Πληθυσμιακά – τοπογραφικά της Αθήνας, της Αττικής και της Στερεάς


Η δημογραφική ανάπτυξη των χωριών της Κεντρικής και Δυτικής Στερεάς στα μέσα του ΙΘ' αιώνα

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Τετράδια Πολιτικού Διάλογου έρευνας και Κριτικής,

τεύχος 8, Άνοιξη 1984. Δεύτερη ηλεκτρονική δημοσίευση: Μάιος 2010

 

 


I. Η παρούσα εργασία αποτελεί σύντομη περίληψη μέρους μιας ευρύτερης έρευνας για τη δημογραφική ανάπτυξη των χωριών της Στερεάς και της Πελοποννήσου στα μέσα του ΙΘ' αιώνα. Η εξεταζόμενη εδώ περιοχή αποτελείται από τους σημερινούς νομούς: Φωκίδας, Ευρυτανίας και Αιτωλοακαρνανίας. Πρόκειται δηλαδή για την Κεντρική και Δυτική Στερεά Ελλάδα, την κυρίως Ρούμελη, ένα γεωγραφικό διαμέρισμα ορεινό με έξοδο στον Κορινθιακό και στο Ιόνιο, σύνορα προς Β. με την Τουρκία και έκταση 9,5 εκ. στρέμματα.

 

Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σαν βάση για τους διάφορους απολογισμούς και συγκρίσεις είναι του έτους 1851, βρίσκονται στο έργο του Ιάκωβου Ρ. Ραγκαβή «Τα Ελληνικά» (τόμος Α’, Αθήναι 1853) και αναφέρονται στον αριθμό των οικιών και κατοίκων ανά χωριό ή κωμόπολη.

 

Η σύγκριση με την προεπαναστατική περίοδο έγινε δυνατή χάρη στους καταλόγους του F. Pouqueville («Voyage de la Grece», τόμος 3 & 4 - Paris 1826) όπου σημειώνεται ο αριθμός των οικογενειών κάθε χωριού, υπολογισμένη η οικογένεια σταθερά επί πέντε άτομα. Η συσχέτιση των παλαιών και νέων ονομάτων των χωριών, ιδιαίτερα δύσκολο πρόβλημα της ελλαδικής ιστορικής γεωγραφίας, πρόβλημα που δημιούργησαν τα απανωτά «εξελληνιστικά» κύματα μετονομασιών και ιδιαίτερα το προπολεμικό κύμα για την «εκβολή όλων των ονομάτων» σλαβικής, αλβανικής, τούρκικης κ.α., προέλευσης, έγινε με βασικό βοήθημα την εξαίρετη δημοσίευση της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων «Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων» (Αθήναι 1962). Δυσκολίες πολλές παρουσίασε ο εντοπισμός των ερημωμένων πλέον χωριών. Όσο ήταν δυνατόν το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με τους χάρτες: α) «CARTE DE LA GRECE», 1:200.000 - PARIS 1852 (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη - GT 241-25), β) «DER MEERBUSEN VON KORINTH ODER LEPANTO AUFGENOMMEN V. LIEUTENANT OWEN STANLEY 1834, ERGANZT D. CAPITAIN 4. L. NANNSELL IM JAHRE 1865… 1:200.000».

 

Τα χωριά τοποθετήθηκαν σε υψομετρικές βαθμίδες των 400 μέτρων (1-400, 400-800, 800-1200 και άνω) ανάλογα με το σημείο της εγκατάστασης τους. Το ακριβές υψόμετρο των χωριών βρέθηκε με βάση το «Λεξικό των δήμων, κοινοτήτων και οικισμών της Ελλάδος», (ΕΣΥΕ, Αθήναι 1974) και τον «ΑΤΛΑΝΤΑ των δήμων και κοινοτήτων» (τομ. Α & Β, ΕΣΥΕ - 1948). Ορισμένα από τα ερημωμένα στις μέρες μας (αλλά κατοικούμενα στα μέσα του περασμένου αιώνα) χωριά εντοπίσθηκαν υψομετρικά με την βοήθεια α) των χαρτών της ΕΣΥΕ κλίμακας 1:200.000 β) των χωροταξικών χαρτών 1:200.000 εκδ. 1950 του Υπουργείου Οικισμού και Ανοικοδομήσεως γ) των αγγλικών στρατιωτικών χαρτών 1:100.000 εκδ. 1944. Αίτηση προς τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού χορήγησης χαρτών 1:100.000 για τις ανάγκες της έρευνας απορρίφθηκε από το 2ο επιτελικό γραφείο/3 του ΓΕΣ.

 

Η έλλειψη χώρου δεν επέτρεψε τη δημοσίευση ενός παραρτήματος - πίνακα με όλα τα χωριά. Δημοσιεύεται ωστόσο ένας χάρτης της Φωκίδας που περιέχει τα χωριά τοποθετημένα στην ακριβή υψομετρική θέση τους γραμμένα με τις παλαιές και νέες ονομασίες τους και χαραγμένα τα μονοπάτια της εποχής εκείνης [εδώ, στη δεύτερη ηλεκτρονική έκδοση, δημοσιεύονται άλλοι τέσσερις χάρτες που είχα σχεδιάσει για αυτή την εργασία και υπήρχαν στο αρχείο μου].

 

II. «Χωριό» θεωρήθηκε κάθε οικιστική συγκέντρωση, εκτός των λιμένων, των κωμοπόλεων, των λίγο κατοικούμενων θέσεων και των καλυβιών. Η πρώτη κατηγορία που περιλαμβάνει τα χωριά με υψόμετρο 1-400 μ. χαρακτηρίστηκε πεδινή-παράκτια η δεύτερη 400-800m. ημιορεινή και η τρίτη 800-1200m. και άνω ορεινή ζώνη.

 

 

Συνολικά εντοπίσθηκαν επί χάρτου 393 χωριά. Από αυτά τα 109 ήταν πεδινά-παράκτια, τα 143 ημιορεινά και τα 141 ορεινά. Τα πεδινά-παράκτια χωριά συγκέντρωναν 57.852 οικίες και 27.047 κατοίκους, τα ημιορεινά 6.621 οικίες και 35.192 κατοίκους, τα ορεινά 7.810 οικίες και 45.640 κατοίκους. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το μέσο πεδινό-παράκτιο χωριό είχε 53 οικίες, 248 κατοίκους και 4,7 κατοίκους/οικία, το ημιορεινό 46 οικίες, 246 κατοίκους και 5,3 κατοίκους/οικία, το δε ορεινό χωριό 55 οικίες, 324 κατοίκους και 5,8 κατοίκους/οικία. Φαίνεται δηλαδή πως το ορεινό χωριό είναι μεγαλύτερο σε αριθμό οικιών και κατοίκων από το ημιορεινό και το πεδινό καθώς επίσης ότι ο αριθμός των κατοίκων ανά οικία (το μέγεθος της οικογένειας) αυξάνει μαζί με το υψόμετρο.

 

Για να γίνει η σύγκριση με τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας δημιουργήθηκε από τους πίνακες του Pouqueville ένα ικανοποιητικό δείγμα με εντοπισμένα υψομετρικώς χωριά από τις περιοχές Μαλανδρινό, Λιδωρίκι, Βενετικό, Γκράβαρα, Αγραφα, Βλαχοχώρια, Πολιτοχώρια, Σοβολάκου. Τα χωριά που επιλέχθηκαν υπάρχουν και στον Ραγκαβή. Έτσι είναι δυνατή η σύγκριση. Συνολικά τα χωριά αυτά είναι 166. Μεταξύ 1-600m. βρίσκονται 30 χωριά με 4.345 κατοίκους στις αρχές του αιώνα και 5.601 το 1851. Δηλαδή το μέσο χωριό είχε 145 κατοίκους και 187 αντίστοιχα, σημείωσε δηλαδή μια αύξηση 29%. Άνω των 600 m. υπάρχουν 136 χωριά με 27.355 κατοίκους επί τουρκοκρατίας και 41757 στα μέσα του αιώνα. Εδώ το μέσο χωριό είχε 201 και 307 κατοίκους, η αύξηση συνεπώς ήταν 53%. Το συμπέρασμα από την παράθεση αυτών των στοιχείων είναι ότι οι ορεινοί πληθυσμοί πολλαπλασιάζονται την πρώτη εικοσαετία του Ελληνικού Βασιλείου, εντός του εξεταζόμενου γεωγραφικού διαμερίσματος, με ρυθμούς αρκετά μεγαλύτερους από τους κατοίκους των πεδινών και των παράκτιων χωριών. Η σκέψη που θα μπορούσε να γίνει, ότι μετά την ανεξαρτησία και τη δημιουργία κράτους θα άρχιζε ένα αντίστροφο ρεύμα από αυτό της φυγής προς τα ορεινά των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας, μία επιστροφή προς τους κάμπους και τις ακτές, όσο τουλάχιστον αφορά την Κεντρική και Δυτική Στερεά Ελλάδα, ανατρέπεται από τους αριθμούς.

 

Τι ερμηνείες μπορεί να προταθούν για αυτό το γεγονός; Πρώτα πρέπει να ειπωθεί πως τα πεδινά-παράκτια χωριά, όσα βρίσκονταν πάνω στα βασικά μονοπάτια - στα «τουρκοδρόμια»- είχαν τις μεγαλύτερες υλικές και έμψυχες απώλειες κατά την διάρκεια των πολύχρονων συγκρούσεων του πολέμου της ανεξαρτησίας. Ακόμα οι μουσουλμάνοι κάτοικοι ήταν εγκαταστημένοι στα πεδινά. Έτσι ο πληθυσμός των ορεινών δεν επηρεάστηκε από την μετεπαναστατική αποχώρηση τους [σημείωση 2010: το σωστό είναι όχι «αποχώρηση», αλλά σφαγή ή φυγή].

 

Ένας άλλος λόγος είναι η «ασφάλεια» και η αναπαραγωγή του πατροπαράδοτου τρόπου ζωής που πρόσφεραν οι βουνοκορφές στους κατοίκους της. Η ζωή με τον κίνδυνο των αγριμιών και την υποφερτή ενόχληση των ληστοσυμμοριών ήταν μία συνήθεια αιώνων. Το βαυαρικό βασίλειο, η νέα κρατική εξουσία με τους νόμους και τους χριστιανούς φοροεισπράκτορες της ήταν όμως περισσότερο απειλητική για τους ορεσιβίους από ότι τα αγρίμια οι ληστές κι ακόμα ο τούρκος δυνάστης. Όσο λοιπόν μεγάλωνε η απόσταση από τους «δρόμους» και τις σκάλες τόσο πιο ήσυχοι ήταν οι άνθρωποι του χωριού.

 

Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία της μικρής ορεινής ιδιοκτησίας. Το σκαμμένο με κόπο στην πλαγιά του βουνού φτωχό μικροχώραφο, στάθηκε πόλος έλξης ισχυρότερος από την καλλιέργεια των «εθνικών γαιών» (των πρώην τούρκικων κτημάτων) που ήταν στα πεδινά ή τις αβέβαιες επαγγελματικές υποσχέσεις που πρόσφερε η μικρή αγορά της κωμόπολης.

 

Όσον αφορά την ορεινή οικογένεια που είναι κατά ένα άτομο μεγαλύτερη από την πεδινή, εκτός από τους λόγους που προαναφέρθηκαν για την ανάπτυξη των ορεινών χωριών, είναι δυνατόν να υποθέσει κανείς ότι η πατριαρχική δομή είναι ισχυρότερη στα μεγάλα υψόμετρα. Οι αντίξοες συνθήκες, το σχεδόν εχθρικό φυσικό περιβάλλον, ο συνεχής αγώνας επιβίωσης που γίνεται σκληρότερος όσο ανεβαίνεις προς τις βουνοκορφές, ευνοεί την δημιουργία πολυμελών οικογενειών.

 

 

 

Σημείωση

Η θεωρία που έχει διατυπώσει η Ελένη Αντωνιάδη-Μπιμπίκου (Βλ. το άρθρο της «Τα ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα» στην έκδοση της «Μέλισσας» «Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας») για τη «νεότητα» του σύγχρονου οικισμένου αγροτικού χώρου ανατρέπεται από την επεξεργασία των στοιχείων αυτής της έρευνας. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Η Ε. Μπιμπίκου υποστηρίζει ότι από τα μέσα του 10 αιώνα μέχρι την απογραφή του 1961 συνέχισαν να κατοικούνται στην Φωκίδα 15 χωριά και στην Κορινθία 38. Τα υπόλοιπα χωρία που υπήρχαν το 1851 ερημώθηκαν και κατόπιν δημιουργήθηκαν σε άλλες τοποθεσίες νέα χωριά. Ωστόσο οι πραγματικοί αριθμοί είναι πολύ μακριά από τα νούμερα αυτά. Η συγκεκριμένη έρευνα που κάναμε, με ακριβή επί χάρτου καταμέτρηση, ανατρέπει ουσιαστικά την παρουσιαζόμενη εικόνα και τα παρεπόμενα της συμπεράσματα. Συγκεκριμένα στην Φωκίδα τα χωριά που κατοικούνταν, τόσο το 1851 όσο και το 1961, ήταν 90 ενώ στην Κορινθία ήταν 103.

 

 

Πληθυσμιακά – τοπογραφικά της Δυτικής Αττικής (1819-1907)

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2008


Αγία Τριάδα

Trias (Triada) [Karte von Attika 1900 XXΙV].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Αγία Τριάδα Αχαρνών 91 [Χουλιαράκης 1974, 174].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αγία Τριάς, πέντε ώρες και τριάντα λεπτά των Αθηνών, τρεις ώρες του Μενιδίου, διαλυμένη μονή [Νουχάκης 1901, 61].

 

Ασπρόβρυση

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Ασπρόβρυσι Αχαρνών 37 [Χουλιαράκης 1974, 263].

 

Βαρυμπόπι (Βαριμπόμπη)

Varibopi [Karte von Attika 1900 XX].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Βαρυμπόπι Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Βαρυμπόπι Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 111, 127].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Βαρυμπόπι Αχαρνών 48 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Βαριμπόπι, νοτιοανατολικά της Χασιάς, αγροικία [Ραγκαβής 1853 Ι, 297].

Περιηγητές --> Barimpompi ή Bary Bobi (προφέρεται Variboby), πύργος στους πρόποδες της Πάρνηθας [Gell 1819, 23].

Αρβανίτες --> Βαρμπόπι, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]. Βαρυμπόπι, αλβανικό χωριό που έχει το όνομα του ιδρυτή του [Γέροντας 1984, 25].

Τοπωνυμικά --> Αν και είναι γνωστή η ύπαρξη του επωνύμου Βαριμπόπης [Καμπούρογλου 1889, 326, 351], κάτι που το επισημαίνει ο Σαρρής [Σαρρής 1928, 156], ο Φουρίκης πιστεύει (κατά τη γνώμη μου λαθεμένα) πως το τοπωνύμιο είναι μεν αλβανικό, αλλά όχι κτητορικό και προέρχεται εκ της «ιδιότητος του εδάφους» [Φουρίκης 1930, 117]. Ο Γιοχάλας αντίθετα σημειώνει την ύπαρξη του επωνύμου Variboba και σε αλβανόφωνο χωριό της Καλαβρίας [Γιοχάλας 2002, 20]. Το επώνυμο Βαρυμπόπης διατηρείται και σήμερα στην Αττική. Με το όνομα Baribob υπάρχουν στην Αλβανία τρία τοπωνύμια: Ένα χωριό στην περιοχή Fier (50 υψόμετρο), ένας έρημος οικισμός στην περιοχή Përmet (350 υψόμετρο) και μία ορεινή θέση στην περιοχή Kolonië (2.250 υψόμετρο). Στην Ελλάδα υπάρχουν άλλα τρία χωριά που είχαν το όνομα Βαρυμπόπη και μετονομάστηκαν: Η Μακρακώμη Φθιώτιδος, η Δάφνη του δήμου Αυλώνος Ευβοίας και το Μοναστήριον του δήμου Αετού Μεσσηνίας (τα δύο τελευταία είναι αρβανιτοχώρια).

 

Ζούνο

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Ζούνον, τέσσερις ώρες των Αθηνών, τριάντα πέντε λεπτά του Ασπροπύργου. Παραθερίζουν βλαχοποιμένες [Νουχάκης 1901, 74].

 

Καλύβια Χασιάς

Kalyvia [Karte von Attika 1900 VI].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Καλύβια Χαστιάς Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Καλύβια Χασιάς (Χαστιάς) Φυλής. ΦΕΚ 32/8.12.1845: Καλύβια Φυλής (έδρα) [Χουλιαράκης 1973, 111, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Καλύβια Φυλής (έδρα) 1.507. 1889: Καλύβια Φυλής (έδρα) 1.499. 1896: Καλύβια Χασιάς Φυλής (έδρα) 2.012. 1907: Ασπρόπυργος Φυλής (έδρα) 2.339 [Χουλιαράκης 1974, 50, 109, 175, 264].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καλύβια, δύο ώρες από Χασιά, 785 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Καλύβια Χασιάς, δύο ώρες βορειοδυτικά (?) της Χασιάς, 163 σπίτια, 828 κάτοικοι. Έχει μία λίμνη και ένα έλος. Παράγει δημητριακά, κρασί και βελανίδια [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Ασπρόπυργος, τρεις ώρες και σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών. Υπάρχει ταχυδρομικό γραφείο, ελληνικό σχολείο, αστυνομικό τμήμα και ειρηνοδικείο. Τα Καλύβια Χασιάς μετονομάστηκαν σε Ασπρόπυργο τον Αύγουστο του 1900. Οι κάτοικοί της προέρχονται από τη Χασιά [Νουχάκης 1901, 74-75].

Περιηγητές --> Τα μεγάλα καλύβια της Kastia, βρίσκονται στο κέντρο του Θριασίου Πεδίου [Gell 1819, 21]. Τα Kalybia of Kasha ήταν μερικές διεσπαρμένες αγροικίες [Dodwell 1819 I, 521].

Αρβανίτες --> Σύμφωνα με τα επίσημα απογραφικά στοιχεία του 1879, το 96,3% των κατοίκων του δήμου Φυλής (της Χασιάς και των Καλυβιών) είχαν χαρακτηριστεί ως «μη λαλούντες την ελληνική» [Απογραφή 1879]. Οι Αρβανίτες των Καλυβιών προέρχονται από τη Χασιά [Μπίρης 1960, 308]. Προπολεμικά στον Ασπρόπυργο οι γέροι μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Μετονομασία --> Απόφαση μετονομασίας: «Βασιλικόν διάταγμα 16.10.1899 (ΦΕΚ 228/18.10.1899). Ο οικισμός Καλύβια του δήμου Φυλής μετωνομάσθη εις Ασπρόπυργος (επαρχία Αττικής)» [Χουλιαράκης 1973, 204].

Άρνηση της Επιτροπείας Τοπωνυμίων για δεύτερη μετονομασία: «Καλύβια Χασιάς (Ασπρόπυργος). Αρ. 143 (23 Ιουλίου 1915).- Επί του υπ’ αρ. 22466 εγγράφου του υπουργείου της 26 Μαΐου.- Επιστρέφεται η υπ’ αρ. 187 αναφορά του προέδρου του κοινοτικού συμβουλίου Ασπροπύργου μετά των συνημμένων αυτή. Προ τινων εζητήθη η μετονομασία του εν τω Θριασίω πεδίω χωρίου Καλυβιών της Χασιάς κ’ επροτάθη τότε να δοθή εις αυτό το όνομα του αττικού δήμου Θρίας, του οποίου η θέσις είναι εξηκριβωμένη και είναι γνωστόν ότι το χωρίον έκειτο εις τη ν περιοχήν αυτού. Αλλ’ ένεκα της δυσφήμου σημασίας, ην έχει το όνομα τούτο εις την αλβανική γλώσσαν, οι κάτοικοι απέστεργον αυτό, και ούτως ωνομάσθη το χωρίον Ασπρόπυργος. Η εκλογή του ονόματος τούτου ήτο ευστοχωτάτη, διότι είναι ελληνικόν και εύφωνον, δεν ωρίσθη δ’ αυθεραίτως, αλλ’ ελήφθη εκ τοπωνυμίας θέσεώς τινος του χωρίου. Επειδή δ’ ο Ασπρόπυργος είναι στάσις του σιδηροδρόμου και εις δημόσια γράμματα συχνάκις παρέχεται αφορμή να μνημονεύεται ως έδρα αρχών, μέχρις εσχάτων δε και ελληνικού σχολείου, το όνομα έγινε γνωστότατον και η χρήσις αυτού ημπεδώθη, λησμονηθέντων των Καλυβιών της Χασιάς. Τις λοιπόν χρεία της νέας μεταβολής, την οποίαν απεφάσισε το κοινοτικόν συμβούλιον, προτείναν να μετονομασθή Θριάσιον; Το ότι δεν έχει ιστορικήν σημασίαν ο Ασπρόπυργος δεν είναι σοβαρός λόγος ουδέ θα προσλάβη τοιαύτην σημασίαν μετονομαζόμενος Θριάσιον. Το από του ονόματος Θρία εσχηματισμένον επίθετον Θριάσιον κυριολεκτείται επί του όλου πεδίου της Ελευσίνος, του οποίου εν σημείον κατέχει ο Ασπρόπυργος, και ούτε είναι δυνατόν το Θριάσιον πεδίον να συμπτυχθή διά της αποφάσεως του κοινοτικού συμβουλίου εις μόνην την περιοχήν του Ασπροπύργου, ούτε πάλιν ο Ασπρόπυργος να εξαιρεθή του Θριασίου πεδίου, όπερ περιλαμβάνει και την Μαγούλαν και άλλους συνοικισμούς. Όθεν ο Ασπρόπυργος πρέπει να διατηρήση το κάλλιστον όνομα αυτού» [Πολίτης 1920, 12-13].

 

Καματερό

Kamatero [Karte von Attika 1900 VI].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Καματερόν Χαστιάς. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Καματερόν Φυλής. ΦΕΚ 32/8.12.1845: Καματερόν Αχαρνών [Χουλιαράκης 1973, 111, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Καματερό Αχαρνών 199. 1889: Καματερό Αχαρνών 246. 1896: Καματερό Αχαρνών 264. 1907: Καματερόν Αχαρνών 285 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καματερόν, δύο ώρες από Χασιά, 103 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Καματερόν, δύο ώρες νοτιοανατολικά της Χασιάς, 29 σπίτια, 123 κάτοικοι. Παράγει δημητριακά και κρασί [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Καματερόν, μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, σαράντα λεπτά του Μενιδίου [Νουχάκης 1901, 61].

Αρβανίτες --> Προπολεμικά στο Καματερό μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Τοπωνυμικά --> Ο Λάμπρου επιχειρεί να συνδέσει το τοπωνύμιο Καματερό με το βυζαντινό οίκο των Καματηρών [Λάμπρου 1896, 163]. Ο Φουρίκης διαφωνεί και σημειώνει πως καματερός αγρός είναι «αγρός σκληράς γης επιμόχθως καλλιεργούμενος» [Φουρίκης 1929, 84]. Συνοικία με το όνομα Καματερό βρίσκουμε και στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας. Το επώνυμο Καματερός διατηρείται και σήμερα στην Αττική.

 

Κουκουβάουνες

Kukuvaones [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Κουκουβάουνες Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Κουκουβάουνες Φυλής. ΦΕΚ 32/8.12.1845: Κουκουβάουνες Αχαρνών [Χουλιαράκης 1973, 111, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Κουκουβάουνες Αχαρνών 515. 1889: Κουκουβάουνες Αχαρνών 590. 1896: Κουκουβάουνες Αχαρνών 707. 1907: Κουκουβάουναις Αχαρνών 815 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κουκουβάουναις, δύο ώρες από Χασιά, 165 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Κουκουβάουνες, δύο ώρες νοτιοανατολικά της Χασιάς, 61 σπίτια, 282 κάτοικοι. Παράγει δημητριακά και κρασί [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Κουκουβάονες, μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, σαράντα λεπτά του Μενιδίου [Νουχάκης 1901, 61].

Περιηγητές --> Το 1675 οι Cacovaones είναι ένα χωριό σε ένα ελαιώνα, κοντά στην Αθήνα [Spon 1724 II, 146]. Στο χωριό Kukubanes υπάρχει ελαιώνας [Gell 1819, 106]. Το χωριό Koukoubages πήρε το όνομα του από το πουλί κουκουβάγια [Dodwell 1819 I, 523]. Οι Koukouvaones, είναι ένα χωριό τριάντα σπιτιών [Hobhouse 1817 I, 360].

Αρβανίτες --> Φουβάια ή Κουκουβάονες, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]. Το αρβανίτικο ιδίωμα στις Κουκουβάουνες ανήκει στην ίδια γλωσσική ομάδα με το Μενίδι, τα Κιούρκα, το Κακοσάλεσι και το Καπανδρίτι [Φουρίκης 1933, 50]. Οι Αρβανίτες στις Κουκουβάουνες συσχετίζονται με τους Αρβανίτες του Μενιδίου [Μπίρης 1960, 234]. Προπολεμικά στις Κουκουβάουνες οι γέροι μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Τοπωνυμικά --> Το μεν χωριό ήταν γνωστό μεταξύ των Αρβανιτών με το όνομα Fuvaje (Φουβάγιε), ο δε κάτοικός του Fuvajat ή Fuvajot και έναρθρα Fuvajati ή Fuvajioti (Φουβαγιάτης ή Φουβαγιώτης) [Φουρίκης 1930, 123]. Στην Αττική υπάρχουν σήμερα τα επώνυμα Βουβάκης και Κουκουβάος.

