Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από μπ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από μπ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Λέξεις που αρχίζουν από μπ

 

 

 

Λέξεις που αρχίζουν από μπ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

2011-2012

 



Πηγές

 

 1527: Εισαγωγή νέα επιγραφομένη, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ, ήγουν Στέφανος τίμιος, ώστε μαθείν, αναγινώσκειν, γράφειν, νοείν & λαλείν, την ιδιωτικήν, & την αττικήν γλώσσαν των γραικών. έτι δε και την γραμματικήν, & την ιδιωτικήν γλώσσαν των λατίνων μετά πάσης ευκολίας, & εν ολίγω χρόνω, και χωρίς διδασκάλου, πράγμα λίαν ωφέλιμον εις πάσαν τάξιν των ανθρώπων, συντεθειμένον και εις φως εκδοθέν παρά του επιτηδειοτάτου, και ευμηχανικού ανθρώπου Στεφάνου του εκ Σαβίου, του τυπωτού των ελληνικών, και των λατινικών γραμμάτων εν τη εκλαμπροτάτη πόλει των Ενετών, Venetiis MDXXVII.

 1614: Ioannis Meursi, glossarium graeco-barbarum - In quo præter vocabula quinque millia quadringenta, officia atque dignitates imperij Constantinop. tam in palatio, quàm ecclesia aut militia, explicantur, & illustrantur, Lugduni Batavorum, apud L. Elzevirium, 1614.

1622: Vocabolario Italiano et Greco nel Quale si contiene come le voci Italiane si dicano in Greco Volgare, composto dal P. Girolamo Germano della Compagnia di GIESV, in Roma, per l’Herede di Bartolomeo Zanneti, 1622.

1635: Simone Portio, Λεξικόν Λατινικόν, Ρωμαίκον και Ελληνικόν, εις το οποίον τα λατινικά λόγια συμφωνούναι τα Ρωμαίκα, και τα Ελληνικά. Εσμίχθηκε με τούτο στο τέλος του βιβλίου άλλον ένα λεξικόπουλον, εις το οποίον τα Ρωμαίκα λόγια κατ αλφάβητον βαλμένα γυρίζονται πρώτα ελληνικά και απέκει Λατινικά - Dictionarium latinum, graeco-barbarum, et litterale, in quo dictionibus latinis suae quoque graecae linguae vernaculae necnon etiam litteralis voces respondent. Accessit insuper aliud in calce operis dictionariolum, in quo prius ordine alphabetico dispositae vernaculae linguae graecae dictiones, graco-litterales, tum latinar redduntur, Parisiorum 1635.

1659: Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος μετά της των επιθέτων εκλογής, και διττού των λατινικών τε και Ιταλικών λέξεων πίνακος, εκ διαφόρων παλαιών τε και νεωτέρων λεξικών συλλεχθείς παρά Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Venetiis MDCLVIIII.

1688: Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis,in quo graeca vocabula novatae significationis,aut usus rarioris,barbara,extica,ecclesiastica,liturgica,tactica,nomica,jatrica,botanica,chymica explicantur,eorum notiones & originationes reteguntur - E libris editis,ineditis veteribus monumentis - Accedit appendix ad glossarium mediae & infimae latinitatis, una cumbravi etymologico linguae gallicae ex utoque glossario, auctore Carlo Du Fresne, domino Du Cange, Lugduni.

1708: Joh. Mich. Langii D. , Philologiae Barbaro-Graecae, Typis &nImpensis Wilhelmi Kohlesii, Univs. Altdorf. Typogr., Noribergae 1709.

1709: Αλέξιος Σουμαβέραιος (Alessio da Somaverra), Θησαυρός της Ρωμαϊκής και της Φραγκικής γλώσσας ήγουν λεξικόν Ρωμαϊκόν και Φραγκικόν πλουσιώτατον, Παρίτζι (Parigi) MDCCIX.

1783: Λεξικό Ρωμαικόν απλούν περιέχον ρωμαικάς απλάς λέξεις με το πόθεν αυταί παράγονται, ήγουν από ποίαις γλώσσαις – εσυλλέχτηκεν εις το σχολείον (σεμινάριον) της Λαύρας της Αγίας Τριάδος, н. новикова 1783 года.

1790: Λεξικόν τρίγλωσσον της Γαλλικής, Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου, εις τόμους τρεις διηρημένον, συνερανισθέν παρά Γεωργίου Βεντότη, τόμος Γ' Ρωμαϊκο-Γαλλικο-Ιταλικός, Εν Βιέννη της Αουστρίας 1790.

1835: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, εν Αθήναις, εκ του ιδιωτ. έργων τμήματος της Βασιλ. Τυπογραφίας, 1835.

1837: A Modern Greek and English Lexicon (to which prefixed an Epitome of Modern Greek Grammar), by the Rev. I. Lowndes, Inspector General of Schools in the Ionian Islands, Corfu 1837.

1840: Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης, κωμωδία εις πράξεις πέντε, συγγραφείσα παρά Δ. Κ. Βυζαντίου (: Δημήτρης Κωνσταντινίδης Χατζή-Ασλάνης 1790-1853), έκδοσις δευτέρα, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Κωνστ. Καστόρχη, οδός Αιόλου, 1840

1857: Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν μετά προσθήκης γεωγραφικού πίνακος των νεωτέρων και παλαιών ονομάτων, έκδοσις δευτέρα επηυξημένη και διωρθωμένη, υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, Αθήνησι 1857.

1858: Ν. Κ. (Κονεμένος), Γλωσσάριον Ηπειρωτικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1858.

1859: Ν. Δ. (Νικόλαος Δραγούμης), Γλωσσάριον της καθ’ ημάς Ελληνικής, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1857-1859.

1860: Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίκα Popularia Carmina Graeciae Recentioris, Lipsiae MDCCCLX.

1864: Συλλογή λέξεων, φράσεων και παροιμιών εν χρήσει παρά τοις σημερινής κατοίκοις της νήσου Κυθήρων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1861-1864.

1866a: Γ. Γ. Παππαδοπούλου, Περί της ιταλικής επιρροής επί την δημοτικήν γλώσσαν των νεωτέρων Ελλήνων, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1866.

1866b: Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων, υπό Γ. Χρ. Χασιώτου, εν Αθήναις 1866.

1872: Γλωσσάριον Λέσβιον, περιοδικό Πανδώρα, Αθήναι 1872.

1874a: Ηλία Τσιτσέλη, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του περιοδικού Παρνασσός, τόμος δεύτερος, Αθήναι 1874.

1874b: Ι. Ν. Σταματέλος, Λευκάδια Διάλεκτος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874c: Δημοσθένης Χαβιαράς, Συλλογή λέξεων και φράσεων εν χρήσει εν Σύμη, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874d: Ν. Γ. Πολίτης, Χιακή διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874e: Σ. Μανασσεΐδης, Διάλεκτος Αίνου, Ίμβρου, Τενέδου - Λεξιλόγια, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1874f: Ιωάννης Κ. Παγούνης, Ηπειρωτική Διάλεκτος - Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος Η’, εν Κωνσταντινουπόλει 1874.

1876a: Anton Jeannaraki, Άσματα Κρήτης μετά διστίχων και παροιμιών, Leipzig 1876.

1876b: Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης, τεύχος Α’, ιδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης, υπό Νικολάου Πεταλά, Αθήνησι 1876.

1878a: Νέον λεξικόν Ελληνογαλλικόν υπό Κ. Βαρβάτη, Αθήνησι :παρά τω εκδότη Κ. Αντωνιάδη, 1878

1878b: Λεξικόν Ελληνοϊταλικόν, συνταχθέν υπό Μ. Π. Περίδου, Αθήναι 1878.

1884a: Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της λειβησιανής διαλέκτου, υπό Μ. Ι. Μουσαίου, εν Αθήναις 1884.

1884b: Θ. Πούσιος, Συλλογή λέξεων, παραμυθιών, ασμάτων κτλ. του εν Ζαγορίω της Ηπείρου ελληνικού λαού, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΔ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1884.

1884c: Ονοματολόγιον ναυτικόν, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884.

1887a: Αντωνίου Βάλληνδα, Πάρεργα φιλολογικά πονήματα, τεύχος Α’, εν Ερμουπόλει, τύποις Αδελφών Καμπάνη, 1887.

1887b: Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, ιδία δε του της Πελοποννήσου, υπό Π. Παπαζαφειρόπουλου, εν Πάτραις 1887.

1888a: Το χιακόν γλωσσάριον ήτοι η εν Χίω λαλουμένη γλώσσα, συνέγραψεν Α. Γ. Πασπάτης, εν Αθήναις 1888a.

1888b: Συλλογή λέξεων και διαφόρων δημοτικών ασμάτων της νήσου Νισύρου, υπό Γεωργίου Παπαδοπούλου, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, σύγγραμμα περιοδικόν, τόμος ΙΘ’, εν Κωνσταντινουπόλει 1888.

1891a: Τα Κυπριακά ήτοι γεωγραφία, ιστορία και γλώσσα της Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, υπό Αθανασίου Α. Σακελλαρίου, τόμος δεύτερος, Η εν Κύπρω γλώσσα, εν Αθήναις 1891.

1891b: Ήπειρος – Συλλογή, Κωνσταντίνου Βαρζώκα, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891c: Νεοελληνικά ανάλεκτα της Ηπείρου, υπό Γεωργ. Δ. Ζηκίδου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891d: Εμ. Μανωλακάκη, Γλωσσική ύλη τη νήσου Καρπάθου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891e: Γεωργίου Παπαδοπούλου, Γλωσσική ύλη της νήσου Νισύρου, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1891f: Δημ. Πουλάκης, Λεξιλόγιον Ικαρίας, Κρήνης κλπ., Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1891.

1892: Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, υπό Ευθ. Μπουντώνα, εν Αθήναις 1892.

1894: Gustav Meyer, Neugriechische Studien, Sitzungsberichte der Kais, Akademie der Wissenschaften in Wien, Philosophisch-Historische Classe, Wien 1894-1895.

1896a: Δ. Πουλάκη, Λεξικόν ιδία της Σικίνου και τινων άλλων τόπων, Ζωγράφειος Αγών - Μνημεία της ελλ. αρχαιότητος ζώντα τω νυν ελληνικώ λαώ, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, εν Κωσταντινουπόλει 1896.

1896b: Καρπαθιακά, περιέχοντα την τοπογραφίαν, ιστορίαν, αρχαιολογίαν, φυσικήν κατάστασιν, στατιστικήν, τοπωνυμίας της νήσου, ήθη και έθιμα, ιδιώματα της γλώσσης, λεξιλόγιον, δημοτικά άσματα και δημώδεις παροιμίας των κατοίκων αυτής, υπό Εμ. Μανωλακάκη, εν Αθήναις 1896.

1899: Ι. Σαραντίδου Αρχελάου, Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού, εν Αθήναις 1899.

1903: Σπ. Αναγνώστου, Λεσβιακά ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών, εν Αθήναις 1903.

1905: Σταματίου Ψάλτου, Θρακικά ή μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως Σαράντα Εκκλησιών, εν Αθήναις 1905.

1908: Φαίδωνος Ι Κουκουλέ, Οινουντιακά ή μελέτη περί της ιστορίας, των ηθών και των εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του Δήμου Οινούντος της επαρχίας Λακεδαίμονος, εν Χανίοις 1908.

1909: Π. Αραβαντινού, Ηπειρωτικόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1909.

1910: Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) - Dictionnaire grec-francais et francais-grec, υπό Αντωνίου Ηπίτη, 3 τόμοι, εν Αθήναις 1908-1910.

1914: Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου, πραγματεία βραβευθείσα εν τω διαγωνισμώ του 1912 της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρείας, υπό Νικολάου Ι. Ζαφειρίου, εν Αθήναις 1914.

1915: Ευαγγέλου Παπαχατζή, Δοκίμιον του γλωσσικού ιδιώματος Καρύστου και των πέριξ και τα εν τω ιδιώματι γραπτά ή άγραφα μνημεία, βραβευθέν εν τω διαγωνισμώ της εν Αθήναις Γλωσσικής Εταιρίας, εν Αθήναις 1915.

1918: Γερασίμου Σαλβάνου, Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων, εν Αθήναις 1918.

1921: Δημητρίου Σάρρου, Παρατηρήσεις εις το Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον του Π. Αραβαντινού, 1920.

1923a: Μιχαήλ Δέφνερ, Λεξικόν της Τσακώνικης Διαλέκτου, εν Αθήναις 1923.

1923b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Αθήναι 1923.

1925: Σπύρου Μουσούρη (Φώτου Γιοφύλλη), Συλλογή δημώδους γλωσσικού υλικού εκ της πόλεως Ιθάκης, Ιθάκη 1925.

1926a: Κ. Άμαντου, Συμβολή εις το Χιακόν γλωσσάριον, εν Αθήναις 1926.

1926b: Θ. Χελδράιχ, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, εκδιδόμενα δε υπό Σπ. Μηλιαράκη, Β’ έκδοσις επηυξημένη και βελτιωμένη, Αθήναι 1926.

1931: Πέτρου Βλαστού, Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα, Αθήνα 1931.

1933: Δημητρίου Πασχάλη, Ανδριακόν Γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Άνδρω λαλιάς, εν Αθήναις, τυπογραφείον ΕΣΤΙΑ, 1933.

1934: Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν, συνταχθέν υπό επιτροπής φιλολόγων και επιστημόνων, επιμέλεια Γεωργίου Ζευγώλη, έκδοσις ΠΡΩΙΑ, Αθήναι 1933-1934.

1938: Ευφροσύνης Σιδηροπούλου, Λεξιλόγιον Κοτυώρων, Αρχείον Πόντου Σύγγραμμα Περιοδικόν, τόμοι 2-8, Αθήναι 1929-1938.

1941: Κων. Α. Άμαντος, Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνυμικόν, Λεξικογραφικόν Δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Γ’, Αθήναι 1941.

1946: Φιλ. Τζομπάρη, Γλωσσάρι Στενιμάχου, Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τομ. ΙΒ', Αθήναι 1946

1957: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν και εποπτικόν λεξικόν μετά πλήρους γλωσσικού, σημασιολογικού και ορθογραφικού λεξικού της ελληνικής γλώσσης, Μορφωτική Εταιρεία, Αθήναι 1957.

1960a: Κωνστ. Κουκκίδη, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, Αθήναι 1960.

1960b: Χρήστου Παπασταματίου-Μπαμπαλίτη, Ιδιωματικαί λέξεις Σουφλίου, Θρακικά Σύγγραμμα Περιοδικόν, αρ. 31, εν Αθήναις 1961.

1961: Επιτροπής φιλολόγων, Σύγχρονον ορθογραφικόν-ερμηνευτικόν λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (καθαρευούσης-δημοτικής), επιμελητής ύλης Θεόκρ. Γούλας, Αθήναι 1961.

1962a: Θεολ. Βοσταντζόγλου, Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης, δευτέρα έκδοσις, Αθήναι.

1962b: Βρασίδα Καπετανάκη, Το λεξικό της πιάτσας (λαογραφικόν λεξικολογικόν απάνθισμα), έκδοσις Δευτέρα βελτιωμένη και επαυξημένη, Αθήνα 1962.

1962c: Χρίστου Γ. Γεωργίου, Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα Καστοριά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962.

1963: Λεωνίδα Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τομ. Β’ λαογραφικόν, Αθήναι, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963.

1964:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Α’ Γιαννιώτικο και άλλα λεξιλόγια, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964.

1966:Ευαγγέλου Αθ. Μπόγκα, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), Β’ Γλωσσάρια Βορ. Ηπείρου, Θεσπρωτίας, Κόνιτσας κ.ά, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1966.

1972: Νίκου Β. Κοσμά, Το γλωσσικό ιδίωμα του Λαγκαδά, Μακεδονικά, τόμος δωδέκατος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972.

1976: Μιλτιάδη Ι. Παπαϊωάννου, Το γλωσσάριο των Γρεβενών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1976.

1978: Ανδρέας Στεφόπουλος, Το γλωσσάρι της Χρυσής Καστοριάς, Μακεδονικά, τόμος δέκατος όγδοος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1978.

1981: Κώστα Ξεινού, Του νησιού μας η γλώσσα – γλωσσάρι της Ίμβρου, Θεσσαλονίκη 1981.

1982: Θανάση Παπαθανασόπουλου, Γλωσσάρι ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς, Αθήνα 1982.

1983a: Ν. Π. Ανδριώτη, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, τρίτη έκδοση με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1983.

1983b: Ακακίας Κορδόση, Μιλήστε Μεσολογγίτικα, β’ έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 1983.

1987a: Θανάση Κωστάκη, Λεξικό της τσακώνικης διαλέκτου, Ακαδημία Αθηνών, 3 τόμοι, Αθήνα 1986-1987.

1987b: Κώστα Μαυρομμάτη, Λεξικό τοπικών όρων και ιδιωματισμών Καναλιών Καρδίτσας, Θεσσαλονίκη 1987.

1988: Δ. Χ. Κοντονάτσιου, Η διάλεκτος της Λήμνου, εθνογλωσσολογική προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 1988.

1992: Π. Χ. Δορμπαράκη, Το ιδίωμα της Δυτικής Κορινθίας – Γλωσσάριο, (σε συνέχειες στα περιοδικά Κορινθιακά, Αθήνα 19740-1979 και Κορινθιακή Ζωή, Κόρινθος, 1976-1980 και σαν παράρτημα στο βιβλίο των Π. Χ. Δορμπαράκη και Κασ. Πανουτσοπούλου, Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας, Αθήνα 1992).

1995: Εμμανουήλ Κριαρά, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας (γραπτής και προφορικής), Αθήνα 1995.

1996a: Απόστολου Δούκα Σαχίνη, Το καστοριανό γλωσσάρι, Καστοριά 1996.

1996b: Δημ. Λ. Κόμη (επιμέλεια), Κυθηραϊκό Λεξικό, Αθήνα 1996.

1998: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1998.

1999: Κυριάκου Δεληγιάννη, Κουβουκλιώτικα ένα μικρασιατικό γλωσσικό ιδίωμα, διδακτορική διατριβή, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1999.

2001a: Πανταζή Κοντομίχη, Λεξικό του λευκαδίτικου ιδιώματος, Αθήνα 2001.

2001b: Αντώνιος Β. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, 2η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.

2001c: Νίκος Χρ. Αλιπράντης, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, με τρεις μελέτες για τα ιδιώματα της Πάρου, Αθήνα 2001.

2002: Νίκος Γ. Τσικής, Γλωσσικά από το Πυργί της Χίου, Αθήνα 2002.

2003: Ερμιόνη Κοροσίδου-Καρρά, Τα ρομανικά (ιταλικά-γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου: λεξικολογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 3003.

2006: Ευανθία Δούγα-Παπαδοπούλου & Χρήστος Τζιτζιλής, Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006.

2008: Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα, Ντοπιολαλιές (λέξεις και φράσεις από την τοπική διάλεκτο της περιοχής μας), Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγίου Κοσμά Γρεβενών «Ο Άγιος Αθανάσιος», Γρεβενά 2008.

2010: Χρήστος Παπαπαναγιώτου, Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης, μεταπτυχιακή διατριβή, Πάτρα 2010.

2011: Γιώργος Αλβανός, Βασιλ'τσιώτ'κα λόγια - Λεξικό της ντοπιολαλιάς Βασιλικών Λέσβου: ετυμολογικό, ερμηνευτικό, λαογραφικό, Αθήνα 2011.

 

 

μπα || άμπα, όχι

μπα || ναι

μπα [1835] || λέγεται σε ξάφνιασμα

μπα [1876a] || τα μπαμπακερά πανιά

μπάβαρο, μπάμπαρο || σαλιάρα, μαγλίκα, μπρουστέλα, σαλιαρίστρα σαλίστρα

μπαβέλα, μπαδέλα || κάποιο αγγειό για μαγείρεμα

μπαβούλια [1926] || το φυτό Lathyrus aphaca, αγριοβαβούλι, αγριοκουτσολάθρι του φιδιού, αγριολάθουρα, αγριολαθούρι, λαμπίρι, πνιγιά, σκαλοφίλι

μπαγάγια || βλ. μπάμπαλα (αρχίδια)

μπαγαδιάζω || αρρωσταίνω από μπαγάδες (για άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια)

μπαγαδώνω [1996] || χάνω δύναμη

μπαγάκια, μπαγάκια [1966] || βλ. μπαλαλίκι

μπαγάμια, μπαγάμια (τα) [1966] || τα αμύγδαλα

μπαγάνα [1988] || παγάνα

μπαγαποντάκος [1961] || βαγαποντάκος, κατεργαράκος

μπαγαπόνταρος [1961] || μεγάλος μπαγαπόντης

μπαγαπόντης [1961], μπαγαμπόντης [1998], μπαγαπόντος || βαγαπόντης, βαγαπόντς, βαγκαμπόντης, παγαπόντης, φαγαμπόντες, φαγαμπόντης φαγαπόντης, κατεργάρης

μπαγαποντιά, μπαγαμποντιά [1998], μπαγαμποντιά, μπαγαποντιά [1961], || βαγαποντιά, βαγκαμποντιά, παγαποντιά, φαγαμποντιά, φαγαποντιά, κατεργαριά

μπαγαπόντικος [1995] || βαγαπόντικος, βαγκαπόντικος, παγαπόντικος, κατεργάρικος

μπαγαπόντισσα [1995], μπαγαμπόντισσα [1998] || βαγαπόντισα, βαγκαπόντισα, παγαπόντισσα, κατεργάρα, κατεργάρισα

μπαγάς || αρρώστια της οπλής (λόγιο) των ζώων

μπαγάς [1835] || ταρταρούγα, καύκαλο, καβούκι, κακάρα, καμπούκ, καούκι, καρκάσι, καυκί, κάφκαλου

μπαγάσα [1709] || πουτάνα, γυρίστρα, καλντεριμιτζού, καλτάκα, καντουνιέρα, καρακαχπέ, καφπέ, καχπέ, κοκορίνα, κοκότα, κουβάν, κουκότα, κουρτεζάνα, μπασαράτα, ξιβιλίστρα, ξικολίστρα, μπαγιαντέρα, παρδαλή, παστρικιά, πολιτική, πολιτιτζή, πτάνα, ροσπού, ρουσπού, σουρτούκα, σπαστριτζή, τσιαμαρντόνα, τσούνα, φακλάνα, φρουστάδα | πονηρή, κατεργάρα

μπαγασάκος [1961] || πονηρούλης, κατεργαράκος

μπαγάσας [1709] || πούστης, αδερφή, γκρόβερ, γουσλάρακας, κνιάμινους, κουνιστός, κουνίστρα, λαμόρες, λουμπίνα, ντιγκιντάγκας, ντιντής, ροδέλα, σλίξαρς, συκιά, φλώρος, χουιλούς

μπαγάσας [1931] || πονηρός, αλεπού, αλπού, αλούπου, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, πουνιρός

μπαγάσικο [1963], μπαγασούδικο [1963] || πονηρό, κατεργάρικο

μπαγδαντίζω [1910], μπαγδατίζω [1910] || φτιάχνω μπαγδαντί

μπαγί || παγίδι, παΐδι

μπάγι || μήπως

μπαγιά, μπάγια || πολύ, αρκετά

μπαγιάγκας, μπάιαγκας || αράχνη, αράχν, αράχιν, αράγνη, αράχνα, αράχλη, αράχλα, αράνα, άρανος, αϊφαντάκος, αϊφαντάκους, αλιφαντάκους, αλιφαντής, αλεφαντή, αλιφάνταρος, αλφαντής, ανιφαντάκος, ανιφαντάκους, ανιφάνταρος, ανιφαντής, ανφαντής, αζαγιά, καλίγαρος, κοροβελούδα, κουκλέντρα, λόγαρους, λούγαρους, λούγνη, μαρμάγκα, μαρμάνγκα, μερμάγκα, μαρμάγια, μπαούτα, νιφαντάκους, παζίνα, πάλιαγκας, πάνγκους, παρπάλιαγκας, ράχνη, ραχνά, ράχνα, ράχνια, ράχλα, ρανιατέλα, ρόγα, ρογαλίδα, ρόγαλος, ρόγαλους, ρογιά, ρόδιακας, ρόιδου, ρουγαλίδα, ρουγίδ, σφαλάγγι, σφάλαγκας, σφαλαγκούδι, σφάλιαγκας, τσάντσαρος, τσουλχάς, φαλαγκούνα, φισορογιά, χιρολάμπα

μπαγιακόκος || χαζός, αγαλιάς, αλαφροκάφκαλος, αλαφροκέφαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρόμυαλος, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφρουπαλάντζας, αλμπίμπς, άμιαλους, άμνιαλους, άμυαλος, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντούβιανος, απτάλας, απτάλης, απτάλς, αχαμάκης, αχμάκης, αχμάκος, αχμάξ, αχμάχς, αχουμάκης, βιβίτακας, γκανάς, γκάχας, γκζαδ, γκλάφας, ζντρουφ, ιαχουμάκης, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κλάπας, κούγελο, κούγελο, κουγιάμπαλο, κουζβός, κουζμπός, κούτακας, κουτεντές, κουτζμπός, κούτιος, κούτκος, κουτός, κουτούζικο, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουριάρης, κουτουρός, κουτούφ, κούτρης, λιάλβαλης, λίλης, λούτος, λούτφος, μαγκαφάς, μαμαρίτος, μανός, μάπας, ματούφς, μέτσιος, μέχας, μιμίας, μπανταλός, μπαχαλός, μπερτόδος, μπνάκας, μπονς, μπουνιάξ, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπουτσούκας, νάκους, νούκος, ντιβανέλς, ντιβανές, ντίλινας, ντιουντιός, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, ούργιος, ούρδα, ουριαμπές, ούρλιακας, παράνταλος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, πνάκας, ράντος, ρούλιος, σαψάλτς, σέμπιος, σεριφαλής, σέφτελος, σιαϊλός, σιατλός, σιαψάλης, σιαψάλς, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιουμπερδέκας, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σλιάφκας, στουκ, στούκος, τεβεκελής, τζούμανος, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, χαζούλιακας, χαϊντούτ, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χάφτας, χλιάρας, χούχλιους

μπαγιαμόλαδο, μπαγιαμόλαδο [1966] || λάδι από αμύγδαλα

μπαγιάνο || το διάβασμα

μπαγιαντάς < μπαγ’αντάς [1962c] || ξύλινο υποστήριγμα (λόγιο)

μπαγιαντέρα, μπαγιαντέρα [1934] || χορεύτρια | πουτάνα | μεταξωτό λουλουδάτο πανί

μπαγιάρω, μπαγιάρω [1888a] || κοροϊδεύω, αναγελάω, αναγελού, αναγελώ, αναγεού, αναγιλάου, αναγιλού, αναγιλώ, αναγιού, αναελάω, αναελώ, αναμπαίζω, ανεγελώ, ανεελώ, ανιγιλώ, ανιγιλώ, ανιελώ, γιαλάω, δουλεύω, δλέβου, ιργιλώ, καντουρέβω, κασμιρέβου, κατσικλαντίζου, κογιονάρου, κογιονάρω, κοϊνέρω, κορδίζω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κουρδίζω, κουρουϊδεύου, λαναρίζω, ναγελώ, ναελώ, νεγελώ, νεελώ, νελώ, νιελώ, ξεγελάω, ξεγελώ, ξιγιαλάου, ξιουρίζω, παίζω, περγελώ, περιγελώ, περιπαίζω, πιργελώ, πουργιλώ, σκανιάζου

μπαγιασό, μπαγιασό [1963] || ψάθινο καλό καπέλο

μπαγιάτεμα, μπαγιάτεμα [1961] || σίτεμα

μπαγιατεύω, μπαγιατεύω [1934], μπαγιατιάζου μπαγιατιάζω, μπαγιατιάζω [1910], μπαγιατίζω, μπαγιατίζω [1790], || είμαι ή γίνομαι μπαγιάτικος

μπαγιάτι, μπαγιάτι [1966] || παγωμένο

μπαγιάτικος, μπαγιάτικος [1790], μπαγιάτκος < μπαγιάτ’κος [1966], μπαγιάτκους < μπαγ’ατκους [1962c], μπαϊάτικος [1709], μπαϊάτκους < bαϊάτ’κους [1976] || όχι φρέσκος | παλιός, που έχει σιτέψει

μπαγιατλίκι, μπαγιατίλα, μπαγιατίλα [1931] || η μυρουδιά του μπαγιάτικου

μπαγιατοπάζαρο, μπαγιατοπάζαρο [1931] || τα παλιατζίδικα

μπαγιέτο [1934], μπαλιέτα [1884c] μπαλιέτα [1934], μπαλιέτο [1884c] μπαλιέτο [1910] || πλεχτή ζώνη που κρατά τη βάρκα στο καράβι

μπαγιοκλής, μπαγιοκλής [1962b] || παραλής, άβαρος, άβαρους, ζεγκίνης, λεφτάς, μπενεστάντες, παράλς

μπαγιόκο || παιδάκι | καβάντζα

μπαγιόκο, μπαγιόκο [1962b] || λεφτά, παραδάκι

μπαγιόκος || ψωμί από αλεύρι κριθαριού

μπαγιόκος, μπαγιότο || μικροκαμωμένος

μπαγιονέτα, μπαγιονέτα [1876a], μπαγιονέττα [1934] || ξιφολόγχη (λόγιο)

μπάγιος || γυρολόγος, γερολόγος, γιουρολόγος, γιρατζής, γιριστρής, γιρολόγους, γιρολόος, γιρουλόους, γιρουλός, γριστς, γρολόγος, γρολόος, γυριστής, ζιρολόγος, ιριστής, ιρολόος, κατσάνος, μπαΐος, πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάις, πραματιφτής, πραματσούλης

μπαγιότα || θερμοφόρα (λόγιο)

μπαγιού, μπαγιού [1934] || ντουλάπι για το καλό δωμάτιο

μπάγιους || βλ. μπάρμπας

μπαγιτάρης [1960], μπαγτάρης < μπαγ’τάρης [1960], μπαγτάρς < μπαγ’τάρ’ς [1960], μπαϊτάρης [1960] || κτηνίατρος (λόγιο)

μπάγκα || τραπέζι, μάγκος, μάσα, μέσα, μπάγκα, πλασταριά, σινί, σνι, σουφρά, σουφράς, σοφράς, στολ, τάβλα, ταβλί, ταβουλί, ταλιόρα, ταούλι, τράπιζος, τράπιζους, χοντσά

μπάγκα [1934] || η «μάνα», ανάμεσα σε εκείνους που παίζουν χαρτιά

μπάγκαβους < bάgαβους [1976] || σταχτόμαυρος

μπαγκάδα || πανκάδα, μακρόστενο τραπέζι

μπαγκαδόρος [1934], μπανκαδόρος [1995] || αυτός που έχει τη μπάγκα (στα χαρτιά)

μπαγκάζια, μπαγάγια, μπαγάγια [1963], μπαγάζια (τα) [1962a], μπαγάζια, μπαγάλια, μπαγκάγια [1894], μπαγκάγια, μπαγκάζια (τα) [1983a], || αποσκευές (λόγιο)

μπαγκαλέτο, μπαγκαλέττο < bαgαλέττο [1918], μπακαλέτο, μπανγκαλέτο || άσπρο κουβερλί ή τραπεζομάντηλο

μπαγκάλι || λιόπανο

μπαγκάλι || τραπεζάκι

μπαγκανότα || κάτι το πολύ μεγάλο

μπαγκανότα || τα λεφτά, το παραδάκι

μπαγκάρι [1709], μπαγκάλι [1709] || παγκάρι

μπαγκατέλα [1963], μπαγατέλα μπαγατέλλα [1963] || ψιλοδουλειά του χτίστη ή του μαραγκού (για λίγα λεφτά)

μπαγκατέλα [1983a], μπαγκατέλλα [1934], μπακατέλα [1995], μπαχαντέλα, μπαχατέλα [1995], μπαχατέλλα [1962b] || παλιατζούρα, παλιόπραμα | γριά γυναίκα

μπαγκάτι [1966] || μικρό κοπάδι

μπαγκέρης [1659], μπαγκάρης [1635], μπαγκιέρης [1910], || τραπεζίτης, σαράφης | βλ. μπαγκαδόρος

μπάγκες (οι) [1931] || μέρη της σκεπής

μπαγκέτα [1934], μπακέτα || ραβδάκι του μαέστρου | μακρόστενη φρατζόλα ψωμί

μπαγκέτο || συρτάρι, γκιόζα, γκιόζι, κάντερα, παγκέτο, παράκλι, σίρμα, τσακμεντζέ, τσεκμετζές

μπαγκιάζω, μπαγκιάζου, μπαγκειάζου [1988], μπακιάζω || απαγκιάζω, απαγκιάζου, απαντζάζου, απατζάζου, απατζιάζου, απατζιάζω, απογκιάζου, παγκιάζω, πογκιάζω

μπαγκίρ-μπαγκίρ || σταγόνα-σταγόνα

μπαγκλάβι [1899] || μαγκλάβι, μαγκλάβιον, μαγκλάδιν, παγκλάβι, παγλάβι, ραβδί

μπάγκος [1635], μπάγγα [1659], μπάγγος [1963], μπάγγους [1964] μπάγκα [1622], μπάνκος [1934], || πάγκος

μπάγκος [1931] || ξέρα, ξέρη, θαλασσόπετρα

μπαγκούλι < bαgούλι [1918], μπακούλα || σκαμνί, θρονί, καρέγι, κολοκούμπι, κορμάλι, κουτσιούμπι, κούτσιρου, κουτσούρι, παγκάδι, παγκέτα, παγκούλι, σινάιν, σκαμνάκι, σκαμνάκ, σκαμνή, σκαμνίν, σκαμνούδι, σκαμνούρι, σκαμπέλο, σκαμπλί, σκέμλε, σκιάμνε, σκόλοφρον, στρουμπί, στρουμπλί, τσαερί, τσιουμπί

μπάγκουρος, μπάγκουρο || το δέντρο Olea europaea var oleaster, αγκριγιολιά, αγρέλ, αγρελά, αγρέλα, αγρέλας, αγρέλη, αγρέλι, αγρελίδι, αγρζολία, αγριαλιά, αγριγιά, αγριγκιά, αγριέλα, αγριέλι, αγριελίδα, αγριελίδι, αγριελιός, αγρίλι, αγριλιά, αγριλίδα, αγριλίδι, αγριλιός, αγριοελιά, αγριολέα, αγριολιά, αγριολίδι, αγροϊλέα, αγρολέα, αγρολέγια, αγρολιά, αγρολίδα, αγρουλέος, αγρουλιά, αγρουλίδα, αργαλέους, αργολιά, αργουιά, αργουλέος, αργούλεος, αργουλίδα, αργουλίδι, αρκολιά, ασγουρλίδα, γριλίδι, κοσίνη, κόστινος, τζιλνιά, φιλουριά

μπαγλαμαδάκι [1995] || υποκ. του μπαγλαμάς

μπαγλαμάς [1962b] || μικρός τζουράς, με τρία διπλά τέλια | το κορόιδο

μπαγλάρωμα [1931] || δέσιμο, σύλληψη (λόγιο)

μπαγλαρώνω [1931], μπαγλαρώνου || δένω, συλλαμβάνω (λόγιο)

μπαγντατί [1960], μπαγδαντί [1910], μπαγδατί [1910], μπαγκντατί [1988], μπαγλαντί < bαγλαdί [1978], μπαδατί < bαδατί [1972], μπαλταντί || ψευτότοιχος, μεσότοιχος, γιούκερ, καλαμωτή, μεσάντρα, μεσοτίχι, μεσοφούντι, μισάντρα, μισιά, μισουτίχ, μοροφίντο, νοφαΐτης, ντουσιμές, παρέ, πλουκαριά, τρεμέντζο, τσασμάς, τσατιμάς, τσατμάς, τσιατμάς, τσιατουμάς

μπαγξάνα [1926] || το φυτό Rosa Banksiana

μπαγολίνα [1963], μπαγουλίνα, μπαουλίνα || ραβδάκι από καλάμι | μπαστουνάκι για βόλτα

μπαγόρδα [1963], μπαγόδα, μπαγόρδο [1963], μπαόρδα || γλέντι, γλέγκι, γλέδι, γλένδι, γλεντ, γλέντιμα, γλέντιν, γλιέντ, εγλέντ, εγλέντι, εγλέντιν, ζαφέτ, ζγαφέτι, ζέφκι, ζιαφέντι, ζιαφέτ, ζιαφέτι, ιγλέντ, τσιμπούσι, τσουμπούσι, μπερδές, ντζιαφέτ, ραβαΐσι, ρεμπόμπο, σουμπέτι, τζιουμπούς

μπαγορδάντες [1963] || καλοφαγάς, γλόζους, γλούζους, γολιόζος, γολόζος, γουλόζο, γουλόζος, γουλόζους, γουλούζης, γουλούζος, πιτιτόζος,

μπαγορδιάζω, μπαγορδιάζω [1983b] || τρώω καλά

μπαγτζής [1960], μπαγτσής [1960] || αμπελουργός, αμπελάρης, αμπελάρς, αμπελάς, αμπελιάτς, αμπελικός, αμπελουργιός, αμπελουργκιός, αμπελουργκός, αμπελουρκός, αμπιλκός, αμπιλουργός

μπαδανάς [1910] || στόκος, στούκος

μπάδι, μπάδ || πηγάδι, ανακατόλακος, αραβανίκος, αρβανίκος, αρβανίκου, αρβανίκους, βρις, γεράνι, γουβίν, κάργιο, κοΐν, κουγί, κουΐ, κουΐν, κουπαόλακος, λακίν, μπγαδ, μπγαδάκ, μπγαδέλ, μπγαδούλ, μπγιάδ, μπγιάδι, μπναρ, μπότσος, νεκατόλακος, πγαδ, πεγάδ, πιάδι, πιάι, πιγάδος, πιγαδούλ, πλεφρό, πους, πούσι, πχάδ, σαρνίτσι, σιρτός, σουρτουπίγαδου, φλετρό

μπαδιέρα || τσίνορο, ματόκλαδο, ματοτσίνορο, ματοτσίνουρο, ματουτσίνουρου, τσίνουρο, τσίνουρου

μπαδογέλεκο || κάποιο σακάκι

μπαδουλιά || πατημασιά, αντίρα, έμποδο, ζαλέ, μάλαξη, ντίρα, ντορός, ντουρός, ουμπλιά, πατιά, πατιμαλιά, πατισιά, πατλιά, πατματιά, πατνιά, πατουμαλιά, πατουσέα, πατουσιά, πατσιά, ποδκιά, ποδόλα

μπάζα (τα) [1934], μπάζια || άχρηστα υλικά κατεδάφισης (λόγιο)

μπάζα [1910] || αθέμιτο κέρδος (λόγιο) | χαρτωσιά

μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπαζακάζου || φουσκώνω από το πολύ φαΐ

μπαζάκας, μπαζακάης, μπατζάκας || κοιλαράς, βλ. μπαρκοκοίλης

μπαζάκασμα, μπαζάκιασμα || φούσκωμα από το πολύ φαΐ ή νερό

μπαζάρεμα [1709] || παζάρεμα

μπαζαρεμένος [1709] || παζαρεμένος

μπαζαρεύω [1709], μπαζαρεύγω [1709], μπαζαριάζω, μπαζαριάζω [1860] μπαζαρίζω [1709], || παζαρεύω, παζαρίζω

μπαζάρι [1709] || παζάρι, φόρος, αγορά

μπαζαριότης, μπαζαριότης [1709], μπαζαριώτης [1635], μπαζιργκιάνης [1960], μπαζιργκιάνης, μπαζιριάνς || μπεζεργένης, μπιζιργιάνης, παζαρτζής, παζαριότης, πραματευτής

μπαζάρισμα || τέντωμα

μπαζαρκάνα [1909] || σουρτούκα, αλανιάρα | τσατσά

μπαζάρω || φεύγω

μπαζάρω [1884c] || μποζάρω, τεντώνω, σφίγγω

μπαζερισμένος [1996] || κουρασμένος

μπαζέρνου [1988] || φορτώνω

μπαζέρνω [1996] || κουράζομαι | βαριέμαι

μπαζές [1835] || δίμιτο πανί

μπάζι, μπαζ || το πρώτο γκαζάκι (γυάλινο) ή βόλος στην αράδα του παιχνιδιού

μπαζίνα || μούσκεμα, βουτάκι, ζούπα, καφτσί, κλιτσίκι, κναβ, κναδ, λούζα, λούμαν, λούστρα, λούστρους, λούτσα, μλια, μλιουδ, μόσκεμα, μοσκίδι, μόσκιο, μούλια, μουσγούδ, μουσκίδι, μούσκιο, μούσκιομα, μπλιόγκους, μπλιόντα, μπλιούρι, μσγουδ, ντούνα, παπί, παπίδ, παπίδι, πατσί, πατσούρα, πιστίλ, πιστίλι, πιτούμι, πιτσίλι, πλιατσάρα, πλιμάδι, πλιόκα, πλιτάρ, πλουτούμ, σκλίδα, σούρωμα, στίπα, τούνα, τσίτσα, τσούπλα

μπαζίνα [1931], μπαζίλα [1964] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού: μπομπότα, ανεβατή, μαμάτσα, μπουμπότα, ροκίσιο, σαγαμίτα, σομόνι, τζαλέτι | χυλός από αλεύρι καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο: πολέντα, μαμαλίγκα, κουρκούτι, κουρκούτα

μπαζλαμάτσα || νερουλό ζυμάρι

μπαζμπατεύου < bαζbατεύου [1978] || πασπατεύω

μπαζντγάρς, μπαζντγάρκους || ήσυχος

μπαζντόνουμι || αρρωσταίνω από μπάζντρα

μπάζντρα, μπαζντράς || αρρώστια των φυτών | κασίδα

μπαζντραβίτσα [1962c], μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα < bαζdραβίτσα [1976], μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα < bαρδαβίτσα [1972], μπαστραβίτσα || κρεατοελιά που βγαίνει στα χέρια | η μυρμηγκιά, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, ορνιθόκολος

μπαζντραβότανο || βότανο για τη γιατρειά της μπαζντραβίτσας

μπαζόκα || μαστίχα, μαστίχι, μαστίχιν, σακούζ

μπαζός [1887b] || ο πάτος αγγειού από ξύλο

μπάζου || τρώω γρήγορα

μπαζουμπαζί [1688] || σπόρος πεπονιού

μπαζούρι [1931] || παντζούρι, κατωφώτι < λυχνάρι

μπαζούρκουλα [1688] || σπόρος πράσου

μπαζουρλχάς [1688] || σπόρος μαρουλιού

μπάζω [1910], μπάζει [1874a] || βάζω μέσα | κονταίνω

μπάζωμα [1934] || το γέμισμα με μπάζα

μπαζώνω [1961] || γεμίζω με μπάζα

μπαζώνω [1887b] || φτιάχνω τον πάτο σε αγγειό από ξύλο

μπάηλας [1982] || λιποθυμιά

μπαήλεμα [1982] || αποβλάκωση (λόγιο)

μπαηλός [1982] || βλ. μπαγιακόκος

μπάθεζα, μπαθέζ [1926] || το φυτό silene inflata (silene), κουκάκι, κουκάκι, κουκιά, κουκί, κουκίτσα, κτίπαλο, λαγαντί, λαγουδοκούδουνο, νυχάκι, στρίφουλα, στρουθούλα, στρούθουλα, φουσκάκια, φουσκουδιά

μπάθρα, μπάθρ < bάθρι [1892], μπαθρί || κομμάτι μπάλωμα από τομάρι γουρουνιού (για τσαρούχια, σαμάρια)

μπαθρώνου || βουλώνω με λάσπη τις τρύπες στο ντουβάρι

μπαϊάδα || γη (χωράφι) με πέτρες και άμμο

μπαϊάκλα [1982] || παράλυση (λόγιο)

μπαϊακλός [1982] || παράλυτος (λόγιο)

μπαϊαμάδκους < bαιαμάδικους [1892] || στραβοκάνης, στραβοπόδης

μπάια-μπάια || σιγά-σιγά

μπαϊάτι [1709] || μπαγιάτικο ψωμί

μπαϊβάνικα || άλογο που πάει με γιοργάδισμα, με αραβανλίκι (στα πλάγια)

μπαίγνιο [1918], μπαίγνιο [1931] || περίγελος (λόγιο)

μπαΐδα || παγίδα, παγίδιν, παΐδα, παΐδιν,

μπαιζογελάω [1963], μπαιζογελώ || ξεγελάω | περιγελώ

μπαϊκούς || το πουλί Athene noctua, κουκουβάγια, κουκλουβάους, κουκουβάια, κουκουβάς, κούκουβας, κουκουγιάβλα, κουκουμάβλα, κουκουμάτσιο, κουκουμιάου, κουκουμιάφκα, κουκουνιάφκα, κουκουφάς, κουκούφας, κουκουφιάες, κουκουφκιάος, σκλόπα, χουχουγιάβα

μπαϊλάντζο [1709] || διακυβέρνηση (λόγιο)

μπαϊλάτον [1614] || η χώρα που κυβερνά ο μπάιλος

μπαϊλντίζω [1931], μπαγιλντίζου, μπαγιλντίζω [1960], μπαηλίζω [1982] μπαϊλδίζω [1910], μπαϊλίζου, μπαϊλίζω [1837], μπαϊλνάου < bαϊλνάου [1978], μπαϊλντίζου, μπαϊλντώ [1934] μπαϊλνώ < bαϊλνώ [1976], μπαϊλώ, μπαϊρντώ μπαλίζω [1887b] || αποκάμνω, αποκαίνω, αποκάμω, αποκάνω, απουκάμνου, απουκάμου, απουκάνου, ποκάμνου, ποκάμνω, ποκάνω

μπαΐλντισμα [1931], μπαϊλισιά, μπαηλισιά [1982] μπαήλισμα [1982], μπαΐλισμα [1837], μπαϊλσά < bαϊλσά [1978], μπαϊλσιά, μπαϊλτζμα, μπαϊλτζμάρα, μπαΐλτσα, μπαϊλτσμα < bαϊλτ’σμα [1976], || αποκάμωμα, αποκαμομάρα, απουκαμουσιά

μπαϊλντισμένος, μπαϊλντισμένους || αποκαμωμένος

μπάιλος [1709], μπάγουλος [1688], μπάιλας [1866a] μπαΐουλος [1614] || βάιλας, βάελας, άρχοντας | πρεσβευτής (λόγιο) | παρδαλός

μπαϊμάκης [1996] || αυτός που κουτσαίνει (από τη μέση)

μπαϊμπούρ || παλιόρουχο

μπαιν-μιξτ [1934] || μικτά λουτρά αντρών και γυναικών

μπάινο [1963] || σημαδούρα από φελλό στη θάλασσα, που πάνω της δένουν το σκοινί από το δίχτυ

μπαινοβγαίνω [1860], μπαιζοβγαίνω [1963] || συναναστρέφομαι (λόγιο)

μπαινοβγάλματα (τα) [1934] || τα πολλά σούρτα-φέρτα

μπαινοβγάνω [1864] || βάζω και βγάζω κάθε λίγο

μπαινοβγαρσά || η άδεια να μπαινοβγαίνεις κάπου

μπαινοδιαβαίνω || μπαίνω και περνώ

μπαΐνου < μπαΐνου [1923a] || βγαίνω, βγένου, βγίνω, βγκένω, βγκνου, βιένου, βκένω, γβένω, γκουένω, εβγένω, εβγίνω, εγβένω, εγκουένω, ιβγένω, ογβένω, ουένω, φκένω

μπαϊντός [1996] || τέλος

μπαίνω [1659] μπαίννω [1891a], μπαίνου < μπαίνου [1923a] || εισέρχομαι (λόγιο) | καταλαβαίνω

μπάϊους < bάιους [1892] || έτσι λένε από σεβασμό το γέρο

μπαϊραγασής || οπλαρχηγός (λόγιο), καπετάνιος

μπαϊράκι [1790], μπαϊράκ < bαϊράκ’ [1972], μπαργέρα μπαργερόλι, μπαργιάκ, μπαργιάκι [1960], μπαργιάκι, μπαριάκι, μπαριάκι [1966] || μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα, μπανδέρα, μπαντέρα, μπαντιέρα, παντιέρα, φλάμπουρο, φλάμπουρου, φλάμπορος, φλάμπλο

μπαϊρακτάρης [1835], μπαϊρακτάρς < μπαϊρακτάρ’ς [1960 μπαργιαχτάρης, μπαϊραχτάρης [1931], μπαργιαχτάρης [1866b] || σημαιοφόρος (λόγιο)

μπαϊράμι [1790], μπαϊράμ, μπαργιάμι [1960], μπαργιάμι, μπαριάμ [1988], μπαριάμ || βαϊράμι, γιορτή των μουσουλμάνων μετά το ραμαζάνι

μπαϊρεύγω || ζητώ να γίνω ο πρώτος, η κεφαλή

μπαΐρι [1960], μαγίρ, μπαγίρα, μπαγίρι [1960], μπαΐρ < bαΐρ’ [1960], μπαΐρ < μπαΐρ’ [1960] || πλαγιά | νιάμα: γη που δεν τη σπέρνουν πια | χερσότοπος

μπαϊρίσια || πονηρή

μπαΐχου < μπαΐχου [1923a] || μπάζω, ανεβάζω

μπακ || όμως

μπάκα [1874a] || κοιλιά, αγαστέρα, αστέρα, αστέρας, βαστέρα, βούζα, γαστέρα, γαστέρας, γκάζγκα, κιουλιά, κιούλος, κλια, κούλιαρος, μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα, μπάμπα, μπζούκα, μπρουστούρα, προτσούλι, προυστούρα, σκεμπές, σκιμπές, στέρα, στσουλία, τέμπα, τσλιά, τσουλιά, τσουλία, ψέκα

μπάκα [1931] || η πρησμένη κοιλιά από αρρώστια της σπλήνας

μπάκα [1982] || μερί, μηρί, μπούτι

μπάκα [1982] || σπλήνα

μπακαβάς || χαρτόνι, γκαμπάθκο, καρτόν, καρτόνι, μουκαβάς, μακαβάς, μπουκαβάς, πενατζίιν, χαρτόν

μπακαβέλι [1966] || κακά βαμμένο πανί

μπακακάκι [1961], μπακακάκ < μπακακάκ’ [1964], μπακακάκος [1961], μπακακούδ, μπακακούλι, μπακακούλ < bακακούλλι [1892] || βατραχάκι, βαθρακάγι, βαθρακάκ, βαθρακάκι, βαθρακάτς, βαθρακάτσι, βαθρακόπλο, βαθρακούδι, βαθρακούλα, βαρθακούλα βαρτακούδιν, βατραχάκ, βατραχάτς, βατραχάτσι, βατραχόπουλο, βατραχούδι, βατραχούλα, βοθρακούδι, βορτακούδιν, βροθοκόπον, μποθρακλούδι, σφαρδακλάκι, φορτακλούδι

μπάκακας [1858], μπαθρακός, μπακακάς [1964], μπάκακας < bάκακας [1976], μπάκκακας < bάκκακας [1908], μπαμπακάς [1964], μπάμπακας [1964], μπαρδακάς, μπαρθακάς, μπαρθακλάς, μπαρντακός, μπαρτακάς, μπαρχιάκα, μπάτζιακας, μπάτσιακας || βάτραχος, αθρακλός, αφορδακός, αφορντακός, αφρακλός, βαθαακός, βαθράκ, βαθράκα, βάθρακα, βαθρακάς, βάθρακας, βαθράκι, βαθράκια, βαθρακλάς, βαθρακός, βάθρακος, βαθράτσι, βαρδακάς, βάρδακας, βαρθάκα, βάρθακα, βαρθακάς, βάρθακας, βαρθακός, βάρθουκλας, βαρντακλάς, βάρτακας, βαρτλάκα, βάρτλακα, βατράκα, βάτρακλος, βατρακός, βατράχ, βατράχα, βατράχι, βόδρακος, βόθρακας, βοθράκι, βοθρακός, βόθρακος, βορδακάς, βορδακλός, βορθάκα, βόρθακα, βορθακάος, βορθακάς, βορθακός, βόρθακος, βόρτακας, βορτάτσιν, βούθρακο, βουρδακάς, βουρθακάος, βουτράκιου, βπθράκα, βπρθάκι, βπτράχα, βραθάκι, βρίτικο, βροθάκα, βρόθακος, βρόσακου, βρότακου, βρόταχος, βρούθακο, βρούντακου, βρούσακο, βρούτακο, κακαράς, καρκάλι, κάρλακας, κούβακας, μαθράκα, μάθρακα, μαθρακάς, μαθράκια, μαθρακός, μπίθλακας, μποθράκι, μποθρακλάς, μπορτντακλάς, μπουθρακλάς, μπουρθακλάς, μπρούθακο, όδρακας, όδρακος, οδράτσιν, οθράτσιν, σβάρδακλας, σβάρθακλας, σποδακλάς, σπορδακάς, σπουδακλάς σπρόφακο, σφάρδακας, σφάρδακλας, σφαρδάκλι σφάρδακλος, φαδρακλός, φαρδακλός, φαρδουκλός, φάρντακα, φαρτάκι, φοθράκα, φορδακά, φορδάκα, φόρδακα, φορδακάς, φόρδακας, φορδακλά, φορδακλάς, φορδακλός, φορδακός, φόρδακος, φορθάκα, φορθακός, φορντακλός, φορταγκός, φουρδακλάς, φροθάκα

μπακακομάτα [1966] || αυτή που έχει μάτια πεταχτά σαν του μπάκακα (του βάτραχου)

μπακακούδ < bακακούδι [1892] || κάποιο κομμάτι από το κρέας του γουρουνιού

μπακαλαρόλαδο, μπακαλόλαδο || μουρουνέλαιο (λόγιο)

μπακάλης [1709], μπακάλ μπακάλς < μπακάλ’ς [1960], μπακάλτς < μπακάλ’τς [1962c] || παντοπώλης (λόγιο)

μπακαλιαράκια, μπακαλιαράκια [1963] || το φράκο (λόγιο)

μπακαλιαράτος, μπακκαλιαράτος [1963] || αυτός που τέλειωσε το Πανεπιστήμιο με καλό βαθμό

μπακαλιαρόπιτα, μπακαλαρόπιτα [1966], μπακαλόπιτα [1966] || πίτα με παστό μπακαλιάρο

μπακαλιάρος [1923a], μπακαλιάρος [1910], μπακαλάο < μπακαλάο [1923a], μπακαλάος [1835], μπακαλάρος [1878b], μπακαλάρους [1964], μπακαλάς [1790], μπακαλέος [1992], μπακαλιάρους < μπακαλ’αρους [1962c], μπακαλιόρος || όνομα ψαριών από τα γένη Gadiculus, Gadus, Melanogrammus, Merlangius, Merluccius, Trisopterus

μπακαλική [1934] || η δουλειά του μπακάλη

μπακάλικο [1931], μπακάλικον [1790] μπακαλιό μπακάλκου < μπακάλ’κου [1962c], || το μαγαζί του μπακάλη

μπακάλικος [1931], μπακαλίστικος [1961] || του μπακάλη | πρόχειρος (λόγιο), πρακτικός (λόγιο)

μπακάλιμα, μπακάλμα < bακάλ’μα [1976] || μπουσούλημα, αρκούδεμα, αρκούδεμαν, αρκούδισμα, αρκούδισμαν, αρκούδμα, αρκούρεμα, μπουσούλισμα

μπακαλιό < μπακαλειό [1964] || μπακάλικο

μπακάλισσα [1934], μπακάλαινα [1934] || η γυναίκα μπακάλης ή η γυναίκα του μπακάλη

μπακαλνώ < bακαλνώ [1976], μπακαλάου, μπακαλώ, μπακατώ || μπουσουλάω, αργκδίζου, αρκδιάζου αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, μπισλώ, μπουσουλίζω, μπουσουλώ, ρκουδώ,

μπάκαλο || ποταμίσια πέτρα

μπακαλόγατος [1931] || ο γάτος που έχει ο μπακάλης στο μαγαζί του | το μπακαλόπαιδο, ο παραγιός του μπακάλη

μπακαλόπαιδο [1961], μπακαλόπαιδον [1910], μπακαλόπουλο [1961] || ο παραγιός του μπακάλη

μπακαλοτέφτερο [1998] || το τεφτέρι του μπακάλη (για τα βερεσέδια)

μπάκαλου < bάκαλου [1976] || η στρογγυλή πέτρα

μπακαλούμ [1840], μπακαλίμ, μπάκαλουμ [1996], μπακαλούμ < μπακαλούμ’ [1960], μπακαλούμου || ας δούμε (bakalum, από το ρήμα bakmak)

μπακαλόχαρτο [1998] || φτηνό χαρτί για τύλιγμα

μπακάμι [1709], μπακάμ < bακάμ’ [1976], μπαχάμι || αιματόξυλο, ματόξιλο, καμπεχιανό, κόκκινο ξύλο από τη Βραζιλία | η κόκκινη μπογιά για τα πασχαλινά αυγά | το ξυλοπάπουτσο

μπακάμι [1962b] || το σώσμα (για κρασί) | το κατακάθι

μπακάμισμα [1966] || το βάψιμο των κόκκινων αυγών για το Πάσχα

μπακανάκας [1963] || βλ. μπαρκοκοίλης

μπακανιάζω || αδυνατίζω, αδυναμιάζω, αδυναμώνω, αδυνατεύω

μπακανιάζω [1874a] || έχω κάνει μεγάλη κοιλιά

μπακανιάρης [1910] || βλ. μπαρκοκοίλης

μπακανιάρης, μπακανιάρης [1790] || άρρωστος (σπληνιάρης) και κιτρινιάρης

μπακανιάρικο [1884b], μπακανιάρκο, μπακανιάρκου < μπακανιάρ’κου [1964] || το παιδί που έχει κίτρινο πρόσωπο ή πρησμένη κοιλιά

μπακανιασμένος [1874a] || κιτρινιασμένος

μπακανίτης [1874a] || το κίτρινο (χαλασμένο) σύκο

μπακαράς [1931], μπακκαράς [1961] || κάποιο παιχνίδι με την τράπουλα

μπακαρόλα || χταποδιέρα (για το ψάρεμα χταποδιών)

μπακαρόνια, μπακαρούνια || μακαρόνια

μπάκας || βλ. μπαμπάκας

μπάκας || μήπως

μπάκας [1864], μπάκος [1961] || μπακανιάρης, άρρωστος (σπληνιάρης) και κιτρινιάρης

μπάκας [1874a] || βλ. μπαρκοκοίλης

μπάκας [1966] || βλ. μπαγιακόκος

μπακασούρ || ο σπόρος του κουκουναριού

μπακατάρης, μπακατάρς || ο βοσκός που έχει λίγα ζώα

μπακατάρκους < bακατάρ’κους [1976], μπακατιάρκους || κρέας, γάλα ή τυρί από γίδι ή πρόβατο που μεγαλώνει στο σπίτι

μπακατζίζου < μπακατζίζου [1923a] || βελάζω, βιλάζου, βελάζου, βλάζω, βιλιάζω, βιλιάζου, βλιάζω, βλιάζου, βιάζου, βελέχω, βελάω, αβελάω, μπελάζω, μπελιάζω, μπιλάζου, μπιλιάζου, μπλιάζου, μπελάζου, πελάζω, μελάζω, μιλιάζου

μπακάτι, μπακάτ < bακάτ’ [1976] || γίδι ή πρόβατο που μεγαλώνει στο σπίτι

μπακατίσιος, μπακατίσιος [1966] || ενδημικός (λόγιο)

μπακατσέλι, μπακατσέλ || βλ. μπακακάκι

μπακατσιές, μπακατσιές (οι) [1982] || οι κόμποι του ποδαριού

μπακαφίο || το πουλί Oriolus oriolus, βλόρκος, βλορκός, γλορκός, κιτρινοπούλα, κιτρινοπούλι, κλορκός, συκάς, συκαλάς, συκοφαγάς, συκοφάγος, φλορκός

μπακαφιός, μπακαφιός [1966] || κάποιο ψάρι

μπάκε [1982], μπάκαι [1992], μπάτσε, μπάτσαι [1992] || μήπως

μπακέτο, μπακέτου || πακέτο

μπακιά || οι μέρες μετά τη γιορτή (για το όνομα)

μπακιγιές, μπακηγιές [1960], μπακαγιάς, μπακαγιάς [1960], μπακή [1960] || υπόλοιπο χρέους (λόγιο)

μπακίνι || κομμάτι της γκαζόλαμπας

μπακίρα [1934], μπακήρα [1960], μπακίρες (οι) [1931], μπάκρα || μπακιρένιο αγγειό | μπακιρένιο νόμισμα (μπακίρες: γαζέτες, πενταροδεκάρες)

μπακιρένιος, μπακιρένιος [1878b], μπακαρένιους < bακαρένους [1976], μπακηρένιος [1960], μπακουρένιους || χάλκινος (λόγιο)

μπακιρής [1962a] || χαλκόχρους (λόγιο)

μπακίρι || κάποιο μακρόστενο πεπόνι με χρώμα μπακερένιο

μπακίρι [1790], μπακήρ [1962c], μπακίρ, μπακούρ, μπακούρι [1992], μπακρ, μπακρί [1790] || χαλκός (λόγιο) | το μπακιρένιο αγγειό

μπακίρια, μπακίρια (τα) [1962a], μπακίργια < bακίργια [1976] || αγγειά του σπιτιού φτιαγμένα από μπακίρι | τα λεφτά

μπακιρικό [1934], μπακιρικόν [1910] μπακιρικά (τα) [1931], μπακιρκά, μπακράκια || κάτι φτιαγμένο από μπακίρι | μπακιρικά: αγγειά φτιαγμένα από μπακίρι

μπακιρονούσης || βλ. μπαγιακόκος

μπακιρτζής [1878b], μπακηρτζής [1960] || χαλκιάς

μπακιρτζίδικο [1931], μπακιρτζήδικο [1934], μπακιρτζίδικον [1878b] || το εργαστήρι του μπακιρτζή

μπακίρωμα [1878b] || επιχάλκωση (λόγιο)

μπακιρώνω [1931], μπακιρόνω [1878b] || επιχαλκώνω (λόγιο)

μπάκκα [1934] || όταν το άθροισμα τριών χαρτιών στο μπακαρά είναι μηδέν

μπακλαβαδάκι [1998] || μικρό κομμάτι μπακλαβά

μπακλαβάς [1709], μπακλαβού, μπακλαΐ [1966], μπακλαή [1982] || γλυκό ταψιού με φύλλα ζυμαριού, τριμμένα καρύδια και σιρόπι

μπακλαβατζής || αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπακλαβάδες

μπακλαβατζίδικο, μπακλαβατζίδικον [1878b] || το εργαστήρι του μπακλαβατζή

μπακλαβωτός [1995], μπακλαβαδωτός [1962a], μπακλαβουτός || ρομβοειδής (λόγιο)

μπακλάς || κάποιο αγριόχορτο

μπακλάς < bακλάς [1972], μπακλά (τα) [1709] || κουκί (και πιο πολύ το φρέσκο κουκί)

μπάκο || μετάξι, ιμπρισίμι, ιπέκ, μετάξ, μπρισίμ, μπρισίμι

μπακοκοίλης [1874a] || βλ. μπάκος

μπακόλας || λογάς, γκεβεζάδικος, γκεβεζάρης, γκεβεζές, γκιβιζές, γλοσάρης, γλοσέας, γλοσιάρης, γλουσάς, γλουσουκουπάνα, γλουσουκουπάνης, γλουσουκουπάνς, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνας, γλωσσοκοπάνης, γλωσσοκοπάνος, καπάνι, κεβεζέας, κεβεζές, κεβιαζιάς, λαβατούρας, λάλος, λαφαζάνης, λαφαζάνς, λαφαζιάνης, λογαράς, λουγάς, μασλάτας, μουχαμπιτλής, μουχαμπιτσής, μπανταβάλς, μπουμπουτούρας, νεροτρουλίδα, νταρντάλας, ντιβετζής, ξουράφι, ξουρής, παπαρδέλας, παρφάρας, πολιομιλιδούσης, πολύλαλος, πολυλογάς, πολύλογος, πουλουλουγάς, σαλαβάτας, στοματάς, ταρτάρας, τρουλίδα, τσαμπάου, τσαμπουνιάρης, τσαρλατάνους, τσαρτσαλέους, τσιαπτσιάξ, φαρφαλιάρης, φαρφαράς, φαρφάρας, φαφλατάς, φαφλόδιους

μπακολέτσης [1966] || σκορπιός (Androctonus), ακράπ, ακράπι, ακρέπ, καβουροσκορπία, καράντουλα, κοντοτούρτς, μπιτσιλιάκος, μπιτσκάβουρας, μπιτσκάουρας, μπουτσιουκάβουρας, σγρκάμπα, σκάρπας, σκορπιάς, σκορπίδι, σκουρπίδ, σκράκους, σκραπούδι, σκρουπίδ, σκρουπιός χριτζιελόρος

μπάκολο-κουτούρλο [1966] || ανάκατα, ανέκατα, ανακάταλα, ανακατωτά, κουλουβάχατα

μπακονέρι [1982] || βαλτονέρι, βαλτόνερο

μπάκος || το ψάρι παλαμίδα

μπακοτίλια (τα), μπακουτίλια || μπαγκάζια | ψιλοπράματα, μικροπράματα | παλιατζούρες

μπακοτίλια, μπακοτίλια [1962b] || το κομπόδεμα, οι οικονομίες (λόγιο)

μπακούκος [1963] || κοντόχοντρος, γούτας, ζουμπακάδ, ζουμπακάς, ζουμπάς, κοντοστρούμπουλος, κουλουκούμπας, μπαντάκ, μπόγος, μπόγους, μπουμπόλας, μπουρσούκ, σίσκος, στούμπος,

μπακούλα [1966] || η μαζώχτρα, αυτή που μαζεύει τα απομεινάρια στα χωράφια ή τα αμπέλια

μπακουλεύω [1966] || μαζεύω τα απομεινάρια στα χωράφια ή τα αμπέλια

μπακούρι [1998], μπακούρ || ο παρθένος | ανύπαντρος | αυτός που δεν έχει γκόμενα

μπακρατσάς || αργός στο μυαλό και στα πόδια

μπακράτσι [1790], μπαγκράτς, μπαγράτσι, μπακράκι [1992], μπακράτς < μπακράτς’ [1960], μπακράτσα, || μπακιρένιος κουβάς, καρδάρα | μπακιρένια αγγειό με καπάκι για κουβάλημα μαγειρεμένου φαγητού | μικρό καζάνι

μπακράτσι [1996], μπακαρτσούδ, μπακράτσα [1982] μπακρατσάκι || το αγγειό που βάζει ο παπάς τον αγιασμό

μπακρίλα [1931] || γιάρι, σκουριά μπακιριού

μπάκρινα [1964], μπάκραινα [1964] || άσπρη προβατίνα με μαύρο κεφάλι

μπαλ || μέλι

μπαλ [1688] || το φυτό Cucumis sativus, αγγούρι, αγκούρ, δροσίτης, αμελέτητο, καστραβέτσι

μπάλα [1635], μπάλλα [1614] || βόλι | τόπι | δέμα, ντέγκι

μπάλα [1909], μπάλα < bάλα [1978] || κούτελο, αγκλέφαρους, αγκλιέφαρους, αγλιέφαρους, αγλιέφουρους γκλέφαρο, γκλέφαρου, γκλιέφαρους, γλάφαρος γλέφαρους, γλίφακας, καράπ, κουτέλα, κούτιας, κούτιλο, κούτιλου, κούτιλου, κουτούπι, μέτωπο, τσιακάτ, τσιακάτι, φρόντε

μπαλαγκάμι [1996], μπαλαγάμι [1996] || ροχάλα, γκρόχαλου, ρέχα, ρουχάλα, ρόχαλο, σάφλα, σάχλα, φλέμα, χαρμπόλα, χλεμπόνα, χλέπα

μπαλαδόρος || χορευταράς

μπαλαδόρος, μπαλιαδόρος || αυτός που παίζει καλή μπάλα

μπαλάδος || παλαβός, μουρλός, ζουρλός

μπαλαδούρος [1709] || αυτός που δένει μπάλες (δέματα)

μπαλαίνα [1835] || μπαλένα, φάλαινα (λόγιο)

μπαλάκι [1709] || μικρή μπάλα (τόπι)

μπαλακιάζω || κάνω

μπαλάκιναμ || κατάρα

μπαλάλα || νταρντάνα

μπάλαλα [1966] || η φλυαρία (λόγιο), τα πολλά λόγια που δεν νοιάζουν κανένα, μπαρμπάλιασμα, μπαραμπάρια, μπαχλάτισμα

μπαλαλάς, μπαλαλέας || κοντός

μπαλαλάω [1966], μπαλαλίζω [1866b] μπαμπαλάω [1983b], μπαχλατάω || μπαρμπαρίζω, μπαταλιάρω μπανταβαλίζου, λέω πολλά λόγια που δεν νοιάζουν κανένα

μπαλαλίκι [1966] || τα έπιπλα (λόγιο), μπαγάκια, μόμπιλε, μόμαλα, μόμιλα, μόμπιλα, μομπίλια, μοπιλτά

μπαλαμισδράλια (τα), μπαλλαμισδράλια [1910] || βόλια (μπάλες) και μισδράλια

μπαλαμιστράλι [1982], μπαλαμισδράλια (τα) [1931] || μυδράλιο

μπαλαμούτι [1934], μπαλαμούτ, μπαλαμουτιά, μπαλαμουτιά [1931], || ψέμα, κόλπο, ξεγέλασμα

μπαλαμούτι, μπαλαμούτιασμα || χούφτωμα γυναίκας

μπαλαμουτιάζω || ξεγελάω, κοροϊδεύω, παραμυθιάζω | χουφτώνω γυναίκα

μπαλαμούτσα, μπαλαμούτια || πατούσα, γκαλέτσι, επάτνα, μπάτσα, μπλαμούτσα, πατούνα, πατούχα, πλατύ

μπαλαμπάνι [1966] || πολύ ψηλό παιδί

μπαλαμπάνικος [1960], μπαλαμπάνς || άνταμος, λεχάρι, σαραντάπηχος, γιγαντόσωμος (λόγιο)

μπαλανσέ || βήματα χορού

μπαλάντα [1962a], μπαλλάντα [1934] || είδος παλιού γαλλικού τραγουδιού

μπαλαντέζα [1962a] || κομμάτι καλώδιο με φις στις δυο άκρες

μπαλαντέρ [1998] || χαρτί της τράπουλας

μπαλάντζα [1934], μπαλάντσα [1688] || παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, μπελάντζα, μπελαντζί, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή

μπαλαντζάρισμα || ζύγισμα, ζίασμα, παλαντζάρισμα, παλατζάρισμα

μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω || παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω

μπαλάντζας[1962b] || παλάντζας, παλάτζας, ανεμοδούρας

μπαλαντίνια (τα), μπαλαντίνες (οι) || μεγάλες νιφάδες χιονιού: μπαλόματα, μπαμπακούρες, μπαμπακούλες, σκαμπακίδες, στούπες, στούπφες, πιτρίκια, τουλουπίδες, τουλούπις

μπαλάντρα < μπαλάντρα [1923a] || ή κούτσουρε, χοντρό και πλατύ ξύλο απ’ όπου περνούσαν τα αδράχτια, στα παλιά λιοτρίβια

μπαλαντσές || χορός | καβγάς, τσακωμός

μπαλάντσο [1934] || ισολογισμός (λόγιο)

μπαλάξιος [1688], μπαλάσιον [1688], μπαλάσι [1894] || είδος ρουμπινιού

μπαλαόρντος [1963] || προμαχώνας (λόγιο)

μπαλαούρα || βαβούρα, χλαλοή, αντάρα

μπαλαούρι [1878b] || ναυτ. σχοινοθήκη (λόγιο)

μπαλαούρο [1934], μπαλαούρος [1934] || κρατητήριο (λόγιο)

μπαλαούρο [1963], μπαλαούρος [1966] || το μεγάλο δέμα

μπαλαουρτζής || ναύτης αποθηκάριος, κυτωρός (λόγιο)

μπαλαούστρος [1963], μπαλαούστρο || κουπαστή κάγκελου

μπαλαράς [1709] || μπαλωματάς

μπαλαρίνα || μάλλινο σάλι, εσάρπα

μπαλαρίνα [1934], μπαλλαρίνα [1934] || χορεύτρια μπαλέτου

μπαλαρίνος [1840], μπαλλαρίνος [1963] || χορευτής

μπαλαριστός, μπαλλαριστός [1894] || κάποιος χορός

μπαλαρμάδα || καταστροφή (λόγιο)

μπαλαρμάς [1910], μπαλλαρμάς [1910], μπαλαρμά < μπαλαρμά [1923a] || βόλι των παλιών τουφεκιών

μπαλαρτός [1988] || ή κεχαγιάδικος, κάποιος χορός

μπαλάρω [1931] || χορεύω

μπαλάρω [1931], μπαλέρνου [1988] || αμπαλάρω, πακετάρω

μπαλάση [1896a] || θεία, άμια, αμία, άμνια, αμπλά, άμπλα, άμπουλα, αμπούλα, θεια, θια, θιάκα, θιάκου, θιακούλα, θιάκω, θιάτσα, θίτσα, θκια, κάκου, κάκω, μαλέκω, μπίλκα, μπούλα, νιάνια, ντζία, τατσίνα, τέτα, τέτη, τζία, τζιτζίκου, τσάτσα, χάλα

μπαλάσις (οι) [1964] || κάποια ξινά λάχανα με μακρόστενα φύλλα

μπαλάσκα [1876a], μπαλλάσκα [1934] || παλάσκα, φυσιγγιοθήκη (λόγιο) | ο σάκος του κυνηγού | η τσάντα του μαθητή

μπαλασκέρμα [1963] || πλοίο φορτηγίδα (λόγιο)

μπαλασκόνια, μπαλασκόνια (τα) [1963] || βλ. μπάμπαλα (αρχίδια)

μπαλασκούνια (τα) [1896b] || κυνηγητικά εφόδια (λόγιο)

μπαλαστρόνι [1931] || κάποιο βλήμα από παλιό κανόνι

μπαλαστρόπι, μπαλλαστρόπι [1910] || τάπα κανονιού

μπαλαστρούτσος || ναυτ. διαστημόμετρο (λόγιο)

μπαλάτι [1966] || χοντρό παιδί

μπαλατίνια (τα) || χιονοθύελλα (λόγιο), ανεμοσούρι, ανεμοσούριαγμα, ανεμοσούριασμα, ανεμοσούριγμα, ανεμοσούρισμα, ανεμόχιονο, ανιμοσούριγμα, ανιμοσούρσμα, ανιμουσιούρ, ανιμουσιούρσμα, ανιμουσούουτζμα, ανιμουσούρ, ανιμουσούριγμα, ανιμουσούρσμα, ντρουλάπ, ντρουλάπι, σαμπακίδα, στουπέ, τφαν, τφάνι

μπάλατος || βλ. μπάταλος

μπαλάφα [1962b] || μπαρούφα, μπούρδα, παπαρδέλα

μπαλαφάρας [1962b] || σαχλός, παπαρδέλας, παρλαπίπας, σαχλάκιας, σαχλαμαράκιας, σαχλαμάρας, σαχλαμπούχλας, σάχλας

μπαλάφας || αγαθός, ααθός, αβαθός, αβαχός, αγάθας, αγαθέ, αγαθές, αγαθιάρης, αγαθόπουλος, αγκαθής, αγκαθός, βάθης, βαθός, γαθός

μπαλαχάρτα || δημόσιο έγγραφο (λόγιο)

μπαλγκάμ || λόγγος, αρμάνι, ζίγρα, ζίγρια, κουρί, λαγκονιά λογκάρι, λογκιά, λογκός, λόγκους, λόνγκους, ορμάν, ορμάνι, ουρμάν, ουρμάνι, ρμαν, ρμάνι, ρομάν, ρομάνι, ρουμάνι

μπαλεζές || κρέμα φτιαγμένη με ζάχαρη, νισεστέ, μαστίχα, κανέλα, αθόνερο και κοπανισμένα αμύγδαλα

μπαλένα [1894] || φάλαινα (λόγιο) | βλ. μπανέλα

μπαλέστρα [1622], μπαλίστρα [1837] || βαλίστρα

μπαλέστρα [1934] || εξάντας (λόγιο)

μπαλεστράκι [1709] || μικρή μπαλέστρα

μπαλεστράς [1709], μπαλιστράς [1837] || αυτός που φτιάχνει μπαλέστρες | τοξότης (λόγιο) ή δοξαράς (με μπαλέστρα)

μπαλεστριά, μπαλεστριά [1709] || ριξιά με μπαλέστρα

μπαλέτα || κάποιο μεγάλο μαχαίρι

μπαλέτο [1983a], μπαλλέτο [1934], μπαλέττο [1934] || χορόδραμα (λόγιο)

μπάλη || παλάμη, απαλάμη, απαλάμ

μπαλής [1876b] || διοικητής (λόγιο)

μπαλί || βόλι | μπαλάκι, μπαλίτσα

μπάλι || μικρό μπάλωμα ρούχου

μπαλιά, μπαλιά [1709], μπαλλιά [1709] μπαλλιά [1934] || η ριξιά της μπάλας | η ντουφεκιά

μπάλια, μπάλια [1931] || σάλια μπάλια < κουρέλι

μπάλια, μπάλια [1966] || ζώο με άσπρη βούλα (ή άσπρες βούλες) στη μούρη ή στο κούτελο

μπάλιαβους || σπανός, άτριχος, θεοξιούριστος, θεοξύριστος, κιοσές, μαδός, σπανίθρα, σπανομαρία

μπαλιάδα || άσπρο σημάδι

μπαλιάδα, μπαλιάρα || κομμάτι του χωραφιού όπου ο σπόρος δε φυτρώνει

μπαλιάζου, μπαλλιάζου [1964] || φτιάχνω μπάλες (δέματα)

μπαλιάζω || δεματιάζω

μπαλιάκου || γέρικη προβατίνα

μπαλιάσης || ζώο με άσπες βούλες

μπαλιατσάκι, μπαλιατσάκι [1982] || κανατάκι

μπαλιάτσας || καράφλας, γκουλιαβουκέφαλους, γουργούτας, γουτς, γουτσαρέλας, καραφλός, κελέκης, κελέσης, κούτλους, μαδαρός, μαδουκέφαλος, παπαλιάρης, φαλακρός, φαρακλός,

μπαλιγαδόρος [1963], μπαλιγάδος || καταφερτζής, καπάτσος, κολπατζής, μαλαγάνας, ματραγκούνας, μουραφετλής, ποστάκος

μπαλιγάρω [1963] || καταφέρνω να κάνω κοντρολάρω κάποιον

μπαλιέρα, μπαλιέρα [1910] || ναυτ. αρτάνη (λόγιο)

μπαλιέτα, μπαλιέτα [1963] || ή στρομάτσα, πλεχτό στρώμα από σκοινιά, για να μη χτυπάει το ένα καράβι στο άλλο.

μπάλιζα [1934], μπάλιτζα || το πουλί Fulica atra, αγριοπουλάδα, καρακούσι, λούφα, μαυρόκοτα, μαυροκοτί, μαυρόπουλος, νερόκοτα, φόλεγα

μπαλίζω [1659] || ντουφεκίζω, μοσκετάρω, μουσκετάρω, ντουφεκάω, ντουφεκώ, τουφεκάου, τουφεκάω, τουφεκίζω, τφεκάω, τφικάου, τφικώ

μπαλίκας < μπαλίκας [1964] || υποκ. του μπάλιος

μπαλίκου [1966] || ζώο με παρδαλό κεφάλι, η άσπρο σημάδι στη μούρη

μπαλίνια (τα), μπαλλίνια [1963] || σιδεράκια για κορσέδες

μπαλιόν < μπαλιόν’ [1964] || η άσπρη βούλα στο κούτελο ζώου

μπάλιος [1909], μπάλιος [1891c], μπάλιους < μπάλ’ους [1962c], μπάλιους < μπάλιους [1964], μπάλιους < bάλους [1976] || βαλιός, στικτός, παρδαλός | ζώο με άσπρες βούλες στο κορμί ή άσπρες τρίχες στο κούτελο

μπαλιός, μπάλιουρας, μπαλιούρας || παλιός, πάλιουρας, παλιούρας

μπαλκ || ψάρι

μπαλκακανονιέρα || καράβι με κανόνια

μπάλκαμπα (τα) || οι κολοκυθόσποροι

μπαλκαμπάκι [1835] || το φυτό Cucurbita maxima, κολοκύθα, αγκλιά, γκρατσούνα, ζαχαροκολόκθα, ζαχαρουκουλόκθα, καλκαμπάκ καλκαμπάκι, καμπάκα, κολόκα, κόλοκος, κολότζιν, κουλόκθα, κουλουκίθα, κρατούνα, μιντάτζ, νεροκολοκύθα, νεροκολόκυθο, σπούρδα, ταμπουράς, φλάσκα,

μπαλκονάδα || αράδα από μπαλκόνια

μπαλκονάκι [1995] || μικρό μπαλκόνι

μπαλκόνι [1866a], μπαλκόνιον [1837], μπαρκόνι [1894], μπαρκούνι [1894], μπαλκόνε, μπαλκόν || εξάτο, λοτζέτα, λοτζιέτα, παλκόνι, παλκόν

μπαλκονόπορτα [1962a] || η πόρτα του μπαλκονιού

μπαλμαγάνος [1894] || βλάκας (γενουάτικο barbaggion)

μπαλ-μασκέ [1998] || αποκριάτικος χορός (μασκαράδων)

μπαλμπάλω [1996] || πολυλογού, καρακαϊδόνα, κεβεζού, κόψου, λογού, μπαρμπούτου, στοματού, στουματού

μπαλντακίς [1963], μπαρντακίς [1963] || οι τέσσερις κολώνες που βαστάνε τον τρούλο μιας εκκλησίας

μπαλντίζα < bάλdιζα [1972], μπαλντούζου, μπάλτζα || κουνιάδα, κουνιάτα, γκουνιάδα, κυρά, κυράτσα | αντραδέλφισα, αντραδέρφισα, αντραδέλφσα, αντραέφσα, αντραδέρφ | γυναικάδερφη, γινεκαδερφή, γινεκαδέλφη, γινεκαδέλφισα, γινεκαδέλφσα, γνεκαδιρφή, γενεκαερφή,

μπαλντίρ || μακρύ

μπαλντίρια (τα) || τα πιασίματα της γυναίκας

μπαλντούρ < bαλdούρ’ [1972], μπαλντρ || γάμπα, άζα, άμπα, άντζα, αντζί, αντσί, άτζα, ατζί, ατλά, άτσα, ατσίνορας, γαμπούνι, γκάμπα, μπαμπίτσα, πούλπα

μπαλοάρδο, μπαλουάρδο || προμαχώνας (λόγιο)

μπάλομα || έκτρωση (λόγιο), αποβολή, απόβαλμα, απόβαλμαν, αποβάλοση, απόβαλση, αποβάλωμα, απόβαρμα, απόβαρμαν, απόβαρση, απόριξη, απόρξη, απουβουλή, ιπιβουλή, μπεμπάλωμα, μπιμπάλοση, πεμπάλομα, ποβολή, πουρίξ

μπαλόματα || βλ. μπαλαντίνια

μπαλοματσάδος || κατσίκι που τα χρώματα του μοιάζουν με μπαλώματα

μπαλονάκι || μικρό μπαλόνι

μπαλονάς [1709], μπαλουνάς [1709] || αυτός που δένει μπάλες (δεμάτια)

μπαλόνι, μπαλλόνι [1910], μπαλόν || λαστιχένια φούσκα

μπαλοπαιγνίδι [1659] || παιχνίδι με μπάλα

μπαλοπούλα [1709] || μπαλάκι

μπαλόρντες (οι) [1963] || χαζομάρες

μπαλόρντος [1963] || παράξενος | χαζός

μπάλος [1910], μπάλλος [1837] || χορός | κάποιος νησιώτικος χορός | χοροεσπερίδα (λόγιο)

μπάλος, μπάλλος [1891a] || παλούκι | λοστός

μπαλότα || βαρελότο, κλιδί, μπαρελότο, πατλαγκίτς, πατλάκ, πατλάκι, πλαταντζίκι, τρακατρούκα, χαλκούνι

μπαλότα [1614], μπαλλότα [1635], μπαλώτα [1783] || ψήφος (λόγιο)

μπαλοτάδος, μπαλλοτάδος [1963] || ψηφοφόρος (λόγιο)

μπαλοταδούρος [1709] || αυτός που μαζεύει τις μπαλότες (ψήφους)

μπαλοτάρισμα [1709] || ψηφοφορία (λόγιο)

μπαλοταρισμένος || ντουφεκισμένος, τουφεκισμένος

μπαλοταριστής [1659] || ψηφοφόρος (λόγιο)

μπαλοτάρομαι [1659] [1709] || κληρώνομαι (λόγιο)

μπαλοτάρω || δεματιάζω

μπαλοτάρω [1659], μπαλοτιάζω < μπαλλοτιάζειν [1614], μπαλλοτάρω [1963] || ψηφίζω (λόγιο)

μπαλοτάρω, μπαλοτέρνω || βλ. μπαλίζω

μπαλοτατζιόν, μπαλοτατζιόν [1659] || ψήφος (λόγιο)

μπαλοτατζιόνες (οι) || οι ντουφεκιές

μπαλοτατσιόνε, μπαλοτατσιόνε [1963], μπαλλοτατσιόνε [1963] || ψηφοφορία (λόγιο)

μπαλοτιά, μπαλοτιά [1931], μπαλουθιά, μπαλουθιά [1931], μπαλουτιά, μπαλουτιά [1840], μπαλοθιά, μπαλωθιά [1876a], μπαλοτέ || μπιστολιά, πιστολιά, ντουφεκιά, τουφεκιά

μπαλοτιά, μπαλωτιά [1962a], μπαλλωτιά [1934] || η μπαλιά

μπαλοτίδι || μπιστολίδι, πιστολίδι, ντουφεκίδι, τουφεκίδι

μπαλοτικά (τα) [1709] || τα λεφτά που πέρνει ο μπαλωματάς για τη δουλειά του

μπαλοτίνι || μπαλονάκι, μπαλίτσα | μικρή πατάτα

μπαλοτίνος, μπαλλοτίνος [1963] || ψηφοφόρος (λόγιο)

μπαλότο [1962a], μπαλλότον [1910], μπαλλότο [1934] || μπάλα (δέμα) | μασούρι, πλεξούδα

μπαλοτόντο || καβγάς, καυγάς, αμάχη, ανακάτωμα, ανθιλογή, αρμπεντές, άρπαγμα, γουργουλές, καβγάδισμα, καβκάς, κοντράστο, μάγκανο, μαλιά, μαλιφίτσι, μάλωμα, μαρούφα, μπαλαντές, μπαραφούζα, μπαραχούζα, μπατόστα, τραβάγια, τσακομάρα, τσακοσιά, τσακουμάρα, τσάκωμα, τσακωμός, τσαμπουκάς, χατάς,

μπαλούλα, μπαλλούλα [1963] || μικρή μπάλα

μπαλουξής || ψαράς, ψαράρης, ψαρεφτής, ψαρολόγος

μπαλουτιάζω [1931] || δεματιάζω

μπαλούτιασμα [1982] || δεμάτιασμα

μπαλουχανάς || ιχθυοπωλείο (λόγιο), μιρί, ψαράδικο, ψαροπουλιό, ψαροπάζαρο

μπάλσαμο [1860], μπάλσαμον [1835], μπάλσαμου < μπάλσαμου [1964], μπάλτσους < bάλτσους [1976], μπάρσαμο[1963], μπάλσαμος, μπάλτσαμο, μπάλτσαμου, μπάλτσουμα, μπάρσαμος, μπάρσαμου, μπάρτσαμο, μπάρτσαμος || βάλσαμο, αβάρσαμος, βάλσαμον, βάλσαμος, βάρσαμο, βάρσαμον, βάρσαμος, βάρσαμου, βάρσανον, βάρτσαμος βράτσαμον, πάρσαμος

μπαλσαμόχορτο, μπαλσαμόχουρτου < μπαλσαμόχουρτου [1964] || βαλσαμόχορτο

μπαλσάμωμα [1835], μπαλσάμουμα [1962c] || βαλσάμωμα

μπαλσαμώνω [1835], μπαλζαμώ, μπαλσαμόνου, μπαλσαμόνω [1857], μπαλσαμώνου [1962c], μπαλτσαμάρω μπαλτσαμόνου, μπαρτσαμόνω, μπαρτσαμάρω [1963] || βαλσαμώνω, αμπαλσαμόνω, βαλσαμώ, βαρσαμόνω, βρατσαμόνω, παρσαμόνω

μπαλταδάκι [1910] || τσεκουράκι

μπαλταδιά, μπαλταδιά [1931] || τσεκουριά

μπαλταδιάζω, μπαλταδιάζω [1931] || τσεκουρώνω

μπαλτάκι [1709] || βλ. μπαλταδάκι

μπαλτακίνος [1931] || θόλος (λόγιο)

μπαλταλίκι [1960] || η άδεια για μάζεμα ξύλων για τη φωτιά, από το λόγγο

μπαλτάς [1709], μπαλντάς [1963], μπαρντάς [1963] || τσεκούρι, λιάτα, μανάρα, μανάρι, μανιάρα, πελέκι, πιλέκα τσικούρ, τσικούρα, τσικουρέα, τσικουρί, τσικούρι, τσκούρα

μπαλτατζής [1790], μπαλταντζής [1709] || ξυλοκόπος (λόγιο) | αρματωμένος με μπαλτά

μπαλτατζίκ || ξύλο που κρατούσε την πάνω πέτρα του μύλου

μπαλτζές < bαλτζές [1976] || γλυκό που μοιάζει με πετιμέζι

μπαλτζής, μπαλής || μελισσοκόμος (λόγιο), μελισάς

μπαλτζίκι [1960], μπαλτζίκ < μπαλτζίκ’ [1960] || λάσπη, βούρκος

μπαλτίμ, μπαλντούρα || μερί, μηρί, μπούτι

μπαλτίμι [1982], μπαλντζούμι, μπαλντίμι [1992], μπαλντούμ < μπαλντούμ’ [1964], μπαλντούμι, μπαλτούμι, μπαλτούνι [1918], μπαρντούνι, μπαχτίμια, μπαχτήμια (τα) [1860] || πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, απισιλίνα, απιστιά, καπλοδέτα, κολάν, κολάνα, κολάνι, κουλάν, κουλάνι, κουσκούν, κουσκούνι, ουπιστιά, πιστιά

μπαλτιριτσιμπλάκης || καυγατζής

μπάλτιρος [1926], μπαλτιρόκο [1926] || το φυτό Rhamnus graeca (lycioides), κούτσουκας, λαντζιχέρι, λαντζοχεριά, λιτσιβέρι, μαβρογκαθιά, μαβροσπάλαθρος, μαύρη ασπαλάθρα, παούρι

μπαλτουνάρω || κουράζομαι

μπαλτσαμάδος || βαλσαμωμένος

μπάλτσαμος < μπάλτσαμος[1966], μπαλσάμικος || κάποιο πετρόψαρο με πολλά χρώματα

μπαλτσάνα || το σήκωμα των μανικιών

μπαλωλόημα || τα μπαλώματα σε ένα ρούχο

μπάλωμα [1622], μπάλλωμα [1878b], μπάλλουμαν [1884a], μπάλουμα || κομμάτι πανιού ή δέρματος που ράβεται πάνω στο χαλασμένο πανί ή δέρμα.

