Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Λέξεις που αρχίζουν από ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Λέξεις που αρχίζουν από ω

 

 

Από τις ρωμαίικες διαλέκτους στην κοινή νεοελληνική

 

συνώνυμα

 

λέξεις που αρχίζουν από ω

 

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

πρώτη δημοσίευση: 11.12.2021

 


 

Η εργασία είναι διπλής κατεύθυνσης. Από τις διαλέκτους της ρωμαίικης γλώσσας (που κατά τη γνώμη μου λαθεμένα καταγράφονται σαν «ιδιώματα της νέας ελληνικής»), στα συνώνυμα της σύγχρονης εθνικής γλώσσας ή «κοινής νεοελληνικής» (ΚΝΕ). Αλλά και αντίστροφα, από τις λέξεις της ΚΝΕ στα διαλεκτικά συνώνυμα.

Η μελέτη αποσκοπεί στην καταγραφή του διαλεκτικού πλούτου της ρωμαίικης γλώσσας και στη συγκέντρωση υλικού για την ουσιαστική μελέτη της γλώσσας, πέρα από τα εθνικά στερεότυπα.

Στα λήμματα συνυπάρχουν λέξεις των ρωμαίικων διαλέκτων μαζί με λέξεις της «κοινής νεοελληνικής».

Στην «ορθογραφία» των διαλεκτικών λέξεων ακολουθώ κυρίως την πρόταση των λεξικογράφων. Ωστόσο τα διπλά σύμφωνα τα χρησιμοποιώ συνήθως όταν αυτά σημαίνουν και διαφορετική προφορά (όπως σε Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κάτω Ιταλία, Ικαρία, Χίο).

Με σκούρο κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι λέξεις-έννοιες, τα βασικά λήμματα, που συγκεντρώνουν δίπλα τους τα συνώνυμα. Έτσι δίπλα στο «αβγό», βρίσκουμε τα διαλεκτικά: αβγιό, αβγκό, αβγκόν, αβγκουό, αβγόν, αβγού, αβιγό, αβκό, αβκόν, αβό, αβουγό, αγκβό, αγκό, αγκουό, αγκουού, αγουό, αυγό, αυγόν, αφκό, αφκόν, βγο, βο, εβγό, οβγό, οβγόν, οβό, οβόν, ουό.

Με μπλε χρώμα σημειώνονται λέξεις-έννοιες της δημοτικής που τις βρίσκουμε και σαν βασικά λήμματα με κόκκινο χρώμα. Εδώ όμως δίπλα τους δεν έχουμε συνώνυμα, αλλά στοιχεία από την ιστορική-γεωγραφική εξάπλωση, δηλαδή από τη γλωσσογεωγραφία της λέξης.

Μέσα σε αγκύλη, δίπλα σε λέξεις της δημοτικής, βρίσκεται το όνομα ενός λεξικού και η χρονιά που εκδόθηκε. Αυτό διευκρινίζει το έτος πρώτης καταγραφής της λέξης (ή μια από τις χρονικά πρώτες καταγραφές) σε λεξικό της κοινής (για την εποχή εκείνη) γλώσσας. Για παράδειγμα το «αβανία [Germano 1622]» εξηγεί πως τη λέξη «αβανία» την πρωτοσυναντάμε στο «Vocabolario Italiano et Greco» του Girolamo Germano, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1622. Εκτός από τα γενικά λεξικά, σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και κάποια ειδικά λεξικά [λ.χ. Γεννάδιος 1914, Κουκκίδης 1960].

Δίπλα σε κάποιες λέξεις, υπάρχει η συχν(ότητα) εμφ(άνισης) και ένας αριθμός, από το 2 ως το 7. Πρόκειται για τις λέξεις με τη συχνότερη παρουσία στη σύγχρονη γλώσσα. Σε αυτή την κλίμακα, κάθε αριθμός είναι δεκαπλάσιος περίπου από τον προηγούμενο. Λόγου χάρη η λέξη «αβγό» (με συχν. εμφ. 3), εμφανίζεται στις μέρες μας, σχεδόν δέκα φορές πιο συχνά από τη λέξη «άβγαλτος» (με συχν. εμφ. 2) και η λέξη «άβολα» (με συχν. εμφ. 4), δέκα φορές συχνότερα από την πρώτη λέξη και εκατό φορές συχνότερα από τη δεύτερη.

Όπου υπάρχει η ένδειξη δημοτική, σημαίνει πως η λέξη που προηγείται χαρακτηρίζεται στα λεξικά του περασμένου αιώνα, σαν λέξη της δημοτικής γλώσσας. Όπου υπάρχει η ένδειξη λόγιο σημαίνει πως η λέξη είναι λόγιο δάνειο, δεν έχει διασωθεί δηλαδή αγράμματα στο στόμα του λαού. Οι λόγιες λέξεις μπήκαν στη λαϊκή γλώσσα από το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν στα παλιά λεξικά σαν λέξεις της καθαρεύουσας.

