Λεξικό Συνωνύμων. Λέξεις που αρχίζουν από αρλ-αρω

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από αρλ-αρω

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 24.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

 

αρλαή || Αιτωλοακαρνανία || αλλαγή

αρλεκίνος || Ζάκυνθος || κωμικός

αρλιέμι || Ίμβρος || ουρλιάζω

άρλισμα || Ίμβρος || ουρλιαχτό

αρλόγος || Αμοργός, Πάρος || κόσκινο

αρλοΐντζω || Κάρπαθος || κοσκινίζω

αρλόκι || Απουλία || ρολόι

αρλόος || Θήρα || κόσκινο

αρλός || Κάρπαθος || κόσκινο

αρλούμπα || & Αρκαδία, Βουρλά*, Ηλεία, Ζάκυνθος, Θήρα, Κρήτη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νίσυρος, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αρλούμπα

αρλούμπα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρλουμπαρία || αρλούμπα

αρλουμπαρία || Βουρλά* || αρλούμπα

αρλούμπας [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρλουμπατζής

αρλουμπατζής [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρλούμπας, αρλουμπιτζής || αρλουμπατζής

αρλούμπες [Βλαστός 1931] || κουρουμπέλντες || αρλούμπες

αρλουμπιτζής [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρλουμπατζής

αρμ || Θάσος, Σάμος, Χαλκιδική || άλμη

αρμά || Κάλυμνος || αρμαθιά

άρμα || Βουρλά* || θυρεός

άρμα [Germano 1622] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κερασούντα*, Κεφαλονιά, Κύπρος, Μάνη, Οινόη*, Σινασός* || όπλο

άρμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κύθηρα, Κύπρος || οικόσημο

αρμάα || Κύπρος || στόλος

αρμαγά || Κοτύωρα* || δώρο

αρμαγάν || Σάμος || αρμαθιά

αρμάγκου || Κεφαλονιά || τουλάχιστον

αρμαγό || Κοτύωρα* || πεσκέσι

αρμάδ || Λέσβος || ρημάδι

αρμάδα || Ζάκυνθος || αμάδα

αρμάδα || Καρδίτσα, Λάρισα || ρημάδα

αρμάδα [Meursius 1614] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λιβίσι*, Μάνη, Σωζόπολη*, Χαλκιδική || στόλος

αρμαδάδα || Ζάκυνθος || ιματιοθήκη

αρμάδι || Καλαβρία || ερμάρι

αρμάδι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || ρημάδι

αρμαδιακός || Λέσβος || ρημαδιασμένος

αρμαδιασμένους || Λέσβος || ρημαδιασμένος

αρμαδούρα || Κάλυμνος || εξάρτιση

αρμάδς || Λέσβος || ρημαδιασμένος

αρμάζου || Κοζάνη || κερδίζω

αρμάζου || Καρδίτσα, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λέσβος || ρημάζω

αρμάζουμαι || Κύπρος || παντρεύομαι

αρμάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος || παντρεύω

αρμάθ || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρμαθιά

αρμαθά || Θεσπρωτία, Ίμβρος, Φθιώτιδα || αρμαθιά

αρμάθα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Βάτικα*, Βουρλά*, Ιωάννινα, Λάρισα, Λέσβος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Πάργα, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χαβουτσί* || αρμαθιά

αρμαθάζω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Όφις*, Τραπεζούντα*, Χαβουτσί* || αρμαθιάζω

αρμαθαλιά || Κρήτη || αρμαθιά

αρμαθαρέα || Ινέπολη* || αρμαθιά

αρμαθαριά || Χίος || αρμαθιά

αρμαθαστά || Χαβουτσί* || αρμαθιαστά

αρμαθέα || Βάτικα*, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κύθηρα, Χαλδία || αρμαθιά

αρμαθερό || Λακωνία || αρμαθιά

αρμάθι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Άνδρος, Σινασός*, Ινέπολη*, Οινόη* || αρμαθιά

αρμαθιά || & Αϊβαλί*, Αρκαδία, Βουρλά*, Ηλεία, Ημαθία, Θήρα, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Λέσβος, Λακωνία, Λάρισα, Λέσβος*, Λιβίσι*, Μεσσηνία, Μοσχονήσι*, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Σύμη, Τρίγλια*, Τρίκαλα, Χίος, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αρμαθιά

αρμαθία || Κάρπαθος, Τσακωνιά || αρμαθιά

αρμαθιά [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμαθαριά, αραμαθιά, αρμά, αρμαγάν, αρμάθ, αρμάθα, αρμαθά, αρμαθέα, αρμαθαλιά, αρμαθουλιά, αρμαϊθιά, αρμαθία, αρμαθαριά, αρμαθερό, αρμάθι, αρμάθιν, αρμαθκιά, αρμαθός, αρμαϊχιά, αρμάτα, αρματιά, αρματτιά, αρματσά, αρμόδ, αρμόθ, αρμοθέα, αρμόθιν, βουρλίδα, κοληταρά, κρεμανταλιά, μάτσα, μπουρλιά, μπρουλιασταριά, ντζόλια, ορμάθ, οραοθέα || αρμαθιά

αρμαθιάζου || Αϊβαλί*, Άρτα, Καρδίτσα, Λάρισα, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Σάμος, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική, Τσακωνιά* || αρμαθιάζω

αρμαθιάζω || & Βάτικα*, Θεσπρωτία, Λακωνία, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αρμαθιάζω

αρμαθιάζω [Somavera 1709] || δημοτική || αρμαθάζω, αρμαθιάζου, αρμαθιάννου, αρμαθιάντζω, αρμαθίτζω, αρμαθκιάζω, αρμαϊθάζου, αρμαϊθιάζου, αρματιάζου, αρματσάζω, αρμοδάζω, αρμοθάζω, βουρλιάζω, μπουρλιάζου, ορμοθάζω || αρμαθιάζω

αρμαθιάννου || Λιβίσι* || αρμαθιάζω

αρμαθιάντζω || Κάρπαθος || αρμαθιάζω

αρμάθιασμα [Somavera 1709] || δημοτική || αρμάτιασμα, μπούρλιασμα || αρμάθιασμα

αρμαθιαστά [Somavera 1709] || αρμαθαστά, αρμαϊθαστά, αρμαϊθιαστά || αρμαθιαστά

αρμάθιαστος [Somavera 1709] || αρμάθιαστους, αρμαϊθιαστός || αρμάθιαστος

αρμάθιαστους || Φθιώτιδα || αρμάθιαστος

αρμάθιν || Οινόη* || αρμαθιά

αρμαθίτζω || Σύμη || αρμαθιάζω

αρμαθκιά || Κύπρος, Κως, Ρόδος || αρμαθιά

αρμαθκιάζω || Κύπρος || αρμαθιάζω

αρμαθός || Κύθηρα, Κύπρος || αρμαθιά

αρμαθουλιά || Κρήτη || αρμαθιά

αρμαϊθάζου || Τσακωνιά || αρμαθιάζω

αρμαϊθαστά || Τσακωνιά || αρμαθιαστά

αρμαϊθιά || Μάνη || αρμαθιά

αρμαϊθιάζου || Μάνη || αρμαθιάζω

αρμαϊθιαστά || Μάνη || αρμαθιαστά

αρμαϊθιαστός || Μάνη || αρμάθιαστος

αρμαϊχιά || Μάνη || αρμαθιά

αρμακά || Τσακωνιά || λιθοσωρός

αρμακάς || Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία || στοίβα

άρμακας || Λακωνία || λιθοσωρός

αρμακάς [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Αρκαδία, Αυδήμι*, Αχαΐα, Βοιωτία, Βουρλά*, Ηλεία, Ιωάννινα, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Παξοί, Πάρος, Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || λιθοσωρός

αρμάκι || Λακωνία || λιθοσωρός

αρμάκι || λόφος

αρμάκι || Ηλεία || ξερολιθιά

αρμακία || Τσακωνιά || αμαρτία

αρμακία || Αχαΐα || ξερολιθιά

αρμακιάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || γκρεμίζω

αρμακιέμαι || Δέλβινο || μασώ

αρμαλακιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αλμύρα

αρμάλατσο || Κύθηρα || άλμη

αρμαμέντα || Νάξος || έπιπλα

αρμαμέντο || Λακωνία || εξάρτιση

αρμαμέντο || Κρήτη || όπλο

αρμαμμένο || Απουλία || παντρεμένος

αρμάν || Κοζάνη, Πιερία, Τρίκαλα, Χαλκιδική || δάσος

άρμαν || Κερασούντα*, Λιβίσι*, Χαλδία* || όπλο

αρμάνι || Κως || βάτος

αρμανίζω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμενίζω

αρμανίσιους || Χαλκιδική || δασικός

αρμάνισμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμένισμα

αρμανταγάνι || Βουρλά* || ανακατωσούρα

αρμάντζμα || Λάρισα || μάτιασμα

αρμαούρα || Κάλυμνος || εξάρτιση

αρμάρ || Λέσβος, Μύκονος, Σκόπελος, Χαλκιδική || ερμάρι

αρμάρα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κως || ερμάρι

αρμαράδα || Ζάκυνθος || ερμάρι

αρμάρη [Corona Preciosa 1527] || ερμάρι

αρμάρι || Νάξος || σμάρι

αρμάρι [Germano 1622] || δημοτική || Άνδρος, Απουλία, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Ιθάκη, Αχαΐα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κως, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος, Ρόδος, Σύμη || ερμάρι

αρμάριν || Κάρπαθος, Κύπρος, Μάκρη*, Νίσυρος, Ρόδος || ερμάρι

αρμάριο || Καλαβρία || ερμάρι

αρμαρόνι || Λευκάδα, Παξοί || ερμάρι

αρμαρόριζα || Αργολίδα || αρμπαρόριζα

αρμασιά || Κύπρος || παντρειά

αρμασία || Κύπρος || γάμος

αρμασία || Απουλία || παντρειά

αρμασιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κύπρος || γάμος

άρμασμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || γάμος

άρμασμαν || Κύπρος || γάμος

αρμασμένος || Κύπρος || παντρεμένος

αρμαστή || Λιβίσι*, Ρόδος || αρραβωνιαστικιά

αρμαστή || Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Λιβίσι* || γκόμενα

αρμαστής || Φούρνοι || αρραβωνιαστικός

αρμαστική || Κύπρος || σύζυγος (η)

αρμαστικός || Κύπρος || σύζυγος (ο)

αρμαστολοούμαι || Κάρπαθος || γκομενίζω

αρμαστός || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Νίσυρος, Πάρος, Χάλκη || γκόμενος

αρμαστός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Σάμος, Χάλκη || αρραβωνιαστικός

αρμαστουλόγια (τα) || Σάμος || αρραβώνες

αρμαστουλουήματα (τα) || Σάμος || αρραβώνες

αρμάτα || Πιερία || αρμαθιά

αρμάτα || Τρίκαλα || εξοπλισμός

αρμάτα || Γρεβενά, Τρίκαλα || προίκα

άρματα || Απουλία || εργαλεία

άρματα [Meursius 1614] || δημοτική || Αρκαδία, Ηλεία, Θήρα, Φθιώτιδα || όπλα

αρμάτα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Τρίκαλα || στολή

αρμάτα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || στόλος

αρμάτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Καστοριά, Τρίκαλα || στολίδια

αρματάνω || Οινόη* || αμαρτάνω

αρματαριά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Χίος || εργατιά

αρμάτζομαι || Απουλία || παντρεύομαι

αρμάτζω || Απουλία || παντρεύω

αρματήρι || Απουλία || καρδάρα

αρματιά || Λάρισα || αρμαθιά

αρματία || Οινόη* || αμαρτία

αρματιάζου || Λάρισα, Πιερία, Φθιώτιδα || αρμαθιάζω

αρμάτιασμα || Λάρισα || αρμάθιασμα

αρματίννου || Μάκρη* || αραδιάζω

άρματο || Κεφαλονιά || όπλο

αρματοθάλασσα || Παξοί || τρικυμία

αρματολογιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || οπλισμός

άρματον || Κύπρος || όπλο

αρμάτος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || οπλίτης

αρμάτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ένοπλος

αρματούκου || Τσακωνιά || εξοπλίζω

αρματούκου || Τσακωνιά || οπλίζω

αρμάτουμα || Μαγνησία, Τσακωνιά || εξάρτιση

αρματούμαι || Κοτύωρα* || στολίζομαι

αρματουμένους || Καστοριά, Σκόπελος, Τρίκαλα || οπλισμένος

αρματούρα || Κάρπαθος || εξάρτιση

αρματουσά || Σάμος || οικοσκευή

αρματουσιά || Θεσπρωτία, Ίμβρος, Μαγνησία, Μάδυτος*, Τρίκαλα || εξάρτιση

αρματουσιά || Τρίκαλα || εξοπλισμός

αρματουσιά || Ίμβρος, Τρίκαλα || οπλισμός

αρματουσία || Τσακωνιά || εξάρτιση

αρματουσία || Τσακωνιά || οπλισμός

αρματοφορεμένος [Portius 1635] || δημοτική || οπλισμένος

αρματσά || Κάλυμνος || αρμαθιά

αρματσάζω || Κάλυμνος || αρμαθιάζω

αρμάτσο || Κάλυμνος || μάτσο

αρματσουλουήματα (τα) || Σάμος || αρραβώνες

αρματσουλουΐσματα || αρραβωνιάσματα

αρματτιά || Ρόδος || αρμαθιά

αρματωλός || Αρκαδία, Οινόη* || αμαρτωλός

αρμάτωμα || Λακωνία || εξάρτιση

αρμάτωμα [Somavera 1709] || δημοτική || οπλισμός

αρμάτωμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κοτύωρα* || στόλισμα

αρμάτωμα [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Κοτύωρα* || εξοπλισμός

αρμάτωμαν || Κερασούντα*. Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || εξοπλισμός

αρματωμένος || Μάνη || ασπράγκαθο

αρματωμένος [Corona Preciosa 1527] || συχν. εμφ. 2 || Ζάκυνθος, Μάνη || οπλισμένος

αρματωμός [Βλάχος 1659] || οπλισμός

αρματώννω || Κάρπαθος, Κύπρος || οπλίζω

αρματώννω || Κύπρος || προικίζω

αρματώννω || Κύπρος || στολίζω

αρματώνομαι || Θεσπρωτία || στολίζομαι

αρματώνομαι [Βλάχος 1659] || οπλίζομαι

αρματώνου || Ίμβρος, Μάνη, Καστοριά, Μαγνησία, Σάμος, Σκόπελος || οπλίζω

αρματώνου || Καστοριά, Σάμος, Τρίκαλα || στολίζω

αρματώνουμι || Φθιώτιδα || στολίζομαι

αρματώνω || Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Λακωνία, Πάργα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάσος, Κύθηρα, Λιβίσι*, Μάνη, Σωζόπολη* || εξαρτίζω

αρματώνω [Portius 1635] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία || οπλίζω

αρματώνω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || εξοπλίζω

αρματώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ηλεία, Θεσπρωτία, Κοτύωρα* || στολίζω

αρματωσά || Μάνη || εξάρτιση

αρματωσά || Μάνη || οπλισμός

αρματωσία || Ζάκυνθος || εξάρτιση

αρματωσία || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα* || εξοπλισμός

αρματωσία || Ζάκυνθος, Κύπρος || οπλισμός

αρματωσία [Germano 1622] || δημοτική || Μάνη || οπλισμός

αρματωσιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κύπρος, Λακωνία, Πάργα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάσος, Κύθηρα, Λιβίσι*, Μάνη, Σωζόπολη* || εξάρτιση

αρματωσίγια || Κερασούντα* || εξοπλισμός

αρματωτής [Βλάχος 1659] || οπλίτης

αρματωτής [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || εφοπλιστής

αρμάτωτος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || άοπλος

αρματωχία || Κύπρος || οπλισμός

αρμαχία || Κύπρος || γάμος

αρμεά || Νάξος || άρμεγμα

αρμεά || Νάξος || αρμεξιά

αρμέα || Ινέπολη* || άλμη

αρμεάτορας || Νάξος || αρμεχτής

αρμεατόρος || Νάξος || αρμεχτής

αρμεγά || Κρήτη || άρμεγμα

αρμεγάι || Κρήτη || καρδάρα

αρμεγάρης [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κρήτη, Σίφνος || αρμεχτής

αρμεγάρι || Κρήτη || καρδάρα

αρμεγάτορας || Κρήτη || αρμεχτής

αρμεγή [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κρήτη || άρμεγμα

αρμεγιά || Κϊμωλος, Κρήτη, Σίφνος || άρμεγμα

αρμεγιά || Κίμωλος, Κρήτη || αρμεξιά

αρμεγίδι || Κρήτη || καρδάρα

αρμεγιδιά || Κρήτη || αρμεξιά

αρμεγιό || Κως || άρμεγμα

αρμέγκ || Καρδίτσα || μαργαρίτα

αρμέγκα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || μαργαρίτα

αρμέγκου || Τσακωνιά || αρμέγω

αρμέγκουω || Καλαβρία || αρμέγω

αρμέγκω || Καλαβρία || αρμέγω

άρμεγμα || & Αχαΐα, Βάτικα*, Μάνη, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || άρμεγμα

άρμεγμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || άλμεγμα, άλμεγμαν, αμουργκή, άριμα, αριτέ, αρμεά, αρμεγά, αρμεγή, αρμεγιά, αρμεγιό, άρμεμα, άρμεμαν, αρμεμός, αρμεξά, αρμεξιά, άρμεσση, αρμεχτό, αρμή, αρμιά, αρμιγή, άρμιγμα, άρμιμα, άρμιμαν, αρμιξά, αρμιξιά, άρμπεμα, άρνεμα, μουργκή, ρμέμα || άρμεγμα

αρμεγμένος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αρμεμένος, αρμεμμένο || αρμεγμένος

άρμεγος || Αυλωνάρι, Αχαΐα, Κονίστρες, Κρήτη, Μεσσηνία, Μήλος || ανάρμεχτος

άρμεγος || Κάσος || αρμεχτής

αρμεγός [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κρήτη, Κύθηρα, Πάρος, Χίος || καρδάρα

αρμέγου || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Κύμη, Λάρισα, Λέσβος, Μάνη, Τρίκαλα, Τσακωνιά || αρμέγω

αρμέγω || & Αχαΐα, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Ηλεία, Καλαβρία, Κέα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία, Πάρος, Χαβουτσί* || αρμέγω

αρμέγω [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Buck List 5.87 | αϊμέγου, αλιμέβω, αλιμέγω, αλμέγω, αλμέζω, αμέλγου, αρμέγκου, αρμέγκουω, αρμέγκω, αρμέγου, αρμέζζω, αρμέου, αρμεύγκω, αρμεύγω, αρμεύκω, αρμεύω, αρμέω, αρμπέου, αρνεύγω, αρνεύω, αρού, ερμέω, λιμέβω, λιμέζω, ρμέω, ρουμέω || αρμέγω

αρμεγώνας [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Χίος || καρδάρα

αρμέδι || Σίφνος || καρδάρα

αρμεζένου || Τσακωνιά || αλμυρίζω

αρμέζζω || Καλαβρία || αρμέγω

αρμεζία || Τσακωνιά || άλμη

άρμεθτο || Καλαβρία || ανάρμεχτος

άρμεκτος || Σίφνος || ανάρμεχτος

αρμεκχιά || Μάνη || αρμεξιά

άρμεμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Άνδρος, Αργολίδα, Αχαΐα, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κως, Μεσσηνία, Νίσυρος, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Χίος || άρμεγμα

άρμεμαν || Κύπρος, Λιβίσι* || άρμεγμα

αρμεμένος || Κάλυμνος || αρμεγμένος

αρμεμμένο || Απουλία || αρμεγμένος

αρμεμός || Κρήτη, Παξοί || άρμεγμα

αρμέν || Κοζάνη, Πιερία, Τρίκαλα || χαμομήλι

Αρμένα || Λέσβος || Αρμένισσα

άρμενα || & Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Κύπρος, Λακωνία, Λιβίσι*, Τραπεζούντα* || άρμενα

άρμενα [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || τα πανιά του ιστοφόρου: άρμινα || άρμενα

άρμενα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Κρήτη, Πάργα || ξάρτια

αρμενάκ || Αυδήμι* || χαμομήλι

αρμενάλι || Λευκάδα, Παξοί || σοφίτα

αρμενάλι || Πάργα || φεγγίτης

αρμενάς || Κάρπαθος || ανεμόμυλος

αρμενάω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμενίζω

αρμενεύω || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αργοπορώ

αρμένηδες || Δογάν Κιόι* || χαμομήλι

Αρμένης [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Κερασούντα*, Οινόη*, Χίος || Αρμένιος

αρμένι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || χαμομήλι

Αρμενία || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || Αρμενιά || Αρμενία

αρμενιά [ΙΛΝΕ 1941] || αργαλειός

Αρμενιά [ΙΛΝΕ 1941] || Αρμενιά

αρμένιασμα || Νιγρίτα || εκλαμψία

αρμενίδι || Ήπειρος || αργοναύτης

αρμενίζου || Μάνη, Τσακωνιά || αρμενίζω

αρμενίζω || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αργοπορώ

αρμενίζω || & Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία,Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ιθάκη, Κάλυμνος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Οινόη*, Παξοί, Πάργα, Ρόδος, Σάντα*, Χίος || αρμενίζω

αρμενίζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Swadesh List 143 | αρμανίζω, αρμενάω, αρμενίζου, αρμενίντζω, αρμενώ, αρμινίννου, αρμινώ, αρμπουρίζω, ρμενίζω, ρμενίζζω || αρμενίζω

αρμενικά || λόγιο || αρμένικα || αρμενικά

αρμένικα [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρμένικα

αρμενικός || λόγιο || αρμένικος || αρμενικός

αρμένικος [Somavera 1709] || δημοτική || αρμένκους || αρμένικος

αρμενίντζω || Κάρπαθος || αρμενίζω

Αρμένιος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || Αρμένης, Αρμένους, Αρμένς, Αρμέντζ, Ζερβός || Αρμένιος

αρμενισιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρμένισμα

αρμενισιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ιστιοδρομία

αρμένισμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρμάνισμα, αρμενισιά, αρμίνισμαν || αρμένισμα

αρμένισμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ιστιοπλοΐα

Αρμένισσα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρμένα, Αρμέντσα || Αρμένισσα

αρμενιστάρι || Ζάκυνθος, Κύθηρα, Σύμη || αργοναύτης

αρμένκους || Καστοριά, Νιγρίτα, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρμένικος

αρμενοβελόνα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || σακοράφα

αρμενοβέλονο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || σακοράφα

αρμενοκίταρο || Ζάκυνθος || κλειτορίδα

άρμενον [Portius 1635] || Κάρπαθος, Κύπρος || ιστίο

άρμενος || Μέγαρα || λοξός

αρμένου || Ζάκυνθος || τουλάχιστον

Αρμένους || Καστοριά, Λαγκαδάς, Λέσβος, Νιγρίτα || Αρμένιος

Αρμένς || Λέσβος, Σάμος, Τραπεζούντα* || Αρμένιος

αρμένς || Σάμος || μαργαρίτα

Αρμέντζ || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || Αρμένιος

Αρμέντσα || Κοτύωρα*, Λάρισα, Νιγρίτα || Αρμένισσα

αρμενώ [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμενίζω

αρμεξά || Σύμη || άρμεγμα

αρμεξά || Κύμη, Κρήτη || αρμεξιά

αρμεξιά || & Άνδρος, Αχαΐα, Ηλεία, Ήπειρος, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κόνιτσα, Λακωνία, Μάνη, Παξοί, Σαράντα Εκκλησιές*, Σίφνος, Σύρος, Χίος || αρμεξιά

αρμεξία || Αυλωνάρι, Κονίστρες, Μάνη || αρμεξιά

αρμεξιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρμεγμα

αρμεξιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || το γάλα που παράγεται σε κάθε άρμεγμα: αρμεά, ρμεγιά, αρμεγιδιά, αρμεκχιά, αρμεξά, αρμεξία, αρμέξιμο, αρμιξιά || αρμεξιά

αρμέξιμο || Κάλυμνος || αρμεξιά

αρμεολόγος || Θήρα || καρδάρα

αρμεόνι || Άνδρος || καρδάρα

αρμεόνιν || Ικαρία || καρδάρα

αρμεός || Κάσος || αρμεχτής

αρμεός || Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κως, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος || καρδάρα

άρμεος || Βιθυνία*, Ρόδος*, Σίφνος* || ανάρμεχτος

αρμέου || Αιτλοακαρνανία, Ιωάννινα, Λιβίσι*, Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αρμέγω

αρμεούνι || Άνδρος || καρδάρα

αρμερέ || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αλμυρός

αρμερένου || Τσακωνιά || αλμυρίζω

αρμερές || Σκύρος || αλμυρός

αρμερία || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || άλμη

αρμερό || Καλαβρία || αδενίτιδα

άρμεσση || Καλαβρία || άρμεγμα

άρμεστο || Καλαβρία || ανάρμεχτος

αρμετήρι || Απουλία || καρδάρα

αρμεττήρι || Απουλία || καρδάρα

αρμεττίτα || Απουλία || καρδάρα

άρμεττο || Καλαβρία || ανάρμεχτος

αρμεύγκω || Καλαβρία || αρμέγω

αρμεύγω [Portius 1635] || αρμέγω

αρμεύκω || Κύπρος || αρμέγω

άρμευτε || Τσακωνιά || ανάρμεχτος

αρμευτήρι || Απουλία || καρδάρα

αρμευτίτα || Απουλία || καρδάρα

αρμεύω [Germano 1622] || Χαβουτσί* || αρμέγω

αρμεχτάρα [Βλαστός 1931] || δημοτική || καρδάρα

αρμεχτάρι || Κρήτη || καρδάρα

αρμεχτής || & Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Νάξος || αρμεχτής

αρμεχτής [Βλαστός 1931] || δημοτική || αλμεχτή, αμουργιός, αρμεγάτορας, αρμεάτορας, αρμεατόρος, αρμεγάρης, άρμεγος, αρμιχτάρς, αρμιχτάς, αρμιχτής, αρμπεχτής || αρμεχτής

αρμεχτό || Κρήτη || άρμεγμα

άρμεχτος || Αυλωνάρι, Αχαΐα, Κάλυμνος, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Ρόδος, Σύρος, Χίος || ανάρμεχτος

αρμεχτούρα || Πωγώνι || καρδάρα

αρμέω || Αμοργός, Άνδρος, Απουλία, Αργολίδα, Δέλβινο, Ήπειρος, Θεσπρωτία, Θήρα, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κέα, Κρήτη, Κύθνος, Κως, Μύκονος, Κάρπαθος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Σέριφος, Σίφνος, Φούρνοι, Χίος || αρμέγω

αρμή || Σάμος || άρμεγμα

αρμή || Βουρλά* || χαραμάδα

άρμη [Germano 1622] || Αδριανούπολη*, Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά*, Ηλεία, Ινέπολη*, Καστελλόριζο, Κύθηρα, Κορινθία, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λουλέβουργας*, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Χαβουτσί*, Χίος || άλμη

αρμήλα [Somavera 1709] || άλμη

αρμήλα [Βλάχος 1659] || αλμυρότητα

αρμηνειά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συμβουλή

αρμήνεμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συμβουλή

αρμηνεμένος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || συμβουλευμένος

αρμηνεμνιά || Κρήτη || συμβουλή

αρμηνεύγκω || Κάρπαθος, Χίος || συμβουλεύω

αρμηνεύγου || Κύμη, Λέσβος, Λιβίσι*, Χίος || συμβουλεύω

αρμηνεύγω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κέα, Κίμωλος, Κρήτη, Κύθνος, Μέγαρα, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Πάρος, Σέριφος, Χίος || συμβουλεύω

αρμηνεύκω || Κύπρος, Χίος || συμβουλεύω

αρμηνευτής || συμβουλάτορας

αρμηνεύω || Κύπρος || αναφέρω

αρμηνεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βουρλά*, Ζάκυνθος, Κύθηρα, Μύκονος, Σύρος, Τσακήλι* || συμβουλεύω

αρμηνιά || Κρήτη || συμβουλή

αρμηνία || Κύθηρα, Μέγαρα || συμβουλή

αρμήνια [Βλαστός 1931] || δημοτική || Βουρλά*, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Λιβίσι*, Μαγνησία, Ρόδος, Σάμος, Σύρος, Χίος || συμβουλή

αρμηνιές || Μύκονος || συμβουλές

αρμήνιες || Μύκονος || συμβουλές

αρμήννεια || Νίσυρος || συμβουλή

αρμηρήθρα [ΙΛΝΕ 1933] || αλιματιά

αρμί || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Χάλκη || αρμίδι

αρμί || Κρήτη || κορυφογραμμή

αρμιά || Νάξος || άρμεγμα

αρμιά [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία, Βελβεντός, Ημαθία, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Χαλκιδική || τουρσί

αρμιά [Σκαρλάτος 1835] || Γρεβενά, Κοζάνη, Χαλκιδική || άλμη

αρμιγάς || Σέρρες, Χαλκιδική || καρδάρα

αρμιγή || Λέσβος || άρμεγμα

άρμιγμα || Αίνος*, Ευρυτανία, Ήπειρος, Λέσβος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || άρμεγμα

αρμιγός || Λέσβος || καρδάρα

αρμίδ || Θάσος, Σκόπελος || αρμίδι

αρμιδζά || Αστυπάλαια || αρμίδι

αρμίδι || & Άνδρος, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κύθηρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Πάργα, Πάρος, Σύρος || αρμίδι

αρμίδι [Deheque 1825] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμίδι, αρμί, αρμίδ, αρμιδζά, αρμίδιν, αρμιδκιά, αρμίθ, αρμίθι, αρμιθιά, αρμίι, αρμίιν, αρμίν, αρομιά, αρομιίδι, αρομνιά, ορμιά, ορμίδι || αρμίδι

αρμιδιά [Βλαστός 1931] || Κως, Λιβίσι*, Μάδυτος*, Νίσυρος || αρμίδι

αρμίδιν || Κύπρος, Λιβίσι*, Ρόδος || αρμίδι

αρμιδκιά || Κύπρος || αρμίδι

αρμίθ || Ίμβρος, Σάμος || αρμίδι

αρμίθι [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Λακωνία || αρμίδι

αρμιθιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Βουρλά* || αρμίδι

αρμίι || Κως, Χάλκη || αρμίδι

αρμίιν || Κάρπαθος || αρμίδι

άρμιμα || Βόρεια Εύβοια, Λέσβος, Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική || άρμεγμα

άρμιμαν || Λιβίσι* || άρμεγμα

αρμίν || Κάρπαθος, Ρόδος || αρμίδι

άρμινα || Λήμνος, Σκόπελος || άρμενα

αρμινάκ || Πιερία || χαμομήλι

αρμινίζουμι || Λάρισα || χαζεύω

αρμινίννου || Λιβίσι* || αρμενίζω

αρμίνισμαν || Λιβίσι* || αρμένισμα

αρμινούδ || Σουφλί || χαμομήλι

αρμινώ || Χαλκιδική || αρμενίζω

αρμιξά || Γρεβενά, Σκόπελος || άρμεγμα

αρμιξιά || Ιωάννινα, Μαγνησία || άρμεγμα

αρμιξιά || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Λάρισα, Λέσβος, Νιγρίτα, Πιερία, Σουφλί, Τρίκαλα || αρμεξιά

αρμιστά || Κύμη || αρχίδια

αρμιτσάδα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || κοκορεβιθιά

αρμιχτάρα || Αιτωλοακαρνανία || καρδάρα

αρμιχτάρς || Πιερία || αρμεχτής

αρμιχτάς || Πιερία || αρμεχτής

αρμιχτής || Πιερία || αρμεχτής

άρμιχτους || Γρεβενά, Κομοτηνή || ανάρμεχτος

αρμνεύγω || Πάρος || συμβουλεύω

αρμνεύου || Ήπειρος, Μαγνησία, Σάμος || συμβουλεύω

αρμνιά || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Σαράντα Εκκλησιές* || τουρσί

αρμνιός || Σάμος || καρδάρα

αρμό || Τσακωνιά || αρμός

άρμο || Κύθηρα || εξοπλισμός

αρμόγαλου || Σάμος || ξινόγαλα

αρμογή [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρμός

αρμόδ || Χαλδία* || αρμαθιά

αρμοδάζω || Χαλδία* || αρμαθιάζω

αρμόζμους || Καστοριά || άλμη

αρμόθ || Σάντα*, Χαλδία* || αρμαθιά

αρμοθάζω || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αρμαθιάζω

αρμοθέα || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αρμαθιά

αρμόθιν || Κερασούντα* || αρμαθιά

αρμολάι || Μύκονος || ελεύθερα

αρμολασιά || Ηλεία || άλμη

αρμολόγημα || λόγιο || αρμολόημα, αρμολόι, αρμουλόι || αρμολόγημα

αρμολογώ || λόγιο || αρμολοώ, αρμόνω, αρμουλουγάου || αρμολογώ

αρμολόημα || Άνδρος, Κάρπαθος, Νάξος || αρμολόγημα

αρμολόι || Ηλεία, Λακωνία, Μύκονος || αρμολόγημα

αρμολοώ || Άνδρος, Κάρπαθος, Μύκονος || αρμολογώ

άρμομα || Ουλαγάτς* || κλείσιμο

αρμομένο || Ουλαγάτς* || κλεισμένος

αρμόνικα || Βουρλά* || φυσαρμόνικα

αρμόνω || Κοτύωρα* || αρμολογώ

αρμόνω || Ουλαγάτς* || κλείνω

αρμός || Μαγνησία || αγκώνας

αρμός || & Κερασούντα*, Μύκονος, Οινόη*, Πάργα, Πάρος, Σάμος, Σαμψούντα*, Χαλδία*, Χαλκιδική || αρμός

αρμός || Καστοριά || δύναμη

αρμός || Κύθηρα, Λήμνος, Πάρος || κλείδωση

αρμός || Κρήτη || κορυφογραμμή

αρμός || Γρεβενά, Κοζάνη || φόρα

αρμός [Germano 1622] || δημοτική || αρμό, αρμογή, αρμοσιά || αρμός

αρμός [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Κέρκυρα, Μύκονος || άρθρωση

αρμοσιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρμός

αρμοσιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || γάμος

αρμοστή || Ρόδος || αρραβωνιαστικιά

αρμουάρα || Βουρλά* || ντουλάπα

αρμουλάι || Αιτωοακαρνανία, Φθιώτιδα || λαγουδάκι

αρμουλόι || Μαγνησία, Τρίκαλα || αρμολόγημα

αρμουλόιτους || Μαγνησία || άξεστος

αρμουλουγάου || Νιγρίτα || αρμολογώ

αρμούνεμα || Μάνη || συμβουλή

αρμουνεύου || Ήπειρος, Μάνη || συμβουλεύω

αρμουνεύω || Δέλβινο, Λακωνία || συμβουλεύω

αρμούνια || Μάνη || συμβουλή

αρμούνιο || Δέλβινο, Μάνη || συμβουλή

αρμούρα || Κέρκυρα || αλμύρα

αρμούτ || Αδριανούπολη*, Λέσβος, Σουφλί, Χαλδία* || αχλάδι

αρμούτης || Νάξος || αγριοκούνελο

αρμούτης || Νάξος || λαγουδάκι

αρμουτσάβα || Λακωνία || κοκορεβιθιά

αρμουτσάδα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || κοκορεβιθιά

αρμούτσι || Χάλκη || φίμωτρο

άρμπα || Κεφαλονιά, Ζάκυνθος || αυγή

αρμπαζία || Νάξος || συνήθεια

αρμπακανέλα || Κεφαλονιά || χρυσάνθεμο

αρμπακανέλα [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || Ζάκυνθος, Παξοί || αρμπαρόριζα

αρμπαλαγιά || Ιωάννινα || ζαλάδα

αρμπαλέτου || Αιτωλοακαρνανία || τόξο

αρμπανέλα [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || αρμπαρόριζα

αρμπάρι || Παξοί || αμπάρι

αρμπάριζα || Θήρα || αμπάριζα

αρμπαρόζα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα || αρμπαρόριζα

αρμπαρόριζα || & Βουρλά*, Ζάκυνθος, Θήρα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Μέγαρα, Μεσσηνία, Παξοί || αρμπαρόριζα

αρμπαρόριζα [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || τα φυτά Pelargonium graveolens ή Pelargonium roseum και Pelargonium odoratissimum: αλμπανόριζα, αλπαρόζα, αλμπαρόρζα, αλμπαρόριζα, αλπαρόζα, αμπενόριζζον, αρμπακανέλα, αρμπανέλα, αρμπαρόζα, αρμαρόριζα, αρμπερόριζα, αρμπιρόζα, αρμπιρόλα, γκιούλκαϊ, μαρμαρόζα, μοσχομολόχα, μουσκουλούλουδου, μπαμπερόριζα, μπαρπαρόζα, μπαρμπακόρζα, μπαρμπαρούσα, μπαρμπερόριζα, ντρισαής, τρισαΐ || αρμπαρόριζα

άρμπεμα || Σκύρος || άρμεγμα

αρμπέου || Σκύρος || αρμέγω

αρμπερόριζα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμπαρόριζα

αρμπέτα [Germano 1622] || δημοτική || Κύπρος, Πελοπόννησος || μπουράντζα

αρμπεχτής || Σκύρος || αρμεχτής

άρμπιλ || Μαγνησία || ερυθρά

αρμπιρόζα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμπαρόριζα

αρμπιρόλα || Κεφαλονιά || αρμπαρόριζα

αρμπιτράρια || Ζάκυνθος || διαιτησία

άρμπιτρος || Ζάκυνθος || διαιτητής

άρμπορο [Βλαστός 1931] || κατάρτι

αρμπουρίζω || Παξοί || αρμενίζω

άρμπουρο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θήρα, Κάσος, Κέρκυρα, Κίμωλος, Κρήτη, Λευκάδα, Μάνη, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Φούρνοι, Χάλκη || κατάρτι

άρμπουρον || Κάρπαθος, Κύπρος || κατάρτι

αρμρός || Πάρος || αλμυρός

αρμυζία || Τσακωνιά || άλμη

αρμυϊριένου || Μάνη || αλμυρίζω

αρμυϊριός || Μάνη || αλμυρός

αρμύλλα || Κάρπαθος || αλμύρα

αρμύρα || Θήρα, Πάρος || αρμυρίχη

αρμύρα [Βεντότης 1790] || Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Καστοριά, Λαγκαδάς, Μάνη, Πιερία, Ρόδος, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάσος, Κύθηρα, Λιβίσι*, Μάνη, Σωζόπολη*, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || άλμη

αρμύρα [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αδριανούπολη*, Αρκαδία, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Νιγρίτα, Πιερία, Τσακωνιά || αλμύρα

αρμυράδα [Βλάχος 1659] || Λευκάδα || αλμυρότητα

αρμυράδα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αλμύρα

αρμυρέ || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αλμυρός

αρμυρήθρα || Σμύρνη || αλμυρίδι

αρμυριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλαταριά

αρμυριά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμυρόχωμα

αρμύριγκας [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κεφαλονιά || αλμυρίκι

αρμυρίγκι [Χελδράιχ 1926] || δημοτική || αλμυρίκι

αρμυρίδι || Νίσυρος || αλμυρίκι

αρμυρίδι [Γεννάδιος 1914] || αρμυρίχη

αρμυρίζου || Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα || αλμυρίζω

αρμυρίζω [Somavera 1709] || δημοτική || Ηλεία, Ήπειρος || αλμυρίζω

αρμυρίκα || Ζάκυνθος || αρμυρίχη

αρμυρίκα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αλμυρίκι

αρμυρίκη [Χελδράιχ 1926] || δημοτική || Λακωνία || αλμυρίκι

αρμυρίκι [Γεννάδιος 1914] || δημοτική || Κεφαλονιά || αλμυρίκι

αρμυρίκι [Γεννάδιος 1914] || Λευκάδα || αρμυρίχη

αρμυρίνου || Μάνη || αλμυρίζω

αρμυριός || Κως, Νάξος || αλμυρός

αρμυρίτης || Κως || πυτιά

αρμυρίχα || Ζάκυνθος, Κέρκυρα || αλμυρίδι

αρμυρίχα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κεφαλονιά || αλμυρίκι

αρμυρίχη [Χελδράιχ 1926] || Suaeda fruticosa: αλμύρα, αλμυρήθρα, αλμυρίδι, αλμυρίκι, αλμυρίχα, αλμυρίχη, αρμύρα, αρμυρίδι, αρμυρίκα, αρμυρίκι, αρμυρόδεντρο, λγκιν || αρμυρίχη

αρμυρό || Καλαβρία || αδενίτιδα

αρμυρόγεια [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρμυρόχωμα

αρμυρόγλυκος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αλμυρόγλυκος

αρμυρόδεντρο || Σύρος || αρμυρίχη

αρμυρονέρι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || γλυφονέρι

αρμυρόνερο [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || γλυφονέρι

αρμυρόπικρος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αλμυρόπικρος

αρμυρός [Germano 1622] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Σύρος || αλμυρός

αρμυρότοπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλμυριά, αρμυριά || αλαταριά

αρμυρούτσικα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αλμυρούτσικα

αρμυρούτσικος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αλμυρούτσικος

αρμυρόφλεμα [Somavera 1709] || Άνδρος, Χίος || έκζεμα

αρμυρόχωμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αλατόγεια, αλμυριά, αρμυριά, αρμυρόγεια,  || αρμυρόχωμα

αρμυρύς || Κίμωλος, Κύθνος, Μάνη, Μύκονος || αλμυρός

αρμυρώ [Somavera 1709] || αλμυρίζω

αρνά || Κύπρος || αμνάδα

άρνα || Μάνη, Χίος || προβατίνα

αρνά (η) || Κάρπαθος || αρνόμαλλο

άρνα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λησμονιά

αρνάα || Κύπρος || αμνάδα

Αρναβούτης || Σαμψούντα* || Αλβανός

αρναβούτικος || Σαμψούντα* || αλβανικός

Αρναγούτς || Λέσβος || Αλβανός

αρνάδ || Ίμβρος || αρνάκι

αρνάδα || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αμνάδ, αμνάδα, μηλιόρα || αρνάδα

αρνάδα || & Ηλεία, Νάξος, Παξοί, Χίος || αρνάδα

αρνάδα [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κορινθία, Ηλεία, Κέρκυρα, Κως, Λακωνία, Τσακωνιά, Φθιώτιδα, Χίος || αμνάδα

αρνάδα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Μάνη, Φθιώτιδα, Χίος || προβατίνα

αρνάδι || Νάξος || αρνάκι

αρνάζι || Τσακωνιά || λίμα

αρνάθρουπους || Πιερία || πράος

αρνάι || Απουλία, Χίος || αρνάκι

αρνάιν || Κύπρος || αρνάκι

αρνάκ || Σάμος, Φωκίδα || αρνάκι

άρνακα || Τσακωνιά || νερόλακκος

άρνακας [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Πάρος || νάρθηκας (φυτό)

αρνακεύω || Οινόη* || αρχίζω

αρνάκι || & Αμοργός, Απουλία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κίμωλος, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία, Νάξος, Σύρος, Χάλκη || αρνάκι

αρνάκι [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Atlas Linguarum Europae 323 | Buck List 3.29 | ανελέντο, αρνάδ, αρνάδι, αρνάι, αρνάιν, αρνάκ, αρνάκιν, αρνακούλι, αρνατάι, αρνατάκι, αρνάτσι, αρνέλ, αρνίτς, αρνίτσιν, αρνόπλον, αρνόπον, αρνόπουλο, αρνόπουλον, αρνούδ, αρνούδιν, αρνούιν, αρνούκι, αρνούλι, αρνούππιν, κουζί || αρνάκι

αρνάκιν || Ρόδος || αρνάκι

αρνακούλι || Τσακωνιά || αρνάκι

αρναμούστ || Σκόπελος || φιλότιμο

Αρναούτης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρναβούτης, Βουρλά*, Κερασούντα*, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Τρίγλια* || Αλβανός

Αρναούτθης  || Κάλυμνος || Αλβανός

αρναούτι || Ρόδος || πιπεριά

αρναουτιά || Κρήτη || αρβανιτιά

αρναούτικα || Κρήτη || αλβανικά

αρναούτικος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 199 || δημοτική || Κερασούντα* || αλβανικός

Αρναούτισσα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη, Λακωνία || Αλβανίδα

Αρναούτους || Κοζάνη || Αλβανός

Αρναούτς || Ιωάννινα, Τραπεζούντα*, Τρίκαλα, Χαλδία*, Χαλκιδική || Αλβανός

αρναπόκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Απουλία || αρνόμαλλο

αρναπόκια || Απουλία || κουτσομπόλα

αρνάρ || Κοζάνη, Σιάτιστα || λίμα

αρνάρ || Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Μαγνησία || ξυλόλιμα