μπαλωματάδικο || το μαγαζί του μπαλαματά

μπαλωματάκι [1709], μπαλουματίτς || μικρό μπάλωμα

μπαλωματάρικος [1963] || παρδαλός

μπαλωματάς [1622], μπαλλουματάς [1884a], μπαλλωματάς [1878b], μπαλλωματής [1910], μπαλοματάρης [1614], μπαλωματάρης [1688] μπαλωματής [1709] || αυτός που η δουλειά του είναι να βάζει μπαλώματα

μπαλωματιά [1709] || το ράψιμο του μπαλώματος

μπαλωματού [1998], μπαλλωματού [1910] || αυτή που η δουλειά της είναι να βάζει μπαλώματα

μπαλωμένος [1622] || αυτός που φοράει ρούχα με μπαλώματα

μπαλώνω [1622], μπαλλόνω [1910], μπαλόνω [1837], μπαλλώνω [1934], μπαλλώννου [1884a] || ράβω μπάλωμα | επιδιορθώνω (λόγιο)

μπαλώσαινα < μπαλώσαινα [1923a] || η μπαλωματού

μπαλώση < μπαλώση [1923a] || ο μπαλωματάς

μπαλώτρια [1709], μπαλώτρα [1709], μπαλλώτρια [1878b] || η μπαλωματού

μπαμ [1995] || ο ήχος που κάνει το μπιστόλι, το ντουφέκι

μπάμια [1934], μπάμια [1835], μπάμπια [1923b], μπάμνια [1923a], μπαμέα || το φυτό Hibiscus esculentus

μπάμιας, μπάμιας [1962b] || νωθρός (λόγιο), λαπάς, χαλβάς

μπάμπα || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπαμπαγάκι || το μικρό μπαμπάι, ζουζουνάκι

μπαμπαγίτης [1960] || παλικάρι, λεβέντης

μπαμπαγιτλίκι [1960] || παλικαριά, λεβεντιά

μπαμπαδέλι [1934], μπαμπαδέλ μπαμπαδέλια (τα) [1884c] || καμπανέλι, σταμινάρι, ποδοδέτης (λόγιο), κολονάκι στο κατάστρωμα του πλοίου που πάνω του δένουν κάποια σκοινιά

μπαμπάδες (οι) [1884c] || ναυτ. στηρίγματα (μπαμπάδες του κορακιού, μπαμπάδες του μπομπρέσου, μπαμπάδες της γούμενας)

μπαμπαζιάνς || σωματώδης (λόγιο)

μπαμπάζουμ || ο μπαμπάς μου

μπαμπάι [1963] || το μικρό μαύρο ζουζούνι

μπαμπαϊδόνα || το κούφιο καρύδι

μπαμπάκα || η μπαμπακερή κλωστή

μπαμπακάδα [1931] || βαμβακάδα ( αρρώστια των φυτών)

μπαμπακάκια, μπαμπακάκια (τα) [1963] || μικρά μπαμπακερά πανιά για το λουστράρισμα των παπουτσιών

μπαμπακάς [1709] || βαμβακουργός (λόγιο)

μπαμπάκας [1835] || πατερούλης, μπαμπούλης, μπάκας

μπαμπακέλα || χιόνι, σιόνιν, σον, χιον, χον

μπαμπακένιος, μπαμπακένιος [1709] || βαμβακένιος

μπαμπακερινός [1790] || βαμβακερός

μπαμπακερός [1709] || βαμβακερός

μπαμπάκης || ο μεγάλος παπούς

μπαμπάκι [1622], μπαμπάτζι < μπαμπάτζι [1923a], μπαμπάκ < bαbάκ’ [1972], μπαμπάτσι, μπαμπάτς || βαμβάκι

μπαμπακιά [1896a] || το τρίτο όργωμα του χωραφιού

μπαμπακιά, μπαμπακιά [1709], μπαμπατζία < μπαμπατζία [1923b] || φυτά του γένους Gossypium, βαμβακιά

μπαμπακιά, μπαμπακία, μπαμπακούμενο || χωράφι με μπαμπάκι

μπαμπακιάζω || παπουδιάζω (τα χέρια στο νερό)

μπαμπακιάζω, μπαμπακιάζω [1709] || ασπρίζω, ασπρίζου, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, σπρίζω

μπαμπάκιασμα || παπούδιασμα (των χεριών μέσα στο νερό)

μπαμπάκιασμα, μπαμπάκιασμα [1709] || άσπρισμα, άσπριγμαν άσπριμα, ασπρισιά, άσπρισμαν

μπαμπακιασμένος, μπαμπακιασμένος [1709] || ασπρισμένος

μπαμπακίδα || κάποιο φυτό (βοτάνι με άσπρα λουλούδια)

μπαμπακίζω [1896a] || σπέρνω μπαμπάκι

μπαμπακίσιος || βαμβακίσιος

μπαμπακισμένο [1896a] || χωράφι σπαρμένο με μπαμπάκι

μπαμπακιστός [1896a] || το σπάρσιμο του μπαμπακιού

μπαμπακίτης || αρρώστια των φυτών

μπαμπακίτικος [1709] || βαμβακένιος

μπαμπάκο || άσπρο

μπαμπακόγερος [1709] || ο ασπρομάλης γέρος

μπαμπακόγνεμα [1963] || μπαμπακερή κλωστή

μπαμπακοκάρυδο [1931], μπαμπακοκάρυδον [1709] || το βαβούλι, η κοζάδα του μπαμπακιού

μπαμπακόκωλος [1931] || φοβητσιάρης | καλομαθημένος

μπαμπακόλαδο || βαμβακέλαιο (λόγιο)

μπαμπακόπετρα [1931] || παμπακόπετρα, αμίαντος (λόγιο)

μπαμπακορόκα [1931] || ρόκα μπαμπακιού

μπαμπακόσπορον [1709] || μπαμπακερή σκούφια

μπαμπακόσπορος [1790], μπαμπακόσπορον [1709] || μπαμπακούρ, βαμβακόσπορος

μπαμπακοστηθάτη [1931], μπαμπακόστηθη [1962a] || περδικοστήθω, περδικόστηθη, ασπιδοστήθω, μπαμπακοστηθάτη

μπαμπακού [1962b], μπαμπακούρα [1962b] || πάπλωμα, γεργάν, γεργάνι, γιοργάν, γιοργάνι, γιουργάν, γιουργκάν γιργάν, γκιουρκάν, πάπλουμα, τισάκ,

μπαμπακούλα [1903] || μπαμπακερή κλωστή

μπαμπακούλας [1963] || κάποιο αγριόχορτο | αρρώστια που βγάζουν στο στόμα τα μωρά

μπαμπακούλι || κάποιο φυτό που τα λουλούδια του τα βάζουν για λουμίνια στα καντήλια

μπαμπακούλι || τα σκουπίδια που μαζεύονται πίσω από τις πόρτες και κάτω από τα κρεβάτια

μπαμπακούρ < bαbακούρ [1914] || βλ. μπαμπακόσπορος

μπαμπακούρα [1988], μπαμπακούλα || βλ. μπαλαντίνια

μπαμπάκους || ασπρομάλλης, ασπρόμαλος, ασπρόμαλους ασπρουμάλς, βαμπακέλα

μπαμπακουτσάπ || τσάπα για σκάψιμο στα μπαμπακοχώραφα

μπαμπακοφαδιομένο, μπαμπακοφαδιομένο [1963] || μπαμπακερό πανί

μπαμπακοφαδιομένο, μπαμπακοφαδιωμένο [1918] || πανί μισό από μπαμπάκι, μισό από λινάρι

μπαμπακοχώραφο [1962a] || χωράφι με μπαμπάκι

μπαμπακώνω [1963], μπαπακόνονου || γίνομαι άσπρος σαν το μπαμπάκι, από φόβο ή παγωνιά | γεμίζω με μπαμπάκι

μπαμπακωτός [1931] || στουπίτικος, σφουγγαροτός, σφουγγαρερός

μπάμπαλα (τα) || αρχίδι, ορχίδιν, αρχίδ, αρκίδιν, αρκίδι, αρτσίδιν, αρσίδι, αρσίιν, αχρίδι | αρχίδια, καζέλια, καραμπαλίκια, καλαμπαλίκια, κλαμπάνια, κουρδουμπούλια, λιόκια, λιμπά, λίμπα, λμπα, μπαγάγια, μπαλασκόνια, μπελεγρίνια, μπρίκια, μπουμπρέκια, μπουμπόλια, πελέδια, χαρχαγκέλια

μπάμπαλα (τα) [1963] || φύκια | ψιλοκομμένα χόρτα

μπάμπαλα (τα) [1966] || τα τσάκνα, προσάναμμα (λόγιο)

μπαμπαλαδόρος || σκουπιδιάρης

μπαμπάλεο || ο πολύ γέρος

μπαμπαλής [1934] || πολύ γέρος | σεβαστός γέρος που ξέρει πολλά

μπαμπαλιάρης, μπαμπαλιάρς || αυτός που χάνει τα λόγια του | αυτός που λέει πολλά λόγια

μπαμπαλίζ [1988] || μπαίνει μπάμπαλο (σκουπιδάκι) στο μάτι

μπαμπαλίζου || βοτανίζω, βοτανίζου, βουτανίζου, βουτανίνου

μπαμπαλίζω [1874b], μπαμπαλίζου < bαbαλίζου [1972] || μιλάω πολύ και λέω κουταμάρες

μπαμπαλίκ, μπαμπαλίτς || σκουπίδι | παλιάνθρωπος

μπαμπαλίκι [1960], μπαμπαλίκ || πατρότητα (λόγιο) | κάτι το πολύ παλιό

μπαμπαλικόνω || τρώω

μπαμπαλνάου < bαbαλνάου [1978] || αγκυλώνω το μάτι

μπάμπαλο || μουνί, αμτζίκ, απουριά, γκομπλίτσα, κίστε, κράνι, μνι, μουνή, μούνο, μούνος, μούνους, μουτζό, παπούρ, πουτί, πούτκα, πούτος, πράμα, πριτσιδόνι, σιστί, σκιστό, τρύπα, φουσίν, χάβαρο, χαβάρου, χαλόν, χίστος, χίστρο

μπάμπαλο [1874b] || βλ. μπαγιακόκος

μπάμπαλο [1909], μπάμπαλου < bάbαλου [1972], μπάμπαλου [1988], μπάπαλο || παλιόπραμα, κουρέλι, σκουπίδι | σκουπιδάκι που μπαίνει στο μάτι με τον αέρα

μπάμπαλο [1963] || μικρούτσικος, ανθρωπάκι | ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης

μπάμπαλο, μπαμπαλίδ || κάποιο αγριόχορτο

μπάμπαλου [1962c] || κακία

μπαμπαλούδια (τα) || μικρά κομμάτια συκωταριάς | μπιχλιμπίδια

μπαμπαλούκης [1996] || πατερούλης, μπαμπάκας

μπαμπαλούτσα (η), μπαμπαλούτσια, μπαμπαλούτσια (τα) [1963] || κοχύλι

μπαμπάμ || κοντζάμ

μπαμπά-μαλί || αναντάμ-μπαμπαντάμ, αναντάμ-παπαντάμ

μπάμπαμπα [1963] || όχι

μπαμπανάτσα [1874b] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού και μαγιά ρεβιθιού

μπαμπανέτσα || χορτόπιτα με αλεύρι καλαμποκιού και τυρί φέτα

μπαμπανούρα || το ακούμπισμα κάποιου με τα δυο δάχτυλα του χεριού

μπαμπαξά || μιλιά, κουβέντα

μπαμπαούλια, μπαμπαούλια (τα) [1874a] || κάνω μπαμπαούλια: κρύβομαι

μπαμπαούλοι (οι) || εικόνες

μπαμπαούνος || ο πολύ άσχημος

μπαμπαράς || άγουρο σύκο

μπαμπαρέλα || βλ. μπαζίνα (ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού)

μπαμπαρίτσι [1963] || μπουμπουγέρι, το ζουζούνι Barbitistes vitis

μπαμπαρόλα || πεταλούδα

μπαμπάς [1709] || πατέρας, αφέντης, αφέντς, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, σιορπάτρης, τατάς, τετές, τζίρης

μπαμπάς [1888a] || η πάνω άκρη του μακά (στο μαγγανοπήγαδο)

μπαμπάς [1910] || αφράτο γλυκό με σιρόπι και σαντιγί

μπαμπάς [1962a] || δέστρα καραβιού

μπάμπας [1964] || βλ. μπάρμπας

μπαμπάς [1964], μπαμπάδες (οι) [1966] || μουσουλμάνος άγιος

μπαμπάς [1995], μπαμπάς < bαbάς [1978] μπαμπάδις (οι) [1964] || πάτερο, δοκάρι της σκεπής

μπαμπασάνι [1888a] || μπαμπακερός σκούφος για παιδιά

μπαμπατζάνης [1960] || ανοιχτόκαδρος, ανεχτόκαρδος, ανιχτοκάρδης, ανχτόκαρδους

μπαμπατζάνος, μπαμπατζιάνης μπαμπατζιάνς, μπαμπατζιάνγκους μπαμπατζιάμ || πολύ δυνατός | μεγαλόσωμος, γεροδεμένος

μπαμπατζάνου, μπαμπατζόνου || αντρογυναίκα, αντράγουρας, αντράγουρος, αντριογινέκα, αντριτσάνα, αντρογενέκα, αντρογίνεκο, αντροΐνέκα, αντρόνεκο, αντρουγινέκα, αντρουγίνικου, αντρουγνέκα, αντρούτσα, αντρούτσος,

μπαμπάτζους [1988] || καλικάντζαρος, ανασκελάς, γαντζονούρης, γκριτζούνι, καλιοντζής, καρκαντζάλι, καρκαντζέλι, καρκάντζελος, καρκάτζαλος, καρκάτζαλους, κατσιμπουχέρι, κατσπουδιάρς, κολοβελόνης, κουρκούτζιελος, κουρκούτζιν, παγανό, πάγανο, παρορίτης, πλανίταρος, σταχτιάς, σταχτοπόδης

μπαμπατζούσκα (τα) [1988] || οι καλικάντζαροι

μπαμπατισά [1903] || μπαμπακερή κλωστή από την Ευρώπη

μπαμπατούρα, μπαρμπατζούνα || μεγάλη φωτιά

μπαμπατσέλια (τα) || κομματάκια

μπαμπάτσικος [1884b] μπαμπάτσκος [1966], μπαμπάτσκους < bαbάτσ’κους [1978], μπαμπάτκος, μπαμπάτσικους, μπαρμπάτσκους, μπαμπατζάνκους || το παιδί που είναι πιο ψηλό από τα άλλα (στα ίδια χρόνια) | γεροδεμένος, μεγαλόσωμος, πολύ δυνατός

μπαμπαφίγος [1709] [1894], μπαμπαφίνγκος [1857], μπαμπαφίος [1874a] || παπαφίγκος, κάποιο πανί στο κατάρτι του καραβιού | και τούρκικο babafingo

μπαμπαφτίλα || ξεφτισμένα

μπαμπά-χακί, μπαμπάχακ || η προίκα που έδινε ο γαμπρός στον πεθερό για να πάρει τη νύφη

μπαμπαχιά, μπαμπαχιά [1874a] || ψίθυρος (λόγιο)

μπαμπερλέ || μικρό γενάκι

μπαμπέρνω || παίρνω

μπάμπες (οι) [1966] || κάποια αγκάθια

μπαμπέσης [1876a], μπαμπέσας [1931] || άπιστος (λόγιο), ύπουλος (λόγιο)

μπαμπεσιά, μπαμπεσιά [1876a] || απιστία (λόγιο), δολιότητα (λόγιο)

μπαμπέσικα || με μπαμπεσιά

μπαμπέσικος [1961] || το φέρσιμο του μπαμπέση

μπάμπζουλας || κοντοστούπης, κοντοπίθαρος

μπαμπιά, μπαμπιά [1963], μπατσαλμάς || αλώνι, αβγόνι, αγόνι, αλόν, αλόνιν, αόνι, αόνιν, αουόνι, όνι

μπαμπίκα < μπαμπλίκα [1964] || κουλούρι, σιμίτι

μπαμπιλόνια [1963], μπαμπλονία || ανακάτεμα, φασαρία, μπέρδεμα

μπαμπιλονία, μπαμπυλωνία [1963] || βαβυλωνία, χάβρα

μπαμπίνο || παιδί

μπαμπινόφυλλο, μπαμπινόφυλλα (τα) [1992] || αμπελόφυλλο, αμπελόφλο, αμπενόφιλο, αμπεόφιο αμπιλόφλου

μπαμπιόλι || φιαμπόλι, θιαμπόλι, χαμπιόλι, φλογέρα

μπαμπιστάνους || προτεστάντης

μπαμπίτκα || γεροντίστικα, γιρουντίστκα

μπαμπίτσα || βλ. μπαλντούρ

μπαμπίτσα [1992] || σακοράφα

μπαμπίτσα < bαbίτσα [1976] || η γιαγιά από μάνα (η μάνα της μάνας)

μπαμπίτσου || αγγειό ή κανάτα από πηλό

μπάμπκλας || Parnassious Mnemosyne: καντηλοσβήστης, καντιλοβρίστης, καντιλασβέστης, καντιλοσβέστης, σκοντιλασβέστης, λυχνοσβήστης, ψυχάρα, ψυχάρι

μπαμπλάτσκα || μαύρη μεγάλη κατσαρίδα

μπαμπλίζ || χιονίζει

μπαμπλίκα || αφράτο στρογγυλό κουλούρι

μπαμπλόμστους || πλουμιστός

μπαμπλούκου || φρατζόλα ψωμί

μπαμπνιάρς, μπαμπνιάρς [1988] || κιτρινιάρης

μπαμπόγερος [1709] || ο πολύ γέρος, ο μπαούς, ο μαμούνας

μπαμπόγρια [1931], μπαπμπόγρου < bαbόγρου [1972] || η πολύ γριά | παλιόγρια

μπαμπόρα || το χοντρό άντερο του γουρουνιού (το κάνουν λουκάνικο)

μπαμπότης [1963] || αυτός που αγοράζει πράματα (και φαΐ) από τα καράβια, για να τα πουλήσει

μπαμπότσα [1963] || καρικατούρα

μπαμπού [1934] || φυτά των τροπικών χορών, του γένους Bambusa

μπάμπου [1964] || ξύλο του νερόμυλου, που πάνω του ήταν η φτερωτή

μπάμπου < bάbου [1978] || η ρόκα του καλαμποκιού που δεν έχει πολλά σπυριά

μπαμπούγερας || πρασάγκουρας, κολοκυθοκόφτης, κρεμμυδοφάγος

μπαμπουγιάμα || μουνταρία

μπαμπούδια || φασόλια νερόβραστα

μπαμπουζάλη [1864], μπαμπούζαλη || η σκόνη και το χνούδι πάνω στα ρούχα | η σκόνη από τα άχυρα

μπαμπουίνα, μπαμπουήνα [1963] || ασχημομούρα, ασκημομούρα, ασκιμομούτσουνη, ασχιμομούτρα, ασκιμουμούρου

μπαμπουίνος [1995] || όνομα κάποιων πίθηκων

μπαμπουίνος, μπαμπουήνος [1963] || ασχημομούρης, ασιμομούρης, ασιμομούτσουνους ασκημομούρης, ασκιμομούρς, ασκιμομούτρης, ασκιμομούτσουνος, ασκιμουμούτσουνους

μπαμπούκα || καλό ψωμί που πουλάνε οι φούρνοι

μπαμπούκα, μπαμπούκ, μπαμπλούκ || πρόσφορο, αγιόψομο, αφράντα, βλουγιά, ευλογιά, ίψουμα, λειτουργιά, λουτρουγιά, μπουγατσούδα, ξτελ, προσφορά, σταβρί, σφράγιση, ύψωμα

μπαμπουκλί [1996] || χοντρό ρούχο που φορούσαν οι γυναίκες μέσα από τη φούστα | γιλεκάκι για γυναίκες

μπαμπούλα [1963] || αυτή που έχει το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι

μπαμπούλας [1910], μπάγουρος < bάγουρος [1905], μπαμπάγια, μπαμπάγος [1872], μπαμπάγους, μπαμπάη < μπαμπάη [1923a], μπαμπάης [1903], μπαμπάλα [1963], μπαμπάλης [1876a], μπαμπαλής, μπάμπαλος [1876b], μπαμπάουλας [1874a], μπαμπού [1963] μπαμπούλους [1903], μπαμπούσους [1903], μπάος || λέξη για να φοβίζουν τα παιδιά | θα έρθει ο ~

μπάμπουλας, μπαμπόλι, μπάμπρας, μπαμπούρα || σκαθάρι, ασκάθαρος, βάμπλας, βουζουκαρκάντζαλους, ζίνα, ζούνα, ζουζούνα, ζουζούνι, καλίγιρας, καρκαντζάλ, καρκαντζάλι, καρκάντζαλος, καρκάντζαλους, κόλαβρος, μαυρουκαρκάντζαλους, μιλουνάς, μπομπόλι, μπούμπαρος, μπούμπουλας, μπουμπουνάρι, μπούρμπουλας, μπούμπουρας, μπουρμπούλι, μπούρμπουνας, μπούρμπουρνας, μπρούμπουλας, πάμπουλας, σκάθαρος, σκατομπάμπουρας, σκατουμπάμπουλας,

μπαμπουλέτσκω < μπαμπουλέτσκω [1966] || παλιογυναίκα

μπαμπουλεύω [1996] || φροντίζω τη λεχώνα

μπαμπούλης [1995] || βλ. μπαμπάκας

μπαμπουλίζω, μπαμπαλίζου || κεκεδίζω, μασέφκω, σαψαλίζω, τατέφκω, τραυλίζω

μπαμπουλομένος || αυτός που σκεπάζει καλά το κεφάλι του (για το κρύο)

μπαμπουλωμένος [1963] || αυτός που κάνει με τη φωνή του το μπαμπούλα, για να τρομάξει τα παιδιά

μπαμπουλώνω [1995], μπαμπουλόνω [1910] || μπουμπουλόνω, τυλίγω με μαντίλι το κεφάλι (για να μην κρυώσω)

μπαμπούνα [1659] || πρήξιμο (αρρώστια) | φουσκάλα

μπαμπούνα, μπάμπκα [1996], μπαμπόνι || καρούμπαλο, γουρούδ, γρόμπαλο, γρούμπαλο, γρουμπούλ, γρουμπούλι, ζγκρούβαλ, ζγκρουβάλι, ζιούσκα, καρκατσούλα, κούζουνας, κουκουμίδα, κούκουρος, κούσκουνας, κουσκούνι, κρουμπούλι, μπρουζγκάρ, σιούσκας, σούμπα, τζιούμκα, τζιούμπα, τζουτζούκ, τζουτζούκα, τσιόγκος, τσιόκους, τσιούκα, τσιουκάρ, τσιούμα, τσόκανος, τσόκανος, τσούκα

μπαμπουνιάζω, μπαμπουνιάζω [1659], μπαμπουνώνω [1659] || πρήζομαι (από αρρώστια)

μπαμπουνιάζω, μπαμπουνιάζω [1992] || κιτρινίζω και πρήζομαι

μπαμπουνιασμένος, μπαμπουνιασμένος [1659] || πρησμένος

μπάμπουρας || γεμιστή πιπεριά

μπάμπουρας [1931], μπούμπουρας [1983a], μπάμπουλας [1995], μπάμπουλα ||  το ζουζούνι Vespa crabro, αγριομέλισα, βάβουλας, κοπρομέλισα, κούρκος

μπαμπουρί, μπαμπουρ || κατσαρόλα, τσουκάλι

μπαμπουριά || η φωλιά του μπάμπουρα

μπαμπουρίδα || κατσαρίδα, βλαντούσα, κουτσουκούτα, κουτσουκουτού, μουρμουρέσα, μπαμπλάτσκα, μπούμπουρας, μπούρμπουλας, φκαρίδα, φουκαρίδα

μπαμπουρίζω || βουίζω, βογάω, βογίζω, βοΐζου, βοΐζω, βόιζω, βοΐνου, βοΐντσω, βοΐτζω, βουγίζου, βουγίζω, βούζου, βουίζου, βουώ, σβουώ

μπαμπουρίζω || κάνω διαβολιές

μπαμπούσκα || μούρο

μπαμπούσκα, μπαρμπούσκα || αδύνατο παιδί (ή κατσίκι) με πρησμένη κοιλιά

μπαμπτσιά, μπάπτσα || αχλαδιά που τα φρούτα της ωριμάζουν το χινόπωρο

μπάμπω [1835], μπάμπου [1962c], μπάμπου < bάbου [1892] || βαβά, βάβα, βάβου, βαβούλω, βάβω | γριά, γαεργιά, γεργιά, γζιά, γιιά, γιργιά, γιργκιά, γιρζά, γιριά, γκριά, γκρία, γρα, γργκιά, γρέα γρεά, γρέβα, γρζα, γριά, γρία, γριντζά, γριού, γριτζά, γρντζιά, γρτζα, εγρέα, εεργιά, κιργιά ργα, ργκα | γιαγιά, γαγά, γιάγια, γιαγιάε, γιαγιάες, γιαγιές, ζαζά, ιαιά

μπαμπώλωμα [1963], μπαρμπούλιμα || το τύλιγμα του κεφαλιού με μαντίλι

μπαμτέλι, μπαμτέλ < bαμτέλ’ [1976] || αδιαφορία (λόγιο)

μπαμτερλελέ [1962a], μπαμ-τερλελέ [1931], μπαμ-ντερλελέ || γενάκι, γενάτσι, γινάκ, ενάκι

μπαμτσίνα [1926], μπαμπτσίνα [1982] || το φυτό Nerium oleander, αριοδάφνη, αροδάφνη, αρουδάφιν, αρουδάφν, δραφιά, ζουκούμ, ζακούμι, ζουχούμ, λεβόρ, πικροδάφνη, πρικοδάφνη, πικροφιλάδα, ροδοδάφνη, ροδόδενδρο, σέμα, σπάκα, σφάκα, ταφλάν, φιλάδα, φροκαλίδα, ψουράκα

μπα-να || μήπως

μπανάλ [1998] || τετριμμένος (λόγιο), κοινός (λόγιο)

μπανάνα [1934] || το φυτό Musa paradisiaca και ο καρπός του

μπανανιά, μπανανιά [1961], μπανανέα || το φυτό Musa paradisiaca

μπανανόφλουδα [1995] || η φλούδα της μπανάνας

μπανδατζή [1688] || το φυτό Ricinus communis: αγριοκαφεδιά, κίκι, κουρτούνι, κρότων, κροτονιά, κρουτούνι, κρουτουνιά, ρετσινολαδιά, τσαλάπα, χαμοκουκιά

μπανέλα [1931] || με αυτή στηρίζουν γιακάδες, σουτιέν και κορσέδες

μπανελιάζω, μπανελιάζω [1931] || βάζω μπανέλες

μπάνεμος, μπάνεμο [1963] || απάνεμος, απάνεμο, απάνουμους, πάνεμος

μπάνης [1963] || αλλήθωρος, αλιγκιόζης, αλίθορε, αλιθόρος, αλίθουρος, αλιφέγγης, αλόθορος, απανωβλέπης, άσκοπος, βίλης, γαϊδός, γαρίλης, γιαγκιόζ, γιαγκιόζης, γιαγκιόζς, γιαγκιόιζ, γκαβό, γκαβομάτης, γκαβόματος, γκαβομάτς, γκαβός, γκαβούακας, γκαγκαβό, γκαϊβός, γκαϊδομάτης, γκαϊδός, γκαϊδουμάτς, γκαϊντός, γκαλιούρης, καϊδομάτης, καϊδός, πανουγλέπς, πανωβλέπης, παραμάτης, ραϊλός, σγαϊδός, σγκαϊδός, σγκαϊντός

μπάνια, μπάνια [1966] || ψεύτικο φλουρί

μπανιαδιόρος || αυτός που κάνει μπάνιο στη θάλασσα

μπανιάδος, μπανιάδος [1963] || μπανιαρισμένος, λουσμένος

μπανιαρίζω, μπανιαρίζω [1961], μπανιάρω, μπανιάρω [1998] || κάνω μπάνιο, πλένω

μπανιάρισμα, μπανιάρισμα [1961] || το να κάνεις μπάνιο

μπάνι-γέρι || αλίμενος (λόγιο)

μπανιέρα, μπανιέρα [1961] || λεκάνη μπάνιου

μπανιερό, μπανιερό [1934] || μαγιό

μπανιζοκοζαριστής [1962b] || αυτός που βλέπει και σκέφτεται σωστά

μπανίζω [1934], μπανιάζω, μπανίζου || κρυφοκοιτάζω ερωτικά | βλέπω

μπάνικος [1931] || όμορφος

μπάνιο [1934], μπάνιο [1709], μπάνιου < μπάν’ου [1962c] || λουτρό

μπανιόκα, μπανιόκα [1962b], μπανιότα || φρατζόλα ψωμί

μπανιομαρία, μπανιομαρία [1963] || μπεν μαρί

μπανιός || το πουλί Bubo bubo, γούβης, γούβι, γούσης, γούσι, μπαρμπαγιάννης, μπούφος, μπούφους

μπανίσι || μπενίσι, καφτάνι

μπάνισμα [1934] || βλ. μπανιστήρι

μπανισμένη [1962b] || σημαδεμένη τράπουλα

μπανιστήρι [1961] || ερωτικό κρυφοκοίταγμα

μπανιστηρτζής [1998] || ηδονοβλεψίας (λόγιο)

μπανιστής [1961] || βλ. μπανιστηρτζής

μπάνκα [1835], μπάνκος [1835] || πάγκος, κάθισμα

μπάνκα [1934] || κάσα (σε παιχνίδι με χαρτιά)

μπάνκα [1934], μπάγκα [1635] μπάνκος [1963] || τράπεζα (λόγιο)

μπανκάδα [1963] || μακρόστενο τραπέζι-πάγκος

μπανκανότα [1995], μπαγκανότα [1934], μπανκονότα [1963] || παγκανότα, χαρτονόμισμα (λόγιο)

μπανκέρης [1995], μπανκιέρης [1963] || τραπεζίτης (λόγιο)

μπανκέτο [1963] || φαγοπότι και κουβέντα (ανάμεσα σε λόγιους)

μπάνκος < bάνκος [1918] || ο πάγκος με την πραμάτεια στο μαγαζί | το ταμείο (λόγιο)

μπανκουμί [1963] || άσπρο αφράτο ψωμί

μπανκουμίδι || παντεσπάνι

μπανόζι || πηχτά

μπανόζου || παλιόγρια

μπάνος [1688] || άρχοντας, άαχους, άρκοντας, άρκος, άρκουντας άρχο, άρχοντα, άρχος, άρχουντας, άρχους, νιάρχος,

μπανός [1982] || κάτι που είναι παγωμένο, κούργιαλο, κρούσταλο, κρούσταλλου, κρύσταλλο, μαργωμένο, μαρκομένο, μπουζ, μπούζι

μπάνου < μπάνου [1923a] || βγάζω, βγάζου, βγάντζω, βγάτζω, βγέζου βγέζω, εβγάτζω, ιβγάζου, ιβγάζω

μπάντα [1860] || πάντα, μεριά, πλευρά (λόγιο)

μπάντα [1866a] || ορχήστρα (λόγιο)

μπάντα [1910] || συμμορία (λόγιο)

μπάντα [1982] || κεντητό πανί που μπαίνει στον τοίχο, στην πλάτη του καναπέ ή του κρεβατιού

μπανταβαλίζου < μπαdαβαλίζου [1964] || βλ. μπαλαλάω

μπανταβάλς < μπαdαβάλ’ς [1964] || βλ. μπακόλας

μπανταβός || βλ. μπαγιακόκος

μπαντάκ || βλ. μπακούκος

μπάντα-λάτρα, μπάντρα λάντρα || πάντρα-λάτρα, πέρα για πέρα

μπαντάλι [1966] || ρημάδι

μπανταλιάζω, μπανταλιάζω [1966] || ρημάζω

μπανταλιάζω, μπανταλίζου || χαζεύω, παραμιλάω

μπαντάλκους < bαdάλ’κους [1972] || δυσκίνητος (λόγιος)

μπανταλομάρες, μπανταλουμάρις < μπαdαλουμάρις (οι) [1964] || κουταμάρες, χαζομάρες

μπανταλός < μπαdαλός [1964] || ελαφρόμυαλος, ζεβζέκης, μπουμπούνας, κουτός

μπανταμούχαβους || ο κοιμήσης

μπαντάνα [1998] || φουλάρι για τα μαλλιά των γυναικών

μπανταναμία || μακρύ παλτό

μπαντανάς [1931], μπατανάς [1961], μπαδανάς [1835], μπαντάνισμα || ασβέστωμα, αλαχτιά, ασβέστουμα, ασβέστουση, άσπρισμα, γαλαχτιά | ασβεστόνερο, ασβιστόνιρου

μπαντανώνω [1961], μπαδαναλίζω [1835], μπαντανιάζου, μπαντανίζω, μπατανίζω, || ασβεστώνω, αλαχτίζω, ασβιστόνου, ασπρίζου, ασπρίζω, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, ασπρογιάζω, γαλαφτίζω, γαλαχτζώ, γαλαχτίζου, γαλαχτίζω, γαουαχτώ ουααχτίζω, σπρίζω

μπάντα-πάντα || που και που

μπαντάρισμα [1962a] || δέσιμο πληγή

μπανταρισμένος [1998] || τυλιγμένος με γάζες

μπαντάρω [1962a] || επιδένω (λόγιο)

μπαντάρω [1963] || απαντάρω, ακούω με προσοχή

μπαντατζούδος, μπαντάτζος || μασκαράς των Φώτων, με μουτσούνα ζώου

μπανταφούνι [1874d] || μικρό ξύλο για να κάνεις τρύπα στο χώμα και να φυτεύεις το σπόρο

μπαντβάλ < μπαd’βάλ’ [1964] || καβέστρο, κατόχι, το λουρί του τσαρουχά που έσφιγγε στο γόνατο του το τσαρούχι, όταν το έραβε

μπαντέμι [1960] || αμύγδαλο, αμίβνταλο, αμίγδαλου, αμίγκνταλο, αμίγλαδο, αμίδγαλο, αμίνταλο, αμίργαλο, μίγδαλου, μίδγαλο, μίδγαλου, μίργαλο, μύγδαλο, νίγδαλε

μπαντεμλίκι [1960] || περιβόλι με μυγδαλιές

μπαντεμτζής [1960] || αυτός που πουλάει αμύγδαλα ή έχει πολλές αμυγδαλιές, ο αμυγδαλάς

μπαντένι || προσκύνημα

μπαντερίζω [1709] || παντερίζω, ζουρλαίνω, μουρλαίνω

μπαντερόγα || κατσίκα που πάει μόνη της, πίσω από το κοπάδι

μπαντερόλι [1857], μπαντεριόλι || ανεμοδούρα ανεμεδούρα, ανεμίδι, ανεμίθρα, ανεμοδούρι, ανεμολόγος, ανεμολόος, ανεμολός, ανεμοούρι, ανεμοτούρα, ανεμούρι, ανιμιδούρα, ανιμουδούρα ανιμουτούρα, ασμαδούρα, παντσέλι, πινέλι, φουρφούρ

μπαντεροφόρος [1709], μπαδιερίτης || σημαιοφόρος (λόγιο), φλαμπουράρης, μπαϊραχτάρης

μπαντιά, μπαντιά [1960], μπάντια || μεγάλο λαγήνι, μεγάλη στάμνα με φαρδύ στόμα

μπαντιαβά, μπαδιαβά [1996], μπατχαβά, μπατιάβα || τσάμπα, τζάμπα

μπαντιακός || αυτός που κάνει ποδαρικό την πρωτοχρονιά

μπαντιάκου || κοντόχοντρη

μπαντιγερόλης || σκιάχτρο, αγροτέρ, αγροτερίδι, αφάντιασμα, ζούμπιρου, κουρκουλούκ, κουρκουλούκι, μουμούτς, ξιπαστίρι, ξίπαστρο, προγκιχτίρι, σκιαζάρι, σκιάζαρος, σκιάζουρας, σκιαζούρι, σκιάντζαρο, σκιάσμα, σκιάχτρου, σκιόριγμα, σκοπέλ, τζάμαλου, τζάμαλους, φοβέρα, φοβιστίρι φόβος, φοέρα

μπαντιδαριό < μπανdιδαρειό [1964] || η γειτονιά που ζούσαν οι μπαντίδοι

μπαντιδεύω [1983b], μπαντιδεύου < μπανdιδεύου [1964] || γυρίζω στους δρόμους σαν αλάνι, αλητεύω (λόγιο)

μπαντιδιά, μπαντιδιά [1983b] || πονηριά, κατεργαριά

μπαντίδος [1894], μπαντίδους < μπανdίδους [1964] || κουρσάρος, πνιγάρης, συμμορίτης (λόγιο) | νταής, παλικαράς

μπαντιέρα, μπαδιέρα, μπαδιέρα [1876a], μπανδέρα [1622], μπαντέρα [1709], μπαντιέρα [1659] || παντιέρα, φλάμπουρο, μπαϊράκι

μπαντίζει, παντίδει || βολεύει

μπαντίνα || χωράφι σε γούβα, που κρατάει νερά

μπαντίρω [1963] || εξορίζω (λόγιο)

μπάντο || εγκατάλειψη (λόγιο)

μπάντο [1963] || θέσπισμα (λόγιο)

μπαντονάρισμα [1962a] || το να παρατήσεις (από κακοκαιρία) την άγκυρα και την αλυσίδα στο βυθό

μπαντονάρω [1962a] || παρατάω (από κακοκαιρία) την άγκυρα και την αλυσίδα στο βυθό

μπάντος [1931] || φυγόδικος (λόγιο) | εξόριστος (λόγιο)

μπάντου [1910] || ναυτ. πάντη

μπαντουβάνα [1963] || καλοθρεμμένη κότα

μπαντουβάνης || καλοθρεμμένος κόκορας

μπαντούλι < μπαdούλι [1966] || καλύβι σκεπασμένο με λιθάρια που κλείνουν τα γεννησιάρικα αρνιά και κατσίκια

μπαντουνάδα || βόλτα, περίπατος (λόγιο)

μπαντούρα || κοχύλι, γαλάτς, καρκαλίνα, καρταλίνα, κουρουλιός, κόχιλας, κοχλίδι, πουρλίθρα, χουχλίδι, χουχλιός, χοχλίδι

μπαντούρα || προβατίνα

μπαντούρα [1934] || παντούρα, μαντούρα (φλογέρα από καλάμι)

μπαντουρόνω, μπαντουρίζω || ψοφώ, πεθαίνω

μπαντούρος || σιδερένιο στεφάνι του ανεμόμυλου

μπαντούσια (τα) [1966] || πασχαλινά ψωμάκια

μπαξεβάνης [1910], μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς < μπαχτσαβάν’ς [1988], μπαχτσεβάνης [1835], μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής || κηπουρός (λόγιο), περιβολάρης

μπαξεβανικά (τα) [1934], μπαχτσαβανκά (τα) < μπαχτσαβαν’κά [1988] || λαχανικά, περιβολικά

μπαξές [1910], μπαγτσές, μπακζές [1783], μπακτζές [1709], μπακτσές, μπαχτσέ [1860], μπαχτσές [1835], μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μπαχτσιές [1996] || κήπος (λόγιο), περιβόλι

μπαξιλίκ || δενδροκαλλιέργεια (λόγιο)

μπαξίσι [1840], μπαξίς [1960], μπαξίς < bαξίσ’ [1972], μπατζίσι [1837], μπαχσίς, μπαχτζήσι [1840], μπαχτζίσι [1790], μπαχτσήσι [1860], μπαχτσίς, μπαχτσίσι [1835] || φιλοδώρημα (λόγιο)

μπάου-κάου || δεν ξέρει τίποτα, άσχετος (λόγιο)

μπαούκου < μπαούκου || βλ. μπαλώνω

μπαουλάδικο [1934], μπαουλάδικον [1910] || το εργαστήρι που φτιάχνει μπαούλα ή το μαγαζί που τα πουλάει

μπαουλάκι [1995] || μικρό μπαούλο

μπαουλάς [1910] || αυτός που φτιάχνει μπαούλα

μπαούλι || ζούδι, ζουζούνι, μαμούνι

μπαουλιάζω, μπαουλιάζω [1931] || βάζω μέσα στο μπαούλο

μπαούλιτσε || περπάτημα ψάχνοντας στα τυφλά

μπαούλο [1894] || αμπάρι, καναβέτα, καρσέλα, κασέλα, μπόουλο, σεντούκι, σεντούτζιν, σεπέτι, σετούκιν, σιντούκ, σιντούκι, σιντούτς, φορτσέρι, φορτσιέρι, φουρτσέρ, φουρτσέρι

μπαουλοντίβανο || και ντιβανομπάουλο, ντιβάνι που από κάτω είναι και μπαούλο

μπάουμα < μπάουμα [1923a] || βλ. μπάλωμα

μπαούς [1709] || βλ. μπαμπόγερος

μπαούτα || βλ. μπαγιάγκας

μπαούτα [1963] || πέπλος (λόγιο)

μπαούτα < bαούτα [1908] || το ακούμπισμα με το δάχτυλο της μύτης κάποιου (προσβολή)

μπαούτσα || άσχημα, άσκημα, άσιμα, άσκεμα, άσκμα, άστζιμα,

μπάπλιακους < bάπλιακους [1972] || και ψαροφαγάς, κάποιο πουλί

μπαπουκλιά [1903] || μπαμπακερή κλωστή

μπάπτσα < bάπτσα [1976] || το όνομα κάποιου αχλαδιού

μπαρ [1934] || ποτάδικο

μπάρα [1790], μπάρα < bάρα [1972] μπάρες (οι) [1931] || μέρος που κρατάει νερό | βάλτος | γούρνα | λάσπη, γλίνα

μπάρα [1876b], μπάρρα [1934], μπαράτς || αμπάρα, απεράτης, ασμπάρα, γκάγκαρο, γκάγκαρος, ζαμπί, ζεμπερέκ, ζεμπερέκι, ζιμπερέκι, ζιμπρέκ, ζουμπερέκι, κάγκαρο, καδινάτσο, καδινάτσος, καντινάτσο, καντινάτσος, καταπίδι, καταράχτης, κατενάτσος, κατινάτσο, κολιανίτσα, κολιάνιτσα, κολιάντζα, κολιάντσα, κολιάτζα, κολντεμίρι, κόλντιμιρ, κόλντουβαρ, κοντεμίρι, κουλιάντζα, κουλιάντσα, μαναβέλα, μαντάλ, μαντάλι, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλου, μάνταλους, μπαριέρα, μπεράτης, μπλιτσούνι, μπράβα, παράτ, περάντης, περάντι, περάτης, πετάσι, πιράτ, πιράτι, πιράτς, ρομανίσιν, σαγιαδόρος, σαλιαδούρος, σαλταρέλο, σβέτα, σέρτης, σίδερο, σιρτς,, σουρμές, σούρτα, σούρτης, στάνγκα, συρτάρι, σύρτης, ταλιαδούρος, τρακάζ, τρακάτσι, τσακάλ, τσεμπερέκι, τσιβέτα

μπάρα [1963] || κορδέλα στην κάσα του πεθαμένου

μπάρα [1995] || οριζόντιο σιδερένιο δοκάρι

μπάρα [1996] || το ζεστό νερό της λίμνης

μπαράγκα [1934], μπαράκα [1614], μπαράκ < bαράκι [1892] || παράγκα, καλύβα

μπαράζι, μπαράζ [1998] || φράγμα πυρός (λόγιο) | κατσάδα, μάλωμα

μπαράζντιανη, μπαράζντιανη [1966] || κάποιο χόρτο

μπαράκι [1931] || μπασταρδάκι, μούλικο

μπαρακοπούλι || βλ. μπαράγκα

μπαραλιάζω, μπαραλιάζω [1859] || θερίζω καλαμπόκι

μπάρα-μπάρα || η μουρμούρα | τα πολλά λόγια

μπάρα-μπάρα [1966] || κοντά-κοντά, δίπλα-δίπλα

μπαραμπάρι || το τρέξιμο ανάμεσα σε παιδιά για το ποιο θα βγει πρώτος

μπαραμπάρια, μπαραμπάρια (τα) [1964] || βλ. μπάμπαλα

μπαραμπαρίζω [1910] || κάνω παρέα, πάω μαζί | κουβεντιάζω

μπαραμπαρίζω [1966] || κοροϊδεύω, περιγελώ

μπαραμπάτικος [1992] || λειψός, χαλασμένος

μπαραόντα [1963] || φασαρία

μπαραστάθης [1887a] || το δοκάρι στην κάσα της πόρτας και του παράθυρου

μπαραστίνω || τα βρίσκω (στα λεφτά) με το αφεντικό

μπαράτα || μεσολάβηση (λόγιο)

μπαράτι [1709], μπαράτιον [1614] || γραφτή προσταγή του βασιλιά

μπαράτο [1963] || ανταλλαγή (λόγιο)

μπαρατούρης [1688] || απατεώνας (λόγιο), καλπουζάνος, λοβιτουρατζής

μπαρατουρία [1688] || καλπουζανιά, λοβιτούρα

μπαραττίνα [1963] || μαριονέτα

μπαραφούζα, μπαραχούζα || βλ. μπαλοτόντο

μπαργιάκ || χοντρό κλαδί, πάνω από τη διχάλα του δέντρου

μπαργιαμπάντι, μπαργιαμπάντι [1966] || σπίτι ρημάδι

μπαργούμαν [1998] || καμπαρετζού

μπαρδάκα [1982] || βαρελάκι, βαγενάκι, βαγενάτζι, βαγενίτσα, βαγενόπουλο, βαλερόπον, βαρελάτσι, βαρελίκα, βαρελίτσα, βαρελντάκι, βαρελόπλο, βαρελόπον, βαρελοπούλα, βαρελόπουλο, βαρελούδι, βαρελούιν, βαριλάκ, βαριλούδι, βαριλουπούλα

μπαρδάκι [1709], μπαρντάκι [1876], μπαρδάκ < bαρδάκι [1892], μπαρντάκ < bαρdάκ’ [1972], μπαρτάκι, μπαρδάκα || ποτήρι, κούπα | κανάτι, στάμνα, νεμπότης

μπαρδακίνο [1963], μπαρδακί || ακριβό πανί που έμπαινε σαν ουρανός πάνω από τις εικόνες στις λιτανείες

μπαρδαλάγια, μπαρδαλάγια [1963] || βαρδαλάγια ή στρωμάτσες, ναυτική λέξη: παραβλήματα (λόγιο)

μπαρδαμάσκα [1963] || μπουλούκι θεατρίνων

μπαρδαμάσκος || ξιδιάς (για κρασί)

μπαρδανάρα [1874a] || ξετσίπωτη, πρόστυχη (λόγιο)

μπαρδάνε [1688] || το φυτό Lappa minor, άπα, αρκουδοβότανο, κολλητσίδα, πλατεά, πλατανομαντίλα, πλατανομαντιλίδα

μπαρδάσκα, μπαρδάσα, μπαρντάκι, μπαρτάκινο || αβράμηλο. αβράμλο, αβράμλου, αβράμπουλο, αβρόμιλο, αγράμπουλο, αγράμπουλό, βαρδάσα, βαρδάτσα, βράβιλο, γράβλου, δράβιλο, τζάνερο

μπαρδασκιά || το δέντρο Prunus insititia, αβραμηλιά, αγριοδαμασκηνιά, αγριοκορομηλιά, αγριοπουρνελιά, γροβολιά, κουμπουλιά, μπουρνελιά, πουρνελιά

μπαρδούκα < μπαρδούκα [1923a] || μπάρα, λάκκα με νερά

μπαρέζα, μπαρέζι || μαντήλι για το κεφάλι

μπαρέλα [1860] || βαρέλα, βαγένα, βαγιόνα, βαένα, βαλέρα

μπαρέλι [1860] || βαρέλι, βαγέν, βαγένι, βαγιόν βαγιόνι, βαγκέλ, βαέν, βαένη, βαένι, βαλέρ, βαλέρι, βαλέριν, βαρέλ, βαρέλιν

μπαρελότο [1963] || βλ. μπαλότα (βαρελότι)

μπάρεμου [1887b], μπάρε-μου [1876b], μπάρεμ [1983a], μπάρι [1960], μπάριμ [1962c], μπάριμ < bάριμ [1972] || τουλάχιστον (λόγιο)

μπαρέτα [1934], μπαρέτο [1934] || σκούφος των φραγκοπαπάδων

μπαρζέζ [1963] || βαρέζα, βαρέζι, λεπτό μάλλινο πανί

μπαρής || ειρηνικός (λόγιο), φιλικός (λόγιο)

μπαριάζου || δακρύζω, ακρίζω, βακρίζω. δακζίζουρ, δακλίντζω, δακρίζου, δακρίζουρ, δακρώ, δαμίντζω, ντακρίζω,

μπαριάκ || θύμωμα

μπαριαντάμ-σουράμ || μετά από πολύ καιρό

μπάριασμα || δάκρυσμα, δάκριγμαν, δάκριμα, δακρίομα, δάκρισμαν, δάκρομαν, δάρκομαν

μπαριέρα, μπαριέρα [1963] || βλ. μπάρα (αμπάρα)

μπάριζα || φορτηγίδα (λόγιο)

μπαρίζα [1996] || κάποιο πουλί της λίμνης

μπαρίζου || ψαχουλεύω στο σκοτάδι

μπαρίζω || ζεματάω, ζεματώ, ζεματίζω

μπαριντώ, μπαραντίζου || απαγκιάζω και ξαποσταίνω

μπαρίσι [1982] || συναλλαγή (λόγιο)

μπάρισμα [1966]’ μπαρίς < bαρίσ’ [1976], μπαρούσχια, μπαρούσχια (τα) [1996] || το φίλιωμα, το μόνοιασμα

μπαριστώ [1988], μπαριστίζω || φιλιώνω, μονοιάζω | συνδιαλλάσσομαι (λόγιο)

μπαρίτσα || στέρνα

μπάρκα [1860] || βάρκα

μπαρκάδος || φορτωμένος

μπαρκάζω || πικάρομαι, τσαντίζομαι

μπαρκαμάς || δημοσιότητα (λόγιο)

μπαρκάρισμα [1910] || επιβίβαση (λόγιο), σε καράβι

μπαρκαρόλα [1963] || βαρκαρόλα (τραγούδι)

μπαρκάρω [1910], μπαρκαρίζω [1860] μπαρκέρνω [1998] || ανεβαίνω σε καράβι (για ταξίδι)

μπαρκέττα [1963] || δρομόμετρο (λόγιο)

μπάρκο [1931], μπάρκος || καράβι με τρία κατάρτια | το φορτίο (λόγιο) που έχει ένα πλοίο

μπαρκοκοίλης [1966] || κοιλαράς, βζαράς, βουζαράς, βούζαρς, βούζας, βραγκάλας, γκάζγκας, κιλομπούρης, κούλιαρης, μπαζάκας, μπαζακάης, μπακανάκας, μπακανιάρης, μπάκας, μπατζάκας, μπζούκας, πρίγκιλας, πρίγκολας, πρίγκουλας, πρίντζιλος, πρίντζουλος, πρισκοκίλης, πρίτσολος, προκιλάς, προκίλης, σκεμπιάρης, τζιλάκης, τζιλιάρης φαρδοκίλης, φουσκιάρης

μπαρκομπέστια [1934] || βλ. μπάρκο (καράβι με τρία κατάρτια)

μπαρκρίμπιτ [1926] || το φυτό Teucrium polium, άγριος αμάρανθος, αμάραντο, δεσπινοβοτανιά, δεσπινοχόρτι, ζωχαδιακό καρακαλόχορτο, λαγοτσιμιθιά, λιβανάκι, λιβανόχορτο, λουτρόχορτο, νασλόχορτο, νουσλόχορτο, παναγιόχορτο, πόλιο του βουνού, πολιός, σκορπίδι, σκουρπίδι, σπλινοβότανο, της αγάπης το βοτάνι, της κυράς το χόρτο, της Παναγιάς το μοσκολίβανο

μπαρλακιάζω || παλαβώνω, λωλαίνομαι

μπαρλαφέστας [1874a] || φαφλατάς

μπαρλίβα || ζαλισμένη

μπαρλίβου || νύστα, γλάρα, καλιμάρα, νίσταμα, νισταμάρα, χαλίπα

μπαρμακλίκι || κάγκελο, ινφεριάδα, παρμάκι, παρμακλίδι, παρμακλίκι, περμακλίκι, ρεστέλο

μπάρμαν [1962a] || σερβιτόρος (λόγιο) σε μπαρ

μπάρμπα [1688] || το φυτό Anthyllis barba-jovis

μπάρμπα, μπάρμπους || πιγούνι, κατσάγνου, κατσιαούλ, κατσιαούλι, κατωσάγουνο, πουγούν, τσαγούλι, τσεγνιές,

μπαρμπαγιάνης || βλ. μπανιός,

μπαρμπαδούδι μπαρμπαδούδ, μπαρμπαλούδι, μπαρμπαλούδ || παιδί ντυμένο μεγάλος | κουκλίτσα (ανθρωπάκι)

μπαρμπακάς, μπαρμπακά || αυλή, αυλόγυρος, αδλή, αβλά, άβλα, αβλαγάς, αβλαγή, αβλαγιά, αβλαγιάς, αβλαγός, αβλαγού, αβλαή, αβλαού, αβλέα, αβλιά, αβλόγερος, αβλογίρι, αβλογίρισι, αβλογίρισμα, αβλόγιρο, αβλόγιρους, αβλόερο, αβλόιρας, αβλόιρος, αλοΐρ, αλοΐρισι, αυλόγυρος, αφοδιά, ναβλή, νεβλή, νόμπας, νουβουρός, νουβρό, νουβρός, οβορός, ουβουρός, περιάβλι, περίαβλος, σορτσάδα, χάβλου

μπαρμπαλεύω [1966] || κάνω πλιάτσικο

μπαρμπαλιάς [1934] || το αμόνι του τσαγκάρη

μπαρμπάλιασμα, μπαρμπάλιασμα [1996] || βλ. μπάλαλα

μπαρμπαλιός || βλ. μπάρμπας

μπαρμπαλόνω, μπαρμπαλοδένω || κουκουλώνω το κεφάλι με μαντίλι

μπαρμπάρ || μαζί

μπαρμπαράλευρο < bαρbαράλευρο [1918] || καλαμποκάλευρο, αραποσιτάλευρο

μπαρμπαρέβου || ψάχνω

μπαρμπαρέζικο [1963] || μπαμπαρέζικο φαΐ: νόστιμο αλλά βαρύ

μπαρμπαρέζικος || βερβερίνικος

Μπαρμπαρέζος [1963] || Βαυαρός ή Βαβαρός

μπαρμπαρέλα, μπαρμπαρέλλα < bαρbαρέλλα [1918], μπαρμπαρεά < bαρbαρεά [1918] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού

μπαρμπαρεμένος || κουρεμένος

μπαρμπαρέσα [1884c] || παλαμάρι

μπαρμπαρέσα [1910], μπαρμπαρέσσα [1934] || αλυσίδα η σκοινί που η μια άκρη του είναι δεμένη στην κουβέρτα του καραβιού

Μπαρμπαριά [1709], Μπαρμπαρία [1688], Μπαρμπαρκά [1891a] || χώρες της Αφρικής που ζουν οι Βερβερίνοι

μπαρμπαριά, μπαρμπαρόνα || βλ. μπαμπατούρα

μπαρμπαρίζω [1884b], μπαρμπαρίζου < bαρbαρίζου [1921], μπαρμπαρίζου [1964], μπαρμπαλίζω [1966], μπαρμπαλνώ [1996], μπαρμπαλάου, μπαρδαλίζω || βλ. μπαλαλάω

μπαρμπαρό < bαρbαρό [1918], μπαρμπαρόσταρο < bαρbαρόσταρο [1918] || το φυτό Zea mays, ααπόσταου, αραποσίκι, αραποσίταρο, αραποσίταρου, αραποσιτέα, αραποσίτι, αραποσιτιά, αραπόσταρο, αραπουσίτ, αραπουσίταρου, αραπουστιά, αστάκι, βλαχόσταρο, γέννημα, καλαμβόκι, καλαμοσίταρο, καλαμπόκ, καλαμπόκι, καλαμπούκ, καλαμπούκι, καμπότζι, κοτός, κουκουνάρα, κουκουναριά, κουκουρούτσι, λαζούδι, λιανοκαλάμποκο, μισίρ, μισίρι, μισιριά, μισίρια, μοροσίτο, μπασιάκ μπασιάκι, ξενικοσίταρο, ραμπουσίτι, ραποσίταρο, ραποσίτι, σιταροπούλα, σίταρος

μπαρμπαρόζα [1918], μπαρμπαρόριζα || το φυτό Pelargonium roseum, αρπαρόριζα, αρμπιρόλα, αρμπανέλα, γκιουλάι, δενδρισάκι, μοσχομολόχα, σμύρνα

μπαρμπαρόκοτα || το πουλί Numida meleagris, κοχράνι, φραγκόκοτα, φαραόνα

μπαρμπαροσυκιά [1926], μπαρμπαροσκιά, μπαρμπαροσκιά [1874a] || το φυτό Opuntia ficus-indica, φραγκοσυκιά, αγριοσυκιά, αραποσικιά, αραποσουκία, αραποσουτσία, κλαψοσικιά, παπουτσοσικιά, παπουτσοσιτζιά, φαραοσικιά, φραγκουσκιά

μπαρμπαρόσυκο || φραγκόσυκο

μπαρμπαρούσα [1964] || άσπρο μπαμπακερό φέσι

μπαρμπαρούσα [1964] || τα μάγια (χορός και τραγούδια) από τους χωριάτες για να βρέξει και να ποτιστούν τα ξεραμένα χωράφια: μπερμπερούνα, μπιρμπιρίτσα, βερβερίτσα, βιρβιρίτσα, περπερίτσα, πιρπιρίτσα, ντουντουλίτσα, ντοντουλίτσα, τουρτουρίτσα, περπερούνα, πιρπιρούνα,

μπαρμπαρούσα [1996] || μαύρο καλπάκι των βοσκών με κόκκινο σταυρό

μπαρμπαρούσικα (τα) [1709] || η γλώσσα της Μπαρμπαριάς

μπαρμπαρούσικος [1709] || της Μπαρμπαριάς

μπαρμπαρούσος [1709] || αυτός που είναι από τη Μπαρμπαριά

μπάρμπας [1635], μπάρμπα [1860], μπάρμας [1876a] || θείος, θειος, θιόκας, λαλάς, λάλας, λάλης, λάλος, λάλους, λούβας, μπάγιους, μπάμας, μπαρμπαλιός, μπάρμπας, μπάσης, μπάτσης, νταής, πάρμπας, ταής

μπαρμπατσαλιά || λαχανόπιτα με αλεύρι καλαμποκιού

μπαρμπατσιόλα || πετσέτα για το φαΐ

μπαρμπατσιόλας || κουρεμένος γουλί, με την ψιλή

μπαρμπέρης [1622], μπαρμπέρις [1614], μπάρμπερος [1688], μπερμπέρης [1835], μπαρμπιέρης, μπαρμπιέρης [1866a], μπαρμπέρς < μπρμπέρ’ς [1964] || κουρέας (λόγιο)

μπαρμπεριάτικα, μπαρμπεριάτικα [1934] || η αμοιβή του μπαρμπέρη

μπαρμπερίδενα [1709] || κουρεύτρα, κομμώτρια (λόγιο)

μπαρμπερίζω [1709], μπαρμπερζώ μπαρμπερεύω [1963] || ξυρίζω ή κουρεύω

μπαρμπερίνος [1966] || αλτζερίνος, κλέφτης

μπαρμπεριό < μπαρμπερειό [1964], μπαρμπεριό [1931], μπαρμπερειό [1635], μπαρμπερείον [1622] μπαρμπερειόν [1709], μπαρμπέρικο [1934] μπαρμπερίο, μπερμπερειό [1878b] μπερμπερειό [1878b], || κουρείο (λόγιο)

μπαρμπέρισμα [1709] || ξύρισμα

μπαρμπερισμένος [1709] || ξυρισμένος

μπαρμπερίτικον [1709] || η αμοιβή του μπαρμπέρη

μπαρμπερίτικος [1709] || του μπαρμπέρη

μπαρμπερομάντιλον [1688] || η μαντίλα του μπαρμπέρη

μπαρμπέτα [1983b], μπαρμπέτες [1962a] || φαβορίτα

μπαρμπετούλες (οι) || αριά και κοντά γένια

μπάρμπολα || βλ. μπαρμπέτα

μπαρμπούλ || το παιδί που κάνει φασαρία

μπαρμπούλα, μπαρμπούλλα [1962c], μπαρμπούλα < bαρbούλα [1976] || και μπουρμπούλα, μαύρο μαντίλι που φοράνε οι γυναίκες στο κεφάλι | το δέσιμο του μαντηλιού στο κεφάλι, έτσι που να μένει έξω μόνο ένα μικρό κομμάτι από τη φάτσα

μπαρμπούλης [1995] || ο αγαπημένος μπάρμπας

μπαρμπουλίζουμι [1962c] || φορώ μαύρο μαντίλι στο κεφάλι

μπαρμπουλόνω [1891c] | μπαρμπουλώνω, μπαρμπουλώνουμι < bαρbουλώνουμι [1976], μπαρμπουλνιούμι, μπαρμπουλάζουμι || κουκουλώνω (πιο πολύ: κουκουλώνω καλά το κεφάλι μου με μπαρμπούλα)

μπαρμπουνάκι [1995] || μικρό μπαρμπούνι

μπαρμπουνάρα [1961] || μεγάλο μπαρμπούνι | παχουλή όμορφη γυναίκα

μπαρμπούνι [1688] || το πουλί Falco tinnunculus, αγεράι, αγερακάντι, αγέρακας, αγεράκι, αγεράτσι, αγιράκι, αγκιεράκι, αέρακας, αεράτσι, αερογάμης, αερογαμί, ανεμογάμης, ανεμοπούλι, αστοχογερακίνα, βάρβακας, βαρβάκι, βαρβακίνα, βραχοκιρκίνεζο, γελάκι, γεράι, γέρακας, γεράκι, γερακίνα, γερακόπουλο, γεράτσι, γίακας, γιάκι, γιαλάκι, γιαράκι, γιράκι, γιράτσι, έρακας, εράκι, καντηνέλι, κιρκινέζι, λούπης, νταμαρογέρακο, ξεφτέρι, περδικογέρακας, περδικογέρακο, περδικολόγος, πετρίτης, πετρογερακάκι, πετρογέρακας, πετρογέρακο, σαΐνι, σπιζιός, τσίφτης, τσιχλογέρακο, φαλκογέρακο, φαλκόνι, φάλκος, φιλαδέλφι, φιλάδελφος, χιλιάδελφος

μπαρμπούνι [1910], μπαρμούνι || τα ψάρια Mullus barbatus και Mullus surmuletus

μπαρμπούνο [1874a] || παχουλή όμορφη γυναίκα

μπαρμπουνοφάσουλο [1995], μπαρμπούνι || φασόλι με κόκκινο χρώμα

μπαρμπούτα || λουκάνικο από γουρούνι

μπαρμπούτα [1614], μπαρμπούτα < bαρbούτα [1908], μπαρβούτα [1688] || κράνος (λόγιο) | μάσκα μελισσά | μουτσούνα αποκριάτικη

μπαρμπουτατζής [1962b] || ζαράκιας

μπαρμπουτέα [1966] || φυτό του γένους Rosa, αγκριγιοροδαρά, αγριομοσκετιά, αγριομοσκιά, αγριοροδαριά, αγριοροδιά, αγριόροδο, αγριοτρανταφιλιά, αγριοτριανταφιλιά, αγριουτρανταφλιλιά αγροροδαριά, αρκοτανταφιλιά, βάτος, γκογκανιά, γκουγκανιά, μαμουκαλιά μοσκιά, μοσκομοσκιά, μοσχιά, μοσχομοσκιά, μουσκιά, μπαγξάνα, ροδανιά, ροδαρέ, ροδαριά, ροδερά, σκιλόροδο, τριανταφιλέα, τριανταφλιά, τριανταφυλλιά, τσιντζιφιά, τσουμπάλι

μπαρμπούτι [1961] || κυβοπαιξία (λόγιο), τα ζάρια

μπαρμπουτιέρα, μπαρμπουτιέρα [1962b] || το σπίτι που παίζουν μπαρμπούτι

μπαρμπούτου || βλ. μπαλμπάλω

μπαρμπούτσαλα || κουταμάρες, σαχλαμάρες

μπαρμπούτσι || στέκι με κακό όνομα

μπαρντακουβούλουμα || πορδοβούλομα, μικρούτσικο

μπαρντακούδα < bαρdακούδα [1972], μπαρντακούδ || σταμνάκι

μπαρντόλιας || αχαΐρευτος, αχαγίριφτους, αχαέρεφτος, αχαΐριφτους, αχαΐροτος

μπαρντόν [1998], μπαρδόν || παρντόν, παρδόν, με το συμπάθιο

μπαρόκ [1983a], μπαρόκο [1934] || ευρωπαϊκή τεχνοτροπία (λόγιο)

μπαροκέττο [1857] || κάποιο πανί του καραβιού

μπαρόκος || η βάση του λυχνοστάτη (λόγιο)

μπαρόλα [1840] || παρόλα, κουβέντα, λαλιά

μπαρολές [1963] || τρόπος πλεξίματος για κάλτσες

μπαρονέτ || άνθρωπος του βαρόνου

μπαρονιά || καλή συντροφιά

μπαρονιά, μπαρονιά [1963] || πονηριά, κατεργαριά

μπαρονιές (οι), μπαρουνιά [1964] || τα ψεύτικα λόγια

μπαρόνος [1790], μπαρώνες [1709], μπαρώνης [1709], μπαρούνος || βαρόνος

μπαρόνος [1963] || πονηρός, κατεργάρης

μπαρόντσολο [1983b] || ταμπάρο, μπέρτα

μπάρος [1966] || αμμούδα στον πάτο της θάλασσας ανάμεσα σε ξέρα ή φυκάδα (είναι καλό μέρος για ψάρεμα)

μπάρος [1874a] || τρύπα στον πάτο της θάλασσας

μπαρότα || κομμάτι στο αλετροπόδι

μπαροτή || αμπαρωμένη πόρτα

μπαρούδα, μπαρούντα < bαρούdα [1972], μπαρούλα || λακκούβα με νερό, γούρνα, λιμνούλα

μπαρουλίθρα || φουσκάλα στο δέρμα

μπαρούμα [1884c] || παλαμάρι

μπαρουνιά || η μεγάλη γαιοκτησία (λόγιο)

μπαρουνία [1614] [1688], μπαρωνία [1709] || βαρονία

μπαρούνος [1915] || κακός άνθρωπος

μπαρουξής [1931] || αυτός που φτιάχνει μπαρούτι

μπαρούς [1614] || βαρόνος

μπαρούτα [1982] || κούκλα

μπαρουτάδικο [1962a] || πυριτιδοποιείο (λόγιο)

μπαρουταποθήκη [1998] || πυριτιδαποθήκη (λόγιο)

μπαρούτι [1783], μπαρούτη [1934], μπαρούτ || πυρίτιδα (λόγιο)

μπαρουτιάζω, μπαρουτιάζω [1961] || θυμώνω

μπαρουτίλα [1931] || η μυρωδιά του μπαρουτιού

μπαρουτλής || παλιά μπιστόλα

μπαρουτόβολα (τα) [1910] || πολεμοφόδια (λόγιο)

μπαρουτοκαπνισμένος [1995] || αυτός που έχει πολεμήσει πολλές φορές

μπαρουτοκούρνιαχτο, μπαρουτοκούρνιαχτο [1982] || ζημιά

μπαρουτολάσπη [1934] || η βρομιά από μπαρούτη μέσα στο ντουφέκι

μπαρουτολόγος || κουτί για το μπαρούτι

μπαρουτόσκαγα (τα) [1910] || μπαρουτόβολα, σκαγιομπάρουτα

μπαρούτσα [1966] || μάλλινη μπέρτα

μπαρουτχανές [1931], μπαρουτχανάς [1960] || πυριτιδοποιείο (λόγιο)

μπαρούφα [1934] || μπούρδα, παπαρδέλα, μπαλάφα | καβγάς, τσακωμός

μπαρουφάντες || καυγατζής

μπαρούφας || αυτός που λέει μπαρούφες, μπούρδες

μπαρούχαβος [1966] || κιτρινιάρης, χλωμός (λόγιο)

μπαρούχια, μπαρούχια (τα) [1966] || κραμβολάχανα, κραμπολάχανα, καρμπολάχανα

μπαρπαρίζου [1903] || είμαι ίσια ή το ίδιο με κάποιον άλλο

μπαρπούλι [1891c] || πέπλο (λόγιο) της νύφης

μπαρσάκ || άντερο, άνταρο, άντερε, άντερον, άντιου, άντιρου, άντιρουν, γέντερο, έντερο, έντερο, ιντέρ, τάνταρο, τζιερ

μπαρτακαλέδια, μπαρτακαλέδια (τα) [1996] || παλιατζούρες | μικροπράματα

μπαρταορίζω [1891e] || υπερασπίζω (λόγιο)

μπαρτελάδος || παλαβός, ζουρλός

μπάρτζα [1966], μπάρτσα || γκρίζα ή μαύρη κατσίκα με κόκκινη μούρη

μπαρτζάκη [1963] || όνομα γίδας

μπαρτζάνα || φραμπαλάς, βολάν

μπάρτζιο [1964], μπάρτζου < bάρτζου || μαύρο κατσίκι με κόκκινη μούρη | κοκκινωπό γίδι

μπαρτζνάδ, μπαρτζνάρ, μπαρτζάκ || καλαμπόκι που δεν έκανε καρπό

μπαρτζνιά || κάποιο αγριόχορτο

μπαρτζολετάρω [1840] || χωρατεύω, αστειεύομαι (λόγιο)

μπαρτζουκάνουτους || ζώο με σταχτί σώμα και καφέ μούρη

μπάρτζους || μαύρο ζώο με κόκκινα μάγουλα

μπαρτίδα || παρτίδα

μπαρτούλα [1688] || τρίφυλλο

μπαρτσά || κομμάτι ψωμί

μπαρτσάκλι || χερούλι

μπαρτσαμάρισμα [1963] || βλ. μπαλσάμωμα

μπαρτσαμάρω [1963] || βαλσαμώνω

μπαρτσάμικος [1963] || βαλσάμικος, νόστιμος

μπάρτσαμο [1963], μπάρσαμο [1963] || το φυτό Tanacetum balsamita

μπαρτσαμόλαδο [1963] || λάδι από βάλσαμο

μπαρτσάνα [1963] || κράσπεδο (λόγιο) | στρίφωμα σε φόρεμα

μπαρτσαχείλας, μπατζαχείλας, μπασαχείλας || αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά χείλια

μπαρτσινέβελος || αφεντικός, αφεδκός, αφεντικό, αφέντικος, αφετκός, αφιγκός, αφιντικός, αφιντκός, φεντικός

μπαρτσολέτα [1931], μπαρζολέτα [1963], μπαρτζολέταις (οι) [1840], μπαρτσελέτα || χωρατό, αστείο (λόγιο)

μπαρτσόλι || το χέρι της πολυθρόνας

μπαρτσουλάρω || παλαβώνω

μπαρχάλα || δικράνι

μπαρχομό || σούρτα-φέρτα

μπαρώνας [1884b] || πονηρός

μπαρώνω [1878b], μπαρατώνω || αμπαρώνω, αμπαρόνου, αμπαρούκου, ασμπαρόνου, μανταλώνω, μανταλόνου

μπας [1876a], μπας-και [1874b] || μήπως

μπασά || φύσημα αέρα

μπάσα-βάσα || τα κουτσομπολιά

μπασαβιόλα, μπασαβιόλα [1931] || πασαβιόλα, κοντραμπάσο

μπασαδούρι || αμπασαδούρι, μικρός ξύλινος σύρτης για πόρτα ή παράθυρο

μπασάκι [1960], μπασάκ, μπασιάκ || το στάχυ που μένει στο χωράφι μετά το θερισμό | το σταφύλι που μένει στο αμπέλι μετά τον τρύγο (λέγεται και καμπανάρι) | οι ελιές που απομένουν στα δέντρα μετά το μάζεμα του καρπού

μπασάκι [1982] || ντιβάνι

μπασάλ [1688] || το κρεμμύδι

μπασαλής || κάποιο μαχαίρι

μπασαλιά || πασαλιά, μαχαιριά

μπασαλιάζω || γαμώ, αμώ, γαμίζω γαμού, μω,

μπασαλιάζω || μαχαιρώνω

μπασαμάκ || μονοπάτι

μπασαμάκι [1960], μπασαμάκ < μπασαμάκ’ [1960] || σκαλί, σκαλοπάτι

μπασαμάκια || μισές δουλειές

μπασαμπάσκο || μόρτικο, μάγκικο

μπασανάχια, μπασανάχια (τα) || τα ποδαριακά του αργαλειού

μπασαράτα || βλ. μπαγιαντέρα

μπασαριάζου, μπασαριάζου [1988] || λαπαδιάζω

μπασαρντάου < bασαρdάου [1978] || απαντώ κάποιον

μπασαρντίζω, μπασαρντώ, μπασαλντίζω, μπασαρντίζου || πετυχαίνω κάτι, τα καταφέρνω

μπασάς [1709], μπασίας [1614], μπασσάς [1790], μπασιάς, μπασιάς [1790] || πασάς

μπασάς [1964] || ψευτο-άρχοντας, το έλεγαν για να κοροϊδέψουν κάποιον με χωριάτικους τρόπους

μπασάς, μπασιάς, μπασάκος, μπασιάκος, μπασιάκους || ο άντρας της αδερφής, γαμπρός

μπασάτια (τα) || πράματα της κουζίνας

μπασγούνι || καρβέλι ψωμιού

μπασγουσάι, μπασκουσαγούδ || αγκράφα σε ζωνάρι

μπάση [1983a] || η μπασιά

μπάσης [1876a], μπας < μπας’ [1960] || η κεφαλή, ο πρώτος, η αρχή

μπάσθιες, μπάσθιαις [1876b] || στεναχώριες

μπάσι [1837] || κόστος ανταλλαγής χρημάτων, επικαταλλαγή (λόγιο)

μπάσι [1982] || καναπές | ντιβάνι | κρεβάτι

μπάσια (τα) [1891c] || καθίσματα, που είναι ολόγυρα στα δωμάτια ή σε κάποιες πλευρές

μπασιά [1934], μπασιά [1910], μπασία [1963], μπασά [1988] || εμπασιά, είσοδος (λόγιο)

μπασιά, μπασία || μουσαφίρηδες που έρχονται ξαφνικά

μπασιά, μπασιά [1884c] || μπούκα, το στόμα του λιμανιού

μπασιά, μπασιά [1931], μπασά [1983b] || πλημμυρίδα (λόγιο), φουσκονεριά

μπασιάδια (τα) || κακοφτιαγμένες ζωγραφιές

μπασιάκι, μπασιάκ || καλαμπόκι, βλ. μπαρμπαρό

μπασιαράτος [1884b] || αυτός που κάνει μια δουλειά καλά και γρήγορα

μπασιαρτίζω [1884b], μπασιαρτάω [1884b], μπασιαρντώ, μπασιαρντίζου || κάνω μια δουλειά σωστά και γρήγορα | τα καταφέρνω σε κάτι

μπασιάρτσμα, μπασιάρτζμα || επιτυχία (λόγιο)

μπασιάς || άρχοντας, αφέντης

μπασίδι [1964] || μπάσιμο, είσοδος (λόγιο)

μπάσιης [1996] || χαμηλό ντιβάνι που ήταν κοντά στο τζάκι

μπάσικη || πολύ καλή

μπασικλέφτης || πρωτοκλέφτης, αρχιληστής (λόγιο)

μπασιμέντον [1837] || κάποιο καράβι

μπάσιμο [1884c] || το μπάσιμο (εσοχή) της μπάντας του καραβιού

μπάσιμο [1931], μπάσιμον [1910] || είσοδος (λόγιο)

μπασιμπουζούκικος [1931] || τραμπούκικος, τσαμπουκαλίδικος

μπασιμπουζούκος [1931], μπασιμπουζούκης [1983a], μπας-μποζούκ [1910], μπασιβοζούκος [1910], μπασμπουζούκος || βασιβουζούκος, αρματολός του οθωμανικού στρατού, άτακτος (λόγιο)

μπασιούρου || γουρούνα, βουρούνα, γκρούνα, γρούνα, λούγκρα, λούτα, μουχτερή, μπούζα, μπουζάκα, μπουζίτσα, μρούνα, ουρούνα, σκρόφα, τσιόφα, τσιόχα

μπασιούρς || βρομιάρης, βόομκους, βρομέας, βρομιάρικος, βρόμικος, βρόμκους, βρομνιάρης, βρόμνικος, βρουμιάρκους, βρουμιάρς

μπασίρης [1982] || άξιος, άξε, άξιγιος, άξιε, αξιός, άξιος, άξιους, άξιους, άξος, άξους,

μπασίστας [1995] || αυτός που παίζει μπάσο μουσική

μπασκά || άλλος, άβου, άλε, άλερ, άλες άλο, άλου, άλους, άλτος, άος, άου, άουος, άγου

μπάσκα [1983b] || κομμάτι στη μέση φούστας, μπλούζας ή παντελονιού, σα φαρδύ βολάν

μπασκανία || αβάσκαμα, αβασκαμός, αβοσκαμός, αβασκοσίνη, αποσκαμός, βασκάνισμα, βάσκαμα, βασκαμός, βασκουσίν, βασκοσίνη, ματ, μάτι, μάτιασμα

μπάσκετ [1983a], μπάσκετ-μπολ [1995] || καλαθοσφαίριση (λόγιο)

μπασκέτα [1998] || το καλάθι του μπάσκετ

μπασκετμπολίστας [1995] || καλαθοσφαιριστής (λόγιο)

μπασκί || η πρέσα στο λιοτρίβι

μπασκί || ξύλο με σιδερένια μύτη, για να κάνεις τρύπες στο χώμα και να φυτεύεις τον καπνό

μπασκί [1982] || δέμα με καπνόφυλλα

μπασκιάζω, μπασκιάζω [1982] || φτιάχνω τα καπνόφυλλα θημωνιά

μπάσκιασμα, μπάσκιασμα [1982] || το σώριασμα των καπνόφυλλων

μπασκίνας [1998] μπασκίνα [1962b] || μπάτσος, αστυφύλακας (λόγιο), χωροφύλακας (λόγιο)

μπασκλάς [1998], μπασκλασαρία [1998], μπασκλάσα [1962b] || κατώτερος κοινωνικά (λόγιο)

μπασκού || μπαστούνι

μπασλαμάς, μπασλαμα || κάποια πίτα με φύλλο ζυμαριού

μπασλίκι [1931], μπασλήκι [1835], μπασλίκ || κεφαλαριά, καπιστράνα

μπάσμαν [1891a] || μυγόχεσμα

μπασμάς [1934], μπασουμάς [1960] || κάποιο μπαμπακερό ρούχο, το τσίτι | κάποιος καπνός τσιγάρου

μπασμάς [1982], μπασμάδες (οι) [1966] || ξερά πατικωμένα σύκα

μπασματζής [1960] || αυτός που πουλάει μπασμάδες (πανιά)

μπασματζίδικο [1960] || το μαγαζί του μπασματζή

μπασμένος [1931], μπαγμένους || σκεβρωμένος

μπασμός [1891e] || η μαλάγρα που ρίχνει ο ψαράς στη θάλασσα για να μαζευτούν τα ψάρια

μπάσνα < bάσινα [1892], μπάσινα [1894], μπάσνα < bάσνα [1976] || βλ. μπάστινα

μπάσνα < bάσνα [1978] || καλό και μεγάλο χωράφι από κληρονομιά

μπασνάδα, μπασνάρα || κομμάτι του χωραφιού που ο σπόρος δε φύτρωσε

μπάσο [1866a] || κοντραμπάσο | χαμηλός ήχος

μπασογάμπια [1934] || ναυτ. κάτω δόλων (λόγιο)

μπας-οντάς [1996] || το καλό δωμάτιο

μπάσος [1931], μπάσσος [1961] || βαθύφωνος (λόγιο)

μπάσος < μπάσος [1966] || βλ. μπάρμπας

μπάσος < μπάσος [1966] || σεβαστός άρχοντας

μπασούρα || κομμάτι στο μαλλί με άλλο χρώμα τρίχες

μπασούρα [1963] || το παραπανίσιο πανί, που κάνει για φάρδεμα του ρούχου

μπασούρι < μπασούρι [1923a] || βόδι με άσπρη βούλα στο κούτελο

μπασούρς, μπασούρα, μπασούρ || ζώο με μπασούρες στο μαλλί

μπασουρτή || κομμάτι κρέας που κάνει για λουκάνικα, από την κοιλιά του γουρουνιού

μπασπαρμάκ || το μεγάλο δάχτυλο, ο αντίχειρας (λόγιο)

μπας-ρεΐζης [1934] || ναύαρχος (λόγιο)

μπάσσιος [1884b], μπάσιος [1964], μπάσους < μπάσους [1964] || ο σεβαστός γέρος

μπάστα [1918] || ως εκεί, φτάνει, αρκετά

μπάστα [1931] || πιέτα ρούχου

μπάστακας || πέτρα-σημάδι σε παιδικά παιχνίδια | ακούνητος άθρωπος (που εμποδίζει)

μπαστακουνάδος || όρθιος

μπαστακούνι, μπατικούνι || ορθοστασία (λόγιο)

μπαστανάκλα [1894], μπαστανάγλα, μπαστουνάκλα [1963], μπατσινάκα || το φυτό Daucus carota, άγρια δαφκιά, ατσίγγανος, γρεμπελίνα, δαφκί, καρότο, κοκινόγλο, κοκινόριζο, παστανάκλα, σταφιλινίκος, σταφίλινος σταφιλίνος, σταφιλιόνι, χαβούτσι

μπαστάν-μπασά || πολύ καλά

μπαστάρδα [1709] || μούλα | καράβι που μοιάζει με γαλέρα

μπασταρδάκι [1709] || παιδί μπάσταρδο, μπασταρδέλι, μπαστάρδι, μπασταρδόπουλο, μπαστί, μπαστόπιασμα

μπασταρδέλι || βλ. μπασταρδάκι

μπασταρδεμένος [1659], μπασταρδευμένος [1790] || νοθογενής (λόγιο), νοθευμένος (λόγιο)

μπασταρδεύω [1635], μπασταρδιάζω, μπασταρδιάζω [1709] μπασταρδέβω [1931] || νοθεύω (λόγιο)

μπαστάρδι [1887b] || βλ. μπασταρδάκι

μπασταρδιά (τα) [1910] || ναυτ. παραριπίδια (λόγιο)

μπασταρδιά, μπαστάρδεμα [1709], μπαστάρδευμα [1790], μπαστάρδιμα || νόθευση (λόγιο), ανακάτεμα

μπαστάρδικο [1966] || αυτό που μένει περίσσεμα

μπαστάρδικος [1709] || μούλικος, μουλόσπαρμα

μπαστάρδοι (οι) [1888a] || ξύλα του μαγγανοπήγαδου

μπασταρδόπουλο, μπασταρδόπουλον [1709] || βλ. μπασταρδάκι

μπάσταρδος [1614], μπαστάρος [1783], μπάσταρδους < bάσταρδους [1914], μπαστάρδος || νόθος (λόγιο), μούλος

μπασταρδοσύνη [1659] || νοθογένεια (λόγιο), νοθεία (λόγιο)

μπασταρδού [1887b] || αυτή που γεννάει παιδί δίχως να έχει παντρευτεί (ή που δεν είναι του άντρα της)

μπαστέκα [1884c] || ναυτ. έντροχον (λόγιο)

μπαστελάμενος || δυνατός

μπάστι [1966] || στοίχημα

μπαστί < μπαστί [1964], μπαστί < bαστί [1978] || βλ. μπασταρδάκι

μπαστίζω [1931] || καστίζω (δουλειά του ράφτη)

μπαστίζω [1966] || πατώ, ζουπώ | εισβάλλω (λόγιο)

μπαστιμέντο [1790] || κάποιο καράβι

μπάστινα [1934], μπάστινα < bάσ’τινα [1921], μπάσταινα [1909], μπάστινα < μπάστινα [1964], μπαστίνα || τόση γη, όση μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βόδια (μαζί με την καλύβα, το στάβλο, τον αχυρώνα) | η κληρονομιά αυτή της γης

μπάστιο || κρύωμα, πούντιασμα

μπαστιόνι || οχυρό (λόγιο)

μπαστιρντίζω [1960] || αφήνω να μπει μέσα

μπαστόκα || μεγάλο ψέμα

μπαστόπιασμα < μπαστόπιασμα [1966] || βλ. μπασταρδάκι

μπάστος || ντουλάπι μέσα στον τοίχο

μπάστος, μπάστο [1894] || μπάσταρδος

μπαστούνα [1934] || μεγάλο μπαστούνι

μπαστουνάδα || οχύρωση (λόγιο)

μπαστουνάρα [1961] || μεγάλο μπαστούνι

μπαστούνι [1790], μπαστούν || ραβδί, μαγκούρα

μπαστούνι [1884c] || ναυτ. δοράτιον (λόγιο)

μπαστούνι, μπαστούν || σωρός από άχυρα

μπαστουνιά [1910], μπαστουνιά [1931] || χτύπημα με μπαστούνι, ραβδιά

μπαστούνια, μπαστούνια (τα) [1709] || τα χαρτιά της τράπουλας

μπαστουνίζω [1931] || ραβδίζω, βεργίζω

μπαστουνόβλαχος [1961] || αγροίκος (λόγιο), χοντράνθρωπος

μπαστούρα, μπαστρά || λιμπούτζα, μπουζιακλιαστίρι, σιγκέρισμα (το σκοινί που δένουν το ένα μπροστά και το άλλο πίσω πόδι του ζώου για να μη φεύγει μακριά από κει που βόσκει)

μπαστούρι || σπάγγος, κορδόνι

μπαστούρομα || το δέσιμο της μπαστούρας

μπαστουρόνω || βάζω στο ζώο μπαστούρα στα πόδια

μπάστρα [1931], μπάστρα < bάστρα [1972] μπαστράς [1931], μπαστράς < bαστράς [1976] || περονόσπορος

μπαστραβγιάζου < bαστραβγάζου [1976], μπαστρώνουμι || για φυτό που αρρωσταίνει από μπάστρα (περονόσπορο)

μπάστρι < μπάστρι [1923a] || μπλάστρι

μπαστρόνω || δένω τη μπαστούρα στο γάιδαρο

μπας-τσαούσης || επιλοχίας (λόγιο)

μπάτ || γρήγορα, γλήγορα, αγλιούγουρα, αγλίγορα, αγλίγουρα, αγλίγουρας, αγλίορα, αγλίουρα, αγλίκουρα, αγλιούγρα, αγλούγουρα, αγρίγορα, αγρίγουρα, αγουργά, αλίγορα, αλίορα, αλίγορας, αλιούγρα, βοργά, βουργά, γκλίγκορα, γλίβορα, γλίβορι, γλίγουρα, γλίγορι, γλίγορις, γλίορα, γλιόρα, γλίορες, γλίορι, γλιόρι, γλίορις, γλίουρα, γλιούρα, γρίγορι, γρίγορις, γρίορα, γοργά, γοργό, γουργό, γουργού, εγλίγορα, εγλίορα, εγρίγορα, εγλίγορτα, εγλίορι, εγλίορις, εγρίορι, ελίγορα, λίγορα, λιγόρα, λίγουρα, λίορα, λίορες, λόρις, ογλίγορα, ογλίγορις, ογλίορα, ογλίορις, ογρίγορα, ογρίγορις, ολίγορα, ουγλίγορα, ουγλίουρα

μπάτα || αδερφή, αδαρφή, αδελφή, αδέρφη, αδεφή, αδιρφή, αδριφή, αελφή, αερφή, αντελφή, αντερφή, αρφή, δελφή, δερφή

μπάτα || βουρκονέρια

μπάτα || κομμάτι μέσα στο χωράφι που δε φύτρωσε ο σπόρος

μπάτα || παγίδα για πουλιά

μπάτα || φράχτης με κλαδιά (για τα ζώα)

μπατάγια || για λίγο

μπατάγια, μπατάγια [1961], μπατάγιο || μάχη, χτύπημα

μπαταγιάρω, μπαταγέρνω || κάνω φασαρία

μπαταγιόλο, μπαταγιόλο [1963] || ναυτ. ερκάνη (λόγιο)

μπαταδούρος [1874d] || μεγάλο ραβδί που στην άκρη ο κυνηγός έδενε ένα σπουργίτι για δόλωμα και το έβαζε κάτω από δίχτυ, για να μαζευτούν κι άλλα πουλιά και να τα πιάσει

μπαταδούρος [1931], μπατιδούρος, μπατιδούρο || ρόπτρο (λόγιο), σιδερένιο χτυπητήρι εξώπορτας

μπατάκ < μπατάκ’ [1988] || χρεοκοπημένος (λόγιο), μουφλούγς

μπατάκ < bατάκ’ [1976], μπαντάκ || απατεώνας (λόγιο), καλπουζάνος, λοβιτουρατζής

μπατάκα [1992] || το φυτό Solanum tuberosum, πατάτα

μπατάκι [1934], μπατάκ < μπατάκ’ [1962c], μπατόκ < bατόκ’ [1976], μπαντάκι, μπαντάκ || βούρκος, βόρκα, βόρκος, βούλικος, βούλκο, βούλκος, βούλουκο, βούρκα, βούρκο, βούρκο, βούρκον, βουρκός, βούρκους, βρούκα, βρούκο, φουρκό

μπατάκομα, μπαντάκουμα [1962c], μπαντάκουμα < bαdάκουμα [1976] || βούλιαγμα, βούλιαμα, βούλιασμα, σβούλιασμα

μπατακοτός, μπαντακουτός || βαθουλωτός, βαθλός, βαθλουτός, βαθουλοπός, βαθουλός, βαθουλπός

μπατακώνω [1960], μπαντακώνου [1962c], μπαντακώνου < bαdακώνου [1976], μπατκόνου || βαλτώνω, βαλτόνου | βουλιάζω

μπατάλ || χωράφι άσπαρτο, αφημένο

μπατάλα [1966] || η απούλητη πραμάτεια | η γεροντοκόρη

μπατάλα [1995], μπαντόλου < μπαντόλου [1976] || χοντρή κι ατσούμπαλη

μπαταλαμάς [1961] || παλιόπραμα, παλιατζούρα

μπαταλαρία [1962c] || παλιατζούρα, σαβούρα

μπαταλεύω [1910], μπαταλιέρνω, μπαταλιαίρνω [1960], μπαταλέβω [1931], μπαταλιάζω [1931] μπαταλιάρω, μπαταλιάρω [1960], μπαταλιάζου < μπαταλ’άζου [1962c], μπαταλιάζου < bαταλάζου [1978], || αχρηστεύω (λόγιο)

μπατάλης [1962a], μπάταλος [1960] μπαταλαμάς, μπάταλους || άχρηστος, άχριστους | άχαρος, άιχαρο, ανάχαρους άχαρε, άχαρο, άχιαρο, άχαρους

μπατάλι || κάποια αρρώστια

μπατάλι || κουδούνι για γίδια

μπαταλία [1688], μπατάγια [1876a] || μάχη

μπαταλιά, μπαταλιά [1931] || χοντροκοπιά

μπαταλιάρκου || το χαζό παιδί

μπαταλιάρω || βλ. μπαλαλάω

μπατάλιασμα, μπατάλιασμα [1931] || χοντροκοπιά

μπαταλιασμένος || κακομοίρης

μπαταλίκ < μπαταλίκ’ [1962c], μπαταλίκ < bαταλίκ’ [1978], μπαταλούκι [1996] || χωράφι άσπαρτο, αφημένο

μπαταλματζής [1835] || κληρονόμος (λόγιο)

μπάταλος, μπαταλιακός, μπατάλικος [1910], μπατάλκος, μπατάλκους < bατάλ’κους [1976], μπατάλκους < μπατάλ’κους [1962c], μπάταλους, μπατάλς || δυσκίνητος (λόγιο), ατσούμπαλος | άκομψος (λόγιο) | άχρηστος

μπαταμάς || χοντράνθρωπος

μπατάνι, μπατάν [1962c], μπατάν < bατάνι [1892] || νεροτριβή, δριστέλα, μαντάν, μαντάνι, νεροτριβιά, νεροτριβιό, νεροτρουβάδα, νεροτρουβή, νιροτριβή, νιρουτριβή, νιρουτρουβιά, ντρίστα, ντριστέλα, τρίστα, τριστέλα

μπατανία [1931], μπαντανία [1982], μπανταμία || πατανία, μαντανία, χοντρή μάλλινη υφαντή κουβέρτα της νεροτριβής

μπατανίζου || χτυπώ πανιά στο μπατάνι, στη νεροτριβή

μπατανόβουρτσα [1998] || βούρτσα για ασβέστωμα

μπαταντζής || αυτός που έχει το μπατάνι (τη νεροτριβή)

μπαταξής [1931], μπαταχτσής [1934], μπανταχτσής < bαdαχτσής [1976], μπατακτσής [1960], μπατακτζής [1910], μπατάκας [1960], μπατάκα [1960] μπανταξής [1966], μπαντάκας [1966], μπαντακτσής, μπατάκ || κακοπληρωτής (λόγιο)

μπαταξιλίκι, μπαταξηλίκι [1934], μπαταχτσηλίκι [1934], μπατακτζηλίκι [1910], μπατακτσιλίκι [1960], μπατακτσιλίκ < μπατακτσ’ιλικ’ [1962c], μπαταχτσιλίκ < μπαταχτσ’ιλικ’ [1962c], μπανταχτσιλίκ < bαdαχτσιλίκ’ [1976] || κακοπληρωμή (λόγιο), φέσι

μπαταράς || παγούρι

μπαταρέλα [1963] || γιούχα, αγιούχα, γιαχό, γιου, γιούσα, γιουχάισμα, γιουχαϊστό, γιουχαϊτό, γιουχάρισμα, γιουχάς, χούγια

μπατάρι [1709] || ντουλάπι, φωριαμός | αρμάρι τοίχου | ντουλάπι χωνεφτό

μπαταριά [1860], μπαταριά [1931], μπαταρία [1866a] || ομοβροντία (λόγιο)

μπαταρία [1934] || ηλεκτρική στήλη (λόγιο)

μπατάρισμα [1709], μπαταρισά [1983b] || αναποδογύρισμα, κραχ

μπαταρισμένος [1709] || αναποδογυρισμένος | αυτός που γέρνει μονόπατα

μπαταρόλος || άστατος, άστατους

μπατάρω [1709], μπαταίρνω [1876b], μπατάρου, μπατέρνου [1988], μπατέρνω [1894] μπαττάρω [1910] || βουλιάζω, αναποδογυρίζω, γέρνω μονόπατα

μπατάρω < bατάρω [1918], μπατέρνω || προσέχω, λογαριάζω, υπολογίζω (λόγιο)

μπατάτα || το φυτό Batata edulis, γλυκοπατάτα, γλικουπατάτα, γλικοπατάκα, πατατόνα

μπατατέλο [1963] || βάρκα καραβιού

μπατατούκα [1963], μπατατούκος || πατατούκα, χοντρό και κοντό αντρικό παλτό

μπατέλο || μεγάλη βάρκα

μπατέρα, μπατιέρα || σκαλωσιά

μπατέρω [1963] || χτυπώ με το κουπί στη μέση τα δίχτυα που ανεβαίνουν, για να μη φύγουν τα ψάρια

μπατζαβλός < μπαdζαβλός [1964] || κεκές, τραυλός

μπατζάδες (οι) [1931] || χώματα που κρατάνε νερό

μπατζάκι [1961], μπατζάκια, μπατζάκια [1931], μπατζάκ, μπατζιάκ || κάθε μια από τις δυο άκρες του παντελονιού ή του βρακιού | ποδάρι, αρίδα

μπατζακλίκι [1960] || το ρεβέρ του παντελονιού

μπατζανάκης [1931], μπατσανάκης [1910], μπατζανάκηδες [1931], μπατζανάξ < μπατζ’ανάξ [1962c], μπατζιανάξ, μπατζανάξ || σύγαμπρος

μπατζανάκισσα [1961], μπατζανάκαιναι [1961] || συνυφάδα

μπατζανέμι [1962b] || απάγκιασμα, απανεμιά, απαλεμιά, απάλεμο, παλεμιά

μπατζαξής < μπατζακ-σιζ’ς [1960] || κοντοπόδαρος | μικρομέγαλος

μπατζάρ [1988] || πειράζει

μπατζαριό, μπατζαργιό < μπατζαργειό [1964], μπατζαρειό < μπατζαρειό [1966], μπατζαργιό < bατζαργο [1976], μπαρτζαριό, μπατσαριό || μέρος της στρούγκας, όπου φτιάχνουν το τυρί και το βούτυρο, τυροκομείο (λόγιο)

μπατζαρόνω || σουφρώνω τα χείλια

μπατζαρόπιτα, μπατζαρόπτα || πίτα με μπάτζο, τσουκνίδες και κοπανισμένα καρύδια

μπατζάς [1960], μπατζάς < bατζάς [1976] μπατζιάς < bατζιάς [1972], μπατζιάς [1996], μπατζά, μπατζιά || καμινάδα, φουγάρο, τσιμινιέρα | το κομμάτι της καμινάδας που βγαίνει από τη σκεπή | o φεγγίτης

μπατζέλι, μπατζελάκ || κουτάβι, σκυλάκι, κιτίκα, κουλούκι, κουλούτζιν, κουνάζι, κουναράτσι, κουνάρζι, κουνάρι, κουούκι, κουτάβ, κουτάβα, κουτβέλ, κουτσάβ, κουτσαβέλι, κουτσέλι, κουτσέλι, κταβ, κταβέλ, κταβέλι, κτάβι, σκλαράκ, στσλαρέλ, φνελ, χτάβι

μπατζιλίκ < bατζιλίκ’ [1976] || η δουλειά του μπάτζιου

μπατζίνα || σκατά (τα), αθρωπέα, γκουσιέρα (τα) κακά (τα), κάκα (τα), κουράδα, κούσπα, κούτσουλος, μαγάρα, μαγαρισιά, μαγαρσιά, μούτι, σταλίκια | από κόψιμο, νερουλά: τσαρτσάλια, τσαρτσαλίδες, τσέρλα, τσερλιό, τσέρλο, τσίρλα, τσιρλιό, τσιούρλα

μπατζίνα [1961], μπατζίλα < bατζίλα [1976] || το λένε και λίπα, φαγητό από αλεύρι καλαμποκιού

μπάτζιος < μπάτζιος [1966] || βλ. μπατζανάκης

μπάτζιος, μπάτζους < μπάτζους [1962c], μπάτζους < bάτζους [1976], μπάντζιος || αυτός που φτιάχνει το μπάτζο (τυρί)

μπατζό, μπάτζιο, μπατσό, μπατσκιό, μπάτζιους || το μπατζαριό

μπατζόκουρους, μπατσόκουρου μπατσόξλου, μπατσουστέφανου || ξύλο που χτυπάνε το γάλα στο καδί, για να βγει το βούτυρο

μπάτζος μπάτζιος < μπάτζιος [1966] μπάτζιος [1962c], μπάτζος < μπάτζος [1966], μπάτζους < bάτζους [1976], μπάτσους || κάποιο τυρί (δίχως βούτυρο)

μπατζοτύρι, μπατζουτύρ < μπατζουτύρ’ [1964], μπατζουτύρ < bατζουτύρ’ [1976], μπατσουτίρ || το τυρί μπάτζος

μπατζούζ || ένα παιχνίδι

μπατζουκάδ, μπατσουκάδ || καδί για τον μπάτζο

μπατζούρα || μουντζούρα

μπατζουριάζω || μουτζουρώνω

μπατζουριασμένος || μουτζουρωμένος

μπάτζους < μπάτζους [1964] || το μπατζαριό και όσοι δουλεύουν εκεί

μπατή || εμπατή, είσοδος (λόγιο)

μπάτης || ο μεγάλος αδερφός

μπάτης [1835], μπάτη < μπάτη [1923a], μπατς [1988] || αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα

μπατιάμ [1688] || το φυτό Foeniculum capillaceum μάραθο, μάραζα, μάλαθρο, μάραθρο, μαρουθκιά, φινόκιο,

μπατιασμένου || κακό χωράφι από τα πολλά νερά που κράτησε

μπατίδος || χαλασμένος

μπατίκ [1995] || ζωγράφισμα πανιού με κερί

μπατικάδος || συνεχόμενος (λόγιο)

μπατικά-μπατικά || σιγά-σιγά

μπατίκι [1709] || εμπατίκι, μίσθωμα (λόγιο)

μπατικιά || πετριά

μπατίκια (τα) || αρραβώνας, αμπόλιασμα, αρραβώνα, αρραβώνιασμα αβερόνιασμα, αϊβόνα, αναβούρα, αραβόνα, αραβονάδια, αραβόνασμα, αραβόνασμαν, αραβονή, αραβονιά, αραβόνια, αραβόνιαση, αραβονίσια, αραβουνιά, αραόνα, αραόνας, αραόνιασμα, αραούνιασμα, αρβόνα, αρβονιά, αρβόνιασμα, αρεβόνα, αρεβονάδια, αρεβόνας, αρεβόνιασμαν, αρεβονίσια, αριβόνα, αριβόνας, αριβονίσια, αριβουνίσια, βερόνιασμα, σιάσματα, σιδέματα, σμάδια, σουμάδ, σουμάδεμαν, σουμαδέματα, σουμάδια, χάρτομαν, χαρτωσιά,

μπατίκια (τα) || τα δώρα που δίνουν τα πεθερικά στη νύφη ή ο νονός στο βαφτιστήρι του

μπατίκια, μπατίκια (τα) [1931], μπατίκι || δικαίωμα που πληρώνει ο παπάς του δεσπότη για να πάρει την εκκλησιαστική επικαρπία

μπατικιά, μπατικιά [1931] || πέτρα χτισμένη με ένα τρόπο

μπατικιάζω, μπατικιάζω [1709] || πληρώνω το δόσιμο για να μπορέσω να λειτουργήσω

μπατικιές, μπατικιές [1874a] || μαρόκος, κοτρόνα, μεγάλη μέτρα

μπατικόνω [1874a] || πατικώνω

μπατικόρε [1963], μπατικόρες || καρδιοχτύπι, χτυποκάρδι

μπατικός [1910] || τρόπος χτισίματος με τούβλα ή πέτρες

μπατικούλο [1884c] || ναυτ. ανάγουσα (λόγιο)

μπατικούλο, μπατκούλο || χρεοκοπία (λόγιο), φαλιμέντο

μπατιμπαλιάζω, μπατιμπαλιάζω [1963] || χτυπώ με το μπατίμπαλο

μπατιμπάλος [1963] || σκληρό στρογγυλό ξύλο για το μπήξιμο των παλουκιών στο χώμα | εργαλείο του τσαγκάρη για το κάρφωμα των παπουτσιών

μπάτι-μπάτι || σβέλτα και δυνατά

μπατίμπουλα (τα) [1963] || οι κοιλόπονοι

μπατιμπούλιο [1963] || χάβρα, βαβούρα

μπατίνα [1874a] || πατίνα | μπογιά για τα παπούτσια

μπατινάδα [1709], μπατουνάδα || μαντινάδα, μαντουνάδα

μπατινάρω [1874a] || πατινάρω, μπαγιατίζω

μπατίνι || ξυλοδαρμός (λόγιο), πλάκωμα

μπατίρης [1983a], μπατήρης [1961], μπατίρς || άφραγκος, αδέκαρος, αναπαδιάρης, άπαρος, απένταρος, άψιλος | βουλιαγμένος

μπατιρίζω [1962a], μπατηρίζω [1961], μπατίρω [1983a], μπατίζω [1960], μπατιρίζου || πτωχεύω (λόγιο)

μπατίρισσα [1995] || άφραγκη, αδέκαρη

μπατίστα [1910] || βατίστα, πατίστα, καλό πανί, λεπτό και σφιχτά υφασμένο

μπατιστένιος, μπατιστένιος [1995] || βατιστένιος, πατιστένιος, φτιαγμένος από βατίστα

μπατιστούλα [1995] || βατιστούλα, όχι καλή βατίστα (μπατίστα)

μπατιτούρα [1688] || πατιτούρα

μπατκόρο || σύγχυση (λόγιο)

μπατογιάνος || κόκορας δίχως ουρά

μπατόλια || ομάδα (λόγιο)

μπατόστα [1963] || βλ. μπαλοτόντο

μπατούδα || σπρωξιά

μπατούδες (οι) [1963] || ζητιάνοι που φορούσαν μάσκες

μπάτουδο || κατσικάκι ή αρνάκι φούρνου γεμιστό με χορταρικά

μπατουνιαρσμένους || κουρασμένος

μπατουνιέρνου, μπατουρώ || κουράζομαι πολύ

μπατούτα [1931], μπατούδα [1963] || το τικ-τακ του ρολογιού | μουσικός ρυθμός (λόγιο)

μπάτσα < bάτσα [1978] || βλ. μπαλαμούτσα

μπατσάκι [1995] || χαστουκάκι

μπατσαλεύουμι [1962c] || παίζω με τα νερά

μπατσανάω, μπατσέβου, μπατσέβω, μπατσιέβω || πλατσουρίζω στα νερά

μπατσαριά [1909], μπατζαριά, μπατσάρα [1966], μπατσαργιά, μπατσαργιά [1966], μπατσάρι [1966], μπατσαρόπιτα, μπατσαρόπτα < bατσαρόπ’τα [1978] || μπλατσάρι, μπλατσαριά, μπλατσάρα, λαχανόπιτα με χυλό από αλεύρι καλαμποκιού

μπατσαρία [1998] || αστυνομία (λόγιο), χωροφυλακή (λόγιο)

μπατσάρομαι [1876a] || αναλαμβάνω (λόγιο)

μπατσάρω [1874a], μπατσέρνω [1874a] || αγγίζω, αγκίζου, αντζίζω, αντζίχου, ατζίζου, ατζίζω, ατζώ, γκίγου, γκίζου, γκίζω, γκίνου, γκίνω, γκιούζου, γκίτσω, γκίχνω, γκίω, εγγίζω, εγκίγου, εντζίζω, ιγκίνου, ντζίζω, τζίγω, τζίζω

μπατσελάδος || παράξενος

μπατσελάρω || υποφέρω (λόγιο)

μπάτσες (οι), μπάτσις (οι) [1964] || κλαδιά δέντρου (από οξιά, βελανιδιά, έλατο και άλλα) που κόβουν για να ταΐσουν τα ζώα

μπάτσης [1966] || μπάρμπας, θειος | γέρος | κοτζάμπασης

μπάτσι || μήπως

μπάτσι [1896b] || πάτσι, ίσια

μπάτσι [1966] || κάποιο φίδι

μπατσιά, μπατσιά [1961] || χαστούκισμα

μπατσιάρομαι, μπατσάρομαι || ανακατεύομαι σε ξένες δουλειές

μπατσίζω || πατσίζω

μπατσίζω [1659], μπατσίζου < μπατσίζου [1923a], μπατσίζου [1962c], μπατσουλίζω || χαστουκίζω, ζαγλικίζω, σκαμπιλίζω

μπάτσικα [1934], μπάτσιγα [1963], μπάτσκα < μπάτσ’κα [1964] || παιχνίδι με τα χαρτιά της τράπουλας (τριανταμία)

μπατσικάρμι || ξύλο στη μύτη της πλώρης

μπάτσινη-γουμάρα [1964] || παιδικό παιχνίδι με ραβδιά, η γουρούνα ή γρούνα

μπάτσις < bάτσις [1972] || αδερφός, αδελφός, αδαρφός, αδελφό, αδεφλός, αδεφό, αδεφός, αδιιφός, αδιρφός, αδιφός, αδρεφός, αδριφός, αελφός, αερφός, αερφός, αλεφρός, αντελφό, αντελφός, αντερφό, αντερφού, αντρεφό, αντρεφό, αρφός, δελφός, δερφός

μπάτσισμα [1931] || χαστούκισμα

μπατσολάδος [1963] || τρελός, ζουρλός, μουρλός

μπατσόλι [1966], μπρατσόλι [1966] || κάποιο πριόνι

μπάτσος [1835], μπάτζι [1688], μπάτζο [1635], μπάτζος [1709] μπάτσα [1910], μπάτσα < bάτσα [1976] μπατσαριά, μπάτσε < μπάτσε [1923a], μπατσελιά, μπατσιά [1931], μπατσιά, μπάτσο [1995], μπατσουλέ, μπατσουλιά, μπάτσους || χαστούκι, σκαμπίλι, ζαγλίκι, σιαμάρι, φούσκος

μπάτσος [1962b], μπάτσους || αστυνομικός (λόγιο), μπασκίνας.

