Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα - λέξεις από μπ

 

 

Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη γλώσσα

από τα: λατινικά, βενετσιάνικα, ιταλικά, αραβικά, τούρκικα, σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα

 

λέξεις που αρχίζουν από μπ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 

2011-2013

 




μπα | άμπα, όχι | bah | τούρκικο

μπα [1835] | λέγεται σε ξάφνιασμα | ba | ιταλικό

μπαγαπόντης [1961], μπαγαμπόντης [1998], μπαγαπόντος | βαγαπόντης, βαγαπόντς, βαγκαμπόντης, παγαπόντης, φαγαμπόντες, φαγαμπόντης φαγαπόντης, κατεργάρης | vagabondo | ιταλικό

μπαγαποντιά, μπαγαμποντιά [1998], μπαγαμποντιά, μπαγαποντιά [1961], | βαγαποντιά, βαγκαμποντιά, παγαποντιά, φαγαμποντιά, φαγαποντιά, κατεργαριά | vagabondita | ιταλικό

μπαγάς [1835] | ταρταρούγα, καύκαλο, καβούκι, κακάρα, καμπούκ, καούκι, καρκάσι, καυκί, κάφκαλου | bağa | τούρκικο

μπαγάσα [1709] | πουτάνα, γυρίστρα, καλντεριμιτζού, καλτάκα, καντουνιέρα, καρακαχπέ, καφπέ, καχπέ, κοκορίνα, κοκότα, κουβάν, κουκότα, κουρτεζάνα, μπασαράτα, ξιβιλίστρα, ξικολίστρα, μπαγιαντέρα, παρδαλή, παστρικιά, πολιτική, πολιτιτζή, πτάνα, ροσπού, ρουσπού, σουρτούκα, σπαστριτζή, τσιαμαρντόνα, τσούνα, φακλάνα, φρουστάδα / πονηρή, κατεργάρα | bagascia | ιταλικό

μπαγάσας [1709] | πούστης, αδερφή, γκρόβερ, γουσλάρακας, κνιάμινους, κουνιστός, κουνίστρα, λαμόρες, λουμπίνα, ντιγκιντάγκας, ντιντής, ροδέλα, σλίξαρς, συκιά, φλώρος, χουιλούς | bagascio | ιταλικό

μπαγάσας [1931] | πονηρός, αλεπού, αλπού, αλούπου, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, πουνιρός | bagascio | ιταλικό

μπαγιά, μπάγια | πολύ, αρκετά | baya | τούρκικο

μπαγιάγκας, μπάιαγκας | αράχνη, αράχν, αράχιν, αράγνη, αράχνα, αράχλη, αράχλα, αράνα, άρανος, αϊφαντάκος, αϊφαντάκους, αλιφαντάκους, αλιφαντής, αλεφαντή, αλιφάνταρος, αλφαντής, ανιφαντάκος, ανιφαντάκους, ανιφάνταρος, ανιφαντής, ανφαντής, αζαγιά, καλίγαρος, κοροβελούδα, κουκλέντρα, λόγαρους, λούγαρους, λούγνη, μαρμάγκα, μαρμάνγκα, μερμάγκα, μαρμάγια, μπαούτα, νιφαντάκους, παζίνα, πάλιαγκας, πάνγκους, παρπάλιαγκας, ράχνη, ραχνά, ράχνα, ράχνια, ράχλα, ρανιατέλα, ρόγα, ρογαλίδα, ρόγαλος, ρόγαλους, ρογιά, ρόδιακας, ρόιδου, ρουγαλίδα, ρουγίδ, σφαλάγγι, σφάλαγκας, σφαλαγκούδι, σφάλιαγκας, τσάντσαρος, τσουλχάς, φαλαγκούνα, φισορογιά, χιρολάμπα | pajak | σλάβικο

μπαγιαντέρα, μπαγιαντέρα [1934] | χορεύτρια / πουτάνα / μεταξωτό λουλουδάτο πανί | baiadera | ιταλικό

μπαγιάρω, μπαγιάρω [1888a] | κοροϊδεύω, αναγελάω, αναγελού, αναγελώ, αναγεού, αναγιλάου, αναγιλού, αναγιλώ, αναγιού, αναελάω, αναελώ, αναμπαίζω, ανεγελώ, ανεελώ, ανιγιλώ, ανιγιλώ, ανιελώ, γιαλάω, δουλεύω, δλέβου, ιργιλώ, καντουρέβω, κασμιρέβου, κατσικλαντίζου, κογιονάρου, κογιονάρω, κοϊνέρω, κορδίζω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κουρδίζω, κουρουϊδεύου, λαναρίζω, ναγελώ, ναελώ, νεγελώ, νεελώ, νελώ, νιελώ, ξεγελάω, ξεγελώ, ξιγιαλάου, ξιουρίζω, παίζω, περγελώ, περιγελώ, περιπαίζω, πιργελώ, πουργιλώ, σκανιάζου | baiare | ιταλικό

μπαγιάτεμα, μπαγιάτεμα [1961] | σίτεμα | bayatlama | τούρκικο

μπαγιατλίκι, μπαγιατίλα, μπαγιατίλα [1931] | η μυρουδιά του μπαγιάτικου | bayatlık | τούρκικο

μπαγιόκο, μπαγιόκο [1962b] | λεφτά, παραδάκι | baiocco | ιταλικό

μπαγιονέτα, μπαγιονέτα [1876a], μπαγιονέττα [1934] | ξιφολόγχη (λόγιο) | baionetta | ιταλικό

μπάγιους | βλ. μπάρμπας | baj | σλάβικο

μπαγιτάρης [1960], μπαγτάρης < μπαγ’τάρης [1960], μπαγτάρς < μπαγ’τάρ’ς [1960], μπαϊτάρης [1960] | κτηνίατρος (λόγιο) | baytar | τουρκικό

μπάγκα | τραπέζι, μάγκος, μάσα, μέσα, μπάγκα, πλασταριά, σινί, σνι, σουφρά, σουφράς, σοφράς, στολ, τάβλα, ταβλί, ταβουλί, ταλιόρα, ταούλι, τράπιζος, τράπιζους, χοντσά | banca | ιταλικό

μπάγκα [1934] | η «μάνα», ανάμεσα σε εκείνους που παίζουν χαρτιά | banca | ιταλικό

μπάγκαβους < bάgαβους [1976] | σταχτόμαυρος | bagavu | βλάχικο

μπαγκάδα | πανκάδα, μακρόστενο τραπέζι | bancada | βενετσιάνικο

μπαγκάζια, μπαγάγια, μπαγάγια [1963], μπαγάζια (τα) [1962a], μπαγάζια, μπαγάλια, μπαγκάγια [1894], μπαγκάγια, μπαγκάζια (τα) [1983a], | αποσκευές (λόγιο) | bagagia | βενετσιάνικο

μπαγκατέλα [1963], μπαγατέλα μπαγατέλλα [1963] | ψιλοδουλειά του χτίστη ή του μαραγκού (για λίγα λεφτά) | bagattella | ιταλικό

μπαγκατέλα [1983a], μπαγκατέλλα [1934], μπακατέλα [1995], μπαχαντέλα, μπαχατέλα [1995], μπαχατέλλα [1962b] | παλιατζούρα, παλιόπραμα / γριά γυναίκα | bagattella | ιταλικό

μπαγκέρης [1659], μπαγκάρης [1635], μπαγκιέρης [1910], | τραπεζίτης, σαράφης / βλ. μπαγκαδόρος | banchier | βενετσιάνικο

μπαγκέτα [1934], μπακέτα | ραβδάκι του μαέστρου / μακρόστενη φρατζόλα ψωμί | bacchetta | ιταλικό

μπαγκλάβι [1899] | μαγκλάβι, μαγκλάβιον, μαγκλάδιν, παγκλάβι, παγλάβι, ραβδί | maniclavium | λατινικό

μπάγκος [1635], μπάγγα [1659], μπάγγος [1963], μπάγγους [1964] μπάγκα [1622], μπάνκος [1934], | πάγκος | banco | ιταλικό

μπάγκος [1931] | ξέρα, ξέρη, θαλασσόπετρα | banco | ιταλικό

μπαγκούλι < bαgούλι [1918], μπακούλα | σκαμνί, θρονί, καρέγι, κολοκούμπι, κορμάλι, κουτσιούμπι, κούτσιρου, κουτσούρι, παγκάδι, παγκέτα, παγκούλι, σινάιν, σκαμνάκι, σκαμνάκ, σκαμνή, σκαμνίν, σκαμνούδι, σκαμνούρι, σκαμπέλο, σκαμπλί, σκέμλε, σκιάμνε, σκόλοφρον, στρουμπί, στρουμπλί, τσαερί, τσιουμπί | banco | ιταλικό

μπαγλαμάς [1962b] | μικρός τζουράς, με τρία διπλά τέλια / το κορόιδο | bağlama | τούρκικο

μπαγλαρώνω [1931], μπαγλαρώνου | δένω, συλλαμβάνω (λόγιο) | bağlamak | τούρκικο

μπαγντατί [1960], μπαγδαντί [1910], μπαγδατί [1910], μπαγκντατί [1988], μπαγλαντί < bαγλαdί [1978], μπαδατί < bαδατί [1972], μπαλταντί | ψευτότοιχος, μεσότοιχος, γιούκερ, καλαμωτή, μεσάντρα, μεσοτίχι, μεσοφούντι, μισάντρα, μισιά, μισουτίχ, μοροφίντο, νοφαΐτης, ντουσιμές, παρέ, πλουκαριά, τρεμέντζο, τσασμάς, τσατιμάς, τσατμάς, τσιατμάς, τσιατουμάς | bağdati | τούρκικο

μπαγολίνα [1963], μπαγουλίνα, μπαουλίνα | ραβδάκι από καλάμι / μπαστουνάκι για βόλτα | bagolina | βενετσιάνικο

μπαγόρδα [1963], μπαγόδα, μπαγόρδο [1963], μπαόρδα | γλέντι, γλέγκι, γλέδι, γλένδι, γλεντ, γλέντιμα, γλέντιν, γλιέντ, εγλέντ, εγλέντι, εγλέντιν, ζαφέτ, ζγαφέτι, ζέφκι, ζιαφέντι, ζιαφέτ, ζιαφέτι, ιγλέντ, τσιμπούσι, τσουμπούσι, μπερδές, ντζιαφέτ, ραβαΐσι, ρεμπόμπο, σουμπέτι, τζιουμπούς | bagordo | ιταλικό

μπαγορδιάζω, μπαγορδιάζω [1983b] | τρώω καλά | bagordare | ιταλικό

μπαγτζής [1960], μπαγτσής [1960] | αμπελουργός, αμπελάρης, αμπελάρς, αμπελάς, αμπελιάτς, αμπελικός, αμπελουργιός, αμπελουργκιός, αμπελουργκός, αμπελουρκός, αμπιλκός, αμπιλουργός | bağcı | τούρκικο

μπάζα (τα) [1934], μπάζια | άχρηστα υλικά κατεδάφισης (λόγιο) | basa | ιταλικό

μπάζα [1910] | αθέμιτο κέρδος (λόγιο) / χαρτωσιά | baza | βενετσιάνικο

μπαζάκας, μπαζακάης, μπατζάκας | κοιλαράς, βλ. μπαρκοκοίλης | bâzacă | βλάχικο

μπαζάρι [1709] | παζάρι, φόρος, αγορά | pazar | τούρκικο

μπαζντραβίτσα [1962c], μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα < bαζdραβίτσα [1976], μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα < bαρδαβίτσα [1972], μπαστραβίτσα | κρεατοελιά που βγαίνει στα χέρια / η μυρμηγκιά, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, ορνιθόκολος | bradavica | σλάβικο

μπάηλας [1982] | λιποθυμιά | bayılma | τούρκικο

μπάθεζα, μπαθέζ [1926] | το φυτό silene inflata (silene), κουκάκι, κουκάκι, κουκιά, κουκί, κουκίτσα, κτίπαλο, λαγαντί, λαγουδοκούδουνο, νυχάκι, στρίφουλα, στρουθούλα, στρούθουλα, φουσκάκια, φουσκουδιά | bathë-a | αλβανικό

μπαϊκούς | το πουλί Athene noctua, κουκουβάγια, κουκλουβάους, κουκουβάια, κουκουβάς, κούκουβας, κουκουγιάβλα, κουκουμάβλα, κουκουμάτσιο, κουκουμιάου, κουκουμιάφκα, κουκουνιάφκα, κουκουφάς, κουκούφας, κουκουφιάες, κουκουφκιάος, σκλόπα, χουχουγιάβα | baykuş | τούρκικο

μπαϊλάντζο [1709] | διακυβέρνηση (λόγιο) | bailaggio | ιταλικό

μπαϊλάτον [1614] | η χώρα που κυβερνά ο μπάιλος | baiulatus | λατινικό

μπαΐλντισμα [1931], μπαϊλισιά, μπαηλισιά [1982] μπαήλισμα [1982], μπαΐλισμα [1837], μπαϊλσά < bαϊλσά [1978], μπαϊλσιά, μπαϊλτζμα, μπαϊλτζμάρα, μπαΐλτσα, μπαϊλτσμα < bαϊλτ’σμα [1976], | αποκάμωμα, αποκαμομάρα, απουκαμουσιά | bayilma | τούρκικο

μπάιλος [1709], μπάγουλος [1688], μπάιλας [1866a] μπαΐουλος [1614] | βάιλας, βάελας, άρχοντας / πρεσβευτής (λόγιο) / παρδαλός | bailo | ιταλικό

μπαϊράκι [1790], μπαϊράκ < bαϊράκ’ [1972], μπαργέρα μπαργερόλι, μπαργιάκ, μπαργιάκι [1960], μπαργιάκι, μπαριάκι, μπαριάκι [1966] | μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα, μπανδέρα, μπαντέρα, μπαντιέρα, παντιέρα, φλάμπουρο, φλάμπουρου, φλάμπορος, φλάμπλο | bayrak | τούρκικο

μπαϊρακτάρης [1835], μπαϊρακτάρς < μπαϊρακτάρ’ς [1960 μπαργιαχτάρης, μπαϊραχτάρης [1931], μπαργιαχτάρης [1866b] | σημαιοφόρος (λόγιο) | bayraktar | τούρκικο

μπαϊράμι [1790], μπαϊράμ, μπαργιάμι [1960], μπαργιάμι, μπαριάμ [1988], μπαριάμ | βαϊράμι, γιορτή των μουσουλμάνων μετά το ραμαζάνι | bayram | τούρκικο

μπαΐρι [1960], μαγίρ, μπαγίρα, μπαγίρι [1960], μπαΐρ < bαΐρ’ [1960], μπαΐρ < μπαΐρ’ [1960] | πλαγιά / νιάμα: γη που δεν τη σπέρνουν πια / χερσότοπος | bayır | τούρκικο

μπάκα [1874a] | κοιλιά, αγαστέρα, αστέρα, αστέρας, βαστέρα, βούζα, γαστέρα, γαστέρας, γκάζγκα, κιουλιά, κιούλος, κλια, κούλιαρος, μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα, μπάμπα, μπζούκα, μπρουστούρα, προτσούλι, προυστούρα, σκεμπές, σκιμπές, στέρα, στσουλία, τέμπα, τσλιά, τσουλιά, τσουλία, ψέκα | bark-u | αλβανικό

μπακάλης [1709], μπακάλ μπακάλς < μπακάλ’ς [1960], μπακάλτς < μπακάλ’τς [1962c] | παντοπώλης (λόγιο) | bakkal | τούρκικο

μπακαλιάρος [1923a], μπακαλιάρος [1910], μπακαλάο < μπακαλάο [1923a], μπακαλάος [1835], μπακαλάρος [1878b], μπακαλάρους [1964], μπακαλάς [1790], μπακαλέος [1992], μπακαλιάρους < μπακαλ’αρους [1962c], μπακαλιόρος | όνομα ψαριών από τα γένη Gadiculus, Gadus, Melanogrammus, Merlangius, Merluccius, Trisopterus | baccala | ιταλικό

μπακαλική [1934] | η δουλειά του μπακάλη | bakkallık | τούρκικο

μπακάλικο [1931], μπακάλικον [1790] μπακαλιό μπακάλκου < μπακάλ’κου [1962c], | το μαγαζί του μπακάλη | bakkaliye | τούρκικο

μπακάλικος [1931], μπακαλίστικος [1961] | του μπακάλη / πρόχειρος (λόγιο), πρακτικός (λόγιο) | bakkallık | τούρκικο

μπακαλιό < μπακαλειό [1964] | μπακάλικο | bakkaliye | τούρκικο

μπακαλοτέφτερο [1998] | το τεφτέρι του μπακάλη (για τα βερεσέδια) | bakkal-defteri | τούρκικο

μπακαλούμ [1840], μπακαλίμ, μπάκαλουμ [1996], μπακαλούμ < μπακαλούμ’ [1960], μπακαλούμου | ας δούμε (bakalum, από το ρήμα bakmak) | bakalum | τούρκικο

μπακαρόνια, μπακαρούνια | μακαρόνια | macaroni | βενετσιάνικο

μπακέτο, μπακέτου | πακέτο | pacchetto | ιταλικό

μπακιγιές, μπακηγιές [1960], μπακαγιάς, μπακαγιάς [1960], μπακή [1960] | υπόλοιπο χρέους (λόγιο) | bakiye | τούρκικο

μπακιρένιος, μπακιρένιος [1878b], μπακαρένιους < bακαρένους [1976], μπακηρένιος [1960], μπακουρένιους | χάλκινος (λόγιο) | bakιr | τούρκικο

μπακίρι [1790], μπακήρ [1962c], μπακίρ, μπακούρ, μπακούρι [1992], μπακρ, μπακρί [1790] | χαλκός (λόγιο) / το μπακιρένιο αγγειό | bakιr | τούρκικο

μπακιρτζής [1878b], μπακηρτζής [1960] | χαλκιάς | bakırci | τούρκικο

μπακλαβάς [1709], μπακλαβού, μπακλαΐ [1966], μπακλαή [1982] | γλυκό ταψιού με φύλλα ζυμαριού, τριμμένα καρύδια και σιρόπι | baklava | τούρκικο

μπακλαβατζής | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπακλαβάδες | baklavacı | τούρκικο

μπακλάς < bακλάς [1972], μπακλά (τα) [1709] | κουκί (και πιο πολύ το φρέσκο κουκί) | bakla | τούρκικο

μπακούρι [1998], μπακούρ | ο παρθένος / ανύπαντρος / αυτός που δεν έχει γκόμενα | bakir | τούρκικο

μπακράτσι [1790], μπαγκράτς, μπαγράτσι, μπακράκι [1992], μπακράτς < μπακράτς’ [1960], μπακράτσα, | μπακιρένιος κουβάς, καρδάρα / μπακιρένια αγγειό με καπάκι για κουβάλημα μαγειρεμένου φαγητού / μικρό καζάνι | bakraç | τούρκικο

μπακράτσι [1996], μπακαρτσούδ, μπακράτσα [1982] μπακρατσάκι | το αγγειό που βάζει ο παπάς τον αγιασμό | bakraç | τούρκικο

μπαλ | μέλι | bal | τούρκικο

μπάλα [1635], μπάλλα [1614] | βόλι / τόπι / δέμα, ντέγκι | bala | βενετσιάνικο

μπάλα [1909], μπάλα < bάλα [1978] | κούτελο, αγκλέφαρους, αγκλιέφαρους, αγλιέφαρους, αγλιέφουρους γκλέφαρο, γκλέφαρου, γκλιέφαρους, γλάφαρος γλέφαρους, γλίφακας, καράπ, κουτέλα, κούτιας, κούτιλο, κούτιλου, κούτιλου, κουτούπι, μέτωπο, τσιακάτ, τσιακάτι, φρόντε | ballë-i | αλβανικό

μπαλαίνα [1835] | μπαλένα, φάλαινα (λόγιο) | balena | ιταλικό

μπαλαμπάνι [1966] | πολύ ψηλό παιδί | balaban | τούρκικο

μπαλαμπάνικος [1960], μπαλαμπάνς | άνταμος, λεχάρι, σαραντάπηχος, γιγαντόσωμος (λόγιο) | balaban | τούρκικο

μπαλάντζα [1934], μπαλάντσα [1688] | παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, μπελάντζα, μπελαντζί, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή | balanza | βενετσιάνικο

μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω | παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω | balanzier | βενετσιάνικο

μπαλάντσο [1934] | ισολογισμός (λόγιο) | bilancio | ιταλικό

μπαλάξιος [1688], μπαλάσιον [1688], μπαλάσι [1894] | είδος ρουμπινιού | balascius | λατινικό

μπαλαούρο [1934], μπαλαούρος [1934] | κρατητήριο (λόγιο) | ballauro | ιταλικό

μπαλαούστρος [1963], μπαλαούστρο | κουπαστή κάγκελου | balaustro | ιταλικό

μπαλαρίνα [1934], μπαλλαρίνα [1934] | χορεύτρια μπαλέτου | balarina | βενετσιάνικο

μπαλαριστός, μπαλλαριστός [1894] | κάποιος χορός | balador | βενετσιάνικο

μπαλαρμάς [1910], μπαλλαρμάς [1910], μπαλαρμά < μπαλαρμά [1923a] | βόλι των παλιών τουφεκιών | balla armata | ιταλικό

μπαλάρω [1931], μπαλέρνου [1988] | αμπαλάρω, πακετάρω | abballare | ιταλικό

μπαλάσκα [1876a], μπαλλάσκα [1934] | παλάσκα, φυσιγγιοθήκη (λόγιο) / ο σάκος του κυνηγού / η τσάντα του μαθητή | balasca | βενετσιάνικο

μπαλένα [1894] | φάλαινα (λόγιο) / βλ. μπανέλα | balena | ιταλικό

μπαλέστρα [1622], μπαλίστρα [1837] | βαλίστρα | balestra | ιταλικό

μπαλεστράς [1709], μπαλιστράς [1837] | αυτός που φτιάχνει μπαλέστρες / τοξότης (λόγιο) ή δοξαράς (με μπαλέστρα) | balestriere | ιταλικό

μπαλέτο [1983a], μπαλλέτο [1934], μπαλέττο [1934] | χορόδραμα (λόγιο) | baletto | ιταλικό

μπαλής [1876b] | διοικητής (λόγιο) | balio | ιταλικό

μπάλια, μπάλια [1966] | ζώο με άσπρη βούλα (ή άσπρες βούλες) στη μούρη ή στο κούτελο | bal-i | αλβανικό

μπαλιάδα | άσπρο σημάδι | bjal | σλάβικο

μπαλιγάρω [1963] | καταφέρνω να κάνω κοντρολάρω κάποιον | balegar | βενετσιάνικο

μπαλιόν < μπαλιόν’ [1964] | η άσπρη βούλα στο κούτελο ζώου | bjal | σλάβικο

μπάλιος [1909], μπάλιος [1891c], μπάλιους < μπάλ’ους [1962c], μπάλιους < μπάλιους [1964], μπάλιους < bάλους [1976] | βαλιός, στικτός, παρδαλός / ζώο με άσπρες βούλες στο κορμί ή άσπρες τρίχες στο κούτελο | balju | βλάχικο

μπαλκ | ψάρι | balık | τούρκικο

μπάλκαμπα (τα) | οι κολοκυθόσποροι | balkaba | τούρκικο

μπαλκαμπάκι [1835] | το φυτό Cucurbita maxima, κολοκύθα, αγκλιά, γκρατσούνα, ζαχαροκολόκθα, ζαχαρουκουλόκθα, καλκαμπάκ καλκαμπάκι, καμπάκα, κολόκα, κόλοκος, κολότζιν, κουλόκθα, κουλουκίθα, κρατούνα, μιντάτζ, νεροκολοκύθα, νεροκολόκυθο, σπούρδα, ταμπουράς, φλάσκα, | balkabağı | τούρκικο

μπαλκόνι [1866a], μπαλκόνιον [1837], μπαρκόνι [1894], μπαρκούνι [1894], μπαλκόνε, μπαλκόν | εξάτο, λοτζέτα, λοτζιέτα, παλκόνι, παλκόν | balcon | βενετσιάνικο

μπαλμαγάνος [1894] | βλάκας (γενουάτικο barbaggion) | barbaggion | ιταλικό

μπαλντίζα < bάλdιζα [1972], μπαλντούζου, μπάλτζα | κουνιάδα, κουνιάτα, γκουνιάδα, κυρά, κυράτσα / αντραδέλφισα, αντραδέρφισα, αντραδέλφσα, αντραέφσα, αντραδέρφ / γυναικάδερφη, γινεκαδερφή, γινεκαδέλφη, γινεκαδέλφισα, γινεκαδέλφσα, γνεκαδιρφή, γενεκαερφή, | baldız | baldız

μπαλντούρ < bαλdούρ’ [1972], μπαλντρ | γάμπα, άζα, άμπα, άντζα, αντζί, αντσί, άτζα, ατζί, ατλά, άτσα, ατσίνορας, γαμπούνι, γκάμπα, μπαμπίτσα, πούλπα | baldır | τούρκικο

μπαλόνι, μπαλλόνι [1910], μπαλόν | λαστιχένια φούσκα | ballone | ιταλικό

μπαλόρντος [1963] | παράξενος / χαζός | balordo | βενετσιάνικο

μπάλος [1910], μπάλλος [1837] | χορός / κάποιος νησιώτικος χορός / χοροεσπερίδα (λόγιο) | balo | βενετσιάνικο

μπάλος, μπάλλος [1891a] | παλούκι / λοστός | palo | βενετσιάνικο

μπαλότα | βαρελότο, κλιδί, μπαρελότο, πατλαγκίτς, πατλάκ, πατλάκι, πλαταντζίκι, τρακατρούκα, χαλκούνι | balota | βενετσιάνικο

μπαλότα [1614], μπαλλότα [1635], μπαλώτα [1783] | ψήφος (λόγιο) | ballotta | ιταλικό

μπαλοταδούρος [1709] | αυτός που μαζεύει τις μπαλότες (ψήφους) | ballottadore | ιταλικό

μπαλοτάρισμα [1709] | ψηφοφορία (λόγιο) | ballottata | ιταλικό

μπαλοταριστής [1659] | ψηφοφόρος (λόγιο) | ballottatore | ιταλικό

μπαλοτάρομαι [1659] [1709] | κληρώνομαι (λόγιο) | ballottarsi | ιταλικό

μπαλοτάρω [1659], μπαλοτιάζω < μπαλλοτιάζειν [1614], μπαλλοτάρω [1963] | ψηφίζω (λόγιο) | ballottare | ιταλικό

μπαλοτατζιόν, μπαλοτατζιόν [1659] | ψήφος (λόγιο) | ballottazione | ιταλικό

μπαλοτιά, μπαλοτιά [1931], μπαλουθιά, μπαλουθιά [1931], μπαλουτιά, μπαλουτιά [1840], μπαλοθιά, μπαλωθιά [1876a], μπαλοτέ | μπιστολιά, πιστολιά, ντουφεκιά, τουφεκιά | balota | βενετσιάνικο

μπαλότο [1962a], μπαλλότον [1910], μπαλλότο [1934] | μπάλα (δέμα) / μασούρι, πλεξούδα | baloto | βενετσιάνικο

μπαλουξής | ψαράς, ψαράρης, ψαρεφτής, ψαρολόγος | balıkçı | τούρκικο

μπαλουχανάς | ιχθυοπωλείο (λόγιο), μιρί, ψαράδικο, ψαροπουλιό, ψαροπάζαρο | balıkhane | τούρκικο

μπαλτακίνος [1931] | θόλος (λόγιο) | baldacchino | ιταλικό

μπαλταλίκι [1960] | η άδεια για μάζεμα ξύλων για τη φωτιά, από το λόγγο | baltalık | τούρκικο

μπαλτάς [1709], μπαλντάς [1963], μπαρντάς [1963] | τσεκούρι, λιάτα, μανάρα, μανάρι, μανιάρα, πελέκι, πιλέκα τσικούρ, τσικούρα, τσικουρέα, τσικουρί, τσικούρι, τσκούρα | balta | τούρκικο

μπαλτατζής [1790], μπαλταντζής [1709] | ξυλοκόπος (λόγιο) / αρματωμένος με μπαλτά | baltacı | τούρκικο

μπαλτζής, μπαλής | μελισσοκόμος (λόγιο), μελισάς | balcı | τούρκικο

μπαλτζίκι [1960], μπαλτζίκ < μπαλτζίκ’ [1960] | λάσπη, βούρκος | balçık | τούρκικο

μπαλτίμ, μπαλντούρα | μερί, μηρί, μπούτι | baldır | τούρκικο

μπαλτίμι [1982], μπαλντζούμι, μπαλντίμι [1992], μπαλντούμ < μπαλντούμ’ [1964], μπαλντούμι, μπαλτούμι, μπαλτούνι [1918], μπαρντούνι, μπαχτίμια, μπαχτήμια (τα) [1860] | πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, απισιλίνα, απιστιά, καπλοδέτα, κολάν, κολάνα, κολάνι, κουλάν, κουλάνι, κουσκούν, κουσκούνι, ουπιστιά, πιστιά | baldim | σλάβικο

μπάμια [1934], μπάμια [1835], μπάμπια [1923b], μπάμνια [1923a], μπαμέα | το φυτό Hibiscus esculentus | bamya | τούρκικο

μπαμπαγίτης [1960] | παλικάρι, λεβέντης | babayiğit | τούρκικο

μπαμπαγιτλίκι [1960] | παλικαριά, λεβεντιά | babayiğitlik | τούρκικο

μπαμπάκι [1622], μπαμπάτζι < μπαμπάτζι [1923a], μπαμπάκ < bαbάκ’ [1972], μπαμπάτσι, μπαμπάτς | βαμβάκι | bambace | ιταλικό

μπαμπαλιάρης, μπαμπαλιάρς | αυτός που χάνει τα λόγια του / αυτός που λέει πολλά λόγια | bâbâljuru | βλάχικο

μπαμπαλίζω [1874b], μπαμπαλίζου < bαbαλίζου [1972] | μιλάω πολύ και λέω κουταμάρες | bâbâlire | βλάχικο

μπαμπαλίκι [1960], μπαμπαλίκ | πατρότητα (λόγιο) / κάτι το πολύ παλιό | babalık | τούρκικο

μπάμπαλο [1874b] | βλ. μπαγιακόκος | babbaleo | ιταλικο

μπαμπαρόλα | πεταλούδα | bamparola | βενετσιάνικο

μπαμπάς [1709] | πατέρας, αφέντης, αφέντς, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, σιορπάτρης, τατάς, τετές, τζίρης | baba | τούρκικο

μπαμπάς [1995], μπαμπάς < bαbάς [1978] μπαμπάδις (οι) [1964] | πάτερο, δοκάρι της σκεπής | baba | τούρκικο

