα: > ζέστη > καιρικά

καδάς: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάδη: > αρμεγός > της βοσκής

κάδη: καλούπι για τυρί > τυροβόλι > της βοσκής

καδί: > αρμεγός > της βοσκής

καδί: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάδος: > αρμεγός > της βοσκής

κάδος: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καδριλωτό: > είδη πανιών > πανιά

καδρόνι: > κερεστές > του χτίστη

καζάζης: > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

καζαμίας: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καζάνι: > καζάνι > του μαγεριού

καζάνι: > λεβέτι > της βοσκής

καζαντζής: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καζαντζίδικο: > χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καζάρμα: > στρατώνας > του χτίστη

καζέρνα: > στρατώνας > του χτίστη

κάηδες: > πειρασματικά > δαιμονικά

καθάριο: καθάριο άτι > άλογο > θηλαστικά

καθάρισε: καθάρισε ο ουρανός > ουρανός > καιρικά

καθαρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καθαροδεφτέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καθαρόχελο: Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας

καθάρσιο: > γιατρικό > γιατρικά

καθαρτικό: > γιατρικό > γιατρικά

καθετή: > καθιστή > της ψαρικής

καθηγητής: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καθημερινά: > ρούχα > ρούχα

καθημερινός: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καθητή: > καθιστή > της ψαρικής

καθίζω: καθίζω σε ξέρα, σε βράχο > καθίζω > αρμενίσματα

καθίκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κάθισμα: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καθισμένο: > καράβι > καράβια

καθιστή: > βροχή > καιρικά

καθιστή: > καθιστή > της ψαρικής

καθιστική: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καΐδα: του στομαχιού > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καΐκι: > είδη καραβιών > καράβια

καϊκτσής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καΐλα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καΐλα: > ζέστη > καιρικά

καΐλα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καϊμάκι: > γάλα > της βοσκής

καϊμακλίδικος: > καφές > του φαγιού

καϊξής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καιρικά: > καιρός > καιρικά

καιρικά: > κλίμα > καιρικά

καιροί: οι οχτώ καιροί > άνεμος > καιρικά

καιρός: > καιρός > καιρικά

καιρός: απάνω στον καιρό της > γγαστρωμένη > βιολογικά

καιρούσικος: καιρούσικος γέννος > γέννος > της βοσκής

κακάβα: > πετεινός > πουλιά

κακάβι: > καζάνι > του μαγεριού

κακάβι: > λεβέτι > της βοσκής

κακαβίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κακαβολίθαρα: πέτρες που βαστούν τα κακάβι > λεβέτι > της βοσκής

κάκαβρος: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | αρσενικό περδίκι > πέρδικα > πουλιά

κακαϊδού: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

κακάλι: > λειρί > πουλολογικά

κακάλι: κλειτορίς > μήτρα > όργανα

κακανθρωπίσματα: > πειρασματικά > δαιμονικά

κάκανο: > γέλιο > φυσιολογικά

κακαπέτρι: > πέτρα > πέτρες

κακαράς: Rana > βάτραχος > σερπετά

κακαρέλα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακαρίζω: > κακαρίζω > πουλολογικά

κακάρισμα: > κακαρίζω > πουλολογικά

κάκαρο: > κεφάλι > κόκκαλα

κάκαρο: > μύτη > όργανα

κακατράχαλα: > βραχουριά > τοπογραφικά

κακίζει: > καιρός > καιρικά

κακό: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακό: έχει κακό μάτι > μαγέβω > δαιμονικά

κακό: κακό μάτι > βασκανιά > δαιμονικά

κακό: κακό σπυρί = άνθραξ > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακόβολος: κακόβολος τόπος > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακογέννα: > γέννα > βιολογικά

κακογέννα: > λεχώνα > βιολογικά

κακόγεννη: > λεχώνα > βιολογικά

κακογεννήτρα: > λεχώνα > βιολογικά

κακογεννώ: > γεννώ > βιολογικά

κακογή: λεπτόγειος > γη > του χωραφιού

κακογιάτρεφτος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακογύφτισα: > μάγος > δαιμονικά

κακοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κακοδιαβασιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακόδρομος: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοθαλασσιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κακοκαίρι: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοκαιριά: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοκαιρίζει: > καιρός > καιρικά

κακόλαχνος: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

κακολογώ: > σταχολογώ > του χωραφιού

κακομάγισα: > μάγος > δαιμονικά

κακομάζαλο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

κακοπέραστος: κακοπέραστος τόπος > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακόπεσμα: κακή παντριά > γάμος > οικογενειακά

κακοπεσμένη: > γάμος > οικογενειακά

κακόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κακοπέτρι: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπέτρι: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κακοπετριά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπετριά: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κακοπίζαβο: κακοπίζαβο μέρος > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπόδαρος: > βάσκανος > δαιμονικά

κακοπούλι: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

κακόραχτο: κακόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

κακοσάλι: > χαλάζι > καιρικά

κακόσαρκος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

κακοσήμαδος: > βάσκανος > δαιμονικά

κακόσκαλο: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστομαχιά: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοστομαχιά: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοστομαχιάζω: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοστομαχιάζω: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοστόμαχο: > φαγί > του φαγιού

κακοστράτι: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστρατιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστρατιά: > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοσυνέβει: > καιρός > καιρικά

κακοσυνέβω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοσύνεψη: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοσύνη: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοσυνιάζει: > καιρός > καιρικά

κακοτοπιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοτοπιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοτοπιά: > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοτοπίσιος: άνθρωπος που ζει σε κακοτοπιές > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοτράχαλα: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

κακοτρύγηδες: > σταφύλια > του φαγιού

κακούμι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

κακούμι: Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά

κάκουμι: Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά

κακουργεί: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακουργώ: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοφάγητο: > φαγί > του φαγιού

κακοφορμίζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοφορμίζω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοχειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

κακοχρόνισμα: > κατάρες > κατάρες και εφκές

κακοχρονισμός: > κατάρες > κατάρες και εφκές

κακοχυμιά: > καλόχυμος > φυσιολογικά

κακόχυμος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

κακοχωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοχωνεφτής: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοχώνεφτο: > φαγί > του φαγιού

κακοχωνεψιά: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακόψαχνα: κακόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

κακοψυχιά: ανέκατοι της γγαστριάς > αγγαστριά > βιολογικά

κακοψύχια: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοψύχια: > κατάρες > κατάρες και εφκές

κακωσιά: > καλόχυμος > φυσιολογικά

καλά: δεν είναι στα καλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλά: τα καλά του > ρούχα > ρούχα

καλά (τα): > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάλαβρος: από αφτόν τρέχει το σιτάρι και πέφτει στη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

καλαγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλάδα: ρίξιμο του παραγαδιού > παραγάδι > της ψαρικής

καλαδερφός: πνεματικός αδερφός > αδέρφι > οικογενειακά

καλαθάς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλάθι: > καλάθι > του χωραφιού

καλάθι: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλάι: > καλάι > μέταλλα και χημικά

καλάι: > καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαϊντίζω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαϊτζής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαμάκι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμαράκι: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλαμαράς: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλαμαράς: > ψαράς > της ψαρικής

καλαμαρέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

καλαμάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καλαμάρι: > γραφικά > του σπιτικού

καλαμάρι: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλαμαριέρα: > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καλαμαρολόγος: σύνεργο για το ψάρεμα των καλαμαριών > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καλαματιανές: > ελιές > του φαγιού

καλαματιανός: > είδη χορών > χοροί

καλαμέβω: ψαρέβω με το καλαμίδι > ψαρέβω > της ψαρικής

καλάμι: > καλάμι > της ψαρικής

καλάμι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλάμι: > φλογέρα > του μουσικού

καλάμι: νάρθηξ > καλάμι > γιατρικά

καλάμι: το πιο μικρό κόκκαλο του μπροστινού βραχιονιού > βραχιόνι > κόκκαλα

καλάμι: το πιο χοντρό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα

καλαμιά: > καλάμι > της ψαρικής

καλαμιά: > καλαμιά > του χωραφιού

καλαμιά: > στέγη > του χτίστη

καλαμιά: καβλός | στέγη από καλαμιές > στάχυ > φυτολογικά

καλάμια: πήγε τρία καλάμια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

καλαμιδέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

καλαμίδι: > καλάμι > της ψαρικής

καλαμίδι: χωρίζει τα νήματα πριν περάσουν από το μιτάρι > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμίζω: τυλίγω το γνέμα στα καλάμια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμίνα: > τζίγκος > μέταλλα και χημικά

καλαμοβράκι: > βρακί > ρούχα

καλαμόβρακο: > βρακί > ρούχα

καλαμοβύζω: > βυζί > όργανα

καλαμοκάνι: τυλίγουνε γύρω του το νήμα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμοπόδαρο: λιγνό ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια

καλαμόσκοινο: > δεματικά > του χωραφιού

καλαμόσυκα: > σύκα > του φαγιού

καλαμουκανάς: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

καλαμουκάνι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμόχερο: > βραχιόνι > κόκκαλα

καλαμόχερο: > μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

καλαμπόκι (από): > αλέβρι > του φαγιού

καλαμποκίσιο: > ψωμί > του φαγιού

καλαμώ: > καλάμι > γιατρικά

καλαμώνω: > καλάμι > γιατρικά

καλαμωτή: > γυροβολίδι > της ψαρικής

καλαμωτή: > καλάθι > του χωραφιού

καλαμωτή: καλάθι για τράγγισμα τυριού > καλαμωτή > της βοσκής

καλαντάρης: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

καλαντάρι: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καλαντζής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαντζής: Parus caeruleus | αιγιθαλός > καλαντζής > πουλιά

καλάντρα: Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

καλάντρα: alauda arborea > καλάντρα > πουλιά

καλαπόδι: > καλαπόδι > του παπουτσή

καλάρει: καλάρει το αγεράκι > ο άνεμος > καιρικά

καλαρμενιστής: > βορίσματα > καιρικά

καλάρω: καλάρω τα πανιά, την μπούμα > καλάρω > αρμενίσματα

καλαφατίζω: χώνω στουπί στις χαραμάδες του καραβιού > καλαφατίζω > του σκαριού

καλαφέντης: > βάφτισμα > οικογενειακά

καλαχάνη: > είδη βαφών > του βαφιά

καλαχίδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

καλέβρα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καλέμι: > γραφικά > του σπιτικού

καλέμι: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

καλέμι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλεντάρι: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καλέντρα: > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

καλές: καλές αρχόντισες > νεράιδα > δαιμονικά

καλέσα: > πρόβατο > της βοσκής

κάλεσα: > πρόβατο > της βοσκής

καλέσιω: > πρόβατο > της βοσκής

κάλεσο: μπάλιο με στήματα > πρόβατο > της βοσκής

καλή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

καλημάνα: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

κάλι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

καλιά: > χημικά > μέταλλα και χημικά

καλιακούδα: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καλιακούδας: μάβρο της καλιακούδας > μάβρος > του ζουγράφου

καλιαντζάρης: > γύπας > πουλιά

καλίγι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καλίγι: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγιαννού: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

καλιγοσφύρι: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγωτής: > πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιέργεια: > γεωργία > του χωραφιού

καλιεργητής: > γεωργός > του χωραφιού

καλιεργός: > γεωργός > του χωραφιού

καλιεργώ: δουλιές του καλιεργού > καλιεργώ > του χωραφιού

καλικάντζαρος: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

καλικατσού: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

καλικέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλίκι: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

καλικούρα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλικούτσα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιοντζής: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

καλισπούδηδες: > πειρασματικά > δαιμονικά

καλκάνι: Rhombus vulgaris > καλκάνι > ψάρια της θάλασσας

καλκάνι: το τρίγωνο της στέγης > στέγη > του χτίστη

καλκανόβατος: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

καλντερίμι: δρόμος στρωμένος στρογγυλόπετρες > δρόμος > τοπογραφικά

καλόβολος: > καλόβολος τόπος > τοπογραφικά

καλόβραστο: > φαγί > του φαγιού

καλογαιροπαίδι: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλογέννα: > γέννα > βιολογικά

καλογεννήτρα: > λεχώνα > βιολογικά

καλογεννώ: > γεννώ > βιολογικά

καλογερί: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλογερική: η μοναστηριακή ζωή, το καλογερικό στάσιμο > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

καλόγερος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλόγερος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλόγερος: για κρέμασμα καπέλων και πανωφοριών > κρεμαστήρι > του σπιτικού

καλόγερος: καλάθι για το ζέσταμα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού

καλόγιαννος: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

καλόγνωμη: Balanidae γένος > καλόγνωμη > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλογρέζα: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλογριά: Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλόγρια: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλογρίτσα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

καλογρίτσα: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλοθάλασσο: > καράβι > καράβια

καλόθωρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καλοκαιράκι: του Αγιού Δημητριού το καλοκαιράκι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαίρι: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριά: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοκαιριά: καλοκαιριά της Παπαντής > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριάζει: > καιρός > καιρικά

καλοκαιριάζει: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριάζω: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιρίδα: > γη > του χωραφιού

καλοκαιρινάδες: δουλεφτάδες του καλοκαιριού > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού

καλοκυράδες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλομάνα: > γιαγιά > οικογενειακά

καλομηνάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

καλομοβύζα: εφκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής

καλομοίρες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλοξημερώνει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

καλοπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

καλόπαντρη: > γάμος > οικογενειακά

καλοπέραστος: καλοπέραστος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

καλόπιοτο: > κρασί > του φαγιού

καλοπούλι: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

καλόραχτο: καλόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καλός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

κάλος: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάλος: > λειρί > πουλολογικά

καλόσαρκος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

καλοσκαρωμένο: > καράβι > καράβια

καλοστόμαχο: > φαγί > του φαγιού

καλοσυνάδα: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοσυνέβει: > καιρός > καιρικά

καλοσύνεψη: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοσύνη: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοτάξιδο: > καράβι > καράβια

καλότυχες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλούδες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλούμα: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

καλουμάρω: > λασκάρω > αρμενίσματα

καλούμο: > σκοινιά > του καραβιού

καλούπι: επιδερμίδα > πετσί > ανατομικά κατατόπια

καλούπια: τα καλούπια της χωματομάντρας > μαντρότοιχος > του χτίστη

καλουργιά: > γεωργία > του χωραφιού

καλουργιά: > οργώνω > του χωραφιού

καλουργίζω: > οργώνω > του χωραφιού

καλουργική: > γεωργία > του χωραφιού

καλουργώ: > καλιεργώ > του χωραφιού

καλούφι: > κρεβάτι > του σπιτικού

καλοφάγωτο: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

καλοχέζω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

καλοχειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καλοχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

καλοχρόνισμα: > εφκές > κατάρες και εφκές

καλόχρωμο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καλόχυμος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

καλοχωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

καλοχώνευτο: > φαγί > του φαγιού

καλοχωνεφτής: > χώνεψη > φυσιολογικά

καλοχωνεψιά: > χώνεψη > φυσιολογικά

καλόψανο: > φαγί > του φαγιού

καλόψαχνα: καλόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

καλοψημένο: > ψωμί > του φαγιού

καλόψητο: > φαγί > του φαγιού

κάλπα: κοκκινόγενα > γίδι > της βοσκής

καλπαδίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καλπάζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλπάκι: σκούφια από γουναρικό > σκούφια > ρούχα

κάλπασμα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλπασμός: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλτάκι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κάλτσα: > κάλτσα > του παπουτσή

καλτσοβελόνα: > βελόνα > ραφτικά

καλτσοδέτα: > καλτσοδέτα > του παπουτσή

καλτσόξυλο: > βελόνα > ραφτικά

καλύβα: > καλύβα > του χτίστη

καλύβι: > καλύβα > του χτίστη

καλυβίσια: > σταφύλια > του φαγιού

καλυβοπήγι: > καλύβα > του χτίστη

καλυβόσπιτο: > καλύβα > του χτίστη

κάλυμα: σκεπάζει το ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

καλυμάφκι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κάλφας: > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

Κάλω: η κερά Κάλω > νεράιδα > δαιμονικά

κάμα: > ζέστη > καιρικά

κάμα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

καμακαδόρος: > ψαράς > της ψαρικής

καμάκι: > καμάκι > της ψαρικής

καμακίζω: > ψαρέβω > της ψαρικής

καμαλίνο: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

καμάρα: > γιοφύρι > του χτίστη

καμάρα: > δόξα > καιρικά

καμάρα: > καμάρα > του χτίστη

καμαρέτο: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

καμάρι: > καμάρα > του χτίστη

καμαρίνι: καμαράκι στο θέατρο όπου ντύνουνται οι θεατρίνοι > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

καμαροποριά: > καμάρα > του χτίστη

καμαροποριά: δρόμος με καμάρες > καμαροποριά > τοπογραφικά

καμαροφρύδι: > μάτι > όργανα

καμαρωτά: καμαρωτά πόδια = γυριστά σαν καμάρες > πόδι > ανατομικά κατατόπια

καματερή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καματερό: > γελάδι > της βοσκής

καματερό: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καματερό: καματερό καράβι = οπλιταγωγό > είδη καραβιών > καράβια

καματερό: της χοντρής δουλιάς > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κάματος: > οργώνω > του χωραφιού

καμήλα: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καμήλα: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

καμηλάκι: > σάβρα > σερπετά

καμηλάρης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμηλάφκι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

καμηλί: > καστανός > του ζουγράφου

καμήλι: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

καμηλοπούλι: Struthio camelus | στρουθοκάμηλος > καμηλοπούλι > πουλιά

καμηλοψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμιζόλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

καμιζοπούλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

καμιζόπουλο: > ασπρόρουχα > ρούχα

καμινάδα: > καμινάδα > του χτίστη

καμιναδόρος: > σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καμινάρης: > ασβεστάς > του χτίστη

καμινάρης: αφτός που φτιάνει καμίνια > καμινάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καμίνι: > ασβεστάς > του χτίστη

καμίνι: > ζέστη > καιρικά

καμουτσίκι: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμουτσίκι: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

καμουτσικιά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμουφάκι: φραμπαλαδάκι > φαλμπαλάς > ραφτικά

καμουχάς: λουλουδάτο μεταξωτό > πανιά > πανιά

καμπάγια: τα κόκκινα παπούτσια των αφτοκρατόρων της Πόλης > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καμπανάρια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

καμπαναριό: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

καμπανοί: > αποτρυγίδια > του τρύγου

καμπαρτίνα: > πανωφόρι > ρούχα

καμπάς: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καμπάς: > καμπάς > ραφτικά

κάμπια: > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

καμπιάρικος: καρπός καμπιάρικος = γεμάτος κάμπιες > καρπός > φυτολογικά

κάμπιασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κάμπος: > κάμπος > τοπογραφικά

κάμπος: το φόντο του κεντιδιού > κέντημα > ραφτικά

καμπουλάκης: > κάμπος > τοπογραφικά

καμπούνι: το καμπούνι της πλώρης > πλώρη > του καραβιού

καμπούρα: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπούρα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καμπούρης: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπουριάζω: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπούρικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

καμπουρολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

καμωτήρι: σιδερένιο σύνεργο για το μάζεμα της μαστίχας > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάνα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καναβάς: > καμπάς > ραφτικά

καναβάτσο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καναβάτσο: > καμπάς > ραφτικά

καναβέτα: μικρή κασέλα > κάσα > του σπιτικού

καναβή: Anas platyrhynchos | το θηλυκό του πρασινιού > αγριόπαπια > πουλιά

καναβός: > γύπας > πουλιά

κανάλα: > κανάλι > του χτίστη

κανάλι: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κανάλι: > κανάλι > του χτίστη

κανάλι: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καναλιάζω: καναλιάζω την ποδιά με τα χέρια > ποδιά > ρούχα

κάναλος: > βρύση > του χωραφιού

καναπές: > καναπές > του σπιτικού

κανάρι: Serinus canaria > κανάρι > πουλιά

καναρίνι: Serinus canaria > κανάρι > πουλιά

κανάτα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανατάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

κανάτι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανάτι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

κανέβω: > τουφέκι > του πολεμιστή

κάνει: κάνει μύτη > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κανέλα: > μπαχαρικά > του φαγιού

κανελάτα: > σύκα > του φαγιού

κανελής: > καστανός > του ζουγράφου

κανελί: > καστανός > του ζουγράφου

κανελογαρούφαλο: > μπαχαρικά > του φαγιού

κανελόρακο: > κρασί > του φαγιού

κανεφτήρι: σημαδεφτήρι > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κανί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανί: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κανιά (τα): λιγνά σκέλια > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κανιστράς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κανόνι: > κανόνι > του πολεμιστή

κανονιά: > κανόνι > του πολεμιστή

κανονίδι: > κανόνι > του πολεμιστή

κανονιέρης: > κανόνι > του πολεμιστή

κάνουλα: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κανούλι: > κανάλι > του χτίστη

κανούλι: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κάνουρα: χοντρό νήμα > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

κανούτα: θαλασσιά > γίδι > της βοσκής

κανούτο: > πρόβατο > της βοσκής

καντάρι: > ζυγαριά > του μαγεριού

κανταρτζής: πελαγίσιο λιανόψαρο > κανταρτζής > ψάρια της θάλασσας

καντήλα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καντήλα: > καρπός > φυτολογικά

καντήλα: > λύχνος > του σπιτικού

καντήλα: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

καντήλα: φούσκα από κάψιμο | βγάζω καντήλες > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καντηλέρι: > λύχνος > του σπιτικού

καντηλήθρα: αφτό που βαστάει το φυτίλι απάνω στο λάδι > λύχνος > του σπιτικού

καντήλι: > καρπός > φυτολογικά

καντήλι: > λύχνος > του σπιτικού

καντήλι: ακοίμητο καντήλι > φωτιστικά > της εκκλησιάς

καντηλοσβήστης: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

καντί: η χορδή που βγάζει τον πιο ψηλό ήχο > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καντιασμένο: > γλυκά > του φαγιού

καντίνι: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

κάντιο: > ζάχαρη > του φαγιού

κάντιος: > ζάχαρη > του φαγιού

καντούνι: > δρόμος > τοπογραφικά

κάνω: > γεννώ > βιολογικά

κάνω: > χαρτιά > παιγνίδια

κάνω: κάνω βολές = ρίχνω το γρίπο στη θάλασσα | τρομάζω τα ψάρια για να πέσουνε στα δίχτια > βολάζω > της ψαρικής

κάνω ζεβγάρι: > οργώνω > του χωραφιού

κάνω κάβο: τραβώ κατά, αρμενίζω για (το τάδε μέρος) > πρυμίζω > αρμενίσματα

καούρα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καούρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάπα: > κάπα > ρούχα

κάπα: η κάπα του αφτιού = το κερί > αφτί > όργανα

κάπα: μπαξίσι του καπετάνιου για να φροντίζει το φορτίο > κάπα > του κούρσου και του φορτωτή

καπαλιάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάπαλο: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καπαμαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπαμάς: > κρέας > του φαγιού

καπάντζα: > δοκάνι > του κυνηγού

καπάρο: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπάσι: μυτερό γυναικείο καπέλο σα χουνί > καπέλο > ρούχα

καπελάδικο: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελαδούρα: > καπέλο > ρούχα

καπελάς: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάπελας: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελιέρα: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελίνο: > καπέλο > ρούχα

καπελιό: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπέλο: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπέλο: > καπέλο > ρούχα

καπελού: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπετάνιος: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καπί: πανωφόρι Βλάχας > πατατούκα > ρούχα

καπίσι: > κόφα > του καραβιού

καπίστρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπίστρι: > χανάκα > της βοσκής

καπλάδισμα: > φόρδα > ραφτικά

καπλαμάς: φτενό φλούδι ξύλου κολημένο απάνω σε άλλο πιο πρόστυχο > καπλαμάς > του μαραγκού

καπλάνι: Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά

καπλαντίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καπλαντίζω: ντύνω ένα πρόστυχο ξύλο με μια φτενή φλούδα από καλό ξύλο > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

καπλάντισμα: > φόρδα > ραφτικά

καπνάδα: > καταχνιά > καιρικά

καπνάδικο: > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνερός: > μάβρος > του ζουγράφου

καπνιά: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καπνίζεται: ήρθε η καλογριά > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζεται: καπνίζεται το φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζεται: μπήκε ο καλόγερος στο φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζω: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνιστής: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνοδόχος: > καμινάδα > του χτίστη

καπνολόγος: > καμινάδα > του χτίστη

καπνορούφης: > καμινάδα > του χτίστη

καπνός: > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνός: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνοσακκούλα: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνού: μάβρο του καπνού > μάβρος > του ζουγράφου

καπνουτζής: καπνέμπορος > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπόνι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

καπόνια: > καπόνια > του καραβιού

καπονιού (του): > άγκυρα > του καραβιού

καπότα: > πανωφόρι > ρούχα

καποτάς: που φτιάνει κάπες > ράφτης > ραφτικά

καπότι: > πανωφόρι > ρούχα

καπότο: > πανωφόρι > ρούχα

καπουλάτο: > γελάδι > της βοσκής

καπούλια (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

καπουλοδέτης: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπραθάδες: > σταφύλια > του φαγιού

καπρί: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

καπρόδοντα: > δόντι > όργανα

κάπρος: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

καπύρα: > ψωμί > του φαγιού

καρά: ο μάβρος > άλογο > θηλαστικά

κάρα: αγία κάρα > κεφάλι > κόκκαλα

καραβάνα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καραβάνα: η τενεκεδένια κούπα που κουβαλάει ο στρατιώτης για να τρώει > καραβάνα > του πολεμιστή

καραβάς: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

καραβάς: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καραβέλα: > είδη καραβιών > καράβια

καραβέλι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

καραβέλι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

καράβι: κάραβος > καράβι > καράβια

καράβια: οι χωματένιοι κώνοι που χωρίζουν τα κλήματα > αμπέλι > του χωραφιού

καραβίδα: Astacus fluviatilis > καραβίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραβίσιος: καραβίσιος άνθρωπος > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καραβιώτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καραβόγατος: > γάτος > θηλαστικά

καραβοκράτης: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

καραβοκύρης: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καραβόλα: > λάκκα > τοπογραφικά

καραβόπανο: > πανιά > πανιά

κάραβος: μεγάλη άρκτος > αστερισμοί > αστρικά

καραβόσκαρο: > καράβι > καράβια

καραβόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

καραβοστάσι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καραβοτσακίζουμαι: > βουλιάζω > αρμενίσματα

καράβωλος: κάποιο μεγάλο κοχλίδι > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραγάτσι: > ξύλα > του μαραγκού

καράγελης: πολύ κρύος άνεμος (απηλιώτης) > καράγελης > καιρικά

καρακάξα: Pica pica > καρακάξα > πουλιά

καραμαζάνι: καραμάνικη αντρομίδα > κρεβάτι > του σπιτικού

καραμάνικο: με μαλακά μαλιά άσπρα > πρόβατο > της βοσκής

καραμάνικο: με παχιά ουρά > πρόβατο > της βοσκής

καραμανιός: μεγάλος καράβωλος > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραμάντουλο: > πανιά > πανιά

καραμέλα: > απίδι > του φαγιού

καραμέλα: > είδη πανιών > πανιά

καραμελάδικο: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καραμελάς: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καραμέλες: > γλυκά > του φαγιού

καραμέλες: καραμέλες κύβοι > ζάχαρη > του φαγιού

καραμελωτό: > είδη πανιών > πανιά

καραμούζα: > φλογέρα > του μουσικού

καραμουσάλι: > είδη καραβιών > καράβια

καράμπα: > βούτη > της βοσκής

καραμπατάκι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

καραμπατάκι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

καραμπογιά: θειικός σίδηρος > είδη βαφών > του βαφιά

καραμπόλα: > λάκκα > τοπογραφικά

καραμπόλα: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

καραμπόξυλο: > βούτη > της βοσκής

καραντί: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

καραντί: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

καραροΐζουμαι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καράς: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καράφλα: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καραφλός: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καραφλώνω: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρβελάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβέλι: > ψωμί > του φαγιού

καρβουνάρης: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουναριά: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουναριό: το μέρος όπου φτιάνουν ή το μέρος όπου φυλάνε τα κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνάς: αφτός που φτιάνει ή αφτός που πουλάει κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνήθρα: > λύχνος > του σπιτικού

καρβούνι: > ρουμπίνι > πετράδια

καρβούνι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρβουνιάζω: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνιάρης: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβούνιασμα: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνόλακκος: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβούνου: μάβρο του καρβούνου > μάβρος > του ζουγράφου

κάργα: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καργάρω: > καργάρω > αρμενίσματα

καργάρω: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

καργέλι: > σκοινιά > του καραβιού

καρδαμπίδια: τσοπάνικα αγγεία > τσοπάνικα > της βοσκής

καρδάρα: > αρμεγός > της βοσκής

καρδάρι: > αρμεγός > της βοσκής

καρδερίνα: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

καρδιά: > καρδιά > όργανα

καρδιά: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

καρδινιάζω: προσανατολίζομαι > καρδινιάζω > αρμενίσματα

καρδιοκόκκαλο: > καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

καρδιόλακας: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

καρδιόπονος: > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρδιοπονώ: > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρδιοχούλιαρο: το μέρος που βαθουλώνει η κοιλιά > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια

καρδιοχτύπι: > καρδιά > όργανα

καρεγλάς: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρεδάκια: με καρεδάκια > είδη πανιών > πανιά

καρέκλα: δες κάθισμα > καρέκλα > του σπιτικού

καρεκλάδικο: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρεκλάς: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρέλι: > καρούλι > του καραβιού

καρέλι: Thynnus brachypterus | μικρή παλαμύδα > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

καρέλι: κρεμαστό πέρασμα με καρούλια που τρέχουν απάνω σε σύρμα > πέραμα > τοπογραφικά

καρέλια: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρένα: > καρίνα > του καραβιού

καρενάγιο: το μέρος όπου παλαμίζουν το καράβι > καρενάγιο > του σκαριού

καριά: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καριάτικα: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρίγανος: > χελάλι > του μαγεριού

καρίδα: Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καριδολόγος: δίχτυ για τις καρύδες > καριδολόγος > της ψαρικής

καρίκι: μακρί ξύλο με δίχτυ δεμένο στην άκρη > καρίκι > της ψαρικής

καρικώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καρίνα: > καρίνα > του καραβιού

καρίνας (της): > ακράπι > του καραβιού

κάρινος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καριοφίλι: > τουφέκι > του πολεμιστή

καριοφιλιάς: > τουφέκι > του πολεμιστή

καρκαδιάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάρκαδο: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάρκαδο: ξερή μύξα > μύτη > όργανα

κάρκαδο: το καμένο μέρος του φυτιλιού > λύχνος > του σπιτικού

κάρκαλας: Rana > βάτραχος > σερπετά

καρκάλι: > λειρί > πουλολογικά

καρκάλι: Rana > βάτραχος > σερπετά

καρκαλιούμαι: > κακαρίζω > πουλολογικά

κάρκανο: > βάραθρο > τοπογραφικά

καρκάντζαλος: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

κάρκαρα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καρκαρέλι: Rana > βάτραχος > σερπετά

κάρκαρος: βάραθρο σαν πηγάδι > βάραθρο > τοπογραφικά

καρκάσα: > σκελετός > κόκκαλα

καρκίνα: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρκίνος: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρκολογιούμαι: > κακαρίζω > πουλολογικά

καρναβάδι: > μπαχαρικά > του φαγιού

κάρναξη: > στις κότες > αρώστιες ζώων

κάρο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρολίνα: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

καρολόγος: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρόνι: κώνειον > είδη γιατρικών > γιατρικά

καρόσυκα: > σύκα > του φαγιού

καρότο: > λαχανικά > του φαγιού

καρότσα: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καροτσιέρης: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καροτσόδρομος: > δρόμος > τοπογραφικά

καροτσοφέρνω: καμαρώνω με καροτσάδες > καροτσοφέρνω > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρούλες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρούλες: των αμπελιών | αρώστια από παράσιτο μαμούνι (Phytoptus vitis) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καρούλι: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρούλι: > καρούλι > του καραβιού

καρούλια: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρουλιάζω: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρούμπαλο: > καρπός > φυτολογικά

καρούχα: άρμα > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρπέλα: κόγχος > μάτι > όργανα

καρπερή: > κότα > πουλολογικά

καρπέτα: > πανωκόρμι > ρούχα

καρπέτο: > χαλί > του σπιτικού

καρπιά: > σοδιά > του χωραφιού

καρπίτι: > χαλί > του σπιτικού

καρπολόγι: σύνεργο για το μάζεμα του σιταριού στο λίχμισμα > καρπολόγος > του χωραφιού

καρπολόγος: > καρπολόγος > του χωραφιού

καρπολογώ: κόβω φρούτα > καρπολογώ > του χωραφιού

καρπός: > καρπός > φυτολογικά

καρπόχερο: > αρμός > κόκκαλα

καρσάκι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρτάλι: καλάθι του τρύγου > καρτάλι > του τρύγου

καρτάλι: πανέρι του τρύγου > καλάθι > του χωραφιού

καρτέρι: > κυνηγός > του κυνηγού

καρτέρια (τα): στρατόπεδο > στρατός > του πολεμιστή

καρτζιμάς: > μουνούχισμα > γιατρικά

κάρτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

καρτσιλαμάς: > είδη χορών > χοροί

καρτσιμάς: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρτσίνα: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρυδάκι: > γλυκά > του φαγιού

καρυδάκια: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

καρυδάτα: > σταφύλια > του φαγιού

καρυδένιος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καρύδι: > καρπός > φυτολογικά

καρύδι: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

καρύδι: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρυδιά: > ξύλα > του μαραγκού

καρύδια: > αμύγδαλα > του φαγιού

καρύδια: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

καρυδίτικος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καρυδόλαδο: > λάδι > του φαγιού

καρυδόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

καρυδοσπάστης: > φούχτα > του μαγεριού

καρυδόφλουδα: > ρούδιασμα > του βαφιά

καρύκι: ο καρπός της μπαμπακιάς > καρπός > φυτολογικά

καρυόθρακο: > φούχτα > του μαγεριού

καρυοφύλλι: > μπαχαρικά > του φαγιού

καρφί: > καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφί: > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφί: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρφιάδικο: > καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφιάς: > καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφίτης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρφίτσα: > διαμαντικά > πετράδια

καρφίτσα: > καρφίτσα > ραφτικά

καρφιτσώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καρφοβελόνα: > καρφίτσα > ραφτικά

καρφοβελόνα: βελόνα μεγάλη σαν καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφολογιά: λογής λογής καρφιά > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφονυχάτος: γαμψώνυξ > πουλί > πουλολογικά

κάρφωμα: > μάγεμα > δαιμονικά

καρφωμένη: στις ελιές | σκουλικιασμένη ελιά > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καρφώνω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

καρφώνω: > μαγέβω > δαιμονικά

κάρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

κάσα: > κάσα > του σπιτικού

κάσα: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάσαρο: > κάσαρο > του καραβιού

κασάς: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κασέλα: > κάσα > του σπιτικού

κασελάδικο: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κασελάς: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κασέρι: > τυρί > του φαγιού

κασίδα: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασίδα: λειχήνα > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κασίδης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασίδι: κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

κασιδιάζω: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασιδιάρης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασιδοπάνι: σκουφί για το γιάτρεμα της κασίδας > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάσκα: > περικεφαλιά > του πολεμιστή

κασκαβάλι: > τυρί > του φαγιού

κασκαβάλι: παξιμάδι που βιδώνεται στην κάτω μεριά της βίδας > βίδα > του μαραγκού

κασκέτο: > σκούφια > ρούχα

κασμάς: > αξίνα > του χωραφιού

κασμάς: αξίνα για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

κασόνι: > κάσα > του σπιτικού

κασόνι: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κασσίτερος: > καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κασσιτερώνω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καστανάδικο: > καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστανάς: > καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστανάτος: > καστανός > του ζουγράφου

καστανί: > καστανός > του ζουγράφου

καστανιά: > ξύλα > του μαραγκού

καστανιά: συναρμογή από μετάλλινα πιάτα ή χύτρες για το φαγί που παίρνουνε μαζί τους οι εργάτες και τα σκολιαρόπουλα > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καστανόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

καστανός: > καστανός > του ζουγράφου

καστίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κάστισμα: > δίπλα > ραφτικά

κάστορας: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

καστόρι: > καπέλο > ρούχα

καστόρι: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

καστόρχι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστράκι: > κάστρο > του χτίστη

καστρί: > κάστρο > του χτίστη

κάστρο: > κάστρο > του πολεμιστή

κάστρο: > κάστρο > του χτίστη

κάστρο: > χώρα > τοπογραφικά

καστροπάλατο: > παλάτι > του χτίστη

καστροπούλι: > καστροπούλι > πουλιά

κάτα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

καταανήφορος: δυνατός ανήφορος > ανήφορος > τοπογραφικά

κατάβαρη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

καταβόθρα: > βούθουλας > τοπογραφικά

καταβολάδα: κλαδί που βαστάει ακόμα στο πατρικό του φυτό μα που το πλαγιάζουνε μέσα στο χώμα για να φυτρώσει καινούριο χωριστό φυτό > καταβολάδα > φυτολογικά

καταβολάρι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καταβολέβω: φυτέβω καταβολάδα > φυτέβω > του χωραφιού

κατάβραδα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

καταγάλανος: > γαλανός > του ζουγράφου

κατάγι: > στεριανό > καιρικά

κατάγιαλο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

καταγός: > βρύση > του χωραφιού

καταγωγίδα: > κανάλι > του χτίστη

κατάδεμα: δέμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταηλιακού: προς τον ήλιο > ήλιος > αστρικά

καταηλιού: > ήλιος > αστρικά

καταϊδρώνω: > ίδρωτας > φυσιολογικά

καταΐφι: > ζυμαρικά > του φαγιού

κατακάθισμα: > βύδισμα > τοπογραφικά

κατακαλόκαιρο: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

κατακατήφορος: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατακίτρινος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κατακλείδι: > αρμός > κόκκαλα

κατακλυσμός: > βροχή > καιρικά

κατακόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κατακόμπια: κατακόμβαι, έγκατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

κατάλεφκος: > άσπρος > του ζουγράφου

καταλώ: καταλώ τη νηστεία > αρτυμή > του φαγιού

κατάμαβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

καταματωμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καταματώνω: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατάμερο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταμεσήμερα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

καταμπούγαζα: στη μέση του μπουγαζιού > στενό > της θάλασσας και του καιρού

καταναριά: > ψωμί > του φαγιού

κατάξανθος: > χρυσός > του ζουγράφου

καταξυλή: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

καταξυλνή: > σκελετός > κόκκαλα

καταπάτι: > καφές > του φαγιού

καταπαχτή: > κλαβανή > του χτίστη

καταπέλτης: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

καταπήθρα: > στόμα > όργανα

καταπιάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κατάπιασμα: > πιάσιμο > βιολογικά

καταπίδι: > σύρτης > του χτίστη

καταπιθράνι: > στόμα > όργανα

καταπινάρι: > στόμα > όργανα

καταπιόνας: > στόμα > όργανα

κατάπλασμα: > κατάπλασμα > γιατρικά

κατάπλωρα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

κατάποδο: > αγγάστρι > βιολογικά

καταπόθρα: > στόμα > όργανα

καταποντή: > βροχή > καιρικά

καταπόντι: > βροχή > καιρικά

καταποντισμός: > βροχή > καιρικά

καταπόρι: το μέρος του σπιτιού όπου αρχίζει ο δρόμος > σπίτι > του χτίστη

καταποτήρας: > ρούφουλας > καιρικά

καταπότης: > αβλάκι > του χωραφιού

καταπότρα: > στόμα > όργανα

καταπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

κατάπρυμα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

καταραμένος: > διάβολος > δαιμονικά

καταράχι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κατάραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταράχτης: > κλαβανή > του χτίστη

καταράχτης: > κρέμαση > του μυλωνά

καταράχτης: > κρεμασιά > τοπογραφικά

κατάρες: > κατάρες > κατάρες και εφκές

καταριέμαι: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

καταρογιάζουμαι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καταροή: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατάρτι: > κατάρτια > του καραβιού

καταρτίζω: > αρματώνω > αρμενίσματα

κατασάρκι: > κατασάρκι > ρούχα

κατασκέπαση: > σύνεφο > καιρικά

κάτασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

καταστατό: > αλέβρι > του φαγιού

κατάστενο: > στενό > της θάλασσας και του καιρού

κατάστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

κατάστρωμα: > κατάστρωμα > του καραβιού

κατατόπια (τα): > τόπος > τοπογραφικά

καταχανάς: > βουρκόλακας > δαιμονικά

καταχανάς: > όνειρο > φυσιολογικά

καταχέζω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

καταχείμωνο (το): > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καταχνιά: > καταχνιά > καιρικά

καταχνιά: > σύνεφο > καιρικά

κατάχνια: > καταχνιά > καιρικά

κατάχρυσος: > χρυσός > του ζουγράφου

καταχτόνια (τα): > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

κατάχυνα (το): το γερτό πλεβρό της στέγης > στέγη > του χτίστη

καταχυτά: στολίδια ραμένα ή κολημένα πάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά

καταχυτά: τα σανίδια που βαστούν τα κεραμίδια > σανίδι > του χτίστη

καταχυτό: το μεγάλο δοκάρι της στέγης > δοκαρωσιά > του χτίστη

κατεβάζει: > βροχή > καιρικά

κατεβαίνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

κατεβασιά: > βροχή > καιρικά

κατεβασιά: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβασιά: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβασμένος: που έχει πάθει κατεβασιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβάστρα: αλεξίπτωτον (φτιασμένη λέξη) > κατεβάστρα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κατεβατός: > στεριανό > καιρικά

κατέβηκε: του κατέβηκε το ξύγκι > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάτεργο: > είδη καραβιών > καράβια

κατερινιό: > λιβάδι > τοπογραφικά

κάτης: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατηφόρι: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατηφοριά: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατήφορος: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατηχούμενα: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

κάτι: > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

κατιμέρι: > ζυμαρικά > του φαγιού

κατίνα: > μέση > ανατομικά κατατόπια

κατίνι: > κλειδαριά > του χτίστη

κατιφεδένιος: > πανίτικος > πανιά

κατιφές: > πανιά > πανιά

κάτοικας: > κοτέτσι > του χτίστη

κατοίκι: > τυρί > του φαγιού

κατοικιά: > κατοικιά > του χτίστη

κατοικιά (τα): οι συνοικισμοί > κατοικιά > του χτίστη

κατοικιό: > κατοικιά > του χτίστη

κατομνήσι: εκατονταετηρίς > αιώνας > της μέρας και της ώρας

κατοσταράκι: τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού

κατοστάρικο: τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού

κατούνα: κατοικία σε χειμαδιό > χειμαδιό > της βοσκής

κατουρήθηκε: τα έκανε απάνω του > κάτουρο > φυσιολογικά

κατούρημα: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουριέται: κατουριέται το παιδί στο κρεβάτι του > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουριούμαι: έχω μεγάλη ανάγκη να κατουρήσω > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρισιά: μεγάλη ανάγκη > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλάς: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλής: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλιάρης: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλίδα: Triton γένος > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κατουρλιό: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλοκάνατο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κάτουρο: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουροκάνατο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουροκούμαρο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουρολάγηνο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατοχή: > πάτος > τοπογραφικά

κατοχή: > χειμαδιό > της βοσκής

κατόχι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κατόχι: το λουρί που βαστάει το παπούτσι στο γόνατο του παπουτσή καθώς το φτιάνει > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κατράμι: > κατραμίζω > του σκαριού

κατραμίζω: > κατραμίζω > του σκαριού

κατραμόπανο: > πανιά > πανιά

κατσαβίδι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κατσάβρακα: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

κατσαδούρο: μικρό κανόνι > κανόνι > του πολεμιστή

κατσαμπούρα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

κατσαμπρόκος: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κάτσαρα: > φρύγανα > φυτολογικά

κατσάρι: παλιοπάπουτσο ή τσόκαρο > κατσάρι > του παπουτσή

κατσάρια: σύνεργα της κουζίνας > κατσάρια > του μαγεριού

κατσαρίδα: Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κατσαρό: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσαρόλα: > καζάνι > του μαγεριού

κατσαρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσαρός: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσάρωμα: αρώστια που κατσαρώνει τα φύλλα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κάτσενο: > πρόβατο > της βοσκής

κατσί: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσί: το ιδιαίτερο θυμίαμα της Μεγάλης Βδομάδας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κατσιασμένο: κατσιασμένο παιδί > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατσίβελα (τα): > ρούχα > ρούχα

κατσίβελος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κατσίδα: το αγκυλωτό πράσινο φλούδι του καρπού της αγριοκαστανανιάς > λουβί > φυτολογικά

κατσίκα: > γίδι > της βοσκής

κατσικάρης: > βοσκός > της βοσκής

κατσικάς: > βοσκός > της βοσκής

κατσικάς: > βουρκόλακας > δαιμονικά

κατσικερό: > πετσί > του παπουτσή

κατσίκι: > γίδι > της βοσκής

κατσικίλα: > πριτιά > της βοσκής

κατσικίσιο: > κρέας > του φαγιού

κατσικοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

κατσικομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

κατσικοπόδι: > δεκανίκι > γιατρικά

κατσικοπόδι: ξυλένιο ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κατσιμάμουνας: > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κατσιμουδιασμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάτσινο: καστανό > πρόβατο > της βοσκής

κάτσινο: σταχτερό > πρόβατο > της βοσκής

κατσιρμάς: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κατσιρμάς: λαθρεμπόριο > κατσιρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

κατσιφάρα: > καταχνιά > καιρικά

κατσιφουδιάζει: > καιρός > καιρικά

κατσιφούρα: > καταχνιά > καιρικά

κατσομαλιασμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατσονίστρα: τ' οριζόντιο ξύλο με τους γάντζους (κάτσους) που τεντώνουν τις κλωστές > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

κατσούλα: > κουκούλα > ρούχα

κατσούλα: > πουλί > πουλολογικά

κατσούλα: > σκουφί > πουλολογικά

κατσούλα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσούλα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

κατσούλα: η κουκούλα της κάπας > κάπα > ρούχα

κατσουλάει: το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά

κατσουλάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσούλι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσουλιέρης: > πουλί > πουλολογικά

κατσουλόπετος: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

κατσουφιάζει: > καιρός > καιρικά

κατώγι: > πατώματα > του χτίστη

κατωμέρια: > πάτος > τοπογραφικά

κατώμερο: > χειμαδιό > της βοσκής

κατώπετρα: > πέτρα > πέτρες

κατωσάγονα (τα): > σαγόνι > κόκκαλα

κατωσάγονο: > σαγόνι > κόκκαλα

κατωσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

κατώστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

κατωφεγγίζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

κατώφλι: > πόρτα > του χτίστη

κατωφώτι: > λύχνος > του σπιτικού

καφάς: με καφασωτά χρώματα μέσα στο γυαλί > βώλοι > παιγνίδια

καφάσι: > καλάθι > του χωραφιού

καφάσι: τρυπητό σκέπασμα του λεγενιού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφάσια: > καφάσια > του χτίστη

καφάσια: πετσένιες σκέπες που βάζουνε στα μάτια των αλόγων για να μην μπορούν να δουν παρά μπροστά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καφεκούτι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφέμπρικο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφέμπρικο: > μπρίκι > του μαγεριού

καφενείο: > καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφενές: > καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφές: > καφές > του φαγιού

καφετζής: > καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφετής: > καστανός > του ζουγράφου

καφετί: > καστανός > του ζουγράφου

καφετιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφκάλα: καραφλή κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κάφκαλα: τα κάφκαλα της πίνας > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κάφκαλο: > κεφάλι > κόκκαλα

κάφκαλο: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

καφκί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφκί: > κεφάλι > κόκκαλα

καφκί: > μόδι > του χωραφιού

καφκί: το μέρος όπου βάζουν την πέτρα > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

καφκί: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

κάφκος: αγαπητικός παντρεμένης > αγαπητικός > οικογενειακά

καφόμπρικο: > μπρίκι > του μαγεριού

καφτάνι: τούρκικο φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα > αντερί > ρούχα

καφτερό: > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καφτήριο: νιτρικός άργυρος > είδη γιατρικών > γιατρικά

κάφτρα: > λύχνος > του σπιτικού

κάψα: > ζέστη > καιρικά

κάψα: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καψάλα: > δάσος > τοπογραφικά

καψάλα: χωράφι που καψαλίστηκε, που του κάψανε την καλαμιά > χωράφι > του χωραφιού

κάψαλα: > φρύγανα > φυτολογικά

καψάλι: > μαγουλίκα > ρούχα

καψαλίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

καψαλισμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καψαλό: > άλογο > θηλαστικά

καψαλό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καψαλό: > πρόβατο > της βοσκής

κάψη: > ζέστη > καιρικά

κάψη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καψίδα: > ζέστη > καιρικά

καψίλα: > ζέστη > καιρικά

κάψιμο: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καψόξυλα: > φρύγανα > φυτολογικά

καψόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

καψούλα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καψούλι: > καρπός > φυτολογικά

καψούλι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

καψούλι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καψούρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καψώνουμαι: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεβαδόλα: κεβαδόλα του παπά > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κέλα: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

κελάρης: > κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κελάρι: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κελάρι: > κελάρι > του χτίστη

κελάρισα: > κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κελαρμενί: > είδη βαφών > του βαφιά

κελεμπέκι: > ξύλα > του μαραγκού

κελέρι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

κελέρι: πλατύ ψάρι του βούρκου > κελέρι > ψάρια της θάλασσας

κελί: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

κελιώτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κεμπάπι: > κρέας > του φαγιού

κενάρι: > γύρος > ραφτικά

κενταβρώνω: > μαγέβω > δαιμονικά

κεντάβρωσε: το κεντάβρωσε = αόρατη ενέργεια τόνε χτύπησε κατά θανάτου > μαγέβω > δαιμονικά

κέντημα: > κέντημα > ραφτικά

κεντητήρι: σιδερένιο σύνεργο για το κέντος της μαστιχιάς > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κεντί: > δείλι > της μέρας και της ώρας

κεντιά: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεντίδι: > κέντημα > ραφτικά

κεντίδια: οι βελόνες του αχινιού > ανατομικά > ψαρολογικά

κεντίστρα: > ράφτης > ραφτικά

κεντρίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεντρίζω: > μπολιάζω > φυτολογικά

κεντρίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

κεντροβολάει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

κεντροκούκουτσο: το κουκούτσι του κέντρου > καρπός > φυτολογικά

κεντρώνω: > μπολιάζω > φυτολογικά

κεντώ: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κέπα: > κέπα > ψάρια της θάλασσας

κεπέγκι: σιδερένιο πορτόφυλλο ή παραθυρόφυλλο μαγαζιού > κεπέγκι > του χτίστη

κερά Μαριώ: κερά Μαριώ > αλεπού > θηλαστικά

κεραβνός: > αστροπελέκι > καιρικά

κεράδικο: > κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κεράκι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κεράκι: το παιδί που πηγαινοέρχεται με τη σβίγα στο χέρι > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

κεραμάς: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμίδα: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδάδικο: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδάρης: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδαριό: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδάς: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμιδής: > κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμιδί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμίδι: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδικάμινο: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδοκάμινο: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδοκόματο: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

κεραμιδώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κεραμιδώνω: σκεπάζω τη στέγη με κεραμίδια > κεραμίδι > του χτίστη

κεράς: > κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κερασάρης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κερασάρης: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κερασένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κερασί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κέρατο: > τρουμπέτα > του μουσικού

κερατσούνι: > κοτσάνι > φυτολογικά

κερεστές: ξυλική > ξύλα > του μαραγκού

κερεστές: ξύλο για χτίσιμο σπιτιού > κερεστές > του χτίστη

κερήθρα: > μέλι > του φαγιού

κερήθρα: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κερί: > λύχνος > του σπιτικού

κερί: > λύχνος > του σπιτικού

κερί: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κερκίδα: > μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

κερκίδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κέρκος: > είδη καραβιών > καράβια

κέρκουρος: > είδη καραβιών > καράβια

κεροδοσά: τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κεροδοσιά: τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κερολίβανο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κερομαστίχη: για να φράξουν τ' άγια λείψανα στην κολόνα της άγιας τράπεζας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κερομάστιχο: για να φτιάχνουν κονίσματα > κονίσματα > της εκκλησιάς

κερομύτης: > μύτη > όργανα

κεροπάνι: > πανιά > πανιά

κεροπάνι: για προστασία των πληγών > κεροπάνι > γιατρικά

κεροπάτι: > κρασί > του φαγιού

κερόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κέρος: > αλέτρι > του χωραφιού

κεροψάλιδο: > λύχνος > του σπιτικού

κέρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

κεσάρι: θεμελιακή > πέτρα > του χτίστη

κεσάρια: αρχαία θεμέλια > μαρμάρι > τοπογραφικά

κεσέ: γιαούρτι του κεσέ > γάλα > της βοσκής

κεσέμι: > μπροστάρης > της βοσκής

κεσές: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κεσές τσουκαλεμένος: γεμάτος γλυκό > γλυκά > του φαγιού

κετσεδένιος: > πανίτικος > πανιά

κετσές: > πανιά > πανιά

κεφάλα: > κεφάλι > κόκκαλα

κεφαλάρι: > βρύση > του χωραφιού

κεφαλάρι: > κολόνα > του χτίστη

κεφαλάρι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κεφαλάρι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεφαλάρι: η αρχή ενός πανιού στον αργαλιό > κεφαλάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κεφαλάρι: η αρχή του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά

κεφαλαριά: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεφαλαριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεφαλαριά: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφαλαριά: το πιο ψηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

κεφαλάς: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

κεφαλάς: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφάλας: Lanius ludovicianus | διπλός κεφαλάς > κεφαλάς > πουλιά

κεφάλι: > κεφάλι > κόκκαλα

κεφάλι: > φύλαξη > του πολεμιστή

κεφάλι: ένα κεφάλι ζάχαρη > ζάχαρη > του φαγιού

κεφαλιακό: το πρώτο λάγκερο > κρασί > του φαγιού

κεφαλοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

κεφαλόβρυσο: > βρύση > του χωραφιού

κεφαλογύρι: > καπέλο > ρούχα

κεφαλοκάνη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κεφαλοκόλονο: κιονόκρανον > κολόνα > του χτίστη

κεφαλομάντιλο: > φακιόλι > ρούχα

κεφαλοπάνι: > φακιόλι > ρούχα

κεφαλόπονος: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεφαλόπουλο: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κέφαλος: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφαλόστυλο: > κολόνα > του χτίστη

κεφαλοτύρι: > τυρί > του φαγιού

κεφαλοχώραφο: > χωράφι > του χωραφιού

κεφαλοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

κεφαλώνω: > καβατσάρω > αρμενίσματα

κεφαλωτό λάχανο: > καρπός > φυτολογικά

κεφτές: > κρέας > του φαγιού

κεχριμπαρένιος: > κεχριμπάρι > πετράδια

κεχριμπαρένιος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κεχριμπάρι: > κεχριμπάρι > πετράδια

κεχρίτης: > οχιά > σερπετά

κηδεία: > κηδεία > οικογενειακά

κηδεία: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κηκίδι: το σκέπασμα του βελανιδιού (μα ίσως και το φούσκωμα που κάνει κάποιο μαμούνι στη βελανιδιά > λουβί > φυτολογικά

κηπάρης: > περιβολάρης > του χωραφιού

κηπάρι: > περιβόλι > του χωραφιού

κήπι: > περιβόλι > του χωραφιού

κηπικά: > λαχανικά > του φαγιού

κήπος: > περιβόλι > του χωραφιού

κηπουρέβω: > καλιεργώ > του χωραφιού

κήρυκας: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κηρυναίος: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

κιαλαρίζω: κοιτάζω με το κιάλι > κιαλάρω > αρμενίσματα

κιαλάρω: > κιαλάρω > αρμενίσματα

κιάλι: τηλεσκόπιο > κιάλι > του καραβιού

κιαρόθωρος: > άσπρος > του ζουγράφου

κιαρός: > άσπρος > του ζουγράφου

κιάφα: κορφοβούνι (αρβανίτικα) > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κιβωτός: κιβωτός του Νώε > αστερισμοί > αστρικά

κιζάνια (τα): αστυνόμοι της καταδίωξης > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κιθάρα: > κιθάρα > του μουσικού

κιθαρίζω: > κιθάρα > του μουσικού

κιθαριστής: > μουσικός > του μουσικού

κικίδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κιλίμι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κιμαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κιμάς: > κρέας > του φαγιού

κιμούχα: πρόστυχο σφουγγάρι > βουτηχτής > αρμενίσματα

κιμωλία: > κιμωλία > πέτρες

κινάς: > είδη βαφών > του βαφιά

κίνηση: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κινίνο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

κινόσο: πλάνη με φόρμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κιντίλιο: > χαρτιά > παιγνίδια

κιόνι: > κολόνα > του χτίστη

κιόσκι: > ησκωσιά > του χωραφιού

κιούγκι: κύλιντρος λαγουμιού > λαγούμι > του χτίστη

κιουλάφι: > κιουλάφι > ρούχα

κιουλούγκι: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

κιούπι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κιούρτος: > καλάθι > του χωραφιού

κιούρτος: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

κιρδιλιάγγος: τραχεία αρτηρία > πλεμόνι > όργανα

κιρκινέζι: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

κιρκινέλι: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

κίρκος: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

κιρμέζι: > είδη βαφών > του βαφιά

κιρμέζο: > είδη βαφών > του βαφιά

κισάρι: > αλαφρόπετρα > πέτρες

κισάρι: > πέτρα > του χτίστη

κίσαρο: > αλαφρόπετρα > πέτρες

κισήρη: > αλαφρόπετρα > πέτρες

κίσσα: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

κιτρινάδα: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κιτρινάδα: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κιτρινάδι: > αβγό > πουλολογικά

κιτρινιάρης: > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κιτρινιάρης: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινιάρικος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινιασμένος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

κιτρινόξυλο: > είδη βαφών > του βαφιά

κιτρινοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

κίτρινος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινούλης: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινοχρύσαφος: > χρυσός > του ζουγράφου

κιτρινόχρυσος: > χρυσός > του ζουγράφου

κιτρινόχωμα: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

κιτρινωπός: > κίτρινος > του ζουγράφου

κίτρο: > γλυκά > του φαγιού

κίχλα: Coricus rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας

κλαβανή: > κλαβανή > του χτίστη

κλαδάτος: > πουλί > πουλολογικά

κλαδάτος: με κλαδωτά αρπάγια > νύχια > πουλολογικά

κλαδέβω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κλάδεμα: > κλαδέβω > του χωραφιού

κλαδεφτήρι: > κλαδεφτήρι > του χωραφιού

κλαδεφτής: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαδί: > κλαδί > φυτολογικά

κλαδί: στολίδι σαν κλαδί > κέντημα > ραφτικά

κλαδιά: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

κλαδιά: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

κλαδιστήρης: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

κλαδοκόπι: > κλαδεφτήρι > του χωραφιού

κλαδόνυχα: > νύχια > πουλολογικά

κλάδος (ο & το): > κλαδέβω > του χωραφιού

κλαδότοπος: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

κλαδότοπος: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

κλαδοτσίμπαλο: > πιάνο > του μουσικού

κλάδωμα: > κλαδί > φυτολογικά

κλαδωμένα: κλαδωμένα πόδια > νύχια > πουλολογικά

κλαδωμένη: κλαδωμένη ρύμη > δρόμος > τοπογραφικά

κλαδωσιά: > κλαδί > φυτολογικά

κλαδωτά: κλαδωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά

κλαδωτό: > είδη πανιών > πανιά

κλαδωτός: > πουλί > πουλολογικά

κλαίω: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλάμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλάμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλαμδάνι: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

κλάμπανος: > κλάμπανος > του χωραφιού

κλανιά: > πορδή > φυσιολογικά

κλανιάρης: > πορδή > φυσιολογικά

κλάνω: > πορδή > φυσιολογικά

κλάπα: σίδερο που δένει μαζί τις πέτρες > κλάπα > του χτίστη

κλαπαδόρα: > μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

κλαπαταριά: τα χοντρά φτερά > φτερό > πουλολογικά

κλαπάτσα: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλαπάτσα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

κλαπάτσα: αρώστια του συκοτιού (κλαπατσιάζει το πρόβατο) > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

κλαπατσίμπαλα: κύμβαλα; > όργανα > του μουσικού

κλάπες: τα σίδερα που δένουν τους ρεζέδες > πόρτα > του χτίστη

κλάρα: > κλαδί > φυτολογικά

κλάρα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

κλαρί: > κλαδί > φυτολογικά

κλαρικό: > κλαδί > φυτολογικά

κλαρινέτο: > κλαρίνο > του μουσικού

κλαρίνο: > κλαρίνο > του μουσικού

κλαροπόντικο: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

κλάσιμο: > πορδή > φυσιολογικά

κλαστάδες: > ελιές > του φαγιού

κλάψα: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλάψας: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαψομάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαψοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

κλειδαράδικο: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαράς: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαριά: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαριά: > κλειδαριά > του χτίστη

κλειδάς: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδί: > αλέτρι > του χωραφιού

κλειδί: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδί: > κλειδαριά > του χτίστη

κλειδί: > νεροδέτης > του χωραφιού

κλειδί: κλειδί της πόλης = μαίαντρος > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

κλειδοβάσταγο: της νοικοκυράς (με κρατητήρες) > κλειδοβάσταγο > του σπιτικού

κλειδοκόκκαλο: το κόκκαλο που ενώνει τους ώμους με το στήθος > κλειδοκόκκαλο > κόκκαλα

κλειδοπίνακο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κλειδοστόμισμα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλειδοχρονιά: πρώτη του Σετέβρη > χρόνος > της μέρας και της ώρας

κλείδωση: > αρμός > κόκκαλα

κλειδωτήρι: θηλυκωτήρι της ζώνης > ζώνη > ρούχα

κλείνει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλείνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλείσμα: για στέρφα πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

κλείσμα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κλεισούρα: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κλειστό: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

κλειωνάς: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

κλεφτάκια: > παιδιών > παιγνίδια

κλέφτηκαν: > κλέψιμο > οικογενειακά

κλέφτηκε: > κλέψιμο > οικογενειακά

κλέφτης: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κλεφτογέννα: > νόθος > οικογενειακά

κλεφτοκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

κλεφτός: κλεφτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

κλεφτοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

κλεφτοφάναρο: > λύχνος > του σπιτικού

κλεφτοφάναρο: το φαναράκι που μεταχειρίζεται ο φαναρτζής για να λιώσει το καλάι όταν θέλει να κάνει μια κόληση > κλεφτοφάναρο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κλέψιμο: απαγωγή > κλέψιμο > οικογενειακά

κλήδονας: > μάγια > δαιμονικά

κλήδωνα: του κλήδωνα > είδη χορών > χοροί

κλήμα: > κούτσουρο > φυτολογικά

κληματαριά: > αμπέλι > του τρύγου

κληματαριά: > κληματαριά > του χωραφιού

κληματσίδα: > κούτσουρο > φυτολογικά

κλησάκι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησάρης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησάρισα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησατόρισα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησούλα: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησουράκι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησούρι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλητήρας: > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλιάστρα: > γάλα > της βοσκής

κλιβάνι: θώρακας > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

κλίμα: > κλίμα > καιρικά

κλινάφτης: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κλίνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

κλινόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

κλιτσί: ψιλό σύρμα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

κλιτσινάρι: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κλίφι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κλίφι: λινό σκέπασμα για να μη σκονίζεται το έπιπλο > μακάτι > του σπιτικού

κλοκιό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κλοξάρι: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κλόξος: > λόξιγκας > φυσιολογικά

κλουβιάζω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

κλούβιο: > αβγό > πουλολογικά

κλουκλουκίζω: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κλυστήρι: > κλυστήρι > γιατρικά

κλώθω: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

κλωνά: > κλωστή > ραφτικά

κλωνάρι: > κλαδί > φυτολογικά

κλωνί: > καρπός > φυτολογικά

κλωνί: > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

κλωνί: > κλαδί > φυτολογικά

κλωνί: > κλωστή > ραφτικά

κλωνιά: > κλωστή > ραφτικά

κλωνιά: οι σπάγγοι της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

κλώνος: > κλαδί > φυτολογικά

κλώνος: > κλωστή > ραφτικά

κλώσμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

κλώσσα: > κότα > πουλολογικά

κλώσσα: κλώσσα με τα κλωσσόπουλα > αστερισμοί > αστρικά

κλωσσαριά: > αστερισμοί > αστρικά

κλωσσαροπούλα: > κότα > πουλολογικά

κλωσσαρόπουλο: > κότα > πουλολογικά

κλωσσοπούλι: > κότα > πουλολογικά

κλωσσοπούλι: > πεταρούδι > πουλολογικά

κλωσσόπουλο: > κότα > πουλολογικά

κλώσσος: Strix flammea > κλώσσος > πουλιά

κλωσσού: > κότα > πουλολογικά

κλωστές: ίνες > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

κλωστή: > κλωστή > ραφτικά

κλώστης: > ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

κλωτσάει: κλωτσάει το δέντρο = κάνει λουλούδια μα δε δένουν > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

κλωτσοτύρης: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλωτσοτύρι: > τυρί > του φαγιού

κνα: > είδη βαφών > του βαφιά

κνας: > είδη βαφών > του βαφιά

κνικάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κόβει: > το χρώμα > του ζουγράφου

κόβω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κόθρο: > κουδούνι > της βοσκής

κοιλάτο: > γελάδι > της βοσκής

κοιλιά: > κοιλιά > όργανα

κοιλιάρφανος: που είναι κιόλας αρφανός σα γεννηθεί > ορφανός > οικογενειακά

κοιλιές: > κρέας > του φαγιού

κοιλιοδρόμι: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιόπονος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιορεμάρα: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιόρεψη: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλό: > μόδι > του χωραφιού

κοιλόπονος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλοπονώ: > γεννώ > βιολογικά

κοιμήθηκε: γέρνει από τη μια μεριά και δε σηκώνεται πια > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κοιμηθιό: > ύπνος > φυσιολογικά

κοίμηση: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμήσι: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμησιό: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμητήρι: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοιμητικός: > χασμούρημα > φυσιολογικά

κοιμίζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

κοιμισιά (τα): > κρεβάτι > του σπιτικού

κοίμισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμιστικό: > γιατρικό > γιατρικά

κοινωνιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

κοινωνία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

κοινωνώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

κοιτάστρια: το ξύλο που κάθουνται και κοιμούνται οι όρνιθες > κοτέτσι > του χτίστη

κόκα: κωμικά > κεφάλι > κόκκαλα

κοκίτης: > κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκαλήθρα: > ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

κοκκαλιάζει: > το κρύο > καιρικά

κοκκάλιασμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόκκαλο: > σφαχτό > του φαγιού

κοκκάλωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

κοκκάλωμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκαλωτής: > βορίσματα > καιρικά

κοκκίνα: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόκκινα: > αβγά > του φαγιού

κοκκινάβαρι: το κόκκινο χρώμα που σημαδέβουν οι μαραγκοί τα ξύλα > είδη βαφών > του βαφιά

κοκκινάδα: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκινάδα: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

κοκκινάδι: > είδη βαφών > του βαφιά

κοκκιναντεράς: κοκκινίζουν τ' άντερα και ψοφάει το πρόβατο > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

κοκκινέλι: > κρασί > του φαγιού

κόκκινη: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκινίζω: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

κοκκινίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

κοκκίνισμα: > κοκκίνισμα > φυσιολογικά

κοκκινόγεια: > γη > του χωραφιού

κοκκινογή: > γη > του χωραφιού

κοκκινογούλια: > λαχανικά > του φαγιού

κοκκινόκωλος: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

κοκκινολαίμης: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

κοκκινόμαβρος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινομάγουλος: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

κοκκινομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοκκινομύτης: Pyrrhocorax > κοκκινομύτης > πουλιά

κοκκινόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

κοκκινόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κοκκινοράδης: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

κόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινούλης: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινούτσικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινόχωμα: > γη > του χωραφιού

κοκκινόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

κοκκινόχωμα: αιματίτης > σίδερο > μέταλλα και χημικά

κοκκινωπός: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκωβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

κοκλάνος: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κοκολόγημα: > σταχολογώ > του χωραφιού

κοκολόγι: απομεινάρια από τη σοδιά των καρπών > κοκολόγι > του χωραφιού

κοκολογιέμαι: > κακαρίζω > πουλολογικά

κόκορας: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκορέτσι: > κρέας > του φαγιού

κοκόρι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκότι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκοτός: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκώνια: > καρπός > φυτολογικά

κόλα: > αλέβρι > του φαγιού

κόλα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κόλα: > γραφικά > του σπιτικού

κόλα: > κόλα > του μαραγκού

κόλα: > ξόβεργα > του κυνηγού

κόλαβρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

κολάνι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κολαουζέρης: αυτός που βαστά το σκοινί του βουτηχτή και του μιλάει "τσιμπώντας" > βουτηχτής > αρμενίσματα

κολαούζος: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

κολάρος: > ασπρόρουχα > ρούχα

κόλας: πουκάμισο της κόλας > ασπρόρουχα > ρούχα

κολάστρα: > γάλα > της βοσκής

κολατσιό: > πρόγεμα > του φαγιού

κολήγας: > κολήγας > του χωραφιού

κοληγιάζω: > κολήγας > του χωραφιού

κοληγιάτικο: αφτό που πλερώνει ο παχτωτής > κολήγας > του χωραφιού

κόλημα: > κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κόληση: > κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κολησόψαρο: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

κολητσιάνος: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κολητσίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

κολιάνιτσα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

κόλιαντρο: > μπαχαρικά > του φαγιού

κολίκι: > ψωμί > του φαγιού

κολίνα: > βορβός > φυτολογικά

κολιός: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

κολιός κολυμπητός: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

κολιστάκια: οι γάντζοι του σαμαριού για να δένουνε σκοινιά ή να κρεμάζουν πράματα > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κολιτσάνι: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κολοκάσια: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκοτρώνης: > μαχαίρι > του πολεμιστή

κολοκύθα: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθάκι: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθάτο: > κρέας > του φαγιού

κολοκύθι: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κολοκυθοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

κολόμπα: το κάτω μέρος του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού

κολόνα: > κολόνα > του χτίστη

κολόπι: > ψωμί > του φαγιού

κολόστρα: > γαλούσα > βιολογικά

κολπετίνι: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόλπος: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόλυβα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κόλυβα: βραστό σιτάρι για μνημόσυνο > ψωμί > του φαγιού

κολυβοζούμι: > ζουμί > του φαγιού

κολυμπήθρα: > βάφτισμα > οικογενειακά

κολυμπήθρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κολυμπήστρα: > σάλι > του καραβιού

κολυμπητές: > ελιές > του φαγιού

κολύμπι: > κολυμπώ > αρμενίσματα

κολύμπρι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

κολυμπώ: > κολυμπώ > αρμενίσματα

κομάρα: > κομάρα > φυσιολογικά

κομάτια: χοντρά κομάτια μέταλλο αντί σκάγια > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κοματιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κοματιαστό: > κρέας > του φαγιού

κομένα: > μακαρόνια > του φαγιού

κομένο: > κρασί > του φαγιού

κομένο: κομένο χώμα > μαντρότοιχος > του χτίστη

κομήτης: > κομήτης > αστρικά

κομοδίνο: > κομός > του σπιτικού

κομόνι: τόπος κοινός όπου βόσκουν του χωριού τα ζωντανά > βοσκή > της βοσκής

κομός: > κομός > του σπιτικού

κομπαλάκι: > ρόζος > φυτολογικά

κομπασάρω: κομπασάρω τον καιρό > καρδινιάζω > αρμενίσματα

κόμπια (τα): > πόδι > κόκκαλα

κόμπια (τα): καρπός > αρμός > κόκκαλα

κομπογιάννης: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

κομπογιαννίτης: > γιατρός > γιατρικά

κομποδένω: δένω στο αντί τα γνέματα του διασιδιού > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

κόμποι: οι αρμοί στα δάχτυλα > αρμός > κόκκαλα

κομπολόγι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κόμπος: > ρόζος > φυτολογικά

κόμπος: κόμπος του τριανταφυλλιού = ο καρπός αφού ξεφλουδίσει το λουλούδι > καρπός > φυτολογικά

κόμπος: το καινούριο φίλο που μόλις αρχίζει να ξεφυτρώνει > μάτι > φυτολογικά

κομποσκοίνι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κομπόστα: > γλυκά > του φαγιού

κομπωτές: κομπωτές πλεξούδες > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κονάκι: > κατοικιά > του χτίστη

κονάκι: > σπίτι > του χτίστη

κονάκι: > στοιχιό > δαιμονικά

κονάκι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

κονάτσι: > στοιχιό > δαιμονικά

κονιάκ: > κρασί > του φαγιού

κόνιδα: το αβγό της ψείρας > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

κονίζαλος: σρόβιλος σκόνης > ανεμική > καιρικά

κόνισμα: > κονίσματα > της εκκλησιάς

κονίσματα: > κονίσματα > της εκκλησιάς

κονσόλα: > φορούσο > του χτίστη

κονταβγή: > αβγή > αστρικά

κοντάκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κοντάρι: > βέργα > του χωραφιού

κοντάρι: > κατάρτια > του καραβιού

κοντάρι: > κοντάρι > του πολεμιστή

κοντάρι: > σταλίκι > της ψαρικής

κοντάρια: πήγε τρία κοντάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

κονταρόξυλο: το κοντάρι της παντιέρας > κονταρόξυλο > του καραβιού

κονταρούδια: > σύκα > του φαγιού

κοντό: > παπούτσι > του παπουτσή

κοντό: τσοπάνικο πουκάμισο > ασπρόρουχα > ρούχα

κοντοβίστης: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοβραδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

κοντόβραδο: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

κοντοβράκι: > βρακί > ρούχα

κοντόγερμα: > βασίλεμα > αστρικά

κοντογούνι: > σιγγούνι > ρούχα

κοντοδειλινό: > δείλι > της μέρας και της ώρας

κοντοήμερα: > αβγή > αστρικά

κοντοθάλασσο: μικρά και πυκνά κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κοντοθωρίζω: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόθωρος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοκλαδέβω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κοντομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοντόμαλο: > μαλί > της βοσκής

κοντομάσταρη: > πρόβατο > της βοσκής

κοντομάτης: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντομάχαιρο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

κοντομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

κοντόξυλο: > ραβδί > του πολεμιστή

κοντοπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

κοντοπλέβρια: τα πιο κάτω παγίδια > παγίδια > κόκκαλα

κοντοπόδαρος: > κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοποδαρούσα: > απίδι > του φαγιού

κοντοποδαρούσα: > κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοπόδης: > κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοράσο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κοντοραχιά: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντόραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντοραχούλα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντοστάβρια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

κοντόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

κοντοτούφεκο: > τουφέκι > του πολεμιστή

κοντοτσάγρα: > τσάγρα > του πολεμιστή

κόντουρο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κοντόφλεπος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόφταρμος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόφτερος: > φτερό > πουλολογικά

κοντόφωτος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόντρα: ουλή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντράρω: > κοντράρω > αρμενίσματα

κοντραστάρω: > κοντράρω > αρμενίσματα

κοντραφλόκος: > πανιά > του καραβιού

κοντραφόσα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

κοντρί: > κορμός > φυτολογικά

κοντρί: > πέτρα > πέτρες

κοντριάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντριάρικος: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντριασμένος: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόντυλα: > απάλωνα > του χωραφιού

κόντυλας: το μέρος του καλαμιού που είναι ανάμεσα στα γόνατα > κόντυλας > φυτολογικά

κοντύλι: > γραφικά > του σπιτικού

κοντύλι: νέβρο > κοντύλι > ανατομικά κατατόπια

κόξα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κόξι: > χαρτιά > παιγνίδια

κοπαδαριά: > βοσκός > της βοσκής

κοπάδι: > κοπάδι > της βοσκής

κοπαδιά: > κοπάδι > της βοσκής

κοπαδιάζω: χωρίζω τα πράματα σε κοπάδια > κοπαδιάζω > της βοσκής

κοπαδιάρης: > βοσκός > της βοσκής

κοπανάκι: > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπανέλι: > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπάνι: > πρόβατο > της βοσκής

κοπανίδα: > πλύση > του σπιτικού

κοπανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κοπανισμένη: κοπανισμένη γαλέτα > ψωμί > του φαγιού

κοπανιστή: > ζάχαρη > του φαγιού

κοπανιστή: > τυρί > του φαγιού

κοπανιστήρι: > γουδί > του μαγεριού

κοπανιστήρι: > κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κοπανιστό: > κρέας > του φαγιού

κόπανος: > κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κόπανος: > πλύση > του σπιτικού

κόπανος: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

κοπανοτύρι: > τυρί > του φαγιού

κοπανούρα: σύνεργο για να κάνουν νταντέλα > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπέλα: > κόρη > οικογενειακά

κοπελάρα: > κόρη > οικογενειακά

κοπελιά: > κόρη > οικογενειακά

κόπελος: > κόπελος > του χωραφιού

κοπελούδα: > κόρη > οικογενειακά

κοπελούδι: > κόρη > οικογενειακά

κοπή: > κουρέβω > της βοσκής

κοπή: μέρος κοπαδιού > κοπάδι > της βοσκής

κοπίδα: > ανατομικά > ψαρολογικά

κοπίδι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

κοπίδι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κοπίδι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κόπικας: Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια

κόπιτσα: > κόπιτσα > ραφτικά

κόπος: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοπός (ο): > πάτημα > του κυνηγού

κοπριά: > γη > του χωραφιού

κοπρομέλισα: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κοπροπούλι: Passer > σπουργίτης > πουλιά

κόπτσα: > κόπιτσα > ραφτικά

κόρα: > ψωμί > του φαγιού

κοραδούρος: > κατάστρωμα > του καραβιού

κόρακας: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκι: > κοράκι > του καραβιού

κοράκι: > πόρτα > του χτίστη

κοράκι: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκια (τα δυο): > κοράκι > του καραβιού

κορακίνα: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κορακιού (του): > ακράπι > του καραβιού

κορακοπόδι: ανθρακική αμμωνία > χημικά > μέταλλα και χημικά

κορακοπούλι: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κορακόπουλο: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκου: μάβρο του κοράκου > μάβρος > του ζουγράφου

κοραλένιος: > κοράλι > πετράδια

κοράλι: > κοράλι > πετράδια

κοραντζίνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

κορασάνι: > κορασάνι > του χτίστη

κορασιά: > κόρη > οικογενειακά

κορβέτα: > είδη καραβιών > καράβια

κόρδα: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

κορδάτο: > γλυκά > του φαγιού

κορδέλα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

κορδέλες: > κορδέλες > τοπογραφικά

κορδελιάζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κορδελώνω: κάνω, τραβώ κορδέλες > κορδέλες > τοπογραφικά

κόρδες: > κορδέλες > τοπογραφικά

κορδόνι: > κορδόνι > ραφτικά

κορδόνι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κόρη: > κόρη > οικογενειακά

κορίθια: > σταφύλια > του φαγιού

κοριός: Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια

κοριστόπουλο: > κόρη > οικογενειακά

κορίτι: > ποτιστής > της βοσκής

κορίτος: > ποτιστής > της βοσκής

κοριτσέλι: > κόρη > οικογενειακά

κορίτσι: > κόρη > οικογενειακά

κορμαλιά: > κορμός > φυτολογικά

κορμαριά: > κορμός > φυτολογικά

κορμάτο: > άλογο > θηλαστικά

κορμιασμένο: αβγό που άρχισε να κορμιάζει μέσα του το πουλί > αβγό > πουλολογικά

κορμός: > κορμός > φυτολογικά

κορμοφανέλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

κορνέτο: > μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

κορνίζωμα: > πόρτα > του χτίστη

κόρνιο: το κόρνιο του ασκού > ασκομαντούρα > του μουσικού

κορόμηλο: > μήλο > του φαγιού

κορόνα: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κορόνα: κορόνα ή γράμματα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

κορονάτο: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

κοροστάρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κορού: > κόρη > οικογενειακά

κορούδα: > κόρη > οικογενειακά

κορούλα: > κόρη > οικογενειακά

κόρπα: μάβρα > γίδι > της βοσκής

κορσές: > στηθόπανο > ρούχα

κορτάνα: τεταρταίος > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόρυζα: > στις κότες > αρώστιες ζώων

κόρυζα: Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια

κορυφάδα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορυφιάς: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορυφιάτης: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφάδα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφάδι: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφάδι: κορφή κλαδιού > κλαδί > φυτολογικά

κορφάρι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφή: κρέμα πετσωμένη > γάλα > της βοσκής

κορφιάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κορφιάς: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κόρφιασμα: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφίτης: > στόμα > όργανα

κορφοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

κορφοβούνι: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφολόγημα: > χορτολογώ > του χωραφιού

κορφολόγος: > γεωργός > του χωραφιού

κορφολογώ: > κλαδέβω > του χωραφιού

κορφολογώ: > ξεματίζω > του χωραφιού

κορφολογώ: > χορτολογώ > του χωραφιού

κόρφος: > κόρφος > της θάλασσας και του καιρού

κοσκινάς: > κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοσκινάς: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοσκινίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κοσκινίτης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόσκινο: > κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κόσκινο: > κόσκινο > του μαγεριού

κοσκινού: > κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοσμοδέσποινα: > δέσποινα > δαιμονικά

κοσμόπαπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κοσμοχαλασιά: > κακοκαιριά > καιρικά

κοσμοχαλασμός: > κακοκαιριά > καιρικά

κοσούνα: > παιδιών > παιγνίδια

κόσσα: > δρεπάνι > του χωραφιού

κοσσίζω: > θερίζω > του χωραφιού

κόσσισμα: > θερίζω > του χωραφιού

κοστούμι: > φόρεμα > ρούχα

κότα: > κότα > πουλολογικά

κότα: > πετεινός > πουλιά

κοτάκι: > πετεινός > πουλιά

κοταρίδα: > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοταρίδα: > πέτρα > πέτρες

κοτερά: > πουλί > πουλολογικά

κότερο: > είδη καραβιών > καράβια

κοτέτσι: > κοτέτσι > του χτίστη

κοτόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κοτόπουλο: > πετεινός > πουλιά

κοτρόνα: > πέτρα > πέτρες

κοτρόνι: > πέτρα > πέτρες

κότσα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

κοτσάκι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κότσαλα: > απάλωνα > του χωραφιού

κότσαλο: > καρπός > φυτολογικά

κοτσάνι: > κοτσάνι > φυτολογικά

κοτσάρω: κοτσάρω τα πανιά, την μπούμα > κοτσάρω > αρμενίσματα

κότσι: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κότσι: > πόδι > κόκκαλα

κότσι: χαρτί της φυλής που κερδίζει τις άλλες φυλές > χαρτιά > παιγνίδια

κότσια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

κοτσίδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοτσίνα: > χαρτιά > παιγνίδια

κοτσιπίδα: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κότσιφας: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

κοτσίφι: Crenilabrus pavo > κοτσίφι > ψάρια της θάλασσας

κοτσίφι: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

κοτσοκορφώ: > ξεματίζω > του χωραφιού

κοτσομούρα: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κότσος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοτσούνα: > παιδιών > παιγνίδια

κουβά: με τον κουβά > βροχή > καιρικά

κουβαλητής: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουβαλώ: > κηδεία > οικογενειακά

κουβαράς: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κουβάρι: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

κουβαρίδα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβαρίστρα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβάς: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουβελάς: > μελισουργός > του χωραφιού

κουβέλι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβέρτα: > κατάστρωμα > του καραβιού

κουβέρτα: > κρεβάτι > του σπιτικού

κουβούκλι: > θόλος > του χτίστη

κουβούκλι: > κληματαριά > του χωραφιού

κουβούσι: > αμπάρι > του καραβιού

κούδα: χαρτί χωρίς αξία στο παιγνίδι > χαρτιά > παιγνίδια

κουδουμιές: ξερά λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού

κουδούνα: > μπροστάρης > της βοσκής

κουδούνα: για γκεσέμι > κουδούνι > της βοσκής

κουδουνάδικο: > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνάς: που κάνει τα σφυρικά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνάτος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

κουδούνες: > αποτρυγίδια > του τρύγου

κουδούνι: > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδούνι: > κουδούνι > της βοσκής

κουδουνιά: > κουδούνι > της βοσκής

κουδούνια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

κουδουνιάτικο: > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνιστή: κουδουνιστή σπηλιά (με αντίλαλο) > σπηλιά > τοπογραφικά

κουδουνίστρα: για μωρά > παιδιών > παιγνίδια

κουδουνίστρα: κουδούνια μωρού > κουδουνίστρα > του μουσικού

κουζάκι: > παιδιών > παιγνίδια

κουζίνα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κουζουλαίνω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλέβω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκάχερο: > άχερο > του χωραφιού

κουκιά: > λαχανικά > του φαγιού

κουκίτης: > κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούκλα: > καρπός > φυτολογικά

κούκλα: > παιδιών > παιγνίδια

κουκλί: > φακιόλι > ρούχα

κουκλοπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

κούκλος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κουκλουκιά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουκλουκίζω: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κουκλούκισμα: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κούκος: Cuculus canorus > κούκος > πουλιά

κουκουβάγια: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κουκουβάς: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κούκουβας: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κουκουδάς: χαλάζι που ρίχνεις μικρές χαλαζόπετρες > χαλάζι > καιρικά

κουκούδι: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκούδι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκουδιάζω: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκουδιάρης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούκουδο: > καρπός > φυτολογικά

κουκούλα: > κουκούλα > ρούχα

κουκούλα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουκούλα: > ψωμί > του φαγιού

κουκούλα: ολός του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κουκουλήθρα: μισοκατεργασμένο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

κουκουλόσπορος: αβγά του μεταξοσκουληκιού > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμαγκας: μαμούνι των κουκιών > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμανος: > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμι: > καζάνι > του μαγεριού

κουκούμυαλος: > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκουμυτίζω: > ξεματίζω > του χωραφιού

κουκουνάρι: > καρπός > φυτολογικά

κουκούρι: πύργος από πέτρες σωριασμένος > κάστρο > του χτίστη

κουκουρίζω: σαν το περιστέρι > κουκουρίζω > πουλολογικά

κουκούρισμα: > κουκουρίζω > πουλολογικά

κούκουρο: των τσοπάνηδων > σταλίκι > του χωραφιού

κουκούτσα: Chelonia | χελώνα της λίμνης > χελώνα > σερπετά

κουκούτσι: > καρπός > φυτολογικά

κούλα: > κάστρο > του χτίστη

κουλάδα: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλαίνομαι: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλαίνω: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλάς: > κάστρο > του χτίστη

κούλας: > άλογο > θηλαστικά

κουλέθρα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κουλές: > κάστρο > του χτίστη

κουλιάρι: Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά

κουλιάστρα: > γάλα > της βοσκής

κουλιμπές: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κούλιο: > πρόβατο > της βοσκής

κούλο: σταχτοκόκκινο > άλογο > θηλαστικά

κουλός: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούλος: Cygninae > κύκνος > πουλιά

κούλουθρο: κουτάλα για να ταράζουν το γάλα όταν το βράζουν για να κάνουνε μιτζήθρα > κούνουθρο > της βοσκής

κουλούκι: > σκύλος > θηλαστικά

κουλουκουρίζω: > κουρέβω > της βοσκής

κούλουμα (τα): > νηστεία > του φαγιού

κουλούπι: > ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

κουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: μπουλωγμένη κουλούρα = παπαδίστικος κώτσος > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κουλουράς: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλούρι: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλούρι: > ψωμί > του φαγιού

κουλουριαστό: > φίδι > σερπετά

κουλουρίδα: > φίδι > σερπετά

κουλουρτζής: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλτακίζει: κουνιέται αν και είναι μπουνάτσα > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κουμανταρία: > κρασί > του φαγιού

κουμαράς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμάσι: > κοτέτσι > του χτίστη

κουμιάζω: κουμιάζω τα λαγωνικά > κούμος > του χτίστη

κούμος: > κοτέτσι > του χτίστη

κούμος: σκυλόσπιτο > κούμος > του χτίστη

κούμουλας: > πέτρα > πέτρες

κουμούλια: > αμπέλι > του χωραφιού

κουμούτσι: λεμπούσι ξεσπυρωμένο > καρπός > φυτολογικά

κουμπάνια: προμήθειες του καραβιού > κουμπάνια > του καραβιού

κουμπαράς: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμπαράς: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

κουμπάρι: γαλιόνι > είδη καραβιών > καράβια

κουμπαριά: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπαριάζω: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπαριό: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπάρος: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπές: > θόλος > του χτίστη

κουμπί: > κουμπί > ραφτικά

κουμπί: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κουμπί: > μήτρα > όργανα

κουμπί: ο δίσκος του πορτοκαλιού > καρπός > φυτολογικά

κουμποθήκλια: > κουμπί > ραφτικά

κουμποθηλιά: > κουμπί > ραφτικά

κουμπότρυπα: > κουμπί > ραφτικά

κουμπότρυπα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κουμπούζι: > κουμπούζι > του μουσικού

κουμπούρα: διμούτσουνη κουμπούρα > πιστόλι > του πολεμιστή

κουμπούρι: > πιστόλι > του πολεμιστή

κουμπούρι: > σαγίτα > του πολεμιστή

κουμπουριά: έπεσε μια κουμπουριά > πιστόλι > του πολεμιστή

κούμπωμα: > μάγεμα > δαιμονικά

κουμπωτήρι: > κουμπωτήρι > του παπουτσή

κουνάβι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

κουνάδι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

κουναδόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουνέλα: Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά

κουνέλι: Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά

κουνήματα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κουνημένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούνια: > κρεβάτι > του σπιτικού

κούνια: > παιδιών > παιγνίδια

κούνια: μασχαλιστήρ > κούνια > γιατρικά

κουνιάδα: > σύγαμπρος > οικογενειακά

κουνιάδος: > σύγαμπρος > οικογενειακά

κουνιστή: > καρέκλα > του σπιτικού

κουνίστρα: > καρέκλα > του σπιτικού

κουνίστρα: > κρεβάτι > του σπιτικού

κουνόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κούνος: > καρπός > φυτολογικά

κούνουθρο: > κούνουθρο > της βοσκής

κούνουπας: Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια

κουνούπι: Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια

κουνουπίδια: > λαχανικά > του φαγιού

κουντούρα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κουντούρα: > τσαμπί > φυτολογικά

κουντουράδικο: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

κουντουράς: > παπουτσής > του παπουτσή

κούντουρος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουντραμπάντα: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουντραμπατζής: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούντρος: > κατάρτια > του καραβιού

κούπα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουπάκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουπάς: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπαστή: > κατάστρωμα > του καραβιού

κουπατζής: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπέ: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουπί: > κουπί > του καραβιού

κουπιά: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπολάτης: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπολατιά: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπολατώ: > λάμνω > αρμενίσματα

κούπραινας: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

κουράδα: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

κουραδάς: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

κουραμάνα: > ψωμί > του φαγιού

κούρβα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κούρβουλο: > κούτσουρο > φυτολογικά

κουρδιστήρι: > κουρδιστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κουρέας: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουρέβω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουρέβω: > κουρέβω > της βοσκής

κουρείο: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούρεμα: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούρεμα: > κουρέβω > της βοσκής

κουρεμαδιά: > χήρα > οικογενειακά

κουρεφτής: > κουρέβω > της βοσκής

κουρέφτρα: διχάλα που βαστάει το κεφάλι του γιδιού σαν το κουρέβουν > κουρέβω > της βοσκής

κουρζέτο: > κουρζέτο > του καραβιού

κουρίτι: > ποτιστής > της βοσκής

κούρκα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κουρκέτο: > γλυκά > του φαγιού

κούρκος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κούρκος: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κουρκουλιανός: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

κουρκούταβλος: Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά

κουρκούτι: > ζουμί > του φαγιού

κουρκούτι: έγινε κουρκούτι > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρμούλα: > κούτσουρο > φυτολογικά

κουρμπούζι: > κουμπούζι > του μουσικού

κουρμπούτσι: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

κουρναρέτα: > παιδιών > παιγνίδια

κουρνέλα: > κανάλι > του χτίστη

κούρνια: μέρος για κούρνιασμα, για κοίτασμα > φωλιά > πουλολογικά

κούρνουπας: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

κουρντενέλι: > πανιά > πανιά

κούρος: > κουρέβω > της βοσκής

κούρος: ο καιρός που κουρέβουν τα γιδοπρόβατα > κούρος > της βοσκής

κουρούμπλι: μικρό μουρόφυλλο > φύλλο > φυτολογικά

κουρούνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

κουρουνοπούλι: Pyrrhocorax alpinus > κουρουνοπούλι > πουλιά

κουρούπα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουρούπης: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρούπι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουρούπι: > γλάστρα > του χωραφιού

κουρούπι: το κεφάλι του είναι κουρούπι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρουπιαστό: > γλυκά > του φαγιού

κούρσα: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσάρικο: > καράβι > καράβια

κουρσάρος: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσέβω: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσεμένος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούρσος: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρτάλι: > κρούταλο > του μουσικού

κουρτελάτσα: > κουρτελάτσα > του καραβιού

κουρτέσα: κουρτέσα μου > αγαπητικός > οικογενειακά

κουρτίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κουρτούνα: κουρτίνα του κρεβατιού (του σοφά ύπνου) > κρέβατος > του σπιτικού

κουσβαράς: > μπαχαρικά > του φαγιού

κούσβος: πητάρι σουσαμιού > πητάρι > του λιοτριβιού

κουσκούνι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουσκούσι: > αλέβρι > του φαγιού

κουτάβι: > σκύλος > θηλαστικά

κουτάβι: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

κουτάλα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

κουτάλα: > πλάτη > κόκκαλα

κουτάλαφας: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κουτάλαφος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κουτάλι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

κούτελο: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

κουτί: λειψανοθήκη > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κούτικας: των ηλικιωμένων > απαλό > κόκκαλα

κούτουλα: > κούτουλα > της βοσκής

κούτουλας: μονοκόματο ξύλινο δοχείο με μακριά ουρά, σα μεγάλη χουλιάρα, για να βγάζουν το γάλα από το λεβέτι > κούτουλα > της βοσκής

κούτουλας: στη Ρούμελη ο κούτουλας είναι χαλκωματένια κατσαρόλα > κούτουλα > της βοσκής

κουτουνί: > πανιά > πανιά

κουτούπι: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

κούτρα: > κεφάλι > κόκκαλα

κουτρούλης: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτρούλια: > αμπέλι > του χωραφιού

κουτρουλίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κουτρούφια: > αμπέλι > του χωραφιού

κούτσα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσα: > παιδιών > παιγνίδια

κούτσα: > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

κούτσαβλος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσάγρα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσάδα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσαίνω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσαμα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσαμάρα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσεμα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσικέρα: > γίδι > της βοσκής

κουτσόγλωσσος: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουτσοκεράμιδο: > κεραμίδι > του χτίστη

κουτσόκερο: > γίδι > της βοσκής

κουτσοκουλόστραβος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσομυτώ: κορφολογώ κουκιές > ξεματίζω > του χωραφιού

κουτσοπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

κουτσοπαντριά: > γάμος > οικογενειακά

κουτσόπλυση: > πλύση > του σπιτικού

κουτσοπόδαρος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοποδαρόχειρος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοπόδης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοποδίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

κουτσός: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσός: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσούβελο: > παιδί > οικογενειακά

κουτσούκος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσουνάρα: > αβλάκι > του χωραφιού

κουτσουνάρα: > κανάλι > του χτίστη

κούτσουρα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κουτσουρίνα: κάποιο πετρόψαρο > κουτσουρίνα > ψάρια της θάλασσας

κούτσουρο: > κούτσουρο > φυτολογικά

κουτσοφλέβαρος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

κουφά (τα): > μέση > ανατομικά κατατόπια

κουφάγρα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάδα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαηδόνι: Sylvia phoenicurus > κουφαηδόνι > πουλιά

κουφαίνω: κάνω κάποιονα κουφό > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάλα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάλα: > σπηλιά > τοπογραφικά

κουφαλάς: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαλάς: κωφάλαλος > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαλιάζει: > το ξύλο > του μαραγκού

κουφάλογο: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούφαμα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαμάρα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαμός: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφή: > άλλα φίδια > σερπετά

κούφια: > βεντούζα > γιατρικά

κουφίζω: είμαι κουφός > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούφιο: > δόντι > όργανα

κουφιοδόντης: > δόντι > όργανα

κουφιοκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

κουφό: > μέση > ανατομικά κατατόπια

κουφό: κουφό δόντι > δόντι > όργανα

κουφοβόσκει: γι αρώστια που δεν είναι φανερή μα που καταπονεί τον άρωστο κρυφά > κουφοβόσκει > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κουφόβραση: > σύνεφο > καιρικά

κουφογάρι: κέντημα τρυπητό > κέντημα > ραφτικά

κουφόγεια: τόπος γεμάτος ρεματιές > γη > του χωραφιού

κουφοδέντρι: > δέντρο > φυτολογικά

κουφοδρομεί: κουφοδρομεί η πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοδρόμι: βαθούλωμα μέσα στην πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοκάπονο: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κουφοκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

κουφοκλανιά: > πορδή > φυσιολογικά

κουφοκλανιάρης: > πορδή > φυσιολογικά

κουφοκλάνω: > πορδή > φυσιολογικά

κουφολίθι: > πέτρα > πέτρες

κουφολίθι: > σπηλιά > τοπογραφικά

κουφόπετος: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

κουφόπονος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφός: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφός: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

κούφωμα: > σπηλιά > τοπογραφικά

κούφωμα: γώνιασμα πόρτας ή παραθυριού > κούφωμα > του χτίστη

κόφα: > κόφα > του καραβιού

κοφίνα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κοφινάδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κοφινάς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοφίνι: > καλάθι > του χωραφιού

κοφίνι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κοφτερό: > δρεπάνι > του χωραφιού

κοφτή: > βεντούζα > γιατρικά

κοφτή: > σπαθί > του πολεμιστή

κόφτης: > κόφτης > του μαγεριού

κόφτης: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

κόφτης: > ράφτης > ραφτικά

κοφτό: > γλυκά > του φαγιού

κοφτοσάνιδο: φτενό σανίδι κολημένο σε άλλο για δυνάμωμα > πέταβρο > του μαραγκού

κόφτρα: > ρήγλα > του χωραφιού

κόφτρα: Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια

κόφτω: κόφτω αχνάρια > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κόφτω: κόφτω βεντούζες > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

κόχη: > ψωμί > του φαγιού

κόχη: κοφτερή ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοχλάκι: > πέτρα > πέτρες

κοχλίδι: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοχλιός: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοχράνι: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

κόχυλας: > κόχυλας > του καραβιού

κόχυλας: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοψαντέρα: κάποιο σκουλήκι του νερού > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

κοψιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψιά: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψίδια: απομεινάρια πετσιών > πετσί > του παπουτσή

κοψιδιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

κοψίματα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόψιμο: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψοζώητε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

κοψομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψομέσιασμα: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψοχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

κοψόχρονος: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

κραβατοστρωσιά: > κρεβάτι > του σπιτικού

κράζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

κραϊτερό: διάφορα οπάλια με κόκκινες κουκίδες > οπάλι > πετράδια

κράκουρα: η πιο ψηλή κορφή βραχότρυπες > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κραμένοι: οι πετεινοί κραμένοι > αβγή > αστρικά

κράνη: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

κράνος: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

κρασάδικο: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάς: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάς: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρασί: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασί: > κρασί > του τρύγου

κρασί: > κρασί > του φαγιού

κρασοβαρέλα: > βαρέλι > του τρύγου

κρασοβόλι: > κελάρι > του χτίστη

κρασοκανάτα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κρασοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρασόλαδο: > λάδι > του φαγιού

κρασολάσπη: > κρασί > του φαγιού

κρασομάγαζο: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασόμηλο: > μήλο > του φαγιού

κρασομηνάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κρασόνερο: > κρασί > του φαγιού

κρασοπουλητής: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασοπούλι: Turdus musicus > τσίχλα > πουλιά

κρασοπουλιό: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασοστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

κρασουλής: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρασοψίχι: > ψωμί > του φαγιού

κρασοψυχιά: > ψωμί > του φαγιού

κρασόψωμο: > ζουμί > του φαγιού

κρατήρα: > κρασί > του φαγιού

κράτησε: > βροχή > καιρικά

κρατητήρα: αετίτης > αϊτόπετρα > πέτρες

κρατητήρα: το άγριο σύκο που βάζουν απάνω στη συκιά για να δέσουν τα ήμερα > σύκα > του φαγιού

κρατητήρα: φυλαχτό για το μάτι που το κρεμούνε στο λαιμό του ζωντανού > χάντρα > της βοσκής

κρατητήρας: > οπάλι > πετράδια

κρατητική: βασταγμένη > αγαπητικός > οικογενειακά

κρατούνες: κολοκύθες για κολύμπι > κολυμπώ > αρμενίσματα

κράχτης: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κράχτης: > κράχτης > του κυνηγού

κρέας: > κρέας > του φαγιού

κρέας: > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

κρεατάς: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρεατένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατής: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατικόπι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

κρεατινή: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

κρεατινό: > φαγί > του φαγιού

κρεατοελιά: > ελιά > φυσιολογικά

κρεατόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

κρεατόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κρεατοσάνιδο: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

κρεβαταριά: > κληματαριά > του χωραφιού

κρεβάτι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κρεβάτι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κρεβάτια: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κρεβατίνα: > κληματαριά > του χωραφιού

κρεβατοκάμερα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κρέβατος: > κρέβατος > του σπιτικού

κρεβατόστρωση: > κρεβάτι > του σπιτικού

κρέμα: > γάλα > της βοσκής

κρεμάθα: σανίδι κρεμασμένο από τις δύο του άκρες από τη στέγη | οι χωριάτες βάζουν πράματα για φύλαγμα απάνω στην κρεμάθα > κρεμάθα > του χτίστη

κρεμάμενα: κρεμάμενα νερά > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμανταλάς: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμανταλάς: ελατοκορφή μπηγμένη στο χώμα για να κρεμάζουν τα βλάχικα σιγύρια από τα τσαρμπόλια του > κρεμανταλάς > της βοσκής

κρεμανταλιάρα: > βυζί > όργανα

κρεμάρι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρέμαση: > διαμαντικά > πετράδια

κρέμαση: εκεί που πέφτει με δύναμη το νερό του καναλιού > κρέμαση > του μυλωνά

κρεμασιά: > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμασίδια (τα): > διαμαντικά > πετράδια

κρέμασμα: > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμαστάρα: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμαστάρι: > διαμαντικά > πετράδια

κρεμαστάρι: > κοτσάνι > φυτολογικά

κρεμαστάρι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμασταριά: > κληματαριά > του χωραφιού

κρεμαστή: > άγκυρα > του καραβιού

κρεμάστηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

κρεμαστήρι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμαστήρι: στο ρολόι του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού

κρεμεζί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεμέζι: > είδη βαφών > του βαφιά

κρεμοβύζα: > βυζί > όργανα

κρεμοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

κρεμύδι: > λαχανικά > του φαγιού

κρεμυδοφάγος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

κρέστα: > λειρί > πουλολογικά

κρημίλες: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κρησάρα: > κόσκινο > του μαγεριού

κρησαρίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κρητικός: > είδη χορών > χοροί

κριαράς: > βοσκός > της βοσκής

κριάρι: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

κριάρι: > πρόβατο > της βοσκής

κριαροκούδουνα: για κριάρια > κουδούνι > της βοσκής

κρίαρος: > πρόβατο > της βοσκής

κριατινή: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

κριθαράκι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κριθαρένιο: > αλέβρι > του φαγιού

κριθάρι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

κριθαρίσιο: > ψωμί > του φαγιού

κριθαρόκρασο: > κρασί > του φαγιού

κριθαρόψωμο: > ψωμί > του φαγιού

κριθολόγος: Emberiza hortulanus > κριθολόγος > πουλιά

κρίθος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρικελόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κρινί: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κρινόλαδο: > λάδι > του φαγιού

κριτσανάνε: > τα δόντια > όργανα

κριτσάπια: τα φαλακρά ξεροβράχια της κορφής > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κρόδια: δέντρα που κάνουνε φρούτα > κρόδια > του χωραφιού

κροκάδι: > αβγό > πουλολογικά

κροκίδι: μάλινη τάπα > μαλί > της βοσκής

κροκόδειλος: Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά

κροκός: > αβγό > πουλολογικά

κροκός: > μπαχαρικά > του φαγιού

κρομύδα: πρόστυχο ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

κρομύδι: > λαχανικά > του φαγιού

κρομύδι: > ρολόι > του σπιτικού

κρομυδόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

κροντήρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κροσσαίνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κρόσσι: > κρόσσι > ραφτικά

κρόσσια: > μαλί > της βοσκής

κροσσωτός: > κρόσσι > ραφτικά

κρούει: > ο ήλιος > αστρικά

κρουνέλα: > βρύση > του χωραφιού

κρουνιά: > βρύση > του χωραφιού

κρούξιμο: > αβγή > αστρικά

κρούπεζα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κρουστά: > σταφύλια > του φαγιού

κρούστα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρούστα: > ψωμί > του φαγιού

κρουσταίνω: κρουσταίνω ύφασμα = το χοντραίνω στη νεροτριβή, το κάνω φέλπα > κρουσταίνω ύφασμα > της νεροτριβής

κρουστάλα: > κρύο > καιρικά

κρούσταλλο: > κρύσταλλο > πέτρες

κρουστό: > είδη πανιών > πανιά

κρουστό: κρουστό στημόνι = ισόμετρα γνεσμένο > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

κρουτάλι: > κρούταλο > του μουσικού

κρούταλο: > κρούταλο > του μουσικού

κρούτο: με κέρατα > πρόβατο > της βοσκής

κρυάδα: > κρύο > καιρικά

κρυαρίτης: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κρύο: > δροσιά > καιρικά

κρύο: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρύο: > κρύο > καιρικά

κρυολόγημα: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρυολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κρυολογώ: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρύος: > κρύο > καιρικά

κρυότη: > κρύο > καιρικά

κρύσταλλο: > κρύσταλλο > πέτρες

κρυσταλλόπετρα: > κρύσταλλο > πέτρες

κρυφογγάστρωτη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

κρυφοπαρμένος: > κλέψιμο > οικογενειακά

κρυφοπάρσιμο: > κλέψιμο > οικογενειακά

κρυφόπορτα: > πόρτα > του χτίστη

κρυφτό: > παιδιών > παιγνίδια

κρυφτούλι: > παιδιών > παιγνίδια

κρύωμα: > κρύο > καιρικά

κρυώνω: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κυδωνάτο: > κρέας > του φαγιού

κυδωνόκρασο: > κρασί > του φαγιού

κυδωνόπαστο: > γλυκά > του φαγιού

κυκλί: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

κύκλο: χιονοπέδιλο > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κύκνος: Cygninae > κύκνος > πουλιά

κύλισμα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κύλισμα: > ξανακυλώ > του χωραφιού

κυλιστήρι: κύλιντρος που βάζουν από κάτω από το πράμα που θεν να κουνήσουν και που έτσι βοηθάει για να το μετατοπίσουν > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κυλίστρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

κύμα: > κύμα > της θάλασσας και του καιρού

κύμινο: > μπαχαρικά > του φαγιού

κυνηγάρης: > κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγάρικο: κυνηγάρικο σκυλί > σκύλος > του κυνηγού

κυνηγητής: > κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγητό: > παιδιών > παιγνίδια

κυνηγητό: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

κυνηγιάρικο: κυνηγιάρικο σκυλί > σκύλος > θηλαστικά

κυνηγός: > κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγός: Diplax elisa > κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια

κυνηγός: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

κυπαρισόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

κυπράς: που κάνει τα χυτά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κυπρί: > κουδούνι > της βοσκής

κυπριά: το κουδούνι των γιδιών και τράγων > κουδούνι > της βοσκής

κυπρίνι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

κυπροκούδουνα: > κουδούνι > της βοσκής

κύπρος: > κουδούνι > της βοσκής

κυρ Μέντιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

κυράδες: κυράδες της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά

κυρές: > νεράιδα > δαιμονικά

κύρης: > πατέρας > οικογενειακά

κυριακάτικα: > ρούχα > ρούχα

κυριαρήνα: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

κυρούλα: > γιαγιά > οικογενειακά

κύρτος: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

κυτάλα: το καλοκαιρινό σκληρό φλούδι της γης > γη > του χωραφιού

κύταλο: > ψωμί > του φαγιού

κυτάρι: > αγγάστρι > βιολογικά

κυψέλι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κωβίδι: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

κωβιός: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

κώλα (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλαγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλάκι: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλάντερο: > άντερα > όργανα

κωλάρα: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλαράς: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κώλαρος: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλί: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλιανίτσα: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κώλικας: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλιπετού: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλισάβρα: > σάβρα > σερπετά

κωλοβελόνης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

κωλοβόλι: > φουστάνι > ρούχα

κωλοβούτι: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

κωλοκούρο: > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλόκουρο: ιερόν οστούν > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλολάμπης: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλολαμπριά: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλομέρι: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλόμηλο: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλορίζι: > ρίζα > φυτολογικά

κωλοριζίτης: > ρίζα > φυτολογικά

κώλος: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλοσαβρού: > σάβρα > σερπετά

κωλοσούρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

κωλοσταβριά: > σάβρα > σερπετά

κωλοσυρνάμενο: κωλοσυρνάμενο φίδι > φίδι > σερπετά

κωλουράδι: > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλοφεγγούσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλοφωτιά: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λαβαμπός: > νιφτήρας > του σπιτικού

λάβαρο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λαβδός: σχιζόπους > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαβίδα: το χουλιάρι της κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λαβομάνο: > νιφτήρας > του σπιτικού

λαβούτι: > σέσουλα > του καραβιού

λάβρα: > ζέστη > καιρικά

λάβρα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

λαβραδιά: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

λάβρακας: Labrax lupus > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας

λαβράκι: Labrax lupus > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας

λαβρός: > ζέστη > καιρικά

λάβωμα: > δαίμονας > δαιμονικά

λάβωμα: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαβωματιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαγάνα: > ψωμί > του φαγιού

λάγανο: > ψωμί > του φαγιού

λαγάρα: > κρασί > του φαγιού

λαγάρα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

λαγάρα: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

λαγαρά τα: > λαγγόνι > ανατομικά κατατόπια

λαγαρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

λαγγάδα: > λαγγάδι > τοπογραφικά

λαγγάδι: > λαγγάδι > τοπογραφικά

λαγγαδιά: > λαγγάδι > τοπογραφικά

λαγγέβω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λάγγεμα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λαγγιόλι: δίπλα της φουστανέλας | έξι λαγγιόλια κάνουνε μια λόξα ή μάνα > φουστανέλα > ρούχα

λαγγόνα: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

λαγγόνι: > λαγγόνι > ανατομικά κατατόπια

λαγήνα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαγηνάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

λαγήνι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λάγια: γίδια λάγια > γίδι > της βοσκής

λαγιάζουν: λαγιάζουν τα πρόβατα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

λαγιαρνί: > πρόβατο > της βοσκής

λαγίνα: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λάγιο: μάβρο κι ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής

λάγιος: > μάβρος > του ζουγράφου

λάγκερας: > κρασί > του φαγιού

λάγκερο: > κρασί > του φαγιού

λαγοβυζάστρα: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

λαγοκοίμισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

λαγοκυνηγώ: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

λαγονέβω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

λαγονιάρης: που κυνηγάει με λαγονικά > κυνηγός > του κυνηγού

λαγονίκα: > σκύλος > του κυνηγού

λαγονικό: > σκύλος > του κυνηγού

λαγός: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λαγοτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαγουδάκι: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λαγουδέρα: το χέρι του τιμονιού > τιμόνι > του καραβιού

λαγουδί: > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λαγουδίνα: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λαγούμι: > λαγούμι > του χτίστη

λαγούμι: υπόνομος > μέρη του κάστρου > του χτίστη

λαγουμιτζής: > σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαγουμιτζής: που φτιάνει λαγούμια και νεραγωγούς > λαγουμιτζής > του χτίστη

λαγούτο: > λαγούτο > του μουσικού

λαγωνίκα: > σκύλος > θηλαστικά

λαγωνικό: > σκύλος > θηλαστικά

λαδάδικο: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδάδικο: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδάκονο: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαδάς: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδάς: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαδής: > πράσινος > του ζουγράφου

λαδί: > πράσινος > του ζουγράφου

λάδι: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λάδι: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λάδι: > λάδι > του φαγιού

λαδιά: > γιατρικό > γιατρικά

λαδιά: πλούσια σοδιά ελιές > σοδιά > του χωραφιού

λαδικό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαδολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαδομάγαζο: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

λαδομπογιά: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

λαδομπογιά: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

λαδόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

λαδόπανο: > βάφτισμα > οικογενειακά

λαδόπετσα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

λαδοπουλητής: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδοπουλιό: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδοπουλιό: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

λαζάνι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

λαζάνια: > μακαρόνια > του φαγιού

λάζαρος: > ψωμί > του φαγιού

Λαζαροσάββατο: > μέρα > της μέρας και της ώρας

λαζαρώνω: φροντίζω πεθαμένο > λαζαρώνω > οικογενειακά

λάζικο: λάζικο καΐκι > είδη καραβιών > καράβια

λάζος: > μαχαίρι > του πολεμιστή

λαζούλι: > λαζούλι > πετράδια

λαζουρής: > γαλανός > του ζουγράφου

λαζουρής: > λαζούλι > πετράδια

λαζουρί: > γαλανός > του ζουγράφου

λαζούρι: > λαζούλι > πετράδια

λαθουροκάντουνο: > δρόμος > τοπογραφικά

λαθουρός: λαθουρή κοτούλα > λαθουρός > του ζουγράφου

λαθρέμπορος: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαιμά: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμαριά: > γιακάς > ραφτικά

λαιμαριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

λαιμιά: > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαιμικά: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμοκαρυδιάζω: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμός: > διαμαντικά > πετράδια

λαιμός: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμός: διφθερίτις > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαιμοτράχηλα: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμουδαριά: > κουδούνι > της βοσκής

λαιμούκα: μεγάλος λαιμός > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λακέρδα: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λακέρτα: αλατισμένος τόνος ή παλαμίδα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λάκησαν: λάκησαν τ' αρνιά > σαλαγώ > της βοσκής

λακινιά: κοπάδι άλογα και μουλάρια > κοπάδι > της βοσκής

λάκκα: > βούθουλας > τοπογραφικά

λάκκα: > λάκκα > τοπογραφικά

λάκκα: > λάκκος > του χωραφιού

λάκκα: > χιόνι > καιρικά

λακκάκι: > λακκάκι > ανατομικά κατατόπια

λακκάτο: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

λακκιά: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκιάζω: > σκάφτω > του χωραφιού

λακκίτσα: > λακκάκι > ανατομικά κατατόπια

λακκοκάθισμα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

λακκόραβδο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

λάκκος: > λάκκα > τοπογραφικά

λάκκος: > λάκκος > του χωραφιού

λάκκος: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

λακκούβα: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκουδάτο: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

λακκούδι: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκούλα: > λάκκα > τοπογραφικά

λάκκωμα: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκωτό: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

λαλά: > γιαγιά > οικογενειακά

λαλαγγήτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

λάλαδα: > γίδι > της βοσκής

λαλαδίζει: > το πανί > αρμενίσματα

λαλαράκι: > πέτρα > πέτρες

λαλαράτο: > είδη πανιών > πανιά

λάλη: > γιαγιά > οικογενειακά

λαλητής: > μουσικός > του μουσικού

λαλούμενα (τα): > όργανα > του μουσικού

λαλώ: > σαλαγώ > της βοσκής

λάμα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

λάμα: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

λάμα: έλασμα από σίδερο > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαμαρίνα: σίδερο ή ατσάλι σε πλάκα > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λάμια: > λάμια > δαιμονικά

λάμια: > τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λάμια: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

λαμιάτο: > γελάδι > της βοσκής

λάμνα: > λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαμνί: έλασμα > λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαμνί: στενόμακρος σωρός γέννημα στο αλώνι για λίχνισμα > αλώνι > του χωραφιού

λαμνιάτο: > γελάδι > της βοσκής

λάμνισα: > λάμια > δαιμονικά

λάμνισμα: > λάμνω > αρμενίσματα

λαμνοκόπος: > λάμνω > αρμενίσματα

λάμνω: > λάμνω > αρμενίσματα

λάμπα: > λύχνος > του σπιτικού

λαμπάδα: > λύχνος > του σπιτικού

λαμπάδα: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

λαμπαδάς: > κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαμπαδοκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

λαμπάζω: > τελώνιο > καιρικά

λάμπαινα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

λάμπασμα: > βουρκόλακας > δαιμονικά

λαμπερίδα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λάμπη: > νερόλακκος > τοπογραφικά

λαμπηδόνα: ηλεχτρική φλογίτσα που φανερώνεται στις αντένες του καραβιού σε καιρό τρικυμίας > τελώνιο > καιρικά

λαμπηδόνα: μαγικό λουλούδι που κάνει χρυσάφι ό,τι κι αν αγγίξει και που φέγγει τη νύχτα πάνω στα βουνά > λαμπηδόνα > δαιμονικά

λαμπήθρα: > μάτι > όργανα

λαμπιδούσα: > λαμπιδούσα > δαιμονικά

λαμπικάρισμα: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπικαριστής: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπικάρω: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπίκος: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπίνα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

λαμπίνα: κάποιο πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας

λάμπινα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

λαμπινίτσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λαμπιόνι: > λύχνος > του σπιτικού

λαμπούγα: Lampugus pelagicus > λαμπούγα > ψάρια της θάλασσας

λαμποχρωμιά: > χρώμα > του ζουγράφου

λαμπριάτης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

λαμπριάτικα: > αβγά > του φαγιού

λαμπριάτικο: > φαγί > του φαγιού

λαμπρίτσα: Megila maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια

λαμπυρίδα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λανάρα: > λανάρα > της βοσκής

λαναράς: > λανάρα > της βοσκής

λανάρι: > λανάρα > της βοσκής

λαναρίζω: > λανάρα > της βοσκής

λαναριστής: > λανάρα > της βοσκής

λαντέρνα: > οργανέτο > του μουσικού

λαντίζω: λαντίζω παραγάδι = καθαρίζω κι αραδιάζω τ' αγκίστρια του παραγαδιού > ψαρέβω > της ψαρικής

λαντό: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λαουτιέρης: > μουσικός > του μουσικού

λαούτο: > λαγούτο > του μουσικού

λάπα: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

λαπαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

λαπαδούρες: ξεφούσκωτες ή κρεμάμενες πέτσες > πετσί > ανατομικά κατατόπια

λαπάς: > ρίζι > του φαγιού

λαπατόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

λαπάτσα: κιάλι για δυο μάτια > κιάλι > του καραβιού

λάπες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

λαπίνα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

λαπίνα: κάποιο πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας

λαργάρω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

λαρδί: > σφαχτό > του φαγιού

λαρδώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

λαρύγγι: > στόμα > όργανα

λαρυγγολόγος: > γιατρός > γιατρικά

λασιά: > μαρκάλος > της βοσκής

λάσιμο: για γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής

λασκάδα: > λασκάδα > καιρικά

λασκάρω: > λασκάρω > αρμενίσματα

λασπερή: > γη > του χωραφιού

λάσπη: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

λάσπη: > λάσπη > τοπογραφικά

λασπιά: > λάσπη > τοπογραφικά

λασπιτζής: > χτίστης > του χτίστη

λασπονέρι: > λάσπη > τοπογραφικά

λασπουριά: > λάσπη > τοπογραφικά

λαστιχένιο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

λάστιχο: > γκαλότσα > του παπουτσή

λατάρι: > ροδαμός > φυτολογικά

λατέρνα: > οργανέτο > του μουσικού

λατερναδόρος: > μουσικός > του μουσικού

λατζιβέρτι: > λαζούλι > πετράδια

λάτης: > ροδαμός > φυτολογικά

λατίνι: > πανιά > του καραβιού

λατόμι: > πετροκοπιό > του χτίστη

λατός: > ροδαμός > φυτολογικά

λάτρα: η κάμερα όπου πλένουν τα πιάτα > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

λατρόνι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

λατσιχέρι: σπόρος που δίνει κίτρινο χρώμα > είδη βαφών > του βαφιά

λάφασμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

λάφι: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφιάτης: > άλλα φίδια > σερπετά

λαφίνα: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφοκυνηγός: > κυνηγός > του κυνηγού

λαφομόσκι: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφόπουλο: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφρυγλυκύς: > καφές > του φαγιού

λάχανα: > λαχανικά > του φαγιού

λαχαναριό: > μποστάνι > του χωραφιού

λαχαναρμιά: > λαχανικά > του φαγιού

λαχανί: > πράσινος > του ζουγράφου

λαχανιάζω: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

λαχάνιασμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

λαχανικά: > λαχανικά > του φαγιού

λαχανόκηπος: > μποστάνι > του χωραφιού

λαχανόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

λαχανοπουλητής: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαχανόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

λαχανοτουρσί: > λαχανικά > του φαγιού

λαχίδι: μέρος χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

λαχούρι: σάλι από το Κασμίρι > σάλι > ρούχα

λαχταρίδα: Chiroptera > νυχτερίδα > θηλαστικά

λεβάδα: γαλατερός αφρός > αφρός > της θάλασσας και του καιρού

λεβάντες: ανατολικός > άνεμος > καιρικά

λεβάρω: > λεβάρω > αρμενίσματα

λεβέτι: > καζάνι > του μαγεριού

λεβέτι: > λεβέτι > της βοσκής

λεβετόφουρκες: > λεβέτι > της βοσκής

λεβιδόχορτο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

λεβίθες: σκουλήκια στ' άντερα > λεβίθες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λεβρό: > καρπός > φυτολογικά

λεγάμενα (τα): > αρχίδι > όργανα

λεγένι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λεγένι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λειπανέβατο: > ψωμί > του φαγιού

λείπει: του λείπει | του λείπει μια βίδα | του λείπει μια λόξα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λειποθυμιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειποθυμώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειποψυχιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειποψυχώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειρί: > λειρί > πουλολογικά

λειτουργία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

λειτουργικά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

λειτουργώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

λειχήνα: > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λειχήνα: > λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λειχηνιάζει: λειχηνιάζει το χωράφι = δρώνει αλάτι > αγκαθιάζει το χωράφι > φυτολογικά

λειχιά: έρπης > λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λειψανέβατο: > ψωμί > του φαγιού

λείψανο: > κηδεία > οικογενειακά

λείψανο: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λειψολαγάνα: > ψωμί > του φαγιού

λειψονεριά: > αναβροχιά > καιρικά

λειψόπητα: > ψωμί > του φαγιού

λειψός: κάποιο πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας

λειψοφέγγαρο: > φεγγάρι > αστρικά

λειψόφεγγο: > φεγγάρι > αστρικά

λεκάνη: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λεκανομπρίκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λεκάτη: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

λέλεκας: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

λελέκι: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

λεμιθόχορτο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

λεμονάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

λεμονάκι: > γλυκά > του φαγιού

λεμονής: > κίτρινος > του ζουγράφου

λεμονί: > κίτρινος > του ζουγράφου

λεμονόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

λεμπούσι: > καρπός > φυτολογικά

λεπίδι: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

λεπίδι: > σπαθί > του πολεμιστή

λεπιός: > λεπιός > ψάρια του γλυκού νερού

λεπλεπιά: αφράτα λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού

λεπλέπια: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λέπρα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λεπριάζω: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λέπριασμα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λεπρός: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λέτο: κιλλίβας > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

λέτσα: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

λέφα: αιματησιά > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λέφακας: > λέφακας > πουλιά

λεφκασμένος: > άσπρος > του ζουγράφου

λεφκαστός: > άσπρος > του ζουγράφου

λεφκάτος: > άσπρος > του ζουγράφου

λεφκός: > άσπρος > του ζουγράφου

λέφκος: ελατόξυλο > ξύλα > του μαραγκού

λέφτερη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

λεφτέρι: > αγγάστρι > βιολογικά

λεφτερίδα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

λέφτερος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

λεφτέρωμα: > γέννα > βιολογικά

λεφτερώνουμαι: > γεννώ > βιολογικά

λεφτό: > ώρα > της μέρας και της ώρας

λεχούδι: > μωρό > βιολογικά

λεχούσα: > λεχώνα > βιολογικά

λεχουσιά: > λεχωνιά > βιολογικά

λεχώνα: > λεχώνα > βιολογικά

λεχωνιά: > λεχωνιά > βιολογικά

λεχώνιασμα: > λεχωνιά > βιολογικά

λημέρι: > λημέρι > του κυνηγού

λημεριάζει: το στοιχιό έχει το λημέρι του στο τάδε μέρος > στοιχιό > δαιμονικά

ληνός: > πατητήρι > του τρύγου

λιακάδα: > ήλιος > αστρικά

λιακόνι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

λιακωτό: > ήλιος > αστρικά

λιακωτό: > λιακωτό > του χτίστη

λιανάντερα: τα ψιλά άντερα > άντερα > όργανα

λιανοθέρμη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιανοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

λιανολίθαρο: > πέτρα > πέτρες

λιανοπουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λιανοσταφίδα: > σταφύλια > του φαγιού

λιανοστράγγουρα (τα): > κακοτοπιά > τοπογραφικά

λιανοψιχαλίζει: > βροχή > καιρικά

λιάνωμα: αρνί στη σούβλα > κρέας > του φαγιού

λιανώματα: βυζανιάρικα χρονίτικα αρνοκάτσικα > ζωντανά > της βοσκής

λιάρα: μάβρα με ασπράδια > γίδι > της βοσκής

λιάρα: χοντρή άσπρη κάπα > κάπα > ρούχα

λιαρό: άσπρο | με στήματα > άλογο > θηλαστικά

λιάρο: > πρόβατο > της βοσκής

λιαρός: > άσπρος > του ζουγράφου

λιάρος: ξασπριλιάρικος (μάλιστα για σκυλί) > άσπρος > του ζουγράφου

λιαστό: > κρασί > του φαγιού

λιάστρα: > λιακωτό > του χτίστη

λιάστρα: το μέρος όπου λιάζουνε σύκα, σταφύλια, αμύγδαλα > λιάστρια > του χωραφιού

λιάστρα: το μέρος όπου ξεραίνουν τη σταφίδα > λιάστρα > του τρύγου

λιάστρια: > λιάστρια > του χωραφιού

λιβάδι: > λιβάδι > τοπογραφικά

λιβάδι: > λιβάδι > τοπογραφικά

λιβαδιασμένος: λιβαδιασμένος αστακός = φυλακισμένος σε λιβάδι του γιαλού > αστακός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

λιβαδίζουν: λιβαδίζουν τα ζώα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

λιβαδοπέρδικα: Bonasa sylvestris > λιβαδοπέρδικα > πουλιά

λιβαδότοπος: > λιβάδι > τοπογραφικά

λιβαδόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

λιβαδόχωμα: άργιλος > χώματα > του χωραφιού

λιβάκωμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

λιβάνι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λιβανίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

λιβάνισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

λιβανιστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λιβανό: > πρόβατο > της βοσκής

λίβας: > ζέστη > καιρικά

λίβας: > λίβας > καιρικά

λιβέλο: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

λιβρό: > καρπός > φυτολογικά

λιγαδούρα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λίγδα: > μαλί > της βοσκής

λίγδα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

λίγδωμα: > αρτυμή > του φαγιού

λιγδώνουμαι: > αρτυμή > του φαγιού

λίγκια (τα): > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λιγκρί: > λειρί > πουλολογικά

λιγνό: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

λιγνομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

λιγοθυμιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγοθυμώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγοκαρδώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγομάρα: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγομαριάζουμαι: > λιγούρα > φυσιολογικά

λίγος: > φεγγάρι > αστρικά

λιγότριχος: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιγούρα: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιγούρα: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγουρέβω: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγουριάζω: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγοψυχιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγοψυχώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λίγωμα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λίγωμα: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγωμένος: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγωμός: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγώνω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγώνω: > λιγούρα > φυσιολογικά

λίγωση: > φεγγάρι > αστρικά

λιθαράκι: > πέτρα > πέτρες

λιθάρι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

λιθάρι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

λιθάρι: > πέτρα > πέτρες

λιθάρι: > πέτρα > πέτρες

λιθάρια: ατίμητα λιθάρια > πετράδια > πετράδια

λιθαρόστρουγγα: > μάντρα > της βοσκής

λιθιά: > φράχτης > του χωραφιού

λιθιά: η κοψιά της λιθιάς > πέτρα > πέτρες

λιθομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

λιθοπέτι: το ρίξιμο του λιθαριού > πέτρα > πέτρες

λιθοσώρι: > πέτρα > πέτρες

λιθοσωρός: > φράχτης > του χωραφιού

λιθότοιχο: > φράχτης > του χωραφιού

λιλάδι: > πέτρα > πέτρες

λιλίγκι: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λίλικας: Vespidae γένος | μικρή σφήγκα > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

λιμά: > γόνος > ψαρολογικά

λίμα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

λιμαδούρα: μετάλλινη σκόνη σιδεριού > λιμαδούρα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λιμάνι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λιμάνι: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

λιμάρω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

λιμενέβω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

λιμενιάζω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

λιμενιάτικα: δικαιώματα > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή

λιμενοστάσι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λιμιστήρες: σκοινάκια που δένουν τις ζέβλες κάτω από το λαιμό > αλέτρι > του χωραφιού

λιμιώνας: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λίμνη: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνί: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνιά: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνίτσα: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνόβαλτο: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνόβαλτος: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνοθάλασσα: > λίμνη > τοπογραφικά

λίμνος: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνοστάσι: > καλοκαιριά > καιρικά

λιμνούλα: > λίμνη > τοπογραφικά

λίμπα: > πέτρα > πέτρες

λίμπα: κοίλη πέτρα γεμάτη νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά

λιμπά (τα): > αρχίδι > όργανα

λιμπά (τα): > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

λιμπάς: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

λιμπός: σπερματικός λώρος > αρχίδι > όργανα

λινάρι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λινάρι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λιναρόλαδο: > λάδι > του φαγιού

λιναροσκουλίδι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λινό: > είδη πανιών > πανιά

λινό: > νιφτήρας > του σπιτικού

λίντα: > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

λιοβάρεμα: > αβγή > αστρικά

λιοβαρέματα: > βασίλεμα > αστρικά

λιόβγαμα: > αβγή > αστρικά

λιοβόρι: > ζέστη > καιρικά

λιοβρόχι: > βροχή > καιρικά

λιόγερμα: > βασίλεμα > αστρικά

λιόδακρο: ρετσίνα της ελιάς > ρετσίνα > φυτολογικά

λιόδεντρα: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιοκάλυβο: κάνω λιοκάλυβο με το χέρι για να κοιτάξω πέρα στον ήλιο αγνάντια > ήλιος > αστρικά

λιόκαμα: > ζέστη > καιρικά

λιοκαμένος: > ωχριακός > του ζουγράφου

λιοκαψίδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

λιόκεντρο: > ζέστη > καιρικά

λιοκόρνο: δράκος ή στοιχιό μ' ένα κέρατο στο μέτωπο > λιοκόρνο > δαιμονικά

λιόκριση: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιόκριση: τρίτο τέταρτο > φεγγάρι > αστρικά

λιόκρουση: > αβγή > αστρικά

λιόκρουση: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιοκρουσμένος: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιοντάρι: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιονταρίνα: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιονταρόπουλο: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιονταροτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

λιόντας: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιόντισα: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιοπύρι: > ζέστη > καιρικά

λιοπύρι: ζέστη > ήλιος > αστρικά

λιοράβδι: > βέργα > του χωραφιού

λιος: > ζέστη > καιρικά

λιοστάλαγμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

λιοστάσι: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιοστάσι: μέρος κατάφωτο στον ήλιο > προσήλι > τοπογραφικά

λιοστάσι: μέρος λιοφώτιστο > ήλιος > αστρικά

λιοτριβαρέος: > λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού

λιοτρίβι: > λιοτρίβι > του λιοτριβιού

λιοτριβιά: > λιοτρίβι > του λιοτριβιού

λιοτριβιάρης: > λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού

λιοτριβιό: > λιοτρίβι > του λιοτριβιού

λιοτρόπι: ηλιοστάσιον > ήλιος > αστρικά

λιουλές: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λιόφεγγο: > ήλιος > αστρικά

λιόφυτα: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιοχώραφο: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιπαρά τα: βουβώνας > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

λιπαρίτης: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

λιπρό: > καρπός > φυτολογικά

λίσβας: αργιροσχιστόλιθος > πέτρα > πέτρες

λισβό: > καρπός > φυτολογικά

λισγάρι: > λίσγος > του χωραφιού

λισγαρίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

λισγιά: σκάψιμο με το λίσγο > λίσγος > του χωραφιού

λίσγος: > λίσγος > του χωραφιού

λίστρο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

λιστρώνω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

λίτρα: > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

λιτραδάκι: > πέτρα > πέτρες

λίτσα: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

λιχμητήρι: > ξανεμιστήρι > του χωραφιού

λιχμίζει: > ο άνεμος > καιρικά

λιχμίζω: > λιχμίζω > του χωραφιού

λίχμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

λιχμιστήρι: > ξανεμιστήρι > του χωραφιού

λιχμιστής: > γεωργός > του χωραφιού

λιχνίζει: λιχνίζει τη θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά

λιχνίζω: > λιχμίζω > του χωραφιού

λίχνισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

λιχνιστήρι: > διχάλι > του χωραφιού

λιχουδιές: > μεζελίκια > του φαγιού

λιωμένο: > βούτυρο > της βοσκής

λογγά: ποταμόχωστη γη > γη > του χωραφιού

λόγγα (τα): > δάσος > τοπογραφικά

λογγάρι: > δάσος > τοπογραφικά

λόγγι: > δάσος > τοπογραφικά

λογγιά: > δάσος > τοπογραφικά

λογγιάδα: > δάσος > τοπογραφικά

λόγγος: > δάσος > τοπογραφικά

λογογράφος: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λοιμική: > λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λοιμοκάψα: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λομπάρδια: > σύκα > του φαγιού

λόξα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λόξα: πανί κομένο λοξά > είδη πανιών > πανιά

λόξιγκας: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λοξομάτης: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λόπια: > λαχανικά > του φαγιού

λοστό: > γουδί > του μαγεριού

λοστός: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

λοστρόμος: > λοστρόμος > του κούρσου και του φορτωτή

λουβί: > αφτί > όργανα

λουβί: > λουβί > φυτολογικά

λουβί: κόλπος > καρδιά > όργανα

λουβίδι: περικάρπιον > λουβί > φυτολογικά

λούγαρο: Spinus spinus | το εβρωπαϊκό σκαθάκι > σκαθί > πουλιά

λούγαρος: Spinus spinus > σκαθί > πουλιά

λούγκα: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λούγκα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λούγκρα: > λάμια > δαιμονικά

λουγκροφαγωμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

λουθουνάρι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λουίζα: > ζεστό > του φαγιού

λουκάνη: για το στούμπισμα του σιταριού > δουκάνι > του χωραφιού

λουκάνικο: > κρέας > του φαγιού

λούκι: > κανάλι > του χτίστη

λούκι: > λούκι > του καραβιού

λούκιος: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

λουκιούνι: > κορασάνι > του χτίστη

λουκουμάς: > ζυμαρικά > του φαγιού

λουκουματζής: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουκουματζίδικο: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουκούμια: > γλυκά > του φαγιού

