Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από κα-καζ μπα-μπαϊ ψα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από κα-καζ μπα-μπαϊ ψα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Λέξεις που αρχίζουν από κα-καζ, μπα-μπαϊ, ψα

 

Λέξεις που αρχίζουν από κα-καζ, μπα-μπαϊ, ψα

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2017

 


 

Πηγές - Βιβλιογραφία

 

 

1527 | Stefano da Sabio | Εισαγωγή νέα επιγραφομένη  Στέφανος Τίμιος ~ Introduttorio nuovo intitolato Corona Preciosa | Venetiis 

1614 | Johannes Meursius | Glossarium Graeco-Barbarum | Lugdunum Batavorum

1622 | Girolamo Germano | Vocabolario Italiano et Greco | Roma

1635 | Simon Portius | Λεξικόν λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν - Dictionarium Latinum, Graeco-barbarum et litterale | Parisiorum

1659 | Γεράσιμος Βλάχος | Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος - Thesaurus encyclopaedicae basis quadrilinguis | Venetiis

1688 | Du Cange | Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis (2 τόμοι) | Lugduni

1708 | Johann Michael Lange | Philologiae Barbaro-Graecae | Noribergae

1709 | Alessio da Somavera | Θησαυρός της Ρωμαίκης και της Φράγκικης γλώσσας - Tesoro della lingua Greco-Volgare ed Italiana | Parigi

1790 | Γεώργιος Βεντότης | Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου | Βιέννη

1835 | Δημήτριος Σκαρλάτος ο Βυζάντιος | Λεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής διαλέκτου | Αθήναι

1860 | Arnoldus Passow | Τραγούδια Ρωμαίικα - Popularia carmina Graeciae recentioris | Lipsiae

1866 | Ιωάννης Πρωτοδίκης | Ιδιωτικά της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης | Σμύρνη

1869 | Νέστωρ Ξυδιάς | Συλλογή λέξεων εν χρήσει εν τε Αιγύλη και Κρήτη [Πανδώρα τεύχη 464-473] | Αθήναι

1870 | Franz Miklosich | Die slawischen Elemente im Neugriechischen | Wien

1874 | Δημοσθένης Χαβιαράς | Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη [Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’] | Κωνσταντινούπολις

1874 | Ηλίας Τσιτσέλης | Γλωσσάριον Κεφαλονιάς | Αθήναι

1876 | Νικόλαος Πεταλάς | Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της Θηραϊκής γλώσσης | Αθήναι

1879 | Στέφανος Κλων | Γλωσσάριον Σύρου [Bulletin de correspondance hellenique, τεύχος 3, σελ. 20-29] |  

1882 | Emile Legrand | Nouveau dictionnaire grec moderne-francais | Paris

1882 | Αντώνιος Βάλληνδας | Κυθνιακά | Ερμούπολις

1884 | Franz Miklosich | Die türkischen Elemente in den südost- und osteuropäischen Sprachen | Wien

1884 | Μ. Μουσαίος | Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβησιανής διαλέκτου | Αθήναι

1884 | Φίπιππος Ιωάννου, Λ. Παλάσκας, Α. Κουμελάς | Ονοματολόγιον Ναυτικόν | Αθήναι

1885 | Παύλος Καρολίδης | Γλωσσάριον συγκριτικόν ελληνοκαππαδοκικών λέξεων | Σμύρνη

1887 | Αντώνιος Βάλληνδας | Πάρεργα φιλολογικά πονήματα – ιδιωματισμοί ήτοι συλλογή λέξεων εκ της ζώσης γλώσσης Κυθνίων, Τηνίων, Μεγαρέων, Κυπρίων κλπ. | Ερμούπολις

1887 | Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος | Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου | Πάτρα

1888 | Αλέξανδρος Πασπάτης | Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα | Αθήναι

1888 | Νικόλαος Φαρδύς | Ύλη και σκαρίφημα ιστορίας της εν Κορσικής Ελληνικής αποικίας, μετά συλλογής Καρυατικών τραγουδιών και συλλογής Καρυατικών λέξεων | Αθήναι

1889 | Σωκράτης Κρινόπουλος | Τα Φερτάκαινα υπό εθνολογικήν και φιλολογικήν έποψην εξεταζόμενα | Αθήναι

1891 | Αθανάσιος Σακελλαρίου | Τα Κυπριακά, τόμος δεύτερος: Η εν Κύπρω γλώσσα | Αθήναι

1891 | Albert Thumb | Μελέτη περί της σημερινής εν Αιγίνη λαλουμένης διαλέκτου [Αθηνά, τόμος τρίτος, σελ. 95-128] | Αθήναι

1892 | Ευθύμιος Μπουντώνας | Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού | Αθήναι

1893 | Επαμεινώνδας Σταματιάδης | Ικαριακά | Σάμος

1894 | Αστέριος Γούσιος | Η κατά το Παγγαίον χώρα Λακκοβηκίων | Λειψία

1894 -1895 | Gustav Meyer | Neugriechische Studien (3 τόμοι) | Wien

1895 | Συμεών Φαρασόπουλος | Τα Σύλατα | Αθήναι

1899 | Αρχέλαος Σαραντίδης | Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού | Αθήναι

1903 | Σπυρίδων Αναγνώστου | Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών | Αθήναι

1903 | Dirk Christiaan Hesseling | Les Mots maritimes empruntés |

par le Grec aux langues romanes | Amsterdam |  |

1905 | Σταμάτιος Ψάλτης | Θρακική ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως των Σαράντα Εκκλησιών | Αθήναι

1905 | Paul Kretschmer | Der Heutige Lesbische Dialekt | Wien

1908 | Karl Dieterich | Sprache und Volksuberlieferungen der sudlichen Sporaden im Vergleich mit denen der ubrigen Inseln des agaischen Meeres | Wien

1908 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος πρώτος (Α-Ι) | Αθήναι

1908 | Φαίδων Κουκουλές | Οινουντιακά – μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος | Χανιά

1909 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος δεύτερος (Κ-Π) | Αθήναι

1909 | Κωνσταντίνος Νικολαΐδης | Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης | Αθήναι

1910 | Αντώνιος Ηπίτης | Λεξικόν Ελληνογαλλικόν της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης ήτοι καθαρευούσης και δημώδους, τόμος τρίτος (Ρ-Ω) | Αθήναι

1910 | Θ. Χελδράιχ (Heldreich) | Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη | Αθήναι

1911 | Φάβης Βασίλειος | Γλωσσικαί επισκέψεις αναφερόμεναι εις το ιδίωμα Αυλωναρίου και Κονιστρών | Αθήναι

1911 - 1912 | Δημήτριος Καμπούρογλου | Στοιχεία Αθηναϊκού γλωσσικού ιδιώματος [Δίπυλον, τεύχη 2-7] | Αθήναι

1912 | Albert Thumb | Handbook of the Modern Greek vernacular | Edinburg

1914 | Νικόλαος Ζαφειρίου | Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου | Αθήναι

1914 | Παναγιώτης Γεννάδιος | Λεξικόν φυτολογικόν | Αθήναι

1915 | Ευάγγελος Παπαχατζής | Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ | Αθήναι

1918 | Γεράσιμος Σαλβάνος | Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων | Αθήναι

1920 | Αντώνιος Ηπίτης | Συμπλήρωμα του Ελληνογαλλικού λεξικού της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης | Αθήναι

1920 | Στυλιανός Βίος | Χιακά γλωσσικά | Χίος

1925 | Σπύρος Μουσούρης | Η γλώσσα της Ιθάκης | Ιθάκη

1926 | Θ. Χελδράιχ (Heldreich) | Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη | Αθήναι

1926 | Κωνσταντίνος Άμαντος | Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον | Αθήναι

1931 | Πέτρος Βλαστός | Συνώνυμα και συγγενικά – τέχνες και σύνεργα | Αθήνα

1933 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πρώτος (Α-ΑΜ) | Αθήναι

1933 | Δημήτριος Πασχάλης | Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς | Αθήναι

1933 -1934 | Πρωία (εφημερίδα) - επιμέλεια Γεώργιος Ζευγώλης) | Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης (2 τόμοι) | Αθήναι

1933 -1950 | Δημήτριος Δημητράκος (εκδότης) - διευθυντής σύνταξης Ι. Ζερβός) | Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, 9 τόμοι: 1. α-αρίφ (1933), 2. αρίφ-δήμο (1936), 3. δήμο-επίδ (1937), 4. επίδ-καρφ (1938), 5. καρφ-μείγμ (1939), 6. μείγμ-παράβ, 7. παράβ-προτ (1949), 8. προτρ-τετράγ (1950), 9. τετράγ-ωώδης (1950) | Αθήναι

1939 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος δεύτερος (ΑΝ-ΑΠ) | Αθήναι

1941 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τρίτος – τεύχος πρώτο (άρα-αφής) | Αθήναι

1941 | Κωνσταντίνος Άμαντος | Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν [Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος τρίτος, σελ.133-174] | Αθήναι

1942 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τρίτος – τεύχος δεύτερο (αφητέ-βλέπω) | Αθήναι

1946 | Βλ. Σκορδέλλης | Γλωσσάριο Στενιμάχου [Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', σελ. 181-191] | Αθήναι

1946 | Φιλ. Τσομπάρη | Γλωσσάριο Στενιμάχου [Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', σελ. 191-227] | Αθήναι

1948 | Νικόλαος Ανδριώτης | Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων | Αθήνα

1949 | Αγαπητός Τσοπανάκης | Το ιδίωμα της Χάλκης Δωδεκανήσου | Ρόδος

1949 | Carl Darling Buck | A dictionary of selected synonyms in the principal Indo-European languages - A contribution to the history of ideas | Chicago & London

1951 | Ι. Κεσίσογλου | Το γλωσσικό ιδίωμα του Ουλαγάτς | Αθήνα

1952 | Δημήτριος Οικονομίδης | Περί του γλωσσικού ιδιώματος Απεράθου Νάξου | Αθήναι

1952 | Χρίστος Γεωργίου | Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά | Θεσσαλονίκη

1953 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τέταρτος – τεύχος πρώτο (βλεφαρίδα-γάργαρος) | Αθήναι

1958 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος πρώτος (Α) | Αθήναι

1958 | Απόστολος Αλεξανδρής | Το γλωσσικόν ιδίωμα της Κύμης και των περιχώρων [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος Ε’, σελ. | Αθήναι

1959 | Βλ. Γεωργίεφ & Μ Φιλίπποβα-Μπαΐροβα | Βουλγαροελληνικόν λεξικόν | Σόφια

1960 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος πρώτος (Β-Λ) | Αθήναι

1960 | Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης & Ιωάννης Κεσίσογλου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού | Αθήνα

1960 | Δημήτριος Φωστέρης & Ιωάννης Κεσίσογλου | Το λεξιλόγιο του Αραβανί | Αθήνα

1960 | Κωνσταντίνος Κουκκίδης | Λεξιλόγιον Ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της Τουρκικής | Αθήναι

1960 | Χρήστος Παπασταματίου-Μπαμπαλίτης | Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, [Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμος τριακοστός τρίτος, σελ. 206-220] | Αθήναι

1960 -1961 | Σπύρος Μουσελίμης | Ποιμενικό λεξιλόγιο Σουλίου-Θεσπρωτίας [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 102-105] | Ιωάννινα

1961 | Άνθιμος Παπαδόπουλος | Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής διαλέκτου, τόμος δεύτερος (Μ-Ω) | Αθήναι

1961 - 1963 | Δημήτριος Σκαλαμάγκας | Τουρκο-περσο-αραβικές λέξεις στο Γιανννιώτικο γλωσσικό ιδίωμα [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 110-131] | Ιωάννινα

1962 | Βρασίδας Καπετανάκης | Το λεξικό της πιάτσας | Αθήνα

1962 | Παύλος Χαριστός | Τα δημώδη ονόματα των φυτών της Χαλκιδικής [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 4, σελ. 234-238 (α-κ)] | Θεσσαλονίκη

1963 | Λεωνίδας Ζώης | Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμος Β’ λαογραφικόν | Αθήναι

1964 | Ευάγγελος Μπόγκας | Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου – τόμος Α’ Γιαννιώτικο | Ιωάννινα

1964 | Πάνος Γρίσπος | Έρευνα φυτωνυμική των Κυκλάδων νήσων [Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμος Δ’, σελ. 543-594] | Αθήναι

1965 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Η φωνητική των ιδιωμάτων της νήσου Κω [βλ. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμος δέκατος, σελ.3-96] | Αθήναι

1966 | Ευάγγελος Μπόγκας | Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου – τόμος Β’ γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά. | Ιωάννινα

1967 | Δημήτριος Τομπαΐδης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου | Θεσσαλονίκη

1968 | Θανάσης Κωστάκης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Σίλης | Αθήνα

1968 | Μαρία Βλάχου | Συλλογή λαογραφικού υλικού εκ Δάφνης Κερκύρας και άλλων χωρίων του Β. συγκροτήματος της νήσου και εκ της πόλεως Κερκύρας [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1968 | Πηνελόπη Ψάνη | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πολιχνίτου, της επαρχίας Πολιχνίτου, της νήσου Λέσβου Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Άννα Χατζηστεφάνου | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Καρδαμαίνης, της επαρχίας Κω, της νήσου Κω, του νομού Δωδεκανήσου [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Μαρία Μαυρομμάτη | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος, της επαρχίας Θήρας, του νομού Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1969 | Μαρία Χρυσού | Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος της νήσου Θήρας ή Σαντορίνης, του νομού Κυκλάδων [Χειρόγραφο  Λαογραφικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών] |  

1970 | Μιχαήλ Κομνηνός | Το γλωσσικό ιδίωμα του Καστελλόριζου | Αθήναι

1970 | Τάσος Παπαποστόλου | Η γλώσσα της Αιδηψού-Ιστιαίας [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΙΣΤ] | Αθήναι

1971 | Νίκος Γκίνης | Λεξικό Αλβανοελληνικό | Τίρανα

1972 | Αδαμάντιος Σάμψων | Το γλωσσικόν ιδίωμα Σκοπέλου και Γλώσσης [Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, τόμος Α, σελ. 94-123] | Βόλος

1972 | Αχ. Βαμβακούδης | Γλωσσάρι Βασιλικών [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 21-22] | Θεσσαλονίκη

1972 | Νίκος Κοσμάς | Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά [Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, σελ. 317-360] | Θεσσαλονίκη

1973 | Secrétariat de la rédaction de l’ A.L.E. | Atlas Linguarum Europae: Premier Questionnaire | Nijmegen

1976 | Μιλτιάδης Παπαϊωάννου | Το γλωσσάριο των Γρεβενών | Θεσσαλονίκη

1977 -1978 | Σταύρος Γκατσόπουλος | Γλωσσάριον των δύο επαρχιών Πωγωνίου και Κονίτσης [Ηπειρωτική Εστία, τεύχη 307-312] | Ιωάννινα

1978 | Ανδρέας Στεφόπουλος | Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς [Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, σελ. 241-288] | Θεσσαλονίκη

1980 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος τέταρτος – τεύχος δεύτερο (γαρδαλώνω-γεροδάσκαλος) | Αθήναι

1980 | Βασίλης Αναστασιάδης | Τουρκικές λέξεις στο Φαρασιώτικο ιδίωμα [Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος 2] | Αθήνα

1981 | Κώστας Ξεινός | Του νησιού μας η γλώσσα – Γλωσσάρι της Ίμβρου | Θεσσαλονίκη

1981 | Παύλος Χαριστός | Τα δημώδη ονόματα των φυτών της Χαλκιδικής [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 36, σελ. 21-26 (λ-ω)] | Θεσσαλονίκη

1981 - 1982 | Στράτος Χατζηγιάννης | Ιδιωματικές λέξεις [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 6-12] | Αθήνα

1981 - 1987 | Στρατής Χατζηβασιλείου | Γλωσσικά Αγιάσου [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 2-37] | Αθήνα

1982 | Θανάσης Παπαθανασόπουλος | Γλωσσάρι Ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς | Αθήνα

1982 | Κυριάκος Κάσσης | Το γλωσσικό ιδίωμα της Μάνης, τόμος Α’ | Αθήνα

1983 | Ακακίας Κορδόση | Μιλήστε Μεσολογγίτικα | Αθήνα

1983 | Νικόλαος Ανδριώτης | Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής | Θεσσαλονίκη

1983 | Φ. Τάσιος | Γλωσσάριο του Πολυγύρου [Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχος 37-38] | Θεσσαλονίκη

1984 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πέμπτος – τεύχος πρώτο (γεροδέματος-γλωσσωτός) | Αθήναι

1984 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος πρώτος (α) | Αθήναι

1984 | Νικόλας Δράκος | Λεξικογραφικά της Καλύμνου [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος Δ’, σελ. 126-138]. | Αθήνα

1986 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος δεύτερος (β-ι) | Αθήναι

1986 | Θανάσης Κωστάκης | Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου – τόμος πρώτος (Α-Ι) & τόμος δεύτερος (Κ-Ο) | Αθήνα

1986 | Στέργιος Αποστόλου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Νάουσας [περιοδικό Νιάουστα, τεύχος 35, σελ. 70-77] | Νάουσα

1986 | Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου | Λεξικό των Ροδίτικων ιδιωμάτων | Αθήνα

1987 | Γεράσιμος Χυτήρης | Κερκυραϊκό Γλωσσάρι | Κέρκυρα

1987 | Γιώργος Καπελλάρης | Γλωσσικά Αιδηψού [Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΚΖ] | Αθήνα

1987 | Θανάσης Κωστάκης | Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου –τόμος τρίτος (Π-Ω) | Αθήνα

1987 | Κώστας Μαυρομμάτης | Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας | Θεσσαλονίκη

1988 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος τρίτος (κ-μ) | Αθήναι

1988 | Δέσποινα Κοντονάτσιου | Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση | Θεσσαλονίκη

1988 | Ι.Τ. Παμπούκης | Τουρκικό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής, τόμος Α’ | Αθήνα

1988 | Ντίνος Απαλοδήμος | Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας | Αθήνα

1989 | Ακαδημία Αθηνών | Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, τόμος πέμπτος – τεύχος δεύτερο (γναθάδα-δαχτυλωτός) | Αθήναι

1991 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος τέταρτος (ν-σ) | Αθήναι

1992 | Αναστάσιος Καραναστάσης | Ιστορικόν λεξικόν των Ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, τόμος πέμπτος (σ-ω) | Αθήναι

1992 | Παναγιώτης Δορμπαράκης & Κασσιανή Πανουτσοπούλου | Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας – ιστορία, λαογραφία, γλώσσα | Αθήνα

1994 | Νικόλαος Κοντοσόπουλος | Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής | Αθήνα

1995 | Εμμανουήλ Κριαράς | Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας γραπτής και προφορικής | Αθήνα

1995 | Μενεκράτης Ζαφειρίου | Το γλωσσικό ιδίωμα της Σάμου | Αθήνα

1996 | Απόστολος Σαχίνης | Το Καστοριανό γλωσσάρι | Καστοριά

1996 | Δημήτρης Κόμης | Κυθηραϊκό Λεξικό | Αθήνα

1996 | Κώστας Λιάπης | Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου | Βόλος

1996 | Κώστας Τζανεττής | Γλωσσάριο του Μαραθόκαμπου Σάμου | Θεσσαλονίκη

1996 | Παναγιώτης Κουσαθανάς | Χρηστικό λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου | Ηράκλειο

1997 | Νίκος Κοσμάς | Το γλωσσικό ιδίωμα των Ιωαννίνων | Αθήνα

1998 | Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης | Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής | Θεσσαλονίκη

1999 | Κυριάκος Δεληγιάννης | Κουβουκλιώτικα, ένα Μικρασιατικό ιδίωμα | Αδελαΐδα Αυστραλίας

2000 | Λεωνίδας Καρατζάς & Faruk Tuncay | Τουρκοελληνικό Λεξικό | Αθήνα

2001 | Αντώνιος Ξανθινάκης | Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος | Ηράκλειο

2001 | Νίκος Αλιπράντης | Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου | Αθήνα

2001 | Πανταζής Κοντομίχης | Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος | Αθήνα

2001 | Ρόης Παπαγγέλου | Το Κυπριακό ιδίωμα | Αθήνα

2002 | Κωνσταντίνος Γιαγκούλης | Θησαυρός Κυπριακής διαλέκτου | Λευκωσία

2002 | Μαρία Πλαδή-Ντέμκα | Το ιδίωμα του Λιτόχωρου | Θεσσαλονίκη

2002 | Μιχαήλ Χατσιούλης | Σιατιστινή ντοπιολαλιά | Σιάτιστα

2002 | Νίκος Τσικής | Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου | Αθήνα

2003 | Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά | Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου | Θεσσαλονίκη

2003 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Κοινά διαλεκτικά Κω και Καλύμνου (Α) [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος ΙΕ’, σελ. 117-136] | Αθήνα

2003 | Χριστόδουλος Χριστοδούλου | Τα κουζιανιώτκα (λεξικό του Κοζανίτικου ιδιώματος) | Κοζάνη

2003 - 2016 | Ανδρέας Πασσάς | Από τη Συριανή Ντοπιολαλιά [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συνδέσμου Συριανών, τεύχη 28-82] | Αθήνα

2004 | Ανδρέας Καλαντζάκος | Λεξικό Ρουμελιώτικης λαϊκής γλώσσας | Αθήνα

2005 | Κώστας Ντίνας | Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης | Κοζάνη

2006 | Αγγελική Σύρκου | Το Μεγαρικό γλωσσικό ιδίωμα | Αθήνα

2006 | Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής | Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας | Θεσσαλονίκη

2006 | Μαρίνος Ιδομενέως | Κρητικό γλωσσάριο | Ηράκλειο

2006 | Νικόλαος Κοντοσόπουλος | Αντίστροφο λεξικό της Κρητικής διαλέκτου (από την Κοινή Νεοελληνική στο Κρητικό ιδίωμα) | Αθήνα

2007 | Σπύρος Κούκουρας | Λεκκάτικα – Το χωριό Λέκκα της Σάμου |  

2007 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Κοινά διαλεκτικά Κω και Καλύμνου (Β) [Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος ΙΖ’, σελ. 331-357] | Αθήνα

2008 | Αριστοτέλης Σπύρος | Το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής Δελβίνου και Αγίων Σαράντα | Αθήνα

2008 | Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα | Ντοπιολαλιές - λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας ( Αγίου Κοσμά Γρεβενών) | Γρεβενά

2008 - 2010 | Στρατής Χατζηβασιλείου | Λέξεις τουρκικής, αραβικής και περσικής αρχής στο ιδίωμα της Αγιάσου [Περιοδικό Αγιάσος, τεύχη 166-177] | Αθήνα

2009 | Γεωργία Λιούτα | Η επίδρασή των ιδιωμάτων του νομού Τρικάλων στα παιδιά προσχολικής ηλικίας | Θεσσαλονίκη

2009 - 2015 | Γιάννης Μαθές | Λεξικό ντοπιολαλιάς Αρκαδίας [Εφημερίδα «Το Μπουλιάρι»] | Τρίπολη

2010 | Robert Beekes | Etymological dictionary of Greek | Brill, Netherlands

2010 | Δήμητρα Αγγελοπούλου | Το Γορτυνιακό ιδίωμα και η χρήση του στην εκπαίδευση | Αθήνα

2010 | Θύμιος Αλπός | Γλωσσάρι Μεσσηνίας | Internet

2010 | Χρήστος Παπαναγιώτου | Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης | Πάτρα

2011 | Γιώργος Αλβανός | Βασιλτσιώτκα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου | Αθήνα

2011 | Δημήτριος Νικοπολιτίδης | Λεξικό της Ποντιακής διαλέκτου | Θεσσαλονίκη

2011 | Ελένη Μουστάκη | Λεξικό του Φιλωτίου Νάξου | Πάτρα

2011 | Марија Чичева-Алежсиќ | Σύγχρονο Μακεδονικό-Ελληνικό λεξικό | Θεσσαλονίκη

2013 | Δημήτριος Τσαφαράς | Λαγκαδινό Λεξικό – συμβολή στη μελέτη του γλωσσικού ιδιώματος των Λαγκαδίων Αρκαδίας | Θεσσαλονίκη

2013 | Βασιλική Μακρή | Η επίδραση της Ιταλικής γλώσσας στη μορφολογία των Επτανησιακών διαλέκτων | Πάτρα

2013 | Μιχάλης Δελισάββας | Το λεξικό Μάκρης & Λιβισίου Μικράς Ασίας | Αθήνα

2013 | Νίκος Πασχαλούδης | Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά | Σέρρες

2013 | Χαράλαμπος Ξυλογιάννης | Γλωσσικά ιδιώματα λέξεις και εκφράσεις του κάμπου Άρτας | Άρτα

2014 | Βασίλης Ορφανός | Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο Κρητικό ιδίωμα | Ηράκλειο

2014 | Νίκος Ζαχαριάδης | Λεξικό του Κωνσταντινουπολίτικου γλωσσικού ιδιώματος | Αθήνα

2015 | Μιχάλης Σκανδαλίδης | Λεξικό του ιδιώματος της Νισύρου | Αθήνα

2015 | Χρυσούλα Μπατσιακοπούλου | Γλωσσικά ιδιώματα στον Μικρόβαλτο Κοζάνης | Φλώρινα

2016 | Ακαδημία Αθηνών | Χρηστικό λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας (2η έκδοση – 7 τόμοι) | Αθήνα

2016 | Ευάγγελος Γιαννικόπουλος | Το γλωσσικό ιδίωμα των Ολυμπίων | Αθήνα

2017 | Αγγελική Ράλλη | Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου | Αθήνα

Βαρτσαμάτικο λεξικό [Κεφαλονιά] | Internet

Λεξικό Βορειοηπειρωτικής διαλέκτου | Internet

Γλωσσικό ιδίωμα Μάνης | Internet

Λιαπαδίτικο γλωσσάρι | Internet

Βασίλης Αλιμπέρτης | Κωμιακίτικη Ντοπιολαλιά [Σύλλογος Κορωνίδας Νάξου] | Internet

Γιάννης Σκούρτης | Λέξεις που Χάνονται [Ψάρι Κορινθίας] | Internet

Ευστράτιος Φούσκας | Λεξιλόγιο Σουφλίου | Internet

Ζαχαρίας Σπίντιος | Δαρνάκικο Γλωσσάρι | Internet

Νίκος Καββαδάς & Χρυσούλα Σκλαβενίτη [διαχειριστές ιστοσελίδας] | Λεξικό της Λευκαδίτικης Διαλέκτου | Internet

Νίκος Παπακωνσταντόπουλος | Λέξεις του Καλαβρυτινού Λεξιλογίου | Internet

Σταμάτης Κυριάκης | Κερκυραϊκό λεξικό | Internet

Σωκράτης Λέφας | Σαρακατσάνικο λεξιλόγιο | Internet

Σωκράτης Παπαδόπουλος | Κορνοφωλιώτικα [Κορνοφωλιά Σουφλίου] | Internet

 

 

 

κα -> καλά ~ κα Τσακώνικα

κα -> καν ~ κα Ίμβρος, Μάνη

κα -> κατά ~ κα Thumb 1912, Πιερία, Σέρρες

κα -> κάτω ~ κα Passow 1860, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κύπρος, Μάνη, Μεσσηνία, Πόντος, Σάμος

κάβα η -> αποθήκη κρασιών ή μαγαζί που πουλάει ποτά | ποτοπωλείο (λόγιο) | βενετσιάνικο cava ~ κάβα Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα

κάβα η -> λατομείο (λόγιο), νταμάρι, πετροκοπιό | ιταλικό cava ~ κάβα Κέρκυρα

κάβα η -> στο χαρτοπαίγνιο, τα λεφτά που δίνει στην αρχή κάθε παίκτης για να πάρει μάρκες | ιταλικό cava ~ κάβα Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998

καβαγιάδα το -> περιποιημένα μακριά αντρικά μαλλιά | πλεξούδα | βενετσιάνικο cavegiàra ~ καβαγιάδα Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Κρήτη, Κύθηρα, Λευκάδα | καβαδαγιάδα Lange 1708 | καφαγιάδα Κρήτη | ουδέτερο: καβαγιάδι Legrand 1882

καβαδαγιάτος -> μαλλιάς ~ καβαδαγιάτος Βλάχος 1659, Legrand 1882

καβαδαγίζω -> έχω μακριά μαλλιά ~ καβαδαγίζω Βλάχος 1659, Lange 1708, Legrand 1882

καβαδάτους -> σκαμμένος | ιταλικό scavate ~ καβαδάτους Θράκη

καβάδι το -> μακρύ μάλλινο ή βαμβακερό ρούχο (για γυναίκες και άντρες) | αμπάς | καφτάνι | ρούχο για παπάδες | κάπα | σλάβικο kabat ~ καβάδ Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καστοριά, Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Χαλκιδική | καββάδι Καστελλόριζο | καβάδι Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Miklosich 1884, Meyer 1894, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Καππαδοκία, Λευκάδα, Λήμνος, Μεσσηνία, Πάρος, Πωγώνι, Ρόδος, Χίος | καβάδιν Du Cange 1688, Κύπρος, Λυκία | καβάι Κάλυμνος, Καππαδοκία, Ρόδος | καβάιν Κάρπαθος, Κύπρος, Ρόδος | καββάδιν Κύπρος ~ θηλυκό: καβάα Κάρπαθος | καβάδα Ίμβρος, Σκιάθος | καβαδούρα Θεσσαλονίκη ~ αρσενικό: κάβαδους Λήμνος | υποκοριστικό: καβαδάκι Somavera 1709 | καβαδέλ Ίμβρος, Λήμνος | καβαούλλιν Κάρπαθος ~ μεγεθυντικό: καβαούκα Κάρπαθος ~ πληθυντικός: καβάδια Du Cange 1688

καβάδι το -> τρύπα στη βάρκα, για κατούρημα | ιταλικό cavata ~ καβάδι Κρήτη

καβαδόγυλος ο -> είδος ψαριού ~ καβαδόγυλος Χίος

καβαδόπανο το -> το πανί που γίνεται το καβάδι ~ καβαδόπανον Somavera 1709, Meyer 1894 | καβαόπαννον Κάρπαθος

καβαδούρα η -> το τελείωμα στον ώμο σε μια αμάνικη μπλούζα ή ένα αμάνικο φόρεμα (ράψιμο) | ιταλικό cavatura ~ καβαδούρα Ηπίτης 1920, ΑΠΘ 1998, Θεσσαλονίκη

καβαθούρα η -> μασχάλη | παράβαλε: καβαδούρα ~ καβαθούρα Μέγαρα

καβάκα η -> γριά κότα | λέγεται και κακκάβα ~ καβάκα Κύπρος

καβάκα η -> πέρδικα ~ καβάκα Μάνη

καβάκα η -> γλάρος ~ καβάκα Meursius 1614, Du Cange 1688

καβάκα η -> όμορφη και καλοθρεμμένη ~ καβάκα Κύπρος

καβάκι το -> το δέντρο Populus nigra, λεύκα | τούρκικο kavak γαβάχ Πόντος | καβάκ Αρτάκη, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Θράκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Πόντος, Σαμοθράκη, Σέρρες, Σκύρος, Σουφλί, Φωκίδα, Χαλκιδική | καβάκι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αλικαρνασσός, Κίος, Κωνσταντινούπολη, Νάξος, Προύσα, Ρόδος, Τήνος | καβάκιν Λυκία, Ρόδος | καβάτς Λέσβος | καβάτσι Τσακώνικα | καβάτζιν Κύπρος | καβάτσιν Κύπρος ~ θηλυκό: καβάκα Φούρνοι ~ υποκοριστικό: καβακούδ Ίμβρος, Σέρρες, Σουφλί ~ μεγεθυντικό: καβάκα Ίμβρος

καβακλίκ του -> φυτεία με καβάκια ~ καβακλίκ Λέσβος

καβακώνω -> δυναμώνω ~ καβακώνω Πελοπόννησος

καβάλα -> ιππαστί (λόγιο) ~ καβάα Τσακώνικα | καβάλα Ηπίτης 1909, ΑΠΘ 1998, Μάνη, Τσακώνικα | καβάλλα Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016

καβάλα η -> η τσούλα ~ καβάλα Κύθηρα

καβάλα η -> ιππασία (λόγιο) | ιππικό (λόγιο) | γαμήσι | λατινικό caballus ~ καάλλα Κως | καβά Τσακώνικα | καβάα Τσακώνικα | καβάλα Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Γρεβενά, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Καστοριά, Κοζάνη, Λυκία, Σέρρες, Σιάτιστα, Τσακώνικα, Φωκίδα  | καβάλλα Legrand 1882, Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος, Λυκία | καβάλλντα Ρόδος | καβάλτα Αστυπάλαια

