Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα - λέξεις από κ

 

 

 

Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

από τα: λατινικά, βενετσιάνικα, ιταλικά, αραβικά, τούρκικα, σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα

 

λέξεις που αρχίζουν από κ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

2011-2013

 

 


 

κάβα η | αποθήκη κρασιών ή μαγαζί που πουλάει ποτά, ποτοπωλείο (λόγιο) | cava | βενετσιάνικο

κάβα η | λατομείο (λόγιο), νταμάρι, πετροκοπιό | cava | ιταλικό

καβάδι το | τρύπα στη βάρκα, για κατούρημα | cavata | ιταλικό

καβάδι το / καβάδα η / καβάι το | μακρύ ρούχο, για γυναίκες και άντρες (και ρούχο για παπάδες) | kabat | σλάβικο

καβάκι το | το δέντρο Populus nigra, γαβάγι, λεύκα | kavak | τούρκικο

καβάλα η | ιππασία (λόγιο) | caballus | λατινικό

καβαλάρης ο / καβελάρης ο | ιππέας (λόγιο), αναβάτης (λόγιο), έφιππος (λόγιο) | caballarius | λατινικό

καβαλαρία η / καβαλερία η | ιππικό (λόγιο) | cavalaria | βενετσιάνικο

καβαλέτο το | τρίποδο, στρίποδο | cavaletto | βενετσιάνικο

καβαλιέρος ο / καβαλιέρης ο | συνοδός κυρίας (λόγιο) | cavalier | βενετσιάνικο

καβαλικεύω / καβαλάω / καβελικεύω | ιππεύω (λόγιο) | caballico | λατινικό

καβαλίνα η / καβελίνα η / καβαλτίνα η / καβαλντίνα η | γκαβαλίνα, γκάβαλο, γαβαλίνα / η κοπριά του αλόγου | caballinus | λατινικό

καβάλος ο / καβάλο το | το μέρος γύρω από τη ραφή που ενώνει τα δυο μπατζάκια του παντελονιού, ο παραδάγκαλος | cavalo | βενετσιάνικο

καβανόζι το / καβανός ο | βάζο ή γυάλα για γλυκά ή τουρσιά | kavanoz | τούρκικο

καβάσης ο / καβάζης ο | φρουρός (λόγιο), σωματοφύλακας (λόγιο) | kavas | τούρκικο

καβατίνα η / καβαρκίνα η / καβαλκίνα η | μεγάλη κάμαρα με αποκριάτικα στολίδια και τραπέζια με φαγητό (τις μέρες του καρναβαλιού) | cavatina | βενετσιάνικο

καβάφης ο | παπουτσής, τσαγκάρης, ποδηματάς | kavaf | τούρκικο

καβγάς ο / καυγάς ο / καβκάς ο / καβγάδισμα το | τσακωμός, τσάκωμα, μάλωμα, φαγωμάρα, άρπαγμα | kavga | τούρκικο

καβγατζής ο / καυγατζής ο / καβγαλής ο | αφορμολοημένος, εριστικός (λόγιο) | kavgacι | τούρκικο

καβέτο το | σπάγγος | caveto | βενετσιάνικο

καβίλια η | ξύλινο καρφί | caviglia | ιταλικό

κάβος ο | ακρωτήρι | cavo | ιταλικό

κάβος ο | καραβόσκοινο, παλαμάρι | cavo | ιταλικό

καβούκι το / καούκι το | καύκαλο, καυκί, ταρταρούγα, κακάρα | kabuk | τούρκικο

καβούλι το / καβούλια η / καμπούλι το | υπόσχεση (λόγιο), προμέσο, όρκος | kavil | τούρκικο

καβούνι το / καούνι το / καόνι το | γαβούνι, πεπόνι | kavun | τούρκικο

καβουρμάς ο / καβρουμάς ο / καουρμάς ο | τσιγαρισμένο, καβουρντισμένο κρέας | kavurma | τούρκικο

καβουρντίζω / καβουρδίζω | τσιγαρίζω, σοτάρω | kavurmak | τούρκικο

καβούσι το | λακκούβα που μέσα πέφτει το νερό βρύσης | cavus | λατινικό

καβραντίζω | τσακώνω, πιάνω | kavramak | τούρκικο

καγαρέλα η | διάρροια (λόγιο), κόψιμο, τσίρλα, τσιρλιό, τσούρλα, τσέρλα, τσιούρλια, τσίνσι, τσίλα, ρέμα, χειμάρα, τρεχατή, μπουνέλο, ριπιτίδι, σούρδα, σούρτα, σπορίκλα, σπούρα | cacarella | ιταλικό

καγάρω | χέζω, χατζιάρω | cacare | ιταλικό

καγιανάς ο | αυγά με ντομάτα ομελέτα | kaygana | τούρκικο

καγιάς ο / καγιάδα η | βράχος, χαράκι, τσιουγκάνι, καντράκι, κριάκορο, μαρόκος, κοτρόνα, μπιστιργιά, πάι | kaya | τούρκικο

κάγκαρο το / κάγκαρος ο | καρκίνωμα (λόγιο) | cancaro | βενετσιάνικο

καγκελαρία η / καντζελαρία η / καντζιλαρία η / καντσιλαρία η / κανκιλαρία η / | γραμματεία (λόγιο), διοικητήριο (λόγιο) | cancelleria | ιταλικό

καγκελάριος ο / καντζελάριος ο / κανκιλάριος ο / καντζιλιέρης ο / καντζελιέρης ο / καντσιλιέρης ο / | γραμματέας (λόγιο) | cancelliere | ιταλικό

κάγκελο το | κιγκλίδωμα (λόγιο) | cancellum | ιταλικό

καδένα η / καδίνα η | η αλυσίδα | cadena | βενετσιάνικο

καδής ο / καντής ο / κατής ο / καής ο | μουσουλμάνος δικαστής, ιεροδίκης (λόγιο) | kadι | τούρκικο

καδινέλα η | μακρουλό και ψιλό ξύλινο δοκάρι | cantinela | βενετσιάνικο

καδινέτα η | ακριβή μικρή αλυσίδα για το χέρι ή το λαιμό | cadeneta | βενετσιάνικο

καδράρω | κορνιζάρω | quadrar | βενετσιάνικο

κάδρο το / κάντρο το / κάντρος ο | κορνίζα, πλαίσιο (λόγιο) | quadro | βενετσιάνικο

καδρόνι το / καντρόνι το | ξύλινο δοκάρι | quadrone | ιταλικό

κάζα η | σπίτι | casa | ιταλικό

καζάζης ο | μεταξάς, μεταξουργός (λόγιο) | kazaz | τούρκικο

καζάκα η / καζάκας ο | φαρδιά και μακριά μπλούζα | casacca | ιταλικό

καζάλε | χωριουδάκι, συνοικισμός (λόγιο) | casale | ιταλικό

καζαλίνα η | φτηνή φορεσιά που έβαζαν για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού | casalin | βενετσιάνικο

καζαμίας ο | φυλλάδα με καλαντάρι (και τα μελλούμενα της χρονιάς) | Casamia | ιταλικό

καζάνι το | λεβέτι, χαρανί, κακάβι, χαρκότσκας, πινιάτα, πινιάτι | kazan | τούρκικο

καζανόβας ο | γυναικοκατακτητής | casanova | βενετσιάνικο

καζαντζής ο | καζανάς, αυτός που φτιάχνει καζάνια | kazancι | τούρκικο

καζάντι το / καζάντια η / καζάτι το | το κέρδος, το διάφορο, τα πλούτη | kazanç | τούρκικο

καζαντίζω / καζαντώ | κερδίζω, πλουτίζω | kazandιm | τούρκικο

καζάρμα η | στρατώνας (λόγιο) | caserma | βενετσιάνικο

καζάς ο | υποδιοίκηση (λόγιο), επαρχία (λόγιο) | kaza | τούρκικο

καζέτο το | σπιτάλι, σπιτόπουλο | casetta | ιταλικό

καζίκι το / καζίκα η | παλούκι / φιάσκο, πάθημα | kazιk | τούρκικο

καζίνο το | λέσχη (λόγιο) | casino | ιταλικό

κάζο το / καζίο το | πάθημα / συμβάν (λόγιο) | caso | βενετσιάνικο

καθέκλα η / καθίκλα η / καθίγλα η / καθίγκλα η | καρέκλα | cadegla | βενετσιάνικο

καΐκι το / καγίκι το | μικρό ψαράδικο | kayιk | τούρκικο

καϊκτσής ο / καϊξής ο / καϊκάς ο | αυτός που έχει το καΐκι | kayιkcι | τούρκικο

καϊμακάμης ο / καϊμεκάμης ο | έπαρχος (λόγιο) | kaymakam | τούρκικο

καϊμάκι το | αφρόγαλα, κορφή, πάνα, αφότρο, αθόγαλο | kaymak | τούρκικο

καϊμακλής / καϊμακλίδικος / καϊμακλήτικος | που έχει πολύ καϊμάκι | kaymaklι | τούρκικο

καϊνάκι το / καϊνιάκι το | πηγή (λόγιο), βρύση, κεφαλόβρυσο, κεφαλάρι, καταγός, μάνα, βρυσομάνα, νερομάνα, ανάβρα αναβρυτάρι, άμπουλας, βελούχι, μπούρμπουλας, μπουνάρι, μπουτσνάρα, πρίσμα, χοχούλα, | kaynak | τούρκικο

καϊναντίζω / καϊνατίζω | βράζω, χοχλάζω, χοχλακίζω, χογλώ, χουρχουλάζω, μπουγιάρω | kaynamak | τούρκικο

καϊνάρι | βραστό, ζεματιστό | kaynar | τούρκικο

καΐντι το / κάιδι το / καϊτές ο | καταγραφή (λόγιο), καταχώρηση (λόγιο) | kayit | τούρκικο

καΐπι το / καΐπομα το | εξαφάνιση (λόγιο) | kayıp | τούρκικο

καϊρέτι το / καερέτι το | κουράγιο | gayret | τούρκικο

καΐσι το / καϊσί το | βερίκοκο, βερύκοκο, πέρσουκο, τζάτζαλο, τζέρτζιλο, τζάρτζαλο, ζέρδελο, ζέρντιλο, ζερταλίδι, ζιρδίλι, ζίρδαλο, χρουρόμηλο, χρυσόμηλο, γρουσόμηλο, δρόκνο | kayιsι | τούρκικο

κακά τα / κάκα τα | σκατά, μαγαρισιά, κούτσουλος, αθρωπέα | cacca | ιταλικό

κακαβάνης | ματαιόδοξος (λόγιο) | kakavan | τούρκικο

κακάο το | το δέντρο Theobroma cacao και ο καρπός του | cacao | ιταλικό

κακαράντζα η / κακαράτζα η / κακαρέντζα η / κακαρέτζα η / κουκουράντζί το | κοπριά των γιδιών και των προβάτων, γκαγκαράτσα, γκαγκαράντζα, βερβιλιά, βουρβουλιά, κοπριλίγκα, κοτσιρόγι, πουτσλίθρα | găgărĕatsă | βλάχικο

κακουλές ο | το φυτό Nasturtium fontanum Lam. (Nasturtium officinale R. Br. Sisymbriun nasturtium L.), κάρδαμο, κάρδαμος, νεροκάρδαμο, αγριοσέλινο, αγριόροκα | kakule | τούρκικο

κακούμι το | το ζώο Mustela erminea και η γούνα του, ερμίνα (λόγιο) | kakım | τούρκικο

κάκτος ο / κάχτος ο | φυτά της οικογένειας των κακτοειδών (λόγιο) - Cactacea | cactus | λατινικό

καλάδα η | ρίξιμο των διχτυών ή του παραγαδιού | calada | βενετσιάνικο

καλάι το / καλάγι το / καλάγλι το | στάγκος, κασσίτερος (λόγιο) | kalay | τούρκικο

καλαϊτζής ο / καλατζής ο / καλαντζής ο / καλαϊντζής ο / καλακτζής ο | γανωματής, γανωματάς, γανωτζής, γανουτής, σταγκωτής, χαλατζής, γκουτζερές | kalaycı | τούρκικο

καλαμίτα η | μαγνήτης | calamita | ιταλικό

καλαμπαλίκι το | χαλαμπαλίκι, τσούρμο, ανθρωπομάνι, πολυκοσμία (λόγιο), | kalabalιk | τούρκικο

καλαμπόκι το / καλαμπούκι το / καλαμβόκι το | το φυτό Zea mays, αραποσίτι, αραποσίταρο, αραπόσταρο, αστάκι, καλαμοσίταρο, μισίρι, μωροσίτο, βλαχόσταρο, ξενικοσίταρο, ξενικό, καμπότζι, κουκουρούτσι, λιανοκαλάμποκο, λαζούδι, κοτός | kallamboq -i | αλβανικό

καλανδρίνος ο / καλαντρίνος ο / καλαντρέλη η | το πουλί Calandrella brachydactyla, μικρογαλιάντρα, μικρογαλιάνδρα, κατσουλιέρος, λαγιαχτήρα, μουλωχτίνα, μουλωχτός, σταρίθρα, σταχτογαλιάντρα, χαμοκελάδα | calandrino | ιταλικό

κάλαντα τα / κάλαντρα τα / κάλανδα τα | τα γιορταστικά τραγούδια των παιδιών την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων | calandae | λατινικό

καλαντάρι το / καλεντάρι το | ημερολόγιο (λόγιο) | calendarium | λατινικό

καλάρω | ρίχνω τα δίχτυα / μαζεύω τα πανιά | calar | βενετσιάνικο

καλαφάτης ο | καραβομαραγκός | calafato | ιταλικό

καλαφατίζω | πισσάρω και βάζω στουπί στις χαραμάδες | calafatare | ιταλικό

καλαφάτισμα το | το να κλείνεις με στουπί τις χαραμάδες ανάμεσα στα ξύλα και μετά να πισσάρεις | calafataggio | ιταλικό

καλέμι το | σμίλη / γραφίδα (λόγιο), πένα | kalem | τούρκικο

καλεμκερί το / καλεμκιαρί το | κεφαλομάντιλο γυναίκας, με ζωγραφιές | kalemkârî | τούρκικο

καλές ο / καλιάς ο | κάστρο, καστρί, καστέλι, καστέλο, φρούριο (λόγιο) | kale | τούρκικο

καλίγι το / καλίκι το | παπούτσι, κουντούρι, τσόκαρο / πέταλο | caliga | λατινικό

καλίγωμα το | πετάλωμα, σόλιασμα | caliga | λατινικό

καλικούνι το / καλικόνι το | το τάπωμα της τρύπας του κρασοβάρελου | calcone | ιταλικό

καλιμαύκι το / καλημαύχι το / καμηλαύχι το / καμιλαύκι το / καμελαύκι το | το καπέλο των ορθόδοξων παπάδων | camelaucium | λατινικό

καλινκαφάς | χοντροκέφαλος, κουφιοκέφαλος, ξεροκέφαλος, μπουμπουνοκέφαλος | kalın kafa | τούρκικο

καλιοντζής ο | ναύτης σε πολεμικό πλοίο | kalyoncu | τούρκικο

καλιτά η | ποιότητα (λόγιο) | qualità | ιταλικό

καλκάνι το | τα ψάρια Scophthalmus maeoticus και Scophthalmus rhombus / προφύλαγμα (λόγιο) / το τρίγωνο της σκεπής | kalkan | τούρκικο

κάλμα η | μπουνάτσα / γαλήνη (λόγιο), ηρεμία (λόγιο) | calma | ιταλικό

καλμάρω / καρμάρω | ηρεμώ (λόγιο), γαληνεύω (λόγιο) | calmare | ιταλικό

καλμπάτσα η | κλαπάτσα, χλαπάτσα, αρρώστια του συκωτιού που παθαίνουν τα γιδοπρόβατα | gălbeáză | βλάχικο

καλμπούρι το | κόσκινο, πυκνάδα, αλευρικό | kalbur | τούρκικο

καλντερίμι το / καλιντιρίμι το / καρντερίμι το / καρντιρίμι το / καρτερίμι το / καντερίμι το / καντιρίμι το | γκαλντερίμι, γκαλντρίμ, σαλτσάδα, σαλτσάδο γουλάδα, κογκολάδο, κογκολάδα, λιθόστρωτο (λόγιο) | kaldιrιm | τούρκικο

καλντεριμιτζής ο | αυτός που φτιάχνει καλντερίμια / σουλατσαδόρος, γυρίστρας, αλανιάρης, ρέμπελος, ρέπας, σοκακάς, σουρτούκης, χασομέρης, ρεμπεσκές, σαλαχανάς, αϊλιάκος, αβαράς, μπέσικος, μπέσκος, κόπρος, κοπρίτης | kaldιrιmcι | τούρκικο

καλντεριμιτζού η | αυτή που κάνει πιάτσα στα καλντερίμια, πουτάνα, ροσπού, τσούνα, φρουστάδα, σουρτούκα, γυρίστρα, κούρβα, κουρτεζάνα, καντουνιέρα, καλτάκα, κοκορίνα, κοκότα, κουκότα, ξιβιλίστρα, πολιτική, καχπέ | kaldιrιmcι | τούρκικο

κάλος ο | ρόζος, σκάθαρος, αρίτσιους, γούλος, βούλος | callo | ιταλικό

καλούμα η / καλούμπα η | το τυλιγμένο κουβάρι με σπάγγο του χαρταετού | caluma | ιταλικό

καλουμάρω | φουντάρω την άγκυρα | calumar | βενετσιάνικο

καλουμάρω | αφήνω σχοινί ή σπάγγο, αμολώ | calumare | ιταλικό

καλούπι το | εκμαγείο (λόγιο), μήτρα (λόγιο) | kalιp | τούρκικο

καλουπτσής ο / καλουπατζής ο | αυτός που δουλεύει στο καλούπι | kalıpçı | τούρκικο

καλπαζάνης ο / καλπουζάνος ο / καλπουζάνης ο | παραχαράκτης (λόγιο), πλαστογράφος (λόγιο), απατεώνας (λόγιο) | kalpazan | τούρκικο