Μετονομασία --> Απόφαση μετονομασίας: «Βασιλικόν Διάταγμα 17.1.1957 (ΦΕΚ 11/24.1.1957). Ο συνοικισμός Κουκουβάουνα της κοινότητος Κουκουβαούνων, μετονομάζεται Μεταμόρφωσις και η ομώνυμος κοινότης, κοινότης Μεταμορφώσεως» [Χουλιαράκης 1976, 120].

 

Κουσίζο

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Κουσίζον Αχαρνών 40 [Χουλιαράκης 1974, 263].

 

Λιμικό

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Λημικό Αχαρνών 145. 1907: Λοιμικόν Αχαρνών 28 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Λημικόν, πέντε ώρες και τριάντα λεπτά των Αθηνών, τρεις ώρες του Μενιδίου [Νουχάκης 1901, 61].

Τοπωνυμικά --> Ο Φουρίκης θεωρεί πως το Λιμικό είναι παραφθορά υπό των Αλβανοφώνων στο «Ελληνικό» [Φουρίκης 1929, 83, 122].

 

Λιόπεσι

Liopesi [Karte von Attika 1900 XX].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Λιόπεσι Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Λιόπεσι Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 111, 127].

Ο Λάμπρου συνδέει το τοπωνύμιο με το όνομα Λιόπα, ενός φύλαρχου Αλβανού [Λάμπρου 1896, 188].

Αρβανίτες --> Λιόπεσι, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]. Λιόπεσι, αλβανικό χωριό που έχει το όνομα του ιδρυτή του [Γέροντας 1984, 25].

Τοπωνυμικά --> Ο Φουρίκης πιστεύει μεν ότι το τοπωνύμιο είναι αλβανικής προέλευσης, πλην όμως «το lopë και τα εκ τούτου τοπωνύμια ουδεμίαν έχουσι σχέσιν προς το lopë (αγελάς) ή προς το όνομα φυλάρχου Lopa, αλλά σημαίνουσί τι σχετικόν προς τας ιδιότητας του εδάφους και δη των ορέων» [Φουρίκης 1929, 83, 122]. Με το όνομα Λιόπεσι υπάρχουν δύο ακόμα μετονομασμένα αρβανιτοχώρια: η Παιανία Αττικής και η Γοννούσα Σικυωνίων Κορινθίας. Τοπωνύμιο Ljopesi υπάρχει στο Γαύριο Άνδρου [Γιοχάλας 2000, 339].

 

Λιόσια (Λιόση)

Epano Liossia [Karte von Attika 1900 VI].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Λιόσι Χαστιάς. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Λιόσι Φυλής. ΦΕΚ 32/8.12.1845: Παλαιά Λιόσια Αχαρνών [Χουλιαράκης 1973, 111, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Παλαιά Λιόσια Αχαρνών 403. 1889: Παλαιά Λιόσια Αχαρνών 467. 1896: Παλαιά Λιόσια Αχαρνών 428. 1907: Άνω Λιόσια Αχαρνών 788 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Λιόσια, μία ώρα και τριάντα λεπτά από Χασιά, 177 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Λιόσα, μία ώρα και τριάντα λεπτά νοτιοανατολικά της Χασιάς, 33 σπίτια, 166 κάτοικοι. Παράγει δημητριακά και κρασί [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Παλαιά Λιόσια, δύο ώρες των Αθηνών, τριάντα λεπτά του Μενιδίου. Είναι κατάφυτο από διάφορα δέντρα. Κάτοικοι που έφυγαν από εδώ ίδρυσαν τα Νέα Λιόσια [Νουχάκης 1901, 61-62].

Αρβανίτες --> Λιόσι, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]. Ο φύλαρχος Λιόσης ήταν ιδρυτής του χωριού και δερβενοφύλακας [Μπίρης 1960, 90]. Λιώσα (και όχι Λιόσα), αλβανικό χωριό που έχει το όνομα του ιδρυτή του [Γέροντας 1984, 25]. Τη χρήση του «l», αντί του «u» ή του «v», σε ορισμένες λέξεις, σημείωνε ο Σάλταρης στο αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα στα Λιόσια [Σάλταρης 1986, 493]. Προπολεμικά στα Άνω Λιόσια μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Τοπωνυμικά --> Ο Λάμπρου συσχετίζει σωστά το τοπωνύμιο με τον αλβανό φύλαρχο Λιώσα [Λάμπρου 1896, 184]. Ο Φουρίκης διαφωνεί με αυτή την ερμηνεία και σημειώνει: «εξήτασα γέροντα ποιμένα, εκ Μουλκίου, ομιλούντα μόνον την Αλβανικήν και έμαθον ότι Liosh, ενάρθρως ljosh-i λέγεται πάσα ομαλή επί των ορέων θέσις, εν η φύεται άφθονον και κατάλληλον προς βοσκήν χόρτον» [Φουρίκης 1929, 129]. Το επώνυμο Λιόσης και Λιώσης διατηρείται και σήμερα στην Αττική.

 

Μαούνια

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Μαούνια Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Μαούνια Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 111, 127].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Μαούνια, αγροικία [Ραγκαβής 1853 Ι, 297].

Το επώνυμο Μαούνης διατηρείται και σήμερα.

 

Μενίδι (Μενίδη)

Menidi [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Μενίδι Αχαρνών (έδρα). ΦΕΚ 22/18.9.1840: Μενίδι Φυλής. ΦΕΚ 32/8.12.1845: Μενίδι Αχαρνών (έδρα) [Χουλιαράκης 1973, 111, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Μενίδιον Αχαρνών (έδρα) 2.168. 1889: Μενίδιον Αχαρνών (έδρα) 2.550. 1896: Μενίδιον Αχαρνών (έδρα) 2.973. 1907: Μενίδι Αχαρνών (έδρα) 3.546 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Μενίδιον, μία ώρα και τριάντα λεπτά από Χασιά, 1.121 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Μενίδιον, μία ώρα και τριάντα λεπτά νοτιοανατολικά της Χασιάς, 263 σπίτια, 1.058 κάτοικοι. Έχει ένα χρήσιμο ποτάμι, μία γέφυρα, τρία ρυάκια και ένα μεγάλο δάσος. Παράγει δημητριακά και κρασί [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Μενίδιον, δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών. Υπάρχει ταχυδρομικό γραφείο, ελληνικό σχολείο, αστυνομικό τμήμα και ειρηνοδικείο [Νουχάκης 1901, 61].

Περιηγητές --> Το 1675 το Mainidi είναι ένα χωριό σε ένα ελαιώνα, κοντά στην Αθήνα [Spon 1724 II, 146]. Το Menithi είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη της Αττικής, με τριακόσια πενήντα σπίτια [Hobhouse 1817 I, 360]. Το Menidi, δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Οι κάτοικοί του ζουν κόβοντας καυσόξυλα από την Πάρνηθα [Gell 1819, 23]. Το Menidi είναι ένα όμορφο χωριό, κοντά στο οποίο βρίσκονται τρεις τύμβοι [Dodwell 1819 I, 522]. Το Menidhi είναι το μεγαλύτερο χωριό στην Αττική μετά τη Khassia. Αποτελείται κυρίως από μικρά δίπατα σπίτια, περιβάλλεται δε από έναν ελαιώνα και μερικά περιβόλια. Στη βόρεια πλευρά του χωριού υπάρχει πηγή με άφθονο νερό [Leake 1835 II, 417].

Σε επιστολή του πάπα Innocentii III προς τον πρώτο Λατίνο επίσκοπο της Αθήνας Berardo, γραμμένη το 1208, μεταξύ ορισμένων τοπωνυμίων της Αττικής βρίσκουμε και το Menidi [Tafel 1839, 460].

Αρβανίτες --> Μενίδι, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]. Το αρβανίτικο ιδίωμα του Μενιδίου ανήκει στην ίδια γλωσσική ομάδα με τις Κουκουβάουνες, τα Κιούρκα, το Κακοσάλεσι και το Καπανδρίτι [Φουρίκης 1933, 50]. Οι Αρβανίτες του Μενιδίου συσχετίζονται με τους Αρβανίτες στις Κουκουβάουνες [Μπίρης 1960, 234]. Τη χρήση του «l», αντί του «u» ή του «v», σε ορισμένες λέξεις, σημείωνε ο Σάλταρης στο αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα στο Μενίδι [Σάλταρης 1986, 493]. Προπολεμικά στο Μενίδι μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Τοπωνυμικά --> Τοπωνύμιο προερχόμενο κάποιον Μενίδη, ιδρυτή του οικισμού. Με το ίδιο όνομα υπάρχει χωριό στον Αμβρακικό κόλπο. Το επώνυμο Μενίδης διατηρείται και σήμερα στην Αττική.

Μετονομασία --> Απόφαση μετονομασίας: «Απόφασις Υπουργείου Εσωτερικών 14700/16.4.1915 (ΦΕΚ 149/2048.1915). Ο οικισμός και η κοινότης Μενιδίου, μετωνομάσθησαν εις οικισμόν και κοινότητα Αχαρνών (επαρχία Αττικής)» [Χουλιαράκης 1975, 115].

Απόφαση Επιτροπείας Τοπωνυμιών για τη μετονομασία: «Αρ. 29 (24 Σεπτεμβρίου 1914).- Επί του υπ’ αρ. 32552 εγγράφου του υπουργείου της 23ης Αυγούστου.- Επιστρέφεται η υπ’ αρ. 23724 π. έ. αναφορά του νομάρχου Αττικής και Βοιωτίας της 14ης Αυγούστου. Το Μενίδι κατέχει την θέσιν των αρχαίων Αχαρνών, καίτοι δε το σημερινόν όνομα, διατηρούν την μνήμην παλαιάς ηπειρωτικής ίσως οικογενείας, είναι ευφωνότατον, και εις τους επιστήμονας γνωστόν διά τον εν αυτώ θολωτόν μυκηναϊκόν τάφον, τον του Μενιδίου λεγόμενον, η απόφασις ουδέν ήττον του κοινοτικού συμβουλίου, όπως αναλάβη το αρχαίον όνομα είναι ορθή, τοσούτον μάλλον καθ’ όσον μετά την κατάργησιν του δήμου το όνομα εξαλείφεται εκ του επισήμου διοικητικού ονοματολογίου. Όθεν η Επιτροπεία υποβάλλει γνώμην περί εγκρίσεως αυτής » [Πολίτης 1920, 13].

 

Μονή Κλειστών

Kliston [Karte von Attika 1900 XXΙV].

 Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 22/18.9.1840: Μονή Κλειστών Φυλής. ΦΕΚ 32/8.12.1845: Μονή Κλειστών Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Μονή Κλειστού Φυλής 13. 1889: Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου ή Κλειστών Φυλής 12. 1896: Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών Φυλής 10 [Χουλιαράκης 1974, 50, 109, 175].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Μονή Κλειστών, διατηρούμενη [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Μονή Κλειστών, «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», τέσσερις ώρες των Αθηνών, τριάντα πέντε λεπτά του Ασπροπύργου. Το μοναστήρι κτίστηκε το 1240. Βρίσκεται μέσα σε μια απότομη χαράδρα της Πάρνηθας, στα 450 μέτρα. Από εδώ ξεκινά το καταστραμμένο υδραγωγείο της «βασίλισσας Γιαννούλας» [Νουχάκης 1901, 74].

Περιηγητές --> Είκοσι τρία λεπτά από Kasha υψώνεται ένας γκρεμός με μερικά ερείπια τειχών, που αποτελούνται από μικρές πέτρες και κονίαμα, τα οποία προφανώς είναι ηλικίας μόνο μερικών εκατοντάδων ετών. Υπάρχει επίσης εδώ ένα ρέμα. Αυτά τα ερείπια στο βράχο και το ρέμα τα ονομάζουν Janoula, από μία πραγματική ή φανταστική κυρία με αυτό το όνομα, θεωρούν δε πως εδώ ήταν ένα αρχαίο υδραγωγείο. Στη Kasha έχουν πολλές παραδόσεις σχετικά με αυτή την ισχυρή αρχόντισσα, υπάρχει μάλιστα ένα ερειπωμένο σπίτι, που όντας μεγαλύτερο από τα κοινά αγροτόσπιτα, πιστεύουν πως ήταν το παλάτι της [Dodwell 1819 I, 505].

 

Μονομάτι (Μονομάτη)

Monomati [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Μονομάτι Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Μονομάτι Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 111, 127].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Μονομάτι, νοτιοανατολικά της Χασιάς, αγροικία [Ραγκαβής 1853 Ι, 297].

Περιηγητές --> Το χωριό Micro Monommatia βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Icarius [Gell 1819, 49].

Το επώνυμο Μονομάτης διατηρείται και σήμερα.

 

Μπέλιζα

 Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Μπέλιζα Αχαρνών 13 [Χουλιαράκης 1974, 263].

 

Ντράπεζα

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Δράπεζα, έξι ώρες των Αθηνών, πέντε ώρες του Ασπροπύργου. Παραθερίζουν βλαχοποιμένες [Νουχάκης 1901, 74].

 

Σαλονίκη

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Σαλονίκι Αχαρνών 7. 1907: Σαλονίκι Αχαρνών 56 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Σαλονίκη, τρεις ώρες και σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών, μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά του Μενιδίου.

Το επώνυμο Σαλονίκης διατηρείται και σήμερα.

 

Τατόι (Τατόη)

Tatoi [Karte von Attika 1900 XX].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Τατόι Αχαρνών. ΦΕΚ 22/18.9.1840: Τατόι Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 111, 127].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Τατόιον Αχαρνών 130. 1889: Τατόιον Αχαρνών 112. 1896: Τατόιον Αχαρνών 274. 1907: Τατόι ή Δεκέλεια Αχαρνών 197 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Τατόι (Δεκέλεια), βορειοανατολικά της Χασιάς, αγροικία [Ραγκαβής 1853 Ι, 297]. Δεκέλεια ή Τατόιον, τέσσερις ώρες και σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών, δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά του Μενιδίου. Υπάρχει ταχυδρομικό γραφείο και τηλεγραφείο. Ανήκε μέχρι το 1871 στην οικογένεια Σ. Σούτσου, έκτοτε δε περιήλθε στην κυριότητα της βασιλικής οικογένειας, η οποία το χρησιμοποιεί ως θέρετρο. Το δάσος του είναι εξωραϊσμένο, τα δε οικήματα καινούρια και ωραία [Νουχάκης 1901, 61-63].

Περιηγητές --> Στο Tatoe υπάρχει μια πέτρινη βρύση σε ένα δασωμένο λόφο και λίγο πιο πάνω βρίσκονται τα ερείπια ενός αρχαίου τείχους [Hobhouse 1817 I, 361]. Το Tatoi, είναι μία πηγή κοντά σε έναν καταρράκτη, στο πέρασμα για Oropus [Gell 1819, 23]. Υπάρχει μια μικρή ακρόπολη που ονομάζεται Tatoi, η οποία πιθανώς να είναι η αρχαία Deceleia [Dodwell 1819 I, 502].

Αρβανίτες --> Τατόι, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]

Τοπωνυμικά --> Ο Λάμπρου συνδέει το τοπωνύμιο με τον αλβανικό οίκο του Τατόη (αναφορά στο επώνυμο υπάρχει σε έγγραφο του 1552) [Λάμπρου 1896, 188].

 

Φυλής Φρούριο

Phyle [Karte von Attika 1900 XXΙV].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Φυλής Φρούριον, πέντε ώρες των Αθηνών, πέντε ώρες του Ασπροπύργου. Ερείπια αρχαίου φρουρίου πάνω στον ορεινό δρόμο Αθηνών-Θηβών [Νουχάκης 1901, 74].

Περιηγητές --> Το φρούριο Phyle βρίσκεται πάνω σε ένα ψηλό γκρεμό. Τώρα το λένε και Bigla Kastro. Αυτό ήταν ένα από τα αρχαία κάστρα που υπήρχαν στα σύνορα Αττικής-Βοιωτίας [Gell 1819, 52]. Το αρχαίο κάστρο Phyle βρίσκεται ψηλά πάνω το βουνό, μια ώρα και ένα τέταρτο από τη Kasha, στο δρόμο για τη Θήβα. Είναι προσιτό μόνο από τα νότια και τα ανατολικά. Παραμένει άγνωστο πότε κτίστηκε. Το σύγχρονο όνομά του είναι Argiro-Kastro και όχι Biglia Castro όπως κάποιοι υποστηρίζουν [Dodwell 1819 I, 504].

 

Χασιά

Chasia [Karte von Attika 1900 XXΙV].

Πρώιμα διοικητικά --> ΦΕΚ 80/28.12.1836: Χαστιά Χαστιάς (έδρα). ΦΕΚ 22/18.9.1840: Χασιά (Χαστιά) Φυλής (έδρα). ΦΕΚ 32/8.12.1845: Χασιά Φυλής [Χουλιαράκης 1973, 111, 127, 148].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Χασιά Φυλής 609. 1889: Χασιά Φυλής 749. 1896: Χασιά Φυλής 879. 1907: Χασιά Φυλής 1.183 [Χουλιαράκης 1974, 50, 109, 175, 264].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Χασιά, τέσσερις ώρες από την πρωτεύουσα, 587 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Χασιά, τέσσερις ώρες βορειοδυτικά των Αθηνών, 109 σπίτια, 557 κάτοικοι. Έχει ένα χρήσιμο ρυάκι και ένα μεγάλο δάσος. Παράγει δημητριακά, κρασί, λάδι, μέλι. Υπάρχει δημοτικό σχολείο [Ραγκαβής 1853 Ι, 296]. Χασά, τρεις ώρες των Αθηνών, δύο ώρες του Ασπροπύργου. Εδώ βρίσκονται ερείπια των ανακτόρων «της βασίλισσας Γιαννούλας», όπως τα λένε οι ντόπιοι [Νουχάκης 1901, 74-75].

Περιηγητές --> Στη Casha τα σπίτια είναι καλοχτισμένα και από πέτρα [Hobhouse 1817 I, 241]. Η Kastia είναι ένα μεγάλο χωριό με αρκετές εκκλησίες. Εδώ κοντά βρίσκονται κάποιες αρχαιότητες [Gell 1819, 50]. Η Kasha είναι ένα μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την παραγωγή ξυλοκάρβουνων, από τα δάση του βουνού, τα οποία πουλάνε στους Αθηναίους [Dodwell 1819 I, 502].

Σε επιστολή του πάπα Innocentii III προς τον πρώτο Λατίνο επίσκοπο της Αθήνας Berardo, γραμμένη το 1208, μεταξύ ορισμένων τοπωνυμίων της Αττικής βρίσκουμε και το Cassas (πριν το Menidi) [Tafel 1839, 460].

Αρβανίτες --> Χασσιά, κάτοικοι Αλβανοί [Καμπούρογλου 1889, 344]. Σύμφωνα με τα επίσημα απογραφικά στοιχεία του 1879, το 96,3% των κατοίκων του δήμου Φυλής (της Χασιάς και των Καλυβιών) είχαν χαρακτηριστεί ως «μη λαλούντες την ελληνική» [Απογραφή 1879]. Προπολεμικά στη Χασιά οι γέροι μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Μετονομασία --> Απόφαση μετονομασίας: «Απόφασις Υπουργείου Εσωτερικών 34943/28.7.1915 (ΦΕΚ 273/11.8.1915). Ο οικισμός και η κοινότης Χασιάς, μετωνομάσθησαν εις οικισμόν και κοινότητα Φυλής (επαρχία Αττικής)» [Χουλιαράκης 1975, 117].

Απόφαση Επιτροπείας Τοπωνυμιών για τη μετονομασία: «Αρ. 139 (22 Ιουλίου 1915).- Επί του υπ’ αρ. 19867 εγγράφου του υπουργείου της 9ης Μαΐου.- Επιστρέφεται η υπ’ αρ. 6754 π. έ. αναφορά της νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας μετά των συνημμένων αυτή. Η Χασιά της Αττικής απέχει μεν ικανόν διάστημα, περί τας 2 ½ ώρας, του φρουρίου της Φυλής, ης το όνομα έφερεν ο καταργηθείς δήμος, του οποίου ήτο πρωτεύουσα. Αλλά ουδείς συνοικισμός κείται μεταξύ του σημερινού χωρίου και του αρχαίου φρουρίου. Επειδή δε το όνομα Χασιά ως κοινόν και εις άλλους τόπους και τουρκικόν (σημαίνον βασιλικήν ιδιοκτησίαν) αναγκαίον είναι ν’ αντικατασταθή δι’ άλλου, δεν κρίνομεν άτοπον την απόφασιν του κοινοτικού συμβουλίου Χασιάς περί αποδόσεως εις την κοινότητα του ονόματος της Φυλής, αφού μάλιστα τούτο δεν είναι όνομα αρχαίας πόλεως, αλλά φρουρίου και αττικού δήμου, εις ου την περιοχήν κατά πάσαν πιθανότητα περιελαμβάνετο η θέσις ένθα το σημερινόν χωρίον» [Πολίτης 1920, 12].

 

Σημείωση:

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 1879 στους δήμους Αχαρνών (Μενίδιον, Καματερόν, Κουκουβάουνες, Λιόσια Παλαιά, Τατόιον) και Φυλής (Καλύβια, Χασιά, Μονή Κλειστού) υπήρχαν 2.711 και 2.037 «μη λαλούντες την ελληνική», επί συνόλου 3.415 και 2.129 κατοίκων αντίστοιχα.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 1907, στο δήμο Αχαρνών (Μενίδι, Άνω Λιόσια, Ασπρόβρυσι, Βαρυμπόπι, Κουκουβάουναις, Καματερόν, Κουσίζον, Λοιμικόν, Μπέλιζα, Σαλονίκι, Τατόι ή Δεκέλεια) επί συνόλου 5.853 κατοίκων, υπήρχαν 3.577 που μιλούσαν την «ελληνική», 2.272 που μιλούσαν την «αλβανική» και 4 που μιλούσαν άλλη γλώσσα [Απογραφή 1907, 8-9].

 

Spon 1724Voyage d'Italie, de Dalmatie, de Grece, et du Levant, fait aux annees 1675 & 1676, par Jacob Spon et George Wheler, Tome premier & Tome second, Rutgert Alberts, La Haye, 1724 .

Gell 1819The itinerary of Greece; containing one hundred routes in Attica, Boeotia, Phocis, Locris, and Thessaly. By Sir William Gell member of the Royal Academy of Berlin, and of the Society of Delittanti, London, Printed for Rodwell and Martin, New Bond Street, 1819.

Hobhouse 1817: A Journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 anh 1810, by J. C. Hobhouse, Philadeplhia 1817.

Dodwell 1819: A classical and topografhical tour through Greece, by Edward Dodwell, London 1819.

Pouqueville 1827Voyage De La Grèce, par F. C. H. L. Pouqueville, consul général de France auprès d'Ali pacha de Janina, membre de l'Académie des inscriptions et Belles Lettres de l'Institut de France; avec cartes, vues et figures: deuxième édition, revue, corrigée et augmentée, tome cinquième, Paris, Chez Firmin Didot Père et Fils, Libraires, Rue Jacob No 24, MDCCCXXVII.

ΦΕΚ 80 / 28.12.1836ΦΕΚ 22 / 18.12.1840 και Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδας 1821-1971, υπό Μιχαήλ Χουλιαράκη, τόμος πρώτος - μέρος Ι, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Αθήναι 1974.

Leake 1835Travels in Northern Greece, by William Martin Leake, F.R.S. & c. in four volumes, London J. Rodwell, New Bond Street, 1835.

Tafel 1839De Thessalonica eiusque agro dissertatio geographica, Scripsit Theophilus Lucas Frid. Tafel, Berolini, Apud Georgium Andream Reimerum, 1839.

Leake 1841: The topography of Athens and the Demi - Vol. I The topography of Athens Vol. II The Demi of Attica. Second edition, by William Martin Leake, member of the Society of Delittanti, honorary member of the Royal Academy of Berlin, corresponding member of the Royal Institute of Paris. London, printed for the Author, & Sold by J. Rodwell, New Bond Street, 1841.

Σταματάκης 1846Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος, περιέχων τα ονόματα, τας αποστάσεις και τον πληθυσμόν των Δήμων, Πόλεων Κωμοπόλεων και Χωρίων. Ερανισθείς εκ διαφόρων επισήμων εγγράφων της Β. Κυβερνήσεως και εκδοθείς υπό Ι. Δ. Σταματάκη, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Γ. Βλασσαρίδου, 1846.

Ραγκαβής 1853Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος, συνταχθείσα υπό Ιάκωβου Ρ. Ραγκαβή εις τρεις τόμους, ων ο Α' διαλαμβάνει την Στερεάν, Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα, ο Β' την Πελοπόννησον και ο Γ' τας νήσους τας τε ελευθέρας και μη, και τον πίνακα, και εκδοθείσα υπό Κωνσταντίνου Αντωνιάδου, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, κατά την οδόν Ερμού αριθ. 214, 1853-1854.

Σουρμελής 1854Αττικά ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως, υπό Διονύσιου Σουρμελή, έκδοσις πρώτη, εν Αθήναις, τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, 1854.

Καμπούρογλου 1889Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών, δημοσιευμένα υπό Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, τόμος πρώτος, εν Αθήναις, τη αρωγή του Δήμου Αθηναίων, εκ του τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, οδός Οφθαλμιατρείου αριθ. 3, 1889.

Νουχάκης 1890Νέος χωρογραφικός πίναξ, συνταχθείς και εκδοθείς εγκρίσει του Υπουργείου των Στρατιωτικών, υπό Ιωάννου Εμ. Νουχάκη αξιωματικού του Πεζικού, έκδοσις δευτέρα μετά προσθήκης ενός μέρους εισέτι και βελτιώσεως μετά προσθηκών του δευτέρου μέρους, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, οδός οφθαλμιατρείου αριθ. 8, 1890.

