Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από αδ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από αδ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Λεξικό Συνωνύμων. Λέξεις που αρχίζουν από αδ

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από αδ

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 31.10.2019

αναθεώρηση: 26.7.2021

 

 


Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

 

αδά || Δέλβινο || άλλωστε

αδά || Ιωάννινα || δήθεν

αδά || Κοτύωρα*, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Φάρασα*, Χαλδία* || εδώ

αδά || Χαβουτσί* || εδωδά

άδα || Όφις || ήσυχα

αδά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Λευκάδα || μήπως

αδάβατε || Χαβουτσί* || αδιάβατος

αδάβατος || Κερασούντα*, Οινόη* || αδιάβατος

αδάγκαστος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κεφαλονιά || αδάγκωτος

αδάγκατος || Μάνη || αδάγκωτος

αδάγκατους || Σέρρες || αδάγκωτος

αδάγκουτους || Αιτωλοακαρνανία, Σκόπελος || αδάγκωτος

αδάγκωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδάγκαστος, αδάγκατος, αδάγκατους, αδάγκουτους, άδακος, αδάκουτους, αδάκχαστος, αδάκωτος, ακάτσιτε || αδάγκωτος

αδάζω || Βάτικα*, Χαβουτσί* || αδειάζω

αδάζω || Βάτικα*, Χαβουτσί* || ευκαιρώ

αδαθέμπεραν || Κερασούντα* || αποδώ

αδαιμόνιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδιμόνστους || αδαιμόνιστος

αδακά || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || εδωδά

αδακεκά || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || εδωδά

αδάκεκα || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || εδωδά

αδακιά || Ευρυρτανία || αδικία

αδάκλυγος || Σάντα* || αξέπλυτος

αδάκλυστος || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αξέπλυτος

αδάκλυτο || Καλαβρία || αδάκρυτος

αδακόμπετος || Πόντος || ασυγύριστος

άδακος || Τραπεζούντα* || αδάγκωτος

αδάκουτους || Βόρεια Εύβοια, Σκόπελος || αδάγκωτος

αδάκραστος || Χαλδία* || αδάκρυτος

αδάκρατος || Οινόη* || αδάκρυτος

αδακρύατος || Οινόη* || αδάκρυτος

αδάκρυστος || Κρήτη, Οινόη*, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα || αδάκρυτος

αδάκρυτος [Germano 1622] || δημοτική || αδάκλυτο, αδάκραστος, αδάκρατος, αδακρύατος, αδάκρυστος, αδάκρυτους, αδάκρυωτος || αδάκρυτος

αδάκρυτους || Αιτωλοακαρνανία || αδάκρυτος

αδάκρυωτος [Germano 1622] || αδάκρυτος

αδάκχαστος || Σίφνος || αδάγκωτος

αδάκωτος || Κορινθία, Κοτύωρα*, Σύρος, Τραπεζούντα* || αδάγκωτος

Αδάμ || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Αδάμους, Αδάμς || Αδάμ

αδάμ || Κοζάνη || σήμαντρο

αδάμαστος || λόγιο || για ζώα: απαίδευτος, άπαιδος, άπιδους || αδάμαστος

αδάμαστος || Νάξος || εύσωμος

αδαμερκεκά || Χαλδία* || εδωδά

αδάμος || Κάλυμνος || ελαφρόμυαλος

Αδάμους || Σάμος || Αδάμ

Αδάμς || Κοζάνη, Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || Αδάμ

αδανά [Somavera 1709] || Χίος || τώρα

αδαναχτώ || Κρήτη || αγανακτώ

αδανέ || Βάτικα*, Χαβουτσί* || άδειος

αδάνειστος || & Ήπειρος, Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδάνειστος

αδάνειστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αδάνστους || αδάνειστος

αδάνι || Αμοργός, Κρήτη, Χίος || αϊδάνι

αδάνστους || Τρίκαλα || αδάνειστος

αδάπη || Κάρπαθος || αγάπη

αδαρά || Θάσος, Σίλατα*, Σινασός* || τώρα

αδάρα || Νάξος || γαϊδούρα

αδάριγος || Χαλδία* || αμοίραστος

αδαρίσος || Νάξος || γαϊδουρινός

αδάριστος || Τραπεζούντα* || αμοίραστος

αδαρμένευτος || Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || ασυμβούλευτος

αδαρμσιά || Ίμβρος || ακαταστασία

αδάρμστους || Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος || ακατάστατος

άδαρος || Νάξος || γάιδαρος

άδαρτε || Τσακωνιά || άδαρτος

αδάρτι || Απουλία || αδράχτι

άδαρτος || & Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Ήπειρος, Κονίστρες, Λακωνία, Παξοί, Τραπεζούντα* || άδαρτος

άδαρτος [Βεντότης 1790] || δημοτική || άδαρτε, άδαρτους, άδιρτε, ανταμπάνιαστους, αξύλιστος, άξυλος, απράνιστε || άδαρτος

άδαρτους || Βόρεια Εύβοια, Ιωάννινα, Κοζάνη, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος || άδαρτος

αδαρφός || Λιβίσι* || αδερφός

αδαρφουποιτός || Λιβίσι* || αδελφοποιητός

αδασκάλευτε || Τσακωνιά || αδασκάλευτος

αδασκάλευτος || Ζάκυνθος || αδασκάλευτος

αδασκάλευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδασκάλευτε, αδασκάλεφτος, αδασκάλιφτους, αδάσκευτος, αξεσκόλιστος || αδασκάλευτος

αδασκάλεφτος [Βλαστός 1931] || αδασκάλεφτος

αδασκάλιφτους || Ήπειρος, Ίμβρος || αδασκάλευτος

αδάσκευτος || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, χαλδία* || αδασκάλευτος

άδατε || Τσακωνιά || άκαυτος

αδάτρευτος || Χαλδία* || αγιάτρευτος

αδαυτού || Άρτα, Μαγνησία || εδωδά

αδάφορα || Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || μάταια

αδαφόρετα || Κερασούντα* || αδιάφορα

αδαφόρετα || Σαμψούντα*, Κερασούντα* || μάταια

αδαφόρετος || Τραπεζούντα* || αδιάφορος

αδαφόρετος || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άκερδος

αδαφόρετος || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ανώφελος

αδαφόρευτα || Κερασούντα*, Χαλδία || ακερδώς

αδαφόρευτα || Τραπεζούντα* || άτοκα

αδαφόρευτος || Κερασούντα* || ανώφελος

αδαφόρευτος || Σάντα*, Τραπεζούντα* || άτοκος

αδαφόριτους || Ίμβρος || καχεκτικός

αδάφορος || Σάντα*, Χαλδία* || αδιάφορος

αδάφορος || Σάντα*, Τραπεζούντα* || ανώφελος

άδαφος || Σύμη || άβαφος

αδάφτιστος || Καστελλόριζο, Νίσυρος, Σύμη || αβάπτιστος

αδαφτού || Φθιώτιδα || εδωδά

αδαχά || Όφις* || εδωδά

αδαχάν || Όφις* || εδωδά

αδαχάνας || Όφις* || εδωδά

αδαχαντζεκά || Όφις* || εδωδά

αδαχαντζεκάνας || Όφις* || εδωδά

αδαχαντζεχάνας || Όφις* || εδωδά

αδβόλστους || Αιτωλοακαρνανία, Χαλκιδική || αδιβόλιστος

αδβόλτους || Ίμβρος || αδιβόλιστος

αδγδιά || Κύπρος || ιτιά

άδγκια || Κως || σχόλη

αδγκιαλόιστος || Κως || απερίσκεπτος

αδγκιαφόρετος || Κως || άχρηστος

αδδέ || Κάρπαθος || ειδεμή

αδδένο || Ρόδος || αλλιώς

αδέ || Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αλλιώς

αδέ || Δέλβινο || άλλωστε

αδέ || Θεσπρωτία, Καρδίτσα || ειδεμή

αδέ || Μύκονος || μακάρι

άδε || Χίος || άντε

άδε || Μύκονος || μακάρι

αδέ [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μήπως

αδεβαρούχι || Μύκονος || αδιαφορία

αδέβαστε || Βάτικα* || αδιάβατος

αδέβαστος || Κερασούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδιάβαστος

αδέβαστος || Κερασούντα* || αδιάβατος

αδέβατος || Όφις*, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα* || αδιάβατος

αδεζένου || Τσακωνιά || χαλαρώνω

αδεία || Κεφαλονιά, Κύθηρα, Μάνη, Τσακωνιά || σχόλη

άδεια  || λόγιο || συχν. εμφ. 5 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | για να κάνεις κάτι: αδειά, αμπντέστι, αμπέστι || άδεια

άδεια [Germano 1622] || σχόλασμα

άδεια [Somavera 1709] || ευκαιρία

αδειά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || σχόλασμα

αδειάζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | Άνδρος, Αρκαδία, Βουρλά*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κύθηρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος, Ρόδος, Τσακήλι*, Χίος || ευκαιρώ

αδειάζω [Portius 1635] || δημοτική || Κρήτη || σχολάω

αδειάζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || κενώνω: αβγκόννω, αγκιάζζω, αδάζω, αδιάζζω, αδιάζου, αδιάννου, αδιάντζω, αδτζιάζζω, αϊδιάζου, ακκιάζζω, αντιάζου, απαδειάζω, απαδκιάζω, αποδιάζω, αποφκαιρέζω, αποφτσαιρώνω, ατζιάζω, διάζζω, δτζιάζζω, νιδιάζου, ποδιάζω, ποδκιάζω, ποφτσαιρώνω || αδειάζω

αδειανιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || κενότητα

αδειανός [Germano 1622] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Λέσβος, Λευκάδα, Μύκονος, Χαλκιδική || άδειος

αδειανός [Germano 1622] || δημοτική || σχολαστός

αδειανός [Βλαστός 1931] || άνεργος

αδειασερός [Βλαστός 1931] || άνεργος

αδειασερός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || άνεργος

άδειασμα [Deheque 1825] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || κένωση: άδειασμαν, αδιασιά || άδειασμα

άδειασμαν || Λιβίσι* || άδειασμα

αδείλιαστα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ανάτριχα || αδείλιαστα

αδείλιαστε || Τσακωνιά || αδείλιαστος

αδείλιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδείλιαστε, αδείλιαστους, αδείλιατος || αδείλιαστος

αδείλιαστους || Αιτωλοακαρνανία || αδείλιαστος

αδείλιατος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδείλιαστος

αδειλίνιστε || Τσακωνιά || αδείπνητος

αδειλίνιστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδείπνητος

αδειλίνστους || Θεσσαλία, Μακεδονία || αδείπνητος

αδείλνιστος || Παξοί || αδείπνητος

αδείλνιστους || Μακεδονία || αδείπνητος

αδειοπούγκης || Πωγώνι || μπατίρης

άδειος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Atlas Linguarum Europae 504 | Buck List 13.22 | κενός: αγκιανός, αδανέ, αδιανέ, αδειανός, αδιατός, αδιάτος, άδιε, αδιετές, άδιους, άδκιος, αδτζιανός, άιδε, αϊδιανός, άιδιος, ακκιανός, άντιους, πόφτσαιρος || άδειος

άδειος [Germano 1622] || σχολαστός

άδειος [Somavera 1709] || εύκαιρος

αδειοσύνη [Βλαστός 1931] || αγεμισιά || αδειοσύνη

αδείπνητε || Τσακωνιά || αδείπνητος

αδείπνητος || λόγιο || αείπνητος, αδειλίνιστε, αδειλίνιστος, αδειλίνστους, αδείλνιστος, αδείλνιστους, αδείπνητε, αδείπνιγους, αδείπνιστος, αδείπνιστους, άδειπνος || αδείπνητος

αδείπνιγους || Αιτωλοακαρνανία || αδείπνητος

αδείπνιστος || Κρήτη || αδείπνητος

αδείπνιστους || Μακεδονία || αδείπνητος

άδειπνος [Germano 1622] || δημοτική || Ήπειρος, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μάνη || αδείπνητος

αδέιτε || Τσακωνιά || άδετος

άδειχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδένατε || άδειχτος

αδεκαρία [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αφραγκία

αδεκαρίλα || Ηλεία || αφραγκία

αδέκαρος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αδιοπούγκης || άφραγκος

αδεκάτιστος || λόγιο || αφορολόγητος (από δεκάτη): αδικάτγους, αδικάτστους, ξεχάρτσωτος || αδεκάτιστος

αδεκελιώς || Κέρκυρα || ειδαλλιώς

αδεκεμί || Κέρκυρα || ειδαλλιώς

αδέκχιος || Μάνη || αδέξιος

αδέλα || Χίος || βδέλλα

αδέλαγος || Κοτύωρα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αμπέρδευτος

αδελιώς || Θήρα || αλλιώς

αδέλοιπα || Κύθηρα || υπόλοιπα

αδέλοιπος || Κάλυμνος, Κρήτη, Κύθηρα, Σύρος || υπόλοιπος

αδελφακά || Κερασούντα* || αδερφικά

αδελφάκι [Germano 1622] || συχν. εμφ. 3 || αδερφάκι

αδελφακός || Κερασούντα*, Σάντα*, Χαλδία* || αδερφικός

αδελφάρα [Χρηστικό Λεξικό 2016] || συχν. εμφ. 2 || πουστάρα

αδελφή [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Αρκαδία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κοτύωρα*, Χαλδία*, Χίος || αδερφή

αδέλφι [Βεντότης 1790] || συχν. εμφ. 3 || Κεφαλονιά || αδέρφι

αδελφιδερός || Καππαδοκία* || αδερφοπαίδι

αδελφιδής || Σινασός* || αδερφοπαίδι

αδελφιδός || Πάρος || ανιψιός

αδελφιδούς || Πάρος || ανιψιός

αδελφικά [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδελφωτικά || αδερφικά

αδελφικάτα [Germano 1622] || Ζάκυνθος, Λάρισα || αδερφικά

αδελφικόν || Κύπρος || επιληψία

αδελφικός [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδερφικός

αδέλφιν || Κερασούντα* || αδέρφι

αδελφίνα || Ανατολική Θράκη* || αδερφούλα

αδελφίνος || Οινόη* || δελφίνι

αδελφίστικα [Χρηστικό Λεξικό 2016] || συχν. εμφ. 2 || πούστικα

αδελφίτσα || Σάντα*, Χαλδία* || αδερφούλα

αδελφό || Όφις* || αδερφός

αδελφόκας || Καππαδοκία || αδερφούλης

αδελφοκόριτσο || Κοτύωρα* || πρωτοξαδέρφη

αδελφοκτονία || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδελφοφονία || αδελφοκτονία

αδελφοκτόνος || λόγιο || αδελφοφονιάς || αδελφοκτόνος

αδελφομοίρ || Λευκάδα, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδερφομοίρι

αδελφομοιράζω [Γούλας 1961] || δημοτική || Σύρος || αδερφομοιράζω

αδελφομοίρασμαν || Τραπεζούντα* || αδερφομοιρασιά

αδελφομοίρι [Somavera 1709] || Κύθνος, Χίος || αδερφομοίρι

αδελφοξάδελφα [Γούλας 1961] || δημοτική || αδερφοξαδέλφια

αδελφοπαίδ || Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδερφοπαίδι

αδελφοπαίδα || Κοτύωρα* || πρωτοξάδερφα

αδελφοπαίδι [Γούλας 1961] || δημοτική || αδερφοπαίδι

αδελφοπαίδιν || Κερασούντα* || αδερφοπαίδι

αδελφοποίηση || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδερφοποιτία, αδερφοχτοσύνη || αδελφοποίηση

αδελφοποιητός || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αβλαμάς, αβλάμης, αδαρφουποιτός, αδελφοποιτός, αδερφοποιτός, αδερφοπτός, αδερφοφτός, αδερφοχτός, αδιρπουφτός, αδιρφουκτός, αδιρφουπτός, αδιρφουφτός, αδιρφουχτός, αδουρπτός, αδουρφουπτός, αδρεφοποιτός, αδριπουπτός, αδριπουφτός, αδριφουπτός, αερφοποιτός, αρφοποιτός, βλάμης, δερφοποιτός, μπουραζέρης, μπραζέρης, μπράτιμος, μπράτμος, μπράτμους, σταυραδέρφ, σταυραδέφρι, σταυραδερφός || αδελφοποιητός

αδελφοποιτός [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αργολίδα, Αρκαδία, Σκιάθος || αδελφοποιητός

αδελφοπούλα || Σύρος || αδερφούλα

αδελφός [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Αίνος*, Αραβανί*, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Κρήτη, Λακωνία, Οινόη*, Όφις, Παξοί, Σαμψούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || αδερφός

αδελφοσύν || Αραβανί*, Όφις || αδερφοσύνη

αδελφοσύνα || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Όφις*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδερφοσύνη

αδελφοσύνε || Χαλδία* || αδερφοσύνη

αδελφοσύνη [Germano 1622] || συχν. εμφ. 3 || Θήρα, Καππαδοκία*, Κεφαλονιά, Κύπρος, Νίσυρος, Οινόη* || αδερφοσύνη

αδελφότα || Κοτύωρα*, Χαλδία* || αδερφοσύνη

αδελφότε || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδερφοσύνη

αδελφότη || Τραπεζούντα* || αδερφοσύνη

αδελφοτικά || Όφις*, Πάρος, Χαλδία* || αδερφικά

αδελφοτικός || Κερασούντα*, Όφις*, Χαλδία* || αδερφικός

αδελφούλα [Βεντότης 1790] || συχν. εμφ. 3 || αδερφούλα

αδελφούλης [Βλάχος 1897] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδερφούλης

