Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα - λέξεις από μ

 

 

Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

από τα: λατινικά, βενετσιάνικα, ιταλικά, αραβικά, τούρκικα, σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα

 

λέξεις που αρχίζουν από μ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

2011-2013

 




μα [1614] | αλλά, αμέ, αμή | ma | ιταλικό

μαβής [1910], μαβύς [1709], μαβιός | βιολετής, λουλακής, λουλακάτος μενεξελής, μοβ, μπλαβής, μπλάβος | mavi | τούρκικο

μάγα [1659] | μάγισσα, μάισα, μαγίστρα | maga | βενετσιάνικο

μαγαζί [1635], μαγαζάς, μαγαζέ, μαγαζένι, μαγαζές, μαγαντζές, μαγατζάς, μαγατζές, μαγατζί, μαεζί | κατάστημα (λόγιο), αργαστήρι, μερκαντικό, μποτέγα, νεγότσιο, ντίκιαν, ντουκιάνι, τουκιάνι / κελάρι, κιλάρ | magazèn | βενετσιάνικο

μαγαράς, μέγαρα | σπηλιά, σπήλιο, σπίλιος, σπέλα, γράβα, γκράβα, γρότα, γκρότα, γκρούτα, γρότθα, μπιστούρα, μπιστιριά | mağara | τούρκικο

μαγάρι [1635], μαγάρ | μακάρι, μακάρε, μακάρ, μεκάρι, άμποτες, άμποτε, άμπουτε, άμπουτις, νιάμποτες, νιάποντες | magari | βενετσιάνικο

μάγια | άκρα, άκρη, άκρια, ακριγιά, άκριγια, άγκρα, νάκρα, νάκρη, ίγκερα, ίγκια, κενάρι, κενάρ, μάντα, τσούντα / κορυφή, κορφή, κουρφή | majë -a | αλβανικό

μαγιά [1857], μαιά | προζύμι, προυζίμι, προυζίμ / πυτιά, πυτία, πιτίδ, πτια | maya | τούρκικο

μαγιασίλι [1910], μαγιασίλ | έκζεμα (λόγιο), παπίλα, αμπελοκλάδι, αμπενοκλάδι / αιμορροΐδες (λόγιο), ζοχάδες, ζουχάδια, ζουχάδις, τζοχάδες | mayasıl | τούρκικο

μαγιόλικα [1894] | κεραμικό ζωγραφισμένο και χρωματισμένο με ξεχωριστό τρόπο (έχει μέσα καλάι) | maiolica | ιταλικό

μαγιστράτος | δικαστής (λόγιο), κριτής | magistrato | ιταλικό

μαγκάλι [1709], μαγγάλι [1910], μαγκάλ, μαγκάν | φουφού, φουβού, φουγού, ζεστατίρι, θιρμασιά, ποδαρούλι, σκαλταλέτο, σκανταλέτο, σκαλταπιέντε, τανός, ταντούρι, τζινέβρα | mangal | τούρκικο

μαγκάνι, μάγκανον [1614], μάγγανον [1790], μάγγανος [1790], μαγγάνι [1931], μάγγανο [1931], μαγκάν, μαγκάνα, μάγκανο, μάγκανος, μάγκανουν, μάγκανους | πιεστήριο (λόγιο) / ροδάνι, σβίγα / βαρούλκο | mangano | βενετσιάνικο

μάγκας [1910], μάγκα [1910], μαγκίτης [1931], μάνγκας, μάνκα | νταής, παλικαράς, κάργας | mangë-a | αλβανικό

μαγκαφάς | χαζός, χαζούλιακας, κουτός, κούτιος, κουτεντές, κούτακας, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουρός, κουτουριάρης, κούτκος, κουτούφ, κουτούζικο, αγαλιάς, απτάλας, απτάλς, αλαφρόμυαλος, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφροκέφαλος, αλαφροκαύκαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφρουπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, άμυαλος, άμιαλους, άμνιαλους, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντούβιανος, αχμάκης, αχαμάκης, αχμάκος, αχουμάκης, αχμάξ, αχμάχς, βιβίτακας, γκανάς, γκάχας, γκζαδ, γκλάφας, ζντρουφ, ιαχουμάκης, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κλάπας, κούγελο, κουζμπός, κουτζμπός, κούτρης, κουζβός, κούγελο, κουγιάμπαλο, λιάλβαλης, λίλης, λούτος, λούτφος, μαμαρίτος, μανός, μιμίας, μέτσιος, μπνάκας, μπουνιάξ, μπαχαλός, μπερτόδος, μπονς, μπουτσούκας, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπανταλός, μάπας, ματούφς, μέχας, νάκους, νούκος, ντίλινας, ντιβανές, ντιβανέλς, ντιουντιός, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, πνάκας, ούργιος, ουριαμπές, ούρλιακας, παράνταλος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, ρούλιος, σιαψάλης, σαψάλτς, σιαψάλς, σιαϊλός, σιατλός, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σιουμπερδέκας, σέφτελος, σέμπιος, σεριφαλής, σλιάφκας, στούκος, στουκ, τζούμανος, τεβεκελής, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, χαϊντούτ, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χάφτας, χλιάρας, χούχλιους | mankafa | τούρκικο

μαγκιόρος [1983] | σπουδαίος (λόγιο) / μεγαλύτερος | maggiore | ιταλικό

μάγκιπας [1614], μάγκιψ [1614], μάτσιπας [1894], μαγκίπης [1931], μάγκιπος [1962], μάντζιπας | φούρναρης, φουρνάρης, εκμετσής, εκμετζής, ψουμάς, ψωμάς | manceps | λατινικό

μαγκιπειό [1894], μαγκιπείον [1614], ματζιπιό, μαντζιπιό | φούρνος, φόρνες, φουρνάρικο, φουρναριό, φούρνους, ψωμάδικο, αρτοποιείο (λόγιο) | mancipium | λατινικό

μάγκλα | δίχτυ-παγίδα για πουλιά | maglia | ιταλικό

μαγκλάβι [1894], μαγκλάβιον [1614], μαγκλάδιν [1894], | μπαγκλάβι, παγκλάβι, ραβδί | maniclavium | λατινικό

μαγκλάρας [1934], μαγκλαράς [1962], μάγκλαρος [1910], μάγγλαρος [1931], μεγγλαράς [1931], μέγγλαρος [1931] | κρεμανταλάς, κριμανταλάς, μαντράχαλος, μαντράχαλους | manglar | βλάχικο

μάγκο, μάγκου [1894], μάνκα, μάνκο, μαγκ, μάγκουμου, μάγκουμ, μάγου, μάγουμου, μάκου | αμάγκο, αμάγκου, αμάνκου, αλαμάγκου, αρζκό, τουλάχιστον (λόγιο) | al manco | ιταλικό

μαγλατάς           | σοφιστεία (λόγιο) | mugalata | τούρκικο

μαγούλα [1894], μογούλα [1894] | τούμπα, τούμπι, τουμπάκι, ντούμπα | magulë | αλβανικό

μάγουλο [1635], μάγουλον [1614], μαγούλα [1910], μάγλο, μάγλον, μάγλου, μάγουλε, μάλουγο, μάλουγου, μαούλα, μάουλο | αμπούκα, βούκα | magulum | λατινικό

μάγρα | ισχνότητα (λόγιο) | magra | ιταλικό

μαδέρι [1894], μαδέρα [1894], ματέρι, μαδέρ, ματέρ / ματέρια (τα) [1688] | παχιά σανίδα | madero | βενετσιάνικο

μαδινάδα [1894] |   |   |  

μαδόνα [1709] | βαβά, γιαγιά, κυρούλα, λαλά, μάκω / αρχόντισα / κυρά, κυράτσα, κιαράτσα | madonna | ιταλικό

μαδράς | καλπουζάνος, μπαγαπόντης, λοβιτουρατζής | madrabaz | τούρκικο

μαεστρία [1931] | μαστοριά / τέχνη / δεξιοτεχνία (λόγιο) | maestria | ιταλικό

μαέστρος [1931] | μάστορας, μάστορης / δάσκαλος / μουσικοσυνθέτης (λόγιο) | maestro | βενετσιάνικο

μάζαλι [1894], μάζαλη [1857], μάζαλ | αλευρόκολλα για το κολλάρισμα των πανιών | mazalo | σλάβικο

μαζαρατιά | ζημιά | mazarrat | τούρκικο

μαζγάλι, μαζγκάλι, μαζκάλ, μαζγκάλα | πολεμίστρα / φεγγίτης | mazgal | τούρκικο

μαζμπατάς | πρωτόκολλο (λόγιο) | mazbata | τούρκικο

μαζούλος [1709], μανζίλης [1709], μαζούλης, ματζούλης, μαζίλης | έκπτωτος (λόγιο) | mazul | τούρκικο

Μάης [1614], Μάις [1659], Μας [1709], Μάη (ο) | Αμάης, Αμάη (ο), Καλομηνάς, Κερασάρης, Κιρασάρς, Λούλουδος, Τριανταφιλάς, Πενταφάς, Πεντοφάς, Πράσινος, Φουσκοδέντρης | Maius | λατινικό

μάικα, μάικω | μάνα, μητέρα, μαμά, βαλιδέ, βαλιντέ, μα, μάα, μάλε, μαλέ, μαλή, μαλιάστρα, μάμα, μαμάκα, μανέ, μανούσα, μάρε, μάτρε, νενέ, νινέ | majka | σλάβικο

μαϊμάρης [1837] | αρχιτέκτονας (λόγιο) | mimar | τούρκικο

μαϊμού [1635], μούνα [1635], μαϊμούνι [1983], μαϊμούνα, μαϊμόν, μαμούν, μαεμού | σεμπέκα (η θηλυκιά) / μαϊμούλι, μαϊμούλ (το μαϊμουδάκι) | maymun | τούρκικο

μαϊμουντζουλούκι, μαϊμουντζουλούκ | μαϊμούδισμα (λόγιο), καραγκιοζιλίκι | maymunluk | τούρκικο

μαϊνάρω [1894], μαηνάρω [1910], μαϊνάρου             | λασκάρω, αμολάω / κατεβάζω τα πανιά | mainar | βενετσιάνικο

μαϊντανός [1931], μάντανο [1709], μαϊδανός [1857], μαγηδανός [1857], μαϊδανό, μαντανός, μαντανόζι | Το φυτό Petroselinum sativum, γάραμψον, κουδουμέντο, μακεδονίσι, μακεδονίς, μακιδονίσι, μακιδουνίσι, μακιδουνίς, μακιδουνίης, ματζιεδονίσιν, μακιδονίσιν, μακιδουνίτης, μυρωδιά, περσέμολο, περσίμουλος, πετροσέλινο | maydanoz | τούρκικο

μαΐστρα [1688] | η μεγίστη (λόγιο), το μεγαλύτερο πανί του καραβιού | maistra | βενετσιάνικο

μαϊστράλι [1709], μαΐστρος [1894] | άνεμος βορειοδυτικός (λόγιο) | maistrali | maistro | βενετσιάνικο

μαϊτάπι [1931], μαϊτάπ | αναμπαίζω, ανάγελο, ανέγελο, αναγέλιο, αναγέλιον, αναγέλιου, αναγέλιν, αναέλιον, ανεγέλιο, ανεέλιο, ανιγέλιου, αναγελασμός, αναγέλασμα, αναγέλασμαν, ανεγέλεσμα, ανεέλεσμα, ναέλεσμα, νεγέλιο, κοροϊδία, κουρουϊδία, κορόιδεμα | maytap | τούρκικο

μαϊχόσικος, μαϊχόσκος | γλυκόξινος | mayhoş | τούρκικο

μακάμι | μουσικός δρόμος | makam | τούρκικο

μακαντάμ [1934], μακαδάμ [1934] | σκυρόστρωμα (λόγιο) | makadam | τούρκικο

μακαντάσης [1934] | αρκαντάσης, αρκαντάς, αρχαντάσης, αρκατάης, αρκαντάδης, αρκαντάχης, ρκαντάδης, αρντάσης, φίλος, φίλους, φίρος | mankadaş | τούρκικο

μακαράς [1709] | καρούλι, καρούλ, καρέλι, κουβαρίστρα, κουαρίστρα, μπομπίνα, μασούρι, μασούρ, ράγουλο, ράουλο, ρουκέλα, ρικέλα, ρογκέλα, ροκέλο | makara | τούρκικο

μακαρονάδα [1962], μακαρουνάδα, μακαρνάδα | βραστά μακαρόνια (με σάλτσα και τυρί) | maccheronata | ιταλικό

μακαρόνι [1857], μακαρίνα, μακαρίναν, μακαρούνα, μακαρούν, / μακαρόνια (τα) [1709], μακαρούνια (τα) [1709], μακαρόνα (τα), μακαρούνες (οι), μπακαρούνια (τα) | σπαγκέτια, σπαγέτια (τα ψιλό) | macaroni | βενετσιάνικο

μακάστα [1910] μακάσι [1857], μακάς | το ψαλίδι (από τα δοκάρια) της σκεπής | makas | τούρκικο

μακάτι [1857], μακάτ, μαγκάτι, μακατιλίκι | στρωσίδι, σκέπασμα | makat | τούρκικο

μακελάρης [1635], μακελλάρης [1614], μακέλης [1688], μακέλλης [1688], μακελλάρις [1894], μάκελλος [1894], μακιλάρης | χασάπης, χασάψ, κασάπης, κρεατάς | macellarius | λατινικό

μακελειό [1635], μακελλειό [1659], μακελλείον [1614], μακελειόν [1709], | χασάπικο, χασαπί, χασαπιό, χασαπουλιό, κασάπικο, κασαπιό, κασαπενές | macellum | λατινικό

μακέλεμα, [1709], μακέλλεμα [1659] | σφαγή, σφαή, σφάμα, σφάξιμο | macellamento | ιταλικό

μακελλειόν [1709], μακελιό [1931], μακιλιό, μακελαρίο, μάκελος |   |   |  

μακέτα [1934] | προσχέδιο (λόγιο) | machieta | βενετσιάνικο

μάκια, μακιά, μάκα | λεκές, μπέγκα, νταγκάς, νταγκιά, ντάμκα, ντάμκια, | machia | βενετσιάνικο

μακιάρω, μακιάζω | λεκιάζω | machiar | βενετσιάνικο

μάκινα [1931], μάκενα [1934] | μηχανή | machina | λατινικό

μάκος [1709], μάκων [1688], μάκους [1894], μακουνία | φυτά του γένους Papaver, παπαρούνα, παπαρούντα, περπερίθρα, πιρπιρούνα, αγκιναρόχορτο, αγριοπαπαρούνα, κοκκινάδα, κοτσονία, κοτσονιά, κοτσονίδα, κουτσουνάδα, λουλκούκι, κουτσοπετινός, ματσιάτι, ματσιάτκα, μπούλα, νουνουτζιά, πετεινός / Rapaver somniferum: ύπνος, αφιόνι | mak | σλάβικο

μακούλης | λογικός (λόγιο) | makul | τούρκικο

μαλάρια [1934] | ελονοσία (λόγιο) | malaria | ιταλικό

μαλάς [1931], μαλά | μυστρί, μουστρίν, μστρί | mala | τούρκικο

μαλατόρος [1894] | κακοποιός (λόγιο) | malfattore | ιταλικό

μαλάτος, μαλάδος | άρρωστος, άοστος, άουστους, αροστάρης, αρουστάρη, άρουστους, άρουστο, άρροστου, άρστο, άρουστε | malato | ιταλικό

μαλαφράντζα [1790], μαλαφράντσα [1894], μαλαφράτζα, μαλαθράντζα, μαλεφράντζα | φράντσα, αφροδίσιο νόσημα (λόγιο) | mal francese | ιταλικό

μαλβαζία [1894] | μονεμβασιώτικο κρασί | malvasia | βενετσιάνικο

μαλέτσκο, μαλέτσκους, μαλέτσκου, μαλέτσικο [1910], μπλιακιότς | παιδί, πιδί, πδι, πιδαρέλ, παιδάκι, πιδούδι, πιδούδ, πίτσκο, πίτσκου, γκζάν, γκτζαν, γκουλιάρ, γκουλιάν, γκουλιαρούδ, κούτσκο, κούτσκου, μαξούμι, μαξούμ, μαξιούμ, μιτσικουρής, μιτσικουρού, πιτσιρίκι, πιτσκάρ, πίτσκιου , πιτσκαρέλι , πιτσκάρκου, πίτσκο, πίτσκου, πιτσικόλι, τζιουτζιουκλάρι, τζιουτζιουκλάρ, ουλιάν | malečko | σλάβικο