Karte von Attika 1900Karte von Attika 1900 nach den auf Veranlassung des Kaiserlich Deutschen Archäologischen Instituts und mit Unterstützung des k. preussischen Ministeriums der geistlichen, Unterrichts- und Medicinal-Angelegenheiten aufgenommen durch Offiziere und Beamte des Königlich Preuss. Generalstabes aufgenommenen und von E. Curtius und J. A. Kaupert herausgegebenen Karte von Attika 1900 / im Auftr. Des Archäologischen Instituts hrsg. von J. A. Kaupert. - 1:100 000. - Berlin : Reimer. - 1900.

Λάμπρου 1896: Σπυρίδων Λάμπρου, Η ονοματολογία της Αττικής και εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών, περιοδικό Παρνασσός Α’ (1896).

Νουχάκης 1901Ελληνική χωρογραφία, Γεωγραφία Ιστορία Στατιστική πληθυσμού και αποστάσεων, συνταχθείσα και εκδοθείσα εγκρίσει της Α. Β. Υ. του Διαδόχου Γενικού Διοικητού του Στρατού, του Υπουργείου των Στρατιωτικών, αναγνωρισθείσα δε παρά του Υπουργείου των Εσωτερικών, υπό Ιωάννου Εμμ. Νουχάκη λοχαγού του Πεζικού, εκδότης Σπυρίδων Κουσουλίνος, εν Αθήναις, παρά τω εκδότη Σπ. Κουσουλίνω, τυπογραφείον-βιβλιοπωλείον παρά τω ναώ των Αγίων Θεοδώρων, 1901.

Καμπούρογλου 1920: Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Τοπωνυμικά παράδοξα, Αθήναι, εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Σταδίου 44, 1920.

Πολίτης 1920: Επιτροπεία των Τοπωνυμίων της Ελλάδος, Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών και κοινοτήτων, εκδιδομέναι αποφάσει του υπουργείου των Εσωτερικών, υπό Ν. Γ. Πολίτου προέδρου της επιτροπείας, εν Αθήναις , εκ του τυπογραφείου Δημητρίου Μ. Δελή, οδός Μιλτιάδου αριθ. 1, 1920.

Σαρρής 1928: Ιωάννη Σαρρή, Τα τοπωνύμια της Αττικής, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 40 (1928).

Φουρίκης 1929: Πέτρου Φουρίκη, Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 41 (1929).

Φουρίκης 1930: Πέτρου Φουρίκη, Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 42 (1930).

Οδηγός 1930: Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, Οδηγός Αττικής, εν Αθήναις, τύποις «Πυρσού» Α.Ε., 1930.

Φουρίκης 1932: Πέτρου Φουρίκη, Η εν Αττική ελληνοαλβανική διάλεκτος, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 44 (1932).

Φουρίκης 1933: Πέτρου Φουρίκη, Η εν Αττική ελληνοαλβανική διάλεκτος, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 45 (1933).

Μπίρης 1960: Κώστα Η. Μπίρη, Αρβανίτες οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού, Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, Αθήναι 1960.

Χουλιαράκης 1973: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Α', μέρος Ι, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1973.

Χουλιαράκης 1974: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Α', μέρος ΙΙ, πραγματικός πληθυσμός των απογραφών 1848-1911, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1974.

Χουλιαράκης 1975: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος B', ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1975.

Χουλιαράκης 1976: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Γ', ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1976.

Γέροντας 1984: Αλεξάνδρου Ηρ. Γέροντα, Οι Αρβανίτες της Αττικής, Αθήναι 1984.

Σάλταρης 1986: Νίκου Ιω. Σάλταρη, Η ζωή των Αρβανιτών, εκδόσεις Γ. Γέρου, Αθήνα, 1986.

Τσίγκος 1991: Αθανασίου Σιδ. Τσίγκου, Κείμενα για τους Αρβανίτες, πρόλογος Αχ. Γ. Λαζάρου, Αθήνα 1991 (τα κείμενα γράφτηκαν προπολεμικά).

Γιοχάλας 2000: Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος - Αρβανίτες και Αρβανίτικα, εκδόσεις Πατάκη 2000.

Γιοχάλας 2002: Τίτος Π. Γιοχάλας, Εύβοια - Τα Αρβανίτικα, εκδόσεις Πατάκη 2002.

 

 

Πληθυσμιακά – τοπογραφικά της περιοχής Αθηνών (1819-1907)

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2008

Αθήνα

Athen [Karte von Attika 1900 ΙV].

Πρώιμα διοικητικά --> Αθήναι, έδρα του δήμου Αθηναίων της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836] και [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Αθήναι, έδρα του δήμου Αθηνών της επαρχία Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Αθήναι Αθηναίων (έδρα) 63.374. 1889: Αθήναι Αθηναίων (έδρα) 107.251. 1896: Αθήναι Αθηναίων (έδρα) 111.258. 1907: Αθήναι Αθηναίων (έδρα) 167.479 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αθήναι, έδρα του δήμου Αθηνών και πρωτεύουσα του Βασιλείου, κάτοικοι 25.109 [Σταματάκης 1846, 1]. Αθήναι, πρωτεύουσα του κράτους, σπίτια 5.200, κάτοικοι 24.754 [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Αθήναι, έδρα του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου από το Σεπτέμβριο του 1834 [Νουχάκης 1901, 38, 50].

 

Περιηγητές --> Ο Hobhouse γράφει πως αριθμός των σπιτιών της είναι περίπου 1.200 με 1.300. Από αυτά, περίπου τετρακόσια κατοικούνται από Τούρκους, τριακόσια από Αλβανούς και τα υπόλοιπα από Έλληνες [Hobhouse 1817 I, 245]. Ο Pouqueville σημειώνει πως ο πληθυσμός της αποτελείται από τέσσερις χιλιάδες χριστιανούς Αλβανούς (Schypetars), τρεις χιλιάδες Έλληνες και άλλους τόσους Τούρκους [Pouqueville 1827 IV, 89].

Σχετικά με τη σύνθεση του πληθυσμού της, την περίοδο της οθωμανικής διοίκησης, διαβάζουμε πως «από του Σερπετζέ εφ’ όλης της ΝΑ κλιτύος των προπόδων της Ακροπόλεως προς την Αρβανίτικην Πόρταν κατώκουν οι Αρβανίταις, από το Αλήκοκκο και κάτωθεν του Μαχαλά των αράπηδων προς το Θησείον κατώκουν οι Τούρκοι, πέριξ αυτών την εξωτάτην ζώνην κατώκουν οι γνήσιοι Αθηναίοι» [Καμπούρογλου 1889, 312].

Αρβανίτες --> Αθήναι, κάτοικοι 154.863 [Απογραφή 1907, 363]. Οι Αρβανίτες της Αθήνας, γνωστοί και ως Γκαγκαραίοι, έμεναν στην περιοχή της Πλάκας [Μπίρης 1960, 229-230].

 

Αγία Ελεούσα

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Αγία Ελεούσα Αθηναίων 113 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Ενώθηκε διοικητικά με την Καλλιθέα (ΦΕΚ 48/1925).

Τοπωνυμικά --> Η περιοχή πήρε το όνομα από την εκκλησία που υπάρχει εκεί.

 

Αγία Τριάς (Τρίμη)

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αγία Τριάς (Τρίμη) του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα των Αθηνών, έχει λίγα σπίτια [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Αγία Τριάς Τρίμη Αθηναίων 15 [Χουλιαράκης 1974, 108].

Τοπωνυμικά --> Η περιοχή πήρε το όνομα από την εκκλησία που υπάρχει εκεί. Βρίσκεται στην περιοχή του Ελαιώνα (Αγίας Άννας και Ορφέως). Το όνομα Τρίμης είναι αρβανίτικο και σημαίνει το θαρραλέο.

 

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος

Ioannis Theologos [Karte von Attika 1900 ΙV].

Πρώιμα διοικητικά --> Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Μονή (διαλελυμένη), υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχία Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, μετόχι της Μονής Πεντέλης [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Άγιος Ιωάννης Θεολόγος Αθηναίων 12 [Χουλιαράκης 1974,174].

 

Άγιος Ιωάννης ο Κυνηγός

Ioannis Kynigos [Karte von Attika 1900 V].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Άγιος Ιωάννης ο Κυνηγός, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, εξοχικό ερημοκκλήσι [Νουχάκης 1901, 38].

Περιηγητές --> Ο Gell αναφέρει πως το μοναστήρι του St. John Kynaegos βρίσκεται στον Υμηττό [Gell 1819, 74].

Τοπωνυμικά --> Ο Άγιος Ιωάννης ο Κυνηγός ήταν ένα έρημο, παλαιό βυζαντινό μοναστήρι σε ύψος 330 μέτρων. Το όνομά του το πήρε από τον κτήτορα Λουκά Κυνηγό. Λέγεται και Μονή Φιλοσόφου, από το όνομα ενός άλλου μοναχού της οικογένειας των Φιλοσόφων [Οδηγός 1930, 15-16].

 

Άγιος Κοσμάς

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Άγιος Κοσμάς Αθηναίων 20 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Άγιος Κοσμάς, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, υπάρχει εκκλησία, καλοκαιρινή διαμονή [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Άγος Κοσμάς Αθηναίων 3. 1907: Άγιος Κοσμάς Αθηναίων 20 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Περιηγητές --> Ο Gell είδε από μακρυά τον Agio Cosma [Gell 1819, 90].

Ο Άγιος Κοσμάς ενώθηκε διοικητικά με το Μπραχάμι (ΦΕΚ 48/1925).

 Τοπωνυμικά --> Ο Άγιος Κοσμάς βρίσκεται 11,3 χιλιόμετρα μακρυά από την Αθήνα, στο δρόμο για τη Βουλιαγμένη. Είναι ένα ακρωτήριο, στο οποίο υπάρχει μία ομώνυμη μικρή εκκλησία [Οδηγός 1930, 114].

 

Άγιος Μελέτιος

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Άγιος Μελέτιος, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση τριάντα λεπτά των Αθηνών, εξοχικό μέρος [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Άγιος Μελέτιος Αθηναίων 169. 1907: _ Αθηναίων _ [Χουλιαράκης 1974, 174].

Περιηγητές --> Ο Gell βρίσκει το ξωκλήσι Agios Meletios, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από τα Sepolia στα Padischa ή Patissia [Gell 1819, 48]. Ο Pouqueville είδε στη θέση Saint-Meletius ένα ξωκλήσι [Pouqueville 1827 IV, 105].

 

Άγιος Σάββας

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Άγιας Σάβας, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση τριάντα λεπτά των Αθηνών, εξοχικό μέρος και συνοικία [Νουχάκης 1901, 38].

Περιηγητές --> O Gell πηγαίνοντας από την Αθήνα στην Ελευσίνα, συνάντησε στο δρόμο του την εκκλησία Agia Saba [Gell 1819, 30].

Η εκκλησία του Αγίου Σάββα βρίσκεται μετά τον Κηφισό ποταμό και είναι κτισμένη πάνω στη θέση του αρχαίου ναού της Δήμητρας [Οδηγός 1930, 90].

Ο οικισμός Άγιος Σάββας του δήμου Αθηναίων μετονομάστηκε το 1932 Νέαι Κυδωνίαι [ΦΕΚ 36/10.2.1932].

 

Αδάμη

 Adames [Karte von Attika 1900 V].

 Πρώιμα διοικητικά --> Αδάμη, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αδάμες, νοτιοδυτικά του Μαρουσίου, θέση λίγο κατοικημένη [Ραγκαβής Ι 1853, 296]. Αδάμαις, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες και πενήντα λεπτά των Αθηνών, υπάρχουν λίγα σπίτια [Νουχάκης 1901, 38].

 Τοπωνυμικά --> Ο Φουρίκης υποστηρίζει πως η θέση πήρε το όνομά της από το αλβανικό dame που σημαίνει καλύβες [Φουρίκης 1930, 112]. Τα επώνυμα Αδάμης και Αδάμος υπάρχουν στην Αττική.

 

Αμπελόκηποι

Ambelokipi [Karte von Attika 1900 IV].

Πρώιμα διοικητικά --> Αμπελόκηποι, υπάγονται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Αμπελόκηπος, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αμπελόκηποι, αγροικία βορειοανατολικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Αγγελόκηποι ή Αμπελόκηποι, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση τριάντα έξι λεπτά των Αθηνών, στρατώνες του πεζικού και συνοικία [Νουχάκης 1901, 38, 51].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Αμπελόκηποι Αθηναίων 165. 1896: Αμπελόκηποι Αθηναίων 636 [Χουλιαράκης 1974, 50, 174].

Περιηγητές --> Ο Spon, αναφέρει τους Ambelòkipous το έτος 1675, ως χωριό κοντά στην Αθήνα, στο δρόμο για την Πεντέλη [Spon 1724 II, 146]. Σύμφωνα με τον Hobhouse το χωριό Perivole ή Angele-Kipos κρύβεται μέσα σε ευχάριστα άλση από ελιές και κυπαρίσσια, καθώς επίσης περιβόλια από πορτοκαλιές, λεμονιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα [Hobhouse 1817 I, 323]. Ο Gell γράφει για τα εξοχικά σπίτια, τους πύργους και τα περιβόλια του Angelo-kepos ή Ampelo-kepos και μια εκκλησία με δεξαμενή, που βρίσκεται ανάμεσά τους [Gell 1819, 69, 71]. Ο Leake σημειώνει για τον Ampelòkipo, πως είναι χωριό με κήπους και ελαιώνες [Leake 1835 ΙΙ, 427] και [Leake 1841 II, 31].

 

Ανάλατος

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Ανάλατος Αθηναίων 6. 1907: Ανάλατος Αθηναίων 13 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Μετονομασία --> Ο οικισμός Ανάλατος μετονομάστηκε σε Νέα Σμύρνη.

 

Αρακλί

Arakli [Karte von Attika 1900 V].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Ηράκλειον Αθηναίων 172 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Πρώιμα διοικητικά --> Ηρακλής, υπάγεται στο δήμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Ηρακλής, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Ηράκλειον, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Ηράκλειον (κοινώς Αρακλί), βορειοανατολικά των Αθηνών, στο δημόσιο δρόμο για το Χαλάνδρι. Έχει 15 σπίτια και 71 κατοίκους. Το χωριό είναι νεόκτιστο και κατοικείται από Βαυαρούς. Όλα τα σπίτια είναι πέτρινα και κτισμένα με το γερμανικό τρόπο. Έχουν τριγύρω κήπους, αγρούς και αμπέλια και είναι όλα καλλιεργημένα [Ραγκαβής Ι 1853, 295-296]. Ηράκλειον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών, οικισμός Βαυαρών από το έτος 1840, υπάρχει ταχυδρομικό γραφείο και στάση σιδηροδρόμου [Νουχάκης 1901, 38, 52].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Ηράκλειον Αθηναίων 105. 1889: Ηράκλειον Αθηναίων 89. 1896: Ηράκλειον Αθηναίων 100. 1907: Ηράκλειον Αθηναίων 172 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Περιηγητές --> Σύγχρονο χωριό χαρακτηρίζει ο Leake το Arakli [Leake 1841, 42].

 

Αστερίου Μονή

Πρώιμα διοικητικά --> Αστέρου Μονή (διαλελυμένη), υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αστέρου, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες και τριάντα λεπτά των Αθηνών, μετόχι της Μονής Πετράκη [Νουχάκης 1901, 38].

Η Μονή Αστερίου είναι μια παλιά μονή που βρίσκεται στον Υμηττό (Τρελός), σε ύψος 545 μέτρα [Οδηγός 1930, 125].

Τοπωνυμικά --> Ο Σαρρής συνδέει το τοπωνύμιο με το επώνυμο ενός μοναχού Αστερίου [Σαρρής 1928, 155]. Το επώνυμο Αστερίου υπάρχει στην Αττική.

 

Άστριφος

Άστριφος λέγεται μια περιοχή κοντά στον Κεραμεικό [Σουρμελής 1854, 136].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Άστροφοι, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Άστροφος Αθηναίων 98 [Χουλιαράκης 1974, 174].

 

Ασωμάτων ή Πετράκη Μονή

Kloster ton Asomaton [Karte von Attika 1900 IV].

Πρώιμα διοικητικά --> Μονή Ταξιαρχών, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Ασωμάτων Μονή, διαλυμένη, του δήμου Αθηνών της επαρχίας Αττικής, βρίσκεται ανατολικά της πρωτεύουσας, στην παλιά οδό για το Μαρούσι. [Ραγκαβής 1853].

Πετράκη ή Ταξιαρχών Μονήτου δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση είκοσι λεπτά των Αθηνών, κοντά στους στρατώνες πεζικού [Νουχάκης 1890, 55] και [Νουχάκης 1901, 39].

Περιηγητές --> Ο Hobhouse γράφει πως το μοναστήρι του Agios Asomatos είναι αφιερωμένο στον St. Michael [Hobhouse 1817 I, 323]Ο Gell σημειώνει την ύπαρξη του μοναστηριού Agios Asomatos στο δρόμο από Angelo-kepos για Αθήνα. Ο ίδιος σε άλλο σημείο του βιβλίου του γράφει για το μετόχι ή αγρόκτημα του Asomatos [Gell 1819, 69, 102].

Τοπωνυμικά --> Λέγεται και Μονή Πετράκη, από το όνομα ενός Πετράκη εκ Καλαβρύτων, ιδιοκτήτη της περιοχής [Σουρμελής 1854, 121]. Το επώνυμο Πετράκης υπάρχει στην Αττική.

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Μονή Πετράκη Αθηναίων 42. 1889: Μονή Ασωμάτων ή Πετράκη Αθηναίων 27 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108].

 

Βουθούλα

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Βουθούλκα, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Βουθούλα Αθηναίων 111 [Χουλιαράκης 1974, 174].

 

Γαλάτσι (Γαλάτση)

Galati [Karte von Attika 1900 V].

Γαλάτσιον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα των Αθηνών, εξοχικό σπίτι και εκκλησία [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Γαλάτσι Αθηναίων 233. 1907: Γαλάτσι Αθηναίων 279 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το τοπωνύμιο Γαλάτσι προέρχεται από επώνυμο οικογένειας [Σαρρής 1928, 154]. Το επώνυμο Γαλάτσης υπάρχει στην Αττική.

 

Γέρακα

Jeraka [Karte von Attika 1900 V].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Γέρακας, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες και τριάντα λεπτά των Αθηνών, μετόχι της μονής Πεντέλης [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Γέρακας Αθηναίων 22. 1907: Γέρακας Αθηναίων 29 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από το βυζαντινό λογοθέτη και έξαρχο του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Ιέρακα, που αγόρασε την περιοχή το 1550 [Οδηγός 1930, 39]. Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Γέρακας υπάρχει στην Αττική.

 

Γουδί (Γουδή)

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Γουδί, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα των Αθηνών, θέση γυμνασίων και σκοποβολής του στρατού [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Γουδί Αθηναίων 101 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Τοπωνυμικά --> Το τοπωνύμιο Γουδί (αντί του Γουδή) προέρχεται από επώνυμο οικογένειας [Σαρρής 1928, 154]. Το επώνυμο Γουδής υπάρχει στην Αττική.

 

Γλυκόβρυση

Lykovrysis [Karte von Attika 1900 V].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Γλυκόβρυσις, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Γλυκόβρυσι Αθηναίων 54. 1907: Γλυκόβρυσις Αθηναίων 42 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

 

Δαφνί (Δαφνή)

Dafni [Karte von Attika 1900 VI].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Δαφνίον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες και δέκα λεπτά των Αθηνών, υπάρχει συνοικία και διαλυμένη μονή [Νουχάκης 1901, 38].

Περιηγητές --> Το Daphne παρατηρεί ο Hobhouse, έχοντας απ’ έξω ένα τοίχο είκοσι πόδια ψηλό, μοιάζει περισσότερο με οχυρωμένο τόπο παρά με μοναστήρι [Hobhouse 1817 I, 307]. Ο Gell χαρακτηρίζει το μοναστήρι Daphne ένα από τα αρχαιότερα εκκλησιαστικά μέρη της Αττικής. Στην πύλη του βρίσκει ένα πηγάδι με εξαιρετικό νερό [Gell 1819, 32].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Δαφνίον Αθηναίων 33. 1896: Δαφνί Αθηναίων 57. 1907: Δαφνί Αθηναίων 495 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Ο οικισμός Δαφνί ενώθηκε διοικητικά με το Χαϊδάρι (ΦΕΚ 179/1935).

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Δαφνής υπάρχει στην Αττική.

 

Δερβισαγού

Πρώιμα διοικητικά --> Δερβισαγού, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Περιηγητές --> Σύμφωνα με το Gell το Dervishagou ήταν ένα χωριό πέρα από το ποτάμι, στο δρόμο από Αθήνα για Deceleia [Gell 1819, 105]. Τα ίδια περίπου γράφει και ο Leake για το Dervish Agù, πως δηλαδή ήταν ένα μικρό χωριό κοντά στο ποτάμι [Leake 1835 ΙΙ, 417].

Τοπωνυμικά --> Το τοπωνύμιο δηλώνει ιδιοκτησία κάποιου Ντερβίς Αγά.

 

Δρομοκαΐτειον

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Δρομοκαΐτειον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και πενήντα λεπτά των Αθηνών. Είναι φρενοκομείο [Νουχάκης 1901, 38, 52].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Δρομοκαΐτιον Αθηναίων 185 [Χουλιαράκης 1974, 174].

Τοπωνυμικά --> Το φρενοκομείο ιδρύθηκε από τον Χίο Δρομοκαΐτη [Οδηγός 1930, 92].

 

Δραγουμάνου

Πρώιμα διοικητικά --> Δραγουμάνος, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

 Στατιστικά – χωρογραφικά --> Δραγομάνον, αγροικία βορειοδυτικά των Αθηνών, ιδιοκτησία της βασίλισσας [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Δραγουμάνον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 38].

Περιηγητές --> Χωριό σε περιοχή με πεύκα, σημειώνει ο Gell πως είναι το Tragomano [Gell 1819, 49]. Χωριό χαρακτηρίζει επίσης και ο Pouqueville το Drogomano [Pouqueville 1827 IV, 105].

Τοπωνυμικά --> Το τοπωνύμιο δηλώνει ιδιοκτησία ενός Δραγουμάνου. Το επώνυμο Δραγουμάνος υπάρχει στην Αττική.

Μετονομασία --> Το χωριό μετονομάστηκε αργότερα Κάτω Λιόσια, στη συνέχεια Νέα Λιόσια και τελικά Ίλιον.

Αρβανίτες --> Αρβανίτες από τα Λιόσια ήταν οι κάτοικοι του Δραγουμάνου. [Μπίρης 1960, 308].

 

Ιερά Οδός

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Ιερά Οδός Αθηναίων 29. 1896: Ιερά Οδός Αθηναίων 10. 1907: Ιερά Οδός Αθηναίων 20 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

 

Καισαριανής Μονή

Kaesariani [Karte von Attika 1900 IV].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καισαριανής Μονή, διατηρημένη, νοτιοανατολικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 295]. Καισαριανή, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και είκοσι λεπτά των Αθηνών, διαλυμένη μονή, κατοικούν ποιμένες [Νουχάκης 1901, 38].

Περιηγητές --> Στο μοναστήρι του St. Cyriani, ο Hobhouse δεν βρίσκει τίποτα αξιόλογο, εκτός από τέσσερις μαρμάρινες κολώνες που στηρίζουν τον τρούλο της εκκλησίας [Hobhouse 1817 I, 321]. O Gell αναφερόμενος στο μοναστήρι Syriani, σημειώνει την εκεί ύπαρξη μιας όμορφης κρήνης, όπου το νερό βγαίνει από ένα μαρμάρινο κεφάλι κριαριού [Gell 1819, 94]. Ο Dodwell μάλιστα γράφει πως οι Τούρκοι ονομάζουν το μοναστήρι του Sirgiani και Cos-Bashiεξ αιτίας αυτής της μαρμάρινης βρύσης [Dodwell 1819 I, 486]. Ας σημειωθεί πως στα τούρκικα koç λέγεται το κριάρι και baş το κεφάλι. Ο Pouqueville κάνει απλή αναφορά στο Syrgiani Μonastère [Pouqueville 1827 IV, 104].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Καισαριανή Αθηναίων 23. 1907: Καισαριανή Αθηναίων 8 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Το μοναστήρι κτίστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα πάνω σε αρχαίο ναό. Η υπάρχουσα εκκλησία είναι του 11ου αιώνα [Οδηγός 1930, 124].

 

Καλλιθέα

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καλλιθέα, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών, συνοικισμός και στάση τροχιοδρόμου [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Καλλιθέα Αθηναίων 139. 1907: Καλλιθέα Αθηναίων 1.270 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

 

Καλιφτάκη

Kaleftaki [Karte von Attika 1900 V].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καλιφτάκη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση τρεις ώρες των Αθηνών, εξοχικό μέρος [Νουχάκης 1901, 38].

Τοπωνυμικά --> Το όνομα Καλιφτάκη, που έχει η περιοχή με αγροικίες παρά τον Κηφισό ποταμό, προέρχεται από όνομα οικογένειας [Σαρρής 1928, 154].

 

Καλογρέζα

Kalogresa [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Καλογριάς, υπάγεται στο δήμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Καλογρέζα (Καλογριάς), υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καλογρέζα, στην κοιλάδα νοτιοδυτικά του Μαρουσίου, θέση λίγο κατοικημένη [Ραγκαβής Ι 1853, 296]. Καλογραίζα, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, μικρό χωριό ιδιόκτητο [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Καλογρέζα Αθηναίων 18. 1907: Καλογρέζα Αθηναίων 16 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Η θέση ονομάστηκε Καλογρέζα από το αρβανίτικο kalogrezë (και έναρθρα kalogreza), που σημαίνει καλογριούλα, και ορίζει το μέρος που έζησε και θάφτηκε η Φιλοθέη, η από την εκκλησία θεωρούμενη Οσία [Φουρίκης 1929, 109].

