Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική
συνώνυμα
λέξεις που αρχίζουν από αναμ-αναψ
Δημήτρης Λιθοξόου
πρώτη δημοσίευση: 25.3.2020
αναθεώρηση: 27.7.2021
Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της
ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα
της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής
νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα
διαλεκτικά συνώνυμα.
Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της
ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της
γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.
Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις
της «κοινής νεοελληνικής».
Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως
την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως
όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω
Ιταλία, Ικαρία, Χίο).
Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που
συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα
διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν,
αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν,
βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.
Με μπλε χρώμα
σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις
βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά
στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία
της λέξης.
Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το
όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης
καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της
κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία
[Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario
Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622.
Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά
λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].
Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από
το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις
λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε
αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό»
(με συχν.
εμφ. 3), εμφανίζεται στις
μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα»
(με συχν.
εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα
από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.
Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται
στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η
ένδειξη λόγιο
σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο
στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό
εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά
λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.
Μετά τις διαλεκτικές λέξεις,
ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται
για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής).
Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία,
Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος,
Φθιώτιδα.
Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή
Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν
τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή
η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης
για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες
συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].
Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής
που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.
Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html
ανάμ || Χαλκιδική || ανάμνηση
ανάμ || Καρδίτσα || υπόληψη
ανάμ || Κοζάνη, Πιερία, Χαλκιδική || φήμη
άναμα || Ιωάννινα || βάτεμα
άναμα || Κέρκυρα || έξαψη
άναμα || Μύκονος || καύλα
άναμα || Άνδρος, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Κορινθία,
Λακωνία, Μάνη, Σύμη || νάμα
ανάμα [Somavera 1709] || δημοτική || Άνδρος, Αρκαδία, Βελβεντός, Γρεβενά,
Θεσπρωτία, Θήρα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Κάρυστος,
Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία, Νάξος, Πιερία,
Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σκόπελος, Τρίκαλα, Τσακήλι*, Τσακωνιά, Φθιώτιδα,
Χαλκιδική, Χίος || νάμα
αναμάζεμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συμμάζεμα
αναμάζωμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περισυλλογή
αναμαζωμός || Κρήτη || συμμαζεμός
αναμαζώνου || Μάνη || συμμαζεύω
αναμαζώνω || Κρήτη, Κύθηρα || αποθησαυρίζω
αναμαζώνω || Κρήτη, Κύθηρα || μαζεύω
αναμαζώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συμμαζεύω
αναμαζώνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περισυλλέγω
αναμάζωξη
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || μάζωξη
αναμάιτιασμα || Μάνη || χλώμιασμα
αναμαλαγμένη [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || τσούλα
αναμαλάσω || Κρήτη || ψαχουλεύω
ανάμαλη
[Βλαστός 1931] || ξεμαλιάρα
αναμαλιάζου || Μάνη || αναμαλλιάζω
αναμαλιάρα
[Βλαστός 1931] || ξεμαλιάρα
αναμαλιαρέα || Κύθηρα || ξεμαλιάρα
αναμαλιαρίζω
[Βλαστός 1931] || ξεμαλιάζω
αναμαλιασμένους || Σουφλί, Φθιώτιδα || αναμαλλιασμένος
αναμαλίδα || αναμαλίδα,
Αρκαδία || χνούδι
αναμαλίδι || Σινασός* || δαμάλα
αναμαλίου || Τσακωνιά || ανατριχιάζω
αναμαλλιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμάλλιασμα
αναμαλλιάζομαι
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναχουρδίζω || αναμαλλιάζομαι
αναμαλλιάζω
[Βλάχος 1897] || δημοτική || αναμαλιάζου, ανεμαλιάζω || αναμαλλιάζω
αναμαλλιάρα
[Deheque 1825] || ανεμαλιάρα || αναμαλλιάρα
αναμαλλιάρα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ηλεία || αναμαλλιασμένη
αναμαλλιάρης
[Germano 1622] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κύπρος, Λιβίσι*, Μάνη || αναμαλλιασμένος
αναμαλλιάρικος
[Somavera 1709] || δημοτική || αναμαλλιασμένος
αναμαλλιαρκά || Κύπρος || αναμαλλιασμένη
αναμάλλιασμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανακακιάρομα,
αναμαλλιά || αναμάλλιασμα
αναμαλλιασμένη || αλιμανιάρα, αλμανάρα,
αναμαλλιάρα, αναμαλλιαρκά, ανεμαλιάρα, ανεμαλιαριά, ανεμαλλαρζά, αξεμαλιαριά || αναμαλλιασμένη
αναμαλλιασμένος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αλμανάρς, ανακακιαρομένος, ανακούτρουλλος, αναμαλιασμένους, αναμαλλιάρης,
αναμαλλιάρικος, ανάμαλλος, ανασκαγγιουιριασμένος, αναχούρδης, αναχουρδισμένος,
ανεκατσουλομένος, ανεμαλιάρκος, ανεμαλλιάρης, ανεμάλλιαρος, ανιμαλιάρς,
ανιμαλιασμένους, ανιμαλλιάρης, νανεμαλλιασμένος, νεμαλλιάρης, ξέξης, ξεσκούλης,
ξεσκουλισμένος || αναμαλλιασμένος
ανάμαλλος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμαλλιασμένος
άναμαν || Χαλδία* || άναμμα
αναμανικούμαι || Κερασούντα* || ανασκουμπώνομαι
αναμάρα || Ζάκυνθος, Ημαθία, Ήπειρος, Λευκάδα || έξαψη
αναμάρα || Κόνιτσα || ζέστη
αναμάρα || Κόνιτσα || πυρετός
αναμαρκιέμι || Μαΐστρος* || μηρυκάζω
αναμαρμαρώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απολιθώνομαι
αναμαρμαρώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απολιθώνομαι
αναμάρτετος || Χαλδία* || αναμάρτητος
αναμάρτητα
[Somavera 1709] || δημοτική || ακριμάτιστα || αναμάρτητα
αναμάρτητος
[Deheque 1825] || &
Αμοργός, Αχαΐα, Κρήτη, Λακωνία || αναμάρτητος
αναμάρτητος
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακουτσούφλητος, ακριμάτιστος, ακριμάτστους,
αναμάρτετος, ανημάρτετος, ανημάρτοτος || αναμάρτητος
αναμασάου || Ηλεία || μηρυκάζω
αναμασάω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κορινθία || μηρυκάζω
αναμάσημα
[Βεντότης 1790] || δημοτική || μηρυκασμός
αναμάσισμα
[Βλάχος 1659] || Κρήτη || μηρυκασμός
αναμασιώ || Λέσβος || μηρυκάζω
αναμάσκαλα || Κρήτη, Κύθηρα, Κως, Τραπεζούντα* || παραμάσχαλα
αναμασουλίζω || Κρήτη || μηρυκάζω
αναμασώ [Germano 1622] || δημοτική || Μύκονος || μηρυκάζω
αναματέρι || Λακωνία || ναματερό
αναματερό [Βλαστός 1931] || Κάλυμνος || ναματερό
αναματίρ || Βελβεντός || ναματερό
αναματίρι || Αχαΐα, Κεφαλονιά
|| ναματερό
αναματιρό || Ιωάννινα || ναματερό
αναμειγνύω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αναμίγω,
ανασμίγω || αναμειγνύω
ανάμεικτος || λόγιο || ανακατερός, μιγαδερός || ανάμεικτος
αναμέλ || Φθιώτιδα || μηνίγγι
αναμελά || Κάλυμνος || παραφυάδα
αναμέλα || Φθιώτιδα || αυτί
ανάμελα [Germano 1622] || δημοτική || ανέμελα
ανάμελε || Τσακωνιά || ανέμελος
ανάμελες || Σκύρος || ανέμελος
αναμελεύω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || τεμπελιάζω
αναμελής [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμελής
αναμελής [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μέγαρα, Χίος || ανέμελος
αναμελητής [Βλαστός 1931] || Χίος || ανέμελος
αναμελητής [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || τεμπέλης
αναμελία || Κύμη, Λακωνία || ανεμελιά
αναμελιά [Germano 1622] || δημοτική || Αίγινα, Άνδρος, Βιθυνία*, Ηλεία, Κάλυμνος,
Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Μάνη, Πάρος, Σύμη, Χίος || ανεμελιά
αναμελιώ || Κρήτη || αμελώ
ανάμελλντος || Ρόδος || ανέμελος
ανάμελος [Germano 1622] || δημοτική || Άνδρος, Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Κάλυμνος,
Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Χίος || ανέμελος
αναμελώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αμελώ
αναμένους || Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη || αναμμένος
αναμένους || Τρίκαλα || διψασμένος
αναμένω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || περιμένω
ανάμερα || Κάλυμνος || αυθημερόν
ανάμερα
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || παράμερα
αναμεράω || Λευκάδα || τακτοποιώ
αναμεράω || Θεσπρωτία || φεύγω
αναμεράω
[Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || παραμερίζω
αναμεράω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παραμερίζω
αναμεριάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μέγαρα || παραμερίζω
αναμεριαστός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ατακτοποίητος
αναμερίζομαι
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || παραμερίζομαι
αναμερίζου || Μάνη || παραμερίζω
αναμερίζω || Λευκάδα || τακτοποιώ
αναμερίζω [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κορινθία, Κρήτη, Μεσσηνία || παραμερίζω
αναμέριο || Λευκάδα || συγύρισμα
αναμέριο || Λευκάδα || τακτοποίηση
αναμέρισμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || τακτοποίηση
αναμερισμένος || Λευκάδα || συγυρισμένος
ανάμερος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || παράμερος
αναμερώ
[Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || παραμερίζω
ανάμεσα || & Αμοργός, Αρκαδία,
Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κάλυμνος, Αργολίδα, Κοτύωρα*, Λευκάδα, Μεσσηνία,
Νάξος, Ρόδος, Σίφνος, Σύρος || ανάμεσα
αναμεσά [Du Cange 1688] || Οινόη*, Σάντα* || ανάμεσα
ανάμεσα
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναμεσά, αναμεσής,
αναμεσιακώς, αναμεσικώς, ανάμεσο, αναμεσό, αναμεσόν, ανάμεσον, αναμεσόντας,
αναμεσού, αναμεσώς, ανάμισα, αναμισό, αναμισού, ανάμσα, ανάψα, ανέμεσα,
αντίμεσα, απανάμεσα, απαναμεσά, απαναμεσόντας, απανάμισα, ναμεσό || ανάμεσα
αναμεσάδα || Κρήτη, Κύθηρα || ενδιάμεσο
αναμεσάδα || Κέρκυρα || ξέφωτο
αναμεσαριά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || πέρασμα
αναμεσής [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία,
Μήλος, Οινόη*, Σύμη || ανάμεσα
αναμεσιακός || Κρήτη || ενδιάμεσος
αναμεσιακώς || Κρήτη || ανάμεσα
αναμεσικώς || Κρήτη || ανάμεσα
αναμεσό || Αχαΐα || ανάμεσα
ανάμεσο
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Άνδρος, Δαρδανέλια*,
Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Καστοριά, Κοτύωρα*, Σεμένι*, Σίφνος, Σύμη, Σύρος, Τήνος || ανάμεσα
αναμεσόν || Ήπειρος, Κερασούντα*,
Κύπρος, Ρόδος, Σύμη, Χαλδία*, Χίος || ανάμεσα
ανάμεσον || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Κύπρος || ανάμεσα
αναμεσόντας || Χαλδία* || ανάμεσα
ανάμεσος || Κερασούντα*, Κρήτη || ανάμεσα
ανάμεσος
[Βλαστός 1931] || Μάνη || ενδιάμεσος
αναμεσού || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάμεσα
ανάμεστα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || πλήρως
ανάμεστος
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || μεστός
αναμεστώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μεστώνω
αναμεσώς || Αρκαδία, Κρήτη, Μεσσηνία || ανάμεσα
αναμεταξύ || Ζάκυνθος, Κύθηρα
|| εντωμεταξύ
αναμεταξύ [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Κάρπαθος, Κάσος, Κύπρος || μεταξύ
αναμεταπιάνω || Κρήτη || συγυρίζω
αναμέτρηση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αντιμέτρημα || αναμέτρηση
αναμετριέμαι || λόγιο || αντιμετριούμαι || αναμετριέμαι
αναμετρώ || Μάνη || ζυγίζω
αναμετωρίζομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αστειεύομαι
ανάμι || Πωγώνι || δυσφήμηση
ανάμι || Θεσπρωτία, Κάλυμνος
|| φήμη
αναμιάζω || Κρήτη || μοιάζω
αναμιγή || Κρήτη || αναταραχή
αναμιγή || Κύπρος || θόρυβος
αναμίγω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμειγνύω
αναμικιόρης || Χίος || ασυμπάθιστος
αναμικιόρης || Βουρλά*, Κύθηρα, Λέρος
|| αχάριστος
αναμικιόρης || Χίος || δύστροπος
αναμικιόρης || Μύκονος, Πάρος || μοχθηρός
ανάμικρος || Μάνη || μικρούτσικος
αναμικχιόρης || Νίσυρος || αχάριστος
αναμιλιά || Ήπειρος || ανεμελιά
αναμιλλάδιν || Λιβίσι* || παραφυάδα
αναμιλλαόνω
[Ηπίτης 1908] || Κάρπαθος || ξαναφυτρώνω
ανάμιλους || Μάδυτος* || ανέμελος
αναμιμένος || Κύπρος || αναστατωμένος
ανάμιρα || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα,
Φθιώτιδα || παράμερα
αναμιράου || Ιωάννινα || αποσύρομαι
αναμιράου || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ιωάννινα, Καρδίτσα,
Τρίκαλα, Φθιώτιδα || παραμερίζω
αναμιράου || Ιωάννινα || συγυρίζω
αναμιρίζου || Καρδίτσα, Μαγνησία
|| παραμερίζω
ανάμιρους || Τρίκαλα,
Φθιώτιδα || παράμερος
ανάμισα || Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Λάρισα,
Φωκίδα || ανάμεσα
αναμισάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μισώ
ανάμισης || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κύπρος,
Ρόδος, Χάλκη || ενάμισης
αναμισό || Μάδυτος* || ανάμεσα
αναμισού || Κομοτηνή || ανάμεσα
αναμίσου || Λιβίσι* || ξαναφυτρώνω
αναμίσου || Μάκρη* || φυτρώνω
αναμίσσου || Κύμη || κινούμαι
αναμιταξύ || Σάμος || μεταξύ
αναμιτσιόρης || Κως || αχάριστος
αναμιτσόρης || Κάλυμνος, Κως || αχάριστος
αναμιτσοριά || Κως || αχαριστία
αναμκιόρκους || Σάμος || δύστροπος
αναμκιόρς || Σάμος || δύστροπος
αναμκιουρλίκ || Σάμος || δυστροπία
άναμμα
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || άμμα, άναμαν, αναμός, αννάψιμο, άφτομα, άψιμο,
άψιμον, νάψιμα, ννάψιμο || άναμμα
αναμμένος || & Αμοργός, Αρκαδία,
Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κέα, Αργολίδα, Κεφαλονιά, Λακωνία,
Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Χίος || αναμμένος
αναμμένος
[Portius 1635] || συχν. εμφ. 2 || αμένος, αναμένους, αναφτέ, αναφτό, αναφτός,
αναφτούμενος, απτούμενος, αφτίμενος, αφτομένος, αφτόμενος, αφτός, αφτούμενος,
νναμένος, ναττό, ναφτό || αναμμένος
αναμνής || Κάλυμνος || κοκέτης
αναμνής || Κάλυμνος || φιλάρεσκος
ανάμνηση || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || Βασικό
Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναθύμημα, αναθύμηση, αναθυμιά, ανάμ || ανάμνηση
αναμνιάζω || Κρήτη || μοιάζω
αναμνιάζω || Κάρπαθος || νοσταλγώ
αναμνιάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || θυμάμαι
αναμνιέμι || Αίνος* || μνημονεύομαι
αναμογάμης || Κάλυμνος || κιρκινέζι
αναμοκάτουμα || Κάλυμνος || ανάκατα
αναμόμυλος || Κως || ανεμόμυλος
αναμονή || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || πολιμένομα || αναμονή
αναμόννω || Κύπρος || μετρώ
αναμόνου || Σκόπελος || ορκίζομαι
αναμοπάς || Κάλυμνος || πετροχελίδονο
αναμός || Αιτωλοακαρνανία ||
άναμμα
αναμός || Μαγνησία || βιασύνη
αναμός || Ήπειρος, Σκόπελος
|| καύλα
αναμός || Αιτωλοακαρνανία ||
καύσωνας
αναμού || Λιβίσι* || ξαναφυτρώνω
αναμουζάλ || Λαγκαδάς || θύελλα
αναμούζι || Πωγώνι || αξιοπρέπεια
αναμουιριάρης || Μάνη || είρωνας
αναμουμπούλα || Φθιώτιδα || αναμπουμπούλα
αναμουπάς || Κάλυμνος || πετροχελίδονο
αναμούρ || Μαγνησία || έξαψη
αναμούρ || Μαγνησία || προσβολή
αναμούρα || Κοζάνη || αναψοκοκκίνισμα
αναμούρα || Λάρισα || ανησυχία
αναμούρα || Καρδίτσα, Κοζάνη, Τρίκαλα, Χαλκιδική || έξαψη
αναμούρα || Κοζάνη, Λευκάδα ||
έρωτας
αναμούρα || Νιγρίτα || κάψα
αναμούρα || Πιερία || ξάναμμα
αναμουράτα || Λακωνία || ειρωνικά
αναμούρδαλος || Κρήτη || ακατάστατος
αναμούρδουλος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρομιάρης
αναμουρδώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || λερώνομαι
αναμουρεύομαι || Μάνη || ειρωνεύομαι
αναμουρεύομαι || Λακωνία, Μάνη || σιχαίνομαι
αναμουρία || Μάνη || ειρωνεία
αναμουριάζουμι || Λάρισα || ανησυχώ
αναμουριάζουμι || Τρίκαλα || εξάπτομαι
αναμουσία || Μάνη || γρουσουζιά
αναμουστουρλής || Μαγνησία || προσβεβλημένος
αναμουστουρλίκ || Μαγνησία || προσβολή
αναμούστρου || Μαγνησία || προσβολή
αναμούταλος || Κρήτη || αδέξιος
αναμουταλώ || Κύθηρα || ανακατεύω
αναμουτρίζω || Κέρκυρα || αυθαδιάζω
αναμούτρισμα || Κέρκυρα || αυθάδεια
αναμουτσιάζω || Μέγαρα || αναγουλιάζω
ανάμουττα || Κύπρος || ενάντια
ανάμπαιγμα || Μάνη || κοροϊδία
ανάμπαιγμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || εμπαιγμός: ανέμπαιγμα || περιγέλασμα
αναμπαίζου || Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Εύβοια, Ιωάννινα,
Μάνη, Σκόπελος, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || περιγελώ
αναμπαίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Βιθυνία*, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Καστελλόριζο,
Κορινθία, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || περιγελώ
ανάμπαιμα || Μάνη || κοροϊδία
ανάμπαιμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || περιγέλασμα
αναμπαιξιάρης || Μάνη || περιγελαστής
αναμπαίξουλος || Λακωνία || περιγελαστής
ανάμπαισμα || Τσακωνιά || κοροϊδία
αναμπαισμένος || Ζάκυνθος || περίγελος
αναμπαίχτης
[Βλαστός 1931] || δημοτική || περιγελαστής
αναμπαιχτικός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμπαικτικός
αναμπαίχτρης || Βιθυνία || περιγελαστής
αναμπάλωμα || Κρήτη || μπάλωμα
αναμπαλώνω || Κρήτη || μπαλώνω
αναμπαμπούλα [Κοντόπουλος
1903] || δημοτική || Ηλεία, Κορινθία, Λέσβος, Νάξος, Μεσσηνία,
Οινόη*, Τσακωνιά || αναμπουμπούλα
αναμπαμπουλιά || Λακωνία || αναμπουμπούλα
αναμπαμπουλίκι || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Σύρος || αναμπουμπούλα
αναμπαμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα
αναμπαμπουλούκι || Κρήτη || αναμπουμπούλα
αναμπάρκους || Χαλκιδική || ξακουστός
αναμπάρς || Χαλκιδική || ξακουστός
αναμπάστωμα || Απουλία || στρίφωμα
αναμπατούρα || Πάρος || κατώφλι
αναμπέξαλα || Ηλεία || ανάλαφρα
ανάμπεσμα || Ζάκυνθος || νωθρός
αναμπεσμένος || Ζάκυνθος || νωθρός
αναμπιστεύομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία || εμπιστεύομαι
ανάμπλα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ιωάννινα || ανάπαυση
αναμπλαμένους || Λιβίσι* || διασκορπισμένος
αναμπλάννου || Λιβίσι* || ανεμοσκορπίζω
αναμπλάνου || Μάκρη* || σκορπίζω
αναμπλασμένος || Μάκρη* || σκορπισμένος
ανάμπλεμα || Μεσσηνία || λοξοκοίταγμα
ανάμπλεμα || Κρήτη || ματιά
ανάμπληστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπληστος
ανάμπληστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αχόρταγος
αναμπλητά || Κάρπαθος || άφθονα
αναμποδάω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμποδίζω
αναμποδίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμποδίζω
ανάμποδος || Μάνη || ανεμπόδιστος
αναμποδώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || εμποδίζω
αναμπουκάτου || Καλαβρία || ανάστροφα
αναμπούκωμα || Κρήτη || ανασκούμπωμα
αναμπουκώνομαι || Κρήτη || ανασκουμπώνομαι
αναμπουκώνω || Κρήτη || ανασκουμπώνω
αναμπουμπούλα || & Αχαΐα, Βουρλά*,
Ηλεία, Ιθάκη, Κορινθία, Κύμη, Λακωνία, Μήλος || αναμπουμπούλα
αναμπουμπούλα
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αλαμπαμπούλα,
αλιμπουμπλίκ, αναμουμπούλα, αναμπαμπούλα, αναμπαμπουλιά, αναμπαμπουλίκι,
αναμπαμπούλλα, αναμπαμπουλούκι, αναμπουμπουλίκι, αναμπουμπούλλα, αναμπουμπούρα,
αναπαμπαούλα, αναπαμπούλα, αναπαμπουλίκι, αναπαμπούλλα, αναπάπουλα, αναπαπούλα,
αναπαπουλία, αναπαπουλίγια, αναπαπουλίκιν, αναπαπουλλίκι, αναπαπουλλίτσι,
αναποπουλλίκι, αναπουμπούλα, αναπουμπούλλα, αναπουπουλλίκι, αναπουπουλούκιν,
ανεμομπούλα, ανεμομπουμπούλα, ανεμοπουλλίτσι, ανεμπαμπούλα, ανεμπαμπουλίκι,
ανεμπαμπουλούκι, ανεμπουμπούλα, ανεμπουμπουλίκι, ανεπουμπούλλα,
ανεπουμπουλλίκιν, ανιμπαμπούλα, ανιμπουμπλίκ, ανιμπουμπούλα, αραπούμπλιακο,
αραπούμπλικο, αραπούπλιακο, αραπούπλικο || αναμπουμπούλα
αναμπουμπουλίκι || Ζάκυνθος, Κρήτη ||
αναμπουμπούλα
αναμπουμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα
αναμπουμπούρα || Ημαθία || αναμπουμπούλα
αναμπουσκώνου || Κονίστρες || ανασκουμπώνω
αναμπρόστημα || Μάνη || ξεμπρόστιασμα
ανάμς || Λέσβος, Νιγρίτα, Πάρος, Σάμος, Σκόπελος || ενάμισης
ανάμσα || Σίλλη* || ανάμεσα
αναμτσέβουμι || Αιδηψός || υποψιάζομαι
αναμύγι || Κρήτη || ξεσήκωμα
αναμυγισμός || Κρήτη || ξεσήκωμα
αναμυρμηγκίζω || Κύθηρα || μυρμηγκιάζω
αναμυρμηρίζω || Κύθηρα || μυρμηγκιάζω
αναμφίβολα || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αϊλιά || αναμφίβολα