αρνάρ || Κοζάνη, Τρίκαλα || ράσπα

άρναρ || Σάμος || βίαια

αρναρέα || Κάρπαθος || αρνόμαλλο

αρνάρης [Βλαστός 1931] || δημοτική || προβατοβοσκός

αρνάρι || Τσακωνιά || λίμα

αρνάρι || Αρκαδία || ράσπα

αρνάρι [Βλαστός 1931] || Ηλεία, Μεσσηνία || ξυλόλιμα

αρναρίζου || Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Μαγνησία || λιμάρω

αρναρίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || λιμάρω

αρνάρισμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || λιμάρισμα

αρνάρστους || Κοζάνη || αλιμάριστος

αρνάς || Κάλυμνος || αφελής

αρνάτα || Απουλία || αμνάδα

αρνατάι || Απουλία || αρνάκι

αρνατάκι || Απουλία || αρνάκι

αρνάτσι || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αρνάκι

αρνάφισκας || Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη || τονάκι

αρναφίσκι || Καστελλόριζο || τονάκι

αρναφίσκος || Λέρος || τονάκι

αρνάχα || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αρχή

αρναχευτός || Κερασούντα* || αρχινισμένος

αρναχεύω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Όφις*, Σούρμενα* || αρχίζω

αρναχία || Τραπεζούντα* || αρχή

αρνέκ || Κοζάνη || δείγμα

αρνέκ || Βελβεντός, Κοζάνη || πατρόν

αρνέλ || Λέσβος, Μαΐστρος* || αρνάκι

άρνεμα || Χαβουτσί* || άρμεγμα

άρνεμαν || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || άρνηση

αρνεμός || Κάρπαθος || καθησύχαση

αρνεμός || Κρήτη || παρηγοριά

αρνεύγω || Βάτικα*, Χαβουτσί* || αρμέγω

αρνεύγω || Κρήτη || παρηγορούμαι

αρνεύγω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κρήτη, Νάξος || ημερεύω

αρνεύγω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || καταπραΰνω

αρνεύου || Θάσος || δείχνω

αρνεύω || Χαβουτσί* || αρμέγω

αρνεύω || Νίσυρος || εξημερώνω

αρνεύω || Κρήτη || παρηγορούμαι

αρνεύω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κρήτη || ημερεύω

αρνεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || καταπραΰνω

αρνέω || Κρήτη || ημερεύω

αρνή [Corona Preciosa 1527] || αρνί

άρνη [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Αρκαδία, Μεσσηνία || λησμονιά

αρνηκή || Τσακωνιά || αρνητής

άρνης || Ίμβρος || άρνηση

άρνηση [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || άρνεμαν, άρνης, αρνησιά, άρνισμα, άσια, χάσια || άρνηση

αρνησιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ηλεία || άρνηση

αρνησιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || λησμονιά

αρνησίθρησκος || λόγιο || ντοϊμές, ντουλμές, ντουνμές || αρνησίθρησκος

αρνητής [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρνηκή, αρνιστής || αρνητής

αρνί || & Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Ανάφη, Άνδρος, Απουλία, Αργολίδα, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Βάτικα*, Δέλβινο, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Ινέπολη*, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κονίστρες, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύθνος, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέσβος, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Όφις*, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σεμένι*, Σέρρες, Σιάτιστα, Σίφνος, Σκύρος, Σούρμενα*, Σύμη, Σύρος, Τρίκαλα, Τσακωνιά, Χαβουτσί, Χαλδία*, Χάλκη, Χίος || αρνί

αρνί [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Buck List 3.29 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αρί, αρνή, αρνίν, αρνός, γουζί, ντάκος, προβατάι || αρνί

αρνιά || αρνία || αρνιά

αρνία || Μάνη || αρνιά

αρνιαγούτς || Λέσβος || άξεστος

αρνιακάδα || Λευκάδα || αρνοτόμαρο

αρνιακό [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Κύθηρα, Λευκάδα || αρνοτόμαρο

αρνιακός || Κάρπαθος || αρνοτόμαρο

αρνίγομαι || Κοτύωρα* || αρνούμαι

αρνίγουμαι || Κερασούντα*, Κοτύωρα* || αρνούμαι

αρνιέμαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αμοργός, Αργολίδα, Αχαΐα, Ηλεία, Λακωνία, Πάργα || αρνούμαι

αρνιέμι || Λήμνος || αρνούμαι

αρνίζουμαι || Κύπρος || αρνούμαι

αρνίθ || Θάσος, Λάρισα, Νιγρίτα, Πιερία, Σουφλί, Τρίκαλα, Χαλκιδική || κότα

αρνίθ || Ιωάννινα, Κοζάνη, Σουφλί, Χαλκιδική || κοτόπουλο

αρνίθα || Κοζάνη, Κρήτη, Νιγρίτα, Πιερία, Σέρρες, Σιάτιστα, Χαλκιδική || κότα

αρνίθι || Λευκάδα || κόκορας

αρνίθια || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάσος, Κύθηρα, Λιβίσι*, Μάνη, Σωζόπολη*, Τσακήλι* || πουλερικά

αρνιθοπούλ || Πιερία || κλωσόπουλο

αρνιθόσκιλλον || Κάρπαθος || σπιθαμή

αρνιθοτυφλά || Κάρπαθος || νυκταλωπία

αρνιθοτυφλιά || Ρόδος || νυκταλωπία

αρνιθουκούμασου || Πιερία || κοτέτσι

αρνιθώνας || Πιερία || κοτέτσι

αρνικεύω || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Όφις*, Τραπεζούντα* || καυλώνω

αρνικίζω || Σάντα* || καυλώνω

αρνικό || Τσακωνιά || αρνίσιος

αρνικό || Κοτύωρα* || αρσενικό

αρνικός || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρώμνη*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρσενικός

αρνίν || Κάρπαθος, Οινόη*, Ρόδος || αρνί

αρνιόμαι || Καστελόριζο, Κονίστρες || αρνούμαι

αρνίομαι || Οινόη* || αρνούμαι

αρνιόμι || Αιτωλοακαρνανία || αρνούμαι

αρνιούμ || Σαράντα Εκκλησιές* || αρνούμαι

αρνίουμαι || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρνούμαι

αρνιούμαι [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αυλωνάρι, Ζάκυνθος, Θήρα, Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Πάργα, Σινασός* || αρνούμαι

αρνιπούκι || Καλαβρία || αρνόμαλλο

αρνίσιος [Deheque 1825] || δημοτική || αρνικό, αρνίσιους, αρνίστικος, αρνίχιος || αρνίσιος

αρνίσιους || Καστοριά || αρνίσιος

αρνίσκα || Καλαβρία || αμνάδα

άρνισμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Σίφνος || άρνηση

αρνιστής [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάρπαθος, Οινόη* || αρνητής

αρνίστικος || Κρήτη || αρνίσιος

αρνίτζα || Κερασούντα*, Σαμψούντα*, Χαλδία* || αμνάδα

αρνίτς || Νιγρίτα || αρνάκι

αρνίτσι || Βάτικα*, Χαβουτσί* || κέδρος

αρνίτσιν || Κύπρος || αρνάκι

αρνιχεύω || Κερασούντα* || αρχίζω

αρνίχιος || Μάνη || αρνίσιος

αρνοβότανο [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || απολησμονοβότανο

αρνόγλωσσο || & Κέρκυρα, Κρήτη || αρνόγλωσσο

αρνόγλωσσο [Χελδράιχ 1926] || το φυτό Plantago lanceolata: πεντάνευρο, πιντάνιβρου || αρνόγλωσσο

αρνοκάτσικα || & Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Μάνη || αρνοκάτσικα

αρνοκάτσικα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρνόριφα, αρνουκάτσκα || αρνοκάτσικα

αρνόκουρα || & Αρκαδία, Ηλεία, Ίμβρος, Κάρυστος, Λακωνία || αρνόκουρα

αρνόκουρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κωλόκουρα || αρνόκουρα

αρνομάλ || Κοτύωρα*, Σάντα*, Σεμένι*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρνόμαλλο

αρνομάλιν || Κερασούντα* || αρνόμαλλο

αρνόμαλλο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρνά (η), αρναπόκι, αρναρέα, αρνιπούκι, αρνομάλ, αρνομάλιν, αρνόμαλου, αρνοπόκι, αρνοπόκιν, αρνουμάλ, αρνουπόκ, πουκάρ || αρνόμαλλο

αρνόμαλου || Ίμβρος, Λέσβος, Καστοριά, Πιερία || αρνόμαλλο

αρνοπέτα [Somavera 1709] || μπουράντζα

αρνοπέτσι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρνοτόμαρο

αρνόπλον || Οινόη* || αρνάκι

αρνοπόκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Λευκάδα, Παξοί, Τσακωνιά || αρνόμαλλο

αρνοπόκιν || Κάρπαθος || αρνόμαλλο

αρνόπον || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρνάκι

αρνόπουλο || Κέρκυρα, ¨οφις* || αρνάκι

αρνόπουλον || Οινόη* || αρνάκι

αρνόριφα || Κάρπαθος, Κύθηρα, Νάξος, Χίος || αρνοκάτσικα

αρνός || Κάρπαθος || αρνί

αρνός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βουρλά* || αγριόσυκο

αρνοτόμαρε || Τσακωνιά || αρνοτόμαρο

αρνοτόμαρο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρνιακάδα, αρνιακό, αρνιακός, αρνοπέτσι, αρνοτόμαρε || αρνοτόμαρο

αρνούδ || Αδριανούπολη*, Ίμβρος, Λήμνος, Μαΐστρος* || αρνάκι

αρνούδιν || Κύπρος || αρνάκι

αρνούιν || Κύπρος || αρνάκι

αρνουκάτσκα || Πιερία || αρνοκάτσικα

αρνούκι || Καλαβρία || αρνάκι

αρνούλι || Χαβουτσί* || αρνάκι

αρνούμαι || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Buck List 18.34 | αρνίγομαι, αρνίγομαι, αρνιέμαι, αρνιέμι, αρνίζουμαι, αρνίομαι, αρνιόμαι, αρνιόμι, αρνιούμ, αρνιούμαι, αρνίουμαι, ρνιούμαι || αρνούμαι

αρνούμαι || διαλεκτικό: Κρήτη, Νάξος, Σάντα* || αρνούμαι

αρνουμάλ || Γρεβενά, Πιερία || αρνόμαλλο

αρνουπόκ || Βελβεντός, Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Τρίκαλα || αρνόμαλλο

αρνούππα || Κύπρος || προβατίνα

αρνούππιν || Κύπρος || αρνάκι

αρνοφήλι || Κρήτη || αμνάδα

αρνοχτιά || Ρόδος || πιπεριά

αρντακλιά || Ρόδος || αντράκλα

αρντάσης [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || σύντροφος

αρντάσης [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || φίλος

αρντάφνα || Κως || πικροδάφνη

αρντάχτι || Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κως, Λέρος || αδράχτι

αρντάχτιν || Κερασούντα*, Οινόη* || αδράχτι

αρντάχτσι || Σίλλη* || αδράχτι

αρντέντα || Καλαβρία || βδέλλα

αρντίρι || Ζάκυνθος || θάρρος

αρντός || Σίλλη* || χοντρός

αρντρίζου || Σουφλί || περισσεύω

αρξάφ || Βελβεντός || χρυσάφι

αρξός || Βελβεντός || χρυσάφι

αρόα || Μύκονος || μισθός

αροάβνα || Κύπρος || πικροδάφνη

αροάμνα || Κύπρος || πικροδάφνη

αρόανος || Κάρπαθος || ανάγυρος

αροάφνα || Κύπρος, Ρόδος || πικροδάφνη

αροάφνη || Χάλκη || πικροδάφνη

αροάχνα || Ρόδος || πικροδάφνη

αρόγα || Μύκονος || μισθός

αρογλάδα || Νάξος || γκορτσιά

αρόγνα || Ρόδος || πικροδάφνη

αρόδα || Δέλβινο, Πάρος, Σύρος || ρόδα

αροδάβνη || Κύπρος || πικροδάφνη

αροδάμνα || Κύπρος || πικροδάφνη

αροδαρά || Κρήτη || τριανταφυλλιά

αροδάφνα || Κύπρος, Ρόδος || πικροδάφνη

αροδάφνη [Somavera 1709] || δημοτική || Αμοργός, Άνδρος, Βουρλά*, Κύπρος, Νίσυρος, Χίος || πικροδάφνη

αροδάφνι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πικροδάφνη

αρόδιστα || Θήρα, Κύθηρα || αξημέρωτα

αρόδο || & Καλλίπολη*, Κάλυμνος, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Μύκονος, Τρίγλια* || αρόδο

αρόδο [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρόδου || αρόδο

αροδόντης || Κρήτη || αραιοδόντης

αρόδου || Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Λευκάδα, Μαγνησία, Μύκονος, Νάξος, Παξοί, Πάργα, Σκόπελος || αρόδο

αροθυμία || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νοσταλγία

αροθυμία || Σύμη || πλήξη

αροθυμώ || Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || νοσταλγώ

αροθυμώ || Κύπρος || φοβάμαι

αρόιδο || Αρκαδία || ρόδι

αρόινος || Κάρπαθος || ρίγανη

αροκάνιγος || Αρκαδία || αροκάνιστος

αροκάνιστε || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αροκάνιστος

αροκάνιστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αροκάνιγος, αροκάνιστε, αροκάνιτε, αρουκάνιγος, αρουκάνιστος, αρουκάνιτε, αρούκανος || αροκάνιστος

αροκάνιτε || Τσακωνιά || αροκάνιστος

αρολάρω || Ζάκυνθος || καταγράφω

αρόλιθος || Κρήτη || γούρνα

αρολλοΐντζω || Κάρπαθος || κοσκινίζω

αρολλός || Κάρπαθος || κόσκινο

αρολόγος || Κύμη || κόσκινο

αρολόι || Καστελλόριζο || ρολόι

αροματέβγομαι || Θήρα || ονειρεύομαι

αρομιά || Σύμη || αρμίδι

αρομιίδι || Σύμη || αρμίδι

αρομνιά || Σύμη || αρμίδι

αρόντα || Κέρκυρα || τρεχάλα

αρόουφνα || Ρόδος || πικροδάφνη

αροπός || Πάρος || αραιός

αρόποτος || Θεσπρωτία || αχόρταγος

αρός || Χαλκιδική || αραιός

άρος (το) || Οινόη* || αραίωση

αροσέρνω || Κρήτη || ευδοκιμώ

αροσίρω || Κρήτη || ευδοκιμώ

αροσμαρής || Κρήτη || δεντρολίβανο

αροσμαρί || Κρήτη || δεντρολίβανο

αροσύνη || Φάρασα* || υγεία

αρότολο || Ζάκυνθος || διαδοχικά

αρότρ || Τένεδος || αλέτρι

αροτσίνα || Ρόδος || ρετσίνι

αρού || Τσακωνιά || αρμέγω

άρου || Κιμωλος || αραιά

άρου || Κίμωλος || σπάνια

αρουά || Ρόδος || ρώγα

αρούα || Ρόδος || αράχνη

αρούανος || Κάρπαθος || ρίγανη

αρούβαλο [Χελδράιχ 1926] || Τήνος || ρούβαλο

αρουβάρω || Μύκονος || φτάνω

αρουβίθ || Ίμβρος || ρεβίθι

αρούγκαβλος || Λακωνία || ατσούμπαλος

αρουδάφν || Λέσβος || πικροδάφνη

αρουδάφνη || Λιβίσι* || πικροδάφνη

αρουδαφνούδα || Λέσβος || πικροδάφνη

αρούδι || Χίος || ρόδι

αρουδιά || Χίος || ροδιά

αρουθουνίτης || Ρόδος || νεροχύτης

αρουκάνιγος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αροκάνιστος

αρουκάνιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Μάνη || αροκάνιστος

αρουκάνιτε || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αροκάνιστος

αρούκανος || Λευκάδα || αροκάνιστος

αρούκατε || Τσακωνιά || χοντρός

αρουκατιά || Αρκαδία || αγένεια

αρούκατος || Αρκαδία || άξεστος

αρούκατος || Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία || απεριποίητος

αρούκατος || Μεσσηνία || κρεμανταλάς

αρούκατος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || ακατάστατος

αρούκατους || Σκόπελος || άχαρος

αρούλημα || Αρκαδία, Ηλεία || ουρλιαχτό

αρουλητό || Αρκαδία, Ηλεία || ουρλιαχτό

αρούλιασμα || Αρκαδία || ουρλιαχτό

αρουλιέμαι || Αρκαδία, Ηλεία, Λακωνία, Μεσσηνία || ουρλιάζω

αρούλισμα [Αρχείο Τριανταφυλλίδη 1924] || ουρλιαχτό

αρούλλα || Κύπρος || μαγκάλι

αρουλόι || Καρδίτσα, Μαγνησία || ρολόι

αρουλός [Somavera 1709] || δημοτική || νερουλός

αρούμαγος || Δέλβινο, Πωγώνι || άγουρος

αρούμαι || Φάρασα* || γιατρεύομαι

αρούμαστος || Κέρκυρα || ανώριμος

αρόυνας || Ρόδος, Σύμη || ανάγυρος

αρούνγους || Άρτα || ξεροκέφαλος

αροϋνιά || Ρόδος || ανάγυρος

αρούνοι (οι) || Ρόδος || φασολάκια

αρόυνος || Κάρπαθος, Σύμη || ανάγυρος

άρουπος || Κοτύωρα* || άνθρωπος

αρούποτος || Λακωνία || αχόρταγος

αρούπουτους || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Φθιώτιδα || αχόρταγος

αρουραίος || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Atlas Linguarum Europae 104 | αναβαγούλα, αναβαλούδα, αναβαλούδας, αναβαλούκα, αναβολέος, αναβαλέους, αναβολιός, ανεβολιός || αρουραίος

αρουσάδα || Κρήτη || χαραμάδα

αρουσκιά || Λέσβος || αρρώστια

αρουσκιάρς || Λέσβος || αρρωστιάρης

αρουσταίνου || Ευρυτανία || αρρωσταίνω

αρουστάου || Νιγρίτα || αρρωσταίνω

αρουστάρη || Καλαβρία || αρρωστιάρης

άρουστε || Τσακωνιά || άρρωστος

αρουστεύου || Ίμβρος || αρρωσταίνω

αρουστιά || Νιγρίτα, Πιερία || αρρώστια

αρουστιάρκους || Γρεβενά || αρρωστιάρης

αρουστιάρς || Καρδίτσα, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος || αρρωστιάρης

αρουστκό || Ίμβρος, Ιωάννινα || φάρμακο

άρουστο || Καλαβρία || άρρωστος

άρουστου || Καλαβρία || άρρωστος

άρουστους || Αλόννησος, Γρεβενά, Ευρυτανία, Καρδίτσα, Καστοριά, Φωκίδα, Χαλκιδική || άρρωστος

αρουστώ || Καστοριά, Κοζάνη, Λήμνος, Πιερία || αρρωσταίνω

αρουτάου || Σκόπελος || ρωτώ

αρουτιούμι || Κοζάνη || αναρωτιέμαι

αρουτώ || Κοζάνη, Λήμνος, Σάμος, Σκόπελος || ρωτώ

αρουφώ [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || ρουφώ

αρουχλάδα || Νάξος || γκορτσιά

αρούχλαδο || Νάξος || γκόρτσο

αροχλάδα || Νάξος || γκορτσιά

αροχλαδιά || Νάξος || αχλαδιά

αρόχλαδο || Νάξος || γκόρτσο

αροχυμώ || Κύπρος || φοβάμαι

άρπα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κύπρος || ξαφνικά

αρπαάνος || Σύμη || άρπαγας

αρπαάς || Λιβίσι* || άρπαγας

αρπάγ || Αίνος*, Χαλκιδική || αρπάγη

αρπαγάνης || Σινασός* || άρπαγας

άρπαγας || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αλέτουρος, αρδαχτάς, αρπαάς, αρπαάνος, αρπαγάνης, αρπαγάς, άρπαγος, άρπαγους, αρπαδούρας, αρπάνος, αρπαουνιάρης, αρπάχτας, αρπάχτες, αρπαχτέας, αρπάχτης, αρπαχτής, αρπαχτιάις, αρπαχτιάρς, αρπαχτουλλάς, ζουλούμης, καζέπιν, ντουμουσιάρς || άρπαγας

αρπαγάς [Germano 1622] || άρπαγας

αρπάγη [Germano 1622] || συχν. εμφ. 3 || αγγρίφι, αγκερίδα, αγκζίθι, αγκινάρι, αγκινιός, αγκρίθι, άγκριπας, αγκρίφ, αγκριφάς, αγκρίφας, άγκριφας, αγκρίφι, αγκρίφιν, άγκριφους, αγκρύφι, άγριφας, αγρίφη, αγρίφι, ανασυρτό, ανγκρίφιν, αντσινάρι, αραμπαός, αρπάγ, αρπάγι, αρπάδι, αρπάιν, αρπαουνιά, αρπαχτάρι, αρπαχτάριν, αρπάχνα, αρπάχτης, γκρίφης, έγκριφας, έγριφας, κατσουκάνι || αρπάγη

αρπάγι || Σωζόπολη* || απόχη

αρπάγι [Somavera 1709] || δημοτική || αρπάγη

αρπαγία || Σωζόπολη* || άρπαγμα

άρπαγμα || Χαλκιδική || καβγάς

άρπαγμα [Somavera 1709] || δημοτική || άβραμα, άδραγμα, άδραγμα, αδραξιά, αδραξία, αδραχτιά, αλιμούρα, αναρπαγμός, αρπαγία, άρπαγμαν, αρπαή, αρπάκωμα, αρπαλίκι, αρπαλούκ, άρπαμα, άρπαμαν, αρπαξά, αρπαξία, αρπαξιά, αρπαουνιά, άρπασμα, αρπαχτουλλίκιν, δράξιμο, λιμούρα, χρουμπούλιασμα || άρπαγμα

άρπαγμαν || Κύπρος || άρπαγμα

αρπαγμένος [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ανάπαρτος, αρπακωμένος, αρπαμένος || αρπαγμένος

αρπαγμένους || Χαλκιδική || θυμωμένος

άρπαγος [Deheque 1825] || δημοτική || Κερασούντα*, Μέγαρα || άρπαγας

άρπαγους || Θάσος || άρπαγας

αρπάδι || Κεφαλονιά || αρπάγη

αρπαδούρας || Λέσβος || άρπαγας

αρπάζζομαι || Νίσυρος || φοβάμαι

αρπάζομαι [Somavera 1709] || δημοτική || αρπάζουμαι, αρπάζουμι, αρπακουλιέμι, αρπακουλιόμι, αρπακουλιόμι, αρπάχνομαι || αρπάζομαι