καλπαζανλίκι το / καλπουζανλίκι το / καλποζανλίκι το / καλποζανιά η / καλπαζανιά η / καλπουζανιά η / καρπουζανία η / καλπουζάνα η | παραχάραξη (λόγιο), πλαστογραφία (λόγιο), απατεωνιά (λόγιο) | kalpazanlιk | τούρκικο

καλπάκι το | γούνινος ή τσόχινος σκούφος | kalpak | τούρκικο

κάλπικος / καλπίνας / κάλπης | πλαστός (λόγιο), κίβδηλος (λόγιο) | kalp | τούρκικο

καλτάκα η | τσούλα, τσουλί, αλανιάρα, μουρντάρα, γαμιόλα, ψώλα, ξεκωλιάρα, καριόλα, παστρικιά, πατσαβούρα, λουλούδα, νυχτοπόρτισα, σκρόφα, σκύλα, φακλάνα, ξεβγαλμένη, ακουσμένη, κωλοπετσωμένη, ξεπατωμένη, σουρλουλού, κουφάλα, χαμούρα, κουνίστρα, πομπεμένη, γεβεντισμένη | kaltak | τούρκικο

κάλτσα η / κάρτσα η | σκούνι, σκουφούνι, τσουράπι, τσιουράπι, τσιράπι, τσιρέπι, ορτάρι, πατούνα, πατίκι, τερλίκι, τιρλίκι | calza | ιταλικό

καλτσίνι το / καλτσούνι το / καλτσούνα η / καρτσόνι το / καρτσούνι το | κάλτσα, σκαρτσούνι, σκαλτσούνι | kalçın | τούρκικο

καλφαλίκι το | η δουλειά και το μεροκάματο του κάλφα | kalfalık | τούρκικο

κάλφας ο / κάρφας ο | πρωτομάστορας, αρχιμάστορας | kalfa | τούρκικο

κάμα η / κάμπα η | δίκοπο μαχαίρι | kama | τούρκικο

κάμαρα η / κάμερα η / κάμαρη η / κάμερη η | δωμάτιο (λόγιο), οντάς | camera | βενετσιάνικο

καμαριέρης ο | υπηρέτης (λόγιο), θαλαμηπόλος (λόγιο) | camariere | βενετσιάνικο

καμαρίνι το | η καμαρούλα του θεατρίνου | camarin | βενετσιάνικο

καμαρότος ο | καμαριέρης σε καράβι | camaroto | βενετσιάνικο

καμβάς ο | πανί από κανάβι | canava | λατινικό

καμέλια η | φυτά της οικογένειας Camellia | camellia | λατινικό

καμιζόλα η / καμιζέλα η / καμζόλα η / καμζέλα η / καμιζιόρα η / καμιζόρα η / καμζόρα η / καμιζέτα η / καμισέτα η / καμιζέτο το / καμπζέλα η / καψέλα η | πουκαμίσα ή μπλούζα | camisola | βενετσιάνικο

καμινάδα η | φουγάρο, φουγλάρος, φούγος, μπουχαρί, μπουχαρής, μπουχαρίδα, καπνορούφης, τσιμινιέρα, τζιμινιέρα, μπατζάς, μπατζιάς | caminada | βενετσιάνικο

καμιναδόρος | ο μάστορας που χτίζει την καμινάδα | caminador | βενετσιάνικο

καμινέτο το | φλόγιστρο (λόγιο), θερμαντήρας (λόγιο) | caminetto | ιταλικό

καμίσι το / καμίζα η / καμιζέτο το / κάμσο το | πουκάμισο / πουκαμίσα | camis | βενετσιάνικο

καμουφάδο | φόρεμα με πιέτα | camufado | βενετσιάνικο

καμουχάς ο / καμπουχάς ο / καπχάς ο / καμοκάς ο | καμπουχάς, μεταξένιο ύφασμα | cammucca | ιταλικό

καμπάδικος | χοντροκομμένος | kaba | τούρκικο

καμπαέτι το / καμπαχέτι το / καμπαχάτι το | φταίξιμο, λάθος | kabahat | τούρκικο

καμπαετλής / καμπαετιλής / καμπαεκλής | φταίχτης, ένοχος (λόγιο) | kabahatli | τούρκικο

καμπάκα η | κολοκύθα, κουλόκθα, ζαχαροκολόκθα, κολόκα, κόλοκος, κρατούνα, μπαλκαμπάκι, νεροκολόκυθο, φλάσκα, φλασκί / κολοκύθι, κολοκυθάκι, κούκουτσα | kabak | τούρκικο

καμπάνα η | στις εκκλησίες, ο κώδωνας (λόγιο) | campana | λατινικό

καμπαναριό το / καμπανεριό το | κωδωνοστάσιο (λόγιο) | campanarium | λατινικό

καμπανέλα η / καμπανέλι το | καμπαναριό | campanella | ιταλικό

καμπανιόλος ο | χωριάτης, χωριανός, βιλάνος, | campagnolo | βενετσιάνικο

καμπάνταης ο / καπάνταης ο / καράνταγης ο | αρχινταής, αρχιμάγκας | kabadayı | τούρκικο

καμπαρντίζω | φουσκώνω / κορδώνομαι | kabarmak | τούρκικο

καμπιάλα η / καμπίαλα η / καμπιάλε η | συναλλαγματική (λόγιο), γραμμάτιο (λόγιο) | cambiale | ιταλικό

καμπίνα η | θαλαμίσκος (λόγιο) | cabina | ιταλικό

κάμπιο το | ανταλλαγή (λόγιο) | cambio | ιταλικό

κάμπος ο | πεδιάδα (λόγιο), οβάς, γιαζίν, | campus | λατινικό

καμπούλι το / καβούλι το | παραδοχή (λόγιο) | kabul | τούρκικο

καμπούρα η / καμποράδα η | γκαμπούρα, σκαμπούρτα, γκρίμπα, γόμπα, σγόμπα, σγούμπα, βεντερούγα, ζούμπα, ζιούμπα, | kambur | τούρκικο

καμπούρης / καμπουρτός | ζόμπος, ζόμπας, ζουμπός, σγούμπος, σγρούμπος, γκρίμπας, γκριμπός | kambur | τούρκικο

καμτσί το / καμουτσί το / καμουτσίκι το / καμιτσίκι το / καμτσίκι το / καμπτσίκι το / καμοτσίκι το | λούρα, μαστίγιο (λόγιο) | kamçι | τούρκικο

καμφορά η / κάμφορα η / καμφουρά η / καφουρά η / κάμφαρη η | φαρμακευτική ουσία που βγαίνει από τα φύλλα του δέντρου Cinnamomum camphora | canfora | ιταλικό

καν | σκυλί, σκύλος, σκλί, σίλος, στσούλος, κούνος, κούτιου | cane | ιταλικό

κάναβα η | καπηλειό | canova | ιταλικό

καναβάτσο το / κανναβάτσο το / καναβάτσα η / καναβάτσος ο | πανί από καννάβι, κανναβόπανο, κανναβάς | canavaccio | ιταλικό

κανάγιας ο | παλιάθρωπος, παλιόμουτρο, παλιοτόμαρο | canagia | βενετσιάνικο

καναλέτο το | μικρό κανάλι | canaletto | ιταλικό

κανάλι το | διώρυγα (λόγιο) / δίαυλος (λόγιο) / νεραύλακας | canalis | λατινικό

καναπές ο | ντιβάνι, μιντέρι, μεντέρι, μιντές, σαντίρι, σοφάς, σουφραδέλι, μπάσι | canapè | ιταλικό

καναπιτσιά η / καναπίτσα η | το φυτό Vitex agnus castus, κουνουπίτσα, κονοπίτσι, άγνος, αγνιά, αλυγαριά, λυγαριά, λυγιά, λύγος, αγριαλεβάντα, ασκιά, αδκιά, ιδκιά | canapicchia | ιταλικό

κανάρι το / καναρίνι το / κανερίνι το / καερίνι το | το πουλί Serinus canaria | canarin | βενετσιάνικο

κανάτα η / κανάτι το / κανέτα η | γάθα, γαράφα, μαστραπάς, βάνα, κουνενός, λαβάνα, μπικιόνα, μποτσόνι, πατσούρα, πρόκα, κουμάρι | cannata | ιταλικό

κανάτι το | παραθυρόφυλλο, παντζούρι, τσερτσεβές, φυλλοφάνεστρο, κεπέγκι | kanat | τούρκικο

κανδελότο το / καντιλέτο το | κερί, τσέρος, τζιερίν | candela | ιταλικό

κανέλα η | το φυτό Canella winterana | cannella | ιταλικό

κανελόνια τα | χοντρά ζυμαρικά που ψήνονται στο φούρνο, γεμιστά με κιμά και σάλτσα ντομάτα | cannelloni | ιταλικό

κανεύω | πείθομαι (λόγιο) | kanmak | τούρκικο

κανοκιάλι το | τηλεσκόπιο (λόγιο) | cannocchiale | ιταλικό

κανόνι το | τόπι, τοπανάς, λουμπάρδα, λουμπάρι, μπομπαρδάρης, μπουμπάρδα | canon | βενετσιάνικο

κανόνι το / κανονάκι το | μουσικό όργανο με τέλια, που μοιάζει με το σαντούρι (αλλά είναι τρίγωνο) | kanun | τούρκικο

κανονιέρης ο | πυροβολητής (λόγιο) | cannoniere | ιταλικό

κάνος ο | γκρίζος, γκριζομάλλης, ψαρός, σιάργκαβος, σίβας, σιερκάς | canuto | ιταλικό

κάνουλα η / κάνολα η | μπουρμάς, ντίλους, μουσλούκι | cannula | λατινικό

κάνουρα η | μάλλινη κλωστή για τον αργαλειό | canură | βλάχικο

καντάβερο το | πτώμα (λόγιο) | cadavere | ιταλικό

καντάδα η | πατινάδα | cantada | βενετσιάνικο

κανταδόρος ο | αυτός που κάνει καντάδα | candador | βενετσιάνικο

κανταΐφι το / καταΐφι το | γκανταΐφι, σιροπιαστό γλυκού του ταψιού | kadayιf | τούρκικο

καντάρι το | κάμπανος, μπαλάντζα, παλάντζα, στατέρι / βάρος 44 οκάδων | kantar | τούρκικο

κάνταρος ο | γαβάθα του μαγεριού | cantaro | βενετσιάνικο

κανταρτζής ο κανταριτζής ο | ζυγιστής (λόγιο) / μάστορας ή πουλητής κανταριών | kantarcı | τούρκικο

καντελέτο το / καδελέτο το / καντιλέτο το / καντλέτο το | φέρετρο (λόγιο), κάσα, κιβούρι, νεκροκρέβατο, ξυλοκρέβατο, ταμπούτι | cadeletto | ιταλικό

καντέμης | γκαντέμης, γρουσούζης, ουρσούζης, κατσικοπόδαρος, κακοπόδαρος, κακόπορτος (kadem στα τούρκικα: καλή τύχη) | kadem | τούρκικο

καντεμί | από παλιά | kadimî | τούρκικο

κάντζα η / κάντζια η | γάντζος, αρπάγι, αγγρίφι, τσιγκέλι, κλιτσινάρι | kanca | τούρκικο

καντζίκης | άτιμος, λέρα, μαγαρισμένος, τριτσέρης, δίμουρος, κακονούσης, κρυφονούσης | kancık | τούρκικο

καντήλα η | μεγάλο καντήλι σε εκκλησιά | candela | λατινικό

καντηλέρι το / καντηλιέρι το καντηλιέρης ο | λουσέρνα, πολυκάντηλο / καντηλάκι | candelier | βενετσιάνικο

καντηλίτσα η | ανεμόσκαλα / ένας κόμπος | candelizza | ιταλικό

κάντι το / κάντιο το / κάδιο το / κάιντω η / κάιντιο το | ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο | candi | ιταλικό

καντίζω | πείθω (λόγιο) | kandım | τούρκικο

καντίνα η | κυλικείο (λόγιο) | cantina | ιταλικό

καντίνα η / καντίνη η | γυναίκα, θηλυκό / κυρά, κυράτσα, κυράντζα, τσερά, τζυρά, σιόρα | kadın | τούρκικο

καντίνι το | το πιο ψιλό τέλι στο μπουζούκι, στο μπαγλαμά | cantin | βενετσιάνικο

καντίρης | άξιος | kadir | τούρκικο

κάντο το | τραγούδι | canto | βενετσιάνικο

καντονάδα η / καντουνάδα η | αγκωνάρι, κεφαλάρι, ρούκουνας | cantonada | βενετσιάνικο

καντονιέρα η | γωνιασμένη ντουλάπα | cantoniera | ιταλικό

καντουνέλι το | η γωνία των δοκαριών που βαστάνε τη σκεπή | cantonal | βενετσιάνικο

καντούνι το | σοκάκι, δρομάκι, ρουγκέτα / γωνία | canton | βενετσιάνικο

καντρίλια η / καδρίλια η | παλιός χορός | quadriglia | ιταλικό

καντσόνα η | τραγούδι | canzonetta | ιταλικό

καντσονέτα η | τραγουδάκι | canzone | ιταλικό

κάουζα η | αιτία (λόγιο), υπόθεση (υπόθεση) / δίκη (λόγιο), νταβάς, προσέτσο | causa | ιταλικό

καουτζιόν η / καουσιόν η / καουτσιόν η | ασφάλεια (λόγιο) | cauzion | βενετσιάνικο

κάπα η / καπί το | πατατούκα, παντζιάκα, ταλαγάνι, γαμπάς | cappa | λατινικό

καπάκι το / καπάντζα η / καπάτζα η | χαπάχι, σκέπασμα, κούπωμα | kapak | τούρκικο

καπαλίδικος / καπαλίκικος | κλειστός, σφαλιστός, σφαλιχτός, βαδοτός | kapalı | τούρκικο

καπαμάς ο | κρέας κοκκινιστό με βούτυρο και μπαχαρικά | kapama | τούρκικο

καπάντζα η / καπάτζα η | παγίδα, δόκανο, φάκα / τα ρολά που κλείνουν το μαγαζί | kapanca | τούρκικο

καπάρο το | μπροστάντζα, προκαταβολή (λόγιο) | caparra | ιταλικό

καπάσι το | καπέλο, σκιάδι | capacium | λατινικό

καπατσιτά η / καπατσοσύνη η | ικανότητα (λόγιο) | capacità | ιταλικό

καπάτσος ο | καταφερτζής | capace | ιταλικό

καπελαδούρα η | καπέλο με φαρδύ γύρο | capellatura | ιταλικό

καπελιέρα η | κουτί για τα καπέλα | cappelliera | ιταλικό

καπελίνα η | καπέλο γυναίκας, με φαρδύ γύρο | cappellina | ιταλικό

καπελίνο το | μικρό καπελάκι | cappellino | ιταλικό

καπέλο το | πίλος (λόγιο) | cappello | ιταλικό

καπέτα η | χωρίστρα (στα μαλλιά), χρίστρα, χωρισιά, μπουλέκα, πόλκα, στρατόνα, τσιαμπάς, φρεζές | capeta | βενετσιάνικο

καπετάν ο / καπετάνιος ο / καπιτάνιος ο / καπτάνος ο | καπετάνιος, πλοίαρχος (λόγιο) / οπλαρχηγός (λόγιο) | capetanio | βενετσιάνικο

καπετσάλε η / καβεντζάλε η | μαξιλάρα, προσκεφαλάδα | capezzale | ιταλικό

κάπι το | αγγειό, αγγιό, δοχείο (λόγιο) | kap | τούρκικο

καπίρω | καταλαβαίνω, νογώ, νογάω, σκαμπάζω | capir | βενετσιάνικο

καπίστρι το / καπιστράνα η | χαβιά, χάβος, κατρουμάς, κιφαλούκα | capistrum | λατινικό

καπιτάλι το / καπίτολο το / καβεδάλε το | κεφάλαιο (λόγιο) | capital | βενετσιάνικο

καπιτάρω / καπιτέρνω | ανταμώνω άξαφνα | capitar | βενετσιάνικο

καπιτζής ο | πορτιέρης, μπράβος | kapıcı | τούρκικο

καπλαμάς ο | ρεμέσο, ψιλή φλούδα ακριβού ξύλου, που κολλάνε πάνω σε πιο χοντρό και φτηνό ξύλο | kaplama | τούρκικο

καπλάνι το / καπλάνης ο | τίγρη (λόγιο) | kaplan | τούρκικο

καπλαντίζω | κολλάω σε ξύλο φύλλο καπλαμά / σκεπάζω | kaplamak | τούρκικο

καπονάρα η / καπονέρα η | κοτέτσι, κοταριό, ορνιθαριό, κάτικας, κάτκας, κουμάσι, κούμος, πόνε, | caponara | βενετσιάνικο

καπόνι το / κάπονας ο / καπούνι το | μουνουχισμένος κόκορας / όνομα ψαριών της οικογένειας Chelidonichthys | capon | βενετσιάνικο

κάπος ο | αρχηγός (λόγιο), κεφαλή, μπάσης | capo | βενετσιάνικο

καποσάντο το | νεκροταφείο (λόγιο), κοιμητήρι, θαφτήρι, ταφειό, κατατάφι, μεζαρλίκι, μνημούρια, μνημόρια, λιμόρια | camposanto | ιταλικό

καπότα η / καπότι το / καπότο το | κάπα | cappotto | ιταλικό

καπούλια τα | τα πισινά (για μεγάλα ζώα) | scapulae | λατινικό

καπουτσίνος ο | και καπουκίνος, ο φραγκοκαλόγερος που είναι στο τάγμα των cappuccini / το φυτό Delphinium ajacis, λαγωός, σπιρονέλα, αγριολινάρι του βουνού | cappuccino | ιταλικό

καπρίτσιο το / καπρίκιο το | παραξενιά, κόνξα, ιδιοτροπία (λόγιο) | capriccio | ιταλικό

καπριτσιόζος | παράξενος, ιδιότροπος (λόγιο) | capriccioso | ιταλικό

καραβάνα η | πατάνη (λόγιο), ντραγκατζίκα | karavana | τούρκικο

καραβάνι το / καρβάνι το | ομάδα εμπόρων και ταξιδιωτών που ταξιδεύουν μαζί, με φρουρά | kervan | τούρκικο