Μετά τις διαλεκτικές λέξεις, ακολουθούν γεωγραφικές περιοχές ή οικισμοί. Πρόκειται για ονόματα τόπων που συναντιέται η διαλεκτική λέξη (της διπλανής εγγραφής). Έτσι για τη λέξη «αβασκαμός» βλέπουμε πως είναι (ή ήταν) σε χρήση σε: Αιτωλοακαρνανία, Αργολίδα, Αχαΐα, Βοιωτία, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Μαγνησία, Μάνη, Παξοί, Σκόπελος, Φθιώτιδα. Αν δίπλα στον τόπο σημειώνεται αστερίσκος (*), όπως π.χ. Αδριανούπολη* ή Τραπεζούντα*, αυτό δηλώνει πως οι χριστιανοί Ρωμιοί του οικισμού εγκατέλειψαν τον τόπο τους μέχρι το 1923-1924.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει μια μικρή ερμηνεία της λέξης ή η λατινική επιστημονική ονομασία της (για τη χλωρίδα και την πανίδα). Επίσης για ορισμένες βασικές λέξεις-έννοιες υπάρχουν εδώ αναφορές σε κάποιες συγκριτικές λίστες λεξικοστατιστικής ή γλωσσογεωγραφίας [Swadesh List, Buck List, Atlas Linguarum Europae].

Στο τέλος του λήμματος καταγράφονται τα συνώνυμα της κοινής που αντιστοιχούν στις διαλεκτικές λέξεις.

Η βιβλιογραφία υπάρχει στον ιστότοπο σε χωριστή ανάρτηση https://www.lithoksou.net/2020/11/lexiko-synonymon-eisagogi.html

 

 

ωγού || Χίος || ώχου

ώγου || Λέσβος, Χίος || ώχου

ωγρός || Κύπρος || ωχρός

ωζ || Σίλλη* || ως

ώθρα || Ρόδος || ώχρα

ωϊδίζω || Λευκάδα || ομορφαίνω

ώλελε || Σαράντα Εκκλησιές*, Σκοπός* || ώχου

ωλένη || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || φλάρα || ωλένη

ωλορόι || Χαλδία* || ρολόι

ώμα || Κάρπαθος, Χάλκη || δώμα

ώμα || Κάρπσθος, Χάλκη || ταράτσα

ώμαν || Κύπρος || δώμα

ώμαν || Κύπρος || ταράτσα

ωματίντζω || Κάρπαθος || ταρατσώνω

ωμεύκω || Κύπρος || μαλθακώνω

ωμί || Κοτύωρα* || ώμος

ωμίν || Πόντος* || ώμος

ωμίτζ || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ώμος

ωμίτζιν || Κερασούντα*, Τρίπολη* || ώμος

ωμίτης || δημοτική || νουμάρ, νουμίτς, νωμίτα, νωμίτης, νωμίτς || ωμίτης

ωμνιά || Κύπρος || ωμοπλάτη

ωμνιά || Κύπρος || ώμος

ωμό || Απουλία, Τσακωνιά || ωμός

ώμο || Τσακωνιά, Βάτικα* || ώμος

ωμοπλάτ || Σάντα* || ωμοπλάτη

ωμοπλάτα || Κερασούντα*, Χαλδία* || ωμοπλάτη

ωμοπλάτε || Χαλδία* || ωμοπλάτη

ωμοπλάτη || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || δίπλατα (τα), ίσα, ίσκια, κουτάα, κουτααρίθρα, κουτάλα, κτάλα, μαπλάτι, μαπλάτιν, μοπλάτ, μοπλάτιν, μουττοκούταλον, ναπλάτι, ναπλάτιν, νοπλάτιν, νωμιά, πλατσίδα, πνατσίδα, πνιακίδα, σπάλα, ωμνιά, ωμοπλάτ, ωμοπλάτα, ωμοπλάτε, ωμοπλάτιν, ωμοπλατίτζ, ωμοπλατίτζιν, ωνοπλάτιν || ωμοπλάτη

ωμοπλάτιν || Κερασούντα*, Τρίπολη || ωμοπλάτη

ωμοπλατίτζ || Τραπεζούντα* || ωμοπλάτη

ωμοπλατίτζιν || Τρίπολη || ωμοπλάτη

ωμορφονηός [Ηπίτης 1910] || δημοτική || ομορφονιός

ώμορφος [Ηπίτης 1910] || δημοτική || όμορφος

ωμός || Άνδρος, Κύθηρα, Παξοί || βραδυκίνητος

ωμός || Πάρος || διάβολος

ωμός || & Αμοργός, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κέρκυρα, Κορινθία, Κοτύωρα*, Κύθηρα, Λακωνία, Μάνη, Νίσυρος || ωμός

ώμος || Πάρος || καβάλι

ώμος || & Αρκαδία, Ιθάκη, Κρήτη, Κρήτη, Μεσσηνία, Μήλος, Παξοί, Σύρος, Χίος || ώμος

ώμος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || Atlas Linguarum Europae 163 | Buck List 4.3 | νίμους, νούμος, νωμιά, νώμο, νώμος, νώμους, ωμί, ωμίν, ωμνιά, ώμο, ωμούζιν, ώμους || ώμος

ωμός [Somavera 1709] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγνός, αμό, ωμό, ωμού || ωμός

ωμού || Χαβουτσί* || ωμός

ωμούζιν || Σίλλη* || ώμος

ωμόυπνος || Κοτύωρα* || αγουροξυπνημένος

ώμους || Ευρυτανία, Καρδίτσα, Λάρισα, Λουλεβουργάς*, Φωκίδα || ώμος

ώνι || Φάρασα* || αλώνι

ωνιάντζω || Κάρπαθος || γωνιάζω

ωνοπλάτιν || Κερασούντα*, Νικόπολη* || ωμοπλάτη

ωντανά || Βουρλά* || ζώα

ώνω || Φάρασα* || αλωνίζω

ώνω || Κως || δίνω

ωοθήκη || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αβγομάνα || ωοθήκη

ωοτοκία || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || όβασμαν, όβγασμαν || ωοτοκία