αδελφούτσικα [Βεντότης 1790] || αδερφικά

αδελφοφάγωμα [Γούλας 1961] || δημοτική || αδερφοφάγωμα

αδελφοφάς || Χίος || αδερφοφάγος

αδελφοφονία [Somavera 1709] || αδελφοκτονία

αδελφοφονιάς [Somavera 1709] || αδελφοκτόνος

αδελφώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδερφώνω

αδεμάθιαστος || Κρήτη || αδεμάτιαστος

αδεμάταστος || Σάντα*, Χαλδία* || αδεμάτιαστος

αδεματίαστος || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδεμάτιαστος

αδεμάτιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αγιομάριαστος, αγουμάριαστος, αδεμάθιαστος, αδεμάταστος, αδεματίαστος, αδιμάτιαγους, αδιμάτστους, αομάριαστος || αδεμάτιαστος

αδεμάτιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδεμάτιαστος

αδεμή || Παξοί || αλλιώς

αδεμή || Κέρκυρα || ειδεμή

αδεμής || Κρήτη || ειδεμή

αδεμπίρω || Ζάκυνθος || πραγματοποιώ

αδεμώς || Παξοί || αλλιώς

αδένας || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || γλανί, έγκλιση || αδένας

αδένατε || Τσακωνιά || άδειχτος

αδενίτιδα || λούγκα || αδενίτιδα

άδεντρος || Λακωνία || άτεκνος

αδέξα || Πιερία || άσχημα

αδέξα || Κοζάνη || δεξιά

αδέξα || Κερασούντα*, Κρώμνη*, Χαλδία* || ζερβά

αδέξε || Τσακωνιά || άσχημος

άδεξε || Τσακωνιά || άσχημος

αδέξια || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αμπράζικα, ανάδεξια, ανάμωρα, ανάνταφλα, ανάφραντα, άνταμπα, άνταφλα, απιδέξεφτα, αποδέξια, απόζερβα, αρμερό, αρμυρό, ζαβά || αδέξια

αδεξίμ || Κουβούκλια*, Τσακήλι* || βαφτισιμιός

αδεξιμέ || Τσακωνιά || βαφτισιμιός

αδεξίμι || Τρίγλια*, Τσακωνιά || βαφτισιμιός

αδεξιμιός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Κύπρος || βαφτισιμιός

αδέξιος || λόγιο || άβδαλους, άβνταλους, αγγουρόχτιστος, αδέκχιος, άδεξος, αδεξωπός, ακατάνταχτος, ακλίτσαβους, αλάνταβους, αλμπάνκους, αμαρούγλουτους, αμπαστίρευτος, αμπράγς, αμπράζκους, αμπρζμης, αναμούταλος, ανάμωρε, ανάνταφλος, ανάξλους, ανατζούμπαλος, ανεπάλαος, ανευλόετος, ανιγρίκατους, άνταφλος, απιδίξεφτος, απίξεφτος, αποδέξιος, αποδέξος, απόζερβος, άπραγους, απτήδιαστους, ανατζούμπαλος, ζαβός, ντζελεπός, ντζευλός, χαλακατέβας, χαρδούβαλος  || αδέξιος

αδέξιος || Σύρος || δύσβατος

αδέξιος || Κύθηρα || δύσκολος

αδεξιοσύνη || Κύπρος || ατύχημα

αδεξιοσύνη [Somavera 1709] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κρήτη, Σύρος || αδεξιότητα

αδεξιότητα || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αδεξιοσύνη, αδιξουσύν, αναξλιά, ανατζουμπαλιά, ανατσαλιά, ανεπαλαγιά, ατζαμλίκ, ατζαμουσύν, ατζουμπαλιά, ζαβάγρα, ζαβομάρα, μουργκλάδα || αδεξιότητα

αδέξος || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ζερβός

άδεξος || Νίσυρος || αδέξιος

αδέξους || Πιερία || άσχημος

αδεξωπός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδέξιος

αδερά || Τσακωνιά || χαλαρά

αδέρας || Χίος, Ρόδος || αέρας

αδερέ || Τσακωνιά || νερουλός

αδερέ || Τσακωνιά || χαλαρός

αδεριένου || Τσακωνιά || χαλαρώνω

αδέρκια || Κύπρος || αδέρφια

αδερμόνιστε || Τσακωνιά || ακοσκίνιστος

αδέρπανους || Ιωάννινα || αθέριστος

αδέρφ || Αιτωλοακαρνανία, Αδριανούπολη* || αδέρφι

αδερφάδα || Λακωνία || αδερφή

αδερφάδες [Βλαστός 1931] || Αντίπαρος, Κάρυστος, Κέρκυρα, Κρήτη, Σμύρνη || αδερφές

αδερφάες || Κύπρος || αδερφές

αδερφάκι [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αδελφάκι, αδερφάκιν, αδερφίνι, αδιρφάκ, αδιρφέλ, αδρεφάκ, αδρεφάκι, αδριφέλ, αερφάκι, αερφάκιν, αντερφάι, αντερφάκι, αντεφάτσι, ατρεφάκι, διρφούτσι, ντερφάι || αδερφάκι

αδερφάκιν || Ρόδος || αδερφάκι

αδερφάρα || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || πουστάρα

αδερφάτα [ΙΛΝΕ 1933] || αδερφικά

αδερφάτο [Χρηστικό Λεξικό 2016] || δημοτική || πουσταριό

αδερφές [Βλαστός 1931] || αδερφάδες, αδερφάες, αδερφίδες, αδεφλάδες, αδιρφές, αδιρφάδις, αδρεφάδες, αερφάες, αντελφάρες, αρφάες || αδερφές

αδερφή || & Αμοργός, Άνδρος, Αντίπαρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύθνος, Κύμη, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μήλος, Παξοί, Ρόδος, Σκύρος || αδερφή

αδέρφη || Χίος || αδερφή

αδερφή [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Atlas Linguarum Europae 464 | Buck List 2.45 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αβραντίνα, αδελφή, αδερφάδα, αδέρφη, αδεφλή, αδιρφή, αδρεφή, αδριφή, αελφή, αερφή, αθιά, αϊθιά, αλεφρή, άμπλα, αμπλά, αντελφή, αρελφή, αρφή, καφή, λάλα, μπούλα, ντάντη, ντόντου, πάτα || αδερφή

αδέρφι || & Αμοργός, Κορινθία, Κρήτη, Μάνη, Νίσυρος || αδέρφι

αδέρφι || Κεφαλονιά || λώρος

αδέρφι || Κεφαλονιά, Παξοί || ύστερο

αδέρφι [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγέρφιν, αδέλφι, αδέλφιν, αδέρφ, αδέρφκι, αδέφι, αδρέφ, αδρέφι, μπιλιαντέρ, τσίτσι || αδέρφι

αδέρφια || συχν. εμφ. 3 || αδέρκια, αδέρφκια, αδρέφια, αέρκια, αέρφια, αέρφκια, αέρχια, αρφούδκια, δέρφτσια, καβούτσια || αδέρφια

αδέρφια || & Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Άνδρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Ευρυτανία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ιωάννινα, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Σέρρες, Σκύρος, Χίος || αδέρφια

αδερφιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδερφοσύνη

αδερφίδες || Κρήτη || αδερφές

αδερφικά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδελφακά, αδελφικά, αδελφικάτα, αδελφοτικά, αδελφούτσικα, αδερφάτα, αδερφικάτα, αδερφούτσικα, αδιρφάτα, αδιρφικά, αδιρφκά, αδιρφκάτα, αδιρφούτσκα, αδρεφικάτα, αδριφάτα, αερφικά, αερφικάτα || αδερφικά

αδερφικάτα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Νάξος, Παξοί, Ρόδος, Σύρος || αδερφικά

αδερφικάτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδερφικός

αδερφικό || Κρήτη || επιληψία

αδερφικόν || Κύπρος || επιληψία

αδερφικός [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδελφακός, αδελφικός, αδελφοτικός, αδιρφκάτους, αδερφικάτος, αδιρφκός, αερφικός || αδερφικός

αδερφίνα || Κάρπαθος || αδερφούλα

αδέρφινας || Μύκονος || δελφίνι

αδερφίνι || Σύμη || αδερφάκι

αδερφίστικα [Χρηστικό Λεξικό 2016] || συχν. εμφ. 2 || πούστικα

αδερφίτσα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Καστελλόριζο || αδερφούλα

αδέρφκι || Ρόδος || αδέρφι

αδέρφκια || Κύπρος, Ρόδος || αδέρφια

αδέρφνος || Καλλίπολη* || δελφίνι

αδερφοβάρεμα [ΙΛΝΕ 1933] || Θράκη || αδερφομαχαιριά

αδερφοδιώχτης [Βλαστός 1931] || αδερφοφάγος

αδερφόκας || Κύμη || αδερφούλης

αδερφομαχαιριά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδερφοβάρεμα, αδερφοστελετιά, αδερφοστιλετιά, αδερφοχτυπημιά, αδιρφουχαντζαριά, αδιρφουχτύπημα, αδρεφομαχαιριά, αρφοπαθοκονταρεμός, διρφουβάρεμα || αδερφομαχαιριά

αδερφομάχος || αερφομάχος || αδερφομάχος

αδερφομεράδι [Βλαστός 1931] || δημοτική || Μέγαρα || αδερφομοίρι

αδερφομεράζω || Μάνη || αδερφομοιράζω

αδερφομέρι || Λακωνία, Μάνη || αδερφομοίρι

αδερφομοίζι || Τσακωνιά || αδερφομοίρι

αδερφομοίρ || Σάντα* || αδερφομοίρι

αδερφομοιράδι [ΙΛΝΕ 1933] || Κέρκυρα || αδερφομοίρι

αδερφομοιράζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδελφομοιράζω, αδερφομεράζω || αδερφομοιράζω

αδερφομοιράσι [Γούλας 1961] || δημοτική || αδερφομοιρασιά

αδερφομοιράσι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδερφομοίρι

αδερφομοιρασιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδελφομοίρασμαν, αδερφομοιράσι, αδιρφουμοιραή, αδιρφουμοιρασιά, αδιρφουμοίρασμα || αδερφομοιρασιά

αδερφομοίρι || & Άνδρος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος, Παξοί, Πάργα, Τσακωνιά || αδερφομοίρι

αδερφομοίρι [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδελφομοίρ, αδελφομοίρι, αδερφομεράδι, αδερφομέρι, αδερφομοίζι, αδερφομεράδι, αδερφομοιράδι, αδερφομοίριν, αδιρφουμέρτκου, αδιρφουμοίλ, αδιρφουμοίρ, αδρεφομοίρ, αδρεφομοίρι, αερφομοίριν, μοιρασά, μοιράσι || αδερφομοίρι

αδερφομοίριν || Κύπρος, Ρόδος || αδερφομοίρι

αδερφοξάδερφα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά, Κύθηρα, Μάνη, Νάξος, Σύρος || αδερφοξαδέρφια

αδερφοξαδέρφια [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδελφοξάδελφα, αδερφαξάδερφα, αδερφοξαδρέφια, αδιρφουξάδιρφα, αδρεφοξάδερφα, αερφοξαέρφια || αδερφοξαδέρφια

αδερφοξαδρέφια || Κύθηρα || αδερφοξαδέρφια

αδερφοπαίδι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδελφιδερός, αδελφιδής, αδελφοπαίδ, αδελφοπαίδι, αδελφοπαίδιν, αδερφότεγνος, αδερφοτέκνι, αδερφοτέχνιν, αδερφότεχνος, αδιρφουπαίδ, αερφοτέχνιν, αρφότεχνος, αμψίδ, δελφιδάρι || αδερφοπαίδι

αδερφοποιτία || Μάνη || αδελφοποίηση

αδερφοποιτός [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ηλεία, Θεσπρωτία, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μάνη, Παξοί || αδελφοποιητός

αδερφοπούα || Νάξος || αδερφούλα

αδερφοπούλα [ΙΛΝΕ 1933] || αδερφούλα

αδερφοπτός || Ήπειρος || αδελφοποιητός

αδερφός || & Αδριανούπολη*, Αμοργός, Αντίπαρος, Αργολίδα, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σκύρος, Φάρασα*, Χίος  || αδερφός

αδερφός [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || Atlas Linguarum Europae 463 | Buck List 2.44 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγερφός, αδαρφός, αδελφός, αδερφού, αδερφούλας, αδεφλός, αδεφό, αδεφός, αδιιφός, αδιρφός, αδιφός, αδρεφός, αδριφός, αελφό, αελφός, αερφός, αθί (ο), αϊθί (ο), αϊμός, αϊρφός, αλεφρός, αμπλός, αντελφό, αντελφός, αντερφό, αντερφού, αντρεφό, αντρεφφό, αρελφός, αρφό, αρφός, ατερφό, δελφός, δερφό, δερφός, εϊρβός, καρτάσης, καφός, λάλας, μπάντης, μπάτης, μπάτσης, ντιντάς || αδερφός

αδερφοστελετιά || Άνδρος, Εύβοια || αδερφομαχαιριά

αδερφοστιλετιά || Αργολίδα, Ρόδος || αδερφομαχαιριά

αδερφοσύνη || & Αρκαδία, Κεφαλονιά, Λακωνία, Μάνη, Σύρος || αδερφοσύνη

αδερφοσύνη [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδελφοσύν, αδελφοσύνα, αδελφοσύνε, αδελφοσύνη, αδελφότα, αδελφότε, αδελφότη, αδερφιά, αδερφότη, αδερφότη, αδιρφουσύν, αερφοσύνη || αδερφοσύνη

αδερφότεγνος || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αδερφοτέκνι || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αδερφότεχνη || Κύπρος || ανιψιά

αδερφοτέχνι || Κύπρος || ανίψι

αδερφοτέχνιν || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αδερφότεχνος || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αδερφότεχνος || Κύπρος || ανιψιός

αδερφότη || Σίφνος || αδερφοσύνη

αδερφοτός [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδελφοποιητός

αδερφού || Καλαβρία || αδερφός

αδερφούλα [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αδελφίνα, αδελφίτσα, αδελφούλα, αδερφίνα, αδερφίτσα, αδερφοπούλα, αδερφοπούα, αδιρφίτσα, αδιρφούδα, αδιρφούλα, αδιρφουπούλα, αδρεφούλα, αδριφούλα, αερφούλλα, αντερφέντα, αντρεφέντα, αρφέντα, αρφούλα, δερφούλα, ντερφέντα, φούλα || αδερφούλα

αδερφουλάς || Κρήτη || αδερφούλης

αδερφούλας || Κρήτη || αδερφός

αδερφούλης [Βλαστός 1931] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδελφούλης, αδελφόκας, αδερφόκας, αδερφουλάς, αδιρφούλης, αδιρφούτσκους, αδρεφούλης, αρφούλης, δερφούλης, καβούτσος, φούλης || αδερφούλης

αδέρφουμα || Μάνη || συμφιλίωση

αδερφούνου || Μάνη || συμφιλιώνω

αδερφούτσικα 1908] || Ήπειρος || αδερφικά

αδερφοφάγια (η) || Κεφαλονιά || αδερφοφάγωμα

αδερφοφάγος || αδελφοφάς, αδερφοδιώχτης, αδερφοφάης, αδερφοφάος, αδερφοφάς, αδιρφουφάγους, αδιρφουφάους, αερφοτζιώχτης || αδερφοφάγος

αδερφοφάγωμα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδελφοφάγωμα, αδελφοφάγωμα, αδερφοφάωμα || αδερφοφάγωμα

αδερφοφάης || Κεφαλονιά || αδερφοφάγος

αδερφοφάος || Κεφαλονιά, Λακωνία, Νάξος || αδερφοφάγος

αδερφοφάς [Βλαστός 1931] || Σύμη, Χίος || αδερφοφάγος

αδερφοφάωμα || Νάξος || αδερφοφάγωμα

αδερφοφτός || Θεσπρωτία, Κρήτη || αδελφοποιητός

αδερφοχαντζαριά || Ήπειρος || αδερφομαχαιριά

αδερφοχτοί [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αρματολοί

αδερφοχτός || Κρήτη || αδελφοποιητός

αδερφοχτοσύνη || Κρήτη || αδελφοποίηση

αδερφοχτυπημιά || Προποντίδα || αδερφομαχαιριά

αδέρφωμα [Βλαστός 1931] || δημοτική || συμφιλίωση

αδερφώνου || Μάνη || συμφιλιώνω

αδερφώνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδελφώνω, αδιρφώνου || αδερφώνω

Άδες || Χαλδία* || Άδης

αδέσμευτος || λόγιο || αθετός, απολυδονάτος, αφηδέβολος, αφητός || αδέσμευτος

αδέσποτος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αζάπωτος, αθετάρικος, αθετός, απολυδονάτος, απόρτωτος, ορνικός || αδέσποτος

άδετος [Portius 1635] || δημοτική || αδέιτε, άδιτους, άετος, αλυτάρωτος || άδετος