μπαμπασάνι [1888a] | μπαμπακερός σκούφος για παιδιά | bambagia | ιταλικό

μπαμπατζάνης [1960] | ανοιχτόκαδρος, ανεχτόκαρδος, ανιχτοκάρδης, ανχτόκαρδους | babacan | τούρκικο

μπαμπατούρα, μπαρμπατζούνα | μεγάλη φωτιά | bâbârută | βλάχικο

μπαμπαφίγος [1709] [1894], μπαμπαφίνγκος [1857], μπαμπαφίος [1874a] | παπαφίγκος, κάποιο πανί στο κατάρτι του καραβιού / και τούρκικο babafingo | papafigo | βενετσιάνικο

μπαμπέσης [1876a], μπαμπέσας [1931] | άπιστος (λόγιο), ύπουλος (λόγιο) | pabesë | αλβανικό

μπαμπεσιά, μπαμπεσιά [1876a] | απιστία (λόγιο), δολιότητα (λόγιο) | pabesi-a | αλβανικό

μπαμπίνο | παιδί | bambino | ιταλικό

μπαμπουίνα, μπαμπουήνα [1963] | ασχημομούρα, ασκημομούρα, ασκιμομούτσουνη, ασχιμομούτρα, ασκιμουμούρου | babbuina | ιταλικό

μπαμπουίνος [1995] | όνομα κάποιων πίθηκων | babbuino | ιταλικό

μπαμπουίνος, μπαμπουήνος [1963] | ασχημομούρης, ασιμομούρης, ασιμομούτσουνους ασκημομούρης, ασκιμομούρς, ασκιμομούτρης, ασκιμομούτσουνος, ασκιμουμούτσουνους | babbuino | ιταλικό

μπαμπούλας [1910], μπάγουρος < bάγουρος [1905], μπαμπάγια, μπαμπάγος [1872], μπαμπάγους, μπαμπάη < μπαμπάη [1923a], μπαμπάης [1903], μπαμπάλα [1963], μπαμπάλης [1876a], μπαμπαλής, μπάμπαλος [1876b], μπαμπάουλας [1874a], μπαμπού [1963] μπαμπούλους [1903], μπαμπούσους [1903], μπάος | λέξη για να φοβίζουν τα παιδιά / θα έρθει ο ~ | babau | ιταλικό

μπαμπούσκα, μπαρμπούσκα | αδύνατο παιδί (ή κατσίκι) με πρησμένη κοιλιά | babuška | σλάβικο

μπάμπω [1835], μπάμπου [1962c], μπάμπου < bάbου [1892] | βαβά, βάβα, βάβου, βαβούλω, βάβω / γριά, γαεργιά, γεργιά, γζιά, γιιά, γιργιά, γιργκιά, γιρζά, γιριά, γκριά, γκρία, γρα, γργκιά, γρέα γρεά, γρέβα, γρζα, γριά, γρία, γριντζά, γριού, γριτζά, γρντζιά, γρτζα, εγρέα, εεργιά, κιργιά ργα, ργκα / γιαγιά, γαγά, γιάγια, γιαγιάε, γιαγιάες, γιαγιές, ζαζά, ιαιά | babo | σλάβικο

μπανάνα [1934] | το φυτό Musa paradisiaca και ο καρπός του | banana | ιταλικό

μπανανιά, μπανανιά [1961], μπανανέα | το φυτό Musa paradisiaca | banano | ιταλικό

μπανέλα [1931] | με αυτή στηρίζουν γιακάδες, σουτιέν και κορσέδες | balena | ιταλικό

μπανιάδος, μπανιάδος [1963] | μπανιαρισμένος, λουσμένος | bagnato | ιταλικό

μπανιαρίζω, μπανιαρίζω [1961], μπανιάρω, μπανιάρω [1998] | κάνω μπάνιο, πλένω | bagnare | ιταλικό

μπάνιο [1934], μπάνιο [1709], μπάνιου < μπάν’ου [1962c] | λουτρό | bagno | ιταλικό

μπανιομαρία, μπανιομαρία [1963] | μπεν μαρί | bagnomaria | ιταλικό

μπάνκα [1835], μπάνκος [1835] | πάγκος, κάθισμα | panca | ιταλικό

μπάνκα [1934] | κάσα (σε παιχνίδι με χαρτιά) | banca | ιταλικό

μπάνκα [1934], μπάγκα [1635] μπάνκος [1963] | τράπεζα (λόγιο) | banca | ιταλικό

μπανκανότα [1995], μπαγκανότα [1934], μπανκονότα [1963] | παγκανότα, χαρτονόμισμα (λόγιο) | banconota | ιταλικό

μπανκέρης [1995], μπανκιέρης [1963] | τραπεζίτης (λόγιο) | banchier | ιταλικό

μπάνκος < bάνκος [1918] | ο πάγκος με την πραμάτεια στο μαγαζί / το ταμείο (λόγιο) | banco | βενετσιάνικο

μπάνος [1688] | άρχοντας, άαχους, άρκοντας, άρκος, άρκουντας άρχο, άρχοντα, άρχος, άρχουντας, άρχους, νιάρχος, | ban | σλάβικο

μπάντα [1860] | πάντα, μεριά, πλευρά (λόγιο) | banda | ιταλικό

μπάντα [1866a] | ορχήστρα (λόγιο) | banda | ιταλικό

μπάντα [1910] | συμμορία (λόγιο) | banda | ιταλικό

μπάντα [1982] | κεντητό πανί που μπαίνει στον τοίχο, στην πλάτη του καναπέ ή του κρεβατιού | banda | ιταλικό

μπαντανάς [1931], μπατανάς [1961], μπαδανάς [1835], μπαντάνισμα | ασβέστωμα, αλαχτιά, ασβέστουμα, ασβέστουση, άσπρισμα, γαλαχτιά / ασβεστόνερο, ασβιστόνιρου | badana | τούρκικο

μπαντανώνω [1961], μπαδαναλίζω [1835], μπαντανιάζου, μπαντανίζω, μπατανίζω, | ασβεστώνω, αλαχτίζω, ασβιστόνου, ασπρίζου, ασπρίζω, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, ασπρογιάζω, γαλαφτίζω, γαλαχτζώ, γαλαχτίζου, γαλαχτίζω, γαουαχτώ ουααχτίζω, σπρίζω | badanalmak | τούρκικο

μπανταρισμένος [1998] | τυλιγμένος με γάζες | bandar | ιταλικό

μπαντέμι [1960] | αμύγδαλο, αμίβνταλο, αμίγδαλου, αμίγκνταλο, αμίγλαδο, αμίδγαλο, αμίνταλο, αμίργαλο, μίγδαλου, μίδγαλο, μίδγαλου, μίργαλο, μύγδαλο, νίγδαλε | badem | τούρκικο

μπαντεμλίκι [1960] | περιβόλι με μυγδαλιές | bademlik | τούρκικο

μπαντεμτζής [1960] | αυτός που πουλάει αμύγδαλα ή έχει πολλές αμυγδαλιές, ο αμυγδαλάς | bademcı | τούρκικο

μπαντένι | προσκύνημα | ibadet | τούρκικο

μπαντερόλι [1857], μπαντεριόλι | ανεμοδούρα ανεμεδούρα, ανεμίδι, ανεμίθρα, ανεμοδούρι, ανεμολόγος, ανεμολόος, ανεμολός, ανεμοούρι, ανεμοτούρα, ανεμούρι, ανιμιδούρα, ανιμουδούρα ανιμουτούρα, ασμαδούρα, παντσέλι, πινέλι, φουρφούρ | banderuola | ιταλικό

μπαντεροφόρος [1709], μπαδιερίτης | σημαιοφόρος (λόγιο), φλαμπουράρης, μπαϊραχτάρης | banderaio | ιταλικό

μπαντιά, μπαντιά [1960], μπάντια | μεγάλο λαγήνι, μεγάλη στάμνα με φαρδύ στόμα | badya | τούρκικο

μπαντιαβά, μπαδιαβά [1996], μπατχαβά, μπατιάβα | τσάμπα, τζάμπα | bedava | τούρκικο

μπαντίδος [1894], μπαντίδους < μπανdίδους [1964] | κουρσάρος, πνιγάρης, συμμορίτης (λόγιο) / νταής, παλικαράς | bandito | βενετσιάνικο

μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα [1876a], μπανδέρα [1622], μπαντέρα [1709], μπαντιέρα [1659] | παντιέρα, φλάμπουρο, μπαϊράκι | bandiera | βενετσιάνικο

μπάντο | εγκατάλειψη (λόγιο) | abbandono | ιταλικο

μπαντούρα [1934] | παντούρα, μαντούρα (φλογέρα από καλάμι) | mandura | ιταλικό

μπαξεβάνης [1910], μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς < μπαχτσαβάν’ς [1988], μπαχτσεβάνης [1835], μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής | κηπουρός (λόγιο), περιβολάρης | bahçιvan | τούρκικο

μπαξές [1910], μπαγτσές, μπακζές [1783], μπακτζές [1709], μπακτσές, μπαχτσέ [1860], μπαχτσές [1835], μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μπαχτσιές [1996] | κήπος (λόγιο), περιβόλι | bahçe | τούρκικο

μπαξιλίκ | δενδροκαλλιέργεια (λόγιο) | bahçelik | τούρκικο

μπαξίσι [1840], μπαξίς [1960], μπαξίς < bαξίσ’ [1972], μπατζίσι [1837], μπαχσίς, μπαχτζήσι [1840], μπαχτζίσι [1790], μπαχτσήσι [1860], μπαχτσίς, μπαχτσίσι [1835] | φιλοδώρημα (λόγιο) | bahşiş | τούρκικο

μπαούλο [1894] | αμπάρι, καναβέτα, καρσέλα, κασέλα, μπόουλο, σεντούκι, σεντούτζιν, σεπέτι, σετούκιν, σιντούκ, σιντούκι, σιντούτς, φορτσέρι, φορτσιέρι, φουρτσέρ, φουρτσέρι | baul | βενετσιάνικο

μπαούς [1709] | βλ. μπαμπόγερος | bau | ιταλικό

μπάρα [1790], μπάρα < bάρα [1972] μπάρες (οι) [1931] | μέρος που κρατάει νερό / βάλτος / γούρνα / λάσπη, γλίνα | bara | σλάβικο

μπάρα [1876b], μπάρρα [1934], μπαράτς | αμπάρα, απεράτης, ασμπάρα, γκάγκαρο, γκάγκαρος, ζαμπί, ζεμπερέκ, ζεμπερέκι, ζιμπερέκι, ζιμπρέκ, ζουμπερέκι, κάγκαρο, καδινάτσο, καδινάτσος, καντινάτσο, καντινάτσος, καταπίδι, καταράχτης, κατενάτσος, κατινάτσο, κολιανίτσα, κολιάνιτσα, κολιάντζα, κολιάντσα, κολιάτζα, κολντεμίρι, κόλντιμιρ, κόλντουβαρ, κοντεμίρι, κουλιάντζα, κουλιάντσα, μαναβέλα, μαντάλ, μαντάλι, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλου, μάνταλους, μπαριέρα, μπεράτης, μπλιτσούνι, μπράβα, παράτ, περάντης, περάντι, περάτης, πετάσι, πιράτ, πιράτι, πιράτς, ρομανίσιν, σαγιαδόρος, σαλιαδούρος, σαλταρέλο, σβέτα, σέρτης, σίδερο, σιρτς,, σουρμές, σούρτα, σούρτης, στάνγκα, συρτάρι, σύρτης, ταλιαδούρος, τρακάζ, τρακάτσι, τσακάλ, τσεμπερέκι, τσιβέτα | barra | ιταλικό

μπάρα [1995] | οριζόντιο σιδερένιο δοκάρι | barra | ιταλικό

μπαράγκα [1934], μπαράκα [1614], μπαράκ < bαράκι [1892] | παράγκα, καλύβα | baraca | βενετσιάνικο

μπαράτι [1709], μπαράτιον [1614] | γραφτή προσταγή του βασιλιά | imperatum | λατινικό

μπαρατουρία [1688] | καλπουζανιά, λοβιτούρα | barateria | λατινικό

μπαρδάκι [1709], μπαρντάκι [1876], μπαρδάκ < bαρδάκι [1892], μπαρντάκ < bαρdάκ’ [1972], μπαρτάκι, μπαρδάκα | ποτήρι, κούπα / κανάτι, στάμνα, νεμπότης | bardak | τούρκικο

μπαρδάνε [1688] | το φυτό Lappa minor, άπα, αρκουδοβότανο, κολλητσίδα, πλατεά, πλατανομαντίλα, πλατανομαντιλίδα | bardana | λατινικό

μπαρέλι [1860] | βαρέλι, βαγέν, βαγένι, βαγιόν βαγιόνι, βαγκέλ, βαέν, βαένη, βαένι, βαλέρ, βαλέρι, βαλέριν, βαρέλ, βαρέλιν | barile | ιταλικό

μπάρεμου [1887b], μπάρε-μου [1876b], μπάρεμ [1983a], μπάρι [1960], μπάριμ [1962c], μπάριμ < bάριμ [1972] | τουλάχιστον (λόγιο) | bari | τούρκικο

μπαρής | ειρηνικός (λόγιο), φιλικός (λόγιο) | barış | τούρκικο

μπάρισμα [1966]’ μπαρίς < bαρίσ’ [1976], μπαρούσχια, μπαρούσχια (τα) [1996] | το φίλιωμα, το μόνοιασμα | barışma | τούρκικο

μπάρκα [1860] | βάρκα | barca | ιταλικό

μπαρκάρισμα [1910] | επιβίβαση (λόγιο), σε καράβι | imbarco | ιταλικό

μπαρκαρόλα [1963] | βαρκαρόλα (τραγούδι) | barcarola | βενετσιάνικο

μπαρκάρω [1910], μπαρκαρίζω [1860] μπαρκέρνω [1998] | ανεβαίνω σε καράβι (για ταξίδι) | imbarcare | ιταλικό

μπάρκο [1931], μπάρκος | καράβι με τρία κατάρτια / το φορτίο (λόγιο) που έχει ένα πλοίο | barco | ιταλικό

μπαρκοκοίλης [1966] | κοιλαράς, βζαράς, βουζαράς, βούζαρς, βούζας, βραγκάλας, γκάζγκας, κιλομπούρης, κούλιαρης, μπαζάκας, μπαζακάης, μπακανάκας, μπακανιάρης, μπάκας, μπατζάκας, μπζούκας, πρίγκιλας, πρίγκολας, πρίγκουλας, πρίντζιλος, πρίντζουλος, πρισκοκίλης, πρίτσολος, προκιλάς, προκίλης, σκεμπιάρης, τζιλάκης, τζιλιάρης φαρδοκίλης, φουσκιάρης | barkolec-e | αλβανικό

μπάρμπα [1688] | το φυτό Anthyllis barba-jovis | barba | λατινικό

μπάρμπα, μπάρμπους | πιγούνι, κατσάγνου, κατσιαούλ, κατσιαούλι, κατωσάγουνο, πουγούν, τσαγούλι, τσεγνιές, | barbe | βλάχικο

μπαρμπαρέσα [1910], μπαρμπαρέσσα [1934] | αλυσίδα η σκοινί που η μια άκρη του είναι δεμένη στην κουβέρτα του καραβιού | barbaresco | ιταλικό

Μπαρμπαριά [1709], Μπαρμπαρία [1688], Μπαρμπαρκά [1891a] | χώρες της Αφρικής που ζουν οι Βερβερίνοι | Barbaria | λατινικό

μπαρμπαρόζα [1918], μπαρμπαρόριζα | το φυτό Pelargonium roseum, αρπαρόριζα, αρμπιρόλα, αρμπανέλα, γκιουλάι, δενδρισάκι, μοσχομολόχα, σμύρνα | erba rosa | ιταλικό

μπαρμπαρούσα [1964] | άσπρο μπαμπακερό φέσι | bârbârusă | βλάχικο

μπαρμπαρούσικος [1709] | της Μπαρμπαριάς | barbaresco | ιταλικό

μπάρμπας [1635], μπάρμπα [1860], μπάρμας [1876a] | θείος, θειος, θιόκας, λαλάς, λάλας, λάλης, λάλος, λάλους, λούβας, μπάγιους, μπάμας, μπαρμπαλιός, μπάρμπας, μπάσης, μπάτσης, νταής, πάρμπας, ταής | barba | βενετσιάνικο

μπαρμπέρης [1622], μπαρμπέρις [1614], μπάρμπερος [1688], μπερμπέρης [1835], μπαρμπιέρης, μπαρμπιέρης [1866a], μπαρμπέρς < μπρμπέρ’ς [1964] | κουρέας (λόγιο) | barbiere | ιταλικό

μπαρμπεριό < μπαρμπερειό [1964], μπαρμπεριό [1931], μπαρμπερειό [1635], μπαρμπερείον [1622] μπαρμπερειόν [1709], μπαρμπέρικο [1934] μπαρμπερίο, μπερμπερειό [1878b] μπερμπερειό [1878b], | κουρείο (λόγιο) | barbieria | ιταλικό

μπαρμπέτα [1983b], μπαρμπέτες [1962a] | φαβορίτα | barbetta | ιταλικό

μπαρμπούλα, μπαρμπούλλα [1962c], μπαρμπούλα < bαρbούλα [1976] | και μπουρμπούλα, μαύρο μαντίλι που φοράνε οι γυναίκες στο κεφάλι / το δέσιμο του μαντηλιού στο κεφάλι, έτσι που να μένει έξω μόνο ένα μικρό κομμάτι από τη φάτσα | bârbuli | βλάχικο

μπαρμπουλόνω [1891c] / μπαρμπουλώνω, μπαρμπουλώνουμι < bαρbουλώνουμι [1976], μπαρμπουλνιούμι, μπαρμπουλάζουμι | κουκουλώνω (πιο πολύ: κουκουλώνω καλά το κεφάλι μου με μπαρμπούλα) | bârbulisire | βλάχικο

μπαρμπούνι [1688] | το πουλί Falco tinnunculus, αγεράι, αγερακάντι, αγέρακας, αγεράκι, αγεράτσι, αγιράκι, αγκιεράκι, αέρακας, αεράτσι, αερογάμης, αερογαμί, ανεμογάμης, ανεμοπούλι, αστοχογερακίνα, βάρβακας, βαρβάκι, βαρβακίνα, βραχοκιρκίνεζο, γελάκι, γεράι, γέρακας, γεράκι, γερακίνα, γερακόπουλο, γεράτσι, γίακας, γιάκι, γιαλάκι, γιαράκι, γιράκι, γιράτσι, έρακας, εράκι, καντηνέλι, κιρκινέζι, λούπης, νταμαρογέρακο, ξεφτέρι, περδικογέρακας, περδικογέρακο, περδικολόγος, πετρίτης, πετρογερακάκι, πετρογέρακας, πετρογέρακο, σαΐνι, σπιζιός, τσίφτης, τσιχλογέρακο, φαλκογέρακο, φαλκόνι, φάλκος, φιλαδέλφι, φιλάδελφος, χιλιάδελφος | barbon | βενετσιάνικο

μπαρμπούνι [1910], μπαρμούνι | τα ψάρια Mullus barbatus και Mullus surmuletus | barbon | βενετσιάνικο

μπαρμπούτα [1614], μπαρμπούτα < bαρbούτα [1908], μπαρβούτα [1688] | κράνος (λόγιο) / μάσκα μελισσά / μουτσούνα αποκριάτικη | barbuta | λατινικό

μπαρμπούτι [1961] | κυβοπαιξία (λόγιο), τα ζάρια | barbut | τούρκικο

μπαρόλα [1840] | παρόλα, κουβέντα, λαλιά | parola | ιταλικό

μπαρόνος [1790], μπαρώνες [1709], μπαρώνης [1709], μπαρούνος | βαρόνος | barone | ιταλικό

μπαρόνος [1963] | πονηρός, κατεργάρης | barone | ιταλικό

μπαρούμα [1884c] | παλαμάρι | paroma | βενετσιάνικο

μπαρουνία [1614] [1688], μπαρωνία [1709] | βαρονία | baronia | λατινικό

μπαρούς [1614] | βαρόνος | baro | λατινικό

μπαρούτι [1783], μπαρούτη [1934], μπαρούτ | πυρίτιδα (λόγιο) | barut | τούρκικο

μπαρουτχανές [1931], μπαρουτχανάς [1960] | πυριτιδοποιείο (λόγιο) | baruthane | τούρκικο

μπαρούφα [1934] | μπούρδα, παπαρδέλα, μπαλάφα / καβγάς, τσακωμός | barufa | βενετσιάνικο

μπαρσάκ | άντερο, άνταρο, άντερε, άντερον, άντιου, άντιρου, άντιρουν, γέντερο, έντερο, έντερο, ιντέρ, τάνταρο, τζιερ | bağırsak | τούρκικο

μπαρτζολετάρω [1840] | χωρατεύω, αστειεύομαι (λόγιο) | barzellettare | ιταλικό

μπάρτζους | μαύρο ζώο με κόκκινα μάγουλα | bardž | σλάβικο

μπαρτίδα | παρτίδα | partita | ιταλικό

μπας [1876a], μπας-και [1874b] | μήπως | mbase | αλβανικό

μπασαβιόλα, μπασαβιόλα [1931] | πασαβιόλα, κοντραμπάσο | basso di viola | ιταλικό

μπασάκι [1960], μπασάκ, μπασιάκ | το στάχυ που μένει στο χωράφι μετά το θερισμό / το σταφύλι που μένει στο αμπέλι μετά τον τρύγο (λέγεται και καμπανάρι) / οι ελιές που απομένουν στα δέντρα μετά το μάζεμα του καρπού | başak | τούρκικο

μπασαμάκι [1960], μπασαμάκ < μπασαμάκ’ [1960] | σκαλί, σκαλοπάτι | basamak | τούρκικο

μπασαρντίζω, μπασαρντώ, μπασαλντίζω, μπασαρντίζου | πετυχαίνω κάτι, τα καταφέρνω | başarmak | τούρκικο

μπασάς [1709], μπασίας [1614], μπασσάς [1790], μπασιάς, μπασιάς [1790] | πασάς | paşa | τούρκικο

μπασάς [1964] | ψευτο-άρχοντας, το έλεγαν για να κοροϊδέψουν κάποιον με χωριάτικους τρόπους | baş | τούρκικο

μπάσης [1876a], μπας < μπας’ [1960] | η κεφαλή, ο πρώτος, η αρχή | baş | τούρκικο

μπασιάς | άρχοντας, αφέντης | baş | τούρκικο

μπασιμπουζούκος [1931], μπασιμπουζούκης [1983a], μπας-μποζούκ [1910], μπασιβοζούκος [1910], μπασμπουζούκος | βασιβουζούκος, αρματολός του οθωμανικού στρατού, άτακτος (λόγιο) | başιbozuk | τούρκικο

μπασκά | άλλος, άβου, άλε, άλερ, άλες άλο, άλου, άλους, άλτος, άος, άου, άουος, άγου | başka | τούρκικο

μπασκί | η πρέσα στο λιοτρίβι | baskı | τούρκικο

μπασκίνας [1998] μπασκίνα [1962b] | μπάτσος, αστυφύλακας (λόγιο), χωροφύλακας (λόγιο) | baskιn | τούρκικο

μπασλαμάς, μπασλαμα | κάποια πίτα με φύλλο ζυμαριού | bazlama | τούρκικο

μπασμάς [1934], μπασουμάς [1960] | κάποιο μπαμπακερό ρούχο, το τσίτι / κάποιος καπνός τσιγάρου | basma | τούρκικο

μπασματζής [1960] | αυτός που πουλάει μπασμάδες (πανιά) | basmacı | τούρκικο

μπάσνα < bάσινα [1892], μπάσινα [1894], μπάσνα < bάσνα [1976] | βλ. μπάστινα | baština | σλάβικο

μπάσο [1866a] | κοντραμπάσο / χαμηλός ήχος | basso | ιταλικό

μπάσος [1931], μπάσσος [1961] | βαθύφωνος (λόγιο) | basso | ιταλικό

μπασπαρμάκ | το μεγάλο δάχτυλο, ο αντίχειρας (λόγιο) | başparmak | τούρκικο

μπας-ρεΐζης [1934] | ναύαρχος (λόγιο) | baş-reis | τούρκικο

μπάσσιος [1884b], μπάσιος [1964], μπάσους < μπάσους [1964] | ο σεβαστός γέρος | baciu | βλάχικο

μπάστα [1918] | ως εκεί, φτάνει, αρκετά | basta | ιταλικό

μπαστανάκλα [1894], μπαστανάγλα, μπαστουνάκλα [1963], μπατσινάκα | το φυτό Daucus carota, άγρια δαφκιά, ατσίγγανος, γρεμπελίνα, δαφκί, καρότο, κοκινόγλο, κοκινόριζο, παστανάκλα, σταφιλινίκος, σταφίλινος σταφιλίνος, σταφιλιόνι, χαβούτσι | pastinaca | ιταλικό

μπαστάρδα [1709] | μούλα / καράβι που μοιάζει με γαλέρα | bastarda | ιταλικό

μπασταρδέλι | βλ. μπασταρδάκι | bastardello | ιταλικό

μπασταρδεύω [1635], μπασταρδιάζω, μπασταρδιάζω [1709] μπασταρδέβω [1931] | νοθεύω (λόγιο) | bastardare | ιταλικό

μπασταρδιά, μπαστάρδεμα [1709], μπαστάρδευμα [1790], μπαστάρδιμα | νόθευση (λόγιο), ανακάτεμα | bastardia | ιταλικό

μπάσταρδος [1614], μπαστάρος [1783], μπάσταρδους < bάσταρδους [1914], μπαστάρδος | νόθος (λόγιο), μούλος | bastardo | ιταλικό

μπαστίζω [1966] | πατώ, ζουπώ / εισβάλλω (λόγιο) | basmak | τούρκικο

μπαστιμέντο [1790] | κάποιο καράβι | bastimento | ιταλικό

μπάστινα [1934], μπάστινα < bάσ’τινα [1921], μπάσταινα [1909], μπάστινα < μπάστινα [1964], μπαστίνα | τόση γη, όση μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βόδια (μαζί με την καλύβα, το στάβλο, τον αχυρώνα) / η κληρονομιά αυτή της γης | baština | σλάβικο

μπαστιόνι | οχυρό (λόγιο) | bastia | ιταλικό

μπαστουνάδα | οχύρωση (λόγιο) | bastion | βενετσιάνικο

μπαστούνι [1790], μπαστούν | ραβδί, μαγκούρα | bastone | ιταλικό

μπαστούνια, μπαστούνια (τα) [1709] | τα χαρτιά της τράπουλας | bastoni | ιταλικό

μπάστρα [1931], μπάστρα < bάστρα [1972] μπαστράς [1931], μπαστράς < bαστράς [1976] | περονόσπορος | bâstră | βλάχικο

μπατάγια, μπατάγια [1961], μπατάγιο | μάχη, χτύπημα | battaglia | ιταλικό

μπαταγιάρω, μπαταγέρνω | κάνω φασαρία | battagliare | ιταλικό

μπαταδούρος [1931], μπατιδούρος, μπατιδούρο | ρόπτρο (λόγιο), σιδερένιο χτυπητήρι εξώπορτας | battitore | ιταλικό

μπατάκι [1934], μπατάκ < μπατάκ’ [1962c], μπατόκ < bατόκ’ [1976], μπαντάκι, μπαντάκ | βούρκος, βόρκα, βόρκος, βούλικος, βούλκο, βούλκος, βούλουκο, βούρκα, βούρκο, βούρκο, βούρκον, βουρκός, βούρκους, βρούκα, βρούκο, φουρκό | batak | τούρκικο

μπατακώνω [1960], μπαντακώνου [1962c], μπαντακώνου < bαdακώνου [1976], μπατκόνου | βαλτώνω, βαλτόνου / βουλιάζω | batmak | τούρκικο

μπατάλα [1995], μπαντόλου < μπαντόλου [1976] | χοντρή κι ατσούμπαλη | badalona | ιταλικό

μπατάλης [1962a], μπάταλος [1960] μπαταλαμάς, μπάταλους | άχρηστος, άχριστους / άχαρος, άιχαρο, ανάχαρους άχαρε, άχαρο, άχιαρο, άχαρους | battal | τούρκικο

μπαταλία [1688], μπατάγια [1876a] | μάχη | bataglia | ιταλικό

μπαταλίκ < μπαταλίκ’ [1962c], μπαταλίκ < bαταλίκ’ [1978], μπαταλούκι [1996] | χωράφι άσπαρτο, αφημένο | battalık | τούρκικο

μπάταλος, μπαταλιακός, μπατάλικος [1910], μπατάλκος, μπατάλκους < bατάλ’κους [1976], μπατάλκους < μπατάλ’κους [1962c], μπάταλους, μπατάλς | δυσκίνητος (λόγιο), ατσούμπαλος / άκομψος (λόγιο) / άχρηστος | battal | τούρκικο

μπατανία [1931], μπαντανία [1982], μπανταμία | πατανία, μαντανία, χοντρή μάλλινη υφαντή κουβέρτα της νεροτριβής | battaniye | τούρκικο

μπαταξής [1931], μπαταχτσής [1934], μπανταχτσής < bαdαχτσής [1976], μπατακτσής [1960], μπατακτζής [1910], μπατάκας [1960], μπατάκα [1960] μπανταξής [1966], μπαντάκας [1966], μπαντακτσής, μπατάκ | κακοπληρωτής (λόγιο) | batakçι | τούρκικο

μπαταξιλίκι, μπαταξηλίκι [1934], μπαταχτσηλίκι [1934], μπατακτζηλίκι [1910], μπατακτσιλίκι [1960], μπατακτσιλίκ < μπατακτσ’ιλικ’ [1962c], μπαταχτσιλίκ < μπαταχτσ’ιλικ’ [1962c], μπανταχτσιλίκ < bαdαχτσιλίκ’ [1976] | κακοπληρωμή (λόγιο), φέσι | batakçιlık | τούρκικο

μπαταριά [1860], μπαταριά [1931], μπαταρία [1866a] | ομοβροντία (λόγιο) | bataria | βενετσιάνικο

μπατάρω [1709], μπαταίρνω [1876b], μπατάρου, μπατέρνου [1988], μπατέρνω [1894] μπαττάρω [1910] | βουλιάζω, αναποδογυρίζω, γέρνω μονόπατα | battere | ιταλικό

μπατάρω < bατάρω [1918], μπατέρνω | προσέχω, λογαριάζω, υπολογίζω (λόγιο) | badare | ιταλικό

μπατέλο | μεγάλη βάρκα | battello | βενετσιάνικο

μπατζάκι [1961], μπατζάκια, μπατζάκια [1931], μπατζάκ, μπατζιάκ | κάθε μια από τις δυο άκρες του παντελονιού ή του βρακιού / ποδάρι, αρίδα | bacak | τούρκικο