ωοτοκώ || λόγιο || οβάζω, οβγάζω || ωοτοκώ

ώπα [Deheque 1825] || συχν. εμφ. 4 || όπα

ώρα || Βελβεντός, Ιωάννινα, Λακωνία, Μαγνησία, Πιερία || ρολόι

ώρα || & Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Ανάφη, Άνδρος, Απουλία, Αργολίδα, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Βάτικα*, Βουρλά*, Ευρυτανία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ίμβρος, Ιωάννινα, Καλαβρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάρυστος, Κάσος, Καστελλόριζο, Καστοριά, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κίμωλος, Κοζάνη, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λέρος, Λευκάδα, Λιβίσι*, Μαγνησία, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Πάρος, Πιερία, Πόντος*, Ρόδος, Σάμος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σίφνος, Σκύρος, Σύμη, Σύρος, Τσακωνιά*, Χαβουτσί*, Χάλκη, Χίος || ώρα

ώρα || Φωκίδα || ωρέ

ώρα [Corona Preciosa 1527] || δημοτική || συχν. εμφ. 6 || Atlas Linguarum Europae 517 | Buck List 14.51 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | γιώρα, κροτάλι, σαχάτι, ώρη, ώρος || ώρα

ωραία || λόγιο || συχν. εμφ. 6 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | ωραιικά, ώρηα, ώρια, ωριά, ώρρια || ωραία

ωραιάδα || Κύπρος || ωραιότητα

ωραιικά || λόγιο || Κύπρος || ωραία

ωραιοπαθής || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ωριόπαθος | θηλυκό: ωραιοπαθούσα || ωραιοπαθής

ωραιοπαθούσα || δημοτική || ωραιοπαθούσα

ωραιοποιώ || λόγιο || ντζολλιάζω || ωραιοποιώ

ωραίος || λόγιο || συχν. εμφ. 5 || Buck List 16.81 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | άριος, ριος, ώργιο, ώργιος, ώργκιος, ώρζιος, ώρηος, ωριόθωρος, ωριόμορφος, ώριος, ωριός, ώριους, ώρκος, ώριους, ώρος, ωρός, ώρριο || ωραίος

ωραιότη || Κάρπαθος || ωραιότητα

ωραιότητα || λόγιο || ωραιάδα, ωραιότη, ωριάτα, ωριοσύνη || ωραιότητα

ωρατζιής || Καστοριά || ρολογάς

ωρατζώρας || Σάμος || οσονούπω

ώργιο || λόγιο || Καλαβρία || ωραίος

ώργιος || Τρίπολη* || ωραίος

ώργκιος || Κως || ωραίος

ωρέ || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || βωρέ, ουρέ, ώρα, ώρε || ωρέ

ώρε || Αιτωλοακαρνανία, Ρόδος || ωρέ

ωρέντα || Απουλία || ωρίτσα

ώρζιος || Κως || ωραίος

ωρή || Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος Νάξος || μωρή

ώρη || Απουλία || ώρα

ώρηος [Ηπίτης 1910] || δημοτική || όμορφος

ώρηος [Ηπίτης 1910] || ωραίος

ώρια || Ρόδος || όμορφη

ωριά [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || ωραία

ώρια [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || Απουλία || ωραία

ωριάρης || Αρκαδία || κυκλοθυμικός

ωριάτα || λόγιο || Απουλία || ωραιότητα

ωριάτζω || Απουλία || εξωραΐζω

ωριμάζω [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 2 || Atlas Linguarum Europae 39 | Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγιναμώνω, αγκιναμώνω, ακινιάζω, ακνιάζζω, ακνιάζω, γεναμώνω, γουρμάζω, γουρμαίνω, ζάζου, ζάσου, κινάζω, κινιάζω, κιννάζζω, κνάζω, κνιάζζω, κνιάτζω, ριάζου, ωριμώννω, ωρμάζω || ωριμάζω

ωριμασιά [Somavera 1709] || ωρίμασμα

ωρίμασμα [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || βάδα, μπασάδα, νάμα, ούρμασμα, πασάδα, φτάσιμο, ωριμασιά || ωρίμασμα

ώριμο [Βλαστός 1931] || ούριμο || ώριμο

ώριμος [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || αγιναμός, άκινιος, ακκνασμένος, ακνάτος, άκνεος, άκνιος, ακράτος, άτσιννος, γενάμενος, γεναμός, γενάτος, γενωμένος, γετχούνι, γιανναμένος, γιναμός, γινουμένους, γινωμένος, γούρμος, γούρμους, εφτασμένος, ζούκους, ζούπος, ινωμένος, καμωμένος, κανωμένος, καωμένος, κινιασμένος, κναστός, μεστέ, μέστιος, μεστός, μεστωμένος, μουστουμένους, νατέ, ολμούσικος, ουλγούνι, ούριμο, ούριμος, ούρμο, ούρμος, ούρμους, ούρουμο, ρατέ, φτασμένος, φτασμένους, ψουμουμένους, ψωμωμένος, ώριμος, ώριμους, ώρμος, ώρμους, ώρουμος || ώριμος

ωριμότητα || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ωρμάδα || ωριμότητα