αρπάζομαι [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Πάργα || θυμώνω

αρπάζου || Τήνος || αγοράζω

αρπάζου || Αδριανούπολη*, Βοιωτία, Μάνη, Τρίκαλα || αρπάζω

αρπάζουμαι [Βλαστός 1931] || αρπάζομαι

αρπάζουμι || Τρίκαλα || αρπάζομαι

αρπάζουμι || Χαλκιδική || θυμώνω

αρπάζουμι || Χαλκιδική || καβγαδίζω

αρπάζω || & Αρκαδία, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ικαρία, Κέα, Κοτύωρα*, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Πάργα, Πάρος, Χαβουτσί || αρπάζω

αρπάζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αβράκχου, αβράχου, αγανταρίζου, αγαντάρου, αγαντζάρω, αδράζου, αδράζω, αδράσκου, αδράσκω, αδράχνου, αδράχνω, αδράχτου, αδράχτω, αλιμουριάζου, αναρπάζω, απαβράχου, απαρπώ, απλοχεριάζω, απλοχερίζω, απλοχερνώ, απλοχερώ, αποπιάνω, αρδάζω, αρπάζου, αρπακούμαι, αρπακώνου, αρπακώνω, αρπάου, αρπάσσω, αρπάχνου, αρπάχνω, αρπάχτου, αρπάω, αρπού, αρπώ, δράζω, δράχνου, δράχνω, ερπώ, ζαπώνου, ρπω, χρουμπουλιάζω || αρπάζω

αρπαή || Κύπρος || άρπαγμα

αρπάι || Τσακωνιά || απόχη

αρπάιν || Κύπρος || αρπάγη

αρπάκ || Πιερία || δαγκάνα

αρπακουλιέμι || Φθιώτιδα || αρπάζομαι

αρπακουλιόμι || Φθιώτιδα || αρπάζομαι

αρπακούμαι || Οινόη* || αρπάζω

αρπακτικά || δημοτική || αρπαχτικά || αρπακτικά

αρπακτικός || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδραχτικός, αρπαουνιάρης, αρπαχτικός || αρπακτικός

αρπάκωμα || Λακωνία || άρπαγμα

αρπακωμένος || Λακωνία || αρπαγμένος

αρπακώνου || Πιερία || αρπάζω

αρπακώνω || Λακωνία || αρπάζω

αρπάλ || Πιερία || δαγκάνα

αρπάλι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || χαυλιόδοντας

αρπαλίκι || Θεσπρωτία, Πωγώνι || άρπαγμα

αρπαλίκι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || λάφυρο

αρπαλούκ || Ιωάννινα || άρπαγμα

άρπαμα || Λέσβος || μπασταρδάκι

άρπαμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα || άρπαγμα

άρπαμαν || Κύπρος || άρπαγμα

αρπαμάς || Λέσβος || μπάσταρδος

αρπαμένος || Κρήτη || αρπαγμένος

αρπάνος || Χίος || άρπαγας

αρπαξά || Κάλυμνος || άρπαγμα

αρπαξία || Ζάκυνθος || άρπαγμα

αρπαξιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αρπαξίσικα || Τσακωνιά || αρπαχτά

αρπαού || Ζάκυνθος || κλοπή

αρπάου || Λιβίσι*, Φθιώτιδα || αρπάζω

αρπαουνιά || Κύπρος || αρπάγη

αρπαουνιά || Κύπρος || άρπαγμα

αρπαουνιάρης || Κύπρος || άρπαγας

αρπαουνιάρης || Κύπρος || αρπακτικός

αρπαουνίκκιν || Κύπρος || λαφυραγωγία

άρπασμα [Somavera 1709] || δημοτική || άρπαγμα

αρπάσσω || Καστελλόριζο, Κύπρος || αρπάζω

άρπαστος || Τραπεζούντα* || ανάρπαστος

αρπάστρα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρπάχτρα

αρπατζίκ || Σουφλί || κοκκάρι

αρπατζίκκιν || Κύπρος || κριθαράκι

αρπάχνα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρπάγη

αρπάχνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρπάζομαι

αρπάχνου || Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Νιγρίτα, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αρπάζω

αρπάχνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || αρπάζω

αρπαχτά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδραχτά, αδραχτικά, αρπαξίσικα, αρπαχτικά || αρπαχτά

αρπαχτάνους || Χαλκιδική || εφαψίας

αρπαχτάρι || Σύμη || αρπάγη

αρπαχτάριν || Κάρπαθος || αρπάγη

αρπάχτας [Βλαστός 1931] || Χαλδία* || άρπαγας

αρπαχτέας || Οινόη* || άρπαγας

αρπάχτες || Κερασούντα* || άρπαγας

αρπάχτης || Μάνη || άρπαγας

αρπάχτης || Σμύρνη*, Σύμη || αρπάγη

αρπαχτής [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Ινέπολη* || άρπαγας

αρπαχτής [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κλέφτης

αρπαχτιάης || Κοζάνη || Κοζάνη

αρπαχτιάις || Κοζάνη || άρπαγας

αρπαχτιάρς || Νιγρίτα || άρπαγας

αρπαχτικά || Νίσυρος || αρπαχτά

αρπαχτικά || Αδριανούπολη* || βιαστικά

αρπαχτικά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρπακτικά

αρπαχτικός [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρπακτικός

αρπάχτιρια || Μάνη || αρπάχτρα

αρπαχτός [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || βιαστικός

αρπαχτός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κλεμμένος

αρπαχτού || Κοζάνη || κλέφτρα

αρπάχτου || Κοζάνη || αρπάζω

αρπαχτούλης || Κρήτη || κλεφτάκος

αρπαχτουλλάς || Κάρπαθος || άρπαγας

αρπαχτουλλίκιν || Κάρπαθος || άρπαγμα

αρπαχτούρης || Κρήτη || κλεφτάκος

αρπάχτρα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρπάστρα, αρπάχτιρια || αρπάχτρα

αρπάχτρα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ζάκυνθος, Τρίκαλα || κλέφτρα

αρπαψώλα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || τσούλα

αρπάω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρπάζω

αρπεδόνα || Τσακωνιά || κλωστή

αρπεδόνα || Μέγαρα || σχοινί

άρπεζα || Ζάκυνθος || σιδηροδοκός

αρπεντές || Κάρπαθος || επίθεση

αρπετέ || Τσακωνιά || ποντίκι

αρπετίνα || Κάρπαθος || σαύρα

αρπετό || Ρόδος || γεράκι

αρπετό || Κάλυμνος, Κως || ερπετό

αρπετό || Κύθηρα || όρνιο

αρπετόν || Ρόδος || γεράκι

αρπετόν || Κάρπαθος || σαύρα

αρπετός || Μύκονος || γρήγορος

αρπετούιν || Κάρπαθος || σαύρα

αρπιδόνια || Αδριανούπολη* || κρόσσια

άρπορο [Βλαστός 1931] || κατάρτι

αρπού || Μάνη || αρπάζω

αρπουκουλιόμι || Φθιώτιδα || αρπάζομαι

άρπουρο || Κρήτη, Χάλκη || κατάρτι

αρπώ [Germano 1622] || δημοτική || Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθηρα, Κως, Λέσβος, Λήμνος, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πάρος, Σάμος, Χίος || αρπάζω

άρραβος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άραφτος

αρραβώνα || Κύπρος || προκαταβολή

αρραβώνα [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Κερασούντα*, Οινόη* || αρραβώνας

αρραβώνας [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αβερώνα, αναβούρα, αραβουνιά, αραβώνα, αραβωνάδα, αραβώνασμα, αραβωνή, αράωνας, αραώννιασμαν, αρβώνα, αρεβώνα, αρεβώνας, αριβώνα, αριβώνας, αρραβώνα, αρραβώνιασμα, αρραούνα, αρραούνισμα, αρρεβώνα, αρρεβώνιασμα, γαμπρολόι, νικκιάφιν, νισάν || αρραβώνας

αρραβώνας [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || βέρα

αρραβώνας [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Κρήτη || καπάρο

αρραβώνες [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αραβουνιάσματα, αραβώνις, αραβωνίσα (τα), αρβουνιάσματα, αρεβώνες, αριβώνις, αρμαστουλόγια (τα), αρμαστουλουήματα (τα), αρματσουλουήματα (τα), αρραβωνίσια, αρρεβωνίσια, μπατίκια, σιάσματα || αρραβώνες

αρραβωνιάζομαι [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αραβουνιάζουμι, αραβουνίζουμι, αρραβωνίζομαι, αρεβωνιάζομαι, νισανναντού, ραουνιάζζομαι, ραωνιάζομαι, ραωνιάζουμαι || αρραβωνιάζομαι

αρραβωνιάζω || & Ανάφη, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Κρήτη, Χαβουτσί* || αρραβωνιάζω

αρραβωνιάζω || Κύπρος || καπαρώνω

αρραβωνιάζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναβουριάννου, αραβουνιάζου, αραβωνάζω, αραβωνιάζου, αραωνιάζω, αρβουνιάζου, αρβωνιάζου, αρβωνιάζω, αρεβωνιάζου, αρεβωνίζω, αριβουνιάζου, αρραβωνίζω, αρρεβωνιάζω, νισαννατίζω, ραουνιάζζω, ραωνιάζω || αρραβωνιάζω

αρραβώνιασμα [Somavera 1709] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Τσακωνιά || αρραβώνας

αρραβωνιάσματα [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αλαξοδαχτυλίδια, αραβουνιάσματα, αραβουνίσια, αραβωνιάδα, αρβωνιάσματα, αραωνιάσματα, αρεβωνιάδα, αριβουνιάσματα, αριβουνίσια, αρματσουλουΐσματα, σιάσματα || αρραβωνιάσματα

αρραβωνιασμένος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αραβουνιασμένους, αρεβωνιασμένος, αριβουνιασμένος || αρραβωνιασμένος

αρραβωνιαστική [Deheque 1825] || αρραβωνιαστικιά

αρραβωνιαστικιά [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αμουρούζα, αναβουριαστική, αραβουνιάρα, αραβουνιάρς, αραβουνιασκιά, αρραβωνιαστική, αρραώνα, αραωνιαστική, αρβουνιάρα, αρεβωνιάρα, αριβουνιάρα, αρμαστή, αρμοστή, γιαβουκλού, δαχτυλιδωμένη, ραωνιαστικιά, ραωνιαστικιά, ταρκουλού || αρραβωνιαστικιά

αρραβωνιαστικός [Βλάχος 1659] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αβερωνιαστικός, αμουρούζος, αναβουριαστικός, αραβουνιασκός, αραβουνιαστκός, αραβωνιαστέ, αραβωνιαστικό, αραβωνιαστκός, αραωνιαστικός, αραωννιαστικός, αρβουνιασκός, αρβουνιαστκός, αρβωνιαστέ, αρβωνιαστικό, αρεβωνιάρης, αρεβωνιαστικός, αριβουνιάρς, αριβουνιαστκός, αρμαστής, αρμαστός, βερωνιαστικός, καταπιασμένος, νίσανι, ραβουνιασκός, ραβωνιαστικός, ραωνιαστικός, ρεβωνιαστικός, σαστικός, σιαστικός || αρραβωνιαστικός

αρραβωνίζομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρραβωνιάζομαι

αρραβωνίζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρραβωνιάζω

αρραβωνίσια [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρραβώνες

αρράντιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αράντιστος

αρραούνα || Κως || αρραβώνας

αρραούνισμα || Ρόδος || αρραβώνας

άρραφτος [Βεντότης 1790] || άραφτος

αρραώνα || Καστελλόριζο || αρραβωνιαστικιά

αρρεβώνα || Πάτμος || αρραβώνας

αρρεβωνιάζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Πάτμος || αρραβωνιάζω

αρρεβώνιασμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Μάνη || αρραβώνας

αρρεβωνίσια [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρραβώνες

αρρενοτόκος || αγορομάνα, αγουρουμάνα || αρρενοτόκος

αρροκάνιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || απλάνιστος

Αρρομούνοι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βλάχοι

Αρρουμάνοι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βλάχοι

Αρρουμούνοι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βλάχοι

αρρουσταίνω || Καλαβρία || αρρωσταίνω

αρρουστάω || Καλαβρία || αρρωσταίνω

αρρουστημένο || Καλαβρία || αρρωστημένος

αρρουστία || Καλαβρία || αρρώστια

άρρουστο || Καλαβρία || άρρωστος

αρρουχάλιστος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρροχάλιστος

αρροχάλιστος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρρουχάλιστος || αρροχάλιστος

άρρυθμα || λόγιο || αμπριάζκα || άρρυθμα

αρρυτίδωτος || λόγιο || αρυτίδιαστος || αρρυτίδωτος

αρρώγιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αβύζακτος

Αρρωμάνοι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βλάχοι

αρρωσταίνω || & Αρκαδία, Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα* || αρρωσταίνω

αρρωσταίνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αλκοτίζω, αναγκεύομαι, αναγκεύου, ανημπορεύγω, ανημπορεύω, ανημπουρεύγου, αρουσταίνου, αρουστάου, αρουστεύου, αρουστώ, αρρουσταίνω, αρρουστάω, αρρωστάω, αρρωστίζω, αρρωστώ, αρωσταίνου, αρωστάω, αρωστίνω, αρωστιώ, αρωστού, αρωστώ, ασβολώνομαι, αχαμνίζομαι, ζαμπνεύου, ζαμπουκεύω, κακαδεύω, ζουριάζου, ρωστώ, τζαμπνεύου || αρρωσταίνω

αρρωστάρης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || αρρωστιάρης

αρρωστάς || Κύπρος || αρρωστιάρης

αρρωστάς || Κύπρος || άρρωστος

αρρωστάω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Λακωνία || αρρωσταίνω

αρρωστημένος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αρρουστημένο, ζαγγανιάρης, ζαμπούνικος || αρρωστημένος

αρρώστια || & Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Ανάφη, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Ικαρία, Ιωάννινα, Κάλυμνος,  Καστοριά, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύθηρα, Λακωνία, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Σέρρες, Σύρος || αρρώστια

αρρώστια [Deheque 1825] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.84b | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αμπουρισίν, ανημπόρια, ανουμποριασμός, αρουσκιά, αρουστιά, αρρωστιά, αρρώτσα, αρώθια, αρώισκια, αρώσθια, αρωσθιά, αρώσια, αρωσία, αρωσιά, αρώσκια, αρώστα, αρωστιά, αρωστία, αρωστίγια, αρώστιγια, αρώστρια, αρρουστία, αρρωστιά, αρρώτσα, αρώστεμα, αρωστσία, αστιναρλάντημα, ζαϊφλίκι, ζαμπούνα, ζαμπούνιασμα, ζαράρ, κακάδεμα, καρακούσι, τάρτι || αρρώστια

αρρωστιά [Germano 1622] || αρρωστιά

αρρωστιά [Portius 1635] || δημοτική || Αμοργός, Κάρπαθος || αρρώστια

αρρωστιάρης || & Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ρόδος || αρρωστιάρης

αρρωστιάρης [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγγελιάρης, αναγκεμένος, αναγκιούλης, αρουσκιάρς, αρουστάρη, αρουστιάρκους, αρουστιάρς, αρρωσταρέ, αρρωστάρης, αρρωστάς, αρρωτσάρης, αρωισκιάρης, αρωστάρης, αρωστουλιάρης, αρωστουλλάς, βιριάνς, ζαγανιάρης, ζαΐφη, ζαΐφης, ζαμποθάνης, ζαμπούνης, ζαμπουνιάρης, ζαραλής, ζαριασμένος, ζαρίφκους, νταλακιάρης, νταλαχιάρης, ντέμπολος, ντιρλής || αρρωστιάρης

αρρωστιάρικος [Somavera 1709] || δημοτική || αρωστάρικος, αρωστάρκος, ζαμπουνιάρικος || αρρωστιάρικος

αρρωστίζω [Βλάχος 1659] || δημοτική || Θήρα || αρρωσταίνω

αρρωστικός [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || θεραπευτικός

αρρωστίλα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρωστουλιά || αρρωστίλα

αρρωστοβολάω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρρωστοβολώ

αρρωστοβολώ [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρρωστοβολάω || αρρωστοβολώ

άρρωστος || & Αίνος*, Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ικαρία, Κάλυμνος, Κέα, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κρήτη,Κύθηρα, Κρώμνη*, Κύπρος, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Οινόη*, Ρόδος, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σύρος, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || άρρωστος

άρρωστος [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Atlas Linguarum Europae 205 | Buck List 4.84a | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αναγκασμένους, αναγκεμένος, ανέχαλος, ανίδιος, αντύνατο, άουστους, άρουστε, άρουστο, άρουστου, άρουστους, άρρουστο, αρρωστάς, άρστο, αρωστάρης, αστινάρ, ατύνατο, αχαμνός, ζαΐφης, ζαμπούνης, ζαμπούνικος, ζαρόκολος, κακάς, ντεφεντάδος, ντύνατο || άρρωστος

αρρωστούλης [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρρωστούτσικος || αρρωστούλης

αρρωστούτσικος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρρωστούλης

αρρωστώ [Germano 1622] || δημοτική || Βάτικα*, Χαβουτσί* || αρρωσταίνω

αρρώτσα || Κάλυμνος || αρρώστια

αρρωτσάρης || Κάλυμνος || αρρωστιάρης

Αρσάλια (τα) || Πιερία || Πεντηκοστή

αρσάλιν || Κύπρος || ατσάλι

αρσαλώννω || Κύπρος || ατσαλώνω

αρσανάς [Βλαστός 1931] || δημοτική || ναύσταθμος

αρσανάς [Βλάχος 1659] || δημοτική || Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λέσβος, Φωκίδα, Χαλκιδική || ναυπηγείο

αρσανιάζω || Κύπρος || γρατζουνάω

αρσάς [Κουκκίδης 1960] || Κωνσταντινούπολη || οικόπεδο

αρσάτια || Σουφλί || γλυκίσματα

αρσεναδία || Κύπρος || σερενάτα

αρσενάς [Germano 1622] || ναυπηγείο

αρσενικό || & Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία, Ηλεία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Χάλκη || αρσενικό

αρσενικό || Τσακωνιά || αρσενικός

αρσενικό [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αρνικό, ρσενικό, σερνικό, σερνικού || αρσενικό

αρσενικοβότανε || Τσακωνιά || σερνικοβότανο

αρσενικοβότανο [Μέγας 1975] || Ηλεία || σερνικοβότανο

αρσενικοθήλυκος [Deheque 1825] || δημοτική || Πάρος, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές* || ερμαφρόδιτος

αρσενικός [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Buck List 2.23 | Buck List 3.12 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αρκινικό, αρνικός, αρσενικό, αρσινικός, αρσινκός, αρτσενικός, αρτσινικός, ασαρκός, ασερνικό, ασερνικός, ασερνκός, ασιρνικός, αφσινικό, σερικός, σερκός, σερνικό, σερνικός, σιρκός, σιρνκός || αρσενικός

αρσενικοσήλυκο || Τσακωνιά || ερμαφρόδιτος

αρσενικοφήλυκος || Φούρνοι || ερμαφρόδιτος

αρσενικόχορτο || Ζάκυνθος || σερνικοβότανο

αρσενκοφήλκος || Πάρος || ερμαφρόδιτος

αρσενοθήλυκος [Βλάχος 1659] || ερμαφρόδιτος

αρσένς || Αυδήμι* || μπάμπουρας

άρσεντρα || Κως || οχιά

αρσέρα || Κύπρος || φωταγωγός

αρσή || Αμοργός, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Μύκονος, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Σίλατα*, Σίλλη* || αρχή

άρση || Σαμψούντα* || αρχή

αρσί || Κάλυμνος || αρχίδι

αρσιάτος || Κύπρος || αρχίδι

αρσιβούσια || Μύκονος || τρεχάματα

αρσίγκια || Κάλυμνος || αρχίδια

αρσίγς || Λέσβος || ξεδιάντροπος

αρσίδι || Κάλυμνος, Καστελλόριζο || αρχίδι

αρσίζ || Θάσος || σκανταλιάρης

αρσιζά || Βουρλά* || αναίδεια

αρσιζά || Κρήτη || βωμολοχία

αρσιζέ || Κρήτη || βρισιά

αρσιζέ || Κρήτη || βωμολοχία

αρσίζζης || Νίσυρος || αναιδής

αρσίζζης || Νίσυρος || άτακτος

αρσίζζης || Κως, Νίσυρος || ζωηρός

αρσιζζιά || Κως || ζωηράδα

αρσίζζικα || Κως || ζωηρά

αρσίζζικος || Κως || ζωηρός

αρσίζης || Ρόδος || άτακτος

αρσίζης || Καστελλόριζο || ζωηρός

αρσίζης || δημοτική || Βουρλά*, Θήρα, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μέγαρα, Νάξος, Πελοπόννησος || ξεδιάντροπος

αρσίζης || Κρήτη || πούστης

αρσίζης [Κουκκίδης 1960] || Βουρλά*, Θήρα, Καλλίπολη*, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μάκρη*, Χίος || αναιδής

αρσιζιά || Ρόδος || αταξία

αρσιζιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || ξεδιαντροπιά

αρσίζικα [Βλαστός 1931] || Κρήτη || βρομόλογα

αρσίζικες || Κρήτη || βρομόλογα

αρσίζικος || Κωνσταντινούπολη || άτακτος

αρσίζικος [Somavera 1709] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη || ξεδιάντροπος