λουλακής: > γαλανός > του ζουγράφου

λουλακί: > γαλανός > του ζουγράφου

λουλάκι: > είδη βαφών > του βαφιά

λουλάς: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

λουλάς: το βαθούλωμα της πίπας όπου καίει ο ταμπάκος > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουλεδιά: λουλεδιά ταμπάκο = όσο ταμπάκο χωράει ο λουλάς > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουλούδι: > λουλούδι > φυτολογικά

λουλουδικά: > λουλούδι > φυτολογικά

λούλουδος: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

λούμα: ιλύς > ποτάμι > τοπογραφικά

λουμάκι: > ρίζα > φυτολογικά

λουμίνι: > λύχνος > του σπιτικού

λούμπα: λιμνούλα > λίμνη > τοπογραφικά

λουμπάρδα: > κανόνι > του πολεμιστή

λουμπαρδάρης: > κανόνι > του πολεμιστή

λουμπίνος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λουνάδα: > λουνάδα > του καραβιού

λουνέτα: > στόμα > όργανα

λούπης: Falconidae > γεράκι > πουλιά

λούπινα: > λαχανικά > του φαγιού

λουρί: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λουρί: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

λουριά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λουριά: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

λουρίκι: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

λουρίσκο: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

λουρίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

λούρος: για να χτυπούν τα φρούτα από τα δέντρα > βέργα > του χωραφιού

λουροτσάρουχο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

λούσου: αμάξι του λούσου > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λούσου: τσιπούνι του λούσου > γελέκο > ρούχα

λουστρίνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

λουτριβιάρης: > λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού

λουτρικό: > νιφτήρας > του σπιτικού

λουτρολέγενο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λουτροπουκάμισο: > ασπρόρουχα > ρούχα

λούτσα: > λούτσα > τοπογραφικά

λουτσάρα: βουνίσια λίμνη από βροχονέρι > λούτσα > τοπογραφικά

λούτσος: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

λούτσος: Sphyraena Risso | μεγάλη ζαργάνα > λούτσος > ψάρια της θάλασσας

λούφα: Sula bassana > λούφος > πουλιά

λουφάρι: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

λουφάς: > νιφτήρας > του σπιτικού

λούφες: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

λούφος: Sula bassana > λούφος > πουλιά

λουχτουκιό: > δάκρυ > φυσιολογικά

λουχτούκισμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

λόφος: > λόφος > τοπογραφικά

λόχη: > ζέστη > καιρικά

λόχη: για να κόβει ο παπάς τον άγιο άρτο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λυγαροκούκουτσο: > καρπός > φυτολογικά

λύγκα: > λάμια > δαιμονικά

λυγκιάζουμαι: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λυγκιάζω: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λύγκιασμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

λύγκιασμα: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λυγκιασμός: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λυγκιό: > δάκρυ > φυσιολογικά

λυγκιό: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λύθια: > σύκα > του φαγιού

λύθος: άγουρο σύκο > σύκα > του φαγιού

λυθρινάρι: Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας

λυθρίνι: Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας

λύθρωπας: πέτρα που θρει έφκολα (είδος γαλαζόπετρας) > πέτρα > πέτρες

λύκαινα: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λυκάνθρωπος: > λυκοκάντζαρος > δαιμονικά

λυκινιά: κοπάδι λύκων > λύκος > θηλαστικά

λύκισα: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λυκοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

λυκόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

λυκοδόκανο: > δοκάνι > του κυνηγού

λυκοκάντζαρος: > λυκοκάντζαρος > δαιμονικά

λυκοποριά: > δρόμος > τοπογραφικά

λυκόπουλο: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λυκόρνιο: μαύρος γύπας > γύπας > πουλιά

λύκος: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

λύκος: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λύκος: αρώστια από μικρομανίταρα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

λύκος: ο κουτσός λύκος > παιδιών > παιγνίδια

λυκόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

λυκουνιά: > οικογένεια > οικογενειακά

λυκουνιά: κοπάδι λύκων > λύκος > θηλαστικά

λυκουρίνι: καπνιστό κεφαλόπουλο > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λυκοφαγωμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

λυκοφαμελιά: > λύκος > θηλαστικά

λυκοφαμελιά: > οικογένεια > οικογενειακά

λυκοχαβιά: μαγικό φυλαχτό που το κόβουν από το τομάρι του λύκου > φυλαχτό > δαιμονικά

λυμάρι: ένα λυμάρι είναι έξι χερόβολο > χεροβολιάζω > του χωραφιού

λύξα: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λύξιγκας: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λύρα: > λύρα > του μουσικού

λυράρης: > μουσικός > του μουσικού

λυσεντερία: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λυσίδι: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

λυσίδια: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

λυσκιασμός: > δάκρυ > φυσιολογικά

λυσομανά: > ο άνεμος > καιρικά

λύσσα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσάζω: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λύσσαμα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λύσσες: σπυριά στη γλώσσα > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσιάζω: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσιάρικος: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λύσσιασμα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσιασμένος: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσομάνημα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσομανώ: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυτάρι: το λουρί που δένουν τα σκυλιά > σκύλος > του κυνηγού

λύτσα: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

λυχνανάματα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

λυχνάρι: > λύχνος > του σπιτικού

λυχνητάρι: > λύχνος > του σπιτικού

λύχνος: > λύχνος > του σπιτικού

λύχνος: > λύχνος > ψάρια της θάλασσας

λυχνοστάτης: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

λυχνοστάτης: > λύχνος > του σπιτικού

λώβα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λώβα: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

λωβιά: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβιάζω: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβιάρης: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λώβιασμα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβιασμένος: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβός: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λώλα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλάγρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλαίνουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλομάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

λωλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλωμάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μάατορης: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαβής: > γαλανός > του ζουγράφου

μαβί: > ζαφείρι > πετράδια

μαβοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

μαβράδι: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβράδι: > μάτι > όργανα

μαβράδι: το μολύβι του μαραγκού > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μαβράθωρα: > σταφύλια > του φαγιού

μαβράκι: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

μαβρέτα: Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά

μαβριγιά: > γη > του χωραφιού

μαβριδερός: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρίζω: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρίλα: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

μαβρισμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρογάλανος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρόγεια: > γη > του χωραφιού

μαβρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαβρογή: > γη > του χωραφιού

μαβροδέματος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

μαβροδέματος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροκαμένο: μαβροκαμένο φέσι > καπέλο > ρούχα

μαβροκίτρινος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροκόκκινος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροκούβιδο: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

μαβροκούκι: > μπαχαρικά > του φαγιού

μαβρολίθι: > πέτρα > πέτρες

μαβρολμουχλιασμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαβρομάμουνο: Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

μαβρομάνικο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

μαβρομαντήλου: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

μαβρομάτης: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

μαβρομούστακος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαβρομπογιά: > είδη βαφών > του βαφιά

μαβρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

μαβροπουλάδα: > μαβροπουλάδα > πουλιά

μαβροπούλι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

μαβροπούλι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

μάβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

μαβρουδερός: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρούδια: > σταφύλια > του φαγιού

μαβρουλός: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρούτσικος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρόχωμα: > γη > του χωραφιού

μαβρόψαρο: > μαβρόψαρο > ψάρια της θάλασσας

μαβρόψαρο: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

μαβρόψωμο: > ψωμί > του φαγιού

μάγα: > μάγος > δαιμονικά

μαγαζί: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγαζιάτορας: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγαζιέρης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγαρίστρα: > μάγος > δαιμονικά

μάγαρο: > ποντικός > θηλαστικά

μαγγάνι: σύνεργο για γνέσιμο ή κτένημα > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας

μαγγανιές: > μάγια > δαιμονικά

μαγγανίζω: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μαγγανίζω: χωρίζω το μπαμπάκι από τον μπαμπακόσπορο με το μάγγανο > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

μάγγανο: > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας

μαγγανοπήγαδο: > μάγγανος > του χωραφιού

μάγγανος: > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας

μάγγανος: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μάγγανος: > μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

μάγγανος: > μάγγανος > του χωραφιού

μαγγώνω: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μαγέβω: > μαγέβω > δαιμονικά

μαγειρέματα: > μαγειρέματα > του μαγεριού

μάγεμα: > μάγεμα > δαιμονικά

μαγεμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

μαγεριό: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μαγερίτσα: πασκαλιάτικη σούπα > ζουμί > του φαγιού

μαγιά: > αλέβρι > του φαγιού

μαγιά: > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

μάγια: > μάγια > δαιμονικά

Μαγιάπριλο: Απριλομάς > μήνας > της μέρας και της ώρας

μαγιασίλι: > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγιασίλι: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγιάτικο: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

μαγικά: > μάγια > δαιμονικά

μαγιοβότανο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

μάγισα: > μάγος > δαιμονικά

μαγίστρα: > μάγος > δαιμονικά

μαγκάλι: > μαγκάλι > του σπιτικού

μαγκάλι: > ψησταριά > του μαγεριού

μαγκανοτσάγρα: > τσάγρα > του πολεμιστή

μαγκίπης: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγκούρα: > ραβδί > του πολεμιστή

μαγνάδι: νυφιάτικο τσεμπέρι > φακιόλι > ρούχα

μάγος: > μάγος > δαιμονικά

μαγούλα: > λόφος > τοπογραφικά

μαγούλα: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

μαγουλάδες: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλάς: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλήθρα: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλήθρες: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλιά: μισό κεφάλι σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού

μαγουλίκα: > μαγουλίκα > ρούχα

μαγουλίκι: > φακιόλι > ρούχα

μάγουλο: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

μαδάρα: > σάρα > τοπογραφικά

μαδαρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαδέλι: μαδέλι του σπυριού του σιταριού > λουβί > φυτολογικά

μαδέμι: > μαδέμι > μέταλλα και χημικά

μαδέμι: > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαδέμια (τα): τα μαδέμια της σαβούρας > σαβούρα > του καραβιού

μαδένι: > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαδένι: μέταλλο > μαδέμι > μέταλλα και χημικά

μαδεντζής: εργάτης σε μίνα > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαδέρι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μαδός: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαδώ: > μουτέβω > πουλολογικά

μαέστρος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μάζα: συμπέτρωμα > πέτρα > πέτρες

μάζαλη: > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

μαζέβει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαζέματα: > σταχολογώ > του χωραφιού

μαζεφτήρι: > μαζεφτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μαζιά: > πέτρα > πέτρες

μαζίνος: > μαζίνος > ψάρια του γλυκού νερού

μαζώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαζώνω: > σταχολογώ > του χωραφιού

μάζωξε: η μέρα μάζωξε > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μαζώχτρα: > γεωργός > του χωραφιού

μαζώχτρα: > ραβδίζω > του χωραφιού

Μάης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

μαϊμού: Primates > μαϊμού > θηλαστικά

μαϊνάρω: μαϊνάρω τα πανιά > μαϊνάρω > αρμενίσματα

μαινούλα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μαινούλι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μαϊντανός: > λαχανικά > του φαγιού

μαΐστρα: > πανιά > του καραβιού

μαϊστράλι: δυνατός μαΐστρος > μαϊστράλι > καιρικά

μαϊστραλίζει: μαϊστραλίζει η θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά

μαΐστρος: βοριοδυτικός > άνεμος > καιρικά

μαΐστρος: βοριοδυτικός > άνεμος > καιρικά

μαϊστροτραμουντάνα: > άνεμος > καιρικά

μακαράδες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μακαρανόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μακαράς: > παρκέτα > του καραβιού

μακαριά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μακαριά: το δείπνο των πεθαμένων > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μακαρισμοί: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μακαρίτης: > μακαρίτης > οικογενειακά

μακαρόνια: > μακαρόνια > του φαγιού

μακάσι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μακάτι: > μακάτι > του σπιτικού

μακελάρης: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μακελάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

μακελιό: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μακελωμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

μάκινα: για τα κουμπιά > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

μακκάς: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μακκασοσαΐτης: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μακρηθωρίζω: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρήθωρος: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρόβλεπτος: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροβούτι: > βουτιά > αρμενίσματα

μακροβουτιά: > βουτιά > αρμενίσματα

μακροβύζα: > βυζί > όργανα

μακρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μακροδόντης: > δόντι > όργανα

μακροκάνης: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροκατουριστής: > κάτουρο > φυσιολογικά

μακροκατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

μακρολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

μακρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μακρομάσταρη: > βυζί > όργανα

μακρομάτης: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μακρομύτης: > μύτη > όργανα

μακρομύτικος: > μύτη > όργανα

μακρομυτούσα: > μύτη > όργανα

μακροξυλάρα: > σκούπα > του σπιτικού

μακροπόδαρος: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροπόδης: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροσκέλης: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρόφτερος: > φτερό > πουλολογικά

μακροχέρης: > μακροχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρόχερος: > μακροχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρυνάρι: > μακρυνάρι > του χτίστη

μακρυνάρι: διάδρομος > μακρυνάρι > τοπογραφικά

μακρυνάρι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

μάλαγμα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μαλάγρα: > δολώνω > της ψαρικής

μαλαγρώνω: ρίχνω μαλάγρα στη θάλασσα για να τραβήξω τα ψάρια > δολώνω > της ψαρικής

μαλάθρακας: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαθράκι: > ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαθρίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

μαλαθρίτης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

μαλαθρόγη: > γη > του χωραφιού

μαλαθρόκρασο: > κρασί > του φαγιού

μαλάκα: μαλάκυνσις > μαλάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλακό: μαλακό μονοπάτι > δρόμος > τοπογραφικά

μαλακόπετρα: > αλαφρόπετρα > πέτρες

μαλακόσυρτος: μαλακόσυρτος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

μαλακόφι: φαρδί φουστάνι ανατολίτικο > φουστάνι > ρούχα

μαλακώνει: > καιρός > καιρικά

μαλακώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλακώνω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μάλαμα: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

μαλαματένιος: > χρυσός > του ζουγράφου

μαλαματικά: > διαμαντικά > πετράδια

μαλαματοκαπνίζω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

μαλαματώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

μάλαξη: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μαλάς: > μαλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαλάς: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μαλαφράντζα: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαφραντζιάζω: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαχτάρι: > φούρνος > του μαγεριού

μαλαχταριά: σβουνιά που αλείφουν το αλώνι > αλώνι > του χωραφιού

μαλαχτήρι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μαλαχτικό: > γιατρικό > γιατρικά

μαλί: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαλί: > μαλί > της βοσκής

μαλί: > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας

μαλιά: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαλιάδες: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μάλιασε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

μαλίνα: σάλι από μαλί > σάλι > ρούχα

μάλινο: > είδη πανιών > πανιά

μαλινοπουλητής: > μαλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαλίτικο: > είδη πανιών > πανιά

μαλοτεχνίτρα: που δουλεύει με τέχνη τα μαλιά > μαλοτεχνίτρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαλτέζικη: μαλτέζικη βάρκα > είδη καραβιών > καράβια

μαμά: > μητέρα > οικογενειακά

μαμάκα: > μητέρα > οικογενειακά

μαμάκα: η τσέπη του οισοφάγου όπου σταματά πρώτα το φαγί των πουλιών προτού κατέβει στο στομάχι > γκούσα > πουλολογικά

μάμαλα (τα): γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

μαμαλίγκα: > ψωμί > του φαγιού

μαμή: > μαμή > βιολογικά

μαμική: > μαμή > βιολογικά

μάμος: > γιατρός > γιατρικά

μαμούδι: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

μαμούκι: > κουκούλα > ρούχα

μαμούκι: της χανούμισας > φακιόλι > ρούχα

μαμούνι: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

μαμούνι: οίστρος > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

μάνα: > βρύση > του χωραφιού

μάνα: > μητέρα > οικογενειακά

μαναβέλα: > μαναβέλα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μανάβης: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

μανάβης: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μανάβικο: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

μανάλι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μανάρι: > μανάρι > της βοσκής

μανάρια: > τσεκούρι > του χωραφιού

μανέλα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μανέλι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μανέστρα: > ζουμί > του φαγιού

μάνητα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανία: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μάνιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανιβέλα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μανίζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανικάτος: > μανίκι > ραφτικά

μανικέτι: > ασπρόρουχα > ρούχα

μανίκι: > μανίκι > ραφτικά

μανίκι: της γούνας του (ή της κάπας του) μανίκι = πολύ μακρινός συγγενής > συγγενής > οικογενειακά

μανικοκάπι: > κάπα > ρούχα

μανικοκάπι: > μανίκι > ραφτικά

μανικοπουκάμισα (τα): > μανίκι > ραφτικά

μανικώνω: βάζω ένα μανίκι (χέρι, χερούλι) σε σύνεργο > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

μανικωτός: > μανίκι > ραφτικά

μανισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανόγαλο: μαγεία για έρωτα > μάγια > δαιμονικά

μανόλι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μανός: αριό δίχτυ > δίχτυ > της ψαρικής

μανουάλι: όπου μπήγουν τα κεριά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

μανούλα: > μητέρα > οικογενειακά

μανούλα: > τυροκομώ > της βοσκής

μανούλι: > τυροκομώ > της βοσκής

μανούρα: > τυροκομώ > της βοσκής

μανούρι: > τυροκομώ > της βοσκής

μάντακας: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

μανταλάκια: ξυλάκια της μπουγάδας για να καρφώνουν τα ρούχα στο σκοινί > πλύση > του σπιτικού

μανταλιά: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μάνταλος: > ζεμπερέκι > του χτίστη

μάνταλος: > σύρτης > του χτίστη

μαντανία: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαντάνια: τα ξύλα που χτυπούν το μαλί > μαντάνια > της νεροτριβής

μανταπολάμι: > πανιά > πανιά

μαντάρισμα: > μπάλωμα > ραφτικά

μαντάρω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μανταφούνια: τα σκοινάκια για τις μούδες > σκοινιά > του καραβιού

μαντέλο: > πανωφόρι > ρούχα

μαντέμι: λειωμένο μέταλλο | μίνα, φλέβα, μεταλλείο > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαντεφτής: > μαντολόγος > δαιμονικά

μαντζακάσα: μονόκανο τουφέκι > τουφέκι > του πολεμιστή

μαντζούνι: γιατρικό που το γλείφει κανείς στο στόμα > γιατρικό > γιατρικά

μαντζουράνα: > ζεστό > του φαγιού

μαντί: > μαντί > ρούχα

μαντικάπι: σηκωτήρι > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μάντικας: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

μαντίλα: > μαντίλι > ρούχα

μαντίλα: το πετσί που κρέμεται από το λαιμό του βοδιού > γελάδι > της βοσκής

μαντίλι: > μαντίλι > ρούχα

μαντιλωσιά: > φακιόλι > ρούχα

μαντίστρα: > μαντολόγος > δαιμονικά

μαντολάτο: > γλυκά > του φαγιού

μαντολινάτα: κοντσέρτο από μαντολίνα > μαντολίνο > του μουσικού

μαντολίνο: > μαντολίνο > του μουσικού

μαντολόγια: > μάγια > δαιμονικά

μαντολογίδια: τα σύνεργα για τις μαγγανιές και τα ξορκίσματα > μάγια > δαιμονικά

μαντολόγος: > μαντολόγος > δαιμονικά

μαντουλάρικα: πράσινα > σύκα > του φαγιού

μαντούρα: > μαντούρα > του μουσικού

μάντρα: > μάντρα > της βοσκής

μάντρα: > μαντρότοιχος > του χτίστη

μάντρα: > μαντρότοιχος > του χτίστη

μάντρα: > σπιτότοπος > του χτίστη

μαντραβίλια: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μαντράς: > πανιά > πανιά

μαντρί: > μάντρα > της βοσκής

μαντρίζω: > μπλοκάρω > του πολεμιστή

μαντρίζω: > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μαντρίζω: > στανιάζω > της βοσκής

μαντρόσκυλο: > μαντρόσκυλο > της βοσκής

μαντρόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

μαντρότοιχος: > μαντρότοιχος > του χτίστη

μαντρότοιχος: > φράχτης > του χωραφιού

μάντρωμα: > σπιτότοπος > του χτίστη

μανώνω: μανωμένα δίχτια > δίχτυ > της ψαρικής

μαξιλάρα: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλάρα ντουβαριαστή: για σοφά > κρέβατος > του σπιτικού

μαξιλάρι: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλαροθήκη: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλαρομάνα: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλαρόντυμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξούλι: > σοδιά > του χωραφιού

μαόνι: > ξύλα > του μαραγκού

μαούνα: > είδη καραβιών > καράβια

μαραγκός: > μαραγκός > του μαραγκού

μαραγκοσύνη: > μαραγκοσύνη > του μαραγκού

μαραγκούδικο: > μαραγκούδικο > του μαραγκού

μαράζι: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραζιάρης: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραζιασμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραζώνω: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραθοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

μαραίνεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

μαράχια: μάβρα κι άσπρα > γίδι > της βοσκής

μάργα: > λάσπη > τοπογραφικά

μάργα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

μαργαριτάρι: μαργαρίτης (εκκλησ.) > μαργαριτάρι > πετράδια

μαργαριτοαρόριζα: > μάργαρο > πετράδια

μάργαρο: > μάργαρο > πετράδια

μαργέλι: > στρήφωμα > ραφτικά

μαργελώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μαργιά: προβατίνα που δεν κάνει πια αρνιά > πρόβατο > της βοσκής

μαργομάρα: > κομάρα > φυσιολογικά

μάργωμα: από κρύο > μούδιασμα > φυσιολογικά

μαργώνει: > το κρύο > καιρικά

μαργώνω: > μούδιασμα > φυσιολογικά

μαργωτήρα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

μαρδαβίτσα: > ελιά > φυσιολογικά

μαρίδα: Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας

μαρινάτο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

μαριόλα: > αλεπού > θηλαστικά

μαρίτσα: Cypraea moneta (cowrie) > μαρίτσα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μαρκαλάω: > μαρκάλος > της βοσκής

μαρκάλος: ο καιρός που μαρκαλιούνται τα γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής

μαρκάσι: αχάτης λίθος > αρναούρα > πετράδια

μαρκάσι: λεπιδόλιθος > σουγλεϊμαντάς > πετράδια

μαρκάτο: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαρκούτσι: το μασούρι του ναργιλέ > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαρκουτσιέρης: αυτός που βαστά το μαρκούτσι (το λαστιχένιο σουληνάρι που κατεβάζει τον αέρα στο βουτηχτή) > βουτηχτής > αρμενίσματα

μαρμάρα: > πρόβατο > της βοσκής

μαρμάρα: > στείρα > βιολογικά

μαρμάρα: στέρφα > γίδι > της βοσκής

μαρμαράδικο: το εργαστήρι του μαρμαρά > μαρμαράδικο > του χτίστη

μαρμαράς: > πετράς > του χτίστη

μαρμάρι: κάθε μέρος όπου βρίσκουνται αρχαία μάρμαρα > μαρμάρι > τοπογραφικά

μάρμαρο: > πέτρα > πέτρες

μαρμαροβλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαρμαροβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

μαρμελάδα: > γλυκά > του φαγιού

μαρνέρα: > κάσα > του σπιτικού

μαρνέρος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

μαρουδιά: κοκκινωπό μαμούνι που τρώει τα φύλλα των φυτών > μαρουδιά > σκουλήκια και ζωύφια

μαρούλι: > λαχανικά > του φαγιού

μαρουλοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

μαρτζέλια: μαρτζέλια της κατσίκας > γίδι > της βοσκής

Μάρτης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

μαρτί: > μανάρι > της βοσκής

μαρτιάτικος: μαρτιάτικος χειμώνας > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

μαρτυριάτικα: τα σταυρουδάκια και οι ασημοπαράδες που μοιράζουνε στα βαφτίσια > βάφτισμα > οικογενειακά

Μάρω: η Μάρω κι ο Γιάννος > αστερισμοί > αστρικά

μασαλάς: το πυροφάνι > πυροφάνι > της ψαρικής

μασάτι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

μασάτι: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μασγάλι: πολεμότρυπα κανονιού > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μασέλα: > σαγόνι > κόκκαλα

μασέλα: > στόμα > όργανα

μασιά: > μασιά > του μαγεριού

μασιά: > σκάλεθρο > του σπιτικού

μασκάλη: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

μασκαρέτο: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μάσκες: > πλώρη > του καραβιού

μάσκουλα: τα μάσκουλα = τουφεκιές που ρίχνουν τις γιορτές > τουφέκι > του πολεμιστή

μάσκουλο: > κανόνι > του πολεμιστή

μάσκουλο: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

μάσκουλο: > ρεζές > του χτίστη

μασουράκι: > ζυμαρικά > του φαγιού

μασουράκια: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

μασούρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μασουρίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μασουρίζω: μασουρίζω την ανέμη > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

μασουρολόγος: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μασούτα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μάστακας: η κάμπια της ακρίδας > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

μασταλούδα: παραγινωμένο σύκο > σύκα > του φαγιού

μαστάρα: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαστάρι: μαστάρι ζώου > βυζί > όργανα

μαστέλο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μαστέλο: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαστέλο: > πλύση > του σπιτικού

μαστίχα: > γλυκά > του φαγιού

μαστίχα: > κρασί > του φαγιού

μαστίχα: > ρετσίνα > φυτολογικά

μαστιχάς: > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαστίχι: > ρετσίνα > φυτολογικά

μαστιχιούς: > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαστιχόλαδο: > λάδι > του φαγιού

μάστορας: > χτίστης > του χτίστη

μάστορης: > χτίστης > του χτίστη

μαστραπάς: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μαστραπάς: > μπρίκι > του μαγεριού

ματαράς: > ματαράς > του τρύγου

ματζαρόλι: ρολόι με άμμο > ρολόι > του σπιτικού

μάτης: > μάτι > όργανα

μάτι: > βασκανιά > δαιμονικά

μάτι: > βρύση > του χωραφιού

μάτι: > μάτι > όργανα

μάτι: > μάτι > φυτολογικά

μάτι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

μάτι: purpurea γένος | μάτι της θάλασσας = κοχλίδι της πορφύρας > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μάτι: η τρύπα του διχτιού που γίνεται από το πλέξιμο > δίχτυ > της ψαρικής

ματιά: > όραση > φυσιολογικά

μάτια: > αβγά > του φαγιού

ματιάζω: > μαγέβω > δαιμονικά

μάτιασμα: > βασκανιά > δαιμονικά

ματιασμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

ματιαστής: > βάσκανος > δαιμονικά

ματίζω: ενώνω τις άκρες δυο σκοινιών > ματίζω > αρμενίσματα

ματισιά: > ματίζω > αρμενίσματα

μάτισμα: > ματίζω > αρμενίσματα

ματοβαμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματόβαφος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ματόβαφος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματόκλαδα: > μάτι > όργανα

ματόκλαδο: > μάτι > όργανα

ματόκορο: > μάτι > όργανα

ματοκύλισμα: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματοκυλισμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματολόγος: > γιατρός > γιατρικά

ματόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

ματοπιάνω: > μαγέβω > δαιμονικά

ματοπιασμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

ματόπονος: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματοστάλαχτος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματοστάσι: κόκκινο σομακί > σομακί > πέτρες

ματοστάτης: > οπάλι > πετράδια

ματοστάτης: > σομακί > πέτρες

ματότρυπα: > μάτι > όργανα

ματοτσάμπουρα: > μάτι > όργανα

ματοτσίνουρα: > μάτι > όργανα

μάτουκα: > μάτουκα > του χωραφιού

ματούφι: > μάτι > όργανα

ματοφρύδι: > μάτι > όργανα

ματόφρυδο: > μάτι > όργανα

ματοφυλλάδα: > μάτι > όργανα

ματόφυλλο: > μάτι > όργανα

ματρακάς: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

ματσίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ματσιπέτι: > μέρη της στέγης > του χτίστη

ματσίτικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ματσόλα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ματσόλα: το σφυρί του καλαφάτη > καλαφατίζω > του σκαριού

μάτσος: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

μάτσος: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

ματσούκα: > ραβδί > του πολεμιστή

ματσούκι: > ραβδί > του πολεμιστή

μάτωμα: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματωμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματώνω: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαφόρι: > μάγια > δαιμονικά

μαφόρι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

μαχαιράδικο: > μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαχαιράς: > μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαχαίρι: > μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαχαίρι: > μαχαίρι > του πολεμιστή

μαχαίρι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

μαχαιριά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαχαιρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

μαχαιροπήρουνα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

μαχλίτσι: ξεμαγγανισμένο μπαμπάκι > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

μαχραμάς: > φακιόλι > ρούχα

μαχραμάς: κεντητό πεσκήρι > νιφτήρας > του σπιτικού

μεγαλάρμενο: > καράβι > καράβια

μεγαλέμπορος: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεγαλοβδομάδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

μεγαλοδόντης: > δόντι > όργανα

μεγαλόδρομο: > δρόμος > τοπογραφικά

μεγαλοκοπέλα: > κόρη > οικογενειακά

μεγαλομηνάς: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μεγαλομύτης: > μύτη > όργανα

μεγαλόστομος: > στόμα > όργανα

μεγαλυνάρι: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μέγγενες: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μέγγενη: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μεδούλι: > μεδούλι > κόκκαλα

μεδούλι: > σφαχτό > του φαγιού

μέδουσα: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μεέγκι: λυδία λίθος > ασημόπετρα > πέτρες

μεζέδες: > μεζελίκια > του φαγιού

μεζελίκια: > μεζελίκια > του φαγιού

μεζίκι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μεθυσμένος: πάλι μεθυσμένος είσαι > είδη χορών > χοροί

μεθύστρα: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

μεθύστρα: Venus γένος > μεθύστρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μεϊντάνι: > πλατεία > τοπογραφικά

μεϊντάνια: > γελέκο > ρούχα

μεϊντανογέλεκο: > γελέκο > ρούχα

μελάγγεια: > γη > του χωραφιού

μελάγγη: > γη > του χωραφιού

μελάγγι: > γη > του χωραφιού

μελαγγόνη: > γη > του χωραφιού

μελαγγόνι: μέρος όπου βρίσκεται μελάγγη > γη > του χωραφιού

μέλαγγος: > γη > του χωραφιού

μελαγγώνω: στρώνω με μελάγγη > μελαγγώνω > του χωραφιού

μέλανα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μελανάδα: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελανί: > μάβρος > του ζουγράφου

μελάνι: > γραφικά > του σπιτικού

μελανιά: > αίμα > φυσιολογικά

μελανιά: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελανιάζει: > καιρός > καιρικά

μελανιάζω: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελάνιασμα: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελανιασμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανιός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανούρι: > μαβρόψαρο > ψάρια της θάλασσας

μελανωμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανωπός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελάτα: > αβγά > του φαγιού

μελαχρινός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελαψός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελέζι: > ψωμί > του φαγιού

μελένιο: > γλυκά > του φαγιού

μέλερη: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μεληδόνα: Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μελί: > κίτρινος > του ζουγράφου

μέλι: > μέλι > του φαγιού

μέλι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελίγγι: > μηλίγγι > κόκκαλα

μελιγγόνι: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μελίγγρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μελίγγρα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μελιντζανής: > μόρικος > του ζουγράφου

μέλισα: > ζεστό > του φαγιού

μέλισα: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισί: > κίτρινος > του ζουγράφου

μελισί: > κόκκινος > του ζουγράφου

μελίσι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελίσι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισοβοσκός: > μελισουργός > του χωραφιού

μελισοδάρτης: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μελισοκόφινο: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισολόγι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισός: > κίτρινος > του ζουγράφου

μελισοστάφυλλα: > σταφύλια > του φαγιού

μελισουργός: > μελισουργός > του χωραφιού

μελισουργός: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

μελισοφάγος: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

μελίτακας: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μελιτένιες: > νεράιδα > δαιμονικά

μελιτζανάκι: > γλυκά > του φαγιού

μελιτζανής: > μόρικος > του ζουγράφου

μελιτζανί: > μόρικος > του ζουγράφου

μελιτζανόσυκα: > σύκα > του φαγιού

μελιτούρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μελίχλωρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

μελόκρασο: > κρασί > του φαγιού

μελόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μελόπητα: > μέλι > του φαγιού

μελόπητα: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελούδα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μελουδάρι: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

μελούδι: το μυαλό του κοκκάλου > μεδούλι > κόκκαλα

μελούρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μελτέμι: > βορίσματα > καιρικά

μέλωμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μενεξεδής: > μόρικος > του ζουγράφου

μενεξεδί: > μόρικος > του ζουγράφου

μενεξελής: > μόρικος > του ζουγράφου

μενεξελί: > μόρικος > του ζουγράφου

μένουλα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μεντάτι: βοήθεια > μεντάτι > του πολεμιστή

μεντέρι: > μιντέρι > του σπιτικού

μεντερλίκι: > μιντέρι > του σπιτικού

μεντζουβί: > ρετσίνα > φυτολογικά

μέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μεράδι: μεράδι νερό > βρύση > του χωραφιού

μερέντε: > δείλι > της μέρας και της ώρας

μερέτι: > δείλι > της μέρας και της ώρας

μερί: > πόδι > κόκκαλα

μεριάδες: > βοσκή > της βοσκής

μεριδιάνα: ρολόι του ήλιου > ρολόι > του σπιτικού

μερλούτσι: Merluccius merluccius > μερλούτσι > ψάρια της θάλασσας

μέρμηγκας: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μερμήγκι: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μερμηγκιά: > ελιά > φυσιολογικά

μερμηγκοβότανο: διάφορα γιατρεφτικά βοτάνια ανακατεμένα μαζί > είδη γιατρικών > γιατρικά

μερμηγκολόγος: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

μερμηγκοφάγος: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

μερμηγκοφωλιά: > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μερολόγι: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

μερολόγι: βιβλίο μουσικής σύνθεσης > μερολόγι > του μουσικού

μερομήνια: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

μερόνυχτα: μέρα νύχτα > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερονύχτι: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερόνυχτο: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερόπουλα: μέρες και μερόπουλα > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερούσι: μέτρο για ελιές > μερούσι > του χωραφιού

μερσίνα: νήμα για το αγκίστρι > καλάμι > της ψαρικής

μερσίνι: Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας

μερσινίσιο μπεντένι: > ορμίδι > της ψαρικής

μερσινόκρασο: > κρασί > του φαγιού

μερσοβάνι: > μερσοβάνι > θηλαστικά

μερτζανένιος: > κοράλι > πετράδια

μερτζάνι: > κοράλι > πετράδια

μερτζάνι: Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας

μέσα: μέσα στα όλα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

μέσαβγα: > αβγή > αστρικά

μεσάδι: πετσί για σολάρισμα > πετσί > του παπουτσή

μεσάλι: > νιφτήρας > του σπιτικού

μεσάντρα: προθάλαμος > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μεσάνυχτα: τ' άκραχτα μεσάνυχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσαριά: περατωτά του δρόμου > κατάστρατα > τοπογραφικά

μεσαριά: το ακαλιέργητο μέρος ανάμεσα στα χωράφια > χωράφι > του χωραφιού

μεσάτο: μεσάτο σακάκι = πιασμένο στη μέση > σακάκι > ρούχα

μέση: > μέση > ανατομικά κατατόπια

μεσημέρι: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

μεσημεριάζει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μεσημεριάζω: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

μέσης: > άνεμος > καιρικά

μεσιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

μεσιακό: μισό-μισό > χωράφι > του χωραφιού

μεσιακός: μεσιακός τοίχος > τοίχος > του χτίστη

μεσιανός: μεσιανός τοίχος > τοίχος > του χτίστη

μεσικά: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

μεσίνα: > καλάμι > της ψαρικής

μεσινέζα: > καλάμι > της ψαρικής

μεσιτέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσιτεία: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσίτεμα: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσίτης: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσοβδόμαδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

μεσοβόρι: βοριοανατολικός > άνεμος > καιρικά

μεσοδόκι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μεσοδρομίς: στη μέση του δρόμου > κατάστρατα > τοπογραφικά

μεσοκαλόκαιρο: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

μεσοκάναλα: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

μεσονείριασμα: > όνειρο > φυσιολογικά

μεσονέφρι: > νεφρί > όργανα

μεσονύχτι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσονυχτιά: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσονυχτίς: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσοπέλαγα: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

μεσόπλατα (τα): > ράχη > ανατομικά κατατόπια

μεσόρανα: > ουρανός > καιρικά

μεσορούγι: > δρόμος > τοπογραφικά

μέσος: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

μεσοσπορίτης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μεσόστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

μεσόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

μεσοτοίχι: > τοίχος > του χτίστη

μεσότοιχο: > τοίχος > του χτίστη

μεσουρανίζει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μεσουρανίζω: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

μεσουρανίζω: > ουρανός > καιρικά

μεσοφόρι: > φουστάνι > ρούχα

μεσοφούστανο: > φουστάνι > ρούχα

μεσοχείμωνο: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

μεσοχώρι: η μέση του χωριού > χωριό > τοπογραφικά

μεσοψάλιδο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μέστι: αρχοντικό παπούτσι πολίτικο > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μεταλαβαίνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μεταλαβή: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μεταλαβιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μεταλαμπαδέβω: μεταλαμπαδέβω ελιές > μπολιάζω > φυτολογικά

μετάληψη: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μετανίζω: κάνω μετάνοιες, πέφτω στα γόνατα > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μεταξάρης: έμπορος μεταξιού > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

μεταξαριό: > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

μεταξάς: > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

μεταξάς: > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

μετάξι: > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

μεταξοσκούληκο: > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

μεταξότριχα: > καλάμι > της ψαρικής

μεταξωτό: > είδη πανιών > πανιά

μετερίζι: περιτείχισμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μετζάνα: > κατάρτια > του καραβιού

μετζάστρα: μεσίστιος > παντιέρα > του καραβιού

μετζεσόλα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μετοχάρης: > κολήγας > του χωραφιού

μετόχι: > χτήμα > του χωραφιού

μετόχι: ξωμάχι μοναστηριού > μοναστήρι > της εκκλησιάς

μέτρα: μικρή καρδάρα για να μετράνε το γάλα > αρμεγός > της βοσκής

μετρητές: μετρητές βελονιές > βελονιές > ραφτικά

μέτωπο: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

μεχέγκι: > ασημόπετρα > πέτρες

μηλαδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

μηλαδέρφι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

μηλάπιδο: > μήλο > του φαγιού

μηλί: > κόκκινος > του ζουγράφου

μήλι: καθετήρ > μήλι > γιατρικά

μηλίγγι: κρόταφος > μηλίγγι > κόκκαλα

μήλιγγος: > μηλίγγι > κόκκαλα

μηλιόνι: > τουφέκι > του πολεμιστή

μηλιόρα: Pediculus > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μηλιόρα: χρονιάτικο βετούλι > γίδι > της βοσκής

μηλιόρι: > γίδι > της βοσκής

μηλιόρι: > πρόβατο > της βοσκής

μήλο: > μήλο > του φαγιού

μηλογόνατο: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

μηλογόνατο: > πόδι > κόκκαλα

μηλοκύδωνο: > μήλο > του φαγιού

μηλοροδάκινο: > ροδάκινο > του φαγιού

μηναλλάγια: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

μήνας: > μήνας > της μέρας και της ώρας

μηνιάτικα (τα): > μηνιάτικα > φυσιολογικά

μητέρα: > μητέρα > οικογενειακά

μήτρα: > μήτρα > όργανα

μητριά: > μητέρα > οικογενειακά

μητρόπολη: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

μητροπολίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

μίγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

μιγιαλούδι: Chironomidae γένος > μιγούδι > σκουλήκια και ζωύφια

μιγολόγος: Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά

μιγούδι: Chironomidae γένος > μιγούδι > σκουλήκια και ζωύφια

μιγοφάς: Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά

μιγοχάφτης: Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά

μιδιά: σκουλήκι της θάλασσας > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

μικροδόντης: > δόντι > όργανα

μικροκηδεία: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μικρομάνα: μάνα που πρωτοβυζαίνει μωρό > μητέρα > οικογενειακά

μικρόπαιδο: > παιδί > οικογενειακά

μικροπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

μικροπούλι: > πουλί > πουλολογικά

μικρός: > παιδί > οικογενειακά

μικρός: > παιδί > οικογενειακά

μικρός: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μικρούλης: > παιδί > οικογενειακά

μικροχήρα: > χήρα > οικογενειακά

μιλίγγρα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μιλούδα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μιλούδα: αρώστια από το μαμούνι μελούδα (μελουδιάζω, μιλουδιάζω) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μιναρές: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

μινούτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

μιντάνι: τούρκικος ή πολίτικος καναπές κοντά στο παράθυρο > καναπές > του σπιτικού

μιντέρι: > μιντέρι > του σπιτικού

μίρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

μισάδι: μισό κοιλό > μόδι > του χωραφιού

μισή: τα 200 δράμια > κρασί > του φαγιού

μισοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

μισοδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

μισοδρομίς: στο μισό δρόμο > κατάστρατα > τοπογραφικά

μισόκωλος: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

μισολάγι: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

μισοπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

μισόπορτο: > πόρτα > του χτίστη

μισοσκέλι: περίνεον > αρχίδι > όργανα

μισοσυγγενής: > συγγενής > οικογενειακά

μισούλι: τα 200 δράμια > κρασί > του φαγιού

μισοφέγγαρο: > φεγγάρι > αστρικά

μισοφόρι: > φουστάνι > ρούχα

μισοφούστανο: > φουστάνι > ρούχα

μισοχρονίς: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

μίστα: λουριά γουρουνοπάπουτσου > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μίστικο: > είδη καραβιών > καράβια

μιστρί: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μιτάρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μιταριά: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μιταριάζω: περαματίζω τα μιτάρια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μιταρώνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μιτάτο: πετρόσπιτο στη μάντρα > μάντρα > της βοσκής

μιτζήθρα: > τυρί > του φαγιού

μιτζηθρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μιτζίθρα: > τυρί > της βοσκής

μίτρα: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

μιτώνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μνημονέβω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μνημονιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μνημόσυνο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μόδι: > μόδι > του χωραφιού

μοδίστρα: > ράφτης > ραφτικά

μοδιστρούλα: > ράφτης > ραφτικά

μοθόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

μοίρα: > γάμος > οικογενειακά

μοίρα: > μοίρα > δαιμονικά

μοιράζω: > χαρτιά > παιγνίδια

μοιράρης: μάγος που είναι και γιατρός > μάγος > δαιμονικά

μοιριασμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

μολάρω: αναριώνω > μολάρω > αρμενίσματα

μόλεμα: > μόλεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μολεψιά: μόλυνσις > μόλεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μόλιτσα: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

μόλος: > μόλος > του χτίστη

μολοχάνθι: > λουλούδι > φυτολογικά

μολοχί: > γαλανός > του ζουγράφου

μολυβαριά: το μολύβι της βόλτας > βόλτα > της ψαρικής

μολυβάς: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβδάδες: κρυαντήρια και παγούρια από μολυβδά (μολύβι και καλάι) > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μολυβδάς: μολύβι ανακατεμένο με καλάι > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβένιος: > σταχτής > του ζουγράφου

μολυβήθρα: > βόλτα > της ψαρικής

μολυβήθρα: > σκαντάλι > του καραβιού

μολυβής: > σταχτής > του ζουγράφου

μολυβί: > σταχτής > του ζουγράφου

μολύβι: > γραφικά > του σπιτικού

μολύβι: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολύβια: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

μολυβίζει: χαράζει > αβγή > αστρικά

μολυβόνερο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

μολυβόνερο: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβόχωμα: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

μολυντήρι: > σάβρα > σερπετά

μόλωμα: > μόλος > του χτίστη

μολώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

μόμπιλα: > συγυρικά > του σπιτικού

μονά: μονά-ζυγά > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

μοναξιά: > ερημιά > τοπογραφικά

μοναστήρι: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

μοναχογιός: > γιος > οικογενειακά

μοναχοκόρη: > κόρη > οικογενειακά

μοναχόλυκος: Canis lupus| που δεν τρώει τα χοντρικά ζώα > λύκος > θηλαστικά

μονή: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

μονήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μονημερίς: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μονοβύζα: > πρόβατο > της βοσκής

μονοδέντρι: > δέντρο > φυτολογικά

μονοδόντης: > δόντι > όργανα

μονόθυρο: αριό > είδη πανιών > πανιά

μονοκάνατη: > πόρτα > του χτίστη

μονόκανο: > τουφέκι > του πολεμιστή

μονόκερο: > γίδι > της βοσκής

μονοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

μονοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

μονοκοιλίτικος: > δίδυμος > βιολογικά

μονόκοιλος: > δίδυμος > βιολογικά

μονοκούπι: > είδη καραβιών > καράβια

μονόλυκος: > λυκοκάντζαρος > δαιμονικά

μονομάτης: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μονόματος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μονομερίδα: > άλλα φίδια > σερπετά

μονόξυλο: > είδη καραβιών > καράβια

μονόπατα: > σπίτι > του χτίστη

μονοπατάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

μονοπάτι: > δρόμος > τοπογραφικά

μονόπετρο: βράχος ξεκολημένος από τον κάβο > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

μονόπετρο: δαχτυλίδι που έχει ένα πετράδι μονάχα > διαμαντικά > πετράδια

μονοπόδαρος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μονοπράτσο: με μια βόλτα > αρμενισιά > αρμενίσματα

μονοπρόσωπο: κέντημα από τη μια μεριά μοναχά > κέντημα > ραφτικά

μονόριχτο: > σπίτι > του χτίστη

μονόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

μονόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

μονοφόρια: > ρούχα > ρούχα

μονόφυλλη: > πόρτα > του χτίστη

μονόχορδη: λύρα μ' ένα τέλι > λύρα > του μουσικού

μονόχορδο: > λύρα > του μουσικού

μοντέλο: > χνάρι > ραφτικά

μόρα: > όνειρο > φυσιολογικά

μόρα: > στοιχιό > δαιμονικά

μοριάζει: το φαγί σα μείνει με λίγο νερό στη βράση > μαγειρέματα > του μαγεριού

μόρικος: > μόρικος > του ζουγράφου

μορτάρι: > κανόνι > του πολεμιστή

μόρτης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μοσκάπιδο: > απίδι > του φαγιού

μοσκάρα: > γελάδι > της βοσκής

μοσκάρι: > γελάδι > της βοσκής

μοσκαρίσιο: > κρέας > του φαγιού

μοσκάτα: > σταφύλια > του φαγιού

μοσκάτο: > απίδι > του φαγιού

μοσκάτο: > κρασί > του φαγιού

μοσκοβάνια (τα): > απίδι > του φαγιού

μοσκοκάρυδο: > μπαχαρικά > του φαγιού

μοσκοκάρφι: > μπαχαρικά > του φαγιού

μοσκολίβανο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

μοσκόμηλο: > μήλο > του φαγιού

μοσκοπόντικο: Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά

μοσκοσάπουνο: > νιφτήρας > του σπιτικού

μοσκοσάπουνο: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μοσκοστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

μόστρα: > είδη χορών > χοροί

μόστρα: > μόστρα > ραφτικά

μουατζίρικο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

μουγγός: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουγγρί: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

μουγκομάρα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουγκόρθουνος: που μιλάει με τη μύτη > μουγκόρθουνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μούγκωμα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουδαρισμένα: μουδαρισμένα τα πανιά > μούδες > αρμενίσματα

μουδάρω: > μούδες > αρμενίσματα

μούδες: κάνω μούδες | δένω μούδες > μούδες > αρμενίσματα

μουδιάζει: > το κρύο > καιρικά

μουδιάζω: > μούδιασμα > φυσιολογικά

μούδιασμα: > μούδιασμα > φυσιολογικά

μουδιάστρα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

μουεζίνης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

μουζικάντης: > μουσικός > του μουσικού

μουθούνισμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

μούκουρα: τα φύκια τα σωριασμένα στο γιαλό > φυκιάδα > της θάλασσας και του καιρού

μούλα: > μουλάρι > θηλαστικά

μουλαράς: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

μουλαράς: > βοσκός > της βοσκής

μουλάρι: > μουλάρι > θηλαστικά

μουλαρολάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

μουλαρολάτης: > βοσκός > της βοσκής

μουλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

μούλικο: > νόθος > οικογενειακά

μούλκι: > χτήμα > του χωραφιού

μούλος: > νόθος > οικογενειακά

μούνα: Primates > μαϊμού > θηλαστικά

μουνάρα: > μήτρα > όργανα

μούναρος: > μήτρα > όργανα

μουνί: > μήτρα > όργανα

μούνος: > μήτρα > όργανα

μουνουχίζω: > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνούχιος: > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνούχισμα: ευνουχισμός > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνούχος: > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνοχάρι: > ζωντανά > της βοσκής

μουνοχάρικο: > ζωντανά > της βοσκής

μουνόχι: > πρόβατο > της βοσκής

μουνόχισμα: > τσοκανίζω > της βοσκής

μουνόψειρα: Phthirus inguinalis > μουνόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

μουντίζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μουντό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

μουντό: βαθύ κόκκινο > άλογο > θηλαστικά

μουντόχρωμο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

μουράγια: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μουράγιο: > μώλος > της θάλασσας και του καιρού

μούργος: > σκύλος > θηλαστικά

μούρη: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μουριέλα: Muscidae γένος| πρασινοκέφαλη μίγα > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

μούρκι: > χτήμα > του χωραφιού

μουρκόξυλο: μαβρομπογιά > είδη βαφών > του βαφιά

μουρλαίνουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μούρλια: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουρλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουρμούρα: > μουρμούρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μουρμούρα: Mormyrus oxyrhynchus > μουρμούρα > ψάρια της θάλασσας

μουρμούρι: Mormyrus oxyrhynchus > μουρμούρα > ψάρια της θάλασσας

μουρμουρίζει: > η γάτα > θηλαστικά

μούρο: ρακί από μούρα > κρασί > του φαγιού

μούρος: σπυρί του κεφαλιού > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουρότσιχλα: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

μουρούνα: Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας

μουρουνόλαδο: > λάδι > του φαγιού

μούρσος: σκαρί για βάρκα > σκαρί > του σκαριού

μούρτη: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μούσα: το πλατύ σφουγγαράκι που βαστάει ο παπάς για να μην πέσουν ψίχουλα την ώρα της κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

μουσακάς: > κρέας > του φαγιού

μουσαμαδιά: > μουσαμάς > ρούχα

μουσαμάς: > μουσαμάς > ρούχα

μουσαμάς: > πανιά > πανιά

μουσάντερα (τα): > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μουσάντρα: > μπατάρι > του χτίστη

μουσάντρα (η): > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μουσελίνα: > πανιά > πανιά

μούσι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουσικός: > μουσικός > του μουσικού

μούσκα: ψαρά > γίδι > της βοσκής

μουσκάλι: > φλογέρα > του μουσικού

μουσκέτο: > τουφέκι > του πολεμιστή

μούσκουλο: > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

μουσλούκι: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μουσμουλιασμένο: > απίδι > του φαγιού

μούσουλο: Mytilus edulis | τριχωτό μύδι > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μουσούνισμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

μουστακάκι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακαλής: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακάς: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακάτος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακάτος: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

μουστάκι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστάκια: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουσταλεβριά: > ζυμαρικά > του φαγιού

μουστάρα: > βυζί > όργανα

μουστάρδα: > μουστάρδα > του φαγιού

μουσταρδιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μουστάς: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

μουστερής: Heterocera | μουστερής θαλασσινός > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

μουστιά: ασκί για μούστο > ματαράς > του τρύγου

μουστοκούλικο: > ψωμί > του φαγιού

μουστοκούλουρο: > ψωμί > του φαγιού

μουστόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μουστοπητή: > βελονιές > ραφτικά

μουστοπρατίνα: γέρικη μα παχιά προβατίνα > πρόβατο > της βοσκής

μούστος: > μούστος > του τρύγου

μουστουλουτζής: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

μουστουλτζής: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

μουστόψωμο: > ψωμί > του φαγιού

μούτα: > καταχνιά > καιρικά

μουτέβω: > μουτέβω > πουλολογικά

μούτεμα: > μουτέβω > πουλολογικά

μούτος: βουβός (γιατί το πουλί μουτέβει δεν κελαϊδεί) > μουτέβω > πουλολογικά

μούτρο: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μούτσος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

μουτσούνα: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μούτσουνο: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μουχαλεμπί: > ρίζι > του φαγιού

μούχλη: > καταχνιά > καιρικά

μουχλιασμένο: > ψωμί > του φαγιού

μούχρωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μουχρώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μόχαλο: > πέτρα > πέτρες

μόχτα!: φωνή που βγάζει του βοδιού σαν να οργώνει ο οργοτόμος > οργώνω > του χωραφιού

μοχτερό: > γουρούνι > θηλαστικά

μπαγιάτικο: > ψωμί > του φαγιού

μπαγιονέτα: > κοντάρι > του πολεμιστή

μπαγκάρης: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπάγκες: > μέρη της στέγης > του χτίστη

μπαγκιέρης: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπάγκος: > καναπές > του σπιτικού

μπάγκος: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπάγκος: > ποτάμι > τοπογραφικά

μπάζα: > χαρτιά > παιγνίδια

μπαζίνα: > ψωμί > του φαγιού

μπαζούρι: > λύχνος > του σπιτικού

μπαϊλντίζω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

μπαΐλντισαν: μπαΐλντισαν τ' άλογα > άλογο > θηλαστικά

μπαΐλντισμα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

μπαινοβγαίνει: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

μπάκα: > μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπάκα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

μπακαλιάρος: ξερή μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

μπακαλόγατος: > γάτος > θηλαστικά

μπακάμι: κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

μπακάμι: κόκκινο ξύλο της τροπικής Αμερικής > ξύλα > του μαραγκού

μπακανιάζω: > μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπακανιάρης: > μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπακαράς: > χαρτιά > παιγνίδια

μπακίρι: χαλκός > μπακίρι > μέταλλα και χημικά

μπακιρικά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπακιρικά: > μπακιρικά > του μαγεριού

μπακιρικά: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακιρτζής: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακιρτζίδικο: > χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακίρωμα: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακιρώνω: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακλαβάς: > ζυμαρικά > του φαγιού

μπακράτσι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπακράτσι: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπάλα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλαμισδράλια: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλαρμάς: διπλές μπάλες αλυσοδεμένες > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλάσκα: για φυσέκια > μπαλάσκα > του πολεμιστή

μπαλαστρόπι: τάπα κανονιού > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλένα: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

μπαλέστρα: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

μπάλιο: ασπροπρόσωπο κι ασπρόουρο > πρόβατο > της βοσκής

μπάλιος: μάβρο άλογο με άσπρα στήματα > άλογο > θηλαστικά

μπαλκόνι: > μπαλκόνι > του χτίστη

μπάλος: > είδη χορών > χοροί

μπαλοτιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

μπαλουθιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

μπάλσμαμο: > γιατρικό > γιατρικά

μπαλτάς: > κόφτης > του μαγεριού

μπαλτάς: > μπαλτάς > του πολεμιστή

μπαλτάς: > τσεκούρι > του χωραφιού

μπαλτατζής: > μπαλτάς > του πολεμιστή

μπάλωμα: > μπάλωμα > ραφτικά

μπαλωματής: > παπουτσής > του παπουτσή

μπαλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μπαμπακάδα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπαμπάκας: > πατέρας > οικογενειακά

μπάμπακας: Rana > βάτραχος > σερπετά

μπαμπακερά: > πανιά > πανιά

μπαμπακερό: > είδη πανιών > πανιά

μπαμπάκι: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

μπαμπακοκάρυδο: > καρπός > φυτολογικά

μπαμπακόπετρα: αμίαντος > μπαμπακόπετρα > πέτρες

μπαμπακορόκα: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

μπαμπάς: > πατέρας > οικογενειακά

μπαμπάς: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μπαμπούλας: > μπαμπούλας > δαιμονικά

μπαμπούνα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπάμπουρας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

μπάμπουρας: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μπαμ-τρελελές: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μπανέλα: > στηθόπανο > ρούχα

μπανελιάζω: > στηθόπανο > ρούχα

μπαντανάς: > ασβέστης > του χτίστη

μπαξεβάνης: > περιβολάρης > του χωραφιού

μπαξές: > περιβόλι > του χωραφιού

μπαράκα: > μπαράκα > του χτίστη

μπαράκι: νοθογέννητο, ψεφτοπαίδι > νόθος > οικογενειακά

μπαρδάκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπάρες: νερά μαζεμένα > λίμνη > τοπογραφικά

μπαρκαρίζουμαι: > μπαρκάρω > αρμενίσματα

μπαρκάρω: > μπαρκάρω > αρμενίσματα

μπάρκο: > είδη καραβιών > καράβια

μπάρμπας: > θείος > οικογενειακά

μπαρμπέρης: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρμπερίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρμπεριό: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρμπούνι: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

μπαρούμα: > σκοινιά > του καραβιού

μπαρουξής: αφτός που φτιάνει μπαρούτι > μπαρουξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρουτόβολα: πολεμοφόδια > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαρουτχανές: πυριτιδαποθήκη > μπαρουτχανές > του πολεμιστή

μπασαβιόλα: > βιόλα > του μουσικού

μπασιά: > πόρτα > του χτίστη

μπασιά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

μπασλίκι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπάστα: > δίπλα > ραφτικά

μπάστακας: η πέτρα που έχουνε για τούκα όταν παίζουνε βώλους ή τόπι > μπάστακας > παιγνίδια

μπάστακας: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

μπασταρδέβει: ξεπέφτει, γυρίζει πίσω στην άγρια του γενολογιά > μπασταρδέβει το φυτό > φυτολογικά

μπαστάρδοι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μπάσταρδος: > νόθος > οικογενειακά

μπαστίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μπαστούνι: > κατάρτια > του καραβιού

μπαστούνι: > ραβδί > του πολεμιστή

μπάστρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπάστρα: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπαστράς: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπαταδούρος: > πόρτα > του χτίστη

μπατανία: > κρεβάτι > του σπιτικού

μπατάρει: > το πανί > αρμενίσματα

μπατάρει: αναποδογυρίζεται > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

μπατάρι: αρμάρι του τοίχου | ντουλάπι χωνεφτό > μπατάρι > του χτίστη

μπαταριά: > κανόνι > του πολεμιστή

μπαταριά: σύχρονες κανονιές από τη μια μεριά του καραβιού > μπαταριά > του κούρσου και του φορτωτή

μπατζάδες: υγρά χώματα > λάσπη > τοπογραφικά

μπατζάκια: το κάτω μέρος των ποδιών του παντελονιού > βρακί > ρούχα

μπατζανάκηδες: που έχουν πάρει δυο αδερφές > αντράδερφος > οικογενειακά

μπάτης: > στεριανό > καιρικά

μπατικιά: > πέτρα > του χτίστη

μπατίκια: δικαίωμα που πλερώνει ο παπάς του δεσπότη για να πάρει εκκλησιαστική επικαρπία > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μπατικιάζω: πλερώνω το δόσιμο για να μπορέσω να λειτουργήσω > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μπατίστα: > πανιά > πανιά

μπατούτα: > μπατούτα > του μουσικού

μπάτσα: > κλαδί > φυτολογικά

μπάφα: Mugil cephalus | ο θηλυκός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

μπαχάρι: > μπαχαρικά > του φαγιού

μπαχαρικά: > μπαχαρικά > του φαγιού

μπεβάδα: νερωμένο κρασί > κρασί > του φαγιού

μπεζόβλος: > πεζόβολος > της ψαρικής

μπεΐνα: > ανύπαντρη > οικογενειακά

μπεκάτσα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

μπεκατσίνι: Gallinago > μπεκατσίνι > πουλιά

μπεκατσόνι: Gallinago > μπεκατσόνι > πουλιά

μπεκαφίκος: > αμπελοπούλι > πουλιά

μπεκιάρης: > ανύπαντρος > οικογενειακά

μπεκιαρλίκι: > απαντρεψιά > οικογενειακά

μπεκιαροσύνη: > απαντρεψιά > οικογενειακά

μπελαμάνα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

μπελτές: > γλυκά > του φαγιού

μπεμπέκα: > μωρό > βιολογικά

μπεμπέκος: > μωρό > βιολογικά

μπεμπές: > μωρό > βιολογικά

μπεντένι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μπέντουλο: αθερινόδιχτο > δίχτυ > της ψαρικής

μπεξής: νυχτοφύλακας > μπεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπερδέφτηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

μπερέτα: > κιουλάφι > ρούχα

μπερκέτι: > σοδιά > του χωραφιού

μπερλίνα: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπεχλιβάνης: > μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπηχτή: > σπαθί > του πολεμιστή

μπηχτήρι: > μαχαίρι > του πολεμιστή

μπιζέλια: > λαχανικά > του φαγιού

μπίλια: μεγάλος βώλος γυαλένιος > βώλοι > παιγνίδια

μπιλιαδόρος: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

μπιλιάρδο: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

μπίλιες: > βώλοι > παιγνίδια

μπίμπικας: Acarina > διαβολόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

μπίμπικας: στις ελιές | σκουλήκιασμα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπιμπικιάζει: το πετσί > ανατριχίλα > φυσιολογικά

μπιμπικώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

μπιμπίλα: > κέντημα > ραφτικά

μπιμπιλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μπιμπίνες: > κουδούνι > της βοσκής

μπιμπίνια: > κουδούνι > της βοσκής

μπινέλι: για σκάλισμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μπινιάρης: > δίδυμος > βιολογικά

μπίντες: > μούδες > αρμενίσματα

μπίρα: > κρασί > του φαγιού

μπιρμπίλι: > μπιρμπίλι > πουλιά

μπιρμπίλι: > μπιρμπίλι > πουλιά

μπισίνι: είδος πουκάμισο > τσουμπές > ρούχα

μπιστερή: > σπηλιά > τοπογραφικά

μπιστούρα: > σπηλιά > τοπογραφικά

μπιστούρι: > σπηλιά > τοπογραφικά

μπλάβο: > γαλανός > του ζουγράφου

μπλαβός: > γαλανός > του ζουγράφου

μπλαστούς: τους πήραμε μπλαστούς > πλεβρώνω > του πολεμιστή

μπλάστρι: έμπλαστρον > μπλάστρι > γιατρικά

μπλαστρώνω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

μπλε: > γαλανός > του ζουγράφου

μπληγούρι: βρασμένο, ξεραμένο και χοντροαλεσμένο σιτάρι > ψωμί > του φαγιού

μπλίρα: χρυσή κλωστή > κλωστή > ραφτικά

μπλοκάρισμα: αποκλεισμός > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μπλοκάρω: > μπλοκάρω > του πολεμιστή

μπλοκάρω: > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μπλόκος: > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μπλόσκα: > παγούρι > της βοσκής

μπλου: > γαλανός > του ζουγράφου

μπογατσατζής: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπογιά: > βαφή > του βαφιά

μπογιά: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

μπόγια: πήγε τρία μπόγια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μπογιαντίζω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

μπογιάντισμα: > βαφή > του βαφιά

μπόγιας: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπογιατζής: > βαφιάς > του βαφιά

μποζαργάτης: > αργάτης > του καραβιού

μποζαρισμένο: με όλα του τα πανιά τεντωμένα τσίτα > καράβι > καράβια

μποζάς: > κρασί > του φαγιού

μπόκολα: τ' άγουρα μπαμπακοκάρυδα > καρπός > φυτολογικά

μπολατσής: > μπολατσής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπόλι: > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

μπόλι: > μπόλι > γιατρικά

μπόλι: το λουλούδι που είναι ακόμα κλειστό > μπουμπούκι > φυτολογικά

μπόλια: > μπόλια > ρούχα

μπόλια: > φούρνος > του μαγεριού

μπολιάζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

μπολιάζω: > μπόλι > γιατρικά

μπολιάζω: > μπολιάζω > φυτολογικά

μπολίδα: > μπόλια > ρούχα

μπόμπα: > είδη καραβιών > καράβια

μπόμπα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπομπάρδα: > είδη καραβιών > καράβια

μπομπάρια: τα χοντρά άντερα > άντερα > όργανα

μπόμπιρας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

μπόμπολος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μπομπότα: > ψωμί > του φαγιού

μπόμπουλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μπομπρέκι: > νεφρί > όργανα

μπομπρέσο: > κατάρτια > του καραβιού

μποξάς: > σάλι > ρούχα

μπόρα: > αντάρα > καιρικά

μποριά: > δρόμος > τοπογραφικά

μποριά: > πέραμα > τοπογραφικά

μποριασμένος: > στεριανό > καιρικά

μπόρτσα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

μποστάνι: > μποστάνι > του χωραφιού

μπότα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μποτίνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μπότσα: > ματαράς > του τρύγου

μπότσα: > παγούρι > της βοσκής

μποτσινάρι: το στόμιο της ποτίστρας > ποτιστήρι > του χωραφιού

μπότσος: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

μπότσος: το σκοινί που ζώνουνται στη μέση τα τραταρόπουλα τραβώντας μέσα το γρίπο > μέρη της τράτας > της ψαρικής

μπουγάδα: > πλύση > του σπιτικού

μπουγαδοκόφι: κόφα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού

μπουγάζι: > στενό > της θάλασσας και του καιρού

μπουγάς: επιβήτωρ > μαρκάλος > της βοσκής

μπουγάτσα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μπουγιέλο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπούγκλος: ξεροκολόκυθο > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

μπούζι: > κρύο > καιρικά

μπουζού: > τσέπη > ραφτικά

μπουζούκι: είδος μικρό μαντολίνο με μετάλλινες χορδές > μαντολίνο > του μουσικού

μπούκα: > παιδιών > παιγνίδια

μπουκαδούρα: αγέρι που μπουκάρει > μπουκαδούρα > καιρικά

μπουκαπόρτα: > μπουκαπόρτα > του καραβιού

μπούκλα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μπουκλί: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μπουλέτσι: υδραίικο τσεμπέρι > φακιόλι > ρούχα

μπουλί: > ψωμί > του φαγιού

μπουλίνι: > γραφικά > του σπιτικού

μπουλούκι: > κοπάδι > της βοσκής

μπούμα: το ξύλο που βαστά κάτω το μεγάλο πανί > κατάρτια > του καραβιού

μπούμες: > πανιά > του καραβιού

μπούμπα: > λάμια > δαιμονικά

μπουμπούκι: > μπουμπούκι > φυτολογικά

μπουμπούλι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπουμπουνητό: > βροντή > καιρικά

μπουμπουνίδα: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

μπουμπουνίζω: > βροντή > καιρικά

μπούμπουρας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

μπουμπούτσης: > στοιχιό > δαιμονικά

μπουνάτσα: > καλοκαιριά > καιρικά

μπουνατσοβόλος: μπουνατσοβόλος καιρός > καλοκαιριά > καιρικά

μπούνι: > γελέκο > ρούχα

μπούνια (τα): > τα μπούνια > του καραβιού

μπουντρούμι: > πατώματα > του χτίστη

μπουραζάνα: τσοπάνικο παντελόνι τραγομαλίσιο > βρακί > ρούχα

μπουρεκάκι: > κρέας > του φαγιού

μπουρέκι: > ζυμαρικά > του φαγιού

μπουρεξής: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπουρής: > σαγανάκι > καιρικά

μπουρί: > ανεμική > καιρικά

μπουρίνα: > σκοινιά > του καραβιού

μπουρίνι: > ανεμική > καιρικά

μπουρίνι: > σαγανάκι > καιρικά

μπουρίνι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπουρινιάζει: μπουρινιάζει ο αγέρας > ο άνεμος > καιρικά

μπουρλιάζω: μπουρλιάζω τα πανιά > μπουρλιάζω > αρμενίσματα

μπουρλότο: > είδη καραβιών > καράβια

μπούρμπουλας: > βρύση > του χωραφιού

μπούρμπουλας: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

μπουρμπούλι: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

μπουρνούζι: > νιφτήρας > του σπιτικού

μπούρος (ο): είδος βούκινου ή τρουμπέτα για να μιλούν από μακριά > κόχυλας > του καραβιού

