Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Το επεξεργασμένο λεξιλόγιο από τις "Τέχνες και Σύνεργα" του Πέτρου Βλαστού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Το επεξεργασμένο λεξιλόγιο από τις "Τέχνες και Σύνεργα" του Πέτρου Βλαστού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού



 

Τέχνες και σύνεργα του Πέτρου Βλαστού

 

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2013

 


Επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας, που περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.

 

 

 

αβάρα: κάνω αβάρα > πελαγίζω > αρμενίσματα

αβαράρω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

αβάρετη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

αβάρετος: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

αβαρία: ζημιά στη μεταφορά, θαλασσοζημία > αβαρία > του κούρσου και του φορτωτή

αβάρω: αβάρω τα πανιά > αβάρω > αρμενίσματα

αβασκαμός: > βασκανιά > δαιμονικά

αβασκαντήρα: > φυλαχτό > δαιμονικά

αβάσκαντος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αβγά: > αβγά > του φαγιού

άβγα: > πόρτα > του χτίστη

αβγατιστή: > παιδιών > παιγνίδια

αβγερινός: > πλανήτες > αστρικά

αβγή: > αβγή > αστρικά

αβγή: > αβγή > της μέρας και της ώρας

αβγηνάδα: > αβγή > αστρικά

αβγίλα: > αβγουλάδα > πουλολογικά

αβγό: > αβγά > του φαγιού

αβγό: > αβγό > πουλολογικά

αβγό: αβγό του ουρουντισμάτου (για κάλτσες) > μπάλωμα > ραφτικά

αβγογεννώ: > αβγομάνα > πουλολογικά

αβγοθήκη: > αβγομάνα > πουλολογικά

αβγοκαλάμαρο: > ζυμαρικά > του φαγιού

αβγοκόβω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

αβγοκουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

αβγοκούλουρο: > ζυμαρικά > του φαγιού

αβγοκούλουρο: > ψωμί > του φαγιού

αβγοκούλουρο: τα φέρναν στην εκκλησιά για να τα βλογήσει ο παπάς > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αβγολέμονο: > ζουμί > του φαγιού

αβγολογώ: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγολογώ: ξετάζω την όρνιθα για να δω αν έχει κανένα αβγό έτοιμο > αβγολογώ > πουλολογικά

αβγομαζώνω: μαζέβω τ' αβγά από τη φωλιά > αβγολογώ > πουλολογικά

αβγομάνα: > αβγομάνα > πουλολογικά

αβγομάνα: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγομάνα: ωοθήκη > αβγομάνα > όργανα

αβγοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

αβγόσυκα: > σύκα > του φαγιού

αβγοτάραχο: σκελί αβγοτάραχου > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

αβγότσοφλο: > αβγό > πουλολογικά

αβγούλα: > αβγή > αστρικά

αβγούλα: μεγάλο αβγό (Μάνη) > αβγό > πουλολογικά

αβγουλάδα: > αβγουλάδα > πουλολογικά

αβγουλάδικο: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγουλάς: > αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

αβγουλάτα: > σταφύλια > του φαγιού

Άβγουστος: > μήνας > της μέρας και της ώρας

αβγοφάς: αρώστια που σταματά την κότα να κάνει αβγά > στις κότες > αρώστιες ζώων

αβγόφυλλο: > αβγό > πουλολογικά

αβγωμένο: βιβλίο με ασπράδι πριν τυπωθούν τα γράμματα στο πετσί > αβγωμένο > του βιβλιοδέτη

αβγώνω: αλείφω με ασπράδι > αβγώνω > του βιβλιοδέτη

αβγώνω: γεμίζω αβγά > αβγώνω > πουλολογικά

αβγωτός: > αβγώνω > πουλολογικά

αβδελλιάζουν: από αρρώστια του συκωτιού > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

αβιζότι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

άβλαβο: > φίδι > σερπετά

αβλάκι: > αβλάκι > του χωραφιού

αβλάκι: > οργώνω > του χωραφιού

αβλάκι: ράβδωσις > κολόνα > του χτίστη

αβλακιά: > κολόνα > του χτίστη

αβλακιά: > οργώνω > του χωραφιού

αβλακιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αβλακώνω: > οργώνω > του χωραφιού

αβλακωτό: > μαχαίρι > του πολεμιστή

αβλέμονας: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

αβλεμόνι: τρύπα βαθιά στον πάτο της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

άβλεπος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αβλή: > αβλή > του χτίστη

αβλόγυρος: > αβλή > του χτίστη

αβλόθυρα: > αβλή > του χτίστη

αβλόθυρα: > πόρτα > του χτίστη

αβλόπορτα: > αβλή > του χτίστη

αβλόπορτα: > πόρτα > του χτίστη

αβλός: > ποτιστής > της βοσκής

αβλόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

αβλόστρωτο: > αβλή > του χτίστη

αβρεξιά: > αναβροχιά > καιρικά

άβρεχτη: άβρεχτη μέρα = που δεν έβρεξε > αναβροχιά > καιρικά

αβροχιά: > αναβροχιά > καιρικά

αβυζαξιά: > βυζαίνω > βιολογικά

άγαλα: > ζωντανά > της βοσκής

άγαλη: > γαλούσα > βιολογικά

αγαλήπα: ακαλήφη > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αγανάδα: το μέρος στη θάλασσα που σκουραίνει από λαφρί αγέρι ενώ γύρω του είναι γαλήνη > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

άγανο: > στάχυ > φυτολογικά

αγάπης: της αγάπης το βοτάνι > μαγιοβότανο > δαιμονικά

αγαπητικιά: > αγαπητικός > οικογενειακά

αγαπητικός: > αγαπητικός > οικογενειακά

αγαπός: > αγαπητικός > οικογενειακά

αγγάστρι: > αγγάστρι > βιολογικά

αγγάστρι: > αγγαστριά > βιολογικά

αγγαστριά: > αγγαστριά > βιολογικά

αγγάστρωτη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

αγγίξιμο: > πιάση > φυσιολογικά

αγγιό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

άγγισμα: > πιάση > φυσιολογικά

άγγισμα: αρώστια από ξωτικό > μάγεμα > δαιμονικά

αγγόνα: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγονή: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγόνι: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγονός: > αγγόνι > οικογενειακά

αγγούρια: > λαχανικά > του φαγιού

αγγουροσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

αγγρίφι: > αγγρίφι > του καραβιού

αγελάδα: > γελάδι > της βοσκής

αγελαδάρης: > βοσκός > της βοσκής

αγελαδιά: > πετσί > του παπουτσή

αγελαδίσιο: > κρέας > του φαγιού

αγέννητη: > πρόβατο > της βοσκής

αγέρας: > άνεμος > καιρικά

αγέρας: δικαίωμα να έχεις ανοιχτό αγέρα σε γειτονικό χτήμα > σπίτι > του χτίστη

αγέρηδες: οι τέσσερις αγέρηδες > άνεμος > καιρικά

αγέρι: > άνεμος > καιρικά

αγέρι: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγέρι: > κλίμα > καιρικά

αγέρι: > στεριανό > καιρικά

αγερικά: > νεράιδα > δαιμονικά

αγερικό: > άνεμος > καιρικά

αγερικό: > στοιχιό > δαιμονικά

αγερίνα: ο πολύ ψιλός άμμος του γιαλού > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

άγια λάδια (τα): > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άγια τράπεζα: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

αγιάζι: > δροσιά > καιρικά

αγιάζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

Αγιαντρέας: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αγιαπύλη: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

αγίασμα: άγιος τόπος όπου βγαίνει νερό θαυματουργό > προσκύνημα > της εκκλησιάς

αγίασμα: νερό για ν' αγιάσει ο παπάς (δες αγιασμός) > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άγιασμα: άγιος τόπος όπου βγαίνει νερό θαυματουργό > προσκύνημα > της εκκλησιάς

αγιασματάρι: βιβλίο ακολουθιών > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιασματερό: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιασμός: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιασμός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αγιαστήρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιαστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιαστούρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιάτικο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιζότι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

αγιογιωργίτης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αγιόγραφα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιοκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

αγιόκλαδα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγιομνήσι: η μέρα που γιορτάζει ο άγιος > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αγιόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

αγιοπούλι: Pastor > αγιοπούλι > πουλιά

αγιορίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

άγιος θρόνος: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

αγιοστέφανο: > κονίσματα > της εκκλησιάς

αγιοταφίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αγιουλάκι: αγιογραφία > κονίσματα > της εκκλησιάς

αγιούπας: > γύπας > πουλιά

αγιοχώματος: > μακαρίτης > οικογενειακά

αγιόψωμο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αγκάθι: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκαθιά: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκαθιάζει: > αγκαθιάζει το χωράφι > φυτολογικά

αγκαθομούστακο: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

αγκαθόχτενο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκάλη: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

αγκάλη: μικρός κόρφος > κόρφος > της θάλασσας και του καιρού

αγκαλιά: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

αγκαλιά: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

αγκαλιά: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

αγκαλιά: αγκαλιά της ράχης > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αγκαλιές: πετιέται αγκαλιές το νερό από τη βρύση > βρύση > του χωραφιού

αγκάλιστρος: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίδα: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκίδα: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκίδα: > αγκίστρι > της ψαρικής

αγκίδα: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίδα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκίδι: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκίδι: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγκίδι: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίδι: η γυριστή μύτη του αγκιστριού > αγκίστρι > της ψαρικής

αγκινάρα: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίνι: η σιδερένια μύτη που είναι στην άκρη του αδραχτιού > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

αγκίστρεμα: ψάρεμα με το αγκίστρι > ψαρική > της ψαρικής

αγκίστρι: > αγκίστρι > της ψαρικής

αγκιστρώνω: πιάνω με το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής

αγκλιδέρα: > γκλίτσα > της βοσκής

άγκουρα: > άγκυρα > του καραβιού

άγκουρα: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

αγκουρέτο: > αγκουρέτο > του καραβιού

αγκύλα: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκύλι: > αγκάθι > φυτολογικά

αγκυλόπετρα: > πέτρα > πέτρες

άγκυρα: > άγκυρα > του καραβιού

αγκυροβόλι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αγκυρώνω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

αγκωνάρι: της γωνιάς > πέτρα > του χτίστη

αγκώνας: > μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

άγκωνας: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

αγκωνή: > τζάκι > του σπιτικού

αγλίστρα: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

αγλύκαντος: αγλύκαντος κι αδρόσιστος (ή αχλώρατος) > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

άγλωσσος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγναντάρω: αγναντάρω ψάρι > ψαρέβω > της ψαρικής

αγναντερός: που στέκεται ψηλά κι ανοιχτά > αγνάντιο > τοπογραφικά

αγνάντιο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

άγναφτο: > πετσί > του παπουτσή

αγολολάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγοραστής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αγόρι: > γιος > οικογενειακά

αγοροκόριτσο: > κόρη > οικογενειακά

αγοροπουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αγουρήθρα: > καρπός > φυτολογικά

αγουρίδι: > καρπός > φυτολογικά

αγουριδόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

αγουρόλαδο: από άγουρες ελιές > λάδι > του φαγιού

αγουροχιόνισμα: > χιόνι > καιρικά

αγριάπιδο: > απίδι > του φαγιού

αγρίδι: > αγρίμι > του κυνηγού

αγρίδι: > χερσάδα > τοπογραφικά

αγρίδι: > χερσάδα > του χωραφιού

αγρίμι: > αγρίμι > του κυνηγού

αγρίμι: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριμιά: > ερημιά > τοπογραφικά

αγριμιά: > χερσάδα > τοπογραφικά

αγριμιά: > χερσάδα > του χωραφιού

αγριμολόγα: σκύλα αγριμολόγα > σκύλος > θηλαστικά

αγριμολόγα: σκύλα αγριμολόγα > σκύλος > του κυνηγού

αγρινό: άγρια προβατίνα > αγρίμι > του κυνηγού

αγρινό: άγρια προβατίνα > αγριόγιδο > θηλαστικά

άγριο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

αγριοβλάσταρα: > αγριόχορτα > φυτολογικά

αγριοβόρι: > βορίσματα > καιρικά

αγριοβότανα: > αγριόχορτα > φυτολογικά

αγριοβούβαλο: Bos bubalus > αγριοβούβαλο > θηλαστικά

αγριόβουδο: Bos bonasus > αγριόβουδο > θηλαστικά

αγριοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

αγριογάδαρος: όναγρος > γαϊδούρι > θηλαστικά

αγριογάδουρο: > γαϊδούρι > θηλαστικά

αγριόγαλλος: Otis tarda > αγριόγαλλος > πουλιά

αγριόγατα: Felis catus > αγριόγατος > θηλαστικά

αγριόγατος: Felis catus > αγριόγατος > θηλαστικά

αγριόγιδα: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριογίδι: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριόγιδο: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριογούρουνο: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

αγριοκαίρι: > κακοκαιριά > καιρικά

αγριοκάτσικο: Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά

αγριοκόκορας: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

αγριοκόριτσο: > κόρη > οικογενειακά

αγριόκοτα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

αγριομέλισα: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

αγριομερινό: αγρίμι που τρώγεται > αγρίμι > του κυνηγού

αγριόμηλο: > μήλο > του φαγιού

αγριόπαπια: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

αγριοπερίστερο: Columba livia > αγριοπερίστερο > πουλιά

αγριοπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

αγριόπετος: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

αγριοπουλάδα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

αγριοπούλι: > πουλί > πουλολογικά

αγριόρνιθα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

αγριόσκουπα: > σκούπα > του σπιτικού

αγριοστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

αγριόσυκα: > σύκα > του φαγιού

αγριοσφογγάρι: > βουτηχτής > αρμενίσματα

αγριοσφουγγάρι: > σφουγγάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αγριόφαγγρος: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

αγριοχελίδονο: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

αγριόχηνα: Anserinae > χήνα > πουλιά

αγριόχορτα: > αγριόχορτα > φυτολογικά

αγριοψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αγρούζα: > αγρούζα > ψάρια του γλυκού νερού

αγρυπνιά: > αγρύπνια > φυσιολογικά

αγρύπνια: > αγρύπνια > φυσιολογικά

αγύμνι: άστρωτο > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγύριστο: > χωράφι > του χωραφιού

αγύριστος: > διάβολος > δαιμονικά

αγώγι: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγωγιάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αγωγιάτικα: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

άδαρτο: άδαρτο γάλα > γάλα > της βοσκής

αδειάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αδερφάδες: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφάκι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφή: > αδέρφι > οικογενειακά

αδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφοδιώχτης: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφομεράδι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφομοιρασιά: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφομοίρι: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφοποιτός: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφός: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφούλα: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφούλης: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφοφάς: > αδέρφι > οικογενειακά

αδερφώνουν: βγάζουν πολλές καλαμιές από τον ίδιο σπόρο > αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά

άδετο: > γλυκά > του φαγιού

αδιάβροχο: > μουσαμάς > ρούχα

αδίπλωτο: > χωράφι > του χωραφιού

αδόλωτο: αδόλωτο αγκίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής

αδουλεψιά: > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άδραγμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

αδραχτάς: Himantopus himantopus > αδραχτάς > πουλιά

αδράχτι: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

αδράχτι: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

αδράχτι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

αδράχτι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

αδράχτι: το αδράχτι στριφογυρίζει και κλώθει τη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αδρέφι: > αγγάστρι > βιολογικά

αδρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

αέρας: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αεροφαγία: > φαγί > του φαγιού

αετόπουλο: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

αέτωμα: > στέγη > του χτίστη

άζος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

αζούρι: > λαζούλι > πετράδια

άζυμα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άζυμο: > ψωμί > του φαγιού

Αηγιάννης: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηγιωργίτης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηδημήτρη (του): Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηδημητριάτης: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αηδόνι: Luscinia luscinia > αηδόνι > πουλιά

Αημαρίνα: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηντριάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηστράτηγος: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηστράτης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηταξιάρχης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Αηφίλιππος: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

αθαλωτός: > μάβρος > του ζουγράφου

αθάνατο: αθάνατο λιμάνι = σίγουρο > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αθέρας: το γένειο του σταχιού > στάχυ > φυτολογικά

αθερίνα: Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας

αθερνός: Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας

άθι: > λουλούδι > φυτολογικά

αθίβολος: κωνικό δίχτυ > πεζόβολος > της ψαρικής

αθότυρο: > τυρί > του φαγιού

αθώρια: > σταφύλια > του φαγιού

αίθα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

αίμα: > αίμα > φυσιολογικά

αιματένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αιματογυρισιά: η κυκλοφορία του αιμάτου > αίμα > φυσιολογικά

αιματόκοψε: το πετσί, το κρέας > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αιματόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

αιματσάρης: αιματώδης > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αιματσίτικος: > αίμα > φυσιολογικά

αιματσίτικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αιμοραγία: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αίστησες: είναι πέντε > αίστησες > φυσιολογικά

αϊτίνα: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

αϊτονύχια: > σταφύλια > του φαγιού

αϊτόπετρα: > αϊτόπετρα > πέτρες

αϊτός: > παιδιών > παιγνίδια

αϊτός: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

αιώνας: > αιώνας > της μέρας και της ώρας

ακαδημία: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ακαιριά: κακός καιρός για σπαρτά > κακοκαιριά > καιρικά

ακαλαφάτιστο: > καράβι > καράβια

άκαπνο: > μέλι > του φαγιού

άκαπνο: άκαπνο μέλι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ακατράμιστο: > καράβι > καράβια

ακατράμωτο: > καράβι > καράβια

άκληρος: > άτεκνος > οικογενειακά

άκλουθο: > αγγάστρι > βιολογικά

ακλώσσιστο: > αβγό > πουλολογικά

ακοιμησιά: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ακολουθία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ακόνα: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακόνα: > πέτρα > πέτρες

ακονάκι: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ακονάκι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

ακόνι: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακόνι: > πέτρα > πέτρες

ακονιά: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονιάζει: > ψωμί > του φαγιού

ακονιασμένο: > ψωμί > του φαγιού

ακονίζω: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονιστήρι: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονιστήρι: σταχτόμαβρη πέτρα γι' ακόνισμα > πέτρα > πέτρες

ακονόπετρα: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ακονόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ακόντι: για σπρώξιμο στα ρηχά > σταλίκι > της ψαρικής

ακοντίζω: σπρώχνω τη βάρκα με το ακόντι ή το σταλίκι στα ρηχά νερά > ακοντίζω > αρμενίσματα

ακουαρέλα: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

άκουση: > άκουση > φυσιολογικά

άκουσμα: > άκουση > φυσιολογικά

ακούτραφας: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

ακούω: > αφτί > όργανα

ακούω: φουχτώνω το αφτί μου για ν' ακούσω καλίτερα > άκουση > φυσιολογικά

ακράπι: > ακράπι > του καραβιού

άκρη: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

ακριβοταγισμένος: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

ακρίδα: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ακριδόσπορος: > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ακρίζω: αρμενίζω κοντά στην ακρογιαλιά > αρμενίζω > αρμενίσματα

ακρινάρι: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ακρινάρι: > γύρος > ραφτικά

ακρογιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακρογιαλιά: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακρόδωμα: > λιακωτό > του χτίστη

ακροθαλάσσι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακροθαλασσιά: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακροθάλασσο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

ακρόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

ακρόκορφο: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ακρολιμνιά: > λίμνη > τοπογραφικά

ακρολόφι: > λόφος > τοπογραφικά

ακρόμερα: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ακρόνυχα: > νύχια > πουλολογικά

ακροπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ακροποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

ακροπρεπίδια: γαρνιτούρες > κέντημα > ραφτικά

ακρόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

ακρορεματιά: > ρέμα > τοπογραφικά

ακρορόφια: > στέγη > του χτίστη

ακροσυγγένισα: μακρινή συγγενίδισα > συγγενής > οικογενειακά

ακροσφήνι: > πέτρα > του χτίστη

ακροτόπια: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ακροτόπια: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ακρούμι: πιάσιμο της πλάτης > ακρούμι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ακροφίγουρο: > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

ακροφτέρουγο: ψαλιδωτά ακροφτέρουγα > φτερό > πουλολογικά

ακρωτήρι: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

αλάλητος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλιά: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλιάζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλάλιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαλογώ: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άλαλος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαμπίκος: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

αλάνι: > πλατεία > τοπογραφικά

αλάργα: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

αλάργα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

αλάρω: τραβώ απάνω με σκοινιά > αλάρω > αρμενίσματα

άλας: > αλάτι > του φαγιού

αλατζάς: ρηγαδωτό πανί > πανιά > πανιά

αλάτι: > αλάτι > του φαγιού

αλάτι: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλάτι: > θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού

αλάτι: πήζω αλάτι > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

αλάτι: σταβρώνω με το αλάτι > ξορκίζω > δαιμονικά

αλατιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αλατίζω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλατίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

αλατιστής: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλατίστρα: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλατόγεια: > γη > του χωραφιού

αλατολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αλατόπετρα: ορυκτόν άλας > αλατόπετρα > πέτρες

αλατοπίπερο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αλαφροήσκιος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

αλαφροήσκιωτος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

αλαφροκέφαλο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλαφρόπετρα: > αλαφρόπετρα > πέτρες

αλαφρορόδινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αλαφροσιτά: > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλαφροτρίχιασμα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

αλαφροχώματος: > μακαρίτης > οικογενειακά

αλεβράρης: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλεβραριά: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλεβράς: > ζουμί > του φαγιού

αλεβράς: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλέβρι: > αλέβρι > του μυλωνά

αλέβρι: > αλέβρι > του φαγιού

αλεβριά: > ζουμί > του φαγιού

αλεβρικό: > κόσκινο > του μαγεριού

αλεβροθήκη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αλεβρόκολα: > αλέβρι > του φαγιού

αλεβρόμυλος: > μύλος > του μυλωνά

αλεβρού: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλέθω: > αλέθω > του μυλωνά

άλειμα: > σφαχτό > του φαγιού

αλειφτά: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

αλεκάτη: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

αλέμι: άσπρο βέλο > βέλο > ρούχα

αλεπόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλεπού: Vulpes vulpes > αλεπού > θηλαστικά

αλεπουδερό: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλεπουδιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλεσμένος: > αλέθω > του μυλωνά

αλεστής: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλεστικά: > αλέθω > του μυλωνά

αλεστός: > αλέθω > του μυλωνά

άλεστος: > αλέθω > του μυλωνά

αλέστρα: > μυλωνάς > του μυλωνά

αλετράς: > γεωργός > του χωραφιού

αλέτρι: > αλέτρι > του χωραφιού

αλέτρι: > αστερισμοί > αστρικά

αλετριά: > οργώνω > του χωραφιού

αλετρίζω: > οργώνω > του χωραφιού

αλέτρισμα: > οργώνω > του χωραφιού

αλετροπόδα: > αστερισμοί > αστρικά

αλετροπόδα: το μέρος που πατάει ο αλετράς και που αρμόζεται στο γυνί > αλέτρι > του χωραφιού

αλετροπόδι: > αλέτρι > του χωραφιού

αλετροπόδι: > αστερισμοί > αστρικά

αλεφαντή: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αλέχτορας: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

αλησμονάθι: > λουλούδι > φυτολογικά

αλιάδα: > λαχανικά > του φαγιού

αλιζάρι: κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

άλικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

αλιόρι: > βουκολιό > της βοσκής

αλιπούγγι: τροβαδάκι για ξερές ελιές > ταγάρι > της βοσκής

αλιπουρές: > σταφύλια > του φαγιού

αλισάχνη: > αλάτι > του φαγιού

αλισάχνη: > καταχνιά > καιρικά

αλίσηρας: > αλαφρόπετρα > πέτρες

αλισίβα: > πλύση > του σπιτικού

αλιτζέ: ανοιχτό κόκκινο > άλογο > θηλαστικά

αλιχάνι: > είδη βαφών > του βαφιά

αλλάγι: αλλαγή αλόγων > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλλάδερφος: > αδέρφι > οικογενειακά

αλλαξιά: > φόρεμα > ρούχα

αλλαξοκαιριά: > αλλαξοκαιριά > καιρικά

αλληγορώ: > παράδαρμα > φυσιολογικά

αλλιθωριά: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλλιθωρίζω: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλλίθωρος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άλμπα: > αβγή > αστρικά

αλμπάνης: > γιατρός > γιατρικά

αλόγα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

αλογάκι: Hippocampus brevirostris > αλογάκι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αλογάρης: > βοσκός > της βοσκής

αλογάρης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογάς: > βοσκός > της βοσκής

αλογάς: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογατάκι: Hippocampus brevirostris > αλογάκι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αλογατάκι: Mantis religiosa | αλογατάκι του Θεού > αλογατάκι > σκουλήκια και ζωύφια

αλογατάρης: > βοσκός > της βοσκής

αλογατάρης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογατάς: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογάτης: > βοσκός > της βοσκής

αλογιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλογινός: > άλογο > θηλαστικά

αλογισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλογίσιος: > άλογο > θηλαστικά

άλογο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

άλογο: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

αλογογελάδια: > ζωντανά > της βοσκής

αλογοκάρφι: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογοκάρφι: για πέταλα > καρφολογιά > του μαραγκού

αλογόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

αλογόπετρα: > φυλαχτό > δαιμονικά

αλογόπετρα: θειικός χαλκός > χημικά > μέταλλα και χημικά

αλογόπετρα: κάλαϊς > περουζές > πετράδια

αλογοπόταμο: Hippopotamus | ιπποπόταμος > αλογοπόταμο > θηλαστικά

αλογοπούλι: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

αλογοπραματεφτής: > τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

αλογόσταβλος: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογοστάνη: > αλογοστάνη > της βοσκής

αλογοτεχνίτης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

αλογότριχα: > καλάμι > της ψαρικής

αλογόφουντα: > φούντα > ραφτικά

αλοιφή: > αλοιφή > γιατρικά

αλούπι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

Αλουπός: Vulpes vulpes > αλεπού > θηλαστικά

αλουσιά: > πλύση > του σπιτικού

αλουστίνες: οι νεράιδες που αφανίζουν τα πανικά της πλύσης τις πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > αλουστίνες > δαιμονικά

αλπάνης: γιατρός ζώων > γιατρός > γιατρικά

αλτάνα: > περιβόλι > του χωραφιού

αλυκή: > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

αλυφαντής: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αλφάδα: > αλφάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλφάδι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

αλφαδιά: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

αλφαδιάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

αλφάς: λευκίας > αλφάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αλωνάρης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

αλώνι: > αλώνι > του χωραφιού

αλώνι: το χρυσό στεφάνι που έχουν οι άγιοι γύρω στα κεφάλια τους > κονίσματα > της εκκλησιάς

αλωνιά: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνιάρης: > γεωργός > του χωραφιού

αλωνιάτης: > γεωργός > του χωραφιού

αλωνιάτικο: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνίζω: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλώνισμα: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνιστής: > γεωργός > του χωραφιού

αλωνιστής: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

αλωνιστικό: > αλωνίζω > του χωραφιού

αλωνοτόπι: > αλώνι > του χωραφιού

αμάγεφτος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αμάδα: πλακωτό χαλίκι > πέτρα > πέτρες

αμάδες: > παιδιών > παιγνίδια

αμακιασμένη: > καρίνα > του καραβιού

αμαλαγιές: > αγριόχορτα > φυτολογικά

άμαλος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμάν: αμάν-αμάν > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

αμαξάς: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμάξι: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμάξι: αμάξι του Δαβίδ > αστερισμοί > αστρικά

αμαξιάρης: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμαξιάτικα: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμαξοπάτερο: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

αμαρόζα: > αγαπητικός > οικογενειακά

αμελέτητα (τα): > αρχίδι > όργανα

αμελέτητο: > δαίμονας > δαιμονικά

αμελέτητο: > ποντικός > θηλαστικά

αμελέτητο: αμελέτητο νερό (για μάγια) > αμίλητο νερό > δαιμονικά

αμεργός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμερικάνικο: > είδη πανιών > πανιά

αμερινός: > πλανήτες > αστρικά

άμερο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

αμιλησιά: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίλητο: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίλητο: αμίλητο νερό (για μάγια) > αμίλητο νερό > δαιμονικά

αμίλητο: το αμίλητο νερό > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίλητος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμίρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

αμιράλης: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

άμμα: > ματίζω > αρμενίσματα

αμμόγη: > γη > του χωραφιού

αμμογιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

άμμος: > άμμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άμμος: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

άμμος: > άμμος > του χτίστη

αμμότοπος: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμούδα: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

άμμουδα: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμουδερή: > γη > του χωραφιού

αμμουδερό: > γραφικά > του σπιτικού

αμμουδήτης: Mullus barbatus | άσπρο μπαρμπούνι > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

αμμουδιά: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμουδίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

αμμοχάλικο: > άμμος > της θάλασσας και του καιρού

αμμόχωμα: του ποταμού > γη > του χωραφιού

αμοίραστος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αμολόγητο: > χαλάζι > καιρικά

αμολόγητο: ομφάλιος λώρος > αγγάστρι > βιολογικά

αμολώ: αμολώ τα ξάρτια > ξαμολώ > αρμενίσματα

αμόνι: > αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

αμονόξυλο: > αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

αμορίλα: > όνειρο > φυσιολογικά

αμούργα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

αμούργα: καταπάτι του λαδιού > λάδι > του φαγιού

αμουργαριά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμουργιός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμουργός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αμούρι: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

αμπαδιά: > γίδι > της βοσκής

αμπαδίτικα: > ρούχα > ρούχα

αμπανόζι: > ξύλα > του μαραγκού

αμπανός: > ξύλα > του μαραγκού

αμπάρα: > σύρτης > του χτίστη

αμπάρα: > φράχτης > του χωραφιού

αμπαρζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αμπάρι: > αμπάρι > του καραβιού

αμπάρι: > αμπάρι > του μαγεριού

αμπάριζα: > παιδιών > παιγνίδια

άμπαρο: > κεχριμπάρι > πετράδια

αμπαρτζής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

αμπάς: > πανιά > πανιά

αμπατζής: βρακοράφτης > ράφτης > ραφτικά

αμπέλα: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπελάρης: > γεωργός > του χωραφιού

αμπέλι: > αμπέλι > του τρύγου

αμπέλι: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπέλι: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμπέλι: μπαίνω μεσ' τ' αμπέλι > είδη χορών > χοροί

αμπελόγια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αμπελοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

αμπελοκλάδι: > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αμπελοκλάδι: των αμπελιών | παράσιτο φυτό > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

αμπελοκόπι: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπελοκόπι: φυταλιά αμπελιού > φυταλιά > φυτολογικά

αμπελοξυλαδόχορτο: βοτάνι για μωρά > είδη γιατρικών > γιατρικά

αμπελοπούλι: > αμπελοπούλι > πουλιά

αμπελουργός: > γεωργός > του χωραφιού

αμπελουργός: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

αμπελοχώραφο: > αμπέλι > του χωραφιού

αμπενοκλάδι: έκζεμα > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άμπλας: βαθούλωμα όπου μαζέβεται βρόχινο νερό > λούτσα > τοπογραφικά

αμπόδεμα: > μάγεμα > δαιμονικά

αμποδένω: > μαγέβω > δαιμονικά

αμπολή: > αβλάκι > του χωραφιού

άμπουλας: > βρύση > του χωραφιού

άμπουλας: > λούτσα > τοπογραφικά

αμπουρκούνες: σύκα της άνοιξης > σύκα > του φαγιού

άμπρα: > κεχριμπάρι > πετράδια

αμύγδαλα: > αμύγδαλα > του φαγιού

αμυγδαλάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

αμυγδαλάκι: > μήτρα > όργανα

αμυγδαλάτο: > γλυκά > του φαγιού

αμυγδάλια: > σταφύλια > του φαγιού

αμύγδαλο: > καρπός > φυτολογικά

αμυγδαλόλαδο: > λάδι > του φαγιού

αναβάθρα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ανάβαλτος: > διάβολος > δαιμονικά

ανάβασμα: > αλέβρι > του φαγιού

ανάβατο: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανάβει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναβολάρι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αναβολιός: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

αναβουνάρι: > βουνό > τοπογραφικά

ανάβρα: > βρύση > του χωραφιού

αναβράει: > η κάψα > καιρικά

αναβρασίλα: > ζέστη > καιρικά

αναβρασίλα: > σύνεφο > καιρικά

αναβρεξιά: > αναβροχιά > καιρικά

αναβροχιά: > αναβροχιά > καιρικά

αναβροχίλα: > αναβροχιά > καιρικά

ανάβρυσμα: > βρύση > του χωραφιού

αναβρυστικό: αναβρυστικό νερό > βρύση > του χωραφιού

αναβρυτή: > βρύση > του χωραφιού

αναγελάστρα: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

ανάγερο: > απάνεμο > τοπογραφικά

αναγκαίο: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

αναγκασμός: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανάγκη: πρήσκονται τα πρόβατα και γίνουνται τούμπανο > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

αναγνώστης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αναγνωστόπουλο: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αναγούλα: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιά: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιάζω: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιαστικός: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγουλιώ: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγρικιά: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναγριτσιάζω: με πιάνουν σύγκρυα κι ανατριχίλες > ανατριχίλα > φυσιολογικά

αναγρίτσιασμα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

αναδεντράδα: κλήμα πάνω σε δέντρο > κληματαριά > του χωραφιού

αναδεντράδι: > δέντρο > φυτολογικά

αναδένω: > τραβώ τόνο > αρμενίσματα

αναδεξίμι: > βάφτισμα > οικογενειακά

αναδεξιμιός: > βάφτισμα > οικογενειακά

αναδεχτός: > βάφτισμα > οικογενειακά

ανάδοση: > καταχνιά > καιρικά

ανάδοχος: > βάφτισμα > οικογενειακά

αναδριμιάζουν: από ξινό > τα δόντια > όργανα

ανάθεμα: > κατάρες > κατάρες και εφκές

αναθεμάτισμα: > κατάρες > κατάρες και εφκές

αναθεματισμένος: > διάβολος > δαιμονικά

αναθεματισμός: > κατάρες > κατάρες και εφκές

αναθρεφτή: > παρακόρη > οικογενειακά

αναθρεφτός: > παραπαίδι > οικογενειακά

ανακάλημα: > μυρολόγι > οικογενειακά

ανακαλητό: > δάκρυ > φυσιολογικά

ανακαλιούμαι: > μυρολόγι > οικογενειακά

ανακαράδες: τα όργανα που παίζουνται με το φύσημα > όργανα > του μουσικού

ανακατέβουμαι: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακατωμένος: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ανακατωμός: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακατωσούρα: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακατωτήρι: > ταράχτης > του μαγεριού

ανακαψίλα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανακόβω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

ανακουφωτό: > κέντημα > ραφτικά

ανακρέμαση: > αναβροχιά > καιρικά

ανάλαβος: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ανάλατο: χοιρινό ξύγκι > σφαχτό > του φαγιού

αναλεξένιο: > πανιά > πανιά

ανάλεστος: > αλέθω > του μυλωνά

αναλόγι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αναλόγι: το στήριγμα όπου βάζει ο παίχτης τις μουσικές του > αναλόγι > του μουσικού

αναλυτό: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

ανάμα: είναι ανάμα τα νερά της θάλασσας > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ανάμα: το κρασί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αναματερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αναμέλα: > αφτί > όργανα

αναμέλα: Heterocera | η ψυχαρούδα του μεταξοσκουληκιού > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

αναμένα τα φώτα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αναμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

αναμεσάδα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

άναντρη: > χήρα > οικογενειακά

ανάπαψη: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

αναπιασμένο: προζύμι > αλέβρι > του φαγιού

ανάπλα: > κρεβάτι > του σπιτικού

ανάπλαγο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ανάπλωρα: έρχομαι ανάπλωρα > αναπλωρίζω > αρμενίσματα

αναπλωρίζω: > αναπλωρίζω > αρμενίσματα

αναπνιά: > ανάσα > φυσιολογικά

αναπνοή: > ανάσα > φυσιολογικά

ανάποδη: η πίσω μεριά > πρόσωπη μεριά > πανιά

ανάποδος: > στεριανό > καιρικά

αναπόταμο: η μεριά του ποταμού που αψηλώνει > ποτάμι > τοπογραφικά

αναρέσα: νεροστρόβιλος > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού

αναρούσα: > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού

αναροχάζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

αναρόχασμα: δυνατό ρουχάλισμα > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ανάσα: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασαίνω: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασανιά: > ανάσα > φυσιολογικά

ανάσαση: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασασμός: > ανάσα > φυσιολογικά

ανασηκωτό: > κέντημα > ραφτικά

ανασκαφίζω: σκάφτω για να ξεριζώσω τις αγριάδες > σκάφτω > του χωραφιού

ανάσκελα: κάνω τον ξερό > κολυμπώ > αρμενίσματα

ανασκελάς: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

ανασόνι: > μπαχαρικά > του φαγιού

ανασταίνω: > γεννώ > βιολογικά

ανασταίνω: > καλιεργώ > του χωραφιού

ανασταλάζει: ανασταλάζει η βροχή = σταματάει > βροχή > καιρικά

ανάσταση: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ανάστεμα: > αλέβρι > του φαγιού

αναστέματα: γη που ξεχερσώθηκε για πρώτη φορά > αναστησιές > του χωραφιού

αναστέναγμα: > αναστεναγμός > φυσιολογικά

αναστεναγμός: > αναστεναγμός > φυσιολογικά

αναστενάζω: > αναστεναγμός > φυσιολογικά

ανάστερη: > άστρο > αστρικά

αναστημένη: αναστημένη κόρη > παρακόρη > οικογενειακά

αναστησιά: > παρακόρη > οικογενειακά

αναστησιές: > αναστησιές > του χωραφιού

αναστησιές: δέντρα φυτεμένα > δέντρο > φυτολογικά

άναστρη: > άστρο > αστρικά

ανασυρτήρι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

ανάτελα (τα): > αβγή > αστρικά

ανατέλλει: > ο ήλιος > αστρικά

ανάτελμα: > αβγή > αστρικά

ανατέλνει: > ο ήλιος > αστρικά

ανατολή: > αβγή > αστρικά

ανατομικά: > ανατομικά > ψαρολογικά

ανατριχιάζει: το πετσί > ανατριχίλα > φυσιολογικά

ανατριχιάζω: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

ανατρίχιασμα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

ανατριχίλα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

αναφάλακρος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αναφανή: το μέρος όπου πρωτοφαίνεται κάποιος ή κάτι > αναφανή > τοπογραφικά

αναφεξάδα: > δάσος > τοπογραφικά

αναφόρι: > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

ανάφορο: αντίθετο ρέμα > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

αναφορός: τρύπα για να βγαίνει ο καπνός > φούρνος > του μαγεριού

ανάφτρα: > ζέστη > καιρικά

αναφυλλητό: > δάκρυ > φυσιολογικά

αναφυλλίζουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

αναχυμίζω: κουνώ τη χύτρα να μη κολήσει το φαγί μέσα > μαγειρέματα > του μαγεριού

αναχυτή: > βελονιές > ραφτικά

αναψαριά: έλλειψη ψαριών > ψαρότοπος > της ψαρικής

αναψοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ανεβαίνει: > ψωμί > του φαγιού

ανεβαλλούσα: > βρύση > του χωραφιού

ανεβασιά: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανέβασμα: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανεβασμένα τα νερά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

ανεβαστήρι: > ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανεβαστό: > ψωμί > του φαγιού

ανεβάστρα: > ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανεβάτης: > ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανεβάτης: σύνεργο που σηκώνει τη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ανεβατό: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανεβατό: > κέντημα > ραφτικά

ανεβατό: ανεβατές μάρκες > βελονιές > ραφτικά

ανεβατό: ένζυμος άρτος > ψωμί > του φαγιού

ανέγγυος: > νόθος > οικογενειακά

ανεγέρνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ανεδοσόβροχη: > σύνεφο > καιρικά

ανεκαθούμενος: > βουρκόλακας > δαιμονικά

ανέκατος: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανέλο: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

ανελυγκιάζω: ανακατέβουμαι από κάτι πολύ γλυκό > λόξιγκας > φυσιολογικά

ανεμαλώνι: το στεφάνι που φαίνεται κάποτε γύρω στον ήλιο κατά το βασίλεμα > ήλιος > αστρικά

ανέμη: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανέμη: η μεγάλη ρόδα που γυρίζει με τις κλωστές μαγγάνια > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

ανέμη: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

άνεμη: ανοιχτό φως στον καθαρό αγέρα > άνεμη μέρα > καιρικά

ανέμι: > άνεμος > καιρικά

ανεμίδα: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμίδι: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμίδι: > άνεμος > καιρικά

ανεμικά: > νεράιδα > δαιμονικά

ανεμικές: > νεράιδα > δαιμονικά

ανεμική: > ανεμική > καιρικά

ανεμική: > άνεμος > καιρικά

ανεμική: > κακοκαιριά > καιρικά

ανεμικό: > στοιχιό > δαιμονικά

ανέμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

ανεμιστή: φουφουλόβρακα ανεμιστή > βρακί > ρούχα

ανεμιστήρι: > ανεμολόγος > του χτίστη

ανεμοαβγό: > αβγό > πουλολογικά

ανεμοβλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανεμοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ανεμοβραχιές: > βραχουριά > τοπογραφικά

ανεμοβροχή: > ανεμική > καιρικά

ανεμοβροχιά: > ανεμική > καιρικά

ανεμόβροχο: > ανεμική > καιρικά

ανεμόγαλο: > γάλα > της βοσκής

ανεμογάμης: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

ανεμογγάστρι: > αγγαστριά > βιολογικά

ανεμοδούρα: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμοδούρα: > ανεμοδούρα > καιρικά

ανεμοδούρα: > μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμοδούρα: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

ανεμοδούρι: ανεμοδείχτης > ανεμοδούρα > καιρικά

ανεμοζάλη: > ανεμική > καιρικά

ανεμοθάλασσα: > ανεμική > καιρικά

ανεμοκαίρι: μάλιστα η ισημερία > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμοκαιριά: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμοκαιρία: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμοκαιρός: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμόκαιρος: > ανεμοκαιρία > καιρικά

ανεμόκαμα: > σύνεφο > καιρικά

ανεμοκάμηλο: > σάβρα > σερπετά

ανεμοκούνια: > παιδιών > παιγνίδια

ανεμολόγι: τα ζουγραφιστά χωρίσματα του μπούσουλα > μπούσουλας > του καραβιού

ανεμολόγι: τα τριανταδυό χωρίσματα του μπούσουλα που δείχνουν τους διάφορους ανέμους > ανεμολόγι > καιρικά

ανεμολόγος: > ανεμολόγος > του χτίστη

ανεμόλοχο: > ανεμική > καιρικά

ανεμόμυλος: > μύλος > του μυλωνά

ανεμοξουριά: > ανεμική > καιρικά

ανεμοπόλεμος: > ανεμική > καιρικά

ανεμοπύρωμα: ερυσίπελας > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανεμοριπή: > ανεμική > καιρικά