μπατζακλίκι [1960] | το ρεβέρ του παντελονιού | bacaklιk | τούρκικο

μπατζανάκης [1931], μπατσανάκης [1910], μπατζανάκηδες [1931], μπατζανάξ < μπατζ’ανάξ [1962c], μπατζιανάξ, μπατζανάξ | σύγαμπρος | bacanak | τούρκικο

μπατζαξής < μπατζακ-σιζ’ς [1960] | κοντοπόδαρος / μικρομέγαλος | bacaksιz | τούρκικο

μπατζάς [1960], μπατζάς < bατζάς [1976] μπατζιάς < bατζιάς [1972], μπατζιάς [1996], μπατζά, μπατζιά | καμινάδα, φουγάρο, τσιμινιέρα / το κομμάτι της καμινάδας που βγαίνει από τη σκεπή / o φεγγίτης | baca | τούρκικο

μπάτης [1835], μπάτη < μπάτη [1923a], μπατς [1988] | αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα | imbat | τούρκικο

μπατικόρε [1963], μπατικόρες | καρδιοχτύπι, χτυποκάρδι | batticuore | ιταλικό

μπατικούλο, μπατκούλο | χρεοκοπία (λόγιο), φαλιμέντο | batik | τούρκικο

μπατιμπάλος [1963] | σκληρό στρογγυλό ξύλο για το μπήξιμο των παλουκιών στο χώμα / εργαλείο του τσαγκάρη για το κάρφωμα των παπουτσιών | batipalo | βενετσιάνικο

μπατίνα [1874a] | πατίνα / μπογιά για τα παπούτσια | patina | ιταλικό

μπατινάδα [1709], μπατουνάδα | μαντινάδα, μαντουνάδα | mattinata | ιταλικό

μπατίρης [1983a], μπατήρης [1961], μπατίρς | άφραγκος, αδέκαρος, αναπαδιάρης, άπαρος, απένταρος, άψιλος / βουλιαγμένος | batırılmış | τούρκικο

μπατιρίζω [1962a], μπατηρίζω [1961], μπατίρω [1983a], μπατίζω [1960], μπατιρίζου | πτωχεύω (λόγιο) | batırmak | τούρκικο

μπατιτούρα [1688] | πατιτούρα | battitura | ιταλικό

μπατούτα [1931], μπατούδα [1963] | το τικ-τακ του ρολογιού / μουσικός ρυθμός (λόγιο) | battuta | ιταλικό

μπατσάρω [1874a], μπατσέρνω [1874a] | αγγίζω, αγκίζου, αντζίζω, αντζίχου, ατζίζου, ατζίζω, ατζώ, γκίγου, γκίζου, γκίζω, γκίνου, γκίνω, γκιούζου, γκίτσω, γκίχνω, γκίω, εγγίζω, εγκίγου, εντζίζω, ιγκίνου, ντζίζω, τζίγω, τζίζω | impazzar | βενετσιάνικο

μπατσιάρομαι, μπατσάρομαι | ανακατεύομαι σε ξένες δουλειές | impacciare | ιταλικό

μπάτσικα [1934], μπάτσιγα [1963], μπάτσκα < μπάτσ’κα [1964] | παιχνίδι με τα χαρτιά της τράπουλας (τριανταμία) | bazzica | ιταλικό

μπατσολάδος [1963] | τρελός, ζουρλός, μουρλός | impazzito | ιταλικό

μπάτσος [1835], μπάτζι [1688], μπάτζο [1635], μπάτζος [1709] μπάτσα [1910], μπάτσα < bάτσα [1976] μπατσαριά, μπάτσε < μπάτσε [1923a], μπατσελιά, μπατσιά [1931], μπατσιά, μπάτσο [1995], μπατσουλέ, μπατσουλιά, μπάτσους | χαστούκι, σκαμπίλι, ζαγλίκι, σιαμάρι, φούσκος | bacë-a | αλβανικό

μπαφιάζω, μπαφιάζω [1961], μπαφιάζου | ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω / λαχανιάζω | baf | ιταλικό

μπαχάρ | άνοιξη, ανιξέα, ανιξιά, ανξ | bahar | τούρκικο

μπαχάρι [1835], μπαχαρικά (τα) [1931], μπαχαρικό [1934], μπαχαρικόν [1910], μπαχούρι [1888b] | το πιπέρι / κάθε μπαχαρικό | bahar | τούρκικο

μπαχίλτς, μπαχύλτς [1903] | η κακιά η ώρα | bahtsız | τούρκικο

μπάχτι [1887b], μπάχτη [1982] | τύχη, γούρι, αγκούριο, αγούρ, αγούρι, γιούριν, γουρ, γούριν, ιχπάλ, ογούρι, ογούριν, ογουρλί, οούριν, ουγούρ, ουρ, ούρι, ούριν, ριζικό, σόρτα, σόρτε, ταξιράτ | baht | τούρκικο

μπαχτιλίτκος | γουρλής, τυχερός, αγουρλής, αγουρλούς, γουριλής, γουρλούς, καλόμοιρος, καλοπίχερος, καλορίζικος, καλότυχος, ογουρλής, ογουρλούς, οουρλής, ουγουρλής, ουρλής, ριζικάρης, ριζικάρικος, τιχιρός, φουρτουνάτος, χερικάρης, | bahtlı | τούρκικο

μπβάλι, μπβαλ < μπβαλ’ [1960b] | βουβάλι, βουβάλιν, βουβάλ, βάλι, βαλ, βουάλι, βούβαλος, βούβαλους, βούαλος, μπούφαλο, μπουβάλι, γουβάλιν, γουβάλι, γουβάλ, γούβαλος, γβαλ, δρούβαλος, κομές, μαντάς | bivol | σλάβικο

μπγάδα < μπ’γάδα [2011] | μπουγάδα, αμπουγάδα, μπογάδα | bugada | βενετσιάνικο

μπεάτος [1963] | μακάριος (λόγιο) | beato | ιταλικό

μπέβα < bέβα [2001c], μπέβε [2001a], μπιβάδα [2001c] | πιοτό, πιοτί, κρασί | beva | ιταλικό

μπεβάντα [1963], μπεβέντα [1963], μπεβάδα [1887b], μπιβάδα [2001c], μπεβάα [2001c], μπιβάντα | μεβάντα, νερωμένο κρασί | bevanda | ιταλικό

μπεβέ | πιοτό, πιοτί | beva | ιταλικό

μπεβεράτζιο [1963] | φιλοδώρημα (λόγιο), διάχμα, μπουρμπουάρ, πεπεράτζιο, πουρμπουάρ, ρεάτι, ρεγάλο, ριγάλο, ριγάλου, φίλεμα, χαρσλίκ | beveraggio | ιταλικό

μπεβερίνος [2001a] | βλ. μπεκρής | bever vino | ιταλικό

μπέβος | βλ. μπεκρής | bevon | βενετσιάνικο

μπεγεντές < bεγεντές [2001c], μπεγιάντκος < μπεγιάντ’κος [1966], μπεγεντινός [2001c] | εκλεκτός (λόγιο) | beğendi | τούρκικο

μπεγεντί [1887b], μπιγιντί [1981] | εύνοια (λόγιο) / μπαξίσι | beğeni | τούρκικο

μπεγέντισμα [1931], μπεγέντιση [2001b] | περιποίηση (λόγιο) / προτίμηση (λόγιο) / εκτίμηση | beğenilme | τούρκικο

μπεγεντώ [1790], μπεγεντίζω [1876a], μπεγεντάω [1887b], μπεγεντάρω [ 1960a], μπιγιντώ [1981], μπεγιεντώ [1996b], μπεγιαντίζω < μπεγιαντίζω [1999], μπεγεντώ < bεγεντώ [2001c], μπιγιντίζου | γουστάρω, θέλω / προτιμώ (λόγιο) / καταδέχομαι (λόγιο) / επαινώ (λόγιο) / περιποιούμαι (λόγιο) | beğenmek | τούρκικο

μπεγίρι [1876a] | το ζώο Equus caballus: άλογο, άβγο, άγκουλου, άγο, άλαγου, άλαο, άλγου, άλεβον, άλεγο, άλεγον, άλεο, άλεον, άλιγου, αλόαον, αλόατο, άλοβον, αλόγατο, άλογκο, άλογο, άλογον, άλοον, αλουγάς, άλουγο, άλουγου, άλουο, άλουον, άο, άογο, άουο, απάριν, άπαρος, άτ, άτι, άτιν, έθιο, νάτις, πράμα, φαρί | beygir | τούρκικο

μπέγκους | λόφος, αραχόνι, βνάρι, βνο, βουνάριν, καταράχι, κουλίνα, λαονάριν, λαοναρούιν, λαονούριν, μαγούλα, μογούλα, ντούμπα, ντουράκι, παμπούλα, παμπούλιν, πάμπουλος, παπούρα, παπούρι, ρακάν, ραχόν, ραχόνι, σκουφίδα, τεπέ, τεπές, τεπχιές, τζάμπρα, τζιούμα, τοπάριν, τούμπα, τουμπάκι, τουμπάρι, τούμπη, τούμπι, τούμπος, τραχόνι, τσιουμπάρι, τσιούμπι, τσιουτσιούλα, τσκάρι, τσουκαρούδι, τσουμπάρι, τσούμπι, ψήλωμα, ψίλουμα | poggio | ιταλικό

μπεγναμάς < μπεγ’ναμάσ’ς [1999] | αντιπαθής (λόγιο) | beğenmeme | τούρκικο

μπεζάζης [ 1960a] | υφαντής (λόγιο), αϊφαντής, αλαφαντάρης, αλεφαντής, αλιφαντής, αλφαντές, αλφαντής, αναφαντάρης, αναφάντης, ανεφαντάρης, ανεφάντης, ανιφαγκή, ανιφαντάρης, ανιφαντής, ανφαντής, λεφαντής, ναφαντάρης, νεφαντάρης, νιφαντής | bazzaz | τούρκικο

μπεζαχτάς [1910], μπεσακτάς [1709], μπεσταχτάς [1835], μπεσαχτάς [1910], μπεζαχτάρι [1982], μπιζαχτάς | το συρτάρι με τα λεφτά, στον μπάγκο του σαράφη / ταμείο (λόγιο) | peştahta | τούρκικο

μπεζεβέγκης [1934], μπεζεβένης [1790], μπεζεβάνης [1837], μπεζεβένκης [1957], μπιζιβεγκς < μπιζιβέγκ(η)ς [1987b], μπιζιβέξ, μπιζιβένξ, μπιζιβέγκς, μπιζιβένγκς | νταβατζής, αγαπητικός, κερχανατζής, κερχανετζής, κιρχανατζής, κοντόσης, μαβλιστής, νταβαντζής, νταβάς, νταβιτζής, παρακαλετής, πεζεβέγκης, πεζεβένης, πεζεβένκης, πιζιβέξ, ρουφιάνος | pezevenk | τούρκικο

μπεζεργένης [ 1960a] | πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάις, πραματιφτής, πραματσούλης | bezirgân | τούρκικο

μπεζέρισμα [1709], μπεζερισμός [1709], μπεζέριο [1966], μπεζέρια < μπεζέρια [1982] | βαρεμάρα, βαρεσά, βαρεσιά, βαριεμάρα, βαριομάρα, βαριοξιλιά, βαριοσίνη, βαριούλα, βαριουμάρα, βαρισιά, βαροσίνη, βαρουξλιά | bezdirme | bezdirme

μπεζερντίζω [ 1960a], μπεζιρντίζω [ 1960a], μπεζερίζω [1709], μπιζερίζω [ 1960a], μπεζερώ [1910], μπεζεράω [1961], μπιζιρνώ [1962c], μπιζιρνώ < bιζιρνώ [1972], μπιζιρνώ < bιζιρνώ [1976], μπιζιρίζου [1981], μπιζιρίζου < bιζιρίζου [1978], μπιζιρνάου < bιζιρνάου [1978], μπεζερνώ [1996a], μπεζεριάζω < μπεζεριάζω [2001a], μπιζιρίζου < μπηζηρίζου [2011], μπιζιράου [2010], μπιζιρντάου, μπιζιρντώ, μπιζιρίζω | μπαζέρνω, βαριέμαι, βαριεστάω, βαρκούμαι, κνέβομαι, κνέβομι | bezdirilmek | τούρκικο

μπεζές [1934] | γρομπαλάκι, σγρομπαλάκι / γλυκό από ψημένη μαρέγκα | beze | τούρκικο

μπεζεστένι [1910], μπεζεστίνι [1790] [1837], μπεζεστάνι [1860], μπιζιστέν, μπιζιστένι | μπεντεστένι, μπεντεστέν, σκεπαστή αγορά | bezesten | τούρκικο

μπεζίρι [ 1960a], μπεζίρ [ 1960a] | λάδι από λιναρόσπορο | bezir | τούρκικο

μπεζιρχανάς [ 1960a] | φάμπρικα που βγάζει λάδι από λιναρόσπορο | bezirhane | τούρκικο

μπεηλίδικος [ 1960a] μπεϊλίτικος [1709] | τρόπος ή πράγμα του μπέη | beylik | τούρκικο

μπέης [1709], μπέις [1688], μπέγης [ 1960a], μπεγς [ 1960a] | βέης, άρχοντας, προύχοντας (λόγιο) | bey | τούρκικο

μπεϊζαντές [ 1960a] | αρχοντόπουλο, αϊχουντόπλου, αρκοντοπέδι, αρκοντόπουλο, αρχοντάκ, αρχοντάκι, αρχοντονιός, αρχοντόπαιδο, αρχοντοπέδι, αρχοντοπέδιν, αρχοντόπλο, αρχοντόπλου, αρχοντοπούλι, αρχοντοπούλιν, αρχοντόπουλον, αρχουντόιπουλου, αρχουντόπιδου, αρχουντόπουλου, αρχουντόπουλουν, αρχουντουπέδ | beyzade | τούρκικο

μπεϊλερμπέης [1709], μπεγλερμπεΐς [1614], μπεΐλερπεϊς [1688], μπελέρμπεης [1963], μπερλέμπεης [1963] | ανώτερος διοικητής (λόγιο) / αργοκίνητος, αράθυμος, αγάλιος, άναργος, άναργους, αράθιμο, αράθιμους, αράθμος, αργοκούνιτος, αρόθιμος, ράθυμος | beylerbeyi | τούρκικο

μπεϊλίκι [1709], μπεηλίκι [1961] | αρχοντιά / η χώρα του μπέη | beylik | τούρκικο

μπεκαγές [ 1960a] | τα χρωστούμενα | bekaya | τούρκικο

μπεκανότο [1963], μπεκανόττο [1996b] | βλ. μπεκατσίνι | becanoto | βενετσιάνικο

μπεκαρίνι [2003] | μικρό πουλάκι | beccarino | ιταλικό

μπεκάτσα [1910], μπικάτσα | το πουλί Scolopax rusticola: γκαβοπούλι, γκαβόπουλο, γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, ορνιθοσκαλίδα, σκαλόθρα, σκαλόρνιθα, σκαλότθα, σουλτάνα, στραβοπούλι, τσαλόκοτα, τσουλούχ | becazza | βενετσιάνικο

μπεκατσίνι [1934], μπεκατσόνι [1910], μπικατσόν < μπικατσόν’ [2010] | το πουλί Gallinago gallinago: βαλτομπεκάτσα, γκλαντίνι, γλαντίνι, ζουρλορουκέτα, καψοράχη, κουφό, μπεκανότο, σακατζής, σακατζίδα, τζιγάτος | beccaccino | ιταλικό

μπεκιάρης [1910], μπεκιάρης [1790], μπικιάρς < μπικιάρς [1988], μπικιάρς < bικιάρ’ς [2006], μπικιάρς < μπηκιάρ’ς [2011], μπεκιάρ | ανύπαντρος, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος, άπαντρους, εργένης | bekâr | τούρκικο

μπεκιάρικος [1910], μπεκιάρικος [1934] | εργένικος | bekâr | τούρκικο

μπεκιαριλίκι, μπεκιαριλίκι [1934], μπεκιαρλίκι, μπεκιαρλίκι [1931] | η ζωή του μπεκιάρη, η εργένικη ζωή, η απαντρεψιά | bekârlık | τούρκικο

μπεκόνι [1887b] | καλοθρεμμένος τράγος | beccone | ιταλικό

μπέκος [1963], μπεκόνι | τράγος, γάτσιους, ιρκέτς, μούσκουρε, πουρτσάδ, πουρτσιάδ, πουρτσιάδι, πούρτσιους, πρίστος, προυτσάδ, προυτσιάδ, προύτσος, τράγαρος, τραγί, τραΐ, τράος, τράουλος, τσάο, τσάπας, τσάπος, τσούπης, τσουρίν, τσούρος | bek | βενετσιάνικο

μπέκος [1894], μπέκκος [1887a] | αγαθός και κερατάς | becco | ιταλικό

μπεκρής [1790], μπέκρος [1910], μπεκρούλιακας < μπεκρούλιακας [1931], μπικρίλακας [1946] | μεθύστακας, κρασάς, κρασοκανάτας, κρασοπατέρας, κρασοπινάς, μεθιστέας, μιθούκας, μπεβερίνος, μπέβος, μπερέτος, μπιβαδόρος, μπιτζμένους, πενταπιούσης, πιοτής, τνάκας | bekri | τούρκικο

μπεκριλίκι [1910], μπεκρηλίκι [1790], μπεκρουλίκι [1961] | μεθύσι, μεθισιό, μεθοκόπημα, μεθοκοπιό, μεθίς / για το μεθυσμένο λένε πως έγινε ή είναι: ακόντιο, αλοιφή, αλφάδ, αλφή, ασήκωτος, ασιούκοτος, γκολ, γκον, γράδα, δαυλί, κδούνα, κνιάδ, κνουπ, κόκκαλο, κομμάτια, κουδούνα, κουδούνι, κουλκουντζάδος, κουνούπι, κούνουπας, κούρμπιτο, κουρούνα, κουρούπι, κούρπιτους, κούτα, κουτούκι, κρουπ, κρούπα, κρούπι, λαδιρό, λιάδα, λιώμα, λουν, μανάλ, ματό, μούσκεμα, μπάλα, ντάλι, ντίρλα, παρτάλ, πατημένος, πίτα, σκνίπα, σκρου, στουκί, στούπα, στουπί, στρακότο, τάβλα, τάπα, ταπί, τζαμπούνας, τζιαμπούνας, τούρλα, τούρνα, τουφέκι, τσιούρλα, τσούκα, τύφλα, τφεκ, φές, φέσι, φισέκι, φσέκι, χώμα | bekrilik | τούρκικο

Μπεκτασής, Μπεκτατσής | αυτός που ανήκει στο θρησκευτικό τάγμα των μουσουλμάνων Μπεκτασήδων | Bektaşi | τούρκικο

μπεκτσής [ 1960a], μπεξής [1931], μπεχτσής [ 1960a], μπεκτσή [1987a], μπιχτσής < bιχτσής [2006], μπιχτσής < μπηχτσής [2011], μπικτσής | φύλακας (λόγιο), γιασακτσής, γιασαξής, δεφένστορας, διασακτζής, διασακτσής, διασαξής, διασαχτσής, καβάζης, καβάσης, μουχαφούζης, πεκτσία / φρουρός (λόγιο), γουάρδια, νοπετσής, πεσβάντης | bekçi | τούρκικο

μπέλα [1876a], μπέλλα [1963] | καλή / όμορφη | bella | ιταλικό

μπέλα [1894], μπέλω [1894], μπέλη [1987a], μπέλου [1987b], μπέλα < bέλα [2006], μπέλλα [2008] | άσπρη | bela | σλάβικο

μπελαγράμα [1963] | αθλιότατη (λόγιο) | bella grama | ιταλικό

μπελαλής [1910], μπελαλίδικος [1910], μπελαλίτικος [1910], μπελαλήδικος [1995], μπιλαλίδκους, μπιλαλίθκους | κουραστικός, δύσκολος, φασαρίας, φασέντας | belalı | τούρκικο

μπελαντζάρω [1996b], μπελαντσάρω | μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω, παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω | balanzier | βενετσιάνικο

μπελαντόνα [1957], μπέλλα ντόνα [1923b], μπέλα ντόνα [1926b], μπελλαντόνα [1934], μπελλαδόνα [1910], μπελαδόνα [1894], μπέλλα-δόνα [1835] | το φυτό Atropa belladona | beladona | βενετσιάνικο

μπελάς [1709], μπελιάς < μπελιάς [1790], μπελά [1987a], μπέλιου < μπέλιου [1987b], μπιλιάς < μπιλιάς [1987b], μπιλιάς < bιλιάς [2006], μπέλιου, μπελιά | βάσανο, ντράβαλο, σεκατούρα σκοτούρα, φασαρία, φασέντα | bela | τούρκικο

μπελάτζα [1963], μπελάντσα [1996b], μπελαντζούλα [1996b], μπελάντζα, μπελαντζί | μπαλάντζα, μπαλάντσα, παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή | balanza | βενετσιάνικο

μπελβεδέρε [1910], μπελβεντέρε [1963] | καλλιθέα (λόγιο) | belvedere | ιταλικό

μπελεγρίνα [1963], μπελερίνα [2001a] | μπαλαρίνα, πελερίνα / εσάρπα, μποξάς, σάλπα, σάρπα, σιάρπα, σπαλέτα, σπαλέτο, σπαλέτου / σάλι / μπέρτα, μπέρντα | pellegrina | ιταλικό

μπελεγρίνος [1933] | πελεγρίνος, πελεγκρίνος, στρατοκόπος, ξένος | pelegrin | βενετσιάνικο

μπελεκόζα [1887b] | κοπέλα γερή και στρουμπουλή | bella cosa | ιταλικό

μπελενίτσα | μαλακή άσπρη πέτρα | belenica | σλάβικο

μπελεντζάρω | μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω, παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω | balanzier | βενετσιάνικο

μπελεντιές < μπελεντιές [ 1960a], μπιλιτιές < μπιλυτιές [1996a] | δημαρχείο (λόγιο) / δήμος (λόγιο) / δήμαρχος | belediye | τούρκικο

μπέλεσε [1987a] | άσπρο πρόβατο | beleše | σλάβικο

μπελεσιά | μαλακή άσπρη πέτρα | beleše | σλάβικο

μπελέτσα [1963], μπελέντζια, μπελένζια | ομορφιά, ομορφάδα, ομορκιά, ομουρφάδα, ομουρφιά, ουμουρφάδα, πρεπιά, πρεπιόν, πρεπόν, πρεπός, πρέπους | belezza | βενετσιάνικο

μπελί [1966], μπελλί [ 1960a], μπεϊλί [2001b], μπιιλί | φανερός, σαφής (λόγιο) | belli | τούρκικο

μπελιάβερσιν [1840], μπελαλίβερσιν [1999] | κατάρα: ο Θεός να σου δώσει μπελά | bela versin | τούρκικο

μπέλιο < bέλιο [1972] | άσπρο βόδι | beljo | σλάβικο

μπελίσιμα [2003] | πολύ όμορφη | bellissima | ιταλικό

μπελίτσα [1963] | άσπρη προβατίνα | belica | σλάβικο

μπελκάντο [1995] | τέχνη τραγουδιού που σχετίζεται με την ιταλική όπερα | belcanto | ιταλικό

μπέλκι [1709], μπέλκιμ [1866b], μπέρκεμου [1876b], μπέλκιμ < μπέλκημ [1946], μπέλκιμ < bέλκιμ [1976], μπέλικι [1876a], μπεγίκι, μπέκι | ίσως (λόγιο), μάλλον (λόγιο) | belki | τούρκικο

μπελοάρδο [1709], μπελοάρδι [1709], μπελογουάρδι [1709], μπελογάρδι [1894] | μπαλοάρδο, μπαλουάρδο, προμαχώνας (λόγιο) | baloardo | βενετσιάνικο

μπέλος [1982], μπέλους [2010] | άσπρος | belo | σλάβικο

μπέλος [2001b] | αγαπητικός, ααπιτικός, ααπός, αγαπιτικό, αγαπιτκός, αγαπκός, αγαπό, αγαπός, αγαπός, αγάπος, αγαπτικός, αγαφτικός, αϊγαπιτικός, αμοράτος, αμορόζος, αμορούντζος, αμουρίζος, αμουρούζος, αργολάβος, ασίκης, ασίξ, ασίτσης, ασούχς, γαπιτικός, γαπτικός, γιαβουκλής, γιαβουκλός, γιαβουκλούς, γιακής, γιακλής, γιαουκλής, γιαουκλούς, γιαράνης, γιαρένης, γιαρένς, γιαρέντης, γιαρέντς, γιαρίνης, γιερένης, γιερέντης, γιρέντς, γκαντζέλος, γκόμενος, γκόμινος, γκόμινους, καλός, κάφκος, κούκος, λεγάμενος, λιγάμινους, μορόζος | bello | ιταλικό

μπέλου [1964] | άσπρο ζώο | belo | σλάβικο

μπελούκι [ 1960a], μπελούκ [ 1960a], μπλούκ < b’λούκι [2006], μπιλίκ, μπλιούκι, μπλιουκ | μπουλούκι, μπουλούκ | bölük | τούρκικο

μπελούσια < μπελούσια (τα) [1966], μπιλούσια < μπιλούσια [1964] | ασπριδερά | beluški | σλάβικο

μπελτές [1931], μπελντές [1887b], μπελντέ, μπελτέ, μπερντές | πελτές, ντοματοπελτές, πάστα | pelte | τούρκικο

μπεμπέκ | μωρό, βρέφος, αχουταρούδιν, αχουταρούιν, βιζανάρικο, βιζανιάρκου, βιζανταρούδι, βράχνους, βρέθους, βρέφνο, βρέφο, βρεφούδι, βρεφούλ, βρεφούλι, βρέχνο, βρέχνος, βρέχος, βρέχου, βρεχούδ, βρέχους, βυζανιάρικο, γιαβρί, γιαβρίν, γιαβρού, γιαρί, γιαρίν, γκολιοσάνι, γκουλισάν, γρέφιου, γρεφούλ, κουνενές, κουνινές, κούτσκου, μαξούμι, μιτσιτσόνι, μορέλι, μορουδέλι, μορούλικον, μουρό, μπαμπίνο, νιάνιαρο, νιάνιαρου, νινί, νινίν, ρέφος, ρεφούλ, ρεφούλιν, φρέφον, φρέφος | bebek | τούρκικο

μπεμπέκα [1931] | κοριτσάκι | bebek | τούρκικο

μπεμπεκίζω [1998] | παιδιαρίζω, μωρουδίζω | bebekleşmek | τούρκικο

μπεμπεμπλί, μπιμπίλι [1961], μπιλμπίδ < bιλbίδ’ [1972], μπιλμπίδι, μπιμπίλ < bιbίλ’ [1976], μπιμπίλ < μπιμπίλ(ι) [1987b], μπιμπλί / μπιρμπιλιά [1966], μπιμπλιά < μπιμπλιά (τα) [1996a], μπερμπελιά [1874a], μπιλμπίδγια < bιλbίδγια [2006], μπιμπίλια < μπιμπίλια [2008], μπιμπλιά, μπιλμπίδια, μπιλμπιά | στραγάλι, ζαγλαπίδα, ζαγλαπίδ, λεμπλεμπί, λεμπλεμπίδι, λεμπεμπί, λεπλέπι, μπομπόλι, μπουμπόλ, νιμπιλμπί, στράλι, τράγαλο | leblebi | τούρκικο

μπένα [1709] | πένα | pena | βενετσιάνικο

μπενβενούτο [1963] | καλωσόρισμα | benvenuto | ιταλικό

μπένε [1840] | καλά | bene | ιταλικό

μπενεβρέκι [1957], μπενεβρέκ < bενεβρέκ’ [1972], μπενοβράτσι [1987a], μπινιβρέκι < μπινιβρέκια (τα) [1966], μπινιβρέκ | μάλλινη βράκα, πιο φαρδιά πάνω: μοντούρι, μπολμπότσα, μπουλμπότσα, μπουλουμπότσα, μπουραζάνα, μπουτούρι, πανοβράκι, ποτούρι, πουτούρ, πουτούρα, πουτούρι, ρασοβράκι, ρασοβράτσι, σέλα, σιλούδα, σλούδα, σιαγιάνι, σαλβάρ, σαλβάρα, σαλβάρι, σιαλβάρ, σιαλβάρα, σιαλβάρι, τσακτσίρι, τσαξίρι | benevrek | τούρκικο

μπενεδέτα [1614] | το βότανο Benedicta | benedicta | λατινικό

μπενεμέριτος [1963] | άξιος, άξε, άξιγιος, άξιε, αξιός, άξιος, άξιους, άξιους, άξος, άξους, βαλερόζος, καντίρης, μικαγιέτς, μπασίρης, φελεμένος | benemerito | ιταλικό

μπενεστάντες [1963] | πλούσιος, άβαρε, αβάριτος, άβαρος, άβαρους, έχος, εχούμενος, ζεγκίνης, ζεγκίντς, ιχούμινους, κονομημένος, λεφτάς, ματσό, ματσωμένος, ντανιασμένους, ντιβικέλης, παραλής, παράλς, πλούσιε, πολόλιρος, πορεμένος, τζιορμπατζής, τζορμπατζής, τσακουμένους, τσιουρμπατζής, τσορμπατζής, φραγκάτος | benestante | ιταλικό

μπενετάδα [1931], μπενεντάδα [2001b] | τραπέζι αποχωρισμού (κέρασμα) / αποχωρισμός | benedetta | ιταλικό

μπενεφιτσιάτα [1962a] | ευεργετική θεατρική παράσταση (λόγιο) | beneficiata | ιταλικό

μπενεφίτσιο [1963], μπενεφίτζιο [1996b], μπενεφίκιο | κέρδος, οφέλημα, αβάζο, αβαντάγιο, αβαντάγιου, αβάντζο, αβάντσο, αβάτζο, αβάτζου, απολαβή, απουλαβή, βαντάγιο, βαντάγιου, διάφορο, διάφορον, διαφουρά, διάφουρου, δκιάφορος, ιπουλαβή, ισμίλ, ισμίλα, καζάντ, καζάντι, καζάντια, καζάντιο, καζάτι καλιμέντο, καλοφελιά, κιαρ, κιάρι, ουφέλιμα | beneficio | ιταλικό

μπενζίνα [1934], μπεντζίνα, μπεντσίνα | βενζίνη (λόγιο) / βενζινάκατος (λόγιο) | benzina | ιταλικό

μπενινιτά [1963] | επιείκεια (λόγιο) | benignita | ιταλικό

μπενταβά [ 1960a], μπετιαβά < μπετιαβά [1840], μπιτχαβά < bιτχαβά [1976], μπιτχαβά [1982], μπεντιχαβά [1996b], μπενταχαβά [1999], μπέχο, μπέχου | τσάμπα, τζάμπα, τζιάμπα, τσιάμπα, μπαντιαβά, μπαδιαβά, μπατχαβά, μπατιάβα, μπέχου, μπέχο | bedava | τούρκικο