μπατσούρομα, μπατσούρισμα || τα πολλά χαστούκια, οι πολλοί φούσκοι (μπάτσοι) σε κάποιον

μπατχαβά || φτηνά

μπάυρον [1961] || πουκάμισο ανοιχτό, δίχως κουμπιά

μπάφα || ξίγκι, λίπος (λόγιο)

μπάφα [1909], μπαφόψαρο || θηλυκό κεφαλόπουλο (από αυτό βγαίνει το αυγοτάραχο)

μπάφα [1962b] || σκάρτο πράμα

μπαφάδα || ανεμορούφουλας, ανεμορίπινος, ανεμορίπιτος, ανεμορούφουλο, ανεμορούφουλος, ανιμουρούφλας

μπαφάδα || άσχημη μυρουδιά, βρώμα

μπαφαρία [1963] || μπασκλασαρία, λαουτζίκος

μπάφες (οι) || τα κούφια λόγια

μπαφιάζω, μπαφιάζω [1961], μπαφιάζου || ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω | λαχανιάζω

μπάφιασμα, μπάφιασμα [1961] || ζαλάδα, πονοκέφαλος

μπαφιασμένος, μπαφιασμένος [1998] || ζαλισμένος, με πονοκέφαλο

μπάφιλας, μπάφλας, μπαφίλι || πάφιλας, φύλλο μπρούντζου

μπαφιόρα || τσιγάρο

μπάφκα || ψέμα, ψευτιά, γιαλάν, , μετσιάν ψεφθιά, ψεφτία, ψεφχιά, ψιφτιά, ψόμα, μούσι, μπάφκα, παντζιάρ, παστόκα, παστρόκιο, πόφκα, τριάρ, σκαλέτα

μπάφκα [1982] || πλαδαρότητα (λόγιο) | ευρυχωρία (λόγιο)

μπάφος || τσιγαριλίκι (φούντα, χασίσι)

μπαφουνάτος || αυτός που έχει χοντρά και κόκκινα μάγουλα

μπαφούνω || προβατίνα με μαλλιαρά μάγουλα | η γυναίκα με τρίχες στη φάτσα

μπαφουρένια, μπαφουρένια (τα) [1896b] || τα κόκκινα μάγουλα

μπαφουσκένω, μπαφουσκιαίνω [1982] || χοντραίνω

μπαφούσκιασμα, μπαφούσκιασμα [1982] || πλαδαρότητα (λόγιο)

μπαφούσκος [1963], μπαφούσκας [1982] || αυτός που έχει χοντρά μάγουλα | ο χοντρός

μπαφούτης || μουστάκιας, μουστακαλής

μπάφρα [1961] || κάποιος καπνός τσιγάρου | νούλα στους πόντους

μπαχαβράς || φασαρία, σαματάς, νταβαντούρι

μπαχαγίας, μπαχαΐα || παγωμένος αέρας

μπάχαλα (τα) || χαλάσματα

μπαχαλίζω [1887b] || περπατώ ψαχουλευτά δίχως να βλέπω καλά

μπάχαλο [1995], μπάχαλου μπάχλα || οχλαγωγία (λόγιο), φασαρία

μπαχαλός || βλ. μπαγιακόκος

μπαχαλότια, μπαχαλότια [1966] || τα παχιά λόγια

μπάχανα || χάχανα

μπάχανα [1909] || στα χαμένα, μάταια (λόγιο)

μπαχάντζα < μπαχάντζα [1923a] || μπουσουλητά

μπαχάρ || άνοιξη, ανιξέα, ανιξιά, ανξ

μπαχαράτια, μπαχαράτια (τα) [1966] || μπαχαρικά

μπαχάρι [1835], μπαχαρικά (τα) [1931], μπαχαρικό [1934], μπαχαρικόν [1910], μπαχούρι [1888b] || το πιπέρι | κάθε μπαχαρικό

μπαχάρι μπαχαρία || η παχαρία, ο μπάτης

μπαχαριά || ευθύνη (λόγιο)

μπαχαρίζει || φυσάει ο μπάτης (το μπαχάρι)

μπαχάς || το βιος, το βιο, το έχει

μπαχατουριά || βρομοδουλειά, βρουμουδλιά

μπαχίζω || στεναχωρώ

μπαχίλτς, μπαχύλτς [1903] || η κακιά η ώρα

μπαχίρ < bαχίρ’ [1972] || το κομμάτι της καμινάδας που είναι μέσα στο σπίτι

μπαχλάβας || βλ. αχαΐρευτος

μπαχλάτισμα || βλ. μπάλαλα

μπαχόνα || κοτρόνα, βουλάδα, καγιάδα, κοντρί, κοτρόνι, κουλές, μαρόκος, μπιστιρά, τρούλος, χοχλάκα, χόχλακας,

μπαχονίδι || μικρή μπαχόνα

μπαχούμης [1887b] || χοντρός, βραγκάλας, γκουλέμας, καμπάθκους, κλουκ, κομπάδικος, μπίλους,, μπουγάς, μπρασκαφούσκας, μπρούχαβους, προύχαβους, τουπάτς, φούσκας, χοντρέλας, χοντρομπαλάς, χότος, χούμπας, χουντρός

μπαχτάζω || ταΐζω πολύ

μπαχταλέ || τα μεγάλα βυζιά

μπαχτή || κουβέρτα με κεντήματα που έγιναν στο χέρι

μπάχτι [1887b], μπάχτη [1982] || τύχη, γούρι, αγκούριο, αγούρ, αγούρι, γιούριν, γουρ, γούριν, ιχπάλ, ογούρι, ογούριν, ογουρλί, οούριν, ουγούρ, ουρ, ούρι, ούριν, ριζικό, σόρτα, σόρτε, ταξιράτ

μπαχτιλίτκος || γουρλής, τυχερός, αγουρλής, αγουρλούς, γουριλής, γουρλούς, καλόμοιρος, καλοπίχερος, καλορίζικος, καλότυχος, ογουρλής, ογουρλούς, οουρλής, ουγουρλής, ουρλής, ριζικάρης, ριζικάρικος, τιχιρός, φουρτουνάτος, χερικάρης,

μπβάλι, μπβαλ < μπβαλ’ [1960b] || βουβάλι, βουβάλιν, βουβάλ, βάλι, βαλ, βουάλι, βούβαλος, βούβαλους, βούαλος, μπούφαλο, μπουβάλι, γουβάλιν, γουβάλι, γουβάλ, γούβαλος, γβαλ, δρούβαλος, κομές, μαντάς

μπγάδα < μπ’γάδα [2011] || μπουγάδα, αμπουγάδα, μπογάδα

μπγαδάκ || υποκ. του «μπιγάδι»

μπγαδάς || πηγαδάς: ο μάστορας που έφτιαχνε πηγάδια

μπγαδέλ < bγαδέλ’ [2006], μπγαδούλ < bγαδούλ’ [2006] || υποκ. του «μπιγάδι»

μπγάδιασμα < μπ’γάδιασμα [2011] || το μπουγάδιασμα των ρούχων

μπγας || βλ. μπίκας

μπγιαδόστουμου || το στόμα του πηγαδιού

μπγιάλια (τα) < bγιάλια [2006] || πανιά ή δέρματα, που με αυτά τύλιγαν τα πόδια, πριν βάλουν τα τσαρούχια

μπδουλ < μπ’δουλ’ [1964], μπδουλ < bδουλ’ [2006] || σκουλήκι του τυριού

μπδουλιάζου < μπδουλιάζου [2006] || γεμίζω μπδούλια (για το τυρί)

μπδω [1946], μπδω < bδω [2006] || πηδάω, πηδώ, αμπδάου, αμπδάω, αμπδώ, αντζοπιδώ απιδάου, απιδώ, απιώ, ατλαέβω, γρασκελάω, δρασκελάω, δρασκελίζω, δρασκελώ, δρασκελώνω, δρασκιλάω, δρασκλίζω, λαγκέβω, λανγκέβω, ντρασκλώ, πδάου, πδάω, πδω, πιδάου, σαλντίζου, σαλντώ, σαλταπδώ, σαλτάρω, σαλτέρνου, σαλτέρνω, σαλτοκοπώ, σαλτοπιδώ, σαρτάω, σαρτένω, τραπιδάω, τραπιώ | χοροπηδώ, θραμπέβγομαι, κοντοχορέβω, κουκουμελιόμαι, κουκουμπλιόμαι, ντριτσινάω, σκατζίζω, σκριμιδάω, σιγκαθώ ταραπουτζίζω, τριτσινάω, τσιτώ, τριλαγκέβω τριμπιδώ, τσέλουμαι, χοπλαΐζω

μπεάτος [1963] || μακάριος (λόγιο)

μπέβα < bέβα [2001c], μπέβε [2001a], μπιβάδα [2001c] || πιοτό, πιοτί, κρασί

μπεβάντα [1963], μπεβέντα [1963], μπεβάδα [1887b], μπιβάδα [2001c], μπεβάα [2001c], μπιβάντα || μεβάντα, νερωμένο κρασί

μπεβέ || πιοτό, πιοτί

μπεβεράτζιο [1963] || φιλοδώρημα (λόγιο), διάχμα, μπουρμπουάρ, πεπεράτζιο, πουρμπουάρ, ρεάτι, ρεγάλο, ριγάλο, ριγάλου, φίλεμα, χαρσλίκ

μπεβερίνος [2001a] || βλ. μπεκρής

μπέβος || βλ. μπεκρής

μπεγεντές < bεγεντές [2001c], μπεγιάντκος < μπεγιάντ’κος [1966], μπεγεντινός [2001c] || εκλεκτός (λόγιο)

μπεγεντί [1887b], μπιγιντί [1981] || εύνοια (λόγιο) | μπαξίσι

μπεγέντισμα [1931], μπεγέντιση [2001b] || περιποίηση (λόγιο) | προτίμηση (λόγιο) | εκτίμηση

μπεγεντώ [1790], μπεγεντίζω [1876a], μπεγεντάω [1887b], μπεγεντάρω [ 1960a], μπιγιντώ [1981], μπεγιεντώ [1996b], μπεγιαντίζω < μπεγιαντίζω [1999], μπεγεντώ < bεγεντώ [2001c], μπιγιντίζου || γουστάρω, θέλω | προτιμώ (λόγιο) | καταδέχομαι (λόγιο) | επαινώ (λόγιο) | περιποιούμαι (λόγιο)

μπεγιραντόνης [2001b] || δοντάς, αντοντάς, δοντέ, δόντιους, ζανούπας, καπροντόνης, καραδόντας, σκαπεταντόνης, τσαποδοντάς

μπεγίρι [1876a] || το ζώο Equus caballus: άλογο, άβγο, άγκουλου, άγο, άλαγου, άλαο, άλγου, άλεβον, άλεγο, άλεγον, άλεο, άλεον, άλιγου, αλόαον, αλόατο, άλοβον, αλόγατο, άλογκο, άλογο, άλογον, άλοον, αλουγάς, άλουγο, άλουγου, άλουο, άλουον, άο, άογο, άουο, απάριν, άπαρος, άτ, άτι, άτιν, έθιο, νάτις, πράμα, φαρί

μπεγιρόμιγα [2001b], μπεγιρόμιγια [2001b] || το έντομο Hippobosca equina: αλογόμυγα, αγόμουζα, αγόμτσα, αλαγομία, αλογόμια, αλογόμουγια, αλογόμζα, αλογόμουζα, αλοόμια, αλουγόμγα, αλουγόμγια, αλουγόμια, αλουγόμιγα, αλουγόμσα, αλουόμια, αογόμουζα, απαρόμουγια, βίντζος, βίντος, βοδόμιγα, βοϊδόμυγα, βουδόμια, λαγόμπλα, λογόμδα, μουλαρόμιγια, νταβάν, ντάβανος, νταβανούης, ντάβανους, στρέκλα, τάβανος

μπεγίτ [ 1960a] || δίστιχο (λόγιο)

μπέγκα || λεκές, μάκα, μάκια, μακιά, νταγκάς, νταγκιά, ντάμκα, ντάμκια, πέγκα, σίχνα

μπέγκαρης [1966] || κάποιο μαύρο σταφύλι

μπέγκους || λόφος, αραχόνι, βνάρι, βνο, βουνάριν, καταράχι, κουλίνα, λαονάριν, λαοναρούιν, λαονούριν, μαγούλα, μογούλα, ντούμπα, ντουράκι, παμπούλα, παμπούλιν, πάμπουλος, παπούρα, παπούρι, ρακάν, ραχόν, ραχόνι, σκουφίδα, τεπέ, τεπές, τεπχιές, τζάμπρα, τζιούμα, τοπάριν, τούμπα, τουμπάκι, τουμπάρι, τούμπη, τούμπι, τούμπος, τραχόνι, τσιουμπάρι, τσιούμπι, τσιουτσιούλα, τσκάρι, τσουκαρούδι, τσουμπάρι, τσούμπι, ψήλωμα, ψίλουμα

μπεγλέρι [1709], μπεγλέρια (τα) [1933] || όνομα σταφυλιού

μπεγλέρι [1961], μπιγλέρ < bιγλέρι [2006] || κομπολόι, πατεριμή, τεζπίχ | ζάρι, ζαρ

μπεγλερίζω [1998], μπεγλεράω [1961] || παίζω τα ζάρια στη χούφτα για να τα ρίξω

μπεγλικάδια < μπεγλικάδια (τα) [1966] || αχόρταγα ζώα

μπεγναμάς < μπεγ’ναμάσ’ς [1999] || αντιπαθής (λόγιο)

μπέδουκλο [1934] || εμπόδιο (λόγιο), αμπόδιο, μπόδιασμα, μπόδιο, μπόδουκλους, μπόιστρον | το σκοινί που δένουν (το ένα μπροστά και το άλλο πίσω) τα πόδια του ζώου για να μη φεύγει μακριά από κει που βόσκει: αλμπούτζα, δεμούτζα, διπούζα, ίγκλα, ιλμπούτζα, λιμπούτζα, μπαστούρα, μπαστρά, μπουζιακλιαστίρι, μπράνγκα, παλβάν, πεδολόγα, πέδουκλας, πεδούκλι, πιδούκλι, πράνγκα, σιγκέρισμα, σπέδισμα

μπεδούκου [1987a] || μπαλώνω με δέρμα παπούτσια

μπεζ [1957] || το ανοιχτό καφέ χρώμα

μπέζα [1884c] || ναυτ. σφενδόνη (λόγιο): με αυτή κονταίνουν το σκοινί

μπέζα [1987a] || γέρικη προβατίνα | παλιόγρια

μπεζαδές [1709] || ευγενής (λόγιο)

μπεζάζης [ 1960a] || υφαντής (λόγιο), αϊφαντής, αλαφαντάρης, αλεφαντής, αλιφαντής, αλφαντές, αλφαντής, αναφαντάρης, αναφάντης, ανεφαντάρης, ανεφάντης, ανιφαγκή, ανιφαντάρης, ανιφαντής, ανφαντής, λεφαντής, ναφαντάρης, νεφαντάρης, νιφαντής

μπεζαχτάς [1910], μπεσακτάς [1709], μπεσταχτάς [1835], μπεσαχτάς [1910], μπεζαχτάρι [1982], μπιζαχτάς || το συρτάρι με τα λεφτά, στον μπάγκο του σαράφη | ταμείο (λόγιο)

μπεζεβέγκης [1934], μπεζεβένης [1790], μπεζεβάνης [1837], μπεζεβένκης [1957], μπιζιβεγκς < μπιζιβέγκ(η)ς [1987b], μπιζιβέξ, μπιζιβένξ, μπιζιβέγκς, μπιζιβένγκς || νταβατζής, αγαπητικός, κερχανατζής, κερχανετζής, κιρχανατζής, κοντόσης, μαβλιστής, νταβαντζής, νταβάς, νταβιτζής, παρακαλετής, πεζεβέγκης, πεζεβένης, πεζεβένκης, πιζιβέξ, ρουφιάνος

μπεζεργένης [ 1960a] || πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάις, πραματιφτής, πραματσούλης

μπεζέρισμα [1709], μπεζερισμός [1709], μπεζέριο [1966], μπεζέρια < μπεζέρια [1982] || βαρεμάρα, βαρεσά, βαρεσιά, βαριεμάρα, βαριομάρα, βαριοξιλιά, βαριοσίνη, βαριούλα, βαριουμάρα, βαρισιά, βαροσίνη, βαρουξλιά

μπεζερντίζω [ 1960a], μπεζιρντίζω [ 1960a], μπεζερίζω [1709], μπιζερίζω [ 1960a], μπεζερώ [1910], μπεζεράω [1961], μπιζιρνώ [1962c], μπιζιρνώ < bιζιρνώ [1972], μπιζιρνώ < bιζιρνώ [1976], μπιζιρίζου [1981], μπιζιρίζου < bιζιρίζου [1978], μπιζιρνάου < bιζιρνάου [1978], μπεζερνώ [1996a], μπεζεριάζω < μπεζεριάζω [2001a], μπιζιρίζου < μπηζηρίζου [2011], μπιζιράου [2010], μπιζιρντάου, μπιζιρντώ, μπιζιρίζω || μπαζέρνω, βαριέμαι, βαριεστάω, βαρκούμαι, κνέβομαι, κνέβομι

μπεζές [1934] || γρομπαλάκι, σγρομπαλάκι | γλυκό από ψημένη μαρέγκα

μπεζεστένι [1910], μπεζεστίνι [1790] [1837], μπεζεστάνι [1860], μπιζιστέν, μπιζιστένι || μπεντεστένι, μπεντεστέν, σκεπαστή αγορά

μπεζιλίκι [1963] || παλιά τούρκικη μονέδα

μπεζίρι [ 1960a], μπεζίρ [ 1960a] || λάδι από λιναρόσπορο

μπεζιροτούλουμο [1999] || ασκός, ακό, αντζιό, αραγός, ασίδι, ασίν, ασκί, ασκίδι, ασκιδιά, ασκίν, ασκό, άσκο, ασκόπουλε, ασκόπουλο, ασκού, αστσί, γιδιά, γιδοτόμαρο, δερμάτι, διρμάτ, διρμάτι, θιλάκ, κατσιούπι, κατσούπι, οσκλός, περλοή, σκουτάβλιν, τλουμ, τομάρι, τουλούμ, τουλούμι, τραγαζίκα

μπεζιρχανάς [ 1960a] || φάμπρικα που βγάζει λάδι από λιναρόσπορο

μπέζντανι || μεγάλος καβγάς

μπεζοβγαίνω [1874a] || μπαινοβγαίνω

μπεζόβολος [1931], μπιζόγαλου [1946], μπιζόβολο [1963], μπιζόβολος || πεζόβολος, αθίβαλος, αθίβολον, αθίβολος, ανθίβολον, ανθίβολος, πεζιόβολος, πεζοβόλος, περόβολος

μπεζογελάω [1874a] || βλ. μπερφαδίζω

μπεζοδούρος [2001a] || βαρίδι από καντάρι (στατέρι)

μπεζόνια (τα) < μπεζόνια [2001a] || ψώνια, οψόνια, σπέζα, ψίνα, ψούνια

μπεζόρδινα (τα) [2001b] || τα σύνεργα του μάστορα, ανάχρια, ανάχριγια, ζιμπράγαλα, ίπιργα, ίπουργα, πιδιγούμενα, πρεσταμέντα, σέια, σιμπράγαλα, συμπράγκαλα, χρίγια

μπεηλίδικος [ 1960a] μπεϊλίτικος [1709] || τρόπος ή πράγμα του μπέη

μπέης [1709], μπέις [1688], μπέγης [ 1960a], μπεγς [ 1960a] || βέης, άρχοντας, προύχοντας (λόγιο)

μπεθρακά || βλ. μπλιάκακας

μπέιδουρας || βλ. μπίζουλα

μπεϊζαντές [ 1960a] || αρχοντόπουλο, αϊχουντόπλου, αρκοντοπέδι, αρκοντόπουλο, αρχοντάκ, αρχοντάκι, αρχοντονιός, αρχοντόπαιδο, αρχοντοπέδι, αρχοντοπέδιν, αρχοντόπλο, αρχοντόπλου, αρχοντοπούλι, αρχοντοπούλιν, αρχοντόπουλον, αρχουντόιπουλου, αρχουντόπιδου, αρχουντόπουλου, αρχουντόπουλουν, αρχουντουπέδ

μπέικα || προβατίνα με άσπρο μούτρο

μπέικα [1966] || πολύ καλά (όπως η ζωή του μπέη)

μπέικον [1998] || καπνιστό ή παστό κρέας με λίπος, από γουρούνι

μπέικος [1934], μπέικους, μπεϊλήδικος [1995], μπεϊλίτικος || που μοιάζει ή είναι (με πράγμα ή τρόπο) του μπέη

μπεϊλερμπέης [1709], μπεγλερμπεΐς [1614], μπεΐλερπεϊς [1688], μπελέρμπεης [1963], μπερλέμπεης [1963] || ανώτερος διοικητής (λόγιο) | αργοκίνητος, αράθυμος, αγάλιος, άναργος, άναργους, αράθιμο, αράθιμους, αράθμος, αργοκούνιτος, αρόθιμος, ράθυμος

μπεϊλίκι [1709], μπεηλίκι [1961] || αρχοντιά | η χώρα του μπέη

μπεΐνα [1709] || γεροντοκόρη, γεροντοθυγατέρα, γεροντοκοπέλα, γεροντοκοπελιά, γεροντοκοπελούδα, γεροντοκόριστο, γεροντοκόριτζον, γεροντοκόριτσο, γεροντοκόρτσο, γεροντολέφτερη, γεροντονιά, γιροντουκόρ, γιρουντοκοπέλα, γιρουντουκόρ, γιρουντουκόρτσου, εροντοθιατέρα, εροντοκοπελούδα, εροντοκοπέλουδο, εροντονιά

μπεϊντίζω [1709], μπιιντώ < bιιντώ [2006] || βλ. μπεγεντώ

μπέισα, μπέισσα [1961] || η γυναίκα του μπέη

μπεκ [1995] || εγχυτήρας (λόγιο)

μπεκ, μπέκιμ || μήπως, άζμπα, άμπα, ατζάμπα, άτζαμπα, άτζεμπα, γιαμ, γιόξα, γιόξαμ, θανά, θάριμ, θάρουμ, ίμιτας, λόμπις, μάκι, μαν, μεδά, μέμπα, μέντζιε, μήνα, μίαρε, μίδα, μιλάθκι, μίμπα, μομ, μον, μπάγι, μπάκας, μπάκε, μπα-να, μπάριμ, μπας, μπας-και, μπάτσε, μπάτσι, πας, πασκίμ, πάτζις, πάτσι, σάκιμ, σάμα, σάμαντι, σάματ, σάματι, σάματις, σάμποτ, σάμπους, σάμπως, σάνκις, σάοντες, σιάματις, τίγαρες, τίγαρις, τίγαρουμ, τσουνκίμ, φόρσε, φόρσι

μπεκαγές [ 1960a] || τα χρωστούμενα

μπεκανέλα [1963] || το πουλί Lymnocryptes minimus: καψοράχι, κουφομπεκάτσινο, τσιλιβίνι

μπεκανότα (τα) || βλ. μπικικίνια

μπεκανότο [1963], μπεκανόττο [1996b] || βλ. μπεκατσίνι

μπεκαρίνι [2003] || μικρό πουλάκι

μπεκάτσα [1910], μπικάτσα || το πουλί Scolopax rusticola: γκαβοπούλι, γκαβόπουλο, γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, ορνιθοσκαλίδα, σκαλόθρα, σκαλόρνιθα, σκαλότθα, σουλτάνα, στραβοπούλι, τσαλόκοτα, τσουλούχ

μπεκατσίνι [1934], μπεκατσόνι [1910], μπικατσόν < μπικατσόν’ [2010] || το πουλί Gallinago gallinago: βαλτομπεκάτσα, γκλαντίνι, γλαντίνι, ζουρλορουκέτα, καψοράχη, κουφό, μπεκανότο, σακατζής, σακατζίδα, τζιγάτος

μπεκιάρης [1910], μπεκιάρης [1790], μπικιάρς < μπικιάρς [1988], μπικιάρς < bικιάρ’ς [2006], μπικιάρς < μπηκιάρ’ς [2011], μπεκιάρ || ανύπαντρος, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος, άπαντρους, εργένης

μπεκιάρικος [1910], μπεκιάρικος [1934] || εργένικος

μπεκιαριλίκι, μπεκιαριλίκι [1934], μπεκιαρλίκι, μπεκιαρλίκι [1931] || η ζωή του μπεκιάρη, η εργένικη ζωή, η απαντρεψιά

μπεκιαροσίνη < μπεκιαροσύνη [1931] || βλ. μπεκιαριλίκι

μπέκιος < μπέκιος [2001a] || στραβός, στραός, στραβούλιακας, στραβέλιακας στραβαλιγκιόζης

μπέκλια (τα) || σχολιανά, επιπλήξεις (λόγιο)

μπεκογιάνης || κάποιο πουλί

μπεκόνι [1887b] || καλοθρεμμένος τράγος

μπέκος [1963], μπεκόνι || τράγος, γάτσιους, ιρκέτς, μούσκουρε, πουρτσάδ, πουρτσιάδ, πουρτσιάδι, πούρτσιους, πρίστος, προυτσάδ, προυτσιάδ, προύτσος, τράγαρος, τραγί, τραΐ, τράος, τράουλος, τσάο, τσάπας, τσάπος, τσούπης, τσουρίν, τσούρος

μπέκος [1894], μπέκκος [1887a] || αγαθός και κερατάς

μπέκου [1964] || αρνί (στα μωρουδίστικα)

μπεκρής [1790], μπέκρος [1910], μπεκρούλιακας < μπεκρούλιακας [1931], μπικρίλακας [1946] || μεθύστακας, κρασάς, κρασοκανάτας, κρασοπατέρας, κρασοπινάς, μεθιστέας, μιθούκας, μπεβερίνος, μπέβος, μπερέτος, μπιβαδόρος, μπιτζμένους, πενταπιούσης, πιοτής, τνάκας

μπεκριλίκι [1910], μπεκρηλίκι [1790], μπεκρουλίκι [1961] || μεθύσι, μεθισιό, μεθοκόπημα, μεθοκοπιό, μεθίς | για το μεθυσμένο λένε πως έγινε ή είναι: ακόντιο, αλοιφή, αλφάδ, αλφή, ασήκωτος, ασιούκοτος, γκολ, γκον, γράδα, δαυλί, κδούνα, κνιάδ, κνουπ, κόκκαλο, κομμάτια, κουδούνα, κουδούνι, κουλκουντζάδος, κουνούπι, κούνουπας, κούρμπιτο, κουρούνα, κουρούπι, κούρπιτους, κούτα, κουτούκι, κρουπ, κρούπα, κρούπι, λαδιρό, λιάδα, λιώμα, λουν, μανάλ, ματό, μούσκεμα, μπάλα, ντάλι, ντίρλα, παρτάλ, πατημένος, πίτα, σκνίπα, σκρου, στουκί, στούπα, στουπί, στρακότο, τάβλα, τάπα, ταπί, τζαμπούνας, τζιαμπούνας, τούρλα, τούρνα, τουφέκι, τσιούρλα, τσούκα, τύφλα, τφεκ, φές, φέσι, φισέκι, φσέκι, χώμα

μπεκροκανατάς [1933], μπεκροκανάτα [1957], μπικρουκανάτα [1987b] || βλ. μπεκρής

μπεκρόμουτρο [1931], μπεκρόμουτρον [1910] || βλ. μπεκρής

μπεκρού [1934], μπέκρω [1934] || η γυναίκα που μπεκρουλιάζει

μπεκρουλιάζω, μπεκρουλιάζω [1934], μπεκρολογώ [1910], μπεκρολογάω [1934], μπεκροπίνω [1998] || μεθοκοπώ

μπεκρούλιασμα [1934], μπεκρολόγημα [1934], μπεκρολόι [1934] || βλ. μπεκριλίκι

Μπεκτασής, Μπεκτατσής || αυτός που ανήκει στο θρησκευτικό τάγμα των μουσουλμάνων Μπεκτασήδων

μπεκτσής [ 1960a], μπεξής [1931], μπεχτσής [ 1960a], μπεκτσή [1987a], μπιχτσής < bιχτσής [2006], μπιχτσής < μπηχτσής [2011], μπικτσής || φύλακας (λόγιο), γιασακτσής, γιασαξής, δεφένστορας, διασακτζής, διασακτσής, διασαξής, διασαχτσής, καβάζης, καβάσης, μουχαφούζης, πεκτσία | φρουρός (λόγιο), γουάρδια, νοπετσής, πεσβάντης

μπέκω [1884b] || βλ. μπζούκα

μπεκώ [1987a] || εμπυάζω, ομπυάζω

μπέλα [1876a], μπέλλα [1963] || καλή | όμορφη

μπέλα [1894], μπέλω [1894], μπέλη [1987a], μπέλου [1987b], μπέλα < bέλα [2006], μπέλλα [2008] || άσπρη

μπελαγαϊδάρα < μπελλαγαϊδάρα [1963] || όμορφη γυναίκα με κακά φερσίματα

μπελαγράμα [1963] || αθλιότατη (λόγιο)

μπελάζω [1963], μπελάζου, μπελιάζω, μπιλάζου, μπιλιάζου, μπλιάζου || βελάζω, αβελάω, αναβελάζω, αναβελάζου, αναβιλιάζω, αναβλιάζω, βελάζου, βελάω, βελέχω, βιάζου, βιλάζου, βιλιάζου, βιλιάζω, βλάζω, βλιάζου, βλιάζω, μελάζω, μιλιάζου, μπακατζίζου, μπερμπερίζω, πελάζω

μπέλακας [1966] || μίσος (λόγιο)

μπελαλής [1910], μπελαλίδικος [1910], μπελαλίτικος [1910], μπελαλήδικος [1995], μπιλαλίδκους, μπιλαλίθκους || κουραστικός, δύσκολος, φασαρίας, φασέντας

μπελαμάνα [1931] || ναυτικό χιτώνιο (λόγιο)

μπελάντα [1963] || κόκκινο ρούχο των πρωτοπαπάδων

μπελαντζάρω [1996b], μπελαντσάρω || μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω, παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω

μπελαντζούλα || μικρή μπελάντσα

μπελαντόνα [1957], μπέλλα ντόνα [1923b], μπέλα ντόνα [1926b], μπελλαντόνα [1934], μπελλαδόνα [1910], μπελαδόνα [1894], μπέλλα-δόνα [1835] || το φυτό Atropa belladona

μπελάς [1709], μπελιάς < μπελιάς [1790], μπελά [1987a], μπέλιου < μπέλιου [1987b], μπιλιάς < μπιλιάς [1987b], μπιλιάς < bιλιάς [2006], μπέλιου, μπελιά || βάσανο, ντράβαλο, σεκατούρα σκοτούρα, φασαρία, φασέντα

μπέλασμα, μπέλιασμα || βέλασμα, βέλαγμα, βελαξιά, βέλιασμα, βέλισμα, βιλαξιά, βιλιαξιά, βίλιασμα, βλιάγμα, μπεμπέρισμα, μέλασμα, ράνισμα

μπελάτζα [1963], μπελάντσα [1996b], μπελαντζούλα [1996b], μπελάντζα, μπελαντζί || μπαλάντζα, μπαλάντσα, παλάντζα, βεζενές, βεζινές, βεζνές, βιζινές, γαντάρ, ζιαρκά, ζυγαριά, καμπανός, καντάρ, καντάρι, παλάντσα, παλάτζα, πέζο, πελάτζα, σατέρ, σατέρι, στατέρ, στατέρι, τερεζή, τιαριαζή

μπελβεδέρε [1910], μπελβεντέρε [1963] || καλλιθέα (λόγιο)

μπελβεδέρι [1709] || το φυτό Chenopodium scoparium

μπελέ [1874a], μπελές || κάποιο μαχαίρι

μπελεγρής [1963] || κάποιο πουλί

μπελεγρίνα [1963], μπελερίνα [2001a] || μπαλαρίνα, πελερίνα | εσάρπα, μποξάς, σάλπα, σάρπα, σιάρπα, σπαλέτα, σπαλέτο, σπαλέτου | σάλι | μπέρτα, μπέρντα

μπελεγρινάντες [1963] || αυτός που φοράει μπελεγρίνα

μπελεγρίνια, μπελερίνια || αρχίδια, αβγά, αγγειά, αχαμνά, γκουγκουβέλια, ζουβάχια, καζέλια, κάκαλα, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καμπανέρια, καραμπαλίκια, καρύδια, κλαμπάνια, κογιόνια, κοκόβια, κουκόσες, κουκουβέλια, κουρδουμπούλια, λιμπά, λίμπα, λιόκια, λμπα, μπαγάγια, μπαλάκια, μπαλασκόνια, μπιχλιμπίδια, μπομπόλια, μπουμπόλια, μπουμπρέκια, μπρίκια, ούμπαλα, παπάρια, πελέ, πελέδια, πιλιγκούρια, σακούλια, σέγκια, τσάκια, τσιόκια, χαμπάρια, χαρχαγκέλια, χουχουβέλια

μπελεγρίνος [1933] || πελεγρίνος, πελεγκρίνος, στρατοκόπος, ξένος

μπελεκόζα [1887b] || κοπέλα γερή και στρουμπουλή

μπελελός [1910], μπελελός [1923b], μπελελό [1923b] || φυτά του γένος Hyoscyamus: αδίσκαμος, βλογάς, γέροντας, γέρος, γερούλι, γιατρός, γλικίαμος, γλιψάρμο, δισκίαμος, λιτσάρμο, σκίαμος, σκιλόλακα, τρίσχιμος

μπελελός [1996b] || κουτός, χαζός

μπελενίτσα || μαλακή άσπρη πέτρα

μπελεντένιο < μπελεντένιο [1887b] || πανί φτιαγμένο από μπαμπακερό υφάδι και μεταξωτό στημόνι

μπελεντζάρω || μπαλαντζάρω, μπαλοντζάρω, παλαντζάρω, παλατζάρω, ζυγίζω, ζυγιάζω

μπελεντιές < μπελεντιές [ 1960a], μπιλιτιές < μπιλυτιές [1996a] || δημαρχείο (λόγιο) | δήμος (λόγιο) | δήμαρχος

μπέλεσε [1987a] || άσπρο πρόβατο

μπελεσιά || μαλακή άσπρη πέτρα

μπελέτσα [1963], μπελέντζια, μπελένζια || ομορφιά, ομορφάδα, ομορκιά, ομουρφάδα, ομουρφιά, ουμουρφάδα, πρεπιά, πρεπιόν, πρεπόν, πρεπός, πρέπους

μπελέχα || αλουπόβηχας, βήχαρος, γαδαρόβχας, γαδουρόβηχας, γαϊδουρόβηχας

μπέλι [1966], μπέλα [1966], μπελ < bελ’ [1976] || λισγάρ, λισγάρι, λισγιάρ, λισγιάρι, λισγκάρ, λισγκάρι, πατόφκιαρο πατόφκιαρου, πατόφτιαρο, πατόφτιαρου

μπελί [1966], μπελλί [ 1960a], μπεϊλί [2001b], μπιιλί || φανερός, σαφής (λόγιο)

μπέλι [1987a] || δικράνι, αχεροφάγι, αχεροφάγος, αχεροφάς, αχιρουφάγους, αχιρουφάι, αχιρουφάς, αχιροφάι, γιαβάς, γιαμπά, γιάμπα, γιαμπαδάκ, γιαμπαδάκι, γιαμπάς, γιάμπος, γιαμπούδι, γιάπα, γιαπάς, διακράνι, δικούλι, δικράν, δικράνα, δικράνιν, δίκρανο, δικριάν δικριάνι, θερνάτζιν, θκουλ, θρινάκι, καρπολόγι, καρπουλόι, λιχνιστήρι, λιχνιστίρ λιχνιτίρ, μπαρχάλα, ντεκράν, ντουκράν, ντραγκάλα, τσιρόν

μπελιάβερσιν [1840], μπελαλίβερσιν [1999] || κατάρα: ο Θεός να σου δώσει μπελά

μπελιαβραντίζω < μπελιαυραντίζω [1790] || παρενοχλώ (λόγιο)

μπελίδα < bελίδα [1905], μπελές || σουγιάς, κλιδουμάχιρου, κότσα, κουμπουλίτς, λάζου, μέτς, μπλικρ, ξουραφάς, πενερί, σβανάς, σγιας, σογιά, σουγιαδέλ, σουγίδι, σουλιάς, τριτσέτο, τσακαδέλι, τσακάκι, τσακάς, τσακδέλι, τσακί, τσακού, τσιακ, τσιακί, τσιάκος, τσιάκους, φότσια, ψιφί

μπέλιο < bέλιο [1972] || άσπρο βόδι

μπελίσιμα [2003] || πολύ όμορφη

μπελίτσα [1963] || άσπρη προβατίνα

μπελιχανάς [1963] || τεμπελχανάς, τεμπελαράς

μπελκάντο [1995] || τέχνη τραγουδιού που σχετίζεται με την ιταλική όπερα

μπέλκι [1709], μπέλκιμ [1866b], μπέρκεμου [1876b], μπέλκιμ < μπέλκημ [1946], μπέλκιμ < bέλκιμ [1976], μπέλικι [1876a], μπεγίκι, μπέκι || ίσως (λόγιο), μάλλον (λόγιο)

μπελμέ [1987a] || αμπάρι που για τα γεννήματα

μπελμέλ [1983b] || σούζα

μπέλμπερης [1910], μπέλμπερις [1884c] || ο μεγάλος παπαφίγος και ο πλωριός (πανιά), η φωσωνίς (λόγιο)

μπελοάρδο [1709], μπελοάρδι [1709], μπελογουάρδι [1709], μπελογάρδι [1894] || μπαλοάρδο, μπαλουάρδο, προμαχώνας (λόγιο)

μπελογρατίζω [1709], μπελογραντίζω [2001b], μπελουγραντίζω || μπλέκομαι

μπελοκάλεσα < μπελοκάλεσα [1964], μπιλουκάλισα < μπιλουκάλισα [1964] || άσπρη προβατίνα με μαύρες βούλες

μπελοκλάδι [1987a], μπεοκλάδι [1987a], μπεοκάιδι [1987a], μπεοκάδι < μπεοκάδι [1923a], μπενοκλάδι [1923a], μπενουκλάδι [1923a] || έρπητας (λόγιο), αμπελοκλάδι, αμπενοκλάδι, μαγάρα, σφαλαγκόδρομος

μπελοκλαδιάζου, μπελοκλαδιάζου [1987a], μπεοκαδιάζου, μπεοκαδιάζου [1987a], μπεοκαϊδάζου [1987a] || αμπελοκλαδιάζω, βγάζω έρπητα

μπελομαθκιά < μπελομαθκιά [2002] || όση κλωστή περνάει κάθε φορά στη βελόνα

μπελόμενο < μπελλόμενο [1963] || κάποιο όμορφο λουλούδι

μπελονιάζω < μπελονιάζω [1874a], μπολονιάζω [1874c], μπιλουνιάζου, μπιλουνιάζου [1981], μπελονιάζου, μπιλουνίζου, μπολονιάζω || βελονιάζω, αμπελονιάζω, βελονιάζου, βελονίζω, βελονίτζω, βιλιουνιάζου, βιλουνιάζου, βλονιάνου, βολονιάτζω

μπελόνιασμα < bελόνιασμα [1925], μπιλόνιασμα || βελόνιασμα, βελονίαμα, βελονίασμαν, βελόνιασμαν, βολόναγμαν, βολόνασμαν

μπελονιαστής, μπιλουνιαστής || βελονιαστής (αυτός που βελονιάζει τα φύλλα του καπνού)

μπέλος [1982], μπέλους [2010] || άσπρος

μπέλος [2001b] || αγαπητικός, ααπιτικός, ααπός, αγαπιτικό, αγαπιτκός, αγαπκός, αγαπό, αγαπός, αγαπός, αγάπος, αγαπτικός, αγαφτικός, αϊγαπιτικός, αμοράτος, αμορόζος, αμορούντζος, αμουρίζος, αμουρούζος, αργολάβος, ασίκης, ασίξ, ασίτσης, ασούχς, γαπιτικός, γαπτικός, γιαβουκλής, γιαβουκλός, γιαβουκλούς, γιακής, γιακλής, γιαουκλής, γιαουκλούς, γιαράνης, γιαρένης, γιαρένς, γιαρέντης, γιαρέντς, γιαρίνης, γιερένης, γιερέντης, γιρέντς, γκαντζέλος, γκόμενος, γκόμινος, γκόμινους, καλός, κάφκος, κούκος, λεγάμενος, λιγάμινους, μορόζος

μπελότο < μπελόττο [1996b] || μαξιλαράκι που καρφιτσώνουν τις βελόνες, κουσουνέλο

μπελού [1857] || κάποιο καράβι, η λιβυρνίδα (λόγιο)

μπέλου [1964] || άσπρο ζώο

μπελούκι [ 1960a], μπελούκ [ 1960a], μπλούκ < b’λούκι [2006], μπιλίκ, μπλιούκι, μπλιουκ || μπουλούκι, μπουλούκ

μπελούσια < μπελούσια (τα) [1966], μπιλούσια < μπιλούσια [1964] || ασπριδερά

μπελούτσα [1996b] || κάποια κουβέρτα του αργαλειού

μπελόχα [2001c] || το φυτό Malva sylvestris: αμολόχα, αμπέλουχας, αμπελόχα, αμπελόχας, αμπελόχη, αμπελόχι, μελόχα μολόχα, μολοχιά, μουλάγκα, μουλούχα, μουλόχα

μπέλτα [1987a] || βλ. μπέλκι

μπελτές [1931], μπελντές [1887b], μπελντέ, μπελτέ, μπερντές || πελτές, ντοματοπελτές, πάστα

μπελτς [1884b] || βλ. μπλέτσος

μπέλτσιαβος < μπέλτσιαβος [1996a] || χοντρός και καθαρός

μπελτσώνω [1884b] || τρώω μέχρι σκασμού

μπεμόλ [1957] || ύφεση (λόγιο)

μπέμπα [1961] || βλ. μπεμπέκα

μπεμπάλομα < μπεμπάλλωμα [1709] || έκτρωση (λόγιο), αποβολή, απουβουλή, ποβολή

μπεμπαλομένη < μπεμπαλλωμένη [1709] || αυτή που αποβάλει, που ρίχνει το παιδί: η αποβαρμένη

μπεμπάτος [2001b] || σταλμένος

μπεμπέ [1063] || το αρνί, στα μωρουδίστικα

μπεμπέ [1995], μπεμπεδίστικος [1995] || μωρουδίστικος

μπεμπέκ || μωρό, βρέφος, αχουταρούδιν, αχουταρούιν, βιζανάρικο, βιζανιάρκου, βιζανταρούδι, βράχνους, βρέθους, βρέφνο, βρέφο, βρεφούδι, βρεφούλ, βρεφούλι, βρέχνο, βρέχνος, βρέχος, βρέχου, βρεχούδ, βρέχους, βυζανιάρικο, γιαβρί, γιαβρίν, γιαβρού, γιαρί, γιαρίν, γκολιοσάνι, γκουλισάν, γρέφιου, γρεφούλ, κουνενές, κουνινές, κούτσκου, μαξούμι, μιτσιτσόνι, μορέλι, μορουδέλι, μορούλικον, μουρό, μπαμπίνο, νιάνιαρο, νιάνιαρου, νινί, νινίν, ρέφος, ρεφούλ, ρεφούλιν, φρέφον, φρέφος

μπεμπέκα [1931] || κοριτσάκι

μπεμπεκίζω [1998] || παιδιαρίζω, μωρουδίζω

μπέμπελη [1891f], μπέμπιλ < bέbιλι [1892] || ιλαρά, βγαλτσίδ, βέμπελη, βέμπιλ, βλαπί, βλατί, έλιρι, ίλερη, ίλιρ, κατσίβερη, κοκίνα, κοτσινάτσι, λίλερη, μπλούντα, πλούδια

μπεμπέλι || κυπαρισσόμηλο, καρούμπαλε, κικίδι, κουμπάκ, τσιόκος

μπέμπελο [1966] || μόμολο, ξεκούτης, ραμολιμέντο

μπεμπελόνω < μπεμπαλλώνω [1709], μπεμπαλόνω || ρίχνω το παιδί: αποβάλλω, αμπουρίζω, αμπουρίχνω, αποάλντω, αποάλω, αποβάλνω, αποβάνου, αποβέρνω, απορίβκω, απορίγνω, απορίνω, απορίσω, απορίτζω, απορίχνω, απορίχνω, απορίχτω, απουβάλου, απουβάνου, απουρίχνου πιβάλω, ποάλω, ποβάλω, ποβέλου, πορίβκω, πορίχνου, πορίχνω, πορίχτω, πουβάλου, πουρίχνου

μπεμπεμπλί, μπιμπίλι [1961], μπιλμπίδ < bιλbίδ’ [1972], μπιλμπίδι, μπιμπίλ < bιbίλ’ [1976], μπιμπίλ < μπιμπίλ(ι) [1987b], μπιμπλί | μπιρμπιλιά [1966], μπιμπλιά < μπιμπλιά (τα) [1996a], μπερμπελιά [1874a], μπιλμπίδγια < bιλbίδγια [2006], μπιμπίλια < μπιμπίλια [2008], μπιμπλιά, μπιλμπίδια, μπιλμπιά || στραγάλι, ζαγλαπίδα, ζαγλαπίδ, λεμπλεμπί, λεμπλεμπίδι, λεμπεμπί, λεπλέπι, μπομπόλι, μπουμπόλ, νιμπιλμπί, στράλι, τράγαλο

μπεμπέρισμα [1962a] || βλ. μπέλασμα

μπεμπές [1931], μπεμπέκος [1931] || ο μπέμπης | αυτός που κάνει το μικρό

μπεμπέτς || κάποιο κοχύλι

μπέμπης [1934] || αγοράκι

μπέμπι < bεbι [1978] || κόρη ματιού: ιγκορέα, λαμπίθρα, μαβράδ, ματόκορο, μαυράδι, νινί, νινίν

μπεμπούλα [1961] || υποκ. του «μπέμπα»

μπεμπούλης [1995] || υποκ. του «μπέμπης»

μπέμπω [1876a] || στέλνω

μπένα [1709] || πένα

μπενβενούτο [1963] || καλωσόρισμα

μπένε [1840] || καλά

μπενεβρέκι [1957], μπενεβρέκ < bενεβρέκ’ [1972], μπενοβράτσι [1987a], μπινιβρέκι < μπινιβρέκια (τα) [1966], μπινιβρέκ || μάλλινη βράκα, πιο φαρδιά πάνω: μοντούρι, μπολμπότσα, μπουλμπότσα, μπουλουμπότσα, μπουραζάνα, μπουτούρι, πανοβράκι, ποτούρι, πουτούρ, πουτούρα, πουτούρι, ρασοβράκι, ρασοβράτσι, σέλα, σιλούδα, σλούδα, σιαγιάνι, σαλβάρ, σαλβάρα, σαλβάρι, σιαλβάρ, σιαλβάρα, σιαλβάρι, τσακτσίρι, τσαξίρι

μπενεδέτα [1614] || το βότανο Benedicta

μπενεδικτίνη [1957], μπανεντικτίνη [1962a] || κάποιο λικέρ

μπενεμέριτος [1963] || άξιος, άξε, άξιγιος, άξιε, αξιός, άξιος, άξιους, άξιους, άξος, άξους, βαλερόζος, καντίρης, μικαγιέτς, μπασίρης, φελεμένος

μπενεστάντες [1963] || πλούσιος, άβαρε, αβάριτος, άβαρος, άβαρους, έχος, εχούμενος, ζεγκίνης, ζεγκίντς, ιχούμινους, κονομημένος, λεφτάς, ματσό, ματσωμένος, ντανιασμένους, ντιβικέλης, παραλής, παράλς, πλούσιε, πολόλιρος, πορεμένος, τζιορμπατζής, τζορμπατζής, τσακουμένους, τσιουρμπατζής, τσορμπατζής, φραγκάτος

μπενέτ [2001c] || κάποιο χόρτο που τρώγεται

μπενετάδα [1931], μπενεντάδα [2001b] || τραπέζι αποχωρισμού (κέρασμα) | αποχωρισμός

μπενεφιτσιάτα [1962a] || ευεργετική θεατρική παράσταση (λόγιο)

μπενεφίτσιο [1963], μπενεφίτζιο [1996b], μπενεφίκιο || κέρδος, οφέλημα, αβάζο, αβαντάγιο, αβαντάγιου, αβάντζο, αβάντσο, αβάτζο, αβάτζου, απολαβή, απουλαβή, βαντάγιο, βαντάγιου, διάφορο, διάφορον, διαφουρά, διάφουρου, δκιάφορος, ιπουλαβή, ισμίλ, ισμίλα, καζάντ, καζάντι, καζάντια, καζάντιο, καζάτι καλιμέντο, καλοφελιά, κιαρ, κιάρι, ουφέλιμα

μπενζίνα [1934], μπεντζίνα, μπεντσίνα || βενζίνη (λόγιο) | βενζινάκατος (λόγιο)

μπενιά, μπενιά [1709] || πενιά, κοντιλιά

μπενιαμής < μπενιαμής [1963] || το χαϊδεμένο παιδί

μπενινιτά [1963] || επιείκεια (λόγιο)

μπένισα || πένσα, τσίφτης, τσίφτι

μπενίσι [1790] || ράσο φαρδυμάνικο

μπεν-μαρί [1962a] || μπανιομαρία

μπεν-μιξτ [1962a], μπεν-μιξ [1963] || ανδρόγυνα, κοινά λουτρά (λόγιο)

μπενοκλούδι [1923b], μπελοκλαδόχορτε [1987a], μπενοκλαδόχορτε [1987a], μπενοκλάδι, μπινοκλαδόχορτο || τα φυτά Orobus Hirsuus και Cuscuta monogyna: αμπελοκλάδι, αμπελοκλαδόχορτε, αμπελοκλαδόχορτο, αμπενοκλαδόχορτο

μπενούζια [2001b] || βλ. μπζαμπζάκους

μπενσέλες [1963], μπελενκόλες [1963] || αυτός που κάνει νάζια και σκέρτσα σα γυναίκα

μπεντ || κόφτρα νερού: νεροδεσιά, νιρουκράτς

μπενταβά [ 1960a], μπετιαβά < μπετιαβά [1840], μπιτχαβά < bιτχαβά [1976], μπιτχαβά [1982], μπεντιχαβά [1996b], μπενταχαβά [1999], μπέχο, μπέχου || τσάμπα, τζάμπα, τζιάμπα, τσιάμπα, μπαντιαβά, μπαδιαβά, μπατχαβά, μπατιάβα, μπέχου, μπέχο

μπένταβρα < μπέdαβρα (τα) [1964], μπέdραβα (τα) [1966] || πέταυρα, λεπτά σανίδια

μπεντέλι [1957], μπεντέλ [ 1960a], μπιντέλι [ 1960a], μπιντέλ < bιντέλ’ [1972] || εξαγορά στρατιωτικής θητείας (λόγιο)

μπεντένι [1876a], μπεδένι [1835], μπιντέμ < bιντέμ [1892], μπιντένι [1966], μπιντέν [1988], || τείχος (λόγιο) κάστρου ή πύργου

μπεντένι [1884c] || ναυτ. μέσο συσπάστου (λόγιο)

μπεντέρης [1996a] || το πουλί Pelecanus crispus, σακάς, τιμπανιάς, τουμπανιάς, τσιαταλμπάκα

μπεντερμέ [1966] || στερεά (λόγιο)

μπεντεστένι [1934], μπεντεστέν [ 1960a] || βλ. μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά)

μπέντζες || κάποιο πουλί

μπεντζουβί [1962a] || βενζόη (λόγιο)

μπέντης [1946] || παπάς, ποπάς, παπούλης, δέσποτας, ιερής

μπέντι [ 1960a] || νεροδεσιά, νερόδεμα, νεροκράτης, νεροφράχτης, δέση, δες

μπέντια (τα) || χωρατά, καλαμπούρια, κασμέρια, μαλιμάτια, μουχαμπέτια, μπαρτζολέτες, νάκλια, παπαρδέλια, σιακάδια, χασιαμπούσια

μπεντικός < bεντικός [2001c] || ζώα του γένους Mus και του γένους Ratus: αμελέτητο, απετόνι, ζαφίρς, κατσιμιτσιράκος, κέλεου, κίρμιλης, κουφό, κφος, μαγαρικό, μάγαρο, μούσκλο, μούσκουλο, μπλούκος, μπλούχος, μποντικός, μπουντίκ, πελέκι, πεντικόν, πιντικός, ποντζουκός, ποντίκαρος, πόντικας, ποντίκι, ποντικός, πουντζουκούς, πουντίκα, πουντίκι, τσουτσότα

μπεντουάλης [1996b] || ανοιχτοχέρης, ανιχτέρης, ανιχτόσερος, ανιχτοσέρτς, ανχτουχέρς, απλοδέρης, απλοχέρης, απλόχερος, απλοχέρς, απουχέρς, γαλάντης, γαλαντόμος, γαλαντόμους, γαλατόμος, γαλεντόμος, κουβαρδάς, κουβαρντάς, μπερεκετουλής, σπλέντιτος, τζουμέρτης, χοβαρντάς, χουβαρδάς, χουβαρντάς

μπεντουβάς [1966] || ανάθεμα, άμα, ανά, ανάθεκα, ανάθεμαν, ανάθιμα, ανάθιμον, ανάλεμα, ανάρεμα, ανάτεμα, ανάτθεμα, αράθεμα, άτεμα, θεμά, νάθιμα

μπέντουλο [1931] || αθερινόδιχτο

μπεόπουλο [1961] || το παιδί του μπέη

μπεουνιάρης || κακοδιάθετος (λόγιο)

μπεπινέλε [1688] || κάποιο βότανο

μπερατζάδα, μπιρατζάδα || περατζάδα (δρόμος που κάνουνε βόλτα)

μπεράτης [1934], μπιράτ < bιράτ’ [1978], μπεράτς < bεράτς [2001c], μπεράτης < bεράτης [2001c] || αμπάρα, απεράτης, ασμπάρα, γκάγκαρο, γκάγκαρος, εμπεράτης, ζαμπί, ζεμπερέκ, ζεμπερέκι, ζιμπερέκι, ζιμπρέκ, ζουμπερέκι, κάγκαρο, καδινάτσο, καδινάτσος, καντινάτσο, καντινάτσος, καταπίδι, καταράχτης, κατενάτσος, κατινάτσο, κολιανίτσα, κολιάνιτσα, κολιάντζα, κολιάντσα, κολιάτζα, κολντεμίρι, κόλντιμιρ, κόλντουβαρ, κοντεμίρι, κουλιάντζα, κουλιάντσα, μαναβέλα, μαντάλ, μαντάλι, μάνταλο, μάνταλος, μάνταλου, μάνταλους, μπάρα, μπαράτς, μπαριέρα, μπλιτσούνι, μπράβα, παράτ, περάντης, περάντι, περάτης, πετάσι, πιράτ, πιράτι, πιράτς, ρομανίσιν, σαγιαδόρος, σαλιαδόρος, σαλιαδούρος, σαλταρέλο, σβέτα, σέρτης, σίδερο, σιρτς, σουρμές, σούρτα, σούρτης, στάνγκα, συρτάρι, σύρτης, ταλιαδούρος, τρακάζ, τρακάτσι, τσακάλ, τσεμπερέκι, τσιβέτα

μπεράτι [ 1960a], μπεράτ [ 1960a] || βεράτιο, σουλτανικό διάταγμα (λόγιο), τιμητικό δίπλωμα (λόγιο)

μπερατώνομαι [2001b] || μανταλώνομαι, αμπαρώνομαι, κλειδώνομαι

μπερατώνω [1996b] || βλ. μπερδουκλώνω

μπεργαντί [1709], μπεργαντίνι [1995], μπιργκαντίνι [1995] || περγαντί, περγιντί, κάποιο μικρό καράβι

μπεργώνω [1992] || σπρώχνω κάποιον να κάνει κάτι κακό

μπερδελίζω [1874a] || βλ. μπλιαμπλιαρίζω

μπερδελός || βλ. μπερμπιλός

μπερδελός [1874a] || βλ. μπέριος

μπερδελόσπιγγος || κάποιο πουλί (σπίνος)

μπέρδεμα [1659], μπερδεμός [1659], μπέρδευμα [1790], μπήρτεμαν [1884a], μπέρδιμα [1962c] || ανακάτεμα, μπλέξιμο

μπερδεμένος [1931], μπερδευμένος [1790] [1878b], μπερδεμμένος [1835], μπηρτημένους [1884a], μπιρδιμένους < bιρδιμένους [2006] || ανακατεμένος, μπλεγμένος

μπερδές || γλέντι, γλέγκι, γλέδι, γλένδι, γλεντ, γλέντιμα, γλέντιν, γλιέντ, εγλέντ, εγλέντι, εγλέντιν, ζαφέτ, ζγαφέτι, ζέφκι, ζιαφέντ, ζιαφέντι, ζιαφέτ, ζιαφέτι, ιγλέντ, μπαγόδα, μπαγόρδα, μπαγόρδο, μπαόρδα, ξεφάντωμα, ξεφάντωση, ξιφάντοση, ξεφαντοσίνη, τσιμπούσι, τσουμπούσι, ντζιαφέτ, ραβαΐσι, ρεμπόμπο, σουμπέτι, τζιμπούς, τζιουμπούς, τσιμπούς, τσιμπούσι

μπερδέσα [1963] || αυτή που με τα λόγια της φέρνει φαγωμάρα στους άλλους

μπερδεσούλης || βλ. μπερδεμένος

μπερδεύω [1790], μπερδαίνω [1659],, μπερδένω [1790], μπιρτέβγου < μπητρεύγου [1884a], μπερτεύκω [1891a], μπιρδεύου [1962c], μπερδεύγω [1987a], μπερδέγγου [1987a], μπιρδεύου < bιρδεύου [2006], μπερδέγκου || ανακατεύω, μπλέκω

μπερδεφτός [1931] || βλ. μπερδεμένος

μπερδεψιά < μπερδεψιά [1874a], μπερδευσιά [1790], μπιρδιψά [1988], μπερδεφσιά || βλ. μπέρδεμα

μπερδεψιάρης < μπερδεψιάρης [1963], μπερδευσιάρης [1790], μπερδεψάρης < bερδεψάρης [2001c] || ανακατεψιάρης, ανακατοτούρης, ανακατούρης, ανακατούρς, ανακατωσιάρης, ανακατωσούρας, ανακατωσούρης, ανεκατοσούρης, ανεκατούρης, ανικατούρς, νεκατούρς

μπερδεψοδουλειά [1995] || γλωσσοδέτης, καθαρογλοσίδι

μπερδεψοδούλης [1931] || βλ. μπερδεψιάρης

μπερδεψοδουλιά < μπερδεψοδουλιά [1931], μπερδεψοδουλειά [1934] || δουλειά μπερδεμένη (δύσκολη)

μπέρδουκλο [2001b] || αμπέρδουκλο, μπόδιστρο

μπερδούκλωμα [1957], μπιρδίκλουμα || μπέρκλου, μεγάλο μπέρδεμα

μπερδουκλώνω [1957], μπεδρουκλώνω [2002] || μπερατώνω, μπερδεύω, παραμαζεύω, παραμαζώνω

μπερεδάκι [1995] || υποκ. του «μπερές»

μπερεκέτβερσιν, μπιρικιάβρισουν < bιρικιάβρισουν [1976], μπιρικιάτρισουν < μπιρικ’άτρισουν [1962c], μπερεκιάτες < μπερεκιάτες [1966], μπιρικέτ βιρσίν || ας δώσει ο θεός, ευτυχώς

μπερεκέτι [1709], μπερικέτι [1709], μπερκέτι [1790], μπερεκέτ [ 1960a], μπιρικέτ [1962c], μπιρικέτ < bιρικέτ’ [1976], μπιρικιάτ < bιρικιάτι [2006], μπιρικέτ < μπηρηκέτ’ [2011], μπιρικέτι, μπιρικιάτι, μπερικιάτ, μπεριεκιάτ || αφθονία (λόγιο) | ευλογία (λόγιο) | ευτυχώς

μπερεκετλής [ 1960a], μπερεκετλίδικος [1934], μπερκετλίδικος [1934], μπιρικιτλίσιους < μπιρικιτλήσ’ους [1962c], μπερεκετιλής [1963], μπιρικιτλίδκους < bιρικιτλίδκους [1976], μπιρικιτλίδκους [1988], μπιρικιτλής < μπηρηκητλής [2011], μπερκετουλής || άφθονος (λόγιο), μπόλικος | εύφορος (λόγιο), καρπερός

μπερεμπόι [1709] || λέγεται και αμπερεμπόι, κάποιο λουλούδι

μπερές [1957], μπερέ [1957], μπερεδάκι [1995] || μάλλινο πλακουτσωτό και στρογγυλό καπέλο

μπερέσιρας < μπερέσυρας [2001c] || σκούπα, βροκαλιά, λαγανιά, παρασίρα, σαρκά, σαροματίνα, σαρονιά, σάρωμα, σιρτάρι, φκάλι, φοκάλι, φορκάλ, φουκάλ, φουκάλα, φουκάλη, φουκάλι, φουκαλιά, φουκάλια, φουκαλίτσα, φούντα, φουρκάλ, φουρκάλα, φουρκάλι, φουρκάλιν, φουρκαλούδα, φροκάλα, φροκάλι, φροκαλιά, φρόκαλο, φρουκάλ, φρουκαλιά, φρουκάλιν

μπερέτα [1866a], μπερέττα [1933] || σκούφια, κιουλάφι

μπερετίνα [1622], μπερεττίνα [1933] || πλεχτή σκούφια

μπερετίνα [2001b] || σουφρωμένη, ζαρωμένη ελιά

μπερετινιάζω [2001b] || σουφρώνω, ζαρώνω

μπερετόνι [1996b], μπερεττόνι [1963] || πηλήκιο (λόγιο)

μπερέτος [2001a] || βλ. μπεκρής

μπερετούλι [1709] || βλ. μπερετίνα

μπέρι [1982], μπερί || από | μέχρι

μπερικοκλάδα [1996b], μπερμποκλάδα [1996b], μπερμποκλάδι [1996b], μπερμπεκλάδι, μπεριμποκλάδι || περικοκλάδα, αμπερμποκλάδα, περιπλοκάδα, περιποκλάδι, περιμπλοκάδι, περιπλοκάιν

μπέριος || τραυλός, βερβέρης, γκαγκάτσης, δαμαλόγλοσος, κακαμούκας, καμπάθκους, κεκές, κουτσόγλοσος, μασός, μουρουγκλός, μπαμπαλιάρης, μπαμπαλιάρς, μπατζαβλός, μπερδελός, παρτσακλός, πελτέκης, πεπεής, πιλτέκης, πιλτέξ, σάψαλος, στριβλός, τατής, τρεβλός, τριβλός

μπεριχάρι [1966] || λαμπερά

μπέρκες [1926b] || το φυτό Crataegus azarolus: αντρικοκιά, κουδουμιλιά, μεμετζιλιά, πέρκες

μπερκιά [1910] || το φυτό Crataegus pycnoloba

μπέρκλου [1988] || β. μπερδούκλωμα

μπερλίνα [1866a] || στηλίτευση (λόγιο) | παιδικό παιχνίδι όπου λέγανε μυστικά και κουτσομπολιά (πέρασα από την αγορά κι άκουσα πολλά καλά και πολλά κακά για σένα)

μπερλίνα [1931] || κάποια άμαξα

μπερμετσούλης || βλ. μπλέτσας

μπερμπαντεύω [1934], μπιρμπαντεύω [1910] || κάνω πονηριές | γκομενίζω, τσιλιμπουρδίζω

μπερμπάντης [1910], μπερμπάτης [ 1960a], μπερμπάντες [1963], μπερμπαντάκος [1995], μπιρμπάτης [ 1960a], μπιρμπάντης [1866a] [1894], μπιρμπάντες [1840], μπιρμπάτς < bιρbάτ’ς [2006], μπιρμπάντς, μπερμπάτ || πονηρός, κατεργάρης | γκομενάκιας, γυναικάς

μπερμπαντιά [1934], μπερμπαντιά [1931], μπιρμπαντιά [1910], μπιρμπαντία [1963], μπιρμπανταρία [1963] || πονηριά, κατεργαριά | τσιλιμπούρδισμα

μπερμπάντικος [1934] || πονηρούτσικος, πονηρούλης, κατεργάρικος

μπερμπάντισα, μπερμπάντισσα [1934], μπιρμπάντισα, μπιρμπάντισσα [1934] || πονηρή, κατεργάρα | αλανιάρα, μπαζαρκάνα, σουρτούκα

μπερμπαντοδουλιά < μπερμπαντοδουλιά [1931] || βλ. μπερμπαντιά

μπερμπαντούδικο [1963] || το παιδί του μπερμπάντη

μπερμπατουριά < μπερμπατουριά [1866b] || παρέα από μπερμπάντηδες

μπερμπεκάω, μπιρμπικώ [2008] || μαζεύω τα απομεινάρια στα χωράφια ή στα αμπέλια: κοκολοώ, κουκουλουγώ, μπακουλεύω, μπουρμπουλουγώ

μπερμπέκι, μπιρμπέκι, μπιρμπέκ || το μάζεμα από τα απομεινάρια στα χωράφια ή στα αμπέλια

μπερμπελινός || βλ. μπερμπιλός

μπερμπένα [1963] || το φυτό Verbena Officinalis: βέρμπενα, γοργογιάνι, σπιροχόρτι, σπιρόχορτο, σπλινοχόρτι, σπλινόχορτο, σταβροβοτάνι, σταβροβότανο, σταβρόχορτο

μπερμπεράκι [1860] || υποκ. του «μπερμπέρης»

μπερμπέρης [ 1960a], μπιρμπέρς [1962c] || μπαρμπέρης, μπάρμπερος, μπαρμπέρς μπαρμπιέρης (barbiere στα ιταλικά)

μπερμπερίζω [2001b] || βλ. μπελάζω

μπερμπεριλίκι [ 1960a] || η δουλειά του μπαρμπέρη (ή του μπερμπέρ στα τούρκικα)

μπερμπέρις [1688] || το φυτό Crataegus oxyacantha

μπερμπετιές (οι) [1996b] || καμώματα, τερτίπια τσαλίμια

μπερμπετσίνα || βλ. μπιστάκι

μπερμπετσουλιά < μπερμπετσουλιά [1966] || γενιά κλεφτών

μπέρμπι || βλ. μπίμπα

μπερμπιλός [1931], μπιρμπιλός [1931] || παρδαλός, αλατζαλής, μπερδελός, μπερμπελινός, πλουμιστός, σιάρινους, φαρδαλός

μπέρμπιον [1688] || κάποιο φυτό

μπερμπιτσόλα < bερμπιτσόλα [1925] || μπερμπιτσόλα-δεκατσόλα: ένα παιδικό παιχνίδι

μπερνάκι || χρονιάρικο αρνί

μπερνάς < bερνάς [2001c], μπιρνάς < bιρνάς [2001c] || το σπασμένο κουκούτσι της ελιάς, που μένει στο λιοτρίβι, αφού βγει το λάδι

μπερνιά < bερνιά [2001c] || πιρουνιά

μπερντάκι [1966], μπερντάχι [1931], μπερτάκι [1961], μπερτάχι [1961], μπιρντάχ < bιρντάχ’ [1976], μπιρντάχ < μπηρντάχ’ [2011], μπιρντάκ, μπερντάκ, μπερντάχ || δάρσιμο, βάρεμα, βάριμα, βασταγαριά, βούζιο, βούρδουλας, βρόντημα, βρόντος, δάρμα, δαρμός, δερμός, ζαβράν, ικράμι, κουπανιά, λουμπουτί, λούρτιμο, ματσούκα, ματσούκι, μερεμέτι, μιριμέτ, μπατίνι, μπουκέτο, μπουνίδι, νταγιάκ, νταγιάκι, ντεγνέκι, ντεγνέτσι, ντεϊνέκι, ντουμπίτσι, ξιλαρίκους, ξύλισμα, ξύλο, ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα, πασπαλάς, πατητό, πιλάτεμα πλάκωμα, σαπλίκ, σκοπ, σκόπι, στειλιάρι, στιλιάρ, ταλάνι, τελατίνι, τιλατίν, τλουμ, τόπι, τουλούμι, τουμπάνι, τουμπάνισμα, τσατάλ, τσατάλι, τσάταλο, τσουρτσούφ, τσουρτσούφι, ψτράφ

μπερντελίκι || πανί για κουρτίνα (μπερντέ)

μπερντές [1934], μπερδές [1790], μπερτές [1837], μπιρντές [1960b], μπιρντές < bιρντές [1972], μπεδρές [2002] || περδές, περντέ, περντές, κουρτίνα, κολτρίνα, κοντρίνα, κουρτούνα, χορτίνα

μπερντές [1962b], μπερντέ || λεφτά, παραδάκι, μπεκανότα, μπικικίνια

μπερονία [1987a] || πιρουνιά, κιρουνία

μπερονιάζου, μπερονιάζου [1987a] || πιρουνιάζω, περονιάζου, πιρουνίζω, κιρουνίζω

μπερονιάστης [1933] || κάποιο μαραφέτι για το πέρασμα του κορδονιού ή του λάστιχου στα βρακιά

μπερούκα [1963] || περούκα

μπερούν < bερούν [2001c] || πιρούνι, βίλα, γκταρέλος, μπινέλ, μπινέλι, μπινέλο, μπινέλου, μπινιάλο, μπνέλου, μπονέλου, μπουνέλα, μπουντανέλι, περόν, περούνι, πίριον, πιρόν, πιρούν, πρόκα, πρότσα, προυν, τσιμπίι

μπερούτσα [1966], || μάλλινη κάπα με φλόκια και χωρίς μανίκια: μπαρούτσα, μπρούτσα

μπερπένα [1614] [1688] || το φυτό Verbena officinalis, βερμπενά

μπέρσια [1688] || το φυτό Asplenium adianthum, σκροπιδόχορτο, σκοπιροτίρι, σκροπίδι, ή μαύρο πολυτρίχι

μπέρτα || φάρσα, γκασκαρίκα, δούλεμα, δούλμα, καζούρα, κασκαρίκα, κασκαρίτσα, κατσιαρίκα κατσκαρίκα, κουραχάν, λατάν, μάντσια, μπούρλα, μπούφα, μπρέκια, νίλα, πάθημα, πλάκα, σάκα, σιακαμούδ, τσάταρα, χασκαρίκα, χνερ, χνέρι, χνιερ, χνιέρι, χουνέρ, χουνέρι

μπέρτα [1934], μπέρντα || βλ. μπελεγρίνα

μπερτέλα [1963] || μπρετέλα, μπρατέλα

μπερτουέλα || μεντεσές, αβδέλ, αβδέλα, αβδέλι, βιδέλι, γκάγκαβο, γκάγκαρο, καϊναμάς, κινέτ, κλάπα, κλαπιά, κλαπίν, κλάπος, μάσκολο, μάσκουλο, μελτισές, μεντεσέ, μεντζεσές, μεντρεσές, μιντζισές, μιντισές, περόνι, πορταδέλα, πορταδέλι, ρεζές, ριζές, ριζιές, στριφνάρι, στρουφούλι, στρουφουλίδι, στροφίγκι, στροφίδι, φερμενέλα

μπερτσεβούλη [1987a], μπερτσεβούλιας, μπερζεβούλιας || βερζεβούλης, βεελζεβούλης, βελζεβούλης, βελτσεβού, βελτσεβούλ, βερζεβεούλης, βερζεβίς βερζεβουίλης, βερτσεβαούλης, βερτσεβούλης, βιλζιβούλς, βιρζιβούλς, ζαρζάβουλους, ζαρζαβούλς, ζαρζαβούλτς, ζελζεβούλης, ζερζεβούλης, ζιρζιβούλς, ζορζοβαβούλης, ζορζοβίλς, ζορζοβούλης, ζορζοβούλης, ζουουζουβίλς, ζουρζουβίλς, ζουρζουβίλτς, ζουρζουβούλς, μερζεβίλ, μερζεβούλης, τζιρτιβούλης, τσιρτσιβούλς

μπερτσιά < μπερτσιά [1894] || το δέντρο Prunus domestica, αμπουρνελιά, δαμασκηνιά, κορομηλιά, κουμιλιά, κουμπλιά, κουρουμπλιά, μλουδ, μπουμπουτιά, μπουρνελιά, νερουμπλιά, πουρνελιά, προυνελιά, τζαρνικιά, τζανεριά, τζαρκνιά, τζερτζιλιά, τζιρικνιά, τζιρκνιά, τζιρνικιά

μπερτσιλιάνα < μπερτσιλιάνα [1987a], μπιρτσούλα [1966], μπιρτσέλα [1966] || η λάσπη για το τελευταίο σοβάντισμα | λάσπη στον πάτο του βαρελιού

μπερτσιλίζου [1987a] || ασβεστώνω, αλαχτίζω, ασβιστόνου, ασπρίζου, ασπρίζω, ασπρίντζω, ασπρίτζω, ασπριώ, ασπρογιάζω, γαλαφτίζω, γαλαχτζώ, γαλαχτίζου, γαλαχτίζω, γαουαχτώ, μπαντανώνω, μπαδαναλίζω, μπαντανιάζου, μπαντανίζω, μπατανίζω, ουααχτίζω, σπρίζω

μπερτσίλισμα [1987a] || ασβέστωμα, αλαχτιά, ασβέστουμα, ασβέστουση, άσπρισμα, γαλαχτιά, μπαντανάς, μπατανάς, μπαδανάς, μπαντάνισμα

μπερφαδίζω [1887a], μπερφαρδζώ < bερφαρδ’ζώ [2001c], μπιρφαδίζω [2001c] || κοροϊδεύω, αναγελάω, αναγελού, αναγελώ, αναγεού, αναγιλάου, αναγιλού, αναγιλώ, αναγιού, αναελάω, αναελώ, αναμπαίζω, αναμπέζου, ανεγελώ, ανεελώ, ανιγιλώ, ανιελώ, γιαλάω, δλέβου, δουλεύω, ιργιλώ, καντουρέβω, κασμιρέβου, κατσικλαντίζου, κογιονάρου, κογιονάρω, κογιονέρνω, κοϊνέρω, κορδίζω, κουγενέρω, κουγιονάρω, κουγιονάρω, κουγιουναρίζω, κουγουνάρου, κουρδίζω, κουρουϊδεύου, λαναρίζω, μπαγιάρω, μπαραμπαρίζω, μπεζογελάω, μπιλιαρίζω, ναγελώ, ναελώ, νεγελώ, νεελώ, νελώ, νιελώ, ξεγελάω, ξεγελώ, ξιγιαλάου, ξιουρίζω, παίζω, περγελώ, περιγελώ, περιπαίζω, πιργελώ, πουργιλώ, πρεφαδίζω, σκανιάζου

μπέρφαδο < bέρφαδο [2001c], μπέφαρδο [2001c], μπεφάρδισμα [2001c] || κοροϊδία, αναγέλασμα, αναγέλασμαν, αναγελασμός, αναγέλιν, αναγέλιο, αναγέλιον, αναγέλιου, ανάγελο, αναέλιον, αναμπέζασμα, ανεγέλεσμα, ανεγέλιο, ανέγελο, ανεέλεσμα, ανεέλιο, ανιγέλιου, δούλεμα, κάζο, καζούρα, κασμέρ, κογιονάδα, κουρουϊδία, μαϊτάπ, μαϊτάπι, μότα, μπάγια, μπιλιάρισμα, ναέλεσμα, νεγέλιο, περγιέλι, περφάδο

μπέρφαδος [1887a] || κορόιδο, περίγελος

μπερφάνα [2001c] || πυροφάνι, περιφάνι, περιφάνα, περοφάνι, περουφάνι, μασαλάς

μπερχανάς [ 1960a] || ερείπιο (λόγιο), ρημάδι, ρημαδιό

μπες || πέντε, πέντζι, πέντι, πεντ

μπέσα [1860], μπέσσα [1934] || πίστη, λόγος τιμής (λόγιο)

μπεσαλής [1931], μπισαλής < bισαλής [2006], μπεσαλίδικος [1998] || αυτός που κρατάει το λόγο του, αυτός που έχει μπέσα

μπεσαλού [1962b] || αυτή που κρατάει το λόγο της, αυτή που έχει μπέσα

μπεσαμέλ [1995], μπεσαμέλα [1962a] || σάλτσα με γάλα, βούτυρο, αλεύρι, αυγό και μπαχαρικά

μπεσάρομαι [1933] || πενσάρομαι, σκέφτομαι, λογιέμαι

μπεσάς [1963] || θάρρος, αντζάρδο, θαρεμός, θάρεψη, θάρρητα, ξιθάριου, τζάρδο

μπεσί [ 1960a], μπεσλί [ 1960a] || καλοθρεμμένο (ζώο)

μπεσίκι [ 1960a], μπισίκ <μπισίκ’ [1946], μπεσίτσι [1987a], μπισίκι [1982], μπισίκ < μπισίκ(ι) [1987b], μπισίκ < bισίκι [2006], μπεσίκ, μπεχίκι || η κούνια του μωρού: κβέλι, κνια, κουβέλι, κούνα, κουνί, κούνια, κουνιαριά, κουνίστρα, μαστορικό, μελούτη, νάκα, νανούδι, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμανίτσα, σαρμάνιτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σερμανίτσα, σκαμνίδ, σκαμνίδι, σκαφίδ, σκαφίδι, σούση, τρόκνια

μπέσικος, μπέσκος || τεμπέλης, αβαρεσάρης, αγιλάκης, αδούλης, άδουλος, άδουλους, αδούλς, αϊλάκης, ακαμάκη, ακαμάτες, ακαμάτης, ακαμάτρης, ακαμάτρος, ακαμάτς, ακνός, αμανός, αναδούλης, ανεπρόκοπος, ανιδούλς, ανιμπρόκουπους, ανιπουόκουβους, ανιπρόκοπες, ανιπρόκοπος, ανιπρόκουπους, ανιπρόκουφτους, ανουπρόκουπους, άουλους, άπλας, απρέκοφτος, απρόκοπο, απρόκοπος, απρόκουβους, απρόκουπους, απρόκουφτους, απρόκοφτος, αράθιμο, αράθιμους, αράθμος, αράθμους, αράθυμος, αρόθιμος αχαΐρευτος, βαργιμής, βαρεσάρης, βαρεσιάρης, βαρεσούλης, βαρετέ, βαρετές, βαρετός, βαριεμής, βαριούλης, βαρισιάρς, βαριτός, βουνιά, εκαμάτης, καθισάρης, καθισιάρης, καλπαζάνης, καλπαζάνς, καλπίνα, καλπουζάνκους, καλψ, καμάτς, καπάσης, κάρπης, κιρχανατζής, κνάκας, κοπριά, κοπροβελής, κόπρος, κοπρόσκυλο, κουματάς, κούνος, κουπρίτς, κουραδάς, κουραδίκους, κούρμαχος, κούχνιος, μανός, μαραβάς, μαχμάρς, μόκας, μούκας, μουριάβα, μπουραζάντς, μπρασκιάρς, νακαμάτης, ντεμπέλης, ντεντές, ντιλβουχανάς, οκνάρης, οκνέας, οκνιάρης, όκνιαρος, οκνός, ουκνιάρης, ουκνιάρς, ουκνός, παλιόστσουλο, πούφνα, προύφλιους, ράθυμος, ρέμπελος, ρεμπεσκές, σακάρης, σβαρνιάρης, σβαρνιάρς, σιρσέμς, σκερβελές, σουλταρής, τεμελχανάς, τεμπέλαρος, τεμπέλς, τεμπελόσκυλο, τεμπελχανάς, τιμπέλαρους, τιμπέλτς, τιμπιλχανάς, τσιτάμς, τσουτάμς, χαϊλάζης, χαϊμανάς, χαΐνης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χασομέρης, χαφταρέβρας, χιανέτης, ψοφίμι

μπεσκέσι [1983a] || πεσκέσι, πεσκές, γκαλίδι, δώρο, κανίσκι, ρεγάλο

μπεσλέβω, μπεσλεύω [ 1960a], μπεσλεντίζω [ 1960a], μπισλιτώ < bισλιτώ [1976] || ταΐζω, τρέφω

μπεσλεμές || ζώο επιβήτορας (λόγιο)

μπεσλεμές [ 1960a] || παραπαίδι, παραγιός, δουλικό

μπεσλεμές, μπισλιμές || το μανάρι (θρεφτάρι) που σφάζουν τα Χριστούγεννα

μπεσλεντίζω, μπιλσιντίζου [1988], μπισλιντίζου [1988] || βατεύω, βατέβου, βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέφκω, βατέγκου, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, γατέβω

μπεσλίκι [ 1960a], μπεσλίκ [ 1960a] || πεντάρα | πεντάδα

μπεσμελετζής [ 1960a] || παλιατζής

μπεσμπελί [2001b], μπεσμπελλί [ 1960a], μπεμπελλι [ 1960a] || ολοφάνερα, καθαρά

μπεσμπέτης [2001c] || πεισματάρης, ξεροκέφαλος

μπεσντραβίτσα (η) < μπεσdραβίτσες (οι) [1966] || μυρμηγκιά, βερβερίτσα, γαρδαβίτσα, μαντραβίκα, μαντραβίτσα, μαρδαβίτσα, μασντραβίτσα, μερμιγκιά, μιρμιτζέλα, μουσντραβίτσα, μπαζντραβίκα, μπαζντραβίτς, μπαζντραβίτσα, μπαζντραβίτσα, μπαντραβίκα, μπαρδαβίτσα, μπαστραβίτσα, ορνιθόκολος

μπέστια [1963], μπέστιας [2003] || κτήνος (λόγιο), ζώο

μπεστίζω [ 1960a] || βλ. μπεζερντίζω

μπέστρα < bέστρα [2006] || πέστρα, ασπρόμαυρη γίδα

μπετ [1688] || δέντρο του γένους Salix: ιτιά

μπετ, μπετς || άσκημος, άσιμο, ασιμομούρης, ασιμομούτσουνους, ασιμόπλαστος, ασιμοπρόσοπος, άσιμος, άσιμου, άσκεμο, άσκεμον, άσκεμος, ασκημομούρης, ασκιμομούρς, ασκιμομούτρης, ασκιμομούτσουνος, ασκιμουμούτσουνους, άσκιμους, άσκμους, άσμους, άστζιμο, άστσιμος, άστσιμους, άστσμος, άστσμους, ασχημομούρης, άσχημος άσχιμους, άτσιμος

μπετάζω || ρίχνω δεμάτια με στάχια στο αλώνι

μπετατζής [1961], μπεταντζής || μάστορας που δουλεύει στο ρίξιμο του μπετόν

μπετέ [2001b] || σπρωξιά με το μπέτι (το στήθος)

μπέτερ || πιο κακός, χειρότερος

μπετζερμέκ [ 1960a], μπετζαρεύω [ 1960a] || πετυχαίνω, καταφέρνω

μπέτικα [1966] || παράτυπα (λόγιο)

μπέτικο [1996a] || σκούρο πανί

μπετιμέζι [1987a] || πετιμέζι, πετιμέζ,

μπέτινας [1963] || αυτός που περπατά με τα χέρια και έχει τα πόδια πάνω

μπέτκου [1981] || φτηνόπραμα, παλιόπραμα

μπέτνος || Gallus domesticus: αλαχτόρι, αλαχτόριν, αλέθορα, αλέθτορα, αλέστορα, αλέφθορα, αλέφτορα, αλέχτορας, αλεχτόρι, αλεχτόριν, αλίχτορας, αλόχτερας, βούλε, γκόκορα, κάκναρο, κοκονό, κόκορας, κοκόρι, κόκορο, κόκορος, κόκοτας, κοκότι κοκοτός, κόκοτος, κόκουρας, κόκουτας, κόκουτους, κουκόρ, κουκουρίκος, κουκουτσέλας, λαχτόρε, λεχτόρι, πέκνιος, πέκνιους, πετεινός, πετινάρ, πετινόν, πέτκους, πετνάρ, πέτνιαρος, πέτνιους, πέτνος, πέτνους, πέτος, πιτνάρ, πιτός, φορόζ