ανεμορούφουλα: > ρούφουλας > καιρικά

ανεμορούφουλας: > ανεμική > καιρικά

ανεμορούφουλος: ανεμορούφουλος κι ανεμοκάπνιστος > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

άνεμος: > άνεμος > καιρικά

ανεμοσάλεμα: > ανεμική > καιρικά

ανεμοσάλεμα: το σκίρτημα του εμβρύου > αγγάστρι > βιολογικά

ανεμόσαλος: > ανεμική > καιρικά

ανεμόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

ανεμοσκεπή: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

ανεμοσκεπή: > απανεμιά > καιρικά

ανεμόσουπα: από ψωμί και νερό μοναχά > ζουμί > του φαγιού

ανεμοσούρι: > ανεμική > καιρικά

ανεμοσούρι: άνεμος με χιόνι > χιόνι > καιρικά

ανεμοστάτης: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

ανεμοστρίφτουλας: > ανεμική > καιρικά

ανεμοστρόβιλος: > ανεμική > καιρικά

ανεμόσυκο: που σαπίζει πριν ωριμάσει > σύκα > του φαγιού

ανεμοσυρτιά: > ανεμική > καιρικά

ανεμόσυρτο: > ανεμική > καιρικά

ανεμοτάραχα (τα): > ανεμική > καιρικά

ανεμοταραχή: > ανεμική > καιρικά

ανεμότρατα: > είδη καραβιών > καράβια

ανεμούρα: > ανεμική > καιρικά

ανεμοφύσημα: > ανεμική > καιρικά

ανεμόχαλο: > ήλιος > αστρικά

ανεπνιά: > ανάσα > φυσιολογικά

ανεραγός: > νεράιδα > δαιμονικά

ανερούσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ανερούσες: > νεράιδα > δαιμονικά

ανεσαμιά: > ανάσα > φυσιολογικά

ανέσωστο: > μωρό > βιολογικά

ανετριφτής: > φούρνος > του μαγεριού

ανέφαμα: > αναφανή > τοπογραφικά

ανεφόκαμα: > σύνεφο > καιρικά

ανέχολο: > γιατρικό > γιατρικά

ανεψητάρι: άπλυτη κλωστή > κλωστή > ραφτικά

ανεψιά: > ανίψι > οικογενειακά

ανεψιό: > ανίψι > οικογενειακά

άνηθο: > μπαχαρικά > του φαγιού

άνηθος: > μπαχαρικά > του φαγιού

ανηλιό: > κελάρι > του χτίστη

ανήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ανήφερτη: > ψωμί > του φαγιού

ανηφόρι: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανηφοριά: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανήφορος: > ανήφορος > τοπογραφικά

ανθητός: στέρφο κλήμα > ανθητός > φυτολογικά

ανθόγαλα: > γάλα > της βοσκής

ανθοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

ανθόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

ανθολογώ: > φυλλολογώ > του χωραφιού

ανθός: > λουλούδι > φυτολογικά

άνθος: > λουλούδι > φυτολογικά

ανθότυρο: τυρί της κρέμας > τυρί > του φαγιού

ανίψι: > ανίψι > οικογενειακά

ανοίγει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ανοίγει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ανοίγει: ο καιρός ανοίγει > καιρός > καιρικά

ανοίγεται: ανοίγεται από το γιατρό > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άνοιγμα: > δάσος > τοπογραφικά

άνοιγμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ανοίγουν: βγάζουνε φύλλα την άνοιξη > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

ανοίγω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

ανοίγω: ανοίγω σπυρί > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

άνοιμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

άνοιξη: > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

ανοιξιάτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ανοιχτάρι: > ανοιχτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανοιχτή: ανοιχτή ώρα = η ώρα που είναι λέφτερα τα δαιμονικά > ανοιχτή ώρα > δαιμονικά

ανοιχτήρι: > ανοιχτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ανοιχτικό: > γιατρικό > γιατρικά

ανοιχτό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ανοιχτογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

ανοιχτόθωρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ανοιχτοπέλαγο: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ανοιχτοσύνη: > καλοκαιριά > καιρικά

ανοιχτόχρωμο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ανοιχτόχρωμος: μουστάκια βλάγκα > άσπρος > του ζουγράφου

ανομπριά: > αναβροχιά > καιρικά

αντάρα: > αντάρα > καιρικά

αντάρα: > βροχή > καιρικά

αντάρα: > κακοκαιριά > καιρικά

ανταριάζει: > αντάρα > καιρικά

ανταρώνει: > αντάρα > καιρικά

αντένα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αντένες: > κατάρτια > του καραβιού

άντερα: > άντερα > όργανα

αντερί: > αντερί > ρούχα

αντερί: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

αντερόλυσσα: > αντερόλυσσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άντζα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

αντηλιά: > ήλιος > αστρικά

αντηλιάδα: > ήλιος > αστρικά

αντήλιο: > ήλιος > αστρικά

αντήλιος: ο δέφτερος ήλιος που φαίνεται κάποτε στα σύνεφα > ήλιος > αστρικά

αντήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

αντήμερος: > μέρα > της μέρας και της ώρας

αντί: το ξύλο όπου τυλίγεται το πανί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αντιβάτης: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

αντιβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

αντίγλωσσο: > στόμα > όργανα

αντίδια: > λαχανικά > του φαγιού

αντιδοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

αντίδωρο: > ψωμί > του φαγιού

αντίδωρο: το ψωμί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αντιθωριά: > χρώμα > του ζουγράφου

αντικέφαλο: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

αντικλείδι: > αρμός > κόκκαλα

αντικούτικας: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

αντικούτικας: ινίον > πισωκάφκι > κόκκαλα

αντιμάμαλο: ο αντίχτυπος των κυμάτων στη θαλασσοβραχιά > αντιμάμαλο > της θάλασσας και του καιρού

αντιμήσιο: φαρδύ ύφασμα με εικόνα της αποστάβρωσης που ανοίγεται για να μπουν απάνω τα τίμια δώρα. μένει στην άγια τράπεζα κάτω από το Βαγγέλιο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αντίξυλο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αντίπλωρος: αντίπλωρος άνεμος > στεριανό > καιρικά

αντιπροσωπίδι: άμνιον > νηνίδα > βιολογικά

αντιράβδι: για να χτυπούν τις ελιές > βέργα > του χωραφιού

αντίραβδο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αντίριμα: > ρίζα > φυτολογικά

αντιστύλι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

αντιφεγγιά: > χρώμα > του ζουγράφου

αντιχρωμιά: > χρώμα > του ζουγράφου

αντίψυχο: > γιατρικό > γιατρικά

αντίψυχο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

αντίψυχος: > γιατρικό > γιατρικά

αντλητήρι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

αντράδερφος: > αντράδερφος > οικογενειακά

αντράλα: ίλιγγος > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αντραμίδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

άντρας: > αντρόγυνο > οικογενειακά

αντρόγυνο: > αντρόγυνο > οικογενειακά

αντρογυνοχωρίστρα: η γυναίκα που χωρίζει τ' αντρόγυνα > χωρισιά > οικογενειακά

αντρομίδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

αντρομίδα: > χαλί > του σπιτικού

αντρομονάστερο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

αντρούλης: > αντρόγυνο > οικογενειακά

αντρούλιακας: > αντρόγυνο > οικογενειακά

ανυδριά: > αναβροχιά > καιρικά

άνυδρο: > χωράφι > του χωραφιού

ανύπαντρη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

ανύπαντρος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

ανυφαντής: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφαντής: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ανυφαντίνα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφαντό: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφαντούρα: υφαντική > ανυφαντούρα > του αργαλιού και της ρόκας

ανυφάντρα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ανώβλι: > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

ανώγι: > πατώματα > του χτίστη

ανώφλι: > πόρτα > του χτίστη

αξανεμιά: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

αξανεμιά: > απανεμιά > καιρικά

αξημέρωτα: > αβγή > αστρικά

αξημέρωτος: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

αξίνα: > αξίνα > του χωραφιού

αξινάρα: > αξίνα > του χωραφιού

αξινάρι: > αξίνα > του χωραφιού

αξιναροκράτημα: το χέρι της αξίνας > αξίνα > του χωραφιού

αξινορύγι: > αξίνα > του χωραφιού

άξιφο: > είδη βαφών > του βαφιά

άξιφος: άσπρη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

αξιώτικος: > είδη χορών > χοροί

αξόνι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

αξόνι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αξόνι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

αξός: > ξόβεργα > του κυνηγού

αοιδάνια: > σταφύλια > του φαγιού

αόμματος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απάγγειο: > απανεμιά > καιρικά

απάγγειο: > απάνεμο > τοπογραφικά

απαγγιάζει: απαγγιάζει ο αέρας > απανεμιά > καιρικά

απαγγιάζω: απαγγιάζω από τον άνεμο = φυλάγουμαι σε απάγγειο > απανεμιά > καιρικά

απαθάτο: > άλογο > θηλαστικά

απάκια: της ράχης > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

απάλα: χεριά μαλιά > μαλί > της βοσκής

απαλάμιστα: > καράβι > καράβια

απαλαριά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

απαλαριά: μικρό σινί για το αντίδωρο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

απαλαριά: μικρό σινί για το αντίδωρο > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

απαλό: απαλό των παιδιών = βρέγμα > απαλό > κόκκαλα

απάλωνα: > απάλωνα > του χωραφιού

απανάρι: το πάνω μέρος του μύλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά

απαναριά: > ψωμί > του φαγιού

απανεμιά: > απανεμιά > καιρικά

απανεμιά: > απάνεμο > τοπογραφικά

απανεμίδες: χαλασμένες ρώγες τσαμπιού > αποκαρπίτης > του τρύγου

απανεμίδες: χαλασμένες ρώγες τσαμπιού > καρπός > φυτολογικά

απανεμίδια: > απάλωνα > του χωραφιού

απανεμίζω: > λιχμίζω > του χωραφιού

απανέμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

απάνεμο: > απανεμιά > καιρικά

απάνεμο: > απανεμιά > καιρικά

απάνεμο: > απάνεμο > τοπογραφικά

απάνεμος: > απάνεμο > τοπογραφικά

απανόψι: > ψωμί > του φαγιού

απάντρεφτη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

απάντρεφτος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

απαντρεψιά: > απαντρεψιά > οικογενειακά

απανωγάμπιες: > πανιά > του καραβιού

απανωκούμπια: > κουμπί > ραφτικά

απανώπετσο: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

απανωσάγονο: > σαγόνι > κόκκαλα

απανωσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

απανωστύλι: > κολόνα > του χτίστη

απαρή: > πάτημα > του κυνηγού

απάρθενος: απάρθενος χορός > αστερισμοί > αστρικά

απαρτικά: σινιάλο της παρτέντζας > παντιέρα > του καραβιού

άπατα: της γης τ' άπατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

απατοπαστώνω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

απεγγόνι: > αγγόνι > οικογενειακά

απελατίκι: σιδερένιο ρόπαλο (οι μαγγλαβίτες με τ' απελατίκια) > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

απεταλίκι: > ρόπαλο > του πολεμιστή

απετονιά: > πετονιά > της ψαρικής

απήγανο: ξορκίζω με τον απήγανο > ξορκίζω > δαιμονικά

απήδανος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

απήδηχτη: > μαρκάλος > της βοσκής

απίδι: > απίδι > του φαγιού

απιδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

απίκου: > άγκυρα > του καραβιού

απλάδα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

άπλερο: που γεννήθηκε πριν την ώρα του > μωρό > βιολογικά

απλή: > σκοινιά > του καραβιού

απλοπίνακο: > σπληνοστόμαχο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απλοχεριά: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

απλόχερο: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

απλόχωρο: > αγγάστρι > βιολογικά

απλώστρα: στυλώνει το αντί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

απλωτή: > κολυμπώ > αρμενίσματα

αποβάλλουμαι: > αποβολή > βιολογικά

απόβαλμα: > αποβολή > βιολογικά

αποβαλμένο: > αποριξίμι > βιολογικά

απόβαλση: > αποβολή > βιολογικά

απόβγαλμα: > αποβολή > βιολογικά

αποβδόμαδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

αποβλέψιμο: > όραση > φυσιολογικά

αποβολή: > αποβολή > βιολογικά

αποβολή: > πάτημα > του κυνηγού

αποβοσκίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

αποβοσκιστή: πέτρα που ρίχνει ο βοσκός για ν' αποβοσκίσουν τα γιδοπρόβατα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

απόβραδα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αποβραδίς: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αποβρέχι: βρεμένο ψωμί > ψωμί > του φαγιού

αποβροχάρης: αποβροχάρης άνεμος > στεριανό > καιρικά

αποβρόχια: > βροχή > καιρικά

απόβροχο: > βροχή > καιρικά

απόβροχος: > στεριανό > καιρικά

απογαλαχτισμένο: > μωρό > βιολογικά

απόγειο: > στεριανό > καιρικά

απόγεμα: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απογεματινή: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απόγιομα: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απογκρεμιά: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απόγκρεμος: κρημνώδης > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απογόνι: > παιδί > οικογενειακά

απόγονοι: > γονιός > οικογενειακά

απόγωνο: > απάνεμο > τοπογραφικά

απόδειπνο: η τελευταία προσεφκή πριν τον ύπνο > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αποδιαφώτισμα: > αβγή > αστρικά

αποδοσίδι: στάλσιμο της πραμάτειας με καράβι > αχταρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

αποδόχι: > πατητήρι > του τρύγου

αποζέβλι: το κλειδί που κλειδώνει τη ζέβλα > αλέτρι > του χωραφιού

απόζηλο: απόζηλο μέρος = όπου μεριάζουν δαιμονικά > νεραϊδαριό > δαιμονικά

αποθαλασσιά: απάνεμη θάλασσα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

αποθαλασσινός: αποθαλασσινός καιρός + αλλαγή καιρού από τη θάλασσα > καιρός > καιρικά

αποθαλασσινός: αποθαλασσινός καιρός > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

αποθάλασσος: αποθάλασσος γιαλός > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

αποθαλασσώνουμαι: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

αποθαλασσώνουμαι: > πελαγίζω > αρμενίσματα

αποθειός: > θείος > οικογενειακά

αποθωριά: > χρώμα > του ζουγράφου

αποκαθίδι: > καφές > του φαγιού

αποκαλαμιά: τα κοτσάνια που μένουν ύστερα από το θέρισμα > καλαμιά > του χωραφιού

αποκαλαμιά: το στάχυ που μένει ριζωμένο στο χωράφι έπειτα από το θέρισμα > στάχυ > φυτολογικά

αποκαρπίτης: κακογίνωτο τσαμπί > καρπός > φυτολογικά

αποκαρπίτης: μίζερο τσαμπί σταφύλια > αποκαρπίτης > του τρύγου

αποκάρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

αποκαταριά: > ψωμί > του φαγιού

αποκεφαλίζω: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

αποκλαμός: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αποκλείστρα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απόκληρο: > παιδί > οικογενειακά

απόκληρο: > παιδί > οικογενειακά

απόκλωσμα: > βασίλεμα > αστρικά

αποκοίλι: > κοιλιά > όργανα

αποκοιμίζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

αποκοίμισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

απόκομα: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αποκομένο: που το ξεβύζαξαν > μωρό > βιολογικά

αποκοπή: > αποκόφτω > βιολογικά

απόκορφο: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αποκορωμένο: > δαίμονας > δαιμονικά

αποκούνι: > παιδί > οικογενειακά

αποκούρι: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

αποκούτσαμα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποκόφτω: > αποκόφτω > βιολογικά

αποκρέβατος: ο τόπος κάτω από το κρεβάτι > κρεβάτι > του σπιτικού

αποκρέβω: > αρτυμή > του φαγιού

απολείτουργα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απολειφαδιάζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

απολίβαδο: βοσκημένο > λιβάδι > τοπογραφικά

απολιγαίνω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

απόλιγος: > φεγγάρι > αστρικά

απολίγωμα: > λιγούρα > φυσιολογικά

απολιγώνω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

απολίμανο: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

απολυμένο: > φίδι > σερπετά

απολύμι: > αλέβρι > του μυλωνά

απόλυση: το τέλος της λειτουργιάς > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απολυταριά: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

απολυτίκι: το τροπάρι της απόλυσης > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απόλωλος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απομαλίδι: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

απόμαλο: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

απομεινάρι: > τόπι > πανιά

απομεινάρια: > αλέβρι > του μυλωνά

απομεινάρια: > αποτρυγίδι > φυτολογικά

απόμερο: απόμερο μέρος > παραμεριά > τοπογραφικά

απομεσήμερο: > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

απομουστώματα: > αποστραγγίδια > του τρύγου

απόμουχρο: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

απομύρωμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

απομωραμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απόνερα: > απόνερα > αρμενίσματα

απονέρια: > απόνερα > αρμενίσματα

απονεφελιά: υπονεφέλη, επινεφέλιον > σύνεφο > καιρικά

απόνησο: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

απονυστάζω: > νύστα > φυσιολογικά

αποξυλωμός: > κομάρα > φυσιολογικά

αποξυλωμός: τέτανος > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

απόπαιδο: > παιδί > οικογενειακά

αποπαιδούσα: που δεν κάνει πια παιδιά > λεχώνα > βιολογικά

απόπατος: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

αποπληξία: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποπύρι: > ζέστη > καιρικά

αποράχι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

απόριζο: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

απόριμα: > αποριξίμι > βιολογικά

αποριξίμι: > αποριξίμι > βιολογικά

αποριφή: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

απορουχοσυνάχτης: > απορουχοσυνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

αποσήμαδη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

απόσκεπο: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

απόσκια: πέφτουν τ' απόσκια > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

απόσκιος: δυτικός άνεμος > στεριανό > καιρικά

απόσπερα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

αποσπέρι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

αποσπεριά: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

αποσπερίζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

απόσπερνο: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

απόσπερο: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

αποσπόρι: > παιδί > οικογενειακά

αποσταβρώνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

αποστάφυλα: > αποτρυγίδια > του τρύγου

απόστεμα: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αποστεριό: > στεριανό > καιρικά

απόστιχα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αποστολιάτικα: > σύκα > του φαγιού

αποστραγγίδια: > αποστραγγίδια > του τρύγου

αποστρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

αποταχιά: > αβγή > αστρικά

αποτεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

αποτεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

απότιστο: > χωράφι > του χωραφιού

άποτο: > χωράφι > του χωραφιού

απότοιχος: ο τόπος από κάτω από τον τοίχο > τοίχος > του χτίστη

αποτρύγημα: > τρύγος > του τρύγου

αποτρύγια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αποτρυγίδι: > αποτρυγίδι > φυτολογικά

αποτρυγίδια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

απότρυγο: τέλος του τρύγου > τρύγος > του τρύγου

απότσαμπα: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αποτσαμπίδια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

αποφόρια: > ρούχα > ρούχα

αποφώλι: > πεταρούδι > πουλολογικά

αποφώλιο: > αβγό > πουλολογικά

αποχείλωμα: αποχείλωμα της ρεματιάς > ρέμα > τοπογραφικά

αποχές: εκεί που τελειώνουν οι βράχοι κι αρχίζει η αμμουδιά μέσα στη θάλασσα > αποχές > της θάλασσας και του καιρού

απόχη: > απόχη > της ψαρικής

απόχηρος: > χήρος > οικογενειακά

αποχόντρι: > αλέβρι > του μυλωνά

αποχρωμιά: > χρώμα > του ζουγράφου

απόχτενο: το μπροστινό μέρος του χτενιού > χτένι > κόκκαλα

απόχτυπος: > καρδιά > όργανα

αποχυλώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

απόχυμα: σπέρμα > φυσικά > φυσιολογικά

αποχυμένο: ψάρι που έχει γεννήσει τ' αβγά του > αποχυμένο > ψαρολογικά

απόχυση: > φεγγάρι > αστρικά

αποχωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

αποχωνέματα: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

Απρίλης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

Απριλομάς: > μήνας > της μέρας και της ώρας

απύρι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

αραβώνα: > διαμαντικά > πετράδια

αραβώνας: > αραβώνας > οικογενειακά

αραβωνιαστικιά: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

αραβωνιαστικός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

αραγός: > ταγάρι > της βοσκής

αραγός: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αραδιάζω: > αραδιάζω τη γούμενα > αρμενίσματα

αράζω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

αραθύμημα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

αραθυμιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

αραθυμώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

αρακάς: > λαχανικά > του φαγιού

αραμπάς: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

αραμπατζής: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

αραξοβόλι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αράπης: > αράπης > δαιμονικά

αραποβλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αραπόσταρο: κεφάλι καλαμποκιού > καρπός > φυτολογικά

αράχνη: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αραχνιά: > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

αράχνιασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

αραχνόσκουπα: > σκούπα > του σπιτικού

αρβάλι: > κόσκινο > του μαγεριού

αρβάλι: κόσκινο για λίχνισμα > δριμόνι > του χωραφιού

αρβάλι: το σκοινί που ενώνει τα δύο αφτιά του καζανιού > αρβάλι > του μαγεριού

αρβάλι: χέρι καζανιού > αρβάλι > του μαγεριού

αρβελίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

αρβελιστήρι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

αρβελιστό: > κρέας > του φαγιού

αργάζω: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

αργαλιός: δίχτυ που το σέρνουνε στον πάτο της θάλασσας > αργαλιός > της ψαρικής

άργανα: > όργανα > του μουσικού

αργαστηριάρης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αργάτης: > αργάτης > του καραβιού

αργατινή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

άργητα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

αργίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

άργιλος: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

αργιλόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

αργίτικος: > είδη χορών > χοροί

αργομοίρα: που παντρεύτηκε αργά > γάμος > οικογενειακά

αργυάκι: > ρυάκι > τοπογραφικά

αργυρένιος: > ασημένιος > του ζουγράφου

αργυρός: > ασημένιος > του ζουγράφου

αργυρώνω: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

αργώνω: σταματά το γάλα μου > γαλούσα > βιολογικά

αρεβωνάδια: > αραβώνας > οικογενειακά

αρεβωνίσια: > αραβώνας > οικογενειακά

αριά: > τα δόντια είναι > όργανα

αρίγγα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

αρίδα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

αρίδα: το πίσω μέρος του ποδαριού > πόδι > ανατομικά κατατόπια

αρίδι: είδος τρυπανιού > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

αριλόγος: > δριμόνι > του χωραφιού

αριογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

αριοδόντης: > δόντι > όργανα

αριολόγι: > δριμόνι > του χωραφιού

αριολόγος: > δριμόνι > του χωραφιού

αριομάδα: > δάσος > τοπογραφικά

αριομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

άρκαλος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

αρκάνη: > σταχοκόπι > του χωραφιού

αρκιμπουζάρης: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρκιμπουζάς: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρκιμπουζιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρκιμπούζο: > τουφέκι > του πολεμιστή

άρκλα: > κορμός > φυτολογικά

άρκλα: αμπάρι για ψωμί κι άλλα φαγιά > αμπάρι > του μαγεριού

αρκούδα: Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά

αρκουδάπιδο: > απίδι > του φαγιού

αρκούδι: Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά

αρκουδιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αρκουδόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

αρκουδόπουλο: Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά

αρκουδοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

άρμα: > άρματα > του πολεμιστή

άρμα: > θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού

αρμάδι: > ορμίδι > της ψαρικής

αρμαδιακτό: ρημαδιακό; > δαίμονας > δαιμονικά

αρμαδούρα: κρεμάστρα για τα σύνεργα του μαραγκού > αρμαδούρα > του μαραγκού

αρμαθιά: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

αρμαθιάζω: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

αρμακάς: σωρός πέτρες > πέτρα > πέτρες

αρμαλός: τρίχινα κομάτια που δεμένα κάνουν τη βόλτα > βόλτα > της ψαρικής

αρμάρα: > ντουλάπα > του σπιτικού

αρμάρι: > ντουλάπα > του σπιτικού

αρμαστή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

άρματα: > άρματα > του πολεμιστή

αρμάτα (η): > αρματωσιά > του πολεμιστή

αρματολογιά: οπλισμός > άρματα > του πολεμιστή

αρματώνω: > άρματα > του πολεμιστή

αρματώνω: > αρματώνω > αρμενίσματα

αρματωσιά: πανοπλία > αρματωσιά > του πολεμιστή

αρματωσιά: σύνεργα ψαρικής > αρματωσιά > της ψαρικής

αρματωτής: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

αρμεγή: αρμεγής καιρός > στερφογαλιά > της βοσκής

αρμεγός: > αρμεγός > της βοσκής

αρμέγω: > αρμέγω > της βοσκής

αρμεγώνας: > μάντρα > της βοσκής

άρμεμα: > αρμέγω > της βοσκής

άρμενα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αρμενίδι: Nautilus γένος | ναυτίλος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αρμενίζω: > αρμενίζω > αρμενίσματα

αρμενισιά: > αρμενισιά > αρμενίσματα

αρμενιστής: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

άρμενο: > καράβι > καράβια

άρμενο: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

αρμεξιά: > αρμέγω > της βοσκής

άρμες: οικόσημο > άρματα > του πολεμιστή

αρμεχτάρα: > αρμεγός > της βοσκής

αρμεχτής: > αρμέγω > της βοσκής

άρμη: > αλάτι > του φαγιού

αρμιά: > αλάτι > του φαγιού

αρμιδιά: > ορμίδι > της ψαρικής

αρμιθιά: > ορμίδι > της ψαρικής

αρμόλυθος: μισογενωμένο σύκο > σύκα > του φαγιού

αρμός: > αρμός > κόκκαλα

αρμός: > ρεζές > του χτίστη

αρμός: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

αρμός: > χωράφι > του χωραφιού

αρμός: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

αρμοσιά: > αρμός > κόκκαλα

αρμούτι: > τουφέκι > του πολεμιστή

αρμπορίζω: > αρματώνω > αρμενίσματα

άρμπορο: > κατάρτια > του καραβιού

αρμύρα: η γέψη του αλατιού > αλάτι > του φαγιού

αρμυράδες: > γη > του χωραφιού

αρμυριά: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

αρμυριά: αλίπεδον > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

αρμυρόγεια: > γη > του χωραφιού

αρμυρόχωμα: > γη > του χωραφιού

αρνάδα: > πρόβατο > της βοσκής

αρναδερά: > ζωντανά > της βοσκής

αρνάκι: > πρόβατο > της βοσκής

αρναούρα: > αρναούρα > πετράδια

αρναούρας: > αρναούρα > πετράδια

αρνάρης: > βοσκός > της βοσκής

αρνάρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

αρναρίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

αρνί: > πρόβατο > της βοσκής

αρνιακό: > πετσί > του παπουτσή

αρνίσιο: > κρέας > του φαγιού

αρνοκάτσικα: > ζωντανά > της βοσκής

αρνοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

αρνοκόπι: τα κοντά μαλιά των αρνιών > μαλί > της βοσκής

αρνόκουρο: κουρεμένο μαλί αρνιού > μαλί > της βοσκής

αρόδο: στ' ανοιχτά > αρμενισιά > αρμενίσματα

αρόλιθος: > νερόλακκος > τοπογραφικά

αρόλιθος: > πέτρα > πέτρες

αρός: κοίλη πέτρα > πέτρα > πέτρες

άρπα: αιολική άρπα > άρπα > του μουσικού

αρπάγι: > αγκουρέτο > του καραβιού

αρπάγια: > νύχια > πουλολογικά

αρπάλι: χαυλιόδους > δόντι > όργανα

άρπαξε: άρπαξε το ψητό > μαγειρέματα > του μαγεριού

αρπάχτρα: επικύημα > αγγάστρι > βιολογικά

αρπεδόνα: > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

αρπίστας: > μουσικός > του μουσικού

αρπορέτο: > κατάρτια > του καραβιού

άρπορο: κατάρτι > κατάρτια > του καραβιού

αρσανάς: ναύσταθμος > ταρσανάς > του σκαριού

αρσενικό: > γιος > οικογενειακά

αρταίνω: > αρτυμή > του φαγιού

αρτάνα: ταράτσα περιβολιού > περιβόλι > του χωραφιού

αρτένη: Fratercula artica > αρτένης > πουλιά

αρτένης: Fratercula artica > αρτένης > πουλιά

αρτιμόνι: > κατάρτια > του καραβιού

αρτιοχιονάρι: Francolinus vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά

άρτος: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

άρτος: > ψωμί > του φαγιού

αρτοφόρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αρτοφόρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αρτυμή: > αρτυμή > του φαγιού

αρτυμιό: > φαγί > του φαγιού

αρτύνουμαι: > αρτυμή > του φαγιού

αρτύνω: > αρτυμή > του φαγιού

αρτυσιά: > αρτυμή > του φαγιού

αρφανά παγίδια: > παγίδια > κόκκαλα

αρφανός: > ορφανός > οικογενειακά

αρχαριά: > λεχώνα > βιολογικά

αρχαριά: αρχαριά προβατίνα > πρόβατο > της βοσκής

αρχιδάς: > αρχίδι > όργανα

αρχιδάτος: > αρχίδι > όργανα

αρχίδι: > αρχίδι > όργανα

αρχιεπίσκοπος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αρχιμανδρίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αρχιμηνιά: > μήνας > της μέρας και της ώρας

αρχιτσέλιγγας: > βοσκός > της βοσκής

αρχιχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

αρχοντάρης: φροντίζει τους μουσαφίρηδες στο αρχονταρίκι > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

αρχονταρίκι: > σπίτι > του χτίστη

αρχονταρίκι: ξενών > μοναστήρι > της εκκλησιάς

αρχοντικό: > σπίτι > του χτίστη

αρχοντόνησο: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

αρχοντοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

αρχοντοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

αρχοντόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

αρχοντοφάγι: > φαγί > του φαγιού

αρχός: το τέλος του κωλάντερου > άντερα > όργανα

αρωσταίνω: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αρωστημένος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αρωστιά: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αρώστια: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άρωστος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ασάραντος: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

ασβεστάδικο: > ασβεστάς > του χτίστη

ασβεσταριά: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεσταριό: > ασβεστάς > του χτίστη

ασβεστάς: που φτιάνει ασβέστη > ασβεστάς > του χτίστη

ασβέστης: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστοκάμινο: > ασβεστάς > του χτίστη

ασβεστοκόματα: κομάτια γύψου > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστόνερο: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστόπετρα: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστοχύλισμα: > ασβέστης > του χτίστη

ασβεστώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

άσβιος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

ασβολερός: > μάβρος > του ζουγράφου

ασβολερός: > σταχτής > του ζουγράφου

ασβός: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

ασβός: Sinoxylon basilare > ασβός > σκουλήκια και ζωύφια

άσβος: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

ασέλινο: > άλογο > θηλαστικά

ασηκωτήρι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ασημένιος: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασημένιος: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασήμι: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημικά: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

ασημιός: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασημογνέματα: λειχήνες ή αμπελοκλάδια > νεραϊδογνέματα > δαιμονικά

ασημοκαπνίζω: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημοκόπος: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

ασημοκούμπι: > κουμπί > ραφτικά

ασημόνερο: > διάργυρος > μέταλλα και χημικά

ασημόνερο: νιτρικόν οξύ > χημικά > μέταλλα και χημικά

ασημοπαλάσκες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημόπετρα: > ασημόπετρα > πέτρες

ασημοπιστόλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημόσπαθα: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημοτράμπουλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημοτραχηλιά: > διαμαντικά > πετράδια

ασημοτραχηλιές: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ασημοχρύσαφος: > χρυσός > του ζουγράφου

ασημόχρυσος: από χρυσωμένο ασήμι > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημώνω: > ασήμι > μέταλλα και χημικά

ασημωτός: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασήμωτος: > ασημένιος > του ζουγράφου

ασκάβλι: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

ασκάλαβος: > σάβρα > σερπετά

ασκαλαβωτής: > σάβρα > σερπετά

ασκάλη: > αλέτρι > του χωραφιού

ασκαλώπας: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

άσκημος: > μύτη > όργανα

ασκηταριό: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

ασκί: > ματαράς > του τρύγου

ασκί: ο γλουτός > κώλος > ανατομικά κατατόπια

ασκό: χωρίς τσόφλι > αβγό > πουλολογικά

ασκόαβλος: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκόγεια: > γη > του χωραφιού

ασκόδερμα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκοθάλασσα: κύματα χωρίς αφρό > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ασκοθαλασσιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ασκόλυθος: > σύκα > του φαγιού

ασκομαντούρα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκόπουλο: > ματαράς > του τρύγου

ασκόπουλο: που μόλις έσκασε από το αβγό > πεταρούδι > πουλολογικά

ασκοτσαμπούνα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

ασκοτύρι: > τυρί > του φαγιού

ασκουβάζα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

ασκούρισμα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

άσκωμα: το πετσί που είναι καπλαδισμένο γύρω στο κουπί > κουπί > του καραβιού

ασλάνι: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

ασμολόγος: η βασίλισα του μελισιού > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ασπαλαθρίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ασπράδα: αμμουδένιος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

ασπράδι: > αβγό > πουλολογικά

ασπράδι: το άσπρο του ματιού (σκληρωτικός χιτών) > μάτι > όργανα

ασπριδερός: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

ασπρικωλίνα: Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά

ασπρίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

ασπρισμένο: > βούτυρο > της βοσκής

ασπρογάλιασμα: > αβγή > αστρικά

ασπρογαλίζει: η θάλασσα ασπρογαλίζει = ασπρίζει από τα κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ασπρόγεια: > γη > του χωραφιού

ασπρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπρογενίζω: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπροθαλασσής: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρόθολος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπροκώλα: Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά

ασπρόκωλος: Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά

ασπρολίθι: > πέτρα > πέτρες

ασπρολογιά: > ασπρόρουχα > ρούχα

ασπρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπρομάτιασμα: ασπρίζει το μάτι του γιδιού > στα γίδια > αρώστιες ζώων

ασπρομούστακος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ασπρόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

ασπροπάρης: γύπας των ψηλών βουνών > γύπας > πουλιά

ασπρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ασπροπρόσωπος: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

ασπρόρουχα: > ασπρόρουχα > ρούχα

ασπρορουχιά: > ασπρόρουχα > ρούχα

ασπρορουχού: > ράφτης > ραφτικά

άσπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρούδια: > σταφύλια > του φαγιού

ασπρούλης: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρουλιάρης: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρουλιάρικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρούλικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρουλός: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρούτσικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ασπρόχωμα: > γη > του χωραφιού

ασπρόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

ασπρόψαρα: > γόνος > ψαρολογικά

αστακός: Homarus vulgaris > αστακός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αστάλαχτη: αστάλαχτη γίδα > γίδι > της βοσκής

αστάρι: προστυχόπανο > καμπάς > ραφτικά

ασταρώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

αστάχη: > βελονιές > ραφτικά

αστάχυ: > στάχυ > φυτολογικά

ασταχωτή: > βελονιές > ραφτικά

αστέρα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αστέρας: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αστεράτο: με άσπρο άστρο στο μέτωπο > άλογο > θηλαστικά

άστερη: άστερη νύχτα > άστρο > αστρικά

αστέρι: > μηλίγγι > κόκκαλα

αστέρι (το): Εωσφόρος > πλανήτες > αστρικά

αστέρινος: > άστρο > αστρικά

αστέριος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

αστερίσκος: απάνω από το δισκάρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

αστερίσματα: > αστερισμοί > αστρικά

αστερισμοί: > αστερισμοί > αστρικά

αστεφάνωτη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

αστεφάνωτος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

αστράγαλος: > πόδι > κόκκαλα

αστράκι: > αστράχι > του χτίστη

αστραπή: > αστραπή > καιρικά

αστραποβόλι: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραπόβολο: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραπόβολος: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραπόβροντο: > βροντή > καιρικά

αστραποβροντώ: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποκαμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

αστραποκαμός: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποπέλεκας: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποπελεκώ: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποπύρι: > αστραπή > καιρικά

αστραποπύρι: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποσύγνεφο: > σύνεφο > καιρικά

αστραποτσοκάνισμα: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποτσοκανώ: > αστροπελέκι > καιρικά

αστραποφεγγιά: > αστραπή > καιρικά

αστραπόφεγγο: > αστραπή > καιρικά

αστραποχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

αστράχι: > αστράχι > του χτίστη

αστραχιά: > λιακωτό > του χτίστη

αστραχιά: > μέρη της στέγης > του χτίστη

αστραχιά: στρώση από αστράχι > αστράχι > του χτίστη

αστραχώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

αστρέχα: > μέρη της στέγης > του χτίστη

αστρεχιά: > κανάλι > του χτίστη

αστρί: > άστρο > αστρικά

αστρικά: στερέωμα > ουρανός > καιρικά

αστρικό: > άστρο > αστρικά

αστρικό: > κακοκαιριά > καιρικά

αστρίτης: > οχιά > σερπετά

άστριφτο: άστριφτο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

άστρο: > άστρο > αστρικά

άστρο της τραμουντάνας: Πολικός Αστήρ > αστερισμοί > αστρικά

αστροβολιά: > άστρο > αστρικά

αστροβολίδα: > άστρο > αστρικά

αστρόβολο: > άστρο > αστρικά

αστρογαλιά: > οχιά > σερπετά

αστροδρομιά: > άστρο > αστρικά

αστροκάραβο: > καράβι > καράβια

αστρολίθι: > άστρο > αστρικά

αστρονομίζω: αφίνω κάτι όξω τη νύχτα για να το επηρεάσουν τ' αστέρια > αστρονομίζω > δαιμονικά

αστροπελέκι: > αστροπελέκι > καιρικά

αστροπέλεκο: > αστροπελέκι > καιρικά

αστρόπετρα: > άστρο > αστρικά

αστρόπετρα: > άστρο > αστρικά

αστροφεγγιά: > άστρο > αστρικά

αστρόφεγγο: > άστρο > αστρικά

αστυνόμος: > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ασύβαστη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

ασύβαστος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

ασφαλτίτης: το πέμπτο σφοντύλι της μέσης > σφοντύλι > κόκκαλα

άτεκνος: > άτεκνος > οικογενειακά

άτι: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

ατλαζένιος: > πανίτικος > πανιά

ατλάζι: > πανιά > πανιά

ατόμαχος: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

άτριχος: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άτριχος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άτρυγο: άτρυγο μέλι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ατσαλάρω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ατσάλι: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

ατσαλόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

ατσαλώνω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ατσίγγανος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ατσίδα: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

ατσίδι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

ατσίνουρος: που δεν έχει τσίνουρα > μάτι > όργανα

ατσύγκλα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

αφαγιά: > νηστεία > του φαγιού

αφάλι: > αφαλός > ανατομικά κατατόπια

αφάλι της πέτρας: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

αφάλιες: αρώστιες στα ζωντανά > αφάλιες > αρώστιες ζώων

αφαλό: > αβγό > πουλολογικά

αφαλοκοπάω: κόβω το αμολόγητο του παιδιού > αφαλοκοπάω > βιολογικά

αφαλός: του λύθηκε ο αφαλός > αφαλός > ανατομικά κατατόπια

αφέλειες: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

αφεντοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

άφλαστα: σκαλίσματα της πρύμης > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

αφορεσμός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

αφόρια: καινούρια ρούχα > ρούχα > ρούχα

αφορίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

αφορισμένος: > διάβολος > δαιμονικά

αφορμάγρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφορμάρης: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφορμίζω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφούλκα: > κανάλι > του χτίστη

άφραγο: > χωράφι > του χωραφιού

αφράτα: > αμύγδαλα > του φαγιού

αφράτο: ή σαλιάνικο > το ξύλο είναι > του μαραγκού

αφράτος: > άσπρος > του ζουγράφου

άφρη: > αφρός > της θάλασσας και του καιρού

αφρόγαλα: > γάλα > της βοσκής

αφρόκυμα: > κύμα > της θάλασσας και του καιρού

αφρόπλακα: άσπρο μάρμαρο > πέτρα > πέτρες

αφρός: > αφρός > της θάλασσας και του καιρού

αφρόχειλο: > πηγάδι > του χωραφιού

αφρόψαρα: > γόνος > ψαρολογικά

αφτάρα: > αφτί > όργανα

αφτάρμιστος: > αβάσκαντος > δαιμονικά

αφτί: > αφτί > όργανα

αφτολόγος: > γιατρός > γιατρικά

άφτρα: > άφτρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

άφτρες: άφθαι > άφτρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αφύλλιαστο: αφύλλιαστο δέντρο > δέντρο > φυτολογικά

αφύραγο: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

άφωνος: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

αχαΐρεφτε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

αχαμνά (τα): > αρχίδι > όργανα

αχάραγα: προτού χαράξει > αβγή > αστρικά

αχείλι: > στόμα > όργανα

άχερα: του παπά τ' άχερα > Γιορδάνης > αστρικά

αχερής: > κίτρινος > του ζουγράφου

αχερί: > κίτρινος > του ζουγράφου

άχερο: > άχερο > του χωραφιού

αχεροκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

αχεροσκεπή: > στέγη > του χτίστη

αχερόστρωμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

αχερώνας: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

αχηβάδα: > μπατάρι > του χτίστη

αχηβάδα: Isocardia cor. > αχηβάδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αχιβάδες: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

αχινιός: > λουβί > φυτολογικά

αχινιός: Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αχλάδι: > απίδι > του φαγιού

αχλατζάδες: > ελιές > του φαγιού

αχνάρι: > πάτημα > του κυνηγού

αχνάρι: > χνάρι > ραφτικά

αχνένιο: > ψωμί > του φαγιού

άχνη: > αλέβρι > του φαγιού

άχνη: > καταχνιά > καιρικά

αχνίζω: ψήνω στον αχνό > μαγειρέματα > του μαγεριού

αχνιστό: > κρέας > του φαγιού

αχνιστό: > φαγί > του φαγιού

αχνό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

αχνοκόκκινος: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

αχούρι: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

αχούρι: > στάβλος > του χτίστη

αχταπόδι: Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

αχτάρης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

αχταρμάς: > είδη καραβιών > καράβια

αχταρμάς: διαμετακόμισις > αχταρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

αχτσέδες: > απίδι > του φαγιού

αχυρώνα: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

άψα: > ζέστη > καιρικά

αψάδα: > ζέστη > καιρικά

αψάδα: > κακοκαιριά > καιρικά

αψαχούλεφτη: η αψαχούλεφτη μοίρα > μοίρα > δαιμονικά

άψη: > ζέστη > καιρικά

αψίδι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

αψιδιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

αψιμίτσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

αψώμοτο: αψώμοτο σιτάρι > καρπός > φυτολογικά

βαβά: > γιαγιά > οικογενειακά

βαβίλα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

βαβούλι: > καρπός > φυτολογικά

βαβούλι: > μπουμπούκι > φυτολογικά

βαβουλίδα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

βαβούλω: > γιαγιά > οικογενειακά

βάβω: > γιαγιά > οικογενειακά

βάβω: > παραμάνα > οικογενειακά

βαγγέλιο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

Βαγγελίστρα: είναι για τη Βαγγελίστρα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαγενάς: > βαρελάς > του τρύγου

βαγένι: > βαρέλι > του τρύγου

βαγένιος: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βάγια: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βάγια: > παραμάνα > οικογενειακά