ώριμους || Καστοριά || ώριμος

ωριμοφάγης [Βλαστός 1931] || αντίθετο > αγουροφάγης: ακινιοφάς, ακνιοφάς, ακννιοφάας, γουρμουφάης, γουρμοφαγάς, γουρμοφάγος, γουρμοφάης, καμοφάς, μεστοφάος, ουρμουφάης, οψιμοφάος, ωριμοφάγος, ωρμοφάγος, ωρμοφάς || ωριμοφάγης

ωριμοφάγος || Αρκαδία, Ηλεία || ωριμοφάγης

ωριμώννω || Κύπρος || ωριμάζω

ωριόγλυκα || Κάρπαθος || γλυκύτατα

ωριόθωρος || Κρήτη || ωραίος

ωριόμορφος || Κάρπαθος || πανέμορφος

ωριόμορφος || Κάρπαθος || ωραίος

ωριόπαθος [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || ωραιοπαθής

ωριοπλουμισμένος || Κύθηρα || ομορφοστολισμένος

ωριόπλουμος [Ηπίτης 1910] || δημοτική || Κάρπαθος, Πελοπόννησος || ομορφοστολισμένος

ώριος || Κάσος || όμορφος

ωριός [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || Κως || ωραίος

ώριος [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || Κάρπαθος, Μύκονος, Ρόδος || ωραίος

ωριοστολίζω || Παξοί || ομορφοστολίζω

ωριοστόλιστος || Παξοί || ομορφοστολισμένος

ωριοσύνη [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || ωραιότητα

ώριους || Αιτωλοακαρνανία || ωραίος

ωρίς || Σαράντα Εκκλησιές* || νωρίς

ωρίτσα || δημοτική || συχν. εμφ. 3 || ουρέντα, ωρέντα || ωρίτσα

Ωρίων || λόγιο || Αλετροπόδα, Αλετροπόδι, Αλετροπόιδι, Αλικτρουπόδια (τα), Αλιτρουπόδ, Αλιτρουπόδα, Αλιτρουπόδια (τα), Απογαλέρκα, Ζγάλετρα, Ζγάλιτρα (τα), Λετροπόδι, Λικτρουπόδια (τα), Λιτρουπόδα, Λιτρουπόδια (τα), Μισαλέτρι, Πήχες (οι), Πήχη, Πήχις (οι), Ποαλέρκα (τα), Ποαλέτριν, Ποβάριν, Πογαλέρκα (τα), Ποδάριν, Σημάδια (τα) || Ωρίων

ωρκά || Κύπρος || όμορφη

ώρκα || Κύπρος || όμορφη

ώρκος || Κύπρος || ωραίος

ωρμάδα || Παξοί || ωριμότητα

ωρμάζω || Παξοί || ωριμάζω

ώρμος || Αστυπάλαια, Δέλβινο, Κέρκυρα, Παξοί || ώριμος

ώρμους || Ιωάννινα, Σκόπελος || ώριμος

ωρμοφάγος || Λακωνία || ωριμοφάγης

ωρμοφάς || Κρήτη || ωριμοφάγης

ωρολογάκι [Somavera 1709] || ρολογάκι

ωρολογάς || Οινόη*, Χαλδία* || ρολογάς

ωρολόγι [Germano 1622] || Λακωνία || ρολόι

ωρολόγι [Γεννάδιος 1914] || ρολογιά

ωρολογιά || Κύθηρα || ρολογιά

ωρολόγιν || Οινόη*, Τραπεζούντα* || ρολόι

ωρολόι || Ζάκυνθος, Κάλυμνος || ρολόι

ωρός || Τραπεζούντα* || ωραίος

ώρος || Πάρος || ώρα

ώρος || Τραπεζούντα*, Τρίπολη*, Χαλδία* || ωραίος

ώρουμος || Κέρκυρα || ώριμος

ώρρια || Απουλία || ωραία

ώρριο || Απουλία || ωραίος

ως || Κάρπαθος, Κως, Ρόδος || μόλις

ως || & Αδριανούπολη*, Αίνος*, Αιτωλοακαρνανία, Αμοργός, Ανάφη, Άνδρος, Απουλία, Αρκαδία, Αυλωνάρι, Αχαΐα, Γρεβενά, Ευρυτανία, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θεσπρωτία, Θήρα, Ιθάκη, Ικαρία, Ιωάννινα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Καστοριά, Κάρυστος, Κάσος, Καστελλόριζο, Κέα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Κοζάνη, Κονίστρες, Κορινθία, Κρήτη, Κύθηρα, Κύθνος, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λακωνία, Λάρισα, Λέρος, Λευκάδα, Λιβίσι*, Μάνη, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Νίσυρος, Παξοί, Πόντος*, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σέρρες, Σίφνος, Σκύρος, Σύμη, Σύρος, Τσακωνιά, Χαλδία*, Χίος || ως

ως [Germano 1622] || δημοτική || συχν. εμφ. 6 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | βους, γους, ους, ωζ, ώστι || ως

ώσαμε [Ανδριώτης 1983] || δημοτική || μέχρι

ωσγιαντίς || Κάρπαθος || αντιθέτως

ωσγιαντίς || Κάρπαθος || ωστόσο

ωσκαθώς || Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κως, Ρόδος || καθώς