μπέτο [1996b], μπέτι [1860], μπέτης [1876a], μπέτος [1996b] || πέτο, πέτης, στήθος

μπετόν [1934], μπετό [1961] || λάσπη από τσιμέντο, άμμο και χαλίκι

μπετονάκι [1998], μπεντονάκι [1995], μπιτονάκι [1995], μπιντονάκι [1995] || μικρό μπετόνι

μπετόν-αρμέ [1934] || μπετόν που μέσα έχει σίδερα

μπετόνι [1961], μπεντόνι[1995], μπιτόνι [1983a], μπιντόνι [1995], μπιτόν || δοχείο υγρών (λόγιο)

μπετονιέρα [1934], μπετονιέρα [1961] || σιδερένιος κάδος όπου ρίχνουν μέσα το τσιμέντο, την άμμο, το χαλίκι και το νερό και μετά τον γυρίζουν με μανιβέλα ή μοτέρ για να φτιάξουν το μπετόν

μπετόνικα [1688] || φυτά του γένους betonica: βετονική, πριονίτης

μπετονόκαρφο [1998] || ατσαλόκαρφο

μπετούγια [1934], μπετόια [1709], μπετούγια [1910], μπετγιά < bετγιά [2001c] || πετούγια, κλιτσινάρι, μανόπολα, μανίτσα, πόμολο, τσιακατάλι, χερούλι, χιρούλ

μπετούρι [2001b] || στηθούρι

μπέτσα [1923b] || το φυτό Medicago orbicularis

μπέτσα [1966] || αβάφτιστο κοριτσάκι

μπετσάχορτο [1923b] || το φυτό Hymenocarpus circinatus: σκορπιόχορτο μαλλιαρό

μπετσέτα [1866a] || πετσέτα

μπέτσι [1963] || βενετσιάνικη μπρούτζινη μονέδα (= με μισό κατρίνι)

μπετσίμενε [1987a] || στέγη, σκεπή

μπέτσιμο < μπέτσιμο [1923a], μπέτσιμο [1987a] || σκέπασμα

μπετσίνι [1987a] || άσπρο κατσίκι

μπετσίνι [1987a] || μεγάλο τσιμπούρι

μπέτσκα || το μανάρι που σφάζουν το Πάσχα

μπετσκώνω [1884b] || δέρνω, πλακώνω, ξυλοφορτώνω

μπετσόνω || μπαλώνω, μπαλόνου

μπέτσου [1978] || βλ. μπζούκα

μπέχατζης || τσαμπατζής, τρακαδόρος

μπέχλαβους < bέχλαβους [2006] || πέχλαβους, ευχάριστος (λόγο)

μπεχλιβάνης [1910], μπεχλεβάνης [1790], μπεχλιβάντς || παλαιστής (λόγιο), παλιοτάρης, παλιότης, πελιαβάντς, πεχλιβάν, πεχλιβάνης, πεχλιβάνον, πεχλιβάντς, πιλιβάνης, πιλιβάντς

μπέχο [1966], μπέχου [1987b] || βλ. μπενταβά

μπέχομαι [1966] || μπιστεύομαι

μπέχου < μπέχου [1923a], μπέχου [1987a] || σκεπάζω

μπέχρος [1996a], μπέχρο, μπεχρής, μπεχρί, μπεχράκι || το πουλί Anas crecca: γατζίδι, γελατζούλι, γεραρζόλι, γερατζούλι, γεροντάκι, ζαμπούρι, ζαριόνι, ζαροπάπι, ζαρόπαπια, κακανάρι, καρκαμπάς, καρκαρίδι, κολοβούτι, μικροπάπι, μικρόπαπια, παπιόνι, παπίρι, σαρσέλα, σαρσελίνα, σγατζίδι, σγατζούρι, σορσορόλι, φασκάς

μπέψιμο [1987a] || διώξιμο, απέβγαλμαν, απίβγαλμαν, απόβγαλμα, απόβγαρμα, επέβγαλμαν, πόβγαρμα

μπζαμπζάκους < bζαbζάκους [2006] || η γούλα των πουλιών: αγκούσα, αγούλ, αγούλε, βούλα, βουλός, γάσγα, γαρζούμι, γκουλ, γκούσα, γκουσγκούν, γκούσια, γόλα, γουλ, γουλή, γούλη, γούλια, γούλντα, γούλος, γούσα, κούλα, μάμα, μαμάκα, μίλο, μπαρμπατζάκος, μπαρμπατζιάκους, μπενούζια, μπζαμπζάκους, μπιλμπιτσάκους, μπιρμπιτσάκους, ούα, ούλα, ουργούθι, πετροκιλιά, προγούλα, ρέντζα, ρέτζα, σγάρα, σγκούλα, τριζέρι, τριφόλ, φούσκα, χούλη, ψιαψιάκος

μπζιάκας || χοντρούλης, γεμάτος, δροφανός, έγκομος, μπουλούκος, μπουρδούκι, μπούτσικος, σβουρτοτός, στρουμπουλός, σφουντούλης, τροφαντός

μπζούκα < bζούκα [2006] || κοιλιά, αγαστέρα, αστέρα, αστέρας, βαστέρα, βούζα, γαστέρα, γαστέρας, γκάζγκα, κιουλιά, κιούλος, κλια, κούλιαρος, μπαζάκα, μπαζούκα, μπαζουρέκα, μπάκα, μπάμπα, μπέκω, μπέτσου, μπρουστούρα, προτσούλι, προυστούρα, σκεμπές, σκιμπές, στέρα, στσουλία, τέμπα, τσλιά, τσουλιά, τσουλία, ψέκα

μπζούκας < bζούκας [2006] || κοιλαράς, βαθρακουτσίλς, βζαράς, βουζαράς, βούζαρς, βούζας, βραγκάλας, γκάζγκας, κιλαράδικος, κιλομπούρης, κούλιαρης, μπαζάκας, μπαζακάης, μπακανάκας, μπακανιάρης, μπάκας, μπαρκοκίλης, μπατζάκας, πρίγκιλας, πρίγκολας, πρίγκουλας, πρίντζιλος, πρίντζουλος, πρισκοκίλης, πρίτσολος, προκιλάς, προκίλης, προυστούρας, σκεμπιάρης, τζιλιάκης, τζιλιάρης φαρδοκίλης, φουσκιάρης

μπζουν [2010] || η άκρη του τσουβαλιού: μπουτζνάρι

μπηγμένος [1709], μπημένος [1659] || χωμένος, βαλμένος

μπηγοματζούκης [1688], μπηγοματσούκης [1837] || ανιχνευτής (λόγιο)

μπήγω [1790], μπήχνω [1635], μπήγνω < μπήγνειν [1688], μπήζω [1864], μπήου [1884a], μπήχτω [1931], μπίχνω [1963], μπήχω [1987a], μπήχου [1987a], μπήγου [1987a], μπήω [2002], μπήχνου [2006], μπίχνου [2010], μπίζου || χώνω, αμπίζου, γκίχου, ζαμπουνώ, μπλόνου, μπουλώνω, μπλόχνου, μπουτσώνω, ρουκώνου, ρουκώνω, στοπόνω, χόνου

μπηξιά < μπηξιά [1931] || βλ. μπήξιμο

μπήξιμο [1931] μπήξιμον [1790], μπήξιμουν [1884a], μπήξιμου [1987a], μπήξμου [1988] || χώσιμο, βάλσιμο, γκίτσιμο

μπήξις [1709] || μπαμπέσικο χτύπημα

μπηχταράκι [1982] || πασσαλάκι | μαχαιράκι

μπηχτάρισμα [1982] || παλούκωμα, μαχαίρωμα

μπηχτή [1931] || υπονοούμενο (λόγιο) | χτύπημα

μπηχτήρι [1888a], μπηχτάρι [1982] || μαχαίρι | πάσσαλος

μπήχτης [1931], μπίχτης [1963] || κορτάκιας, καμάκι

μπηχτός [1910], μπηκτός [1878b] || χωστός, βαλτός, καρφωτός

μπιάβε [1963] || σιτηρά (λόγιο), γεννήματα

μπιάγκαβους < bιάgαβους [1892] || σκούρος

μπιάκα [1622] || άσπρη μπογιά | πούντρα

μπιάκα < μπιάκα [1946], μπιάκου < bιάκου [2006] || το πρόβατο (στα μωρουδίστικα)

μπιάκα < bιάκα [2006] || μπρούμυτα, αμπούμπουρα, αμπούρδου, αμπρόμπτα, απίκουπα, απίπκα, απίστομα, απίστουμα, απούκουπα, επίστομα, κούπα, μπούρμπλα, μπούρμπουρα, μπρούμουτα, μπρούμτα, ομπρούμουτα, πίκπα, πίμιτα, πίπκα, πίστομα, πίστουμα, προύμουτα, ταμπούμτα,

μπιάλι < bjάλι [1892] || βλ. μπγιάλια

μπιαλό || βλ. μπιτζαροδούλης

μπιανκαρέλα < μπιανκαρέλα [1963] || μικρή άγκυρα με τρεις άκρες

μπιανκαρία < μπιανκαρία [1963] || τα ασπρόρουχα

μπιάνκο || άσπρος, αλανός, άσπερ, άσπιρ, άσπιρος, άσπος, άσπουους, άσπρεσα, άσπρισα, άσπρο άσπρους, γαλανός, ιάσπρος, μπέλος, μπέλους, χάσκος, χάσκους

μπιανς < μπιάν(η)ς [1987b] || ασπροπρόσωπος

μπιαντές [1910] || μυτερή βάρκα εννιά μέτρων, με κουπιά

μπιάτο, μπιάτου || πύον (λόγιο), γόμπι, δρολίτζιν, δροπίκι, μάρτσα, μάρτσο, μάρτσι, μαρσιά, έμπγιους, έμπιο, έμπιος, έμπιου, ίος, όλκους, όμπγιο, όμπιο, όμπιος, όμπιου, ουκάρκους, όρκους, πόστιμαν, πούι

μπιάφα < bιάφα [2006] || το ψεύτικο, το σκάρτο: μπάφα, μπριάφα

μπίβα [1790] [1835] || βλ. μπίρα

μπιβαδόρος || βλ. μπεκρής

μπίγα [1910] || γερανός, βίντσι

μπιγάδι, μπγαδ < μπ’γαδ’ [1964], μπηγάδ < bηγάδ’ [2006], μπγαδ < bγάδ’ [2006], μπγιάδι, μπγιαδ || βλ. μπινάρι

μπίγαδος < μπήγαδος [2001c] || μεγάλο πηγάδι, πήγαδος, πηγάδα, πγάδα

μπιγενάρι [2001a], μπουγενάρι [2001a], μπγενάρι || μπατζάκι, αμπόδιονας, βρακοόδ, βρακοποδαριά, βρακοποδαριό, βρακοπόδαρο, βρακοπόδι, βρακουπόδ, βρακουπόδιν, καλαμοβράκι, καλαμόβρακο, μπατζάκ, μπατζιάκ, μπουρδουνάρ, μπρατσάνα, ποδαριά, ποδονάρι, ποϊνάριν, πουδουνάρ

μπιγένι [1963], μπίγεν [1963], μπιγεντί [1963] || τροφή

μπιγιάλια < μπιγυάλια [1966] || χοντρές νιφάδες χιονιού

μπιγιαντέ, μπιγιαντέ [1987a] || βάρκα με έξι κουπιά

μπιγιαντώ < μπιγιαντώ [1988], μπιγιντίζου [2011] || διαλέγω, γιαλέγου, διαλέγου, διαλέω, δκιαλέω, ζαλέχου, κιαλέω

μπιγιντιγί [2011] || διάλεγμα, ξεχώρισμα

μπιγκόνια < μπιγκόνια [1961], μπιγόνια, μπιγόνια [1998] || φυτά του γένους Begonia, βιγόνια, βιγκόνια, χωνάκι

μπιγκότο < μπιγγότο [1888a], μπεγότο || τα μικρά ψαράκια

μπιγκότος [1963] || θρησκομανής (λόγιο)

μπιγκούνι [1996b], μπικούνι [1996b], μπιγούνι || μικρός μπίκος

μπιγλίκους < bιγλίκ’κους [1978] || αναθεματισμένος (λόγιο)

μπίγμα < μπήγμα [1709], μπήμα [1659] || βλ. μπήξιμο

μπίγολη [1963] || το να ακουμπάς τα χέρια στην κοιλιά με τα όλα δάχτυλα μπλεγμένα και να στριφογυρνάς τα δυο χοντρά δάχτυλα το ένα γύρω από το άλλο

μπίγος < μπήγος [1688] || μπόγος

μπιγότα [1884c] || ναυτ. λοβός (λόγιο)

μπιγότες (οι) [1963] || ναυτ. λοβοί (λόγιο) ή καρπούζια, είναι από ξύλο, έχουν τρεις τρύπες για να περνάει μέσα τους ένα λεπτό σκοινί που τεντώνει τα ξάρτια

μπίγουλη [1963], μπίγολη [1983b], μπίουλη [2001a], μπίγλη [2001a], μπίγουλι, || πίγουλη, φιδές, φιντές, μενουδέλι

μπιγούνι [1996b] || πιγούνι, κατσάγνου, κατσιαούλ, κατσιαούλι, κατωσάγουνο, μπάρμπα, μπάρμπους πουγούν, τσαγούλι, τσεγνιές

μπίδα [1963] || η σταφίδα στα μωρουδίστικα

μπιδηχτός < bηδηχτός [2006], μπιδητός < bηδητός [2006] || πηδηχτός, αμπδιτός, αμπδχτάρκους, πδιχτός, πιδιτός

μπίδι || βλ. μπλέτσος

μπιδιά || το δέντρο Pyrus communis, αχλαδιά, αβδιά, αμπδά, αμπδιά, αμπιδιά, αναχλαδιά απδέ, απδιά, απεδιά, απία, απίδ, απιδά, απιδγκιά απιδέ, απιδέα, απίδι, απιδιά, απιδκιά, απιντέα, απιντία, αχλάδα, αχλαδγκιά, αχλαδέα, αχλαδιά, αχραΐα

μπιδίρω [2001c] || υπακούω (λόγιο)

μπίδμα || πήδημα, αμπίδμα, απδισιά, απίδιμαν, απίδουλος, απίιμαν, απίιν, άπιος, δρασκελιά, πήδος, πιδιματιά, πιδιξιά, σαλτάρισμα, σάλταρος, σαλτίδ, σαλτίδι, σάλτο, σαλτοπίδιμα, σάλτος, σάλτου, σάρτο, σάρτος

μπιδόκα [1996b] || το έντομο Pediculus capitis: ψείρα, μιλιόρα, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα, ψίρε

μπιδουκλιά || τρικλοποδιά, αλμπούτζα, ιλμπούτζα, καλαπόδι, κλάπα, κλαπιά, κλαπίν, κλαπιτίριν, κλάπος, κλιτσοποδιά, κλίτσος, μάρκα, μπλέχτρι, μπουρδούκλα, πεδουκλιά, πιδικλιά, πιδικλουσά, πιδουκλιά, πιρδικλουσιά, πιρδουκλιά, πουρδουκλιά, προπιδιά, σμπόδος, στραβελιά, σφιρδουκλιά, τρεκλοποδιά, τρικλουπουδιά

μπιέλα, μπιέλα [1998] || διωστήρας (λόγιο)

μπιέλος < μπιέλος [1983b], μπλιo [2001c], μπλιoς < bλιος [2001c], μπγέλο < b’γέλο [2001c] || μπουγέλο, μπούγελο, μπουγέλος, μπούγελος, μπουγέλου, μπουέλο, μπουλιός, πγιέλο

μπιζ [1966] || παιδικό παιχνίδι: ένα παιδί κάθεται στη μέση με σκυμμένο το κεφάλι και κλειστά τα μάτια και κάποιο από τα άλλα, που είναι τριγύρω του, του ρίχνει μια σφαλιάρα. μετά αρχίζουν όλα μαζί να λένε «μπιζ» και να στριφογυρίζουν το ένα δάχτυλο τους στον αέρατο παιδί που είναι στη μέση λέει ποιος νομίζει ότι τον χτύπησε και αν το βρει αλλάζουν θέση

μπίζα || άσθμα (λόγιο), αγκούσα, άγκουσα, αγκούσια, αναγκασμός, ανάσμα, άνασμα, άνασμαν, άσμα, άστιμα, γκουμάχι γκούσα, ζιχούνι, ζιχούνιασμα, ρόχιο, στάλαχας, στένεμα, στένεψη, στένωση, φουσκοπλεμονάρα

μπιζάρισμα [1962a] || το να ζητάς με παλαμάκια να ξαναβγεί ο καλλιτέχνης στη σκηνή

μπιζάρω [1957] || χτυπώ παλαμάκια για να ξαναβγεί στη σκηνή ο θεατρίνος, ο μουσικός, ο τραγουδιστής

μπιζέλι [1866a], μπίζι [1688], μπίζο [1934], μπιζελιά < μπιζελιά [1957], μπιζέλ < bιζέλι [2006], μπίζα, μπίζας, μπίζης, μπίζι || το φυτό Pisum sativum, αγδουπέκα, αρακάς, άφκος, άφκους, καρίκι, μαναρόλι, πιζέλι ~ biso βενετσιάνικο

μπιζέλι < μπιζέλλι [1923b] || το φυτό Lathyrus odoratus: μοσχομπίζελο

μπιζέλλω [1891b] || έξυπνη και προκομένη γυναίκα

μπιζερίζω [1860], μπεζερέω [1860] || πεισμώνω, παραξενεύω

μπιζές [1964], μπιζίθρα [2001a], μπζήθρα [2001a] || μυτζήθρα, αναρή, αφόκιουζη, αφοκιούζι, αφόκιουρη, αφόκιουρι, βιζές, γκίζα, γκίζντα, κίζα, κουρφή, μιζίθρα, μζίθρα, μιλόχλορη, μουζίθρα, μουτζίθρα, μτζι, μτζίθρα, μυζήθρα, ξιμίτ, ούρδα, πρέντζα, πρέτζα, τζίζα

μπίζια τα [1964] || τα λόθρα: μικρά κομμάτια που έμεναν από τα καρφιά του πέταλου

μπιζίγουλο [1963] || σύνεργο του τσαγκάρη για να τρίβει τις μετζεσόλες

μπιζικάρω [2001b], μπιζιγάρω [2001b], μπιτσικάρω [2001b] || ενοχλώ (λόγιο), πειράζω, αλαρμίζω, ανγκίζου, γετόνω, γκαλντανώ, γκουμπζιαλώ, γουρταλάβω, ζιακανάου, ζουκαλνώ, κακαλατώ, κασμιρέβου, κεντάου, κιντάου, κλαφνίζω, κουγνίζω, κουϊγντίζου, κουκουπώ, κουκουφώ, κουρντίζου, κουρντίζω, μπογιάρω, νταντάρω, ντελαχιάζω παλέβου, παλεύω, παραβαρώ, πατάζω, πιλατέβγω, πιλατεύου, πιλατεύω, πιράζου, ποτσουνίζω, ποτσουνώ, πράζω, σαλαγώ, σατασέβω, σγαρλάου, σγαρλέβου, σιετώ, σιμπώ, σκαλνώ, σκεντέβγω, σκομπονέρω, σκουλουβρώ, σκουλουδρώ, σκουλουθρώ, σνταρχάου, σουμπράου, ταράζου, ταράζω, τζινάω, τζιολέβω, τζλόνω, τσιγκλάου, τσιγκλάω, τσιγκλίζου, τσιγκλιζω, τσιγκλόνω, τσιγκλώ, τσιγκράω, τσιγκρίζω, τσιγλάω, τσιουκανάου, τσολέβω

μπίζιλος < μπίζηλος [2001b] || πίζιλος, εμπίζιλος, δύσκολος

μπιζιλόσπουρους < bιζιλόσπουρους [2006] || σπόρος μπιζελιού

μπιζιλότο, μπιζολός, μπιδολότο || υπνάκος, μουσουλέτο, μποζολούτο, μπουρμπουλός, νουμπέτ, νουμπέτι, σουρούπι

μπιζμπιρίκους < bιζbιρίκους [2006] || χιόνι σπυρωτό: κορκοσάλι , σιγκραβέτσους, σπιρουχάλαζου, τζιουγκραβέλ

μπιζντιρμές < μπηζντηρμές [2011] || τυρόπιτα πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη και κανέλα

μπίζντρα || χόνδρος (λόγιο), γρατσανίτσα, γριτσανίδα, κρατσανάκ, κρατσανάκι, κρατσανό, κριτσανίδα, κριτσανίθρα, κριτσιανός, ρουκάνι, ρουκανικό, ρουκάνιμα, τραγανάδι τραγανάκ, τραγανάκι, τραγανό, χτατσανίτσα

μπιζονιάρω < μπιζονιάρω [1709] || χρειάζομαι, αναγκέβουμαι, αναγκέβουμι, ανεγκέβομε, καταρκάζουμαι, καταχριγιάζουμι, ρκάζουμαι χράζουμι, χριάζουμαι

μπιζόνιο < μπιζόνιο [1963] || ανάγκη, ανάγκ, ανάγκα, ανάγκας, ανάγκαση, ανάγκια, ανάντζη, ανάτζη, ανέγκας, ανέγκαση, ανίγκαση, γρία, ιχτιζάς, νέγκαση, χρεία, χριασίδι, χρίγια

μπιζονιόζος < μπιζονιόζος [1963] || αναγκερός, αναγκιρός

μπίζος [1688] || κάποιο ύφασμα

μπίζου || κυνηγώ

μπιζού [1962a], μπιζουδάκι [1995] || γυναικείο κόσμημα (λόγιο)

μπιζούλα [1988], μπίζουλα [2001c] || πεζούλα, ξερολιθιά, αμασά, απότιλας, αρμακά, άρμακα, αρμακάς, άρμακας. αρμάκι, αρμακιά, αρμακία, αρματσία, γκρέμπα, γκρέμπος, γρέβα, γρέμπα, γρέμπη, γρέμπος, δάμακα, δέμα, δόμη, εμασιά, ζαγάδ, ζαγάδα, λέσκα, λιθιά, μάντρα, μαντρότοιχος, ματσιπέτι, μπέιδουρας, ξερολίθι, ξερόμαντρα, ξεροτιχιά, ξερότιχος, ξεροτρόχαλος, ξιριλίθ, ξιροντίβαρου, ξιροτχιά, πεζούλ, πέζουλα, πεζούλι, πεζούλιν, πιζούλ, πιζούλα, πουδόμ, ρματσία, σεντίρι, σέτι, τάφρος, τουράκι, τράφος, τροχαλιά, τρόχαλος, τρόχαλος, τσακίλ, τσακούλ

μπιζούνι [1966], μπζιουν < μπζ’ουν [1962c] || γουρουνόπουλο, ανασμίδι, βουρουνάτσι, βρούλντι, γκουρζιλούδ, γκουρτζέλ, γκουρτζέλι, γκουρτζελούδ, γκουρτζελούδι, γκουρτζιέλ, γκουτζιούν, γκουτζούν, γκουτσινούλ, γκουτσινούλι, γκουτσιούνι, γκουτσνούλ, γκρουνάιν, γλουλάτσι, γουρνάδ, γουρνάκ, γουρνάτσι, γουρνέλ, γουρνόπκου, γουρνόπλου, γουρνόπλτος, γουρνοπουλάκι, γουρνόπουλο, γουρνούδ, γουρνούλ, γουρουνάδι, γουρουνάκι, γουρουνάτσι, γουρουνέλ, γουρουνέλι, γουρουνόπικο, γουρουνόπλο, γουρουνοπουλάκι, γουρουνούδ, γουρουνούδι, γουρουνούλι, γουτζί, γρνατς, γρνουδ, γρουλί, γρουλίν, γρούλντι, γρουνάκ, γρουνάκι, γρουνέλ, γρουνόπλου, γρουνοπουλάκι, γρουνόπουλο, γρουνούδ, γρουνούλ, κοσκούνι, κουσκούνι, λαχτένδο, λαχτένι, λαχτέντο, λαχτέντου, λαχτιντούλ, μουχτερό, μοχτερό, μπλικόπλο, μπουζάκι, μπουζόπουλο, ουρνάκι, ουρουνάτσι, σουρδόπλου, σουρίδ, φτουράκ φτουράκι, φτουρακούδ, χιουζί, χιουραδάτσι, χιουρέσι, χιουρί, χιουρίζι, χιουρίσι, χιουρούλι, χιράδ, χιράδι

μπιζουτάρισμα [1995] || λοξή εγκοπή (λόγιο)

μπιζουτιέρα, μπιζουτιέρα [1962a] || κουτάκι που βάζουν τα κοσμήματα

μπιθ [1964] || το πίσω μέρος | ο κώλος

μπίθι [1888a], μπιθ [1981] || νοίκι για σύνεργα ή αγγειά | το λάδι που κρατά το λιοτρίβι για τη δουλειά

μπίθι < μπήθι [1635] || νοίκιασμα

μπιθιάζω < μπηθιάζω [1635] [1709], μπηθιάζειν [1688], μπιθιάζω < μπιθιάζω [1963] || νοικιάζω σύνεργα ή αγγειά

μπιθιάζω < μπιθιάζω [1933], μπιθιάζω [1941] || βάζω το παστωμένο κρέας με τη γλίνα του μέσα σε πιθάρι | βάζω κάποια τροφή στο πιθάρι

μπίθιασμα < μπίθιασμα [1941] || αποθήκευση τροφίμων (λόγιο)

μπιθιαχτός < μπυθιαχτός [2001b] || βλ. μπιτάδος

μπίθλακας || βλ. μπλιάκακας

μπίκα [1966] || καψόνι

μπίκα [1982] || φακίδα, μαυράδι, πανάδα, πιτσιλάδα, πιτσούλα, πρέκνα, σφακίδα, τσεπράδα, τσιάπρα,

μπίκα [2008] || μπρούτζινο κουδούνι για τράγους

μπίκα, μπιμπίκα [2001b] || ράμφος (λόγιο), γκάγκα, γκιάγκα, κάγκα, κάνγκα, κουμούτσιν, σουρούκ, τσιμπιτάρι, τσιμπλί, τσιμπτάρ, τσιόμκα, τσιουμπλί

μπικάδι, μπικάδ < bικάδι [2006] || μικρό βόδι που δεν το έχουν μουνουχίσει

μπικαές < bικαές [1976] || τα χρωστούμενα

μπίκας [1894], μπίκας < bίκας [1972], μπικάδι, μπικάδ || ταύρος (λόγιο), μπγας, μπουγάς, μπουάς, ντάνας

μπίκας [2008] || αυτός που κουτουλάει

μπικατσέλας < bικατσέλας [2006], μπικατσέλ < bικατσέλι [2006] || χρονιάρικο βόδι

μπικαφίος [2001c] || κοντός, απόκοντος, βάμπουρας, γδούτζμπους, γδόχειρους, γκουτζιούκς, ζαντίκι, ζιμπό, ζιουμπάς, ζμπούνος, ζουμπάς, ζούμπος, ζούμπους, ζούνγκλους, ζούρους, κατσαμπρόκος, κοντακιανός, κοντατζινός, κοντοθεβίθης, κοντομάζομα, κοντομαζομένος, κοντοπάλουκον, κοντόπιασμα, κοντοπίθαμος, κοντοπίθαρος, κοντοπίθιακας, κοντορεβιθιά, κοντορεβιθούλης, κοντοσούρι, κοντόστουμπο, κοντοστούπης, κοντούλης, κοντούλιακας, κοντούτσικος, κοντοχάματσος, κουζιάξ, κουλουβάρδακους, κουντουζμπάψ, κουντουπίθουρας, κουντουσγούψ, κουντουσπίθαρους, κουντουστούψ, κουντούτσικους, κούντρους, κούχτιο, λίψαβους, μίγκους, μπαλαλάς, μπαλαλέας, μπάμπζουλας, μπάμπζουλας, μπαμπούρι, μπασμένος, μπόμπιρας, μπόπκους, μπουσμάς, ντέμλερς, πατούλας, πθαμή, πθαμνιάρς πιθαμή, πορδή πουρδή. σαμιαμίθι, στούμπος, στούμπους, στρούτζους, τάπα, τσιλιβίθρα, τζιτζβές, τριπίθαμος, φασουλής, χαμαδός

μπικεριά [1884c] || ναυτ. διαδοκίδα (λόγιο)

μπικερίνι || μικρό ποτήρι

μπικικίνι [1963], μπίκι [1963] || βενετσιάνικη μονέδα

μπικικίνια < μπικικίνια (τα) [1962b] || λεφτά, γκαφρά, μπαγιόκο, μπαγκανότα, μονέδα, μπερντέ, μπεκανότα, παράς, παραδάκι, φράγκα

μπικίνι [1962a] || μαγιό για γυναίκες σε δυο κομμάτια

μπικιόνα < μπικιόνα [1983b], μπικιόνι < μπικιόνι [1982], μπικιόν || γκαζοτενεκές, γκαζίνα, γκαζντουνικές, γκαζοντενεκές | τσίγκινο ποτήρι

μπικίρι [1963] || μπακίρι: κάποιο πεπόνι με χρώμα μπακιρένιο

μπικλέτ < μπηκλέτ’ [2011] || αναμονή, ανεμονή, απαντουχή, απαντοχή, παντουχή, παντοχή

μπικόρμικας [1946] || ξύλο που πάνω του κόβουν άλλο ξύλο

μπίκος [1894], μπίνκος [1963], μπίκο [1987a], μπίγκος [1996b], μπικοσκαλίδα [2001b], μπίνγκος || κασμάς, αξίνα, αξινάρ, αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος, πικούνι, σκαπέτα, σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ

μπίκος < bίκος [2001c] || κάποιο πουλί

μπίκου [1964] || βλ. μπίσκα

μπικούνι [2001b] || μεγάλο κομμάτι, μεγάλη μπουκιά

μπικουνίζω [1996b], μπικίζω [2001b] || πελεκώ με το μπίκο

μπικουνιστής [2001c] || ο μάστορας που δουλεύει το μπίκο

μπίκουρνας || σβέρκος, αγκούτικας, ακούτη, ακούτης, γκούτκας, ζνιχ, ζνίχι, ζνίχους, ιλίκ, καφάς, κοτίλα, κούτικας, κούτκας, κουτκούδια, κούτπας, λάκρους, λίγκι, ντούτκας, παλακούρι, πατσιάς, σβέρκο, σβέρκους, σβιρκαριά, σνίχι, στροφίγκι, σφαή, τζιανός, τρασιίλα, τρασιιλιά, τρικόπ, τσαμπάς

μπικουτί [1998], μπιγκουτί [1962a], μπιγκουντί [1962a] || μικρά ρολά για το τύλιγμα των μαλλιών

μπίλα [1966], μπίλιους < bίλιους [2006] || παιδικό παιχνίδι με παίζεται με δυο ξύλα (ένα μικρό και ένα μεγάλο): ξυλίκι, καμουντί, κούτι, λέγκα, μπιντίρι, ντάλια, ντελιμάς, τσαλίκα, τσάλτικα, τσελίκι, τσελίκ-τσομάκ, τσιλίκα, τσιλίκι, τσιλίκ, τσιλίχι, τσλικ, τσουμάκα, σκλέντζα

μπιλαβαθράκι [1709] || γυρίνος (λόγιο)

μπιλάδα, μπηλάδα [1910] || ψαροκαλύβα

μπιλάντσο [1866a], μπιλάντσιο < μπιλάντσιο [1963], μπιλάντζο [2001b], μπελάντζο || μπαλάντσο, ισολογισμός (λόγιο)

μπιλέ || βλ. μπλιο

μπιλέ [ 1960a], μπιλέμου [2001b] || ακόμα, ακόμα και

μπιλεζίκι [1876a], μπιλετζίκι [1961], μπιλιντζίκ < μπιλιντζίκ’ [1962c], μπλιτζίκ < μπλιτζίκ’ [1966], μπιλιτζίκ < bιλιτζίκ’ [1972], μπελεζίκι [2001b], μπιλτζίκ < bιλ’τζίκι [2006], μπιλιτζίκια < μπιλιτζίκια (τα) [2008], μπιλτζίκι, μπιλτζιούκι, μπλεζίκ, μπιλιτσίκι || βραχιόλι, κρικέλι

μπιλέμ [1840], μπιλιέμ || ούτε καν | ακόμα

μπιλί || πολύ

μπίλι [1966] || μπούτσι, όμορφο

μπίλια [1934], μπίλια [1931] || μικρή μπαλίτσα από σίδερο, γυαλί, ξύλο, πηλό κ.ά. | σφαιρίδιο (λόγιο)

μπίλια < bήλια [2001c], μπίλιαση < bήλιαση [2001c], μπίλιας < bήλιασ’ [2001c] || λάσπη με χώμα (ασπριά ή κοκκινιά) για τις ταράτσες | στεγανοποίηση (λόγιο)

μπιλιάζω < bηλιάζω [2001c], μπηλιάζω [1933], μπλιάζω || βάζω λάσπη από μπίλια (ασπριά) στην ταράτσα | στεγανοποιώ (λόγιο)

μπιλιάνι, μπιλιάνι [1910] || λουρί αλόγου

μπιλιαρδιστής < μπιλιαρδιστής [1910], μπιλιαδόρος < μπιλιαδόρος [1931] || αυτός που παίζει μπιλιάρδο

μπιλιάρδο [1934], μπιλιάρδο [1709], μπιλιάρδον [1835], μπιλιάρδος < μπιλιάρδος [1963] || σφαιριστήριο (λόγιο)

μπιλιαρίζω [1982] || βλ. μπερφαδίζω

μπιλιάρισμα < μπιλιάρισμα [1982] || βλ. μπέρφαδο

μπίλιασμα, μπήλιασμα [1933] || στεγανοποίηση (λόγιο) ταράτσας με μπίλια

μπιλιετέκι, μπιλετάκι [1894] || υποκ. του «μπιλιέτο»

μπιλιέτο [1934], μπιλιέτο [1931] μπιλλιέτο [1857], μπιλέτο [1866a], μπιλιέτον [1910], μπιλιετάκι, μπιλιετάκι [1957] || επισκεπτήριο (λόγιο)

μπιλιμέμ || άγνωστος, άγνωρος, άγνοθος, αγνόριμος, αγνόριμους, άγνοστε, άγνουστους, αναγνόριμος, ανάγνοστες, ανέγνοθος, ανεγνόριμος, ανέγνορος, ανέγνοστος, ανέγνουρος ανίγνουστος, ανιγρόνμους, άνοστος

μπιλίντσου < bιλίντσου [2006] || κάποιο άσπρο λουλούδι

μπιλιόρα, μπιλιόρα [1987a], μπιλιόρι, μπιλιόρι [1987a] || κάποιο άγιο ραδίκι

μπιλιούμπασης, μπιλιούμπασης [ 1960a] || μπουλούκμπασης

μπιλιούρισμα < μπιλιούρισμα [1982] || αυγή, χαραυγή, ξημέρωμα, ανατολή, αβγινάδα, αβγκή, αβγούλα, αβζή, αβκή, αδγή, άλμπα, ανατουλή, αναχάρασμα, ανετολή, αποξιμέρομα, άρμπα, αφχή, αχάραγα, αχάραγο, βάρεμα, βγη, εβή, έβη, ιμέρομα, μουρτσούλια, μπονόρα, νουτάθι, ξημερώματα, ξηφότιν, ξιφότισμαν, σίνορα, ταχιά, ταχινή, ταχνό, ταχτέρ, ταχύ, φεξ, φέξμου, φότιμα, φότιμα, χαραγή, χαραή, χάραμα, χαραμέρι, χάρμα

μπιλιρντίζου [1960b] || διακρίνω (λόγιο)

μπιλίτσα (τα) [1964], μπλιίντσα < μπλίντσκα [164], μπιλμπίσα < bιλbίσα (τα) [1976] || ασπριδερά κεράσια

μπιλίτσαβους [2008] || αυτός που έχει φακίδες

μπιλίτσκες (οι) [1996a] || μικρά λουκάνικα

μπίλκα || θεία, αδερφή της μάνας

μπιλκόμελι [1923b] || το φυτό Ephedra campylopoda: αγριολουβιά, κονδιλόχορτο, κομπόχορτο, πικροκλάδα, πολιγόνατο, πολικόμπι, πολικόμπος, πολιτρίχη, ρίκη

μπιλμέλ [1962b] || άγνοια (λόγιο)

μπιλμές < bιλμές [2001c] || γνώση, γνώρα, αγρονιμιά, αγρόνιση, γνόρι, γνόρος, γνόρου, γνόρους, γνούρος, γνος, γνόσα, εγνόρα, κατεχιά, νόση, ξεβριά, πολιξεβρία

μπιλμπιτσάκους < bιλbιτσάκους [2006] || βλ. μπζαμπζάκους

μπιλντιρτζίνι [ 1960a] || το πουλί Coturnix coturnix: ορτύκι, χαμοπέρδικα

μπιλόθω < μπιλώθω [2001b] || ζουπώ, ζιακαλιάζω, ζιουλάω, ζιουμπάω, ζιουπάω, ζλάου, ζλάω, ζλίγου, ζλίγω, ζλω, ζμπνιάζω, ζουλάου, ζουλάω, ζουλιάζου, ζουλίζω, ζουλιού, ζουλίχω, ζουλώ, ζουμπάω, ζουμπλιάζω, ζουμπώ, ζουπακιάζω, ζουπάου, ζουπάω, ζουπίζου, ζουπίζω, ζουπόνου, ζουώ, μαζουλίζω, μουκρούνου, πιλόθω, σιμπάω, τζαλιάζω, τσουπιάζω

μπιλόντς < bιλίντ’ς [1976] || ασπροκόκκινο ζώο

μπιλουβίτσι < bιλουβίτσι [1892] || κάποιο μικρό ψάρι (το τσιρόνι)

μπιλουγραντίζου [1988] || μαλώνω

μπιλούρι[2001b], μπιλιούρι < μπιλιούρι [1969], μπελούρι [2001b], μπιλιούρ || κρύσταλλο | κρυσταλλένιο

μπίλους || η μεγάλη μπίλια

μπιλόφλο < μπιλόφλλα [1946], μπινόφυλλο [2002] || αμπελόφυλλο, αμπελόφλο, αμπενόφιλο, αμπεόφιο αμπιλόφλου, μπαμπινόφιλο

μπιλσιβέρω [1884b] || γυναίκα που κάνει πως τάχα νοιάζεται για μας

μπιλσιμές [1988], μπισλιμές [1988] || για ζώο, επιβήτορας (λόγιο), βαρβάτος

μπιλτές [1982] || μουσταλευριά, κιοφτέρια, κιοφτέριν, κουρκούτι, μασταγούλα, μουστόπτα, σταλιβριά, χλες

μπιλτές [1983] || παλτό

μπιμ [1966] || ντα (: οι ξυλιές, στα μωρουδίστικα)

μπίμα < μπήμα [1926a] || παλούκι που δένουν το ζώο

μπιμιτισμένος [2001c] || αυτός που είναι μπρούμυτα

μπίμιτσα < μπίμητσα [1909], μπίμιτσα [1966], μπίμτσα [1891c], μπίμπσα < μπίμπ’σα [1964], μπίμπτσα < bίμτσα [1976] || αμπάρι, κελάρι

μπίμπα || βλ. μπίκα (κουδούνι)

μπίμπα [1963], μπίβα || ξέχειλα, γκουμπέ, κάργα, κούλουμα, κουμούλα, λούνγκο, μπέρμπι, μπλίκα, μπλιόντα, ντίγκα, ντίνγκα, ντουρούκ, ράσο, ρούγκλο, σόσιλα, στρακότο, στρίγκα, τίγκα, τίνγκα, τρίγκλα, τρισπίλιν, τσουτσούλα, φίσκα, φουλ

μπίμπα < bίbα [1962c] || μαύρη πάπια

μπίμπασης [1860], μπίνμπασης [1876a], μπιμπασάς [1982] || χιλίαρχος (λόγιο)

μπιμπελό [1957], μπιμπλό [1962a], μπιμπιλό < bιbιλό [2006] || μικρό πράγμα για στόλισμα

μπιμπέρκα < bιbέρκα [1972] || σπόρος χαρουπιού

μπιμπερό [1957] || ρωγοβύζι, βιζερό, βιζερόν, βιζολόγος, βιζολόι, βιζορόγι, βιζορόγιν, βιζορόι, βιζορόιν, βιζορόχ, ραγουβίζι, ρουγκουβίζ, ρουγουβίζ, ρουγουβίζι

μπιμπέτας [1960b] || ριμπέτας, ρέμπελος, μάγκας

μπιμπέτς || ξινό, αξνό, γάρμπο, δραπέτι, δραπέτο, δραπέτς, δραπέτσι, δρασπέτ, δρασπέτι, δρασπέτς, ζιμπρίτ, θρασπέτ, ντραπέτι, ντραπέτσι, ξνιο ξνο, όξουνου, ρασπάκι, στραπέτς, τιτραπέτς, τραπέτς, τραπέτσι

μπίμπι [1963] || βαβά (το χτύπημα στα μωρουδίστικα)

μπιμπί < bιbί [1905] || βλ. μπιρμπίνι

μπίμπια || γκρίνια, γίρνια, γκιίνα, γκίινια, γκίρνα, γκίρνια, γκρίνα, γκρίνη, γκρίνιασμα, γκρινιασμός, γρίνα, γρίνη, γρίνια, γρίνιασμα γρινιασμός, δρίνια, ρίνια,

μπίμπιες < μπίμπιες (οι) [1963] || κάνω μπίμπιες: λέω αστεία (λόγιο)

μπιμπίκ < μπιμπίκ’ [2001c], μπιμπικάτσι [2001c], μπιμπιλόχορτος || το φυτό Hordeum murinum, αγρζοσίταρε, αγριαγιάλπας, αγριάστακο, αγριογαλάτσι, αγριογιάλπας, αγριοκουρφή, αγριοκρίθαρο, αγριόμαζος, αγριοσιτάρι, αγριοσίταρο, αγριοστάρι, αγριόσταρο, αγριοστάχης, αγριοστάχι, αγριουκρίθαρου, αγριουσίταρου, αγρογαλάτσι, αγροκρίθαρο, αγρόσταθο, αστρακάνι, ατζούμπαλος, βελανίδα, βελανίθρα, βελόνι, βελονίδα, βελονόχορτο, γαλάτσι, θεριοτζίμπς, κατάτσι, κλέφτης, κολιτσόχορτο, κολομπίχτς, μαγιαλούπ, μακρογένι μαλάτσα, μσταχιό, παπαγαλάτσι, πιπίνι, πιπλάτσι, πιρούνα, πιρούνι, πλάτσι, σακοτρίπης σιταρόχορτο, σπάργανο, σπαρμενόχορτο, σταρόγερας, σταρόχορτος, στρακάνι, στράκανο, σφιριχράτσι, τζαμπάνσι, τριπολός, τριποσακάς, τριποσάκι, τριποτσουβαλάς, τριχοστάχης, τριχοστάχι, χτιόγανο

μπίμπικας [1709] || μικρή φουσκάλα

μπίμπικας [1864], μπιμπίκι [1864], || πούπουλο, πουμπούλ

μπίμπικας [1931] || το έντομο Bactrocera oleae, δάκος (λόγιο)

μπίμπικας [1963], μπιμπίκι [1996b] || αρρώστια των πουλερικών (στο δέρμα)

μπίμπικας [1996b] || το πρώτο πούπουλο των πουλιών

μπιμπίκι [1891f], μπιμπίκος [1963], μπιμπίτς < μπιμπίτσ’ [2011], μπιμπίκ, μπιμπίτς, μπέμπκας || σπυράκι με μαύρο κεφαλάκι

μπιμπίκια (τα) < bιbίκια [2001c] || σφήγκες | αρρώστια των ματιών

μπιμπίκια < bιbίκια (τα) [2001c] || τα τσαμπούνια (λεπτά καλαμάκια) της μπιμπικομάνας (στόμα της τσαμπούνας)

μπιμπικιά < μπιμπικιά [1931] || τσιμπιά πουλιού

μπιμπικιάζω [1864] || βγάζω μπιμπίκια

μπιμπικομάνα < bιbικομάνα [2001c], μπιμπκομάνα < bιb’κομάνα [2001c] || το στόμα της τσαμπούνας (γκάιντας)

μπιμπικώνω [1709], μπιμπικιάζω < μπιμπικιάζει [1931] || χνουδιάζω | ανατριχιάζω

μπιμπίλα [1709], μπιρμπίλα [1931], μπιρμπιλάδι [1931], μπιμπίλ < bιbίλ’ [1962c], μπιμπίλωμα [1709], μπιρμπίλωμα [1934], μπιμπίλα < bιbίλα [2006] || κράσπεδο (λόγιο) | γύρισμα, στρίφωμα | ούγια| ποδόγυρος| δαντέλα στην άκρη του ρούχου | προγούλι

μπιμπίλα < bιbίλα (τα) [2006], μπιλμπίσα < bιλbίσα [2006], μπίλια < bίλια [2006] || παιδικό παιχνίδι, όπου με πέτρες που πετούσαν από μακριά, προσπαθούσαν να ρίξουν κάτω κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια, που είχαν βάλει πριν όρθια

μπίμπιλας < bίbιλας [2006], μπιμπίλ < bιbίλ [2006], μπιμπίνι, μπιμπίλα || το πουλί Meleagris gallopavo, γάλα, γαλί, γαλίνα, γάλισα, γαλοπούλα, γαλόπουλο, γάλος, γάλους, γάλτσα, γοργονάκι, διάνα, διάνος, κάκνα, κακνί, κακνιά, κνόγαλου, κούβος, κούλκα, κούρκα, κουρκάνος, κούρκας, κούρκος, κούρκους, μισίρα, μισίρι, μισίρκα, μισίρκι, μισίρκους, μίσιρκους, μουσούρι, μσίρκους, μψίρκους, τούρκος, τούρκους

μπιμπίλι [1987a] || κέρασμα, ικράμι, ικράμ, τρατάρισμα, τραταμέντο, τράτο, φίλεμα

μπιμπιλίκα || το παιχνίδι κρυφτό: γκζουφούλι, γκρουφτέ, γκρουφούλι, κομιτάτο, κρουβιτσιάνα, κρουφτέ, κρυφτούλι, λιφτιριά, μπλουθάκι, ντουμπανιάτο, παγανιώτις, τζιβουτό, χουστό, χωστός

μπίμπιλο [1910] || κατάρτι

μπιμπιλώνω [1709] [1790] [1878b], μπιμπιλόνω [1837], μπιρμπιλώνω [1934] || στριφώνω, βάζω δαντέλα στην άκρη του ρούχου

μπιμπιλωτός [1931], μπιρμπιλωτός [1934] || στολισμένος με μπιμπίλες

μπιμπίνι < μπιμπίνια (τα) [1931], μπιμπίνα [1964] || μεγάλο κουδούνι για τράγο ή κριάρι

μπιμπιρίτσα || φέτα ψωμί που έχει απάνω της δυόσμο, αλάτι και πιπέρι

μπιμπίτσκα < bιbίτσ’κα [1962c] || κάποιο μικρό σαλιγκάρι

μπιμπλιά, μπιμπλια [1981] || φιτιλάκι

μπιμπλιατζής < μπιμπλιατζής [1996a] || στραγαλατζής

μπίμπτσα [1964], μπίμσα [1964] || αρρώστια των πουλερικών: κόρυζα, κόρτσα, τσίφνα

μπιν [2001b] || χίλια

μπίνα [1966] || πόντος, ρούμπος

μπίνα [1966], μπίνια < μπίνια [2011] || κουβάλημα κάποιου στην πλάτη ή στον ώμο: αγγουράκια, αγκάνια, αγκότσα, αγκότσια, αγκούτσια, ακαλιγκούτσια, αμπελέτσα, αμπέτσα, αμπρουζά, αρμακόλου, γκαλαγκότσια, γκαλγκότς, γκαλγκούτς, γκαλιαγκότσια, γκαλιγκότς, γκαλιγκότσια, γκάνια, γκότζι, γκοτς, γκότσα, γκότσι, γκότσια, γκούτσα, γκούτσια, ζαλίγκα, ζαλίκα, ζαλούκα, καβάλ, καβάλα, καβαλίκα, καβαλίκια καβαλούρι, καβαλούτσι, καλιβούτσι, καλικούτσα, καλιτσούρι, καλοκούτσια, κβαάλα κούτσια, όπα, όπαλα, τζίγκακα, τζιτζίνα, τσονγκς

μπινάρης [1957], μπινιάρης [1934], μπινιάρης [1910], μπινιάρικος < μπινιάρικος [1910], μπινιάρκου < μπινιάρκου [2010], μπινιάρκος || δίδυμος (λόγιο), αμέγελος, γεμελάς, γέμελος, γέμιλος, γέμιλους, γιμελάς, γιμέλης, γιμελντάς, γιόμελος, γιουμιλιάρς, δέμελος, διαμέλικος, διάμελος, διδιμάρης, διδιμάρκος, διδιμάρξ, διδμάρκους, διμελάς, διμέλης, διμέλντης, δίμελος, διόμελος, διόμλους, διουμιλιάρς, διπλάρης, διπλάρι, διπλάρκος, δίπλαρος, διπλός, δμάρικος, δμαρς, έμεος, ζιμβραγός, ιμελάς, ίμελος, μέγελος, μονοκιλίτικος, μονόκιλος, ντιτμάρκους, ντουνουμάρκος, σμάρκος, σμαρός, τζιτζιμάρκος

μπινάρι [1891c] || μικρό δοκάρι

μπινάρι, μπναρ < b’ναρ’ [1976] || πηγή (λόγιο), αλιβάνσα, άμπλας, αμπολή, άμπουλας, αμπουλή, αναάλουσα, αναβαλούσα, αναβάλουσα, ανάβρα, αναβρή, ανάβρια, αναβριτάρι, αναβριτή, αναβριτούρα, ανάβρυσμα, ανεβαλούσα, ανεβάλουσα, ανεβάλσα, ανεβάουσα, ανεβριτούρα, ανεβρούσα, ανεγαλούσα, ανεμπολή, ανιβάνσα, βελούχι, βίις, βιλούχ, βιλούχι, βουρβούλα, βρις, βρούση, βρύση, βρυσομάνα, γκιούρα, γκούρα, έμπολας, εμπολή, καϊνάκι, καϊνιάκι, καταγός, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο, κούμπλα, κούρα, μάνα, μπγαδ, μπιγάδι, μπολή, μπουνάρ, μπουνάρι, μπουρίμα, μπούρμπουλας, μπουτσνάρα, μπρίσμα, νεροβγάστρα, νερομάνα, νιβριζάρα, νιβριτάρ, νιβριταριά, πεγάδ, πεγαδομάτιν, πηγάδι, πιγάδ, πινάρ, πρίσμα, τσεσμέ, τσεσμές, τσιουλνάρ, τσιουλνάρα, τσισμές, τσουλνάρα, φοντάντα, φουντάνα, χοχούλα

μπινάς [1946], μπινάς < bινάς [1972] || κτίριο (λόγιο), κτίσμα (λόγιο) | θεμέλιο | όροφος (λόγιο), πάτωμα

μπινέδικα, μπνέδκα < μπνέδ’κα [2011] || πούστικα (για φέρσιμο)

μπινέκικο [ 1960a], μπινέκι [1966], μπινέκ < bινέκ’ [1976] || άλογο καβαλαρίας

μπινέκ-τασί [1835] || ανάβαθρο (λόγιο)

μπινέλι [1931] || σύνεργο του μαραγκού, για σκάλισμα

μπινέλι [1982] || κοφτερό μαχαιράκι των τσοπάνηδων

μπινέλι, μπινέλ < μπινέλ’ [1960b], μπινέλου < bινέλου [2006], μπινέλο, μπνελ < bνελι [2006], μπνέλου || βλ. μπερούν

μπινελίκι [1934], μπινιλίκι || το πάθος του μπινέ | βρισιά | γλυκό | μεζές |

μπινές [1910], μπνες < μπ’νες [2011] || ιμπνές, ιπνές; αυτός που γαμιέται από άντρες, αλλά και γαμάει άντρες | πούστης: αυτός που μόνο γαμιέται από άντρες | κολομπαράς: αυτός που μόνο γαμάει άντρες

μπινέτα [1963] || καρβέλι, καραβέλ, καρβέλ, κιοπέτα, κουτούπα, λεφτή, μπαμπλούκα, μπασγούνι, πισνίκι, πλαστάρα, πλαστό, πουγανιά

μπινεύω [1966], μπινιέβγου || καβαλώ, καβαλάω, καβαλικέβγω, καβαλικεύω, καβαλικώ, καβαλιτσέβγω, καβαλκεύου, καβαλκεύου, καβαλκεύου, καβελικεύω, καλκέβω

μπινί [1910] || πηχάκι στο παντζούρι

μπινιά || παγαποντιά, μπαγαποντιά, πουτανιά, πουστιά

μπινιάλο, μπινιάλο [1987a] || βλ. μπερούν

μπινιάς || λάσπη με τσιμέντο και ασβέστη | το σκληρό χώμα

μπινιάτα < μπινιάτα [1992], μπινιότα [1964], μπινιότα < μπινιώτα [1966], μπινιόκα < μπινιόκα [1966] || πινιάτα, μπακιρένιο τσουκάλι

μπινιβισά [1988] || στρίμωγμα

μπινιότα < μπινιώτα [1966] || καταπιόνας, αγούλα, γκούργκουλας, γκουργκουλιάνκους, γκουργκουλιάνους, γκουρδιλάγκους, γκριτσιλιάνους, γκρτσιλιάνους, γλούμπος, γλούπη, γλούπος, γλούπους, γλούπω, κάρδας, καρδιλάγκος, καταπίθρα, καταπιθράνι, καταπινάδι, καταπινάρι, καταπινάριν, καταπινάς, καταπινίν, καταπιόνα, καταπίτης, καταπνάρ, καταπόθρα, καταπότρα, μουλί, πινιότα

μπινίσι [1876a], μπινήσι [1835], μπινίσι < μπινίσι [1923a], μπινίς || πολύ καλή και ακριβή μπέρτα

μπινίτσα [1996a], μπιενίτσα < μπιενίτσα [1996a] || φρέσκο γάλα χωρίς βούτυρο

μπινλίκα [ 1960a] || χιλιάρικο | χιλιάρα, χιλιάδα

μπίνπασης [1060], μπίμπασης [ 1960a], μπιμπασάς [ 1960a] || ταγματάρχης (λόγιο), ματζόρος

μπίντα [1614], μπήντα [1688], μπένδα [1688], μπήτα [1783] || κεφαλόδεσμος, φακιόλι

μπίντα [1874a] || ναυτ. διάξυλο (λόγιο)

μπινταγιέτι, μπινταγιέτι [ 1960a] || πρωτοδικείο (λόγιο)

μπιντάλια (τα) [1966] || τρεμούλες, τρέμουλα

μπιντάντι [1966] || το χοντρό ζουζούνι

μπιντέκι || βουβαλάκι, βουβαλάτσι, βουβαλούδ, βουβαλούδι, μποβαλάκι, μπουφαλάκι, μπουχαλάκι

μπιντέμ < bιντέμ [1892] || κάποιος τρόπος κεντήματος

μπιντέμι || δαντέλα για το μανίκι ή τον ποδόγυρο

μπιντένα || γυναικείο ρούχο, σαν ακριβή ρόμπα

μπιντές [1934], μπιντέ [1934] || λεκάνη από πορσελάνη που είχαν στο δωμάτιο του μπάνιου και έπλεναν τα απόκρυφά τους

μπιντιβίτικο, μπιτιβίτκου || μονοκόμματο

μπιντιβίτσια < μπιdιβίτσια τα [1964] || τα αρχίδια του ζώου: αμελέτητα, γουλιά, λιμπά, τσιόκια 

μπιντιρεύω [ 1960a], || βλ. μπιτάρω

μπιντίρι < μπιdίρι [1966] || βλ. μπίλα

μπιντουνίτσας (η) [1966] || κάποιο χόρτο

μπιντρίκ || ξερός, κάρκανο, κουράκ, κουράκι, μπιστιρμέ, ξέριος, ξιρκός, ξιρός

μπιντρούμ < μπιdρούμ’ [1964] || μπουντρούμι, μπουντρούμ, μπουδρούμι

μπιξομύτης [2001c] || άξιος αντίπαλος (λόγιο)

μπιό < μπιο [2001b] || βλ. μπλιο

μπιομπίδι < μπιομπίδι [1874a] || αυγοτάραχο, αβγουτάραχου, βοτάραχο, βουτάραχου οβγοτάραγον, οβοτάραχον

μπιομπός || χάχας, μπούρδας, καραγκιόζης, μόμολος, σάχλας, σαχλός, σασκίνης, σιαϊλός

μπιομπός < μπιομπός [1874a], μπιομπιό < μπιομπιό [1963], μπιμπιό || φτηνοπράμα | σιδερένιο παιχνίδι που βγάζει τον ίδιο ήχο

μπίρα [1790], μπίρρα [1709] || ζύθος (λόγιο)

μπίραβους < μbίραβους [1976] || δύστυχος, κακομοίρης, κακότυχος

μπίραζ || λίγο, λίγου, λιίγου

μπιραρία [1878b], μπιρραρία [1963] || ζυθοπωλείο (λόγιο)

μπιραριέρης, μπιραριέρης [1910] || αυτός που έχει την μπιραρία

μπιράτκους < bιράτ’κους [2006] || κάποιος χορός

μπιργιάνι < μπιργιάνι [1963] || κάποιο φαγητό με κρέας και πολλά μπαχάρια

μπιρδέξιους [2010] || πολύ άξιος

μπιρζαμάν || κάποτε, κάμποτε, καμπότι, καποτέ, κάποτες, κάπουτι, κάπουτσι

μπιρί || μερτικό, μερδικό, μερίδα, μερίδι, μερτικόν, μιράδ, μιράς, μιράσι, μοίρα, πάρτη, πάρτε

μπίρι [2001b], μπιρ || ένας, μία, ένα

μπιρίζομαι < μπυρίζομαι [1915] || καίγομαι

μπιρίζω < μπυρίζω [1887a] || καίω

μπιρίκι [1996b] || μπρίκι, μπρικ, ιμπρίκι, ιμπρίκιν, ιμπρίχ, καβανόζης, καφέμπρικο, καφέτσι, καφιλίκ, καφίμπρικου, κεβιζές, μπουρούκι, τζεζβέ, τζετζβές, τζιβτζές, τζιζβές, τζιουτζιουβές, τζιουτζιουβούλ, τζισβές, τζιτζβές, τζιτζιβές, τζιτζβιλούκ, τζιτζιβούδ, τσαμάν, τσεσμές, τσιτσβές

μπιρικόνκος [1963], μπιρικίκος [1963], μπιρικοντσέλης || μπόμπιρας, μπιτσικόκος

μπιρίκος [1709], μπιρίκο [1894], μπιρίκος < bιρίκος [2001c], μπερίκο [2001c], μπιρίκα, μπερίκος || περίκος, πιρίκος, κουτσομάνικο, κάποιο σταυρωτό γιλέκο

μπιριλαβένου || περιλαβαίνω

μπιρίμπα [1998] || παιχνίδι με τα χαρτιά (τράπουλα)

μπιρίρω [1983b] || τσουγκρίζω

μπιριτζής [1996a], μπιριντζής, μπιριντζί < μπιριντζί [1966], μπιρεντζής [1966] || πρώτος

μπιρίτσα [1998], μπιρούλα [1998] || υποκ. του «μπίρα»

μπίρλογο [1891b] || βρόμικο

μπιρμπάσκους [2010] || το ζώο που φεύγει από το κοπάδι

μπιρμπάτ || νεροποντή, ανταρτζιά, αντρατζιά, γαζέπ, γαζέπι, έμπο, έμπος, καθόρ, καθούρι, καταχάρι, καταχιμάρα, μπουραζάνι, νεροπόντι, νεροποντιά, νεροποντίλα, νεροφεσιά, ντουμπέκια, σιαρσιάρου, φουρτούνα, χασιακί

μπιρμπίλα [1961] || προγούλι, μαγούλ, μπισιουρντί, μπουρκέλα, μπρουκέλα, πιλέμι, πριγούλα, πριγούλι, πρόγουλο, προυγκέλ

μπιρμπιλάω || φλυαρώ (λόγιο) βερμαλίζω, γκεβεζελέβω, λιμάρω, μπαμπαλάου, μπαμπαλίζω, μπαταλιάρω, μπαχλατάω, νταρνταρίζω, παρλάρω, τσαμπνάου, τσαμπουνάω, τσαμπουνίζω, τσαμπουνώ

μπιρμπίλι [1866b] || το πουλί Luscinia megarhynchos, αηδόνι, αγδόνι, αδόν, αδόνι, αδόνιν, αηδόνιν, αϊδόν, αϊντόνι, αντόνι, αόνι

μπιρμπίλι [1966], μπιρμπίλ < bιρbίλ’ [1978], μπιρμπιλί [1996b], μπιρπίλι || σφυρίχτρα, ζαμπνάρα, ζαμπόινα, μαβλίστρα, νταραβίρα, ντουντούκ, σιουλίχτρα, σιουράλι, σιουρίχτρα, σιουρίχτρια, σιουρούχτρα, σιρίχτρα, σολίστρα, σορίστρα, σουλίστρα, σουρίστρα, σουρίχτρα, σουσουρίστρα, σφίρκα, σφιροχτράι, σφουρίχτρα, τσαμπούνα

μπίρμπιλο [1996b] || βλ. μπίσμιλο

μπιρμπιλομάτα [1931], μπιρμπιλουμάτα, μπιλμπιδουμάτα || τσαχπινομάτα

μπιρμπιλόνια (τα) [1982] || ζυμαρικό σαν κριθαράκι ή φρέσκο τραχανά | μικροί στρογγυλοί καρποί από φυτά που μοιάζουν με μπίλιες

μπιρμπιλόνια (τα) [2001a], μπιρμπελόνια || φρέσκο σπιτικό ζυμαρικό που μοιάζει με τραχανά

μπιρμπίλου [1987b] || χοντρούλα

μπιρμπίλω [1961], μπιρμπίλου [2008] || καμωματού, ναζιάρα, παιχνιδιάρα, σκερτσόζα, τσαχπίνα

μπιρμπιλωτά (τα) [1931] || τα τσαχπίνικα (μάτια)

μπιρμπίνι [1987a] || η πούτσα του παιδιού: πουλί, πουλάκι, μπιμπί, πιπί, κουκούνα, κουκούνι, τσουτσούνα, τσουτσούνι

μπιρμπιρίζου < bιρbιρίζου [2006] || παίζω τα μάτια τσαχπίνικα

μπιρμπιρίτσα || τα μάγια (χορός και τραγούδια) από τους χωριάτες, για να βρέξει και να ποτιστούν τα ξεραμένα χωράφια: βερβερίτσα, βιρβιρίτσα, μπαρμπαρούσα, μπερμπερούνα, περπερίτσα, πιρπιρίτσα, ντουντουλίτσα, ντοντουλίτσα, τουρτουρίτσα, περπερούνα, πιρπιρούνα

μπιρμπιτσάκους < bιρμbιτσάκους [2006] || βλ. μπζαμπζάκους

μπιρμπιτσλιά < μπιρμπιτσ’λιά (τα) [1964] || ανθρωπάκια (χωρίς αξία)

μπιρμπιτσούλτς || βλ. μπλιακιότσι

μπιρμπόλογα [1963] || ευφυολογήματα (λόγιο)

μπίρμπος [1894], μπίρμπα [1931], μπίρμπας [1963], μπιρπόνος [1963], μπιρμπόνε [1963] || πονηρός, αλεπού, αλούπου, αλπού, αστούτος, κατεργάρης, κουνάζους, κουρνάζης, κουρνάζος, μαργιόλος, μαριέλος, μαριόλος, μαριόλτς, μεκιαρές, μπαγάσας, μπαρόνας, μπαρόνος, μπερμπάντης, πουνιρός

μπίρντα < μπίρdα [1962c] || έστω κι αν

μπιρνταά [1966] || όχι πια

μπιρντέμπιρι || βλ. μπιρντένι

μπιρντένι [1876a], μπιρντέν [1981], μπιρντέμ [1988], μπιρτέμ || ξαφνικά, αμέν, άναβλα, αναπάντεχα, αναπάντιχα, αναχάπαρα, αναχπάραχτα, ανόρπιστα, άξαμνα, άξαπα, αξαπίκαστα, άξασπα, άξαφνα, άξαφνια, άξεσπα, άξιπα, άξπα, άξπαντα, απανσούζ, απαντσούς, απαξούζικα, απάξπα, άρπα, άφνιδα, άφνου, άφου, άφουα, εμέν, έξαφνα, ιμπροβίζο, κοπανιά, κουπανιά, μαρούκλοτα, μονοκοπανιά, μονομιάς, μουμεντάνια, μουνουκουπανιά,

μπιρντιριμπίρ [ 1960a] || παιδικό παιχνίδι, όπου τα παιδιά είναι σκυφτά στην αράδα, και ένα-ένα με τη σειρά, φεύγει και πηδάει πάνω από τα άλλα

μπίρος [1983a], μπίρους, μπίρο [1987a] || πίρος, πιρί, πίρους

μπιρ-παρά || κοψοχρονιά, κοψοχρονιάς

μπιρπιρίζουμι [2008] || στολίζομαι, κουρντίζομαι, κουρτίζουμι, ουρτόνομαι, σενιαρίζομαι, σενιαρίζουμι, σινιαρίζομαι, στουλιέμι, στουλίζουμι, τζολαρίζομαι

μπιρσίμι [1910], μπερσίμι [1987a], μπερσίνι [1987a], μπιρσίμ || ιμπρισίμι, μπρισίμι, μεταξωτή κλωστή

μπιρ-ταμάμ [ 1960a] || εξ ολοκλήρου (λόγιο)

μπιρτζάκαβους [2008] || βλ. μπιτσάρος

μπιρτσιά || χωρίστρα (στο χτένισμα των μαλλιών): αγρούπα, καπέτα, καρές, μπόλκα, μπουλάκα, πόλκα, στρατόνα, τέμπλα, τσιαμπάς, φρεζές, χορισιά, χουρίστρα, χρίστρα

μπίρτσιος < μπίρτσιος [1996a] || γερός και δυνατός

μπιρ-χουζούρ [1962c], μπιρχουζούρ < bιρχουζούρ’ [1976] || αδιαφορία | βάρος, φόρτωμα

μπις || βλ. μπίτσιος

μπις [1962a] || ζήτω, μπράβο

μπις [1983a] || δυο φορές

μπισικλέτα [1962a], μπισυσκλέτα [1957] || ποδήλατο (λόγιο)

μπίσκα < bίσκα [1976] || γουρούνα, ανασμίδα, βουρούνα, γκρούνα, γρούνα, λούγκρα, λούτα, μουχτερή, μπασιούρου, μπίκου, μπούζα, μπουζάκα, μπουζίτσα, μρούνα, ουρούνα, σκόοφα, σκρόφα, τσιόφα, τσιόχα | παιδικό παιχνίδι με ραβδιά: η γουρούνα ή γρούνα ή μπάτσινη-γουμάρα

μπίσκα < bίσκα [2006], μπίτσα < bίτσκα || παιδικό παιχνίδι, όπου χτυπούσαν με μακριά ξύλα ένα τενεκεδάκι, για να το βάλουν σε μια τρύπα

μπισκαΐνης [1876b] || χαρτοπαίκτης (λόγιο)

μπισκάτσα || χαρτοπαικτική λέσχη (λόγιο)

μπισκιτζίδκου || πριονιστήριο (λόγιο)

μπίσκος [1963] || φυτά του γένους ιβίσκος (Hibiscus)

μπισκοτάκι [1995] || υποκ. του «μπισκότο»

μπισκοτίνι [1963] || μπισκοτάκι

μπισκότο [1934], μπισκόττο [1963] || διπυρίτης (λόγιο)

μπισκουΐνο [1963] || κάποιο αμυγδαλωτό

μπισκούκισα [1963] || κάποιο πράσινο πουλί

μπισκουρδίνι [1963] || κάποιο γλυκό σαν το μπεζέ

μπίσκους || το μεγάλο γουρούνι: χιούρακα, χιουρέσα

μπισλίκα || το κικίδι της βελανιδιάς

μπισλώ < bισ’λώ [2006] || μπουσουλάω, αργκδίζου, αρκδιάζου αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, μπακαλάου, μπακαλνώ, μπακαλώ, μπακατώ, μπουσουλίζω, μπουσουλώ, ρκουδώ

μπίσμιλο [1996b], μπισμίλια || πίπιλο, μπίρμπιλο, πολλά

μπισμπίλι [1963], μπιζμπίλι [1963] || συκοφαντικός ψίθυρος (λόγιο)

μπισμπίλια [1996b], μπισμπίλιο [2003] || μουρμούρα, γλωσσοφαγιά

μπίσμπιλο [1884b], μπισμπίλιο [1884b], μπίζμπιλου < μπίζbιλου [1964], μπιζμπίζ < μπιζbίζ’ [1964], μπισμπίλι || μπλάκο, η μεγάλη πέτρα

μπισμπιτούν, μπις-μπιτούν [ 1960a], μπισμπιτού [2001b] || εντελώς (λόγιο)

μπισνέρα || τσέπη, μπουζού, μπουζουνάρα, μπούρσα, μπούρσια, μπουσνάρα, πάπουλα, πούγκα, πουζού, πούνκα, πουντζίν, πούρσα, πουρσόνα, πουσνάρα, τζιεπ, τζιόπη, τζιόπι, τζιοψ, τζομπ, τζόμπα, τζοπ, τζόπα, τζόπους, τζουπαλί, τζοψ

μπισνόνα || προγιαγιά, βαβού, παραμανιά, προλαλά, προυσμαγιά

μπισνόνος < μπισνόννος [1963] || προπάππους, κουρουπάπο, κουρουπαπού, κουρουπαπούα, λικοπάπος, παραπάπου, προυσπάπους

μπίστα < μπίστα [1966], μπίσα < μπίσα [1966] || ουρά, κούδα, ορά, οριά, νορά, νουρά, νούρους, ουδάρ, ουράδ, τράζα

μπιστάγκονα || πιστάγκωνα

μπισταγκωνίζω [1876a], μπισταγκωνιάζω < μοισταγκωνιάζω [2001b] || δένω κάποιον μπιστάγκονα (πιστάγκωνα)

μπιστάκι [1996b] || κουκουνάρι, γκουγκτζέλα, γκουγκτσέλα, καρκαμίλα, καρούμπαλε, καρούμπαλο, κούκλα, κουκουζέλα, κουκουνάρ, κουκουνάρα, κουκτζέλα, κούνος, μάπουρος, μομότς, μπερμπετσίνα, ρούμπαλο, σιούκλα, στροβίλα, χαρούμπαλο

μπιστακία [1996b] || το δέντρο Pinus pinea, κουκουναριά, στροβιλιά, στροφιλιά

μπιστακονίζω, μπισταγκονιάζω || δένω τα χέρια κάποιου πιστάγκωνα

μπιστεμένος [1931], μπιστεμμένος [1876a], μπιστεμένος < μπιστεμένοι (οι) [1840], μπιστιμένους < μbιστιμένους [1964] || μπιστός, πιστός, έμπιστος (λόγιο)

μπιστερή [1894], μπιστιριά < bισιτιριά [1892], μπιστιρή [1884b], μπιστιργιά < bιστιργά [1978], μπιστούρα [1931], μπιστούρι [1931], μπιστούρα [1931], μπιστή < μπιστή [1964], μπουστιρή < μπουστιρή [1964], μπιστριά < μπιστριές (οι) [1966], μπιστιριά < bιστιριά [2006] || σπηλιά, σπήλιο, σπίλιος, σπέλα, γράβα, γκράβα, γρότα, γκρότα, γκρούτα, γρότθα, μαγαράς, μέγαρα, πιστρί, πιστιριά, ψτρια

μπιστεύομαι [1957], μπιστεύγομαι [1876a] || εμπιστεύομαι (λόγιο), αποθαρίζουμαι, αφιδάρω, αφιδέβομαι, γκιβιϊτίζουμι, γκιουβεντίζου, γκιουβεντίζω, θαρέβγομαι, θαρέβομαι, κιουβεντίνουμου, κουβενέφκουμαι

μπίστη [1840], μπιστ < μπιστ’ [1964] || πίστη

μπιστιά [1874a], μπιστριά [1874a] || πέτσινο λουρί που δένει το σαμάρι στα καπούλια ζώου, απισιλίνα, απιστιά, καπλοδέτα, κολάν, κολάνα, κολάνι, κουλάν, κουλάνι, κουσκούν, κουσκούνι, μπαλντζούμι, μπαλντίμι, μπαλντούμ, μπαλντούμι, μπαλτίμι, μπαλτούμι, μπαλτούνι, μπαρντούνι, μπαχτίμι, ουπιστιά, πιστιά

μπιστιά [1876b] || πιστή

μπιστιγμός || αναπήδημα (λόγιο)

μπιστικάλι || αλογοουρά, αλογονουρά, αλογουρά, αλουγουνουρά, αλουγουρά

μπιστικός [1688], μποιστικός [1874a] || πιστικός, μπιστός, πιστός, έμπιστος (λόγιο) | τσοπάνης με ρόγα (μισθό)

μπίστιλις < μπίστιλις (οι) [1964] || κάποια μικρά αχλάδια

μπιστινούνος [1966] || ο βοηθός του νονού στα βαφτίσια

μπιστιού [1909], μπιστιού [1864], μπιστού [1874a] || βερεσέ, βερεσές, βερεσιγέ, βερεσιγές, βερεσκές, βερσές, βιρισέ, βιρισές, εμπιστιάνα, κρέδιτο, κρέντιτο, κρέτετο κρέτιτο, ντόνκα

μπιστιρμέ || βλ. μπιντρίκ

μπιστοβλιακιά || αχορτασιά, αναχορταγιά, ανεχορταγιά, ανιχουρταγιά αχορταγιά, αχορτασία, αχουρταγιά

μπιστόβλιακος < μπιστόβλακος [1966], μπιστόβλιακας || αχόρταγος, αναχόρταγος, αναχόρταες, αναχόρταος, ανεχόρταγος, ανεχόρταος, ανιχόρταγος, ανιχόρταγους, ανιχόρταους, αχόρταγο, αχόρταγους, αχόρταος, αχόρταστος

μπιστόλα [1876a], μπιστόλι [1995] || πιστόλα

μπιστολάκι || βλ. μπιστολέτο

μπιστολέτο, μπιστολέττο [1996b] || μικρό μπιστόλι, μπιστολάκι

μπιστολιά, μπιστολιά [1995] || πιστολιά

μπιστολίδι [1998] || πιστολίδι

μπιστός [1876a] || βλ. μπιστεμένος

μπιστοσύνη [1931], μπιστοσύνα [1987a] || εμπιστοσύνη (λόγιο)

μπιστρόφια < μπιστρόφια (τα) [1996a] || τα πιστρόφια, τα ψτρόφια, η πρώτη μέρα του γυρισμού (βίζιτα) του νέου ζευγαριού μετά το γάμο, στο σπίτι των γονιών της νύφης

μπιστώ [1962a] || κάνω γκελ

μπιτ [1910], μπίτι [1934], μπιτί < bιτί [1976], μπίτις [1963], μπισμιτού || τίποτα, ολότελα: ιτς, ίτσι, ίτσιου, ίτσου, καταντίπ, ντιπ, ντίπις, ντιπιντούς, ντίπου, ντιπτέν, παστάν, χιτς, χιουτς

μπιτάδο < bιτάδο [1925] || το αμπέλι όπου τα φυτά είναι το ένα κοντά στο άλλο

μπιτάδος [2001b] || πιτάδος, ζουπιγμένος, μπιθιαχτός, πατημένος, πατικωμένος, στουποτός, στουπουτός, σφιχτός

μπιτάρω [1894], μπιτίζω [1887b], μπιτίζου [1962c], μπιτίζου < bιτίζου [1972], μπιτάω [1966], μπιτώ [1996b], μπιτιρνώ [2001c], μπιτιρντίζω < μπιτιρdίζω [2001c], μπιτιρτίζω [2001c], μπτζω < b’τ’ζω [2001c], μπιτώ < bιτώ [2006], μπτίζου || τελειώνω, βγατίζω, εμπιτίζω, κιόνω, κιούκου, μπιντιρεύω, ξετελέβγω, ξετελιέβγιω, τελέβου, τελένω, τελεύω, τελιούκου, πιτιρντίζω, πιτιρντώ, σώνω, σόνου, φινίρω

μπιτάρω [2003] || φυτεύω, θέκου, πιαντάρω, φτέβγω, φτέβω, χιτέβου

μπιτζάκα [1966], μπιτσκία, μπιτσιάκι, μπιτσιάκ, μπιτσιακούδ || μαχαίρι, πιτσιάκος

μπιτζαρία [2003] || κομψότητα (λόγιο)

μπιτζαροδούλης [1963], μπιτζαρολόγος [1963] || έξυπνος, αετός, αϊτός αλτσίδα, ατσίδα, ατσίδας, αχουλής, εξπίριος, έξυπνε, ζαμανίσιους, ζερζέκι, κοψονούρης, μάρκα, μιταβγαλμένους, μπιαλό, μυαλό, νιόστακας, νοητέ, ντζιν, ξεφτέρι, ξιφτέρ, ξιφτέρι, ξύπνιος, όξιπνος, σαΐνι, σιαΐν, σπίθα, σπίρτο, σπιρτόζος, σπίρτου, τετραπέραντος, τετραπερασμένος, τετραπέρατος, τζιμάνι, τζίνι, τιτραπέρατους, τσικαμπής, τσικρίκ, φίο, φιτφάς, χαλίκα

μπιτζάρος [1963] || κομψός (λόγιο)

μπιτζέλα < bιτζέλα [2006], μπιτζιλάνα < bιτζιλάνα [2006], μπιτζιλίνα < bιτζιλίνα [2006], μπιτσιλίνα < bιτσιλίνα [2006] || κομμάτι κρέας που έχει πέτσες και νεύρα

μπιτζιά < μπιτζιά (τα) [1999] || παπούτσια για παιδιά

μπιτζιάρω || κλέβω, ατζίζου, ατζίζω, βουτώ, γδίνου, γδύνω, γιμνόνου, γκατζνιάζου, γκίζω, γυμνώνω, ετζίζω, ζαπόνου, ζαπόνω, ζουλάρω, κλέβου, κλέφτου, μαδώ, ξαϊάζου, ξαλαφρόνου, ξαλαφρώνω, ξαμόνω, ξαφρίζου, ξαφρίζω, ξεγιμνόνου, ξεγυμνώνω, ξιαφρίζου, ξιστσκαλιάζου πρεδέβω, ρουβάρω, ρουβέρνω, ρουμπαδέβω, ρουμπάρω, σηκώνω, σικόνου, σκιουφίζω, σοέβω, σουλουμάρω, σουρομαδώ σουφρώνου, σουφρώνω, τσιαλέβω, φουχτόνου, φουχτώνω

μπιτζιβίσα < bιτζιβίσα [2006] || σπλάχνα, σωθικά, κιλιόπαχα, κιλόμπαχα, κλιάντιρα, λιακά, λιάκατα, λικά, μελαχόνια, μεσαδκά, μεσαρκά, μεσικά, μσερκά, όσθκια, παρτάλια, σγατζέτο, σκοτοπλέμονα, σόθια, σόθκια, σοτικά, σπλάχνε, συκωταριά, σχτιά, τζγέρια, τζιάλακα, τζιάλιακα, τζιάρλιακα, τζιγέρια, τζιέρια, τσιλίχουρδα, τσιόζια, χαρτσένια

μπιτζμένους [1960b] || βλ. μπεκρής

μπιτζνάρ || βλ. μπλουτσουνέρα

μπιτιλιά || σταγόνα, δράγκα, δραξιά, κιαούα κόμπος, κόμπους, κουλουπκιά, λαντουρίδα, λιματίδα, νιρουσταλίδα, ντάμκα, ντάμλα, πιτιλιά, ρονιά, στάλα, στάλα, σταλαγματιά, σταλαματιά, σταλαμίδα, σταλιά, σταλούσα, στάξη, σταξιά, σταξιμαδκιά, σταξιμαθκιά, στράγκα, στραντζιά, τσαούα, τσλίδα

μπιτιρμάς [2001c] || πιτιρμές (κάποιος φόρος των Οθωμανών)

μπίτισμα [1982] || τέλειωμα

μπιτλόγκα || βλ. μπιτούλι

μπιτουκλώνω [1996a] || βάζω τρικλοποδιά

μπιτούλι [2001c], μπεδούλι || μπάλωμα από δέρμα για παπούτσια, μπιτλόγκα, μπλαθρί

μπιτουλιάνα < bιτουλιάνα [2006], μπιτουλιάνκα bιτουλιάνκα [2006] || στρογγυλή μπρούτζινη κουδούνα για μεγάλα ζώα

μπιτούν [1840], μπιτούνικος [1966], μπιντούνι [1966], μπιτούνκους [2006], μπιτούνιους < μπητούνιους [2011], μπιτούνιος, μπιτιούνκους || όλος, ακέριος, ακέριους, άκερος, ακίριος, ακίριους, αλάκερος, αλάτσερος, ατσέζε, ατσέριος, ιντιέριος, ολάκερος, ολόβολος, ούλος, ούλους

μπιτουνίμιουμ [1963] || άσφαλτος (λόγιο)

μπιτρόνου || σφαλίζω από μέσα την πόρτα του σπιτιού

μπιτσακάκι [2001b] || μαχαιράκι

μπιτσαξής [2001b] || μαχαιράς

μπιτσαξίδικο < μπιτσαξήδικο [2001b] || μαχαιροποιία (λόγιο)

μπιτσάρος || παράξενος, καπριτσιάρης καπριτσιόζος, κουριόζος, λούναβους, μουγιάρης, μπατσελάδος, μπιρτζάκαβους, μπιτσιμτσίδης, ουμουρτζής, ουρσούζαβους, παραξενιάρης, παράξινους, παρατζούβελος, πεκάδος, πίζουλος, σγαντζίκι, στραμπαλάδος, στράνιος, στρέουλας, τσιάτσιαβους, τσιφτιλής, τσουπάρης, φουμαράτος, χουιλής, χουΐλους

μπίτσι [2008], μπίτσα || τέλος, πάπαλα

μπιτσιβίδι || μικρό σταμνί

μπιτσικάβουρας [1909], μπουτσκάβρας < μπουτσ’κάβ’ρας [1964], μπιτσκάουρας || βλ. μπιτσλιάκος,

μπιτσικλέτα || μοτοσικλέτα, μοτό, μοτοσακό, μουσικλέτα, μπριτσικλέτα, πουρδαλάς, τταπουροκολού

μπιτσικόκος [1963] || βλ. μπιρικόνκος

μπιτσιλιάκος, μπιτσλιάκος < μπιτσλιάκος [1982] || σκορπιός (Androctonus), ακράπ, ακράπι, ακρέπ, καβουροσκορπία, καράντουλα, κομπίο, κοντοτούρτς, μπακολέτσης, μπιτσιλιάκος, μπιτσκάβουρας, μπιτσκάουρας, μπουτσιουκάβουρας, μπουτσκάβρας, σγρκάμπα, σκάρπας, σκορπιάς, σκορπιδέλι, σκορπίδι, σκουρπίδ, σκουρπιός, σκράκους, σκραπούδι, σκρουπίδ, σκρουπιός, χριτζιελόρος

μπιτσιλίδος || αλλοπαρμένος, αλαλιασμένος, απόλολος, αρκόπελλος, ατσίκστους, αφορμάρης, βένιας, βουρλισμένος, βουρλός, βούρλους, γαουρόπελος, εξίκης, ζαβέας, ζάβιακας, ζαβός, ζαλιάρκος, ζαλοβροντισμένος, ζαλοκουνισμένος, ζαντός, ζιζής, ζουρλοκαμπιέρης, ζουρλός, θεόλολος, θεόμουρλος, θεοπάλαβος, θεόπελος, θεότρελος, ιμπούης, ιξίκης, κατάπελος, κατσικλής, κουζουλός, κουνημένος, κουρλός, κουσουλός, κρουνς, λάλος, λελός, λουλός, λουλουπαντιέρα, λωλός, μαλαφισμένος, μουρλός, μουρουπάλαβους, μπαλάδος, μπαρτελάδος, μπατσολάδος, μσόσιουρδους, ντελής, ντελία, ντιλής, ντούρλιας, ξελολαμένος ξεπαρμένος, ξέτρελος, ξίκους, οός, παθμένους, παλαβιάρης, παλαβός, παλαβουντάνς, παλάβρας, παλάβρατζης, παπαλός, παρακουζουλός, παράουρος, παρασάνταλος, παρμένος, πελελός, πελός, σαλεμένος, σαλός, σαμουρλός, σελός, σιαμουρλός, σκαρτάδος, σμπερλάδος, τερλός, τρέλης, τρέλιακας, τρελοκαμπιέρης, τρελός, τροζός, τσακούρς, τσούλους, φεγγαριάτικος, φεγγιάρης, φουρλαΐδας

μπιτσίμι [ 1960a], μπιτσίμ [ 1960a] || σουλούπι, φόρμα

μπιτσιμλίδικος [ 1960a] || καλοφτιαγμένος

μπιτσιμσίζης [ 1960a], μπιτσιμσίζικος [ 1960a] || κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος

μπιτσιμτσίδης || βλ. μπιτσάρος

μπιτσινάρι [1987a], μπιτζουνάρα [1966] || μπουτσνάρ, σουλινάρι, σουλινάρ

μπίτσιος, μπίτσιους, μπίτζιους || γουρούνι, αγουρούν, γαλάρι, γκζι, γκουρούν, γκουτζίνι, γκουτσίνι, γκρούνι, γορούν, γουούν, γουρούν, γουρτζέλι, γούρτζελος, γρουν, γρούνι, ζούνι, θρέμμα, θριφτό, κουρούν, κρούνι, ότσι, ουρνί, ουρούνι, σούρε, χιούρε, χιούρου

μπίτσκα || βλ. μπιχτοκέφαλα

μπιτσκιτζής [1999], μπισκιτζής || πριονιστής (λόγιο)

μπίτσκο [ 1960a] || μπάσταρδος, αρπαξιμιός, κόπελας, κοπέλι, κόπελος, κουπέλ, κουπέλι, μούλε, μούλικο, μούλικος, μούλκος, μούλκους, μούλος, μουλόσπαρμα, μπαράκι, μπαστάρδικος, μπαστάρδος, μπαστί, μπάστος, πίτσικο, πίτσικος, πίτσκος, σβέρδονας, σμερδός

μπιτσούν< μπιτσούν(ι) [1987b], μπτζιουν < μπ’τζιουν [1964] || πιτσούνι, κολομπίνι, περιστεράκι, πιτσουνάκι, πιπίνι, πιπινάκι

μπιτχαβά [1987b] || βλ. μπενταβά

μπιφτέκι [1934] || ψητά κομμάτια (πλατιά και στρογγυλά) κιμά, ζυμωμένου με διάφορα μυρωδικά

μπιχερίζομαι [1983b], μπιχειρίζομαι [1982] || αρπάζω, γραπώνω, αγαπόνου αγραπόνω, αϊπάζου, απράζω, αρπάγνου, αρπάζου, αρπακολάω, αρπακολώ, αρπακόνου, αρπακόνω, αρπάνου, αρπάντζω, αρπάου, αρπάσω, αρπάχνου, αρπάχνω, αρποκολάω, αρποκολνώ, αρπουκουλάω, αρπώ, ασπράχνου, γραμπόνου, γραμπόνω, γραπόνου, γρασπόνω, ερπώ, πράχνω, ρπω, σγραπόνω

μπιχιμίκος [1931] || τζιτζιφιόγκος, τσιριπιντόνης, πισπιρίγκος

μπιχλιμπάρι [1963] || κεχριμπάρι, άμπαρι, άμπαρο, άμπρα, άμπρι, κεχλιμπάρι, κεχριμπάρ, κιχλιμπάρ, κιχλιμπάρι, κιχριμπάρ, κιχριμπάρι, λάμπρα

μπιχλιμπίδια < μπιχλιμπίδια (τα) [1931], μπιχλιμπίδι [1995], μπιχλιμπίδ || φτηνά πραγματάκια για στόλισμα | τα αρχίδια

μπιχνός [2001b], μπιχνιός [2001b], μπυχνός [1876a] || πυκνός, αγρέ, αγρός, αδρέ, αδρές, αδρί, αδρός, αδρύς, αντρίς, αρντός, ατσέ, ατσέρ

μπιχτιά || κατηφόρα, άσπα, καρατσίλα, κατέβα, κατέβας, κατηφόρι, κατηφοριά, κατήφορος, κατίφουρους, ροβολιτό, ρόβολο, ρόβολος, σακατούρι, σιακατούρι, τσακστός

μπιχτοκέφαλα, μπιχτουκέφαλα [2010] || κατακέφαλα, καταγκράου, μπίτσκα, πιτικέφαλα

μπίχτρα [2001c] || χτένα ή καρφίτσα μαλλιών

μπιχτσιδιάτκα < μπηχτσηδιάτ’κα (τα) [2011] || τα πρόστιμα που έβαζε ο μπεκτσής

μπλάβα [2001a] || μελάνιασμα, μελανιά, μελανάδα, μιλανάδα

μπλαβάδα [1963] || μπλαβίλα, γαλανάδα, μελανάδα

μπλαβάκι < μπλαβάκια (τα) [1963] || λουλούδι του γένους Iris: αγριόκρινο, κλέλια

μπλάβη [2001b] || κάποιο πουλί με μπλάβο χρώμα

μπλαβίζω [1995], μπλαβιάζω || μελανιάζω

μπλαβίλα [1996b] || βλ. μπλαβάδα

μπλαβοκεφαλάς [1996b] || κάποιο πουλί με μπλάβο χρώμα

μπλαβοκούκι [1996b] || κάποιο φυτό

μπλαβομάτης [2001b], μπλαβαμάτης [2001b] || γαλανομάτης, αλανομάτης, γαλαζομάτης, γαλανουμάτς, γαλατζομάτης

μπλαβόπετρα [1996b] || γαλαζόπετρα, αλογόπετρα, γιαλόπετρα, περουζές

μπλάβος [1635] || γαλάζιος, γαλανός, γερανιός

μπλάβος [1996b], μπλάβη || το πουλί Garrulus glandarius, βαλανίδα, κίσσα, μελάνη, πρασινοπούλι

μπλαγιομανίστρα < μπλαγιομανίστρα [1996b] || πλαγιομανίστρα, χωράφι σπαρμένο με μπλαγιόμανους

μπλαγιόμανος < μπλαγιόμανος [1996b] || πλαγιόμανας, μπλέζα, πλατοκούκι, χοντροκούκι

μπλαγκόφτικο [1884b] || βλ. μπλαχούρ

μπλάγου || βλ. μπλοκάρω

μπλαδούχι [1923b] || το δέντρο Quercus tozza: κοκιδιά

μπλαζές [1983a ], μπλαζέ [1961] || βαριεστημένος (λόγιο)

μπλαζόν [1963] || οικόσημο (λόγιο)

μπλάζου < μπλάζου [1923a] || βλ. μπλέγκου

μπλάζω [1835], μπλάσσω [1876b] || μπλέκω, μπερδεύω

μπλάζω [1887b], μπλάζου < μbλάζου [1964], μπλάζου [1987a], μπλάχνου [1987b], μπλατσιάζου < μπλατσιάζου [1987b], μπλατσιάζω < μπλατσιάζω [1966], μπλατσάζου < bλατσάζου [1976] || ανταμώνω, αμπαντώ, αμπατώ, αμπλάζου, ανταμόζω, ανταμόνου, ανταμούκου, ανταμούνω, αντένω, αντένω, απαντάου, απαντάω, απαντένου, απαντένω, απαντέχνω, απαντίζου, απαντίχνω, απαντίχω, απαντώ, απεντώ, ενταμόνω, νταμόνω, ντένου, ντένω, παντάου, παντάω, παντένου, παντίσω, παντίχνω, παντώ, πεντώ, σμπλάχνω

μπλάζω [1891d] || σκορπώ

μπλάζω [1874a] || τσακώνω | καταφέρνω

μπλαθιάζου < πλαθιάζου [1987b] || πλαθιάζου, πλάθω

μπλαθούρας [1982] || χοντροφτιαγμένος

μπλαθουριάζω || χοντραίνω | τρώω πολύ

μπλαθούριασμα < μπλαθούριασμα [1982] || πάχυνση (λόγιο)

μπλαθρί || βλ. μπιτούλι

μπλακάρω || βλ. μπλοκάρω

μπλακατζίκια (τα) || τρακατρούκες, στρακατσρούκες, σκλαπατζίκια,

μπλακέτο [1688], μπλαγγέτο [1688] || βλ. μπιάκα (πούντρα)

μπλάκο [1987a] || βλ. μπίσμπιλο

μπλακόνι [1996b] || χαστούκι, ζαγλίκι, ζαπαριά, ζαχνιά, καταμτσνιά, καφκαλιά, μουντζοφλίδι, μπάτζι, μπάτζο, μπάτζος, μπάτσα, μπατσαριά, μπάτσε, μπατσελιά, μπατσιά, μπάτσισμα μπάτσο, μπάτσος, μπατσουλέ, μπατσουλιά, μπάτσους μπίφλα, μπλαστρακιά, μπλούφος, μπρουτσουφλία, ντάμφαρος, ντάνφαρος, ξανάστροφη, ξανάστροφος, ξεμπάφαλος, ξεμπάχαλος, ξιλέα, ξιστρεφός, παπαλιά, παταριά, πάταρους, πατσιά, πάτσος, πισκαλιά, σαμπλάκας, σελιάρο, σιαμάρα, σιαμάρι, σκαμπίλι, σφοντιλιά, σφόντιλος, τζιάτος, τριόμφος, φούσκα, φουσκιά, φούσκος, χαστούκισμα

μπλαμούτσα < μπ(α)λαμούτσα [1987b] || πατημασιά, αντίρα, έμποδο, ζαλέ, μάλαξη, μπαδουλιά, ντίρα, ντορός, ντουρός, ουμπλιά, πατιά, πατιμαλιά, πατισιά, πατλιά, πατματιά, πατνιά, πατουμαλιά, πατουσέα, πατουσιά, πατσιά, ποδκιά, ποδόλα