 

Καράς

Kara [Karte von Attika 1900 IV].

Πρώιμα διοικητικά --> Καράς, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Καράς: υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καράς, αγροικία νοτιοανατολικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Καράς, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, μικρό χωριό [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Καράς Αθηναίων 94. 1896: Καρράς Αθηναίων 75. 1907: Καράς Αθηναίων 65 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Ο συνοικισμός Καράς της Ηλιούπολης, αποτελεί τούρκικο τοπωνύμιο οικογενειακής προέλευσης [Σαρρής 1928, 156]. Το επώνυμο Καράς υπάρχει στην Αττική.

 

Καρέα

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Καρέα, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά από την πρωτεύουσα, ακατοίκητο μέρος, ύπαρξη ναού [Νουχάκης 1890, 54].

Περιηγητές --> Ο Gell σημειώνει πως στις Karies του Υμηττού υπάρχει μοναστήρι. Το μέρος ήταν γνωστό για την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας μελιού [Gell 1819, 91]. Κοντά στο μοναστήρι του Kareas, σύμφωνα με τον Dodwell, υπάρχει ένα αρχαίο λατομείο μαρμάρου. Στο μοναστήρι αυτό και σε εκείνο του Sirgiani, παράγεται το καλύτερο μέλι [Dodwell 1819 I, 479-480].

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Καρέας υπάρχει στην Αττική.

 

Κατσιπόδι (Κατσιπόδη)

Kutzopodi [Karte von Attika 1900 IV].

Πρώιμα διοικητικά --> Κατσιποδού, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κατσιποδού, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών, αποθήκες σανού και σπίτια [Νουχάκης 1901, 38].

Ο οικισμός Κατσιπόδι ενώθηκε διοικητικά με το Μπραχάμι (ΦΕΚ 48/1925).

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Κατσιπόδης υπάρχει στην Αττική.

 

Κερατσίνι

Πρώιμα διοικητικά --> Κερατζίνι υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κερατσίνι του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, αγροικία κοντά στην πρωτεύουσα [Νουχάκης 1890, 294].

Περιηγητές --> Ο Leake γράφει πως το Keratzìni ήταν ένα αγρόκτημα [Leake 1829 Ι, Part ΙΙ, 131].

 

Κερίτσι

Πρώιμα διοικητικά --> Κερίτσι, υπάγεται στο δήμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Κερίτσι, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

 

Κηφισιά

Kephisia [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Κηφισσιά, υπάγεται στο δήμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Κηφισσιά, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Κηφισιά, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κηφισσία, του δήμου Αθηνών της επαρχία Αττικής. Απόσταση δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά από την πρωτεύουσα, κάτοικοι 312 [Σταματάκης 1846, 1]. Κηφισσία, δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά βορειοανατολικά της πρωτεύουσας, σπίτια 98, κάτοικοι 510 [Ραγκαβής Ι 1853, 295]. Κηφισία, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες και τριάντα λεπτά των Αθηνών, υπάρχει ταχυδρομείο και τηλεγραφείο [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Κηφησία Αθηναίων 652. 1889: Κηφισία Αθηναίων 938. 1896: Κηφισία Αθηναίων 1.539. 1907: Κηφισία Αθηναίων 2.116 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Περιηγητές --> Σύμφωνα με τον Spon, η Gifissià (Cephissia) ήταν το 1675 ένα χωριό, στο δρόμο για το Μαραθώνα [Spon 1724 II, 145]. Στο χάρτη του Thomson αναγράφεται ως Kephisia [Χάρτης Thomson 1815]. Η Cevrishia ήταν για τον Hobhouse ο αγαπημένος τόπος των Τούρκων της Αθήνας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Είχε διακόσια σπίτια και τζαμί. Στην πλατεία υπήρχαν δύο πηγές και ένας μεγάλο πλάτανος, κάτω από τον οποίο βρισκόταν ένα μεγάλο τετράγωνο πέτρινο τραπέζι, όπου τριγύρω του μαζεύονταν οι Τούρκοι και κάπνιζαν (η αγαπημένη τους συνήθεια) [Hobhouse 1817 I, 357]. Στην Cephissia, παρατηρεί ο Dodwell βρίσκονταν οι δύο πηγές του ποταμού Cephissos. Η μία ήταν κοντά στο χωριό, στην εκκλησία του Agios Soteros. Πρόκειται για μια βρύση με άφθονο νερό. Η δεύτερη βρύση ήταν μέσα στο χωριό [Dodwell 1819 I, 476]. Και στο Gell κάνουν εντύπωση αυτές οι δυό όμορφες βρύσες που υπήρχαν στην Cephisia ή Kephisia. Η μία βρισκόταν στο χωριό, κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο και η άλλη ήταν δίπλα στην εκκλησία του Agios Soteros [Gell 1819, 72]. Κατά τον Leake, την Kifisia ο λαός την έλεγε Kifisha ή Tjifisha. Υπήρχαν εδώ αρκετοί μεγάλοι πύργοι με καλούς κήπους και ένα τζαμί. Υπήρχε επίσης μια πηγή και ένα όμορφος πλάτανος. Το σπάνιο πλεονέκτημα για την Αττική, του άφθονου τρεχούμενου νερού κατακαλόκαιρο, είχε κάνει αυτό το μέρος αγαπημένο τόπο διανομής των Τούρκων της Αθήνας. Τα περισσότερα σπίτια ήταν την εποχή που πέρασε ο Leake άδεια. Οι κάτοικοι δούλευαν στους ελαιώνες, στα αμπέλια και στα σπαρτά. Οι γυναίκες, που ανησυχούσαν στη θέα του οπλισμένου αλβανού υπηρέτη του Leake, κλείδωναν τα σπίτια τους και κρύβονταν [Leake 1835 II, 428].

Τοπωνυμικά --> Σε παλιά έγγραφα το χωριό αναγραφόταν ως Τσηβισά. Οι Έλληνες της Αθήνας την έλεγαν Κηβισά, οι δε Αρβανίτες κάτοικοί της την αποκαλούσαν Kifise ή Kivise (και έναρθρα Kifisea ή Kivisea) [Φουρίκης 1929, 88].

Αρβανίτες --> Ο εξελληνισμός των Αρβανιτών της Κηφισιάς ολοκληρώθηκε προπολεμικά [Φουρίκης 1932, 31]. Οι Αρβανίτες της Κηφισιάς έλεγαν «neke», αντί για «nuk» (δεν) [Σάλταρης 1986, 505].

 

Κολωνός

Kolonos [Karte von Attika 1900 I].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κολωνός, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση είκοσι λεπτά των Αθηνών, 952 κάτοικοι, συνοικία της πρωτεύουσας [Νουχάκης 1901, 38].

 

Κολοκυθού

Kolokythu [Karte von Attika 1900 I].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κολοκυθού, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα λεπτά των Αθηνών, δίπλα στον Κηφισό ποταμό, λαχανόκηποι της πρωτεύουσας και συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 38, 51].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Κολοκυνθού Αθηναίων 458. 1889: Κολοκυνθού Αθηναίων 474. 1896: Κολοκυνθού Αθηναίων 1.298. 1907: Κολοκυθού Αθηναίων 1.475 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Σύμφωνα με τον Καμπούρογλου, "η Κολοκυθού οφείλει το όνομά της εις την ευλεβεστάτην οικογένειαν του Αθηναίου Κολοκύνθη, ιδιοκτήτη ποτέ και του φερωνύμου ναού" [Καμπούρογλου 1920, 85]. Το επώνυμο Κολοκυθάς υπάρχει στην Αττική.

 

Κορυδαλός

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κορυδαλός, του Δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα πέντε λεπτά από την πρωτεύουσα. Είναι κτήμα του Σκουζέ [Νουχάκης 1890].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Κορυδαλλός Αθηναίων 70. 1889: Κορυδαλός Αθηναίων 52 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108].

 

Κουμάρι (Κουμάρη)

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κουμάρι, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Κούμαρι Αθηναίων 102. 1907: Κουμάρι Αθηναίων 81 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Κουμάρης υπάρχει στην Αττική.

 

Κατσουκάρι

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Κατσουκάρη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Κουτσουκάρι Αθηναίων 49. 1907: Κουτσουκάρι Αθηναίων 33 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Μετονομασία --> Μετονομάστηκε σε Κορυδαλός.

 

Κυψέλη

Kypseli [Karte von Attika 1900 I].

Πρώιμα διοικητικά --> Κυψέλη, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Κυψέλι, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Γυψέλι, αγροικία βορειοανατολικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Κυψέλη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση είκοσι λεπτά των Αθηνών, στα βόρεια του Πεδίου του Άρεως [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Κυψέλη Αθηναίων 77. 1896: Κυψέλη Αθηναίων 666 [Χουλιαράκης 1974, 50, 174].

 Ως Γυψέλη αναφέρει την περιοχή ο Σουρμελής [Σουρμελής 1854, 116].

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Κυψέλης υπάρχει στην Αττική.

 

Λατομεία Πετράκη

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Λατομεία Πετράκη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα λεπτά των Αθηνών, κατοικείται από εργάτες [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Λατομεία Πετράκη Αθηναίων 41[Χουλιαράκης 1974, 174].

 

Λεβί (Λεβή)

Levi [Karte von Attika 1900 VI].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Λεβί, αγροικία στον ελαιώνα, βορειοδυτικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Λευή, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, υπάρχουν λίγα σπίτια [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Λευή Αθηναίων 62. 1889: Λευή Αθηναίων 58. 1907: Λεβί Αθηναίων 53 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 263].

Περιηγητές --> Ο Gell πέρασε από το χωριό Levi ή Lebi πηγαίνοντας στη Χασιά [Gell 1819, 49]. Χωριό επίσης σημειώνει και ο Pouqueville πως ήταν το Levi [Pouqueville 1827 IV, 104].

Τοπωνυμικά --> Ο τελευταίος ιδιοκτήτης της περιοχής ήταν ο Δημήτρης Λεβής [Σουρμελής 1854, 106]. Το όνομα Λευΐ είναι εβραϊκό [Σαρρής 1928, 156]. Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Λεβής υπάρχει στην Αττική.

 

Λογοθέτι (Λογοθέτη)

Πρώιμα διοικητικά --> Λογοθέτι υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Λογοθέτι, νοτιοδυτικά, κοντά στο Μαρούσι, θέση λίγο κατοικημένη [Ραγκαβής Ι 1853, 296]. Λογοθέτη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, αγροικία [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Λογοθέτη Αθηναίων 8 [Χουλιαράκης 1974, 174].

Περιηγητές --> Στο Logotheti ή Kato Marusi σύμφωνα με τον Leake υπήρχε μόνο ένας πύργος, ένας κήπος και δύο ή τρεις αγροικίες [Leake 1835 ΙΙ, 427-428].

Τοπωνυμικά --> Η ονομασία Λογοθέτη, που είναι ένα κτήμα κοντά στο Μαρούσι, προέρχεται από οικογενειακό επώνυμο βυζαντινής προέλευσης [Λάμπρου 1896, 158]. Οικογενειακής προέλευσης πιστεύει και ο Σαρρής πως είναι το τοπωνύμιο [Σαρρής 1928, 154]. Το επώνυμο Λογοθέτης υπάρχει στην Αττική.

 

Μαρούσι (Μαρούση)

Marusi [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Μαρούσι, έδρα του δήμου Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Αμαρούσι ή Μαρούσι, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Αμαρούσιον, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Αμαρούσιον, του δήμου Αθηνών της επαρχία Αττικής. Απόσταση δύο ώρες από την πρωτεύουσα, 623 κάτοικοι [Σταματάκης 1846, 1]. Αμαρούσιον (κοινώς Μαρούσι), δύο ώρες βορειοανατολικά της πρωτεύουσας, σπίτια 156, κάτοικοι 712 [Ραγκαβής Ι 1853, 295]. Αμαρούσιον, απόσταση δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, χρησιμεύει στους Αθηναίους σαν τόπος καλοκαιρινής κατοικίας, υπάρχει ταχυδρομικό γραφείο και ελληνικό σχολείο [Νουχάκης 1901, 38, 51].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Αμαρούσιον Αθηναίων 1.216. 1889: Αμαρούσιον Αθηναίων 1.393. 1896: Αμαρούσιον Αθηναίων 1.712. 1907: Αμαρούσιον Αθηναίων 2.277 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Περιηγητές --> Ο Spon, σημειώνει πως το 1675 το Maroùsi, ήταν ένα χωριό κοντά την Πεντέλη [Spon 1724 II, 145]. Ο Hobhouse γράφει πως το Muraffe είναι ένα μικρό χωριό, χτισμένο κυρίως με λάσπη. Βρίσκεται σε όμορφο τόπο. Ποτίζεται από έναν παρακλάδι του Κηφισού, και έχει ψηλές άσπρες λεύκες [Hobhouse 1817 I, 358]. Ο Gell σημειώνει πως το χωριό έχει το όνομα Marusia ή Amarusia [Gell 1819, 74].

 Αρβανίτες --> Οι Αρβανίτες κάτοικοι του Μαρουσιού, έλεγαν πως οι πρόγονοί τους έμεναν παλιά στη θέση Πήλικας, απέναντι από την εκκλησία της Νερατζιώτισας [Μπίρης 1960, 239-240]. Και ο Γέροντας αναφέρει επίσης τη μετοίκιση των Αρβανιτών του Πέληκα στο Μαρούσι. [Γέροντας 1984, 25]. Τη χρήση του «l», αντί του «u» ή του «v», σε ορισμένες λέξεις, σημείωνε ο Σάλταρης στο αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα του Μαρουσιού [Σάλταρης 1986, 493]. Οι Αρβανίτες ονόμαζαν το χωριό Marus (και έναρθρα Marusi). Ο εξελληνισμός των Αρβανιτών του οικισμού ολοκληρώθηκε προπολεμικά [Φουρίκης 1932, 31].

Τοπωνυμικά --> Το Μαρούσιον και Αμαρούσιον είναι λόγιοι τύποι του τοπωνυμίου Μαρούση [Φουρίκης 1930, 115-116].  Το επώνυμο Μαρούσης υπάρχει στην Αττική.

 

Μοσχάτο

Μοσχάτον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, 176 κάτοικοι, αμπελώνες και λαχανόκηποι [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Μοσχάτο Αθηναίων 176. 1907: Μοσχάτον Αθηναίων 203 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Μοσχάτος υπάρχει στην Αττική.

 

Μπραχάμι (Μπραχάμη)

Brahami [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Μπερχάμη, υπάγεται στο δήμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Μερχάμη, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Μπερχάμι, παράρτημα του Μαρουσίου, θέση λίγο κατοικημένη [Ραγκαβής Ι 1853, 296]. Μπραχάμιον Αμαρουσίου, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Μπραχάμι Αθηναίων 388. 1907: Μπραχάμι Αθηναίων 517 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Περιηγητές --> Ο Gell κάνει λόγο για το χωριό Braimi [Gell 1819, 91]. Χωριό χαρακτηρίζει και ο Pouqueville το Ibrahim [Pouqueville 1827 IV, 103].

 Αρβανίτες --> Προπολεμικά στο Μπραχάμι οι γέροι μιλούσαν αρβανίτικα [Τσίγκος 1991, 57].

Τοπωνυμικά --> Το Μπραχάμι αποτελεί τούρκικο τοπωνύμιο οικογενειακής προέλευσης [Σαρρής 1928, 156]. Σήμερα στην περιοχή βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Σταδίου.

 

Μπραχάμι (Μπραχάμη)

Brahami [Karte von Attika 1900 IV].

Πρώιμα διοικητικά --> Μπραχάμι, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Μπραχάμιον Παλαιού Φαλήρου, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, μικρό χωριό ανατολικά του πρώτου νεκροταφείου [Νουχάκης 1901, 39].

Περιηγητές --> Ο Gell πέρασε κοντά από το χωριό Braimi [Gell 1819, 91].

Τοπωνυμικά --> Το Μπραχάμι αποτελεί τούρκικο τοπωνύμιο οικογενειακής προέλευσης [Σαρρής 1928, 156].

Μετονομασία --> Ο οικισμός Μπραχάμι μετονομάστηκε το 1928 σε Άγιος Δημήτριος [ΦΕΚ 156/8.8.1928].

 

Νέα Λιόσια

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Νέα Λιόσια, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Νέα Λιόσια Αθηναίων 372. 1889: Νέα Λιόσια Αθηναίων 471. 1896: Νέα Λιόσια Αθηναίων 661. 1907: Νέα Λιόσσια Αθηναίων 801 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Αρβανίτες --> Οι κάτοικοί του ήταν Αρβανίτες που ήρθαν από τα Λιόσια.

 

Όμορη Εκκλησιά

Omophfi Ekklisia [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Εύμορφη Εκκλησία, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Εύμορφη Εκκλησιά, βορειοανατολικά των Αθηνών, θέση αγροτική, ακατοίκητη [Ραγκαβής Ι 1853, 295]. Εύμορφη Εκκλησία, απόσταση μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, υπάρχει εκκλησία [Νουχάκης 1901, 38].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Εύμορφη Εκκλησιά Αθηναίων 1 [Χουλιαράκης 1974, 174].

 Τοπωνυμικά --> Η Όμορφη Εκκλησιά ονομάζεται έτσι από το 1769 τουλάχιστον (προκύπτει από ακκιδογράφημα). Η εκκλησία είναι του 11ου αιώνα [Οδηγός 1939, 57].

 

Παλιό Φάληρο

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Παλαιόν Φάληρον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, παράλιος συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Παλαιόν Φάληρον Αθηναίων 180. 1907: Παλαιόν Φάληρον Αθηναίων 586 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το Φάληρο αποτελεί λόγια επαναφορά του αρχαίου ονόματος. Η περιοχή λεγόταν Φανάρι [Σουρμελής 1854, 14].

 

Παράγκες

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Παράγκες Αθηναίων 12. 1896: Παράγκες Αθηναίων 186. 1907: Παράγκες Αθηναίων 223 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

 

Πατήσια

Patissia [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Τα Πατήσια υπάγονται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Περιηγητές --> Ο Spon σημειώνει ότι το 1675 τα Pàticha ήταν ένα χωριό μέσα σε ένα ελαιώνα, κοντά στην Αθήνα [Spon 1724 II, 146]. Ο Gell αναφέρεται στα Padischa ή Patisia, στην αρχή της διαδρομής Αθήνας - Κηφισιάς [Gell 1819, 71]. Σύμφωνα με τον Dodwell το χωριό Padischah είχε πολλά περιβόλια και μεγάλα κυπαρίσσια [Dodwell 1819 I, 414-415].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Πατίσια, αγροικία βορειοανατολικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Πατήσια Άνω, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα λεπτά των Αθηνών, υπάρχει ταχυδρομείο και τηλεγραφείο [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Πατήσια Αθηναίων 847. 1889: Πατήσια Άνω και Κάτω Αθηναίων 1.353. 1896: Πατήσια Άνω και Κάτω Αθηναίων 2.545. 1907: Πατήσια Άνω και Κάτω Αθηναίων 5.021[Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά -->Κατά τον Καμπούρογλου, τα Πατίσια είναι τοπωνύμιο προερχόμενο από κάποιον Πατίς Αγά, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης της περιοχής [Καμπούρογλου 1920, 70]. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Σαρρής [Σαρρής 1928, 156].

 

Πεντέλη

Πρώιμα διοικητικά --> Πεντέλη, υπάγεται στο δήμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Πεντέλη, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Πεντέλη Αθηναίων 121. 1907: Πεντέλη Αθηναίων 137 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

 

Πεντέλης Μονή

Πρώιμα διοικητικά --> Μονή Πεντέλης, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Μονή Πεντέλης, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Μονή Πεντέλης Αθηναίων 36. 1889: Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου ή Πεντέλης Αθηναίων 20 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108].

 Στατιστικά – χωρογραφικά --> Πεντέλης Μονή, διατηρημένη, ανατολικά του Μαρουσίου [Ραγκαβής Ι 1853, 296]. Πεντέλης Μονή, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση τρεις ώρες και τριάντα λεπτά των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 39]. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1578 [Οδηγός 1930, 39].

Περιηγητές --> Ο Gell γράφει πως το μοναστήρι Penteli ή Pentelicus βρισκόταν μέσα στο δάσος και αποτελούσε τόπο θερινών διακοπών των πλούσιων Αθηναίων της εποχής [Gell 1819, 63].

 

Περιστέρι (Περιστέρη)

Peristerie [Karte von Attika 1900 VI].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Περιστέρι, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Περιστέρι Αθηναίων 49. 1889: Περιστέρι Αθηναίων 21. 1896: Περιστέρι Αθηναίων 35. 1907: Περιστέρι Αθηναίων 49 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Τοπωνύμιο προερχόμενο από οικογενειακό όνομα [Λάμπρου 1896, 163]. Το επώνυμο Περιστέρης υπάρχει στην Αττική.

 

Πικροδάφνη

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Πικροδάφνη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Πικροδάφνη Αθηναίων 10. 1907: Πικροδάφνη Αθηναίων 13 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Η Πικροδάφνη ενώθηκε πρώτα με το Μπραχάμι (ΦΕΚ 48/1925) και στη συνέχεια με το Παλαιόν Φάληρον (ΦΕΚ 296/1926).

 

Ποδαράδες

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Ποδαράδες Αθηναίων 10. 1907: Ποδαράδες Αθηναίων 43 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το τοπωνύμιο προέρχεται από οικογενειακό όνομα [Σαρρής 1928, 129].

Μετονομασία --> Ο οικισμός μετονομάστηκε σε Νέα Ιωνία.

 

Ποδονίφτης

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1907: Ποδονίφτης Αθηναίων 13 [Χουλιαράκης 1974, 263].

Μετονομασία --> Ο οικισμός μετονομάστηκε σε Νέα Φιλαδέλφεια.

 

Πύργος Αμαλίας ή Βασιλίσσης

Pyrgos [Karte von Attika 1900 VI].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Πύργος Αμαλίας, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, υπάρχουν λίγα σπίτια [Νουχάκης 1901, 39]. Γνωστός και ως Πύργος της Βασιλίσσης. Κτήμα της βασίλισσας Αμαλίας, μέσα στον οποίο υπήρχε έπαυλη γοτθικού ρυθμού. Στη συνέχεια πουλήθηκε. Οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν οινοπαραγωγοί και εμφιάλωναν το κρασί «Tour la Reine» [Οδηγός 1930, 83].

 

Πυριτιδοποιείο

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Πυριτιδοποιείον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά των Αθηνών, κοντά στο Δαφνί [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Πυριτιδοποιείον Αθηναίων 76 [Χουλιαράκης 1974, 174].

Ο οικισμός ενώθηκε διοικητικά με το Αιγάλεω (ΦΕΚ 22/1934).

 

Ρέντη

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Ρέντη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα από την πρωτεύουσα. Υπάρχουν εξοχικά σπίτια [Νουχάκης 1890, 55].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Άγιος Ιωάννης Ρέντης Αθηναίων 158. 1896: Άγιος Ιωάννης Ρέντης Αθηναίων 841. 1907: Άγιος Ιωάννης Ρέντης Αθηναίων 1.401 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Οι Καταλανοί είχαν ανταμείψει στα τέλη του 14ου αιώνα, τον «αξιότιμο νοτάριο της πόλης της Αθήνας» Δημήτρη Ρέντη με μεγάλη κτηματική περιουσία στην Αττική. Το όνομα Ρέντης (και Ρέντας) είναι αρβανίτικο και σημαίνει βαρύς, αλλά και βαρετός [Μπίρης 1960, 84-86]. Το επώνυμο Ρέντης υπάρχει στην Αττική.

 

Ρούφου

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Ρούφου Αθηναίων 129. 1896: Ρούφου Αθηναίων 489. 1907: Ρούφου Αθηναίων 431 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Ρούφος υπάρχει στην Αττική.

 

Σεπόλια

Sepolia [Karte von Attika 1900 VI].

Πρώιμα διοικητικά --> Σεπόλια, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Σοπόλια, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Περιηγητές --> Ο Spon γράφει πως το 1675 τα Sepollià ή Sopollià ήταν ένα χωριό μέσα σε ένα ελαιώνα, κοντά στην Αθήνα [Spon 1724 II, 146].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Σεπόλια, αγροικία στον ελαιώνα, βορειοδυτικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Σεπώλια, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση σαράντα πέντε λεπτά των Αθηνών, μέσα σε ελαιώνα και περιβόλια, δίπλα στον Κηφισό ποταμό, κοντά στην Κολοκυθού [Νουχάκης 1901, 39, 53].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Σεπόλια Αθηναίων 278. 1889: Σεπόλια Αθηναίων 378. 1896: Σεπόλια Αθηναίων 419. 1907: Σεπόλια Αθηναίων 459 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Κατά το Σαρρή το Σωπόλια είναι βυζαντινό τοπωνύμιο και σημαίνει προάστιο [Σαρρής 1928, 129]. Σε επιστολή του, γραμμένη το έτος 1580, ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς κορόιδευε τους Αθηναίους για το γλωσσικό τους ιδίωμα, σημειώνοντας ότι "τα δε έξω της πόλεως προαύλια, α εξωπόλια έδει λέγειν, σωπόλια λέγουσι" [Καμπούρογλου 1920, 76].

 

Σκαραμαγκά

Skaramanga [Karte von Attika 1900 III].