βαγιόκλαδα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βαγιόλαδο: > λάδι > του φαγιού

βαγιόλι: > νιφτήρας > του σπιτικού

βάζω: βάζω αφτί > αφτί > όργανα

βαθαίνω: > σκάφτω > του χωραφιού

βάθη (η): > σκάφτω > του χωραφιού

βαθιά: βαθιά νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

βαθιά: βαθιά χαράματα > αβγή > αστρικά

βαθοκόπημα: > σκάφτω > του χωραφιού

βαθοκοπώ: > σκάφτω > του χωραφιού

βαθουλό (το): > λάκκα > τοπογραφικά

βαθούλωμα: > βούθουλας > τοπογραφικά

βαθούλωμα: > λάκκα > τοπογραφικά

βαθουλώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

βαθρακάκι: πρήξιμο στη γλώσσα > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βάθρακας: Rana > βάτραχος > σερπετά

βαθρακόπετρα: > βαθρακόπετρα > πέτρες

βαθρακός: Rana > βάτραχος > σερπετά

βάθρακος: Rana > βάτραχος > σερπετά

βαθρακόψαρο: Lophius piscatorius > βαθρακόψαρο > ψάρια της θάλασσας

βαθύ: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

βαθυγάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

βαθυδιάσελο: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βαθυλάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

βακέτα: αδούλευτο πετσί > πετσί > του παπουτσή

βακίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

βακούφι: > χτήμα > του χωραφιού

βακούφι: μουσουλμανικό ιερό ίδρυμα (τζαμί, τεκές) > βακούφι > της εκκλησιάς

βακούφικα (χτήματα): πλέρωναν ξεχωριστό φόρο στα βακούφια > βακούφι > της εκκλησιάς

βάκρο: με μάβρο σημάδι στο μούτρο κι ολόμπροστα στο αστήθι > πρόβατο > της βοσκής

βαλακρίδα: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βαλάνι: > καρπός > φυτολογικά

βαλανίδα: > βαλανίδι > όργανα

βαλανίδι: > βαλανίδι > όργανα

βαλανίδι: > καρπός > φυτολογικά

βαλίθι: > πανιά > πανιά

βαλίστρα: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

βαλκός: δίχτυ για χέλια > βολκός > της ψαρικής

βαλμαδιό: > βουκολιό > της βοσκής

βαλμαριό: κοπάδι άλογα > κοπάδι > της βοσκής

βαλμάς: > βοσκός > της βοσκής

βαλμάς: Caprimulgus europaeus > βαλμάς > πουλιά

βαλτοθάλασσα: > λίμνη > τοπογραφικά

βαλτονέρι: > λάσπη > τοπογραφικά

βαλτός: > βοσκός > της βοσκής

βάλτος: > βάλτος > τοπογραφικά

βαλτουριά: > βάλτος > τοπογραφικά

βαλτωσιά: > βάλτος > τοπογραφικά

βάλχος: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

βάμα: > βαφή > του βαφιά

βανίλια: > γλυκά > του φαγιού

βάντα: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

βάξα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

βαποράς: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

βαράει: > ο ήλιος > αστρικά

βάραθρο: > βάραθρο > τοπογραφικά

βαράκι: χρυσάφι σε φύλλο > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

βαράκι: ψεφτόχρυσος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

βαράκουος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαρακούω: δεν καλακούω > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαρακώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

βαραντούπ: > παιδιών > παιγνίδια

βαρβάκι: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

βαρβακίνα: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

βαρβατιά: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβατιάζω: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβάτιασμα: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβατίλα: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρβάτος: > βαρβατιά > φυσιολογικά

βαρδάρια: ξυλαράκια περαστά στη βαρδομάνα (χτυπούνε τη μυλόπετρα που γυρίζει και σειουν έτσι το αμπάρι με το γέννημα κι αφτό πέφτει μέσα στην τρύπα κι αλέθεται) > μέρη του μύλου > του μυλωνά

βάρδια: > φύλαξη > του πολεμιστή

βάρδια (η): > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

βαρεκίνα: > χημικά > μέταλλα και χημικά

βαρέλα: > βαρέλι > του τρύγου

βαρελάδικο: > βαρελάς > του τρύγου

βαρελάκια: > παιδιών > παιγνίδια

βαρελάς: > βαρελάς > του τρύγου

βαρέλι: > βαρέλι > του τρύγου

βαρελοσάνιδο: > βαρέλι > του τρύγου

βαρελότο: > παιδιών > παιγνίδια

βάρεμα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαρεματιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βαριά: > γη > του χωραφιού

βαριά: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

βαρίδι: > ρολόι > του σπιτικού

βαρίδι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

βαρικό: > χωράφι > του χωραφιού

βαρικός: > βάλτος > τοπογραφικά

βάρκα: > είδη καραβιών > καράβια

βαρκάρης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

βαρκό: τόπος χαμηλός και βαλτωμένος > βάλτος > τοπογραφικά

βαρκός: βαρκός τόπος > βάλτος > τοπογραφικά

βαρκούσιο: υγρό > χωράφι > του χωραφιού

βαρόκουφος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βάρος: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

βαροστόμαχο: > φαγί > του φαγιού

βαρουκλό: > χωράφι > του χωραφιού

βαρούμενη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

βαρσάμι: Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας

βάρσαμο: > γιατρικό > γιατρικά

βαρυγλυκύς: > καφές > του φαγιού

βαρυκαιριά: > κακοκαιριά > καιρικά

βαρυκέφαλος: Pyrrhula europea > βαρυκέφαλος > πουλιά

βαρυπνάς: > όνειρο > φυσιολογικά

βαρυπνιά: > ύπνος > φυσιολογικά

βαρύς: > καφές > του φαγιού

βαρυχειμωνιά: > κακοκαιριά > καιρικά

βαρυχειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

βαρώ: > σαλαγώ > της βοσκής

βάσανο: > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

βασιλάκης: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

βασιλάκι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

βασιλάκος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

βασιλέβει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βασίλεμα: > βασίλεμα > αστρικά

βασίλεμα: > βασίλεμα > της μέρας και της ώρας

βασιλιάς: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

βασιλικά: > σύκα > του φαγιού

βασιλικά: βασιλική φλέβα = αρτηρία > φλέβα > όργανα

βασιλική: βασιλική μέρα > καλοκαιριά > καιρικά

βασίλισα: βασίλισα του γιαλού και των βουνών > δέσποινα > δαιμονικά

βασιλοκουλούρα: > ζυμαρικά > του φαγιού

βασιλοκουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

βασιλόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

βασιλοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

βασιλοπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

βασιλόσπιτο: > παλάτι > του χτίστη

βασκαίνω: > μαγέβω > δαιμονικά

βάσκαμα: > μάγεμα > δαιμονικά

βασκανιά: > βασκανιά > δαιμονικά

βάσκανος: > βάσκανος > δαιμονικά

βασκαντήρα: > φυλαχτό > δαιμονικά

βασκάνω: > μαγέβω > δαιμονικά

βασταγάρης: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

βασταγερό: > γαϊδούρι > θηλαστικά

βασταγερό: > είδη πανιών > πανιά

βασταγό: > γαϊδούρι > θηλαστικά

βασταγούρι: > γαϊδούρι > θηλαστικά

βασταγούρι: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

βαστάζος: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

βαστάρικα: > σταφύλια > του φαγιού

βασταχτήρα: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

βάστρα: μικρό τσοπάνικο τζάκι > τζάκι > του σπιτικού

βάτα: μπαμπάκι για φοδράρισμα φορεσιάς > βάτα > ραφτικά

βατοκόπι: κλαδεφτήρι για βάτους > κλαδεφτήρι > του χωραφιού

βατόπουλο: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

βάτος: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

βάτραχας: Rana > βάτραχος > σερπετά

βατράχι: Rana > βάτραχος > σερπετά

βατραχός: Rana > βάτραχος > σερπετά

βάτραχος: Rana > βάτραχος > σερπετά

βατσέλο: > είδη καραβιών > καράβια

βαφή: > βαφή > του βαφιά

βαφή: > χρώμα > του ζουγράφου

βαφιάς: > βαφιάς > του βαφιά

βαφόριζα: > είδη βαφών > του βαφιά

βαφτίδι: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτίζω: βάζω λάδι > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

βάφτιση: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτίσια: > βάφτισμα > οικογενειακά

βάφτισμα: > βάφτισμα > οικογενειακά

βάφτισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βαφτισματοχάρτι: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστήρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βαφτιστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βαφτιστίκι: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστίκι: το βαφτιστικό φόρεμα που χαρίζει ο νουνός > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστικό: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτιστικός: > βάφτισμα > οικογενειακά

βαφτό: > είδη πανιών > πανιά

βάφω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

βάφω: βάφω το μέταλλο > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

βάψη: > βαφή > του βαφιά

βάψιμο: > βαφή > του βαφιά

βγάζω: βγάζω λείψανο > κηδεία > οικογενειακά

βγάζω: βγάζω στα γρασίδι > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βγάζω: βγάζω στη βοσκή, στο βόσκημα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βγαίνει: > ο ήλιος > αστρικά

βγαίνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

βγαλσιά: > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

βγάλσιμο: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βγαλτό: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βγάρμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βδέλλα: Hirudo medicinalis > βδέλλα > σκουλήκια και ζωύφια

βδομάδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

βεγγέρα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

βεδούρα: > αρμεγός > της βοσκής

βεδούρας: γιαούρτι της βεδούρας > γάλα > της βοσκής

βεδούρι: μικρή καρδάρα με αρβάλι ξυλένιο > αρμεγός > της βοσκής

βεζά: > τυρί > του φαγιού

βελανίδι: > καρπός > φυτολογικά

βελανίδι: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

βελανιδιά: > ξύλα > του μαραγκού

βελανιδόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

βελαόρες: βουνίσια βοσκοτόπια > βοσκή > της βοσκής

βελατούρα: σκια πρασινωπή σε προσωπογραφία > βελατούρα > του ζουγράφου

βελέντζα: > κρεβάτι > του σπιτικού

βελέσι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

βελιό: > πανιά > πανιά

βέλο: > βέλο > ρούχα

βελόνα: > βελόνα > ραφτικά

βελόνι: > βελόνα > ραφτικά

βελόνι: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

βελόνι: Sphyraena Risso > λούτσος > ψάρια της θάλασσας

βελόνια: > φύλλο > φυτολογικά

βελόνια (τα): > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

βελονιάζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

βελονιάζω: περνώ την άκρη σκοινιού από μια τρύπα > βελονιάζω > αρμενίσματα

βελονίδα: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

βελονίδι: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

βελονιές: > βελονιές > ραφτικά

βελουδένιος: > πανίτικος > πανιά

βελούδο: > πανιά > πανιά

βελούχι: > βρύση > του χωραφιού

βένες: φλέβες > το ξύλο έχει > του μαραγκού

βένετος: > μόρικος > του ζουγράφου

βεντερούγα: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βέντο: > σκοινιά > του καραβιού

βεντούζα: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βεντούζα: > βεντούζα > γιατρικά

βερβέρα: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

βερβερής: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βερβεριά: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βερβερίζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βερβερίτσα: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

βέργα: > βέργα > του χωραφιού

βέργα: > καμάκι > της ψαρικής

βέργα: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βέργα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

βεργάδι: > πρόβατο > της βοσκής

βεργασιό: > δραγάτης > του τρύγου

βεργασούρα: > δραγάτης > του τρύγου

βεργιά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βερδούνι: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

βερνίκι: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

βερνικωμένα: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

βετλιάρης: > βοσκός > της βοσκής

βετούλα: αποκομένο κατσικάκι > γίδι > της βοσκής

βετούλι: > γίδι > της βοσκής

βηματάρης: που χτυπά το σήμαντρο > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

βημόθυρα (τα): > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

βηξιά: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βηρύλλι: > βηρύλλι > πετράδια

βηχάκι: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βηχαλάκι: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βήχας: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βήχας: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βηχιάρης: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βήχω: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βιβάρι: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

βιβλιοδέτης: > βιβλιοδέτης > του βιβλιοδέτη

βιβλιοθήκη: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

βιβλιοράψιμο: > βιβλιοράψιμο > του βιβλιοδέτη

βίγλα: η βίγλα στην κόφα > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

βιγλάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

βιγλάτορας: > δραγάτης > του τρύγου

βιγλάτορας: > πρεδάρης > του χωραφιού

βίδα: > βίδα > του μαραγκού

βίδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βίδα: έχει βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βιδάτος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βιδέλο: > κρέας > του φαγιού

βιδέλο: > πετσί > του παπουτσή

βιδέλο: > πετσιά για δέσιμο > του βιβλιοδέτη

βιδιά: ευδία > καλοκαιριά > καιρικά

βιδολόγος: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

βιδόπροκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

βιδόπροκες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

βιδώνω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

βιδωτήρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

βίκος: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

βιόλα: > βιόλα > του μουσικού

βιολί: > βιολί > του μουσικού

βιολί: κάποιο ζώο ή ζωύφιο που τρυπώνει μέσα στα ψάρια > βιολί > σκουλήκια και ζωύφια

βιολιτζής: > μουσικός > του μουσικού

βιολοντσέλο: > βιολοντσέλο > του μουσικού

βίραγγας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βίραγγας: > ποτάμι > τοπογραφικά

βιράρω: τραβώ (στον αργάτη) > βιράρω > αρμενίσματα

βιρό: > ποτάμι > τοπογραφικά

βιρός: > ποτάμι > τοπογραφικά

βισινάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

βισινής: > κόκκινος > του ζουγράφου

βισινί: > κόκκινος > του ζουγράφου

βίσινο: > γλυκά > του φαγιού

βισινόκρασο: > κρασί > του φαγιού

βιτριόλι: θειικόν οξύ > χημικά > μέταλλα και χημικά

βιτριόλι: μαβιά βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

βίτσα: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βίτσερης (της): > τυρί > του φαγιού

βιτσιά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βιτσίλα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

βιχτόρια: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βλάγκο: > άλογο > θηλαστικά

βλάγκο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

βλάγκος: ασπρότριχος > άσπρος > του ζουγράφου

βλακομάδα: σημάδια που αφήνει η βλογιά > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλαμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλάρι: > τόπι > πανιά

βλασερό: > ψωμί > του φαγιού

βλαστάρι: > βλαστάρι > φυτολογικά

βλαστερό: καλόζυμο > ψωμί > του φαγιού

βλάστηση: > φυτιά > φυτολογικά

βλαστολόγημα: > φυτιά > φυτολογικά

βλαστολόγημα: > χορτολογώ > του χωραφιού

βλαστολογίδια: οι άκριες των κλημάτων > κλαδί > φυτολογικά

βλαστολογώ: > κλαδέβω > του χωραφιού

βλαστολογώ: > χορτολογώ > του χωραφιού

βλαστολογώ: κόβω τα βλαστολογίδια (τις άκρες των κλημάτων) > βλαστολογώ > του τρύγου

βλατή: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλατί: βυζαντινό μεταξωτό πανί > πανιά > πανιά

βλάττα: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλάχισα: > βοσκός > της βοσκής

βλαχοκαλύβα: > βλαχοκόνακο > της βοσκής

βλαχοκόνακο: τέντα βλάχου > βλαχοκόνακο > της βοσκής

βλαχοκυριαρήνα: Turdus > τσίχλα > πουλιά

βλαχοπούλα: > βοσκός > της βοσκής

βλάχος: > βοσκός > της βοσκής

βλάχος: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

βλαχόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

βλαχούλα: > βοσκός > της βοσκής

βλέννος: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

βλεπάμενος: το αντίθετο του τυφλού > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλεπές: > δραγάτης > του τρύγου

βλέπιση: > όραση > φυσιολογικά

βλεπός: > δραγάτης > του τρύγου

βλεπτηκό: > καράβι > καράβια

βλέπω: > όραση > φυσιολογικά

βλέφαρο: > μάτι > όργανα

βλέψη: > όραση > φυσιολογικά

βλέψιμο: > όραση > φυσιολογικά

βλόγα: > γάμος > οικογενειακά

βλογημένη: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλόγηση: > εφκές > κατάρες και εφκές

βλόγηση: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βλογητική: > παντρεμένος > οικογενειακά

βλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογιά: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βλογιά: αρώστια που κάνει το απομέσα του φυτού να γίνει σα σκόνη από κάρβουνο > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

βλογία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βλόγια: > εφκές > κατάρες και εφκές

βλόγια: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

βλογιάρης: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογοκομάδα: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογοκομένος: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βλογώ: > γάμος > οικογενειακά

βοδάμαξο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

βόδι: > γελάδι > της βοσκής

βοδινό: > κρέας > του φαγιού

βοδόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

βοδόψαρο: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

βοή: μανία που πιάνει τα πρόβατα να σκοτώνουνται μεταξύ τους (βουΐζονται) > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βοθρί: λάκκος όπου μαζέβεται ο μούστος > βοθρί > του τρύγου

βόθρυγκας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βοθρύγκι: βόθρος > βούθουλας > τοπογραφικά

βόιδι: > γελάδι > της βοσκής

βοϊδομάντρα: > βουκολιό > της βοσκής

βοϊδόματα: > σταφύλια > του φαγιού

βοϊδοσταλός: > σταλίζω > της βοσκής

βόλαγμα: > βολάζω > της ψαρικής

βολάζω: > βολάζω > της ψαρικής

βολάκριθας: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βολαστήρα: > βολάζω > της ψαρικής

βολαχτήρα: > βολάζω > της ψαρικής

βολή: > βολάζω > της ψαρικής

βόλι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

βόλι: > τουφέκι > του πολεμιστή

βολιάδι: σωρός πέτρες σε χωράφι > πέτρα > πέτρες

βολίζω: > βολάζω > της ψαρικής

βολίζω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

βολικός: > στεριανό > καιρικά

βολισσιανός: > είδη χορών > χοροί

βολκός: > βολκός > της ψαρικής

βόλτα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

βόλτα: > βόλτα > της ψαρικής

βολτάρω: κόβω βόλτες | τραβώ κορδέλες, μπάντες > βολτατζάρω > αρμενίσματα

βολτατζάρω: > βολτατζάρω > αρμενίσματα

βολτατζής: που ψαρέβει με τη βόλτα > ψαράς > της ψαρικής

βόμπιρας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

βόπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

βόρβορος: > λάσπη > τοπογραφικά

βορβός: > βορβός > φυτολογικά

βορβός: > μάτι > όργανα

βοργάρης: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

βοργιός: βολβός > μάτι > όργανα

βοριάζω: τραβώ κατά το βοριά > ο άνεμος > καιρικά

βοριάς: > βορίσματα > καιρικά

βοριάς: βορινός > άνεμος > καιρικά

βόριας: > άνεμος > καιρικά

βοριάσματα: > βορίσματα > καιρικά

βορίζει: > ο άνεμος > καιρικά

βορίσματα: > βορίσματα > καιρικά

βορός: μέρος όπου κλείνουν τα πράματα τη νύχτα > μάντρα > της βοσκής

βοσκάρης: > βοσκός > της βοσκής

βοσκαριά: > βοσκή > της βοσκής

βοσκάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

βοσκάρισα: > βοσκός > της βοσκής

βοσκαρούδι: > βοσκός > της βοσκής

βοσκή: > βοσκή > της βοσκής

βοσκή: > λιβάδι > τοπογραφικά

βόσκηθρο: πλερωμή του βοσκού, ρόγα > βοσκική > της βοσκής

βόσκημα: > βοσκή > της βοσκής

βοσκιά: > βοσκή > της βοσκής

βοσκίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βοσκική: τέχνη του βοσκού > βοσκική > της βοσκής

βόσκισα: > βοσκός > της βοσκής

βοσκολόγος: > βοσκός > της βοσκής

βοσκοπούλα: > βοσκός > της βοσκής

βοσκοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

βοσκόπουλο: > βοσκός > της βοσκής

βοσκός: > βοσκός > της βοσκής

βοσκοτόπια: > βοσκή > της βοσκής

βοσκούλα: > βοσκός > της βοσκής

βόσκω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

βότα: > θόλος > του χτίστη

βοτανίζω: μαζέβω βότανα > χορτολογώ > του χωραφιού

βότανο: > χορτολογώ > του χωραφιού

βότανος: > χορτολογώ > του χωραφιού

βότσαλο: > πέτρα > πέτρες

βούβα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβάδα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβάλα: > γελάδι > της βοσκής

βουβάλι: > γελάδι > της βοσκής

βουβαλιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

βούβαλος: > γελάδι > της βοσκής

βουβαλοτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

βούβαμα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβαμάρα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβαμός: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβασιά: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουβός: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βούδι: > γελάδι > της βοσκής

βουδομάντρι: > βουκολιό > της βοσκής

βουδόστομα: > αλώνι > του χωραφιού

βούζα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

βούζουνας: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βούζουνας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

βούθουλας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βούθουλας: > λάκκα > τοπογραφικά

βούθουλας: βαθούλωμα όπου μαζέβεται νερό στο ρέμα > ρέμα > τοπογραφικά

βούθουνας: > βούθουλας > τοπογραφικά

βουκέντρα: > βουκέντρι > της βοσκής

βουκέντρες: πήγε τρεις βουκέντρες ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

βουκέντρι: > βουκέντρι > της βοσκής

βουκεντριά: > βουκέντρι > της βοσκής

βούκινο: > τρουμπέτα > του μουσικού

βουκολιάρης: > βοσκός > της βοσκής

βουκολιό: > βουκολιό > της βοσκής

βουκολιό: κοπάδι βούδια > κοπάδι > της βοσκής

βουκούθρι: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

βούκουλας: > βοσκός > της βοσκής

βουκρούθι: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

βουλάει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βούλες: παρδαλοί πάτοι της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

βουλήματα: > βασίλεμα > αστρικά

βουλιαγμένο: > καράβι > καράβια

βουλιάζει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βουλιάζω: > βουλιάζω > αρμενίσματα

βουλιάχτρα: > βύδισμα > τοπογραφικά

βουλιό: > βροχή > καιρικά

βουλκάνος: > βουλκάνος > τοπογραφικά

βούλκος: > βάλτος > τοπογραφικά

βουλοκέρι: > γραφικά > του σπιτικού

βουλώ: > βουλιάζω > αρμενίσματα

βουλωμένος: βουλωμένος σάλιαγκας = που έχει κλεισμένο το καβούκι του με ξεραμένο σάλιο > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βουνάκι: > βουνό > τοπογραφικά

βουναλάκι: > βουνό > τοπογραφικά

βουναλιά: > βουνό > τοπογραφικά

βουνάρι: > βουνό > τοπογραφικά

βούναρος: > βουνό > τοπογραφικά

βουνί: > βουνό > τοπογραφικά

βουνό: > βουνό > τοπογραφικά

βουνοδισκάρι: πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνόκαμπο: > κάμπος > τοπογραφικά

βουνοκορφή: > ακροτόπια > τοπογραφικά

βουνοκορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνόπλαγο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνοποριά: δερβένι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βουνόπουλο: > βουνό > τοπογραφικά

βουνόπουλο: > βουνόπουλο > πουλιά

βουνούλι: > βουνό > τοπογραφικά

βουνούσης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βούπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

βουρβούρι: λασπωμένα νερά > λάσπη > τοπογραφικά

βουργάρα: > είδη χορών > χοροί

βουρκάνος: > βουλκάνος > τοπογραφικά

βουρκάρι: > βάλτος > τοπογραφικά

βουρκόλακας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

βουρκονέρι: > λάσπη > τοπογραφικά

βούρκος: > βάλτος > τοπογραφικά

βουρκότοπος: > βάλτος > τοπογραφικά

βουρκόψαρο: ψάρι του βούρκου > βουρκόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

βουρλιά: > βάλτος > τοπογραφικά

βούρλια: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

βουρλιάζω: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

βουρλιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουρλισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βούρλισμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουρλομάνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

βούρος: Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας

βούρσα: Meles meles > ασβός > θηλαστικά

βούρτσα: > βούρτσα > του σπιτικού

βούρτσα: > βούτη > της βοσκής

βούρτσα: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

βουρτσιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

βουρτσίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

βουρτσόξυλο: > βούτη > της βοσκής

βούσικα: > σύκα > του φαγιού

βουστάσι: > βουκολιό > της βοσκής

βούστομα: > αλώνι > του χωραφιού

βουτάει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

βουτακιά: > βουτιά > αρμενίσματα

βουτακιά: > βουτώ > αρμενίσματα

βούταλο: βυζί του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βουταναριά: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βούτη: > βούτη > της βοσκής

βουτηγμένος: βουτηγμένος στα αίματα > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βουτηξιά: > βουτιά > αρμενίσματα

βουτηξιά: > βουτώ > αρμενίσματα

βουτηστάρι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βουτηχτάρα: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βουτηχτής: > βουτηχτής > αρμενίσματα

βουτήχτρα: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

βουτιά: > βουτιά > αρμενίσματα

βουτίνα: > βούτη > της βοσκής

βούτουλο: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βουτσάδικο: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσάς: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσέλι: > βαρέλι > του τρύγου

βουτσί: > βαρέλι > του τρύγου

βουτσίνα: > τυρί > του φαγιού

βουτσινάδικο: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσινάς: > βαρελάς > του τρύγου

βουτσουβιά: > βαρέλι > του τρύγου

βουτυράς: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

βούτυρο: > βούτυρο > της βοσκής

βούτυρο: > γαλατερά > του φαγιού

βουτώ: > βουτώ > αρμενίσματα

βραγιά: > περιβόλι > του χωραφιού

βραγιά: > φράχτης > του χωραφιού

βραδάκι: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βραδάκι (το): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδί (το): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδιά: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βραδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδιάζοντας: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βράδιασμα: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βράδιασμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδινάτο: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βραδινή: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βράδυ: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

βράδυ: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

βράζει: > η κάψα > καιρικά

βράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

βράκα: > βρακί > ρούχα

βρακάς: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

βρακάτος: > πουλί > πουλολογικά

βρακί: > βρακί > ρούχα

βρακοζώνα: > ζώνη > ρούχα

βρακοθηλιά: > ζώνη > ρούχα

βρακοπόδαρο: > βρακί > ρούχα

βρακοπόδι: > βρακί > ρούχα

βρασερό: > ψωμί > του φαγιού

βράση: > αλέβρι > του φαγιού

βράση: > ζέστη > καιρικά

βρασίλα: > ζέστη > καιρικά

βράσιμο: > μούστος > του τρύγου

βρασμός: > ζέστη > καιρικά

βραστά: > αβγά > του φαγιού

βραστάρι: βρασμένο κρασί > κρασί > του φαγιού

βραστερά: βραστερά ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

βραστερό: > ψωμί > του φαγιού

βράστη: > ζέστη > καιρικά

βραστό: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

βραστός: > καφές > του φαγιού

βρατσέρα: > είδη καραβιών > καράβια

βραχιάζουμαι: > ξεβραχιάζω > της βοσκής

βραχιόλι: > διαμαντικά > πετράδια

βραχιόνι: βραχίων > βραχιόνι > κόκκαλα

βραχνάδα: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βραχνάς: > όνειρο > φυσιολογικά

βραχνιάζω: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βραχνός: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

βραχοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

βραχοκορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βραχόκορφο: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

βραχόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

βράχος: > πέτρα > πέτρες

βραχοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

βραχοτόπι: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχοτοπιά: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχότοπος: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχουριά: > βραχουριά > τοπογραφικά

βραχουριά: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

βράχωμα: > βραχουριά > τοπογραφικά

βράχωμα: βράχωμα των πραματιών στα στενόβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής

βρετός: > νόθος > οικογενειακά

βρεχάμενα (τα): το μέρος του καραβιού που είναι μέσα στο νερό > τα βρεχάμενα > του καραβιού

βρεχάμενο: βρεχάμενο νερό > βροχή > καιρικά

βρεχάμενος: χειμώνας βρεχάμενος = βροχερός > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

βρέχει: > βροχή > καιρικά

βρέχτης: > κανάλι > του χτίστη

βρεχτοκούκια: > λαχανικά > του φαγιού

βρεχτούρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

βρίλα: > κλωστή > ραφτικά

βροκολούδι: > βοσκός > της βοσκής

βροντή: > βροντή > καιρικά

βρόντημα: > βροντή > καιρικά

βροντομανώ: > βροντή > καιρικά

βροντοτρίχιασμα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

βροντώ: > βροντή > καιρικά

βρος (ο): χαλίκια και χώματα που κατεβάζει το ποτάμι > ποτάμι > τοπογραφικά

βρούβες: > λαχανικά > του φαγιού

βρούκος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βρουκουλούδι: μικρός βούκουλας ή βοσκός > βοσκός > της βοσκής

βρουλίδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

βρούλο: > ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής

βρουχαλήθρα: σαλαμάντρα > σάβρα > σερπετά

βρούχος: > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

βρούχος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

βροχάδα: > βροχή > καιρικά

βροχάδα: > δίχτια > του κυνηγού

βροχαλιά: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

βροχαλίδα: > σάβρα > σερπετά

βροχάρης: βροχάρης καιρός > καιρός > καιρικά

βροχάρης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

βροχαριά: > βροχή > καιρικά

βροχερός: > καιρός > καιρικά

βροχερούτσικος: > καιρός > καιρικά

βροχή: > βροχή > καιρικά

βρόχι: > δίχτυ > της ψαρικής

βρόχια: > δίχτια > του κυνηγού

βροχίδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

βροχίζω: βροχίζω την άγκουρα > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

βροχίσιο: βροχίσιο νερό > βροχή > καιρικά

βροχοκαίρι: > αντάρα > καιρικά

βροχόλουρα: > δίχτια > του κυνηγού

βροχονέρι: > βροχή > καιρικά

βροχοπούλι: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

βρόχος: > δίχτια > του κυνηγού

βροχοχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

βρυκολακιάζω: > βουρκόλακας > δαιμονικά

βρύση: > βρύση > του χωραφιού

βρυσίζω: > βρύση > του χωραφιού

βρυσικό: > βρύση > του χωραφιού

βρυσομάνα: > βρύση > του χωραφιού

βρυσούλα: ξυλένιος βορβός της βελανιδιάς > βρυσούλα > φυτολογικά

βρωμίζει: > κρέας > του φαγιού

βρωμομαριά: ο μεγάλος κοριός των δέντρων > βρωμομαριά > σκουλήκια και ζωύφια

βρωμόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

βρωμούσα: > βρωμούσα > σκουλήκια και ζωύφια

βρωτίδα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

βύδισμα: > βύδισμα > τοπογραφικά

βύδρα: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

βύζαγμα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζαίνω: > βυζαίνω > βιολογικά

βύζαμα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζανιάρικο: > μωρό > βιολογικά

βυζάρα: > βυζί > όργανα

βύζαρος: > βυζί > όργανα

βυζαρού: > βυζί > όργανα

βύζασμα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζασταρούδι: > μωρό > βιολογικά

βυζαστικό: η πλερωμή της παραμάνας > παραμάνα > οικογενειακά

βυζάστρα: > βυζαίνω > βιολογικά

βυζάστρα: > παραμάνα > οικογενειακά

βυζί: > βυζί > όργανα

βυζί: βυζί της θάλασσας = αλιπνεύμων > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

βυζικάντι: > βεντούζα > γιατρικά

βυζολόγος: > βυζολόγος > γιατρικά

βύζος: > βύζος > φυτολογικά

βυζού: > βυζί > όργανα

βυζούνι: > βυζί > όργανα

βύθιση: > κομάρα > φυσιολογικά

βύθιση: > ύπνος > φυσιολογικά

βύθισμα: > βύδισμα > τοπογραφικά

βύθισμα: > κομάρα > φυσιολογικά

βύθισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

βυθός: > κομάρα > φυσιολογικά

βυθός: > ύπνος > φυσιολογικά

βύθος: > κομάρα > φυσιολογικά

βύθος: > ύπνος > φυσιολογικά

βυρσιά: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

βύσαλο: > πέτρα > πέτρες

βυτινάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

βώλακας: > πέτρα > πέτρες

βωλησηκώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

βωλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

βώλοι: > βώλοι > παιγνίδια

βωλοκόπημα: > σβαρνίζω > του χωραφιού

βωλοκόπι: > σβάρνα > του χωραφιού

βωλοκοπώ: > σβαρνίζω > του χωραφιού

βωλόπετρα: > πέτρα > πέτρες

βώλος: η πέτρα της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

βωλοσήκωμα: > σκάφτω > του χωραφιού

βωλόσουρο: > σβάρνα > του χωραφιού

βώτριδα: Tinea pellionella > σκόρος > σκουλήκια και ζωύφια

βώτσος: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

γαβάθα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γαβάρα: είδος κορβέτας > είδη καραβιών > καράβια

γαβριάζει: > καιρός > καιρικά

γάβρος: Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας

γαγάτης: > αρναούρα > πετράδια

γάγλα: > φίδι > σερπετά

γαδάρα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάδαρος: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάδος: Gadus callarias > γάδος > ψάρια της θάλασσας

γαδούρι: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάζα: > βέλο > ρούχα

γάζα: > πανιά > πανιά

γαζί: > βελονιές > ραφτικά

γαζώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

γαζωτή: > βελονιές > ραφτικά

γάιδα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

γαϊδάρα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδαροπούλα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γάιδαρος: > πυροστάτης > του σπιτικού

γάιδαρος: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδούρα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουράκι: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουρί: > σταχτής > του ζουγράφου

γαϊδούρι: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουριάρης: > βοσκός > της βοσκής

γαϊδουρίζει: > καιρός > καιρικά

γαϊδουρινά: γαϊδουρινά αφτιά > αφτί > όργανα

γαϊδουρινός: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουρίσιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γαϊδουρόβηχας: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γαϊδουροβοσκός: > βοσκός > της βοσκής

γαϊδουροελιές: > ελιές > του φαγιού

γαϊδουροκαλόκαιρο (το): > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

γαϊδουροκουρκουρίτσα: > σάβρα > σερπετά

γαϊδουρολάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

γαϊδουρομούλαρο: > μουλάρι > θηλαστικά

γαϊδουροπόδαρο: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαϊδουροπόδι: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαϊδουρόποδο: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαϊδουροτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαϊδουρότσιχλα: Coccothraustes coccothraustes > γαϊδουρότσιχλα > πουλιά

γαϊδουρόψαρο: Gadus callarias > γάδος > ψάρια της θάλασσας

γαϊδουροψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γάιλα: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

γαίμα: > αίμα > φυσιολογικά

γαΐτα: καραβάκι με ένα πανί > είδη καραβιών > καράβια

γαϊτάνι: > κορδόνι > ραφτικά

γαϊτανούρι: Acanthopterygii γένος > γαϊτανούρι > ψάρια της θάλασσας

γαϊτανοφρύδι: > μάτι > όργανα

γάλα: > γάλα > της βοσκής

γάλα: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γάλα: > γαλατερά > του φαγιού

γάλα: > χυμός > φυτολογικά

γαλάδελφος: ο γιος της παραμάνας > αδέρφι > οικογενειακά

γαλάζιος: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλαζόμαβρος: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλαζόπετρα: > περουζές > πετράδια

γαλαζόπετρα: > χημικά > μέταλλα και χημικά

γαλαζόπετρα: σχιστόλιθος > πέτρα > πέτρες

γαλαζοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

γαλαζός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλάζωμα: > αβγή > αστρικά

γαλαζώνω: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλαζωπός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανάδα: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλάνεμα: > αβγή > αστρικά

γαλανιάζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

γαλανιάζω: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανίζω: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλανός: κύανος > λαζούλι > πετράδια

γαλανωπός: > γαλανός > του ζουγράφου

γαλάρα: > πρόβατο > της βοσκής

γαλάρης: > βοσκός > της βοσκής

γαλάρι: μέρος όπου κλείνουν τα γαλάρια γίδια χωριστά από τα πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

γαλαριά: που έχει πολύ γάλα > γίδι > της βοσκής

γαλάρια: > ζωντανά > της βοσκής

γαλαροκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

γαλαρομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

γαλατάδικο: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαλατάς: > βώλοι > παιγνίδια

γαλατάς: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαλατένιος: > άσπρος > του ζουγράφου

γαλατερά: > γαλατερά > του φαγιού

γαλατερά: > ζωντανά > της βοσκής

γαλατερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γαλατερός: > άσπρος > του ζουγράφου

γαλατιανός: > άσπρος > του ζουγράφου

γαλατομπούρεκο: > ζυμαρικά > του φαγιού

γαλατόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

γαλατσίδα: τ' αβγά του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά

γαλατσιδόγαλα: > χυμός > φυτολογικά

γαλάτωμα: γαλάτωμα του σιταριού = το γίνωμα > καρπός > φυτολογικά

γαλατώνω: > γάλα > της βοσκής

γαλαχτερό: γαλαχτερό σπυρί ή κλωνί (εύστρα) > καρπός > φυτολογικά

γαλαχτίζω: κάνω γάλα > γάλα > της βοσκής

γαλεάτζα: μεγάλη γαλέρα > είδη καραβιών > καράβια

γαλέντζα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

γαλεός: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

γαλεός: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλέρα: > είδη καραβιών > καράβια

γαλέσιω: αρνάδα με γαλανά μάτια > πρόβατο > της βοσκής

γαλέσιω: στη Ρούμελη. μουντό πρόβατο με παρδαλό μούτρο > πρόβατο > της βοσκής

γαλέτα: > ψωμί > του φαγιού

γαλήνη: > καλοκαιριά > καιρικά

γαλήνωση: > καλοκαιριά > καιρικά

γαλιά: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλιά: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

γαλιάγρα: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

γαλιάντρα: Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

γαλιάντρα: alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

γαλιάτζα: > είδη καραβιών > καράβια

γαλιόνι: > είδη καραβιών > καράβια

γαλιός: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλιότα: > είδη καραβιών > καράβια

γαλίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

γαλίτης: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γαλλάκι: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλλί: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γάλλισα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλλοπούλα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλλόπουλο: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γάλλος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γαλόμετρα: > γαλόμετρα > του καραβιού

γαλόνι: > σειρήτι > ραφτικά

γαλόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

γαλούσα: μάνα που έχει πολύ γάλα > γαλούσα > βιολογικά

γάμος: > γάμος > οικογενειακά

γάμπα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

γάμπιες: > πανιά > του καραβιού

γαμπόκαιρος: ανεμοκαιριά που σηκώνει τα φουστάνια και ξεσκεπάζει τις γάμπες > ανεμική > καιρικά

γαμπριάτικα: > ρούχα > ρούχα

γαμπρίζω: > γαμπρός > οικογενειακά

γαμπρός: > γαμπρός > οικογενειακά

γανάδα: της γλώσσας > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γάνιασε: γάνιασε το στόμα μου > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γανοχωρίτικος: > είδη χορών > χοροί

γαντζονούρης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

γάντζος: > αγκουρέτο > του καραβιού

γάντζος: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

γάντζος: > τσιγγέλι > του πολεμιστή

γανωματάς: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γανώνω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γανώνω: > καλάι > μέταλλα και χημικά

γάνωση: το βερνίκι που γυαλίζουν τα κανάτια > γάνωση > του τσουκαλά και του γυαλά

γανωτζής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γανωτής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γαρασμένα: γαρασμένα ρούχα = κακοπλυμένα; > ρούχα > ρούχα

γαράτο: αλατισμένο ψάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

γαργαλέβω: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλήθρα: > βαλανίδι > όργανα

γαργαλητό: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλιάρης: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλίζω: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργαλισιά: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γαργάλισμα: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

γάργαλο: αδήν > βαλανίδι > όργανα

γαργάρα: > γαργάρα > γιατρικά

γαργάρα: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργαρητό: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργάρι: δαμαλάκι που το σκουλήκι του τρώει τα ρούχα > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

γαργαρίζω: > γαργάρα > γιατρικά

γαργαρίζω: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργαρισιά: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργάρισμα: > γαργάρα > φυσιολογικά

γαργαρισμός: > γαργάρα > γιατρικά

γάργαρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γάργαρο: > ζέστη > καιρικά

γάργαρο: γάργαρο φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά

γαρδαβίτσα: > ελιά > φυσιολογικά

γαρδέλι: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

γάρδος: λάκκος γύρω σε δέντρο για πότισμα > λάκκος > του χωραφιού

γαρδούμια: πλεγμένα άντερα > κρέας > του φαγιού

γαρίδα: Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γαρμπής: > άνεμος > καιρικά

γαρμπινός: νοτιοδυτικός > άνεμος > καιρικά

γάρος: > αλάτι > του φαγιού

γάρος: άντερα ψαριών αλατισμένα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

γαρούφαλο: > μπαχαρικά > του φαγιού

γαρτή: > βελονιές > ραφτικά

γαρώνω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

γαρώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

γαστέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γαστέρα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γαστέρας: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

γάστρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γάστρα: > γλάστρα > του χωραφιού

γάτα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γάταρος: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατζούδια: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

γάτης: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατί: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατόπουλο: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γάτος: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατουλάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατούλι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γατόψαρο: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

γατσούλα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

γγάστρι: > αγγαστριά > βιολογικά

γγάστρι: έμβρυον > αγγάστρι > βιολογικά

γγαστριά: > αγγαστριά > βιολογικά

γγαστρόγαλο: > γάλα > της βοσκής

γγαστρολογιέτσι: > γγαστρωμένη > βιολογικά

γγάστρωμα: > αγγαστριά > βιολογικά

γγαστρωμένη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

γγαστρώνω: > αγγαστριά > βιολογικά

γγάστρωση: > αγγαστριά > βιολογικά

γδάρμα: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γδαρσιά: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδάρσιμο: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γδαρτήρι: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδάρτης: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

γδέρνι: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδέρνω: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδέρνω: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γδούρα: το μέρος όπου κρεμούν το σφαχτό για να το γδάρουν > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γδυτό: > σπαθί > του πολεμιστή

γέβουμαι: > γέψη > φυσιολογικά

γεδέκι: σειροφόρος ίππος > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

γειαίνω: > γιατρική > γιατρικά

γειαίνω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

γειτονοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

γελάδα: > γελάδι > της βοσκής

γελαδάρης: > βοσκός > της βοσκής

γελάδι: > γελάδι > της βοσκής

γελαδιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

γελάδια: > ζωντανά > της βοσκής

γελαδικά: > ζωντανά > της βοσκής

γελαδικά: > κοπάδι > της βοσκής

γελαδινό: > κρέας > του φαγιού

γελαδίτσα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

γελαδοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

γελαδοστάνη: > βουκολιό > της βοσκής

γελαντζής: Ζευς > πλανήτες > αστρικά

γελέκι: > γελέκο > ρούχα

γελέκο: > γελέκο > ρούχα

γέλιο: > γέλιο > φυσιολογικά

γελούδες: κακές νεράιδες > γελούδες > δαιμονικά

γελουτίτσα: κάποιο λιμόψαρο > γελουτίτσα > ψάρια της θάλασσας

γελώ: > γέλιο > φυσιολογικά

γεμάτο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γεμάτος: > είδη χορών > χοροί