καβάλα η -> κοπριά μικρών ζώων | κακαράντζα ~ καβάλα Μάνη

καβαλάκια -> καβαλούτσι ~ καβαλάκια Ζάκυνθος

καβαλαρά η -> το φυτό vitex agnus castus, αγνιά, αγνέα, άγνες, άγνος, αγνίτσι, αλυγαριά, γιουφτούλι, καναπίτσα, καναπιτσιά, κουνουπίτσα, λυγαριά, λυγιά, λύγος, μυρολυγαριά ~ καβαλαρά Κοζάνη

καβαλάργανα τα -> καπόνια, τεσταδεμούρα (του καραβιού) ~ καβαλάργανα Βλαστός 1931

καβαλάρης ο -> ιππέας (λόγιο), αναβάτης (λόγιο), έφιππος (λόγιο) | κορφιάς (κεντρικό δοκάρι της σκεπής) | πέτρα που κλειδώνει το θόλο ή την καμάρα | λατινικό caballarius κααλλάρης Κάρπαθος, Κως | κααλλάρος Κάρπαθος | καβαλαραίος Πόντος | καβαλάρη Τσακώνικα | καβαλάρης Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Αρκαδία, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Καππαδοκία, Κέρκυρα, Κύθηρα, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Λυκία, Μάνη, Νότια Εύβοια, Μέγαρα, Πόντος, Σύμη, Σύρος καβαλάρις Thumb 1912 | καβαλάρς Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λήμνος, Μαγνησία, Πόντος, Πιερία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φωκίδα | καβαλάρτς Πόντος | καβαλέρης Germano 1622, Portius 1635, Du Cange 1688 | καβελαραίος Πόντος | καβελάρης Πόντος | καβελάρις Thumb 1912 | καβαλάρους Ιωάννινα | καβελάρτς Πόντος | καβαλλάρης Legrand 1882, Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος | καβαλλάρος Κάρπαθος | καβαλλιάρης Lange 1708 | καβαλλντάρης Ρόδος | καβελαραίος Πόντος | καβελάρης Ζάκυνθος, Ηλεία, Μέγαρα, Μάνη, Πόντος | καβελλάρης Δημητράκος 1938 | καβελάρτς Πόντος | καβεάζη Τσακώνικα | καβελάζη Τσακώνικα ~ θηλυκό: κααλαρά Κάρπαθος | κααλνταρού Κάρπαθος | καβαλαρά Κρήτη | καβαλαραία Πόντος | καβαλαρέ Κρήτη | καβαλάρενα Κέρκυρα | καβαλαριά Somavera 1709 | καβαλάρισσα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | καβαλλάρισσα Πρωία 1933 | καβαλλαρκά Κύπρος | καβαλλνταριά Ρόδος | καβελαραία Πόντος | καβαλεριά Ιθάκη, Κεφαλονιά | καλλνταριά Ρόδος ~ ουδέτερο: καβαλάρ Σέρρες ~ υποκοριστικό: καβαλαρούδι Τσακώνικα | καβεαρούδι Τσακώνικα | πληθυντικός: καβαλαραίοι Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ακαδημία 2016, Καστοριά, Λακωνία | καβαλάρηδες Πρωία 1933, Ακαδημία 2016 | καβαλάρδις Καστοριά,

καβαλαρία -> ιππαστί (λόγιο), καβάλα ~ κααλαρέα Κάρπαθος | κααλαριά Κάρπαθος | καβαλαριά Germano 1622, Portius 1635, Κέρκυρα | καβαλαρία Βεντότης 1790, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα, Καστοριά, Κύθηρα, Λυκία, Μάνη, Σαρακατσάνικα | καβαλερία Somavera 1709, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος, Ηλεία | καβαλλαρία Lange 1708, Δημητράκος 1938, Κύπρος | καβαλλαριά Κύπρος | καβαλλαριάς Δημητράκος 1938 | καβελαρία Μάνη καβαλεριά Meyer 1895 | καβαλλερία Δημητράκος 1938| καβαλλεριάς Δημητράκος 1938 | καβαλλντερία Ρόδος

καβαλαριά η -> τα φυτό Galium aparine (κολλητσίδα, κολλητσάδα, κολλητσόχορτο) και Vicia dasycarpa (αρακάς, αγριορακάς, σκοτισμάρα) ~ καβαλαρά Κοζάνη | καβαλαριά Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Heldreich 1926, Ίμβρος, Κέρκυρα, Κοζάνη, Λάρισα, Λήμνος, Μαγνησία, Πιερία, Πωγώνι, Σάμος, Σέρρες, Χαλκιδική | καβαλλαριά Legrand 1882, Γεννάδιος 1914, Δημητράκος 1938 | καβαλλαριά άγρια Heldreich 1926, Κέρκυρα| καβελαϊριά Μάνη | καβελλαριά Heldreich 1926, Μάνη, Σπάρτη | καλαβαριά Χαλκιδική

καβαλαρία η -> ιππικό (λόγιο) | ιππασία (λόγιο) | βενετσιάνικο cavalarìa κααλλαρία Κάρπαθος | καβαλαριά Μύκονος | καβαλαρία Βλάχος 1659, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μύκονος | καβαλλαρία Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβαλερία Κριαράς 1995, Ζάκυνθος | καβαλλερία Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938

καβαλαρίκ του -> πανωβελονιά ~ καβαλαρίκ Ίμβρος

καβαλαρικό το -> ο καβαλάρης της σκεπής ~ καβαλαρικό Κέρκυρα

καβαλαρικός -> ιππήλατος (λόγιο) ~ καβαλαρικός Meursius 1614, Βλάχος 1659, Du Cange 1688

καβαλαρίστικος -> ιππικός (λόγιο) ~ καβαλαρίστικος Βλάχος 1659

καβαλαρόσταβλος ο -> στάβλος για άλογα | ιπποφορβείο (λόγιο) ~ καβαλαρόσταυλος Βλάχος 1659

καβαλαροτέχνη η -> ιπποσύνη (λόγιο) ~ καβαλαροτέχνη Βλάχος 1659, καβαλλαροτέχνη Lange 1708

καβαλαρότος ο -> έφιππος χωροφύλακας | βενετσιάνικο cavalaroto ~ καβαλαρότος Ζάκυνθος | καβαλλαρότος Πρωία 1933

καβαλάρουμα του -> καβαλίκεμα ~ καβαλάρουμα Αιτωλοακαρνανία

καβαλαρούτσος -> καλός καβαλάρης ~ καβαλαρούτσος Ζάκυνθος

καβαλαρώνω -> ανεβαίνω στον καβαλάρη της σκεπής ~ καβαλαρώνου Αιτωλοακαρνανία | καβαλαρώνου Ιωάννινα | καβαλαρώνω Meyer 1895, Ηπίτης 1909, Ήπειρος | καβελαρώνω Κεφαλονιά ~ καβαλαρώνουμι Καστοριά ~ μετοχή: καβαλαρουμένους Αιτωλοακαρνανία

καβαλερού η -> τα φυτά Coronilla varia & Vicia tenuifolia καβαλαρού Αιτωλοακαρνανία | καβαλερού Ηπίτης 1909 | καβαλλερού Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Δημητράκος 1938

καβαλέτο το -> τρίποδο, στρίποδο | μισοστρόγγυλο ξύλο που πάνω του ο ταμπάκης λειαίνει τα δέρματα | βενετσιάνικο cavaléto ~ καβαλέτο Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά, Λευκάδα | καβαλλέτθο Νίσυρος | καβαλλέτο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβαλλέτον Meursius 1614, Du Cange 1688 | καβαλέτον Ηπίτης 1909 | καβαλέτου Κοζάνη, Μαγνησία, Φωκίδα  | καββαλέττον Κάρπαθος | καδελλέτο Ζάκυνθος

καβαλεύγομαι -> παραδέχομαι ~ καβαλεύγομαι Χίος

καβαληκαδούρα η -> το αγώι και τα αγωγιάτικα για μεταφορά ανθρώπων ~ καβαληκαδούρα Λευκάδα

καβαληκάνια η -> καβαληκαδούρα ~ καβαληκάνια Λευκάδα

καβάλημα το -> ίππευση (λόγιο) ~ καβάλημα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καβάλης η -> άλογο ~ καβάλλης Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708

καβαλητά -> καβαλικευτά ~ καβαλητά Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998 | καβαλλητά Πρωία 1933

καβάλι το -> λάθος στη σταύρωση του νήματος κατά το διάσιμο (αργαλειός) ~ καβάλι Τσακώνικα | καβάλο Τσακώνικα

καβάλι το -> υπερυψωμένος σωρός χώματος που δημιουργείται δίπλα στο αυλάκι (στα χωράφια) | χωμάτινο περίφραγμα πρασιάς ~ καβάλ Ίμβρος, Καππαδοκία, Λέσβος | καβάλι Αργολίδα, Αχαΐα, Δελβίνο, Κορινθία ~ θηλυκό: καβάλλντα Ρόδος

καβάλια τα -> είδος φυκιού, Cladophora species ~ καβάλια Αιτωλοακαρνανία | καββάλια Heldreich 1926, Δημητράκος 1938

καβαλιάζου -> βάζω χώμα γύρω από τον κορμό του φυτού ~ καβαλιάζου Θάσος

καβαλιάζω -> μπαλώνω τον καβάλο του παντελονιού ~ καβαλιάζω Κρήτη ~ μετοχή: καβαλιασμένος Κρήτη

καβαλιεράτο το -> παράσημο (λόγιο), μετάλλιο (λόγιο) | επίχρυσος σταυρός, πλεγμένος με φύλλα φοινικιάς, που μοιραζόταν στα σπίτια των ευγενών, από τον παπά, στη γιορτή των Βαΐων ~ καβαλιεράτο Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά

καβαλιέρικος -> αβρός (λόγιο) ~ καβαλιέρικος Somavera 1709 | καβαλλιέρικος Legrand 1882 ~ θηλυκό: καβαλλιέρικη Legrand 1882

καβαλιέρος ο -> συνοδός κυρίας | συγχορευτής (λόγιο) | ιππότης (λόγιο) ~ βενετσιάνικο cavalièr ~ καβαλιέρης Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790 | καβαλιέρος Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Κρήτη | καβαλλιέρης Legrand 1882, Κύπρος | καβαλλιέρος Legrand 1882, Κύπρος | καβελιέρης Ζάκυνθος

καβαλίκα -> καβάλα ~ κααλλίκα Χάλκη | καβαλίκα Δελβίνο, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Πόντος | καβαλίκου Σέρρες | καβαλλίκα Meyer 1895

καβαλικάδα η -> καβάλα ~ καβαλικάδα Meyer 1895, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά | καβαλκάδα Ζάκυνθος | καβαλκάτα Ζάκυνθος

καβαλίκεμα το -> ίππευση (λόγιο) | γαμήσι ~ κααλίκεμα Κάρπαθος | καβαλίκεμα Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα, Κρήτη | καβαλίκευμα Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβάλκεμαν Πόντος | καβαλλίκεμα Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβαλλίτζεμαν Κύπρος | καβαλλίτσεμαν Κύπρος | καλίκεμα Κάρπαθος

καβαλικευτός -> καβάλα πάνω σε υποζύγιο ~ καβαλικευτός Κριαράς 1995 | καβαλικεφτός Βλαστός 1931 καβαλλικευτός Δημητράκος 1938 | θηλυκό: καβαλικευτή Κριαράς 1995 |καβαλλικευτή Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο καβαλικευτό Κριαράς 1995 | καβαλλικευτό Δημητράκος 1938 ~ επίρρημα: καβαλικευτά Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος | καβαλικεφτά Βλαστός 1931 | καβαλλικευτά Legrand 1882, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβαλικωτά Βεντότης 1790 | καβαλλίκωτα Legrand 1882,

καβαλικεύω -> καβαλώ | γαμώ | βατεύω ~ ακαντικέω Απουλία | ανκαντικέω Απουλία | ενκαβαντέω Απουλία | κααλλικεύγκω Κάρπαθος | κααλικώ Κύπρος | καβαλικέβω Βλαστός 1931 | καβαλικεύγου Λυκία | καβαλικεύγω Βλάχος 1659, Κρήτη, Νάξος | καβαλικεύου Μάνη | καβαλικεύω Portius 1635, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Λακωνία | καβαλλικεύγω Lange 1708, Καστελλόριζο | καβαλίκω Πόντος | καβαλλικώ Κύπρος, Ρόδος | καβαλκεύου Άρτα, Γρεβενά, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Φωκίδα  | καβαλιτσεύγω Μέγαρα | καβαλκεύω Μύκονος, Πόντος | καβαλλικεύγω Κύπρος | καβαλλικώ Κύπρος | καβαλλιτζεύκω Κύπρος | καβαλλιτσεύκω Κύπρος | καβαλλικεύω Du Cange 1688, Legrand 1882, Thumb 1912, Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβαλλιτζεύκω Κύπρος | καβαλλντικεύγιω Ρόδος | καβαλλντικώ Ρόδος καβαντικέγω Καλαβρία | καβαντικέγκω Καλαβρία | καβαντικέω Καλαβρία |  καβελικεύω Κύθηρα | καβαλτσεύου Λέσβος | καλακεύω Πόντος | καλικεύω Ρόδος | καλικιεύκιω Ρόδος | καλκεύω Πόντος | καλλϊεύγκω Κάρπαθος | καλλικεύγκω Κάρπαθος | καλλιτζεύκω Κύπρος | καλντικεύγιω Ρόδος | καλντικεύκω Ρόδος | καλτσεύου Λέσβος | καντικέω Απουλία καβαλικεύγομαι Somavera 1709 | καβαλικεύομαι Somavera 1709 | καβαλλιτσεύκουμαι Κύπρος | καβαλκεύουμι Καστοριά μετοχή: καβαλικεμένος Germano 1622, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835 | καβαλικευμένος Βεντότης 1790 | καβαλλικεμένος Πρωία 1933 | καβαλλικευμένος Περίδης 1854 | καβαλλιτζεμένος Κύπρος | καβαλλιτσεμένος Κύπρος | καβαλλντικεμένος Ρόδος | καβαντικεμένο Καλαβρία | καλλντικεμένος Ρόδος

καβαλίκι το -> πανωβελονιά ~ καβαλίκι Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | καβαλλίκι Δημητράκος 1938 | καβαλίτσι Τσακώνικα

καβαλικουιριάζομαι -> καβαλιέμαι ~ καβαλικουιριάζομαι Μάνη

καβαλικούρι το -> καβαλίκι (τρόπος ραψίματος) ~ καβαλικούρι Κύθηρα | καβελικούρι Κύθηρα

καβαλίκους ου -> το παιδικό παιχνίδι «μακριά γαϊδούρα» ~ καβαλίκους Λήμνος

καβάλιν το -> αυλός (λόγιο) | τούρκικο kaval ~ γαβάλ Πόντος | γαβάλι Πόντος | γαβάλιν Πόντος | καβάλιν Πόντος ~ υποκοριστικό: γαβαλόπον Πόντος | καβαλόπον Πόντος

καβαλίνα η -> κοπριά αλόγων, γαϊδουριών και μουλαριών | λατινικό caballinus ~ γαβαλίνα Αμοργός, Μύκονος, Νάξος, Ανάφη | γκαβαλίνα Αρκαδία, Αχαΐα, Γρεβενά, Ηλεία, Θεσσαλονίκη, Κορινθία, Μεσσηνία, Νότια Εύβοια, Σάμος, Σέρρες, Σκιάθος, Τρίκαλα, Χαλκιδική | καβαλίνα Βεντότης 1790, Meyer 1895, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θάσος, Θήρα, Καππαδοκία, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Λέσβος, Μαγνησία, Νάξος, Νότια Εύβοια, Πάρος, Πάργα, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φωκίδα, Χίος | καβαλλίνα Germano 1622, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Meyer 1895, Thumb 1912, Δημητράκος 1938 | καβαλινιά Κέρκυρα | καβαλντίνα Φολέγανδρος | καβαλλντίνα Ρόδος | καβαλτίνα Αστυπάλαια | καβελίνα Meyer 1895, Καστελλόριζο, Κύθηρα, Λακωνία, Τσακώνικα | καλίνα Ρόδος

καβαλινοκόπος ο -> έντομο που ζει στην κοπριά ~ καβαλινοκόπος Βλαστός 1931, Χίος

καβαλίτσα η -> κουβάλημα κάποιου στην πλάτη ή στον ώμο | αγκάνια, αγκότσα, αμπελέτσα, αμπέτσα, αμπρουζά, αρμακόλου, γκαλιγκότσια, γκάνια, γκότσι, ζαλούκα, καβαλάκια, καβαλλούριν, καλικούτσα, όπαλα, τζίγκακα, τζιτζίνα | ιταλικό cavalluccio ~ καβαλίτσα Ιωάννινα | αρσενικό: καβαλίκους Λήμνος | κάβαλους Σάμος ~ ουδέτερο: καβαλούτς Ιωάννινα | καβαλούτσι Κέρκυρα | πληθυντικός: καβάλις οι Ιωάννινα

καβαλιτσούρα η -> γαμήσι ~ καβαλιτσούρα Δελβίνο

καβαλκιάζω -> βοηθώ κάποιον να καβαλικέψει ~ καβαλκιάζω Πόντος | καλκιάζω Πόντος ~ μετοχή: καλκιασμένος Πόντος

καβαλκιαστός -> σταυρωτός (για ράψιμο) ~ καβαλκιαστός Πόντος ~ επίρρημα: καβαλκιαστά Πόντος

καβαλκίνα η -> αποκριάτικη λαϊκή αίθουσα χορού | βενετσιάνικο cavalchina ~ καβαλκίνα Κέρκυρα

καβαλκούρου η -> αγοροκόριτσο | τσούλα ~ καβαλκούρου Σιάτιστα, Κοζάνη, Χαλκιδική

καβαλκώνου -> καβαλικεύω ~ καβαλκώνου Σάμος

καβαλλετθομάχαιρο το -> λεπίδα που βρίσκεται πάνω στο καβαλλέτθο και λειαίνει τα δέρματα ~ καβαλλετθομάχαιρο Νίσυρος

καβάλλι το -> το χερούλι του κάδου ~ καβάλλι Κύπρος

καβαλλιάζω -> βάζω καβάλο σε παντελόνι | βάζω κυρτά κεραμίδια στη ράχη της σκεπής ~ καβαλλιάζω Κύπρος

καβαλλντουρωτή η -> ή καλλντουρίκιν, τρόπος ραψίματος ~ καβαλλντουρωτή Ρόδος

καβαλλονούρης -> ζώο με στριφτή ουρά (προς τα πάνω) ~ καβαλλονούρης Κύπρος

καβαλλοράφιν το -> η ραφή του καβάλου (του παντελονιού) ~ καβαλλοράφιν Κύπρος

καβαλλοτρίσης -> κατσαρομάλλης | με μπλεγμένα μαλλιά ~ καβαλλοτρίσης Κύπρος

καβαλλούρα η -> καβάλα ~ κααλλούρα Κάρπαθος | καβαλούρα Άνδρος, Κρήτη

καβαλλούριν το -> καβαλίτσα ~ καβαλλούριν Κύπρος

καβαλνουκουπριά η -> καβαλίνα ~ καβαλνουκουπριά Ίμβρος

καβάλο το -> βούρδουλας, κουρμπάτσι ~ ακαβάλλο Somavera 1709 | καβάλλο Somavera 1709

κάβαλο το -> κοπριά γαϊδάρου ~ κάβαλο Πωγώνι

καβαλοβολιώμαι -> καβαλώ ~ καβαλοβολού Μάνη ~ καβαλοβολιώμαι Μάνη

καβαλόνα η -> αντρογυναίκα ~ καβαλόνα Κύθηρα

καβάλος ο -> το μέρος του παντελονιού, εκεί που ενώνονται τα μπατζάκια, ο παραδάγκαλος | βενετσιάνικο cavalo ~ κάβαλος Θήρα | καβάλος Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κρήτη, Λευκάδα | καβάλλος Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύπρος | κάβαλλος Κύπρος | καβάλους Σάμος ~ ουδέτερο: καβάλλο Πρωία 1933 | καβάλο Ηπίτης 1909, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | καβάλου Σέρρες, Φωκίδα

καβάλος ο -> το χαρτί «ρήγας» της τράπουλας ~ καβάλος Κέρκυρα

καβαλοσκούτι -> ή σαμαροσκούτι, πανί που έβαζαν στο σαμάρι του ζώου ~ καβαλοσκούτι Λευκάδα

καβαλούρης ο -> ισχυρογνώμονας (λόγιο) ~ καβαλούρης Κέρκυρα

καβαλουρίζω -> σκαρφαλώνω σε μάντρα, σε στέγη ή σε δέντρο ~ καβαλουρίζω Λευκάδα

καβαλουρίκι το -> μπάλωμα σε πανί πλοίου ~ καβαλουρίκι Κριαράς 1995, Άνδρος | καβαλλουρίκι Δημητράκος 1938

καβαλουροσύνη η -> ισχυρογνωμοσύνη (λόγιο) ~ καβαλουροσύνη Κέρκυρα

καβαλουρώνω -> καβαλουρίζω | είμαι ισχυρογνώμων, αδιάλλακτος ~ καβαλουρώνω Κέρκυρα, Λευκάδα

καβαλούσκα -> καβάλα ~ καβαλούσκα Μέγαρα

καβαλόχορτο -> το φυτό Lotus corniculatus var. tenuifolius ~ καβαλόχορτο Κριαράς 1995 | καβαλλόχορτο Δημητράκος 1938 | καβαλλόχορτο μαλλιαρό Heldreich 1926

καβαλτίνα η -> τσούλα ~ καβαλτίνα Κύπρος | καβαλτίνια Κύπρος | καβαρτίνα Κύπρος | καβαρτίνια Κύπρος

καβαλώ -> ιππεύω (λόγιο) | γαμώ | λατινικό caballico ~ καβαώ Τσακώνικα | καβαλάου Ηλεία | καβαλάω ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | καβαλλάω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καβαλνώ Σέρρες | καβαλού Μάνη | καβαλώ Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Τσακώνικα | καβαλλώ Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ καβαλιέμαι ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: καβαλλημένος Πρωία 1933

καβανόζι το -> βάζο ή γυάλα για γλυκά ή τουρσιά | μεταλλικό σκεύος μεταφοράς φαγητού | τούρκικο kavanoz ~ καβανόζ Κουκκίδης 1960, Θράκη | καβανόζζι Νίσυρος | καβανόζι Σκαρλάτος 1835, Βλαστός 1931, Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη | καβανόζζιν Νίσυρος ~ αρσενικό: καβανός Βλαστός 1931, Νάξος | κάβανους Βελβεντός ~ θηλυκό: καβανούζα Σέρρες ~ υποκοριστικό: καβαζονάκι Μύκονος

καβάντζα η -> απόθεμα (λόγιο) | κρυψώνα ~ καβάντζα Καπετανάκης 1962, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | καβάτζα , Ακαδημία 2016 Μύκονος

καβάντι το -> χορευτική φιγούρα (χτύπημα του ποδιού με το χέρι) ~ καβάδι Νάξος | καβάντι Νάξος

κάβαντο το -> η φλούδα του καρπού του σταριού ή του κριθαριού ~ κάβαντο Καλαβρία ~ πληθυντικός: κάβαντα Καλαβρία | κάφαντα Απουλία | κάφεντα Απουλία

καβαντόγιο το -> κήτος (λόγιο) | φάλαινα (λόγιο) ~ καβαντόγιο Μάνη | καβεντόγιο Ζάκυνθος

καβαοσόντυμα το -> φόδρα καβαδιού ~ καβαοσόντυμα Κάρπαθος

καβάουλλας ο -> παλιο-καβάδι ~ καβάουλλας Κάρπαθος

καβαράς -> θόρυβος | καβγάς | φασαρία ~ καβαράς Λυκία

καβαρδέλες οι -> τα ράσα ~ καβαρδόλες Κύθηρα

καβαρδολάς ο -> που φοράει φαρδιά ρούχα ~ καβαρδολάς Κύθηρα

καβαρορόκανο το -> ροκάνι-σύνεργο του βαρελά ~ καβαρορόκανο Μέγαρα

καβαροσκέρπανο το -> σκερπάνι-σύνεργο του βαρελά ~ καβαροσκέρπανο Μέγαρα | καβαρουσκέπαρου Κοζάνη, Μαγνησία

καβάς ο -> καβάδι ~ καβάς Δημητράκος 1938 | καμπάς Δημητράκος 1938

καβάσης ο -> φρουρός (λόγιο) |σωματοφύλακας (λόγιο) | κλητήρας (λόγιο) | τούρκικο kavas ~ καβάιζ Κοζάνη | καβαής Κοζάνη | καβάης Ιωάννινα, Πόντος, Χαλκιδική | καβάζης Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κρήτη, Κύπρος, Πόντος | καβάς Μαγνησία, Σέρρες, Φωκίδα  | καβάσης Ηπίτης 1909, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Ανδριώτης 1983, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη

καβάσμπασης ο -> αρχηγός φρουράς | τούρκικο kavasbaşı ~ καβάσμπασης Παμπούκης 1988

καβάτα η -> ξύλινη γαβάθα ~ καβάτα Ηπίτης 1909, Πόντος

καβατζάλε το -> προσκέφαλο, μαξιλάρι | ιταλικά cavezalle ~ καβατζάλε Κέρκυρα

καβατζάρισμα -> η παράκαμψη του κάβου, με το σκάφος ~ καβαντζάρισμα Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Μάνη | καβατζάρισμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη

καβατζάρω -> παρακάμπτω τον κάβο (ακρωτήρι) με το σκάφος | βενετσιάνικο cavezar (;) ~ καβαγγέρνω Κάλυμνος | καβαζάρω Αμοργός, Καστελλόριζο, Κουφονήσια, Λειψοί, Μύκονος | καβαζζέρω Σύμη, Τήλος | καβαζέρω Φούρνοι | καβαζζέρνω Κως | καβαζζαρίζζω Νίσυρος | καβαζζάρω Νίσυρος | καβαζζέρω Κως Νίσυρος | καβαντζάρου Μάνη | καβατζάρου Μαγνησία, Μάνη, Σάμος | καβαντζάρω Hesseling 1903, Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Θήρα, Κέρκυρα, Κύπρος, Λευκάδα | καβαντζέρω Κάρπαθος, Καστελλόριζο | καβατζάρω Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κύπρος, Κύθηρα, Σύρος, Φούρνοι καβατσάρω Βλαστός 1931 | καβατζέρνου Μαγνησία, Σάμος | καβατζέρνω Θήρα, Κάλυμνος | καβεζάρω Κίμωλος, Σίφνος | καβεντζέρω Κάρπαθος | καβετζάρω Κεφαλονιά, Πάργα

καβατζάρω -> αγκαζάρω | καπαρώνω ~ καβαντζάρω Ακαδημία 2016 | καβατζάρω Ακαδημία 2016

καβατζουρίδα η -> στροφή δρόμου ~ καβατζουρίδα Φούρνοι

καβατίνα η -> μεγάλη κάμαρα με αποκριάτικα στολίδια και τραπέζια με φαγητό (τις μέρες του καρναβαλιού) | βενετσιάνικο cavatìna καβαρκίνα Ζάκυνθος | καβατίνα Ζάκυνθος

καβατίνα η -> μονωδία (λόγιο) | ιταλικό cavatina ~ καβατίνα ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος

καβάτσα η -> το ψάρι Anguilla anguilla, χέλι | το θηλυκό χέλι ~ καβάτσα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος

καβάτσι το -> τούμπα | κωλοτούμπα ~ καβάτσι Τσακώνικα

καβάφης ο -> παπουτσής που φτιάχνει φτηνά παπούτσια | φτηνιάρης | τούρκικο kavaf ~ καβάφης Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κωνσταντινούπολη, Μεσσηνία | καβάφς Φωκίδα

καβάφικα τα -> περιοχή όπου βρίσκονταν τα εργαστήρια των καβάφηδων (τα παπουτσάδικα) ~ καβάφικα Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, ΑΠΘ 1998, Κωνσταντινούπολη

καβάφικος -> με τον τρόπο του καβάφη (λέγεται για ψευτοδουλειά) ~ καβάφικος Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: καβάφικη Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: καβάφικο Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

καβγαδίζω -> τσακώνομαι, μαλώνω ~ καβγαδίζου Λέσβος | καβγαδίζω Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη, Ρόδος | καυγαδίζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | καυγατίζω Πρωία 1933

καβγάδισμα το -> καβγάς ~ καβγάδισμα Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | καυγάδισμα Δημητράκος 1938

καβγαλαντίζω -> καβγαδίζω ~ καβγαλαντίζου Ίμβρος | καβγαλαντίζω Βλαστός 1931, Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη | καβκαλατίζω Κύπρος | καφκαλατίζω Κύπρος

καβγαλατώ -> καβγαδίζω ~ καβγαλατώ Λυκιά

καβγαλής -> καβγατζής ~ καβγαλής Λέσβος ~ θηλυκό: καβγαλίδσα Λέσβος

καβγάς ο -> τσακωμός, μάλωμα | Buck List: 19.62 strife, quarrel | τούρκικο kavga ~ καβγά Τσακώνικα | καβγάς Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Κρήτη, Λέσβος, Λυκία, Μάνη, Προύσα, Ρόδος, Φωκίδα | καβγκάς Ρόδος | καβκάς Κύπρος | καυγάς Miklosich 1884, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | καφκάς Κύπρος ~ θηλυκό: γαβγά Πόντος | καβγά Πόντος | υποκοριστικό: καβγαδάκι Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 | καυγαδάκι Δημητράκος 1938 | πληθυντικός: καβγάδες | καβκάες Κύπρος | καφκάες Κύπρος

καβγατζής ο -> εριστικός (λόγιο) | φιλόνικος (λόγιο) | τούρκικο kavgacι ~ | καβγαντζής Ρόδος | καβγατζής Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ιωάννινα, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Μάνη | καβγκαγκής Ρόδος | καβκατζής Κύπρος | καυγατζής Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ακαδημία 2016 | καφκατζής Κύπρος ~ θηλυκό: καβγατζού Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998 | καυγατζού Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 | καφκατζίνα Κύπρος

καβγατζίδικος -> φίλερις (λόγιο) ~ καβγατζήδικος Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995 | καβγατζίδικος Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 | καυγατζίδικος Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: καβγατζήδικη Κριαράς 1995 | καβγατζίδικη ΑΠΘ 1998 | καυγατζίδικη Πρωία 1933 ~ ουδέτερο καβγατζήδικο Κριαράς 1995 | καβγατζίδικο ΑΠΘ 1998 | καυγατζίδικο Πρωία 1933 ~ επίρρημα καβγατζίδικα Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 | καυγατζίδικα Δημητράκος 1938

καβγατζούνικο -> παιδί που καβγαδίζει στο παιχνίδι ~ καβγατζούνικο Κύθηρα

καβγατζώνουμι -> καβγαδίζω ~ καβγατζώνουμι Σέρρες

καβγί το -> το παιδί ~ καβγί Τσακώνικα | καμπζί Τσακώνικα ~ πληθυντικός: καβγία Τσακώνικα | καμπζία Τσακώνικα ~ υποκοριστικό: καβγουάτσι Τσακώνικα | καβγουλάτσι Τσακώνικα | καβγούλι Τσακώνικα | καβουλάτσι Τσακώνικα | καβουάτσι Τσακώνικα | καμπζουλάτσι Τσακώνικα | καμπζούλι Τσακώνικα

κάβγια η -> κοκάρι (μικρό κρεμμύδι) ~ κάβγια Λευκάδα ~ πληθυντικός: κάβγις Ιωάννινα

καβδόλιο το -> βρομιάρης, σίχαμα ~ καβδόλιο Λευκάδα

καβδόλιο το -> κήτος (λόγιο) | φάλαινα (λόγιο) ~ καβδόλιο Κεφαλονιά

καβδούκι -> (επίρρημα) ξερά, παγωμένα ~ καβδούκι Κρήτη

καβδουλιά η -> είδος θάμνου | τριζοκκούκι ~ καβδουλιά Λυκία

καβέα η -> σωρός | πλήθος ~ καβέα Ηπίτης 1909, Πόντος

καβεδάλε το -> καπιτάλι, κεφάλαιο (λόγιο) ~ καβεδάλε Ζάκυνθος

καβέλα α -> ανοιχτό λούκι μεταφοράς νερού | ιταλικό cavo ~ καβέα Τσακώνικα | καβέλα Τσακώνικα