αδέτς || Πιερία || εντελώς

αδέτς || Κοζάνη || χωρίς

αδετσιανού || Κύπρος || ειδεμή

αδεύτερα || Θεσσαλονίκη || έπειτα

αδευτέριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπανάληπτος

αδευτέρωτα [Somavera 1709] || δημοτική || μονοκοπανιά

αδευτέρωτος [Somavera 1709] || δημοτική || Τήλος || ανεπανάληπτος

αδεύτιρου || Κοζάνη || άλλοτε

αδεύτιρου || Γρεβενά, Κοζάνη || έπειτα

αδεύτιρου || Πιερία || πριν

αδεύτιρους || Πιερία || δεύτερος

αδέφι || Βιθυνία || αδέρφι

αδεφλάδες || Κοτύωρα*, Νικόπολη*, Σαμψούντα* || αδερφές

αδεφλή || Κοτύωρα*, Νικόπολη*, Σαμψούντα* || αδερφή

αδεφλός || Κοτύωρα*, Νικόπολη*, Σαμψούντα* || αδερφός

αδεφλοσύνα || Κοτύωρα*, Νικόπολη*, Σαμψούντα* || αδερφοσύνη

αδεφό || Καππαδοκία* || αδερφός

αδεφός || Φάρασα* || αδερφός

αδέχνομαι || Μάνη || δέχομαι

αδέχου || Ίμβρος || εμποδίζω

άδεχτος || Πόντος* || άδιωχτος

άδεχτος || Μύκονος || ακατάδεκτος

άδεχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αδριανούπολη*, Κερασούντα*, Χαλδία* || απαράδεκτος

Άδη || Τσακωνιά || Άδης

άδη || Τσακωνιά || σκοτάδι

αδήγητος || Κύπρος || ανέτοιμος

αδηλάχλαδο || Όφις* || μοσχόφυλλο

αδηλομάσαιρο || Όφις*, Σαμψούντα* || μοσχόφυλλο

άδηλος || Όφις*, Σαμψούντα* || μάταιος

άδηλος || Όφις*, Σαμψούντα* || μοσχόφυλλο

αδηλοψόδ || Όφις*, Σαμψούντα* || μοσχόφυλλο

Αδημητράτς || Ίμβρος || Οκτώβριος

Αδημητριάτς || Ίμβρος, Λέσβος || Οκτώβριος

Αδημτριάτς || Ίμβρος || Οκτώβριος

Άδης || & Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ινέπολη*, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύμη, Κύπρος, Λακωνία, Λέρος, Μάνη, Μεσσηνία, Νάξος, Οινόη*, Παξοί, Σάντα*, Σύρος, Χαλδία*, Χίος || Άδης

Άδης [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Άγης, Άδες, Άδη, Άδη, Αδς, Άης, Άιδος, Άιδος, Ανάδης || Άδης

αδηφάγος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αβλέμονας, αγρελλοφαγάς, αενικός || αδηφάγος

αδί || Πιερία || ακριβώς

Άδι || Θράκη, Κρήτη || Άδης

άδι || Κρήτη || λάδι

αδί [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μήπως

αδιά || Βελβεντός, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Τρίκαλα || βιασύνη

αδιά || ελεύθερο χρόνο: Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Βουρλά*, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ηλεία, Θάσος, Θεσπρωτία, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καστοριά, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κύθηρα, Λέσβος, Λευκάδα, Μεσσηνία, Παξοί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χίος || ευκαιρία

αδιά || Κύπρος || ιτιά

αδιά || Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Αχαΐα, Βιθυνία*, Καρδίτσα, Κεφαλονιά, Κομοτηνή, Παξοί, Πελοπόννησος, Τρίκαλα, Χίος || σχόλη

αδία || Κύθηρα, Μάνη, Τσακωνιά || ευκαιρία

άδια || Άνδρος, Δέλβινο, Καστοριά, Μάνη, Πιερία, Σάμος || ευκαιρία

άδια || Καππαδοκία || μάταια

αδιάαστος || Κάρπαθος || αδιάβαστος

αδιαβαίνου || Σουφλί || περνώ

αδιαβαίνω || Σουφλί || ξεπερνώ

αδιάβαλτος || Λακωνία || ισχυρογνώμων

αδιαβαλτοσύνη || Λακωνία || ισχυρογνωμοσύνη

αδιάβαρτος || Λακωνία || ισχυρογνώμων

αδιαβασιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || αγραμματοσύνη

αδιάβαστος [Βλάχος 1897] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγιάαστος, αδέβαστος, αδιάαστος, αδιάβαστους, αδκιάβαστος, αζιβάιστε, αϊδιάβαστος || αδιάβαστος

αδιάβαστους || Σάμος, Σκόπελος, Χαλκιδική || αδιάβαστος

αδιάβατος [Βλάχος 1897] || δημοτική || άβατε, άβατους, αδάβατε, αδάβατος, αδέβαστε, αδέβαστος, αδέβατος, αδιάβατους, άδιαβους, αϊδιάβατος, ανάβατος, ανάδιαβους, ανάντιαβους, απέραγος, απέραστος, απέραστους, απέρναγος, απιρπάτους, απορπάτητος, απορπάτιστος, ζάβατους, κακοπέραστος || αδιάβατος

αδιάβατους || Αιτωλοακαρνανία || αδιάβατος

αδιάβλητος || λόγιο || αγλώσσευτος || αδιάβλητος

αδιαβόλευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || απονήρευτος

αδιαβόλιφτους || Σαμοθράκη || ανύποπτος

άδιαβους || Χαλκιδική || αδιάβατος

αδιάβροχο || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αρατσινάδα, νισεράδα, νιτσεράδα, νιτσιράδα || αδιάβροχο

αδιάγγορο || Σίφνος || χειμωνικό

αδιαγγουριά || Σίκινος, Τσεσμέ* || καρπουζιά

αδιάγγουρο || Σίκινος, Σίφνος, Τσεσμέ*, Φολέγανδρος || καρπούζι

αδιάγγουρο [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κολοκύθα

αδιάγερτος || Κάρπαθος || αγύριστος

αδιάγερτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανεπίστρεπτος

αδιάγμιστους || Μακεδονία || αλεηλάτητος

αδιαγμούμστους || Μακεδονία || αλεηλάτητος

αδιαγούμητος [ΙΛΝΕ 1933] || αλεηλάτητος

αδιαγούμιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λακωνία || αλεηλάτητος

αδιάερτος || Θήρα, Κάρπαθος || αγύριστος

αδιάζζω || Νίσυρος || αδειάζω

αδιάζζω || Καλαβρία || αργώ

αδιάζζω || Νίσυρος || ευκαιρώ

αδιάζου || Αδριανούπολη*, Αϊβαλί*, Βελβεντός, Ευρυτανία, Θάσος, Καστοριά, Λαγκαδάς, Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Σάμος, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αδειάζω

αδιάζου || Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντός, Γρεβενά, Ευρυτανία, Θάσος, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Λέσβος, Μαγνησία, Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Πιερία, Σιάτιστα, Τήνος, Τρίκαλα, Τσακωνιά, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || ευκαιρώ

αδιάζουμι || Βελβεντός, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Πιερία, Σουφλί || βιάζομαι

αδιάζω || Καλαβρία || αργώ

αδιαθεσία || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ανακαριά || αδιαθεσία

αδιάθετος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || άθυμος: ανάκαρος || αδιάθετος

αδιαθετώ || λόγιο || ανακαριώνω, κουτσουκιφαλιάζου || αδιαθετώ

αδιάθονας || Νάξος, Νίσυρος || δοθιήνας

αδιακιαρία || Κύθηρα || ζαβολιά

αδιακόνευτα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αζητιάνευτα

αδιάκοπος || λόγιο || ανέκοπος || αδιάκοπος

αδιακρισά || Νάξος || αδιακρισία

αδιακρισία || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγνωσία, αδιακρισά, αδιακρισιά, ακρισία, αναγνωσία, αξενογνιασά || αδιακρισία

αδιακρισιά [Somavera 1709] || Παξοί || αδιακρισία

αδιάκριτος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || άγνωστος, αξενόγνιαστος || αδιάκριτος

αδιαλάλητα [Βλάχος 1659] || ακήρυκτα

αδιαλάλητος [Βλάχος 1659] || δημοτική || Σύρος || ακήρυκτος

αδιάλεγος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Χίος || αδιάλεχτος

αδιάλεος || Παξοί || αδιάλεχτος

αδιάλεχτος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || αγιάλεος, αγιάλεχτος, αδιάλεγος, αδιάλεος, αδιάλιγους, αδιάλιχτους, αδκιάλεχτος, αζάλετε || αδιάλεχτος

αδιαλίγο || Σύρος || συχνά

αδιαλίγου || Χίος || συχνά

αδιάλιγους || Ιωάννινα || αδιάλεχτος

αδιαλίο || Σύρος || συχνά

αδιάλιστος [Somavera 1709] || ανεξήγητος

αδιάλιχτους || Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρος || αδιάλεχτος

αδιάλογα || Χίος || συνεχώς

αδιάλογα || Χίος || συχνά

αδιαλόγιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ασυλλόγιστος

αδιαλόγστους || Λέσβος || ανόητος

αδιαλόγστους || Λέσβος, Σάμος || απερίσκεπτος

αδιαλόιστος || Σύμη || αναρίθμητος

αδιαλόιστος || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Νίσυρος, Ρόδος || απερίσκεπτος

αδιαλόιστος || Κάρπαθος, Κως, Σύμη || ξαφνικός

αδιαλόιστους || Σάμος || απερίσκεπτος

αδιαλόχστους || Ίμβρος || απερίσκεπτος

αδιάλυστος || Άνδρος, Θήρα, Κύθνος, Νάξος, Πάρος, Σύρος || αχτένιστος

αδιάλυτος || λόγιο || άντουτε || αδιάλυτος

αδιαμέζατε || Τσακωνιά || αμοίραστος

αδιαμέτρητος || Βιθυνία* || απερίσκεπτος

άδιαμμα || Καλαβρία || αργοπορία

αδιαμόρι [Somavera 1709] || αμέσως

αδιανάδα || Κρήτη || σχόλη

αδιανέ || Χαβουτσί* || άδειος

αδιανέμηγος || Αρκαδία || αμοίραστος

αδιανέμητος || λόγιο || ανεχώρηγος, ανεχώριστος || αδιανέμητος

αδιανέμιστος || Νάξος || αστέγνωτος

αδιάννου || Λιβίσι* || αδειάζω

αδιανόμητος || Σαράντα Εκκλησιές* || ακατάστατος

αδιανόμητος || Μεσημβρία* || απρονόητος

αδιανόρα || Κύθηρα || συνεχώς

αδιανόρα || Κύθηρα || συχνά

αδιανόρι || Χίος || συχνά

αδιανός || Κύθηρα, Λέσβος, Λευκάδα, Πελοπόννησος || εύκαιρος

αδιανοσακούλης || Κεφαλονιά || πάμφτωχος

αδιάνουιτους || Ιωάννινα || ξέγνοιαστος

αδιάντζω || Κάρπαθος || αδειάζω

αδιάντζω || Κάρπαθος || ευκαιρώ

αδιαντραποσύνη [Βλάχος 1659] || ξεδιαντροπιά

αδιαντροκία || Τσακωνιά || ξεδιαντροπιά

αδιαντρομπτσά || Κάρπαθος || ξεδιαντροπιά

αδιάντροπα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Ρόδος || ξεδιάντροπα

αδιαντροπέβουμαι [Βλαστός 1931] || ξεδιαντρέπομαι

αδιαντροπεύομαι [Βλάχος 1659] || δημοτική || ξεδιαντρέπομαι

αδιαντροπεύω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || ξεδιαντρέπομαι

αδιάντροπη [Βλάχος 1659] || πουτάνα

αδιάντροπη [Βλάχος 1659] || τσούλα

αδιαντροπία [Germano 1622] || Κύθηρα, Τσακωνιά || ξεδιαντροπιά

αδιαντροπιά [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Ρόδος || ξεδιαντροπιά

αδιάντροπος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος || ξεδιάντροπος

αδιάντρουπα || Σάμος || βρομόλογα

αδιάντρουπα || Αιτωλοακαρνανία || ξεδιάντροπα

αδιάντρουπα (τα) || Λέσβος || γαμήσι

αδιαντρουπιά || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος || ξεδιαντροπιά

αδιάντρουπους || Αιτωλοακαρνανία, Λέσβος, Λιβίσι*, Σάμος || ξεδιάντροπος

αδιανώρι [Deheque 1825] || ξαφνικά

αδιαόγιστος [Ηπίτης 1908] || δημοτική || ασυλλόγιστος

αδιαόρα || Κύθηρα, Νάξος, σύρος || συχνά

αδιαόρι || Χίος || συνεχώς

αδιαόρι || Χίος || συχνά

αδιαπόμπευτος || λόγιο || αεβέντιστος, απόμπευτος || αδιαπόμπευτος

αδιάργυρος [Germano 1622] || Μύκονος || υδράργυρος

αδιάρετος || Κάρπαθος || αγύριστος

αδιαρίζομαι || Κρήτη || βιάζομαι

αδιάριση || Σίφνος || βοήθεια

αδιαριστής || Κρήτη || συμπαραστάτης

αδιάρμιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κάρπαθος, Κρήτη || ακατάστατος

αδιαρμσά || Λέσβος || ακαταστασία

αδιαρμσιά || Ίμβρος || ακαταστασία

αδιάρμστους || Ίμβρος, Λέσβος || ακατάστατος

αδιάρμστους || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Σάμος || ασυγύριστος

αδιάρου || Τήνος || βοηθώ

αδιάρσμα || Μύκονος || βοήθεια

αδιαρσού || Μύκονος || βοήθεια

αδιάρτωτος || Σμύρνη* || ακατάστατος

αδιάρτωτος || Ρόδος || ανέτοιμος

αδιάρω || Ίος, Κρήτη, Σίφνος || βοηθώ

αδιάση || Κύπρος || αργία

άδιαση || Κύπρος, Ρόδος || ευκαιρία

άδιαση || Καστελλόριζο || σχόλη

άδιαση || Κύθνος || χασοφεγγαριά

αδιασιά || Κεφαλονιά || άδειασμα

αδιασιά || Κεφαλονιά || σχόλη

αδιάσιστους || Σάμος || άθικτος

αδιασκά || Κοζάνη || βιαστικά

αδιάσκελας || Μύκονος || μακρυπόδης

αδιασκός || Κοζάνη, Πιερία || βιαστικός

άδιασμα || Αιτωλοακαρνανία || ευκαιρία

αδιάσμους || Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Καρδίτσα, Κοζάνη, Τρίκαλα, Φωκίδα, Χαλκιδική || δυόσμος

Αδιασταμπάρς || κουφνιδουτνάχτς || Μάρτιος

αδιασταύρουτους || Ιωάννινα || αμετάπειστος

αδιαστουρώ || Ίμβρος || αναπολώ

αδιάταχτος || Κως || ανάγωγος

αδιάταχτος || Κρήτη || ασύνετος

αδιάτζομαι || Καλαβρία || ουρλιάζω

αδιατός || Νάξος || άδειος

αδιατός || Σίφνος, Τήνος || σχολαστός

αδιάτος || Σίφνος || άδειος

αδιάτος || Σίφνος || σχολαστός

αδιάτρευτος || Κάρπαθος || αγιάτρευτος

αδιατσέντιστος || Παλιά Αθήνα || ακέντητος

αδιαφέντευτος || Χίος || ατακτοποίητος

αδιαφέντευτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || Νάξος, Παξοί || απροστάτευτος

αδιαφέντιφτους || Φωκίδα || απροστάτευτος

αδιάφιγος || Κεφαλονιά || αθειάφιστος

αδιάφιστος || Κονίστρες || αθειάφιστος

αδιάφνιστος || Παξοί || αθειάφιστος

αδιαφόιτα || Σαμοθράκη || μάταια

αδιαφόιτους || Σαμοθράκη || καχεκτικός

αδιάφορα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αδαφόρετα, αδιαφόρετα, αϊδαφόρετα, αλαμπούτζαρα || αδιάφορα

αδιάφορα || Σαμψούντα* || μάταια

αδιαφόρατους || Λήμνος || καχεκτικός

αδιάφορε || Τσακωνιά || αδιάφορος

αδιαφόρετα || Ινέπολη*, Τσακωνιά || αδιάφορα

αδιαφόρετα || Βουρλά*, Τρίγλια* || άδικα

αδιαφόρετα || Σύμη || άτοκα

αδιαφόρετα [Germano 1622] || ανώφελα

αδιαφόρετα [Βεντότης 1790] || Βουρλά*, Κάρπαθος, Ρόδος, Σύμη || ακερδώς

αδιαφόρετα [Σκαρλάτος 1835] || Βιθυνία*, Καστελλόριζο, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Σύμη, Χίος || μάταια

αδιαφόρετε || Τσακωνιά || αδιάφορος

αδιαφόρετος || Σύμη || άτοκος

αδιαφόρετος [Germano 1622] || Αίγινα, Αχαΐα, Λακωνία, Σαράντα Εκκλησιές*, Χίος || ανώφελος

αδιαφόρετος [Βεντότης 1790] || δημοτική || Κάρπαθος, Νικόπολη*, Οινόη*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || άκερδος

αδιαφόρετος [Βλαστός 1931] || Νάξος || αδιάφορος

αδιαφόρετος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Βουρλά*, Καστελλόριζο, Νίσυρος, Ρόδος, Σκοπός*, Σύμη || άχρηστος

αδιαφόρετος [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Κρήτη || μάταιος

αδιαφόρευτα || Τραπεζούντα || ακερδώς

αδιαφόρευτος || Αρκαδία || αδιάφορος

αδιαφόρευτος || Πελοπόννησος, Χαλδία* || άτοκος

αδιαφόρευτος [Βλάχος 1897] || Αρκαδία, Κρήτη, Νάξος, Πελοπόννησος || ανώφελος

αδιαφορία || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αγραφιά, αδεβαρούχι, αμουκαϊσιά, αμουκαϊτιά, αμουκαϊτσά, ανεβαλμός, απιεντισά || αδιαφορία