καραβανσαράι το / καραβανσεράι το | μεγάλο χάνι | kervansaray | τούρκικο

καράβολας ο / καράουλας ο / καλάουρας ο | σαλιγκάρι, σάλιαγκας, σαλιάκι, σάλιακας, σαλιακούδι, σαλίτι, χοχλιός, χόχλος, χουχουλιός, κοχλιός, κοχλίδι, στρόμπουλος, μπόμπολας, μπομπόλι, μπόμπολος, μπόμπουλος, μπουσλίκα, παπουλάς, | caraguol | βενετσιάνικο

καραγάτσι το | το δέντρο Ulmus campestris, φτελιά, φτιλιά, πτελιά, βρυσός, βρίσα, φουσκιά | karaağaç | τούρκικο

καράγιαλης ο / καράγελης ο | μαΐστρος, άνεμος βορειοδυτικός (λόγιο) / σε κάποια μέρη: ο βοριάς, η τραμουντάνα | karayel | τούρκικο

καραγκιόζης ο | μαυρομάτης / το γνωστό θέατρο σκιών | karagöz | τούρκικο

καραγκιοζιλίκια τα | σαχλαμάρες, γελοιότητες (λόγιο) | karagözlük | τούρκικο

Καρακατσάνης ο | Σαρακατσάνος | kara-kaçan | τούρκικο

καρακόλι το | φρουρά χωροφυλακής ή περίπολος (λόγιο) | karakol | τούρκικο

καρακούσι το | το πουλί Gypaetus barbatus, γυπαετός, κλάρα, κοκαλάς, οξιά, φάλκο | kara kuş | τούρκικο

Καραμανλής ο / Καραμαρλής ο / Καραμανής ο / Καραμάνης ο / Καραμάνος ο | αυτός που το σόι του βαστάει από την Καραμανία της Μικρασίας / χριστιανός Τούρκος | Karamanlι | τούρκικο

καραμέλα η | ζαχαράτο, αγδάς, ακιντζές | caramella | ιταλικό

καραμούζα η | κορναμούζα, γκάιντα, ασκομαντούρα, ασκοτσάμπουνο, τσαμπούνα, τζαμπούνα | cornamusa | ιταλικό

καραμουσάλι το / καραμοσάλι το / καραμουσέλι | είδος ιστιοφόρου | karamusal | τούρκικο

καραμπάσι το | δαφνόλαδο | karabaş | τούρκικο

καραμπάσι το / καραμπάς το | φυτά της οικογένειας Lavandula, λεβάντα, αγριολεβάντα, θυμαράκι, λιβανάκι, φλασκομούνι, μαυροκεφάλι, μαυροκέφαλος, χαμολίβανο, βάγια, βαγιά, λαμπρή, λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, σπίκα, σφακομηλιά, καλογερικόχορτο, | karabaş | τούρκικο

καραμπίνα η | αραβίδα (λόγιο) | carabina | ιταλικό

καραμπινιέρος ο | πολιτσμάνος, πολισμάνος, πόλισμαν | carabiniere | ιταλικό

καραμπογιά η / καράμπογια η | θειικός σίδηρος (λόγιο), μαύρη μπογιά για τα μαλλιά | karaboya | τούρκικο

καραμπόλα η | όταν η μια μπάλα χτυπά μια άλλη κι αυτή μια τρίτη κλπ. (στο μπιλιάρδο) | carambola | ιταλικό

καραμπουζουκλής | αυτός που έχει μαύρο μουστάκι | kara bıyıklı | τούρκικο

καραντίνα η | υγειονομική κάθαρση (λόγιο) | quarantina | βενετσιάνικο

καράρι το | απόφαση, βουλή / σταθερότητα (λόγιο) | karar | τούρκικο

καραρσίζης | άστατος, άβουλος, δίβουλος, δίγνωμος, πεντάγνωμος | kararsız | τούρκικο

καράς ο | μαύρος | kara | τούρκικο

καρασεβντάς ο / καραζεβντάς ο | μεγάλος σεβντάς, καψούρα, νταλκάς | karasevda | τούρκικο

καρατάρω / καρατέρνω | λογαριάζω, ζυγίζω | caratare | ιταλικό

καρατέλο το | βαρέλι, βαρέλα, βαλέρα, βαγένι, βαγιόνι, βαένι, βουτσί, βουτζί, βούτσα, βουτσέλι, βουτσέλα, βόζα, φτσέλα  | caratello | ιταλικό

καρατζάς ο | ζαρκάδι | karaca | τούρκικο

καράφα η | γαράφα | caraffa | ιταλικό

καρβέλι το | μπασγούνι, πισνίκι, πλαστάρι, πλαστό | karvalj | σλάβικο

κάρβουνο το | αθράκι, κιουμούρ | carbo | λατινικό

κάργα | φίσκα, τίγκα, φουλ / τσίτα, τέζα | carga | βενετσιάνικο

κάργα η / κάργια η / καριά η | το πουλί Corvus monedula, γαβράνι, γκαΐλα, γκαλίτσα, γκαλίτσι, γκαλτισιά, γκάλτσα, γκαλτσί, γκάλτσους, καλιακούδα, καλίτσι, κατσικατούλα, κολιός, σιταροκοράκι | karga | τούρκικο

καργάρω | παραφορτώνω, παραγεμίζω, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω / τσιτώνω, τεζάρω | cargar | βενετσιάνικο

καρδάρι το / καλδάρα / καρδάρα η / καλδάρι το / | αρμεγός, αμουργός, αρμεχτάρα, δουρμπάνα, γαλευτήρι | caldarium | λατινικό

καρδερίνα η / καρδερίνι το / καρδελίνα η / καρδέλι το | το πουλί Carduelis carduelis, γαρδέλα, γαρδέλι, γαρδελίνα, γκαρδέλι, σγαρδέλι, ζιγαρδέλι, αγκαθιλίδι, αγκαθοπούλι, αγριοκάναρο, αμαραντάκι, αμάραντος, αστραγαλίνος, βασιλοπούλα, γιαμασκούλα, γραμματίκι, γραμματικός, γραμματικούδα, γραμματικούδι, γραφτίκι, κορκοπούλα, παπαδίτσα, στραγαλιάνος, στραγαλίνι, στραγαλίνος, τουρκάκι, τουρκοπούλα, τουρκοπούλι, χρυσομέτρης | cardellino | ιταλικό

καρδί το | το φυτό Carduus nutans, γαϊδουράγκαθο, γομαράγκαθο | cardo | ιταλικό

καρδινάλιος ο | καθολικός επίσκοπος | cardinalis | λατινικό

καρέζι το | μνησικακία (λόγιο), κακαντερία, πικραντερία | garez | τούρκικο

καρέκλα η / καρέγλα η | καθέκλα, καθίκλα, καθίγλα, καθίγκλα | charegla | βενετσιάνικο

καρενάρω / καρινάρω | καθαρίζω την καρίνα | carenare | ιταλικό

καρέτα η | καροτσάκι για τα ψώνια | careta | βενετσιάνικο

καριέρα η | σταδιοδρομία (λόγιο) | carriera | ιταλικό

καριερίστας ο | αριβίστας | carrierista | ιταλικό

κάρικα η | αξίωμα (λόγιο) | carica | ιταλικό

καρικατούρα η / καλικατούρα η | γελοιογραφία (λόγιο) | caricatura | ιταλικό

καρίκωμα το | μαντάρισμα | carico | ιταλικό

καρικώνω | μαντάρω | caricare | ιταλικό

καρίνα η / καρένα η | τρόπιδα (λόγιο) | carena | ιταλικό

καριόλα η | σιδερένιο κρεβάτι / τσούλα, τσουλί, αλανιάρα, μουρντάρα, γαμιόλα, ψώλα, ξεκωλιάρα, καριόλα, παστρικιά, πατσαβούρα, λουλούδα, νυχτοπόρτισα, σκρόφα, σκύλα, φακλάνα, ξεβγαλμένη, ακουσμένη, κωλοπετσωμένη, ξεπατωμένη, σουρλουλού, κουφάλα, χαμούρα, κουνίστρα, πομπεμένη, γεβεντισμένη, καλτάκα | carriola | ιταλικό

καριοφίλι το | όνομα παλιού ντουφεκιού (γνωστό από το 1821) / πήρε το όνομα του, από τη φάμπρικα που το έφτιαχνε | Carlo e figli | ιταλικό

Καριοφίλι το / καρυοφύλλι το / καραφίλι το / καρεμφίλι το | καρπός φυτού της οικογένειας Caryophyllaceae, μοσκοκάρφι, γαρίφαλο, γαρούφαλο | karanfıl | τούρκικο

καριστίζω / καριστίρω | ανακατώνομαι, μπλέκομαι | karıştırılmak | τούρκικο

καρκαλέτσος ο / καρκαλέντζος ο / καρκαλέτσι το | (Locustidae) ακρίδα, ακρίθα, αγριμούτσα, κουτάλαφος, βαλακρίδα, βολάκριθας, απήδανος, βρούκος, βρούχος, βρούγκος, βρόχος, γρούχος, μάστακας, μαστάκι, πετάλαγας, σκάκλιακας, σκαρκάλι, σκάρνος | karkalec -i | αλβανικό

καρκάλι το / κακάλι το / κάκαλο το | χαρχάλι, χαχάλι, χάλαρο, λειρί, λιγκρί, κρόσι, κρέστα | caracalla | λατινικό

καρμίνι το | κόκκινη βαφή που βγαίνει από το έντομο Coccus Dactylopius | carmin | βενετσιάνικο

καρμπονάρα η | ζυμαρικά με άσπρη σάλτσα | carbonara | ιταλικό

καρναβάλι το | αποκριά, απόκρια, μασκαράτα, μπάτσαρους, μπουμπουσιάρι, μπουμπόσαρους, γκόρμπιτας, λουγκατσιάρια | carnevale | ιταλικό

καρνάγιο το / καρενάγιο το | ναυπηγείο (λόγιο), ταρσανάς, αρσανάς | carenaggio | ιταλικό

καρνάδος | που έχει χρώμα που σαν το κρέας | carnato | ιταλικό

καρναμπίτι το / καρναπίτι το / καρναμπίκι το | κουνουπίδι, κάβολε, καποντεφιόρι | karnabit | τούρκικο

καρνέτσι το / καρνάτσα η | κρέας, κρίας, κριας, κριγιάς | carne | ιταλικό

καρνιέρα η | σακίδιο (λόγιο) | carniere | ιταλικό

καρντάσης ο / καρδάσης ο / καρντάσι το | γκαρντάς, αδερφός, αδέρφι / κολλητός φίλος | kardaş | τούρκικο

κάρο το | αραμπάς | carro | ιταλικό

καρόνιας ο | ψοφίμι, θρασίμι, κάρμα, λέσι, λέσιο, | carogna | βενετσιάνικο

κάρος | αγαπητός | caro | ιταλικό

καρότο το | το φυτό Daucus carota | carota | λατινικό

καρότσα η | αμάξωμα (λόγιο), δαυκί, χαβούτσι | carozza | ιταλικό

καροτσιέρης ο / καροτσέρης ο | άμαξας | carrozziere | ιταλικό

καροτσίνο το | αμαξάκι | carozzin | βενετσιάνικο

καρούτα η | σκάφη, σκαφίδα, κοπάνα, κουπάνα | karrutë | αλβανικά

καρπούζι το / καρπούζα η | χαρπούζι, χειμωνικό, χιμουνκό, πατίχα | karpuz | τούρκικο

καρποφόλι το | το φυτό Lonicera carpifolium, αγιόκλημα, αγιόφυλλο, αγριόκλημα, αιγιόκλημα | caprifoglio | ιταλικό

καρσί | αντίκρυ, απέναντι, κόντρα | karşι | τούρκικο

καρσιλαμάς ο / καρτσίλαμας ο | αντικριστός ανατολίτικος χορός | karşιlama | τούρκικο

καρτάλι το | το πουλί Aquila chrysaetos, αϊτός, αετός, αητός, ατιός, αγιτός, αγδός, αχτός, ατός, αϊτόνας, γιατός, βιτσίλα, βίτσιλας, ιτσίλα, γιτσίλα, πνιγαροβιτσίλα, σκαροβιτσίλα, λαγουδέρα, σταυραετός, σταυραητός, χρυσαετός, χρυσαητός | kartal | τούρκικο

καρτάνα η | τεταρταίος πυρετός (λόγιο) | quartana | ιταλικό

καρτεζίνι το | μισό καρτούτσο | quartesin | βενετσιάνικο

καρτέλο το / καρατέλο το | βαρελάκι | quartariol | βενετσιάνικο

καρτίνα η | τσιγαρόχαρτο για στριφτό | cartina | ιταλικό

κάρτο το / κάρτος ο / κάτρο το | τέταρτο (λόγιο) | quarto | ιταλικό

καρτούτσο το / καρτούτσα η / κατρούτσο το | καρτερούλα, καρτερόλι, το τέταρτο της οκάς ή του κιλού (για κρασί, λάδι) | quartuzzo | βενετσιάνικο

κάσα η | κασόνι / κούφωμα, τελάρο, παραστάθι, παραστατό, τσιρτσιβές / φέρετρο (λόγιο), κιβούρι, νεκροκρέβατο, ξυλοκρέβατο, ταμπούτι, καντελέτο (βλ. λέξη) | cassa | ιταλικό

κασαβέτι το | στεναχώρια, μάρα, μαράζι, σεκλέτι, αγκούσα, γκουμός | kasavet | τούρκικο

κασαμπάς ο | κεφαλοχώρι, κωμόπολη (λόγιο) | kasaba | τούρκικο

κασάνι το | κάτουρο ζώου | kaşan | τούρκικο

κασαντάρης ο | ταμίας (λόγιο), κασιέρης | kasadar | τούρκικο

κασαπανές ο / κασαπιό το | σφαγείο (λόγιο), χασαπιό, μακελιό, καναράς | kasaphane | τούρκικο

κασάπης ο | χασάπης, μακελάρης, κρεατάς | kasap | τούρκικο

κασαπλίκι το | η δουλειά του κασάπη | kasaplık | τούρκικο

κάσαρο το | το επίστεγο (λόγιο), του καπετάνιου στην πρύμη | cassaro | βενετσιάνικο

κασατούρα η | ξιφολόγχη (λόγιο), μπαγιονέτα | kasatura | τούρκικο

κασέλα η / καρσέλα η | σεντούκι, μπαούλο, αμπάρι, καναβέτα, φορτσέρι | cassela | βενετσιάνικο

κασέρι το | χασέρι, κασκαβάλι, κατσκαβάλι, κίτρινο τυρί από πρόβειο και γελαδινό γάλα | kaşer | τούρκικο

κασετίνα η | ξύλινο κουτάκι για μολύβια, ξύστρα, γόμα / κρίνα, μπιζουτιέρα | cassettina | ιταλικό

κασιάρα η | στρούγκα ή στρούγγα | căşar | βλάχικο

κασίδα η / κατσίδα η | μυκητίαση της κεφαλής, ο άχωρ (λόγιο) | cassis | λατινικό

κασίκι το | ο βουβώνας (λόγιο), τα λιπαρά, η διχάλη, η γαργαλίδα | kasık | τούρκικο

κασκαβάλι το / κατσκαβάλι το | πασκαβάλι, κασέρι, κίτρινο τυρί από πρόβειο και γελαδινό γάλα | cacio-cavallo | ιταλικό

κασκαρίκα η / κατσκαρίκα η / κασκαρίτσα η | γκασκαρίκα, πάθημα, φάρσα, νίλα, πλάκα, καζούρα | kaşkariko | τούρκικο

κασκατής | πολύ σκληρός | kaskatı | τούρκικο

κασκέτο το | πηλήκιο (λόγιο), μπερετόνι | caschetto | ιταλικό

κασμάς ο / καζμάς ο | γκασμάς, αξίνα, αξινάρι, ξινάρι, σκαπέτα, σκαπέτι, | kazma | τούρκικο

κασνάκι το | πλαίσιο (λόγιο), τελάρο | kasnak | τούρκικο

κασόνι το / κασόνα η | κάσα, κασέλα | cason | βενετσιάνικο

καστανιόλα η | το φρένο στο φουντάρισμα της άγκυρας | castagnola | ιταλικό

καστέλι το / καστέλο το | καστράκι, πύργος | castellum | λατινικό

καστελλάνος ο | καστροφύλακας | castellanus | λατινικό

κάστι το | πρόθεση (λόγιο) | kasıt | τούρκικο

καστιγαρίζω / καστιγάρω / Καστιγέρνω | τιμωρώ (λόγιο), παιδεύω | castigare | ιταλικό

καστίγο το / καστίγιο το | τιμωρία (λόγιο), παίδεμα, βάσανο | castigo | βενετσιάνικο

καστραβέτσι το | ο καρπός του φυτού Cucumis (αγγουριά): αγγούρι, αντζούρι, αντσούρι, κατσούνι, δροσίτης, αμελέτητο | kastravec -i | αλβανικό

καστράτος ο | ευνούχος (λόγιο), μουνούχος, μουνούχης, χαντούμης, χουδούμης, καρτζιμάς, μπουρμάς | castrato | ιταλικό

κάστρο το | φρούριο (λόγιο), καλές | castrum | λατινικό

κάτα η | γάτα, κατσί, κατσούλα, κακιούλα, μάτσα, μάτσκα | catta | λατινικό

κατανάς ο | φυτά της οικογένειας Linum, λινάρι / ο λιναρόσπορος | keten | τούρκικο

κατενάτσος ο / κατνάτσο το / καδινάτσος ο / καδινάτσο το / καντινάτσος ο / καντινάτσο το | μάνταλο, μάνταλος, σύρτης, σαγιαδόρος, περάντι, περάτης, παράτι, ζαμπί, ζεμπερέκι, ρομανίσι | catenaccio | ιταλικό

κατί το | δίπλα, σούρα, ζάρα, ζαρούγκλα | kat | τούρκικο

κατίκι το | προσφάγι, προσφάι / άπαχο άσπρο τυρί από γιδοπρόβατα, με λίγο αλάτι | katik | τούρκικο

κατιλίκι το / κατελίκι το / καδιλίκι το/ καντιλίκι το | η δουλειά του κατή και η περιοχή που αυτός έχει εξουσία | kadιlιk | τούρκικο