ανάμωρα || Τσακωνιά || αδέξια
ανάμωρε || Τσακωνιά || αδέξιος
ανανάμενος || Τραπεζούντα* || απροσδόκητος
ανανάμονος || Χαλδία* || απροσδόκητος
ανανάριστα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανανούριστα
ανανάριστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανανούριστος
ανάνγκ || Γρεβενά || ανάγκη
ανάνγκ || Γρεβενά || χέσιμο
ανανγκάζου || Πιερία || συνδαυλίζω
ανανγκαίου || Πιερία || αποχωρητήριο
ανανγκιρός || Πιερία || αναγκαίος
άνανδρα || λόγιο || άκαρδα || άνανδρα
ανανέβατος || Λακωνία, Μάνη || άζυμος
ανανεώνω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || καινουριώνω || ανανεώνω
ανανεώνω || Σάντα* || αναπιάνω
ανανήβ || Κοτύωρα*, Σαμψούντα*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άζυμος
ανανήβι || Οινόη*, Χαλδία* || άζυμος
ανανήβιν || Κερασούντα*, Οινόη* || άζυμος
ανανήλιος || Κύπρος || ανήλιος
ανανήλιος || Κύπρος || ηλιοτρόπιο
ανανθιβάνω || Κέρκυρα || αμφιβάλλω
ανανθρουπιά || Αδριανούπολη* || γαϊδουριά
ανανίδα
[Χελδράιχ 1926] || Αρκαδία,
Λακωνία, Λέσβος, Λήμνος, Μάνη, Μεσσηνία, Χαλκιδική
|| ανωνίδα
ανανιώνομαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταλαβαίνω
ανανιώνουμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταλαβαίνω
ανανιώνω || Κύπρος || ξανανιώνω
ανάννοιχτος || Κύπρος || ανάνοιχτος
ανανογιέμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μύκονος || καταλαβαίνω
ανανογιέμαι [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Παξοί || σκέφτομαι
ανανογιόμαι || Λευκάδα || θυμάμαι
ανανογιόμαι || Κεφαλονιά || καταλαβαίνω
ανανογιούμαι || Ζάκυνθος || σκέφτομαι
ανανογιούμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || καταλαβαίνω
ανανογούμαι || Κρήτη || θυμάμαι
ανανοέμαι || Παξοί || ξυπνώ
ανανόημα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αντίληψη
ανανόηση
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αντίληψη
ανανόητος || Λακωνία, Μάνη || αναίσθητος
ανανόητος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατανόητος
ανάνοιγος || Λακωνία || κλειστός
ανανοίγω || Κύθηρα || διαστέλλομαι
ανάνοικτος || Άνδρος || ανάνοιχτος
ανάνοιχτος || μη ανοιγμένος:
ανάννοιχτος, ανάνοικτος, ανάχτος, ανένοιγος, ανήννοιος, άννοιος, άννοιχτος,
άνοιγος, άνοιχτος, άνοιχτους || ανάνοιχτος
ανάνοιχτος || Κύπρος || καινούριος
ανανοού || Τσακωνιά || σκέφτομαι
ανανοού || Μάνη || συμβουλεύω
ανανοούμαι || Κύθηρα || ξαναθυμάμαι
ανανοούμαι || Μάνη || συνέρχομαι
ανανοούμαί [Βλαστός 1931] || δημοτική || καταλαβαίνω
ανανούριστα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανανάριστα || ανανούριστα
ανανούριστος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακούνιστος, ανανάριστος || ανανούριστος
ανανούς || Κάλυμνος || σύνεση
ανανούς
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξυπνάδα
ανάνσζ || Κοζάνη || αναπάντεχα
ανάνταλος || Χίος || άσχημος
ανάνταφλα || Αρκαδία, Μεσσηνία
|| αδέξια
ανάνταφλα || Μεσσηνία || βιαστικά
ανάνταφλη || Αρκαδία || ξανάστροφη
ανάνταφλος || Αρκαδία, Μεσσηνία
|| αδέξιος
ανάνταφλος || Κέρκυρα || ακατάστατος
ανάντελα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία || ανάποδα
ανάντελος || Κέρκυρα || δύστροπος
ανάντελος || Παξοί || τσαπατσούλης
ανάντελος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάποδος
ανάντεμα || Μάνη || αγνάντεμα
αναντένω || Λακωνία || αγναντεύω
αναντεύου || Μάνη || αγναντεύω
αναντεύω || Λακωνία || αγναντεύω
αναντζαίο || Άνδρος, Θήρα, Κάλυμνος, Κως || αποχωρητήριο
ανάντζαλη || Κάρπαθος || πατημασιά
ανάντζη || Αίγινα, Τσακωνιά
|| ανάγκη
ανάντζη || Κύπρος || αποχωρητήριο
ανάντζη || Κως || χέσιμο
ανάντηχος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναπάντητος
ανάντια || Λακωνία, Λιβίσι*
|| απέναντι
ανάντια || Δέλβινο, Κάρπαθος, Κύπρος, Χάλκη || ενάντια
ανάντια || Κίμωλος || πάνω
ανάντιαβους || Λάρισα || αδιάβατος
αναντιάζζω || Χίος || αγναντεύω
αναντιάζου || Καρδίτσα || αγναντεύω
αναντιάζω || Λακωνία, Μάνη, Χίος
|| αγναντεύω
αναντιάννου || Λιβίσι* || αγναντεύω
αναντιάννου || Λιβίσι* || αντικρίζω
αναντιβάλω || Ζάκυνθος || διηγούμαι
ανάντιο || Αρκαδία, Κέρκυρα
|| αντίθετο
ανάντιο || Κέρκυρα || επιληψία
αναντίον || Καστελλόριζο || εναντίον
ανάντιος || Θήρα, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη,
Μεσσηνία, Ρόδος || ενάντιος
ανάντιος || Πάρος || εχθρός
ανάντιους || Φθιώτιδα || ενάντιος
αναντιώννομαι || Κάρπαθος || εναντιώνομαι
αναντιώνομαι || Μάνη || εναντιώνομαι
ανάντολος || Χίος || ιδιότροπος
αναντραλίζω || Ζάκυνθος,
Μύκονος || ατενίζω
αναντρανίζζω || Νίσυρος || κοιτάζω
αναντρανίζω || Κρήτη || ανασηκώνομαι
αναντρανίζω
[Somavera 1709] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Μύκονος, Ρόδος || ατενίζω
αναντράνιση || Κρήτη || ανασήκωμα
αναντράνισμα || Κρήτη || ανασήκωμα
αναντράνισμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάσος, Πάτμος || ατένισμα
αναντρανιστά || Κρήτη || ευθυτενώς
αναντρανιστός || Κρήτη || ευθυτενής
άναντρη
[Βλαστός 1931] || χήρα
ανάντριστος || Κοτύωρα* || ανύπαντρη
αναντριχάζω || Τραπεζούντα*, Χαλδία*
|| ανατριχιάζω
αναντροπιάζω || απεχθάνομαι
αναντρουπιάζω || Κρήτη || αποστρέφομαι
ανάντυτος || Σύμη || άντυτος
ανάνφτους || Ιωάννινα, Λέσβος || άνιφτος
ανάξαγα || Κρήτη || απεριόριστα
αναξαγόριφτους || Σκόπελος || ανεξομολόγητος
αναξαίνου || Αιτωλοακαρνανία || ξαίνω
αναξαλείφομαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || εξαφανίζομαι
αναξαλίκι || Κρήτη || γκρίνια
αναξέραγμαν || Οινόη* || εμετός
αναξέρασμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο || εμετός
αναξέρασμαν
[Ηπίτης 1908] || Οινόη* || εμετός
αναξερατικόν || Καστελλόριζο || εμετικό
αναξερατό
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || εμετός
αναξερατός || Καστελλόριζο || εμετός
αναξερνάω || Μέγαρα || επανεμφανίζω
αναξερνώ || Κύπρος || αναδίνω
αναξερνώ [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρος, Πάρος, Σύρος || ξερνώ
αναξερώ || Καστελλόριζο, Οινόη*, Σαμψούντα*, Χαλδία* || ξερνώ
αναξιά || Λέσβος || αναξιότητα
αναξιάδα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ιωάννινα || ανικανότητα
αναξιόπιστος || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αντάμς || αναξιόπιστος
ανάξιος
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανάξιους, ανάξος, αναφέλετος, αντούβιανος || ανάξιος
αναξιοσύνη
[Germano 1622] || δημοτική || αναξιότητα
αναξιότητα || λόγιο || αναξιά, αναξιοσύνη,
αναξιουσύν || αναξιότητα
ανάξιους || Καστοριά, Λέσβος
|| ανάξιος
αναξιουσύν || Σέρρες || αναξιότητα
αναξιρατικόν || Λιβίσι* || εμετικό
αναξιρατόν || Λιβίσι* || εμετός
αναξιρνού || Λιβίσι* || ξερνώ
αναξιρού || Λιβίσι* || ξερνώ
αναξλιά || Ίμβρος || αδεξιότητα
ανάξλους || Ίμβρος || αδέξιος
ανάξος || Θήρα, Νάξος || ανάξιος
ανάξουλος || Σάντα* || αξυλοκόπητος
αναξουλωτός || Σάντα || νωθρός
ανάξυλος || Κερασούντα* || αξυλοκόπητος
αναξυρίδα || Παξοί || βράκα
ανάογο || Τσακωνιά || ανάλλαχτος
ανάολα || Κύπρος || σύνορα
αναόλιν || Κάρπαθος || σάβανο
ανάομαι || Κάρπαθος || αντέχω
αναομή || Χάλκη || υγρασία
αναορεύκω || Κύπρος || μνημονεύω
αναόρευτος || Κύπρος || απροστάτευτος
αναός || Θράκη, Καστελλόριζο, Πάτμος || αυλάκι
ανάοση || Κάρπαθος || αντοχή
ανάοση || Κάλυμνος || δροσιά
ανάοση || Κάλυμνος, Κως, Ρόδος
|| υγρασία
αναοτώ || Χίος || υγραίνομαι
αναούδα || Λακωνία || ανωνίδα
αναούλα || Ιθάκη, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κύπρος, Λιβίσι* || αναγούλα
ανάουλα || Άνδρος || άθελα
αναούλι || Κάρπαθος || σάβανο
αναουλιάζω || Ιθάκη, Κορινθία ||
αναγουλιάζω
αναουλιάρης || Κύπρος || λαίμαργος
αναούλιασμα || Καστελλόριζο || αναγούλα
αναούλιασμαν || Κύπρος || αναγούλα
αναουλιατός || Κύπρος || αναγούλα
αναουλιούμαι || Κύπρος || αναγουλιάζω
αναουλλιάζω || Κύπρος || αναγουλιάζω
αναούλλιασμαν || Κύπρος || αναγούλα
αναουλλιασμένος || Κύπρος || αναγουλιασμένος
αναουνιά || Καστελλόριζο || ανηφόρα
αναούχος || Κάλυμνος || υδρορροή
αναπά || Κύπρος || ανάπαυση
ανάπα || Σέρρες || χιονόμπαλα
ανάπαγμαν || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάπαυση
αναπαγμένος || Πόντος* || αναπαυμένος
αναπάγομαι || Κοτύωρα*,
Οινόη* || αναπαύομαι
αναπάζω || Σάντα*, Χαλδία* || αναπαύω
αναπαή [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αίγινα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακωνιά || ανάπαυση
αναπάημα || Μέγαρα || αγρανάπαυση
αναπαημένος || Κρήτη || αναπαυμένος
αναπαημός [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || ανάπαυση
αναπαθιώ || Κρήτη || τσαλαπατώ
ανάπαθους || Κοζάνη || αμάθητος
αναπαίρνου || Μάνη || αναρρώνω
αναπαίρνω || Κύθηρα || αναρρώνω
αναπαίρνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναπαίρνω
ανάπαλα || Κάρπαθος || απαλά
ανάπαλα || Αιτωλοακαρνανία || ήρεμα
ανάπαλα || Αιτωλοακαρνανία ||
σιγά
αναπαλιώ || Κρήτη || μαλακώνω
ανάπαλος || Κόνιτσα, Χίος || μαλακός
ανάπαλος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Χίος || απαλός
ανάπαλους || Σκόπελος || απαλός
ανάπαμα || Κύμη || αγρανάπαυση
ανάπαμα || Μέγαρα || αγρανάπαυση
ανάπαμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αυλωνάρι, Ήπειρος, Κύμη, Σιάτιστα || ανάπαυση
ανάπαμαν || Χαλδία* || ανάπαυση
αναπαμένος || Κύπρος, Νίσυρος ||
ήσυχος
αναπαμένος [Germano 1622] || δημοτική || Κάλυμνος, Κοτύωρα*, Κύπρος, Μάνη, Πόντος* || αναπαυμένος
αναπαμένους || Λέσβος, Νιγρίτα, Χαλκιδική || αναπαυμένος
αναπαμό || Τσακωνιά || ανάπαυση
αναπαμός [Meursius 1614] || δημοτική || Ηλεία, Ήπειρος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κοζάνη,
Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μαγνησία, Μεσσηνία, Νίσυρος, Παξοί, Σέρρες, Σκόπελος,
Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || ανάπαυση
αναπαμπαούλα || Μάνη || αναμπουμπούλα
αναπαμπούλα || Λακωνία, Κύπρος ||
αναμπουμπούλα
αναπαμπουλίκι || Ικαρία || αναμπουμπούλα
αναπαμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα
αναπάμπουλλος || Κρήτη || ατσούμπαλος
αναπάντεχα
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αμπάντεχα, ανάνσζ, αναπάντζιχα, ανεπάντεχα,
ανιπάντζιχα, ανιπάντιχα, απάντεχα || αναπάντεχα
αναπάντεχο
[Βλαστός 1931] || συχν. εμφ. 3 || ξαφνικό
αναπάντεχος
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακαρτέρευτε, ακαρτέρευτος, ακαρτέριφτους,
αμπάντεχος, αναπάντζιχους, αναπάντιχους, ανθάτιτους, ανεθέλητος, ανεπάντεχος,
ανιπάντεχος, ανιπάντιχους, ανιπάντιχτους, ανιπάντχτους, απάντεχος || αναπάντεχος
αναπάντζιχα || Σιάτιστα || αναπάντεχα
αναπάντζιχους || Σιάτιστα || αναπάντεχος
αναπάντητος || λόγιο || ανάντηχος,
απολόοητος || αναπάντητος
αναπάομαι || Οινόη* || αναπαύομαι
αναπάουμαι || Σαμψούντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία || αναπαύομαι
αναπάπουλα || Λιβίσι* || αναμπουμπούλα
αναπαπούλα
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κερασούντα*,
Σινασός* || αναμπουμπούλα
αναπαπουλία || Κερασούντα*, Οινόη* || αναμπουμπούλα
αναπαπουλίγια || Κερασούντα* || αναμπουμπούλα
αναπαπουλίκιν || Καστελλόριζο || αναμπουμπούλα
αναπάπουλλα || Κύπρος || αναπαυτικά
αναπαπουλλίκι || Νίσυρος || αναμπουμπούλα
αναπαπουλλίτσι || Κως || αναμπουμπούλα
αναπαραδία || Ζάκυνθος,
Κερασούντα* || αφραγκία
αναπαραδιά
[Βλάχος 1897] || δημοτική || Αϊβαλί*, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία,Κάσος, Κρήτη, Λέσβος*, Λήμνος,
Μοσχονήσι* || αφραγκία
αναπαραδιάρης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άφραγκος
αναπαραδίγια || Κερασούντα* || αφραγκία
αναπαρασταίνω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναπαριστάνω
αναπαρατζιά || Κάλυμνος || αφραγκία
αναπαρδώνω || Κύθηρα || αναρρώνω
αναπαριστάνω || λόγιο || αναπαρασταίνω || αναπαριστάνω
αναπαρούκου || Τσακωνιά || συγυρίζω
αναπάρουμα || Τσακωνιά || συγύρισμα
αναπαρουμός || Μάνη || ξεβοτάνισμα
αναπαρούνου || Μάνη || ξεβοτανίζω
ανάπαρτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπαγμένος
αναπάρωμα || Κύθηρα || θάψιμο
αναπαρώνω || Κύθηρα || θάβω
αναπαρώνω || Ηλεία || συγυρίζω
αναπάς || Κύπρος, Λιβίσι* ||
ανάπαυση
αναπάς || Κύπρος || αποχωρητήριο
αναπάς || Κάρπαθος || υπομονή
αναπαταχλή || Κρήτη || οχλαγωγία
αναπατημένη || Κρήτη || ξεπαρθενεμένη
αναπαύγομαι || Κάλυμνος || αναπαύομαι
αναπαύγω || Κέα, Μέγαρα || αναπαύω
αναπαύκομαι || Οινόη* || αναπαύομαι
αναπαύκουμαι || Κύπρος || αναπαύομαι
αναπαύκω || Κύπρος || αναπαύω
ανάπαυλα || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αδκιάση,
αδκιάσιν || ανάπαυλα
ανάπαυμαν || Κερασούντα* || ανάπαυση
αναπαυμένος
[Deheque 1825] || δημοτική || αναπαγμένος,
αναπαημένος, αναπαμένος, αναπαμένους, ανεπαγμένος, ανεπαημένος, ναπαμένος || αναπαυμένος
αναπαυμός || Χαλκιδική || ανάπαυση
αναπαύομαι
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αναπάγομαι, αναπάομαι, αναπάουμαι,
αναπαύγομαι, αναπαύκομαι, αναπαύκουμαι, αναπέγομαι, αναπέουμαι, αναπεύουμι,
ανεπαύγομαι, ανεπαύκουμαι, ανεπαύομαι, απαύγομαι, αποτονάω, αραπαύουμ,
ναπαύγουμαι, ναπαύκουμαι, ναπεύουμι, νεπαύκουμαι, ποτονάω, σταυροχεριάζομαι || αναπαύομαι
αναπαύου || Τσακωνιά || αναπαύω
ανάπαυση || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ανάμπλα,
αναπά, ανάπαγμαν, αναπαή, αναπαημός, ανάπαμα, ανάπαμαν, αναπαμό, αναπαμός,
αναπάς, ανάπαυμαν, αναπαυμός, ανάπαψ, ανάπαψη, ανάπεψη, ανασαμός, ανάσασμα,
ανασασμό, ανασασμός, ανασμονή, ανεπά, ανεπαή, ανεπαμός, ανέπαψ, ανέσεια, άνεση,
ανιμπουσός, απικόρας, αποτόνημα, αποτονία, αραμέτι, θαραπαή, θαραπαΐλα,
θαραπεύου, ναπαμός, νεπαμός, πικόρας, ρεπεπό, ρεποπό
|| ανάπαυση
αναπαυτά || Τσακωνιά || αναπαυτικά
αναπαυτικά || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αναπάπουλλα, αναπαυτά, απαντιδερά || αναπαυτικά
αναπαυτικός || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || απαντιδερός,
παντιδερός || αναπαυτικός
αναπαυτό || Οινόη* || αποχωρητήριο
αναπαύω
[Germano 1622] || δημοτική || αναπάζω,
αναπαύγω, αναπαύκω, αναπαύου, αναπάω, αναπέγω, αναπεύγω, αναπεύου, ανεπεύγω,
αναπεύω, ανεπάζω, ανεπαύγκω, ανεπαύου, ανεπαύω, ανεπεύγω, ναπαύγιω, ναπαύγκιω,
ναπαύγω, νεπάζω, νεπαύκω, νεπαύτω, νεπαύω || αναπαύω
ανάπαψ || Αιτωλοακαρνανία, Σκόπελος || ανάπαυση
ανάπαψη [Somavera 1709] || αποχωρητήριο
ανάπαψη [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αμοργός, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα,
Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος,
Οινόη*, Σάντα*, Σινασός*, Σμύρνη*, Σύρος, Τραπεζούντα*, Τσακωνιά || ανάπαυση
αναπαψίματα || Ιωάννινα || κόλλυβα
αναπάω || Κύπρος || αναπαύω
αναπγεντσά || Λευκάδα || αναίδεια
αναπέγομαι || Οινόη* || αναπαύομαι
αναπέγω || Νικόπολη* || αναπαύω
αναπείλημα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απειλή
αναπειλώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || απειλώ
αναπέουμαι || Οινόη*,
Σάντα*, Τραπεζούντα* || αναπαύομαι
αναπέραστος || Κάρπαθος || απέραστος
αναπεταμένος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ιπτάμενος
αναπεταρίζω
[Germano 1622] || δημοτική || αναπετώ, αναφτερακίζω, αναφτερακώ, αναφτερουγίζω, ανεπεταρίντζω,
ανεπεταρίζω, ανεπετώ, ανεφτερακίζω, ανεφτερουγιάντζω, ανιφτιρακώ,
ανιφτιρουγίζου, πεταρίζω || αναπεταρίζω
αναπεταρίκι
[Σκαρλάτος 1935] || δημοτική || για πανωφόρι
ριγμένο ανάρριχτα στον ώμο: αλακάπα, αλαμπατάγια, αλασκάγια, αναπιταρίκ,
ανάρχα, ανιπιταρίκ, καλτανκανάτι || αναπεταρίκι
αναπέτασμαν || Λιβίσι* || βλεφάρισμα
αναπετώ || Καστελλόριζο, Τραπεζούντα* || πετώ
αναπετώ [Germano 1622] || Μάνη || αναπεταρίζω
αναπεύγω || Κρήτη || αναπαύω
αναπεύου || Ήπειρος, Λιβίσι*,
Μαγνησία, Μάνη, Φθιώτιδα || αναπαύω
αναπεύουμι || Πιερία || αναπαύομαι
αναπεύω || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία,
Λακωνία, Κορινθία, Λευκάδα, Μάνη, Παλιά Αθήνα, Παξοί, Σωζόπολη* || αναπαύω
αναπεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || παρηγορώ
αναπέφτω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναγέρνω, αναπέφτω,
ανεγέρνω || μισοξαπλώνω
ανάπεψη || Μάνη || ανάπαυση
αναπηδάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || ξαναπηδώ
αναπηδήσεις || λόγιο || αναπηδήσεις βότσαλου στην
επιφάνεια του νερού || αναπηδήσεις
αναπηδώ || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αμπρισκελώ,
αντιππηώ, αντριπηδώ || αναπηδώ
αναπηδώ
[Βλαστός 1931] || ξεπηδώ
αναπηδώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναπηδώ
ανάπημα || Κρήτη || ζύμωμα
ανάπημα || Άνδρος, Κάρπαθος, Χίος
|| προζύμι
αναπηρία || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ζαράλ, κατμέρ || αναπηρία
ανάπηρος || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || Βασικό
Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αμελμεντές, ανέσουστους, ζαβός, ζαγλός, ζαράλς, ντζουγλός,
ζωγλός, παλλαρός, σακάτης, σακάτς || ανάπηρος
αναπιάζζω || Καλαβρία || ξαναπιάνω
αναπιάζου || Καρδίτσα, Τρίκαλα || αναπιάνω
αναπιάζω || Κεφαλονιά, Κορινθία,
Λευκάδα || αναπιάνω
αναπιάννω || Καλαβρία || ξαναπιάνω
αναπιάνου || Άρτα, Βελβεντός, Βοιωτία,
Γρεβενά, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καστοριά, Μαγνησία, Μάνη, Πιερία, Σιάτιστα,
Σκόπελος, Σουφλί, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || αναπιάνω
αναπιάνω || & Αρκαδία, Αχαΐα,
Ηλεία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία
|| αναπιάνω
αναπιάνω || Κρήτη || ανατρέφω
αναπιάνω || Κρήτη || ψαχουλεύω
αναπιάνω
[Deheque 1825] || ξαναπιάνω
αναπιάνω
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || αναπιάνω το προζύμι: αναδεύω, αναδορώνω, ανανεώνω, αναπιάζου, αναπιάζω,
αναπιάνου, αναπιένω, αναποτάνω, αναχερίζω, ανεμπτσάνω, ανεπιάννω, ανεπιάνω,
ανιπιάνου || αναπιάνω
αναπιάνω
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || γελοιοποιώ
αναπιάνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χλευάζω
ανάπιαση
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || γελοιοποίηση
ανάπιαση
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκίνημα
ανάπιασμα || Μεσσηνία, Σάμος, Σκόπελος || προζύμι
ανάπιασμα
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || γελοιοποίηση
ανάπιασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεκίνημα
ανάπιασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χλευασμός
αναπιασμένος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χλευασμένος
αναπιαστής || Κρήτη || αρχάριος
αναπιάτζω || Καλαβρία || ξαναπιάνω
αναπιένω || Κέρκυρα || αναπιάνω
αναπινιάρικος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρροφητικός
αναπίνου || Ίμβρος || αναπνέω
αναπίνω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναρροφώ
αναπιταρίζου || Αδριανούπολη*, Αίνος*
|| ανακλαδίζομαι
αναπιταρίκ || Αλόννησος || αναπεταρίκι
αναπιτού || Λιβίσι* || πετώ
ανάπιωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρόφημα
ανάπλα || Κρήτη || κλινοσκέπασμα
ανάπλα || Λέσβος || πλάγια
ανάπλα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κουβέρτα
ανάπλαα || Κέρκυρα || πλάγια
ανάπλαα (τα) || Κάρπαθος || πλαγιές
ανάπλαγα || Λέσβος || μακριά
ανάπλαγα || Αϊβαλί*, Αίνος*, Ίμβρος, Κέρκυρα, Κρήτη,
Κύθηρα, Λακωνία, Λέσβος, Πάρος, Φθιώτιδα || πλάγια
ανάπλαγα || Καλλίπολη* || πρόποδες
ανάπλαγα (τα) || Κρήτη || πλαγιές
ανάπλαγο [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Πάρος
|| πλαγιά
ανάπλαη (τα) || Κάρπαθος || πλαγιές
αναπλάνου || Μάκρη* || σκορπίζω
ανάπλαο || Κέρκυρα || πλαγιά
ανάπλαος || Κύπρος || στενός
αναπλάσκουμαι || Χαλδία* || πλάθομαι
ανάπλατος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάπλαος || στενός
ανάπλεκος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπλεχτος
ανάπλεκτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άπλεχτος
ανάπλη (τα) || Κάρπαθος || πλαγιές
ανάπλι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κλινοσκέπασμα
αναπλιάζου || Σκόπελος || ξεσηκώνομαι
ανάπλιασμα || Ίμβρος || απειλή
ανάπλιωρα || Κάρπαθος || ανάπλωρα
αναπλουρίζου || Αίνος* || αναπλωρίζω
αναπλυσάδα || Κοτύωρα*, Χαλδία* || απλυσιά
αναπλυσία || Τραπεζούντα*, Τρίπολη* || απλυσιά
ανάπλωρα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάπλιωρα, ανέμπλωρα, ανέπλωρα || ανάπλωρα
αναπλωρίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || για καράβι: αναπλουρίζου, ανεμπλωρίζω, ανεπλωρίζω, ναπλωρίτζω || αναπλωρίζω
ανάπμα || Λέσβος, Τήνος || προζύμι
αναπνάου || Μαγνησία || αναπνέω
αναπνέ || Ικαρία, Κρήτη || αναπνοή
αναπνέ (η) || Φάρασα* || βρεγματικό
αναπνεά || Κρήτη || αναπνοή
αναπνέα || Κάρπαθος, Κύθηρα
|| αναπνοή
αναπνέγω || Κύθηρα || αναπνέω
αναπνεύου || Πιερία || αναπνέω
αναπνεύω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπνέω
αναπνέω
[Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.51a | αναπίνου, αναπνάου,
αναπνέγω, αναπνεύου, αναπνεύω, αναπνιάζω, αναπνώ, αναφέρνω, αναχαίνω, ανεπνάω,
ανεπνέω, ναπνεώ, νεπνέω, νεπνώ || αναπνέω
αναπνιά || Λιβίσι*, Ρόδος, Σύμη
|| μακροβούτι
αναπνιά [Germano 1622] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη,
Κως, Λέσβος, Λιβίσι*, Νάξος, Ρόδος, Σίφνος, Χίος ||
αναπνοή
αναπνιάζω [Portius 1635] || δημοτική || αναπνέω
αναπνοά || Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη || αναπνοή
αναπνογά || Ήπειρος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μεσσηνία || αναπνοή
αναπνοή
[Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ.