μπλαμπλά [1995] || τα πολλά λόγια

μπλαμπλάς [1874a], μπλιάμπλιας || λογάς, γκεβεζάδικος, γκεβεζάρης, γκεβεζές, γκιβιζές, γκλοσαράς, γλοσαράς, γλοσάρης, γλοσέας, γλοσιάρης, γλουσαράς, γλουσάς, γλουσουκουπάνα, γλουσουκουπάνης, γλουσουκουπάνς, γλοχάς, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνας, γλωσσοκοπάνης, γλωσσοκοπάνος, καπάνι, κεβεζέας, κεβεζές, κεβιαζιάς, λαβατούρας, λάλος, λαφαζάνης, λαφαζάνς, λαφαζιάνης, λογαράς, λουγάς, μαλιαφατούρας , μασλάτας, μουχαμπιτλής, μουχαμπιτσής, μπανταβάλς, μπαμπαλιάρς, μπουμπουτούρας, νεροτρουλίδα, νταρντάλας, ντιβετζής, ξουράφι, ξουρής, παπαρδέλας, παρφάρας, πολιομιλιδούσης, πολύλαλος, πολυλογάς, πολύλογος, πουλουλουγάς, σαλαβάτας, στομάς, στοματάς, ταρταλιότας, ταρτάρας, τρουλίδα, τσαμπάου, τσαμπουνιάρης, τσαρλατάνους, τσαρτσαλέους, τσιαπτσιάξ, φαρφαλιάρης, φαρφαράς, φαρφάρας, φαφλατάς, φαφλόδιους

μπλάνα || μεγάλο κομμάτι τυρί

μπλάνα [1884b], μπλανί < bλανί [1892], μπλιάνα < μπλιάνα [1966], μπλάνα < bλάνα [2006] || σχίζα, σκίζα, σκιζάρι, σκιζάρ

μπλάνα [1964], μπλάνα < bλάνα [1976], μπλανί [1987a] || κούμα, μεγάλος σβόλος από χώμα (σε χωράφι) | ο χοντρός

μπλάνας [1978] || ψηλός και γεροδεμένος

μπλανγκέτα < bλανgέτα [2006], μπλανκέτα < bλανκέτα [2006] || μάλλινη κουβέρτα με ζωγραφιές

μπλάνες (οι), μπλάνις [1960b] || σημάδια στο πρόσωπο της γκαστρωμένης

μπλάνη < bλάνη [1908], μπλαν < bλάνι [2006] || πλάνη για σανίδες: ξιλουφάς, ξιλοφάης, πιταριόλι, πλάν, πλάνια, πλάντρα, ροκάνα, ροκάνη, ροκάνι, ρουκάν, ρουκάνα, ρουκάνι, ρουκάνιν, ρούκανο, ρουκχάνιν, ρουχάνι

μπλανιάζω < μπλανιάζω [1982] || μαζεύω από μπλάνες (χώμα) | χοντραίνω

μπλάνιασμα < μπλάνιασμα [1982] || φτιάχνω σωρό από μπλάνες (χώμα)

μπλανιασμένος < μπλανιασμένος [1982] || χοντροκομμένος

μπλανίζω < bλανίζω [1908] || πλανίζω

μπλανίστρα < bλανίστρα || πλανιστήριο (λόγιο)

μπλαντάζω || πλαντάζω, πλαντάζου, γριπάρω

μπλαντούς < bλαντούσ’ [2006], μπλαντούχ < bλαντούχι [2006], μπλαντούχα < bλαντούχα [2206] || δέντρα του γένους Quercus: βελανιδιά, αγρανίτσα, αγριάνκου, αγριάντζα, αγριοβαλανιδιά, αγριοβελανιδιά, αμπερνάλι, αμπερνός, άνκο, άριο, βαλανιά, βαλανιδγκιά, βαλανιδέα, βαλανιδιά, βαλανιδκιά, βελανιά, βελανιδέ, βελανιδέα, βιλανδιά, γιμιράδ, γιμιράδ, γκρουσιάδι, γκρουσιάδι, γρανίτζα, γρανιτιά, γρανίτσα, γράνιτσα, γρανιτσιά, γρινάλιν, δένδρο, δένδρον, δενδρούλι, δέντρο, δέντρος, δέντρου, δέντρους, δζέρο, δούσκος, δρικέλιν, δρινάλιν, δρινέλιν, δρυ, ιδρίς, ιμεράδι, ιμιράδι, ίμιρο, ίμιρου, καρμπούνι, κελάνη, κελόνι, κιλανίδ, κιλανίτ, κιλανίτς, κλαδί, κοκιδιά, λις, μεράδι, μεράτσα, μερόδεντρο, μιράδ, μουζάβρα, μπαλαχούδι, νιζάρο, παλαμούτι, πλατίτσα, ρένια, ροτσόκι, ρουπάκι, ρουπακιά, ρουπάτσι, σούμος, τζούα, τζέρο, τσάρι, τσαρνόκ, τσεράδι, τσερνάκι, τσερνόκι, τσερνούχι, τσέρο, τσέρος, τσέρους, τσιρνόκ, τσούι, τσουρνόκ, φαλανδιά, φαλανιδιά, φελός

μπλαντουχώνου < bλαντουχώνου [2006] || μεγαλώνω πολύ (για τα φύλλα)

μπλαξάρι [1982] || μεγάλο κομμάτι ψωμί

μπλάρι, μπλαρ < μbλαρ’ [1964], μπλαρ < μπλάρ(ι) [1987b] || μουλάρι, βορδόν, βόρδονας, βορδόνι, βορδόνιν, βόρδος, βορντόν, βορτόν, βορτόνιν, βόρτος, βουρδόν, βουρντόν, βουρντόνι, βουρντούνι, βουρτόνι, γορδόνι, μλαρ, μλάρι, μουλάρ, μουλάρη, μουλάριον, μούλος, μουρδόνι, μουρτζής, ντουγάν, ορδόνι, σβόρδονας

μπλαρινός < μbλαρινός [1976] || μουλαρινός

μπλαστάρα < bλαστάρα [2006] || ο καρπός της σμαρδαλιάς ή τσικουδιάς, το τσίκουδο

μπλαστή [1983b] || σβαρνιστά

μπλάστης [1957], μπλασταριά < μπλασταργιά [1988], μπλάστρης, μπλάστρς, μπλάστς || πλάστης (για το ζυμάρι), γιοκλέν γκλοστρ, γκλόστρης, καλαμίδι, κλοστς, μαδράτζιν, μαρτζάτζιν, ματσόβιργα, ματσόξιλο, μιλονόβιτσα, ξιλίκι, πετρόβεργο, πετρογιάρης, πλασταριά, πλαστέρα, πλαστίρ, πλαστίρα, πλαστίρι, πλαστς, σαΐτα, φλιμαρόβεργα, χλαγού

μπλαστί [1930] || με το ζόρι

μπλαστός [1931] || πλαγιαστός

μπλάστρα [1966] || κομμάτι τυριού

μπλάστρα, μπλασταριά, μπλιασταριά || πέσιμο, γρουμπανιά, ζαμιακιά, κουπανστιά, μουτσνιά, νταψιά, πεσιό, πέσμο, ρούξιμον, σκασιά, ταπαλασιά, τουμπάκιασμα, φλασκαρίδι

μπλαστρακιά [2001b] || βλ. μπλακόνι

μπλαστρακίδα [2001b] || πατίκωμα | λεκές

μπλάστρι [1659], μπλάστρης [1790], μπλάστριν [1884a], μπλάθρα [1891b], μπλάθρι [1874a], μπλάστ < μπλάστ(ι) [1987b], μπλάθρης, μπλαστρ, μπλάστιρ || έμπλαστρο, ανακόλι, βεζιγάντι, βεζικάντι, βεζικατόριο, βεσικατόρι, βιζαγάντι, βιζακατόριο, βιζγάντι, βιζιγάντε, βιζικάντ, βιζικάντε, βιζικάντι, βιζικάτι, βιζικατόρ, βιζικατόρι, βιζικατόρι, βιζοκατούρι, γιακή, γιακί, γιακίν, γιακίσι, γιακού, κατάπλασμα, νακόλι

μπλαστρός || βλαστός, αβλαστός, απόλιμαν, αραμή, βαστέ, βλαστό, βλάστομα, βλάστομαν, βλαστόν, βλάστου, βλαστρός, έμπολο, έμπουλου, λασμός, λομάτσι, λουμάκα, λουμάκι, μασούρα, ράμα, ροδαμός, φλαστός

μπλάστρωμα [1709] || το βάλσιμο έμπλαστρου

μπλαστρώνω [1709], μπλαστρόνω [1857], μπλαθρόνω [1874a], μπλαθρώνω [2001a], μπλαστρόννω [1874c], μπλαστρώννου [1884a], μπλαστρώνου [1903], μπλαστρακόνω < μπλαστρακώνω [2001b], || βάζω μπλάστρι

μπλάτε [1688] || κάποιο ακριβό πανί

μπλατζούχα < bλατζούχα [2006] || αρρώστια των φυτών (μεγαλώνουν πολύ τα φύλλα και δε δένει ο καρπός)

μπλάτζω [1884b] || χοντρή, βαρέλα, γκέου, λόσκα, μιντέρου, μουτρούνα, πατόζα, χοντρέλα, χοντρομπαλού

μπλατς || αφήνω στη μέση, τα παρατάω

μπλάτσα || μια χούφτα νερό

μπλατσανάω [1982], μπλατσανάου [1987b], μπλατσαρίζω < μπλατσαρίζω [1966], μπλατζανάου [2010], μπλατσιανάω, μπλατσιάζω || πλατσουρίζω, λουτσιαρνώ, μπατσανάω, μπατσέβου, μπατσέβω, μπατσιέβω, μπλετσιανάω, μπλιακατώ, μπλιουκουτώ, μπλιτσιανάου, μπλιτσανάω, πλατσανάω, πλατσαρίζου, πλατσαρίζω, πλατσαρνάω πλατσιανάω, πλατσιανίζου, πλατσιαράω πλατσιαρνάω, πλατσιουράω, πλατσουρίζου, πλιακατώ, πλιακουτάου, πλιακουτώ, πλιαστιανάω, πλιατσανάω πλιατσιανίζου, πλιατσιαρνάου, πλιατσιαρνώ, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, τσαλαβτώ

μπλατσάνημα [1982], μπλατσάνσμα < μπλατσάν(ι)σμα [1987b] || βλ. μπλουτσάρισμα

μπλατσάρα [1921], μπλατσαριά < b(λ)ατσαρjα [1921], μπλατσαργιά [1964], μπλτσαρόπτα < b(λ)ατσαρόπ’ττα [1921], μπατσαργιά [1964], μπλατσιαριά || χορτόπιτα με ζυμάρι από καλαμποκάλευρο ή ριζάλευρο

μπλατσάρας < bλατσάρας || βλ. μπλιάγκας

μπλατσαργιά < bλατσαργιά [2006] || κουταμάρα, αγριξία, αλαφράδα, αλαφρομιαλιά, αλαφρόσινη, αλαφρουμάρα, αρλούμπα, αρλουμπαρία, ιμπετσιλιτά, κοραχανία, κουραφέξαλα, κουραχάνι, κουτομάρα, λαφροσίνη, μπαλόρντα, μπανταλομάρα, μπανταλουμάρα, μπαρμπούτσαλα, μποσικάδα, μπούρδα, μπουρμπούτσαλα, ξικ, ουριομάα, παπαρδέλα, σασαλιά, σασκινιά, σαχλαμάρα, σεμπιάδα, σιουρδαμάρα, χαζουμάρα, χασμίσι

μπλατσαρίζομαι [1983b] || συναπαντιέμαι

μπλατσάρισμα < μπλατσάρισμα [1966] || βλ. μπλουτσάρισμα

μπλατσαρώνου < bλατσαρώνου [2006] || φτιάχνω κάτι βιαστικά, στα τσάτρα-πετρα

μπλάτσασμα [1982], μπλάτσχιασμα < bλάτσχιασμα [2006], μπλάτσιασμα || συναπάντημα, συντυχιά, σιναπάντιση, στάβρουμα, σταύρωμα

μπλατσιάζομαι < μπλατσιάζομαι [1982], μπλατσάζουμι < bλατσάζουμι [2006] || συναπαντώ, συντυχαίνω, σντιχένου

μπλατσουρομύτης [1982[, μπλατσουρός [1982] || αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη

μπλαύλακους [1892] || αυλάκι του μύλου

μπλαχουμάλλκους < bλαχουμάλιλι’κους [2006] || μακρυμάλλικος (για ζώο)

μπλαχούρ < bλαχούρι [2006], μπλαχούρκους < bλαχούρ’κους [2006] || ζώο που έχει μεγάλα και πεσμένα αυτιά

μπλε [1934], μπλου [1934] || κυανούς (λόγιο)

μπλέβρακα, μπλεύρακα [1987a], μπλέβρι, μπλεύρι [1987a], μπλέβζι, μπλεύζι [1987a] || πλέβρακα, πλέβρι, η μια πάντα από το φόρτωμα του ζώου

μπλεβριάζου, μπλευριάζου [1987a], μπλεβζάζου, μπλεβζάζου [1987a] || πλεβριάζου, μοιράζω το βάρος από το φόρτωμα στο σαμάρι, στις δυο πάντες του ζώου

μπλέβρο < μπλεύρο [1996b] || το φόρτωμα από τη μια πλευρά του ζώου

μπλεγάρω [1996b], μπλιγάρω [1996b] || υποχρεώνω (λόγιο)

μπλέγκου < μπλέγγου [1923a], μπέγγου [1987a] || διώχνω, απεβγάλω, απεγβάλω, αποβγάλου, αποβγάλω, αποβγάνω, αποδιόχτω, αποδιώχνω, απουβγάνου, επεβγάλω, επεγβάλω, μπλάζου, ποβγάλω, ποβγάνω ποβγέλου, ποβγκάλντω, ποβκάλω, ποδκιόχνω,

μπλέγμα [1709] || βλ. μπλέξιμο (μπέρδεμα)

μπλεγμένος [1962a], μπλεμένος [1709], μπλιμένος, μπλιγμένος, μπλιγμένους || μπερδεμένος, πιασμένος

μπλέδιος [1966] || ευρύχωρος (λόγιο)

μπλέζα [1996b] || βλ. μπλαγιόμανος

μπλεζενιά [1910] || το φυτό Citrullus vulgaris, καρπουζιά, πλεζονιά, χειμωνικό | ο καρπός: καρπούζι, καρπούζα, καρπούζ, λιμπινίτσα, μπλεζενιά, πατίχα, χαρπούζι, χαρπούζ, χειμωνικό, χιμονκό, χιμουνκό, χμουνκό

μπλεζίνα [1923b] || το φυτό Clematis flammula: αγράμπελη, αγριάμπελη, αγριαμπελίδα, αγριοχελιδρονιά, αλογάκι, αμπελίδα, αμπελίνα, γλικίγι, καλαμπελούδα, κούρμπενο, σακαϊόχορτο, χαλαδρομιά, χελιδρόνια

μπλέκια (τα) || τα πανιά που βγάζουν το ταψί από το φούρνο ή το τσουκάλι από τη φωτιά: τα τσουκαλοπιάσματα

μπλέκουδα (τα) [1931] || μπλεξίματα, μπερδέματα, μπερδεψιές

μπλέκω [1709], μπλέχνω < μπλαίχνω [1963], μπλέγκου < μπλέγγου [1987a], μπέγου [1987a] || μπερδεύω | σκαλώνω

μπλέκω [1891c] || το στομάχι | η κοιλιά

μπλεμαρέν [1961], μπλερουά [1962a] || σκούρο μπλε, σαξ

μπλεξάνα || βλ. μπλεξούδα

μπλεξιμιός, μπλεξιμιός [1891a] || βλ. μπλεγμένος

μπλέξιμο [1934], μπλέξιμον [1891a] || πλέξιμο

μπλέξιμο [1961], μπλέξιμον [1709], μπλεξιά [1995], μπλέτσιμο [1987a], μπλέξμου [1988] || μπέρδεμα, σκάλωμα, πιάσιμο

μπλέξιμο, μπλεξίμιν || κολύμπι, ακουλούμπι, άπλεμα, κλούμπος, κολιούμι, κολιούμπι, κολούμπι, κολύμπημα, κουλίμπι, κουλιούμπι, κουλιούμπμα, κουλούμπι, πλιέγα

μπλεξούδα [1983a] || πλεξούδα, κοτσίδα, βλιρίδα, βουουλίδα, βουρδίλα, βουρλίδα, βουρλίδι, βριλίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος, κλόσα, κλοστό, κλουστό, κόσα, κοτσινίδα, κουσάνα, κουσιά, κουσιάνα, κουτσίδα, μπλεξάνα, πλεκάδ, πλεκάδι, πλεξία, πλεξίδα, πλεξίδι, πλέχτρα, πλιξίδ, πρεξίδα, τσάμα, τσούλα, τσουλί, φρουλίν, φρούλος

μπλεούνι [1996b], μπλεούνια (τα) || κακή διάθεση (λόγιο)

μπλεουνιάρης < μπλεουνιάρης [1996b] || κακοδιάθετος (λόγιο)

μπλέπω [2002] || βλασταίνω ξανά (για ξεραμένα δέντρα)

μπλέπω [1891a] || αμπλέπω: βλέπω με φως το βράδυ

μπλέτα [1709] || ρυτίδα, ζαρωματιά, δίπλα

μπλέτσα [1996a], μπλέτσι [1966], μπλετς < bλετσ’ [1976], μπλέτσουμα [2008] || το φαΐ, η μάσα

μπλέτσας [1891c], μπλετσάρης [1884b], μπλέτσος [1966], μπλέτσας, μπλέτσους, μπλέτσι [1909], μπλετς < bλέτσ’ς [1978], μπλετς [1982], μπλετς < μπλέτσ(ι) [1987b], μπλιέτσους < μπλέτσους [1964], μπλιιτσάρς < μπλιτσάρ’ς [1964], μπλετσουνάρης [1966], μπλέτζους < bλέτζους [2006] || γυμνός, αγκόλαβους, αγκόλιαβους, βγινό, βιουνό, γδιμινό, γδιμνές, γδιμνός, γδιστός, γδτος, γδυτός, γιβνός, γιμνέ, γιμνό, γινός, γιουμνέ, γιουμνός, γιουνό, γκιόλαβους, γκιουνό, γκόλαβους, γκόλιαβος, γκόλιαβους, γκόλιας, γκολιβός, γκόλιβους, γκολινάρι, γκόλιος, γκόλιους, γκουινό, γκουινόσε, γκούλιαμπους, γκουλιάρης. γκουλιόμπαρους, γκούλιους, γκουλνάρ, γκουλόμπαρους, γλιμνός, γουινό, δγιμνιός, διμνός, εγδιμνός, εγδιστός, εγδιτός, εγιμνός, ζάρκος, ζιμνός, ζόρκος, ιμνός, καρκαλέτσης, καρκάσαντος, καρκασέλος, καρκατσέλος, κγιουνό, κιουνό, κόλιος, κολόμπαρος, κουλόμπαρους, λαμνάτος, μπελτς, μπερμετσούλης, μπίδι, ξεγύμνωτος, ξεζάρκοτος, ξεμπέλτσοτος, ξεμπλέτσιατος, ξεμπλέτσιοτος, ξεμπλέτσοτος, ξεντίνατος, ξέντυτος, ξεσάρκοτος, ξιζάρκοτος, ξιζάρκουτους, ξιμπλέτσοτος, ξιμπλέτσουτους, ξιμπλιέτσουτους, ξιπουλσμένους, ξισάρκουτος, πετσάτος, πίπιλος, τίτσιρος, τσάτσαλος, τσιουπλάξ, τσιπλάκ, τσιπλάκης, τσιπλάξ, τσιπλάχ, τσιπλάχς, τσίτσαρος, τσίτσαρους, τσιτσίγκιουλαρ, τσιτσίδ, τσίτσιδος, τσίτσιδους, τσίτσιμπλος, τσίτσος, χινό

μπλέτσι [1891c], μπλιέτσια < μπλέτσια (τα) [1964], μπλέτσια (τα) [1966] || το στήθος, τα γυμνά βυζιά

μπλέτσι [1966], μπλιέτς < μπλετς [1964], μπλετς || γύμνια, γδιμνιά, γδίμνια, γιμνάδα, γιμνουσά, γκολιοσανιά, γκουλιάσανιά, γκουλιουσανιά, γκουλσανιά, γντίμνια, εγδιμνιά, ζίφτι, ζορκιά

μπλετσιανάω || βλ. μπλατσανάω

μπλετσινάρι [1966] || ολόγυμνο

μπλετσοκέφαλος [1966] || καράφλας, γκουλιαβουκέφαλους, γουργούτας, γουτς, γουτσαρέλας, καραφλός, κελέκης, κελέσης, κούτλους, μαδαρός, μαδουκέφαλος, μπαλιάτσας, παπαλιάρης, φαλακρός, φαρακλός

μπλετσόνω [1891c], μπλετσώνω [1894], μπλετσόνω [1910], μπλιιτσώνου < μπλιτσώνου [1964], μπλιετσόνου < μπλετσώνου [1964], μπλετσικόνω < μπλετσικώνω [1966], μπλιτσόνου < bλιτσώνου [1976], μπλετσκώνω || τρώω με όρεξη | γεμίζω με φαΐ την κοιλιά μου

μπλετσοπόδορος [1891c], μπλιιστουπόδαρους < μπλιτσουπόδαρους [1964] || γυμνοπόδαρος, ξυπόλητος

μπλέφαρο [1982], μπλέφαρου || βλέφαρο, αβλέφαρος, αγκλιέφαρους, αγκρέφαλους, αγλέφαρους, αματόφιλο, αρλέφαρους, βλέφαρον, βλέφαρου, γκλέφαρο, γκλέφαρου, γκλέφαρους, γκλιέφαρου, γλέφαρο, γλέφαρον, γλέφαρου, γλέφαρους, καπάκ, κλέφαρος, ματουφλάδα, ματοφιλάδα, ματόφλο, ματόφλου, ματόφυλλο, παρπέλα, φλέβαρο

μπλέχτρι || βλ. μπιδουκλιά

μπλέω [1891a] || κολυμπώ

μπλέω [1891a] || πλέκω

μπλι < bλι [2006] || οπλή (λόγιο), απλί, πλι

μπλια < μbλα [1976] || το φυτό Pyrus malus, μηλιά, αγριομηλιά, αγριουμπλιά, μαλία, μελέ

μπλιάγκας < μπλιάγκας [1996a] || άγαρμπος, άγαρμπους, άγκαρμπος, ασουλούπωτος, ασλούποτος, ασλούπουτους

μπλιακά < μπλιακά [1982] || τα μάτια

μπλιάκακας || βάτραχος, αθρακλός, αφορδακός, αφορντακός, αφρακλός, βαθαακός, βαθράκ, βαθράκα, βάθρακα, βαθρακάς, βάθρακας, βαθράκι, βαθράκια, βαθρακλάς, βαθρακός, βάθρακος, βαθράτσι, βάρβακας, βαρδακάς, βάρδακας, βαρθάκα, βάρθακα, βαρθακάς, βάρθακας, βαρθάκι, βαρθακός, βάρθουκλας, βαρντακλάς, βάρτακας, βαρτλάκα, βάρτλακα, βατράκα, βάτρακλας, βάτρακλος, βατρακός, βατράχ, βατράχα, βατράχι, βόδρακος, βοθράκα, βόθρακας, βοθράκι, βοθρακός, βόθρακος, βορδακάς, βορδακλός, βορθάκα, βόρθακα, βορθακάος, βορθακάς, βορθάκι, βορθακός, βόρθακος, βόρτακας, βορτάτσιν, βοτράχα, βούθρακο, βουρδακάς, βουρθακάος, βουτράκιου, βραθάκι, βρίτικο, βροθάκα, βρόθακος, βρόσακου, βρότακου, βρόταχος, βρούθακο, βρούντακου, βρούσακο, βρούτακο, ζιάμπα, ζιάμπακας, κακαράς, καρκάλι, κάρλακας, κούβακας, μαθράκα, μάθρακα, μαθρακάς, μαθράκια, μαθρακός, μπαθρακός, μπακακάς, μπάκακας, μπακάκι, μπακακούλα, μπαμπακάς, μπάμπακας, μπαρδακάς, μπαρθακάς, μπαρθακλάς, μπαρντακός, μπαρτακάς, μπαρχιάκα, μπάτζιακας, μπάτσιακας, μποθράκι, μποθρακλάς, μπορτντακλάς, μπούθρακας, μπουθρακλάς, μπουθρακλάς, μπούθρακλας, μπουρθακλάς, μπράτσακας, μπρούθακο, όδρακας, όδρακος, οδράτσιν, οθράτσιν, σβάρδακλας, σβάρθακλας, σπαρδακλάς, σπάρδακλας, σποδακλάς, σπορδακάς, σπουδακλάς, σπρόφακο, σφάρδακας, σφάρδακλας, σφαρδάκλι, σφάρδακλος, σφαρδακός, σφόρδακας, σφορδάκι, τσάφλακας, τσιόφλακας, φαδρακλός, φάρδακας, φαρδακλός, φαρδουκλός, φάρντακα, φαρτάκι, φοθράκα, φορδακά, φορδάκα, φόρδακα, φορδακάς, φόρδακας, φορδάκι, φορδακλά, φορδακλάς, φορδακλός, φορδακός, φόρδακος, φορθάκα, φορθακός, φορντακλός, φορταγκός, φορφάκα, φούρδακας, φουρδακλάς, φουρνός, φροθάκα

μπλιακατώ, μπλιουκουτώ || βλ. μπλατσανάω

μπλιακιότσι, μπλιακιότς || το μικρό παιδί: γενίδι, γκζάν, γκζάνι, γκουγκουρέλ, γκουλιάν, γκουλιάρ, γκουλιαρούδ, γκτζαν, κούλοθρο, κουτσαβέλ, κουτσιαρής, κούτσκο, κούτσκου, λιανόπιδου, μαλέτσικο, μαλέτσκο, μαμούρι, μαξιούμι, μαξούμ, μαξούμι, μιτσικουρής, μιτσικουρού, μκρο, μόμολο, μουζάδ, μούτσανου, μπιρμπιτσούλτς, μπόρλουκας, ουλιάν, ουλιάνι, παιδάκι, παιδαρέλι, παιδόπουλο, πιδαρέλ, πιδαρέλ, πιδάριου, πιδόπλου, πιδούδ, πιδούδι, πιτσικόλι, πιτσιρίκι, πιτσκάρ, πιτσκαρέλι, πιτσκάρκου, πίτσκιου, πίτσκο, πίτσκου, σόκας, τζιουτζιουκλάρ, τζιουτζιουκλάρι, τσιούτσιανου, τσορομπίλι, φλαστάρ, χαϊβάν, χάταλον, χλαμπατσάρς, χνούδαλου

μπλιαμούτς < μπλιαμούτσ(ι) [1987b], μπλαμάτς [1988] || μπλιάτς, μάτσκα, λασπερό ψωμί | νερουλό ζυμάρι

μπλιάμπλια || τα δάχτυλα του ποδιού

μπλιαμπλιαρίζω < μπλιαμπλιαρίζω [1966] || τραυλίζω, κεκεδίζω, μασέφκω, μπαμπαλίζου, μπαμπουλίζω, μπερδελίζω, σαψαλίζω, τατέφκω, τραλίζω

μπλιαρίζω [1891c], μπλυαρίζω [1910] || λέω πολλά και χαζά λόγια

μπλιάρω [1891c] || χαζή και πολυλογού

μπλιατς < μπλιάτσ(ι) [1987b], μπλουτς < μπλούτσ(ι) [1987b] || βλ. μπλιαμούτς

μπλιάτσκα < μπλιάτσα [1996a] || λασπόχιονο

μπλιγούρι [1835], μπληγούρι [1910], μπληγκούρι < bληgούρι [1892], μπλουγούρι [1961], μπλιχούρι [1966], μπλιγούρ < bλιγούρ’ [1978], μπλουγούρ < μπλουγούρ(ι) [1987b], μπλιγκούρι [1996a], μπλιγκούρ < bλιgούρι [2006], μπλουγκούρ < bλουgούρι [2006], μπλιαγκούρι, μπλιαγούρ, μπλουγκούρι || χοντραλεσμένο στάρι: μπουλγκούρ, μπουλγκούρι, μπουλγούρ, μπουλγούρι, μπουλουγούρ, μπουλουγούρι, μπουργκούρι, πλιγούρ, πλιγούρι, πλουγούρ, πνεγούρ, πνεγούρι, πνεούρ, πνιγούρ, πνιγούρι, πουργούρι

μπλίκα || βλ. μπίμπα

μπλικόπλο || βλ. μπιζούνι

μπλίκος [1962b] || δεσμίδα χαρτονομίσματα (λόγιο), μάτσο, τούβλο

μπλίκος [1996b], μπλίκα || βλ. μπίμπα

μπλικρ || βλ. μπελίδα

μπλίμη < μπλήμμη [1891f], μπλήμμη [1910], μπλιμάρα < μπλημμάρα [2001c], μπλίμα < μπλήμα [2001c], μπλιμάτσα < bλιμάτσα [2001c] || πλημμύρα (λόγιο), θράσκεμαν, λάμια, μουτσιάλα, μπλιόντα, μπλόι, νιρουμπλιόκ, νιρουπάπαλ, πλιμ, πλίμα, πλιμαδούρα, πλιμάιν, πλιμάρι, πλιμάτσα, πλίμι, χαλαδρία, χιλισία

μπλιο < μπλιο [1876a], μπλια < μπλια [1996b], || πιο πολύ: μπιλέ, μπιο, πλιο, πλια, πια

μπλιόγκους || βλ. μπλιόντα

μπλιόκα, μπλιόκι || βλ. μπλιόντα

μπλιόντα || βλ. μπίμπα

μπλιόντα || μούσκεμα, βουτάκι, ζούπα, καφτσί, κλιτσίκι, κναβ, κναδ, λούζα, λούμαν, λούστρα, μλια, μλιουδ, λούστρους, λούτσα, μόσκεμα, μοσκίδι, μόσκιο, μουσγούδ, μουσκίδι, μούσκιο, μούλια, μούσκιομα, μπλιόγκους, μπλιόκα, μπλιόκι , μπλιούρι, μσγουδ, ντούνα, παπί, παπίδ, παπίδι, πατσί, πατσούρα, πιστίλ, πιστίλι, πιτούμι, πιτσίλι, πλιατσάρα, πλιμάδι, πλιόκα, πλιτάρ, πλουτούμ, σκλίδα, σούρωμα, στίπα, τούνα, τσίτσα, τσούπλα

μπλιόντα < bλόνdα || βλ. μπλίμη

μπλιόντα < bλόντα [1978] || βλ. μπίμπα

μπλιόρα [1892], μπλιορ < μπλιόρι [1892], μπιλιόρα < μπιλιόρα [1987a], μπλιόρα [2010], μπλιόρι, μπλιορ || μιλιόρα, μιλιόρι, μλιορ, πρόβατο ή γίδι που γεννά για πρώτη φορά

μπλιούμπατα < μπλιούμπατα [1996a] || βλ. μπλουτσάρισμα

μπλιουντόνου < μπλ’ουντώνου [1962c], μπλιουντάζου < bλουνdάζου [1976] || ξεχειλίζω, τιγκάρω, φουλάρω

μπλιούρ < μπλ’ουρ [1962c], μπλιούρ [1964] || άσπρο και στρουμπουλό

μπλιουργιάζου < μπλιουργιάζου [1987b] || βλ. μπλιουντόνου

μπλιούρι || βλ. μπλιόντα (μούσκεμα)

μπλιούρι [1884b] || μπόλικα

μπλιουριάζω [1884b] || έχω μπόλικα

μπλίρα [1931] || χρυσή κλωστή

μπλισιά || σκουπίδια, γκιουρλούκια, κούσουλα, λόζια, μπάμπαλα, μποκλούκια, μπουκλούκια, σάρα, σαρίδια, σαρόματα, σιάβαρα, σκούπιρα, σκούπρα, σκύβαλα, στάβαρα, τζάβαλα, τσάχαλα, φινόκαλα, φρόκαλα, φροκαλίδια

μπλιστικό < μπληστικό [1941] || φαΐ που πιάνει, που χορταίνει

μπλίτσα [1988] || το χαρτί του γάμου (η άδεια)

μπλίτσα < μbλίτσα [1976] || το σήκωμα του παιδιού στα δυο πόδια, πριν αρχίσει να περπατάει

μπλίτσα < b’λίτσα [2006] || βλ, μπίλια (λάσπη)

μπλιτσανάω, μπλιτσιανάου || βλ. μπλατσανάω

μπλιτσίκι [1983b] || λιμνούλα

μπλιτσούνι < bλιτσούνι [1918] || βλ. μπεράτης

μπλίχου, μπλήχου [1987a] || στενοχωρώ, στεναχωρώ

μπλόθος [1983a] || άγουρο σύκο

μπλόι [1996b] || βλ. μπλίμη

μπλοκ [1910] || συνασπισμός (λόγιο) | σημειωματάριο (λόγιο)

μπλοκάκι [1998] || σημειωματάριο (λόγιο)

μπλοκάρω [1876a], μπλοκέρνω [1961] || αποκλείω (λόγιο), μπλακάρω, μπλάγου

μπλόκι [1934], μπλούκους || ογκόλιθος (λόγιο)

μπλόκος [1876a], μπλόκο [1962a], μπλοκάρισμα [1931] || αποκλεισμός (λόγιο)

μπλοκός [1957], μπλοκό [1987a], μπλουκός || πλοκός, πλοκό, εμπλοκό, εμποκό, εμπροκό, μπροκό, πλουκός, ποκό, φράχτης, φραγή, φραγιά, φραή, φράκτης, φράμα, φραξίμι, φραχτς

μπλον [1962b] || πολλά

μπλόνου < μπλώνου [1987b] || ραχατεύω

μπλόνου < μπλώνου [2011] || βλ. μπήγω

μπλόντα [1910] || μεταξένια δαντέλα

μπλοπονώ [1891c] || κάνω κάποιον να πονέσει

μπλόσκα [1931] || παγούρι, παγούρ, παούρι, παούρ, ματαράς, μπαταράς, μπότσα, μπούκλα, μπουκλιτσούδα, πλόσκα, τσίτσα, τσότρα, φερφιρί, φτσέλι, φτσέλα, φτσιλούλι

μπλου || λουλάκι, γαλαζάδα, γαλαζάρα, λατζιβέρτι, λουλάκ, ρεμπέκι, ρεμπίκο

μπλου [1931] || βλ. μπλε

μπλουγούρας [1961] || άξεστος (λόγιο)

μπλουζ [1962a] || μουσική και χορός που ξεκίνησε από τους νέγρους της Αμερικής

μπλούζα [1910], μπλουζί [1998] || μπολκάκι, ρούχο που φοριέται στο πάνω μέρος του κορμιού

μπλουζάκι [1961], μπλουζίτσα [1995] || υποκ. του «μπλούζα»

μπλουζόν [1995] || μπουφάν

μπλουθάκι || βλ. μπιμπιλίκα

μπλούθος [1894], μπλόθοι (οι) [1888a] || άγουρος (για φρούτα)

μπλουμ [1998] || νερόβραστο

μπλουμπέτσα || φουσκάλα στα χείλια

μπλούντα || σκουλήκι, σκλικ, σκλίκι, σκλίκος, σκολέκ, σκούληκας, σκούλουκας, σκουλούκι, σκούλουκος, σκουλούτσι

μπλούντα [1960b] || κάμπια, λάλα, κάμπια, κάμπα, κάμνια, γκουσενίτσα, γκουσιανίτσα, γκασανίτσα, γκασιανίτσα, γκουζιονίτσα, σκαμπή

μπλουντένω, μπλουντίνου || αβγατίζω, αβγακίχου, αβγαταίνω, αβγατάου, αβγατάω, αβγατένου, αβγατίζου, αβγατίνου, αβγατώ αλτιρνώ, αξένω, αξώ, αρταρντώ, αρτερίζω, αρτιντίζω, αρτιράω, αρτιρίζου, αρτιρίζω, αρτιρίνου, αρτιρίρω, αρτιρίσκω, αρτιρνάου, αρτιρντίζου, αρτιρντίζω, αρτιρνώ, αρτιρώ, αρτουρεβω, ατιρντίζω, αφγατάου, βγαρτίζω, βγατάω, βγατίζω, βγατίνου, βκατίζω, βουρβουλακιάζου, βριμιόνω, εβγατίζω, μιρκάζω, μπολικένω, μπουλκένου, πλεθίνω, πλουθένω, πολινίσκω, πολίνω, πολιστέβω, πουλίνου, τιρντίζω, τιρτίζω

μπλουντιρός || μπόλικος, γκιουρέδικος, γκιούρικος, γκιούρκους, μπόγλικος, μπολ, μπόλκους, πολικός

μπλούντου [1964] || φούντο

μπλούτα [1884b], μπλούτρα (τα) [1966], μπλούντα [1966], μπλούντα < bλούdα [1978], || κοκκινίλες στο δέρμα, εξανθήματα (λόγιο)

μπλουτιάζω [1884b] || βγάζω μπλούτες

μπλουτς < μπλουτσ’ [2011], μπλούτσκους < μπλούτσ’κους [2011] || μπάστακας

μπλουτσάρισμα [1987a], μπλουτσάζισμα [1987a], μπλουτσάρι [1987a], μπλουτσάζι [1987a] || μπατσάνσμα, μπλατσάρισμα, πλατσάρισμα, το πλατσούρισμα, το τσαλαβούτημα μέσα στα νερά

μπλουτσουνέρα || αστρέχα, αναλιχάδα, αστίχα, αστράκα, αστράκη, αστράχα, αστρέχ, αστριάχα, αστρίχα, αστριχιά, αστροάχα, άφουκλα, αφούλκα, αφροκοπιά βρέχτης, καμπούρα, κανάλα, κάναλη, κανάλι, κανούλι, καντερέτο, καταγογίδα, κατέβας, κουρνέλα, κουτσουνάρα, κουτσουνάρι, λουκ λούκι, μπιτζνάρ, μπουτσναράι, μπουτσουνάρ, μπουτσουνάρι, νεμπουρντέχτης, νεροδέχτης, νιραγόι, ντερές, ξενεριστίρι, οστρέχα, ουλούκ, ουλούκι, ουλούτς, ουστρέχα, ρέντα, ρέφτης, ρίχτης, ρονιά, ρουνιά, σγόρνα, σουγιέλο, σουλουντράνι, σρέχα, στράχα, στρέχα, τσουρνέλα, χολέδρα, χολέντρα, χολέτρα

μπλουτσούνι < bλουτσούνι [1925] || σιδερένιο κομμάτι του σύρτη της πόρτας

μπλούφος [1996b] || βλ. μπλακόνι

μπλούχι [1934], μπλούκους < bλούκους [1892], μπλούκος, μπλούχος || δενδροπόντικας

μπλουχιάζου || μουχλιάζω, μουγλιάζω, μουκιάζου, μουκιάζω, μουχλιάζου, ρουνιάζω, σαγνίαζω, σαχνιάζου, σαχνιάζω, φρουχνιάζω

μπλούχιος, μπούχλιος || μουχλιασμένος, μούχλιος, μουχλός, μουγκρός, μουκιασμέμος, μουχλερός, λιθρατζιένος, μιλιθκιασμένος, μελεθκιασμένος, σαχνιασμένος, φουχνέας

μπλουχουρώ [1988] || προχωρώ (λόγιο)

μπλούχους < bλούχους [2006] || κάποιο ζουζούνι

μπλούχους < bλούχους [2006] || σιδερένιο αλέτρι: πουλούκ, σιδεράλετρο, σιεράλετρο, φράγκικο

μπλούχους, μπλουχ < bλουχι [2006] || κάποιο πουλί

μπλόφα [1957] || σκόπιμα δημιουργία ψευδούς εντύπωσης (λόγιο)

μπλοφάρω [1961] || δημιουργώ σκόπιμα ψευδή εντύπωση (λόγιο)

μπλοφατζής [1995] || αυτός που μπλοφάρει

μπλοφατζού [1995] || αυτή που μπλοφάρει

μπλόχερος, μπλόχερο, μπλόχερε, μπλόχερη || όσο χωράει μια χούφτα: απλόχερο, αδραχτιά, απλοσερία, απλουχέρ, απλουχιριά, απλόχερη απλοχέρι. απλοχεριά, απλοχεριό, απλοχέριο, απλόχερος, απλόχιρου, μονόδρακον, μονόσιερον, μονόφουχτον, πλοχέρ, πλοχέρι, πλοχεριά, πλοχερίτσα, πλόχερο, πλόχερος, πλόχιρο, πλόχιρου, χεριά, χιρβόλ, χιριά

μπλόχνου || βλ. μπήγω

μπντάκι [2008] || εμπόδιο (λόγιο)

μποβερέτα < μποβερέττα [2001a] || γυναίκα πεταχτή, κουνιστή, ναζιάρα

μποβόλι [1983b], μπόβολας [2001a] || βλ. μπόμπολος (σαλιγκάρι)

μπόβολος [1982] || βλ. κούτσικος (μικροκαμωμένος)

μπόβος [1996a] || βλ. μπουνταλάς

μποβουρώ [1887a], μποβουρίζω [1887a] || τρέχω, αβλακώ, αγλακώ, ανικάζου, αρεντέβω, ατρέχω, γλακάω, γλακώ, γρακώ, δουμάου, δράμω, ιχιαλώ κιουσέβου, κοσέβω, κοσιέβω, κουσέβου, κουσέβω, κουσιάζω, κουσιέβου, κουσιέβω, λακάου, λακάω, λακίζου, λακίζω, λακίχουρ, λακώ, λατσίζω, μουστριέμαι πιαλώ, πιλαλάω, πιλαλώ, πλαλάου, πλαλάω, πλαλιώ, πλαλώ, ποβουρώ, τζιριτώ, τρέχου, τρεχουλώ, τσάχω

μπογ < μπογ’ [1988], μπόι [1996a] || η φούστα της γυναίκας

μπογαδόρος || γυρολόγος, γερολόγος, γιουρολόγος, γιρατζής, γιριστρής, γιρολόγους, γιρολόος, γιρουλόους, γιρουλός, γριστς, γρολόγος, γρολόος, γυριστής, ζιρολόγος, ιριστής, ιρολόος, κατσάνος, μπάγιος, μπαΐος, μπεζεργένης, μπιζιριάνης, πουλεφτής, πραγματευτής, πραματευτής, πραματιφτάις, πραματιφτής, πραματσούλης

μπογαζένιε < μπογαζένιε [1987a] || κάποιο πανί

μπογάζι [1709], μπουγάζι [1709], μπογάζ [1960a], μπογάζ < μπογάζ’ [1999], μπουγάζ, μπουγάζι || θαλασσινό πέρασμα: πορθμός (λόγιο), πέραμα, πογάζ, πόρος, στενό| άνοιγμα που φέρνει αέρα | λαρύγγι, λάρυγγας, άρουγκα, βάραγκας, βούρκουρας, βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος, γαρντελάνι, γιργιλιάγους, γιργιλιάνος, γιρτσιλάνους, γκαλίσκουρας, γκαργκαλιάγκος, γκαργκαλιάγκους, γκαργκαλιάνι, γκαργκαλιάνους, γκάργκλας, γκαργλιάνους, γκαρδελάγκος, γκαρδιαλιάγκος, γκαρδιλάγκος, γκαρδιλάγκους, γκαρδιλιάγκος, γκαρίντζαφλος, γκαρίτζαφλος, γκαρίτσαφλος, γκαρλίκους, γκαρντελάνος, γκαρντιλάνος, γκαρντιλάνους, γκαρντιλιάνος, γκαρντιλιάνους, γκαρτελάνος, γκαρτζακλιάνους, γκαρτσαλιάνους, γκαρτσλιάνος, γκαρτσουλιάνους, γκεντελάνος, γκερντελάνι, γκερτλέκι, γκζαλιάνος, γκιζαλιάνους, γκιογκιλιάνος, γκιργκιλάκι, γκίργκιλας, γκιργκιλιάγκας, γκιργκιλιάγκος, γκιργκιλιάγκους, γκιργκιλιάκ, γκιργκιλιάνος, γκιργκιλιάνους, γκιργκιλιάντζος, γκίργκλας, γκιργκλιάνους, γκιρκιλιάνος, γκίρκλας, γκιρκλιάγκους, γκιρλιάγκος, γκιρλιάγκους, γκιρλιάγκους, γκιρλιάκι, γκίρλος, γκιρντιλάνος, γκιρτζίλι, γκιρτσλάκους, γκλάρος, γκορδελάγκος, γκορδελιάγκος, γκορδιλιάγκος, γκουδέα, γκουργκλάινους, γκούργκλας, γκουργκλιάνος, γκούργκουλας, γκουργκουλιάγκος, γκουργκουλιάγκους, γκουρδιλάγκος, γκούρδιλας, γκουρδιλιάγκους, γκούρκλας, γκούρκουλας, γκούρλιακας, γκούρντιλας, γκουρντιλιάγκους, γκουρντιλιάνος, γκουρτιλάγκας, γκουρτιλάγκας, γκουρτιλάκους, γκουρτσλάνος, γκουρτσλιάνους, γκουρτσουλιάνους, γκούσκλας, γκρακλιάνος, γκρακλιάνους, γκρικλιάκ, γκρικλιάνι, γκρικλιανός, γκριλάκι, γκριλιάκ, γκριλιάμος, γκριντελάνος, γκριντιλάνος, γκριντιλιάγκος, γκριντιλιάνος, γκρισκλιάνους, γκρισλάγκους, γκρισλάνος, γκρισλιάνγκους, γκριστιλιάγκους, γκριτζιαλάγκους, γκριτζιλάνος, γκριτζλάγκους, γκριτζλάνι, γκριτιλάγκος, γκριτιλιάγκας, γκριτσιλάγκος, γκριτσιλιάγκος, γκριτσιλιάνου, γκριτσιλιάνους, γκριτσλάγκος, γκριτσλιάνους, γκρούσκλας, γλάρουγκας, γλούπος, γλούπους, γούλα, γούργουλας, γουργουλιάγους, γούργουρας, γούργουρος, γρικλάκ, γριλάτσι, γριλιάγκος, γριτσιλάνος, καντελάνος, καρακλιάνους, καρδελάγκος, καρδιλάγκος, καρδιλάγκους, καρδιλάγος, καρδιλέγκος, καρδιλέγος, καρδιλιάγκος, καρδιλιάγκους, καρίγκαλος, καρίγκιαφλας, καριγλιάνος, καρίνταφλος, καρίντζαφλος, καρίτζαλος, καρίτζαφλας, καρίτσαβλος, καρίτσαφλος, καρίτσουφλας, καρούτζαφλας, καρούτζος, καρτελάνος, κατερλάνος, κιρδιλιάγκος, κιρδιλιάγκος, κιρδιλιάγκους, κορδελιάγος, κορδιλιάγκος, κορδιλιάγκους, κουρδιλάγκους, κουρδιλιάγκους, κούρκουλας, κούρτη, κρετελάγκος, κρικαλάγκους, κρικιλάγκος, κρικλιάγκους, κριντιλιάνος, κριτιαλάγκος, κριτιλάγκος, κριτιλέγκος, κριτιλιάγκους, κριτλιάνος, κριτσιλιάγκος, κριτσιλιάγκους, κριτσιλιάνος, κριτσλιάγκους, κριτσλιάνους, λάγκουρας, λαντζούρτζη, λάραγκας, λάργκας, λάριγκα, λάρουγκα, λάρουγκας, λαρούγκι, λαρουγκιά, λαρουνγκέα, λαρουνγκιά, λαρούτζ, λέρεγκας, λιάνγκουρας, πιτναρίτς, ραγκαλιάνους, ριγκάτα, τζάρουκας, τριγκολάγκο, τσάρουκας, τσιρίμαχας

μπογάζια < μπογάζια (τα) [1996a] || κάποια γουναρικά

μπογαζλής [1960a] || λαίμαργος (λόγιο), αγλιάρς, αγλιφοσκουτελάς, αγλιφούτζ, αγλιφουχστελς, αγλίψαβους, αγλίψας, αλέμαργος, αλιξούρκους, αλίξουρους, αναγλιφτάς, αναγλίφτης, ανακατοκούπης, ανεσίφταγος, αντιρόκλια, αουλιάρης, ασίφταγος, βουλάρης, βουλιάρης, γκλόζους, γκολαράς, γλιάρης, γλιαρς, γλιφίτσας, γλιφίτσης, γλιφοκουτάλας, γλιφοπιατάς, γλιφοπινάκας, γλιφοπινάκης, γλιφοσαγανάς, γλιφοσαχανάς, γλιφοσκουτελάς, γλιφοσκουτέλης, γλιφούτσης, γλιφουχστέλς, γλιφτοσαχανάς, γλιφτοσκτέλς, γλιφτοτσανακάς, γλιφτουσκέλς, γλίψαβος, γλιψάρς, γλιψουσκούτιλους, γλόζος, γλόζους, γλούζους, γλούπους, γολιόζος, γολόζος, γουλαράς, γουλαρέας, γουλάρης, γούλαρης, γούλαρμος, γουλάρς, γουλάρτς, γουλέας, γούλερμος, γουλιάρης, γουλιάρικος, γούλιαρος, γουλιάρς, γουλόζος, γουλόζους, γουλούζης, γούλους, γούρλαμος, δουλιάρης, λέφακας, λίμαβους, λιμάρης, λιμάρης, λιμάρκος, λιμάρς, λίμαρς, λιμάτς, λιμόγντουρο, λίξης, λιξιάρης, λιξούρης, λίξουρος, λίξουρους, λιξούρς, λιτσιάρς, λιχούδης, λιχούδς, λιχούτης, λουξουρς, μουρχούτας, μπιστόβλιακας, μπιστόβλιακος, μπούχιλας, νταμάχι, νταμαχιάρης νταμαχτιάρης, ξικόλουμα, ουλιάρης, πνάκας, σελέμης, στομάρης, ταμαχιάρης, ταμαχιάρς, τροφαδούρος, φαγάνας, φαγανιάρης, φαγάς, χαρδαλούπας, χαρμπούτας, χλαπαχλούπας, χλιαρς, χόλμπαρς, χραμπούτας

μπογάισμα [1709] || το φτιάξιμο του μπόγου

μπογαϊσμένος [1709] || φτιαγμένος σε μπόγο

μπογάκι [1709] || βλ. μπογαλάκι

μπογάκι [2001b] || αυτός που έχει μικρό μπόι (ανάστημα)

μπογαλάκι [1931], μπογάλι [2001c] || μικρός μπόγος, μπογάκι, μπουγούδ

μπογάνα, μπουγάνα || βλ. μπόμπτσα (γάστρα)

μπογαράς [2001b] || βλ. μποϊλής (ψηλός)

μπογαρέ [2001b] || βλ. μπόι (ανάστημα)

μπογατσιέλι < μπογατσιέλι || καλοθρεμμένο παιδί

μπόγια || βλ. μπόλια (πετσέτα)

μπογιά [1923b] || το φυτό Rhus Cotinus: θάψος, κόκκινο ασμάκι, κράτσια, πορδάλα, πουρδαλιά, σβέντσα, σπαθίστρα, τσερμετζέλα, χεροβουλιά, χρισόξιλο

μπόγια < μπόγια (τα) [1996b] || τα όρθια ξύλα στο τζαμλίκι

μπογιά <μπογιά [1790], μποϊάς [1709], μποϊά [1783], μπογιά [1887b], μπουιά [1962c], μπογιάς < μπογιάς (ο) [2001b], μπουιά < bουιά [1962c] || βαφή, άμα, βαθή, βάματο βάμμα, κολόρο, κουλούρο

μπογιάζω [1709], μπογαϊάζω [1709] || φτιάχνω μπόγο

μπογιαμάς (ο) < μπογιαμάδες (οι) [2001b] || σταμπάρισμα, μπογιάτισμα

μπογιαμάς [1960a] || βλ. μπογιάτισμα

μπογιάρω || προγκάω, προγκάρω, προγκίζω

μπόγιας < μπόγιας [1659], μπόιας [1622], μπόγιας [1934] || δήμιος (λόγιο), μπόης, τζελάτης, τζιλιάτς, φουτρής

μπογιαστή [2002] || βαμμένη, μπογιατισμένη πριστίδα (κάποιο φόρεμα)

μπογιατζής < μπογιατζής [1790], μποϊαντζής [1709], μπογιαντζής [1934], μπουϊατζής < μπουϊατζ’ής [1962c], μπουγιατζής < bουγατζής [2006], μπουγιατζής < μπουγιατζής [2011] || βαφιάς, βαφάρης, βαφέα, βαφέας, βαφές, βαφία, βαφιάρης, βαφιάρς, βαφίας, πιτόρος

μπογιατζίδικο < μπογιατζίδικο [1962a], μπογιατζήδικο [1995], μπουγιατζίδκου < μπουγιατζήδκου [2010] || το εργαστήρι του μπογιατζή | το μαγαζί που πουλάει μπογιές

μπογιατζιλίκι || η δουλειά του μπογιατζή

μπογιατίζω < μπογιατίζω [1790], μποϊαντίζω [1709], μπογιαντίζω [1934], μπογιαντίζω [1957], μπουγιαντίζω [1960a], μπουϊατίζου [1962c], μπογιακίχου < μπογιακίχου [1987a], μπουγιατίζου < bουγατίζου [2006], μπουγιαντίζου || βάφω, βάβγω, βάφου, βάφτου, βάφτω, γάφω, δάβγω, δάφω

μπογιάτισμα < μπογιάτισμα [1790], μποϊάντισμα [1709], μπογιάντισμα [1934], μπογιάντισμα [1957], μπουϊάτιζμα [1962c] || βάψιμο, βαψ, βάψη, βαψίμ, βάψμου

μπογιατισμένος < μπογιατισμένος [1790], μποϊντισμένος [1709], || βαμμένος, κολαρίτος

μπογιόπουλο < μπογιόπουλα τα [1963] || αλάνι, αλητάμπουρας, ζαμπράνι, λιρόνι, μπατάκι, χαμίνι

μπογιούδικο < μπογιούδικο [1963] || βλ. μπογιόπουλο

μπογιουντρούκι < μπογιουντρούκι [1966] || διαχώρισμα παραθυρόξυλων (λόγιο)

μπογκόνα [1866b], μπογκώνα [1964] || τόπος που δεν τον πιάνει ο αέρας: αγνάγκιον, αμπάγκιο, αμπάτζο, ανεμοσκεπή, αξανεμιά, απάγκι, απάγκιασμα, απάγκιο, απάγκιον, απάγκιου, απάκιο, απαλεμιά, απαναμιά, απανεμιά, απανεμίδα, απάνεμο, απάνεμος, απανιμιά, απάνιμους, απανομιά, απανουμιά, απάνουμους, απάντζι, απάντζιο, απάτζιο, απόγκιο, απονεμιά, απόστους, αρεδόσο, αχνάγκιον, ζιάβατου, κουγτού, κουγτού, κουϊτής, κουϊτιούς, κούιτουλουκ, κουκούμι, κουλτούκ, μπάνεμο, μπάνεμος, μπατζανέμι, πάγκιο, παλεμιά, πανεμιά, πάνεμος, παραβέντο, σουπέρι, χόσα

μπογματζές [1960a], μπογματζάς || κοκίτης (λόγιο)

μπογονίκια < μπογονίκια (τα) [1874f], μπουγονίκια < μπουγονίκια [1884b], μπουγουνίκια < μπουγουνίκια [1964], μποκανίκια < μποκανίκια [1966], μπουγανίκια < bουγανίκα [1976] || απογονίκια, πογονίκια, πουγονίκια | το γιορτινό τραπέζι που έκαναν οι παππούδες για τη βάφτιση του εγγονιού | τα δώρα και τα κεράσματα που γίνονταν γι αυτό το λόγο

μπογόρδα [2001a] || βλ. μπαγόρδα (γλέντι, τσιμπούσι)

μπόγος [1635], μπόγκος [1963], μπούγκος [1963], μπόγους [2011] || μεγάλο δέμα ρούχων τυλιγμένο και δεμένο με πανί: βαντάκα, βάντακας, κατμάδα, κατμαδιά, κατουμάδα, μόντες, μπίγος, μπουχτσιάς, μποχτσά, μποχτσάς, μποχτσιάς

μπόγουνας [1888a] || μπουτζάνι, μπούζανο, μπούζουνας, μπούζιουνας, μπουτζνάρι (έτσι λέγεται κάθε μια από τις δυο άκρες του σακιού ή του ταγαριού)

μποδάω [1966], μποδάου [1858] || εμποδίζω (λόγιο), αλικογκίζου, αλικοντάω, αλικοντέβγω αλικοντέβω, αλικοντίζω, αλικοντού, αλικοντρίζω αλικοτάου, αλικοτάω, αλικοτίζω, αλικοτίνου, αλικουντίζου, αλικουντίζω, αλικουτίζω, αλκοντάου, αλκοτάω, αλκοτίζω, αλκουτάου, αλοκοτάω, αμποδάω, αμποδίζω, αμποδώ, αμπουδάου, αμπουδίζου, αμπουδώ, λεκουτίζω, λικοτίζω, λοκοτάω, λοκοτίζω, λουκουτάου, λουκουτίζου, μποδίζω, μποδίζου, μποδίζω, παντώ, σκουλουμπώ, σμποδίζω, σμπουδίζω

μποδέα [1996b] || ποδιά, διάνα, μεσάλα, μισάλα, μπορτσέλα, μπροστέλα, μπροστμούνα, μπροστομούνα, μπροστοποδιά, μπροστουλί, μπρουστέλα, μπρουστνέλα, μπρουστουμούν, ντιζλίκα, πεστιμάλι, πιστιμάλ, πιστιμάλου, ποδία, ποδκιά, πουδιά, προσέρκιν, προστέλα, ταβέρσα, τιζλίκα, τσόλα, φίντα, φίρτα, φοτά, φούτα

μπόδεμα [1934] || βλ. μπόδιο

μποδιάζω < μποδιάζω [2001b] || & μπουζιάζω, μπουζιακλιάζω: δένω με σκοινί, το ένα μπροστά και το ένα πίσω πόδι, στο ζώο που βόσκει, για να μη ξεμακραίνει

μποδιακό < μποδιακό [1963], μποδικό [1987a] || ποδαρικό, αμποδιακό, αμποδιακός, αποδαρκό, μπουγιακό, ποδαρκό, ποδιακό, πουδαρκό, πουδιακό

μπόδιασμα || το μπέρδεμα των ποδιών

μποδιδάκι [2001b] || μικρή ποδιά

μποδίζω [1957], μποδίζου || βλ. μποδάω

μποδίζω [1996b] || ποδίζω (για καράβι που μένει σε μέρος απάνεμα να περάσει η φουρτούνα), ανακρούομαι (λόγιο)

μπόδιο < μπόδιο [1858] || εμπόδιο (λόγιο), αλικόγκι, αλικόντι, αλικόντια, αλικόιντο, αλικόντιση, αλικόντισμα, αλικότισμα, αλκόντιου, αλκότημα, αλκότμα, αλικότσμα, αμπόδγιου, αμπόδεμα, αμπόδισμα, αμπόδισμα, αμπόδιστρο, μανές, μανής, μπδόγιο, μπέδουκλο, μπέρδουκλο, μπντάκι, μπόδεμα, μπόδουκλου, μπόδουκλους, μπόιστρον, μπόρδοκλου, μπουδούκλα, ντέμα, παραμπούκ, παραμπούκι, πέδουκλας, σκόλουμπας

μποδισιάρικο < μποδισιάρικο [1996b] || πουλί που ξεκουράζεται μετά από πολύ πέταγμα

μπόδισμα [1957] || εμπόδισμα (λόγιο)

μπόδιστρο [2001b] || βλ. μπόδιο (εμπόδιο)

μποδογίρι < μποδογύρι [1996b], μποδόγιρος < μποδόγυρος [2001c] || ποδόγυρος, γιροπόδι, γιροφούστανο, ποδόγιουρε, ποδόγιουρος, ποδόγιρε

μποδόγιρος || βαθούλωμα στον πάτο του ποταμιού, όπου μαζεύεται πολύ νερό: αβάραγκας, βάραγκα, βάραγκας, βαράγκι, βίραγκας, βιρός, βόθανος, βόθονας, βουθάνια, βούθλας, βούθουνας, βούλιαγκας, βουρός, βούτσης, βρος, γκόλι, γούβα, γούρνα, κόλιμπας, κόλιμπος, κότονας, κούλουμπας, κουλουμπέρα, κιολ, λάκκα, λόμπο, λόμπος, μπάρα, μπαρούκα, μπουγέτα, μπούντος, πούντας, πούντος, ρούχουνας, σουβάλα, σπιθάρι

μποδοσίδ < μποδοσίδ’ [2001c] || δώρο που στέλνουμε σε κάποιον, με δικό μας άνθρωπο: απεδοσίδι, απεδοσδιά, απεδοσίδ, αποδοσίδ, αποδοσίδι, αποδοσίμι, αποδοσούδι, αποσίι, απουδουσίδ, ποδοσίδι, ποδοσούδι, πουδουσίδ

μπόδουκλου [1903], μπόδουκλους, μπουδούκλα || βλ. μπόδιο

μποέμ [1934] || αυτός που είναι ξένοιαστος, γλεντζές και χουβαρντάς (γαλλικό: bohème)

μποέμικος [1934] || ο τρόπος ζωής του μποέμ

μποέμισσα [1995] || το θηλυκό του μποέμ

μποερός [1966] || βλ. μποϊλής (ψηλός)

μποέρτσα, μποόρτς || βλ. λαπούδι (κάλτσα)

μπόζα || το πουλί Anser anser: αγριόχηνα, αγριοχίνα, αγριοχινάρι, αγριόχνα, καρακάζα, σταχτόχινα, χηνάρι

μποζά [1688], μποζάς [1709], μπουζάς [1931], μπουζά || ένα ποτό που γίνεται από καλαμπόκι, στάρι ή κεχρί και μοιάζει με ξινή μπίρα

μπόζα [1983a] || η πόζα, το φέρσιμο του κακιωμένου

μποζαντζής [1709], μποζατζής [1960a] || αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπόζα

μποζαργάτης [1931], μποτζαργάτης || και αργάτης | κάποιο βαρούλκο

μποζαρίζω || οργώνω, αλατρέβω, αλατρέγκουω, αλατρέγκω, αλετρέβω, αλετρίζου, αλετρίζω, ζεβγαρίζου, ζευγαρίζω, ζιουβγαρίζου, καμόνου, κάμου, κάμω, καμώνω, κάνου, κάνω, λατρέβω, λατρέγκουω, λατρέγκω, νιάζου, νιάζω, ουργόνου

μπόζαρικ || κάποιο φίδι

μποζαρισμένο [1931] || καράβι με όλα του τα πανιά τεντωμένα

μποζάρω [1910] || μπαζάρω, τεντώνω, σφίγγω

μποζγιούρκ < μποζγιουρκ [1987a] || κάποιο φυτό

μπόζια || συννυφάδα, σιγάμπρισα, σιμφάδα, σινιμφάδα, σινίφισα, σινίφσα, σινφάδα, σιουμφάδα, σιουνφάδα, σουνιφάδα, σουνφάδα

μπόζια < bόζια [1892] || βλ. μποζίτσα

μποζίτσα < bοζίτσα [1892] || τρόπος κεντήματος

μποζμά [1987a] || καταστροφή (λόγιο)

μπόζμπουτας < μπόζ’μπουτας [1962c] || βλ. μπζαμπζάκους (η γούλα των πουλιών)

μποζντίζω [1987a] || καταστρέφω (λόγιο)

μποζόλια < μποζόλια (τα) [1983b] || οι δυο άκρες του διχτυού

μποζολούτο, μπουζουλότο, μπουσουλέτο || βλ. μπιζιλότο (υπνάκος)

μποζονέα [1996b] || κάποιο φυτό (μοιάζει με το ραδίκι)

μποζόνι [1996b] || βλαστός της μποζονέας

μποζοντούρος || βλ. μπουτζομένος (μουτρωμένος)

μπόζος || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μποζουτζής [1960a] || ο τρυγητής αμπελιών

μπόης [1931] || βλ. μπόγιας

μποθρακλάς [1874a] || βλ. μπλιάκακας (βάτραχος)

μποθρακοκοίλης [1874a] || βλ. μπζούκας (κοιλαράς)

μποθρόνα || πολυθρόνα

μπόθω < μπώθω [1888b] || σκουντώ, σπρώχνω ακοντάω, αμπόζου, αμπόζω, αμπόθω, αμπόνου, αμπόνω, αμποσάω, αμπούχνου, αμπόχνου, αμπόχνω, αμπόχτω, απόθω, απόνου, απόνω, αποπόθω, αποπόθω, απόφτο, απόφτου, ασκοντάω, ασμπόζου, γκντω, γκρουγκντώ, γουντουκάου, εμπόνω, ζουχνάω, κουντάου, κουντώ, μποσάω, μπουχνάου, μπουχνίζου μπουχνώ μπόχνου, ξαμπόθω περαοθιάζω, πιλόθω, πόθω, πόνω, πόφτω, σγκντω, σιουγκράω, σκουντάβω, σκουντάω, σκουντουλάου, σκουντρίχου, σμουχνώ, σμπόχνου, σουγκράου, σουγκράω σπρόχνου, τσαπόνω

μπόι [1835], μπόγι [1790], μπόι < bόι [1976], μπογ < μπογ’ [1988], μπόι < bόι [2006], μπόιτο || ανάστημα, ανάστα, ανάσταλμα, ανάσταμα, ανάστια, ανέσταν, ανέστιμα, άστα, ελικιά, κορμαστασά, κορμοστασιά, κουρμουστασά, κουρμουστασιά, μπογαρέ, νάστα, ραστ, ψίλους

μποϊκοτάζ [1957], μποϋκοτάζ [1910] || οικονομικός αποκλεισμός (λόγιο), γαλλικό: boycottage

μποϊκοτάρισμα [1998], μποϋκοτάρισμα [1934] || βλ. μποϊκοτάζ

μποϊκοτάρω [1983a], μποϋκοτάρω [1934] || κάνω μποϊκοτάζ (γαλλικό: boycotter)

μποϊλέ [1960a] || έτσι, ετς

μπόιλερ [1998] || βραστήρας (λόγιο) | αγγλικό: boiler

μποϊλής [1960a], μποϊλίδικος [1960a], μπουϊλής < bουϊλής [1978] || ψηλός, άλτος, αψιλός, αψλός, αψπλός, γκαλγκάντς γκαμλάρ, γκιαμίρς, γκλιαμίρς, γκριντάλι, καλαμαντάρς, καμλάρς, κλίκας, λαντσιέρης, λαρίας, λετόνι, λουγκούρς, λουνγκούρς, μακρίου, μακρύς, μποερός, ντελίνι, ντερέκ, ντερέκι, ντερλίνι, ντίλαλας, ντιλάρι, ντιλίν, ντιντέικους, ντιρέκ, ντιρέκι, ξεκλέτζονος, ποϊλής, ραγκατζάνους, ψιλέας, ψιλόν, ψιλουγκάν, ψιλουγκάντς, ψλος, ψουλός

μποΐλτσιο || αυτό που μένει από το καλαμπόκι, αφού το φάμε: απουσίτι, βότσι, βοτσίδ, βοτσίδι, βουτσίδ, γούτσι, ζουμκόξιλο, κακότσελο, καλαμκόξιλο, καλαμποκότσαλο, καλαμπουκότσαλου, καρμπούσι, καρπούσι, κεχρόξιλο, κεχρόσαπο, κόκαλο, κοκορέτσι, κόρτσαλο, κότσαλο, κοτσάν, κοτσάνι, κότσιαλο, κοτσιάν, κουκλέτς, κουκλέτσι, κουκουνάρα, κουλούκουνο, κουμούτς, κουτούνι, κούτσα, κουτσάν, κούτσελο, ρούμπαβλο, ρούμπαλο, σάπι, σισιάρκα, σουμάκι, σόχαλου, σφήνα, τζούκριν

μπόινα [1835] || πηδάλιο (λόγιο): πλατύ κουπί-τιμόνι

μποίος [1891a] || ποιος

μπόισα [1931] || στρίγλα, αλογοφάισα, διαβόλισα

μπόιστρον || βλ. μπόδιο

μποκ || βλ. μπατζίνα (σκατά)

μπόκαλο || βότσαλο, βάσαλο, βέσαλο, βίσαλε, βίσαλη, βίσαλο, βίσαλον, βίσαλου, βίσελο, βίσιλου, βότσαλου, γίσαλον, δίσαλε, δίσαλο, ίσαλον, κόγκολο, κότσαλο, κοχλάκι, λιλάδι, μέσαλον, μίσαλο, φίσαλο, χουχλιδέλι, χοχλάκι, χοχλί

μπόκαλο [1964] || το άγουρο φρούτο

μποκαμίσα [1987a] || πουκαμίσα, ποκαμίσα

μποκάρι [1864], μποκάρζι < μποκάρζι [1987a], μποκάζι < μποκάζι [1987a], μπουκάρι [1996b] || το κουρεμένο μαλλί από τα πρόβατα: αρναπόκ, αρνιόκουρο, αρνοκόπι, αρνοκουρά, αρνόκουρο, αρνόκρο, αρνόκρου, αρνομάλ, αρνομάλιν, αρνόμαλο, αρνόμαλου, αρνοπόκ, αρνοπόκι, αρνουκόκ, αρνουκόπ, αρνουκρά, αρνουπόκ, πκαρ, πλοκάρι, ποκάρ, ποκάρι, πουκάρ, πουκάρι

μπόκας [1966] || νάνος, νάνους, τζιετζιές, τζιουτζιές, τζουτζές, τζουτζιές

μποκάσι [1709], μποκασί [1837], μπουχασί < bουχασί [1972], μπουκασίν [2001c], μπουκασένα [2001c], μπουγαζί [2001c], μπογασί [2001c], μπουγασί, μπουχαζί, μπουχασί || γιρλάντα από κόκκινο μπαμπακερό πανί | κόκκινο πανί | κόκκινο φουστάνι

μποκασία < μποκκασία [1837] || βλ. μπουκιά

μποκεβίλι [1963] || βλ. μπουκαμβίλια

μποκές [1963] || βλ. μπουκέτο

μποκέτα || το στόμα του λαγουμιού

μποκέτα [1963] || τραχηλιά, λαιμόκοψη, λαιμουδιά

μποκίνο [1963] || επιστόμιο (λόγιο)

μπόκλα [1981], μπούγλα || λαδίκα, ντενεκές για λάδι

μποκλαντίζω [1960a] || σκατώνω, λερώνω, χαλώ

μπόκλιζα [1981] || βαρέλα για λάδι

μποκλούκι [1960a], μποκλούκ [1960a], μπουκλούκι [1960a] || σκατοδουλειά, μπέρδεμα | σκουπίδι

μπόκολα || κρίκος σκουλαρίκι, βεργέτα | μπούκλα μαλλιού

μπόκολα [1931] || τα άγουρα μπαμπακοκάρυδα

μπόκολα [1963], μπόκολο || ή και μουρλομπόκολα: χτένισμα των γυναικών, με τα μαλλιά μπούκλες

μποκολέτι < μποκολέτια τα [1963], μπόκολο < μπόκολα (τα) [2001a], μποκολέτα || μικρό σκουλαρίκι

μπόκολο [1909] || κάποιο μικρό ψαροπούλι

μποκορδίζομαι || χασμουριέμαι, ανακλανίζομαι, ανασκαμνίζομαι, αναχασκίζω, αναχασμιέμαι, αναχασμιούμαι, αναχασμιούμι, αναχασμούμαι, αποταβρίζουμι, αποχασμούμαι, ξεραχαμιέμαι, ξεραχαμνιέμαι, ξεραχανιέμαι, ξεροχαμιέμαι, ξεροχαμιέμαι, ξεροχαμιούμαι, ξεροχαμνιέμαι, ξεροχαμνίζομαι, ξεροχασμιούμαι, ξιρουχαμνίζουμι, ξιρουχάνου, χαμιργέμαι, χαμουριόμαι, χαμουρκούμαι, χάνω, χασμιέμαι, χασμιούμαι, χασμιούμι, χασμιριέμι, χασμιριόμαι, χασμιριούμι, χασμούμαι, χασμουριέμι, χασμουριόμαι, χασμουριόμι, χασμουρίουμαι, χασμουρούμαι

μπόκος [1996a] || στερνός, τελευταίος (λόγιο), γκούτζος, ινφίμος, ιστερνός, ίστιρους, πατνός, πόκλανον, στιρνός, τσόκολο

μποκουνάκι [1837] || μικρή τρύπα

μποκούνι [1837] || βλ. μπουκιά

μποκρίλα || κακοτράχαλο μονοπάτι

μποκρίλες (οι) [1894], μποκρίλαις (οι) [1887b] || χωράφια γεμάτα πέτρες και άμμο

μπολ || βλ. μπόλικος

μπολ || μακρύ ξύλο του αλετριού, που είναι ανάμεσα στα δύο ζεμένα βόδια

μπολ [1961] || ημισφαιρικό δοχείο (λόγιο) | γαλλικό: bol

μπολ < μπολ’ [1981] || το δέντρο Olea europaea: ελιά, ιλιά, ζεχτίν

μπόλα [2001b] || βλ. μπινάρι (βρύση)

μπόλα, || βλ. μπολιαρία (γυρίστρα)

μπολάδο < μπολλάδο [1996b] || επίσημο έγγραφο (λόγιο)

μπολάκι [1909], μπουλάκι < bουλάκι [1921], μπουλάκ [1946], μπουλάκιμ < μπουλάκημ [1946], μπολάκιμ [1960a], μπουλάκι [1996a], μπουλάκ < bουλάκ’ [2006] || μακάρι, αλάβερσι, αλάβιρσουν, αλάβρες, αλάβρισον, αλάβρισουν, άμποτε, άμποτες, άμπουτε, άμπουτις, ίλεμ, ινσαλά, ινσαλάχ, ινσιαλά, ισαλά, ισαλάχ, ισιαλά, ιχιαλά, κέσκε, κέσκι, μαγάρ, μαγάρι, μακάρ, μακάρε, μεγάρι, μεκάρι, νιάμποτες, νιάποντες, πέρκι

μπολέβω [1931] || βλ. μπολιάζω

μπόλεγα [1963] || κάποια μεγάλη απόχη που έχουν οι ψαράδες, για να ρίχνουν τα ψάρια, όταν ξεψαρίζουν τα δίχτυα που τραβάνε έξω από τη στεριά

μπολεγάρω [1963] || ξεψαρίζω τα δίχτυα και ρίχνω τα ψάρια στη μπόλεγα

μπολέγκου < μπουλέγγο [1987a] || τριγυρίζω χωρίς λόγο, μπολιαρέγκου

μπολερό [1961] || γυναικείο γιλέκο, που αφήνει έξω το στήθος (γαλλικό: boléro)

μπολέτα || βλ. μπίλια (λάσπη για τη σκεπή)

μπολέτα || βλ. μπουγιάτα (καμίνι)

μπολέτα < μπολλέτα [1963] || άδεια εκτελωνισμού (λόγιο)

μπολέτι [1709], μπολετί [1876a], μπολέτο [1981], μπολετιά || δελτίο (λόγιο), απόδειξη (λόγιο) | λαχείο (λόγιο)

μπολετί [2001b] || βλ. μπαλότα (ψήφος)

μπολέτο || προικοσύμφωνο (λόγιο), ανεθίβουλο, αρεσκιά, εξοφίλι, καπίνι, σκαρτσοφόλι

μπολεύω < bολεύω [1908] || τριγυρίζω, αλογιρίζω, αλουγιρίζου, βολάσω, βολιτάρω, βολιτζάρω, βολταρίζω, βολτάρω, βολτατζαρίζω, βολτατζάρου, βολτατζάρω, βολτατζάρω, βολτατζέρνω, βολτέρνω, βολτετζαρίζω, βολτετζάρου, βολτετζάρω, βορταζέρω, βορταρίζω, βορτάρω, βορτατζάρου, βορτατζάρω, βορτατζέρω, βορτεζάρω, βορτέρνω, βορτετζάρω, βορτζάρω, βοταρίζω, βοτατζέρω, βουλετάρω, βουλιτέρνω, βουλτάρου, βουλτατζάρου, βουλτατζέρου, βουλτέρνου, βουρτουράου, βουτάρω, γιρβουλάου, γιροβολώ, γιρουβουλάου, γιρουλιάζω, γκεζεράου, γκεζεράω, γκεζερίζω, γκεζερνώ, γκεζερώ, γκζιράου, γκιζεράω, γκιζερίζω, γκιζερνάω, γκιζερνώ, γκιζερώ, γκιζιαρνάου, γκιζιαρνώ, γκιζιράου, γκιζιράω, γκιζιρίζου, γκιζιρνάου, γκιζιρνάω, γκιζιρνώ, γκιζιρώ, γκιζράου, γκιζρνώ, γκιρουβουλάου, γκισράου, γυρνοβολώ διαέρνου, δκιαϊρίζω, ζαμπρανέβω, ζγκνίζω, ιρουλιάζω, κιζιρίζου, κιζιρώ, κισιρίζου, λογιρίζω, λογιρνάω, λουγιρίζω, λουγιρνάου, λουγιρνώ, λουγκουρίζω, λουιρίζω, ρασέβω, σεργιανάω, σεργιανίζω, σεργιανώ, σιργιανάου, σιργιανίζου, σουλατσάρου, σουλατσάρω, σουλατσέρνου, σουλατσέρνω, σουρτουκιάζω τζεζεράω, τριγιουρνώ, τριγιρίζου, τριγυρνάω, τριγυρνώ, τριϊρίζω, τριϊρκάζω, τριουρνώ, τρογιρίζου, τρουγιρίζω, τρουγουρνώ, τρουιρίζου, τρουιρνώ, χιρβουλιάζου

μπόλι [1688], μπόλιον [1860], μπόλλιν [1884a], μπολ < μbολ [1964], μπολ < μπολ’ [1988] || και αμπολή, αμπόλι, αμπόλ | εμβόλιο (λόγιο) φυτού ή ανθρώπου| το πρώτο λέγεται φίλι ή κεντράδι | το δεύτερο λέγεται και βατσίν, βατσίνα, βατσίνι, βατσούνα, βατσούνα, βετσίνα, βιτσίνα φατσίνα

μπόλι [1931] || το λουλούδι που είναι ακόμα κλειστό

μπόλια [1934] || λέγεται και πάνα ή σκέπη, είναι σαν πανί από ξίγκι που το παίρνουν από τα σπλάχνα του ζώου και τυλίγουν με αυτό το αρνί της σούβλας, για να ψηθεί καλύτερα

μπόλια < μπόλια [1527], μπόλια < bόλια [1918], μπόλια [1934], μπόλι || μαντίλα, αγιασμάς, αέρας, αλέμι, άμιτο, βαγιόλι, βαμβακέλα, βαμπακέλα, γεμεμί γεμεμίν, γεμινί, γεμνί, γιαμενί, γιασμάκι, γιασμάς, γιμενί, γιμινί, γιμνί, γκαρκούλ, γκαρκούλι, γμινί, εμενί, εμπόλια, καλεμκερί, καλεμκιαρί, καλιμκιργιά, καμπανί, κατσούλα, κεφαλογίρι, κεφαλοδέμα, κεφαλομάντιλο, κεφαλοπάνι, κεφαλόδεμα, κεφιές, κλάκα, κουκουλιά, κουρλί, κουρούκλα, κρεπ, κρέπα, κρέπι, λαχούρ, λαχούρι, μααχαμάς, μαγλίτς, μαγνάδι, μαμούκι, μαμουκοτσέμπερο, μαντίλ, μαντίλι, μαντίλια, μαντιλούνι, μαρχαμάς, μαχραμάς, μαχραμπάς, μερχαμάς, μισάλα, μπαρέζα, μπαρέζι, μπαρμπούλα, μπαρμπούλα, μπατίστα, μπολίδα, μπολίδι, μπούλα, μπουλέτσι, μπουρμπούλα, μπουρμπούλι, μπουρμπούτι, μπουχτσιάς, μποχτσάς, ντρατμάς, ομπόλια, ούβια, πέτσα, πετσάς, πετσόνα, πος, πόσι, σαρίκ, σαρίκι, σεβρέτα, σερβιέτα, σιαμί, σιαμούδ, σιρβέτα, σιρβιέτα, σκεπ, σκέπη, σπαλέτου, σταντάδα, τζεβρές, τλουπάν, τουλουπάν, τουλουπάνι, τσεβρές, τσεμπέρ, τσεμπέρα, τσεμπέρι, τσέπα, τσιβρές, τσίλα, τσιμπέρ, τσιμπέρ, τσιουβρές, τσιουμπέρ, τσίπα, τσουτσουμίδα, φακιόλ, φακιόλι, φατσιολέτο, φατσιόλι, φνίκα

μπόλια < μπόλια [1835], μπόλια < μπόλια [1923a], μπόλια [1934] || πετσέτα (προσώπου και φαγητού): βαγιόλι, γιαγλικάς, γιαγλίκι, γιαγλιούχι, καναβάτσα, μααχαμάς, μαρχαμάς, μαχραμάς, μαχραμπάς, μερχαμάς, μεσάλι, μισάλ, μισάλι, μισαλούδα, μπαρμπατσιόλα, μπετσέτα, μπισκίρι, μπόγια, νιφτόμπολα, νιφτόμπολια, ομπόλια, πατσόγρα, παχταμάς, πεσκίρ, πεσκίρα, πεσκίρι, πεστσίρ, πεσχίρι, πισκίρ, πισκίρι, πιτσέτα, πιτσιέτα, προσόψι, προυσόψ, σαλβέτα, σερβέτα, σιρβέτα, στράτσα, σφογκολάμπα, σφογκόμπολα, σφουξτίρ, τάβλα, τουβαέλι, τουβαλίθι

μπόλια < μπόλλια (τα) [1891c], μπόλια (τα) [1909], μπόλια < bόλια (τα) [1978], μπούλια || μισοβρασμένα όσπρια μαζί με σιτηρά (τα βράζουν στις 30 Νοέμβρη, γιορτή του Άγιου Αντρέα): πολυσπόρια, μπόμπολα, μπομπόλια, μπουμπόλια, μπουρμπουρέλια, μπουσμπουρέλια

μπολιάζω [1709] || φοράω μπόλια (μαντίλα)

μπολιάζω < μπολιάζειν [1688], μπολιάζω < μπολιάζω [1790], μπολιάζω < bολιάζω [1905], μπουλιάζου < μπουλιάζου [1981], μπολιάζου || κεντρώνω (φυτό): αματίζω, αμπολέβω, αμπολιάζω αμπουλιάζου, ασλαέβω, θλιάζω, κεντρίζω, κιντρόνου, μπιλιάνου, μπολέβω, φελιάζω, φιλιάζου, χασλαντίζου

μπολιάζω < μπολιάζω [1790], μπουλιάζου < μπουλιάζου [1981], μπολιάζου || εμβολιάζω (λόγιο) άνθρωπο ή ζώο: αμπολιάζω, αμπουλιάζου, βατσιναρίζω, βατσινάρω, βατσινιάζω, βατσινιάρω, βατσινόνω, βατσνιάζου, βατσνιόνου, βατσνόνου, βετσιναρίζω, βετσινάρω, γητεύω, φατσινάρω

μπολιαρέγκου < μπολιαρέγγου [1987a] || βλ. μπολέγκου

μπολιάρης < μπολιάρης [1957] || ζητιάνος, γιρεβός, γκουρμπέτης, γκραβαρίτης, διακονάρης, διακονάρς, διακονιάρης, διακονιάρς, διακουνιάρης, διακουνιάρς δκιακονητής, δκιακονήτης, δκιακονιάρης, ζήτουλας, ζιούτλας, ζιτισιάρης, ζιτλάρς, ζιτλάς, ζίτλας, ζιτλιάρς, ζιτουλιάρης ζούτλιαρς, ζούτλους, ζουτουλιάρης, κόνιαρς, κρίτσιλας, ματσκάς, σιχορολόγος, τρουβαδέλας, φιλόχριστος, χεροδούλης, ψωμοζήτης

μπολιαρία < μπολιαρία [1987a], μπολιαζία < μπολιαζία [1987a] || γυρίστρα, αλαμάνα, γιουρίστρα, γρίστρα, γρστρα, ιρίστρα, μπόλα, μπολού, πορτογίρα, πορτοΐρα, σουλντούκω, σουλντούλου, σουλτούκου

μπολιάρικο < μπολιάρικος [1963] || κομμάτι πανί, μεγάλο όσο μια μπόλια (μαντίλα)

μπολιασάρης [1876a], μπολιασάρικος [1876a] || αμπολιάρης, αμπολιάρικος, διαλεχτός

μπόλιασμα < μπόλιασμα [1709] || το φόρεμα της μπόλιας (μαντίλας)

μπόλιασμα < μπόλιασμα [1790], μπολίασμα [1837], μπόλιασμα [1934] || εμβόλιο (λόγιο), βατσινιάρισμα, βατσίνιασμα, βατσίνισμα, βατσούνιασμα, βετσινάρισμα, ματσίνιασμαν

μπόλιασμα < μπόλιασμα [1790], μπολίασμα [1837], μπόλιασμα [1934] || κέντρισμα, φέλιασμα

μπολιασμένος < μπολιασμένος [1709] || μαντιλοφορεμένος

μπολιασμένος < μπολιασμένος [1790] || εμβολιασμένος (λόγιο), βατσινισμένος

μπολιασμένος < μπολιασμένος [1790] || φελιασμένος, κεντρωμένος

μπολιαστής < μπολιαστής [1962a] || εμβολιαστής (λόγιο)

μπολίδα [1931], μπολίδι || βλ. μπόλια (μαντίλα)

μπολιδένιος || πανί που κάνει για μπόλια (μαντίλα)

μπόλικα [1835], μπόλκα [1946], μπόλκια || άφθονα (λόγιο) | χαλαρά (λόγιο)

μπολικένω < μπολικαίνω [1835], μπουλκένου < μπουλ’καίνου [1962c], μπουλκένου < bουλ’κένου [1976] || χαλαρώνω, μποσικάρω | αβγατίζω (βλ. μπλουντένω)

μπολικιά < μπολικιά [1931] || αφθονία (λόγιο), μποδάντσα, μποντάντζα, μπουνλούκ

μπόλικος [1835], μπόλυκος [1874a], μπόλκους < μπόλ’κους [1962c], μπόλκους < bολ’κους [1972], μπόλκους < bολκους [1976], μπόλκους < μπόλ’κους [1988], μπόλκος < μπόλ’κος [1999], μπόγλικος, μπολ || γκιουρέδικος, γκιουρέδκους, γκιούρικος, γκιούρκους, μπλουντιρός, πολικός

μπολίνι [1866a] || μυστικό (σφραγισμένο)

μπολίστικος [1963] || υφαντός

μπολίτικη < bολίτικη [1918] || της μπόλιας (μαντίλας)

μπολίτσα [1891c], μπουλίτσα < μπουλίτσα [1964] || τρύπα, ράφι ή ντουλαπάκι μέσα στον τοίχο της κάμαρας για να βάζουν πράγματα. λέγεται και: παραθίρα, πολίτσα, πουλίδα, πουλίτσα, σκαλοφρίδα, σκαλουφρίδα, φιρίδα

μπόλκα || χτένισμα με φράντζα

μπόλκα [1987a], μπολκάκι [1992], μπόλκα < bόλκα [2001c], μπόρκα [2001c], μπολκάτσι [2001c], μπουλκάκι < bουλκάκ’ [2006], μπορκί, μπουλκάκ || ζακέτα με στενή μέση και στενά μανίκια, που φορούσαν οι γυναίκες: πολκάκι, πουλκάκι, πόρκα

μπολκοφόρεμα [1987a], μπολκοφορεσία [1987a] || κουστούμι με μπόλκα (σακάκι) και φόρεμα

μπολμπερόφλασκα (τα) || μπαρουτάσκαγα, μπαρουτόβολα, σκαγιομπάρουτα

μπόλνο || βλ. μαλάτος (άρρωστος)

μπόλο [1963] || το μέρος του κεφαλιού του πουλιού που είναι κοντά στη μπίκα (ράμφος)

μπόλο < μπόλλο [1963] || σφραγίδα δικαστηρίου (λόγιο)

μπολοβίνα [2001a] || μεγάλος σάκος, φτιαγμένος από κομμάτια παλιών σάκων (για στάρι, καλαμπόκι και άλλους καρπούς)

μπολόγερος [2001c] || πολύ γερός, πολύ δυνατός

μπολόγιομος < μπολόγιομος [2001c] || πολύ γεμάτος

μπολοκιός || βλ. μπόκλα (λαδίκα)

μπολονέζα [1963] || ή & πολωνέζα, κάποιο καλό φόρεμα

μπολόσκυλλο [1908] || κοπρόσκυλο, κοπρίτης, κόπρος

μπολού || γέρικο

μπολού [1987a] || βλ. μπολιαρία (γυρίστρα)

μπολσέτα (τα) || μανικέτια, μανσέτες

μπόλσος [2001b], μπόλτζος, μπόλσος, μπόρτζος || σφυγμός (λόγιο), πόλσο, πόλτσο, πόνσο, πόρτσο

μπολτιά || βλ. μπόλκα (ζακέτα)

μπόλτσα < bόλτσα [2006] || βλ. μπλιαμούτς (λασπερό ψωμί)

μπόλω [1966] || αβάφτιστο κοριτσάκι: κουτσιούρα, μπέτσα, τσούτσου

μπομ [1963], μπουμ [1998] || το πέσιμο (στα μωρουδίστικα)

μπομαδένιος < μπομαδένιος [2001c] || λουστραρισμένος

μπόμβυξ [1614] || μεταξοσκώληκας (λόγιο), μπουντίνος, μπουντίνους

μπομ-μποκ [1960a] || σκατά κι απόσκατα

μπόμπα [1790], μπόμπα < μπόμbα [1962c] || βόμβα (λόγιο)

μπόμπα [1946] || βλ. μπούκλα (βαρέλι)

μπόμπα τα < μπόμπο [1884b], μπόμπου [1964], μπομπό (το), μπομπόλια < μπομπόλια (τα) [1987a] || κοκά, καλούδια, φιλέματα, για τα μωρά

μπομπάδο || ή μούδρα & μούθρα, ντουβάρι φουσκωμένο από το νερό

μπομπαζίνα || κάποιο πανί

μπόμπαλου < bόbαλου [1978] || κεδρομπόμπολο (καρπός κέδρου)

μπομπάρδα [1614], μπουμπάρδα [1622], μπουμπαρδέα [1987a], μπουρμπάδα || λουμπάρδα, κανόνι, τόπι, τοπανάς, κομάτι | κάποιο καράβι, το γολετόμπρικο

μπομπαρδαμέντο [1996b] || βλ. μπομπαρδιά (κανονιά)

μπομπαρδάρης [1790], μπουμπαρδέρης [1622], μπουμπαρδάρης [1659], μπομπαρδιέρος < μπομπαρδιέρος [1963], μπουρμπαρδολόγος [2001b] || πυροβολητής (λόγιο), μπομπίστας, τοπιτζής, λουμπαρδάρης

μπομπαρδάρισμα [1910], μπουμπαρδίδι [2001b], μπουρμπαδίδι [2001b], μπουμπάρδιση [2001b], μπουρμπάδιση [2001b] || βομβαρδισμός (λόγιο)

μπομπαρδάρω [1790], μπομπαρδίζω [1934], μπουμπαρδίζω [2001b], μπουρμπαδίζω [2001b] || βομβαρδίζω (λόγιο)

μπομπαρδιά < μπομπαρδιά [1622], μπουμπαρδιά < μπουμπαρδιά [1709], μπουμπαρδέ [2001b], || κανονιά, λουμπαρδιά, μπομπαρδαμέντο, κοματιά

μπομπάρω [2001a] || μουσκεύω, μουσιέφκω, μουσκέβου

μπόμπας [1963] || ο πολύ ψηλός και παχύς

μπομπέ [1962a] || ανάκυρτος (λόγιο), πομπέ | γαλλικό: bombé

μπομπεύω [1941], μπουμπέβου || διαπομπεύω (λόγιο), γεβεντίζω, γεβεντίτζω, γεβετίζω, γιβεντίζω, γιβιντίζου, γιβιντού, γιοβεντίζου, γιουβεντίζου, γκεβεντίζω, γκιβεντίζου, γκιβεντώ, δγιβιντίζου, εβεντίζω, ζεβεντίζω, κεβεντίζω, κιβεντίζω. κολοσίρνω, λβιντώ, λεβεντίζω, λιβεντίζω, λιβιντίζου, ξεγιβεντίζω, ξιγιβεντίζω, πομπεύω, πουμπέβου, ρομπούνου, τσιεντίζω, τσουβεντίζω

μπομπή [1876a], μπομπή < bοbή [2001c], μπουμπή || διαπόμπευση (λόγιο), γεβέντιγμα, γεβέντισμα, γεβεντισμός, γεβέτισμα, γιβέντισμα, γιβέντσμα, γιβίντισμαν, γιουβέντσμά, εβέντισμα, εβεντισμός, λιβέντισμα, μπόρολα, πόμπεμα, πομπή, πόμπιεμα, πουμπή, σεργούνι, σιργούν, τσβέντσμα, τσουβέντισμα

μπομπιεμένος < μπομπγιεμένος [1996b] || διαπομπευμένος (λόγιο), γεβεντισμένος, γιβεντισμένος, πομπεμένος, πομπιασμένος, πομπιεμένος

μπομπίνα [1998] || καρούλι

μπομπιοθήλυκο < μπομπιοθήλυκο [1963] || παλιοθήλυκο, γύναιο (λόγιο)

μπόμπιρας [1931], μπόμπορος || βρικόλακας, ανεκαθούμενος, βάμπουρας, βαρβούλακας, βαρθάκαλας, βέμπουρας βιικόακας, βιρκόλακας, βόλακας, βόμπερας, βόμπιρας, βόμπορας, βόμπρας, βορβάλακας, βορβόλακας, βορδόλακας, βορδούλακας, βορκόλακας, βουλκόλακας, βούμβαρος, βούμπερας, βουμπίρς, βουρβόλακας, βουρβούλακας, βουρβούλιακας, βουρβούλντακας, βουρδόλακας, βουρδούλακας, βουρκόλακας, βρακόλακας, βρεκόλακας, βρικόακας, βρικούλακας, βροκόλακας, βροκόλασκας, βρουκόακα, βρουκόακας, βρουκόλακας, βρουκούακας, βρουκούλακους, γόμουρας, έντιμα, ζούλακας, καλαμπαούρας, καταχανάς, κατράμης, κατραχανάς, κατσικάς, κάτσικας, λάμπασμα, ντουσμάνης, πουρλόκης, πρόλακας, σάιτανους, σαρκωμένος, φάντακας, χορτλάχ, χορτλάχτς

μπόμπιρας [1998], μπόμπυρας [1874a], μπόμπιρος < μπόμπυρος [1887a], μπομπίρος [2001a] || μικροκαμωμένο, ξύπνιο και σκανταλιάρικο παιδί: μπόπης, μπόρλουκας

μπομπίστας [1963] || βλ. μπομπαρδάρης

μπόμπο || το φρούτο, στα μωρουδίστικα

μπο-μπο [1860], μπομπόο [1963] || πω-πω !