αδιαφόριτα || Αδριανούπολη*, Κοζάνη, Σάμος || ακερδώς

αδιαφόριτα || Αδριανούπολη*, Κοζάνη, Σάμος || ανώφελα

αδιαφόριτα || Λέσβος, Σάμος || άτοκα

αδιαφόριτα || Κοζάνη, Λέσβος || μάταια

αδιαφόριτους || Τρίκαλα || αδιάφορος

αδιαφόριτους || Κοζάνη || άκερδος

αδιαφόριτους || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρος, Λέσβος, Λιβίσι*, Μακεδονία, Σάμος || ανώφελος

αδιαφόριτους || Αδριανούπολη* || άτοκος

αδιαφόριτους || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος, Λήμνος, Λιβίσι*, Μοσχονήσι* || άχρηστος

αδιαφόριτους || Ίμβρος || καχεκτικός

αδιαφόριτους || Λέσβος || μάταιος

αδιαφόριφτους || Αίνος*, Κοζάνη || ανώφελος

αδιάφορος || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || αδαφόρετος, αδάφορος, αδιάφορε, αδιαφόρετε, αδιαφόρετος, αδιαφόρευτος, αδιαφόριτους, αδκιαφόρευτος, αδκιαφόρευτος, αϊδαφόρετε, αϊδιάφορος, άμελος, αμετάψαστος, άμιλους, αμπατάριστος, άνιαστους, απέχαλους || αδιάφορος

αδιαφόρτος || Βοθυνία* || ανώφελος

αδιάφουρους || Λιβίσι* || ανώφελος

αδιαχώρητο || λόγιο || ανεχωρηγιά || αδιαχώρητο

αδιαχώρητος || λόγιο || ανεχώρηγος || αδιαχώρητος

αδιαχώριστος || λόγιο || ανεχώριστος || αδιαχώριστος

αδιβόλητος || Νάξος || αδιβόλιστος

αδιβόλιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || που δεν οργώθηκε δεύτερη φορά: αγύργους, αδβόλστους, αδβόλστους, αδβόλτους, αδιόλιστος, αδιόλιτος, αδιφτέρστους || αδιβόλιστος

άδιγια || Κερασούντα* || ευκαιρία

αδιδάλιν || Κύπρος || χαιρετούρα

αδιδέτς || Φθιώτιδα || έτσι

αδιδούλια || Φθιώτιδα || εδωδά

αδιδώ || Μαγνησία || εδωδά

αδιδώ || Φθιώτιδα || εδωδά

αδιδώγια || Φθιώτιδα || εδωδά

άδιε || Τσακωνιά || άδειος

άδιε || Τσακωνιά || εύκαιρος

αδιέρνω || Κρήτη || βοηθώ

αδιετές || Σκύρος || άδειος

αδιέτς || Καρδίτσα, Μαγνησία || σκέτα

αδίζω || Κάρπαθος || τραγουδώ

αδιιφός || Σαμοθράκη || αδερφός

άδικα || & Αμοργός, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος,Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Ικαρία, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοτύωρα*, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Μάνη, Νάξος, Νίσυρος, Όφις*, Ρόδος, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα, Τσακωνιά*, Χαλδία*, Χίος || άδικα

άδικα [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || αδιαφόρετα, άδκα, άθκα, άιδικα, άικα, αμόντε, αμπανά, καλιτέρεσι || άδικα

αδικάζου || Λαγκαδάς || κερδίζω

αδικάζω [Germano 1622] || αδικώ

αδίκαστος || λόγιο || άκριστος, άκριτος || αδίκαστος

αδικάτγους || Αιτωλοακαρνανία || αδεκάτιστος

αδικάτστους || Ίμβρος, Σάμος || αδεκάτιστος

αδικάω || Κέρκυρα || αδικώ

αδικεί || Άρτα, Ευρυτανία, Καρδίτσα, Μαγνησία, Φθιώτιδα || εκειδά

αδίκεμαν || Κερασούντα*, Χαλδία* || αδικία

αδικεμένος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδικημένος

αδικεύγω [Somavera 1709] || Κρήτη, Νάξος || αδικώ

αδικεύομαι [Βλάχος 1659] || αδικούμαι

αδικεύου || Αιτωλοακαρνανία, Καβακλί*, Κοζάνη, Νιγρίτα, Πιερία, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αδικώ

αδικευτής || Κέρκυρα || άδικος

αδικεύω [Germano 1622] || δημοτική || Θεσπρωτία, Νάξος, Νίσυρος, Σύμη || αδικώ

αδικημένος [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδικεμένος, αδιτσητέ, αϊδιτσητέ, αϊκημένος || αδικημένος

αδικητής [Βλαστός 1931] || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Χίος || άδικος

αδικητής [Βλάχος 1659] || άνομος

αδικιά || Φθιώτιδα || εκειδά

αδικία || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || αδακιά, αδίκεμαν, αδικιά, αδικίγια, αδίκισμαν, αδικοφαγιά, αδιτσά, αδιτσία, αδιτσιά, αδκιά, αζιγανιά, αϊκιά, αϊκία, αραβαΐσι, ατζαβιά || αδικία

αδικιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Σέρρες, Σουφλί || αδικία

αδικιάζω || Αρκαδία || αδικώ

αδικιάρης || Κύθηρα || ζαβολιάρης

αδικιάρης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά, Μάνη, Νάξος, Σύρος || άδικος

αδικιάρς || Ίμβρος || άδικος

αδικίγια || Κερασούντα* || αδικία

αδικίζω || Κύπρος, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδικώ

αδικίμαστος || Ζάκυνθος || αδοκίμαστος

αδικιορισμένος || Κωνσταντινούπολη || κακότυχος

αδικιούμι || Πιερία || αδικούμαι

αδίκισμαν || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδικία

αδίκιωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία, Μάνη || ανεκδίκητος

άδικο || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Θεσπρωτία, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία, Νάξος, Ρόδος, Σίφνος || άδικο

άδικο || Τσακωνιά || άδικος

άδικο [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || άδικου, άικο, άντεκο, άτεκο, ναλέτι || άδικο

αδικοβάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συκοφαντώ

αδικοβάλλω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || συκοφαντώ

αδικοβάνου || Ήπειρος || συκοφαντώ

αδικοβάνου || Μάνη || υποτιμώ

αδικοβάνω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κύθηρα, Μεσσηνία, Παξοί || συκοφαντώ

αδικοβγάζω || Αχαΐα, Λακωνία || συκοφαντώ

αδικόβγαλμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συκοφαντία

αδικοβγάλνω || Παξοί || συκοφαντώ

αδικοβγάλτης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συκοφάντης

αδικοβγάλτισσα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συκοφάντρια

αδικοβγάνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αχαΐα, Ήπειρος, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Παξοί || συκοφαντώ

αδικογεράζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδικογερνώ

αδικογερνώ [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδικογεράζω, αδικογερώ || αδικογερνώ

αδικογερώ || Κρήτη || αδικογερνώ

αδικοθανατεύω || Χίος || αδικοθανατίζω

αδικοθανατίζω || αδικοθανατεύω, αδικοθανατώ, αδικοθανατώνου, αδικουθανατίζου, αδκουθανατίζου, αδκουθανατώ, αθκουθανατώ || αδικοθανατίζω

αδικοθανατίζω || & Αρκαδία, Ήπειρος, Κάσος, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Σωζόπολη*, Τσεσμέ* || αδικοθανατίζω

αδικοθανατίζω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || αυτοκτονώ

αδικοθάνατος || & Κρήτη, Μάνη, Νάξος, Παξοί || αδικοθάνατος

αδικοθάνατος || Κεφαλονιά || αδικοσκοτωμένος

αδικοθάνατος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αδικοπεθαμός, αδκουθάνατους || αδικοθάνατος

αδικοθανατώ [Βλάχος 1897] || δημοτική || Κρήτη || αδικοθανατίζω

αδικοθανατώνου || αδικοθανατίζω

αδικοκολώ || Αχαΐα || συκοφαντώ

αδικοκρένω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος || αδικοκρίνω

αδικοκρίνου || Μάνη || αδικοκρίνω

αδικοκρίνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδικοκρένω, αδικοκρίνου, αδκουκρένου || αδικοκρίνω

αδικοκρισία [Somavera 1709] || αδικοκρισιά || αδικοκρισία

αδικοκρισιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Κέρκυρα || αδικοκρισία

αδικοκριτής [Βλάχος 1659] || δημοτική || αδικοκρίτης, αδικουκριτής || αδικοκριτής

αδικοκρίτης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Οινόη* || αδικοκριτής

αδικολαλιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συκοφαντία

αδικόλαλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || συκοφάντης

αδικολέω || Κρήτη || συκοφαντώ

αδικολόγος || Βιθυνία || συκοφάντης

αδικομαζούνου || Μάνη || αισχροκερδώ

αδικομάζω || Κέρκυρα || αδικομαζώνω

αδικομαζωμένος || αδικομάζωτος, αδικομάζωχτος || αδικομαζωμένος

αδικομαζώνω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδικομάζω || αδικομαζώνω

αδικομάζωτος || Κέρκυρα || αδικομαζωμένος

αδικομάζωχτος || Κεφαλονιά || αδικομαζωμένος

αδικομαχώ || Κως || ματαιοπονώ

αδικοπεθαίνω [ΙΛΝΕ 1933] || αδικοπηγαίνω || αδικοπεθαίνω

αδικοπεθαμός || Θράκη || αδικοθάνατος

αδικοπηγαίνω || Κρήτη || αδικοπεθαίνω

αδικοπλουτίζω [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδικοποπλουτώ || αδικοπλουτίζω

αδικοποπλουτώ [ΙΛΝΕ 1933] || αδικοπλουτίζω

άδικος || & Αμοργός, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη, Μεσσηνία, Νίσυρος, Ρόδος || άδικος

άδικος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || άγικος, αδικευτής, αδικητής, αδικιάρης, αδικιάρς, άδικο, άδικους, άδκους, αδιτσάρης, αθκιάρς, άιδικο, άικος, αϊτσιάρης, άκριτος, ατζαβιάρης || άδικος

αδικοσκοτουτέ || Τσακωνιά || αδικοσκοτωμένος

αδικοσκότωμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Νάξος || αδικοσκοτωμός

αδικοσκοτωμένος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδικοθάνατος, αδικοσκοτουτέ, αδικοσκότωτος, αδικοφονευτέ, αϊδικοσκοτουτέ, αϊδικοφονευτέ || αδικοσκοτωμένος

αδικοσκοτωμός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδικοσκότωμα, αδικοφονεμός, αϊκοφονεμός || αδικοσκοτωμός

αδικοσκοτώνου || Μάνη || αδικοσκοτώνω

αδικοσκοτώνω [ΙΛΝΕ 1933] || δημοτική || αδικοσκοτώνου, αδικοφονίζω || αδικοσκοτώνω

αδικοσκότωτος || Οινόη* || αδικοσκοτωμένος

αδικού || Μάνη, Τσακωνιά || αδικώ

άδικου || Χαβουτσί* || άδικο

αδικουθανατίζου || Μάνη, Σκόπελος || αδικοθανατίζω

αδικουκριτής || Λιβίσι* || αδικοκριτής

αδικούμαι [Somavera 1709] || αδικεύομαι, αδικιούμι || αδικούμαι

άδικους || Καστοριά || άδικος

αδικοφαγιά || Νάξος || αδικία

αδικοφάης || Κέρκυρα || πλεονέκτης

αδικοφαντιάζω || Λακωνία || συκοφαντώ

αδικοφονεμένος [ΙΛΝΕ 1933] || αδκουφουνιμένους, αδικοφονευτέ, αϊκοφονεμένος || αδικοφονεμένος

αδικοφονεμός || Χίος || αδικοσκοτωμός

αδικοφονευτέ || Τσακωνιά || αδικοσκοτωμένος

αδικοφονευτέ || Τσακωνιά || αδικοφονεμένος

αδικοφονίζω || Νίσυρος || αδικοσκοτώνω

αδικοχαμένος || αθκουχαμένους || αδικοχαμένος

αδικώ || & Βάτικα*, Ιθάκη, Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Νάξος, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαβουτσί*, Χαλδία* || αδικώ

αδικώ [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αδικάζω, αδικάω, αδικεύγω, αδικεύου, αδικεύω, αδικιάζω, αδικίζω, αδικού, αδιτσεύγω, αδκεύω, αζιγανεύγω, αϊδικού, αϊκώ, αποκλαινίζω, γικώ || αδικώ

αδιμάτιαγους || Αιτωλοακαρνανία || αδεμάτιαστος

αδιμάτστους || Ίμβρος || αδεμάτιστος

αδιμή || Καρδίτσα, Λέσβος, Μαγνησία, Σάμος, Χίος || ειδεμή

αδίμιτο || Κύμη || δίμιτο

αδιμόνστους || Μακεδονία || αδαιμόνιστος

αδιμούρευτα || Κρήτη || ειλικρινά

αδιμούρευτος || Κρήτη || ειλικρινής

αδιμτένιους || Γρεβενά || διμιτένιος

αδίμτου || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Νιγρίτα, Πιερία, Σιάτιστα, Σουφλί, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || δίμιτο

αδιξίμ || Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Σάμος || βαφτισιμιός

αδιξίμ || Σάμος || βαφτιστήρι

αδιξιμιός || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος, Μοσχονήσι*, Σάμος || βαφτισιμιός

άδιξιους || Καρδίτσα || Καρδίτσα

αδιξουσύν || Κοζάνη || αδεξιότητα

αδιοκέφαλος || Ήπειρος || ανόητος

αδιόλιστος || Κύπρος || αδιβόλιστος

αδιόλιτος || Κύπρος || αδιβόλιστος

αδιολόγος || Μέγαρα || τσατσάρα

αδιοπούγκης || Ήπειρος || άφραγκος

αδιοπούγκης || Ήπειρος || σπάταλος

αδιόριστος [Portius 1635] || απροσδιόριστος

άδιος || Σινασός* || άνεργος

άδιος || Κύθηρα, αγύρευος, Ρόδος || εύκαιρος

αδιοσύν || Σαράντα Εκκλησιές* || σχόλη

αδιοσύνη || Κάρπαθος, Νάξος || ευκαιρία

αδιοσύνη || Μήλος, Νάξος, Ρόδος || σχόλη

αδιότ || Αίνος || σχόλη

αδιουκέφαλους || Ιωάννινα || ανόητος

άδιους || Αδριανούπολη*, Θάσος, Καστοριά, Λέσβος, Λιβίσι*, Τρίκαλα, Φωκίδα || άδειος

άδιους || Βελβεντός, Θάσος, Μαγνησία, Πιερία, Τρίκαλα, Χαλκιδική || εύκαιρος

αδιουχέρς || Ιωάννινα || σπάταλος

άδιουχτους || Θεσσαλία, Μακεδονία || άδιωχτος

αδίπαρτου || Λάρισα || δίπορτο

αδίπλα || Κως || δίπλα

αδιπλάριστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδιπλάρωτος

αδιπλάρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδιπλάριστος || αδιπλάρωτος

αδίπλιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || απτύχωτος

άδιπλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || απτύχωτος

αδίπλουτους || Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά || αδίπλωτος

αδίπλωτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || αδίπλουτους, αδίπρουτε, αδούκιαστος, αΐπλωτος || αδίπλωτος

αδίπρουτε || Τσακωνιά || αδίπλωτος

αδιρμόνστους || Ίμβρος, Χαλκιδική || ακοσκίνιστος

αδιρπάνστους || Ιωάννινα || αθέριστος

αδιρπάντστους || Κοζάνη || αθέριστος

αδιρπουφτός || Βόρεια Εύβοια || αδελφοποιητός

άδιρτος || Παξοί || άδαρτος

αδιρφάδις || Φθιώτιδα || αδερφές

αδιρφάκ || Καρδίτσα || αδερφάκι

αδιρφάτα || Λεσβος || αδερφικά

αδιρφέλ || Λέσβος || αδερφάκι

αδιρφές || Καβακλί*, Καρδίτσα || αδερφές

αδιρφή || Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καβακλί*, Καρδίτσα, Καστοριά, Λάρισα, Σέρρες, Σουφλί, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αδερφή

αδιρφικά || Θράκη || αδερφικά

αδιρφίτσα || Ήπειρος, Πιερία, Σκόπελος || αδερφούλα

αδιρφκά || Καστοριά || αδερφικά

αδιρφκάτα || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ιωάννινα, Κοζάνη, Τρίκαλα || αδερφικά

αδιρφκάτους || Κοζάνη || αδερφικός

αδιρφκός || Ιωάννινα, Καστοριά || αδερφικός

αδιρφός || Αλόννησος, Βοιωτία, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καβακλί*, Καρδίτσα, Καστοριά, Σέρρες, Σιάτιστα, Φθιώτιδα, Φωκίδα || αδερφός

αδιρφούδα || Σέρρες, Χαλκιδική || αδερφούλα

αδιρφουκτός || Σάμος || αδελφοποιητός

αδιρφούλα || Αιτωλοακαρνανία, Λάρισα || αδερφούλα

αδιρφούλης || Αιτωλοακαρνανία || αδερφούλης

αδιρφουμέρτκου || Ίμβρος || αδερφομοίρι

αδιρφουμοίλ || Πιερία || αδερφομοίρι

αδιρφουμοίρ || Αδριανούπολη*, Αϊβαλί*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ήπειρος, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Καρδίτσα, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Μοσχονήσι*, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Σιάτιστα, Σκόπελος, Τρίκαλα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αδερφομοίρι