μπεντέλι [1957], μπεντέλ [ 1960a], μπιντέλι [ 1960a], μπιντέλ < bιντέλ’ [1972] | εξαγορά στρατιωτικής θητείας (λόγιο) | bedel | τούρκικο

μπεντένι [1876a], μπεδένι [1835], μπιντέμ < bιντέμ [1892], μπιντένι [1966], μπιντέν [1988], | τείχος (λόγιο) κάστρου ή πύργου | beden | τούρκικο

μπεντεστένι [1934], μπεντεστέν [ 1960a] | βλ. μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά) | bedesten | τούρκικο

μπέντι [ 1960a] | νεροδεσιά, νερόδεμα, νεροκράτης, νεροφράχτης, δέση, δες | bent | τούρκικο

μπεράτι [ 1960a], μπεράτ [ 1960a] | βεράτιο, σουλτανικό διάταγμα (λόγιο), τιμητικό δίπλωμα (λόγιο) | berat | τούρκικο

μπεργαντί [1709], μπεργαντίνι [1995], μπιργκαντίνι [1995] | περγαντί, περγιντί, κάποιο μικρό καράβι | bergantin | βενετσιάνικο

μπερεκέτβερσιν, μπιρικιάβρισουν < bιρικιάβρισουν [1976], μπιρικιάτρισουν < μπιρικ’άτρισουν [1962c], μπερεκιάτες < μπερεκιάτες [1966], μπιρικέτ βιρσίν | ας δώσει ο θεός, ευτυχώς | bereket versin | τούρκικο

μπερεκέτι [1709], μπερικέτι [1709], μπερκέτι [1790], μπερεκέτ [ 1960a], μπιρικέτ [1962c], μπιρικέτ < bιρικέτ’ [1976], μπιρικιάτ < bιρικιάτι [2006], μπιρικέτ < μπηρηκέτ’ [2011], μπιρικέτι, μπιρικιάτι, μπερικιάτ, μπεριεκιάτ | αφθονία (λόγιο) / ευλογία (λόγιο) / ευτυχώς | bereket | τούρκικο

μπερεκετλής [ 1960a], μπερεκετλίδικος [1934], μπερκετλίδικος [1934], μπιρικιτλίσιους < μπιρικιτλήσ’ους [1962c], μπερεκετιλής [1963], μπιρικιτλίδκους < bιρικιτλίδκους [1976], μπιρικιτλίδκους [1988], μπιρικιτλής < μπηρηκητλής [2011], μπερκετουλής | άφθονος (λόγιο), μπόλικος / εύφορος (λόγιο), καρπερός | bereketli | τούρκικο

μπερέτα [1866a], μπερέττα [1933] | σκούφια, κιουλάφι | beretta | ιταλικό

μπερετίνα [1622], μπερεττίνα [1933] | πλεχτή σκούφια | berrettina | ιταλικό

μπερετόνι [1996b], μπερεττόνι [1963] | πηλήκιο (λόγιο) | berrettone | ιταλικό

μπέρι [1982], μπερί | από / μέχρι | beri | τούρκικο

μπερλίνα [1866a] | στηλίτευση (λόγιο) / παιδικό παιχνίδι όπου λέγανε μυστικά και κουτσομπολιά (πέρασα από την αγορά κι άκουσα πολλά καλά και πολλά κακά για σένα) | berlina | ιταλικό

μπερλίνα [1931] | κάποια άμαξα | berlina | ιταλικό

μπερμπαντεύω [1934], μπιρμπαντεύω [1910] | κάνω πονηριές / γκομενίζω, τσιλιμπουρδίζω | birbanteggiare | ιταλικό

μπερμπάντης [1910], μπερμπάτης [ 1960a], μπερμπάντες [1963], μπερμπαντάκος [1995], μπιρμπάτης [ 1960a], μπιρμπάντης [1866a] [1894], μπιρμπάντες [1840], μπιρμπάτς < bιρbάτ’ς [2006], μπιρμπάντς, μπερμπάτ | πονηρός, κατεργάρης / γκομενάκιας, γυναικάς | birbante | ιταλικό

μπερμπαντιά [1934], μπερμπαντιά [1931], μπιρμπαντιά [1910], μπιρμπαντία [1963], μπιρμπανταρία [1963] | πονηριά, κατεργαριά / τσιλιμπούρδισμα | birbanteria | ιταλικό

μπερμπάντικος [1934] | πονηρούτσικος, πονηρούλης, κατεργάρικος | birbantesco | ιταλικό

μπερμπένα [1963] | το φυτό Verbena Officinalis: βέρμπενα, γοργογιάνι, σπιροχόρτι, σπιρόχορτο, σπλινοχόρτι, σπλινόχορτο, σταβροβοτάνι, σταβροβότανο, σταβρόχορτο | verbena | ιταλικό

μπερμπέρης [ 1960a], μπιρμπέρς [1962c] | μπαρμπέρης, μπάρμπερος, μπαρμπέρς μπαρμπιέρης (barbiere στα ιταλικά) | berber | ιταλικό

μπερμπεριλίκι [ 1960a] | η δουλειά του μπαρμπέρη (ή του μπερμπέρ στα τούρκικα) | berbelik | τούρκικο

μπερμπέρις [1688] | το φυτό Crataegus oxyacantha | berberis | λατινικό

μπερντελίκι | πανί για κουρτίνα (μπερντέ) | perdelik | τούρκικο

μπερντές [1934], μπερδές [1790], μπερτές [1837], μπιρντές [1960b], μπιρντές < bιρντές [1972], μπεδρές [2002] | περδές, περντέ, περντές, κουρτίνα, κολτρίνα, κοντρίνα, κουρτούνα, χορτίνα | perde | τούρκικο

μπερούκα [1963] | περούκα | peruca | βενετσιάνικο

μπερούτσα [1966], | μάλλινη κάπα με φλόκια και χωρίς μανίκια: μπαρούτσα, μπρούτσα | bërrucë-a | αλβανικό

μπερπένα [1614] [1688] | το φυτό Verbena officinalis, βερμπενά | verbena | λατινικό

μπέρτα | φάρσα, γκασκαρίκα, δούλεμα, δούλμα, καζούρα, κασκαρίκα, κασκαρίτσα, κατσιαρίκα κατσκαρίκα, κουραχάν, λατάν, μάντσια, μπούρλα, μπούφα, μπρέκια, νίλα, πάθημα, πλάκα, σάκα, σιακαμούδ, τσάταρα, χασκαρίκα, χνερ, χνέρι, χνιερ, χνιέρι, χουνέρ, χουνέρι | berta | ιταλικό

μπέρτα [1934], μπέρντα | βλ. μπελεγρίνα | berta | ιταλικό

μπερτέλα [1963] | μπρετέλα, μπρατέλα | bretella | ιταλικό

μπερτουέλα | μεντεσές, αβδέλ, αβδέλα, αβδέλι, βιδέλι, γκάγκαβο, γκάγκαρο, καϊναμάς, κινέτ, κλάπα, κλαπιά, κλαπίν, κλάπος, μάσκολο, μάσκουλο, μελτισές, μεντεσέ, μεντζεσές, μεντρεσές, μιντζισές, μιντισές, περόνι, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζές, ριζιές, στριφνάρι, στρουφούλι, στρουφουλίδι, στροφίγκι, στροφίδι, φερμενέλα | bertoela | βενετσιάνικο

μπέρφαδο < bέρφαδο [2001c], μπέφαρδο [2001c], μπεφάρδισμα [2001c] | κοροϊδία, αναγέλασμα, αναγέλασμαν, αναγελασμός, αναγέλιν, αναγέλιο, αναγέλιον, αναγέλιου, ανάγελο, αναέλιον, αναμπέζασμα, ανεγέλεσμα, ανεγέλιο, ανέγελο, ανεέλεσμα, ανεέλιο, ανιγέλιου, δούλεμα, κάζο, καζούρα, κασμέρ, κογιονάδα, κουρουϊδία, μαϊτάπ, μαϊτάπι, μότα, μπάγια, μπιλιάρισμα, ναέλεσμα, νεγέλιο, περγιέλι, περφάδο | beffardo | ιταλικό

μπερχανάς [ 1960a] | ερείπιο (λόγιο), ρημάδι, ρημαδιό | berhane | τούρκικο

μπες | πέντε, πέντζι, πέντι, πεντ | beş | τούρκικο

μπέσα [1860], μπέσσα [1934] | πίστη, λόγος τιμής (λόγιο) | besë -a | αλβανικό

μπεσαλής [1931], μπισαλής < bισαλής [2006], μπεσαλίδικος [1998] | αυτός που κρατάει το λόγο του, αυτός που έχει μπέσα | besëli | αλβανικό

μπεσάρομαι [1933] | πενσάρομαι, σκέφτομαι, λογιέμαι | pensar | βενετσιάνικο

μπεσί [ 1960a], μπεσλί [ 1960a] | καλοθρεμμένο (ζώο) | besi | τούρκικο

μπεσίκι [ 1960a], μπισίκ <μπισίκ’ [1946], μπεσίτσι [1987a], μπισίκι [1982], μπισίκ < μπισίκ(ι) [1987b], μπισίκ < bισίκι [2006], μπεσίκ, μπεχίκι | η κούνια του μωρού: κβέλι, κνια, κουβέλι, κούνα, κουνί, κούνια, κουνιαριά, κουνίστρα, μαστορικό, μελούτη, νάκα, νανούδι, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμανίτσα, σαρμάνιτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σερμανίτσα, σκαμνίδ, σκαμνίδι, σκαφίδ, σκαφίδι, σούση, τρόκνια | beşik | τούρκικο

μπεσκέσι [1983a] | πεσκέσι, πεσκές, γκαλίδι, δώρο, κανίσκι, ρεγάλο | peşkeş | τούρκικο

μπεσλέβω, μπεσλεύω [ 1960a], μπεσλεντίζω [ 1960a], μπισλιτώ < bισλιτώ [1976] | ταΐζω, τρέφω | beslemek | τούρκικο

μπεσλεμές [ 1960a] | παραπαίδι, παραγιός, δουλικό | besleme | τούρκικο

μπεσλίκι [ 1960a], μπεσλίκ [ 1960a] | πεντάρα / πεντάδα | beşlik | τούρκικο

μπεσμπελί [2001b], μπεσμπελλί [ 1960a], μπεμπελλι [ 1960a] | ολοφάνερα, καθαρά | besbelli | τούρκικο

μπεσντραβίτσα (η) < μπεσdραβίτσες (οι) [1966] | μυρμηγκιά, βερβερίτσα, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα, μπαζντραβίτσα, μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα, μπαστραβίτσα, ορνιθόκολος | bradavica | σλάβικο

μπέστια [1963], μπέστιας [2003] | κτήνος (λόγιο), ζώο | bestia | ιταλικό

μπεστίζω [ 1960a] | βλ. μπεζερντίζω | bezmek | τούρκικο

μπετατζής [1961], μπεταντζής | μάστορας που δουλεύει στο ρίξιμο του μπετόν | betoncu | τούρκικο

μπέτερ | πιο κακός, χειρότερος | beter | τούρκικο

μπετζερμέκ [ 1960a], μπετζαρεύω [ 1960a] | πετυχαίνω, καταφέρνω | becermek | τούρκικο

μπετιμέζι [1987a] | πετιμέζι, πετιμέζ, | pekmez | τούρκικο

μπέτο [1996b], μπέτι [1860], μπέτης [1876a], μπέτος [1996b] | πέτο, πέτης, στήθος | peto | βενετσιάνικο

μπετόνι [1961], μπεντόνι[1995], μπιτόνι [1983a], μπιντόνι [1995], μπιτόν | δοχείο υγρών (λόγιο) | bidone | ιταλικό

μπετονιέρα [1934], μπετονιέρα [1961] | σιδερένιος κάδος όπου ρίχνουν μέσα το τσιμέντο, την άμμο, το χαλίκι και το νερό και μετά τον γυρίζουν με μανιβέλα ή μοτέρ για να φτιάξουν το μπετόν | betoniera | ιταλικό

μπετόνικα [1688] | φυτά του γένους betonica: βετονική, πριονίτης | betonica | λατινικό

μπετσέτα [1866a] | πετσέτα | pezzetta | ιταλικό

μπετσκώνω [1884b] | δέρνω, πλακώνω, ξυλοφορτώνω | beșică | βλάχικο

μπεχλιβάνης [1910], μπεχλεβάνης [1790], μπεχλιβάντς | παλαιστής (λόγιο), παλιοτάρης, παλιότης, πελιαβάντς, πεχλιβάν, πεχλιβάνης, πεχλιβάνον, πεχλιβάντς, πιλιβάνης, πιλιβάντς | pehlivan | τούρκικο

μπιάβε [1963] | σιτηρά (λόγιο), γεννήματα | biade | ιταλικό

μπιάκα [1622] | άσπρη μπογιά / πούντρα | biacca | ιταλικό

μπιανκαρία < μπιανκαρία [1963] | τα ασπρόρουχα | biancheria | ιταλικό

μπιάνκο | άσπρος, αλανός, άσπερ, άσπιρ, άσπιρος, άσπος, άσπουους, άσπρεσα, άσπρισα, άσπρο άσπρους, γαλανός, ιάσπρος, μπέλος, μπέλους, χάσκος, χάσκους | bianco | ιταλικό

μπιανς < μπιάν(η)ς [1987b] | ασπροπρόσωπος | bjal | σλάβικο

μπίβα [1790] [1835] | βλ. μπίρα | piva | σλάβικο

μπιβαδόρος | βλ. μπεκρής | bevidor | βενετσιάνικο

μπίγα [1910] | γερανός, βίντσι | biga | βενετσιάνικο

μπιγιαντώ < μπιγιαντώ [1988], μπιγιντίζου [2011] | διαλέγω, γιαλέγου, διαλέγου, διαλέω, δκιαλέω, ζαλέχου, κιαλέω | beğenmek | τούρκικο

μπιγιντιγί [2011] | διάλεγμα, ξεχώρισμα | beğenme | τούρκικο

μπιγκόνια < μπιγκόνια [1961], μπιγόνια, μπιγόνια [1998] | φυτά του γένους Begonia, βιγόνια, βιγκόνια, χωνάκι | begonia | ιταλικό

μπιγκότο < μπιγγότο [1888a], μπεγότο | τα μικρά ψαράκια | bigatto | ιταλικό

μπιγκότος [1963] | θρησκομανής (λόγιο) | bigotto | ιταλικό

μπίγολη [1963] | το να ακουμπάς τα χέρια στην κοιλιά με τα όλα δάχτυλα μπλεγμένα και να στριφογυρνάς τα δυο χοντρά δάχτυλα το ένα γύρω από το άλλο | bigholon | βενετσιάνικο

μπίγουλη [1963], μπίγολη [1983b], μπίουλη [2001a], μπίγλη [2001a], μπίγουλι, | πίγουλη, φιδές, φιντές, μενουδέλι | bighellare | ιταλικό

μπιδόκα [1996b] | το έντομο Pediculus capitis: ψείρα, μιλιόρα, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα, ψίρε | pidocchio | ιταλικό

μπιέλος < μπιέλος [1983b], μπλιo [2001c], μπλιoς < bλιος [2001c], μπγέλο < b’γέλο [2001c] | μπουγέλο, μπούγελο, μπουγέλος, μπούγελος, μπουγέλου, μπουέλο, μπουλιός, πγιέλο | bugiol | βενετσιάνικο

μπιζάρω [1957] | χτυπώ παλαμάκια για να ξαναβγεί στη σκηνή ο θεατρίνος, ο μουσικός, ο τραγουδιστής | bissare | ιταλικό

μπιζέλι [1866a], μπίζι [1688], μπίζο [1934], μπιζελιά < μπιζελιά [1957], μπιζέλ < bιζέλι [2006], μπίζα, μπίζας, μπίζης, μπίζι | το φυτό Pisum sativum, αγδουπέκα, αρακάς, άφκος, άφκους, καρίκι, μαναρόλι, πιζέλι ~ biso βενετσιάνικο | pisello | ιταλικό

μπιζερίζω [1860], μπεζερέω [1860] | πεισμώνω, παραξενεύω | bizzarrire | ιταλικό

μπιζικάρω [2001b], μπιζιγάρω [2001b], μπιτσικάρω [2001b] | ενοχλώ (λόγιο), πειράζω, αλαρμίζω, ανγκίζου, γετόνω, γκαλντανώ, γκουμπζιαλώ, γουρταλάβω, ζιακανάου, ζουκαλνώ, κακαλατώ, κασμιρέβου, κεντάου, κιντάου, κλαφνίζω, κουγνίζω, κουϊγντίζου, κουκουπώ, κουκουφώ, κουρντίζου, κουρντίζω, μπογιάρω, νταντάρω, ντελαχιάζω παλέβου, παλεύω, παραβαρώ, πατάζω, πιλατέβγω, πιλατεύου, πιλατεύω, πιράζου, ποτσουνίζω, ποτσουνώ, πράζω, σαλαγώ, σατασέβω, σγαρλάου, σγαρλέβου, σιετώ, σιμπώ, σκαλνώ, σκεντέβγω, σκομπονέρω, σκουλουβρώ, σκουλουδρώ, σκουλουθρώ, σνταρχάου, σουμπράου, ταράζου, ταράζω, τζινάω, τζιολέβω, τζλόνω, τσιγκλάου, τσιγκλάω, τσιγκλίζου, τσιγκλιζω, τσιγκλόνω, τσιγκλώ, τσιγκράω, τσιγκρίζω, τσιγλάω, τσιουκανάου, τσολέβω | bezzicare | ιταλικό

μπιζιλότο, μπιζολός, μπιδολότο | υπνάκος, μουσουλέτο, μποζολούτο, μπουρμπουλός, νουμπέτ, νουμπέτι, σουρούπι | pisoleto | βενετσιάνικο

μπιζονιάρω < μπιζονιάρω [1709] | χρειάζομαι, αναγκέβουμαι, αναγκέβουμι, ανεγκέβομε, καταρκάζουμαι, καταχριγιάζουμι, ρκάζουμαι χράζουμι, χριάζουμαι | bisognare | ιταλικό

μπιζόνιο < μπιζόνιο [1963] | ανάγκη, ανάγκ, ανάγκα, ανάγκας, ανάγκαση, ανάγκια, ανάντζη, ανάτζη, ανέγκας, ανέγκαση, ανίγκαση, γρία, ιχτιζάς, νέγκαση, χρεία, χριασίδι, χρίγια | bisogno | ιταλικό

μπιζονιόζος < μπιζονιόζος [1963] | αναγκερός, αναγκιρός | bisognoso | ιταλικό

μπίζος [1688] | κάποιο ύφασμα | biso | ιταλικό

μπιθ [1964] | το πίσω μέρος / ο κώλος | bythë-a | αλβανικό

μπίκα, μπιμπίκα [2001b] | ράμφος (λόγιο), γκάγκα, γκιάγκα, κάγκα, κάνγκα, κουμούτσιν, σουρούκ, τσιμπιτάρι, τσιμπλί, τσιμπτάρ, τσιόμκα, τσιουμπλί | becco | ιταλικό

μπίκας [1894], μπίκας < bίκας [1972], μπικάδι, μπικάδ | ταύρος (λόγιο), μπγας, μπουγάς, μπουάς, ντάνας | bik | σλάβικο

μπικερίνι | μικρό ποτήρι | bicerin | βενετσιάνικο

μπικικίνια < μπικικίνια (τα) [1962b] | λεφτά, γκαφρά, μπαγιόκο, μπαγκανότα, μονέδα, μπερντέ, μπεκανότα, παράς, παραδάκι, φράγκα | picenin | βενετσιάνικο

μπικίρι [1963] | μπακίρι: κάποιο πεπόνι με χρώμα μπακιρένιο | bakιr | τούρκικο

μπικλέτ < μπηκλέτ’ [2011] | αναμονή, ανεμονή, απαντουχή, απαντοχή, παντουχή, παντοχή | beklenme | τούρκικο

μπίκος [1894], μπίνκος [1963], μπίκο [1987a], μπίγκος [1996b], μπικοσκαλίδα [2001b], μπίνγκος | κασμάς, αξίνα, αξινάρ, αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος, πικούνι, σκαπέτα, σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ | picon | βενετσιάνικο

μπιλάντσο [1866a], μπιλάντσιο < μπιλάντσιο [1963], μπιλάντζο [2001b], μπελάντζο | μπαλάντσο, ισολογισμός (λόγιο) | bilancio | ιταλικό

μπιλέ [ 1960a], μπιλέμου [2001b] | ακόμα, ακόμα και | bile | τούρκικο

μπιλεζίκι [1876a], μπιλετζίκι [1961], μπιλιντζίκ < μπιλιντζίκ’ [1962c], μπλιτζίκ < μπλιτζίκ’ [1966], μπιλιτζίκ < bιλιτζίκ’ [1972], μπελεζίκι [2001b], μπιλτζίκ < bιλ’τζίκι [2006], μπιλιτζίκια < μπιλιτζίκια (τα) [2008], μπιλτζίκι, μπιλτζιούκι, μπλεζίκ, μπιλιτσίκι | βραχιόλι, κρικέλι | bilezik | τούρκικο

μπιλέμ [1840], μπιλιέμ | ούτε καν / ακόμα | bile | τούρκικο

μπίλια [1934], μπίλια [1931] | μικρή μπαλίτσα από σίδερο, γυαλί, ξύλο, πηλό κ.ά. / σφαιρίδιο (λόγιο) | biglia | ιταλικό

μπιλιάρδο [1934], μπιλιάρδο [1709], μπιλιάρδον [1835], μπιλιάρδος < μπιλιάρδος [1963] | σφαιριστήριο (λόγιο) | bigliardo | ιταλικό

μπιλιετέκι, μπιλετάκι [1894] | υποκ. του «μπιλιέτο» | biglietto | ιταλικό

μπιλιέτο [1934], μπιλιέτο [1931] μπιλλιέτο [1857], μπιλέτο [1866a], μπιλιέτον [1910], μπιλιετάκι, μπιλιετάκι [1957] | επισκεπτήριο (λόγιο) | bilieto | βενετσιάνικο

μπιλιμέμ | άγνωστος, άγνωρος, άγνοθος, αγνόριμος, αγνόριμους, άγνοστε, άγνουστους, αναγνόριμος, ανάγνοστες, ανέγνοθος, ανεγνόριμος, ανέγνορος, ανέγνοστος, ανέγνουρος ανίγνουστος, ανιγρόνμους, άνοστος | bilinmez | τούρκικο

μπιλίντσου < bιλίντσου [2006] | κάποιο άσπρο λουλούδι | bilica | σλάβικο

μπιλιούμπασης, μπιλιούμπασης [ 1960a] | μπουλούκμπασης | bölükbaşı | τούρκικο

μπιλίτσα (τα) [1964], μπλιίντσα < μπλίντσκα [164], μπιλμπίσα < bιλbίσα (τα) [1976] | ασπριδερά κεράσια | bilica | σλάβικο

μπιλμέλ [1962b] | άγνοια (λόγιο) | bilmeme | τούρκικο

μπιλμές < bιλμές [2001c] | γνώση, γνώρα, αγρονιμιά, αγρόνιση, γνόρι, γνόρος, γνόρου, γνόρους, γνούρος, γνος, γνόσα, εγνόρα, κατεχιά, νόση, ξεβριά, πολιξεβρία | bilme | τούρκικο

μπιλντιρτζίνι [ 1960a] | το πουλί Coturnix coturnix: ορτύκι, χαμοπέρδικα | bıldırcın | τούρκικο

μπιλούρι[2001b], μπιλιούρι < μπιλιούρι [1969], μπελούρι [2001b], μπιλιούρ | κρύσταλλο / κρυσταλλένιο | billur | τούρκικο

μπίμπασης [1860], μπίνμπασης [1876a], μπιμπασάς [1982] | χιλίαρχος (λόγιο) | binbaşı | τούρκικο

μπίμπια | γκρίνια, γίρνια, γκιίνα, γκίινια, γκίρνα, γκίρνια, γκρίνα, γκρίνη, γκρίνιασμα, γκρινιασμός, γρίνα, γρίνη, γρίνια, γρίνιασμα γρινιασμός, δρίνια, ρίνια, | bibia | βενετσιάνικο

μπίμπικας [1864], μπιμπίκι [1864], | πούπουλο, πουμπούλ | bimbo | ιταλικό

μπίμπιλας < bίbιλας [2006], μπιμπίλ < bιbίλ [2006], μπιμπίνι, μπιμπίλα | το πουλί Meleagris gallopavo, γάλα, γαλί, γαλίνα, γάλισα, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλος, γάλους, γάλτσα, γοργονάκι, διάνα, διάνος, κάκνα, κακνί, κακνιά, κνόγαλου, κούβος, κούλκα, κούρκα, κουρκάνος, κούρκας, κούρκος, κούρκους, μισίρα, μισίρι, μισίρκα, μισίρκι, μισίρκους, μίσιρκους, μουσούρι, μσίρκους, μψίρκους, τούρκος, τούρκους | bibiloi | βλάχικο

μπιμπλιατζής < μπιμπλιατζής [1996a] | στραγαλατζής | leblebici | τούρκικο

μπιν [2001b] | χίλια | bin | τούρκικο

μπίνα [1966], μπίνια < μπίνια [2011] | κουβάλημα κάποιου στην πλάτη ή στον ώμο: αγγουράκια, αγκάνια, αγκότσα, αγκότσια, αγκούτσια, ακαλιγκούτσια, αμπελέτσα, αμπέτσα, αμπρουζά, αρμακόλου, γκαλαγκότσια, γκαλγκότς, γκαλγκούτς, γκαλιαγκότσια, γκαλιγκότς, γκαλιγκότσια, γκάνια, γκότζι, γκοτς, γκότσα, γκότσι, γκότσια, γκούτσα, γκούτσια, ζαλίγκα, ζαλίκα, ζαλούκα, καβάλ, καβάλα, καβαλίκα, καβαλίκια καβαλούρι, καβαλούτσι, καλιβούτσι, καλικούτσα, καλιτσούρι, καλοκούτσια, κβαάλα κούτσια, όπα, όπαλα, τζίγκακα, τζιτζίνα, τσονγκς | binme | τούρκικο

μπινάρης [1957], μπινιάρης [1934], μπινιάρης [1910], μπινιάρικος < μπινιάρικος [1910], μπινιάρκου < μπινιάρκου [2010], μπινιάρκος | δίδυμος (λόγιο), αμέγελος, γεμελάς, γέμελος, γέμιλος, γέμιλους, γιμελάς, γιμέλης, γιμελντάς, γιόμελος, γιουμιλιάρς, δέμελος, διαμέλικος, διάμελος, διδιμάρης, διδιμάρκος, διδιμάρξ, διδμάρκους, διμελάς, διμέλης, διμέλντης, δίμελος, διόμελος, διόμλους, διουμιλιάρς, διπλάρης, διπλάρι, διπλάρκος, δίπλαρος, διπλός, δμάρικος, δμαρς, έμεος, ζιμβραγός, ιμελάς, ίμελος, μέγελος, μονοκιλίτικος, μονόκιλος, ντιτμάρκους, ντουνουμάρκος, σμάρκος, σμαρός, τζιτζιμάρκος | binarius | λατινικό

μπινάρι, μπναρ < b’ναρ’ [1976] | πηγή (λόγιο), αλιβάνσα, άμπλας, αμπολή, άμπουλας, αμπουλή, αναάλουσα, αναβαλούσα, αναβάλουσα, ανάβρα, αναβρή, ανάβρια, αναβριτάρι, αναβριτή, αναβριτούρα, ανάβρυσμα, ανεβαλούσα, ανεβάλουσα, ανεβάλσα, ανεβάουσα, ανεβριτούρα, ανεβρούσα, ανεγαλούσα, ανεμπολή, ανιβάνσα, βελούχι, βίις, βιλούχ, βιλούχι, βουρβούλα, βρις, βρούση, βρύση, βρυσομάνα, γκιούρα, γκούρα, έμπολας, εμπολή, καϊνάκι, καϊνιάκι, καταγός, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο, κούμπλα, κούρα, μάνα, μπγαδ, μπιγάδι, μπολή, μπουνάρ, μπουνάρι, μπουρίμα, μπούρμπουλας, μπουτσνάρα, μπρίσμα, νεροβγάστρα, νερομάνα, νιβριζάρα, νιβριτάρ, νιβριταριά, πεγάδ, πεγαδομάτιν, πηγάδι, πιγάδ, πινάρ, πρίσμα, τσεσμέ, τσεσμές, τσιουλνάρ, τσιουλνάρα, τσισμές, τσουλνάρα, φοντάντα, φουντάνα, χοχούλα | pınar | τούρκικο

μπινάς [1946], μπινάς < bινάς [1972] | κτίριο (λόγιο), κτίσμα (λόγιο) / θεμέλιο / όροφος (λόγιο), πάτωμα | bina | τούρκικο

μπινέκικο [ 1960a], μπινέκι [1966], μπινέκ < bινέκ’ [1976] | άλογο καβαλαρίας | binek | τούρκικο

μπινέκ-τασί [1835] | ανάβαθρο (λόγιο) | binektaşı | τούρκικο

μπινέλι, μπινέλ < μπινέλ’ [1960b], μπινέλου < bινέλου [2006], μπινέλο, μπνελ < bνελι [2006], μπνέλου | βλ. μπερούν | bunelă | βλάχικο

μπινελίκι [1934], μπινιλίκι | το πάθος του μπινέ / βρισιά / γλυκό / μεζές / | ibnelik | τούρκικο

μπινές [1910], μπνες < μπ’νες [2011] | ιμπνές, ιπνές; αυτός που γαμιέται από άντρες, αλλά και γαμάει άντρες / πούστης: αυτός που μόνο γαμιέται από άντρες / κολομπαράς: αυτός που μόνο γαμάει άντρες | ibne | τούρκικο

μπινέτα [1963] | καρβέλι, καραβέλ, καρβέλ, κιοπέτα, κουτούπα, λεφτή, μπαμπλούκα, μπασγούνι, πισνίκι, πλαστάρα, πλαστό, πουγανιά | pagnota | βενετσιάνικο

μπινεύω [1966], μπινιέβγου | καβαλώ, καβαλάω, καβαλικέβγω, καβαλικεύω, καβαλικώ, καβαλιτσέβγω, καβαλκεύου, καβαλκεύου, καβαλκεύου, καβελικεύω, καλκέβω | binmek | τούρκικο

μπινιάτα < μπινιάτα [1992], μπινιότα [1964], μπινιότα < μπινιώτα [1966], μπινιόκα < μπινιόκα [1966] | πινιάτα, μπακιρένιο τσουκάλι | pignatta | ιταλικό

μπινίσι [1876a], μπινήσι [1835], μπινίσι < μπινίσι [1923a], μπινίς | πολύ καλή και ακριβή μπέρτα | biniş | τούρκικο