μαλεφίτσιο | αβάσκαμα, αβασκαμός, αβοσκαμός, αβασκοσίνη, αποσκαμός, βασκάνισμα, βάσκαμα, βασκαμός, βασκουσίν, βασκοσίνη, ματ, μάτι, μάτιασμα | maleficio | ιταλικό

μάλι, μάλιν | βιος, βιο, καζάντια, μαός, μπαχάς, έχτα, νάχτι, περιουσία (λόγιο) | mal | τούρκικο

μαλικιανές | τιμάριο (λόγιο) | malikâne | τούρκικο

μαλικόνικος | μελαγχολικός (λόγιο) | malinconico | ιταλικό

μαλιμάτι, μαλιμάτ, μαλιαμάτι, μαλουμάτ | πληροφορία (λόγιο) / χωρατό, καλαμπούρι | malûmat | τούρκικο

μαλίνα | αρρώστια, αρόσθια, αροσθιά, αρόσια, αρόσκια, αροσκιά, αρόστεμα, αρόστεμαν, αρόστια, αροστία, αροστιά, αρόστιμα, αροστσιά, αρουστία, αρουστιά, αροστίγια, αρόστιγια, αροστζία, αρούστια, αροστσία, αρότσια, αστένια, ναρόστια, ροστιά, ρουστιά, στένια | malanno | ιταλικό

μαλίνα | μελάνωμα-καρκίνος (λόγιο) | maligna | ιταλικό

μαλινκονία, μαλιγκόνια, μαλκονία | μελαγχολία (λόγιο) | malinconia | ιταλικό

μαλίνο [1894] | κακόγλωσσος, κακογλωσσάς | maligno | ιταλικό

μαλιόντος [1894] |   |   |  

μαλίτσια | κακία (λόγιο), κάκια, κακοσύνη, κακοσιά, | malizia | ιταλικό

μαλσαϊμπής | ιδιοκτήτης (λόγιο) | malsahibi | τούρκικο

μάλτα, μάρτα | λάσπη για σοβάντισμα | malta | ιταλικό

μαλτρατάδος | κακοπορεμένος, βασανισμένος, στραπατσαρισμένος | maltrattato | ιταλικό

μαμαλάς [1907], μαμελές, μουαμελές [1709] | τόκος, ζούρα / συναλλαγή | muamele | τούρκικο

μαμαλούκος | μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος, κεφάλας, μπουζουκοκέφαλος | mammalucco | ιταλικό

μαμίνα | μαμή, μάμισα, μαμού, ξεγενήτρα, σταβρομάνα | mammina | ιταλικό

μαμπεϊντζής, μαβεϊντζής | αυλικός (λόγιο) | mabeyinci | τούρκικο

μανάβης [1910], μανάβς | οπωροπώλης (λόγιο), φρουταριόλος | manav | τούρκικο

μανάρα [1614], μανάρι [1709], μανιάρα | τσεκούρι, τσικούρι, τσικούρ, τσικουρέα | manara | ιταλικό

μαναφλίκι, μαναφλούκ, μαναφούκι, μαναφούκ, μαναφούτι | διπροσωπιά, διμουριά, διμουτσουνιά | münafıklık | τούρκικο

μανγκάρ, μαγιάρε, | το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγός, βασταγό, βασταγούρι, βασταγούρ, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γάαρος, γαάρος, γαγούρ, γαδάρ, γάδαρος, γάδαρους, γάδαους, γάδαρο, γαδιούρι, γαδούρι, γαδούριν, γαδούρ, γάδρος, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρι, γαϊδίρ, γάιδουρος, γαϊδούρι, γαϊδούρ, γαϊντού, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούριν, γαούρι, γαρίν, γάρος, γάραος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκανέτσας, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκάνταρο, γκάντερο, γκάτζιος, γκάτζιους, γκάτζος, γκατζός, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρι, γκομάρ, γμαρ, γοάριν, γομάρι, γομάριν, γομάρ, γουμάζι, γουμάρι, γουμάριν, γουμάρ, καϊντούρ, κομάρ, μερκέπι, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι | magare | σλάβικο

μανεγκιάρω, μαϊντζάρω, μανιτζάρω, μαϊτζάρω, μαλιτζάρω, ματζέρνου | χειρίζομαι (λόγιο) | maneggiare | ιταλικό

μανέζια | οξείδιο του μαγνησίου ή μαγνησία (λόγιο) | magnesia | ιταλικό

μανέλα [1894], μανέλλα [1857], μανέλι [1931] | χερούλι | maniglia | βενετσιάνικο

μανέστρα [1894], μενέστρα [1894], μανεστρικό | κριθαράκι (ζυμαρικό) | manestra | βενετσιάνικο

μανέτες (οι) [1709] | χειροπέδες (λόγιο) | manette | ιταλικό

μανής, μανές | εμπόδιο (λόγιο) | mâni | τούρκικο

μανιβέλα [1931], μανιβέλλα [1934], μαναβέλα [1894], μαναβέλλα [1857], μανιβέλλο [1910] | σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός (λόγιο) | manivela | τούρκικο

μανιγόρδος [1688], μανιόρδος [1894], μαλιγούρδος [1894], | κατεργάρης / δήμιος | manigoldo | ιταλικό

μανιέρα [1894], μανέρα [1894] | τρόπος | maniera | ιταλικό

μάνικα [1709], μανίτζα [1659] | σωλήνα από πανί ή καουτσούκ | manica | ιταλικό

μανικέτι [1910] | η άκρη του μανικιού του πουκάμισου | manichetto | ιταλικό

μανίκι [1635], μανίκιν [1614], μανίκα, μανίκ, μανίτσα | το κομμάτι του ρούχου που μπαίνε μέσα το χέρι | manica | λατινικό

μανικότι | μανίκι | manicotto | ιταλικό

μανίλια [1659], μανίνι, μανίλι, μανέλι | βραχιόλι, βρασάλι, βρασάλ, βρασάλιν, βρασέλιν, βραχέλιν, βραχέν, βραχιόλιν, βραχιόλ, βραχιόνι, βραχόλι, βραχόλ, βρασιόλιν, βρασόλιν, βρασιόλ, βρασιόλντι, βρασιόνι, βρασιόν, βροσάλι, βρασόνι, βρασόνιν, φραγόλι, φρασιόλ | maniglia | ιταλικό

μάνι-μάνι [1894], μαν-μαν | γρήγορα, γλήγορα, αγλιούγουρα, αγλίγορα, αγλίγουρα, αγλίγουρας, αγλίορα, αγλίουρα, αγλίκουρα, αγλιούγρα, αγλούγουρα, αγρίγορα, αγρίγουρα, αγουργά, αλίγορα, αλίορα, αλίγορας, αλιούγρα, βοργά, βουργά, γκλίγκορα, γλίβορα, γλίβορι, γλίγουρα, γλίγορι, γλίγορις, γλίορα, γλιόρα, γλίορες, γλίορι, γλιόρι, γλίορις, γλίουρα, γλιούρα, γρίγορι, γρίγορις, γρίορα, γοργά, γοργό, γουργό, γουργού, εγλίγορα, εγλίορα, εγρίγορα, εγλίγορτα, εγλίορι, εγλίορις, εγρίορι, ελίγορα, λίγορα, λιγόρα, λίγουρα, λίορα, λίορες, λόρις, ογλίγορα, ογλίγορις, ογλίορα, ογλίορις, ογρίγορα, ογρίγορις, ολίγορα, ουγλίγορα, ουγλίουρα | di mano in mano | ιταλικό

μανίπολο [1894] | φουχτιά, χεριά, χερόβολο | manipolo | ιταλικό

μανιπουλάρω | χειρίζομαι (λόγιο) | manipolare | ιταλικό

μανιτζέβελος, μαϊζέβελος, μαϊζόβελος, μαϊντζέβελος μαϊτζέβελης, μαϊτζέβελος, μαϊτζέλος μαλιτζέβελος, μαλιτζέβολος, μανιγέβελος,  μαντζέβελος, μαντζόβουλος | εύχρηστος (λόγιο) | maneggevole | ιταλικό

μανίτσα | χερούλι | manico | ιταλικό

μανιφατούρα [1910] | εργαστήρι / κέντημα | manifattura | ιταλικό

μανιφέστο | διακήρυξη (λόγιο) / δηλωτικό (λόγιο) | manifesto | ιταλικό

μανίφικος | υπέροχος (λόγιο) | magnifico | βενετσιάνικο

μανκάντζα, μακάντζια | απουσία (λόγιο) | mancanza | ιταλικό

μανκάρω | παραλείπω (λόγιο) / χάνω | mancar | βενετσιάνικο

μανόλια [1995], μανιόλια [1910], μαγνόλια [1910] | φυτά του γένους Magnolia | magnolia | ιταλικό

μανουάλι [1709], μανουάλιον [1614], μανάλι [1894], μανάλ / μανουάλια [1688] | κηροστάτης (λόγιο) | manuale | λατινικό

μανουάλος | βοηθός χτίστη | manuale | ιταλικό

μανούβρα [1910] | ελιγμός (λόγιο) | manuvra | βενετσιάνικο

μανουβράρω [1910] | ελίσσομαι (λόγιο) | manuvrar | βενετσιάνικο

μανσούπι, μανσούπ, μανοσούπι, μασούπι, μασούπ | αξίωμα (λόγιο) | mansıp | τούρκικο

μαντάμα, μαδάμα [1709] | κυρά, κερά, κιαρά, κιουρά | madama | ιταλικό

μαντάρα [1934] | ανάκατα / χάλια | madara | τούρκικο

μανταρινιά [1934], μανδαρινιά |  το δέντρο Citrus deliciosa / ο καρπός του δέντρου: μανταρίνι [1934], μανδαρίνιον [1910], μανδαρίνι, μανταρίνη | mandarino | ιταλικό

μαντάρω [1910] | συναρμολογώ (λόγιο) | rammendare | ιταλικό

μαντάς | βουβάλι, βουβάλιν, βουβάλ, βάλι, βαλ, βουάλι, βούβαλος, βούβαλους, βούαλος, μπούφαλο, μπουβάλι, μπβαλ, γουβάλιν, γουβάλι, γουβάλ, γούβαλος, γβαλ, δρούβαλος, κομές | manda | τούρκικο

μαντάτο [1635], μαντάτον [1709], μαντάτι [1894], μαντάτου / μαντάτα [1614], μανδάτα (τα) [1688] | αγγελία (λόγιο), χαμπάρι, χαμπάρ, χαμπέρι, χαμπέρ | mandatum | λατινικό

μαντατούρης [1635], μαντατούτης [1659], μαντατουρευτής [1709] / μανδάτωρες (οι) [1614] | κατάσκοπος (λόγιο), ωτακουστής (λόγιο) | mandatore | ιταλικό

μαντέκα [1934] | αλοιφή-μπογιά για το μουστάκι και τα μαλλιά | manteca | βενετσιάνικο

μαντέλο [1931], μαντέλω [1614], μαντέλλο [1910] | πανωφόρι (λόγιο) | mantello | ιταλικό

μαντέμι [1790], μαδένι [1857], μαδέμι [1857], μαντέμ, μαντένι, μαντιμένι | χυτοσίδηρος (λόγιο) / μέταλλο (λόγιο) / μεταλλείο (λόγιο) | maden | τούρκικο

μαντεμτζής, μαδεντζής [1857], μαδεμτζής | μεταλλωρύχος (λόγιο) | madenci | τούρκικο

μαντενέρω, μαντενίρω, μαντινιέρω, μαντινίρω, μαντινάρω, μαντινιάρω | συντηρώ (λόγιο) | mantenere | ιταλικό

μαντενιμέντο | είδη διατροφής (λόγιο), φαγούρα | mantenimento | ιταλικό

μαντενούτα, μαντονέτα [1962], μαντινούτα, μαντένα | σπιτωμένη, μετρέσα | mantenuta | ιταλικό

μαντζαόρα [1709], μαντζαδούρα [1709], ματζαδούρα, μαντζαντούρα, ματζιαδούρα, μαζιαούρα, μανιαδούρα | αμαντζαδούρα, αματζαδούρα, παχνί | mangiatoia | ιταλικό

μαντζαρία, μαντζιαρία, μάντζα, μάντζια, μαντζίρε | φαγητό, φαΐ, φαγί | mangiarino | ιταλικό

μαντζάρω, μαντζιάρω, μαντσάρω | τρώω, τρώγω, τρόγου, τρόου | mangiare | ιταλικό

μαντζόβουλους |   |   |  

μαντζούνι [1688], μαντζούκι [1837], ματζούνι [1857], ματζούν, μαντζούν, μαντζιούνι, μαντζιούν, ματζούμι, ματζούμ, ματζιούνι, ματζιούν, μαγκιούνι | γιατρικό που το γλείφεις / γλειφιτζούρι, γλιφιτζούρ, γλιφιτσούρι, γλιφιτσούρα, γλιφιτσούρ, γλείφτρα, γλιφιτσούδι, γλιφιτσούνι, γλιψούρι, γλκαντζούρ | macun | τούρκικο

μαντζουράνα [1614], μαγκυράνα [1614], ματζουράνα [1635], | το φυτό Origanum majorana, σάψιχο, μαθερίνη | mazorana | βενετσιάνικο

μαντίκι [1857], μαντέκι [1910] | σκοινί που δένουν στην αντένα του καραβιού | mantichio | βενετσιάνικο

μαντίλα [1894], μαντήλα [1688], μαντίλ | αέρας, αλέμι, άμιτο, βαγιόλι, γιαζμάκι, καλεμκερί, καλεμκιαρί, κεφαλοπάνι, κεφαλογίρι, κεφαλομάντιλο, κλάκα, κουκουλιά, κουρλί, κουρούκλα, κρέπα, κρέπι, κρεπ, λαχούρι, λαχούρ, μαγλίτς, μαγνάδι, μισάλα, μπόλια, μπολίδα, μπαρέζα, μπαρέζι, μπαρμπούλα, μπουλέτσι, μπουρμπούλι, μποχτσάς, ντρατμάς, ομπόλια, πετσάς, πετσόνα, πόσι, σαρίκι, σιαμί, σεβρέτα, σερβιέτα, σιρβέτα, σιρβιέτα, σκέπη, σταντάδα, τλουπάν, τουλουπάνι, τουλουπάν, τσεμπέρα, τσεμπέρι, τσεμπέρ, τσέπα, τσιμπέρ, τσίλα, τσιμπέρ, τσιουλπέρ, τσίπα, τσουτσουμίδα, φακιόλι, φακιόλ, φατσιόλι / τραπεζομάντιλο, μεσάλα, μεσάλι, μεσάλ, μισάλι, μισάλ, πανίδα, ράντα, σουφράς, σουφρά, τάβλα, ταβλομάντιλο, ταβουλομέσαλο, τραπεζόσκουτο τραπιζομάντλο, τραπιζουμάντλου, τράπιζους, τοβάλια, τουβάγια, τουβαέλι | mantele | λατινικό

μαντίλι [1635], μανδήλη [1688], μαντήλι [1790], μαντίλ | μυξομάντιλο, μιξομάντιλου, μιξοπάνι | mantelium | λατινικό

μαντίλια [1962], μαντίλλια [1934] | μαντίλα από δαντέλα | mantiglia | ιταλικό

μαντινάδα [1894], | δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο (τραγουδιέται στην Κρήτη) | matinada | βενετσιάνικο

μαντινιμέντο | διατροφή (λόγιο) | mantenimento | ιταλικό

μαντό [1962], μάντο, μαντί | μανδύας (λόγιο) / νυφικό | manto | ιταλικό

μαντόλα [1934], μάντολα, μανδόλα [1934] | καραμελωμένο αμυγδαλωτό | mandola | ιταλικό

μαντολάτο [1931], μανδολάτο [1934], μαδολάτον [1910] | γλυκό με αμύγδαλα | mandolato | βενετσιάνικο

μαντολινάτα [1931], μανδολινάτα [1910] | μουσική από μαντολίνα | mandolinata | ιταλικό

μαντολίνο [1931], μανδολίνον [1910] | μουσικό όργανο με τέσσερα διπλά τέλια | mandolino | ιταλικό

Μαντόνα [1894], Μαδόνα [1894] | Παναγιά, Δέσποινα | madonna | ιταλικό

μάντσια | μπαξίσι, μπαξίς, μπασχίς, μπατσίς, μπαχτσίς, μπαχτσίσι, παχσίς, πεπεράτζιο, ραέτι, ρεγάλο, ρεγάλι, ρεγκάλο, ριγάλο, ριγάλου | mancia | ιταλικό