ώσκατω || Κάλυμνος || κατάχαμα

ωσότου || λόγιο || συχν. εμφ. 3 || ώστε, ώστι || ωσότου

ώσου || Καρδίτσα, Τρίκαλα, Σάμος || ώσπου

ώσπα || Ρόδος || ώσπου

ώσπι || Όφις* || ώσπου

ώσποτα || Αμισός, Οινόη*, Σούρμενα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ώσπου

ώσπου || & Αμοργός, Απουλία, Ηλεία, Θεσπρωτία, Ικαρία, Κάλυμνος, Καστοριά, Κέα, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Μήλος, Νάξος, Παξοί, Ρόδος, Σαμψούντα*, Σύμη, Σύρος, Τραπεζούντα*, Χαλδία*, Χάλκη, Χίος || ώσπου

ώσπου [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || συχν. εμφ. 4 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αστανά, γούσποτα, γούσποτε, γούσπουτα, εσσώπου, ούσπουτα, ούσπουτε, σσώπου, ώσου, ώσπα, ώσπι, ώσποτα, ωσπούτα, ώσπουτα, ώσπουτι, ωστά, ώστα, ώσταν, ώστε, ώστες, ώστι, ώστινα, ώστον, ώστου || ώσπου

ωσπούτα || Χαλδία* || ώσπου

ώσπουτα || Οινόη*, Σαμψούντα*, Σούρμενα*, Τραπεζούντα* ||

ωστά || Κάρπαθος, Χαλδία* || ώσπου

ωστά || Χαλδία* || ώστε

ώστα || Κερασουντα, Κύθηρα, Ρόδος || ώσπου

ώστα || Κερασούντα* || ώστε

ώσταν || Χαλδία* || ώσπου

ώσταν || Χαλδία* || ώστε

ώστε || Απουλία || ωσότου

ώστε || Κερασούντα*, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Τραπεζούντα*, Χάλκη || ώσπου

ώστε || λόγιο || συχν. εμφ. 5 || Βασικό Λεξιλόγιο ΚΝΕ 1962 | αγιόστου, αντίχ, αντίχιμ, ώστα, ωστά, ώσταν, ώστι, ώστου || ώστε

ώστες || Κως || ώσπου

ώστι || Σύμη || ως

ώστι || Απουλία, Κύπρος || ωσότου

ώστι || Απουλία, Χάλκη || ώσπου

ώστι || Ρόδος || ώστε

ώστινα || Κρήτη || ώσπου

ώστον || Κως || ώσπου

ωστόσο [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || συχν. εμφ. 5 || άκιμπετ, ακιμπέτι, ακκιπέττι, ακμπέτ, ακουμπέτι, ακουρμπέτι, ωσγιαντίς, ωστόσον || ωστόσο

ωστόσον || Κύπρος || ωστόσο

ώστου || Ινέπολη*, Κέρκυρα || ώσπου

ώστου || Ινέπολη* || ώστε

ωσφανεί || Κέρκυρα || προφανώς

ωτακουστής || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || αφκριστής, φτίκαρς || ωτακουστής

ωφ [Ανδριώτης 1983] || δημοτική || ωχ

ωφελήσιμος || Κύπρος || ωφέλιμος

ωφέλιμο || Τσακωνιά || ωφέλιμος

ωφέλιμος || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || συφερτικός, ωφελήσιμος, ωφέλιμο, ωφελιτικός || ωφέλιμος

ωφελιούμαι [Βλαστός 1931] || ωφελούμαι

ωφελιτικός || Φούρνοι || ωφέλιμος

ώφελος [Germano 1622] || δημοτική || όφελος

ωφελούμαι || λόγιο || αφελούμαι, βζακώνουμι, καζαντίζω, ξεχαρτζίζω, ωφελιούμαι || ωφελούμαι

ωφελώ || λόγιο || αφελάου, αφελώ, γιαραεύω, γιαραντίζου, γιαραντίζω, γιαράρω, γιαρατίζω, διαφεντεύω, διαφορεύω, κομφίρω, συμπίζω, συμπώ, φελάω, φελού, φελώ, φεού, φιλάου, φιλού, φιλώ, ωφεού || ωφελώ

ωφεού || Τσακωνιά || ωφελώ

ωφλέα || κατώφλι

ώφου [Legrand 1882] || Κρήτη || ώχου

ωχ || & Αμοργός, Ευρυτανία, Ηλεία, Κοζάνη, Κως, Μαγνησία, Μεσσηνία, Νάξος, Μεσσηνία, Σαράντα Εκκλησιές* || ωχ

ωχ [Σκαρλάτος 1835] || δημοτική || ωφ || ωχ

ωχογού || Κύθηρα || ώχου

ωχονούς || Χίος || αμέσως

ώχοντα [Λεξικό Πρωίας 1934] || δημοτική || ώχου

ώχου || & Ζάκυνθος, Κάρπαθος, Κεφαλονιά, Λέσβος, Νάξος, Τήνος, Τσακωνιά, Χάλκη, Χίος || ώχου

ώχου [Deheque 1825] || δημοτική || ώγου, ωγού, ώλελε, ώφου, ωχογού, ώχοντα, ώχουτα, ώχχου, ώχχουντα || ώχου

ώχουτα || Θήρα, Χίος || ώχου

ώχρα || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ώθρα || ώχρα

ωχρός || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || άγουψους, άναγους, άναψους, ανερόδιαστος, άνοψος, άνοψους, αόψαστους, αόψιαστος, αόψιαστους, άοψος, άουψους, απογαλανισμένος, ξασπρούλιαβους, ξιασπρούλιαβους, σουρφανιασμένος, τσέρος, ωγρός || ωχρός