κατιμάς ο / κατμάς ο | κακό κομμάτι κρέας (για φαγητό) | katma | τούρκικο

κατιμέρι / κατμέρι το / κατμάρι το | γλυκό που μοιάζει με τις δίπλες, τις τηγανίτες | katmer | τούρκικο

κατιφές ο / κατουφές ο | το φυτό Tagetes patula | kadife | τούρκικο

κατιφές ο / κατφές ο / καντιφές ο | βελούδο, βελιό, βιλιό, φέλπα | kadife | τούρκικο

κάτολας ο | οχετός (λόγιο) | gatolo | βενετσιάνικο

κατράμι το | κατράνι, πίσσα | catrame | ιταλικό

κατραμίζω | πισσώνω | catramare | ιταλικό

κατράνι το / κατράνη η | κατράμι, πίσσα | katran | τούρκικο

κατσαβίδι το | βιδολόγος, βιδωτήρι | cazzavide | βενετσιάνικο

κατσάδα η | μάλωμα, μπαράζι, μποζμάς, λεφατσάδα, νταραμή, ξιέστρουμα, τάβισμα, ζαβράκι, σπαλιόρα, ρομαντσίνα | cazzada | βενετσιάνικο

κατσάκης ο / κατσάκας ο / κατσιάκης ο | δραπέτης (λόγιο), λιποτάκτης (λόγιο) | kaçak | τούρκικο

κατσαμάκι το / κατσιό το | φευγιό, κοπάνα | kaçamak | τούρκικο

κατσαμπρόκος ο / κακιαμπρόκος ο | κοντό σουβλί | caccia-brocca | ιταλικό

κατσάνος ο | γυρολόγος, πραγματευτής, πραματευτής, πραματσούλης, μπαΐος | kaçan | τούρκικο

κατσαρόλα η | μαρμίτα, τέντζερης, ντέτζερης, κούτουλας, κακάβι, μπακράτσι, μπινιότα, νταβούδι, νταβάς | cazzarola | βενετσιάνικο

κατσάρω | κυνηγώ, αβλαντίζω | cazzare | βενετσιάνικο

κάτσια η | κυνήγι, άβι | caccia | ιταλικό

κατσιατόρος ο | κυνηγός, αβτζής | cacciatore | ιταλικό

Κατσίβελος ο | Τσιγγάνος, Γύφτος | captivellus | ιταλικό

κατσίκα το | κατσίκα, γίδα, αίγα | keçi | τούρκικο

κατσικλής | παλαβός, ζουρλός, κουζουλός, ντελής, σιαμουρλός, ζιζής, ιμπούης | kaçıklı | τούρκικο

κατσιρντίζω | ξεφεύγω | kaçmak | τούρκικο

κατσκίνης ο | φυγάς (λόγιο) | kaçkın | τούρκικο

κατσούλα η / κατσιούλα η | κουκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, καμουλίκα, καρκούλα, καστιούλα | căciulă | βλάχικο

κατσούνι το | στραβοσουγιάς | ganzone | βενετσιάνικο

καφαλτί το / καφαλντί το | κολατσιό, κολατσό, μαρέντα | kahvaltı | τούρκικο

καφαντάρης ο | φίλος καρδιακός (γκαρδιακός), φιλαράκι, κολλητός, καρντάσης, αρκαντάς | kafadar | τούρκικο

καφάς ο / καφάσα η / καφάσι το | κεφάλι, κούτρα, γκλάβα, κόκα | kafa | τούρκικο

καφάσι το / καφέσι το | κλουβί, τελάρο | kafes | τούρκικο

καφενές ο / καβενές ο | καφενείο (λόγιο) | kahvehane | τούρκικο

καφές ο / καβές ο / καϊβές ο / καϊβέ η | γκαβές, οι σπόροι του φυτού Coffea Arabica και το ρόφημα που βγαίνει από αυτούς (μετά το άλεσμα και το καβούρντισμά τους) | kahve | τούρκικο

καφετζής ο / καφετσής ο / καϊβετζής ο | ο μαγαζάτορας του καφενέ | kahveci | τούρκικο

καφτάνι το | φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα | kaftan | τούρκικο

καχπέ η / καπέ η / καπφέ η | πουτάνα, ροσπού, τσούνα, φρουστάδα, σουρτούκα, γυρίστρα, κούρβα, κουρτεζάνα, καντουνιέρα, καλτάκα, κοκορίνα, κοκότα, κουκότα, ξιβιλίστρα, πολιτική, καλντεριμιτζού | kahpe | τούρκικο

κάχρι το | βάσανο, καημός | kahır | τούρκικο

κε | τι, που, όποιος | che | ιταλικό

κεζάπι, κεζάπ, κιζάπι, κιζάπ | γκιζάπι, γκιζάπ, ακουαφόρτε, ασημόνερο, νιτρικό οξύ (λόγιο) | kezzap | τούρκικο

κεΐης, κεΐσκου | γκενίσκος, φαρδύς | geniş | τούρκικο

κεκές, κεκέτζος, κεκεμές | τραυλός, τραβλός, τρεβλός, κουτσόγλωσσος, πελτέκης, πιλτέκης, πεπεής, τατής, μασός, μπαμπαλιάρης | kekeç | kekeme | τούρκικο

κελάρι, κελάρ, κελέρι, κιλάρι, κιλάρ, κιλέρι, κιλέρ, κελαρικό | γκιλέρι, ανηλιό, καμαρούλα, ματζές, μπίμιτσα, μπίμτσα | cellarium | λατινικό

κελεμπία | γκελεμπία, φαρδύ και μακρύ ρούχο | kelebia | αραβικό

κελεπούρι, κελεπούρ, κελεπίρι, κελεπίρ, κιλιπίρι, κιλιπίρ, κιλιπούρ | μισοτιμής, κοψοχρονιά | kelepir | τούρκικο

κελεπτσές, κιλιπτσές, κελεψές | χειροπέδη (λόγιο), μανέτα | kelepçe | τούρκικο

κελέσης, κελέκης | φαλακρός, φαρακλός, καραφλός, μαδαρός, μαδουκέφαλος, κούτλους, παπαλιάρης | keleş | τούρκικο

κέλης, κέλς | κασίδας, κασιδιάρης, κασιδιάρς | kel | τούρκικο

κελί, κιλί, κέλα, κέα | καμαράκι φυλακισμένου / καμαράκι καλόγερου σε μοναστήρι | cella | λατινικό

κελπετζές | βεντάλια, βιντάλια, βεντάγια, βρετάλια, βέντολο, βέντουλο | yelpaze | τούρκικο

κεμεντζές, κεμεντζέ, κεμετζές, κεμεντσές, κεμαντσές, κεμανζές | λύρα (πολίτικη ή ποντιακή) | kemençe | τούρκικο

κεμέρι, κεμέρ, κιμέρι, κιμέρ, κιουμέρ | ζωνάρι-πορτοφόλι | kemer | τούρκικο

κεμιτζής, κεμιτσής, κιμιτζής, κιμιτσής, κιμιντζής | γκεμιτζής, γκεμτζής, γκιμτζής, γκεμιτσής, γκιβιτζής, γεμιτζής, γεμιντζής, γεμιτσής, γεμιντσής, γεμιτζής, γεμτζής, γιμτζής, γιμιντζής, γιμιτζής, γιμιζής, γιουμιτζής, εμιτζής, θαλασσινός, μαρινέρης | yemici | τούρκικο

κεμπάπι, κεμπάπ, κιαμπάπι, κιαμπάπ | ρόστο, ψητό κρέας κιμά (με μπαχάρια) | kebap | τούρκικο

κενάρι, κενάρ | άκρα, άκρη, άκρια, ακριγιά, άκριγια, άγκρα, νάκρα, νάκρη, ίγκερα, ίγκια, μάντα, τσούντα / ούγια, βούγια, γούγια, γάγια, μπούνια / μπορντούρα, μπουρντούρα | kenar | τούρκικο

κενέφι, κενέφ, κινέφι | αλαμπάντα, ανάγκη, ανάτζη, αναγκαίος, αναγκαίο, αναγκαίον, αναγκαίος, αναγκεόν, αναγκεό, αναγκέου, ανατζέο, ανατζέος, ανατζιέος, αγκεός, αγκέους, καμπινές, γκαμπινές, μέρος, μέρους, μοστιρέκ, χαλές, αχαλές, χαλέ, χεστερή, χεζουριό, χρεία, χριγιά | kenef | τούρκικο

κεντέρι, κιντέρι, κιντέρ, κεδέρι, κιδέρι | λύπη, θλίψη, χλίψη, κάχρι | keder | τούρκικο

κεντινάρι, κιντινάρι, κιντινάρ, κντινάρ, κινδινάρι | εκατό, κατοσταριά | centinaio | ιταλικό

κεπαζές, κελπαζές | ρεζίλης, ξεφτίλας, ξιφτίλας, μόμολος, μόμολο, μπιομπός, ρεντίκολο, ρεντίκουλο | kepaze | τούρκικο

κεπέγκι, κεπέγκ, κιπέγκ, κιοπένι, κιοπέγκι | καπάντζια, καπάντζα, καπάτζα, καπάτζια, κλαβανή, κλαβανό, κλαβανί, κλιβανή, κλεβανή, γκλαβανή, γκλαβανί, γκλαβανό, γλαβανή, γλαβανί, καταραχτή, καταπακτή (λόγιο) | kepenk | τούρκικο

κεπτσές, κιπτσές, κεψές, κεψέ | ξαφριστίρι, τρυποχουλιάρα, τρυποκουτάλα, αβκαστούρα | kepçe | τούρκικο

κερεβίζι | το φυτό Apium graveolens, σέλινο, αγριοσέλινο, ήμερο σέλινο | kereviz | τούρκικο

κερέμι, κεράμι, κερεμέ | γκερεμέ, καλοσύνη / χουβαρνταλίκι | kerem | τούρκικο

κερεστές, κιρεστές, κερετσές, κελεστέ | ξυλεία (λόγιο), ξυλική, ξυλιτζή | kereste | τούρκικο

κερεστετζής, κερεστεντζής | ξυλέμπορος (λόγιο), ξυλάς, ουτουντζής | keresteci | τούρκικο

κερπεντένι, κερπεντέν, κελπεντίν, κελπετίν, κελπετή | τανάλια, ντανάλια, τανάγια, δοντάγρα, δουντάγρα, δοντάκρα, γοντάγρα, ζονταρκά | kerpeten | τούρκικο

κερπίτσι, κερπίτς, κιρπίτσι, κιρπίτς | πλίθα, πλίθος, πλιθί, πλιθάρι, πλιθάρ, πλίθρα, σπλίθρα, σπλιθάρι | kerpiç | τούρκικο

κερχανάς, κιρχανάς, κερχανές, καρχανές | μπουρδέλο, μπορντέλο, πουτανόσπιτο, πουταναριό, πουταναργιό | kârhane | τούρκικο

κερχανετζής, κερχανατζής, κιρχανατζής | νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, ρουφιάνος, μπεζεβέγκης, μπεζεβένκης, μπεζεβένης πεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κοντόσης, αγαπητικός | kerhaneci | τούρκικο

κεσάτι, κεσάτ, κισάτι, κισάτ | αναδουλειά, αναδουλιά | kesat | τούρκικο

κεσέ, κεσιά | σακούλα, σακούλι, σακούλ / πουγκί, πούγκα | kese | τούρκικο

κεσέμι, κεσίμ, κισέμι, κισέμ | γκεσέμι, γκισέμι, γκισέμ, γκιοσέμι, μπροστάρης, μπροσταρόκριος, σούρτης | kösem | τούρκικο

κεσέμι, κεσίμ, κισίμι, κισίμ | κασίμι, αποκοπή (λόγιο) | kesim | τούρκικο

κεσές, κεσέ, κισές, κιασές, κεσά, κιοσές | μικρό πήλινο για το πήξιμο γιαουρτιού | kese | τούρκικο

κέσκε, κέσκι | μακάρι, μαγάρι, μαγάρε, μεγάρι | keşke | τούρκικο

κεσκέκι, κεσκέκ, κεσκέσι, κεσκές | βραστό κρέας με κοπανισμένο στάρι | keşkek | τούρκικο

κετένι, κετέν | φυτά το γένους Linum, λινάρι, λινάρ, λίνο, αγριολινάρι, λινοκαλάμι | keten | τούρκικο

κετσές, κετσιά, κιτσές | γκετσές, κεντούκλα, κεντήκλα, τρίχινο πανί, φετρ, φελτ | keçe | τούρκικο

κέτσιγα | ψάρια του γένους Acipenser, μουρούνα, ξιρίχι, στουριόνι | kečiga | σλάβικο

κέφι, κεφ | αλεγρία, σιηνίκι, ευδιαθεσία (λόγιο) | keyif | τούρκικο

κεφιές | αντρικό μαντίλι για το κεφάλι | kefiye | τούρκικο

κεφίλης, κιφίλης, κεφίλς | εγγυητής (λόγιο), πιέντζος | kefil | τούρκικο

κεφτές, κιοφτές, κιουφτές, κεφκές | πολπέτα | köfte | τούρκικο

κεχαγιάς, κεχαϊάς, κιαχαγιάς o, κιχαγιάς, κιαγιάς, κιχαϊάς | τσαχαγιάς, οικονόμος, επιστάτης (λόγιο) | kâhya | τούρκικο

κεχριμπάρι, κεχριμπάρ, κεχλιμπάρι, κιχριμπάρι, κιχριμπάρ, κιχλιμπάρι, κιχλιμπάρ | άμπρα, άμπαρο, άμπαρι, άμπρι, λάμπρα, ήλεκτρο (λόγιο) | kehribar | τούρκικο

κιαλέτα (τα) | γυαλιά, γιαλάδια, ματογυάλια, ματόγιαλια, ματουγιάλια, γκαβογιάλια | ochiali | βενετσιάνικο

κιάλι, κιαλ, κιάλε, κιάλια (τα) | λαπάτσα, διόπτρα (λόγιο) | cannochiale | ιταλικό

κιαμάρω, κιαμέρνω | βρίσκω χνάρια | chiamare | ιταλικό

κιάρι, κιαρ | κέρδος, διάφορο, διάφουρου, απολαβή, απουλαβή, ιπουλαβή | kâr | τούρκικο

κιαρίρω, κιαρίζω | καθαρίζω, παστρεύω, παστρέβω, παστρέβγω, παστρέβου / ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω, ξεδιλιένω, δκιαλίζω | chiarir | βενετσιάνικο

κιάρος | καθαρός, λαγαρός, λαμπάντες, λαμπάντε, λαμπίκος, λαμπίκους, μπούτσιαρος, μπούτσιρος, παστρικός, σπαστρικός, χάσικος, χάσκος, χάσκους / ξεκάθαρος, πέλης | chiaro | βενετσιάνικο

κιάσο | φασαρία, ντόρος, σαματάς, σιαματάς, πατιρντί, πατριντί, πατριδί, νταβαντούρι, νταβαντούρ, νταβατούρι, νταβατούρ, ταβατούρι, ταβατούρ, βαβούρα, βαζούρα, βαζ, βατούρα, τζερτζελές, τσερτσελές, τσερτζελές, τσαμπαρίκος, αντράλα, αραβαΐσι, αραβαΐσιν αραβαΐς, αραβαγίς, αρβάλα, γκιορλιουτί, λάβα, λαντούρα, μανούρα, μαλιφίτσι, μαλιχουλές, ντουούς, σίστριγους, σίστεργους, σιντροδή, στρέπετο, στρέπιτο, σιασέτ, φεσφεσές, χάβρα, χαρδαβαλιό, χουρντουρούλ, μπαχαβράς | chiasso | βενετσιάνικο

κιατίπης, κιατίψ | γραμματικός, γραμματκός, γραμμακικό, γραφιάς, γραφκιάς, γραφιάρης, γραφιάτορας, γραφιάτουρας | kâtib | τούρκικο

κιαφίρης, κιαφίρ, καφίρης, καφίρ, κιουφάρης | ο άπιστος, αυτός που δεν είναι μουσουλμάνος | kâfir | τούρκικο

κιγιαμέτι, κιαμέτι, κιαμέτ, κουγιαμέτ, κιαμέτης | κοσμοχαλασιά, κοσμοχαλασά | kıyamet | τούρκικο

κίγκλα | το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση του ζώου, ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα, μισιά, μισιό, μεσά, μπροστελίνα, μπροστιλίνα | cingula | λατινικό

κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ | αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα, αξιάδα, αξιότη, αξιότ, αξιότε, αξιγιότε, αξιότητα, αξιότα, αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα, αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν | kıymet | τούρκικο

κιζιλτζίκι, κιτζιλίκι | το φυτό Cornus mas, κρανιά, κραν / ο καρπός: κράνο, κράνι, κράνου, κραν | kızılcık | τούρκικο

κίκαρα, κίκαρ, κικαρί, κίκαρη | φλιτζάνι, κούπα | chicchera | ιταλικό

κιλίμι, κιλίμ, κελίμι, κιλίνι | αντρομίδα, αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι, ντραμίδι, αντρομιδοκίλιμο | kilim | τούρκικο

κιλίφι, κελίφι, κελίφ, κλίφι, κλιφ, κιλίφ, κουλούφι, κουλούφ, κλούφι, κλουφ | μαξιλαροθήκη (λόγιο), ντεμέλα, ιντεμέλα | kılıf | τούρκικο

κιμάς, κιγιμάς, κιγμάς, κεμάς, κεϊμάς, κουϊμάς | λιανισμένο, ψιλοκομμένο κρέας | kιyma | τούρκικο

κιμπάρης, κιμπάρτς, κιμπάρς | αρχοντάθρωπος, αρχοντάθρωπος, αρκοντάθροπος, αρχουντάθρουπους | kibar | τούρκικο

κιμπαρλίκι | αρχοντιά, αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά, αρκόντια, αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά, αρχοντέ | kibarlιk | τούρκικο

κιμπρίτι, κιμπρίτ | σπίρτο, σπίρτου, πυρείο (λόγιο) | kibrit | τούρκικο

κινάπι, κνάπι, κναπ, κουρνάπι, κουρνάπ, κανάπι, κανάπ | σπάγγος, σπάγκος, σπάγγους, σπάγκους, σπάγος, σπάος, σπάους | kınnap | τούρκικο