αρσίζκους || Σάμος || καυλιάρης

αρσίζκους || Θάσος || σκανταλιάρικος

αρσιζλίτς || Λέσβος || ξεδιαντροπιά

αρσίζς || Σάμος || καυλιάρης

αρσίζς || Σάμος || ξεδιάντροπος

αρσίζς [Κουκκίδης 1960] || αναιδής

αρσίζω || Κάλυμνος, Χαλδία* || αρχίζω

αρσίιν || Κύπρος || αρχίδι

αρσίλικος || Κύθηρα || γυναικάς

αρσιλλίκκιν || Κύπρος || ξεδιαντροπιά

αρσίν || Κοτύωρα* || πήχης

αρσινάλλιν || Κύπρος || ναύσταθμος

αρσίνι || Σίλλη* || πήχης

αρσινίζου || Σίλλη* || αρχίζω

αρσινικός || Νίσυρος, Σύμη || αρσενικός

αρσινικός || Ρόδος || γιος

αρσινικουθήλυκους || Λιβίσι* || ερμαφρόδιτος

αρσινκός || Λέσβος || αρσενικός

αρσινκουθήλκους || Λέσβος, Χαλκιδική || ερμαφρόδιτος

αρσινός || Σίλλη* || παλαιικός

αρσινώ || Κάλυμνος, Καστελλόριζο || αρχίζω

άρσιουμα || Σουφλί || επίπληξη

αρσιτζάκος || Κάλυμνος || αρχιδιάκονος

αρσίτζης || Λέρος || αισχρός

αρσίτζικα (τα) || Λέρος || βρισιές

αρσίχς || Ίμβρος || βρομόγλωσσος

αρσιψεύτης || Κάλυμνος || αρχιψεύτης

άρσμα || Ίμβρος || καβγάς

αρσούζης || Κερασούντα* || αναιδής

αρσούζης || Φάρασα* || άτακτος

αρσουζλούκ || Κοτύωρα* || ξεδιαντροπιά

αρσουζλούχι || Φάρασα* || αταξία

αρσούης || Κοτύωρα* || ξεδιάντροπος

αρσούης [Κουκκίδης 1960] || Σάντα*, Χαλδία* || αναιδής

άρστο || Καλαβρία || άρρωστος

αρσώ || Καστελλόριζο || αρχίζω

άρσωπος || Αξός* || άνθρωπος

αρταίγκου || Τσακωνιά || αρταίνω

αρταίγκου || Τσακωνιά || καρυκεύω

αρταίνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || δε νηστεύω: αρταίνουμαι, αρταίνουμι, αρτεύομαι, αρτσαίνουμι, αρτυέμαι, αρτύζομαι, αρτύνμαι, αρτύνομαι, αρτύνουμ, αρτύνουμαι, αρτύνουμι || αρταίνομαι

αρταίνου || Γρεβενά, Καστοριά, Λαγκαδάς, Σάμος, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αρταίνω

αρταίνουμαι || Αρκαδία, Ηλεία, Κουβούκλια*, Λακωνία, Μεσσηνία || αρταίνομαι

αρταίνουμι || Γρεβενά, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λάρισα, Σάμος, Σκόπελος, Σουφλί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αρταίνομαι

αρταίνω || & Ζάκυνθος, Καλαβρία, Κεφαλονιά, Κορινθία || αρταίνω

αρταίνω [Βεντότης 1790] || δημοτική || αρκύζου, αρταίγκου, αρταίνου, αρτεύγω, αρτεύω, αρτίζω, αρτύζζω, αρτύζου, αρτύζω, αρτύννω, αρτύνω, αρτύτζω, αρτυώ, αρτύω, αρτώ, ρτύω || αρταίνω

αρταίνω [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ζάκυνθος, Ηλεία, Λευκάδα || καρυκεύω

αρτακλιά || Μάκρη*, Ρόδος || κουμαριά

αρταλαλώ || Κάρπαθος || καβγαδίζω

αρτάμι || Καλαβρία || μάτι

αρτάμιθθας || Κως || κοκορεβιθιά

αρτάμμι || Καλαβρία || μάτι

αρταμμία || Καλαβρία || μάτιασμα

αρταμμό || Καλαβρία || μάτιασμα

αρτάνα [Somavera 1709] || δημοτική || Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κως, Λέρος, Νίσυρος, Ρόδος, Τήλος, Χίος || αλτάνα

αρταρίδα || Καλαβρία || νυχτερίδα

αρτατσά || Καστελλόριζο || θράκα

αρταχτάς || Λιβίσι* || αδράχτι

αρτάχτι || Κως || αδράχτι

αρτάχτιν || Λιβίσι*, Οινόη* || αδράχτι

άρτε || Χαβουτσί || αντίδωρο

άρτε || Βάτικα*, Χαβουτσί* || πρόσφορο

άρτε || Απουλία, Καλαβρία || τώρα

αρτέα || Απουλία || ίσια

αρτελλαρία || Κύπρος || πυροβολικό

άρτεμα || Λακωνία, Χαβουτσί* || καρύκευμα

άρτεμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κύθηρα, Χαβουτσί* || άρτυμα

Αρτέμης || Φερτέκι* || Αρτέμιος

αρτεμί || Λακωνία || καρύκευμα

Αρτέμιος || λόγιο || Αρτέμης || Αρτέμιος

άρτενα || Απουλία || τώρα

αρτέο || Απουλία || όρθιος

αρτερατσιό || Ζάκυνθος || καρδιοχτύπι

αρτερί || Θήρα || καφτάνι

αρτεσία || Κύθηρα || άρτυμα

αρτεύγω || Χαβουτσί* || αρταίνω

αρτεύγω || Χαβουτσί* || καρυκεύω

αρτεύομαι || Θήρα || αρταίνομαι

αρτεύω || Βάτικα*, Λακωνία, Χαβουτσί* || καρυκεύω

αρτεύω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Βάτικα*, Κύθηρα, Λακωνία, Χαβουτσί* || αρταίνω

αρτεψία || Κύθηρα || άρτυμα

άρτζα || Κύπρος || θόλος

άρτζα || Κύπρος || καμάρα

αρτζαχάλι || Κρήτη || αναφορά

άρτζενο || Λευκάδα || χαντάκι

αρτζεντίνα || Θήρα || τσούλα

αρτζιατής || Κύπρος || αρχιδάτος

αρτζιάτος || Κύπρος || αρχιδάτος

αρτζιβούρτης || αρτζιβούρτσι || ακατάστατος

αρτζιβούρτσι || Ζάκυνθος || ακαταστασία

αρτζίζης || Κύπρος || αναιδής

αρτζίζης || Κύπρος || ξεδιάντροπος

αρτζίιν || Κύπρος || αρχίδι

αρτζίνι [Βλάχος 1659] || ρετσίνι

αρτζιομάντριν || Κύπρος || σώβρακο

αρτζιουχάλ || Χαλκιδική || αναφορά

αρτζιχάλ || Ίμβρος, Σάμος || αναφορά

αρτζιχάλι || Βουρλά*, Κρήτη, Πάρος || αναφορά

αρτζουάλι || Πάργα || αναφορά

αρτζούμαι || Κύπρος || χορεύω

αρτζουχάλ [Κουκκίδης 1960] || αναφορά

αρτζουχάλι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Βουρλά*, Κρήτη, Πάρος || αναφορά

αρτζοχάλι || Κύπρος || αναφορά

αρτή || Σάντα* || άρτυμα

αρτήκα || Ουλαγάτς* || νάρθηκας (πρόναος)

άρτηκα || Αραβανί*, Σίλατα*, Σινασός*, Φερτέκι* || νάρθηκας (πρόναος)

άρτηκας || Ζάκυνθος, Ινέπολη*, Καλλίπολη*, Κάρπαθος, Κως, Παξοί, Πελοπόννησος, Ρόδος, Χάλκη || νάρθηκας (πρόναος)

άρτηκας [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη, Κως || νάρθηκας (φυτό)

αρτήκι || Σύμη || νάρθηκας (φυτό)

αρτίδισμα [Σκαρλάτος 1835] || πλειστηριασμός

αρτίζου || Σουφλί || περισσεύω

αρτίζω || Σκοπός*, Τσακήλι* || περισσεύω

αρτίζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || αρταίνω

αρτίζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Θήρα, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κύπρος, Μύκονος, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || καρυκεύω

αρτίκ || Ιωάννινα, Κωνσταντινούπολη || πια

άρτικ || Σουφλί || πια

άρτικ [Κουκκίδης 1960] || υπόλοιπος

αρτικλαμάς || Κύπρος || περίσσευμα

αρτίκουλον || Κύπρος || περίσσευμα

αρτιλιέρης || Ζάκυνθος || πυροβολητής

αρτιλιερία || Ζάκυνθος || πυροβολικό

αρτιλιέρος || Ζάκυνθος || πυροβολητής

αρτιλλερία || Κύπρος || πυροβολικό

αρτιμάς || Χαλκιδική || δημοπρασία

αρτιμάς || Νιγρίτα || περίσσευμα

αρτιμάς || Γρεβενά, Καλλίπολη*, Καστοριά, Κωνσταντινούπολη, Χαλκιδική || πλειοδοσία

αρτινώ || Γρεβενά, Καστοριά || περισσεύω

αρτιράου || Καρδίτσα || περισσεύω

αρτιρδίζω [Σκαρλάτος 1835] || πλειοδοτώ

αρτίρδισμα [Σκαρλάτος 1835] || πλειοδοσία

αρτιρίζου || Χαλκιδική || πλειοδοτώ

αρτιριτζής || Κύπρος || πλειοδότης

αρτιρμά || Καρδίτσα || περίσσευμα

αρτιρντίζω [Κουκκίδης 1960] || Καλλίπολη*, Κωνσταντινούπολη, Τσακήλι* || πλειοδοτώ

αρτιρνώ || Κοζάνη || περισσεύω

αρτίρσμα || Λαγκαδάς, Λάρισα || περίσσευμα

αρτιρώ || Κύπρος, Λάρισα || περισσεύω

αρτιρώ || Χαλκιδική || πλειοδοτώ

αρτισονάρι || Κύπρος || αγριόκοτα

αρτίστα || Ζάκυνθος || ηθοποιός

αρτίστα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Κωνσταντινούπολη || καμπαρετζού

αρτίστας || Ζάκυνθος || καλλιτέχνης

αρτιχιονάρ || Αίνος || αγριόκοτα

αρτιχιονάρι [Σκαρλάτος 1835] || αγριόκοτα

άρτκας || Ίμβρος || νάρθηκας (πρόναος)

αρτμάς || Κοζάνη || άλμα

αρτμάς || Σουφλί || περίσσευμα

αρτμή || Ιωάννινα, Καρδίτσα, Μαγνησία, Σάμος || άρτυμα

αρτμή || Καστοριά, Σκόπελος || καρύκευμα

αρτμός || Σάμος || άρτυμα

αρτό || Απουλία || όρθιος

αρτοβύζα || Κύπρος || ορθοβύζα

αρτόλοος || Καστελλόριζο || φουρνόφτυαρο

αρτόνου || Σέρρες || αβγοκόβω

αρτοποιείο || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ψωμάδικο || αρτοποιείο

αρτοποιός || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || φούρναρης, φούρνιαρης, ψωμάς || αρτοποιός

άρτος || Αραβανί*, Θήρα, Κερασούντα*, Κορινθία, Οινόη*, Όφις*, Ρόδος, Σίλατα*, Σινασός*, Σωζόπολη*, Τραπεζούντα*, Τσακήλι*, Φερτέκι*, Χαλδία* || πρόσφορο

άρτος || Κάλυμνος || ύψος

άρτος || Φούρνοι || ψηλός

άρτουκ || Κοτύωρα* || πια

άρτουκας || Κάρπαθος || νάρθηκας (πρόναος)

αρτουμά || Κοτύωρα* || πήδος

άρτουμα || Τσακωνιά || άρτυμα

άρτουμα || Τσακωνιά || καρύκευμα

αρτούνι || Σωζόπολη* || ρουθούνι

άρτουπους || Σίλλη* || άνθρωπος

αρτουρεύω [Κουκκίδης 1960] || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Όφις, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || περισσεύω

άρτους || Αδριανούπολη*, Ίμβρος, Καστοριά, Σίλλη*, Σουφλί, Χαλκιδική || πρόσφορο

αρτούτζ || Χαλδία* || αγριόκεδρο

αρτρίζου || Σουφλί || πλειοδοτώ

άρτρο || Ζάκυνθος || άλλος

αρτσά || Γρεβενά || άρτυμα

αρτσά || Πιερία || ξίγκι

αρτσάβου || Μαγνησία || αντρογυναίκα

αρτσαίνουμι || Σιάτιστα || αρταίνομαι

αρτσάλιν || Κύπρος || ατσάλι

αρτσάλιν || Κύπρος || Κύπρος

αρτσανιάζω || Κύπρος || γρατζουνάω

αρτσενικά || Κύπρος || αρχίδια

αρτσενικοθέλυκος || Κάρπαθος || αγοροκόριτσο

αρτσενικοθήλυκος || Κύπρος || ερμαφρόδιτος

αρτσενικοπούλλιν || Κάρπαθος || αγοράκι

αρτσενικός || Κάρπαθος, Κύπρος || αρσενικός

αρτσέντος || Αρκαδία || αλμυρός

αρτσέντος || Κορινθία, Μέγαρα || πικρός

αρτσέρα || Κύπρος || φωταγωγός

αρτσετά [ΙΛΝΕ 1941] || αρκετά

αρτσετός || Μύκονος || αρκετός

αρτσεύκω || Κύπρος || αρχίζω

αρτσή || Κάρπαθος, Πάτμος || αρχή

αρτσιά || Σιάτιστα || άρτυμα

αρτσιά || Λέσβος || καρύκευμα

αρτσιατής || Κύπρος || αρχιδάτος

αρτσιάτος || Κύπρος || αρχιδάτος

αρτσίδα || Μεσσηνία || μούσκεμα

αρτσίδι || Αρκαδία, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία || μούσκεμα

αρτσίδιν || Κύπρος || αρχίδι

αρτσίδκια || Κύπρος || αρχίδια

αρτσιδούιν || Κύπρος || αρχιδάκι

αρτσίκλα || Ιθάκη, Λευκάδα || ποδάρι

αρτσίκλι || Ιθάκη, Λευκάδα || ποδάρι

αρτσιμηνιά || Κύπρος || πρωτομηνιά

αρτσίνι || Κρήτη || ρετσίνι

αρτσινιά || Ηλεία || βάτος

αρτσινικοθήλυκος || Κως || ερμαφρόδιτος

αρτσινικός || Κως, Χίος || αρσενικός

αρτσινικοφήλυκος || Χίος || ερμαφρόδιτος

αρτσίντζικος || Κάρπαθος || ατίθασος

αρτσιούτα || Λάρισα || νυφίτσα

αρτσιρνώ || Σιάτιστα || περισσεύω

αρτσίτζης || Κάρπαθος || ατίθασος

Αρτσιχρονιά || Κύπρος || Πρωτοχρονιά

αρτσιώνου || Χαλκιδική || εξαγριώνω

αρτσιώνουμι || Λαγκαδάς || ανατριχιάζω

αρτσιώνουμι || Κοζάνη, Σιάτιστα || θυμώνω

αρτσόνουμαι || Σωζόπολη* || ξεθαρρεύω

άρτσος || Κέρκυρα || αλυσίδα

αρτσούμπαλος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || ατσούμπαλος

αρτσώνουμι || Πιερία || θυμώνω

αρτυέμαι || Μεσσηνία || αρταίνομαι

αρτύζζω || Καλαβρία, Νίσυρος || αρταίνω

αρτύζομαι || Μέγαρα || αρταίνομαι

αρτύζου || Θάσος, Τσακωνιά || αρταίνω

αρτύζου || Τσακωνιά || καρυκεύω

αρτύζω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Όφις*, Σάντα*, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || αρταίνω

αρτύκι || Ρόδος || ορτύκι

αρτύκιν || Ρόδος || ορτύκι

άρτυμα || & Βάτικα*, Καλαβρία, Κάρπαθος, Τσακωνιά, Χαβουτσί*, Χίος || άρτυμα

άρτυμα [Germano 1622] || δημοτική || μη νηστίσιμη τροφή: αρκυνή, αρκυνή, άρτεμα, αρτεσία, αρτεψία, αρτή, αρτμή, αρτμός, άρτουμα, αρτσά, αρτσιά, άρτυμαν, αρτυμή, αρτυμία, αρτυμιό, αρτυσιά, αρτυσία, αρτυσκιά, άρτυσμα, αρτύσμα, ελεργιά, λερώσιμο, λερωτικό, ναρτυσκιά || άρτυμα

άρτυμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Βάτικα*, Κάλυμνος, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || καρύκευμα

άρτυμαν || Μάκρη* || άρτυμα

άρτυμαν || Κύπρος, Λιβίσι* || καρύκευμα

αρτυματιά || Κύπρος || σκίνος

αρτυματικόν || Κύπρος || καρύκευμα

αρτυμένος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κάλυμνος || καρυκευμένος

αρτυμή || Λευκάδα, Τσακωνιά || καρύκευμα

αρτυμή [Germano 1622] || δημοτική || Αχαΐα, Δέλβινο, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάρυστος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πωγώνι, Σαράντα Εκκλησιές*, Τσακωνιά, Χαλκιδική || άρτυμα

αρτυμία || Τσακωνιά || άρτυμα

αρτυμία || Τσακωνιά || καρύκευμα

αρτυμιό [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άρτυμα

αρτύνμαι || Τσακήλι* || αρταίνομαι

αρτύννου || Λιβίσι* || καρυκεύω

αρτύννω || Καλαβρία || αρταίνω

αρτύννω || Κύπρος || καρυκεύω

αρτύνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Σινασός* || αρταίνομαι

αρτύνουμ || Σαράντα Εκκλησιές* || αρταίνομαι

αρτύνουμαι [Βλαστός 1931] || Σωζόπολη* || αρταίνομαι

αρτύνουμι || Λουλέβουργας*, Νιγρίτα || αρταίνομαι

αρτύνω [Βεντότης 1790] || καρυκεύω

αρτύνω [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || αρταίνω

αρτυσιά || Κρήτη, Ρόδος || καρύκευμα

αρτυσιά || Κύπρος || κύμινο

αρτυσία || Κάρπαθος, Χαλδία* || άρτυμα

αρτυσία || Κάρπαθος || καρύκευμα

αρτυσιά [Βλαστός 1931] || Κάρπαθος, Κρήτη, Νίσυρος || άρτυμα

αρτυσκιά || Κως || άρτυμα

αρτυσκιά || Κως || καρύκευμα

αρτύσμα || Σάμος || άρτυμα

άρτυσμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || άρτυμα

άρτυσμαν || Κύπρος || καρύκευμα

αρτυσμένος || Κύπρος || καρυκευμένος

αρτύτζω || Καλαβρία || αρταίνω

άρτυτος || Κάλυμνος || ακαρύκευτος

αρτύτς || Λέσβος || ορτύκι

αρτυώ || Κάρπαθος || αρταίνω

αρτύω || Κάρπαθος, Νίσυρος, Τραπεζούντα* || αρταίνω

αρτώ || Πιερία || αρταίνω

αρύ || Αραβανί* || αραιός

αρυάκ || Ιωάννινα || ρυάκι

άρυακας || Κως, Πάρος, Ρόδος || ρυάκι

αρυάκι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ρόδος || ρυάκι

αρυάκιν || Ρόδος || ρυάκι

αρυάτσιν || Κύπρος || ρυάκι

αρυλλά (η) || Κάρπαθος || διάκενο

αρύλογος || Μέγαρα || αραιός

αρυλόγος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || κόσκινο

αρυλόος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || κόσκινο

αρύλουγους || Μαγνησία || αραιός

αρύπηστο || Καλαβρία || αλύπητος

αρύς [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αρκαδία, Αυλωνάρι, Γρεβενά, Ηλεία, Θήρα,  Ίμβρος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κερασουντα*, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κονίστρες, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κουβούκλια*, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Κως, Λακωνία, Λάρισα, Λιβίσι*, Μαγνησία, Μάνη,  Μέγαρα, Μελένικο*, Μεσσηνία, Νάξος, Νιγρίτα, Νίσυρος, Οινόη*, 'Οφις*, Πάρος, Πιερία, Ρόδος, Σάμος, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σιάτιστα, Σίφνος*, Σύμη, Σύρος, Τραπεζούντα*, Τρίγλια*, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλδία*, Χαλκιδική, Χίος || αραιός

αρυτίδιαστος [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρρυτίδωτος

άρφα || Αμοργός, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Νάξος || άλφα

αρφαβήτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αμοργός, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Μάνη, Χίος || αλφαβήτα

αρφαβητάρι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά || αλφαβητάρι

αρφαβήτθα || Κάλυμνος || αλφαβήτα

αρφαγιάντζω || Κάρπαθος || αλφαδιάζω

αρφάδι || Κύθηρα, Κως, Ρόδος, Σύμη || αλφάδι

αρφαδιά || Ρόδος || αλφαδιά

αρφαδιάζω || Κύθηρα || αλφαδιάζω

αρφαδιάντζω || Κάρπαθος || αλφαδιάζω

αρφάδιν || Ρόδος || αλφάδι

αρφαδκιά || Κύπρος || αλφαδιά

αρφαδκιάζω || Κύπρος || αλφαδιάζω

αρφάες || Κύπρος || αδερφές

αρφάι || Κάλυμνος, Ρόδος || αλφάδι

αρφάιν || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Ρόδος || αλφάδι

αρφάλλιν || Κύπρος || αφαλός

αρφαλλοκόφτω || Κύπρος || αφαλοκόβω

αρφαλοκόβκω || Κύπρος || αφαλοκόβω

αρφάνεμα || Μάνη || ορφάνια

αρφανεύγκω || Κάρπαθος || ορφανεύω

αρφανεύγω || Κρήτη, Νάξος, Νίσυρος, Σύμη || ορφανεύω

αρφανεύκω || Κύπρος || ορφανεύω

αρφανεύου [Somavera 1709] || Μάνη, Σάμος || ορφανεύω

αρφανεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Κρήτη, Κύθηρα || ορφανεύω

αρφάνεψη || Μάνη || ορφάνια

αρφάνης || Αρκαδία || ορφανός

αρφανιά || Κρήτη, Κύπρος || ορφάνια

αρφάνια [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αϊβαλί, Αχαΐα, Θήρα, Κάρπαθος, Κως, Λέσβος, Λιβίσι*, Μάνη, Μέγαρα, Μοσχονήσι*, Πάρος, Ρόδος, Σκόπελος, Σύμη, Φθιώτιδα || ορφάνια

αρφανικός || Κάρπαθος || ορφανικός

αρφάνιο || Μάνη || ορφάνια

αρφάννια || Νίσυρος || ορφάνια

αρφανόπαιδο [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || ορφανοπαίδι

αρφανός [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αμοργός, Αρκαδία, Αστυπάλαια, Αχαΐα, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ίμβρος, Κάλυμνος, Καρδίτσα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λιβίσι*, Μάδυτος*, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Νίσυρος, Νάξος, Πάρος, Ρόδος, Σύμη, Σύρος, Τσακήλι*, Φθιώτιδα, Χάλκη, Χίος || ορφανός