καβελάρης ο -> μεγάλο μαύρο μυρμήγκι με φτερά | καβελάρης Λακωνία

καβελαριά η -> η σκεπή του σπιτιού ~ καβελαριά Κεφαλονιά

καβελαρικώνομαι -> συμπλέκομαι (λόγιο) ~ καβελαρικώνομαι Μάνη

καβελαρικώνου -> δέρνω πολύ ~ καβελαρικώνου Μάνη

καβελαρούδι το -> ξύλινη σφήνα – εξάρτημα του αλετριού (μπαίνει σε τρύπα της σπάθας) ~ καβελαρούδι Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία

καβελαρώνου -> επιβάλλομαι σε κάποιον ~ καβελαρώνου Μάνη | καβελαρώνω Ηλεία ~ καβελαρώνομαι Μάνη

καβελικώ -> γαμώ ~ καβελικώ Κύθηρα

καβελόνα η -> αντρογυναίκα ~ καβελόνα Κύθηρα

καβεντζάλε το -> ύφασμα που έβαζαν στα μαξιλάρια (για να μη λερώνονται) ~ καβαντζάλε Κέρκυρα

καβέντζο το -> στενή δαντέλα | ιταλικό cavezza ~ καβέντζο Κέρκυρα καβέτζο Κέρκυρα

καβέστρου του -> λουρί με το οποίο οι παπουτσήδες κρατούσαν το παπούτσι πάνω στο αριστερό τους γόνατο (για να το ράψουν) | βενετσιάνικο caestro ~ καβέστρου Ιωάννινα

καβέτα η -> δοχείο | καραβάνα | ιταλικό gavetta ~ καβέτα Καππαδοκία | καβέττα Κάρπαθος, Ρόδος

καβέτο το -> σπάγγος | βενετσιάνικο caveto ~ καβέτο Κύθηρα

καβέτσο το -> είδος γυναικείας κόμμωσης ~ καβέτσο Ζάκυνθος

κάβι το -> σπίρτο ~ κάβι Πόντος

καβία η -> «morso di briglia» ~ καβία Somavera 1709

κάβια η -> ποικιλία μικρού κρεμμυδιού ~ κάβια Ιωάννινα, Θεσπρωτία, Λευκάδα

καβίγα η -> «cavicchia di liuto» ~ καβίγα Somavera 1709

καβίδα η -> γάντζος ~ καβίδα Πόντος

καβιδερή η -> κοτέτσι | λατινικό cavea ~ καβιδερή Meyer 1895, Πόντος

καβίδκους -> δυνατός ~ καβίδκους Σουφλί ~ επίρρημα: καβίδκα Σουφλί

καβιδόνι το -> στρίποδο ~ καβιδόνι Ζάκυνθος

καβίζουλας -> μικρόσωμος (λόγιο) ~ καβίζουλας Ίμβρος

καβίλι το -> μεγάλο καρφί χωρίς κεφάλι ~ καβίλι Βλαστός 1931

καβίλια η -> μυτερό σίδερο για το λύσιμο των κόμπων | ιταλικό caviglia ~ καβίλια Πάργα

καβίλια η -> ξυλοκάρφι | ξυλοσφήνα | ιταλικό caviglia ~ καβία Meyer 1895 | καβίλα Κοζάνη, Πόντος | καβίλια Hesseling 1903, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Λευκάδα, Μαγνησία, Φωκίδα | καβίλλια Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κύπρος, Νίσυρος | καβίλλα Meyer 1895 |

καβίλια τα -> ρούχα που έδινε ο εργοδότης στον εργάτη (εκτός από την αμοιβή) ~ καβίλια Τσακώνικα

καβιλιοκάρφωτος -> καρφωμένος με καβίλιες (ξυλόκαρφα) ~ καβιλιοκάρφωτος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: καβιλιοκάρφωτη Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: καβιλιοκάρφωτο Δημητράκος 1938

καβιμάδα η -> κάψιμο, έγκαυμα (λόγιο) ~ καβιμάδα Λυκία

κάβιουρας ο -> είδος σκορπιού ~ κάβιουρας Χίος

καβιτέλο το -> σημαδούρα | ιταλικό gavitello ~ καβιτέλο Hesseling 1903

καβίτικος -> στέρεος (λόγιο) | δυνατός | τούρκικο kavi ~ καβίτικος Κύπρος

καβκαλάτισμαν το -> καβγάδισμα ~ καβκαλάτισμαν Κύπρος

καβκαλίτικον -> διαφιλονικούμενο (λόγιο) ~ καβκαλίτικον Κύπρος

καβλάκια τα -> τομάρια από πρόβατα που το είχαν κουρέψει πρόσφατα | τούρκικο kavlak (γυμνός, ξέσκεπος) ~ καβλάκια Ιωάννινα

κάβνταλον το -> πολύ καμμένο ξύλο ~ κάβνταλον Ρόδος

κάβοι οι -> δεσμοί φιλίας ~ κάβοι Κύπρος

καβολάργανο το -> σκοινί σε μηχάνημα πλοίου που σηκώνει την άγκυρα ~ καβολάργανο Ηπίτης 1909, Δημητράκος 1938

κάβολο το -> τα φυτό Brassica oleracea var. botrytis (κουνουπίδι) και Brassica oleracea var. capitata (λάχανο ή μάπα) ~ καβόλε Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά | κάβολο Δημητράκος 1938, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Μεσσηνία

καβόξυλο -> καραμπόξυλο, ξύλο που χτυπούν το γάλα μέσα στο δοχείο, για να βγει το βούτυρο ~ καβόξυλο Μέγαρα

κάβος ο -> ακρωτήρι | γενοβέζικο cavo ~ γκάβο Τσακώνικα | κάβο Τσακώνικα | κάβος Du Cange 1688, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Passow 1860, Legrand 1882, Meyer 1895, Hesseling 1903, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θήρα, Κάρπαθος, Μάνη, Μύκονος, Νίσυρος, Πόντος, Πάργα | κάβους Λέσβος, Μαγνησία, Σάμος | κάος Καστελλόριζο~ υποκοριστικό: καβάκι Μύκονος | καβούλι (το) Λευκάδα

κάβος ο -> κάδος | κουβάς νερού (για πότισμα) ~ κάβιος Ρόδος | κάβος Κίμωλος, Πάρος, Σίφνος

κάβος ο -> καραβόσκοινο, παλαμάρι | ιταλικό cavo ~ κάβος Somavera 1709, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κάλυμνος, Κύπρος, Μάνη, Μύκονος, Νίσυρος, Τήνος | κάβους Λέσβος ~ υποκοριστικό: καβούλι Λευκάδα | καβούλλιν Κάρπαθος

κάβος ο -> το κλαδί του αμπελιού μετά από το κλάδεμα ~ κάβος Κύθηρα

καβοσύρτης ο -> είδος κινητής τροχαλίας (για τη φόρτωση πλοίων) ~ καβοσύρτης Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος

καβούκα η -> θόλος, τρούλος ~ καβούκα Βλαστός 1931 ~ ουδέτερο: καβούκι Βλαστός 1931

καβούκι το -> καύκαλο, καυκί | τούρκικο kabuk ~ καβούκ Κουκκίδης 1960, Άρτα, Καρδίτσα, Χαλκιδική | καβούκι Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κρήτη, Λευκάδα, Μάνη, Ρόδος | καβούτς Λέσβος | καβούκιν Ρόδος | καμπούκι Κρήτη | καούκι Κρήτη ~ θηλυκό: καβούκα Δημητράκος 1938, Τήνος ~ υποκοριστικό: καβουκάκι Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988

καβούκι το -> ψηλό αντρικό καπέλο που γύρω του τύλιγαν το σαρίκι | τούρκικο kavuk ~ καβούκ Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Ιωάννινα, Λήμνος, Μαγνησία, Σκόπελος, Φωκίδα | καβούκι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Miklosich 1884, Ηπίτης 1909, Κέρκυρα, Κωνσταντινούπολη | καβούτς Λέσβος | καβούτσι Τσακώνικα ~ θηλυκό: καβούκα Κέρκυρα, Λήμνος, Σάμος | καμπούκ Λέσβος

καβουκιάζω -> μπαίνω στο καβούκι ~ καβουκιάζω Παμπούκης 1988 ~ καβουκιάζουμι Αιτωλοακαρνανία ~ μετοχή: κουβουκιασμένους Αιτωλοακαρνανία

καβούκιασμα το -> κλείσιμο στο καβούκι ~ καβούκιασμα Αιτωλοακαρνανία

καβούκου η -> γυναίκα με καμπούρα ~ καβούκου Μαγνησία

καβούκου η -> σουπιέρα | τσουκάλι | κατσαρόλα ~ καβούκου Πιερία ~ ουδέτερο: καβούκ Πιερία

καβούλα -> συμπιεστά (λόγιο) ~ καβούλα Μάνη

καβούλα α -> χεριά (όσα πιάνει το χέρι) ~ καβούα Τσακώνικα ~ καβούλα Λακωνία, Τσακώνικα

καβούλα η -> συμπιεσμένη μάζα (μαλλιού, βαμβακιού, πυλού, χιονιού) | σωρός πραγμάτων | αρμαθιά σκουληκιών περασμένα σε πετονιά (δόλωμα για χέλια) ~ καβούλα Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Μάνη, Μέγαρα, Μύκονος, Παλιά Αθήνα, Σίφνος

καβουλακάτα -> γεροδεμένη και μεγαλόσωμη ~ καβουλακάτα Κέρκυρα

καβουλεύομαι -> δέχομαι | συμφωνώ ~ καβουλεύγομαι Ικαρία | καβουλεύομαι Χίος

καβούλι το -> αποδοχή (λόγιο) | συμφωνία (λόγιο) | συνάντηση σε συμφωνημένο τόπο | τούρκικο kabul ~ καβούλ Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία, Λέσβος, Μαγνησία | καβούλ Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Λέσβος, Σαρακατσάνικα, Φθιώτιδα | καβούλι Passow 1860, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Νότια Εύβοια, Λευκάδα, Νάξος, Νότια Εύβοια, Πάρος, Σύρος, Θεσπρωτία | καμπούλ Αιτωλοακαρνανία, Πιερία | καμπούλι Κουκκίδης 1960, Κρήτη ~ θηλυκό: καβούλα Παμπούκης 1988

καβουλιάζω -> συμπιέζω (λόγιο) | ανακατεύω ~ καβουλιάζου Μάνη

καβουλιάστακα -> συμπιεστά (λόγιο) ~ καβουλιάστακα Μάνη

καβουλώνω -> λυγίζω ~ καβουλώνω Χίος

καβουνάπ το -> ποικιλία αχλαδιού (η γεύση του μοιάζει με αυτή του αχλαδιού) ~ γαβουνάπ Πόντος | γαβουνάπιν Πόντος | καβουνάπ Πόντος

καβούνι το -> πεπόνι | τούρκικο kavun ~ γαβούν Πόντος | καβούν Λέσβος, Πόντος | καβούνι Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κωνσταντινούπολη, Τσακώνικα | καβούνιν Λυκία | καούνι Κεφαλονιά, Τσακώνικα

καβουνία α -> πεπονιά ~ καβουνία Τσακώνικα | καουνία Τσακώνικα

καβουν-καφαλής -> δολιχοκέφαλος (λόγιο), πεπονοκέφαλος | τούρκικο kavun kafalı ~ καβουν-καφαλής Κουκκίδης 1960

καβουράκι το -> είδος αντρικού καπέλου ~ καβουράκ Σάμος | καβουράκι Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

κάβουρας ο -> το μαλακόστρακο Cancer carcinus, τσαγανός, πάγουρας, παγούρι | αρχαία ΚΑΒΟΥΡΟΣ, προελληνικό Beekes ~ γκάβρας Σκύρος | κάβουρα Καλαβρία, Τσακώνικα | κάβουρας Corona Preciosa 1527, Meursius 1614, Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Meyer 1895, Ηπίτης 1909, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Ανάφη, Άνδρος, Αρκαδία, Αχαΐα, Βούρμπιανη, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ημαθία, Ιθάκη, Ικαρία, Κέα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Λευκάδα, Λυκία, Μεγανήσι, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Νότια Εύβοια, Πάργα, Πάρος, Σάμος Σίφνος, Σμύρνη, Σύμη, Ρόδος, Χίος | καβουράς Lange 1708 | κάβουρο Καλαβρία | κάβουρος Meursius 1614, Du Cange 1688, Lange 1708, Meyer 1895, Αρκαδία, Κοζάνη, Λυκία, Χιμάρα | κάβρας Ηπίτης 1909, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Γρεβενά, Θράκη, Ιωάννινα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Σέρρες, Χαλκιδική | καβρός Βλάχος 1659, Lange 1708, Meyer 1895, Κρήτη, Κύθηρα | κάουρα Καλαβρία | κάουρας Thumb 1912, Ιθάκη, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κύπρος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος, Χάλκη | κάουρος Κύπρος | πάβουρας Νίσυρος ~ θηλυκό: καβουρίνα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: καούρι Απουλία | καβούζι Τσακώνικα | καβούρ Καρδίτσα, Κοζάνη | καβούρι Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Πάργα, Τσακώνικα ~ υποκοριστικό: καβουράκι Βεντότης 1790, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 | καβουρέλι Ζάκυνθος | καβράκι Κρήτη | καβρούδ Ίμβρος | καουράκι Ρόδος ~ μεγεθυντικό: καβούραρος Δημητράκος 1938

καβούρεμα το -> καβούρντισμα ~ γαβούρεμαν Πόντος | καβούρεμα Πόντος | καβούρεμαν Πόντος

καβουρευτός -> καβουρντιστός ~ γαβουρευτός Πόντος | καβουρευτός Πόντος

καβουρεύω -> καβουρντίζω ~ γαβουρεύω Πόντος | καβουρεύω Πόντος

καβουριά η -> αναποδιά ~ καβουριά Νάξος

καβούρια τα -> τα ξερά σύκα, τσαπέλες ~ καβούρια Legrand 1882, Βλαστός 1931, Χίος ~ αρσενικό: καβούριες (οι) Μαγνησία

καβουριάζουμαι -> παραξενεύω ~ καβουριάζουμαι Ζάκυνθος

καβουριάνου -> συστέλλομαι (λόγιο), μαζεύομαι ~ καβουριάνου Λυκία

καβουρμάς ο -> τηγανιτό ή βραστό χοιρινό κρέας που συντηρείται μέσα στο λίπος του (σε δοχεία) | το φαγητό που γίνεται από αυτό το κρέας | τούρκικο kavurma ~ καβουρμά Τσακώνικα | καβουρμάς Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Γρεβενά, Ηλεία, Θεσσαλονίκη, Θήρα, Ίμβρος, Κάλυμνος, Κοζάνη, Κύπρος, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Λήμνος, Λυκία, Νότια Εύβοια, Προύσα, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Φωκίδα, Χίος | καβραμάς Παμπούκης 1988, Πιερία | καβρουμάς Παμπούκης 1988, Ίμβρος, Ημαθία, Κάρπαθος, Κοζάνη, Κρήτη, Λέσβος, Νίσυρος, Ρόδος, Σάμος, Σιάτιστα | καβρμάς Καρδίτσα ~ θηλυκό: γαβουρμά Πόντος | καβουρμά Πόντος ~ ουδέτερο: καβουρμά Somavera 1709 ~ πληθυντικός: γαβουρμάδας (τα) Πόντος | καβουρμάδας (τα) Πόντος

καβουρντάω -> καβουρντίζω ~ καβουρντάω Αρκαδία

καβουρντίζω -> τσιγαρίζω, σοτάρω | ξεροτηγανίζω | ψήνω (ξηρούς καρπούς) | τούρκικο kavurmak ~ καβουρδίζω Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος | καβουρκίχου Τσακώνικα | καβουρντίζου Γρεβενά, Ίμβρος, Ιωάννινα, Λέσβος, Σαρακατσάνικα, Χαλκιδική | καβουρντίζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θήρα, Κρήτη, Ρόδος, Τσακώνικα | καβουρτίζω Παμπούκης 1988 | καρβουκίχου Τσακώνικα ~ καβουρδίζομαι ΑΠΘ 1998 | καβουρντίζομαι ΑΠΘ 1998, Ρόδος | καβουρντίζουμαι Βλαστός 1931, Ρόδος ~ μετοχή: καβουρδισμένος Legrand 1882, Βλαστός 1931 | καβουρντισμένος Ρόδος | καβουρντσμένους Ίμβρος

καβούρντισμα το -> τσιγάρισμα, σοτάρισμα | ξεροτηγάνισμα | ψήσιμο (ξηρών καρπών) ~ καβούρδισμα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία | καβούρντισμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καβουρντιστήρι το -> συσκευή καβουρντίσματος ~ καβουρδιστήρι Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Νίσυρος, Τσακώνικα | καβουρδιστήριν Νίσυρος | καβουρντιστήρι Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία | καβουρντστήρ Ίμβρος, Χαλκιδική

καβουρντιστός -> τσιγαριστός | ψητός (για ξηρούς καρπούς) ~ καβουρδιστός Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, ΑΠΘ 1998 | καβουρντιστός Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Προύσα ~ θηλυκό: καβουρδιστή Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 | καβουρντιστή Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: καβουρδιστό Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 | καβουρντιστό Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

καβουροδόντια τα -> οι δαγκάνες του καβουριού ~ καβουροδόντια Βλάχος 1659, Somavera 1709

καβουρολόγος ο -> καμάκι για τα καβούρια | καλάθι για να βάζουν τα καβούρια ~ καβουρολόγος Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Χίος | καβουρολός Αστυπάλαια | καβρολόος Πάρος

καβουρολογώ -> πιάνω καβούρια ~ καβουρολογάω Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος | καβουρολογώ Κριαράς 1995

καβουρομάνα η -> το μαλακόστρακο Maia squinado | το μεγάλο καβούρι, παγουρομάνα ~ καβουρομάνα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Μεσσηνία, Μύκονος, Πάργα, Τσακώνικα | καβουρομάννα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Δημητράκος 1938

καβουροματιάζω -> καβουροματιάζει το κλήμα την άνοιξη (δηλαδή εξογκώνονται τα μάτια) ~ καβουροματιάζω Λακωνία

καβουροσύρτης ο -> καβουρολόγος ~ καβουροσούρτης Πρωία 1933 | καβουροσύρτης Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Μύκονος

καβουροτσέπης ο -> τσιγκούνης ~ καβουροτσέπης Ακαδημία 2016

καβουρουτσέμπουρου του -> είδος τσιμπουριού ~ καβουρουτσέμπουρου Πιερία | καβρουτσέμπουρου Πιερία

καβουρόψιχα η -> το κρέας του καβουριού ~ καβουρόψιχα Ακαδημία 2016

καβουσανά η -> ή αβγοσυκιά, ποικιλία συκιάς ~ καβουσανά Heldreich 1926

καβούσι το -> λακκούβα που μέσα πέφτει το νερό βρύσης | λατινικό cavus ~ καβούσι Κρήτη

καβούσι του -> βρύση (πηγή) με καμάρα ~ καβούσι Κρήτη

καβούσια τα -> η είσοδος στο αμπάρι του πλοίου ~ καβούσια Αιτωλοακαρνανία

καβουστουρμάς ο -> αντρικό ρούχο | τούρκικο kavuşturmak ~ καβουστουρμάς Κύπρος | καϊστουρμάς Κύπρος | καουστουρμάς Κύπρος |

καβουτέλα η -> εγγύηση (λόγιο) | ασφάλεια (λόγιο) | ιταλικό: cautela ~ καβουτέλα Λευκάδα

καβούτσι το -> αδέρφι ~ καβούτσι Μάνη ~ υποκοριστικό: καβουτσάκι Μάνη

καβούτσι το -> πουτσοκέφαλο, βάλανος (λόγιο) ~ καβούτσι Μέγαρα

καβούτσι το -> το φυτό Daucus carota, καρότο, βαυτσί, δαυκί, μπαστινάκα, παστινάκα, σταφυλώνι | τούρκικο havuç ~ καβούζι Γεννάδιος 1914 | καβούτζι Legrand 1882, Γεννάδιος 1914 | καβούτσι Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960, Δημητράκος 1938 | χαβούτζι Γεννάδιος 1914 | χαβούτσι Γεννάδιος 1914, Πρωία 1933, Κουκκίδης 1960

καβουτσιάζω -> ψήνω, ξεραίνω ~ καβουτσιάζω Μέγαρα

καβούτσος ο -> αδερφός ~ καβούτσος Μάνη

καβουτσούκια τα -> πρόχειρα παπούτσια που έφτιαχναν με σόλα από καουτσούκ (από παλιό λάστιχο αυτοκινήτου) ~ καβουτσούκια Καρδίτσα, Τρίκαλα

καβράκ του -> το νυφικό πέπλο ~ καβράκ Θεσσαλονίκη

καβράκι -> εύθρυπτος | τούρκικο gevrek ~ καβράκι Καππαδοκία

καβράμ του -> μακρύ, στρογγυλό και λιπαρό κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας (που βρίσκεται κάτω από τους γοφούς) ~ καβράμ Λέσβος

καβραμάς ο -> δαγκάνα κάγκελου-ιστού | τούρκικο kavrama (πιάσιμο, λαβή) ~ καβραμάς Σέρρες

καβραντίζω -> καταλαβαίνω | πιάνω | αρπάζω | καταφέρνω | τούρκικο kavramak ~ καβραντίζου Ίμβρος, Σέρρες | καβραντίζω Κουκκίδης 1960

καβραντώ -> καβραντίζω ~ καβραντάου Θράκη | καβραντώ Σέρρες, Σουφλί

καβραύγα τα -> τα αβγά του κάβουρα ~ καβραύγα Ηπίτης 1909, Αιτωλοακαρνανία

καβρέτσκας ου -> σκορπιός ~ καβρέτσκας Πιερία

καβρομαμούνα η -> κατσαρίδα ~ καβρομαμούνα Κρήτη

καβροπίλαφο το -> πιλάφι με καβούρια ~ καβροπίλαφο Κρήτη

καβρούλια τα -> μπουσούλισμα ~ καβρούλια Κρήτη

καβρουλίζω -> μπουσουλώ | περπατώ σαν τον κάβουρα ~ καβρουλίζω Κρήτη

καβρουλιστός -> μπουσουλιστός ~ καβρουλιστός Κρήτη ~ επίρρημα: καβρουλιστά Κρήτη

καβρουμαζμένους -> μαζεμένος σαν καβούρι ~ καβρουμαζμένους Φθιώτιδα

καβρουμάς ο -> τραγανιστό κουλούρι | τούρκικο kavurma ~ καβρουμάς Κουκκίδης 1960, Κρήτη

καβρουνύχιασμα του -> νύχιασμα (γρατζούνισμα) δυνατό, σαν του κάβουρα το δάγκωμα ~ καβρουνύχιασμα Αιτωλοακαρνανία

καβρουνχιάζου -> νυχιάζω (γρατζουνάω) δυνατά, σαν τον κάβουρα ~ καβρουνχιάζου Αιτωλοακαρνανία

καβρουπόδαρα τα -> τα πόδια του κάβουρα ~ καβρουπόδαρα Ηπίτης 1909, Αιτωλοακαρνανία

κάβταλο -> καμμένο | καρβουνιασμένο ~ κάβταλο Ρόδος

κάβω -> καίω, καίγω ~ κάβγκω Κάρπαθος, Χίος | κάβγου Λέσβος | κάβγω Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κρήτη, Νάξος, Χίος | κάβκω Κύπρος | κάβω Ηπίτης 1909, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κύθηρα, Μύκονος, Πάρος, Σύρος | κάζω Πόντος | κάφτω Βλαστός 1931 κάβγομαι Πάρος | κάβγουμαι Πάρος | κάβομαι Κύθηρα, Σύρος

καγανάζω -> θερίζω ~ καγανάζω Πόντος

καγανέα η -> δρεπανιά | χτύπημα με το καγάνιν (δρεπάνι) | όση ποσότητα κόβει κάθε φορά το καγάνιν Πόντος ~ καανέα Πόντος | καγανέα Πόντος

καγανές -> θερισμένο ~ καγανές Πόντος

καγανεύω -> θερίζω ~ καανεύω Πόντος | καγανεύω Πόντος

καγανίζω -> θερίζω ~ καανίζω Πόντος | καγανίζω Πόντος

καγάνιν το -> δρεπάνι ~ καάν Πόντος | καγάν Πόντος | καγάνιν Πόντος

καγάνισμαν το -> θέρισμα ~ καγανίαμαν Πόντος | καγανίαγμαν Πόντος | καγανίασμαν Πόντος | καγάνισμαν Πόντος

καγαρέλα η -> διάρροια (λόγιο), κόψιμο, τσίρλα, τσιρλιό ~ ιταλικό cacarella ~ καγαρέλα Ζάκυνθος

καγαρέλας -> τσιρλιάρης ~ καγαρέλας Κύθηρα

καγάρω -> χέζω | βενετσιάνικο cagàre ~ καγάρω Ζάκυνθος

καγερίζω -> καθαρίζω | ξεφλουδίζω | εξοντώνω (λόγιο) ~ καγερίζω Καππαδοκία

κάγια -> τεμπέλα ~ κάγια Χίος

καγιά η -> βράχος | τούρκικο kaya ~ καγιά Κύθνος

καγιά η -> σκοινί που χρησιμοποιούν για χαλινάρι, όταν μαθαίνουν το άλογο να ιππεύεται | τούρκικο kayış ~ καγιά Λήμνος

κάγια η -> αραχνιά (ιστός της αράχνης) ~ κάγια Νίσυρος

κάγια η -> γυναικείο κοντό μάλλινο πανωφόρι ~ κάγια Κάρπαθος, Νίσυρος, Πόντος, Ρόδος

κάγια η -> κάψιμο, έγκαυμα (λόγιο) κάγια Καλαβρία

κάγια η -> λειρί ~ κάγια Καππαδοκία

κάγια η -> πέτρα | πετρώδες έδαφος ~ κάγια Κως, Λέσβος

καγιαγάνι το -> μη γόνιμο χωράφι ~ καγιαγάνι Κρήτη

καγιάγια η -> γίδα που τα κέρατά της πάνε προς τα κάτω ~ καγιάγια Ρόδος

καγιάδα η -> κοτρώνα ~ καγιάδα Λέσβος ~ αρσενικό: κάγιαδους Λέσβος

καγιάδι το -> σκόπελος (λόγιο) ~ καγιάδι Πόντος | καγιάδιν Πόντος

καγιάζζω -> αραχνιάζω | καγιάζζω Νίσυρος ~ μετοχή: καγιασμένος Νίσυρος

καγιάζω -> κορακιάζω, διψώ πολύ | ξεραίνομαι | καγιάζω Κύπρος ~ μετοχή: καγιασμένος Κύπρος

καγιακά -> κάτω ~ καγιακά Αρκαδία

καγιάμπεης ο -> υπηρέτης (λόγιο) | επιστάτης (λόγιο) | τούρκικο kahyabey ~ καγιάμπεης Κύπρος

καγιάνα η -> στοίβα με ξύλα ~ καγιάνα Πόντος

καγιανάζω -> στοιβάζω ξύλα ~ καγιανάζω Πόντος

καγιανάς ο -> στραπατσάδα, αυγά ομελέτα με ντομάτα (ή και με παστό χοιρινό) | τούρκικο kaygana καγιανά Τσακώνικα | καγιανάς Παμπούκης 1988, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία | καενάς Αρκαδία

καγιανή η -> λαχανόπιτα με χυλό αντί για φύλλο ~ καγιανή Λευκάδα

καγιάνι το -> καγιαγάνι ~ καγιάνι Κρήτη

καγιάρι -> βραχώδες (λόγιο) | τούρκικο kayalı ~ καγιάρι Μάνη

καγιάρι -> καθαρός ~ καγιάρι Ηλεία

καγιάρι το -> στο καγιάρι γίνονται όλες οι δουλειές που θέλει το πετάλωμα (ψαλίδισμα και καθάρισμα οπλών), αλλά ο πεταλωτής ξαναβάζει τα παλιά πέταλα | τούρκικο kayar ~ καγιάρι Ηπίτης 1909, Αχαΐα, Κρήτη, Μέγαρα | καγιάριν Κύπρος, Λυκία

καγιαρίζου -> γκαβίζω | στραβίζω (λόγιο) ~ καγιαρίζου Λέσβος | καγιουλίζου Λέσβος | καγιρίζου Λέσβος

καγιαρός -> γκαβός, αλλήθωρος (λόγιο) | στραβός ~ καγιαρός Θάσος, Λέσβος, Λήμνος | καγιρός Λέσβος

καγιαρώνου -> πετρώνω ~ καγιαρώνου Μάνη

κάγιας -> οξύθυμος (λόγιο) ~ κάγιας Μαγνησία ~ κάιας Μαγνησία

καγιάς ο -> βράχος | πέτρα | χαλίκι | σκόπελος (λόγιο) | άγονο χωράφι | τούρκικο kaya ~ καγιάς Βλαστός 1931, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κύπρος, Κως, Λυκία, Νίσυρος, Σέρρες ~ θηλυκό: γαγιά Πόντος | καγιά Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Πόντος, Ρόδος | καγιάδα Παμπούκης 1988 ~ πληθυντικός: καγιάδοι Λυκία

καγιασάτσα τα -> πετραδάκια ~ καγιαδάτσα Καστελλόριζο

καγιντίζω -> γλιστρώ | τούρκικο kaymak ~ καγιντίζω Κουκκίδης 1960 | καγντίζου Ίμβρος | καγντίζω Προύσα | καϊντίζω Κουκκίδης 1960 ~ μετοχή: καγντσμένους Ίμβρος

καγιόλους -> καγιαρός ~ καγιόλους Λέσβος

κάγιος ο -> καλικάντζαρος ~ κάγιος Κάρπαθος

καγιουράδιν το -> γυναικείο φτιασίδι ~ καγιουράδιν Πόντος

καγιούρι -> τρόπος δεσίματος της γυναικείας μαντίλας (τριγωνικός κεφαλόδεσμος) ~ καγιούρι Αρκαδία, Ηλεία, Κέρκυρα

καγιρντίζου -> νοιάζομαι | ευνοώ (λόγιο) | τούρκικο kayırmak ~ καγιρντίζου Ίμβρος

καγιρουμάτς -> καγιαρός ~ καγιρουμάτς Λέσβος

καγίτι το -> εγγραφή (λόγιο) | καταχώρηση (λόγιο) | τούρκικο kayıt ~ καγίτ Κουκκίδης 1960, Θράκη | καγίτι Κουκκίδης 1960

καγιώνου -> μαθαίνω το άλογο να ιππεύεται ~ καγιώνου Λήμνος

κάγκα η -> το ακροπλώριο τμήμα του ποδόσταμου της τράτας, που εξέχει ~ κάγκα Νίσυρος

καγκάβα η -> μικρό πλοίο εφοδιασμένο με ειδικό δίχτυ για ψάρεμα σφουγγαριών ~ καγκάβα Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Σύμη

καγκαβιάζω -> παθαίνω αγκύλωση στα δάχτυλα των χεριών (από υπερκόπωση) ~ καγκαβιάζω Χίος ~ μετοχή: καγκαβιασμένος Χίος

καγκάγι -> σάπιο ξύλο ~ καγκάγι Λευκάδα

καγκάγια η -> ξερακιανή, άσχημη και κακότροπη γυναίκα ~ καγκάγια Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Λυκία

καγκαένα -> κανένα ~ καγκαένα Γρεβενά, Κοζάνη | καγκανένα Χαλκιδική

καγκαένας -> κανένας ~ καγκαένας Γρεβενά, Κοζάνη, Σιάτιστα | καγκάνας Κοζάνη | καγκανένας Thumb 1912, Ιωάννινα, Μαγνησία, Σαμοθράκη, Σουφλί, Χαλκιδική

καγκαθιάζου -> καγκαθιάζει (ξεραίνεται) το αίμα στην πληγή ~ καγκαθιάζου Αιτωλοακαρνανία

κάγκαθου του -> το ξεραμένο αίμα σε πληγή ~ κάγκαθου Αιτωλοακαρνανία

καγκαλά η -> τρικλοποδιά ~ καγκαλά Κως

καγκάλα η -> κουβάρι | σπείρα (λόγιο) | τούρκικο kangal ~ καγκάλα Μάνη ~ ουδέτερο: καγκάλλιν Κύπρος | καγκαλλούιν Κύπρος