ώχρος || Κρήτη || αγριάφκος

ωχρότητα || λόγιο || συχν. εμφ. 2 || ανοψά || ωχρότητα

ώχχου || Κάρπαθος, Κως, Νίσυρος, Ρόδος || ώχου

ώχχουτα || Κάρπαθος, Κως || ώχου

 

προς λέξεις που αρχίζουν από ω

 

αβγομάνα [Βλαστός 1931] || ωοθήκη

αγιναμός || Κύθηρα || ώριμος

αγιναμώνω || Κύθηρα || ωριμάζω

αγιόστου || Λέσβος || ώστε

αγκιναμώνω || Κύθηρα || ωριμάζω

αγνός || Τρίκαλα || ωμός

άγουψους || Ιωάννινα || ωχρός

άκιμπετ || Καλλίπολη* || ωστόσο

ακιμπέτι || Αρκαδία || ωστόσο

ακινιάζω || Θήρα, Κάλυμνος, Κως || ωριμάζω

άκινιος || Αστυπάλαια, Θήρα, Κάλυμνος, Λέρος, Σύμη || ώριμος

ακινιοφάς || Κάλυμνος || ωριμοφάγης

ακκιπέττι || Κύπρος || ωστόσο

ακκνασμένος || Χάλκη || ώριμος

ακμπέτ || Αιτωλοακαρνανία || ωστόσο

ακνάτος [Βλαστός 1931] || Κάρπαθος || ώριμος

άκνεος || Αμοργός, Θήρα, Κάλυμνος, Σύμη || ώριμος

ακνιάζζω || Κως, Νίσυρος || ωριμάζω

ακνιάζω || Θήρα, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Πάρος || ωριμάζω

άκνιος [Βλαστός 1931] || Αμοργός, Θήρα, Κάλυμνος, Κως, Νίσυρος, Πάρος, Πάτμος, Σύμη || ώριμος

ακνιοφάς || Αμοργός, Κάλυμνος || ωριμοφάγης

ακννιοφάας || Κως || ωριμοφάγης

ακουμπέτι || Αρκαδία, Αχαΐα, Ηλεία, Κορινθία || ωστόσο

ακουρμπέτι || Αρκαδία || ωστόσο

ακράτος || Κάρπαθος || ώριμος

Αλετροπόδ || δημοτική || Σαράντα Εκκλησιές*, Σωζόπολη*, Τσακωνιά || Ωρίων

Αλετροπόδα [Βλαστός 1931] || δημοτική || Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Λακωνία, Λευκάδα, Μάνη, Μεσσηνία, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || Ωρίων