μαντσουράνα [1894], ματζιοράνα, μαντσοράνα |   |   |  

μαξιλάρι [1688], μαξελάρι [1635], μαξιλλάρι [1894], μαξέλλα [1894], μαξελλάρι [1894], μαξίλλα [1894], μαξιλάρ, μαξλάρ / μαξιλάρα [1709], μαξλάρα | αγιαστίκι, γιαστάκι, γιαστέκι, γιαστίκι, γιαστίκ, γιαστκ, μαουλούκα, μιντέρι, μιντέρ, προσκεφάλι, προσκέφαλο, προσκέφαλου, προυσκέφαλου, προσιέφαλον, πκέφαλου, ψκέφκαλου / μαξιλάρα (το μεγάλο μαξιλάρι): καπετσάλε, καβεντζάλε, κεφαλάρι, μακρινάρα, προσκεφαλάδα | maxillarium | λατινικό

μαξούλι [1709], μαξούλιν, μαξούλ | σοδειά, σουδιά, σόδιμα | mahsul | τούρκικο

μαούνα [1709], μαγούνα [1709], μαόνα, μαγόνα | φορτηγίδα (λόγιο), γαλιάτζα | mavna | τούρκικο

μάπα [1614] | μπάλα, τόπι / λάχανο | mappa | λατινικό

μαραβιλιόζος | θαυμάσιος (λόγιο) | maraviglioso | ιταλικό

μαραγκός [1635], μαραγγός [1894] | ξυλουργός (λόγιο), ντουλγέρης, ντουλγκέρης, ντουριέρης, ντουλγκέρς, πελεκάνος, πελεκάς, τιλκέρτς, τουλιέρης, πελεκάνος, ταγιαδόρος, ταλιαδόρος | marangon | βενετσιάνικο

μαράζι [1910], μαράζ, μάρα | καημός, καΐλα, καμονή, καμός, γκαϊμός, γκαμός | maraz | τούρκικο

μαραζλής [1962] | μαραζιάρης, μαραζάρης, μαραζιάρς, μαραζάρς, μαράζης, αρρωστιάρης | marazlı | τούρκικο

μαράσκα, μαράσκι | το δέντρο Prunus cerasus, βυσσινιά | marasca | βενετσιάνικο

μαρασκίνο [1934] | λικέρ βύσσινο | maraschino | ιταλικό

μαραφέτι [1910], μαραφέτ, μαριφέτι, μουραφέτι, μουραφέτ | μαντζαφλάρι, μαντζαφλάρ, μαντζαφλέρι, μαντζιαφλάρ, ματζαφλέρι, ματζαφλέρ, ματζαφλάρι, ματζαφλάρ / τέχνη, μαστοριά | marifet | τούρκικο

μαραφούνι | κάποιο καραβόσκοινο | marafòn | βενετσιάνικο

μαργαρίτα [1709] | το φυτό Anthemis arvensis, ασπροπούλια και Anthemis chia, αγριομαργαρίτα, αρμέγκα, ζογιέρα, κουτρούλια, παπουνά, παπούνι, | margarita | λατινικό

μαργέλι [1857], μαργέλλια (τα) [1688] | στρίφωμα / ρέλι | margella | λατινικό

μαργιόρος [1894], μαρίολος [1894] |   |   |  

μαρδάς [1837], μαρδάδες (οι) [1709] | σκαρταδούρα | marda | τούρκικο

μάρε | θάλασσα | mare | λατινικό

μάρε, μάτρε | μάνα, μητέρα, μαμά, βαλιδέ, βαλιντέ, μα, μάα, μάικα, μάικω, μάλε, μαλέ, μαλή, μαλιάστρα, μάμα, μαμάκα, μανέ, μανούσα, νενέ, νινέ | mare | βενετσιάνικο

μαρέγκα [1995], μαρέγγα [1934] | ασπράδι αυγού χτυπημένο με ζάχαρη | marenga | ιταλικό

μαρέντα, μερέντα [1931], μερένδα [1894], μερέτι [1931] | δειλινό / απογευματινό φαγητό | marenda | βενετσιάνικο

μαριέλης [1709], |   |   |  

μαρίνα [1983] | λιμανάκι | marina | ιταλικό

μαρινάρης [1709], μαρινέρης [1709], μαρινάρος [1709], μαρινάριος, μαρινέλος, μαρνάρος, μαρνέρος | ναύτης (λόγιο), θαλασσινός, εμιτζής, γεμιτζής, γεμιντζής, γεμιτσής, γεμιντσής, γεμτζής, γιμιντζής, γιμιτζής, γιμιζής, γιμτζής, γιουμιτζής, γκεμιτζής, γκεμιντζής, γκεμτζής,  γκιβιτζής, γκιμτζής, γκεμιτσής, κεμιτζής, κεμιτσής, κιμιτζής, κιμιτσής, κιμιντζής, ταϊφάς | marinaro | ιταλικό

μαρινάρω [1934] | αφήνω αρκετά το ψάρι ή το κρέας μέσα σε λάδι (ή και κρασί, ξίδι), ανακατεμένο με μπαχαρικά και βότανα, για να πάρει μυρουδιά και να μαλακώσει | marinare | ιταλικό

μαρινάτα [1995], μαρινάτος [1910], μαρινάδα, | σάλτσα με λαδόξιδο (ή και κρασί) μπαχαρικά και βότανα | marinata | ιταλικό

μάριολης [1894], |   |   |  

μαριόλης [1995], μαργιολάς |   |   |  

μαριόλος [1635], μαριέλος [1635], μαργιόλος [1659], | πονηρός, κατεργάρης | mariol | βενετσιάνικο

μαριονέτα [1934] | φασουλής | marionetta | ιταλικό

μάρκα [1614] | σημάδι | marca | ιταλικό

μαρκαλώ [1983], μαρκαλίζω [1894], μαρκαλάω [1934], μουρκαλώ, μαρκαλνάου | βατεύω, βατέβου, βαντέβου, βαρβατέβω, βατέβεω, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέγκου, γατέβω, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, μπεσλεντίζω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, πρατσιαλάω, προυτσίζω, τραβώ | marr | αλβανικό

μαρκάρω [1910] | σημαδεύω | marcare | ιταλικό

μαρκάτι, μαρκάτη, μαρκάτ, μακάρτι, μακάρτ, μακράτι [1983] | γιαούρτι, γιγούρτης, γεούρτη, γεργούτη, γεργούτι, γεργούκι, γιαούρτιν, γιαούρτη, γιαούρτ, γιαργούτη, γιαγούρτ, γιαργούτι, γιαβούρτι, γιαγούρτη, γιαγούτ, γιαούρτης, γιαργούτη, γιαρτ, γιγούρτη, γιγούρτι, γιγούρτ, γιογούρτι, γιογούρτιν, γιογούρτ, γιοούρτ, γιοργούτι, γιοργούκι, γιουγούρτ, γιουρτ, δαγούρτ, διαγούρτη, διαγούρτι, διαγούρτ, διαούρτη, διαούρτι, διαούρτ, διαργούτη, διαργούτι, διούρτη, λιαγούρτι, λιγούρτ, ιαούρτ, νιγούρτ, μαντζίρα, ξίγαλα, πιχτογιάλη | marcat | βλάχικο

μαρκέζης [1709], μαρκέζος [1894] | μαρκήσιος (λόγιο) | marchese | ιταλικό

μάρκο, μάρκος | αντίβαρο (λόγιο) μπαλάντζας | marco | ιταλικό

μαρκούτσι [1910], μαρκούτς | ο σωλήνας του ναργιλέ | marpuç | τούρκικο

μαρμάγια | συρφετός (λόγιο) | marmaglia | ιταλικό

μαρμάγκα [1934], μαρμάνγκα, μερμάγκα, μαρμάγια | αράχνη, αράχν, αράχιν, αράγνη, αράχνα, αράχλη, αράχλα, αράνα, άρανος, αϊφαντάκος, αϊφαντάκους, αλιφαντάκους, αλιφαντής, αλεφαντή, αλιφάνταρος, αλφαντής, ανιφαντάκος, ανιφαντάκους, ανιφάνταρος, ανιφαντής, ανφαντής, αζαγιά, καλίγαρος, κοροβελούδα, κουκλέντρα, λόγαρους, λούγαρους, λούγνη, μπάιαγκας, μπαούτα, νιφαντάκους, παζίνα, πάλιαγκας, παρπάλιαγκας, ράχνη, ραχνά, ράχνα, ράχνια, ράχλα, ρανιατέλα, ρόγα, ρογαλίδα, ρόγαλος, ρόγαλους, ρογιά, ρόδιακας, ρόιδου, ρουγαλίδα, σφαλάγγι, σφάλαγκας, σφαλαγκούδι, σφάλιαγκας, τσάντσαρος, φαλαγκούνα, φισορογιά, χιρολάμπα | merimangë-a | αλβανικό

μαρμελάδα [1931], μαρμελάτα, μαρμιλάδα | ρετσέλι, ρετσέλ, ριτσέλι, ριτσέλ | marmelata | βενετσιάνικο

μαρμίτα [1934] | μεγάλη και βαθιά κατσαρόλα, χύτρα (λόγιο) | marmitta | ιταλικό

μαρνέρος [1931], μαρνέρης, μαρινέρης, μαρινάρης | ναύτης (λόγιο), θαλασσινός, γκεμιτζής, γκεμτζής, γκιμτζής, γκεμιτσής, γκιβιτζής, γεμιτζής, γεμιντζής, γεμιτσής, γεμιντσής, γεμιτζής, γεμτζής, γιμτζής, γιμιντζής, γιμιτζής, γιμιζής, γιουμιτζής, εμιτζής, κεμιτζής, κεμιτσής, κιμιτζής, κιμιτσής, κιμιντζής | mariner | βενετσιάνικο

μαρόνι [1983], μαρρόνι [1934] | το δέντρο Castanea sativa, καστανιά, αγριοκαστανιά / κάστανο, κάστανου, αγριοκάστανο, αγριοκάστανου, αγροκάστανον | maron | βενετσιάνικο

μαρσαπάς [1709], μαρτσαπάς [1857], μαρτζαπάς [1857], μαρζαπάς | αμυγδαλωτό | marzapane | ιταλικό

μαρτελίνα | βαριοπούλα, βαριά, βαριό | martelina | βενετσιάνικο

Μάρτης [1635], Μάρτις [1659], Μαρτς | Μάντζη (ο), Ανθρωποδιώχτης, Ανθρουπουδιόχτς, Αμπαροτινάχτης, Αμπαρουτινάχτς, Σακουλοτινάχτης, Σακουλοτινάχτς, Κλαψομάρτης, Κλάψας, Πεντάγνωμος, Πεντόγνωμος, Λολομάρτης, Γδάρτης, Γδαρτς, Παλουκοκάφτης, παλουκουκάφτς, Πασαλοκάφτης, Σακουλογδίτης, Ξεροκοφινάς, Ανιξιάτης, Προτάνοιξη, Φιτεφτής | Martius | λατινικό

μάρτουρι [1709] | το ζώο το ζώο Mustela martes, ατσίδα ατσίδι, ατσίδ, σαμσάρι, σανσάρ, ζεπίρα, ζουρίδα, κουκαρτζιάς, κουνάβι, κνάβι, κναβ, κουνάδι, κουνάδος, κνάδος, κνάδι, κναδ, μοσκοποντικός | martora | ιταλικό

μάρτσα, μάρτσο, μάρτσι, μαρσιά | πύον (λόγιο), γόμπι, δρολίτζιν, δροπίκι, έμπγιους, έμπιο, έμπιος, ίος, μπιάτο, μπιάτου, όλκους, όμπγιο, όμπιο, όμπιος, όμπιου, ουκάρκους, όρκους | marcia | ιταλικό

μάσα | τραπέζι, τράπιζος, σοφράς, σουφράς, σινί, σνι, τάβλα, ταβλί, ταβουλί | masa | τούρκικο

μάσαλα, μάσαλλα [1934], μασαλά, μασιαλά, μάσιαλα, μάσαλαχ, μασαλάχ, μαχιαλά | μπράβο, ασκουλσούν, ασκουλτσούν, άφεριμ, αφερίμ, αφερούμ, άφερουμ, γιάσα, γιασά, γιάσια, γιασιά, γιαδέ | maşallah | τούρκικο

μασαλάς [1837], μασιαλάς, μαζαλάδες (οι) [1688], μαζαλάς | δαυλός, αβλί, αβλός, βαδίν, βαΐ, βάι, βάιν, βέι, γαβλός, γαδί, γαΐ, δαβί, δάβλος, δαυλί, δαβλίν, δάδα, δαδί, δαδίν, δαϊδί, δαΐν, δαλίν, διαδί, ζαβέλι, ζαβελέ, ζαβλός, ζαβλίν, λαδί, νταβέλι, νταβελέ, νταβλί, νταβλός, ντάβλος, νταντί | meşale | τούρκικο

μασαλατζής [1857] | λαμπαδηφόρος (λόγιο) | meşaleci | τούρκικο

μασάλι [1931], μασάλ, μασέλι, μεσελές, μεσέλι, μεσέλ | παραμύθι, παραμίθ | masal | τούρκικο

μασαρία [1614], μεσαρία, μεσαριά | διαγίριση, καταντζιά, καταγγιά, καλαγγιά, καλαντζιά μασαρικά, μπασαρία, πασαρία, νοικοκυριό, σιγίριση, οικοσκευή (λόγιο) | massaria | βενετσιάνικο

μασάτι [1910], μασάκι [1910], μασάτ | ακόνι, ακόνιν, ακόν, ακόνα, ακούνι, ακονόπετρα, ακονάστρα, ακονιά, ακουνιά, ακονιστήρι, ακονιστέριν, ακονίστρα, ακονόροτσος, κόνι, λαδάκονο, λαδακόνι, λαδακόν | masat | τούρκικο

μασέλα [1659], μασέλλα [1910] | σαγόνι, γανάσα, κατσιαούλι, κατσιαούλ, σαγούνι, σαούνα, σαούνι, σαούνιν, σαουνιά, σιαγούλι, τσαγούνι, τσαούλι, τσαούλ, τσεγκέ, τσεϊνέ, τσινές, τσιαούλι, τσιαούλ, τσιαγούλι, τσιαόλι, τσιγνές / οδοντοστοιχία (λόγιο) | mascella | ιταλικό

μασιά [1709], μασσιά [1837], μασά [1934], μάσα, μάσια, μασιάς, μάσιας, μασκιά, μάσας, μασάς, μαχιά | τσιμπίδα, τσιμπίδι, τσιμπίδ, τσιμπίστα, τσιμπίστρα, τζμπίδα, τζμπίδ, διλάβι, μολέτα, σιδαβλιστίρι, σιδάβλιστρο, σίδαβλο, σίντραβλο | maşa | τούρκικο

μασίτσιο, μαστίτσο, μαστίτσιο | συμπαγής | massizzo | βενετσιάνικο

μάσκα [1635] | μουτσουναριά, μαμουγιέρα | masca | λατινικό

μασκαλτσόνε | παλιάνθρωπος, παλιάνθουπους, παλιόμουτρο, παλιόσκυλο, παλιόσκλου, παλιοτόμαρο, παλιουτόμαρου, παλιόπραμα | mascalzon | βενετσιάνικο

μασκαράς [1635], μασχαράς [1688], μασκαρά (ο) | μπουφούνος | mascara | βενετσιάνικο

μασκαράτα [1910] | παρέα με μασκαράδες | mascarada | βενετσιάνικο

μασκαριλίκι [1931], μασκαριλίκια [1709], μασκαραλήκι [1790], μασκαραλίκι, [1910], μασκαραλούκι, μασκαραλίκ, μασκαριλίκ, | μπουφουνιές (οι) | maskaralιk | τούρκικο

μασκαρλίκ, μασκαριλίτζι |   |   |  

μάσκουλο [1894], μάσκολο | αβδέλι, αβδέλ, γκάγκαρο, κλάπα, μεντεσές, μιντισές, μεντζεσές, μπερτουέλα, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζιές, φερμενέλα | mascolo | βενετσιάνικο

μασλαχάτι, μασλαχάτ, μασλάτχα, μασλάτ | ζήτημα (λόγιο), θέμα (λόγιο) / κουβεντολόι | maslahat | τούρκικο

μάσλο | λάδι, λαδ | maslo | σλάβικο

μασούρι [1709], μασούριν, μασούρα, μασούρ | καλαμοκάνι, καλαμουκάνι, πεδιλόγα | masura | τούρκικο

μαστέλο [1931], μαστέλλο [1709], μαστέλον [1790], μαστέλλον [1857], μαστίλος [1688], μαστέλλος [1894], μαστέλος, μαστέλα | μεγάλος κουβάς από ξύλο | mastelo | βενετσιάνικο

μαστούρης, μαστούρα | ναρκομανής (λόγιο) / μαστουρωμένος, «φτιαγμένος» | mastur | τούρκικο