4 || Buck
List 4.51b | άζαλον, αλαπνιά, αναπνέ, αναπνέα, αναπνεά, αναπνιά, αναπνοά,
αναπνογά, αναπνουά, αναπνουή, ανεκαπνιά, ανεπιά, ανεπενιά, ανεπινιά, ανεπνέα,
ανεπνιά, ανιπνιά, απινοά, απνά, εμπουρία || αναπνοή
αναπνουά || Αίνος* || αναπνοή
αναπνουή || Ευρυτανία, Καστοριά, Χαλκιδική || αναπνοή
αναπνώ [Germano 1622] || Χίος || αναπνέω
ανάποα || Κάρπαθος || ανάποδα
ανάποδα || & Αδριανούπολη*,
Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάρυστος, Κέα, Κέρκυρα,
Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Ρόδος, Σίφνος, Σκύρος, Σύρος,
Χίος || ανάποδα
ανάποδα
[Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αλακάπα, αλακάπφα, αλαμούστρο, ανάβουλα,
ανάζερβα, ανάντελα, ανάποα, ανάποντα, ανάποτα, ανάπουα, ανάπουδα, ανάπουτα,
ανάπυδας, ανάστουφα, ανέτρεχα, ανέτριχα, αντίλουξα, αξανάκωλα, αξανάστρεφα,
αξανάστρουφα, αξανάστροφα, αξινάστραφαμ αξινάστραφα, αξινάστρεφα, αξινίστρεφα,
αξινόστραφα, απίκουπα, απίκπα, απούκουππα, άσβολα, ζαβά, ξανάστροφα || ανάποδα
αναποδαρά || Κρήτη || κλοτσιά
αναποδαριά || Κρήτη || κλοτσιά
ανάποδε || Τσακωνιά || ανάποδος
αναποδέα || Βάτικα* || αναποδιά
ανάποδη [Βλαστός 1931] || Βουρλά*, Ηλεία, Πάργα
|| ξανάστροφη
αναποδιά || & Αχαΐα, Κεφαλονιά,
Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα || αναποδιά
αναποδία || Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη,
Οινόη*, Σάντα*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αναποδιά
αναποδία || Μάνη || ζημιά
αναποδιά
[Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αβολέσια, αβολιά, ανάδκιον, αναποδέα,
αναποδία, αναπόδιαση, αναπόδιασμα, αναποδίγια, αναποδίλα, αναποδκιά, αναποϊγιά,
αναποϊδία, αναπουδιά, ανιπουδιά, ανόδκιον, αντιποδία, αντιποδίγια, αξιλίκι,
αξουλούκ, ασβολιά, βελεντούζα, ζαβιά || αναποδιά
αναποδιάζου || Τσακωνιά || αναποδιάζω
αναποδιάζω || & Άνδρος,
Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ήπειρος, Κεφαλονιά, Σαράντα Εκκλησιές*, Κεφαλονιά,
Κορινθία, Κύθνος, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Νάξος, Σκύρος || αναποδιάζω
αναποδιάζω
[Somavera 1709] || δημοτική || αναποδιάζου, αναποδιώ, αναποϊγιάζου, αναποϊδάζου, αναπουδιάζου, ανεποδιάζω,
ανιπουδιάζου || αναποδιάζω
αναποδιάρη || Τσακωνιά || αναποδιάρης
αναποδιάρης
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναποδιάρη || αναποδιάρης
αναπόδιαση [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναποδιά
αναπόδιασμα [Βεντότης
1790] || δημοτική || αναποδιά
αναποδιασμένος || Κρήτη || κακότυχος
αναποδιασμένος
[Somavera 1709] || δημοτική || αναποδιαστέ, αναποϊδαστέ, αναπουδιασμένους, ανεποδιασμένος || αναποδιασμένος
αναποδιαστέ || Τσακωνιά || αναποδιασμένος
αναποδίγια || Κερασούντα* || αναποδιά
αναποδίζω
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || οπισθοχωρώ
αναποδίλα || Τσακωνιά || αναποδιά
αναποδίτης || Κύθηρα || κακότροπος
αναποδιώ || Σίφνος || αναποδιάζω
αναποδκιά || Κύπρος || αναποδιά
αναποδογέρνω || Κέρκυρα || αναποδογυρίζω
αναποδογιουζίζου || Τσακωνιά || αναποδογυρίζω
αναποδογιούζισμα || Τσακωνιά || αναποδογύρισμα
αναποδογιουρίζου || Τσακωνιά || αναποδογυρίζω
αναποδογιούρισμα || Τσακωνιά || αναποδογύρισμα
αναποδογύρης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κωλομπαράς
αναποδογυρίζου || Μάνη || αναποδογυρίζω
αναποδογυρίζω
[Βεντότης 1790] || δημοτική || ακταρντίζου,
αλιμπαρτάρω, αλμπουρίζω, αναγυρίζω, αναγυρνώ, ανακαλιούκου, ανακατωγυρίζω,
ανακωλώνω, αναποδογέρνω, αναποδογιουζίζου, αναποδογιουρίζου, αναποδογυρίζου,
αναποδογυρνάω, αναποδογυρνώ, αναποδοϋρίζω, αναπουδουγυρίζω, αναποϋρίντζω,
αναστροφίζω, αναϋρνώ, ανεκατωγρζώ, ανεμοτουρλάω, ανιγυρίζου, ανωκατίζω,
αξινοστραφκιάζω, απικουπάω, απογυρίζω, αποκπάω, αχταρντίζου, αχταρντίου,
ναποδογυρίζω, ντεβιρντίζω, ντιβιρντίζου || αναποδογυρίζω
αναποδογυρισιά [Βλαστός
1931] || δημοτική || αναποδογύρισμα
αναποδογύρισμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ανακώλωμα,
αναποδογιούζισμα, αναποδογιούρισμα, αναποδογυρισιά, αναποδοΰρισμα,
ανεμοτούρλημα || αναποδογύρισμα
αναποδογυρνάω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναποδογυρίζω
αναποδογυρνώ
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναποδογυρνάω || αναποδογυρίζω
αναποδοΐλγγας || Λευκάδα || ρουφήχτρα
αναποδοκάραβο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα || Άρκτος
ανάποδος || & Αμοργός, Αχαΐα,
Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λέρος, Μάνη, Σαράντα Εκκλησιές*
|| ανάποδος
ανάποδος || Βουρλά*, Κρήτη, Μύκονος || δύστροπος
ανάποδος
[Germano 1622] || δημοτική || ανάντελος,
ανάποδε, ανάποντο, ανάποος, ανάποτο, ανάποτος, ανάπουδους, ανάπουντο,
ανάπουτους, ανάφαντος, αννάποντο, ανξούζης, αξανάκωλος, αξανάστρεφος,
αξανάστρεφτος, αξανάστρουφος, αξανάστροφος, αξινάστρεφος, αξινίστρεφος,
αξινόστραφος, ζαβός, νάπουντο, ξανάστρουφος, ξανάστροφος || ανάποδος
αναποδοϋρίζω || Νάξος || αναποδογυρίζω
αναποδοΰρισμα || Νάξος || αναποδογύρισμα
αναποδοχεριά [Βλαστός
1931] || ξανάστροφη
αναποϊγιά || Μάνη || αναποδιά
αναποϊγιάζου || Μάνη || αναποδιάζω
αναποϊδάζου || Τσακωνιά || αναποδιάζω
αναποϊδαστέ || Τσακωνιά || αναποδιασμένος
αναποϊδία || Τσακωνιά || αναποδιά
αναποϊδιάρης || Μάνη || ζημιάρης
αναπόληση || λόγιο || αναθύμηση, ανεστόρηση || αναπόληση
αναπολόγητος || λόγιο || απολόητος || αναπολόγητος
αναπολώ || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αδιαστουρώ,
αθλουγιέμι, αναβάνω, αναθιβάνω, αναστοράω, αναστορώ, ανεθιβάνω, ανεστορώ,
ανστουρώ, απανιβάζου, δαστουρώ, διαστουρώ, πανιβάζου
|| αναπολώ
αναπομένω || Κερασούντα* || μένω
ανάπονον || Κάρπαθος || παράπονο
ανάποντα || Απουλία || ανάποδα
αναποντιάτζω || Απουλία || λυγίζω
αναποντισία || Απουλία || ανοησία
ανάποντο || Απουλία || ανάποδος
ανάποος || Κύπρος, Κως, Νίσυρος,
Χίος || ανάποδος
ανάποος || Κάρπαθος || ιδιότροπος
αναποπουλίκι || Σύμη || οχλοβοή
αναποπουλλίκι || Σύμη || αναμπουμπούλα
ανάποτα || Απουλία, Δέλβινο, Θεσπρωτία, Καλαβρία, Πωγώνι || ανάποδα
αναποτάνω
[Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || αναπιάνω
ανάποτο || Απουλία || ανάποδος
ανάποτος || Δέλβινο, Θεσπρωτία
|| ανάποδος
ανάπουα || Κάρπαθος || ανάποδα
αναπούγκουμαν || Λιβίσι* || ανασκούμπωμα
αναπούγκωμα || Ρόδος || ανασκούμπωμα
αναπουγκώννου || Λιβίσι* || ανασκουμπώνω
αναπουγκώννω || Κύπρος || ανασκουμπώνω
ανάπουδα || Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Κοζάνη,
Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || ανάποδα
ανάπουδας || Κοζάνη || ανάποδα
αναπουδγινμένους || Φθιώτιδα || δύστροπος
αναπουδιά || Καστοριά, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αναποδιά
αναπουδιάζου || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανιά,
Ιωάννινα, Κοζάνη, Μάδυτος*, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αναποδιάζω
αναπουδιάρς || Αιτωλοακαρνανία ||
ιδιότροπος
αναπουδιασμένους || Σάμος,
Φθιώτιδα || αναποδιασμένος
αναπουδιασμένους || Αιτωλοακαρνανία ||
ιδιότροπος
αναπουδουγυρίζω [Ηπίτης
1908] || Αιτωλοακαρνανιά, Σάμος || αναποδογυρίζω
ανάπουδους || Αδριανούπολη*, Βελβεντός, Ιωάννινα, Καστοριά,
Κοζάνη, Λιβίσι*, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Σέρρες, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα,
Χαλκιδική || ανάποδος
ανάπουδους || Σάμος || δύστροπος
ανάπουδους || Αιτωλοακαρνανία, Λαγκαδάς || ιδιότροπος
αναπουκάτου || Καλαβρία || ανάστροφα
αναπουλιά || Ζάκυνθος || αναδουλειά
αναπουλιό || Ζάκυνθος || αναδουλειά
αναπουμπούλα || Λακωνία, Μάνη || αναμπουμπούλα
αναπουμπούλλα || Νίσυρος || αναμπουμπούλα
ανάπουντο || Απουλία || ανάποδος
αναπουπουλλίκι || Νίσυρος, Σύμη || αναμπουμπούλα
αναπούπουλος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφτερουγιασμένος
αναπουπουλούκιν || Λιβίσι* || αναμπουμπούλα
αναποϋρίντζω || Κάρπαθος || αναποδογυρίζω
ανάπουτα || Καρδίτσα || ανάποδα
αναπουτζίζω || Χαλδία* || χοροπηδώ
ανάπουτους || Άρτα, Καρδίτσα || ανάποδος
αναποφάσιστος || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || άβουλος || αναποφάσιστος
αναπόφερτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανυπόφορος
αναπόφευκτα || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αβόλετα,
αβόλιτα, αξέφευγα || αναπόφευκτα
αναπόφευκτος || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αναπόφυγος, αξέφευγος || αναπόφευκτος
αναπόφυγος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπόφευκτος
αναππαραδκιά || Κύπρος || αφραγκία
αναππαραθκιά || Κύπρος || αφραγκία
αναπραγιά || Πάρος || απειρία
αναπρόσωπον || Κάρπαθος || κατάφατσα
αναπτήρας || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || πυρόβολος || αναπτήρας
αναπτυγμένος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || αναγιούμενος || αναπτυγμένος
αναπφηώ || Νίσυρος || ξαναπηδώ
αναρά || Ρόδος || νεράιδα
ανάρα || Απουλία || άραγε
ανάρα || Κρήτη || αχνά
ανάρα || Κάσος, Κερασούντα*,
Κύπρος, Κως, Οινόη*, Τσεσμέ*, Χίος || κατάρα
άναρα || Τσεσμέ* || κατάρα
ανάρα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία
αναράβω || Κρήτη || μπαλώνω
αναραγδά || Κεφαλονιά, Πάρος
|| νεράιδα
αναραγίδα
[Somavera 1709] || ομορφονιά
αναραγίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ραγίζω
αναράδα || Καλαβρία, Κερασούντα*
|| νεράιδα
αναράδες || Κως, Λέρος || νεράιδες
αναράδινα || Σαμψούντα* || νεράιδα
αναράες || Κύπρος || ανθότυρο
ανάραια [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κρήτη || αραιά
αναραΐδα || Τσακωνιά || νεράιδα
αναράιδα [Κοντόπουλος
1903] || δημοτική || Ιωάννινα, Κέρκυρα
|| νεράιδα
αναραϊδάζη || Τσακωνιά || νεραϊδάρης
αναραϊδάρη || Τσακωνιά || νεραϊδάρης
αναραϊδιάρη || Τσακωνιά || νεραϊδάρης
αναραϊδοπαρτέ || Τσακωνιά || νεραϊδοπαρμένος
αναραΐζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ραγίζω
ανάραιος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιός
αναρακός || Αρκαδία || ποδαρικό
ανάραμα || Κρήτη || μπάλωμα
αναράντζ || Τραπεζούντα* || νεράντζι
αναράντζιν || Τραπεζούντα* || νεράντζι
ανάραντζιν || Τραπεζούντα* || νεράντζι
αναραοπαρμένος || Κάρπαθος || νεραϊδοπαρμένος
αναράος || Κάρπαθος || ξωτικό
αναράς || Κάρπαθος || ξωτικό
ανάραφους || Ίμβρος || άραφτος
αναραφτερός || Κρήτη || μπαλωμένος
αναράφτω || Κρήτη || μπαλώνω
ανάραχα || Μάνη || κατάραχα
αναραχάζου || Φθιώτιδα || φρίττω
ανάραχο || Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακωνιά || ριζικό
ανάραχο || Κύθηρα || φάντασμα
αναραχός || Μεσσηνία || ποδαρικό
αναραχός || Αρκαδία, Ηλεία, Λάστα, Μάνη, Μεσσηνία || ριζικό
ανάραχος || Αρκαδία || ριζικό
αναραψίδι || Κρήτη || μπάλωμα
άναργα || Ιωάννινα, Μαΐστρος*
|| αργά
άναργα || Άναργα, Λάρισα || σιγά
ανάργαστος
[Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || ακατέργαστος
ανάργαστους || Ιωάννινα || ακατέργαστος
αναργεύω || Κρήτη || απομακρύνομαι
ανάργηση || Λιβίσι* || διάρροια
ανάργητα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακαθυστέρητα
ανάργητος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ακαθυστέρητος
ανάργια || Άρτα || αργά
αναργιουμάδα || Σάμος || χαραμάδα
ανάργκαστο || Καλαβρία || ανόργωτος
άναργος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ακαθυστέρητος
άναργος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Οινόη* || άνεργος
αναργοταρίς || Θεσπρωτία || επίτηδες
άναργους || Άρτα, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα || αργός
άναργους || Καστοριά, Λάρισα || βραδυκίνητος
άναργους || Ιωάννινα, Καρδίτσα, Στενήμαχος* || νωθρός
αναργουτάρω || Κύθηρα || αναδεύω
αναργυρία
[ΙΛΝΕ 1939] || αφραγκία
ανάργυρος || Αρκαδία || άφραγκος
ανάργυρους || Ημαθία || ασημένιος
αναρδάλης [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος || βρομιάρης
ανάρδαλος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρομιάρης
αναρέα || Βουρλά* || αραιά
ανάρεμα || Αραβανί* || ανάθεμα
ανάρεμα || Μάνη || ρέψιμο
αναρεματσίζω || Αραβανί* || αναθεματίζω
ανάρεξα || Κάρπαθος, Κρήτη || ανόρεχτα
ανάρεξος || Κάρπαθος || ανόρεχτος
αναρέομαι || Καστελλόριζο || ρεύομαι
αναρέουμαι || Ινέπολη* || ρεύομαι
αναρέουμου || Λιβίσι* || ρεύομαι
αναρέσα
[Βλαστός 1931] || νεροστρόβιλος
αναρεσιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία
αναρεσκιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία
αναρεσκίζω || Κρήτη || δυσαρεστώ
αναρεστιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία
αναρεύγουμου || Λιβίσι* || ρεύομαι
αναρεύομαι || Μάνη || ρεύομαι
αναρεχούμαι || Οινόη* || μηρυκάζω
αναρέψιμο || Μάνη || ρέψιμο
αναρή || Κύπρος || μυτζήθρα
αναρή [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Κύπρος || ανθότυρο
ανάρητε || Τσακωνιά || ανάρμεχτος
ανάρηχα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρηχά
αναρηχεύω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρηχαίνω
ανάρηχος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Κύθηρα || ρηχός
ανάρθηκας [Γεννάδιος
1914] || δημοτική || Κύπρος || νάρθηκας (φυτό)
ανάρια [Germano 1622] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Βουρλά*,
Δέλβινο, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Κύθηρα, Κρήτη,
Λακωνία, Λάρισα, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Μάκρη*, Μεσσηνία, Μύκονος, Νιγρίτα,
Πιερία, Σάμος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική, Χίος || αραιά
αναριάζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αραιώνω
αναριάρης [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || κόσκινο
ανάριασμα || Μάνη || μούδιασμα
αναριγίδα || Κύθηρα || ανατριχίλα
αναριένου || Μάνη || μουδιάζω
αναριεύου || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Εύβοια, Λέσβος,
Σάμος, Σκύρος || αραιώνω
αναριεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Αραβανί*, Αχαΐα,
Βουρλά*, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Λευκάδα, Μύκονος, Σύρος, Χίος || αραιώνω
αναριζώνω || Κρήτη || ανηφορίζω
αναρίζωτος || Τραπεζούντα* || άτεκνος
αναρίθμητα || λόγιο || αρίφνιτα || αναρίθμητα
αναρίθμητος || λόγιο || αδιαλόιστος || αναρίθμητος
ανάριμμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριξιά
αναριοδόντης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιοδόντης
αναριομάδα || Κέρκυρα || ξέφωτο
αναρίος || Οινόη* || γιορτή
ανάριος [Germano 1622] || δημοτική || Δέλβινο, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη,
Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος || αραιός
αναριοσύνη
[Somavera 1709] || αραιότητα
ανάριους || Λέσβος, Λιβίσι* ||
αραιός
αναρίτσια || Κέρκυρα, Λευκάδα, Παξοί || ανατριχίλα
αναριτσιάζω || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Παξοί || ανατριχιάζω
αναριτσιένω || Κέρκυρα, Παξοί || ανατριχιάζω
αναρίτσισμα || Κεφαλονιά || ανατριχίλα
αναριτσόνω || Ζάκυνθος || ανατριχιάζω
αναρίφνητα [Somavera 1709] || αμέτρητα
αναρίφνητος [Somavera 1709] || Κρήτη || αμέτρητος
ανάριχο || Λακωνία || ριζικό
αναριχτός
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ριγμένος
ανάριχτος [Λεξικό
Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ριγμένος
ανάριωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραίωση
αναριωμένος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιωμένος
αναριώνου || Αίνος* || αραιώνω
αναριώνω [Germano 1622] || δημοτική || Κέρκυρα || αραιώνω
αναριωσύνη
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιότητα
ανάρκα || Κύπρος || αραιά
αναρκαδόντης
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αραιοδόντης
ανάρκας || Λέσβος || νάρθηκας (φυτό)
αναρκοδόντας || Κύπρος || αραιοδόντης
αναρκομάα || Κύπρος || χαραμάδα
αναρκομάδα || Κύπρος || χαραμάδα
αναρκοόντας || Κύπρος || αραιοδόντης
ανάρκος || Κύπρος || αραιός
ανάρκωμαν || Κύπρος || αραίωση
αναρκωμένος || Κύπρος || αραιωμένος
αναρκώννω || Κύπρος || αραιώνω
ανάρμαστη || Κύπρος || ανύπαντρη
αναρμάτωτος [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || άοπλος
ανάρμεγα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρμεχτα
ανάρμεγος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία,
Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία || ανάρμεχτος
ανάρμεκτος || Άνδρος || ανάρμεχτος
ανάρμεος || Κέρκυρα, Κύθνος, Κως,
Μύκονος, Παξοί || ανάρμεχτος
ανάρμεστο || Καλαβρία || ανάρμεχτος
ανάρμεχτα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρμεγα || ανάρμεχτα
ανάρμεχτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || που δεν έχει αρμεχτεί:
αλίμεφτος, άλμεχτος, ανάλμεχτος, ανάρητε, ανάρμεγος, ανάρμεκτος, ανάρμεος,
ανάρμεστο, ανάρμιγους, ανάρμιους, ανάρμιχτους, ανάρμπεες, άρμεγος, άρμεθτο,
άρμεκτος, άρμεος, άρμεστο, άρμεττο, άρμευτε, άρμεχτος, άρμιχτους || ανάρμεχτος
ανάρμιγους || Αιτωλοακαρνανία,
Ιωάννινα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική ||
ανάρμεχτος
ανάρμιους || Αιτωλοακαρνανία || ανάρμεχτος
ανάρμιχτους || Αιτωλοακαρνανία || ανάρμεχτος
ανάρμοστα || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || άπεικα || ανάρμοστα
ανάρμοστος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || άπεικος || ανάρμοστος
ανάρμοστος || Κύπρος || ανύπαντρος
ανάρμπεες || Σκύρος || ανάρμεχτος
αναρόδι || Κύθηρα || αντανάκλαση
αναροξά || Άνδρος, Κως, Σύμη
|| ανορεξιά
ανάροξα || Άνδος, Λακωνία, Μάνη,
Μήλος, Ρόδος, Σύμη || ανόρεχτα
αναροξιά || Σίφνος || ανορεξιά
αναροξία || Μάνη || ανορεξιά
ανάροξος || Λακωνία,
Μάνη, Σύμη || ανόρεχτος
αναροπός || Κίμωλος || αραιός
αναρού || Μάνη || βοηθώ
αναρούσα || Σάμος || πλημμύρα
αναρούσα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || νεροστρόβιλος
αναρούσα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφήχτρα
αναρουτιούμι || Κοζάνη || αναρωτιέμαι
αναρουτού || Λιβίσι* || ερευνώ
αναρουτού || Λιβίσι* || ξαναρωτώ
ανάρουφα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφηχτά
αναρουφητό [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφιλητό
αναρούφιασμα || Μάνη || αναρρόφημα
αναρουφιού || Μάνη || αναρροφώ
αναρούφισμα || Μάνη || αναρρόφημα
ανάρουφος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρροφητικός
αναρουφώ || Αϊβαλί*,
Λέσβος, Μοσχονήσι* || οδύρομαι
αναρουχάζου || Φθιώτιδα || ροχαλίζω
αναρουχιάζω || Λακωνία || αναστενάζω
αναροχάζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || ροχαλίζω
αναρόχασμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ροχαλητό
ανάροχο || Λακωνία || ριζικό
αναρπαγμός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άρπαγμα
αναρπαγμός [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || καβγάς
ανάρπαγος || μη αρπαγμένος: άβρατε || ανάρπαγος
ανάρπαγους || Καρδίτσα || ανάρπαστος
αναρπάζω || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αρπάζω
ανάρπαστος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || ανάρπαγους, ανάρπαχτος, άρπαστος || ανάρπαστος
ανάρπαστος || Κύπρος || συνεπαρμένος
ανάρπαχτος
[Βλαστός 1931] || ανάρπαστος
ανάρπιστα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανέλπιστα
αναρραβώνιαστος || ακατάπιαστος,
αραβώνιαστους || αναρραβώνιαστος
αναρρίχνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρίχνω
αναρριχτά || Μάνη || ανάρριχτα
ανάρριχτα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναριχτά,
ανάρχα, ανάρχτα || ανάρριχτα
αναρριχτός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριγμένος
ανάρριχτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ριγμένος
αναρρούφουλας [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφήχτρα
αναρρουφώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρροφώ
αναρρόφημα || λόγιο || ανάπιωμα,
αναρούφιασμα, αναρούφισμα || αναρρόφημα
αναρροφητικός || λόγιο || αναπινιάρικος,
ανάρουφος || αναρροφητικός
αναρροφώ || λόγιο || αναβυζαίνω,
αναπίνω, αναρουφιού, αναρρουφάω, αναρρουφώ, ανερουφώ, νερουφάσσω || αναρροφώ
αναρρύφουλας [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ρουφήχτρα
αναρρώνω || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αναβαλώνω,
αναγαβρώνω, αναδίνω, αναδώνω, αναζουπώνω, ανακαρώννω, ανακαρώνου, ανακαρώνω,
ανακεφαλίζου, ανακεφαλίζω, ανακιφαλίζω, ανακουρώννω, αναλαβαίνου, αναλαβαίνω,
αναλκόνουμι, αναλκόνω, αναπαίρνου, αναπαίρνω, αναπαρδώνω, ανασγουπώνω,
ανασγρουπώνω, ανασοφάω, ανασοφίζω, ανασοφώ, ανατσαρώνω, ανατσουτσουρδώνω,
ανατσουτσουρώνου, ανατσουτσουρώνω, αναφωλιάζω, αναχανδρώνω, ανεστοιχειώνω,
ανετσαρώνω, ανετσουλώνω, ανεφορμώννω, ανεφουέρω, ανικαρώνου, ανιραγώνου,
ανιτσμώ, ανιτσνώνου, αντιπατώ, απαρωστώ, νεκαρώννω, νετσουλώνω, νταβρανταίνω,
νταβραντίζου, νταβραντίζω, νταβραντώ, ξαρωστώ, ξιαρουσταίνου, τζιαμπαλαντάου || αναρρώνω
ανάρρωση || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ανακαρουλίδα,
αναδωμός, ανατσουτσούρδισμα || ανάρρωση
ανάρτγους || Ιωάννινα, Καστοριά
|| νηστίσιμος
ανάρτετος || Κερασούντα* || νηστίσιμος
ανάρτευτε || Τσακωνιά || νηστίσιμος
ανάρτευτος || Κύθηρα || άνοστος
ανάρτζα || Κάλυμνος, Κύπρος
|| αραιά
ανάρτηκας || Κάλυμνος, Κως || νάρθηκας (φυτό)
ανάρτους || Γρεβενά,
Βελβεντός, Κοζάνη, Σιάτιστα || νηστίσιμος
ανάρτυγος || Αρκαδία, Ηλεία, Λακωνία, Μεσσηνία, Όφις*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστίσιμος
ανάρτυστος || Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστίσιμος
ανάρτυτε || Τσακωνιά || νηστίσιμος
ανάρτυτος || Κερασούντα*, Λακωνία, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νηστίσιμος
αναρύνω || Κερασούντα*, Χαλδία* || αραιώνω
ανάρχα || Φθιώτιδα || αναπεταρίκι
ανάρχα || Φθιώτιδα || ανάρριχτα
αναρχεύω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχίζω
ανάρχην || Τραπεζούντα* || ανέκαθεν
αναρχινώ || Τρίπολη* || ξαναρχίζω
ανάρχτα || Φθιώτιδα || ανάρριχτα
αναρωθκιούμαι || Κύπρος || αναρωτιέμαι
αναρωιτιώμαι || Μάνη || αναρωτιέμαι
αναρώτα || Σκύρος || αρώτητα
αναρώτα || Σκόπελος || αυθαίρετα
αναρώτγα || Βόρεια Εύβοια || αρώτητα
αναρώτημα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναρώτημα
αναρώτημαν || Λιβίσι* || έρευνα
αναρώτηξη || Κρήτη || ανάκριση
αναρώτητα || Λακωνία, Μάνη || αρώτητα
αναρωτιέμαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
5 || αναρουτιούμι,
αναρωθκιούμαι, αναρωιτιώμαι, αρουτιούμι, αρωτώμαι, θαμάζουμ || αναρωτιέμαι
αναρώτιχτος || Κρήτη || αρώτητος
αναρωτού || Μάνη || ρωτώ
αναρωτώ || Κρήτη || ανακρίνω
αναρωτώ [ΙΛΝΕ 1939] || ξαναρωτώ
αναρωτώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα || ρωτώ
ανάσα || & Έβρος, Ζάκυνθος,
Ιωάννινα, Κοζάνη, Κορινθία, Μαγνησία, Νίσυρος, Σέρρες, Φθιώτιδα || ανάσα
ανάσα
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || συχν. εμφ.