μπούρτζι: > κάστρο > του χτίστη

μπούρτσι: > κάστρο > του χτίστη

μπούσουλας: > μπούσουλας > του καραβιού

μπουστάκι: > ασπρόρουχα > ρούχα

μπουστάκι: > μπούστος > ρούχα

μπούστος: > μπούστος > ρούχα

μπουτίνα: > βούτη > της βοσκής

μπουτινέλος: > βούτη > της βοσκής

μπούτσικο: > άλογο > θηλαστικά

μπούφος: Budo ignavus > μπούφος > πουλιά

μπουχάρης: > καμινάδα > του χτίστη

μπουχαρί: > καμινάδα > του χτίστη

μπουχαριά: το μέρος του καπνοδόχου απάνω από το τζάκι > καμινάδα > του χτίστη

μπουχαρίδα: > καμινάδα > του χτίστη

μπράγκα: σιδερένια φούχτα για να ξεφωλέβεις αχινούς > πράγκα > της ψαρικής

μπράνα: Barbus vulgaris > μπράνα > ψάρια του γλυκού νερού

μπράντες: > μπράντες > του καραβιού

μπράσκα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

μπράτσα: πήγε τρία μπράτσα ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μπράτσο: > μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

μπράτσο: που ανεβοκατεβάζει την κουκούλα > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπρέσκα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

μπριάνι: Barbus vulgaris > μπράνα > ψάρια του γλυκού νερού

μπρίκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπρίκι: > είδη καραβιών > καράβια

μπρίκι: > μπρίκι > του μαγεριού

μπριλάντι: > διαμάντι > πετράδια

μπρίλια: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

μπρισίμι: μεταξωτή κλωστή > κλωστή > ραφτικά

μπρόβαρμα: δοκιμή ρούχων > πρόβα > ραφτικά

μπρόκολη: > λαχανικά > του φαγιού

μπροστάλι: κόθορνος; > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μπροστάντι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μπροστάρης: > μπροστάρης > της βοσκής

μπροστάρης: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπροστάρι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μπροστάρι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπροστάρι: > σαλιαρίτσα > ρούχα

μπροσταρόκριος: > μπροστάρης > της βοσκής

μπροστέλα: > ποδιά > ρούχα

μπροστέλα: > φύλαξη > του πολεμιστή

μπροστιάσματα: προγαμιαία δωρεά > μπροστιάσματα > οικογενειακά

μπροστινέλα: > φύλαξη > του πολεμιστή

μπροστινές: μπροστινές φύλαξες > φύλαξη > του πολεμιστή

μπροστολάτης: > μπροστάρης > της βοσκής

μπροστοσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

μπρούζος: χαλκοκασσίτερος | ορείχαλκος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

μπρουμάρης: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μπρούμπουλας: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

μπρουμυτισμένος: μπρουμυτισμένος κάβος > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

μπρουντζάς: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπρούντζος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπρούντζος: χαλκοκασσίτερος | ορείχαλκος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

μπρούσκο: > κρασί > του φαγιού

μπρύσμα: > βρύση > του χωραφιού

μπυρίζω: βάζω στη φωτιά > μαγειρέματα > του μαγεριού

μυγδαλόλαδο: > λάδι > του φαγιού

μυγδαλοσκελίδα: αμύγδαλο ξεφλουδιστό > αμύγδαλα > του φαγιού

μύδι: Mytilus edulis > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μυδότσεφλο: > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μυδοφόρτωτη: > καρίνα > του καραβιού

μυλακόπι: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

μυλοκόπι: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

μυλολίθι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

μυλόπετρα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

μυλόπετρα: > πέτρα > πέτρες

μύλος: > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

μύλος: > μύλος > του μυλωνά

μυλωνάς: > μυλωνάς > του μυλωνά

μυλωνάς: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

μυλωνού: > μυλωνάς > του μυλωνά

μύξα: > μύξα > φυσιολογικά

μύξα: > μύτη > όργανα

μυξερός: > μύξα > φυσιολογικά

μυξιάρης: > μύξα > φυσιολογικά

μύξικος: > μύξα > φυσιολογικά

μυξίτης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μυξοπάνι: > μαντίλι > ρούχα

μυξώνω: λερώνω με μύξες > μύξα > φυσιολογικά

μυρίζω: > όσμιση > φυσιολογικά

μύριση: > όσμιση > φυσιολογικά

μύρισμα: > όσμιση > φυσιολογικά

μυρμηρία: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μυρμητζέλα: > ελιά > φυσιολογικά

μυρολογήτρα: > μυρολόγι > οικογενειακά

μυρολόγι: > μυρολόγι > οικογενειακά

μυρολογώ: > μυρολόγι > οικογενειακά

μυροψητήρι: > μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μυρωδάς: > μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μυρωδιά: > όσμιση > φυσιολογικά

μυρωδικά: > μπαχαρικά > του φαγιού

μυρωδικό: > μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μύρωμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μυρώνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μυστρίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

μυτάζω: μου πέφτει η μύτη από την πολλή νυστάλα > νύστα > φυσιολογικά

μυτάρα: > μύτη > όργανα

μυταράς: > μύτη > όργανα

μύταρος: > μύτη > όργανα

μυταρού: > μύτη > όργανα

μύτη: > μύτη > όργανα

μύτη: > μύτη > πουλολογικά

μύτη: η άκρη του δοντιού > δόντι > όργανα

μύτικας: > μύτη > όργανα

μύωνας: > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

μώκος: > μωρό > βιολογικά

μώλος: > μώλος > της θάλασσας και του καιρού

μωρέλι: > μωρό > βιολογικά

μωρό: > μωρό > βιολογικά

μωρό: > παιδί > οικογενειακά

μώρος: > αράπης > δαιμονικά

μωροσκότινα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μωρουδέλι: > μωρό > βιολογικά

νάβα: > είδη καραβιών > καράβια

νάβαρχος: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

νάβλα (τα): > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή

νάβλος: > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή

ναβροτήγανο: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νάι: > κιθάρα > του μουσικού

νάκαρο: > τρουμπέτα > του μουσικού

νακόρασο: μπατανία της νάκας > κρεβάτι > του σπιτικού

νάμα: το κρασί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ναός: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

νάπος: ξύλινη θήκη για τυρί ή γι' ανέβασμα ζυμαριού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ναργιλές: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

νάρκωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

ναρκώνω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

νατουραλίσια: > βελονιές > ραφτικά

νάφτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

ναφτικά: > ρούχα > ρούχα

ναφτική: > ναφτοσύνη > αρμενίσματα

ναφτολόγι: πλήρωμα > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

ναφτόπουλο: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

ναφτοσύνη: > ναφτοσύνη > αρμενίσματα

νέβρα: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

νεβράτο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

νεβροκαβαλικέβουμαι: > νεβροκαβαλίκεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεβροκαβαλίκεμα: > νεβροκαβαλίκεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νέι: είδος κιθάρα > κιθάρα > του μουσικού

νείρεμα: > όνειρο > φυσιολογικά

νεκρογέννα: > γέννα > βιολογικά

νεκροθάφτης: > κηδεία > οικογενειακά

νεκροθάφτης: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

νεκροκάντηλο: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

νεκροκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

νεκροκρέβατο: > κρεβάτι > του σπιτικού

νεκροκρέβατο: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

νεκρολίβανο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

νεκρός: > μακαρίτης > οικογενειακά

νεκροσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

νεκροσέντονο: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

νεκροστόλια: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

νεκροστολίζω: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

νεκροστολισμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

νέκρωμα: η σκληράδα του νεκρού > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νέμας: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

νεμπότα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

νεμπότης: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

νεμπουρντέχτης: ομβροδέκτης (Μύκονος) > κανάλι > του χτίστη

νενέ: > γιαγιά > οικογενειακά

νεογέννητος: > πεταρούδι > πουλολογικά

νερά: > κάνω νερά > αρμενίσματα

νερά: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

νερά (με): > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

νεραγώγι: > νεραγωγός > του χτίστη

νεραγωγιό: υδραγωγείον > νεραγωγός > του χτίστη

νεραγωγός: > νεραγωγός > του χτίστη

νεράιδα: > νεράιδα > δαιμονικά

νεραϊδαριό: μέρος όπου μαζέβουνται οι νεράιδες > νεραϊδαριό > δαιμονικά

νεραϊδής: > νεράιδα > δαιμονικά

νεραϊδοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

νεραϊδοβούνι: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδογλειμένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραϊδογνέματα: > νεραϊδογνέματα > δαιμονικά

νεραϊδολίθι: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόξυλο: κάποιο φυτό που φυτρώνει απάνω στα έλατα και που γιατρέβει τους νεραϊδοπαρμένους (ιξός;) > νεραϊδόξυλο > δαιμονικά

νεραϊδοπαρμένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραϊδόπαρτος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραϊδοπούλα: > νεράιδα > δαιμονικά

νεραϊδοράχη: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδοσπηλιά: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόσπηλιος: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόσπηλο: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόσπηλο: > σπηλιά > τοπογραφικά

νεραϊδότρυπα: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδοχτυπημένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραμπούλι: νεραμπούλικο φαγί > νεραμπούλι > του φαγιού

νεραντζάκι: > γλυκά > του φαγιού

νέρατα: φυτά της λίμνης που βγαίνουνε στην όψη > νέρατα > φυτολογικά

νερό: > ρυάκι > τοπογραφικά

νερό: κάνω νερό = παίρνω νερό > κάνω νερό > αρμενίσματα

νερό: κάνω το νερό μου | πήγε προς νερού του > κάτουρο > φυσιολογικά

νερό: να πέσει ένα νερό > βροχή > καιρικά

νερό (στο): > αβγά > του φαγιού

νερόβραστο: > φαγί > του φαγιού

νερόγαλα: νερωμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

νερογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

νερογυρισιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

νερόδεμα: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροδεσιά: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροδέτης: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροδέχτης: > κανάλι > του χτίστη

νεροδιαβασιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

νεροζύγι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

νεροκάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

νεροκατεβασιά: > βροχή > καιρικά

νεροκόπανο: > νεροκόπανο > της νεροτριβής

νεροκόρες: > νεράιδα > δαιμονικά

νερόκοτα: gallinula chloropus > νερόκοτα > πουλιά

νεροκότσιφας: Cinclus aquaticus > νεροκότσιφας > πουλιά

νεροκουβαλητής: > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

νεροκούνουπο: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

νεροκράτης: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροκράτης: αφτός που κανονίζει το νερό του δήμου > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

νερόλακκος: > λάκκος > του χωραφιού

νερόλακκος: > νερόλακκος > τοπογραφικά

νερολίθι: > πέτρα > πέτρες

νερόλιθος: > νερόλακκος > τοπογραφικά

νερόλιθος: > πέτρα > πέτρες

νερολόγι: κλεψύδρα > ρολόι > του σπιτικού

νερομάζωμα: > νερομάζωμα > τοπογραφικά

νερομαζωξιά: μέρος όπου μαζεύονται τα νερά > νερομάζωμα > τοπογραφικά

νερομήνια: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

νερομπογιά: > ασβέστης > του χτίστη

νερομπογιά: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

νερόμυλος: > μύλος > του μυλωνά

νερόπετρα: > πέτρα > πέτρες

νεροπήδημα: > βρύση > του χωραφιού

νερόπιασμα: > δρόπικας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νερόπιασμα: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεροποντή: > βροχή > καιρικά

νεροπόντι: > βροχή > καιρικά

νεροποντιά: > βροχή > καιρικά

νεροποντίλα: > βροχή > καιρικά

νερόπορτα: η πόρτα του καραβιού που αφίνει να μπαινοβγαίνουν τα νερά της θάλασσας > νερόπορτα > του σκαριού

νεροπούλι: Rallus aquaticus > νεροπούλι > πουλιά

νερόσκυλο: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

νεροστόβιλος: > ρούφουλας > καιρικά

νεροσυρμή: > ποτάμι > τοπογραφικά

νεροσυρμή: > ρέμα > τοπογραφικά

νεροτριβάς: > νεροτριβάς > της νεροτριβής

νεροτριβή: > νεροτριβή > της νεροτριβής

νεροτριβιά: > νεροτριβή > της νεροτριβής

νεροτριβιάρης: > νεροκόπανο > της νεροτριβής

νεροτριβιάρης: > νεροτριβάς > της νεροτριβής

νεροτριβιό: > νεροτριβή > της νεροτριβής

νερουλά: > αβγά > του φαγιού

νερουλάς: αφτός που πουλάει νερό > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

νερούλιασε: νερούλιασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεροφαγιά: > ρέμα > τοπογραφικά

νεροφάγωμα: > ρέμα > τοπογραφικά

νεροφίδα: Natrix > νερόφιδο > σερπετά

νερόφιδο: > νερόφιδο > σερπετά

νεροφίλι: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

νεροφούσκωμα: > βροχή > καιρικά

νεροφράκτης: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

νεροχελιδόνι: Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά

νεροχελίδονο: Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά

νεροχελώνα: Chelonia > χελώνα > σερπετά

νερόχιονο: > χιόνι > καιρικά

νεροχύνει: > βροχή > καιρικά

νεροχύτης: > λαγούμι > του χτίστη

νεροχύτης: > νεροχύτης > του μαγεριού

νεροχύτης: > νεροχύτης > του μαγεριού

νεροχωρίστρα: τα ακροτόπια όπου χωρίζουνται τα νερά από τις δυο μεριές του βουνού (μεταίχμιον) > νεροχωρίστρα > τοπογραφικά

νερωμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

νετάρω: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεφαλιά: > σύνεφο > καιρικά

νεφαλίζει: > καιρός > καιρικά

νέφαλο: > σύνεφο > καιρικά

νέφι: > σύνεφο > καιρικά

νέφκουλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

νεφραμιά: το κωλουράδι ίσαμε το έβδομο σφοντύλι των νεφρών > κωλουράδι > κόκκαλα

νεφρί: > νεφρί > όργανα

νέφταλος: Nautilus γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

νέφτι: νάφθα > χημικά > μέταλλα και χημικά

νήμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

νήμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

νηνίδα: > νηνίδα > βιολογικά

νησάρι: Anatidae > πάπια > πουλιά

νησί: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

νήσος: Anatidae > πάπια > πουλιά

νηστεία: > νηστεία > του φαγιού

νηστεύω: > νηστεία > του φαγιού

νηστήσιμο: > φαγί > του φαγιού

νιαστής: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

νιγλαριστής: > μουσικός > του μουσικού

νίγλαρος: > πίφιρο > του μουσικού

νικολάκης (ο): κωμικά > κώλος > ανατομικά κατατόπια

νινί: > μωρό > βιολογικά

νινί: ίρις > μάτι > όργανα

νιογάμπρια (τα): οι νιοπαντρεμένοι > γαμπρός > οικογενειακά

νιόσκαστος: > πεταρούδι > πουλολογικά

νιόψυχο: για το στομάχι > μπλάστρι > γιατρικά

νισαντίρι: αμμωνιακόν άλας > χημικά > μέταλλα και χημικά

νισεστές: για λουκούμια > αλέβρι > του φαγιού

νιστέρι: > νιστέρι > γιατρικά

νιστεριά: > νιστέρι > γιατρικά

νιτσεράδα: > μουσαμάς > ρούχα

νιφτήρας: > νιφτήρας > του σπιτικού

Νοέβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

νοητάκι: > νοητάκι > δαιμονικά

νόθος: > νόθος > οικογενειακά

νοικιού: αμάξι του νοικιού > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

νοικοκυρόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

νόνα: > γιαγιά > οικογενειακά

νονός: > βάφτισμα > οικογενειακά

νόνος: > παπούς > οικογενειακά

νοσσίδα: > πετεινός > πουλιά

νοτιάς: νότιος > άνεμος > καιρικά

νοτίζει: > ο άνεμος > καιρικά

νοτινός: > άνεμος > καιρικά

νουνός: > βάφτισμα > οικογενειακά

νούρκα: Putorius putorius > νούρκα > θηλαστικά

ντάβανος: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

νταβάς: ταψί με ψηλά χείλια > μπακιρικά > του μαγεριού

νταβίδι: σφίχτρο > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

νταβούλι: > αφτί > όργανα

νταβούλι: χωριάτικο τούμπανο > τούμπανο > του μουσικού

νταϊρές: > ντέφι > του μουσικού

ντάλα: ντάλα μεσημέρι | ντάλα γιόμα > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

νταμάρι: > πετροκοπιό > του χτίστη

νταμαρτζής: αυτός που βγάζει πέτρα από το νταμάρι > πετράς > του χτίστη

νταμάτο: > είδη πανιών > πανιά

ντάμι: > λιακωτό > του χτίστη

ντάμι: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

νταμωτό: > είδη πανιών > πανιά

ντανάς: > γελάδι > της βοσκής

νταντά: > παραμάνα > οικογενειακά

νταντέβω: > παραμάνα > οικογενειακά

νταούλι: > τούμπανο > του μουσικού

νταρβίρα: κοντούτσικες φλογέρες > φλογέρα > του μουσικού

νταρντάνα: > είδη καραβιών > καράβια

ντελάλης: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ντελβές: > καφές > του φαγιού

ντελίνι: πολεμικό της γραμμής > είδη καραβιών > καράβια

ντερβίσης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ντερσέκι: η γωνιά του δρόμου (μα και το σοκάκι) > δρόμος > τοπογραφικά

ντέρτι: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ντεστέκι: > πόρτα > του χτίστη

ντέφι: > ντέφι > του μουσικού

ντιβάνι: > καναπές > του σπιτικού

ντιβάνι: ντιβάνι τρίκλινο > μιντέρι > του σπιτικού

ντόγα: > βαρέλι > του τρύγου

ντολμάς: > κρέας > του φαγιού

ντομάτα: > λαχανικά > του φαγιού

ντορής: > άλογο > θηλαστικά

ντορίκι: Thynnus brachypterus | (από τρεις οκάδες) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

ντορός: > πάτημα > του κυνηγού

ντουβάρι: > τοίχος > του χτίστη

ντουβαρτζής: που φτιάνει τοίχους > ντουβαρτζής > του χτίστη

ντουγένι: αλωνίζει τα ξερά στάχια > σταχοκόπι > του χωραφιού

ντουλαμάς: φουστανέλα από σκούρο δρίλι > φουστανέλα > ρούχα

ντουλάπα: > ντουλάπα > του σπιτικού

ντουλάπι: > ντουλάπα > του σπιτικού

ντουλγκέρης: > μαραγκός > του μαραγκού

ντουλγκέρης: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

ντούναβρος: > χείμαρος > τοπογραφικά

ντουρβάνι: > βούτη > της βοσκής

ντουρβανίζω: ντουρβανίζω το γάλα για να κάνω βούτυρο > δέρνω > της βοσκής

ντουρβάς: > ταγάρι > της βοσκής

ντουρής: > άλογο > θηλαστικά

ντρένια: κατάμαυρα > γίδι > της βοσκής

ντύμα: > λουβί > φυτολογικά

ντύμα: το πετσί που γδύνεται το φίδι όταν αλλάζει πέτσα > φίδι > σερπετά

ντυμασιά: > φόρεμα > ρούχα

νύγλα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

νύστα: > νύστα > φυσιολογικά

νυσταγμάρα: > νύστα > φυσιολογικά

νυσταγμένος: > χασμούρημα > φυσιολογικά

νυστάζω: > νύστα > φυσιολογικά

νυστάζω: > νύστα > φυσιολογικά

νυστάλα: > νύστα > φυσιολογικά

νύσταμα: > νύστα > φυσιολογικά

νύφη: > γαμπρός > οικογενειακά

νυφικά: > ρούχα > ρούχα

νυφιό: > γάμος > οικογενειακά

νυφίτσα: Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά

νυχάρα: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

νυχάρα: το μεγάλο νύχι του πετεινού > νύχια > πουλολογικά

νυχάς: > κρύο > καιρικά

νύχι: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

νύχι: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

νύχι: οψιανός λίθος > νύχι > πέτρες

νύχια: > νύχια > πουλολογικά

νυχιάς: > κρύο > καιρικά

νυχοπόδαρα: > νύχια > πουλολογικά

νυχοποδαράτος: > πουλί > πουλολογικά

νυχόριζα: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

νύχτα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

νυχτέρι: > αγρύπνια > φυσιολογικά

νυχτέρι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

νυχτερίδα: Chiroptera > νυχτερίδα > θηλαστικά

νυχτιά: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

νυχτιάς: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νυχτικό: > ασπρόρουχα > ρούχα

νυχτόβλεπος: > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νυχτοήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

νυχτόθωρος: > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νυχτοκόρακας: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νυχτοκόρακας: Chiroptera | μεγάλη νυχτερίδα > νυχτερίδα > θηλαστικά

νυχτοπάτης: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νυχτοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

νυχτοσκαθάρι: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

νυχτοσκάρι: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

νυχτοχελίδονο: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νύχτωμα: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

νύχτωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

νυχτώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

νωμίτης: το μέρος του πουκαμισιού που σκεπάζει τον ώμο > ασπρόρουχα > ρούχα

νωπό: > αβγό > πουλολογικά

νωπό: > ψωμί > του φαγιού

ξαγκιστρώνω: βγάζω το ψάρι από το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής

ξαγλίστρα: μέρος όπου γλιστράς ή βουλάς > γλίστρα > τοπογραφικά

ξάγναντο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξαγοραριό: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

ξαγορέβω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξαδερφάτο: > συγγενολόγι > οικογενειακά

ξαδέρφη: > ξαδέρφι > οικογενειακά

ξαδέρφι: > ξαδέρφι > οικογενειακά

ξαδερφοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

ξάδερφος: > ξαδέρφι > οικογενειακά

ξαερό: > άνεμος > καιρικά

ξαίθρα: > δάσος > τοπογραφικά

ξαίνω: > λανάρα > της βοσκής

ξαλαφρωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξαλοιφή: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

ξαμαρτώνω: > αρματώνω > αρμενίσματα

ξαμολώ: > ξαμολώ > αρμενίσματα

ξαμώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

ξαναθηκαρώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξανακυλίζω: ξανασκάφτω το χωράφι > ξανακυλώ > του χωραφιού

ξανακύλισμα: > ξανακυλώ > του χωραφιού

ξανακυλώ: > ξανακυλώ > του χωραφιού

ξαναμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ξαναμωραίνουμαι: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαναμώραμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαναμωραμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαναπετσώνω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

ξαναρέματα (τα): > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

ξανάρτυγο: > φαγί > του φαγιού

ξανέμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

ξανεμιστήρι: για το λίχμισμα > ξανεμιστήρι > του χωραφιού

ξάνθημα: > ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξάνθισμα: > ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξανθός: > κίτρινος > του ζουγράφου

ξανθός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ξανθός: > χρυσός > του ζουγράφου

ξανθότριχος: για ζώα > άσπρος > του ζουγράφου

ξανοίγει: > καιρός > καιρικά

ξάνοιγμα: > δάσος > τοπογραφικά

ξανοιγμένο: ξανοιγμένο μέρος μέσα στο δάσος > δάσος > τοπογραφικά

ξάνοιξη: > καλοκαιριά > καιρικά

ξανοιχτικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξάντης: > λανάρα > της βοσκής

ξαντική: > λανάρα > της βοσκής

ξαντό: > ξαντό > γιατρικά

ξάντρα: > λανάρα > της βοσκής

ξαπλωτήρα: > καναπές > του σπιτικού

ξαπλωτήρι: για να βαστάει το πανί τεντωμένο ως που να στεγνώσει > ξαπλωτήρι > του βαφιά

ξαρέσκια: > μεζελίκια > του φαγιού

ξάρθρωμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξάρια: > δάσος > τοπογραφικά

ξάριο: > δάσος > τοπογραφικά

ξάρμενο: > καράβι > καράβια

ξαρμπορίζω: > αρματώνω > αρμενίσματα

ξάρτι: > σκοινιά > του καραβιού

ξάρτια: > σκοινιά > του καραβιού

ξαρωστικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξασιά: > λανάρα > της βοσκής

ξάσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξάσιμο: > λανάρα > της βοσκής

ξασπρίζει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξασπριλιάρης: > άσπρος > του ζουγράφου

ξασπριλιάρικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ξαστερέβει: > καιρός > καιρικά

ξαστέρι: > αστερισμοί > αστρικά

ξαστεριά: > άστρο > αστρικά

ξαστεριά: > καλοκαιριά > καιρικά

ξάστερο: > αστερισμοί > αστρικά

ξάστερο: > δροσιά > καιρικά

ξαστεροσύνη: > άστρο > αστρικά

ξαστεροσύνη: > καλοκαιριά > καιρικά

ξαστερώνει: > καιρός > καιρικά

ξάστρα: > λανάρα > της βοσκής

ξάστρα: δουλέφτρα που ξαίνει > ξάστρα > του αργαλιού και της ρόκας

ξαστράχωτος: > αστράχι > του χτίστη

ξαστρίζω: > αστρονομίζω > δαιμονικά

ξαφεγγαριά: αφέγγαρη νύχτα > φεγγάρι > αστρικά

ξαφνικό: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαφρίζει: > ψωμί > του φαγιού

ξαφριστήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

ξαφτέρουγο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ξαχρίζω: ξωπαίρνω τις άκρες του βιβλίου (το λένε μάλιστα για βιβλία που τους κόβουν τα φύλλα χωρίς να τα πολυσιάζουν και να τα γυαλίζουν) > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

ξεβαβουλιάζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεβαβουλιάζω: τις σβούρες του μπαμπακιού > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεβασκαίνω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεβασκαμός: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεβασκάνω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεβασκάστρα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξεβάσκεμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεβάφει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξεβιδώθηκε: ξεβιδώθηκε μια βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεβλασταρώνω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεβλαστίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

ξεβλογιάρης: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεβλογιάσματα: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεβοτανίζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεβούνιασμα: ξεβούνιασμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ξεβούνισμα: εκεί που αποσώνεται η κορυφογραμμή, που τελειώνει το βουνό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ξεβραχιάζω: βγάζω πρόβατο ή γίδι από τα κατσάβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής

ξεβυζαίνω: > αποκόφτω > βιολογικά

ξεγγασρώνουμαι: > γεννώ > βιολογικά

ξεγγαστρώνω: > μαμή > βιολογικά

ξέγδαρμα: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγδέρνω: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξεγδέρνω: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγδράρσιμο: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγεννητής: > γιατρός > γιατρικά

ξεγεννήτρα: > μαμή > βιολογικά

ξεγεννώ: > μαμή > βιολογικά

ξεγλίστρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

ξέγναντο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξεγόφιασμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγύμνωτο: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεγυρίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

ξεγυριστάρι: πριόνι για τόρνεμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξεδάσωμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεδασώνω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεδοντιάζω: > δόντι > όργανα

ξεδοντιάρης: > δόντι > όργανα

ξεδοντισμένος: > δόντι > όργανα

ξεδοντιστήρι: > δόντι > όργανα

ξεδοντιστήρι: > χελάλι > του μαγεριού

ξεδοντιστής: > δόντι > όργανα

ξεδοντωτήρι: > χελάλι > του μαγεριού

ξεδόχι: > πατητήρι > του τρύγου

ξεζαρίζω: ξεζαρίζω το τυρόγαλο > τυροκομώ > της βοσκής

ξεζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξέθαμπα: ύστερα από την αυγή > αβγή > αστρικά

ξεθερμίζω: πλένω τα πιάτα με ζεστό νερό > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεθερμίστρα: > ξεθερμίστρα > του μαγεριού

ξεθηκαρώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεθυμαίνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξεθυμάσματα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεθυμασμένο: > κρασί > του φαγιού

ξεθωριάζει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξέθωρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ξείδα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξειδακιά: > τρουσί > του φαγιού

ξειδάς: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξειδερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξειδί: > κόκκινος > του ζουγράφου

ξείδι: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξείδι: > ξείδι > του φαγιού

ξειδοβάρελο: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξειδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ξειδόλαδο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξειδόμαβρο: βαφή από σιδερόσκονη και ξείδι > είδη βαφών > του βαφιά

ξειδοπουλητής: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξεϊδρώνω: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ξεκαβαλικέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεκαθίζω: σηκώνω το καράβι > καθίζω > αρμενίσματα

ξεκακίζει: > καιρός > καιρικά

ξεκαλόκαιρα: αφού περάσει το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

ξεκαλοκαιριάζω: περνώ το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

ξεκαλοκαιριό: > ξεκαλοκαιριό > της βοσκής

ξεκαλοκαιριό: το μέρος όπου καλοκαιριάζει κανείς > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

ξεκαμπίζω: βγάζω το αγρίμι από τη φωλιά του | βγαίνω από δυσκολία > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεκάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεκάπουλα (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

ξεκαρκαδιάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκαρυδίζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεκαρυδίζω: > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεκαρυδώνω: > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεκάρφωμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκάταρτο: > καράβι > καράβια

ξεκλαρίζω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεκλαρίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

ξεκοτσάρω: > ξεκοτσάρω > αρμενίσματα

ξεκουμπίζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεκουρβουλώνω: ξεριζώνω τα κούρβουλα του αμπελιού > ξεριζώνω > του χωραφιού

ξεκουρκουτιάζουμαι: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουρκούτιασμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουρκουτιασμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουτιάρης: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκούτιασμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουφαίνω: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκούφαμα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουφαμός: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουφίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξέκοψε: ξέκοψε η βροχή > βροχή > καιρικά

ξελαγιάζω: ξελαγιάζω λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξελαγιασμένος: ξελαγιασμένος λαγός > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξελακκίζω: > σαλαγώ > της βοσκής

ξελακκίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξελακκουδίζω: σκάφτω λάκκο γύρω σε δέντρο > σκάφτω > του χωραφιού

ξελακκώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξελαργάρω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

ξελεχωνιάζω: > μαμή > βιολογικά

ξελιμπάρισμα: ξελιμπάρισμα του σφουγγαριού > βουτηχτής > αρμενίσματα

ξελογγιάζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξελογγώνω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξελογιάζουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξελόγιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξελογιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμαγγανίζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεμαγέβω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεμάγεμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεμανίκωτος: > μανίκι > ραφτικά

ξεμασκαλίδι: κλαδί που το κόβουν από δέντρο για φύτεμα > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

ξεμασκαλίδι: κομένο κλαδί > κλαδί > φυτολογικά

ξεμασκαλίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

ξεμασκαλίζω: > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

ξεμασκλάρα: > κλαδί > φυτολογικά

ξεματιάζω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεμάτιασμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεματίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεματίζω: > ξεματίζω > του χωραφιού

ξεματώνω: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμβραίνουμαι: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμεριάζουμαι: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεμεσημεριάζω: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

ξεμεσημέριασμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

ξεμιγιάζουν: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ξεμόνι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ξεμόνι: > χτήμα > του χωραφιού

ξεμούρλιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμπαμπακίζω: > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεμπαμπακίζω: μαζέβω τα βαβούλια του μπαμπακιού από την μπαμπακιά > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεμπουρίζει: με ξεμπουρίζει = με βγάζει ο άνεμος από το δρόμο μου, με ξορίζει > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεμπουρίζω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεμπρατσώνω: > ψαρέβω > της ψαρικής

ξεμυαλισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμυαλισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμυξιάζουμαι: βγάζω τη μύξα μου | σκουπίζω τη μύτη μου > μύξα > φυσιολογικά

ξεμυτίζει: > ο ήλιος > αστρικά

ξεμώραμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμωραμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμωρουδιάς: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξενερίζω: βγάζω το ψάρι από το νερό > ψαρέβω > της ψαρικής

ξενεριστήρι: > κανάλι > του χτίστη

ξενεριστήρι: > λαγούμι > του χτίστη

ξενερώνω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξενοδοχείο: > ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξενοδόχος: > ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξενομώ: βγάζω από τη βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

ξενόφρενος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξενοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

ξενυχτώ: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξέξασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

ξεπαγιάζει: > το κρύο > καιρικά

ξεπαγιάζουν: τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπάγιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

ξεπάγιασμα: > πάγος > καιρικά

ξεπάγιασμα: > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπάγωμα: το λιώσιμο του πάγου > πάγος > καιρικά

ξεπαντρεμένη: χωρισμένη > χήρα > οικογενειακά

ξεπαντρεμένος: > χωρισμένος > οικογενειακά

ξεπαπαδέβω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξεπαράλυμα: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπαραχώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεπατώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεπεζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεπειρίζω: ανοίγω τον πείρο > βαρέλι > του τρύγου

ξεπελαγίζω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

ξεπερνώ: ξεπερνώ βελόνα > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεπεταρούδι: > πεταρούδι > πουλολογικά

ξεπετάω: ξεπετάω πέρδικα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεπετρίζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεπέφτω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεπλατιάζουμαι: ξεπλατιάζουμαι στο κουπί > λάμνω > αρμενίσματα

ξεπλάτιασμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπνέωμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ξεπνέωσαν: > άλογο > θηλαστικά

ξεπονετικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξεπόρτι: βαλβίδα (φτιασμένη λέξη) > ξεπόρτι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ξέπορτο: > πόρτα > του χτίστη

ξέπορτο: > πόρτα > του χτίστη

ξεπουλιασμένο: > αβγό > πουλολογικά

ξεπουντουλωμός: > κακοκαιριά > καιρικά

ξεπουπουλιάζουν: βγαίνουν τα κλωσσόπουλα από τ' αβγά > ξεπουπουλιάζουν > πουλολογικά

ξέρα: > αναβροχιά > καιρικά

ξέρα: ύφαλος > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού

ξεράβω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεραγκαθιά: > αγκάθι > φυτολογικά

ξεράδι: > κλαδί > φυτολογικά

ξεράθηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

ξεραΐλα: > αναβροχιά > καιρικά

ξεράκι: > κλαδί > φυτολογικά

ξέραμα: > αναβροχιά > καιρικά

ξεραμάρα: > αναβροχιά > καιρικά

ξερασιά: > αναβροχιά > καιρικά

ξερασία: > αναβροχιά > καιρικά

ξέρασμα: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεραστικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξερασώνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξερατί: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξερατικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξερατό: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεραχαμνίζουμαι: > χασμούρημα > φυσιολογικά

ξεραχάμνισμα: > χασμούρημα > φυσιολογικά

ξεραχνιάρα: > σκούπα > του σπιτικού

ξέρη: > αναβροχιά > καιρικά

ξεριά: ξερή στεριά απάνω στη θάλασσα > στεριά > της θάλασσας και του καιρού

ξεριάς: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεριάς: το μέρος του ποταμού που δεν το βρέχει το ρέμα > ποτάμι > τοπογραφικά

ξεριζώνω: > ξεριζώνω > του χωραφιού

ξερικό: > χωράφι > του χωραφιού

ξερνοβολώ: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξερνώ: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξερό: > ψωμί > του φαγιού

ξεροβήχω: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεροβόρι: > βορίσματα > καιρικά

ξεροβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ξερόβραχος: > πέτρα > πέτρες

ξερόβρυση: > βρύση > του χωραφιού

ξερόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

ξερόκαβος: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

ξεροκαιριά: > αναβροχιά > καιρικά

ξεροκαίρια (τα): > αναβροχιά > καιρικά

ξεροκάμπι: > κάμπος > τοπογραφικά

ξεροκαμπιά: > κάμπος > τοπογραφικά

ξεροκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

ξερόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

ξερόκλωνο: > κλαδί > φυτολογικά

ξεροκόματο: > ψωμί > του φαγιού

ξεροκουκίζω (κομπολόγι): > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ξεροκοφινάς: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ξερολάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

ξερολίθι: > πέτρα > πέτρες

ξερολίθι: > φράχτης > του χωραφιού

ξερολιθιά: > πέτρα > πέτρες

ξερολιθιά: > φράχτης > του χωραφιού

ξερόμαντρα: > μάντρα > της βοσκής

ξερομαχιάζω: από αναβροχιά > καλιεργώ > του χωραφιού

ξερομαχιάζω: υποφέρω από ξεραΐλα > αναβροχιά > καιρικά

ξερομπούκουνο: > ψωμί > του φαγιού

ξερονήσι: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

ξερόνησο: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

ξερόνι: > κλαδί > φυτολογικά

ξερονόμι: > βοσκή > της βοσκής

ξεροπαγιά: > πάγος > καιρικά

ξεροπαγωνιά: > πάγος > καιρικά

ξερόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ξεροπέτρι: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

ξεροπέτρι: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεροπέτρι: > πέτρα > πέτρες

ξεροπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

ξεροπίσσι: > κατραμίζω > του σκαριού

ξεροποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

ξεροπόταμο: > ποτάμι > τοπογραφικά

ξερόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

ξερορεματιά: > ρέμα > τοπογραφικά

ξεροτηγανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεροτήγανο: > ζυμαρικά > του φαγιού

ξεροτόπι: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

ξεροτόπι: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεροτοπιά: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεροτριχιά: > φράχτης > του χωραφιού

ξεροτρόχαλος: > πέτρα > πέτρες

ξεροτρόχαλος: > φράχτης > του χωραφιού

ξεροτύρι: > τυρί > του φαγιού

ξεροφαγία: > φαγί > του φαγιού

ξεροχτάποδο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ξερωγίζω: μαδώ τις ρώγες από το τσαμπί > ξερωγίζω > του τρύγου

ξεσαμαρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεσελώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεσκαλίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεσκαρίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

ξεσκαρίζω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεσκάφτω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξέσκεπο: ανοιχτός τόπος όπου δεν μπορείς να κρυφτείς > ξέσκεπο > τοπογραφικά

ξεσκονόπανα: > πατσαβούρα > ρούχα

ξεσκονόπανο: > πατσαβούρα > του σπιτικού

ξεσκουρδουλιάζω: γιατρέβω την πανούκλα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

ξεσκουρδουλιασμένος: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεσμαρίζουν: ξεσμαρίζουν οι μέλισες > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ξεσμαρώνω: βγάζω τα σμάρια, τ' απολνώ > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ξεσπαθώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεσπιτώνω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξέστα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξεστάβρωμα: το πέρασμα από τη μια στην άλλη μεριά του δρόμου > ξεστάβρωμα > τοπογραφικά

ξεσταλαματιάζει: > βροχή > καιρικά

ξεσταλίζω: > σταλίζω > της βοσκής

ξεστεφάνωτη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

ξεστεφάνωτος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

ξέστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

ξεστρεματίζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεστρινιάρω: ξεστρίβω την καδένα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού

ξέστριψε: του ξέστριψε > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεστρίψιμο: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεσφεντονίζω: > σφεντόνα > του πολεμιστή

ξετιμητής: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξετρελαίνουμε: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξετρέλαμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξετρελαμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξετρελαμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξέτριχος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεφαίνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξέφαντο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξεφάντωμα: > πρόγεμα > του φαγιού

ξεφεγγαρίζει: βγαίνει το φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά

ξεφεγγαρώνει: > φεγγάρι > αστρικά

ξεφέγει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

ξεφηκαρώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεφλουδίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

ξεφλουδίζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

ξεφλουδίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεφουρνίζω: > φούρνος > του μαγεριού

ξέφραγο: > χωράφι > του χωραφιού

ξεφρένιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεφρενιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεφτέρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ξεφτέρι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

ξέφτια: τα δόντια του κλειδιού > κλειδαριά > του χτίστη

ξεφτίζω: αποτελειώνω το φάσιμο > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξεφτώ: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξεφύτρωμα: > φυτιά > φυτολογικά

ξεφωλιάζω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξέφωτο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξέφωτο: > δάσος > τοπογραφικά

ξέφωτο: > ήλιος > αστρικά

ξεχαλίζω: > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

ξεχειλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεχειμαδιάζω: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχειμαδιό: > χειμαδιό > της βοσκής

ξεχειμαδιό: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχειμάζω: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχειμωνιάζω: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχερσέβω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεχέρσωμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεχερσώνω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεχινοπωριό: > χειμαδιό > της βοσκής

ξεχιόνισαν: ξεχιόνισαν τα βουνά = έλιωσαν τα χιόνια τους > χιόνι > καιρικά

ξέχιονο: τόπος καθαρισμένος από χιόνι ή όπου δεν έπιασε χιόνι > ξέχιονο > τοπογραφικά

ξεχορταριάζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτάριασμα: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτιάζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτίζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτίζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχύνεται: > το πανί > αρμενίσματα

ξεχυτό: στέγασμα ανοιχτό από τις τρεις μεριές > στεγάδι > του χτίστη

ξεχωνιάζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεχώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξέχωρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

ξεχωρίτης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξέχωστο: > παπούτσι > του παπουτσή

ξεψαρίζω: βγάζω τα ψάρια από το δίχτυ > ψαρέβω > της ψαρικής

ξεψαχνίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεψωριάζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

ξήλιο: > ήλιος > αστρικά

ξηλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξημέρωμα: > αβγή > αστρικά

ξημερώνει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

ξηχίζω: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξήχισμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξηχισμάρα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξιδομύτα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

ξίνα: > τυρί > του φαγιού

ξινήθρα: > λαχανικά > του φαγιού

ξινίλα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξινόγαλα: > γάλα > της βοσκής

ξινογαλάς: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξινόγαλο: ξεβουτυρωμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

ξινόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

ξινόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ξινόμηλο: > μήλο > του φαγιού

ξιφάρι: > σπαθί > του πολεμιστή

ξιφαριά: > σπαθί > του πολεμιστή

ξιφιός: Xiphias gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας

ξόβεργα: > ξόβεργα > του κυνηγού

ξόδι: > κηδεία > οικογενειακά

ξομματιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξομολόγηση: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ξομολογητήρι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

ξομολογώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξόμπλι: > κέντημα > ραφτικά

ξόμπλι: > φυλαχτό > δαιμονικά

ξομπλιαστές: ξομπλιαστές βελονιές (στο χέρι) > βελονιές > ραφτικά

ξομπλιαστό: κέντημα που γίνεται μετρώντας τις κλωστές > κέντημα > ραφτικά

ξόρκια: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξορκίζω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξόρκισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ξόρκισμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκίσματα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκισμένη: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξορκισμένος: > διάβολος > δαιμονικά

ξορκισμός: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκιστής: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξορκίστρα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξορκολόγια: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκολογίστρα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξορκολογώ: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξουλιάστρα: το κάθισμα όπου βάζουν τη γυναίκα για να βοηθήσουν τη γέννα > τσουλήθρα > βιολογικά

ξούνα: > παιδιών > παιγνίδια

ξουραφίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξουρίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξουφόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

ξόφα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

ξοφόρι: > πανιά > πανιά

ξοχάρης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξοχίτης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξύγκι: > πάχος > ανατομικά κατατόπια

ξύγκι: > σφαχτό > του φαγιού

ξύγκι: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ξυγκιά: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ξύγκλα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

ξύλα: > ξύλα > του μαραγκού

ξυλάγκαθο: > βουκέντρι > της βοσκής

ξυλαγκυλίζω: > βουκέντρι > της βοσκής

ξυλάδικο: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλάκι: > χελάλι > του μαγεριού

ξυλαλό: > ξύλα > του μαραγκού

ξυλάνθρωπος: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

ξυλάρι: σανιδάκι > σανίδι > του χτίστη

ξυλάρμενα: δίχως πανιά > αρμενισιά > αρμενίσματα

ξυλάρμενο: δίχως πανιά > καράβι > καράβια

ξυλαρμογή: το μέρος όπου αρμόζουνται δυο ξύλα ή σανίδια > ξυλαρμογή > του μαραγκού

ξυλάς: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλάς: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλάς: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλιάζει: > το κρύο > καιρικά

ξύλιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

ξύλιασμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυλίκι: > πλύση > του σπιτικού

ξύλο: > δέντρο > φυτολογικά

ξύλο: > καράβι > καράβια

ξύλο με κύματα: νέβρα κυματιστά > το ξύλο είναι > του μαραγκού

ξυλογαϊδάρα: > σκαλωσιά > του χτίστη

ξυλογέφυρο: > γιοφύρι > του χτίστη

ξυλόδεμα: τραβέρσα > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

ξυλοδεσιά: > σκαλωσιά > του χτίστη

ξυλοδουλευτής: > μαραγκός > του μαραγκού

ξυλοθημωνιά: > θημονιάζω > του χωραφιού

ξυλοθημωνιά: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλοκάλιγο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

ξυλοκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

ξυλοκαναπές: > καναπές > του σπιτικού

ξυλοκάρφι: > καρφολογιά > του μαραγκού

ξυλοκάρφια: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ξυλόκαρφο: > καρφολογιά > του μαραγκού

ξυλόκατα: > δοκάνι > του κυνηγού

ξυλοκόβω: > ξυλοκόβω > του χωραφιού

ξυλοκόκοτος: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

ξυλόκολα: > κόλα > του μαραγκού

ξυλοκόπος: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλοκοπώ: > ξυλοκόβω > του χωραφιού

ξυλόκοτα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

ξυλοκουτάλα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

ξυλόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ξυλοκρέβατο: > κρεβάτι > του σπιτικού

ξυλοκρέβατο: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

ξυλοπάζαρο: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλοπετεινός: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

ξυλοπινάκα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξυλοπόδαρο: > δεκανίκι > γιατρικά

ξυλόπροκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

ξυλόπροκες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ξυλόρνιθα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

ξυλοσήμαντρο: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

ξυλόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

ξυλοσκαλιστής: > μαραγκός > του μαραγκού

ξυλοσκίστης: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλοσουγιάς: > μαχαίρι > του πολεμιστή

ξυλόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

ξυλοστέφανο: > βαρέλι > του τρύγου

ξυλόσφυρο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξυλότοιχος: > τοίχος > του χτίστη

ξυλοτόμος: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλουργική: > μαραγκοσύνη > του μαραγκού

ξυλουργός: > μαραγκός > του μαραγκού

ξυλοφάγος: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξυλοφάγος: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

ξυλοφάς: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξυλοφάς: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

ξυλοχάλαση: > κακοκαιριά > καιρικά

ξυλοχούλιαρο: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

ξυλόχτενα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

ξύλωμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυμονή: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυπαστήρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

ξύπαστρο: > σκιάχτρο > του χωραφιού

ξυπνητήρι: > ρολόι > του σπιτικού

ξύπνος: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξύπνος: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξυπνώ: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξυρύχι: καπνιστή μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ξυρύχια: > σταφύλια > του φαγιού

ξυσμάρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυσούρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυστήρι: > ξύστης > του μαγεριού

ξύστης: > ξύστης > του μαγεριού

ξυστό: > γλυκά > του φαγιού

ξύστρα: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

ξύστρα: > ξύστης > του μαγεριού

ξύστρα: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξύστρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξύστρα: > τσουγγριά > του χωραφιού

ξυστρί: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξυστρίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξύστρισμα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξύστρο: > ξύστης > του μαγεριού

ξύστρο: > τσουγγριά > του χωραφιού

ξύφαση: το τέλος του φάσιμου > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξωθιά: > νεράιδα > δαιμονικά

ξώκαστρο: > κάστρο > του χτίστη

ξώκαστρο: > χώρα > τοπογραφικά

ξώκλαδα: > κλαδί > φυτολογικά

ξωκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ξωλοίμικο: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξωμάχι: > χτήμα > του χωραφιού

ξωμάχος: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξώμερο: > ξώμερο > τοπογραφικά

ξωμονιάρης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξωνέρια: > νεράιδα > δαιμονικά

ξώπαρμα: > μάγεμα > δαιμονικά

ξωπαρμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

ξώπετσο: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

ξώπορτα: > πόρτα > του χτίστη

ξώραφο: με φαρδιά τσιμούσα > παπούτσι > του παπουτσή

ξωριάζω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξώστεγο: > μέρη της στέγης > του χτίστη

ξωτάρης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξωτάρισα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξώτι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

ξωτικά: > νεράιδα > δαιμονικά

ξωτική: > νεράιδα > δαιμονικά

ξωτικό: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξωτσίμπιδος: με τις τσιμπίδες όξω βγαλμένες έτοιμες να τσιμπήσουν > ανατομικά > ψαρολογικά

ξώφεγγα: στη χάση > φεγγάρι > αστρικά

ξωφόρι: > ρούχα > ρούχα

ξωφύλλα: > χαρτιά > παιγνίδια

ξωχεριάζω: > πλεβρώνω > του πολεμιστή

ξωχώρα: > ξώμερο > τοπογραφικά

ξωχώραφα: > χωράφι > του χωραφιού

οβορός: > βουκολιό > της βοσκής

όγκος: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όγκωμα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όγκωση: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ογρή: ογρή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

οδηγάτορας: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγητής: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγήτρα: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγός: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγός: > στοιχιό > δαιμονικά

οδογάτσι: ξύλο της αλόης > ξύλα > του μαραγκού

οικογένεια: > οικογένεια > οικογενειακά

οικογενειάρχης: > παντρεμένος > οικογενειακά

οικοδομή: > χτίριο > του χτίστη

οιστρίγκα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

οκαρίνα: > οκαρίνα > του μουσικού

όκια: > άγκυρα > του καραβιού

όκιο: η τρύπα της πλώρης όπου περνά η αλλυσίδα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού

ολάργυρος: > ασημένιος > του ζουγράφου

ολάρμενο: > καράβι > καράβια

ολημερίς: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ολιγοζώητε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

ολόασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

ολογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

ολοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ολόλεφκος: > άσπρος > του ζουγράφου

ολόμαβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

ολομερινός: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ολόξανθος: > χρυσός > του ζουγράφου

ολοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

ολόσταχτος: > σταχτής > του ζουγράφου

ολούκι: > κανάλι > του χτίστη

ολοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

ολοφέγγαρο: > φεγγάρι > αστρικά

ολοχρονίς: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

ολόχρυσος: > χρυσός > του ζουγράφου

ομαλά (τα): > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομάλι: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομαλιά: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομάλια: ομαλό μέρος > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομελέτα: > αβγά > του φαγιού

ομπλή: > πάτημα > του κυνηγού

ομπροδέχτης: > στέρνα > του χωραφιού

ομπρόλακκος: > στέρνα > του χωραφιού

όμπρος: > βροχή > καιρικά

ομπυάζω: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ομπυάρης: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όμπυασμα: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ονειρέβουμαι: > όνειρο > φυσιολογικά

ονειριάζω: > όνειρο > φυσιολογικά

ονείριασμα: > όνειρο > φυσιολογικά

όνειρο: > όνειρο > φυσιολογικά

ονιθοτυφλιά: νυκταλωπία > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όνισα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

οξιά: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

οξούζι: Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας

οξύγκλα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

όξω: όξω από δω > διάβολος > δαιμονικά

όξω: όξω από δω > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

οξωμονάστηρο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

οπαλένιος: > οπάλι > πετράδια

οπάλι: > οπάλι > πετράδια

οπάλινος: > οπάλι > πετράδια

όπλα: > άρματα > του πολεμιστή

οπλιά: > αστερισμοί > αστρικά

όραμα: > όραση > φυσιολογικά

οράριο: στενόμακρο άμφιο με σταβρούς κρεμασμένο στον ώμο του διάκου > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

όραση: > όραση > φυσιολογικά

ορασιά: > όραση > φυσιολογικά

όργανα: > όργανα > του μουσικού

οργανάκια: > όργανα > του μουσικού

οργανέτο: > οργανέτο > του μουσικού

οργανοπαίχτης: > μουσικός > του μουσικού

οργισμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

όργο: γραμμή του χωραφιού για να σκαφτεί > χωράφι > του χωραφιού

όργο: γραμμή χορταριού ή σιταριού κομένη με το δρεπάνι > θερίζω > του χωραφιού

οργός (ο): > οργώνω > του χωραφιού

οργοτόμος: > γεωργός > του χωραφιού

οργυάκι: > ρυάκι > τοπογραφικά

όργωμα: > οργώνω > του χωραφιού

οργώνω: > οργώνω > του χωραφιού

ορδί: > στρατός > του πολεμιστή

ορδινάς: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

ορδινιάζω: παρατάσσω > στρατός > του πολεμιστή

ορθάρι: > πόρτα > του χτίστη

ορθοβύζα: > βυζί > όργανα

ορθόβυζη: > βυζί > όργανα

ορθόγκρεμος: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ορθοκατουρίστρα: βρισιά > κάτουρο > φυσιολογικά

ορθοκατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

ορθολίθι: > πέτρα > πέτρες

ορθοπλωρίζω: > ορτσάρω > αρμενίσματα

ορθόπλωρο: > καράβι > καράβια

όρθος: > αβγή > αστρικά

ορίζοντας: > περίγυρα > τοπογραφικά

όρκυνο: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

όρκωνας: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

ορμιά: > ορμίδι > της ψαρικής

ορμίδι: > ορμίδι > της ψαρικής

ορνέκι: > μόστρα > ραφτικά

ορνιάζω: βάζω αρμαθιές ορνιούς απάνω στη θηλυκιά συκιά για να δέσει > ορνιάζω > του χωραφιού

όρνιθα: > κότα > πουλολογικά

όρνιθα: > πετεινός > πουλιά

ορνιθαριό: > κοτέτσι > του χτίστη

ορνίθι: > πετεινός > πουλιά

ορνιθόκωλος: αρώστια στο πρόσωπο > ορνιθόκωλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ορνιθοπούλι: > πετεινός > πουλιά

ορνιθοσκαλίδα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

ορνιθόψειρα: > στις κότες > αρώστιες ζώων

όρνιο: > γύπας > πουλιά

ορνός: > σύκα > του φαγιού

ορνός: σύκα από ρινιό για να καρπίσει η ήμερη συκιά > καρπός > φυτολογικά

οροθέσι: > σταλίκι > του χωραφιού

ορός: > τυρόγαλα > της βοσκής

όρος: > βουνό > τοπογραφικά

οροφή: > στέγη > του χτίστη

ορτζελί: σκούρο βισινί > κόκκινος > του ζουγράφου

όρτσα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

όρτσα: βαστώ τα όρτσα > ορτσάρω > αρμενίσματα

όρτσα: όρτσα λαμπάντα > αρμενισιά > αρμενίσματα

όρτσα λαμπάντα: > λαμπάντα > αρμενίσματα

ορτσάρω: > ορτσάρω > αρμενίσματα

ορτύκι: Coturnix coturnix > ορτύκι > πουλιά

ορτυκολόγος: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ορτυκομάνα: Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά

ορτυκοσούρης: Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά

ορφανοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ορφανοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ορφανός: > ορφανός > οικογενειακά

ορφός: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

οσκρός: το κεντρί της σφήγκας > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

οσμίζεται: το σκυλί οσμίζεται > σκύλος > του κυνηγού

όσμιση: > όσμιση > φυσιολογικά

όσπρια: > λαχανικά > του φαγιού

όστια: > γραφικά > του σπιτικού

οστρακιά: > σκαρλίτα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

οστρέχα: > κανάλι > του χτίστη

οστρέχα: > μέρη της στέγης > του χτίστη

όστρια: > άνεμος > καιρικά

οστριασιρόκος: > άνεμος > καιρικά

οστριογάρμπης: > άνεμος > καιρικά

οτρά: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

ουβίρα: τρύπα κοντά στο ποτάμι γεμάτη νερό > ποτάμι > τοπογραφικά

ούγαινα: Charax > ούγαινα > ψάρια της θάλασσας

ούγαινα: Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά

ούγια: > ούγια > ραφτικά

ουγλί: Alburnus lucidus > ουγλί > ψάρια του γλυκού νερού

ούζο: > κρασί > του φαγιού

ουρά: > κοτσάνι > φυτολογικά

ουρά: κοντά στην ουρά > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

ουρανής: > γαλανός > του ζουγράφου

ουρανί: > γαλανός > του ζουγράφου

ουρανιά: > θόλος > του χτίστη

ουρανιά: > στέγη > του χτίστη

ουρανίσκος: > στόμα > όργανα

ουρανογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

ουρανοδόξαρο: > δόξα > καιρικά

ουρανοθέμελα: τα πέρατα του ορίζοντα > ουρανός > καιρικά

ουρανοπάλατο: > παλάτι > του χτίστη

ουρανός: > ουρανός > καιρικά

ουρανόχρωμα: > γαλανός > του ζουγράφου

ουριάζω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

ουριασμένο: > αβγό > πουλολογικά

ούριο: > αβγό > πουλολογικά

ουρουντίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ουρούντισμα: > μπάλωμα > ραφτικά

ούστρα: άγουρο γέννημα > καρπός > φυτολογικά

όφια: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

όφιος: ophidia > φίδι > σερπετά

όφιος: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

όχεντρα: > οχιά > σερπετά

οχιά: Vipera berus > οχιά > σερπετά

όχτα: > ποτάμι > τοπογραφικά

οχτάς: > τετράς > του καραβιού

οχτιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

όχτικας: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όχτικας: εκτικός πυρετός > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όχτος: > ποτάμι > τοπογραφικά

οχτροφοβία: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

Οχτώβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

οχτωήχι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

οψιάζει: οψιάζει η πληγή = κάνει όψη > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όψιμα: > φρούτα > του φαγιού

οψιμιά: > καρπός > φυτολογικά

όψιμο: > καρπός > φυτολογικά

πάβλοι: > σταφύλια > του φαγιού

παγάδα: > κρύο > καιρικά

παγανά: > πειρασματικά > δαιμονικά

πάγανα: > πειρασματικά > δαιμονικά

παγανή: παγανή φορεσιά = το αντίθετο της στολής > φόρεμα > ρούχα

παγανιά: για τα γαλάρια πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

παγανίζω: ιχνηλατώ > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

παγανιστάδες: αφτοί που βγάζουν τ' αγρίμια από το δάσος με χτύπους και ξεφωνητά για να τα φέρουν να τα χτυπήσει ο κυνηγός > κυνηγός > του κυνηγού

παγανό: > μωρό > βιολογικά

παγί: > κλαβανή > του χτίστη

παγί: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

παγιάβλι: είδος φλάουτου > φλάουτο > του μουσικού

παγίδα: > δοκάνι > του κυνηγού

παγίδια: > παγίδια > κόκκαλα

παγίδια: > παγίδια > του καραβιού

παγκάρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

παγνιάζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

παγοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

παγόνα: Pavo cristatus > παγόνι > πουλιά

παγόνι: Pavo cristatus > παγόνι > πουλιά

πάγος: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πάγος: > πάγος > καιρικά

παγοστεριά: στους πόλους > πάγος > καιρικά

παγοτοπιά: μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένος πολύς πάγος > πάγος > καιρικά

παγότοπος: > πάγος > καιρικά

παγούρα: > κρύο > καιρικά

παγούρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

παγούρι: > παγούρι > της βοσκής

παγούρι: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πάγρα: > πάγος > καιρικά

πάγρα: υγρασία του χιονιού > χιόνι > καιρικά

πάγωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

παγώνει: > το κρύο > καιρικά

παγωνιά: > πάγος > καιρικά

παγωτό: > παγωτό > του φαγιού

παδία: > χημικά > μέταλλα και χημικά

πάδιο: > χημικά > μέταλλα και χημικά

παζαρίτης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

παζαριώτες: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πάης: > πατέρας > οικογενειακά

παθαίνω: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παθολόγος: > γιατρός > γιατρικά

παιγνίδια (τα): > όργανα > του μουσικού

παιδαγγόνια: > αγγόνι > οικογενειακά

παιδάκι: > παιδί > οικογενειακά

παιδαρέλι: > παιδί > οικογενειακά

παίδαρος: > παιδί > οικογενειακά

παιδί: > παιδί > οικογενειακά

παιδόγγονα: > αγγόνι > οικογενειακά

παιδογεννώ: > γεννώ > βιολογικά

παιδοκομώ: > γεννώ > βιολογικά

παιδολόγι: > παιδί > οικογενειακά

παιδοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

παιδόπουλο: > παιδί > οικογενειακά

παιδοσπέρνω: > γεννώ > βιολογικά

παιδούλα: > κόρη > οικογενειακά

παιδούσα: > λεχώνα > βιολογικά

παιδώστρα: γυναίκα που έκανε πολλά παιδιά > λεχώνα > βιολογικά

παίρνει: παίρνει η μέρα > αβγή > αστρικά

παίρνω: παίρνω ένα αίμα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

παιχνιδιάρης: > μουσικός > του μουσικού

παιχνιδιάτορας: > μουσικός > του μουσικού

πάλα: > σπαθί > του πολεμιστή

παλαβάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβομάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβοσύνη: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβώνω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλάγγι: > ζυγαριά > του μαγεριού

παλαγγιάζω: ισοροπώ τα βαρέλια πάνω στα παλάγγι (φαλάγγια = ξύλα για να μην κυλούν τα βαρέλια) > παλαγγιάζω > του τρύγου

παλάζι: Anas platyrhynchos | μικρά αγριόπαπια > αγριόπαπια > πουλιά

παλαμαρά: > αλέτρι > του χωραφιού

παλαμάρι: > σκοινιά > του καραβιού

παλάμη: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

παλαμίζω: καθαρίζω την καρίνα > παλαμίζω > του σκαριού

παλαμισιά: > παλαμίζω > του σκαριού

παλαμύδα: Thynnus brachypterus > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

παλάντσα: > ζυγαριά > του μαγεριού

παλάτι: > παλάτι > του χτίστη

παλέβω: παλέβω ψάρι (που είναι πιασμένο στη σύρτη) > ψαρέβω > της ψαρικής

πάλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

παλέτα: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

παλέτσα: > κρεβάτι > του σπιτικού

παληκάρι: > ανύπαντρος > οικογενειακά

παληκαριάτικα: δώρο χήρας σε παληκάρι πριν από το γάμο > μπροστιάσματα > οικογενειακά

παλιάγκα: > πουλιά λίμνης > πουλιά

παλιατζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

παλίκι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

παλιοβουλιός: σωρός πέτρες μουσκλιασμένες > πέτρα > πέτρες

παλιοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

παλιοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

παλιοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

παλιομονάστηρο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

παλιόπαιδο: > παιδί > οικογενειακά

παλιοσίδερα: > σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

παλιοτούφεκο: > τουφέκι > του πολεμιστή

παλιοχρονίτης: που βαστά το παλιό μερολόγιο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

παλκόνι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

παλούκι: > σταλίκι > του χωραφιού

παλουκοδέτης: παλούκι όπου δένουν τα ζα > παλουκοδέτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

παλουκοκάφτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πάνα: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πάνα: > φούρνος > του μαγεριού

Παναγιά: καλέ Παναγιά μου > είδη χορών > χοροί

Παναγιάς: Megila maculata | της Παναγιάς > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια

πανάδα: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανάδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πανάς: > ράφτης > ραφτικά

πανένιος: > πανίτικος > πανιά

πανεπιστήμιο: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πανεράς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πανί: > πανί > πανιά

πανί: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

πανί: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

πανιά: > πανιά > πανιά

πανιά: > πανιά > του καραβιού

πανιά: > στέκουμαι στα πανιά > αρμενίσματα

πανιάρα: > φούρνος > του μαγεριού

πάνιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

πανίζω: > φούρνος > του μαγεριού

πανικά: > πανί > πανιά

πάνινος: > πανίτικος > πανιά

πανιστής: > φούρνος > του μαγεριού

πανίστρα: > φούρνος > του μαγεριού

πάνιστρο: > φούρνος > του μαγεριού

πάνιστρο: πατσαβούρα για να καθαρίζουν το μέσα του κανονιού αφού ρίξει > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

πανίτικος: > πανίτικος > πανιά

πανόλακκας: > φούρνος > του μαγεριού

πανούκλα: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανουκλιάζω: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανουκλιάρης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανουκλιασμένος: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παντελόνι: > βρακί > ρούχα

παντεσπάνι: > ζυμαρικά > του φαγιού

παντεσπάνια: > ζυμαρικά > του φαγιού

παντέχτι: χυτήρι για χρυσάφι > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

παντζάρια: > λαχανικά > του φαγιού

παντζαρσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

παντζέχρι: πέτρα που βρίσκεται στα στομάχια των μηρυκαστικών και που την είχαν άλλοτε για μαγικό αντίδοτο > παντζέχρι > πέτρες

παντζούρι: > λύχνος > του σπιτικού

παντζούρι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

παντιέρα: > παντιέρα > του καραβιού

παντούφλα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

παντούφλα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

παντρέβουμαι: > γάμος > οικογενειακά

παντρέβω: > γάμος > οικογενειακά

παντρεμένη: > παντρεμένος > οικογενειακά

παντρεμένος: > παντρεμένος > οικογενειακά

παντριά: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογήματα: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογήτρα: > προξενιά > οικογενειακά

παντρολογιούμαι: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογώ: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογώ: > προξενιά > οικογενειακά

πανωβράκι: > βρακί > ρούχα

πανωκαλύμαφκο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

πανωκάπουλα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πανωκλίβανο: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

πανωκόρμι: > πανωκόρμι > ρούχα

πανώντυμα: > πανωφόρι > ρούχα

πανωπόρτι: το απάνω μέρος της πόρτας > πόρτα > του χτίστη

πανώστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

πανωστρατίς: > κατάστρατα > τοπογραφικά

πανωφόρι: > πανωφόρι > ρούχα

πανωφόρι: > πατατούκα > ρούχα

παξιμαδάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παξιμάδι: > ψωμί > του φαγιού

παξιμάδι: πλακωτό δαχτυλίδι περασμένο στη βίδα > βίδα > του μαραγκού

παξιμαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παοαδάκος: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

παπαδάκι: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαδιά: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαδιά: Putorius nivalis | κερά παπαδιά > νυφίτσα > θηλαστικά

παπαδιά: σύνεργο για να μαζώνουνε στ' αλώνια > αλώνι > του χωραφιού

παπαδική: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

παπαδίτσα: > παπαδίτσα > πουλιά

παπαδοπαίδι: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαδοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

παπαδοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

παπαδοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

παπαδόπουλο: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπάζι: η πατσαβούρα που σφουγγαρίζουν το κατάστρωμα > παπάζι > του καραβιού

παπάζι: στρογγυλό κομάτι πανιού στη μέση της σκούφιας > σκούφια > ρούχα

παπαλίνα: Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας

παπάρα: > ψωμί > του φαγιού

παπάρι: βάλανος > αρχίδι > όργανα

παπάς: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πάπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαφίγγος: > πανιά > του καραβιού

παπί: Anatidae > πάπια > πουλιά

πάπια: Anatidae > πάπια > πουλιά

πάπλωμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

πάπλωμα: > παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παπλωματάδικο: > παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παπλωματάς: > παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παπλωματάς: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

πάπος: Anatidae > πάπια > πουλιά

πάπου: > παπούς > οικογενειακά

παπούδι: θαλασσινός σάλιαγκος > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

παπουλάκος: έτσι λεν και τους παπάδες > παπούς > οικογενειακά

παπούληδες: > γονιός > οικογενειακά

παπούλης: > παπούς > οικογενειακά

παπούς: > παπούς > οικογενειακά

πάπους: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

παπουτσάδικο: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

παπουτσής: > παπουτσής > του παπουτσή

παπούτσι: > παπούτσι > του παπουτσή

παραβάνι: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

παραβλαστάρι: > ρίζα > φυτολογικά

παραβλάσταρο: > ρίζα > φυτολογικά

παραβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

παραγάδι: > παραγάδι > της ψαρικής

παραγαδιάρης: > ψαράς > της ψαρικής

παραγαδιάρικο: > είδη καραβιών > καράβια

παράγγι: > σκοινιά > του καραβιού

παραγεμίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραγέμισμα: > γέμιση > του φαγιού

παραγιός: > παραπαίδι > οικογενειακά

παράγκα: > μπαράκα > του χτίστη

παραγκώνι: > τζάκι > του σπιτικού

παραγώνι: > τζάκι > του σπιτικού

παραδάγκαλο: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

παραδάγκαλο: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

παράδαρμα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραδαρμένη: κωμικά > κοιλιά > όργανα

παραδαρμός: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραδέρνεται: > το πανί > αρμενίσματα

παραδέρφη: στενή φιλενάδα > αδέρφι > οικογενειακά

παραδικιός: > συγγενής > οικογενειακά

παραδολώνια: > πανιά > του καραβιού

παραζούζουλο: > αποριξίμι > βιολογικά

παραθαλάσσι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

παραθαλασσιά: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

παραθούρες: > φούρνος > του μαγεριού

παραθύρα: η χηβαδωτή τρύπα στον τοίχο για να βάζουν πράματα > μπατάρι > του χτίστη

παραθυράς: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παραθύρι: > παράθυρο > του χτίστη