Αλετροπόδι [Βλαστός 1931] || Σωζόπολη* || Ωρίων

Αλετροπόιδι || Τσακωνιά || Ωρίων

Αλικτρουπόδια (τα) || Θάσος || Ωρίων

Αλιτρουπόδ || Ιωάννινα || Ωρίων

Αλιτρουπόδα || Ευρυτανία, Ιωάννινα, Φωκίδα || Ωρίων

Αλιτρουπόδια (τα) || Θάσος || Ωρίων

αμό || Απουλία || ωμός

άναγους || Λήμνος || ωχρός

άναψους || Βελβεντός || ωχρός

ανερόδιαστος || Πάρος || ωχρός

άνουψους || Γρεβενά, Ιωάννινα || ωχρός

ανοψά || Νάξος || ωχρότητα

άνοψος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Νάξος || ωχρός

άνοψους || Στενήμαχος* || ωχρός

αντίχ || Λέσβος || ώστε

αντίχιμ || Λέσβος || ώστε

άουψους || Ιωάννινα || ωχρός

αόψαστους || Ιωάννινα, Σάμος, Σκόπελος || ωχρός

αόψιαστος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || ωχρός

αόψιαστους || Ιωάννινα || ωχρός

άοψος [Λεξικό Δημητράκου 1933] || δημοτική || Χίος || ωχρός

απογαλανισμένος || Κρήτη || ωχρός

Απογαλέρκα || Κύπρος || Ωρίων

άριος || Κάρπαθος || ωραίος

αστανά || Κάρπαθος || ώσπου

άτσιννος || Κως || ώριμος

αφελάου || Άρτα || ωφελώ

αφελούμαι || Κύπρος || ωφελούμαι

αφελώ || Απουλία, Κύπρος || ωφελώ

αφκριστής || Ίμβρος || ωτακουστής

βάδα || Μαγνησία || ωρίμασμα

βζακώνουμι || Σάμος || ωφελούμαι

βους || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ως

γενάμενος || Πόντος* || ώριμος

γεναμός || Λακωνία, Μάνη || ώριμος

γεναμώνω || Τραπεζούντα* || ωριμάζω

γενάτος || Άνδρος, Μύκονος || ώριμος

γενωμένος || Σωζόπολη* || ώριμος

γετχούνι || Φάρασα* || ώριμος

γιανναμένος || Ζάκυνθος || ώριμος

γιαραεύω || Σάντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ωφελώ

γιαραντίζου || Αϊβαλί*, Ίμβρος, Λέσβος, Σάμος || ωφελώ

γιαραντίζω [Κουκκίδης 1960] || Αραβανί*, Αρκαδία, Μάδυτος8, Τσακίλι || ωφελώ

γιαράρω || Κύπρος || ωφελώ

γιαρατίζω || Κάρπαθος, Κάσος, Καστελλόριζο, Ρόδος || ωφελώ

γιαραύω [Κουκκίδης 1960] || ωφελώ

γιναμός || Μεσσηνία || ώριμος

γινουμένους || Λιβίσι*, Χαλκιδική || ώριμος

γινωμένος [Βλαστός 1931] || Κάρυστος || ώριμος

γιώρα || Αρκαδία || ώρα

γουρμάζω || Λευκάδα || ωριμάζω

γουρμαίνω || Λευκάδα || ωριμάζω

γούρμος || Αρκαδία, Αχαΐα, Ζάκυνθος, Ηλεία, Λευκάδα, Μεσσηνία || ώριμος

γούρμους || Καρδίτσα, Μαΐστρος*, Φθιώτιδα || ώριμος

γουρμουφάης || Αιτωλοακαρνανία || ωριμοφάγης

γουρμοφαγάς || Αχαΐα || ωριμοφάγης

γουρμοφάγος || Αχαΐα || ωριμοφάγης

γουρμοφάης || Ήπειρος || ωριμοφάγης

γους || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ως

γούσποτα || Χαλδία* || ώσπου

γούσποτε || Χαλδία* || ώσπου

γούσπουτα || Χαλδία* || ώσπου

διαφεντεύω || Λακωνία || ωφελώ

διαφορεύω || Σινασός* || ωφελώ

δίπλατα (τα) || Ηλεία || ωμοπλάτη

εσσώπου || Απουλία || ώσπου

εφτασμένος || Πόντος* || ώριμος

ζάζου || Τσακωνιά || ωριμάζω

ζάσου || Τσακωνιά || ωριμάζω

Ζγάλετρα || Λευκάδα || Ωρίων

Ζγάλιτρα (τα) || Ιωάννινα, Καρδίτσα || Ωρίων

ζούκους || Γρεβενά || ώριμος

ζούπος || Ρόδος || ώριμος

ινωμένος || Νάξος || ώριμος

ίσα || Τσακωνιά || ωμοπλάτη

ίσκια || Τσακωνιά || ωμοπλάτη

καζαντίζω || Νάξος || ωφελούμαι

καμοφάς || Κρήτη || ωριμοφάγης

καμωμένος || Μύκονος || ώριμος

κανωμένος [Βλαστός 1931] || ώριμος

καωμένος || Κρήτη, Νίσυρος || ώριμος

κινάζω || Χάλκη || ωριμάζω

κινιάζω || Κάλυμνος, Κως, Σύμη || ωριμάζω

κινιασμένος || Κως || ώριμος

κιννάζζω || Κως || ωριμάζω

κνάζω || Αμοργός, Κως, Ρόδος, Σύμη, Τήλος || ωριμάζω

κναστός || Ρόδος || ώριμος

κνιάζζω || Νίσυρος || ωριμάζω

κνιάτζω || Κάρπαθος || ωριμάζω

κομφίρω || Ζάκυνθος || ωφελώ

κουτάα || Νάξος || ωμοπλάτη

κουτααρίθρα || Νάξος || ωμοπλάτη

κουτάλα [Βλαστό 1931] || Άνδρος, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύμη, Κύπρος, Λακωνία, Μύκονος, Νίσυρος, Σύρος, Χίος || ωμοπλάτη

κροτάλι || Φάρασα* || ώρα

κτάλα || Λέσβος, Σάμος || ωμοπλάτη

Λετροπόδι || Τσακωνιά || Ωρίων

Λικτρουπόδια (τα) || Θάσος || Ωρίων

Λιτρουπόδα || Ιωάννινα || Ωρίων

Λιτρουπόδια (τα) || Βελβεντός, Θάσος || Ωρίων

μαπλάτι || Οινόη* || ωμοπλάτη

μαπλάτιν || Οινόη* || ωμοπλάτη

μεστέ || Τσακωνιά || ώριμος

μέστιος || Ήπειρος || ώριμος

μεστός [Βλαστός 1931] || ώριμος

μεστοφάος || Μάνη || ωριμοφάγης

μεστωμένος [Βλαστός 1931] || ώριμος

Μισαλέτρι || Κέρκυρα || Ωρίων

μοπλάτ || Χαλδία* || ωμοπλάτη

μοπλάτιν || Κερασούντα*, Οινόη* || ωμοπλάτη

μουστουμένους || Σάμος || ώριμος

μουττοκούταλον || Κύπρος || ωμοπλάτη

μπασάδα || Σάμος || ωρίμασμα

νάμα || Τσακωνιά || ωρίμασμα

ναπλάτι || Οινόη* || ωμοπλάτη

ναπλάτιν || Οινόη* || ωμοπλάτη

νατέ || Τσακωνιά || ώριμος

νίμους || Λιβίσι*, Μάκρη* || ώμος

νοπλάτιν || Κερασούντα* || ωμοπλάτη

νουμάρ || Καρδίτσα || ωμίτης

νουμίτς || Ίμβρος, Λέσβος || ωμίτης

νούμος || Ινέπολη* || ώμος

ντζολλιάζω || Κύπρος || ωραιοποιώ

νωμιά || Κύπρος || ωμοπλάτη

νωμιά || Κύπρος || ώμος

νωμίτα || Τσακωνιά || ωμίτης

νωμίτης [Βάστός 1931] || ωμίτης

νωμίτς || Τσακήλι* || ωμίτης

νώμο || Απουλία, Τσακωνιά, Χαβουτσί* || ώμος

νώμος [Germano 1622] || Αυλωνάρι, Ζάκυνθος, Ηλεία, Θήρα, Ινέπολη*, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κεφαλονιά, Κονίστρες, Κορινθία, Κουβούκλια*, Κρήτη, Κύθηρα, Κύμη, Κύπρος, Κως, Λευκάδα, Μάνη, Μέγαρα, Μύκονος, Νάξος, Νίσυρος, Παλιά Αθήνα, Παλιά Αθήνα, Πάρος, Ρόδος, Σαράντα Εκκλησιές*, Σινασός*, Σινώπη*, Σύμη, Σωζόπολη*, Τσακήλι*, Χάλκη, Χίος || ώμος