κινάς, κινά, κνας, κνα | ουκνά, χένα, κόκκινη μπογιά από φυτό | kιna | τούρκικο

κινίνο, κινίνη | σουλφάτο | chinina | ιταλικό

κιντί, κεντί | δειλινό, διλνό, μερέντι, μερέντε | ikindi | τούρκικο

κιόι, κιόγι | χωριό, χωριόν, χουριό | köy | τούρκικο

κιολές | δούλος, σκλάβος | köle | τούρκικο

κιοπρού, κιουπρί, κιοπρί, κιουπρού | γέφυρα, γεφύρι, γεφύριν, γιοφύρι, γιοφύριν γέφρα, γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ, γεφίρτζι, γεθίρι, γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ, χιφίρ, ιφίρ, αϊφίρ, , γιοφίρτζι, γιοφίρ, γιουφίρι, γιουφίρ, γδιουφίρ, γκιουφίρ, αγιοφίρι, γιοφύι, γιοθίρι, γκιοθίρι, διοφίρι, ιδιοφίρι, διουφίρ, δοχίζι, λιοφίρι, ιοφίρι, ιουφίρ, ιουφούρ, οφίρι, πόντες, μπόντες | köprü | τούρκικο

κιόρης, κιορ, κιόρος, κιορς, κιορτς | τυφλός / στραβός, στραός, στραβούλιακας, στραβαλιγκιόζης / γκαβός, γκαβό, γκαγκαβό, γκαϊβός, γκαϊδός, γκαϊντός, σγκαϊντός, σγκαϊδός, καϊδός, γαϊδός, σγαϊδός, γκαβόματος, γκαβομάτης, γκαβούακας / αλλήθωρος, αλίθορε, αλιθόρος, αλίθουρος, αλόθορος, αλιγκιόζης, αλιφέγγης | kör | τούρκικο

κιορλούκι, κιορλούκ | τύφλα, τούφλα, στραβομάρα, στραβουμάρα, στραβάρα, στραβοϊλα | körlük | τούρκικο

κιοσέ, κιοσές, κιουσές, κισές | αγκωνή, αγκωνιά, αγκουνία, αγκουνιά, αγκονέα, αγκονέ, κουνή, αναγκονή, ανγκιουνή, γωνιά, γουνιά, γουνία, γονέα, γονιό, βονιά, κόχη, κοχ | köşe | τούρκικο

κιοσελές | δέρμα, δερμάτι, δερμάτ, διρμάτι, διρμάτ, τομάρι, τομάρ, τουμάρι, τουμάρ, κόζα, κοζά, κοζιά, κόζια, κόζτα, κουζίν, πετσί, πέτσα, πετσαλίνα, πετσαλούδα / σόλα, πάτος, πάτους | kösele | τούρκικο

κιοσές | σπανός, σπανομαρία, μαδός, άτριχος, θεοξύριστος, θεοξιούριστος | köse | τούρκικο

κιόσκι, κιοσκ, κιόσι | παβιόνι, σαϊβάν, τσατόρα, περίπτερο (λόγιο) | köşk | τούρκικο

κιοστέκι, κιοστέκ, κιουτσέκι, κιουστέκι, κιουστέκ, κουστέκι | πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα, πέδουκλας, πέδουκλο, πιδούκλι, πέικλο, διπούζα / μαλαματένια ή ασημένια αλυσιδίτσα | köstek | τούρκικο

κιοτής, κιουτής | φοβητσιάρης, φοβετσέας, φοΐτσιλος, σκιαζάρης, σκιαζούρης, τρεμούλας, τρεμούλης, τρεμουλιάρης, τριμτσιακός, χέστης, χεζής, χέσκος, τσιρλής, τσίρλους, τσιλιάρης, κλανιάρης, κλασομπανιέρας, καής, τρατσάλης, ψοφάρης, ριπιτίγκος, τζατζαλιάρης, αλτσιάκς | götsüz | τούρκικο

κιούγκι, κιουγκ, κιούνγκι, κιουνγκ, κιούνκι, κιούνκ | σουλινάρι για βρομόνερα | künk | τούρκικο

κιουλ | στάχτη, σταχτάρι, σταχτ, στακτός, σαχτάρ, αχιλιά, αχλιά, αχιά, αχινιά, αθοκοπή, αθουκόπη, αθοκούφη, αθεκούφη, αθούμπαλη, ασεκούφη, άθος, αθός, άθους, άτθος, ατθός, άτος, νάτθος, αθουριά, πιπιλιά, τόφλα | kül | τούρκικο

κιουλάφι, κιουλάφ, κιουλάχι | σκούφος, σκούφους, σκουφί, σκούφια, σκουφέτα | külah | τούρκικο

κιουμούρ | κάρβουνο, καρβούνι, κάρβνου, καρβόν, κάρνο, κάρνου, αθράκι | kömür | τούρκικο

κιουμπρές, κεμπρές | κοπριά, κόπρια, κοπρέα, κόπρι, κουπριά, κουπρά, κόπριγια, κουπριγιά, κουπρέ, κεμπρέ, κοπρικά, κόπρικα, κροπία, κροπιά, φουσκί, φουσκή, αφσκί, φσκι, γκουβούνα / βοδιών: βοϊδοκοπριά, βουιδοκοπριά, βουιδοκουπριά, βοδοπρέα, βοϊδόκοπρο, βουιδοχέσι, σβουνιά, βουνιά, βουινιά, βούνκα, βνια, βούλιτο, βουτσέ, βουτσέα, βοδιά, βοϊδιά, βουιδιά, βουδιά, βουδγιά, βουδέ, βδιά, βουζιά, βουτσιά, βουτσά, βουτσέα, βουτσέ, βούλτα, βουλτιά, ουτσά, ουτσέα, βουιδοβουτσιά, βοϊδοβουνιά, βουιδουβουνιά, βοδοβουνιά, βουδουβνιά, βουγδοβουνιά, βουλτοκάβαλα, τσιλιά / αλόγων, γαϊδάρων, μουλαριών: καβαλίνα, γκαβαλίνα, γκάβαλο, καλίνα / γιδοπροβάτων: κακαράντζα, κακαράνζα, κακαράτζα, κακαρέντζα, κακαρέτζα, καρκατζέλα, καρατζίνα, γκαγκαράτσα, γκαγκαράντζα, γκαγκαρέντζα, βερβελιά, βέρβελα, βερβελγκιά, βερβιλντιά, βερβέλα, βέρβελο, βέρβελντο, βερβουλιά, βερβελέ, βερβελές, βερβέλι, βέρβελιν, βερβελίθρα, βερβελίδα, βερβελία, βιρβίλ, βιρβιλιά, βιρβιγιά, βιρβιγκιά, βιρβλιά, βιρβιτσλιά, βούρβελο, βούρβρλντο, βορβολιά, βουρβουλιά, βουρβουριά, βουρβουτζλιά, βρουλιά, βέσβελο, τριβιλιά, πουτσλίθρα, κοπριλίγκες, κοτσιρόγια / γουρουνιού: γουρουνοκαβαλίνα, γουρνοκαβαλίνα, γουρουνοκάβαλο, γρουνοκάβαλο, γουρουνοκοπριά, γρουνοκοπριά, γουρνουκουπριά, γουρουνουκοπρέα, γουρουνοκουμούλα, γουρουνοκουμπούλα, γουρουνοκουρμούλα, γουρουνοκαρμούλα, γρουνοκουμπούλα, γουρουνοσκατή, γρουνουσκατή, γουρνοσκατίδα, γουρνουσκατίδα, γουρουνοσκατίλα, γουρνουσκατίλα, γουρνοσκατζίλα, γουρνοκατζίλα, γουρνοκατσίλα γουρουνόσκατο, γουρνόσκατο, γουρνόσκατου, γρουνόσκατο, γρουνόσκατου, γουρουνοφούσκι / βουβαλιών: μπουρανία | gübre | τούρκικο

κιούπι, κιουπ, κιπ | πιθάρι, καπάσα, μεθίρα, καβανός, κουρούπι | küp | τούρκικο

Κιούρτης | Κούρδος | Kürt | τούρκικο

κιουρτσής, κιουριτσής | γουναράς, γναράς, γούναρης, γουνάρης, γουναριτζής, γουνάς, γουνατζής | kürkçü | τούρκικο

κιουτρούμ, κιτουρούμ | γκιουτρούμ, γαγκρός, ζουγκλος, ζουγλός, κουλουκρός, παταλιακός, παράλυτος | köturum | τούρκικο

κιραγί, κιράγι, κιραΐ, κράι, καραγή | πάχνη, τσάφι, τσαφ, τσιάφι, τσιαφ | kırağı | τούρκικο

κιράς, κιρά, κιρή | αγώι, αγώιν, αγώγι, αγώγιον, αγόγιου, αγόδιν, αόι, γόι / νοίκι | kira | τούρκικο

κιρατζής, κιραντζής, κερατζής, κεραντζής | αγωγιάτης, αγωγιαστής, αγογιάτς, αγουγιάτς, αγουιάτς, αγογιάτα / νοικάρης, νοικιαστής, ενοικάτορος | kiracı | τούρκικο

κιρέτσι, κιρέτς, κερέτσι, κερέτς | ασβέστης, ασβέστη, ασβέστ, ασβέστς, ασβέτς, ασβίτς, αρβέστης, ασβέστι, ασβέστιν, ασβέστ, αζβέστ, ασμπέστι, αβζέστι, αβλέστι, χορίγι, χορίδι, χορί | kireç | τούρκικο

κιρκινέζι, κιρκινέζ, κιρκινέτς, κιρκινέζος | το πουλί Falco naumanni, κρικινέζι, κιρκινέλι, κιρκιλίδα, κικλής, κίτσης, ανεμογαμάκι, ανεμογάμης, ανεμόγαμος, ανεμογιάννης, γκαργκανέτζα, γκιργκινέγκα, ζάνος, μουχαμλής, τσουρτσουνέτα | kerkenez | τούρκικο

κιρμιζί, κριμιζί, κρεμεζί, κρεμεζέ, κιρμεζί, κερμέζο | γκρεμέζι, κόκκινο, άλικο, αλί | kιrmιzι | τούρκικο

κιρμπάτσι, κιρμπάτς, κουρμπάτσι, κουρμπάτς, κουρμπάτσιο, κουρμπάτσο, κορμπάτσι, κουρμπάτς, κορμπάτς, κλιμπάτσι | χλιμπάτσι, μαστίγιο (λόγιο), βούρδουλας, βουρδούλι, βούρδουλο, βέρδουλας, αβούρδουλας, βοϊδόπουτσα, βοϊδόπτσα, βοϊδόνευρο, βοϊδοτσούλι, βουιδουτσούλ, βουιδουτσλί βούνευρο, μούνεβρο, κούνερος, δάρτης, καμουτσί, καμτσί, καμουτσίκι, καμπτζίκι, καμπτσίκι, καμτσίκι, καμτσίκ, λούρα | kιrbaç | τούρκικο

κισίρα, κισίρ, κουσούρου | στέρφα, στέρφη, μαρμάρα | kısır | τούρκικο

κισλάς, κουσλάς | στρατώνας (λόγιο), καζάρμα | kışla | τούρκικο

κισμέτι, κισμέτ, κισιμέτι, κεσμέτι, κιζμέκι | χουσμέτι, τυχερό, γραφτό, γραμμένο, ριζικό, μοίρα, ζούδιο | kιsmet | τούρκικο

κιστέρνα, κινστέρνα | γιστέρνα, γκιστέρνα, τσιστέρνα, ιστέρνι, στέρνα | cisterna | λατινικό

κιτάπι, κιτάπ, κιουτάπι | κατάστιχο, βιβλίο (λόγιο) | kitap | τούρκικο

κιτάρα | κιθάρα (λόγιο) | chitara | βενετσιάνικο

κίτικος, κίτκος, κίτκους | λίγος, λίγους, ουλίγους, ελίγος | kιt | τούρκικο

κιτριά | To δέντρο Citrus medica, φράπα, λεμόνα | citrea | λατινικό

κίτρο | τσίτρον, ο καρπός της κιτριάς | citrum | λατινικό

κλαβανή, κλαβανό, κλαβανί, κλιβανή, κλεβανή, κλοβανή | γκλαβανή, γκλάβανη, γκλαβανί, γκλαβανό, γκλαβανιά, γκλιβανή, γλαβανή, γλαβανί, γλιβανή, γλαανή, αγλαβανή, αγλαανή, ακλαβανή, βλαγανή, κεπέγκι, κεπέγκ, κιοπέγκι, κιοπένι, κιπέγκ, καπάντσα, καπαντζές, καπάντζια, καταράχτης, καταραχτή, αφάλι, μπουκαπόρτα, καταπακτή (λόγιο) | glavan | σλάβικο

κλαμπανάρος, καμπανάρης | κωδονοκρούστης (λόγιο) | campanaro | ιταλικό

κλαπάτσα | γκλαπάτσα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση (λόγιο) | gălbĕatsă | βλάχικο

κλαπατσίμπανα (τα), κλαπατσίμπαλα (τα), κλαπατσίγκαλα (τα), κλαπατσίγκανα (τα) | μουσικά όργανα (λόγιο) / πολλά μικροπράματα μαζί | clavicembalo | ιταλικό

κλαρίνο | κλαρινέτο, καρνέτο, γκαρνέτο, γλαρουνέτο | clarino | ιταλικό

κλεισούρα | στενοτοπιά, στενοπόρι, στενόπορο, στενοποριά, στένος, στενούρα, στερούνρα | clausura | λατινικό

κλοτσιά, κλωτσιά, κλότσος, κλοτσέα, κλότσους, κουτσιά | τσινιά, τσουνιά, τσιαφλέκι, ανεποδάρα, λακτέα, λαχτία, λάχτα | calcio | ιταλικό

κλούβιο, κλούβιου, κλούφιο | το μπαγιάτικο, το χαλασμένο (για αβγό), οργιό, ούργιο, ούργιου, | k’lvati | σλάβικο

κοβέρνο, κουβέρνο, κουβέρνον, κουβέρνου, κουέρνο | γκουβέρνο, γκοβέρνο, γοβέρνο, γοβέρνον γουβέρνο, γουέρνο, δοβλέτι ντοβλέτι, ντεβλέτι, ρεγκιμέντο, ρεγκεμέντο, κυβέρνηση (λόγιο) | governo | ιταλικό

κογιονάδα | κοροϊδία, κάζο, καζούρα, περγιέλι, αναγέλασμα | cogionada | βενετσιάνικο

κογιονάρω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κοϊνέρω | κοροϊδεύω, κουρδίζω, κορδίζω, λαναρίζω, περιγελώ, περγελώ, πιργελώ, ιργιλώ, πουργιλώ, αναγελάω, αναγελώ, αναγιλώ, αναελώ, νιελώ, παίζω, αναμπαίζω, κασμιρέβου, ξιουρίζω, σκανιάζου | cogionar | βενετσιάνικο

κογιόνι, κογιόνια (τα) | αρχίδι, ορχίδιν, αρχίδ, αρκίδιν, αρκίδι, αρτσίδιν, αρσίδι, αρσίιν, αχρίδι / αρχίδια, καζέλια, καραμπαλίκια, καλαμπαλίκια, κλαμπάνια, κουρδουμπούλια, λιόκια, λιμπά, λίμπα, λμπα, μπελεγρίνια, μπρίκια, μπουμπρέκια, μπουμπόλια, πελέδια, χαρχαγκέλια | cogioni | βενετσιάνικο

κογκολάδο, κογκολάδα | γουλάδα, γκαλντερίμι, γκαλντρίμ, κελντερίμι, καλντερίμ, καλντιρίμ, καλντιρίμ, καρντερίμι, καρντιρίμι, καρτερίμι, σαλτσάδα, σαλτσάδο γουλάδα, λιθόστρωτο (λόγιο). | cogolo | ιταλικό

κόγκρος | το ψάρι Conger, γόγκρος, δρογκός, δρόγκος, μουγγρί | congro | ιταλικό

κόζα, κοζά, κοζιά, κόζια, κόζτα, κοζίνι, κουζίν | δέρμα, δερμάτι, δερμάτ, διρμάτι, διρμάτ, τομάρι, τομάρ, τουμάρι, τουμάρ | koža | σλάβικο

κόζι | ατού (λόγιο) | koz | τούρκικο

κοιλό, κιλό | παλιό μέτρο χωρητικότητας για τα στάρια | kile | τούρκικο

κόκα | κεφάλι, κεφαλή, κεφάλα, κιφάλ, κιοφάλι, κιοφάλ, τζιεφάλιν, γκλάβα, γλάβα, κλάβα, ακούτρουφας, γκάγκα, γκούσια, καύκαλο, κάφκαλο, καφκί, καυκάλα, κούτικας, κουτούκι, κούτκας, κούτκα, κούτρα, κουτρούκι, ξερό, καραμπάτς, κάρκαλο, καρκάλι, κάρακλο, καρκάνα, κάκαρο, κάκαρου, καφάς, καφάσα, καφάσι, καφάς, κελέ, κτιτς, παπάλ, πατσί, πατσιάς, τσερβέλο, τσούκα, χραπάτ | kokë -a | αλβανικό

κοκόζης, κουκιόζης | μπατίρης, μπατιρς, απένταρος, άφραγκος, άπαρος, άψιλος, αναπαραδιάρης | kokoz | τούρκικο

κόκολι, κόγκολη, κόγκολι, κόγκουλη | το φυτό Agrostemma githago, γόγκολη, γόγκολι, βόγκολη, αγριοκοκιά, | kokolj | σλάβικο

κοκορέτσι, κουκουρέτς | αρνίσια συκωταριά τυλιγμένη με τα άντερα σφαχτού και ψημένη στη σούβλα, μενούζα | kukurec -i | αλβανικό

κόκοτας, κόκοτος, κοκοτός, κόκουτας, κοκότι | Gallus domesticus, αλέχτορας, αλόχτερας, αλίχτορας, αλέστορα, αλέφτορα, αλέφθορα, αλέθορα, αλέθτορα, αλεχτόριν, αλεχτόρι, αλαχτόριν, αλαχτόρι, λεχτόρι, λαχτόρε, κόκορας, κόκουρας, κουκόρ, κόκορο, γκόκορα, κουκουρίκος, κουκουτσέλας, πετεινός, πέτνος, πέτνιους, πέτνους, πέτνιαρος, πέτος, πέκνιος, πέκνιους, πέτκους, πιτός | kokot’ | σλάβικο