αρφαονιά || Πάρος || φασαρία

αρφατζιά || Κάλυμνος || αλφαδιά

αρφατζιάζω || Κάλυμνος || αλφαδιάζω

αρφάω || Πάρος || ρουφώ

αρφέντα || Απουλία || αδερφούλα

αρφές || Κρήτη || αλφάδι

αρφή || Κύπρος || αδερφή

αρφιέρης || Ζάκυνθος || σημαιοφόρος

αρφό || Απουλία || αδερφός

αρφοπαθοκονταρεμός || Κύπρος || αδερφομαχαιριά

αρφοποιτός || Κύπρος || αδελφοποιητός

αρφός || Κύπρος, Ρόδος, Χίος || αδερφός

αρφότεχνος || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αρφουγκάζομαι || Κρήτη || αφουγκράζομαι

αρφουγκαστερός || Κρήτη || υπάκουος

αρφούδκια || Κύπρος || αδέρφια

αρφουκούμαι || Κρήτη || υπακούω

αρφούλα || Κύπρος || αδερφούλα

αρφούλης || Κύπρος || αδερφούλης

αρφώ || Λέσβος || ρουφώ

Αρχάγγελος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγγελοκρίτης, Αρχάντζελος, Αρχάτζιλους, Αχράγγελος || Αρχάγγελος

αρχάδα || Βελβεντός, Καστοριά, Πιερία || δροσιά

αρχαέτς || Κοτύωρα* || έτσι

αρχάζου || Μαγνησία, Σάμος, Σκόπελος || αρχίζω

αρχαιολόγος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αντικάριος || αρχαιολόγος

αρχαίος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || Buck List 14.15 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αντίκος || αρχαίος

αρχαλατίζω || Φάρασα* || προστατεύω

αρχαλατώ || Φάρασα* || προστατεύω

αρχαλίζου || Ίμβρος, Λέσβος || ροχαλίζω

αρχάλσμα || Ίμβρος, Λέσβος || ροχαλητό

αρχαλστό || Λέσβος || ροχαλητό

αρχαλτό || Λέσβος || ροχαλητό

αρχάνου || Κοζάνη || δροσίζομαι

Αρχάντζελος || Όφις* || Αρχάγγελος

αρχάρης || Λιβίσι* || αρχάριος

αρχάρης || Κρήτη || πρωτάρης

αρχάριος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αναπιαστής, αρχάρης || αρχάριος

άρχας || Σάμος || έναρξη

αρχάς (ο) || Φάρασα* || προστασία

αρχάτ || Κοζάνη || δροσιά

αρχατάσης || Φάρασα* || σύντροφος

αρχατάσης || Φάρασα* || φίλος

αρχατασλιέχι || Φάρασα* || φιλία

αρχατασλίχι || Φάρασα* || φιλία

Αρχάτζιλους || Λέσβος || Αρχάγγελος

αρχάω || Κέρκυρα || αρχίζω

αρχείο || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αρκίβιο || αρχείο

αρχειοφύλακας || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αρκεβίστας || αρχειοφύλακας

αρχειοφυλάκιο || λόγιο || αρκίβιο, δεχτερχανές || αρχειοφυλάκιο

άρχεμα || Κύπρος || έναρξη

αρχεμός [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Νάξος || αρχή

αρχένου || Βελβεντός, Κοζάνη, Πιερία || δροσίζω

αρχένου || Γρεβενά || κρυώνω

αρχεύγκω || Κάρπαθος || αρχίζω

αρχεύγω || Βάτικα*, Κύπρος, Χαβουτσί* || αρχίζω

αρχεύου || Κοζάνη, Μαΐστρος*, Νιγρίτα, Σιάτιστα, Χαλκιδική || αρχίζω

αρχεύου || Πιερία || δροσίζω

αρχεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αραβανί*, Αργολίδα, Δέλβινο, Ινέπολη*, Κερασούντα*, Κορινθία, Κύθνος, Κύπρος, Μάνη, Μύκονος, Νάξος, Πωγώνι, Σάμος || αρχίζω

αρχέφω || Κάρπαθος || αρχίζω

αρχή || & Αδριανούπολη*, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ιωάννινα, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κερασούντα*, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Λιβίσι*, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Νικόπολη*, Οινόη*, Παξοί, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σκύρος, Σύρος, Τραπεζούντα*, Τσακωνιά, Χαλδία* || αρχή

άρχη || Λακωνία, Μάνη || αρχή

αρχή [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Buck List 14.25 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | ααχή, αρκή, αρνάχα, αρναχία, αρσή, άρση, αρτσή, αρχεμός, άρχη, αρχηνιμός, αρχηνισιά, αρχηνίτσι, αρχίνμα || αρχή

αρχήδια [Germano 1622] || αρχίδια

αρχηνίζω [Germano 1622] || αρχίζω

αρχηνιμός || Κουβούκλια* || αρχή

αρχηνισιά || Κουβούκλια* || αρχή

αρχηνισμένος [Germano 1622] || αρχινισμένος

αρχηνίτσι || Πωγώνι || αρχή

αρχίγ || Αξός* || αρχίδι

αρχίδ || Καστοριά, Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική || αρχίδι

αρχιδάκι || συχν. εμφ. 2 || αρτσιδούιν || αρχιδάκι

αρχιδαρέας || Μάνη || αρχιδάτος

αρχιδάς [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρχιδάτος

αρχιδάτος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρτζιατής, αρτζιάτος, αρτσιατής, αρσιάτος, αρτσιάτος, αρχιδάρας, αρχιδαρέας, αρχιδάτος || αρχιδάτος

αρχίδι || & Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Λακωνία, Μάνη, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αρχίδι

αρχίδι [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.49 | αρκί, αρκίδ, αρκίδι, αρκίδιν, αρκίν, αρσί, αρσίδι, αρσίιν, αρτσίδιν, αρτζίιν, αρχίγ, αρχίδ, αρχίδιν, αρχίιδι, ασβάχι, κολιόνι, ορχίγ, σβάχι, κολιόνι || αρχίδι

αρχίδια || & Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Εύβοια, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Κίμωλος, Κοζάνη, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Λήμνος, Μεσσηνία, Φιλιππούπολη* || αρχίδια

αρχίδια [Meursius 1614] || συχν. εμφ. 4 || αβγά, αγγιά, αμαρτωλά, αμελέτητα, αμιλέτα, αμίλητα, αμουλόητα, αμπίσια, ανάβαλτοι, αντίμια, απαυτά, αρκία, αρκίδια, αρμιστά, αρσίγκια, αρτσενικά, αρτσίδκια, αρχήδια, ασβάχια, αχαμνά, αχαμνάδια, διδύμια, ζουβάχια, ζουφάκια, καραμπαλίκια, κογιόνια, κουκουβέλια, κουκούλια, κουντούνια, κουρδουμπούλια, λιμπά, λιόκια, μπαγάγια, μπαλόνια, μπάμπαλα, μπελεγρίνια, μπουμπόλια, μπουρμπόλια, ντζουφάκια, ντουντούκια, πιλιγγούργια, πραχαντρούλια, σβάχια, τσάκια, χουχουβέλια || αρχίδια

αρχιδιάκονος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αρσιτζάκος || αρχιδιάκονος

αρχίδιν [Meursius 1614] || Κερασούντα* || αρχίδι

αρχιδοσάκκι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || όσχεο

αρχιδόσακκο [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || όσχεο

αρχιδοσακκούλα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || όσχεο

αρχιδού || Μέγαρα || λεσβία

αρχιδουκρέμας || Κοζάνη || βουβωνοκήλη

αρχιδουμάντρ || Σάμος || σώβρακο

αρχιδοχορεύτριες || Μάνη || περίνεο

αρχιέμι || Λέσβος || χορεύω

αρχιέμι || Λέσβος || χοροπηδώ

αρχίζου || Ευρυτανία, Καστοριά, Μάνη, Πάρος, Φωκίδα || αρχίζω

αρχίζω || & Αμοργός, Αργολίδα, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάλυμνος, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κρήτη, Λακωνία, Λέρος, Μεσσηνία, Χαβουτσί*, Χαλδία*, Χίος || αρχίζω

αρχίζω [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 14.25 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγκλουνιάζου, αγκλουνιάζουμ, αναρχεύω, ανκινέγκω, ανκινώ, αντακώννω, απαρχινάω, απαρχινώ, αρζέφω, αρκέβκω, αρκεύγκω, αρκεύγω, αρκεύκω, αρκεύω, αρκέφω, αρκίζω, αρκινάου, αρκινεύγω, αρκινεύγκω, αρκινεύκω, αρκινίζζω, αρκινώ, αρνακεύω, αρναχεύω, αρνιχεύω, αρσίζω, αρσινίζου, αρσινώ, αρσώ, αρτσεύκω, αρχάζου, αρχάω, αρχεύγκω, αρχεύγω, αρχεύου, αρχεύω, αρχέφω, αρχηνίζω, αρχίζου, αρχινάου, αρχινάω, αρχινεύγω, αρχινεύου, αρχινεύω, αρχινίζου, αρχινίζω, αρχινού, αρχινίντου, αρχινώ, αρχνάου, αρχνάω, αρχνεύου, αρχνώ, αρχώ, αχιρνώ, ενκινώ, νεσύρω, νκινώ, ντακέρνω, ντρακέρνω, ρκεύγω, ρκινεύγω, ρκινώ, σκαλώνω, χερικώνω, χιρνώ || αρχίζω

αρχίιδι || Τσακωνιά || αρχίδι

άρχιμα || Ίμβρος || έναρξη

αρχιμενιά || Ζάκυνθος || πρωτομηνιά

Αρχιμενιά || Κρήτη || Πρωτοχρονιά

αρχιμηνία || Μάνη || πρωτομηνιά

αρχιμηνιά [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρχιμιά || αρχιμηνιά

αρχιμηνιά [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || πρωτομηνιά

αρχιμιά || Πελοπόννησος || αρχιμηνιά

αρχινάου || Καρδίτσα, Μαγνησία, Τρίκαλα || αρχίζω

αρχινάω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Θεσπρωτία, Μέγαρα || αρχίζω

αρχίνεμα || Κοτύωρα* || έναρξη

αρχινεύγω || Νάξος, Σαράντα Εκκλησιές* || αρχίζω

αρχινεύου || Λέσβος, Λουλέβουργας*, Σάμος || αρχίζω

αρχινεύω || Βουρλά*, Δέλβινο, Κέρκυρα, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σεμένι*, Σύρος, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρχίζω

αρχίνημα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρχίνισμα

αρχινημένος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχινισμένος

αρχινίζου || Ίμβρος, Τσακωνιά || αρχίζω

αρχινίζω [Portius 1635] || δημοτική || Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Νάξος, Σύρος, Χαλδία* || αρχίζω

αρχινίντου || Τσακωνιά || αρχίζω

αρχίνισμα [Legrand 1882] || δημοτική || άρκεμαν, αρχίνημα, αρχίντζμα, άρχισμα || αρχίνισμα

αρχινισμένος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρναχευτός, αρχηνισμένος, αρχινημένος || αρχινισμένος

αρχίνμα || Χαλκιδική || αρχή

αρχίνμα || Γρεβενά || έναρξη

αρχινοί [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || πρόγονοι

αρχινός || Μάνη || πρωτάρης

αρχινός [Somavera 1709] || προγενέστερος

αρχινού || Μάνη || αρχίζω

αρχίντζμα || Νιγρίτα || αρχίνισμα

αρχινώ [Germano 1622] || δημοτική || Αρκαδία, Βουρλά*, Γρεβενά, Ίμβρος, Καστοριά, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λέρος, Λέσβος, Λουλέβουργας*, Νάξος, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρχίζω

άρχιο || Άξος* || άχυρο

αρχιόμι || Λέσβος || χοροπηδώ

αρχιπαλαβός [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || θεότρελος

αρχιπάλαβος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || θεότρελος

άρχισμα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχίνισμα

αρχισπορά || Λακωνία || αρχισπορά

αρχιστό || Λέσβος || χοροπηδητό

Αρχιχρονία || Κάρπαθος, Κύθηρα, Τσακωνιά || Πρωτοχρονιά

Αρχιχρονιά [Somavera 1709] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κρήτη || Πρωτοχρονιά

αρχιχρονιάτικα [Somavera 1709] || δημοτική || πρωτοχρονιάτικα

αρχιχρονιάτικο [Βλαστός 1931] || αγιοβασιλιάτικα

αρχιχρονιάτικος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || πρωτοχρονιάτικος

Αρχιχρονίτης || Πάρος || Σεπτέμβριος

αρχιψεύτης [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρσιψεύτης, αρχιψέφτης || αρχιψεύτης

αρχιψέφτης [Βλαστός 1931] || αρχιψεύτης

αρχνάου || Ιωάννινα, Σκόπελος, Φθιώτιδα || αρχίζω

αρχνάρς || Σάμος || πρωτάρης

αρχνάω || Λευκάδα || αρχίζω

αρχνεύου || Ιωάννινα, Σάμος || αρχίζω

αρχνούλς || Σάμος || πρωτάρης

αρχνώ || Λήμνος, Σκόπελος || αρχίζω

άρχο || Τσακωνιά || άρχοντας

αρχογκένω || Ινέπολη* || αρχοντεύω

αρχογκιά || Κάλυμνος || αρχοντιά

αρχογκία || Τσακωνιά || αρχοντιά

αρχογκιάω || Ινέπολη* || αρχοντεύω

αρχογκικά || Τσακωνιά || αρχοντικά

αρχογκικό || Τσακωνιά || αρχοντικός

αρχογκίσα || Τσακωνιά || αρχόντισσα

αρχόγκισα || Τσακωνιά || αρχόντισσα

αρχοδάρας || Μύκονος || αρχιδάτος

αρχοδιά || Κρήτη || αρχοντιά

αρχοϊγκιά || Μάνη || αρχοντιά

αρχόιντιο || Μάνη || αρχοντιά

αρχόμι || Λέσβος || έρχομαι

αρχονδιά || Κρήτη || αρχοντιά

άρχοντα || Βάτικα*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || άρχοντας

αρχοντάβα || Σάντα* || αρχόντισσα

αρχοντάδες || Χίος || άρχοντες

αρχονταίνου || Αίβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || πλουτίζω

αρχονταίνω [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Οινόη*, Σάντα*, Χαλδία* || αρχοντεύω

αρχοντακά || Σάντα* || αρχοντικά

αρχοντακός || Σούρμενα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρχοντικός

αρχονταναθρεμένος || Κρήτη || αρχοντομαθημένος

αρχονταναθρέφω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχονταναστένω, αρχονταναστυνέσκω, αρχοντοφυλάγω || αρχονταναθρέφω

αρχονταναστένω || Μάνη || αρχονταναθρέφω

αρχονταναστυνέσκω || Μάνη || αρχονταναθρέφω

αρχοντάνθρωπος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρκοντάθρωπος || αρχοντάνθρωπος

αρχονταρίκι [Somavera 1709] || δημοτική || ξενώνας μοναστηριού: αρχουνταρίκ || αρχονταρίκι

άρχοντας || & Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κάρυστος, Κέα, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Λιβίσι*, Μάνη, Νάξος, Ρόδος, Σάντα*, Σούρμενα*, Τραπεζούντα*, Τσακωνιά, Χαλδία*, Χίος || άρχοντας

άρχοντας [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || άαχους, αγιάνης, άρκοντας, αρχοντούτζικος, άρκος, άρκουντας, άρχο, άρχοντα, άρχος, άρχουντας, άρχους, άρχουτας, ζουπάνος || άρχοντας

αρχοντέγκου || Τσακωνιά || αρχοντεύω

αρχοντεία || Κύθηρα || αρχοντολόι

αρχοντείο || Κύθηρα || αρχοντολόι

άρχοντες || αρκόντοι, αρχοντάδες, αρχόντοι, αφενταρέοι || άρχοντες

αρχοντεύγω [Somavera 1709] || Βάτικα* || αρχοντεύω

αρχοντεύω [Somavera 1709] || δημοτική || αρκονταίνω, αρκοντυνίσκω, αρχογκένω, αρχογκιάω, αρχονταίνω, αρχοντέγκου, αρχοντεύγω, αρχοντήνω, αρχοντίζω, αρχοντυνίσκω, αρχοντύνω, αρχουνταίνου, αρχουντεύου, αρχουντίνου || αρχοντεύω

αρχόντζα || Κέρκυρα, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρχόντισσα

αρχοντήνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχοντεύω

αρχοντιά || & Αδριανούπολη*, Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Λακωνία, Λέρος, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Ρόδος || αρχοντιά

αρχοντία || Ινέπολη*, Μάνη, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαβουτσί*, Χαλδία* || αρχοντιά

αρχοντιά [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αρχογκία, αρκονγκιά, αρκοντιά, αρκοτζιά, αρχογκιά, αρχοδιά, αρχοϊγκιά, αρχόιντιο, αρχονδιά, αρκονκιά, αρχοντία, αρχοντίκι, άρχοντιλήκι, αρχοντιλίκι, αρχοτζιά, αρχουγκιά, αρχουντιά, αρχουντλίκ, ασιλίκι || αρχοντιά

αρχόντιζα || Μάνη || αρχόντισσα

αρχοντίζω [Portius 1635] || δημοτική || αρχοντεύω

αρχοντίζω [Portius 1635] || δοξάζω

αρχοντικά || & Ζάκυνθος, Μάνη, Τραπεζούντα*, Τρίπολη*, Χαβουτσί* || αρχοντικά

αρχοντικά [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρκοντικά, αρκοντικάτα, αρχογκικά, αρχοντακά, αρχοντικάτα, αρχοντκά, τσουρμπατζίδκα || αρχοντικά

αρχοντικάτα || Ζάκυνθος || αρχοντικά

αρχοντίκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρχοντιά

αρχοντικό || & Άνδρος, Αρκαδία, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κρήτη || αρχοντικό

αρχοντικό || Πελοπόννησος || φυματίωση

αρχοντικό [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αρκοντικό, αρκοντικόν, αρχοντικόν, αρχοντ'οσπιτο, αρχουντάθκου, αρχουντόσπτου, ντομενικάλε || αρχοντικό

αρχοντικόν [Somavera 1709] || αρχοντικό

αρχοντικός || & Ζάκυνθος, Θήρα, Κερασούντα*, Μάνη, Τραπεζούντα* || αρχοντικός

αρχόντικος || Κερασούντα* || αρχοντικός

αρχοντικός [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || ακρόντικος, αρκοντικός, αρκοντίσιμος, αρχογκικό, αρχοντακός, αρχοντίσιμος, αρχότκο, αρχουντάθκους, αρχουντκός, αφεντάτος || αρχοντικός

άρχοντιλήκι [Deheque 1825] || αρχοντιά

αρχοντιλίκι [Somavera 1709] || δημοτική || Βουρλά* || αρχοντιά

αρχοντινίσκω || Κύπρος || πλουτίζω

αρχοντίνου || Λέσβος || πλουτίζω

αρχόντισα [Germano 1622] || δημοτική || αρκόντσα || αρχόντισσα

αρχοντίσιμος || Κύπρος || αρχοντικός

αρχοντισμένος [Portius 1635] || δοξασμένος

αρχόντισσα || & Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ινέπολη*, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αρχόντισσα

αρχόντισσα [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αϊχότσα, αρκόντισα, αρκόντιτσα, αρκοντού, αρκόντσα, αρκότσα, αρχόγκισα, αρχογκίσα, αρχοντάβα, Ινέπολη*, Κερασούντα*, αρχόντζα, αρχόντιζα, αρχοντού, αρχόντουσα, αρχόντσα, αρχούντισα, αρχουντού || αρχόντισσα

αρχοντκά || Χαβουτσί* || αρχοντικά

αρχοντογειτονιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχουντουμαχαλάς || αρχοντογειτονιά

αρχοντογενιά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχουντόσουγου || αρχοντογενιά

αρχοντογεννημένος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρκοντογέννητος, αρχοντογέννητος || αρχοντογεννημένος

αρχοντογέννητος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχοντογεννημένος

αρχοντογυναίκα [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρκοντογεναίκα || αρχοντογυναίκα

αρχοντοδυχατέρα || Μάνη || αρχοντοπούλα

αρχόντοι || Αχαΐα, Κάρυστος, Λακωνία, Μάνη, Τσακωνιά || άρχοντες

αρχοντοκάβγι || Χαβουτσί* || αρχοντόπαιδο

αρχοντοκόρη || Κερασούντα* || αρχοντοπούλα

αρχοντοκόριτζον || Κερασούντα* || αρχοντοπούλα

αρχοντολόγι [Βεντότης 1790] || δημοτική || αρχοντολόι

αρχοντολογιά [Somavera 1709] || δημοτική || αρχοντολόι

αρχοντολόγιν || Κύπρος || αρχοντολόι

αρχοντολόι [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρκοντολόι, αρκοντολόιν, αρχοντεία, αρχοντείο, αρχοντολόγι, αρχοντολογιά, αρχοντολόγιν, αρχοντολόιν || αρχοντολόι

αρχοντολόιν || Κύπρος || αρχοντολόι

αρχοντομαθημένος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρκοντανεθρεμένος, αρκοντομαθημένος, αρκοντονεθρεμένος, αρχονταναθρεμμένος, αρχοντονεθρεμένος || αρχοντομαθημένος

αρχοντονεθρεμένος || Κάσος || αρχοντομαθημένος

αρχοντοξεπεσμένος || & Ήπειρος, Θήρα, Πελοπόννησος || αρχοντοξεπεσμένος

αρχοντοξεπεσμένος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρχοντοξεπευτέ, αρχουντουξιπισμένους || αρχοντοξεπεσμένος

αρχοντοξεπευτέ || Τσακωνιά || αρχοντοξεπεσμένος

αρχοντοπαίδι [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρχοντόπαιδο

αρχοντοπαίδιν || Κερασούντα*,Τρίπολη* || αρχοντόπαιδο

αρχοντόπαιδο [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρκοντοπαίδιν, αρκοντόπαιδο, αρκοντόπαιο, αρκοντοπαίδιν, αρχοντοκάβγι, αρχοντόπαιδον || αρχοντόπαιδο

αρχοντόπαιδον || Κερασούντα*,Τρίπολη* || αρχοντόπαιδο

αρχοντοπιάνομαι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || μεγαλοπιάνομαι

αρχοντοπιάνουμαι [Βλαστός 1931] || δημοτική || μεγαλοπιάνομαι

αρχοντοπούα || Τσακωνιά || αρχοντοπούλα

αρχοντοπούλα [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρκοντοπούλλα, αρχοντοπούα, αρχοντοδυχατέρα, αρχοντοκόρη, αρχοντοκόριτζον || αρχοντοπούλα