καγκαλάς ο -> γκλίτσα ~ καγκαλάς Κως

καγκαλαώννω -> διακλαδίζω (λόγιο) ~ καγκαλαώννω Κάλυμνος

καγκάλεμαν το -> γαργαλητό ~ καγκάλεμαν Λυκία

καγκαλεύγου -> γαργαλώ ~ καγκαλεύγου Λυκία

καγκαλίδα η -> κούκλα νήματος ~ καγκαλίδα Αρκαδία, Ηλεία

καγκαλιδέρ -> κατσαρό ~ καγκαλιδέρ Πόντος

καγκαλλής -> κοντόχοντρος ~ καγκαλλής Κύπρος

κάγκαλο το -> χρηματική αμοιβή ~ κάγκαλο Ιωάννινα

καγκαμίαν -> καμιά ~ καγκαμίαν Πόντος | καγκαμνιά Γρεβενά, Κοζάνη, Χαλκιδική

καγκαμιάφρας -> ποτέ ~ καγκαμιάφρα Σουφλί | καγκαμιάφρας Κοζάνη

καγκαμνιάλλας -> καμιά φορά ~ καγκαμνιάλλας Κοζάνη

καγκαμπώς -> με κανένα τρόπο ~ καγκαμπώς Κοζάνη

καγκάνα η -> καγκάλα ~ καγκάνα Μάνη

κάγκανα τα -> μισοκαμένα ξύλα ~ κάγκανα Βλαστός 1931, Κάρυστος

κάγκανας -> καγκανιάρης ~ κάγκανας Κύθηρα | καγκάνης Μάνη

καγκανείς -> κανείς ~ καγκανείς Θράκη, Πόντος | κάγκανεις Προύσα

καγκανιάζω -> αδυνατίζω από αρρώστια | ξεραίνω | ξεροψήνω ~ καγκανιάζου Μάνη | καγκανιάζω Δημητράκος 1938, Κέρκυρα, Κύθηρα ~ καγκανιάζομαι Μάνη ~ μετοχή: καγκανιασμένος Μάνη

καγκανιάρης -> καχεκτικός (λόγιο) | κοκαλιάρης ~ καγκανιάρης Δημητράκος 1938, Μάνη ~ θηλυκό: καγκανιάρα Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: καγκανιάρικο Δημητράκος 1938 ~

καγκανίζω -> αποξηραίνομαι (λόγιο) | αρχαίο ΚΑΓΚΑΝΟΣ (: ξερός) προελληνικό – μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ καγκανίζω Βάλληνδας 1887, Τήνος

καγκανίλος -> καγκανιάρης ~ καγκανίλος Μάνη

κάγκανον το -> η κάτω γνάθος του χοίρου, δίχως το κρέας ~ κάγκανον Βάλληνδας 1887

κάγκανος -> ξερός | ξεροψημένος ~ κάγκανος Κέρκυρα

καγκαντίπουτας -> τίποτα απολύτως ~ καγκαντίπουτας Κοζάνη

καγκαράζω -> καμπυλώνομαι (λόγιο) ~ καγκαράζω Πόντος

καγκαρέλι το -> είδος μικρού βάτραχου ~ καγκαρέλι Κεφαλονιά

καγκαρεύω -> σκαρφαλώνω ~ καγκαρεύω Πόντος

καγκάρι το -> είδος φυτού (από τις ρίζες βγαίνει μαστίχα και από τους καρπούς του ρόφημα σαν τον καφέ) ~ καγκάρι Καππαδοκία

κάγκαρο το -> καρκίνωμα (λόγιο) | βενετσιάνικο càncaro ~ κάγκαρο Meyer 1895, Βλαστός 1931 αρσενικό: κάγκαρος

κάγκαρο το -> μεντεσές | ιταλικό ganghero ~ κάγκαβο Χίος | κάγκαρο Meyer 1895 | κάγκαρον Κύπρος

καγκαρόγαρος ο -> χοντρός γάιδαρος ~ καγκαρόγαρος Κύπρος

κάγκαρος -> μεγαλόσωμος (λόγιο) ~ κάγκαρος Κύπρος

κάγκαρος ο -> η αρσενική πέρδικα ~ κάγκαρος Ρόδος | κάκαβρος Ικαρία

καγκάσιν -> κατάξερο ~ καγκάσιν Πόντος | καγκάτσιν Πόντος

καγκελάζω -> έχω πολλές ελικοειδείς στροφές ~ καγκελάζω Πόντος

καγκελάρης ο -> αρχιλογιστής (λόγιο) | συμβολαιογράφος (λόγιο) | που σέρνει το χορό στα καγκέλια βενετσιάνικο cançelièr καγκελλάρης Δημητράκος 1938 | καγκιλάρς Ιωάννινα

καγκελαρία η -> γραμματεία (λόγιο) | διοικητήριο (λόγιο) | συμβολαιογραφείο (λόγιο) | βενετσιάνικο cançelarìa ~ καγκελαρία Βεντότης 1790, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λευκάδα | καγκελλαρία Πρωία 1933, Δημητράκος 1938 κανκιλαρία | καντζελαρία | καντζιλαρία | καντσιλαρία

καγκελαχτός -> ελικοειδής ~ καγκελαχτός Πόντος

καγκέλι το -> οι κορδέλες (ζικ-ζακ) του δρόμου στην πλαγιά του βουνού | οι στροφές του χορού | τα σχέδια ή δαντέλες στα κεντήματα ~ καγκέλ Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Πόντος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος, Φωκίδα, Χαλκιδική καγκέλιν Πόντος | κάγκελον Πόντος ~ πληθυντικός: κάγκελα Σμύρνη | καγκέλια Βλαστός 1931, Άρτα, Βελβεντό, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Κοζάνη, Πόντος, Σιάτιστα, Χαλκιδική | καγκιόλ Μαγνησία | κάγκλες Κως | καγκιόλια Μαγνησία | καγκόλια Βλαστός 1931

καγκέλι το -> σταλακτίτης (λόγιο) ~ καγκέλι Πωγώνι

καγκελιά η -> σιδεριά ~ καγκελιά Κύπρος

καγκέλιασμα το -> λοξοδρόμηση (λόγιο) ~ καγκέλιασμα Αιτωλοακαρνανία

καγκελίζω -> συσπειρώνομαι (λόγιο) | κουλουριάζομαι | λοξοδρομώ (λόγιο) ~ καγκελίζω Πόντος | καγκιλιάζου Αιτωλοακαρνανία

καγκελίτζα η -> ελικοειδές σχέδιο ~ καγκελίτζα Πόντος

καγκέλο το -> συμβολαιογραφείο (λόγιο) ~ καγκέλο Λευκάδα

κάγκελο το -> κιγκλίδωμα (λόγιο) | λατινικά cancellum & ιταλικό cancello ~ καγκέλο Πρωία 1933, Κριαράς 1995, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Μάνη | κάγκελον Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835 | Περίδης 1854 | καγκέλλιν Κύπρος | κάγκελλο Lange 1708, Δημητράκος 1938 | κάγκελλον Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Meyer 1895, Κάρπαθος, Κύπρος | κάγκιλου Βελβεντό, Καστοριά, Ίμβρος | κάνγκεντο Καλαβρία | καντζέλλιν Κύπρος ~ αρσενικό: κάγκελος Du Cange 1688 | υποκοριστικό: καγκελάκι ΑΠΘ 1998 ~ μεγεθυντικό: καγκελάρα Legrand 1882 ~ υποκοριστικό: κανγκέντι Καλαβρία | κανγκεντούκι Καλαβρία ~ πληθυντικός: κάγγελα Meursius 1614, Βλάχος 1659, Καππαδοκία | κάγκελα Βλαστός 1931 | κάγκελλα Germano 1622, Portius 1635, Du Cange 1688, Somavera 1709, Legrand 1889 | κάγκιλα Καππαδοκία

καγκελόπορτα η -> καγκελωτή πόρτα κήπου ~ καγκελόπορτα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | καγκελλόπορτα Δημητράκος 1938

καγκελοφρύδης ο -> που έχει λεπτά και καμαρωτά φρύδια | καμαροφρύδης ~ καγκελοφρύδης Passow 1860, Βλαστός 1931, Πρωία 1933 | καγκελλοφρύδης Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: καγκελλοφρύδα Ηπίτης 1909, Δημητράκος 1938 | καγκιλουφρύδα Μαγνησία, Σαρακατσάνικα | καγκιλουφρυδάτ Ιωάννινα | καγκιλουφρύδου Μαγνησία

καγκέλωμα το -> τοποθέτηση κάγκελων ~ καγκέλωμα Βεντότης 1790 | καγκέλλωμα Somavera 1709

καγκελώνω -> βάζω κάγκελα | κυκλώνω ~ καγγελώνω Βλάχος 1659 ~ καγκελλόνω Ηπίτης 1909 | καγκελλώνω Portius 1635, Lange 1708, Somavera 1709, Δημητράκος 1938, Κύπρος | καγκελώνου Αιτωλοακαρνανία | καγκελώνω Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995 ~ καγκελλώνομαι Somavera 1709 ~ μετοχή: καγκελωμένος Βεντότης 1790, Δημητράκος 1938 | καγκελλωμένος Somavera 1709

καγκελωτός -> ελικοειδής (λόγιο) ~ καγκελωτός Πόντος

καγκελωτός -> κιγκλιδωτός (λόγιο) ~ καγκελωτός Du Cange 1688, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Μάνη | καγκελλωτός Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Δημητράκος 1938, Κύπρος | καγκιλουτός Κοζάνη ~ θηλυκό: καγκελωτή Meursius 1614, Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | καγκελλωτή Legrand 1882, Δημητράκος 1938 | καγκιλουτή Κοζάνη ~ ουδέτερο: καγκελωτό Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | καγκελλωτό Legrand 1882, Δημητράκος 1938 | καγκιλουτό Κοζάνη ~ επίρρημα: καγκελωτά ΑΠΘ 1998 | καγκελλωτά Κύπρος

καγκιά η -> φτωχικό σπίτι ~ καγκιά Κάλυμνος ~ ουδέτερο: καγκί Κάλυμνος

καγκιάριν -> πολύ αδύνατο (για ζώο) ~ καγκιάρ Πόντος | καγκιάριν Πόντος

κάγκιλας ι -> ξύλινη πόρτα σε μαντρί ~ κάγκιλας Ίμβρος

καγκιλνώ -> γυρίζω , στρέφω (λόγιο) ~ καγκιλνώ Καστοριά

καγκιοζυμώννουμαι -> ζαχαροζυμώνομαι ~ καγκιοζυμώννουμαι Κύπρος ~ μετοχή καγκιοζυμωμένος Κύπρος

καγκιοζύμωτος -> ζαχαροζύμωτος ~ καγκιοζύμωτος Κύπρος

κάγκιος το -> ζαχαρωτό ~ κάγκιον Κύπρος | κάγκιος Κύπρος ~ αρσενικό: κάγκιονας Κύπρος

κάγκιουμα το -> βράδιασμα ~ κάγκιουμα Τσακώνικα

καγκιούντα -> βραδιάζει ~ καγκιούκουντα Τσακώνικα | καγκιούντα Τσακώνικα

κάγκιωμαν το -> ζαχάρωμα ~ κάγκιωμαν Κύπρος

καγκιώννω -> ζαχαρώνω ~ καγκιώννω Κύπρος ~ καγκιωμένος Κύπρος

κάγκλα η -> ζικ-ζακ | πιέτα ~ κάγκλα Κύθνος, Λέσβος, Μάνη, Μύκονος

καγκλάζου -> κάνω ζικ-ζακ ~ καγκλάζου Μάνη

καγκούλλιν το -> μικρό χερόβολο (δέσμη από στάχυα) ~ καγκούλλιν Κάρπαθος

καγκουρώνω -> καμπυλώνω (λόγιο) ~ καγκουρώνω Πόντος

καγκουρωτός -> καμπύλος (λόγιο) ~ καγκουραχτός Πόντος | καγκουρωτός Πόντος

καγκρένον -> μυρωδάτο ~ καγκρένον Κύπρος

καγκρένον -> μυρωμένο ~ καγκρένον Κύπρος

καγκρίζω -> αποξηραίνομαι (λόγιο) ~ καγκρίζω Κύπρος ~ μετοχή: καγκριμένος Κύπρος

καγκρίν το -> μυροδοχείο ~ καγκρίν Κύπρος

καγκρντίζου -> στραγγαλίζω (λόγιο) ~ καγκρντίζου Σουφλί

καγκρόχορτον το -> το φυτό Cuscuta major, λύκος του αμπελιού, νεραϊδόνημα, υφανίστρα, σαποκώλιασμα, σφακελισμός ~ καγκουρόχορτον Κύπρος | καγκρόχορτον Κύπρος

κάγκρωμαν το -> αποξήρανση (λόγιο) ~ κάγκρωμαν Κύπρος

καγνέλο το -> νιπτήρας (λόγιο) ~ καγνέλο Κεφαλονιά

καγνίν το -> βοϊδάμαξα | τούρκικο kağnı ~ καγνίν Λυκία

καγνιόρος ο -> μύωπας (λόγιο) ~ καγνιόρος Βλάχος 1659, Du Cange 1688

κάγριν -> βάσανο | στεναχώρια | τούρκικο kahır & kahr ~ κάγκριν Κύπρος κάγριν Κύπρος | κάχριν Κύπρος

καδαλέτο το -> φέρετρο (λόγιο), κάσα, κιβούρι | νεκροκρέβατο | ιταλικό cataletto ~ καδαλέτο Somavera 1709, Meyer 1895 | καδελέτο Lange 1708, Somavera 1709, Meyer 1895, Ζάκυνθος, Κρήτη | καδελέτον Βλάχος 1659, Legrand 1882 | καθεγλέτο Κρήτη | καθελέτο Κρήτη | καντελέτο Κρήτη | καντιλέτο Meyer 1895, Θήρα

καδανατσώνω -> συναρμόζω (λόγιο) ~ καδανατσώνω Κρήτη

καδάς ο -> που φτιάχνει καδιά ~ καδάς Βλαστός 1931, Φθιώτιδα ~ πληθυντικός: καδάδις Σαρακατσάνικα

καδένα η -> μικρή αλυσίδα-κόσμημα για το χέρι ή το λαιμό | αλυσίδα | βενετσιάνικο cadéna ~ καγίνα Κύπρος | καδένα Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Hesseling 1903, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύπρος, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μάνη, Πιερία, Προύσα, Σουφλί, Τσακώνικα, Φωκίδα, Χαλκιδική καδήνα Δημητράκος 1938 | καδίνα Ηπίτης 1909, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Λευκάδα, Πιερία, Πόντος ~ υποκοριστικό: καδενίτσα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | καδενούλα

καδενατσάκι το -> η θηλυκή υποδοχή του καδενάτσου ~ καδενατσάκι Κύθηρα

καδενάτσος ο -> σιδερένιος σύρτης πόρτας ή παράθυρου | βενετσιάνικο cadenàço ~ καδενάτσος Δημητράκος 1938, Κύθηρα | καδινάτσος Βλάχος 1659, Ζάκυνθος, Ιθάκη, Κέρκυρα ~ ουδέτερο: καδενάτσο Λευκάδα | καδινάτσο Λευκάδα

καδενόρολοα τα -> τα παλιά ρολόγια τσέπης μαζί με τις καδένες τους ~ καδενόρολοα Κάρπαθος

καδενωμένος -> αλυσοδεμένος ~ καδενωμένος Βλάχος 1659, Lange 1708, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: καδενωμένη Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: καδενωμένο Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995

καδενώνω -> αλυσοδένω ~ καδενώνω Κριαράς 1995

καδενώνω -> παγώνω ~ καδενώνω Κύθηρα

καδερνιάρης ο -> λογαριαστής ~ καδερνιάρης Somavera 1709

καδέρνο το -> δεσμίδα 24 φύλλων χαρτιού | βενετσιάνικο cuadèrno (τετράδιο) | καδέρνο Somavera 1709, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ζάκυνθος | καδέρνον Legrand 1882, Meyer 1895

κάδη η -> ξύλινο δοχείο | αρχαίο ΚΑΔΟΣ, προελληνικό ή σημιτικό Beekes 2010 ~ καδ Αιτωλοακαρνανία, Βελβεντό, Γρεβενά, Καρδίτσα, Μαγνησία, Πιερία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φθιώτιδα, Φωκίδα | κάδα Καστοριά | κάδη Du Cange 1688, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Τσακώνικα | καδή Μέγαρα | κάδι Passow 1860, Thumb 1912 | κάιδη Τσακώνικα ~ ουδέτερο: αγκάδι Τσακώνικα | αγκάιδι Τσακώνικα | καδί Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Βελβεντό, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Ήπειρος, Κοζάνη, Λακωνία, Μαγνησία, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Χαλκιδική | κάδι Τσακώνικα | καδίν Πόντος ~ αρσενικό: κάδε Τσακώνικα | κάδιος Βούρμπιανη | κάδος Κεφαλονιά, Μέγαρα | κάδους Λήμνος, Σέρρες, Σκόπελος ~ υποκοριστικό: καδούλι το Αχαΐα, Ηλεία, Λευκάδα | καδούλα η Αιτωλοακαρνανία | καδουπούλα η Ιωάννινα | καδόπλου του Πιερία

καδής ο -> μουσουλμάνος ιεροδίκης (λόγιο) | τούρκικο kadι ~ καής Κάλυμνος | καδής Meursius 1614, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Passow 1860, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κυδωνία, Κύπρος, Λυκία, Μεσσηνία, Νίσυρος, Πάρος, Ρόδος, Σκύρος | κάδος Κύπρος | καντής Passow 1860, Κουκκίδης 1960, Κρήτη | κατής Πρωία Somavera 1709, 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Θεσσαλία, Θεσπρωτία, Θήρα, Θράκη, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Λακωνία, Λάρισα, Λήμνος, Μακεδονία, Νίσυρος, Πόντος, Σινώπη, Φθιώτιδα

καδήσιος -> της κάδης ~ καδήσιος Δημητράκος 1938 ~ θηλυκό: καδήσια Δημητράκος 1938 ~ ουδέτερο: καδήσιο Δημητράκος 1938

καδία α -> όσο χωράει η κάδη ~ αγκαδία Τσακώνικα | καδία Τσακώνικα

κάδιες οι -> παιδικό παιχνίδι | «παίζομαι τις κάδιες με τις καδιοπούλες» ~ κάδιες Πάρος

καδιλίκι το -> η δικαστική περιφέρεια του καδή | τούρκικο kadılık ~ καδηλήκι Βεντότης 1790, Πρωία 1933 | καδιλίκι Somavera 1709, Passow 1860, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988 | καντιλίκι Passow 1860 | κατιλίκι Somavera 1709,

καδίνα η -> πήλινη σουπιέρα ~ καδίνα Μεσσηνία

καδινέλα η -> μακρύ και ψιλό ξύλινο δοκάρι | βενετσιάνικο cantinèla ~ καδινέλα Ζάκυνθος, Ιθάκη, Κέρκυρα, Λευκάδα

καδινελιά η -> χτύπημα με την καδινέλα ~ καδινελιά Ζάκυνθος

καδινέτα η -> καδένα | καταλανικά cadeneta | καδινέτα Ζάκυνθος

καδινώνω -> σφίγγω ~ καδινώνω Κέρκυρα

κάδιο το -> ζάχαρη | βενετσιάνικο candìo ~ κάδιο Κρήτη

καδιοπούλες οι -> βλ. κάδιες ~ καδιοπούλες Πάρος

κάδιος -> ζαχαρωμένος ~ κάδιος Θήρα

καδιώνω -> ζαχαριάζω ~ καδιώνω Θήρα

καδόξυλε το -> το ξύλο που χτυπούν το γάλα μέσα στην κάδη για να πάρουν το βούτυρο ~ καδόξυλε Τσακώνικα

καδοπάτηρο το -> η πατητήρα και η κάδη μαζί ~ καδοπάτηρο Λευκάδα

κάδος ο -> μέτρο χωρητικότητας ~ κάδος Σκαρλάτος 1835, Λευκάδα | κάδους Ηπίτης 1909, Αιτωλοακαρνανία, Χαλκιδική

καδόστας η -> το μέρος που βάζουν την κάδη ~ καδόστας Αιτωλοακαρνανία

καδράρισμα το -> η τοποθέτηση του πίνακα, της φωτογραφίας ή της εικόνας σε κάδρο ~ καδράρισμα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καδράρω -> αρέσω ~ καδράρω Ζάκυνθος

καδράρω -> βάζω τον πίνακα, τη φωτογραφία ή την εικόνα σε κάδρο | ιταλικά quadrare & βενετσιάνικο cuadrixàr ~ καδράρω ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κέρκυρα, Κύθηρα

καδρέτο το -> τούβλο | χοντρό σκάγι | βενετσιάνικο cuadràto ~ καδρέτο Somavera 1709, Κρήτη

καδριλωτό -> νταμάτο πανί, με καρεδάκια ~ καδριλωτό Βλαστός 1931

κάδρο το -> κορνίζα | ιταλικό quadro & βενετσιάνικο cuàdro ~ κάδρο Legrand 1882, Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Κέρκυρα, Χαλκιδική | κάδρου Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Πιερία, Σουφλί | κάντρο Meyer 1895, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κύθηρα | κάντρου Καππαδοκία ~ υποκοριστικό: καδράκι ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καδρόνι το -> ξύλινο τετράγωνο δοκάρι | ιταλικό quadrone ~ καδρόν Πιερία | καδρόνι Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Θήρα, Κέρκυρα, Λευκάδα, Μάνη | καντρόνι Κριαράς 1995, Κύθηρα, Μάνη ~ υποκοριστικό: καδρονάκι

καδρονιάζω -> βάζω καδρόνια στο πάτωμα ή στη σκεπή ~ καδρονιάζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, ΑΠΘ 1998 ~ καδρονιάζομαι ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: καδρονιασμένος

καδρόνιασμα το -> η τοποθέτηση καδρονιών στο πάτωμα ή στη σκεπή ~ καδρόνιασμα Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | καντρόνιασμα Κριαράς 1995

καδρουθήκ η -> κορνίζα ~ καδρουθήκ Σέρρες

καεμεκλής -> καερετλής ~ καεμεκλής Κρήτη

κάερε -> κάτω ~ κάερε Ικαρία

καερετάρος ο -> εθελοντής (λόγιο) ~ καερετάρος Κρήτη

καερέτι το -> κουράγιο | προσπάθεια (λόγιο) | τούρκικο gayret ~ καεράτι Θήρα | καεράτθι Νίσυρος | καεράτθιν Νίσυρος | καεράττιν Κάρπαθος, Κως | καερέτι Κρήτη | καερέττιν Κως | καϊράτι Νίσυρος | καϊράττιν Κάρπαθος, Κως | καϊρέτι Κρήτη | καρεάτθιν Νίσυρος

καερετικός -> ενθαρρυντικός (λόγιο) ~ καερετικός Κρήτη

καερετλής -> θαρραλέος (λόγιο) | τούρκικο gayretli (ένθερμος) ~ καερεκλής Κρήτη | καερετιλής Κρήτη | καερετλής Κρήτη

καερίνι το -> το πουλί Serinus canaria, κανάρι, καναρίνι | βενετσιάνικο canarìn ~ καερίνι Ζάκυνθος ~ θηλυκό: καερίνα Ζάκυνθος

καεύω -> καγιντίζω ~ καεύω Κουκκίδης 1960

καζ το -> το φυτό Genista acanthoclada, αχινοπόδα, αχινόποδας, αχινοπόδι, αφάνα, θύμος, κατσαφάνα, μαυραφάνα, ξυάγκαθο, ξυλαφάνα, σφινοπόδι, στριγκλαφάνα, σχινοπόδι, φρύγανο, χηνοπόι ~ καζ Πόντος ~ πληθυντικός: κάζα Πόντος

κάζα η -> είδος άγριας χήνας | τούρκικο kaz ~ κάζα Σάμος, Σουφλί ~ ουδέτερο: καζί Σουφλί

κάζα η -> μία από τις πλευρές του «βασιλιά» (κότσι)

  -> που παίζανε τα παιδιά ~ κάζα Κοζάνη, Σιάτιστα

κάζα η -> σπίτι | ιταλικό casa & βενετσιάνικο caxa ~ κάζα Κέρκυρα, Λευκάδα

κάζα τα -> παράπονα ~ κάζα Κύθηρα

καζαβερόν -> μέρος με πολλά καζάβια ~ καζαβερόν Κύπρος

καζαβί το -> ζεμπίλι ~ καζαβί Δημητράκος 1938

καζάβι το -> το φυτό Erianthus ravennae, καλαμίθι, μαχαιρίδα, ξιφάρα ~ καζάβι Γεννάδιος 1914| καζάβιν Κύπρος | κάζαβον Κύπρος | καζάιν Κύπρος

καζαβός -> κακός και ζαβός ~ καζαβός Άνδρος

καζαβωτόν -> καζαβερόν ~ καζαβωτόν Κύπρος

καζαγκλαντώ -> χάνω τα υγρά μου ~ καζαγκλαντώ Σέρρες

καζάδα η -> συγκρότημα κατοικιών και βοηθητικών χώρων ~ καζάδα Μήλος, Πάρος

καζαδόρος ο -> κατεργάρης ~ καζαδόρος Κέρκυρα

καζάζης ο -> μεταξάς, μεταξουργός (λόγιο) | τούρκικο kazaz ~ καζάζης Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κρήτη, Κύπρος | καζάζς Αιτωλοακαρνανία, Σάμος

καζαζοσύνη η -> η παρασκευή του μεταξιού ~ καζαζοσύνη Legrand 1882

καζάκα η -> είδος γυναικείου πανωφοριού | ιταλικό casacca ~ καζάκα Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Γρεβενά, Ζάκυνθος, Θήρα, Ίμβρος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Πάρος, Σάμος, Σιάτιστα, Τσακώνικα, Φωκίδα | καζάκκα Κύπρος | κάζακκα Κύπρος ~ αρσενικό: κάζακκας Κύπρος | καζακκάς Κύπρος ~ υποκοριστικό: καζακούλα

καζάκα η -> ξύλινη λεκάνη | ξύλινο φορείο για μεταφορά υλικών οικοδομής ~ καζάκα Πιερία, Φωκίδα | καζιάκα Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα, Καστοριά, Μαγνησία, Σαρακατσάνικα

καζακί το -> χωριάτικο γιλέκο ~ καζακί Δημητράκος 1938, Άνδρος

καζαλάδα η -> μυρουδιά ξεραμένων φύλλων καπνού ~ καζαλάδα Κύπρος | καζελάδα Κύπρος

καζάλε το -> χωριουδάκι, συνοικισμός (λόγιο) | ιταλικό casale ~ καζάλε Ζάκυνθος

καζάλια τα -> αποξηραμένα φύλλα και κλωνάρια που χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή ~ καζάλια Κύπρος, Σέρρες

καζαλίνα η -> καλής ποιότητας κορινθιακή σταφίδα | φτηνή φορεσιά που έβαζαν για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού | βενετσιάνικο caxalìn ~ καζαλίνα Ζάκυνθος

καζαμίας ο -> φυλλάδα με καλεντάρι (και τα μελλούμενα της χρονιάς) | ιταλικό Casamia ~ καζαμίας Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καζαναδάρης -> ταμίας | θησαυροφύλακας (λόγιο) ~ καζαναδάρης Somavera 1709 | καζνάρης Somavera 1709

καζανάκι το -> δοχείο νερού για τον καθαρισμό της λεκάνης του αποχωρητηρίου ~ καζανάκι ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καζαναρεύγω -> βγάζω ρακή από ρακοκάζανο ~ καζαναρεύγω Κρήτη

καζανάρης ο -> που δουλεύει σε ρακοκάζανο ~ καζανάρης Κρήτη, Ρόδος ~ θηλυκό: καζανάραινα Κρήτη | καζανάρισσα Κρήτη

καζαναριό το -> το κτήριο όπου υπάρχει το ρακοκάζανο | το πλυσταριό ~ καζαναριό Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καρδίτσα, Κοζάνη, Κρήτη, Ρόδος, Σέρρες, Σάμος, Σαρακατσάνικα | καζαναριόν Ρόδος | καζζαναριό Κως, Νίσυρος | καντζαναριόν Κάρπαθος

καζανάς ο -> πλούτος | θησαυρός ~ καζανάς Somavera 1709 | καζενές Μάνη | καζνάς Somavera 1709, Legrand 1882 | χαζενές Μάνη

καζάνας ο -> καζανοκέφαλος ~ καζάνας Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Χίος

καζανάτορας ο -> ο ιδιοκτήτης του ρακοκάζανου ~ καζανάτορας Κρήτη

καζάνεμα το -> η απόσταξη της ρακής ~ καζάνεμα Κρήτη | καζζάνεμα Νίσυρος

καζάνεμα το -> καζάντισμα ~ γαζάνεμα Πόντος | γαζάνεμαν Πόντος | καζάνεμα Πόντος | καζάνεμαν Πόντος

καζανέματα τα -> η περίοδος που δουλεύουν τα ρακοκάζανα ~ καζανέματα Κρήτη

καζανεύγω -> καζανιάζω ~ καζανεύγω Κρήτη, Νάξος, Ρόδος | καζανεύω Κρήτη | καζζανεύγκω Κως | καζζανεύγω Νίσυρος | καντζανεύγκω Κάρπαθος, Κάσος

καζανεύω -> καζαντίζω ~ γαζανεύω Πόντος | καζανεύω Κουκκίδης 1960, Πόντος

καζάνι το -> μεγάλο, στρογγυλό, μεταλλικό μαγειρικό δοχείο | λέβητας (λόγιο) | αποστακτήρας (λόγιο) | τούρκικο kazan ~ καζάν Άρτα, Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Λέσβος, Πόντος, Σάμος, Σέρρες, Χαλκιδική | καζάνι Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Άνδρος, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάλυμνος, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Νάξος, Νίσυρος, Ρόδος, Σινώπη, Τσακώνικα, Χίος | καντζάνιν Κάρπαθος ~ αρσενικό: κάζανος Κύπρος | καζάνιν Κύπρος, Νίσυρος, Ρόδος , Πόντος ~ υποκοριστικό: καζανάκι Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | καζανούδ Σέρρες ~ μεγεθυντικό: καζάνα Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Κρήτη | καζανάρα Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Κρήτη

καζανιά η -> όσο χωράει ένα καζάνι ~ καζανιά Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Κεφαλονιά, Κρήτη, Μάνη, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες, Χαλκιδική, Χίος ~ πληθυντικός: καζανιές Καστοριά

καζάνια τα -> τα κατσαρολικά ~ καζάνια Χίος

καζανιάζω -> βράζω στο καζάνι (κυρίως στέμφυλα για απόσταξη) ~ καζανιάζου Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Λέσβος, Χαλκιδική | καζανιάζω Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ηλεία, Κρήτη, Κύπρος | καζανίζω Χίος | καντζανίντζω Αστυπάλαια ~ καζανιάζομαι ~ μετοχή: καζανιασμένους Αιτωλοακαρνανία

καζάνιασμα το -> η απόσταξη των στέμφυλων ~ καζάνιασμα Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Καστοριά, Χαλκιδική

καζανιαστικό το -> καζανιάτικο ~ καζανιαστικό Ρόδος | καζανιαστικόν Ρόδος

καζανιάτικο το -> η αμοιβή του ιδιοκτήτη του ρακοκάζανου (σε χρήματα ή ρακή) για την απόσταξη | φόρος για την απόσταξη ρακής ~ καζανιάτικο Αρκαδία, Κρήτη | καζανιάτκου Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Χαλκιδική ~ πληθυντικός: καζανιάτικα Παμπούκης 1988, Κρήτη | καζανιάτκα Βούρμπιανη, Χαλκιδική

καζανίτα ο -> μεγαλόσωμος και ατημέλητος ~ καζανίτα Τσακώνικα

καζανόβας ο -> γυναικοκατακτητής (λόγιο) | ιταλικό casanova ~ καζανόβας ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

καζανοβγάζω -> βγάζω ρακή στο ρακοκάζανο ~ καζανοβγάζω Κρήτη

καζανόκαιρος ο -> η εποχή που δουλεύουν τα ρακοκάζανα (Οκτώβριος και Νοέμβριος) ~ καζανόκαιρος Κρήτη

καζανοκέφαλος ο -> κεφάλας | ξεροκέφαλος ~ καζανοκέφαλος Παμπούκης, 1988, Κρήτη | καζανουκέφαλους Σάμος | καζανοτζέφαλος Κύπρος | καζανοτσέφαλος Κύπρος

καζανόξυλα τα -> κούτσουρα που καίνε στο ρακοκάζανο ~ καζανόξυλα Κρήτη | καζζανόξυλα Νίσυρος

καζανοπαραστιά η -> μεγάλη φωτιά για το ρακοκάζανο ~ καζανοπαραστιά Κρήτη

καζανουστασά η -> αποστακτήριο (λόγιο) ~ καζανουστασά Σάμος ~ ουδέτερο: καζανουστάς Σάμος