Πρώιμα διοικητικά --> Σκαραμαγκού Μετόχιον της Μονής Κλειστών, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Σκαραμαγκά Αθηναίων 9. 1907: Σκαραμαγκά Αθηναίων 7 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Περιηγητές --> Ο Gell αναφέρεται μόνο στην ακτή με το όνομα Scaramanga [Gell 1819, 33].

Τοπωνυμικά --> Τοπωνύμιο από οικογενειακό όνομα. Αυτός που ράβει ή φοράει σκαραμάγκια [Λάμπρου 1896, 161]. Το επώνυμο Σκαραμαγκάς υπάρχει στην Αττική.

Ο οικισμός ενώθηκε με το Χαϊδάρι (ΦΕΚ 170/1935).

 

Σταυρός

Stavro [Karte von Attika 1900 V].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Σταυρός, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα έξι λεπτά από την πρωτεύουσα. Ύπαρξη σταθμού χωροφυλακής [Νουχάκης 1890, 55].

Τοπωνυμικά --> Η θέση Σταυρός ονομάστηκε έτσι λόγω της εκεί διασταύρωσης των δρόμων [Οδηγός 1930, 17].

 

Σφαγεία

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Σφαγεία της πόλης, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση τριάντα λεπτά των Αθηνών [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Σφαγεία Αθηναίων 45. 1907: Σφαγεία Αθηναίων 48 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

 

Τζιτζιφιές

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Τζιτζιφιαίς Αθηναίων 96. 1907: Ζιζυφιαίς Αθηναίων 251 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Οι Τζιτζιφιές ενώθηκαν πρώτα με το Νέο Φάληρο (ΦΕΚ 48/1925) και στη συνέχεια με την Καλλιθέα (ΦΕΚ 234/1926).

 

Τουραλή

Πρώιμα διοικητικά --> Τουραλή, υπάγεται στο δόμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Τουραλή, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Τουραλί, νοτιοδυτικά του Μαρουσίου, θέση λίγο κατοικημένη [Ραγκαβής Ι 1853, 296]. Τουραλή, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και σαράντα λεπτά των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Τουραλή Αθηναίων 48 [Χουλιαράκης 1974, 174].

Περιηγητές --> Ο Gell ονομάζει το Tourali χωριό [Gell 1819, 106]. Ο Leake γράφει πως το Turali είναι ένα μικρό χωριό κοντά στο ποτάμι [Leake 1835 ΙΙ, 417].

Τοπωνυμικά --> Το Τουραλί, οικισμός παρά τον Κηφισό ποταμό, είναι τούρκικο τοπωνύμιο οικογενειακής προέλευσης [Σαρρής 1928, 156]. Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Τουραλής υπάρχει στην Αττική.

 

Τράχωνες

Trahones [Karte von Attika 1900 IV].

Πρώιμα διοικητικά --> Τράχωναις, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Τράχονες, αγροικία νότια των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Τράχωνες, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, βρίσκεται νοτιοανατολικά του Παλαιού Φαλήρου [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Τράχωνες Αθηναίων 60. 1896: Τράχωνες Αθηναίων 66. 1907: Τράχωνες Αθηναίων 71 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Περιηγητές --> Ο Gell είδε από μακρυά το μοναστήρι ή μετόχι Traconi [Gell 1819, 91]. Το χωριό Tràkhones βρισκόταν σε απόσταση ένα μίλι και κάτι από το Asàni, στο δρόμο για την Αθήνα [Leake 1841, 56].

Τοπωνυμικά --> Οι Τράχωνες ήταν ιδιωτικό κτήμα, στα νότια των Αθηνών, παρά την οδό Αθηνών – Βουλιαγμένης. Πήραν το όνομά τους λόγω του τραχέος εδάφους [Σαρρής 1928, 127].

 

Χαϊδάρι

Chaidari [Karte von Attika 1900 VI].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Χαϊδάρι, αγροικία βορειοδυτικά των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Χαϊδάριον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και σαράντα λεπτά των Αθηνών, μικρό χωριό [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Χαϊδάριον Αθηναίων 5. 1896: Χαϊδάρι Αθηναίων 10. 1907: Χαϊδάρι Αθηναίων 11 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Περιηγητές --> Αγρόκτημα ονομάζει ο Gell το Aidari [Gell 1819, 24]. Ο Leake χαρακτηρίζει το Khaidàri χωριό [Leake 1841, 292].

Τοπωνυμικά --> Το Χαϊδάρι είναι τούρκικο τοπωνύμιο οικογενειακής προέλευσης [Σαρρής 1928, 156]. Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Χαϊδάρης υπάρχει στην Αττική.

 

Χαλάνδρι

Chalandri [Karte von Attika 1900 V].

Πρώιμα διοικητικά --> Χαλάνδρι, υπάγεται στο δόμο Αμαρουσίου της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 80 / 28.12.1836]. Χαλάνδρι, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840]. Χαλάνδριον, υπάγεται στο δήμο Αθηνών της επαρχίας Αττικής [Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Χαλάνδριον, του δήμου Αθηνών της επαρχία Αττικής. Μία ώρα και τριάντα λεπτά από την πρωτεύουσα. Κάτοικοι 244 [Σταματάκης 1846, 1]. Χαλάνδριον, μία ώρα και τριάντα λεπτά βορειοανατολικά των Αθηνών, σπίτια 50, κάτοικοι 205. Προϊόντα δημητριακοί καρποί, κρασί, λάδι και φρούτα. Υπάρχει ένα ρέμα χρήσιμο για άρδευση [Ραγκαβής Ι 1853, 295]. Χαλάνδριον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και τριάντα λεπτά των Αθηνών, κατάφυτο από δέντρα, τόπος καλοκαιρινής εξοχής, υπάρχει ταχυδρομικό γραφείο, [Νουχάκης 1901, 39, 54].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1879: Χαλάνδριον Αθηναίων 558. 1889: Χαλάνδριον Αθηναίων 772. 1896: Χαλάνδρι Αθηναίων 940. 1907: Χαλάνδρι Αθηναίων 1.346 [Χουλιαράκης 1974, 50, 108, 174, 263].

Περιηγητές --> Κατά τον Spon, το Galàndri ήταν το 1675 ένα χωριό στο δρόμο για την Πεντέλη [Spon 1724 II, 145]. Ο Hobhouse γράφει πως το Callandri ήταν ένα μεγάλο χωριό, με εκατό σπίτια, τριγυρισμένο από ελαιώνες [Hobhouse 1817 I, 324]. Ο Gell αναφέρει απλώς στο Calandri [Gell 1819, 74].

Αρβανίτες --> Τη χρήση του «l», αντί του «u» ή του «v», σε κάποιες λέξεις, παρατηρεί ο Σάλταρης στο γλωσσικό ιδίωμα των Αρβανιτών του Χαλανδρίου [Σάλταρης 1986, 493]. Ο εξελληνισμός των Αρβανιτών του Χαλανδρίου ολοκληρώθηκε προπολεμικά [Φουρίκης 1932, 31].

Τοπωνυμικά --> Σύμφωνα με το Σαρρή το όνομα Χαλάνδρι σημαίνει σπίτι ακατοίκητο [Σαρρής 1928, 128].

 

Χαμόστερνες

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Χαμόστερναις Αθηναίων 63. 1907: Χαμόστερναις Αθηναίων 64 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

 

Χασάνι (Χασάνη)

Chasani [Karte von Attika 1900 IV].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Χασάνια, αγροικία νότια των Αθηνών [Ραγκαβής Ι 1853, 294]. Χασάνιον, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση δύο ώρες των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 39].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1889: Χασάνιον Αθηναίων 33. 1896: Χασάνι Αθηναίων 23. 1907: Χασάνι Αθηναίων 27 [Χουλιαράκης 1974, 108, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το Χασάνι αποτελεί τοπωνύμιο προερχόμενο από κάποιον μουσουλμάνο Χασάν [Σαρρής 1928, 156]. Το επώνυμο Χασάνης υπάρχει στην Αττική.

 

Χελιδονούς Μονή

Πρώιμα διοικητικά --> Χελιδονούς Μονή (διαλελυμένη), υπάγεται στο δήμο Αθηνών της διοικήσεως Αττικής [ΦΕΚ 22 / 18.12.1840].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Χελιδονού Μονή, διαλυμένη, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής [Ραγκαβής 1853].

Τοπωνυμικά --> Αναφέρεται και ως Χελιδονιά [Σαρρής 1928, 125]. Το επώνυμο Χελιδώνης υπάρχει στην Αττική.

 

Ψυχικό

Psychiko [Karte von Attika 1900 V].

Ψυχικόν, του δήμου Αθηναίων της επαρχίας Αττικής, απόσταση μία ώρα και δέκα λεπτά των Αθηνών, μικρός συνοικισμός [Νουχάκης 1901, 39].

Στατιστικά – χωρογραφικά --> Ψυχικόν, κάτοικοι 161 [Απογραφή 1907, 363]. Το Ψυχικό είναι ένας συνοικισμός που ξεχωρίζει για τα ωραία σπίτια του [Οδηγός 1930, 54].

Κάτοικοι ανά απογραφή --> 1896: Ψυχικό Αθηναίων 46. 1907: Ψυχικόν Αθηναίων 161 [Χουλιαράκης 1974, 174, 263].

Τοπωνυμικά --> Το επώνυμο Ψυχικός υπάρχει στην Αττική.

 

Spon 1724: Voyage d'Italie, de Dalmatie, de Grece, et du Levant, fait aux annees 1675 & 1676, par Jacob Spon et George Wheler, Tome premier & Tome second, Rutgert Alberts, La Haye, 1724 .

Gell 1819: The itinerary of Greece; containing one hundred routes in Attica, Boeotia, Phocis, Locris, and Thessaly. By Sir William Gell member of the Royal Academy of Berlin, and of the Society of Delittanti, London, Printed for Rodwell and Martin, New Bond Street, 1819.

Hobhouse 1817: A Journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 anh 1810, by J. C. Hobhouse, Philadeplhia 1817.

Dodwell 1819: A classical and topografhical tour through Greece, by Edward Dodwell, London 1819.

Pouqueville 1827: Voyage De La Grèce, par F. C. H. L. Pouqueville, consul général de France auprès d'Ali pacha de Janina, membre de l'Académie des inscriptions et Belles Lettres de l'Institut de France; avec cartes, vues et figures: deuxième édition, revue, corrigée et augmentée, tome cinquième, Paris, Chez Firmin Didot Père et Fils, Libraires, Rue Jacob No 24, MDCCCXXVII.

ΦΕΚ 80 / 28.12.1836, ΦΕΚ 22 / 18.12.1840 και Νόμος ΚΕ' / 5.12.1845: Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδας 1821-1971, υπό Μιχαήλ Χουλιαράκη, τόμος πρώτος - μέρος Ι, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Αθήναι 1974.

Leake 1835: Travels in Northern Greece, by William Martin Leake, F.R.S. & c. in four volumes, London J. Rodwell, New Bond Street, 1835.

Tafel 1839: De Thessalonica eiusque agro dissertatio geographica, Scripsit Theophilus Lucas Frid. Tafel, Berolini, Apud Georgium Andream Reimerum, 1839.

Leake 1841: The topography of Athens and the Demi - Vol. I The topography of Athens & Vol. II The Demi of Attica. Second edition, by William Martin Leake, member of the Society of Delittanti, honorary member of the Royal Academy of Berlin, corresponding member of the Royal Institute of Paris. London, printed for the Author, & Sold by J. Rodwell, New Bond Street, 1841.

Σταματάκης 1846: Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος, περιέχων τα ονόματα, τας αποστάσεις και τον πληθυσμόν των Δήμων, Πόλεων Κωμοπόλεων και Χωρίων. Ερανισθείς εκ διαφόρων επισήμων εγγράφων της Β. Κυβερνήσεως και εκδοθείς υπό Ι. Δ. Σταματάκη, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Γ. Βλασσαρίδου, 1846.

Ραγκαβής 1853: Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος, συνταχθείσα υπό Ιάκωβου Ρ. Ραγκαβή εις τρεις τόμους, ων ο Α' διαλαμβάνει την Στερεάν, Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα, ο Β' την Πελοπόννησον και ο Γ' τας νήσους τας τε ελευθέρας και μη, και τον πίνακα, και εκδοθείσα υπό Κωνσταντίνου Αντωνιάδου, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, κατά την οδόν Ερμού αριθ. 214, 1853-1854.

Σουρμελής 1854: Αττικά ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως, υπό Διονύσιου Σουρμελή, έκδοσις πρώτη, εν Αθήναις, τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, 1854.

Καμπούρογλου 1889: Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών, δημοσιευμένα υπό Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, τόμος πρώτος, εν Αθήναις, τη αρωγή του Δήμου Αθηναίων, εκ του τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, οδός Οφθαλμιατρείου αριθ. 3, 1889.

Νουχάκης 1890: Νέος χωρογραφικός πίναξ, συνταχθείς και εκδοθείς εγκρίσει του Υπουργείου των Στρατιωτικών, υπό Ιωάννου Εμ. Νουχάκη αξιωματικού του Πεζικού, έκδοσις δευτέρα μετά προσθήκης ενός μέρους εισέτι και βελτιώσεως μετά προσθηκών του δευτέρου μέρους, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, οδός οφθαλμιατρείου αριθ. 8, 1890.

Karte von Attika 1900: Karte von Attika 1900 nach den auf Veranlassung des Kaiserlich Deutschen Archäologischen Instituts und mit Unterstützung des k. preussischen Ministeriums der geistlichen, Unterrichts- und Medicinal-Angelegenheiten aufgenommen durch Offiziere und Beamte des Königlich Preuss. Generalstabes aufgenommenen und von E. Curtius und J. A. Kaupert herausgegebenen Karte von Attika 1900 / im Auftr. Des Archäologischen Instituts hrsg. von J. A. Kaupert. - 1:100 000. - Berlin : Reimer. - 1900.

Λάμπρου 1896: Σπυρίδων Λάμπρου, Η ονοματολογία της Αττικής και εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών, περιοδικό Παρνασσός Α’ (1896).

Νουχάκης 1901: Ελληνική χωρογραφία, Γεωγραφία Ιστορία Στατιστική πληθυσμού και αποστάσεων, συνταχθείσα και εκδοθείσα εγκρίσει της Α. Β. Υ. του Διαδόχου Γενικού Διοικητού του Στρατού, του Υπουργείου των Στρατιωτικών, αναγνωρισθείσα δε παρά του Υπουργείου των Εσωτερικών, υπό Ιωάννου Εμμ. Νουχάκη λοχαγού του Πεζικού, εκδότης Σπυρίδων Κουσουλίνος, εν Αθήναις, παρά τω εκδότη Σπ. Κουσουλίνω, τυπογραφείον-βιβλιοπωλείον παρά τω ναώ των Αγίων Θεοδώρων, 1901.

Καμπούρογλου 1920: Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Τοπωνυμικά παράδοξα, Αθήναι, εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Σταδίου 44, 1920.

Πολίτης 1920: Επιτροπεία των Τοπωνυμίων της Ελλάδος, Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών και κοινοτήτων, εκδιδομέναι αποφάσει του υπουργείου των Εσωτερικών, υπό Ν. Γ. Πολίτου προέδρου της επιτροπείας, εν Αθήναις , εκ του τυπογραφείου Δημητρίου Μ. Δελή, οδός Μιλτιάδου αριθ. 1, 1920.

Σαρρής 1928: Ιωάννη Σαρρή, Τα τοπωνύμια της Αττικής, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 40 (1928).

Φουρίκης 1929: Πέτρου Φουρίκη, Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 41 (1929).

Φουρίκης 1930: Πέτρου Φουρίκη, Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 42 (1930).

Οδηγός 1930: Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, Οδηγός Αττικής, εν Αθήναις, τύποις «Πυρσού» Α.Ε., 1930.

Φουρίκης 1932: Πέτρου Φουρίκη, Η εν Αττική ελληνοαλβανική διάλεκτος, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 44 (1932).

Φουρίκης 1933: Πέτρου Φουρίκη, Η εν Αττική ελληνοαλβανική διάλεκτος, περιοδικό Αθηνά, τεύχος 45 (1933).

Μπίρης 1960: Κώστα Η. Μπίρη, Αρβανίτες οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού, Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, Αθήναι 1960.

Χουλιαράκης 1973: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Α', μέρος Ι, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1973.

Χουλιαράκης 1974: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Α', μέρος ΙΙ, πραγματικός πληθυσμός των απογραφών 1848-1911, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1974.

Χουλιαράκης 1975: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος B', ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1975.

Χουλιαράκης 1976: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Γ', ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1976.

Γέροντας 1984: Αλεξάνδρου Ηρ. Γέροντα, Οι Αρβανίτες της Αττικής, Αθήναι 1984.

Σάλταρης 1986: Νίκου Ιω. Σάλταρη, Η ζωή των Αρβανιτών, εκδόσεις Γ. Γέρου, Αθήνα, 1986.

Τσίγκος 1991: Αθανασίου Σιδ. Τσίγκου, Κείμενα για τους Αρβανίτες, πρόλογος Αχ. Γ. Λαζάρου, Αθήνα 1991 (τα κείμενα γράφτηκαν προπολεμικά).

Γιοχάλας 2000: Τίτος Π. Γιοχάλας, Άνδρος - Αρβανίτες και Αρβανίτικα, εκδόσεις Πατάκη 2000.

Γιοχάλας 2002: Τίτος Π. Γιοχάλας, Εύβοια - Τα Αρβανίτικα, εκδόσεις Πατάκη 2002

Γιοχάλας 2002: Τίτος Π. Γιοχάλας, Εύβοια - Τα Αρβανίτικα, εκδόσεις Πατάκη 2002.


 

 

Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο 1830-1840

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

 

 

Αναγκαίες εισαγωγικές διευκρινήσεις

 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τετράδια Πολιτικού Διάλογου Έρευνας και Κριτικής» τον Απρίλιο του 1983, μετά από συζήτηση στη συντακτική επιτροπή. Αποτελεί προϊόν πολύμηνης μελέτης και την πρώτη μου προσπάθεια για μια ανάγνωση του παρελθόντος της περιοχής. Το θέμα της έρευνας εντάσσεται στην προβληματική (και διαμάχη) της ιθαγενούς αριστερής διανόησης εκείνης της περιόδου, για το «χαρακτήρα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού».

Πρόκειται για ένα κείμενο της «εθνικής» συγγραφικής περιόδου μου, με επί μέρους εκφράσεις, αποδοχές και ερμηνείες, αναντίστοιχες ή και αντίθετες με τη μεταγενέστερη προβληματική μου και θεώρηση των πραγμάτων.

 

Πιστεύω πλέον πως το κίνημα του 1821 δεν υπήρξε εθνική επανάσταση. Του 1821 δεν προηγείται ιδεολογικοπολιτικός εθνικός διαφωτισμός, δράση εθνικού κόμματος, συγκρότηση εθνικού επαναστατικού στρατού και πρόγραμμα δημιουργίας εθνικού κράτους. Το Μάρτιο του 1821 ελάχιστα άτομα αποτελούσαν την ιδεολογικοπολιτική κοινότητα του ελληνικού έθνους (ένας από αυτούς ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής που δεν ήθελε το ’21).

Το ερμηνευτικό σχήμα της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, περί «ελληνικής εθνικής επανάστασης», δεν εδράζεται στις πηγές της εποχής. Η Φιλική Εταιρεία, όπως έχω αποδείξει, είναι δημιούργημα και όργανο της ρώσικης πολιτικής. Το ίδιο το ’21 εξελίσσεται σε γενοκτονία του μουσουλμανικού πληθυσμού και πλιάτσικο της περιουσίας του. Οι «επαναστατημένοι» Ρομιοί και Αρβανίτες, με αρχηγούς τους μεγαλύτερους ληστές της εποχής, κατακερματίζονται σε φατρίες, συμμαχούν, αποστατούν, αλλάζουν κάθε τόσο στρατόπεδο και για χρόνια αλληλοσφάζονται σε παρατεταμένο «εσωτερικό αγώνα». Οι ρομαντικοί φιλέλληνες που έρχονται για βοήθεια, εγκαταλείπουν τον τόπο αηδιασμένοι. Η εξέγερση έχει ουσιαστικά τελειώσει, ο τόπος έχει καεί και τα οθωμανικά όπλα κυριαρχούν σε Μοριά και Ρούμελη, όταν η Ρωσία αποφασίζει να περάσει στο τελευταίο μέρος του σχεδίου της «αποκατάστασης της Ελλάδας». Ο ρωσικός στόλος φτάνει στο Ναβαρίνο με τσαρική εντολή να δημιουργήσει προτεκτοράτο και να παραδώσει την κυβέρνησή του στον πρώην ρώσο υπουργό εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Καποδίστριας, «ελέω Ρωσίας», αναλαμβάνει με τους Κολοκοτρωναίους και το ρώσικο κόμμα (τη μετεξέλιξη της Φιλικής Εταιρίας) τη διακυβέρνηση της χώρας. Εγκαθιδρύει στυγνή δικτατορία και εκτελείται για τις πράξεις του από μανιάτικο βόλι (ενός μπέη που θίχτηκε η δική του τυραννία).

 

Η εκλογή του βαβαρού βασιλιά στη συνέχεια, αποτελεί προϊόν συμβιβασμού της Ρωσίας με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο λεγόμενος στο κείμενο «ελληνικός» λαός, είναι στην πραγματικότητα ένα πολύχρωμο πολιτισμικά πλήθος, που γλαφυρά περιγράφει στη Βαβυλωνία του ο Βυζάντιος. Πλήθος που θα βαπτιστεί «απόγονος των αρχαίων Ελλήνων» και όσο περνούν οι γενιές, λόγω της δράσης των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών, όλο και περισσότερο θα αισθάνεται έτσι. Μέλη του έθνους θα γίνουν και υλικά, όσοι από το πλήθος θα ζήσουν από τους φόρους, τα μπαξίσια και τα δημόσια δάνεια και θα πάρουν μικρές ή μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή των άλλων.

 

Δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν το Κράτος: αιρετοί, μόνιμοι, συμβασιούχοι, πολιτικοί, δικαστές, ένστολοι, ρασοφόροι, λόγιοι. Το Κράτος είναι οι άνθρωποι που το συγκροτούν και όχι κάτι αφηρημένο. Κι από κοντά, χιλιάδες εργολάβοι, υπεργολάβοι, τροφοδότες, συντηρητές και πάσης φύσεως παράσιτα, νταλαβεριζόμενοι με τα δημόσια ταμεία.

Τα παραπάνω τα γράφω, καθώς το Πάντειο Πανεπιστήμιο ανέβασε σε ηλεκτρονική μορφή το κείμενο που ακολουθεί (και ορισμένα άλλα δικά μου επίσης, από το περιοδικό Τετράδια). Οπότε θεώρησα καλό, να υπάρχει εδώ για τις νεότερες γενιές, συνημμένο μαζί με αυτό το σχόλιο (και διορθωμένα τα λάθη από το σκανάρισμα).

Ας σημειωθεί τέλος, ότι την εποχή της συγγραφής του άρθρου, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δεν υπήρχε μη εθνική προσέγγιση των πραγμάτων. Η νεότερη άεθνη σκέψη συνδέεται με την πνευματική ενηλικίωση λίγων ανθρώπων και τη σταδιακή αποδέσμευσή τους από την κυρίαρχη εθνική ιδεολογία (μορφή της οποίας ήταν και ο διεθνισμός).

Σήμερα κατά τη γνώμη μου, το κείμενο έχει αξία κυρίως για τις πληροφορίες που συγκεντρώνει για πολλά θέματα του οικονομικού και κοινωνικού βίου της χώρας τη δεκαετία 1830-1840.

12 Μαΐου 2010

 

 

Προσεγγίσεις και σημειώσεις

σχετικά με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο 1830-1840


 

 

I. Μέσα στα στενά εδαφικά όρια [1] του ανεξάρτητου κρατιδίου - μικρού μόνο κλάσματος του όλου ελλαδικού χώρου - ένας αποδεκατισμένος [2] από τις συνεχείς αιματηρές μάχες λαός, η μειοψηφία [3] ενός έθνους που παρέμενε υπόδουλο και πάροικο, άφηνε τα άρματα και άρχιζε πάλι να εργάζεται. Εκεί, στο παράκτιο ορεινό νότιο άκρο της Βαλκανικής, οι υπήκοοι του νέου Βασιλείου ξανασυναντούσαν τα προβλήματα του οικονομικού βίου που αναγκαστικά εγκατέλειψαν το ’21.

Η σύντομη καποδιστριακή περίοδος, η εποχή της Αντιβασιλείας και τα πρώτα χρόνια της οθωνικής μοναρχίας, έθεταν ένα πλαίσιο. Η δεκαετία που ακολουθούσε το τέλος των εχθροπραξιών και την αποχώρηση των Τούρκων, ήταν περίοδος επιλογών, λήψης σημαντικών αποφάσεων, καθοριστικών για τις μελλοντικές οικονομικές εξέλιξη και τις προοπτικές ανάπτυξης του τόπου.

Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε ζητήματα όπως εκείνα της εκλογής πρωτεύουσας της διάθεσης των εθνικών γαιών ή της χρησιμοποίησης του δανείου των 60 εκατομμυρίων, σημάδεψαν βαθειά τη συνέχεια, χάραξαν την κατεύθυνση, προετοίμασαν τα γεγονότα και τις καταστάσεις που έρχονταν.

 

II. Για τους ευρωπαίους κεφαλαιούχους, τους βιομηχάνους και τους εμπόρους, τα ελληνικά λιμάνια αποτελούσαν πάντοτε ασφαλείς σταθμούς πάνω στους πλωτούς δρόμους της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ο ελληνικός εφοπλισμός ήταν ένας παλιός και φτηνός συνεργάτης. Ωστόσο αν η θαλασσινή Ελλάδα, το εμπορικό πέρασμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ήταν ήδη βασικός κρίκος στην παγκόσμια αγορά, το εσωτερικό της χώρας, παρέμενε άγνωστο και απρόσιτο.