μαστραπάς [1659], μάστραπα [1688], μαστραπά, μαστραμπάς | κανάτα, κανάτι, κανέτα, κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα, νεμπότης / κούπα | mastrapano | ιταλικό

μάστρο [1614], μάστορης [1635], μάστορας [1659], μάστορα (ο), μάστορος [1894], μάστρας, μάστρος [1894], μάστρου, μάστουρας, μάσουρας | τεχνίτης, ουστάς | mastro | βενετσιάνικο

ματαράς [1857] | παγούρι, παγούρ, παούρι, παούρ, μπαταράς, μπότσα, μπούκλα, μπουκλιτσούδα, τσίτσα, τσότρα, φτσέλι, φτσέλα, φτσιλούλι | matara | τούρκικο

ματάχι, ματάχ | πράμα | matah | τούρκικο

ματεράτζι, ματαράτσι, ματαράκι | στρώμα, στρώση, στρωσίδι, στρώσιμο, γιαντάκι, γιατάκι, γιατάκιν, γιατάκ, γιατθάκι, γιατάτσι, γιοργάνι, γιοργάν, ιατάκι, ιατάκ, ντουσέκι, ντουσέκ, ντουσιέκ, παγιαρίτσο, παερίτσο, πλομάτσα, σάιζμα, σιλτές, σιρτές, στουουματότς, στραπουντί, στροματιά, στρομάτζιν, στρομάτσι, στρομάτσο, τσέργα | materassa | ιταλικό

ματέρια, ματεριάλε | υλικό (λόγιο) | materia | materiale | ιταλικό

ματερίνα [1894] | το φυτό thymbra capitata (ή Thymus capitatus), θυμάρι, θυμαριά, γλιμπαριά, δρουμπίν, θίμαρι, θιμιό, θίμος, θίμπιρα, θίμπιρον, θμαρέλι, θομάρ, θρούμπα, θρόμπη, θρούμπι, θρουμπί, μελιτζίνι, μελιτσίνι, τσιμπρίτσα | materina | σλάβικο

ματζέτα, μαντζέτα [1659], μαζέτα [1709], ματζιέτα, ματζέτι | αγελαδίτσα, αγελαδούλα, γελαδίτσα, γελαδούλα, γιλαδίτσα, γιλαδούλα, δαμάλα, δαμάλ, δαμάα, μοσκιά, μοσιινούα, μοσιινάρα, μοσιιναρού, μοσκάρα, μουσκάρα, μουσκίδα, μουσκιά, μπουζιάκα, νταμάλα, σανάδα | manzeta | βενετσιάνικο

ματζόρε | μεγαλύτερος | maggiore | ιταλικό

ματζόρος | ταγματάρχης (λόγιο) | mazor | βενετσιάνικο

ματικάπι [1910], ματικάπ, μαντικάπι, ματκάπι, ματκάπ, ματικόπι | αρίδα, αρίδι, αρίδ, αρίδατο, αρίντα, μπουργού, πουργού, νιχοτή, νιφοτή, τρυπάνι, τρουπάνι, τρυπητήρι, τριβέλι, τρουβέλι | matkap | τούρκικο

ματινάδα [1894], |   |   |  

ματινίτσα, ματάνι, ματάν | αριάνι, αϊράνι, αϊράν | m’tenica | σλάβικο

ματρόνα [1962], ματρώνα [1934] | πατρόνα, μαντάμα, τσατσά, τσάτσα | matrona | λατινικό

μάτσα, μάτζα [1635] | ρόπαλο (λόγιο) / γουδοχέρι, βόλι, βόλος, βουδόχερο, γδογέριν, γδοσέριν, γδόχερο, γδόχιρας, γδόχιρος, γδουχέρ, γδοχέρ, γδόχιρας, γδόχιρου, γδόχιρους, γντοσέριν, γουδόχερο, γουδοχέρ, γουδουχέρ, γουδόχιρο, γντιόσερο, γτοχέρι, γτοσιέριν, εγδοκόπαλον, κοπανιστήρι, κτοσέριν, μουρταρόχερο, ουδοχέρι, στούμπος, στούμπους, τσαμτσά, τσεμτσέ, χαβανόχερο, χτοσέριν, χτοσιέριν, χτουσέριν, χτόχερο | mazza | ιταλικό

ματσέτο, ματζέτο, | ματσάκι, δεματάκι | mazzetto | ιταλικό

ματσέτο, ματζέτο, μάτσα | μπουκέτο, μποκές | mazzetto | ιταλικό

μάτσκα, μάτσα, μάτσια, μάτσιου [1894], μάτσου, μάτσω, μάτς, ματσούδα | το ζώο Felis domestica, γάτα, γκάτα, κάτα, κάτθα, κάτσα | mačka | σλάβικο

μάτσο [1894], μάτζο [1709], μάτσον [1910], μάτσος [1931], μάτσα, ματσάκα | δεμάτι, διμάτ | mazzo | βενετσιάνικο

ματσόλα [1910], μαντσόλα, ματσιόλα, μάτσα | σφυρί από ξύλο | mazzola | βενετσιάνικο

ματσούκα [1857], ματσούκι [1894], ματζούκα [1688], ματζούκι [1790], ματζούκη [1614], ματσούκ | ραβδί, ράβδα, βάκλα, βακλίν | mazzoca | βενετσιάνικο

μαύρος [1614], μάβρους, μόρος | καράς, λάγιος, λάγιους, λάιος, λάιους, μελανός, μιλανός | maurus | λατινικό

μαχαλάς [1837], μαχαλές [1857] | συνοικία (λόγιο) | mahalle | τούρκικο

μαχανάς, μαχανά | δικαιολογία (λόγιο) | mahana | τούρκικο

μαχιάς [1910], μαχιά | δοκάρι της σκεπής | mahya | τούρκικο

μαχκεμές, μαχκεμέ, μεκαιμές [1709], μεχκεμές, μερκεμές | δικαστήριο (λόγιο), κριτήριο | mahkeme | τούρκικο

μαχλέπι, μαχλέπ, μαχλέμπι, μαχλέμπ | μπαχαρικό, από σπόρους του φυτού Prunus mahaleb | mahlep | τούρκικο

μαχμούζι [1790] | σπιρούνι, ζινγκί | mahmuz | τούρκικο

μαχμουρλής [1910], μαχμούρης [1709], μακμούρης [1709], μακμούρας [1709], μαχμούρς, μαμούρης | αγουροξυπνημένος | mahmur | τούρκικο

μαχμουρλίκι [1910], μαχμουρλίκ, μαχμουρλούκι, μαχμουρλούκ, μαμουρλούκι | αγουροξύπνημα | mahmurluk | τούρκικο

μαχραμάς [1709], μαχραμπάς, μααχαμάς, μαρχαμάς, μερχαμάς | κεφαλομάντιλο-βέλο / πετσέτα, πιτσέτα, πεσκίρι, πεσκίρ, πεσχίρι, πισκίρι, πισκίρ, παχταμάς, μπόγια, μπόλια, προσόψι, προυσόψ, σφογκολάμπα | mahrama | τούρκικο

μαχσούς, μαχσούζικα, μάξους, μαξούς [1857], μαξούζ, μάγξους, μάξος, μάξιος, μαξουστέν, μαξόνι, μαξουστέν, μαξούζι | επίτηδες (λόγιο), φιρί-φιρί, ξαπόστα, ξαρκού, ξαργιτού, ξαργότου, ξαργουτού, ξεματόχου, ξεμουτόχου, ξεμουτόχ, ξεπιτούτου, ξαπόστα, αδιαντινά, απόστα, αποστάρικα, αποστάρκα, τουπιδιόλου | mahsus | τούρκικο

μέγγενη [1910], μεγγενές [1790], μέγγενες [1857], μέγκινης | μόρσα                                           | mengene | τούρκικο

μέγκλα, μέγγλα [1934] | πολύ καλά | meglio | ιταλικό

μέδος [1614] | ρακόμελο | med | σλάβικο

μεδούλι [1910], μεδουλάρι, μελούδι [1931], μιλούδ, μιντούλ, μντουλ | ιλίκ | medulla | λατινικό

μεζάρι, μιζάρ | τάφος, άρκα, θαφκιόν, θαφτικό, κιβούρ, κιβούρι, κιβούριν, λιμόρι, λμορ, μνήμα, μνημούρι, μνιμόρ, μνιμόρι, μνιμόριο, μνιόμα, μορμόρ, νιμόρι, τάφους | mezar | τούρκικο

μεζαρλίκι [1931], μεζαρλίκ, μεζαρλίχ, μιζαρλίκ | κοιμητήρι, θαφτήρι, καποσάντο, κατατάφι, λιμόρια, μνημούρια, μνιμόρια, ταφιό | mezarlık | τούρκικο

μεζαρόλα [1709], ματζαρόλη, μετζαρόλα [1894], μετζαρόλι [1910] | κλεψύδρα (λόγιο) | mezarola | βενετσιάνικο

μεζάς [1709] | μεγάλη κάμαρα / σπίτι που μαζεύονταν και κουβέντιαζαν οι κοτζαμπάσηδες | mezà | βενετσιάνικο

μεζάτι [1857], μεζάτ, μιζάτι | δημοπρασία (λόγιο), αρτίντισμα, αρτίρδισμα, αρτιρμάς, αρτίρντισμαν, διαλαλημός, ικάντο, ικάντος, ινκάντο, ινκάτο, κάντου | mezat | τούρκικο

μεζελίκια [1931], μεζεκλίκια (τα), μεζιλίκια [1931], μιζικλίκια, μιζιλίκια / μεζελήκι [1857] | ποικιλία (λόγιο), μεζέδια, μιζέδια, μπινελίκια | mezelik | τούρκικο

μεζές [1790], μεζελίκι [1910], μιζές, μιζιλίκ | ορεκτικό (λόγιο) | meze | τούρκικο

μεζούρα [1983], μενσούρα [1614], μεσούρα [1688], μιζούρα, μιζούρι, μουζούρι [1894] | μέτρο (λόγιο) | mesura | βενετσιάνικο

μεϊβά | φρούτο | meyve | τούρκικο

μεϊντάνι [1709], μεγντάν, μεγντάνι, μεϊδάνι [1790], μεϊντάν, μεϊτάν, μεϊτάνι, μεϊτάνιν, μιγδάνι, μιγντάν, μιγντάνι, μιιντάν, μιντάν, μιντάνι | αβλαγάς, μεσοχώρι, μεσοχόρ, μισουχόρ, μισοχόρι, μισοχόρ, πιάτσα, πλατέα, πλατέγια, πλάτσα, τσαρσί, τσιαρσί, φόρα, φόρο, φόρος | meydan | τούρκικο

μεϊχανέ, μεϊχανές | ταβέρνα, κουϊτούκ, κουτούκι, κουτούτς, κρασοπουλειό | meyhane | τούρκικο

μεκιάν, μεκιάνι, μικιάν, μικιάνι | τόπος, μέρος / σπίτι, κάζα καθικιά, καθσιά, κατικιά, κατικιριό, σπι, σπίθι, σπιτ, σπιτικό, σπιτόπουλο, | mekân | τούρκικο

μεκιαρές | πονηρός, αστούτος, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, πουνηρός, | mekkâr | τούρκικο

μελάσα [1983], μέλασσα [1934], μελάσσα [1934] | το σιρόπι που μένει όταν φτιάχνουν ζάχαρη | melassa | ιταλικό

μελάτο [1934], μελάτον [1910] | (για αυγό) που δεν έχει βράσει πολύ | melato | ιταλικό

μελιγκάρι, μελικάρι | το φυτό Dorycnium pentaphyllum, αβγουστόχορτο | melegario | ιταλικό

μελιντζάνα [1709], μελιτζάνα [1790], μελιτζάνιον [1614], μελτζάνα, μιλτζάνα | το φυτό Solanum melongena, βαζάνα, βαζάνιν, μαζάνα, μαϊζάνα, μαντάνα, μαντζάνα, μαντζάναν, μαντσάνα, ματζάνα, μερτζάνα, παλτατζάνα, παλτιτζάνα, πατλατζάνι, πατλιτζάν, πατλιτζάνι, παλτιτζιάν, πατλιτζιάνα, πατλιτζιάνι πατριτζιάνα, πιτλιτζιάνα | melanzana | βενετσιάνικο

μέλιο | καλύτερα | meglio | ιταλικό

μέλιορα | καλύτερα | migliore | ιταλικό

μελούν                  | καταραμένος, καταραμένους, καταρασμένους, καταρσμένους | melun | τούρκικο

μελτέμι [1857], μελτέμ, μελντέμι | οι καλοκαιρινοί βοριάδες | meltem | τούρκικο

μεμβράνη [1614], μεμβράνα [1688], μέμβρανον [1688] | πετσάκι / λέμπρινο ή βέβρινο χαρτί | membrana | λατινικό

μεμέ, μεμές | βζι, βιντζί, βιτζί, βουζί, βυζί, βιζίν, ιζί, μαστάρ, μαστάρι, μιζίν, μουστάρα, μπουτζί, μσταρ τζιτζί, τσιτσίν | meme | τούρκικο

μεμλεκέτ, μεμλεκέτι | χώρα / γενέτειρα (λόγιο) | memleket | τούρκικο

μεμόρια | ανάμνηση (λόγιο), αθίμιον, αναθίμισι, ανάμ, θύμηση, νάμη, νάμι | memoria | βενετσιάνικο

μεμοριάλε | αναφορά (λόγιο),ανασάτι, ανασάτ, ιλάμι, ξεστίχι, ξεστίχ, ραπόρτο, ρεπόρτο | memoriale | ιταλικό

μεμούρ, μεμούρης, μεεμούρης | δημόσιος υπάλληλος (λόγιο) | memur | τούρκικο

μέμπρο | μέλος (λόγιο) | membro | ιταλικό

μεν, μένι | μη, μην | men | τούρκικο

μενεξές [1709], μενεξέ [1857] | το φυτό Viola odorata, αβιελέτα, αβιέροτα, αβιόλα, αβιολέντα, αβιορέτα, αβλοέτα, αγιούλ, αγιούλι, αγιουλιά, αγιούλιο, αγκίτς, αγκίτσι, αρκοβκιολέτα, βιελέτα, βιόλα, βιολέτα, βιορέτα, βκιολέτα, βλοέτα, γιουλ, γιούλι, γιουλιά, γιούλιν, γιούλιο, γιτς, γκιουλ, γκιούλι, γκιούλιν, διαλέτα, διόλα, διολέντα, διολέτα, διουλέτα, δκιολέτα, εβλοέτα, ζιμποΐ, ζιμπουγιά, ιτς ίτσι, ίτσο, μανουσάκ, μανουσάκι, μανούσι, μανσακί, σιμπουγιά, φλοέτα χαμοβιολέτα, χαμοβιορέτα | menekşe | τούρκικο

μενζίλι [1857], μεζίλι [1790], μεντζίλι [1790], μετζίλι [1790] | πόστα: το μέρος που άλλαζαν άλογα και ξεκουράζονταν οι μαντατοφόροι / ταχυδρόμος (λόγιο), κουριέρης, ποστιέρης, ποσταντζής, ποστατζής, ταφέτας, σταφέτας | menzil | τούρκικο

μένουλα [1894], μανάλι [1931], μαίνουλα [1910], μαινούλι [1910], μανάλι [1931], μανόλι [1931], [1931], μέλαινα [1931], μέλονα, μέλουνα [1931], μενόλι | το ψάρι Spicara maena, γαμιάς, γρέντζος, γρέτζα, γρέτζος, γρέτσα, κόντουρα, μεζίκι, μενίδα, στρογγύλα, τσέρουλα | menola | βενετσιάνικο

μέντα [1894], μέντρεζε, μίντη [1688] | το φυτό Mentha pelagium, αγιασμός, βλεχούνι, βλισκούν, βλισκούνι, βλιτσούνι, βλιφούνιν, βλιχονάκι, βλιχόνι, βλιχονιά, βλιχούν, βλιχούνι, βλουχούν, βλοχόν, βρομοδιόσμος, γλεχούνι, γλισχούνι, γλιφονάκι, γλιφόνι, γλιφονιά, γλιφόνιν, γλιφούνιν, γλιχόνιν, γλιχούνι, γλιχούν, διασμοράκι, λιουσκούν, μιλτσοβότανο, μιλτσουβότανου, φλεσκούνι, φλησκούνι, φλουσκούνι, φλουσκουνοράκι | menta | λατινικό

μεντάγια, μενταγιό, μεντάλια, μανταλιόν | μενταγιόν, παντάγια | medagia | βενετσιάνικο

μεντάρω, μαντάρω [1910] μαντάρου,   | καρικώνω, καρικόνου | mendar | βενετσιάνικο