γέμελος: > δίδυμος > βιολογικά

γεμενί: > φακιόλι > ρούχα

γεμενί: > χακίκι > πετράδια

γέμι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

γέμιση: > γέμιση > του φαγιού

γέμιση: > φεγγάρι > αστρικά

γεμισοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

γεμιστή: > βώλοι > παιγνίδια

γεμιτζής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

γεμονιάς: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γέμος: > φεγγάρι > αστρικά

γεμόφεγγο: > φεγγάρι > αστρικά

γενάκι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

Γενάρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

γένεια: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

γενειάδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

γενειάζει: γενειάζει ο κισσός = αρχίζει να βγάζει γένεια και να κολιέται στον τοίχο > γενειάζει ο κισσός > φυτολογικά

γενηταρούδι: > μωρό > βιολογικά

γενιά: > οικογένεια > οικογενειακά

γέννα: > γέννα > βιολογικά

γέννα: γέννα του φεγγαριού > φεγγάρι > αστρικά

γέννηση: εκκλησιαστικό > γέννα > βιολογικά

γεννησιμιό: > γέννα > βιολογικά

γεννήσιμο: > γέννα > βιολογικά

γεννητούρια: > γέννα > βιολογικά

γεννοβόλι: > γέννα > βιολογικά

γεννοβολιά: > γέννα > βιολογικά

γέννος: ο καιρός που γεννούν τα γιδοπρόβατα > γέννος > της βοσκής

γεννώ: > γεννώ > βιολογικά

γένοβα: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

γενολογιά: > συγγενολόγι > οικογενειακά

γεντέκι: τραβώ γεντέκι > τραβώ τόνο > αρμενίσματα

γερακάρης: που κυνηγάει με το γεράκι > κυνηγός > του κυνηγού

γεράκι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

γεράκια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γερακίνα: Falconidae > γεράκι > πουλιά

γερακίνι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

γερακοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

γερακοσόφι: κυνήγι με το γεράκι > γερακοσόφι > του κυνηγού

γεράνι: μηχανή για να τραβούν νερό από το πηγάδι ή για να σηκώνουν άλλα πράματα > πηγάδι > του χωραφιού

γερανίζω: > γαλανός > του ζουγράφου

γερανιό: το δοκάρι της αντλίας | στη μια άκρη έχει κουβά, στην άλλη βάρος, καθώς πέτρα > γερανιό > του χωραφιού

γεράνιος: > γαλανός > του ζουγράφου

γερανός: Grus grus > γερανός > πουλιά

γερανόσκιος: > γαλανός > του ζουγράφου

γεργάθι: > καλάθι > του χωραφιού

γερδέλι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γέρμα: > βασίλεμα > αστρικά

γερμός: > βασίλεμα > αστρικά

γέρνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

γερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γερό: > κρύο > καιρικά

γερό: γερό χαρτί = χαρτί που πιάνει > χαρτιά > παιγνίδια

γερογονιός: > γονιός > οικογενειακά

γεροκαλογεράκης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

γεροκούδουνο: ολοστρόγγυλο τρυπητό κουδούνι > κουδούνι > της βοσκής

γεροκουφάλα: > σπηλιά > τοπογραφικά

γεροντοθρόφια: > γεροντοθρόφια > οικογενειακά

γεροντοκόρη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντοκόριστο: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντολέφτερη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντονιά: > ανύπαντρη > οικογενειακά

γεροντοπαλήκαρο: > ανύπαντρος > οικογενειακά

γέσμι: ίασπις > σομακί > πέτρες

γεφύρι: > γιοφύρι > του χτίστη

γεφυρωτό: > γιοφύρι > του χτίστη

γεφυρωτό: > καμάρα > του χτίστη

γέψη: > γέψη > φυσιολογικά

γέψιμο: > γέψη > φυσιολογικά

γεωργία: > γεωργία > του χωραφιού

γεωργική: > γεωργία > του χωραφιού

γεωργός: > γεωργός > του χωραφιού

γη: > γη > του χωραφιού

γη: > χώματα > του χωραφιού

γήμορο: η πλερωμή για το πάχτος > καλιεργώ > του χωραφιού

γήταβρος: στοιχιό της γης > γήταβρος > δαιμονικά

γητέβω: > μαγέβω > δαιμονικά

γητεφτής: > μάγος > δαιμονικά

γιαβουκλού: > αγαπητικός > οικογενειακά

γιαγιά: > γιαγιά > οικογενειακά

γιαγλί: λάσπη για χτίσιμο > πηλός > του χτίστη

γιακάς: > γιακάς > ραφτικά

γιακάς: > μέρη του σακακιού > ρούχα

γιακόνι: Lacertilia > σάβρα > σερπετά

γιακουτί: > ζαφείρι > πετράδια

γιάλα: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γιαλό: ορτσάρω γιαλό = κάνω για τη στεριά > ορτσάρω > αρμενίσματα

γιαλοπερίγιαλο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γιαλός: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γιαλούδες: κακές νεράιδες > γελούδες > δαιμονικά

γιαλώνω: αρμενίζω κατά το γιαλό > αρμενίζω > αρμενίσματα

γιάμπολη: το ζουμί της γλυκόριζας > είδη γιατρικών > γιατρικά

γιαννάκι: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

γιαννακός: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

γιαννακός: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

γιάντες: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

γιαούρτι: > γάλα > της βοσκής

γιαούρτι: > γαλατερά > του φαγιού

γιαπί: σπίτι που χτίζεται > σπιτότοπος > του χτίστη

γιαπιτζής: > χτίστης > του χτίστη

γιαπράκι: > κρέας > του φαγιού

γιαράς: ομπυασμένη πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γιασεμί: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γιασεμόλαδο: > λάδι > του φαγιού

γιασμάκι: το βέλο που φορούσαν οι χανούμισες > βέλο > ρούχα

γιαταγάνι: > σπαθί > του πολεμιστή

γιάτραινα: > γιατρός > γιατρικά

γιατρέβεται: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γιάτρεμα: > γιατρική > γιατρικά

γιατρεφτική: > γιατρική > γιατρικά

γιατρική: > γιατρική > γιατρικά

γιατρικό: > γιατρικό > γιατρικά

γιατρίνα: η γυναίκα του γιατρού > γιατρός > γιατρικά

γιάτρισα: > γιατρός > γιατρικά

γιατροκομιά: > γιατρική > γιατρικά

γιατρολόγημα: > γιατρική > γιατρικά

γιατροπόρεμα: > γιατρική > γιατρικά

γιατρός: > γιατρός > γιατρικά

γιατροσόφι: > γιατρικό > γιατρικά

γιατροσύνη: > γιατρική > γιατρικά

γιατρουδάκι: > γιατρός > γιατρικά

γιατρουδάκος: > γιατρός > γιατρικά

γιατσάδα: > παγωτό > του φαγιού

γιάτσο: > παγωτό > του φαγιού

γιαχνί: > κρέας > του φαγιού

γιαχνί: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

γιαχνίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

γιβάρι: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

γίδα: > γίδι > της βοσκής

γιδάρης: > βοσκός > της βοσκής

γιδάς: > βοσκός > της βοσκής

γιδερά: > ζωντανά > της βοσκής

γίδι: > γίδι > της βοσκής

γίδια: > ζωντανά > της βοσκής

γιδοβιτσιάρης: ρογάτορας που βόσκει τα σπιτικά γιδοπρόβατα του χωριού > βοσκός > της βοσκής

γιδοβλογιά: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

γιδοβοσκός: > βοσκός > της βοσκής

γιδοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

γιδοβύζι: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

γιδοβύστρα: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

γιδόζεβλα: > κουδούνι > της βοσκής

γιδοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

γιδολάτης: > βοσκός > της βοσκής

γιδόμαλο: > μαλί > της βοσκής

γιδομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

γιδοπρόβατα: > ζωντανά > της βοσκής

γιδοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

γιδοσταλός: > σταλίζω > της βοσκής

γιδόστανη: > στάνη > της βοσκής

γιδοστέφανο: > κουδούνι > της βοσκής

γιδόστρατα: > δρόμος > τοπογραφικά

γιδόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

γιδοτύρι: > τυρί > του φαγιού

γιερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γιέσιος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

γίνεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γινίσι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

γιοβαρλάκι: > κρέας > του φαγιού

γιόκας: > γιος > οικογενειακά

γιόμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

γιοματάρι: > κρασί > του φαγιού

γιομίδι: > γέμιση > του φαγιού

γιομίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

γιόμιση: > γέμιση > του φαγιού

γιόμος: > σοδιά > του χωραφιού

γιομοφέγγο: > φεγγάρι > αστρικά

γιόμωση: > γέμιση > του φαγιού

γιοργάδα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γιοργαλής: άλογο που τρέχει καλά στο ραβάνι > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

Γιορδάνης: Γιορδάνης Ποταμός = γαλαξίας > Γιορδάνης > αστρικά

γιορντάνι: > διαμαντικά > πετράδια

γιορτινά: > ρούχα > ρούχα

γιορτινή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

γιορτόπιασμα: αμαρτωλή γέννα > πιάσιμο > βιολογικά

γιορτοφοριάτικα: > ρούχα > ρούχα

γιος: > γιος > οικογενειακά

γιουβέτσι: αρνί με πάστα > κρέας > του φαγιού

γιουρδί: μάλινο φλοκάτο από τη μιαν όψη > πανωφόρι > ρούχα

γιουρούσι: > ρεσάλτο > του πολεμιστή

γιούσουρι: στοιχιό της θάλασσας (λόγια της πλώρης, Καρκαβίτσας) > γιούσουρι > δαιμονικά

γιούσουρο: μάβρο κοράλι > κοράλι > πετράδια

γιοφύρι: > γιοφύρι > του χτίστη

γιοφύρι: > πέραμα > τοπογραφικά

γις: > γη > του χωραφιού

γκαβός: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γκάγκαβο: > ρεζές > του χτίστη

γκαγκαλής: > είδη καραβιών > καράβια

γκάζακας: > πουλιά λίμνης > πουλιά

γκαζόζα: από τις μποτίλιες της γκαζόζας λεμονάδας > βώλοι > παιγνίδια

γκάιδα: > ασκομαντούρα > του μουσικού

γκαλιουρίζω: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γκαλότσα: > γκαλότσα > του παπουτσή

γκαμήλα: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

γκάρδι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

γκαστρωμένο: γκαστρωμένο κύμα > κύμα > της θάλασσας και του καιρού

γκεβρέκι: > ψωμί > του φαγιού

γκέμι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γκεμπρές: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

γκερδέλι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γκερίζι: > λαγούμι > του χτίστη

γκεσέμι: > μπροστάρης > της βοσκής

γκέτα: > γκέτα > του παπουτσή

γκετσένι: Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά

γκινόσο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

γκιόσα: γριά κατσίκα, μα λίγο καστανή > γίδι > της βοσκής

γκιουβερτζιλές: νίτρον > χημικά > μέταλλα και χημικά

γκιουγκιούμι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γκιούμι: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γκίτικη: που δεν έχει γάλα > γαλούσα > βιολογικά

γκιώνης: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

γκλινί: αγκαθωτό ψάρι του ποταμού > γκλινί > ψάρια του γλυκού νερού

γκλίτσα: > γκλίτσα > της βοσκής

γκόλφι: > φυλαχτό > δαιμονικά

γκόλφι: των δεσποτάδων > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

γκόμα: > ρετσίνα > φυτολογικά

γκομπλίτσα: > αρμεγός > της βοσκής

γκορίτσα: > απίδι > του φαγιού

γκόρτσο: > απίδι > του φαγιού

γκουρτέκι: > πλεμόνι > όργανα

γκούσα: > γκούσα > πουλολογικά

γκούσα: βρογχοκήλη > γκούσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γκούτσι: Canis aureus > αλεπού > θηλαστικά

γκραχαλίζω: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

γκραχάλισμα: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

γκρέμα: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρεμεζί: > κόκκινος > του ζουγράφου

γκρεμέζιο: κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

γκρεμίλα: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρεμίλες: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

γκρεμνός: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρεμός: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

γκρίζος: > σταχτής > του ζουγράφου

γκρινίτσα: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

γλανίδι: ψάρι λίμνης > γλανίδι > ψάρια του γλυκού νερού

γλαρί: Larus > γλάρος > πουλιά

γλαρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

γλαρονήσι: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

γλαρόνι: Sterna hirundo > γλαρόνι > πουλιά

γλάρος: Larus > γλάρος > πουλιά

γλαροσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

γλάστρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γλάστρα: > γλάστρα > του χωραφιού

γλάστρα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

γλαστρί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γλαστροθέσια: γλαστροθέσια στα παραθύρια > γλάστρα > του χωραφιού

γλατσάδες: > ελιές > του φαγιού

γλείφα: κουφάλα ξεκομένη από νεροφάγωμα > σπηλιά > τοπογραφικά

γλήγορο: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γλήνος: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

γληνόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

γλιάστρα: το πρώτο γάλα της προβατίνας > γάλα > της βοσκής

γλιγούδια: > μεζελίκια > του φαγιού

γλίνα: > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλίνα: λιωμένο ξύγκι > σφαχτό > του φαγιού

γλίνος: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

γλινόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

γλίντζα: > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλίστρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

γλιστρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

γλοίτσα: θαλασσινό σκουλήκι που κάνει για δόλωμα > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

γλόμπος: > λύχνος > του σπιτικού

γλούπος: η τρύπα απ' όπου παίρνει φωτιά το τουφέκι (ή κανόνι) > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

γλυκά: > βαλανίδι > όργανα

γλυκά: > γλυκά > του φαγιού

γλυκάδι: > αρχίδι > όργανα

γλυκάδι: > ξείδι > του φαγιού

γλυκάδια: > κρέας > του φαγιού

γλυκάδια: υπογνάθιοι αδένες > βαλανίδι > όργανα

γλυκαίνει: > καιρός > καιρικά

γλυκαίνει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκάνισο: > μπαχαρικά > του φαγιού

γλυκαντζής: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γλυκαντικό: του αιμάτου > γιατρικό > γιατρικά

γλυκιά (τα): > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκιασμένη: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκιασμένος: > διάβολος > δαιμονικά

γλυκοαίματος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

γλυκογαλατιάζει: γλυκογαλατιάζει το παιδί = βυζαίνει με όρεξη > βυζαίνω > βιολογικά

γλυκοζάραμα: > αβγή > αστρικά

γλυκόμηλο: > μήλο > του φαγιού

γλυκοπιάνουμαι: παθαίνω από γλυκύ > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυκόπιοτο: > κρασί > του φαγιού

γλυκοπύρουνα: > αμύγδαλα > του φαγιού

γλυκοπύρουνος: > καρπός > φυτολογικά

γλυκοφέγγισμα: > αβγή > αστρικά

γλυκοχαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

γλυκοχαραμέρι: > αβγή > αστρικά

γλυκύ: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλυστήρι: > κλυστήρι > γιατρικά

γλυτήρι: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

γλύφανο: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

γλώσσα: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

γλώσσα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

γλώσσα: > στόμα > όργανα

γλώσσα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

γλωσσάκι: > στόμα > όργανα

γλωσσάρα: > στόμα > όργανα

γλωσσίδι: > μήτρα > όργανα

γλωσσίδι: > στόμα > όργανα

γλωσσίτσα: > στόμα > όργανα

γλωσσοδέτης: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλωσσοδέτης: αγκυλόγλωσσον > γλωσσοδέτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γλωσσόραμα: > στόμα > όργανα

γλωσσουδάκι: > στόμα > όργανα

γνάμα: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

γναφιάς: > ταμπάκης > του ταμπάκη

γνάφω: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

γνέθω: γνέθω με τη ρόκα > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέσιμο: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέσιμο: πρώτα του στημονιού (καλάμισμα, διασίδι, τύλιγμα), έπειτα του φαδιού > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

γνεστήρι: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέστρα: δουλέφτρα που γνέθει > γνέστρα > του αργαλιού και της ρόκας

γνέφαλο: > σύνεφο > καιρικά

γνέφι: > σύνεφο > καιρικά

γνεφίζει: > καιρός > καιρικά

γόβα: ξέχωστα γοβάκια > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

γοβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

γογάρικο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γογγύλια: > λαχανικά > του φαγιού

γόγκρος: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

γομάρα: > μουλάρι > θηλαστικά

γομάρι: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γομάρι: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γομαριάρης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

γομάρικο: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γομαρίσιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γομαρίτικος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

γόνα: > πόδι > κόκκαλα

γόνα: πάει γόνα > χιόνι > καιρικά

γονάγρα: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γονατάρα: > καλτσοδέτα > του παπουτσή

γονάτι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

γονατιστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

γόνατο: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

γόνατο: > πόδι > κόκκαλα

γονέβει: γονέβει το μελίσι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γονέοι: > γονιός > οικογενειακά

γονή: > ανατομικά > ψαρολογικά

γονίδι: > γόνος > ψαρολογικά

γονίδι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γονικά (τα): > γονιός > οικογενειακά

γονιοί: > γονιός > οικογενειακά

γονιός: > γονιός > οικογενειακά

γονοί: > γονιός > οικογενειακά

γόνοι: υψώματα θαλασσινών φυτών > γόνοι > της θάλασσας και του καιρού

γονός: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γόνος: > γόνος > ψαρολογικά

γοντζές: > μπουμπούκι > φυτολογικά

γόπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

γοργοκάμηλο: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

γοργολαβούσα: Caprimulgus europaeus > γοργολαβούσα > πουλιά

γοργομοίρα: που παντρεύτηκε νωρίς > γάμος > οικογενειακά

γοργόνα: νεράιδα της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά

γοργονάκι: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

γοργονείρεμα: > όνειρο > φυσιολογικά

γοργόνια (τα): > γοργόνα > δαιμονικά

γοργορίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

γούβα: > λάκκα > τοπογραφικά

γούβης: Budo ignavus > μπούφος > πουλιά

γούβι: Budo ignavus > μπούφος > πουλιά

γουβίδι: Gobio gobio > γουβίδι > ψάρια του γλυκού νερού

γουβίτσα: > λακκάκι > ανατομικά κατατόπια

γουδί: > γουδί > του μαγεριού

γουδοχέρι: > γουδί > του μαγεριού

γούζι: ξύλινο κουλούρι δεμένο στο ζυγό με τα λουριά > αλέτρι > του χωραφιού

γούλα: > αλέτρι > του χωραφιού

γούλα: > γκούσα > πουλολογικά

γούλα: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

γούλα: > στόμα > όργανα

γουλάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γουλάς: ακρόπολη > ακροτόπια > τοπογραφικά

γουλί: > πέτρα > πέτρες

γουλί: ρίζα ραδικιού > βορβός > φυτολογικά

γουλί: το κεφάλι του είναι γουλί > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γούλι: > δόντι > όργανα

γουλιανός: > γουλιανός > ψάρια του γλυκού νερού

γούλος: μικρή στρογγυλή πέτρα > πέτρα > πέτρες

γούμενα: > σκοινιά > του καραβιού

γουμενιά: > σκοινιά > του καραβιού

γουμενιάς: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

γουμπρί: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

γούνα: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναράδικο: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναράς: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναράς: > πετσί > του παπουτσή

γούναρης: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναρικά: > γουναρικά > πανιά

γουναρική: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναρικό: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναρικό: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουναροσύνη: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γουνερό: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γούνωμα: > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γούπα: Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού

γούπατο: > πάτος > τοπογραφικά

γούπατος: > πάτος > τοπογραφικά

γουργουθιά: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

γουργούλα: > κουπί > του καραβιού

γούργουλας: > στόμα > όργανα

γουργούλι: > παγούρι > της βοσκής

γουργουλόσταμνο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

γουργούρα: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γούργουρας: > στόμα > όργανα

γουργουρητό: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γουργουριάρης: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γουργουρίζω: > γουργουρητό > φυσιολογικά

γούργουρος: > στόμα > όργανα

γουρλιάνος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

γούρνα: > στέρνα > του χωραφιού

γουρνομύτης: > μύτη > όργανα

γουρνόπετρα: > πέτρα > πέτρες

γουρονομάντρα: > χοιρομάντρι > της βοσκής

γουρούνα: suidae | λάζεται σαν τη γουρούνα > γουρούνι > θηλαστικά

γουρουναριό: > χοιρομάντρι > της βοσκής

γουρούνι: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

γουρουνομαντρί: > χοιρομάντρι > της βοσκής

γουρουνοπέτσι: > πετσί > του παπουτσή

γουρουνοτόμαρο: > πετσί > του παπουτσή

γουρουνοτσάρουχο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

γουρουνόψαρο: Haemulon macrostomum > γουρουνόψαρο > ψάρια της θάλασσας

γούσουρα: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γούσουρας: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γούσουρη: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γουστέρα: > σάβρα > σερπετά

γουστερέλι: > πουλιά λίμνης > πουλιά

γουστερίτσα: > σάβρα > σερπετά

γουστουλίδια: > σταφύλια > του φαγιού

γούτος: > περιστέρι > πουλιά

γούφαινα: Sarda sarda | το μεγάλο γουφάρι > γούφαινα > ψάρια της θάλασσας

γουφάρι: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

γοφί: ισχίον > γοφός > κόκκαλα

γοφός: > γοφός > κόκκαλα

γόφος: > γοφός > κόκκαλα

γράβα: πηγάδι μίνας > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γραβοδούρος: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

γρανίτα: > παγωτό > του φαγιού

γρανίτης: > γρανίτης > πέτρες

γρασίδι: > χόρτο > φυτολογικά

γρασιδότοπος: > βοσκή > της βοσκής

γρασιδότοπος: > λιβάδι > τοπογραφικά

γραφείο: > γραφείο > του σπιτικού

γραφείο: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

γραφιάρης: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γραφιάς: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γραφικά: > γραφικά > του σπιτικού

γραφτές: γραφτές βελονιές (στο τελάρο) > βελονιές > ραφτικά

γραφτίκι: > γραφτίκι > πουλιά

γραφτό: κέντημα σκεδιασμένο απάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά

γρεβάδι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

γρεγάλης: > άνεμος > καιρικά

γρεγολεβάντες: > άνεμος > καιρικά

γρέγος: > άνεμος > καιρικά

γρεγοτραμουντάνα: > άνεμος > καιρικά

γρέκι: > καλύβα > του χτίστη

γρέκια: μαντριά με ψηλούς τοίχους > μάντρα > της βοσκής

γρέκια: μέρη όπου ξενυχτερέβουν τα γιδοπρόβατα > μάντρα > της βοσκής

γρεκιάζω: > στανιάζω > της βοσκής

γρεντιά: μεγάλο δοκάρι > δοκαρωσιά > του χτίστη

γρέτσα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

γρηγορίζω: γρηγορίζω τα ζα > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

γριβαδέλι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

γριβάδι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

γρίβος: > άσπρος > του ζουγράφου

γρίβος: ξασπρουλιάρης > σταχτής > του ζουγράφου

γρίκηση: > άκουση > φυσιολογικά

γρινιάρικα (τα): > όργανα > του μουσικού

γριπάρης: > ψαράς > της ψαρικής

γριπαρόλι: > τράτα > της ψαρικής

γρίπος: > τράτα > της ψαρικής

γριτζανέλι: > πουλιά λίμνης > πουλιά

γριτσανάω: > δόντι > όργανα

γρόμπος: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

γρούμπος: > χιόνι > καιρικά

γρουμπούλι: > χιόνι > καιρικά

γρύλλος: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

γρυνόξυλο: > είδη βαφών > του βαφιά

γρύπας: > γύπας > πουλιά

γυαλάδικο: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

γυαλάς: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

γυαλενάκι: > βώλοι > παιγνίδια

γυαλένιος: > βώλοι > παιγνίδια

γυαλί: ο σμάλτος του δοντιού > δόντι > όργανα

γυαλί: το διάφανο φλούδι του ματιού (κερατοειδής χιτών) > μάτι > όργανα

γυαλιάς: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

γυαλικά: > χρειασίδια > του σπιτικού

γυαλινός: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

γυάλινος: > βώλοι > παιγνίδια

γυαλιστήρι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

γυαλιστής: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

γυαλομαμούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

γυαλόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

γυαλωμένα: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

γύγλα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

γυλάρι: Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας

γύλιος: Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας

γύλος: Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας

γυμνοσάλιαγκας: σάλιαγκος χωρίς καβούκι > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

γυναίκα: > αντρόγυνο > οικογενειακά

γυναικαδερφή: > σύγαμπρος > οικογενειακά

γυναικάδερφος: > σύγαμπρος > οικογενειακά

γυναίκια (τα): > μηνιάτικα > φυσιολογικά

γυναικογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

γυναικομονάστερο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

γυναικονίτης: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

γυναικόπαιδα: > οικογένεια > οικογενειακά

γυναιτίκι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

γυνί: το μυτερό ξύλο που οργώνει το χώμα > αλέτρι > του χωραφιού

γύπας: Vulturidae > γύπας > πουλιά

γύρισμα: > φράχτης > του χωραφιού

γύρισμα: γύρισμα καρφιού > καρφολογιά > του μαραγκού

γυριστή: γυριστή σκάλα > σκάλα > του χτίστη

γυριστό: > γλυκά > του φαγιού

γύρο: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

γυροβολιά: > γυροβολίδι > της ψαρικής

γυροβολίδι: καλαμοφράχτης για να πιάνουν ψάρια > γυροβολίδι > της ψαρικής

γυρογιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

γυρολόγος: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γυροποδάτος: > κρόσσι > ραφτικά

γυροπόδι: > ποδόγυρος > ραφτικά

γύρος: > γύρος > ραφτικά

γύρος: > μέρη της στέγης > του χτίστη

γύρος: > πηγάδι > του χωραφιού

γύρος: ο γύρος του καπέλου > καπέλο > ρούχα

γύρος: του κρεβατιού > κρεβάτι > του σπιτικού

γυροφούστανο: > ποδόγυρος > ραφτικά

γυρόχωρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

γύφτος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γύφτος: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

γυφτουριά: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

γωνιά: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

γωνιά: > τζάκι > του σπιτικού

γωνιά: > ψωμί > του φαγιού

γωνιάδι: > ψωμί > του φαγιού

γωνιάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

γωνιασμένη: γωνιασμένη πέτρα > πέτρα > του χτίστη

γωνίστρα: > τζάκι > του σπιτικού

γωνολίθι: > τζάκι > του σπιτικού

δαβλί: > λύχνος > του σπιτικού

δαβλίτης: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

δαβλός: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

δαγκαματιά: > δόντι > όργανα

δαγκάνα: > ανατομικά > ψαρολογικά

δαγκάνα: > μύτη > πουλολογικά

δαγκάνα: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

δαγκανάρι: > ανατομικά > ψαρολογικά

δαγκανομύτης: > βορίσματα > καιρικά

δαγκανούρα: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

δαγκούνα: > ανατομικά > ψαρολογικά

δαγκούνα: καβούκι του κάβουρα που το φυσάς και βγαίνει σα φωνή λαγού > δαγκούνα > του κυνηγού

δαιμοναριά: > δαίμονας > δαιμονικά

δαιμοναριά: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

δαίμονας: > δαίμονας > δαιμονικά

δαίμονας: > διάβολος > δαιμονικά

δαιμονιάρης: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονική: δαιμονική συνέργεια > μάγεμα > δαιμονικά

δαιμονικό: > δαίμονας > δαιμονικά

δαιμονισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμόνισμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονισμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δαιμονοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

δαιμονόπετρα: > πέτρα > πέτρες

δαιμονόπιστος: > μαγεμένος > δαιμονικά

δάκριο: > δάκρυ > φυσιολογικά

δάκρυ: > δάκρυ > φυσιολογικά

δαμάλα: > γελάδι > της βοσκής

δαμαλάκι: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

δάμαλος: > γελάδι > της βοσκής

δαμασκηνό: > πανιά > πανιά

δαμασκί: > πανιά > πανιά

δαμασκί: > σπαθί > του πολεμιστή

δάμασκο: > πανιά > πανιά

δαμασκωτό: δαμασκωτό σπαθί > σπαθί > του πολεμιστή

δαρμένο: > γάλα > της βοσκής

δαρτή: > βροχή > καιρικά

δάρτης: καρδιακός παλμός > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δάρτης: το σύνεργο που δέρνουν το γάλα για να το κάνουνε βούτυρο > βούτη > της βοσκής

δασκαλάκιας: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δασκαλιό: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δασκαλοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

δάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δάσκαλος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

δασοπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

δάσος: > δάσος > τοπογραφικά

δάσος: > δέντρο > φυτολογικά

δασοτοπιά: > δάσος > τοπογραφικά

δάσωμα: > δάσος > τοπογραφικά

δαφκί: > λαχανικά > του φαγιού

δαφνοκούκουτσο: > καρπός > φυτολογικά

δάχτυλας: αντίχειρ > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

δαχτυλήθρα: δαχτυλήθρα του βελανιδιού > καρπός > φυτολογικά

δαχτύλια: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

δαχτυλιδάκι: > παιδιών > παιγνίδια

δαχτυλίδι: > διαμαντικά > πετράδια

δαχτυλίδι: της πέρασε δαχτυλίδι = την αραβωνιάστηκε > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

δαχτυλιδωτή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

δαχτυλιδωτός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

δάχτυλο: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

δαχτύλοι: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

δαχτυλόπετρα: > πετράδια > πετράδια

δείγμα: > μόστρα > ραφτικά

δείλι: > δείλι > της μέρας και της ώρας

δειλινό: > δείλι > της μέρας και της ώρας

δείπνο: > πρόγεμα > του φαγιού

δειπνοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

δεκάδι: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

δεκανίκι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δεκανίκι: για κουτσό > δεκανίκι > γιατρικά

Δεκέβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

δεκοχτούρα: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

δελφίνι: Delhinus delphis > δελφίνι > θηλαστικά

δέμα: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

δεματάς: > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεμάτι: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δεμάτι: ένα δεμάτι είναι δυο λυμάρια > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δεμάτια: δεμάτια-δεμάτια > βροχή > καιρικά

δεματιάζω: > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεματιάζω: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δεματιαστής: > γεωργός > του χωραφιού

δεματικά: δεσίματα από σίκαλη στριμένη > δεματικά > του χωραφιού

δεματικά: χορταρικά που πουλιούνται δεμένα σε μάτσους > χόρτο > φυτολογικά

δεματικό: για το δεμάτιασμα του δεματιού > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεματολόγος: > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

δεμένο: > γλυκά > του φαγιού

δενδροτοπιά: > δάσος > τοπογραφικά

δεντρί: > δέντρο > φυτολογικά

δεντρικά: > δέντρο > φυτολογικά

δέντρο: > δέντρο > φυτολογικά

δεντρογαλιά: > δεντρογαλιά > σερπετά

δεντρολογώ: φυτέβω δέντρα > φυτέβω > του χωραφιού

δεντροτσίχλα: Turdus viscivorus > τσίχλα > πουλιά

δεντροφίδα: > δεντρογαλιά > σερπετά

δεντρόφιδο: > δεντρογαλιά > σερπετά

δεντρωσιά: > δάσος > τοπογραφικά

δένω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

δένω: > μαγέβω > δαιμονικά

δένω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

δέουμαι: λέω την προσεφκή μου, τα πατερημά μου > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

δερβένι: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

δέρμα: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

δέρμα: > πετσί > του παπουτσή

δερμάτι: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

δερμάτι: > πετσί > του παπουτσή

δερμόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δέρνω: > δέρνω > της βοσκής

δέση: > αρμός > κόκκαλα

δέση: > νεροδέτης > του χωραφιού

δέσιμα: > μάγεμα > δαιμονικά

δέσιμο: > αρμός > κόκκαλα

δέσιμο: > δέσιμο > του βιβλιοδέτη

δέσιμο: είναι για δέσιμο > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δέσποινα: > δέσποινα > δαιμονικά

δεσποτάκι: > ξύλα > του μαραγκού

δεσπότης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

δέστρα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

δετός: > είδη χορών > χοροί

δεφτεριά: > κρασί > του φαγιού

δεφτερόκλαδος: δεφτερότοκος > γιος > οικογενειακά

δεφτερόλεφτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

δεφτεροξαδέρφια: > ξαδέρφι > οικογενειακά

δεφτεροπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

δεφτεροπατερέβω: > πατέρας > οικογενειακά

δεφτεροτρίτα: ξαδέρφια > ξαδέρφι > οικογενειακά

δεφτερούλης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

δεφτέρωμα: δέφτερος γάμος > γάμος > οικογενειακά

δηγός: > στοιχιό > δαιμονικά

δημοσιά: > δρόμος > τοπογραφικά

διάβα: > δρόμος > τοπογραφικά

διαβάζω: διαβάζω μιαν εφκή > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

διάβαση: > δρόμος > τοπογραφικά

διάβασμα: θέλει διάβασμα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διαβαστικά: > ξόρκια > δαιμονικά

διάβατα: το δικαίωμα να περνάς από του αλλουνού το χτήμα > δρόμος > τοπογραφικά

διαβατά (τα): φαρδιές στράτες > δρόμος > τοπογραφικά

διαβατάρικο: > πουλί > πουλολογικά

διαβατικό: > πουλί > πουλολογικά

διαβατό: > δρόμος > τοπογραφικά

διάβατο: > δρόμος > τοπογραφικά

διαβήτης: περιέλι > διαβήτης > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

διαβολεμένο: > κρύο > καιρικά

διαβολιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διαβόλια: > πειρασματικά > δαιμονικά

διαβόλισμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διαβολόκαιρος: > κακοκαιριά > καιρικά

διαβολόπαπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

διαβολόπετρα: > πέτρα > πέτρες

διαβολοπούλι: Pastor > αγιοπούλι > πουλιά

διάβολος: > διάβολος > δαιμονικά

διαβολόσπαρμα: > διαβολόσπαρμα > δαιμονικά

διαβολόσπαρτος: > διαβολόσπαρμα > δαιμονικά

διαβολόσπορος: > διαβολόσπαρμα > δαιμονικά

διαβολόστρατα: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

διαβολόψειρα: Acarina > διαβολόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

διαγουμίζω: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

διάζουμαι: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διάζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διακαμός: > ζέστη > καιρικά

διακονικό: το στιχάρι του διάκου > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

διάκος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

διαλάλης: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαλαλητής: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαλαλοχάρτι: αγγελία > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαλαλώ: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διαμαντένιος: > διαμάντι > πετράδια

διαμάντι: > διαμάντι > πετράδια

διαμάντι: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

διαμαντικά: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντικά: > διαμαντικά > πετράδια

διαμαντοκόλητος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόπετρα: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντοσκέπαστος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόσκεπος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόσπαρτος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόσπιθος: > διαμάντι > πετράδια

διαμαντόφεγγος: > διαμάντι > πετράδια

διάμπολη: > είδη γιατρικών > γιατρικά

διάνος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

διαπεραστικό: > κρύο > καιρικά

διαπόρι: πορθμός > διαπόρι > τοπογραφικά

διάραχο: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάργυρος: υδράργυρος > διάργυρος > μέταλλα και χημικά

διαρίζω: ξεφορτώνω με μαούνα > διαρίζω > αρμενίσματα

διάροια: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διασέλα: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διασέλι: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάσελο: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διάσελος: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

διασίδι: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διασίδι: > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

διάσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

διάσκελα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

διασκελωμένος: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

διαστάβρωμα: > δρόμος > τοπογραφικά

διαστήρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

διαστήρι (το): > διάστρα > του αργαλιού και της ρόκας

διάστρα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

διάστρα: η δουλέφτρα που διάζει το στημόνι > διάστρα > του αργαλιού και της ρόκας

διάσωνας: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

διάτανος: > διάβολος > δαιμονικά

διατιμητής: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διατιμώ: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

διβλί: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

διβολίζω: > ξανακυλώ > του χωραφιού

διβόλισμα: > ξανακυλώ > του χωραφιού

διγόφι: σύνεργο ψαρά χαβαρικών > διγόφι > της ψαρικής

διδάχος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δίδαχος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

δίδυμος: > δίδυμος > βιολογικά

δίδυμος: > παιδί > οικογενειακά

δικάβαλο: > διχάλι > του χωραφιού

δίκανο: > τουφέκι > του πολεμιστή

δικέλα: > δικέλι > του χωραφιού

δικέλι: > δικέλι > του χωραφιού

δικέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

δικιολογιά: > συγγενολόγι > οικογενειακά

δικιός: > συγγενής > οικογενειακά

δικοί (οι): > συγγενολόγι > οικογενειακά

δίκοπο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

δικός: > συγγενής > οικογενειακά

δικοσύνη: > συγγενολόγι > οικογενειακά

δικούλι: > δικέλι > του χωραφιού

δικουπιά: με δυο κουπιά > λάμνω > αρμενίσματα

δικράνι: > διχάλι > του χωραφιού

δίκρανο: > διχάλι > του χωραφιού

δίκροκο: δίκροκο αβγό > αβγό > πουλολογικά

δίκροτο: > είδη καραβιών > καράβια

διλάβι: > ανατομικά > ψαρολογικά

διλάβι: > μασιά > του μαγεριού

διλάβι: > σκάλεθρο > του σπιτικού

δίλογο: με διπλή όψη > είδη πανιών > πανιά

δίλογο: που έχει δυο χρώματα > άλογο > θηλαστικά

διμηνιό: που κάνει γεννήματα δυο φορές το χρόνο > χωράφι > του χωραφιού

δίμιτο: πυκνό > είδη πανιών > πανιά

διμιτσένιος: από δίμιτο > πανίτικος > πανιά

δίνει: > ο ήλιος > αστρικά

διορθώνει: > καιρός > καιρικά

δίπατο: > σπίτι > του χτίστη

δίπλα: > δίπλα > ραφτικά

δίπλα: > ζυμαρικά > του φαγιού

διπλάρι: > είδη πανιών > πανιά

διπλάρι: διπλωμένο πάπλωμα > κρεβάτι > του σπιτικού

διπλαριά: χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού > σπαθί > του πολεμιστή

διπλαρώνει: έρχεται δίπλα στο μώλο > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

διπλαρώνω: ζυγώνω στεριά, καράβι, μώλο > αρμενίζω > αρμενίσματα

δίπλες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

διπλή: Turdus | τσίχλα διπλή > τσίχλα > πουλιά

διπλολίθι: διπλή λιθιά > πέτρα > πέτρες

διπλόπορτα: > πόρτα > του χτίστη

διπλοπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

διπλός: > δίδυμος > βιολογικά

διπλός: > είδη χορών > χοροί

διπλοσάνιδο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

διπλοσταβροδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

διπλώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

δίποδα: καλπάζοντας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

διποδίζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

διπόδισμα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

διποδώ: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

δίπορτο: > πόρτα > του χτίστη

διποτάματα (τα): εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια > ποτάμι > τοπογραφικά

διποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

διπόταμο: > ποτάμι > τοπογραφικά

διπούντζες: > πεδίκλα > της βοσκής

δισάκκι: > δισάκκι > της βοσκής

δισάκκι: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

δισάρφανος: > ορφανός > οικογενειακά

δισέγγονο: > αγγόνι > οικογενειακά

δισκάρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δισκάρι: > μπακιρικά > του μαγεριού

δισκαφίζω: > ξανακυλώ > του χωραφιού

δισκοπότηρο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

δισκοπότηρο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δίσκος: > ζυγαριά > του μαγεριού

δίσκος: > μπακιρικά > του μαγεριού

δίσκος: της εκκλησίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

δίσολο: > παπούτσι > του παπουτσή

διστάβρι: > δρόμος > τοπογραφικά

δίστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

δίφανο: > δίχτυ > της ψαρικής

δίφορο: > χωράφι > του χωραφιού

διφούρκι: > διχάλι > του χωραφιού

δίφυλλη: > πόρτα > του χτίστη

διχάλα: > διχάλι > του χωραφιού

διχάλα: δυο δέντρα από την ίδια ρίζα > στάβρωση > φυτολογικά

διχάλη: > διχάλι > του χωραφιού

διχάλη: το άνοιγμα της φούρκας > στάβρωση > φυτολογικά

διχάλι: > ανατομικά > ψαρολογικά

διχάλι: > διχάλι > του χωραφιού

διχάλι: > καμάκι > της ψαρικής

διχάλι: μισγάγκεια > διχάλωμα > τοπογραφικά

διχάλωμα: > διχάλωμα > τοπογραφικά

διχάτα: > καφάσια > του χτίστη

διχάχαλο: > διχάλι > του χωραφιού

διχάχαλο: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

δίχτια: > δίχτια > του κυνηγού

δίχτια: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

διχτιάρικο: > είδη καραβιών > καράβια

διχτολόγος: > ψαράς > της ψαρικής

δίχτυ: > δίχτυ > της ψαρικής

διψακός: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

δόγα: > βαρέλι > του τρύγου

δοθηνάρι: δοθιήν > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δοιάκι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

δοιάκι: > τιμόνι > του καραβιού

δοκάνι: > δοκάνι > του κυνηγού

δόκανο: > δοκάνι > του κυνηγού

δοκάρι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

δοκαρώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

δοκαρωσιά: τα ξύλα της στέγης του ταβανιού > δοκαρωσιά > του χτίστη

δοκιμάζω: > πρόβα > ραφτικά

δοκίμασμα: > γέψη > φυσιολογικά

δόλος: > δολώνω > της ψαρικής

δολοφάγος: > δολοφάγος > ψάρια της θάλασσας

δολοφάος: > δολοφάγος > ψάρια της θάλασσας

δόλωμα: > δολώνω > της ψαρικής

δολωμένο: δολωμένο αγκίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής

δολώνω: βάζω δόλωμα στο αγκίστρι > δολώνω > της ψαρικής

δοντάγρα: > δόντι > όργανα

δοντάρα: > δόντι > όργανα

δονταράς: > δόντι > όργανα

δοντάς: > δόντι > όργανα

δόντι: > δόντι > όργανα

δόντι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

δόντια: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

δόντια: δόντια της βίδας > βίδα > του μαραγκού

δόντια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

δοντογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

δοντογιατρός: > δόντι > όργανα

δοντοκάρα: > δόντι > όργανα

δοντοκοιλιά: > δόντι > όργανα

δοντόξυλο: > χελάλι > του μαγεριού

δοντόπονος: > πονόδοντος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δοντοτσιμπίδα: > δόντι > όργανα

δοντοτσιμπίδι: > δόντι > όργανα

δοντωσιά: > δόντι > όργανα

δοντωσιά: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

δόξα: > δόξα > καιρικά

δοξαράτορας: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξαρέβω: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξαρεφτής: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξάρι: > δόξα > καιρικά

δοξάρι: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξάρι: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

δοξάρι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

δοξάρι: σύνεργο για ξάνοιγμα του μπαμπακιού > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

δοξαριά: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξαριά: το τράβηγμα του δοξαριού πάνω στη χορδή > μέρη του βιολιού > του μουσικού

δοξέβω: > δοξάρι > του πολεμιστή

δοξολογία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

δορούδικο: μάβρο ή καστανό με άσπες τρίχες > άλογο > θηλαστικά

δουκάνη: > δουκάνι > του χωραφιού

δουκάνι: > δουκάνι > του χωραφιού

δουκέσα: > απίδι > του φαγιού

δουλεμένο: > βούτυρο > της βοσκής

δουλεφτής: > γεωργός > του χωραφιού

δουλιές: δουλιές του βοσκού > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