καζανταίνου -> καζαντίζω ~ καζανταίνου Αιτωλοακαρνανία

καζαντεύω -> καζαντίζω ~ καζαντεύω Κρήτη

καζαντζήδικο το -> το εργαστήρι του καζαντζή ~ καζαντζήδικο Παμπούκης 1988 ~ καζαντζίδικο Βλαστός 1931

καζαντζής ο -> που φτιάχνει καζάνια | τούρκικο kazancι ~ καζαντζής Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ιωάννινα, Κρήτη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λήμνος, Πόντος | καζατζής Λέσβος

καζαντζίνα η -> η γυναίκα του καζαντζή ~ καζαντζίνα Παμπούκης 1988, Κύπρος

καζάντι το -> πλουτισμός (λόγιο) | κέρδος | τούρκικο kazanç ~ καζάδι Κρήτη | καζάδιο Κρήτη | καζάντ Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Χαλκιδική | καζάντζιου Σιάτιστα | καζάντι Ηπίτης 1909, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, ΑΠΘ 1998, Αμοργός, Αχαΐα, Βουρλά, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κρήτη, Κύθηρα, Μέγαρα, Νάξος, Ρόδος | καζάντιν Νίσυρος, Ρόδος | καζαντίν Κύπρος | καζάντιο Δημητράκος 1938, Κρήτη, Μάνη | καζάντιου Γρεβενά, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Σαρακατσάνικα | καζζάντι Νίσυρος | καζζάντιν Νίσυρος | καντζάντιν Κάρπαθος, Ρόδος | καζάτι Πάρος ~ θηλυκό: καζάντια Δημητράκος 1938, Κριαράς 1995, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ίμβρος, Λέσβος, Λευκάδα, Μαγνησία | καζζάντια Νίσυρος | καντζάντια Κάρπαθος

καζαντίζω -> πλουτίζω | κερδίζω | τούρκικο kazandιrmak καζανδίζω Παμπούκης 1988 | καζαντζίζου Σιάτιστα, Τσακώνικα | καζαντίζου Άρτα, Ίμβρος, Κοζάνη, Καρδίτσα, Κοζάνη, Μαγνησία, Λέσβος, Μάνη, Σαρακατσάνικα, Σέρρες | καζαντίζω Somavera 1709, Βεντότης 1790, Passow 1860, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Κάλυμνος, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Λευκάδα, Μέγαρα, Νάξος, Προύσα, Ρόδος | καζζαντίζζω Νίσυρος | καντζαντίντζω Κάρπαθος | καζαντίου Φθιώτιδα ~ καζαντίζομαι Somavera 1709 ~ μετοχή: καζαντισμένος Βεντότης 1790, Ηπίτης 1909, Αχαΐα, Κύπρος | καζαντσμένους Αιτωλοακαρνανία, Ίμβρος, Καστοριά

καζάντιμα του -> καζάντι ~ καζάντιμα Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα

καζάντιπι το -> κρέμα ταψιού ελαφρά καμένη από κάτω, που φτιάχνεται με βουβαλίσιο γάλα και βούτυρο, ρυζάλευρο, ζάχαρη και νισεστέ | τούρκικο kazandibi ~ καζάντιπι Κωνσταντινούπολη | καζάν-ντιπί Ακαδημία 2016

καζάντισμα το -> πλουτισμός (λόγιο) | κέρδος ~ καζάντημα Παμπούκης 1988 | καζάντιμα Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα | καζάντισμα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Μάνη | καντζάντισμα Κάρπαθος | καζάντσμα Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Σέρρες

καζαντώ -> καζαντίζω ~ καζαντάου Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Σέρρες | καζαντάω Αρκαδία, Πωγώνι | καζαντώ Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Αρκαδία, Γρεβενά, Ηλεία, Καστοριά, Κορινθία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Κύπρος, Μεσσηνία, Σέρρες, Σουφλί, Χαλκιδική | καζζαντώ Νίσυρος ~ μετοχή: καζαντσμένους Γρεβενά

καζαούνι το -> το φυτό Hypericum crispum, αγούδαρος, αγούδουρας, αγούθουρας, αρκουδούρα, γουθούρα, θερμόχορτο, ουδέρι, μαζούλι, μαζουλόχορτο, μανουδιά, σκουρδίτσα, σουμάκι, τσέρφα, ψυλλίτσα, ψυλλίνα, φουκάλι ~ καζαούνι Γεννάδιος 1914

καζάρα η -> αποβουτυρωμένο γάλα ~ καζάρα Νότια Εύβοια

καζάρμα η -> στρατώνας (λόγιο) | φυλακή (λόγιο) | ιταλικό caserma ~ καζάρμα Βλαστός 1931, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κέρκυρα, Λακωνία, Λευκάδα, Μέγαρα, Μεσσηνία, Νάξος, Σάμος, Χαλκιδική | καζάρμπα Μαγνησία | καζέρνα Βλαστός 1931, Κωνσταντινούπολη | καντζάρμα Κάρπαθος

καζάς ο -> ατύχημα (λόγιο) | τούρκικο kaza ~ καζάς Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Ίμβρος, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη

καζάς ο -> επαρχία (περιφέρεια) | τούρκικο kaza ~ καζάς Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Αιτωλοακαρνανία, Κοζάνη, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη, Μάνη, Φωκίδα, Χαλκιδική | καζές Μάνη

καζάσκα η -> γρήγορος χορός ~ καζάσκα Αιτωλοακαρνανία

καζασκέρης -> οθωμανός στρατιωτικός ιεροδίκης | τούρκικο kazaskeri ~ καζασκέρης Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Κωνσταντινούπολη

καζατσίνα η -> η κάπα του βοσκού ~ καζατσίνα Νάξος

καζέα η -> η μυρουδιά του πετρελαίου ~ καζέα Πόντος

καζέπι το -> συμφορά (λόγιο) ~ καζέπι Άνδρος

καζέπιν το -> ο άρπαγας | τούρκικο gasıp ~ καζέπιν Ρόδος

καζερόν το -> καζόσκευον ~ καζερόν Πόντος

καζέτο το -> αγροικία (λόγιο) | σπιτόπουλο | ιταλικό casetta ~ καζέτο Λευκάδα

καζέττα η -> εφημερίδα (λόγιο) | βενετσιάνικο gazéta ~ καζέττα Κύπρος | γκαζζέττα Κύπρος

καζζίκωμα -> διόρθωμα του καμινιού που καιγόταν, όταν βούλωνε (έβαζαν μικρά κομμάτια ξύλου, τα καζζίκια) ~

κάζι το -> σχεδόν (λόγιο) | ιταλικό quasi & βενετσιάνικο cuàxi ~ κάζι Κύπρος | κουάζι Κύπρος

καζίκα η -> ζαλίκα, ζαλίκι ~ καζίκα Μαγνησία

καζίκα η -> ξύλινη κατασκευή για να κουβαλάνε χώματα και πέτρες ~ καζίκα Βούρμπιανη

καζίκα η -> σουγιάς | μικρό μαχαίρι | τούρκικο gezlik ~ καζίκα Χάλκη, Ρόδος | καζζίκα Νίσυρος | καντζίκα Κάρπαθος ~ υποκοριστικό: καντζικάκιν Κάρπαθος

καζίκι το -> παλούκι | ρίξιμο | απάτη (λόγιο) | σουβλί | σύνεργο για φύτεμα μικρών φυτών | τούρκικο kazιk ~ καζίκ Κουκκίδης 1960, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Ίμβρος, Καστοριά, Λέσβος, Λήμνος, Σάμος, Σέρρες, Σουφλί, Φωκίδα, Χαλκιδική | καζίκι Πρωία 1933, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κοζάνη, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Μαγνησία, Μάνη, Μεσσηνία, Ρόδος, Σέρρες, Τσακώνικα, Χίος | καζίκκιν Κύπρος, Ρόδος | καζζίκι Κάλυμνος, Κως Νίσυρος | καζζίκιν Νίσυρος | καντζίκιν Κάρπαθος ~ θηλυκό: καζίκα Ίμβρος, Μάνη | καζικιά Δημητράκος 1938, Κρήτη ~ υποκοριστικό: καζικάκι Ρόδος | καζκούδ Ίμβρος ~ μεγεθυντικό: κάζικας Ρόδος

καζικιά η -> ζημιά ~ καζικιά Σάμος

καζικλαντίζω -> υπερχρεώνω (λόγιο) | κονομάω | τούρκικο kazıklamak καζικλαντίζω Κωνσταντινούπολη

καζικλιά η -> κλεψιά | τούρκικο kazıklama ~ καζικλιά Σάμος | κατσικλιά Σάμος

καζίκος ο -> μπήχτης | γκομενάκιας ~ καζίκος Κρήτη

καζικτσής ο -> μπαγαπόντης, κατεργάρης (για έμπορο που χρεώνει ακριβά) | τούρκικο kazıkçı ~ καζικτσής Κωνσταντινούπολη

καζίκωμα το -> παλούκωμα ~ καζίκωμα Κρήτη

καζικώνω -> καζικλαντίζω ~ καζικώνου Ίμβρος | καζικώνω Κωνσταντινούπολη

καζικώνω -> παλουκώνω | δένω το ζώο στο καζίκι ~ καζικώνου Ίμβρος, Κοζάνη, Λέσβος, Μαγνησία | καζικώνω Παμπούκης 1988, Κριαράς 1995, Κρήτη, Κύθηρα | καζζικώννω Νίσυρος | καντζικώννω Κάρπαθος ~ καζικώνομαι Κρήτη ~ μετοχή: καζικουμένους Ίμβρος | καζικωμένος Κρήτη

καζίλι το -> σκοινί που είναι ραμμένο πάνω του το δίχτυ | τρίχινο σκοινί (από κατσίκα) | σπάγγος | τούρκικο kazıl ~ καζίλ Μαγνησία, Σάμος, Φωκίδα, Χαλκιδική | καζίλι Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη

καζίν -> κατευθείαν (λόγιο) ~ καζίν Κύπρος

καζίν -> κατσαρό ~ καζίν Πόντος

καζίν το -> βεντούζα ~ καζίν Κύπρος

κάζιν το -> πετρέλαιο (λόγιο) | γαλλικό gaz ~ καζ Πόντος | κάζιν Πόντος ~ υποκοριστικό: καζόπον Πόντος

καζινιάρς ου -> ιδιοκτήτης μεγάλου καφενείου, όπου έπαιζαν και χαρτιά ~ καζινιάρς Ιωάννινα

καζίνο το -> πολυτελές κέντρο χαρτοπαιξίας | καφενείο που παίζουν χαρτιά | λέσχη (λόγιο) | ιταλικό casino ~ καζίνο Meyer 1895, Πρωία 1933, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος, Θήρα, Κέρκυρα, Κωνσταντινούπολη | καζίνον Κύπρος | καζίνου Ίμβρος, Ιωάννινα | καζζίνο Νίσυρος ~ υποκοριστικό: καζινέτο Ζάκυνθος

καζίντου -> γαργαλώ | ξύνω ~ καζίντου Τσακώνικα

καζίντου -> καζίντου ~ κλαδεύω τα παρακλάδια του κλώνου ~ καζίντου Τσακώνικα | καρίντου Τσακώνικα

καζιούν η -> περιστατικό (λόγιο) | γαλλικό occasion ~ καζιούν Κύπρος

καζιούραβους -> κατσιασμένος ~ καζιούραβους Γρεβενά

καζιούρκους -> καχεκτικός (λόγιο) ~ καζιούρκους Γρεβενά ~ θηλυκό: καζιούρκ Γρεβενά ~ ουδέτερο: καζιούρκου Γρεβενά

καζίρ του -> μοχθηρία (λόγιο) ~ καζίρ Ίμβρος

κάζιρας ο -> τζιτζίκι ~ κάζιρας Λυκία

καζίτσι το -> σύνεργο για να ανοίγει μικρές τρύπες στον κήπο και να φυτεύουν τα μικρά φυτά ~ καζίτσι Χίος | καζίτσιν Χίος

καζιφέρνω -> ταλαιπωρούμαι (λόγιο) ~ καζιφέρνω Ικαρία

καζλάς ου -> σακοποιός (λόγιο) ~ καζλάς Σάμος

καζλώνου -> στερεώνω τον σπάγγο στην καλαμόβεργα ~ καζλώνου Σάμος

καζνιάκι -> ο γύρος του κόσκινου ~ καζνιάκι Λυκία

κάζο το -> πάθημα | περιστατικό (λόγιο) | ιταλικό caso & βενετσιάνικο caxo ~ κάζιν Κύπρος | κάζιο Μάνη | κάζο Βλαστός 1931, Δημητράκος 1938, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Κέρκυρα, Κορινθία, Λευκάδα, Μάνη | κάζου Φωκίδα

κάζος ο -> καζάκα ~ κάζος Κύπρος

καζόσκευον το -> γκαζοντενεκές (δοχείο πετρελαίου) ~ καζόσκευον Πόντος

καζότο το -> καμπίνα ναυτών ~ καζότο Ζάκυνθος

καζουλιά η -> το φυτό Rhamnus oleoides, ακουμένη, αμάχι, αμπαλόρος, απάλιουρας, καζουλόραχος, λατζοχέρι, λατσιχεριά, μαζουλιά, μαυραγκαθιά, μαυροσπάλαθρος, μπαλτιρόκο, μπάλτιρος, πετραγκαθιά ~ καζούλα Κύπρος | καζουλιά Γεννάδιος 1914, Κύπρος | καζουλκά Κύπρος ~ ουδέτερο: καζούλιν Κύπρος

καζουλιάζω -> γδέρνομαι στα αγκάθια της καζουλιάς ~ καζουλιάζω Κύπρος

καζουλιάζω -> πιέζω τον τενεκέ και του αφήνω σημάδι ~ καζουλιάζω Ηλεία

καζουλόραχος ο -> καζουλιά ~ καζουλόραχος Γεννάδιος 1914, Κύπρος

καζουλωτόν το -> μέρος με πολλές καζουλιές ~ καζουλωτόν Κύπρος

καζούρα η -> πρόγκα | ομαδική γελοιοποίηση ενός ατόμου με θορυβώδη πειράγματα και φάρσες ~ καζούρα Καπετανάκης 1962, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Γρεβενά, Ηλεία, Φωκίδα

καζώννου -> κεντρίζω | τσιμπώ (για έντομα) ~ καζώννου Λυκία

καζώνω -> βρέχω με πετρέλαιο ~ καζώνω Πόντος

 

 

μπα -> λέγεται σε ξάφνιασμα, έκπληξη | ιταλικό ba μπα Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κρήτη, Λυκία, Νίσυρος, Ρόδος, Σάμος, Σέρρες

μπα -> μήπως ~ μπα Κρήτη, Σαρακατσάνικα, Τσακώνικα | μπάγι Λέσβος | μπάτσι Λέσβος | πα Τσακώνικα

μπα -> μπαμπά ~ μπα Κοζάνη, Κρήτη

μπα -> ναι ~ μπα Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι, Ρόδος, Σάμος, Χίος

μπα -> όχι | διόλου | τούρκικο bah ~ μπα Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα, Κρήτη, Λέσβος, Μαγνησία, Νίσυρος, Σάμος, Σέρρες

μπα -> φιλί (στην παιδική γλώσσα) ~ μπα Νίσυρος

μπα ο -> το πόδι ~ μπα Τσακώνικα | πα Τσακώνικα

μπάβαρο το -> σαλιάρα ~ μπάβαρο Λευκάδα | μπάμπαρο Λευκάδα

μπαβέλα η -> κατσαρόλα ~ μπαβέλα Αχαΐα | μπαδέλα Αχαΐα

μπάβλιακας ου -> έλος (λόγιο) ~ μπάβλιακας Άρτα

μπαβούζι -> πρησμένα ~ μπαβούζι Τσακώνικα

μπαβούλια η -> το φυτό Lathyrus aphaca, αγριοβαβούλι, αγριοκουτσολάθρι του φιδιού, αγριολάθουρα, αγριολαθούρι, λαμπύρι, πνιγιά, σκαλοφίλι ~ μπαβούλια Δημητράκος 1950

μπαβούρι το -> παγούρι ~ μπαβούζι Τσακώνικα | μπαβούρι Τσακώνικα | μπαμπούρι Τσακώνικα | μπαμπούζι Τσακώνικα

μπάγα η -> πληρωμή | ιταλικό & βενετσιάνικο paga ~ μπάγα Λευκάδα

μπαγαδήσιου -> μπουγαδήσιο ~ μπαγαδήσιου Ίμβρος

μπαγαδιά η -> κουταμάρα, χαζομάρα ~ μπαγαδιά Ίμβρος | μπγαδιά Ίμβρος | πμαγαδιά Ίμβρος

μπαγάδια τα -> αρχίδια ~ μπαγάγια Κέρκυρα | μπαγάδια Ηλεία

μπαγαδιάζω -> παθαίνω μπαγάδες | συγκαίγομαι στα μπούτια ~ μπαγαδιάζω Κρήτη

μπαγαδοφευγάλα η -> τρεχάλα ~ μπαγαδοφευγάλα Κρήτη

μπαγαδώνω -> χάνω δύναμη ~ μπαγαδώνω Καστοριά (πόλη)

μπαγαλάς ου -> το φυτό Lupinus hirsutus, αγριολούπουνο ~ μπαγαλάς Σάμος

μπαγάλιο το -> διάφορα μικρά ψάρια μικρής εμπορικής αξίας ~ μπαγάλιο Κέρκυρα

μπαγάμια τα -> αμύγδαλα | αλβανικό bajame ~ μπαγάμια Θεσπρωτία

μπαγανάς ου -> γιδοτόμαρο ~ μπαγανάς Σάμος

μπαγανάς ου -> έφηβος (λόγιο) ~ μπαγανάς Λέσβος

μπαγαπόντης ο -> κατεργάρης | κομπιναδόρος | απατεώνας (λόγιο) | βενετσιάνικο bagabóndo βαγαπόντης Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995 | μπαγαπόντες Ακαδημία 2016, Λευκάδα | μπαγαμπόντης Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | μπαγαμπόντς Λέσβος, Σέρρες | μπαγαπόντης Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995,ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κέρκυρα, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Νάξος | μπαγαπόντος Κέρκυρα | μπαγαπόντος Κέρκυρα | μπαγαπόντς Σάμος | μπαγκαπόντς Κοζάνη | μπακαμπόντης Δελβίνο | παγαπόντης ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: μπαγαμπόντισσα ΑΠΘ 1998 | μπαγαμπόντσα Σέρρες | μπαγαπόντισσα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κωνσταντινούπολη | παγαπόντισσα ΑΠΘ 1998 ~ υποκοριστικό: μπαγαποντάκος ο Κριαράς 1995 | μπαγαμποντίτσα η ~ μεγεθυντικό: μπαγαπόνταρος

μπαγαποντιά η -> κατεργαριά | απατεωνιά (λόγιο) | κομπίνα βενετσιάνικο vagabondàgio ~ vagabondàgio μπαγαμποντιά Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Λευκάδα | μπαγαμπουντιά Σέρρες | μπαγαποντιά Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | παγαποντιά ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγαπόντικος -> κατεργάρικος ~ μπαγαπόντικος Κριαράς 1995 ~ θηλυκό: μπαγαπόντικη Κριαράς 1995 ~ ουδέτερο: μπαγαπόντικο Κριαράς 1995

μπαγάς ο -> καβούκι χελώνας | ταρταρούγα | τούρκικο bağa ~ μπαγάς Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931

μπαγάς ο -> φουσκάλα στην άκρη της οπλής του ζώου | παραμορφωτική αρθρίτιδα ~ μπαγάς Κρήτη, Μαγνησία ~ θηλυκό: μπαγάδα Κρήτη ~ πληθυντικός: μπαγάδες οι Κρήτη

μπαγάς ου -> μπουγάς, ταύρος (λόγιο) | κουτός, χαζός | τούρκικο boğa ~ μπαγάς Ίμβρος | μεγεθυντικό: μπαγαδάρας Ίμβρος

μπαγάσα η -> τσούλα | ξεκωλωμένη [(sic) Somavera] | ιταλικό bagascia ~ μπαγάσα Somavera 1709, Meyer 1895, Ανδριώτης 1983

μπαγάσας ο -> έξυπνος και πονηρός (χαϊδευτικά) | κωλοπετσωμένος ~ μπαγάς Ίμβρος | μπαγάσας Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άρτα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Πιερία, Σάμος, Φωκίδα ~ υποκοριστικό: μπαγάσικο το Ζάκυνθος | μπαγασάκος ο Ακαδημία 2016 | μπαγασούδικο το Ζάκυνθος

μπαγάσας ο -> πούστης [(sic) Somavera] ~ μπαγάσας Somavera 1709, Δημητράκος 1950, Ζάκυνθος

μπαγάσικος -> κατεργάρικος ~ μπαγάσικος ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: μπαγάσικη ΑΠΘ 1998 ~ μπαγάσικο ΑΠΘ 1998 ~ επίρρημα: μπαγάσικα ΑΠΘ 1998

μπαγδατί το -> ταβάνι ή μεσότοιχος από σοβαντισμένα ξύλα ή καλαμωτή | τούρκικο bağdati ~ βαγδατί Κρήτη | μπαγδαντί Ηπίτης 1909, Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καστοριά (πόλη), Κοζάνη, Λέσβος, Χαλκιδική | μπαγδατί Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αϊβαλί, Θάσος, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κρήτη, Λέσβος, Μαγνησία, Μέγαρα, Μοσχονήσι, Χίος | μπαγκντατί Λήμνος | μπαγλαντί Καστοριά, Μέγαρα | μπαγλατί Αρκαδία | | μπαγναντί Χαλκιδική | μπαγνταντί Γρεβενά, Ίμβρος, Κοζάνη, Σάμος | μπαγντατί Κουκκίδης 1960, Θράκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος, Μακεδονία ~ θηλυκό: μπαγδατή Καρδίτσα

μπαγδατίζω -> φτιάχνω μπαγδατί ~ μπαγδαντίζω Ηπίτης 1909 | μπαγδατίζω Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950

μπαγδούκι -> ξερό ~ μπαγδούκι Σύρος

μπαγέτο το -> πλεκτό (σκοινί) | βενετσιάνικο pagéto ~ μπαγέτο Hesseling 1903

μπαγί το -> παγίδι, παΐδι ~ μπαγί Πάρος

μπαγιά -> πολύ, αρκετά | τούρκικο baya ~ μπαγιά Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Νάξος, Πιερία, Σέρρες, Χαλκιδική | μπάια Σουφλί

μπάγια η -> κοροϊδία ~ μπάγια Κέρκυρα

μπαγιαγί -> πόπο, ποπό ~ μπαγιαγί Κρήτη

μπάγιαγκας ο -> αράχνη, ανυφαντής, ρόγα, σφαλάγγι | σλάβικο ~ μπάγιαγκας Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα

μπαγιαγκουφουλιά η -> ιστός αράχνης | αραχνιά ~ μπαγιαγκουφουλιά Κοζάνη, Σιάτιστα | μπαϊγκουφουλιά Κοζάνη

μπαγιάκλα η -> παράλυση (λόγιο) ~ μπαγιάκλα Αιτωλοακαρνανία

μπαγιακλός -> παράλυτος (λόγιο) ~ μπαγιάκλα Αιτωλοακαρνανία

μπαγιακόκος -> χαζός, κουτός | μπαγιακόκος Λευκάδα

μπαγιαμόλαδο το -> αμυγδαλόλαδο ~ μπαγιαμόλαδο Δρόπολη

μπαγιαντάς ου -> ξύλινο υποστήριγμα ~ μπαγιαντάς Καστοριά ~ πληθυντικός: μπαγιαντάδις Καστοριά

μπαγιαντέρα η -> γυναίκα με πολλά κοσμήματα | χορεύτρια | πουτάνα | πολύχρωμο σχέδιο σε ύφασμα | ιταλικό baiadera ~ μπαγιαντέρα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016, Λευκάδα, Σάμος

μπαγιαντώ -> κεντώ ~ μπαγιαντώ Πιερία

μπαγιάρω -> κοροϊδεύω, αναγελώ, περιγελώ, μπαιζογελάω | ιταλικό baiare ~ μπαγιάρω Meyer 1895, Ικαρία, Κύθνος, Χίος

μπάγιας -> χαζός, κουτός ~ μπάγιας Λευκάδα

μπαγιασό το -> καλό ψάθινο καπέλο ~ μπαγιασό Ζάκυνθος | μπαγιασόν Φωκίδα

μπαγιάτ του -> ρεζίλεμα ~ μπαγιάτ Μαγνησία

μπαγιάτεμα το -> τούρκικο bayatlama μπαγιάτεμα ΑΠΘ 1998

μπαγιατεύω -> είμαι ή γίνομαι μπαγιάτικος ~ μπαγιατεύγω Κρήτη | μπαγιατεύω Ηπίτης 1920, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κρήτη | παγιατεύω Πόντος | παγιατώνω Πόντος

μπαγιάτης -> παλιός ~ μπαγιάτης | μπαγιάτς Θεσσαλονίκη, Ίμβρος

μπαγιάτι -> κρύο | παγωμένο ~ μπαγιάτ Φωκίδα | μπαγιάτι Ηλεία, Θεσπρωτία

μπαγιάτι το -> το μπαγιάτικο ψωμί ~ μπαϊάτι Somavera 1709, Λευκάδα | παγιάτ Πόντος | παγιάτι Καππαδοκία | παγιάτιν Πόντος

μπαγιατιάζω -> μπαγιατεύω ~ μπαγιατιάζου Πιερία | μπαγιατιάζω Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998

μπαγιατιένου -> μπαγιατεύω ~ μπαγιατιένου Λέσβος

μπαγιατίζω -> μπαγιατεύω μπαγιατίζω Βεντότης 1790, Legrand 1882

μπαγιάτικος -> αλλοιωμένος (για τρόφιμο) | πολυκαιρισμένος (λόγιο) | αντίθετο: φρέσκος | τούρκικο bayat ~ μπαγιάτικος Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κρήτη, Νάξος | μπαγιάτκος Θεσπρωτία, Προύσα | μπαγιάτκους Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Πιερία, Σαμοθράκη, Σέρρες | μπαϊάτικος Somavera 1709 ~ θηλυκό: μπαγιάτικια Δημητράκος 1950 | μπαγιάτικη Legrand 1882, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κρήτη | μπαγιάτκ Καστοριά, Κοζάνη | μπαγιάτσα Λέσβος ~ ουδέτερο: μπαγιάτικο Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κρήτη, Νάξος | μπαγιάτκου Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος | μπαϊάτικο Somavera 1709 | μπαϊάτικον Somavera 1709 | παγιάτικον Πόντος | παγιάτκον Πόντος

μπαγιατίλα η -> η μυρουδιά του μπαγιάτικου ~ μπαγιατίλα Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγιατοπάζαρο το -> παζάρι με παλιατζίδικα | παλιατσοπάζαρο ~ μπαγιατοπάζαρο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950

μπαγιέτο το -> πλεχτή ζώνη που κρατά τη βάρκα στο καράβι ~ μπαγιέτο Πρωία 1934, Δημητράκος 1950 | μπαλιέτο Πρωία 1934

μπαγιλντσμάδα η -> μπαΐλντισμα ~ μπαγιλντσμάδα Λέσβος

μπαγιόκα η -> προκοίλι ~ μπαγιόκα Μαγνησία ~ ουδέτερο: μπαγιόκου Μαγνησία

μπαγιοκλής ο -> πλούσιος | λεφτάς ~ μπαγιοκλής Καπετανάκης 1962

μπαγιόκο το -> λεφτά, παραδάκι (κυρίως τα ψιλά) | βενετσιάνικο bagiòco ~ μπαγιόκο Καπετανάκης 1962, Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Κύθηρα, Σύρος | μπαγιόκου Λέσβος

μπαγιόκος ο -> κριθαρένιο ψωμί ~ μπαγιόκος Κύθηρα

μπαγιονέτα η -> ξιφολόγχη (λόγιο) | ιταλικό baionetta & βενετσιάνικο bajonéta ~ μπαγιονέτα Meyer 1895, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη | μπαγιονέττα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950 | μπαγιουνέτα Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι | μπαϊνέτα Μαγνησία

μπαγιότα η -> θερμοφόρα (λόγιο) ~ μπαγιότα Κύθηρα

μπαγιότο το -> μπάγιας, μπαγιακόκος ~ μπαγιότο Λευκάδα

μπαγιού το -> μικρός μπουφές με καθρέφτη ~ μπαγιού Σύρος

μπαγιρίσια -> πονηρή ~ μπαγιρίσια Λέσβος

μπαγιρντίζω -> φωνάζω | κλαίω δυνατά | τούρκικο bağırmak ~ μπαγιρντίζω Καππαδοκία | μπαγρντίζου Σουφλί

μπαγιρντού -> μπαγιρντίζω ~ μπαγιρντού Καππαδοκία

μπαγιτάρης ο -> κτηνίατρος (λόγιο) | τούρκικο baytar ~ μπαγιτάρης Κουκκίδης 1960 | μπαγτάρς Κουκκίδης 1960, Θράκη | μπαϊτάρης Κουκκίδης 1960

μπάγκα η -> τράπεζα (λόγιο) | πάγκος | βάθρο (λόγιο) | ιταλικό banca ~ μπάγγα Βλάχος 1659 | μπάγκα Germano 1622, Portius 1635, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Meyer 1895, Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κοζάνη, Μύκονος

μπάγκαβους -> ασπρόμαυρος | γκρίζος | σκούρος | βλάχικο: bagavu ~ μπάγκαβους Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα | μπιάγκαβους Κοζάνη ~ θηλυκό: μπάγκαβ Γρεβενά, Καστοριά ~ ουδέτερο: μπάγκαβου Γρεβενά, Καστοριά

μπαγκάδα η -> πάγκος | στενόμακρο τραπέζι ~ μπαγκάδα Ζάκυνθος, Μύκονος | πανκάδα Ζάκυνθος

μπαγκάζια τα -> αποσκευές (λόγιο) | βενετσιάνικο bagàgio ~ μπαγάδια Αρκαδία | μπαγάγια Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λευκάδα, Σάμος, Σκόπελος | μπαγάζια ΑΠΘ 1998, Κάρπαθος, Κύθηρα, Λέσβος, Χίος | μπαγάκια Θεσπρωτία, Λευκάδα | μπαγάλια Κύθηρα | μπαγάλλια Νίσυρος | μπαγκάγια Meyer 1895, Ανδριώτης 1983, Νάξος | μπαγκάζια Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κωνσταντινούπολη, Λέσβος | μπακάζια Ρόδος | παγάτζα Πόντος

μπαγκαζιέρα η -> μπαγαζιέρα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | μπαγκαζιέρα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγκαλέτο το -> άσπρο κουβερλί ή τραπεζομάντηλο ~ μπαγκαλέτο Κέρκυρα

μπαγκάλι το -> λιόπανο ~ μπαγκάλι Κρήτη

μπαγκαλογυρίστρα η -> αυτή που μετακινεί τα μπαγκάλια στο λιομάζωμα ~ μπαγκαλογυρίστρα Κρήτη

μπαγκανότα η -> τραπεζογραμμάτιο (λόγιο) | χαρτονόμισμα (λόγιο) | λεφτά, παραδάκι | χάλκινο κέρμα | ιταλικό banconota & βενετσιάνικο bancanòta ~ μπαγκανότα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Πάρος, Σουφλί, Φωκίδα | παγκανότα Ανδριώτης 1983

μπαγκάρα η -> κελάρι ~ μπαγκάρα Χίος

μπαγκάρι το -> παγκάρι ~ μπαγκάλι Somavera 1709, Meyer 1895, Πάρος | μπαγκάρι Somavera 1709, Meyer 1895, Κύθηρα

μπαγκατέλα η -> παλιατζούρα, παλιόπραμα | γριά γυναίκα | ψιλοδουλειά (εργασία μικρή σε χρόνο και αμοιβή) ιταλικό bagattella & βενετσιάνικο bagatéla ~ μπαγατέλα Ζάκυνθος, Κρήτη | μπαγκατέλα Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Φωκίδα | μπαγκατέλλα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950 | μπακατέλα Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 | μπαχατέλα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγκάτι το -> μικρό κοπάδι ~ μπαγκάτι Θεσπρωτία

μπαγκέρης ο -> τραπεζίτης (λόγιο) | σαράφης | βενετσιάνικο banchièr ~ μπαγκάρης Portius 1635, Lange 1708, Somavera 1709, Βλαστός 1931 | μπαγκέρης Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ζάκυνθος | μπαγκιέρης Ηπίτης 1909 | μπανγκέρς Χαλκιδική

μπάγκες οι -> μέρη της σκεπής ~ μπάγκες Βλαστός 1931

μπαγκέτα η -> ραβδάκι του μαέστρου | μακρόστενη φρατζόλα ψωμί | μεταλλική ράβδος που χρησιμοποιούσαν στα εμπροσθογεμή όπλα | ιταλικό bacchetta & βενετσιάνικο bachéta ~ μπαγκέτα Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Φωκίδα | μπαγκέττα Δημητράκος 1950