μπινλίκα [ 1960a] | χιλιάρικο / χιλιάρα, χιλιάδα | binlik | τούρκικο

μπίνπασης [1060], μπίμπασης [ 1960a], μπιμπασάς [ 1960a] | ταγματάρχης (λόγιο), ματζόρος | binbaşı | τούρκικο

μπίντα [1614], μπήντα [1688], μπένδα [1688], μπήτα [1783] | κεφαλόδεσμος, φακιόλι | binda | λατινικό

μπίντα [1874a] | ναυτ. διάξυλο (λόγιο) | binda | ιταλικό

μπινταγιέτι, μπινταγιέτι [ 1960a] | πρωτοδικείο (λόγιο) | bidayet | τούρκικο

μπιντές [1934], μπιντέ [1934] | λεκάνη από πορσελάνη που είχαν στο δωμάτιο του μπάνιου και έπλεναν τα απόκρυφά τους | bide | ιταλικό

μπιντιρεύω [ 1960a], | βλ. μπιτάρω | bitirilmek | τούρκικο

μπιντρούμ < μπιdρούμ’ [1964] | μπουντρούμι, μπουντρούμ, μπουδρούμι | bodrum | τούρκικο

μπίρα [1790], μπίρρα [1709] | ζύθος (λόγιο) | bira | βενετσιάνικο

μπίραζ | λίγο, λίγου, λιίγου | biraz | τούρκικο

μπιραρία [1878b], μπιρραρία [1963] | ζυθοπωλείο (λόγιο) | biraria | βενετσιάνικο

μπιραριέρης, μπιραριέρης [1910] | αυτός που έχει την μπιραρία | birer | βενετσιάνικο

μπιρζαμάν | κάποτε, κάμποτε, καμπότι, καποτέ, κάποτες, κάπουτι, κάπουτσι | birzamanlar | τούρκικο

μπίρι [2001b], μπιρ | ένας, μία, ένα | bir | τούρκικο

μπιρίκι [1996b] | μπρίκι, μπρικ, ιμπρίκι, ιμπρίκιν, ιμπρίχ, καβανόζης, καφέμπρικο, καφέτσι, καφιλίκ, καφίμπρικου, κεβιζές, μπουρούκι, τζεζβέ, τζετζβές, τζιβτζές, τζιζβές, τζιουτζιουβές, τζιουτζιουβούλ, τζισβές, τζιτζβές, τζιτζιβές, τζιτζβιλούκ, τζιτζιβούδ, τσαμάν, τσεσμές, τσιτσβές | brik | τούρκικο

μπιρικόνκος [1963], μπιρικίκος [1963], μπιρικοντσέλης | μπόμπιρας, μπιτσικόκος | birichino | ιταλικό

μπιρίκος [1709], μπιρίκο [1894], μπιρίκος < bιρίκος [2001c], μπερίκο [2001c], μπιρίκα, μπερίκος | περίκος, πιρίκος, κουτσομάνικο, κάποιο σταυρωτό γιλέκο | buricco | ιταλικό

μπιριτζής [1996a], μπιριντζής, μπιριντζί < μπιριντζί [1966], μπιρεντζής [1966] | πρώτος | birinci | τούρκικο

μπίρλογο [1891b] | βρόμικο | brlog | σλάβικο

μπιρμπίλι [1866b] | το πουλί Luscinia megarhynchos, αηδόνι, αγδόνι, αδόν, αδόνι, αδόνιν, αηδόνιν, αϊδόν, αϊντόνι, αντόνι, αόνι | bülbül | τούρκικο

μπίρμπος [1894], μπίρμπα [1931], μπίρμπας [1963], μπιρπόνος [1963], μπιρμπόνε [1963] | πονηρός, αλεπού, αλούπου, αλπού, αστούτος, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, μπαγάσας, μπαρόνας, μπαρόνος, μπερμπάντης, πουνιρός | birbo | βενετσιάνικο

μπιρντέμπιρι | βλ. μπιρντένι | birdenbire | τούρκικο

μπιρντένι [1876a], μπιρντέν [1981], μπιρντέμ [1988], μπιρτέμ | ξαφνικά, αμέν, άναβλα, αναπάντεχα, αναπάντιχα, αναχάπαρα, αναχπάραχτα, ανόρπιστα, άξαμνα, άξαπα, αξαπίκαστα, άξασπα, άξαφνα, άξαφνια, άξεσπα, άξιπα, άξπα, άξπαντα, απανσούζ, απαντσούς, απαξούζικα, απάξπα, άρπα, άφνιδα, άφνου, άφου, άφουα, εμέν, έξαφνα, ιμπροβίζο, κοπανιά, κουπανιά, μαρούκλοτα, μονοκοπανιά, μονομιάς, μουμεντάνια, μουνουκουπανιά, | birden | τούρκικο

μπιρντιριμπίρ [ 1960a] | παιδικό παιχνίδι, όπου τα παιδιά είναι σκυφτά στην αράδα, και ένα-ένα με τη σειρά, φεύγει και πηδάει πάνω από τα άλλα | birdiribir | τούρκικο

μπίρος [1983a], μπίρους, μπίρο [1987a] | πίρος, πιρί, πίρους | piro | ιταλικό

μπιρ-παρά | κοψοχρονιά, κοψοχρονιάς | bir para | τούρκικο

μπιρσίμι [1910], μπερσίμι [1987a], μπερσίνι [1987a], μπιρσίμ | ιμπρισίμι, μπρισίμι, μεταξωτή κλωστή | ibrişim | τούρκικο

μπιρ-ταμάμ [ 1960a] | εξ ολοκλήρου (λόγιο) | bir tamam | τούρκικο

μπιρ-χουζούρ [1962c], μπιρχουζούρ < bιρχουζούρ’ [1976] | αδιαφορία / βάρος, φόρτωμα | bir huzur | τούρκικο

μπις [1983a] | δυο φορές | bis | λατινικό

μπισικλέτα [1962a], μπισυσκλέτα [1957] | ποδήλατο (λόγιο) | bicicletta | ιταλικό

μπίσκα < bίσκα [1976] | γουρούνα, ανασμίδα, βουρούνα, γκρούνα, γρούνα, λούγκρα, λούτα, μουχτερή, μπασιούρου, μπίκου, μπούζα, μπουζάκα, μπουζίτσα, μρούνα, ουρούνα, σκόοφα, σκρόφα, τσιόφα, τσιόχα / παιδικό παιχνίδι με ραβδιά: η γουρούνα ή γρούνα ή μπάτσινη-γουμάρα | biška | σλάβικο

μπισκαΐνης [1876b] | χαρτοπαίκτης (λόγιο) | biscaiuolo | ιταλικό

μπισκάτσα | χαρτοπαικτική λέσχη (λόγιο) | biscazza | ιταλικό

μπισκιτζίδκου | πριονιστήριο (λόγιο) | bıçkıhane | τούρκικο

μπισκοτίνι [1963] | μπισκοτάκι | biscottino | ιταλικό

μπισκότο [1934], μπισκόττο [1963] | διπυρίτης (λόγιο) | biscotto | ιταλικό

μπισλώ < bισ’λώ [2006] | μπουσουλάω, αργκδίζου, αρκδιάζου αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, μπακαλάου, μπακαλνώ, μπακαλώ, μπακατώ, μπουσουλίζω, μπουσουλώ, ρκουδώ | bušuledzŭ | βλάχικο

μπισμπίλια [1996b], μπισμπίλιο [2003] | μουρμούρα, γλωσσοφαγιά | bisbilio | βενετσιάνικο

μπισμπιτούν, μπις-μπιτούν [ 1960a], μπισμπιτού [2001b] | εντελώς (λόγιο) | büsbütün | τούρκικο

μπισνόνα | προγιαγιά, βαβού, παραμανιά, προλαλά, προυσμαγιά | bisnona | βενετσιάνικο

μπισνόνος < μπισνόννος [1963] | προπάππους, κουρουπάπο, κουρουπαπού, κουρουπαπούα, λικοπάπος, παραπάπου, προυσπάπους | bisnono | βενετσιάνικο

μπίστα < μπίστα [1966], μπίσα < μπίσα [1966] | ουρά, κούδα, ορά, οριά, νορά, νουρά, νούρους, ουδάρ, ουράδ, τράζα | bisht-i | αλβανικό

μπιστερή [1894], μπιστιριά < bισιτιριά [1892], μπιστιρή [1884b], μπιστιργιά < bιστιργά [1978], μπιστούρα [1931], μπιστούρι [1931], μπιστούρα [1931], μπιστή < μπιστή [1964], μπουστιρή < μπουστιρή [1964], μπιστριά < μπιστριές (οι) [1966], μπιστιριά < bιστιριά [2006] | σπηλιά, σπήλιο, σπίλιος, σπέλα, γράβα, γκράβα, γρότα, γκρότα, γκρούτα, γρότθα, μαγαράς, μέγαρα, πιστρί, πιστιριά, ψτρια | peštera | σλάβικο

μπιστόλα [1876a], μπιστόλι [1995] | πιστόλα | pistola | ιταλικό

μπιστολέτο, μπιστολέττο [1996b] | μικρό μπιστόλι, μπιστολάκι | pistoletto | ιταλικό

μπιστολιά, μπιστολιά [1995] | πιστολιά | pistolettata | ιταλικό

μπιτ [1910], μπίτι [1934], μπιτί < bιτί [1976], μπίτις [1963], μπισμιτού | τίποτα, ολότελα: ιτς, ίτσι, ίτσιου, ίτσου, καταντίπ, ντιπ, ντίπις, ντιπιντούς, ντίπου, ντιπτέν, παστάν, χιτς, χιουτς | bütün | τούρκικο

μπιτάρω [1894], μπιτίζω [1887b], μπιτίζου [1962c], μπιτίζου < bιτίζου [1972], μπιτάω [1966], μπιτώ [1996b], μπιτιρνώ [2001c], μπιτιρντίζω < μπιτιρdίζω [2001c], μπιτιρτίζω [2001c], μπτζω < b’τ’ζω [2001c], μπιτώ < bιτώ [2006], μπτίζου | τελειώνω, βγατίζω, εμπιτίζω, κιόνω, κιούκου, μπιντιρεύω, ξετελέβγω, ξετελιέβγιω, τελέβου, τελένω, τελεύω, τελιούκου, πιτιρντίζω, πιτιρντώ, σώνω, σόνου, φινίρω | bitirmek | τούρκικο

μπιτάρω [2003] | φυτεύω, θέκου, πιαντάρω, φτέβγω, φτέβω, χιτέβου | piantar | βενετσιάνικο

μπιτζάκα [1966], μπιτσκία, μπιτσιάκι, μπιτσιάκ, μπιτσιακούδ | μαχαίρι, πιτσιάκος | bıçak | τούρκικο

μπιτζέλα < bιτζέλα [2006], μπιτζιλάνα < bιτζιλάνα [2006], μπιτζιλίνα < bιτζιλίνα [2006], μπιτσιλίνα < bιτσιλίνα [2006] | κομμάτι κρέας που έχει πέτσες και νεύρα | pijilinâ | βλάχικο

μπιτούν [1840], μπιτούνικος [1966], μπιντούνι [1966], μπιτούνκους [2006], μπιτούνιους < μπητούνιους [2011], μπιτούνιος, μπιτιούνκους | όλος, ακέριος, ακέριους, άκερος, ακίριος, ακίριους, αλάκερος, αλάτσερος, ατσέζε, ατσέριος, ιντιέριος, ολάκερος, ολόβολος, ούλος, ούλους | bütün | τούρκικο

μπιτουνίμιουμ [1963] | άσφαλτος (λόγιο) | bitume | ιταλικό

μπιτσακάκι [2001b] | μαχαιράκι | bıçak | τούρκικο

μπιτσαξής [2001b] | μαχαιράς | bıçakçı | τούρκικο

μπιτσαξίδικο < μπιτσαξήδικο [2001b] | μαχαιροποιία (λόγιο) | bıçakçılık | τούρκικο

μπιτσάρος | παράξενος, καπριτσιάρης καπριτσιόζος, κουριόζος, λούναβους, μουγιάρης, μπατσελάδος, μπιρτζάκαβους, μπιτσιμτσίδης, ουμουρτζής, ουρσούζαβους, παραξενιάρης, παράξινους, παρατζούβελος, πεκάδος, πίζουλος, σγαντζίκι, στραμπαλάδος, στράνιος, στρέουλας, τσιάτσιαβους, τσιφτιλής, τσουπάρης, φουμαράτος, χουιλής, χουΐλους | bizzaro | ιταλικό

μπίτσι [2008], μπίτσα | τέλος, πάπαλα | bitiş | τούρκικο

μπιτσιλίδος | αλλοπαρμένος, αλαλιασμένος, απόλολος, αρκόπελλος, ατσίκστους, αφορμάρης, βένιας, βουρλισμένος, βουρλός, βούρλους, γαουρόπελος, εξίκης, ζαβέας, ζάβιακας, ζαβός, ζαλιάρκος, ζαλοβροντισμένος, ζαλοκουνισμένος, ζαντός, ζιζής, ζουρλοκαμπιέρης, ζουρλός, θεόλολος, θεόμουρλος, θεοπάλαβος, θεόπελος, θεότρελος, ιμπούης, ιξίκης, κατάπελος, κατσικλής, κουζουλός, κουνημένος, κουρλός, κουσουλός, κρουνς, λάλος, λελός, λουλός, λουλουπαντιέρα, λωλός, μαλαφισμένος, μουρλός, μουρουπάλαβους, μπαλάδος, μπαρτελάδος, μπατσολάδος, μσόσιουρδους, ντελής, ντελία, ντιλής, ντούρλιας, ξελολαμένος ξεπαρμένος, ξέτρελος, ξίκους, οός, παθμένους, παλαβιάρης, παλαβός, παλαβουντάνς, παλάβρας, παλάβρατζης, παπαλός, παρακουζουλός, παράουρος, παρασάνταλος, παρμένος, πελελός, πελός, σαλεμένος, σαλός, σαμουρλός, σελός, σιαμουρλός, σκαρτάδος, σμπερλάδος, τερλός, τρέλης, τρέλιακας, τρελοκαμπιέρης, τρελός, τροζός, τσακούρς, τσούλους, φεγγαριάτικος, φεγγιάρης, φουρλαΐδας | impazzito | ιταλικό

μπιτσίμι [ 1960a], μπιτσίμ [ 1960a] | σουλούπι, φόρμα | biçim | τούρκικο

μπιτσιμλίδικος [ 1960a] | καλοφτιαγμένος | biçimli | τούρκικο

μπιτσιμσίζης [ 1960a], μπιτσιμσίζικος [ 1960a] | κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος | biçimsiz | τούρκικο

μπίτσιος, μπίτσιους, μπίτζιους | γουρούνι, αγουρούν, γαλάρι, γκζι, γκουρούν, γκουτζίνι, γκουτσίνι, γκρούνι, γορούν, γουούν, γουρούν, γουρτζέλι, γούρτζελος, γρουν, γρούνι, ζούνι, θρέμμα, θριφτό, κουρούν, κρούνι, ότσι, ουρνί, ουρούνι, σούρε, χιούρε, χιούρου | biče | σλάβικο

μπιτσκιτζής [1999], μπισκιτζής | πριονιστής (λόγιο) | bıçkıcı | τούρκικο

μπίτσκο [ 1960a] | μπάσταρδος, αρπαξιμιός, κόπελας, κοπέλι, κόπελος, κουπέλ, κουπέλι, μούλε, μούλικο, μούλικος, μούλκος, μούλκους, μούλος, μουλόσπαρμα, μπαράκι, μπαστάρδικος, μπαστάρδος, μπαστί, μπάστος, πίτσικο, πίτσικος, πίτσκος, σβέρδονας, σμερδός | piç | τούρκικο

μπιτσούν< μπιτσούν(ι) [1987b], μπτζιουν < μπ’τζιουν [1964] | πιτσούνι, κολομπίνι, περιστεράκι, πιτσουνάκι, πιπίνι, πιπινάκι | piccione | ιταλικό

μπλάβος [1635] | γαλάζιος, γαλανός, γερανιός | blavus | λατινικό

μπλαζόν [1963] | οικόσημο (λόγιο) | blasone | ιταλικό

μπλακέτο [1688], μπλαγγέτο [1688] | βλ. μπιάκα (πούντρα) | bianchetto | ιταλικό

μπλάνα [1884b], μπλανί < bλανί [1892], μπλιάνα < μπλιάνα [1966], μπλάνα < bλάνα [2006] | σχίζα, σκίζα, σκιζάρι, σκιζάρ | blanja | σλάβικο

μπλάνη < bλάνη [1908], μπλαν < bλάνι [2006] | πλάνη για σανίδες: ξιλουφάς, ξιλοφάης, πιταριόλι, πλάν, πλάνια, πλάντρα, ροκάνα, ροκάνη, ροκάνι, ρουκάν, ρουκάνα, ρουκάνι, ρουκάνιν, ρούκανο, ρουκχάνιν, ρουχάνι | planus | λατινικό

μπλαντούς < bλαντούσ’ [2006], μπλαντούχ < bλαντούχι [2006], μπλαντούχα < bλαντούχα [2206] | δέντρα του γένους Quercus: βελανιδιά, αγρανίτσα, αγριάνκου, αγριάντζα, αγριοβαλανιδιά, αγριοβελανιδιά, αμπερνάλι, αμπερνός, άνκο, άριο, βαλανιά, βαλανιδγκιά, βαλανιδέα, βαλανιδιά, βαλανιδκιά, βελανιά, βελανιδέ, βελανιδέα, βιλανδιά, γιμιράδ, γιμιράδ, γκρουσιάδι, γκρουσιάδι, γρανίτζα, γρανιτιά, γρανίτσα, γράνιτσα, γρανιτσιά, γρινάλιν, δένδρο, δένδρον, δενδρούλι, δέντρο, δέντρος, δέντρου, δέντρους, δζέρο, δούσκος, δρικέλιν, δρινάλιν, δρινέλιν, δρυ, ιδρίς, ιμεράδι, ιμιράδι, ίμιρο, ίμιρου, καρμπούνι, κελάνη, κελόνι, κιλανίδ, κιλανίτ, κιλανίτς, κλαδί, κοκιδιά, λις, μεράδι, μεράτσα, μερόδεντρο, μιράδ, μουζάβρα, μπαλαχούδι, νιζάρο, παλαμούτι, πλατίτσα, ρένια, ροτσόκι, ρουπάκι, ρουπακιά, ρουπάτσι, σούμος, τζούα, τζέρο, τσάρι, τσαρνόκ, τσεράδι, τσερνάκι, τσερνόκι, τσερνούχι, τσέρο, τσέρος, τσέρους, τσιρνόκ, τσούι, τσουρνόκ, φαλανδιά, φαλανιδιά, φελός | blăduh | βλάχικο

μπλάστρι [1659], μπλάστρης [1790], μπλάστριν [1884a], μπλάθρα [1891b], μπλάθρι [1874a], μπλάστ < μπλάστ(ι) [1987b], μπλάθρης, μπλαστρ, μπλάστιρ | έμπλαστρο, ανακόλι, βεζιγάντι, βεζικάντι, βεζικατόριο, βεσικατόρι, βιζαγάντι, βιζακατόριο, βιζγάντι, βιζιγάντε, βιζικάντ, βιζικάντε, βιζικάντι, βιζικάτι, βιζικατόρ, βιζικατόρι, βιζικατόρι, βιζοκατούρι, γιακή, γιακί, γιακίν, γιακίσι, γιακού, κατάπλασμα, νακόλι | emplastrum | λατινικό

μπλάτε [1688] | κάποιο ακριβό πανί | blatta | λατινικό

μπλαχούρ < bλαχούρι [2006], μπλαχούρκους < bλαχούρ’κους [2006] | ζώο που έχει μεγάλα και πεσμένα αυτιά | plahurcu | βλάχικο

μπλιαμπλιαρίζω < μπλιαμπλιαρίζω [1966] | τραυλίζω, κεκεδίζω, μασέφκω, μπαμπαλίζου, μπαμπουλίζω, μπερδελίζω, σαψαλίζω, τατέφκω, τραλίζω | belbëzoj | αλβανικό

μπλιγούρι [1835], μπληγούρι [1910], μπληγκούρι < bληgούρι [1892], μπλουγούρι [1961], μπλιχούρι [1966], μπλιγούρ < bλιγούρ’ [1978], μπλουγούρ < μπλουγούρ(ι) [1987b], μπλιγκούρι [1996a], μπλιγκούρ < bλιgούρι [2006], μπλουγκούρ < bλουgούρι [2006], μπλιαγκούρι, μπλιαγούρ, μπλουγκούρι | χοντραλεσμένο στάρι: μπουλγκούρ, μπουλγκούρι, μπουλγούρ, μπουλγούρι, μπουλουγούρ, μπουλουγούρι, μπουργκούρι, πλιγούρ, πλιγούρι, πλουγούρ, πνεγούρ, πνεγούρι, πνεούρ, πνιγούρ, πνιγούρι, πουργούρι | bulgur | τούρκικο

μπλοκάρω [1876a], μπλοκέρνω [1961] | αποκλείω (λόγιο), μπλακάρω, μπλάγου | bloccare | ιταλικό

μπλόκος [1876a], μπλόκο [1962a], μπλοκάρισμα [1931] | αποκλεισμός (λόγιο) | blocco | ιταλικό

μπλοκός [1957], μπλοκό [1987a], μπλουκός | πλοκός, πλοκό, εμπλοκό, εμποκό, εμπροκό, μπροκό, πλουκός, ποκό, φράχτης, φραγή, φραγιά, φραή, φράκτης, φράμα, φραξίμι, φραχτς | bloc | βενετσιάνικο

μπλόφα [1957] | σκόπιμα δημιουργία ψευδούς εντύπωσης (λόγιο) | bluff | ιταλικό

μπλοφάρω [1961] | δημιουργώ σκόπιμα ψευδή εντύπωση (λόγιο) | bluffare | ιταλικό

μπλοφατζής [1995] | αυτός που μπλοφάρει | blöfçü | τούρκικο

μπλοφατζού [1995] | αυτή που μπλοφάρει | blöfçü | τούρκικο

μπογάζι [1709], μπουγάζι [1709], μπογάζ [1960a], μπογάζ < μπογάζ’ [1999], μπουγάζ, μπουγάζι | θαλασσινό πέρασμα: πορθμός (λόγιο), πέραμα, πογάζ, πόρος, στενό/ άνοιγμα που φέρνει αέρα / λαρύγγι, λάρυγγας, άρουγκα, βάραγκας, βούρκουρας, βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος, γαρντελάνι, γιργιλιάγους, γιργιλιάνος, γιρτσιλάνους, γκαλίσκουρας, γκαργκαλιάγκος, γκαργκαλιάγκους, γκαργκαλιάνι, γκαργκαλιάνους, γκάργκλας, γκαργλιάνους, γκαρδελάγκος, γκαρδιαλιάγκος, γκαρδιλάγκος, γκαρδιλάγκους, γκαρδιλιάγκος, γκαρίντζαφλος, γκαρίτζαφλος, γκαρίτσαφλος, γκαρλίκους, γκαρντελάνος, γκαρντιλάνος, γκαρντιλάνους, γκαρντιλιάνος, γκαρντιλιάνους, γκαρτελάνος, γκαρτζακλιάνους, γκαρτσαλιάνους, γκαρτσλιάνος, γκαρτσουλιάνους, γκεντελάνος, γκερντελάνι, γκερτλέκι, γκζαλιάνος, γκιζαλιάνους, γκιογκιλιάνος, γκιργκιλάκι, γκίργκιλας, γκιργκιλιάγκας, γκιργκιλιάγκος, γκιργκιλιάγκους, γκιργκιλιάκ, γκιργκιλιάνος, γκιργκιλιάνους, γκιργκιλιάντζος, γκίργκλας, γκιργκλιάνους, γκιρκιλιάνος, γκίρκλας, γκιρκλιάγκους, γκιρλιάγκος, γκιρλιάγκους, γκιρλιάγκους, γκιρλιάκι, γκίρλος, γκιρντιλάνος, γκιρτζίλι, γκιρτσλάκους, γκλάρος, γκορδελάγκος, γκορδελιάγκος, γκορδιλιάγκος, γκουδέα, γκουργκλάινους, γκούργκλας, γκουργκλιάνος, γκούργκουλας, γκουργκουλιάγκος, γκουργκουλιάγκους, γκουρδιλάγκος, γκούρδιλας, γκουρδιλιάγκους, γκούρκλας, γκούρκουλας, γκούρλιακας, γκούρντιλας, γκουρντιλιάγκους, γκουρντιλιάνος, γκουρτιλάγκας, γκουρτιλάγκας, γκουρτιλάκους, γκουρτσλάνος, γκουρτσλιάνους, γκουρτσουλιάνους, γκούσκλας, γκρακλιάνος, γκρακλιάνους, γκρικλιάκ, γκρικλιάνι, γκρικλιανός, γκριλάκι, γκριλιάκ, γκριλιάμος, γκριντελάνος, γκριντιλάνος, γκριντιλιάγκος, γκριντιλιάνος, γκρισκλιάνους, γκρισλάγκους, γκρισλάνος, γκρισλιάνγκους, γκριστιλιάγκους, γκριτζιαλάγκους, γκριτζιλάνος, γκριτζλάγκους, γκριτζλάνι, γκριτιλάγκος, γκριτιλιάγκας, γκριτσιλάγκος, γκριτσιλιάγκος, γκριτσιλιάνου, γκριτσιλιάνους, γκριτσλάγκος, γκριτσλιάνους, γκρούσκλας, γλάρουγκας, γλούπος, γλούπους, γούλα, γούργουλας, γουργουλιάγους, γούργουρας, γούργουρος, γρικλάκ, γριλάτσι, γριλιάγκος, γριτσιλάνος, καντελάνος, καρακλιάνους, καρδελάγκος, καρδιλάγκος, καρδιλάγκους, καρδιλάγος, καρδιλέγκος, καρδιλέγος, καρδιλιάγκος, καρδιλιάγκους, καρίγκαλος, καρίγκιαφλας, καριγλιάνος, καρίνταφλος, καρίντζαφλος, καρίτζαλος, καρίτζαφλας, καρίτσαβλος, καρίτσαφλος, καρίτσουφλας, καρούτζαφλας, καρούτζος, καρτελάνος, κατερλάνος, κιρδιλιάγκος, κιρδιλιάγκος, κιρδιλιάγκους, κορδελιάγος, κορδιλιάγκος, κορδιλιάγκους, κουρδιλάγκους, κουρδιλιάγκους, κούρκουλας, κούρτη, κρετελάγκος, κρικαλάγκους, κρικιλάγκος, κρικλιάγκους, κριντιλιάνος, κριτιαλάγκος, κριτιλάγκος, κριτιλέγκος, κριτιλιάγκους, κριτλιάνος, κριτσιλιάγκος, κριτσιλιάγκους, κριτσιλιάνος, κριτσλιάγκους, κριτσλιάνους, λάγκουρας, λαντζούρτζη, λάραγκας, λάργκας, λάριγκα, λάρουγκα, λάρουγκας, λαρούγκι, λαρουγκιά, λαρουνγκέα, λαρουνγκιά, λαρούτζ, λέρεγκας, λιάνγκουρας, πιτναρίτς, ραγκαλιάνους, ριγκάτα, τζάρουκας, τριγκολάγκο, τσάρουκας, τσιρίμαχας | boğaz | τούρκικο

μπογαζλής [1960a] | λαίμαργος (λόγιο), αγλιάρς, αγλιφοσκουτελάς, αγλιφούτζ, αγλιφουχστελς, αγλίψαβους, αγλίψας, αλέμαργος, αλιξούρκους, αλίξουρους, αναγλιφτάς, αναγλίφτης, ανακατοκούπης, ανεσίφταγος, αντιρόκλια, αουλιάρης, ασίφταγος, βουλάρης, βουλιάρης, γκλόζους, γκολαράς, γλιάρης, γλιαρς, γλιφίτσας, γλιφίτσης, γλιφοκουτάλας, γλιφοπιατάς, γλιφοπινάκας, γλιφοπινάκης, γλιφοσαγανάς, γλιφοσαχανάς, γλιφοσκουτελάς, γλιφοσκουτέλης, γλιφούτσης, γλιφουχστέλς, γλιφτοσαχανάς, γλιφτοσκτέλς, γλιφτοτσανακάς, γλιφτουσκέλς, γλίψαβος, γλιψάρς, γλιψουσκούτιλους, γλόζος, γλόζους, γλούζους, γλούπους, γολιόζος, γολόζος, γουλαράς, γουλαρέας, γουλάρης, γούλαρης, γούλαρμος, γουλάρς, γουλάρτς, γουλέας, γούλερμος, γουλιάρης, γουλιάρικος, γούλιαρος, γουλιάρς, γουλόζος, γουλόζους, γουλούζης, γούλους, γούρλαμος, δουλιάρης, λέφακας, λίμαβους, λιμάρης, λιμάρης, λιμάρκος, λιμάρς, λίμαρς, λιμάτς, λιμόγντουρο, λίξης, λιξιάρης, λιξούρης, λίξουρος, λίξουρους, λιξούρς, λιτσιάρς, λιχούδης, λιχούδς, λιχούτης, λουξουρς, μουρχούτας, μπιστόβλιακας, μπιστόβλιακος, μπούχιλας, νταμάχι, νταμαχιάρης νταμαχτιάρης, ξικόλουμα, ουλιάρης, πνάκας, σελέμης, στομάρης, ταμαχιάρης, ταμαχιάρς, τροφαδούρος, φαγάνας, φαγανιάρης, φαγάς, χαρδαλούπας, χαρμπούτας, χλαπαχλούπας, χλιαρς, χόλμπαρς, χραμπούτας | boğazlı | τούρκικο

μπογατσιέλι < μπογατσιέλι | καλοθρεμμένο παιδί | bogat | σλάβικο

μπογιά <μπογιά [1790], μποϊάς [1709], μποϊά [1783], μπογιά [1887b], μπουιά [1962c], μπογιάς < μπογιάς (ο) [2001b], μπουιά < bουιά [1962c] | βαφή, άμα, βαθή, βάματο βάμμα, κολόρο, κουλούρο | boya | τούρκικο

μπογιαμάς (ο) < μπογιαμάδες (οι) [2001b] | σταμπάρισμα, μπογιάτισμα | boyama | τούρκικο

μπογιαμάς [1960a] | βλ. μπογιάτισμα | boyama | τούρκικο

μπόγιας < μπόγιας [1659], μπόιας [1622], μπόγιας [1934] | δήμιος (λόγιο), μπόης, τζελάτης, τζιλιάτς, φουτρής | bogia | βενετσιάνικο