παράθυρο: > παράθυρο > του χτίστη

παρακαιριά: ακατάλληλος καιρός > κακοκαιριά > καιρικά

παρακαιρίζει: ο καιρός είναι παράκαιρος, ασυνήθιστος για την εποχή > καιρός > καιρικά

παρακάνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παρακλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

παρακλάδι: > ρίζα > φυτολογικά

παρακλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

παρακλώναρο: > κλαδί > φυτολογικά

παρακλώναρο: > ρίζα > φυτολογικά

παρακόρη: > παρακόρη > οικογενειακά

παρακουζουλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράκουο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

παρακυλάει: παραδέρνει ζερβιά δεξιά > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

παρακύλημα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παρακύρης: > πατέρας > οικογενειακά

παραλάλημα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραλαλητό: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραλαλώ: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραλογιάζουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλογιάζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλογιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλογισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράλογος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλυμένος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλυσία: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλυτικός: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράλυτο: > καράβι > καράβια

παράλυτος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραμαγούλα: παρωτίτις > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράμαλο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμάνα: > βυζαίνω > βιολογικά

παραμάνα: > καρφίτσα > ραφτικά

παραμάνα: > παραμάνα > οικογενειακά

παραμαξάς: > σαΐσης > του αγωγιάτη και του αμαξά

παραμεριά: > παραμεριά > τοπογραφικά

παράμερος: παράμερος τόπος > παραμεριά > τοπογραφικά

παράμεσος: το δάχτυλο του δαχτυλιδιού > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

παραμίλημα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραμιλητό: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παράμολο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμονοπάτι: > δρόμος > τοπογραφικά

παράμουλο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμούστακο: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

παράμπαλο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμπάσταρδοι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

παρανάβλι: επίναυλον > κάπα > του κούρσου και του φορτωτή

παρανυχίδα: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρανυχίδα: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

παρανυχίδα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραξάρτια: > σκοινιά > του καραβιού

παραξυμιασμένος: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραξυμός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραξυσμός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραπάγκος: > παραπάγκος > του καραβιού

παραπαίδι: > παραπαίδι > οικογενειακά

παραπαίρνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραπαταΐκι: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

παραπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

παραπέτο: > παραπέτο > του καραβιού

παραπέφτω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

παραπήγματα: > στρατώνας > του χτίστη

παραπήρε: παραπήρε η φωτιά > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραπήρε: παραπήρε το κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραπόδια: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

παραπόλι: > χώρα > τοπογραφικά

παραπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

παραποτάμι: > ποτάμι > τοπογραφικά

παραποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

παραπούλι: > ρίζα > φυτολογικά

παραπροίκι: > προίκα > οικογενειακά

παραπύργι: > κάστρο > του χτίστη

παραπύρι: > πυροστάτης > του σπιτικού

παραριζίτης: > ρίζα > φυτολογικά

παραρμενίζω: > αρμενίζω > αρμενίσματα

παρασαρκίδα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρασαρκίδα: το φούσκωμα του κορμού γέρικου δέντρου > ρόζος > φυτολογικά

παρασόκακο: > δρόμος > τοπογραφικά

παράσπηλο: > σπηλιά > τοπογραφικά

παράσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

παρασπόρια (τα): > σπέρνω > του χωραφιού

παραστάρι: > πόρτα > του χτίστη

παραστάτης: > πόρτα > του χτίστη

παραστατό: > πόρτα > του χτίστη

παράστραβος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραστράτα: > δρόμος > τοπογραφικά

παράστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

παραστράτι: > δρόμος > τοπογραφικά

παράστρατο: δρομάκι που βγαίνει από μεγάλο δρόμο > δρόμος > τοπογραφικά

παραταγή: > στρατός > του πολεμιστή

παραφτίδα: > μηλίγγι > κόκκαλα

παραφωτιά: > τζάκι > του σπιτικού

παραχρονιά: χρονιά που δεν καρπίζουν τα δέντρα > χρόνος > της μέρας και της ώρας

παραχρονιάρης: κάθε δέφτερο χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

παράχωμα: > ποτάμι > τοπογραφικά

παράχωμα: > χώματα > του χωραφιού

παραψήνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παρδάλες: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

παρδάλι: Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά

παρδαλό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

παρδαλόχτερας: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

παρέλα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

παρελώνω: βγαίνω από το δρόμο > παρελώνω > αρμενίσματα

πάρεση: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρηγοριά: το δείπνο των πεθαμένων > λειτουργικά > της εκκλησιάς

παρκάνια: μυτερά σίδερα για να εμποδίζουν την καβαλαρία > πολιορκητικά > του πολεμιστή

παρκέτα: > παρκέτα > του καραβιού

παρμακλίκια: > σκάλα > του χτίστη

παρμάρα: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμάρα: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

παρμένος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμός: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμός: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

παρμός: κούτσαμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

παρμπέρα: > κρέβατος > του σπιτικού

παροξυμός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρούμα: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

πάρσιμο: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρώνος: Tichodroma muraria > παρώνος > πουλιά

παρωρίτης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

πάσα: > χαρτιά > παιγνίδια

πάσα τέμπο: καβουρδιστοί πεπονόσποροι > αμύγδαλα > του φαγιού

πασαλειμένος: πασαλειμένος αίματα > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πασαμπάγκος: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πάσαρα: > είδη καραβιών > καράβια

πασέτα: > χαρτιά > παιγνίδια

πασκαλί: > γαλανός > του ζουγράφου

πασκαλιάτικα: > αβγά > του φαγιού

πασκαλινά: > αβγά > του φαγιού

πασκαλινό: > φαγί > του φαγιού

πασκαλίτσα: Megila maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια

πασκιάζω: > αρτυμή > του φαγιού

πάσμα: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

πασμός: > δολώνω > της ψαρικής

πασούλι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

πασούμι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πασούνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πασπάλη: πασπαλισμένο αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού

πασπαλίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

πάσπαρος: > πέτρα > πέτρες

πάσσα: > δολώνω > της ψαρικής

πασσαλοκάφτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πάστα: > γλυκά > του φαγιού

πάστα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πάστα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πάστα-φλόρα: > ζυμαρικά > του φαγιού

παστελαριές: πατητά σύκα > σύκα > του φαγιού

παστέλι: > γλυκά > του φαγιού

παστέλο: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

παστέλο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

παστιτσιέρης: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστίτσιο: > ζυμαρικά > του φαγιού

παστό: > κρέας > του φαγιού

παστό: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

παστοκύδωνο: > γλυκά > του φαγιού

παστούρες: > πεδίκλα > της βοσκής

παστουρμάς: > κρέας > του φαγιού

παστουρμάς: παστό κρέας καμήλας > παστουρματζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστουρματζής: > παστουρματζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστόψαρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

πάστρα: > χαρτιά > παιγνίδια

παστώνω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παταγιόλι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

παταγούδι: > κρύο > καιρικά

πατάκι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πατάρι: μισό πάτωμα κάμερας ή αποθήκης > πάτωμα > του χτίστη

πατάτα: > λαχανικά > του φαγιού

πατατάτο: > κρέας > του φαγιού

πατατόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

πατατούκα: > πανωφόρι > ρούχα

πατατούκα: πανωφόρι φουστανελά > πατατούκα > ρούχα

πάτελα: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

πατερίτσα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πατερό: > δοκαρωσιά > του χτίστη

πάτερο: δοκάρι για πάτωμα ή ταβάνι > δοκαρωσιά > του χτίστη

πατήθρες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πάτημα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πάτημα: > πάτημα > του κυνηγού

πατημασιά: > πάτημα > του κυνηγού

πατημένη: πατημένη διάβα > δρόμος > τοπογραφικά

πατημένο: > παπούτσι > του παπουτσή

πατησιά: > πάτημα > του κυνηγού

πατήστρες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πατητή: > βελονιές > ραφτικά

πατητήρα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πατητήρι: > πατητήρι > του τρύγου

πατήτρα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πατήτριες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πατιά: > πάτημα > του κυνηγού

πατίκι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πατίκι: παντούφλα πατίκι = πατημένη πίσω > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πατικιά: κάθετη προς το δρόμο > πέτρα > του χτίστη

πατόξυλο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

πάτος: > δρόμος > τοπογραφικά

πάτος: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πάτος: > πάτος > τοπογραφικά

πατουλιά: > δάσος > τοπογραφικά

πατουλιά: θάμνος από βάτους > πατουλιά > φυτολογικά

πατούνα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πατούσα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πατούχα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πατριάρχης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πατριαρχικά: πατριαρχικά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς

πατριός: > πατέρας > οικογενειακά

πατρίτσες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πατρογονικά: > γονιός > οικογενειακά

πατσαβούρα: > πατσαβούρα > ρούχα

πατσαβούρα: > πατσαβούρα > του σπιτικού

πατσάλι: > κρέας > του φαγιού

πατσαλίκια: > κρέας > του φαγιού

πατσαλίκια: > σφαχτό > του φαγιού

πατσάς: > κρέας > του φαγιού

πατσές: > σφαχτό > του φαγιού

πάτωμα: > πάτωμα > του χτίστη

πατώματα: > πατώματα > του χτίστη

πατώνω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

πατώνω: πατώνω τη σύρτη = κατεβάζω τη σύρτη ως τον πάτο της θάλασσας > ψαρέβω > της ψαρικής

πατωσιά: > δρόμος > τοπογραφικά

πατωσιά: > πάτος > τοπογραφικά

πατωσιά: > πάτωμα > του χτίστη

πάφα: Mugil cephalus | ο θηλυκός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

πάφιλας: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

πάφιλας: ορειχάλκινο έλασμα > τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

παφίλια: ασημόχρυσα στολίδια των αρματολών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

πάφλας: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

παχάρι: αθέριστος σανός > χόρτο > φυτολογικά

παχάρι: παχύ αρνί για μαχαίρι > μανάρι > της βοσκής

παχιά: > γη > του χωραφιού

παχιάντερα: > άντερα > όργανα

πάχνη: παγωμένη δροσιά > πάχνη > καιρικά

παχνί: > βουκολιό > της βοσκής

παχνιάζω: παχνιάζω το βόδι > στανιάζω > της βοσκής

παχνισμένος: > πάχνη > καιρικά

παχνιστής: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πάχος: > κρέας > του φαγιού

πάχος: > πάχος > ανατομικά κατατόπια

πάχος: > σφαχτό > του φαγιού

παχόσπυρο: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παχούρι: > καζάνι > του μαγεριού

πάχτος: > καλιεργώ > του χωραφιού

παχτρί: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

παχτώνω: > καλιεργώ > του χωραφιού

πεδίκλα: > πεδίκλα > της βοσκής

πέζα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πεζαλός: που ψαρέβει δίχως δίχτια > ψαράς > της ψαρικής

πεζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεζόβολος: > πεζόβολος > της ψαρικής

πεζοδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

πεζονήσι: χερσόνησος > διαπόρι > τοπογραφικά

πεζούλα: πεζούλι για να καβαλίσεις ή να ξεπεζέψεις > πεζούλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεθαμενατζής: > κηδεία > οικογενειακά

πεθαμενατζής: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

πεθερικά τα: > πεθερός > οικογενειακά

πεθερός: > πεθερός > οικογενειακά

πείνα: > νηστεία > του φαγιού

πεινασμένος: > λιγούρα > φυσιολογικά

πειρασματικά: > πειρασματικά > δαιμονικά

πειρασμός: > διάβολος > δαιμονικά

πείρος: > βαρέλι > του τρύγου

πέλα: σκισμένες λουρίδες σανιδιού που κάνουν τους ψεφτότοιχους > σανίδι > του χτίστη

πελαγίζω: βγαίνω στο πέλαγος > πελαγίζω > αρμενίσματα

πελαγίσιο: πελαγίσιο αγέρι > στεριανό > καιρικά

πέλαγο: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πελαγοδαρμός: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πελαγόδρομο: > καράβι > καράβια

πελαγοδρομός: > κακοκαιριά > καιρικά

πελαγόπετρα: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

πελαγόπετρα: > πέτρα > πέτρες

πελαγωμένη: πελαγωμένη ξέρα > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού

πελαγώνω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

πελαργός: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

πελεκανιά: > πετροκοπιό > του χτίστη

πελεκάνος: > μαραγκός > του μαραγκού

πελεκάνος: > πετράς > του χτίστη

πελεκάνος: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

πελεκάς: > μαραγκός > του μαραγκού

πελεκάς: > πετράς > του χτίστη

πέλεκας: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

πελέκι: > μπαλτάς > του πολεμιστή

πελέκι: > πέταβρο > του μαραγκού

πελέκι: > τσεκούρι > του χωραφιού

πελέκια (τα): > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

πελτέκης: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πελτεκιά: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πεμπάλωμα: έκτρωσις > πεμπάλωμα > βιολογικά

πεμπαλώνω: > πεμπάλωμα > βιολογικά

πεμπέ: ανοιχτό τριανταφυλλί > κόκκινος > του ζουγράφου

πεμπιός: > κόκκινος > του ζουγράφου

πένα: > γραφικά > του σπιτικού

πενίτσα: > γραφικά > του σπιτικού

πενταβλοί: > ποτιστής > της βοσκής

πεντάγνωμος: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πεντάγραμμο: > πεντάγραμμο της μουσικής > του μουσικού

πεντάγραμμο: μαγικό σημάδι > πεντάρφα > δαιμονικά

πεντακάντηλα: > καρπός > φυτολογικά

πεντάλφα: > πεντάρφα > δαιμονικά

πενταράβδια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

πεντάρφα: > πεντάρφα > δαιμονικά

πεντάρφανος: > ορφανός > οικογενειακά

πεντάσπιτα: πεντάσπιτα καρύδια > καρπός > φυτολογικά

πεντεφάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πεντόβολα: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

πεντόβολο: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

πεντόγνωμος: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πεντοζάλης: > είδη χορών > χοροί

πεντόπετρες: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

πεπεής: που ξαναλέει την ίδια συλαβή πολλές φορές πριν μπορέσει να βγάλει μια λέξη > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πεπεΐζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πεπιριέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

πέραμα: > δρόμος > τοπογραφικά

πέραμα: > είδη καραβιών > καράβια

πέραμα: > μακρυνάρι > του χτίστη

πέραμα: > πέραμα > της θάλασσας και του καιρού

πέραμα: > πέραμα > τοπογραφικά

περαματάρης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

περαματίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

περάντι: > σύρτης > του χτίστη

περασιά: > δρόμος > τοπογραφικά

περασιά: > μακρυνάρι > του χτίστη

πέρασμα: > δρόμος > τοπογραφικά

πέρασμα: > μακρυνάρι > του χτίστη

πέρασμα: > πέραμα > τοπογραφικά

πέρασμα: > περαστικά > ψαρολογικά

πέρασμα: > πέρσμα πουλιών > πουλολογικά

περαστή: > βελονιές > ραφτικά

περαστήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

περαστήρι: χοντρή βελόνα για να περνάς κορδόνι στο στρήφωμα > βελόνα > ραφτικά

περαστικά: περαστικά ψάρια = αποδημητικά > περαστικά > ψαρολογικά

περαταριά: > δρόμος > τοπογραφικά

περαταριά: > είδη καραβιών > καράβια

περαταριά: > πέραμα > της θάλασσας και του καιρού

περαταριά: > πέραμα > τοπογραφικά

περάτης: > σύρτης > του χτίστη

περατίκι: του χάρου το αγώγι > χάρος > δαιμονικά

περβάζι: > γύρος > ραφτικά

περβάζι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

περβανές: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

περβόλι: > περιβόλι > του χωραφιού

περγαμότο: > γλυκά > του φαγιού

περγαντίνο: > είδη καραβιών > καράβια

περγιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

περγιαλίτης: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

περγουλάδα: > πέργουλο > του χωραφιού

περγουλιά: > πέργουλο > του χωραφιού

περγουλιάδα: > πέργουλο > του χωραφιού

πέργουλο: > πέργουλο > του χωραφιού

πέρδικα: Glareola | πέρδικα της θάλασσας > νεροχελίδονο > πουλιά

πέρδικα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

πέρδικα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | πέρδικα του κάμπου > πέρδικα > πουλιά

πέρδικα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικάβγουλο: > αβγό > πουλολογικά

περδίκι: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικλωστό: τρυπητό στριφτό σκέδιο που γίνεται στο πανί καθώς το φαίνουν > περδικλωστό > του αργαλιού και της ρόκας

περδικογέρακας: Falconidae > γεράκι > πουλιά

περδικογέρακο: Falconidae > γεράκι > πουλιά

περδικομάνα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικόπουλο: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικόσυκα: > σύκα > του φαγιού

περδικούνια: > σύκα > του φαγιού

περδούκλωμα: > ποδόλυσσα > αρώστιες ζώων

περέχυμα: > σάλτσα > του φαγιού

περιάβλι: μεγάλη αβλή μοναστηριού > μοναστήρι > της εκκλησιάς

περιάβλι: μεγάλη αβλή, μάλιστα μοναστηριού > αβλή > του χτίστη

περιβολάρης: > περιβολάρης > του χωραφιού

περιβολαριά: > περιβολάρης > του χωραφιού

περιβολάρικα: > σύκα > του φαγιού

περιβολάρισα: > περιβολάρης > του χωραφιού

περιβόλι: > περιβόλι > του χωραφιού

περίγυρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

περιγυριά: > περίγυρα > τοπογραφικά

περιδρομιάζω: σκάνω από το παραμπούκωμα > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

περίδρομος: > διάβολος > δαιμονικά

περίδρομος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

περίδρομος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

περιέρα: > κανόνι > του πολεμιστή

περικάβω: καίω χαμόδεντρα > ξεχερσώνω > του χωραφιού

περικεφαλιά: > περικεφαλιά > του πολεμιστή

περικοπά: από κοντόστρατο > κατάστρατα > τοπογραφικά

περιλακκώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

περιμένει: > γγαστρωμένη > βιολογικά

πέριορα: τα περιτρίγυρα του βουνού > περίγυρα > τοπογραφικά

περιπλοκάδα: > βελονιές > ραφτικά

περισσοψήνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

περιστέρα: > περιστέρι > πουλιά

περιστέρι: > περιστέρι > πουλιά

περίστερος: > περιστέρι > πουλιά

περιστερώνας: > περιστερώνας > του χτίστη

περίστροφο: > πιστόλι > του πολεμιστή

περιτρίγυρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

περίχωρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

πέρκα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

περκάλι: > πανιά > πανιά

περκαντί: > είδη καραβιών > καράβια

περκί: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

πέρκι: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

περκίδα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

περκνάδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

περκνός: > τσεπράδα > φυσιολογικά

περμακλίκια: > κάγκελα > του χτίστη

περμαχιόλι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

περμαχόνι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

περναμπούκο: ξύλο της Βραζιλίας > ξύλα > του μαραγκού

περνοδιαβασιά: > δρόμος > τοπογραφικά

περνώ: περνώ κλωστή > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

περόβολος: > πεζόβολος > της ψαρικής

περόνι: > περόνι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

περόνι: > ρεζές > του χτίστη

περονιάζει: > το κρύο > καιρικά

περονόσπορος: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

περουζένιος: > γαλανός > του ζουγράφου

περουζένιος: > περουζές > πετράδια

περουζές: > περουζές > πετράδια

περπατά: περπατά το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

περπάτημα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

περπατησιές: περπατησιές της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

περπατίνα: > κληματαριά > του χωραφιού

πέρσμα: > πέραμα > της θάλασσας και του καιρού

πεσκήρι: > νιφτήρας > του σπιτικού

πεσλιά: > γελέκο > ρούχα

πεστεμάλι: > νιφτήρας > του σπιτικού

πεστεμάλι: ποδιά του λουτράρη > ποδιά > ρούχα

πέστροφα: Salmo fario > πέστροφα > ψάρια του γλυκού νερού

πέταβρο: > καλάμι > γιατρικά

πέταβρο: > σανίδι > του χτίστη

πέταβρο: φτενό σανίδι > πέταβρο > του μαραγκού

πεταβρώνω: > καλάμι > γιατρικά

πετάει: πετάει-πετάει > παιδιών > παιγνίδια

πετακάκι: > πεταρούδι > πουλολογικά

πέτακας: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πετάλα: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πεταλάς: > πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

πετάλι: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

πετάλι: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

πετάλι: > τρέμουσα > ραφτικά

πεταλίδα: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πεταλίδια: αμάδες που ρίχνουν τα παιδιά απάνω σε νερό και τις κάνουν και πηδούν > παιδιών > παιγνίδια

πέταλο: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέταλο: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεταλούδα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

πεταλούδι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

πεταλώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεταλωτής: > πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεταρούδι: > πεταρούδι > πουλολογικά

πετάσι: > σύρτης > του χτίστη

πεταχτά: > αφτί > όργανα

πεταχτάρη: > πετονιά > της ψαρικής

πεταχτή: > πετονιά > της ψαρικής

πεταχτό: > παιδιών > παιγνίδια

πετεινάρι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

πετεινός: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

πετεινός: > μήτρα > όργανα

πετεινός: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

πετεινού: αβγό του πετεινού > αβγό > πουλολογικά

πετιμέζι: ψητός μούστος > γλυκά > του φαγιού

πετίνι: > κλαδί > φυτολογικά

πετμεζάς: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πέτο: > μέρη του σακακιού > ρούχα

πετονιά: > πετονιά > της ψαρικής

πέτος: > κληματαριά > του χωραφιού

πετούμενο: > πουλί > πουλολογικά

πετούμενο: πετούμενο άστρο > άστρο > αστρικά

πέτρα: > άμμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτρα: > πέτρα > πέτρες

πέτρα: > πέτρα > του χτίστη

πετράβλακο: > αβλάκι > του χωραφιού

πετραδάκι: > πέτρα > πέτρες

πετράδια: > πετράδια > πετράδια

πετραδούλα: > πέτρα > πέτρες

πετράηδονο: Luscinia luscinia > αηδόνι > πουλιά

πετραλώνι: > αλώνι > του χωραφιού

πετραμήθρες: > πετράδια > πετράδια

πετράρης: > πετράς > του χτίστη

πετράς: > πετράς > του χτίστη

πετραχήλι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

πετρένιος: > βώλοι > παιγνίδια

πέτρες: πέτρες αξετίμητες > πετράδια > πετράδια

πετριά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πετριά: έχει πετριά > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πετριδοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

πετρίκι: μαλί που βγαίνει από το λανάρισμα > μαλί > της βοσκής

πετρίλα: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πέτρινος: είδη βόλων > βώλοι > παιγνίδια

πετρίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

πετρίτης: > πετρίτης > πουλιά

πετρίτης: > πετροχήβαδο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πετρίτης: Falconidae > γεράκι > πουλιά

πετρίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πετρίτσα: > πέτρα > πέτρες

πετρόβολο: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

πετροβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πετρόβρυση: > βρύση > του χωραφιού

πετρογέρακας: Falconidae > γεράκι > πουλιά

πετρογεράκι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

πετρογέφυρο: > γιοφύρι > του χτίστη

πετρογοβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

πετρογούβιδο: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

πετροκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

πετροκαλαμίδα: αλεξικέραυνον > πετροκαλαμίδα > του χτίστη

πετροκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

πετροκαταλούσα: > μάγος > δαιμονικά

πετροκαταλύτης: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

πετρόκλης: Pratincola rubicola > πετρόκλης > πουλιά

πετροκόντυλο: κοντύλι της πλάκας > γραφικά > του σπιτικού

πετροκοπιό: > πετροκοπιό > του χτίστη

πετροκόπος: > πετράς > του χτίστη

πετροκότσιφας: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

πετρόλακκος: > λάκκα > τοπογραφικά

πετρολιάρα: > πετρολιάρα > πουλιά

πετρομάχι: χοντρό πετσί στο μπροστινό μέρος του τσαρουχιού > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πετρόμυζο: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

πετροπέρδικα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | πέρδικα του βουνού > πέρδικα > πουλιά

πετρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πετροπούλι: > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

πετροράχιδο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πετρόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

πετρόσπαρτη: > γη > του χωραφιού

πετρόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

πετροσπουργίτης: Passer > σπουργίτης > πουλιά

πετροχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

πετροχελίδονο: Micropus apus > πετροχελίδονο > πουλιά

πετροχήβαδο: > πετροχήβαδο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πέτρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

πετρώματα: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πετρωσιά: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πετρωτά: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πετρωτή: > βελονιές > ραφτικά

πετρωτός: > σταχτής > του ζουγράφου

πέτσα: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

πέτσα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτσα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πέτσα: > ψωμί > του φαγιού

πετσάλι: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

πετσαλίδα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πετσέτα: > τραπέζι > του σπιτικού

πετσί: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

πετσί: > πετσί > του παπουτσή

πετσιά: > χοιριά > του ταμπάκη

πετσιάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτσιασμα: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτσικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

πετσοκόματα: > πετσί > του παπουτσή

πετσολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

πετσομάγουλος: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

πετσοματής: > παπουτσής > του παπουτσή

πετσούδα: Thynnus brachypterus > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

πέτσωμα: > πετσί > του παπουτσή

πέτσωμα: το στρώσιμο των σανιδιών της στέγης > στέγη > του χτίστη

πετσώνω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

πεφκατσίγγανα: > φρύγανα > φυτολογικά

πέφκι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πέφκι: > χαλί > του σπιτικού

πεφκιά: > δάσος > τοπογραφικά

πεφκοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πεφκοδάσι: > δάσος > τοπογραφικά

πεφκόλακκος: > λάκκα > τοπογραφικά

πεφκόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

πεφκοτόπι: > δάσος > τοπογραφικά

πέφτει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

πέφτει: πέφτει αντάρα > αντάρα > καιρικά

πέφτουν: πέφτουν τα σπαρτά (από άνεμο, βροχή) > αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά

πέφτω όξω: > βουλιάζω > αρμενίσματα

πηγαδάς: > πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πηγάδι: > πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πηγάδι: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδομάνα: > βρύση > του χωραφιού

πηγαδομάνα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδόπετρα: > πέτρα > πέτρες

πηγαδόπετρα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδόσκαμα: > πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πηγαδόσκαμα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδόστομος: > στόμα > όργανα

πηγαδόστουμπα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγή: > βρύση > του χωραφιού

πήγουλη: > αλέβρι > του φαγιού

πηγούνι: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

πήδημα: > μαρκάλος > της βοσκής

πηδηχτός: > είδη χορών > χοροί

πηδούλι: Tyroglyphus siro > πηδούλι > σκουλήκια και ζωύφια

πηδώ: επιβαίνω > μαρκάλος > της βοσκής

πήζει: η θάλασσα πήζει σαν να είναι μπουνάτσα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πηλός: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

πηλός: > λάσπη > τοπογραφικά

πηλός: > νιφτήρας > του σπιτικού

πηλός: > πηλός > του χτίστη

πηλός: > σαπουνόχωμα > της νεροτριβής

πηλός: > χώματα > του χωραφιού

πηλώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

πηξιά: > γάλα > της βοσκής

πηρούνι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

πηρουνομάχαιρα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

πησσί: Pleuronectes platessa > πησσί > ψάρια της θάλασσας

πήτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πητάρι: τα ζουλήματα που απομένουν ύστερα από το στίψιμο των ελιών, σπόρων ή ριζώνε | μερικά πητάρια τα μεταχειρίζουνται για κοπριά, άλλα για να θρέψουν τα γελάδια > πητάρι > του λιοτριβιού

πήχες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πήχες: πήγε τρεις πήχες ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

πηχιάζω: κουβαριάζω το γνέμα > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

πηχτά: > αβγά > του φαγιού

πηχτή: > κρέας > του φαγιού

πήχτρα: > καλοκαιριά > καιρικά

πιάνει: πιάνει καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

πιάνει: πιάνει το μάτι του > μαγέβω > δαιμονικά

πιανίστας: > μουσικός > του μουσικού

πιάνο: > πιάνο > του μουσικού

πιάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

πιάνω: > μαμή > βιολογικά

πιάνω: > πιάση > φυσιολογικά

πιάνω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

πιάση: > πιάση > φυσιολογικά

πιάση: > φεγγάρι > αστρικά

πιάσιμο: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιάσιμο: > πιάση > φυσιολογικά

πιάσιμο: περιπνευμονία > στα άλογα > αρώστιες ζώων

πιάσιμο: σύληψη > πιάσιμο > βιολογικά

πιασμένος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιάστρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

πιάτο: > ζυγαριά > του μαγεριού

πιάτο (στο): > αβγά > του φαγιού

πιατοθήκη: > πιατοθήκη > του μαγεριού

πιάτσας: αμάξι της πιάτσας > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

πίγκα: > πίγκα > ψάρια της θάλασσας

πιέτα: > δίπλα > ραφτικά

πιζέβλια: σίδερα που στεριώνουν τις ζέβλες στο ζυγό > αλέτρι > του χωραφιού

πιθαράδικο: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

πιθαράς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

πιθάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

πιθώνω: πιθώνω στοιχιό > ξορκίζω > δαιμονικά

πίκα: > κοντάρι > του πολεμιστή

πικές: > κρεβάτι > του σπιτικού

πίκι: > κατάρτια > του καραβιού

πικούνι: > αξίνα > του χωραφιού

πικραγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πικροθάλασσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πικροκυματούσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πικροπύρουνα: > αμύγδαλα > του φαγιού

πικροπύρουνος: > καρπός > φυτολογικά

πικρός: > καφές > του φαγιού

πιλαλίστρα: > καλόβολος τόπος > τοπογραφικά

πιλάφι: > ρίζι > του φαγιού

πίλιαστρα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

πίλιαστρο: > κολόνα > του χτίστη

πιλότος: > πιλότος > του κούρσου και του φορτωτή

πίλωμα: με πόνο > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιλώματα (τα): > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιλώνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

πιμάνικα (τα): > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

πινά (τα): > κατάρτια > του καραβιού

πινακοπλύτης: το μέρος όπου πλένουν τα πιάτα > νεροχύτης > του μαγεριού

πινακοπλύτης: το πανί που ξεπλένουν τα πιάτα > νεροχύτης > του μαγεριού

πινακωτή: > φούρνος > του μαγεριού

πινέλο: > άγκυρα > του καραβιού

πινέλο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

πινέλο: > κάνω πινέλο > αρμενίσματα

πίννα: Pinna rudis > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πιννοκάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πιννολόγος: σύνεργο για να πιάνεις πίννες > πιννολόγος > της ψαρικής

πιννόμαλο: > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πιννοτήρας: decapoda (brachyura) τάξη | το καβουράκι που ζει μέσα στην πίννα > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πινόμαλο: το μάργαρο της πίνας > μάργαρο > πετράδια

πίνος: το θολό νερό που πλένουν το μαλί του ποκαριού > μαλί > της βοσκής

πίπα: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πιπέρι: > μπαχαρικά > του φαγιού

πιπεριόνος: πιπεριές ξειδάτες > μπαχαρικά > του φαγιού

πιπεροχήρα: > χήρα > οικογενειακά

πιπερώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

πίπιζα: > πίπιζα > του μουσικού

πίπιζα: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

πιπίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

πιπίλα: ψεύτικη ρώγα για να πιπιλίζει το μωρό και να μένει ήσυχο > ρωγοβύζι > του σπιτικού

πιπίνα: > περιστέρι > πουλιά

πιπίνα: > περιστέρι > πουλιά

πιπινίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

πίπισμα: > κουκουρίζω > πουλολογικά

πίπολο: > κατάρτια > του καραβιού

πίπουζας: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

πισαβλή: > αβλή > του χτίστη

πίσημη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

πισινά (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

πισινέλα: > φύλαξη > του πολεμιστή

πισινός: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

πισκοπάκι: > πισκοπάκι > πουλιά

πισλιά: φέρμελη και γελέκι > γελέκο > ρούχα

πισοκούτελος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

πίσσα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

πίσσα: > κατραμίζω > του σκαριού

πίσσας: μάβρο της πίσσας > μάβρος > του ζουγράφου

πισσώνω: > κατραμίζω > του σκαριού

πιστάντι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πιστιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πιστικιά: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

πιστικός: > βοσκός > της βοσκής

πιστόλα: > πιστόλι > του πολεμιστή

πιστόλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

πιστόλι: > πιστόλι > του πολεμιστή

πιστολιά: > πιστόλι > του πολεμιστή

πιστολίζω: > πιστόλι > του πολεμιστή

πίσυχνα: πεφκόφυλλα > φύλλο > φυτολογικά

πισωβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

πισωκάπουλα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πισωκάφκι: > πισωκάφκι > κόκκαλα

πισωκέντι: > βελονιές > ραφτικά

πισώκερο: > γίδι > της βοσκής

πισώπορτα: > πόρτα > του χτίστη

πισωπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

πισωτάντανο: > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πίτακας: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

πιτερήθρα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

πιτερίδα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

πίτερο: > αλέβρι > του μυλωνά

πιτιά: > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

πίτουρο: > αλέβρι > του μυλωνά

πιτροπίδια: μαδέρια που βάζουνε στα πλεβρά της μαούνας για προστασία > πιτροπίδια > του καραβιού

πιτσιλάδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πιτσιλιά: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πιτσιλίδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πιτσιλιστό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

πιτσιλωτό: > είδη πανιών > πανιά

πιτσιρίκος: > παιδί > οικογενειακά

πιτσούλα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιτσούνι: > περιστέρι > πουλιά

πιτσουνολόγος: > περιστερώνας > του χτίστη

πίτσουνος: > περιστέρι > πουλιά

πιτύκι: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

πιτυρίδα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

πίφιρο: > πίφιρο > του μουσικού

πιφιρτζής: > μουσικός > του μουσικού

πλαγερά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλάγι: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλαγιάβλι: > φλάουτο > του μουσικού

πλαγιάζει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

πλαγιάζουν: > αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά

πλαγιόματος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλαγοχώραφα: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλάθω: > αλέβρι > του φαγιού

πλάκα: > πέτρα > πέτρες

πλακάκια: > χαρτιά > παιγνίδια

πλακερή: > πέτρα > πέτρες

πλάκες: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

πλάκες: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

πλακή: ψάρι με χόρτα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

πλακί: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

πλακομέτωπος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

πλακόνι: > πανιά > του καραβιού

πλακόστηθη: > βυζί > όργανα

πλακόστρωτο: > στρώση > τοπογραφικά

πλακόστρωτο: δρόμος στρωμένος πλάκες > δρόμος > τοπογραφικά

πλακωνιάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

πλακωτά: > αφτί > όργανα

πλακωτή: πλακωτή βάρκα > είδη καραβιών > καράβια

πλακωτή: πλακωτή πέτρα > πέτρα > πέτρες

πλάνη: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

πλανήταρος: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

πλανήτρα: > σάλι > του καραβιού

πλάνια: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

πλανίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

πλάνος: > δολώνω > της ψαρικής

πλάνος: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

πλάνος: το πουλί που βάζουνε σε κλουβί για να κράζει τ' άλλα > κράχτης > του κυνηγού

πλάντρα: > σανίδι > του χτίστη

πλάντρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

πλάντρα: το σανίδι που ζουλάει τις ελιές > πλάντρα > του λιοτριβιού

πλασερό: > κόσκινο > του μαγεριού

πλάση: > αλέβρι > του φαγιού

πλασίδι: > αλέβρι > του φαγιού

πλάσιμο: > αλέβρι > του φαγιού

πλαστάρι: ακέριο ψωμί > ψωμί > του φαγιού

πλασταριά: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλαστέρα: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλαστήρα: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλάστης: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλασώνω: πασπαλίζω το ψωμί με πλάση για να μη κολά > μαγειρέματα > του μαγεριού

πλατέα: > πλατεία > τοπογραφικά

πλατεία: > πλατεία > τοπογραφικά

πλάτη: > ράχη > ανατομικά κατατόπια

πλάτη: πλάτη της στέγης > στέγη > του χτίστη

πλάτη: ωμοπλάτη > πλάτη > κόκκαλα

πλατίτσα: ποταμίσιο ψάρι > πλατίτσα > ψάρια του γλυκού νερού

πλατοβράκι: > βρακί > ρούχα

πλατομαντίλα: > μαντίλι > ρούχα

πλάτρα: ξαναπουλήτρα > πλάτρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλατύδρομο: > δρόμος > τοπογραφικά

πλατύρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

πλάτωμα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πλάτωμα: πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλατωσιά: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πλατωσιά: πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλέβρα: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλεβραμιά: > σφαχτό > του φαγιού

πλέβρη: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλεβριά: > σφαχτό > του φαγιού

πλέβρια: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλεβρίτης: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβρίτωμα: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβριτώνουμαι: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβριτώνω: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβρό: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβρώνω: βάζω ένα ξύλο απάνω στο άλλο για να το δυναμώσω > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

πλεβρώνω: χτυπώ από το πλεβρό > πλεβρώνω > του πολεμιστή

πλεκάνι: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πλέκω: > κολυμπώ > αρμενίσματα

πλεμαριά: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πλεμάτι: > δίχτυ > της ψαρικής

πλεμάτι: > δίχτυ > της ψαρικής

πλεμάτια: > δίχτια > του κυνηγού

πλεμόνι: > πλεμόνι > όργανα

πλένω: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλεξίδα: > κρέας > του φαγιού

πλεξίδι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

πλέξιμο: βελόνα για πλέξιμο > βελόνα > ραφτικά

πλεξούδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

πλεούμενο: > καράβι > καράβια

πλέουσα: > καρίνα > του καραβιού

πλεχτό: ξύλινο δοχείο για το φτιάσιμο του τυριού > τυροβόλι > της βοσκής

πλεχτοκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

πλέω: > κολυμπώ > αρμενίσματα

πληγή: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πληγιάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

πλήγιασμα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πληγούρι: > ψωμί > του φαγιού

πλημμύρα: > βροχή > καιρικά

πλίθα: το άψητο > πλιθάρι > του χτίστη

πλιθαράς: > κεραμιδάς > του χτίστη

πλιθάρι: > πλιθάρι > του χτίστη

πλιθαριό: > κεραμιδάς > του χτίστη

πλίθος: > πλιθάρι > του χτίστη

πλινάρι: > κωλουράδι > κόκκαλα

πλόγγος: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

πλοκάμι: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πλοκάμια: > δίχτια > του κυνηγού

πλοκός: > καλάθι > του χωραφιού

πλοκός: > φράχτης > του χωραφιού

πλουμίδι: > κέντημα > ραφτικά

πλύση: > πλύση > του σπιτικού

πλύση: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλύσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

πλυσταριό: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

πλυσταριό: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλύστρα: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλύστρα: πλάκα πλατιά για πλύση > πέτρα > πέτρες

πλώρη: > πλώρη > του καραβιού

πλώρης (της): > σκορπιός > του καραβιού

πλωριός: > πλώρη > του καραβιού

πλωρίτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

πλωτή: > σάλι > του καραβιού

πνεματικός: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πνιγάρης: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

πνίγουμαι: > βουλιάζω > αρμενίσματα

πνιγούρα: > σύνεφο > καιρικά

πνιγούρα: πνιγερή θολούρα > καταχνιά > καιρικά

πνίχτης: > όνειρο > φυσιολογικά

πνιχτό: > κρέας > του φαγιού

ποδάγρα: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ποδαγριά: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ποδαγριάρης: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ποδάρα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

ποδαράτος: όταν ο ήλιος είναι ως ένα ποδάρι απάνω > αβγή > αστρικά

ποδάρι: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

ποδαριά: > πάτημα > του κυνηγού

ποδαριά: το πιο χαμηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

ποδάρια: πήγε τρία ποδάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

ποδαρικά: υπόβαθρα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

ποδαρικό: ποδάρι τραπεζιού, κρεβατιού κτλ., βάθρο για πάτημα > ποδαρικό > του σπιτικού

ποδαρούκλα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

ποδαρούλι: μαγκαλάκι για τα ποδάρια > μαγκάλι > του σπιτικού

ποδαστράγαλος: > πόδι > κόκκαλα

ποδεμή: > ποδεσιά > του παπουτσή

ποδεσιά: > ποδεσιά > του παπουτσή

ποδηματάς: > παπουτσής > του παπουτσή

πόδι: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πόδι: > πόδι > κόκκαλα

ποδιά: > ποδιά > ρούχα

ποδιά: > στέγη > του χτίστη

ποδιά: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόδια: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ποδιές: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ποδίζω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

ποδίζω: ανακρούομαι > ποδίζω > αρμενίσματα

ποδισιά: > ποδεσιά > του παπουτσή

ποδισιά: > ποδισιά > αρμενίσματα

πόδισμα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

ποδόγυρος: > ποδόγυρος > ραφτικά

ποδόλυσσα: > ποδόλυσσα > αρώστιες ζώων

ποδοστάματα: > κοράκι > του καραβιού

ποδόσταμο: > κοράκι > του καραβιού

ποδόσταμου (του): > ακράπι > του καραβιού

ποδότης: > πιλότος > του κούρσου και του φορτωτή

ποδοχάρι: > ποδοχάρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ποδοχάρι: ξύλινος ληνός > πατητήρι > του τρύγου

ποδόχι: > πατητήρι > του τρύγου

ποθετό: > ποθετό > γιατρικά

ποθετό: > ποθετό > γιατρικά

ποθητή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

ποθητός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

ποθόματα τα: αποθέτω > μέρη του μύλου > του μυλωνά

πόθος: ξύλινο κουτί που πέφτει μέσα του το αλεσμένο σιτάρι > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ποκάρι: μαλί χωρισμένο από την προβιά > μαλί > της βοσκής

ποκοίλι: > κοιλιά > όργανα

ποκοιλιτης: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πολάκι: μικρός κάδος για μούστο > πολήνι > του τρύγου

πολεμιστής: > πολεμιστής > του πολεμιστή

πολεμίστρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

πολεμίστρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

πολεμίστρα: > πολεμίστρα > του κούρσου και του φορτωτή

πολεμότρυπα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

πολέρι: κανάλι για να τρέχει ο μούστος από το ληνό > πολέρι > του τρύγου

πόλη: > χώρα > τοπογραφικά

πολήνι: > πολήνι > του τρύγου

πολίμι: > πολήνι > του τρύγου

πολιορκητικά: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

πολιτεία: > χώρα > τοπογραφικά

πολιτικά: > ρούχα > ρούχα

πολίτικος: > είδη χορών > χοροί

πόλκα: ανοιχτή ζακέτα > τζακέτα > ρούχα

πολλή: πολλή νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

πολλοδέντρι: > δάσος > τοπογραφικά

πολυέλαιος: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

πολυκάντηλο: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

πολυκατοικία: > σπίτι > του χτίστη

πολυκυματούσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πολυμπριά: > βροχή > καιρικά

πολυομπριά: > βροχή > καιρικά

πολυποδαρούσα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

πολυποδού: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

πολύσπορος: > νόθος > οικογενειακά

πολυσύχναστος: > δρόμος > τοπογραφικά

πολυφαγία: > φαγί > του φαγιού

πολυχρονεμένε: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

πολύχρονος: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

πομάδα: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

πόμολο: > πόρτα > του χτίστη

πόνεμα: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πόνεμα: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονέματα: > αρώστιες και πονέματα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονέντες: δυτικός > άνεμος > καιρικά

πονηρά: > πειρασματικά > δαιμονικά

πονίδι: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόδοντος: > πονόδοντος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόκαρδος: > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλιά: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλιάζω: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλίζω: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκέφαλος: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλώ: μου πονεί το κεφάλι > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόλαιμος: > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόματος: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πόνος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πόνος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονταδόρος: > χαρτιά > παιγνίδια

ποντάρω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ποντάρω: > χαρτιά > παιγνίδια

ποντίκα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ποντίκαρος: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

πόντικας: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

ποντίκι: > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

ποντίκι: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

ποντικονυφίτσα: Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά

ποντικοπιάστρα: > δοκάνι > του κυνηγού

ποντικός: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

ποντίλια: > ποντίλια > του σκαριού

ποντίνι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πορδαλάς: > πορδή > φυσιολογικά

πορδή: > πορδή > φυσιολογικά

πορδιά: > πορδή > φυσιολογικά

πορδιάρης: > πορδή > φυσιολογικά

πορδοκλάνω: > πορδή > φυσιολογικά

πόρδος: > πορδή > φυσιολογικά

πόρεψη: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

πορί: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ποριά: > δρόμος > τοπογραφικά

ποριά: > πέραμα > τοπογραφικά

πορόλογγο: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόρος: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόρους: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

ποροφάραγγο: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόρτα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

πόρτα: > πόρτα > του χτίστη

πορταβέλα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

πορταδέλες: σιδερένια δεσίματα πάνω στα πορτόφυλλα > πόρτα > του χτίστη

πορτάρι: > πόρτα > του χτίστη

πόρτεγο: > πόρτα > του χτίστη

πορτέλο: η μπουκαπόρτα του κανονιού > πορτέλο > του κούρσου και του φορτωτή

πορτιέρα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πορτιέρης: > θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πορτοκαλάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

πορτοκαλής: > κίτρινος > του ζουγράφου

πορτοκαλί: > κίτρινος > του ζουγράφου

πορτοκάλι: > γλυκά > του φαγιού

πορτοπούλα: > πόρτα > του χτίστη

πορτοφύλακας: > θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πορτόφυλλο: το φύλλο της πόρτας > πόρτα > του χτίστη

πορτρέτο: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

πορτωσιά: ολάκερη η πόρτα | το έμπασμα στην πόρτα > πόρτα > του χτίστη

πορφύνα: purpurea γένος > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πορφύρα: > μόρικος > του ζουγράφου

πορφύρα: purpurea γένος > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πόρφυρας: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

πορφυρένιος: > μόρικος > του ζουγράφου

πορφυρός: > μόρικος > του ζουγράφου

ποσάδα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

πόσι: μαντίλι δεμένο γύρω στο κεφάλι > καπέλο > ρούχα

ποσοστά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πόστα: > χαρτιά > παιγνίδια

ποταμάλογο: Hippopotamus | ιπποπόταμος > αλογοπόταμο > θηλαστικά

ποτάμι: > Γιορδάνης > αστρικά

ποτάμι: > ποτάμι > τοπογραφικά

ποτάμι: βρέχει ποτάμι > βροχή > καιρικά

ποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

ποταμίδα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

ποταμόβρυσο: > βρύση > του χωραφιού

ποταμολίθι: > πέτρα > πέτρες

ποταμός: > ποτάμι > τοπογραφικά

πόταμος: > ποτάμι > τοπογραφικά

ποταμόσκυλο: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

ποταμόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

ποτάσα: > χημικά > μέταλλα και χημικά

πότζα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

ποτήρι: άγιο ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ποτίζω: > ποτίζω > του χωραφιού

πότισμα: > ποτίζω > του χωραφιού

ποτιστήρι: > ποτιστήρι > του χωραφιού

ποτιστής: > αβλάκι > του χωραφιού

ποτιστής: η ώρα που ποτίζουνται τα γιδοπρόβατα > ποτιστής > της βοσκής

ποτιστής: το μέρος όπου ποτίζουν τα γιδοπρόβατα > ποτιστής > της βοσκής

ποτιστική: > βροχή > καιρικά

ποτιστικό: > χωράφι > του χωραφιού

ποτίστρα: > ποτιστήρι > του χωραφιού

ποτίστρα: > ποτιστής > της βοσκής

ποτίστρα: > ποτίστρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πουκαμίσα: > ασπρόρουχα > ρούχα

πουκαμισάδικο: > πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουκαμισάς: > πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουκάμισο: > ασπρόρουχα > ρούχα

πουκάμισο: > λουβί > φυτολογικά

πουκάμισο: > πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πούλα: > πουλί > πουλολογικά

πούλα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

πουλάδα: > πετεινός > πουλιά

πουλάδα: > πουλί > πουλολογικά

πουλάδα: gallinula chloropus > νερόκοτα > πουλιά

πουλάκα: > είδη καραβιών > καράβια

πουλακίδα: > κότα > πουλολογικά

πουλάμι: τα πουλιά > πουλί > πουλολογικά

πουλάρι: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

πουλαρίσιος: > άλογο > θηλαστικά

πούλαρος: > πουλί > πουλολογικά

πουλερικά: > πουλί > πουλολογικά

πουλερικό: > πουλί > πουλολογικά

πούληση: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουλί: > πουλί > πουλολογικά

πούλια: > τρέμουσα > ραφτικά

πούλια: Πλειάδες > αστερισμοί > αστρικά

πουλολόγος: > κυνηγός > του κυνηγού

πουλοπιάστης: > κυνηγός > του κυνηγού

πούλουδο: > λουλούδι > φυτολογικά

πουνέντες: > άνεμος > καιρικά

πουνεντογάρμπης: > άνεμος > καιρικά

πουνεντομαΐστρος: > άνεμος > καιρικά

πουνεντομαΐστρος: > άνεμος > καιρικά

πουνιάλι: > μαχαίρι > του πολεμιστή

πούντα: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

πούντα: > πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πουντέλια: πουντέλια σοβατζίδικα = η σκαλωσιά που βάζουν οι σοβατζήδες για να ασπρίσουν > πουντέλια σοβατζίδικα > του χτίστη

πουντέλια: τα ξύλα που βαστούν το καράβι όρθιο στο σκαρί > ποντίλια > του σκαριού

πουντελιάζω: ορθώνω με πουντέλια > ποντίλια > του σκαριού

πουντιάζω: > πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πούντιασμα: > πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πουντιασμένη: πουντιασμένη νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

πουράνια: τα πουράνια > ουρανός > καιρικά

πουράντσα: > είδη βαφών > του βαφιά

πούργα: > γιατρικό > γιατρικά

πουργέβω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

πουργός: ο βοηθός που κουβαλά το αστράχι με τον πηλοφόρο > χτίστης > του χτίστη

πουρί: > πέτρα > πέτρες

πουρί: λιθίασις > πωρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πουρναριά: > δάσος > τοπογραφικά

πουρνό: πουρνό-πουρνό > αβγή > αστρικά

πουρπουριά: Acanthopterygii γένος > γαϊτανούρι > ψάρια της θάλασσας

πούσι: η σκόνη που είναι απάνω στα φύλλα του ελατιού και του πέφκου > φύλλο > φυτολογικά

πούσι: καταχνιά στη θάλασσα > καταχνιά > καιρικά

πούσκαρμο: > καράβι > καράβια

πουσόνι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουτούρι: > βρακί > ρούχα

πουτσαράς: > αρχίδι > όργανα

πούτσος: > αρχίδι > όργανα

ποχεριός: > κολήγας > του χωραφιού

πόχη: τριγωνικό δίχτυ > απόχη > της ψαρικής

πράγκα: > πράγκα > της ψαρικής

πραγκαρόλι: > καλαμαριέρα > της ψαρικής

πράμα: > χτήμα > του χωραφιού

πραματάρης: > βοσκός > της βοσκής

πραμάτεια: > πραμάτεια > του κούρσου και του φορτωτή

πραματεφτάδικο: > καράβι > καράβια

πραματεφτής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πραματολόγος: > βοσκός > της βοσκής

πρασιά: > σφαλιά > του χωραφιού

πρασίγγουρας: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

πρασίγγουρος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

πρασίνα: είδος πράσινης σάβρας > σάβρα > σερπετά

πρασινάδα: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασίνι: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

πρασινίζω: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασινίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

πρασινισμένος: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασινογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

πρασινοξέφτιστο: χρώμα > πράσινος > του ζουγράφου

πράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

πράσινος: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρασινόχλωρος: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασινωπός: > πράσινος > του ζουγράφου

πράσο: > λαχανικά > του φαγιού

πρασόκουρος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

πρασολογώ: > φυλλολογώ > του χωραφιού

πρασόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πράτα: > ζωντανά > της βοσκής

πρατάρης: > βοσκός > της βοσκής

πράτιγο: > παντιέρα > του καραβιού

πράτικο: > παντιέρα > του καραβιού

πρατίνα: > πρόβατο > της βοσκής

πρατομάντρα: > μάντρα > της βοσκής

πρατοστέφανο: το ξύλινο στεφάνι που δένουν τα κουδούνια και που το περνούνε στο λαιμό των προβάτων > κουδούνι > της βοσκής

πρατοψάλιδο: > κουρέβω > της βοσκής

πρεδάρης: > πρεδάρης > του χωραφιού

πρέζα: πρέζα ταμπάκο > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πρέζα: το καράβι που πιάνει ο κουρσάρος > πρέζα > του κούρσου και του φορτωτή

πρέντζα: > τυρί > του φαγιού

πρεσβέρι: > κρέβατος > του σπιτικού

πρεσβυτέρα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πρήξιμο: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πρήσκεται: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

πρήσκεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πρήσμα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πριμαρόλι: > καρπός > φυτολογικά

πριμαρόλια: > φρούτα > του φαγιού

πρινοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πρινοκόκι: άλικη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

πρινοκόκι (το): > είδη βαφών > του βαφιά

πριόνα: πριονωτή ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πριονίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

πριτιά: > πριτιά > της βοσκής

πριτσίλα: > πριτιά > της βοσκής

προάβλι: > αβλή > του χτίστη

προάλλες: τις προάλλες > μέρα > της μέρας και της ώρας

πρόβα: > πρόβα > ραφτικά

προβάζω: > πρόβα > ραφτικά

πρόβαλμα: > πρόβα > ραφτικά

προβάρω: > πρόβα > ραφτικά

προβασκάνι: > φυλαχτό > δαιμονικά

πρόβατα: > ζωντανά > της βοσκής

προβατάρης: > βοσκός > της βοσκής

προβατάς: > βοσκός > της βοσκής

προβατίλα: > πριτιά > της βοσκής

προβατίνα: > πρόβατο > της βοσκής

πρόβατο: > πρόβατο > της βοσκής

προβατοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

προβατομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

προβατονόμι: > βοσκική > της βοσκής

προβατοσταλός: > σταλίζω > της βοσκής

προβατόστανη: > στάνη > της βοσκής

προβατόστρατα: > δρόμος > τοπογραφικά

προβιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

προβιά: το πετσί του προβάτου με το μαλί > μαλί > της βοσκής

πρόβιο: > κρέας > του φαγιού

πρόβιο: > μαλί > της βοσκής

πρόβοδος: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

προβολές: τα θυροπαράθυρα των εμπορικών που ανοίγουνται οριζόντια > κεπέγκι > του χτίστη

πρόβολος: > μπροστάρης > της βοσκής

προβούκι: μικρό πρόγευμα > πρόγεμα > του φαγιού

προβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πρόγγα: χοντρό καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού

πρόγγες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

προγγώνω: βάζω πρόγγες (χοντρά καρφιά) > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

πρόγεμα: > πρόγεμα > του φαγιού

πρόγκα: > σαλαγώ > της βοσκής

πρόγκα: που δεν αφίνει το σταβάρι να βγει από το γούζι > αλέτρι > του χωραφιού

προγκάρω: > σαλαγώ > της βοσκής

προγκάω: > σαλαγώ > της βοσκής

προγκίδα: ξύλο που στηλώνει το πισινό αντί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

προγκίζω: > σαλαγώ > της βοσκής

πρόγκισμα: > σαλαγώ > της βοσκής

προγόνι: > αδέρφι > οικογενειακά

προγόνια: > γονιός > οικογενειακά

προγονικά: > γονιός > οικογενειακά

πρόγονοι: > γονιός > οικογενειακά

πρόγονοι: > γονιός > οικογενειακά

προγονός: αδέρφι από διαφορετικό πατέρα ή μητέρα > αδέρφι > οικογενειακά

προγούλι: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

προεγγόνι: > αγγόνι > οικογενειακά

προζύμι: > αλέβρι > του φαγιού

προζυμόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

προθειός: > θείος > οικογενειακά

πρόθεση: η τρύπα στην άγια τράπεζα όπου γίνεται η μυσταγωγία > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

πρόθυρο: > φούρνος > του μαγεριού

προιάρι: βάρκα που τήνε σπρώχνουνε με το κοντάρι > είδη καραβιών > καράβια

προίκα: > προίκα > οικογενειακά

προικιά τα: > προίκα > οικογενειακά

προικιό: > προίκα > οικογενειακά

προικοδιάβαση: > προίκα > οικογενειακά

προικολαβή: > προίκα > οικογενειακά

προικολάβος: αφτός που έρχεται να πάρει την προίκα > προίκα > οικογενειακά

προικοσύφωνο: > προίκα > οικογενειακά

προικοχάρτι: > προίκα > οικογενειακά

πρόκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

προκαδούρα: > καρφολογιά > του μαραγκού

πρόκες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

προκόβι: χοντρό μάλινο χράμι που προστατέβει τη ράχη από τη σέλα > προκόβι > του αγωγιάτη και του αμαξά

προκοίλι: > κοιλιά > όργανα

προκομένη: > κότα > πουλολογικά

πρόκροσσες: πρόκροσσες του στημονιόυ > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

προμηθέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προμηθέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προμήθεια: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προμηθεφτής: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενέβω: > προξενιά > οικογενειακά

προξενητής: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενητής: > προξενιά > οικογενειακά

προξενήτρα: > προξενιά > οικογενειακά

προξενιά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενιά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενιά: > προξενιά > οικογενειακά

προξενιές: > προξενιά > οικογενειακά

προπλασμός: σκούρο αστάρι που βάζουν οι βυζαντινοί στις ζουγραφιές τους > προπλασμός > του ζουγράφου

προπύρα: > ψωμί > του φαγιού

πρόσαγα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

προσάγγονο: > αγγόνι > οικογενειακά

προσαντίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

προσβούκια: > μεζελίκια > του φαγιού

πρόσγαλο: > γάλα > της βοσκής

προσγονέοι: > γονιός > οικογενειακά

προσέλινο: ασέλωτο ακόμα > άλογο > θηλαστικά

προσεφκάδι: κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

προσεφκητάρι: κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

προσέφκουμαι: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

προσήλι: > προσήλι > τοπογραφικά

προσηλιά: > προσήλι > τοπογραφικά

προσηλιακό: > προσήλι > τοπογραφικά

προσήλιο: > προσήλι > τοπογραφικά

προσκάμνια: > μάντρα > της βοσκής

προσκεφαλάδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

προσκεφαλάδι: > κρεβάτι > του σπιτικού

προσκέφαλο: > κρεβάτι > του σπιτικού

προσκέφαλο: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

προσκύνημα: άγιο μέρος όπου πάνε για προσκύνημα ή τάμα > προσκύνημα > της εκκλησιάς

προσκυνητάρι: κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πρόσνερο: > αγγάστρι > βιολογικά

προσόψι: > νιφτήρας > του σπιτικού

προσοψίδα: > νηνίδα > βιολογικά

προσπάπος: > παπούς > οικογενειακά

προσπάπου: > παπούς > οικογενειακά

πρόσπερα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

προσφάγι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

προσφορά: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

προσφορά: > ψωμί > του φαγιού

προσφορίτης: > προσφορίτης > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πρόσφορο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πρόσφορο: > ψωμί > του φαγιού

προσφύρας: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

προσφυρίτης: > προσφορίτης > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πρόσωπη: η μπροστινή (απάνω) μεριά του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά

προσωπίδι: > νηνίδα > βιολογικά

πρόσωπο: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

προσωπογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

προυτσιάλος: > πριτιά > της βοσκής

προφύλλι: > ούγια > ραφτικά

προφύλλι: περβάζι γουναρικού > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

προχεράρης: > κολήγας > του χωραφιού

πρυα: > είδη καραβιών > καράβια

πρυάρι: ψαρόβαρκα για πυροφάνι > είδη καραβιών > καράβια

πρύμα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

πρυμάτσα: > σκοινιά > του καραβιού

πρύμη: > πρύμη > του καραβιού

πρύμης (της): > σκορπιός > του καραβιού

πρυμίζω: αρμενίζω με το άνεμο πρύμα > πρυμίζω > αρμενίσματα

πρυμιό: πρυμιό κουπί > κουπί > του καραβιού

πρυμιός: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

πρύμιος: > πρύμη > του καραβιού

πρυμνίσιος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

πρύμος: πρύμος άνεμος > στεριανό > καιρικά

πρωί: > αβγή > αστρικά

πρωί: > πρωί > της μέρας και της ώρας

πρώιμα: > φρούτα > του φαγιού

πρωιμάδι: > καρπός > φυτολογικά

πρωιμάδι: > πρόβατο > της βοσκής

πρωιμάδια: > φρούτα > του φαγιού

πρώιμο: > καρπός > φυτολογικά

πρωιμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

πρωινή: > αβγή > αστρικά

πρωινό: > αβγή > αστρικά

πρωμοσπόρι: > παιδί > οικογενειακά

πρωμόσυκα: > σύκα > του φαγιού

πρώνια (τα): κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πρωταντρόγυνο: > αντρόγυνο > οικογενειακά

πρωτάρα: > λεχώνα > βιολογικά

πρωταριά: > λεχώνα > βιολογικά

πρωτάρικος: > παιδί > οικογενειακά

πρωτόβγαλτο: > καράβι > καράβια

πρωτοβρόχια: > βροχή > καιρικά

πρωτόγαλα: > γαλούσα > βιολογικά

πρωτογαλιά: > γάλα > της βοσκής

πρωτογαλιά: > γαλούσα > βιολογικά

πρωτογεννήτρα: > λεχώνα > βιολογικά

πρωτοδάχτυλο: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

πρωτοδέφτερα: ξαδέρφια > ξαδέρφι > οικογενειακά

πρωτοδέφτερα: πρωτοδέφτερα πανιά > πανιά > του καραβιού

πρωτολάτης: > μπροστάρης > της βοσκής

πρωτολούδι: > καρπός > φυτολογικά

πρωτομάστορας: αρχιτέκτονας > χτίστης > του χτίστη

πρωτομηνιά: > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρωτοούλης: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρωτοούνης: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρωτοσκότι: πρωτοσκότι και το φεγγάρι δειπνισμένο = είχε βασιλέψει > βασίλεμα > αστρικά

πρωτοσπόρι: > παιδί > οικογενειακά

πρωτοσύγκελλος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πρωτοτάξιδο: > καράβι > καράβια

πρωτότοκος: > παιδί > οικογενειακά

πρωτοΰπνι: > ύπνος > φυσιολογικά

πρωτοχάραμα: > αβγή > αστρικά

πρωτοχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

πρώφλι: > πόρτα > του χτίστη

πτώμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυζάρικο: πυζάρικο στεφάνι > κουδούνι > της βοσκής

πύκνα: > δάσος > τοπογραφικά

πυκνομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

πυκνοπαιδούσα: > λεχώνα > βιολογικά

πυρά: > ζέστη > καιρικά

πύρα: > ζέστη > καιρικά

πυράδα: > ζέστη > καιρικά

πυργάρι: > κάστρο > του χτίστη

πυργί: > κάστρο > του χτίστη

πυργόπετρα: > πέτρα > πέτρες

πυργόπουλο: > κάστρο > του χτίστη

πύργος: > κάστρο > του χτίστη

πυργόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

πυργούσικος: > είδη χορών > χοροί

πυργωτό: δαχτυλίδι πυργωτό > διαμαντικά > πετράδια

πύρεξη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυρετός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυρετωμένος: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πύρη: > ζέστη > καιρικά

πυρήνα: πυρήνα του σκόρδου > καρπός > φυτολογικά

πυρήνας: > καρπός > φυτολογικά

πυρής: > κόκκινος > του ζουγράφου

πυριά: ψάρεμα με το πυροφάνι > πυροφάνι > της ψαρικής

πυρνολιά: το κουκούτσι της ελιάς > καρπός > φυτολογικά

πυροβολόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρόβολος: > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρόγεια: > γη > του χωραφιού

πυροκοκκινισμένος: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

πυρολατώ: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυρολίθι: που ζεσταίνει γλήγορα ο ήλιος > πέτρα > πέτρες

πυρολίθι: πυρίτης λίθος > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρομάχι: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυρομάχι: πέτρα που βαστάει τη φωτιά > πέτρα > πέτρες

πυρόμαχος: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυρομαχώ: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυροπεταλούδι: Rhopalocera | ηπίολος > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

πυρόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρός: > κόκκινος > του ζουγράφου

πύρος: παφιλόσυρμα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

πυρόσκαφο: > είδη καραβιών > καράβια

πυροστάτης: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυροστιά: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυροστιά: > τζάκι > του σπιτικού

πυροστιά: Ηνίοχος > αστερισμοί > αστρικά

πυρούλας: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

πυροφάνι: σιδερένια σκάρα που βάζουνε στην πλώρη κι όπου ανάφτουνε ή δαδί για να τραβούν τα ψάρια > πυροφάνι > της ψαρικής

πύρωμα: > ζέστη > καιρικά

πυρωμάδα: > ζέστη > καιρικά

πυρωμάδα: > ψωμί > του φαγιού

πυρωμός: > ζέστη > καιρικά

πυτερό: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτιά: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτιάζω: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτιώνω το γάλα: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτολόγος: παφυλένιο δοχείο όπου τοιμάζουν την πυτιά του τυριού > τυροκομώ > της βοσκής

πωρί: > πέτρα > πέτρες

πωρί: > πωρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραβανί: > ζυμαρικά > του φαγιού

ραβάνι: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ραβδα: > γκλίτσα > της βοσκής

ραβδί: > ραβδί > του πολεμιστή

ραβδί: ραβδί του Ααρών = Περσεύς > αστερισμοί > αστρικά

ραβδίζω: ραβδίζω τις ελιές > ραβδίζω > του χωραφιού

ραβδιστής: > ραβδίζω > του χωραφιού

ραβδοκόπι: > βέργα > του χωραφιού

ραβής: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ράβω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ραγίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

ραδίκια: > λαχανικά > του φαγιού

ραδικόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

ραδικοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

ραζακιά: > σταφύλια > του φαγιού

ραϊδιό: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ραϊδό: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρακί: > κρασί > του φαγιού

ράμα: > κλωστή > ραφτικά

ράμα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ράματα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ράματα: > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

ραμάτι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ραμένο: ραμένο στο χέρι | της μηχανής > ράψιμο > ραφτικά

ραμνί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ραμνί: > μπρίκι > του μαγεριού

ραμφί: > μύτη > πουλολογικά

ράντζο: > κρεβάτι > του σπιτικού

ραξίνι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ράπα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ράπη: > στάχυ > φυτολογικά

ρασιά: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ρασίκι: > είδη βαφών > του βαφιά

ράσο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ράσπα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ρασπέτι: > ξείδι > του φαγιού

ράφα: > ράφι > του χτίστη

ραφή: > ράψιμο > ραφτικά

ράφι: > ράφι > του χτίστη

ράφι: έμεινε στ ράφι > ανύπαντρη > οικογενειακά

ράφια: > δεματικά > του χωραφιού

ραφιδέβω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

ραφίδεμα: > βιβλιοράψιμο > του βιβλιοδέτη

ράφτης: > ράφτης > ραφτικά

ραφτίτσα: > ράφτης > ραφτικά

ραφτούλα: > ράφτης > ραφτικά

ράφτρα: > ράφτης > ραφτικά

ραχβάνι: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ράχη: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ράχη: > ράχη > ανατομικά κατατόπια

ραχίτης: > ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραχιτιάζω: > ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραχιτικός: > ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραχοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ραχοβούνι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ραχοκοκκαλιά: > ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

ραχοκόκκαλο: > ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

ραχούλα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ράχτι: > πέτρα > πέτρες

ράψιμο: > ράψιμο > ραφτικά

ρεβανί: > ζυμαρικά > του φαγιού

ρεβένι: λόφος που μπορεί να καλλιεργηθεί > λόφος > τοπογραφικά

ρεβίθια: > λαχανικά > του φαγιού

ρέβουμαι: > ρέψιμο > φυσιολογικά

ρέγκα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

ρέγκι: > χρώμα > του ζουγράφου

ρεζές: > ρεζές > του χτίστη

ρεΐζης: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

ρεικιά: > δάσος > τοπογραφικά

ρεικοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ρεικοδάκι: > δάσος > τοπογραφικά

ρεικότοπος: > δάσος > τοπογραφικά

ρέμα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρέμα: > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

ρέμα: > ρέμα > τοπογραφικά

ρέμα: το ρέμα της φυρονεριάς > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού

ρέμα: το ρέμα του νερού > ζουριό > του μυλωνά

ρεματιά: > ρέμα > τοπογραφικά

ρεματικά: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρεματικός: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρεματισμός: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρεμπαγός: > σκάλα > του χτίστη

ρεμπικάρω: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ρεμπίκι: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ρεντέ (του): > γλυκά > του φαγιού

ρεντιστό: > γλυκά > του φαγιού

ρεξίνι: σκούφος του αναγνώστη > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ρεπανάκι: > λαχανικά > του φαγιού

ρεπάνι: > λαχανικά > του φαγιού

ρεπανόλαδο: > λάδι > του φαγιού

ρεπαντί: > φακιόλι > ρούχα

ρεσάλτο: > ρεσάλτο > του πολεμιστή

ρετάλι: > τόπι > πανιά

ρετιράδα: αποτραβηγμός, υποχώρηση > ρετιράδα > του πολεμιστή

ρετσέλι: > γλυκά > του φαγιού

ρετσέτα: συνταγή > ρετσέτα > γιατρικά

ρετσίνα: > ρετσίνα > φυτολογικά

ρετσινάρης: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ρετσινάτο: > κρασί > του φαγιού

ρετσινόλαδο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

ρετσούνι: το σηκωτό μέρος του σαμαριού (ή της σέλας) μπροστά και πίσω > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ρέφνα: η ταραχή που κάνει η θάλασσα στο ακρογιάλι > ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

ρεφούδι: η αβγοθήκη του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά

ρεφουλιά: > σαγανάκι > καιρικά

ρέφτης: > κανάλι > του χτίστη

ρεψιά: > ρέψιμο > φυσιολογικά

ρέψιμο: > ρέψιμο > φυσιολογικά

ρήγα: > γραφικά > του σπιτικού

ρηγάδι: > πανιά > πανιά

ρήγανη: > λαχανικά > του φαγιού

ρήγισα: η ρήγισα των ξωτικών > δέσποινα > δαιμονικά

ρήγλα: > ρήγλα > του χωραφιού

ρηγλί: για να ισιάζουν το γέννημα στο μόδι > ρήγλα > του χωραφιού

ρηγοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

ρήμια: > ερημιά > τοπογραφικά

ρημοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ρημονήσι: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

ρημόστρατα: > δρόμος > τοπογραφικά

ρημόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

ρημοτόπι: > ερημιά > τοπογραφικά

ρήνα: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

ρησόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρήσος: Lynx lunx | λυγξ > ρήσος > θηλαστικά

ρηχά: ρηχά νερά > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχά: ρηχά τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχά (τα): > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχή (η): > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχιά: > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχνέρια: > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχόνερο: > πέραμα > τοπογραφικά

ρηχοπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

ρηχότοπος: > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ριγανόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ριγανόξυλο: > χελάλι > του μαγεριού

ριγμένο: > καράβι > καράβια

ριζά: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρίζα: > ρίζα > φυτολογικά

ριζάκι: > ρίζα > φυτολογικά

ριζαλάκι: > ρίζα > φυτολογικά

ριζάλεβρο: > αλέβρι > του φαγιού

ριζάλι: > ρίζα > φυτολογικά

ριζάρι: > είδη βαφών > του βαφιά

ριζάτα: > τα δόντια είναι > όργανα

ριζάφτι: > μηλίγγι > κόκκαλα

ρίζι: > ρίζι > του φαγιού

ριζό: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζοβάφω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

ριζοβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

ριζοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ριζοβουνιά: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζοβούνια: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζόγαλο: > ρίζι > του φαγιού

ριζοδόντι: > δόντι > όργανα

ριζοδοντιά: > δόντι > όργανα

ριζόκαστρο: > κάστρο > του χτίστη

ριζομέρι: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ριζόνερο: > ρίζι > του φαγιού

ριζόνια: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

ριζόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ριζόσπηλο: > σπηλιά > τοπογραφικά

ριζόφυτο: > ρίζα > φυτολογικά

ριζοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

ρίζωμα: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζώματα: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρίμα: νεφέλιον; > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρίνα: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

ρινί: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ρινίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

ρινόκερος: Rhinoceros > ρινόκερος > θηλαστικά

ριξιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

ριπή: > ανεμική > καιρικά

ριπιδιάζει: > ο άνεμος > καιρικά

ριπιδιάζει: την θάλασσα την ταράζει λίγος άνεμος > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ρισάλτο: έφοδος > ρεσάλτο > του πολεμιστή

ριτράτο: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

ρίχνει: > βροχή > καιρικά

ρίχνει: > χιόνι > καιρικά

ρίχνω: ρίχνω ορδί = στρατοπεδεύω > στρατός > του πολεμιστή

ρίχνω: ρίχνω στο σωρό | ρίχνω μεσ' στα όλα > τουφέκι > του πολεμιστή

ρίχνω: ρίχνω στο σωρό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ρίχνω: ρίχνω τα χαρτιά > χαρτιά > παιγνίδια

ρίχνω: στο γιαλό, σε ξέρα > ρίχνω όξω το καράβι > αρμενίσματα

ριχτάρι: κοντάρι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

ρίχτης: > κανάλι > του χτίστη

ριχτίμι: > μώλος > της θάλασσας και του καιρού

ριχτό: σπέρνω ριχτό > σπέρνω > του χωραφιού

ρίχτρα: > κρεμασιά > τοπογραφικά

ρίχτω: ρίχτω βολές > βολάζω > της ψαρικής

ριψητός: > ανθητός > φυτολογικά

ροβολητό: > κατήφορος > τοπογραφικά

ρόβολος: > κατήφορος > τοπογραφικά

ρόβολος: ο κατήφορος του βουνού > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρόγγι: > δάσος > τοπογραφικά

ρόγγι: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ρογγιά: > δάσος > τοπογραφικά

ρόγγια: ξεχερσωμένα χωράφια > χωράφι > του χωραφιού

ρογγίζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ρόγγισμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ρογί: ένα ρογί (ροΐ) με λάδι > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ρόγια (τα): δάσος καμένο για βοσκή > δάσος > τοπογραφικά

ρόγος (ο): > ποτίζω > του χωραφιού

ρόδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ροδακινής: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδακινί: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδαλός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδάμι: > ροδαμός > φυτολογικά

ροδάμι: τα τρυφερά σπειράκια που βγάζει το χαμοπούρνι και που τους βγάζουν κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

ροδαμός: νέος βλαστός > ροδαμός > φυτολογικά

ροδάνι: > ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

ροδαρός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδίζει: > ψωμί > του φαγιού

ροδινός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρόδινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδίτες: > σταφύλια > του φαγιού

ροδοζάχαρη: > γλυκά > του φαγιού

ροδοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ροδόλαδο: > λάδι > του φαγιού

ροδόμελι: > μέλι > του φαγιού

ροδόμελο: > μέλι > του φαγιού

ροδόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

ροδόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

ρόδουλο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ρόδουλο: κύλιντρος > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ροδοχάραμα: > αβγή > αστρικά

ροζάρικος: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ροζέτα: > διαμάντι > πετράδια

ροζιάζω: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ροζιάρικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

ροζιασμένος: > ρόζος > φυτολογικά

ρόζος: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρόζος: > ρόζος > φυτολογικά

ρόζους: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

ροϊδάμι: > είδη βαφών > του βαφιά

ροϊδάμι: τα τρυφερά σπυράκια που βγάζει το χαμοπούρνι > ροδαμός > φυτολογικά

ροϊδινός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρόιδο: > ρούδιασμα > του βαφιά

ροϊδόσπυρο: > καρπός > φυτολογικά

ρόκα: > καρπός > φυτολογικά

ρόκα: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

ροκάνα: > κρούταλο > του μουσικού

ροκάνα: > παιδιών > παιγνίδια

ροκάνη: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ροκάνι: > κρούταλο > του μουσικού

ροκάνι: > παιδιών > παιγνίδια

ροκάνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ροκανίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

ροκίζω: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

ροκώνουν: φουσκώνουν οι δόγες από νερό > βαρέλι > του τρύγου

ρολογάδικο: > ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρολογάς: > ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρολόι: > ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρολόι: της τσέπης > ρολόι > του σπιτικού

ρολόι: του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού

ρομπόλα: κεφαλλονίτικο κρασί > κρασί > του φαγιού

ρονιά: > βροχή > καιρικά

ρονιά: > κανάλι > του χτίστη

ρονιές: > βροχή > καιρικά

ρόπαλο: > ρόπαλο > του πολεμιστή

ρόπη: > καλαμιά > του χωραφιού

ροσόλι: > κρασί > του φαγιού

ροσοπίλια: > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρότα: δρόμος του καραβιού > αρμενισιά > αρμενίσματα

ρουβί: > ρουμπίνι > πετράδια

ρουβίνι: > ρουμπίνι > πετράδια

ρούγα: > δρόμος > τοπογραφικά

ρούδι: > ρούδιασμα > του βαφιά

ρούδιασμα: > ρούδιασμα > του βαφιά

ρουθούνι: > μύτη > όργανα

ρουθουνίζει: > η γάτα > θηλαστικά

ρουθούνισμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ρουκούτα: > βουτηχτής > αρμενίσματα

ρουμάνι: > δάσος > τοπογραφικά

ρούμι: > κρασί > του φαγιού

ρούμπαλο: > καρπός > φυτολογικά

ρουμπί: > ρουμπίνι > πετράδια

ρουμπίνι: > ρουμπίνι > πετράδια

ρούμπος: τα δυο παιγνίδια από τρία που κερδίζουν > χαρτιά > παιγνίδια

ρούμπωμα: > μάγεμα > δαιμονικά

ρουμπώνω: με ρούμπωσε ο κούκος > μαγέβω > δαιμονικά

ρουνιά: > βρύση > του χωραφιού

ρουνιά: > κανάλι > του χτίστη

ρούντα: το μπροστινό του τιμονιού > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ρουξούνι: > βρύση > του χωραφιού

ρούσα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

ρούσα: καστανά > γίδι > της βοσκής

ρουσάλτο: > ρεσάλτο > του πολεμιστή

ρουσόγεια: > γη > του χωραφιού

ρουσομύτης: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

ρουσόξανθος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρούσος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρουφαλιά: > ρούφουλας > καιρικά

ρουφαλιά: > σαγανάκι > καιρικά

ρούφημα: > ζουμί > του φαγιού

ρουφηχτά: > αβγά > του φαγιού

ρουφήχτρα: > πηγάδι > του χωραφιού

ρουφήχτρα: νερουλός άμμος ή λάσπη όπου βουλάς ρουφηγμένος > ρουφήχτρα > τοπογραφικά

ρουφήχτρες: > γοργόνα > δαιμονικά

ρουφιανέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουφιανιά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουφιάνος: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρούφνα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ρούφνα: > ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

ρουφός: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

ρούφουλας: > ρούφουλας > καιρικά

ρούχα: > μηνιάτικα > φυσιολογικά

ρούχα: > ρούχα > ρούχα

ρουχάζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχάλα: > σάλιο > φυσιολογικά

ρουχαλητό: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχαλίζει: > η γάτα > θηλαστικά

ρουχαλίζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχαλισιά: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχάλισμα: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχαριό: > ρούχα > ρούχα

ρουχικά: > ρούχα > ρούχα

ρουχισμός: > προίκα > οικογενειακά

ρουχισμός: > ρούχα > ρούχα

ρούχνα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ρουχνητό: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχνίζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρούχο: > πανί > πανιά

ρούχο: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

ρουχόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουχολόγος: > ρουχολόγος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουχούνι: κρουνός > βρύση > του χωραφιού

ροφός: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

ροχάλα: > σάλιο > φυσιολογικά

ρυάκι: > ρυάκι > τοπογραφικά

ρυθμοκόπος: > μουσικός > του μουσικού

ρύμη: > δρόμος > τοπογραφικά

ρύμνη: > δρόμος > τοπογραφικά

ρυμούλκι: > σκοινιά > του καραβιού

ρυχτή: > ρυχτή > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ρώγα: > καρπός > φυτολογικά

ρώγα: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ρώγα: θηλή > βυζί > όργανα

ρωγαλίδα: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ρώγαλος: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ρωγοβίλια: κουδουνάκια > κουδούνι > της βοσκής

ρωγοβύζι: μπουκάλι για τάισμα μωρού > ρωγοβύζι > του σπιτικού

ρώιμος: > καρπός > φυτολογικά

ρωμιοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

ρωμιοράφτης: > ράφτης > ραφτικά

σάβανο: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβάνωμα: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβανώνω: > λαζαρώνω > οικογενειακά

σαβανώνω: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβανωτής: > λαζαρώνω > οικογενειακά

σαβανωτής: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβανώτρα: > λαζαρώνω > οικογενειακά

σαβανώτρα: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαββατιανά: > σταφύλια > του φαγιού

σαββατογενημένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

σαβούρα: > σαβούρα > του καραβιού

σαβουροκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

σαβουρώνω: παίρνω σαβούρα > σαβουρώνω > αρμενίσματα

σάβρα: > σάβρα > σερπετά

σαβρίδι: Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας

σαγανάκι: > σαγανάκι > καιρικά

σαγή: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαγιάζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαγιάκι: χοντρό μάλινο πανί > πανιά > πανιά

σαγιάρω: > σαγιάρω > αρμενίσματα

σάγιασμα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σάγισμα: τρίχινο πανί για στρώσιμο > κρεβάτι > του σπιτικού

σαγίστρο: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαγίτα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτέβω: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγίτεμα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτεφτής: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτιά: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτοθήκη: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγόνι: > σαγόνι > κόκκαλα

σαγόνι: > στόμα > όργανα

σάγος: > σάγος > του φαγιού

σάγουλα: > σάγουλα > του καραβιού

σαγούλι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

σάγουλο: χοντρό καπότο > πανωφόρι > ρούχα

σαγρές: > πετσί > του παπουτσή

σάδι: > ίσιωμα > τοπογραφικά

σάδι: ίσιος τόπος για βοσκή > βοσκή > της βοσκής

σάικα: > είδη καραβιών > καράβια

σαΐνι: Falconidae| άσπρο γεράκι > γεράκι > πουλιά

σαΐσης: > σαΐσης > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαΐστρο: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαΐτα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σαΐτα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαΐτα: το πιο φτενό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα

σαϊτιά: > είδη καραβιών > καράβια

σαϊτόφιδο: > άλλα φίδια > σερπετά

σακάκι: > σακάκι > ρούχα

σακαράκα: > σπαθί > του πολεμιστή

σακάτης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σακκακουσού: Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά

σακκάς: Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά

σακκελίζω: στραγγίζω τα μακαρόνια στο τρυπητό > μαγειρέματα > του μαγεριού

σακκοράφα: μεγάλη βελόνα > βελόνα > ραφτικά

σάκκος: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

σάκκος: από τρίχα καμήλας > πανιά > πανιά

σάκκος: δαλματική > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

σακκουλίσιο: γιαούρτι σακκουλίσιο > γάλα > της βοσκής

σακκουλογδύτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σακολέβα: > είδη καραβιών > καράβια

σακοράφα: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

σάλα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σαλαβότια: > μάγια > δαιμονικά

σαλαβρίχι: > σάβρα > σερπετά

σαλαγγιά: διπλό αγγίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής

σαλαγιά: > σαλαγώ > της βοσκής

σαλαγώ: > σαλαγώ > της βοσκής

σαλάκι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

σαλάμι: > κρέας > του φαγιού

σαλαμούρα: > αλάτι > του φαγιού

σαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

σαλατικά: > λαχανικά > του φαγιού

σαλάχι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

σαλβάρι: ανατολίτικη γυναικεία βράκα > σαλβάρι > ρούχα

σαλεμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σαλέπι: > ζεστό > του φαγιού

σαλέπι: > σαλεπιτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαλεπιτζής: > σαλεπιτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαλί: ψιλό μάλινο πανί > πανιά > πανιά

σάλι: > σάλι > ρούχα

σάλι: > σάλι > του καραβιού

σάλιαγκας: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σάλιαγκος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σαλιακούδα: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιάνικο: ή αφράτο > το ξύλο είναι > του μαραγκού

σαλιάρα: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιάρης: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλιάρης: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιαριά: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιαρίστρα: > σαλιαρίτσα > ρούχα

σαλιαρίτσα: > σαλιαρίτσα > ρούχα

σαλιβαράς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιβάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιβαριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιβαρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιγκάρι: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σαλιγκάρι: έλιξ > αφτί > όργανα

σαλίγκαρος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σάλιο: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλιόρα: > σαλιαρίτσα > ρούχα

σάλιωμα: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλιώνω: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλνίτρι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

σαλόνι: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σαλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σαλότο: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σάλπα: σήκωσε την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα

σαλπάρω: σηκώνω την άγκυρα > σαλπάρω > αρμενίσματα

σάλπη: Serranidae > σάρπη > ψάρια της θάλασσας

σάλτσα: > σάλτσα > του φαγιού

σαλτσισότο: > κρέας > του φαγιού

σάλωμα: στέγη από άχερα ή καλαμιές > στέγη > του χτίστη

σαλωματένια: σαλωματένια καλύβα > καλύβα > του χτίστη

σαμαδούρα: > σαμαδούρα > του καραβιού

σαμαράκι: όπου περνούν τα γκέμια απάνω στη ράχη του ζεμένου αλόγου > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμαράς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμάρι: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σαμάρι: σαμάρι ξύλινο > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμαριάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σαμαροκούτι: > πανιά > πανιά

σαμαροτριχιές: πήγε τρεις σαμαροτριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

σαμαρτζής: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμαρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαματάς: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

σαμιαμίθι: > σάβρα > σερπετά

σαμιώτικος: > είδη χορών > χοροί

σαμοβάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σαμούρι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαμπάνι: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σαμπανιός: > σαμπανιός > ψάρια της θάλασσας

σαμπιέρος: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σαμψάκι: ο ξυλένιος μαστραπάς της βάρκας > σαμψάκι > του καραβιού

σαμψάρι: Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά

σάνα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σάνια: αμάξι συρτό για χιόνια > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σανίδι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σανίδι: > σανίδι > του χτίστη

σανιδόξυλο: > σανίδι > του χτίστη

σανιδόσκαλα: > σανιδόσκαλα > του καραβιού

σανιδώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σανκουλί: > πανιά > πανιά

σανξάρι: Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά

σανός: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαντάλι: > είδη καραβιών > καράβια

σαντάλι: μεταξωτό πανί με νερά > πανιά > πανιά

σάνταλο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σάνταλο: > ξύλα > του μαραγκού

σανταλόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

σαντούρι: > σαντούρι > του μουσικού

σαντριβάνι: > συντριβάνι > του χωραφιού

σαπίγκα: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

σαπίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

σαπιοδόντης: > δόντι > όργανα

σαπιοκάραβο: > καράβι > καράβια

σαπίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

σαποκώλιασμα: σάπισμα της ρίζας > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σαπολίβαδο: > λιβάδι > τοπογραφικά

σαπολίθι: > πέτρα > πέτρες

σαπουνάδικο: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπουναριό: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπουνάς: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπούνι: > νιφτήρας > του σπιτικού

σαπούνι: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπουνιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σαπουνόχωμα: > σαπουνόχωμα > της νεροτριβής

σαπουνόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

σαπουνόχωμα: στεατίτης > σαπουνόχωμα > πέτρες

σαπουντζής: αφτός που φτιάνει σαπούνι > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπρίδι: > σάβρα > σερπετά

σάρα: > σάρα > τοπογραφικά

σάρακας: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

σαρακατσάνης: > βοσκός > της βοσκής

σαράκι: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

σαρακιάζει: > το ξύλο > του μαραγκού

σαρακίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

σαρακοστέβω: > νηστεία > του φαγιού

σαρακοστή: > νηστεία > του φαγιού

σαρακοστιανό: > φαγί > του φαγιού

σαρανταποδαρούσα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

σαραντίζω: > λεχωνιά > βιολογικά

σαράντιση: > λεχωνιά > βιολογικά

σαράτσης: αυτός πια φτιάνει σελοχάλινα > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαράφης: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαράφικο: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαραφλίκι: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαργί: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σαργός: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σαργουδάκι: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σαργώνη: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

σαρδέλα: Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας

σαρδέλα: παστωμένος τριχιός > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

σαρδελοφάγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

σάρες: > σάρα > τοπογραφικά

σαριά: λέρα του μαλιού > μαλί > της βοσκής

σαρίκα: > καπέλο > ρούχα

σάρικα: > κάπα > ρούχα

σαρίκι: > καπέλο > ρούχα

σάρισα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

σάρκα: > σιγγούνι > ρούχα

σάρκα (η): > αρχίδι > όργανα

σάρκωμα: χρώμα ανοιχτό βαλμένο απάνω στον προπλασμό > σάρκωμα > του ζουγράφου

σαρκωμένος: > βουρκόλακας > δαιμονικά

σαρμανίτσα: στεφάνι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σαρμάς: > κρέας > του φαγιού

σαρμάς: > ραβδί > του πολεμιστή

σάρνισμα: > σβαρνίζω > του χωραφιού

σάρπα: Serranidae > σάρπη > ψάρια της θάλασσας

σάρπη: Serranidae > σάρπη > ψάρια της θάλασσας

σάρωθρο: > σκούπα > του σπιτικού

σάρωμα: > σκούπα > του σπιτικού

σαρώνει: > ο άνεμος > καιρικά

σαρωτής: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σάσμα: > αραβώνας > οικογενειακά

σατανάς: > διάβολος > δαιμονικά

σατζάκι: > κρόσσι > ραφτικά

σατύρι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

σαφράνι: > είδη βαφών > του βαφιά

σαφρίδι: Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας

σαχάνι: > καζάνι > του μαγεριού

σαχάνι (στο): > αβγά > του φαγιού

σαχνίσι: > σαχνίσι > του χτίστη

σαχνισίνι: παραθύρι που ξεπέχει απάνω στο δρόμο (πάντα καφασωτό στην Ανατολή) > σαχνίσι > του χτίστη

σαχτακώ: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαχτάρικος: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαχτιάνι: > πετσί > του παπουτσή

σαχτιάνι: σαχτιάνι (μαροκινό) > πετσιά για δέσιμο > του βιβλιοδέτη

σαχτό: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαχτούρα: είδος γολέτας > είδη καραβιών > καράβια

σαψάκι: > σαψάκι > του μαγεριού

σβανάς: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σβανάς: πριόνι για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σβάραχνα: > ανατομικά > ψαρολογικά

σβάρνα: > σβάρνα > του χωραφιού

σβαρνάει: > αγγάστρι > βιολογικά

σβαρνάω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

σβαρνίζω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

σβέρκος: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

σβίγα: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

σβίγα: η κωνική κουβαρίστρα > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

σβίγκος: > ζυμαρικά > του φαγιού

σβιγούλες: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

σβιλάδα: ξαφνικός άνεμος από τη στεριά > σπιλάδα > καιρικά

σβιλάδι: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

σβίντζιρας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

σβιντιγόνα: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σβόλια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

σβουκάντηλας: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

σβούρα: > καρπός > φυτολογικά

σβούρα: > παιδιών > παιγνίδια

σβούρδουκλας: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σβούρδουκλος: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σβούρος: > καρπός > φυτολογικά

σβούρος: > παιδιών > παιγνίδια

σβραχνός: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σβωλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

σγάρα: κοιλιά του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά

σγόρμπια: γυριστό σκαρπέλο > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σγουμπουλή ράχη: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σγουροβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

σγουρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σγουρομάλια: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σεγγούνα: > σιγγούνι > ρούχα

σέδια: κλειστό κάθισμα που το κουβαλούνε με τα χέρια > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σεϊλάνι: > γρανίτης > πέτρες

σειρά: > πάτημα > του κυνηγού

σειράδι: > σειρήτι > ραφτικά

σειρήτι: > σειρήτι > ραφτικά

σείριος: > αστερισμοί > αστρικά

σεισούρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

σείστρο: > σείστρο > του μουσικού

σεκέρια: > γλυκά > του φαγιού

σέκορα: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

σέλα: σέλα πέτσινη > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελάς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελάτο: > γελάδι > της βοσκής

σελάχη: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

σελάχι: > σελάχι > του πολεμιστή

σέλες: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σεληνιασμός: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σελί: > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελός: ανισόροπος > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σελοχάλινα: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σεμπέκα: Primates | θηλυκή μαϊμού > μαϊμού > θηλαστικά

σεμσιέ: > σμαράγδι > πετράδια

σεντζάπι: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

σεντζαπόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

σεντίνα: > σεντίνα > του καραβιού

σεντόνι: > κρεβάτι > του σπιτικού

σεντόνιασμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

σεντονού: > μπαμπούλας > δαιμονικά

σεντουκάς: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σεράδι: > σειρήτι > ραφτικά

σεραδώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

σεράι: > παλάτι > του χτίστη

σερβέτα: > καπέλο > ρούχα

σερβέτα: > νιφτήρας > του σπιτικού

σερβιτσιάλι: > κλυστήρι > γιατρικά

σερβούτσι: > φούντα > του πολεμιστή

σεργκί: το μετάλλινο βούλωμα του ναργιλέ > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σεργούτσι: > φούντα > του πολεμιστή

σερμαγιαλής: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

σερμπέτι: > γλυκά > του φαγιού

σερμπέτι: > κρασί > του φαγιού

σερνάμενα: > σκοινιά > του καραβιού

σέρπα: το κάθισμα του αμαξά > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σερπετζές: > καμάρα > του χτίστη

σερπετζές: > καμαροποριά > τοπογραφικά

σερπετζές: προπύργιο > μέρη του κάστρου > του χτίστη

σέρσινος: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σέρσουνας: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σέρτικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

σέσουλα: > σαψάκι > του μαγεριού

σέσουλα: > σέσουλα > του καραβιού

σέσουλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

Σετέβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

σέτι: > περιβόλι > του χωραφιού

σεφέρι: εκστρατεία > σεφέρι > του πολεμιστή

σηκώνεται: > ο ήλιος > αστρικά

σηκώνεται: μου σηκώνεται > κάβλα > φυσιολογικά

σηκωτήρι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

σηλυβριανός: > είδη χορών > χοροί

σημαδέβω: > τουφέκι > του πολεμιστή

σημαδεμένος: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σημάδι: > ελιά > φυσιολογικά

σημάδι: > πάτημα > του κυνηγού

σημαδιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σημαδούρα: πλεκάμενο σημάδι στο λιμάνι | γεωδετικός στύλος ή σωρόλιθος > σημαδούρα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

σημαδούρι: > σταλίκι > του χωραφιού

σημαία: > παντιέρα > του καραβιού

σημανταριό: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

σημαντήρας: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σημαντήρι: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

σήμαντρο: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

σημάρματα (τα): > όργανα > του μουσικού

σημιγδάλι: > αλέβρι > του φαγιού

σημιτζής: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σημίτη: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σημίτι: > ψωμί > του φαγιού

σήττα: > κόσκινο > του μαγεριού

σιάδι: > βοσκή > της βοσκής

σιάδι: > ίσιωμα > τοπογραφικά

σιάδια: > ίσιωμα > τοπογραφικά

σιάρω: λάμνω ανάποδα για να σταματήσω | σία κι αράξαμε > σιάρω > αρμενίσματα

σιάρω: τραβώ κουπί ανάποδα για να κόψω το δρόμο της βάρκας > λάμνω > αρμενίσματα

σιάσμα: > αραβώνας > οικογενειακά

σιαστικιά: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

σιβρί: Thynnus brachypterus | (από μίαν οκά) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

σιγανεμένη: σιγανεμένη μέρα > καλοκαιριά > καιρικά

σιγανεμιά: > καλοκαιριά > καιρικά

σιγανή: > βροχή > καιρικά

σιγανός: > είδη χορών > χοροί

σιγάρω: τραβώ κουπί σιγά > λάμνω > αρμενίσματα

σιγάτσα: ψιλό πριόνι > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σιγάτσο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σιγγούνα: μακρί γιουρδί γυναικείο > σιγγούνι > ρούχα

σιγγούνι: > σιγγούνι > ρούχα

σιγλίγουρος: Numenius arquata > σιγλίγουρος > πουλιά

σιγοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

σιγόντοι: σιγόντοι καιροί > καλοκαιριά > καιρικά

σίδερα: είναι για τα σίδερα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σιδεράδικο: > σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδεράς: > σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερένιος: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδερής: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδερί: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδεριά: σιδερένια πόρτα > πόρτα > του χτίστη

σιδερικά: > σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερικό: > σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδέρικο: σιδερόσταχο > άλογο > θηλαστικά

σιδέρικος: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδεριό: > σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερίτες: > σταφύλια > του φαγιού

σιδερίτης: > βαθρακόπετρα > πέτρες

σιδερίτικο: > καζάνι > του μαγεριού

σίδερο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

σίδερο: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

σιδερογαβάθα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδεροκάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σιδεροκέφαλος: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

σιδερόκολα: > κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδεροκολώ: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

σιδερόπετρα: > πέτρα > πέτρες

σιδεροπουκάμισο: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σιδερόσκονη: βαφή από λιμαδούρα, ακουαφόρτε και μπακάμι > είδη βαφών > του βαφιά

σιδεροσκούφια: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σιδερόσταχτος: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδεροστιά: > πυροστάτης > του σπιτικού

σιδεροστιά: λεκάνη > σιδεροστιά > κόκκαλα

σιδερόχορτο: μαγικό φυτό που ανοίγει κάθε κλειδωνιά και γκρεμίζει κάθε τοίχο > σιδερόχορτο > δαιμονικά

σιδερώματα: > σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερώνω: περνώ με το σίδερο > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σιδερωτάς: > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σιδερώτρα: > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σίκλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σικλί: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σίκλος: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σιλτές: > κρεβάτι > του σπιτικού

σιμιδόκι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

σιμούνι: > λίβας > καιρικά

σιμωτά: > τα δόντια είναι > όργανα

σιναγρίδα: > σιναγρίδα > ψάρια της θάλασσας

σιναμική: καθαρτικό > είδη γιατρικών > γιατρικά

σιναπίδι: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σιναπίδι: κόκκινη ώχρα > είδη βαφών > του βαφιά

σιναπίδι: ψιλή ανοιξιάτικη βροχή > βροχή > καιρικά

σιναπίδιασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σινί: χάλκινος δίσκος > μπακιρικά > του μαγεριού

σινί: χάλκινος δίσκος > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σινιάλο: > παντιέρα > του καραβιού

σινόδι: > σινόδι > ψάρια της θάλασσας

σιντέφι: > σιντέφι > πετράδια

σιντέφια: ή χρυσαλλίδες > το ξύλο έχει > του μαραγκού

σιντρίλι: > στέγη > του χτίστη

σιούτο: > γίδι > της βοσκής

σιούτο: ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής

σιράνες: φτυάρι για κάρβουνα > σιράνες > του σπιτικού

σιρίκια: > σταφύλια > του φαγιού

σιροκολεβάντες: > άνεμος > καιρικά

σιρόκος: > άνεμος > καιρικά

σιρόπι: > κρασί > του φαγιού

σισάρι: > μπαχαρικά > του φαγιού

σιταλποτύρι: > τυρί > του φαγιού

σιταρένιο: > αλέβρι > του φαγιού

σιταρένιο: > ψωμί > του φαγιού

σιταρήθρα: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

σιταριά: χωράφι σπαρμένο σιτάρι > χωράφι > του χωραφιού

σιταρικό: > κόσκινο > του μαγεριού

σιταρίσιο: > ψωμί > του φαγιού

σιταρίτης: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

σιταρομάγαζο: > σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σιταρότοπος: > γη > του χωραφιού

σιταρούδες: καρπεροί τόποι > γη > του χωραφιού

σιταρόψειρα: > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

σιτεφτάρι: > μανάρι > της βοσκής

σιτζίμι: > βροχή > καιρικά

σιτζίμι: γερό σκοινί > σκοινιά > του καραβιού

σίτινο: > ψωμί > του φαγιού

σιτοθημωνιά: > θημονιάζω > του χωραφιού

σιφνιός: > είδη χορών > χοροί

σίφουνας: > ρούφουλας > καιρικά

σιφούνι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

σιφουνικά: > ρούφουλας > καιρικά

σιφουνικό: > ρούφουλας > καιρικά

σιχασιές: > μάγια > δαιμονικά

σίχνα (signum): τα ξαφτέρουγα και τα λάβαρα μαζί > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σκάγια: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκάει: > ο ήλιος > αστρικά

σκάει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκάει: > ψωμί > του φαγιού

σκάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

σκάζουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

σκαθάκι: Spinus spinus > σκαθί > πουλιά

σκαθάρης: Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού

σκαθάρι: Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού

σκαθάρι: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

σκαθάρι: των αμπελιών | άνθραξ > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σκαθαρόνι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

σκάθαρος: Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού

σκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

σκαθί: Spinus spinus > σκαθί > πουλιά

σκάκι: σκακιέρα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

σκάλα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

σκάλα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκάλα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκάλα: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

σκάλα: > σκάλα > του χτίστη

σκάλεθρο: > σκάλεθρο > του σπιτικού

σκαλέρι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλί: > σκάλα > του χτίστη

σκαλίδα: > σκαλιστήρι > του χωραφιού

σκαλίδι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλιέρα: > σκοινιά > του καραβιού

σκαλιέρης: φύλακας της σκάλας, της αποβάθρας > σκαλιέρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκαλίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

σκάλισμα: > σκάφτω > του χωραφιού

σκαλιστήρι: > σκάλεθρο > του σπιτικού

σκαλιστήρι: > σκαλιστήρι > του χωραφιού

σκαλιστήρι: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σκαλιστής: > μαραγκός > του μαραγκού

σκαλιστής: > πετράς > του χτίστη

σκαλιστική: > μαραγκοσύνη > του μαραγκού

σκαλιστίρι: > χελάλι > του μαγεριού

σκαλίστρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκαλοθάρης: Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά

σκαλόλουρα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκαλοπάτα: > σκαλοπάτα > του παπουτσή

σκαλοπάτι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλοπόδαρο: > σκάλα > του χτίστη

σκάλος: > σκάφτω > του χωραφιού

σκαλότθα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

σκαλούνι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκαλούνι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλοφρύδα: > ράφι > του χτίστη

σκαλοχέρι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλτσούνι: > κάλτσα > του παπουτσή

σκαλτσουνόξυλο: > βελόνα > ραφτικά

σκάλωμα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

σκάλωμα: > σκάλα > του χτίστη

σκαλωσιά: > σκαλωσιά > του χτίστη

σκαλωτά: σκαλωτά μαλιά > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σκάμα: > χωράφι > του χωραφιού

σκάμα: αφρός της σαπουνάδας > πλύση > του σπιτικού

σκαμάγκι: > μαλί > της βοσκής

σκαμάγκι: κουλούρα ξεκαθαρισμένου μπαμπακιού > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

σκαμάκι: λαναρισμένο μαλί > μαλί > της βοσκής

σκαμπαβία: > είδη καραβιών > καράβια

σκαμπανεβάζει: ανεβοκατεβαίνει μπροστά πίσω > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

σκαμπανεβαίνει: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

σκαμπανέβασμα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

σκαμπίλι: > χαρτιά > παιγνίδια

σκανιάς: > γύπας > πουλιά

σκανίτης: > γύπας > πουλιά

σκάνουν: σκάνουν οι κόμποι των δεντρώνε > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

σκάνουν: τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκανταγιάρω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

σκαντάγιο: το βαρίδι για να μετρούν το βάθος της θάλασσας > σκαντάλι > του καραβιού

σκανταλέτο: για το ζέσταμα του κρεβατιού > μαγκάλι > του σπιτικού

σκανταλήθρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκαντάλι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκαντάλι: > σκαντάλι > του καραβιού

σκανταλιά: σιδεροδόκανο > δοκάνι > του κυνηγού

σκανταλιάρω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

σκανταλίδι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκαντάλιο: > σκαντάλι > του καραβιού

σκάντζουρας: φυτοφάγο > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

σκαντζοχερίνα: Erinaceus europaeus > σκαντζόχερος > θηλαστικά

σκαντζόχερος: Erinaceus europaeus > σκαντζόχερος > θηλαστικά

σκαντήλι: > σκαντάλι > του καραβιού

σκαντήλια: > σκαντήλια > του καραβιού

σκαντηλώνω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

σκαπέτα: > αξίνα > του χωραφιού

σκάπετα: κατά τη μεριά του βουνού που δε φαίνεται > αναφανή > τοπογραφικά

σκάπετο: το αντίθετο της αναφανής > αναφανή > τοπογραφικά

σκαπέτσι: το πίσω μέρος της ράχης που μας είναι κρυμένο > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σκάρα: > καζάνι > του μαγεριού

σκάρα: > σκαρί > του σκαριού

σκάρα: > τρίγωνο > του μουσικού

σκάρα (στη): > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

σκαραούλι: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

σκαρατσία: > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκαρδάτος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκαρέτο: τρίγωνο του ράφτη > σκαρέτο > ραφτικά

σκαρί: > καράβι > καράβια

σκαρί: > σκαρί > του σκαριού

σκαριά: τα ξύλα κι ο τύπος όπου στέκει το καράβι για να φτιαστεί > σκαρί > του σκαριού

σκαρίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

σκάρισμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκαρλάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

σκαρλίτα: > σκαρλίτα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκάρμη: > πάτημα > του κυνηγού

σκαρμίζουμαι: ακολουθώ τη σκάρμη > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

σκαρμός: Merluccius merluccius > σκαρμός > ψάρια της θάλασσας

σκαρμός: το ξύλο που βαστά το κουπί στην κουπαστή > κουπί > του καραβιού

σκαρμοφωλιά: η τρύπα του σκαρμού στην κουπαστή > κουπί > του καραβιού

σκάρος: Sparisoma cretense > σκάρος > ψάρια της θάλασσας

σκάρος: Sparisoma cretense > σκάρος > ψάρια της θάλασσας

σκάρος: νυχτερινή βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

σκαρπέλο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκαρπίζουμαι: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

σκαρπίνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σκαρτζίνι: > δολώνω > της ψαρικής

σκάρφη: ελλέβορος > είδη γιατρικών > γιατρικά

σκαρφίζω: γιατρέβω με σκάρφη > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

σκαρώνω: φτιάνω καράβι > σκαρί > του σκαριού

σκάση: > ζέστη > καιρικά

σκασίλα: > ζέστη > καιρικά

σκασίλα: το σκάσιμο του πετσιού από το κρύο > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκασμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

σκασμός: > ζέστη > καιρικά

σκασομύτα: Loxia curvirostra > σταβρομύτης > πουλιά

σκατά: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκατιάς: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκάτσα: > σκάτσα > του καραβιού

σκάτσα: βάση του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού

σκάτωμα: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκατώνω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκάφη: > είδη καραβιών > καράβια

σκάφη: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

σκάφη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

σκάφη: > πλύση > του σπιτικού

σκαφίδα: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

σκαφίδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

σκαφίδι: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

σκαφίδι: > καράβι > καράβια

σκαφίδι: > κρεβάτι > του σπιτικού

σκαφίδι: > πλύση > του σπιτικού

σκαφίτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

σκαφόνι: μεγάλη σκάφη > πλύση > του σπιτικού

σκαφτάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

σκαφτιάς: > γεωργός > του χωραφιού

σκάφτω: > σκάφτω > του χωραφιού

σκάψιμο: > σκάφτω > του χωραφιού

σκεβρώνει: > το ξύλο > του μαραγκού

σκέλεθρο: > σκελετός > κόκκαλα

σκελετός: > σκελετός > κόκκαλα

σκέλι: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

σκέλια (τα): > πόδι > ανατομικά κατατόπια

σκελίδα: > καρπός > φυτολογικά

σκεμπές: άντερα ζώων > άντερα > όργανα

σκεπαρνάκι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκεπαρνάκι: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

σκεπάρνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκέπαση: > σκέπαση > αστρικά

σκέπαση: > στέγη > του χτίστη

σκέπαση: > σύνεφο > καιρικά

σκεπασιά: > σύνεφο > καιρικά

σκεπαστή: > στεγάδι > του χτίστη

σκεπαστή: > στέγη > του χτίστη

σκεπαστό: > καμάρα > του χτίστη

σκεπή: > απανεμιά > καιρικά

σκεπή: > στέγη > του χτίστη

σκέπη: > φακιόλι > ρούχα

σκέπη: γεννήθηκε με σκέπη > σκέπη > βιολογικά

σκεπό: > απανεμιά > καιρικά

σκηνογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

σκιάδα: > ησκωσιά > του χωραφιού

σκιαδάς: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκιάδι: > καπέλο > ρούχα

σκιάζαρος: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκιαζούρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκιάζω: > σαλαγώ > της βοσκής

σκιάντζαρο: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκιάσμα: > στοιχιό > δαιμονικά

σκιάχτρο: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

σκίζεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκιζολιθαράς: που σπάνει πέτρες για τους δρόμους > πετράς > του χτίστη

σκιζολιθαρούδα: > πετράς > του χτίστη

σκίνα: κάποιο πετρόψαρο > σκίνα > ψάρια της θάλασσας

σκιόπα: > τουφέκι > του πολεμιστή

σκιοπέτο: > τουφέκι > του πολεμιστή

σκιοπούλα: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

σκιος: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

σκισμάδα: > σπηλιά > τοπογραφικά

σκλαβάκια: > παιδιών > παιγνίδια

σκλαβίνα: μάλινο κροσσωτό πάπλωμα > κρεβάτι > του σπιτικού

σκλεντζιάρικο: τα νερά του δεν παν ίσια > το ξύλο είναι > του μαραγκού

σκλήθρα: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκλήθρα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκληρά: > αβγά > του φαγιού

σκλιβό: το αντίθετο του βρασερού > ψωμί > του φαγιού

σκλίδα: > καρπός > φυτολογικά

σκλιδιά: > καρπός > φυτολογικά

σκλίπωνας: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκλίτσα: > πέτρα > πέτρες

σκλώπα: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

σκνίπα: Culicidae γένος > σκνίπα > σκουλήκια και ζωύφια

σκοινάδικο: > σκοινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκοινάκι: > παιδιών > παιγνίδια

σκοινάς: αφτός που φτιάνει σκοινιά > σκοινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκοινιά: > σκοινιά > του καραβιού

σκοινοπούλι: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

σκολάδα: > λεχώνα > βιολογικά

σκολιανά: > ρούχα > ρούχα

σκολιανή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

σκολιό: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκονάκι: > σκόνη > γιατρικά

σκόνη: > σκόνη > γιατρικά

σκοπελίτικα: > σταφύλια > του φαγιού

σκοπελίτικο: > απίδι > του φαγιού

σκόρδα: σκόρδα! = ο θεός να σε φυλάει από το κακό μάτι > φυλαχτό > δαιμονικά

σκορδαλιά: > λαχανικά > του φαγιού

σκόρδο: > λαχανικά > του φαγιού

σκορδογούδι: > γουδί > του μαγεριού

σκορδόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

σκορδόπρασο: > λαχανικά > του φαγιού

σκορδούλα: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκόρος: Tinea pellionella > σκόρος > σκουλήκια και ζωύφια

σκόρπαινα: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπάω: > σαλαγώ > της βοσκής

σκορπίδι: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπιδομάνα: κάποιο πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας

σκορπίζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκορπίνα: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπίνι: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπιόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σκορπιός: > κωλουράδι > κόκκαλα

σκορπιός: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

σκορπιός: > σκορπιός > του καραβιού

σκορπιός: Androctonus occitanus > σκορπιός > σκουλήκια και ζωύφια

σκορπιός: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκότα: > σκοινιά > του καραβιού

σκοτάδι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

σκοταδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοταριά: > σφαχτό > του φαγιού

σκότες: κοτσάρω τις σκότες > σκότες > αρμενίσματα

σκοτίδι: έκλειψις > σκέπαση > αστρικά

σκοτιδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοτινιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοτίνιασμα: > σκέπαση > αστρικά

σκοτίνιασμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοτινιασμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτινιασμός: > σκέπαση > αστρικά

σκοτινό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτινός: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτισμός: > σκέπαση > αστρικά

σκοτωμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτωμένο: αίμα σκοτωμένο > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκοτωμένο: σκοτωμένο αίμα = μάβρο αίμα > αίμα > φυσιολογικά

σκοτωμός: > αποβολή > βιολογικά

σκοτώνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

σκότωσε: σκότωσε το παιδί = απόβαλε > αποβολή > βιολογικά

σκοτώστρα: όπλο για σκότωμα, κάθε φονικό όπλο > σκοτώστρα > του πολεμιστή

σκουβιά: > σάλι > του καραβιού

σκούδο: μικρή ασπίδα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουδοφόρος: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουλαρίκι: > διαμαντικά > πετράδια

σκουλαρίκια: > γίδι > της βοσκής

σκουλαρίκια: > σκουλαρίκια > πουλολογικά

σκουληκαντέρα: ταινία > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκούληκας: > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκουλήκι: > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκουληκιασμένα: τα μελίσια είναι σκουληκιασμένα = βγήκαν τα σκουλήκια από τ΄αβγά > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σκουλί: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

σκουλί: κατσαρού > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σκουλί: όσο μαλί παίρνει η ρόκα > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας

σκουλίδι: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

σκουλούδι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

σκουμπρί: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

σκούνα: > είδη καραβιών > καράβια

σκουντουφλίτης: Anguis fragilis | είδος σαύρας που μοιάζει σα φίδι > τυφλίτης > σερπετά

σκούπα: > σκούπα > του σπιτικού

σκούπα: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκούπα: κλαδί ελάτου > κλαδί > φυτολογικά

σκουπιδαριό: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιδάς: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιδιάρης: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιδολόγος: > σκούπα > του σπιτικού

σκουπιδοξύστης: > απορουχοσυνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιστής: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουρδούλης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουρδουλιάζω: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουρδουλιάρης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουρδουλιασμένος: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουριά: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σκουριά: απομεινάρια ξένου μετάλλου > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σκούριασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σκούρκος: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

σκούρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκουροβένετος: > μόρικος > του ζουγράφου

σκουρολεπίδα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

σκουρομαχαίρα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

σκούτα: τσαρούχι από κομάτι κάπα > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σκουτάρι: ασπίδα | άρμα, οικόσημο > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουταριώτης: ασπιδοφόρος > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουτί: > πανί > πανιά

σκουτί: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

σκουτί: > φόρεμα > ρούχα

σκουτιέρης: > βοσκός > της βοσκής

σκουτικά: > ρούχα > ρούχα

σκουτούρα: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκούφαρο: κάποιο θαλασσινό ζωόφυτο > σκούφαρο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σκουφάτος: με σκουφί > πουλί > πουλολογικά

σκουφέτα: > σκούφια > ρούχα

σκουφί: > σκουφί > πουλολογικά

σκουφί: > σκούφια > ρούχα

σκούφια: > σκούφια > ρούχα

σκούφια: από που βαστά (κρατεί) η σκούφια του > συγγενής > οικογενειακά

σκουφομάντιλο: > φακιόλι > ρούχα

σκούφος: > σκούφια > ρούχα

σκραβέλι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκρίνιο: > γραφείο > του σπιτικού

σκρόφα: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

σκρόφα: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

σκρόφα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σκύβαλα: αποκοσκινίδια γεννημάτων > απάλωνα > του χωραφιού

σκύλα: Canis familiaris > σκύλος > θηλαστικά

σκυλί: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σκυλοβότανο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

σκυλοδόντης: > δόντι > όργανα

σκυλόδοντο: > δόντι > όργανα

σκυλομάλια: τα πρώτα φτερά του άπλερου πουλιού > φτερό > πουλολογικά

σκυλόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

σκυλόμυγα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

σκυλοπνίχτης: > καράβι > καράβια

σκυλοπόταμο: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

σκύλος: > σκύλος > του κυνηγού

σκύλος: Canis familiaris > σκύλος > θηλαστικά

σκύλος: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σκυλοτσάκαλο: > σκύλος > θηλαστικά

σκυλοχάροντας: > χάρος > δαιμονικά

σκυλόψαρο: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σκυλόψειρα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

σκύπι: > μήλο > του φαγιού

σκύρτος: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

σμαλτάτα: τζοβαερικά σμαλτάτα > διαμαντικά > πετράδια

σμαραγδένιος: > πράσινος > του ζουγράφου

σμαραγδένιος: > σμαράγδι > πετράδια

σμαράγδι: > σμαράγδι > πετράδια

σμαραγδόριζα: > σμαράγδι > πετράδια

σμαραγδωπός: > σμαράγδι > πετράδια

σμαραγδωτός: > σμαράγδι > πετράδια

σμάρι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σμάρι: > σουρί > ψαρολογικά

σμάρι: τα μικρόψαρα > γόνος > ψαρολογικά

σμαρίδα: Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας

σμέουρο: > γλυκά > του φαγιού

σμέρνα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμιγό: > ψωμί > του φαγιού

σμίλα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σμίλα: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σμιλάρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σμιλάρι: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σμιλάρι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σμίμα: > όσμιση > φυσιολογικά

σμίνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σμιχτός: > είδη χορών > χοροί

σμπαράρω: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπάρο: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπαροκόπι: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπαροκοπίδι: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπάρος: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπρίλιος: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σμύναιρα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμυναριά: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμύραινα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμυρίλη: > σμυρίλη > πέτρες

σμυρίλι: σμύρις > σμυρίλη > πέτρες

σμύρινα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμυρνιός: > είδη χορών > χοροί

σνίχι: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

σοβαντίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σοβράνο: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σόδεμα: > σοδιά > του χωραφιού

σοδιά: > σοδιά > του χωραφιού

σοδιάζω: χιλιομοδιάζω τα εισοδήματα > σοδιάζω > του χωραφιού

σοινίκι: > μόδι > του χωραφιού

σοκάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

σοκάρο: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σοκόφι: μάλινο πανί > πανιά > πανιά

σόλα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

σολαρίζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

σολέρι: > σκάλα > του χτίστη

σολιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

σολομός: Salmo salar > σολομός > ψάρια της θάλασσας

σολωμονική: μαγική σοφία > μάγια > δαιμονικά

σομακί: > σομακί > πέτρες

σόπα: > ραβδί > του πολεμιστή

σοπραβέντο: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σοπρακάρικος: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

σοροκάδα: > σοροκάδα > καιρικά

σορόκος: > άνεμος > καιρικά

σοταβέντι: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σουβάλα: > αβλάκι > του χωραφιού

σουβάς: > ασβέστης > του χτίστη

σουβατζής: που σουβαντίζει τους τοίχους > σουβατζής > του χτίστη

σούβλα: > σούβλα > του μαγεριού

σούβλα (στη): > κρέας > του φαγιού

σουβλάκια: > κρέας > του φαγιού

σουβλί: > σούβλα > του μαγεριού

σουβλί: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

σουβλί: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σουβλιά: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σουβλίτης: Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας

σουβλομύτα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σουγγί: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σουγιάς: > μαχαίρι > του πολεμιστή

σουγλεϊμαντάς: χαλκηδόνιος > σουγλεϊμαντάς > πετράδια

σουγλί: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

σουγλί: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σουγλοπάτημα: > βελονιές > ραφτικά

σούδα: > σούδα > τοπογραφικά

σούδα: χάντακας > μέρη του κάστρου > του χτίστη

σουδεφτής: > σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σούζο: ακέρατο > γίδι > της βοσκής

σουΐτης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

σουκούμι: > σφαχτό > του φαγιού

σουκούμια: της λεκάνης > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

σουλάνης: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σουλήνα: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουληνάρι: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουλιμάς: > είδη βαφών > του βαφιά

σουλτανίνα: > σταφύλια > του φαγιού

σούλφανο: > χημικά > μέταλλα και χημικά

σουμάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

σουνετέβω: > σουνέτι > γιατρικά

σουνέτι: > σουνέτι > γιατρικά

σουνούτι: περιτομή > σουνέτι > γιατρικά

σούπα: > ζουμί > του φαγιού

σουπιά: Sepia > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουπιοκόκκαλο: > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουπόγαστρο: > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σούρδιση: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σουρί: κοπάδι ψάρια > σουρί > ψαρολογικά

σουρίζω: > σουρίζω > της βοσκής

σουριστάδα: είδος κίσσας > κίσσα > πουλιά

σουρμάς: > είδη βαφών > του βαφιά

σουρμές: > σύρτης > του χτίστη

σουροτσαντίλα: τσαντίλα για σούρωμα > τσαντίλα > της βοσκής

σούρουπο: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρούπωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρουπώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρουτζής: αφτός που καβαλικέβει ένα από τ' άλογα της καρότσας > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

σούρπα (η): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρταριάρικο: > φίδι > σερπετά

σουρτούκο: > πανωφόρι > ρούχα

σουρτούκο: > σακάκι > ρούχα

σουρώνει: > ο άνεμος > καιρικά

σουρώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

σουρωτήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

σουσαμάτο: > γλυκά > του φαγιού

σουσαμόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σουσάτια: σουσάτια του διαβόλου = δαιμονικά > διάβολος > δαιμονικά

σουσουράδα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

σούστα: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σούστα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σουστιέρης: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σουτζούκι: > κρέας > του φαγιού

σουφλάκι: ξύλινο παλούκι που στέκεται στον τοίχο > σουφλάκι > του χτίστη

σούφρα: το φηκάρι όπου περνά η βρακοζώνα > ζώνη > ρούχα

σούχλι: μπόσικο φαγί > φαγί > του φαγιού

σοφάς: > καναπές > του σπιτικού

σοφάς: εξέδρα για να κάθονται οι μουσαφίρηδες > κρέβατος > του σπιτικού

σοφίτα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σοφίτα: > πατώματα > του χτίστη

σοφράνου: από σοφράνου > αρμενισιά > αρμενίσματα

σοφράς: > τραπέζι > του σπιτικού

σοφρατζαρία: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σοφρατζής: > σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σπαγγόσπιτο: > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

σπαγκέτια: > μακαρόνια > του φαγιού

σπάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπάθα: > σπαθί > του πολεμιστή

σπάθα: σύνεργο για κέντημα > τελάρο > ραφτικά

σπάθη: που στεριώνει το σταβάρι με το αλετρόποδο > αλέτρι > του χωραφιού

σπαθί: > σπαθί > του πολεμιστή

σπαθί: στέρνον > καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

σπαθιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπαθιά: > σπαθί > του πολεμιστή

σπαθιά: σπαθιά ζωστά > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

σπαθιδόραμφο: > σπάτολα > πουλιά

σπαθόφτερος: > φτερό > πουλολογικά

σπαθόχερο: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

σπαθόψαρο: Xiphias gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας

σπάλα: > πλάτη > κόκκαλα

σπαλέτα: επωμίς > σπαλέτα > του πολεμιστή

σπαλέτο: > σάλι > ρούχα

σπανακόπιτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

σπανό: το σπανό του βουνού > σάρα > τοπογραφικά

σπανομαρία: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπανός: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπαντόνι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

σπάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

σπάραχνα: βράγχια > ανατομικά > ψαρολογικά

σπαρί: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σπαρμουδιές: > σπέρνω > του χωραφιού

σπάρος: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σπάρσιμο: > σπέρνω > του χωραφιού

σπαρτά: > σπέρνω > του χωραφιού

σπαρτής: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπαρτής: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπαρτό: > σπέρνω > του χωραφιού

σπαρτοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

σπαρτοκούτι: γερό ρούχο φτιασμένο από σπαρτόβεργες (Ρούμελη) > σπαρτοκούτι > πανιά

σπαρτόλακκα: > λάκκα > τοπογραφικά

σπαρτός: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπάσιμο: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπάσιμο: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπάσμα: κήλη > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασμένος: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασμίζω: > σπασμοί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασμοδέσιμο: φασκιά για σπάσιμο > φασκιά > γιατρικά

σπασμοί: > σπασμοί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασούρα: > βούρτσα > του σπιτικού

σπάτολα: > σπάτολα > πουλιά

σπεντονύχι: > σπεντονύχι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σπεράντσα: > άγκυρα > του καραβιού

σπεράντσα: > κατάρτια > του καραβιού

σπεράντσα: > πανιά > του καραβιού

σπερβέρι: > κρέβατος > του σπιτικού

σπέρκα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

σπερνός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

σπερνός: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπερνού: ώρα σπερνού > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπέρνω: > σπέρνω > του χωραφιού

σπεροβορίζει: > ο άνεμος > καιρικά

σπερώματα: με τα σπερώματα > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπερώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

σπηρουνάτος: με σπηρούνια στα πόδια > πουλί > πουλολογικά

σπηρούνι: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σπηρουνιά: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σπηρουνίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σπίζα: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

σπιζιός: Falconidae > γεράκι > πουλιά

σπιθάρι: λακκούλα με βρόχινο νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά

σπιθίζουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

σπιθοκόκι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπιθολαμπούν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

σπιθούλι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπιθούρα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

σπιθούρι: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

σπιθοφεγγιά: σπιθοφεγγιά των άστρων > άστρο > αστρικά

σπιθοφέγουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

σπικόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σπιλάδα: > σπιλάδα > καιρικά

σπιλάδι: > σπιλάδα > καιρικά

σπιλιάδα: > σπιλάδα > καιρικά

σπινάτσα: > καμπάς > ραφτικά

σπινέτα: > πιάνο > του μουσικού

σπινέτο: > πιάνο > του μουσικού

σπινίτης: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

σπίνος: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

σπίτακας: > σπίτι > του χτίστη

σπιτάκι: > σπίτι > του χτίστη

σπιτάκι: τα τέσσερα χωρίσματα του μπαμπακοκαρυδιού > καρπός > φυτολογικά

σπιτάρα: > σπίτι > του χτίστη

σπίταρος: > σπίτι > του χτίστη

σπίτι: > καρπός > φυτολογικά

σπίτι: > οικογένεια > οικογενειακά

σπίτι: > σπίτι > του χτίστη

σπιτικό: > οικογένεια > οικογενειακά

σπιτικό: > σκύλος > θηλαστικά

σπιτόγατα: > γάτος > θηλαστικά

σπιτομάγαζο: > σπίτι > του χτίστη

σπιτομάνα: > σπίτι > του χτίστη

σπιτομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

σπιτόπουλο: > σπίτι > του χτίστη

σπιτότοπος: > σπιτότοπος > του χτίστη

σπιτόφιδο: > φίδι > σερπετά

σπιτόφιδο: το στοιχιό του σπιτιού = οικουρός όφις > στοιχιό > δαιμονικά

σπλήνα: > σπλήνα > όργανα

σπληνάντερο: > άντερα > όργανα

σπληνάντερο: > κρέας > του φαγιού

σπληνιάζω: > σπλήνα > όργανα

σπληνιάρης: > σπλήνα > όργανα

σπληνοστόμαχο: > σπληνοστόμαχο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπλονίζω: ψαρέβω με το φλόμο (φλομιασμένο ψάρι) > ψαρέβω > της ψαρικής

σπόντε: από σπόντε > μπιλιάρδο > παιγνίδια

σπορά: αβλακιά σπαρμένη > οργώνω > του χωραφιού

σποράρης: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπόρδακας: Rana > βάτραχος > σερπετά

σποριάς: > γεωργός > του χωραφιού

σποριάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπορίσματα: > σπέρνω > του χωραφιού

σπόρο: αβγό με ή χωρίς σπόρο > αβγό > πουλολογικά

σπόρος: > καρπός > φυτολογικά

σπουδαστήριο: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σπουργίτης: Passer > σπουργίτης > πουλιά

σπούργος: Passer > σπουργίτης > πουλιά

σπούρδα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σπουρίζουν: τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπουρίτι: βαρβάτο πρόβατο > πρόβατο > της βοσκής

σπυρί: > καρπός > φυτολογικά

σπυρί: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπυρί: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

σπυριά: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σπυριάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

σπυριάζω: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπυριάρης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπυρόκωλο: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στ' ανοιχτά: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

σταβάρι: > αλέτρι > του χωραφιού

σταβέντου: από σταβέντου > αρμενισιά > αρμενίσματα

στάβλος: > αλογοστάνη > της βοσκής

στάβλος: > βουκολιό > της βοσκής

στάβλος: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

στάβλος: > στάβλος > του χτίστη

σταβραδέρφη: > αδέρφι > οικογενειακά

σταβραδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

σταβραδερφός: > αδέρφι > οικογενειακά

σταβραϊτός: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

σταβρί: > γοφός > κόκκαλα

σταβριά: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σταβρίδι: Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας

σταβρίτης: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σταβροβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

σταβρογέλεκο: > γελέκο > ρούχα

σταβρογιός: > παραπαίδι > οικογενειακά

σταβροδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

σταβροθόλι: > θόλος > του χτίστη

σταβροθόλωτη: σταβροθόλωτη κλησιά > εκκλησιά > της εκκλησιάς

σταβροκοπιούμαι: κάνω το σταβρό μου > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

σταβρομάνα: > μαμή > βιολογικά

σταβρομάνα: > μητέρα > οικογενειακά

σταβρομάνικο: > σπαθί > του πολεμιστή

σταβρομύτης: Loxia curvirostra > σταβρομύτης > πουλιά

σταβροπηγιακή: σταβροπηγιακή μονή = πατριαρχικό μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς

σταβρός: > κοράκι > του καραβιού

σταβρός: Asterias vulgaris > σταβρός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σταβρός: Ανδρομέδα και Πήγασος > αστερισμοί > αστρικά

σταβρός: των ιερωμένων > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

Σταβρού (του): Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σταβρόψωμο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σταβρόψωμο: > ζυμαρικά > του φαγιού

στάβρωμα: > δρόμος > τοπογραφικά

σταβρώνω: ξορκίζω με άγιο λείψανο > ξορκίζω > δαιμονικά

στάβρωσες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

στάβρωση: > κατάρτια > του καραβιού

στάβρωση: εκεί που χωρίζει ο κορμός του δέντρου > στάβρωση > φυτολογικά

σταβρωτή: > βελονιές > ραφτικά

σταβρωτό: σταβρωτό χαλάζι > χαλάζι > καιρικά

στάγγα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

στάγκος: > καλάι > μέταλλα και χημικά

στάγκος: > καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σταγκώνω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σταγκώνω: > καλάι > μέταλλα και χημικά

σταγκωτής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

στάδι: > ποτάμι > τοπογραφικά

στάζει: > βροχή > καιρικά

σταθερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

στάλα: > δροσιά > καιρικά

στάλαγμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

σταλαμίδα: > δροσιά > καιρικά

σταλαχτό: > μέλι > του φαγιού

σταλίζω: σταλίζω τα γιδοπρόβατα > σταλίζω > της βοσκής

σταλίκι: > σταλίκι > της ψαρικής

σταλίκι: το σημάδι που χωρίζει δυο χωράφια > σταλίκι > του χωραφιού

στάλισμα: το μεσημεριάτικο ξεκούρασμα του κοπαδιού > σταλίζω > της βοσκής

σταλίστρα: > σταλίζω > της βοσκής

σταλός: το μέρος όπου ξεμεσημεριάζουν τα πράματα > σταλίζω > της βοσκής

στάλος: > σταλίζω > της βοσκής

στάλος: για πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

σταλοχύνουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

στάλπη: > γάλα > της βοσκής

σταματάει: σταματάει το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

σταματάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

στάμενα: άλογα στο παχνί > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

στάμνα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνάδικο: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνί: με το σταμνί > βροχή > καιρικά

σταμνοστάτης: το έπιπλο που βαστάει τις στάμνες όρθιες > σταμνοστάτης > του σπιτικού

στάμπα: > είδη πανιών > πανιά

σταμπαδόρος: που μαζεύει γραμματόσημα (στάμπες) | που χτυπά ζουγραφιές στο πετσί > σταμπαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σταμπάτο: > είδη πανιών > πανιά

στανέβω: > στανιάζω > της βοσκής

στάνη: > στάνη > της βοσκής

στανιάζω: > στανιάζω > της βοσκής

στάνιο: > καλάι > μέταλλα και χημικά

στανοκόπι: > στάνη > της βοσκής

στανοτόπι: > στάνη > της βοσκής

σταντάλη: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σταπέδι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σταρήθρα: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

σταριά: > γη > του χωραφιού

σταροκαλαμιά: > καλαμιά > του χωραφιού

σταροκόρακας: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

σταροκούκουτσο: > καρπός > φυτολογικά

σταροκουρούνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

σταρόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σταροπουλητής: > σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σταροπουλιό: > σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

στασιάρικο: ανήσυχο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

στασίδι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

στατεράκι: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

στατέρι: > ζυγαριά > του μαγεριού

στατός: ίσιος, μήτε πάνω μήτε κάτω  το χωριό μας είναι στατό > στατός > τοπογραφικά

στάφα: λουρί που περνάει από κάτω το παπούτσι > στάφα > του παπουτσή

σταφίδα: > σταφύλια > του φαγιού

σταφιδιάρικο: > καράβι > καράβια

σταφιδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

σταφιδοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

στάφνα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

στάφνη: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

σταφνοκάρι: ψαρεφτικό σύνεργο > σταφνοκάρι > της ψαρικής

σταφύλια: > σταφύλια > του φαγιού

σταφυλίτης: > στόμα > όργανα

σταχοκόπι: > σταχοκόπι > του χωραφιού

σταχολόγημα: > σταχολογώ > του χωραφιού

σταχολόγια: > σταχολογώ > του χωραφιού

σταχολόγος: > γεωργός > του χωραφιού

σταχολογώ: > σταχολογώ > του χωραφιού

σταχτάδα: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταχτερόγυαλο: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

σταχτερός: > σταχτής > του ζουγράφου

στάχτη: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

στάχτη: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σταχτής: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτί: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταχτογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

σταχτογάλανος: > γαλανός > του ζουγράφου

σταχτοθάλασσος: > γαλανός > του ζουγράφου

σταχτοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

σταχτολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταχτολόγος: > πυροστάτης > του σπιτικού

σταχτόμαβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

σταχτόνερο: > πλύση > του σπιτικού

σταχτοπάνι: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σταχτόπανο: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σταχτοπόδης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

σταχτοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

σταχτορόδινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

σταχτωμένος: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτώνω: > σταχτής > του ζουγράφου

στάχυ: > στάχυ > φυτολογικά

στάχωμα: > δέσιμο > του βιβλιοδέτη

σταχώνω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

σταχωτής: > βιβλιοδέτης > του βιβλιοδέτη

στεγάδι: στέγασμα χωρίς τοίχους > στεγάδι > του χτίστη

στεγάδι: χοντρό μπαμπακερό πανί > πανιά > πανιά

στέγη: > στέγη > του χτίστη

στέγνα: > αναβροχιά > καιρικά

στέγνη: > αναβροχιά > καιρικά

στέγνια: > αναβροχιά > καιρικά

στεγνοβύζα: > βυζί > όργανα

στεγνωσιά: > αναβροχιά > καιρικά

στειλιάρι: > ραβδί > του πολεμιστή

στειλιό: > τσεκούρι > του χωραφιού

στείρα: > στείρα > βιολογικά

στειρολίθαρο: > πέτρα > πέτρες

στέκα: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

στέκα: > στηθόπανο > ρούχα

στέκα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

στέκα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

στέκεται: ο ήλιος στέκεται καταμεσημερίς > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

στέκουλα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

στέκουμαι: στέκουμαι στο σίδερο = είμαι φουνταρισμένος > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

στέκω: στέκω στα κουπιά = σηκώνω τα κουπιά > λάμνω > αρμενίσματα

στελιάρι: το χέρι του τσεκουριού > τσεκούρι > του χωραφιού

στενάδα: > δρόμος > τοπογραφικά

στενάδι: > δρόμος > τοπογραφικά

στένακας: > πετροκοπιό > του χτίστη

στένεμα: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στένεψη: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στενεψιασμένος: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στενό: > δρόμος > τοπογραφικά

στενό: > στενό > της θάλασσας και του καιρού

στενό: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενόβραχα: > βραχουριά > τοπογραφικά

στενοδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

στενοκάντουνο: > δρόμος > τοπογραφικά

στενομέτωπος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

στενοπόρι: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενοποριά: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενόπορο: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενορύμι: > δρόμος > τοπογραφικά

στενός (ο): στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενοσόκακο: > δρόμος > τοπογραφικά

στενόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

στενοτοπιά: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενούρα: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στεντωσιά: το ξύλο που στυλώνουν τα κλήματα > κληματαριά > του χωραφιού

στέρι: > άστρο > αστρικά

στεριά: > στεριά > της θάλασσας και του καιρού

στεριά: > στεριανό > καιρικά

στεριά: κάνω στεριά > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

στεριανό: > στεριανό > καιρικά

στεριόνι: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

στεριόνι: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

στέρνα: > στέρνα > του χωραφιού

στερνογένι: > παιδί > οικογενειακά

στερνοκαίρι: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

στερνοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

στέρφα: > ζωντανά > της βοσκής

στέρφα: > στείρα > βιολογικά

στερφάρης: > βοσκός > της βοσκής

στερφογαλιά: στο σώσμα του γαλατιού, τον καιρό που στερέβει το γάλα > στερφογαλιά > της βοσκής

στερφοκαλεσιά: > πρόβατο > της βοσκής

στερφοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

στερφολάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

στερφολίβαδο: > λιβάδι > τοπογραφικά

στερφοπροβατίνα: > πρόβατο > της βοσκής

στέρφος: > στείρα > βιολογικά

στερφοχωρίζω: > κοπαδιάζω > της βοσκής

στεφάνι: > μέρη της στέγης > του χτίστη

στεφάνι: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στεφάνι: ή γύρος > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

στεφάνι: της έβαλε στεφάνι > γάμος > οικογενειακά

στεφανοκέρατο: > γελάδι > της βοσκής

στεφάνωμα: > γάμος > οικογενειακά

στεφανώνουμαι: > γάμος > οικογενειακά

στεφανώνω: > γάμος > οικογενειακά

στεφάνωση: > γάμος > οικογενειακά

στεφανωτική: > παντρεμένος > οικογενειακά

στεφανωτό: ο αϊτός κοσκινίζει = πηγαινοέρχεται άστατα > παιδιών > παιγνίδια

στηθάρι: στήθος σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού

στηθιασμένος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθικός: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθοκόκκαλο: > καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

στηθοκοπώ: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

στηθοπάνι: > στηθόπανο > ρούχα

στηθόπανο: > στηθόπανο > ρούχα

στηθόπλεβρο: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθόπονος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στήθος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθούρι: > σφαχτό > του φαγιού

στηθούρι: στηθικό > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

στημόνι: > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

στήνω: τ' αφτιά > αφτί > όργανα

στήρα: > πίγκα > ψάρια της θάλασσας

στια: > τζάκι > του σπιτικού

στίβα: > θημονιάζω > του χωραφιού

στιβάζει: > χιόνι > καιρικά

στιβάζω: > θημονιάζω > του χωραφιού

στιβάζω: > λανάρα > της βοσκής

στιβάζω: στιβάζω το μπαμπάκι με το δοξάρι > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

στιβάλι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

στιβάνι: μπότα κρητικιά > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

στιβανιές: στίβες ξύλα αραδιασμένες στις αβλές > στιβανιές > του χωραφιού

στιβανόχερο: για το χτύπημα της κόρδας του δοξαριού > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

στίβασμα: > θημονιάζω > του χωραφιού

στιβαστή: > βροχή > καιρικά

στιγγάρω: στιγγάρω τα πανιά > στιγγάρω > αρμενίσματα

στίγκος: > σκοινιά > του καραβιού

στιγμή: > ώρα > της μέρας και της ώρας

στιλέτο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

στιφάδο: > κρέας > του φαγιού

στίφτης: > πατητήρι > του τρύγου

στιχάρι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

στιχερό: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

στιχώνω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

στοά: > καμάρα > του χτίστη

στοιχειοθέτης: > στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

στοιχερό: > αλώνι > του χωραφιού

στοιχιάζει: > στοιχιό > δαιμονικά

στοιχιάζω: > μαγέβω > δαιμονικά

στοιχιό: > στοιχιό > δαιμονικά

στοιχιωμένος: στοιχιωμένος τόπος > νεραϊδαριό > δαιμονικά

στοιχιώνει: > στοιχιό > δαιμονικά

στοιχιώνω: > μαγέβω > δαιμονικά

στόκος: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

στόκος: > μαχαίρι > του πολεμιστή

στόκος: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

στολή: > φόρεμα > ρούχα

στολιδομάνικο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

στολίστρα: αφτή που στολίζει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά

στόμα: > στόμα > όργανα

στόμας: > στόμα > όργανα

στοματάρα: > στόμα > όργανα

στοματάς: > στόμα > όργανα

στομαχάρι: > γιατρικό > γιατρικά

στομαχαρία: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομάχι: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομάχι: > κοιλιά > όργανα

στομαχιάζω: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομαχιάρης: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομάχιασμα: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομαχικό: > γιατρικό > γιατρικά

στομαχόπανο: > στηθόπανο > ρούχα

στομαχόπονος: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στοράκι: η ρετσίνα της στουρακιάς > ρετσίνα > φυτολογικά

στουκάρω: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

στούκος: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

στούκος: για το μουστάκι > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

στουμπέκι: ξύλινο γουδί > γουδί > του μαγεριού

στουμπέτση: άσπρη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

στουμπίζω: χτυπώ τα στάχυα με το δουκάνι > στουμπίζω > του χωραφιού

στούμπισμα: > στουμπίζω > του χωραφιού

στούμπος: ξύλινο σύνεργο για να στουμπώνουν (ζουλούν) τα σταφύλια > πατητήρι > του τρύγου

στούπα: > χιόνι > καιρικά

στουπέτσι: ανθρακικός μόλυβδος > χημικά > μέταλλα και χημικά

στουπί: > καλαφατίζω > του σκαριού

στουπί: > κρέας > του φαγιού

στουπί: > χιόνι > καιρικά

στουπίζει: > χιόνι > καιρικά

στουπούλα: > χιόνι > καιρικά

στουπόχαρτο: > γραφικά > του σπιτικού

στουρέκι: > ρετσίνα > φυτολογικά

στουρνάρι: > γυαλόπετρα > πέτρες

στουρναρόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

στούρους: > αλώνι > του χωραφιού

στουφάδο: > κρέας > του φαγιού

στουφάτο: > κρέας > του φαγιού

στόφα: χοντροδουλεμένο μεταξωτό > πανιά > πανιά

στραβά: κωμικά > μάτι > όργανα

στραβάδα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβάλογο: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβιά: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβογαΐτανα: > κορδόνι > ραφτικά

στραβοδιαβασιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

στραβόθωρος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοθωρώ: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοκαιριά: > αλλαξοκαιριά > καιρικά

στραβοκάνης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοκατινιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοκατινιασμένος: > μέση > ανατομικά κατατόπια

στραβολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

στραβολαιμιάζω: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβολαίμιασμα: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβολέκα: > ραβδί > του πολεμιστή

στραβολιγκιάζω: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβολίγκιασμα: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομάρα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομάτης: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοματιάζω: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομέσιασμα: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

στραβόξυλα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

στραβόξυλα: > παγίδια > του καραβιού

στραβοξυλή: > παγίδια > του καραβιού

στραβοξυλιά: > παγίδια > του καραβιού

στραβοπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

στραβοπόδης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοποδίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοπούλι: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοπύγι: > κάστρο > του χτίστη

στραβοράβδι: > γκλίτσα > της βοσκής

στραβός: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβόστομος: > στόμα > όργανα

στραβοτιμονιά: > αρμενισιά > αρμενίσματα

στραβούλιακας: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβώνει: > το ξύλο > του μαραγκού

στραβώνουμαι: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραγαλατζής: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

στραγάλια: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

στραγάλια: > στραγάλια > του φαγιού

στραγαλιάνος: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

στραγγιστήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

στραγγουλίζω: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραγγούλισμα: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στράδι: > στράδι > ψάρια της θάλασσας

στράλια (τα): > τα στράλια > του καραβιού

στραλιέρες: > τα στράλια > του καραβιού

στραμπουλίζω: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραμπούλισμα: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στράτα: > δρόμος > τοπογραφικά

στρατάρικο: καλό για τη στράτα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

στρατί: > δρόμος > τοπογραφικά

στράτι: κρεβάτι κρεμαστό καμωμένο από κλαδιά απάνω σε δέντρο > δραγάτης > του τρύγου

στρατιώτης: > πολεμιστής > του πολεμιστή

στρατιώτης: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

στρατιωτικά: > ρούχα > ρούχα

στρατόνι: > δρόμος > τοπογραφικά

στρατός: > στρατός > του πολεμιστή

στρατούλα: > δρόμος > τοπογραφικά

στρατούλα: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρατούλι: > δρόμος > τοπογραφικά

στράτσα: > πατσαβούρα > ρούχα

στρατσίδι: > πατσαβούρα > ρούχα

στρατώνας: > στρατώνας > του χτίστη

στρατωνιά: > δρόμος > τοπογραφικά

στράφυλα: > αποστραγγίδια > του τρύγου

στρέγκλα: > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

στρεγκλιάζω: > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

στρειδάς: > ψαράς > της ψαρικής

στρειδέβω: βγάζω στρείδια ή χτένια > ψαρέβω > της ψαρικής

στρείδι: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρειδότσεφλο: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρειδοφόρτωτη: > καρίνα > του καραβιού

στρέκλας: > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

στρεπελός: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρέχα: > κανάλι > του χτίστη

στρέχα: > μέρη της στέγης > του χτίστη

στρήφωμα: > στρήφωμα > ραφτικά

στρηφώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

στρίβω το μαλί: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

στριγγιά: στριγγίτικο τομάρι > πετσί > του παπουτσή

στρίγγλα: > λάμια > δαιμονικά

στριγγλοβότανο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

στριγγλοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

στριγγλοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

στριγγλόχορτο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

στριγγόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

στρίγλα: > λάμια > δαιμονικά

στρίγλισα: > λάμια > δαιμονικά

στριμένο: > πρόβατο > της βοσκής

στριμένο: στριμένο μουστάκι (το στρίβει) > μαλί > ανατομικά κατατόπια

στριμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρίνα: στρίψιμο καδένας > άγκυρα > του καραβιού

στρίορας: ο ξύλινος στύλος στη μέση του αλωνιού που γυρίζουν τ' άλογα γύρω του > αλώνι > του χωραφιού

στρίποδο: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρίτσια: > άγκυρα > του καραβιού

στριφνάρι: > ρεζές > του χτίστη

στριφόκερο: > γίδι > της βοσκής

στριφολάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

στρίφουλας: > ρούφουλας > καιρικά

στριφταδέλα: > βελονιές > ραφτικά

στριφταδέλα: γυριστό μοτίβο > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

στριφτάρι: για να τονίζουν τις χορδές > μέρη του βιολιού > του μουσικού

στρίφτουλας: > παιδιών > παιγνίδια

στρίψη: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρίψιμο: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στροβίλα: > ρούφουλας > καιρικά

στρογγύλι: σπόνδυλος > κολόνα > του χτίστη

στρογγυλό: του μεριού > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

στροέρα: > απάνεμο > τοπογραφικά

στροέρα: > λάκκα > τοπογραφικά

στρόερος: > απάνεμο > τοπογραφικά

στρόερος: απάνεμη λάκκα > λάκκα > τοπογραφικά

στρόμπος: σκοινί ή πανί στριμένο > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

στρόμπουλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρόπος: παιγνίδι με στριμένο μαντίλι > παιδιών > παιγνίδια

στρόπος: το λουρί που δένει το κουπί στο σκαρμό > κουπί > του καραβιού

στρούγγα: > μάντρα > της βοσκής

στρουγγιάζω: > στανιάζω > της βοσκής

στρουγγολίθια: λιθάρια μπροστά στη στρούγγα όπου κάθουνται οι αρμεχτάδες > μάντρα > της βοσκής

στρουγκιόνι: είδος μουρούνας; > δροσίτης > ψάρια της θάλασσας

στρουθί: Passer > σπουργίτης > πουλιά

στρούμπος: > παιδιών > παιγνίδια

στρούμπος: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρουφιλίδα: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρουφοκάμηλας: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

στρουφούλι: > ρεζές > του χτίστη

στρουφουλίδα: > παιδιών > παιγνίδια

στρουφουλίδι: > ρεζές > του χτίστη

στρόφιασμα: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

στροφίδι: > ρεζές > του χτίστη

στροφίλι: > δάσος > τοπογραφικά

στροφιλίδα: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρόφιλος: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρόφος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρόφος: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

στρύλφο: κρέας σα στουπί, σκληρό κρέας > κρέας > του φαγιού

στρυφνό: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

στρυφνοκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

στρυφογυρίζω: στρυφογυρίζω το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

στρυχνί: μπελαντόνα > είδη γιατρικών > γιατρικά

στρώμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωματάδικο: > στρωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

στρωματάς: > στρωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

στρωματιά: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωματσάδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωματσάδα: μπόγος από σκοινιά που βάζουνε στα πλεβρά του καραβιού για προστασία από τράκο > πιτροπίδια > του καραβιού

στρωματσαριά: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωμάτσο: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρώνει: > καιρός > καιρικά

στρώση: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρώση: > στρώση > τοπογραφικά

στρωσίδι: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωσίδι: > χαλί > του σπιτικού

στρωσίδι: ψάρι λίμνη > στρωσίδι > ψάρια του γλυκού νερού

στρώσιμο: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωτή: στρωτή θάλασσα > καλοκαιριά > καιρικά

στρωτήρα: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

στρωτός: στρωτός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

στρωτός: στρωτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

στυγερό: > αλώνι > του χωραφιού

στυγερόξυλο: > αλώνι > του χωραφιού

στυλίτης: αρώστια των ώμων > στυλίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στυλοπόδι: > κολόνα > του χτίστη

στύλος: > κολόνα > του χτίστη

στυλωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

στυφό: > κρασί > του φαγιού

στυφτικός: > είδη γιατρικών > γιατρικά

στύψη: > είδη γιατρικών > γιατρικά

στύψη: > ρούδιασμα > του βαφιά

στύψη: στυπτηρία > στύψη > του αργαλιού και της ρόκας

στυψιάζω: βουτώ βαμένο ρούχο μέσα στη στύψη για να κάνω τα χρώματα γερά > στύψη > του αργαλιού και της ρόκας

στύψιμο: > ρούδιασμα > του βαφιά

συάκι: Scophthalmus maximus > συάκι > ψάρια της θάλασσας

σύβραση: κοπανιστό κρεμύδι > λαχανικά > του φαγιού

σύγαμπρος: > σύγαμπρος > οικογενειακά

συγγενάδια (τα): > συγγενολόγι > οικογενειακά

συγγενέβω: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενής: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενής: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενίδισα: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενικά (τα): > συγγενολόγι > οικογενειακά

συγγένισα: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενολόγι: > συγγενολόγι > οικογενειακά

συγγενολογιά: > συγγενολόγι > οικογενειακά

σύγιαλο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

συγκάθια: > μεζελίκια > του φαγιού

συγκαθιστός: > είδη χορών > χοροί

σύγκαλα: δεν είναι στα σύγκαλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σύγκαμα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σύγκαμα: γδάρσιμο ανάμεσα στα σκέλια > σύγκαμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σύγκαψη: συγκάηκε > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συγκέρι: το σκοινί που δένει δυο-δυο τα κομμάτια από τα κέρατα > αλέτρι > του χωραφιού

σύγκερο: μέλι μέσα στην κερήθρα του > μέλι > του φαγιού

συγκλείζουμαι: > γεννώ > βιολογικά

συγκλεισμάρα: δυστοκία > γέννα > βιολογικά

σύγκλυση: > βροχή > καιρικά

συγκοπή: σταμάτησε η καρδιά του > συγκοπή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συγκόρμισα: > αντρόγυνο > οικογενειακά

συγκούκουλο: > λουβί > φυτολογικά

συγκρουστό: > είδη πανιών > πανιά

σύγκρυο: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

συγραφέας: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σύγυρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

συγύρια: > συγυρικά > του σπιτικού

συγύρια: βλάχικα συγύρια > τσοπάνικα > της βοσκής

συγυρικά: > συγυρικά > του σπιτικού

συγύρισμα: > φόρεμα > ρούχα

συγχωρεμένη: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συδάβλιστρο: > σκάλεθρο > του σπιτικού

συδένει: > βροχή > καιρικά

σύδεση: σύδεση του νερού = ξακολουθητική βροχή > βροχή > καιρικά

σύζυγος: > αντρόγυνο > οικογενειακά

σύθαμπα: > αβγή > αστρικά

σύθρονο: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

σύκα: > σύκα > του φαγιού

συκόδεντρα: > συκοστάσι > του χωραφιού

συκοκάρυδα: > αμύγδαλα > του φαγιού

συκολόγι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκολόγος: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

συκοπούλα: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκοστάσι: > συκοστάσι > του χωραφιού

συκοτάκια: > κρέας > του φαγιού

συκοταριά: > κρέας > του φαγιού

συκότι: > συκότι > όργανα

συκοφάγος: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκοχλιάς: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συλείτουργα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

συλείτουργο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

συλογικά: δεν είναι στα συλογικά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συλογισμένος: ο καιρός είναι συλογισμένος (δείχνει πως θα βρέξει) > καιρός > καιρικά

συμπεθεριά: > πεθερός > οικογενειακά

συμπεθεριάζω: > πεθερός > οικογενειακά

συμπεθεριό: > πεθερός > οικογενειακά

συμπέθερος: > πεθερός > οικογενειακά

συμπόσιο: > πρόγεμα > του φαγιού

συμπύρουνος: > καρπός > φυτολογικά

σύναβγα: > αβγή > αστρικά

συναγωγή: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

συναναθροφός: αναθρεμένος μαζί > αδέρφι > οικογενειακά

συναξάρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

συναστριές: > αστερισμοί > αστρικά

συνάχι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συναχιάζω: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συναχόβηχας: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συνάχτης: εισπράκτωρ > συνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

συναχώνουμαι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συνεβριά: νοτιοανατολικός > άνεμος > καιρικά

συνεφιά: > σύνεφο > καιρικά

συνεφιάζει: > καιρός > καιρικά

σύνεφο: > ζέστη > καιρικά

σύνεφο: > καταχνιά > καιρικά

σύνεφο: > σύνεφο > καιρικά

συνεφόκαμα: > σύνεφο > καιρικά

συνήθια: > μηνιάτικα > φυσιολογικά

σύνταχα: > αβγή > αστρικά

συντάχινο: > αβγή > αστρικά

συντεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

συντεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

σύντεκνος: > κουμπάρος > οικογενειακά

συντέλεια: > βροχή > καιρικά

σύντραβλο: > μασιά > του μαγεριού

συντριβάνι: > συντριβάνι > του χωραφιού

συντρόφι: > ασπρόρουχα > ρούχα

συνυφάδα: > σύγαμπρος > οικογενειακά

σύνυχτα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

σύνωρο: > αβγό > πουλολογικά

σύραχα: πάω σύραχα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σύραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σύρικας: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

συρίκι: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

συρίκωμα: αρώστια από μικρομανίταρο (συρικνωμένο σιτάρι) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σύρμα: > δρόμος > τοπογραφικά

σύρμα: > ρέμα > τοπογραφικά

σύρμα: σύρμα μπρούτζου (κίτρινο και άσπρο) > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

συρμακέζης: > συρμακέζης > άλλες τέχνες και σύνεργα

συρματερό: στολίδι καμωμένο από ψιλά σύρματα χρυσαφιού ή ασημιού > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

συρματζής: ο τεχνίτης που στολίζει τα ρούχα με συρματερά > συρμακέζης > άλλες τέχνες και σύνεργα

συρμή: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συρμή: > δρόμος > τοπογραφικά

συρμή: > πάτημα > του κυνηγού

συρμή: > ρέμα > τοπογραφικά

συρμή: η συρμή της πρύμης > απόνερα > αρμενίσματα

συρμητό: η νεροσυρμή της βροχής απάνω στη γη > βροχή > καιρικά

συρμητό: ορμητικός άνεμος > συρμητός > καιρικά

συρμητός: > συρμητός > καιρικά

συρμοί: οι συρμοί του ανέμου > ανεμική > καιρικά

συρμός: το πέρασμα των ξωτικών > συρμός > δαιμονικά

σύρτα: > δρόμος > τοπογραφικά

σύρτα: > πάτημα > του κυνηγού

συρτάρι: > σύρτης > του χτίστη

συρτάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

συρταρόλι: > αγκίστρι > της ψαρικής

συρτή: > συρτή > της ψαρικής

σύρτης: > σύρτης > του χτίστη

σύρτης: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

συρτικό: > συρτή > της ψαρικής

συρτό: > παπούτσι > του παπουτσή

συρτό: που το σέρνουνε με το χέρι > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

συρτοθηλιά: > συρτοθηλιά > του κυνηγού

συρτοπάπουτσο: > παπούτσι > του παπουτσή

συρτός: > είδη χορών > χοροί

σύσκοτα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

συτώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σύφλογο: > αντερόλυσσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συχαρηκιάρης: αφτός που κάνει τα συχαρήκια σε γάμους, βαφτίσια κτλ. > συχαρηκιάρης > οικογενειακά

συχαστικό: > γιατρικό > γιατρικά

συχνάζει: συχνάζει το νερό = βρέχει αδιάκοπα > βροχή > καιρικά

συχνιάρικη: συχνιάρικη στράτα > δρόμος > τοπογραφικά

συχνοκατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

συχνοπαιδούσα: > λεχώνα > βιολογικά

συχνοπέραστος: > δρόμος > τοπογραφικά

συχοχλιός: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συχωρεμένος: > μακαρίτης > οικογενειακά

συχωροχάρτι: κατάλογος των ζωντανών και πεθαμένων για μνημόνεμα > λειτουργικά > της εκκλησιάς

σφαζιά: για ζώα > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

σφάκελος: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφακίδα: > ελιά > φυσιολογικά

σφακιδιάρης: > ελιά > φυσιολογικά

σφάλαγγας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

σφαλιά: > δάσος > τοπογραφικά

σφαλιά: > σφαλιά > του χωραφιού

σφαμός: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφαντάκι: Labrax lupus| μικρό λαβράκι > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας

σφανταχτερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σφαρδάκλα: Rana > βάτραχος > σερπετά

σφαρνάει: σκιρτά το έμβρυον > αγγάστρι > βιολογικά

σφαρτό: > κατραμίζω > του σκαριού

σφαχτά: > ζωντανά > της βοσκής

σφάχτης: δυνατός πόνος στα σωθικά > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφαχτό: > σφαχτό > του φαγιού

σφεντόνα: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντόνα: το μέρος του δαχτυλιδιού που βαστάει το πετράδι > διαμαντικά > πετράδια

σφεντονάς: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντονιά: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντονίζω: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντονόπετρα: > πέτρα > πέτρες

σφεντύλι: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

σφέτζος: Passer > σπουργίτης > πουλιά

σφήγκα: Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφηγκομάντρι: > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφηγκοφωλιά: > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφηδόνι: Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφήκα: Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφήνα: > σφήνα > του μαραγκού

σφήνα: > ψωμί > του φαγιού

σφηνώνω: σκίζω με σφήνα | κόβω γονιάζοντας > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

σφίξη: > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφιχτά: > αβγά > του φαγιού

σφιχτά: > τα δόντια είναι > όργανα

σφιχτήρι: το ποντίκι του αρχού > άντερα > όργανα

σφίχτης: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφιχτοχείλης: > στόμα > όργανα

σφίχτρο: ξύλο που μπαίνει στο μπροστινό αντί και το σφίγγει για να τεντώνεται το πανί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφλύγγουνας: > πλεμόνι > όργανα

σφλυγγούνι: > πλεμόνι > όργανα

σφοντυλάω: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφοντύλι: σπόνδυλος > σφοντύλι > κόκκαλα

σφοντύλι: το βαρίδι του αδραχτιού > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφοντύλι: το μπροστινό κόκκαλο στο γόνατο > πόδι > κόκκαλα

σφουγγαράς: > βουτηχτής > αρμενίσματα

σφουγγάρι: > νιφτήρας > του σπιτικού

σφουγγάρι: > σφουγγάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σφουγγαριέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σφουγγαρόπανο: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σφουγγάτο: > αβγά > του φαγιού

σφουγγοπάνα: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σφράγιση: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σφυγμός: > καρδιά > όργανα

σφύξη: > καρδιά > όργανα

σφύρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σφυρά (τα): > πόδι > κόκκαλα

σφύραινα: Sphyraena > σφύραινα > ψάρια της θάλασσας

σφυρί: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σφυρί: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

σφυρίδα: Sphyrna zygaena > σφυρίδα > ψάρια της θάλασσας

σφυρίζω: > σουρίζω > της βοσκής

σφυριχτάρι: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

σφυρίχτρα: > σφυρίχτρα > του μουσικού

σώβρακο: > ασπρόρουχα > ρούχα

σώγειο: > πατώματα > του χτίστη

σωθικά: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

σωθρόφια: που δεν τ' αφίνουν να βοσκήσουν όξω από την αβλή ή το στάβλο > ζωντανά > της βοσκής

σωκάνει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σωκάρδι: > γελέκο > ρούχα

σωκήπα: στατό μέρος ανάμεσα στα βράχια του βουνού > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σώκλαδα: > κλαδί > φυτολογικά

σώπανο: > φόρδα > ραφτικά

σωπόλι: > χώρα > τοπογραφικά

σωρολιθιά: > πέτρα > πέτρες

σώσμα: > κρασί > του φαγιού

σωστά: δεν είναι στα σωστά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σωτρόπι: > σωτρόπι > του καραβιού

σώφεγγα: στη φέξη > φεγγάρι > αστρικά

σωφελιάζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

σωφελιάζω: σωφελιάζω αγκωνάρι > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σωφελιασμένη: σωφελιασμένη πέτρα > πέτρα > του χτίστη

σωχώρα: > κάμπος > τοπογραφικά

σώχωρο: > κάμπος > τοπογραφικά

ταβανζτής: που φτιάνει ταβάνια > ταβανζτής > του χτίστη

ταβάνι: > ταβάνι > του χτίστη

ταβανόπροκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

τάβανος: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

ταβανοσάνιδο: > σανίδι > του χτίστη

ταβάνωμα: > ταβάνι > του χτίστη

ταβανώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

ταβέλες: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελιάζω: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελιάρης: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελιαρίζω: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελούζος: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβέρνα: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ταβερνάρης: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλα: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλα: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλα: ξύλινος δίσκος > τάβλα > του μαγεριού

τάβλα: χοντρό σανίδι > σανίδι > του χτίστη

ταβλαμπάς: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

τάβλαρος: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

ταβλάς: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ταβλάς: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταβλάς: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

ταβλομάντιλο: > τραπέζι > του σπιτικού

ταβλωτό: > σαχνίσι > του χτίστη

ταβρί: > γελάδι > της βοσκής

τάβρος: > γελάδι > της βοσκής

ταγάρι: > ταγάρι > της βοσκής

ταγή: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταγήνι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταγιαδόρος: ξυλουργός που κάνει τέμπλα > μαραγκός > του μαραγκού

ταγιτζής: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταγκό: > βούτυρο > της βοσκής

ταζί: > σκύλος > θηλαστικά

ταζί: > σκύλος > του κυνηγού

ταήνι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταΐζω: ταΐζω τα ψάρια (κωμικά) > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταΐμι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

τάιστρο: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

τακίμι: πίπα του τσιγάρου > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάκλα: > παιδιών > παιγνίδια

τακλάς: > παιδιών > παιγνίδια

τάκος: > δοκαρωσιά > του χτίστη

τάκος: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

τάκος: κομάτι λακέρδας > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

τακούνι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

ταλαγάνι: > πανωφόρι > ρούχα

τάλαρος: > τυροβόλι > της βοσκής

ταλατίνι: ρούσικο πετσί > πετσί > του παπουτσή

ταλιγάρι: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

τάμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τάμουλες: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

τάμουλες: τα σκαφιδάκια που γυρνώντας με τη ρόδα της μηχανής ρίχνουν όξω το πράμα (σπόρους, γεννήματα), καθώς το συκλί ξεχύνει το νερό στο μαγγανοπήγαδο > τάμουλες > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ταμπακαριό: > ταμπακαριό > του ταμπάκη

ταμπάκης: > πετσί > του παπουτσή

ταμπάκης: > ταμπάκης > του ταμπάκη

ταμπακίζω: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

ταμπάκικο: > ταμπακαριό > του ταμπάκη

ταμπάκος: > ταμπάκης > του ταμπάκη

ταμπάνι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ταμπάνι: η απαναριά της στράτας > στρώση > τοπογραφικά

ταμπάρδο: φαρδιά πατατούκα > πατατούκα > ρούχα

τάμπες: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταμπλάδες: της τραπεζαρίας > τραπέζι > του σπιτικού

ταμπλάς: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταμπουνάρης: > μουσικός > του μουσικού

ταμπουράς: > λαγούτο > του μουσικού

ταμπουράς: > λαχανικά > του φαγιού

ταμπούρι: > λαγούτο > του μουσικού

ταμπούρι: χαράκωμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη

ταμπουρίνος: > μουσικός > του μουσικού

ταμπουρλάρης: > μουσικός > του μουσικού

ταμπουρλίζω: > τούμπανο > του μουσικού

ταμπούρλο: > τούμπανο > του μουσικού

ταμπουρόξυλο: > τούμπανο > του μουσικού

τανάλια: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τανάλια: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τανός: > μαγκάλι > του σπιτικού

ταντανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

τάντανος: > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταντούρι: τραπέζι με μαγκάλι από μέσα (δες Απομνημονεύματα Αλ. Ραγκαβή, σελ. 45) > μαγκάλι > του σπιτικού

τάξη: είδε την τάξη της > μηνιάτικα > φυσιολογικά

ταξιδιάρικο: > πουλί > πουλολογικά

ταξιδιάρικο: πεταλούδα που προλογάει χαμπάρια στο σπιτικό > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

τάξιμο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τάπα: > βαρέλι > του τρύγου

τάπα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τάπια: προτείχισμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη

ταπιόκα: > σάγος > του φαγιού

ταράζω: ταράζω αβγά > μαγειρέματα > του μαγεριού

ταραμάς: κόκκινο χαβιάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ταραμοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

ταραχτά: > αβγά > του φαγιού

ταράχτης: > ταράχτης > του μαγεριού

τάργα: ασπίδα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

ταργοπούλα: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

ταρός: > συρμητός > καιρικά

ταρσανάς: > ταρσανάς > του σκαριού

ταρσανάς: πύργος στο ακρογιάλι (Αγιονόρος) > κάστρο > του χτίστη

ταρτάνα: > είδη καραβιών > καράβια

τάρταρα: της γης τα τάρταρα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

τάσα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

τασάκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τάσι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τάσι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

τάσι: > σαψάκι > του μαγεριού

τάσι: κύμβαλον > τάσι > του μουσικού

ταφιασμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

ταφογδύτης: τυμβωρύχος > κηδεία > οικογενειακά

ταφόλοφος: τύμβος > λόφος > τοπογραφικά

ταφτάς: > πανιά > πανιά

ταχινή: > αβγή > αστρικά

ταχίνι: > γλυκά > του φαγιού

ταχινό: > αβγή > αστρικά

ταχύ: > αβγή > αστρικά

ταχυδρόμος: ταχυδρόμος καβάλα > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταχυνέβει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

τάψα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ταψί: > ζυγαριά > του μαγεριού

ταψί: > μπακιρικά > του μαγεριού

ταψί: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τεζάκι: το τραπέζι όπου δουλέβει ο μαραγκός > μαραγκούδικο > του μαραγκού

τεζγκερές: φορείο > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

τεζιάκι: > μαραγκούδικο > του μαραγκού

τειχιά: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

τεκές: μουσουλμανικό μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς

τελάρο: για να φτιάνουν κέντημα > τελάρο > του αργαλιού και της ρόκας

τελάρο: κάδρο για κέντημα > τελάρο > ραφτικά

τελατίνι: > πετσί > του παπουτσή

τέλι: > άρπα > του μουσικού

τέλι: τέλι της λύρας > λύρα > του μουσικού

τελιανός: ψάρι του ποταμού > τελιανός > ψάρια του γλυκού νερού

τελώνιο: > τελώνιο > καιρικά

τελώνιο: > χαμοδράκι > δαιμονικά

τεμπέρι: κοντάρι με πελέκι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τέμπλο: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

τενεκές: λευκοσίδηρος > τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τενεκές: τενεκές κίτρινος = μπρούντζος σε φύλλα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

τενεκετζής: > φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τενεκετζίδικο: > φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τέντζερες: > καζάνι > του μαγεριού

τέντζερες: > μπακιρικά > του μαγεριού

τεντομάτα: > τυρί > του φαγιού

τεντοτόπι: μικρό τεράγωνο χτίριο μπροστά στη στρούγγα όπου στεριώνουν την τέντα | μέσα στην τέντα απιθώνουν τα χρειαζούμενα για το φτιάξιμο του τυριού > τεντοτόπι > της βοσκής

τεντώνω: τ' αφτιά > αφτί > όργανα

τεπές: η κορφή του μιναρέ > καμπαναριό > της εκκλησιάς

τεπές: ο πάτος του καπέλου > καπέλο > ρούχα

τεπεσίρι: > κιμωλία > πέτρες

τεράτσα: > λιακωτό > του χτίστη

τεράτσωμα: > λιακωτό > του χτίστη

τερζής: τουρκοράφτης > τερζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τερηδώνα: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

τερμεντίνα: τερεβινθίνη > χημικά > μέταλλα και χημικά

τερτσέλι: > γλυκά > του φαγιού

τεσβάρκο: αποβίβαση > τεσβάρκο > του κούρσου και του φορτωτή

τεσσαροχάλης: > αγγρίφι > του καραβιού

τεσσερίζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τεσσερώ: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τεσταδεμούρα: > καπόνια > του καραβιού

τετάρτι: τέταρτο σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού

τέταρτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

τετραβάγγελα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

τετράρα: σφεντόνα με τέσσερα κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

τετράς: > τετράς > του καραβιού

τεχρίλι: > κορδόνι > ραφτικά

τζακέτα: > σακάκι > ρούχα

τζακέτα: > τζακέτα > ρούχα

τζάκι: > τζάκι > του σπιτικού

τζαμάρα: μακριά φλογέρα βραχνή > φλογέρα > του μουσικού

τζαμαρία: > τζαμαρία > του χτίστη

τζαμί: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

τζάμι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

τζαμιάς: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζαμιλίκι: πόρτα με τζάμια | βιτρίνα > τζαμαρία > του χτίστη

τζαμιτζής: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζαμπάζης: σκοινοβάτης > μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζαμτζή: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

τζαμτζής: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζελάδα: κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζελαδίτης: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζελαδωμένος: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζελάτης: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζελατίνα: > κρέας > του φαγιού

τζελέπης: ζωέμπορος > τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζεμπέρι: > είδη καραβιών > καράβια

τζερίτης: ακοντιστής > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζιβούρι: > λαγούτο > του μουσικού

τζίγκι: τζίγκι-τζίγκι > μαντολίνο > του μουσικού

τζίγκος: > τζίγκος > μέταλλα και χημικά

τζιέρι: > πλεμόνι > όργανα

τζιέρια: > κρέας > του φαγιού

τζιέρια: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

τζιναρίγκι: > είδη βαφών > του βαφιά

τζινέβρα: > κρασί > του φαγιού

τζινέβρα: > μαγκάλι > του σπιτικού

τζίντζιρας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζιουτάρι: χόριον > αγγάστρι > βιολογικά

τζίπολη: είδος αργίλου για το καθάρισμα μπακιρικών > χώματα > του χωραφιού

τζιρίτι: κοντάρι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζιτζικάδες (οι): Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζίτζικας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζιτζίκι: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζίτζιρας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζοβαερικά: > διαμαντικά > πετράδια

τζοβαΐρι: > πετράδια > πετράδια

τζόρτζινας: Apidae γένος | κηφήν > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

τζούμπα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

τηγανάρι: Francolinus vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά

τηγανητά: > αβγά > του φαγιού

τηγανήτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τηγανητό: > κρέας > του φαγιού

τηγανητό: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

τηγάνι: > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

τηγάνι: > καζάνι > του μαγεριού

τηγανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τι λέει το κρεμύδι σου;: το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

τίγκα: Tinca tinca > τίγκα > ψάρια του γλυκού νερού

τίγρη: Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά

τίγρης: Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά

τιγριά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

τίγρισα: Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά

τίκλα: > πέτρα > πέτρες

τίλιο: > ζεστό > του φαγιού

τιλσίμι: > φυλαχτό > δαιμονικά

τιμαρέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

τιμάρι: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

τιμητής: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τιμονέβω: > τιμονέβω > αρμενίσματα

τιμόνι: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

τιμόνι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

τιμόνι: > τιμόνι > του καραβιού

τιμονιάζω: > τιμονέβω > αρμενίσματα

τιμονιέρης: > τιμονιέρης > του κούρσου και του φορτωτή

τίνα: > βαρέλι > του τρύγου

τιναχτοκοφινίδης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τιραμολάρω: > τιραμολάρω > αρμενίσματα

τίρι: τίρι τουφεκιού η κανονιού | όσο τρώγει το τουφέκι | μια κανονιά μόνο > τίρο > του πολεμιστή

τίρο: > τίρο > του πολεμιστή

τιρτίρι: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

τιφτίκι: τιλτόν > ξαντό > γιατρικά

τόι: Otis tarda > αγριόγαλλος > πουλιά

τοιμάζει: > γγαστρωμένη > βιολογικά

τοιχάκι: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

τοιχιά (τα): > τοίχος > του χτίστη

τοιχογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

τοιχογύρι: > μαντρότοιχος > του χτίστη

τοιχογύρι: > τοίχος > του χτίστη

τοιχογύρι: > φράχτης > του χωραφιού

τοιχογυρίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

τοιχογυρισιά: > τοίχος > του χτίστη

τοιχογυρυσιά: > μαντρότοιχος > του χτίστη

τοίχος: > τοίχος > του χτίστη

τοκάδες: τοκάδες των χαϊμαλιών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

τοκαλίκι: της φιούμπας το δόντι > φιούμπα > ραφτικά

τομάρι: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

τομάρι: > πετσί > του παπουτσή

τονίνα: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τόνο: τραβώ τόνο > τραβώ τόνο > αρμενίσματα

τόνος: > σκοινιά > του καραβιού

τόνος: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τόνος: ένας τόνος δίχτυ  = 35/150 οργιές) > δίχτυ > της ψαρικής

τόξο: > δόξα > καιρικά

τοπάζι: χρυσόλιθος > τοπάζι > πετράδια

τόπακας: > στοιχιό > δαιμονικά

τόπι: > κανόνι > του πολεμιστή

τόπι: > τόπι > πανιά

τόπια (τα): > τόπος > τοπογραφικά

τοποθεσιά: > χτήμα > του χωραφιού

τόπος: > τόπος > τοπογραφικά

τοπούζι: ρόπαλο > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τοπώνω: τοπώνω λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

τορβάς: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

τορναδόρος: > μαραγκός > του μαραγκού

τορνάρης: > μαραγκός > του μαραγκού

τορνάρης: > τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά

τορνέβω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

τορνέβω: > τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά

τόρνος: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τόρνος: > τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά

τορπίλα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

τότρα: > παγούρι > της βοσκής

τοτριμίδα: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τουβλάς: > κεραμιδάς > του χτίστη

τούβλο: το ψημένο > πλιθάρι > του χτίστη

τουβλώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

τουζλούκι: κλέφτικη γκέτα > γκέτα > του παπουτσή

τουλούμι: > ματαράς > του τρύγου

τουλούμι: με το τουλούμι > βροχή > καιρικά

τουλουμίσιο: > τυρί > του φαγιού

τουλουμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

τουλούμπα: > τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τουλούμπα: > τούμπανο > του μουσικού

τουλουμπατζής: > τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τουλούπα: κουβάρι μαλί για κλώσιμο > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας

τουλούπα: τουλούπα χιονιού > χιόνι > καιρικά

τουλουπάνι: > πανιά > πανιά

τουλουπίζει: > χιόνι > καιρικά

τουλπάνι: > πανιά > πανιά

τούμπα: > παιδιών > παιγνίδια

τουμπανίζω: > τούμπανο > του μουσικού

τούμπανο: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπανόπετσο: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπάρι: στρογγυλός χαμηλός λόφος (τύμβος) > λόφος > τοπογραφικά

τουμπελέκι: τούρκικο νταούλι > τουμπελέκι > του μουσικού

τουμπί: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπίζω: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπλές: πετυχημένη τουφεκιά > τουφέκι > του πολεμιστή

τούμπος: > λόφος > τοπογραφικά

τουνέτο: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τούνος: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τουράκια: οι μπάγκοι της βάρκας > τουράκια > του καραβιού

τουρβάς: > ταγάρι > της βοσκής

τουργκάνα: > κρούταλο > του μουσικού

τουρκετίνο: > κατάρτια > του καραβιού

τουρκέτο: > κατάρτια > του καραβιού

τουρκής: > γαλανός > του ζουγράφου

τουρκής: > περουζές > πετράδια

τουρκοπούλι: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

τουρλί: > τουρλί > πουλιά

τουρλί: > χαλκόκοτα > πουλιά

τουρλίδα: Vanellus vanellus > τουρλίδα > πουλιά

τουρλωτό: > καπέλο > ρούχα

τούρμα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

τούρνα: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

τούρτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τουρτουλίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τουρτούρα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τούρτουρας: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τουρτούρισμα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τούρτουρο: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τουτιά: οξείδι τζίγκου > τζίγκος > μέταλλα και χημικά

τούφα: > φούντα > του πολεμιστή

τούφα: > χόρτο > φυτολογικά

τουφάνι: χιονιάς με ανεμοστρόβιλο > χιόνι > καιρικά

τουφέκι: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφέκι: > τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τουφεκιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκίδι: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκίζω: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκίζω: τουφεκίζω καθιστό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

τουφεκίστρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

τουφεκόβεργα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τουφεκόπετρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τουφεξής: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεξής: αυτός που φτιάνει τουφέκια > τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τούφες: αγκάθια που κλείνουν τ' ανοίγματα της στρούγγας > μάντρα > της βοσκής

τρα (η): χρυσό λαμνί (έλασμα) > τρέμουσα > ραφτικά

τράβα: > δοκαρωσιά > του χτίστη

τραβέρσα: στέκω τραβέρσα > τραβερσάρω > αρμενίσματα

τραβερσάρω: > τραβερσάρω > αρμενίσματα

τράβηγμα: για άλογα > μαρκάλος > της βοσκής

τραβηγμένα: τραβηγμένα τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

τραβηχτά: τραβηχτά λουριά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τραβλός: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τραβώ: > τουφέκι > του πολεμιστή

τραβώ: τραβώ κουπί > λάμνω > αρμενίσματα

τραγανά: > σταφύλια > του φαγιού

τραγάνα: βράχινος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

τραγανάδι: χόνδρος > τραγανό > κόκκαλα

τραγάνη: χοντρός άμμος > άμμος > του χτίστη

τραγανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

τραγανό: > τραγανό > κόκκαλα

τράγαρος: > γίδι > της βοσκής

τραγί: > γίδι > της βοσκής

τραγιά: > πριτιά > της βοσκής

τραγιάρης: > βοσκός > της βοσκής

τραγίλα: > πριτιά > της βοσκής

τράγιο: > κρέας > του φαγιού

τράγιο: > μαλί > της βοσκής

τραγίσιο: > κρέας > του φαγιού

τραγόμαλο: > μαλί > της βοσκής

τράγος: > γίδι > της βοσκής

τράγος: λοβός > αφτί > όργανα

τραγουδάει: > η γάτα > θηλαστικά

τραγουδιστής: > μουσικός > του μουσικού

τραγοψάλιδο: > κουρέβω > της βοσκής

τράκα: > παιδιών > παιγνίδια

τρακάδα: > δοκαρωσιά > του χτίστη

τρακάρισμα: > τράκος > του κούρσου και του φορτωτή

τρακάρω: > τράκος > του κούρσου και του φορτωτή

τρακατρούκα: > παιδιών > παιγνίδια

τρακλάς: > παιδιών > παιγνίδια

τράκος: > τράκος > του κούρσου και του φορτωτή

τραμουντάνα: > άνεμος > καιρικά

τραμπάκουλο: > είδη καραβιών > καράβια

τραμπάλα: τραμπαλίζουμαι > παιδιών > παιγνίδια

τρανός: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρανταχτά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

τραπατσακλά: άλλα στραβά κι άλλα ίσια > τα δόντια είναι > όργανα

τραπεζάρης: > σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τραπεζαρία: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

τραπέζι: > πρόγεμα > του φαγιού

τραπέζι: > τραπέζι > του σπιτικού

τραπεζιέρης: > σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τραπεζίτης: > δόντι > όργανα

τραπεζομάντιλο: > τραπέζι > του σπιτικού

τράπουλα: > χαρτιά > παιγνίδια

τράστα: > ταγάρι > της βοσκής

τράστο: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

τράστος: > ταγάρι > της βοσκής

τράτα: > είδη καραβιών > καράβια

τράτα: > τράτα > της ψαρικής

τραταράκι: > ψαράς > της ψαρικής

τρατάρης: > ψαράς > της ψαρικής

τραταρόπουλο: > ψαράς > της ψαρικής

τραταρός: > ψαράς > της ψαρικής

τραφοκοπώ: > σκάφτω > του χωραφιού

τραχανάς: > αλέβρι > του φαγιού

τραχανάς: > ζουμί > του φαγιού

τραχανόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τραχανός: μπληγούρι βρασμένο με γάλα ή γιαούρτι > ζουμί > του φαγιού

τραχηλάτο: τραχηλάτο βόδι > γελάδι > της βοσκής

τραχήλι: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

τραχηλιά: > γιακάς > ραφτικά

τραχηλιά: > διαμαντικά > πετράδια

τραχώματα: κερατίτις > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τραχώνα: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

τραχώνι: > πέτρα > πέτρες

τρεβλίζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεβλός: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεκλίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεκλοποδίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεκλός: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέλα: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

τρέλα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαίνουμε: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαίνω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέλαμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαμάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέλιακας: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

τρελοπόνηρος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελοφωτίτσα: > χαμοδράκι > δαιμονικά

τρέμισα: > τρέμουσα > ραφτικά

τρεμοκρίζουν: > τα δόντια > όργανα

τρεμολάμπουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

τρεμολούλουδο: > λουλούδι > φυτολογικά

τρεμοσβήνουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

τρεμούλα: > γλυκά > του φαγιού

τρέμουλα: > τρέμουσα > ραφτικά

τρεμούλιασμα: > άστρο > αστρικά

τρέμουσα: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

τρέμουσα: > τρέμουσα > ραφτικά

τρεμόφεγγο: > άστρο > αστρικά

τρεμοφέγγουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

τρεμοχτυπούν: > τα δόντια > όργανα

τρεσόνι: > πατσαβούρα > ρούχα

τρεχάματα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεχαντήρι: > είδη καραβιών > καράβια

τρεχατή: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεχατό: > παιδιών > παιγνίδια

τρεχάτος: > είδη χορών > χοροί

τρέχει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέχει: τρέχει το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

τρέχω: τρέχω με τα τέσσερα > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τριανταφυλλάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τριανταφυλλένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

τριανταφυλλής: > κόκκινος > του ζουγράφου

τριανταφυλλί: > κόκκινος > του ζουγράφου

τριαντάφυλλο: > γλυκά > του φαγιού

τριανταφυλλόκρασο: > κρασί > του φαγιού

τριανταφυλλόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

τριάρα: σφεντόνα με τρία κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

τριάρμενο: > καράβι > καράβια

τριβέλι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τριβελίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

τριβή: πατημένος τόπος > δρόμος > τοπογραφικά

τρίβω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τρίγκα: > σκοινιά > του καραβιού

τρίγκος: > πανιά > του καραβιού

τρίγλα: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

τριγλί: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

τριγλίζει: ο γρύλλος τριγλίζει > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριγουνίζω: > δόντι > όργανα

τριγυρίστρα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριγώνα: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

τρίγωνο: > ζυμαρικά > του φαγιού

τρίγωνο: > τρίγωνο > του μουσικού

τριγωνοχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

τριδόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τρίζει: > η γάτα > θηλαστικά

τρίζισα: Pratincola rubicola > πετρόκλης > πουλιά

τριζόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριζύγι: το τρίτο άλογο του αμαξιού > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

τρικαντό: > καπέλο > ρούχα

τρικάταρτο: > καράβι > καράβια

τρικάταφλο: > καράβι > καράβια

τρικέρι: σύμβολα δεσποτικά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

τρικόμπι: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

τρίκορτο: > είδη καραβιών > καράβια

τρικούβερτο: > είδη καραβιών > καράβια

τρικούβερτο: > καράβι > καράβια

τρικράνι: > διχάλι > του χωραφιού

τρίκρανο: > διχάλι > του χωραφιού

τρίκριανο: > διχάλι > του χωραφιού

τρικυμία: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

τρικυμία: > κακοκαιριά > καιρικά

τρικυμισμός: > κακοκαιριά > καιρικά

τρικυμός: > κακοκαιριά > καιρικά

τρίλια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τρίλιο: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τριμερούσες: οι τριμερούσες μοίρες > μοίρα > δαιμονικά

τριξαλούδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριόδι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τρίπατο: > σπίτι > του χτίστη

τρίπατος: τρίπατος > είδη χορών > χοροί

τριπόδι: > πυροστάτης > του σπιτικού

τριποδίζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τριπόδισμα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τριποδιστά: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τρίποδο: > κρεβάτι > του σπιτικού

τριπόντες: > είδη καραβιών > καράβια

τρισάγιο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τρισέγγονο: > αγγόνι > οικογενειακά

τρισέκι: > δρόμος > τοπογραφικά

τρισκατάρατος: > διάβολος > δαιμονικά

τρισκέλι: τραπέζι ή σκάλα με τρία σκέλια > τραπέζι > του σπιτικού

τρίσπαπος: > παπούς > οικογενειακά

τρίστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

τριτοξαδέρφια: > ξαδέρφι > οικογενειακά

τριτσόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριφτερά: τριφτερά δόντια > δόντι > όργανα

τριφτή: τραχανάς νερόβραστος > ζουμί > του φαγιού

τρίφτης: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

τρίφτης: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

τρίφτης: > τρίφτης > του μαγεριού

τριφτό: > γλυκά > του φαγιού

τρίφτρα: > τρίφτης > του μαγεριού

τριφυλλιός: > γαϊδούρι > θηλαστικά

τρίχα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

τριχιά: > ορμίδι > της ψαρικής

τριχιές: πήγε τρεις τριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

τριχίλι: γαϊτανάκι > κορδόνι > ραφτικά

τριχιός: Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας

τριχοδεμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριχοφαγάς: > τριχοφαγάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριχοφάγος: > τριχοφάγος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριχόφλεβες: τριχόφλεβες ρίζες > ρίζα > φυτολογικά

τριώδη: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

τριώνι: Μικρά Άρκτος > αστερισμοί > αστρικά

τριώνια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τριώτα: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τρογυρίστρα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τροκάνα: > παιδιών > παιγνίδια

τροκάνι: > κουδούνι > της βοσκής

τροκάνι: > κρούταλο > του μουσικού

τροκάνι: > παιδιών > παιγνίδια

τροκάρι: > κουδούνι > της βοσκής

τρόμπα: > βροχή > καιρικά

τρομπόνι: > μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

τρομπόνι: > τουφέκι > του πολεμιστή

τροπάρι: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τροπωτήρα: > κουπί > του καραβιού

τροπωτήρες: > αλέτρι > του χωραφιού

τρουβάς: πετσένιο ταγάρι > ταγάρι > της βοσκής

τρουγανίζω: τρουγανίζω τα δόντια = τρίζω > δόντι > όργανα

τρούλα: > θόλος > του χτίστη

τρούλος: > θόλος > του χτίστη

τρούμπα: > πηγάδι > του χωραφιού

τρούμπα: > ρούφουλας > καιρικά

τρούμπα: > τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τρουμπέτα: > τρουμπέτα > του μουσικού

τρουμπετάρης: > μουσικός > του μουσικού

τρουμπετάρω: > τρουμπέτα > του μουσικού

τρουμπετιάρης: > μουσικός > του μουσικού

τρουμπετίζω: > τρουμπέτα > του μουσικού

τρουξαλίδα: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τρουπώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

τρουσί: > τρουσί > του φαγιού

τροχάδι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τροχάλα: > πέτρα > πέτρες

τρόχαλο: > πέτρα > πέτρες

τρόχαλος: > πέτρα > πέτρες

τροχί: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

τροχούλι: > καρούλι > του καραβιού

τρυγημός: > τρύγος > του τρύγου

τρυγητής: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγητής: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγιά: > κρασί > του φαγιού

τρυγιά: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

τρυγιά: το κατακάθι του μούστου > τρυγιά > του τρύγου

τρυγομηνάς: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγομηνάς: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγόνα: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

τρυγόνι: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

τρυγονοκράτης: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τρυγονοσούρτης: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τρύγος: > τρύγος > του τρύγου

τρυγώ: τρυγώ σταφύλια ή μέλι > τρυγώ > του τρύγου

τρυμαλιά: η τρύπα της βελόνας > βελόνα > ραφτικά

τρύπα: > σπηλιά > τοπογραφικά

τρυπάνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τρυπανίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

τρυπητή: > βελονιές > ραφτικά

τρυπητή: > σουρωτήρι > του μαγεριού

τρυπητή: κάλτσα τρυπητή (σκεδόν διάφανη) > κάλτσα > του παπουτσή

τρυπητήρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τρυπητήρι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τρυπητό: > σουρωτήρι > του μαγεριού

τρυποκάρυδο: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

τρυποφράχτης: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

τρυφαίνει: > κρέας > του φαγιού

τρυφερίτσα: > βλαστάρι > φυτολογικά

τρυφερίτσι: > κόρη > οικογενειακά

τρύφος: πηγμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

τρώγα: Rhynchophorus > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

τρώγει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρώει άχερα: τρώει άχερα το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

τσαγαλί: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

τσαγαλί: > πράσινος > του ζουγράφου

τσάγαλο: πράσινο αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά

τσαγαλός: ανοιχτοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου

τσάγανο: > καρπός > φυτολογικά

τσαγανός: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

τσαγερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσαγιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσάγκα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσαγκαράδικο: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

τσαγκαρέβω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

τσαγκάρης: > παπουτσής > του παπουτσή

τσαγκαρική: > τσαγκαροσύνη > του παπουτσή

τσαγκαριό: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

τσαγκαροδεφτέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

τσαγκαροσούβλι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσαγκαρόσουβλο: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσαγκαροσύνη: > τσαγκαροσύνη > του παπουτσή

τσάγρα: > δοκάνι > του κυνηγού

τσάγρα: > τσάγρα > του πολεμιστή

τσάι: > ζεστό > του φαγιού

τσαΐρι: > βοσκή > της βοσκής

τσαΐρι: γρασιδωτό λιβάδι για βοσκή > λιβάδι > τοπογραφικά

τσακάλι: Canis aureus > τσακάλι > θηλαστικά

τσάκαλος: Canis aureus > τσακάλι > θηλαστικά

τσακάς: > μαχαίρι > του πολεμιστή

τσακίζει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

τσακίρικο: που έχει ασπράδι στο μάτι ή κουτσαίνει > άλογο > θηλαστικά

τσάκισες: οι τσάκισες του παντελονιού > βρακί > ρούχα

τσάκισμα: τσάκισμα κοκκάλου > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσακισμένο: > καράβι > καράβια

τσακιστερά: τσακιστερά δόντια > δόντι > όργανα

τσακιστές: > ελιές > του φαγιού

τσακιστή: φουφουλόβρακα τσακιστή > βρακί > ρούχα

τσάκλα: τσάκλα-κούτα > παιδιών > παιγνίδια

τσακλαπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

τσακμάκι: > γυαλόπετρα > πέτρες

τσακμάκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τσακμακόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

τσάκο: > δοκάνι > του κυνηγού

τσακώνικο: > απίδι > του φαγιού

τσαλαπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

τσαλαφούτι: > τυρί > του φαγιού

τσαλιά: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

τσαλιά: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

τσαλόσκουπα: για δρόμους > σκούπα > του σπιτικού

τσάμικος: > είδη χορών > χοροί

τσαμπί: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπόκλαδο: > ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

τσαμπολογώ: > ξερωγίζω > του τρύγου

τσαμπούνα: > κόχυλας > του καραβιού

τσαμπούνα: > μαντούρα > του μουσικού

τσαμπουνάρης: > μουσικός > του μουσικού

τσαμπούρα: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπούρες: > αποτρυγίδια > του τρύγου

τσαμπουρίδι: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπουρίδια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

τσαμπούρνα: > μαντούρα > του μουσικού

τσάμπουρο: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπουρολογώ: > ξερωγίζω > του τρύγου

τσαμφέσι: > πανιά > πανιά

τσαντίλα: σακκί για το στράγγισμα του σακκουλίσιου γιαουρτιού > τσαντίλα > της βοσκής

τσαούσια: > σταφύλια > του φαγιού

τσάπα: > λίσγος > του χωραφιού

τσαπαρή: αργή συρτή > συρτή > της ψαρικής

τσαπί: > λίσγος > του χωραφιού

τσαπίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

τσαπόδοντα: τα μπροστινά όταν εξέχουν > δόντι > όργανα

τσάπος: > γίδι > της βοσκής

τσαποστείλιαρο: το χέρι της τσάπας > λίσγος > του χωραφιού

τσαπράσια: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

τσαρδάκι: για γιδοπρόβατα > στεγάδι > του χτίστη

τσαρδάκι: μπαλκόνι από κορασάνι > μπαλκόνι > του χτίστη

τσάρκος: καλύβα για τα νιογέννητα αρνάκια ή κατσίκια > μάντρα > της βοσκής

τσαρκώνω: > στανιάζω > της βοσκής

τσαρούχι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσαρχοβελόνα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσασμάς: τοίχος ξυλοδεμένος > τοίχος > του χτίστη

τσατήρα: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

τσατί: > στέγη > του χτίστη

τσατίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

τσατίζω: βάζω τη σκεπή (τσάτι) > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

τσάτσα: > θείος > οικογενειακά

τσατσάρα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

τσαχείλα: > στόμα > όργανα

τσαχειλού: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

τσεβδιά: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσεβδίζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσεβδός: που προφέρει το Σ και το Ρ σα Θ και Λ > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσεγγελωτά: τσεγγελωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά

τσεγγί: > ζίλια > του μουσικού

τσεκούρι: > τσεκούρι > του χωραφιού

τσεκουρώνω: > ξυλοκόβω > του χωραφιού

τσέλιγγας: > βοσκός > της βοσκής

τσελιγγάτο: του τσέλιγγα η εξουσία και η περιοχή > τσελιγγάτο > της βοσκής

τσελίκι: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

τσελικώνω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τσεμένι: > χόρτο > φυτολογικά

τσεμπέρι: > φακιόλι > ρούχα

τσεπάκι: > τσέπη > ραφτικά

τσεπάρα: > τσέπη > ραφτικά

τσέπες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

τσέπες: κάνει τσέπες > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

τσέπη: > τσέπη > ραφτικά

τσεπίτσα: > τσέπη > ραφτικά

τσεπράδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

τσέργα: βελέντζα με κρόσσια > κρεβάτι > του σπιτικού

τσέρκι: > βαρέλι > του τρύγου

τσερνίκι: > είδη καραβιών > καράβια

τσέρουλα: ψάρι που συγγενέβει με τη μαρίδα > τσέρουλα > ψάρια της θάλασσας

τσερτσεβές: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

τσιβίκι: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιβίλα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

τσιγαλί: > πράσινος > του ζουγράφου

τσιγαρίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσιγαριστό: > κρέας > του φαγιού

τσίγγανα: > φρύγανα > φυτολογικά

τσιγγάνος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσιγγέλι: > τσιγγέλι > του πολεμιστή

τσιγγογή: > γη > του χωραφιού

τσιγγούνες: > φρύγανα > φυτολογικά

τσιγκλί: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

τσιγκρολόγι: Lasioderma serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιγρέκια: > μάντρα > της βοσκής

τσιεράκια: > κρέας > του φαγιού

τσίκα: νέα κατσίκα > γίδι > της βοσκής

τσικμάς: > δρόμος > τοπογραφικά

τσικμασοκάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

τσίκνα: > καταχνιά > καιρικά

τσικνιάς: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τσικνίζεται: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσικνίζω: τσικνίζω κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσικνοπέφτη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

τσίκουδο: > καρπός > φυτολογικά

τσικρίκι: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

τσικρίκι: > ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

τσίκρος: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

τσίλι: Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά

τσιλιβίθρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

τσίλικο: μάβρο με κοκκινωπές τρίχες > άλογο > θηλαστικά

τσιλικρωτά: > πειρασματικά > δαιμονικά

τσιλιπούρδημα: > πορδή > φυσιολογικά

τσιλιπουρδιά: > πορδή > φυσιολογικά

τσιλιπουρδώ: > πορδή > φυσιολογικά

τσιμέντο: > κορασάνι > του χτίστη

τσιμούρι: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιμούσα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

τσιμούσα: > ούγια > ραφτικά

τσιμούχα: > ούγια > ραφτικά

τσιμούχα: μάλινο πανί για γκέτες > γκέτα > του παπουτσή

τσιμπά: το μεγάλο ψάρι τσιμπά > ψαρική > της ψαρικής

τσιμπητάρι: η μύτη του αρπαχτικού όρνιου > μύτη > πουλολογικά

τσιμπίδα: > ανατομικά > ψαρολογικά

τσιμπίδα: > σκάλεθρο > του σπιτικού

τσιμπίδα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τσιμπίδα: > τσιμπίδα > γιατρικά

τσιμπίδες (οι): > μασιά > του μαγεριού

τσιμπίδι: > τσιμπίδα > γιατρικά

τσιμπίστρα: > μασιά > του μαγεριού

τσιμπίστρα: > σκάλεθρο > του σπιτικού

τσίμπλα: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπλιάζω: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπλιάρης: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπλοματιά: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιμπλού: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπογιάννης: Alaus oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια

τσιμπούκι: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσιμπουξής: αυτός που φτιάνει τσιμπούκια | δούλος που φροντίζει το τσιμπούκι του αγά > τσιμπουξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσιμπούρι: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιμπούσι: > πρόγεμα > του φαγιού

τσιμπροβύζα: δυσκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής

τσίνουρα: > μάτι > όργανα

τσινώ: > σαλαγώ > της βοσκής

τσιοκαλούνε: από το κρύο > τα δόντια > όργανα

τσιούπρα: > κόρη > οικογενειακά

τσίπα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσίπα: > σκέπη > βιολογικά

τσίπα: > ψωμί > του φαγιού

τσιπουνάκι: γελέκι με μανίκα ανοιχτά που κρέμουνται από πίσω > γελέκο > ρούχα

τσιπούνι: > γελέκο > ρούχα

τσιπούρα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

τσίπουρα: > αποστραγγίδια > του τρύγου

τσιπουρίτης: κρασί από τσίπουρα δεφτεροπατημένα > κρασί > του φαγιού

τσίπουρο: > κρασί > του φαγιού

τσιπώνει: > ψωμί > του φαγιού

τσιραλίδικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

τσιρίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσιριξιά: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσιρίσι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσιριχτό: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσίρλα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιρλιά: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

τσιρλιάρης: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιρλίζουμαι: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

τσιρλίζω: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιρλονέρι: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

τσιρλονέρι: > γιατρικό > γιατρικά

τσίρλος: διάροια > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

τσιρνίκι: > είδη καραβιών > καράβια

τσιρνίκι: τσιρνίκια μακρομύτικα = βυζαντινό παπούτσι > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσιρόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τσιροπινάς: > γύπας > πουλιά

τσιροπινάς: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

τσίρος: > τυρόγαλα > της βοσκής

τσίρος: ξερό σκουμπρί > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

τσίσια (τα): > κάτουρο > φυσιολογικά

τσιταγιάννης: Alaus oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια

τσίτι: > πανιά > πανιά

τσίτινος: > πανίτικος > πανιά

τσίτσα: > παγούρι > της βοσκής

τσιτσελωμένος: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

τσιτώνω: τ' αφτιά > αφτί > όργανα

τσιφάδα: > καταχνιά > καιρικά

τσιφλικάς: > χτηματίας > του χωραφιού

τσιφλίκι: > χτήμα > του χωραφιού

τσίφνα: > στις κότες > αρώστιες ζώων

τσίφτης: Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά

τσίφτης: Falconidae > γεράκι > πουλιά

τσιχιά: > κόσκινο > του μαγεριού

τσίχλα: Coricus rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας

τσίχλα: Turdus > τσίχλα > πουλιά

τσιχλογέρακας: Falconidae > γεράκι > πουλιά

τσιχλοκότσιφας: Cinclus aquaticus > τσιχλοκότσιφας > πουλιά

τσοβράς: > ζουμί > του φαγιού

τσοκάνα: > αξίνα > του χωραφιού

τσοκάνα: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

τσοκάνι: το τετράγωνο κουδούνι των γιδιών, στη Ρούμελη > κουδούνι > της βοσκής

τσοκάνι: το τετράγωνο κουδούνι των προβάτων > κουδούνι > της βοσκής

τσοκανίζω: > τσοκανίζω > της βοσκής

τσοκάνισμα: > τσοκανίζω > της βοσκής

τσοκανιστής: > τσοκανίζω > της βοσκής

τσόκανος: το σύνεργο > τσοκανίζω > της βοσκής

τσόκαρο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσόκαρο: > πλύση > του σπιτικού

τσόλι: απολυτό πανί τραγομαλίσιο για σκεπάσματα > πανιά > πανιά

τσόλι: σκέπασμα από γιδίσιο μαλί > κρεβάτι > του σπιτικού

τσολιάς: > βοσκός > της βοσκής

τσόνι: > τσόνι > πουλιά

τσοπανάκος: Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά

τσοπαναριό: > τσελιγγάτο > της βοσκής

τσοπάνης: > βοσκός > της βοσκής

τσοπάνης: με ρόγα > βοσκός > της βοσκής

τσοπάνικα: > τυρί > του φαγιού

τσοπάνικα: σύνεργα > τσοπάνικα > της βοσκής

τσοπανιλίκι: > βοσκική > της βοσκής

τσοπάνισα: > βοσκός > της βοσκής

τσοπανοπούλα: > βοσκός > της βοσκής

τσοπανοπούλα: Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά

τσοπανόπουλο: > βοσκός > της βοσκής

τσοπάνος: > βοσκός > της βοσκής

τσοπανόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

τσοπανούδι: > βοσκός > της βοσκής

τσότρα: > παγούρι > της βοσκής

τσουγγράνα: > τσουγγριά > του χωραφιού

τσουγγριά: > τσουγγριά > του χωραφιού

τσουγκρί: > πέτρα > πέτρες

τσούζει: με τσούζει > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούκα: > κεφάλι > κόκκαλα

τσουκάλα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλάδικο: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλαριό: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλέβω: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκάλι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκάλι: > καζάνι > του μαγεριού

τσουκαλικά: > χρειασίδια > του σπιτικού

τσουκαλικά: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκανάνε: > τα δόντια > όργανα

τσουκάνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τσουκνιάς: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τσουκνίδα: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

τσουλαγρίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσουλάτο: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

τσουλήθρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

τσουλήθρα: > τσουλήθρα > βιολογικά

τσουλί: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

τσούλι: > χαλί > του σπιτικού

τσούλι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τσούλια: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

τσούλο: με μικρά αφτιά > πρόβατο > της βοσκής

τσουλούφι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

τσουλώνει: το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά

τσουμπές: > τσουμπές > ρούχα

τσουνί: > κοτσάνι > φυτολογικά

τσούνια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τσουνόπλακα: > πέτρα > πέτρες

τσουξιά: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούξιμο: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούπα: > κόρη > οικογενειακά