αδιρφουμοιραή || Ιωάννινα || αδερφομοιρασιά

αδιρφουμοιρασιά || Ευρυτανία || αδερφομοιρασιά

αδιρφουμοίρασμα || Αδριανούπολη* || αδερφομοιρασιά

αδιρφουξάδιρφα || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος, Φθιώτιδα || αδερφοξαδέρφια

αδιρφουπαίδ || Αδριανούπολη*, Γρεβενά, Ίμβρος, Πιερία, Σέρρες, Φθιώτιδα || αδερφοπαίδι

αδιρφουπαίδια || Ίμβρος || ξαδέρφια

αδιρφουπούλα || Κοζάνη || αδερφούλα

αδιρφουπτός || Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Μαγνησία, Σάμος || αδελφοποιητός

αδιρφουσύν || Ήπειρος, Κοζάνη || αδερφοσύνη

αδιρφούτσκα || Ιωάννινα || αδερφικά

αδιρφούτσκους || Κοζάνη || αδερφούλης

αδιρφουφάγους || Σάμος || αδερφοφάγος

αδιρφουφάους || Σάμος || αδερφοφάγος

αδιρφουφτός || Κοζάνη || αδελφοποιητός

αδιρφουχαντζαριά || Κόνιτσα || αδερφομαχαιριά

αδιρφουχτός || Σάμος || αδελφοποιητός

αδιρφουχτύπημα || Θράκη || αδερφομαχαιριά

αδιρφώνου || Ήπειρος, Αιτωλοακαρνανία, Αίνος*, Νιγρίτα, Φθιώτιδα || αδερφώνω

άδισε || Τσακωνιά || άφθονος

αδίσκεφτος || Κουβούκλια* || δίσεκτος

αδιτέτιους || Φθιώτιδα || τέτοιος

αδίτζω || Κάρπαθος || τραγουδώ

άδιτους || Καστοριά || άδετος

αδιτσά || Νάξος || αδικία

αδιτσάρης || Νάξος || άδικος

αδιτσεύγω || Μέγαρα || αδικώ

αδιτσητέ || Τσακωνιά || αδικημένος

αδιτσιά || Κως || αδικία

αδιτσία || Μέγαρα, Τσακωνιά || αδικία

αδιτώρα || Πιερία || τώρα

αδιτώραγια || Φθιώτιδα || μόλις

αδιφός || Καλλίπολη*, Τρίκαλα || αδερφός

αδιφτέρουτους || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Κομοτηνή || ανεπανάληπτος

αδιφτέρστους || Θεσσαλία, Χαλκιδική || αδιβόλιστος

αδιφτού || Φθιώτιδα || εδωδά

αδιφτού || Ευρυτανία, Φθιώτιδα || εκεί

άδιχτους || Αδριανούπολη* || αμεταχείριστος

άδιχτους || Πιερία || ισχυρογνώμων

αδιχώ || Ίμβρος || εμποδίζω

αδίψαγος || Αρκαδία || αδίψαστος

αδίψαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδίψαγος, αδίψηστος || αδίψαστος

αδίψηστος || Κερασούντα* || αδίψαστος

άδιωχτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άδεχτος, άδιουχτους, άιδιωχτος || άδιωχτος

άδκα || Σκόπελος || άδικα

αδκειάση || Κύπρος || αργία

αδκειάσιν || Κύπρος || αργία

αδκεύω || Τσακήλι* || αδικώ

αδκιά || Αιτωλοακαρνανία, Λευκάδα || αδικία

αδκιά || Κύπρος || ιτιά

αδκιάβαστος || Κύπρος, Ρόδος || αδιάβαστος

αδκιάζω || Κύπρος || ευκαιρώ

αδκιάκλυστος || Κύπρος || αξέπλυτος

αδκιάλεχτος || Κύπρος || αδιάλεχτος

αδκιανός || Κύπρος || εύκαιρος

αδκιαντραποσύνη || Κύπρος || ξεδιαντροπιά

αδκιάντροπος || Κύπρος || ξεδιάντροπος

αδκιάριστος || Κύπρος || άσχημος

αδκιασάρης || Κύπρος || άνεργος

αδκιασερός || Κύπρος || άνεργος

αδκιασερός || Κύπρος || εύκαιρος

αδκιάση || Κύπρος || ανάπαυλα

αδκιάση || Κύπρος || σχόλη

αδκιάσιν || Κύπρος || ανάπαυλα

αδκιατζιά || Κύπρος || τσακμακόπετρα

αδκιάτζιν || Κύπρος || τσακμακόπετρα

αδκιαφόρευτος || Κύπρος || αδιάφορος

αδκιαφόρευτος || Κύπρος || άκερδος

αδκιαφόρευτος || Κύπρος || ανώφελος

άδκιος || Ρόδος || άδειος

άδκος || Τσακήλι* || άδικος

αδκουβγάζου || Αϊβαλί*, Λέσβος, Μοσχονήσι* || δυσφημίζω

αδκουβγάζου || Λέσβος || συκοφαντώ

αδκουβγάλτς || Λέσβος || συκοφάντης

αδκουθανατίζου || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Σάμος || αδικοθανατίζω

αδκουθάνατους || Μάδυτος* || αδικοθάνατος

αδκουθανατώ || Αίνος* || αδικοθανατίζω

αδκουκρένου || Ιωάννινα || αδικοκρίνω

άδκους || Λήμνος || άδικος

αδκουτώ || Ίμβρος || σκέφτομαι

αδκουφουνιμένους || Ιωάννινα || αδικοφονεμένος

αδμάρκους || Ίμβρος || δίδυμος

αδμάρς || Ίμβρος || δίδυμος

Αδμητιριάτς || Σαμοθράκη || Οκτώβριος

Αδμητριάτς || Αίνος*, Χαλκιδική || Οκτώβριος

αδνάμη || Πάρος || δύναμη

αδναμίζου || Αίνος* || αδυνατίζω

αδναστεύω || Λευκάδα || αδυνατίζω

αδνατζώ || Πάρος || αδυνατίζω

αδοκίμαστος [Germano 1622] || δημοτική || αδικίμαστος, αδουκίμαστους, αδουμάτσαστος || αδοκίμαστος

αδόλευτος [Βλάχος 1659] || Κύθηρα || απονήρευτος

άδολη || Νίσυρος || αντήχηση

άδολος || Κάρπαθος, Κερασούντα*, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Κως, Μύκονος, Οινόη*, Ταπεζούντα*, Χαλδία*, Χίος || ανόθευτος

άδολος || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ειλικρινής

αδόλουτος || Καρδίτσα || αχρησιμοποίητος

αδόλωτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ανόθευτος

αδόν || Λήμνος, Πάρος || αηδόνι

αδόνα || Κύπρος || αηδόνι

αδονάκι || Ρόδος || αηδονάκι

αδονάκιν || Κάρπαθος, Ρόδος || αηδονάκι

αδονάτσι || Καλαβρία || αηδονάκι

αδόνι || Αστυπάλαια, Θήρα, Καλαβρία, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λέρος, Ρόδος, Σύμη, Τήλος, Χίος || αηδόνι

αδονιά || Θήρα || αηδονοφωλιά

αδονίζω || Ικαρία || βυθίζω

αδόνιν [Du Cange 1688] || Ικαρία, Κάρπαθος, Κύπρος, Κως, Ρόδος || αηδόνι

αδονολαλώ || Κύνος || αηδονολαλώ

αδονούδα || Κύπρος || αηδονάκι

αδονούδι || Κύπρος || αηδονάκι

αδοντάγρα [Βλάχος 1659] || Κρήτη || δοντάγρα

αδοντάς [Βλάχος 1659] || δοντάς

αδόνταστος || Οινόη* || αδόντιαστος

αδόντι [Βλάχος 1659] || Κρήτη || δόντι

αδόντιαστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδόνταστος || αδόντιαστος

αδοντόπονος [Βλάχος 1659] || δοντόπονος

αδονώ || Κύπρος || αηδονίζω

αδόξαστος [Βεντότης 1790] || δημοτική || αδόξαστους || αδόξαστος

αδόξαστους || Αιτωλοακαρνανία, Σάμος || αδόξαστος

αδόξευτος || Σύμη || άγνεθος

αδόρα || Κάρπαθος || νίκη

αδόρνο || Καλαβρία || σφηκιάρης

άδοστος || Κρήτη || άδοτος

άδοτος [Βλάχος 1897] || δημοτική || άδουτους, άδοστος, άδοχτος || άδοτος

αδού || Κύπρος || τραγουδίστρια

αδουκάν || Καρδίτσα, Λαγκαδάς, Τρίκαλα, Χαλκιδική || δοκάνη

αδουκάου || Τρίκαλα || θυμάμαι

αδούκιαστος || Σαράντα Εκκλησιές* || αδίπλωτος

αδούκιαστος || Σαράντα Εκκλησιές* || ατακτοποίητος

αδουκιέμι || Κοζάνη || θυμάμαι

αδουκίμαστους || Καστοριά || αδοκίμαστος

αδουκιόμι || Τρίκαλα || θυμάμαι

αδουκιούμι || Βελβεντός, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Πιερία, Σιάτιστα || θυμάμαι

αδουκώ || Γρεβενά, Καστοριά || θυμίζω

άδουλε || Τσακωνιά || ειλικρινής

άδουλε || Τσακωνιά || τεμπέλης

αδούλευγος || Κύθνος || τεμπέλης

αδούλευτε || Τσακωνιά || αδούλευτος

αδούλευτος || Νίσυρος || αμεταχείριστος

αδούλευτος || Κύθνος, Μέγαρα || τεμπέλης

αδούλευτος [Somavera 1709] || δημοτική || αδούλευτε, αδούλιφτους, αούλευτος || αδούλευτος

αδουλεψιά || Σύμη || ανεργία

αδουλεψιά || Κύθνος || τεμπελιά

αδουλεψιά [Somavera 1709] || δημοτική || αναδουλειά

αδουλεψιά [Βλαστός 1931] || Χίος || δυσκοιλιότητα

αδούλης [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ήπειρος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Μάνη, Νίσυρος, Παξοί, Σύμη || τεμπέλης

αδουλιά || Κωνσταντινούπολη || ανεργία

αδουλιά || Σαράντα Εκκλησιές || αργία

αδουλιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || τεμπελιά

αδούλισα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσπρωτία || τεμπέλα

αδούλιφτους || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Λάρισα, Νιγρίτα, Σαμοθράκη, Σκόπελος, Φθιώτιδα || αδούλευτος

αδούλιφτους || Νιγρίτα || αργόσχολος

άδουλος || Αρκαδία, Κύπρος || ακατέργαστος

άδουλος || Σύμη || ειλικρινής

άδουλος [Somavera 1709] || αδούλωτος

άδουλος [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αργολίδα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Μάνη || άνεργος

άδουλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Αρκαδία, Αχαΐα, Θεσπρωτία, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία, Παξοί, Ρόδος || τεμπέλης

αδούλου || Σαράντα Εκκλησιές* || τεμπέλα

άδουλους || Θράκη || ακατέργαστος

άδουλους || Ίμβρος || αμεταχείριστος

άδουλους || Λέσβος || ανόθευτος

άδουλους || Αιτωλοακαρνανία, Μάδυτος* || ειλικρινής

αδούλς || Σάμος || άνεργος

αδούλς || Θάσος, Σάμος || τεμπέλης

αδούλω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Κεφαλονιά || τεμπέλα

αδουμάτσαστος || Καστελλόριζο || αδοκίμαστος

αδούρα || Νάξος || γαϊδούρα

αδουράγκαθο || Νάξος || γαϊδουράγκαθο

αδουράκι || Νάξος || γαϊδουράκι

αδούρητος || Κεφαλονιά || ανεπρόκοπος

αδούρητος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αφτούρητος

αδούρι || Νάξος || γαϊδούρι

αδουριά || Νάξος || αγένεια

αδουριά || Νάξος || γαϊδουριά

αδουριά || Νάξος || γαϊδουροτόμαρο

αδουριά || Κέρκυρα || εφήμερο

αδουρίκι || Νάξος || χυδαιολογία

αδουρινός || Νάξος || γαϊδουρινός

αδουρίσος || Νάξος || γαϊδουρινός

αδουρνίσος || Νάξος || γαϊδουρινός

αδουροδόδης || Νάξος || δοντάς

αδουρόδοδο || Νάξος || γαϊδουρόδοντο

αδουροκεφάλα || Νάξος || γαϊδουροκεφαλή

αδουροκεφαλή || Νάξος || γαϊδουροκεφαλή

αδουροκέφαλος || Νάξος || ισχυρογνώμων

αδουροκοκάλα || Νάξος || γαϊδουροκοκάλα

αδουρομούλαρο || Νάξος || γαϊδουρομούλαρο

αδουρομούρης || Νάξος || γαϊδουρομούρης

αδουροπροβιά || Νάξος || γαϊδουροτόμαρο

αδουρότριχα || Νάξος || γαϊδουρότριχα

αδουρπτός || Μαγνησία || αδελφοποιητός

αδούρτους || Ήπειρος || αφόρητος

αδουρφουπτός || Μαγνησία || αδελφοποιητός

άδουτε || Τσακωνιά || ανύπαντρη

άδουτους || Θεσσαλία, Πιερία || άδοτος

άδοχτος || Σάντα || άδοτος

άδοχτος || Σάντα* || απλήρωτος

αδρά (η) || Σιάτιστα || ραβδί

αδρά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Θεσσαλία, Λακωνία, Μεσσηνία || ακριβά

αδραγκουρά || Κρήτη || δρακοντιά

άδραγμα || Στενήμαχος* || εξάρθρωμα

άδραγμα || Καστοριά || καψάλισμα

άδραγμα [Βεντότης 1790] || δημοτική || Θεσσαλία, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά || άρπαγμα

αδράδα || Κρήτη || τραχύτητα

αδράζου || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Κοζάνη, Λάρισα, Σάμος, Σέρρες, Φθιώτιδα || αρπάζω

αδράζου || Καστοριά || καψαλίζω

αδράζω [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λευκάδα, Μύκονος || αρπάζω

άδρακας || Πιερία || αδράχτι

αδράκι || Χίος || αδράχτι

αδράκλου || Αίνος* || γλόγος

αδράκονο || Κρήτη || ακονόπετρα

αδρακοντία || Ζάκυνθος || χελωνοβότανο

αδράκτ || Φωκίδα || αδράχτι

αδράκτι [Corona Preciosa 1527] || αδράχτι

άδραμα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αδράμι || Ζάκυνθος || δράμι

αδραμιθθά || Κάρπαθος || κοκορεβιθιά

αδράμιθθος || Κάρπαθος || κοκορεβιθιά

αδραμισιά || Χάλκη || κοκορεβιθιά

αδράμιτθας || Κάλυμνος, Λέρος || κοκορεβιθιά

αδραμιτσά || Κάλυμνος || κοκορεβιθιά

αδρανώς || λόγιο || ανέρκητα || αδρανώς

αδράξα || Σουφλί || δράκισσα

αδραξιά || Παξοί || απλόχερο

αδραξιά || Κάλυμνος, Λακωνία, Φωκίδα || άρπαγμα

αδραξιά || Κύπρος || θράκα

αδραξία || Ζάκυνθος || άρπαγμα

αδραξιά [Βλαστός 1931] || δημοτική || Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Φωκίδα || άρπαγμα

αδραξούλι  || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδραχτίδα

άδραος || Σάντα* || απύρωτος

αδράπανος || Λακωνία || αθέριστος

αδράπανος || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || άπορος

αδράπανος || Κεφαλονιά || άπρακτος

αδράρτι || Νίσυρος || αδράχτι

αδρασκαλώνου || Ίμβρος || σκαρφαλώνω

αδρασκελάω || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία || δρασκελίζω

αδρασκέλημα [Corona Preciosa 1527] || δρασκέλισμα

αδρασκέλησμα [Βεντότης 1790] || δρασκέλισμα

αδρασκελιά [Βεντότης 1790] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Κορινθία, Μεσσηνία || δρασκελιά

αδρασκελιάζω [Deheque 1825] || δρασκελίζω

αδρασκελίζω [Ηπίτης 1908] || δημοτική || δρασκελίζω

αδρασκέλισμα [Deheque 1825] || δρασκελιά

αδρασκελιστά || Αρκαδία || δρασκελιστά

αδρασκέλιστος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδιασκέλιστος

αδρασκελώ [Βεντότης 1790] || δημοτική || δρασκελίζω

αδρασκελώνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κορινθία || δρασκελίζω

αδρασκέλωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδιασκέλιστος

αδρασκίλα || Άρτα || δρασκελιά

αδρασκιλάου || Φωκίδα || δρασκελίζω

αδρασκιλιά || Σάμος || δρασκελιά

αδρασκιλίζου || Σάμος || δρασκελίζω

αδρασκλάου || Άρτα || δρασκελίζω

αδρασκλιά || Ευρυτανία, Σκόπελος || δρασκελιά

αδράσκου || Τήνος || αρπάζω

αδράσκω || Τήνος || αρπάζω

αδρασσελιά || Κύπρος || δρασκελιά

αδρατζιά || Κύπρος || θράκα

αδρατζίδα || Κύπρος || νεκρολούλουδο

αδρατζούκλα || Ίμβρος || πτύχωση

αδράτος || μεγάλος

αδρατσελία || Τσακωνιά || δρασκελιά

αδρατσίδα || Κύπρος || νεκρολούλουδο

αδραχθιάζω || Κρήτη || αδραχτιάζω

αδραχκέλ || Λέσβος || αδραχτάκι

αδράχκι || Τσακωνιά || αδράχτι

αδραχλινοχέρι || Κρήτη || αδραχτίδα

αδράχνου || Ευρυτανία, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Μάδυτος*, Μάνη, Πιερία, Σιάτιστα, Τρίκαλα,Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική || αρπάζω