μπογιατζής < μπογιατζής [1790], μποϊαντζής [1709], μπογιαντζής [1934], μπουϊατζής < μπουϊατζ’ής [1962c], μπουγιατζής < bουγατζής [2006], μπουγιατζής < μπουγιατζής [2011] | βαφιάς, βαφάρης, βαφέα, βαφέας, βαφές, βαφία, βαφιάρης, βαφιάρς, βαφίας, πιτόρος | boyacı | τούρκικο

μπογιατζίδικο < μπογιατζίδικο [1962a], μπογιατζήδικο [1995], μπουγιατζίδκου < μπουγιατζήδκου [2010] | το εργαστήρι του μπογιατζή / το μαγαζί που πουλάει μπογιές | boyahane | τούρκικο

μπογιατζιλίκι | η δουλειά του μπογιατζή | boyacılık | τούρκικο

μπογιατίζω < μπογιατίζω [1790], μποϊαντίζω [1709], μπογιαντίζω [1934], μπογιαντίζω [1957], μπουγιαντίζω [1960a], μπουϊατίζου [1962c], μπογιακίχου < μπογιακίχου [1987a], μπουγιατίζου < bουγατίζου [2006], μπουγιαντίζου | βάφω, βάβγω, βάφου, βάφτου, βάφτω, γάφω, δάβγω, δάφω | boyatmak | τούρκικο

μπογιάτισμα < μπογιάτισμα [1790], μποϊάντισμα [1709], μπογιάντισμα [1934], μπογιάντισμα [1957], μπουϊάτιζμα [1962c] | βάψιμο, βαψ, βάψη, βαψίμ, βάψμου | boyama | τούρκικο

μπογιατισμένος < μπογιατισμένος [1790], μποϊντισμένος [1709], | βαμμένος, κολαρίτος | boyanmış | τούρκικο

μπογματζές [1960a], μπογματζάς | κοκίτης (λόγιο) | boğmaca | τούρκικο

μπογόρδα [2001a] | βλ. μπαγόρδα (γλέντι, τσιμπούσι) | bagordo | ιταλικό

μπόγος [1635], μπόγκος [1963], μπούγκος [1963], μπόγους [2011] | μεγάλο δέμα ρούχων τυλιγμένο και δεμένο με πανί: βαντάκα, βάντακας, κατμάδα, κατμαδιά, κατουμάδα, μόντες, μπίγος, μπουχτσιάς, μποχτσά, μποχτσάς, μποχτσιάς | boğ | τούρκικο

μποζά [1688], μποζάς [1709], μπουζάς [1931], μπουζά | ένα ποτό που γίνεται από καλαμπόκι, στάρι ή κεχρί και μοιάζει με ξινή μπίρα | boza | τούρκικο

μπόζα [1983a] | η πόζα, το φέρσιμο του κακιωμένου | posa | ιταλικό

μποζαντζής [1709], μποζατζής [1960a] | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπόζα | bozacı | τούρκικο

μποζμά [1987a] | καταστροφή (λόγιο) | bozma | τούρκικο

μποζντίζω [1987a] | καταστρέφω (λόγιο) | bozmak | τούρκικο

μποζολούτο, μπουζουλότο, μπουσουλέτο | βλ. μπιζιλότο (υπνάκος) | pisoleto | βενετσιάνικο

μποθρόνα | πολυθρόνα | poltrona | βενετσιάνικο

μπόι [1835], μπόγι [1790], μπόι < bόι [1976], μπογ < μπογ’ [1988], μπόι < bόι [2006], μπόιτο | ανάστημα, ανάστα, ανάσταλμα, ανάσταμα, ανάστια, ανέσταν, ανέστιμα, άστα, ελικιά, κορμαστασά, κορμοστασιά, κουρμουστασά, κουρμουστασιά, μπογαρέ, νάστα, ραστ, ψίλους | boy | τούρκικο

μποϊλέ [1960a] | έτσι, ετς | böyle | τούρκικο

μποϊλής [1960a], μποϊλίδικος [1960a], μπουϊλής < bουϊλής [1978] | ψηλός, άλτος, αψιλός, αψλός, αψπλός, γκαλγκάντς γκαμλάρ, γκιαμίρς, γκλιαμίρς, γκριντάλι, καλαμαντάρς, καμλάρς, κλίκας, λαντσιέρης, λαρίας, λετόνι, λουγκούρς, λουνγκούρς, μακρίου, μακρύς, μποερός, ντελίνι, ντερέκ, ντερέκι, ντερλίνι, ντίλαλας, ντιλάρι, ντιλίν, ντιντέικους, ντιρέκ, ντιρέκι, ξεκλέτζονος, ποϊλής, ραγκατζάνους, ψιλέας, ψιλόν, ψιλουγκάν, ψιλουγκάντς, ψλος, ψουλός | boylu | τούρκικο

μποκ | βλ. μπατζίνα (σκατά) | bok | τούρκικο

μποκάσι [1709], μποκασί [1837], μπουχασί < bουχασί [1972], μπουκασίν [2001c], μπουκασένα [2001c], μπουγαζί [2001c], μπογασί [2001c], μπουγασί, μπουχαζί, μπουχασί | γιρλάντα από κόκκινο μπαμπακερό πανί / κόκκινο πανί / κόκκινο φουστάνι | bocassin | βενετσιάνικο

μποκέτα | το στόμα του λαγουμιού | bocchetta | ιταλικό

μποκίνο [1963] | επιστόμιο (λόγιο) | bochin | βενετσιάνικο

μποκλαντίζω [1960a] | σκατώνω, λερώνω, χαλώ | boklamak | τούρκικο

μποκλούκι [1960a], μποκλούκ [1960a], μπουκλούκι [1960a] | σκατοδουλειά, μπέρδεμα / σκουπίδι | bokluk | τούρκικο

μποκούνι [1837] | βλ. μπουκιά | boccone | ιταλικό

μπολ | βλ. μπόλικος | bol | τούρκικο

μπολερό [1961] | γυναικείο γιλέκο, που αφήνει έξω το στήθος (γαλλικό: boléro) | bolero | ιταλικό

μπολέτι [1709], μπολετί [1876a], μπολέτο [1981], μπολετιά | δελτίο (λόγιο), απόδειξη (λόγιο) / λαχείο (λόγιο) | boletin | βενετσιάνικο

μπολετί [2001b] | βλ. μπαλότα (ψήφος) | balota | βενετσιάνικο

μπόλια < μπόλια [1527], μπόλια < bόλια [1918], μπόλια [1934], μπόλι | μαντίλα, αγιασμάς, αέρας, αλέμι, άμιτο, βαγιόλι, βαμβακέλα, βαμπακέλα, γεμεμί γεμεμίν, γεμινί, γεμνί, γιαμενί, γιασμάκι, γιασμάς, γιμενί, γιμινί, γιμνί, γκαρκούλ, γκαρκούλι, γμινί, εμενί, εμπόλια, καλεμκερί, καλεμκιαρί, καλιμκιργιά, καμπανί, κατσούλα, κεφαλογίρι, κεφαλοδέμα, κεφαλομάντιλο, κεφαλοπάνι, κεφαλόδεμα, κεφιές, κλάκα, κουκουλιά, κουρλί, κουρούκλα, κρεπ, κρέπα, κρέπι, λαχούρ, λαχούρι, μααχαμάς, μαγλίτς, μαγνάδι, μαμούκι, μαμουκοτσέμπερο, μαντίλ, μαντίλι, μαντίλια, μαντιλούνι, μαρχαμάς, μαχραμάς, μαχραμπάς, μερχαμάς, μισάλα, μπαρέζα, μπαρέζι, μπαρμπούλα, μπαρμπούλα, μπατίστα, μπολίδα, μπολίδι, μπούλα, μπουλέτσι, μπουρμπούλα, μπουρμπούλι, μπουρμπούτι, μπουχτσιάς, μποχτσάς, ντρατμάς, ομπόλια, ούβια, πέτσα, πετσάς, πετσόνα, πος, πόσι, σαρίκ, σαρίκι, σεβρέτα, σερβιέτα, σιαμί, σιαμούδ, σιρβέτα, σιρβιέτα, σκεπ, σκέπη, σπαλέτου, σταντάδα, τζεβρές, τλουπάν, τουλουπάν, τουλουπάνι, τσεβρές, τσεμπέρ, τσεμπέρα, τσεμπέρι, τσέπα, τσιβρές, τσίλα, τσιμπέρ, τσιμπέρ, τσιουβρές, τσιουμπέρ, τσίπα, τσουτσουμίδα, φακιόλ, φακιόλι, φατσιολέτο, φατσιόλι, φνίκα | imbogio | βενετσιάνικο

μπόλια < μπόλια [1835], μπόλια < μπόλια [1923a], μπόλια [1934] | πετσέτα (προσώπου και φαγητού): βαγιόλι, γιαγλικάς, γιαγλίκι, γιαγλιούχι, καναβάτσα, μααχαμάς, μαρχαμάς, μαχραμάς, μαχραμπάς, μερχαμάς, μεσάλι, μισάλ, μισάλι, μισαλούδα, μπαρμπατσιόλα, μπετσέτα, μπισκίρι, μπόγια, νιφτόμπολα, νιφτόμπολια, ομπόλια, πατσόγρα, παχταμάς, πεσκίρ, πεσκίρα, πεσκίρι, πεστσίρ, πεσχίρι, πισκίρ, πισκίρι, πιτσέτα, πιτσιέτα, προσόψι, προυσόψ, σαλβέτα, σερβέτα, σιρβέτα, στράτσα, σφογκολάμπα, σφογκόμπολα, σφουξτίρ, τάβλα, τουβαέλι, τουβαλίθι | imbogio | βενετσιάνικο

μπόλικος [1835], μπόλυκος [1874a], μπόλκους < μπόλ’κους [1962c], μπόλκους < bολ’κους [1972], μπόλκους < bολκους [1976], μπόλκους < μπόλ’κους [1988], μπόλκος < μπόλ’κος [1999], μπόγλικος, μπολ | γκιουρέδικος, γκιουρέδκους, γκιούρικος, γκιούρκους, μπλουντιρός, πολικός | bol | τούρκικο

μπολίνι [1866a] | μυστικό (σφραγισμένο) | bollino | ιταλικό

μπόλνο | βλ. μαλάτος (άρρωστος) | bolno | σλάβικο

μπόλο < μπόλλο [1963] | σφραγίδα δικαστηρίου (λόγιο) | bolo | βενετσιάνικο

μπολσέτα (τα) | μανικέτια, μανσέτες | polseti | βενετσιάνικο

μπόλσος [2001b], μπόλτζος, μπόλσος, μπόρτζος | σφυγμός (λόγιο), πόλσο, πόλτσο, πόνσο, πόρτσο | pols | βενετσιάνικο

μπόμβυξ [1614] | μεταξοσκώληκας (λόγιο), μπουντίνος, μπουντίνους | bombyx | λατινικό

μπόμπα [1790], μπόμπα < μπόμbα [1962c] | βόμβα (λόγιο) | bonba | βενετσιάνικο

μπομπάδο | ή μούδρα & μούθρα, ντουβάρι φουσκωμένο από το νερό | imbomba | βενετσιάνικο

μπομπάρδα [1614], μπουμπάρδα [1622], μπουμπαρδέα [1987a], μπουρμπάδα | λουμπάρδα, κανόνι, τόπι, τοπανάς, κομάτι / κάποιο καράβι, το γολετόμπρικο | bombarda | βενετσιάνικο

μπομπαρδαμέντο [1996b] | βλ. μπομπαρδιά (κανονιά) | bombardamento | ιταλικό

μπομπαρδάρης [1790], μπουμπαρδέρης [1622], μπουμπαρδάρης [1659], μπομπαρδιέρος < μπομπαρδιέρος [1963], μπουρμπαρδολόγος [2001b] | πυροβολητής (λόγιο), μπομπίστας, τοπιτζής, λουμπαρδάρης | bonbardier | βενετσιάνικο

μπομπαρδάρω [1790], μπομπαρδίζω [1934], μπουμπαρδίζω [2001b], μπουρμπαδίζω [2001b] | βομβαρδίζω (λόγιο) | bombardare | ιταλικό

μπομπαρδιά < μπομπαρδιά [1622], μπουμπαρδιά < μπουμπαρδιά [1709], μπουμπαρδέ [2001b], | κανονιά, λουμπαρδιά, μπομπαρδαμέντο, κοματιά | bombardata | ιταλικό

μπομπίνα [1998] | καρούλι | bubina | βενετσιάνικο

μπόμπιρας [1931], μπόμπορος | βρικόλακας, ανεκαθούμενος, βάμπουρας, βαρβούλακας, βαρθάκαλας, βέμπουρας βιικόακας, βιρκόλακας, βόλακας, βόμπερας, βόμπιρας, βόμπορας, βόμπρας, βορβάλακας, βορβόλακας, βορδόλακας, βορδούλακας, βορκόλακας, βουλκόλακας, βούμβαρος, βούμπερας, βουμπίρς, βουρβόλακας, βουρβούλακας, βουρβούλιακας, βουρβούλντακας, βουρδόλακας, βουρδούλακας, βουρκόλακας, βρακόλακας, βρεκόλακας, βρικόακας, βρικούλακας, βροκόλακας, βροκόλασκας, βρουκόακα, βρουκόακας, βρουκόλακας, βρουκούακας, βρουκούλακους, γόμουρας, έντιμα, ζούλακας, καλαμπαούρας, καταχανάς, κατράμης, κατραχανάς, κατσικάς, κάτσικας, λάμπασμα, ντουσμάνης, πουρλόκης, πρόλακας, σάιτανους, σαρκωμένος, φάντακας, χορτλάχ, χορτλάχτς | vampir | σλάβικο

μπομπονιέρα < μπομπονιέρα [1957], μπουμπουνιέρα < μπουμπουνιέρα [1998] | σακουλάκι με κουφέτα που δίνουν σε γάμους και βαφτίσια | bomboniera | ιταλικό

μπομπούνα, μπουμπούνα | βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά) | bubună | βλάχικο

μπομπρέκι [1931], μπομπρέκ [1960a], μπουμπουρέκι [1996a], μπουμπρέκι, μπουμπρέκ, μπουμπρεκούδι | νεφρό, μπουμπούνα, νεβρό, νεφρί, νιφρί, | böbrek | τούρκικο

μπομπρέσo [1878b], μπομπρέσσο [1934], μπομπέζο [1963] | όνομα καταρτιού της πρύμης, πρόβολος ιστός (λόγιο) | bonpreso | βενετσιάνικο

μπον [2003], μπόνα, μπόνε | καλά | bon | βενετσιάνικο

μποναγράτσια [2001a], μποναγκράτσια | η μεγάλη κουρτίνα & το κουρτινόξυλο | bonagrasia | βενετσιάνικο

μποναμάς [1910], μπουναμάς [1931] | το δώρο της Πρωτοχρονιάς: αγιοβασιλιάτικο, καλοχέρι, μπουλαμάς | bonaman | βενετσιάνικο

μπονέντες [1835], μπουνέτης [1891e], μπουνέντες [1963], μπονέντης [1983a], μπουνέντης [1995] | πονέντες, πονέντης, πουνέντες, πουνέντης | ponente | ιταλικό

μπονεφικάρω [1963], μπονιφικάρω [1963] | αξιοποιώ (λόγιο) | bonificare | ιταλικό

μπονιότα < μπονιότα [1966] | ντενεκεδένιο αγγειό για να κουβαλούν το γάλα | pignatta | ιταλικό

μπονιφικατσιόνα | αξιοποίηση (λόγιο) | bonificazione | ιταλικό

μπόνο [1996b] | καλά, εντάξει (λόγιο) | bon | βενετσιάνικο

μπονοβόλιας < μπονοβόλιας [2001a] | καλόκαρδος, καλόψυχος, καλοκάγαθος | buonavoglia | ιταλικό

μπονόρα < μπονώρα [1887b], μπονωρούλια [1887b], μπονόρα [1894], μπονώρα < bονώρα 1909], μπονώρας [1934], μπονόρας [1957] | λυκαυγές (λόγιο), αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί | buonora | ιταλικό

μποντά [1963] | αγαθοσύνη, ααθουσίνη, αβαθοσίνη, αγαθότη, αγαθότε | bonta | ιταλικό

μποντάντζα [1996b], μποδάντσα | μπολικιά (αφθονία) | bondanza | βενετσιάνικο

μπόντζικ, μπουντζούκα | χάντρα, ζινί, ζινίς, ζινίχ, κορέλι, χάνδρα, ψίφα | boncuk | τούρκικο

μποντί [1963] | καλημέρα | buondi | ιταλικό

μπονφεστίδος | γιορτινός, γιορταστικός, γιορτιάτικος, γιορθιανός, γιορτάτκος, γιορτερός, γιορτιακός, γιορτιανός, γιορτιατικός, γιορτικός, γιορτιρός, γιουρτερός, γιουρτιανός, γιουρτιάτκους, γιουρτινός, γιουρτιρός, γιουρτνός | buono festivo | ιταλικό

μποξάς [1910], μποκτσάς, μποχτσάς, μποξιάς, μποξάι | σάλι, εσάρπα | bokça | τούρκικο

μπόουλου [1964], μπόουλο | βλ. μπαούλο | baul | βενετσιάνικο

μπόρα [1835], μπόρρα [1835], μπόρα < bόρα [1972] | γαζέπι, γαζέπ, γκαζέπ, καθόρι, καταχάρι, μπουγραντί, ποράν, ρετούρα, ρούφουλας, στχαρ, τούζι, τφάνι, τφαν | bora | βενετσιάνικο

μποραντζένα [1688], μπουράκιν [1688], μπουράντζα [1709], μποράντσα [1894], μπουράντσα [1894], μποράντζα [1923b], μπορατσένα [1923b], μπουράτσινο [1923], μπουράτζινο [1963], μπουράτζα [1996b], μπόραγκο | το φυτό Borrago officinalis: αρμπέτα, αρνοπέτα, βοράτσενε, βοράτσινα, πουράντζα | borrago | λατινικό

μπόργκο [1963] | τα σπίτια που ήταν έξω και γύρω από το κάστρο | borgo | ιταλικό

μποριρισμένος [1709] | σιχαμένος | aborrente | ιταλικό

μπορίρω [1709] | σιχαίνομαι | aborrire | ιταλικό

μπορίτσιο [1894], μπορίτσα [1923b], μπόριτζε [1987a] | το δέντρο Pinus Nigra: αγριόπευκο, μιλοέλατο, μοσχοέλατο, μπορτίκε, πεύκη | borik | σλάβικο

μπορντούρα [1934], μπολντούρα [1983a], μπουλτούρα | γαρνίρισμα στην άκρη ρούχου ή πανιού | bordura | ιταλικό

μπόρσα [1866a], μπούρσα [1934] | χρηματιστήριο (λόγιο) | borsa | ιταλικό

μπόρτα [1688] | πόρτα | porta | λατινικό

μπορτζάκι [1960a], μπορτζάκ [1960a], μπουρτζάκι [1960a] | το φυτό Lathyrus sativus: λαθούρι, λαθούζι, λαθούρ, λαθίρ, λαθίρι, λαθίριν, λαθιρίτα, λαθουρίτα, λαφίρι, πίσες / το φαΐ φάβα (γίνεται με λαθούρι) | burçak | τούρκικο

μπορτίκε [1894] | βλ. μπορίτσιο | borik | σλάβικο

μπορτσελάνα [1963], μπουρσελάνη [2001c], μπουρσελάνα [2001c], μπουρσουλάνα [2001c] | πορσελάνη, μπροτσολάνα, μπρουτσελάνα, μπρουστσουλάνα | porcellana | ιταλικό

μπόρτσι [1960a], μπορτς [1960a], μπόρζι [1887b], μπόρτζ < μπόρτζ’ [1962c], μπόρτζ < bόρτζ’ [1976], μπουρτζίλα [1988], μπόρτζι [1996a] | χρέος (λόγιο), δάνειο (λόγιο) | borç | τούρκικο

μπορτσλέβουμι | χρεώνομαι (λόγιο) | borçlanmak | τούρκικο

μπορτσλής [1960a], μπορτζιλής [1966], μπορτζαλής [1981] | χρεοφειλέτης (λόγιο) | borçlu | τούρκικο

μπος | άδειος, αδειανός, αδιατές, αδιατός, αδιάτος, άδιε, άδιους, αδκιανός, άδντζος, αϊδανός, άτζος, διανός | boş | τούρκικο

μπος-γερί [1835] | λαγόνι, λαγόνι, λανγκόν | böğür | τούρκικο

μπόσι [1966] | άδειο, αδειανό | boş | τούρκικο

μπόσικος [1910], μπόσικος < bόσικος [1925], μπόσκος [1960b], μπόσκους < μπόσ’κους [1962c], μπόσκους < bόσ’κους [1972], μπόσκους < bόσκους [1976], μπόσκους < bόσ’κους [1978], μπόσικο < μπόσικο [1987a], μπόσκος < bόσκος [2001c], μπόσκους [2008] | χαλαρός (λόγιο), γκεβσέκης, γκιφσένκους, κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος / υποχωρητικός (λόγιο) | boş | τούρκικο

μποσκέτο [1963] | άλσος (λόγιο) | boschetto | ιταλικό

μπόσκος [1614] | δάσος, αρμάν, αρμάνι, δάσε, δάσι, δάσο, δάσος, δάσου, δάσους, ζίγρα, ζίγρια, κορί, κουρί, κουρί, λαγκονιά, λόγγος, λογκάρι, λόγκι, λογκιά, λογκιάδα, λογκός, λόγκους, λόνγκους, μπαλγκάμ, ντάσο, ντουάνα, ορμάν, ορμάνι, ουρμάν, ουρμάνι, ρμαν, ρμάνι, ρομάν, ρομάνι, ρουμάν, ρουμάνι, τάσο | bosco | ιταλικό

μποσουνά [1960a] | μάταια (λόγιο), του κάκου | boşuna | τούρκικο

μποστάλι [1887b] | μπότες μέχρι το γόνατο | postol | σλάβικο

μποστάνι [1709], μποστάν, μπουστάνι, μπουστάν | περιβόλι, κεπί, κεπίν, κεπούλι, κιπάρι, κίπι, μπαγτσές, μπακζές, μπακτζές, μπακτσές, μπαξές, μπαχτσέ, μπαχτσές, μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μποστανλίκι, παγτσές, παχτσά, περβόλ, περβόλι, περδιάρι, περδιγάρι, πιρβόλ, πιρβόλι, πιριβόλ πιροβόλι, ποστάν, ποστάνιν, πρεβόλι, πριβόλ, πριβόλι, προβόλι, πστάνι, σκίπι, τζιιπίν, τσίπους | bostan | τούρκικο

μποστάνι [1790] | οχυρό (λόγιο) | bastione | ιταλικό

μποστανλίκι [1987a] | βλ. μποστάνι (περιβόλι) | bostanlık | τούρκικο

μποσταντζήμπασης [1709], μποστατζίπασι [1688] | ο αρχικηπουρός (λόγιο) | bostanbaşı | τούρκικο

μποσταντζής [1709] | περιβολάρης, μπαξεβάνης, μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς, μπαχτσεβάνης, μπαχτσεβάνς, μπαχτσιαβάνς, μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής περβολάρης | bostancı | τούρκικο

μποστέλενο [1614], μποστέληνο [1688] | τα καπούλια του αλόγου | postilena | λατινικό

μπότα | χτύπημα, πλήγμα (λόγιο) | bota | βενετσιάνικο

μπότα [1931], μπόττα [1934] | κλειστό και ψηλό παπούτσι | botta | ιταλικό

μποτέγα [1860] | κατάστημα (λόγιο), μαγαζί | botega | βενετσιάνικο

μποτεγιέρης < μποτεγιέρης [1963] | μαγαζάτορας | boreghier | βενετσιάνικο

μποτεστάς [1614] | ποδέστας, ποτεστάτος, κοινοτάρχης (λόγιο) | potestas | ιταλικό

μπότζα [1709] | λεκάνη, γαβάθα | bocia | βενετσιάνικο

μπότζα [1960a], μπότζι [1960a] | & πότζα, ναυτ. όταν το καράβι δεν πηγαίνει κόντρα στον αέρα / το κούνημα του καραβιού από το κύμα, στα πλάγια | bozza | βενετσιάνικο

μποτζάλι [2001b] | το χείλος του πηγαδιού | poggiale | ιταλικό

μποτζάρω [1934], μποτσάρω [1961] | & ποντζάρω, κλυδωνίζομαι (λόγιο) | bozzar | βενετσιάνικο

μποτζεργάτης [1835], μποτζαργάτης [1878b], μποζαργάτης [1934] | ναυτ. εργατοκύλινδρος (λόγιο), βαρούλκο, βίντσι | bocurgat | τούρκικο

μποτζί [1837], μπότσα [1876a] | βλ. μπούκλα (βαρέλι) | bozza | ιταλικό

μπότζι [1934] | σάλος, παρακύλισμα, διατοίχιση (λόγιο), το κούνημα του καραβιού στο πλάι, από το κύμα | bocalama | τούρκικο

μπότζος [1835], μπότσος [1878b] | ναυτ. πους (λόγιο), ποδεών (λόγιο) | bozza | ιταλικό

μπότζος [1918], μπόντζι [1987a], μπότζιο [1996b], μπότζιος [1996b], μπόντζος, μπότζο | το μπαλκόνι όπου βρίσκεται η πόρτα του ανωγιού | bozza | ιταλικό

μπότης [1874b], μπότι [1887b], μπώτι [1891c], μπότυς [1909], μπότυ [1909], μπότης < bότης [1918] , μποτ < μποτ’ [1964], μπότη | κανάτα από πηλό, για νερό ή κρασί: βίκα, βίκος, γκουργκούλι, γουργούλα, γουργουλιά, γουργούρα, γουργουριά, καϊντιρμάς, καλίτσα, κανάτ, κανάτι, κλοντίρι, κλουντίρι, κμαρ, κουκουμάρα, κουμάρ, κουμάρι, κούμνα, κριόλογο, κριολόγος, κριολόιγ, κροντήρι, λαγήν, λαγήνα, λαγήνι, λαγίν, λάγκνος, λαέν, λαένα, λαήν, λαήνα, λαήνι, λαΐν, λαΐνα, λάινας, λαΐνι, λαΐνιν, λεγένι, λιεν, λιένα, λιένη, μαστραπάς, μπαντιά, μπάντια, μπαρδάκ, μπαρδάκα, μπαρδάκι, μπαρντάκ, μπαρντάκα, μπαρντάκι, μποτίρι, μπουντένα, μπούρμπουλας, μπουντούτς, μπουτούτς, μπρόκα, νεμπότης, νεμπότι, νοκά, ξίστα, ομπότη, πότης, σουρά, σουρλάς, στάμνα, σταμνί, τεστόπον, τσουκάβα, τσουκάλι | bot | βενετσιάνικο

μποτίλια < μποτίλια [1866a], μποτίλια < bοτίλια [1918], μποτίλια < μποτίλλια [1934], μποντίλια, μπουτίλια, μπουτέλα | μπουκάλα, φιάλη (λόγιο) | butilia | βενετσιάνικο

μποτιλιαρία < μποτιλλιαρία [1963] | εμφιαλωτήριο (λόγιο) | butiliaria | βενετσιάνικο

μποτιλιάρισμα < μποτιλλιάρισμα [1943] | εμφιάλωση (λόγιο) | imbottigliamento | ιταλικό

μποτιλιάρω < μποτιλλιάρω [1934] | εμφιαλώνω (λόγιο) | imbottigliare | ιταλικό

μποτιλιόνι < bοτιλιώνι [1918] | μπουκάλι | butilion | βενετσιάνικο

μποτιλίτσα, μποτηλίτζα [1840] | μπουκαλάκι | bottiglietta | ιταλικό

μποτίνι [1931], μποτίννι [1934], μπουντίν < μπουdίν [1962c], μποντίνι [1963], μπουτίνι < μπουτίνια (τα) [1996a], μποτίνιν < μποτίνι(ν) [2002] , μπουτίνα | κοντή μπότα, μποτάκι | bottini | ιταλικό

μποτόνι [1876a] | χρυσαφένιο κουμπί ή στολίδι σα χάντρα | bottone | ιταλικό

μποτόνια (τα) [1933] | & μπετόνια, κολιέ από χρυσά φλουριά | bottoni | ιταλικό

μπότσα, μπότζα [1688], μπότσα [1860], μποτζί [2001c], μπόσα < μπόσσα [2001c], μποτσί [2001c], μπότσια < μπότσια[2001c] | γαράφα, γαστέρα, καράφα, μπουκάλι, μποτίλια, νεμπότης, νεμπότι, πότζα, φλασκί / μέτρο χωρητικότητας υγρών (λόγιο) | bozza | βενετσιάνικο

μποτσέτο [1996b] | μικρή μπότσα | bozzeta | βενετσιάνικο

μποτσικάρι | το ψάρι Cyprinus carpio carpio: γκρεβάδ, γκρεβάδι, γκριβάδ, γκριβάδι, γλανός, γραβαδέλι, γραβάδι, γρεβαδέλι, γρεβάδι, γριβαδέλι, γριβάδι, δρομίτσα, κυπρίνι, κυπρίνος , λαζάνι, μουρούνα, μουστάκι, πρίνος, σαζάνι, τσάφρα, τσουκάνι | griva | σλάβικο

μπότσικας [1835], μποτσίκι [1923b], μπότσκα < μπότσκα [1964], μπούτσκα < μπούτσκα [1964], μπότσκλα < μπότσκλα [1966], μποτσίτσι < μποτσίτσι [1987a], μπότσκου | το φυτό Urginea maritima: αγιοβασιλίτσα, ασκιλιτούρα, ασκιλοκάρα, ασκινοκάρα, βασιλίτσα, βολβικός, βόλκικος, βότσικας, κουβαροσκέλα, κουτσούνα, κρεμιδοσκίλα, μπότσικας, σκίλα, σκιλοκρεμίδα, σκιλοκρομίδα, σκιλοκρόμιδο, σούνα, τσικουρνίδα, φάσκελα | bocika | σλάβικο

μπότσκα | η μυτερή άκρη ενός ξύλου | боцка | σλάβικο

μποτσόνι [1966] | βλ. μποτινέλι | bozzon | βενετσιάνικο

μπουαμπέτι [1982] | βλ. μουχαμπέτι (καλαμπούρι, κουβεντούλα) | muhabbet | τούρκικο

μπουγάδα [1635], μπογάδα [1790], μπουάδα [1894], μπγάδα | το πλύσιμο των ρούχων (με τα χέρια): αμπουγάδα, πουάδα, πουγάδα | bugada | βενετσιάνικο

μπουγαδαριά < μπουγαδαριά [1709] | πλύστρα | bugatiera | ιταλικό

μπουγαδιάζω < μπουγαδιάζω [1709], μπογαδιάζω < μπογαδιάζω [1910] | κάνω, βάζω μπουγάδα | bugatare | ιταλικό