τσούρακας: > γύπας > πουλιά

τσουράκι: > γύπας > πουλιά

τσουραπάτο: με μάβρα μαλιά στα πόδια > πρόβατο > της βοσκής

τσουραπάτος: με φτερά στα πόδια > πουλί > πουλολογικά

τσουράπι: > κάλτσα > του παπουτσή

τσουρεκάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσουρί: > γύπας > πουλιά

τσουρούκλα: ψάρι λίμνης > τσουρούκλα > ψάρια του γλυκού νερού

τσουρουφλίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσουρουφλισμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

τσουρουφλό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

τσουρτσουρίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσούσμα: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσουσμάρα: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούχτρα: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

τσούχτρα: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

τυλιγάδι: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυλιγάδι: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

τυλιγάδι: Lasioderma serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια

τυλιγαδιάζω: τυλιγαδιάζω το γνέμα > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυλιγάρι: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

τυλίγω: τυλίγω την κλωστή με το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυλίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

τυλιχταρούδι: > μωρό > βιολογικά

τυλίχτρα: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυμπανιάς: Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά

τύμπανο: > αφτί > όργανα

τυπάρι: > γραφικά > του σπιτικού

τυπικάρης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

τυπογράφος: > στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυπόχωμα: το χώμα που μεταχειρίζεται ο χρυσικός για τα προπλάσματά του > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυράς: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυράς: > τυροκομιό > της βοσκής

τυρέφτης: > τυροκομώ > της βοσκής

τυρί: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυρί: > τυρί > της βοσκής

τυρί: > τυρί > του φαγιού

τυρινή: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

Τυρινής: Κυριακή της Τυρινής > μέρα > της μέρας και της ώρας

τυροβόλι: > τυροβόλι > της βοσκής

τυρόγαλα: > τυρόγαλα > της βοσκής

τυρόγαλο: > τυρόγαλα > της βοσκής

τυρόγαλος: > τυρόγαλα > της βοσκής

τυροζύμι: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκόμημα: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκόμης: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκόμι: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκομιό: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκόμισα: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκομώ: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυροκομώ: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκόπος: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκοπώ: > τυροκομώ > της βοσκής

τυρομπούρεκο: > ζυμαρικά > του φαγιού

τυρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τυροτρίφτης: > τρίφτης > του μαγεριού

τυρόψωμο: > ζυμαρικά > του φαγιού

τυφάκι: > τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τύφλα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλάδα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλάντερο: > άντερα > όργανα

τυφλίνος: Anguis fragilis > τυφλίτης > σερπετά

τυφλίτης: Anguis fragilis > τυφλίτης > σερπετά

τυφλό: τυφλό ταμπούρι = αδιέξοδο > μέρη του κάστρου > του χτίστη

τυφλομάρα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλομίγα: > παιδιών > παιγνίδια

τυφλοπάνι: το πανί που δένουνε τα μάτια του ζώου που γυρίζει το μάγγανο > μάγγανος > του χωραφιού

τυφλοπόντικας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

τυφλός: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλός: τυφλός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

τυφλοσόκακο: > δρόμος > τοπογραφικά

τυφλώνουμαι: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τύφος: > τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ύγκλα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

υγκλώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

υγρασία: > δροσιά > καιρικά

υνί: > αλέτρι > του χωραφιού

υπνογυρισμός: > ύπνος > φυσιολογικά

ύπνος: > ύπνος > φυσιολογικά

υπνωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

υπόγειο: > πατώματα > του χτίστη

υποσταβρώνω: αλείφω με άγιο λάδι > ξορκίζω > δαιμονικά

υποστατικό: > χτήμα > του χωραφιού

ύστερο: > αγγάστρι > βιολογικά

υστεροκαίρι: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

υφάντρα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ύψος: > ανήφορος > τοπογραφικά

φαγάνα: > είδη καραβιών > καράβια

φαγανιά: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγάρι: > μανάρι > της βοσκής

φαγγρί: μεγάλο λυθρίνι > φαγγρί > ψάρια της θάλασσας

φαγησερό: > φαγί > του φαγιού

φαγήσια: > φαγί > του φαγιού

φαγησιπότια: > φαγί > του φαγιού

φαγί: > φαγί > του φαγιού

φαγομάρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγοπότι: > φαγί > του φαγιού

φαγοτίστας: > μουσικός > του μουσικού

φαγότο: > φαγότο > του μουσικού

φαγουλιανά: > σταφύλια > του φαγιού

φαγουλιανό: > φαγί > του φαγιού

φαγουλιάρικα: > σταφύλια > του φαγιού

φαγουλιάρικο: > φαγί > του φαγιού

φαγουλό: > φαγί > του φαγιού

φαγούρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγούσα: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγώσιμο: > φαγί > του φαγιού

φάδι: > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

φαδώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

φαζάνι: Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά

φαίνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

φαίνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

φάκα: > δοκάνι > του κυνηγού

φάκελος: > γραφικά > του σπιτικού

φακή: > λαχανικά > του φαγιού

φακίδα: > ελιά > φυσιολογικά

φακιδιάρης: > ελιά > φυσιολογικά

φακιόλι: > φακιόλι > ρούχα

φακίρης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

φάκλα: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

φάκνα: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

φάκνα: προμήθειες του σπιτιού για φαγί > φάκνα > του φαγιού

φακωτό: άσπρο με βούλες σταχτιές > άλογο > θηλαστικά

φάλα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φάλα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

φάλαγγας: > γραφικά > του σπιτικού

φάλαγγας: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγι: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγι: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγια: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φαλάγγια: τα ξύλα που κυλούν απάνω τους το καράβι σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > ποντίλια > του σκαριού

φαλαγγώνει: φαλαγγώνει το καράβι = κοντέβει να πέσει στη θάλασσα > ποντίλια > του σκαριού

φαλαγγώνω: το παιδί φαλάγγωσε = κοντέβει να βγει καθώς το καράβι που το κυλούν απάνω στα φαλάγγια σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > φαλαγγώνω > βιολογικά

φαλάκρα: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακράδα: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακραίνω: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακρός: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλαρίδα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

φαλέτο: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

φάλια: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φαλιανός: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

φάλιανος: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

φαλιδεμένο: φαλιδεμένο ιβάρι > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

φάλιο: > φάλιο > του καραβιού

φάλκος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φαλκούνι: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

φαλμπαλάς: > φαλμπαλάς > ραφτικά

φαλτσαστέκα: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

φαλτσέτα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

φάλτσο: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

φαλτσοστέκα: για γώνιασμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

φάμα: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φαμέγιος: > κόπελος > του χωραφιού

φαμελέβω: > οικογένεια > οικογενειακά

φαμελιά: > οικογένεια > οικογενειακά

φαμελιάρης: > παντρεμένος > οικογενειακά

φαμελικά: > οικογένεια > οικογενειακά

φαμελίτης: φαμελίτης άνθρωπος > παντρεμένος > οικογενειακά

φαμίλια: > οικογένεια > οικογενειακά

φαναράδικο: > φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φαναράς: > φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φανάρι: > λύχνος > του σπιτικού

φανάρι: > φάρος > του καραβιού

φανάρι: καφάσι γυριστής σκάλας > σκάλα > του χτίστη

φανάρι: το κεφάλι του είναι φανάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φανάρι: το συρματένιο κουτί όπου φυλάγουν το κρέας > φανάρι > του μαγεριού

φαναρτζής: > φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φαναρτζίδικο: > φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φανέλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

φανέλα: > πανιά > πανιά

φανελένιος: > πανίτικος > πανιά

φανέστρα: > παράθυρο > του χτίστη

φανέστρα: > φεγγίτης > του χτίστη

φανέτα: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

φανόπετρα: > πέτρα > πέτρες

φανόπυργος: βίγλα > κάστρο > του χτίστη

φανός: > λύχνος > του σπιτικού

φανοτρύγονο: Cuculus canorus > κούκος > πουλιά

φάντακας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

φάντασμα: > στοιχιό > δαιμονικά

φαντό: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φάντρα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

φανώχτης: > φεγγίτης > του χτίστη

φαράγγι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

φαραόνα: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

φαράς: που φροντίζει το φάρο > φαράς > του κούρσου και του φορτωτή

φαράσι: > σκούπα > του σπιτικού

φαρδικομάνικα (τα): > μανίκι > ραφτικά

φαρδοκούτελος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

φαρέτι: τρυπητήρι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φαρί: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φαρίνα: > αλέβρι > του φαγιού

φαρμακερό: > φίδι > σερπετά

φάρος: > ζουμί > του φαγιού

φάρος: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

φάρος: > σάγος > του φαγιού

φάρος: > φάρος > του καραβιού

φαρφάλα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

φασιανός: Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά

φασίδι: > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

φασίδι: > φάσιμο > ραφτικά

φάσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

φάσιμο: > φάσιμο > ραφτικά

φασκιά: > φασκιά > οικογενειακά

φασκιά: επίδεσμος > φασκιά > γιατρικά

φασκιώνω: > φασκιά > γιατρικά

φασκομηλιά: > ζεστό > του φαγιού

φασόλια: > λαχανικά > του φαγιού

φασουλάκια: > λαχανικά > του φαγιού

φασούλια: > λαχανικά > του φαγιού

φάσσα: Columba palumbus > φάσσα > πουλιά

φαστό: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φάτσα: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

φατσάδα: η πρόσοψη του σπιτιού > σπίτι > του χτίστη

φαφούτης: > δόντι > όργανα

φεβγάτο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φεγγάρι: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγάρι: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγάρι: πήγε για ένα φεγγάρι > μήνας > της μέρας και της ώρας

φεγγάρι: το κεφάλι του είναι φεγγάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάζουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάρης: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάτικος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάτικος: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαριάτικος: φεγγαριάτικος άνεμος > στεριανό > καιρικά

φεγγαροβολιά: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαροβραδιά: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαρογιομισιά: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαροκυράδες: > νεράιδα > δαιμονικά

φέγγει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

φέγγει: το κεφάλι του φέγγει > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγιά (τα): > μάτι > όργανα

φεγγίτης: > φεγγίτης > του χτίστη

φεγγότρυπα: > φεγγίτης > του χτίστη

φελακούρια: αγγίστρια με φελούς > αγκίστρι > της ψαρικής

φελάρια: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

φελέτο: το γυριστό μέρος στο στήθος > μέρη του σακακιού > ρούχα

φελί: > ψωμί > του φαγιού

φελιάζω: > μπολιάζω > φυτολογικά

φελιάζω: κόβω φέτες > μαγειρέματα > του μαγεριού

φελομάνα: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

φελόνι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

φελούκα: > είδη καραβιών > καράβια

φέλπα: > καπέλο > ρούχα

φέλπα: > πανιά > πανιά

φέλπα: > πανιά > πανιά

φελπεδένιος: > πανίτικος > πανιά

φέλτα: > καπέλο > ρούχα

φεξάδα: > δάσος > τοπογραφικά

φέξη: > αβγή > αστρικά

φέξη: > φεγγάρι > αστρικά

φέξιμο: > αβγή > αστρικά

φέξο: > λύχνος > του σπιτικού

φερετζές: > φακιόλι > ρούχα

φερίκι: > μήλο > του φαγιού

φερμάρει: το σκυλί φερμάρει > σκύλος > του κυνηγού

φέρμελη: το κεντητό γελέκο που πάει με τη φουστανέλα > γελέκο > ρούχα

φεσάρα: > καπέλο > ρούχα

φέσι: > καπέλο > ρούχα

φέτα: > τυρί > του φαγιού

φέτα: > ψωμί > του φαγιού

φηκάρι: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

φηκάρι: > στρήφωμα > ραφτικά

φιάμπολι: > πίφιρο > του μουσικού

φιγούρα: το σκάλισμα που στολίζει την άκρη της πλώρης > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

φιγουρίνι: > χνάρι > ραφτικά

φιδές: > μακαρόνια > του φαγιού

φίδι: ophidia > φίδι > σερπετά

φιδόγδαρμα: > φίδι > σερπετά

φιδοπλόκαμη: κατάρα φιδοπλόκαμη > κατάρες > κατάρες και εφκές

φιδοπουκάμισο: > φίδι > σερπετά

φιδορούτι: > φίδι > σερπετά

φιδόστρατα: στριφτερός, στριφογυριστός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

φιδοστρούφισμα: > φίδι > σερπετά

φιδόψαρο: Nemacheilus barbatulus > φιδόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

φιλαδέρφι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φιλάδερφος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φιλάντρα: η στενόμακρη λουρίδα που κρεμιέται από την κορυφή του καταρτιού > παντιέρα > του καραβιού

φιλαρέτο: > σκοινιά > του καραβιού

φιλενάδα: > αγαπητικός > οικογενειακά

φιλέρια: > σταφύλια > του φαγιού

φιλέτο: > σφαχτό > του φαγιού

φιλέτο: φιλέτο μολυβένιο > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

φίλι: ελεφαντόδοντο > φίλντισι > πετράδια

φιλιάζω: ξυλαρμόζω > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

φιλιατρό: > πηγάδι > του χωραφιού

φιλντισένιος: > φίλντισι > πετράδια

φίλντισι: > φίλντισι > πετράδια

φιλομήλα: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

φιλοσόφαινα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλόσοφη: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφίνα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσόφισα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλόσοφος: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφού: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφούμενος: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφούσα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλτισί: > φίλντισι > πετράδια

φιμός: καλάθι που βάζουνε στο στόμα του βοδιού σαν αλωνίζει > αλώνι > του χωραφιού

φιούμπα: > φιούμπα > ραφτικά

φιστικί: > καρπός > φυτολογικά

φιστικί: > πράσινος > του ζουγράφου

φιστίκια: > αμύγδαλα > του φαγιού

φίστουλας: > φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φιστουλιάζω: > φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φιτίλι: δίερμα (για να μένει η πληγή ανοιχτή ως που να βγει όλο το έμπυο > φιτίλι > γιατρικά

φιτρί: > λύχνος > του σπιτικού

φιφάκι: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

φλαγούνα: > ψωμί > του φαγιού

φλαμούρι: > ξύλα > του μαραγκού

φλάμπουρο: ουρά κομήτη > κομήτης > αστρικά

φλαουτιέρης: > μουσικός > του μουσικού

φλάουτο: > φλάουτο > του μουσικού

φλαπατσούρες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

φλάρος: φραγκοκαλόγερος ή φραγκόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

φλάσκα: > παγούρι > της βοσκής

φλασκάκια: > σύκα > του φαγιού

φλασκί: > παγούρι > της βοσκής

φλασκόψαρο: > φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φλάτο: > άνεμος > καιρικά

φλέβα: > βρύση > του χωραφιού

φλέβα: > φλέβα > όργανα

Φλεβάρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

φλέβες: φλέβες του φύλλου > φύλλο > φυτολογικά

φλεβί: > βρύση > του χωραφιού

φλεβί: > φλέβα > όργανα

φλεβίσιο: νερό φλεβίσιο > βρύση > του χωραφιού

φλέμα: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλέμα: > σάλιο > φυσιολογικά

φλέμονας: > πλεμόνι > όργανα

φλέμονο: > πλεμόνι > όργανα

φλέρια: > σταφύλια > του φαγιού

φλια: > πόρτα > του χτίστη

φλίσι: > κατάρτια > του καραβιού

φλιτζάνι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

φλόγα: > ζέστη > καιρικά

φλογάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

φλογέρα: > φλογέρα > του μουσικού

φλογίζω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογώνω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογωτός: > κόκκινος > του ζουγράφου

φλοίσβος: > ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

φλοκάτα: παλαιικότερη πατατούκα > πατατούκα > ρούχα

φλόκος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

φλόκος: > πανιά > του καραβιού

φλόκος: κλαδί με λουλούδια ή φύλλα > κλαδί > φυτολογικά

φλόκος: τούφα μαλιού > μαλί > της βοσκής

φλομίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φλούδα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλούδι: > ψωμί > του φαγιού

φλουροκαπνίζω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλουροκαπνιστός: > χρυσός > του ζουγράφου

φλουρώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλουρώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλώρα: κάτασπρα > γίδι > της βοσκής

φλωράτος: > χρυσός > του ζουγράφου

φλώρι: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

φλώριος: > χρυσός > του ζουγράφου

φλώρο: άσπρο > πρόβατο > της βοσκής

φλώρος: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

φοβέρα: > σκιάχτρο > του χωραφιού

φοβεριστήρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

φοβιστήρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

φοινίκι: > ζυμαρικά > του φαγιού

φοινίκι: > καρπός > φυτολογικά

φόλα: > λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φόλα: παξιμάδι από πετσί > βίδα > του μαραγκού

φοράδα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φοραδίνα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φοραδίσιος: > άλογο > θηλαστικά

φοραδοπούλα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φορασιάρικο: ξυπασιάρικο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορατζής: υπάλληλος του φόρου > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορβιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φόρδα: > φόρδα > ραφτικά

φόρεμα: > φόρεμα > ρούχα

φορεσιά: > φόρεμα > ρούχα

φοριά: > φόρεμα > ρούχα

φορολόγος: > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορούσι: > φορούσο > του χτίστη

φορούσο: > φορούσο > του χτίστη

φορτέτσα: > πετσί > του παπουτσή

φορτέτσα: το χοντρόπανο που βάζουνε μέσα στα ρούχα για να τα δυναμώσουν > καμπάς > ραφτικά

φόρτια: > πετσί > του παπουτσή

φορτιάρης: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορτιάρικο: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτιό: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτίο: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτοκάραβο: > καράβι > καράβια

φόρτος: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτσεράς: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φόρτωμα: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτώματα: τα φορτωμένα ζα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωμένη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

φορτώνω: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτώστρα: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωτήρα: διχαλωτό ξύλο για φόρτωμα ζώων > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωτής: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

φόσα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

φουβού: > ψησταριά > του μαγεριού

φουγάρος: > καμινάδα > του χτίστη

φουγλάρος: > καμινάδα > του χτίστη

φουγού: > ψησταριά > του μαγεριού

φουμαδόρος: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φούντα: > κλαδί > φυτολογικά

φούντα: > φούντα > ραφτικά

φούντα: > φούντα > του πολεμιστή

φούντα: φούντα του λεμπουσιού > καρπός > φυτολογικά

φουντάνα: ορμητική > κρέμαση > του μυλωνά

φουντανέλα: καυτήριον > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουντάρω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

φουντέρα: > μούστος > του τρύγου

φούντι: > βαρέλι > του τρύγου

φούντο: φουντάρησε την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα

φουντουκί: > καστανός > του ζουγράφου

φουντούκι: > καρπός > φυτολογικά

φουντούκια: > αμύγδαλα > του φαγιού

φούντωμα: η ίσια μεριά του βαρελιού > βαρέλι > του τρύγου

φουντώνει: > ο άνεμος > καιρικά

φουντώνει: > ψωμί > του φαγιού

φουντώνουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

φουντωσιά: > κλαδί > φυτολογικά

φούρκα: > διχάλι > του χωραφιού

φούρκα: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

φούρκα: > στάβρωση > φυτολογικά

φουρκάδι: > διχάλι > του χωραφιού

φουρκάλα: > διχάλι > του χωραφιού

φουρκάλα: δίφουρκο κλαδί > στάβρωση > φυτολογικά

φούρλα: > παιδιών > παιγνίδια

φουρλαΐδα: > φουρλαΐδα > πουλιά

φουρλαΐδα: > φουρλαΐδα > πουλιά

φουρμαγέλα: > τυρί > του φαγιού

φουρνάρης: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρνάρικο: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρναριό: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρναρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

φουρνιά: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

φουρνίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

φουρνίζω: > φούρνος > του μαγεριού

φουρνιστό: > κρέας > του φαγιού

φουρνοκούπελο: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρνόξυλο: > φούρνος > του μαγεριού

φουρνόπανο: > φούρνος > του μαγεριού

φούρνος: > ζέστη > καιρικά

φούρνος: > φούρνος > του μαγεριού

φουρτούμι: > ποτιστήρι > του χωραφιού

φουρτούνα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουρτούνα: > κακοκαιριά > καιρικά

φουρτουνιάζει: > καιρός > καιρικά

φουρτούνιασμα: > κακοκαιριά > καιρικά

φουσέκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φούσκα: > γκούσα > πουλολογικά

φούσκα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φούσκα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φούσκα: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φούσκα: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φούσκα: κύστις > φούσκα > όργανα

φουσκαλιάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

φουσκαλιάζω: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκάλιασμα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκαλίδα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκαλίδα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκοδέντρης: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

φουσκοδεντριά: έχουμε φουσκοδεντριές > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

φουσκοδεντριά: το φούσκωμα του χυμού την άνοιξη > δέντρο > φυτολογικά

φουσκοθαλασσιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουσκομάγουλος: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

φουσκομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

φουσκονεριά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

φουσκοσάλεμα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουσκόψαρο: > φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φούσκωμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φούσκωμα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκώνει: > το πανί > αρμενίσματα

φουσκώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκώνει: > ψωμί > του φαγιού

φούσκωση: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φουσκωτή: > βελονιές > ραφτικά

φούστα: > είδη καραβιών > καράβια

φουστανέλα: > φουστανέλα > ρούχα

φουστάνι: > φουστάνι > ρούχα

φουτρής: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουφού: > καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουφού: > ψησταριά > του μαγεριού

φουφουλόβρακα: φουφούλα βράκα > βρακί > ρούχα

φούχτα: > φούχτα > του μαγεριού

φούχτα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

φραγή: χώρισμα > τοίχος > του χτίστη

φραγιά: > περιβόλι > του χωραφιού

φραγιά: > φράχτης > του χωραφιού

φραγκόγλινος: > φραγκόγλινος > ψάρια της θάλασσας

φραγκοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

φραγκόκοτα: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

φραγκομοναστήρι: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

φραγκοράφτης: > ράφτης > ραφτικά

φραγκοστάφυλο: > γλυκά > του φαγιού

φράμα: > φράχτης > του χωραφιού

φραμπαλάς: > φαλμπαλάς > ραφτικά

φράντζα: > κρόσσι > ραφτικά

φραντζόλα: φραντζόλα της μπύρας > ψωμί > του φαγιού

φραντζωτός: > κρόσσι > ραφτικά

φραξίμι: > περιβόλι > του χωραφιού

φραξίμι: > φράχτης > του χωραφιού

φράουλα: > γλυκά > του φαγιού

φράουλες: > σταφύλια > του φαγιού

φράπα: > γλυκά > του φαγιού

φράχτης: > φράχτης > του χωραφιού

φράχτης: διάφραγμα > φράχτης > όργανα

φρεάτι: > πηγάδι > του χωραφιού

φρεγάδα: > είδη καραβιών > καράβια

φρένα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρενιάζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρένιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρενιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρένο: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

φρενολόγος: > γιατρός > γιατρικά

φρέσκα: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

φρεσκάδα: > κρύο > καιρικά

φρεσκάδα: > λασκάδα > καιρικά

φρέσκο: > αβγό > πουλολογικά

φρέσκο: > βούτυρο > της βοσκής

φρέσκο: > κρύο > καιρικά

φρέσκο: > ψωμί > του φαγιού

φρια: θολωτό πηγάδι > πηγάδι > του χωραφιού

φρίσσα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

φροκαλητής: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φροκαλιά: > σκούπα > του σπιτικού

φρούτα: > φρούτα > του φαγιού

φρούτο: > καρπός > φυτολογικά

φρύγανα: > φρύγανα > φυτολογικά

φρυγανιά: > ψωμί > του φαγιού

φρυγανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

φρύγει: > η κάψα > καιρικά

φρύγω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

φρυδάς: > μάτι > όργανα

φρύδι: > μάτι > όργανα

φρύδι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

φρύδια: > μάτι > όργανα

φρύνος: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

φρύξη: > αναβροχιά > καιρικά

φρύξη: > ζέστη > καιρικά

φρώστομα: > πηγάδι > του χωραφιού

φρωχείλι: > πηγάδι > του χωραφιού

φρώχειλο: > πηγάδι > του χωραφιού

φταθέρια: > σταφύλια > του φαγιού

φτανιάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

φταρμίζω: > μαγέβω > δαιμονικά

φτάρμισμα: > βασκανιά > δαιμονικά

φτάρμισμα: > μάγεμα > δαιμονικά

φταρμιστήρι: φυλαχτό που βάζουνε στο στήθος του αλόγου για το κακό μάτι > φυλαχτό > δαιμονικά

φταρμός: > φυλαχτό > δαιμονικά

φτασμένος: ενήλικος > φτασμένος > οικογενειακά

φτενάδα: > πέτρα > πέτρες

φτενή: > γη > του χωραφιού

φτενιστήρι: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτενοχείλης: > στόμα > όργανα

φτερά: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

φτερά: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φτερά: που αναποδογυρίζουνε τα χώματα > αλέτρι > του χωραφιού

φτερά: που φυλάγουν από τη λάσπη > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτέρι: > φτερό > πουλολογικά

φτεριάς: > δάσος > τοπογραφικά

φτερίδι: πτερύγιον > ανατομικά > ψαρολογικά

φτέρνα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

φτερνιά: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτερνίδι: το σκοινί που βαστάει την κάλτσα κάτω περνώντας κάτω από τη φτέρνα > σκαλοπάτα > του παπουτσή

φτερνιστήρια: > νύχια > πουλολογικά

φτερνοκοπώ: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτερό: > φτερό > πουλολογικά

φτεροδεσιά: > φτερό > πουλολογικά

φτερομαδώ: > μουτέβω > πουλολογικά

φτερούγι: > ανατομικά > ψαρολογικά

φτερούγι: > φτερό > πουλολογικά

φτερώνει: φτερώνει το κουπί = γυρίζει οριζόντια σαν έρχεται μπροστά > λάμνω > αρμενίσματα

φτερωτή: η ρόδα του νερόμυλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φτρι: > λύχνος > του σπιτικού

φτυάδι: > άλλα φίδια > σερπετά

φτυάρι: > φούρνος > του μαγεριού

φτυαριά: > φτυαρίζω > του χωραφιού

φτυαρίζω: > φτυαρίζω > του χωραφιού

φτύμα: > σάλιο > φυσιολογικά

φτύνω: > σάλιο > φυσιολογικά

φτυσιά: > σάλιο > φυσιολογικά

φτύσιμο: > σάλιο > φυσιολογικά

φτωχικο: το φτωχικό μας > σπίτι > του χτίστη

φτωχοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

φτωχόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

φτωχοφαμελίτης: > παντρεμένος > οικογενειακά

φυγή: > πάτημα > του κυνηγού

φυκιάδα: σωρός φύκια > φυκιάδα > της θάλασσας και του καιρού

φυκιάδα: φυκιωμένος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

φυκιαδίτης: > φυκίδα > ψάρια της θάλασσας

φυκιαδίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φυκίδα: > φυκίδα > ψάρια της θάλασσας

φυλακάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

φύλακας: αγαθός δαίμων > φύλακας > δαιμονικά

φύλαξη: φρουρά > φύλαξη > του πολεμιστή

φυλαχτάδι: > φυλαχτό > δαιμονικά

φυλαχτάρι: > φυλαχτό > δαιμονικά

φυλαχτό: > φυλαχτό > δαιμονικά

φυλάχτρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

φυλάχτρα: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

φυλάχτρα: αφτή που φυλάει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά

φύλλα: > καρδιά > όργανα

φύλλα: του τραπεζιού > τραπέζι > του σπιτικού

φύλλο: > ζυμαρικά > του φαγιού

φύλλο: > φύλλο > φυτολογικά

φύλλο: από αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού

φυλλοκάλαμο: > φύλλο > φυτολογικά

φυλλοκάρδια: > καρδιά > όργανα

φυλλολογώ: > φυλλολογώ > του χωραφιού

φυλλοξέρα: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

φυλλώνουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

φυντάνι: > βλαστάρι > φυτολογικά

φύρανε: φύρανε το μυαλό του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φυρόγεια: > γη > του χωραφιού

φυρομυαλίζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φυρονεριά: > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

φυροπήγαδο: που χάνει γλήγορα το νερό του > πηγάδι > του χωραφιού

φύρρος: φύρρος τράγος > γίδι > της βοσκής

φυσά: τι καιρός φυσά; > καιρός > καιρικά

φύσα: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φύσα: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσαρμόνικα: ξεφουσάρα φυσαρμόνικα > φυσαρμόνικα > του μουσικού

φυσέκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φυσεκλίκι: > μπαλάσκα > του πολεμιστή

φυσερό: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσερό: > φυσούνι > του μαγεριού

φύση: > φυσικά > φυσιολογικά

φύσημα: > φύσημα > καιρικά

φυσητήρι: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσητήρι: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσητούρα: δυνατό φύσημσ > λασκάδα > καιρικά

φυσικά: αφροδίσια > φυσικά > φυσιολογικά

φύσιτα: > τουφέκι > του πολεμιστή

φυσομανά: > ο άνεμος > καιρικά

φυσομάνα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυσομανητό: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυσούνα: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσούνα: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσούνα: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσούνι: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσούνι: μύξιασμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

φύσσαλος: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φύστης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

φυσώ: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυτάδι: ριζωμένη βέργα > καταβολάδα > φυτολογικά

φυταλιά: > φυταλιά > φυτολογικά

φυτέβω: > τουφέκι > του πολεμιστή

φυτέβω: > φυτέβω > του χωραφιού

φυτεφτής: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

φυτιά: ό,τι φυτρώνει > φυτιά > φυτολογικά

φυτικιά: > βούρτσα > του σπιτικού

φυτικιά: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

φυτίλι: > λύχνος > του σπιτικού

φυτογή: > γη > του χωραφιού

φυτότοπος: φυτώριον > φυταλιά > φυτολογικά

φυτουργώ: > φυτέβω > του χωραφιού

φύτρα: το μάτι της πατάτας > βλαστάρι > φυτολογικά

φυτρί: ασπροπράσινο > πράσινος > του ζουγράφου

φύτρο: το πρώτο τρυφερό ξεφύτρωμα του φυτού > βλαστάρι > φυτολογικά

φύτρωμα: > φυτιά > φυτολογικά

φώκια: Phoca > φώκια > θηλαστικά

φωλέβω: > φωλιά > πουλολογικά

φωλιά: > φωλιά > πουλολογικά

φωλιάζω: > φωλιά > πουλολογικά

φώλιασμα: > φωλιά > πουλολογικά

φώλος: > αβγό > πουλολογικά

φώλος: > φωλιά > πουλολογικά

φωνάζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

φωνακλάδικο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φωνή: > κουκουρίζω > πουλολογικά

φως: > μάτι > όργανα

φως: > όραση > φυσιολογικά

φωτερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φωτιά: > ζέστη > καιρικά

φωτιάς: καράβι της φωτιάς > είδη καραβιών > καράβια

φωτιστικά: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

φωτογώνι: > τζάκι > του σπιτικού

φωτοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

φωτοσκούληκο: > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

φωτόσυκα: > σύκα > του φαγιού

φωτοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

φωτοχαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

φωτοχάραμα: > αβγή > αστρικά

χαβαλές: > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαβάνι: > αστράχι > του χτίστη

χαβάνι: > γουδί > του μαγεριού

χαβαρικά: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

χαβαρικά: τα φαγώσιμα μαλακόστρακα > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χάβαρο: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαβαρόνι: Corvus frugilegus > χαβαρόνι > πουλιά

χαβιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαβιάρι μαύρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

χαβιαροσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

χάβος: > λάκκα > τοπογραφικά

χαβούζα: > στέρνα > του χωραφιού

χαβούζι: > στέρνα > του χωραφιού

χαβούζι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

χάβρα: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαβώνω: παραλώ από μαγικό φόβο > μαγέβω > δαιμονικά

χαγιάτι: πρόθυρο > χαγιάτι > του χτίστη

χαδούμης: > μουνούχισμα > γιατρικά

χαϊμαλί: > φυλαχτό > δαιμονικά

χαϊμαλιά: αργυροχρυσωμένα στολίδια που φορούσαν οι κλέφτες στα στήθια, στα ποδάρια, στο σελάχι, στ' άρματα | χαϊμαλί λεν κιόλας το ασημένιο γκόλφι των αρματωλών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

χαιρετισμοί: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

χακίκι: σάρδιον > χακίκι > πετράδια

χαλάει: > καιρός > καιρικά

χαλάζι: > χαλάζι > καιρικά

χαλαζόβροχο: βαρύ χαλάζι > χαλάζι > καιρικά

χαλαζομάνι: > χαλάζι > καιρικά

χαλαζόπετρα: χαλαζίτης λίθος > χαλαζόπετρα > πέτρες

χάλαρα: > βροχή > καιρικά

χάλαρα: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

χάλαρα: μεγάλα πελεκητά μάρμαρα > πέτρα > πέτρες

χαλαροκούδουνα: τα συνηθισμένα κουδούνια > κουδούνι > της βοσκής

χάλασε: χάλασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαλάσματα: τα χαλάσματα της νύχτας > αβγή > αστρικά

χαλασμένο: > κρασί > του φαγιού

χαλασμός: > κακοκαιριά > καιρικά

χαλάστρα: άνοιγμα που κάνει ο οχτρός στα τειχιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη

χαλατό: σημαδούρα του διχτιού που είναι μέσα στη θάλασσα > μέρη της τράτας > της ψαρικής

χαλβαδόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

χαλβάς: > γλυκά > του φαγιού

χαλβατζής: > χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλβατζίδικο: > χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλές: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χαλί: > χαλί > του σπιτικού

χαλιάς: > ρέμα > τοπογραφικά

χαλιάς: πέτρες σωριασμένες σε νεροσυρμή > πέτρα > πέτρες

χαλίκι: > πέτρα > πέτρες

χαλικόπετρα: > πέτρα > πέτρες

χαλικουριά: σωρός χαλίκια > πέτρα > πέτρες

χαλικώνω: > στρώση > τοπογραφικά

χαλικωτός: Echinoidea | χαλικωτός αχινιός > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαλιναράς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλινάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλιναριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλινάρια: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλιναρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλκαδένια: άκουσα τις χαλκαδένιες να κάνουνε γράντα γράντα > άγκυρα > του καραβιού

χαλκιά: > ρέμα > τοπογραφικά

χαλκιάς: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκόκοτα: > χαλκόκοτα > πουλιά

χαλκοκουρούνα: Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά

χαλκόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

χαλκοποτίζω: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκώματα: > μπακιρικά > του μαγεριού

χαλκώματα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκωματάδικο: > χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκωματάς: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλκωματάς: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκώνω: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλός: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαλός: ο γάντζος του καμακιού > καμάκι > της ψαρικής

χαλουπώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

χαλόφτας: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαμαδά: > πάτος > τοπογραφικά

χαμάδα: > καρπός > φυτολογικά

χαμάδα: ελιά που μένει χάμω > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμαλέβω: κάνω το χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμάλης: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλιάτικα: η πλερωμή του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλίκα: το μαξιλαράκι που βάζει ο χαμάλης στον ώμο ή τη ράχη του για να μην τον πονά το φόρτωμα > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλίκι: η τέχνη του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμάμης: οβριόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

χαμάμι: τούρκικο λουτρό > χαμάμι > του χτίστη

χαμάνθι: > λουλούδι > φυτολογικά

χαμένα: τα έχει χαμένα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαμηλά: > πάτος > τοπογραφικά

χαμηλάδια: > πάτος > τοπογραφικά

χαμηλάκι: χαμαιλέων > σάβρα > σερπετά

χαμηλόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

χαμηλοτάβανο: > σπίτι > του χτίστη

χαμοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

χαμοβροντή: > βροντή > καιρικά

χαμογέλιο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαμόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαμόδεντρα: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

χαμόδεντρα: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

χαμοδράκι: > χαμοδράκι > δαιμονικά

χαμοκέλα: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

χαμόκλαδα: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

χαμόκλαδα: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

χαμοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

χαμόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

χαμοκοιλάδες: πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους χαμηλά μέσα στα σπάρτα > πουλί > πουλολογικά

χαμοκοιλάδι: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

χαμοκοιλάδια: > πουλί > πουλολογικά

χαμοκρέβατο: > κρεβάτι > του σπιτικού

χαμολιά: > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολιός: > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολόγι: καρποί πεσμένοι καταγής > καρπός > φυτολογικά

χαμολογώ: μαζέβω τις πεσμένες ελιές > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολούλουδο: > λουλούδι > φυτολογικά

χαμόμηλο: > ζεστό > του φαγιού

χαμόρυγας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

χαμός: επιζωοτία > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

χαμόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

χαμοστέρνα: > στέρνα > του χωραφιού

χάμουρα: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάμουρα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαμπαρολόγος: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

χαμψί: Engraulis encrasicolus > χαμψί > ψάρια της θάλασσας

χαμψίνι: > λίβας > καιρικά

χαμώγι: > πατώματα > του χτίστη

χαμωτό: > σπίτι > του χτίστη

χανάκα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χανάκα: > χανάκα > της βοσκής

χανέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

χανί: Serranidae γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας

χανικό: > καθιστή > της ψαρικής

χάνος: Serranidae γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας

χανούμισες: > νεράιδα > δαιμονικά

χαντάκι: > λάκκος > του χωραφιού

χαντάκι: > σούδα > τοπογραφικά

χαντάκι: > σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαντακιά: > ρέμα > τοπογραφικά

χαντζάρι: > σπαθί > του πολεμιστή

χαντζής: > ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάντρα: > χάντρα > ραφτικά

χάντρα: > χάντρα > της βοσκής

χάντρες: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χαντρολαίμι: > διαμαντικά > πετράδια

χαντρούλι: > χάντρα > ραφτικά

χάνω: χάνω τα μάτια μου | χάνω το φως μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χάνω: χάνω τα νερά μου > ξεπέφτω > αρμενίσματα

χάπι: > σκόνη > γιατρικά

χαρά: χαρά Θεού > καλοκαιριά > καιρικά

χαραβγή: > αβγή > αστρικά

χαραγή: > αβγή > αστρικά

χαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

χαραήμερο: > αβγή > αστρικά

χαράκι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

χαράκι: > ρέμα > τοπογραφικά

χαρακιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαρακίδα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

χάραμα: > αβγή > αστρικά

χαράματα: > αβγή > αστρικά

χαράματα: > αβγή > αστρικά

χαραμέρι: > αβγή > αστρικά

χαραμέρι: πήρε το χαραμέρι > αβγή > αστρικά

χαράμι: > κατάρες > κατάρες και εφκές

χαρανί: > καζάνι > του μαγεριού

χαράρι: μεγάλη τρίχινη σακκούλα > δισάκκι > της βοσκής

χαρατζής: αφτός που μαζεύει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρατζωτής: αφτός που βάζει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαραχτή: > βεντούζα > γιατρικά

χαράχτης: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρβάλι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χαρδάλι: > μουστάρδα > του φαγιού

χαρές: > γάμος > οικογενειακά

χαριτωμένες: > νεράιδα > δαιμονικά

χαρκόνι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

χαρμάνι: τεχνικό ανακάτεμα λογής καπνών > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάρμπα: > δοξάρι > του πολεμιστή

χαρμπί: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

χαρμπί: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρμπί: η βέργα για το γέμισμα του πιστολιού > πιστόλι > του πολεμιστή

χαροκαμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

χάροντας: > χάρος > δαιμονικά

χαροπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

χάρος: > χάρος > δαιμονικά

χαρούμενα: > ρούχα > ρούχα

χαρούμπαλο: ξερό κουκουνάρι > καρπός > φυτολογικά

χαρτζίσιο: > ψωμί > του φαγιού

χαρτί: > γραφικά > του σπιτικού

χαρτιά: > χαρτιά > παιγνίδια

χάρτσια: μεταξωτά κεντίδια > κέντημα > ραφτικά

χαρτωσιά: > χαρτιά > παιγνίδια

χαρχαλέβω: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

χαρχάλι: > λειρί > πουλολογικά

χαρχάλι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαρχάλι: > χανάκα > της βοσκής

χασαπάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

χασάπης: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασάπικο: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασαπιό: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασαπόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

χασάς: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χασεδένιος: > πανίτικος > πανιά

χασές: > πανιά > πανιά

χάση: > φεγγάρι > αστρικά

χασιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάσικας: > παιδιών > παιγνίδια

χασικλής: λαθρέμπορος χασίς > χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάσικο: > ψωμί > του φαγιού

χασίλι: > καρπός > φυτολογικά

χασίλι: > χόρτο > φυτολογικά

χασισικλής: > χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάσκα: > παιδιών > παιγνίδια

χάσκα: > παιδιών > παιγνίδια

χασκάρισμα: > γέλιο > φυσιολογικά

χασκαρούδη: ένωση απάνω στη ραφή > ράψιμο > ραφτικά

χασκιωμένο: χασκιωμένο πανί = που δεν μπορεί να το φουσκώσει ο άνεμος > πανιά > του καραβιού

χασκόνι: > χασκόνι > ψάρια του γλυκού νερού

χασκόσυκα: > σύκα > του φαγιού

χασμούρημα: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουρητό: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριάζω: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριάρης: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριέμαι: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουρισιά: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμούρισμα: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασομάνα: μάνα που χάνει τα παιδιά της (που της πεθαίνουν τα παιδιά) > μητέρα > οικογενειακά

χασοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

χασοφεγγιά: > φεγγάρι > αστρικά

χατηρική: που πέφτει σε μερικά μέρη μοναχά > βροχή > καιρικά

χατίλι: το ξύλο που χτίζεται μέσα στον τοίχο για να τόνε βαστάει > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

χάχαλα: > φρύγανα > φυτολογικά

χαχάλι: καρφί για κρέμασμα > κρεμαστήρι > του σπιτικού

χαχαλωτά: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάχαρο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαχλανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

χάχλανο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαψί: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

χεζάς: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζουλιό: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χέζουμαι: βιάζουμαι να λαφρωθώ > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζούρα: μεγάλη ανάγκη > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζουριό: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέζω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χειλάρα: > στόμα > όργανα

χείλι: > στόμα > όργανα

χειλοπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

χειλού: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χειλούτσα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χειμαδιό: > χειμαδιό > της βοσκής

χειμαδιό: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμάρα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χείμαρος: > χείμαρος > τοπογραφικά

χειμώνας: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμωνιά: > κακοκαιριά > καιρικά

χειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμωνιάδες: δουλεφτάδες του χειμώνα > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού

χειμωνιάτης: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

χειμωνιάτικο: > απίδι > του φαγιού

χειμωνοκαλόκαιρο: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειρίδα: > αλέτρι > του χωραφιού

χειρίσιο: φτιασμένο με το χέρι > είδη πανιών > πανιά

χειροπρόζυμο: > αλέβρι > του φαγιού

χειροτονώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

χειρούργος: > γιατρός > γιατρικά

χελάλι: > δόντι > όργανα

χελάλι: > χελάλι > του μαγεριού

χέλι: Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας

χελιδόνι: Hirundo > χελιδόνι > πουλιά

χελιδονόψαρο: Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χελιδωνό: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

χελιό: που έχει μαλακό μαλί > πρόβατο > της βοσκής

χελούδα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χελώνα: Chelonia > χελώνα > σερπετά

χελώνια: > χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χελωνιάρης: > χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χενά: > είδη βαφών > του βαφιά

χέρα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χεράγρα: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χεραγριά: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χεράδα: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεράμαξο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

χεράμαξο: > χεράμαξο > του χωραφιού

χεράμι: > κρεβάτι > του σπιτικού

χέρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χέρι: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χέρι: κάτω χέρι - απάνω χέρι > παιδιών > παιγνίδια

χεροβολιά: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεροβολιάζω: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολο: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολο: όσο πιάνει στο χέρι του ο θεριστής > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολος: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεροδούλης: > γεωργός > του χωραφιού

χερολάβα: > αλέτρι > του χωραφιού

χερολάβι: > αλέτρι > του χωραφιού

χερομαχική: > γεωργία > του χωραφιού

χερομάχος: > γεωργός > του χωραφιού

χερομαχώ: > καλιεργώ > του χωραφιού

χερόμπομπα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

χερομυλίζω: > χερόμυλος > του μαγεριού

χερομυλίζω: αλέθω με το χερόμυλο > αλέθω > του μυλωνά

χερόμυλος: > χερόμυλος > του μαγεριού

χεροπάνι: > πατσαβούρα > του σπιτικού

χεροπάνι: > φούρνος > του μαγεριού

χεροπρίονο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

χερούκλα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χερούκλι: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χερουλάτης: > αλέτρι > του χωραφιού

χερούλι: > αλέτρι > του χωραφιού

χερσάδα: > χερσάδα > τοπογραφικά

χερσάδα: > χερσάδα > του χωραφιού

χέρσο: > χωράφι > του χωραφιού

χερσότοπος: > χερσάδα > τοπογραφικά

χερσότοπος: > χερσάδα > του χωραφιού

χεσιά: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεσίδι: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέσιμο: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεστερή: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χέστηκε: τα έκανε απάνω του | τα έκανε στα βρακιά του | τα ξίνησε | του φύγαν > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέστης: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χηβάδα: > μπατάρι > του χτίστη

χήνα: Anserinae > χήνα > πουλιά

χηνοβοσκός: > βοσκός > της βοσκής

χηνοβοσκού: > βοσκός > της βοσκής

χήρα: > χήρα > οικογενειακά

χηρεβάμενη: > χήρα > οικογενειακά

χήρος: > χήρος > οικογενειακά

χιλιάδερφος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

χίλιαστρος: > άστρο > αστρικά

χιλιοπόδαρο: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

χιμάρα: για ζώα > στείρα > βιολογικά

χιμάρι: > γίδι > της βοσκής

χιμέρι: > γίδι > της βοσκής

χινοπωριάζει: έρχεται ο χινόπωρος > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χινόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χινόπωρος: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χιονάδα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

χιονάδες: οι χωριάτες που κατέβαζαν άλλοτε το χιόνι από την Πάρνιθα για τους Αθηναίους το καλοκαίρι > χιονάδες > άλλες τέχνες και σύνεργα

χιόνασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

χιονάτος: > άσπρος > του ζουγράφου

χιόνι: > χιόνι > καιρικά

χιονιά: > λάκκα > τοπογραφικά

χιονιά: > χιόνι > καιρικά

χιονιά: μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένο πολύ χιόνι > χιόνι > καιρικά

χιονιάς: > χιόνι > καιρικά

χιονιάς: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χιονιές: παίζω τις χιονιές > χιόνι > καιρικά

χιονίζει: > χιόνι > καιρικά

χιονιστής: > χιόνι > καιρικά

χιονίστρα: > λάκκα > τοπογραφικά

χιονίστρα: > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χιονοβολή: > χιόνι > καιρικά

χιονόβολο: > χιόνι > καιρικά

χιονοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

χιονόβροχο: > χιόνι > καιρικά

χιονόγαλα: γάλα με χιόνι > γάλα > της βοσκής

χιονοκαιριά: > χιόνι > καιρικά

χιονόκαιρος: > χιόνι > καιρικά

χιονόλακκα: > λάκκα > τοπογραφικά

χιονόλεφκος: > άσπρος > του ζουγράφου

χιονόνερο: > χιόνι > καιρικά

χιονούρα: > χιόνι > καιρικά

χιονούσες: > σταφύλια > του φαγιού

χιτζίνι: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

χλάουνες: > σταφύλια > του φαγιού

χλεμπόνα: > λαχανικά > του φαγιού

χλεμπόνα: παραγινωμένο αγγούρι ή κολοκύθι > καρπός > φυτολογικά

χλεμπονιάρης: > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χλοΐζω: > πράσινος > του ζουγράφου

χλοϊσμένος: > πράσινος > του ζουγράφου

χλώμιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

χλωμό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χλωράδα: > φυτιά > φυτολογικά

χλωρασιά: > φυτιά > φυτολογικά

χλώρη: > φυτιά > φυτολογικά

χλωρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χλωρονόμι: > βοσκή > της βοσκής

χλωροπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

χλωρός: > πράσινος > του ζουγράφου

χλωροσιά: > φυτιά > φυτολογικά

χλωροτύρι: > τυρί > του φαγιού

χλωροφορμίζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

χλωρωνομώ: χλωρωνομώ άλογα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

χνάρι: > πάτημα > του κυνηγού

χνάρι: > χνάρι > ραφτικά

χνότα τα: > ανάσα > φυσιολογικά

χνοτίζει: > κρέας > του φαγιού

χνότο: > ανάσα > φυσιολογικά

χνουδάτο: > νιφτήρας > του σπιτικού

χνούδι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

χνουδίστρα: παρατίλτρια > χνουδίστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

χνουδωτό: > νιφτήρας > του σπιτικού

χοιράδες: > χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χοιράδι: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

χοιριά: > χοιριά > του ταμπάκη

χοιριδιά: άγναφτο πετσί γουρουνιού > χοιριά > του ταμπάκη

χοιρινό: > κρέας > του φαγιού

χοιρομάντρι: > χοιρομάντρι > της βοσκής

χοίρος: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

χοκάς: φτυστήρι > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χολάτα: > σταφύλια > του φαγιού

χολάτος: βαθιοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου

χολέρα: > χολέρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χολεριασμένος: > χολεριασμένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χολέτρα: το στόμα του λουκιού > κανάλι > του χτίστη

χολή: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

χολή: > συκότι > όργανα

χόντζας: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χοντόβολα: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

χοντρά: > ζωντανά > της βοσκής

χοντράδια: > αλέβρι > του φαγιού

χοντράδια: γόνατα της καλαμιάς κι ατροφικά στάχυα > απάλωνα > του χωραφιού

χοντρή: ανακατεμένη ψιλή ζάχαρη και κομάτια > ζάχαρη > του φαγιού

χοντρικά: > ζωντανά > της βοσκής

χοντροβελόνα: > βελόνα > ραφτικά

χοντροβέλονο: > βελόνα > ραφτικά

χοντροβύζα: > βυζί > όργανα

χοντροβύζα: > πρόβατο > της βοσκής

χοντρόγαλο: άβραστο ξινισμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

χοντροκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

χοντρομύτα: Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά

χοντρόπανο: > πανιά > πανιά

χοντρόπαπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

χοντροπουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χόντρος: > πάχος > ανατομικά κατατόπια

χοντροχείλης: > στόμα > όργανα

χορδή: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

χορέβω: > χορός > χοροί

χόρεμα: > χορός > χοροί

χορεφτική: η τέχνη του χορού > χορεφτική > χοροί

χορεφτότοπος: > χοροστάσι > χοροί

χορήγι: σβησμένος ασβέστης > ασβέστης > του χτίστη

χορηγοκάμινο: > ασβεστάς > του χτίστη

χοροπήδημα: > χορός > χοροί

χορός: > χορός > χοροί

χοροστάσι: το μέρος που χορεύουν > χοροστάσι > χοροί

χορουδάκι: > χορός > χοροί

χορτάρι: > χόρτο > φυτολογικά

χορταριάζει: χλοΐζει ο κάμπος > χορταριάζει > φυτολογικά

χορταριάζω: > πράσινος > του ζουγράφου

χορταριασμένος: > πράσινος > του ζουγράφου

χορταρικά: > λαχανικά > του φαγιού

χορταρικά: > χόρτο > φυτολογικά

χορταρόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

χόρτο: > χόρτο > φυτολογικά

χορτοθέρης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

χορτοκόπος: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

χορτολογώ: > χορτολογώ > του χωραφιού

χορτονομώ: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

χορτοφαγία: > φαγί > του φαγιού

χότζας: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χουλιάρι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

χουλιάρι: Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά

χουλιάρια: χουλιάρια της φτερωτής = τα σανίδια όπου χτυπάει η λαμπάδα του καναλιού > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χουναβιά: > λάκκα > τοπογραφικά

χούνη: > βούθουλας > τοπογραφικά

χουνί: > χουνί > του μαγεριού

χουρμάδα: > καρπός > φυτολογικά

χούρχουρη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χούφτα: > πράγκα > της ψαρικής

χούφτα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χουχλίδι: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χουχουλητό: > ανάσα > φυσιολογικά

χουχουλιός: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χουχουλογιώργης: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

χουχουριστής: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

χουχουτάω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

χόχλακας: μεγάλο λιθάρι > πέτρα > πέτρες

χοχλάκι: > πέτρα > πέτρες

χοχλακίζει: > η κάψα > καιρικά

χοχλάτο: το χοχλάτο αβλάκι > απόνερα > αρμενίσματα

χοχλί: > πέτρα > πέτρες

χοχλίδι: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χοχλιός: > μάτι > όργανα

χοχλός: > μάτι > όργανα

χόχλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χράμι: > κρεβάτι > του σπιτικού

χρεία: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χρειασίδι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χρειασίδια: > χρειασίδια > του σπιτικού

χρειασίδια: τσουκαλικά και γυαλικά > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

χριστά: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

χριστόπητα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χριστόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

Χριστός: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Χριστού (του): Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χριστουγεννιάτης: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χριστόψαρο: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χριστόψωμο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χριστόψωμο: > ζυμαρικά > του φαγιού

χρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

χρονιάρης: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάρικη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

χρονιάρικος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάτικος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονικίς: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονικός: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονίτικος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρόνο: χρόνο με το χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονολογία: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

χρονοντούλαπο: > ντουλάπα > του σπιτικού

χρόνος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρουσός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρουστά: χρουστά της Μιχαλούς > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χρυσαϊτός: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

χρυσακόνι: > ασημόπετρα > πέτρες

χρυσαλλίδες: ή σιντέφια > το ξύλο έχει > του μαραγκού

χρυσαφαντάδοι: > πειρασματικά > δαιμονικά

χρυσαφένιος: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαφεντάδες: > πειρασματικά > δαιμονικά

χρυσαφί: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσάφι: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

χρυσάφι: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφικά: > διαμαντικά > πετράδια

χρυσαφικά: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφική: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαφωτός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαχρός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσή: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χρυσικός: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσίτσα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσοδένω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

χρυσοκαρακάξα: Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά

χρυσοκεντητής: > ράφτης > ραφτικά

χρυσοκίτρινος: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσόκολα: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόκολα: βόραξ > κρύσταλλο > πέτρες

χρυσολούρι: > σειρήτι > ραφτικά

χρυσομαμούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσομάμουνο: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσόμιγα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσόξανθος: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσόξυλο: > είδη βαφών > του βαφιά

χρυσοπέτσι: χρυσωμένο πετσί > πετσί > του παπουτσή

χρυσοπούλι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

χρυσοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

χρυσόπρασος: > χρυσόπρασος > πετράδια

χρυσός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσοσκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσούρανα: > ουρανός > καιρικά

χρυσόφα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

χρυσοφός: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσοχάμουρας: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

χρυσοχική: η τέχνη του χρυσικού > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόχωμα: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόψαρο: Carassius auratus > χρυσόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

χρυσόψαρο: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χρυσώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

χρυσωπός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρώμα: > βαφή > του βαφιά

χρώμα: > χρώμα > του ζουγράφου

χρωματιά: > χρώμα > του ζουγράφου

χρωματίζω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

χρωματισμός: > χρώμα > του ζουγράφου

χρωματιστής: > ζουγράφος > του ζουγράφου

χρωματιστό: > είδη πανιών > πανιά

χταποδάς: > ψαράς > της ψαρικής

χταποδέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

χτενάδικο: > χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτενάκι: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

χτενάς: > χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτένι: > αρμός > κόκκαλα

χτένι: > πλάτη > κόκκαλα

χτένι: > τσουγγριά > του χωραφιού

χτένι: > χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτένι: Vola jacobaea (pectinidae) > χτένι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χτένι: ειλεακόν (λαγόνιον) οστούν > χτένι > κόκκαλα

χτενιά: > τσουγγριά > του χωραφιού

χτένια: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χτενίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτενίζω: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

χτενομίταρα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χτήμα: > χτήμα > του χωραφιού

χτηματάς: > χτηματίας > του χωραφιού

χτηματίας: > χτηματίας > του χωραφιού

χτημιώνας: μεγάλο κοπάδι > χτήμα > του χωραφιού

χτημιώνας: πολλά χτήματα, μεγάλο κοπάδι, πλούτος > χτήμα > του χωραφιού

χτίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

χτικιάζω: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιάρης: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιασμένος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιό: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτίριο: > χτίριο > του χτίστη

χτιστή: χτιστή βρύση > βρύση > του χωραφιού

χτίστης: > χτίστης > του χτίστη

χτυπά: το μεγάλο ψάρι χτυπά > ψαρική > της ψαρικής

χτυπάει: > ο ήλιος > αστρικά

χτύπημα: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτυπημένο: > απίδι > του φαγιού

χτυπητά: > αβγά > του φαγιού

χτυπητήρι: > πόρτα > του χτίστη

χτυπητήρι: > χτυπητήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

χτυπητό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χτυπητό: χτυπητό καλέμι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτυπιά: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτυποκάρδι: > καρδιά > όργανα

χτύπος: > κοντάρι > του πολεμιστή

χτύπος: > μαχαίρι > του πολεμιστή

χτυπούν: > τα δόντια > όργανα

χτυπώ: χτυπώ στο φτερό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

χυλόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

χυλός: > ζουμί > του φαγιού

χυλός: αλεβρόκολα για πανιά > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

χυλώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

χυλώνω: > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

χύματα: χύματα της κάλτσας = ξεφτίσματα > κάλτσα > του παπουτσή

χυμός: > χυμός > φυτολογικά

χύνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

χύνουνται: τα άστρα > άστρο > αστρικά

χύνω: χύνω σπυριά > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χύση: το ρίξιμο ση θάλασσα του φορτίου για να σωθεί το καράβι από φουρτούνα > αβαρία > του κούρσου και του φορτωτή

χυτά: > λασκάδα > καιρικά

χυτή: χυτή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

χυτήρι: χωνευτήρι όπου λιώνουν τα μέταλλα > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χυτό: > σπίτι > του χτίστη

χύτρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χύτρα: > καζάνι > του μαγεριού

χώμα: > γη > του χωραφιού

χώματα: > χώματα > του χωραφιού

χωματίδα: > χωματίδα > ψάρια της θάλασσας

χωματοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

χωματόβουνο: > βουνό > τοπογραφικά

χωματομάντρα: > μαντρότοιχος > του χτίστη

χωματοπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

χωματοσήκωμα: > μόλος > του χτίστη

χωματοσήκωμα: για το φτιάσιμο του δρόμου > χωματοσήκωμα > τοπογραφικά

χωμάτωμα: > μόλος > του χτίστη

χωνέβει: χωνέβει πέτρες > χώνεψη > φυσιολογικά

χωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

χωνεμένο: χωνεμένο στήθος > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χωνεφτήρι: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χωνεφτό: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

χώνεψη: > χώνεψη > φυσιολογικά

χώρα: > χώρα > τοπογραφικά

χωρατάδικο: > κρασί > του φαγιού

χωράφι: > χωράφι > του χωραφιού

χωραφιά: > χωράφι > του χωραφιού

χωραφιάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

χωραφίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χωραφοπόντικας: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

χωραφόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

χωριατοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

χωριατόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

χωριό: > χωριό > τοπογραφικά

χωριουδάκι: > χωριό > τοπογραφικά

χωρισιά: > χωρισιά > οικογενειακά

χωρισμένος: > χωρισμένος > οικογενειακά

χωρισμός: διαζύγιο > χωρισιά > οικογενειακά

χωροπούλα: μικρή χώρα > χώρα > τοπογραφικά

χωστό: > παπούτσι > του παπουτσή

χωστό: σπέρνω χωστό > σπέρνω > του χωραφιού

ψάθα: > καπέλο > ρούχα

ψάθα: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαθάκι: > καπέλο > ρούχα

ψαθάς: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψάθες: λιόπανα και ψάθες για το σκέπασμα της σταφίδας > λιάστρα > του τρύγου

ψαθί: > καπέλο > ρούχα

ψαθί: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαθούρι: > ζυμαρικά > του φαγιού

ψαθώνω: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδα: > ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

ψαλίδα: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλίδα: Scolopendra cingulata > ψαλίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψαλίδα: τρίχα χωρισμένη σε δύο > ψαλίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψαλιδάς: > ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ψαλίδι: > ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδι: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδιάζω: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλιδίζω: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδοκέρι: > λύχνος > του σπιτικού

ψαλιδοκόβω: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλίκουρδα: θαλασσινό μαμούνι που πετά και πηδάει στις ακρογιαλιές > ψαλίκουρδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψαλμοκατάρα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμουδιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμουδιάζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ψαλτήρι: > σαντούρι > του μουσικού

ψάνα: ώριμο γέννημα, ψημένο στάχυ > καρπός > φυτολογικά

ψάνη: άγουρο σιτάρι καβουρδισμένο > ψωμί > του φαγιού

ψάρα: > άλογο > θηλαστικά

ψαραγκάθι: > βελονιές > ραφτικά

ψαράδαινα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαράδικο: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαράδισα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαράς: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαράς: > ψαράς > της ψαρικής

ψαράς: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρατός: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

ψάρεμα: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρεφτής: > ψαράς > της ψαρικής

ψαρής: > άλογο > θηλαστικά

ψαρής: > σταχτής > του ζουγράφου

ψαρί: > σταχτής > του ζουγράφου

ψαρί: ασπριδερό > άλογο > θηλαστικά

ψάρια: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ψαρική: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρικό: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρογενίζω: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαροδόλι: > δολώνω > της ψαρικής

ψαροκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

ψαροκάλαθο: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

ψαροκάλαμο: > καλάμι > της ψαρικής

ψαροκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

ψαροκόκκαλο: > ανατομικά > ψαρολογικά

ψαροκόκκαλο: > βελονιές > ραφτικά

ψαρόκολα: > κόλα > του μαραγκού

ψαρόκολα: > ξόβεργα > του κυνηγού

ψαροκόφινο: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

ψαρόλαδο: > λάδι > του φαγιού

ψαρολίμνη: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

ψαρολόγος: > ψαράς > της ψαρικής

ψαρολόγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρολογώ: > ψαρέβω > της ψαρικής

ψαρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρομανάβης: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρομούστακος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρονέφρι: > σφαχτό > του φαγιού

ψαρόνι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

ψαρόνι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

ψαροπάζαρο: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ψαρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ψαροπούλα: > είδη καραβιών > καράβια

ψαροπούλα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαροπούλες: > γοργόνα > δαιμονικά

ψαροπουλητής: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαροπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαροπούλι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

ψαροπουλιό: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρός: > σταχτής > του ζουγράφου

ψαρόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

ψαροσύνη: > ψαρική > της ψαρικής

ψαροτέχνη: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρότοπος: μέρος ψαρερό, πλουσιόψαρο > ψαρότοπος > της ψαρικής

ψαρού: > ψαράς > της ψαρικής

ψαρούδισα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαροφάγος: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

ψαροφάγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρώνω: > ψαρέβω > της ψαρικής

ψαρωτή: > βελονιές > ραφτικά

ψαρωτό: ψαρωτό ράψιμο > βελονιές > ραφτικά

ψαχνάδι: > σφαχτό > του φαγιού

ψαχνίδα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

ψαχνίζει: > κρέας > του φαγιού

ψαχνίζεται: > κρέας > του φαγιού

ψαχνό: > σφαχτό > του φαγιού

ψαχνό: > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

ψείρα: Pediculus > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψειριάρικος: > καρπός > φυτολογικά

ψείριασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

ψέλλι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ψέλνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ψένω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψεφταηδόνι: Sylvia phoenicurus > ψεφταηδόνι > πουλιά

ψεφτογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

ψεφτοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψεφτοκαμινάδα: > καμινάδα > του χτίστη

ψεφτοπαγίδια: > παγίδια > κόκκαλα

ψηλά (τα): το μέρος του καραβιού που είναι όξω από το νερό > τα ψηλά > του καραβιού

ψηλαρμενίζω: > αρμενίζω > αρμενίσματα

ψηλό: > παπούτσι > του παπουτσή

ψηλοκαπελαδούρα: > καπέλο > ρούχα

ψηλόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

ψηλοτάβανο: > σπίτι > του χτίστη

ψηλοτόπια: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ψήνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψησσί: Pleuronectes platessa > ψησσί > ψάρια της θάλασσας

ψησταράς: > ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψησταριά: > ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψησταριά: μέρους όπου ψήνουν > ψησταριά > του μαγεριού

ψήστης: ψήστης του καφέ > ψησταριά > του μαγεριού

ψητό: > κρέας > του φαγιού

ψήφα: > πανιά > πανιά

ψηφιοθέτης: > στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψηχτρί: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ψιάκη: > είδη γιατρικών > γιατρικά

ψίδι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

ψιδιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

ψιλαθρώνας: μέρος όπου έχει πολλά ψίλιθρα (φτέρες) > ψιλαθρώνας > φυτολογικά

ψιλή: > βροχή > καιρικά

ψιλή ζάχαρη: > ζάχαρη > του φαγιού

ψιλικατζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψιλό: κάνω το ψιλό μου > κάτουρο > φυσιολογικά

ψιλοβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

ψιλοκάπουλη: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

ψιλόφλουδο: > αβγό > πουλολογικά

ψιλώνω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ψιμάδα: όψιμο κατσίκι > γίδι > της βοσκής

ψιμάδι: > γίδι > της βοσκής

ψιμάρι: όψιμο αρνί > πρόβατο > της βοσκής

ψιμάρνι: > πρόβατο > της βοσκής

ψιμοκαίρι: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

ψιμόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

ψιμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

ψιμύθρι: > είδη βαφών > του βαφιά

ψίχα: > ψωμί > του φαγιού

ψίχα: ξεφλουδισμένο αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά

ψίχα: το μεδούλι του φυτού > ψίχα > φυτολογικά

ψιχάλα: > βροχή > καιρικά

ψιχαλίζει: > βροχή > καιρικά

ψίχαλο: > ψωμί > του φαγιού

ψιχαλούρα: στάλα ψιχαλιστή > βροχή > καιρικά

ψιχοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψιχουλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψίχουλο: > ψωμί > του φαγιού

ψιψίνα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

ψοφάκι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψοφάκια: ψόφια κοκώνια > καρπός > φυτολογικά

ψόφος: > κρύο > καιρικά

ψόφος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψύλλος: Pulex irritans > ψύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαδερφός: > αδέρφι > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτή: > παρακόρη > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτής: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτός: > παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχαναθρέφω: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχαναθροφή: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχάρι: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχάρι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαρούδα: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαρούδι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχικό: > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια

ψυχικό: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

ψυχοβγάλτης: > χάρος > δαιμονικά

ψυχογιός: > παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχοκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

ψυχοκόρη: > παρακόρη > οικογενειακά

ψυχομάνα: > μητέρα > οικογενειακά

ψυχοπαίδι: > παρακόρη > οικογενειακά

ψυχοπαίδι: > παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχοπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ψυχοπομπός: > χάρος > δαιμονικά

ψυχοσάββατο: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ψυχούδια: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ψυχοχάρτι: ο κατάλογος των πεθαμένων που δίνουν του παπά για να μνημονέψει > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψύχρα: > κρύο > καιρικά

ψυχράδα: > κρύο > καιρικά

ψυχρίτσα: > κρύο > καιρικά

ψυχρούλα: > κρύο > καιρικά

ψωλαράς: > αρχίδι > όργανα

ψωλή: > αρχίδι > όργανα

ψώλος: > αρχίδι > όργανα

ψωμάδικο: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμάκια: κάνω ψωμάκια > παιδιών > παιγνίδια

ψωμάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμί: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμί: > ψωμί > του φαγιού

ψωμόγαλο: > ζουμί > του φαγιού

ψωμόσυκα: > σύκα > του φαγιού

ψωμοτύρι: > ψωμί > του φαγιού

ψώρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

ψώρα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

ψώρα: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάζω: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάρης: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάρικος: > καρπός > φυτολογικά

ψωριασμένος: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωροδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωρομύτα: σπύριασμα της μύτης > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ψωροφύτης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ωμόρφι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ώρα: > ώρα > της μέρας και της ώρας

ώρας: της ώρας > αβγό > πουλολογικά

ώρες: στις ώρες της > γγαστρωμένη > βιολογικά

ωριμάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ώχρα: > είδη βαφών > του βαφιά

ώχρα: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

ωχριακός: > ωχριακός > του ζουγράφου