δουμπολίτσα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

δραγασιά: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτα: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτα: > καλύβα > του χτίστη

δραγάτης: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτης: > πρεδάρης > του χωραφιού

δραγατιά: > δραγάτης > του τρύγου

δραγατσιά: > δραγάτης > του τρύγου

δραγάτσικα: > ταγάρι > της βοσκής

δραγγουμάρα: αρώστια του ματιού που τα στραβώνει > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

δραγονέρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

δράκαινα: > δράκος > δαιμονικά

δράκαινα: Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας

δράκισα: > δράκος > δαιμονικά

δράκισα: Diplax elisa | δράκισα (γαλαζοπράσινη) > κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια

δρακοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

δρακοδένω: > μαγέβω > δαιμονικά

δρακολιά: το στοιχιό της ελιάς > στοιχιό > δαιμονικά

δρακόνι: Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας

δράκοντας: > δράκος > δαιμονικά

δρακόντι: > δράκος > δαιμονικά

δρακόντισα: > δράκος > δαιμονικά

δράκος: > δράκος > δαιμονικά

δράκος: το αβάφτιστο > μωρό > βιολογικά

δρακοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

δρακού: > μωρό > βιολογικά

δρακούλα: > μωρό > βιολογικά

δρακούλης: > μωρό > βιολογικά

δράνα: > κληματαριά > του χωραφιού

δραπέτι: > ξείδι > του φαγιού

δρεβενίτσα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

δρεπάνι: > δρεπάνι > του χωραφιού

δρίλι: > πανιά > πανιά

δριμάρης: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

δρίματα: οι πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > αλουστίνες > δαιμονικά

δρίματα: οι πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

δρίμες: > αλουστίνες > δαιμονικά

δρίμες: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

δριμόλοχο: > αντάρα > καιρικά

δριμόνι: > αντάρα > καιρικά

δριμόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δριμόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δριμονίζω: κοσκινίζω με τον αριολόγο > δριμονίζω > του χωραφιού

δρόγγος: > δάσος > τοπογραφικά

δρόγκος: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

δρόλαπας: > αντάρα > καιρικά

δρολάπι: > αντάρα > καιρικά

δρόλικος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δρολικώνω: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δρομάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομάκος: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομαλάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομί: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομιάζω: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

δρόμισμα: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομίσματα: > δρόμος > τοπογραφικά

δρομιτικιά: παράλληλη με το δρόμο > πέτρα > του χτίστη

δρομίτσα: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

δρομόνι: > δριμόνι > του χωραφιού

δρόμος: > δρόμος > τοπογραφικά

δρόμος: δρόμος της Παναγίας > Γιορδάνης > αστρικά

δρόπικας: υδροπικία > δρόπικας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δροσεράδα: > κρύο > καιρικά

δροσιά: > δροσιά > καιρικά

δροσιά: > κρύο > καιρικά

δροσίνα: ποταμίσιο ψάρι > δροσίνα > ψάρια του γλυκού νερού

δροσιό: > δροσιά > καιρικά

δροσιό: > κρύο > καιρικά

δροσίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

δροσίτης: είδος μουρούνας; > δροσίτης > ψάρια της θάλασσας

δροσοβόλι: > κρύο > καιρικά

δροσοβολιά: > δροσιά > καιρικά

δροσοβολιά: > κρύο > καιρικά

δροσολογιά: > δροσιά > καιρικά

δροσολογιά: > κρύο > καιρικά

δροσοπεζούλα: > πεζούλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

δροσοσταλίδα: > δροσιά > καιρικά

δρούγα: μακρί αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

δρώνω: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρώσιμο: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρωταράς: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρωτάρι: > ίδρωτας > φυσιολογικά

δρωτίδα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δρωτίλα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δρωτσίλα: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δρωτσίλι: > δρωτίδα > φυσιολογικά

δυναμάρι: > κάστρο > του χτίστη

δυναμωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

δυνατό: > κρύο > καιρικά

δυόμελος: > δίδυμος > βιολογικά

δυσεντερία: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δύση: > βασίλεμα > αστρικά

δυσκοιλιότη: > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δυσκολογιάτρεφτος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

δύσματα: > μπαχαρικά > του φαγιού

δυσοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

δυσούλα: > βασίλεμα > αστρικά

δωδεκάγυρος: ο δωδεκάγυρος της ώρας > ώρα > της μέρας και της ώρας

δωδεκαδάχτυλο: > άντερα > όργανα

δώμα: > λιακωτό > του χτίστη

δωματίζω: φτιάνω δώμα > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

έβγαλε: ο σκύλος έβγαλε λαγό > σκύλος > του κυνηγού

εβγαλσιά: > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

έβελος: > ξύλα > του μαραγκού

έβενος: > ξύλα > του μαραγκού

εβλογιά: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

εβλογιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

εβλογιά: > ψωμί > του φαγιού

εβλογία: > σοδιά > του χωραφιού

εβραίικα: > αβγά > του φαγιού

εγίρα: μουσουλμανική > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

εγκίδα: μυτερό ξυλαράκι που μπαίνει στο πετσί και προξενεί φλόγωση > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

εγκλαβή: > προίκα > οικογενειακά

έγκυα: > γγαστρωμένη > βιολογικά

είδουλο: > δαίμονας > δαιμονικά

εικόνα: > κονίσματα > της εκκλησιάς

εικονοστάσι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

εκατομνήσι: > αιώνας > της μέρας και της ώρας

εκατόχρονα (τα): > αιώνας > της μέρας και της ώρας

εκκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

εκκλησίδι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

έκλωσε: ο ήλιος γύρισε προς το βασίλεμα > βασίλεμα > αστρικά

ελατιάς: > δάσος > τοπογραφικά

ελατόπισσα: > κατραμίζω > του σκαριού

ελέφαντας: Elephas > ελέφας > θηλαστικά

ελέφας: Elephas > ελέφας > θηλαστικά

ελιά: > ελιά > φυσιολογικά

ελιά: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ελιά της θάλασσας: > ελιά της θάλασσας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ελιές: > ελιές > του φαγιού

ελίκι: > αστερισμοί > αστρικά

ελιώνας: > λιοστάσι > του χωραφιού

ελληνοράφτης: > ράφτης > ραφτικά

έλυσε: έλυσε η φούσκα του > κάτουρο > φυσιολογικά

εμετός: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

έμπα: > πόρτα > του χτίστη

έμπαιδη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

εμπασιά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

έμπλωρος: > πλώρη > του καραβιού

έμπολα: τα έμπολα της γούμενας > σκοινιά > του καραβιού

εμπόρευμα: > πραμάτεια > του κούρσου και του φορτωτή

εμποροράφτης: > ράφτης > ραφτικά

έμπορος: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

έμπρυμος: > πρύμη > του καραβιού

έμπυο: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

εμπυοφύτης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ένεση: > μπόλι > γιατρικά

ενορασιά: > όραση > φυσιολογικά

ενοριακά: ενοριακά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς

εξάμιτο: > πανιά > πανιά

εξάς: > τετράς > του καραβιού

εξάστρα: > αστερισμοί > αστρικά

εξάτο: > μπαλκόνι > του χτίστη

εξάψαλμος: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

εξεπούλιαστο: > αβγό > πουλολογικά

εξηντατρίχης: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επαρχιακά: επαρχιακά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς

έπεσε: του έπεσε το ξύγκι, μια ξυγκιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επιβαλτάρι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

επιγονάτιο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

επιδέξιο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

επιδημία: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επικόρμι: > αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

επιληψία: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

επιμανίκιο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

έπιπλα: στολή του σπιτιού > συγυρικά > του σπιτικού

επίσκοπος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

επιτάφιος: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

επωμάδι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

εργένης: > ανύπαντρος > οικογενειακά

έργο: > χωράφι > του χωραφιού

εργολάβος: > γλυκά > του φαγιού

έργος: > χωράφι > του χωραφιού

έργος: το μέρος του αμπελιού που ορίζουνε στην αργατιά για σκάψιμο > αμπέλι > του χωραφιού

ερεικόβουνος: > βουνό > τοπογραφικά

ερεικούρα: > δάσος > τοπογραφικά

ερημιά: > ερημιά > τοπογραφικά

έρημο: > ερημιά > τοπογραφικά

ερημολίβαδο: > λιβάδι > τοπογραφικά

ερημότοπος: > ερημιά > τοπογραφικά

ερινιαστής: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

ερινός: > σύκα > του φαγιού

ερμάρα: > ντουλάπα > του σπιτικού

ερμολάγι: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

έρχουμαι σοβράνο: > σοβράνο > αρμενίσματα

ερωμένη: > αγαπητικός > οικογενειακά

ερωμένος: > αγαπητικός > οικογενειακά

ερωτεμένος: > αγαπητικός > οικογενειακά

ερωτιάρα: > αγαπητικός > οικογενειακά

έστριψε: του έστριψε | του έστριψε η βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

έστρος: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

έστρωσε: > χιόνι > καιρικά

έσφιξε: > το κρύο > καιρικά

ετοιματζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ετοιμόγεννη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

εφημέριος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

έφια: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

εφκές: > εφκές > κατάρες και εφκές

εφκή: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

εφκολόγι: το βιβλίο των εφκών > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

εφκολόγια: > εφκές > κατάρες και εφκές

εφκολυντικό: > γιατρικό > γιατρικά

εφτάζυμα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

εφτάζυμο: > ψωμί > του φαγιού

εφτακοίλια: > σταφύλια > του φαγιού

έφταλος: Nautilus γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

εφταπάρθενος: εφταπάρθενος χορός > αστερισμοί > αστρικά

εφταπλανήτες: > αστερισμοί > αστρικά

εφτάστερο: > αστερισμοί > αστρικά

εφτυχία: > σοδιά > του χωραφιού

εχενίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

έχερη: > αλέτρι > του χωραφιού

ζα: > ζωντανά > της βοσκής

ζάβα: > ζώνη > ρούχα

ζάβα: > φιούμπα > ραφτικά

ζάβες: ζάβες στα ποδάρια > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ζαβιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβλακωμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβλιάκος: Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ζαβολιά: κλεψιά ή στραβιά στο παιγνίδι > ζαβολιά > παιγνίδια

ζαβομάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβόματος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβοπόδης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαβοτοπιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

ζάγανος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

ζαγάρι: > σκύλος > θηλαστικά

ζάθος: μαμούνι παράσιτο στα γελάδια > ζάθος > σκουλήκια και ζωύφια

ζαΐμης: > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζακέτα: > τζακέτα > ρούχα

ζαλάδα: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαλάδες: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

ζάλη: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαλίκι: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

ζαλοβροντισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζάλογγα (τα): > δάσος > τοπογραφικά

ζαλοκουνισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαμάνια: χρόνια > χρόνος > της μέρας και της ώρας

ζαμενάδι: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζάμπα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

ζαμπέτι: Viverra civetta > ζαμπέτι > θηλαστικά

ζαμπόχελο: Anguilla anguilla | χέλι θαλασσινό > χέλι > ψάρια της θάλασσας

ζάρα: > τυρόγαλα > της βοσκής

ζαργάνα: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

ζαρζαβατικά: > λαχανικά > του φαγιού

ζάρια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

ζαρκαδοπαφίλια: ζαρκαδοπαφίλια έλεγε ο Καραϊσκάκης τους Βαλτινούς γιατί μοιάζανε με τα μερωμένα ζαρκάδια που οι αρματωλοί τα σέρνανε μαζί τους μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

ζάρκος: > μάντρα > της βοσκής

ζαροπάπι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

ζαρτζολόνα: > ζαρτζολόνα > ψάρια της θάλασσας

ζαρτσερό: ξύλο με πολλά τσιετάλια για να κρεμάνε τις καρδάρες > ζαρτσερό > της βοσκής

ζάρφι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ζαρώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

ζάστανο: ζουνάρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ζατρίκι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

ζαφειρένιος: > γαλανός > του ζουγράφου

ζαφειρένιος: > ζαφείρι > πετράδια

ζαφειρι: > ζαφείρι > πετράδια

ζαφορά: > είδη βαφών > του βαφιά

ζαφοράς: χρώμα της ζαφοράς > κίτρινος > του ζουγράφου

ζαφουρά: > μπαχαρικά > του φαγιού

ζαφουριστός: > κίτρινος > του ζουγράφου

ζαφράνα: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζαχαράτο: > απίδι > του φαγιού

ζάχαρη: > ζάχαρη > του φαγιού

ζαχαριασμένο: > γλυκά > του φαγιού

ζαχαριέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ζαχαρικά: > γλυκά > του φαγιού

ζαχαροκούτι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ζαχαρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ζαχαροπλάστης: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζαχαρωτά: > γλυκά > του φαγιού

ζεβγάλετρο: > αλέτρι > του χωραφιού

ζεβγαρίζω: > οργώνω > του χωραφιού

ζεβγάς: > γεωργός > του χωραφιού

ζεβγατίζω: > οργώνω > του χωραφιού

ζεβγιά: όσο δουλεύει το ζεβγάρι μια μέρα > ζεβγιά > του χωραφιού

ζεβγίτης: > γεωργός > του χωραφιού

ζεβγολάτης: > γεωργός > του χωραφιού

ζεβγολάτης: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

ζεβγολατιό: > χτήμα > του χωραφιού

ζεβγολατώ: > οργώνω > του χωραφιού

ζέβλα: > αλέτρι > του χωραφιού

ζέβλα: ζέβλα θηλυκωτή, για τα γίδια > κουδούνι > της βοσκής

ζέβλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

ζεβλόσκοινα: > αλέτρι > του χωραφιού

ζεβλόσκοινο: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

ζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζεγκί: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζέματα: > ζέματα > γιατρικά

ζεματίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ζεματιστό: > ζυμαρικά > του φαγιού

ζεματίστρα: η τρύπα για να ρίχνουν την ογρή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

ζεματίστρα: η τρύπα για την ογρή φωτιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη

ζεμπερέκι: > ζεμπερέκι > του χτίστη

ζεμπίλι: > καλάθι > του χωραφιού

ζεντουνί: μεταξωτό πανί > πανιά > πανιά

ζέο: ασημένιο μαστραπαδάκι για να χύνουνε νερό μέσα στο ποτήρι της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ζερβετσάφι: ρίζα που δίνει χρώμα ζαφοράς > είδη βαφών > του βαφιά

ζερβόδεξος: > είδη χορών > χοροί

ζερβόδεξος: αμφιδέξιος > ζερβόδεξος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζερβός: > ζερβόδεξος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζερβοχέρης: > ζερβοχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζερδαβάς: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζερνίκι: αρσενικό > είδη γιατρικών > γιατρικά

ζέστα: > ζέστη > καιρικά

ζεστατήρι: > μαγκάλι > του σπιτικού

ζέστη: > ζέστη > καιρικά

ζέστη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζεστίτσα: > ζέστη > καιρικά

ζεστό: > ζεστό > του φαγιού

ζεστό: ακόμα από το φούρνο > ψωμί > του φαγιού

ζεστούλα: > ζέστη > καιρικά

ζεφίρι: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ζεφτό: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ζηλαδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

ζήνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

ζηχούνι: άσθμα > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζηχουνιάρης: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζηχούνιασμα: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζια: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζια (από): > αλέβρι > του φαγιού

ζιαφέτι: > πρόγεμα > του φαγιού

ζίλια: > ζίλια > του μουσικού

ζιμπουλί: > γαλανός > του ζουγράφου

ζιντζάπι: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

ζιρτιλάνος: Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά

ζιρτλάνι: Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά

ζιφταριά: > πλάντρα > του λιοτριβιού

ζόγκα: > αγκίστρι > της ψαρικής

ζόκα: > αγκίστρι > της ψαρικής

ζόκα: μολύβι χυμένο σε καλούπι μικρού ψαριού με το αγκίστρι θαμένο μέσα του > αγκίστρι > της ψαρικής

ζόμπα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

ζόμπας: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζόμπος: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζοριό: το μέρος όπου η φτερωτή του μύλου σκορπάει το αφρισμένο νερό > ζουριό > του μυλωνά

ζουγραφιά: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

ζουγραφίζω: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

ζουγραφική: > ζουγραφική > του ζουγράφου

ζουγράφος: > ζουγράφος > του ζουγράφου

ζούδια: > πειρασματικά > δαιμονικά

ζούδιαρης: αφτός που ξορκίζει τα ζούδια > ξορκιστής > δαιμονικά

ζουζουλικά: > πειρασματικά > δαιμονικά

ζουζουλικό: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζούζουνας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

ζουζούνι: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζουζούνι: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

ζούζουρας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

ζούλα: > απίδι > του φαγιού

ζουλάπι: > αγρίμι > του κυνηγού

ζουλάπι: > δαίμονας > δαιμονικά

ζούλφι: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

ζουμί: > ζουμί > του φαγιού

ζούμπερο: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

ζουνάρι: > ζώνη > ρούχα

ζουνάρι: > ζώνη > ρούχα

ζουνάρι: ζουνάρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ζουνάρι: ζουνάρι της Παναγιάς ή της Καλογριάς > δόξα > καιρικά

ζούρα: > λάδι > του φαγιού

ζούρα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

ζούρα: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουριάζω: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουριό: > ζουριό > του μυλωνά

ζούρλα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλαίνουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζούρλαμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλαμάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρλαμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζούρλια: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζουρμπούτι: > σμαράγδι > πετράδια

ζουρνάς: είδος κλαρινέτο > κλαρίνο > του μουσικού

ζουρόπι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ζοφιάζει: > καιρός > καιρικά

ζοφό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ζοχάδες: > ζοχάδες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζοχαδιακός: > ζοχάδες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ζυγά: τα δοκάρια που βαστάζουν το κατάστρωμα > ζυγά > του καραβιού

ζύγαινα: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

ζύγαινα: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

ζύγαινα: Sphyrna zygaena > σφυρίδα > ψάρια της θάλασσας

ζυγάλετρο: > αστερισμοί > αστρικά

ζυγαριά: > ζυγαριά > του μαγεριού

ζύγι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ζύγια: > ζίλια > του μουσικού

ζυγό: το βάθρο που σηκώνει τις χορδές στη μέση του βιολιού > μέρη του βιολιού > του μουσικού

ζυγολούρια: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ζυγός: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ζυγός: > ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

ζυγός: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ζυγός: Ωρίων > αστερισμοί > αστρικά

ζυγόσταβρος: η σανιδένια βάση για το χτίσιμο καμάρας γιοφυριού > γιοφύρι > του χτίστη

ζυγούρα: χρονιάρικο πρόβατο > πρόβατο > της βοσκής

ζυγούρι: > πρόβατο > της βοσκής

ζυμάρι: > αλέβρι > του φαγιού

ζυμαρικά: > ζυμαρικά > του φαγιού

ζυμαρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ζύμη: > αλέβρι > του φαγιού

ζυμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

ζυμώνω: > αλέβρι > του φαγιού

ζυμωταριά: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

ζυμωτήρι: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

ζώνη: > δόξα > καιρικά

ζώνη: > ζώνη > ρούχα

ζώνη: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ζωντανά: > ζωντανά > της βοσκής

ζωντάρφανος: > ορφανός > οικογενειακά

ζωντήρι: > άλογο > θηλαστικά

ζωντίμι: > άλογο > θηλαστικά

ζωντόβολα: > πειρασματικά > δαιμονικά

ζωντοχήρα: χωρισμένη > χήρα > οικογενειακά

ζωντόχηρος: > χωρισμένος > οικογενειακά

ζώπυρο: > ζέστη > καιρικά

ζώση: > ζώνη > ρούχα

ζώση: > μέση > ανατομικά κατατόπια

ζώσιμο: ψάρεμα μπαρμπουνιών > ψαρική > της ψαρικής

ζωστάρι: > ζώνη > ρούχα

ζωστήρι: > ζώνη > ρούχα

ζώστρα: > ζώνη > ρούχα

ζωύφιο: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

ζωχόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

ηγουμένισα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ηγούμενος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ηλιακό: > λιακωτό > του χτίστη

ηλιοβασίλεμα: > βασίλεμα > αστρικά

ηλιοβολιά: > ήλιος > αστρικά

ηλιοβούτημα: > βασίλεμα > αστρικά

ήλιος: > ήλιος > αστρικά

ήλιος: είδος πετρόψαρου > ήλιος > ψάρια της θάλασσας

ηλιοφανή: > ήλιος > αστρικά

ηλιοφανιά: > ήλιος > αστρικά

ήμερο: > χωράφι > του χωραφιού

ημερολόγιο: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

ημερομηνία: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

ήσκιος: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

ήσκιος: > στοιχιό > δαιμονικά

ήσκιος: πρήσκεται η γέννα των προβατιών > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ήσκιωμα: > στοιχιό > δαιμονικά

ησκιωμένος: ησκιωμένος τόπος > νεραϊδαριό > δαιμονικά

ησκωσιά: > ησκωσιά > του χωραφιού

ησυχία: > καλοκαιριά > καιρικά

ηφαίστειο: > βουλκάνος > τοπογραφικά

θαλάμι: η φωλιά του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θάλασσα: > ανεμική > καιρικά

θάλασσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θάλασσα: > κακοκαιριά > καιρικά

θάλασσα: > καλοκαιριά > καιρικά

θαλασσάδα: η μυρωδιά της θάλασσας > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσάκι: λίγη θάλασσα, λίγη τρικυμία > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσάρμη: > θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσένιος: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλασσής: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλασσί: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλάσσι: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσίλα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσινά: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θαλασσινός: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

θαλασσόβραση: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσοβραχιά: > βραχουριά > τοπογραφικά

θαλασσοβραχιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσόβραχος: > πέτρα > πέτρες

θαλασσογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

θαλασσογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

θαλασσόλιτρα: > πέτρα > πέτρες

θαλασσομάνα: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θαλασσομάχος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

θαλασσομάχος: το ξύλο του καραβιού που χτυπά πρώτο τα κύματα κάτω από το μπαστούνι της πλώρης > θαλασσομάχος > του καραβιού

θαλασσομαχώ: > πελαγίζω > αρμενίσματα

θαλασσόπατο: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσόπετρα: > πέτρα > πέτρες

θαλασσόπετρα: σκόπελος > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσοπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

θαλασσοπούλι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

θαλασσοταραχή: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσόφρυδο: της θάλασσας ο γύρος στον ορίζοντα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

θαλασσοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

θαλασσώνουμαι: > πελαγίζω > αρμενίσματα

θαλασσώνουμε: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

θαλασσώνω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

θάλπωμα: > αβγή > αστρικά

θαμπερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θαμπό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θαμποβραδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

θαμπούλια (τα): > αβγή > αστρικά

θαμποχάραμα: > αβγή > αστρικά

θάμπωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

θάμπωμα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θαμπώνουν: θαμπώνουν τα μάτια μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θανατικό: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θανατικό: > λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θάνατος: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θανατουλίδα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θάψιμο: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

θεία: > θείος > οικογενειακά

θειαφένιος: > κίτρινος > του ζουγράφου

θειαφί: > κίτρινος > του ζουγράφου

θειάφι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

θειαφοκίτρινος: > κίτρινος > του ζουγράφου

θείος: > θείος > οικογενειακά

θέλα: καταράχτης > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θελιά: > κουμπί > ραφτικά

θελιά: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

θελιά: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

θελιά: > συρτοθηλιά > του κυνηγού

θέμα: > σταλίκι > του χωραφιού

θέμελα: θεμέλια > θέμελα > του χτίστη

θεμέλια: θεμέλια του ουρανού > ουρανός > καιρικά

θεμελιώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

θεόβρετος: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

θεοζαλιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεόκουφος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεόλωλος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεομαχισμός: > ξόρκια > δαιμονικά

θεομήνι: > κακοκαιριά > καιρικά

θεοποντή: > βροχή > καιρικά

θεοπόντι: > βροχή > καιρικά

θεόστραβος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεοτούμπης: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

θεότρελος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεότυφλος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

Θεού: οίκος Θεού > εκκλησιά > της εκκλησιάς

θεράπειο: > γιατρικό > γιατρικά

θεριαγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεριάγκαθο: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θεριακή: γιατρικό με αφιόνι (λεν πως το ανακάλυψε ο Μιθριδάτης) > είδη γιατρικών > γιατρικά

θεριακό: > κακοκαιριά > καιρικά

θερίζω: > θερίζω > του χωραφιού

θέρισμα: > θερίζω > του χωραφιού

θεριστήρι: > δρεπάνι > του χωραφιού

θεριστής: > γεωργός > του χωραφιού

θεριστής: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

θέριστρο: > δρεπάνι > του χωραφιού

θερμαίνουμαι: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμαντικό: > είδη γιατρικών > γιατρικά

θερμάρι: υδροχόη > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

θερμασιά: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμασμένος: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θέρμες: ζεστά νερά της γης για λουτρά > ζέματα > γιατρικά

θέρμη: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

θέρμη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμό: > ζέστη > καιρικά

θερμό: ζεστό νερό > πλύση > του σπιτικού

θερμολοιμική: > λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θερμός: ζεστό νερό για ζύμωμα ή πλύσιμο > αλέβρι > του φαγιού

θερμοσποδιά: > πλύση > του σπιτικού

θέρος (το): > θερίζω > του χωραφιού

θέση: σε θέση > γγαστρωμένη > βιολογικά

θετό: > ποθετό > γιατρικά

θηκάρι: > λουβί > φυτολογικά

θηκάρι: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

θηκιάζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

θηληκωτήρι: > ρεζές > του χτίστη

θηλιάζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

θηλύκι: > κουμπί > ραφτικά

θηλυκοχρονιά: > σοδιά > του χωραφιού

θηλυκώ: > κόρη > οικογενειακά

θηλύκωμα: > ρεζές > του χτίστη

θηλυκωτάρι: > κόπιτσα > ραφτικά

θηλυκωτήρι: > κόπιτσα > ραφτικά

θηλυκωτήρι: > κουμπωτήρι > του παπουτσή

θηλυκωτήρι: > φιούμπα > ραφτικά

θημονιάζω: > θημονιάζω > του χωραφιού

θημωνιά: > θημονιάζω > του χωραφιού

θημώνιασμα: > θημονιάζω > του χωραφιού

θιακό: κρασί από το Θιακί > κρασί > του φαγιού

θιρίγκι: ψάρι λίμνη > θιρίγκι > ψάρια του γλυκού νερού

θνησκόγεννο: που γεννήθηκε νεκρό > μωρό > βιολογικά

θολάδα: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θολάμι: η φωλιά του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θολάρι: > θόλος > του χτίστη

θολιασμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θολικό: > καμάρα > του χτίστη

θολικό: κελί με θόλο > μοναστήρι > της εκκλησιάς

θολό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

θόλος: > θόλος > του χτίστη

θολόσταχτη: > πλύση > του σπιτικού

θολούρα: > καταχνιά > καιρικά

θόλωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

θολωσιά: > καταχνιά > καιρικά

θρακιάς: > βορίσματα > καιρικά

θράψα: > σβάρνα > του χωραφιού

θράψαλο: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

θραψώνω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

θρέφει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θρεφτάρι: > γουρούνι > θηλαστικά

θρεφτάρι: > μανάρι > της βοσκής

θρεφτό: > μανάρι > της βοσκής

θρεφτό: θρεφτό μοσκάρι, ο μόσχος ο σιτευτός > μανάρι > της βοσκής

θρινάκι: > διχάλι > του χωραφιού

θρίσσα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

θρομύλι: το χερούλι της ανέμης > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

θρούμπα: > τόπι > πανιά

θρούμπα: ελιά που πέφτει ώριμα από το δέντρο > ελιές > του φαγιού

θυγατέρα: > κόρη > οικογενειακά

θύγω: > κόρη > οικογενειακά

θυλακούρι: > ματαράς > του τρύγου

θυμιάζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

θυμίαμα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμίασμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

θυμιατερό: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμιατήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμιατίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

θυμιάτισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

θυμιατό: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

θυμός: θυμός του αιμάτου > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θυμώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θυμώνει: ο μούστος θυμώνει ( = βράζει) > μούστος > του τρύγου

θυμώνω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

θυννιό: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

θύρα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

θυροκάρφι: > ρεζές > του χτίστη

θυροστάτης: > θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

θυρόφυλλο: > πόρτα > του χτίστη

θωριά: > χρώμα > του ζουγράφου

θωριακό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ιβάρι: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

ιδροκόπος: > γεωργός > του χωραφιού

ίδρωμα: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ιδρώτας: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ίδρωτας: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ιερό: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

ιεροσύνη: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ιερωμένος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ιλάρι: Mugil cephalus | μικρός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

ίλερη: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ίλιγκας: > λόξιγκας > φυσιολογικά

ιμαμές: το στόμα του τσιμπουκιού > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ιμάμης: μουσουλμάνος παπάς > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ιμάμ-μπαϊλντί: > κρέας > του φαγιού

ίνα: > κοντύλι > ανατομικά κατατόπια

ιξός: > κόλα > του μαραγκού

ιξός: > ξόβεργα > του κυνηγού

Ιούλιος: > μήνας > της μέρας και της ώρας

Ιούνιος: > μήνας > της μέρας και της ώρας

ισάδια: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ισαρίζω: > ισαρίζω > αρμενίσματα

ισάρω: σηκώνω πανί > ισαρίζω > αρμενίσματα

ίση: > βελονιές > ραφτικά

ίσια: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

ισιάδα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ισιόπατο: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ίσιωμα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ισιώματα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ίσκα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

ιφκάς: > αλέβρι > του φαγιού

καβαβόσκυλο: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

καβάδι: > αντερί > ρούχα

καβάλα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβάλα: άλογο της καβάλας | τέχνη της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλάργανα: > καπόνια > του καραβιού

καβαλάρης: > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλάρης: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καβαλάρης: η πέτρα που κλειδώνει το θόλο ή την καμάρα > πέτρα > του χτίστη

καβαλέτο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καβαλέτο: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καβαλητά: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλικέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλινοκόπος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

καβαλώ: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβανόζι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καβανός: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καβαντζάρω: περνώ κάβο > καβατσάρω > αρμενίσματα

καβατσάρω: > καβατσάρω > αρμενίσματα

καβγίζω: καβγίζω το αγρίμι > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

καβίλι: μεγάλο καρφί χωρίς κεφάλι > καρφολογιά > του μαραγκού

καβίλια: από ξύλο για φίλιασμα > ξυλαρμογή > του μαραγκού

κάβλα: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλί: > αρχίδι > όργανα

καβλιάρης: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλομάρα: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλός: > αρχίδι > όργανα

καβλός: > κόντυλας > φυτολογικά

κάβλωμα: > κάβλα > φυσιολογικά

καβλώνω: > κάβλα > φυσιολογικά

κάβος: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

κάβος: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

κάβος: > σκοινιά > του καραβιού

καβούκα: > θόλος > του χτίστη

καβούκι: > θόλος > του χτίστη

καβούκι: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

κάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καβουρδίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

καβουρδιστήρι: > καβουρδιστήρι > του μαγεριού

καβουρδιστό: > κρέας > του φαγιού

καβούρι: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

καβούρι: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καβούρια: > σύκα > του φαγιού

καβουρμάς: > κρέας > του φαγιού

καβουρολόγος: σιδερένιο καμάκι για να πιάνεις καβούρια > καβουρολόγος > της ψαρικής

καβουρομάνα: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καγιάς: > πέτρα > πέτρες

κάγκαρο: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάγκελα: > κάγκελα > του χτίστη

κάγκελα: > σκάλα > του χτίστη

καγκέλια: > κορδέλες > τοπογραφικά

καγκελοφρύδι: > μάτι > όργανα

καγκελωτή: > βελονιές > ραφτικά

καγκιόλια: > κορδέλες > τοπογραφικά

καγούρα: > ζέστη > καιρικά

καδάς: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάδη: > αρμεγός > της βοσκής

κάδη: καλούπι για τυρί > τυροβόλι > της βοσκής

καδί: > αρμεγός > της βοσκής

καδί: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάδος: > αρμεγός > της βοσκής

κάδος: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καδριλωτό: > είδη πανιών > πανιά

καδρόνι: > κερεστές > του χτίστη

καζάζης: > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

καζαμίας: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καζάνι: > καζάνι > του μαγεριού

καζάνι: > λεβέτι > της βοσκής

καζαντζής: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καζαντζίδικο: > χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καζάρμα: > στρατώνας > του χτίστη

καζέρνα: > στρατώνας > του χτίστη

κάηδες: > πειρασματικά > δαιμονικά

καθάριο: καθάριο άτι > άλογο > θηλαστικά

καθάρισε: καθάρισε ο ουρανός > ουρανός > καιρικά

καθαρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καθαροδεφτέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καθαρόχελο: Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας

καθάρσιο: > γιατρικό > γιατρικά

καθαρτικό: > γιατρικό > γιατρικά

καθετή: > καθιστή > της ψαρικής

καθηγητής: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καθημερινά: > ρούχα > ρούχα

καθημερινός: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καθητή: > καθιστή > της ψαρικής

καθίζω: καθίζω σε ξέρα, σε βράχο > καθίζω > αρμενίσματα

καθίκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κάθισμα: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καθισμένο: > καράβι > καράβια

καθιστή: > βροχή > καιρικά

καθιστή: > καθιστή > της ψαρικής

καθιστική: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καΐδα: του στομαχιού > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καΐκι: > είδη καραβιών > καράβια

καϊκτσής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καΐλα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καΐλα: > ζέστη > καιρικά

καΐλα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καϊμάκι: > γάλα > της βοσκής

καϊμακλίδικος: > καφές > του φαγιού

καϊξής: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καιρικά: > καιρός > καιρικά

καιρικά: > κλίμα > καιρικά

καιροί: οι οχτώ καιροί > άνεμος > καιρικά

καιρός: > καιρός > καιρικά

καιρός: απάνω στον καιρό της > γγαστρωμένη > βιολογικά

καιρούσικος: καιρούσικος γέννος > γέννος > της βοσκής

κακάβα: > πετεινός > πουλιά

κακάβι: > καζάνι > του μαγεριού

κακάβι: > λεβέτι > της βοσκής

κακαβίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κακαβολίθαρα: πέτρες που βαστούν τα κακάβι > λεβέτι > της βοσκής

κάκαβρος: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | αρσενικό περδίκι > πέρδικα > πουλιά

κακαϊδού: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

κακάλι: > λειρί > πουλολογικά

κακάλι: κλειτορίς > μήτρα > όργανα

κακανθρωπίσματα: > πειρασματικά > δαιμονικά

κάκανο: > γέλιο > φυσιολογικά

κακαπέτρι: > πέτρα > πέτρες

κακαράς: Rana > βάτραχος > σερπετά

κακαρέλα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακαρίζω: > κακαρίζω > πουλολογικά

κακάρισμα: > κακαρίζω > πουλολογικά

κάκαρο: > κεφάλι > κόκκαλα

κάκαρο: > μύτη > όργανα

κακατράχαλα: > βραχουριά > τοπογραφικά

κακίζει: > καιρός > καιρικά

κακό: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακό: έχει κακό μάτι > μαγέβω > δαιμονικά

κακό: κακό μάτι > βασκανιά > δαιμονικά

κακό: κακό σπυρί = άνθραξ > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακόβολος: κακόβολος τόπος > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακογέννα: > γέννα > βιολογικά

κακογέννα: > λεχώνα > βιολογικά

κακόγεννη: > λεχώνα > βιολογικά

κακογεννήτρα: > λεχώνα > βιολογικά

κακογεννώ: > γεννώ > βιολογικά

κακογή: λεπτόγειος > γη > του χωραφιού

κακογιάτρεφτος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακογύφτισα: > μάγος > δαιμονικά

κακοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κακοδιαβασιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακόδρομος: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοθαλασσιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κακοκαίρι: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοκαιριά: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοκαιρίζει: > καιρός > καιρικά

κακόλαχνος: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

κακολογώ: > σταχολογώ > του χωραφιού

κακομάγισα: > μάγος > δαιμονικά

κακομάζαλο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

κακοπέραστος: κακοπέραστος τόπος > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακόπεσμα: κακή παντριά > γάμος > οικογενειακά

κακοπεσμένη: > γάμος > οικογενειακά

κακόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κακοπέτρι: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπέτρι: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κακοπετριά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπετριά: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κακοπίζαβο: κακοπίζαβο μέρος > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπόδαρος: > βάσκανος > δαιμονικά

κακοπούλι: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

κακόραχτο: κακόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

κακοσάλι: > χαλάζι > καιρικά

κακόσαρκος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

κακοσήμαδος: > βάσκανος > δαιμονικά

κακόσκαλο: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστομαχιά: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοστομαχιά: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοστομαχιάζω: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοστομαχιάζω: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοστόμαχο: > φαγί > του φαγιού

κακοστράτι: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστρατιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστρατιά: > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοσυνέβει: > καιρός > καιρικά

κακοσυνέβω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοσύνεψη: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοσύνη: > κακοκαιριά > καιρικά

κακοσυνιάζει: > καιρός > καιρικά

κακοτοπιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοτοπιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοτοπιά: > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοτοπίσιος: άνθρωπος που ζει σε κακοτοπιές > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοτράχαλα: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

κακοτρύγηδες: > σταφύλια > του φαγιού

κακούμι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

κακούμι: Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά

κάκουμι: Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά

κακουργεί: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακουργώ: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοφάγητο: > φαγί > του φαγιού

κακοφορμίζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοφορμίζω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοχειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

κακοχρόνισμα: > κατάρες > κατάρες και εφκές

κακοχρονισμός: > κατάρες > κατάρες και εφκές

κακοχυμιά: > καλόχυμος > φυσιολογικά

κακόχυμος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

κακοχωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοχωνεφτής: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακοχώνεφτο: > φαγί > του φαγιού

κακοχωνεψιά: > χώνεψη > φυσιολογικά

κακόψαχνα: κακόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

κακοψυχιά: ανέκατοι της γγαστριάς > αγγαστριά > βιολογικά

κακοψύχια: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοψύχια: > κατάρες > κατάρες και εφκές

κακωσιά: > καλόχυμος > φυσιολογικά

καλά: δεν είναι στα καλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλά: τα καλά του > ρούχα > ρούχα

καλά (τα): > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάλαβρος: από αφτόν τρέχει το σιτάρι και πέφτει στη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

καλαγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλάδα: ρίξιμο του παραγαδιού > παραγάδι > της ψαρικής

καλαδερφός: πνεματικός αδερφός > αδέρφι > οικογενειακά

καλαθάς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλάθι: > καλάθι > του χωραφιού

καλάθι: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλάι: > καλάι > μέταλλα και χημικά

καλάι: > καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαϊντίζω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαϊτζής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαμάκι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμαράκι: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλαμαράς: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλαμαράς: > ψαράς > της ψαρικής

καλαμαρέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

καλαμάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καλαμάρι: > γραφικά > του σπιτικού

καλαμάρι: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλαμαριέρα: > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καλαμαρολόγος: σύνεργο για το ψάρεμα των καλαμαριών > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καλαματιανές: > ελιές > του φαγιού

καλαματιανός: > είδη χορών > χοροί

καλαμέβω: ψαρέβω με το καλαμίδι > ψαρέβω > της ψαρικής

καλάμι: > καλάμι > της ψαρικής

καλάμι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλάμι: > φλογέρα > του μουσικού

καλάμι: νάρθηξ > καλάμι > γιατρικά

καλάμι: το πιο μικρό κόκκαλο του μπροστινού βραχιονιού > βραχιόνι > κόκκαλα

καλάμι: το πιο χοντρό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα

καλαμιά: > καλάμι > της ψαρικής

καλαμιά: > καλαμιά > του χωραφιού

καλαμιά: > στέγη > του χτίστη

καλαμιά: καβλός | στέγη από καλαμιές > στάχυ > φυτολογικά

καλάμια: πήγε τρία καλάμια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

καλαμιδέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

καλαμίδι: > καλάμι > της ψαρικής

καλαμίδι: χωρίζει τα νήματα πριν περάσουν από το μιτάρι > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμίζω: τυλίγω το γνέμα στα καλάμια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμίνα: > τζίγκος > μέταλλα και χημικά

καλαμοβράκι: > βρακί > ρούχα

καλαμόβρακο: > βρακί > ρούχα

καλαμοβύζω: > βυζί > όργανα

καλαμοκάνι: τυλίγουνε γύρω του το νήμα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμοπόδαρο: λιγνό ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια

καλαμόσκοινο: > δεματικά > του χωραφιού

καλαμόσυκα: > σύκα > του φαγιού

καλαμουκανάς: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

καλαμουκάνι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμόχερο: > βραχιόνι > κόκκαλα

καλαμόχερο: > μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

καλαμπόκι (από): > αλέβρι > του φαγιού

καλαμποκίσιο: > ψωμί > του φαγιού

καλαμώ: > καλάμι > γιατρικά

καλαμώνω: > καλάμι > γιατρικά

καλαμωτή: > γυροβολίδι > της ψαρικής

καλαμωτή: > καλάθι > του χωραφιού

καλαμωτή: καλάθι για τράγγισμα τυριού > καλαμωτή > της βοσκής

καλαντάρης: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

καλαντάρι: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καλαντζής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαντζής: Parus caeruleus | αιγιθαλός > καλαντζής > πουλιά

καλάντρα: Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

καλάντρα: alauda arborea > καλάντρα > πουλιά

καλαπόδι: > καλαπόδι > του παπουτσή

καλάρει: καλάρει το αγεράκι > ο άνεμος > καιρικά

καλαρμενιστής: > βορίσματα > καιρικά

καλάρω: καλάρω τα πανιά, την μπούμα > καλάρω > αρμενίσματα

καλαφατίζω: χώνω στουπί στις χαραμάδες του καραβιού > καλαφατίζω > του σκαριού

καλαφέντης: > βάφτισμα > οικογενειακά

καλαχάνη: > είδη βαφών > του βαφιά

καλαχίδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

καλέβρα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καλέμι: > γραφικά > του σπιτικού

καλέμι: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

καλέμι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλεντάρι: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καλέντρα: > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

καλές: καλές αρχόντισες > νεράιδα > δαιμονικά

καλέσα: > πρόβατο > της βοσκής

κάλεσα: > πρόβατο > της βοσκής

καλέσιω: > πρόβατο > της βοσκής

κάλεσο: μπάλιο με στήματα > πρόβατο > της βοσκής

καλή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

καλημάνα: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

κάλι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

καλιά: > χημικά > μέταλλα και χημικά

καλιακούδα: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καλιακούδας: μάβρο της καλιακούδας > μάβρος > του ζουγράφου

καλιαντζάρης: > γύπας > πουλιά

καλίγι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καλίγι: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγιαννού: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

καλιγοσφύρι: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγωτής: > πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιέργεια: > γεωργία > του χωραφιού