Η έλλειψη έστω και ενός στοιχειώδους, για τα μέτρα της εποχής, οδικού δικτύου καταδίκαζε σε απομόνωση το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Οι δρόμοι ήταν κυρίως δύσβατα ορεινά μονοπάτια, ιστορική ανάμνηση κάποιων παλιών καταστραμμένων βυζαντινών, ενετικών και τούρκικων δρόμων, φαγωμένων από τα νερά της βροχής, με γκρεμισμένα ή ετοιμόρροπα γεφύρια [4]. «Δρόμοι» εκατοντάδες χρόνια απάτητοι από τροχό, μια και τα κάρα ήταν άγνωστα στη νεότερη Ελλάδα [5], κομμένοι πολλές φορές σύρριζα στις χαράδρες, κουραστικοί ακόμα και για άλογα, κατάλληλοι για σκληρά υποζύγια [6], έβαζαν φραγμό στην ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου.

 

Ελεύθερη επικοινωνία υπήρχε μόνο ανάμεσα στα παράκτια μέρη του Μωριά, της Ρούμελης και των νησιών. Δευτερευόντως ένα μικρεμπόριο διεξαγόταν μεταξύ των πεδινών χωριών και των κωμοπόλεων - λιμανιών [7].

Εκτός από την κατάσταση των δρόμων, που εμπόδιζε τη σύνδεση με την ενδοχώρα, ο κίνδυνος των ληστών, ο αριθμός των οποίων καθημερινά μεγάλωνε, απέτρεπε και τους πιο τολμηρούς εμπορευόμενους να τολμήσουν μια πολυέξοδη μετακίνηση με αργοκίνητα [8] αρματωμένα καραβάνια [9]. Το κόστος μεταφοράς επιβάρυνε υπερβολικά την τιμή του προϊόντος αφαιρώντας του την ανταγωνιστικότητα [10].

 

Η έξοδος των ηπειρωτικών επαρχιών από την οικονομική απομόνωση, η ανάπτυξη της πρωτόγονης γεωργίας, το ξεπέρασμα της αυτοκατανάλωσης της οικιακής οικονομίας, η σταδιακή ενσωμάτωση και της ορεινής χώρας στην παγκόσμια αγορά, προϋπέθετε τη δημιουργία ενός οδικού δικτύου. Η Αντιβασιλεία εκπόνησε μία μελέτη για την κατασκευή επτά μεγάλων δρόμων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ελάχιστα ωστόσο πραγματοποιήθηκαν από αυτό το αισιόδοξο σχέδιο [11]. Τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των έργων δεν μπόρεσαν να διατεθούν από το δημόσιο ταμείο [12]. Είκοσι χρόνια αργότερα οι δρόμοι του Ελληνικού Βασιλείου δεν ξεπερνούσαν τις 30 λεύγες [13]. Η πρόσβαση και η «εμπορία» με τις ορεινές περιοχές παρέμενε προνόμιο των φτωχών πραματευτάδων.

III. Τα προβλήματα και οι προοπτικές της αγροτικής παραγωγής κυριαρχούσαν και σημάδευαν την οικονομική ζωή του τόπου [14]. Ο γεωοικονομικός διαχωρισμός της σε μη συμπληρωματικά και λειτουργικά μεταξύ τους σύνολα — γεωργικό-κτηνοτροφικά καθυστερημένα έως «προκατακλυσμιαία» [15] — στάθηκε παράγοντας αποφασιστικής σημασίας στην παραπέρα πορεία της.

Η έξοδος από τον πολύχρονο εθνικό και εσωτερικό αγώνα υποβάθμισε τον πρωτογενή τομέα σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα. Η τακτική της κομμένης γης των Οθωμανών, η ανάγκη διατροφής των μαχόμενων επαναστατικών στρατευμάτων, το πλιάτσικο των παλληκαριών, η απληστία των αρχόντων [16], η ωμή βία των στρατιωτικών [17], η πληγή των ληστών και η απελπισία των πεινασμένων χωρικών άλλαξε την όψη της χώρας: Η γη χερσώθηκε. τα δέντρα και τα αμπέλια αφανίστηκαν [18], τα ζώα σφάχτηκαν [19], οι οικισμοί γέμισαν με τα ερείπια των πυρπολημένων σπιτιών [20]. Ήταν μια κληρονομιά κοινή τόσο για την απομονωμένη ορεινή Ελλάδα, όσο και για τις νησιώτικες και παραθαλάσσιες περιοχές.

 

Ένα άλλο στοιχείο καθοριστικό για το μέλλον της γεωργίας ήταν οι σχέσεις των αγροτών με την καλλιεργούμενη γη, το πρόβλημα των εθνικών γαιών [21], της μικρής γαιοκτησίας και των τσιφλικιών. Οι ταλαντεύσεις του κυβερνήτη, της Αντιβασιλείας και των οθωνικών κυβερνήσεων ανάμεσα α) στο λαϊκό αίτημα της διανομής των πρώην τουρκικών κτημάτων στους άκληρους καλλιεργητές, β) στις πιέσεις των ισχυρών προυχόντων και των οικονομικά εύρωστων εμπόρων για το πούλημα της γης [22] και γ) στη δική τους λογική για τη δημιουργία ενός κράτους - μεγαλοϊδιοκτήτη, έφεραν τους φτωχούς αγρότες, την πλειοψηφία δηλ. του πληθυσμού [23] σε θέση χειρότερη από ότι βρίσκονταν κατά την τουρκοκρατία [24]. Τα χωράφια που φρόντιζαν τους έγιναν περισσότερο ξένα, οι νέοι φόροι ασύγκριτα πιο βαρείς [25] Χιλιάδες ακτήμονες προτίμησαν τη σκλαβιά από την ανεξαρτησία. Πήραν το δρόμο για τα υπόδουλα μέρη, πήγαν να ζήσουν στη Θεσσαλία και τη Μικρασία.

Αυτή ακριβώς την εποχή, όπου η αυτοκατανάλωση [26] της ενδοχώρας επιδίωκε το ύψος της απλής επιβίωσης, ορισμένα μέρη στα πεδινά στρέφονταν στη μονοκαλλιέργεια της σταφίδας [27]. Η δυνατότητα εισαγωγής των απαραίτητων αγροτικών προϊόντων [28] και η τεράστια διαφορά της απόδοσης κατά στρέμμα, συγκριτικά προς τις άλλες καλλιέργειες [29] μετέτρεπαν τη νέα χώρα σε σταφιδοπαραγωγό [30], υπονομεύοντας έτσι την όποια σφαιρική ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Η επιλογή αυτή οδηγούσε στην κατευθείαν εξάρτηση από την εγγλέζικη αγορά και στις σταφιδικές κρίσεις που ακολουθούσαν αναπόφευκτα [31].

 

IV. Η απομόνωση της ενδοχώρας διχοτομούσε οικονομικά τον τόπο. Πλάι στην κλειστή οικονομία, αναπτυσσόταν δυναμικά και ανεξάρτητα, στις ακτές και τα νησιά, μια κοινωνία που σύσφιγγε τους εσωτερικούς της δεσμούς και πολλαπλασίαζε τις σχέσεις της με την Ευρώπη και την Ανατολή.

Οι Έλληνες θαλασσινοί ήταν πάντα εξαίρετοι ναυτικοί κι ήξεραν να χρησιμοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τους πλωτούς εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου [32]. Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό παρά τις σημαντικές του απώλειες κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, βοηθούμενο και από τα μέτρα της βαβαρικής κυβέρνησης [33] ανέκαμψε με γρήγορους ρυθμούς [34] καλύπτοντας σύντομα τις υπάρχουσες ανάγκες [35] ανταλλαγών του εσωτερικού, το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού και ένα σημαντικό τμήμα του διαμετακομιστικού εμπορίου [36]. Σύντομα η ελληνική σημαία ταξίδευε από το Γιβραλτάρ ως τη Μαύρη Θάλασσα [37]. Η απελευθέρωση ωστόσο των εδαφών που συγκρότησαν το Ελληνικό Βασίλειο, από την οθωμανική κυριαρχία και η διατάραξη των οικονομικών σχέσεων που συνεπάγετο για την περιοχή αυτός ο αποχωρισμός, ώθησε σε σοβαρές ανακατατάξεις και διαφοροποιήσεις μέσα στους κόλπους του εφοπλιστικού κεφαλαίου της εποχής [38]. Αν στην προεπαναστατική Ελλάδα η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά κατείχαν το μεγαλύτερο ποσοστό του θαλάσσιου εμπορίου της αυτοκρατορίας [39] την περίοδο της Αντιβασιλείας τα πρωτεία πέρασαν στην άθικτη από τον πόλεμο Σύρα [40] το σπουδαιότερο από τα λιμάνια της χώρας [41], ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν αλματωδώς ο Πειραιάς [42] το επίνειο της νέας πρωτεύουσας [43].

 

 

Ο τοπικισμός, κυρίαρχο στοιχείο της οικονομικής ζωής, χαρακτηρίζει και τον εφοπλισμό [44]. Υπάρχει βέβαια το ισχυρό εμποροναυτικό κεφάλαιο της Ερμούπολης [45], του Γαλαξιδίου, της Ύδρας, των Σπετσών, της Σαντορίνης, της Άνδρου, της Σκιάθου, της Μυκόνου κλπ., αυτό όμως δρα έχοντας περισσότερο σαν άξονα τις ιδιαίτερες πατρίδες και λιγότερο την επικράτεια ή τον ευρύτερο εθνικό χώρο.

Το καθεστώς των σχέσεων ανάμεσα στα πληρώματα [46] τους καπεταναίους και τους καραβοκύρηδες, χαρακτηρίζεται κυρίως από τη συντροφικότητα, τον οικογενειακό ή φιλικό δεσμό και την με ορισμένες αναλογίες αμοιβαία συμμετοχή στα κέρδη [47]. Η απουσία της μισθωτής εργασίας και το κράτημα των ναύλων σε χαμηλά επίπεδα έκανε την ελληνική ναυτιλία σκληρό ανταγωνιστή των ευρωπαϊκών στόλων.

Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισαν επίσης λόγω του μικρού κόστους κατασκευής [48] τα ελληνικά ναυπηγεία [49] με επικεφαλής τη Σύρα, όπου η ναυπηγοκατασκευαστική έφτασε σε υψηλά επίπεδα παραγωγής, καλύπτοντας το 1/3 της εγχώριας προσφοράς μεγάλων σκαφών.

 

V. Τα αρχικά σπέρματα της τότε ανύπαρκτης βιομηχανίας, ήταν αναπόφευκτα προσαρμοσμένα στον υπάρχοντα διαχωρισμό μιας μεσόγειας κλειστής οικιακής οικονομίας και μιας παράλιας μικρής αλλά διευρυνόμενης αγοράς. Στην πρώτη, σαν σημάδια των αιώνων εξακολουθούσαν να διατηρούνται κάποιες μορφές οικοτεχνίας, στη δεύτερη, μέσα από τα ερείπια και τις καταστροφές, άρχιζαν δειλά να εμφανίζονται μερικές βιοτεχνίες [50].

Η έλλειψη κεφαλαίων, το περιορισμένο μέγεθος της εσωτερικής ζήτησης, η εισαγωγή των αναγκαίων βιομηχανικών ειδών από την καπιταλιστική Ευρώπη [51] και η επιβολή φόρου εξαγωγής (6%) στα προϊόντα, περιόριζαν το ποσοστό κέρδους των υποψηφίων επιχειρηματιών, καθιστούσαν ασύμφορες τις επενδύσεις στον κλάδο, τους προσανατόλιζαν σε γνωστές, περισσότερο προσοδοφόρες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο και η τοκογλυφία.

 

Τα μέτρα του Όθωνα για την «εμψύχωση της εθνικής βιομηχανίας» υπήρξαν άτολμα και ανενεργά [52]. Εκτός των ναυπηγείων ιστιοφόρων σκαφών μόνο λίγες βιοτεχνίες κατασκευής εθνικών ενδυμάτων λειτουργούσαν ικανοποιητικά έχοντας φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο παραγωγής [53].

Θετικό για τη μελλοντική βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου ήταν η παρατηρούμενη τα χρόνια αυτά, μετανάστευση ενός αριθμού ειδικευμένων τεχνιτών από την Ιταλία και τη Γερμανία. Οι ξένοι αυτοί τεχνίτες αποτέλεσαν αργότερα το δυναμικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε ο εκσυγχρονισμός της βιοτεχνικής παραγωγής και οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ορισμένων εργοστασίων [54].

 

VI. Όσον αφορά τα διαθέσιμα χρηματικά κεφάλαια και τη νομισματική κυκλοφορία, η καθυστέρηση ήταν παράλληλη συμβαδίζοντας με το γενικό επίπεδο υπανάπτυξης. Υπολογίζεται ότι το συνολικό ποσό όλων των νομισμάτων που κυκλοφορούσαν [55] ή βρίσκονταν αποθησαυρισμένα στην απελευθερωμένη χώρα δεν ξεπερνούσε τα 130 εκατομμύρια δραχμές [56]. Η περιορισμένη έκδοση ενός αριθμού φοινίκων [57] και δραχμών [58] από τον Καποδίστρια και τον Όθωνα, πολύ λίγα πρόσφερε στην κατεύθυνση του εκχρηματισμού της οικονομίας. Η μεγάλη ζήτηση ρευστών κεφαλαίων κράτησε υψηλά τα επιτόκια χορηγήσεων [59] των ιδιωτών τραπεζιτών - σαράφηδων τροφοδοτώντας την τοκογλυφία.

Η Χρηματιστική Τράπεζα [60] που δημιουργήθηκε από τον Κυβερνήτη, λειτούργησε μάλλον σαν δανειστικός οργανισμός παρά σαν πιστωτικό ίδρυμα. Έτσι μέχρι το 1841 που ιδρύθηκε [61] από ξένους κεφαλαιούχους και Έλληνες τραπεζίτες του εξωτερικού η Εθνική Τράπεζα, η έλλειψη κεφαλαίων και ο χαμηλός βαθμός εκχρηματισμού υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα αναπτυξιακά προβλήματα, η αντιμετώπιση του οποίου επηρέαζε αποφασιστικά και την έκβαση των προσπαθειών στους τομείς της γεωργίας, της μεταποίησης και του εμπορίου.

 

VVII. Τέλος, στα χρόνια της Αντιβασιλείας έχουν τις ρίζες τους ο σχηματισμός του δημόσιου χώρου και η δημιουργία της δημοσιοϋπαλληλίας [62]

Μετά το κενό εξουσίας της περιόδου 1821 -1832, οι βαβαρικές κυβερνήσεις ανέλαβαν το έργο της δόμησης του ελληνικού κράτους. Φορέας σύγχρονων ευρωπαϊκών αντιλήψεων, εξελιγμένων ολιγαρχικών έως ριζοσπαστικών αστικών, η «ελέω συμμαχικών δυνάμεων» βασιλική αυλή προσπάθησε να θεμελιώσει τη νομική, διοικητική και στρατιωτική βάση [63] της κυριαρχίας της σε ξένο έδαφος.

Έχοντας να κάνει με ένα πεινασμένο, αμόρφωτο και απελπισμένο λαό, μαθημένο στην κλοπή και το ρουσφέτι, το έργο της ανασυγκρότησης αποκτούσε τεράστιες διαστάσεις. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το κριτήριο επιλογής των συνεργατών της δεν μπορούσε παρά να είναι η απόλυτη υποταγή στη μοναρχία. Τα προερχόμενα από τις τάξεις των κοτζαμπάσηδων, των φαναριωτών, των κλεφταρματολών, των εμπόρων και των λογίων του εξωτερικού, κυβερνητικά στελέχη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία υστερούσαν στην ικανότητα και υπερκέραζαν στη διαφθορά του εργοδότη τους.

Τα έσοδα των δημόσιων ταμείων [64] προερχόμενα κυρίως από τον έγγειο φόρο, το φόρο επικαρπίας, τους τελωνειακούς δασμούς και το φόρο επί των ζώων, υπολείπονταν μέχρι και του 1839 των κρατικών δαπανών [65]. Μεγάλο μέρος των τελευταίων υπήρξε αναμφίβολα προϊόν σπατάλης, βασικός υπεύθυνος της οποίας στάθηκε ο κόμης Άρμανσμπεργκ [66]. Τη διαφορά αυτή κάλυψε υπονομεύοντας τη φερεγγυότητα του Ελληνικού Βασιλείου, το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων [67] δάνειο που ενώ προοριζόταν για παραγωγικούς αναπτυξιακούς σκοπούς, εξανεμίσθηκε τελικά σε μισθούς και χορηγίες.

 

Αν και στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της βαυαροκρατίας, δεν ήταν δυνατό να γίνει λόγος για την ύπαρξη μοντέρνου κράτους, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής, το έργο το οποίο επιτελέστηκε προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε αξιόλογο.

Η νέα χώρα άρχισε να ελέγχεται σταδιακά —από τα παράλια προς τα ορεινά— από την κεντρική εξουσία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας λίγο πολύ αποτελεσματικός διοικητικός - κατασταλτικός μηχανισμός λειτουργούσε στις κωμοπόλεις - πρωτεύουσες των επαρχιών.

Η επιβολή της οθωνικής τάξης, στο μέτρο του δυνατού, στάθηκε ευεργετικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη.

Ας υπογραμμισθεί επίσης ότι το Ελληνικό Δημόσιο με την κατοχή των εγκατελειμένων τούρκικων ιδιοκτησιών, διέθετε μια τεράστια περιουσία, που παρά την κακή διαχείριση, του απέφερε ένα ετήσιο εισόδημα αρκετών εκατομμυρίων δραχμών. Πρόκειται για ένα ποσό που ικανοποιούσε τις ανάγκες της αυλής [68] αλλά επίσης και των ιθαγενών κυβερνητικών στελεχών, οι αμοιβές των οποίων ήταν ιδιαίτερα υψηλές [69].

 

 

 

Σημειώσεις

 

1. Το νέο Βασίλειο δεν ξεπερνούσε σε έκταση τα 48 χιλ. τετραγωνικά χιλιόμετρα Έξω από τα σύνορα του άφηνε το Βόλο, την Άρτα, όλα τα νησιά εκτός της Εύβοιας, των Βορείων Σποράδων, των Κυκλάδων και των νησιών του Αργοσαρωνικού. Η Πελοπόννησος καταλάμβανε το 44,9% της συνολικής έκτασης, η Στερεά το 40,9% και τα νησιά το 14,2%. Όσον αφορά τη φύση των επιφανειών, στο Μωριά υπήρχαν πολλά αρόσιμα εδάφη, που κάλυπταν το 53,4% της περιοχής. Οι άγονες ορεινές και βραχώδεις εκτάσεις κατείχαν το 23,4%, τα δάση το 14,0%, οι λίμνες και τα ποτάμια το 7,0%, οι αμπελώνες το 1,2%. Συγκριτικά, τα αρόσιμα εδάφη στη Ρούμελη ήταν λιγότερα, 41,9% του γεωγραφικού διαμερίσματος, περισσότερα ήταν τα Βουνά 25,6%, τα δάση 20,5%, οι λίμνες και τα ποτάμια 10,3%. Στο ίδιο ποσοστό ήταν οι αμπελώνες 1,0%. Τα εδάφη των νησιών αποτελούνταν κύρια από βουνά και βράχια 88,8%. Αρόσιμα εδάφη υπήρχαν ελάχιστα 4,5%, υπήρχαν όμως αρκετά αμπέλια 4,8% και περιβόλια 1,7%. Βλ. Fr. Strong, «Greece as a Kingdom, or a statistical description of that country from the arrival of king Otto in 1833 down to the present time», LONGMAN, London 1842, σελ. 2.

2. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Καποδίστρια, ο χριστιανικός πληθυσμός των επαρχιών που ελευθερώθηκαν ελαττώθηκε κατά 133.450 στη διάρκεια του αγώνα, δηλ. υπήρξε μία απώλεια γύρω στο 15%. Βλ. Δημητρίου Ζωγράφου, «Ιστορία της Ελληνικής γεωργίας», 2η έκδοση ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, 1976 τόμος Α’. σελ. 145-146.

3. Ο πληθυσμός της χώρας έφτανε το 1836 τις 752 χιλιάδες. Από αυτούς οι 407 χιλ. κατοικούσαν στην Πελοπόννησο (19 κάτοικοι / τετραγωνικό χιλιόμετρο), οι 180 χιλ. στη Στερεά (9 κατ. / τ. χλμ.), και οι 166 χιλ. στα νησιά (25 κατ. / τ. χλμ.). Ο πληθυσμός του Βασιλείου, εξαιρουμένης της Μάνης και των νησιών συνολικά ζούσε σε 116 κωμοπόλεις και 2.146 χωριά. Βλ. Strong, σελ. 4-5· Φρειδερίκου Τιρς, «Η Ελλάδα του Καποδίστρια, η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμηση της», μετάφραση. Α. Σπήλιου, εκδ. ΤΟΛ1ΔΗ, 1972, τόμος Α’, σελ. 267-273. Επίσης βλ. τους υπολογισμούς των I. Πετρόπουλου - Αικ. Κουμαριανού στην εργασία τους «Το ελληνικό κράτος από το 1833 ως το 1862» στην «Ιστορία του ελληνικού Έθνους», εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος. ΙΓ’, σελ. 94.

 

4. Οι κύριοι «δρόμοι» - μονοπάτια τα χρόνια εκείνα περνούσαν από: α) Λαμία - Άμφισσα - Λειβαδιά - Θήβα - Μέγαρα - Κόρινθο - Αίγιο - Πάτρα - Πύργο - Ναβαρίνο - Μεθώνη - Κορώνη, β) Άμφισσα - Αταλάντη - Χαλκίδα - Ωρωπό - Αθήνα, γ) Αγρίνιο, Μεσολόγγι - Ναύπακτο - Άμφισσα, δ) Ναύπλιο - Άργος - Τρίπολη - Πάτρα, ε) Τρίπολη - Λεοντάρι - Μυστρά. στ) Μεσσήνη - Λεοντάρι - Καρύταινα - Ολυμπία. Βλ. Τιρς, τόμος Β’, σελ. 33. Χρ. Ευελπίδη. «Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος», εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ. 1950. σελ. 42· Γεωργίου Σ. Πλουμίδη, «Γεωγραφία της ιστορίας του νεοελληνικού χώρου», εκδ. ΚΑΡΑΒΙΑ, 1981. σελ. 112.

5. Τα πρώτα κάρα τα έφερε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας όταν επισκευαζόταν ο δρόμος Αργούς - Ναυπλίου. Οι Αθηναίοι πρωτοείδαν κάρα το 1832 όταν ο ναύαρχος Μάλκομ έφερε δύο δίτροχα από τη Μάλτα για το κτίσιμο της βίλλας του στα Πατήσια. Τετράτροχο κάρο εμφανίστηκε στην Αθήνα δύο χρόνια αργότερα. Βλ. Λουδοβίκου Ρος, «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», μετάφραση. Α. Σπήλιου, εκδ. ΤΟΛ1ΔΗ. 1976, σελ. 46, 62, 288.

6. Κατά βάση χρησιμοποιούσαν μουλάρια και γαϊδούρια. Άλογα δεν υπήρχαν πολλά. Λίγες καμήλες είχαν απομείνει στην Αττική, οι οποίες ήταν κατάλληλες για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων. Βλ. Ρος, σελ. 46. Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», μετάφραση. Allan Lund, εκδ. ΕΣΤΙΑ, σελ. 33.

7. Το εσωτερικό αυτό μικρεμπόριο απασχολούσε 2.000 βάρκες και καΐκια και 40.000 μουλάρια και γαϊδούρια. Βλ. Τιρς. τόμος. Β’. σελ. 64.

8 Τα εμπορικά καραβάνια ταξίδευαν με μια ταχύτητα 40 χλμ. την ημέρα. Έτσι για να καλυφθούν οι 36 λεύγες της απόστασης Αθήνας Ναυπλίου χρειάζονταν τουλάχιστον τέσσερις μέρες. Τριάντα χρόνια αργότερα οι ταχυδρόμοι Θα διανύουν τις αποστάσεις Αθήνας Κορίνθου σε 16 ώρες συνεχούς έφιππης πορείας, Κορίνθου Πάτρας σε 21 ώρες. Αθήνας Λαμίας σε 56 ώρες. ενώ θα χρειάζονται 108 ώρες από τη Βόνιτσα ως τη Μονεμβάσια! Βλ. Τιρς. τόμος Β’, σελ. 33. Ρος, σελ. 65. Πλουμίδη, σελ. 83, 85. Ι. Δ. Σταματάκη. «Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος», Αθήναι 1863.

 

9. Ο Άγγλος γιατρός Henry Holland δίνει στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του την περιγραφή ενός τέτοιου καραβανιού όπως το έζησε λίγα χρονιά πριν την επανάσταση: Τα εμπορεύματα συσκευάζονταν σε δέματα και φορτώνονταν στα πλευρά τον ζωών. Το καραβάνι ταξίδευε συνήθως οκτώ ώρες την ημέρα. Τα βράδια στρατοπέδευε κοντά σε χωριά όπου γίνονταν οι προμήθειες, έβοσκαν και ξεκουράζονταν τα υποζύγια. Οι αρματωμένοι φρουροί αγρυπνούσαν πάντα ολονυκτίς για το ενδεχόμενο επίθεσης Ληστών. Βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ’ (1810-1821), 1975, σελ. 202 203.