αρχοντόπουλε || Τσακωνιά || αρχοντόπουλο

αρχοντοπούλι || Οινόη* || αρχοντόπουλο

αρχοντοπούλιν || Κερασούντα*, Οινόη* || αρχοντόπουλο

αρχοντόπουλο || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη || αρχοντόπουλο

αρχοντόπουλο [Βλαστός 1931] || δημοτική || αγαδόπουλο, αρκοντόπουλο, αρκοντόπουλλον, αρχοντόπουλε, αρχοντοπούλιν,  αρχοντόπουλον, αρχοντόπουλος, αρχουντόπλου || αρχοντόπουλο

αρχοντόπουλον [Somavera 1709] || Κερασούντα*, Χαλδία* || αρχοντόπουλο

αρχοντόπουλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρχοντόπουλο

αρχοντόσπιτο [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ζάκυνθος || αρχοντικό

αρχοντού || Βιθυνία*, Σκύρος || αρχόντισσα

αρχόντουσα || Αίνος || αρχόντισσα

αρχοντούτζικος [Portius 1635] || άρχοντας

αρχοντοφέρνω || αγαδεύω || αρχοντοφέρνω

αρχοντοφυλάγω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρχονταναθρέφω

αρχοντοχωριάτης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρκοντοχωριάτης, αρχουντουχουριάτης || αρχοντοχωριάτης

αρχόντσα || Ιωάννινα, Κέρκυρα, Σιάτιστα, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρχόντισσα

αρχοντυνίσκω || Κύπρος || αρχοντεύω

αρχοντύνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Άνδρος, Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρχοντεύω

αρχός || Καστοριά, Κοζάνη || δροσερός

αρχός || Λέσβος, Πάρος || ρηχός

άρχος [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάρπαθος, Κορινθία, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Πάρος, Σίφνος || άρχοντας

αρχότ || Βελβεντός, Γρεβενά, Κοζάνη, Πιερία || δροσιά

αρχοτζιά || Κάλυμνος || αρχοντιά

αρχότκο || Χαβουτσί* || αρχοντικός

αρχουγκιά || Λέσβος || αρχοντιά

αρχουθέσ || Ίμβρος || ιματιοθήκη

αρχουντάθκου || Κοζάνη || αρχοντικό

αρχουντάθκους || Κοζάνη || αρχοντικός

αρχουνταίνου || Κοζάνη, Νιγρίτα, Σάμος || αρχοντεύω

αρχουνταρίκ || Αδριανούπολη*, Καρδίτσα, Χαλκιδική || αρχονταρίκι

άρχουντας || Αδριανούπολη*, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λιβίσι*, Σάμος || άρχοντας

αρχουντεύου || Γρεβενά, Τρίκαλα || αρχοντεύω

αρχουντιά || Ιωάννινα, Λιβίσι*, Πιερία || αρχοντιά

αρχουντίνου || Ίμβρος || αρχοντεύω

αρχούντισα || Αδριανούπολη* || αρχόντισσα

αρχουντκός || Φθιώτιδα || αρχοντικός

αρχουντλίκ || Σάμος || αρχοντιά

αρχουντόπλου || Ευρυτανία || αρχοντόπουλο

αρχουντόσουγου || Λέσβος || αρχοντογενιά

αρχουντόσπτου || Σάμος || αρχοντικό

αρχουντού || Αίνος* || αρχόντισσα

αρχουντουμαχαλάς || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || αρχοντογειτονιά

αρχουντουξιπισμένους || Σκόπελος || αρχοντοξεπεσμένος

αρχουντουχουριάτης || Αδριανούπολη* || αρχοντοχωριάτης

αρχουντουχώρ || Τρίκαλα || αρχοντοχώρι

άρχους || Ίμβρος, Λέσβος, Λιβίσι*, Νιγρίτα, Σάμος || άρχοντας

άρχουτας || Λέσβος || άρχοντας

αρχόχερο || Κρήτη || εργαλείο

αρχύτερα || & Ηλεία, Θεσπρωτία, Μάνη, Πάργα, Τσακωνιά || αρχύτερα

αρχύτερα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αρχύτιρα, αρχύτσιρα, αρχύττερα || αρχύτερα

αρχύτερε || Τσακωνιά || αρχύτερος

αρχύτερος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρχύτερε || αρχύτερος

αρχύτιρα || Άρτα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Μαγνησία, Πιερία, Σκόπελος, Σουφλί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αρχύτερα

αρχύτσιρα || Σιάτιστα || αρχύτερα

αρχύττερα || Κύπρος || αρχύτερα

αρχώ || Κέρκυρα, Νάξος || αρχίζω

άρχωπος || Αξός* || άνθρωπος

αρωγαλίδα || Κρήτη || αράχνη

αρωγαλού || Κρήτη || αράχνη

αρώθια || Κρήτη || αρρώστια

αρώισκια || Μάνη || αρρώστια

αρωισκιάρης || Μάνη || αρρωστιάρης

αρώκτα || Λέσβος || αρώτητα

άρωπος || Αραβανί* || άνθρωπος

αρωποσύν || Αραβανί* || ανθρωπιά

άρωρα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κρήτη, Σαμάκοβο*, Τσακήλι*, Χαβουτσί* || πάρωρα

αρωσθιά || Κρήτη || αρρώστια

αρώσθια || Κρήτη || αρρώστια

αρωσιά || Κρήτη || αρρώστια

αρωσία || Τσακωνιά || αρρώστια

αρώσια || Κρήτη || αρρώστια

αρώσκια || Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Λέσβος || αρρώστια

αρώστα || Βάτικα* || αρρώστια

αρωσταίνου || Μάνη || αρρωσταίνω

αρωστάρης || Κρήτη || αρρωστιάρης

αρωστάρης || Κάρπαθος, Κρήτη || άρρωστος

αρωστάρικος || Κερασούντα*, Κρήτη || αρρωστιάρικος

αρωστάρκος || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρρωστιάρικος

αρωστάω || Ζάκυνθος, Νάξος || αρρωσταίνω

αρώστεμα || Σεμένι* || αρρώστια

αρώστεμαν || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρρώστια

αρωστιά || Ήπειρος, Κάρπαθος, Κως, Χίος || αρρώστια

αρωστία [Portius 1635] || Βάτικα*, Κερασούντα*, Κύπρος, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαβουτσί*, Χαλδία* || αρρώστια

αρωστίγια || Κερασούντα* || αρρώστια

αρώστιγια || Κερασούντα* || αρρώστια

αρωστικό || Κορινθία || φάρμακο

αρωστίνω || Κερασούντα* || αρρωσταίνω

αρωστιώ || Κάρπαθος || αρρωσταίνω

αρωστολόγος || Λευκάδα || πεταλούδα

αρωστού || Τσακωνιά || αρρωσταίνω

αρωστουλιά || Μάνη || αρρωστίλα

αρωστουλιάρης || Μάνη || αρρωστιάρης

αρωστουλλάς || Κάρπαθος || αρρωστιάρης

αρωστοφαγιά || Βουρλά*, Κύθηρα || βαρυστομαχιά

αρωστοφαγία || Κύθηρα || βαρυστομαχιά

αρώστρια || Κάρπαθος || αρρώστια

αρωστσία || Τσακωνιά || αρρώστια

αρωστώ [Portius 1635] || Κρήτη, Κύθηρα, Μάνη || αρρωσταίνω

αρωτάου || Κύμη, Σάμος || ρωτώ

αρωταριά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αξιέραστη

αρωτάω [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Θεσπρωτία, Καλαβρία, Λακωνία, Παλιά Αθήνα || ρωτώ

αρωτεύομαι || Δέλβινο || ερωτεύομαι

αρώτηγος [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρώτητος

αρώτημα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Κύπρος, Νάξος || ερώτηση

αρώτημαν || Κύπρος || ερώτηση

αρώτηξη || Κάρπαθος || ερώτηση

αρώτηση [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || ερώτηση

αρώτητα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αναρώτα, αναρώτγα, αναρώτητα, ανερώτηγα, ανερώτητα, ανιρώτα, ανιρώτγα, ανιρώτητα, αρώκτα, αρώτητχτα || αρώτητα

αρώτητε || Τσακωνιά || αρώτητος

αρώτητος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αναρώτιχτος, ανερώγητος, ανερώτητε, ανερώτητος, ανερώτιγος, ανερώτιχτος, ανιρώτγους, ανιρώτητος, αρώτηγος, αρώτητε || αρώτητος

αρώτητχτα || Κως, Σύμη || αρώτητα

αρώτμα (του) || Σάμος || ερώτηση

αρωτώ [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Απουλία, Θήρα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κίμωλος, Κύπρος, Κως, Μύκονος, Νίσυρος,  Σύμη, Χίος || ρωτώ

αρωτώμαι || Κύπρος || αναρωτιέμαι

 

 

 

προς λέξεις που αρχίζουν από αρλ-αρω

 

ααχή || Σαμοθράκη || αρχή

άαχους || Σαμοθράκη || άρχοντας

αβγά || Κύθηρα || αρχίδια

αβερώνα || Ζάκυνθος || αρραβώνας

αβερωνιαστικός || Ζάκυνθος || αρραβωνιαστικός

αβράκχου || Τσακωνιά || αρπάζω

άβραμα || Τσακωνιά || άρπαγμα

αβράχου || Τσακωνιά || αρπάζω

αγαδεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχοντοφέρνω

αγαδόπουλο [Βλαστός 1931] || αρχοντόπουλο

αγανταρίζου || Μάνη || αρπάζω

αγαντάρου || Μάνη || αρπάζω

αγαντζάρω || Κέρκυρα || αρπάζω

αγγελιάρης || Νάξος || αρρωστιάρης

αγγελοκρίτης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρχάγγελος

αγγιά || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λακωνία, Μεσσηνία, Χιμάρα || αρχίδια

αγγρίφι [Βλαστός 1931] || αρπάγη

αγιάνης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άρχοντας

αγκερίδα || Νάξος || αρπάγη

αγκζίθι || Τσακωνιά || αρπάγη

αγκινάρι || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύθνος, Νίσυρος, Σίκινος || αρπάγη

αγκινιός || Κάλυμνος || αρπάγη

αγκλουνιάζου || Λήμνος || αρχίζω

αγκλουνιάζουμ || Ίμβρος || αρχίζω

αγκρίθι || Τσακωνιά || αρπάγη

άγκριπας || Κως || αρπάγη

αγκρίφ || αρπάγη

αγκριφάς || Νίσυρος || αρπάγη

αγκρίφας || Ρόδος || αρπάγη

άγκριφας [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κως, Νίσυρος, Ρόδος || αρπάγη

αγκρίφι [Germano 1622] || δημοτική || Καστελλόριζο, Κως, Λακωνία, Νίσυρος, Ρόδος, Τήλος, Χίος || αρπάγη

αγκρίφιν || Κως, Νίσυρος || αρπάγη

άγκριφους || Λιβίσι* || αρπάγη

αγκρύφι [Germano 1622] || αρπάγη

αγορομάνα || Δαρδανέλια* || αρρενοτόκος

αγουρουμάνα || Αίνος* || αρρενοτόκος

αγριοπόντικο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρουραίος

άγριφας || Ρόδος || αρπάγη

αγρίφη || Ρόδος || αρπάγη

αγρίφι || Ρόδος || αρπάγη

αδερφοχτοί [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρματολοί

άδραγμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Θεσσαλία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά || άρπαγμα

αδράζου || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Κοζάνη, Λάρισα, Σάμος, Σέρρες, Φθιώτιδα || αρπάζω

αδράζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Μύκονος || αρπάζω

άδραμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αδραξιά || Κάλυμνος, Λακωνία, Φωκίδα || άρπαγμα

αδραξία || Ζάκυνθος || άρπαγμα

αδραξιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Φωκίδα || άρπαγμα

αδράσκου || Τήνος || αρπάζω

αδράσκω || Τήνος || αρπάζω

αδράχνου || Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Μάδυτος*, Μάνη, Πιερία, Σιάτιστα, Τρίκαλα,Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αρπάζω

αδράχνω [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Σμύρνη* || αρπάζω

αδραχτά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λευκάδα, Ήπειρος || αρπαχτά

αδραχτάς [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || άρπαγας

αδραχτιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αδραχτικά || αβράκχου || αρπαχτά

αδραχτικός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρπακτικός

αδράχτου || Τήνος || αρπάζω

αδράχτω || Λακωνία, Μεσσηνία || αρπάζω

αϊμέγου || Σαμοθράκη || αρμέγω

αϊχότσα || Σαμοθράκη || αρχόντισσα

ακρόντικος || Χαλδία* || αρχοντικός

αλαξοδαχτυλίδια || Κρήτη || αρραβωνιάσματα

αλατόγεια [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρμυρόχωμα

αλέτουρος || Λακωνία || άρπαγας

αλετράρης || Κύπρος || αροτροποιός

αλετράς [Ηπίτης 1908] || δημοτική || Ρόδος || αροτροποιός

αλιμέβω || Οινόη* || αρμέγω

αλιμέγω || Όφις*, Τραπεζούντα* || αρμέγω

αλιμούρα || Καρδίτσα, Κοζάνη || άρπαγμα

αλιμουριάζου || Καρδίτσα || αρπάζω

αλιτράς || Ίμβρος || αροτροποιός

αλκοτίζω || Λευκάδα || αρρωσταίνω

άλμεγμα || Αραβανί* || άρμεγμα

άλμεγμαν || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άρμεγμα

αλμέγω || Αξός*, Βουρλά*, Ήπειρος, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρώμνη*, Όφις*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Σινασός*, Τραπεζούντα*, Φερτέκι*, Χαλδία* || αρμέγω

αλμέζω || Αραβανί*, Ουλαγάτς*, Φερτέκι* || αρμέγω

αλμεχτή || Χαβουτσί* || αρμεχτής

αλμπανόριζα || Λακωνία || αρμπαρόριζα

αλμπαρόζα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρμπαρόριζα

αλμπαρόρζα || Λευκάδα || αρμπαρόριζα

αλμπαρόριζα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρμπαρόριζα

αλμύρα [Χελδράιχ 1926] || αρμυρίχη

αλμυράδα [Somavera 1709] || αρμυράδα

αλμυρήθρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρμυρήθρα

αλμυρήθρα [Σκαρλάτος 1835] || αρμυρίχη

αλμυριά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρμυρόχωμα

αλμυριά [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρμυρότοπος

αλμυρίδι [Γεννάδιος 1914] || αρμυρίχη

αλμυρίκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρμυρίχη

αλμυρίχα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρμυρίχη

αλμυρίχη || Κεφαλονιά || αρμυρίχη

αλμυρούδι [Σκαρλάτος 1835] || αρμυρήθρα

αλπαρόζα || Κύθηρα || αρμπαρόριζα

αμαθαριά || Μύκονος || αρμαθιά

αμαρτωλά || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Οινόη*, Χαλδία* || αρχίδια

αμέλγου || Ίμβρος || αρμέγω

αμελέτητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || κυρίως σφαχτού: Άνδρος, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Μεσσηνία, Τσακωνιά || αρχίδια

αμίδι || Κεφαλονιά || αρμίδι

αμιλέτα || Σάμος || αρχίδια

αμίλητα || Κρήτη || αρχίδια

αμνάδ || Κρώμνη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αρνάδα

αμουλόητα || Λάρισα, Φθιώτιδα || αρχίδια

αμουργιός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρμεχτής

αμουργκή || Κάρπαθος || άρμεγμα

αμουρούζα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Νάξος || αρραβωνιαστικιά

αμουρούζος || Νάξος || αρραβωνιαστικός

αμπενόριζζον || Χίος || αρμπαρόριζα

αμπίσια || Καλαβρία || αρχίδια

αμπουρισίν || Λέσβος || αρρώστια

αμπριάζκα || Πιερία || άρρυθμα

αναβαγούλα || Σαμψούντα* || αρουραίος

αναβαλέους || Καρδίτσα || αρουραίος

αναβαλούγα || Σαμψούντα*, Όφις* || αρουραίος

αναβαλούδα || Σαμψούντα* || αρουραίος

αναβαλούδας || Όφις* || αρουραίος

αναβαλούκα || Σούρμενα* || αρουραίος

ανάβαλτοι || Ήπειρος || αρχίδια

αναβολέος || Αυλωνάρι, Κονίστρες || αρουραίος

αναβολιός || Κάρυστος || αρουραίος

αναβούρα || Λιβίσι* || αρραβώνας

αναβουριάννου || Λιβίσι* || αρραβωνιάζω

αναβουριαστική || Λιβίσι* || αρραβωνιαστικιά

αναβουριαστικός || Λιβίσι* || αρραβωνιαστικός

αναγκασμένους || Νιγρίτα || άρρωστος

αναγκεμένος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Λευκάδα, Παξοί || άρρωστος

αναγκεύομαι || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || αρρωσταίνω

αναγκεύου || Ιωάννινα || αρρωσταίνω

αναγκιούκλης [Βλαστός 1931] || αρρωστιάρης

αναγκιούλης || Κεφαλονιά || αρρωστιάρης

ανάπαρτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπαγμένος

αναπιαστής || Κρήτη || αρχάριος

αναρπαγμός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αναρπάζω || Κερασούντα*, Τραπεζούντα* || αρπάζω

αναρχεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχίζω

αναρώτα || Σκύρος || αρώτητα

αναρώτγα || Βόρεια Εύβοια || αρώτητα

αναρώτητα || Λακωνία, Μάνη || αρώτητα

αναρώτιχτος || Κρήτη || αρώτητος

ανασυρτό [ΙΛΝΕ 1939] || Παλιά Αθήνα || αρπάγη

ανγκρίφιν || Κως || αρπάγη

ανεβολιός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρουραίος

ανελέντο || Κύθηρα || αρνάκι

ανερώτετα || Τραπεζούντα* || αρώτητα

ανερώτηγα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Μεσσηνία || αρώτητα

ανερώτηγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρώτητος

ανερώτητα [Deheque 1825] || δημοτική || Ήπειρος, Κεφαλονιά, Μάνη, Παξοί, Τσακωνιά || αρώτητα

ανερώτητε || Τσακωνιά || αρώτητος

ανερώτητος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Ήπειρος || αρώτητος

ανερώτιγος || Ήπειρος || αρώτητος

ανερώτιχτα || άνδρος, Θήρα, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη || αρώτητα

ανερώτιχτος || Άνδρος, Πάρος || αρώτητος

ανέχαλος || Κοτύωρα* || άρρωστος

ανημπορεύγω || Μέγαρα || αρρωσταίνω

ανημπορεύω || Κύθηρα, Μύκονος || αρρωσταίνω

ανημπόρια || Κέρκυρα || αρρώστια

ανημπουρεύγου || Λέσβος || αρρωσταίνω

ανίδιος || Κεφαλονιά || άρρωστος

ανιρώτα || Αδριανούπολη*, Αίνος*, Ίμβρος, Μαγνησία, Σάμος, Σκόπελος || αρώτητα

ανιρώτγα || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Ιωάννινα || αρώτητα

ανιρώτγους || Αιτωλοακαρνανία* || αρώτητος

ανιρώτητα || Λάρισα || αρώτητα

ανιρώτητος || Λάρισα || αρώτητος

ανκινέγκω || Καλαβρία || αρχίζω

ανκινώ || Απουλία || αρχίζω

ανουμποριασμός || Νάξος || αρρώστια

αντακώννω || Κύπρος || αρχίζω

αντικάριος || Κέρκυρα || αρχαιολόγος

αντίκος || Ζάκυνθος || αρχαίος

αντίμια || Ίμβρος || αρχίδια

αντσινάρι || Απουλία || αρπάγη

αντύνατο || Απουλία || άρρωστος

άουστους || Σαμοθράκη || άρρωστος

απαβράχου || Τσακωνιά || αρπάζω

απαρπάζω || Κερασούντα*, Σάντα*, Σούρμενα*, Τραπεζούντα8, Χαλδία* || αρπάζω

απαρπώ || Κάρπαθος || αρπάζω

απαρχινώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχίζω

απαυτά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρχίδια

απλοχεριάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπάζω

απλοχερίζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπάζω

απλοχερνώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπάζω

απλοχερώ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρπάζω

αποπιάνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρπάζω

αραβουνιά || Πιερία || αρραβώνας

αραβουνιάζου || Καστοριά, Πιερία || αρραβωνιάζω

αραβουνιάζουμι || Καστοριά || αρραβωνιάζομαι

αραβουνιάρα || Χαλκιδική || αρραβωνιαστικιά

αραβουνιάρς || Χαλκιδική || αρραβωνιαστικός

αραβουνιασκιά || Πιερία || αρραβωνιαστικιά

αραβουνιασκός || Αίνος*, Ιωάννινα, Λήμνος, Νιγρίτα, Πιερία || αρραβωνιαστικός

αραβουνιάσματα || Ημαθία || αρραβώνες

αραβουνιάσματα || Ευρυτανία || αρραβωνιάσματα

αραβουνιασμένους || Καστοριά, Λήμνος || αρραβωνιασμένος

αραβουνιαστκός || Καστοριά, Πιερία || αρραβωνιαστικός

αραβουνίζουμι || Ιωάννινα || αρραβωνιάζομαι

αραβουνίσια || Ευρυτανία || αρραβωνιάσματα

αραβώνα || Δέλβινο, Ζάκυνθος, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Σίλλη* || αρραβώνας