κολάι, κουλάι, κολάγι, κολάγ, κολάδι | ευκολία (λόγιο) | kolay | τούρκικο

κολάινα, κολαΐνα, κολαΐνη, κολάνα | κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι, γιουρντάνι, γιορνταναλίκι/ λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά | colagna | βενετσιάνικο

κολάνι, κολάν, κολάνα, κουλάνι, κουλάν | πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, καπλοδέτα, κουσκούνι, κουσκούν, μπαλντίμι, μπαλτούμι, μπαλντούμι, ουπιστιά, πιστιά, απισιλίνα | kolan | τούρκικο

κολαούζος, κολαγούζος, κολαουζάς, κολαούζης, κολαούσης, κουλαούζος, κουλαούζους, κολαβούζ | μπροστάρης, οδηγός (λόγιο), πλοηγός (λόγιο) | kιlavuz | τούρκικο

κολαρίνα, κολαρίνο | μεγάλος άσπρος γιακάς | colarina | βενετσιάνικο

κολάρο, κολάρος | γιακάς, γιακά, ιακάς, γιαχάς, γιαγάς, γιάκα, γιαχά / τραχηλιά, λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά | collaro | βενετσιάνικο

κολάστρα, κουλιάστρα, κουλάστρα, κολόστρα, κλιάστρα, κουράστρα, κοράστρα, κλόστρα | γουλιάστρα, γλιάστρα, πρωτόγαλα, πρωτόγαλο, πρωτογαλιά, αγίζι, αγίζ, κοκοφρίκος, κορκοφίγκι, κουρφίγκους, γκουφρίκος, γκουφρίκους | colostrum | λατινικό

κολατσιό, κολατσίο, κολατσό, κουλατσό, κουλατσιό, κολατσού, κολαστό, κόληας, κολακιό | λίγο και γρήγορο φαΐ | colazion | βενετσιάνικο

κολέτο | γιακάς, γιακά, ιακάς, γιαχάς, γιαγάς, γιάκα, γιαχά | coleto | βενετσιάνικο

κόλιαντα, κόλεντα, κόλαντα, κόλιεντα, κόλιντα, κόλιαντρα, κόλεντρα, κόλιντρα | κάλαντα, κάλανδα, σούρβα (της πρωτοχρονιάς) | kolada | σλάβικο

κολιάντσα, κολιάντζα, κολιάτζα, κολιάνιτσα, κολιανίτσα, κουλιάντσα, κουλιάντζα | τσίρλα, τσιρλιό, τσίρλους, τσιούρλα, τσέρλα, τσέρλο, τσιρλιπιπί, τσίλα, τσιλίτς, τσιλιαριά, τσιλιακούρ, τσνέλα, τσίνσι, τσαρτσάλια, κόψιμο, κόψιμου, κόψμου, πούργα, ριπιτίδι, ριπιτίγκος, ριπιτίν, τανούρα, τραφλάκια, σούρτος, σούρτα, σούρδα, σπούρα, σποράκλα, | koljanica | σλάβικο

κολίγας, κολίγος, κολέγας, κολέγα, κολεγάδος, κόληας, κόλιας | μεσακάρης, μισιακάρης, μερτικάρης, σέμπρος, κουντουβερνάρης | collega | λατινικό

κόλλα | φύλλο χαρτιού | colla | ιταλικό

κολντεμίρι, κοντεμίρι, κόλντιμιρ | αμπάρα, ασμπάρα, μπάρα, καντινάτσο, κατενάτσος, καντινάτσος, καδινάτσος, κατινάτσο, καδινάτσο, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλους, περάτης, μπεράτης, απεράτης, παράτ, καταράχτης, μπλιτσούνι, σίδερο, σύρτης, σούρτης, σέρτης, σιρτς, σαγιαδόρος, ζαμπί | koldemiri | τούρκικο

κολομπαράς, κουλουμπαράς, κολόμπαρης, κολόμπος | κολόμβος, ενεργητικός ομοφυλόφιλος (λόγιο) / παιδεραστής (λόγιο) | kulampara | τούρκικο

κολομπίνα, κολομπίνι | περιστεράκι, πιτσούνι, πιτσουνάκι, πιπίνι, πιπινάκι | colombina | ιταλικό

κολόνα, κουλόνα | στύλος (λόγιο), κιόνι, τζιόνιν | colonna | ιταλικό

κολονάδα | κιονοστοιχία (λόγιο) | colonada | βενετσιάνικο

κολονέλος | συνταγματάρχης (λόγιο), μιραλάης | colonelo | βενετσιάνικο

κολονέτα | κολονάκι | colonnetta | ιταλικό

κολοράτος, κολοράδος | έγχρωμος (λόγιο) | colorato | ιταλικό

κολορίτος | βαμμένος, μπογιατισμένος | colorito | ιταλικό

κολόρο, κουλούρο | βαφή, βάψη, βαψ, βάμα, βάματο, άμα, μπογιά, μπουγιά | color | βενετσιάνικο

κόλπο, κόρπο | τερτίπι, τροπιά, μαντζιαλούκ, ματσαράγκα, ταλούμι, μαραφέτι, μηχανή, ξεγελασιά, αλεπουδιά, μαγιουνιά, ανάγυρος, μπαλαμούτι, σαλτανάτ | colpo | ιταλικό

κόλπος, κολπετίνι | αποπληξία (λόγιο), ταμπλάς, νταμπλάς, γούσουρα | colpo | ιταλικό

κολτούκι, κολτούκ, κουλτούκι, κουλτούκ | γολτούκ, μασχάλη, μασκάλη, μασκάλ, μοσκάλη, μουσκάλη, βασκάλη, πασκάλη, αμασχάλη, αμασκάλη, αμασκάλ, αμασχάλα, αμασκάλα, αμπασκάλη, αμπασκάλ, αμοσκάλη, αμοσκάλ, αμοσκάλα, αμοσκά, αμουσκάλη, αμουσκάλ, απασκάλη, απουσκάλη | koltuk | τούρκικο

κολτσίνα, κουλτσίνα, κοντσίνα | ένα παιχνίδι (με τα χαρτιά της τράπουλας) | concina | βενετσιάνικο

κόμε | σαν, σα, πως | come | βενετσιάνικο

κομέντια | κωμωδία (λόγιο) | commedia | ιταλικό

κομέντο, κουμέντο | σχόλιο (λόγιο), ορμήνια, αρμινιά | commento | ιταλικό

κόμης | κόντες, κόντης | comes | λατινικό

κομιντόρο, κομιντόρα, κομεντόρο, κομεντόρι, κομοντόρι, κομαντόρι, κουμπουδόρ | ντομάτα, πομοντόρο, πομιντόρο, πομιτόρ, φραγκουάζανο, φρανγκουμέντζαλ | pomodoro | ιταλικό

κομισιόν | επιτροπή (λόγιο) | commissione | ιταλικό

κομιτατζής | αντάρτης (λόγιο), τσέτης | komitacι | τούρκικο

κομιτάτο, κουμιτάτου | επιτροπή (λόγιο) | comitato | ιταλικό

κομμούνα, κουμούνα | δήμος (λόγιο) | comune | ιταλικό

κομοδίνο, κομοντίνο | μικρή συρταριέρα που μπαίνει δίπλα στο κρεβάτι | comodino | ιταλικό

κόμοδος, κόμοντος | βολικός, βολκός, βουλικός, βουλκός, οβολικός, βολετός, βολιτός, βουλιτός, βουλετός | comodo | ιταλικό

κομός, κομό, κουμός | σιφονιέρα | como | βενετσιάνικο

κομουνιτά | κοινότητα (λόγιο) | communita | ιταλικό

κομπανία, κομπάνια, κουμπανία, κουμπανιά, κουμπάνια, κουμανία | συντροφιά, παρέα | compagnia | ιταλικό

κομπανιάρω, κουμπανιάρω | συνοδεύω (λόγιο) | compagnar | βενετσιάνικο

κομπάνιος | φίλος, σύντροφος, ορτάκης, ζάβαλος, κολέας, αρκαντάσης, γιολντάσης | compagno | βενετσιάνικο

κομπαρίρω | φανερώνομαι, ξεφανερώνομαι, ξεφαίνομαι | comparir | βενετσιάνικο

κομπάρσος | άνθρωπος με δεύτερο ρόλο στο σανίδι ή στη ζωή | comparsa | ιταλικό

κομπάσο, κουμπάσο | το όργανο διαβήτης (λόγιο), περιγέλι, περιέλι, πριέλι, πιργέλ | compasso | ιταλικό

κομπινάρω | συμφωνώ (λόγιο) | combinare | ιταλικό

κομπλιμεντάρω, κοπλιμεντάρω | κάνω κοπλιμέντα | complimentare | ιταλικό

κομπλιμέντο, κοπλιμέντο, κουκλιμέντο | φιλοφροσύνη (λόγιο) | complimento | ιταλικό

κομπλότο | συνωμοσία (λόγιο) | comploto | βενετσιάνικο

κομπόστα, κομπόστρα | χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι, χουσάφ, χρουσάφι, κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ, κιουσάφι | composta | ιταλικό

κομπρέσα, κομπρέσσα, κουμπρέσα | επίθεμα (λόγιο) | compressa | ιταλικό

κομπρομέσο | συνυποσχετικό (λόγιο) | compromesso | βενετσιάνικο

κομφίνια (τα) | σύνορα, όρια (λόγιο) | confıne | ιταλικό

κονάκι, κονάκ, κουνάκι, κουνάκ, κονάτσι, κονάτζι | αρχοντικό, αρχοντόσπιτο / σπίτι / καλύβα τσοπάνη, γρέκι / γιατάκι, στιάδιν, χούβα | konak | τούρκικο

κονεύω, κονέβγω, κονέφκω, κονιάζω | κάθομαι, καταλύω (λόγιο) | konmak | τούρκικο

κονκορέντσα | ανταγωνισμός (λόγιο), ξεσινέρια, ξεσινερισιά, σινερισιά, σινουρσιά, σνουρσιά, γκιβάριση, γκιβάρισμα | concorenza | βενετσιάνικο

κονουστίζω, κουνουστίζω, κουνουσέβω | μιλώ, λαλάω, λαλώ, λαώ, κρένω, κρένου, παρλάρω / κουβεντιάζω, αραγκιονάρω, κουνουστίζω, σμπουρίζω, σμπουρίζου, σουμπουρέβου, μασλαντίζω, μασλατέβου, γονουσέβω, ροζονάρω, αγνατιρτίζω | konuşmak | τούρκικο

κονσέρβα, κοσέρβα, κορσέβα | διατηρημένη τροφή | conserva | βενετσιάνικο

κονσίγκλιο, κονσίγιο, κουνσίλιο | συμβούλιο (λόγιο) | consiglio | ιταλικό

κόνσολος, κόνσουλος, κόνσολας, κόσολας, κόσολος, κοσόλος, κούνσουλος, κούσουλος | πρόξενος (λόγιο) | console | ιταλικό

κονσούλτο, κονσούλτα, κονσούρτο, κοσούλτο, κουσούλτο | σύσκεψη (λόγιο) | consulto | βενετσιάνικο

κοντάνα, κουντάνα, κουντένα | καταδίκη (λόγιο) | condanna | ιταλικό

κοντανάρω | καταδικάζω (λόγιο) | condannare | ιταλικό

κόντες, κόντης | κόμης | conte | ιταλικό

κοντέσα | κόμισσα | contessa | ιταλικό

κοντζάς, κοντζές, κοντσές, κοντσάς, κονσές, κουτσί, κοτζές, κρουντζ | γοντζές, γοντσές, γιοντζές, γκοντσές, γκοντζές, βαβούλι, βαβούλιν, βαβούλ, βαγούλιν, βάβουλο, βαβούλα, βαβίλα, μπουμπούκι | konca | τούρκικο

κόντιτο, κοντίτο | ζαχαρωτό, ζαχατάτο | condito | βενετσιάνικο

κόντο, κόντος, κούντος | λογαριασμός | conto | ιταλικό

κοντόσης | νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, ρουφιάνος, πεζεβέγκης, μπεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κιρχανατζής, κερχανατζής, κερχανετζής, αγαπητικός | kodoş | τούρκικο

κοντούτος, κοντούτο, κουντούτα, κουντούτο, κουτούτο | οχετός (λόγιο) | condoto | βενετσιάνικο

κόντρα | σκόντρα, σκούντρα, σνέριου, αλακτικά, ανάποδα, καταπρόσωπα, κατάδικα, αξανάστροφα, αξινάστραφα, αξινόστραφα, καραζινέ, ανάμουτα, αναντινά, γιαναντινά | contra | ιταλικό

κοντράδα | συνοικία (λόγιο) | contrada | βενετσιάνικο

κοντράλτο | μεσόφωνος (λόγιο) | contralto | ιταλικό

κοντραμετζάνα | τραμετζάνα, τραμοντζάνα, δαμετζάνα, νταμιζάνα, νταμεζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα, ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ντραμζάνα, ντραμιτζάνα, ταμουτζάνα, ταμιτζάνα | contra mezzana | ιταλικό

κοντραμπάντο, κοντραμπάδο | λαθρεμπόριο (λόγιο), κατσιρμάς | contrabbando | ιταλικό

κοντραμπάσο | πασαβιόλα, μπασαβιόλα | contrabbasso | ιταλικό

κοντραστάρω, κουντραστάρω, κοντρεστάρω, κοντράρω, κοντράω | σκουντράω, σκουντρίζω, πάω κόντρα | contrastar | βενετσιάνικο

κοντράστο | αμάχη, ανθιλογή, αθιβουλή, μάγκανο, χατάς, τσακωμός, καυγάς | contrasto | ιταλικό

κοντράτο, κουντράτο, κουντράτου | συμφωνητικό (λόγιο), συμβόλαιο (λόγιο) | contrato | βενετσιάνικο

κοντρολάρω | ελέγχω (λόγιο) | contrallare | ιταλικό

κοντσέρτο, κονσέρτο | συναυλία (λόγιο) | concerto | ιταλικό

κόξα, κόγξα, κοξάρα | γόγξα, γοφός, γόφος, γόφο, γοφί, γόφους, γουφός, γοφό, γκοφός, γκοφό, γκόφους, γκουφός, γκουφό, γιόφος, γιόθος, όφος, εγκοφός, εγκουφός, εγκοφό, ογκοφός, κουφός, κουφό, γοφάρι, γκουφάρι, κουλί, σταβρί | coxa | λατινικό

κοπανέλι, κοπανάκι, κοπανούρα | σύνεργο για να φτιάχνουνε δαντέλα | copano | βενετσιάνικο

κοπέλι, κουπέλι, κουπέλ, κόπελος, κόπελας | αγόρι, αγόρ, αγούρι, αγούρ, αϊγόρ, αγκόρι, άγουρος, άουρος / τσιράκι, τσιράκ, τσιουράκι, τσιουράκ, παραγιός / μπάσταρδος, μπάστος, μούλος, πίτσικος, πίτσκος, σμερδός, σβέρδονας, αρπαξιμιός, μπαράκι | kopil -i, | αλβανικό

κόπια | αντίγραφο (λόγιο) | copia | ιταλικό

κοπιάρω | αντιγράφω (λόγιο) | copiare | ιταλικό

κόπιτσα, κόπτσα, κόμπιτσα, κουπτσιάς, κόμτσα | άζουλα, ζάβα, θηλυκωτήρι | kopça | τούρκικο

κόπιτσας, κοπιτσίδα, κόπτσας, κοτσιπίδα | το έντομο Tinea pellionella, βότριδα, βούτριδα, βότρια, βρουτίδα, θέσα, σέθα, μόλτσα, μόλτσια, σκόρος, φνίκι | kopic | σλάβικο

κόρα, κουρά, κορέα, κοριά, κουριά, κουρίνα | καρκάνι, κλόδα, χλόδα, κόθρος, κρόθα, πιτσούρ, πετσοκόλι, πετσί, πέτσα | kora | σλάβικο

κορακιάζω, καρανιάζω, κοριζάζω, κοριζιάζω | διψώ, πατλαντίζου, καγιάζω, γανιάζω, γανιάζου, γκανιάζω, γκανιάζου, κανιάζου, γαρίζω, μαλλιάζω | kurak | τούρκικο

κοράλλι, κοράλι | μερτζάνι, μερτζάν, μιρτζάν, γιούσουρο (με μαύρο χρώμα) | corallium | λατινικό

κορασάνι, κουρασάνι, κουρασάν, κουραζάνη, κουραζάν | λάσπη με ασβέστη, χουραζάνη, μπινιάς, χαμούρι, χαμούρ, χάρτσι, χαρτζ, μάλτα | kireç harcı | τούρκικο

κορβέτα, κουρβέτα | τρικάταρτο καράβι | corvetta | ιταλικό

κορδέλα, κορδέλι, κορδιάλι, κουρδέλα, κουρτέλα | γορδέλα, μεντζάνα, ζάντα, ταινία (λόγιο) | cordela | βενετσιάνικο

κορδονέτο | ψιλό κορδόνι | cordonetto | ιταλικό

κορδόνι, κορντόνι, κουρδούνι, κουρδόν | δέτης, γαϊτάνι, λεφτάρι, τεχρίλι | cordon | βενετσιάνικο

κορέτο, κορότο | πένθος (λόγιο), λούτο | coreto | βενετσιάνικο

κορίτα, κορίτος, κορίτο, κορίτι, κορούτα, κουρίτα, κουρίτος, κουρίτι, κουρίτου, καρούτα | ποτίστρα-ταΐστρα, σκαφίδι, καλάνι | korito | σλάβικο

κορνέτα | χάλκινο πνευστό (λόγιο) | cornetta | ιταλικό

κορνετίστας | αυτός που παίζει κορνέτα | cornettista | ιταλικό

κορνίζα, κουρνίζα | κάδρο, κάδρου, κουάδρο, κάντρο, κάντρος | cornise | βενετσιάνικο