4 || Buck List
4.51b | ανασαή, ανασαμέα, ανασαμιά, ανασαμνιά, ανασαμός, ανασανιά, ανάσαση,
ανάσασμα, ανάσασμαν, ανασασμό, ανασασμός, ανασεματιά, άναση, ανασιμιά, ανάσμα,
άνασμα, ανάσμαν, ανασμονή, ανασοή, ανασονά, ανασουμιά, ανάσυρμα, ανάτσα,
αναφορά, ανάχιο (η), άνες, ανέσα, ανεσασμός, ανεσεματιά, ανεσαμιά, ανέση,
άνεση, ανέτριξη, ανέτσα, ανισαμιά, ανισαμνιά, άνιση, ανισιμιά, ανισιμνιά,
ναφάς, ναφάσι, νεσασμός, νεφές, νεφέσι, νεφέσιν, σουλούκ || ανάσα
ανασαή || Μάνη || ανάσα
ανασαίνου || Αιτωλοακαρνανία, Αυλωνάρι, Βελβεντός,
Ιωάννινα, Καστοριά, Κονίστρες, Λιβίσι*, Μαγνησία, Πιερία, Τσακωνιά, Φθιώτιδα || ανασαίνω
ανασαίνω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Swadesh List 99 | Buck List 4.51a | αλασαίνω,
ανασαίνου, ανασάνω, ανασανίσκω, αναχιένου, ανεσαίνω, ανισαίνου, ανασιένω,
λασαίνω, νασαίνου, νεσαίνω, νισαίνου || ανασαίνω
ανασακιάζουμι || Μαγνησία || σαλεύω
ανασάλεμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σάλεμα
ανασαλεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σαλεύω
ανασαμέα || Κύθηρα || ανάσα
ανασαμιά || Αίνος*, Καλλίπολη*, Κύθηρα, Λέσβος || ανάσα
ανασαμνιά || Θράκη || ανάσα
ανασαμός || Μεσσηνία || ανάπαυση
ανασαμός || Κέρκυρα, Κύθηρα, Λακωνία, Σινώπη* || ανάσα
ανασάν [Du Cange 1688] || γλυκάνισο
ανασανιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Βόρεια Εύβοια || ανάσα
ανασανίσκω || Κύπρος || ανασαίνω
ανασαντά || Τσακωνιά || άβιαστα
ανασάνω || Κερασούντα*, Οινόη*
|| ανασαίνω
ανασάξιμο
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || επιδιόρθωση
ανασαρώνω || Παλιά Αθήνα || σκουπίζω
ανάσαση
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάσα
ανάσαση [Βλαστός 1931] || Κύθνος || άνεση
ανάσασμα [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κρήτη, Μαΐστρος*
|| ανάσα
ανάσασμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα || ανάπαυση
ανάσασμαν || Λιβίσι* || ανάσα
ανασασμό || Τσακωνιά || ανάπαυση
ανασασμό || Τσακωνιά || ανάσα
ανασασμός || Ιωάννινα, Λακωνία, Μεσσηνία || ανάπαυση
ανασασμός [Corona
Preciosa 1527] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Βελβεντός,
Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κύθηρα, Κύμη, Λακωνία, Λέσβος, Λιβίσι*, Μαΐστρος*,
Μεσσηνία, Σινασός*, Σκόπελος, Φωκίδα, Χαλκιδική || ανάσα
ανασάτ || Κοζάνη || αναφορά
ανασάτ || Κοζάνη || λογαριασμός
ανάσβολα || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά
|| άβολα
ανασβολιά || Κεφαλονιά || αναβολιά
ανασβολιά || Κεφαλονιά || κουτουράδα
ανασβολιά
[Ηπίτης 1908] || Ήπειρος || οπισθοδρόμηση
ανασβολιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακοτυχία
ανασβολιάζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακοτυχώ
ανάσβολος || Κεφαλονιά || άβολος
ανάσβολος || Κεφαλονιά || ανόητος
ανάσβολος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κακότυχος
ανασβολωμένος || αποσβολωμένος || αποσβολωμένος
ανάσβουλα || Σάμος || άβολα
ανασβουλιά || Ήπειρος || αναβολιά
ανάσβουλους || Ίμβρος, Σάμος || άβολος
ανασγαλεύω || Ζάκυνθος || ψαχουλεύω
ανασγάντζωμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαρφάλωμα
ανασγαντζώνομαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαρφαλώνω
ανασγαντζώνω || Αρκαδία || ανατριχιάζω
ανασγαρλίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαλίζω
ανασγκουλεύω || Κόνιτσα || ανακατεύω
ανασγκουμίζω || Πωγώνι || ανακατεύω
ανασγουπώνω || Λακωνία || αναρρώνω
ανασγουρλεύω || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Λευκάδα || ψαχουλεύω
ανασγουρλεύω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαλίζω
ανασγρουπώνω || Αρκαδία, Μεσσηνία
|| αναρρώνω
ανασγυρίζου || Σάμος || συγυρίζω
ανασγυρίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγυρίζω
ανασγυρνώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγυρίζω
ανάσεισμα || Όφις* || σεισμός
ανάσελα || Αυλωνάρι, Κύμη || ανάσκελα
ανασελώνω || Κύμη || ανασκελώνομαι
ανασεματιά || Άνδρος || ανάσα
ανάσερμα || Κρήτη || επιστροφή
ανάσερμα || Σύρος || λυγμός
ανάσερμαν || Κύπρος || δύσπνοια
ανασέρνω || Κρήτη || επιστρέφω
ανασέρνω || Κύπρος || λαχανιάζω
ανασέρνω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη, Κύθηρα, Μύκονος, Χίος || ανασύρω
άναση || Οονόη* || ανάσα
ανασήκουμαν || Λιβίσι* || ανασήκωμα
ανασηκουμός || Λιβίσι* || ανασήκωμα
ανασηκουτός || Λιβίσι* || ανασηκωτός
ανασήκωμα
[Βλάχος 1659] || δημοτική || αναντράνιση,
αναντράνισμα, ανασήκουμαν, ανασηκουμός, ανάσκωμα, ανασμαίνω, αναχαίρισμα,
ανεβάσταμα, ανεσήκωμα, ανισήκουμα, αντεσήκωμα, νισήκουμα || ανασήκωμα
ανασηκωμένος
[Somavera 1709] || ανακουφωτός,
ανασηκωτός || ανασηκωμένος
ανασηκώννομαι || Καλαβρία || ανασηκώνομαι
ανασηκώννω || Καλαβρία || ανασηκώνω
ανασηκώνομαι
[Portius 1635] || δημοτική || αναντρανίζω, ανασηκώννομαι, ανατσουτσουρώνουμι, ανεσηκώνομαι,
ανασηκώνουμαι, ανεσκώνομαι, ανισκώνουμι, αντεσηκώνομαι, αντισηκώνομαι, κουφώ || ανασηκώνομαι
ανασηκώνου || Αυλωνάρι,
Κονίστρες, Κύμη, Μάνη || ανασηκώνω
ανασηκώνουμαι
[Βλαστός 1931] || ανασηκώνομαι
ανασηκώνω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανακουφάω, ανακουφώ, ανασηκώννω, ανασηκώνου,
ανασκώνου, ανασκώνω, ανατένου, αναχαιρίζου, ανεβαστώ, ανεκουφίζω, ανεκουφίντζω,
ανεκουφώ, ανεσηκώννω, ανεσηκώνω, ανεσκώνω, ανισκώνου, αντισηκώνω, κροσηκώνω,
νεβαστώ, νεκουφώ, νεσακκώ, νεσηκώνω || ανασηκώνω
ανασηκωτά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανακουφωτά, ανισκουτά || ανασηκωτά
ανασηκωτός || ανασηκωτός || ανασηκωτός
ανασηκωτός
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ανασηκωμένος
ανασήκωτους || Λιβίσι* || ανυπόφορος
ανασιάζω || Κρήτη || επιδιορθώνω
ανασιένω || Λακωνία || ανασαίνω
ανασίζουμι || Κοζάνη || αναγουλιάζω
ανάσιλα || Καλαβρία || ανάσκελα
ανασιμιά || Λέσβος, Σκόπελος
|| ανάσα
ανασιχαίνομαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαίνομαι
ανασιχαμός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα
ανασιχασιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα
ανάσκα || Θεσπρωτία, Ιωάννινα
|| σιχαμάρα
ανασκαβνούρα || Κέρκυρα || χασμουρητό
ανασκάβου || Μάνη || σκάβω
ανασκαγγιουιριασμένος || Μάνη || αναμαλλιασμένος
ανασκαίνομαι || Δέλβινο, Θεσπρωτία
|| σιχαίνομαι
ανασκαίνουμι || Ιωάννινα, Κοζάνη, Σουφλί || σιχαίνομαι
ανασκαλέβω
[Βλαστός 1931] || ανασκαλεύω
ανασκάλεμα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ανασκάλσμα || ανασκάλεμα
ανασκαλεύγω || Μέγαρα || ανακατεύω
ανασκαλεύου || Ιωάννινα, Σάμος || ανασκαλεύω
ανασκαλεύω
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || ανασκαλέβω, ανασκαλεύου,
ανασκαλίζω, νεμεθέρνω, σκαλεύου || ανασκαλεύω
ανασκαλίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ανασκαλεύω
ανασκάλσμα || Ιωάννινα || ανασκάλεμα
ανασκαλώνου || Λέσβος || σκαρφαλώνω
ανάσκαμα || Ιωάννινα || σιχαμάρα
ανασκαμένους || Σουφλί || σιχαμερός
ανασκαμνίζομαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Κεφαλονιά
|| χασμουριέμαι
ανασκαμνίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || προσηκώνομαι
ανασκάμνισμα || Κέρκυρα || χασμουρητό
ανασκάμνισμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || προσήκωμα
ανασκαμνούρα || Κέρκυρα || χασμουρητό
ανασκαμουρητό || Μάνη || χασμουρητό
ανασκαμουριέμαι || Μάνη || χασμουριέμαι
ανάσκαντα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία || σιχαμερά
ανασκαντερός || Θεσπρωτία || σιχαμερός
ανασκαπαρδωμένος || Λακωνία || δυναμωμένος
ανασκαπαρδώνω || Λακωνία || δυναμώνω
ανασκάπτω || Κοτύωρα* || τυμβωρυχώ
ανασκαρδώνω || Βουρλά* || σκαρφαλώνω
ανασκασιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία
ανάσκατος || Μέγαρα || αναθεματισμένος
ανασκαφίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκαλίζω
ανασκάφτω
[Somavera 1709] || ξανασκάβω
ανασκεβάλιγμαν || Πόντος* || έρευνα
ανασκεβαλίζω || Σαμψούντα*, Κερασούντα*, Κοτύωρα* || ερευνώ
ανάσκελα || & Αμοργός, Αρκαδία,
Θεσπρωτία, Θήρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Ρόδος,
Σύρος, Χαλδία*, Χίος || ανάσκελα
ανάσκελα
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανάγυρα, αναγυρτά, ανάγυρτα, ανάσελα, ανάσιλα,
ανάσκελλα, ανασκελλάτα, ανάσκελλντα, ανασκέλου, ανασκελούρι, ανάσκελτα,
ανασκελωτά, ανάσκιλα, ανάσκλα, ανάσσελα, ανάσσιλα, ανάσσουλα, ανάστσεα,
ανάστσεβα, ανάστσεβουα, ανάστσελα, ανάστσεουα, ανάστσερα, ανάστσιλα, ανάταβρα,
ανάτσελα, ανέστσελα, ντανταρά, πίστομα, τανάσκελα, τανασκελού, τανάσκιλα,
τανάσκλα, τανάστσελα || ανάσκελα
ανασκελάζω || Κερασούντα*,
Οινόη* || ανασκελώνω
ανασκελαρέ || Κρήτη || ύπτιο
ανασκελαρίζω || Κρήτη || ανασκελίζω
ανασκελαρίζω || Κρήτη || ανασκελώνομαι
ανασκελάτος || Σύμη || ανάσκελος
ανασκελέρνω || Κρήτη || ανασκελίζω
ανασκελιά || Καστελλόριζο || δρασκελιά
ανασκελιάζω || Θήρα || ανασκελώνω
ανασκέλιασμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανασκέλωμα
ανασκελίζω || λόγιο || ανασκελαρίζω,
ανασκελαρίζω, ανασκλώνου, αναστσελάρω, ανεσκελαρίζω, ανεστσελαρίζω, νεσκαλαρίζω || ανασκελίζω
ανασκελίζω
[Βλάχος 1897] || δημοτική || Θήρα || ανασκελώνω
ανασκελίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || δρασκελίζω
ανασκέλισμα || Θήρα || ανασκέλωμα
ανάσκελλα || Καστελλόριζο || ανάσκελα
ανασκελλάτα || Καστελλόριζο || ανάσκελα
ανασκελλίζω || Καστελλόριζο || δρασκελίζω
ανασκέλλισμα || Καστελλόριζο || δρασκέλισμα
ανάσκελλντα || Ρόδος || ανάσκελα
ανάσκελος
[Portius 1635] || δημοτική || ανάγυρτος, ανασκελάτος, ανασκελωτός, ανάσκιλους, ανάστσιλους || ανάσκελος
ανασκέλου || Μάνη || ανάσκελα
ανασκέλουμα || Αιτωλοακαρνανία ||
ανασκέλωμα
ανασκελούμαι || Πόντος* || ανασκελώνομαι
ανασκελούρ || Μύκονος || ύπτιο
ανασκελούρι || Άνδρος || ανάσκελα
ανασκελούρι || Άνδρος || ύπτιο
ανάσκελτα || Ρόδος || ανάσκελα
ανασκέλωμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασκέλιασμα, ανασκέλισμα,
ανασκέλουμα, ανασκέλωμαν, ανασσέλωμαν, αναστσέλωμα, αναστσέουμα || ανασκέλωμα
ανασκέλωμαν || Κερασούντα*, Χαλδία*
|| ανασκέλωμα
ανασκελωμένος || ανασσελλωμένος || ανασκελωμένος
ανασκελώνομαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πέφτω
ανάσκελα: ανασελώνω, ανασκελαρίζω, ανασκελούμαι, ανασκελώνουμαι, ανασκιλώνουμι,
ανασκλώνουμι, ανασσελώννομαι, ανασσιλώννομαι, νασκελώννω, νεσκελαρίζω,
ξεχαχαλώνω || ανασκελώνομαι
ανασκελώνου || Μάνη || ανασκελώνω
ανασκελώνουμαι || Μεσσηνία || ανασκελώνομαι
ανασκελώνω || & Αχαΐα, Εύβοια,
Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Παξοί, Τραπεζούντα, Χαλδία*
|| ανασκελώνω
ανασκελώνω
[Βλάχος 1897] || δημοτική || ρίχνω
ανάσκελα: ανασκελάζω, ανασκελιάζω, ανασκελίζω, ανασκελώνου, ανασκιλώνου,
ανασκιλώνω, ανασκλώνου, ανασσελάω, αναστσεβώνω, αναστσελώνω, ανισκιλώνου || ανασκελώνω
ανασκελωτά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πάρος || ανάσκελα
ανασκελωτός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κερασούντα*,
Σάντα* || ανάσκελος
ανασκεπάζω || Ζάκυνθος, Κρήτη, Χίος || ξεσκεπάζω
ανασκεράω || Θεσπρωτία || συγυρίζω
ανάσκιαγμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάχτρο
ανασκιαγμός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο
ανάσκιαμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο
ανασκιαμός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο
ανάσκιαξη
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο
ανασκιασάρης [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχασιάρης
ανασκιασιά || Ήπειρος || σιχαμάρα
ανάσκιασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σκιάξιμο
ανάσκιλα || Θεσπρωτία, Ίμβρος, Καστοριά, Σάμος, Σιάτιστα,
Φθιώτιδα || ανάσκελα
ανασκιλίζου || Κοζάνη || δρασκελίζω
ανάσκιλους || Βελβεντός,
Δαρδανέλια*, Ίμβρος || ανάσκελος
ανασκιλώνου || Κοζάνη, Λάρισα || ανασκελώνω
ανασκιλώνουμι || Αιτωλοακαρνανία,
Σιάτιστα, Σκόπελος || ανασκελώνομαι
ανασκιλώνω || Θεσπρωτία || ανασκελώνω
ανασκιντάω || Κέρκυρα, Παξοί || επιπλήττω
ανασκιντάω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρίζω
ανασκίντημα || Κέρκυρα, Κεφαλονιά
|| επίπληξη
ανασκίντια || Κέρκυρα, Κεφαλονιά
|| επίπληξη
ανάσκιντος
[Βλαστός 1931] || γλωσσάς
ανασκιντώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || βρίζω
ανασκιράου || Ιωάννινα || συγυρίζω
ανασκιράω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Δέλβινο, Πελοπόννησος
|| συγυρίζω
ανασκίρημα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγύρισμα
ανασκιρίζου || Σουφλί || συγυρίζω
ανασκιρίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Πελοπόννησος || συγυρίζω
ανασκίρισμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κοζάνη || συγύρισμα
ανασκίρμα || Γρεβενά || συγύρισμα
ανασκιρνάω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || συγυρίζω
ανασκιρνώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βελβεντός, Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα || συγυρίζω
ανασκίρσμα || Ιωάννινα, Κοζάνη
|| συγύρισμα
ανασκισιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα
ανασκιωσύνη
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδία
ανασκιωσύνη
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σιχαμάρα
ανάσκλα || Βελβεντός, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά,
Λάρισα, Πιερία, Σουφλί, Τρίκαλα || ανάσκελα
ανασκλαμούρα || Κέρκυρα || χασμουρητό
ανασκλαμουρητό || Μάνη || χασμουρητό
ανασκλαμουριέμαι || Μάνη || χασμουριέμαι
ανασκλημουριέμαι || Λακωνία, Μάνη || χασμουριέμαι
ανασκλημουρίζομαι || Μάνη || χασμουριέμαι
ανασκλώνου || Φθιώτιδα || ανασκελίζω
ανασκλώνου || Καστοριά || ανασκελώνω
ανασκλώνουμι || Πιερία || ανασκελώνομαι
ανάσκομα || Κρήτη || ανάθεμα
ανασκομπώνομαι || Νάξος || ανασκουμπώνομαι
ανασκομπώνω || Μέγαρα || ανασκουμπώνω
ανασκούμπουμα || Κοζάνη, Χαλκιδική || ανασκούμπωμα
ανασκούμπουμαν || Λιβίσι* || ανασκούμπωμα
ανασκουμπουμένους || Χαλκιδική || ανασκουμπωμένος
ανασκούμπουρδα
[Βλαστός 1931] || ανακούρκουδα
ανασκούμπουρδα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || οκλαδόν
ανασκούμπτζμα || Κοζάνη || ανασκούμπωμα
ανασκούμπωμα
[Βεντότης 1790] || δημοτική || ανάκλιασμα, ανακούμπουμαν, ανακούμπωμαν, αναμπούκωμα, αναπούγκουμαν,
αναπούγκωμα, ανασκούμπουμα, ανασκούμπουμαν, ανασκούμπτζμα, ανασκούμπωμαν,
ανασπούγκωμα, ανασφούγκωμα, ανεκούμπωμα, ανεσκόμπωμα, ανισκούμπουμα,
απομανίκωμαν, νεκούμπωμα, νεκούμπωμαν, νεπούγκωμα, νισκούμπουμα || ανασκούμπωμα
ανασκούμπωμαν || Κερασούντα* || ανασκούμπωμα
ανασκουμπωμένος
[Βεντότης 1790] || δημοτική || αναβρακάτους, αναβρακάτος, ανασκουμπουμένους, ανασκουμπωτός,
ανασφουγκωμένος || ανασκουμπωμένος
ανασκουμπώνμαι || Τσακήλι* || ανασκουμπώνομαι
ανασκουμπώννου || Λιβίσι* || ανασκουμπώνω
ανασκουμπώνομαι || & Βουρλά*, Θεσπρωτία,
Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα || ανασκουμπώνομαι
ανασκουμπώνομαι
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ανακολίουμαι,
αναμανικούμαι, αναμπουκώνομαι, ανασκομπώνομαι, ανασκουμπώνμαι, ανασκουμπώνουμαι,
ανασκουμπώνουμι, ανεκουμπώννομαι, ανεκουμπώνομαι, ανεμπουκώνομαι,
ανεσκουμπώννομαι, ανεσκουμπώνομαι, ανεσφγκώνομαι, ανικουμπώνουμι,
ανισκουμπώνουμι, απομανικούμαι, ιππλομανικίζομαι, ναπιγκόννομαι, νεκομπώνουμ,
νεκουμπώννομαι, νεκουμπώννουμαι, νεπουγκώννομαι, νεσκομπόνουμαι,
νεσκουμπώννομαι, νισκουμπώνουμι || ανασκουμπώνομαι
ανασκουμπώνου || Μάνη, Σάμος || ανασκουμπώνω
ανασκουμπώνουμαι
[Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος,
Μεσσηνία || ανασκουμπώνομαι
ανασκουμπώνουμι || Σάμος, Σιάτιστα,
Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ανασκουμπώνομαι
ανασκουμπώνω || & Βουρλά*, Θεσπρωτία,
Κορινθία, Λευκάδα || ανασκουμπώνω
ανασκουμπώνω
[Βεντότης 1790] || δημοτική || ανακλάζζω, ανακλάτζω, ανακλιάζου, ανακλίτζω, ανακομπώννω, ανακουμπώννου,
ανακουμπώννω, ανακουμπώνου, ανακουμπώνω, αναμπουκώνω, αναμπουσκώνου,
αναπουγκώννου, αναπουγκώννω, ανασκομπώνω, ανασκουμπώννου, ανασκουμπώνου,
ανασουμπώννω, ανασπουγκώνω, ανασφουγκώνω, ανεκομπώνω, ανεκουμπώννω,
ανεκουμπώνω, ανεμπουκώνω, ανεπουγκώνω, ανεσκουμπώννω, ανεσκουμπώνω,
ανεσπουγκώνω, ανεσφουγκώνω, ανικουμπώνου, ανισκουμπώνου, ανιχιρίζου,
αννεκουμπώννω, νακλάτζω, νακουμπώννω, ναπουγκώννω, νασκουμπώνω, νεκομπώνω,
νεπουγκώννω, νισκουμπώνου, σκουμπώνω || ανασκουμπώνω
ανασκουμπωτός
[Βλαστός 1931] || Μάνη || ανασκουμπωμένος
ανασκούφωτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || ξεσκούφωτος
ανασκρμένους || Καστοριά || συγυρισμένος
ανασκυβάλιγμαν || Πόντος* || έρευνα
ανασκυβαλίζω || Κερασούντα* || ερευνώ
ανασκυβάλισμαν || Πόντος* || έρευνα
ανασκύρητος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατάστατος
ανασκύριστος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ακατάστατος
ανασκυρμένους || Κοζάνη || συγυρισμένος
ανασκύρστους || Κοζάνη, Πιερία || ασυγύριστος
ανάσκωμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασήκωμα
ανασκώνου || Ιωάννινα, Καστοριά
|| ανασηκώνω
ανασκώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αραβανί* || ανασηκώνω
ανάσμα || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάσα
άνασμα || Χαλδία* || ανάσα
άνασμα || Κεφαλονιά || άσθμα
ανασμαίνω || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || ανασαίνω
ανάσμαν || Κερασούντα*, Σαμψούντα* || ανάσα
ανασμίγω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμειγνύω
ανασμίδι || Αρκαδία, Ηλεία, Λευκάδα || γουρουνάκι
ανασμονή || Κερασούντα*, Οινόη*
|| ανάσα
ανασμονή [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάπαυση
ανασμούδα || Κεφαλονιά || γουρουνοπούλα
ανασμουλεύω || Θεσπρωτία || ιχνηλατώ
ανασοή || Κύθηρα, Μάνη || ανάσα
ανασόν || Ήπειρος*, Ίμβρος, Ιωάννινα, Προποντίδα*,
Τραπεζούντα*, Φιλιππούπολη*, Χαλδία* || γλυκάνισο
ανασονά || Αξός* || ανάσα
ανασόνι [Σκαρλάτος 1835] || Βουρλά*, Κωνσταντινούπολη, Οινόη*,
Προποντίδα*, Στενήμαχος* || γλυκάνισο
ανασόνιν || Οινόη* || γλυκάνισο
ανασοράπλα || Νίσυρος || σεντονάκι
ανασού || Μάνη || ανακινώ
ανασούζουμος || Θεσπρωτία || άνοστος
ανασουμιά || Κύθηρα || ανάσα
ανασούμπαλος || Κύθηρα || ατσούμπαλος
ανασούμπαρδος || Κύθηρα || ατσούμπαλος
ανασούμπουλα || Βουρλά* || ασυνάρτητα
ανασουμπώννω || Κύπρος || ανασκουμπώνω
ανασούπι || Κύθηρα || γρουσουζιά
ανασούπι || Ζάκυνθος || εμφάνιση
ανασούρνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασύρω
ανασούσουμος || Κύθηρα || άσχημος
ανασοφάω || Θεσπρωτία || ξαναθυμάμαι
ανασοφάω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω
ανασοφίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω
ανασοφώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω
ανάσπαγος || Κέρκυρα || άσπαστος
ανασπάζομαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασπάζομαι
ανασπάζουμαι
[Βλαστός 1931] || ασπάζομαι
ανάσπαλμα || Κοτύωρα* || λησμονιά
ανάσπαλμα || Κοτύωρα* || ξέχασμα
ανάσπαλμαν || Κερασούντα*, Κοτύωρα*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || λησμονιά
ανασπαλμένος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα || ξεχασιάρης
ανασπαλμένος || Κοτύωρα* || ξεχασμένος
ανασπάλσιμον || Κερασούντα*, Χαλδία* || λησμονιά
ανασπαλτέας || Τραπεζούντα*, Χαλδία*
|| ξεχασιάρης
ανάσπαλτος || Κερασούντα* || αξέχαστος
ανασπάλω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || ξεχνώ
ανασπάνου || Λιβίσι* || ξεριζώνω
ανάσπασμα || Χίος || ξερίζωμα
ανάσπελμαν || Κοτύωρα* || λησμονιά
ανασπέμαι || Καλαβρία || αναγουλιάζω
ανασπία || Καλαβρία || αναγούλα
ανασπιέμαι || Ζάκυνθος || τρέμω
ανασπιθία || Καλαβρία || αναγούλα
ανασπιούμαι || Ζάκυνθος || τρέμω
ανασπισία || Καλαβρία || αναγούλα
ανασπίω || Κύπρος || ξεριζώνω
ανασπόμαι || Καλαβρία || αναγουλιάζω
ανασπού || Λιβίσι* || ξεριζώνω
ανασπούγκωμα || Κύθηρα || ανασκούμπωμα
ανασπουγκώνω || Κύθηρα || ανασκουμπώνω
ανασπριά
[ΙΛΝΕ 1939] || αφραγκία
ανάσπριστος || αγαλάχτιστος,
αγαλάχτιστους || ανάσπριστος
ανασπώ [Germano 1622] || Κρήτη, Κύπρος || ξεριζώνω
ανάσσελα || Καλαβρία, Κύπρος
|| ανάσκελα
ανασσελάω || Καλαβρία || ανασκελώνω
ανασσελλωμένος || Κύπρος || ανασκελωμένος