μέντε, μέντες, μέντη [1894] | ακίλ, ακλ, αμέντι, αχούλ, εμιαλός, μελό, μιλό, μλιανός, μπιαλό, μυαλό, νινιό, νιονιό, νιουνιό, νόβα, νους, τσιμίδ | mente | ιταλικό

μεντεμπούρ, μεντεμπούρης, μιντιρέ, μουντιρέ | σιχαμένος, τιποτένιος | mendebur | τούρκικο

μεντεσέ, μελτισέδες, μεντεσές [1910], μεντζεσές, μεντρεσές, μιντζισές, μιντισές | αβδέλ, αβδέλι, γκάγκαβο, γκάγκαρο, κλάπα, μάσκολο, μάσκουλο, μπερτουέλα, περόνι, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζές, ριζιές, στριφνάρι, στρουφούλι, στρουφουλίδι, στροφίγγι, στροφίδι, φερμενέλα | menteşe | τούρκικο

μεντέτι, μεντάτι [1931], μεντέτ, μεντάτ, μιντέτι, μιντάτι, μιντάτ | βοήθεια, αβισία, αβόιθιου, αβοΐθμα, αβούιθιου, αγίδα, αγιούτο, αδιάριση, αδιάρισμα, αΐδα, άιδα, αϊδάρ, αϊδάρι, αϊδάριση, αϊδάρισμα, αΐτα, αΐτη, αφιντία, αφουδία, βισία, βογίθα, βόθια, βόθιο, βόθιος, βόθιου, βοϊθία, βοΐθια, βόιθια, βοΐθιγια, βοΐθιγιος, βοΐθιο, βόιθιο, βόιθιου, βοΐθκια, βόιθο, βοΐθρια, βούθια, βουΐθια, βουΐθιου, βουΐθμα, βούχθιου, γερντίμ, γιαρδίμι, γιαρντίμ, γιαρντιμί, γιαρντίμι, γιαρντούμ, γιαρτίμ, γιαρτίμιν, γιαρτούμ, γιούτο, γόθια, γόθκια, εγίδα, ιντάτ, σιχέριο, σουνέπαρμα, σουχέριο, τζαβάγιο | medet | τούρκικο

μεντζάνα, μεζάνι, μεντζάνι, μιτζάνι | βίκα, βίκος, λαγήνα, λαγήνι, λαγίν, λάγκνος, λαέν, λαένα, λαΐν, λαΐνα, λάινας, λαΐνι, λαΐνιν, λιεν, λιένα, λιένη, μεζάνι, μεντζάνα, μεντζάνι, μιτζάνι μπαρδάκα, μπαρδάκ, μπαρδάκι, μπαρντάκ, μπαρντάκα, μπαρντάκι, μπότης, μπότι, μποτίρι, μπούμπουλα, μπουντένα, μπούρμπουλας, μπουτούτς, μπρόκα, νεμπότης, νεμπότι, σουρλάς, στάμνα, σταμνί, τεστόπον, τσουκάβα, φτίνα / δαμετζάνα, δαμετσάνα, δαμιντζάνα, δαμιτζάνα, δαρμετζάνα, κοντραμετζάνα, λαμιντζάνα, λαμιτζάνα, νταμεζάνα, νταμερτζάνα, νταμετζάνα, νταμιζάνα, νταμιντζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα, νταρμετζάνα, ντραματζάνα, ντραμζάνα, ντραμιντζάνα, ντραμιτζάνα, ντραμιτζάνα, ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ταμιτζάνα ταμουτζάνα, τραμαντζάνα, τραματζάνα, τραμετζάνα, τραμοντζάνα, τραμουντζάνα, τραμουτζάνα | mezzina | ιταλικό

μεντζουβί [1709], μελτζουβί, μερτζουβί, μετζουβί | μοσχολίβανο, μοσκολίβανο | bengiui | ιταλικό

μέντικος | γιατρός, ατρός, γιατό, γιατόος, γιατρέ, γιατρό, δατρός, διατρός, δετόρος, δοτόρος, ζατρός, κουράντες, ντετόρος, ντοτόρος, τόκτορ, τοτόρος, χεκίμ, χεκίμς / κομπογιαννίτης, τσαρλατάνος, ψεφτογιατρός | medico | ιταλικό

μεντρεσές [1934], μεδρεσές, μενδρεσές | ιεροδιδασκαλείο (λόγιο) | medrese | τούρκικο

μεράκι [1931], μεράκ, μιράκ, μιράκι, | μουκαγιατιά, μουκαϊτιά | merak | τούρκικο

μερακλής [1931], μαρακλής, μερακλούς, μιρακλής | μουκαγιάτης, μουκαέτς | meraklι | τούρκικο

μεράς, μιράς | βοσή, βοσίο, βοσιόν, βοσκαρέ, βοσκεθίο, βοσκεθίος, βοσκή, βόσκη, βοσκιά, βόσκια, βοσκιό, βοσκίον, βοσκιός, βοσκίος, βοσκοτόπι, βοσκότοπος, βοστσή, βοστσό, βουσκή, βουσκιό, βουσκιός, βουσκουτόπ, βουσκούτουπους, γιαϊλά, κισλάς, κοσλάς, κουσλάς, λιβάδ, λιβάδι, οσκιά, οσκιό, τζιαΐρ, τζιαΐρι, τσαγίρ, τσαΐρ, τσαΐρι, τσιαΐρ, τσιαΐρι, τσιάρι, φουσά, φουσκή | mera | τούρκικο

μερεμέτι [1709], μεραμέτι [1857], μερεμέτ, μεριμέτ, μιριμέτ, μιριμέτι | επιδιόρθωση (λόγιο) | meremet | τούρκικο

μερέντα [1931], μαρέντα, μερένδα [1709], μερέντ, μερέντε [1931], μερέντι [1962], μερέτι [1931] | δειλινό, διλνιό, διλνό, κεντί, κιντί, λιδινό | merenda | ιταλικό

μέρζα [1894], μέριζα | δίχτυ, αργόι, τορ, πλεμάτι, πλιμάτ, ρέντε | mreža | σλάβικο

μεριντιάνα [1962], μεριδιάνα [1910], μερντιάνα, μιροδιάνια | ηλιακό ρολόι (λόγιο) | meridiana | βενετσιάνικο

μεριτάρω, μερετάρω, μερτάρω | αξίζω, αξίντζω, αξίτζω, αξόσω, γεραντίζω, γιαραέβω, γιαρανέβω, γιαραντίζου, γιαραντίζω, γιαρατίζω, γιαρέβω, γιραντίζω, ξίζω, φελάω, φελώ, φτουράω, φτουρώ | meritar | βενετσιάνικο

μέριτο, μερίτο, μέρετο | αξία, αξά, αξιά, άξια, αξιάδα, αξίγια, αξιγιότε, αξιομάρα, αξιοσίνη, αξιότ, αξιότα, αξιότε, αξιότη, αξιότητα, αξιουμάδα, αξιουμάρα, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν, εξά, εξιά, εξιά, κιγμέτ, κιγμέτι, κιμέτι, ξα, ξια | merito | ιταλικό

μερκάτο, μαρκάδα, μαρκάς, μαρκάτο, μερκαντικό | αγορά, αγουά, αγουρά, μποριό, παζάρ, παζάρι, τζαρσί, τζιαρσί, τσαρσί, τσιαρσί, φόρο, φόρος | mercato | ιταλικό

μερκατόρος, μερτσάρης | έμπορας, έμπορος, έμπουρας, έμπουρους, κομπραβέντης, παζαρίτης, παζαρτζής, πουλητής, πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάης, τσαρτής, τσιαρσιλής | mercantar | βενετσιάνικο

μερκέπι | το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγό, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγό, βασταγός, βασταγούρ, βασταγούρι, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γαάρος, γάαρος, γαγούρ, γάδαους, γαδάρ, γάδαρο, γάδαρος, γάδαρους, γαδιούρι, γαδούρ, γαδούρι, γαδούριν, γάδρος, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρ, γαϊδίρι, γαϊδούρ, γαϊδούρι, γάιδουρος, γαϊντού, γαϊντούρ, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούρι, γαούριν, γάραος, γαρίν, γάρος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκανέτσας, γκάνταρο, γκάντερο, γκαντζόλι, γκατζιόλι, γκάτζιος, γκάτζιους, γκατζόλι, γκατζός, γκάτζος, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρ, γκομάρι, γμαρ, γοάριν, γομάρ, γομάρι, γομάριν, γουμάζι, γουμάρ, γουμάρι, γουμάριν, καϊντούρ, κομάρ, μαγιάρε, μανγκάρ, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι | merkep | τούρκικο

μέρλο, μέρλα, μερλέτο, μέρλος, | δαντέλα, ασλαμάς, ατραντές, γκιπούρ, μερίζα, ντεμέλα, παντίκλα, ταμιτέλα, ταμτέλα, ταντέλα | merlo | merleto | βενετσιάνικο

μερλούτσι [1931] | το ψάρι Merluccius merluccius, μπακαλιάρος | merluzzo | ιταλικό

μέρουλας [1894], μερίζα [1837], μέρουχας | το πουλί Turdus merula, κότσυφας, γκότζβας, γκότσιαβας κάκαλος, κόζβακας, κόζβας, κόσιαβας, κοσίφι, κόσιφας, κόσφας, κότσβας, κοτσιφός, κότσιφος, κοτσύφι, κουζβάρι, τσιρτσιλιάνους | merlo | βενετσιάνικο

μερτζάνι [1857], μερντσάνι, μερτζάν, μιρτζάν | κοράλλι, κουράλι, γιούσουρο (με μαύρο χρώμα) | mercan | τούρκικο

μερτζιμέκ | το φυτό Ervum lens ή Lens esculenta, φακή, φακιά, φακίτσα | mercımek | τούρκικο

μέρτσα τα | οι πραμάτειες του γυρολόγου | merce | ιταλικό

μερχαμέτ, μερχαμέτι | λύπηση, συμπόνια, πονοψυχιά | merhamet | τούρκικο

μερχαμετλής | πονόψυχος, σπλαχνικός | merhametli | τούρκικο

μέσα [1688] | τραπέζι, μάγκος, μάσα, μπάγκα, μπανκάδα, πλασταριά, σινί, σνι, σουφρά, σουφράς, σοφράς, στολ, τάβλα, ταβλί, ταβουλί, ταλιόρα, ταούλι, τράπιζος, τράπιζους, χοντσά | mensa | λατινικό

μεσάλα [1790], μεσάλ, μεσάλη [1614], μεσάλι [1614], μισάλ, μισάλα [1894], μισάλα [1894], μισάλι, μισάλιν [1688], μσάλι | τραπεζομάντιλο, μαντήλα, μαντίλ, μεσάλ, μεσάλα, μεσάλι, μισάλ, μισάλα, μισάλι, μσάλι, πανίδα, ράντα, σουφρά, σουφράς, ταβάλια, τάβλα, ταβλομάντιλο, ταβουλομέσαλο, τοβάλια, τουβαγέλι, τουβάγια, τουβαέλι, τραπεζόσκουτο, τραπιζομάντλο, τραπιζουμάντλου, τράπιζους | mensale | λατινικό

μεσατζέρος, μεσατζέρος | κλητήρας (λόγιο) | messaggiero | ιταλικο

μεσέλ, μεσέλι, μετέλ, μετέλι, μισελές, | γνωμικό (λόγιο) | mesel | τούρκικο

μεσές [1983], μισιές | δέντρα του γένους Quercus: βελανιδιά, αγρανίτσα, αγριάνκου, αγριάντζα, αγριοβαλανιδιά, αγριοβελανιδιά, αμπερνάλι, αμπερνός, άνκο, άριο, βαλανιά, βαλανιδγκιά, βαλανιδέα, βαλανιδιά, βαλανιδκιά, βελανιά, βελανιδέ, βελανιδέα, βιλανδιά, γιμιράδ, γιμιράδ, γκρουσιάδι, γκρουσιάδι, γρανίτζα, γρανιτιά, γρανίτσα, γράνιτσα, γρανιτσιά, γρινάλιν, δένδρο, δένδρον, δενδρούλι, δέντρο, δέντρος, δέντρου, δέντρους, δζέρο, δούσκος, δρικέλιν, δρινάλιν, δρινέλιν, δρυ, ιδρίς, ιμεράδι, ιμιράδι, ίμιρο, ίμιρου, καρμπούνι, κελάνη, κελόνι, κιλανίδ, κιλανίτ, κιλανίτς, κλαδί, κοκιδιά, λις, μεράδι, μεράτσα, μερόδεντρο, μιράδ, μουζάβρα, μπαλαχούδι, μπλαντούς, μπλαντούχ, μπλαντούχα, νιζάρο, παλαμούτι, πλατίτσα, ρένια, ροτσόκι, ρουπάκι, ρουπακιά, ρουπάτσι, σούμος, τζέρο, τσάρι, τσαρνόκ, τσεράδι, τσερνάκι, τσερνόκι, τσερνούχι, τσέρο, τσέρος, τσέρους, τσιρνόκ, τσούι, τσουρνόκ, φαλανδιά, φαλανιδιά, φελός | meşe | τούρκικο

μεσίνι [1790], μεσί, μισίνι, μισίν | δέρμα, δερμάτ, δερμάτι, διρμάτ, διρμάτι, κιοσελές, κοζά, κόζα, κοζιά, κόζια, κόζτα, κουζίν, πέτσα, πετσαλίνα, πετσαλούδα πετσί, τομάρ, τομάρι, τουμάρ, τουμάρι | meşin | τούρκικο

μεσκίνης [1894], μεσκίνο, μεσκίνος [1894], μισκίνος [1894] | άθλιος (λόγιο) | meschin | βενετσιάνικο

μεσκούλιο | ανακάτεμα, ανακάτωμα, ανακάτεμαν, ανακατεμός, ανακάτεψη, ανακατεψιά, ανακατιμός, ανακατισμός, ανακατομός, ανακάτοση, ανακάτοση, ανακατοσιά, ανακατοσία, ανακατοσίγια, ανακατοσούρα, ανακάτουμα, ανακατουμός, ανακατούρα, ανακάτους, ανακατουσά, ανακατουσούρα, ανακατοχία, ανακατσούρα, ανασκατούρα, ανεκάρεμα, ανεκατάτερμα, ανεκάτεψη, ανεκάτομα, ανεκατομός, ανεκάτος, ανεκατοσά, ανεκατοσιά, ανεκατοσούρα, ανικατοσούρα, ανικάτουμα, ανικατουμός, ανικάτους, ανικατουσά, νακάτομα, νακατοσιά, νακατοσούρα, νακατουσιά, νεκάτεμα, νεκατοκούρα νεκάτομα, νεκατοσά, νεκατοσιά, νικάτουμα | mescolo | ιταλικό

μεσοβέζικος [1983], μισοβέζικος, μοσοβέζικος, μουσαβέζικος, μουσεβέζικος | συγκεχυμένος (λόγιο) | müşevveş | τούρκικο

μεστ, μέστι [1833] | γαλότσα, μπότα | mest | τούρκικο

μεταλίκι [1983], μεταλλίκι [1934], μετελίκ, μετελίκι | νόμισμα (λόγιο), παράς / παλιός μπρούτζινος παράς | metelik | τούρκικο

μετάλλιο [1983], μετάια [1894], μετάλια [1635], μετάλλιον [1910] | συμβολικό νόμισμα (λόγιο) | metaglia | ιταλικό

μετερίσι [1709], μετερίζ, μετερίζι [1790], μιτιρίζ, μιτιρίζι, | προμαχώνας (λόγιο) | metris | τούρκικο

μετζαβόλτα [1910] | ημίδεσμος (λόγιο) | mezza volta | ιταλικό

μετζαλούνα, μεντζαλούνα | μισοφέγγαρο | mezzaluna | ιταλικό

μετζάνα [1910], μεζάνα [1894] | το κατάρτι του καραβιού που είναι κοντά στην πρύμη | mezana | βενετσιάνικο

μετζανίνο, μεντζανίνο | ημιώροφος (λόγιο) | mezzanino | ιταλικό

μετζάο, μετζάος, μετζάς, | πατάρι, αμπαταράς, μπατάρι, πατάρ, πάταρο | meza | βενετσιάνικο

μετζάστρα [1934] | μεσίστια σημαία (λόγιο) | mezz asta | ιταλικό

μετζεσόλα [1931], μεντζεσόλα, μετζαρόλα, μετζασιόλα, μετζασόλα, μετζισιόλα, μετζοσιόλα, μετζοσόλα | σόλα, πάτος παπουτσιού | mezze suole | ιταλικό