μπαγκέτα η -> σκαμνί ~ μπαγκέτα Μύκονος

μπαγκέτο το -> συρτάρι-ταμείο ~ μπαγκέτο Κέρκυρα

μπαγκλάβι το -> βρισιά: ξόανο (λόγιο) | ρόπαλο (λόγιο) | λατινικό maniclavium ~ μαγκλάβι | μπαγκλάβι Καππαδοκία | παγκλάβι

μπάγκος o -> πάγκος | τράπεζα (λόγιο) | ιταλικό & βενετσιάνικο banco ~ μπάγκος Germano 1622, Portius 1635, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Meyer 1895, Hesseling 1903, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ακαδημία 201, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Νάξος | μπάγκους Ιωάννινα, Κοζάνη, Σέρρες | πάγκος Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 | μπάνγκους Χαλκιδική ~ πληθυντικός: μπάγκοι Ονοματολόγιο Ναυτικό 1884

μπάγκος ο -> ξέρα ~ μπάγκος Βλαστός 1931, Πάρος

μπαγκούλι το -> σκαμνί ~ μπαγκούλι Κέρκυρα

μπάγκουρο το -> το δέντρο Olea europaea var oleaster, αγριέλα, αγριελιά, αγριελιός, αγριέλι, αγριελίδα, αγριελίδι, αγρίλι, αγριοελιά, αγριλιά, αρκολιά, κοσίνη, κόστινοςφιλουριά ~ μπάγκουρο Κύθηρα ~ αρσενικό: μπάγκουρος Κύθηρα

μπάγκους ου -> σιδηροδρομική γραμμή ~ μπάγκους Σουφλί

μπαγκούτ του -> ζώο που δεν αποδίδει οικονομικά ~ μπαγκούτ Ίμβρος

μπαγκουτζής ου -> σιδηροδρομικός υπάλληλος ~ μπαγκουτζής Σουφλί

μπαγκώνω -> κερδίζω πολλά λεφτά ~ μπαγκώνω Μύκονος

μπαγλαμάς ο -> μικρός τζουράς, με τρία διπλά τέλια | το κορόιδο | τούρκικο bağlama ~ μπαγλαμάς Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσσαλονίκη, Λέσβος, Φωκίδα | υποκοριστικό: μπαγλαμαδάκι Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγλάμι το -> εμμονή (λόγιο) ~ μπαγλάμι Μεσσηνία

μπαγλάμι το -> ροχάλα, χλέπα ~ μπαγλάμι | μπαγλάμ Ιωάννινα

μπαγλαντίζω -> μπαγλαρώνω ~ μπαγλαντίζω Κρήτη

μπαγλάρω -> μπαγλαρώνω ~ μπαγλάρου Σάμος | μπαγλάρω Κρήτη

μπαγλάρωμα το -> σύλληψη (λόγιο) | ξυλοδαρμός (λόγιο) | δέσιμο ~ μπαγλάρουμα Άρτα | μπαγλάρωμα Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγλαρώνω -> δένω | συλλαμβάνω (λόγιο) | δέρνω | τούρκικο bağlamak ~ μπαγκλαρώνου Κοζάνη | μπαγλαρώνου Άρτα, Ίμβρος, Κοζάνη, Λέσβος, Πιερία, Σάμος, Σιάτιστα, Σουφλί, Χαλκιδική | μπαγλαρώνω Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Καπετανάκης 1962, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ηλεία, Κάρυστος, Κορινθία, Κρήτη, Λακωνία, Μεσσηνία ~ μπαγλαρώνομαι Καπετανάκης 1962, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: μπαγλαρουμένους Ίμβρος, Κοζάνη, Σιάτιστα | μπαγλαρωμένος ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπαγλατάου -> λέω την προσευχή στον μιναρέ ~ μπαγλατάου Ιωάννινα

μπαγλατζής ο -> που έδενε τα στάχυα σε δεμάτια ~ μπαγλατζής Μαγνησία

μπαγλέρνω -> μπαγλαρώνω ~ μπαγλέρνω Κρήτη

μπαγλιστάω -> μπαϊλντίζω ~ μπαγλιστάω Αρκαδία

μπαγολίνα η -> ραβδάκι από καλάμι | μπαστουνάκι για βόλτα | βενετσιάνικο bagolìna ~ μπαγολίνα Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κύθηρα | μπαγουλίνα Λευκάδα | μπαουλίνα Λευκάδα

μπαγορδάντες ο -> καλοφαγάς | γουλόζος ~ μπαγορδάντες Ζάκυνθος, Κέρκυρα

μπαγόρδο το -> γλέντι | τσιμπούσι | πανηγύρι | ιταλικό bagordo ~ μπαγόρδο Ζάκυνθος ~ θηλυκό: μπαγόδα Ζάκυνθος | μπαγόρδα Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθος, Κρήτη, Κύθηρα

μπαγορδολόγος ο -> καλοφαγάς ~ μπαγορδολόγος Κεφαλονιά

μπαγουρδιάζου -> τρώω καλά σε τσιμπούσι ~ μπαγουρδιάζου Αιτωλοακαρνανία

μπάγουρος ο -> μπαμπούλας ~ μπάγουρος Σαράντα Εκκλησιές

μπαγτζής ο -> αμπελουργός, αμπελάρης | τούρκικο bağcı ~ μπαγτζής Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη | μπαγτσής Κουκκίδης 1960

μπαγτζίκ του -> κομμάτι από σπάγγο ή σπάρτο για τη στερέωση του βεργιασμένου καπνού | τούρκικο bağcik ~ μπαγτζίκ Σάμος

μπαγτζίκουμα του -> στερέωμα του καπνού στη βέργα ~ μπαγτζίκουμα Σάμος

μπαγτζικώνου -> στερεώνω τον καρπό στη βέργα ~ μπαγτζικώνου Σάμος

μπαδάρω -> προσέχω | ιταλικό badare & βενετσιάνικο badàr ~ μπαδάρω Λευκάδα

μπαδέρνα η -> πανί που προστατεύει το σκοινί από την τριβή | βενετσιάνικο baderna ~ μπαδέρνα Hesseling 1903

μπαδιέρα η -> τσίνορο, ματόκλαδο ~ μπαδιέρα Πάρος

μπαδογέλεκο το -> σακάκι που φορούσαν οι καλόγεροι ~ αμπαδογίλεκο Πάρος | μπαδογέλεκο Πάρος

μπαδουλιά η -> πατημασιά, πατουσιά | ντορός ~ μπαδουλιά Νάξος

μπάζα η -> κέρδος (κυρίως αθέμιτο) | χαρτωσιά | βενετσιάνικο baza ~ μπάζα Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Δελβίνο, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κοζάνη, Λευκάδα, Νάξος, Πάργα, Σιάτιστα

μπάζα τα -> άχρηστα υλικά κατεδάφισης | ιταλικό basa ~ μπάζα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ηλεία, Σιάτιστα, Τρίκαλα | μπάζια Κύθηρα

μπαζαΐτκους ου -> κοντός ~ μπαζαΐτκους Μαγνησία

μπαζαΐτς ου -> μπαζαΐτκους ~ μπαζαΐτς Μαγνησία

μπαζάκα η -> κοιλιά | βλάχικο: bâzakă ~ μπαζάκα Πιερία

μπαζάκας -> κοιλαράς | βλάχικο: bâzâkos ~ μπαζάκας Πιερία

μπαζακιάζου -> φουσκώνει η κοιλιά μου από το πολύ φαΐ ~ μπαζακιάζου Πιερία

μπαζακιάης -> μπαζάκας ~ μπαζακιάης Πιερία

μπαζάκιασμα του -> φούσκωμα από το πολύ φαΐ ~ μπαζάκιασμα Πιερία

μπαζακλιάρκους -> μπαζάκας ~ μπαζακλιάρκους Πιερία

μπαζαούλι το -> μικρό ψωμί ~ μπαζαούλι Κεφαλονιά

μπαζάρεμα το -> παζάρεμα ~ μπαζάρεμα Somavera 1709

μπαζαρεύω -> παζαρεύω ~ μπαζαρεύω Somavera 1709 ~ μετοχή: μπαζαρεμένος Somavera 1709

μπαζάρι το -> παζάρι το | τούρκικο pazar ~ μπαζάρι Somavera 1709, Passow 1870, Legrand 1882

μπαζαριάζω -> παζαρεύω ~ μπαζαριάζω Passow 1870

μπαζαρίζω -> παζαρεύω ~ μπαζαρίζω Somavera 1709

μπαζάρισμα το -> τέντωμα ~ μπαζάρισμα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950

μπαζαριώτης ο -> παζαριώτης | πραματευτής ~ μπαζαριότης Somavera 1709 | μπαζαριώτης Germano 1622, Portius 1635, Du Cange 1688, Lange 1708,

μπαζαρκάνα η -> σουρτούκα, αλανιάρα | τσατσά ~ μπαζαργκάνα Άρτα | μπαζαρκάνα Θεσπρωτία, Ιωάννινα

μπαζάρω -> τεντώνω, σφίγγω | στηρίζω ιστίο ~ μπαζάρω Ονοματολόγιο Ναυτικό 1884, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950 | μποζάρω Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931

μπάζεν -> που και που | κάποτε | τούρκικο bazen ~ μπάζεν Κωνσταντινούπολη

μπαζέρνου -> φορτώνω ~ μπαζέρνου Λήμνος

μπαζές ο -> δίμιτο πανί ~ μπαζές Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882

μπάζι το -> το πρώτο γκαζάκι (γυάλινο) ή βόλος στην αράδα του παιχνιδιού ~ μπαζ Καρδίτσα | μπάζι Μέγαρα

μπαζί το -> το φυτό Beta Vylgaris var. cicla, σέσκουλο, σέσκλο, σεύκουλο, φέσκουλο | τούρκικο pazı ~ μπαζί Καππαδοκία, Κρήτη

μπαζιαρίζω -> τακτοποιώ (λόγιο) | τιθασεύω (λόγιο) ~ μπαζιαρίζω Μέγαρα

μπαζιμπουζούκος ο -> βαζιβουζούκος ΑΠΘ 1998 | μπαζιμπουζούκος ΑΠΘ 1998

μπαζίνα η -> ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού | χυλός από αλεύρι καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο | ξερό ψωμί βρασμένο με λάδι και ξίδι | κουρκούτι | μουσταλευριά ~ μπαζίλα Ιωάννινα | μπαζίνα Βλαστός 1931, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Άρτα, Αχαΐα, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μύκονος, Σαρακατσάνικα, Τρίκαλα, Φθιώτιδα | μπατζίνα Ηλεία, Μεσσηνία

μπαζιριάνης ο -> μπαζαριώτης ~ μπαζιριάνης Μήλος

μπαζλαμάτσα η -> νερουλό ζυμάρι ~ μπαζλαμάτσα Διδυμότειχο

μπαζντί του -> κάποιο χόρτο που κάνει για ζωοτροφή ~ μπαζντί Φωκίδα

μπαζντραβίτσα η -> ακροχορδώνα (λόγιο), μυρμηγκιά | κρεατοελιά που βγαίνει στα χέρια | σλάβικο bradavica ~ μπαζντραβίκα Σέρρες | μπαζντραβίτσα Γρεβενά, Διδυμότειχο, Θεσπρωτία, Καστοριά, Κοζάνη, Πιερία, Σιάτιστα, Σουφλί, Χαλκιδική ~ πληθυντικός: μπαζντραβίτσις Καστοριά

μπαζντραβουβότανου του -> βότανο κατά της μπαζντραβίτσας ~ μπαζντραβουβότανου Κοζάνη

μπάζο το -> άσχημος ή ανόητος άνθρωπος ~ μπάζο Ακαδημία 2016

μπαζός ο -> βάση δοχείου | ιταλικό: base ~ μπαζός Meyer 1895, Λακωνία

μπαζότσαπα η -> είδος τσάπας, πλατότσαπα ~ μπαζότσαπα Σάμος

μπαζουνία α -> τα ξερά φύλλα από τις καλαμιές ~ μπαζουνία Τσακώνικα | μπαζουνία Τσακώνικα

μπαζούρι το -> λυχνάρι ~ μπαζούρι Βλαστός 1931

μπάζω -> βάζω | εισάγω (λόγιο) ~ εμπάζω Πόντος | μπάζου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Καστοριά, Σάμος, Σέρρες | μπάζω Ηπίτης 1909, Thumb 1912, Ηπίτης 1920, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Κύπρος, Λευκάδα, Πάργα, Ρόδος ~ μετοχή: μπαγμένους Πιερία | μπασμένος Πρωία 1934, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 | μπασμένους Ίμβρος

μπάζω -> πουλώ ~ μπάζω Ρόδος

μπάζωμα το -> επιχωμάτωση (λόγιο) ~ μπάζωμα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

μπαζώνω -> επιχωματώνω (λόγιο) ~ μπαζώνω Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ηλεία, Μεσσηνία ~ μπαζώνομαι ΑΠΘ 1998 ~ μπαζωμένος ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

μπάης ο -> αδερφός ~ μπάης Καστοριά (πόλη)

μπάης ο -> μπαμπούλας | ξωτικό ~ μπάης Κάρπαθος, Ρόδος

μπαθακιάζου -> μαραζώνω | ζαβλακώνομαι ~ μπαθακιάζου Σάμος

μπαθακιάρς -> αρρωστιάρης ~ μπαθακιάρς Σάμος

μπαθής ο -> χρόνια ασθενής ~ μπαθής Κοζάνη ~ θηλυκό: μπαθίτσα Κοζάνη

μπάθρα η -> έλος (λόγιο) ~ μπάθρα Άρτα

μπάθρα η -> κομμάτι μπάλωμα από τομάρι γουρουνιού (για τσαρούχια, σαμάρια) ~ μπάθρα Μάνη ~ ουδέτερο: μπαθρί Πιερία

μπαθρώνου -> βουλώνω με λάσπη τις τρύπες στο ντουβάρι ~ μπαθρώνου Πιερία

μπάι -> τζα (κρυφτό με τα μωρά) ~ μπάι Τσακώνικα | μπαμπάι μπάιμα

μπαϊά -> πολύ ~ μπαϊά Θεσσαλονίκη

μπαϊάδα η -> γη (χωράφι) με πέτρες και άμμο ~ μπαϊάδα Κύθηρα

μπαϊβάνκα -> με τριποδισμό ~ μπαϊβάνκα Πιερία

μπαϊβάνκους -> άλογο που τρέχει με τριποδισμό ~ μπαϊβάνκους Πιερία

μπαιγνιίζω -> χαζοφέρνω ~ μπαιγνιίζω Κέρκυρα

μπαίγνιο το -> περίγελος (λόγιο) ~ μπαίγνιο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άνδρος, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κρήτη, Κύθηρα, Λευκάδα | μπαίγνιου Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Σάμος, Σκόπελος

μπαιζογελάω -> κοροϊδεύω, αναγελώ, περιγελώ, μπαγιάρω | μπαιζογελάω Αρκαδία | μπαιζογελώ Κύθηρα

μπαϊκάμς -> κακός ~ μπαϊκάμς Μαγνησία

μπαΐλας ο -> μεγάλο κομμάτι φελλού που υπάρχει στα δίχτυα της τράτας ~ μπαΐλας Μαγνησία, Μύκονος

μπάιλας ο -> μπαΐλντισμα ~ μπάιλας Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα, Σαρακατσάνικα

μπαϊλιάζω -> μπαϊλντίζω ~ μπαϊλιάζω Δελβίνο

μπαϊλίζω -> μπαϊλντίζω ~ μπαϊλίζου Αιτωλοακαρνανία, Ιωάννινα, Πιερία, Σαρακατσάνικα | μπαϊλίζω Βεντότης 1790, Legrand 1882, Miklosich 1884, Θεσπρωτία, Κέρκυρα ~ μετοχή: μπαϊλισμένος Βεντότης 1790 | μπαϊλσμένους Αιτωλοακαρνανία

μπαΐλιμα του -> μπαΐλντισμα ~ μπαΐλιμα Αιτωλοακαρνανία

μπαϊλίου -> μπαϊλντίζω ~ μπαϊλίου Τσακώνικα

μπαϊλισιά η -> μπαΐλντισμα ~ μπαϊλισιά Θεσπρωτία | μπαϊλσιά Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Καστοριά, Κοζάνη

μπαΐλισμα το -> μπαΐλντισμα ~ μπαΐλισμα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Miklosich 1884 | μπαΐλσμα Αιτωλοακαρνανία

μπαϊλντίζω -> απαυδώ (λόγιο) | αποκάμνω | λιγοθυμώ | τούρκικο bayılmak ~ μπαγιαλνίζου Ίμβρος | μπαγιλντίζου Ίμβρος, Λέσβος, Φωκίδα | μπαγιλντίζω Κουκκίδης 1960, Καππαδοκία, Προύσα | μπαϊλαντίζω Κρήτη | μπαϊλδίζω Ηπίτης 1909 | μπαϊλντίζου Αϊβαλί, Αιτωλοακαρνανία, Άνδρος, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκόπελος, Σουφλί | μπαϊλντίζω Miklosich 1884, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αρκαδία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Καστοριά (πόλη), Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Μέγαρα, Μεσσηνία, Μύκονος | μπαϊλτίζου Φωκίδα | μπαϊλτίζω Κύπρος | μπαϊρντίζω Κρήτη, Νάξος, Χίος ~ μετοχή: μπαγιλντσμένους Ίμβρος | μπαγιλτσμένους Λέσβος | μπαϊλαντισμένος Κρήτη | μπαϊλντισμένος Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κρήτη, Λακωνία, Νάξος | μπαϊλτσμένους Κοζάνη, Σουφλί | μπαϊλτισμένος Κρήτη | μπαϊρντισμένος Κρήτη

μπαΐλντισμα το -> απαυδημός (λόγιο) | αποκάμωμα | λιγοθυμιά | τούρκικο bayilma ~ μπαΐλντισμα Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Μύκονος | μπαΐλντσμα Σέρρες | μπαΐλτσμα Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη ~ μεγεθυντικό: μπαϊλτσμάρα Κοζάνη, Λάρισα

μπαϊλντώ -> μπαϊλντίζω ~ μπαγιαλντώ Ίμβρος | μπαγιλντώ Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Μοσχονήσι | μπαγιουλντώ Καβάλα | μπαϊλντάου Σέρρες | μπαϊλντώ Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ημαθία, Κοζάνη, Πιερία, Σέρρες, Σουφλί

μπαϊλνώ -> μπαϊλντίζω ~ μπαϊλνάου Καστοριά | μπαϊλνώ Γρεβενά, Καστοριά, Κοζάνη, Χαλκιδική | μπαϊντού Καππαδοκία ~ μετοχή: μπαϊλτζμένους Καστοριά

μπαϊλός -> κουτός ~ μπαϊλός Αιτωλοακαρνανία

μπάιλος -> παρδαλός ~ μπάιλος Κύθηρα ~ θηλυκό: μπάιλη Κύθηρα ~ ουδέτερο: μπάιλο Κύθηρα

μπαϊλτσμάρα η -> μπαΐλντισμα ~ μπαϊλτσμάρα Κοζάνη

μπαϊλώ -> μπαϊλντίζω ~ Πιερία

μπάιμα το -> βγάλσιμο | ανατολή | ανέβασμα | φανέρωμα ~ μπάιμα Τσακώνικα | μπάισμα Τσακώνικα

μπαϊμάδκους -> με άγαρμπο περπάτημα ~ μπαϊμάδκους Πιερία | μπαϊμάκους Κοζάνη

μπαϊμάκας -> καχεκτικός (λόγιο) | ανάπηρος (λόγιο) ~ μπαϊμάκας Κοζάνη | μπαϊμάκης Καστοριά (πόλη | μπαϊμάκους Καστοριά, Κοζάνη | μπαϊμάξ Κοζάνη ~ θηλυκό: μπαϊμάκ Καστοριά | μπαϊμάκου Κοζάνη ~ ουδέτερο: μπαϊμάκου Καστοριά

μπαϊμπούρ του -> παλιόρουχο ~ μπαϊμπούρ Θάσος

μπαϊνάκ του -> μπαΐλντισμα ~ μπαϊνάκ Σουφλί

μπαίννωμα το -> είσοδος (λόγιο) ~ μπαίννωμα Κάλυμνος

μπάινο το -> σημαδούρα από φελλό στη θάλασσα, που πάνω της δένουν το σκοινί από το δίχτυ ~ μπάινο Ζάκυνθος

μπαινοβγαίνω -> συναναστρέφομαι (λόγιο) ~ μπαιζοβγαίνω Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Μεσσηνία | μπαιννοβγκαίννω Κάρπαθος | μπαιννοβκαίννω Κύπρος | μπαιννοφκαίννω Κύπρος | μπαινοβγαίνω Passow 1870, Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία

μπαινοβγαλίκι το -> το πήγαινε-έλα | μπαινοβγάλματα ~ μπαινοβγαλίκι Κρήτη

μπαινοβγάλματα τα -> συναναστροφές (λόγιο) | τα πολλά σούρτα-φέρτα ~ μπαινοβγάλματα Πρωία 1934 ~ ενικός: μπαιζόβγαλμα Αρκαδία

μπαινοβγαρσά η -> το πέρασμα | η άδεια να μπαινοβγαίνεις κάπου ~ μπαινοβγαρσά Κρήτη

μπαινοβγαρτίκη το -> συχνή επίσκεψη σε ένα μέρος ~ μπαινοβγαρτίκη Κρήτη

μπαινόβρακας ο -> κόκορας με πολλά πούπουλα στα πόδια (μέχρι χαμηλά) ~ μπαινόβρακας Ηλεία

μπαινοβρέκι το -> περισκελίδα (λόγιο) ~ μπαινοβρέκι Ηλεία

μπαινοδιαβαίνω -> περνώ από μέσα ~ μπαινοδιαβαίνω Κύθηρα

μπαίνος ο -> πούτσος, ψωλή ~ μπαίνος Κέρκυρα

μπαΐνου -> βγαίνω | ανατέλλω | ανεβαίνω | φανερώνομαι ~ μπαΐνου Τσακώνικα ~ μπαΐχου Τσακώνικα

μπαϊντάτ -> ποικιλία κουκουλιών μεταξοσκώληκα ~ μπαϊντάτ Σουφλί

μπαϊντιρμάς ου -> μικρό κοφίνι ~ μπαϊντιρμάς Σάμος

μπαϊντός ο -> σχόλασμα (λόγιο) | τούρκικο paydos ~ μπαϊντός Καστοριά, Σιάτιστα, Κοζάνη ~ ουδέτερο: μπαϊντούζι Λευκάδα

μπαϊντούσκα η -> είδος χορού ~ μπαϊντούσκα Διδυμότειχο

μπαίνω -> εισέρχομαι (λόγιο) | εντάσσομαι (λόγιο) | εισπλέω (λόγιο) ~ εμπαίνω Πόντος | μπαίνου Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Μέγαρα, Σαμοθράκη, Σάμος, Τσακώνικα | μπαίνω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ονοματολόγιο Ναυτικό 1884, Ηπίτης 1909, Thumb 1912, Ηπίτης 1920, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Κρήτη, Λακωνία, Τσακώνικα | μπαίννου Λυκία | μπαίννω Κάρπαθος, Κύπρος, Νίσυρος, Ρόδος ~ μετοχή: μπασμένος Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016

μπαΐους ου -> πραματευτής ~ μπαΐους Ημαθία

μπάιους ου -> μπάρμπας | θειος ~ μπάιους Κοζάνη, Πιερία

μπαϊράκι το -> πολεμική σημαία | παντιέρα | φλάμπουρο | τούρκικο bayrak ~ μπαεράκι Κουκκίδης 1960, Κρήτη | μπαϊράκ Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλονίκη, Διδυμότειχο, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Φωκίδα | μπαϊράκι Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Passow 1870, Legrand 1882, Miklosich 1884, Ηπίτης 1909, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λευκάδα, Μεσσηνία, Νάξος | μπαϊράκκιν Κύπρος | μπαϊράτσι Τσακώνικα | μπαϊράχι Καππαδοκία | μπαργιάκι Κουκκίδης 1960 | παϊράχ Πόντος | παϊράχιν Πόντος

μπαϊρακιάς ο -> αρχηγός (λόγιο) ~ μπαϊρακιάς Κρήτη

μπαϊράμι το -> γιορτή των μουσουλμάνων μετά το ραμαζάνι | τούρκικο bayram ~ βαϊράμι Πρωία 1934 | μπαεράμι Κρήτη | μπαϊράμ Θεσσαλία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρρες, Φωκίδα | μπαϊράμι Βεντότης 1790, Miklosich 1884, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Επτάνησα, Θεσπρωτία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Ρόδος | μπαϊράμιν Κύπρος | μπαριάμι Κουκκίδης 1960 | παϊράμ Πόντος | παϊράμιν Πόντος

μπαϊραχτάρης ο -> σημαιοφόρος (λόγιο) ~ μπαερακτάρης Κρήτη | μπαεραχτάρης Κρήτη | μπαϊρακτάρης Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1909, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κουκκίδης 1960, Ανδριώτης 1983, Κρήτη, Κύπρος, Μέγαρα | μπαϊρακτάρς Κουκκίδης 1960, Σέρρες | μπαϊραχτάρης Βλαστός 1931 Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Κρήτη | μπαϊραχτάρς Αιτωλοακαρνανία

μπαϊρεύγω -> επιδιώκω να διευθύνω ~ μπαϊρεύγω Πάρος

μπαϊρεύω -> μπαϊριάζω ~ μπαϊρεύω Αρκαδία

μπαΐρι το -> χερσότοπος | πλαγιά | λόφος (λόγιο) τούρκικο bayır ~ μπαγίρ Κουκκίδης 1960, Αϊβαλί, Ίμβρος, Λέσβος, Μακεδονία, Μοσχονήσι μπαγίρι Κουκκίδης 1960, Κωνσταντινούπολη | μπαΐρ Κουκκίδης 1960, Αιτωλοακαρνανία, Αλόννησος, Άνδρος, Άρτα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Θάσος, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, Μαγνησία, Ορεστιάδα, Πιερία, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σιάτιστα, Τρίκαλα, Φωκίδα, Χαλκιδική | μπαΐρι Ανδριώτης 1983, Αρκαδία, Δρόπολη, Ηλεία, Κορινθία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη, Λακωνία, Λευκάδα, Πάρος | παΐρ Πόντος | παΐριν Πόντος ~ θηλυκό: μπαγίρα Λέσβος | μπαΐρα Κρήτη

μπαϊριάζω -> γίνομαι μπαΐρι, χερσότοπος (για γη) ~ μπαϊριάζω Αρκαδία

μπαΐριασμα το -> μετατροπή μιας καλλιεργημένης γης σε χερσότοπο ~ μπαΐριασμα Αρκαδία

μπαϊρίσιος -> βουνίσιος ~ μπαϊρίσιος Λέσβος ~ θηλυκό: μπαϊρίσια | μπαγιρίσια Λέσβος

μπαϊτάρης ο -> κτηνίατρος (λόγιο) | τούρκικο: baytar ~ μπαϊτάρης Κωνσταντινούπολη ~ θηλυκό: μπαϊτάρισσα Κωνσταντινούπολη

μπαϊτό του -> διάλειμμα των ψαράδων από τη δουλειά τους ~ μπαϊτό Μαγνησία

 

ψα -> λίγο ~ ψα Καστοριά

ψα -> που ~ ψα Τσακώνικα | ψε Τσακώνικα | ψια Τσακώνικα

ψαγνοφαΐα η -> κρεατοφαγία (λόγιο) ~ ψαγνοφαΐα Κύπρος

ψάζου -> αδυνατίζω ~ ψάζου Λήμνος

ψάθα η -> τα φυτά Typha latifolia, Typha angustata (αφράτο, ράπη, ράπι, ρένα, κυπελισός) & Butomus umbellatus (μπλιτσίνι) ~ ψάθα Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ψαθί Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Γεννάδιος 1914, Heldreich 1926, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Κύθηρα, Πάρος, Σαρακατσάνικα, Τσακώνικα

ψάθα η -> αρχαία ΨΙΑΘΟΣ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 | ψάθινο πλέγμα | αντρικό ψάθινο καπέλο ~ ψάθα Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Άρτα, Γρεβενά, Εύβοια, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ίμβρος, Ιωάννινα, Κάρπαθος, Καρδίτσα, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κέρκυρα, Κοζάνη, Λάρισα, Λέσβος, Μαγνησία, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Πιερία, Πόντος, Ρόδος, Σέρρες, Τσακώνικα, Φιλιππούπολη | ψάθθα Λυκία | ψάττα Ρόδος | ψιάθα Ρόδος | ψιάθη Χάλκη ~ ουδέτερο: ψαθί Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ηλεία, Ίμβρος, Λέσβος, Μέγαρα,  Πόντος, Ρόδος Τσακώνικα | ψαθίν Κύπρος, Νάξος, Πόντος, Ρόδος | ψιαθί Ρόδος | ψαχίν Κύπρος ~ υποκοριστικό: ψαθάκ του Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Σέρρες | ψαθάκι το Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1920, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Λευκάδα, Ρόδος | ψαθάκιν το Ρόδος | ψαθίτσα η Ρόδος | ψαθόπον το Πόντος | ψαθούλα η Σαρακατσάνικα

ψαθαρκά η -> ψάθα | καλαμωτή ~ ψαθαρκά Κύπρος | ψαχαρκά Κύπρος

ψαθάς ο -> που φτιάχνει ή πουλάει ψάθες και ψάθινα | ψαθοποιός (λόγιο) | ψαθοπώλης (λόγιο) ~ ψαθάς Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998, Ίμβρος

ψαθένιος -> ψάθινος ~ ψαθένιος Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Πρωία 1934 ~ θηλυκό: ψαθένια Πρωία 1934 ~ ουδέτερο: ψαθένιο Πρωία 1934

ψαθιάζου -> βάζω σε σειρά ~ ψαθιάζου Πιερία

ψαθίλας ο -> τόπος κατάφυτος από ψαθί ~ ψαθίλας Κέρκυρα

ψάθινος -> φτιαγμένος από ψάθα ~ ψάθενος Νάξος | ψάθινος Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κάρπαθος, Νάξος | ψιάθινος Πρωία 1934 ~ θηλυκό: ψάθινη Legrand 1882, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψιάθινη Πρωία 1934 ~ ουδέτερο: ψάθινο Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψάχενον Κύπρος | ψιάθινο Πρωία 1934

ψαθκιάς ο -> ποικιλία σταριού ~ ψαθκιάς Κύπρος | ψαχάς Κύπρος

ψαθολούρι το -> αρρώστια των μωρών με πόνο στην κοιλιά και διάρροια ~ ψαθολούρι Αρκαδία

ψαθούρα η -> ψάθα (πλέγμα) ~ ψαθούρα Νάξος

ψαθούρι -> στρωματσάδα ~ ψαθούρι Κρήτη

ψαθούρι το -> τηγανίτα | λουκουμάς | δίπλα | κουλούρι με σουσάμι ~ ψαθθούριν Λυκία | ψαθούρι Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Σύρος, Χίος | ψαθύρ Πόντος | ψαθύριν Πόντος

ψαθοχόρταρτον το -> χόρτο κατάλληλο για να πλεχτεί ψάθα ~ ψαθόχορταρον Πόντος

ψαθόχορτο το -> χόρτο που χρησιμοποιείται στην καλαθοπλεκτική ~ ψαθόχορτο Χίος ~ ψαθόχουρτου Ίμβρος, Πιερία, Σέρρες

ψαθυρεύω -> φτιάχνω ψαθύρια (ψαθούρια) ~ ψαθυρεύω Πόντος

ψαθυρίσκιν το -> ψαθούρι, ψαθύρι ~ ψαθυρίσκιν Πόντος

ψάθωμα το -> πλέγμα από ψάθα | σκέπασμα με ψάθα ~ ψάθωμα Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ψαθώνω -> σκεπάζω με ψάθωμα | πλέκω σε σχήμα ψάθινου πλέγματος ~ ψαθόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1910 | ψαθώνω Somavera 1709, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ζάκυνθος ~ ψαθώνομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998

ψαθωτός -> που είναι φτιαγμένος από ψάθα ή που μοιάζει με πλέγμα ψάθας ~ ψαθωτός Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ψαθωτή Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ψαθωτό Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαΐα α -> ερημιά | ξεραΐλα ~ ψαΐα Τσακώνικα

ψαΐλα η -> βοσκημένο λιβάδι | χώρος για τα ζώα πρόχειρα περιφραγμένος ~ ψαΐλα Αρκαδία, Λακωνία