καλιεργητής: > γεωργός > του χωραφιού

καλιεργός: > γεωργός > του χωραφιού

καλιεργώ: δουλιές του καλιεργού > καλιεργώ > του χωραφιού

καλικάντζαρος: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

καλικατσού: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

καλικέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλίκι: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

καλικούρα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλικούτσα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιοντζής: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

καλισπούδηδες: > πειρασματικά > δαιμονικά

καλκάνι: Rhombus vulgaris > καλκάνι > ψάρια της θάλασσας

καλκάνι: το τρίγωνο της στέγης > στέγη > του χτίστη

καλκανόβατος: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

καλντερίμι: δρόμος στρωμένος στρογγυλόπετρες > δρόμος > τοπογραφικά

καλόβολος: > καλόβολος τόπος > τοπογραφικά

καλόβραστο: > φαγί > του φαγιού

καλογαιροπαίδι: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλογέννα: > γέννα > βιολογικά

καλογεννήτρα: > λεχώνα > βιολογικά

καλογεννώ: > γεννώ > βιολογικά

καλογερί: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλογερική: η μοναστηριακή ζωή, το καλογερικό στάσιμο > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

καλόγερος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλόγερος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλόγερος: για κρέμασμα καπέλων και πανωφοριών > κρεμαστήρι > του σπιτικού

καλόγερος: καλάθι για το ζέσταμα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού

καλόγιαννος: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

καλόγνωμη: Balanidae γένος > καλόγνωμη > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλογρέζα: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλογριά: Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλόγρια: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλογρίτσα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

καλογρίτσα: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλοθάλασσο: > καράβι > καράβια

καλόθωρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καλοκαιράκι: του Αγιού Δημητριού το καλοκαιράκι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαίρι: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριά: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοκαιριά: καλοκαιριά της Παπαντής > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριάζει: > καιρός > καιρικά

καλοκαιριάζει: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριάζω: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιρίδα: > γη > του χωραφιού

καλοκαιρινάδες: δουλεφτάδες του καλοκαιριού > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού

καλοκυράδες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλομάνα: > γιαγιά > οικογενειακά

καλομηνάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

καλομοβύζα: εφκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής

καλομοίρες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλοξημερώνει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

καλοπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

καλόπαντρη: > γάμος > οικογενειακά

καλοπέραστος: καλοπέραστος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

καλόπιοτο: > κρασί > του φαγιού

καλοπούλι: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

καλόραχτο: καλόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καλός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

κάλος: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάλος: > λειρί > πουλολογικά

καλόσαρκος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

καλοσκαρωμένο: > καράβι > καράβια

καλοστόμαχο: > φαγί > του φαγιού

καλοσυνάδα: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοσυνέβει: > καιρός > καιρικά

καλοσύνεψη: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοσύνη: > καλοκαιριά > καιρικά

καλοτάξιδο: > καράβι > καράβια

καλότυχες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλούδες: > νεράιδα > δαιμονικά

καλούμα: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

καλουμάρω: > λασκάρω > αρμενίσματα

καλούμο: > σκοινιά > του καραβιού

καλούπι: επιδερμίδα > πετσί > ανατομικά κατατόπια

καλούπια: τα καλούπια της χωματομάντρας > μαντρότοιχος > του χτίστη

καλουργιά: > γεωργία > του χωραφιού

καλουργιά: > οργώνω > του χωραφιού

καλουργίζω: > οργώνω > του χωραφιού

καλουργική: > γεωργία > του χωραφιού

καλουργώ: > καλιεργώ > του χωραφιού

καλούφι: > κρεβάτι > του σπιτικού

καλοφάγωτο: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

καλοχέζω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

καλοχειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καλοχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

καλοχρόνισμα: > εφκές > κατάρες και εφκές

καλόχρωμο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καλόχυμος: > καλόχυμος > φυσιολογικά

καλοχωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

καλοχώνευτο: > φαγί > του φαγιού

καλοχωνεφτής: > χώνεψη > φυσιολογικά

καλοχωνεψιά: > χώνεψη > φυσιολογικά

καλόψανο: > φαγί > του φαγιού

καλόψαχνα: καλόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

καλοψημένο: > ψωμί > του φαγιού

καλόψητο: > φαγί > του φαγιού

κάλπα: κοκκινόγενα > γίδι > της βοσκής

καλπαδίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καλπάζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλπάκι: σκούφια από γουναρικό > σκούφια > ρούχα

κάλπασμα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλπασμός: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλτάκι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κάλτσα: > κάλτσα > του παπουτσή

καλτσοβελόνα: > βελόνα > ραφτικά

καλτσοδέτα: > καλτσοδέτα > του παπουτσή

καλτσόξυλο: > βελόνα > ραφτικά

καλύβα: > καλύβα > του χτίστη

καλύβι: > καλύβα > του χτίστη

καλυβίσια: > σταφύλια > του φαγιού

καλυβοπήγι: > καλύβα > του χτίστη

καλυβόσπιτο: > καλύβα > του χτίστη

κάλυμα: σκεπάζει το ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

καλυμάφκι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κάλφας: > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

Κάλω: η κερά Κάλω > νεράιδα > δαιμονικά

κάμα: > ζέστη > καιρικά

κάμα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

καμακαδόρος: > ψαράς > της ψαρικής

καμάκι: > καμάκι > της ψαρικής

καμακίζω: > ψαρέβω > της ψαρικής

καμαλίνο: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

καμάρα: > γιοφύρι > του χτίστη

καμάρα: > δόξα > καιρικά

καμάρα: > καμάρα > του χτίστη

καμαρέτο: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

καμάρι: > καμάρα > του χτίστη

καμαρίνι: καμαράκι στο θέατρο όπου ντύνουνται οι θεατρίνοι > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

καμαροποριά: > καμάρα > του χτίστη

καμαροποριά: δρόμος με καμάρες > καμαροποριά > τοπογραφικά

καμαροφρύδι: > μάτι > όργανα

καμαρωτά: καμαρωτά πόδια = γυριστά σαν καμάρες > πόδι > ανατομικά κατατόπια

καματερή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

καματερό: > γελάδι > της βοσκής

καματερό: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καματερό: καματερό καράβι = οπλιταγωγό > είδη καραβιών > καράβια

καματερό: της χοντρής δουλιάς > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κάματος: > οργώνω > του χωραφιού

καμήλα: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καμήλα: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

καμηλάκι: > σάβρα > σερπετά

καμηλάρης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμηλάφκι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

καμηλί: > καστανός > του ζουγράφου

καμήλι: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

καμηλοπούλι: Struthio camelus | στρουθοκάμηλος > καμηλοπούλι > πουλιά

καμηλοψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμιζόλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

καμιζοπούλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

καμιζόπουλο: > ασπρόρουχα > ρούχα

καμινάδα: > καμινάδα > του χτίστη

καμιναδόρος: > σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καμινάρης: > ασβεστάς > του χτίστη

καμινάρης: αφτός που φτιάνει καμίνια > καμινάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καμίνι: > ασβεστάς > του χτίστη

καμίνι: > ζέστη > καιρικά

καμουτσίκι: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμουτσίκι: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

καμουτσικιά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμουφάκι: φραμπαλαδάκι > φαλμπαλάς > ραφτικά

καμουχάς: λουλουδάτο μεταξωτό > πανιά > πανιά

καμπάγια: τα κόκκινα παπούτσια των αφτοκρατόρων της Πόλης > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καμπανάρια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

καμπαναριό: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

καμπανοί: > αποτρυγίδια > του τρύγου

καμπαρτίνα: > πανωφόρι > ρούχα

καμπάς: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καμπάς: > καμπάς > ραφτικά

κάμπια: > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

καμπιάρικος: καρπός καμπιάρικος = γεμάτος κάμπιες > καρπός > φυτολογικά

κάμπιασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κάμπος: > κάμπος > τοπογραφικά

κάμπος: το φόντο του κεντιδιού > κέντημα > ραφτικά

καμπουλάκης: > κάμπος > τοπογραφικά

καμπούνι: το καμπούνι της πλώρης > πλώρη > του καραβιού

καμπούρα: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπούρα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καμπούρης: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπουριάζω: > καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπούρικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

καμπουρολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

καμωτήρι: σιδερένιο σύνεργο για το μάζεμα της μαστίχας > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάνα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καναβάς: > καμπάς > ραφτικά

καναβάτσο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καναβάτσο: > καμπάς > ραφτικά

καναβέτα: μικρή κασέλα > κάσα > του σπιτικού

καναβή: Anas platyrhynchos | το θηλυκό του πρασινιού > αγριόπαπια > πουλιά

καναβός: > γύπας > πουλιά

κανάλα: > κανάλι > του χτίστη

κανάλι: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κανάλι: > κανάλι > του χτίστη

κανάλι: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καναλιάζω: καναλιάζω την ποδιά με τα χέρια > ποδιά > ρούχα

κάναλος: > βρύση > του χωραφιού

καναπές: > καναπές > του σπιτικού

κανάρι: Serinus canaria > κανάρι > πουλιά

καναρίνι: Serinus canaria > κανάρι > πουλιά

κανάτα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανατάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

κανάτι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανάτι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

κανέβω: > τουφέκι > του πολεμιστή

κάνει: κάνει μύτη > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κανέλα: > μπαχαρικά > του φαγιού

κανελάτα: > σύκα > του φαγιού

κανελής: > καστανός > του ζουγράφου

κανελί: > καστανός > του ζουγράφου

κανελογαρούφαλο: > μπαχαρικά > του φαγιού

κανελόρακο: > κρασί > του φαγιού

κανεφτήρι: σημαδεφτήρι > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κανί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανί: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κανιά (τα): λιγνά σκέλια > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κανιστράς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κανόνι: > κανόνι > του πολεμιστή

κανονιά: > κανόνι > του πολεμιστή

κανονίδι: > κανόνι > του πολεμιστή

κανονιέρης: > κανόνι > του πολεμιστή

κάνουλα: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κανούλι: > κανάλι > του χτίστη

κανούλι: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κάνουρα: χοντρό νήμα > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

κανούτα: θαλασσιά > γίδι > της βοσκής

κανούτο: > πρόβατο > της βοσκής

καντάρι: > ζυγαριά > του μαγεριού

κανταρτζής: πελαγίσιο λιανόψαρο > κανταρτζής > ψάρια της θάλασσας

καντήλα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καντήλα: > καρπός > φυτολογικά

καντήλα: > λύχνος > του σπιτικού

καντήλα: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

καντήλα: φούσκα από κάψιμο | βγάζω καντήλες > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καντηλέρι: > λύχνος > του σπιτικού

καντηλήθρα: αφτό που βαστάει το φυτίλι απάνω στο λάδι > λύχνος > του σπιτικού

καντήλι: > καρπός > φυτολογικά

καντήλι: > λύχνος > του σπιτικού

καντήλι: ακοίμητο καντήλι > φωτιστικά > της εκκλησιάς

καντηλοσβήστης: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

καντί: η χορδή που βγάζει τον πιο ψηλό ήχο > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καντιασμένο: > γλυκά > του φαγιού

καντίνι: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

κάντιο: > ζάχαρη > του φαγιού

κάντιος: > ζάχαρη > του φαγιού

καντούνι: > δρόμος > τοπογραφικά

κάνω: > γεννώ > βιολογικά

κάνω: > χαρτιά > παιγνίδια

κάνω: κάνω βολές = ρίχνω το γρίπο στη θάλασσα | τρομάζω τα ψάρια για να πέσουνε στα δίχτια > βολάζω > της ψαρικής

κάνω ζεβγάρι: > οργώνω > του χωραφιού

κάνω κάβο: τραβώ κατά, αρμενίζω για (το τάδε μέρος) > πρυμίζω > αρμενίσματα

καούρα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καούρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάπα: > κάπα > ρούχα

κάπα: η κάπα του αφτιού = το κερί > αφτί > όργανα

κάπα: μπαξίσι του καπετάνιου για να φροντίζει το φορτίο > κάπα > του κούρσου και του φορτωτή

καπαλιάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάπαλο: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καπαμαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπαμάς: > κρέας > του φαγιού

καπάντζα: > δοκάνι > του κυνηγού

καπάρο: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπάσι: μυτερό γυναικείο καπέλο σα χουνί > καπέλο > ρούχα

καπελάδικο: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελαδούρα: > καπέλο > ρούχα

καπελάς: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάπελας: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελιέρα: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελίνο: > καπέλο > ρούχα

καπελιό: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπέλο: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπέλο: > καπέλο > ρούχα

καπελού: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπετάνιος: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καπί: πανωφόρι Βλάχας > πατατούκα > ρούχα

καπίσι: > κόφα > του καραβιού

καπίστρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπίστρι: > χανάκα > της βοσκής

καπλάδισμα: > φόρδα > ραφτικά

καπλαμάς: φτενό φλούδι ξύλου κολημένο απάνω σε άλλο πιο πρόστυχο > καπλαμάς > του μαραγκού

καπλάνι: Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά

καπλαντίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καπλαντίζω: ντύνω ένα πρόστυχο ξύλο με μια φτενή φλούδα από καλό ξύλο > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

καπλάντισμα: > φόρδα > ραφτικά

καπνάδα: > καταχνιά > καιρικά

καπνάδικο: > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνερός: > μάβρος > του ζουγράφου

καπνιά: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καπνίζεται: ήρθε η καλογριά > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζεται: καπνίζεται το φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζεται: μπήκε ο καλόγερος στο φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζω: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνιστής: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνοδόχος: > καμινάδα > του χτίστη

καπνολόγος: > καμινάδα > του χτίστη

καπνορούφης: > καμινάδα > του χτίστη

καπνός: > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνός: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνοσακκούλα: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνού: μάβρο του καπνού > μάβρος > του ζουγράφου

καπνουτζής: καπνέμπορος > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπόνι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

καπόνια: > καπόνια > του καραβιού

καπονιού (του): > άγκυρα > του καραβιού

καπότα: > πανωφόρι > ρούχα

καποτάς: που φτιάνει κάπες > ράφτης > ραφτικά

καπότι: > πανωφόρι > ρούχα

καπότο: > πανωφόρι > ρούχα

καπουλάτο: > γελάδι > της βοσκής

καπούλια (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

καπουλοδέτης: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπραθάδες: > σταφύλια > του φαγιού

καπρί: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

καπρόδοντα: > δόντι > όργανα

κάπρος: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

καπύρα: > ψωμί > του φαγιού

καρά: ο μάβρος > άλογο > θηλαστικά

κάρα: αγία κάρα > κεφάλι > κόκκαλα

καραβάνα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καραβάνα: η τενεκεδένια κούπα που κουβαλάει ο στρατιώτης για να τρώει > καραβάνα > του πολεμιστή

καραβάς: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

καραβάς: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καραβέλα: > είδη καραβιών > καράβια

καραβέλι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

καραβέλι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

καράβι: κάραβος > καράβι > καράβια

καράβια: οι χωματένιοι κώνοι που χωρίζουν τα κλήματα > αμπέλι > του χωραφιού

καραβίδα: Astacus fluviatilis > καραβίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραβίσιος: καραβίσιος άνθρωπος > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καραβιώτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καραβόγατος: > γάτος > θηλαστικά

καραβοκράτης: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

καραβοκύρης: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καραβόλα: > λάκκα > τοπογραφικά

καραβόπανο: > πανιά > πανιά

κάραβος: μεγάλη άρκτος > αστερισμοί > αστρικά

καραβόσκαρο: > καράβι > καράβια

καραβόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

καραβοστάσι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καραβοτσακίζουμαι: > βουλιάζω > αρμενίσματα

καράβωλος: κάποιο μεγάλο κοχλίδι > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραγάτσι: > ξύλα > του μαραγκού

καράγελης: πολύ κρύος άνεμος (απηλιώτης) > καράγελης > καιρικά

καρακάξα: Pica pica > καρακάξα > πουλιά

καραμαζάνι: καραμάνικη αντρομίδα > κρεβάτι > του σπιτικού

καραμάνικο: με μαλακά μαλιά άσπρα > πρόβατο > της βοσκής

καραμάνικο: με παχιά ουρά > πρόβατο > της βοσκής

καραμανιός: μεγάλος καράβωλος > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραμάντουλο: > πανιά > πανιά

καραμέλα: > απίδι > του φαγιού

καραμέλα: > είδη πανιών > πανιά

καραμελάδικο: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καραμελάς: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καραμέλες: > γλυκά > του φαγιού

καραμέλες: καραμέλες κύβοι > ζάχαρη > του φαγιού

καραμελωτό: > είδη πανιών > πανιά

καραμούζα: > φλογέρα > του μουσικού

καραμουσάλι: > είδη καραβιών > καράβια

καράμπα: > βούτη > της βοσκής

καραμπατάκι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

καραμπατάκι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

καραμπογιά: θειικός σίδηρος > είδη βαφών > του βαφιά

καραμπόλα: > λάκκα > τοπογραφικά

καραμπόλα: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

καραμπόξυλο: > βούτη > της βοσκής

καραντί: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

καραντί: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

καραροΐζουμαι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καράς: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καράφλα: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καραφλός: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καραφλώνω: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρβελάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβέλι: > ψωμί > του φαγιού

καρβουνάρης: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουναριά: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουναριό: το μέρος όπου φτιάνουν ή το μέρος όπου φυλάνε τα κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνάς: αφτός που φτιάνει ή αφτός που πουλάει κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνήθρα: > λύχνος > του σπιτικού

καρβούνι: > ρουμπίνι > πετράδια

καρβούνι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρβουνιάζω: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνιάρης: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβούνιασμα: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνόλακκος: > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβούνου: μάβρο του καρβούνου > μάβρος > του ζουγράφου

κάργα: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καργάρω: > καργάρω > αρμενίσματα

καργάρω: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

καργέλι: > σκοινιά > του καραβιού

καρδαμπίδια: τσοπάνικα αγγεία > τσοπάνικα > της βοσκής

καρδάρα: > αρμεγός > της βοσκής

καρδάρι: > αρμεγός > της βοσκής

καρδερίνα: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

καρδιά: > καρδιά > όργανα

καρδιά: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

καρδινιάζω: προσανατολίζομαι > καρδινιάζω > αρμενίσματα

καρδιοκόκκαλο: > καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

καρδιόλακας: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

καρδιόπονος: > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρδιοπονώ: > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρδιοχούλιαρο: το μέρος που βαθουλώνει η κοιλιά > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια

καρδιοχτύπι: > καρδιά > όργανα

καρεγλάς: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρεδάκια: με καρεδάκια > είδη πανιών > πανιά

καρέκλα: δες κάθισμα > καρέκλα > του σπιτικού

καρεκλάδικο: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρεκλάς: > καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρέλι: > καρούλι > του καραβιού

καρέλι: Thynnus brachypterus | μικρή παλαμύδα > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

καρέλι: κρεμαστό πέρασμα με καρούλια που τρέχουν απάνω σε σύρμα > πέραμα > τοπογραφικά

καρέλια: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρένα: > καρίνα > του καραβιού

καρενάγιο: το μέρος όπου παλαμίζουν το καράβι > καρενάγιο > του σκαριού

καριά: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καριάτικα: > αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρίγανος: > χελάλι > του μαγεριού

καρίδα: Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καριδολόγος: δίχτυ για τις καρύδες > καριδολόγος > της ψαρικής

καρίκι: μακρί ξύλο με δίχτυ δεμένο στην άκρη > καρίκι > της ψαρικής

καρικώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καρίνα: > καρίνα > του καραβιού

καρίνας (της): > ακράπι > του καραβιού

κάρινος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καριοφίλι: > τουφέκι > του πολεμιστή

καριοφιλιάς: > τουφέκι > του πολεμιστή

καρκαδιάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάρκαδο: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάρκαδο: ξερή μύξα > μύτη > όργανα

κάρκαδο: το καμένο μέρος του φυτιλιού > λύχνος > του σπιτικού

κάρκαλας: Rana > βάτραχος > σερπετά

καρκάλι: > λειρί > πουλολογικά

καρκάλι: Rana > βάτραχος > σερπετά

καρκαλιούμαι: > κακαρίζω > πουλολογικά

κάρκανο: > βάραθρο > τοπογραφικά

καρκάντζαλος: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

κάρκαρα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καρκαρέλι: Rana > βάτραχος > σερπετά

κάρκαρος: βάραθρο σαν πηγάδι > βάραθρο > τοπογραφικά

καρκάσα: > σκελετός > κόκκαλα

καρκίνα: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρκίνος: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρκολογιούμαι: > κακαρίζω > πουλολογικά

καρναβάδι: > μπαχαρικά > του φαγιού

κάρναξη: > στις κότες > αρώστιες ζώων

κάρο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρολίνα: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

καρολόγος: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρόνι: κώνειον > είδη γιατρικών > γιατρικά

καρόσυκα: > σύκα > του φαγιού

καρότο: > λαχανικά > του φαγιού

καρότσα: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καροτσιέρης: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καροτσόδρομος: > δρόμος > τοπογραφικά

καροτσοφέρνω: καμαρώνω με καροτσάδες > καροτσοφέρνω > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρούλες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρούλες: των αμπελιών | αρώστια από παράσιτο μαμούνι (Phytoptus vitis) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καρούλι: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρούλι: > καρούλι > του καραβιού

καρούλια: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρουλιάζω: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρούμπαλο: > καρπός > φυτολογικά

καρούχα: άρμα > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρπέλα: κόγχος > μάτι > όργανα

καρπερή: > κότα > πουλολογικά

καρπέτα: > πανωκόρμι > ρούχα

καρπέτο: > χαλί > του σπιτικού

καρπιά: > σοδιά > του χωραφιού

καρπίτι: > χαλί > του σπιτικού

καρπολόγι: σύνεργο για το μάζεμα του σιταριού στο λίχμισμα > καρπολόγος > του χωραφιού

καρπολόγος: > καρπολόγος > του χωραφιού

καρπολογώ: κόβω φρούτα > καρπολογώ > του χωραφιού

καρπός: > καρπός > φυτολογικά

καρπόχερο: > αρμός > κόκκαλα

καρσάκι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρτάλι: καλάθι του τρύγου > καρτάλι > του τρύγου

καρτάλι: πανέρι του τρύγου > καλάθι > του χωραφιού

καρτέρι: > κυνηγός > του κυνηγού

καρτέρια (τα): στρατόπεδο > στρατός > του πολεμιστή

καρτζιμάς: > μουνούχισμα > γιατρικά

κάρτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

καρτσιλαμάς: > είδη χορών > χοροί

καρτσιμάς: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρτσίνα: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρυδάκι: > γλυκά > του φαγιού

καρυδάκια: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

καρυδάτα: > σταφύλια > του φαγιού

καρυδένιος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καρύδι: > καρπός > φυτολογικά

καρύδι: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

καρύδι: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρυδιά: > ξύλα > του μαραγκού

καρύδια: > αμύγδαλα > του φαγιού

καρύδια: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

καρυδίτικος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καρυδόλαδο: > λάδι > του φαγιού

καρυδόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

καρυδοσπάστης: > φούχτα > του μαγεριού

καρυδόφλουδα: > ρούδιασμα > του βαφιά

καρύκι: ο καρπός της μπαμπακιάς > καρπός > φυτολογικά

καρυόθρακο: > φούχτα > του μαγεριού

καρυοφύλλι: > μπαχαρικά > του φαγιού

καρφί: > καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφί: > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφί: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρφιάδικο: > καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφιάς: > καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφίτης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρφίτσα: > διαμαντικά > πετράδια

καρφίτσα: > καρφίτσα > ραφτικά

καρφιτσώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καρφοβελόνα: > καρφίτσα > ραφτικά

καρφοβελόνα: βελόνα μεγάλη σαν καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφολογιά: λογής λογής καρφιά > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφονυχάτος: γαμψώνυξ > πουλί > πουλολογικά

κάρφωμα: > μάγεμα > δαιμονικά

καρφωμένη: στις ελιές | σκουλικιασμένη ελιά > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καρφώνω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

καρφώνω: > μαγέβω > δαιμονικά

κάρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

κάσα: > κάσα > του σπιτικού

κάσα: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάσαρο: > κάσαρο > του καραβιού

κασάς: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κασέλα: > κάσα > του σπιτικού

κασελάδικο: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κασελάς: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κασέρι: > τυρί > του φαγιού

κασίδα: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασίδα: λειχήνα > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κασίδης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασίδι: κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

κασιδιάζω: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασιδιάρης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασιδοπάνι: σκουφί για το γιάτρεμα της κασίδας > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάσκα: > περικεφαλιά > του πολεμιστή

κασκαβάλι: > τυρί > του φαγιού

κασκαβάλι: παξιμάδι που βιδώνεται στην κάτω μεριά της βίδας > βίδα > του μαραγκού

κασκέτο: > σκούφια > ρούχα

κασμάς: > αξίνα > του χωραφιού

κασμάς: αξίνα για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

κασόνι: > κάσα > του σπιτικού

κασόνι: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κασσίτερος: > καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κασσιτερώνω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καστανάδικο: > καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστανάς: > καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστανάτος: > καστανός > του ζουγράφου

καστανί: > καστανός > του ζουγράφου

καστανιά: > ξύλα > του μαραγκού

καστανιά: συναρμογή από μετάλλινα πιάτα ή χύτρες για το φαγί που παίρνουνε μαζί τους οι εργάτες και τα σκολιαρόπουλα > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καστανόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

καστανός: > καστανός > του ζουγράφου

καστίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κάστισμα: > δίπλα > ραφτικά

κάστορας: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

καστόρι: > καπέλο > ρούχα

καστόρι: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

καστόρχι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστράκι: > κάστρο > του χτίστη

καστρί: > κάστρο > του χτίστη

κάστρο: > κάστρο > του πολεμιστή

κάστρο: > κάστρο > του χτίστη

κάστρο: > χώρα > τοπογραφικά

καστροπάλατο: > παλάτι > του χτίστη

καστροπούλι: > καστροπούλι > πουλιά

κάτα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

καταανήφορος: δυνατός ανήφορος > ανήφορος > τοπογραφικά

κατάβαρη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

καταβόθρα: > βούθουλας > τοπογραφικά

καταβολάδα: κλαδί που βαστάει ακόμα στο πατρικό του φυτό μα που το πλαγιάζουνε μέσα στο χώμα για να φυτρώσει καινούριο χωριστό φυτό > καταβολάδα > φυτολογικά

καταβολάρι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καταβολέβω: φυτέβω καταβολάδα > φυτέβω > του χωραφιού

κατάβραδα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

καταγάλανος: > γαλανός > του ζουγράφου

κατάγι: > στεριανό > καιρικά

κατάγιαλο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

καταγός: > βρύση > του χωραφιού

καταγωγίδα: > κανάλι > του χτίστη

κατάδεμα: δέμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταηλιακού: προς τον ήλιο > ήλιος > αστρικά

καταηλιού: > ήλιος > αστρικά

καταϊδρώνω: > ίδρωτας > φυσιολογικά

καταΐφι: > ζυμαρικά > του φαγιού

κατακάθισμα: > βύδισμα > τοπογραφικά

κατακαλόκαιρο: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

κατακατήφορος: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατακίτρινος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κατακλείδι: > αρμός > κόκκαλα

κατακλυσμός: > βροχή > καιρικά

κατακόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κατακόμπια: κατακόμβαι, έγκατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

κατάλεφκος: > άσπρος > του ζουγράφου

καταλώ: καταλώ τη νηστεία > αρτυμή > του φαγιού

κατάμαβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

καταματωμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καταματώνω: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατάμερο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταμεσήμερα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

καταμπούγαζα: στη μέση του μπουγαζιού > στενό > της θάλασσας και του καιρού

καταναριά: > ψωμί > του φαγιού

κατάξανθος: > χρυσός > του ζουγράφου

καταξυλή: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

καταξυλνή: > σκελετός > κόκκαλα

καταπάτι: > καφές > του φαγιού

καταπαχτή: > κλαβανή > του χτίστη

καταπέλτης: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

καταπήθρα: > στόμα > όργανα

καταπιάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κατάπιασμα: > πιάσιμο > βιολογικά

καταπίδι: > σύρτης > του χτίστη

καταπιθράνι: > στόμα > όργανα

καταπινάρι: > στόμα > όργανα

καταπιόνας: > στόμα > όργανα

κατάπλασμα: > κατάπλασμα > γιατρικά

κατάπλωρα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

κατάποδο: > αγγάστρι > βιολογικά

καταπόθρα: > στόμα > όργανα

καταποντή: > βροχή > καιρικά

καταπόντι: > βροχή > καιρικά

καταποντισμός: > βροχή > καιρικά

καταπόρι: το μέρος του σπιτιού όπου αρχίζει ο δρόμος > σπίτι > του χτίστη

καταποτήρας: > ρούφουλας > καιρικά

καταπότης: > αβλάκι > του χωραφιού

καταπότρα: > στόμα > όργανα

καταπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

κατάπρυμα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

καταραμένος: > διάβολος > δαιμονικά

καταράχι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κατάραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταράχτης: > κλαβανή > του χτίστη

καταράχτης: > κρέμαση > του μυλωνά

καταράχτης: > κρεμασιά > τοπογραφικά

κατάρες: > κατάρες > κατάρες και εφκές

καταριέμαι: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

καταρογιάζουμαι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καταροή: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατάρτι: > κατάρτια > του καραβιού

καταρτίζω: > αρματώνω > αρμενίσματα

κατασάρκι: > κατασάρκι > ρούχα

κατασκέπαση: > σύνεφο > καιρικά

κάτασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

καταστατό: > αλέβρι > του φαγιού

κατάστενο: > στενό > της θάλασσας και του καιρού

κατάστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

κατάστρωμα: > κατάστρωμα > του καραβιού

κατατόπια (τα): > τόπος > τοπογραφικά

καταχανάς: > βουρκόλακας > δαιμονικά

καταχανάς: > όνειρο > φυσιολογικά

καταχέζω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

καταχείμωνο (το): > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καταχνιά: > καταχνιά > καιρικά

καταχνιά: > σύνεφο > καιρικά

κατάχνια: > καταχνιά > καιρικά

κατάχρυσος: > χρυσός > του ζουγράφου

καταχτόνια (τα): > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

κατάχυνα (το): το γερτό πλεβρό της στέγης > στέγη > του χτίστη

καταχυτά: στολίδια ραμένα ή κολημένα πάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά

καταχυτά: τα σανίδια που βαστούν τα κεραμίδια > σανίδι > του χτίστη

καταχυτό: το μεγάλο δοκάρι της στέγης > δοκαρωσιά > του χτίστη

κατεβάζει: > βροχή > καιρικά

κατεβαίνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

κατεβασιά: > βροχή > καιρικά

κατεβασιά: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβασιά: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβασμένος: που έχει πάθει κατεβασιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβάστρα: αλεξίπτωτον (φτιασμένη λέξη) > κατεβάστρα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κατεβατός: > στεριανό > καιρικά

κατέβηκε: του κατέβηκε το ξύγκι > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάτεργο: > είδη καραβιών > καράβια

κατερινιό: > λιβάδι > τοπογραφικά

κάτης: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατηφόρι: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατηφοριά: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατήφορος: > κατήφορος > τοπογραφικά

κατηχούμενα: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

κάτι: > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

κατιμέρι: > ζυμαρικά > του φαγιού

κατίνα: > μέση > ανατομικά κατατόπια

κατίνι: > κλειδαριά > του χτίστη

κατιφεδένιος: > πανίτικος > πανιά

κατιφές: > πανιά > πανιά

κάτοικας: > κοτέτσι > του χτίστη

κατοίκι: > τυρί > του φαγιού

κατοικιά: > κατοικιά > του χτίστη

κατοικιά (τα): οι συνοικισμοί > κατοικιά > του χτίστη

κατοικιό: > κατοικιά > του χτίστη

κατομνήσι: εκατονταετηρίς > αιώνας > της μέρας και της ώρας

κατοσταράκι: τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού

κατοστάρικο: τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού

κατούνα: κατοικία σε χειμαδιό > χειμαδιό > της βοσκής

κατουρήθηκε: τα έκανε απάνω του > κάτουρο > φυσιολογικά

κατούρημα: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουριέται: κατουριέται το παιδί στο κρεβάτι του > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουριούμαι: έχω μεγάλη ανάγκη να κατουρήσω > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρισιά: μεγάλη ανάγκη > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλάς: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλής: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλιάρης: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλίδα: Triton γένος > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κατουρλιό: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλοκάνατο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κάτουρο: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουροκάνατο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουροκούμαρο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουρολάγηνο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

κατοχή: > πάτος > τοπογραφικά

κατοχή: > χειμαδιό > της βοσκής

κατόχι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κατόχι: το λουρί που βαστάει το παπούτσι στο γόνατο του παπουτσή καθώς το φτιάνει > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κατράμι: > κατραμίζω > του σκαριού

κατραμίζω: > κατραμίζω > του σκαριού

κατραμόπανο: > πανιά > πανιά

κατσαβίδι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κατσάβρακα: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

κατσαδούρο: μικρό κανόνι > κανόνι > του πολεμιστή

κατσαμπούρα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

κατσαμπρόκος: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κάτσαρα: > φρύγανα > φυτολογικά

κατσάρι: παλιοπάπουτσο ή τσόκαρο > κατσάρι > του παπουτσή

κατσάρια: σύνεργα της κουζίνας > κατσάρια > του μαγεριού

κατσαρίδα: Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κατσαρό: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσαρόλα: > καζάνι > του μαγεριού

κατσαρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσαρός: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσάρωμα: αρώστια που κατσαρώνει τα φύλλα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κάτσενο: > πρόβατο > της βοσκής

κατσί: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσί: το ιδιαίτερο θυμίαμα της Μεγάλης Βδομάδας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κατσιασμένο: κατσιασμένο παιδί > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατσίβελα (τα): > ρούχα > ρούχα

κατσίβελος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κατσίδα: το αγκυλωτό πράσινο φλούδι του καρπού της αγριοκαστανανιάς > λουβί > φυτολογικά

κατσίκα: > γίδι > της βοσκής

κατσικάρης: > βοσκός > της βοσκής

κατσικάς: > βοσκός > της βοσκής

κατσικάς: > βουρκόλακας > δαιμονικά

κατσικερό: > πετσί > του παπουτσή

κατσίκι: > γίδι > της βοσκής

κατσικίλα: > πριτιά > της βοσκής

κατσικίσιο: > κρέας > του φαγιού

κατσικοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

κατσικομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

κατσικοπόδι: > δεκανίκι > γιατρικά

κατσικοπόδι: ξυλένιο ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κατσιμάμουνας: > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κατσιμουδιασμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάτσινο: καστανό > πρόβατο > της βοσκής

κάτσινο: σταχτερό > πρόβατο > της βοσκής

κατσιρμάς: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κατσιρμάς: λαθρεμπόριο > κατσιρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

κατσιφάρα: > καταχνιά > καιρικά

κατσιφουδιάζει: > καιρός > καιρικά

κατσιφούρα: > καταχνιά > καιρικά

κατσομαλιασμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατσονίστρα: τ' οριζόντιο ξύλο με τους γάντζους (κάτσους) που τεντώνουν τις κλωστές > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

κατσούλα: > κουκούλα > ρούχα

κατσούλα: > πουλί > πουλολογικά

κατσούλα: > σκουφί > πουλολογικά

κατσούλα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσούλα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

κατσούλα: η κουκούλα της κάπας > κάπα > ρούχα

κατσουλάει: το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά

κατσουλάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσούλι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσουλιέρης: > πουλί > πουλολογικά

κατσουλόπετος: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

κατσουφιάζει: > καιρός > καιρικά

κατώγι: > πατώματα > του χτίστη

κατωμέρια: > πάτος > τοπογραφικά

κατώμερο: > χειμαδιό > της βοσκής

κατώπετρα: > πέτρα > πέτρες

κατωσάγονα (τα): > σαγόνι > κόκκαλα

κατωσάγονο: > σαγόνι > κόκκαλα

κατωσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

κατώστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

κατωφεγγίζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

κατώφλι: > πόρτα > του χτίστη

κατωφώτι: > λύχνος > του σπιτικού

καφάς: με καφασωτά χρώματα μέσα στο γυαλί > βώλοι > παιγνίδια

καφάσι: > καλάθι > του χωραφιού

καφάσι: τρυπητό σκέπασμα του λεγενιού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφάσια: > καφάσια > του χτίστη

καφάσια: πετσένιες σκέπες που βάζουνε στα μάτια των αλόγων για να μην μπορούν να δουν παρά μπροστά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καφεκούτι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφέμπρικο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφέμπρικο: > μπρίκι > του μαγεριού

καφενείο: > καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφενές: > καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφές: > καφές > του φαγιού

καφετζής: > καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφετής: > καστανός > του ζουγράφου

καφετί: > καστανός > του ζουγράφου

καφετιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφκάλα: καραφλή κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κάφκαλα: τα κάφκαλα της πίνας > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κάφκαλο: > κεφάλι > κόκκαλα

κάφκαλο: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

καφκί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφκί: > κεφάλι > κόκκαλα

καφκί: > μόδι > του χωραφιού

καφκί: το μέρος όπου βάζουν την πέτρα > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

καφκί: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

κάφκος: αγαπητικός παντρεμένης > αγαπητικός > οικογενειακά

καφόμπρικο: > μπρίκι > του μαγεριού

καφτάνι: τούρκικο φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα > αντερί > ρούχα

καφτερό: > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καφτήριο: νιτρικός άργυρος > είδη γιατρικών > γιατρικά

κάφτρα: > λύχνος > του σπιτικού

κάψα: > ζέστη > καιρικά

κάψα: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καψάλα: > δάσος > τοπογραφικά

καψάλα: χωράφι που καψαλίστηκε, που του κάψανε την καλαμιά > χωράφι > του χωραφιού

κάψαλα: > φρύγανα > φυτολογικά

καψάλι: > μαγουλίκα > ρούχα

καψαλίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

καψαλισμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καψαλό: > άλογο > θηλαστικά

καψαλό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καψαλό: > πρόβατο > της βοσκής

κάψη: > ζέστη > καιρικά

κάψη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καψίδα: > ζέστη > καιρικά

καψίλα: > ζέστη > καιρικά

κάψιμο: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καψόξυλα: > φρύγανα > φυτολογικά

καψόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

καψούλα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καψούλι: > καρπός > φυτολογικά

καψούλι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

καψούλι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καψούρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καψώνουμαι: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεβαδόλα: κεβαδόλα του παπά > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κέλα: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

κελάρης: > κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κελάρι: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κελάρι: > κελάρι > του χτίστη

κελάρισα: > κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κελαρμενί: > είδη βαφών > του βαφιά

κελεμπέκι: > ξύλα > του μαραγκού

κελέρι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

κελέρι: πλατύ ψάρι του βούρκου > κελέρι > ψάρια της θάλασσας

κελί: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

κελιώτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κεμπάπι: > κρέας > του φαγιού

κενάρι: > γύρος > ραφτικά

κενταβρώνω: > μαγέβω > δαιμονικά

κεντάβρωσε: το κεντάβρωσε = αόρατη ενέργεια τόνε χτύπησε κατά θανάτου > μαγέβω > δαιμονικά

κέντημα: > κέντημα > ραφτικά

κεντητήρι: σιδερένιο σύνεργο για το κέντος της μαστιχιάς > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κεντί: > δείλι > της μέρας και της ώρας

κεντιά: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεντίδι: > κέντημα > ραφτικά

κεντίδια: οι βελόνες του αχινιού > ανατομικά > ψαρολογικά

κεντίστρα: > ράφτης > ραφτικά

κεντρίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεντρίζω: > μπολιάζω > φυτολογικά

κεντρίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

κεντροβολάει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

κεντροκούκουτσο: το κουκούτσι του κέντρου > καρπός > φυτολογικά

κεντρώνω: > μπολιάζω > φυτολογικά

κεντώ: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κέπα: > κέπα > ψάρια της θάλασσας

κεπέγκι: σιδερένιο πορτόφυλλο ή παραθυρόφυλλο μαγαζιού > κεπέγκι > του χτίστη

κερά Μαριώ: κερά Μαριώ > αλεπού > θηλαστικά

κεραβνός: > αστροπελέκι > καιρικά

κεράδικο: > κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κεράκι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κεράκι: το παιδί που πηγαινοέρχεται με τη σβίγα στο χέρι > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

κεραμάς: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμίδα: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδάδικο: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδάρης: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδαριό: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδάς: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμιδής: > κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμιδί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμίδι: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδικάμινο: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδοκάμινο: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδοκόματο: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: > κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: > κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

κεραμιδώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κεραμιδώνω: σκεπάζω τη στέγη με κεραμίδια > κεραμίδι > του χτίστη

κεράς: > κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κερασάρης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κερασάρης: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κερασένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κερασί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κέρατο: > τρουμπέτα > του μουσικού

κερατσούνι: > κοτσάνι > φυτολογικά

κερεστές: ξυλική > ξύλα > του μαραγκού

κερεστές: ξύλο για χτίσιμο σπιτιού > κερεστές > του χτίστη

κερήθρα: > μέλι > του φαγιού

κερήθρα: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κερί: > λύχνος > του σπιτικού

κερί: > λύχνος > του σπιτικού

κερί: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κερκίδα: > μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

κερκίδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κέρκος: > είδη καραβιών > καράβια

κέρκουρος: > είδη καραβιών > καράβια

κεροδοσά: τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κεροδοσιά: τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κερολίβανο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κερομαστίχη: για να φράξουν τ' άγια λείψανα στην κολόνα της άγιας τράπεζας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κερομάστιχο: για να φτιάχνουν κονίσματα > κονίσματα > της εκκλησιάς

κερομύτης: > μύτη > όργανα

κεροπάνι: > πανιά > πανιά

κεροπάνι: για προστασία των πληγών > κεροπάνι > γιατρικά

κεροπάτι: > κρασί > του φαγιού

κερόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κέρος: > αλέτρι > του χωραφιού

κεροψάλιδο: > λύχνος > του σπιτικού

κέρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

κεσάρι: θεμελιακή > πέτρα > του χτίστη

κεσάρια: αρχαία θεμέλια > μαρμάρι > τοπογραφικά

κεσέ: γιαούρτι του κεσέ > γάλα > της βοσκής

κεσέμι: > μπροστάρης > της βοσκής

κεσές: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κεσές τσουκαλεμένος: γεμάτος γλυκό > γλυκά > του φαγιού

κετσεδένιος: > πανίτικος > πανιά

κετσές: > πανιά > πανιά

κεφάλα: > κεφάλι > κόκκαλα

κεφαλάρι: > βρύση > του χωραφιού

κεφαλάρι: > κολόνα > του χτίστη

κεφαλάρι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κεφαλάρι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεφαλάρι: η αρχή ενός πανιού στον αργαλιό > κεφαλάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κεφαλάρι: η αρχή του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά

κεφαλαριά: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεφαλαριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεφαλαριά: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφαλαριά: το πιο ψηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

κεφαλάς: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

κεφαλάς: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφάλας: Lanius ludovicianus | διπλός κεφαλάς > κεφαλάς > πουλιά