μπόμπολα (τα) [1966], μπομπόλια (τα) || βλ. τα μπόλια (πολυσπόρια)

μπομπόλα [1887b] || θηλυκό στοιχειό: καλαμοδόντα, μαροδόντα, μπαμπάλα, μπαμπούλα, χαραρού

μπομπόλα [1923b] || το φυτό Peganum harmala: βρομοσουέρκος, κολιά, παπαδίτσα

μπομπολάτσκες < μπομπολάτσκες (οι) || παράσιτα στο δέρμα των ζώων

μπομπόλι < μπομπόλια τα [1910] || μπαλίτσα | ένα σπυρί από κάποιο καρπό (καλαμπόκι, στάρι, φακή, φασόλι)

μπομπόλια < μπομπόλια (τα) [1996b] || φαΐ με σαλιγκάρια της θάλασσας

μπομπόλογα [1963] || βρομόλογα, παλιοκουβέντες, ντροπιές, πουσλούκια

μπομπόλοι οι [1963] || κάποια ψάρια

μπόμπολος [1909], μπόμπολας < bόbολας [1918], μπόμπουλος [1931], μπομπόλι < bοbόλι [1918], μπουμπόλι, μπόβολας, μποβόλι, μπόβολος, μπόβουλος, μπομπολίδι, μπουμπλόλ, μπουβόλι || σαλιγκάρι, γαρίτζιαλος, δαλιάκι ζαλγκάρ, ζαλιγκάρι, ζαλκάρ, κάλαβρας, καλάουρας, κάλογρας, καράβολα, καράβολας, καράβολος, καράολας, καράολος, καράουλας, καρίβολας, κοκλίδ, κορδαβή, κοχίλ, κοχλίδ, κόχλιδας, κοχλίδι, κοχλιός, κοχλίος, μαντί, μελίτακος, μουρμούρα, μούσμουλας, μπιμπίτσκα, μπορμπόλι, μπόρμπολος, μπουρμπόλ, μπουρμπόλι, μπούρμπουλους, μπουσλίκα, παπουλάς, σάλαγκος, σαλγκάρ, σαλγκιάρ, σάλιαγκας, σαλιάγκι, σαλιαγκός, σαλιάγκος, σάλιαγκος, σαλιάης, σαλιάκ, σάλιακας, σαλιάκι, σάλιακος, σαλιακούδ, σαλιακούδι, σαλιανγκάρ, σάλιανγκας, σαλιάρ, σαλιάρης, σαλιάρι, σάλιαρος, σάλιαρους, σάλιαρς, σαλιάτακας, σαλιγκάρ, σαλίγκαρας, σαλίγκαρο, σαλίγκαρος, σάλιγκας, σάλιγκος, σαλίτ, σαλίτι, σαλίτς, σαρακόχλας, σαριγκάλι, σαρίγκαλος, σιαλάκ, σιαλάκι, σιάλιαγκας, σιαλιάκ, σιαλιάκι, σιαλτίρ, σκλίμος, στρόμπουλος, σφαλιγκάρι, σφαλίγκαρο, σφαλίγκαρος, σφαλίγκι, σφελιγκάρι, σφελίγκαρος, φούσκαρης, χουχλίδ, χουχουλιός, χοχλιός, χοχλίος, χόχλιος, χόχλος

μπομπολόχορτο [1996b] || κάποιο αγριόχορτο

μπομπόνι || δοθιήνας (λόγιο), διάσονας, καλόγηρος, καλόιρους, μαβρ, μαύρη, τρικούκουλο, τσερίτσα, χουλκό

μπομπόνι [1962a] || αγδάς, φοντάν (γαλλικό: bombon)

μπομπόνι [2001a] || βλ. μπαμπούνα (καρούμπαλο)

μπομπονιέρα < μπομπονιέρα [1957], μπουμπουνιέρα < μπουμπουνιέρα [1998] || σακουλάκι με κουφέτα που δίνουν σε γάμους και βαφτίσια

μπόμπος || αυτός που παραμιλάει

μπόμπος [1998] || όνομα σκανταλιάρικου αγοριού, σε πολλά καλαμπούρια

μπομπότα [1835], μπομπότα < μπομπότα [1923a], μπουμπότα [1962c], μπουμπότα < bουbότα [1976] || ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού, κραμποκούκι, μαμάτσα, μπαζίλα, μπαζίνα, μπαμπανάτσα, μπαρμπαρεά, μπαρμπαρέλα, μπαρμπαρένιο, ροκίσα, ροκίσιο, ρουφτένιου, σαγαμίτα, σομόνι, τζαλέτι | ρουμάνικο: bobotă

μπομποτάλευρο [1934], μπουμπουτάλιβρου < μπουμπουτάλιυρου [2010] || αραποσιτάλευρο, αραπουστάλιβρου, καλαμποκάλευρο, καλαμπουκάλεβρου, μπαρμπαράλευρο

μπομπότι, μπομπότσι || βλ. μπζαμπζάκους (η γούλα των πουλιών)

μπομποτίσιος, μπουμπουτίσους < bουbουτίσους [1976] || καλαμποκίσιος

μπομποτοαναθρεμένος [1931] || κακοαναθρεμένος, χωριατομαθημένος

μπομπούνα, μπουμπούνα || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπομπούσκα || το ψάρι Rhodeus sericeus: μουρμουρίτσα, φλασκούνι

μπομποφανιές < μπομποφανιές οι [1931], μπομποφάνια < μπομποφάνια τα [1963] || τα κοκορέματα, οι κομποφανιές, η καυχησιολογία (λόγιο)

μπομπρέκι [1931], μπομπρέκ [1960a], μπουμπουρέκι [1996a], μπουμπρέκι, μπουμπρέκ, μπουμπρεκούδι || νεφρό, μπουμπούνα, νεβρό, νεφρί, νιφρί,

μπομπρέσo [1878b], μπομπρέσσο [1934], μπομπέζο [1963] || όνομα καταρτιού της πρύμης, πρόβολος ιστός (λόγιο)

μπόμπτσα [1966] || γάστρα, βάστρα, βαστρί, γαστρί, γαστρίν, γάστρος, γάστρους, γιάστρα, γιαστρί, γκάστρα, γκάστρος, γκράστα, γκραστί, γραστί, ιάστρα, ιαστρί, καπάκ, μπογάνα, μπουγάνα, πογάνα, πουγάνα, σατς, σάτσι, τσερέπα, χαστρί

μπον [2003], μπόνα, μπόνε || καλά

μποναγράτσια [1963] || πορτιέρα, παραπέτασμα (λόγιο)

μποναγράτσια [2001a], μποναγκράτσια || η μεγάλη κουρτίνα & το κουρτινόξυλο

μπόνακας [1981] || αγαθός, αφελής (λόγιο)

μποναμάς [1910], μπουναμάς [1931] || το δώρο της Πρωτοχρονιάς: αγιοβασιλιάτικο, καλοχέρι, μπουλαμάς

μποναμέριτος [1963] || ευυπόληπτος (λόγιο)

μπόνα-νότε [1963] || καληνύχτα

μπονασέρα [2003] || καλησπέρα

μπονατενέντες [1963] || διακάτοχος κτήματος (λόγιο)

μπονατσέβελος [1996b] || όταν φυσάει λίγος αέρας, το αεράκι

μπονέλιος || το πουλί Hieraaetus fasciatus: ασπρογέρακας, ασπρογέρακο, ζονόρος, λαζόνος, μηλαδέλφι, μηλαδέρφι, σκαροβιτσίλα, σπιζαετός, στόρι, φιλάδελφος

μπονέντες [1835], μπουνέτης [1891e], μπουνέντες [1963], μπονέντης [1983a], μπουνέντης [1995] || πονέντες, πονέντης, πουνέντες, πουνέντης

μπονές || ποστίς

μπονές [1963] || μπαρμπέτα, μπάρμπολα, λαλέτα, φαβορίτα

μπονεφικάρω [1963], μπονιφικάρω [1963] || αξιοποιώ (λόγιο)

μπόνιαρους < μπόνιαρους [1988] || βλ. μπουνταλάς

μπονιότα < μπονιότα [1966] || ντενεκεδένιο αγγειό για να κουβαλούν το γάλα

μπονίτσι [1966] || κομμάτι από σπασμένη γάστρα που το ζέσταιναν και το έκαναν θερμοφόρα (λόγιο)

μπονιφικατσιόνα || αξιοποίηση (λόγιο)

μπόνκο || αγαθό, αφελές (λόγιο)

μπονκοσενιάδος [1963] || αυτός που φέρνει καλά μαντάτα

μπόνκους [1946] || βλ. μπουνταλάς

μπόνο [1996b] || καλά, εντάξει (λόγιο)

μπονοβιά < μπονοβιά [2001a] || το όργωμα χέρσου χωραφιού

μπονοβιάζω [2001a] || οργώνω χέρσο χωράφι και το ετοιμάζω για να το σπείρω

μπονοβόλιας < μπονοβόλιας [2001a] || καλόκαρδος, καλόψυχος, καλοκάγαθος

μπονόζι [1966] || άλιωτος, αΐλιουτους, άλιοστος, άλιουτε, άλιουτους

μπονόρα < μπονώρα [1887b], μπονωρούλια [1887b], μπονόρα [1894], μπονώρα < bονώρα 1909], μπονώρας [1934], μπονόρας [1957] || λυκαυγές (λόγιο), αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί

μπονοριστής [1931] || πρωτοξύπνητος, πρωτοξημέρωτος

μπόνους [1998] || πριμ (αγγλικό: bonus)

μπονς [1981] || αγαθός, αφελής (λόγιο)

μπονς < μπον’ς [1988] || βλ. μπουνταλάς

μπόνσα || αγαθή, αφελής (λόγιο)

μποντά [1963] || αγαθοσύνη, ααθουσίνη, αβαθοσίνη, αγαθότη, αγαθότε

μποντάντζα [1996b], μποδάντσα || μπολικιά (αφθονία)

μπόντες [1963] || γέφυρα από χοντρά σανίδια

μπόντζικ, μπουντζούκα || χάντρα, ζινί, ζινίς, ζινίχ, κορέλι, χάνδρα, ψίφα

μποντί [1963] || καλημέρα

μποντίδες (οι) [2003] || μεγάλα λιθάρια

μποντικιά < μποντικιά [2001b] || ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα

μποντικιάζω < μποντικιάζω [1996b] || γεμίζω ποντίκια (εκεί που μένω)

μποντικοκούραδο [1996b] μποντικοκάουδο [2001b], μποντικοσκάτουλο [2001b], μποντικοκάβουλο [2001b] || ποντικοκούραδο, ποντικοκάκουλο

μποντικορές [2001b], μποντικιά < μποντικιά [2001b] || κάποιο φυτό (μοιάζει με το ραδίκι)

μποντικός [1876a], μπουντκός, μπουντίκ || βλ. μπεντικός (ποντικός)

μποντισμένος [1963] || άθλιος (λόγιο)

μπόντλας [1988], μπόντλος || αυλόπορτα, αβλόπουρτα, αμπουριά, αυλόθυρα, βόντλας, εξώπορτα, επορτία, ζαβόρτσα, ζαρβόντζα, ζαρβόντσα, λισιά, ξεπόρτι, ξόπορτα, ποριά, πορτόνι, πουριά, ρουγόπορτα, σακανίδα

μπόντνα [1988] || & βόντινα, κάποιο λογής πεπόνι

μπόντουμα < μπόdουμα [1962c] || κέντημα (κέντρισμα, τσίμπημα) σφήγκας

μπόντους [1960b], μπόντους < μπόdους [1962c], μπόντι < bόdι [1978], μπουντέτς < bουdέτσ’ [1978] || κεντρί (σφήγκας), καβλονούριν, οσκρός, σφικούντριν, σφιλικούντριν, τζουγκρί

μπόντους < μπόνdους [1964] || την ώρα που πρέπει

μπόντσα < bόντσα [1976], μπόντσα [2008], μπόντζα || ταψί από πηλό για πίτες ή ψωμιά

μπονφεστίδος || γιορτινός, γιορταστικός, γιορτιάτικος, γιορθιανός, γιορτάτκος, γιορτερός, γιορτιακός, γιορτιανός, γιορτιατικός, γιορτικός, γιορτιρός, γιουρτερός, γιουρτιανός, γιουρτιάτκους, γιουρτινός, γιουρτιρός, γιουρτνός

μπονφιλέ [1962a] || μαλακό κρέας, δίχως ξίγκι, που βγαίνει από το σημείο που είναι ανάμεσα στο μπούτι και τα πλευρά | γαλλικό: bon filet

μποξ [1934] || πυγμαχία (λόγιο) | γαλλικό: boxe

μποξάς [1910], μποκτσάς, μποχτσάς, μποξιάς, μποξάι || σάλι, εσάρπα

μποξέρ [1957] || & μπουξαδόρος, πυγμάχος (λόγιο) | γαλλικό: boxeur

μπόξερ [1981] || μοντέρνο σώβρακο (αγγλικό: boxer shorts)

μπόξης, μπόξι, μποξάκι || καραβάνα, ντραγκατζίκα

μποξίσικο [1987a] || άβολο, άτσαλο

μπόουλιγκ [1998] || παιχνίδι που παίζεται με μπάλα και κορύνες (αγγλικό: bowling)

μπόουλου [1964], μπόουλο || βλ. μπαούλο

μπόπης [1891a] || βλ. μπόμπιρας

μπόπκους || βλ. μπικαφίος (κοντός)

μπορ [1961] || το πλατύγυρο (λόγιο) του καπέλου | γαλλικό: bord

μπόρα [1835], μπόρρα [1835], μπόρα < bόρα [1972] || γαζέπι, γαζέπ, γκαζέπ, καθόρι, καταχάρι, μπουγραντί, ποράν, ρετούρα, ρούφουλας, στχαρ, τούζι, τφάνι, τφαν

μποράκλα [1996b] || μεγάλη μπόρα

μποραντζένα [1688], μπουράκιν [1688], μπουράντζα [1709], μποράντσα [1894], μπουράντσα [1894], μποράντζα [1923b], μπορατσένα [1923b], μπουράτσινο [1923], μπουράτζινο [1963], μπουράτζα [1996b], μπόραγκο || το φυτό Borrago officinalis: αρμπέτα, αρνοπέτα, βοράτσενε, βοράτσινα, πουράντζα

μπορασκιάρης < μπορασκιάρης [1996b] || βροχερός καιρός

μποργάτορ < bοργάτορ’ (το) [2001c] || άστατος καιρός

μπόργκο [1963] || τα σπίτια που ήταν έξω και γύρω από το κάστρο

μπορδάλα [1923b], μπουρδάλα [1923b] || ή πουρδάλα, κεφαλονίτικο αμπέλι

μπορδέχτ < bορδέχτ [2001c], μπορδέχτς < bορδέχτς [2001c], μπουρδέχτ < bουρδέχτ [2001c] || λάκκος με βροχόνερα: αμβουρδέκτης, αμπουρδέκτης, αμπροδέκτης

μπόρδοκλου [1903] || βλ. μπόδιο

μπόρδολοι (οι) || κάποια χοντροπάπουτσα

μπορεζάμενα [1659] || βολετά, δυνατά, μπορετά

μπορεζάμενον [1709], μπορεσάμενο [1957] || βολετό, δυνατό, μπορετό

μπορεζάμενος [1659], μπορεσάμενος [1931] || δυνατός, ισχυρός (λόγιο)

μπορεμός [1999] || δυνατότητα (λόγιο)

μπόρεση [1934], μπόρεσις [1659] || δύναμη, εξουσία (λόγιο)

μπορετό [1614], μπορετόν [1659] || βολετό, δυνατό

μπορετός [1709] || βολετός, δυνατός, μπορεζάμενος

μπορζιάζω [1887b] || χρεώνω (λόγιο)

μποριά < μπορειά [1915], μποριά [1931] || διαβατό μέρος ποταμού: πόρος, ποριά

μποριασμένος [1931] || λέγεται για κατεβατό αέρα

μπορίρισμα [1709] || σίχαμα

μποριρισμένος [1709] || σιχαμένος

μπορίρω [1709] || σιχαίνομαι

μπορίσω < μπορίσσω [1996b], μπουρίσω < μπουρίσσω [1996b] || κολλάω κάποια αρρώστια

μπορίτσιο [1894], μπορίτσα [1923b], μπόριτζε [1987a] || το δέντρο Pinus Nigra: αγριόπευκο, μιλοέλατο, μοσχοέλατο, μπορτίκε, πεύκη

μπόρκα [1996b] || κάποιος χορός (πόλκα)

μπόρκα [2002] || βλ. μπιρτσιά (χωρίστρα στα μαλλιά)

μπόρλα || μπορεί να

μπορλόνου < μπουρλώνου [1988] || δένω πρόχειρα

μπόρλουκας [2008] || βλ. μπόμπιρας (παιδί)

μπορμπάνα || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπορμπόλι [1966], μπόρμπολος [1966] || βλ. μπόμπολος (σαλιγκάρι)

μπορμπόλια (τα) || μικρά βυζάκια

μπορμπόλια (τα) [1891b] || πατάτες, καρτόφε, καρτόφι, μπατάκες, πατάκες, πατάκις, πατάτις

μπορμπολόγι [1884b], μπορμπολόγια (τα) [1874f], μπουρμπουλόι < bουρbουλόι [1976], μπουρμπουλόι [1964], μπουρμπουλόημα [1964], μπουρμπούλ < μπουρμπούλ(ι) [1987b], μπορμπολόγημα [1996a], μπουρμπουλόιτο || το μάζεμα από τα απομεινάρια στα χωράφια, στα δέντρα ή στα αμπέλια: αριελόι, αριολόγι, αριολόγι, αριολόι, αριουλόι, κοκολόγι, κοκολόι, κουκολόγι, κουκουλόγ, κουκουλόι, μπασάκ μπασάκι, μπασιάκ, μπερμπέκι, μπιρμπέκ, μπιρμπέκι

μπορμπολογώ [1874f], μπουρμπουλουγώ < bουρbουλουγώ [1976] || μαζεύω τα απομεινάρια στα χωράφια, στα δέντρα ή στα αμπέλια: αριολογάω, κοκολοώ, κοκολοώ, κουκολογώ, κουκουλουγώ, μπακουλέβω, μπακουλεύω, μπερμπεκάω, μπιρμπικώ

μπορμπόνι || κάποιο ζουζούνι

μπορ-μπορ [1996a] || τα πρώτα βήματα του μωρού: στράτα-στρατούλα

μπορμπούλα [1864] || αγγειό από πηλό με στενό στόμα, λέγεται και κουκλουκερή

μπόρμπουτους < bόρbουτους [2006] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπορντό [1998] || χρώμα ανάμεσα στο σκούρο κόκκινο και το βυσσινί (γαλλικό: bordeaux)

μπορντούρα [1934], μπολντούρα [1983a], μπουλτούρα || γαρνίρισμα στην άκρη ρούχου ή πανιού

μπόρολα (τα) (1966) || βλ. μπομπή (διαπόμπευση)

μπορός [1963] || κάποιο κομό

μπορόσι || το πουλί Passer domesticus: ασπουργίτης, ατσέλεγας, ατσέλεγος, βερτσόν, βιρτσόν, γραψανούδ, γραψανούδι, κεραμιδοσπουργίτης, κοπρίτης, σαρτσέδι, σπιτζούρι, σπιτοσπουργίτης, σπουργίτ, σπουργίτας, σπουργίτης, σπουργίτς, σπούργος, σπουρτιλάς, σπρουίτ, στρουγκουλιότης, τζγαράς, τζιουρτζιόν, τζιρτζιάνι, τζορτζόνι, τσεροπούλι, τσιάμπα, τσιαρτσέδι, τσιαρτσέδι, τσιόνα, τσιόνι, τσιόνος, τσιουνάς, τσιουρπούλ, τσιριπούλι, τσιροπούλ, τσιροπούλι, τσιρπούλι

μπορουμένο [1708] || δυνατόν (λόγιο)

μπορούπ [1999] || βλ. μπουρτού (προτού)

μπόρσα [1866a], μπούρσα [1934] || χρηματιστήριο (λόγιο)

μπόρσολα [1963] || μπρούτζινο στολίδι της ρόδας (της άμαξας)

μπόρτα [1688] || πόρτα

μπορτάδα [1884c], μπορντάδα [1934] || βόλτα, διαδρομή (λόγιο)

μπορταλαμίδ < bορταλαμίδ’ [2001c] || κουτί για τα μπιζού και τα λεφτά: πορταλαμίδι, βαρθαλαμίδι, βαρθολομίδι, βαρταλαμί, βαρταλαμίν, βαρταλαμίσι, βαρτθαλαμίντι, βαρτολομί, παρακάσελο, παράκλι, παρταλαμίδι, πορταλαμίδ, χαρταλαμίδι, χοτζερές

μπόρτζα [1996b], μπόρτζο || βλ. μπούντα (πούντα)

μπορτζάδα || βλ. μπαχίλτς (η κακιά ώρα)

μπορτζάκι [1960a], μπορτζάκ [1960a], μπουρτζάκι [1960a] || το φυτό Lathyrus sativus: λαθούρι, λαθούζι, λαθούρ, λαθίρ, λαθίρι, λαθίριν, λαθιρίτα, λαθουρίτα, λαφίρι, πίσες | το φαΐ φάβα (γίνεται με λαθούρι)

μπορτίκε [1894] || βλ. μπορίτσιο

μπορτολέζα [2001c] || βαρελάκι

μπορτολίνος [2001c], μπορτολίνο [2001c], μπορτολνο < bορτολ’νο [2001c] || καλός ψαρομεζές, μικρή γόπα (ή γουπί ή μαριδογούπι) ξεραμένο στον ήλιο: μπερτουλίνα, μπερτολίνος, μπερτολίνο, μπερτουλίνο, μπερτουλίνος, μπλτουρδίνι, πουρτουλίνος

μπόρτσα [1931] || πότζα (ναυτ. αρμενισιά)

μπορτσέλα || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπορτσέλα [1963] || λεπτό τσιμπίδι

μπορτσελάνα [1963], μπουρσελάνη [2001c], μπουρσελάνα [2001c], μπουρσουλάνα [2001c] || πορσελάνη, μπροτσολάνα, μπρουτσελάνα, μπρουστσουλάνα

μπόρτσι [1960a], μπορτς [1960a], μπόρζι [1887b], μπόρτζ < μπόρτζ’ [1962c], μπόρτζ < bόρτζ’ [1976], μπουρτζίλα [1988], μπόρτζι [1996a] || χρέος (λόγιο), δάνειο (λόγιο)

μπόρτσιασμα || κάποια αρρώστια στα άλογα

μπορτσλέβουμι || χρεώνομαι (λόγιο)

μπορτσλής [1960a], μπορτζιλής [1966], μπορτζαλής [1981] || χρεοφειλέτης (λόγιο)

μπορώ [1659], μπορέω [1860], μπουρώ < bουρώ [1892], μπουρού [1987a], μπουρώ [1988] || πορού, δύναμαι (λόγιο)

μπος || άδειος, αδειανός, αδιατές, αδιατός, αδιάτος, άδιε, άδιους, αδκιανός, άδντζος, αϊδανός, άτζος, διανός

μπος [1996a] || αποτυχία (λόγιο), αστοχιά, αναστουχιά, αναστοχιά, αστοσιά, αστουχιά, αστοχέα, αστοχία, αστόχια, στοχιά, στοχία, τζιούφους, τζίφος, τζίφους, τζούφους

μπος [1996a] || κάποιο παιχνίδι

μπος < bόσι [1892] || κομμάτι χορταριασμένης γης

μπόσα-νόβα [1998] || κάποιος βραζιλιάνικος χορός (αγγλικό: bossa nova)

μποσάω || βλ. μπόθω

μπος-γερί [1835] || λαγόνι, λαγόνι, λανγκόν

μποσέτο [1963] || κάποιο σύνεργο του τσαγκάρη

μπόσι [1963] || κάποιο λουλούδι

μπόσι [1966] || άδειο, αδειανό

μπόσικα [1957], μπόσκα < bόσ’κα [2006] || λάσκα, βιρέμκα, λάμπαμπα, χαλαρά (λόγιο)

μποσικάδα [1910], μποσκάδα, μποσκάτα || μποστικάδα, μποσικαρία, μποσικιά, μπουσκαμάρα, μπουσκαριά, γκεβσεκλίκι, κεφσελίκιν, χαλαρότητα (λόγιο) | υποχωρητικότητα (λόγιο)

μποσικαρία [1931], μπουσκαριά || βλ. μποσικάδα

μποσικάρισμα, μποσκάρισμα [1957], μποσικάρισμα bombon || λασκάρισμα, χαλάρωση (λόγιο)

μποσικάρω [1884c], μποσκάρω [1931], μπουσκένου < bουσκαίνου [1972], μποσκάρου < μποσ’κάρου [1981], μπουσκάρου || λασκάρω, αχαμνίζω, γκεβσεντίζω, γκιουφσιντώ, γκιφσιντίζου, κεφσετίνου, λασκάρου, λακόνω, μπουσιαντώ, μπουσλαντώ, χαμνίζω, χαμνώ χαλαρώνω (λόγιο)

μποσικιά [1910] || βλ. μποσικάδα

μποσικοδουλιά [1931] || ψιλοδουλιά, μικροδουλιά, ψευτοδουλιά

μπόσικος [1910], μπόσικος < bόσικος [1925], μπόσκος [1960b], μπόσκους < μπόσ’κους [1962c], μπόσκους < bόσ’κους [1972], μπόσκους < bόσκους [1976], μπόσκους < bόσ’κους [1978], μπόσικο < μπόσικο [1987a], μπόσκος < bόσκος [2001c], μπόσκους [2008] || χαλαρός (λόγιο), γκεβσέκης, γκιφσένκους, κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος | υποχωρητικός (λόγιο)

μποσκαδούρα < bοσκαδούρα [2001c] || η θολούρα στον ουρανό

μποσκαρίδα || βλ. μπότσικας (Urginea maritima)

μποσκέτο [1963] || άλσος (λόγιο)

μπόσκος [1614] || δάσος, αρμάν, αρμάνι, δάσε, δάσι, δάσο, δάσος, δάσου, δάσους, ζίγρα, ζίγρια, κορί, κουρί, κουρί, λαγκονιά, λόγγος, λογκάρι, λόγκι, λογκιά, λογκιάδα, λογκός, λόγκους, λόνγκους, μπαλγκάμ, ντάσο, ντουάνα, ορμάν, ορμάνι, ουρμάν, ουρμάνι, ρμαν, ρμάνι, ρομάν, ρομάνι, ρουμάν, ρουμάνι, τάσο

μποσμπόλογα (τα) [1996b] || προστυχόλογα, βρομόλογα, μασκαρόλογα, ντροπιές, πουσλούκια

μπόσνα [1962c], μπόσνα < bόσνα [2006] || σβόλος από χώμα και χόρτα: μπουβόλ, μπουρμπόλ

μποσουνά [1960a] || μάταια (λόγιο), του κάκου

μποστάλι [1887b] || μπότες μέχρι το γόνατο

μποστάνι [1709], μποστάν, μπουστάνι, μπουστάν || περιβόλι, κεπί, κεπίν, κεπούλι, κιπάρι, κίπι, μπαγτσές, μπακζές, μπακτζές, μπακτσές, μπαξές, μπαχτσέ, μπαχτσές, μπαχτσιάς, μπαχτσιές, μποστανλίκι, παγτσές, παχτσά, περβόλ, περβόλι, περδιάρι, περδιγάρι, πιρβόλ, πιρβόλι, πιριβόλ πιροβόλι, ποστάν, ποστάνιν, πρεβόλι, πριβόλ, πριβόλι, προβόλι, πστάνι, σκίπι, τζιιπίν, τσίπους

μποστάνι [1790] || οχυρό (λόγιο)

μποστανικά (τα), μπουστανκά < μπουσταν’κα [1988], μπουστανικά || ό,τι βγάζει το μποστάνι

μποστανίστρα [1987a] || χωράφι που ήταν πέρσι μποστάνι

μποστανλίκι [1987a] || βλ. μποστάνι (περιβόλι)

μποσταντζήμπασης [1709], μποστατζίπασι [1688] || ο αρχικηπουρός (λόγιο)

μποσταντζής [1709] || περιβολάρης, μπαξεβάνης, μπαξιβάνους, μπαχτσαβάνης, μπαχτσαβάνς, μπαχτσεβάνης, μπαχτσεβάνς, μπαχτσιαβάνς, μπαχτσιαβάντς, μπαχτσιβάνους, μπαχτσιβάνς, μπαχτσιβαντζής περβολάρης

μποστέλενο [1614], μποστέληνο [1688] || τα καπούλια του αλόγου

μποστικάδα [1931] || βλ. μποσικάδα

μποστόν [1963] || κάποιος χορός

μπόστρικας, μπουστερίκα, μπουστιρίκα, || μεγάλη πράσινη σαύρα. άλλα ονόματα για πράσινες σαύρες: γαϊδουρογουστέρα, γαϊδουροκουστέλα, γαϊδουρομουστέλα, γκούσταρας, γκουστέρα, γκούστερας, γκουστερίκα, γκουστερίτσα, γκουστιρίκα, γουστέρα, πρασινουγκουστέρα, πρασινογκούστιρας, τσουπελάκα, τσουπράνι, φαρμάκα

μπότα || χτύπημα, πλήγμα (λόγιο)

μπότα [1931], μπόττα [1934] || κλειστό και ψηλό παπούτσι

μπότα < bόττα [1908] || λέξη των κυνηγών: όλα τα σκάγια με μιας

μποτάκι || κοντή μπότα

μποτάλος [1896b] || δικηγόρος (λόγιο), αβοκάτος, αβουκάτος, αβουκάτους, αφουκάτος, εμπρόλαλος, πρόλαλος

μποτάρι [1864] || μοτός (λόγιο), τίλμα (λόγιο), ξαντό, κουρέλι, στουπί

μποτάρω < bοτάρω [1925] || χτυπώ κάποιον και του κάνω σημάδι (πληγή)

μποτέα [1996b] || καλή, γεμάτη πιρουνιά

μποτέγα [1860] || κατάστημα (λόγιο), μαγαζί

μποτεγιέρης < μποτεγιέρης [1963] || μαγαζάτορας

μποτεστάς [1614] || ποδέστας, ποτεστάτος, κοινοτάρχης (λόγιο)

μπότζα [1709] || λεκάνη, γαβάθα

μπότζα [1960a], μπότζι [1960a] || & πότζα, ναυτ. όταν το καράβι δεν πηγαίνει κόντρα στον αέρα | το κούνημα του καραβιού από το κύμα, στα πλάγια

μποτζάκι [1709] || μικρή μπότζα (λεκάνη)

μποτζάλι [2001b] || το χείλος του πηγαδιού

μποτζάρω [1934], μποτσάρω [1961] || & ποντζάρω, κλυδωνίζομαι (λόγιο)

μποτζέκ || κάποιο μαμούνι

μποτζεργάτης [1835], μποτζαργάτης [1878b], μποζαργάτης [1934] || ναυτ. εργατοκύλινδρος (λόγιο), βαρούλκο, βίντσι

μποτζί [1837], μπότσα [1876a] || βλ. μπούκλα (βαρέλι)

μπότζι [1934] || σάλος, παρακύλισμα, διατοίχιση (λόγιο), το κούνημα του καραβιού στο πλάι, από το κύμα

μπότζια (τα) [1887b] || κάποιο παιδικό παιχνίδι

μποτζιάκος, μπουτζιάκ || τζάκι, αντζιάκι, αουνίστρα, ατζάκι, ατζιάκ, άφτρα, βάστρα, βγου, γουνιά, γουνίστρα, γωνιά, ζάκι, καμινάδ, καμινάδα, κούμελα, κούμελο, μπατζά, μπατζάς, μπατζιά, μπατζιάς, μπουχάρ, μπουχαρής, μπουχαρί, μχαρί, ντζάκι, ογνίστρα, οντζάχ, οτζάκι, ουτζάκ, ουτζάκι, ουτζιάκ, ουτζιάκι, παραγώνι, παρακαμίνι, παρασθιά, παρασιά, παρασκιά, παραστιά, παραστία, παραχούτ, παρκαμίνι, παροστιά, παρουστιά, παρστιά, πιρομάχι, πιρομάχος, πτσάκι, πυροστιά, στια, τζακ, τζάκης, τζαξ, τζαχ, τζιακ, τζιάκι, τζιάτσι, τσάκι, τσιμιά, τσιμιά, τσιμινέα, τσιμινιά, φγου (η), φιγκούδα, χονός

μπότζος [1835], μπότσος [1878b] || ναυτ. πους (λόγιο), ποδεών (λόγιο)

μπότζος [1918], μπόντζι [1987a], μπότζιο [1996b], μπότζιος [1996b], μπόντζος, μπότζο || το μπαλκόνι όπου βρίσκεται η πόρτα του ανωγιού

μπότης [1874b], μπότι [1887b], μπώτι [1891c], μπότυς [1909], μπότυ [1909], μπότης < bότης [1918] , μποτ < μποτ’ [1964], μπότη || κανάτα από πηλό, για νερό ή κρασί: βίκα, βίκος, γκουργκούλι, γουργούλα, γουργουλιά, γουργούρα, γουργουριά, καϊντιρμάς, καλίτσα, κανάτ, κανάτι, κλοντίρι, κλουντίρι, κμαρ, κουκουμάρα, κουμάρ, κουμάρι, κούμνα, κριόλογο, κριολόγος, κριολόιγ, κροντήρι, λαγήν, λαγήνα, λαγήνι, λαγίν, λάγκνος, λαέν, λαένα, λαήν, λαήνα, λαήνι, λαΐν, λαΐνα, λάινας, λαΐνι, λαΐνιν, λεγένι, λιεν, λιένα, λιένη, μαστραπάς, μπαντιά, μπάντια, μπαρδάκ, μπαρδάκα, μπαρδάκι, μπαρντάκ, μπαρντάκα, μπαρντάκι, μποτίρι, μπουντένα, μπούρμπουλας, μπουντούτς, μπουτούτς, μπρόκα, νεμπότης, νεμπότι, νοκά, ξίστα, ομπότη, πότης, σουρά, σουρλάς, στάμνα, σταμνί, τεστόπον, τσουκάβα, τσουκάλι

μποτιέρος || αυτός που φτιάχνει μπότα (μεγάλους ντενεκέδες)

μποτίλια < μποτίλια [1866a], μποτίλια < bοτίλια [1918], μποτίλια < μποτίλλια [1934], μποντίλια, μπουτίλια, μπουτέλα || μπουκάλα, φιάλη (λόγιο)

μποτιλιάδο < μποτιλιάδο [1996b] || εμφιαλωμένο (λόγιο)

μποτιλιαρία < μποτιλλιαρία [1963] || εμφιαλωτήριο (λόγιο)

μποτιλιάρισμα < μποτιλλιάρισμα [1943] || εμφιάλωση (λόγιο)

μποτιλιάρω < μποτιλλιάρω [1934] || εμφιαλώνω (λόγιο)

μποτιλιόνι < bοτιλιώνι [1918] || μπουκάλι

μποτιλίτσα, μποτηλίτζα [1840] || μπουκαλάκι

μποτινέλι [1966] || μικρός μπότης

μποτίνι [1931], μποτίννι [1934], μπουντίν < μπουdίν [1962c], μποντίνι [1963], μπουτίνι < μπουτίνια (τα) [1996a], μποτίνιν < μποτίνι(ν) [2002] , μπουτίνα || κοντή μπότα, μποτάκι

μποτινό, μπουτινός || πουτινός, το μέρος ανάμεσα στο νταβάνι και τη σκεπή

μποτιράκι < bοτηράκι [1918] || ποτηράκι

μποτιρέλι < bοτηρέλλι [1918] || ποτηράκι

μποτίρι < bοτήρι [1918] || ποτήρι, βαρδάκι, μπαρδάκ, μπαρδάκι, μπαρντάκ, μπαρντάκι, μπαρτάκι, μπόντσα, μπότσια, πότεκ, πουτίρ, τας

μποτιρόλατα || αγγειό για να κουβαλάνε το γάλα (στον ώμο)

μποτιστίρας [2002] || ποτιστήρι, βρεκτούρα, βρεχτούρα, βριχτούρα, μπουρουστίρι, ποτισιόνας, ποτιστήρα, ποτίστρα, πουτιστίρ

μπότο || μεγάλος ντενεκές

μπότο < μπόττο [2001a] || το κλέψιμο στο ζύγι

μποτονάδες (οι) [1996b] || μισόλογα-βρισιές

μποτόνι [1876a] || χρυσαφένιο κουμπί ή στολίδι σα χάντρα

μποτόνια (τα) [1933] || & μπετόνια, κολιέ από χρυσά φλουριά

μπότσα, μπότζα [1688], μπότσα [1860], μποτζί [2001c], μπόσα < μπόσσα [2001c], μποτσί [2001c], μπότσια < μπότσια[2001c] || γαράφα, γαστέρα, καράφα, μπουκάλι, μποτίλια, νεμπότης, νεμπότι, πότζα, φλασκί | μέτρο χωρητικότητας υγρών (λόγιο)

μποτσαλιάζω < μποτσαλιάζω [1966] || τρώω και πίνω καλά σε τραπέζι

μποτσάρισμα [1884c] || ναυτ. δέσιμο των ξαρτιών και στραλιών με μια σάγουλα

μπότσαρους < bότσαρους [1976], μποτς < bοτσ’ [1976], μπότσιαρους [2008] || βλ. μπαμπούλας

μποτσάρω [1884c] || ναυτ. δένω με μπότσο, εχμάζω (λόγιο)

μποτσέλο [1884c] || βλ. μπότσος

μποτσέτο [1996b] || μικρή μπότσα

μπότσια < μπότσια [1966] || βλ. μπίνα (κουβάλημα κάποιου στην πλάτη ή στον ώμο)

μπότσια < μπότσια [1981], μπόντσα || βλ. μποτίρι (ποτήρι)

μπότσικα [1982] || βλ. μπαλκαμπάκι (κολοκύθα)

μποτσικάρι || το ψάρι Cyprinus carpio carpio: γκρεβάδ, γκρεβάδι, γκριβάδ, γκριβάδι, γλανός, γραβαδέλι, γραβάδι, γρεβαδέλι, γρεβάδι, γριβαδέλι, γριβάδι, δρομίτσα, κυπρίνι, κυπρίνος , λαζάνι, μουρούνα, μουστάκι, πρίνος, σαζάνι, τσάφρα, τσουκάνι

μπότσικας [1835], μποτσίκι [1923b], μπότσκα < μπότσκα [1964], μπούτσκα < μπούτσκα [1964], μπότσκλα < μπότσκλα [1966], μποτσίτσι < μποτσίτσι [1987a], μπότσκου || το φυτό Urginea maritima: αγιοβασιλίτσα, ασκιλιτούρα, ασκιλοκάρα, ασκινοκάρα, βασιλίτσα, βολβικός, βόλκικος, βότσικας, κουβαροσκέλα, κουτσούνα, κρεμιδοσκίλα, μπότσικας, σκίλα, σκιλοκρεμίδα, σκιλοκρομίδα, σκιλοκρόμιδο, σούνα, τσικουρνίδα, φάσκελα

μποτσικοκέφαλος [1982] || χοντροκέφαλος

μποτσιόλα, μπουτσούλα || κουρεμένη, κουρίδω, κουριμέν, κουτουλίτζαν, μπαρμπερεμένη

μπότσιους || μοσχάρι, αγελάδ, αγελάδι, αγελάδιν, αγιλάδ, αελάδ, αελάδι, αελάδιν, αμάλι, αμάλιν, άμαλος, βιδέλο, βιδέλου, βρίχος, γαμάλι, γαμάλιν, γελάδι, γιάδι, γιαλάδ, γιαλάδι, γιλάδ, γλαδ, δαμάλ, δαμάλι, δαμάλιν, δάμαλος, δάμαλους, δομάλ, εγελάδι, εγιλέτ, εϊλέτ, ελάδι, κοκοδάμαλον, μισκαρούλ, μοζί, μοσκ, μοσκάρι, μόσκι, μουρκάριν, μουσκάρ, μουσκάρι, μουσκάριν, μουσκαρούδ, μούσκι, μούσκι, μπικάδ, μπσκάρ, μσκαρ, μσκάρι, νταμάλι, νταναδάκι, ντανάδι, ντανάκ, ταμάλι

μπότσκα || η μυτερή άκρη ενός ξύλου

μποτσόνι [1966] || βλ. μποτινέλι

μποτσόνι < bοτσώνι [1918], μποτσόνι [2001a] || μπουκάλα από κρύσταλλο ή γυαλί

μποτσοπούλι < bοτσοπούλι [1918] || μπουκαλάκι

μπότσος [1884c], μπότσο [1987a] || ναυτ. μποτσέλο, έχμα (λόγιο), αγκυροδέτης (λόγιο): το σκοινί που ζώνονται στη μέση τα τραταρόπουλα τραβώντας μέσα το γρίπο

μποτστής || αυλάκι για πότισμα: αμπολή, γνιψά, διαγός, καταπότης, μπουτοβάγια, ναός, σιιτός

μπότσω [1966], μπότσκου < bότσκου [1976] || κοντή και χοντρή γυναίκα

μπουά [1874a], μπουάκια [1874a], μπουμπού [1938], μπούτα [1964], μπου [1998] || το νερό στα μωρουδίστικα

μπουά [1934], μποά [1934], μπουάς [1961], μποάς [1961] || μακρουλό κομμάτι από γούνα ή φτερά για το λαιμό της γυναίκας (γαλλικό: boa)

μπούα [1987a] || θειος ή θεια (αδερφός ή αδερφή του μπαμπά)

μπουάζ || λαιμαργία (λόγιο), γλιαρουσίν, γλουχή, γούλα, γουλαροσίνη, γουλοζιτά, γουλοζιτό, λίξα, λιξουράδα, μπιστοβλιακιά

μπουαζερί [1995] || ξύλινη επένδυση (λόγιο) | γαλλικό: boiserie

μπουαμπέτι [1982] || βλ. μουχαμπέτι (καλαμπούρι, κουβεντούλα)

μπούας [1934] || βλ. μπουνταλάς

μπουάτ [1995] || μικρό μαγαζί με ζωντανή μουσική και τραγούδι | γαλλικό: boîte de nuit

μπούβα [2001c] || λάκκος που έβαζαν άχυρο και μετά έχωναν μέσα τον καρπό (για να τον φυλάξουν)

μπουβόλι || βλ. μπόμπολος (σαλιγκάρι)

μπουβόλι [1982] || βλ. μπλάνα (σβόλος)

μπουβόλιασμα < μπουβόλιασμα [1982] || κάτσιασμα, ζούριασμα

μπουβολιασμένος < μπουβολιασμένος [1982] || κατσιασμένος, ζουριασμένος,

μπουγάδα [1635], μπογάδα [1790], μπουάδα [1894], μπγάδα || το πλύσιμο των ρούχων (με τα χέρια): αμπουγάδα, πουάδα, πουγάδα

μπουγαδαριά < μπουγαδαριά [1709] || πλύστρα

μπουγαδιάζω < μπουγαδιάζω [1709], μπογαδιάζω < μπογαδιάζω [1910] || κάνω, βάζω μπουγάδα

μπουγάδιασμα < μπουγάδιασμα [1709] || βλ. μπουγάδα

μπουγαδοκάζανο [1996b] || το καζάνι που έβραζαν το νερό για την μπουγάδα

μπουγαδοκλέφτης [1931] || ο κλέφτης των απλωμένων ρούχων στην αυλή, μετά τη μπουγάδα

μπουγαδοκόφι [1931], μπουγαδοκόφινο [1995], μπουγαδοτσιφίδα [2001b] || & μπουγαδόταρπο, κοφίνι για τα ρούχα της μπουγάδας

μπουγαδόπανο [2001c] || βλ. μπουγαδόπετσα

μπουγαδόπετσα [2001b], μπουγαδοπετσέτα [2001b] || μαντίλα για τη μπουγάδαέβαζαν σε αυτή στάχτη, την ακουμπούσαν στα ρούχα και την κατάβρεχαν με βραστό νερό: μπουγαδόπανο, σταχτοπάνι

μπουγαδόταρπο || βλ. μπουγαδοκόφι

μπουγάζ [1946], μπουγάζι, μπογάζ || στομάχι, κουκουρέντζο, μπάμπα, πλαγκόνι, στουμάχ, φσκη

μπουγαλέκα [1987a], μπουγαλέκ [1987a] || βλ. μπεγιρόμιγα (βοϊδόμυγα)

μπουγαρίνι [1910], μπογαρίνι [1910], μπουκαρίνη [1923b], μπουγαρινιά [1923b], μπογαρινιά [1934] || το φυτό Jasminum sambac: φούλι, φουλιά

μπουγάς [1709], μπγας [1872], μπογάς [1960a], μπουγά [1963], μπουγάς < bουγάς [1976], μπουγά [1987a], μπουγά, μπουάς, μπούας || ταύρος (λόγιο), μπίκας, μπικάδ, μπικάδι, ντανάκι, ντάνας, ντάνας

μπουγασί [2001a] || κάποιο πανί για φτιάξιμο ρούχων

μπουγάτσα [1931], μπογάτσα [1835], μπουγάτσα < μπουγάτσ’α [1962c], μπογκάτσα < μπογκάτσα [1966], μπουγάτσα < bουγάτσα [1976], μπουγάτσια < μπουγάτσια [1982], μπογάτσια, μπουάτσια, μπογκάτσα || και πουγάτσια, πογάτσα, πουγάτσα | πίτα με φύλλο και κρέμα ή τυρί | ζυμωτό ψωμί ψημένο σε ταψί (σε κάποιες περιοχές δίχως προζύμι) | το ταψί που ψήνουν την μπουγάτσα

μπουγατσατζής, μπογατσατζής [1878b], μπογάτσατζης [1960a], μπουγατσατζής [1995] || αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπουγάτσες | τυροπιτάς

μπουγατσατζίδικο [1998], μπογατσατζίδικον [1878b], μπουγατσατζήδικο [1995] || το εργαστήρι που φτιάχνει ή το μαγαζί που πουλάει μπουγάτσες, το τυροπιτάδικο

μπουγατσούδα || βλ. μπαμπούκα (πρόσφορο)

μπουγέλο, μπουγιέλο < μπουγιέλο [1931], μπουγέλος [1963], μπγέλο < μπ’γέλο [1964], μπγέλος < μπ’γέλος [1964], μπουγέλο [1995], μπγέλο < b’γέλο [2001c], μπουγέλου < bουγέλου [2001c], μπουέλο || βλ. μπιέλος (κουβάς)

μπουγέλωμα [1998] || το βρέξιμο κάποιου με το μπουγέλο

μπουγελώνω [1998] || πατάω νερό σε κάποιον με το μπουγέλο

μπουγέτα < μπουγιέτα [1992] || πιέτα, αλτσετούρα, δίπλα, ζαρούγκλα, κάστισμα, λαγκιόλι, μπάστα, πόστα

μπουγιαδιαστίρα, μπγαδιαστίρα || βλ. μπουγαδοκόφι

μπουγιάδος || βλ. μπουτζομένος (μουτρωμένος)

μπουγιακό || βλ. μποδιακό (ποδαρικό)

μπουγιαμάς < μπουγιαμάς [1966] || μαύρη μαντίλα: κουρούκλα, μπαρέζι, μπαρμπούλα, μπουρμπούλα, πετσάς, σαρίκι, σιαμί

μπουγιαμπέσα < μπουγιαμπέσα [1962a] || ψαρόσουπα που μοιάζει με την κακαβιά

μπουγιάνα < μπουγιάνα [1966] || βαθούλωμα στον πάτο του ποταμιού, όπου μαζεύεται πολύ νερό: αβάραγκας, βάραγκα, βάραγκας, βαράγκι, βίρα, βίραγκας, βιρέ, βιρό, βιρός, βόθανος, βόθονας, βουθάνια, βούθλας, βούθουνας, βούλιαγκας, βουρός, βούτσης, βρος, γκόλι, γούβα, γούρνα, κόλιμπας, κόλιμπος, κότονας, κούλουμπας, κουλουμπέρα, κιολ, κουλουμπέρα, κιολ, λάκκα, λόμπο, λόμπος, μπάρα, μπαρούκα, μπουγέτα, μπούντος, οβίρα, οβορός, ουβέρα, ουβίρα, πούντας, πούντος, ρούχουνας, σουβάλα, σπιθάρι

μπουγιάρω < μπουγιάρω [1964] || βαρυστομαχιάζω, μπουλαντώ, νταλακιάζω

μπουγιάρω < μπουγιάρω [1996b] || βλ. μπουρμπουλιάζω (βράζω)

μπουγιάτα || χειμωνιάτικο δωμάτιο

μπουγιάτα < bουγιάτα [1918] || & μπουέτα ή μπολέτα, το καμίνι που φτιάχνουνε τα κάρβουνα

μπουγίκο [1964] || εβραϊκό φαΐ που μοιάζει με τηγανίτα

μπουγιλούδσα || αυτή που έχει μπόι, ανάστημα

μπούγιο [1910] || φόρα, ορμή

μπούγιο [1918] || βράση, βράσιμο

μπούγιο < μπούγιο [1934], μπούγιου || το μεγάλο, το φανταχτερό | η βαρυστομαχιά | φασαρία, σαματάς

μπουγιόζικος || που έχει μπούγιο (που είναι μεγάλος και φανταχτερός)

μπουγιονέ < μπουγιονέ [1963], μπουλιονές < μπουλιονές [1963] || πτύχωση υφάσματος (λόγιο)

μπουγιότα < μπουγιότα [1962a] || & μπαγιότα, θερμοφόρα (λόγιο)

μπουγιουλούδκους || βλ. μπουγιόζικος

μπουγιουνά, μπουινά || κατά μήκος (λόγιο)

μπουγιουντρούκ < bουγιουντρούκ’ [1972] μπουντρούκ || ο ζυγός του αλετριού: αλετρόζιον, ζγόλαρους, ζγος, ζιός, ζίος, ζιουγός, ζουγό, ζουγός, μπουζντράκι, μπουζντράκ, μπουντρούκ

μπουγιουρντάω || διατάζω (λόγιο)

μπουγιουρντί < μπουγιουρντί [1860], μπουγιουρτί <μπουγιουρτί [1866b], μπουγιουρουλντί || πρόσταγμα (λόγιο), διάταγμα (λόγιο)

μπουγιουρντίζου < μπουγ’ουρd’ιζου [1962c], μπουγιουρντίζου [2008] || φιλοξενώ (λόγιο), κονέβγω, κονεύω, κουνουστέβγω, μονάζω, σοκαταβλίζω, φλω

μπουγιουρούμ < μπουγιουρούμ [1931], μπούγιουρουν < μπούγιουρουν [1960a], μπουγιούρ < μπουγιούρ [1966], μπουϊούρουμ < μπουϊούρουμ’ [1976], μπουίρουμ [1987b], μπούγιουρουμ < μπούγιουρουμ [1996a], μπουγιούρουμ < bουγούρουμ [2006], μπουιούρ [2008], μπούγιουρου, μπούιρου, μπούιρουν || περάστε, κοπιάστε

μπουγκάκια (τα) || τυροπιτάκια

μπουγκαργιάζω [1891e], μπουκαρίζω [2002], μπουκάρω || σοβατίζω, σοβαντίζω, παλάμίζω, σουφατίζου, ρεμπουκάρω

μπουγκάριασμα [1891e] || κλείσιμο (στις τρύπες του ντουβαριού) με μικρές πέτρες,

μπούγκλος [1931] || σημαδούρα από νεροκολοκύθα στο παραγάδι

μπουγκόνα [1884b] || απάγκιο, αμπάγκιο, αμπάτζο, απάγκιασμα, απάγκιου, απαλεμιά, απάλεμο, απαμενίδα, απαναμιά, απανεμιά, απανεμίδα, απανεμίδι, απάνεμο, απανιμιά, απανομιά, απανομίδα, απανουμιά, απάντζιο, απάτζιο, απόγκιο, απονεμιά, μπατζανέμι, παλεμιά, πανεμιά, πανομίδα

μπούγλα [1987b] || γυάλινο αγγειό για λάδι

μπούγλιζα || βλ. μπούκλα (βαρέλι)

μπούγλιιζα < μπούγλιζα [1966] || λουκέτο, κατινάρι, κλιδαρίδι

μπουγνάρι || η άκρη στο φόρεμα

μπουγούδ [1988\ || βλ. μπογαλάκι

μπουγραντί [1960a] || βλ. μπόρα

μπουγτζάδις < bουγτζάδις [2006], μπουγτζιάδις || οι καλεσμένοι της νύφης, στο γάμο

μπουγτζιάς < bουγτζιάς [1892] || ο συμπέθερος από το σόι της νύφης

μπουδνάρι || βλ. μπατζάκι

μπουδουκλώνου [1903], μπουδουκλόνου || βλ. μπουρδουκλώνω

μπουδουμπάτσες (οι) || κάποιο λαδερό φαΐ με ζαρζαβατικά

μπούδρας [1988] || αυτός που λέει μπούρδες

μπουδρές < bουδρέτσι [1892] || σάκκος

μπουέβω [1982] || χάνω το νου μου από περηφάνια

μπούεμα [1982] || χάζεμα

μπουεμένος [1982] || χαζεμένος

μπουέμι [1963] || κάτι (όπως ντενεκεδάκι) που κρέμαγαν στην ουρά του σκύλου, για να το ακούει, να φοβάται και να τρέχει

μπουέτα || βλ. μπουγιάτα (καμίνι)

μπούζα || αρρώστια που παθαίνουν τα γιδοπρόβατα (στα χείλια)

μπούζα [1896a] || κήλη (λόγιο), βλάμα, βλάψιμο, βλάψιμου, κατεβασιά, κρέμας, κρέμαση, πούζα, σπάσμα, χαμήλωμα, χαμίλουμα

μπούζα [1966] || γκρεμός, άγκρεμανας, αγκρεμνό, αγκρεμνός, αγκρεμός, άγκρεμος, άγρεμος, άνγκρεμα, ανγκρεμνός, ανγκρεμό, απογκρεμιά, απόγκρεμνος, απόγκρεμος, γιαρ, γιάρι, γιάριν, γκλέμπουρας, γκρέμα, γκρεμίλα, γκρεμιστούρα, γκρέμνας γκρεμνό, γκρέμνο, γκρεμνός, γκρέμνος, γκρεμνότοπος, γκρέμνου, γκρέμνους, γκρεμό, γκρέμος γκρεμοτόπι, γκρεμοτοπιά, γκρεμότοπος, γκρεμούλα, γκρεμούρα, γκρέμουρας, γκρέμουρο, γκρέμουρου, γκρέμους, γκρέμπανο, γκρέμπουρας, γκρέμπρου, γκριμίλα, γκριμνίλα, γκριμνό, γκριμνός, γκριμό, γκριμός, γκριμούλα, γκριμούρα, γρεμνός, γρεμός, γρέμουρας, γρέμπανο, δέτης, εγκρεμνές, εγκρεμνό, εγκρεμνός, εγκρεμός, εγρεμνός, εκρεμνές, εκρεμνός, εκρεμός, ενγκρμός, ιγκρεμός, κακόβολο, κακοπετριά, κακοτοπιά, κέεμνους, κέεμους, κούτουλος, κρεμινός, κρέμνιους, κρεμνό, κρέμνο, κρεμνός, κρέμνος, κρέμνους, κρεμό, κρεμό, κρεμός, κρέμους, κριμίλα, κριμνό, κριμνός, κριμός, λέσκα, μεσίσκλια, νόχτος, νόχτους, ξεγκίλα, όχτος, όχτους, πέτακας, πρίουνας, ραϊδιό, ρέτζακας, σάρα, σκεμ, στεφάν, στεφάνι, τζιαμάλας, τσιμπάρι, τσιουγκάνι, τσουρούμ, φούντος χάλαρο

μπούζα [1966] || χείλι, αχείλι, αχίλ, σιλ, σίχιλο

μπούζα [1987a] || βλ. μπούτσκα (χοντρή)

μπούζα [1996b] || βλ. μπίσκα (γουρούνα)

μπουζάζω || δένω τα χέρια και τα πόδια ενός ζώου

μπουζαϊτάν [1688] || το φυτό Hermodactylus tuberosus, κονδυλόριζος

μπουζαΐχου [1987a] || ακουμπάω κάποιον και τον κρυώνω

μπουζάκας [1963], μπουσάκας [1963], μπουζάκα || βάτραχος, αθρακλός, αφορδακός, αφορντακός, αφρακλός, βαθαακός, βαθράκ, βαθράκα, βάθρακα, βαθράκαλας, βαθρακάς, βάθρακας, βαθράκι, βαθράκια, βαθρακλάς, βαθρακός, βάθρακος, βαθράτσι, βάρβακας, βαρδακάς, βάρδακας, βαρθάκα, βάρθακα, βαρθακάς, βάρθακας, βαρθάκι, βαρθακλά, βαρθάκλι, βαρθακλός, βαρθακός, βάρθουκλας, βαρντακλάς, βάρτακας, βαρτλάκα, βάρτλακα, βατράκα, βάτρακλας, βάτρακλος, βατρακός, βατράχ, βατράχα, βατράχι, βόδρακος, βοθράκα, βόθρακας, βοθράκι, βοθρακός, βόθρακος, βορδακάς, βορδακλός, βορθάκα, βόρθακα, βορθακάος, βορθακάς, βορθάκι, βορθακός, βόρθακος, βόρτακας, βόρτακος, βορτάτσιν, βοτράχα, βούθρακο, βουρδακάς, βουρθακάος, βουτράκιου, βραθάκι, βραθακός, βρίτικο, βροθάκα, βρόθακος, βρόσακου, βρότακου, βρόταχος, βρούθακο, βρούντακου, βρούσακο, βρούτακο, ζάμπας, ζιάμπα, ζιάμπακας, ζιάπα, κακαράς, κακαράς, καρκάλι, κάρλακας, καρκαρέλι, κούβακας, μαθράκα, μάθρακα, μαθρακάς, μαθράκια, μαθρακός, μπαθρακός, μπακακάς, μπακακάς, μπάκακας, μπακάκι, μπακακούλα, μπαμπακάς, μπάμπακας, μπαρδακάς, μπαρθακάς, μπαρθακλάς, μπαρντακός, μπαρτακάς, μπαρχιάκα, μπάτζιακας, μπάτσιακας, μπεθρακά, μπλιάκακας, μποθράκι, μποθρακλάς, μπόρμπολας, μπορτντακλάς, μπουζάκας, μπούθρακας, μπουθρακλάς, μπουθρακλάς, μπούθρακλας, μπουκακάς, μπουλουμαθράτσια, μπουρθακλάς, μπράσκα, μπράτσακας, μπρούθακο, όδρακας, όδρακος, οδράτσιν, όθρακας, οθράτσιν, σβάρδακλας, σβάρθακλας, σπαρδακλάς, σπάρδακλας, σποδακλάς, σπορδακάς, σπουδακλάς, σπρόφακο, σφάρδακας, σφάρδακλας, σφαρδάκλι, σφάρδακλος, σφαρδακός, σφόρδακας, σφορδάκι, τσάφλακας, τσιόφλακας, φαδρακλός, φάρδακας, φαρδακλά, φαρδακλός, φαρδουκλός, φάρντακα, φαρτάκι, φαρτακλός, φοθράκα, φορδακά, φορδάκα, φόρδακα, φορδακάς, φόρδακας, φορδάκι, φορδακλά, φορδακλάς, φορδακλός, φορδακός, φόρδακος, φορθάκα, φορθακός, φορντακλός, φορταγκός, φορφάκα, φορφάκας, φούρδακας, φουρδακλάς, φουρνός, φροθάκα

μπουζάν < bουζάν’ [2006] || άσπρο βόδι με βούλα στο κεφάλι

μπουζάνα < bουζάνα [2006] || γυναίκα με άσπρο πρόσωπο

μπουζάνι [2003] || βλ. μπατζάκι

μπούζανο [1996b] || βλ. μπόγουνας

μπουζανόβρακο [1963], μποζινόβρακο [1981] || η κάτω άκρη της βράκας | βρακί στενό κάτω

μπουζάρκα || σακούλι από δέρμα που έβαζαν μέσα τυρί

μπουζάς || αυτός που πουλάει κρύα πιοτά

μπουζάτζι < μπουζάτζι [1923a] || χοντρό γουρουνάκι | χοντρό παιδάκι

μπουζάτους [1987b] || κρύος, κριαδερός, κριγιός, κρίους

μπουζάτσι < μπουζάτσι [1987a] || βυζάκι, βζακ, βζελ, βιζάτσι, βιζάτσιν, βιζούλ βουζάκι, βουζάτσι

μπουζάτσι < μπουζάτσι [1987a], μπουζάκι [1996b] || βλ. μπιζούνι (γουρουνόπουλο)

μπούζγκα [1987a] || βλ. μπζαμπζάκους (η γούλα των πουλιών)

μπουζέας [1963] || ξιδιάς (για κρασί), δραπέτι, μπαρδαμάσκος, ντραπέτι, ξινίτας, ξινοκράσιν

μπουζέλης || βλ. μπουντσαχείλας (χειλαράς)

μπουζέτα [1963] || το κούφιο στρογγυλό σιδεράκι στην τρύπα του παπουτσιού

μπουζή [1988] || αδελφή, αδερφή, αδαρφή, αδερφέσα, αδέρφη, αδεφή, αδιρφή, αδριφή, αελφή, αερφή, αθιά, αμπλά, άμπλα, αμπούλα, άμπουλα, αντελφή, αντερφή, απλά, αρφή, δελφή, δερφή, καρδασίνα, καφή, μπάτα, πατσί, σέσρα, τσάτσα, τσάτσι

μπούζης [2001c], μπουζασμένος || & κατεβασμένος, αυτός που έχει κατεβασιά ή κήλη (λόγιο)

μπούζι [1910], μπουζ [1960a], μπούζιν < μπούζι(ν) [2002], μπουζ < μπουζ’ [2006] || πάγος, βάτσα, γιάσος, γιάτσο, γιάτσος, κράι, κρούσταλο κρούσταλου, κρύσταλλο, πάγους, πάος, πάους | κάτι που είναι πολύ κρύο

μπούζι [1923b] || το φυτό Mesembrianthenum crystallinum: καλιά

μπουζί [1934] || αναφλεκτήρας (λόγιο) | γαλλικό: bougie

μπουζί [1987a] || βλ. μεμέ (βυζί)

μπουζί [1987a] || βλ. μπιζούνι (γουρουνόπουλο)

μπουζιάζω < μπουζιάζω [1960a], μπουζιάζου < μπουζιάζου [2010] || παγώνω (τουρκ. buzlanmak), κρισταλιάζου, κρουσταλιάζου, κρουσταλιάζω κρυσταλλιάζω, μαργώνου, μαργώνω, ξεπαγιάζω, ξιπαγιάζου, ξιπαγιάζω, παγώνου, παόνω, παταόνω

μπουζιάζω < μπουζιάζω [1982] || πρήζομαι | στραβομουτσουνιάζω

μπουζιάζω < μπουζιάζω [1996b], μπουζιακλιάζω < μπουζιακλιάζω [2001b] || & μποδιάζω: δένω με σκοινί, ένα μπροστά και ένα πίσω πόδι, στο ζώο που βόσκει, για να μη ξεμακραίνει

μπουζιάρης < μπουζιάρης [1960a] || παγωμένος (τουρκ. buzlu), κρουσταλιασμένος, κρυσταλλιασμένος, μαργουμένους, μαργωμένος, παγουμένους

μπούζιασμα < μπούζιασμα [1982] || βλ. μπουμπούνιασμα (πρήξιμο)

μπουζιασμένος [1891f] || αυτός που έχει κοίλη

μπουζιαστίρι < μπουζιαστήρι [1996b], μπούζιαστρο < μπούζιαστρο [1996b], μπουζοσκοίνι [1996b], μπουζιακλιαστήρι & μπουζακλιαστήρι < μπουζ(ι)κλιαστήρι [2001b], μπουζιακλιόσκοινο & μπουζακλιόσκοινο < μπουζ(ι)ακλιόσκοινο [2001b] || βλ. μπέδουκλο (σκοινί που με αυτό δένουν ένα μπροστά και ένα πίσω πόδι, στο ζώο που βόσκει, για να μη ξεμακραίνει)

μπουζιέρα < μπουζιέρα [1960a] || ψυγείο (λόγιο) | παγωνιέρα, παγουνιέρα, μπουζλουχανάς | τούρκικα: buzdolabı

μπουζίζου < μπουζίζου [1987a] || βλ. μπουρίζου (αδιαφορώ)

μπουζίτσα || βλ. μάκος (παπαρούνα)

μπουζίτσα || ξαδέλφη, ξαδέρφη, αξαδέλφη, αξαδέρφη, εξαδέλφη, εξαδέρφη

μπουζκούκι || κραγιόν, κοκκινάδι, σπερλέτο

μπουζλουχανάς [1946] || βλ. μπουζιέρα

μπουζμάς < bουζμάς [2006] || βλ. κατσάδα

μπουζνάρι [1983b] || βλ. μπατζάκι

μπούζνας < bούζνας [2006] || βλ. μπουτζιάκ (γωνιά κάμαρας)

μπουζντουγάν [1960a] || κάποιο μεγάλο αχλάδι

μπουζντράκι [1960a], μπουζντράκ [1960a] || ο ζυγός του αλετριού | ο μπελάς, το βάσανο

μπούζντρω [1966] || χοντρομούρα

μπούζος || υπόνομος (λόγιο), λαγούμι

μπούζος [1963] || γυναίκα νταρντάνα κι αλιανιάρα

μπούζος [1996b] || βλ. μπίτσιος (γουρούνι)

μπούζος [2001a] || το σχίσιμο που έχει το δίχτυ της τράτας

μπούζος [2001b] || ψεύτικο μπιστόλι για παιδιά που ρίχνει βόλια από ξύλο

μπουζού [1709] || τσέπη, μπζνέρα, μπιζνέρα, μπουζνάρα, μπουζνέρα, μπουζουνάρα, μπουζουνέρα, μπουζουνιέρα, μπούρσα, μπουρσί, μπούρσια, μπουσνάρα, μπρούσα, μπρουσί, ντζέπη, πάπουλα, πούγκα, πουζνάρα, πουζού, πουντζίν, πούνκα, πούρσα, πουρσόνα, πουσνάρα, τζεπ, τζιεπ, τζιοπ, τζιόπη, τζιόπι, τζιοψ, τζομπ, τζόμπα, τζοπ, τζόπα, τζόπους, τζουπαλί, τζοψ, τσέπ, τσιέπη

μπουζούδα [1988] || βλ. μπαγάσα (πουτάνα)

μπουζούκα || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπουζούκα || μεγάλο κουδούνι για τους τράγους: βουζούκα, κίπρο, κίπρος, κιπρουκούδουνου, κυπρί, μπίκα, μπίμπα, μπιμπίνα, μπιμπίνι

μπουζούκι [1910], μποζούκι, μποζούκ, μπουζούκ || έγχορδο μουσικό όργανο (λόγιο)

μπουζουκιάρη < μπουζουκιάρη [1987a] || ζαβολιάρης, ζαβγιάρς, ζαβλιάρας, ζαβουλιάρς, ζακατσιάρης, κατσμίντζουρας, κουλουχιλέτς, ντιργιαντές, φτιλιάρς, χλόμπαρης

μπουζουκοκέφαλος [1934], μπουζουκουκέφαλους < bουζουκουκέφαλους [2006] || ξεροκέφαλος, κουτσοκέφαλος, κουφιοκέφαλος, μπουμπουνοκέφαλος, στενοκέφαλος, στραβοκέφαλος, χοντροκέφαλος

μπουζουκτσής [1961], μπουζουξής [1961], μπουζουκτζής [1962a] || ο μουσικός που παίζει μπουζούκι

μπουζούλι < μπουζούλι [1923a], μπουζούλι < μπουζούλι [1987a] || βλ. μπουτζιάκ (γωνιά κάμαρας)

μπουζουλιάζου < μπουζουλιάζου [1987a] || αποτραβιέμαι στη γωνιά της κάμαρας

μπουζούνα [1987a] || ώριμο σύκο | βαθούλωμα σε ντενεκέ

μπουζουνάρα [1876a], μπουζνάρα [1987a] || βλ. μπουζού (τσέπη)

μπούζουνας & μπούζιουνας < μπούζ(ι)ουνας [2001b] || βλ. μπόγουνας

μπούζουνας [1931] || κάποιο σώβρακο

μπουζουνέρα [1709], μπουζουνιέρα < μπουζουνιέρα [2001b], μπουζνέρα < bουζ’νέρα [2001c] || βλ. μπουζού (τσέπη)

μπουζουνιάζου < μπουζουνιάζου [1987a] || ζουπώ, σπρώχνω

μπουζουξίδικο [1998] || νυχτερινό μαγαζί όπου παίζουν μπουζουξήδες

μπουζουρέκα || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπουζούρια [1964] || κόκκινα αγριολούλουδα, μαγιάτικα

μπουζουριάζω < μπουζουριάζω [1962b], μπουζουριάζου || καταβροχθίζω (λόγιο) | εξαφανίζω (λόγιο) | συλλαμβάνω (λόγιο)

μπουζούριασμα < μπουζούριασμα [1998] || σύλληψη (λόγιο), φυλάκιση (λόγιο)

μπουζουριέρα < μπουζουριέρα [1962b] || προκάλυμμα (λόγιο)

μπουζτζής [1960a] || παγοπώλης (λόγιο)

μπουζχανάς [1960a] || παγοποιείο (λόγιο), μεγάλη αποθήκη-ψυγείο (λόγιο)

μπουθρόνω < μπουθρώνω [1996b] || πάω κάπου ακάλεστος

μπουθώ [1887a], μπουχθώ || βοηθώ, βοηθάω, αβοϊθώ, αβοϊθώ, αβουθώ, αβουϊθώ, αβουχτώ, αβοχτώ, αγιουταρίζω, αγιουτάρου, αγιουτάρω, αγιουτέβω, αγιτιάζω, αδιάρω, αϊδαρίζω, αϊδάρω, αϊδέρνω, αϊτάρω, αϊτέρνω, αμπουθώ, αμπουχθώ, ανιβτώ, ανιφτώ, αφιντώ, αφισώ, αφιτώ, αφουδάω, αφουθάω, αφουθίτζου, βισώ, βογιθώ, βοηθού, βοθάω, βοθίζω, βοθού, βοθώ, βοϊθάω, βοϊθίζω, βοϊθιού, βοϊθώ, βουθάου, βουθού, βουθώ, βουιθάου, βουιθάω, βουιθώ, βοχθάω. βοχτάου, βοχτάω, γοθώ, γουθώ, διάρω, μεταπιάνω, μιταπιάνου, ουθώ, σινεπέρνω, σιντράμω, σιντρέμω, σιουντάρω, σιριάζου, τανώ, φθω, φιντώ, φντω, φτω

μπουιάτα < bουιάτα [2006] || σκεπασμένο μέρος πίσω από το μαντρί

μπουΐζω [1908] || βλ. μπουρίζω

μπουΐζω [1966] || βουίζω, βογάω, βογίζω, βοΐζου, βοΐζω, βόιζω, βοΐνου, βοΐντσω, βοΐτζω, βουγίζου, βουγίζω, βούζου, βουίζου, βουώ, σβουώ

μπουΐκ || μουστάκι, μουστάκ, πουΐκ

μπουικλία || μουστακαλής, μουστακάς, μουστακάτος, μουστακάτους, μουστάκιας, μουστακλής, μπαφούτης, μπστάκας, πουικλής

μπουιλέ || έτσι

μπούκα || τα φύλλα που σκεπάζουν τον καρπό του καλαμποκιού: καλακόμφλα, καλαμπουκόφιλα, καλιμκάλα, κουκλόφιλα, κουκουλόφιλα, κουκουναρόπετσες, κουκουναρόφιλα, κουξιναρόφιλα, λουμπουκόφιλα, μισιρόφιλα, μπλούτσια, μπούπλα, μπούσα, ποκάμισα, ποκαμισόφιλα, πούσια, ροκόφιλα, ροκόφλα, ρουκόφλα, φλέσουρα, φλιέστρα, φλούδια

μπούκα [1709] || βλ. μπουκιά

μπούκα [1876a], μπούκα < bούκκα [1918] || στόμα, στόμιο (λόγιο), τρύπα

μπουκαβάς [1931] || βλ. μπακαβάς (χαρτόνι)

μπουκαγιά || κλειδαριά για το δέσιμο των ποδιών

μπουκαδέλι || κάποιο στρογγυλό κουδούνι

μπουκαδόρος [1962b] || διαρρήκτης (λόγιο)

μπουκαδούρα [1931], μποκαδούρα [1934] || ο αέρας που σπρώχνει το καράβι στο λιμάνι

μπουκακάς [1996b] || βλ. μπουζάκας (βάτραχος)

μπουκάλα [1884a], μπούκαλος < bούκαλος [1925] || μεγάλο μπουκάλι

μπουκαλάκι [1957], μπουκαλάκ < bουκαλάκ’ [2006], μπουκαλάτσι || μικρό μπουκάλι

μπουκαλέτο < bουκαλέττο [1918] || μικρό μπουκάλι (ή κανάτι) για νερό ή κρασί

μπουκαλής [1962a] || μαυριδερός, μελανωπός

μπουκάλι [1835], μπωκάλι[1878a], μποκάλι [1934], μπουκάλ || μποτίλια, φιάλη (λόγιο)

μπουκαλιάζω < μπουκαλιάζω [1957] || εμφιαλώνω (λόγιο)

μπουκαλιάρισμα < μπουκαλιάρισμα [1962a] || βλ. μποτιλιάρισμα (εμφιάλωση)

μπουκαλίνα < bουκαλίνα [1918] || νεροκανάτα, καράφα

μπουκαλοκόμματα (τα) [2001b] || κομμάτια, θρύψαλα

μπουκαλόνι [1996b] || μικρό μπουκάλι

μπουκαμβίλια < μπουκαμβίλια [1998], μπουκαβίλια || φυτά του γένους Bougainvillea, βουκαβίλια, βουκαμβίλια, μποκεβίλι

μπουκαμίσα || πουκαμίσα

μπούκα-μπούκα || λαίμαργα (λόγιο)

μπουκανάρα [2001b] || το ψάρι Serranus scriba, πέρκα

μπούκανε [1987a] || ο βλαστός του κρεμμυδιού: ζαμπούνα, καβλίσκους, κάρονας, καυλί, μουσούλα, μούσουλος, μπουμπούνι, ντουντούκι, ντουντούλα, ντουντούνα

μπουκαπόρτα [1709], μποκαπόρτα [1910] || το πορτέλο του κανονιού | πόρτα στο πλάι του καραβιού

μπουκαρέλα [1709] || λαχάνιασμα, λεχομανιό, ξεφύσημα, φυσομανητό

μπουκαριόλι || μικρή τρύπα για να μπαίνει αέρας στο φούρνο

μπουκάρισμα [1709] || το ξαφνικό ή φουριόζο μπάσιμο

μπουκάρισμα [2002] || σοβάτισμα, σοβάντισμα, παλάμισμα, παλάμσα

μπουκάρω [1709], μπουκάρω < bουκκάρω [198], μπουκάρου [1981], μπουκέρνω < μπουκαίρνω [2002], μπουκάρω || μπαίνω ξαφνικά ή με φούρια

μπουκάσι [1709], μπουκασί [1933] || βλ. μποκάσι

μπουκέα [1996b] || βλ. μπουκιά

μπουκετάκι [1931] || μικρό μπουκέτο | παλιάνθρωπος

μπουκέτο [1878b], μπουκέττο [1835], μπουκές < μπουκές (ο) [1964], μπουκιές < μπουκιές (ο) [1966], μπουκέτου < bουκέτου [2006] || ανθοδέσμη (λόγιο), μάτσα, ματζέτο, μποκές | γαλλικό: bouquet

μπουκί [1659], μπουτζί [1933], μπουγκί [1963], μπούγκος [1963], μπουγγί [1996b] || πουγκί, κεσέ, κεσές, κεσιά, πούγκα, πτσι, σακούλ, σακούλα, σακούλι, τανκουί, τσικμετζές

μπουκία [1996b] || μικρό δεμάτι με φρύγανα για τη φωτιά

μπουκιά < μπουκιά [1659], || χαψιά, βούκα, βουκιά, δάγκαμα, δαγκαματιά, δαγκουσιά, καταπνιά, καταψιά, μκουσά, μουκουσιά, μούτσα, μπικούνι μποκασία, μποκούνι, μπούκα, μπουκέα, μπουκοσιά, μπουκουβάρα, μπουκουβίτσα, μπούκουμα, μπουκουματέα, μπουκούνη, μπουκούνι, μπουκουνιά, μπουκουνία, μπουκούνια, μπουκουνός, μπουκουσιά, μπουκουσούλα, μπουτσέα, ρούμπος, χαψά

μπουκιάζω || σκεπάζω τα μαστάρια των γιδοπροβάτων με πανιά, για να μη βυζαίνουν τα μικρά

μπουκιδάκι [1996b] || βλ. μπουκίτσα

μπουκίνα [1688], μπούκινο [1996b], μπουτσίνα [1996b], μπούτσινο || βούκινο, βουκίνα, βουκίνα, βούκινας, βούκινος, βούκιουνο, βούκνο, βούκνου, βούτσινο, γουκίνα, κόρνο, κόρνος, κουκίνα, κούρνος, μούκινο, μπούρος, ούκινο

μπουκινίζω [1864] || διαλαλώ, βουκινίζω, διαλαλίζω, δκιαλαλώ, κράζω, κροτώ, λάσκω, ντελαλίζω, ντελαλώ

μπούκιο < μπούκιο [1874a] || μπαλίτσα από σίδερο | κοντόχοντρος άνθρωπος

μπουκίτσα [1995], μπουτσίτσα || μικρή μπουκιά

μπούκλα [1860], μπουκλί [1931] || τούφα από σγουρά μαλλιά

μπούκλα [1996a] || ξερή και άδεια κολοκύθα που βάζουν μέσα νερό ή κρασί: κολόκα, κόλοκος, κρατούνα, μιντάζ, τσίτσα, φλάσκα, φλασκί

μπούκλα < bούκλα [1892], μπούκλα [1964], μπουκλιτσούδα, μπούκλος, μπούκλους || βαρέλι, βαγέλ, βαγέν, βαγένα, βαγένι, βαγιόν, βαγιόνα, βαγιόνι, βαέν, βαένα, βαένι, βαλέρ, βαλέρα, βαλέριν, βαρέα, βαρέλ, βαρέλα, βαρέλιν, βατσέλα, βατσέλι, βόζα, βοτσί, βουσί, βούτα, βουτζί, βουτί, βουτίν, βουτίνα, βούτσα, βουτσέλα, βουτσέλι, βουτσί, βουτσί, βουτσουβιά, βτι, βτσελ, βτσέλα, βτσι, καδ, κάδη, καδί, κανέλα, καρατέλο, κάρτα, μπαρέλα, μπαρέλι, μπόμπα, μποτζί, μπότσα, μπούγλιζα, μπουρέλι, μπούτενα, μπουτσέλα, ουτί, πίλα, τίνα, τσίτσα, φουτζί, φουτσέλα, φουτσί, φουτσίν, φτσέλα, φτσέλι, φτσι, χουτσίν

μπούκλιθρα < bούκλειθρα [1918], μπουκλίδα < bουκλίδα [1976], μπουκλήθρα < bουκλήθρα [1918] || σφήνα από ξύλο, κομμάτι του αλετριού: βουκλίθρα, βρουκλίθρα

μπούκλισος [1884b] || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπουκλίτζα [1709], μπούκλιζα < μπούκλυζα [1887a], μπουκλίτσα [1894] || παγούρι από ξύλο ή τσίγκο

μπουκλόνω < μπουκλώνω [1963] || καταβροχθίζω (λόγιο), χάβου, χάβω, χάφτου, χάφτω, χλαπακιάζου, χλαπακιάζω, χλαπατώ χλιαπατώ

μπουκλούκι [1996a], bουκλούκ’ < μπουκλούκ [2006] || κάτι που είναι για πέταμα, σκουπίδι

μπουκλουτός [1996a] || μπακιρένιος τέντζερης με κούρμπα στον πάτο

μπουκοβάλας [1996b] || βλ. μπογαζλής (λαίμαργος)

μπούκοβο [1996a], μπούκουβου || ξερή και κοπανισμένη καυτή κόκκινη πιπεριά (τσιούτσκα)

μπούκος [1963] || το κάτω σκοινί στο δίχτυ, αυτό με τα μολύβια

μπουκοσιά < μπουκωσιά [1790], μπουκουσιά < μπουκουσιά [1987b] || βλ. μπουκιά

μπουκουβάλα [1964], μπουκουβέλα [1987a], μπουκουβάα [1987a], μπουκουβέα [1987a], μουκουβέα [1987a], μπουκβάλα < μπουκ’βάλα [2001a] || γλυκό με αλεύρι, γάλα, αυγό, λάδι και μέλι | ψύχα ψωμιού ζυμωμένη με ζάχαρι, ελιά, λάδι και τυρί | ζεστή λαγάνα χυμένη με καυτό λάδι

μπουκουβίτσα || βλ. μπουκίτσα

μπουκούλι [1982], μπουκουλάκι [1982] || βλ. μπιρμπίλα (προγούλι)

μπουκουλούλα [1963], μπουκούλα [1963], μπουτσουλούλα [1963] || λιγάκι, λιγουλάκι

μπουκούμ < μπουκούμ’ [1966] || κρέας με ξίγκι

μπούκουμα < bούκουμα [1972], μπούκουμα [1996a] || βλ. μπουκιά

μπούκουμα < bούκουμα [2006] || εξόγκωμα (λόγιο)

μπουκουματέα [1996b] || βλ. μπουκιά | βλ. μπουκουνία (γουλιά)

μπουκουνάδα [1963] || μεγάλο κομμάτι

μπουκουνάκι 1622], μπουκονάκι [1688] || βλ. μπουκίτσα

μπουκουνάρ < μπουκουνάρ’ [1966] || χοντρό μωρό

μπουκουνέτο [2001c] || βλ. μπουκίτσα

μπουκούνι [1622], μπουκούνη [1688], μπουκούνιν < μπουκούνι(ν) [2002], μπουτσούνι || βλ. μπουκιά | μικρό κομμάτι

μπουκουνιά [1934], μπουκούνια [1614], μπουκουνία < μπουκουνία [1923a], μπουκουνιά < μπουκουνιά [1988] || βλ. μπουκιά

μπουκουνία [1987a] || γουλιά, βουλέα, βουλιά, γκαργκλιά, γκλαξιά, γκλουκιά, γκόμπους, γκουργκλιά, γλια, γλουπιά, γουγιά, γουλέ, γουλέα, γουλία, γουρλιά, γρουλιά, καταπιά, καταψιά, μπουκουματέα, μπουτσέα, μπουτσία, ολιά, ουγιά, ουλιά

μπουκουνιάζω < μπουκουνιάζω [1963], μπουκνιάζω < bουκ’νιάζω [2001c] || κόβω κάτι σε μικρά κομμάτια, το κάνω μπουκιές και το τρώω

μπουκουνομένος [1709] || βλ. μπουκωμένος

μπουκουνόνω [1837] || βλ. μπουκόνω

μπουκουνός [1635] || βλ. μπουκιά

μπουκουνούκι || πρόσχημα (λόγιο)

μπουκούνωμα [1709] || βλ. μπούκωμα

μπουκουσούλα || βλ. μπουκιά

μπουκράς [1688], μπούκρα [1688] || κρασί ανακατεμένο με νερό

μπούκωμα [1709], μπούκουμα [1987a] || ρούμπωμα

μπούκωμαν [1891a] || πρόγευμα (λόγιο), πρωινό, καφάλτ, καφαλτί, καφαλτού, μπρόεμαν, προβούκι, πρόεμαν, προμπούκι

μπουκώνω [1709], μπουκόνω [1837], μπουκώνω < μπουκκόνω [1874c], μπουκούνου [1987a], μπουκόνου < bουκώνου [2006] || γεμίζω το στόμα | χορταίνω | δωροδοκώ (λόγιο), λαδώνω

μπούλα || βλ. μάκος (παπαρούνα)

μπούλα [1860] || σφραγίδα (λόγιο), βούλα, βόλα, βούα, βούλες, βούλντα, βούλος, μαχούρι, μεχίρ, μιχιούρι, μουχιούρ, μουχιούρι, μουχούρ, μουχούρι σιντζίλα, στάμπα, σταμπίλια

μπούλα [1964] || η γυναίκα του μάστορα

μπούλα [1966] || πέπλος (λόγιο), βέλο, καμάρι, μαγνάδι, μαντό, μπαούτα, μπαρπούλι, σκιόπους, σκιπίρ, τρέμος, τσίπα

μπούλα [1987a] || βλ. μπούτσκα (χοντρή)

μπούλα [1987a] || παραγινωμένο φρούτο: ζιούκα, ζιούκου, ζιούλα, ζιούλαβους, μπούλεζα, τραχί, χουχλ

μπούλα [1987a], μπούλου, μπούλιω || η μεγαλύτερη κουνιάδα της νύφη | η μεγάλη αδερφή

μπούλα [1988] || χανούμισσα

μπούλα [1998] || μπέμπα, μπεμπέκα

μπούλα < μπούλλα [1908], μπούλα [1983b], μπούλες || μάσκα | μασκαράς

μπούλα < μπούλλα [1962c] || βλ. μπόλια (μαντίλα)

μπουλάδα [1903] || μικρή ελιά για φύτεμα: ντικμές | μπολιασμένη ελιά (& αμπουλάδα)

μπουλάκα || βλ. μπιρτσιά (χωρίστρα στα μαλλιά)

μπούλαμα [1709] || συσκευασία (λόγιο)

μπουλαμάς [1934] || βλ. μποναμάς

μπουλαμάτς [1960a], μπουλαμάτσα [2001b], μπουλαμάτσι || κουρκούτι, αλεβρά, αλεβράς, αλεβρέα, αλεβρία, αλεβριγιά, αλευριά, αλιβρέ, αλιβριά, γρούτα, κορκότ, κουρκούτ, κουρκούτα, κουρκούτη, σίβραση, σιιλός, σιολός, τσορβάς | μουσταλευριά, κιοφτέρια, κιοφτέριν, κουρκούτι, μασταγούλα, μουστόπιτα, μουστόπτα, μπιλτές, σταλιβριά, χλες

μπουλαμάτσι [1996a], μπουλαμάτς || βλ. μπουλανίκος (θολός)

μπουλανίκικος [1960a] || θολός, θελός, θουλός, μπουλαμάτς, μπουλαμάτσι

μπουλαντζές || κάποιο χτένισμα που φουσκώνει τα μαλλιά

μπουλαντίδα, μπουλάντσα || αναγούλα, αναβούλα, αναγκουλία, αναγλιά, αναγλιατάδα, αναγούλασμαν, αναγουλιά, αναγούλια, αναγούλιασμα, αναγουλιατάδα, αναγουλιατό, αναγουλιατός, αναγούλιγμαν, αναγούλιμαν, αναγούλισμα, αναγούλισμαν, αναούλα, αναούλιασμα, αναούλιασμαν, αναουλιατός, ανεγούλα, ανεγούλιασμα, ανεγουλιατό, ανεούλα, ανιγούλα, ανιούρα, ανουγούλα, ναουλγκιατός, ναούλιασμα, νεουλιαστός

μπουλαντίζου [2011], μπουλαντίζω, μπουλαντώ || αναγουλιάζω, αγλιάζου, αναβολιάζου, αναγλιάζου, αναγλιάου, αναγουλιάζου, αναγουλιάου, αναγουλίζω, αναγουλιώ, αναουλιάζω, ανεγουλιάζω, ανεγουλιώ, ανεγουριάζω, ανεουλιάζω, ανεουριάζω, ανιγλιάζου, ανιγλιώ, ανιγουλιάζου, ανιγουριάζω, ανουγλιάζου, ανουγουλιάζω, ναουλγκιάζω, ναουλγκιώ, ναουλιάτζω, ναουλώ, νεγουλιάζω, νεουλιάζω, νεουλιώ, νιγλιάζου νιγουλιάζου, νιγουλιάζω

μπουλάρα [2001c] || πουλάρα, πλάρα, φοραδίτσα ή γαϊδουρίτσα

μπουλάρι [1966] || η σαύρα Pseudopus apus

μπουλάρι [2001c] || μικρό άλογο ή γαϊδούρι: πουλάρι, πλαρ, πλάρι, πουλάριν, νταϊλιάκ, τάι, ταϊλιάκ, σουπάς

μπούλαρους [1988] || κάποιο γλυκό

μπουλάσι || κάποιο αγριόχορτο

μπουλασίκης [1887b] || ευρηματικός (λόγιο)

μπουλασίξ || βρόμικος, μολυσμένος (λόγιο)

μπουλασίτκους || βλ. μπασιούρς (βρόμικος)

μπουλαστίζου || ανακατεύω, μπερδεύω

μπουλαστίζω < bουλαστίζω [2001c] || & μπλαστρίζω, βασανίζω, πειράζω

μπουλαστώ [1960b], μπουλαστίζω [1960b] || αρχίζω κάποια δουλειά

μπουλάτζα [1963] || σούρτα-φέρτα, πέρα-δώθε

μπουλάτσι [1987a] || & γκιστάτσι, κάποιος θάμνος

μπουλβάντσε || εμετός (λόγιο), ξέρασμα, λαρουνγκέα, λαρουνγκιά, μιτός, ξερασία, ξερατί, ξερατό, ξιρατό

μπουλβάρ [1998] || ελαφρό θέατρο, βουλεβάρτο (λόγιο) | γαλλικό: boulevard

μπουλγκαρί [1960a], μπουλγαρί [2001b], μπουργαρί [2001b] || μπαγλαμάς με τέσσερα τέλια

μπούλεζα [1987a] || βλ. μπούλα (παραγινωμένο φρούτο)

μπουλερί || τέλεια (λόγιο)

μπουλέρια < μπουλέρια (τα) [1933] || αυγά τηγανητά μάτια

μπούλες (οι) || μασκαράδες

μπουλέτα || πιπίλα, λαλούκα, τσούτσα

μπουλέτα [1963] || γυάλινο μπουκαλάκι που οι χρυσικοί έβαζαν μέσα σε αυτό ακουαφόρτε και το μέταλλο που ήθελαν να διαλύσουν

μπουλετί [1857], μπουλέτο [1934], μπουλέττο [1983b], μπουλέτι [1996b], μπουλετίο [1996b] || δελτίο (λόγιο), απόδειξη (λόγιο), σημείωμα (λόγιο)

μπουλετί [2001a] || τεφτέρι με γιατροσόφια | μπακαλοτέφτερο με βερεσέδια

μπουλέτσι [1931] || βλ. μπόλια (μαντίλα)

μπούλης [1998] || μπέμπης, μπεμπές, μπεμπέκος

μπούλι < μπούλλι [1910] || βλ. μπουλιτίρι (καπάκι)

μπούλια || βλ. μπινάρι (βρύση)

μπουλιαράκι < μπουλιαράκι [1982], μπουλιαρόπουλο < μπουλιαρόπουλο [1982] || παιδί μπουλιάρης (μικρός ζητιάνος)

μπουλιάρης < μπουλιάρης [1982] || ζητιάνος, γιρεβός, γκουρμπέτης, γκραβαρίτης, διακονάρης διακονάρς, διακονιάρης, διακονιάρς, διακουνιάρς, δκιακονητής, δκιακονήτης, δκιακονιάρης, ζήτουλας, ζιούτλας, ζιτλάρς, ζιτλάς, ζίτλας, ζιτλιάρς, ζουντλς, ζούτλιαρς, ζούτλους, ζουτουλιάρης, κόνιαρς, κουματιάης κρίτσιλας, λιμοτάγαρο, ματσκάς, ντατσκανάρς, πετσέντες, σιχορολόγος, τρουβαδέλας, φιλόχριστος, ψωμοζήτης

μπουλιαριά < μπουλιαριά [1982] || ζητιανιά, γκουρμπιτιά, διακόνι, διακονιά, διακονιό, δικόνισμαν, δκιακονιόν, ζητουλιά, ζιθκιά, ζιτλαριό, ζιτλαριό, ζτιά, χάλεμα

μπουλιαρομάτσουκο < μπουλιαρομάτσουκο [1982] || η ματσούκα του μπουλιάρη (ζητιάνου)

μπουλιαροσάκουλο < μπουλιαροσάκουλο [1982] || το σακούλι του ζητιάνου

μπουλιάστρα < bουλιάστρα [2001c], μπολιάστρα < bολιάστρα [2001c] || αρμαθιά, αμαραθιά, αραμαθιά, αρμάδα, αρμάθα, αρμαθέα, αρμαθελιά, αρμαθκιά, αρμαθός, αρματιά, αρματσά, αρματσιά, αρμαχτιά, αρμοθέα, γουρμαθιά, μπουλιάστρα, ορμαθέ, ορμαθέα, ορμαθός, ορμπαθιά, ουρμαθά, ραμάθα, ραμάτα, ρομαθιά, ρομπαθιά, ρουμαθιά, ρπαθιά, σβουρλιά

μπουλιέτου || κάλεσμα, ακάλιασμα, κάλεσμαν, καλετσκή, καλιστίρ, μπιλιέτο

μπουλίθ < bουλύθ [1914] || άγουρο σύκο

μπουλιμάνα [1966] || λαίμαργη (λόγιο), λαμάσου, λίξουρη, λισιαρκά, φαγαδερή

μπουλίνι [1931], μπολίνι [1963] || αζυμοσφραγίδα (λόγιο)

μπούλιου < μπούλιου [1960b] || αδελφική φίλη, μεγαλύτερη φίλη

μπουλιουρί < μπουλιουρί [1960a] || μεγάλη ντροπή

μπουλιούρι < μπουλιούρι [1960a] || βλ. μπιλούρι (κρύσταλλο < γυαλί)

μπουλιστρίνα [1874c], μπουλστρίνα < bουλ.στρίνα [1914] || τα δώρα μεταξύ αγαπητικών ή τα δώρα στα παιδιά, τη γιορτή του Άη Βασίλη (αγιοβασιλιάτικα)