μπουγάζ [1946], μπουγάζι, μπογάζ | στομάχι, κουκουρέντζο, μπάμπα, πλαγκόνι, στουμάχ, φσκη | boğaz | τούρκικο

μπουγαρίνι [1910], μπογαρίνι [1910], μπουκαρίνη [1923b], μπουγαρινιά [1923b], μπογαρινιά [1934] | το φυτό Jasminum sambac: φούλι, φουλιά | bugarin | βενετσιάνικο

μπουγάς [1709], μπγας [1872], μπογάς [1960a], μπουγά [1963], μπουγάς < bουγάς [1976], μπουγά [1987a], μπουγά, μπουάς, μπούας | ταύρος (λόγιο), μπίκας, μπικάδ, μπικάδι, ντανάκι, ντάνας, ντάνας | boğa | τούρκικο

μπουγάτσα [1931], μπογάτσα [1835], μπουγάτσα < μπουγάτσ’α [1962c], μπογκάτσα < μπογκάτσα [1966], μπουγάτσα < bουγάτσα [1976], μπουγάτσια < μπουγάτσια [1982], μπογάτσια, μπουάτσια, μπογκάτσα | και πουγάτσια, πογάτσα, πουγάτσα / πίτα με φύλλο και κρέμα ή τυρί / ζυμωτό ψωμί ψημένο σε ταψί (σε κάποιες περιοχές δίχως προζύμι) / το ταψί που ψήνουν την μπουγάτσα | boğaça, poğaça | τούρκικο

μπουγατσατζής, μπογατσατζής [1878b], μπογάτσατζης [1960a], μπουγατσατζής [1995] | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπουγάτσες / τυροπιτάς | boğaçacı, poğaçacı | τούρκικο

μπουγέλο, μπουγιέλο < μπουγιέλο [1931], μπουγέλος [1963], μπγέλο < μπ’γέλο [1964], μπγέλος < μπ’γέλος [1964], μπουγέλο [1995], μπγέλο < b’γέλο [2001c], μπουγέλου < bουγέλου [2001c], μπουέλο | βλ. μπιέλος (κουβάς) | bugiol | βενετσιάνικο

μπουγιάρω < μπουγιάρω [1996b] | βλ. μπουρμπουλιάζω (βράζω) | boger | βενετσιάνικο

μπούγιο [1918] | βράση, βράσιμο | bogio | βενετσιάνικο

μπουγιουντρούκ < bουγιουντρούκ’ [1972] μπουντρούκ | ο ζυγός του αλετριού: αλετρόζιον, ζγόλαρους, ζγος, ζιός, ζίος, ζιουγός, ζουγό, ζουγός, μπουζντράκι, μπουζντράκ, μπουντρούκ | boyundruk | τούρκικο

μπουγιουρντάω | διατάζω (λόγιο) | buyurmak | τούρκικο

μπουγιουρντί < μπουγιουρντί [1860], μπουγιουρτί <μπουγιουρτί [1866b], μπουγιουρουλντί | πρόσταγμα (λόγιο), διάταγμα (λόγιο) | buyuruldi | τούρκικο

μπουγιουρούμ < μπουγιουρούμ [1931], μπούγιουρουν < μπούγιουρουν [1960a], μπουγιούρ < μπουγιούρ [1966], μπουϊούρουμ < μπουϊούρουμ’ [1976], μπουίρουμ [1987b], μπούγιουρουμ < μπούγιουρουμ [1996a], μπουγιούρουμ < bουγούρουμ [2006], μπουιούρ [2008], μπούγιουρου, μπούιρου, μπούιρουν | περάστε, κοπιάστε | buyurun | τούρκικο

μπουγκαργιάζω [1891e], μπουκαρίζω [2002], μπουκάρω | σοβατίζω, σοβαντίζω, παλάμίζω, σουφατίζου, ρεμπουκάρω | rebocar | βενετσιάνικο

μπουγραντί [1960a] | βλ. μπόρα | boran | τούρκικο

μπούζα | αρρώστια που παθαίνουν τα γιδοπρόβατα (στα χείλια) | buzë-a | αλβανικό

μπούζα [1966] | χείλι, αχείλι, αχίλ, σιλ, σίχιλο | buzë-a | αλβανικό

μπουζαΐχου [1987a] | ακουμπάω κάποιον και τον κρυώνω | buz | τούρκικο

μπουζέλης | βλ. μπουντσαχείλας (χειλαράς) | buzac-e | αλβανικό

μπούζι [1910], μπουζ [1960a], μπούζιν < μπούζι(ν) [2002], μπουζ < μπουζ’ [2006] | πάγος, βάτσα, γιάσος, γιάτσο, γιάτσος, κράι, κρούσταλο κρούσταλου, κρύσταλλο, πάγους, πάος, πάους / κάτι που είναι πολύ κρύο | buz | τούρκικο

μπούζι [1923b] | το φυτό Mesembrianthenum crystallinum: καλιά | buz | τούρκικο

μπουζκούκι | κραγιόν, κοκκινάδι, σπερλέτο | buzëkuq | αλβανικό

μπουζούκι [1910], μποζούκι, μποζούκ, μπουζούκ | έγχορδο μουσικό όργανο (λόγιο) | bozuk | τούρκικο

μπουζουκτσής [1961], μπουζουξής [1961], μπουζουκτζής [1962a] | ο μουσικός που παίζει μπουζούκι | buzukici | τούρκικο

μπουζτζής [1960a] | παγοπώλης (λόγιο) | buzcu | τούρκικο

μπουζχανάς [1960a] | παγοποιείο (λόγιο), μεγάλη αποθήκη-ψυγείο (λόγιο) | buzhane | τούρκικο

μπουιάτα < bουιάτα [2006] | σκεπασμένο μέρος πίσω από το μαντρί | pojata | σλάβικο

μπουΐκ | μουστάκι, μουστάκ, πουΐκ | bıyık | τούρκικο

μπουικλία | μουστακαλής, μουστακάς, μουστακάτος, μουστακάτους, μουστάκιας, μουστακλής, μπαφούτης, μπστάκας, πουικλής | bıyıklı | τούρκικο

μπουιλέ | έτσι | böyle | τούρκικο

μπούκα [1876a], μπούκα < bούκκα [1918] | στόμα, στόμιο (λόγιο), τρύπα | boca | βενετσιάνικο

μπουκαδούρα [1931], μποκαδούρα [1934] | ο αέρας που σπρώχνει το καράβι στο λιμάνι | sbocadura | βενετσιάνικο

μπουκάλι [1835], μπωκάλι[1878a], μποκάλι [1934], μπουκάλ | μποτίλια, φιάλη (λόγιο) | bucal | βενετσιάνικο

μπουκαλόνι [1996b] | μικρό μπουκάλι | boccalone | ιταλικό

μπουκαμβίλια < μπουκαμβίλια [1998], μπουκαβίλια | φυτά του γένους Bougainvillea, βουκαβίλια, βουκαμβίλια, μποκεβίλι | buganvillea | ιταλικό

μπουκαπόρτα [1709], μποκαπόρτα [1910] | το πορτέλο του κανονιού / πόρτα στο πλάι του καραβιού | bocaporta | βενετσιάνικο

μπουκάρισμα [2002] | σοβάτισμα, σοβάντισμα, παλάμισμα, παλάμσα | rebocada | βενετσιάνικο

μπουκάρω [1709], μπουκάρω < bουκκάρω [198], μπουκάρου [1981], μπουκέρνω < μπουκαίρνω [2002], μπουκάρω | μπαίνω ξαφνικά ή με φούρια | imboccare | ιταλικό

μπουκάσι [1709], μπουκασί [1933] | βλ. μποκάσι | bocassin | βενετσιάνικο

μπουκί [1659], μπουτζί [1933], μπουγκί [1963], μπούγκος [1963], μπουγγί [1996b] | πουγκί, κεσέ, κεσές, κεσιά, πούγκα, πτσι, σακούλ, σακούλα, σακούλι, τανκουί, τσικμετζές | punga | λατινικό

μπουκιά < μπουκιά [1659], | χαψιά, βούκα, βουκιά, δάγκαμα, δαγκαματιά, δαγκουσιά, καταπνιά, καταψιά, μκουσά, μουκουσιά, μούτσα, μπικούνι μποκασία, μποκούνι, μπούκα, μπουκέα, μπουκοσιά, μπουκουβάρα, μπουκουβίτσα, μπούκουμα, μπουκουματέα, μπουκούνη, μπουκούνι, μπουκουνιά, μπουκουνία, μπουκούνια, μπουκουνός, μπουκουσιά, μπουκουσούλα, μπουτσέα, ρούμπος, χαψά | bucca | λατινικό

μπουκίνα [1688], μπούκινο [1996b], μπουτσίνα [1996b], μπούτσινο | βούκινο, βουκίνα, βουκίνα, βούκινας, βούκινος, βούκιουνο, βούκνο, βούκνου, βούτσινο, γουκίνα, κόρνο, κόρνος, κουκίνα, κούρνος, μούκινο, μπούρος, ούκινο | bucina | λατινικό

μπούκλα [1860], μπουκλί [1931] | τούφα από σγουρά μαλλιά | bucola | βενετσιάνικο

μπουκλίτζα [1709], μπούκλιζα < μπούκλυζα [1887a], μπουκλίτσα [1894] | παγούρι από ξύλο ή τσίγκο | buklica | σλάβικο

μπουκουνάκι 1622], μπουκονάκι [1688] | βλ. μπουκίτσα | boconcin | βενετσιάνικο

μπουκούνι [1622], μπουκούνη [1688], μπουκούνιν < μπουκούνι(ν) [2002], μπουτσούνι | βλ. μπουκιά / μικρό κομμάτι | bocone | βενετσιάνικο

μπουκουνιά [1934], μπουκούνια [1614], μπουκουνία < μπουκουνία [1923a], μπουκουνιά < μπουκουνιά [1988] | βλ. μπουκιά | bocone | βενετσιάνικο

μπουκούνωμα [1709] | βλ. μπούκωμα | imboccamento | ιταλικό

μπουκράς [1688], μπούκρα [1688] | κρασί ανακατεμένο με νερό | hipocras | λατινικό

μπούλα [1860] | σφραγίδα (λόγιο), βούλα, βόλα, βούα, βούλες, βούλντα, βούλος, μαχούρι, μεχίρ, μιχιούρι, μουχιούρ, μουχιούρι, μουχούρ, μουχούρι σιντζίλα, στάμπα, σταμπίλια | bulla | λατινικό

μπούλα [1987a], μπούλου, μπούλιω | η μεγαλύτερη κουνιάδα της νύφη / η μεγάλη αδερφή | baldız | τούρκικο

μπουλαμάτς [1960a], μπουλαμάτσα [2001b], μπουλαμάτσι | κουρκούτι, αλεβρά, αλεβράς, αλεβρέα, αλεβρία, αλεβριγιά, αλευριά, αλιβρέ, αλιβριά, γρούτα, κορκότ, κουρκούτ, κουρκούτα, κουρκούτη, σίβραση, σιιλός, σιολός, τσορβάς / μουσταλευριά, κιοφτέρια, κιοφτέριν, κουρκούτι, μασταγούλα, μουστόπιτα, μουστόπτα, μπιλτές, σταλιβριά, χλες | bulamaç | τούρκικο

μπουλανίκικος [1960a] | θολός, θελός, θουλός, μπουλαμάτς, μπουλαμάτσι | bulanık | τούρκικο

μπουλαντίδα, μπουλάντσα | αναγούλα, αναβούλα, αναγκουλία, αναγλιά, αναγλιατάδα, αναγούλασμαν, αναγουλιά, αναγούλια, αναγούλιασμα, αναγουλιατάδα, αναγουλιατό, αναγουλιατός, αναγούλιγμαν, αναγούλιμαν, αναγούλισμα, αναγούλισμαν, αναούλα, αναούλιασμα, αναούλιασμαν, αναουλιατός, ανεγούλα, ανεγούλιασμα, ανεγουλιατό, ανεούλα, ανιγούλα, ανιούρα, ανουγούλα, ναουλγκιατός, ναούλιασμα, νεουλιαστός | bulantı | τούρκικο

μπουλαντίζου [2011], μπουλαντίζω, μπουλαντώ | αναγουλιάζω, αγλιάζου, αναβολιάζου, αναγλιάζου, αναγλιάου, αναγουλιάζου, αναγουλιάου, αναγουλίζω, αναγουλιώ, αναουλιάζω, ανεγουλιάζω, ανεγουλιώ, ανεγουριάζω, ανεουλιάζω, ανεουριάζω, ανιγλιάζου, ανιγλιώ, ανιγουλιάζου, ανιγουριάζω, ανουγλιάζου, ανουγουλιάζω, ναουλγκιάζω, ναουλγκιώ, ναουλιάτζω, ναουλώ, νεγουλιάζω, νεουλιάζω, νεουλιώ, νιγλιάζου νιγουλιάζου, νιγουλιάζω | bulanmak | τούρκικο

μπουλάρι [1966] | η σαύρα Pseudopus apus | bullar-i | αλβανικό

μπουλασίκης [1887b] | ευρηματικός (λόγιο) | buluşçu | τούρκικο

μπουλασίξ | βρόμικος, μολυσμένος (λόγιο) | bulaşık | τούρκικο

μπουλαστίζου | ανακατεύω, μπερδεύω | bulaştırmak | τούρκικο

μπουλβάντσε | εμετός (λόγιο), ξέρασμα, λαρουνγκέα, λαρουνγκιά, μιτός, ξερασία, ξερατί, ξερατό, ξιρατό | bluvanja | σλάβικο

μπουλγκαρί [1960a], μπουλγαρί [2001b], μπουργαρί [2001b] | μπαγλαμάς με τέσσερα τέλια | bulgari | τούρκικο

μπουλετί [1857], μπουλέτο [1934], μπουλέττο [1983b], μπουλέτι [1996b], μπουλετίο [1996b] | δελτίο (λόγιο), απόδειξη (λόγιο), σημείωμα (λόγιο) | boleti | βενετσιάνικο

μπουλιέτου | κάλεσμα, ακάλιασμα, κάλεσμαν, καλετσκή, καλιστίρ, μπιλιέτο | bilieto | βενετσιάνικο

μπουλιούρι < μπουλιούρι [1960a] | βλ. μπιλούρι (κρύσταλλο < γυαλί) | billur | τούρκικο

μπουλμές [1962a], μπουρμές [1963] | τοίχος, χώρισμα | bölme | τούρκικο

μπούλμπερη, μπούλμπερ [1614], μπούλβερη [1915], μπούλμπερη [1957], μπούρμπερη [1963], μπούλμπεζη < μπούλμπεζη [1987a], μπόλμπερι [1996b], μπόρμπερη [2001b], μπούρμπουλους, μπούλμπεση | μπαρουτόσκονη, πούλβερη, πούλβερι | polvera | βενετσιάνικο

μπουλμπούλι [1960a], μπουλμπούλ [1960a] | βλ. μπιρμπίλι (αηδόνι) | bülbül | τούρκικο

μπουλντούκα < bουλdούκα [1892] | μεγάλη λάκκα με νερό | bîltóc | βλάχικο

μπουλντουρτζίνι < μπουλντουρζίνια (τα) [1960b] | το πουλί Coturnix coturnix: μπιλντιρτζίνι, ορτύκι, ουρτίκ, χαμοπέρδικα | bıldırcın | τούρκικο

μπουλούκι [1790], μπολούκι [1960a], μπουλούτσι < μπουλούτσι [1987a], μπουλούκ | μπελούκ, μπελούκι, μπιλίκ, μπλιούκ, μπλουκ | bölük | τούρκικο

μπουλούκμπασης [1860], μπουλούμπασης [1982] | καπετάνιος (αρματολών): μπιλιούμπασης, μπουλουκάρης, μπουλουκτζής, μπουλουκτσής, μπουλουξής | bölükbaşı | τούρκικο

μπουλούκος [1934], μπολούκος < μπουλλούκος [1960a], μπουλούκους [2008] | βλ. μπζιάκας (χοντρούλης) | bolluk | τούρκικο

μπουλούκτι | σύννεφο, νέφος (λόγιο), ανέφαλο, ανεφέλη, γιουργκάν, γνέφαλο, γνέφι, λιβ, λίβος, νέφαλο, νέφαλον, νέφι, νεφούσι, σίγνιφου, σίνιφου, σύγνεφο | bulut | τούρκικο

μπουλουστρίνες < μπουλουστρήνες (οι) [1983a] | βλ. μποναμάς (πρωτοχρονιάτικο δώρο) | bonae strenae | λατινικό

μπούμα [1857], μπούμι [1857] | ναυτ. επίδρομος ιστίο (λόγιο): το ξύλο που βαστά κάτω το μεγάλο πανί | boma | ιταλικό

μπούμπα [1894], μπούμπα < bούbα [1894] | το έντομο Pediculus capitis: ψείρα, μιλιόρα, μπιδόκα, μούρσια, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα, ψίρε | bubë -a | αλβανικό

μπουμπάρι [1891b], μπομπάρι [1934], μπουμπάρ [1960a] | το φαΐ που γίνεται από το χοντρό άντερο ή την κοιλιά του σφαχτού, με γέμιση κομματάκια συκωταριάς (ή κιμά), ρύζι, χόρτα και μπαχάρια / τρόπος πλεξίματος των μαλλιών των γυναικών | bumbar | τούρκικο

μπουμπάς [1996a] | μπαμπάς, πατέρας, αφέντης, αφέντς, βαβά, βαβάς, βαή, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, πλιάκος, σιορπάτρης, τάτκα, τατάς, τετές, τζίρης, τζιίρης, τρανός | baba | τούρκικο

μπουμπλικάρω [1963] | δημοσιεύω (λόγιο) | publicar | βενετσιάνικο

μπούμπλικος [1963] | δημόσιος (λόγιο) / δημοσιά (δρόμος) | publico | βενετσιάνικο

μπουμπούτα | βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά) | bubută | βλάχικο

μπουνάκης [1960a], μπουνάξ [1960a] | ξεμωραμένος, ξεκούτης, ξεκουτιάρης, ξεκουτιασμένος, γεροξεκούτης, γεροξούρας, μπουνόβας, ραμολί, ραμολιμέντο, ραμολίδος, ραμόλι | bunak | τούρκικο

μπουνακλαντίζω [1960a] | ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω, ξεκουτιαίνω | bunamak | τούρκικο

μπουνακλίκι [1960a] | ξεμώραμα, ξεκούτιασμα | bunaklık | τούρκικο

μπουνάρ < μπουνάρ’ [1999] | βλ. μπινάρι (βρύση) | pınar | τούρκικο

μπουνάτσα [1894], μπουνάτζα [1709], μπονάτζα [1709], μπονάτσα [1866a], μπουνάτσα [1934], μπουνάτζα | απανεμιά, βδια, κάλμα, καλοκαιριά, καλοσύνη, γαλήνη | bonazza | βενετσιάνικο

μπουνατσάρω[1860], μπουνατζάρω [1709], μπονατσάρω [1931] | γαληνεύω, μερώνω | bonasar | βενετσιάνικο

μπούνι [1931], μπούνια (τα) [1874a] | μικρή τρύπα στο πάνω μέρος της πλευράς του καραβιού, για να φεύγουν τα νερά | bugna | ιταλικό

μπουνιά < μπουνιά [1835], μπουνιά [1934], μπουνία < μπουνία [1987a] | γροθιά, βροθιά, βρόθος, βρόθους, βροτθιά, βρότθος, βρότος, βρουθιά, γκουρθεά, γκροθέα, γκροθιά, γκρόθος, γκρόθους, γκρότο, γκρουθιά, γλοθιά, γλόθος, γλοτθιά, γλότος, γλουμπανιά, γόουθους, γορχιά, γουουθιά, γούρθα, γουρθεά, γουρθέα, γουρθιά, γούρτα, γουρτέα, γουρτία, γρογχιά, γρόδιτος, γροδκιά, γροθέ, γροθέα, γροθία, γροθκιά, γρόθο, γρόθος, γρόθους, γρόθτος, γροθτσιά, γροϊθιά, γροκιά, γροκτιά, γρόκτος, γροκχιά, γρόπος, γρότε, γροτθιά, γροτθία, γρότθο, γρότθος, γροτιά, γροτία, γρότο, γρότος, γροτσιά, γρουθά, γρουθεά, γρουθιά, γρουτέα, γρουτία, γροφιά, γροχιά, γροχτιά, γρόχτος, δροθκιά, δρόθος, δροκχιά, δρόχος, κορχιά, κροθιά, μούστα, μουστέα, μπουνέα, μπουνέλι, μπουνελιά, μπούνος, μπουχανιά, μπουχνιά, μπουχτανιά, ουρθεά, σγροθιά, στρουγκιά, στρούγκος, χουρτέα | pugno | βενετσιάνικο

μπούνια < μπούνια [1934], μπούνιες < μπούνιαις (οι) [1884c] | ναυτ. η κάτω γωνιά του πανιού, ο ποδεώνας (λόγιο) | bugna | ιταλικό

μπουνιάλον [1688] | πουνιάλο, στιλέτο | pugio | λατινικό

μπούντα, μπόντα [1996b], μπούντα < bούνdα [2006] | πούντα, κρυολόγημα (λόγιο), ζαμπλάκα, κριαμός, κρικότη, κριότη, μπόρτζα, νταρό, πόντα, ποριά, πούντιασμα, σερμπούνι, σιρμή | punta | ιταλικό

μπουντάκ < μπουντάκ’ [1981], μπουντάκ < bουντάκ’ [2006], μπουντάκι, μπουτάκ | ρόζος, βρόζους, βρουζάρ, ζιόγκος, κόμπος, μπρουζγκάρ, νουκράς, όζος, ροτζιόκι, τσιουμπί | budak | τούρκικο

μπουνταλάς [1874a], μπουδαλάς [1835], μπουνταλάς < μπουdαλάς [1962c], μπουνταλάς < bουdαλάς [2006] | χαζός, κουτός, ελαφρόμυαλος, βλάκας (λόγιο), ηλίθιος (λόγιο), άβδαλος, αγαλιάς, αγάλιας, αλαφρόγνομος, αλαφρόγνουμους, αλαφροκάφκαλος, αλαφροκέφαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρόμιαλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, αλαφρόστιχος, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφρουκδουνσμένους, αλαφρουπαλάντζας, αλαφρουπαλάτζας, αλαχτό, αλμπίμπς, άμιαλους, άμνιαλους, άμυαλος, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντζιουλής, αντούβιανος, απντάλης, απτάλας, απτάλης, απτάλς, αρτούνας, αχαμάκης, αχμάκης, αχμάκος, αχμάξ, αχμάχς, αχουμάκης, αχτίπαλος, βιβίτακας, γκανάς, γκαφάλι, γκάχας, γκβιδ, γκζαδ, γκλάφας, γκούτμανος, γούτους, ελαφρόγνομος, ελαφροκάφκαλος, ελαφροκέφαλος, ζαγουμπένος, ζακατρίκ, ζντρουφ, ζωντόβλο, ιαχουμάκης, ιλαφροκάφκαλους, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κάφκαλου, κλάπας, κνάκας, κόλοκος, κούγελο, κούγελο, κουγιάμπαλο, κουζμπός, κουσβός, κούτακας, κουτβέλ, κουτεντές, κουτζμπός, κούτιος, κούτκος, κουτούζικο, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουριάρης, κουτουρός, κουτούφ, κούτρης, κταβέλ, κτούκ, λαφρουκάνταρου, λιάλβαλης, λίλης, λιόκος, λούτος, λούτφος, μαγκαφάς, μαλαθούνας, μαμαρίτος, μανός, μάπας, ματούφς, μέτσιος, μέχας, μιμίας, μισοκούτελος, μούκας, μπαγιακόκος, μπαλόρντος, μπανταβός, μπανταλός, μπαχαλός, μπελελός, μπερτόδος, μπλαρουμούσκαρους, μπλιαΐκους, μπνάκας, μπόνιαρους, μπόνκους, μπονς, μπούας, μπουνάκης, μπουνιάξ, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπουτσούκας, μπουφογέρακο, μπούφος, μπούφους, μπουχτάν, μσόχαζους, ναβάλς, νάκους, νούκος, νταμπλάς, ντιβανέλς, ντιβανές, ντιλίμπαης ντίλινας, ντιουντιός, ντόουλος, ντουάνι, ντουβάρι, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, ξικάπνιστους, ξναδ, ξνίθρας, ξοπαρμένος, ξτούγιας, όμπολο, όρνιο, όρνιου, ούργιος, ούρδα, ουριαμπές, ούρλιακας, πάκας, παράνταλος, παράορος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, πνάκας, ράντος, ρότσος, ρούλιος, σαλός, σαρσέμς, σαψάλτς, σέμπιος, σεριφαλής, σερσέμης, σέφτελος, σιαϊλός, σιαμτελός, σιατλός, σιαψάλης, σιαψάλς, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιουμπερδέκας, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σιούρντος, σλιάφκας, στουκ, στούκος, ταγάρ, τεβεκελής, τζούμανος, τόι, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, φλαμπούρ, χαζοπάτς, χαζούλιακας, χαϊβάν, χαϊβάνης, χαϊβάνι, χαϊντούτ, χαλαζουβαρμένους, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμόκουτος, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χαφταλέβρας, χάφτας, χλιάρας, χλορός, χούχλιους | budala | τούρκικο

μπουντέλι [1963], μποντέλο [2001b], μπουντελ < bdελ [2001c], μπντελ < bουdελ [2001c], μπουντέλο [2001c], μπουτέλ | υποστήριγμα (λόγιο), μπαγιαντάς, μπουρντουνάρι, νταγιάκ, νταγιάκι, νταγιαμάς, ντάκος, ντεγιέκ, ποκούμπιν, ποντέλο, πουντέλι | pontelo | βενετσιάνικο

μπουντελιάρω < μπουντελλιάρω [1933], μπουντελάρω [1963], μποντελάρω [2001b] | στηρίζω με δοκάρια τοίχο ή πάτωμα | pontelar | βενετσιάνικο

μπουντίνος, μπουντίνους <bουdίνους [1892] | βλ. μπόμβυξ (μεταξοσκώληκας) | budin | βλάχικο

μπουντουβάια < bουdουβάια [2006], μπουντβάια < bουdβάια [2006] | πολύ νερό | buduvaî | βλάχικο

μπουντούρης [1931], μπουδούρης [1709], μποδούρης [1837], μποντούρης [1960a], μπουντούρς [1960a] | κοντοπίθαρος, κοντόχοντρος, κοντόγιομος | bodur | τούρκικο

μπουντρούμι [1866b], μπουδρούμι [1790], μπουντρούμ < μπουdρούμ [1962c], μπουντρούμ < μπουdρούμ’ [1962c] | πουδρούμι / υπόγειο (λόγιο), υπόγα / κρατητήριο (λόγιο), χάψη, φρέσκο, ψειρού | bodrum | τούρκικο

μπουόν-τζιόρνο [1963], μπον-τζόρνο [2003] | καλημέρα | buon giorno | ιταλικό

μπουραζάνης [1960a], μπουραζάνς [1960a] | σαλπιγκτής (λόγιο) | borazancı | τούρκικο

μπουράσκα [1963] | καταιγίδα (λόγιο), έμπο, καταχιμάρα, μπιρμπάτ, μπουραζάνι, ριμπούρη, χασιακί | burasca | βενετσιάνικο

μπουράτα [1963], μπουράτο, μπουράτου | κρησάρα, ξάρα, πνικάδα, πυκνάδα, σήτα | burata | βενετσιάνικο

μπουράτο [1894] | ψήστης του καφέ | burato | βενετσιάνικο

μπουράτσο [1894], μπουράζω [1688], μπουράτζο [1709] μπουράζο [1963], μπουράντζα [1966], μπουράντζο [1966] | βόρακας (λόγιο) | boraso | βενετσιάνικο

μπουργέζα [1709] | καστρινή | borghesa | ιταλικό

μπουργέζος [1709] | καστρινός | borghese | ιταλικό

μπούργος [1659] μπούργι [1622], μπουργί [1635], μπόργος [1709] | ξώκαστρο, ξώχωρα | burgum | λατινικό

μπούρδα < bούρδα [1892], μπούρδα [1981], μπούρντα < bούρdα [1892], | τσουβάλι, σακί | burdă | βλάχικο

μπουρδάρω [1933] | μπαίνω με φούρια | abbordare | ιταλικό

μπουρδέλο < μπουρδέλλω [1527], μπορδέλο [1709], μπορδελιό < μπορδελιό [1709], μπουρδελιό < μπουρδελιό [1709], μπουρδέλο < μπουρδέλλο [1783], μπορντέλο [1934], μπορντέλλο [1961], μπουρντέλο | καρχανές κερχανάς, κερχανές, κιρχανάς, πουρδέλι, πουταναριό, πταναριό, πουτανόσπιτο, ρουφιανόσπιτο | bordello | ιταλικό

μπουρέκι [1709], μπουρέκα, μπουρέκ | πίτα με κρέας, με τυρί, με χόρτα κλπ. | börek | τούρκικο

μπουρεκτζής [1709], μπουρεξής [1878b] | αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπουρέκια | börekçi | τούρκικο

μπουρζάν [1999] | σάλπιγγα (λόγιο) | borazan | τούρκικο

μπουρί [1934], μπορί [1966], μπουρί < bουρί [1972] | σωλήνας / καπνοσωλήνας | boru | τούρκικο

μπουρίκος [1874a] | το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγό, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγό, βασταγός, βασταγούρ, βασταγούρι, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γαάρος, γάαρος, γαγούρ, γάδαους, γαδάρ, γάδαρο, γάδαρος, γάδαρους, γαδιούρι, γαδούρ, γάδουρας, γαδούρι, γαδούριν, γάδρος, γαζέλι, γαζιόλι, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρ, γαϊδίρι, γαϊδούρ, γαϊδούρι, γάιδουρος, γαϊντού, γαϊντούρ, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούρι, γαούριν, γάραος, γαρίν, γάρος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκανέτσας, γκάνταρο, γκάντερο, γκαντζόλι, γκατζιόλι, γκάτζιος, γκάτζιους, γκατζόλι, γκατζός, γκάτζος, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρ, γκομάρι, γμαρ, γοάριν, γομάρ, γομάρι, γομάριν, γουμάζι, γουμάρ, γουμάρι, γουμάριν, ζαντραβάλι, ζουντόβουλου, ζωντόβολο, καϊντούρ, κομάρ, μαγιάρε, μανγκάρ, μερκέπι, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι | boricco | ιταλικό

μπουρίμα [1966], μπουρίμι | βλ. μπινάρι (βρύση) | burim-i | αλβανικό

μπουρίνα [1884c], μπορίνα < μπορίναις [1878b] | ναυτ. πλαγιαστήρα (λόγιο), ζευγάρι σκοινιών | borine | ιταλικό

μπουρίνι [1835], μπουρί [1963], μπουρίν < μπουρίν’ [1988], μπουράνι [1996a] | ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι | borin | βενετσιάνικο