ψαϊλώνω -> διανυκτερεύω με το κοπάδι στην ύπαιθρο ~ ψαϊλώνω Αρκαδία, Λακωνία

ψακάδα η -> πίκρα, πικράδα ~ ψακάδα Βάλληνδας 1887 | ψιακάδα Λέσβος

ψακάζω -> ψακώνω ~ ψακάζω Χίος

ψακατερής -> φαρμακερός ~ ψακαντέρης Κρήτη | ψακατερής Κρήτη | ψακωτερός Κρήτη | ψιακαντέρης Κρήτη | ψιακατερής Κρήτη

ψακής -> φαρμακερός | πικρός ~ πιακής Κρήτη | ψακής Κρήτη | ψιακής Κρήτη ~ ουδέτερο: ψιακό Ίμβρος

ψακί το -> φαρμάκι, δηλητήριο (λόγιο) | πίκρα, πικράδα ~ ψακί Πρωία 1934, Κριαράς 1995, Αϊβαλί, Θάσος, Κάλυμνος, Κρήτη, Κως, Λέσβος, Λήμνος, Μοσχονήσι, Νάξος, Νίσυρος, Χίος | ψατζίν Κύπρος | ψιάκι Somavera 1709, Βλαστός 1931 | ψιακί Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Κριαράς 1995 | ψιακίν Λυκία ψιατσί Λέσβος ~ θηλυκό: ψάκα Κρήτη, Κως | ψακή Βάλληνδας 1887, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Λέσβος, Κρήτη, Νίσυρος, Ρόδος | ψατζή Κύπρος | ψιάκα Ίμβρος, Κρήτη | ψιακή Βάλληνδας 1887, Ανδριώτης 1983, Ίμβρος, Κύθνος, Λέσβος, Ρόδος, Χάλκη | ψιατσή Λέσβος

ψάκι το -> το φυτό Aconitum napellus, στριγγλοβότανο | το φυτό Vinca herbacea (?) ~ ψάκι Ηπίτης 1910, Γεννάδιος 1914 | ψατσίν Χίος | ψιάκι Ηπίτης 1910 | ψιακί Heldreich 1926 ~ θηλυκό: πιακή Κρήτη | ψιακή Κρήτη | ψακιά Θάσος

ψακίν το -> εκλεκτό φαγητό ~ ψακίν Λυκία

ψακίτης ο -> φαρμακερό μανιτάρι ~ ψακίτης Κρήτη

ψακός -> πικρός ~ ψακός Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι | ψιακός Ίμβρος ~ θηλυκό: ψιακιά Ίμβρος ~ ουδέτερο: ψιακό Ίμβρος

ψακοτάρι το -> το φυτό Arum creticum ~ ψακοτάρι Heldreich 1926

ψακουβουτανίννου -> ψακώνω ~ ψακουβουτανίννου Λυκία

ψακούρα η -> λαιμαργία ~ ψακούρα Καστελλόριζο

ψακουριάζω -> τρώω λαίμαργα ~ ψακουριάζω Καστελλόριζο

ψακούτης -> δηλητηριώδης (λόγιο) ~ ψακούτης Δημητράκος 1950 | ψιακούτης Δημητράκος 1950 ~ θηλυκό: ψακούτα Δημητράκος 1950 | ψιακούτα Δημητράκος 1950 ~ ουδέτερο: ψακούτικο Δημητράκος 1950 | ψιακούτικο Δημητράκος 1950 ~

ψακόχορτο το -> πικρό αγριόχορτο ~ ψακόχορτο Κρήτη | ψιακόχορτου Ίμβρος

ψάκωμα -> φαρμάκωμα, δηλητηρίαση (λόγιο) | πικράδα, πικρίλα ~ ψάτζεμαν Κύπρος | ψάκωμα Πρωία 1934, Κριαράς 1995, Κρήτη ~ ψιάκουμα Ίμβρος | ψιάκωμα Somavera 1709, Πρωία 1934, Κριαράς 1995, Κρήτη

ψακώννου -> περιδρομιάζω ~ ψακώννου Λυκία

ψακωντέ η -> πικράδα, πικρίλα ~ ψακωντέ Κρήτη | ψιακωντέ Κρήτη

ψακώνω -> φαρμακώνω, δηλητηριάζω (λόγιο) | πικραίνομαι ~ ψακώννου Λυκία | ψακώννω Νίσυρος, Ρόδος | ψακώνου Αϊβαλί, Λέσβος, Μοσχονήσι, Σαμοθράκη | ψακώνω Βάλληνδας 1887, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Κρήτη, Κύθνος, Κως, Νάξος, Πάρος, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Ρόδος, Χίος | ψατζεύκω Κύπρος ~ ψιακώννου Λυκία | ψιακώνου Ίμβρος, Λέσβος, Σέρρες | ψιακώνω Somavera 1709, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Κύθνος, Κρήτη, Μύκονος, Χάλκη | ψιακώννω Κως, Ρόδος, Χίος ~ ψακώννουμαι Ρόδος | ψακώνομαι Καστελλόριζο | ψακώνουμι Θάσος | ψατζεύκουμαι Κύπρος | ψιακώνουμι Λέσβος | ψιακώνομαι Somavera 1709 ~ μετοχή: ψακωμένος Βάλληνδας 1887, Ικαρία, Κρήτη, Νάξος, Νίσυρος | ψατζεμένος Κύπρος | ψιακουμένους Λέσβος | ψιακωμένος Somavera 1709

ψακωτήρα η -> φυτό με φαρμακερό χυμό ~ ψακωτήρα Ρόδος ~ ουδέτερο: ψακωτάρι Κρήτη | ψιακωτάρι Κρήτη

ψαλάζω -> ψαλιδίζω ~ ψαλάζω Χάλκη

ψαλάσσω -> τσιμπολογώ | ψιλοτρώω ~ ψαλάσσω Κρήτη | ψιαλάσσω Κρήτη

ψαλάφε η -> ψαλάφεμα ~ ψαλάφε Πόντος ~ αρσενικό: ψαλάφες Πόντος

ψαλάφεμα το -> αίτηση (λόγιο) ~ ψαλάφεμα Πόντος | ψαλάφεμαν Πόντος | ψηλάφεμαν Πόντος

ψαλαφίον το -> ψαλάφεμα ~ ψαλαφίον Πόντος

ψαλαφώ -> ζητώ ~ ψαλαφώ Ηπίτης 1910, Πόντος | ψηλαφώ Πόντος ~ ψαλαφίουμαι Πόντος ψηλαφίουμαι Πόντος ~ μετοχή αρσενικό: ψαλαφεμένος Πόντος | ψηλαφεμένος Πόντος ~ μετοχή θηλυκό: ψαλαφεμέντζα Πόντος | ψηλαφεμέντζα Πόντος ~

ψαλδουκουφτός ου -> ζικζακωτός ~ ψαλδουκουφτός Ίμβρος

ψάλημα το -> διάβασμα ~ ψάλημα Καππαδοκία

ψάλι το -> εξάρτημα του σαμαριού ~ ψάλι Λευκάδα

ψάλιας ο -> μεγάλο ψαλίδι, ψαλίδα ~ ψάλιας Κάρπαθος

ψαλίδα η -> άλλο όνομα της σαρανταποδαρούσας (Scolopendra) ~ ψαλία Τσακώνικα | ψαλίγια Καππαδοκία | ψαλίδα Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Γρεβενά, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Νίσυρος, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Τσακώνικα

ψαλίδα η -> η δαγκάνα του κάβουρα ~ ψαλίδα Ηπίτης 1910, Νάξος

ψαλίδα η -> το έντομο Forficula auricularia ~ ψαλία Τσακώνικα | ψαλίδα Σκαρλάτος 1835, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Λυκία, Μέγαρα, Τσακώνικα, Πιερία, Σέρρες, Χαλκιδική, Χίος | ψαλίθρα Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Νάουσα ~ αρσενικό: ψάλιδος Πόντος

ψαλίδα η -> ψαλιδάρης ~ ψαλίδα Κριαράς 1995

ψαλίδα η -> ψαλιδονούρα (Anas acuta) ~ ψαλίδα Ηπίτης 1910, Απαλοδήμος 1988, Ορεστιάδα

ψαλιδάκι το -> το φυτό Plantago coronopus, κορακοπόδι, κυπαρισσάκι, κυπαρισσόχορτο, περδικοπάτημα, πετεινόχορτο, χηνοπόδι ~ ψαλιδόχορτο Heldreich 1926, Κέρκυρα

ψαλιδάρης ο -> το πουλί Milvus milvus, λούπης, λούπος, ψαλίδα ~ ψαλιδάρης Κριαράς 1995 ~ ψαλιδιάρης

ψαλιδάς ο -> που φτιάχνει ψαλίδια ~ ψαλιδάς Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931 | ψαλλιάς Κύπρος

ψαλιδάς ο -> ψαλιδονούρα (Anas acuta) ~ ψαλιδάς Απαλοδήμος 1988 | ψαλλιδάς Κύπρος

ψαλιδάφτι το -> αφτί ζώου σημαδεμένο (κομμένο) με ψαλιδιά ~ ψαλιδάφτι Κρήτη

ψαλίδι το -> Buck List: 9.24, scissors, shears | αρχαία ΨΑΛΙΣ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ ατσαλίντι Απουλία | σπαλίθι Καλαβρία | σπαλίσι Καλαβρία | τσαλίδι Απουλία |τσαλίντι Απουλία | σφαλίντι Απουλία | σφσαλίντι Απουλία | φσαλίντι Απουλία |  ψαλί Κως, Ρόδος, Τσακώνικα | ψαλίδ Αιτωλοακαρνανία, Άνδρος, Ευρυτανία, Ιωάννινα, Καππαδοκία, Καρδίτσα, Καστοριά, Πόντος, Σάμος, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Σκύρος, Φωκίδα | ψαλίδι Corona Preciosa 1527, Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Du Cange 1688Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κεφαλονιά, Κορινθία, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα, Μεσσηνία, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα | ψαλίδιν Κύπρος, Πόντος | ψάλιδο Πόντος |   Χάλκη | ψαλίν Κάρπαθος | ψαλίρι Καππαδοκία | ψαλλίδιν Κύπρος | ψαλλίιν Κύπρος | ψαλλίν Κύπρος | ψαλλντίδι Ρόδος | ψιαλί Ρόδος | ψιαλίν Ρόδος ~ μεγεθυντικό: ψαλία Κάρπαθος, Ρόδος, Τσακώνικα | ψαλιά Ρόδος | ψαλίγια Καππαδοκία | ψαλίδα Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Du Cange 1688Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Αιτωλοακαρνανία, Δελβίνο, Δρόπολη, Ζάκυνθος, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κρήτη, Κύθηρα, Μαγνησία, Πόντος, Πιερία, Πωγώνι, Σέρρες, Τσακώνικα, Χαλκιδική | ψαλλία Κύπρος | ψαλλίδα Κύπρος | ψαλλντίδα Ρόδος | ψιαλία Ρόδος ~ υποκοριστικό: σπαλιθιούκι Καλαβρία | ψαλιάκιν Κάρπαθος | ψαλδάκ Μαγνησία | ψαλιδάκι Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κέρκυρα | ψαλιδόπλλον Πόντος

ψαλιδιά η -> κόψιμο με ψαλίδι | είδος ναυτικού κόμπου ~ ψαλδιά Γρεβενά, Καστοριά, Φωκίδα | ψαλιγιά Χάλκη | ψαλιδέα Πόντος, Τσακώνικα | ψαλιδιά Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Καστελλόριζο | ψαλιδία Ζάκυνθος, Τσακώνικα | ψαλιέα Κάρπαθος | ψαλιριά Καππαδοκία

ψαλιδιάζω -> ψαλιδίζω ~ ψαλιδάζω Πόντος | ψαλιδιάζω Βλαστός 1931 | ψαλλιδκιάζω Κύπρος

ψαλιδιάρης ο -> το πουλί Milvus milvus ~ ψαλιδάρης Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ακαδημία 2016 | ψαλιδιάρης ψαλιδάς Απαλοδήμος 1988, Ακαδημία 2016

ψαλιδίζω -> κόβω με το ψαλίδι | λογοκρίνω (λόγιο) ~ σπαλιθίτζω Καλαβρία | ψαλιδίζου Τσακώνικα | ψαλιδίζω Βλάχος 1659, Lange 1708, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα | ψαλιίντζω Κάρπαθος ~ ψαλιδίζομαι Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ψαλιδισμένος Βεντότης 1790, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Ακαδημία 2016

ψαλιδίννου -> ψαλιδίζω ~ ψαλιδίννου Λυκία

ψαλίδισμα -> κόψιμο με το ψαλίδι | λογοκρισία (λόγιο) ~ ψαλιδίασμαν Πόντος | ψαλίδισμα Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Τσακώνικα | ψαλίδισμαν Πόντος

ψαλιδιστός -> ψαλιδωτός ~ ψαλιδιστός Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Δελβίνο ~ θηλυκό: ψαλιδιστή Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Δελβίνο ~ ουδέτερο: ψαλιδιστό Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Δελβίνο

ψαλιδίτα η -> κάποιο χόρτο με ψαλιδωτά φύλλα ~ ψαλιδίτα Πόντος

ψαλιδίτζα η -> το έντομο ψαλίδα (Forficula auricularia) ~ ψαλιδίτζα Πόντος

ψαλιδόγλωσσος -> πολυλογάς, φλύαρος (λόγιο) ~ ψαλιδόγλωσσος Βλαστός 1931, Πρωία 1934, ΑΠΘ 1998 ~ θηλυκό: ψαλιδόγλωσση ΑΠΘ 1998 ~ ουδέτερο: ψαλιδόγλωσσο ΑΠΘ 1998

ψαλιδοκέρι το -> σύνεργο για το σβήσιμο των κεριών και τον καθαρισμό της καύτρα τους ~ ψαλιδοκέρι Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | ψαλιδουκέριν Λυκία

ψαλιδοκόβω -> κόβω με το ψαλίδι ~ ψαλιδικόβω Βλαστός 1931

ψαλιδοκούρεμα το -> κακολογία (λόγιο) ~ ψαλιδοκούρεμα Ζάκυνθος

ψαλιδοκουρεύτρα -> κακολόγα (λόγιο) ~ ψαλιδοκουρεύτρα Ζάκυνθος

ψαλιδοκουρεύω -> κακολογώ (λόγιο) ~ ψαλιδοκουρεύω Ζάκυνθος

ψαλιδόκωλος -> ντυμένος γελοία ~ ψαλιδόκωλος Μέγαρα | ψαλλιδόκωλος Κύπρος

ψαλιδολογώ -> κορφολογώ τα κλήματα ~ ψαλιδολογώ Κύθηρα

ψαλιδονούρα η -> το πουλί Anas acuta, θαλασσοπάπι, θαλασσόπαπια, κιλκιρίκι, μαυρονούρα, σουβλακίδα, σουβλοκώλα, σουβλοκώλι, σουφλοκώλι, σουβλοπάπι, σουβλόπαπια, σφηνοκώλα, τσουφλουκώλα, τσουφλοκώλι, χελιδονάτη, χελιδονωτό, χελιδονούρα, ψαλίδα, ψαλιδάς , ψαλλιδάς ~ ψαλιδονούρα Απαλοδήμος 1988 | ψαλλιονούρα Κύπρος ~ αρσενικό: ψαλλιδονούρης Κύπρος | ψαλλιονούρης Κύπρος

ψαλιδόξυλον το -> το ξύλινο ψαλίδι της σκεπής ~ ψαλιδόξυλον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882

ψαλιδόχορτο το -> το φυτό Adiantum Capillus-Veneris, αγριαγγουριά, γένια, βροδοτρίχι, βροντοτρίχι, μαλλιόχορτο, μουνοτρίχι, περιπλοκάδι, πηγαδόχορτο, πολυτρίγι, πολυτρίχι, τριχόχορτο ~ ψαλιδόχορτο Κρήτη, Λευκάδα | ψαλιθόχορτο Heldreich 1926, Αμοργός

ψαλιδόχορτο το -> το φυτό Statice sinuata (του Μάη το λουλούδι, προβάκι, προβάσι, προβάτσα, προβάτσι, σταθώρι) ~ ψαλιδόχορτο Heldreich 1926, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Κέρκυρα | ψαλιόχορτον Κάρπαθος

ψαλίδω η -> γυναίκα φλύαρη και αθυρόστομη ~ ψαλίδω Πελοπόννησος

ψαλιδωτό το -> ψαλιδονούρα (Anas acuta) ~ ψαλιδωτό Απαλοδήμος 1988

ψαλιδωτός -> που έχει σχήμα ανοιγμένου ψαλιδιού ~ ψαλδουτός Σέρρες | ψαλιδωτός Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ψαλδουτιά Σέρρες | ψαλιδωτή Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ψαλδουτό Γρεβενά, Σέρρες | ψαλιδωτό Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαλλιωτόν Κύπρος

ψαλίζω -> ψαλιδίζω ~ ψαλίζω Χάλκη

ψαλίθρα η -> έντομο που τρώει τα σιτάρια και τα λαχανικά ~ ψαλίθρα Πιερία

ψαλίθρα η -> χόρτο για πίτα ~ ψαλίθρα Καρδίτσα

ψαλίκουρας ου -> το έντομο Gryllotalpa vulgaris, αγγουραφάς, αγγουροκόφτης, αγγουροφάγος, κολοκυθάς, κολοκυθοκόφτης, κρεμυδοφάγος, μπαμπούγερας, πρασάγγουρας ~ ψαλίκουρας Σέρρες

ψαλίκουρδα η -> θαλασσινό μαμούνι που πετά και πηδάει στις ακρογιαλιές ~ ψαλίκουρδα Βλαστός 1931

ψαλικουρίδα η -> ψαλίδα (σαρανταποδαρούσα) ~ ψαλικουρίδα Μέγαρα

ψαλικουρίδα η -> ψαλιδόγλωσσος (φλύαρος) ~ ψαλικουρίδα Μέγαρα

ψαλιμουδίζω -> σιγομουρμουρίζω ~ ψαλιμουδίζω Κρήτη

ψάλιος -> λεπτός | αδύνατος ~ ψάλιος Κύπρος ~ ουδέτερο: ψάλιον Κύπρος

ψαλιούλι το -> ψαλίδι ~ ψαλιούλι Τσακώνικα

ψαλιρίστρα το -> χελιδόνι ~ ψαλιρίστρα Καππαδοκία

ψαλιτάρ -> εγγράμματος (λόγιο) ~ ψαλιτάρ Καππαδοκία

ψαλκούρ του -> μικρό μαμούνι ~ ψαλκούρ Λήμνος

ψαλλέτσω -> ψάλλω ~ ψαλλέτσω Πόντος

ψαλλί το -> λεπίδα σουγιά ή μαχαιριού ~ ψαλλί Νίσυρος | ψαλλίν Νίσυρος ~ θηλυκό: ψάλα Κάρπαθος

ψαλλιδόκομπος ο -> ο κόμπος ψαλιδιά ~ ψαλλιδόκομπος Κύπρος

ψαλλίζω -> ψάλλω ~ ψαλλίζω Ικαρία

ψαλλίσκω -> ψάλλω ~ ψαλλίσκω Καππαδοκία

ψαλλουκίντζω -> μουρμουρίζω | γκρινιάζω ~ ψαλλουκίντζω Κάρπαθος

ψάλλω -> τραγουδώ θρησκευτικούς ύμνους | αρχαία ΨΑΛΛΩ προελληνικό - μη ινδοευρωπαϊκό Beekes 2010 ~ ψάλλου Καππαδοκία, Σέρρες, Τσακώνικα | ψάλλω Germano 1622, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Επτάνησα, Ήπειρος, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Κως, Προύσα, Τσακώνικα | ψάου Τσακώνικα | ψάω Τσακώνικα | ψέλλω Δελβίνο ~ ψάλλομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 | ψάρκομαι Κύπρος | ψάρκουμαι Κύπρος ~ μετοχή: ψαλμένος Germano 1622, Somavera 1709, Βεντότης 1790

ψάλμα το -> τα κόλλυβα ~ ψάλμα Θεσπρωτία

ψάλμα το -> τραγούδι | μελωδία (λόγιο) | διάβασμα ~ ψάλμα Βλάχος 1659, Legrand 1882, Καππαδοκία ~ υποκοριστικό: ψαλματάκι Βλάχος 1659

ψαλμάδα η -> ψάλμα ~ ψαλμάδα Μύκονος

ψαλμοκατάρα η -> αφορισμός | ο ψαλμός του Δαυίδ κατά των κλεφτών ~ ψαλμοκατάρα Βλαστός 1931 | ψαρμοκατάρα Χίος

ψαλμοκαταριέμαι -> αφορίζω ~ ψαλμοκαταριέμαι Βλαστός 1931

ψαλμός ο -> το μνημόσυνο και το τραπέζι που γίνεται μετά το μνημόσυνο ~ ψαλμός Πόντος

ψαλμουδιά η -> ψαλμωδία (λόγιο) ~ ψαλιμουδιά Κέρκυρα | ψαλμουδιά Somavera 1709, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | ψαλμουδία Αρκαδία, Λέσβος, Σαρακατσάνικα, Τσακώνικα, Χίος | ψαλμουθκιά Κύπρος | ψαρμουδιά Ζάκυνθος, Ρόδος | ψαρμουθκιά Κύπρος | ψαρμουία Κάρπαθος

ψαλμουδιάζω -> υμνολογώ (λόγιο) ~ ψαλμουδιάζω Somavera 1709, Βλαστός 1931

ψάλσιμο το -> ο τρόπος που ψέλνει κάποιος ~ ψαλσίμ Σάμος | ψάλσιμο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Τσακώνικα | ψάλσιμον Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Πόντος | ψάλσιμου Τσακώνικα | ψάλσμου Σαμοθράκη | ψάλτσιμο Καππαδοκία | ψάλτσμου Καστοριά | ψάρσιμο Ζάκυνθος

ψαλτά -> με ψαλμουδιά ~ ψαλτά Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Κριαράς 1995 | ψαρτά Ζάκυνθος

ψαλτερός -> τραγουδιστός ~ ψαλτερός Βλαστός 1931

ψαλτήρα η -> ψαλτήρι ~ ψαλτήρα Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790

ψαλτήρι το -> βιβλίο με ψαλμούς | χώρος στην εκκλησία όπου κάθονται οι ψάλτες ~ ψαλετήρ Καππαδοκία | ψαλιτήρι Παλιά Αθήνα, Αρκαδία, Λακωνία | ψαλτήρ Καστοριά, Πόντος | ψαλτήρι Βλάχος 1659, Somavera 1709,  Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαλτήριν Κύπρος | ψαρτήρι Αστυπάλαια, Ζάκυνθος, Θήρα, Κάλυμνος, Καστελλόριζο, Κως, Λέρος, Νάξος, Πόντος, Ρόδος | ψαρτήριν Κάρπαθος, Κύπρος, Πόντος, Ρόδος

ψάλτης -> που ψέλνει στην εκκλησία ~ ψάλτα ο Τσακώνικα | ψάλτας Σέρρες | ψάλτες Πόντος | ψάλτης Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Καππαδοκία | ψάλτς Καρδίτσα, Καστοριά | ψάρτης Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κύπρος, Κως, Πόντος, Ρόδος, Τσεσμές ~ θηλυκό: ψάλτρα Somavera 1709, Κριαράς 1995 | ψάλτρια Germano 1622, Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ πληθυντικός: ψαλτάδες Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998, Κέρκυρα | ψάλτες Δημητράκος 1950

ψαλτικά τα -> η αμοιβή του ψάλτη ~ ψαλτικά Germano 1622, Somavera 1709, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, ΑΠΘ 1998, Αμοργός, Αρκαδία | ψαλτκά Φθιώτιδα ~ ενικός: ψαλτικόν Βεντότης 1790, Πόντος | ψαρτικό Θήρα

ψαλτικά τα -> ψαλμωδίες (λόγιο) ~ ψαλτικά Πιερία | ψαρτήρκα Κύπρος

ψαλτική η -> η τέχνη του ψάλτη ~ ψαλτική Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Πόντος | ψαρτική Ζάκυνθος

ψαλτικό το -> αναλόγιο (λόγιο) ~ ψαλτικό Κύθηρα

ψαλτόπαιδο το -> νεαρός ψάλτης ~ ψαλτόπαιδο Βλαστός 1931

ψαλτός -> ψαλλόμενος | τραγουδιστός ~ ψαλτός Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983 ~ θηλυκό: ψαλτή Βεντότης 1790, Legrand 1882, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950

ψάμα το -> σκούπισμα | σφούγγισμα ~ ψάμα Τσακώνικα

ψαμίκι -> ακριβώς (λόγιο) ~ ψαμίκι Νίσυρος | ψαμίκιν Νίσυρος

ψάνα η -> χλωρός καρπός δημητριακών (ωμός ή καβουρντισμένος) ~ ψάνα Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Αιτωλοακαρνανία, Αρκαδία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Σαρακατσάνικα, Φωκίδα | ψάνη Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Κέρκυρα, Λακωνία, Λευκάδα | ψιάνα Θεσπρωτία

ψανιάζω -> αρχίζει να σκληραίνει ο καρπός (για στάρια) ~ ψανιάζου Αιτωλοακαρνανία | ψανίζου Αιτωλοακαρνανία | ψανιάζω Αρκαδία, Ηλεία ~ μετοχή: ψανιασμένος Αιτωλοακαρνανία

ψάνιασμα του -> ωρίμασμα ~ ψάνιασμα Αιτωλοακαρνανία

ψανίζουμαι -> σιχαίνομαι ~ ψανίζουμαι Κύπρος

ψανίζω -> πυρώνω | ξεραίνομαι ~ ψανίζω Δελβίνο, Θεσπρωτία ~ ψανίζομαι Θεσπρωτία

ψάνιο το -> φαγητό από καβουρντισμένα χλωρά στάχυα με σταφίδες ~ ψάνιο Ζάκυνθος

ψανισκιάρης -> σιχασιάρης ~ ψανισκιάρης Κύπρος

ψανός -> βραστερός | εύθραυστος (λόγιο) ~ ψανός Ανδριώτης 1983, Αιτωλοακαρνανία, Καρδίτσα, Λευκάδα, Μαγνησία, Σάμος, Φθιώτιδα, Φωκίδα | ψάνιος Κεφαλονιά, Λακωνία | ουψανός Σάμος ~ θηλυκό: ψανή Λευκάδα | ψάνια Πελοπόννησος ~ ουδέτερο: ψάνιο Πελοπόννησος | ψανό Λευκάδα, Σάμος

ψάνος το -> σιχασιά, σιχαμάρα ~ ψάνος Κύπρος

ψάξιμο το -> αναζήτηση (λόγιο) | έρευνα (λόγιο) ~ ψάξιμο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Θήρα | ψάξιμον Somavera 1709, Legrand 1882 | ψάξμου Αιτωλοακαρνανία, Σέρρες

ψάρα η -> το φυτό αγριόμπιζο ~ ψάρα Κεφαλονιά, Κρήτη, Λευκάδα

ψάρα η -> φραντζόλα ψωμί | πίτα ~ ψάρα Αλιβέρι, Αλόννησος, Σάμος, Σκόπελος, Σκύρος

ψαραγάνα η -> το μικρό κόκαλο του ψαριού ~ ψαραγάνα Δημητράκος 1950

ψαραγκάθι το -> ψαροκόκαλο ~ ψαραγκάθι Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995 | ψαράγκαθο Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995

ψαραγορά -> ιχθυαγορά (λόγιο) ~ ψαραγορά Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαραγούδουρας ου -> φυτό του γένους Hypericum ~ ψαραγούδουρας Ίμβρος

ψαράδ του -> ψαρίλα ~ ψαράδ Ίμβρος

ψαράδα η -> γκριζάδα, σταχτάδα, σταχτεράδα, μολυβάδα ~ ψαράδα Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931

ψαράδικο το -> ιχθυοπωλείο (λόγιο) | ψαροκάικο ~ ψαράδικο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαράδικον Somavera 1709 | ψαράικον Κάρπαθος | ψαράτικο Ζάκυνθος

ψαράδικος -> που ανήκει ή αναφέρεται στον ψαρά ~ ψαράδικος Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ψαράδικη Somavera 1709, Βεντότης 1790, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ψαράδικο Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαραδοσύνη η -> ψαρική ~ ψαραδοσύνη Πάρος

ψαραετός ο -> το πουλί Pantion haliaetus, ασπρογέρακας, βουτηχτής, ψαρογέρακο, ψαροπούλι ~ ψαραετός Απαλοδήμος 1988, Ακαδημία 2016

ψαραίνω -> γκριζάρω, ασπρίζω ~ ψαραίνω Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Legrand 1882, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Κάρπαθος, Κρήτη, Νάξος | ψαριαίνω Πελοπόννησος

ψαράκι το -> το φυτό Samolus valerandi, πατσινόχορτο ~ ψαράκι Legrand 1882, Heldreich 1926, Κέρκυρα

ψαράκι το -> ψαρονέφρι ~ ψαράκι Νίσυρος | ψαράκιν Νίσυρος

ψαρακώνομαι -> ξεγυμνώνομαι ~ ψαρακώνομαι Κύθηρα

ψαράρης ο -> ψαράς ~ ψαράρης Κύπρος

ψαράς ο -> αλιέας (λόγιο) | Buck List: 3.66, fisherman ~ οψαράς Πόντος | ψαρά ο Τσακώνικα | ψαράς Corona Preciosa 1527, Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κέρκυρα, Κίμωλος, Κύθνος, Λακωνία, Λήμνος, Μεγανήσι, Νίσυρος, Παξοί, Πόντος, Ρόδος ~ θηλυκό: ψαράδαινα Legrand 1882, Βλαστός 1931 | ψαράδενα Somavera 1709 | ψαράδισα Βλαστός 1931 | ψαρού Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Thumb 1912, Βλαστός 1931 | ψαρούδισα Βλαστός 1931

ψαράς ο -> πλατύ και ρηχό καλάθι που είχαν οι πλανόδιοι ψαράδες ~ ψαράς Κέρκυρα

ψαράς ο -> το πουλί ψαρολόγος (Alcedo atthis) ~ ψαράς Βλαστός 1931

ψαράτα -> κατά μήκος ~ ψαράτα Πάρος

ψαρατός ο -> το πουλί ψαρολόγος (Alcedo atthis) ~ ψαρατός Βλαστός 1931, Χίος

ψαργά -> αποβραδίς ~ ψαργά Κύθηρα

ψαργαδινός -> χτεσινοβραδινός, ψεσινός ~ οψαργαντινός Κύθηρα | ψαργαδινός Κρήτη, Κύθηρα | ψαργάτινος Κρήτη

ψαρέγκλα η -> το πουλί Motacilla alba, κωλοσούσα, σεισούρα, σεισουράδα, σεισουρήθρα, τσιλιβίθρα, σουρσουράδα, σουσουράδα ~ ψαρέγκλα Αρκαδία, Μεσσηνία

ψαρέλα η -> πίτα δίχως φύλλο ~ ψαρέλα Βοιωτία

ψαρέλς ου -> γυμνός ~ ψαρέλς Βοιωτία

ψάρεμα η -> αλιεία (λόγιο) ~ οψάρεμαν Πόντος | ψάρεμα Somavera 1709, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Λέρος, Μεσσηνία, Νίσυρος, Παξοί, Τσακώνικα | ψάρεμμα Σκαρλάτος 1835 | ψάρευμα Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910 | ψάριμα Καστοριά, Λέσβος

ψαρερός -> πολύψαρος, πλουσιόψαρος ~ ψαρερός Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931 ~ θηλυκό: ψαρερή Legrand 1882

ψαρές -> ψαρίλα ~ ψαρές Χαλκιδική

ψάρες οι -> λαθούρια για φάβα ~ ψάρες Κύθηρα

ψαρευτής -> ψαράς ~ ψαρεφτής Βλαστός 1931

ψαρευτική η -> ψαρική ~ ψαρευτική Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ψαρευτός -> ψαρεμένος ~ ψαρευτός Ηπίτης 1910

ψαρεύω -> αλιεύω (λόγιο) ~ οψαρεύω Πόντος | ψαρέβκω Ρόδος | ψαρέβω Βλαστός 1931 | ψαρεύγιω Ρόδος | ψαρέγκου Τσακώνικα | ψαρεύγκω Κάρπαθος | ψαρεύγω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Thumb 1912, Καστελλόριζο, Κύπρος, Ρόδος, Τσακώνικα | ψαρεύου Καστοριά | ψαρεύκω Κύπρος | ψαρεύω Germano 1622, Portius 1636, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Επτάνησα, Ζάκυνθος, Λακωνία, Μεσσηνία, Ρόδος ~ ψαρεύγομαι Somavera 1709 ~ ψαρεύομαι Somavera 1709, ΑΠΘ 1998 ~ μετοχή: ψαρεμένος Germano 1622, Somavera 1709 | ψαρευμένος Βεντότης 1790