κόρνος, κόρνο, κούρνος | βούκινο, βούκινος, βούκινας, βουκίνα, βούκνου, βουκίνα, βούκιουνο, βούκνο, βούτσινο, ούκινο, γουκίνα, κουκίνα, μπουκίνα, μπούκινο, μπούτσινο, μούκινο | corno | βενετσιάνικο

κόρντα, κόρδα, κόρτα | χορδή (λόγιο), τέλι | corda | λατινικό

κορντόρο, κοριντόρ | διάδρομος (λόγιο), μακρινάρι | coridor | βενετσιάνικο

κόρο, κόρος | χορωδία (λόγιο) | coro | ιταλικό

κορόνα | στέμμα (λόγιο) | corona | λατινικό

κόρσο | δημοσιά, δημοσά, δεμοσιά, δεμοχιά, δρόμος, δρομί, στράτα, στρατί, στράδα, στρατόνι, φαρδόστρατα, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα, τζαντές, ντουσιμές, λιστόν | corso | βενετσιάνικο

κόρτε, κορτάρισμα | φλερτ, γάρμπο, τζιλβές | corte | ιταλικό

κόσα, κοσά, κοσιά, κόσος, κοσάς, κουσά, κουσιά | μεγάλο δρεπάνι | kosa | σλάβικο

κόσα, κοσίτσα, κουσίτσα, κουσιά, κουσά, κουσάνα, κουσιάνα | κοτσίδα, κουτσίδα, κοτσινίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι, πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος, φρουλίν, φρούλος, κλοστό, κλόσα, | kosa | σλάβικο

κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ, κιουσάφι | χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι, χουσάφ, χρουσάφι, κομπόστα, κομπόστρα | hoşaf | τούρκικο

κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα, κουσή, κουσί, κουσιί, κος, κουσίδι, κουσιαμάκι, κοσιός, κουσιός, κουσιάτα, κόσιαγμα | τρέξιμο, τρεχάλα, τριχάλα, ατρέχα, αγλάκι, βιλέγκο, βιγκάλα, βογκάλα, βούσμα, βούρισμαν, βούρημαν, βούρος, βούρη, γούρος, κόρσα, πιλάλα, πιλάλιμα, πλάλιμα, πλαλιά, πλάλους, ρέντα, ρεντίδα, αρόντα, αρέντα | koşu | τρέξιμο

κόστα | γιαλός, γιαλό, γιρογιάλι, γιαλούσα, γιαλέ, γκιαλό, ζαλός, περιγιάλι, περγιάλι, παραγιάλι, παράγιαλος, ακρογιάλι, ακρογιαλιά, ακρογιάλ, ακρουγιαλιά, ακροαλιά, ακροθαλασσιά, ακροθάλασσα, ακροθαλασσά, ακρουθαλασσιά, ακροπελαγιά, ακρουπιλαγιά, ακρουπέλαγους, σίγιαλο, σκερία, σκεριά | costa | ιταλικό

κοστάρω, κοστίζω, κουστίζω, κοστέβω | στοιχίζω (λόγιο) | costare | ιταλικό

κοστερίτσα, κουστερίτσα, κουστιρίτσα, κουστερίκα, κουστερίζα, κουτερίτσα, κοτερίτσα, κουτιρίτσα, κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα | Lacerta communis:, κοσταρίνα, κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα, γοστερίτσα, γουστιρίτσα, γουστερίσα, γκουστερίτσα, γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα, γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα, γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα, γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα, σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα, σκοτουρίτσα, σκουτουρίτσα, σκουντιρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα, μοστερίτσα, μπουστιρίτσα, μπουστιρίκα, πουστιρίκα, αβγουστερίτσα, γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα, σκουρδαντέλα, σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα, σκουτουρέλα, σκούτζικας, γουστερέλι, γουστερέλ, γκουστιρέλ, γοστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα, γκουσταναρίτσα, γουστερόπουλο, γουστερόπλο, γκοστιρόπλου, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα, γουστερούλα, γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι | gušterica | σλάβικο

κόστος | χρηματική αξία (λόγιο) | costo | ιταλικό

κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτσι, κουτέτσους, κουτέτς, κουτσίνα | κοταριό, ορνιθαριό, ορνιθοκούμασο, γκαλινάρι, καπονάρα, καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα, κιτάστρια, κιτάς, κουμάσι, κουμάς, κούμος, κομάς, κμάσι, κμας, κουτουκούμασου, κοκοτζέλι, κούρνια, κοτόκαλη, κόρνα, φωλιά, οβαστάριν, πόνε, αγουμάς, αουμάς, αομάς | kotec | σλάβικο

κοτζαμάνης, κοτζαμάνς, κοτζάμ, κοτζά, κοντσά, κοτζιά, κοτζάν, κοτζάμου, κοτζαμάν, κοτζιάμ, κοτζιάμου, κοντζά, κοντζάμ, κοντζιάμ, κοντζαμάν, κοντζάμου, κοντσάμου, κογκιά, κογκιάμου | γκοτζάμ, γκοτζιάμ, γκουτζιάμ, γκοτζαμάν, γκοτζάμου, πελώριος (λόγιο) | kocaman | τούρκικο

κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, κοτσάμπασης, κοτσαμπάσης, κουτζάμπασης, κουτζαμπάσης, κουτσάμπασης, κουτσαμπάσης, κουτζαμπασιάς, κουτζιάμπασης, κουτσιάμπασης, κοντζάμπασης, κοντσιάμπασης, κοτζαμπασιάς, κοτσιάμπασης | πρωτόγερος, δημογέροντας (λόγιο), πρόκριτος (λόγιο) | kocabaşι | τούρκικο

κοτολέτα | παΐδι, παϊδάκι, μπριζόλα, μπριτζόλα | cotoletta | ιταλικό

κότολο | μεσοφόρι, μισοφόρι, μισοφόρ | cotolo | βενετσιάνικο

κοτσάνι, κοτσάν, κουτσάνι, κουτσάν, κουτσιάνι, κοτσιάνι, κοτσάνα | μίσχος (λόγιο), τσουνί, κόντυλας | koçan | τούρκικο

κοτσάρω, κοτσέρνω | συνδέω (λόγιο) | cozzare | ιταλικό

κότσι, κοτς, κοντς | αστράγαλος, αστράγαλους, αστράαλος, αστράνγκαλος αστράαουος, αστράγαλας, αστράαλας, αστράαας, αστράουλας, αστράγκαλο, αστράλαχο, στράβαλο, ατσάγαλε, ασάλαγε, ασκιάγαλε, κουτρίδι, πιλικότς, κλιτσινάρι | kost’ | σλάβικο

κοτσίδα, κουτσίδα, κοτσινίδα | κόσα, κουσάνα, κουσιά, κλοστό, κλόσα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι, πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος, φρουλίν, φρούλος | kosica | σλάβικο

κουά | εδώ | qua | ιταλικό

κουάδρο, κουάνδρο, κουάδρος, κουάρδος | κάδρο, κάδρου, καδρέτο, κάντρο, κάντρος, κορνίζα, κουρνίζα | quadro | ιταλικό

κουάλε | τέτοιος | quale | ιταλικό

κουάρτο, κάρτο | τέταρτο | quarto | ιταλικό

κουβάνι, κουβάν | κουβέλι, κβέλι, κούβελος, κρίνα, κρινί, γκριπούρι, κουσιόρι, κιβέρτι, κουβέρτι, γιψέλι, ιψέλι, κυψέλη (λόγιο) | kovan | τούρκικο

κουβαρνταλίκι, κουβαρδαλίκι, κουβαρδαλίκ | χοβαρνταλίκι, χουβαρνταλίκι, χουβαρνταλίκ, χουβαρδαλίκι, γαλαντομιά, ανοιχτοχεριά, απλοχεριά | hovardalιk | τούρκικο

κουβαρντάς, κουβαρδάς | χοβαρντάς, χουβαρντάς, χουβαρδάς, γαλαντόμος, γαλεντόμος, ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, τζουμέρτης, σπλέντιτος | hovarda | τούρκικο

κουβάς, κοβάς, κφας | αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε, βέτρον, βούργια, γιορδέλι, γιουρδέλι, καρδάρα, καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους, λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς, μπουγέλο, μπουέλο, μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι, μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι, σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς | kova | τούρκικο

κουβέλι, κβέλι | κουβάνι, κουβάν, κιβέρτι, κουβέρτι, γκριπούρι, κουσιόρι, γιψέλι, ιψέλι, κρίνα, κρινί, κυψέλη (λόγιο) | k’bl’ | σλάβικο

κουβέντα, κβέντα, κουβεντόρι | γκβέντα, αθιβολή, αθιβουλή, ανθιβολή, αθιολή, ατθιβολή, αθεβουλή, αθεολή, θιβολή, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ, μουχαμπέτι, μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, ροζοναμέντο, ροζοναρίκι, λακριντί | conventus | λατινικό

κουβέρτα | ανάπλα, απλάδα, βελέντζα, μπατανία, μαντανία, πατανία, κούρκιδο, προκόβα, σάγισμα, σάισμα, σάσμα, σκαβίνα, τσέργα, φελτζάδα, φερτζάδα, φλοκάτη, φλουκοτό, χράμι, χραμ | coverta | βενετσιάνικο

κουβέρτα | κατάστρωμα (λόγιο) | coverta | βενετσιάνικο

κουβέτι, κουβέτ, κουβάτ | ανάκαρα, ανακάρα, ανάκαρ, ανάκαρο, ανάκρη, νακάρα, νιάκαρο, ανακάκαρο, ανακάρι, νακάρι, ανέκαρα, δύναμη, φόρτσα | kuvvet | τούρκικο

κουβετλής | δυνατός, φορτσάτος | kuvvetli | τούρκικο

κουγί, κουΐ, κοΐν | πηγάδι, πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγαδ, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο, πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό | kuyu | τούρκικο

κουγιουμτζής, κουγιουμιτζής, κουγιουμουτζής, κουιμτζής, κουιαμτζής | κοσμηματοπώλης (λόγιο) / χρυσικός, χρουσαφός, γρουσοφός | kuyumcu | τούρκικο

κούδα | ουρά, ορά, οριά, νουρά, νούρους, ουδάρ, ουράδ | coda | βενετσιάνικο

κουέστος | αυτός, αφτός, άφτος, αφθός, άφτο, αφτόνος, αφτόνους, αφτούνος, αφτούνους, αφτές, αφτίνος, αφτίνους, αφτιός, εφτός, έφτους, φτος, εφτόνος, ιφτόνους, φτόνος, φτένος, εφτούνος, φτούνος, φτούνους, εφτίνος, φτίνος, εφτιός, αφνός, έφνους, ατός, ατό, ατέ, αντέ, ατάν, ατιάς, άφστο, άστο, ετός, ετό, εντό, ετιά, τιας, τιαν, ετζιά, ετάς, ιτός, ιτού, ιτά, ίτο, ετούνος, ετούνους, ετούντο, τούνος, αφτούντο, εφτούντο, ατούντο, αφτοσδά, αφτουσδά, αφτουδάς, φτοσδά, φτόσδα, φτουνοσδά, αφτοσγιά, αφτόσγια, φτοσιά, φτοσγά, φτοσά, αφτονάς, αφτουνάς, αφτόνας, αφτονασά, αφτινοσά, αφτινοσέ. αφτούνουδι, χάτος, χατοχάς, ατοχάς, άτοχας, αχατοχάς, αχάοχας, τος, τους, τόσνας | questo | ιταλικό

κουέτος | ήσυχος, αναπαμένος, αναπαημένος, ανεπαημένος, νεπαμένος, γιαβάχς, γιαβάσκου, ορνικός, μόλαβος, μόλαβους, μόλιαβους, μουλαΐμκος, βρένιμος, φρένιμος | queto | βενετσιάνικο

κουζί, κουζού | αρνί, αρνίν, αρινί, αανί, αϊνί | kuzu | τούρκικο

κουζίνα | μαγεριό, μαγειριό, μαγιριός, μουτουπάκι | cusina | βενετσιάνικο

κουίντα | παρασκήνια (λόγιο) | quinta | βενετσιάνικο

κουκέτα, κοκέτα, κοκιέτα | κρεβάτι σε καράβι | cochietta | ιταλικό

κούκλα | κούτσα, κουτσίνα, κοτσιόνα, κοτσούνα, κοσούνα, κοσόνα, ξούνα | cuculla | λατινικό

κουκούλα | κατσούλα, κατσιούλα, καστιούλα, καπισόνι, καμουλίκα, καρκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, | cucullus | λατινικό

κουκούλι, κουκούλ | γκουγκουβέλ, λινατζιά, οχρά | cucullio | λατινικό

κουκούμι, κουκούμ, κουκούμα, κούκουμα, κουκουμάς, κουκουμάρα, κουκουμάρι | σιδερίτικο, σιδερικό, σιδερένια ή μπρούτζινη κανάτα | cucuma | λατινικό

κουκούτσα, κουκούτσος | τα φυτά Cynara cardunculus & Cynara scolymus, αγριοκουκούτσα, αγκινάρα, αγκινάρα, αγκιναριά, αγκιναριά, αγριοκινάρα, αγριαγκινάρα, αγκιναριά, αγριοκινάρα, αντζινάρα, ατζινάρα, αντζινάρι, αγριαντζινάρι, αρκοτζινάρα, αρκοτζίναρα, τζινάρα, τσινάρα, εγκινάρα, ιγκινάρα, κακάρα, καφκαρούα, κουλουκάδι | cucuzza | ιταλικό

κουκούτσι, κουκούτς, κούκουτσος, κούκτσου | πυρήνας (λόγιο) | kokička | σλάβικο

κουλαντρίζω, κολαντρίζω, κουλαντρίζου, κουλαντίζω, κουλανέβω | χρησιμοποιώ (λόγιο) / πειράζω / φροντίζω | kullanmak | τούρκικο

κουλές, κούλες, κουλάς, κούλας, κούλα, κούλια | πύργος, πυργί, πυργάρι, πυργόπουλο, τούρη | kule | τούρκικο

κουλουβάχατα | ανάκατα, ανέκατα, ανακάταλα, ανακατωτά | kullu-wahad | αραβικό

Κούλουμα (τα), Κούμουλα (τα) | η Kαθαρά Δευτέρα (Λόγιο), Σταχτοδευτέρα, Σαχτοδευτέρα | cumulus | λατινικό

κουμανταδόρος, κουμαντατόρος | διοικητής (λόγιο) | comandador | βενετσιάνικο

κουμαντάρω, κουμαντέρνω, κομαντάρω, κουμαντέρνου, κουμανταρίζω, κουμαδάρω, κμαντέρνου | ελέγχω (λόγιο), κοντρολάρω | comandar | βενετσιάνικο

κουμάντο, κουμάντου | έλεγχος (λόγιο), κοντρόλο, κοντρόλ | comando | ιταλικό

κουμάρι, κουμάρ | τζόγος, τζιόγος, τζογολί, ζάρια | kumar | τούρκικο

κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα | μαστραπάς, καϊντιρμάς, κροντήρι, κλοντήρι, κλουντήρι, λαγήνα, λαήνα, λαγήνι, λαήνι, λαγήν, λαήν, λεγένι | cucuma | λατινικό

κουμαρτζής, κουμαριτζής | τζογαδόρος, ζαράκιας, χαρτόμουτρο | kumarcι | τούρκικο

κουμάσι, κουμάς, κμας | παλιάνθρωπος, παλιόπραμα, βρώμα, λέρα, μαγάρα, τσανάκι, τσόλι, αγγιό, ελεμές, λεμές, λιμές, λιμοζάγαρο, λεχρίτης, μούτρο, μπέστιας, περνιτσιόζος, σουγέτο, στραβοτσιάουλος, τσέχρα, τσιφτιλής / πανί, ύφασμα (λόγιο) | kumaş | τούρκικο

κουμάσι, κουμάς, κούμος, κομάς, κμάσι, κμας | κουτουκούμασου, κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτς, κουτέτσι, κουτέτσους, κουτσίνα, κοταριό, κοκοτζέλι, ορνιθαριό, ορνιθοκούμασο, καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα, κιτάστρια, κιτάς, γκαλινάρι, κούρνια, φωλιά, οβαστάριν, πόνε, αγουμάς, αουμάς, αομάς, καπονάρα | kümes | τούρκικο

κουμέρκι, κουμερκί, κουμέρκ, κουρμέκι, κουμέρτσιν | γκιουμρούκι, γκιουμπρούκ, γκιομπρούκι, γιουμρούκι, γιουμουρούκι, γιουμπρούκι, γιουμπρούκ, γιομπρούκι, γιμορούκι, γιεμουρούκι, κιομπριούκ, τιμπρούκι, ιμπρούκ, ντογάνα, ντουγάνα, ντουάνα, γάνα, δογάνα, δουγάνα, τελωνείο (λόγιο) | gümrük | τούρκικο

κουμούλι, κουμούλ, κουμούλα, κουμλία, κούλουμο, κουλούμι, κούμλο | γκουμούλι, γκουμούλα, σωρός, σουρός, αρμακάς, βουναρκά, βουναρούιν, γουλερό, στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κόπα, κούκους, ντάνα, κοβνός, κουβνός, γκούβνος | cumulus | λατινικό

κουμπάνια, κουμπάνα | ζαχερές, ζαερές, ζαϊρές, αλάτες, σπέζα, ιναντρές, όρδινα, εφόδια (λόγιο) | equipaggio | ιταλικό

κουμπαράς | μουζίνα, μπουσουλέτα | kumbara | τούρκικο

κουμπάρος, κομπάρος, κουμπάρους, κουμπάρε, κμπάρους, κπαρ | σύντεκνος, σύντικνους | compare | βενετσιάνικο

κουμπές, κομπές, κουπές | γκουμπές, γκομπές, τρούλος, τρούλα, θόλος, θολάρι, θόλιν, κιμέρ, βόλτο, στρογγύλι, ουρανός | kubbe | τούρκικο

κουμπούρι, κουμπούρα | πιστόλα, μπιστόλα | kubur | τούρκικο

κουμσής, κομσής | γείτονας, γιτονάς, γίτουνας, γιτόνος, γίτνας, γίτος, γκιτόνο, γκετόνο, ίτονας, ίτουνας, ίτος, ζίτονας, ντζίτονας | komşu | τούρκικο