αδράχνου || Βελβεντός, Σιάτιστα || καψαλίζω

αδράχνω || Στενήμαχος* || εξαρθρώνω

αδράχνω [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αρκαδία, Ζάκυνθος, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Σμύρνη* || αρπάζω

αδράχτ || Αδριανούπολη*, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Κοτύωρα*, Κουβούκλια*, Λάρισα, Λέσβος, Λευκάδα, Λήμνος, Νιγρίτα, Πάρος, Πιερία, Σάμος, Σάντα*, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σουφλί, Τραπεζούντα*, Τρίκαλα, Τσακήλι*, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλδία*, Χαλκιδική || αδράχτι

αδραχτά || Λευκάδα || βίαια

αδραχτά || Ζάκυνθος || βιαστικά

άδραχτα || Τσακωνιά || αδράχτι

αδραχτά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Λευκάδα, Ήπειρος || αρπαχτά

αδραχτάζω || Σαμψούντα* || αδραχτιάζω

αδραχτάκι [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδραχκέλ, αδραχτάτσι, αδραχτόπλο, αδραχτούδι, αρδαχτόπον, δραχτάκι || αδραχτάκι

αδραχτάρς || Σουφλί || αδραχτάς

αδραχτάς || & Αϊβαλί*, Αρκαδία, Κύπρος, Μεσσηνία, Σάμος, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Φθιώτιδα, Χαλκιδική || αδραχτάς

αδραχτάς || Κάλυμνος, Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος || αδράχτι

αδραχτάς || Χαλκιδική || ψηλόλιγνος

αδραχτάς [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ζάκυνθος || άρπαγας

αδραχτάς [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || κατασκευαστής αδραχτιών: αγραχτάς, αδραχτάρς, αρδαχτάς || αδραχτάς

αδραχτάτσι || Κύθνος || αδραχτάκι

άδραχτε || Βάτικα*, Χαβουτσί* || αδράχτι

αδράχτη || Ήπειρος || αδράχτι

αδράχτι || & Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Βάτικα*, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιθάκη, Κάλυμνος, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κως, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος, Νάξος, Πάργα, Ρόδος, Σινασός*, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || αδράχτι

αδράχτι [Germano 1622] || δημοτική || Buck List 6.32 | αγδάρκι, αγδάρτι, αγδράρτι, αγκράθτι, αγκράστι, αγκράττι, αγκράφτι, αγράθτι, αγράκ, αγράκτιν, αγράστης, αγράστι, αγραττάς, αγράττι, αγράφτι, αγράχτ, αγραχτάς, αγράχτι, αγράχτιν, αγράχτσι, αδάρτι, άδρακας, αδράκι, αδράκτ, αδράκτι, αδράρτι, αδράχκι, αδράχτ, άδραχτα, αδραχτάς, άδραχτε, αδράχτη, αδράχτιν, άδραχτος, άδραχτους, αδράχτς, ανδράχτι, αντάρτι, αντάρτιν, αντράχσι, αντράχτσι, αντράχτι, αράστι, αράττι, αράφτι, αράχτι, αράχτιν, άραχτος, αργαρτάς, αργάρτι, αργάρτιν, αργάστι, αργάτι, αργαττάς, αργάττης, αργάττι, αργάχσι, αργάχτι, αργάχτιν, αργκάττι, αργκάχτι, αρδάκτι, αρδάρτι, αρδάχτ, αρδάχτι, αρδάχτιν, αρδράχτι, άρδαχτος, αρζάχτι, άρθάχτι, αρντάχτι, αρταχτάς, αρτάχτι, αρτάχτιν, αρντάχτσι, άστε, άχτρι, γράττι, δραχτ, δράχτι, κανναβάρης, ράττι, ράφτι, αγράχτσι, αντράχτσι || αδράχτι

αδραχτιά || Κοζάνη || απλόχερο

αδραχτιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άρπαγμα

αδραχτιάζου || Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Μακεδονία || αδραχτιάζω

αδραχτιάζω || αδραχθιάζω, αδραχτάζω, αδραχτιάζου, αδραχτώνω || αδραχτιάζω

αδραχτίδα [ΙΛΝΕ 1933] || φυτά του γένους Carthamus: αγδαρτουλήθρα, αγδαρτουλίδα, αγραχτίδα, αγραχτίδα, αγραχτουλία, αδραξούλι, αδραχλινοχέρι, αδραχτύλικας, αδραχτύλινας, αδραχτυλίνικας, αδραχτυλίνος, αδραχτυλιόνα, αδραχτυλιόνας, αραχτίδα, δραξούλι, δραχτύλι || αδραχτίδα

αδραχτικά || αβράκχου || αρπαχτά

αδραχτικός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αρπακτικός

αδραχτίλινας || Κρήτη || ατραξύλι

αδράχτιν || Κερασούντα*, Κύπρος, Νικόπολη*, Νίσυρος, Οινόη*, Ρόδος || αδράχτι

αδραχτκά || Ιωάννινα || βιαστικά

αδραχτκός || Ήπειρος || βιαστικός

αδραχτκός || Ήπειρος || κλέφτης

αδραχτόπλο || Σαράντα Εκκλησιές* || αδραχτάκι

αδραχτοπόης || Ρόδος || λιγνοπόδαρος

αδραχτόπον || Τραπεζούντα* || αδραχτάκι

άδραχτος || Κεφαλονιά, Κύμη, Μύκονος, Τσακήλι*, Χίος || αδράχτι

αδράχτου || Τήνος || αρπάζω

αδραχτούδι || Θράκη || αδραχτάκι

άδραχτους || Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Βόρεια Εύβοια, Ίμβρος, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Πιερία || αδράχτι

αδράχτς || Σιάτιστα || αδράχτι

αδραχτύλι [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδραχταριά

αδραχτύλικας || Κρήτη || αδραχτίδα

αδραχτύλινας || Κρήτη || αδραχτίδα

αδραχτυλίνικας || Κρήτη || αδραχτίδα

αδραχτυλίνος || Κρήτη || αδραχτίδα

αδραχτυλιόνα || Λακωνία || αδραχτίδα

αδραχτυλιόνας || Λακωνία || αδραχτίδα

αδραχτώ || Σάμος || δρασκελίζω

αδράχτω || Λακωνία, Μεσσηνία || αρπάζω

αδραχτώνω || Αχαΐα || αδραχτιάζω

αδρέινος || Αδριανούπολη* || δρύινος

αδρέινους || Βελβεντός, Κοζάνη, Σιάτιστα || δρύινος

αδρεμόνιστε || Τσακωνιά || ακοσκίνιστος

αδρένιο || Σκοπός* || βελανιδιά (απροσδιόριστο)

αδρένου || Πιερία || τραχύνω

αδρένους || Καστοριά || δρύινος

αδρένω || Κύπρος, Φιλιππούπολη* || χοντραίνω

αδρεπάνητος [Βεντότης 1790] || αθέριστος

αδρεπάνιστος || Σαράντα Εκκλησιές*, Φιλιππούπολη* || αθέριστος

άδρεπο || Βάτικα || άνθρωπος

αδρερένου || Τσακωνιά || μεγαλώνω

άδρες || Κύπρος || σύνορα

αδρέσα || Καστοριά || διεύθυνση

αδρεύου || Σκόπελος || σκληραίνω

αδρεύω || Σινασός* || ποτίζω

αδρεύω || Τραπεζούντα* || ταγγίζω

αδρέφ || Τσακήλι* || αδέρφι

αδρεφάδες || Ζάκυνθος, Κέρκυρα || αδερφές

αδρεφάκ || Τσακήλι* || αδερφάκι

αδρεφάκι || Κέρκυρα, Σύρος || αδερφάκι

αδρεφή || Κέρκυρα, Μεσσηνία, Μύκονος, Σωζόπολη* || αδερφή

αδρέφι || Κέρκυρα, Κεφαλονιά || αδέρφι

αδρέφι [Βλαστός 1931] || Κέρκυρα || ύστερο

αδρέφια || Κέρκυρα || αδέρφια

αδρεφικάτα || Βουρλά*, Ζάκυνθος, Λάρισα || αδερφικά

αδρέφινος || Σωζόπολη* || δελφίνι

αδρεφομαχαιριά || Κέρκυρα || αδερφομαχαιριά

αδρεφομοίρ || Τσακήλι* || αδερφομοίρι

αδρεφομοίρι || Ζάκυνθος, Κύθηρα, Πάργα, Προποντίδα* || αδερφομοίρι

αδρεφοξάδερφα || Ζάκυνθος, Κεφαλονιά || αδερφοξαδέρφια

αδρεφοποιτός || Παξοί || αδελφοποιητός

αδρεφός || Ζάκυνθος, Ιθάκη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Μύκονος, Μήλος, Νάξος, Παξοί, Πάρος, Σμύρνη*, Σωζόπολη* || αδερφός

αδρεφούλα || Ζάκυνθος || αδερφούλα

αδρεφούλης || Κεφαλονιά || αδερφούλης

αδρήνω [Βλαστός 1931] || σκληραίνω

αδρί [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || γκλίτσα

αδρί [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ψαχνό

αδριά || Ημαθία || ακριβά

αδριαίνου || Αιτωλοακαρνανία || αραιώνω

αδριαίνω [Βλαστός 1931] || σκληραίνω

αδριανώ [Χελδράιχ 1926] || ανάγυρος

αδρίασμα || Αιτωλοακαρνανία || αραίωση

αδριασμένους || Αιτωλοακαρνανία || αραιωμένος

αδριγιός || Τσακήλι* || τραχύς

αδρίζω || Χαλδία* || ταγγίζω

αδρικέφαλους || Μαγνησία || ξεροκέφαλος

αδρικώ || Κύπρος || ακούω

αδρικώ || Κύπρος || καταλαβαίνω

αδριμόνστους || Χαλκιδική || ακοσκίνιστος

αδρίνω || Κοτύωρα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ταγγίζω

αδριός || Σκόπελος || τραχύς

αδριπάνγους || Ιωάννινα || αθέριστος

αδριπάνστους || Ιωάννινα || αθέριστος

αδριπουπτός || Θράκη || αδελφοποιητός

αδριπουφτός || Ιωάννινα, Μαγνησία || αδελφοποιητός

αδρίτσημαν || Κύπρος || αντίληψη

αδρίτσους || Λέσβος || αντρικός

αδριφάτα || Λέσβος || αδερφικά

αδριφέλ || Λέσβος || αδερφάκι

αδριφή || Ίμβρος, Λέσβος || αδερφή

αδριφός || Ίμβρος, Λέσβος, Μαγνησία, Σάμος, Σέρρες, Τήνος, Τρίκαλα || αδερφός

αδριφούλα || Λέσβος || αδερφούλα

αδριφουπτός || Μάδυτος* || αδελφοποιητός

αδροβύζα || Κύπρος || χοντροβύζα

αδρόιστους || Αιδηψός || αδρόσιστος

αδροκαμωμένος || Κύπρος || χοντροκαμωμένος

αδροκαμωμένος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || χοντροκομμένος

αδροκάμωτος || Κύπρος || χοντροκαμωμένος

αδροκάμωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || χοντροκομμένος

αδροκουλλουπκιά || Κύπρος || ψιχάλα

αδρολοώ || Κύπρος || βρίζω

άδρομα [ΙΛΝΕ 1933] || απρεπώς

αδρομάλλης [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πυκνόμαλλος

αδρόμαλλος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || πυκνόμαλλος

αδρόμηλο || Νάξος || ροδάκινο

αδρόμηλο [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || μπουρνέλα

άδρομος [ΙΛΝΕ 1933] || απρεπής

άδρομος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άβατος

αδρομούτσουνος || Κύπρος || χοντρομούτσουνος

αδρόπετρα || Κρήτη || ακονόπετρα

αδρόπετσος [Βλαστός 1931] || δημοτική || σκληρόπετσος

αδροπίσιμος || Κύπρος || αντρικός

αδροπολοούμαι || Κύπρος || αντιμιλώ

αδρόρωβος || Κύπρος || χοντροβύζα

αδρός || Κύπρος, Σινασός* Φάρασα* || μεγάλος

άδρος [Βλαστός 1931] || σκληρότητα

αδρός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κύπρος, Σαμψούντα*, Σινασός*, Σίλατα*, Φωκίδα || χοντρός

αδρόσγος || Λευκάδα || αδρόσιστος

αδρόσγους || Αιτωλοακαρνανία || τσιγκούνης

αδροσιά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || ξηρασία

αδρόσιγος || Μεσσηνία || αδρόσιστος

αδρόσιος || Λευκάδα || αδρόσιστος

αδρόσιους || Φθιώτιδα || δύστροπος

αδρόσιστος || Νάξος || ταλαιπωρημένος

αδρόσιστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδρόιστους, αδρόσγος, αδρόσιγος, αδρόσιος, αδροσοβόλητος, αδρόστους || αδρόσιστος

αδροσκελώ || Σινασός* || δρασκελίζω

αδροσοβόλητα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδρόσιστα

αδροσοβόλητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδρόσιστος

άδροσος || Αρκαδία || άνοστος

άδροσος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Μεσσηνία || υπόξηρος

αδρόστους || Αιδηψός || αδρόσιστος

αδροσυντυσιά || Κύπρος || αυθάδεια

αδροσυντυχαίνω || Κύπρος || βρίζω

αδροσυντυχάννω || Κύπρος || αγριοφωνάζω

αδροσυντυχάνω || Κύπρος || βρίζω

αδροσύντυχος || Κύπρος || βρομόγλωσσος

αδροσύντυχος || Κύπρος || φωνακλάς

αδροσύντυχος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αυθάδης

αδρότουπους || Ίμβρος || χερσότοπος

αδρότριχος || Κρήτη || δασύτριχος

αδρουμάου || Φθιώτιδα || λοξοδρομώ

αδρουμάου || Φθιώτιδα || τρέχω

αδρουπέτσκους || Μαγνησία || σκληρόπετσος

αδρουπέτσκους || Σκόπελος || χοντρόπετσος

αδρόψητος || Πάρος || μισοψημένος

αδρύ || Κουβούκλια* || κόσκινο

αδρυνίσκω || Κύπρος || χοντραίνω

αδρύνω || Κάρπαθος || τραχύνω

αδρύνω [Βεντότης 1790] || δημοτική || Κύπρος || χοντραίνω

αδρύς || Λήμνος || άγριος

αδρύς || Κως || βελανιδιά (απροσδιόριστο)

αδρύς [Βλάχος 1897] || δημοτική || Θάσος, Κύθηρα, Λήμνος, Μάδυτος*, Σμύρνη* || χοντρός

αδρύς [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Σέρρες, Φθιώτιδα || πυκνός

αδρύς [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ίμβρος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κοζάνη, Λαγκαδάς, Πιερία, Τσακήλι* || τραχύς

αδρωπεύκω || Κύπρος || ανθρωπεύω

αδρωπεύκω || Κύπρος || ενηλικιώνομαι

αδρωπιά || Κύπρος || ανθρωπιά

αδρώπικας || Κάλυμνος || υδρωπικία

αδρωπινά || Κύπρος || ανθρώπινα

αδρωπκιά || Κύπρος || ανθρωπιά

άδρωπος || Κύπρος, Ρόδος || άνθρωπος

αδρωπούδιν || Κύπρος || ανθρωπάκι

άδρωτος [Βλαστός 1931] || ανίδρωτος

Αδς || Χαλδία* || Άδης

αδτζιάζζω || Κως || αδειάζω

αδτζιάζζω || Κως || ευκαιρώ

αδτζιαλόιστος || Κως || απερίσκεπτος

αδτζιαλόιστος || Κως || ασυλλόγιστος

αδτζιανός || Κως || άδειος

αδτζιανός || Κως || εύκαιρος

αδτζιαφόρετος || Κως || άχρηστος

αδύμιος || Κρήτη || αδύναμος

αδυνάκισμα || Τσακωνιά || αδυνάτισμα

αδυνακίχου || Τσακωνιά || αδυνατίζω

αδυναμιά || Αρκαδία, Θήρα, Κέρκυρα, Κύμη, Λέσβος, Μάκρη*, Παξοί || αδυναμία

αδυναμιά || Κρήτη || αδυνάτισμα

αδυναμία || λόγιο || συχν. εμφ. 4 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αδυναμιά, αδυναμίγια, αδυνασά, αδυνασιά, αδυνασία, αδυνατία, αδυνατιά, ανακαρωσά, αντυναμία, ατυναμία, αχαμνάδα, αχαμνιά, αχαμνοσύνη, ζαϊφλίκι, ντεμπολέτσα, ντυναμία || αδυναμία

αδυναμιάζω || Νάξος || αδυνατίζω

αδυναμίας || Κεφαλονιά || άπορος

αδυναμίγια || Κερασούντα* || αδυναμία

αδυναμίζω [Βεντότης 1790] || Κρήτη, Κυκλάδες || αδυνατίζω

αδυναμίζω [Βλάχος 1659] || εξασθενίζω

αδύναμος [Portius 1635] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Buck List 4.82 | άγαλος, αδύμιος, αδύναμους, άμαλος, άμορος, ανάκρατος, ανεβάσταος, άταρος, αΰναμος, αΰνατος, αχαμνός, κατσαμπούνιας || αδύναμος