ψαρή η -> τεμπελιά ~ ψαρή Μύκονος, Σάμος, Χίος

ψαρί το -> γκρίζο χρώμα ~ ψαρί Ηπίτης 1910

ψάρι το -> ιχθύς (λόγιο) | Swadesh List: 45, fish | Buck List: 3.65, fish | ALE List 26 fish ασσάρι Απουλία | ασσάρι Απουλία | ασπάρι Καλαβρία | ασφάρι Απουλία | ασφσάρι Απουλία | ατσάρι Απουλία | αφσάρι Απουλία | οψάρ Πόντος | οψάριν Πόντος | ψάζι Τσακώνικα | ψαρ Αιτωλοακαρνανία, Αδριανούπολη, Άνδρος, Άρτα, Αρτάκη, Βογατσικό, Βοιωτία, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ημαθία, Θεσσαλονίκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καβάλα, Καππαδοκία, Καστοριά, Κοζάνη, Κυδωνία, Λάρισα, Λέσβος, Λήμνος, Μαγνησία, Μάδυτος, Μύκονος, Πιερία, Ορεστιάδα, Προύσα, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές, Σάμος, Σέρρες, Σιάτιστα, Σκύρος, Σουφλί, Τήνος, Φθιώτιδα, Φιλιππούπολη, Φωκίδα, Χαλκιδική | ψάρη Corona Preciosa 1527 | ψάρζι Τσακώνικα | ψάρι Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αργολίδα, Αρκαδία, Αχαΐα, Βουρλά, Ζάκυνθος, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Ηλεία, Κάλυμνος, Καππαδοκία, Κάρπαθος, Κάρυστος, Καστελλόριζο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Κως, Λακωνία, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Πόντος, Ρόδος, Σίφνος, Σύμη | ψάριν Κάρπαθος, Κύπρος, Λυκία, Πόντος, Ρόδος, Τσακώνικα ~ υποκοριστικό: ασπαρούκι Καλαβρία |οψαρόπον Πόντος | ψαζούλι Τσακώνικα | ψαράκ του Κοζάνη, Σέρρες | ψαράκιτο Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κεφαλονιά, Κύθηρα, Λακωνία, Λέρος, Νάξος, Ρόδος | ψαράκιν το Κάρπαθος | ψαρίτζα η Πόντος | ψαρούδ του Ίμβρος, Σέρρες | ψαρούδιν το Κύπρος | ψαροπουλούιν το Κύπρος | ψαρούιν το Κύπρος | ψαρούλι το Τσακώνικα ~ μεγεθυντικό: ψάρακας ο ΑΠΘ 1998, Γρεβενά, Μύκονος | ψάρακλας ο Ακαδημία 2016 | ψαρίνα η Θάσος | ψαρόνα η Σάμος | ψαρούα Τσακώνικα | ψαρούκλα η Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Κύθηρα, Ρόδος

ψάρι το -> ψαρονέφρι ~ ψαρ Άνδρος, Ίμβρος, Φωκίδα | ψάρι Ανδριώτης 1983, Κάλυμνος, Κύθνος

ψαριά η -> αλίευμα (λόγιο) | ~ ψαριά ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαριά η -> κοπάδι ψαριών ~ ψαριά Ανδριώτης 1983

ψαριά η -> ψαρίλα ~ οψαρέα Πόντος | ψαριά Ρόδος

ψαρίδα η -> το ψάρι Leuciscus cephalus, δροσίνα, κεφάλι, κέφαλος, κεφαλόψαρο, κλένι, κλωνίτσα, τσαϊλάκι, τυλιανός, τυλινάρι, χασκώνα ~ ψαρίδα

ψαριέρα η -> ψηστιέρα για ψάρια ~ ψαριέρα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995

ψαρίζω -> ψαραίνω, γκριζάρω ~ ψαρίζω Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βλαστός 1931

ψαρικά τα -> τα σύνεργα του ψαρέματος | ψάρια και θαλασσινά ~ ψαρικά Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016

ψαρική η -> η τέχνη του ψαρά ~ ψαρική Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ρόδος | ψαριτζή Κύπρος

ψαρικό το -> κάθε ψάρι ή θαλασσινό που τρώγεται ~ οψαρικόν Πόντος | ψαρικό Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998 | ψαρικόν Βεντότης 1790, Πόντος | ψαρκό Σάμος

ψαρικός -> ψαρίσιος ~ ψαρικός Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950 ~ θηλυκό: ψαρική Δημητράκος 1950 ~ ουδέτερο: ψαρικό Δημητράκος 1950

ψαρίλα η -> η μυρουδιά του ψαριού ~ ψαζία α  Τσακώνικα | ψαρία α Τσακώνικα | ψαρίλα Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαρίλιας Κέρκυρα | ψαρουλλά Κάρπαθος | ψαρουλλέα Κάρπαθος

ψαρίσιος -> που σχετίζεται με τα ψάρια ~ ψαρήσιος Δημητράκος 1950 | ψαρίσιος Βλαστός 1931, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | θηλυκό: ψαρίσια Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ψαρίσιο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαρίτσινος -> ψαρίσιος ~ ψαρίτσινος Κέρκυρα

ψαρλαδερόν το -> δοχείο που έβαζαν το ψαρόλαδο ~ ψαρλαδερόν Πόντος

ψαρόβαρκα η -> η βάρκα του ψαρά ~ ψαρόβαρκα Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαροβελονιά η -> είδος βελονιάς κεντήματος ~ ψαροβελονιά Κρήτη ~ ψαρουβιλουνιά Μαγνησία

ψαρόβιολα η -> το φυτό γεράνι (?) ~ ψαρόβιολα Κρήτη

ψαροβότανο το -> το φυτό Verbascum thapsus, καλάνθρωπος, σκλόνος, σπλόνος, φλόμος ~ ψαροβότανο Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995 | ψαροβότανον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910 | ψαρουβότανου Ιωάννινα

ψαρογάρος ο -> παστή σαρδέλα ~ ψαρογάρος Κρήτη

ψαρογένης -> γκριζογένης ~ ψαρογένης Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος

ψαρογενίζω -> έχω γκρίζα γένια ~ ψαρογενίζω Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931

ψαρογέρακο το -> ψαραετός (Pantion haliaetus) ~ ψαρογέρακο Απαλοδήμος 1988

ψαρόγι το -> γκρίζα γη | αμμουδερός τόπος ~ ψαρόγ Πάρος |  ψαρόγι Πάρος ~ θηλυκό: ψαλμόγια Σάμος | ψαρόα Πάρος | ψαρόγα Πάρος

ψαροδόλι το -> δόλωμα για ψάρια ~ ψαροδόλι Βλαστός 1931

ψαρόδχτου του -> δίχτυ που χρησιμοποιούσαν «κατά του ματιάσματος» ~ ψαρόδχτου Λήμνος

ψαροζούμιν το -> σούπα ψαριού | σάλτσα για ψάρια ~ οψαροζούμ Πόντος | οψαροζούμιν Πόντος | ψαροζούμιν Πόντος ~ αρσενικό: ψαρόζωμος Καππαδοκία | ψαρόζμους Κοζάνη

ψαροθρόφος ο -> ιχθυοτρόφος (λόγιο) ~ ψαροθρόφος Βλάχος 1659

ψαροθύμαρους -> ποικιλία θυμαριού ~ ψαροθύμαρους Ίμβρος

ψαροκάικο το -> καΐκι για ψάρεμα ~ ψαροκάικο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαροκάικον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910

ψαροκάλαθο -> καλάθι για να βάζουν τα ψάρια ~ ψαροκάλαθο Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | ψαροκάλαθον Ηπίτης 1910

ψαροκάλαμο το -> καλάμι για ψάρεμα ~ ψαροκάλαμο Βλαστός 1931

ψαροκαλύβα -> καλύβα του ψαρά ~ ψαροκαλύβα Βλαστός 1931

ψαροκασέλα η -> κασέλα για να βάζουν ψάρια | άσχημη γυναίκα ~ ψαροκασέλα ΑΠΘ 1998, Αρκαδία, Μεσσηνία

ψαροκέφαλο το -> το κεφάλι του ψαριού ~ ψαροκέφαλο Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | ψαροκέφαλον Ηπίτης 1910 ~ θηλυκό: ψαροκεφαλή Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ψαροκέφαλος -> κουτός, χαζός ~ ψαροκέφαλος Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Δημητράκος 1950

ψαροκόκαλο το -> κόκκαλο ψαριού | σχέδιο ύφανσης ~ ψαροκόκαλο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κύθηρα | ψαροκόκαλον Somavera 1709, Βεντότης 1790 | ψαροκόκκαλο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950 | ψαροκόκκαλον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Κάρπαθος | ψαροκοκκαλούιν Κύπρος | ψαρουκόκαλου Καρδίτσα, Πιερία

ψαρόκολλα η -> ιχθυόκολλα (λόγιο) ~ ψαρόκολλα Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ηλεία, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Λυκία | ψαρόκουλλα Καρδίτσα, Κοζάνη

ψαροκόλλυβα τα -> διάφορα όσπρια βρασμένα μαζί ~ ψαροκόλλυβα Κρήτη

ψαροκουτέλικον -> ζώο με ψαρό (γκρίζο) κούτελο ~ ψαροκουτέλικον Χίος

ψαροκόφινο το -> κοφίνι για τα ψάρια | κιούρτος ~ ψαροκόθινε το Τσακώνικα | ψαροκόφινο Βλαστός 1931, Ζάκυνθος ~ ψαροκόφινον Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910

ψαρόλαδο το -> ιχθυέλαιο (λόγιο) | μουρουνόλαδο ~ ψαρδάλιν Πόντος | ψαρλάδ Πόντος |  ψαρλάδιν Πόντος | ψαρόλαδο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Λευκάδα | ψαρόλαδον Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Πόντος | ψαρόλαδου Γρεβενά, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη | ψαρόλαο Ρόδος | ψαρόλαον Ρόδος | ψαρουλάδ Μαγνησία

ψαρολεπίδα η -> ή ξεροβούλα, σημάδι στην ελιά, από προσβολή δάκου ~ ψαρολεπίδα Δημητράκος 1950

ψαρολίμανο το -> μικρό λιμάνι που δένουν ψαράδικα ~ ψαρολίμανο Ακαδημία 2016

ψαρολίμνη η -> διβάρι, βιβάρι, ιχθυοτροφείο (λόγιο) ~ ψαρολίμ Πόντος | ψαρολίμνη Germano 1622, Portius 1636, Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Βλαστός 1931

ψαρολόγος -> το πουλί Alcedo atthis, βασιλοπούλι, θαλασσοπούλι, κυριαρήνα, περγιαλίτης, σαρδελοφάγος, ψαράς, ψαροπούλι, ψαροφάγος ~ ψαρολόγος Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Κέρκυρα ~ ουδέτερο: ψαρολόγι Απαλοδήμος 1988 | ψαρολόι Απαλοδήμος 1988

ψαρολόγος ο -> π πλανόδιος πωλητής ψαριών ~ ψαρολόγος Κέρκυρα

ψαρολογώ -> ψαρεύω ~ ψαρολογώ Βάλληνδας 1887, Βλαστός 1931, Ήπειρος | ψαρολοώ Κάρπαθος

ψαρολόημα το -> ψάρεμα ~ ψαρολόημα Κάρπαθος

ψαρομάλλης ο -> γκριζομάλλης ~ ψαρομάλλης Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Θεσπρωτία | ψαρόμαλλος Δημητράκος 1950 ψαρουμάλλς Καρδίτσα ~ θηλυκό: ψαρομάλλα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ψαρομαλλούσης -> ψαρομάλλης ~ ψαρομαλλούσης Κεφαλονιά

ψαρομανάβης ο -> χοντρέμπορος ψαριών ~ ψαρομανάβης Βλαστός 1931, ΑΠΘ 1998

ψαρομάτης ο -> γαλανομάτης ~ ψαρομάτης | ψαρουμάτς Ίμβρος

ψαρομάχαιρο το -> μαχαίρι για το καθάρισμα των ψαριών ~ ψαρομάχαιρο Κριαράς 1995

ψαρομήλιγγος -> που έχει γκρίζους κροτάφους ~ ψαρομήλιγγος Κρήτη

ψαρομούστακος ο -> γκριζομούστακος ~ ψαρομούστακος Βλαστός 1931

ψαρόμυαλος -> κουτός, χαζός ~ ψαρόμυαλος Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, Ζάκυνθος

ψαρονέφρι το -> χοιρινό φιλέτο δίπλα από τη ραχοκοκαλιά ~ ψανουρέφ Στενίμαχος | ψαρονέβρι Ηπίτης 1910, Ηλεία, Κύμη | ψαρονέφρι Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Λακωνία, Λευκάδα, Τσακώνικα | ψαρουνέρ Πιερία | ψαρουνέφ Βελβεντό, Γρεβενά, Καστοριά | ψαρουνέφτ Καστοριά

ψαρόνι το -> το πουλί Sturnus vulgaris, γκαραβέλι, γκάρκουλο, ζαραβέλι, ζουρζούρι, καραβέλι, καναροπούλι, κουρκουβέλι, μαυροπούλι, σβορίγκι, σβορίκι, τσιβικάδα, τσιρκόνι, τσιρόνι, χειμώνι | αρχαίο ΨΑΡ, άγνωστης ετυμολογίας, Beekes 2010 ~ ψαρόνι Somavera 1709, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Απαλοδήμος 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ρόδος, Τσακώνικα | ψαρόνιν Ρόδος | ψαρώνι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882 ~ αρσενικό: ψαρουνάς Μαγνησία

ψαρόνμα του -> νήμα για ράψιμο διχτυών ~ ψαρόνμα Ίμβρος

ψαροντουφεκάς ο -> που ψαρεύει με ψαροντούφεκο ~ ψαροντουφεκάς ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαροτουφεκάς Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 | ψαροτουφεκκάς Κύπρος

ψαροντούφεκο το -> όπλο που ρίχνει καμάκι (για υποβρύχιο ψάρεμα) ~ ψαροντούφεκο Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαροτούφεκο Κριαράς 1995, Ακαδημία 2016 | ψαροτούφεκκον Κύπρος

ψαροξέρασμα το -> ξερατό (εμετός) μετά από ψαροφαγία | ανυπόληπτος (λόγιο) | μικρόσωμος και καχεκτικός ~ ψαροξέρασμα Κέρκυρα, Ζάκυνθος | ψαρουξέρασμα Ίμβρος

ψαροπαγιά η -> πάχνη ~ ψαροπαγιά Κεφαλονιά

ψαροπάζαρο το -> ψαραγορά ~ ψαροπάζαρο Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998 | ψαροπάζαρον Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910 | ψαρουπάζαρου Λήμνος | ψαρουπάζαρουν Λυκία

ψαρόπετρα η -> γκρίζα πέτρα | ψαμμόλιθος (λόγιο) | σχιστόλιθος (λόγιο) ~ ψαρόπετρα Somavera 1709, Βλαστός 1931, Νίσυρος, Πάρος, Χίος

ψαροπίρουνο το -> πιρούνι για το φάγωμα του ψαριού ~ ψαροπίρουνο Κριαράς 1995

ψαρόπιτα η -> πίτα με ψάρι | πίτα που έχει σχήμα ψαριού ~ ψαρόπιτα Βλαστός 1931 | ψαρόπτα Πιερία, Σαρακατσάνικα

ψαροπούλα η -> ψαρόβαρκα | ψαροκάικο | κόρη ψαρά ~ ψαραπούα α Τσακώνικα | ψαροπούλα Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Κύθηρα

ψαροπουλητής ο -> ιχθυοπώλης (λόγιο) ~ ψαροπούλης Κύπρος | ψαροπουλητής Βλάχος 1659, Somavera 1709, Βλαστός 1931

ψαροπούλι το -> θαλασσοπούλι | το πουλί Pantion haliaetus | ψαροφάγος (Alcedo atthis) ~ ψαροπούλι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Απαλοδήμος 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Λευκάδα | ψαροπούλλιν Κάρπαθος | ψαρόπουλο Ζάκυνθος

ψαροπουλιό το -> ιχθυοπωλείο (λόγιο), ψαροπάζαρο ~ ψαροπουλειό Βλάχος 1659 | ψαροπουλειόν Somavera 1709, Legrand 1882, Κύπρος | ψαροπουλιό Βλαστός 1931

ψαρόπουλο το -> νεαρός ψαράς ~ ψαρόπουλο Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995

ψαρός -> γκρίζος, σταχτής ~ σπαρό Καλαβρία | τσαρό Καλαβρία | ψαζή ο Τσακώνικα | ψαρή ο Τσακώνικα | ψαρής Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Γρεβενά, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Καστοριά, Κοζάνη, Μαγνησία, Μύκονος, Πελοπόννησος, Πιερία, Σαρακατσάνικα, Σέρρες, Τρίκαλα | ψάρος Θεσπρωτία | ψαρός Βλάχος 1659, Du Cange 1688, Lange 1708, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος, Ίμβρος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λυκία, Μαγνησία, Νάξος, Ρόδος, Χίος | ψαρύς Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983 ~ θηλυκό: ψάρα Θεσπρωτία, Τσακώνικα | ψαρέ Κύπρος | ψαρή Πρωία 1934, Κριαράς 1995 Νίσυρος, Ρόδος, Σάμος | ψαριά Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Γρεβενά, Καστοριά, Μύκονος, Πελοπόννησος, Σαρακατσάνικα, Φωκίδα ~ ουδέτερο: ψαρί Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Άρτα, Καρδίτσα, Καστοριά, Μαγνησία, Μύκονος, Πελοπόννησος, Σέρρες | ψαρό Θεσπρωτία | ψαρόν Κύπρος | ψαρύ Δημητράκος 1950

ψαρός -> ψαρόνι ~ ψαρός Portius 1636

ψαροσάνιδον το -> πλατιά σανίδα που πάνω της έκοβαν το ψάρι ~ ψαροσάνιδον Πόντος

ψαρόσκαλα η -> ιχθυόσκαλα (λόγιο) ~ ψαρόσκαλα Ακαδημία 2016

ψαρόσουπα -> σούπα από ψάρια ~ ψαρόσουπα Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος

ψαροσύνη η -> ψαροτέχνη ~ ψαροσύνα α Τσακώνικα | ψαροσύνη Βλαστός 1931, Παξοί | ψαρουσύνη Λυκία | ψαρωσύνη Legrand 1882

ψαροταβέρνα η -> ταβέρνα που σερβίρει κυρίως ψάρια και θαλασσινά ~ ψαροταβέρνα Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαροτέχνη η -> η τέχνη του ψαρά ~ ψαροτέχνη Βλάχος 1659, Somavera 1709, Legrand 1882, Βλαστός 1931

ψαροτόμαρο το -> το δέρμα του ψαριού ~ ψαροτόμαρο Πρωία 1934, Δημητράκος 1950

ψαρότοπος ο -> νερά κατάλληλα για ψάρεμα ~ ψαρότοπος Βλάχος 1659, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Ζάκυνθος ~ ουδέτερο: ψαροτόπι ΑΠΘ 1998

ψαρότρατα η -> καΐκι που ψαρεύει με τράτα ~ ψαρότρατα Ακαδημία 2016

ψαρούδιν το -> σκόρος ~ ψαρούδιν Κύπρος

ψαρουλέα η -> ψαρότοπος ~ ψαρουλέα Κύθηρα

ψαρουλιά -> ψαρίλα ~ ψαρουλιά Κεφαλονιά | ψαρουλιάς Ηπίτης 1910, Ζάκυνθος, Ιωάννινα

ψαρουλιά η -> ποικιλία γκριζωπής ελιάς ~ ψαρουλιά Ίμβρος

ψαρουμύτκου του -> ποικιλία αμπελιού ~ ψαρουμύτκου Ίμβρος

ψαρουπατσαβούρα η -> πατσαβούρα σε ψαροπουλειό ~ ψαρουπατσαβούρα Ίμβρος

ψαρουρθνάς -> που έχει ψαρό μουστάκι ~ ψαρουρθνάς Ίμβρος

ψαρούτζικος -> σταχτούτσικος ~ ψαρούτζικος Somavera 1709, Legrand 1882 ~ θηλυκό: ψαρούτζικη Legrand 1882

ψαρουτρίχς -> γκριζομάλλης ~ ψαρουτρίχς Ίμβρος

ψαρουφλίδα η -> λέπι ψαριού ~ ψαρουφλίδα Ίμβρος

ψαροφαγία η -> ιχθυοφαγία (λόγιο) ~ ψαροφαγία Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαροφάγος ο -> που τρώει πολλά ψάρια ~ ψαροφάγης Βεντότης 1790, Legrand 1882 | ψαροφάγος Βλάχος 1659, Somavera 1709, Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998

ψαροφάγος ο -> πουλιά του γένους Egretta & Ardea | το πουλί Alcedo atthis ~ ψαρουφάης Καστοριά | ψαροφαγάς Απαλοδήμος 1988, Ακαδημία 2016 | ψαροφάγος Σκαρλάτος 1835, Απαλοδήμος 1988, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Απαλοδήμος 1988, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαροφάς Κάρπαθος, Κύπρος | ψαροφαάς Κέρκυρα | ψαρουφάγους Έβρος

ψαροφάκι το -> το φυτό Lemna Minor ~ ψαροφάκι Heldreich 1926

ψαροφαμελιά η -> φτωχή πολυμελής οικογένεια ~ ψαροφαμελιά Χίος

ψαροφέρνω -> ψαραίνω, γκριζάρω ~ ψαροφέρνω Βλαστός 1931

ψαροφλλάδα η -> το φυτό το φυτό Nerium oleander, ζακούμ, ζακούμι, ζακουμνιά, ζουκούμ, ζουκούμι, ζουχούμ, πικροδάφνη, πρικοδάφνη, ροδόδεντρο, ροδοδάφνη, αροδάφνη, αριοδάφνη, πικροφυλλάδα, πικροφλλάδα, φυλλάδα, σφάκα, σέμα, μπαμτσίνα, φροκαλίδα ~ ψαροφλλάδα Πάρος

ψαρόφτας ο -> ζώο με ψαρά (γκρίζα) αυτιά ~ ψαρόφτας Κύπρος ~ θηλυκό: ψαρόφτα Κύπρος

ψαροχέστρα η -> όστρια, νοτιάς (γιατί όταν έχει νότιο άνεμο δεν τσιμπάνε τα ψάρια) ~ ψαροχέστρα Κέρκυρα

ψαρόχοιρο το -> ψαρονέφρι ~ ψαρόχοιρο Ανδριώτης 1983

ψαρόχοιρος -> γκριζομάλλης με κακό χαρακτήρα ~ ψαρόχοιρος Κρήτη

ψαροχώρι το -> χωριό με πολλούς ψαράδες ~ ψαροχώρι Ακαδημία 2016

ψαρύνω -> ψαραίνω ~ ψαραίνω Πρωία 1934, Κριαράς 1995, Κριαράς 1995

ψάρωμα το -> σάστισμα ~ ψάρωμα ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016

ψαρώνω -> σαστίζω ~ ψαρώνω Ακαδημία 2016 ~ μετοχή: ψαρωμένος Ακαδημία 2016

ψαρώνω -> ψαρεύω ~ ψαρόνω Legrand 1882, Ηπίτης 1910 | ψαρώνω Somavera 1709

ψαρωσύνη -> ψαρική ~ ψαρωσύνη Σκαρλάτος 1835

ψαρωτή η -> είδος βελονιάς ~ ψαρωτή Βλαστός 1931 ~ ουδέτερο: ψαρωτό Βλαστός 1931

ψαρωτικός -> που ψαρώνει κάποιον (τον κάνει να σαστίσει) ~ ψαρωτικός Ακαδημία 2016 ~ θηλυκό: ψαρωτική Ακαδημία 2016 ~ ουδέτερο: ψαρωτικό Ακαδημία 2016

ψας -> σαν ~ ψας Κύπρος | ψιας Κύπρος

ψασλίθρα η -> φαγώσιμο χόρτο με φύλλα σαν του σκόρδου ~ ψασλίθρα Πιερία

ψαστικώνω -> ψακώνω ~ ψαστικώνω Προύσα

ψατέ -> σκουπισμένος ~ ψατέ Τσακώνικα

ψατίκα -> λήθαργος από φαρμάκωμα ~ ψατίκα Κύπρος

ψατσής -> φαρμακωμένος ~ ψατσής Πάρος ~ θηλυκό: ψατσιά Πάρος

ψατσί το -> το φυτό Paeonia corallina, αλουπόχορτο, αρκοψατσί, λιγουνιά ~ ψατσί Γεννάδιος 1914

ψαφουρίντου -> ψάχνω καλά ~ ψαφουρίντου Τσακώνικα

ψάχαλο το -> ψίχουλο ~ τσάχαλο Πρωία 1934 | ψάχαλο Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950 | ψάχαλου Αιτωλοακαρνανία

ψαχάρεμα το -> ψάξιμο ~ ψαχάρεμα Πάρος

ψαχαρεύγω -> ψάχνω ~ ψαχαρεύγω Πάρος

ψαχατεύου -> ψαχουλεύω ~ ψαχατεύου Αιτωλοακαρνανία, Γρεβενά, Κοζάνη

ψαχνά τα -> λαγαρά ~ ψαχνά Ηπίτης 1910, Σάμος

ψαχνάδι το -> ψαχνό ~ ψαχνάδι Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πόντος ~ θηλυκό: ψαχνάδα Κρήτη | ψάχνη Κρήτη

ψαχνάτος -> με πολύ ψαχνό ~ ψαχνάτος Σύρος | ψαχνάτους Ίμβρος

ψαχνία α -> ξεραΐλα ~ ψαχνία Τσακώνικα

ψαχνίδα η -> πιτυρίδα ~ ψαγνίδα Αρκαδία | ψαχνίδα Somavera 1709, Legrand 1882, Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Αρκαδία, Ηλεία, Κάρυστος, Μεσσηνία, Τσακώνικα

ψαχνίζω -> ξεψαχνίζω | ψάχνω ~ ψαχνίζω Βάλληνδας 1887, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Ζάκυνθος, Κύπρος

ψαχνίζω -> στεγνώνω ~ ψαγνίζω Μέγαρα | ψαχνίζου Τσακώνικα | ψαχνίζω Μέγαρα

ψαχνό το -> κρέας χωρίς κόκκαλο ή ξίγκι ~ ψαγνόν Κύπρος | ψαχνί Βλάχος 1659, Somavera 1709, Κρήτη, Κύθηρα, Νίσυρος, Ρόδος | ψαχνίν Νίσυρος, Ρόδος | ψαχνό Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αμοργός, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Λήμνος, Νάξος, Πόντος, Πωγώνι, Φωκίδα | ψαχνόν Germano 1622, Portius 1636, Somavera 1709, Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910 ~ θηλυκό: ψάχνη Κάρπαθος

ψαχνοδοκόκαλα τα -> κόκαλα ψητού χοιρινού με ψαχνό πάνω ~ ψαχναδοκόκαλα Μύκονος | ψαχνοδοκόκαλα Μύκονος

ψαχνόπετρα η -> εύθραυστη πέτρα ~ ψαχνόπετρα Βάλληνδας 1887

ψαχνορωτώ -> ρωτώ συστηματικά και διακριτικά ~ καταρωτώ, ψιλορωτώ ~ ψαχνορωτάω Κέρκυρα | ψαχνορωτώ Βλαστός 1931 | ψαχνουρουτάου Γρεβενά, Σαρακατσάνικα | ψαχνουρουτώ Αιτωλοακαρνανία

ψαχνός -> καλοθρεμμένος | σαρκώδης (λόγιο) | χωρίς ξίγκι | ξερακιανός | στεγνός ~ σσιχανό Απουλία | τσιχανό Απουλία | φσιχανό Απουλία | ψαγνός Αρκαδία, Μέγαρα | ψαχνέ Τσακώνικα | ψαχνός Βεντότης 1790, Σκαρλάτος 1835, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Γρεβενά, Καστοριά, Κεφαλονιά, Χιμάρα ~ θηλυκό: ψαχνή Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Καστοριά ~ ουδέτερο: ψαχνό Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Καστοριά ~ υποκοριστικό: ψαχνούτζικος Βεντότης 1790, Legrand 1882,

ψαχνούρα η -> ψαχνόπετρα ~ ψαχνούρα Βάλληνδας 1887

ψαχνουρώτμα του -> συστηματική έρευνα  ~ ψαχνουρώτμα Αιτωλοακαρνανία

ψάχνω -> ερευνώ (λόγιο) | αναζητώ (λόγιο) ~ ψάγνω Αρκαδία, Ηλεία | ψάζου Αϊβαλί, Γρεβενά, Κοζάνη, Λέσβος, Μοσχονήσι, Πιερία | ψάχνου Αιτωλοακαρνανία, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λυκία, Σάμος | ψάχνω Βεντότης 1790, Legrand 1882, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ικαρία, Ρόδος | ψάχου Παλιά Αθήνα, Σάμος, Φθιώτιδα | ψάχω Somavera 1709, Σκαρλάτος 1835, Ηπίτης 1910, Thumb 1912, Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Νάξος ~ ψάζουμι Γρεβενά, Λέσβος | ψάχνομαι Δημητράκος 1950, ΑΠΘ 1998 | ψάχομαι Somavera 1709, Δημητράκος 1950 ~ μετοχή: ψαγμένος Ακαδημία 2016 | ψαχομένος Somavera 1709,

ψαχνωμένος -> παχύς ~ ψαχνωμένος Βλαστός 1931

ψαχνωτός -> παχύς ~ ψαχνωτός Θήρα

ψάχομα το -> ψάξιμο ~ ψάχομα Somavera 1709

ψαχουλάω -> ψαχουλεύω ~ ψαχουλάω Δημητράκος 1950

ψαχούλεμα το -> ανασκάλεμα ~ ψαχούλεμα Βλαστός 1931, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016 | ψαχούλιμα Αιτωλοακαρνανία

ψαχουλευτά -> ψαχουλεύοντας | πασπατευτά  ~ ψαχουλεφτά Βλαστός 1931 ψαχουλευτά Πρωία 1934, Ακαδημία 2016

ψαχουλεύω -> ανασκαλεύω, σκαλεύω, πασπατεύω ~ ψαχαλεύου Αιτωλοακαρνανία | ψαχαλεύω Κεφαλονιά, Λευκάδα | ψαχλεύου Ηπίτης 1910, Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρος | ψαχουλέβω Βλαστός 1931 | ψαχουλέγγου Τσακώνικα | ψαχουλεύγω Τσακώνικα | ψαχουλεύου Γρεβενά | ψαχουλεύω Ηπίτης 1910, Πρωία 1934, Δημητράκος 1950, Ανδριώτης 1983, Κριαράς 1995, ΑΠΘ 1998, Ακαδημία 2016, Δρόπολη, Θεσπρωτία, Κύθνος, Λευκάδα | ψαχουλλεύγω Χίος | ψιχαλεύω Κύθηρα ~μετοχή: ψαχουλεύοντας Βλαστός 1931

ψαχουλιάρς ου -> ψαχουλός ~ ψαχουλιάρς Καρδίτσα

ψαχουλίζω -> ψαχουλεύω ~ ψαχουλίζω Ηπίτης 1910, Βλαστός 1931, Πρωία 1934

ψαχουλός -> γυρευτικός, ρωτητής | που ψαχουλεύει ~ ψαχλιάς Σάμος | ψαχουλός Βλαστός 1931 | ψαχούλς Σάμος

ψαχόχορτο το -> το φυτό Scrophularia lucida ~ ψαχόχορτο Heldreich 1926

ψαχτά -> λάου-λάου | κρυφά ~ ψαχτά Βλαστός 1931, Αρκαδία

ψαχτάρ του -> ντουλάπι ~ ψαχτάρ Αιτωλοακαρνανία

ψαχτήρι το -> που ψάχνει πολύ, για κάτι που τον ενδιαφέρει ~ ψαχτήρι Ακαδημία 2016

ψάχτης -> ερευνητής (λόγιο) ~ ψαχτής Somavera 1709, Legrand 1882 ~ θηλυκό: ψάχτρα Somavera 1709 | ψάχτρια Somavera 1709

ψαψαμίτι το -> η σαύρα Hemidactylus turcicus, ασκαλαβότης, κλειδί της Παναγιάς, λιοντίρι, μολυντήρι, σαλαβρίχα, σαλαμίθι, σαμαμίθι, σαμάμιθος, σαμάμουθας, σαμιαμίδι, σαμιαμίθι, σιλιγούδι ~ ψαψαμίτι Ικαρία ~ αρσενικό: ψαψάμικας Χίος