ανασσέλωμαν || Κύπρος || ανασκέλωμα
ανασσελώννομαι || Καλαβρία || ανασκελώνομαι
ανασσίζζω || Καλαβρία || ξεσχίζω
ανάσσιλα || Καλαβρία || ανάσκελα
ανασσιλώννομαι || Καλαβρία || ανασκελώνομαι
ανάσσιμα || Καλαβρία || σχίσιμο
ανασσίτζω || Καλαβρία || ξεσχίζω
ανάσσουλα || Καλαβρία || ανάσκελα
ανάστα || Κύθηρα || ανατροφή
Αναστάης || Βελβεντός || Αναστάσιος
ανασταίννω || Απουλία, Νίσυρος
|| ανατρέφω
ανασταίννω || Κύπρος || ευωδιάζω
ανασταίνομαι
[Portius 1635] || δημοτική || νεσταίνουμαι || ανασταίνομαι
ανασταίνου || Τσακωνιά || ανατρέφω
ανασταίνου || Αιτωλοακαρνανία ||
ευωδιάζω
ανασταίνω || Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύπρος || ευωδιάζω
ανασταίνω
[Deheque 1825] || δημοτική || ανισταίνου || ανασταίνω
ανασταίνω [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Άνδρος, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κοτύωρα*,
Κύθηρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Πόντος* || ανατρέφω
ανασταλαγιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ψιλόβροχο
αναστάλαγμα
[Βλαστός 1931] || καταστάλαγμα
ανασταλάζει [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ψιλοβρέχει
ανασταλάζου || Αιτωλοακαρνανία || στάζω
ανασταλάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σταλάζω
ανάσταλμα
[Βλαστός 1931] || ανάστημα
ανασταλώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασταλάω,
ανασταλώ || σταλάζω
Αναστάς || Τρίκαλα || Αναστάσιος
ανάσταση || & Αμοργός, Αρκαδία,
Αχαΐα, Βουρλά*, Κάλυμνος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Ρόδος || ανάσταση
ανάσταση
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αναστημός, ανεστασία
|| ανάσταση
Αναστασιά || Καστοριά || Αναστασία
Αναστασία
[Βλαστός 1931] || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Αναστασιά, Ανεστασά, Αναστάσω, Ανάστω,
Στασκιά, Ταρσώ, Τασία, Τάσιου, Τασιώ || Αναστασία
Αναστάσιος || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || Αναστάης,
Αναστάς, Ανεστάσης, Τάσιους || Αναστάσιος
αναστάσσω || Καλαβρία || στραγγίζω
Αναστάσω [Βλαστός 1931] || Αναστασία
ανάστατα || Κωνσταντινούπολη
|| ανάκατα
αναστάτωμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Ζάκυνθος || αναστάτωση
αναστατωμένος || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αληλοϊσμένος,
αναμιμένος || αναστατωμένος
αναστατώνομαι || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αληλοΐζω,
αναβαλτσιάζουμι, αναδρουμόνουμι || αναστατώνομαι
αναστατώνω || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αναγκάζω, αναλώνω, ανιμαδιάζου,
ανιμουτουρλιάζου, ξεμουτρίζω, ξεμυγίζω || αναστατώνω
αναστάτωση || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ανάγερμαν,
ανάγκαση, αναστάτωμα, αναφούρι, ανιμάδιασμα || αναστάτωση
ανασταύρωμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || βάσανο
ανασταυρώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βασανίζω
ανάστεμα || Σύμη || ανάστημα
αναστεμένος || Κρήτη || νωθρός
ανάστεμμαν || Λιβίσι* || ανάστημα
αναστέναγμα [Βεντότης
1790] || δημοτική || Καστοριά || αναστεναγμός
αναστέναγμαν || Οινόη*, Σάντα* || αναστεναγμός
αναστεναγμός || & Παξοί, Αμοργός,
Κέρκυρα, Κορινθία || αναστεναγμός
αναστεναγμός
[Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || αναστέναγμα,
αναστέναγμαν, αναστενακιά, αναστέναμα, αναστέναμμα, αναστεναμός, αναστένασμα,
αναστένασμαν, αναστενασμός, ανεστέναγμα, ανεστεναγμός, ανεστέναμα, ανεστεναμό
(το), ανεστένασμα, ανεστενασμός, ανεστένιασμα, ανεστουλούχισμα, ανιστιναγμός,
ναστεναγμός, νεστέναμα, χουίτε, χουχουλητό || αναστεναγμός
αναστενάζζω || Καλαβρία || αναστενάζω
αναστενάζου || Μάνη, Τσακωνιά || αναστενάζω
αναστενάζω || & Αμοργός, Κεφαλονιά,
Κρήτη, Νίσυρος || αναστενάζω
αναστενάζω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αναστενάζζω, αναστενάζου, αναστενάσω,
αναστενάτζω, αναστενώ, αναστινάζου, ανασύρω, ανεστενάζω, ανεστενιάντζω,
ανιστέναγμα, ανιστινάζου, ανιστουμίζου, λοχχομανίζω, ναστινάζου, νεστενάζζω,
νεστενάζω, νεστενάντζω, χουίνδου, χουχουλιέμαι || αναστενάζω
αναστενακιά || Δέλβινο || αναστεναγμός
αναστέναμα [Du Cange 1688] || Αίνος*, Ζάκυνθος, Κύπρος || αναστεναγμός
αναστεναμένος || Κρήτη || ανίκανος
αναστέναμμα || Καλαβρία || αναστεναγμός
αναστεναμός || Κρήτη, Κύπρος, Μάνη
|| αναστεναγμός
αναστένασμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο, Τήλος
|| αναστεναγμός
αναστένασμαν || Κύπρος, Τραπεζούντα*
|| αναστεναγμός
αναστενασμός [Germano 1622] || Καστελλόριζο,
Κως, Μάνη || αναστεναγμός
αναστενάσω || Κρήτη || αναστενάζω
αναστενάτζω || Καλαβρία || αναστενάζω
αναστέννω || Κάρπαθος || ανοικοδομώ
αναστενώ || Καππαδοκία* || αναστενάζω
ανάστερος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άναστρος
ανάστηθα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ορθοστήθα
ανάστηθος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ορθόστηθος
ανάστημα || Απουλία || ανατροφή
ανάστημα
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανάσταλμα, ανάστεμα, ανάστεμμαν, ανέστημα,
άστα, μπόι, νάστα || ανάστημα
ανάστημμα || Απουλία || ανατροφή
αναστημός || Μύκονος || ανάσταση
αναστήννω || Κύπρος || νεκρανασταίνω
αναστήνου || Μάνη || ανατρέφω
αναστήνω [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Πάρος, Τσακήλι*, Χαβουτσί* || ανατρέφω
αναστησιά
[Βλαστός 1931] || δημοτική || ψυχοκόρη
ανάστια || Μάνη || ανατροφή
αναστινάζου || Βελβεντός, Καστοριά, Λέσβος || αναστενάζω
αναστιώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατρέφω
ανάστολος || Λακωνία || κακοφτιαγμένος
αναστομάω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || λιγουρεύομαι
αναστόμσμα || Κοζάνη || ανταπάντηση
αναστομώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αυθαδιάζω
αναστομώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || λιγουρεύομαι
αναστοράω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπολώ
αναστορούμαι || Κρήτη || θυμάμαι
αναστορούμαι || Κύθηρα || ξαναθυμάμαι
αναστορώ || Πόντος* || θυμάμαι
αναστορώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπολώ
άναστος || Κρώμνη*, Όφις*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ακόπριστος
αναστοσιά || Κύπρος || ανομβρία
αναστού || Μάκρη* || πλησιάζω
αναστουλάκι || Απουλία || κουμπάκι
αναστούλι || Απουλία || κουμπί
αναστουλουχίζω || Κρήτη || οδύρομαι
αναστουλούχισμα || Κρήτη || οδυρμός
αναστουλουχώ || Κρήτη || οδύρομαι
αναστουμώνου || Κοζάνη || αποστομώνω
αναστουράου || Ιωάννινα || ξέρω
ανάστουφα || Κρήτη || ανάποδα
αναστοχάω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεχνώ
αναστοχώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξεχνώ
ανάστραβα || Μάνη || στραβά
αναστραμάρα || Πωγώνι || αποστροφή
αναστρέφω || λόγιο || ανεγυρίζω, ανιγυρίζου,
απικουπίζω, αποκουπάω, αποκουπιάζω, αποκουπίζω, αποκουππίζω, πουκουππίζω || αναστρέφω
αναστριγκίζω || Κύπρος || στριγκλίζω
ανάστριγους || Καστοριά || μυγιάγγιχτος
άναστρος || λόγιο || ανάστερος || άναστρος
ανάστροφα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανάγερτα, ανάδιπλα, ανάδρομα, ανάζερβα,
αναμπουκάτου, αναπουκάτου, ανουπουκάτου, ανουπουκάω, ανυπουκάου || ανάστροφα
αναστροφή || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αποκούπιασμα || αναστροφή
ανάστροφη
[Βλάχος 1897] || δημοτική || ξανάστροφη
αναστροφίζω || Κρήτη || αναποδογυρίζω
ανάστσεα || Τσακωνιά || ανάσκελα
ανάστσεβα || Βάτικα* || ανάσκελα
ανάστσεβουα || Βάτικα* || ανάσκελα
αναστσεβώνω || Βάτικα* || ανασκελώνω
ανάστσελα || Μέγαρα, Τσακωνιά
|| ανάσκελα
αναστσελάρω || Μύκονος || ανασκελίζω
αναστσέλωμα || Χαβουτσί* || ανασκέλωμα
αναστσελώνω || Χαβουτσί* || ανασκελώνω
ανάστσεουα || Βάτικα* || ανάσκελα
αναστσέουμα || Τσακωνιά || ανασκέλωμα
ανάστσερα || Βάτικα* || ανάσκελα
ανάστσιλα || Καλαβρία, Λέσβος
|| ανάσκελα
ανάστσιλους || Λέσβος || ανάσκελος
αναστσιφαλάδα || Λέσβος || απερισκεψία
Ανάστω || Παξοί || Αναστασία
ανάσυρμα || Σύμη || ανάσα
ανάσυρμα
[Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || ανάσυρση
ανάσυρμαν || Κύπρος || άσθμα
ανάσυρμαν || Κύπρος || δύσπνοια
ανάσυρμαν || Κύπρος || ψυχορράγημα
ανασυρμός || Κάρπαθος || άντληση
ανασύρνου || Λιβίσι* || ανασύρω
ανασύρνω || Κύπρος || ασθμαίνω
ανασύρνω || Κύπρος || λαχανιάζω
ανασύρνω
[Germano 1622] || δημοτική || ανασύρω
ανάσυρση || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || ανάσυρμα || ανάσυρση
ανασυρτά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συρτά
ανασυρτό [ΙΛΝΕ 1939] || Παλιά Αθήνα || αρπάγη
ανασυρτός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συρτός
ανασυρτός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συρόμενος
ανασύρω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*,
Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αναστενάζω
ανασύρω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || ανασέρνω,
ανασούρνω, ανασύρνου, ανασύρνω, ανεσέρνω, ανισιέρνου, ανεσύρνω, ανεσύρω,
ανισέρνου, απανωφέρνω, νεσέρνω, νεσέρω, νεσύρνω, νεσύρω
|| ανασύρω
ανασύρω || Κοτύωρα* || οδύρομαι
ανασυσταγιά || Κεφαλονιά || αταξία
ανασύσταγος || Κέρκυρα, Κεφαλονιά
|| άτακτος
ανασφαγή
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || χαραμάδα
ανασφαή || Κρήτη || χαραμάδα
ανασφαλής || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ασιγούρευος,
ασιγούρευτος || ανασφαλής
ανασφαράζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σπαράζω
ανάσφερο || Απουλία || άπειρος
ανασφηνώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σφηνώνω
ανάσφιχτος || Κύπρος || ξεσφιγμένος
ανασφογγίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σφουγγίζω
ανασφούγκωμα || Λακωνία || ανασκούμπωμα
ανασφουγκωμένος || Λακωνία || ανασκουμπωμένος
ανασφουγκώνομαι || Λακωνία || Λακωνία
ανασφουγκώνω || Λακωνία || ανασκουμπώνω
ανασχαμιούμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || χασμουριέμαι
ανασώνω || Κρήτη, Στενήμαχος*
|| συμπληρώνω
ανασώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || τελειώνω
ανάσωστους || Στενήμαχος* || ελαττωματικός
ανάταβρα || Κύπρος || ανάσκελα
ανατάζω || Κύπρος || ανακρίνω
ανάταμα || Καλαβρία || προζύμι
ανάταμμα || Καλαβρία || προζύμι
ανατάραγμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανατάραξη
αναταραγμός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανατάραξη
αναταράζου || Μάνη || αναταράζω
αναταράζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναταράζου, αναταράσου || αναταράζω
ανατάραμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Τσακωνιά || ανατάραξη
ανατάραξη || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || ανατάραγμα, αναταραγνός, ανατάραμα || ανατάραξη
αναταράσου || Τσακωνιά || αναταράζω
αναταραχή || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αναμιγή, μαλιχουλές
|| αναταραχή
ανατάσσω || Καλαβρία || λιχνίζω
ανάτε || Τσακωνιά || ανάλατος
άνατε || Τσακωνιά || αγέννητος
άνατε || Τσακωνιά || αγίνωτος
άνατε || Τσακωνιά || άζυμος
ανάτελα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξημερώματα
ανατέλλω || λόγιο || ανατέλνω,
ανετέλλω, αντώννου || ανατέλλω
ανατέλμα || Ιωάννινα || ανατολή
ανατέλνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανατέλλω
ανατένου || Τσακωνιά || ανασηκώνω
ανάτευτος || Όφις*, Χαλδία* || ακόπριστος
ανατζαίο || Λέρος || ουροδοχείο
ανατζαίος || Αυλωνάρι, Κύπρος
|| αποχωρητήριο
ανατζάχ || Σινασός* || αξίνα
ανατζάχ || Αραβανί* || τσεκουράκι
ανατζεμένος || Νάξος || αναγκασμένος
ανάτζη || Αυλωνάρι, Κάλυμνος, Κονίστρες, Μέγαρα || ανάγκη
ανατζητάω || Καλαβρία || ψάχνω
ανατζητίζω || Απουλία || ψάχνω
ανατζητώ || Καλαβρία || ψάχνω
ανατζιό || Κάλυμνος || αποχωρητήριο
ανατζιριάζω [Βεντότης
1790] || δημοτική || ανατριχιάζω
ανατζουμπαλιά || Κρήτη || αδεξιότητα
ανατζούμπαλος || Κρήτη || αδέξιος
ανατζούμπαλος || Κρήτη || ατσούμπαλος
ανατηράω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοιτάζω
ανατηρώ [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοιτάζω
ανάτθεμα || Κάλυμνος, Χίος || ανάθεμα
ανάτι || Μάνη || πείσμα
ανατίλημαν || Κύπρος || ανατολή
ανατιμάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρίζω
ανατίμασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || βρίσιμο
ανατίμηση || λόγιο || αβγάτις || ανατίμηση
ανατίναγμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανατίνασμα || ανατίναγμα
ανατίνασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατίναγμα
ανατιρντίζω [Κουκκίδης
1960] || διηγούμαι
ανατμάζου || Ιωάννινα || βρίζω
ανατμάου || Ιωάννινα || βρίζω
ανατολή || & Αμοργός, Αργολίδα,
Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κάλυμνος, Κορινθία, Κρήτη, Κύθνος, Κύμη, Λέρος, Μάνη,
Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Ρόδος, Σίλλη*, Σύρος, Χαλδία*, Χίος || ανατολή
ανατόλη || Τσακωνιά || ανόητος
ανατολή
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 12.45 | ανατέλμα, ανατίλημαν,
ανατόλημα, ανατουλή, ανετολή || ανατολή
ανατόλημα || Κύπρος || ανατολή
ανατολικά
[Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || ανατουλικά, ανιτουλκάτα || ανατολικά
ανατολικός
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ανατολίτικος, ανετολικός || ανατολικός
Ανατολίτης
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Ανατουλάς, Ανετολίτης
|| Ανατολίτης
ανατολίτικος || Κάρπαθος || ανατολικός
Ανατολίτισσα
[Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || Ανατολούλα || Ανατολίτισσα
Ανατολούλα || Κύπρος || Ανατολίτισσα
Ανατουλάς || Αιτωλοακαρνανία || Ανατολίτης
ανατουλή || Ευρυτανία, Ημαθία, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη,
Λέσβος, Σαμοθράκη, Σέρρες, Σουφλή, Τρίκαλα, Φωκίδα
|| ανατολή
ανατουλικά || Λιβίσι* || ανατολικά
ανατουριάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φρίττω
ανατρανίζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοιτάζω
ανατραντάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || τραντάζω
ανατρέπω || λόγιο || συχν. εμφ.
2 || ντεβιρντίζω,
ντιβιρντίζω || ανατρέπω
ανατρέφομαι
[Germano 1622] || δημοτική || αναγιούμαι, αναγιώννουμαι || ανατρέφομαι
ανατρέφω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγιώνω, αναγιώνου, αναγιώννω, αναθρέβγω,
αναθρέβου, αναθρέβω, αναθρεύγου, αναθρέφκω, αναθρέφου, αναθρέφτω, αναθρέφω,
αναλικώνω, αναλκώνου, αναπιάνω, ανασταίννω, ανασταίνου, ανασταίνω, αναστήνου,
αναστήνω, αναστιώνω, ανεθρέβγω, ανεθρέβω, ανεθρέφω, ανεπιάνω, ανερθέβγω,
ανερθέφω, ανεσταίνω, ανεστήνω, ανετάσω, ανετρέφω, ανιθρέβου, ανιθρέφου,
ανοτάσω, βαϊλεύω, ζωγονώ, ναθρέφω, νασταίννω, νεθρέβγω, νεθρέβω, νεθρεύγω,
νεθρέφω, νετρέφω, νιώννω || ανατρέφω
ανάτρεχα || Κάσος || ανάτριχα
ανάτρεχα || Κάσος || αντιθέτως
ανάτρεχα || Κως || κόντρα
ανάτρεχα
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || αναδρομικά
ανατρεχάζω || Κοτύωρα* || ανατριχιάζω
ανατρεχόμαι || Καστελλόριζο || ανατριχιάζω
ανατρεχώ || Κερασούντα*, Κοτύωρα*
|| ανατριχιάζω
ανατρισιάζω || Κύπρος || ανατριχιάζω
ανατρίσιασμαν || Κύπρος || ανατριχίλα
ανατρισιασμένος || Κύπρος || ανατριχιασμένος
ανάτριχα || Σύμη || αδείλιαστα
ανάτριχα || & Ζάκυνθος, Κάρπαθος,
Κρήτη, Νάξος || ανάτριχα
ανάτριχα || Κάσος, Κύθηρα` || αντιθέτως
ανάτριχα
[Deheque 1825] || κόντρα ξύρισμα:
ανάτρεχα || ανάτριχα
ανάτριχα
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Ηλεία, Κάσος, Κως, Ρόδος || κόντρα
ανατριχάζω || Οινόη* || ανατριχιάζω
ανατρίχιαγμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατριχίλα
ανατριχιάδα || Λάρισα || ανατριχίλα
ανατριχιάζζω || Καλαβρία || ανατριχιάζω
ανατριχιάζου || Αδριανούπολη*, Βελβεντός, Μάνη, Σάμος || ανατριχιάζω
ανατριχιάζω
[Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αναβιρβιρίζου, αναζυγαντιάζω, ανακαχιάζω,
αναμαλίου, αναριτσιάζω, αναριτσιένω, αναριτσόνω, ανασγαντζώνω, ανατζιριάζω,
ανατρεχάζω, ανατρεχόμαι, ανατρεχώ, ανατρισιάζω, ανατριχάζω, ανατριχιάζζω,
ανατριχιάζου, ανατριχιούμαι, ανατριχιώ, ανατριχώ, ανατσιριάζου, ανατσιριάζω, ανατσιχίου,
ανατσουτσουριάζω, ανατσουτσουρώνου, ανατσουτσουρώνω, αναφαλίου, αναχαντρώνω,
αναχεντρώνω, αναχετζιάζω, αναχιμίζομαι, αναχουρδίζω, ανεβολάζω, ανεντριχιάντζω,
ανετριχιάζου, ανετριχιάζω, ανετριχιάντζω, ανετριχιώ, ανετρομακιάντζω,
ανετρομαλλίντζω, ανεχετζώνω, ανεχμίζω, ανιρτσιώνου, ανιτριχιάζου,
ανιτσουτσουρώνου, αντρουσιάζω, αρτσιώνουμι, μπιμπικιάζου, νετριχιάζζω,
νετριχιάζω, νετριχώ, νετρομαλίζομαι, νεττριχιώ, νιρτσιώνου, νιτριχιάζου,
σκαντζαρώνω, συριγώνω, τρομαλτίζομαι, τσιουτσιουριάζου, τσιτσιουριάζου || ανατριχιάζω
ανατριχιάννου || Λιβίσι* || φρίττω
ανατριχιάρικος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατριχιαστικός
ανατρίχιασμα [Βλάχος
1659] || δημοτική || Ζάκυνθος, Μάνη || ανατριχίλα
ανατριχιασμένος
[Βλάχος 1659] || ανατρισιασμένος, αντρουσιασμένος || ανατριχιασμένος
ανατριχιασμός [Βλάχος
1659] || Κύθηρα
|| ανατριχίλα
ανατριχιαστικός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
3 || ανατριχιάρικος,
ανατριχιαστός, αντρουσιαστικός || ανατριχιαστικός
ανατριχιαστός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατριχιαστικός
ανατριχιατή || Βελβεντός || ανατριχίλα
ανατριχίλα
[Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αναγρίτσιασμα, αναριγίδα, αναρίτσια,
αναρίτσισμα, ανατρίσιασμαν, ανατρίχιαγμα, ανατριχιάδα, ανατρίχιασμα,
ανατριχιασμός, ανατριχίοα, ανατριχιατή, ανατσίρια, ανατσιριά, ανατσίριασμα,
ανατσίριου, ανατσισίλα, ανατσιχία, ανατσιχίλα, ανατσουτσούριασμα, ανιτρίχια,
ανιτριχίλα, αποτριχιασμός, αρέτι, νέρτσιους, νετριχίλα, νιτριχίλα, ουργό,
ουρθουκώλιασμα, σνιρίγ, σύριγο, τσέτνα, τσιουτσιούριου, τσιτσιούριου || ανατριχίλα
ανατριχίοα || Βάτικα* || ανατριχίλα
ανατριχιούμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατριχιάζω
ανατριχιώ || Κρήτη || ανατριχιάζω
ανατριχώ [Germano 1622] || Κοτύωρα*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*,
Χαλδία* || ανατριχιάζω
ανατρντίζου || Σουφλί || κατατοπίζω
ανατρόμαγμα || Κοζάνη || τρόμαγμα
ανατρομάζω || Κέρκυρα || σείομαι
ανατρομάζω || Λευκάδα, Παλιά Αθήνα
|| τρομάζω
ανατρομάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φοβερίζω
ανατρομάσω || Ρόδος, Σύμη || σείομαι
ανατρομάσω || Ζάκυνθος || τρομάζω
ανατροπιάζω || Κρήτη || αποστρέφομαι
ανατρουλώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τουρλώνω
ανατρουμάζου || Γρεβενά || σείομαι
ανατρουμάζου || Ευρυτανία, Ημαθία, Καρδίτσα, Κοζάνη || τρομάζω
ανατρουμάσου || Αίνος || σείομαι
ανατροφή || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || ανάγιουμαν,
ανάγιωμαν, ανάθρεμμα, αναθρουφή, αναθροφή, ανάστα, ανάστημα, ανάστημμα,
ανάστια, ανεθροφή, ανιθρουφή || ανατροφή
ανάτσα || Σύμη || ανάσα
ανατσαλιά || Μαγνησία, Τρίκαλα
|| τσαπατσουλιά
ανατσαλιά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδεξιότητα
ανάτσαλος [Λεξικό
Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Μέγαρα || τσαπατσούλης
ανάτσαλους || Μαγνησία, Τρίκαλα
|| τσαπατσούλης
ανατσαρώνω || Κύθηρα || αναρρώνω
ανατσαρώνω || Κρήτη || αντιστέκομαι
ανάτσελα || Ινέπολη* || ανάσκελα
ανάτσερο || Απουλία || άπειρος
ανατσιγγρίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναενοχλώ
ανατσιγγρώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ξαναενοχλώ
ανατσίρια || Δέλβινο, Θεσπρωτία
|| ανατριχίλα
ανατσίρια || Θεσπρωτία || ρίγος
ανατσιριά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατριχίλα
ανατσιριάζου || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Καστοριά || ανατριχιάζω
ανατσιριάζω || Δέλβινο || ρίγος
ανατσιριάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αηδιάζω
ανατσιριάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία, Χαβουτσί*
|| ανατριχιάζω
ανατσιριάζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || τουρτουρίζω
ανατσίριασμα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία ||
ανατριχίλα
ανατσίριου || Ιωάννινα || ανατριχίλα
ανατσισίλα || Τσακωνιά || ανατριχίλα
ανατσιφαλάδα || Λέσβος || ανοησία