μετζία, μετζί, μιντζί | αλληλοβοήθεια (λόγιο), αργατιά, γιαρντίμ, γιαρτίμ, γιουργόνας, γιούτος, γιργιόνα, δανικαριά, δανκαριά, μεντάτι, μεντέτ, μεντέτι, μιντάτ, μιντάτι, ξέλαση, παρακαλιά, προσαντίσικα, σεμπριά, σίργιασμα, σιχέριο, σνάλαμα σουνέπαρμα, σουχέριο | meccani | τούρκικο

μετζίτι [1790], μετζίτιον [1614] | μικρό τζαμί | mescit | τούρκικο

μετζιτιέ, μετζήτι [1934], μετζητιές [1934], μετζίνι, μετζίτι [1910], μιτζίτ, μιτζίτι | παλιός ασημένιος παράς | mecidiye | τούρκικο

μετζλίς, μεζλίς, μεζλίσι, μετζιλίχι, μετζλίσι, μιτζιλίσι, | συμβούλιο (λόγιο), κοσούλτο, κουσούλτο, κουνσίλιο, σενάτο | meclis | τούρκικο

μέτζο [1910], μέντζο, [1910], | μισό, μέση / κέντρο | mezo | βενετσιάνικο

μετσιάν | ψέμα, ψευτιά, γιαλάν, ψεφθιά, ψεφτία, ψεφχιά, ψιφτιά, ψόμα, μούσι, μπάφκα, παντζιάρ, παστόκα, παστρόκιο, πόφκα, τριάρ, σκαλέτα | menzogna | ιταλικό

μέτσκα | το ζώο Ursus arctos, αρκούδα, αϊκούδα, άρκο, αρκολαΐνα, άρκος, αρκούα, αρκούδ, αρκούδι, αρκουδιά, αρκουδία, αρκούντα | mečka | σλάβικο

μεχέγκι [1857], μεέγκι [1931] | ασημόπετρα, χρυσακόνι | mehenk | τούρκικο

μεχκεμές, μαχκεμέ, μεκεμές, μαικεμές [1709], μερκεμές, μαχκεμές | δικαστήριο (λόγιο), κριτήριο | mahkeme | τούρκικο

μι [1934] | μουσικός φθόγγος (λόγιο) | mi | ιταλικό

μιζέρια [1910] | αθλιότητα (λόγιο), κακομοιριά | miseria | βενετσιάνικο

μίζερος [1910], μίζιρους | άθλιος (λόγιο), κακομοίρης | misero | βενετσιάνικο

μιζμίζης, μιζμίκης, μιζμίξ, μισμίζης, μισμιτζής, μουζής | γκρινιάρης, γαγκρινιάρης, γκριζάλτς, γκριζιάλτς, γκρίνας, γκρινιάουλας, γκρίνιαρης, γκρινιάρς, γκρινίλος, γκρίντζιαλος, γκριτζιάλας, γρινιάρης, ζανζάρς, μιρλιάρς, μουζουβίρς, μουρμούρας, μουρμούρης, μούρμουρος, νιαγάγς, στρινιάρκος, τσαουνιάρκους τσινιάρης, φαουσιάρης | mızmız | τούρκικο

μιθάλι | παράδειγμα (λόγιο) | misal | τούρκικο

μίκια | αλουμίνι, αφτίλ, αφτίλι, άφτιργιά, άφτρα, άφτρια, άφτριγια, αφτρί, αφτρίδι, αφτρίν, κάφτρα, λουμίνι, λουμπίνι, φιτίλ, φιτίλι, φιτρί, φοτίλι, φτιλ, φτίλι, φτρι, φτρίδι, φτριν | miccia | ιταλικό

μίλε, μίλι [1709] | χίλια | mille | λατινικό

μιλέζιμο [1709] | η χρονιά που έγινε κάτι / το έτος (λόγιο) | millesimo | ιταλικό

μιλέτι [1983], μελέτι, μιλέτ, μιλιέτ, μιλιέτι, μιλλέτι [1934] | η θρησκευτική κοινότητα (λόγιο) / το γένος (λόγιο) | mıllet | τούρκικο

μίλι [1709], μιλιάριον [1614], μίλιον [1614] | «χίλια βήματα» | mille passus | λατινικό

μιλιγκόνι, μελιγγόνι [1931], μελιγγούνι [1934], μελιγκόνι [1910], μελιγκούνι, μελιγούνι, μηλγκόν [1910], μηλιγκόνι [1934], μιλιγκόν | μυρμήγκι, βρουμούσι, βρουμούσκι, δίλκας, κοτσινολίμπουνο, λεμπόνι, λιγκόνι, λίγκουνας, λιμπούνι, λίμπουρας, λίμπουρος, μελίνταγκας, μελίντακας, μελίτακας, μέρμηγκας, μερμήγκι, μερμούτζιι, μερμούτζιιν, μιρμιγκάς, μιρμίκ, μιρμίνγκ, μιρμίνγκα, μουρμούκ, μουρμούκι, μουρμούτς, πιτσιγκόνι, πορδάλα, πορδίλι, σκλίπονας, σκουλιπνιά, τσιούστρα, τσιούχτρα, τσούχτρα | milingonë-a | αλβανικό

μιλίνα, μλίνα [1894] | πίτα με φύλλο | milinka | σλάβικο

μιλιονάριος, μιλιουνίστας, μελιουνιζής | εκατομμυριούχος (λόγιο) | milionario | βενετσιάνικο

μιλιόνι, μελεούν, μελεούνι [1983], μελιούνι, μιλγούν, μιλιούν, μιλιούνι [1709], μιλλιούνι [1910], μιλούνι [1709] | εκατομμύριο (λόγιο) / πλήθος (λόγιο) | millione | ιταλικό

μιλιόρα [1894], μιλιόρι [1894], μλιορ, μπλιορ | πρόβατο ή γίδι που γεννά για πρώτη φορά | mljoră | βλάχικο

μιλίτσια | φρουρά (λόγιο) | milizia | ιταλικό

μιμόζα [1934] | το φυτό Mimosa Pudica | mimosa | ιταλικό

μίνα [1635] | λαγούμι, λαγούμ, λαούμι, ίσβα / υπόνομος (λόγιο), γκάραβους, γκερίζ, γκερίζι, γκερίτζι, γκερτζ, γκερτς, γκιρίζ, γκίρτζι, καναλέτο, κουντούτο | mina | ιταλικό

μιναδόρος [1934], μιναδούρος [1709] | λαγουμιζής, λαγουμιντζής, λαγουμιτζής, λαγουμτζής | minatore | ιταλικό

μιναρές [1709], μουναράς [1709] | ο «πύργος» του τζαμιού | minare | τούρκικο

μινάρω [1635] | υπονομεύω (λόγιο), λαγουμίζω | minare | ιταλικό

μινάτσια | απειλή (λόγιο) | minaccia | ιταλικό

μινέτι, μενέτι, μινέτ | ευγνωμοσύνη (λόγιο) | minnet | τούρκικο

μινιατούρα [1934] | μικρογραφία (λόγιο) | miniatura | ιταλικό

μίνιο [1635], μίνιον [1659] | οξείδιο του μολύβδου (λόγιο), κοκκινάβαρι | minium | λατινικό

μινίστρος [1790] | υπουργός (λόγιο) | ministro | ιταλικό

μινόρε [1934] | ελάσσων - μουσικός όρος (λόγιο) | minore | ιταλικό

μινουΐρω | ελαττώνω (λόγιο) | minuire | ιταλικό

μινούτα | σχέδιο, σημείωση | minuta | ιταλικό

μινούτο [1931], μενούτο | λεπτό (λόγιο) | minuto | ιταλικό

μινούτσια | λεπτομέρεια (λόγιο) | minutezza | ιταλικό

μιντέρι [1910], μεντέρ, μεντέρι [1709], μιντάρι, μιντέρ, μιντέρε, μιντές, μντερ, | χαμηλός καναπές | minder | τούρκικο

μίρα [1910] | στόχαστρο (λόγιο) | mira | ιταλικό

μιράκολο, μιράκουλο | θαύμα (λόγιο), θάγμα, θαγματούρι, θάμα, θάμαν, θαμαντουρία, θάμασμα, θάφμασμα, θιάμα, μουτζιζές, χάμαν | miracolo | ιταλικό

μιρακολόζος, μιρακουλόζος | θαυμάσιος (λόγιο), θαμάσιος / θαυματουργός (λόγιο), θαματουργός | miracoloso | ιταλικό

μιραλάης | συνταγματάρχης (λόγιο), κολονέλος | mıralay | τούρκικο

μιράρω [1894] | βλέπω, αβλέπου, αβλέπω, αμπλέπω, βλεπάω, βλεπίζω, βλέπου, βλέω, βλιέπου, βρέπου, γλέπου, γλέπω, γλέφω, γλιέπου, γλιέπω, γρέβω, δλέπου, δλιέπου, εβλέπω, εγλέπω, ελέπω, εμβλέπω, εμπλέπω, ζντιράω θωρώ, ιβλέπω, ιγλέπω, ιδέτσω, ιμπλέπω κοζάρω, κοζιάρω, λέπου, λέπω, λιέπω, λογιάζω, λουγιάζου, λουιάζου, μπλέπω, τιράου, τιράω, τράου, τράω, τρω, φλέπω, φουτάου | mirare | ιταλικό

μισέρ [1614] | αφέντης, κύρης | misser | ιταλικό

μισεύγω [1659], μισεύω [1635], μισσεύγω [1894], μισσεύω [1894], | ξενιτεύομαι | missa | λατινικό

μισιονάριος [1962] | ιεραπόστολος (λόγιο) | missionarius | λατινικό

μισίρ, μισίρι, μισιριά, μισίρια, | το φυτό Zea mays, ααπόσταου, αραποσίκι, αραποσίταρο, αραποσίταρου, αραποσίτι, αραπόσταρο, αραπουσίτ, αστάκι, βλαχόσταρο, καλαμβόκι, καλαμοσίταρο, καλαμπόκ, καλαμπόκι, καλαμπούκ, καλαμπούκι, καμπότζι, κοτός, κουκουνάρα, κουκουρούτσι, λαζούδι, λιανοκαλάμποκο, μωροσίτο, ξενικό, ξενικοσίταρο, ραμπουσίτι, ραποσίταρο, ραποσίτι, σιταροπούλα, σίταρος | mısır | τούρκικο

μισίρκα [1894], μισίρα, μισίρι, μισίρκι [1894], μισίρκους, μίσιρκους, μουσούρι, μσίρκους, μψίρκους | το πουλί Meleagris gallopavo, γάλα, γαλί, γαλίνα, γάλισα, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλος, γάλους, γάλτσα, γοργονάκι, διάνα, διάνος, κάκνα, κακνί, κακνιά, κνόγαλου, κούβος, κούλκα, κούρκα, κουρκάνος, κούρκας, κούρκος, κούρκους, μπιμπίλ, τούρκος, τούρκους | misirka | σλάβικο

μισκίνης, μισκίνς, μεσκίνης | λεπρός, κελεφός, λιπρός, λοβιάρης λουβιάρης λουβιάρς, λουβός, τζιελεφός / κράσταβος, κράστας, λιτζιάρης, ψόραβους, ψουριάς, ψωριάρης, ψωρίλας, ψωρίλος | miskin | τούρκικο

μίσκιο | κάποιο πανί του αργαλειού | mischio | βενετσιάνικο

μιστράς | πιοτό από γλυκάνισο | mistra | βενετσιάνικο

μιτάνι | γιλέκο με κοντά μανίκια | mintan | τούρκικο

μιτάτο [1931], μητάτο [1894], μητάτον [1688], μιτάτον [1614], μιτάτος, μτάτο | κατάλυμα (λόγιο)   | metatum | λατινικό

μνημούρι [1635], μνημόρι [1983], μνημούρια (τα) [1614], μνιμόρ, μνιμόρι, μνιμούρ, μορμούρ | τάφος, κιβούρ, κιβούρι, λιμόρι, λμορ, μεζάρι | memorium | λατινικό

μοβίρω [1709], μουβάρω, μουβιάζω [1894] | μετακινώ (λόγιο), κουνώ, ταράζω | mover | βενετσιάνικο

μόγανο | ξύλο μαόνι | mogano | βενετσιάνικο

μόδα [1837], μόντα | συρμός (λόγιο), νεωτερισμός (λόγιο) | moda | ιταλικό

μόδι [1857], μοδ, μόδης [1614], μόδιν [1688], μόδιον [1709], μόδιος [1934], μούδιν | μέτρο χωρητικότητας (λόγιο) | modo | βενετσιάνικο

μόδος [1614], μόδα [1709], μόδο [1894] | τρόπος, τέχνη | modus | λατινικό

μόδουλα | μάρκα καζίνου | modula | βενετσιάνικο

μοκασίνι | παπούτσι δίχως κορδόνια και με λίγο (η καθόλου) τακούνι | mocassino | ιταλικό

μόλα | ελατήριο (λόγιο) | molla | ιταλικό

μόλαβος, μόλαβους, μόλιαβους | παρακλητικός | moleben | σλάβικο

μολάρω [1709], μολάω, μολέρνω, μολέρω, μουλάω, μουλέρνου | αμολάρω, αμολάω, αμολέρνω, αμολώ, αμουλάω, αμουλέρνου, αμουλέρνω, αμπολάρου, αμπολάω, απιλάρου, απολάρω, απολέρνου, απολέρνω, απολνώ, απουλνώ, γιαμουλντάου, μπουσλαντώ, ντόνω, ξαμολάω, ξαμολώ, ξαμουλάου, ξαμουλέρνου, ξαπολάω, ξαπολνάω, ξαπολνώ, ξαπολώ, ξιαπουλνώ, πολάρω, πολέρνω, πολέρω | molar | βενετσιάνικο

μολέτα [1709] | διλάβι, μασά, μάσα, μασάς, μάσας, μασιά, μάσια, μασιάς, μάσιας, μασκιά, μαχιά, σιδαβλιστίρι, σιδάβλιστρο, σίδαβλο, σίντραβλο τζμπίδ, τζμπίδα, τσιμπίδ, τσιμπίδα, τσιμπίδι, τσιμπίστα, τσιμπίστρα | moleta | βενετσιάνικο

μόλιτσα [1894], μολίτσα [1894], μόλτσα [1894], μόλτσια, μόλυζα [1894], μόλυτσα [1837] | το έντομο Tinea pellionella, σκόρος, βότριδα, βοτρίδ, βότρια, βουτρίδα, βρουτίδα, θέσα, φνίκι | molec | σλάβικο

μολιφικάρω | μαλακώνω | mollificare | ιταλικό

μόλος [1688], μώλος [1688], μόλο [1894] | μουράγιο, προκυμαία (λόγο) | moles | λατινικό

μόλτο | πολύ | molto | βενετσιάνικο

μομέντο [1894], μουμέντο, μουμέντι | στιγμή (λόγιο) | momento | βενετσιάνικο

μόμπιλε, μόμαλα, μόμιλα, μόμπιλα (τα) [1894], μομπίλια, μοπιλτά | τα έπιπλα (λόγιο) | mobile | βενετσιάνικο

μονέδα [1635] | νόμισμα (λόγιο), παράς | moneta | ιταλικό

μονεδάρης [1659] | τραπεζίτης (λόγιο) | monetario | ιταλικό

μονετσιά [1894], μονετζιά (τα) | μπαρουτόσκαγια, μπαρουτόσκαγα | monizioni | βενετσιάνικο

μονουμέντο | μνημείο (λόγιο) | monumento | ιταλικό

μοντάρω [1894], μοντέρω [1894], μονιτάρω [1894] | συναρμολογώ (λόγιο) | montar | βενετσιάνικο

μόντε, μόντες | σωρός, στίβα | monte | βενετσιάνικο

μοντέλο [1931], μοδέλο [1907] | πρότυπο (λόγιο), υπόδειγμα (λόγιο) | modelo | βενετσιάνικο

μοντέρνος [1934], μοδέρνος [1934] | σύγχρονος (λόγιο) | moderno | ιταλικό

μόρα [1894], μοριά [1894], μόρια [1894], μώρα [1790] | εφιάλτης (λόγιο) αβάραχνους, αβραχνάς, αγριπνάς, αριφνάς, βαραχνάς, βαραχτάς, βαριπνάς, βαριχνάς, βαριχνιάς, βραγνιάς, βραφνάς, βραχνάς, βραχνιάς, βραχνός, γαριπνάς, θαβάρα, σβαριχνάς, σβραχνάς | mora | σλάβικο

μοραλίστας | ηθικολόγος (λόγιο) | moralista | ιταλικό

μόρβα | αρρώστια των σκυλιών: μάλη, σακαΐ, σαρατζάς | morva | ιταλικό

μοργάρω [1894], μορογάρω [1894] | αργώ, ακιρίζουμι, αξαργού, αξαργώ, αργάω, αργίζου, αργίζω, αργίου, αργιώ, αργού, αρκώ, ξαργώ, πελαρκώ, περαρκώ, ργίζω | remora | βενετσιάνικο