αραβωνάζω || Κερασούντα, Οινόη*, Τραπεζούντα* || αρραβωνιάζω

αραβώνασμα || Οινόη* || αρραβώνας

αραβωνή || Τραπεζούντα* || αρραβώνας

αραβωνιάδα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρραβωνιάσματα

αραβωνιάζου || Σίλλη* || αρραβωνιάζω

αραβωνιαστέ || Τσακωνιά || αρραβωνιαστικός

αραβωνιαστικό || Τσακωνιά || αρραβωνιαστικός

αραβωνιαστκός || Σκύρος || αρραβωνιαστικός

αραβώνις || Ευρυτανία || αρραβώνες

αραβωνίσα (τα) || Λευκάδα || αρραβώνες

αραμαθιά || Νίσυρος || αρμαθιά

αραμπαός || Κρήτη || αρπάγη

αράωνα || Καστελλόριζο, Κύπρος, Ρόδος || αρραβώνας

αράωνας || Κάρπαθος, Ρόδος, Χάλκη || αρραβώνας

αραωνιάζω || Κύπρος || αρραβωνιάζω

αραωνιάσματα || Κάρπαθος || αρραβωνιάσματα

αραωνιαστική || Κάρπαθος || αρραβωνιαστικιά

αραωνιαστικός || Κάρπαθος || αρραβωνιαστικός

αραώννιασμαν || Κύπρος || αρραβώνας

αραωννιαστικός || Κύπρος || αρραβωνιαστικός

αρβουνιάζου || Πιερία || αρραβωνιάζω

αρβουνιάρα || Πιερία || αρραβωνιαστικιά

αρβουνιασκός || Λέσβος || αρραβωνιαστικός

αρβουνιάσματα || Λέσβος || αρραβώνες

αρβουνιαστκός || Πιερία || αρραβωνιαστικός

αρβώνα || Λέσβος || αρραβώνας

αρβωνιάζου || Τσακωνιά || αρραβωνιάζω

αρβωνιάζω || Βάτικα*, Ήπειρος, Χαβουτσί* || αρραβωνιάζω

αρβωνιάσματα || Τσακωνιά || αρραβωνιάσματα

αρβωνιαστέ || Τσακωνιά || αρραβωνιαστικός

αρβωνιαστικό || Τσακωνιά || αρραβωνιαστικός

αρδάζω || Λακωνία || αρπάζω

αρεβώνα || Αρκαδία, Αχαΐα, Μάνη, Μύκονος, Νάξος, Σύρος || αρραβώνας

αρεβώνας [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Ηλεία, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Σύρος || αρραβώνας

αρεβώνες || Κορινθία, Πωγώνι || αρραβώνες

αρεβωνιάδα [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || αρραβωνιάσματα

αρεβωνιάζομαι || Μάνη || αρραβωνιάζομαι

αρεβωνιάζου || Μάνη || αρραβωνιάζω

αρεβωνιάρα || Αρκαδία, Αχαΐα || αρραβωνιαστικιά

αρεβωνιάρης || Αρκαδία, Αχαΐα, Μάνη || αρραβωνιαστικός

αρεβωνιασμένος || Κορινθία, Σύρος || αρραβωνιασμένος

αρεβωνιαστική || Βουρλά* || αρραβωνιαστικιά

αρεβωνιαστικός || Αχαΐα, Βουρλά*, Κωνσταντινούπολη, Μάνη || αρραβωνιαστικός

αρεβωνίζω || Ήπειρος || αρραβωνιάζω

αρζέφω || Κάρπαθος || αρχίζω

αρί || Χιμάρα || αρνί

αριβουνιάζου || Μαγνησία || αρραβωνιάζω

αριβουνιάρα || Φθιώτιδα || αρραβωνιαστικιά

αριβουνιάρς || Φθιώτιδα || αρραβωνιαστικός

αριβουνιάσματα || Ευρυτανία || αρραβωνιάσματα

αριβουνιασμένος || Μαγνησία || αρραβωνιασμένος

αριβουνιαστκός || Βόρεια Εύβοια || αρραβωνιαστικός

αριβουνίσια || Ευρυτανία || αρραβωνιάσματα

αριβώνα || Ίμβρος, Μαγνησία, Σάμος, Σκόπελος, Φθιώτιδα || αρραβώνας

αριβώνας || Μαγνησία || αρραβώνας

αριβώνις || Βοιωτία, Ευρυτανία, Καρδίτσα || αρραβώνες

άριμα || Τσακωνιά || άρμεγμα

αριτέ || Τσακωνιά || άρμεγμα

αρκεβίστας || Κέρκυρα, Παξοί || αρχειοφύλακας

αρκέβκω || Κύπρος || αρχίζω

άρκεμαν || Κύπρος || αρχίνισμα

αρκεύγκω || Κάρπαθος || αρχίζω

αρκεύγω || Κύπρος, Κως, Νίσυρος || αρχίζω

αρκεύκω || Κύπρος, Ρόδος || αρχίζω

αρκεύω || Κύπρος, Τσακήλι* || αρχίζω

αρκέφω || Κάρπαθος || αρχίζω

αρκή || Αυλωνάρι, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Οινόη*, Σύμη, Χίος || αρχή

αρκί || Ρόδος || αρχίδι

αρκία || Κάρπαθος || αρχίδια

αρκίβιο || Ζάκυνθος, Κύθηρα || αρχείο

αρκίβιο || Ζάκυνθος, Κέρκυρα || αρχειοφυλάκιο

αρκίδ || Σαράντα Εκκλησιές* || αρχίδι

αρκίδι || Αστυπάλαια, Καλαβρία, Κεφαλονιά, Ιθάκη, Κως, Λέρος, Οινόη*, Ρόδος, Σύμη, Τήλος, Χίος* || αρχίδι

αρκίδια [Meursius 1614] || Ιθάκη, Καλαβρία, Κεφαλονιά, Σαράντα Εκκλησιές*, Χίος || αρχίδια

αρκίδιν [Meursius 1614] || Οινόη* || αρχίδι

αρκίζω || Ικαρία, Κύπρος, Χίος || αρχίζω

αρκίν || Κάρπαθος, Ρόδος || αρχίδι

αρκινάου || Αυλωνάρι, Κονίστρες || αρχίζω

αρκινεύγκω || Κάρπαθος || αρχίζω

αρκινεύγω || Νίσυρος || αρχίζω

αρκινεύκω || Κύπρος || αρχίζω

αρκινίζζω || Νίσυρος || αρχίζω

αρκινικό || Καλαβρία || αρσενικός

αρκινώ || Απουλία, Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος || αρχίζω

αρκονγκιά || Κάρπαθος || αρχοντιά

αρκονκιά || Κύπρος || αρχοντιά

αρκοντάθρωπος || Κάλυμνος, Ρόδος || αρχοντάνθρωπος

αρκονταίνω || Κάρπαθος, Νίσυρος, Σωζόπολη*, Τσακήλι* || αρχοντεύω

αρκοντανεθρεμένος || Κάρπαθος || αρχοντομαθημένος

άρκοντας || Ζάκυνθος, Ιθάκη, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κύμη, Κύπρος, Κως, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σύμη, Σωζόπολη*, Τσακήλι* || άρχοντας

αρκοντιά || Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Νίσυρος, Ρόδος, Χίος || αρχοντιά

αρκοντικά || Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Ρόδος || αρχοντικά

αρκοντικάτα || Ζάκυνθος || αρχοντικά

αρκοντικό || Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Σωζόπολη* || αρχοντικό

αρκοντικόν || Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος || αρχοντικό

αρκοντικός || Κεφαλονιά || αρχοντικός

αρκόντισα || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κύπρος, Κως, Ρόδος, Χίος || αρχόντισσα

αρκοντίσιμος || Κύπρος || αρχοντικός

αρκόντιτσα || Κάρπαθος || αρχόντισσα

αρκοντογεναίκα || Ζάκυνθος || αρχοντογυναίκα

αρκοντογέννητος || Κύπρος || αρχοντογεννημένος

αρκόντοι || Κεφαλονιά, Κως, Νίσυρος, Παξοί || άρχοντες

αρκοντολόι || Κάλυμνος, Κεφαλονιά || αρχοντολόι

αρκοντολόιν || Κύπρος || αρχοντολόι

αρκοντομαθημένος || Ρόδος || αρχοντομαθημένος

αρκοντονεθρεμένος || Νίσυρος, Τήλος || αρχοντομαθημένος

αρκοντοπαίδιν || Κύπρος || αρχοντόπαιδο

αρκοντόπαιδο || Ρόδος || αρχοντόπαιδο

αρκοντόπαιο || Κάλυμνος || αρχοντόπαιδο

αρκοντοπούλλα || Κάρπαθος || αρχοντοπούλα

αρκοντόπουλλον || Κάρπαθος || αρχοντόπουλο

αρκοντόπουλο || Κεφαλονιά || αρχοντόπουλο

αρκοντού || Καστελλόριζο || αρχόντισσα

αρκοντοχωριάτης || Κεφαλονιά || αρχοντοχωριάτης

αρκόντσα || Τσακήλι* || αρχόντισσα

αρκοντυνίσκω || Κύπρος || αρχοντεύω

άρκος || Καλαβρία, Κάρπαθος, Κύπρος, Χίος || άρχοντας

αρκοτζιά || Κάλυμνος || αρχοντιά

αρκότσα || Σαράντα Εκκλησιές* || αρχόντισσα

άρκουντας || Μαγνησία || άρχοντας

αρκύζου || Τσακωνιά || αρταίνω

αρκυνή || Τσακωνιά || άρτυμα

αρκυνία || Τσακωνιά || άρτυμα

 

 

ασαρκός || Δέλβινο || αρσενικός

ασβάχι || Κρήτη || αρχίδι

ασβάχια || Κρήτη || αρχίδια

ασβολώνομαι || Κέρκυρα || αρρωσταίνω

ασερνικό || Τσακωνιά || αρσενικός

ασερνικός || Δέλβινο, Κρήτη, Κως, Μύκονος, Νάξος, Πάρος || αρσενικός

ασερνκός || Μύκονος || αρσενικός

άσια || Θεσπρωτία || άρνηση

ασιλίκι || Κρήτη || αρχοντιά

ασιρνικός || Κρήτη || αρσενικός

αστινάρ || Ουλαγάτς* || άρρωστος

αστιναρλάντημα || Ουλαγάτς* || αρρώστια

ατύνατο || Απουλία || άρρωστος

αφενταρέοι || Κάρπαθος || άρχοντες

αφεντάτος || Κάρπαθος || αρχοντικός

αφσινικό || Απουλία || αρσενικός

αχαμνά [Λεξικό Δημητράκου 1936] || δημοτική || Αιδηψός, Άνδρος, Άρτα, Ζάκυνθος, Θάσος, Θεσπρωτία, Ίμβρος, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθηρα, Λευκάδα, Σάμος, Σιάτιστα, Σύμη, Τήνος || αρχίδια

αχαμνάδια || Κόνιτσα || αρχίδια

αχαμνίζομαι [Portius 1635] || αρρωσταίνω

αχαμνός [Portius 1635] || Χιμάρα || άρρωστος

αχιρνώ || Καστοριά || αρχίζω

Αχράγγελος || Κερασούντα* || Αρχάγγελος

αχρίδι || Κάρυστος || αρχίδι

βερωνιαστικός || Ζάκυνθος || αρραβωνιαστικός

βιριάνς || Νιγρίτα || αρρωστιάρης

βουρλιά || Κορινθία || αρμαθιά

βουρλιάζω || Κύθηρα, Παξοί || αρμαθιάζω

βουρλίδα || Κύθηρα, Παξοί || αρμαθιά

γαμπρολόι || Κάλυμνος || αρραβώνας

γιαβουκλού || Ρόδος || αρραβωνιαστικιά

γκιούλκαϊ || Βουρλά* || αρμπαρόριζα

γκρίφης || Κάλυμνος || αρπάγη

γουζί || Φάρασα* || αρνί

δαχτυλιδωμένη || Κρήτη || αρραβωνιαστικιά

δεχτερχανές || Καστελλόριζο || αρχειοφυλάκιο

διδύμια [Somavera 1709] || αρχίδια

δράζω || Σούρμενα* || αρπάζω

δράξιμο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άρπαγμα

δράχνου || Θεσσαλία || αρπάζω

δράχνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κύπρος, Πάρος, Σινώπη* || αρπάζω

έγκριφας || Κρήτη || αρπάγη

έγριφας || Κρήτη || αρπάγη

ελεργιά || Κρήτη || άρτυμα

ενκινώ || Απουλία || αρχίζω

ερμέω || Απουλία, Φούρνοι || αρμέγω

ερπώ || Κως || αρπάζω

ζαγανιάρης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρρωστιάρης

ζαγγανιάρης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρρωστημένος

ζαΐφη || Τσακωνιά || αρρωστιάρης

ζαΐφης [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || άρρωστος

ζαΐφης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρρωστιάρης

ζαϊφλίκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρρώστια

ζαμπνεύου || Ίμβρος || αρρωσταίνω

ζαμποθάνης || Κως || αρρωστιάρης

ζαμπουκεύω [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || αρρωσταίνω

ζαμπούνα || Καστοριά || αρρώστια

ζαμπουνεύω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρρωσταίνω

ζαμπούνης [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || αρρωστιάρης

ζαμπούνης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρρωστος

ζαμπουνιάρης [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || αρρωστιάρης

ζαμπουνιάρικος [Somavera 1709] || αρρωστιάρικος

ζαμπούνιασμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρρώστια

ζαμπούνικος [Somavera 1709] || αρρωστημένος

ζαμπούνικος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρρωστος

ζαπώνου || Νιγρίτα || αρπάζω

ζαραλής || Γρεβενά, Κοζάνη || αρρωστιάρης

ζαράρ || Θάσος || αρρώστια

ζαριασμένος || Θήρα || αρρωστιάρης

ζαρίφκους || Σκόπελος || αρρωστιάρης

ζαρόκολος  || Πόντος* || άρρωστος

Ζερβός || Φάρασα* || Αρμένιος

ζουβάχια || Κρήτη || αρχίδια

ζουλούμης || Αρκαδία || άρπαγας

ζουπάνος [Λεξικό Δημητράκου 1950] || δημοτική || άρχοντας

ζουριάζου || Σκόπελος || αρρωσταίνω

ζουφάκια [Λεξικό Δημητράκου 1938] || δημοτική || αρχίδια

καζέπιν || Ρόδος || άρπαγας

κακάδεμα || Κοτύωρα* || αρρώστια

κακαδεύω || Κοτύωρα* || αρρωσταίνω

κακάς || Κοτύωρα* || άρρωστος

καρακούσι || Μεσσηνία || αρρώστια

καραμπαλίκια || Μεσσηνία || αρχίδια

καταπιασμένος || Κύμη || αρραβωνιαστικός

κατσουκάνι || Σίκινος || αρπάγη

κογιόνια || Κύθηρα || αρχίδια

κοληταρά || Κρήτη || αρμαθιά

κολιόνι || Μύκονος || αρχίδι

κουζί [Somavera 1709] || Καστελλόριζο || αρνάκι

κουκουβέλια || Κοζάνη || αρχίδια

κουκούλια || Κοζάνη || αρχίδια

κουντούνια || Μύκονος || αρχίδια

κουρδουμπούλια || Κοζάνη || αρχίδια

κουρουμπέλντες || Ρόδος || αρλούμπες

κρεμανταλιά || Κρήτη || αρμαθιά

κωλόκουρα || Ηλεία || αρνόκουρα

λγκιν || Σάμος || αρμυρίχη

λερώσιμο || Κρήτη || άρτυμα

λερωτικό || Κρήτη || άρτυμα

λιμέβω || Οινόη* || αρμέγω

λιμέζω || Φάρασα* || αρμέγω

λιμούρα || Κοζάνη || άρπαγμα

λιμπά || Κοζάνη || αρχίδια

λιόκια || Κοζάνη || αρχίδια

μαρμαρόζα || Θήρα || αρμπαρόριζα

μάτσα || Ρόδος || αρμαθιά

μηλιόρα || Κέρκυρα || αρνάδα

μοσχομολόχα [Χελδράιχ 1926] || αρμπαρόριζα

μουργκή || Κάρπαθος || άρμεγμα

μουσκουλούλουδου || Σάμος || αρμπαρόριζα

μπαγάγια || Κέρκυρα || αρχίδια

μπαλόνια || Κέρκυρα || αρχίδια

μπάμπαλα || Αρκαδία || αρχίδια

μπαμπερόριζα || Κύθνος || αρμπαρόριζα

μπαρμπακόρζα [ΙΛΝΕ 1941] || Μακεδονία || αρμπαρόριζα

μπαρμπαρόριζα [ΙΛΝΕ 1941] || αρμπαρόριζα

μπαρμπαρούσα || Κρήτη || αρμπαρόριζα

μπαρμπερόριζα || Κύθνος || αρμπαρόριζα

μπαρπαρόζα || Ήπειρος || αρμπαρόριζα

μπατίκια [Λεξικό Δημητράκου 1949] || δημοτική || αρραβώνες

μπελεγρίνια || Μεσσηνία || αρχίδια

μπουμπόλια || Κοζάνη, Σιάτιστα || αρχίδια

μπουρλιά || Νιγρίτα || αρμαθιά

μπουρλιάζου || Νιγρίτα || αρμαθιάζω

μπούρλιασμα || Νιγρίτα || αρμάθιασμα

μπουρμπόλια || Κοζάνη || αρχίδια

μπρουλιασταριά || Κρήτη || αρμαθιά

ναρτυσκιά || Κως || άρτυμα

νεσύρω || Φάρασα* || αρχίζω

νικκιάφιν || Κύπρος  || αρραβώνας

νισάν || Ουλαγάτς* || αρραβώνας

νίσανι || Ουλαγάτς* || αρραβωνιαστικός

νισανναντού || Ουλαγάτς* || αρραβωνιάζομαι

νισαννατίζω || Φάρασα* || αρραβωνιάζω

νκινώ || Απουλία || αρχίζω

ντακέρνω || Κρήτη || αρχίζω

ντάκος || Κόνιτσα || αρνί

νταλακιάρης || Κάρπαθος, Κύθηρα || αρρωστιάρης

νταλαχιάρης || Κύθηρα || αρρωστιάρης

ντέμπολος || Κέρκυρα || αρρωστιάρης

ντεφεντάδος || Λευκάδα || άρρωστος

ντζόλια || Κάρπαθος || αρμαθιά

ντζουφάκια || Κάρπαθος || αρχίδια

ντιρτλής || Νιγρίτα || αρρωστιάρης

ντοϊμές || Καστοριά || αρνησίθρησκος

ντομενικάλε || Κέρκυρα || αρχοντικό

ντονμές [Λεξικό Δημητράκου 1949] || δημοτική || Καλλίπολη* || αρνησίθρησκος

ντουλμές || Χαλκιδική || αρνησίθρησκος

ντουμουσιάρς || Καρδίτσα, Μαγνησία || άρπαγας

ντουνμές [Κουκκίδης 1960] || Ίμβρος || αρνησίθρησκος

ντουντούκια || Ζάκυνθος || αρχίδια

ντρακέρνω || Κρήτη || αρχίζω

ντρισαής || Άνδρος || αρμπαρόριζα

ντύνατο || Απουλία || άρρωστος

ορμάθ || Κοτύωρα*, Χαλδία* || αρμαθιά

ορμαθέα || Κοτύωρα*, Χαλδία* || αρμαθιά

ορμιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αρμίδι

ορμίδι [Βλαστός 1931] || δημοτική || Λακωνία || αρμίδι

ορμοθάζω || Χαλδία* || αρμαθιάζω

ορχίγ || Αξός* || αρχίδι

πεντάνευρο [Γεννάδιος 1914] || αρνόγλωσσο

πιλιγγούργια || Κοζάνη || αρχίδια

πιντάνιβρου || Μαγνησία || αρνόγλωσσο

πουκάρ || Κοζάνη || αρνόμαλλο

πραχαντρούλια || Κοζάνη || αρχίδια

προβατάι || Χίος || αρνί

ραβουνιασκός || Νιγρίτα || αρραβωνιαστικός

ραβωνιαστικός || Μάλγαρα*, Σύμη || αρραβωνιαστικός

ραουνιάζζομαι || Κως || αρραβωνιάζομαι

ραουνιάζζω || Κως || αρραβωνιάζω

ραωνιάζομαι || Χάλκη || αρραβωνιάζομαι

ραωνιάζουμαι || Ρόδος || αρραβωνιάζομαι

ραωνιάζω || Ρόδος, Χάλκη || αρραβωνιάζω

ραωνιαστικιά || Ρόδος || αρραβωνιαστικιά

ραωνιαστικός || Ρόδος || αρραβωνιαστικός

ρεβωνιαστικός || Σηλυβρία* || αρραβωνιαστικός

ρκεύγω || Νίσυρος || αρχίζω

ρκινεύγω || Νίσυρος || αρχίζω

ρκινώ || Ρόδος, Σύμη, Χάλκη || αρχίζω

ρμέμα || Ρόδος || άρμεγμα

ρμενίζζω || Νίσυρος || αρμενίζω

ρμενίζω || Κάλυμνος || αρμενίζω

ρμέω || Απουλία, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κίμωλος, Κως, Νίσυρος,  Ρόδος, Σύμη, Τήλος, Φούρνοι, Χάλκη || αρμέγω

ρνιούμαι || Ρόδος, Σύμη || αρνούμαι

ρουμέω || Σύμη || αρμέγω

ρπω || Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος || αρπάζω

ρσενικό || Ηλεία || αρσενικό

ρσερνικός || Σύρος || αρσενικός

ρτύω || Κάλυμνος, Κως, Σύμη || αρταίνω

ρωστώ || Ρόδος || αρρωσταίνω

σαστικός || Κύμη || αρραβωνιαστικός

σβάχι || Κρήτη || αρχίδι

σβάχια || Κρήτη || αρχίδια

σερικός || Δέλβινο || αρσενικός

σερκός || Δέλβινο || αρσενικός

σερνικό || Αχαΐα, Ηλεία, Κέρκυρα, Κορινθία || αρσενικό

σερνικό || Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αρσενικός

σερνικός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Κάλυμνος,  || αρσενικός

σερνικού || Βάτικα*, Χαβουτσί* || αρσενικό

σιάσματα || Ρόδος || αρραβώνες

σιάσματα || Ρόδος, Χάλκη || αρραβωνιάσματα

σιαστική || Ρόδος || αρραβωνιαστικιά

σιαστικός || Ρόδος || αρραβωνιαστικός

σιρκό || Ευρυτανία || αρσενικό

σιρκός || Ευρυτανία, Καρδίτσα || αρσενικός

σιρνκός || Καρδίτσα, Λέσβος, Φωκίδα || αρσενικός

σκαλώνω || Κοτύωρα* || αρχίζω

ταρκουλού || Καστελλόριζο || αρραβωνιαστικιά

τάρτι || αρρώστια

τασιάκ || Λαγκαδάς || αρχίδι

τζαμπνεύου || Ίμβρος || αρρωσταίνω

τρισαΐ || Άνδρος || αρμπαρόριζα

τσάκια || Σιάτιστα || αρχίδια

τσουρμπατζίδκα || Σουφλί || αρχοντικά

φούρναρης [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρτοποιός

φούρνιαρης || Κορινθία || αρτοποιός

χάσια || Ιωάννινα || άρνηση

χερικώνω || Κρήτη || αρχίζω

χιρνώ || Καστοριά || αρχίζω

χουχουβέλια || Κοζάνη || αρχίδια

χρουμπουλιάζω || Αρκαδία || αρπάζω

χρουμπούλιασμα || Αρκαδία || άρπαγμα

ψωμάδικο [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρτοποιείο

ψωμάς [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αρτοποιός