ανατσιφαλιά || Λέσβος || ανοησία
ανατσιχία || Τσακωνιά || ανατριχίλα
ανατσιχίλα || Τσακωνιά || ανατριχίλα
ανατσιχίου || Τσακωνιά || ανατριχιάζω
ανατσολόιση || Κέρκυρα, Παξοί || ακαταστασία
ανατσολοϊσμένος || Παξοί || ακατάστατος
ανατσούκλιασμα || Αυλωνάρι,
Κονίστρες, Παλιά Αθήνα || τυλιγάδιασμα
ανατσουκλίζω || Αυλωνάρι,
Κονίστρες, Κάρυστος, Μέγαρα, Παλιά Αθήνα || τυλιγαδιάζω
ανατσούμπαλος || Μάνη, Παξοί || ατσούμπαλος
ανατσούρια || Θεσπρωτία || ρίγος
ανατσουτσούρδισμα || Ζάκυνθος || ανάρρωση
ανατσουτσουρδώνω || Ζάκυνθος, Παξοί ||
αναρρώνω
ανατσουτσουριάζω || Κέρκυρα, Παξοί || ανατριχιάζω
ανατσουτσούριασμα || Κέρκυρα || ανατριχίλα
ανατσουτσουρώνου || Καρδίτσα || αναρρώνω
ανατσουτσουρώνου || Καρδίτσα || ανατριχιάζω
ανατσουτσουρώνουμαι || Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία || εξαγριώνομαι
ανατσουτσουρώνουμι || Σκόπελος || ανασηκώνομαι
ανατσουτσουρώνουμι || Μαγνησία || εξαγριώνομαι
ανατσουτσουρώνω || Λακωνία || αναρρώνω
ανατσουτσουρώνω || Κέρκυρα || ανατριχιάζω
ανατσοφολιάζω || Κέρκυρα || ανακατεύω
ανάττεμα || Νίσυρος, Ρόδος || ανάθεμα
αναττεματισμένος || Ρόδος || αναθεματισμένος
αναττσέμαι || Καλαβρία || αναγουλιάζω
αναττσία || Καλαβρία || αναγούλα
ανάττω || Απουλία || ανάβω
άναυα || Κοτύωρα* || εκτός
άναυλα || Κρήτη || βίαια
αναυρίζζω || Κως || επιστρέφω
αναϋριστής || Κάρπαθος || είρωνας
αναϋρνώ || Κύπρος || αναποδογυρίζω
ανάυρου || Καρδίτσα || παράκαμψη
αναφαγία || Οινόη*, Τραπεζούντα*,
Τσακωνιά, Χαλδία* || αφαγία
αναφαγιά
[Βλαστός 1931] || νηστεία
αναφαγιά
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Ηλεία,
Μύκονος, Νίσυρος, Παξοί || πείνα
αναφαγιά [Κοντόπουλος
1903] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Κόνιτσα, Κρήτη, Λευκάδα,
Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χίος || ανορεξιά
αναφαγιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καρδίτσα,
Μύκονος, Σκόπελος, Φθιώτιδα || αφαγία
αναφαγιά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία,
Μαγνησία || ολιγοφαγία
ανάφαγος
[Βλαστός 1931] || αφάγωτος
ανάφαγος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || νηστικός
ανάφαγος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λιγόφαγος
ανάφαγους || Σάμος, Σκόπελος,
Χαλκιδική || λιγόφαγος
αναφαΐα || Κύπρος,
Σάντα* || αφαγία
αναφαίνουμαι [Βλαστός
1931] || Κύπρος
|| φανερώνομαι
αναφαίνω || Ικαρία || εμφανίζομαι
αναφαίνω || Οινόη* || φανερώνω
αναφακά || Τσακωνιά || ριζικό
αναφακάς || Θεσπρωτία, Ιωάννινα
|| δίκιο
αναφακάς || Καστοριά || δύναμη
αναφακάς || Φθιώτιδα || προσδοκία
αναφακάς || Κάλυμνος || ριζικό
αναφακάς [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία, Πελοπόννησος || τυχερό
αναφάλακρος
[Βλαστός 1931] || φαλακρός
αναφαλάσω || Κρήτη || μετακινούμαι
αναφαλιάζου || Τσακωνιά || ανακατεύω
αναφαλίου || Τσακωνιά || ανατριχιάζω
ανάφαλο
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || απρόοπτο
αναφανταλιά || Αρκαδία || σκουντούφλημα
αναφανταλιά || Αρκαδία || χαστούκι
αναφανταλιάζουμαι || Αρκαδία || σκουντουφλώ
αναφαντάλιασμα || Αρκαδία || σκουντούφλημα
αναφάνταλους || Αιδηψός || αγουροξυπνημένος
αναφαντάρης || Κύπρος || αράχνη
αναφαντάρης [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || υφαντής
αναφανταριά || Καστελλόριζο || αράχνη
αναφανταριά || Δέλβινο || ίλιγγος
αναφανταριά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Σύμη || υφάντρια
αναφαντάριν || Κύπρος || αράχνη
αναφαντάρισσα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || υφάντρια
αναφανταρκά || Κύπρος || αράχνη
αναφανταρκά || Κύπρος || υφάντρια
αναφάντης || Παλιά Αθήνα || υφαντής
αναφάντης [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || φεγγίτης
αναφαντιάζω || Καλαβρία || εκπλήσσομαι
αναφαντίζομαι || Κόνιτσα || εξαφανίζομαι
ανάφαντος || Μέγαρα || ανάποδος
ανάφαντος || Παξοί || απρόσεκτος
ανάφαντος || Ικαρία || φεγγίτης
ανάφαντος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος || άφαντος
αναφαντούα || Κύπρος || αράχνη
αναφαντούκου || Τσακωνιά || φανερώνω
αναφαντώνω || Κύθηρα || ξεφαντώνω
ανάφαος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Παξοί || λιγόφαγος
ανάφαος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || νηστικός
ανάφαους || Σάμος, Σκόπελος || λιγόφαγος
αναφαρκά || Κύπρος || υφάντρια
αναφεγγιά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναλαμπή
ανάφεγγος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || θαμπόφεγγος
αναφέγγω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || θαμποφέγγω
αναφεζίκου || Τσακωνιά || αναφέρω
ανάφελα || Αχαΐα, Ινέπολη*, Κύθηρα || ανώφελα
αναφέλετα || Κύθηρα || ανώφελα
αναφέλετος || Κύθηρα || ανάξιος
αναφέλευτος || Μάνη || ανώφελος
ανάφελος || Κύθηρα, Μάνη || ανώφελος
αναφέλου || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά
|| γρήγορα
αναφελούνου || Μάνη || επιπλέω
αναφεντία || Κύθηρα || ελευθερία
ανάφεντος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα,
Κύπρος, Μάνη, Μύκονος, Νάξος || ανεξουσίαστος
αναφεξάδα
[Βλαστός 1931] || ξέφωτο
αναφερίκου || Τσακωνιά || αναφέρω
ανάφερμα || Κύθηρα || αναφιλητό
ανάφερμα || Κρήτη || μπέρδεμα
αναφερμός || Κρήτη || μπέρδεμα
αναφέρνου || Χαλκιδική || μνημονεύω
αναφέρνου || Καρδίτσα || οδύρομαι
αναφέρνω || Κύθηρα || αναπνέω
αναφέρνω || Κορινθία || ασθμαίνω
αναφέρνω [Portius 1635] || ξαναφέρνω
αναφέρνω
[Βλάχος 1659] || δημοτική || μνημονεύω
αναφέρου || Φθιώτιδα || μνημονεύω
αναφερτικό || Μάνη || λυγμός
αναφέρω || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αγκεύω,
αθθιβάλω, αναφεζίκου, αναφερίκου, αρμηνεύω, ασυφέρνω, ασυφέρω, νεμιλώ || αναφέρω
αναφιλέ [Κουκκίδης 1960] || Κύπρος || ανώφελα
αναφιλέ [Κουκκίδης 1960] || Κρήτη, Σουφλί || μάταια
αναφιλητό
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αναρουφητό,
ανάφερμα, αναφίλσμα, ανιρούφμα, νέκομα, νεμούκισμα, νεφιλιτό || αναφιλητό
αναφιλιάνου || Μάκρη* || χαίρομαι
αναφίλσμα || Σάμος || αναφιλητό
αναφίρω || Κρήτη, Λακωνία || ανακατεύω
ανάφκω || Κύπρος || ανάβω
αναφλέγομαι || λόγιο || ανακαρούκου, λαβουρδανίζω,
φουναρίζω || αναφλέγομαι
ανάφλογος || δημοτική || φλογερός
ανάφλογος
[Βλαστός 1931] || ανάφλογος
αναφλουή || Σκόπελος || καύλα
αναφλουσίζω || Χαλδία* || οδύρομαι
ανάφνα || Κερασούντα* || άχνα
αναφοϊριόμαι || Μάνη || ανακαλύπτω
ανάφομα || Καστελλόριζο || σκοπιά
αναφόρ || Ίμβρος || τζάμπα
αναφορά || Κοτύωρα*, Οινόη*, Τραπεζούντα* || ανάσα
αναφορά || λόγιο || συχν. εμφ.
5 || ανασάτ,
άρζε, αρζεχάλιν, άρζιν, αρζιχάλιν, αρζουχάλ, αρζουχάλι, αρζοχάλι, αρτζιουχάλ,
αρτζαχάλι, αρτζιχάλ, αρτζιχάλι, αρτζουάλι, αρτζουχάλ, αρτζουχάλι, αρζουχάλλιν,
αρτζοχάλι, ραπόρτο, τζιαπ || αναφορά
αναφόραχτα || Τραπεζούντα* || ξαφνικά
αναφορέος || Κύμη || καμινάδα
αναφορέος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αυλωνάρι, Κονίστρες
|| φεγγίτης
αναφόρετος || Κάρπαθος || ανύποπτος
αναφόρης [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Χίος || ψεύτης
αναφόρι [Κοντόπουλος
1903] || δημοτική || ανηφόρα
αναφορός || Κύθηρα || σπλήνα
αναφορός || Ιθάκη || φεγγίτης
αναφορός [Λεξικό
Δημητράκου 1949] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κρήτη
|| καμινάδα
αναφορτζής || Κωνσταντινούπολη
|| τζαμπατζής
ανάφου || Γρεβενά, Πιερία, Τσακωνιά || ανάβω
αναφουβιά || Λέσβος || αφοβία
αναφουκιασμένος || Μάνη || χλωμός
αναφούλου || Κεφαλονιά || βιαστικά
αναφουντουλάζω || Κοτύωρα* || συνδαυλίζω
αναφουντουλίζω || Χαλδία || αναζωπυρώνω
αναφουντουράζω || Σάντα*, Χαλδία* || συνδαυλίζω
αναφούρ || Χαλκιδική || ανεμοστρόβιλος
αναφούρ || Σάμος || τζίρος
αναφουρά || Σκόπελος || αντίδωρο
αναφουρά || Καρδίτσα, Μύκονος || πρόσφορο
αναφούρι || Άνδρος, Λέρος || αναστάτωση
αναφουρτζής || Ίμβρος || τζαμπατζής
αναφουσακιάζου || Μάνη || χλωμιάζω
αναφουσάκιασμα || Μάνη || χλώμιασμα
αναφουφλίζου || Τήνος || αποσυμπιέζω
αναφούφου || Παξοί || πρόχειρα
αναφουφουδιάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || αναφτερουγίζω
αναφουφούδιασμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || αναφτερούγισμα
αναφουφουδιασμένος || Λακωνία || αναφτερουγιασμένος
αναφούφουλα || Πελοπόννησος || ασυμπίεστα
αναφούφουλα || Σέρρες || αφράτα
αναφούφουλα || Κεφαλονιά || βιαστικά
αναφούφουλας || Ζάκυνθος || επιπόλαιος
αναφουφουλιάζω || Ηλεία,
Κεφαλονιά, Μεσσηνία || αποσυμπιέζω
αναφουφουλιάζω || Κεφαλονιά || βιάζομαι
αναφουφουλιάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || αναφτερουγίζω
αναφουφούλιασμα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφτερούγισμα
αναφούφουλος || Αρκαδία || αφράτος
αναφούφουλος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφτερουγιασμένος
αναφούφουλους || Λάρισα || ανάλαφρος
ανάφραγους || Ίμβρος || ξέφραγος
ανάφραντα || Χίος || αδέξια
ανάφραντα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανόητα
ανάφραντος || Χίος || απρόσεκτος
ανάφραντος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανόητος
ανάφραντος [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || άνοστος
ανάφραος || Κως || ξέφραγος
αναφρούμασμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || χλιμίντρισμα
αναφρουντουλίζω || Χαλδία || αναζωπυρώνω
αναφταγιά || Λευκάδα || βιασύνη
αναφταγόνομαι || Λευκάδα || εξαφανίζομαι
αναφταγούρα || Λευκάδα || εξαφάνιση
αναφταόνομαι || Ιθάκη || εξαφανίζομαι
αναφταώνου || Φθιώτιδα || φοβίζω
αναφταώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1949] || δημοτική || φοβίζω
αναφτέ || Τσακωνιά || αναμμένος
άναφτε || Τσακωνιά || άναφτος
αναφτερακίζω || Κρήτη || αναπεταρίζω
αναφτερακίζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναφτερουγίζω
αναφτερακώ || Κρήτη || αναπεταρίζω
αναφτεριάζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναφτερουγίζω
αναφτέριασμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναφτερούγισμα
αναφτέρισμα
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναφτερούγισμα
αναφτερός || Κεφαλονιά || οξύθυμος
ανάφτερος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || γοργός
ανάφτερος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανάλαφρος
αναφτερουγιάζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύθηρα,
Λευκάδα || αναφτερουγίζω
αναφτερούγιασμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναφτερούγισμα
αναφτερουγιασμένος || αναπούπουλος,
αναφουφουδιασμένος, αναφούφουλος || αναφτερουγιασμένος
αναφτερουγίζω || Κρήτη || αναπεταρίζω
αναφτερουγίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναφουφουδιάζω, αναφουφουλιάζω, αναφτερακίζω, αναφτεριάζω, αναφτερουγιάζω,
αναφτερουκιάζω, αναφτερουκιού, αναφτερώνω, ανιφτιρακίζου || αναφτερουγίζω
αναφτερούγισμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναφουφούδιασμα,
αναφουφούλιασμα, αναφτέριασμα, αναφτέρισμα, αναφτερούγιασμα, αναφτερούκιασμα,
ανεφτεράκισμα, ανεφτερούγισμα || αναφτερούγισμα
αναφτερουκιάζω || Μάνη || αναφτερουγίζω
αναφτερούκιασμα || Μάνη || αναφτερούγισμα
αναφτερουκιού || Μάνη || αναφτερουγίζω
αναφτερώ || Ζάκυνθος || φτερουγίζω
αναφτερώνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναφτερουγίζω
ανάφτιγος || Σάντα* || άναφτος
αναφτιντιά || Τήνος || ανοησία
ανάφτιντους || Τήνος || ανόητος
αναφτιρακίζου || Λήμνος || φτερουγίζω
αναφτό || Καλαβρία || αναμμένος
άναφτος
[Somavera 1709] || δημοτική || μη αναμμένος: άναβους, ανάφτιγος, άναφτους || άναφτος
αναφτός [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Κρήτη, Μάνη || αναμμένος
ανάφτου || Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος,
Λήμνος, Λιβίσι*, Πιερία, Σαμοθράκη, Σκόπελος, Τένεδος, Φθιώτιδα || ανάβω
ανάφτου || Αδριανούπολη*, Σκόπελος || καυλώνω
αναφτούμενος [Βλαστός
1931] || δημοτική || αναμμένος
άναφτους || Μακεδονία || άναφτος
ανάφτρα || συχν. εμφ.
2 || καυλιάρα
ανάφτρα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || κάψα
ανάφτω [Portius 1635] || δημοτική || Απουλία, Δέλβινο, Ζάκυνθος, Ηλεία,
Καππαδοκία*, Κρήτη, Κύπρος, Νάξος, Παλιά Αθήνα || ανάβω
αναφυλαδίζω || Κρήτη || ξεφυλλίζω
αναφυλαδίζω || Κρήτη || φυλλομετρώ
αναφυλακίζω || Κρήτη || φυλλομετρώ
αναφυλαξία || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || ντάμκες || αναφυλαξία
αναφυλλιάζω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ξαναβγάζω φύλλα:
αναφυλλίζω, ανεφυλλίζω || αναφυλλιάζω
αναφυλλίζω
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Χίος || αναφυλλιάζω
αναφύρω || Κρήτη || μπερδεύω
αναφύσημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λαχάνιασμα
αναφυσητό
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λαχάνιασμα
αναφυσητός
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || φουσκωμένος
αναφωλιάζω || Κύθηρα || αναρρώνω
αναφωνητό
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξεφωνητό
αναφωτία || Κύπρος || φεγγίτης
αναχάβδαλα || Κύθηρα || απρεπώς
αναχαβδαλία || Κύθηρα || ακαταστασία
αναχάβδαλος || Κύθηρα || ακατάστατος
αναχαγιάς || Μάνη || συνοικία
αναχαίνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χάσκω
αναχαίνω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || αναπνέω
αναχαιρίζου || Μάνη || ανασηκώνω
αναχαίρισμα || Μάνη || ανασήκωμα
αναχαιτίζω || λόγιο || αντικρατάω || αναχαιτίζω
αναχαλιούμαι || Κρήτη || λαχανιάζω
αναχαμιέμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || χασμουριέμαι
αναχαμιούμαι [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || χασμουριέμαι
αναχαμνιό || Μάνη || συνοικία
αναχάνδαλος || Κύθηρα || ακατάστατος
αναχανδρώνω || Κάρυστος || αναρρώνω
αναχανιάζω || Κρήτη || λαχανιάζω
αναχάνιασμα || Κρήτη || λαχάνιασμα
αναχανιούμαι || Κρήτη || λαχανιάζω
αναχανιώ || Κρήτη || λαχανιάζω
αναχάννιμα || Απουλία || χασμουρητό
αναχαννίματο || Απουλία || χασμουρητό
αναχαννίτζω || Απουλία || χασμουριέμαι
αναχαντρώνω || Κύθηρα || ανατριχιάζω
αναχάπαρα || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ξαφνικά
αναχάπαρος || Κύπρος || ανειδοποίητος
αναχάραγμα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || μηρυκασμός
αναχαράζζω || Καλαβρία || μηρυκάζω
αναχαράζου || Αλόννησος, Λέσβος, Μάνη,
Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα || μηρυκάζω
αναχαράζου || Αιτωλοακαρνανία ||
χασμουριέμαι
αναχαράζω
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Άνδρος, Αργολίδα,
Αρκαδία, Ηλεία, Κέρκυρα, Κύθηρα, Κορινθία, Λακωνία, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία,
Παξοί, Χαβουτσί* || μηρυκάζω
αναχαραή || Μάνη || χαραμάδα
αναχάραμα || Κέρκυρα || ξημέρωμα
αναχάρασμα || Μάνη || μηρυκασμός
αναχάρασμα || Αιτωλοακαρνανία ||
χασμουρητό
αναχαράσου || Τσακωνιά || μηρυκάζω
αναχαράσσω || Καλαβρία || μηρυκάζω
αναχαράσω || Κρήτη || μηρυκάζω
αναχαράτζω || Καλαβρία || μηρυκάζω
ανάχαρο || Μεσσηνία || ριζικό
αναχάρσμα || Αχαΐα,
Κορινθία, Κρήτη, Μεσσηνία || μηρυκασμός
αναχαρτζής || Κωνσταντινούπολη || κλειδαράς
αναχασκίζου || Μάνη || χάσκω
αναχασκίζω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη,
Κύθηρα, Λακωνία || χάσκω
αναχάσκω || Λακωνία || χασμουριέμαι
αναχάσκω [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Κύθηρα || χάσκω
ανάχασμα || Μάκρη* || χασμουρητό
αναχάσμημα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || χασμουρητό
αναχασμιέμαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || χασμουριέμαι
αναχασμιούμαι
[Βεντότης 1790] || δημοτική || χασμουριέμαι
αναχασμιούμι || Ιωάννινα || χασμουριέμαι
αναχασμουιριώμαι || Μάνη || χασμουριέμαι
αναχασμούμαι || Οινόη*, Σαμψούντα*
|| χασμουριέμαι
αναχασμουρητό || Μάνη || χασμουρητό
αναχαύνταλος || Λακωνία || αποχαυνωμένος
αναχάω || Κέρκυρα || μασουριάζω
αναχειλίζω || Κέα || ξεστομίζω
αναχειλού || Λιβίσι* || ξεστομίζω
ανάχεμα || Αξός* || ανάθεμα
αναχένου || Λιβίσι* || χασμουριέμαι
αναχεντρώνω [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη || ανατριχιάζω
αναχεντρώνω
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || εξαγριώνομαι
αναχέριασμα || Κεφαλονιά || ενέχυρο
αναχερίζω || Ηλεία || αναπιάνω
αναχερίζω || Αρκαδία || δέρνω
ανάχεσμα || Χίος || ανάθεμα
αναχετζιάζω || Κρήτη || ανατριχιάζω
αναχετζόνω || Κρήτη || αγριεύω
αναχιένου || Μάνη || ανασαίνω
αναχιμίζομαι || Κύθνος, Λέρος || ανατριχιάζω
αναχιντρώνουμι || Τήνος || εξαγριώνομαι
αναχινώ || Μάκρη* || χασμουριέμαι
ανάχιο (η) || Μάνη || ανάσα
ανάχιουμα || Μάνη || όργωμα
αναχιούνω || Λακωνία, Μάνη || οργώνω
αναχλά || Λακωνία || χαλαρά
αναχλέ || Τσακωνιά || ρηχός
αναχλιά || Λακωνία || χαλάρωση
ανάχλια [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κάρπαθος, Μεσσηνία
|| απαλά
αναχλιάζω || αναχλά || χαλαρώνω
αναχλιαίνου || Τσακωνιά || ανακουφίζομαι
αναχλιαίνω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μάνη || ξαναζεσταίνω
ανάχλιος || Μάνη || ρηχός
ανάχλιση || Τσακωνιά || ζεστασιά
αναχλός || Αρκαδία || ακριτόμυθος
αναχλός || Ηλεία, Μέγαρα || αφράτος
ανάχλος || Κάρπαθος || απαλός
άναχλος || Κορινθία || ρηχός
αναχλός [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ηλεία, Κορινθία ||
ρηχός
ανάχμα || Αίνος* || διβόλισμα
αναχνάρι || Τσακωνιά || χνάρι
αναχνάς || Θάσος || άχνα
αναχνιδάζω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*
|| ριγώ
αναχνιδώ || Κερασούντα*, Κοτύωρα*
|| ριγώ
αναχοβολάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συνδαυλίζω
αναχοβολώ
[Βλαστός 1931] || δημοτική || συνδαυλίζω
αναχοκλακάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοχλάζω
αναχοκλακίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοχλάζω
αναχοκλακώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κοχλάζω
αναχορταγιά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αχορτασιά
αναχόρταγος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάμπληστος || αχόρταγος
αναχόρταος || Μάνη || αχόρταγος
αναχουλεύω || Χίος || ραδιουργώ
αναχουλεύω || Χίος || ψάχνω
αναχουμίζω || Κρήτη || σκάβω
αναχουμίζω || Παλιά Αθήνα || φουλάρω
αναχουμιστός || Παλιά Αθήνα || ξέχειλος
αναχούρδης || Κρήτη || αναμαλλιασμένος
αναχουρδίζω || Κρήτη || αναμαλλιάζομαι
αναχουρδίζω || Κρήτη || ανατριχιάζω
αναχούρδικος || Κρήτη || ακατάστατος
αναχουρδισμένος || Κρήτη || αναμαλλιασμένος
αναχουρσμός || Αίνος* || αναχώρηση
αναχούρχουδα || Κρήτη || ανακούρκουδα
αναχούρχουδα || Κρήτη || οκλαδόν
αναχούρχουδα || Κρήτη || σταυροπόδι
αναχουχλίζω || Κρήτη || ραδιουργώ
αναχουχουλεύγω || Χίος || ραδιουργώ
αναχουχουλεύω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ραδιουργώ
αναχουχούλης [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ραδιούργος
αναχοχλάζου || Μάνη || κοχλάζω
αναχοχλακίζου || Μάνη || κοχλάζω
αναχοχλακίζω [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || κοχλάζω
αναχόχλασμα || Μάνη || κόχλασμα
αναχπάραχτα || Κοτύωρα* || ξαφνικά
ανάχρηστος || Ινέπολη || ανυπάκουος
ανάχρια || Ηλεία || εργαλεία
ανάχρια || Μεσσηνία || κουζινικά
αναχρικά || Ηλεία, Μεσσηνία ||
κουζινικά
αναχρική || Αρκαδία || κουζινικά
αναχρονιστικός || λόγιο || αντίκα,
αντίκος || αναχρονιστικός
αναχτάρ || Αδριανούπολη*,
Λουλέβουργας* || κλειδί
αναχτάρι || Κωνσταντινούπολη || κλειδί
αναχτάριν || Κύπρος || κλειδί
αναχτήρ || Αξός*, Ουλαγάτς*, Σίλατα*, Σινασός*, Φερτέκι* || κλειδί
αναχτήρι || Σινασός* || κλειδί
ανάχτηση || Σύμη || αγανάκτηση
αναχτησισμένος || Σύμη || αγανακτισμένος
ανάχτιδος
[Βλαστός 1931] || δημοτική || άφεγγος
αναχτίζω || Κρήτη || ανοικοδομώ
ανάχτιπα || Θάσος || ξαφνικά
ανάχτισμα || Ζάκυνθος || ανοικοδόμηση
ανάχτος || Πάρος || ανάνοιχτος
αναχτού || Τσακωνιά || αγανακτώ
αναχτσήρ || Αραβανί* || κλειδί
αναχτώ || Σύμη || αγανακτώ
ανάχυμα || Κύθηρα, Μεσσηνία
|| όργωμα
αναχύνου || Αίνος* || διβολίζω
αναχύνω || Αρκαδία, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Μεσσηνία || οργώνω
αναχυτά
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χυτά
αναχυτός
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || χυτός
ανάχωμα || λόγιο || συχν. εμφ.
3 || αναβολή || ανάχωμα
ανάχωρα || Μάνη || απόμερα
αναχώρηση || λόγιο || συχν. εμφ.