κεφάλι: > κεφάλι > κόκκαλα

κεφάλι: > φύλαξη > του πολεμιστή

κεφάλι: ένα κεφάλι ζάχαρη > ζάχαρη > του φαγιού

κεφαλιακό: το πρώτο λάγκερο > κρασί > του φαγιού

κεφαλοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

κεφαλόβρυσο: > βρύση > του χωραφιού

κεφαλογύρι: > καπέλο > ρούχα

κεφαλοκάνη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κεφαλοκόλονο: κιονόκρανον > κολόνα > του χτίστη

κεφαλομάντιλο: > φακιόλι > ρούχα

κεφαλοπάνι: > φακιόλι > ρούχα

κεφαλόπονος: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεφαλόπουλο: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κέφαλος: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφαλόστυλο: > κολόνα > του χτίστη

κεφαλοτύρι: > τυρί > του φαγιού

κεφαλοχώραφο: > χωράφι > του χωραφιού

κεφαλοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

κεφαλώνω: > καβατσάρω > αρμενίσματα

κεφαλωτό λάχανο: > καρπός > φυτολογικά

κεφτές: > κρέας > του φαγιού

κεχριμπαρένιος: > κεχριμπάρι > πετράδια

κεχριμπαρένιος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κεχριμπάρι: > κεχριμπάρι > πετράδια

κεχρίτης: > οχιά > σερπετά

κηδεία: > κηδεία > οικογενειακά

κηδεία: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κηκίδι: το σκέπασμα του βελανιδιού (μα ίσως και το φούσκωμα που κάνει κάποιο μαμούνι στη βελανιδιά > λουβί > φυτολογικά

κηπάρης: > περιβολάρης > του χωραφιού

κηπάρι: > περιβόλι > του χωραφιού

κήπι: > περιβόλι > του χωραφιού

κηπικά: > λαχανικά > του φαγιού

κήπος: > περιβόλι > του χωραφιού

κηπουρέβω: > καλιεργώ > του χωραφιού

κήρυκας: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κηρυναίος: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

κιαλαρίζω: κοιτάζω με το κιάλι > κιαλάρω > αρμενίσματα

κιαλάρω: > κιαλάρω > αρμενίσματα

κιάλι: τηλεσκόπιο > κιάλι > του καραβιού

κιαρόθωρος: > άσπρος > του ζουγράφου

κιαρός: > άσπρος > του ζουγράφου

κιάφα: κορφοβούνι (αρβανίτικα) > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κιβωτός: κιβωτός του Νώε > αστερισμοί > αστρικά

κιζάνια (τα): αστυνόμοι της καταδίωξης > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κιθάρα: > κιθάρα > του μουσικού

κιθαρίζω: > κιθάρα > του μουσικού

κιθαριστής: > μουσικός > του μουσικού

κικίδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κιλίμι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κιμαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κιμάς: > κρέας > του φαγιού

κιμούχα: πρόστυχο σφουγγάρι > βουτηχτής > αρμενίσματα

κιμωλία: > κιμωλία > πέτρες

κινάς: > είδη βαφών > του βαφιά

κίνηση: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κινίνο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

κινόσο: πλάνη με φόρμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κιντίλιο: > χαρτιά > παιγνίδια

κιόνι: > κολόνα > του χτίστη

κιόσκι: > ησκωσιά > του χωραφιού

κιούγκι: κύλιντρος λαγουμιού > λαγούμι > του χτίστη

κιουλάφι: > κιουλάφι > ρούχα

κιουλούγκι: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

κιούπι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κιούρτος: > καλάθι > του χωραφιού

κιούρτος: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

κιρδιλιάγγος: τραχεία αρτηρία > πλεμόνι > όργανα

κιρκινέζι: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

κιρκινέλι: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

κίρκος: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

κιρμέζι: > είδη βαφών > του βαφιά

κιρμέζο: > είδη βαφών > του βαφιά

κισάρι: > αλαφρόπετρα > πέτρες

κισάρι: > πέτρα > του χτίστη

κίσαρο: > αλαφρόπετρα > πέτρες

κισήρη: > αλαφρόπετρα > πέτρες

κίσσα: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

κιτρινάδα: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κιτρινάδα: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κιτρινάδι: > αβγό > πουλολογικά

κιτρινιάρης: > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κιτρινιάρης: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινιάρικος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινιασμένος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

κιτρινόξυλο: > είδη βαφών > του βαφιά

κιτρινοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

κίτρινος: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινούλης: > κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινοχρύσαφος: > χρυσός > του ζουγράφου

κιτρινόχρυσος: > χρυσός > του ζουγράφου

κιτρινόχωμα: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

κιτρινωπός: > κίτρινος > του ζουγράφου

κίτρο: > γλυκά > του φαγιού

κίχλα: Coricus rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας

κλαβανή: > κλαβανή > του χτίστη

κλαδάτος: > πουλί > πουλολογικά

κλαδάτος: με κλαδωτά αρπάγια > νύχια > πουλολογικά

κλαδέβω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κλάδεμα: > κλαδέβω > του χωραφιού

κλαδεφτήρι: > κλαδεφτήρι > του χωραφιού

κλαδεφτής: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαδί: > κλαδί > φυτολογικά

κλαδί: στολίδι σαν κλαδί > κέντημα > ραφτικά

κλαδιά: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

κλαδιά: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

κλαδιστήρης: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

κλαδοκόπι: > κλαδεφτήρι > του χωραφιού

κλαδόνυχα: > νύχια > πουλολογικά

κλάδος (ο & το): > κλαδέβω > του χωραφιού

κλαδότοπος: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

κλαδότοπος: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

κλαδοτσίμπαλο: > πιάνο > του μουσικού

κλάδωμα: > κλαδί > φυτολογικά

κλαδωμένα: κλαδωμένα πόδια > νύχια > πουλολογικά

κλαδωμένη: κλαδωμένη ρύμη > δρόμος > τοπογραφικά

κλαδωσιά: > κλαδί > φυτολογικά

κλαδωτά: κλαδωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά

κλαδωτό: > είδη πανιών > πανιά

κλαδωτός: > πουλί > πουλολογικά

κλαίω: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλάμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλάμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλαμδάνι: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

κλάμπανος: > κλάμπανος > του χωραφιού

κλανιά: > πορδή > φυσιολογικά

κλανιάρης: > πορδή > φυσιολογικά

κλάνω: > πορδή > φυσιολογικά

κλάπα: σίδερο που δένει μαζί τις πέτρες > κλάπα > του χτίστη

κλαπαδόρα: > μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

κλαπαταριά: τα χοντρά φτερά > φτερό > πουλολογικά

κλαπάτσα: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλαπάτσα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

κλαπάτσα: αρώστια του συκοτιού (κλαπατσιάζει το πρόβατο) > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

κλαπατσίμπαλα: κύμβαλα; > όργανα > του μουσικού

κλάπες: τα σίδερα που δένουν τους ρεζέδες > πόρτα > του χτίστη

κλάρα: > κλαδί > φυτολογικά

κλάρα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

κλαρί: > κλαδί > φυτολογικά

κλαρικό: > κλαδί > φυτολογικά

κλαρινέτο: > κλαρίνο > του μουσικού

κλαρίνο: > κλαρίνο > του μουσικού

κλαροπόντικο: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

κλάσιμο: > πορδή > φυσιολογικά

κλαστάδες: > ελιές > του φαγιού

κλάψα: > δάκρυ > φυσιολογικά

κλάψας: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαψομάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαψοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

κλειδαράδικο: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαράς: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαριά: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαριά: > κλειδαριά > του χτίστη

κλειδάς: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδί: > αλέτρι > του χωραφιού

κλειδί: > κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδί: > κλειδαριά > του χτίστη

κλειδί: > νεροδέτης > του χωραφιού

κλειδί: κλειδί της πόλης = μαίαντρος > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

κλειδοβάσταγο: της νοικοκυράς (με κρατητήρες) > κλειδοβάσταγο > του σπιτικού

κλειδοκόκκαλο: το κόκκαλο που ενώνει τους ώμους με το στήθος > κλειδοκόκκαλο > κόκκαλα

κλειδοπίνακο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κλειδοστόμισμα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλειδοχρονιά: πρώτη του Σετέβρη > χρόνος > της μέρας και της ώρας

κλείδωση: > αρμός > κόκκαλα

κλειδωτήρι: θηλυκωτήρι της ζώνης > ζώνη > ρούχα

κλείνει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλείνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλείσμα: για στέρφα πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

κλείσμα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κλεισούρα: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κλειστό: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

κλειωνάς: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

κλεφτάκια: > παιδιών > παιγνίδια

κλέφτηκαν: > κλέψιμο > οικογενειακά

κλέφτηκε: > κλέψιμο > οικογενειακά

κλέφτης: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κλεφτογέννα: > νόθος > οικογενειακά

κλεφτοκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

κλεφτός: κλεφτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

κλεφτοσπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

κλεφτοφάναρο: > λύχνος > του σπιτικού

κλεφτοφάναρο: το φαναράκι που μεταχειρίζεται ο φαναρτζής για να λιώσει το καλάι όταν θέλει να κάνει μια κόληση > κλεφτοφάναρο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κλέψιμο: απαγωγή > κλέψιμο > οικογενειακά

κλήδονας: > μάγια > δαιμονικά

κλήδωνα: του κλήδωνα > είδη χορών > χοροί

κλήμα: > κούτσουρο > φυτολογικά

κληματαριά: > αμπέλι > του τρύγου

κληματαριά: > κληματαριά > του χωραφιού

κληματσίδα: > κούτσουρο > φυτολογικά

κλησάκι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησάρης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησάρισα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησατόρισα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησούλα: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησουράκι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησούρι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλητήρας: > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλιάστρα: > γάλα > της βοσκής

κλιβάνι: θώρακας > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

κλίμα: > κλίμα > καιρικά

κλινάφτης: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κλίνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

κλινόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

κλιτσί: ψιλό σύρμα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

κλιτσινάρι: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κλίφι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κλίφι: λινό σκέπασμα για να μη σκονίζεται το έπιπλο > μακάτι > του σπιτικού

κλοκιό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κλοξάρι: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κλόξος: > λόξιγκας > φυσιολογικά

κλουβιάζω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

κλούβιο: > αβγό > πουλολογικά

κλουκλουκίζω: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κλυστήρι: > κλυστήρι > γιατρικά

κλώθω: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

κλωνά: > κλωστή > ραφτικά

κλωνάρι: > κλαδί > φυτολογικά

κλωνί: > καρπός > φυτολογικά

κλωνί: > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

κλωνί: > κλαδί > φυτολογικά

κλωνί: > κλωστή > ραφτικά

κλωνιά: > κλωστή > ραφτικά

κλωνιά: οι σπάγγοι της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

κλώνος: > κλαδί > φυτολογικά

κλώνος: > κλωστή > ραφτικά

κλώσμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

κλώσσα: > κότα > πουλολογικά

κλώσσα: κλώσσα με τα κλωσσόπουλα > αστερισμοί > αστρικά

κλωσσαριά: > αστερισμοί > αστρικά

κλωσσαροπούλα: > κότα > πουλολογικά

κλωσσαρόπουλο: > κότα > πουλολογικά

κλωσσοπούλι: > κότα > πουλολογικά

κλωσσοπούλι: > πεταρούδι > πουλολογικά

κλωσσόπουλο: > κότα > πουλολογικά

κλώσσος: Strix flammea > κλώσσος > πουλιά

κλωσσού: > κότα > πουλολογικά

κλωστές: ίνες > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

κλωστή: > κλωστή > ραφτικά

κλώστης: > ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

κλωτσάει: κλωτσάει το δέντρο = κάνει λουλούδια μα δε δένουν > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

κλωτσοτύρης: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλωτσοτύρι: > τυρί > του φαγιού

κνα: > είδη βαφών > του βαφιά

κνας: > είδη βαφών > του βαφιά

κνικάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κόβει: > το χρώμα > του ζουγράφου

κόβω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κόθρο: > κουδούνι > της βοσκής

κοιλάτο: > γελάδι > της βοσκής

κοιλιά: > κοιλιά > όργανα

κοιλιάρφανος: που είναι κιόλας αρφανός σα γεννηθεί > ορφανός > οικογενειακά

κοιλιές: > κρέας > του φαγιού

κοιλιοδρόμι: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιόπονος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιορεμάρα: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιόρεψη: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλό: > μόδι > του χωραφιού

κοιλόπονος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλοπονώ: > γεννώ > βιολογικά

κοιμήθηκε: γέρνει από τη μια μεριά και δε σηκώνεται πια > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κοιμηθιό: > ύπνος > φυσιολογικά

κοίμηση: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμήσι: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμησιό: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμητήρι: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοιμητικός: > χασμούρημα > φυσιολογικά

κοιμίζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

κοιμισιά (τα): > κρεβάτι > του σπιτικού

κοίμισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

κοιμιστικό: > γιατρικό > γιατρικά

κοινωνιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

κοινωνία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

κοινωνώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

κοιτάστρια: το ξύλο που κάθουνται και κοιμούνται οι όρνιθες > κοτέτσι > του χτίστη

κόκα: κωμικά > κεφάλι > κόκκαλα

κοκίτης: > κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκαλήθρα: > ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

κοκκαλιάζει: > το κρύο > καιρικά

κοκκάλιασμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόκκαλο: > σφαχτό > του φαγιού

κοκκάλωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

κοκκάλωμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκαλωτής: > βορίσματα > καιρικά

κοκκίνα: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόκκινα: > αβγά > του φαγιού

κοκκινάβαρι: το κόκκινο χρώμα που σημαδέβουν οι μαραγκοί τα ξύλα > είδη βαφών > του βαφιά

κοκκινάδα: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκινάδα: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

κοκκινάδι: > είδη βαφών > του βαφιά

κοκκιναντεράς: κοκκινίζουν τ' άντερα και ψοφάει το πρόβατο > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

κοκκινέλι: > κρασί > του φαγιού

κόκκινη: > κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκινίζω: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

κοκκινίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

κοκκίνισμα: > κοκκίνισμα > φυσιολογικά

κοκκινόγεια: > γη > του χωραφιού

κοκκινογή: > γη > του χωραφιού

κοκκινογούλια: > λαχανικά > του φαγιού

κοκκινόκωλος: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

κοκκινολαίμης: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

κοκκινόμαβρος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινομάγουλος: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

κοκκινομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοκκινομύτης: Pyrrhocorax > κοκκινομύτης > πουλιά

κοκκινόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

κοκκινόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κοκκινοράδης: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

κόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινούλης: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινούτσικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινόχωμα: > γη > του χωραφιού

κοκκινόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

κοκκινόχωμα: αιματίτης > σίδερο > μέταλλα και χημικά

κοκκινωπός: > κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκωβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

κοκλάνος: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κοκολόγημα: > σταχολογώ > του χωραφιού

κοκολόγι: απομεινάρια από τη σοδιά των καρπών > κοκολόγι > του χωραφιού

κοκολογιέμαι: > κακαρίζω > πουλολογικά

κόκορας: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκορέτσι: > κρέας > του φαγιού

κοκόρι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκότι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκοτός: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκώνια: > καρπός > φυτολογικά

κόλα: > αλέβρι > του φαγιού

κόλα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κόλα: > γραφικά > του σπιτικού

κόλα: > κόλα > του μαραγκού

κόλα: > ξόβεργα > του κυνηγού

κόλαβρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

κολάνι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κολαουζέρης: αυτός που βαστά το σκοινί του βουτηχτή και του μιλάει "τσιμπώντας" > βουτηχτής > αρμενίσματα

κολαούζος: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

κολάρος: > ασπρόρουχα > ρούχα

κόλας: πουκάμισο της κόλας > ασπρόρουχα > ρούχα

κολάστρα: > γάλα > της βοσκής

κολατσιό: > πρόγεμα > του φαγιού

κολήγας: > κολήγας > του χωραφιού

κοληγιάζω: > κολήγας > του χωραφιού

κοληγιάτικο: αφτό που πλερώνει ο παχτωτής > κολήγας > του χωραφιού

κόλημα: > κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κόληση: > κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κολησόψαρο: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

κολητσιάνος: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κολητσίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

κολιάνιτσα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

κόλιαντρο: > μπαχαρικά > του φαγιού

κολίκι: > ψωμί > του φαγιού

κολίνα: > βορβός > φυτολογικά

κολιός: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

κολιός κολυμπητός: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

κολιστάκια: οι γάντζοι του σαμαριού για να δένουνε σκοινιά ή να κρεμάζουν πράματα > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κολιτσάνι: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κολοκάσια: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκοτρώνης: > μαχαίρι > του πολεμιστή

κολοκύθα: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθάκι: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθάτο: > κρέας > του φαγιού

κολοκύθι: > λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κολοκυθοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

κολόμπα: το κάτω μέρος του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού

κολόνα: > κολόνα > του χτίστη

κολόπι: > ψωμί > του φαγιού

κολόστρα: > γαλούσα > βιολογικά

κολπετίνι: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόλπος: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόλυβα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κόλυβα: βραστό σιτάρι για μνημόσυνο > ψωμί > του φαγιού

κολυβοζούμι: > ζουμί > του φαγιού

κολυμπήθρα: > βάφτισμα > οικογενειακά

κολυμπήθρα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κολυμπήστρα: > σάλι > του καραβιού

κολυμπητές: > ελιές > του φαγιού

κολύμπι: > κολυμπώ > αρμενίσματα

κολύμπρι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

κολυμπώ: > κολυμπώ > αρμενίσματα

κομάρα: > κομάρα > φυσιολογικά

κομάτια: χοντρά κομάτια μέταλλο αντί σκάγια > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κοματιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κοματιαστό: > κρέας > του φαγιού

κομένα: > μακαρόνια > του φαγιού

κομένο: > κρασί > του φαγιού

κομένο: κομένο χώμα > μαντρότοιχος > του χτίστη

κομήτης: > κομήτης > αστρικά

κομοδίνο: > κομός > του σπιτικού

κομόνι: τόπος κοινός όπου βόσκουν του χωριού τα ζωντανά > βοσκή > της βοσκής

κομός: > κομός > του σπιτικού

κομπαλάκι: > ρόζος > φυτολογικά

κομπασάρω: κομπασάρω τον καιρό > καρδινιάζω > αρμενίσματα

κόμπια (τα): > πόδι > κόκκαλα

κόμπια (τα): καρπός > αρμός > κόκκαλα

κομπογιάννης: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

κομπογιαννίτης: > γιατρός > γιατρικά

κομποδένω: δένω στο αντί τα γνέματα του διασιδιού > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

κόμποι: οι αρμοί στα δάχτυλα > αρμός > κόκκαλα

κομπολόγι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κόμπος: > ρόζος > φυτολογικά

κόμπος: κόμπος του τριανταφυλλιού = ο καρπός αφού ξεφλουδίσει το λουλούδι > καρπός > φυτολογικά

κόμπος: το καινούριο φίλο που μόλις αρχίζει να ξεφυτρώνει > μάτι > φυτολογικά

κομποσκοίνι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κομπόστα: > γλυκά > του φαγιού

κομπωτές: κομπωτές πλεξούδες > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κονάκι: > κατοικιά > του χτίστη

κονάκι: > σπίτι > του χτίστη

κονάκι: > στοιχιό > δαιμονικά

κονάκι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

κονάτσι: > στοιχιό > δαιμονικά

κονιάκ: > κρασί > του φαγιού

κόνιδα: το αβγό της ψείρας > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

κονίζαλος: σρόβιλος σκόνης > ανεμική > καιρικά

κόνισμα: > κονίσματα > της εκκλησιάς

κονίσματα: > κονίσματα > της εκκλησιάς

κονσόλα: > φορούσο > του χτίστη

κονταβγή: > αβγή > αστρικά

κοντάκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κοντάρι: > βέργα > του χωραφιού

κοντάρι: > κατάρτια > του καραβιού

κοντάρι: > κοντάρι > του πολεμιστή

κοντάρι: > σταλίκι > της ψαρικής

κοντάρια: πήγε τρία κοντάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

κονταρόξυλο: το κοντάρι της παντιέρας > κονταρόξυλο > του καραβιού

κονταρούδια: > σύκα > του φαγιού

κοντό: > παπούτσι > του παπουτσή

κοντό: τσοπάνικο πουκάμισο > ασπρόρουχα > ρούχα

κοντοβίστης: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοβραδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

κοντόβραδο: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

κοντοβράκι: > βρακί > ρούχα

κοντόγερμα: > βασίλεμα > αστρικά

κοντογούνι: > σιγγούνι > ρούχα

κοντοδειλινό: > δείλι > της μέρας και της ώρας

κοντοήμερα: > αβγή > αστρικά

κοντοθάλασσο: μικρά και πυκνά κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κοντοθωρίζω: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόθωρος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοκλαδέβω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κοντομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοντόμαλο: > μαλί > της βοσκής

κοντομάσταρη: > πρόβατο > της βοσκής

κοντομάτης: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντομάχαιρο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

κοντομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

κοντόξυλο: > ραβδί > του πολεμιστή

κοντοπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

κοντοπλέβρια: τα πιο κάτω παγίδια > παγίδια > κόκκαλα

κοντοπόδαρος: > κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοποδαρούσα: > απίδι > του φαγιού

κοντοποδαρούσα: > κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοπόδης: > κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοράσο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κοντοραχιά: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντόραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντοραχούλα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντοστάβρια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

κοντόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

κοντοτούφεκο: > τουφέκι > του πολεμιστή

κοντοτσάγρα: > τσάγρα > του πολεμιστή

κόντουρο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κοντόφλεπος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόφταρμος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόφτερος: > φτερό > πουλολογικά

κοντόφωτος: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόντρα: ουλή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντράρω: > κοντράρω > αρμενίσματα

κοντραστάρω: > κοντράρω > αρμενίσματα

κοντραφλόκος: > πανιά > του καραβιού

κοντραφόσα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

κοντρί: > κορμός > φυτολογικά

κοντρί: > πέτρα > πέτρες

κοντριάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντριάρικος: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντριασμένος: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόντυλα: > απάλωνα > του χωραφιού

κόντυλας: το μέρος του καλαμιού που είναι ανάμεσα στα γόνατα > κόντυλας > φυτολογικά

κοντύλι: > γραφικά > του σπιτικού

κοντύλι: νέβρο > κοντύλι > ανατομικά κατατόπια

κόξα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κόξι: > χαρτιά > παιγνίδια

κοπαδαριά: > βοσκός > της βοσκής

κοπάδι: > κοπάδι > της βοσκής

κοπαδιά: > κοπάδι > της βοσκής

κοπαδιάζω: χωρίζω τα πράματα σε κοπάδια > κοπαδιάζω > της βοσκής

κοπαδιάρης: > βοσκός > της βοσκής

κοπανάκι: > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπανέλι: > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπάνι: > πρόβατο > της βοσκής

κοπανίδα: > πλύση > του σπιτικού

κοπανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κοπανισμένη: κοπανισμένη γαλέτα > ψωμί > του φαγιού

κοπανιστή: > ζάχαρη > του φαγιού

κοπανιστή: > τυρί > του φαγιού

κοπανιστήρι: > γουδί > του μαγεριού

κοπανιστήρι: > κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κοπανιστό: > κρέας > του φαγιού

κόπανος: > κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κόπανος: > πλύση > του σπιτικού

κόπανος: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

κοπανοτύρι: > τυρί > του φαγιού

κοπανούρα: σύνεργο για να κάνουν νταντέλα > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπέλα: > κόρη > οικογενειακά

κοπελάρα: > κόρη > οικογενειακά

κοπελιά: > κόρη > οικογενειακά

κόπελος: > κόπελος > του χωραφιού

κοπελούδα: > κόρη > οικογενειακά

κοπελούδι: > κόρη > οικογενειακά

κοπή: > κουρέβω > της βοσκής

κοπή: μέρος κοπαδιού > κοπάδι > της βοσκής

κοπίδα: > ανατομικά > ψαρολογικά

κοπίδι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

κοπίδι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κοπίδι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κόπικας: Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια

κόπιτσα: > κόπιτσα > ραφτικά

κόπος: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοπός (ο): > πάτημα > του κυνηγού

κοπριά: > γη > του χωραφιού

κοπρομέλισα: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κοπροπούλι: Passer > σπουργίτης > πουλιά

κόπτσα: > κόπιτσα > ραφτικά

κόρα: > ψωμί > του φαγιού

κοραδούρος: > κατάστρωμα > του καραβιού

κόρακας: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκι: > κοράκι > του καραβιού

κοράκι: > πόρτα > του χτίστη

κοράκι: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκια (τα δυο): > κοράκι > του καραβιού

κορακίνα: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κορακιού (του): > ακράπι > του καραβιού

κορακοπόδι: ανθρακική αμμωνία > χημικά > μέταλλα και χημικά

κορακοπούλι: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κορακόπουλο: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκου: μάβρο του κοράκου > μάβρος > του ζουγράφου

κοραλένιος: > κοράλι > πετράδια

κοράλι: > κοράλι > πετράδια

κοραντζίνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

κορασάνι: > κορασάνι > του χτίστη

κορασιά: > κόρη > οικογενειακά

κορβέτα: > είδη καραβιών > καράβια

κόρδα: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

κορδάτο: > γλυκά > του φαγιού

κορδέλα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

κορδέλες: > κορδέλες > τοπογραφικά

κορδελιάζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κορδελώνω: κάνω, τραβώ κορδέλες > κορδέλες > τοπογραφικά

κόρδες: > κορδέλες > τοπογραφικά

κορδόνι: > κορδόνι > ραφτικά

κορδόνι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κόρη: > κόρη > οικογενειακά

κορίθια: > σταφύλια > του φαγιού

κοριός: Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια

κοριστόπουλο: > κόρη > οικογενειακά

κορίτι: > ποτιστής > της βοσκής

κορίτος: > ποτιστής > της βοσκής

κοριτσέλι: > κόρη > οικογενειακά

κορίτσι: > κόρη > οικογενειακά

κορμαλιά: > κορμός > φυτολογικά

κορμαριά: > κορμός > φυτολογικά

κορμάτο: > άλογο > θηλαστικά

κορμιασμένο: αβγό που άρχισε να κορμιάζει μέσα του το πουλί > αβγό > πουλολογικά

κορμός: > κορμός > φυτολογικά

κορμοφανέλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

κορνέτο: > μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

κορνίζωμα: > πόρτα > του χτίστη

κόρνιο: το κόρνιο του ασκού > ασκομαντούρα > του μουσικού

κορόμηλο: > μήλο > του φαγιού

κορόνα: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κορόνα: κορόνα ή γράμματα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

κορονάτο: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

κοροστάρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κορού: > κόρη > οικογενειακά

κορούδα: > κόρη > οικογενειακά

κορούλα: > κόρη > οικογενειακά

κόρπα: μάβρα > γίδι > της βοσκής

κορσές: > στηθόπανο > ρούχα

κορτάνα: τεταρταίος > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόρυζα: > στις κότες > αρώστιες ζώων

κόρυζα: Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια

κορυφάδα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορυφιάς: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορυφιάτης: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφάδα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφάδι: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφάδι: κορφή κλαδιού > κλαδί > φυτολογικά

κορφάρι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφή: κρέμα πετσωμένη > γάλα > της βοσκής

κορφιάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κορφιάς: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κόρφιασμα: > δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφίτης: > στόμα > όργανα

κορφοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

κορφοβούνι: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφολόγημα: > χορτολογώ > του χωραφιού

κορφολόγος: > γεωργός > του χωραφιού

κορφολογώ: > κλαδέβω > του χωραφιού

κορφολογώ: > ξεματίζω > του χωραφιού

κορφολογώ: > χορτολογώ > του χωραφιού

κόρφος: > κόρφος > της θάλασσας και του καιρού

κοσκινάς: > κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοσκινάς: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοσκινίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κοσκινίτης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόσκινο: > κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κόσκινο: > κόσκινο > του μαγεριού

κοσκινού: > κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοσμοδέσποινα: > δέσποινα > δαιμονικά

κοσμόπαπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κοσμοχαλασιά: > κακοκαιριά > καιρικά

κοσμοχαλασμός: > κακοκαιριά > καιρικά

κοσούνα: > παιδιών > παιγνίδια

κόσσα: > δρεπάνι > του χωραφιού

κοσσίζω: > θερίζω > του χωραφιού

κόσσισμα: > θερίζω > του χωραφιού

κοστούμι: > φόρεμα > ρούχα

κότα: > κότα > πουλολογικά

κότα: > πετεινός > πουλιά

κοτάκι: > πετεινός > πουλιά

κοταρίδα: > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοταρίδα: > πέτρα > πέτρες

κοτερά: > πουλί > πουλολογικά

κότερο: > είδη καραβιών > καράβια

κοτέτσι: > κοτέτσι > του χτίστη

κοτόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κοτόπουλο: > πετεινός > πουλιά

κοτρόνα: > πέτρα > πέτρες

κοτρόνι: > πέτρα > πέτρες

κότσα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

κοτσάκι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κότσαλα: > απάλωνα > του χωραφιού

κότσαλο: > καρπός > φυτολογικά

κοτσάνι: > κοτσάνι > φυτολογικά

κοτσάρω: κοτσάρω τα πανιά, την μπούμα > κοτσάρω > αρμενίσματα

κότσι: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κότσι: > πόδι > κόκκαλα

κότσι: χαρτί της φυλής που κερδίζει τις άλλες φυλές > χαρτιά > παιγνίδια

κότσια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

κοτσίδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοτσίνα: > χαρτιά > παιγνίδια

κοτσιπίδα: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κότσιφας: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

κοτσίφι: Crenilabrus pavo > κοτσίφι > ψάρια της θάλασσας

κοτσίφι: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

κοτσοκορφώ: > ξεματίζω > του χωραφιού

κοτσομούρα: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κότσος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοτσούνα: > παιδιών > παιγνίδια

κουβά: με τον κουβά > βροχή > καιρικά

κουβαλητής: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουβαλώ: > κηδεία > οικογενειακά

κουβαράς: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κουβάρι: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

κουβαρίδα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβαρίστρα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβάς: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουβελάς: > μελισουργός > του χωραφιού

κουβέλι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβέρτα: > κατάστρωμα > του καραβιού

κουβέρτα: > κρεβάτι > του σπιτικού

κουβούκλι: > θόλος > του χτίστη

κουβούκλι: > κληματαριά > του χωραφιού

κουβούσι: > αμπάρι > του καραβιού

κούδα: χαρτί χωρίς αξία στο παιγνίδι > χαρτιά > παιγνίδια

κουδουμιές: ξερά λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού

κουδούνα: > μπροστάρης > της βοσκής

κουδούνα: για γκεσέμι > κουδούνι > της βοσκής

κουδουνάδικο: > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνάς: που κάνει τα σφυρικά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνάτος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

κουδούνες: > αποτρυγίδια > του τρύγου

κουδούνι: > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδούνι: > κουδούνι > της βοσκής

κουδουνιά: > κουδούνι > της βοσκής

κουδούνια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

κουδουνιάτικο: > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνιστή: κουδουνιστή σπηλιά (με αντίλαλο) > σπηλιά > τοπογραφικά

κουδουνίστρα: για μωρά > παιδιών > παιγνίδια

κουδουνίστρα: κουδούνια μωρού > κουδουνίστρα > του μουσικού

κουζάκι: > παιδιών > παιγνίδια

κουζίνα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κουζουλαίνω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλέβω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκάχερο: > άχερο > του χωραφιού

κουκιά: > λαχανικά > του φαγιού

κουκίτης: > κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούκλα: > καρπός > φυτολογικά

κούκλα: > παιδιών > παιγνίδια

κουκλί: > φακιόλι > ρούχα

κουκλοπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

κούκλος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κουκλουκιά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουκλουκίζω: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κουκλούκισμα: > κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κούκος: Cuculus canorus > κούκος > πουλιά

κουκουβάγια: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κουκουβάς: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κούκουβας: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κουκουδάς: χαλάζι που ρίχνεις μικρές χαλαζόπετρες > χαλάζι > καιρικά

κουκούδι: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκούδι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκουδιάζω: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκουδιάρης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούκουδο: > καρπός > φυτολογικά

κουκούλα: > κουκούλα > ρούχα

κουκούλα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουκούλα: > ψωμί > του φαγιού

κουκούλα: ολός του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κουκουλήθρα: μισοκατεργασμένο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

κουκουλόσπορος: αβγά του μεταξοσκουληκιού > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμαγκας: μαμούνι των κουκιών > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμανος: > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμι: > καζάνι > του μαγεριού

κουκούμυαλος: > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκουμυτίζω: > ξεματίζω > του χωραφιού

κουκουνάρι: > καρπός > φυτολογικά

κουκούρι: πύργος από πέτρες σωριασμένος > κάστρο > του χτίστη

κουκουρίζω: σαν το περιστέρι > κουκουρίζω > πουλολογικά

κουκούρισμα: > κουκουρίζω > πουλολογικά

κούκουρο: των τσοπάνηδων > σταλίκι > του χωραφιού

κουκούτσα: Chelonia | χελώνα της λίμνης > χελώνα > σερπετά

κουκούτσι: > καρπός > φυτολογικά

κούλα: > κάστρο > του χτίστη

κουλάδα: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλαίνομαι: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλαίνω: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλάς: > κάστρο > του χτίστη

κούλας: > άλογο > θηλαστικά

κουλέθρα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κουλές: > κάστρο > του χτίστη

κουλιάρι: Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά

κουλιάστρα: > γάλα > της βοσκής

κουλιμπές: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κούλιο: > πρόβατο > της βοσκής

κούλο: σταχτοκόκκινο > άλογο > θηλαστικά

κουλός: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούλος: Cygninae > κύκνος > πουλιά

κούλουθρο: κουτάλα για να ταράζουν το γάλα όταν το βράζουν για να κάνουνε μιτζήθρα > κούνουθρο > της βοσκής

κουλούκι: > σκύλος > θηλαστικά

κουλουκουρίζω: > κουρέβω > της βοσκής

κούλουμα (τα): > νηστεία > του φαγιού

κουλούπι: > ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

κουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: > ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: μπουλωγμένη κουλούρα = παπαδίστικος κώτσος > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κουλουράς: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλούρι: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλούρι: > ψωμί > του φαγιού

κουλουριαστό: > φίδι > σερπετά

κουλουρίδα: > φίδι > σερπετά

κουλουρτζής: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλτακίζει: κουνιέται αν και είναι μπουνάτσα > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κουμανταρία: > κρασί > του φαγιού

κουμαράς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμάσι: > κοτέτσι > του χτίστη

κουμιάζω: κουμιάζω τα λαγωνικά > κούμος > του χτίστη

κούμος: > κοτέτσι > του χτίστη

κούμος: σκυλόσπιτο > κούμος > του χτίστη

κούμουλας: > πέτρα > πέτρες

κουμούλια: > αμπέλι > του χωραφιού

κουμούτσι: λεμπούσι ξεσπυρωμένο > καρπός > φυτολογικά

κουμπάνια: προμήθειες του καραβιού > κουμπάνια > του καραβιού

κουμπαράς: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμπαράς: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

κουμπάρι: γαλιόνι > είδη καραβιών > καράβια

κουμπαριά: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπαριάζω: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπαριό: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπάρος: > κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπές: > θόλος > του χτίστη

κουμπί: > κουμπί > ραφτικά

κουμπί: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κουμπί: > μήτρα > όργανα

κουμπί: ο δίσκος του πορτοκαλιού > καρπός > φυτολογικά

κουμποθήκλια: > κουμπί > ραφτικά

κουμποθηλιά: > κουμπί > ραφτικά

κουμπότρυπα: > κουμπί > ραφτικά

κουμπότρυπα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κουμπούζι: > κουμπούζι > του μουσικού

κουμπούρα: διμούτσουνη κουμπούρα > πιστόλι > του πολεμιστή

κουμπούρι: > πιστόλι > του πολεμιστή

κουμπούρι: > σαγίτα > του πολεμιστή

κουμπουριά: έπεσε μια κουμπουριά > πιστόλι > του πολεμιστή

κούμπωμα: > μάγεμα > δαιμονικά

κουμπωτήρι: > κουμπωτήρι > του παπουτσή

κουνάβι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

κουνάδι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

κουναδόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουνέλα: Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά

κουνέλι: Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά

κουνήματα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κουνημένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούνια: > κρεβάτι > του σπιτικού

κούνια: > παιδιών > παιγνίδια

κούνια: μασχαλιστήρ > κούνια > γιατρικά

κουνιάδα: > σύγαμπρος > οικογενειακά

κουνιάδος: > σύγαμπρος > οικογενειακά

κουνιστή: > καρέκλα > του σπιτικού

κουνίστρα: > καρέκλα > του σπιτικού

κουνίστρα: > κρεβάτι > του σπιτικού

κουνόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κούνος: > καρπός > φυτολογικά

κούνουθρο: > κούνουθρο > της βοσκής

κούνουπας: Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια

κουνούπι: Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια

κουνουπίδια: > λαχανικά > του φαγιού

κουντούρα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κουντούρα: > τσαμπί > φυτολογικά

κουντουράδικο: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

κουντουράς: > παπουτσής > του παπουτσή

κούντουρος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουντραμπάντα: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουντραμπατζής: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούντρος: > κατάρτια > του καραβιού

κούπα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουπάκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουπάς: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπαστή: > κατάστρωμα > του καραβιού

κουπατζής: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπέ: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουπί: > κουπί > του καραβιού

κουπιά: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπολάτης: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπολατιά: > λάμνω > αρμενίσματα

κουπολατώ: > λάμνω > αρμενίσματα

κούπραινας: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

κουράδα: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

κουραδάς: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

κουραμάνα: > ψωμί > του φαγιού

κούρβα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κούρβουλο: > κούτσουρο > φυτολογικά

κουρδιστήρι: > κουρδιστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κουρέας: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουρέβω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουρέβω: > κουρέβω > της βοσκής

κουρείο: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούρεμα: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούρεμα: > κουρέβω > της βοσκής

κουρεμαδιά: > χήρα > οικογενειακά

κουρεφτής: > κουρέβω > της βοσκής

κουρέφτρα: διχάλα που βαστάει το κεφάλι του γιδιού σαν το κουρέβουν > κουρέβω > της βοσκής

κουρζέτο: > κουρζέτο > του καραβιού

κουρίτι: > ποτιστής > της βοσκής

κούρκα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κουρκέτο: > γλυκά > του φαγιού

κούρκος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κούρκος: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κουρκουλιανός: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

κουρκούταβλος: Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά

κουρκούτι: > ζουμί > του φαγιού

κουρκούτι: έγινε κουρκούτι > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρμούλα: > κούτσουρο > φυτολογικά

κουρμπούζι: > κουμπούζι > του μουσικού

κουρμπούτσι: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

κουρναρέτα: > παιδιών > παιγνίδια

κουρνέλα: > κανάλι > του χτίστη

κούρνια: μέρος για κούρνιασμα, για κοίτασμα > φωλιά > πουλολογικά

κούρνουπας: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

κουρντενέλι: > πανιά > πανιά

κούρος: > κουρέβω > της βοσκής

κούρος: ο καιρός που κουρέβουν τα γιδοπρόβατα > κούρος > της βοσκής

κουρούμπλι: μικρό μουρόφυλλο > φύλλο > φυτολογικά

κουρούνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

κουρουνοπούλι: Pyrrhocorax alpinus > κουρουνοπούλι > πουλιά

κουρούπα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουρούπης: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρούπι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουρούπι: > γλάστρα > του χωραφιού

κουρούπι: το κεφάλι του είναι κουρούπι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρουπιαστό: > γλυκά > του φαγιού

κούρσα: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσάρικο: > καράβι > καράβια

κουρσάρος: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσέβω: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσεμένος: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούρσος: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρτάλι: > κρούταλο > του μουσικού

κουρτελάτσα: > κουρτελάτσα > του καραβιού

κουρτέσα: κουρτέσα μου > αγαπητικός > οικογενειακά

κουρτίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κουρτούνα: κουρτίνα του κρεβατιού (του σοφά ύπνου) > κρέβατος > του σπιτικού

κουσβαράς: > μπαχαρικά > του φαγιού

κούσβος: πητάρι σουσαμιού > πητάρι > του λιοτριβιού

κουσκούνι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουσκούσι: > αλέβρι > του φαγιού

κουτάβι: > σκύλος > θηλαστικά

κουτάβι: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

κουτάλα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

κουτάλα: > πλάτη > κόκκαλα

κουτάλαφας: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κουτάλαφος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κουτάλι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

κούτελο: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

κουτί: λειψανοθήκη > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κούτικας: των ηλικιωμένων > απαλό > κόκκαλα

κούτουλα: > κούτουλα > της βοσκής

κούτουλας: μονοκόματο ξύλινο δοχείο με μακριά ουρά, σα μεγάλη χουλιάρα, για να βγάζουν το γάλα από το λεβέτι > κούτουλα > της βοσκής

κούτουλας: στη Ρούμελη ο κούτουλας είναι χαλκωματένια κατσαρόλα > κούτουλα > της βοσκής

κουτουνί: > πανιά > πανιά

κουτούπι: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

κούτρα: > κεφάλι > κόκκαλα

κουτρούλης: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτρούλια: > αμπέλι > του χωραφιού

κουτρουλίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

κουτρούφια: > αμπέλι > του χωραφιού

κούτσα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσα: > παιδιών > παιγνίδια

κούτσα: > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

κούτσαβλος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσάγρα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσάδα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσαίνω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσαμα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσαμάρα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσεμα: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσικέρα: > γίδι > της βοσκής

κουτσόγλωσσος: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουτσοκεράμιδο: > κεραμίδι > του χτίστη

κουτσόκερο: > γίδι > της βοσκής

κουτσοκουλόστραβος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσομυτώ: κορφολογώ κουκιές > ξεματίζω > του χωραφιού

κουτσοπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

κουτσοπαντριά: > γάμος > οικογενειακά

κουτσόπλυση: > πλύση > του σπιτικού

κουτσοπόδαρος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοποδαρόχειρος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοπόδης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοποδίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

κουτσός: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσός: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσούβελο: > παιδί > οικογενειακά

κουτσούκος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσουνάρα: > αβλάκι > του χωραφιού

κουτσουνάρα: > κανάλι > του χτίστη

κούτσουρα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κουτσουρίνα: κάποιο πετρόψαρο > κουτσουρίνα > ψάρια της θάλασσας

κούτσουρο: > κούτσουρο > φυτολογικά

κουτσοφλέβαρος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

κουφά (τα): > μέση > ανατομικά κατατόπια

κουφάγρα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάδα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαηδόνι: Sylvia phoenicurus > κουφαηδόνι > πουλιά

κουφαίνω: κάνω κάποιονα κουφό > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάλα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάλα: > σπηλιά > τοπογραφικά

κουφαλάς: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαλάς: κωφάλαλος > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαλιάζει: > το ξύλο > του μαραγκού