νώμους || Γρεβενά, Ίμβρος, Καρδίτσα, Καστοριά, Κοζάνη, Λέσβος, Λουλεβουργάς*, Μαγνησία, Νιγρίτα, Πιερία, Σάμος, Σκόπελος || ώμος

ξασπρούλιαβους || Κοζάνη || ωχρός

ξεχαρτζίζω || Κρήτη || ωφελούμαι

ξιασπρούλιαβους || Κοζάνη || ωχρός

οβάζω || Κοτύωρα*, Οινόη*, Σαμψούντα*, Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ωοτοκώ

όβασμαν || Χαλδία* || ωοτοκία

οβγάζω || Κερασούντα*, Όφις*, Τραπεζούντα || ωοτοκώ

όβγασμαν || Κερασούντα*, Όφις*, Τραπεζούντα* || ωοτοκία

ολμούσικος [Κουκκίδης 1960] || Ανατολική Θράκη || ώριμος

ουλγούνι || Φάρασα* || ώριμος

ουρέ || Ευρυτανία || ωρέ

ουρέντα || Απουλία || ωρίτσα

ούριμο || Απουλία || ώριμος

ούριμο [Corona Preciosa 1527] || ώριμο

ούριμος || Λακωνία || ώριμος

ούρμασμα || Λέσβος || ωρίμασμα

ούρμο || Απουλία || ώριμος

ούρμος || Λακωνία, Μεσσηνία || ώριμος

ούρμους || Ιωάννινα || ώριμος

ουρμουφάης || Φωκίδα || ωριμοφάγης

ούρουμο || Απουλία || ώριμος

ους || Τραπεζούντα*, Χαλδία* || ως

ούσπουτα || Τραπεζούντα* || ώσπου

ούσπουτε || Τραπεζούντα* || ώσπου

οψιμοφάος || Αυλωνάρι, Κονίστρες || ωριμοφάγης

πασάδα || Σάμος || ωρίμασμα

Πήχες (οι) || Ικαρία || Ωρίων

Πήχη || Θήρα || Ωρίων

Πήχις (οι) || Σάμος || Ωρίων

πλατσίδα || Λέσβος || ωμοπλάτη

πνατσίδα || Λέσβος || ωμοπλάτη

πνιακίδα || Ίμβρος || ωμοπλάτη

Ποαλέρκα (τα) || Κύπρος || Ωρίων

Ποαλέτριν || Κύπρος || Ωρίων

Ποβάριν || Κύπρος || Ωρίων

Πογαλέρκα (τα) || Κύπρος || Ωρίων

Ποδάριν || Κύπρος || Ωρίων

ρατέ || Τσακωνιά || ώριμος

ριάζου || Τσακωνιά || ωριμάζω

ριος || Ινέπολη* || ωραίος

σαχάτι || Φάρασα* || ώρα

Σημάδια (τα) || Τσακωνιά || Ωρίων

σουρφανιασμένος || Άνδρος || ωχρός

σπάλα [Βλαστός 1931] || Άνδρος, Κρήτη, Κύθνος, Λευκάδα, Φθιώτιδα, Χαλκιδική, Χίος || ωμοπλάτη

σσώπου || Απουλία || ώσπου

συμπίζω || Βουρλά* || ωφελώ

συμπώ || Βουρλά* || ωφελώ

συφερτικός || Πελοπόννησος || ωφέλιμος

τσέρος || Κέρκυρα || ωχρός

φελάω [Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη 1998] || δημοτική || Ζάκυνθος, Λακωνία, Μεσσηνία, Σύρος || ωφελώ

φελού || Μάνη || ωφελώ

φελώ [Βλαστός 1931] || δημοτική || Απουλία, Αραβανί*, Ινέπολη*, Κάρπαθος, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρος, Κως, Νάξος, Νίσυρος, Σινώπη*, Τσακωνιά, Χάλκη || ωφελώ

φεού || Τσακωνιά || ωφελώ

φιλάου || Λέσβος, Μαγνησία, Σάμος || ωφελώ

φιλού || Λιβίσι* || ωφελώ

φιλώ || Μαγνησία, Πιερία, Σάμος || ωφελώ

φλάρα || Σιάτιστα || ωλένη

φτάσιμο || Κοτύωρα* || ωρίμασμα

φτασμένος [Βλαστός 1931] || Κοτύωρα* || ώριμος

φτασμένους || Κοζάνη, Λιβίσι*, Πιερία, Χαλκιδική || ώριμος

φτίκαρς || Κοζάνη || ωτακουστής

ψουμουμένους || Αιτωλοακαρνανία, Άρτα || ώριμος

ψωμωμένος [Βλαστός 1931] || Μεσσηνία || ώριμος