4 || αναχουρσμός,
μισεμός || αναχώρηση
αναχωρισά || Κύπρος || διαζύγιο
αναχωρισιά || Κύπρος || διαζύγιο
αναχωρισιιά || Κύπρος || διάσταση
ανάχωρος || Μάνη || απόμερος
άναψ || Ίμβρος, Σάμος || δίψα
άναψ || Ίμβρος || καύσωνας
άναψ || Σάμος || πυρετός
ανάψα || Σίλλη* || ανάμεσα
ανάψα || Αιτωλοακαρνανία ||
δίψα
ανάψανος || Κονίστρες || κακόψητος
αναψαριά
[Βλαστός 1931] || Κύθνος, Μαγνησία, Νίσυρος, Σύρος || αψαριά
ανάψασμα || Αιτωλοακαρνανία ||
δίψα
αναψασμένους || Αιτωλοακαρνανία ||
διψασμένος
άναψη || Σύρος || καύλα
άναψη || Μύκονος || κάψα
άναψη || Μύκονος || φούντωση
άναψη [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Κέρκυρα, Μάνη, Σύρος
|| έξαψη
αναψηφώ || Κρήτη || περιφρονώ
αναψιχιώμαι || Πωγώνι || τσιγκουνεύομαι
αναψοκαΐλα || Μύκονος || καύλα
αναψοκοκινίζου || Μάνη || αναψοκοκκινίζω
αναψοκοκκινίζω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αλαψοκοκινίζω, αναψοκοκινίζου, αναψουκουκνίζου || αναψοκοκκινίζω
αναψοκοκκίνισμα
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αναμούρα, μπουμπουρούτα || αναψοκοκκίνισμα
αναψοκοκκινισμένος
[Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ.
2 || αφσιάς || αναψοκοκκινισμένος
αναψουκουκνίζου || Σάμος || αναψοκοκκινίζω
αναψούρα || Κέρκυρα || έξαψη
άναψους || Πιερία || χλωμός
άναψους || Βελβεντός || ωχρός
προς λέξεις που
αρχίζουν από αναμ-αναψ
αβγάτις || Ιωάννινα || ανατίμηση
αβολέσια || Κρήτη || αναποδιά
αβόλετα || Κύπρος || αναπόφευκτα
αβολιά [Somavera 1709] || δημοτική || Σύρος || αναποδιά
αβόλιτα || Ήπειρος || αναπόφευκτα
άβουλος || Χάλκη || αναποφάσιστος
άβρατε || Τσακωνιά || ανάρπαγος
αγαλάχτιστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος || ανάσπριστος
αγαλάχτιστους || Μακεδονία || ανάσπριστος
αγιώνω || Κύπρος || ανατρέφω
αγκεύω || Κοτύωρα* || αναφέρω
αδιαλόιστος || Σύμη || αναρίθμητος
αδιαστουρώ || Ίμβρος || αναπολώ
αδκιάση || Κύπρος || ανάπαυλα
αδκιάσιν || Κύπρος || ανάπαυλα
άζαλον || Ρόδος || αναπνοή
αθθιβάλω || Καστελλόριζο || αναφέρω
αθλουγιέμι || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || αναπολώ
αϊλιά || Σουφλί || αναμφίβολα
άκαρδα
[Βλάχος 1659] || δημοτική || άνανδρα
ακαρτέρευτα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναπάντεχα
ακαρτέρευτε || Τσακωνιά || αναπάντεχος
ακαρτέρευτος [Λεξικό
Πρωίας 1933] || δημοτική || αναπάντεχος
ακαρτέριφτους || Λάρισα || αναπάντεχος
ακατάπιαστος
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναρραβώνιαστος
ακούνιστος
[Βλάχος 1897] || δημοτική || ανανούριστος
ακουτσούφλητος || Κύπρος || αναμάρτητος
ακριμάτιστα [Somavera 1709] || δημοτική || αναμάρτητα
ακριμάτιστος [Germano
1622] || δημοτική || Ήπειρος, Κρήτη, Σύμη
|| αναμάρτητος
ακριμάτστους || Ιωάννινα, Κοζάνη
|| αναμάρτητος
ακροσηκώνω || Κρήτη || ανασηκώνω
ακταρντίζου || Λέσβος || αναποδογυρίζω
αλακάπα || Αργολίδα,
Κορινθία, Παξοί || αναπεταρίκι
αλακάπα [Λεξικό Ιδρύματος
Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Χίος || ανάποδα
αλακάπφα || Νίσυρος || ανάποδα
αλαμούστρο || Νίσυρος || ανάποδα
αλαμπαμπούλα || Λέσβος || αναμπουμπούλα
αλαμπατάγια || Μύκονος || αναπεταρίκι
αλαπνιά || Κάλυμνος || αναπνοή
αλασαίνω || Κύπρος || ανασαίνω
αλασκάγια || Κέρκυρα,
Παξοί || αναπεταρίκι
αλαψοκοκινίζω || Κεφαλονιά || αναψοκοκκινίζω
αληλοΐζω || Κρήτη || αναστατώνομαι
αληλοϊσμένος || Κρήτη || αναστατωμένος
αλίκορδα || Άρτα, Καρδίτσα, Τσακωνιά || ανάσκελα
αλίκουρδα || Τσακωνιά || ανάσκελα
αλιμανιάρα || Λέσβος || αναμαλλιασμένη
αλίμεφτος || Καππαδοκία*, Οινόη* || ανάρμεχτος
αλιμπαρτάρω || Κέρκυρα || αναποδογυρίζω
αλιμπουμπλίκ || Ίμβρος || αναμπουμπούλα
αλμανάρα || Λέσβος || αναμαλλιασμένη
αλμανάρς || Λέσβος || αναμαλλιασμένος
άλμεχτος || Τραπεζούντα* || ανάρμεχτος
αλμπουρίζω || Άνδρος || αναποδογυρίζω
αμελμεντές || Κύπρος || ανάπηρος
αμένος || Κως || αναμμένος
άμμα || Καλαβρία, Κως || άναμμα
αμπάντεχα || Μύκονος || αναπάντεχα
αμπάντεχος || Μύκονος || αναπάντεχος
αμπρισκελώ || Δέλβινο || αναπηδώ
αναβαλτσιάζουμι || Φθιώτιδα || αναστατώνομαι
αναβαλώνω || Λακωνία || αναρρώνω
αναβάνω || Κύθηρα || αναπολώ
αναβαστάζζω || Καλαβρία || ανασηκώνω
αναβαστάτζω || Καλαβρία || ανασηκώνω
αναβιρβιρίζου || Φθιώτιδα || ανατριχιάζω
αναβολή || Αραβανί* || ανάχωμα
ανάβουλα || Χαλκιδική || ανάποδα
άναβους || Καρδίτσα || άναφτος
αναβρακάτος
[Βλαστός 1931] || ανασκουμπωμένος
αναβρακάτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασκουμπωμένος
αναβρακάτους || Ευρυτανία || ανασκουμπωμένος
αναβυζαίνω
[Βλαστός 1931] || δημοτική || αναρροφώ
αναγαβρώνω || Κρήτη || αναρρώνω
ανάγερμαν || Κύπρος || αναστάτωση
ανάγερτα
[Βλαστός 1931] || Αρκαδία || ανάστροφα
αναγιούμαι || Κύπρος || ανατρέφομαι
ανάγιουμαν || Λιβίσι* || ανατροφή
αναγιούμενος || Κύπρος || αναπτυγμένος
ανάγιωμαν || Κύπρος || ανατροφή
αναγιώννουμαι || Κύπρος || ανατρέφομαι
αναγιώννω || Κύπρος || ανατρέφω
αναγιώνου || Λιβίσι* || ανατρέφω
αναγκάζω || Κρήτη || αναστατώνω
ανάγκαση || Κρήτη || αναστάτωση
αναγρίτσιασμα
[Βλαστός 1931] || ανατριχίλα
ανάγυρα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάσκελα
αναγυρίζω
[Βεντότης 1790] || δημοτική || αναποδογυρίζω
αναγυρνώ || Κύπρος || αναποδογυρίζω
αναγυρτά [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάσκελα
ανάγυρτα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάσκελα
ανάγυρτος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάσκελος
αναδεύω [ΙΛΝΕ
1939] || αναπιάνω
αναδίνω || Παξοί || αναρρώνω
ανάδιπλα
[Βλαστός 1931] || ανάστροφα
ανάδκιον || Κύπρος || αναποδιά
αναδορώνω || Σάντα* || αναπιάνω
ανάδρομα
[Βλαστός 1931] || ανάστροφα
αναδρουμόνουμι || Κοζάνη || αναστατώνομαι
αναδωμός [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρρωση
αναδώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω
ανάζερβα || Κύθηρα,
Τσακωνιά || ανάποδα
ανάζερβα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάστροφα
αναζουπώνω || Μεσσηνία || αναρρώνω
αναζυγαντιάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανατριχιάζω
αναθιβάνω || Πάρος || αναπολώ
αναθρέβγω || Άνδρος, Νάξος || ανατρέφω
αναθρέβου [ΙΛΝΕ 1939] || ανατρέφω
αναθρέβω || Ηλεία || ανατρέφω
ανάθρεμμα
[Βλάχος 1659] || δημοτική || ανατροφή
αναθρεύγου || Λέσβος || ανατρέφω
αναθρέφκω || Κύπρος || ανατρέφω
αναθρέφου || Μάνη || ανατρέφω
αναθρέφτω || Οινόη* || ανατρέφω
αναθρέφω [Portius 1635] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ηλεία, Κίμωλος || ανατρέφω
αναθρουφή || Λέσβος || ανατροφή
αναθροφή [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κέρκυρα, Κρήτη || ανατροφή
αναθύμημα [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάμνηση
αναθύμηση [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάμνηση
αναθύμηση [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Νάξος || αναπόληση
αναθυμιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανάμνηση
ανακακιάρομα || Μάνη || αναμάλλιασμα
ανακακιαρομένος || Μάνη || αναμαλλιασμένος
ανακαλιούκου || Τσακωνιά || αναποδογυρίζω
ανακαρούκου || Τσακωνιά || αναφλέγομαι
ανακαρουλίδα || Κύθηρα || ανάρρωση
ανακαρώννω || Κάλυμνος || αναρρώνω
ανακαρώνου || Λέσβος, Σάμος || αναρρώνω
ανακαρώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύθηρα || αναρρώνω
ανακατερός || Κρήτη || ανάμεικτος
ανακατωγυρίζω || Παξοί || αναποδογυρίζω
ανακαχιάζω || Μέγαρα || ανατριχιάζω
ανακέφαλα || Χαλδία || ανάσκελα
ανακεφαλίζου || Μάνη || αναρρώνω
ανακεφαλίζω || Τραπεζούντα* || αναρρώνω
ανακιφαλίζω || Σάντα* || αναρρώνω
ανακλάζζω || Καλαβρία || ανασκουμπώνω
ανακλάτζω || Απουλία,
Καλαβρία || ανασκουμπώνω
ανακλιάζου || Τσακωνιά || ανασκουμπώνω
ανάκλιασμα || Τσακωνιά || ανασκούμπωμα
ανακλίτζω || Καλαβρία || ανασκουμπώνω
ανακολίουμαι || Όφις* || ανασκουμπώνομαι
ανακομπώννω || Καλαβρία || ανασκουμπώνω
ανακούμπουμαν || Λιβίσι* || ανασκούμπωμα
ανακούμπωμαν || Κύπρος || ανασκούμπωμα
ανακουμπώννου || Λιβίσι* || ανασκουμπώνω
ανακουμπώννω || Κύπρος || ανασκουμπώνω
ανακουμπώνου || Μαγνησία || ανασκουμπώνω
ανακουμπώνω || Καστελλόριζο,
Χίος, Σίλλη || ανασκουμπώνω
ανακουρώννω || Νίσυρος || αναρρώνω
ανακούτρουλλος || Κύπρος || αναμαλλιασμένος
ανακουφάω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασηκώνω
ανακουφώ
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασηκώνω
ανακουφωτά
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανασηκωτά
ανακουφωτός
[Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ανασηκωμένος
ανακώλωμα || Μάνη || αναποδογύρισμα
ανακωλώνω || Μάνη || αναποδογυρίζω
αναλαβαίνου || Πιερία, Φθιώτιδα
|| αναρρώνω
αναλαβαίνω || Κάλυμνος || αναρρώνω
αναλικώνω || Κέρκυρα || ανατρέφω
αναλκόνουμι || Μαγνησία || αναρρώνω
αναλκόνω || Λευκάδα || αναρρώνω
αναλκώνου || Αιδηψός || ανατρέφω
ανάλμεχτος || Καππαδοκία*, Κερασούντα*,
Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάρμεχτος
αναλώνω || Κρήτη || αναστατώνω
ανεβάσταμα || Κρήτη || ανασήκωμα
ανεβαστώ [Λεξικό Πρωίας
1933] || δημοτική || Κρήτη || ανασηκώνω
ανεβολάζω || Νάξος || ανατριχιάζω
ανεγυρίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναστρέφω
ανεθέλητος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπάντεχος
ανεθιβάνω || Πάρος || αναπολώ
ανεθρέβγω || Νάξος || ανατρέφω
ανεθρέβω || Άνδρος, Κρήτη, Νάξος, Πάρος || ανατρέφω
ανεθρέφω || Ζάκυνθος, Κρήτη, Μύκονος, Νάξος || ανατρέφω
ανεθροφή || Κρήτη, Μύκονος || ανατροφή
ανεκαπνιά || Κρήτη || αναπνοή
ανεκατσουλομένος || Θήρα || αναμαλλιασμένος
ανεκατωγρζώ || Πάρος || αναποδογυρίζω
ανεκομπώνω || Σύρος || ανασκουμπώνω
ανεκούμπωμα || Νίσυρος || ανασκούμπωμα
ανεκουμπώννομαι || Νίσυρος || ανασκουμπώνομαι
ανεκουμπώννω || Απουλία,
Κάρπαθος || ανασκουμπώνω
ανεκουμπώνομαι || Κάσος || ανασκουμπώνομαι
ανεκουμπώνω || Κάσο,
Νίσυρος, Σύρος, Τήλος, Χίος || ανασκουμπώνω
ανεκουφίζω || Κρήτη || ανασηκώνω
ανεκουφίντζω || Κάρπαθος || ανασηκώνω
ανεκουφώ
[Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος || ανασηκώνω
ανεμαλιάζω || Κρήτη, Σύρος || αναμαλλιάζω
ανεμαλιάρα || Κρήτη || αναμαλλιάρα
ανεμαλιάρα || Μύκονος || αναμαλλιασμένη
ανεμαλιαριά || Θήρα || αναμαλλιασμένη
ανεμαλλαρζά || Κάλυμνος || αναμαλλιασμένη
ανεμαλλιάρης || Κάλυμνος, Κάρπαθος,
Νίσυρος, Νάξος || αναμαλλιασμένος
ανεμάλλιαρος || Νίσυρος || αναμαλλιασμένος
ανέμεσα || Κωνσταντινούπολη
|| ανάμεσα
ανεμομπούλα || Ήπειρος || αναμπουμπούλα
ανεμομπουμπούλα || Κύθηρα || αναμπουμπούλα
ανεμοπουλλίτσι || Κως || αναμπουμπούλα
ανεμοτουρλάω || Αρκαδία || αναποδογυρίζω
ανεμοτούρλημα || Αρκαδία || αναποδογύρισμα
ανεμπαμπούλα || Κρήτη, Μύκονος, Νάξος, Πάρος || αναμπουμπούλα
ανεμπαμπουλίκι || Άνδρος, Μύκονος, Σίφνος || αναμπουμπούλα
ανεμπαμπουλούκι || Κρήτη || αναμπουμπούλα
ανέμπλωρα || Θήρα || ανάπλωρα
ανεμπλωρίζω || Θήρα || αναπλωρίζω
ανεμπουκώνομαι || Κρήτη || ανασκουμπώνομαι
ανεμπουκώνω || Κρήτη || ανασκουμπώνω
ανεμπουμπούλα || Άνδρος, Κρήτη, Μύκονος
|| αναμπουμπούλα
ανεμπουμπουλίκι || Άνδρος, Μύκονος ||
αναμπουμπούλα
ανεμπτσάνω || Κάρπαθος || αναπιάνω
ανένοιγος || Κορινθία || ανάνοιχτος
ανεντριχιάντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω
ανεπά || Θήρα || ανάπαυση
ανεπαγμένος || Πόντος* || αναπαυμένος
ανεπάζω || Κερασούντα* || αναπαύω
ανεπαή || Κρήτη || ανάπαυση
ανεπάημα || Κρήτη || ανάπαυση
ανεπαημένος || Κρήτη || αναπαυμένος
ανεπαϊμός || Κρήτη || ανάπαυση
ανεπαμός || Νίσυρος || ανάπαυση
ανεπάντεχα [Deheque 1825] || δημοτική || Τσακωνιά || αναπάντεχα
ανεπάντεχος [Legrand
1882] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ήπειρος, Λακωνία,
Μάνη, Προποντίδα*, Χίος || αναπάντεχος
ανεπαύγκω || Κάρπαθος || αναπαύω
ανεπαύγομαι || Κρήτη || αναπαύομαι
ανεπαύγω || Κάρπαθος, Τσεσμέ*
|| αναπαύω
ανεπαύκουμαι || Κύπρος || αναπαύομαι
ανεπαύομαι || Μύκονος || αναπαύομαι
ανεπαύου || Αίνος* || αναπαύω
ανεπαύω || Άνδρος, Κερασούντα*, Κίμωλος, Μύκονος, Νάξος,
Νίσυρος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σίφνος, Σύρος, Τήνος, Τσεσμέ* || αναπαύω
ανέπαψ || Ίμβρος || ανάπαυση
ανέπαψη || Κίμωλος || ανάπαυση
ανεπενιά || Προπονίδα* || αναπνοή
ανεπεταρίζω || Κρήτη || αναπεταρίζω
ανεπεταρίντζω || Κάρπαθος || αναπεταρίζω
ανεπετώ || Κάρπαθος || αναπεταρίζω
ανεπεύγω || Θήρα, Κρήτη || αναπαύω
ανεπιά || Κως, Νίσυρος || αναπνοή
ανεπιάννω || Κάρπαθος || αναπιάνω
ανεπιάνω || Κρήτη || αναπιάνω
ανεπιάνω || Κρήτη || ανατρέφω
ανεπινιά || Προπονίδα* || αναπνοή
ανέπλωρα || Κύθνος,
Νίσυρος || ανάπλωρα
ανεπλωρίζω || Θήρα, Κύθνος,
Μύκονος, Σύρος || αναπλωρίζω
ανεπνάω || Μυριόφυτο* || αναπνέω
ανεπνέα || Κάρπαθος || αναπνοή
ανεπνέω || συχν. εμφ. 4 || Κίμωλος, Κρήτη, Σύρος, Χίος || αναπνέω
ανεπνιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Θήρα, Κως, Λευκάδα, Μύκονος, Σύρος, Τήλος,
Χίος || αναπνοή
ανεποδιάζω || Κύθνος || αναποδιάζω
ανεποδιασμένος || Κύθνος || αναποδιασμένος
ανεπουγκώνω || Χίος || ανασκουμπώνω
ανεπουμπούλλα || Κάρπαθος || αναμπουμπούλα
ανεπουμπουλλίκιν || Κάρπαθος || αναμπουμπούλα
ανερθέβγω || Νάξος || ανατρέφω
ανερθέφω || Νάξος || ανατρέφω
ανερουφώ || Κάρπαθος, Κρήτη || αναρροφώ
άνες || Μύκονος, Πάρος || ανάσα
ανέσα || Ιθάκη, Λακωνία, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος,
Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Χαλκιδική || ανάσα
ανεσαίνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Σύρος, Χίος || ανασαίνω
ανεσαμιά
[Βλαστός 1931] || ανάσα
ανεσασμός || Νάξος || ανάσα
ανέσεια [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάπαυση
ανεσεματιά || Άνδρος || ανάσα
ανεσέρνω || Βουρλά*, Μύκονος, Πάρος, Σύρος || ανασύρω
ανέση || Πάρος || ανάσα
άνεση || Βουρλά*, Κάρπαθος, Κύπρος, Λιβίσι*, Πάρος,
Σύρος || ανάσα
άνεση [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || Θήρα, Κύπρος || ανάπαυση
ανεσήκωμα || Κρήτη || ανασήκωμα
ανεσηκώννω || Κάρπαθος || ανασηκώνω
ανεσηκώνομαι || Βουρλά*, Κρήτη || ανασηκώνομαι
ανεσηκώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος, Βουρλά*,Θήρα, Κέα, Κρήτη, Νάξος,
Σύρος, Χίος || ανασηκώνω
ανεσκελαρίζω || Πάρος || ανασκελίζω
ανεσκόμπωμα || Κάρπαθος, Χίος || ανασκούμπωμα
ανεσκουμπώννομαι || Κάρπαθος || ανασκουμπώνομαι
ανεσκουμπώννω || Χίος || ανασκουμπώνω
ανεσκουμπώνομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Μύκονος, Νάξος || ανασκουμπώνομαι
ανεσκουμπώνω || Άνδρος,
Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθνος || ανασκουμπώνω
ανεσκώνομαι || Μύκονος || ανασηκώνομαι
ανεσκώνω || Μύκονος || ανασηκώνω
ανέσουστους || Σάμος || ανάπηρος
ανεσπουγκώνω || Χίος || ανασκουμπώνω
ανεσταίνω || Καστελλόριζο || ανατρέφω
Ανεστασά || Θήρα || Αναστασία
Ανεστάσης || Κρήτη || Αναστάσιος
ανεστασία || Κρήτη || ανάσταση
ανεστέναγμα || Κρήτη || αναστεναγμός
ανεστεναγμός || Κρήτη, Νίσυρος || αναστεναγμός
ανεστεναγός || Κρήτη || αναστεναγμός
ανεστενάζω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αμοργός, Άνδρος, Δαρδανέλια, Θήρα, Κάρπαθος,
Κέα, Κρήτη, Κύθνος, Νάξος, Νίσυρος, Τσεσμέ* || αναστενάζω
ανεστέναμα || Κρήτη, Νίσυρος || αναστεναγμός
ανεστεναμό (το) || Νίσυρος || αναστεναγμός
ανεστένασμα || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη || αναστεναγμός
ανεστενασμός || Νάξος || αναστεναγμός
ανεστενιάντζω || Κάρπαθος || αναστενάζω
ανεστένιασμα || Κάρπαθος || αναστεναγμός
ανέστημα || Νίσυρος, Τήνος || ανάστημα
ανεστήνω || Πάρος || ανατρέφω
ανεστοιχειώνω [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναρρώνω
ανεστόρηση || Κρήτη || αναπόληση
ανεστορώ || Θήρα, Κύθνος, Νάξος
|| αναπολώ
ανεστουλούχισμα || Κρήτη || αναστεναγμός
ανέστσελα || Πάρος || ανάσκελα
ανεστσελαρίζω || Μύκονος || ανασκελίζω
ανεσύρνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κάρπαθος, Κάσος, Νίσυρος, Χίος || ανασύρω
ανεσύρω [Βλαστός 1931] || δημοτική || ανασύρω
ανεσφγκώνομαι || Πάρος || ανασκουμπώνομαι
ανεσφουγκώνω || Πάρος || ανασκουμπώνω
ανετάσω || Κρήτη || ανατρέφω
ανετέλλω || Κάρπαθος || ανατέλλω
ανετολή || Αρκαδία, Αχαΐα, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά,
Κρήτη, Κύθνος, Νάξος, Προποντίδα*, Τσακωνιά, Χαβουτσί*
|| ανατολή
ανετολικός || Κρήτη || ανατολικός
Ανετολίτης || Νάξος || Ανατολίτης
ανετρέφω || Κρήτη, Μύκονος || ανατρέφω
ανέτρεχα || Πάρος || ανάποδα
ανέτριξη || Κρήτη || ανάσα
ανέτριχα || Πάρος || ανάποδα
ανετριχιάζου || Πάρος || ανατριχιάζω
ανετριχιάζω [Somavera 1709] || Κίμωλος, Κρήτη,
Νάξος || ανατριχιάζω
ανετριχιάντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω
ανετριχιώ || Κρήτη, Μύκονος || ανατριχιάζω
ανετρομακιάντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω
ανετρομαλλίντζω || Κάρπαθος || ανατριχιάζω
ανέτσα || Σύμη || ανάσα
ανετσαρώνω || Κρήτη || αναρρώνω
ανετσουλώνω || Κρήτη || αναρρώνω
ανεφορμώννω || Κάρπαθος || αναρρώνω
ανεφουέρω || Κάρπαθος || αναρρώνω
ανεφτερακίζω || Κρήτη || αναπεταρίζω
ανεφτεράκισμα || Κρήτη || αναφτερούγισμα
ανεφτερουγιάντζω || Κάρπαθος || αναπεταρίζω
ανεφτερούγισμα || Κρήτη || αναφτερούγισμα
ανεφυλλίζω || Χίος || αναφυλλιάζω
ανεχετζώνω || Νάξος || ανατριχιάζω
ανεχμίζω || Πάρος || ανατριχιάζω
ανημάρτετος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αναμάρτητος
ανημάρτοτος || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αναμάρτητος
ανήννοιος || Κάρπαθος || ανάνοιχτος
ανθάριτους || Ίμβρος || αναπάντεχος
ανιγυρίζου || Σάμος || αναποδογυρίζω
ανιγυρίζου || Ίμβρος || αναστρέφω
ανιθρέβου || Θράκη || ανατρέφω
ανιθρέφου || Λέσβος, Σάμος || ανατρέφω
ανιθρουφή || Σάμος || ανατροφή
ανικαρώνου || Σάμος || αναρρώνω
ανικουμπώνου || Ιμβρός || ανασκουμπώνω
ανικουμπώνουμι || Ίμβρος, Λαγκαδάς || ανασκουμπώνομαι
ανιμαδιάζου || Ίμβρος || αναστατώνω
ανιμάδιασμα || Ίμβρος || αναστάτωση
ανιμαλιάρς || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος,
Μοσχονήσι*, Σάμος, Τήνος || αναμαλλιασμένος
ανιμαλιασμένους || Ίμβρος || αναμαλλιασμένος
ανιμαλλιάρης || Κύπρος || αναμαλλιασμένος
ανιμουτουρλιάζου || Φθιώτιδα || αναστάτωση
ανιμπαμπούλα || Αϊβαλί*, Λέσβος ||
αναμπουμπούλα