μπουλιτίρι < μπουλιτήρι [1614] || μπούλι, καπάκι, τάπα, πώμα (λόγιο)

μπουλκί || το εφηβαίο (λόγιο) της γυναίκας

μπουλμές [1962a], μπουρμές [1963] || τοίχος, χώρισμα

μπουλμέτι [1966] || η μερίδα γάλα που παίρνει καθένας από τα πρόβατα του (όταν τα έχει μαζί με άλλους)

μπούλμπερη, μπούλμπερ [1614], μπούλβερη [1915], μπούλμπερη [1957], μπούρμπερη [1963], μπούλμπεζη < μπούλμπεζη [1987a], μπόλμπερι [1996b], μπόρμπερη [2001b], μπούρμπουλους, μπούλμπεση || μπαρουτόσκονη, πούλβερη, πούλβερι

μπουλμπότσα < bουλbότσα [2006], μπουλουμπότσα || μάλλινη αντρική βράκα

μπουλμπούλι [1960a], μπουλμπούλ [1960a] || βλ. μπιρμπίλι (αηδόνι)

μπουλντόζα [1983a] || ερπυστριοφόρος εκσκαφέας (λόγιο) | αγγλικό: buldozer

μπουλντοζιέρης < μπουλντοζιέρης [1995] || οδηγός (λόγιο) μπουλντόζας

μπουλντόκ [1957], μπουλτόγκ [1961], μπουλντόγκ [1998] || ράτσα σκυλιού | αγγλικό: bulldog

μπουλντόκ < bουλντοκ’ [2006] || βλ. μπικαφίος (κοντός)

μπουλντουζέρινα < bουλνdουζέρινα [2006] || η γυναίκα του μπουλντοζιέρη

μπουλντούκα < bουλdούκα [1892] || μεγάλη λάκκα με νερό

μπουλντούμ < μπουλντούμ [1964] || μπλουμ, ο ήχος που ακούγεται όταν πέφτει κάποιος ή κάτι στο νερό

μπουλντούμι || μπουρντούνι & μπουντούνι, κάποιο λουκάνικο μαύρο (που έχει μέσα αίμα γουρουνιού)

μπουλντουρτζίνι < μπουλντουρζίνια (τα) [1960b] || το πουλί Coturnix coturnix: μπιλντιρτζίνι, ορτύκι, ουρτίκ, χαμοπέρδικα

μπούλντρις < μπούλdρις (οι) [1964] || κοκκινίλες στο δέρμα

μπουλοβίνια < μπουλοβίνια (τα) [1982], μπουλοβίνα (η) / μπουλοβίνις (οι) [1987b] || βλ. μπαζίνα (σκατό / σκατά)

μπουλόκοβου [1964] || στρογγυλό πετροκέρασο

μπουλονάρισμα [1962a] || σύνδεση (λόγιο) με μπουλόνι

μπουλονάρω [1934] || συνδέω (λόγιο) με μπουλόνι

μπουλόνι [1934] || βλήτρο (λόγιο) | γαλλικό: boulon

μπουλόνομαι < μπουλώνομαι [1909] || κουκουλώνομαι (στο κεφάλι)

μπουλοξεσκολιασμένος < μπουλοξεσκολιαζμένος [2001c] || γραμματιζούμενος, διαβασμένος

μπούλος || μια μικρή σωλήνα στο πατητήρι, που από αυτή τρέχει ο μούστος

μπούλος [1963] || σωματοφύλακας (λόγιο), καβάσης, καβάζης, καπιτζής, μουχαφούζης, μπράβος

μπουλουγούρι < μπουλουγούρι [1923a], μπουλγούρ [1960a], μπουλγούρι [1960a], μπουλγκούρ [1960b], μπουλουγούρι [1982[, μπουλουγούζι < μπουλουγούζι [1987a], μπουργκούρι [1996a], μπουγλούρι [2001b], μπουλγκούρι, μπουλουγούρ || βλ. μπλιγούρι (πλιγούρι)

μπουλουκάρης || βλ. μπουλούκμπασης

μπουλούκι [1790], μπολούκι [1960a], μπουλούτσι < μπουλούτσι [1987a], μπουλούκ || μπελούκ, μπελούκι, μπιλίκ, μπλιούκ, μπλουκ

μπουλουκιάζω < μπουλουκιάζω [1982] || βάζω στο μπουλούκι

μπουλουκιάρα < μπουλουκιάρα [1982] || για κατσίκα από το κοπάδι (και όχι από την αυλή του σπιτιού)

μπουλουκιασμένος < μπουλουκιασμένος [1982] || που είναι στο μπουλούκι (ή το κοπάδι)

μπουλούκμπασης [1860], μπουλούμπασης [1982] || καπετάνιος (αρματολών): μπιλιούμπασης, μπουλουκάρης, μπουλουκτζής, μπουλουκτσής, μπουλουξής

μπουλούκος [1934], μπολούκος < μπουλλούκος [1960a], μπουλούκους [2008] || βλ. μπζιάκας (χοντρούλης)

μπουλούκτι || σύννεφο, νέφος (λόγιο), ανέφαλο, ανεφέλη, γιουργκάν, γνέφαλο, γνέφι, λιβ, λίβος, νέφαλο, νέφαλον, νέφι, νεφούσι, σίγνιφου, σίνιφου, σύγνεφο

μπουλουκτσής [1934], μπουλουξής [1934], μπουλουχτσής [1960a], μπολουχτσής [1960a], μπολουκτσής [1960a], μπολοκτζής [1960a], μπουλουκτζής || βλ. μπουλούκμπασης

μπουλουκτσίτικα [1866b] || λουφές, λεφές

μπουλουμαθράτσια || βλ. μπουζάκας (βάτραχος)

μπουλουμανίταρου [1964] || κάποιο μανιτάρι

μπουλουμιά || κάποιο ξεραμένο φυτό

μπουλουστρίνες < μπουλουστρήνες (οι) [1983a] || βλ. μποναμάς (πρωτοχρονιάτικο δώρο)

μπουλτ [1688] || κοράλι, μερτζάν, μερτζάνι, μερτζιάν, μιρτζάν, γιούσουρο (με μαύρο χρώμα)

μπουλταρίζου [2010] || & μπουτσιέρνου, χύνω παραπάνω από το μπουκάλι (λάδι, κρασί) χωρίς να το θέλω

μπουλτουνάρι [1918] || δοκάρι στο λιοτρίβι, που πάνω του ακουμπάει ο στάντης

μπουλτρίδα [1963], μπουτρίδα [1963] || βλ. μπάκολο-κουτούρλο (κουλουβάχατα)

μπουλτρίδο [1963] || κρέας γουρουνιού μαγειρεμένο με λάχανα

μπούλτσα [1982] || η φούντα (τα γένια, μαλλιά, μουστάκια, τρίχες) του καλαμποκιού

μπουλτσόχουμα < bουλτσόχουμα [2006], μπουντζόχουμα < bουντζόχουμα [2006], μπουντσόχουμα < bουντσόχουμα [2006] || χώμα που έφτιαχναν τους φούρνους και άλειφαν τα πατώματα

μπούλωμα [1835] || μπήξιμο, χώσιμο

μπούλωμα [1966] || το σκέπασμα της νύφης με τη μπούλα (πέπλο)

μπουλωμένος [1709] || συσκευασμένος (λόγιο)

μπουλώνω [1635], μπουλόνω [1857] || συσκευάζω (λόγιο)

μπουλώνω [1966] || βάζω τη μπούλα (πέπλο) στη νύφη

μπουλωτής [1709] || συσκευαστής

μπουλώτρα [1709], μπουλώτρια [1709] || συσκευάστρια (λόγιο)

μπουμ [1987a] || & μπαμ, λέγεται για τον ήχο της ντουφεκιάς ή για κάτι που πέφτει

μπουμ [1996b] || δυναμίτιδα (λόγιο), δυναμίτης, μασούρι, φουρνέλο

μπούμα [1857], μπούμι [1857] || ναυτ. επίδρομος ιστίο (λόγιο): το ξύλο που βαστά κάτω το μεγάλο πανί

μπούμα [1982] || κάποιο καραβόπανο

μπούμερανγκ [1995] || όπλο (από ξύλο) των Αβοριγίνων της Αυστραλίας, που το πετάς και γυρίζει πίσω | αγγλικό: boomerang

μπουμζέλα || βλ. μπούμιτσας (Upupa epops)

μπούμης [1966] || βλ. μπουρμάς (ευνούχος)

μπούμιτσας, μπούμτισας || το πουλί Upupa epops: αγκριγιοπετινός, αγριοκόκορας, αγριοκόκορης, αγριοκοκόρι, αγριοκόκορος, αγριοκόκοτος, αγριοπάπουζας, αγριοπετινός, αγριοπέτινος, αγριόπιτνους, αγριουκόκουτους, αγριουπιτνός, αγροπέτνους, αγρόπετνους, αλεκτοράκι της οσίας, αλεκτόρι της οσίας, γιαλοπέτινο, γιαλοπετινός, γιαλοπέτινος, γιαλοπέτνο, γιαλόπετνος, γουζιός, γουρζολοπέτινα, γουρζολοπετινός, γουρζουλοπέτινος, έποπας, κατρατσιάρς, κατσούλης, κατσουλινάρης, κατσουλοπετίναρο, κατσουλοπετίναρος, κουκλοπετινός, κουπούξιος, κουτσαλεχτοράκι, κουτσουλόπετος, μουμουζέλα, μπαμζάρα, μπαμζέλι, μπαμτζέλι, μπουμζέλα, ξιλοκόκορας, ξιλοκόκοτας, ξιλοκόκοτος, ξιλοπετινός, παπαδέτης, πάπουζας, παρδαλέχτορας, παρδαλόφτερος, πετεινάρι, πίπιζα, πίπουζας, πούπος, πούπουζας, πουπουνιέτσους, πουπούξιος, πούπους, πουπούτσιης, τσακλαπετινός, τσαλαπετεινός, τσιουρτσιούλιανους, τσιουτσιουλίτς

μπούμπα [1884b] || ο θηλυκός μπαμπούλας, η μούμα (για να τρομάζουν τα παιδιά)

μπούμπα [1894], μπούμπα < bούbα [1894] || το έντομο Pediculus capitis: ψείρα, μιλιόρα, μπιδόκα, μούρσια, μπούμπα, πιδόκα, φτιρ, φτίρα, ψίρε

μπουμπαδερφός [1896a] || βλ. μπάρμπας (θειος)

μπουμπάκ || μικρό σιδερένιο βαρέλι

μπούμπανος [1925], || βλ. μπάμπουλας (σκαθάρι)

μπουμπαρδί [2001c] || κάποια βάρκα με πανί

μπουμπαρδοβώλι [1709] || το βόλι του κανονιού (της μπομπάρδας)

μπουμπαρδοκόπι [1709] || κανονιοβολισμός (λόγιο)

μπουμπάρι [1891b], μπομπάρι [1934], μπουμπάρ [1960a] || το φαΐ που γίνεται από το χοντρό άντερο ή την κοιλιά του σφαχτού, με γέμιση κομματάκια συκωταριάς (ή κιμά), ρύζι, χόρτα και μπαχάρια | τρόπος πλεξίματος των μαλλιών των γυναικών

μπούμπαρους < bούbαρους [1972] || βλ. μπούμπανος

μπούμπαρους < bούbαρους [1978] || καρναβάλι | σκιάχτρο | μπαμπούλας | ζωγραφιά σε βιβλίο

μπουμπάς [1996a] || μπαμπάς, πατέρας, αφέντης, αφέντς, βαβά, βαβάς, βαή, κιούρης, κύρης, πάγιες, πάης, πάπας, πλιάκος, σιορπάτρης, τάτκα, τατάς, τετές, τζίρης, τζιίρης, τρανός

μπούμπδα < μπούμπ’δα [1964] || σκουπιδάκια από το γνέσιμο του μαλλιού

μπουμπές < bουbές [1972] || ρεπούμπλικα (καπέλο), αραμπούμπλικα, ρεμπούμπλικα

μπουμπί [1966] || φίδι, θερκό, θερκόν, θερκούνα, όφης, οφίδ, όφιος, όφιους, σιέρπετο, σουρούμενε, φίβι, φιδ, φιδαρίκα, φιδαρίκος, φίιν, φιν

μπούμπλα || το πρησμένο και κοκκινισμένο δέρμα, στο μέρος που μας τσίμπησε ένα ζουζούνι

μπουμπλιάτσκα < μπουμπλιάτσκα [1960b] || βρομούσα (μαμούνι), βρομαρία, βρομομαΐρα, βρομομαριά, βρουμουμαριά, βρουμούσα, κλάσα, κλασοπαπαδιά, μαρουδιά

μπουμπλικάρω [1963] || δημοσιεύω (λόγιο)

μπούμπλικος [1963] || δημόσιος (λόγιο) | δημοσιά (δρόμος)

μπουμπνάρ [2008] || πρήξιμο, πρεσίον, πρίξμου, πρίσμα, πρίσμαν, μπαμπούνα, μπουρντούκι, μπρούφλας, τουμπρούκ, τουτούν

μπούμπνας || κάποιο ζουζούνι

μπουμπνίδα <μπουμπ’νίδα [1981] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπόλ < bουbόλ’ [2006] || βλ. μπεμπεμπλί (στραγάλι)

μπουμπόλα < bουbόλα [2006], μπουμπούλα < bουbούλα [2006] || άκαρπη γη που είναι σα στάχτη

μπουμπόλια || βλ. μπόλια (πολυσπόρια)

μπουμπόλια < bουbόλα (τα) [1976] || βλ. μπελεγρίνια (αρχίδια)

μπούμπος || βλ. μπουτζομένος (μουτρωμένος)

μπουμπόσαρους, μπουμπουσιάρ || καρναβάλι, γκόρμπιτας, καλουγρέλια, καρκαλούσης, καρναβάλ, καρνάβαλος, κουδουνάτος, κουκλότσιαρους, λουγκατσιάρια, μασκαράτα, ματσούν, μπάτσαρους, ραγκουτσάρια, ρουγκατζάρια

μπουμπότσαλου < bουbότσαλου [2006] || ο καρπός της μπουμπουτσαλιάς

μπουμπότσια || χαρτζιλίκι, χαρσλίκ, χαρσλίτς, χάρτζι, χαρτζιλίκ, χασλούκ, χασλουκόπον

μπουμπού [1961], μπουμπούκα [1961] || στρουμπουλό κοριτσάκι

μπουμπουγιέρι [1963] || λέγεται και μπαμπαρίτσι (το έντομο Barbitistes)

μπουμπούκα < bουbούκα [1976], μπουμπούκα [2008] || μικρή λειτουργιά (πρόσφορο) | καλό ψωμί αγοραστό

μπουμπουκάκι [1998] || υποκ. του μπουμπούκι

μπουμπούκι [1790], μπομπούκι [1884b] [1915], μπουμπούκι < bουbούκι [1914], μπουμπούκ < μπουμπούκ’ [1962c], μπουμπουκ < bουbουκ’ [1972], μπουμπούτσι < μπουμπούτσι [1987a], μπουμπουκ < bουbουκ’ [2006] || βαβίλα, βαβούλ, βαβούλα, βαβούλι, βαβούλιν, βάβουλο, βαγούλιν, γιοντζές, γκοντζές, γκοντσές, γοντζές, γοντσές, κονσές, κοντζάς, κοντζές, κοντσάς, κοντσές, κορού, κορούα, κοτζές, κουντσές, κουρούμπ, κουρούμπιν, κουτσί, κρούμπιν, κρουντζ, μούγκρος, παμπούλα

μπουμπουκιάζω < μπουμπουκιάζω [1857], μπουμπουκίζω [1931], μπουμπουκιάζου < μπουμπουκ’αζου [1962c], μπουμπουκιάζου < bουbουκάζου [1962c], μπουμπουτσάζου < μπουμπουτσάζου [1987a] || βγάζω μπουμπούκια: κουρουμπάζω, κουρουμπόνω, κρουμπάζω

μπουμπούκιασμα [1790], μπουμπουκίασμα [1837] || το βγάλσιμο μπουμπουκιών

μπουμπουκοτός < bουbουκοτός [1978] || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπουμπουκούλ < bουbουκούλ’ [2006] || μικρό ψωμί, φτιαγμένο από το ζυμάρι που περισσεύει

μπουμπουκούλ < bουbουκούλ’ [2006] || ο καρπός κάποιου θάμνου

μπουμπουκουμάτς < bουbουκουμάτ’ς [2006] || αυτός που έχει πρησμένα μάτια

μπουμπούλα || βλ. μπουμπουσκάρα (νιφάδα καλαμποκιού)

μπουμπούλα || ο καθαρός καρπός (το μέσα) του καρυδιού: αγλιά, αγουλιά, καντζί, κοκόσα, κοκόσια, κολίνα, κουλιά, κουλιό, λιάτικα, μουμούδι, παπαδιά, παπαδούλα, σκλίδα, σούμπρο, σούμπρου, τσόκαλο, φαγί, φαι, ψίχα, ψιχιά, ψουμί

μπουμπούλα [1987a] || το κουκούλωμα του κεφαλιού

μπουμπουλαντίζου < bουbουλαντίζου [1972] || περιδρομιάζω, παρατρώω, κουζουπόνω, μπελτσόνω, μπλαθουριάζω, μπλετσόνω, μπουνιάζομαι, νταβλακώνω, νταλακιάζου, ντερλικώνω, ντιρλικόνου, ντιρλικόνω, ξεγουκιάζω, πλεβρικιάζω, σαχραπόνω, στοκόνω, στουμπόνω, φαουσιάζω

μπούμπουλας || κάποιο μεγάλο μαύρο μαμούνι

μπούμπουλας [1874d], μπουμπούλι [1931] || σταμνί με μεγάλο λαιμό

μπούμπουλας [1926b], μπούμπουλο [2001c], μπουμπουλιά || το φυτό Phlomis fruticosa: αγκαραδιά, αγκαραθέα, αγκαραθιά, αγκάραθος, αγκαρδιά, αλίφασκας, αλιφασκιά, αποπουλιά, ασφάκα, γαϊδαρόσφακα γαϊδουρασφάκα γαϊδουραφάνα, γαϊδουροασφάκα γαϊδουρόσπακα γαϊδουροσφάκα, γαϊδουρόσφακα, γαϊδουροφάνα, λισφακιά, παπουδιά, παπουλιά, πιπιλιά, σφάκα, φασκί, φλομιό, φλομό

μπουμπουλές [2001b] || & στουμπαλέ ή τουφουλέ, μέρος με πυκνούς θάμνους, που δεν μπορείς να περάσεις

μπουμπούλι [1909], μπουμπούλ || κάποιο μαμούνι (πιο πολύ πιάνει στη φακή)

μπουμπουλίτσια < μπουμπουλίτσια τα [1964] || υπογνάθιοι αδένες (λόγιο)

μπούμπουλο [1923b] || το φυτό Polypogon monspeliensis: αλοπινούρα

μπουμπούλομα || καλό σκέπασμα, κουκούλωμα (και του κεφαλιού): κουρκούλομα, μπουρμπούλομα

μπουμπουλόνω < μπουμπουλώνω [1931] || σκεπάζω καλά, κουκουλώνω (και το κεφάλι): κακαβόνου, κουκλόνω, κουκουλόνου, μπαμπουλόνω, μπαρμπαλόνω, μπαρμπλίζου, μπαρμπλικόνου, μπουμπουλούκου, μπουρμπλόνω, μπουρμπουλόνου, μπουμπουλούκου, μπουρπλόνω, τλουπόνου, τλουπόνω, τουλουπόνω

μπούμπουλος [1837] || το χοντρό αγόρι

μπουμπουλούκου < μπουμπουλούκου [1987a] || βλ. μπουμπουλόνω

μπουμπουμίδα [1915] || ισπανική μύγα

μπουμπούνα [1837] || βλ. μπομπρέκι

μπουμπούνα [1966], μπουμπούνας [1982] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουναζία < μπουμπουναζία [1987a] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνάρι || βλ. μπάμπουλας (σκαθάρι)

μπουμπουναριά [1891b], μπουμπουναρία [1987a] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπούναρους [1962c] || βλ. μπουμπουνητό

μπούμπουνας || βλ. μπάμπουρας (Vespa crabro)

μπουμπούνας [1995] || βλ. μπουζουκοκέφαλος

μπουμπουνέα [1996b] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνητό < bουbουνητό [1905], μπουμπουνητόν [1878a], μπουμπουντό < bουbουν.τό [1914], μπουμπουνητό [1934] || βροντή, βροντά, βρόντα, βροντάδα, βρόνταμα, βρόντε, βρόντεμα, βρόντεμαν, βρόντημα, βροντιά, βροντία, βρόντιγμα, βρόντιγμαν, βροντιγμός, βροντιμός, βροντιό, βροντισμός, βρόντμα, βροντός, βρόντος, βρόντους, βρουγκή, βρουντή, βρουντία, βρούντος, βρουντσμός, μπουμπνίδα, μπουμπούνα, μπουμπουναζία, μπουμπουναριά, μπουμπουναρία, μπουμπούναρους, μπουμπούνας, μπουμπουνέα, μπουμπούνι, μπουμπουνιά, μπουμπούνιγμα, μπουμπουνισιά, μπουμπούνισμα, μπουμπουνιτέ, μπουμπουνιχτιό, μπούμπουνο, μπούμπουνος, μπουμπούνσμα, μπουμπουνσταριό, μπουμπούντζμα, μπουμπουντσαρός μπουμπουντσταρός, μπουμπουχταρός, φρούντος, χαμοβροντή

μπουμπούνι [1864] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπούνι [1996b] || βλ. μπούκανε

μπουμπουνιά [1910] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνιάζω < μπουμπουνιάζω [1835], μπαμπουνιάζω < μπαμπουνιάζω [1835] || πρήζομαι, μπαμπουνιάζω, μπαμπουνόνω, ντουμπακιάζω, πρισκόνου, φρουσκαλιάζω

μπουμπουνιάρης [1884b], μπουμπουνάρης [1964], μπουμπουνάρος [1964], μπούρμπνας < μπούρμπ’νας [1964] || χρυσόμυγα, βαβίλα, βάβιλας, βαβούλα, βάβουλας, βαβουλίδα, βρούντζος, ζίνα, ζουζούνα, καρκάντζαλους, κατσιλόνα, μπαβουλίδα, μπαμπούλα, μπαμπουλίδα, μπούρμπουλας, ξόμγια, σκούρκος, χρισοβαβούλα, χρισουκαρκάντζαλους, χσόμγα

μπουμπούνιασμα < μπουμπούνιασμα [1835] || πρήξιμο, βόρδονας, ζιόγκος, μπαμπούνα, μπαμπούνιασμα, μπουρντούκι, μπρούφλας, νταβούλ, νταβούλι, νταούλ, νταούλι, πρεσίον, πρίξμου, πρίσμα, πρίσμαν, ταούλ, ταούλι, τόκας, τόπι, τουμπρούκ, τουτούν, φούσκουμα, φούσκωμα

μπουμπούνιγμα < bουbούνιγμα [2006] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνίδα [1931] || κάποιο ζουζούνι

μπουμπουνίζω [1835], μπουμπουνάω [1860], μπουμπουνίζου [1981], μπουμπουνιάζω < μπουμπουνιάζω [1987a], μπουμπνώ < bουb’νώ [2006] || βροντώ, αβρουντάω, βουντώ, βουουντώ, βροντάζω, βροντάου, βροντάω, βροντίζω, βροντού, βρουντάου, βρουντίζου, βρουντώ, πομπουρίζω, σβροντώ, σβρουντάου, σβρουντίζου, φροντώ

μπουμπουνισιά < bουbουνισιά [1918] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπούνισμα [1835], μπουμπούντζμα [1962c], μπουμπούνσμα < μπουμπούν’σμα [1964], μπουμπούντσμα < bουbούντ’σμα [1976] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνιτέ < μπουμπουνητέ [1987a] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνίτσα || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουμπουνιχτιό || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνοκέφαλος [1931], μπουμπουνισμένος [1931] || βλ. μπουζουκοκέφαλος

μπούμπουνος [1966], μπούμπουνο || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνσταριό < μπουμπουν’σταργιό [1964] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουντσαρός < bουbουντσαρός [2006] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουντσταρός || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπουνώ, μπουμπνώ [1960b] || χτυπώ δυνατά

μπούμπουρα [1876a], μπουμπουριστά [2001b] || μπρούμυτα, αμπούμπουρα, αμπούρδου, αμπρόμπτα, απίκουπα, απίπκα, απίστομα, απίστουμα, απούκουπα, επίστομα, κούπα, μπιάκα, μπούρμπλα, μπρούμουτα, μπρούμτα, μπούρμπουρα, ομπρούμουτα, πίκπα, πίμιτα, πίπκα, πίστομα, πίστουμα, προύμουτα, ταμπούμτα

μπουμπούρα [2001b] || μέλισσα, κεντρίνα, λίλικας, μελεσίδ, μελισός, μέλισος, μέλτσα, μπουντζίσα, τζούνα

μπούμπουρας [1835] || βλ. μπάμπουρας (Vespa crabro)

μπουμπουρέα [1996b], μπουμπουροφωλέα [1996b] || φωλιά μπούμπουρα (μπάμπουρα)

μπουμπουρίζω [1931] || βουΐζω, βαβουριζω, ζουζουρίζω, σβουρίζω

μπουμπουρίζω [2001b] || πέφτω μπρούμυτα

μπουμπουροκωλιάζω [2001b], μπουμπουροκωλιώ [2001b] || καμπουριάζω, γκαμποριάζου, γκαμπουριάζου, γκαμπουρόνου γκριμπόνω, καμπουρόνου, καμπουρόνω, κατσουνιάζω, κατσουνόνω, κλαδιφτιριάζου, κουτρόνω, κουτσουμπιάζου, κουτσουμπίου, κουτσουπιάζω, σγουμπένω, σγουμπιάζω

μπουμπουρομένος < μπουμπουρωμένος [1996b] || αυτός που κουκουλώνει καλά το κεφάλι

μπουμπουρόμυαλος || αλαφρόμυαλος, άμυαλος, ανέμυαλος, ελαφρόμυαλος, κοκορόμυαλος, μικρόμυαλος

μπουμπουρόμυαλος [1864] || βλ. μπουζουκοκέφαλος

μπουμπουρούτα < bουbουρούτα [1976] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπούμπους [1964], μπούμπος [2001a] || βλ. μπζαμπζάκους (η γούλα των πουλιών)

μπούμπους < bούbους [1964] || βλ. μπαμπούλας

μπούμπουσε < μπούμπουσε [1987a] || σπυρί, κανονικτία, νταλάκι, πουζί, πούμπουσε, πουρί, σπιθούρι, σπρι

μπουμπουσκάρα [1962c] || νιφάδα καλαμποκιού, τηγανισμένο κι ανοιγμένο καλαμπόκι (ποπ-κορν): μπουμπούφκα, μπουμπούλα

μπουμπουσούδι || βλ. μπούμπαρους (ζωγραφιά)

μπουμπούτα || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουμπουτζάνα [1946] || μεγάλη φωτιά για ζέσταμα ή γιορτή σε ξέφωτο: καλαφούνα, καλαφουνός, λαμπαρδίκα, λαμπάτα, λαμπατίνα, λαμπουρδία, λουμπάρδα, λουμπαρδία, μπαρμπαρόνα, μπαμπατούρα, μπαρμπατζούνα, μπομπούνα, μπορμπάνα, μπόρμπουτους, μπουμπούνα, μπουμπουνίτσα, μπουμπούτα, μπουμπουτούρα, μπουρμπάνα, μπουμπουρούτα, μπουντζανίδα, μπουρμπούνα, μπουρμπούτα, μπουρμπουρούτα, μπουρμπουτσίνα, στάβα, τζαμάλα, τζιαμάλα, τζιατζιαρούτα, τζιτζιουρίνα, τσιαμάλου, φάκλα, φλουνγκάρα, φουγκάρα, φουγκαρία, φουνάρα, φρουγκανία

μπουμπουτιά || βλ μπουρνελιά (Prunus insititia)

μπουμπουτίζου < bουbουτίζου [2006], μπουμπουτίζω || ποτίζω σιγά-σιγά

μπουμπουτούρα || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουμπουτούρας || μπλαμπλάς (λογάς)

μπουμπουτσαλιά < bουbουτσαλά [2006] || κάποιο δέντρο

μπουμπουτσέδα || κάτι το μυτερό

μπουμπούτσης [1857], μπουμπούτσι || κάποιο στοιχειό

μπουμπουτσόλι || μικρός και στρογγυλός καρπός δέντρων ή θάμνων

μπουμπουτσούδι || καρπός που μοιάζει με μούρο

μπουμπουτώ, μπουμπουτίζου || βάζω ξύλα στη φωτιά

μπουμπούφκα [1972] || βλ. μπουμπουσκάρα (νιφάδα καλαμποκιού)

μπουμπουχταρός < bουbουχταρός [2006] || βλ. μπουμπουνητό

μπουμπτώ || βλ. μπαλίζω (ντουφεκίζω)

μπούμστος < μπουμ’στος [2001a] || πράγμα μεγάλο κι άχρηστο, που πιάνει τον τόπο

μπούνα || φρούτο που έχει παραγίνει

μπούνα [1964] || μούρο, γαζούλα, γκάζα, γκάσα, μορ, μόρι, μπαμπούσκα, ομούρο, παστάλα, σκάμνο, σκάμνου, σκατζούλα, συκάμινο, τουτ

μπουνάκης [1960a], μπουνάξ [1960a] || ξεμωραμένος, ξεκούτης, ξεκουτιάρης, ξεκουτιασμένος, γεροξεκούτης, γεροξούρας, μπουνόβας, ραμολί, ραμολιμέντο, ραμολίδος, ραμόλι

μπουνακλαντίζω [1960a] || ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω, ξεκουτιαίνω

μπουνακλίκι [1960a] || ξεμώραμα, ξεκούτιασμα

μπουνάρ < μπουνάρ’ [1999] || βλ. μπινάρι (βρύση)

μπουνασί || βλ. κουβέντα

μπουνάτσα [1894], μπουνάτζα [1709], μπονάτζα [1709], μπονάτσα [1866a], μπουνάτσα [1934], μπουνάτζα || απανεμιά, βδια, κάλμα, καλοκαιριά, καλοσύνη, γαλήνη

μπουνατσάρισμα [1962a] || γαλήνεμα, μαϊνάρισμα

μπουνατσάρω[1860], μπουνατζάρω [1709], μπονατσάρω [1931] || γαληνεύω, μερώνω

μπουνατσιασμένος [1931] || καλόκαιρος, καλοσυνάτος, ήσυχος

μπουνατσοβόλος [1931] || καλός καιρός, μπουνάτσα

μπουνέα [1864] || βλ. μπουνιά

μπουνέλι [1894], μπουνελία [1987a], μπουνελιά || βλ. μπουνιά

μπουνέλο || διάρροια (λόγιο), ευκοίλια (λόγιο), αχάμνιση, καγαρέλα, κολιανίτσα, κολιάντζα, κολιάντσα, κολιάτζα, κουλιάντζα, κουλιάντσα, κόψιμο, κόψιμου, κόψμου, λιμίτζιη, λουτσούν, πεπετσίδι, πιτινίκους, πούργα, ρέμα, ριπιτίγκος, ριπιτίδι, ριπιτίν, σούρδα, σούρδης, σούρτα, σούρτος, σούρτση, σποράκλα, σπορίκλα, σπούρα, σπούριγμα, τανούρα, τραφλάκια, τρεχατή, τσαρτσάλια, τσαρτσαλίδα, τσεριπιτσίλος, τσέρλα, τσέρλο, τσίλα, τσιλιακούρ, τσιλιάρης, τσιλιαριά, τσιλιό, τσιλίτς, τσίλταρους, τσίνσι, τσιούλταρους, τσιούρλα, τσιούρλια, τσιουρλιστός, τσίρλα, τσιρλιό, τσιρλιπιπί, τσιρλιπιτό, τσίρλους, τσνέλα, τσούρλα, φλάτο, χιμάρα

μπουνέλου [1946], μπουνέλα || βλ. μπουνταρέλος (πιρούνι)

μπούνες (οι) [1966] || καυχησιές

μπούνι [1931], μπούνια (τα) [1874a] || μικρή τρύπα στο πάνω μέρος της πλευράς του καραβιού, για να φεύγουν τα νερά

μπούνια || η φάσα (του ρούχου)

μπουνιά < μπουνιά [1835], μπουνιά [1934], μπουνία < μπουνία [1987a] || γροθιά, βροθιά, βρόθος, βρόθους, βροτθιά, βρότθος, βρότος, βρουθιά, γκουρθεά, γκροθέα, γκροθιά, γκρόθος, γκρόθους, γκρότο, γκρουθιά, γλοθιά, γλόθος, γλοτθιά, γλότος, γλουμπανιά, γόουθους, γορχιά, γουουθιά, γούρθα, γουρθεά, γουρθέα, γουρθιά, γούρτα, γουρτέα, γουρτία, γρογχιά, γρόδιτος, γροδκιά, γροθέ, γροθέα, γροθία, γροθκιά, γρόθο, γρόθος, γρόθους, γρόθτος, γροθτσιά, γροϊθιά, γροκιά, γροκτιά, γρόκτος, γροκχιά, γρόπος, γρότε, γροτθιά, γροτθία, γρότθο, γρότθος, γροτιά, γροτία, γρότο, γρότος, γροτσιά, γρουθά, γρουθεά, γρουθιά, γρουτέα, γρουτία, γροφιά, γροχιά, γροχτιά, γρόχτος, δροθκιά, δρόθος, δροκχιά, δρόχος, κορχιά, κροθιά, μούστα, μουστέα, μπουνέα, μπουνέλι, μπουνελιά, μπούνος, μπουχανιά, μπουχνιά, μπουχτανιά, ουρθεά, σγροθιά, στρουγκιά, στρούγκος, χουρτέα

μπούνια < μπούνια [1934], μπούνιες < μπούνιαις (οι) [1884c] || ναυτ. η κάτω γωνιά του πανιού, ο ποδεώνας (λόγιο)

μπούνια τα [1964] || τα γύρω από το στόμα

μπουνιάζομαι <μπουνιάζομαι [1983b] || βλ. μπουμπουλαντίζου (περιδρομιάζω)

μπουνιάζου < μπουνιάζου [2010] || ξεχωρίζω το καλύτερο

μπουνιάλον [1688] || πουνιάλο, στιλέτο

μπουνιάξ || βλ. μπουνταλάς

μπουνίδι [1996b] || γροθίδι, γροθοκοπάνισμα, γροθοκόπημα, γροθοκόπι, γροθοκοπιά, γροθομπατινάδα, γροθομπούνι, γροθομπουνίδι, γρουθίδ, γρουθκόπμα, μπουχνίδι

μπουνίζου || θυμίζω σε έναν αχάριστο, κάποιο καλό που του είχα κάνει παλιά (του το κοπανάω)

μπουνίζω [1963], μπουνίζου, μπουνιάζω || γροθοκοπανίζω, βροτθίζω, βροτίτζω, βρουθέω, γροθιάζω, γροθίζου, γροθίζω, γροθοκοπανίζου, γροθοκοπανώ, γροθοκοπάω, γροθοκοπού, γροθοκοπώ, γροϊθιάζου, γροκτοκοπώ, γροτθίντζω, γροτθοκοπανίζω, γροτθώ, γροτίζω, γροτκίζω, γρουθιάζου, γρουθίζου, γρουθίζου, γρουθουκουπώ, γρουθουκπώ, δροθίζω, μπουχνιάζω, μπουχνίζω, χουρτάω, χουρτοκοπανίω

μπούνιο < μπούνιο [1874a] || πείσμα, γενάτι, γιανάτ, γινάτ, γινάτι, γινάτιν, γνατ, γνάτι, δεσπέτο, δινάτι, δινάτιν, δισπέτο, δνατ, ενάτι, ιγνάτι, ιμπρέτι, ινάκι, ινάτ, ινάτι, ινάτιν, ινατό, ινιάτ, μπρι, νάιτι, νατ, νεάτι, νιάτι, νιγέτ, ντεσπέτο, ποντίγιο, ποντίλιο

μπουνλούκ [1946] || μπολικιά (αφθονία)

μπουνμπούν || ψωμί, άντε, άρτος, άρτους, ψουμί

μπουνόβας [1960b] || βλ. μπουνάκης

μπούνος [1963] || βλ. μπουνιά

μπουνούκι || το πουλί Lanius senator: αετομαχολιάριζα, αετομάχος, αϊτομάχος, αϊτομάχους, ακριδομάχος, ατόμαχος, βαροκέφαλος, δαγκανάς, δαγκανιάρης, δαγκανιόρι, δαγκανιόρος, δαγκανούρα, δάγκας, δαγκόλιαρος, δάγκος, δάγκους, ζάγκος, κεφαλάς, κέφαλος, κοκινόδαγκος, κοκινοκεφαλάς, λιάριζα, λιάρος, μαυρομάτης, παρδαλόδαγκος, πελίστερος, πλουμίδης, τριγονολιάριζα, τσακτσιάς, τσαρουχάρης, τσαρουχοπάτης

μπουνσάδα < μπουν’σάδα [1988] || βλ. μπουνταλαλίκι

μπούντα || παλτό γυναικών με γούνα

μπούντα || υγρασία (λόγιο), ανάδκιον, ανεπαλιά, ανεότιση, βρέμα, γιουκία, γλάρα, δρόσος, ιγράδα, ιγρότη, μότσα, μότσιαλ, μούσγα, μούσγκα, νεμ, νέμια, νοδκιά, νοτ, νότη, νότια, νότους, ογρασά, πούντα

μπούντα < μπούdα [1964], μπούτα || βλ. μπουτινέλος (κάδη)

μπούντα, μπόντα [1996b], μπούντα < bούνdα [2006] || πούντα, κρυολόγημα (λόγιο), ζαμπλάκα, κριαμός, κρικότη, κριότη, μπόρτζα, νταρό, πόντα, ποριά, πούντιασμα, σερμπούνι, σιρμή

μπουντάκ < μπουντάκ’ [1981], μπουντάκ < bουντάκ’ [2006], μπουντάκι, μπουτάκ || ρόζος, βρόζους, βρουζάρ, ζιόγκος, κόμπος, μπρουζγκάρ, νουκράς, όζος, ροτζιόκι, τσιουμπί

μπουντακιάζου < bουντακάζου [2006] || γεμίζω ρόζους (για δέντρο)

μπουντάκου < μπουντάκου [2006] || κωλαρού, φαρδοκόλα

μπουνταλάδα [2001b] || βλ. μπουνταλαλίκι

μπουνταλάδικος [1995] || ο τρόπος του μπουνταλά

μπουνταλαλίκι [1910], μπουδαλαλήκι [1835], μπουνταλίκι [1931] || κουταμάρα, χαζομάρα, βλακεία (λόγιο), μπουνταλάδα, μπουνταλέ, μπουνσάδα, μπούρλα

μπουνταλάς [1874a], μπουδαλάς [1835], μπουνταλάς < μπουdαλάς [1962c], μπουνταλάς < bουdαλάς [2006] || χαζός, κουτός, ελαφρόμυαλος, βλάκας (λόγιο), ηλίθιος (λόγιο), άβδαλος, αγαλιάς, αγάλιας, αλαφρόγνομος, αλαφρόγνουμους, αλαφροκάφκαλος, αλαφροκέφαλος, αλαφροκούκουλος, αλαφρόμιαλος, αλαφρομιαλούσης, αλαφρονούσης, αλαφροπαλάντζας, αλαφροπάμπορο, αλαφρόστιχος, αλαφρουκάνταλου, αλαφρουκάνταρου, αλαφρουκδουνσμένους, αλαφρουπαλάντζας, αλαφρουπαλάτζας, αλαχτό, αλμπίμπς, άμιαλους, άμνιαλους, άμυαλος, ανάμιαλος, ανέμιαλος, ανέμιαλους, ανέμνιαλους, ανίμιαλος, αντζιουλής, αντούβιανος, απντάλης, απτάλας, απτάλης, απτάλς, αρτούνας, αχαμάκης, αχμάκης, αχμάκος, αχμάξ, αχμάχς, αχουμάκης, αχτίπαλος, βιβίτακας, γκανάς, γκαφάλι, γκάχας, γκβιδ, γκζαδ, γκλάφας, γκούτμανος, γούτους, ελαφρόγνομος, ελαφροκάφκαλος, ελαφροκέφαλος, ζαγουμπένος, ζακατρίκ, ζντρουφ, ζωντόβλο, ιαχουμάκης, ιλαφροκάφκαλους, ιμπετσίλες, κακαβάνης, κακαβάνς, κακούρης, κάφκαλου, κλάπας, κνάκας, κόλοκος, κούγελο, κούγελο, κουγιάμπαλο, κουζμπός, κουσβός, κούτακας, κουτβέλ, κουτεντές, κουτζμπός, κούτιος, κούτκος, κουτούζικο, κουτούκι, κουτούλιακας, κουτουριάρης, κουτουρός, κουτούφ, κούτρης, κταβέλ, κτούκ, λαφρουκάνταρου, λιάλβαλης, λίλης, λιόκος, λούτος, λούτφος, μαγκαφάς, μαλαθούνας, μαμαρίτος, μανός, μάπας, ματούφς, μέτσιος, μέχας, μιμίας, μισοκούτελος, μούκας, μπαγιακόκος, μπαλόρντος, μπανταβός, μπανταλός, μπαχαλός, μπελελός, μπερτόδος, μπλαρουμούσκαρους, μπλιαΐκους, μπνάκας, μπόνιαρους, μπόνκους, μπονς, μπούας, μπουνάκης, μπουνιάξ, μπουνταλάς, μπούρμπαδος, μπουτσούκας, μπουφογέρακο, μπούφος, μπούφους, μπουχτάν, μσόχαζους, ναβάλς, νάκους, νούκος, νταμπλάς, ντιβανέλς, ντιβανές, ντιλίμπαης ντίλινας, ντιουντιός, ντόουλος, ντουάνι, ντουβάρι, ντουγάν, ντουμόης, ντούρλιας, ξικάπνιστους, ξναδ, ξνίθρας, ξοπαρμένος, ξτούγιας, όμπολο, όρνιο, όρνιου, ούργιος, ούρδα, ουριαμπές, ούρλιακας, πάκας, παράνταλος, παράορος, παρασάλακους, παρασάνταλος, παρλακάδι, πνάκας, ράντος, ρότσος, ρούλιος, σαλός, σαρσέμς, σαψάλτς, σέμπιος, σεριφαλής, σερσέμης, σέφτελος, σιαϊλός, σιαμτελός, σιατλός, σιαψάλης, σιαψάλς, σιμεντλικουέρας, σιοροκλεμές, σιουμπερδέκας, σιούντελο, σιούρδος, σιούρδους, σιούρντος, σλιάφκας, στουκ, στούκος, ταγάρ, τεβεκελής, τζούμανος, τόι, τσιαμάρς, τσίμπιος, τσούκος, τσουφλέκας, φλαμπούρ, χαζοπάτς, χαζούλιακας, χαϊβάν, χαϊβάνης, χαϊβάνι, χαϊντούτ, χαλαζουβαρμένους, χαλιαχούτας, χαλιαχούτς, χαμόκουτος, χαμχούιας, χαντός, χάπατο, χαρλαχάμς, χαφταλέβρας, χάφτας, χλιάρας, χλορός, χούχλιους

μπουνταλέ [2001b] || βλ. μπουνταλαλίκι

μπουνταλιά < μπουνταλιά [1931] || βλ. μπουνταλαλίκι

μπουνταλιάζω < μπουνταλιάζω [2001b], μπουνταλιώ < μπουνταλιώ [2001b] || γίνομαι μπουνταλάς, χαζεύω

μπουνταλίστικα [2001b] || κουτά, χαζά

μπουνταλοσύνη [1931], μπουνταλοσίν < μπουdαλοσύν [1962c] || βλ. μπουνταλαλίκι

μπουνταντανίζου || χτυπώ με δύναμη | κάνω φασαρία

μπουντάντες [1963] || λέγεται και μουντάντες, κάποιο σύνεργο του μαραγκού, για σκάλισμα του ξύλου

μπουνταρέλος < μπουνταρέλλος [1891f], μπουνταρέλι (το) < μπουταρέλια (τα) [2001c], μπουντανέλ (το) < μπουντανέλια (τα) [2008], μπουντανέλι || πιρούνι, βίλα, γκταρέλος, μπερούν, μπινέλ, μπινέλι, μπινέλο, μπινέλου, μπινιάλο, μπνέλου, μπονέλου, μπουνέλα, περόν, περόνι, περούνι, πίριον, πιρόν, πιρούν, πρόκα, πρότσα, προυν, τσιμπίι

μπουντελάρω || κοπιάζω

μπουντέλι [1963], μποντέλο [2001b], μπουντελ < bdελ [2001c], μπντελ < bουdελ [2001c], μπουντέλο [2001c], μπουτέλ || υποστήριγμα (λόγιο), μπαγιαντάς, μπουρντουνάρι, νταγιάκ, νταγιάκι, νταγιαμάς, ντάκος, ντεγιέκ, ποκούμπιν, ποντέλο, πουντέλι

μπουντελιάρω < μπουντελλιάρω [1933], μπουντελάρω [1963], μποντελάρω [2001b] || στηρίζω με δοκάρια τοίχο ή πάτωμα

μπουντέλου < bουdέλου [2006] || κοντόχοντρη, ασκούπα, μπαντιάκου, φλάσκα

μπουντένι < μπουdένι [1966], μπουντένα [1966] || κιούπι για τυρί ή ελιές

μπουντζανίδα || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουντζίσα [2001b] || βλ. μπουμπούρα (μέλισσα)

μπουντί [1709], μπουντιά [2001c] || βεράντα, μπαλκόνι, μπντι, μπντε, πουντί | το πεζούλι της ταράτσας, της βεράντας, της αυλής

μπουντιάζω < μπουντιάζω [1996b], μπουτιάζω < μπουτιάζω [1996b] || πουντιάζω, κρυολογώ (λόγιο), πονθιάζω, πουντιάζου

μπουντίζου [1988] || στρίβω τα κοτσάνια για να ωριμάσουν τα καρπούζια

μπουντίνα || η κρεμαστή κούνια (το παιχνίδι, όχι το κρεβατάκι του μωρού): αλιμακούνι, αλιμεκούν, ανεμοκούν, ανεμοκούνι, ανεμοκούνια, ανεμόκουνια, ανεμοκούνιν, ανιμόκνα, ανιμόκουνια, γκαγκανέβα, κούλιουρος, κουντουλιά, κουρναρέτα, κρεμαντούλα, κριμασταρά, μπέλα, τέμπουλο

μπουντίνο [1996b] || κάποιο γλυκό που γίνεται με αλεύρι, γάλα, βούτυρο, ζάχαρη, μέλι, αβγά, αμύγδαλα, σταφίδες και κανέλα

μπουντίνος, μπουντίνους <bουdίνους [1892] || βλ. μπόμβυξ (μεταξοσκώληκας)

μπουντό [1903] || μεγάλη ντροπή

μπουντόβουλα [1987b] || παιδικό παιχνίδι που παίζεται με πέντε πετραδάκια ή βόλους: πεντόβολα, κίσκιντα, κότσια, πεντεγούλι, πεντεγούλια, πεντόβολο, πεντόπετρες, πιτρίτσι, πουντόβουλα, σβόλιαα, σγκουρμπαρλάκια, σκλινσκλιντράκι, χοντρόβολα

μπουντόνου < μπουdώνου [1962c], μπουντώ || κεντρίζω, τσιμπώ, αγκυλώνω, αγκαλόνου, αγκελόνω, αγκελούνου, αγκιλόνου, αντζελόνω, αντζελούκου, αντζιλόνω, ατζελόνω, ατζιλόνου, ατζλόνου, γκελόνω, γκιλόνω, εντζιλόνω, κεντίζω, κεντρίζω, κεντώ, κιντώ, νιματίζω, ντραβουλίζου, σιετώ, σιιτώ, σκεντρέζω, σφιγκόνου, σφιγκουντρώ, σφικουδρίζω, σφικουντρώ, τζελόνω, τζιλόνω, τζιμποκάβγω, τζινάω, τζινώ, τζλόνου, τζλόνω, τζουνίζου, τσελόνω, τσιγκλάου, τσιγκλάω, τσιγκλίζου, τσιγκλίζω, τσιγκλόνου, τσιγκλώ, τσικνίζου, τσιλόνου, τσιλόνω, τσιμπάου, τσιουμπάου, τσιουμπώ, τσιουφλάου, τσιτάω

μπούντος || βλ. μπουγιάνα (βαθούλωμα στον πάτο του ποταμιού)

μπουντουάρ [1961] || ιδιαίτερο δωμάτιο κυριών (λόγιο) | γαλλικό: boudoir

μπουντουβάια < bουdουβάια [2006], μπουντβάια < bουdβάια [2006] || πολύ νερό

μπουντουβάνα || το πουλί Gallinula chloropus: κοκινομίτα, λουσίνα, νερόκοτα, νεροπούλα, νεροπουλάδα, ορνίθι, πουλάδα, πρασινοπόδαρη

μπουντουβάνα || το πουλί Rallus aquaticus: βουρλιάγκος, γλούνης, γλούνος, κιχραμόκοτα, κορίλα, λουσίνα, νεροκοκοτσέλα, νερόκοτα, νεροκοτσέλα, νεροπούλα, νεροπουλάδα, νεροπούλι, ορνίθι, ορτιγομίτρα

μπουντουγάλος || βλ. μπεντουάλης (χουβαρντάς)

μπουντούνι || βλ. μπουλντούμι (μαύρο λουκάνικο)

μπουντούρης [1931], μπουδούρης [1709], μποδούρης [1837], μποντούρης [1960a], μπουντούρς [1960a] || κοντοπίθαρος, κοντόχοντρος, κοντόγιομος

μπουντούρι || κάποιο μάλλινο υφαντό

μπουντουριά < μπουντουριά [1931] || μικράδα, μικροσύνη

μπουντούρου < bουdούρου [2006], μπουντιούρου < bουdιούρου [2006] || χοντροκομμένη κι αγαθιάρα

μπουντούτς, μπουτούτς || βλ. μπότης (κανάτα)

μπουντράκ < bουdράκ’ [1972] || κάποιο αγκαθωτό αγριόχορτο

μπουντρούκ || βλ. μπουγιουντρούκ (ο ζυγός του αλετριού)

μπουντρούμι [1866b], μπουδρούμι [1790], μπουντρούμ < μπουdρούμ [1962c], μπουντρούμ < μπουdρούμ’ [1962c] || πουδρούμι | υπόγειο (λόγιο), υπόγα | κρατητήριο (λόγιο), χάψη, φρέσκο, ψειρού

μπουντρουμιάζω < μπουντρουμιάζω [1998] || φυλακίζω (λίγιο)

μπουντσαχείλας < bουντσαχείλας [2006], μπουτζαχείλας < bουτζαχείλας [2006], μπουτζουχείλας < bουτζουχείλας [2006], μπουρτζαχείλας < bουρτζαχείλας [2006] || χειλαράς, χειλάς, μπουζέλης, μπουραχίλας, μπούχιλας

μπουξαδόρος || βλ. μποξέρ

μπουόν-τζιόρνο [1963], μπον-τζόρνο [2003] || καλημέρα

μπουουστάω || προσπαθώ (λόγιο)

μπούπλα || βλ. μπούκα (τα φύλλα που σκεπάζουν τον καρπό του καλαμποκιού)

μπουραζάνα [1931], μπουραζάνα < bουραζάνα [2006], μπουραζάνι, μπουραζάν || αντρική βράκα από μαλλί τράγου, φτιαγμένη στον αργαλιό

μπουραζάνης [1960a], μπουραζάνς [1960a] || σαλπιγκτής (λόγιο)

μπουραζάνι [1963] || βλ. μπουράσκα (καταιγίδα)

μπουραζάντς < bουραζάντς [2006] || τεμπέλης κι αργοκίνητος

μπουραζέρης [1934] || αδερφοποιτός, αδελφοποιτός, αδαρφουπιτός, αδερφοπτός, αδερφοφτός, αδερφοχτός, αδιρπουφτός, αδιρφουπτός, αδιρφουφτός, αδιρφουχτός, αδρεποφτός, αδρεφοπιτός, αδριπουπτός, αδριπουφτός, αδριφουπτός, αερφοπιτός, βλάμης, βλαμς, δερφοπιτός, μπραζέρης, μπρατίμος, μπράτιμος, μπράτμους, σταβραδέρφι, σταυραδερφός, ψιχαδερφός

μπουράζο [1996b] || σύνεργο του σιδερά

μπουράμα || το μισοχωνεμένο φαΐ μέσα στο στομάχι και τα άντερα του σφαγμένου ζώου

μπουράνα [1688] || & τανικάρ, κάποιο φυτό

μπουρανέλος [1963] || απατεώνας (λόγιο) | κακός ψαράς

μπουρανή [1966] || φαΐ με ψητή κολοκύθα

μπουρανί [1972], μπουρανή || χυλός από ανακατεμένα χόρτα, ψιλοκομμένα και πολύ βρασμένα | σπανακόρυζο

μπουρανί < bουρανί [1976], μπουρανιί < μπουρανί [1964], || μπριανί, σπανακόρυζο | πίτα με αγριόχορτα

μπουρανί < bουρανί [2006], μπουρανόπτα < bουρανόπ’τα [2006] || πίτα από καλαμποκάλευρο, με αγριόχορτα

μπουρανία || κοπριά από βουβάλια

μπουράς || πουρί, ίλαμος

μπούρας || πεισματάρης, ξεροκέφαλος

μπούρας [1962c], μπούρας < bούρας [1978] || γενναίος (λόγιο) | παλικαράς

μπουράσκα || τσάντα από δέρμα

μπουράσκα [1963] || καταιγίδα (λόγιο), έμπο, καταχιμάρα, μπιρμπάτ, μπουραζάνι, ριμπούρη, χασιακί

μπουράτα [1963], μπουράτο, μπουράτου || κρησάρα, ξάρα, πνικάδα, πυκνάδα, σήτα

μπουράτο || κάτι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρη

μπουράτο [1894] || ψήστης του καφέ

μπουράτο [1925] || ντενεκεδένιος κουβάς για κουβάλημα νερού

μπουράτου < bουράτου [2006], μπουράτο [2008] || άσπρο και φουσκωτό ψωμί

μπουράτσο [1894], μπουράζω [1688], μπουράτζο [1709] μπουράζο [1963], μπουράντζα [1966], μπουράντζο [1966] || βόρακας (λόγιο)

μπουραχείλας [1982] || βλ. μπουντσαχείλας (χειλαράς)

μπουραχίλα || αρρώστια - σπυριά στα χείλια των ζώων

μπουργάνα [1982] || το πιο μπάσο τέλι του ταμπουρά

μπουργέζα [1709] || καστρινή

μπουργέζος [1709] || καστρινός

μπουργέτο [1963], μπουρδέτο [1966], μπουρδετάδα [1966] || ψάρια μαγειρεμένα στο τηγάνι με πολλούς τρόπους | κακαβιά

μπουργιάκο < μπουργιάκο [1966] || βλ. μπουχαρί (καμινάδα τζακιού)

μπούργος [1659] μπούργι [1622], μπουργί [1635], μπόργος [1709] || ξώκαστρο, ξώχωρα

μπουργού [1874e] || το στενό του τέλος του ζουριά ή κάναλου (του ξύλινου σωλήνα, που κατεβάζει το νερό στο μύλο). λέγεται και: κολοβούτσι, κουλουβούτς, κουριάς, ποϊράς, ποριά, πριχούνι, προυχούν, προχόνι, προχούνι, σιφούνα, σιφούνι, σουφούνι, σφούγκι, σφουν, σφούνι, τζιμπόνι, τσφουν, τσφούνι

μπουργούδα [1982] || βλ. ματικάπι (τρυπάνι)

μπούρδα [1931] || αρλούμπα, μπαρούφα, μπαλάφα, μπόφκα, μπρόφκα, παπαρδέλα, παπαριά, σαχλαμάρα | γαλλικό: bourde

μπούρδα < bούρδα [1892], μπούρδα [1981], μπούρντα < bούρdα [1892], || τσουβάλι, σακί

μπουρδάγαλι < μπουρδάγαλη [1983b] || βλ. μπάκολο-κουτούρλο (κουλουβάχατα)

μπουρδάλα [1874a] || & πουρδάλα, η χοντρή ρόγα σταφυλιού

μπουρδάρης [1996b] || κάποιος χορός

μπουρδάρου || βλ. μπιζούλα (πεζούλα)

μπουρδάρω [1933] || μπαίνω με φούρια

μπουρδελές [2001c] || βλ. μπεβάντα (νερωμένο κρασί)

μπουρδελιάρης < μπουρδελιάρης [1998] || & πουτανιάρης, αυτός που πηγαίνει στα μπουρδέλα, στις πουτάνες

μπουρδέλο < μπουρδέλλω [1527], μπορδέλο [1709], μπορδελιό < μπορδελιό [1709], μπουρδελιό < μπουρδελιό [1709], μπουρδέλο < μπουρδέλλο [1783], μπορντέλο [1934], μπορντέλλο [1961], μπουρντέλο || καρχανές κερχανάς, κερχανές, κιρχανάς, πουρδέλι, πουταναριό, πταναριό, πουτανόσπιτο, ρουφιανόσπιτο

μπουρδελότσαρκα [1998] || αντροπαρέα ή αγοροπαρέα που κάνει τσάρκα (βόλτα) στα μπουρδέλα

μπουρδένια (τα) [1964], μπουρδέλια < μπουρdέλια (τα) [1964], μπουρδέγκις < μπουρδέγγις (οι) [1964] || σπαράγγια, αγρέλια, σποράγια, σφεδούκλια, σφοράγια

μπουρδέτσικια < bουρδέτσικια (τα) [1892] || κουρέλια που τυλίγουν στα γόνατα

μπούρδικας || βλ. μούλος (μπάσταρδος)

μπούρδινο [1963] || κάποιο φτηνό πανί

μπούρδινος || παρδαλός, πολύχρωμος (λόγιο) αλαντζάς, αλατζαδένιος, αλατζαδένος, αλατζαλής, αλατζάς, αλατζής, αλατζιάθκος αλατζιάς, αλατζιάτικος, αλατζιάτκους, αουτζάς, βαλιός, κουρνός, λιαρός, λιάρος, λιάρους, μπάλιος, μπάλιος, μπασιούρς, μπασούρς, μπερδελός, μπέρδελος, μπερμπελινός, μπερμπιλός, μπιάγκαβους, μπιάκαβους, μπιρμπιλός, παρδαλής, παρδαλιάρς, παρδάλς, παρδάλτς, πάρταλος, πάτσαλος, πιρδικουτός, πιτσλός, πλουμιστός, σιάρινους, φαρδαλός

μπούρδκου [2010] || μούλικο, μπαστάρδικο

μπούρδο [1963] || έφοδος (λόγιο)

μπουρδόνι, μπουρδούκι || βλ. μπζιάκας (στρουμπουλός)

μπούρδος [1884c] || βλ. μπουλμές (τοίχος)

μπουρδούγιο || ακαταστασία (λόγιο), αδιαρμισά, ανατσολόιση, γιαμ-γιας, γκιουΐλκ, λόζους, λόντζα, μπουκλούκ, νταρνταγάν, ντιζόρντινο, ντριζιούνα, σαχλίκι, σούρδου-μούρδου, τζάτζα, τουρκομάνι, χερουλία

μπουρδούκλα [2011], μπουδούκλα [2011] || βλ. μπουζιαστίρι & μπέδουκλο (σκοινί)

μπουρδούκλωμα [1995], μπερδούκλωμα [1998], μπορδούκλομα || μπέρδεμα, ανακάτεμα

μπουρδουκλώνω, μπουρδουκλώνου [1903], μπουρδουλόνου < μπουρδουλώνου [1987b], μπουρδουκλώνω [1995], μπερδουκλώνω [1998], μπουρδούκλουμα || μπουδουκλώνου, μπουδουκλόνου, μπερδεύω, ανακατεύω

μπουρδουλέβω || βλ. μπουρδουκλώνω

μπουρδούλιο || ρεζίλι, βουρδούγιο, βουρδούλιο, καπαέτι καπέτουλα, κελπαζές, κεπαζές, κιπαζές, κιπιζές, μασκαραλίκ, μασκαραλίκι, μασκαραλούκι, μασκαριλίκ, μασκαριλίκι, μασκαρλίκ, μασκουζάνι, μουτσιάνα, ξεφτίλα, ξιφτίλα, ρεζίλεμα, ρεζιλίκι, ρεντικολέτσα, ρεντίκολο, ρέντιλου, ριζίλ, σεργούνι, σιουργκούνι, σούργελο, σουργούν, σουργούνι, ταπαέτι

μπουρδουλόνω || φτιάχνω κάτι βιαστικά και όχι καλά

μπουρδουμπού [1963] || ακατάστατη (λόγιο)

μπούρδου-μπούρδου || πρόχειρα (λόγιο), βιαστικά

μπουρδουνάρ || βλ. μπατζάκι

μπουρδουνάρι [1909] || το δοκάρι που πάνω του ακουμπάνε τα δοκάρια της σκεπής

μπουρεκάκι [1931] || υποκ. του μπουρέκι

μπουρέκι [1709], μπουρέκα, μπουρέκ || πίτα με κρέας, με τυρί, με χόρτα κλπ.

μπουρεκτζής [1709], μπουρεξής [1878b] || αυτός που φτιάχνει και πουλάει μπουρέκια

μπουρέλα < bουρέλλα [1918] || δοχείο για κρασί

μπουρέλι || βλ. μπούκλα (βαρέλι)

μπουρεπαρές [2001c] || αυτός που ψαρεύει με δυναμίτη

μπουρέτα [1709] || αμμοδοχείο (λόγιο)

μπουρζάλα < μπορζ’άλα [1962c] || η πολύ ζέστη

μπουρζαλνώ < μπουρζ’αλνώ [1962c] || ψήνω στη φωτιά φέτες ψωμιού

μπουρζάν [1999] || σάλπιγγα (λόγιο)

μπουρζουά [1934], μπουρζουάς [1957] || αστός (λόγιο) | γαλλικό: bourgeois

μπουρζουαζία [1934], μπουρζουαζί [1963] || αστική τάξη (λόγιο) | γαλλικό: bourgeoisie

μπουρζουάζικος [1934], μπουρζουαζικός [1962a], μπουρζουάδικος [1995] || αστικός (λόγιο)

μπούρημα < bούρημα [1908] || κουτουλάω με τα κέρατα (για τράγο, γίδα, βόδι)

μπουρής [1931] || βλ. μπουρινιασμένος

μπουρθακλάς [1996b] || βλ. μπουζάκας (βάτραχος)

μπουρθίκα || βλ. μπουσουλιά (άνοιγμα στο παντελόνι)

μπούρι [1874a], μπούρι < bούρι [1925] || κάτουρο

μπουρί [1874a], μπουρίνι < μπουρίνια (τα) [1998], μπουρού || νευρίασμα, τσατίλα, τσαντίλα

μπουρί [1934], μπορί [1966], μπουρί < bουρί [1972] || σωλήνας | καπνοσωλήνας

μπουρί [1996a] || τρομπόνι (μουσικής)

μπουρί < bουρί [2006] || το αξόνι του αμαξιού

μπουριά [1891f], μπουριά < μπουριά [1987b] || πόρτα κήπου: λεσά, λισιά, ποριά, πορτέλο, πορτόνι, πουριά

μπουρία τα [1996b] || βλ. μπουρίνια (τσαντίλες)

μπουριάζω < μπουριάζει [1966] || περισσεύω

μπουριάρης < μπουριάρης [1996b] || αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα

μπουριάς || βλ. μπινάρι (βρύση)

μπουριδιάζω < μπουριδιάζω [2001b] || βάζω μπουριά σόμπας

μπουρίζου [1987a] || αδιαφορώ (λόγιο)

μπουρίζω [1996b], μπουρίζω < bουρίζω [2001c] || σφυρίζω με την μπουρού | ζαλίζω κάποιον από την πάρλα

μπουρίζω < bουρίζω [1908] || εκρέω (λόγιο), για αίμα που πετάγεται από την πληγή: βοΐζω, μπουΐζω

μπουρίκια [1864], μπουρίκα [1996b], μπουρίκι [1996b], μπουράκιο || βλ. μπλόσκα (παγούρι από ξύλο)

μπουρικό < ’μbουρικό [1964] || σφηνάκι (πιοτό)

μπούρικος || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπουρίκος [1874a] || το ζώο Equus asinus: γάιδαρος, αβασταγό, αβασταγός, αβασταός, άδαρος, αδούρι, ασίνο, βασταγό, βασταγός, βασταγούρ, βασταγούρι, βασταός, βαστάος, βασταούρι, γαάρος, γάαρος, γαγούρ, γάδαους, γαδάρ, γάδαρο, γάδαρος, γάδαρους, γαδιούρι, γαδούρ, γάδουρας, γαδούρι, γαδούριν, γάδρος, γαζέλι, γαζιόλι, γάζος, γαϊδάρι, γάιδαρους, γάιδερος, γαϊδίρ, γαϊδίρι, γαϊδούρ, γαϊδούρι, γάιδουρος, γαϊντού, γαϊντούρ, γάιντουρος, γαϊρίδι, γαούρι, γαούριν, γάραος, γαρίν, γάρος, γαρούδιν, γαρούιν, γιομάρι, γκάζος, γκαϊντάρι, γκάινταρος, γκαϊντούρ, γκανέτσας, γκάνταρο, γκάντερο, γκαντζόλι, γκατζιόλι, γκάτζιος, γκάτζιους, γκατζόλι, γκατζός, γκάτζος, γκάτζους, γκάτσους, γκάφαλος, γκομάρ, γκομάρι, γμαρ, γοάριν, γομάρ, γομάρι, γομάριν, γουμάζι, γουμάρ, γουμάρι, γουμάριν, ζαντραβάλι, ζουντόβουλου, ζωντόβολο, καϊντούρ, κομάρ, μαγιάρε, μανγκάρ, μερκέπι, ομάρι, ουμάρι, φορτίκι

μπουρίμα [1966], μπουρίμι || βλ. μπινάρι (βρύση)

μπουρίνα [1884c], μπορίνα < μπορίναις [1878b] || ναυτ. πλαγιαστήρα (λόγιο), ζευγάρι σκοινιών

μπουρίνα[1996b] || λεπτό ξύλο με τρύπα, που έμπαινε μέσα η μια άκρη της βελόνας. για να μην κουνιέται. το ακουμπούσαν οι γυναίκες στη μέση τους

μπουρινάρω [1884c], μπουλινάρω [1910] || ναυτ. πλαγιάζω τα πρωραία (λόγιο)

μπουρίνι [1835], μπουρί [1963], μπουρίν < μπουρίν’ [1988], μπουράνι [1996a] || ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι

μπουρινιασμένος [1931] || τσαντισμένος, μπουρουδιασμένος, νευριασμένος,

μπουριό < μπουρειό [1983a], μποριό || νιμποριό, (νημποριό, νιμπορειό), νεμποριό

μπουρισιά < bουρισιά [1908], μπούρσμα < bούρ’σμα [1976] || κουτουλιά με τα κέρατα (τράγου, κριού, ταύρου)

μπουρίσω < μπουρίσσω [1864], μπουρίζω || κολλώ κάποια αρρώστια

μπουρκέλα < bουρκέλα [2006] || βλ. μπιρμπίλα (προγούλι)

μπούρκιο < μπούρκιο [1963] || ρεμπούρκιο, ρυμούλκηση (λόγιο)

μπούρκλο [1983a] || κάτι που πάνω του σκοντάφτει το πόδι

μπουρκλόνω || βλ. μπουρδουκλόνω

μπουρκούκ < bουρκούκ’ [1972] || παλιόπαιδο

μπουρκούνα [1910] || σύκο που ωριμάζει την άνοιξη: αμπουρκούνα, εμπουρκούνα

μπουρκουνιά < μπουρκουνιά [2002] || οι συκιά που βγάζει μπουρκούνες

μπούρλα [1931] || βλ. μπουνταλαλίκι

μπούρλα [2003] || βλ. μπέρτα (φάρσα)

μπουρλάδα [1982] || τόπος που βαστά νερό: ασμάκι, βαρικό, βαρικόδιο, βαρικοτό, βαρικούσιο, βαρκό, βάρκο, βαρκόη, βαρκοτό, βρετσούλα, γκερέν, ζοντάδα, κατούρικον, μοτσιάρα, μούζγα, μούζγκα, μουρτσακό, μούσγα, μούσγκα, μουτσαλκό, μουτσάρα, μουτσαρκό, μουτσιάλα, μουτσιάρα, μπαντίνα, μπάρα, μπατακλίκι, ρκο, σμακ, τζιγκούρα, τσίλιαρ

μπουρλάτζαβους < bουρλάτζαβους [1976], μπουρλάτσαβους [2008] || απεριποίητος (λόγιο)

μπουρλιά [1931], μπουρλιά < bουρλά [2006] || βλ. μπουλιάστρα (αρμαθιά)

μπούρλιαβους || ξεχασιάρης, αστουχμένους, θαραπαμένους, κούγιαβλο, ντουάνι, ντουγάν, ξιαστόϊστους, ξιαστουχιάρς, ξιαστουχμένους, ξιαστόχαστους, ξιστόχαστους, ξιχασμένους, σιούρτος,

μπουρλιάζω < μπουρλιάζω [1635], μπουρλιάζου < μπουρλιάζου [1981], μπορλιάζω < μπορλιάζω [2001a], μπουρλιάζου < bουρλάζου [2006], μπουλιάζω || περνώ σε σπάγγο: αρμαδιάζω, αρμαθάζω, αρμαθάζω, αρμαθιάζου, αρμαθιάζω, αρμαθιάνου, αρμαϊθιάζου, αρματιάζου, αρμοθάζω, βουρλιάζου, βουρλιάζω, βουρλιάω, βουρλόνου, βουρλόνω βρουλιάζω, βρουλόνω. μπρουλιάζω, ορμαθιάζω, ρμαθιάζω, ρμαθκιάζω, ρομαθιάζου, ρομαθιάζω, ρομπαθιάζω

μπουρλιάζω < μπουρλιάζω [1931] || γκρεμίζω, αγκρεμίζου, αγκρεμίζω, ανγκρεμίζω, ανγκριμίζου, γκρεμάζω, γκρεμάω, γκρεμίζου, γκρεμνζώ γκρεμνίζω, γκρεμνίτζω, γκρεμνω, γκρεμώ, γκρενίζουρ, γκρενίχου, γκριμάου, γκριμίζου, γκριμνάω, γκριμνίζου, γκριμνώ, γκριμού, γκριμώ, γκρεμάγω, γκρεμζώ, γρεμνίζω, γρεμνώ, γριμίνου, εγκρεμίζω, εγκτρεμνίζω, κρεμάου, κρεμίζω, κρεμίω, κρεμώ, κριμίζου, κριμίζου, κριμνίζου, κριμνώ, νγκρεμώ, νκγρεμίζω

μπουρλιάζω < μπουρλιάζω [1982] || πλημμυρίζω

μπούρλιασμα < μπούρλιασμα [1709], μπούρλισμα [1981] || αρμάθιασμα, βελόνιασμα

μπούρλιασμα < μπούρλιασμα [1982] || βλ. μπλίμη (πλημμύρα)

μπουρλιασμένος [1982] || πλημμυρισμένος

μπουρλιαστίρια < μπουρλιαστήρια (τα) [1963], μπορλιαστήρια < μπορλιαστήρι [2001a] || τα κορδόνια των παπουτσιών

μπουρλίζω [1860], μπουρλάρω || αστειεύομαι (λόγιο), καλαμπουριάζω, καλαμπουρίζου, καλαμπουρίζω, μασχαρέβω, μπαρτζολετάρω, μπαρτσολετάρω, χουρατέβω, χωρατεύω

μπουρλίνα [2001a] || σιδερένιο σύνεργο, για να σπάνε το αλάτι στις αλυκές

μπουρλιό < μπουρλιό [1859] || κάδη, καδί

μπουρλιόκ || βλ. μπουρδούκλωμα

μπουρλίφκου || τρελαμένο ζώο

μπούρλο [1983b], μπούρλα || βούρλα, μούρλια, τρέλα

μπουρλόι < bουρλόι [2006], μπουρλόκ < bουρλόκ’ [2006] || αυγό δίχως κρόκο. το είχαν για κακό σημάδι

μπουρλόνω < μπουρλώνω [2001b], μπουρλιάζω < μπουρλιάζω [2001b] || βλ. μπουρτσόνω (μουτρώνω)

μπούρλος || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπουρλοτιέρης [1910] || πυρπολητής (λόγιο)

μπουρλότο [1860] || πυρπολικό (λόγιο)

μπουρλότος [1962b] | μπουρλότους < bουρλότους [2006] || ριψοκίνδυνος | ξαφνική και δυνατή φωτιά

μπουρλούκι || βλ. μουσαριόλα (φίμωτρο)

μπούρμα || στρίψιμο & στριφτός

μπουρμαλού [1999] || κάποια γλυκιά πίτα

μπουρμάς [1876a] || εξωμότης (λόγιο) | άξεστος (λόγιο)

μπουρμάς [1957] || κρουνός (λόγιο), κάνουλα

μπουρμάς [1960a] || ευνούχος (λόγιο), καρτζιμάς, καστράτος, μνούχους, μουνούχης, μουνούχιος, μουνούχος, μπούμης, χαντούμης, χαντούμς, χουδούμης

μπουρμουτσελιά [1923b] || το φυτό Crataegus oxyacantha: μεμετσιλιά, μορίντζα, μουμουτζιλιά, μουρτζιά, τρικοκιά

μπούρμπαδος || βλ. μπουνταλάς

μπουρμπάνα < bουρbάνα [2006] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπούρμπλα < bούρb’λα [2006] || βλ. μπούμπουρα (προύμυτα)

μπούρμπλας < bούρb’λας [2006] || χοντρό άσπρο σκουλήκι που τρώει το ξύλο των δέντρων

μπουρμπλιάζου || ράβω κομμάτια, το ένα με το άλλο

μπουρμπλώ < bουρb’λώ [2006] || κάνω μπουρμπουλήθρες

μπουρμπόλ < μπουρμπόλ’ [1988] || βλ. μπλάνα (σβόλος)

μπουρμπόλ <bουρbόλ(ι) [1921] || βλ. μπόμπολος (σαλιγκάρι)

μπουρμπόλι < μπουρμπόλια (τα) [1964], μπούρλπουλους [1964], μπουρμπόλ [1966] || βλ. μπόμπολος (σαλιγκάρι)

μπουρμπότσαλου < bουρbότσαλου [2006] || κομμένο κλαδί

μπουρμπότσαλου < bουρbότσαλου [2006], μπουρμπούτσαλο, μπουρμπούτσελο || ο καρπός της μπουρμπουτσαλιάς

μπουρμπουάρ [1998] || & πουρπουάρ, φιλοδώρημα (λόγιο) | γαλλικό: pourboire

μπουρμπούλ <bουρbούλ(ι) [1921] || βλ. μπουμπούλι

μπουρμπούλα [1996b], μπουρμπούλα < bουρbούλα [2006], μπούρμπουλο || βλ. μπουρμπουλίθρα

μπουρμπούλα < bουρbούλα [2006], μπουρμπούλ < bουρbούλ’ [2006], μπουρμπούλι || βλ. μπαρμπούλα (μαντίλα)

μπουρμπουλάρω [1864] || κάνω γαργάρα

μπουρμπουλάρω [1996b] || πλένω με μπούρμπουλο τα βαρέλι

μπούρμπουλας || σταμνί με ένα χερούλι

μπούρμπουλας [1858], μπουρμπούλι [1931] || βλ. μπουμπουνιάρης (χρυσόμυγα)

μπούρμπουλας [1931] || βλ. μπινάρι (βρύση)

μπουρμπουλήθρα, μπουρμπουλίθρα [1874a], μπουρμπουλήθρα [1910], μπουρμπουλήθρα < bουρbουλήθρα [1918], μπουρμπλίθρα < μπουρμπλίθρες (οι) [1960b], μπουρμπλίθρα < bουρbλήθρα [2006] || μπουρμπούλα, μπούρμπουλο, φυσαλίδα (λόγιο)

μπουρμπουλήθρες (οι) || τα πηδήματα που κάνει το πλακουτσωτό βότσαλο όταν το πετάμε πάνω στον αφρό της θάλασσας: βαρελάκια, βαρελότα, βότες, γαργαλίτσες, γαρδέλια, ζωνάρια, καβαθάκια, καϊμάκια, καμάρες, καρβελάκια, καρβελάτσα, καρβέλια, κλότσους, κουταλάκια, κύματα, πετάλια, πεταλίδια, πιατάκια, πίλιες, πιταρέλες, πίτες, πιτίτσες, σφεντόνες, ψαράκια, ψωμάκια

μπουρμπούλι || κάτι το νερόβραστο

μπουρμπουλιά || κάποιο δέντρο

μπουρμπούλια < μπουρμπούλια (τα) [1996a] || κομμάτια, θρύψαλα

μπουρμπουλιάζω < μπουρμπουλιάζω [1894], μπουρμπουλίζω [1996b] || χοχλάζω, καϊναντίζω, καϊνατίζω, μπουγιάρω, χογλώ, χουρχουλάζω, χουρχουλιάζου, χουχλακάω, χουχλατσίτζου, χοχλακίζω, χοχλακώ

μπουρμπουλιστό [1963] || το νερό που βράζει και κάνει μπουρμπουλήθρες

μπούρμπουλο [1966] || πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι

μπούρμπουλο [1996b] || αδράχτι γεμάτο με κλωστή

μπούρμπουλο [1996b] || νερό βρασμένο μαζί με μυρωδικά φυτά, για να ξεπλυθεί με αυτό το βαρέλι

μπούρμπουλο [1874a], μπούρμπουλον [1709], || το βράσιμο του νερού

μπουρμπουλόκια < μπουρμπουλόκια (τα) || τα γλυκά που κερνάνε στον αρραβώνα

μπουρμπούλομα < μπουρμπούλωμα [1987b] || βλ. μπουμπούλομα

μπουρμπουλόνου < bουρbουλόνουμ’ [1978] || βλ. μπαμπουλόνω (τυλίγω με μαντίλι το κεφάλι για να μην κρυώσω)

μπουρμπουλόνου < μπουρμπουλώνου [1987b], μπουρμπλόνω || βλ. μπουμπουλόνω

μπουρμπουλόνουμι || βλ. μπουλόνομαι (κουκουλώνομαι)

μπουρμπουλός || βλ. μπιζιλότο (υπνάκος)

μπουρμπουλουγάου [1964] || μαζεύω μπουρμπουλόι (μπερμπέκι)

μπουρμπουλουμένος || μασκαρεμένος, απουκριάτς, γκδουνάτους, μασκαριμένους

μπουρμπούνα [1987a] || μεγάλη στρογγυλή κουδούνα για γιδοπρόβατα

μπουρμπούνα < bουρbούνα [2006] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπούρμπουνας [1909], μπούρμπ’νας < μπούρμπνας [1964], μπουρμπούνι (το) < μπουρμπούνια (τα) [1964], μπουρμπούν < μπουρμπούν(ι) [1987b] || βλ. μπάμπουρας (Vespa crabro)

μπούρμπουνας, μπουρμπουνάρι, μπούρμπουρνας || βλ. μπάμπουλας (σκαθάρι)

μπουρμπούνι [1987a] || στρογγυλό, σφαιρικό (λόγιο)

μπουρμπουνιάζου < bουρbούναζου [2006] || ανάβω, λαμπαδιάζω

μπουρ-μπουρ [1966], μπούρου-μπούρου || μπλα-μπλα, φλυαρία (λόγιο)

μπούρμπουρα || βλ. μπούμπουρα (μπρούμυτα)

μπουρμπουρέλια || βλ. μπόλια (πολυσπόρια)

μπουρμπουρίζω [2001b] || μουρμουρίζω, μουρμουράω, μουρμουρώ μουρμουρίζου

μπουρμπουρούτα < bουρbουρούτα [2006], μπουρμπουρούτα [2008] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουρμπουρτό || βλ. λακιρντί (κουβεντολόι)

μπουρμπούσαρους < bουρbούσαρους [2006] || αναμαλλιάρης, αναμαλλιασμένος, αλαμανάρς, αλεμαλιάρης, αλεμανάρης, αλεμανιάρης, αλιμανάρης, αλιμανιάρς, αλμανάρς, αναμαλάρης, αναμαλιάρς, ανεμαλιάρης, ανεμάλιαρος, ανεμαλιάρς, ανιμαλιάρς, νεμαλιάρης, νεμαλιασμένους

μπουρμπούτα < bουρbούτα [2006] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουρμπουτσαλιά < μπουρμπουτσαλιά [1987b], μπουρμπότσιαλου < μπουρμπότσιαλου [1987b], μπουρμπουτσλιά < μπουρμπουτσλιά [2010], μπουρμπουτσελιά || κάποιος θάμνος με κόκκινους καρπούς (το φυτό Crataegus oxyacantha ?)