αδυναμοσύνη [Βλάχος 1659] || ισχνότητα

αδύναμους || Σάμος || αδύναμος

αδυναμώ [Portius 1635] || εξασθενίζω

αδυναμώνω || Κερασούντα* || αδυνατίζω

αδυναμώνω [Portius 1635] || Κερασούντα*, Χαλδία* || εξασθενίζω

αδυνασά || Θήρα || αδυναμία

αδυνασά || Θήρα || ατονία

αδυνασάγρα || Σίλατα* || αδυναμία

αδυνασιά || Αρκαδία, Αχαΐα, Μεσσηνία, Πάρος || αδυναμία

αδυνασία || Κάρπαθος, Κρήτη, Πάρος, Σίφνος || αδυναμία

αδυνασία || Κρήτη || εξασθένηση

αδυναστεύω || Οινόη* || αδυνατίζω

αδυναστεύω || Οινόη* || εξασθενίζω

αδύναστος || Ηλεία || ορφανός

αδυνατά || Κέρκυρα, Κρήτη || δυνατά

αδύνατε || Τσακωνιά || αδύνατος

αδυνατεύω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άνδρος || αδυνατίζω

αδυνατιά || Ήπειρος || αδυναμία

αδυνατία || Κίμωλος, Οινόη* || αδυναμία

αδυνατία || Οινόη* || εξάντληση

αδυνατίζου || Μάνη || αδυνατίζω

αδυνατίζω || & Αργολίδα, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Πάρος, Χαβουτσί* || αδυνατίζω

αδυνατίζω || Κερασούντα*, Οινόη*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || εξαντλούμαι

αδυνατίζω [Germano 1622] || δημοτική || αγγελιάζω, αγιάζω, αδναμίζου, αδναστεύω, αδνατζώ, αδυνακίχου, αδυναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω, αδυναστεύω, αδυνατεύω, αδυνατίζου, αδυνατίζω, αδυνατού, αντυνατιάτζω, αντυνατίτζω, αντυνατώ, απαχύνομαι, απογιαβανούμαι, απολιγαίνω, αποπαχύνω, απραγεύω, απραγιάζω, απραγιώνω, απραεύω, απραώ, ατυνατιάτζω, αχαμνιένου, αχμνίζου, αχαμνίζω, εντυνατώ, μπακανιάζω, ντυνατίτζω, ντυνατώ, πραγιώνω, πραεύω, τυνατίτζω || αδυνατίζω

αδυνάτισμα [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδυνάκισμα, αδυναμιά, αδυνάτσμα, αχάμνισμα || αδυνάτισμα

αδυνατισμένος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αγγελιασμένος, αχαμνισμένος || αδυνατισμένος

αδυνάτο || Κως || αδύνατον

αδύνατο [Βλαστός 1931] || Ζάκυνθος || αδύνατον

αδύνατον || & Αμοργός, Άνδρος, Αχαΐα, Κύθνος, Κύπρος, Ρόδος || αδύνατον

αδύνατον [Deheque 1825] || συχν. εμφ. 5 || αβόλετο, αδύνατο, αδυνάτο, αμπόρετο, αποσίμπιλε, αποσίμπελο || αδύνατον

αδυνατός || Κρήτη, Κύθηρα || δυνατός

αδύνατος || & Αρκαδία, Αχαΐα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Μάνη, Νίσυρος, Χίος || αδύνατος

αδύνατος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγύνατος, αδύνατε, αδύνατους, άμεστε, άμοχλος, αναγκεμένος, ανεφέλετος, ανιφέλιτους, αντύνατο, άπορος, ατάλικος, άτελος, αΰνατος, αχαμνός, αψώμουτους, ζοφός, νιγλός, ντέμελος, ντέμπελος, ντερεφός, ντζαρίφης, ντζαρίφης, ντζαρίφικος, ντζερεφός, ντιγνές, ντύνατο, παρασούσουλλος, σφαρτός || αδύνατος

αδυνατού || Μάνη || αδυνατίζω

αδυνατούλης [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || αδυνατουλός, κακοτερένιος, κακουδέρικος, κακουρές || αδυνατούλης

αδυνατουλός [ΙΛΝΕ 1933] || αδυνατούλης

αδύνατους || Καστοριά, Φωκίδα || αδύνατος

αδυνάτσμα || Αιτωλοακαρνανία || αδυνάτισμα

αδυνατώ || Χαλδία* || εξαντλούμαι

αδυνατώ || Πιερία || εξασθενίζω

άδυσο || Παξοί || άβυσσος

άδυσος || Παξοί || άβυσσος

αδυστύχητος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδυστύχιουτους, αδυστύχιαστους, αδυστύχστους || αδυστύχητος

αδυστύχιαστους || Μακεδονία || αδυστύχητος

αδυστύχιουτους || Μακεδονία || αδυστύχητος

αδυστύχστους || Μακεδονία || αδυστύχητος

αδώ || Σαμψούντα*, Σούρμενα* || εδώ

αδωμάτιστος || Σύμη || αστέγαστος

αδώρητος [Βεντότης 1790] || αδώρτους, αδώρστους || αδώρητος

αδωροδόκητος || λόγιο || ακανίσκευτος, απλέρωτος || αδωροδόκητος

αδώρστους || Μακεδονία || αδώρητος

αδώρτους || Μακεδονία || αδώρητος

 

 

 

προς λέξεις που αρχίζουν από αδ

 

άβατε || Τσακωνιά || αδιάβατος

άβατους || Κοζάνη || αδιάβατος

αβγκόννω || Κάρπαθος || αδειάζω

άβδαλους || Χαλκιδική || αδέξιος

αβλαμάς || Θεσσαλία || αδελφοποιητός

αβλάμης || Κως || αδελφοποιητός

αβλέμονας || Κεφαλονιά || αδηφάγος

άβνταλους || Χαλκιδική || αδέξιος

αβόλετο || Σύμη || αδύνατον

αβραντίνα || Σαράντα Εκκλησιές* || αδερφή

άγαλος || Αρκαδία || αδύναμος

αγγελιάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Λακωνία, Νάξος || αδυνατίζω

αγγελιασμένος || Νάξος || αδυνατισμένος

αγγουρόχτιστος || Κερασούντα* || αδέξιος

αγδάρκι || Χίος || αδράχτι

αγδάρτι || Αστυπάλαια, Χίος || αδράχτι

αγδαρτουλήθρα || Χίος || αδραχτίδα

αγδαρτουλίδα || Χίος, Κρήτη || αδραχτίδα

αγδράρτι || Αστυπάλαια, Χίος || αδράχτι

αγεμισιά [Brighenti 1912] || δημοτική || αδειοσύνη

αγέρφιν || Κύπρος || αδέρφι

αγερφός || Κύπρος || αδερφός

Άγης || Κύπρος || Άδης

αγιάαστος || Κάρπαθος || αδιάβαστος

αγιάζω || Κουβούκλια*, Κύπρος || αδυνατίζω

αγιάλεος || Μάνη || αδιάλεχτος

αγιάλεχτος || Μάνη || αδιάλεχτος

άγικος || Κύπρος || άδικος

αγιομάριαστος || Παξοί || αδεμάτιαστος

αγκιάζζω || Κως || αδειάζω

αγκιανός || Κως || άδειος

αγκράθτι || Καλαβρία || αδράχτι

αγκράστι || Καλαβρία || αδράχτι

αγκράττι || Καλαβρία || αδράχτι

αγκράφτι || Καλαβρία || αδράχτι

αγλώσσευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιάβλητος

αγνωσία || Τραπεζούντα*, Χίος || αδιακρισία

άγνωστος || Όφις*, Τραπεζούντα || αδιάκριτος

αγουμάριαστος || Σύμη || αδεμάτιαστος

αγράθτι || Καλαβρία || αδράχτι

αγράκ || Ουλαγάτς* || αδράχτι

αγράκτιν || Κύπρος || αδράχτι

αγράστης || Καλαβρία || αδράχτι

αγράστι || Καλαβρία || αδράχτι

αγραττάς || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Ρόδος, Σύμη || αδράχτι

αγράττι || Κάρπαθος, Ρόδος || αδράχτι

αγραφιά || Αδριανούπολη*, Φιλιππούπολη* || αδιαφορία

αγράφτι || Καλαβρία || αδράχτι

αγράχτ || Αξός* || αδράχτι

αγραχτάς || Κύπρος || αδραχτάς

αγραχτάς || Κύπρος, Ρόδος || αδράχτι

αγράχτι || Αραβανι*, Κως, Ρόδος, Τήλος, Χάλκη || αδράχτι

αγραχτίδα || Λακωνία || αδραχτίδα

αγράχτιν || Κύπρος, Ρόδος || αδράχτι

αγραχτουλία || Χίος || αδραχτίδα

αγράχτσι || Αραβανί* || αδράχτι

αγρελλοφαγάς || Νίσυρος || αδηφάγος

αγύνατος || Κύπρος || αδύνατος

αγύργους || Φθιώτιδα || αδιβόλιστος

 

αεβέντιστος || Νάξος || αδιαπόμπευτος

αείπνητος || Κάλυμνος || αδείπνητος

αελφή || Σίλλη* || αδερφή

αελφό || Σίλλη* || αδερφός

αελφός || Καππαδοκία*, Καστελλόριζο, Μισθί* || αδερφός

αενικός || Κάρπαθος || αδηφάγος

αέρκια || Κύπρος, Χίος || αδέρφια

αερφάες || Κύπρος || αδερφές

αερφάκι || Ρόδος || αδερφάκι

αερφάκιν || Κάρπαθος, Ρόδος || αδερφάκι

αερφάτσι || Κάρπαθος, Καστελλόριζο || αδερφάκι

αερφή || Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Νίσυρος, Χάλκη || αδερφή

αέρφι || Σύμη, Χίος || αδέρφι

αέρφια || Νίσυρος || αδέρφια

αερφικά || Κύπρος || αδερφικά

αερφικάτα || Κάλυμνος || αδερφικά

αερφικός || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κως || αδερφικός

αέρφιν || Κύπρος || αδέρφι

αέρφκια || Καστελλόριζο || αδέρφια

αερφομάχος || Κάρπαθος || αδερφομάχος

αερφομοίριν || Κάρπαθος, Κύπρος || αδερφομοίρι

αερφοξαέρφια || Κάρπαθος || αδερφοξαδέρφια

αερφοποιτός || Κάρπαθος, Κάσος, Κύπρος || αδελφοποιητός

αερφός || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Σύμη, Χάλκη, Χίος || αδερφός

αερφοσύνη || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύπρος, Κως || αδερφοσύνη

αερφοτέχνιν || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αερφοτζιώχτης || Κάλυμνος || αδερφοφάγος

αερφούλλα || Κάρπαθος || αδερφούλα

αέρχια || Κύπρος || αδέρφια

άετος || Κάλυμνος, Κάρπαθος || άδετος

αζάλετε || Τσακωνιά || αδιάλεχτος

αζάπωτος || Ήπειρος || αδέσποτος

αζβάιστε || Τσακωνιά || αδιάβαστος

αζιβάιστε || Τσακωνιά || αδιάβαστος

αζιγανεύγω || Κρήτη || αδικώ

αζιγανιά || Κρήτη || αδικία

Άης || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύπρος || Άδης

αθετάρικος || Κρήτη || αδέσποτος

αθετός || Κρήτη || αδέσμευτος

αθετός || Κρήτη || αδέσποτος

αθί (ο) || Τσακωνιά || αδερφός

αθιά || Τσακωνιά || αδερφή

άθκα || Ίμβρος || άδικα

αθκιάρς || Ίμβρος || άδικος

αθκουθανατώ || Ίμβρος || αδικοθανατίζω

αθκουχαμένους || Ίμβρος || αδικοχαμένος

αϊδαφόρετα || Τσακωνιά || αδιάφορα

αϊδαφόρετε || Τσακωνιά || αδιάφορος

άιδε || Τσακωνιά || άδειος

αϊδιάβαστος || Μάνη || αδιάβαστος

αϊδιάβατος || Μάνη || αδιάβατος

αϊδιάζου || Μάνη || αδειάζω

αϊδιανός || Μάνη || άδειος

αϊδιάφορος || Μάνη || αδιάφορος

άιδικα || Τσακωνιά || άδικα

άιδικο || Τσακωνιά || άδικος

αϊδικοσκοτουτέ || Τσακωνιά || αδικοσκοτωμένος

αϊδικού || Τσακωνιά || αδικώ

αϊδικοφονευτέ || Τσακωνιά || αδικοσκοτωμένος

άιδιος || Μάνη || άδειος

αϊδιτσητέ || Τσακωνιά || αδικημένος

άιδιωχτος || Μάνη || άδιωχτος

Άιδος || Καππαδοκία || Άδης

αϊθί (ο) || Τσακωνιά || αδερφός

αϊθιά || Τσακωνιά || αδερφή

άικα || Κάλυμνος, Κάρπαθος || άδικα

αϊκημένος || Κάλυμνος || αδικημένος

αϊκιά || Χίος || αδικία

αϊκία || Κάρπαθος || αδικία

άικο || Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κως || άδικο

άικον || Κάρπαθος || αδικία

άικος || Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστελλόριζο || άδικος

αϊκοφονεμένος || Χίος || αδικοφονεμένος

αϊκοφονεμός || Χίος || αδικοσκοτωμός

αϊκώ || Κάλυμνος || αδικώ

αϊμές || Ρόδος || αδερφή

αϊμός || Ρόδος || αδερφός

αΐπλωτος || Κάλυμνος || αδίπλωτος

αϊρφός || Ρόδος || αδερφός

αϊτσιάρης || Χίος || άδικος

ακανίσκευτος || Κέρκυρα || αδωροδόκητος

ακατάνταχτος || Οινόη* || αδέξιος

ακάτσιτε || Τσακωνιά || αδάγκωτος

ακκιάζζω || Κως || αδειάζω

ακκιανός || Κως || άδειος

ακλίτσαβους || Φθιώτιδα || αδέξιος

ακρισία || Νίσυρος || αδιακρισία

ακρισολόγητα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδίκαστα

άκριστος || Τραπεζούντα* || αδίκαστος

άκριτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Λακωνία, Σάντα*, Χαλδία* || αδίκαστος

άκριτος || Κερασούντα*, Κοτύωρα*, Σάντα*, Χαλδία* || άδικος

αλαμπούτζαρα || Αρκαδία || αδιάφορα

αλάνταβους || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ευρυτανία, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα || αδέξιος