κουνάβι, κνάβι, κναβ, κουνάδι, κουνάδος, κνάδος, κνάδι, κναδ | το ζώο Mustela martes, ατσίδα ατσίδι, ατσίδ, σαμσάρι, σανσάρ, ζεπίρα, ζουρίδα, κουκαρτζιάς | kuna | σλάβικο

κουνέλι, κνέλι | το ζώο Lepus cuniculus | coniglio | ιταλικό

κούνια, κούνα, κνια, κουνί, κουνιαριά, κουνίστρα | ανεμοκούνια, ανιμόκονια, ανιμόκονα, κουρναρέτα, κρεμαντούλα, κριμασταρά, μπέλα, γκαγκανέβα, κούλουρο, κούλιουρος, κουρνιαλέτσα / σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι, μπισίκ, μπεχίκι, νάκα, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμανίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σούση, σκαμνίδ, τρόκνια, κουβέλι, κβέλι | cuna | λατινικό

κουνιάδα, κουνιάτα | αντραδέλφισα, αντραδέρφισα, αντραδέλφσα, αντραέφσα, αντραδέρφ / γυναικάδερφη, γινεκαδερφή, γινεκαδέλφη, γινεκαδέλφισα, γινεκαδέλφσα, γνεκαδιρφή, γενεκαερφή, κυράτσα, μπαλντούζου, μπάλτζα | cugniada | βενετσιάνικο

κουνιάδος, κουνιάτος, κουνιάδι | αντράδερφος, αντράδιρφους, αντράδελφος, αντράδιρφους, αντραδιρφός, αντράιρφος, αντράερφος, αντράεφος, ντράιρφος, αντράλφος, ντρέιφος / γυναικάδερφος, γινεκάδελφος, γινικάδιρφους, γνικάδιρφους, γινεκάερφος, γενεκάδερφος, γενεκαερφός, γινεκαδέλφι, γινεκαδέρφι, γνικαδέρφι, γενεκαϊρφός, ενεκάερφος, ενεκαερφός, νεκαερφός, ανκάδριφους, καΐντσιους | cugniado | βενετσιάνικο

κουντεντάρω | ευχαριστώ | contentare | ιταλικό

κουντούρα, κουντούρι, κοντούρα, κντουρ | σκουντούρα, παπούτσι, παπούτς, παπτσάς, πόδιμα, πόδεμα, ποδεμή, πόιμα, καλίκι, καλίγι, κορδέλι, κουρδέλι, κλαρόνι, πτιν, σκαρπίνι, τσιρβούλ, στιβάνι | kundura | τούρκικο

κουντουρατζής, κούντουρατζης, κουντουράς | σκουντουρατζής, παπουτσής, παπτσής, τσαγκάρης, τσαγκάρς, ποδιματάς | kunduracı | τούρκικο

κούπα, κούπος, κουπέσι, κουπάρι, κρούπα | τάσι, φλιτζάνι, φλυτζάνι, φλιτζάνα, φιλτζιάνι, φεντζάνιν, τσάσκα, τσιάσκα, τζάσκα, ισκιρά, καυκί, καφκί, καυκιά, καφκιά, καφκουμάνα, κίκαρα, κίκαρη, κικαρί, κίκαρ, κάσκα, νεμπότης, μπιλιούρ, ντράφτσα, σκουτέλι, ξτέλα, σιόλι, σιολ, γαδίνι | cupa | λατινικό

κούρα | θεραπεία (λόγιο) | cura | ιταλικό

κουράγιο | ανάκαρα, ανακάρα, ανάκαρ, ανάκαρο, ανάκρη, νακάρα, νιάκαρο, ανακάκαρο, τακάτι, τακάτ, γκαϊρέτι, γκαϊρέτ, καερέτι, καϊρέτ | coragio | βενετσιάνικο

κουράκι, κουράκ | ξερός, στεγνός | kurak | τούρκικο

κουραμπιές, κουραμπές | γκουραμπές, γκουρμπέδ | kurabiye | τούρκικο

κουράρω, κουραρίζω | φροντίζω, ρεμεντιάρω, βαβαλίζω, βαϊλέβω, βαγίζω, μαϊτζάρω / γιατρεύω, γιανίσκω, γιένω, λαρώνω | curare | ιταλικό

κούρβα | πουτάνα, πτάνα, γυρίστρα, καχπέ, καφπέ, καλντεριμιτζού, καντουνιέρα, κουρτεζάνα, καλτάκα, κοκορίνα, κοκότα, κουκότα, κουβάν, μπασαράτα, ξιβιλίστρα, ξικολίστρα, παστρικιά, σπαστριτζή, παρδαλή, πολιτική, πολιτιτζή, ροσπού, ρουσπού, σουρτούκα, τσιαμαρντόνα, τσούνα, φακλάνα, φρουστάδα | κurva | σλάβικο

κούρβουλο, κούρβλο, κούρβλου, κουρβούλα, κουρβούλι, κουρβούλ, κούρβουλου, κούρβουλε, κόρμπουλε | κορμός αμπελιού | curvus | λατινικό

κουρέλι, κουρέλ, κορέλι, κούρδελο | γρέντζελο, βαλάδ, κορκ, λισούριν, μπάμπαλο, μπάμπαλου, παρτάλι, παρτάλ, ρουμπί, ρέντζαλο, ρέντζελο, ρεντζούλ, ρέτζελο, ράκαλου, ράκαδο, ρέκλι, τζάτζαλο, τζάντζαλο, τζάτζαλου, τζάντζαλου, τσάντζαλο, τσάτζαλο, τσάτσαλο, τσάβελο, τιφτίκι, τιφτίκ, τσεργούλι, τσεντούρι, τσιόλι, τσιολ, τσόλι, τσολ, τσολόχι, ράκος (λόγιο) | corellum | λατινικό

κουρί, κουρί | δασάκι, δασονάρι, πάρκο | koru | τούρκικο

κουριέρης | αγγελιοφόρος (λόγιο) | corriere | ιταλικό

κουριόζος, κουργιόζος | περίεργος (λόγιο) / παράξενος | curioso | βενετσιάνικο

κούρκος, κούρκους, κούρκας, κούρκα, κούλκα, κουρκάνος | Το πουλί Meleagris gallopavo, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλισα, γάλτσα, γαλίνα, γάλα, γάλος, γάλους, γαλί, διάνος, διάνα, γοργονάκι, κάκνα, κακνιά, κακνί, κνόγαλου, κούβος, μισίρκα, μίσιρκους, μισίρα, μισίρι, μψίρκους, μπιμπίλ | curca | σλάβικο

κουρμάς | χουρμάς, τάταλο, φοινίκι, δάχτυλο | hurma | τούρκικο

κούρμπα, κούρβα | στροφή, στρουφή, αγανιά, αγανέα, αγανία, γανιά, γάγκλα, γκάγκλα, γάγλα, γιάγκλα, γκόκλα, βάγκλα, δάγκλα, διάγκλα, ζάγκλα, κάγκλα, κορδέλα, κοδέλα, ζάρλα, καβατζουρίδα, κλόσμα, | curva | λατινικό

κουρμπάνι, κουρμπάν, κουρουμπάνι, κουρπάν, κορμπάνι, κουρμάνι, κουλμπάνι | γκουρμπάνι, γουρμπάνι, γουρπάν, το σφαχτό (σε θρησκευτική γιορτή) | kurban | τούρκικο

κουρμπέτι, κουρμπέτ | γκουρμπέτι, γκουρμπέτ, γουρμπέτι, ξενιτιά / πιάτσα, σεργιάνι | gurbet | τούρκικο

κουρνάζης, κουρνάζος, κουνάζους | πονηρός, πουνηρός | kurnaz | τούρκικο

κούρνια | το ξύλο στο κοτέτσι όπου κάθονται οι κότες για να κοιμηθούν | kurnja | σλάβικο

κουρσάρος, κουρσάρης, κορσάρος, κρουσάρης, κρουσάρος, κρουσιάρος | πειρατής (λόγιο) | corsaro | ιταλικό

κουρσούνι, κουρσούν, κουρσούμι, κουρσούμ, κουρσιούμι, κουρσιούμ, κουρσίμ, κορσούμι, κουρσούμι, κουσούμι | μολύβι, βολίμι, βολύμι / βόλι, βόλιν, βόλιο, βολ, βουλί, βλι, σφαίρα (λόγιο) | kurşun | τούρκικο

κουρτζής, κορουτζής, κορτζής, κουρετζής, κοροτζής, κοροντζής, κορατζής | δασοφύλακας (λόγιο) | korucu | τούρκικο

κουρτίνα, κοντρίνα, κολτρίνα, κουρτούνα | μπερντές, μπιρντές | cortina | ιταλικό

κουσάκι, κουσάκ | ζωνάρι, ζωστήρας, ζωστήρα, ζώστρα, ζουνάρι, ζουνάρ, ζονάρ, ζναρ, ζουστίρα, λούρα, λουρί, λουρίδα, | kuşak | τούρκικο

κουσέλι, κουσέι, κουσέγιο | ξέλι, ξελ, κουτσομπολιό, κουτσομπολιά, αφλογή, αφλουγή, αθλογή, γκουντόσια, κβαντά, κερατσισιά, κορκοσούρα, κορκοσουριά, κουλσιπρεποΐδια, κουσκουσουριά, λακριντί, μαναφλίκια, μαναφούκια, μαναφούτι, μασλάτι, ξόμπλι, ξομπλ, πετέγολο, πετέουλο, σόμπορο, σόμπουρο, σόμπουρος, σούμπουρους, σουκατίτκου, σούλογα, σούσουρο | consiglio | ιταλικό

κουσκούσι, κουσκούς, κούσκους, κουσκουσές | ζυμαρικό ψιλό σαν τραχανάς | kuskus | τούρκικο

κουσούρι, κουσούρ | ξουρ, ψεγάδι, ελάττωμα (λόγιο), μειονέκτημα (λόγιο) | kusur | τούρκικο

κουσουρλής | μειονεκτικός (λόγιο) | kusurlu | τούρκικο

κουστέρα, κουστέρ | τα ερπετά Lacerta communis ή Lacerta viridis, γουστέρα, γουστέρια, γουστιάρα, γούστερας, γούστιρας, γούστερος, γουστερός, γούστιρος, γούστιρους, γαστέρα, γκουστέρα, γκούστερας, γκούστιρας, γκούστρας, γκούστερος, γκούσταρας, γόστερας, γκούσταρος, γκούσταρους, γκούστιαρους, γκουστιέρα, γκουστιάρα, γκούστιαρας, γκουσιτέρα, γκουστέρνα, γκούστρα, γκλουστέρα, γκούσαρας, γκούσρας, γκόστιρας, γκόστιρους, γκόσταρους, γκουγκουστέρα, γνουστέρ, αγκουστέρα, αγκστέρα, αγουστέρα, αγούστερας, αγστέρα, αστέρα, βοστερός, βόστερα, μόστερας, μπούστερος, ξτέρα, ουστέρα, σκουτέρα, σκουμινταλάδα, σκουντέρα, σκουντόρα, σκουντουρίκα, σκουντουρίτσα, σκορτσέρα, φουστέρα, φούστερας, φούστερος, φλουστέρα, μπουστέρα, αλισάβρα, αλιζάβρα, αχιλούα, ζογραφίδα, ζογραφός / Lacerta viridis: γουστέρακας, γούστρακας, γουστέρακλας, γούστρακλας, γαϊδουρογουστέρα, γαϊδουροκουστέρα, γαϊδουρουγουστέρα, γαϊδρουγκουστέρα, γαϊδουρογουιστέρα, γαϊδουρογουζέρα, γαδουροκουστέρα, γαϊδουρογούστερας, γαϊδουρογκούστερας, γαϊδουρογούστερος, γαϊδουρομουστέλα, γαϊδουροχουρχούρα, κιτρινογουστέρα, πρασινογουστέρα, πρασινογούστερας, πρασινογούστρακας, πρασινάσα, βρονταλίδα, βυζάστρα, μπόστρικας, σαβράτα, σαβρόφης, σελεντρούνα, σιελέντρα, σιέλεντρος, σκορτσέρα, τσουπελάκα, φαρμάκα, κολοσάβρα, κολοσαβρού, κολισάβρα, χολοσαβράς, χρισαφίδα, χουρσαφλίδα, χρουσάβλα, χρουσαβλίδα, χοροσάλφα, γερογουστέρα, γαϊδουροσκουρκουρίτσα, γομαρογουστέρα, γαμαρογούστερας, γουμαρογούστιρας | gušter | σλάβικο

κουστούμι, κοστούμι, κουστούμ, κοστούμ | φορεσιά, σακάκι και παντελόνι, από το ίδιο ύφασμα | costume | ιταλικό

κουστωδία | σωματοφυλακή (λόγιο) | custodia | βενετσιάνικο

κουτάβι, κουτάβ, κουτσάβ, κτάβι, κουτάβα, κταβ, κταβέλι | χτάβι, κουλούκι, σκυλάκι | kut | σλάβικο

κουτούκι, κουτούκ, κιουτούκι, κιουτούκ, κιοτούκι, κιοτούκ, κουτούτς, κτουκ | κούτσουρο, κουτσούρα, κούτσουρου, κουτσούπι, κουτσιούπ, κτσουπ, κτσιούμπι, κούρβουλο, κούρβουλου, κουρμούλα, κουρίν, βούμπιρου, πάζουρον, μπρούκι, τσούμπι | kütük | τούρκικο

κουτουρού. κουτορού | στην τύχη | kader | τούρκικο

κούτσικος, κούστικο, κούτσκιος, κούτσκος, κούτσκο, κούτσκου, κούτσκους | μικρός, μικρούλης, μικρούλικος, μικρούτσικος, μικροκαμωμένος, μιτσούλικος, τοσούλης, τοσούτσικος, τοσουλάκης, τσούτσος, τσούτσικος / παιδάκι, παιδαρέλι, πιδαρέλ, πιδούδι, πιδούδ, πίτσκου, πιτσιρίκος, κουτσούβελο, κουτσβέλ, μπόμπιρας, ζβόμπουρδας, ζμπόμπουρδας, βόμπρας, σπόρος, τσορομπίλι, μούτσιανος, μούτσιανου, μοσκιό, μαλέτσικο | küçük | τούρκικο

κουτσός, κουτσιός, κτσος | κουτσοπόδαρος, κουτσοπόδης, κούτσαβλος, κτσουπατούξ, ζουγλός, κούλας, πάλης, πάλς | kuc | σλάβικο

κουφέτο, κουφέτα | ζαχαράτο αμύγδαλο | confetto | ιταλικό

κούχνη, κουχν | κουζίνα | kuhnja | σλάβικο

κόφα, κούφα | μεγάλο κοφίνι, κοφίνα, κοφνίδα, κουφνίδα, καλόταρπο, μαλάθα, σέλες, χανικολός | cofa | βενετσιάνικο

κραβάτα, κρεβάντα, κρεβάτα | γραβάτα, γραβάτα, γραβάντα, γκραβάντα, γρεβάτα, γρεβάντα, γκρεβάντα, γρεβέντα, γριβάντα, γρεγάντα, γρεβάδα | cravatta | ιταλικό

κράστα | ψώρα | krasta | σλάβικο

κράσταβος, κράστας | ψωριάρης, ψουριάρς, ψόραβους | krastav | σλάβικο

κρέμα | ανθόγαλα, αφρόγαλο, αφρόγαλου, αφρόγαλος, άνθος, ανθόγαλα, ανθόγαλου, αθόγαλα, αθόγαλαν, θόγαλαν, αθόγαλον, αθόγαλο, αθόγαλος, αφρός, αφρέα, αφρόγαλα, αφότρο, άγνια, άχνια, καϊμάκι, μέλα, πάνα, τσίπα / γλύκισμα με γάλα, ζάχαρι, αλεύρι και άλλα / πομάδα, αλοιφή | crema | ιταλικό

κρεμέζι, κρεμεζί, κρεμεζό, κριμέζο, κρεμέζη | κόκκινη βαφή | cremisi | ιταλικό

κρέντιτο, κρέδιτο, κρέτιτο, κρέτετο | πίστωση (λόγιο), βερεσέ, βερεσές, βιρισέ, βιρισές, βερεσιγιέ, βερεσιγιές, βερεσκές, βερεδές, βερσές, | credito | ιταλικό

κρεντιτόρος, κρεδιτόρος | πιστωτής (λόγιο) | creditor | βενετσιάνικο

κρεπάρω, κρεπαρίζω, κριπάρου, κριπέρνου | σκάω, σκάζω, σκάζου | crepar | βενετσιάνικο

κρικέλι, κρικέλα, κρουκέλα, κρουκέλι, κερκάλι, κερκέλι, κριτσέλ, κουρκέλα, κουρκέλι, κουρκέλ, κρίκιλας, κιρκέλα, κιρκέλι | γρικέλι, χρίτζιελος, χριτζιέλιν, τέρτζιελος, ανελό, χαλκάς, χαρκάς, βούκλα, μακάς | circellus | λατινικό

κριμπός, κριμπάς | γκριμπός, γκρίμπας, ζόμπος, ζόμπας, ζουμπός, καμπούρης, καμπούρτς, καμπουρτός, κουμπός, κουτζούγκη, γόμπος, γούμπης, σγόμπος, σγούμπης, σγούμπος, σγουμπός, σγμπος, σγρούμπος, σγρουμπός, γομπιάρης, σγουμπιάρης, σγούμπιαρης, ζουμπιάρης, γομπίλος, σγουμπίλος, γομπόραχος, σγουμπόραχος, γομπουλός, σγουμπουλός | gr’b’ | σλάβικο

κρίνα, κρινί | κουβάνι, κουβάν, κουβέλι, κβέλι, κιβέρτι, κουβέρτι, γκριπούρι, κουσιόρι, γιψέλι, ιψέλι, κυψέλη (λόγιο) | krina | σλάβικο

κρούστα, κρόστα, κρούσκα | πέτσα, πετσί, πετσόφλουδα, πετσόφλουδο, τσίπα / κόρα, κουριά η / κάκαδο, κακάδι, κάρκαδο, κάπαλο | crusta | λατινικό