μπουρμπουτσαλιά < bουρbουτσαλά [2006] || η πίτα που είναι αφράτη

μπουρμπουτσαλιά < bουρbουτσαλά [2006] || σωρός κομμένα κλαδιά

μπουρμπούτσαλο [2001a] || μικρό πράγμα, φτηνό πράγμα

μπουρμπουτσέλι || χαλάζι, αμολόγιτο, αμολόιτον, αντράλι, γρανίτσα, κοκορόβι, κοκοσάλι, κοκοσιέλι, κορκοσάλι, κουκοσάλι, κουκοσάλιο, κουκουσάλ, κουκουσάλι, κουκουσέλ, κουκουτσάλι, κουρκότζιαλας, κουρκουσάλι, σιουγκράφι, στούπα, στουπί, χαλάζ,

μπουρμπουτσέλι [1982], μπουρμπούτσαλο [1983b], μπορμπότσαλο, μπουρμπότσιαλος, μπουρμπότσιαλους, μπορμπότσιαλος, μπορμπουτσέλι, μπουρμπούτσιαλο || μαμούνι, βαβούλα, βαβούνι, ζούδι, ζουζούνι, ζούμπερο, μαμούδι, μουμούλι, μουμούτσι, μπαμπάι, μπαούλι, σβόηρας, τζούμπερο

μπουρμπουτσίνα < bουρbουτσίνα [2006] || βλ. μπουμπουτζάνα (μεγάλη φωτιά)

μπουρμπουτσκιάζου < bουρbουτσκάζου [2006], μπουρμπουτχιάζου < bουρbουτχάζου [2006] || δυναμώνω τη φωτιά

μπουρνάζος [1996b] || μυταράς, μαντζάνος, μίταρους, μπουρούν

μπουρνέ [1963] || κάποιο λεπτό μάλλινο πανί

μπουρνέλα [1987a], μπουρνέλι [1987a], μπουρνέλλα [2001a] || κορόμηλο, αβράμιλο, αβράμλο, αβράμλου, αβράμπουλο, αβρόμιλον, αγράμπουλον, αγριοκορόμιλο, αγριουκόρουμπλο, αγριουκορόμπλου, αμπουρνέλα, βράβιλο, βαρδάσα, βαρδάτσα, βερδάσα, βραβίλι, βραβουλίτσα, γράβλου, δράβιλο, εμπουρνέλα, ιρίκ, κικίμελον, κορόμπιλο, κούμπλο, κούμπουλο, κουρόμπλου, μπαρδάσα, μπαρδάσκα, μπουρμπούτσελο, ρίκι, τζάνερο, τσουμάλι

μπουρνελιά < μπουρνελλιά [1878b], μπουρνέλα < μπουρνέλλα [1874a], μπουρνελιά [1923b], μπουρνέλι [1962a], μπουρνελία < μπουρνελία [1987a], μπουρνελέα [1987a] || τα φυτά Prunus domestica & Prunus insititia: αβραμιλιά, αγρζοδαμαστζινία, αγριοβραμιλιά, αγριοδαμασκινιά, αγριοκορομιλιά, αγριοκορομπιλιά, αγριοπουρνελιά, αγριοπρουνελιά, αμπουρνελιά, αρκοπουρνελιά, γροβολιά, δαμασκηνιά, κορομηλιά, κουμιλιά, κουμπλιά, κουμπουλιά, κουρουμπλιά, μλουδ, μπερτσιά, μπουμπουτιά, νεραμπουλιά, νερουμπλιά, πουρνελιά, προυνελιά, τζανεριά τζαρκνιά, τζαρνικιά, τζερτζιλιά, τζιρικνιά, τζιρκνιά, τζιρνικιά

μπούρνες (οι) [1966] || τα άνθη της καρυδιάς

μπουρνιά < μπουρνιά [1709] || & γλινερό, πήλινο αγγειό για να βάζουν το παστό γουρούνι

μπουρνιδόρος [1963] || σύνεργο του χρυσικού

μπουρνίρω [1837] || εξορίζω (λόγιο)

μπουρνίρω < μπουρνίρειν [1688], μπουρνίζω < μπουρνίζειν [1688] || βουρτσίζω, βουρτσαρίζω, βουρτσάρω, βουρτσίζου, βρουσίζω, βρουτσάρω, βρουτσέρω, βρουτσίζω, φουρτσάρω, φουρτσίζου, φουρτσίζω, φρουρτσίζω

μπουρνοζοπετσέτα [1995] || μπουρνουζένια πετσέτα

μπουρνουζένιος < μπουρνουζένιος [1995] || φτιαγμένος από μπαμπακερό ύφασμα που φτιάχνουν τα μπουρνούζια

μπουρνούζι [1835], μπουρνούζ || λουτρικό (λόγιο)

μπουρνόχορτο [1996b] || το φυτό Sanguisorba minor: σιδερόχορτο

μπουρνόψαρο || το ψάρι Chondrostoma nasus: ασπρόψαρο, ασπρόψαρου, γιλάρι, γουρουνομύτης, μπουρνόψαρο, σκουμπούζι, συρτάρι, σύρτης

μπουρντά [1963] || εδώ

μπουρνταλά < bουρdαλά [2006] || βλ. καλτάκα (τσούλα)

μπουρντάλιμα < bουρdάλιμα [2006] || πουτανιλίκι, γκομενιλίκι

μπουρντάρης || βλ. μουρντάρης (βρομιάρης)

μπουρντέν < bουρντέν’ [2006], μπουρντέλ< bουρντέλ’ [2006] || κάποιο αγριόχορτο που η ρίζα του είναι σαν το κρεμμύδι και τρώγεται

μπουρντένες || κάποιο λαχανικό

μπουρντζέκι < μπουρντζέκια (τα) [1963] || το φυτό Dolichos lubia: αμπελοφάσολο, αμπελοφάσουλο, αράπκου, αραποφάσουλο βελονάκι, γιουφτουφάσλου, γιφτοβάσουλο, γιφτοφάσλο, γιφτοφάσλου, γιφτοφάσουλε, γιφτοφάσουλο, γιφτοφάσουλου, γκιοσοφάσολο, κατσικάντερο, λιανουφάσλου, λιανοφάσουλο, λουβί, λουβίν, λουφκί, μαβροσελαχάτης, μαυρομάτικο, παπούδα, σμυρναίικο, στενοφάσουλο, φαραόνι, χαρόνι, χαροφάσουλο, χοριατοφάσουλο

μπουρντζιαλνάω < μπουρντζιαλνάω [1966] || καψαλίζω, τσουρουφλίζω, γκορίζω, γκουρίζω, κατσουρίζω, καψαλίζου, καψαλνώ, τσίζω, τσίνω, τσιρόνω, τσιρουφλίζω, τσουλουφρίζω, τσουρόνω, χαντζέβω, ψιανίζω

μπουρντίζω [1960a], μπουρντίζου || ευνουχίζω (λόγιο), μουνουχίζω, μνουσιίζω, μνουχίζου, μνουχώ, μονουχάω, μουνουχάω, μουνουχίζου, τσιοκανάω, τσιουκαλνώ, τσιουκανάου, τσουκαλίζου, τσουκανάου, τσουκανίζω

μπούρντισμα, μπούρτισμα, μπούρντσμα || μουνούχισμα, ευνουχισμός (λόγιο), μνούσιισμαν, μνούχισμα, στρίψιμο, στρίψμου

μπουρντουκέλα [1987a], μπουρδουκέλα [1987a] || κολοτούμπα (κωλοτούμπα), κατλαβάκ, πουρτουκέλα, πουρτσιέλα, τίμπουλα, τούμπουλα

μπουρντούκι || βλ. μπουμπνάρ (πρήξιμο)

μπουρντούκι || βλ. μπουμπούνιασμα

μπουρντουνάρι [1963 || βλ. μπουντέλι (υποστήριγμα)

μπουρντούνι || βλ. μπουλντούμι (μαύρο λουκάνικο)

μπουρόνω < μπουρώνω [1987a] || κλάνω, κλάνου, φουτίζω

μπουρόνω < μπουρώνω [2001b] || βλ. μπουρτσόνω (μουτρώνω)

μπούρος || το ψάρι Plectorhinchus mediterraneus

μπούρος [1931] || βλ. βούκινο

μπουρού [1957], μπρου < bρου [2001c], μπουρούν [2002] || σειρήνα πλοίου (λόγιο) | κοχύλι-τηλεβόας (λόγιο) | κούπα από όστρακο για να βγάζουν το λάδι από το κιούπι (λέγεται και χόκου)

μπουρού [2001b], μπουριά < μπουριά [2001b] || βλ. μπούρτσομα (μούτρωμα)

μπουρουδιασμένος || βλ. μπουρινιασμένος (τσαντισμένος)

μπουρούκι || άγριο σταφύλι

μπουρούκι [1963], μπουρίκι || βλ. μπρίκι

μπουρούκι [2003] || το τσίγκινο κουτί που καρφώνουν στο πεύκο για να μαζεύουν το ρετσίνι

μπουρούκιο || το ψάρι Boops boops: βόπα, βούπα, γιαλίτης, γιαλίτς, γόπα, γούπα, όπα, ούπα, σκαρτσιγόπιδο, σκατζογοπί

μπουρούνι [1960a], μπουρούν || ακρωτήρι, αγροτίριν, ακουουτίρ, γροτίρι, κάβος, κάβους, κριτίρ, κροτίρι, κροτίριν, κρουτίρ | η άκρη, η μύτη σε κάποιο πράγμα

μπουρουνουτούνι [1709], μπουρνουτουτούνι [1709] || ψιλοκομμένο ταμπάκο (για ρούφηγμα με τη μύτη)

μπουρουντίζω [2002] || βλ. μπουχτίζω

μπουρουρίζω || βλ. μπαϊλντίζω

μπουρουστίρι < μπουρουστήρι [2002] || βλ. μποτιστίρας (ποτιστήρι)

μπουρουτζής [1999] || αυτός που μουνουχίζει τα ζώα

μπουρπλόνω || βλ. μπουμπουλόνω (κουκουλλώνω)

μπούρσα [1860], μπουρσί [1987a], μπόρσα [2001a], μπούρσια || βλ. μπουζού (τσέπη)

μπουρσόνω < μπουρσώνω [1963] || πουρσόνω, τσεπώνω

μπουρσούκ < μπουρσούκ’ [1981], μπουρσούκι || ασβός (Meles meles): άζος, άρκαλος, ασβέλι, άσβιος, άσβος, ασβούνι, άσβους, βούρσα, γιάσβους, έζους, εσβός, έσβος, έσβους, έσγους, ιάσβους, οσβός, πορσούξ, χάζος

μπουρσούκου || βλ. μπούτσκα (χοντρή)

μπουρτζαλάνα [1983b] || λάσπη με ασβέστη και κοπανισμένο κεραμίδι: κουρασάνι

μπούρτζι [1910], μπούρτσι [1931] || εξώκαστρο, κάστρο σε νησάκι

μπουρτζί [1982] || καλύβα, καλύβι, κάλιβας, καλίβ

μπουρτζόβλαχος [1961], μπουρτζόβλαχους [1964], || μπρουτζόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, άξεστος (λόγιο)

μπούρτζουφλας < bούρτζουφλας [1925] || ξανάστροφη (ανάποδο χαστούκι)

μπουρτού [1963] || προτού, μπριτού, μπριχού, μπορούπ, μπροτού, μπρουτού, πριχού, προυτού

μπούρτσομα < μπούρτσωμα [1966] || μούτρωμα, μπουρού, μπουριά

μπουρτσόνω < μπουρτσώνω [1966] || μουτρώνω, βζόνου, βουζόνω, μουτρόνου, μουρτσινιάζου, μουσκλιάζω, μουσκλόνω, μπουτζόνου, μπουτζουγκρόνου, μπουτσουνιάζω, μπουρόνω, ποκουντουριάζω

μπουρτσουνέλα < μπουρτσουνέλλα [1963] || μαριονέτα

μπουρτσούνι [1963], μπορτσόνι, μπορτσούνι || παλιάς κλειδαριάς έλασμα (λόγιο)

μπουρχουζούρ [2008] || φασαρία από ακάλεστους μουσαφίρηδες

μπουρώ [1891b], μπρω [1891b], μπουρίζω < bουρίζω [1908], μπουράω < bουράω [1908], μπουράω [1931], μπουρίζου < bουρίζου [1976], μπουρνάου < bουρνάου [1978], μπουρίζου [2008], μπουρνάου [2010], || κουτουλάω με τα κέρατα (για τράγο, γίδα, βόδι)

μπουρώνω [1887b] || φουρκίζομαι, τσαντίζομαι

μπούσα || βλ. μπούκα (τα φύλλα που σκεπάζουν τον καρπό του καλαμποκιού)

μπουσάζου < μπουσάζου [1987a] || καταχωνιάζω, καταχουνιάζου, μπουτσόνω

μπουσαριόλος || πορτοφολάς

μπούσγομα < μπούσγωμα [1982] || θυμός, θιμάδα, μάνισμα, χόλισμα

μπουσγομένος < μπουσγωμένος [1982] || θυμωμένος, μανιωμένος, μανσμένους, χολεμένος, χολεσμένος, χολιασμένος, χουλιασμένους

μπουσγόνω < μπουσγώνω [1982] || θυμώνω, μανιάζω, μανίζου, μανίζω, χολιάζω, χολιάω, χολνάω, χουλιάζου, χουλιώ, χουλνιώ, χουλνώ

μπουσγοτίζω [1884b], μπουσγκοτίζω [1891b] || ταΐζω καλά

μπουσές [2002] || στρογγυλή νταμιτζάνα που παίρνει γύρω στα τριάντα κιλά

μπούσι || βλ. μπουχαντάρα (ομίχλη)

μπούσια < μπούσια (η) [1966] || βλ. μπάκα (κοιλιά)

μπούσια < μπούσια (τα) [1966], μπούρτσα < μπούρτσα [1987a] || σπυριά που βγάζουν τα κατσίκα στα χείλια, από τα αγκάθια, τα γιατρεύουν με ξίγκι γουρουνιού

μπουσιάζω < μπουσιάζω [1966[ || βγάζω σπυριά γύρω από τα χείλια

μπουσιαντίζου [1960b], μπουσαντίζου, μπουσιαντώ || βλ. μποσικάρω, μπουσλαντώ

μπουσιέκας < μπουσιέκας [1966] || βλ. μπζούκας (κοιλαράς)

μπούσιουλα < μπούσιουλα [1966] || συνταγή (λόγιο), ρετσέτα, ριτσέτα

μπουσκαμάρα < bουσκαμάρα [2006] || βλ. μποσικάδα

μπουσκανίζου < μπουσκανίζου [1987a] || βγάζω ήχο με τα χείλια που μοιάζει με φτέρνισμα

μπουσκάνισμα < μπουσκάνισμα [1987a] || ήχος από τα χείλια, που μοιάζει με φτέρνισμα

μπούσλα < bούσ’λα [2006] || μπουσουλώντας

μπουσλαντώ || βλ. μποσικάρω

μπουσλίκα || βλ. μπόμπολος (σαλιγκάρι)

μπουσμάς || βλ. μπικαφίος (κοντός)

μπουσμάς < bουσμάς [1976] || κατσάδιασμα, μάλωμα, επίπληξη (λόγιο)

μπουσμπόκα [2010] || κάποιο φυτό

μπουσμπόκας [2010] || βλ. κούτσικος (μικροκαμωμένος)

μπουσμπούνι [1996a], μπουσμπόνι [1996a] || & μισμιρλιάγκος, κάποιο μικρό πουλί

μπουσμπουντάκι || το δέντρο Fagus silvatica, οξιά, καΐνι

μπουσμπουρέλια (τα) || βλ. τα μπόλια (πολυσπόρια)

μπουσνάκιους < μπουσ’νάκ’κους [1964] || μεγάλος κόκορας με πλούσια φτερά

μπουσνάρα [1934] || βλ. μπουζού (τσέπη)

μπουσολότο [1963] || το κουτί του μάγου (ταχυδακτυλουργού)

μπούσουλα [1614], μπούσουλας [1659], μπούσολας [1878a] || πυξίδα (λόγιο)

μπουσουλάκι [1709] || κουτάκι

μπουσουλέτα [1874d] || κουμπαράς από πηλό: μουζίνα, τριτσοκλέφτης

μπουσούλημα [1884b], μπουσούλισμα [1962a], μπουσούλμα < μπουσούλ’μα [1964], μπουσούλια < μπουσούλια )τα) [1987a] || αρκούδεμα, αρκούδεμαν, αρκούδισμα, αρκούδισμαν, αρκούδμα, αρκούρεμα, μπακάλιμα, μπαχάντζα, μπακάλμα

μπουσουλητό [1982] || βλ. μπουσούλημα

μπουσούλι < bουσούλι [1925], μπούσουλας < bούσουλας [1925] || στρογγυλό κουτί με τρύπες, που βάζανε μέσα θειάφι και ραντίζανε τα αμπέλια

μπουσουλιά || το μέρος στο παντελόνι που έχει κουμπιά και ανοίγει

μπουσουλίγκα < μπουσουλίγγα [1966] || σβούρα, αζούρα, αζουρία, αλουγιρίδα, ασγαβάα, ασγαβάδα, βδούρα, βορβούρα, βουρβούρα, βρούλα, ζουρζουβίλα, ζουρζουβιλίδ, μπιμπίτς, ντιβερλίνγκα, σβούρλα, σβούρος, σγούρος, στρίφτουλας, στρουφουλίδα, σφούρλα, τουρλουρού, τούρτουλας, φούρλα

μπουσουλίγκας < μπουσουλίγκας [1966] || κοντός και άσκημος

μπουσουλίζω [1858], μπουσλάω [1884b], μπουσλώ [1884b], μπουσουλάω < bουσουλάω [1908], μπουσουλώ [1910], μπουσουλάω [1961], μπουσλάου < μπουσ’λάου [1964], μπουσουλάω < μπουσουλάω [1966], μπουσλώ < bουσλώ [1908], μπουσουλίζου < μπουσουλίζου [1987a], μπουσλάου < μπουσ’λάου [1987b], μπουσλάου < μπουσ(ου)λάου [1987b] || αρκουδίζω, αργκδίζου, αρκδιάζου, αρκδίζου, αρκουδάζω, αρκουδεύω, αρκουδιάζω, αρκουδίζω, αρκουδίνου, αρκουδώ, αρκουΐζω, αρκουντού, αρκουντώ, αρκουρώ, αρκουώ, κουτσουλάω, κουτσουλίζω, μπακαλάου, μπακαλνώ, μπακαλώ, μπακατώ, μπισλώ, μπουτλώ, ρκουδώ

μπουσουλίκι < μπουσουλίκι [1966] || βελανίδι, βαλάγκι, βαλάν, βαλάνα, βαλάνι, βαλανίδ, βαλανίδι, βαλανίδιν, βαλανίθρα, βαλάνιν, βελάν, βελάνα, βελάνι, βελανίδι, βιλάν, βιλάνι, βιλανίδ, γαλανί, γουάνι

μπουσουλιστά [1995[, μπουσουλητά [1998] || μπουσουλώντας, αρκουδίζοντας

μπουσουλότα (τα) [1996b] || σημαντικά νέα (λόγιο), μεγάλα χαμπέρια, τρανά μαντάτα

μπουσουλοτιέρης < μπουσουλοτιέρης [1963] || ταχυδακτυλουργός (λόγιο), μάγος

μπουσουλότο [2003] || το κουτί του μάγου, κουτάκι για να χτυπούν τα ζάρια πριν τα ρίξουν, στο μπαρμπούτι

μπουσουλουτιέρης < μπουσουλουτιέρης [1996b] || αυτός που φέρνει τα μπουσουλότα

μπουσουνάρι [1933] || βλ. μπουτσουνάρα

μπουσουρντίζω [1933] || μόλις ξεχωρίζω

μπούστα [1887a] || φάκελλος (λόγιο)

μπουστάκα < μπουστάκα (τα) [1964] || κοκκινίλες γύρω από τα χείλια (αρρώστια στα γιδοπρόβατα)

μπουστάκι [1931], μπουστάτσι < μπουστάτσι [1987a] || κοντογούνι, κοντοζίπουνο | υποκ. του μπούστος

μπουστανάθριπους || σκιάχτρο, αγροτέρ, αγροτερίδι, αφάντιασμα, γραντζάουλας, ζούμπιρου, ισκιάχτρο, κουκούγερας, κουρκουλούκ, κουρκουλούκι, μουμούτς, μπαεράκι, μπαμπάουλας, μπαμπαούλι, μπαμπούλας, μπαμπούλι, μπαντιγερόλι, μπούμπαρους, ξιπαστίρι, ξίπαστρο, παντερόλι, προγκιχτίρι, σκιαδούρι, σκιάζαρη σκιαζάρι, σκιάζαρο, σκιάζαρος, σκιαζούρ, σκιάζουρας, σκιαζούρι, σκιαζούρι, σκίαϊσμα, σκιάντζαρο, σκιάσμα, σκιάσμα, σκιάστρο, σκίαστρου, σκιάτζαρο, σκιάτζαρος, σκιάχερου, σκιάχτρα, σκιάχτρον, σκιάχτρου, σκιόριγμα, σκοπέλ, σκοπέλι, στσιάζαρος, τζάμαλου, τζάμαλους, φλάμουρο, φοβέρα, φοβερίστρα, φοβέριστρα, φοβέριστρο, φόβητρο, φοβιστίρι, φόβος, φοέρα, χλάμπουρο

μπουστάρω [1963] || βάζω μπούστο

μπουστέλ || βλ. μπούστος (σουτιέν)

μπουστί [1888b] || αγγειό που μέσα βάζανε φαΐ και το παίρνανε μαζί στο χωράφι

μπουστίνα [2001a] || σουτιέν

μπουστοπάνι [1963] || γιακάς, κολάρο, κολέτο

μπούστος [1709], μπούστους [1988], μπούστο [1998], || το στήθος | στηθόδεσμος (λόγιο), σουτιέν | καμιζέτο, πανωκόρμι

μπουστούμι [1966] || χοντρό κομμάτι κρέας

μπουστούνα [1987a], μπουστουνία < μπουστουνία [1987a] || σπρωξιά, σκουντιά, αμποστιά, αμπουξιά, αμποχτέ, γκντνιά, ζουπστιά, κουγκιά, μπατούδα, σκουντιξιά

μπουστουνίζω [2001b] || & μουσταρίζω, θηλάζω βιαστικά και δυνατά (για μικρά ζώα)

μπουστούνισμα [2001b] || το δυνατό και βιαστικό βύζαγμα (για μικρά ζώα)

μπούσω < μπούσω [1966] || μαύρη κατσίκα

μπούτα || βλ. μπουτινέλος (κάδη)

μπουτάδα [1963] || κοπάδι πουλιών, σμήνος (λόγιο)

μπουταδόρος [1963] || σύνεργο του χρυσικού

μπουτάκι [1995] || υποκ. του μπούτι

μπουταλάς [1840] || βλ. μπουνταλάς

μπουταράς < μπουταράς [2006] || αυτός που έχει μεγάλα μπούτια

μπουτάρω [1860] || ρίχνω έξω | φουντάρω

μπούτα-σάρτα [1963] || βλ. μπιρντένι (ξαφνικά)

μπούτα-φέρτα [1996b] || ξεδιάντροπα

μπουτέλα || μεγάλη πιατέλα

μπουτελάντες || λαδέμπορας

μπουτελί || μαγαζί λαδάδικο

μπούτενα || βλ. μπούκλα (βαρέλι)

μπουτζάκι [1966] || φτωχόσπιτο, χαμόσπιτο

μπουτζάνι [1996b] || βλ. μπόγουνας

μπουτζαραρία [1963] || λωλάδα, κουζουλάδα, παλαβομάρα

μπούτζαρο < bούτζαρο [1925] || κάτι που είναι για πέταμα, παλιόπραμα

μπουτζιάκ < μπουτσιάκ’ [2011], μπουτζάκ, μπουτζακέλ || κάποια γωνιά της κάμαρας: μπούζνας, μπουζούλι

μπουτζνάρι || βλ. μπόγουνας (άκρη σακιού)

μπουτζομένος < μπουτζωμένος [1966], μπουτζουμένους [1962c] || μουτρωμένος, βουζομένος, βουζουμένους, γκούβραβος, γκούβραβους, γκούβρας, γκούβρικους, γκούβρος, γκουβρός, γούβης, κατσούφης, μούρτζιος, μουσκλομένος, μποζοντούρος, μπουγιάδος, μπούμπος, μπουρμάς, ντιρντιμέγκας, παραβαγιάδος, παραγκογιάδος, σκουντούφλης

μπουτζόνου < bουτζώνου [2006] || μπουρτσόνω (μουτρώνω)

μπουτζόνω < μπουτζώνω [1987a] || σκοντάφτω, αμπουτζόνω, ασκοντιλίζω, κουντουφλώ, πουφλάζω, σκονδίλω, σκοντάβω, σκοντιλίζω, σκουντάβγω, σκουντάβω, σκουντουφλάω, σκουντουφλώ, σκουντρουλώ, σκουρτουφλώ

μπουτζουγκρόνου || βλ. μπουρτσόνω (μουτρώνω)

μπουτζουκλέω < μπουτζουκλαίω [2008], μπουρτσοκλέω || κάνω πως κλαίω, δίχως να βγάζω δάκρυα: νιρίζω

μπουτζουρέ || λουλούδια μέσα στο βάζο

μπούτζωμα [1659] || μόλυνση (λόγιο)

μπουτζωμένος [1659] || μολυσμένος (λόγιο)

μπουτζώνω [1635], μπουτζόνω [1837] || τρυπώνω

μπουτζώνω [1659] || μολύνω (λόγιο)

μπουτζώνω [1708], μπουτσόνω [1888a], μπουτσώνω [1894] || βάζω κάτι γρήγορα μέσα σε σακί

μπουτηζέλα [1688], μπουτιζέλα [1688] || κάποιο αγγειό για κρασί

μπούτι [1835], μπουτ [1960a], μπουτ < bουτ’ [1972] || μηρός (λόγιο), μερδί, μερί, μερός, μηρί, μπαλντούρα, μπαλτίμ, μπατζάκ, μπατζιάκ, τσαμπό

μπουτί < ’bουτί [2006] || από τι, απουτί, αμπουτί, πουτί

μπουτιά || βουτιά, βότους, βουθιά, βουιτά, βουτακιά, βουτέα, βουτία, βούτος, βουτσά, φουντιά

μπουτίγκα [1963] || πουτίγκα

μπουτιέρος < μπουτιέρος [1963], μπουτιέρης || αυτός που φτιάχνει βούτες (κάδους)

μπουτίκ [1995] || μικρό μαγαζί με καλά ρούχα | γαλλικό: boutique

μπούτιλο [1963] || κάποιο λουλούδι

μπούτιμα < μπούτημα [2001c] || τα φυτά Scirpus lacustris & Butomus umbellatus: βότομος, βούταμα, βούταμο, βούταμος, βούταμου, βούτιμα, βούτιμας, βούτιμο, βούτμα, βούτμο, βούτομα, βουτόμι, βούτομο, βούτομος

μπουτινά [1688] || & δυόσμος, κάποιο φυτό του γένους Mentha

μπουτινέζα [1926b] || φυτά του γένους Viburnum

μπουτινέλος < μπουτυνέλος [1909], μπούτινα < μπούτυνα [1909], μπουτίνα [1931], μπουτινέλος [1931], μπούντινα < μπούdινα [1964], μπούντενα < μπούdενα [1966], μποτινέλι [1981], μπουτινέλους, μπουντινέλου  || ψηλή κάδη από ξύλο που μέσα σε αυτή βαρούν το γάλα και χωρίζουν το βούτυρο από το ξινόγαλο: βουτινέλα, γαλόκατ, γαλόφτσα, δουρβάν, κάδη, καδί, κάδος, κουπανόκαδ, κούτουλα, μπούντα, μπούτα, ντουμπουλίτσα, ντουρβάνα, ντρουβάν, ντρουβάνα, ξιλάγκ, πούτινα, ταβλαμπάς

μπουτίνες (οι) [1888a] || βλ. μποτίνι

μπουτινόξιλο, μπουτινόξυλου [1987b] || μακρύ ξύλο με στρογγυλό στεφάνι στην άκρη, που με αυτό βαρούν το γάλα μέσα στο μπουτινέλο και χωρίζουν το βούτυρο από το ξινόγαλο: δάρτης, μάτκα, ματσόκουρου, μπατζόκουρους, μπατσόκουρου, μπατσόξλου, μπατσουστέφανου, ντουρβανόξιλο, πατής, πατητής, σφουρλέτσκου, τιρουβόλ, φουρλέτκας, φουρλέτσι, φουρλέτσκου

μπουτλώ [1891b] || βλ. μπουσουλίζω (αρκουδίζω)

μπουτοβάγια || βλ. μποτστής (αυλάκι για πότισμα)

μπουτόκ < bουτόκ’ [2006] || ποτόκι, πουτόκ, ρέμα

μπουτόν [1998] || διακόπτης (λόγιο) | γαλλικό: bouton

μπουτονόβαρκα [1963] || φορτηγίδα θαλάσσιας διασκέδασης (λόγιο)

μπουτουγιόνι < μπουτουγιόνι [1963] || φορτηγίδα μεταφοράς ογκολίθων (λόγιο)

μπουτούλι [1996b] || κάτασπρο

μπουτούνι [1963], μποτόνι [1996b] || κομμάτι χαρτόνι ή ξύλο που έβαζαν από μπροστά στην κάνη, για να ταπώσουν την μπαρούτη και τα σκάγια, στα παλιά ντουφέκια

μπουτουνιέρα < μπουτουνιέρα [1709], μπουτονιέρα < μπουτονιέρα [1957] || γερτιμάτζι, σκισμάδα, σχισμάδα

μπουτούνικος [1933], μπουτούνκους < μπουτούν’κους [1988] || ολόκληρος, αλάκερος, αλάτσερος, ολόβολος, ολάκερος, ουλάκιρους, ουλόκλιρους μπιτούνικος

μπουτουπούδα [1688] || & ασπάλαθος: φυτό τοy γένους Calycotome ή του γένους Lycium

μπούτρα [1963], μπούντρα < μπούdρα [1964], μπούδρα || πούδρα, πόρβερη, πούλβερη, πούντρα

μπουτραδόρος [1963] || το κουτάκι της πούδρας | το βουρτσάκι της πούδρας

μπουτράρω [1963] || πουδράρω, πουδραρίζω

μπουτσαρέδ < bουτσαρέδ’ [1976] || ζωγραφιά, ζγουραφιά, ζουγραφιά

μπούτσαρο [1996b], μπούτζαρο < bούτζαρο [2001c], μπούγκιαρο < μπούgιαρο [2001c] || μικροκαμωμένο, μικρό

μπουτσέα < μπουτσέα [1987a], μπουτσία < μπουτσία [1987a] || βλ. μπουκιά | βλ. μπουκουνία (γουλιά)

μπουτσέλα < bουτσέλα [1978] || βλ. μπούκλα (βουτσέλα, βαρέλι)

μπούτσιαγμα < μπούτσιαγμα [1996a], μπουτσιαγμός < μπουτσιαγμός [1996a] || θόρυβος (λόγιο), φασαρία, αβαλιτό, αρβάλα, αρβάλιμα, αρβαλιτό, αρβαλό, αρβαλός, άρβαλος, γκιουρλοτί, γκιουρλουντί, γκιουρουλτί, γκουρουλί, ρόποτος, ρόπουτους, σαμαντάς, σαματάς, σαρτανάκιν, σιαματάς, στρέπετο, στρέπιτο, τσακατούρα, χαριλτού

μπουτσιάζω < μπουτσιάζω [1996a] || θορυβώ (λόγιο), αβαλίζω, αρβαλάω, αρβαλέβω, αρβαλίζω, ροποτώ, ρουπουτώ

μπουτσιαμάω < μπουτσιαμάω [1982] || βλ. μπεζερντίζω (βαριέμαι)

μπουτσιαρούδια < μπουτσιαρούδια (τα) || τα άσχημα γράμματα: γραμπάτσια, γραντζαούνια, καλικατζούρες, καρκαντζάλια, κατσακούδια, κατσουνέλικα, κοτίτσινα

μπουτσιέλι < μπουτσιέλι [1996a] || βλ. μαστραπάς

μπουτσιέρνου < μπουτσιέρνου [2011] || βλ. μπουλταρίζου

μπούτσιερος || όμορφος, ωραίος (λόγιο), γιόμορφος, γιοσμάς, γιουσμάς, γκάγκος, γκιουζέλης, γκιουζελίμ, γκιουζελίμης, γκιουζελίμικος, γκιουζιλίμκους, γκιουζιλίμς, έμορφος, έμουρφους, κιζέλης, κουζέλης, μπάνικος, όμουρφους, οριός, όριος, όρκος

μπούτσικα [1966], μπούτσκα || όνομα που δίνουν σε κατσίκα ή προβατίνα (για άλλο λόγο, σε κάθε τόπο)

μπούτσικας [1982], μπούτσικος || βλ. μπικαφίος (κοντός)

μπουτσινάρ || το μπατζάκι της βράκας

μπουτσιναράς || αυτός που φορούσε βράκα

μπούτσιρος < μπούτσιρος [1966] || ομορφούλης

μπούτσκα < μπούτσκα [1966], μπούτσκα < bούτσ’κα [1978] || χοντρή, βάκα, βαρέλα, γκέου, λόσκα, μιντέρου, μουτρούνα, μπαμπατσάνα, μπλάτζω, μπούζα, μπούλα, μπουρσούκου, πατόζα, χοντρέλα, χοντρομπαλού, χουντρή

μπουτσκάβρας < μπουτσ’κάβ’ρας [1964], μπουτσκάβρος < μπουτσκάβρος [1966], μπουτσιουκάβουρας, μπουτσκάβουρας || βλ. μπιτσιλιάκος (σκορπιός)

μπουτσκαβρόλαδου < μπουτσ’καβ’ρόλαδου (το) [1964] || λάδι που έχει μέσα σκοτωμένο σκορπιό («γιατρικό» για το κέντρισμα του σκορπιού)

μπουτσκαρίδι || βλ. μπιστάκι (κουκουνάρι)

μπούτσκου < μπούτσ’κου [1964] || γίδι ή πρόβατο με καφέ μάγουλα

μπουτσκουτός < μπουτσ’κουτός [1962c], μπουτσκουτός < bουτσ’κουτός [1978] || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπουτσμώ [1884b] || τα βγάζω πέρα ζόρικα

μπουτσονίσια [1923b] || το φυτό Caltha laeta

μπουτσόνω || βλ. μπουσάζου (καταχωνιάζω)

μπούτσος [1957], μπούτσα || πούτσος, βιλί, βιλί, βίλος, βιρδίλα, καυλί, πούτσα, τσιόκος, τσιούκα, τσούρα, τσουτσούρα, ψωλή, ψώλος

μπουτσουβάλα [1996a] || βλ. μπατάλα

μπουτσουμώ [1966] || δουλεύω σκληρά για λίγα λεφτά | βάζω νερό στο στόμα και πιτσιλάω

μπουτσουνάρα [1876a], μποτσινάρι [1931], μπουτσουνάρι [1964], μπουντσνάρ < μπουντσ’ναρ’ [1964] μπουτσινάρι [1964], μπουτσνάρα < bουτσ’νάρα [2001c], μπουτσονάρι < bουτσονάρι [2001c], μπουτσινάρ, μπουτσνάρ || στόμιο (λόγιο), κρουνός (λόγιο), κάνουλα, μπιτζουνάρα, μπιτσινάρι, μπουλτσουνέρα, μπουσουνάρι, ποτσινάρι

μπουτσουνάρα [1876b], μπουτσουνάρι [2001c], μποτσινάρι [2001c], μπουτσουνάρ, μπουτσναράι || το λούκι για να φεύγουν τα νερά της σκεπής: αστρέχα, αλούκι, αναλιχάδα, αστίχα, αστράκα, αστράκη, αστράχα, αστρέχ, αστρέχια, αστριάχα, αστρίχα, αστριχιά, αστροάχα, άφουκλα, αφούλκα, αφροκοπιά, βρέχτης, βροντάλι, γούρνα, καμπούρα, κανάλα, κάναλη, κανάλι, κανάλι, κάνουλα, κανούλι, καντερέτο, καταγογίδα, καταχίτης, κατέβας, κατερέντα, κιούνι, κουρνέλα, κουτσουνάρα, κουτσουνάρι, λουκ, λούκι, μπιτζνάρ, νεμπουρντέχτης, νεροδέχτης, νεροσταλάματα, νεροχύτης, νιραγόι, ντερές, ξενεριστίρι, ολούκα, ολούκι, οστρέχα, ουλούκ, ουλούκι, ουλούτς, ουστρέχα, πεχρένκ, ρέντα, ρέφτης, ρίχτης, ρίχτης, ρονιά, ρουνιά, σγόρνα, σκούρκα, σούγελα, σούγελο, σουγιέλο, σούλουνας, σουλουντράνα, σουλουντράνι, σρέχα, σταλαγμίκι, στάλαμα, στράχα, στρέχα, τσιμπίρι, τσουρνέλα, χολέδρα, χολέντρα, χολέτρα

μπουτσουξουλούκια < μπουτσουξουλούκια [2001b] || μικροπράγματα | μικρά πειράγματα

μπουτσώνομαι [2001b] || λερώνομαι

μπουφ [2011] μπούφου [20121], μπούφα || βλ. μπόχα

μπούφα [1876b] || & μπουφάδα, βλ. μπόχα

μπούφα [1931] || αναγέλασμα, ξεγέλασμα, φάρσα | χωρατό, καλαμπούρι

μπουφάδα [1963] || βλ. μπόχα

μπουφαϊδόνι || & κουφαϊδόνι, το πουλί Cercotrichas gelactotes

μπουφάν [1995] || πανωφόρι, το γαλλικό bouffant

μπουφαρίζω || βλ. μπουχώ (πιτσιλάω με το στόμα)

μπουφές [1957] || κάποιο έπιπλο | κυλικείο (λόγιο) | γαλλικό: buffet

μπουφετζής [1995] || αυτός που κρατά το μπουφέ (κυλικείο)

μπουφιάρα < μπουφιάρα [1966] || η κότα που δε γεννάει

μπουφιάτη < μπουφιάτη [1966] || κότα με πολλά φτερά στο κεφάλι

μπούφκους < bούφκους [2006] || κόκορας ή κότα με φτερά που πετούν αποδώ κι αποκεί

μπούφλα [1933] || ξανάστροφη, σφαλιάρα

μπούφλα [2010] || ζαλάδα, πονοκέφαλος

μπούφοβο [1987a] || επικίνδυνο (λόγιο)

μπουφογέρακο || το πουλί Hieraaetus pennatus: αβτζής, ζαγάνι, ζάγανος, κράχτης, μηλαδέλφι, μηλαδέρφι, σταυραετός

μπουφογέρακο [1966] || βλ. μπουνταλάς

μπουφόρνιθα < bουφόρνιθα [2006] || κότα με χοντρό κεφάλι και φτερά που πετούν αποδώ κι αποκεί

μπούφος [1835], μποφίους < μποφύους [1884a], μπούφο (ο) [1987a], μπούφους < bούφους [2006], || Το πουλί Bubo bubo, βλ. μπανιός

μπούφος [1837] || βλ. μπουφούνος (γελωτοποιός)

μπούφος [1931], μπούφους [1946], μπούφους < bούφους [2006], || βλ. μπουνταλάς

μπούφου [1963] || όταν κάποιος πέφτει κι ακούγεται

μπουφουνιά [1709] || τα χοντρά αστεία

μπουφούνος [1527], μπούφουνος [1614], μπουφούνας [1837], μπουφόνος [1963] || γελωτοποιός (λόγιο)

μπουφούνους [1964], μπουφνάτους < μπουφ’νάτους [1964] || κόκορας με φτερωμένες παραμαγούλες

μπούχαβα (τα) [1966] || κάποια μεγάλα σύκα

μπούχαβος [1894], μούχαβους [1964], μπούχαβους [1987b] || κούφιος, μπρούχαβους, μπούχαλος | αφράτος, φουσκωμένος

μπούχαβους < bούχαβους [1978] || χοντρός, αλλά αδύναμος

μπουχάδα [1987a] || ψιλόβροχο, ζίρζιρα, κατσιαμούρ, σουλότα, ψιχαλίδα

μπουχάλα [1864] || σιγανή βροχή: βρεχτούρα, βρουχούλα, βρουχούλα, βροχιδάκι, βροχίτσα, βροχούλα, γλάρα, ζιρζίρα, ζίρζιρου, ήσυχη, κατσιαμούρ, λιανή, λιανοδροσιά, λιανουδρουσιά, λιανοψχάλα, μιλοψιχάισμαν, μπαχαρία, παφούρισμα, ποτιστική, ποτιστικιά, σιανή, σιγαλή, σίγαλη, σιγαλνή, σιγανή, σουλιντρία, σουλότα, ψιλή, ψιλόβροχο, ψιχάλα, ψιχάλη, ψιχαλίδα, ψιχάλισμα, ψχάλα

μπούχαλος [1964] || βλ. μπούχαβος (κούφιος)

μπουχανιά < μπουχανιά [1996a], μπουχνιά < μπουχνιά [2001b] || βλ. μπουνιά (γροθιά)

μπουχαντάρα [1987a] || ομίχλη (λόγιο), αθούρα, αμούχλα, αμούχλη, άμπουρους, αντάρα, ανταρούλα, ανταρούσα, αφούρα, αχνάδα, γλάρα, δίσα, εμούχλα, θάλπος, καμπούλα, καταγνούρα, καταχνιά, κατέκνα, κατεκνιά, κατεκνία, κατέκνια, κατεχνιά, κατικνιά, κατιχνιά, κατόχνια, κατσακνιά, κατσακνία, κατσαντάρα, κατσαφάρα, κατσαφάριν, κατσαφούρα, κατσαχνά, κατσαχνιά, κατσίμαλος, κατσίμπαλη, κατσιφάρα, κατσιφάριν, κατσιφόρα, κατσιφόρας, κλουμούτσι, κουμουδιά, κουρεντία, κραΐ, μούγλα, μούγλη, μούσγα, μούσκλα, μούτα, μούτιλ, μουχλ, μούχλα, μουχλάδα, μουχλαντάρα, μπούσι, μπουχλάτσα, νοδκιά, ντουμάνι, όμουρχα, όμουχλα, όμουχλας, πουζ, πους, πούσι, πουσλούχ, σιμούχλα, σκουντούφλα, σκουτουφλιά, τουμάν

μπουχαρί [1894], μπούχαρς [1910], μπουχαρί < bουχαρί [1925], μπουχάρης [1931], μπουχαριά [1931], μπουχαρίδα [1931], μπουχάρι [1966], μπουαρί [1966], μπουχαρής [1966], μπουχαρή, μπουχαρές, μποχαρί || καμινάδα τζακιού: αλαφάντης, αλαφάντης, αλεφάντης, αναφορέας, ανεκαπνιά, ανεφανός, ανεφαντής, ανεφάντης, ανιφοράς, ατζιάκ, αφαρέο, άφτρια, δρανέν, καμνάδα, κάμπαστρος, κάπασος, κάπνης, καπνολόγος, καπνοούφα, καπνορούφης, κατσούλα, κολιπτές, κουλιπτές, λαφάντης, λούρουπας, μαντζιάς, μάπα, μίλι, μουχάν, μουχαρί, μπατζά, μπατζάς, μπατζιά, μπατζιάς, μπουρί, μπουριάκο, μπχαρί, μχαρής, μχάρι, νάπα, οδρανέν, ορδανίν, ουντζιάκ, ουτζιάκ, πκαρής, πκάρι, πουχουρίκι, ρόκα, σουρλούκι, τσιμινιά, τύμπανο, φανόχτης, φιγκλάρ, φιγουλάρης, φλουγάρος, φουγάρι, φουγάρο, φουγάρος, φουγαρός, φουγλάρος, φούγος, φουκαρής, φουκλάρος, χονάρι, χουνί | βλ. & μποτζιάκος (τζάκι)

μπουχάρι [1987a], μπουχαρία [1987a], μπουχάζι < μπουχάζι [1987a] || χαβδία (λουρίδα από δέρμα για το δέσιμο της κουδούνας στα γιδοπρόβατα)

μπουχαρντάνι [1960a] || λιβανιστήρι, θυμιατό, θιμαντόν, θιμιαντόν, θιμνιατό, λβανστίρ, φουγέρα

μπουχαροσκούτι || τζακόπανο, τζακοπάνι, τζακόπανου, τζακουπάν

μπουχατιάζω < μπουχατιάζω [1996a] || τυλίγω με βρεγμένη πετσέτα το ξερό ψωμί, για να μαλακώσει

μπούχειλας [2001b] || βλ. μπουντσαχείλας (χειλαράς)

μπουχέσας || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπουχιαματέα [1996b] || βλ. μπούχισμα

μπούχιλας < μπούχειλας [1996b] || βλ. μπογαζλής (λαίμαργος)

μπούχισμα || πιτσίλισμα, ράντισμα, με το στόμα

μπουχισμένος [1963], μποχωμένος [1963] || ραντισμένος

μπουχλαβιάρης < μπουχλαβιάρης [1982] || βλ. μπέσικος (τεμπέλης)

μπουχλάτσα [1987a] || βλ. μπουχαντάρα (ομίχλη)

μπουχλιαβιάζω < μπουχλιαβιάζω [1982] || τεμπελιάζω, βαβέγω, κοπροσκυλιάζω μερελιάζω, μιριλιάζου, ξαρκολοώ, οκνώ, ουκνέβου, παραβλώ, παρταλιάζου, ρεμπελιάζου, ρεμπελιάζω, τεμπελέβω, τιμπλιάζου

μπουχλιαβιασμένος < μπουχλιαβιασμένος [1982] || αρρωστιάρης, αροσθιάρης αροστάς, αροστιάρς, αρουστιάρς, γκλαμπαντζιάρης, γκλιμπατσιάρκους, γλαμπατσιάρς, διαπέτουρους, ζαΐφικος, ζαραλίδκους, λεθρινιάρης, λιγάθινος, λιμκιάρς, λουβιάρης, μαλαθρακιασμένος, ντεφεντάδος, σακαϊάρκους, σγάρικος, στριγκλιάρης, χαλαζιάρης, χλεμπονιάρης, χλιμπουνάρς, χνιάσταρς

μπουχλιάβω [1982], μπουχλάβου [2010] || χοντρή και τεμπέλα

μπουχλόνω, μπουχλώνω [1931] || πυκνώνω | πνίγομαι από τον καπνό

μπουχνάου [1910] || βρίζω

μπουχνάτος || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπουχνίδι [2001b] || βλ. μπουνίδι

μπουχνίζω [2001b], μπουχνιάζω < μπουχνιάζω [2001b] || βλ. μπουνίζω

μπούχνισα [1966] || κάποιος θάμνος

μπουχνώ, μπουχνάου, μπόχνου, μπουχνίζου || βλ. μπόθω

μπουχός [1864], μπουχός < bουχός [1908], μποχός [1874a], μπουχό (ο) [1987a], μπχος || κουρνιαχτός, γκούμπζιλους, γκουρνιαχτός, κλότσινα, κορνιαχτός, μουχός, πουχός, σκορνιαχτός

μπουχούκου < μπουχούκου [1987a] || (για πανί) βγάζω χνούδι: μουχούκου

μπουχούρα [1963] || σκόνη που μπαίνει στα μάτια

μπουχτάν [1962b] || βλ. μπουνταλάς

μπουχτανιά < bουχτανιά [1972] || βλ. μπουνιά (γροθιά)

μπουχτίζω [1859], μπουκτίζω [1933], μπουχτάω [1982], μπουχτίζου [1987a] || αποκάμνω, βαριεστώ, μπαφιάζω, μπαϊλντίζω, μπουρουντίζω, παραχορταίνω

μπούχτισμα [1910] || κορεσμός (λόγιο)

μπουχτισμένος [1931] || χορτασμένος, χορτάτος

μπουχτόνω < μπουχτώνω [1996a] || βλ. μπουκλόνω (καταβροχθίζω)

μπουχτσιαδιάζου < μπουχτσιαδιάζου [2011] || τυλίγω σε μποχτσά, φτιάχνω μπόγο

μπουχτσιαλούκι < μπουχτσιαλούκι [1996a] || δώρα ρούχα στα πεθερικά ή στους κουμπάρους για το γάμο

μπουχτσού [1987b] || έτσι λέγεται κάθε μια από τις μπουχτσούδις ή μπουχτσιάδις, τις γυναίκες που είναι φίλες της νύφης και πάνε μαζί της στο σπίτι του γαμπρού, τη μέρα του γάμου, για να της κάνουνε παρέα και να μη νιώθει άσχημα

μπουχώ [1864], μπουχίζω [1864], μπουχίζω < bουχίζω [1908], μπουχίζου [1987a], μπουχάω || ραντίζω, καταβρέχω | πιτσιλάω, βρέχω, με το στόμα

μπόφκα [1966] || βλ. μπούρδα

μποφτός [1864], μπεφτός [1864], μπεφτούνος [1864] || βλ. κουέστος (αυτός)

μπόχα [1874a] || απόχη, απόση, απόχ, απόχα, απόχι, απόχιου, πος, πόση, πόσιν, ποχ, πόχα, πόχη, ποχί

μπόχα [1957], μπόχα < bόχα [1972], μποχάδα [1987a] || δυσωδία (λόγιο), βόχα, βοχάδα, βόχος, βόχους, μπουφ, μπούφα, μπούφου, πόφα, πόχα

μποχασί [1866a] || κάποιο μπαμπακερό πανί

μπόχιλας [1918] || κάποιο αγριολάχανο

μποχλιάμπω < μποχλιάμπω [2001a] || γυναίκα κακοντυμένη κι άχαρη

μποχτσάς [1960a], μποξάς [1960a], μπουχτσιάς [1960b], μπουξιάς < μπουξιάς [1996a], μπουγτζάς < bογτζάς [2006], μποχτσιάς < μποχτσιάς [2011], μπουχτσιάς < μπουχτσιάς [2011], μπουχτσάς, μπουξιάς, μποχτσά || βλ. μπόγος | το πανί που τυλίγουν τον μπόγο ή κάποια άλλα πράγματα

μπράβα < bράβα [1892] || βλ. μπεράτης (αμπάρα)

μπραβάρι < μπραβάργια (τα) [1966] || γίδι ή πρόβατο οικόσιτο (λόγιο): μανάρι, μανάρ, βιόπον

μπράβο [1840] || ζήτω (λόγιο), άφεριμ

μπράβος [1910] || σωματοφύλακας (λόγιο), σωματοφύλακας (λόγιο), καβάσης, καβάζης, καπιτζής, λιονταρής, μουχαφούζης, μπούλος, τραμπούκος

μπραγά (τα) [2001b] || μπινάρια (δίδυμα), βλ. μπινάρης

μπραγαλιάνω < μπραγαλιάνω [1996b] || μαλακώνω τον πόνο

μπραγάνι [2001a] || δίχτυ με μικρό μάτι, που το ρίχνουν με τη βάρκα και το τραβούν με σκοινιά από τη στεριά

μπραγάνια (τα) || τα αφρόψαρα

μπραγέρι [1963], μπραγέρι < μπραγιέρι [2003] || & μπρατσέρι & κηλεπίδεσμος (λόγιο)

μπράγκα [1931], μπραγκαρόλα [2001c] || σύνεργο που βγάζει τους αχινούς και τις πίνες

μπράγκα < μπράγγα [1964] || φυλακή (λόγιο), αρέστο, βραστή, γιασούμ, γκισντάν, γκιστάνι, καρκάρα, κατσέτα, κισλάς, κιστάν, κουλούκι, κουνάτς, μπουζού, τουκάτ, φρέσκο, χαπίσι, χάψη, χάψι, ψειρού | η αλυσίδα που δένουν τους φυλακισμένους

μπράγκαλα (τα) [1964] || συμπράγκαλα, ζιμπράγαλα, σιμπράγαλα

μπραγκανιά < bραγκανιά [1978] || δέντρο με αγκάθια, που βγάζει νόστιμους μικρούς κόκκινους καρπούς με δυο κουκούτσια

μπραγκάτσι [1966], μπρεγκάτσι [1966], μπραγάτσι || βλ. μπακράτσι

μπραγκόνι [1996b] || κάποιο παντελόνι

μπραγκός || γάντζος του ψαρά

μπραγότσο [1963] || μικρή ψαράδικη βάρκα

μπραζέλα [1884b], μπραζέλου [1964] || γκόμενα, ααπό (η), ααπού, αβάκα, αγαπητικιά, αγαπιτικιέσα, αγαπιτκιά, αγαπίτρια, αγαπίτσα, αγαπιτσιά, αγαπό (η), αγαπτσή, αμοράτα, αμορόζα, αμουρέζα, αμουρίδα, αμουρούζα, γαρμπόζα, γιαβουκλού, γιαουκλή, γιαουκλού, γιαρενοπούλα, γκόμινα, εγαπό (η), κάφκα, κάφχα, κουρτέσα, μαντένα, μαντενούτα, μορόζα, νισιαλή, φιλενάδα, φιλινάδα | βλ. μπαγάσα (πουτάνα)

μπραζέλης [1884b] || βλ. μπέλος (γκόμενος)

μπραζέλι [1860] || κυνηγιάρικο σκυλί

μπραζελιό [1884b] || η αδερφική φιλία

μπραζέρης [1887b] || βλ. μπουραζέρης (βλάμης)

μπραζίνα [1966] || ασκί (από γιδοτόμαρο) που με αυτό κουβαλάγανε το μούστο

μπράιγ [1998] || η γραφή των τυφλών | γαλλικό: braille

μπραϊμέγκου < μπραϊμέγγου [1987a] || γαληνεύω

μπρακ [1962b] || σταματώ | κάνω πίσω

μπρακαΐα [1987a], μπρακαΐλα [1987a] || το φυτό Cichorium intybus, αγριοπικραλίδα, αγριοπρικαλίδα, αγριοραδίκι, αγριουραδίκ, παπαδουλιά, πίκρα, πικραδέρκι, πικραλίδα, πικρολίδι, πικροράδικο, πρακαΐλα, ραδίκι, ροδίκιο, ροϊδίκι

μπρακάτζι < μπρακάτζι [1923a], μπρακάτσι, μπρακάτς || βλ. κουβάς

μπρακάτσες (οι) < μπρακάτσαις [1910] || ναυτ. μεσόζυγα (λόγιο)

μπρακί [1860] || βράκα, βρακί, βαάκα, βαακί, βατσί, βρακίν, βρατσί, βρατσίν

μπρακός [2001c] || σύνεργο για το πιάσιμο των ψαριών

μπράλες < μπράλλαις [1963] || πριν από μέρες

μπράλι [1966] || εγκατάλειψη (λόγιο)

μπραλιά < μπραλλιά [1964] || ακαταστασία (λόγιο)

μπραλίνα [1961] || το γλυκό πραλίνα | γαλλικό: praline

μπράλιους < μπράλλιους [1964] || ακατάστατος (λόγιο)

μπραλόι || αγρανάπαυση (λόγιο), νιάμα, ντάμπια

μπραμ (τα) || τα καλά ρούχα, τα γιορτινά

μπραμπάχτης [1910] || ναυτ. ακταιωρός (λόγιο)

μπράνα [1910], μπριάνι [1931], μπριάνα [1934], μπρανί [1966] || το ψάρι Barbus plebejus cycloperis (τσάλι) & το ψάρι Barbus prespensis

μπρανάτσουρον [1896b] || βλ. μπροστοκόκη (σημάδι στο αυτί του ζώου)

μπράνγκα || & πράνγκα, βλ. μπέδουκλο (ίγκλα)

μπράνκα || βλ. μπροκαδούρα (τσαγκαρόπροκα)

μπράντα < μπράνταις (οι) [1878b], μπράντα [1910] || ναυτ. κρεμαστή κούνια, αιώρα (λόγιο)

μπραντζίνι [1963] || κάποιο ψάρι

μπράντυ [1963], μπράντι [1998] || κονιάκ | αγγλικό: brandy

μπράου < μπ’ράου [1964], μπρω < μπ’ρω [1964] || βλ. μπορώ

μπράουνιγκ [1934], μπράουνικ [1957] || κάποιο μπιστόλι | αγγλικό: browning

μπρασελέ [1998] || κάποιο βραχιόλι | γαλλικό: bracelet

μπράσκα [1835], μπράσκα < bράσκα [1908], μπράσκλα < bράσκλα [1908], μπράσκας || το ζώο Bufo vulgaris, φρύνος (λόγιο), ασκουβάζα, βούζα, ζάμπα, ζάμπος, ζιάμπα, ζιάπα, ζόμπα, μπζιάκα, μπρασκαφούτα, μπρέσκα, μπρέσκλα, μπριάσκα, μσάκα, τζούμπα, φουρνιά, φουρνός, χλιόπα

μπράσκα [1964] || χελώνα, αχεόνα, αχιλόνα, γκαλίνα, γκαχελόνα, γκαχιλόνα, καπαλόνα, καπελόνα, κιράκα, τοσπαγάνος, χιλόνα

μπρασκανώ [1946] || βλ. μπουχώ (πιτσιλάω)

μπρασκαφούσκας || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπρασκαφούτα || βλ. μπράσκα

μπρασκούνι < bρασκούνι [1908] || βλ. μπάμπαλο (μουνί)

μπραστ || βλ. μπραφ (φευγιό)

μπράστινα (η) [1982] || όλα τα χτήματα που έχει κάποιος

μπραστό || βλ. καραγάτσι (Ulmus campestris)

μπράτα (τα) [1884c] || ναυτ. τα μπράτσα και οι μπουταφόρες

μπρατάδο [1996b], μπρατάδιος < μπρατάδιος [2001b] || κατειλημμένος (λόγιο)

μπραταρίζω [1896b] || ανακατώνω, ανακατεύω

μπρατάρω [1996b], μπραταδιόνω < μπραταδιώνω [2001b] || καταλαμβάνω (λόγιο)

μπρατζάδα [1614] || & τάργα ή σκουταρομάνικο: το μανίκι του σκουταριού (του σκούδου, της ασπίδας)

μπράτη (τα) [1996b] || πράγματα του σπιτιού, αναχρικά, αγγειά

μπράτη (τα) [2001b], μπράτια < μπράτια (τα) [2001c] || βλ. μπαγκάζια | βλ. μπεζόρδινα (σύνεργα)

μπράτη < μπράττη (τα) [1876b] || βλ. μόμπιλα (έπιπλα)

μπράτικα (τα) [2001b] || πράγματα του σπιτιού | ψώνια | δώρα

μπρατικός [2001b], μπρατικάτος [2001b], μπρατικάδος [2001b] || αυτός που φέρνει μπράτικα (δώρα, ψώνια)

μπράτιμος [1860], μπράτμους < bράτ’μους [1972], μπράτομος [1996a] μπράτμους [2008], μπράτιμους, μπρατίμι, μπράτνους || βλ. μπουραζέρης (βλάμης) | ο πολύ καλός φίλος

μπρατίμος [1931], μπράτιμος [1964], μπράτιμους, μπράτμους || αδελφός, αδαρφός, αδελφό, αδερφός, αδεφλός, αδεφό, αδεφός, αδιιφός, αδιρφός, αδιφός, αδρεφός, αδριφός, αελφός, αερφός, αερφός, αθί (ο), αλεφρός, αντελφό, αντελφός, αντερφό, αντερφού, αντρεφό, αντρεφό, αρφός, δελφός, δερφός, καβούτσος, καρδάις, καρδάς, καρντάις, καρντάς, καρτάς, καφός, λαλάς, λάλας, μπάτσις (ο)

μπράτσα (τα) [1878b] || ναυτ. ολκοί (λόγιο)

μπρατσαδούρα [1963] || τόπι πανί | δέκα πήχες πανί (για να γίνει ένα χωριάτικο φόρεμα)

μπρατσάκι || υποκ. της λέξης μπράτσο

μπρατσάρα || μεγ. της λέξης μπράτσο

μπρατσαράς [1995] || βλ. μπρατσωμένος

μπρατσάρικος [2001a] || κάθε πράγμα που έχει μάκρος ένα μπράτσο

μπρατσάρισμα [1910] || ναυτ. κερούλκηση (λόγιο)

μπρατσάρω [1884c] || ναυτ. κερουλκώ (λόγιο)

μπρατσάρω [1887b] || προστατεύω (λόγιο)

μπρατσέρα [1866a] || & βρατσέρα, καράβι με δυο κατάρτια

μπρατσέρης [1983b] || βλ. μπουραζέρης (βλάμης)

μπρατσέρι || βλ. μπραγέρι (κηλεπίδεσμος)

μπρατσέτα [1996a], μπρατσάντε || αγκαζέ, αλαμπρατσάντε, αλαμπρατσέτα, ανγκαζέ, ασούμπρα

μπρατσέτο [1996b] || & γροθί ή γροθάρι, μικρό δεντράκι ελιάς (από φυτώριο) για φύτεμα

μπράτσο, μπράτζος [1614], μπράτζο [1659], μπράτσο [1857], μπράτσα (η) [1860], μπράτσον [1894], μπράτσου [1964], μπράτζο [1964] || βραχίονας, αβρασόνα, αβραχόνα, βρασιόν, βρασιόνα βρασιόνι, βρασόνα, βρασόνι, βρασόνιν, βραχέν, βραχιόνα, βραχιόνι, βραχόνα, πράτσον, πράτσος | & μέτρο μήκους (λόγιο)

μπρατσολέτι [2003], μπρατσολέτο [2001a], μπρατσολέτα, μπρατσολές || βραχιόλι, βλεχέρι, βρασάλ, βρασάλι, βρασάλιν, βρασέλιν, βρασιόλ, βρασιόλιν, βρασιόλντι, βρασιόν, βρασιόνι, βρασόλ, βρασόλιν, βρασόνι, βρασόνιν, βραχέλιν, βραχέν, βραχιόλ, βραχιόλιν, βραχιόνι, βραχόλ, βραχόλι, βροσάλι, βροχάλ, μανέλι, μανίλι, μανίλια, μανίνι, μπελεζίκι, μπιλεζίκι, μπιλετζίκι, μπιλιζίκι, μπιλιντζίκ, μπιλιτζίκ, μπιλιτζίκι, μπιλιτσίκι, μπιλτζίκ, μπιλτζίκι, μπιλτζιούκι, μπλεζίκ, μπλιτζίκ, φραγόλι, φρασιόλ

μπρατσολέτι < μπρατσολέτια (τα) [1963] || βλ. μπρετέλα (τιράντα)

μπρατσόλι || χερούλι

μπρατσόλι [1876b] || σύνεργο του μύλου

μπρατσόλι [1884c] || ναυτ. το μπρατσόλι (αγκώνας) του καπονιού

μπρατσόλι [1963] || η (από ξύλο) αχτίνα της ρόδας: αντένα, αχτίγα, αχτίνα, καντινέλι, παραμάτσα, παρμάκ, παρμάκι, παρμάτσι, ράγιο, ράγκιο, ροδόξιλο, χλιάρι

μπρατσόλι < μπρατσόλι [1966], μπρατσοπρίονο [1982] || μεγάλο πριόνι: καρμανιόλα, καταράχτης, κουριαστής, κόφτρα, σαόνι, σάρακας, σαράκος, σιγάτσα

μπρατσόλια < μπρατσόλια (τα) [1878b] || ναυτ. οι αγκώνες

μπρατσωμένος [1995] || αυτός που έχει δυνατά μπράτσα

μπραφ [1962b] || ξαφνικό φευγιό

μπραχάλα [1983b] || & κόκα ή πραχάλα, η διχάλα του σταλικιού

μπραχαλιάζω < μπραχαλιάζω [1963] || εξευτελίζω (λόγιο)

μπράχαρος || βλ. μουσουμπέτης (άτυχος)

μπράχενα < μπράχαινα [1982] || καπάτσα, καταφερτζού, κολπατζού

μπράχος [1982] || το χνούδι από τα φύλλα του πλάτανου

μπραχτίζω [1966], μπραχτάω [1966] || εγκαταλείπω (λόγιο) | ξεχνώ, λησμονώ

μπρε [1790], μπρε < bρε [1972] || ρε, βρε, μωρέ, ωρέ, αβρέ, αμπρέ, αρέ, άρε, βορ, βορέ, βρες, εμπρέ, επρέ, ίπρε, μαρ, μαρέ, μάρε, μάρι, μαρό, μορ, μόρε, μορές, μουρ, μουρέ, μουρές, ορ, όρα, όρε, ορές, πρε

μπρεβιάριο [1709], μπρεβάριο || ωράριο (λόγιο) | τεφτέρι

μπρεγαδιέρος < μπρεγαδιέρος [1963] || βλ. μπριγαντιέρος (μοίραρχος)

μπρέγκα [1966] || συνάχι, ζαμπαρούχι, ζαντούχι, κατέβας, κατεβασιά, κατιβασιά, κατούριασμα, σαλίπα, σιαρσιάρου, σιρμή, σουνάχι, ψύχρα

μπρέγκο [1966] || βλ. μπέγκους (λόφος)

μπρεζέ [1934] || φαΐ με κρέας μοσχαριού ή γουρουνιού

μπρεζενίκας [1966] || άσκημος και μαζί ρεζίλης

μπρέζι [1966] || μάλλινο χρωματιστό ζωνάρι για χωριάτικο φόρεμα

μπρέκα [1963], μπρέκια < μπρέκια (η) [2001a] || μικροκατεργαριά

μπρέκι || πρέκι, πράκι, ανώφλι, ανέφλ, ανέφλιο, ανιόφιλο, ανιόφλο, ανόβλιον, ανοθίρ, ανοθίριν, ανοφίλιο, ανόφιλιο, ανόφιλο, ανόφιλους, ανόφλ, ανοφλέα, ανόφλι, ανόφλι, ανόφλιν, ανόφλιο, ανόφλιον, ανόφλιος, ανόφλιου, ανόφλιους, ανόφλο, απανοθίρ, απανοθίρι, απανοθίριν, απανοφίρι, νιόφιλο, νόφλιο, πανόφλιου

μπρέκια < μπρέκια (η) [2003] || βλ. μπέρτα (φάρσα)

μπρεκιαδόρος < μπρεκιαδόρος [2003] || ο πλακατζής, αυτός που κάνει πλάκες (φάρσες)

μπρέκνα [1964] || πανάδα, πιτσιλάδα, πιτσούλα, πρέκνα, τσεπράδα, τσιάπρα

μπρεσινίκι < μπρεσοινίκι (το) || βλ. μπαχούμης (χοντρός)

μπρέσκα [1931], μπρέσκλα || βλ. μπράσκα (Bufo vulgaris)

μπρετέλα < μπρετέλες (οι) [1957], μπρετέλα < μπρετέλλες (οι) [1963], μπρετέλα [1995], μπρατέλα || τιράντα, μπερτέλα, μπρατσολέτι

μπρέτι [1966] || μάθημα

μπρετσές [1963] || αναμαλίδα, οπισθοκόμη (λόγιο)

μπρέτσικος || ζοχάδας, τζοχάδας

μπρέφα [1963] || το παιχνίδι πρέφα (με τα χαρτιά της τράπουλας)

μπρι || βλ. μπούνιο (γινάτι)

μπρι [1963], μπριν [1988] || πριν, μπρου

μπριάβα || κλειδαριά, κλειδωνιά, κλιδουνιά, κλίοση, κατίνα, σερατούρα

μπριάδι || ρεματιά, ριματιά, ταχτ

μπριάλουγους < bριάλουγους [1892] || βλ. μπαΐρι (χερσότοπος)

μπριάμι [1934], μπριάνι [1960a], μπριάμ [1995] || λαδερό φαΐ φούρνου με κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες, πιπεριές, ντομάτες και άλλα λαχανικά: κουλουκθομπρίανου | αλβανικό: birjan, -i

μπριανόπιτα < μπριανόπιττα [2001a] || κολοκυθόπιτα

μπριάσκα || βλ. μπράσκα (Bufo vulgaris)

μπριγαντιέρος < μπριγαντιέρος [1963] || & μπρεγαδιέρος, μοίραρχος (λόγιο)

μπριγαντίνι [1964] || βλ. μπεργαντίνι (καράβι)

μπριγιάντι [1934], μπριγιάντι [1957], μπριγιάν < μπριγιάν [1961] || καλοδουλεμένο διαμάντι: μπριλάντι, μπριλάντε, μπιρλάντ, μπριλιάντι, περλάντι

μπριγιαντίνη [1934], μπριγιαντίνη [1957] || & μπριγιόν, αλοιφή με άρωμα για να γυαλίζουνε και να κρατάνε τα μαλλιά | γαλλικό: brillantine

μπριγιόλ < μπριγιόλ [1961] || λάδι για να γυαλίζουν τα μαλλιά | γαλλικό: brilole

μπριγιόν || βλ. μπριγιαντίνη

μπριγκαντίνι [1934] || &. μπεργαντίνι, βλ. μπρίκι (καράβι)

μπριγούνι < μπρηγούνι [2001c] || βλ. μπάρμπα (πιγούνι)

μπρίζα [1998] || πρίζα | γαλλικό: prise

μπριζόλα [1910], μπριζιόλα < μπριζιόλα [1918], μπριτζόλα [1934] || κρέας με κόκκαλο, από τα πλευρά του ζώου

μπριζολίτσα [1995], μπριτζολίτσα [1995] || υποκ. της λέξης μπριζόλα / μπριτζόλα

μπρίζω [1887a] || αναβλύζω (λόγιο) 

μπριθ [1926b] || το δέντρο Abies apollinis, έλατο, αλάτ, ελάτι, έλατος

μπριθάμα [1966] || & μπαζουμπαζί, σπόρος πεπονιού

μπρικ [1957] || βλ. μπιομπίδι (αυγοτάραχο) | ταραμάς, νταραμάς | κόκκινο χαβιάρι | αγγλικό: brick

μπρικ [1962a] || κεραμιδής (στο χρώμα) | γαλλικό: brique

μπρικέτα < μπρικέττα [1934], μπρικέτα [1957], μπριγκέτα < μπριγκέττα [1961] || τούβλο καρβουνόσκονης | γαλλικό brique

μπρίκι [1709], μπρικ < μπρικ’ [1988] || βλ. μπότης (κανάτα)

μπρίκι [1790], μπιρίκι [1987a], μπρίτσι < μπρίτσι [1987a], μπρίκους [1988], μπρικ || μπρίκι, μπρικ, ιμπρίκ, ιμπρίκι, ιμπρίκιν, ιμπρίχ, καβανόζης, καφέμπρικο, καφέτσι, καφιλίκ, καφίμπρικου, κεβιζές, μπζίτσι, μπιρίκι, μπουρίκι, μπουρούκι, τζεζβέ, τζετζβές, τζιβτζές, τζιζβές, τζιουτζιουβές, τζιουτζιουβούλ, τζισβές, τζιτζβές, τζιτζιβές, τζιτζβιλούκ, τζιτζιβούδ, τσαμάν, τσεσμές, τσιτσβές

μπρίκι [1857] || καράβι με δυο κατάρτια και τετράγωνα πανιά | αγγλικό: brig

μπρίκια (τα) || βλ. μπάμπαλα (αρχίδια)

μπρίκλα [1962c] || βλ. μπελίδα (σουγιάς)

μπρικολέγενο [1966] || & λεγενόμπρικο, λεκάνη με κανάτα στη μέση

μπρίλα || κάτι το καθαρό

μπρίλα [1894], μπρίλλα [1837] || τσακμάκι

μπρίλα < μπρίλλα [2002] || & αμπρίλα ή εμπρίλα, λεπτή κλωστή με χρυσό χρώμα

μπριλαντένιος < μπριλαντένιος [1996b] || φτιαγμένος με μπριλάντι

μπριλαντίνη < μπριλλαντίνη [1934], μπριλαντίνη [1957], || βλ. μπριγιαντίνη

μπρίλες [2001c] || πεντακάθαρα, λαμπίκο

μπρίλια || βλ. μόρσο (χαλινάρι)

μπρίλια [1934], μπρίλιες < μπρίλιες (οι) [2001c] || το στέφανο (τα στέφανα) του γάμου

μπριλιάντι < μπριλιάντι [1910], μπριλάντι [1931], μπριλάντι < μπριλλάντι [1961], μπριλάντε < μπριλλάντε [1963] || βλ. μπριγιάν

μπρίμη < μπρύμη [1996a] || πρύμη, οπισινή

μπρίμι [1982] || μικρή βρύση (πηγή) κοντά σε ποτάμι

μπρινάς || ελαιοπυρήνας (λόγιο), αμπιρινάς, λιοκόκι, λιοκόκον

μπρίνια < μπρίνια [1915] || πλαγιά σε βουνό

μπρινίτσα [1966] || λιανό στάρι

μπρίντα [1884c] || βλ. μπίντα (διάξυλο)

μπρίο [1957] || κέφι, ζωντάνια

μπριόζικα [1998] || με κέφι, με ζωντάνια

μπριόζος [1995] || αυτός που έχει μπρίο

μπριός [1962a] || γλυκό που μοιάζει με τσουρέκι | γαλλικό: brioche

μπριός < μπριώς [1966] || μόλις, άγκιακα, άμον, άντζα, άντζαγας, αντζάκ, άντζακ, αντζάκι, άντζακι, άντζακις, άντζαν, άντζαξ, άντζαχα, άντζεκι, άντσια, απένα, έτι, μόδιμ, μος, μόσαν, τομ, τόμου

μπρισιά < μπρυσιά [1941] || βλ. μπινάρι (πηγή)

μπρισιμένιος < μπρισιμένιος [1931] || μεταξωτός, μεταξένιος, μεταξένος

μπρισίμι < μπρισήμι [1790], μπρισίμι [1934], μπρισί [1960a], μπρισίμ < bρισίμ’ [1978], || βλ. μπιρσίμι (μεταξένια κλωστή)

μπρίσκαλο || το άγουρο σύκο: αλίθι, αχτίπαλος, λίζι, μπαμπαράς, μπλόθος, μπλούθος, μπουλίθ, πρίσκαλο, πρίσκλα, σκόλιθους

μπρίσκολα [1963], μπρίσκουλα || κάποιο παιχνίδι με τα χαρτιά (της τράπουλας)

μπρίσμα < μπρύσματα (τα) [1888a], μπρίσμα < μπρύσμα [1931] || βλ. μπινάρι (πηγή)

μπριστόλ [1998] || κάποιο ακριβό χαρτί | γαλλικό: bristol

μπριστουλί || βλ. μπρουστούλι (καβουρντιστήρι)

μπριτζ [1934] || κάποιο παιχνίδι με τα χαρτιά (της τράπουλας) | αγγλικό: bridge

μπριτζολάκι [1934], μπριζολάκι [1961] || υποκ. της λέξης μπριζόλα / μπριτζόλα

μπρίτιρα < μπρύτιρα [1964], μπρίτερα || βλ. μπροστίτερα (πρωτύτερα)

μπριτού || βλ. μπροτού (προτού)

μπριτσικλέτα || βλ. μπιτσικλέτα (μοτοσικλέτα)

μπριχαλίζω [1982] || βλ. μπουχώ (πιτσιλάω)

μπριχαλισμένος [1982] || καταβρεγμένος, πιτσιλισμένος, ραντισμένος

μπριχαλιτό [1982], μπριχάλισμα [1982] || κατάβρεγμα, πιτσίλισμα, ράντισμα

μπριχού [1874b], μπρίχουμ [1899] || βλ. μπροτού (προτού)

μπρόβα [1876a] || πρόβα

μπρόβα [1988] || το πρώτο ραντεβού του ζευγαριού

μπρόβαλμα [1709], μπρόβαλμα < bρόβαλμα [2001c], μπρόβαρμα < bρόβαρμα [2001c], μπρόβγαλμα < bρόβγαλμα [2001c], μπροβάλιμα < bροβάλιμα [2001c], μπρόβαρμα [2001c] || & πρόβαρμα, το μέρος που βλέπεις πρώτα όταν φτάνεις σε ένα τόπο

μπροβαλμένος [1709] || αυτός που προβάλει

μπρόβαρμα [1888a] || βλ. μπρόβαλμα (τόπος)

μπρόβαρμα [1931] || η πρόβα ρούχου στο ράφτη

μπροβένω < μπροβαίνω [1709], μπροβέρνω || κοιτάζω έξω (από το παράθυρο ή την πόρτα) | προβάλλω (λόγιο)

μπρόβολος [2001b] || & πρόβολος, ο πρώτος και καλύτερος

μπρογιάρω < μπρογιάρω [1963] || μηχανορραφώ (λόγιο)

μπρόγιο < μπρόγιο [1963], μπρόγια || μηχανορραφία (λόγιο), τέχνασμα (λόγιο)

μπρόγκο [1963] || βλ. μπουκί (πουγκί)

μπροδέχτης [2001b] || & φουντάνα, στέρνα για το μάζεμα των νερών της βροχής

μπρόκα [1635] || η γκλίτσα του τσοπάνη: αγαλίτσα, αγκλίτσα, αγκλίτσια, αγκούλα, άγκουλας, αγκούτσα, αγλίντζα, αρπαλίκι, βέργα, βίτσα, γκαρλίγκα, γκαρλίκα, γκατζουρίδα, γκέγκα, γκέγκια, γκέκα, γκίγκα, γκιρλίκα, γκλίτα, γλίτσα, καρλίνγκα, κατσανάς, κατσούνα, κλίτσα, κλούτσα, κουκάρα, κουρκούδα, λαγούσια, λαούδα, μαγκούρα, μαγκούρι, ματσούκ, ματσούκα, μπαστούνι, ντζιομανίκι, ράβδα, ραβδί, σκοπ, σόπα, στραβολέκα, στραβοράβδι, στραβουλέγκα, τζιιπόιν, τζιουμπανίκα

μπρόκα [1709] || πρόκα, καρφί, κερφίν, περόν, πέονας, περόνι, ποντίνα, πρόγκα, σιάικι, σκεφί, σπόντα, τσιβί, τσιβία

μπροκάδα [2001c], μπροκαδέλο [2001c], μπροκάδο || & προκάδι, κάποιο μεταξένιο πανί

μπροκαδούρα [2001b] || τσαγκαρόπροκα

μπροκαλάκι [2001b] || προκούλα, καρφάκι

μπροκάρ [1998] || κάποιο μεταξωτό πανί με σχέδια | γαλλικό: brocart

μπρόκερη [1933] || το ξύλο που δένει τα σταβάρι με το ζυγό του αλετριού

μπροκόλακος < μπροκόλακκος [1996b] || λάκκος όπου χωνεύει η κοπριά

μπροκολίνα [1963] || το φυτό botrytis asparagoides violacea

μπρόκολο < μπρόκολα (τα) [1910], μπρόκολη [1931], μπρόκολο < μπρόκκολο [1934], μπρόκολα (η) [1918], μπρόκολο [1957], μπρόκολι || το φυτό Brassica oleracea

μπροκόνω < μπροκώνω [2001b] || καρφώνω, καρφόνου, καρφουκουλάου, κασκόνου, μπίζου, προκόνω, τζιινόνω, τσιβικόνου

μπροκόνω < bροκώνω [2001c] || μένω λιγνός και κοντός

μπρόκος < bρόκος [2001c] || κάθε φυτό που δε μεγαλώνει

μπρόκουλας || το τελευταίο και μεγάλο αυγό της κότας

μπρολάτης [1891a] || βλ. μπροστάρης

μπρόλια (τα) [1934] || συκοφαντίες (λόγιο), αβανιές, καταλαλιές, μαναφούκια, μπουρμπούτσια

μπρόλικος || βλ. μπόλικος

μπρόλο [1963] || χτήμα με λιόδεντρα

μπρόλουγκας [1962c], μπρόλογκας [1966] || μικρό αυγό, που γεννάει η κότα, πριν την ώρα του

μπρόμαν [1891a], μπρόεμαν [1891a] || η ώρα γύρω στις εννιά με έντεκα το πρωί

μπρόμπολο [1963] || κρινολίνο

μπρονέτο [1963] || & μαρινάτο, φαΐ με ψάρια

μπροντερέβγω < μπροντερεύγω [1876a] || βλ. μπροσπερνώ

μπρόντζινος [1876a] || βλ. μπρούντζινος

μπρόντζολο [1963], μπρόντζολος [1963] || σιδερένιο χτυπητήρι εξώπορτας, μπαταδούρος, μπατιδούρος, μπατιδούρο, ρόπτρο (λόγιο), τακουτάριν, τουκμάκ, τσκαλνούν

μπροού [1891a] || βλ. μπροτού

μπροπέρνω [1858] || επιπλήττω (λόγιο)

μπρος [1835] || βλ. μπροστά

μπροσάγκι < μπροσάγκι [1923a] || ένα μπροστινό αντί του αργαλειού

μπρόσαργα [2001b] || & πρόσαργα, αργά το απόγεμα

μπροσάφορμος || αυτός που αρπάζεται με το παραμικρό

μπροσγούλι [1996b] || βλ. λατσιό (κολατσιό)

μπροσθινά [1790] || βλ. μπροστά

μπροσκάδα [1876a] || ενέδρα (λόγιο), αβλαμάς, καρτέρι, μποσκάδα, πόστο, πούσι, χοσία, χουσιά, χωσιά

μπροσκαδιάζω < μπροσκαδιάζω [2001b] || ενεδρεύω (λόγιο), αβλαντίζω, αβλαντίζω, αβλαντώ, μπικλέτ, μποσκαδιάζω

μπροσμίτι < μπροσμύτι [2001b] || μικρό πέταλο που κάρφωναν στο μπροστά μέρος της σόλας του παπουτσιού

μπροσμούργια < μπροσμούργια (τα) [2001b] || τα απάνω μπροστινά μέρη των παπουτσιών, τα ψίδια

μπροσμπαίνω [2001b] || & αντικόβγω, κόβω κάποιον όταν μιλάει

μπροσονόμι < μπροσονώμι [2001b] || & προσόμι, πανί που βάζανε στον ώμο κι ακουμπούσανε πάνω του τη στάμνα

μπροσούρα [1934] || φυλλάδιο (λόγιο)

μπροσπερνώ [1876a] || προσπερνώ, γκεστίζω, διακόβου, μπροντερέβγω, σκαπετίζω

μπροσπηδώ [2001b] || υπερπηδώ (λόγιο)

μπροσπόδι [1876a] || καθένα από τα δυο πόδια, στην κάτω πλευρά του κρεβατιού

μπροσποδιά < μπροσποδιά [2001b] || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστ || το καπάκι της πόρτας του φούρνου: μπούκα, όκνα, φουρνόκλισμα

μπροστά [1614], μπροσθά [1790], μπρουστά < μbρουστά [1962c], μπρεστά [1987a], μπρουστά [2010] || εμπρός, αβάντε, αβάντι, άλα, αμπρεστά, αμπρέστα, αμπρός, αμπροστά, αμπρουστά, απουρτέσε, έμπρα, εμπροσθά, εμπροστά, εμπροστάς, ιμπρός, μπρος, μπροσθινά, ομπρός, ομπροσθά, ομπροστά, ομπροστάς, πουρτέσε

μπροσταλακώ || τρέχω μπροστά

μπροστάλι < μπροστάλια (τα) [1874a] || το μπροστά μέρος του σαμαριού

μπροστάντζα [1931], μπροστάντσα [1963], μπροστάτζα, μπρουστάντζα || προκαταβολή (λόγιο)

μπροστάντι [1931] || βλ. μπροσάγκι (του αργαλειού)

μπροσταπίσω [2001b] || στην αντίθετη κατεύθυνση (λόγιο)

μπροσταρέα [1896b] || βλ. μπροστάρης (γκεσέμι)

μπροστάρης [1876a], μπροστάρη [1987a] || & μπροστολάτης ή μπρολάτης, αυτός που πάει μπροστά από τους άλλους και τους οδηγεί, πρωτοπόρος (λόγιο) | βλ. μπροστοκούρι (γκεσέμι)

μπροστάρι [1790] || σαλιάρα, μαγλίκα, μπρουστέλα, σαλιακούδα, σαλιαρίστρα, σαλιαρίτσα, σαλιόρα, σαλίστρα

μπροστάρι [1891c], μπρουστάρ < μπρουστάρ’ [1964], μπρουστάρ < bρουστάρ’ [1972], μπρουστάρι < μbρουστάρι [2008], μπρουστάρ [2010] || βλ. μπροστελίνα (ζώνη του σαμαριού)

μπροσταρόκριος [1931], μπροσταρόκριγιος < μπροσταρόκριγιος [2001b], μπροσταρόκριος || το κριάρι που μπαίνει μπροστάρης: σουρτάρ, σουρτάρης, σουρτάρι, σουρτάρς, σούρτης

μπροστέλα [1931] || πανοπλία (λόγιο)

μπροστέλα [1996b] || βλ. μπροστελίνα (ζώνη του σαμαριού)

μπροστέλα < μπροστέλλα [1835], μπρουστέλα < μπρουστέλλα [1884a], μπροστέλα [1983a], μπροστέλα < bροστέλα [1983a], μπρουστέλα [2001c], μπροστέλνα [2001c] || & προστέλα ή αμπροστέλα ή εμπροστέλα, εμπροσθέλα, βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστελέβω < μπροστελεύω [1964] || βλ. μπρουστουλατώ (μπαίνω μπροστάρης)

μπροστελίνα [1896b], μπροστιλίνα [1896a], μπροσθινέλα [1910], μπροσθελίνη [1933], μπροστνέλα < bροστ’νέλα [2001c] || το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι μπροστά, στο στήθος του ζώου: αμπρουστιλίνα, μπροστάρι, μπροστέλα, μπροστινάρι, μπροστινέλα, μπροστογίγκλι, μπρουστάρι, μπρουστάρ, μπρουστουκούρ, ομπρεστίνα

μπροστελίνα [2001c] || & προστελίνα, βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστερέβγω < μπροστερεύγω [1876a], μπροστερέβω < μπροστερεύω [2001b] || ξεπερνώ κάποιον, γίνομαι καλύτερος από αυτόν, αμποντερέβω, αμπορπίζω

μπροστήθ < bροστήθ [1905] || κάποιο φόρεμα από άσπρο πανί

μπροστήθι [1962a] || κάποιο αντρικό ρούχο, επιστήθιο (λόγιο)

μπροστηλάζω [1887a] || βάζω το μωρό να βυζάξει σε παραμάνα

μπροστιάζω, μπροστένω [2001b], μπρουστιάζου < μπρουστιάζου [2011] || αντιπαραβάλω (λόγιο)

μπρόστιασμα [1903] || αντιπαραβολή (λόγιο)

μπροστιάσματα < μπροστιάσματα (τα) [1931] || δώρα πριν το γάμο

μπροστιλέβω < μπροστιλεύω [1909] || προβάλλω, μπρουσβέρνου, μπρουβέρνου, μπροβέρνω, προσβέρνου

μπροστιλιάζω < μπροστηλιάζω [1933], ιταλικό μπροσθιλιάζω < μπροσθηλιάζω [2001c] || & προσθιλιάζω ή προστιλιάζω ή προβιζένω: βάζω το ζώο που μόλις γεννήθηκε, στο μαστάρι της μάνας του για να βυζάξει

μπροστινάρι || βλ. μπροστελίνα (ζώνη του σαμαριού)

μπροστινέλα [1987a], μπροστνέλα < bροστ’νέλα [2001c] || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστινέλα < μπροστινέλλα [1961], μπροστινέλα [1962a] || βλ. μπροστελίνα (ζώνη του σαμαριού)

μπροστινός [1790], μπροσθινός [1790], μπροστινέ [1987a], μπρουστνός [1988] || & αμπρουσνός ή μπρουσνός, αυτός που είναι μπροστά

μπροστινώντας [1874a] || το μουνί και ο πούτσος

μπροστίτερα < μπροστήτερα [1840], μπροστίτερα [1931], μπροστύτερα [1982] || πρωτύτερα, απουτόρια, ιπιτιόρια, ιπουρτόρια, μπρίτιρα, μπρουστίτιρα, μπρούτερα, ομπρίτερα, πουτόρια, πουτόριας, προτούτερα, προυτίτιρα

μπροστόβαρο [1891c], μπρουστόβαρου < μbρουστόβαρου [2008] || το ζώο που είναι φορτωμένο μπροστά, περισσότερο από ό,τι είναι πίσω

μπροστόβραδο < bροστόβραδο [2001c], μπροσόβραδο < bροσώβραδο [2001c] || σούρουπο, αξάμι, απόβραδο, απόβραδου, απόμουχρο, βράδαγμαν, βράδασμαν, βράδιασμα, βραδιασμός, βραδίνασμαν βράδομα, μούργκια, μούργουμα, μούχρωμα, ποσκότιν, προστόβραδι, προστόβραδο, σιγράδιν, σίγραση, σιμούχρια, σμούχρια, σμούχριασμα, σμούχριγια, σμούχρουμα, σουρούπκια, σούρουπου, σουρούπουμα, σουρούπωμα, σούρπα, σούρπο, σύθαμπο, χάλιπα, χαλίπομα

μπροστογέμι, μπροστογιόμι || ντουφέκι που γέμιζε από μπροστά

μπροστογίγκλι < μπροστογίγγλι [2001a] || βλ. μπροστελίνα (ζώνη του σαμαριού)

μπροστογυρίζω [1931] || γυρίζω το μέσα έξω (σε παλιό ρούχο)

μπροστοκέρα [1982] ή μπροστογέρικη [1966] || κατσίκα με κέρατα που γέρνουν μπροστά

μπροστοκόκη [1987a], μπροσκόκαρο [2001b], μπροσκόκι [2001b] || το σημάδι που κάνει ο τσοπάνης στο αυτί του ζώου, για να το ξεχωρίζει: αγκινάρι, μπρανάτσουρο, σαμά, σχιζάφτι, φέρκι, φιρκί

μπροστοκούρι [1996b] || το κριάρι ή ο τράγος που μπαίνει μπροστάρης: γκεσέμι, γκιοσέμι, γκιουζέμ, γκισέμ, γκισέμι, κεσέμι, κεσίμ, κισέμ, κισέμι

μπροστοκούρμι [1963] || το τσιγκέλι που είναι στο μπροστινό μέρος του σαμαριού

μπροστολάρω [1963] || καβουρντίζω, μπρουζιαλνώ, ξεροψήνω

μπροστολάτης [1915] || βλ. μπροστάρης

μπροστομούνα, μπρουστουμούν < μπρουστουμούν’ [1988], μπροστομούνι, μπροστουμούνα, μπροστμούνα || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστοπατώ [1963] || πηγαίνω μπροστά από τους άλλους

μπροστοπίσινος [1888a] || βλ. μουναφούκης (διπρόσωπος)

μπροστοποδιά < μπροστοποδιά [1983b], μπροσποδιά < μπροσποδιά [2001c] || & προστοποδιά ή προστοσέντονο, πανί με κεντημένα στολίδια που έμπαινε στις κάτω πλευρές του καναπέ ή του κρεβατιού

μπροστοτζέρι < μπροστοτζέρι [1923a] || βόδι με κέρατα που γέρνουν μπροστά

μπροστουλί || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστούρα [1996b] || βλ. μπροστογέμι (ντουφέκι)

μπροστούρα < bροστούρα 1908, μπρουστούρα < bρουστούρα [1908] || & μπλουστούρα, το πρώτο στομάχι στα μηρυκαστικά

μπροστούρι || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπροστοφούρνι [1874a] || το ψωμί που ψήνεται έξω-έξω, κοντά στην πόρτα του φούρνου

μπροτού [1874b], μπρουτού || προτού, μπορούπ, μπορούπ, μπουρτού, μπριχού, μπρίχουμ, μπροού, μπροχού, πριχού, προυτού

μπροτσαλίζω [2001a] || μπλατσανάω (πλατσουρίζω στα νερά)

μπρόττερος [1891a] || πρότερος (λόγιο)

μπρου [1891d], μπρούα [1987a] || το νερό στα μωρουδίστικα: μπου, μπουά, μπουάκια, μπουμπού, μπούτα, μπρούα, μπρούκια

μπρου [1987a], || βλ. μπριν (πριν)

μπρουαλώ [1896b] || πάω μπροστά

μπρουγκαλιούμαι [1884b], μπρουγκαλιούμι < bρουgαλιούμι [1921] || κλαίω σπαραχτικά

μπρούγκανο [1884b] || καρβουνιασμένο

μπρουγκώ || προγκάω, γιουλαντίζου, μπογιάρω, προγκάου, προγκάρω, προγκίζω, προυγκάου, προυγκάω

μπρούδι [1966] || βλ. μπερδές (γλέντι)

μπρουζάδα [1963] || επείγων (λόγιο)

μπρουζάλα < bρουζάλα [1976] || κακοτράχαλος τόπος

μπρουζαλνώ < bρουζαλνώ [1976] || ψήνω φέτες ψωμιού στη φωτιά

μπρουζί [1896a] || κριάρι, κλιάριν, κλιάρος, κοτς, κότσι, κρέαρους, κριάρ, κρίαρος, κριγιάρι, κριγιός, κριός, ντάκος, ντάσης, ντάσι

μπρουζιάλα <μπρουζιάλα [1894] || μέρος που το βλέπει ο ήλιος | η πολύ ζέστη

μπρουζιαλνώ || βλ. μπροστολάρω

μπρουζίκια < μπρουζίκια (τα) [1933] || μεταξένια πανιά

μπρουζιούτας < bρουζιούτας [1892], μπρουζιούτας [1894], μπρουζιούτας < bρουζιούτας [1976] || αυτός που κρυώνει εύκολα: κρυουλιάρης, ανατριχιάρης, αχλιουπτάρ, εργατσάρης, ζιούντας και ζιούνταβους, θερμασάρας, καρδιασμένος, κριαζάρης, κριατσάρης, κριατσούλης, κριογάτσουλο, κριγιουπούλ, κριονάς, κριοσιάρης, μαργοπούλι, μαργουπούλ, μαργοσάρης, μαργοσιάρης, μαργουσάρς, μαργουσιάρης, μαργουτσούλης, ριγασμένος, σταχτομπουλιάρης, σταχτομπούτης, τουρτούρης, τρεμούλης, τρεμλιάρης, τρεμλιάρς, τρεμοκουκούλης, τρεμοκουκούρης, τρεμούλης, τρεμουλιάρης, τρεμοχαρχαλιάρς, τρεμοχουχλιάρης, τρεμοχουχούλης, τρεμοχουχουλιάρης, τρεμοχουχούλς, τρομακιάρης, τσιουτσιουριασμένους, χουχουλιάρης

μπρουζκόνω < μπρουζκώνω [1966] || βλ. μπουρτσόνω (μουτρώνω)

μπρουζούκι [2001c] || κάποιο μεταξένιο πανί

μπρουζούνα < bρουζούνα [2001c], μπρουζούνι < bρουζούνι [2001c], μπρουζίνα, μπρουζής || καλοθρεμμένο μανάρι

μπρουκάνου [1981] || προκάνω, προκάνου

μπρουκέλα < bρουκέλα [1976] || βλ. μπιρμπίλα (προγούλι)

μπρούκια [1891d] || βλ. μπρου (νερό)

μπρούκλης || παραλής, αλλά και χουβαρντάς, που γύρισε στον χωριό του από την Αμερική

μπρουλιάζω < μπρουλιάζω [2001b] || & σιμπρουλιάζω, βλ. μπουρλιάζω (αρμαθιάζω)

μπρούλιασμα < μπρούλιασμα [1996b] || βλ. μπούρλιασμα (αρμάθιασμα)

μπρουλιασταρέ < μπρουλιασταρέ (η) [2001b] || βλ. μπουλιάστρα (αρμαθιά)

Μπρουμάρης [1931], Μπρουμάρς [1964] || Οκτώβρης, Οχτώβρης, Αγιουδιμτριγιάτς, Άη-Δημήτρης, Βροχάρης, Οκτόμβρης, Ουκτόβρης, Οχτούβρης, Πατάλτς, Παχνιστής, Σκιγιάτης, Σπαρτός, Σποριάς, Σποριάτης, Σπουριάς, Τριγομινάς

μπρούμο, μπρούμι || το λιωμένο δόλωμα που ρίχνει ο ψαράς στη θάλασσα, για να μαζευτούν τα ψάρια: μαλάγρα, μελισιά, πάσα, πασμός

μπρούμπουλας [1931] || το έντομο Bombus terrestris, βομβίνος (λόγιο)

μπρουμταριά (η) || βλ. μπαγάσας (πούστης)

μπρούμυτα [1876a], μπρούμτα < bρούμτα [1892], μπρούμτα < bρούμ’τα [1976], μπρούμτια < μπρούμ’τια [1981], μπρούμουτα [2001b], μπρουμουτέ [2001b] || αμπούμπουρα, αμπούρδου, αμπρόμπτα, απίκουπα, απίπκα, απίστομα, απίστουμα, απούκουπα, επίστομα, κούπα, μπιάκα, μπούρμπλα, μπούρμπουρα, μπούσμουρα, ομπρούμουτα, πίκπα, πίμιτα, πίπκα, πίστομα, πίστουμα, προύμουτα, ταμπούμτα

μπρουμυτίζω [1931], μπρομπώ < bρομπώ [1905], μπρουμτώ [1946], μπρουμτώ < μπρουμ’τω [1981], μπρουμουτίζω [1957], μπρουμτώ [1988], μπρουμουτιάζω < μπρουμουτιάζω [1996b], μπρουμουτώ [2001b], μπρουμτίζου, μπρουμπτίζου, μπρομιτώ || & μπουσμουρόνω, πέφτω κάτω μπρούμουτα (μπρούμυτα)

μπρούνα [1964] || κάποιο φυτό

μπρουνελάτη [1896a] || προβατίνα ή κατσίκα με μεγάλα μαστάρια

μπρουνελιά < μπρουνελιά [1934] || βλ. μπουρνελιά (δέντρο)

μπρούντζα (τα) [1995], μπρούτζα (τα) [1995] || μπρούντζινα πράγματα

μπρουντζάδικη [1910] || η τέχνη του μπρουντζά (χαλκιά)

μπρουντζάδικον [1878b], μπρουντζάδικο [1910] || το εργαστήρι του μπρουντζά, του χαλκιά

μπρουντζάς [1878b] || μπακιρτζής, καζαντζής, μπρουντζοτής, χαλκωματάς, χαλκιάς

μπρουντζένιος < μπρουντζένιος [1709], μπροντζένιος < μπροντζένιος [1709] || βλ. μπρούντζινος

μπρουντζικιέινιου || ρούχο από μετάξι

μπρουντζίνα [1934] || & βρονζίνα, αλοιφή για το γυάλισμα μπρούτζινων πραγμάτων

μπρούντζινος [1688], μπρούντσινος [1894], μπρούτζινος [1961], μπρούζινος || φτιαγμένος από μπρούντζο: μπροντζένιος, μπρόντζινος, μπροντζίτικος, μπρουντζένιος, μπρουτζίτικος, μπρούτζκος, προύντζινος, προύτζινος

μπρούντζος, μπρούντζον [1614], μπρόντζο [1622], μπρούνζο [1708], μπρούντζο [1709], μπρούντζος [1790], μπρούντσος [1894], μπρούζος [1931], μπρούτζος [1961], μπρούντζους, μπρούτζους, μπρόντζος || ορείχαλκος (λόγιο), χαλκοκασσίτερος (λόγιο), προύντζος, προύτζο

μπρουντζοτής < μπρουνζωτής [1709] || βλ. μπρουντζάς

μπρουντουρώ [1996b] || προκόβω, βουδόνου, χαϊρόνω, χαρέβω

μπρουπτιάζου [1903] || ξεμπροστιάζω

μπρούσα [ 1996b] || μπουζού (βλ. τσέπη)

μπρούσα < μπρούσσα [1891d] || βλ. μπατάκι (βούρκος)

μπρουσβέρνου [1988], μπρουβέρνου, μπροβέρνω || & προσβέρνου, βλ. μπροστιλέβω (προβάλλω)

μπρουσγκόλου < μπρουζγκώλου [1964] || βλ. μπούτσκα (χοντρή)

μπρουσέτα η [1709], μπρουσετάκι [1709] || διαβήτης (λόγιο), γλιστίρι, διαβέτς, κομπάσο, κουμπάσο, περιγέλι, περιέλι, πιργέλ, πριέλι

μπρούσια < μπρούσια [1966] || χόβολη, αθούμαλη, θερμουσπουδιά, θρακόβολη, ζαρ, ζάρα, ζιαρ, ζιάρα, ζιάρη, σταχτόβολη, σταχτοβολιό, σπρούχνη, φόγολη, χόβουλ, χόβουλη, χούσβελη, χόχουλ

μπρουσιτιλίνα [1892] || πρωτοπόρος (λόγιο)

μπρούσκα [1709] || άγρια, θυμωμένα

μπρούσκαλο [1966] || & μπλούθο ή μπόκαλο, το άγουρο φρούτο

μπρουσκάρι [1933] || άφτρα στο στόμα

μπρουσκάρω [2001a] || παίρνω στυφή γεύση (για κρασί)

μπρουσκέτα || βρεμένο ψωμί, με ντομάτα, τυρί και ρίγανη, από πάνω

μπρουσκλιά < μπρουσκλιά [1923b], μπρούσκλι [1934], [μπρούσκουλα < μπρούσκουλα (τα) [1966], μπρουσλιάνι, μπρούσλιανους || το φυτό Hedera helix: αγκίσερας, γκσος, ιλσός, κίσνερας, κισσός, μπρούσλιανη, μπρούσλου, τέτσος

μπρούσκο [1866a], μπρούσκο < bρούσκο [2001c] || για κρασί στυφό

μπρουσκομιλιά [1709] || θυμωμένα λόγια

μπρούσκος [1614] || η ίσκα (ίσκινα, νίσκα) που πιάνει το σφεντάμι

μπρούσκος [1709], μπρούσικος [1934], μπρούσκους [2001c] || αψύς, στυφός

μπρουσκούτζικα [1709] || άγρια, θυμωμένα

μπρουσκούτζικος [1709] || άγριος, θυμωμένος

μπρούσλιανη < μπρούσλιανη [1894] || βλ. μπρουσκλιά (Hedera helix)

μπρούσλου < μπρούσιλου [1892], μπρούσλου [1894] || βλ. μπρουσκλιά (Hedera helix)

μπρουσνέλα || βλ. μπρουστνέλα

μπρουσνέλα [1987b] || το μπροστινό μέρος

μπρουσνός < μbρουσνός [1962c] || βλ. μπροστινός

μπρουσταρίκι < μbρουσταρίκι [2008] || το σκεπασμένο μέρος μπροστά από το μαντρί

μπρουστέλα || βλ. μπροστάρι (σαλιάρα)

μπρουστέλα || βλ. μπρουστνέλα

μπρουστιριάζου < bρουστιργάζου [1978] || βάφω πανιά με μπρούστιρο

μπρούστιρο < bρούστιρον [1976], μπρούστρου < bρούστ.ρου [1978] || ξινό λάπατο, που κάνει για το βάψιμο των πανιών του αργαλειού

μπρουστίτιρα < μπρουστύτιρα [19864], μπρουστίτιρα < μπρουστήτιρα [1987b] || βλ. μπροστίτερα (πρωτύτερα)

μπρουστκός [2010] || πρόσθετος (λόγιο)

μπρουστνέλα || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπρουστνέλα < μπρουστ’νέλα || & μπρουστέλα ή μπρουσνέλα, η προβατίνα που πάει μπροστά από τα άλλα ζώα

μπρουστνουπίσνα < μπρουστ’νουπίσ΄να (τα) [2011] || τα ρούχα που τα έχουν φορέσει ανάποδα (το πίσω, μπροστά) | τα μισόλογα

μπρουστουκούρ [2001a] || βλ. μπροστελίνα (ζώνη του σαμαριού)

μπρουστουλάδος [1918] || καβουρντισμένος

μπρουστουλάρω [1918], μπροστολάρω || καβουρντίζω

μπρούστουλας [1933] || πίτα με μαλακό τυρί

μπρουστουλατώ [1981] || μπαίνω μπροστάρης, πρωτοπορώ (λόγιο)

μπρουστούλι [1918], μπροστολί [1963] || & μπριστουλί, καβουρντιστήρι του καφέ

μπρουστουλίνα < μbρουστουλίνα [2008] || ρούχο με κέντημα που φόραγαν οι γυναίκες για στολίδι, μπροστά στο στήθος

μπρουστουπουδιά < μπρουστουπουδιά [1964], μπροστοποδιά < μπροστοποδιά [1982] || βλ. μποδέα (ποδιά)

μπρουστούρα [1910] || οισοφάγος (λόγιο), γουλέμι, καταπιόν, καταπιόνα, καταπιόνας, καταπίνα, καταπινάρι, καταπινάς, καταπινίτης, καταπιόνα, καταπιόνας, καταπίτης, καταπνάρ, καταπότης, καταψιόνας, καταψόνας, μουλί,  ντερεκάδα, ντεροκάδα, ντεροκλάδα, ντιρικάδα, πόρδοσης, ριγκάτα, στομαχός, τσάρουγκας, τσάρουκας, τσάρουχας, χορτούδα, χουρτούδα

μπρουστούρα < bρουστούρα [1976], μπρουστούρα [2010] || βλ. μπζούκα (κοιλιά)

μπρουστουσφίν < μbρουστουσφήνι’ [2008] || σφήνα από ξύλο για να στεριώνει το υνί στο σταβάρι

μπρούτερα [1987a] || βλ. μπροστίτερα (πρωτύτερα)

μπρουτζιάλτζμα, μπρουζιάλτζμα || καψάλισμα φέτας μπαγιάτικου ψωμιού στη φωτιά

μπρουτζίτικος [1709], μπροντζίτικος [1709] || βλ. μπρούντζινος

μπρούτζκος || βλ. μπρούντζινος

μπρουτζώνω [1709] || δουλεύω τον μπρούτζο

μπρούτο [1957] || μικτό βάρος (λόγιο)

μπρούτος [1963] || αγριάνθρωπος, κακότροπος

μπρούτσα [1964] || κάπα με χοντρά φλόκια

μπρουτσουλάνα [1996b], μπροτσολάνα [2001a] || βλ. μπορτσελάνα (πορσελάνη)

μπρουφανιά [1884b] || γλύστρα και πέσιμο με κρότο

μπρουφανιές < μπρουφανιές (οι) [1964] || οι μεγάλες φλόγες της φωτιάς

μπρούχαβος [1884b] | μπρούχαβους < bρούχαβους [1892] || πλαδαρός (λόγιο) | πρησμένος | ασθματικός (λόγιο)

μπρουχαλίζω [2001b] || ροχαλίζω, αναρουχάζου, αρχαλίζου, βρουχαλίζω, λογχαρίζω, λοκαρίζω, λοχαρίζω, ροθονίζω, ρουχάζου, ρουχάζω, ρουχαλίζου, ρουχαλίζω, ρουχαλνώ, ρουχαλώ, ρουχνάου, ρουχνάω, ρουχουνίζω, ροχάζω, ρχάζου, χαρλίζου

μπρουχός || & μπουχός, αυτός που χάθηκες

μπρουχουζούρ < bρουχουζούρ’ [1978] || αναμπουμπούλα, αλιμπουμπλίκ, αναμουμπούλα, αναμπαμπούλα, αναμπαμπουλιά, αναμπαμπουλίκι, αναμπαμπουλούκι, αναμπουμπουλίκι, αναμπουμπουλούκι, αναμπουμπούρα, αναπαμπούλα, αναπαμπουλίκι, αναπαπούλα, αναπάπουλα, αναπαπουλία, αναπαπουλίγια, αναπαπουλίκιν, αναποπουλίκι, αναπουμπούλα, αναπουπουλούκιν, ανεμομπούλα, ανεμπαμπούλα, ανεμπαμπουλίκι, ανεμπαμπουλούκι, ανεμπεμπουλίκι, ανεμπουμπούλα, ανιμπαμπούλα, ανιμπουμπλίκ, ανιμπουμπούλα,

μπροχ [2010] || βολεύει

μπροχέρου [1963] || πρόχειρα

μπροχού [1874b] || βλ. μπροτού (προτού)

μπρόχουτου [1874] || χιονόμπαλα, ανάπα, τσιόμκα, χιονίδα

μπροψές [2001c] || προψές, επροψές, ιμπρουψέ, ιμπρουψές, ιπρουψές, προχτές το βράδυ

μπρω [1884b], μπριω [1884b] || βλ. μπουρώ (κουτουλάω με τα κέρατα)