μπούρλα [2003] | βλ. μπέρτα (φάρσα) | burla | βενετσιάνικο

μπουρλίζω [1860], μπουρλάρω | αστειεύομαι (λόγιο), καλαμπουριάζω, καλαμπουρίζου, καλαμπουρίζω, μασχαρέβω, μπαρτζολετάρω, μπαρτσολετάρω, χουρατέβω, χωρατεύω | burlare | ιταλικό

μπουρλότο [1860] | πυρπολικό (λόγιο) | bruloto | βενετσιάνικο

μπούρμα | στρίψιμο & στριφτός | burma | τούρκικο

μπουρμάς [1960a] | ευνούχος (λόγιο), καρτζιμάς, καστράτος, μνούχους, μουνούχης, μουνούχιος, μουνούχος, μπούμης, χαντούμης, χαντούμς, χουδούμης | burma | τούρκικο

μπουρμπουλιάζω < μπουρμπουλιάζω [1894], μπουρμπουλίζω [1996b] | χοχλάζω, καϊναντίζω, καϊνατίζω, μπουγιάρω, χογλώ, χουρχουλάζω, χουρχουλιάζου, χουχλακάω, χουχλατσίτζου, χοχλακίζω, χοχλακώ | borbogliare | ιταλικό

μπουρμπούσαρους < bουρbούσαρους [2006] | αναμαλλιάρης, αναμαλλιασμένος, αλαμανάρς, αλεμαλιάρης, αλεμανάρης, αλεμανιάρης, αλιμανάρης, αλιμανιάρς, αλμανάρς, αναμαλάρης, αναμαλιάρς, ανεμαλιάρης, ανεμάλιαρος, ανεμαλιάρς, ανιμαλιάρς, νεμαλιάρης, νεμαλιασμένους | bubușar | βλάχικο

μπουρνέλα [1987a], μπουρνέλι [1987a], μπουρνέλλα [2001a] | κορόμηλο, αβράμιλο, αβράμλο, αβράμλου, αβράμπουλο, αβρόμιλον, αγράμπουλον, αγριοκορόμιλο, αγριουκόρουμπλο, αγριουκορόμπλου, αμπουρνέλα, βράβιλο, βαρδάσα, βαρδάτσα, βερδάσα, βραβίλι, βραβουλίτσα, γράβλου, δράβιλο, εμπουρνέλα, ιρίκ, κικίμελον, κορόμπιλο, κούμπλο, κούμπουλο, κουρόμπλου, μπαρδάσα, μπαρδάσκα, μπουρμπούτσελο, ρίκι, τζάνερο, τσουμάλι | prunus | λατινικό

μπουρνελιά < μπουρνελλιά [1878b], μπουρνέλα < μπουρνέλλα [1874a], μπουρνελιά [1923b], μπουρνέλι [1962a], μπουρνελία < μπουρνελία [1987a], μπουρνελέα [1987a] | τα φυτά Prunus domestica & Prunus insititia: αβραμιλιά, αγρζοδαμαστζινία, αγριοβραμιλιά, αγριοδαμασκινιά, αγριοκορομιλιά, αγριοκορομπιλιά, αγριοπουρνελιά, αγριοπρουνελιά, αμπουρνελιά, αρκοπουρνελιά, γροβολιά, δαμασκηνιά, κορομηλιά, κουμιλιά, κουμπλιά, κουμπουλιά, κουρουμπλιά, μλουδ, μπερτσιά, μπουμπουτιά, νεραμπουλιά, νερουμπλιά, πουρνελιά, προυνελιά, τζανεριά τζαρκνιά, τζαρνικιά, τζερτζιλιά, τζιρικνιά, τζιρκνιά, τζιρνικιά | prunella | ιταλικό

μπουρνίρω < μπουρνίρειν [1688], μπουρνίζω < μπουρνίζειν [1688] | βουρτσίζω, βουρτσαρίζω, βουρτσάρω, βουρτσίζου, βρουσίζω, βρουτσάρω, βρουτσέρω, βρουτσίζω, φουρτσάρω, φουρτσίζου, φουρτσίζω, φρουρτσίζω | brunire | ιταλικό

μπουρνούζι [1835], μπουρνούζ | λουτρικό (λόγιο) | bornoz | τούρκικο

μπουρντά [1963] | εδώ | burada | τούρκικο

μπουρντάρης | βλ. μουρντάρης (βρομιάρης) | murdar | τούρκικο

μπουρντέν < bουρντέν’ [2006], μπουρντέλ< bουρντέλ’ [2006] | κάποιο αγριόχορτο που η ρίζα του είναι σαν το κρεμμύδι και τρώγεται | burdene | βλάχικο

μπουρντίζω [1960a], μπουρντίζου | ευνουχίζω (λόγιο), μουνουχίζω, μνουσιίζω, μνουχίζου, μνουχώ, μονουχάω, μουνουχάω, μουνουχίζου, τσιοκανάω, τσιουκαλνώ, τσιουκανάου, τσουκαλίζου, τσουκανάου, τσουκανίζω | burmak | τούρκικο

μπουρού [1957], μπρου < bρου [2001c], μπουρούν [2002] | σειρήνα πλοίου (λόγιο) / κοχύλι-τηλεβόας (λόγιο) / κούπα από όστρακο για να βγάζουν το λάδι από το κιούπι (λέγεται και χόκου) | boru | τούρκικο

μπουρούκι [1963], μπουρίκι | βλ. μπρίκι | brik | τούρκικο

μπουρούκι [2003] | το τσίγκινο κουτί που καρφώνουν στο πεύκο για να μαζεύουν το ρετσίνι | borik | σλάβικο

μπουρούνι [1960a], μπουρούν | ακρωτήρι, αγροτίριν, ακουουτίρ, γροτίρι, κάβος, κάβους, κριτίρ, κροτίρι, κροτίριν, κρουτίρ / η άκρη, η μύτη σε κάποιο πράγμα | burun | τούρκικο

μπουρουνουτούνι [1709], μπουρνουτουτούνι [1709] | ψιλοκομμένο ταμπάκο (για ρούφηγμα με τη μύτη) | burunotu | τούρκικο

μπούρσα [1860], μπουρσί [1987a], μπόρσα [2001a], μπούρσια | βλ. μπουζού (τσέπη) | borsa | ιταλικό

μπουρσούκ < μπουρσούκ’ [1981], μπουρσούκι | ασβός (Meles meles): άζος, άρκαλος, ασβέλι, άσβιος, άσβος, ασβούνι, άσβους, βούρσα, γιάσβους, έζους, εσβός, έσβος, έσβους, έσγους, ιάσβους, οσβός, πορσούξ, χάζος | porsuk | τούρκικο

μπούρτζι [1910], μπούρτσι [1931] | εξώκαστρο, κάστρο σε νησάκι | burç | τούρκικο

μπουρτσουνέλα < μπουρτσουνέλλα [1963] | μαριονέτα | puricinelo | βενετσιάνικο

μπουρτσούνι [1963], μπορτσόνι, μπορτσούνι | παλιάς κλειδαριάς έλασμα (λόγιο) | brocon | βενετσιάνικο

μπουσαριόλος | πορτοφολάς | borsalol | βενετσιάνικο

μπουσολότο [1963] | το κουτί του μάγου (ταχυδακτυλουργού) | busoloto | βενετσιάνικο

μπούσουλα [1614], μπούσουλας [1659], μπούσολας [1878a] | πυξίδα (λόγιο) | busola | βενετσιάνικο

μπουσουλίζω [1858], μπουσλάω [1884b], μπουσλώ [1884b], μπουσουλάω < bουσουλάω [1908], μπουσουλώ [1910], μπουσουλάω [1961], μπουσλάου < μπουσ’λάου [1964], μπουσουλάω < μπουσουλάω [1966], μπουσλώ < bουσλώ [1908], μπουσουλίζου < μπουσουλίζου [1987a], μπουσλάου < μπουσ’λάου [1987b], μπουσλάου < μπουσ(ου)λάου [1987b] | αρκουδίζω, αργκδίζου, αρκδιάζου, αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, κουτσουλάω, κουτσουλίζω, μπακαλάου, μπακαλνώ, μπακαλώ, μπακατώ, μπισλώ, μπουτλώ, ρκουδώ | bušuledzŭ | βλάχικο

μπουσουλοτιέρης < μπουσουλοτιέρης [1963] | ταχυδακτυλουργός (λόγιο), μάγος | bussolotti | ιταλικό

μπουσουλότο [2003] | το κουτί του μάγου, κουτάκι για να χτυπούν τα ζάρια πριν τα ρίξουν, στο μπαρμπούτι | bussolotto | ιταλικό

μπούστα [1887a] | φάκελλος (λόγιο) | busta | ιταλικό

μπούστος [1709], μπούστους [1988], μπούστο [1998], | το στήθος / στηθόδεσμος (λόγιο), σουτιέν / καμιζέτο, πανωκόρμι | busto | βενετσιάνικο

μπουτζιάκ < μπουτσιάκ’ [2011], μπουτζάκ, μπουτζακέλ | κάποια γωνιά της κάμαρας: μπούζνας, μπουζούλι | bucak | τούρκικο

μπουτζώνω [1708], μπουτσόνω [1888a], μπουτσώνω [1894] | βάζω κάτι γρήγορα μέσα σε σακί | imbusar | βενετσιάνικο

μπουτηζέλα [1688], μπουτιζέλα [1688] | κάποιο αγγειό για κρασί | buticella | λατινικό

μπούτι [1835], μπουτ [1960a], μπουτ < bουτ’ [1972] | μηρός (λόγιο), μερδί, μερί, μερός, μηρί, μπαλντούρα, μπαλτίμ, μπατζάκ, μπατζιάκ, τσαμπό | but | τούρκικο

μπουτιέρος < μπουτιέρος [1963], μπουτιέρης | αυτός που φτιάχνει βούτες (κάδους) | boter | βενετσιάνικο

μπουτόκ < bουτόκ’ [2006] | ποτόκι, πουτόκ, ρέμα | potok | σλάβικο

μπουτούνι [1963], μποτόνι [1996b] | κομμάτι χαρτόνι ή ξύλο που έβαζαν από μπροστά στην κάνη, για να ταπώσουν την μπαρούτη και τα σκάγια, στα παλιά ντουφέκια | boton | βενετσιάνικο

μπουτουνιέρα < μπουτουνιέρα [1709], μπουτονιέρα < μπουτονιέρα [1957] | γερτιμάτζι, σκισμάδα, σχισμάδα | botoniera | βενετσιάνικο

μπουτουπούδα [1688] | & ασπάλαθος: φυτό τοy γένους Calycotome ή του γένους Lycium | butupuda | λατινικό

μπούφα [1931] | αναγέλασμα, ξεγέλασμα, φάρσα / χωρατό, καλαμπούρι | buffa | ιταλικό

μπούφος [1835], μποφίους < μποφύους [1884a], μπούφο (ο) [1987a], μπούφους < bούφους [2006], | Το πουλί Bubo bubo, βλ. μπανιός | buffo | ιταλικό

μπουφουνιά [1709] | τα χοντρά αστεία | buffoneria | ιταλικό

μπουφούνος [1527], μπούφουνος [1614], μπουφούνας [1837], μπουφόνος [1963] | γελωτοποιός (λόγιο) | buffone | ιταλικό

μπούχαβος [1894], μούχαβους [1964], μπούχαβους [1987b] | κούφιος, μπρούχαβους, μπούχαλος / αφράτος, φουσκωμένος | buhav | σλάβικο

μπουχαρί [1894], μπούχαρς [1910], μπουχαρί < bουχαρί [1925], μπουχάρης [1931], μπουχαριά [1931], μπουχαρίδα [1931], μπουχάρι [1966], μπουαρί [1966], μπουχαρής [1966], μπουχαρή, μπουχαρές, μποχαρί | καμινάδα τζακιού: αλαφάντης, αλαφάντης, αλεφάντης, αναφορέας, ανεκαπνιά, ανεφανός, ανεφαντής, ανεφάντης, ανιφοράς, ατζιάκ, αφαρέο, άφτρια, δρανέν, καμνάδα, κάμπαστρος, κάπασος, κάπνης, καπνολόγος, καπνοούφα, καπνορούφης, κατσούλα, κολιπτές, κουλιπτές, λαφάντης, λούρουπας, μαντζιάς, μάπα, μίλι, μουχάν, μουχαρί, μπατζά, μπατζάς, μπατζιά, μπατζιάς, μπουρί, μπουριάκο, μπχαρί, μχαρής, μχάρι, νάπα, οδρανέν, ορδανίν, ουντζιάκ, ουτζιάκ, πκαρής, πκάρι, πουχουρίκι, ρόκα, σουρλούκι, τσιμινιά, τύμπανο, φανόχτης, φιγκλάρ, φιγουλάρης, φλουγάρος, φουγάρι, φουγάρο, φουγάρος, φουγαρός, φουγλάρος, φούγος, φουκαρής, φουκλάρος, χονάρι, χουνί / βλ. & μποτζιάκος (τζάκι) | buhar | αλβανικό

μπουχαρντάνι [1960a] | λιβανιστήρι, θυμιατό, θιμαντόν, θιμιαντόν, θιμνιατό, λβανστίρ, φουγέρα | buhardan | τούρκικο

μπουχός [1864], μπουχός < bουχός [1908], μποχός [1874a], μπουχό (ο) [1987a], μπχος | κουρνιαχτός, γκούμπζιλους, γκουρνιαχτός, κλότσινα, κορνιαχτός, μουχός, πουχός, σκορνιαχτός | puh | σλάβικο

μπουχτίζω [1859], μπουκτίζω [1933], μπουχτάω [1982], μπουχτίζου [1987a] | αποκάμνω, βαριεστώ, μπαφιάζω, μπαϊλντίζω, μπουρουντίζω, παραχορταίνω | bıkmak | τούρκικο

μπουχτσιαδιάζου < μπουχτσιαδιάζου [2011] | τυλίγω σε μποχτσά, φτιάχνω μπόγο | bohçalamak | τούρκικο

μποχασί [1866a] | κάποιο μπαμπακερό πανί | boccassinus | λατινικό

μποχτσάς [1960a], μποξάς [1960a], μπουχτσιάς [1960b], μπουξιάς < μπουξιάς [1996a], μπουγτζάς < bογτζάς [2006], μποχτσιάς < μποχτσιάς [2011], μπουχτσιάς < μπουχτσιάς [2011], μπουχτσάς, μπουξιάς, μποχτσά | βλ. μπόγος / το πανί που τυλίγουν τον μπόγο ή κάποια άλλα πράγματα | bohça | τούρκικο

μπράβα < bράβα [1892] | βλ. μπεράτης (αμπάρα) | brava | σλάβικο

μπραβάρι < μπραβάργια (τα) [1966] | γίδι ή πρόβατο οικόσιτο (λόγιο): μανάρι, μανάρ, βιόπον | bravare | αλβανικό

μπράβο [1840] | ζήτω (λόγιο), άφεριμ | bravo | ιταλικό

μπράβος [1910] | σωματοφύλακας (λόγιο), σωματοφύλακας (λόγιο), καβάσης, καβάζης, καπιτζής, λιονταρής, μουχαφούζης, μπούλος, τραμπούκος | bravo | ιταλικό

μπραγέρι [1963], μπραγέρι < μπραγιέρι [2003] | & μπρατσέρι & κηλεπίδεσμος (λόγιο) | braghier | βενετσιάνικο

μπραγκάτσι [1966], μπρεγκάτσι [1966], μπραγάτσι | βλ. μπακράτσι | bragaç-i | αλβανικό

μπραζέλι [1860] | κυνηγιάρικο σκυλί | bracco | ιταλικό

μπρακί [1860] | βράκα, βρακί, βαάκα, βαακί, βατσί, βρακίν, βρατσί, βρατσίν | bracae | λατινικό

μπράνα [1910], μπριάνι [1931], μπριάνα [1934], μπρανί [1966] | το ψάρι Barbus plebejus cycloperis (τσάλι) & το ψάρι Barbus prespensis | breană | βλάχικο

μπράντα < μπράνταις (οι) [1878b], μπράντα [1910] | ναυτ. κρεμαστή κούνια, αιώρα (λόγιο) | branda | ιταλικό

μπράσκα [1835], μπράσκα < bράσκα [1908], μπράσκλα < bράσκλα [1908], μπράσκας | το ζώο Bufo vulgaris, φρύνος (λόγιο), ασκουβάζα, βούζα, ζάμπα, ζάμπος, ζιάμπα, ζιάπα, ζόμπα, μπζιάκα, μπρασκαφούτα, μπρέσκα, μπρέσκλα, μπριάσκα, μσάκα, τζούμπα, φουρνιά, φουρνός, χλιόπα | broască | βλάχικο

μπράσκα [1964] | χελώνα, αχεόνα, αχιλόνα, γκαλίνα, γκαχελόνα, γκαχιλόνα, καπαλόνα, καπελόνα, κιράκα, τοσπαγάνος, χιλόνα | breshkë-a | αλβανικό

μπραστό | βλ. καραγάτσι (Ulmus campestris) | brjast | σλάβικο

μπρατζάδα [1614] | & τάργα ή σκουταρομάνικο: το μανίκι του σκουταριού (του σκούδου, της ασπίδας) | brazzada | βενετσιάνικο

μπράτιμος [1860], μπράτμους < bράτ’μους [1972], μπράτομος [1996a] μπράτμους [2008], μπράτιμους, μπρατίμι, μπράτνους | βλ. μπουραζέρης (βλάμης) / ο πολύ καλός φίλος | bratim | σλάβικο

μπρατίμος [1931], μπράτιμος [1964], μπράτιμους, μπράτμους | αδελφός, αδαρφός, αδελφό, αδερφός, αδεφλός, αδεφό, αδεφός, αδιιφός, αδιρφός, αδιφός, αδρεφός, αδριφός, αελφός, αερφός, αερφός, αθί (ο), αλεφρός, αντελφό, αντελφός, αντερφό, αντερφού, αντρεφό, αντρεφό, αρφός, δελφός, δερφός, καβούτσος, καρδάις, καρδάς, καρντάις, καρντάς, καρτάς, καφός, λαλάς, λάλας, μπάτσις (ο) | bratim | σλάβικο

μπρατσέρα [1866a] | & βρατσέρα, καράβι με δυο κατάρτια | brazzera | βενετσιάνικο

μπρατσέτα [1996a], μπρατσάντε | αγκαζέ, αλαμπρατσάντε, αλαμπρατσέτα, ανγκαζέ, ασούμπρα | a braccetto | ιταλικό

μπράτσο, μπράτζος [1614], μπράτζο [1659], μπράτσο [1857], μπράτσα (η) [1860], μπράτσον [1894], μπράτσου [1964], μπράτζο [1964] | βραχίονας, αβρασόνα, αβραχόνα, βρασιόν, βρασιόνα βρασιόνι, βρασόνα, βρασόνι, βρασόνιν, βραχέν, βραχιόνα, βραχιόνι, βραχόνα, πράτσον, πράτσος / & μέτρο μήκους (λόγιο) | brazzo | βενετσιάνικο

μπρατσολέτι [2003], μπρατσολέτο [2001a], μπρατσολέτα, μπρατσολές | βραχιόλι, βλεχέρι, βρασάλ, βρασάλι, βρασάλιν, βρασέλιν, βρασιόλ, βρασιόλιν, βρασιόλντι, βρασιόν, βρασιόνι, βρασόλ, βρασόλιν, βρασόνι, βρασόνιν, βραχέλιν, βραχέν, βραχιόλ, βραχιόλιν, βραχιόνι, βραχόλ, βραχόλι, βροσάλι, βροχάλ, μανέλι, μανίλι, μανίλια, μανίνι, μπελεζίκι, μπιλεζίκι, μπιλετζίκι, μπιλιζίκι, μπιλιντζίκ, μπιλιτζίκ, μπιλιτζίκι, μπιλιτσίκι, μπιλτζίκ, μπιλτζίκι, μπιλτζιούκι, μπλεζίκ, μπλιτζίκ, φραγόλι, φρασιόλ | braccialetto | ιταλικό

μπρατσόλι [1876b] | σύνεργο του μύλου | braciol | βενετσιάνικο

μπρατσόλι [1963] | η (από ξύλο) αχτίνα της ρόδας: αντένα, αχτίγα, αχτίνα, καντινέλι, παραμάτσα, παρμάκ, παρμάκι, παρμάτσι, ράγιο, ράγκιο, ροδόξιλο, χλιάρι | braciol | βενετσιάνικο

μπρατσόλια < μπρατσόλια (τα) [1878b] | ναυτ. οι αγκώνες | bracciuoli | ιταλικό

μπρε [1790], μπρε < bρε [1972] | ρε, βρε, μωρέ, ωρέ, αβρέ, αμπρέ, αρέ, άρε, βορ, βορέ, βρες, εμπρέ, επρέ, ίπρε, μαρ, μαρέ, μάρε, μάρι, μαρό, μορ, μόρε, μορές, μουρ, μουρέ, μουρές, ορ, όρα, όρε, ορές, πρε | bre | τούρκικο

μπρεβιάριο [1709], μπρεβάριο | ωράριο (λόγιο) / τεφτέρι | breviario | ιταλικό

μπρέγκο [1966] | βλ. μπέγκους (λόφος) | breg-u | αλβανικό

μπρετέλα < μπρετέλες (οι) [1957], μπρετέλα < μπρετέλλες (οι) [1963], μπρετέλα [1995], μπρατέλα | τιράντα, μπερτέλα, μπρατσολέτι | bretella | ιταλικό

μπρέτι [1966] | μάθημα | ibret | τούρκικο

μπριάβα | κλειδαριά, κλειδωνιά, κλιδουνιά, κλίοση, κατίνα, σερατούρα | brava | σλάβικο

μπριάμι [1934], μπριάνι [1960a], μπριάμ [1995] | λαδερό φαΐ φούρνου με κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες, πιπεριές, ντομάτες και άλλα λαχανικά: κουλουκθομπρίανου / αλβανικό: birjan, -i | biryan | τούρκικο

μπριγαντίνι [1964] | βλ. μπεργαντίνι (καράβι) | brigantina | ιταλικό

μπριγιάντι [1934], μπριγιάντι [1957], μπριγιάν < μπριγιάν [1961] | καλοδουλεμένο διαμάντι: μπριλάντι, μπριλάντε, μπιρλάντ, μπριλιάντι, περλάντι | brillante | ιταλικό

μπριζόλα [1910], μπριζιόλα < μπριζιόλα [1918], μπριτζόλα [1934] | κρέας με κόκκαλο, από τα πλευρά του ζώου | brisiola | βενετσιάνικο

μπριθ [1926b] | το δέντρο Abies apollinis, έλατο, αλάτ, ελάτι, έλατος | bredh-i | αλβανικό

μπρίκι [1709], μπρικ < μπρικ’ [1988] | βλ. μπότης (κανάτα) | brocca | ιταλικό

μπρίκι [1790], μπιρίκι [1987a], μπρίτσι < μπρίτσι [1987a], μπρίκους [1988], μπρικ | μπρίκι, μπρικ, ιμπρίκ, ιμπρίκι, ιμπρίκιν, ιμπρίχ, καβανόζης, καφέμπρικο, καφέτσι, καφιλίκ, καφίμπρικου, κεβιζές, μπζίτσι, μπιρίκι, μπουρίκι, μπουρούκι, τζεζβέ, τζετζβές, τζιβτζές, τζιζβές, τζιουτζιουβές, τζιουτζιουβούλ, τζισβές, τζιτζβές, τζιτζιβές, τζιτζβιλούκ, τζιτζιβούδ, τσαμάν, τσεσμές, τσιτσβές | brik | τούρκικο

μπρίλια | βλ. μόρσο (χαλινάρι) | briglia | ιταλικό

μπριλιάντι < μπριλιάντι [1910], μπριλάντι [1931], μπριλάντι < μπριλλάντι [1961], μπριλάντε < μπριλλάντε [1963] | βλ. μπριγιάν | brillante | ιταλικό

μπρίντα [1884c] | βλ. μπίντα (διάξυλο) | binda | ιταλικό

μπρίο [1957] | κέφι, ζωντάνια | brio | ιταλικό

μπριόζος [1995] | αυτός που έχει μπρίο | brioso | ιταλικό

μπρισίμι < μπρισήμι [1790], μπρισίμι [1934], μπρισί [1960a], μπρισίμ < bρισίμ’ [1978], | βλ. μπιρσίμι (μεταξένια κλωστή) | ibrişim | τούρκικο

μπρίσκολα [1963], μπρίσκουλα | κάποιο παιχνίδι με τα χαρτιά (της τράπουλας) | briscola | ιταλικό

μπρόβα [1876a] | πρόβα | prova | ιταλικό

μπρογιάρω < μπρογιάρω [1963] | μηχανορραφώ (λόγιο) | brogiar | βενετσιάνικο

μπρόγιο < μπρόγιο [1963], μπρόγια | μηχανορραφία (λόγιο), τέχνασμα (λόγιο) | brogio | βενετσιάνικο

μπρόκα [1635] | η γκλίτσα του τσοπάνη: αγαλίτσα, αγκλίτσα, αγκλίτσια, αγκούλα, άγκουλας, αγκούτσα, αγλίντζα, αρπαλίκι, βέργα, βίτσα, γκαρλίγκα, γκαρλίκα, γκατζουρίδα, γκέγκα, γκέγκια, γκέκα, γκίγκα, γκιρλίκα, γκλίτα, γλίτσα, καρλίνγκα, κατσανάς, κατσούνα, κλίτσα, κλούτσα, κουκάρα, κουρκούδα, λαγούσια, λαούδα, μαγκούρα, μαγκούρι, ματσούκ, ματσούκα, μπαστούνι, ντζιομανίκι, ράβδα, ραβδί, σκοπ, σόπα, στραβολέκα, στραβοράβδι, στραβουλέγκα, τζιιπόιν, τζιουμπανίκα | broca | ιταλικό

μπρόκα [1709] | πρόκα, καρφί, κερφίν, περόν, πέονας, περόνι, ποντίνα, πρόγκα, σιάικι, σκεφί, σπόντα, τσιβί, τσιβία | broca | βενετσιάνικο

μπροκάδα [2001c], μπροκαδέλο [2001c], μπροκάδο | & προκάδι, κάποιο μεταξένιο πανί | brocado | βενετσιάνικο

μπρόκολο < μπρόκολα (τα) [1910], μπρόκολη [1931], μπρόκολο < μπρόκκολο [1934], μπρόκολα (η) [1918], μπρόκολο [1957], μπρόκολι | το φυτό Brassica oleracea | brocolo | βενετσιάνικο

μπρόλικος | βλ. μπόλικος | bol | τούρκικο

μπροσούρα [1934] | φυλλάδιο (λόγιο) | brossura | ιταλικό

Μπρουμάρης [1931], Μπρουμάρς [1964] | Οκτώβρης, Οχτώβρης, Αγιουδιμτριγιάτς, Άη-Δημήτρης, Βροχάρης, Οκτόμβρης, Ουκτόβρης, Οχτούβρης, Πατάλτς, Παχνιστής, Σκιγιάτης, Σπαρτός, Σποριάς, Σποριάτης, Σπουριάς, Τριγομινάς | brumaru | βλάχικο

μπρούμπουλας [1931] | το έντομο Bombus terrestris, βομβίνος (λόγιο) | brumbull-i | αλβανικό

μπρουνελιά < μπρουνελιά [1934] | βλ. μπουρνελιά (δέντρο) | prunella | ιταλικό

μπρουντζένιος < μπρουντζένιος [1709], μπροντζένιος < μπροντζένιος [1709] | βλ. μπρούντζινος | bronzino | ιταλικό

μπρουντζίνα [1934] | & βρονζίνα, αλοιφή για το γυάλισμα μπρούτζινων πραγμάτων | bronzina | ιταλικό

μπρούντζινος [1688], μπρούντσινος [1894], μπρούτζινος [1961], μπρούζινος | φτιαγμένος από μπρούντζο: μπροντζένιος, μπρόντζινος, μπροντζίτικος, μπρουντζένιος, μπρουτζίτικος, μπρούτζκος, προύντζινος, προύτζινος | bronzino | ιταλικό

μπρούντζος, μπρούντζον [1614], μπρόντζο [1622], μπρούνζο [1708], μπρούντζο [1709], μπρούντζος [1790], μπρούντσος [1894], μπρούζος [1931], μπρούτζος [1961], μπρούντζους, μπρούτζους, μπρόντζος | ορείχαλκος (λόγιο), χαλκοκασσίτερος (λόγιο), προύντζος, προύτζο | bronzo | βενετσιάνικο

μπρούσα [ 1996b] | μπουζού (βλ. τσέπη) | borsa | ιταλικό

μπρούσια < μπρούσια [1966] | χόβολη, αθούμαλη, θερμουσπουδιά, θρακόβολη, ζαρ, ζάρα, ζιαρ, ζιάρα, ζιάρη, σταχτόβολη, σταχτοβολιό, σπρούχνη, φόγολη, χόβουλ, χόβουλη, χούσβελη, χόχουλ | prush | αλβανικό

μπρούσκα [1709] | άγρια, θυμωμένα | bruscamente | ιταλικό

μπρουσκλιά < μπρουσκλιά [1923b], μπρούσκλι [1934], [μπρούσκουλα < μπρούσκουλα (τα) [1966], μπρουσλιάνι, μπρούσλιανους | το φυτό Hedera helix: αγκίσερας, γκσος, ιλσός, κίσνερας, κισσός, μπρούσλιανη, μπρούσλου, τέτσος | bršljan | σλάβικο

μπρούσκο [1866a], μπρούσκο < bρούσκο [2001c] | για κρασί στυφό | brusco | ιταλικό

μπρούσκος [1614] | η ίσκα (ίσκινα, νίσκα) που πιάνει το σφεντάμι | bruscus | λατινικό

μπρούσκος [1709], μπρούσικος [1934], μπρούσκους [2001c] | αψύς, στυφός | brusco | ιταλικό

μπρουσκούτζικος [1709] | άγριος, θυμωμένος | bruschetto | ιταλικό

μπρούσλιανη < μπρούσλιανη [1894] | βλ. μπρουσκλιά (Hedera helix) | bršljan | σλάβικο

μπρούσλου < μπρούσιλου [1892], μπρούσλου [1894] | βλ. μπρουσκλιά (Hedera helix) | bršljan | σλάβικο

μπρουτζώνω [1709] | δουλεύω τον μπρούτζο | bronzare | ιταλικό

μπρούτο [1957] | μικτό βάρος (λόγιο) | brutto | ιταλικό

μπρούτος [1963] | αγριάνθρωπος, κακότροπος | bruto | βενετσιάνικο

μπρουτσουλάνα [1996b], μπροτσολάνα [2001a] | βλ. μπορτσελάνα (πορσελάνη) | porcelana | βενετσιάνικο