ανιμπουμπλίκ || Σάμος || αναμπουμπούλα
ανιμπουμπούλα || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος, Σάμος || αναμπουμπούλα
ανιμπουσός || Σάμος || ανάπαυση
ανιπάντζιχα || Σιάτιστα || αναπάντεχα
ανιπάντιχα || Ιωάννινα, Κοζάνη, Λέσβος,
Σάμος || αναπάντεχα
ανιπάντιχους || Ημαθία, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Πιερία,
Σάμος, Φθιώτιδα || αναπάντεχος
ανιπάντιχτους || Κοζάνη, Λέσβος || αναπάντεχος
ανιπάντχτους || Ήπειρος || αναπάντεχος
ανιπιάνου || Σάμος, Χαλκιδική || αναπιάνω
ανιπιταρίκ || Χαλκιδική || αναπεταρίκι
ανιπνιά || Θράκη, Σάμος || αναπνοή
ανιπουδιά || Σάμος || αναποδιά
ανιπουδιάζου || Σάμος || αναποδιάζω
ανιραγώνου || Λέσβος || αναρρώνω
ανιρούφμα || Λέσβος || αναφιλητό
ανιρτσιώνου || Χαλκιδική || ανατριχιάζω
ανισαίνου || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος, Σάμος, Σέρρες,
Χαλκιδική || ανασαίνω
ανισαμιά || Ίμβρος, Λέσβος, Μάδυτος* || ανάσα
ανισαμνιά || Αϊβαλί*, Δαρδανέλια*, Λέσβος || ανάσα
ανισέρνου || Λέσβος || ανασύρω
άνιση || Καστελλόριζο || ανάσα
ανισήκουμα || Ίμβρος || ανασήκωμα
ανισιέρνου || Λέσβος || ανασύρω
ανισιμιά || Σάμος || ανάσα
ανισιμνιά || Σάμος || ανάσα
ανισκιλώνου || Ίμβρος || ανασκελώνω
ανισκούμπουμα || Νιγρίτα || ανασκούμπωμα
ανισκουμπώνου || Αϊβαλί*,
Λέσβος, Μοσχονήσι*, Σάμος || ανασκουμπώνω
ανισκουμπώνουμι || Λέσβος, Λήμνος, Νιγρίτα,
Σάμος, Τήνος, Χαλκιδική || ανασκουμπώνομαι
ανισκουτά || Ίμβρος || ανασηκωτά
ανισκώνου || Ίμβρος, Λέσβος, Μάδυτος*, Σάμος || ανασηκώνω
ανισκώνουμι || Σάμος, Χαλκιδική || ανασηκώνομαι
ανισταίνου || Λέσβος || ανασταίνω
ανιστέναγμα || Σάμος || αναστεναγμός
ανιστιναγμός || Ίμβρος || αναστεναγμός
ανιστινάζου || Αίνος*, Ίμβρος, Λέσβος, Σάμος || αναστενάζω
ανιστουμίζου || Ίμβρος || αναστενάζω
ανιτουλκάτα || Σάμος || ανατολικά
ανιτρίχια || Ίμβρος || ανατριχίλα
ανιτριχιάζου || Ίμβρος, Νιγρίτα, Σάμος
|| ανατριχιάζω
ανιτριχίλα || Ίμβρος, Νιγρίτα ||
ανατριχίλα
ανιτσμώ || Χαλκιδική || αναρρώνω
ανιτσνώνου || Ίμβρος || αναρρώνω
ανιτσουτσουρώνου || Σάμος || ανατριχιάζω
ανιφτιρακίζου || Ίμβρος || αναφτερουγίζω
ανιφτιρακώ || Χαλκιδική || αναπεταρίζω
ανιφτιρουγίζου || Ίμβρος || αναπεταρίζω
ανιχιρίζου || Ίμβρος || ανασκουμπώνω
αννάποντο || Απουλία || ανάποδος
αννάψιμο || Κάλυμνος || άναμμα
αννεκουμπώννω || Απουλία || ανασκουμπώνω
άννοιος || Ρόδος || ανάνοιχτος
άννοιχτος || Κάλυμνος || ανάνοιχτος
ανξούζης || Φάρασα* || ανάποδος
ανόδκιον || Κύπρος || αναποδιά
άνοιγος || Αχαΐα, Μεσσηνία, Σάντα* || ανάνοιχτος
άνοιχτος || Αυλωνάρι, Θήρα,
Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Μάνη, Μήλος, Μυριόφυτο*, Σύρος || ανάνοιχτος
άνοιχτους || Πιερία || ανάνοιχτος
ανοτάσω || Κρήτη || ανατρέφω
ανουπουκάτου || Καλαβρία || ανάστροφα
ανουπουκάω || Απουλία || ανάστροφα
ανστουρώ || Ίμβρος || αναπολώ
αντάμς || Χαλκιδική || αναξιόπιστος
αντεσήκωμα || Αρκαδία || ανασήκωμα
αντεσηκώνομαι || Αρκαδία || ανασηκώνομαι
αντίκα || Κοτύωρα* || αναχρονιστικός
αντίκος || Κέρκυρα || αναχρονιστικός
αντικρατάω || Κέρκυρα || αναχαιτίζω
αντίλουξα || Φθιώτιδα || ανάποδα
αντίμεσα || Λακωνία || ανάμεσα
αντιμέτρημα
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναμέτρηση
αντιμετριούμαι
[Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναμετριέμαι
αντιπατώ || Κάρπαθος || αναρρώνω
αντιποδία || Κερασούντα* || αναποδιά
αντιποδίγια || Κερασούντα* || αναποδιά
αντιππηώ || Κάρπαθος || αναπηδώ
αντισηκώνομαι
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανασηκώνομαι
αντισηκώνω || Κύθηρα || ανασηκώνω
αντούβιανος || Λακωνία || ανάξιος
αντριπηδώ || Κρήτη || αναπηδώ
αντρουσιάζω || Κύπρος || ανατριχιάζω
αντρουσιασμένος || Κύπρος || ανατριχιασμένος
αντρουσιαστικός || Κύπρος || ανατριχιαστικός
αντώννου || Λιβίσι* || ανατέλλω
ανυγιώνω || Κύπρος || ανατρέφω
ανυπουκάου || Απουλία || ανάστροφα
ανωκατίζω || Κρήτη || αναποδογυρίζω
αξανάκωλα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Κρήτη, Χίος || ανάποδα
αξανάκωλος || Κρήτη || ανάποδος
αξανάστρεφα || Θήρα, Χίος || ανάποδα
αξανάστρεφος || Νίσυρος || ανάποδος
αξανάστρεφτος || Νίσυρος || ανάποδος
αξανάστρουφα || Κρήτη || ανάποδα
αξανάστρουφος || Κρήτη || ανάποδος
αξανάστροφα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θήρα, Κρήτη, Κύπρος, Νίσυρος, Ρόδος, Χάλκη || ανάποδα
αξανάστροφος || Ρόδος, Χάλκη || ανάποδος
αξεμαλιαριά || Θήρα || αναμαλλιασμένη
αξέφευγα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπόφευκτα
αξέφευγος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναπόφευκτος
αξιλίκι || Κωνσταντινούπολη
|| αναποδιά
αξινάστραφα || Κύπρος || ανάποδα
αξινάστρεφα || Κύπρος, Χίος || ανάποδα
αξινάστρεφος || Κύπρος || ανάποδος
αξινίστρεφα || Σύμη || ανάποδα
αξινίστρεφος || Σύμη || ανάποδος
αξινόστραφα || Κύπρος || ανάποδα
αξινοστραφκιάζω || Κύπρος || αναποδογυρίζω
αξινόστραφος || Κύπρος || ανάποδος
αξουλούκ || Κοτύωρα* || αναποδιά
απαναμεσά || Οινόη* || ανάμεσα
απανάμεσα || Οινόη*, Χαλδία* ||
ανάμεσα
απαναμεσόντας || Χαλδία* || ανάμεσα
απανάμισα || Αδριανούπολη* || ανάμεσα
απανιβάζου || Ίμβρος || αναπολώ
απάντεχα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || αναπάντεχα
απάντεχος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμενόμενος
απάντεχος [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά, Μάνη, Μεσσηνία || αναπάντεχος
απαντιδερά || Κρήτη || αναπαυτικά
απαντιδερός || Κρήτη || αναπαυτικός
απανωφέρνω
[Βλαστός 1931] || ανασύρω
απαρωστώ || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αναρρώνω
απαύγομαι || Κύπρος || αναπαύομαι
άπεικα
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρμοστα
άπεικος
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανάρμοστος
απικόρας || Ίμβρος || ανάπαυση
απίκουπα || Κέρκυρα, Παξοί, Πάργα, Πωγώνι || ανάποδα
απικουπάω || Πωγώνι || αναποδογυρίζω
απικουπίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία,
Κεφαλονιά || αναστρέφω
απίκπα || Λευκάδα || ανάποδα
απινοά || Μάνη || αναπνοή
απνά || Μάνη || αναπνοή
απογυρίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναποδογυρίζω
αποκουπάω || Θεσπρωτία || αναστρέφω
αποκουπιάζω
[Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ήπειρος || αναστρέφω
αποκούπιασμα || δημοτική || αναστροφή
αποκουπίζω
[Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναστρέφω
αποκουππίζω || Κύπρος || αναστρέφω
αποκπάω || Λευκάδα || αναποδογυρίζω
απολόητος || Κύπρος || αναπολόγητος
απολόοητος || Κύπρος || αναπάντητος
απομανικούμαι || Σάντα* || ανασκουμπώνομαι
απομανίκωμαν || Σάντα* || ανασκούμπωμα
αποτονάω || Καλαβρία || αναπαύομαι
αποτόνημα || Καλαβρία || ανάπαυση
αποτονία || Καλαβρία || ανάπαυση
αποτριχιασμός || Κύθηρα || ανατριχίλα
απούκουππα || Κύπρος || ανάποδα
απτούμενος || Κύπρος || αναμμένος
αραβώνιαστους || Πιερία || αναρραβώνιαστος
αραμέτι || Θεσπρωτία || ανάπαυση
αραπαύουμ || Μαγνησία || αναπαύομαι
αραπούμπλιακο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμπουμπούλα
αραπούμπλικο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμπουμπούλα
αραπούπλιακο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμπουμπούλα
αραπούπλικο [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || αναμπουμπούλα
αρέτι [Λεξικό Δημητράκου
1933] || δημοτική || ανατριχίλα
άρζε || Κύπρος || αναφορά
αρζεχάλιν || Κύπρος || αναφορά
άρζιν || Κύπρος || αναφορά
αρζιχάλιν || Κύπρος || αναφορά
αρζουχάλ [Κουκκίδης 1960] || αναφορά
αρζουχάλι || Κωνσταντινούπολη, Πάρος || αναφορά
αρζουχάλλιν || Κύπρος || αναφορά
αρζοχάλι [Κοντόπουλος
1903] || δημοτική || αναφορά
αρίφνιτα || Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθηρα || αναρίθμητα
άρμεγος || Αυλωνάρι, Αχαΐα,
Κονίστρες, Κρήτη, Μεσσηνία, Μήλος || ανάρμεχτος
άρμεθτο || Καλαβρία || ανάρμεχτος
άρμεκτος || Σίφνος || ανάρμεχτος
άρμεος || Βιθυνία*, Ρόδος*, Σίφνος* || ανάρμεχτος
άρμεστο || Καλαβρία || ανάρμεχτος
άρμεττο || Καλαβρία || ανάρμεχτος
άρμευτε || Τσακωνιά || ανάρμεχτος
άρμεχτος || Αυλωνάρι, Αχαΐα,
Κάλυμνος, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Ρόδος, Σύρος, Χίος || ανάρμεχτος
αρμηνεύω || Κύπρος || αναφέρω
άρμιχτους || Γρεβενά, Κομοτηνή || ανάρμεχτος
αρουτιούμι || Κοζάνη || αναρωτιέμαι
άρπαστος || Τραπεζούντα* || ανάρπαστος
αρτζαχάλι || Κρήτη || αναφορά
αρτζιουχάλ || Χαλκιδική || αναφορά
αρτζιχάλ || Ίμβρος, Σάμος || αναφορά
αρτζιχάλι || Βουρλά*, Κρήτη, Πάρος
|| αναφορά
αρτζουάλι || Πάργα || αναφορά
αρτζουχάλ [Κουκκίδης
1960] || αναφορά
αρτζουχάλι [Λεξικό
Δημητράκου 1936] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη, Πάρος
|| αναφορά
αρτζοχάλι || Κύπρος || αναφορά
αρτσιώνουμι || Λαγκαδάς || ανατριχιάζω
αρωτώμαι || Κύπρος || αναρωτιέμαι
άσβολα || Κάρπαθος || ανάποδα
ασβολιά || Κρήτη || αναποδιά
ασιγούρευος || Μύκονος || ανασφαλής
ασιγούρευτος || Μύκονος || ανασφαλής
άστα || Τήλος || ανάστημα
ασυφέρνω || Κύθηρα || αναφέρω
ασυφέρω || Κύθηρα || αναφέρω
αφσιάς || Μαγνησία || αναψοκοκκινισμένος
αφτίμενος || Καστελλόριζο || αναμμένος
άφτομα || Κρήτη || άναμμα
αφτομένος || Κρήτη || αναμμένος
αφτόμενος || Κάρπαθος || αναμμένος
αφτός || Πάρος || αναμμένος
αφτούμενος [Portius 1635] || Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος, Χάλκη || αναμμένος
αχταρντίζου || Λέσβος || αναποδογυρίζω
αχταρντίου || Λέσβος || αναποδογυρίζω
άψιμο || Μύκονος, Χίος || άναμμα
άψιμον || Κάρπαθος || άναμμα
βαϊλεύω || Παξοί || ανατρέφω
βελεντούζα || Κύθηρα || αναποδιά
δαστουρώ || Ίμβρος || αναπολώ
διαστουρώ || Ίμβρος || αναπολώ
εμπουρία || Κρήτη || αναπνοή
ζαβά [Ηπίτης
1908] || δημοτική || Κύθηρα, Σκόπελος || ανάποδα
ζαβιά [Λεξικό
Δημητράκου 1938] || δημοτική || αναποδιά
ζαβός || Σκόπελος || ανάπηρος
ζαβός [Ηπίτης
1908] || δημοτική || ανάποδος
ζαγλός || Κρήτη || ανάπηρος
ζαράλ || Κοζάνη || αναπηρία
ζαράλς || Κοζάνη || ανάπηρος
ζωγλός || Κρήτη || ανάπηρος
ζωγονώ || Κύθηρα || ανατρέφω
θαμάζουμ || Ίμβρος || αναρωτιέμαι
θαραπαή || Μάνη || ανάπαυση
θαραπαΐλα || Μάνη || ανάπαυση
θαραπεύου || Μάνη || ανάπαυση
ιππλομανικίζομαι || Χάλκη || ανασκουμπώνομαι
καινουριώνω || Κρήτη || ανανεώνω
καλτανκανάτι
[Σκαρλάτος 1935] || δημοτική || αναπεταρίκι
κατμέρ || Νιγρίτα || αναπηρία
κουταλάκια
[Αρχείο Τριανταφυλλίδη 1924] || αναπηδήσεις
κουφώ || Χάλκη || ανασηκώνομαι
κροσηκώνω || Ανατολική Θράκη*
|| ανασηκώνω
λαβουρδανίζω || Κρήτη || αναφλέγομαι
λασαίνω || Ρόδος || ανασαίνω
λοχχομανίζω || Χάλκη || αναστενάζω
μαλιχουλές || Κρήτη || αναταραχή
μιγαδερός || Κρήτη || ανάμεικτος
μισεμός || Κρήτη || αναχώρηση
μπιμπικιάζου || Νιγρίτα || ανατριχιάζω
μπόι [ΙΛΝΕ 1939] || ανάστημα
μπουμπουρούτα || Κοζάνη || αναψοκοκκίνισμα
ναθρέφω [ΙΛΝΕ 1939] || ανατρέφω
νακλάτζω || Καλαβρία || ανασκουμπώνω
νακουμπώννω || Καλαβρία,
Σύμη || ανασκουμπώνω
ναμεσό || Κέρκυρα || ανάμεσα
νανεμαλλιασμένος || Κύπρος || αναμαλλιασμένος
ναπαμένος || Κύπρος, Ρόδος || αναπαυμένος
ναπαμός || Ρόδος || ανάπαυση
ναπαύγιω || Ρόδος || αναπαύω
ναπαύγκιω || Ρόδος || αναπαύω
ναπαύγουμαι || Ρόδος || αναπαύομαι
ναπαύγω || Σύμη || αναπαύω
ναπαύκουμαι || Κύπρος || αναπαύομαι
ναπεύουμι || Πιερία || αναπαύομαι
ναπιγκόννομαι || Σύμη || ανασκουμπώνομαι
ναπλωρίτζω || Σύμη || αναπλωρίζω
ναπνεώ || Σύμη || αναπνέω
ναποδογυρίζω || Ρόδος || αναποδογυρίζω
ναπουγκώννω || Σύμη || ανασκουμπώνω
νάπουντο || Απουλία || ανάποδος
νασαίνου || Θεσσαλία || ανασαίνω
νασκελώννω || Σύμη || ανασκελώνομαι
νασκουμπώνω || Κεφαλονιά || ανασκουμπώνω
νάστα || Σύμη || ανάστημα
νασταίννω || Απουλία || ανατρέφω
ναστεναγμός || Κύπρος, Πελοπόννησος
|| αναστεναγμός
ναστινάζου || Κοζάνη || αναστενάζω
ναστσελλα || Κάλυμνος || ανάσκελα
ναττό || Καλαβρία || αναμμένος
ναφάς || Σάντα*, Χαλδία* ||
ανάσα
ναφάσι || Φάρασα* || ανάσα
ναφτό || Απουλία || αναμμένος
νάψιμα || Σίλλη* || άναμμα
νεβαστώ || Κρήτη || ανασηκώνω
νεθρέβγω || Θήρα || ανατρέφω
νεθρέβω || Άνδρος, Νίσυρος, Πάρος
|| ανατρέφω
νεθρεύγω || Κάλυμνος, Κως || ανατρέφω
νεθρέφω || Κρήτη, Νίσυρος, Σαράντα Εκκλησιές*, Τήλος || ανατρέφω
νεκαρώννω || Κάλυμνος || αναρρώνω
νέκομα || Ρόδος || αναφιλητό
νεκομπώνουμ || Σαράντα Εκκλησιές* || ανασκουμπώνομαι
νεκομπώνω || Σαράντα
Εκκλησιές* || ανασκουμπώνω
νεκούμπωμα || Νίσυρος || ανασκούμπωμα
νεκούμπωμαν || Κύπρος || ανασκούμπωμα
νεκουμπώννομαι || Κάλυμνος, Κύπρος, Νίσυρος || ανασκουμπώνομαι
νεκουμπώννουμαι || Κύπρος || ανασκουμπώνομαι
νεκουφώ || Ρόδος || ανασηκώνω
νεμαλλιάρης || Κάλυμνος,
Κύπρος || αναμαλλιασμένος
νεμεθέρνω || Ρόδος || ανασκαλεύω
νεμιλώ || Ρόδος || αναφέρω
νεμούκισμα || Ρόδος || αναφιλητό
νεπάζω || Ικαρία || αναπαύω
νεπαμός || Κουβούκλια*, Κύπρος, Ρόδος || ανάπαυση
νεπαύκουμαι || Κύπρος || αναπαύομαι
νεπαύκω || Κύπρος || αναπαύω
νεπαύτω || Καππαδοκία* || αναπαύω
νεπαύω || Σινασός* || αναπαύω
νεπνέω || Κίμωλος, Νίσυρος
|| αναπνέω
νεπνώ || Κως, Ρόδος || αναπνέω
νεπούγκωμα || Σύμη || ανασκούμπωμα
νεπουγκώννομαι || Κύπρος, Κως, Ρόδος || ανασκουμπώνομαι
νεπουγκώννω || Κύπρος, Ρόδος || ανασκουμπώνω
νερουφάσσω || Χάλκη || αναρροφώ
νέρτσιους || Νιγρίτα || ανατριχίλα
νεσαίνω || Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Προποντίδα*, Ρόδος,
Σαράντα Εκκλησιές*, Σωζόπολη* || ανασαίνω
νεσακκώ || Ρόδος || ανασηκώνω
νεσασμός || Σαράντα Εκκλησιές*, Σωζόπολη* || ανάσα
νεσέρνω || Κάλυμνος, Κως, Σωζόπολη*, Φούρνοι || ανασύρω
νεσηκώνω || Σύρος || ανασηκώνω
νεσκαλαρίζω || Κως || ανασκελίζω
νεσκελαρίζω || Κως || ανασκελώνομαι
νεσκομπόνουμαι || Σωζόπολη* || ανασκουμπώνομαι
νεσκουμπώννομαι || Κάλυμνος || ανασκουμπώνομαι
νεσταίνουμαι || Κουβούκλια* || ανασταίνομαι
νεστενάζζω || Κως || αναστενάζω
νεστενάζω || Θήρα, Ικαρία, Κρήτη, Νίσυρος, Ρόδος, Σαράντα
Εκκλησιές*, Τήλος || αναστενάζω
νεστέναμα || Ρόδος || αναστεναγμός
νεστενάντζω || Αστυπάλαια || αναστενάζω
νεσύρνω || Κάλυμνος, Κάσος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος || ανασύρω
νετρέφω || Κρήτη, Νίσυρος || ανατρέφω
νετριχιάζζω || Κως || ανατριχιάζω
νετριχιάζω || Ρόδος, Σωζόπολη*
|| ανατριχιάζω
νετριχίλα || Σωζόπολη* || ανατριχίλα
νετριχώ || Κως, Ρόδος || ανατριχιάζω
νετρομαλίζομαι || Ρόδος || ανατριχιάζω
νετσουλώνω || Κρήτη || αναρρώνω
νεττριχιώ || Χάλκη || ανατριχιάζω
νεφές [Κουκκίδης 1960] || Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανάσα
νεφέσι [Κουκκίδης 1960] || Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Φάρασα* || ανάσα
νεφέσιν || Κερασούντα*, Κύπρος
|| ανάσα
νεφιλιτό || Σωζόπολη* || αναφιλητό
νιρτσιώνου || Νιγρίτα || ανατριχιάζω
νισαίνου || Λουλεβουργάς* || ανασαίνω
νισήκουμα || Θεσσαλονίκη || ανασήκωμα
νισκούμπουμα || Νιγρίτα || ανασκούμπωμα
νισκουμπώνου || Μακεδονία || ανασκουμπώνω
νισκουμπώνουμι || Νιγρίτα || ανασκουμπώνομαι
νιτριχιάζου || Νιγρίτα || ανατριχιάζω
νιτριχίλα || Νιγρίτα || ανατριχίλα
νιώννω || Κύπρος || ανατρέφω
νναμένος || Κάλυμνος || αναμμένος
ννάψιμο || Κάλυμνος || άναμμα
νταβρανταίνω || Τσακήλι* || αναρρώνω
νταβραντίζου || Ίμβρος, Σάμος, Χαλκιδική || αναρρώνω
νταβραντίζω [Κουκκίδης
1960] || Κωνσταντινούπολη, Σαράντα
Εκκλησιές*, Σωζόπολη* || αναρρώνω
νταβραντώ || Γρεβενά, Κοζάνη ||
αναρρώνω
ντάμκες || Κόνιτσα || αναφυλαξία
ντανταρά || Σάμος || ανάσκελα
ντάρμανταν || Ίμβρος || αναμπουμπούλα
ντεβιρντίζω || Καλλίπολη*, Κωνσταντινούπολη || αναποδογυρίζω
ντεβιρντίζω [Κουκκίδης
1960] || Τσακήλι*
|| ανατρέπω
ντζουγλός || Κάρπαθος || ανάπηρος
ντιβιρντίζου || Σουφλί || αναποδογυρίζω
ντιβιρντίζω [Κουκκίδης
1960] || ανατρέπω
ξανάστρουφος || Ρόδος || ανάποδος
ξανάστροφα [Λεξικό
Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κως, Ρόδος || ανάποδα
ξανάστροφος || Ρόδος || ανάποδος
ξαρωστώ || Κρήτη || αναρρώνω
ξεμουτρίζω || Κρήτη || αναστατώνω
ξεμυγίζω || Κρήτη || αναστατώνω
ξέξης || Κρήτη || αναμαλλιασμένος
ξεσκούλης || Κρήτη || αναμαλλιασμένος
ξεσκουλισμένος || Κρήτη || αναμαλλιασμένος
ξεχαχαλώνω || Κρήτη || ανασκελώνομαι
ξιαρουσταίνου || Νιγρίτα || αναρρώνω
ουργό || Καστοριά || ανατριχίλα
ουρθουκώλιασμα || Ίμβρος || ανατριχίλα
παλλαρός || Χάλκη || ανάπηρος
πανιβάζου || Ίμβρος || αναπολώ
παντιδερός || Κρήτη || αναπαυτικός
πεταρίζω
[ΙΛΝΕ 1939] || αναπεταρίζω
πικόρας || Ίμβρος || ανάπαυση
πίστομα || Τσακωνιά || ανάσκελα
πολιμένομα || Κάλυμνος || αναμονή
ποτονάω || Καλαβρία || αναπαύομαι
πουκουππίζω || Κύπρος || αναστρέφω
πυρόβολος || Κρήτη || αναπτήρας
ραπόρτο || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λακωνία || αναφορά
ρεπεπό || Κρήτη || ανάπαυση
ρεποπό || Κρήτη || ανάπαυση
σακάτης
[Βλαστός 1931] || συχν. εμφ. 3 || ανάπηρος
σακάτς || Φωκίδα || ανάπηρος
σκαλεύου || Σάμος || ανασκαλεύω
σκαντζαρώνω || Αργολίδα || ανατριχιάχω
σκουμπώνω || Τσακωνιά || ανασκουμπώνω
σνιρίγ || Ίμβρος || ανατριχίλα
σουλούκ || Λαγκαδάς || ανάσα
Στασκιά || Βελβεντός || Αναστασία
σταυροχεριάζομαι || Κρήτη || αναπαύομαι
σύριγο || Κρήτη || ανατριχίλα
συριγώνω || Κρήτη || ανατριχιάζω
τανάσκελα || Αχαΐα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Μάνη,
Μεσσηνία, Νάξος, Παξοί || ανάσκελα
τανασκελού || Κεφαλονιά || ανάσκελα
τανάσκιλα || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Σκόπελος || ανάσκελα
τανάσκλα || Βελβεντός, Ιωάννινα
|| ανάσκελα
τανάστσελα || Κορινθία || ανάσκελα
Ταρσώ || Σαράντα Εκκλησιές*
|| Αναστασία
Τασία || Σαράντα Εκκλησιές*
|| Αναστασία
Τάσιου || Σιάτιστα || Αναστασία
Τάσιους || Βελβεντός, Σουφλί || Αναστάσιος
Τασιώ || Σαράντα Εκκλησιές*
|| Αναστασία
τζιαμπαλαντάου || Νιγρίτα || αναρρώνω
τζιαπ || Νιγρίτα || αναφορά
τρομαλτίζομαι || Ρόδος || ανατριχιάζω
τσέτνα || Καστοριά || ανατριχίλα
τσιουτσιουριάζου || Σιάτιστα || ανατριχιάζω
τσιουτσιούριου || Σιάτιστα || ανατριχίλα
τσιτσιουριάζου || Κοζάνη || ανατριχιάζω
τσιτσιούριου || Κοζάνη || ανατριχίλα
φουναρίζω || Κρήτη || αναφλέγομαι
χουίνδου || Τσακωνιά || αναστενάζω
χουίτε || Τσακωνιά || αναστεναγμός
χουχουλητό || Αρκαδία || αναστεναγμός
χουχουλιέμαι || Αρκαδία || αναστενάζω
ψαράκια
[Αρχείο Τριανταφυλλίδη 1924] || Αργολίδα || αναπηδήσεις