μοριούνι [1709] | τζελάδα, σιδερόσκουφα, περικεφαλαία (λόγιο) | morione | ιταλικό

μορκάτο [1931], μορκάτον [1709], μουρκάτα (τα) | επιληψία (λόγιο), αγέρι, αδερφικόν, αμίλητο, απολιψία, απουλιψία, γλικί γλικιά τα, καλά (τα), καλάτου (τα), κόπος, λάβωμα, λάομαν, λαομάρα, ντέρτι, ξορκισμένη, ξωτικό, σάρα, σουσουλιασμός, φεγκάρκασμαν, φλότο, φτασά, χαλ, χούι | malcaduto | βενετσιάνικο

μορόζος | αγαπητικός, ααπιτικός, αγαπιτικό, αγαπιτκός, αγαπκός, αγαπός, αγαπτικός, αγαφτικός, αϊγαπιτικός, αμοράτος, αμορόζος, αμορούντζος, αμουρίζος, αμουρούζος, αργολάβος, ασίκης, ασίξ, ασίτσης, ασούχς, γαπιτικός, γαπτικός, γιαβουκλής, γιαβουκλούς, γιαβουκλός, γιακής, γιακλής, γιαουκλής, γιαουκλούς, γιαράνης, γιαρένης, γιαρένς, γιαρέντης, γιαρέντς, γιαρίνης, γιερένης, γιερέντης, γιρέντς, γκαντζέλος, γκόμενος, γκόμινος, γκόμινους, κάφκος, κούκος, λεγάμενος, λιγάμινους | amoroso | βενετσιάνικο

μόρος [1894], μόρικος, [1790] | αράπης, αάψ, αράκη, αράμπης, αράπφης, αράψ, μάβρους, μαύρος | moro | βενετσιάνικο

μοροφίντο | ψευτότοιχος, μεσότοιχο, γιούκερ, καλαμωτή, μεσάντρα, μεσοτίχι, μεσοφούντι, μισάντρα, μισιά, μισουτίχ, μπαγδαντί, μπαγδατί, μπαγλαντί, νοφαΐτης, ντουσιμές, παρέ, πλουκαριά, τρεμέντζο, τσασμάς, τσατιμάς, τσατμάς, τσιατμάς, τσιατουμάς | muro finto | ιταλικό

μόρσα | μέγγενη, μεγγενές, μέγγενες, μέγκινης | morsa | ιταλικό

μόρσο, μόρσον [1709], μόρσα | γκέμι, γέμι, γκεμ, γκίμι, κεμ, κέμι, τζέμι, χαλινάρι, χαλινός, χαλνάρ, χαλνές χαλνός | morso | βενετσιάνικο

μορταδέλα [1934], μουρταδέλα [1934], μορταντέλα [1995] | σαλάμι από κρέας γουρουνιού και μικρά κομμάτια λαρδί | mortadella | ιταλικό

μόρτης [1709] | νεκροθάφτης / αλανιάρης, μάγκας, παλικαράς | beccamorti | ιταλικό

μόρτο | πεθαμένος, ψόφιος | morto | ιταλικό

μορτόριο, μουρτόριο | κηδεία (λόγιο), θανή, λείψανο, λίψιανο, ξόδι, παράχουμα, παράχωμα, | mortorio | ιταλικό

μοσκαρδίνι | φυτά του γένους Calentula, καμάκι, κιτρινολούλουδο, νεκρολούλουδο, πετινόχορτο, τσεντσέλι | moscardino | ιταλικό

μοσκάτο [1635], μοσκάτον [1790], μοσχάτο, μοσχάτον [1857] | όνομα σταφυλιού και κρασιού / λέγεται και μισκέτι ή μισκέτ (από το τούρκικο misket) | moscato | ιταλικό

μοσκέρα, μσκέτου | το φανάρι για τα φαγιά | moscaiola | ιταλικό

μοσκετάρω, μουσκετάρω | ντουφεκίζω, ντουφεκώ, τουφεκάου, τουφεκάω, τουφεκίζω, τφεκάω, τφικάου, τφικώ | moschettare | ιταλικό

μοσκέτο, μουσκέτο [1894], | ντουφέκι, ντουφέκ, τουφέκι, τουφέκ | moschetto | ιταλικό

μόσκος [1837], μόσκους, μόσχος [1688], μόσχους | βαλσαμέλαιο (λόγιο) | moschus | λατινικό

μόστρα [1709] | επίδειξη (λόγιο) | mostra | ιταλικό

μοστράρω | επιδεικνύω (λόγιο) | mostrare | ιταλικό

μόστρο [1709], μόνστρο, μόστρον [1688] | ασχημομούρης, ασχημόφατσα | mostro | ιταλικό

μοτίβο [1934] | μουσικό θέμα (λόγιο) | motivo | βενετσιάνικο

μοτίκα [1894] | δικέλλα, δικέλλι, δικέλ, δικούλ, δικούλι, δκελ, δκουλ, δτσιελ θκελ, θκέλι, τκέλ, φκέλ, φκέλι | motika | σλάβικο

μότο | νεύμα (λόγιο) | moto | ιταλικό

μοτόρι [1983] | μοτέρ | motore | ιταλικό

μοτσέρνω | στιγματίζω (λόγιο) | macchiare | ιταλικό

μοτσιάρα, μουρτσακό, μουτσαλκό, μουτσάρα, μουτσαρκό, μουτσιάλα, μουτσιάρα | το χωράφι που βαστάει νερό: βαρικό, βαρικόδιο, βαρικοτό, βαρικούσιο, βαρκό, βάρκο, βαρκοτό, ρκο | močar | σλάβικο

μουαβίνης, μουαβίνς | βοηθός, βουιθός, βουιθός | muavin | τούρκικο

μουαγενές | εξέταση (λόγιο) | muaye | τούρκικο

μουγγρί [1790], μουγκρί [1709] | το ψάρι Conger conger, γόγκρος, γρόγκα, γρόγκος, δρογκός, δρόγκος, κόγκρος | mığrı | magri | τούρκικο

μουγκρός [1709] | υγρός (λόγιο), ογρός, ουγρός | mokar | σλάβικο

μούγκρος [1894] | μπουμπούκι, βαβίλα, βαβούλ, βαβούλα, βαβούλι, βαβούλιν, βάβουλο, βαγούλιν, γιοντζές, γκοντζές, γκοντσές, γοντζές, γοντσές, κονσές, κοντζάς, κοντζές, κοντσάς, κοντσές, κοτζές, κουντσές, κουρούμπιν, κουτσί, κρουντζ | mugur | βλάχικο

μούδα [1934], μούδο [1995] | ή μουδόσκοινο ~ σκοινιά που ράβονται αράδα στα πανιά, για να τα μαζεύουν | muda | βενετσιάνικο

μουδάντες | σώβρακο | mutande | ιταλικό

μουδάρω [1934] | δένω τις μούδες | mudar | βενετσιάνικο

μουδίρης, μιντούρς, μουντίρης, μουντίρς, μουσίρης | διοικητής (λόγιο) | müdür | τούρκικο

μουεζίνης [1931], μεζίνης [1709] | εκείνος που θυμίζει στους μουσουλμάνους, από το μιναρέ, την ώρα της προσευχής | müezzin | τούρκικο

μουζαβιρλίκ, μουζαβιρλίκι, μουζεβερλίκι | κάρφωμα ρουφιανιά, ρουφιανιλίκι, σπιουνιά, σπλουνιά, χαφιεδιλίκι, | müzevirlik | τούρκικο

μουζεβίρης [1934], μιζαφίρς, μουζαβίρης, μουζαβιρλής, μουζαβίρς, μουζεβίρς, μουζεφίρης, μουτζεβίρης [1931], | καρφί ρουφιάνος, ροφιάνος, σπιούνος, χαφιές, | müzevir | τούρκικο

μούζικα | μουσική (λόγιο) | musica | βενετσιάνικο

μουζικάντης [1931], μουζικάντες, μουσικάντης [1934], | οργανοπαίκτης (λόγιο) | musicante | βενετσιάνικο

μουζουκτσουλούκι | ζαβολιά, ζαβιά, ζαβουλιά, καντζικιά, κατσακλίκ, κατσουκανιά, χλετζά | mızıkçılık | τούρκικο

μουκαβάς [1790], μακαβάς, μπακαβάς, μπουκαβάς, [1931] | χαρτόνι, γκαμπάθκο, καρτόν καρτόνι, πενατζίιν, χαρτόν | mukavva | τούρκικο

μουκαγέτης, μουκαγέτς, μουκαγιάτης, μουκαέτης, μουκαέτς | καταγραφέας (λόγιο), γραμματικός | mukayyit | τούρκικο

μουκαλίτης [1857] | μίμος (λόγιο) | mukallit | τούρκικο

μουκατά, μουκατάς [1709], μακαέτι | φόρος γης | mukataa | τούρκικο

μούκιο | στοίβα | mucchio | ιταλικό

μούλα [1688] | βορδόνα, βορτόνα, μουλάρα, μούσκα | mula | λατινικό

μουλαζίμης, μουλαζίμς | ανθυπολοχαγός (λόγιο) | mülazım | τούρκικο

μουλαΐμης, μουλαΐμς, μουλαΐμικος, μουλαΐμκος, μουλαΐμκους | καλόβολος | mülayim | τούρκικο

μουλάρι [1635], μλαρ, μλάρι, μουλάρ, μουλάρη [1614], μουλάριον [1614], μούλος [1688], μπλαρ, μπλάρι | βορδόν, βόρδονας, βορδόνι, βορδόνιν, βόρδος, βορντόν, βορτόν, βορτόνιν, βόρτος, βουρδόν, βουρντόν, βουρντόνι, βουρντούνι, βουρτόνι, γορδόνι, μουρδόνι, μουρτζής, ντουγάν, ορδόνι, σβόρδονας | mulus | λατινικό

μουλάς [1709], μολάς [1995] | ιεροδίκης (λόγιο) | molla | τούρκικο

μούλια, μλια, μλιουδ | μούσκεμα, βουτάκι, ζούπα, καφτσί, κλιτσίκι, κναβ, κναδ, λούζα, λούμαν, λούστρα, λούστρους, λούτσα, μόσκεμα, μοσκίδι, μόσκιο, μουσγούδ, μουσκίδι, μούσκιο, μούσκιομα, μπλιόγκους, μπλιόντα, μπλιούρι, μσγουδ, ντούνα, παπί, παπίδ, παπίδι, πατσί, πατσούρα, πιστίλ, πιστίλι, πιτούμι, πιτσίλι, πλιατσάρα, πλιμάδι, πλιόκα, πλιτάρ, πλουτούμ, σκλίδα, σούρωμα, στίπα, τούνα, τσίτσα, τσούπλα | molle | ιταλικό

μούλκι [1709], μουλκ, μούλκια (τα) [1614], μούρκι [1931] | κτήμα (λόγιο) / ιδιοκτησία (λόγιο), το βιος | mülk | τούρκικο

μούλος [1790], μούλικο, μούλκος, μούλκους, μούλε | αρπαξιμιός, κόπελας, κοπέλι, κόπελος, κουπέλ, κουπέλι, μουλόσπαρμα, μπαράκι μπαστάρδικος, μπαστάρδος, μπάσταρδος, μπαστί, μπάστος, πίτσικος, πίτσκος, σβέρδονας, σμερδός | mulus | λατινικό

μουλτεζίμης, μουλτεζίμς | εκμισθωτής φόρων (λόγιο) | mültezim | τούρκικο

μουμεντάνια | ακαριαία (λόγιο) | momentaneamente | ιταλικό

μούμια [1688] | πτώμα που έχει βαλσαμωθεί | mumia | βενετσιάνικο

μουμπασίρης, μουμπασίρς | κλητήρας (λόγιο) | mübaşir | τούρκικο

μουμτζής | κηροποιός (λόγιο), τζιερουλάς | mumcu | τούρκικο

μούνα [1635] | μαϊμού, μαεμού μαϊμόν, μαϊμούνα, μαϊμούνι, μαμούν | monna | ιταλικό

μουναφούκης, μαναφλίκας, μουναφούξ, | διπρόσωπος, δίμουρος, διμούτσουνος | münafık | τούρκικο

μουνί [1709], μουνή [1614], μούνο [1894], μούνος [1894], μούνους [1910], μνι | αμτζίκ, απουριά, γκομπλίτσα, κίστε, κράνι, μουτζό, παπούρ, παπούρ, πουτί, πούτκα, πούτος, πράμα, σιστί, τρύπα, φουσίν, χάβαρο, χαβάρου, χαλόν, χίστος, χίστρο | mona | βενετσιάνικο

μουνιτζιπαλιτά | δήμος (λόγιο) | municipalità | ιταλικό

μουντάνια (τα) | βουνά | montagna | ιταλικό

μουντός [1857], μουνδός [1894], μντος | θολός, θελός, μουρδός, | m’ten | σλάβικο

μουντουβίνα | ρακόμελο | modovino | σλάβικο

μούρα [1934] | πρόπους ιστίου (λόγιο) | mura | ιταλικό

μουράγιο [1931] | μόλος, μόλο, προκυμαία (λόγιο) | muraglia | ιταλικό

μουράρος [1659] | χτίστης, γιαπατζής, γιαπιζής, γιαπουτζής, γιαπουτσής πετράς, πιτράς, | murarius | λατινικό

μουράτι | επιδίωξη (λόγιο) | murat | τούρκικο

μούργα [1790], μούρκα [1894], μούργκα, μούρδα [1910] | αμούρ, αμούργα, αμούργη, ζούρα, καθούλιαση, καράπουσας, κατακάθ, κατακάθι, καταπάτι, κατσακούρα, λουν, λούνι, μούντερες, μούτιλ, μπατάκι, ντάρα, πατάλαδα, πατοσόρι, ποκαθούλιαση, πουσάς, ρούπος, σιλιμούργι, τάρα, τζιίζουρος, τζιιουρούα, τζούρα, τρίκα, τρικιά, τσέρτσολο | amurca | λατινικό

μούργος [1894], μόργκας, μόργκου, μοργός [1894], μούργας, μούργκας, μούργκος [1894], μουργκός [1910], μούργκους, μούργο, μουργός [1894], μούργους, μούρτζιους [1894], μούρτζος [1894] | σκοτεινός, σκούρος, μελαψός | mr’k | σλάβικο

μουρέλος | μαυριδερός | morelo | βενετσιάνικο

μούρη [1635], μούρι [1709] | μούτρα, μούτρο, μούτρου, μούτσα, μούτσανο, μούτσκα μούτσνο, μούτσνου, μουτσούν, μουτσούνα, μούτσουνο, μτσούδια, μτσούνα, πρόσουπος, πρόσουπου, πρόσωπο, σούκαλα, σούκαλου, σουράτ, σουρλάς, τσιχρές, φάτο, φάτσα | murro | ιταλικό

μουρλός [1931], μούρλιακας, μερελός | αλλοπαρμένος, αλαλιασμένος, απόλολος, αρκόπελλος, ατσίκστους, αφορμάρης, βένιας, βουρλισμένος, βουρλός, βούρλους, γαουρόπελος, εξίκης, ζαβέας, ζάβιακας, ζαβός, ζαλιάρκος, ζαλοβροντισμένος, ζαλοκουνισμένος, ζαντός, ζιζής, ζουρλοκαμπιέρης, ζουρλός, θεόλολος, θεόμουρλος, θεοπάλαβος, θεόπελος, θεότρελος, ιμπούης, ιξίκης, κατάπελος, κατσικλής, κουζουλός, κουνημένος, κουρλός, κουσουλός, κρουνς, λάλος, λελός, λουλός, λουλουπαντιέρα, λωλός, μαλαφισμένος, μουρλός, μουρουπάλαβους, μπατσολάδος, μσόσιουρδους, ντελής, ντελία, ντιλής, ντούρλιας, ξελολαμένος ξεπαρμένος, ξέτρελος, ξίκους, οός, παθμένους, παλαβιάρης, παλαβός, παλαβουντάνς, παλάβρας, παλάβρατζης, παπαλός, παρακουζουλός, παράουρος, παρασάνταλος, παρμένος, πελελός, πελός, σαλεμένος, σαλός, σαμουρλός, σελός, σιαμουρλός, σκαρτάδος, σμπερλάδος, τερλός, τρέλης, τρέλιακας, τρελοκαμπιέρης, τρελός, τροζός, τσακούρς, τσούλους, φεγγαριάτικος, φεγγιάρης, φουρλαΐδας | murlon | βενετσιάνικο

μουρμούρα [1790], μιρμουρχτό, μουρμουρητό, μουρμουρητόν [1857], μουρμούρισμα [1635] | ψιθυρισμός (λόγιο) | murmur | λατινικό