10. Έτσι προϊόντα που εισάγονται με καράβια από το εξωτερικό στοίχιζαν φθηνότερα από ότι ομοειδή τους που παράγονταν λίγα χιλιόμετρα μακριά. Λόγου χάρη, το σιτάρι της Οδησσού κόστιζε το 1832 στο Ναύπλιο λιγότερο από το σιτάρι της Τριπολιτσάς. Βλ. Τιρς. τόμος Β’. σελ. 31.

11. Το σχέδιο αυτό πρόβλεπε την κατασκευή των εξής δρόμων: α) Πάτρα - Μυστρά Γύθειο (Μαραθωνήσι), β) Ναβαρίνο - Μεγαλόπολη - Τριπολιτσά - Κόρινθο, γ) Ναύπλιο - Κόρινθο, δ) Αθήνα - Θήβα - Λειβαδιά - Αγρίνιο, ε) Αμβρακία - Βόνιτσα, στ) Θήβα - Χαλκίδα και ζ) Άμφισσα (Σάλωνα) - Λαμία (Ζητούνι) - μέχρι τα τουρκικά σύνορα. Βλ. Γκεορνκ Λούντβιχ Μάουρερ. «Ο ελληνικός λαός - δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834». μετάφραση Όλγα Ρομπάκη. εκδ. ΤΟΛΙΛΗ, 1976. σελ. 487.

 

12. Τα έξοδα κατασκευής ενός καρόδρομου έφταναν κατά μέσο όρο το 1832 τις 100.000 φράγκα το μίλι. Ο προϋπολογισμός των δημοσίων έργων, ακόμα και τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1850 δεν ξεπερνούσε τις 80.000 δρχ. Βλ. Τιρς, τόμος Β’. σελ. 34· Εντμόντ Αμπού, «Η Ελλάδα του Όθωνος - η σύγχρονη Ελλάδα (1854)». μτφρ. Α. Σπήλιου, εκδ. ΤΟΛΙΛΗ. σελ. 101.

13. Οι δρόμοι που υπήρχαν το 1854 και η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν είχε ως εξής: α) Αθήνα - Πειραιάς δρόμος υποφερτός 2 λεύγες, β) Αθήνα - Ελευσίνα δρόμος υποφερτός 4 λεύγες, γ) Ελευσίνα - Θήβα κακός δρόμος 9 λεύγες, δ) Αθήνα - Κηφισιά μέτριος δρόμος 4 λεύγες, ε) Καλαμάκι - Λουτράκι καλός δρόμος 2 λεύγες, στ) Καλαμάκι - Κόρινθος μέτριος δρόμος 3 λεύγες, ζ) Ναύπλιο Αργός καλός δρόμος 3 λεύγες, η) Ναβαρίνο - Μεθώνη καλός δρόμος 3 λεύγες (1 λεύγα: περίπου 5 χιλιόμετρα). Βλ. Αμπού, σελ. 101.

14. Από το 1833 ως το 1849 η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε από 30 σε 50 εκατ. δρχ. Αν υπολογιστεί το χαμηλό σημείο στο οποίο βρισκόταν η γεωργία την περίοδο της άφιξης του Όθωνα, είναι φανερό ότι η αύξηση αυτή είναι πολύ μικρή. Βλ. Αμπού. σελ. 99-100.

15. Η κατάσταση της γεωργίας δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από εκείνη του μεσαίωνα ή ακόμα και της αρχαιότητας. Βλ. Τιρς, τόμος Α’, σελ. 92, 290, 298· Ρος, σελ. 199. Μάουρερ, σελ. 410, 416. Strong, σελ. 170.

16. Πολλοί από αυτούς πλούτισαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Π.χ. Οι Ρούφοι της Πάτρας έκαναν περιουσία 1.000.000 δρχ., οι Σισσίνηδες της Ηλείας υπερδιπλασίασαν τα κεφάλαια τους (από 3 εκατ. δρχ. σε 7 εκατ.). το ίδιο και οι Κουντουριώτηδες. Βλ. πληροφορίες από τα αρχεία του γαλλικού υπουργείου εξωτερικών στον Κωστή Μοσκώφ, «Η Εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 1830 1909, ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου», Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 161.

 

17. Εξαιρετικά σκληρή μέχρι τυραννική ήταν η συμπεριφορά του Γρίβα στο Ναύπλιο και του Γκούρα στην Αττική. Βλ. Ζωγράφου, τόμος Α’, σελ. 221-223.

18. Οι μεγάλες καταστροφές προκλήθηκαν τα τελευταία χρόνια του αγώνα από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο και του Κιουταχή στη Ρούμελη. Μόνο μέσα σε δυο μέρες, το Σεπτέμβρη του 1827. οι άνδρες του Κεχαγιάμπεη έκοψαν 60.000 συκιές και 25.000 ελαιόδενδρα. Βλ. Ζωγράφου, τόμος Α’. σελ. 211-213.

19. Το 1832 αναλογούσε ένα ζευγάρι βόδι για κάθε τρεις οικογένειες χωρικών. Μέχρι το 1841 τα πράγματα είχαν χειροτερέψει ακόμα: η σχέση έγινε 1: 4. Κι αυτό παρά τις μεγάλες εισαγωγές βοδιών και αλόγων από την Τουρκία, που μόνο τη διετία 1832-1834 ξεπέρασαν τις 200 χιλ. Βλ. Τιρς. τόμος Α’, σελ. 290. Strong, σελ. 163. Γουσταύου Εϊχτάλ, «Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση». 2η εκδ. ΜΠΑΥΡΟΝ, 1974, σελ. 69.

20. Τα σπίτια των βουνίσιων ελεύθερων μικροϊδιοκτητών χωρικών αποτελούνταν συνήθως από δύο πατώματα με πέτρινους τοίχους και περιβάλλονταν από μικρούς λαχανόκηπους. Οι ακτήμονες του κάμπου ήταν σε πολύ χειρότερη μοίρα, κατοικούσαν σε πλίνθινες καλύβες, τις οποίες μοιράζονταν με τα λιγοστά τετράποδα και τις κότες τους Βλ. Τιρς, σελ. 295-296.

21. Την εθνική γη αποτελούσαν τα εγκατελειμμένα τουρκικά κτήματα. Η εδαφική κατανομή των εθνικών γαιών διέφερε κατά γεωγραφικό διαμέρισμα. Στα νησιά κατείχε ένα μικρό ποσοστό, ενώ στην Πελοπόννησο και τη Στερεά τη μεγάλη πλειοψηφία των αρόσιμων εκτάσεων. Ειδικότερα: επί συνόλου 12.396.000 στρεμμάτων διαθέσιμων προς καλλιέργεια που υπήρχαν το 1836 στο Μωριά. τα 10.000.000 (80,7%) ανήκαν στο Δημόσιο. Στη Ρούμελη, από τα 8.498.000 στρ., οι εθνικές γαίες κάλυπταν τα 6.018.000 (70,8%), στα δε νησιά μόνο 90.000 στρ. ή το 11,9% στα 753.774 στρ. Η ανισοκατανομή αυτή είχε να κάνει με το δίκαιο της κατάκτησης κατά τη φάση εξάπλωσης των Οθωμανών στον ελλαδικό χώρο και τους όρους της αποχώρησης τους από τα εδάφη που παραχωρήθηκαν στο νέο Βασίλειο. Βλ. Strong, σελ. 3. περισσότερα για το ζήτημα των εθνικών γαιών: Κώστα Βεργόπουλου, «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», 2η εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, 1975, σελ. 104-115· Κωνσταντίνου Τσουκαλά, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή, ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 - 1922), ΘΕΜΕΛΙΟ, 1977, σελ. 71-78.

 

22. Οι Τούρκοι τσιφλικάδες της Αττικής και της Εύβοιας πούλησαν φεύγοντας τα χωράφια τους σε πλούσιους Έλληνες ιδιώτες, ιθαγενείς και μη. Βλ. Τσουκαλά, σελ. 80. Βεργόπουλου, σελ. 117-118.

23. Το έτος 1838 επί συνόλου 224.273 οικονομικά ενεργού ανδρικού πληθυσμού, υπήρχαν 95.069 άκληροι γεωργοί (42.4%), 45.234 μικροκτηματίες (20.2%) και 27.366 (12,2%) βοσκοί. Strong, σελ. 187.

24. Την τελευταία περίοδο της τούρκικης κυριαρχίας, το ότι «όλη η γη ανήκει στο Σουλτάνο», δεν ίσχυε πλέον. Οι αγρότες που καλλιεργούσαν τα κτήματα των μουσουλμάνων τσιφλικάδων, τη δημόσια γη (άρζι μιρί) ή τα βακούφια, τα χωράφια δηλαδή του μωαμεθανικού κλήρου, είχαν προς την «ξένη» γη ορισμένες ιδιότυπες σχέσεις ιδιοκτησίας. Κατά κάποιο τρόπο ήταν και δική τους, πράγμα το οποίο αισθάνονταν. Εξέλιξη αυτών των σχέσεων ήταν η δημιουργία των εθνικοϊδιόκτητων και των γεδικιών, ιδιοκτησιών που παραχωρήθηκαν ή πουλήθηκαν στους ραγιάδες από τους Οθωμανούς. Πλάι βέβαια σε όλα αυτά υπήρχαν

και τα ελεύθερα χωριά, τα κεφαλοχώρια, τα οποία είχαν υποταχθεί με συνθήκες και διατηρούσαν τις περιουσίες τους. Βλ. Μάουρερ, σελ. 114-117.

25. Οι γεωργοί που καλλιεργούσαν τη δημόσια γη επί Οθωμανών πλήρωναν τη δεκάτη για φόρο. Μετά την απελευθέρωση, εκτός από τη δεκάτη πλήρωναν στο ελληνικό δημόσιο επιπλέον 15% από τη σοδειά. Και το κυριότερο, η σχέση τους με τα εθνικά κτήματα είχε χάσει το στοιχείο της συνιδιοκτησίας που υπήρχε πριν το '21. Τιρς, τόμος Α’, σελ. 297.

 

26. Τα παραγόμενα αγροτικά είδη στο εσωτερικό της χώρας μόλις και έφταναν για να διατηρήσουν τον πληθυσμό ζωντανό. Η σίκαλη και η βρώμη ήταν άγνωστη, το καλαμπόκι αντικαθιστούσε το λιγοστό σιτάρι, τα ελαιόδενδρα είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο και η φρουτοκαλλιέργεια βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση. Βλ. Τιρς, τόμος Α’, σελ. 291-293.

27. Ο μέσος όρος της ετήσιας παραγωγής σταφίδας για τα έτη 1833-1841 ξεπερνούσε τις 7.6 εκατ. βενετικές λίμπρες ή τους 3.570 βρετανικούς τόνους. Το 85.5% της συγκομιδής προερχόταν από τις ακτές του Κορινθιακού κόλπου, το 9,9% από την περιοχή της Πάτρας και το υπόλοιπο μοιραζόταν μεταξύ Γαστούνης - Αρκαδίας και Μεσολογγίου. Οι εξαγωγές προορίζονταν για την Ολλανδία, το Αμβούργο, την Τεργέστη, τη Βαλτική, την Αμερική και κύρια την Αγγλία, το ποσοστό της οποίας κάλυπτε από 74,7% (1833) έως 95,4% (1837) του συνόλου του εξαγώγιμου προϊόντος. Βλ. Strong, σελ. 175, 177, 178.

28. Το 1839 εισήχθησαν σιτηρά αξίας 2.98 εκ. δρχ., ζάχαρη 722 χιλ. δρχ., ρύζι 408 χιλ., δρχ. Βλ. Strong, σελ. 131-132.

29. Ο συνεργάτης του Καποδίστρια Χριστόφορος Κρατερός υπολόγισε το ετήσιο μέσο κέρδος από την καλλιέργεια της σταφίδας σε 53 γρόσια ανά στρέμμα. Την ίδια περίοδο το κέρδος του αγρότη από την καλλιέργεια των άλλων αγροτικών προϊόντων δεν ξεπερνούσε το 1,5 γρόσι / στρέμμα. Η εντυπωσιακή αυτή διαφορά εξηγεί τη στροφή των χωρικών προς τη σταφιδοπαραγωγή και την επιβολή της μονοκαλλιέργειας. Βλ. Ζωγράφου, τόμος Α’, σελ. 307-311.

30· Οι εξαγωγές σταφίδας αποτελούσαν το 1839 το 36,4% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών (2,67 εκατ. δρχ. στις 7.33 εκατ. δρχ.). Βλ. Strong. 132-133.

31. Η διακύμανση στην τιμή της σταφίδας, η οποία κάθε άλλο παρά μικρή ήταν (210 δρχ. η βενετική λίμπρα το 1833, 516 δρχ. το 1838, 360 δρχ. το 1840) επηρέασαν άμεσα όλη την ελληνική οικονομία. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850, η υπερπροσφορά των «μικρών πολύτιμων καρπών» (4πλασιασμός της παραγωγής) έριξε στο μισό την τιμή του προϊόντος. Βλ. Strong, σελ. 176· Αμπού, σελ. 96-97.

 

32. Ο εφοπλισμός των ναυτικών νησιών της Ελλάδας δυνάμωσε πολύ μετά τη γαλλική επανάσταση και τους ευρωπαϊκούς πόλεμους που την ακολούθησαν. Χρησιμοποιώντας τη ρώσικη σημαία «ευκαιρίας» της εποχής, σπάζοντας τον αποκλεισμό των Άγγλων και βγαίνοντας νικητής από τις πειρατικές επιθέσεις των Βερβερίνων, διέθεσε τρόφιμα στη μαύρη αγορά των πεινασμένων χωρών, διπλασιάζοντας και τριπλασιάζοντας έτσι σε κάθε ταξίδι τα κεφάλαια. Βλ. Μάουρερ, σελ. 40· Τιρς, τόμος Β’. σελ. 66. Γεωργίου Λεονταρίτη, «Ελληνική εμπορική ναυτιλία», εκδ. Ε.Μ.Ν.Ε. - ΜΝΗΜΩΝ, 1981, σελ. 52-61.

33. Τα μέτρα αυτά ήταν: α) αποκλειστικό δικαίωμα μεταφοράς των ντόπιων προϊόντων σε όλη τη χώρα, β) μικρότερα πλοηγικά και λιμενικά τέλη από τα ξένα καράβια, γ) μικρότερους τελωνιακούς δασμούς για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα είδη από τα μη ελληνικά σκάφη. Σαν εθνικά πλοία αναγνωρίζονταν τα ελληνικής κυριότητος και ναυπήγησης πλοία ή όσα ήταν λεία πολέμου και βρίσκονταν καταχωρημένα στα νηολόγια των λιμανιών του Βασιλείου, έχοντας απαραίτητα το σύνολο των αξιωματικών και άνω των ¾ του πληρώματος έλληνες υπηκόους. Βλ. Μάουρερ, σελ. 489-490.

34. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος αριθμούσε το 1834 3.000 σκάφη συνολικής χωρητικότητας 87.202 τόνων, απασχολούσε δε 15.400 άτομα. Το 1841 είχε φτάσει τα 3.197 πλοία, τους 111.201 τόνους και τους 18.609 ναυτικούς. Βλ. Strong, σελ. 152.

35. Για τη μεταφορά επιβατών και του ταχυδρομείου από και προς Τεργέστη, Αγκώνα, Πρίντεζι, Λιβόρνο, Μάλτα, Μασσαλία, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Χανιά, είχε υπογραφεί σύμβαση με τον τραπεζίτη Φεράλδι που δρομολόγησε 8 δικά του ατμόπλοια. Βλ. Μάουρερ, σελ. 485-486· Ρος. σελ. 127- 128· Τάκη Πιπινέλη, «Η μοναρχία εν Ελλάδι 1833-1843», 1932, σελ. 100.

36. Το 1837 αφίχθησαν στα ελληνικά λιμάνια προερχόμενα εκ του εξωτερικού 5.912 πλοία. Από αυτά 2.307 είχαν ξεκίνησα από τα Επτάνησα, 2.629 από την Τουρκία, 222 από την Αυστρία. 193 από την Αγγλία, 146 από την Μάλτα, 38 από τη Γαλλία και 401 από λιμάνια διάφορων άλλων χωρών. Είναι φανερό ότι αναπτυσσόταν γρήγορα το εμπόριο με τα προαναφερόμενα μέρη, ένα μεγάλο τμήμα του οποίου κάλυπταν τα ελληνικά σκάφη. Για παράδειγμα, από το σύνολο των 1.140 πλοίων που ανεχώρησαν μεταξύ των ετών 1835-1840 από την Τεργέστη για την Ελλάδα, τα 848 είχαν ελληνική σημαία. Βλ. Strong, σελ. 154, 155, 160.

 

37. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου διεξαγόταν βέβαια με τα μεγάλα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1840 λ.χ. επί συνόλου 8.205 ελληνικών πλοίων που κατέφθασαν σε 34 εμπορικά κέντρα της Μεσογείου, τα 2.509 έπιασαν στην Κωνσταντινούπολη και τα 1.000 στη Σμύρνη. Αυξημένη κίνηση παρουσίαζε ο Βόλος με 630 καράβια ενώ η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε σε απόσταση με 350. Βλ. Strong, σελ. 153.

38. Το 1840 οι εφοπλιστές της Σύρας διέθεταν ένα στόλο από 211 μικρά και 257 μεγάλα σκάφη (άνω των 30 τόνων) με συνολικό τονάζ 30.970. Οι Σπετσιώτες είχαν 169 μικρά και 81 μεγάλα χωρητικότητας 15.967 τόνων, οι Υδραίοι 380 μικρά και 82 μεγάλα, συν. 11.280 τόνων. Ισχυρό εμφανιζόταν επίσης το κεφάλαιο στη Σαντορίνη (137 πλοία), το Γαλαξίδι (197), την Άνδρο (121) και τη Μύκονο (119). Βλ. Strong, σελ. 159.

39. Οι εφοπλιστές των τριών είχαν συγκροτήσει προεπαναστατικά ένα εμπορικό στόλο αποτελούμενο από 300 και πάνω καράβια. Στη διάρκεια του πολέμου έχασαν όμως περισσότερα από τα μισά. Βλ. Τιρς, τόμος Β’, σελ. 66.

40. Οι καθολικοί κάτοικοι της Σύρας, προστατευόμενοι από τη Γαλλία και ασχολούμενοι με την πειρατεία και την κερδοσκοπία κατά τη διάρκεια της επανάστασης, βρέθηκαν στο τέλος του αγώνα κεφαλαιούχοι. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την άφιξη στο νησί ικανών ναυτικών και εμπόρων προσφυγών από τη Σμύρνη, τη Χίο και τα Ψαρά, μετέτρεψε σε μία δεκαπενταετία το άγονο νησί σε κύριο εμπορικό σταθμό του Αρχιπελάγους. Είναι ενδεικτικό ότι από τις 16 πρώτες ανώνυμες εταιρείες που ιδρύθηκαν μεταξύ 1833 1846 στην Ελλάδα, οι 11 (8 ασφαλιστικές και 3 εμπορικές) είχαν την έδρα τους στην Ερμούπολη. Βλ. Μάουρερ, σελ. 120· Τιρς, τόμος Α’, σελ. 234, τόμος Β’, σελ. 74. Αμπού, σελ. 130. «Ανώνυμοι εταιρείαι συσταθείσαι από τους έτους 1833», εκδ. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, 1930.

 

41. Οι ακτές του Βασιλείου είχαν χωριστεί σε πέντε ναυτικά διαμερίσματα. Τα κύρια λιμάνια κατά διαμέρισμα ήταν: 1ο) Ύδρα. Πειραιάς, Ναύπλιο, Πόρος, Σπέτσες, Κρανίδι, 2ο) Σύρος, Σαντορίνη, Μύκονος, Μήλος. Άνδρος. 3ο) Σκιάθος, Σκόπελος. Χαλκίδα. Αμαλιάπολη, Κύμη, 4ο) Μεσολόγγι, Γαλαξίδι, Πάτρα. Κυλλήνη, 5ο) Καλαμάτα. Βλ. Strong, σελ. 149.

42. Τα ερείπια ενός μοναστηριού και καμιά δεκαριά λασποκαλύβες (καφενέδες και κρασοπουλειά) ήταν τα κτίσματα που αποτελούσαν όλα κι όλα τον Πειραιά του 1832. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχε σχηματιστεί ένα μικρό λιμάνι με 130 καινούργια σπίτια και μαγαζιά. Βλ. Ρος, σελ. 45, 279, 280· Άντερσεν, σελ. 31.

Σπ. Β. Μαρκεζίνη, «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, 1966, τόμος Α’, σελ. 123-124.

43. Πριν την επανάσταση η Αθήνα ήταν μία κωμόπολη οι κάτοικοι της οποίας δεν ξεπερνούσαν τις 8 χιλιάδες. Το 1833 δεν υπήρχαν ωστόσο περισσότερο από 300 σπίτια όρθια. Τα υπόλοιπα είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Αθήνα ορίσθηκε πρωτεύουσα του κράτους το 1834. Αμέσως γνώρισε μια αλματώδη ανάπτυξη. Μέχρι το 1841 είχαν κτισθεί περίπου 4.000 καινούργιες κατοικίες, ανάμεσα στις οποίες και μερικές πανάκριβες (όπως του Ράλλη, αξίας 144 χιλ. δρχ. του Ντομάντο 50 χιλ., του Νέγρη 30 χιλ. του Βαλέττα, του Μανούσι, του Σούτσου και του Φωτίλα από 16-24 χιλ. δρχ.). Ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 26 χιλιάδες. Η κατάταξη των Αθηναίων σύμφωνα με το επάγγελμα τους παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το ίδιο έτος υπήρχαν στη νέα πρωτεύουσα: 3.610 τεχνίτες, 540 αγρότες, 528 μαγαζάτορες, 376 τσαγκαράδες, 330 αρτοποιοί, 255 μικροκτηματίες, 216 ράπτες, 102 τσοπάνηδες, 134 κληρικοί. 83 μεγαλοκτηματίες, 63 δάσκαλοι, 46 έμποροι, 44 δικηγόροι και 32 στρατιωτικοί ιατροί. Η φρουρά των Αθηνών είχε συνολική δύναμη 1.367 ανδρών. Βλ. Strong, σελ. 37-41· Μάουρερ, σελ. 477-479. Ρος, σελ. 46, 48, 49, 96, 97, 108, 281, 282, 289· Μαρκεζίνη, σελ. 125-133.

44. Πρβλ. τις διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους απόψεις σχετικά με τον αστικό ή μη χαρακτήρα των Ελλήνων εφοπλιστών της εποχής, των Β. Φίλια και Λουκά Αξελού. Βλ. στα έργα: Βασίλη Φίλια, «Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα, η νόθα αστικοποίηση 1800-1864», 1974, σελ. 128-129. Λουκά Αξελού, «Ο Μάξιμος και τα προβλήματα γέννησης και διαμόρφωσης του ελληνικού αστισμού», περιοδικό ΑΝΤΙ, τεύχος 75, σελ. 39-42 και «Σημειώσεις και παρατηρήσεις γύρω από την ελληνική και νοτιοβαλκανική πραγματικότητα του XVIII αιώνα», περιοδικό ΤΕΤΡΑΔΙΑ 2-3, σελ. 182-191.

45. Το χρηματικό και σε εμπορεύματα κεφάλαιο που κυκλοφορούσε το 1832 στη Σύρα έφτανε το ποσό των 200 εκατ. φράγκων. Βλ. Τιρς, τόμος Α’, σελ. 234.

46. Το σύνολο των Ελλήνων ναυτικών έφτανε την 1η Ιανουαρίου 1840 τους 34.559 άνδρες. Από αυτούς 5.600 ήταν Υδραίοι. 3.700 Συριανοί, 3.320 Κρανιδιώτες, 3.220 Σαντορινιοί, 2.860 Σπετσιώτες. 2.000 Ανδριώτες. Βλ. Strong, σελ. 159.

47. Κάτι φυσικά διάφορο από ότι συνέβαινε στην Ευρώπη. Η μοιρασιά γινόταν μετά την αφαίρεση κεφαλαίων και τόκων, οι οποίοι συνήθως υπολογίζονταν σε 36%. Βλ. Τιρς, τόμος Β’, σελ. 67· Ρος, σελ. 137. Αμπού, σελ. 127. Βασίλη Κρεμμυδά. «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700 1821)», ΕΞΑΝΤΑΣ, 1976, σελ. 126-129, 178-181.

 

48. Μία σκούνα των 200 τόνων τιμόταν το 1841 στα ναυπηγεία της Σκιάθου 15.000 δρχ. Ένα μπρίκι των 200 τόνων κατασκευασμένο στην Υ δρα 21.000 δρχ. Ένα μεγάλο πλοίο των 750 τόνων στη Σύρα 125.000 δρχ. Αυτές οι τιμές ήταν στο 1/3 περίπου των τιμών των γαλλικών ναυπηγείων. Βλ. Strong, σελ. 147-148. Αμπού. σελ. 124.

49. Την τριετία 1838 1840 κατασκευάστηκαν στα ναυπηγεία του Ελληνικού Βασιλείου 613 πλοία. Από αυτά τα 311 ήταν σκάφη άνω των 30 τόνων Τα περισσότερα μεγάλα πλοία ναυπηγήθηκαν στη Σύρα (113)· αρκετά φτιάχτηκαν στη Σαντορίνη (35) τις Σπέτσες (32) και την Άνδρο (30). Βλ. Strong, σελ. 149.