αλεφρή || Σίλλη* || αδερφή

αλεφρός || Σίλλη* || αδερφός

αλμπάνκους || Κοζάνη || αδέξιος

αλυτάρωτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || άδετος

άμαλος || Κύπρος || αδύναμος

αμαρούγλουτους || Λέσβος || αδέξιος

άμελος [Βλαστός 1931] || αδιάφορος

άμεστε || Τσακωνιά || αδύνατος

αμετάψαστος || Κάλυμνος || αδιάφορος

άμιλους || Σάμος || αδιάφορος

αμόντε || Καλλίπολη* || άδικα

άμορος || Μέγαρα || αδύναμος

αμουκαϊσιά || Καρδίτσα || αδιαφορία

αμουκαϊτιά || Καστοριά || αδιαφορία

αμουκαϊτσά || Σκόπελος || αδιαφορία

άμοχλος || Κύθηρα || αδύνατος

αμπανά || Κύθηρα || άδικα

αμπαστίρευτος || Δέλβινο || αδέξιος

αμπατάριστος || Παξοί || αδιάφορος

αμπέστι || Κρήτη || άδεια

αμπλά || Καππαδοκία*, Κρήτη || αδερφή

άμπλα || Παλιά Αθήνα || αδερφή

αμπλός || Κρήτη || αδερφός

αμπντέστι || Κρήτη, Κωνσταντινούπολη* || άδεια

αμπόρετο || Τσακήλι* || αδύνατον

αμπράγς || Λέσβος || αδέξιος

αμπράζης || Πελοπόννησος || αδέξιος

αμπράζικα || Κορινθία || αδέξια

αμπράζκους || Λέσβος || αδέξιος

αμψίδ || Κοζάνη || αδερφοπαίδι

ανάβατος [Portius 1635] || Χίος || αδιάβατος

αναγκεμένος || Κεφαλονιά || αδύνατος

αναγνωσία || Νίσυρος || αδιακρισία

ανάδεξια || Ινέπολη || αδέξια

Ανάδης [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Άδης

ανάδιαβους || Μαγνησία || αδιάβατος

ανακαριά || Σύμη || αδιαθεσία

ανακαριώνω || Λακωνία || αδιαθετώ

ανάκαρος || Σύμη || αδιάθετος

ανακαρωσά || Κάλυμνος || αδυναμία

ανάκρατος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδύναμος

αναμούταλος || Κρήτη || αδέξιος

ανάμωρα || Τσακωνιά || αδέξια

ανάμωρε || Τσακωνιά || αδέξιος

ανάνταφλα || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδέξια

ανάνταφλος || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδέξιος

ανάντιαβους || Λάρισα || αδιάβατος

αναξλιά || Ίμβρος || αδεξιότητα

ανάξλους || Ίμβρος || αδέξιος

ανατζουμπαλιά || Κρήτη || αδεξιότητα

ανατζούμπαλος || Κρήτη || αδέξιος

ανάτριχα || Σύμη || αδείλιαστα

ανατσαλιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδεξιότητα

ανάφραντα || Χίος || αδέξια

ανδράχτι || Μεσσηνία || αδράχτι

ανεβαλμός || Θράκη || αδιαφορία

ανεβάσταος || Κως || αδύναμος

ανέκοπος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιάκοπος

ανεπαλαγιά || Νάξος || αδεξιότητα

ανεπάλαος || Νάξος || αδέξιος

ανέρκητα || Κύπρος || αδρανώς

ανευλόετος || Κοτύωρα* || αδέξιος

ανεφέλετος || Κάλυμνος, Κως || αδύνατος

ανεχωρηγιά [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιαχώρητο

ανεχώρηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιανέμητος

ανεχώρηγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιαχώρητος

ανεχώριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιανέμητος

ανεχώριστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιαχώριστος

άνιαστους || Σάμος || αδιάφορος

ανιγρίκατους || Σουφλί || αδέξιος

ανιφέλιτους || Αλόννησος || αδύνατος

άνταμπα || Καστοριά || αδέξια

ανταμπάνιαστους || Χαλκιδική || άδαρτος

αντάρτι || Ρόδος || αδράχτι

αντάρτιν || Ρόδος || αδράχτι

άνταφλα || Ηλεία, Ζάκυνθος, Μεσσηνία || αδέξια

άνταφλος || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδέξιος

άντεκο || Απουλία || άδικο

αντελφάρες || Αραβανί* || αδερφές

αντελφή || Αραβανί* || αδερφή

αντελφό || Αραβανί*, Φερτέκι* || αδερφός

αντελφός || Αξός*, Αραβανί* || αδερφός

αντερφάι || Απουλία || αδερφάκι

αντερφάκι || Απουλία || αδερφάκι

αντερφέντα || Απουλία || αδερφούλα

αντερφό || Απουλία || αδερφός

αντερφού || Καλαβρία || αδερφός

αντεφάτσι || Απουλία, Καλαβρία || αδερφάκι

αντιάζου || Λάρισα || αδειάζω

άντιους || Ημαθία || άδειος

άντουτε || Τσακωνιά || αδιάλυτος

αντράχσι || Σινασός* || αδράχτι

αντράχτι || Κως, Μέγαρα || αδράχτι

αντράχτσι || Αραβανί* || αδράχτι

αντρεφέντα || Απουλία || αδερφούλα

αντρεφό || Απουλία || αδερφός

αντρεφφό || Απουλία || αδερφός

αντυναμία || Απουλία || αδυναμία

αντυνατιάτζω || Απουλία || αδυνατίζω

αντυνατίτζω || Απουλία || αδυνατίζω

αντύνατο || Απουλία || αδύνατος

αντυνατώ || Απουλία || αδυνατίζω

αξενογνιασά || Πάρος || αδιακρισία

αξενόγνιαστος || Πάρος || αδιάκριτος

αξεσκόλιστος [Βλαστός 1931] || δημοτική || αδασκάλευτος

αξύλιστος || Αρκαδία || άδαρτος

άξυλος || Κερασούντα* || άδαρτος

αομάριαστος || Νάξος || αδεμάτιαστος

αούλευτος || Κάρπαθος || αδούλευτος

απαδειάζω [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Ήπειρος, Κρήτη, Νάξος || αδειάζω

απαδκιάζω || Κύπρος || αδειάζω

απαίδευτος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Εύβοια, Κρήτη || αδάμαστος

άπαιδος || Κύμη, Σκύρος || αδάμαστος

απαχύνομαι || Κρήτη || αδυνατίζω

απέραγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιάβατος

απέραστος [Κοντόπουλος 1903] || δημοτική || Ζάκυνθος || αδιάβατος

απέραστους || Ίμβρος || αδιάβατος

απέρναγος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδιάβατος

απέχαλους || Χαλκιδική || αδιάφορος

απιδέξεφτα || Ινάπολη* || αδέξια

απιδίξεφτος || Ινέπολη*, Ρόδος || αδέξιος

άπιδους || Βόρεια Εύβοια || αδάμαστος

απιεντισά || Κεφαλονιά || αδιαφορία

απίξεφτος || Ρόδος || αδέξιος

απιρπάτους || Γρεβενά || αδιάβατος

απλέρωτος || Κορινθία || αδωροδόκητος

απογιαβανούμαι || Κοτύωρα* || αδυνατίζω

αποδέξια [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδέξια

αποδέξιος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδέξιος

αποδέξος || Κερασούντα* || αδέξιος

αποδιάζω || Νάξος, Χίος || αδειάζω

απόζερβα [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || αδέξια

απόζερβος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδέξιος

αποκλαινίζω || Χαλδία* || αδικώ

απολιγαίνω [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδυνατίζω

απολυδονάτος || Κρήτη || αδέσμευτος

απολυδονάτος || Κρήτη || αδέσποτος

απόμπευτος [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδιαπόμπευτος

αποπαχύνω || Τραπεζούντα* || αδυνατίζω

άπορος || Ρόδος || αδύνατος

απορπάτητος [Βλαχος 1659] || αδιάβατος

απορπάτιστος [Portius 1635] || αδιάβατος

απόρτωτος || Νίσυρος || αδέσποτος

αποσίμπελο || Παξοί || αδύνατον

αποσίμπιλε || Παξοί || αδύνατον

αποφκαιρέζω || Κρήτη || αδειάζω

αποφτσαιρώνω || Κύπρος || αδειάζω

απραγεύω || Κερασούντα*, Σαμψούντα* || αδυνατίζω

απραγιάζω || Σαμψούντα* || αδυνατίζω

απραγιώνω || Κερασούντα* || αδυνατίζω

άπραγους || Λέσβος || αδέξιος

απραεύω || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδυνατίζω

απράνιστε || Τσακωνιά || άδαρτος

απραώ || Χαλδία* || αδυνατίζω

απτήδιαστους || Σκόπελος || αδέξιος

αραβαΐσι || Φούρνοι || αδικία

αράστι || Καλαβρία || αδράχτι

αρατσινάδα || Κάλυμνος || αδιάβροχο

αράττι || Απουλία, Καλαβρία || αδράχτι

αράφτι || Απουλία || αδράχτι

αράχτι || Κάρυστος, Λακωνία, Μάνη || αδράχτι

αραχτίδα || Λακωνία, Μάνη || αδραχτίδα

αράχτιν || Κύπρος || αδράχτι

άραχτος || Κάρυστος || αδράχτι

αργαρτάς || Νίσυρος || αδράχτι

αργάρτι || Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος || αδράχτι

αργάρτιν || Νίσυρος || αδράχτι

αργάστι || Φούρνοι || αδράχτι

αργάτι || Κάσος || αδράχτι

αργαττάς || Καστελλόριζο, Σύμη || αδράχτι

αργάττης || Σύμη || αδράχτι

αργάττι || Σύμη || αδράχτι

αργάχσι || Αραβανί* || αδράχτι

αργάχτι || Κάλυμνος, Κως, Ρόδος || αδράχτι

αργάχτιν || Ρόδος || αδράχτι

αργκάττι || Καλαβρία || αδράχτι

αργκάχτι || Κως || αδράχτι

αρδάκτι || Άνδρος, Κρήτη, Κύθνος || αδράχτι

αρδάρτι || Νίσυρος || αδράχτι

αρδάχτ || Κοτύωρα*, Μύκονος, Όφις*, Σάντα*, Χαλδία* || αδράχτι

αρδαχτάς || Κρήτη, Σάντα* || αδραχτάς

αρδάχτι || Άνδρος, Θήρα, Ίος, Κίμωλος, Κρήτη, Κύθνος, Νάξος, Πάρος, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σέριφος, Σίφνος, Σύρος || αδράχτι

αρδάχτιν || Κύπρος, Ρόδος || αδράχτι

αρδαχτόπον || Κερασούντα*, Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || αδραχτάκι

άρδαχτος || Κρήτη, Νάξος, Προποντίδα*, Χίος || αδράχτι

αρδράχτι || Θήρα, Μύκονος, Πάρος || αδράχτι

αρελφή || Σίλλη* || αδερφή

αρελφός || Σίλλη* || αδερφός

αρζάχτι || Κάλυμνος || αδράχτι

άρθάχτι || Νάξος || αδράχτι

αρμερό || Καλαβρία || αδενίτιδα

αρμυρό || Καλαβρία || αδενίτιδα

αρντάχτι || Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κως, Λέρος || αδράχτι

αρντάχτιν || Κερασούντα*, Οινόη* || αδράχτι

αρντάχτσι || Σίλλη* || αδράχτι

αρταχτάς || Λιβίσι* || αδράχτι

αρτάχτι || Κως || αδράχτι

αρτάχτιν || Λιβίσι*, Οινόη* || αδράχτι

αρφάες || Κύπρος || αδερφές

αρφέντα || Απουλία || αδερφούλα

αρφή || Κύπρος || αδερφή

αρφό || Απουλία || αδερφός

αρφοπαθοκονταρεμός || Κύπρος || αδερφομαχαιριά

αρφοποιτός || Κύπρος || αδελφοποιητός

αρφός || Κύπρος, Ρόδος, Χίος || αδερφός

αρφότεχνος || Κύπρος || αδερφοπαίδι

αρφούδκια || Κύπρος || αδέρφια

αρφούλα || Κύπρος || αδερφούλα

αρφούλης || Κύπρος || αδερφούλης

άστε || Τσακωνιά || αδράχτι

ατάλικος || Ζάκυνθος || αδύνατος

άταρος || Κορινθία || αδύναμος

άτεκο || Απουλία || άδικο

άτελος || Σύρος || αδύνατος

ατερφό || Απουλία || αδερφός

ατζαβιά || Φούρνοι || αδικία

ατζαβιάρης || Φούρνοι || άδικος

ατζαμλίκ || Ίμβρος || αδεξιότητα

ατζαμουσύν || Ίμβρος || αδεξιότητα

ατζιάζω || Κάλυμνος || αδειάζω

ατζουμπαλιά || Κρήτη || αδεξιότητα

ατζούμπαλος || Κρήτη || αδέξιος

ατρεφάκι || Απουλία || αδερφάκι

ατυναμία || Απουλία || αδυναμία

ατυνατιάτζω || Απουλία || αδυνατίζω

αΰναμος || Κάλυμνος, Κάρπαθος || αδύναμος

αΰνατος || Κάρπαθος || αδύναμος

αΰνατος || Κύπρος || αδύνατος

αφηδέβολος || Κρήτη || αδέσμευτος

αφητός || Κρήτη || αδέσμευτος

αχαμνάδα [Somavera 1709] || αδυναμία

αχαμνιά [Somavera 1709] || αδυναμία

αχαμνιένου || Σάμος || αδυνατίζω

αχαμνίζω [Somavera 1709] || αδυνατίζω

αχάμνισμα [Somavera 1709] || αδυνάτισμα

αχαμνισμένος [Somavera 1709] || αδυνατισμένος

αχαμνός [Portius 1635] || αδύναμος

αχαμνός [Somavera 1709] || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Δέλβινο, Ζάκυνθος, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κορινθία, Κύθηρα, Λέρος, Λευκάδα, Μαγνησία, Νάξος, Πάρος, Σκόπελος, Καστοριά, Σάμος || αδύνατος

αχαμνοσύνη || Πάρος || αδυναμία

αχμνίζου || Ίμβρος || αδυνατίζω

άχτρι || Αχαΐα || αδράχτι

αψώμουτους || Γρεβενά || αδύνατος

βλάμης [ΙΛΝΕ 1933] || αδελφοποιητός

γικώ || Ρόδος || αδικώ

γλανί || Καστελλόριζο || αδένας

γράττι || Απουλία || αδράχτι

δελφιδάρι || Φάρασα* || αδερφοπαίδι

δελφός || Κύθνος || αδερφός

δερφό || Καλαβρία || αδερφός

δερφοποιτός || Νάξος || αδελφοποιητός

δερφός || Κως, Χαλκιδική || αδερφός

δερφούλα || Κως || αδερφούλα

δερφούλης || Ήπειρος || αδερφούλης

δέρφτσια || Κως || αδέρφια

διάζζω || Νίσυρος || αδειάζω

διρφουβάρεμα || Θράκη || αδερφομαχαιριά

διρφούτσι || Μακεδονία || αδερφάκι

δραξούλι  || Αρκαδία, Μεσσηνία || αδραχτίδα

δραχτ || Φιλιππούπολη* || αδράχτι

δραχτάκι || Προποντίδα || αδραχτάκι

δράχτι || Κύμη || αδράχτι

δραχτύλι || Αρκαδία || αδραχτίδα

δρούγα || Ηλεία || αδράχτι

δτζιάζζω || Κως || αδειάζω

έγκλιση || Ιθάκη || αδένας

εϊρβός || Ρόδος || αδερφός

εντυνατώ || Απουλία || αδυνατίζω

ζαβά [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδέξια

ζαβάγρα [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || Κρήτη || αδεξιότητα

ζάβατους || Καρδίτσα || αδιάβατος

ζαβομάρα [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || αδεξιότητα

ζαβός [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδέξιος

ζαϊφλίκι [Λεξικό Πρωίας 1933] || δημοτική || αδυναμία

ζιγανεύω || Κύθηρα || αδικώ

ζοφός || Κρήτη || αδύνατος

καβούτσια || Μάνη || αδέρφια

καβούτσος || Μάνη || αδερφούλης

κακοπέραστος || Κρήτη || αδιάβατος

κακοτερένιος || Κρήτη || αδυνατούλης

κακουδέρικος || Κρήτη || αδυνατούλης

κακουρές || Κρήτη || αδυνατούλης

καλιτέρεσι || Σύμη || άδικα

κανναβάρης || Σύμη || αδράχτι

καρτάσης || Αχαΐα || αδερφός

κατσαμπούνιας || Νάξος || αδύναμος

καφή || Μάνη || αδερφή

καφός || Μάνη || αδερφός

κουτσουκιφαλιάζου || Κοζάνη || αδιαθετώ

λάλα || Άρτα || αδερφή

λάλας || Άρτα || αδερφός

λούγκα || Κέρκυρα || αδενίτιδα

μοιρασά || Κρήτη || αδερφομοίρι

μοιράσι || Κρήτη || αδερφομοίρι

μουργκλάδα || Ίμβρος || αδεξιότητα

μπακανιάζω || Κύθηρα || αδυνατίζω

μπάντης || Διδυμότειχο || αδερφός

μπάτης || Διδυμότειχο || αδερφός

μπάτσης || Λαγκαδάς || αδερφός

μπιλιαντέρ || Λέσβος || αδέρφι

μπούλα || Διδυμότειχο || αδερφή

μπουραζέρης || Λακωνία || αδελφοποιητός

μπραζέρης || Αρκαδία, Κορινθία || αδελφοποιητός

μπράτιμος [ΙΛΝΕ 1933] || αδελφοποιητός

μπράτμους || Καστοριά, Λαγκαδάς, Μαγνησία || αδελφοποιητός

Νάδης || Άνδρος, Θήρα, Κρήτη, Νάξος || Άδης

ναλέτι [Λεξικό Δημητράκου 1949] || δημοτική || άδικο

νιγλός || Χίος || αδύνατος

νιδιάζου || Λουλεβουργάς* || αδειάζω

νισεράδα || Μύκονος || αδιάβροχο

νιτσεράδα [Ηπίτης 1909] || Ζάκυνθος, Καλλίπολη*, Κύθηρα, Λευκάδα, Μύκονος || αδιάβροχο

νιτσιράδα || Αιτωλοακαρνανία, Μύκονος, Κρήτη || αδιάβροχο

ντάντη || Ίμβρος, Λαγκαδάς || αδερφή

ντέμελος || Κύθηρα || αδύνατος

ντέμπελος || Κύθηρα || αδύνατος

ντεμπολέτσα || Ζάκυνθος || αδυναμία

ντερεφός || Κρήτη || αδύνατος

ντερφάι || Απουλία || αδερφάκι

ντερφέντα || Απουλία || αδερφούλα

ντεστίρι || Κρήτη || άδεια

ντζαός || Κάρπαθος || αδύνατος

ντζαρίφης || Κάρπαθος || αδύνατος

ντζαρίφικος || Κάρπαθος || αδύνατος

ντζελεπός || Κάρπαθος || αδέξιος

ντζερεφός || Αρκαδία || αδύνατος

ντζευλός || Κάρπαθος || αδέξιος

ντιγνές || Κρήτη || αδύνατος

ντιντάς || Κουβούκλια* || αδερφός

ντόντου || Πιερία || αδερφή

ντυναμία || Απουλία || αδυναμία

ντυνατίτζω || Απουλία || αδυνατίζω

ντύνατο || Καλαβρία || αδύνατος

ντυνατώ || Απουλία || αδυνατίζω

ξεχάρτσωτος [Βλαστός 1931] || αδεκάτιστος

ορνικός || Κρήτη || αδέσποτος

παρασούσουλλος || Χάλκη || αδύνατος

πάτα || Καστοριά || αδερφή

ποδιάζω || Νάξος || αδειάζω

ποδκιάζω || Κύπρος || αδειάζω

πόφτσαιρος || Κύπρος || άδειος

ποφτσαιρώνω || Κύπρος || αδειάζω

πραγιώνω || Κερασούντα* || αδυνατίζω

πραεύω || Κερασούντα* || αδυνατίζω

ράττι || Απουλία || αδράχτι

ράφτι || Απουλία || αδράχτι

σταυραδέρφ || Σάμος || αδελφοποιητός

σφαρτός || Χάλκη || αδύνατος

τσίτσι || Αχαΐα || αδέρφι

τυνατίτζω || Απουλία || αδυνατίζω

φούλα || Αρκαδία || αδερφούλα

φούλης || Αρκαδία, Ηλεία || αδερφούλης

χαλακατέβας || Κρήτη || αδέξιος

χαρδούβαλος || Κρήτη || αδέξιος