μουρμουράω [1934], μουρμουρίζου, μουρμουρίζω [1635], μουρμουρώ, | ψιθυρίζω (λόγιο) | murmuro | λατινικό

μουρντάρης [1931], μουρδάρης [1709], μουρδάρις [1894], μουδράρης, μουρντάρς, μιρντάρης, μιρντάρς, μουντάρτς, μουρτάρης, μουτάρτς | βρομιάρης, βόομκους, βρομάρις, βρομάρτς, βρομερός, βρόμικος, βρόμιος, βρόμιους, βρόμκους, βρομνιάρης, βρόμνικος, βρόμνιος, βρόμνιους, βρουμιάρς, βρουμιρός / (για παντρεμένους) γκομενάκιας, γκομενιάρης | murdar | τούρκικο

μούρο, μουριόνι | τοίχος, μάντρα, ντβαρ, ντβάρι, ντουβάρ, ντουβάρι, τουβάρ, τουβάρι | muro | ιταλικό

μουρούνα [1709], μορώνα [1709], μουρίνα | το ψάρι Gadus morhua, σμύρνα | morona | ιταλικό

μούρσα | ψοφίμι, αλιές, θρασίμ, θρασίμι, κάρμα, καρόνιας, λες, λέση, λέσι, λέσιο, λέχι, λιες, ψουφίμ, ψόφεμαν | m’rsha | σλάβικο

μούρσια [1894] | το έντομο Pediculus capitis, ψείρα, μιλιόρα, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα | morr-i | αλβανικό

μουρτάρι [1659], μορτάρι [1614], μορτάρ, μουρτάρ, μουρτάριν [1688], | γουδί, γδι, γδιν, γκντιν, γντι, γουδίν, γτι, γτιν, εγδέν, εγδή, έγδη, εγδί, εγδίν, ιγδί, ιγδίν, ικδίν, κούτλους, λουμί, μπόμπα, ντιμπέκ, ντουμπέκι, ντουπέκ, ογδί, στουμπέκι, στουμπέτς, στούμπους, χαβάν χαβάνι, χτι, χτιν | mortarium | λατινικό

μουρτάτης [1934], μουρτάτς | μουσουλμάνος που αλλάζει θρησκεία | mürted | τούρκικο

μουσακάς [1910] | φαγητό ταψιού με μελιτζάνες, κιμά, πατάτες, κρεμμύδια, τυρί, τριμμένη ντομάτα, λάδι και μπεσαμέλ | musakka | τούρκικο

μουσαμάς [1790], μουσαμαδιά [1931] | νιτσεράδα                                          | muşamba | τούρκικο

μουσάντρα [1857], μεσάνταρας, μεσάντρα [1910], μεσάντρια, μεσάντριγια, μισάντιρα, μισάντρα [1934], μισάντρια, μουσάντερα [1857], μουσάντριγια, μσάντρα, μσουνταράς | ντουλάπα μέσα στον τοίχο | musandıra | τούρκικο

μουσαριόλα, μουζαριόλα | φίμωτρο (λόγιο), γαβασιά, γιαβασιά, γιουργάθι, κανιά, κιμός, μοστούχι, μουργιόνι, μουριά, μουρίστρα, μούριστρο, μουσέλι (: musello, ιταλικό), μουστούχα, μουστούχι, μουστρούχα, μουστρούχι, μπουρλούκι, τζιιμός / για τα βόδια: βοϊδόστομα βόστομα, βοστομίδα, βουδόστομα, βουδούστουμα, βούστομα, βουστομίδα | museruola | βενετσιάνικο

μουσαφίρης [1709], μισαφίρης, μισαφούρ, μουσαφίρς, μσαφίρ | επισκέπτης (λόγιο) | misafir | τούρκικο

μουσαφιρλίκι [1910], μουσαφερλίκια (τα) [1931], μουσαφιριά [1931], μουσαφιριό, μουσαφιρλίκ | επίσκεψη (λόγιο), αβίζιτα, βίζιτα, βίζιτο, βίζντα, βίζτα, βίσδα, γειτόνεμα, γιτόνιο, γιτουνιά, γτίνμα, γτόνεμα, γτόνιμα, ζιαρέτι, ιτόνιμα, μπασιά, χτόνιμα | misafirlik | τούρκικο

μούσγα, μούσγκα, μούζγα, μούζγκα | τόπος που έχει νερά / υγρασία (λόγιο) | muzga | σλάβικο

μουσίρης [1934] | στρατάρχης (λόγιο) | müşir | τούρκικο

μουσίτσα [1894], μουστίτσα [1894], μσίτσα [1894] | μυγάκι, σκνίπα | mušica | σλάβικο

μουσκάς | νουσκάς, φυλαχτό για το μάτιασμα (μέσα έχει χαρτάκι με μαγικά λόγια) | nüsha | τούρκικο

μούσκλα [1894], μούσκουλο [1962], μούσκλο | μύωνας (λόγιο), ποντίκι | musculus | λατινικό

μούσκλο [1934], μούσκλα, μούσκλι [1934], μούσκλος, μούσκο, μούσκουλη [1857], μούσκουλο [1934], μούσκρος [1910], μούσκρου | βρύο, αβρί, αβριά, αβρία, αβριγιά, βιργιό, βιργιός, βρι, βριά, βρία, βριγιά, βριγιό, βριν, βριό, βρίον, βριός, εβριά, εβριό, εβριός, μοχός, μπρίο, οβκός, οβρή, οβρί, οβριά, οβρία, οβριγιά, οβριγιός, οβρίο, όβριο, οβριός, όβριου, ουβριά, ούβριου, φρίο | muscus | λατινικό

μουσλούκι [1857], μουσλούκ, μουσουλούκι [1934] | κάνουλα, κανέλα, κάνολα, κάνουλας, κόρνος, μπουρμάς, μπουτσνάρ, ντίλους, σουρούκ, στριφτάρ | musluk | τούρκικο

μουσούδα [1894], μουσούδι [1790], μουσούδ, μούζο | ζουρνάς, σουρλάς | muso | βενετσιάνικο

μουσουλμάνος [1910], μουσουλμάνοι [1688], μουλσουμάνοι [1688] | μωαμεθανός (λόγιο) | müslüman | τούρκικο

μουσουμπέτης, μουσουμπέτς, μουσουμπέτικος | κακομοίρης, άζουδος, άμερες, άμιρε, άμοιρος, άμπαχτος, άμρους, ανάμιρος, ανέμιρος, αρίζικος, αρίζκος, αρίζκους, αρίσκος, αρίσκους, άτυχος, ατχέ, άτχους, βαργκιόμιρος, βαριομίρης, βαριόμιρους, βαριόμοιρος, βαριορίζικος, βαριορίζικους, βαρόμιρος, ζαβαλής, ζάβαλης, ζάβαλος, κακογραμμένος, κακομίτσης, κακόμοιρος, κακορίζικος, κακορίζκος, κακόσορτος, κακότυχος, κακουμίρς, κακουρίζικους, καψερός, καψιρός, κρούνης, μαβρορίζικος, μπράχαρος, ρίσκους, σκουτνός, σκουτός, σκρούμπαβους | musibetli | τούρκικο

μούστα, μουστέα | γροθιά, βροθιά, βρόθος, βρόθους, βροτθιά, βρότθος, βρότος, βρουθιά, γκουρθεά, γκροθέα, γκροθιά, γκρόθος, γκρόθους, γκρότο, γκρουθιά, γλοθιά, γλόθος, γλοτθιά, γλότος, γόουθους, γορχιά, γουουθιά, γούρθα, γουρθεά, γουρθέα, γουρθιά, γούρτα, γουρτέα, γουρτία, γρογχιά, γρόδιτος, γροδκιά, γροθέ, γροθέα, γροθιά, γροθία, γροθκιά, γρόθο, γρόθος, γρόθους, γρόθτος, γροθτσιά, γροϊθιά, γροκιά, γροκτιά, γρόκτος, γροκχιά, γρόπος, γρότε, γροτθιά, γροτθία, γρότθο, γρότθος, γροτιά, γροτία, γρότο, γρότος, γροτσιά, γρουθά, γρουθεά, γρουθιά, γρουτέα, γρουτία, γροφιά, γροχιά, γροχτιά, γρόχτος, δροθκιά, δρόθος, δροκχιά, δρόχος, κορχιά, κροθιά, ουρθεά, σγροθιά, χουρτέα | muşta | τούρκικο

μουστάρδα [1635] | χαρδάλι | mostarda | ιταλικό

μουστέλα [1934] | το ζώο Mustela martes, αζίδα, ατζίδα, ατσδά, ατσία, ατσίδ, ατσίδα, ατσίδι, ζεπίρα, ζουρίδα, κναβ, κνάβι, κουνάβι, κουνάδι, σαμσάρι, σανξάρους, σανσάρ | mustela | ιταλικό

μουστερής [1837], μιστιρής, μουστιρής, μουστουρής, μστερής | πελάτης (λόγιο), αβεντόρος, αγοραστής, αγοραστιός, αγουραστής, ψουνιστής, ψωνιστής, | müşteri | τούρκικο

μουστεσάρης, μουστεσάρς | υφυπουργός (λόγιο) | müsteşar | τούρκικο

μουστιρέκ, μοστιρέκ | καμπινές, αγκεός, αγκέους, αλαμπάντα, αναγκαίο, αναγκαίον, αναγκαίος, αναγκέου, ανάγκη, αναγκιό, αναγκιόν, ανάπαψη, ανατζέο, ανατζέος, ανάτζη, ανατζιέος, ανγκέους, απόπατους, απουπάτ, απουπάτι, αχαλές, γκαμπινές, καμπινέ, κενέφ, κενέφι, κινέφι, λάτρινα, λετρίνα, λέτρινα, μέρος, μέρους, παρακέλι, πόρεψη, χαλέ, χαλές, χεζουριό, χεστερή, χρεία, χριγιά, χρίγια | müsterah | τούρκικο

μούστος [1614], μούστους | γλεύκος (λόγιο) | mosto | ιταλικό

μουστουλίκι [1709], μουστουλούκι [1709], μουστουλίκια (τα), μουσδελήκια (τα) [1857] | τα καλά νέα, τα συχαρίκια | muştu | τούρκικο

μουτ | ελπίδα, ολπίδα, ομούτ, ομούτι, ορπία, ορπίδα, ουμούτ, ουμούτι | umut | τούρκικο

μουτασαρίφης, μουτασερίφης, μουτεσαρίφης [1934] | έπαρχος (λόγιο) | mutasarrıf | τούρκικο

μουτάφι, μιτάφι, μταφ, | βούλια, βούργα, βουργιά, βούργια, βουργιάλι, βούργκα, βουργκάλι, βούρκα, βρουγιά, γούργια, ντορβάς, ντουράς, ντρουρβάς, ούργια, στράιστο, ταγάρ, ταγάρι, τορβάς, τουβράς, τουρβάς, τράιστιο, τράιστο, τράιστρο, τράστο, τρουβάς | mutaf | τούρκικο

μουτεβελής [1709] | επιστάτης (λόγιο) / επίτροπος (λόγιο) | mütevelli | τούρκικο

μουτζιζές | θαύμα (λόγιο), θάγμα, θαγματούρι, θάμα, θάμαν, θαμαντουρία, θάμασμα, θάφμασμα, θιάμα, μιράκολο, μιράκουλο, χάμαν | mucize | τούρκικο

μουτής | υπάκουος (λόγιο) | muti | τούρκικο

μούτι | σκατά (τα), αθρωπέα, γκουσιέρα (τα) κακά (τα), κάκα (τα), κουράδα, κούσπα, κούτσουλος, μαγάρα, μαγαρισιά, μαγαρσιά, σταλίκια / από κόψιμο, νερουλά: τσαρτσάλια, τσαρτσαλίδες, τσέρλα, τσερλιό, τσέρλο, τσίρλα, τσιρλιό, τσιούρλα | mut | αλβανικό

μούτλακα, μουτλάκ, μούτλακ, μουτλάκου, μουτλιάκ, μουτουλάκ | δίχως άλλο, σίγουρα | mutlaka | τούρκικο

μούτος [1894], μούτους [1910] | μουγγός, βοβάτος, βοβός, βοός, βος, βουβάτος, βουβό, βουβός, γουβός, γούος, μουνγλός, μπβος | muto | βενετσιάνικο

μούτρα [1635], μούτρο [1931], μούτρον [1790], μούτρου | μούρη, μούτσα, μούτσανο, μούτσκα μούτσνο, μούτσνου, μουτσούν, μουτσούνα, μούτσουνο, μτσούδια, μτσούνα, πρόσουπος, πρόσουπου, πρόσωπο, σούκαλα, σούκαλου, σουράτ, σουρλάς, τσιχρές, φάτο, φάτσα | mutria | βενετσιάνικο

μούτσος [1894], μούτσους | ναυτόπαις (λόγιο) | muço | τούρκικο

μουτσούνα [1857], μούτζοννον [1614], μούτζουνον [1635], μούτσα, μούτσανο, μούτσκα, μούτσνο, μούτσνου, μουτσούν, μούτσουνο [1931], μούτσουνον [1857], μτσούνα | μούρη, μούτρα, μούτρο, μούτρου, μτσούδια, πρόσουπος, πρόσουπου, πρόσωπο, σούκαλα, σούκαλου, σουράτ, σουρλάς, τσιχρές, φάτο, φάτσα | muson | βενετσιάνικο

μουτφάκι, μουτουπάκι, μουτπάκ, μουτπάκι, μουτφάκ | κουζίνα, κουχν, κούχνη, μαγειρειό, μαγερειό, μαγερίο μαγιριός, μαεργιό, μαϊργιό, μαντζάτο, μαργιό, μαργιός | mutfak | τούρκικο

μουφετής, μουφετίσης | επιθεωρητής (λόγιο), ινσπετόρος | müfettiş | τούρκικο

μουφλούσης, μουφλούζης [1790], μουφλουζεμένος [1931], μουφλούγς, μουχλούζης | χρεοκοπημένος (λόγιο), φαλιρισμένος, φαλίτος, φαλίδος | müflis | τούρκικο

μουφτής [1709], μουφτή [1910], μουφετής [1709] | θεολόγος - ερμηνευτής του ισλαμικού νόμου (λόγιο) | müfti | τούρκικο

μουχαλεμπί [1931], μαλεμπί [1983], μαχλέπι, μουχαλεπί, μοχαλεμπί | κρέμα με γάλα, ρυζάλευρο, ζάχαρι και ροδόσταμο | muhallebi | τούρκικο

μουχαμπέτι, μουαμπέτ, μουαμπέτι, μουγιαμπέτι, μουμπέτι, μουχαμπέτ, | καλαμπούρι, καλαμπούρ, νάκλιο, χασιαμπούσι, χωρατό / κουβεντούλα | muhabbet | τούρκικο

μουχασεμπετζής | λογιστής (λόγιο), αμπακίστας, εξοδιαστής, λογαράς, λογαριαστής | muhasebeci | τούρκικο

μουχατζίρης, ματζίρης, ματζίρς, μουατζίρης, μουατσίρ, μουατσίρς | μετανάστης (λόγιο) / πρόσφυγας (λόγιο) | muhacir | τούρκικο

μουχαφούζης | σωματοφύλακας (λόγιο), καβάσης, καβάζης | muhafız | τούρκικο

μουχεντής, μουεντής | μηχανικός (λόγιο) | mühendis | τούρκικο

μουχιούρι, μαχούρι, μεχίρ, μιχιούρι, μουχιούρ, μουχούρ, μουχούρι | σφραγίδα (λόγιο), βούλα, βόλα, βούα, βούλος, βούλες, βούλντα, σιντζίλα, στάμπα, σταμπίλια | mühür | τούρκικο

μουχουρντάρης [1934] | σφραγιδοφύλακας (λόγιο) | mühürdar | τούρκικο

μουχτάρης, μουκτούρης [1709], μουχτάρς, μουχτούρης [1709], μοχτάρς | κοινοτάρχης (λόγιο) | muhtar | τούρκικο

μοχός [1894] | βρύο, αβρί, αβριά, αβρία, αβριγιά, βιργιό, βιργιός, βρι, βριά, βρία, βριγιά, βριγιό, βριν, βριό, βρίον, βριός, εβριά, εβριό, εβριός, μούσκλο, μούσκλα, μούσκλι, μούσκλος, μούσκο, μούσκουλη, μούσκουλο, μούσκρος, μούσκρου, μπρίο, οβκός, οβρή, οβρί, οβριά, οβρία, οβριγιά, οβριγιός, οβρίο, όβριο, οβριός, όβριου, ουβριά, ούβριου, φρίο | moh | σλάβικο