50. Αρκετά εργαστήρια που έγραφε ότι υπήρχαν στη χώρα το έτος 1837, ο Νικόλαος Λωρέντης. στο έργο του «Νεοτάτη διδακτική Γεωγραφία», τόμος Β’, Βιέννη 1838, σελ. 517, όπως π.χ. βυρσοδεψεία, σιδηρουργεία, σαπουνοποιεία. βαφεία κ.ά.. δεν μπορεί να θεωρηθούν βιοτεχνίες. Την περίοδο της Αντιβασιλείας ιδρύθηκαν δύο κεραμοποιεία στην Αθήνα και το Ναύπλιο. Βλ. Μάουρερ, σελ. 497· Γ. Χαριτάκη, «Η Ελληνική Βιομηχανία - βιομηχανία, μεταλλεία, εργασία», εκδ. ΕΣΤΙΑ, 1927, σελ. 12.

51. Οι εισαγωγές μάλλινων και βαμβακερών βιομηχανικών προϊόντων (manufactures) έφτασαν το 1839 τα 4.841.697 δρχ., οι δε εξαγωγές τις 51.386 (το 1/94). Βλ. Strong, σελ. 132.

 

52. Στις αρχές του 1837 δημοσιεύτηκε το διάταγμα «Περί συστάσεως επιτροπής επί της εμψυχώσεως της εθνικής βιομηχανίας». Οι βιοτεχνίες ωστόσο που ενισχύθηκαν βάσει αυτού του διατάγματος δεν ξεπερνούσαν τις δέκα. Μεταξύ αυτών (στην εξεταζόμενη περίοδο) ένα εργοστάσιο φεσιών, ένα μεταξουργείο, ένα εργοστάσιο κατασκευής ποτάσας και υαλουργείο. Βλ. Χαριτάκη, σελ. 10-11, Γεωργίου Αναστασόπουλου, «Ιστορία της Ελληνικής Βιομηχανίας», τόμος Α’ (1840-1884), 1947, σελ. 47-53.

53. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1834, υπήρχαν σε ολόκληρο το Βασίλειο, τέσσερα μεταξουργεία (Καλαμάτα, Μυστρά, Πειραιά, Αθήνα). Το υαλουργείο του Πειραιά και το διυλιστήριο των Θερμοπυλών, τα μοναδικά εργοστάσια που λειτούργησαν, χρεωκόπησαν και έκλεισαν σύντομα. Βλ. Αμπού, σελ. 122-123.

54. Βλ. Ξενοφ. Ε. Ζολώτα, «Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως», 2η εκδ. ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 1964, σελ. 24-25.

55. Κυκλοφορούσαν κυρίως τούρκικα γρόσια, ισπανικά και μεξικάνικα δίστηλα και αυστριακά τάλληρα. Αργότερα αυξήθηκε και η κυκλοφορία των αγγλικών λιρών, των γαλλικών φράγκων και των βαβαρικών δουκάτων. ΒλΝικόλΠΠράτσικα, «Ελληνικά νομίσματα (1828-1944)», Αθήνα 1946, σελ. 3. Palamas, «History of monetary enactments in Greece, I part (1828-1885)», εκδHESTIA, Athens 1930, σελ. 16.

56. Ο καθηγητής της πολιτικής οικονομίας I. Σούτσος υπολόγισε το νομισματικό κεφάλαιο που υπήρχε στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Όθωνα και την προέλευση του ως εξής: 25 εκατ. δρχ. εγκατελειμένα από τους Τούρκους, 15 εκατ. λάφυρα από ξηρά και θάλασσα, 25 εκατ. τα κεφάλαια των νησιών, 20 εκατ. από τα δύο αγγλικά δάνεια, 20 εκατ. από τη διαμονή του γαλλικού στρατού και των συμμαχικών στόλων, 4 εκατ. δάνειο προς τον κυβερνήτη και 20 εκατ. από το δάνειο των 60 εκατομμυρίων. Υποθέτει δε πως βγήκαν από τη χώρα στη διάρκεια του πολέμου 30 εκατ. Επομένως το υπόλοιπο που παρέμεινε στη χώρα έφτανε τα 100 εκατ. δρχ., ποσό το οποίο δέχεται και ο Δ. Ζωγράφος. I. Α. Σούτσου, «Πραγματεία περί παραγωγής και διανομής του πλούτου», Αθήναι 1868, σελ. 263-264· Δημ. Λ. Ζωγράφου, «Ιστορία της ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης 1833-1842», τόμος Β’, Αθήναι 1927, σελ. 278-281.

 

57. Ο Φοίνικας ήταν το πρώτο ελληνικό νόμισμα. Κόπηκε σε μία μεσαιωνική μηχανή που αγοράστηκε για εκατό λίρες στη Μάλτα από τον απεσταλμένο του Καποδίστρια Κοντόσταυλο και η οποία ανήκε κάποτε στο τάγμα των Ιωαννιτών της Ρόδου! Μεταξύ 1828-1831 κυκλοφόρησαν 11.978 αργυροί φοίνικες (1 φοίνικας: 100 λεπτά) καθώς επίσης και χάλκινα του 1 λεπτού 1.312.400 τεμάχια, των 10 λεπτών 2.884.895 τεμ. και των 20 λεπτών 1.305.848 τεμ., συνολικής αξίας 594.887 φοινίκων. Χαρακτηριστικό γεγονός για την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών είναι ότι για την κοπή χρησιμοποιήθηκαν τα - λάφυρα πολέμου - χάλκινα τούρκικα τηλεβόλα. Παρά την ύπαρξη ωστόσο αυτών των ελληνικών νομισμάτων, ο λαός εξακολούθησε να χρησιμοποιεί σαν βάση των συναλλαγών του το τούρκικο πιάστρο. Βλ. Πράτσικα, σελ. 5-6· Τιρς, τόμος Β’, σελ. 88. Μάουρερ, σελ. 348. Strong, σελ. 102-103.

58. Το 1833 η Αντιβασιλεία έθεσε εκτός κυκλοφορίας το Φοίνικα και καθόρισε νέο νομισματικό σύστημα με βάση τη δραχμή. Μία δραχμή ήταν περιεκτικότητας 4,029 γραμμαρίων καθαρού αργύρου και ίσης αξίας προς 0.895 του γαλλικού φράγκου. Κλάσμα της εξακολούθησε να είναι το λεπτό (1:100). Τα νέα νομίσματα κόπηκαν στο Μόναχο, ο δε ακριβής αριθμός τους παραμένει άγνωστος. Εκείνο το οποίο αναμφίβολα συνέβει ήταν ότι τα χρυσά και τα ασημένια νομίσματα (φοίνικες και δραχμές), λόγω της αξίας τους σε μέταλλο, εξαφανίστηκαν γρήγορα (λειώθηκαν και πουλήθηκαν) και στην κυκλοφορία παρέμειναν μόνο τα ξένα φθαρμένα νομίσματα και οι χάλκινες δραχμές. Βλ. Πράτσικα, σελ. 6-8· Μάουρερ, σελ. 589-590· Palamas, σελ. 15-16· Αμπού, σελ. 91-92. Strong, σελ. 103-105.

59. Πριν την επανάσταση, αν και ο τούρκικος νόμος δεν παραδεχόταν τους τόκους, τα επιτόκια κυμαίνονταν μεταξύ 10-12% και κατ' εξαίρεση σε ειδικές εμπορικές συμφωνίες έφταναν τα 15-20%. Μετά την απελευθέρωση είχαν σχεδόν διπλασιαστεί φτάνοντας το 24% ενώ πολλές φορές ξεπερνούσαν το 30% ή και το 50%. Βλ. Μάουρερ, σελ. 118, 119, 677· Τιρς, τόμος Α. σελ. 263. Strong, σελ. 104· Μαρκεζίνη, σελ. 132. πρόλογο του Γ. Χαριτάκη στο έργο του Ανδρ. Κυρκιλίτση, «Αι τράπεζαι εν Ελλάδι», Αθήναι 1934.

 

60. Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα ήταν η πρώτη «τράπεζα» που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Στην ουσία υπήρξε ένας δανειστικός οργανισμός για λογαριασμό του Δημοσίου. Ιδρύθηκε το 1828 και είχε σαν κύριο έργο τη συγκέντρωση δανειακών κεφαλαίων με την έκδοση εντόκων ομολογιών (8%). Μέχρι το Μάιο του 1829 η τράπεζα συγκέντρωσε και δάνεισε το δημόσιο ταμείο 153.644 ισπανικά τάλληρα ή 2.034.660 γρόσια. Για την κάλυψη των κυβερνητικών οικονομικών υποχρεώσεων, η τράπεζα προχώρησε το 1831 στην έκδοση χαρτονομίσματος 3 εκατ. φοινίκων, η κυκλοφορία του οποίου έγινε αναγκαστική στις αρχές του 1832. Η Χρηματιστική Τράπεζα έχοντας μείνει δίχως κεφάλαια διαλύθηκε και τυπικά από την Αντιβασιλεία το 1834. Βλ. Ζωγράφου, «Ιστορία της ελληνικής γεωργίας», τόμος Β’, σελ. 588-638. Ι. Α. Βαλαωρίτου. «Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 1842-1902», Αθήναι 1902, σελ. 1-5· Στάθη Σπηλιωτόπουλου, «Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 1949. σελ. 9-17.

61. Οι αρχικοί μέτοχοι της Εθνικής και οι πληρεξούσιοι τους ήταν οι εξής: 1) Α. Πεζάλης αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης με 1.000 μετοχές και 5 δικές του (ψήφοι 11), 2) Φάβερ αντιπρόσωπος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου με 200 μετοχές (ψήφοι 8), 3) Γ. Σταύρος αντιπρόσωπος του Ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου με 100 μετοχές, του Ρότσχιλδ με 50 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 10), 4) Εμ. Μεστενές πληρεξούσιος των Αφών Τζιτζίνια με 50 μετοχές, των Αφών Τοσίτσα με 50 μετοχές, του Κούρτη με 10 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 10), 5) Θ. Ράλλης με 100 δικές του μετοχές και αντιπρόσωπος 23 μικρομετόχων κατόχων συνολικά 226 μετοχών (ψήφοι 15), 6) Σ. Σπηλιωτάκης πληρεξούσιος των Αφών Ζωσιμάδων με 250 μετοχές (ψήφοι 9), 7) Κ. Βράνης με 150 δικές τους μετοχές (ψήφοι 7). 8) Α. Ρούζιου αντιπρόσωπος του Λαγράνε με 30 μετοχές, του Σαβατιέρ με 5 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι5), 9) Λ. Κυργούσιος αντιπρόσωπος του Τοσίτσα με 80 μετοχές και 10 δικές του (ψήφοι 6). 10) Γ. Αντωνόπουλος με 45 δικές του και του αδελφού του μετοχές και με 18 μετοχές άλλων (ψήφοι 7), Υπήρχαν ακόμα 34 μέτοχοι ή πληρεξούσιοι άλλων μετόχων οι οποίοι κατείχαν συνολικά 233 μετοχές (ψήφοι 38). Από αυτά τα ιδρυτικά μέλη μετόχους τα περισσότερα ήταν πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού. Ο Γεώργιος Σταύρου λ.χ. ήταν παλιός πάροικος της Βιέννης, η οικογένεια Σίνα πάροικοι της Αυστρίας, ο Γ. Αντωνόπουλος πάροικος της Τεργέστης, ο Νικ. Ζωσιμάς πάροικος της Ρωσίας, ο Τοσίτσας πάροικος της Αλεξάνδρειας, ο Τζιτζίνιας πάροικος της Αιγύπτου και επίτιμος πρόξενος της Γαλλίας εκεί. ο I. Αθανασιάδης πάροικος της Αιγύπτου. Βλ. Ζωγράφου., «Ιστορία της ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης», τόμος Α’. σελ. 312-317. Νίκου Ψυρούκη, «Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο». ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ. 1974. σελ. 121-122.

 

62. Το 1838 υπήρχαν ήδη 1.391 δημόσιοι υπάλληλοι, εκτός των αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού. Βλ. Strong, σελ. 187.

63. Κατά την άφιξη του στην Ελλάδα ο Όθωνας και η Αντιβασιλεία συνοδεύονταν από ένα βαβαρικό στρατιωτικό σώμα 3.500 ανδρών, το οποίο είχε διαθέσει ο βασιλιάς Λουδοβίκος για την ασφάλεια του γιου του. Αυτές οι δυνάμεις παρέμειναν στην Ελλάδα δύο χρόνια και τα συνολικά έξοδα στρατολογίας, μεταφοράς, διατροφής και μισθοδοσίας τους έφτασαν τα 4.5 εκατ. δρχ. Ποσόν υπερβολικά υψηλό, που δικαιολογείται ωστόσο αν ληφθεί υπ' όψη η κατάσταση στην οποία είχε οδηγηθεί η χώρα με τις συνεχείς εμφύλιες διαμάχες και η επιδίωξη της Αυλής να αποκαταστήσει την τάξη. κάτι που αδυνατούσε να πετύχει στηριζόμενη στους Έλληνες στρατιωτικούς. Και στη συνέχεια πάντως Γερμανοί τυχοδιώκτες αποτέλεσαν τον κορμό του νέου ελληνικού στρατού καλύπτοντας τις 5.142 από τις 8.205 θέσεις (1835). Βλ. Παντ. Ραπτάρχη. «Η δημοσιονομική και οικονομική πολιτεία των μοναρχικών κυβερνήσεων του Όθωνος (1833 1843), Αθήναι 1937, σελ. 235-237· Ανδρέου Μ. Ανδρεάδου, ΕΡΓΑ. τόμος Β’. Αθήναι 1939, κεφ. «Το δημόσιον χρέος της Ελλάδος επί βαυαροκρατίας», σελ. 335.

64. Τα έσοδα της χώρας επί Καποδίστρια, τη διετία 5/1829-4/1831 ήταν 11.529.096 φοίνικες (ή 10.145.604 δρχ.), δηλ. μέσος ετήσιος όρος 5.073 χιλ. δρχ. Το ύψος των εσόδων ανήλθε το 1833 σε 8.084 χιλ. δρχ. και το 1835 σε 13.790 χι)., δρχ. Όπως φαίνεται οι εισπράξεις των δημοσίων ταμείων αυξήθηκαν αισθητά την περίοδο της Αντιβασιλείας, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην καλύτερη οργάνωση του φοροεισπρακτικού τομέα. Ο Όθωνας επέβαλε τρεις νέους φόρους (επιτηδευμάτων, οικοδομών και χαρτοσήμου) μέσα στο 1836. Έτσι τα δημόσια έσοδα έφτασαν το 1837 τις 14.505 χιλ. δρχ., το 1838 τις 15.161 χιλ. δρχ., το 1839 τις 16.064 χιλ., δρχ. και το 1840 τις 17.421 χιλ. δρχ. Στο σύνολο των εσόδων του έτους 1840. ο έγγειος φόρος και ο φόρος επικαρπίας αποτελούσε το 43.7%, οι εισπράξεις των τελωνείων το 17.5% και φόρος επί των ζώων το 11,2%. Τα υπόλοιπα έσοδα ποσοστιαία προέρχονταν από: χαρτόσημο 5,0%, εκποιήσεις νόμου προικοδοτήσεως 3,4%, αλυκές 2,8%. ελαιώνες 1,9%, φόρος επιτηδευμάτων 1,4%, εκκλησιαστικά έσοδα 1,1%, δάση 1,1%, περιβόλια 1,0%, φόρο οικοδομών 1,0%, μεταλλεία ορυχεία 0,7%, ιχθυοτροφεία 0,7%, άλλα έσοδα 7,5 %. Βλ. Τιρς, τόμος Β’, σελ. 217-218· Ραπτάρχη, σελ. 247, 270.

65. Ο μέσος ετήσιος όρος των δημοσίων εξόδων της καποδιστριακής περιόδου ήταν 10.577.924 φοίνικες ή 9.309 χ\λ. δρχ. Το ποσό αυτό ανήλθε επί Αντιβασιλείας σε 12.277 χιλ. δρχ. το 1833, σε 15.934 χιλ. δρχ. το 1834 και σε 14.154 χιλ. δρχ. το 1835. Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν στη συνέχεια και μετά την ενθρόνιση του Όθωνα: 17.427 χιλ. δρχ. το 1836, 19.952 το 1837 και από 17,2 εκατ. δρχ. το 1838 και 1839. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εξόδων κάλυπταν οι στρατιωτικές δαπάνες (μέγιστο 70,3% το 1834 - ελάχιστο 41,1% το 1839). Ένα εκατ. δρχ. ήταν η ανακτορική επιχορήγηση. Βλ. Ραπτάρχη, σελ. 248, 272· Κωνσταντίνου Τσουκαλά, «Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος - η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα», ΘΕΜΕΛΙΟ, 1981, σελ. 45-47.

 

66. Οι σπατάλες του κόμη Άρμανσμπεργκ ήταν δίχως προηγούμενο. Χαρακτηριστικά, χρέωσε στο ελληνικό δημόσιο τα έξοδα των εκδρομών του όταν ακόμα ζούσε στη Βαυαρία πριν γίνει πρόεδρος της Αντιβασιλείας, ενώ με χρήματα του δημοσίου πληρώθηκε ακόμα και ο γερμανός ταπετσέρης που ήλθε από το Μόναχο για να διακόσμησα το ανάκτορο του. Βλ. Μάουρερ, σελ. 430-431.

67. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων δόθηκε στην Ελλάδα με την εγγύηση των κυβερνήσεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Από τα δύο πρώτα τμήματα του δανείου, συνόλου 44.672 χιλ. δρχ., μετά την κράτηση των εξόδων της έκδοσης και υπηρεσιών της πρώτης διετίας, την πλήρωση των προκαταβολών της μεσιτείας και των τόκων στον τραπεζίτη Εϊχτάλ και την εξόφληση των παλαιών χρεών του Καποδίστρια, απέμειναν 32.445 χιλ. δρχ. Από το ποσό αυτό 12.531 χιλ. δρχ. πήρε η Οθωμανική Πύλη για την παραχώρηση της Αιτωλοακαρνανίας και της Φθιώτιδας. Το τρίτο μέρος του δανείου παραχωρήθηκε δύσκολα, λόγω των αντιδράσεων της Ρωσίας, και αφιερώθηκε σχεδόν όλο για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Βλ. Ανδρεάδου, σελ. 332-338· Ραπτάρχη, σελ. 250-265.

68. Για παράδειγμα, ο Γερμανός ιερέας της Αμαλίας αμείφθηκε το 1839 με 4.240 δρχ. Βλ. Χριστιανό Λυτ, «Μία Δανέζα στην αυλή του Όθωνα», ΕΡΜΗΣ, Αθήνα 1981, σελ. 22.

 

69. Οι ετήσιες απολαβές του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ήταν το 1840 7.200 δρχ., του επιτρόπου και τους αντιπροέδρου 5.400, του γραμματέα 2.000, του λογιστή Α’ ταξ. 2.400 και Β’ ταξ. 2.000, του γραφέα 800 και του κλητήρα 600 δρχ. Την ίδια περίπου εποχή οι εργάτες γης στη Λαμία έπαιρναν 300 δρχ. το χρόνο. Στοιχεία για την αγοραστική δύναμη αυτών των εισοδημάτων δίνει η Λυτ στις σημειώσεις της: Μια γαλοπούλα στοίχιζε 10 δρχ., το νοίκι ενός σπιτιού ήταν 50-100 δρχ. το μήνα, η αγορά ενός γαϊδάρου 30 δρχ. Ο Βαυαρός πρόξενος Στρονγκ είναι πιο κατατοπιστικός. Οι τιμές τροφίμων το 1841 στην Αθήνα είχαν ως εξής: Κρέας 0,80-1,20 δρχ. η οκά (: 1.280 gr.). Πουλερικά 1,5-2,5 δρχ. το ένα. Λαχανικά 0,10-0,40 δρχ. η οκά. Φρούτα 0,20-0,50 δρχ. η οκά. Λάδι 1,40, ζάχαρη 1,70, τυρί 1,40, ψάρια 2,50, ρύζι 0,80, φιδές 0,90, ψωμί 0,30, γάλα 0,40, καφές 2,20, μέλι 3,00, βούτυρο 4,00, κρασί 0,40, λαρδί 2,50, χαβιάρι 5,40 δρχ. η οκά. Βλ. Εϊχτάλ, σελ. 74. Λυτ, σελ. 57, 86, 119, 145. Strong, σελ 41, 42, 189.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αμπού Εντμόντ, «Η Ελλάδα του Όθωνος - η σύγχρονη Ελλάδα (1854)» μετάφραση Α. Σπήλιου, εκδ. ΤΟΛΙΔΗ. Αθήνα, χωρ. χρον.

Αναστασόπουλου Γεωργίου, «Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας», τόμος Α’ (1840-1884), Αθήναι, 1947.

Ανδρεάδου Ανδρέου, «Το δημόσιον χρέος της Ελλάδος επί βαυαροκρατίας» - ΕΡΓΑ, τόμος Β’, Αθήναι, 1939.

Άντερσεν Χανς Κρίστιαν, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», μετάφραση Allan Lund, εκδ. ΕΣΤΙΑ. Αθήναι, χωρ. χρον.

«Ανώνυμοι Εταιρείαι συσταθείσαι αχό τον έτους 1833» εκδ. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήναι, 1930.

Αξελού Λουκά, «Σημειώσεις και παρατηρήσεις γύρω από την ελληνική και νοτιοβαλκανική πραγματικότητα του XVIII αιώνα» - Περιοδικό «ΤΕΤΡΑΔΙΑ», No 2-3, Φθινόπωρο ’81.

Βαλαωρίτου I. Α., «Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 1842-1902», Αθήναι, 1902.

Βεργόπουλου Κώστα, «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα - η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας» 2η εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα, 1975.

Εϊχτάλ Γουσταύου, «Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση», 2η εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, Αθήνα, 1974.

Ευελπίδη Χρ., «Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος», εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήναι, 1950.

Ζολώτα Ξενοφ., «Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίοεως» 2η εκδ. ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Αθήναι, 1964.

Ζωγράφου Δημ., «Ιστορία της ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης 1833-1842» τόμ. Α’-Β’, Αθήναι, 1925 -1927.

Ζωγράφου Δημ., «Ιστορία της Ελληνικής Γεωργίας», 2η εκδ. ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, τόμος Α -Γ, Αθήναι, 1976.

Κρεμμυδά Βασίλη, «Εισαγωγή στην ιστορία της νεολληνικής κοινωνίας (1700-1821)» εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1976.

Λεονταρίτη Γεωργίου, «Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850)», εκδ. Ε.Μ.Ν.Ε. - ΜΝΗΜΩΝ, Αθήνα, 1981.

Λυτ Χριστιάνα, «Μία Δανέζα στην αυλή του Όθωνα», εκδ. ΕΡΜΗΣ, Αθήνα 1981.

Λωρέντη Νικολάου, «Νεωτάτη διδακτική γεωγραφία» Βιέννη 1838.

Μάουρερ Γκεοργκ Λούντβιχ, «Ο ελληνικός λαός - δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ώς την 31η Ιουλίου 1834», μετάφραση Όλγα Ρομπάκη, εκδ. ΤΟΛΙΔΗ, Αθήνα, 1976.

Μαρκεζίνη Σπυρ. «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος Α’, Αθήναι 1966.

Μοσκώφ Κωστή. «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 1830-1909 —ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου», Θεσσαλονίκη 1972.

Palamas C, «History of monetary enactments in Greece, I part (1828-1885)» HESTIA, Athens, 1930.

Πετρόπουλου I. - Κουμαριανού Αικ., «Το ελληνικό κράτος από το 1833 ως το 1862· - «Ιστορία του ελληνικού έθνους» ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος ΙΓ’, Αθήναι 1977.

Πιπινέλη Τάκη, «Η μοναρχία εν Ελλάδι 1833-1843», Αθήναι 1932.

Πλουμίδη Σ., «Γεωγραφία της ιστορίας του νεοελληνικού χώρου», εκδ. ΚΑΡΑΒΙΑ. Αθήνα 1981.

Πράτσικα Νικολ., «Ελληνικά νομίσματα (1828-1944)», Αθήναι, 1946.

Ραπτάρχη, Παντ., «Η δημοσιονομική και οικονομική πολιτεία των μοναρχικών κυβερνήσεων του Όθωνος (1833-1843)», Αθήναι, 1937.

Ρος Λουδοβίκου, «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832 1833)», μετάφραση Α. Σπήλιου, εκδ. ΤΟΛΙΔΗ, Αθήνα. 1976.

Σιμόπουλου Κυριάκου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ’, (1810-1821), Αθήναι 1975.

Σούτσου I. Α., «Πραγματεία περί παραγωγής και διανομής του πλούτου» Αθήναι 1868.

Σπηλιωτόπουλου Στάθη, «Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Αθήναι 1949.

Σταματάκη I. Δ., «Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος», Αθήναι 1863.

Strong Fr., «Greece as a kingdom; or a statistical description of that country from the arrival of king Otto in 1833 down to the present time» LONGMAN, London 1842.

Τιρς Φρειδερίκου, «Η Ελλάδα του Καποδίστρια, η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828-1833) και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμηση της», μετάφραση Α. Σπήλιου, εκδ. ΤΟΛΙΔΗ, Αθήνα 1972.

Τσουκαλά Κωνσταντίνου, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή — ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 1922)», εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα 1977.

Τσουκαλά Κωνσταντίνου, «Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος - η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα», εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, 1981.

Φίλια Βασίλη, «Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα - η νόθα αστικοποίηση 1800-1864», Αθήνα, 1974.

Χαριτάκη Γ., «Η Ελληνική βιομηχανία - βιομηχανία μεταλλεία, εργασία», εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήναι, 1927.

Χαριτάκη Γ., πρόλογος του στο έργο του Ανδρ. Κυρκιλίτση «Αι τράπεζαι εν Ελλάδι», Αθήναι 1934.

Ψυρούκη Νίκου. «Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο», εκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, Αθήνα, 1974.