κουφάλογο: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούφαμα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαμάρα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαμός: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφή: > άλλα φίδια > σερπετά

κούφια: > βεντούζα > γιατρικά

κουφίζω: είμαι κουφός > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούφιο: > δόντι > όργανα

κουφιοδόντης: > δόντι > όργανα

κουφιοκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

κουφό: > μέση > ανατομικά κατατόπια

κουφό: κουφό δόντι > δόντι > όργανα

κουφοβόσκει: γι αρώστια που δεν είναι φανερή μα που καταπονεί τον άρωστο κρυφά > κουφοβόσκει > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κουφόβραση: > σύνεφο > καιρικά

κουφογάρι: κέντημα τρυπητό > κέντημα > ραφτικά

κουφόγεια: τόπος γεμάτος ρεματιές > γη > του χωραφιού

κουφοδέντρι: > δέντρο > φυτολογικά

κουφοδρομεί: κουφοδρομεί η πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοδρόμι: βαθούλωμα μέσα στην πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοκάπονο: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κουφοκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

κουφοκλανιά: > πορδή > φυσιολογικά

κουφοκλανιάρης: > πορδή > φυσιολογικά

κουφοκλάνω: > πορδή > φυσιολογικά

κουφολίθι: > πέτρα > πέτρες

κουφολίθι: > σπηλιά > τοπογραφικά

κουφόπετος: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

κουφόπονος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφός: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφός: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

κούφωμα: > σπηλιά > τοπογραφικά

κούφωμα: γώνιασμα πόρτας ή παραθυριού > κούφωμα > του χτίστη

κόφα: > κόφα > του καραβιού

κοφίνα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κοφινάδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κοφινάς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοφίνι: > καλάθι > του χωραφιού

κοφίνι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κοφτερό: > δρεπάνι > του χωραφιού

κοφτή: > βεντούζα > γιατρικά

κοφτή: > σπαθί > του πολεμιστή

κόφτης: > κόφτης > του μαγεριού

κόφτης: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

κόφτης: > ράφτης > ραφτικά

κοφτό: > γλυκά > του φαγιού

κοφτοσάνιδο: φτενό σανίδι κολημένο σε άλλο για δυνάμωμα > πέταβρο > του μαραγκού

κόφτρα: > ρήγλα > του χωραφιού

κόφτρα: Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια

κόφτω: κόφτω αχνάρια > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κόφτω: κόφτω βεντούζες > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

κόχη: > ψωμί > του φαγιού

κόχη: κοφτερή ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοχλάκι: > πέτρα > πέτρες

κοχλίδι: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοχλιός: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοχράνι: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

κόχυλας: > κόχυλας > του καραβιού

κόχυλας: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοψαντέρα: κάποιο σκουλήκι του νερού > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

κοψιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψιά: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψίδια: απομεινάρια πετσιών > πετσί > του παπουτσή

κοψιδιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

κοψίματα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόψιμο: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψοζώητε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

κοψομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψομέσιασμα: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψοχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

κοψόχρονος: > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

κραβατοστρωσιά: > κρεβάτι > του σπιτικού

κράζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

κραϊτερό: διάφορα οπάλια με κόκκινες κουκίδες > οπάλι > πετράδια

κράκουρα: η πιο ψηλή κορφή βραχότρυπες > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κραμένοι: οι πετεινοί κραμένοι > αβγή > αστρικά

κράνη: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

κράνος: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

κρασάδικο: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάς: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάς: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρασί: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασί: > κρασί > του τρύγου

κρασί: > κρασί > του φαγιού

κρασοβαρέλα: > βαρέλι > του τρύγου

κρασοβόλι: > κελάρι > του χτίστη

κρασοκανάτα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κρασοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρασόλαδο: > λάδι > του φαγιού

κρασολάσπη: > κρασί > του φαγιού

κρασομάγαζο: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασόμηλο: > μήλο > του φαγιού

κρασομηνάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κρασόνερο: > κρασί > του φαγιού

κρασοπουλητής: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασοπούλι: Turdus musicus > τσίχλα > πουλιά

κρασοπουλιό: > κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασοστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

κρασουλής: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρασοψίχι: > ψωμί > του φαγιού

κρασοψυχιά: > ψωμί > του φαγιού

κρασόψωμο: > ζουμί > του φαγιού

κρατήρα: > κρασί > του φαγιού

κράτησε: > βροχή > καιρικά

κρατητήρα: αετίτης > αϊτόπετρα > πέτρες

κρατητήρα: το άγριο σύκο που βάζουν απάνω στη συκιά για να δέσουν τα ήμερα > σύκα > του φαγιού

κρατητήρα: φυλαχτό για το μάτι που το κρεμούνε στο λαιμό του ζωντανού > χάντρα > της βοσκής

κρατητήρας: > οπάλι > πετράδια

κρατητική: βασταγμένη > αγαπητικός > οικογενειακά

κρατούνες: κολοκύθες για κολύμπι > κολυμπώ > αρμενίσματα

κράχτης: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κράχτης: > κράχτης > του κυνηγού

κρέας: > κρέας > του φαγιού

κρέας: > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

κρεατάς: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρεατένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατής: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατικόπι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

κρεατινή: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

κρεατινό: > φαγί > του φαγιού

κρεατοελιά: > ελιά > φυσιολογικά

κρεατόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

κρεατόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

κρεατοσάνιδο: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

κρεβαταριά: > κληματαριά > του χωραφιού

κρεβάτι: > κρεβάτι > του σπιτικού

κρεβάτι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κρεβάτια: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

κρεβατίνα: > κληματαριά > του χωραφιού

κρεβατοκάμερα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κρέβατος: > κρέβατος > του σπιτικού

κρεβατόστρωση: > κρεβάτι > του σπιτικού

κρέμα: > γάλα > της βοσκής

κρεμάθα: σανίδι κρεμασμένο από τις δύο του άκρες από τη στέγη | οι χωριάτες βάζουν πράματα για φύλαγμα απάνω στην κρεμάθα > κρεμάθα > του χτίστη

κρεμάμενα: κρεμάμενα νερά > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμανταλάς: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμανταλάς: ελατοκορφή μπηγμένη στο χώμα για να κρεμάζουν τα βλάχικα σιγύρια από τα τσαρμπόλια του > κρεμανταλάς > της βοσκής

κρεμανταλιάρα: > βυζί > όργανα

κρεμάρι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρέμαση: > διαμαντικά > πετράδια

κρέμαση: εκεί που πέφτει με δύναμη το νερό του καναλιού > κρέμαση > του μυλωνά

κρεμασιά: > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμασίδια (τα): > διαμαντικά > πετράδια

κρέμασμα: > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμαστάρα: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμαστάρι: > διαμαντικά > πετράδια

κρεμαστάρι: > κοτσάνι > φυτολογικά

κρεμαστάρι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμασταριά: > κληματαριά > του χωραφιού

κρεμαστή: > άγκυρα > του καραβιού

κρεμάστηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

κρεμαστήρι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμαστήρι: στο ρολόι του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού

κρεμεζί: > κόκκινος > του ζουγράφου

κρεμέζι: > είδη βαφών > του βαφιά

κρεμοβύζα: > βυζί > όργανα

κρεμοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

κρεμύδι: > λαχανικά > του φαγιού

κρεμυδοφάγος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

κρέστα: > λειρί > πουλολογικά

κρημίλες: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κρησάρα: > κόσκινο > του μαγεριού

κρησαρίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

κρητικός: > είδη χορών > χοροί

κριαράς: > βοσκός > της βοσκής

κριάρι: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

κριάρι: > πρόβατο > της βοσκής

κριαροκούδουνα: για κριάρια > κουδούνι > της βοσκής

κρίαρος: > πρόβατο > της βοσκής

κριατινή: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

κριθαράκι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κριθαρένιο: > αλέβρι > του φαγιού

κριθάρι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

κριθαρίσιο: > ψωμί > του φαγιού

κριθαρόκρασο: > κρασί > του φαγιού

κριθαρόψωμο: > ψωμί > του φαγιού

κριθολόγος: Emberiza hortulanus > κριθολόγος > πουλιά

κρίθος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρικελόπετρα: > πέτρα > πέτρες

κρινί: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κρινόλαδο: > λάδι > του φαγιού

κριτσανάνε: > τα δόντια > όργανα

κριτσάπια: τα φαλακρά ξεροβράχια της κορφής > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κρόδια: δέντρα που κάνουνε φρούτα > κρόδια > του χωραφιού

κροκάδι: > αβγό > πουλολογικά

κροκίδι: μάλινη τάπα > μαλί > της βοσκής

κροκόδειλος: Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά

κροκός: > αβγό > πουλολογικά

κροκός: > μπαχαρικά > του φαγιού

κρομύδα: πρόστυχο ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

κρομύδι: > λαχανικά > του φαγιού

κρομύδι: > ρολόι > του σπιτικού

κρομυδόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

κροντήρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κροσσαίνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κρόσσι: > κρόσσι > ραφτικά

κρόσσια: > μαλί > της βοσκής

κροσσωτός: > κρόσσι > ραφτικά

κρούει: > ο ήλιος > αστρικά

κρουνέλα: > βρύση > του χωραφιού

κρουνιά: > βρύση > του χωραφιού

κρούξιμο: > αβγή > αστρικά

κρούπεζα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κρουστά: > σταφύλια > του φαγιού

κρούστα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρούστα: > ψωμί > του φαγιού

κρουσταίνω: κρουσταίνω ύφασμα = το χοντραίνω στη νεροτριβή, το κάνω φέλπα > κρουσταίνω ύφασμα > της νεροτριβής

κρουστάλα: > κρύο > καιρικά

κρούσταλλο: > κρύσταλλο > πέτρες

κρουστό: > είδη πανιών > πανιά

κρουστό: κρουστό στημόνι = ισόμετρα γνεσμένο > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

κρουτάλι: > κρούταλο > του μουσικού

κρούταλο: > κρούταλο > του μουσικού

κρούτο: με κέρατα > πρόβατο > της βοσκής

κρυάδα: > κρύο > καιρικά

κρυαρίτης: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κρύο: > δροσιά > καιρικά

κρύο: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρύο: > κρύο > καιρικά

κρυολόγημα: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρυολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κρυολογώ: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρύος: > κρύο > καιρικά

κρυότη: > κρύο > καιρικά

κρύσταλλο: > κρύσταλλο > πέτρες

κρυσταλλόπετρα: > κρύσταλλο > πέτρες

κρυφογγάστρωτη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

κρυφοπαρμένος: > κλέψιμο > οικογενειακά

κρυφοπάρσιμο: > κλέψιμο > οικογενειακά

κρυφόπορτα: > πόρτα > του χτίστη

κρυφτό: > παιδιών > παιγνίδια

κρυφτούλι: > παιδιών > παιγνίδια

κρύωμα: > κρύο > καιρικά

κρυώνω: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κυδωνάτο: > κρέας > του φαγιού

κυδωνόκρασο: > κρασί > του φαγιού

κυδωνόπαστο: > γλυκά > του φαγιού

κυκλί: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

κύκλο: χιονοπέδιλο > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κύκνος: Cygninae > κύκνος > πουλιά

κύλισμα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κύλισμα: > ξανακυλώ > του χωραφιού

κυλιστήρι: κύλιντρος που βάζουν από κάτω από το πράμα που θεν να κουνήσουν και που έτσι βοηθάει για να το μετατοπίσουν > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κυλίστρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

κύμα: > κύμα > της θάλασσας και του καιρού

κύμινο: > μπαχαρικά > του φαγιού

κυνηγάρης: > κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγάρικο: κυνηγάρικο σκυλί > σκύλος > του κυνηγού

κυνηγητής: > κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγητό: > παιδιών > παιγνίδια

κυνηγητό: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

κυνηγιάρικο: κυνηγιάρικο σκυλί > σκύλος > θηλαστικά

κυνηγός: > κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγός: Diplax elisa > κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια

κυνηγός: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

κυπαρισόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

κυπράς: που κάνει τα χυτά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κυπρί: > κουδούνι > της βοσκής

κυπριά: το κουδούνι των γιδιών και τράγων > κουδούνι > της βοσκής

κυπρίνι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

κυπροκούδουνα: > κουδούνι > της βοσκής

κύπρος: > κουδούνι > της βοσκής

κυρ Μέντιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά

κυράδες: κυράδες της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά

κυρές: > νεράιδα > δαιμονικά

κύρης: > πατέρας > οικογενειακά

κυριακάτικα: > ρούχα > ρούχα

κυριαρήνα: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

κυρούλα: > γιαγιά > οικογενειακά

κύρτος: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

κυτάλα: το καλοκαιρινό σκληρό φλούδι της γης > γη > του χωραφιού

κύταλο: > ψωμί > του φαγιού

κυτάρι: > αγγάστρι > βιολογικά

κυψέλι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κωβίδι: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

κωβιός: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

κώλα (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλαγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλάκι: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλάντερο: > άντερα > όργανα

κωλάρα: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλαράς: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κώλαρος: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλί: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλιανίτσα: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κώλικας: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλιπετού: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλισάβρα: > σάβρα > σερπετά

κωλοβελόνης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

κωλοβόλι: > φουστάνι > ρούχα

κωλοβούτι: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

κωλοκούρο: > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλόκουρο: ιερόν οστούν > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλολάμπης: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλολαμπριά: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλομέρι: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλόμηλο: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλορίζι: > ρίζα > φυτολογικά

κωλοριζίτης: > ρίζα > φυτολογικά

κώλος: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλοσαβρού: > σάβρα > σερπετά

κωλοσούρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

κωλοσταβριά: > σάβρα > σερπετά

κωλοσυρνάμενο: κωλοσυρνάμενο φίδι > φίδι > σερπετά

κωλουράδι: > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλοφεγγούσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλοφωτιά: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λαβαμπός: > νιφτήρας > του σπιτικού

λάβαρο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λαβδός: σχιζόπους > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαβίδα: το χουλιάρι της κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λαβομάνο: > νιφτήρας > του σπιτικού

λαβούτι: > σέσουλα > του καραβιού

λάβρα: > ζέστη > καιρικά

λάβρα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

λαβραδιά: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

λάβρακας: Labrax lupus > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας

λαβράκι: Labrax lupus > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας

λαβρός: > ζέστη > καιρικά

λάβωμα: > δαίμονας > δαιμονικά

λάβωμα: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαβωματιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαγάνα: > ψωμί > του φαγιού

λάγανο: > ψωμί > του φαγιού

λαγάρα: > κρασί > του φαγιού

λαγάρα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

λαγάρα: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

λαγαρά τα: > λαγγόνι > ανατομικά κατατόπια

λαγαρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

λαγγάδα: > λαγγάδι > τοπογραφικά

λαγγάδι: > λαγγάδι > τοπογραφικά

λαγγαδιά: > λαγγάδι > τοπογραφικά

λαγγέβω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λάγγεμα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λαγγιόλι: δίπλα της φουστανέλας | έξι λαγγιόλια κάνουνε μια λόξα ή μάνα > φουστανέλα > ρούχα

λαγγόνα: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

λαγγόνι: > λαγγόνι > ανατομικά κατατόπια

λαγήνα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαγηνάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

λαγήνι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λάγια: γίδια λάγια > γίδι > της βοσκής

λαγιάζουν: λαγιάζουν τα πρόβατα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

λαγιαρνί: > πρόβατο > της βοσκής

λαγίνα: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λάγιο: μάβρο κι ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής

λάγιος: > μάβρος > του ζουγράφου

λάγκερας: > κρασί > του φαγιού

λάγκερο: > κρασί > του φαγιού

λαγοβυζάστρα: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

λαγοκοίμισμα: > ύπνος > φυσιολογικά

λαγοκυνηγώ: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

λαγονέβω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

λαγονιάρης: που κυνηγάει με λαγονικά > κυνηγός > του κυνηγού

λαγονίκα: > σκύλος > του κυνηγού

λαγονικό: > σκύλος > του κυνηγού

λαγός: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λαγοτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαγουδάκι: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λαγουδέρα: το χέρι του τιμονιού > τιμόνι > του καραβιού

λαγουδί: > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λαγουδίνα: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

λαγούμι: > λαγούμι > του χτίστη

λαγούμι: υπόνομος > μέρη του κάστρου > του χτίστη

λαγουμιτζής: > σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαγουμιτζής: που φτιάνει λαγούμια και νεραγωγούς > λαγουμιτζής > του χτίστη

λαγούτο: > λαγούτο > του μουσικού

λαγωνίκα: > σκύλος > θηλαστικά

λαγωνικό: > σκύλος > θηλαστικά

λαδάδικο: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδάδικο: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδάκονο: > ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαδάς: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδάς: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαδής: > πράσινος > του ζουγράφου

λαδί: > πράσινος > του ζουγράφου

λάδι: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λάδι: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λάδι: > λάδι > του φαγιού

λαδιά: > γιατρικό > γιατρικά

λαδιά: πλούσια σοδιά ελιές > σοδιά > του χωραφιού

λαδικό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαδολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λαδομάγαζο: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

λαδομπογιά: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

λαδομπογιά: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

λαδόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

λαδόπανο: > βάφτισμα > οικογενειακά

λαδόπετσα: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

λαδοπουλητής: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδοπουλιό: > λαδάδικο > του λιοτριβιού

λαδοπουλιό: > λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαδοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

λαζάνι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

λαζάνια: > μακαρόνια > του φαγιού

λάζαρος: > ψωμί > του φαγιού

Λαζαροσάββατο: > μέρα > της μέρας και της ώρας

λαζαρώνω: φροντίζω πεθαμένο > λαζαρώνω > οικογενειακά

λάζικο: λάζικο καΐκι > είδη καραβιών > καράβια

λάζος: > μαχαίρι > του πολεμιστή

λαζούλι: > λαζούλι > πετράδια

λαζουρής: > γαλανός > του ζουγράφου

λαζουρής: > λαζούλι > πετράδια

λαζουρί: > γαλανός > του ζουγράφου

λαζούρι: > λαζούλι > πετράδια

λαθουροκάντουνο: > δρόμος > τοπογραφικά

λαθουρός: λαθουρή κοτούλα > λαθουρός > του ζουγράφου

λαθρέμπορος: > κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαιμά: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμαριά: > γιακάς > ραφτικά

λαιμαριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

λαιμιά: > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαιμικά: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμοκαρυδιάζω: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμός: > διαμαντικά > πετράδια

λαιμός: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμός: διφθερίτις > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λαιμοτράχηλα: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λαιμουδαριά: > κουδούνι > της βοσκής

λαιμούκα: μεγάλος λαιμός > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λακέρδα: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λακέρτα: αλατισμένος τόνος ή παλαμίδα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λάκησαν: λάκησαν τ' αρνιά > σαλαγώ > της βοσκής

λακινιά: κοπάδι άλογα και μουλάρια > κοπάδι > της βοσκής

λάκκα: > βούθουλας > τοπογραφικά

λάκκα: > λάκκα > τοπογραφικά

λάκκα: > λάκκος > του χωραφιού

λάκκα: > χιόνι > καιρικά

λακκάκι: > λακκάκι > ανατομικά κατατόπια

λακκάτο: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

λακκιά: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκιάζω: > σκάφτω > του χωραφιού

λακκίτσα: > λακκάκι > ανατομικά κατατόπια

λακκοκάθισμα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

λακκόραβδο: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

λάκκος: > λάκκα > τοπογραφικά

λάκκος: > λάκκος > του χωραφιού

λάκκος: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

λακκούβα: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκουδάτο: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

λακκούδι: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκούλα: > λάκκα > τοπογραφικά

λάκκωμα: > λάκκα > τοπογραφικά

λακκωτό: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

λαλά: > γιαγιά > οικογενειακά

λαλαγγήτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

λάλαδα: > γίδι > της βοσκής

λαλαδίζει: > το πανί > αρμενίσματα

λαλαράκι: > πέτρα > πέτρες

λαλαράτο: > είδη πανιών > πανιά

λάλη: > γιαγιά > οικογενειακά

λαλητής: > μουσικός > του μουσικού

λαλούμενα (τα): > όργανα > του μουσικού

λαλώ: > σαλαγώ > της βοσκής

λάμα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

λάμα: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

λάμα: έλασμα από σίδερο > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαμαρίνα: σίδερο ή ατσάλι σε πλάκα > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λάμια: > λάμια > δαιμονικά

λάμια: > τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λάμια: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

λαμιάτο: > γελάδι > της βοσκής

λάμνα: > λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαμνί: έλασμα > λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λαμνί: στενόμακρος σωρός γέννημα στο αλώνι για λίχνισμα > αλώνι > του χωραφιού

λαμνιάτο: > γελάδι > της βοσκής

λάμνισα: > λάμια > δαιμονικά

λάμνισμα: > λάμνω > αρμενίσματα

λαμνοκόπος: > λάμνω > αρμενίσματα

λάμνω: > λάμνω > αρμενίσματα

λάμπα: > λύχνος > του σπιτικού

λαμπάδα: > λύχνος > του σπιτικού

λαμπάδα: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

λαμπαδάς: > κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαμπαδοκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

λαμπάζω: > τελώνιο > καιρικά

λάμπαινα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

λάμπασμα: > βουρκόλακας > δαιμονικά

λαμπερίδα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λάμπη: > νερόλακκος > τοπογραφικά

λαμπηδόνα: ηλεχτρική φλογίτσα που φανερώνεται στις αντένες του καραβιού σε καιρό τρικυμίας > τελώνιο > καιρικά

λαμπηδόνα: μαγικό λουλούδι που κάνει χρυσάφι ό,τι κι αν αγγίξει και που φέγγει τη νύχτα πάνω στα βουνά > λαμπηδόνα > δαιμονικά

λαμπήθρα: > μάτι > όργανα

λαμπιδούσα: > λαμπιδούσα > δαιμονικά

λαμπικάρισμα: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπικαριστής: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπικάρω: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπίκος: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

λαμπίνα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

λαμπίνα: κάποιο πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας

λάμπινα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

λαμπινίτσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λαμπιόνι: > λύχνος > του σπιτικού

λαμπούγα: Lampugus pelagicus > λαμπούγα > ψάρια της θάλασσας

λαμποχρωμιά: > χρώμα > του ζουγράφου

λαμπριάτης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

λαμπριάτικα: > αβγά > του φαγιού

λαμπριάτικο: > φαγί > του φαγιού

λαμπρίτσα: Megila maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια

λαμπυρίδα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λανάρα: > λανάρα > της βοσκής

λαναράς: > λανάρα > της βοσκής

λανάρι: > λανάρα > της βοσκής

λαναρίζω: > λανάρα > της βοσκής

λαναριστής: > λανάρα > της βοσκής

λαντέρνα: > οργανέτο > του μουσικού

λαντίζω: λαντίζω παραγάδι = καθαρίζω κι αραδιάζω τ' αγκίστρια του παραγαδιού > ψαρέβω > της ψαρικής

λαντό: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λαουτιέρης: > μουσικός > του μουσικού

λαούτο: > λαγούτο > του μουσικού

λάπα: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

λαπαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

λαπαδούρες: ξεφούσκωτες ή κρεμάμενες πέτσες > πετσί > ανατομικά κατατόπια

λαπάς: > ρίζι > του φαγιού

λαπατόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

λαπάτσα: κιάλι για δυο μάτια > κιάλι > του καραβιού

λάπες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

λαπίνα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

λαπίνα: κάποιο πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας

λαργάρω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

λαρδί: > σφαχτό > του φαγιού

λαρδώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

λαρύγγι: > στόμα > όργανα

λαρυγγολόγος: > γιατρός > γιατρικά

λασιά: > μαρκάλος > της βοσκής

λάσιμο: για γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής

λασκάδα: > λασκάδα > καιρικά

λασκάρω: > λασκάρω > αρμενίσματα

λασπερή: > γη > του χωραφιού

λάσπη: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

λάσπη: > λάσπη > τοπογραφικά

λασπιά: > λάσπη > τοπογραφικά

λασπιτζής: > χτίστης > του χτίστη

λασπονέρι: > λάσπη > τοπογραφικά

λασπουριά: > λάσπη > τοπογραφικά

λαστιχένιο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

λάστιχο: > γκαλότσα > του παπουτσή

λατάρι: > ροδαμός > φυτολογικά

λατέρνα: > οργανέτο > του μουσικού

λατερναδόρος: > μουσικός > του μουσικού

λατζιβέρτι: > λαζούλι > πετράδια

λάτης: > ροδαμός > φυτολογικά

λατίνι: > πανιά > του καραβιού

λατόμι: > πετροκοπιό > του χτίστη

λατός: > ροδαμός > φυτολογικά

λάτρα: η κάμερα όπου πλένουν τα πιάτα > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

λατρόνι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

λατσιχέρι: σπόρος που δίνει κίτρινο χρώμα > είδη βαφών > του βαφιά

λάφασμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

λάφι: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφιάτης: > άλλα φίδια > σερπετά

λαφίνα: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφοκυνηγός: > κυνηγός > του κυνηγού

λαφομόσκι: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφόπουλο: Cervidae > λάφι > θηλαστικά

λαφρυγλυκύς: > καφές > του φαγιού

λάχανα: > λαχανικά > του φαγιού

λαχαναριό: > μποστάνι > του χωραφιού

λαχαναρμιά: > λαχανικά > του φαγιού

λαχανί: > πράσινος > του ζουγράφου

λαχανιάζω: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

λαχάνιασμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

λαχανικά: > λαχανικά > του φαγιού

λαχανόκηπος: > μποστάνι > του χωραφιού

λαχανόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

λαχανοπουλητής: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

λαχανόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

λαχανοτουρσί: > λαχανικά > του φαγιού

λαχίδι: μέρος χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

λαχούρι: σάλι από το Κασμίρι > σάλι > ρούχα

λαχταρίδα: Chiroptera > νυχτερίδα > θηλαστικά

λεβάδα: γαλατερός αφρός > αφρός > της θάλασσας και του καιρού

λεβάντες: ανατολικός > άνεμος > καιρικά

λεβάρω: > λεβάρω > αρμενίσματα

λεβέτι: > καζάνι > του μαγεριού

λεβέτι: > λεβέτι > της βοσκής

λεβετόφουρκες: > λεβέτι > της βοσκής

λεβιδόχορτο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

λεβίθες: σκουλήκια στ' άντερα > λεβίθες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λεβρό: > καρπός > φυτολογικά

λεγάμενα (τα): > αρχίδι > όργανα

λεγένι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λεγένι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λειπανέβατο: > ψωμί > του φαγιού

λείπει: του λείπει | του λείπει μια βίδα | του λείπει μια λόξα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λειποθυμιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειποθυμώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειποψυχιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειποψυχώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λειρί: > λειρί > πουλολογικά

λειτουργία: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

λειτουργικά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

λειτουργώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

λειχήνα: > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

λειχήνα: > λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λειχηνιάζει: λειχηνιάζει το χωράφι = δρώνει αλάτι > αγκαθιάζει το χωράφι > φυτολογικά

λειχιά: έρπης > λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λειψανέβατο: > ψωμί > του φαγιού

λείψανο: > κηδεία > οικογενειακά

λείψανο: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λειψολαγάνα: > ψωμί > του φαγιού

λειψονεριά: > αναβροχιά > καιρικά

λειψόπητα: > ψωμί > του φαγιού

λειψός: κάποιο πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας

λειψοφέγγαρο: > φεγγάρι > αστρικά

λειψόφεγγο: > φεγγάρι > αστρικά

λεκάνη: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λεκανομπρίκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λεκάτη: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

λέλεκας: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

λελέκι: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

λεμιθόχορτο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

λεμονάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

λεμονάκι: > γλυκά > του φαγιού

λεμονής: > κίτρινος > του ζουγράφου

λεμονί: > κίτρινος > του ζουγράφου

λεμονόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

λεμπούσι: > καρπός > φυτολογικά

λεπίδι: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

λεπίδι: > σπαθί > του πολεμιστή

λεπιός: > λεπιός > ψάρια του γλυκού νερού

λεπλεπιά: αφράτα λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού

λεπλέπια: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

λέπρα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λεπριάζω: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λέπριασμα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λεπρός: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λέτο: κιλλίβας > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

λέτσα: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

λέφα: αιματησιά > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λέφακας: > λέφακας > πουλιά

λεφκασμένος: > άσπρος > του ζουγράφου

λεφκαστός: > άσπρος > του ζουγράφου

λεφκάτος: > άσπρος > του ζουγράφου

λεφκός: > άσπρος > του ζουγράφου

λέφκος: ελατόξυλο > ξύλα > του μαραγκού

λέφτερη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

λεφτέρι: > αγγάστρι > βιολογικά

λεφτερίδα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

λέφτερος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

λεφτέρωμα: > γέννα > βιολογικά

λεφτερώνουμαι: > γεννώ > βιολογικά

λεφτό: > ώρα > της μέρας και της ώρας

λεχούδι: > μωρό > βιολογικά

λεχούσα: > λεχώνα > βιολογικά

λεχουσιά: > λεχωνιά > βιολογικά

λεχώνα: > λεχώνα > βιολογικά

λεχωνιά: > λεχωνιά > βιολογικά

λεχώνιασμα: > λεχωνιά > βιολογικά

λημέρι: > λημέρι > του κυνηγού

λημεριάζει: το στοιχιό έχει το λημέρι του στο τάδε μέρος > στοιχιό > δαιμονικά

ληνός: > πατητήρι > του τρύγου

λιακάδα: > ήλιος > αστρικά

λιακόνι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

λιακωτό: > ήλιος > αστρικά

λιακωτό: > λιακωτό > του χτίστη

λιανάντερα: τα ψιλά άντερα > άντερα > όργανα

λιανοθέρμη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιανοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

λιανολίθαρο: > πέτρα > πέτρες

λιανοπουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λιανοσταφίδα: > σταφύλια > του φαγιού

λιανοστράγγουρα (τα): > κακοτοπιά > τοπογραφικά

λιανοψιχαλίζει: > βροχή > καιρικά

λιάνωμα: αρνί στη σούβλα > κρέας > του φαγιού

λιανώματα: βυζανιάρικα χρονίτικα αρνοκάτσικα > ζωντανά > της βοσκής

λιάρα: μάβρα με ασπράδια > γίδι > της βοσκής

λιάρα: χοντρή άσπρη κάπα > κάπα > ρούχα

λιαρό: άσπρο | με στήματα > άλογο > θηλαστικά

λιάρο: > πρόβατο > της βοσκής

λιαρός: > άσπρος > του ζουγράφου

λιάρος: ξασπριλιάρικος (μάλιστα για σκυλί) > άσπρος > του ζουγράφου

λιαστό: > κρασί > του φαγιού

λιάστρα: > λιακωτό > του χτίστη

λιάστρα: το μέρος όπου λιάζουνε σύκα, σταφύλια, αμύγδαλα > λιάστρια > του χωραφιού

λιάστρα: το μέρος όπου ξεραίνουν τη σταφίδα > λιάστρα > του τρύγου

λιάστρια: > λιάστρια > του χωραφιού

λιβάδι: > λιβάδι > τοπογραφικά

λιβάδι: > λιβάδι > τοπογραφικά

λιβαδιασμένος: λιβαδιασμένος αστακός = φυλακισμένος σε λιβάδι του γιαλού > αστακός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

λιβαδίζουν: λιβαδίζουν τα ζώα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

λιβαδοπέρδικα: Bonasa sylvestris > λιβαδοπέρδικα > πουλιά

λιβαδότοπος: > λιβάδι > τοπογραφικά

λιβαδόχωμα: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

λιβαδόχωμα: άργιλος > χώματα > του χωραφιού

λιβάκωμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

λιβάνι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λιβανίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

λιβάνισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

λιβανιστήρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λιβανό: > πρόβατο > της βοσκής

λίβας: > ζέστη > καιρικά

λίβας: > λίβας > καιρικά

λιβέλο: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

λιβρό: > καρπός > φυτολογικά

λιγαδούρα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λίγδα: > μαλί > της βοσκής

λίγδα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

λίγδωμα: > αρτυμή > του φαγιού

λιγδώνουμαι: > αρτυμή > του φαγιού

λίγκια (τα): > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

λιγκρί: > λειρί > πουλολογικά

λιγνό: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

λιγνομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

λιγοθυμιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγοθυμώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγοκαρδώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγομάρα: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγομαριάζουμαι: > λιγούρα > φυσιολογικά

λίγος: > φεγγάρι > αστρικά

λιγότριχος: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιγούρα: > ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιγούρα: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγουρέβω: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγουριάζω: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγοψυχιά: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγοψυχώ: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λίγωμα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λίγωμα: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγωμένος: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγωμός: > λιγούρα > φυσιολογικά

λιγώνω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

λιγώνω: > λιγούρα > φυσιολογικά

λίγωση: > φεγγάρι > αστρικά

λιθαράκι: > πέτρα > πέτρες

λιθάρι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

λιθάρι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

λιθάρι: > πέτρα > πέτρες

λιθάρι: > πέτρα > πέτρες

λιθάρια: ατίμητα λιθάρια > πετράδια > πετράδια

λιθαρόστρουγγα: > μάντρα > της βοσκής

λιθιά: > φράχτης > του χωραφιού

λιθιά: η κοψιά της λιθιάς > πέτρα > πέτρες

λιθομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

λιθοπέτι: το ρίξιμο του λιθαριού > πέτρα > πέτρες

λιθοσώρι: > πέτρα > πέτρες

λιθοσωρός: > φράχτης > του χωραφιού

λιθότοιχο: > φράχτης > του χωραφιού

λιλάδι: > πέτρα > πέτρες

λιλίγκι: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λίλικας: Vespidae γένος | μικρή σφήγκα > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

λιμά: > γόνος > ψαρολογικά

λίμα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

λιμαδούρα: μετάλλινη σκόνη σιδεριού > λιμαδούρα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

λιμάνι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λιμάνι: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

λιμάρω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

λιμενέβω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

λιμενιάζω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

λιμενιάτικα: δικαιώματα > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή

λιμενοστάσι: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λιμιστήρες: σκοινάκια που δένουν τις ζέβλες κάτω από το λαιμό > αλέτρι > του χωραφιού

λιμιώνας: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

λίμνη: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνί: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνιά: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνίτσα: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνόβαλτο: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνόβαλτος: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνοθάλασσα: > λίμνη > τοπογραφικά

λίμνος: > λίμνη > τοπογραφικά

λιμνοστάσι: > καλοκαιριά > καιρικά

λιμνούλα: > λίμνη > τοπογραφικά

λίμπα: > πέτρα > πέτρες

λίμπα: κοίλη πέτρα γεμάτη νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά

λιμπά (τα): > αρχίδι > όργανα

λιμπά (τα): > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

λιμπάς: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

λιμπός: σπερματικός λώρος > αρχίδι > όργανα

λινάρι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λινάρι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λιναρόλαδο: > λάδι > του φαγιού

λιναροσκουλίδι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

λινό: > είδη πανιών > πανιά

λινό: > νιφτήρας > του σπιτικού

λίντα: > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

λιοβάρεμα: > αβγή > αστρικά

λιοβαρέματα: > βασίλεμα > αστρικά

λιόβγαμα: > αβγή > αστρικά

λιοβόρι: > ζέστη > καιρικά

λιοβρόχι: > βροχή > καιρικά

λιόγερμα: > βασίλεμα > αστρικά

λιόδακρο: ρετσίνα της ελιάς > ρετσίνα > φυτολογικά

λιόδεντρα: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιοκάλυβο: κάνω λιοκάλυβο με το χέρι για να κοιτάξω πέρα στον ήλιο αγνάντια > ήλιος > αστρικά

λιόκαμα: > ζέστη > καιρικά

λιοκαμένος: > ωχριακός > του ζουγράφου

λιοκαψίδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

λιόκεντρο: > ζέστη > καιρικά

λιοκόρνο: δράκος ή στοιχιό μ' ένα κέρατο στο μέτωπο > λιοκόρνο > δαιμονικά

λιόκριση: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιόκριση: τρίτο τέταρτο > φεγγάρι > αστρικά

λιόκρουση: > αβγή > αστρικά

λιόκρουση: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιοκρουσμένος: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λιοντάρι: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιονταρίνα: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιονταρόπουλο: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιονταροτόμαρο: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

λιόντας: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιόντισα: Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά

λιοπύρι: > ζέστη > καιρικά

λιοπύρι: ζέστη > ήλιος > αστρικά

λιοράβδι: > βέργα > του χωραφιού

λιος: > ζέστη > καιρικά

λιοστάλαγμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

λιοστάσι: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιοστάσι: μέρος κατάφωτο στον ήλιο > προσήλι > τοπογραφικά

λιοστάσι: μέρος λιοφώτιστο > ήλιος > αστρικά

λιοτριβαρέος: > λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού

λιοτρίβι: > λιοτρίβι > του λιοτριβιού

λιοτριβιά: > λιοτρίβι > του λιοτριβιού

λιοτριβιάρης: > λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού

λιοτριβιό: > λιοτρίβι > του λιοτριβιού

λιοτρόπι: ηλιοστάσιον > ήλιος > αστρικά

λιουλές: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λιόφεγγο: > ήλιος > αστρικά

λιόφυτα: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιοχώραφο: > λιοστάσι > του χωραφιού

λιπαρά τα: βουβώνας > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

λιπαρίτης: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

λιπρό: > καρπός > φυτολογικά

λίσβας: αργιροσχιστόλιθος > πέτρα > πέτρες

λισβό: > καρπός > φυτολογικά

λισγάρι: > λίσγος > του χωραφιού

λισγαρίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

λισγιά: σκάψιμο με το λίσγο > λίσγος > του χωραφιού

λίσγος: > λίσγος > του χωραφιού

λίστρο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

λιστρώνω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

λίτρα: > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

λιτραδάκι: > πέτρα > πέτρες

λίτσα: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

λιχμητήρι: > ξανεμιστήρι > του χωραφιού

λιχμίζει: > ο άνεμος > καιρικά

λιχμίζω: > λιχμίζω > του χωραφιού

λίχμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

λιχμιστήρι: > ξανεμιστήρι > του χωραφιού

λιχμιστής: > γεωργός > του χωραφιού

λιχνίζει: λιχνίζει τη θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά

λιχνίζω: > λιχμίζω > του χωραφιού

λίχνισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

λιχνιστήρι: > διχάλι > του χωραφιού

λιχουδιές: > μεζελίκια > του φαγιού

λιωμένο: > βούτυρο > της βοσκής

λογγά: ποταμόχωστη γη > γη > του χωραφιού

λόγγα (τα): > δάσος > τοπογραφικά

λογγάρι: > δάσος > τοπογραφικά

λόγγι: > δάσος > τοπογραφικά

λογγιά: > δάσος > τοπογραφικά

λογγιάδα: > δάσος > τοπογραφικά

λόγγος: > δάσος > τοπογραφικά

λογογράφος: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

λοιμική: > λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λοιμοκάψα: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λομπάρδια: > σύκα > του φαγιού

λόξα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λόξα: πανί κομένο λοξά > είδη πανιών > πανιά

λόξιγκας: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λοξομάτης: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λόπια: > λαχανικά > του φαγιού

λοστό: > γουδί > του μαγεριού

λοστός: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

λοστρόμος: > λοστρόμος > του κούρσου και του φορτωτή

λουβί: > αφτί > όργανα

λουβί: > λουβί > φυτολογικά

λουβί: κόλπος > καρδιά > όργανα

λουβίδι: περικάρπιον > λουβί > φυτολογικά

λούγαρο: Spinus spinus | το εβρωπαϊκό σκαθάκι > σκαθί > πουλιά

λούγαρος: Spinus spinus > σκαθί > πουλιά

λούγκα: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λούγκα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λούγκρα: > λάμια > δαιμονικά

λουγκροφαγωμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

λουθουνάρι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λουίζα: > ζεστό > του φαγιού

λουκάνη: για το στούμπισμα του σιταριού > δουκάνι > του χωραφιού

λουκάνικο: > κρέας > του φαγιού

λούκι: > κανάλι > του χτίστη

λούκι: > λούκι > του καραβιού

λούκιος: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

λουκιούνι: > κορασάνι > του χτίστη

λουκουμάς: > ζυμαρικά > του φαγιού

λουκουματζής: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουκουματζίδικο: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουκούμια: > γλυκά > του φαγιού

λουλακής: > γαλανός > του ζουγράφου

λουλακί: > γαλανός > του ζουγράφου

λουλάκι: > είδη βαφών > του βαφιά

λουλάς: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

λουλάς: το βαθούλωμα της πίπας όπου καίει ο ταμπάκος > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουλεδιά: λουλεδιά ταμπάκο = όσο ταμπάκο χωράει ο λουλάς > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

λουλούδι: > λουλούδι > φυτολογικά

λουλουδικά: > λουλούδι > φυτολογικά

λούλουδος: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

λούμα: ιλύς > ποτάμι > τοπογραφικά

λουμάκι: > ρίζα > φυτολογικά

λουμίνι: > λύχνος > του σπιτικού

λούμπα: λιμνούλα > λίμνη > τοπογραφικά

λουμπάρδα: > κανόνι > του πολεμιστή

λουμπαρδάρης: > κανόνι > του πολεμιστή

λουμπίνος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λουνάδα: > λουνάδα > του καραβιού

λουνέτα: > στόμα > όργανα

λούπης: Falconidae > γεράκι > πουλιά

λούπινα: > λαχανικά > του φαγιού

λουρί: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λουρί: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

λουριά: > καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λουριά: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

λουρίκι: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

λουρίσκο: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

λουρίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

λούρος: για να χτυπούν τα φρούτα από τα δέντρα > βέργα > του χωραφιού

λουροτσάρουχο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

λούσου: αμάξι του λούσου > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

λούσου: τσιπούνι του λούσου > γελέκο > ρούχα

λουστρίνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

λουτριβιάρης: > λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού

λουτρικό: > νιφτήρας > του σπιτικού

λουτρολέγενο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

λουτροπουκάμισο: > ασπρόρουχα > ρούχα

λούτσα: > λούτσα > τοπογραφικά

λουτσάρα: βουνίσια λίμνη από βροχονέρι > λούτσα > τοπογραφικά

λούτσος: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

λούτσος: Sphyraena Risso | μεγάλη ζαργάνα > λούτσος > ψάρια της θάλασσας

λούφα: Sula bassana > λούφος > πουλιά

λουφάρι: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

λουφάς: > νιφτήρας > του σπιτικού

λούφες: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

λούφος: Sula bassana > λούφος > πουλιά

λουχτουκιό: > δάκρυ > φυσιολογικά

λουχτούκισμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

λόφος: > λόφος > τοπογραφικά

λόχη: > ζέστη > καιρικά

λόχη: για να κόβει ο παπάς τον άγιο άρτο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

λυγαροκούκουτσο: > καρπός > φυτολογικά

λύγκα: > λάμια > δαιμονικά

λυγκιάζουμαι: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λυγκιάζω: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λύγκιασμα: > δάκρυ > φυσιολογικά

λύγκιασμα: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λυγκιασμός: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λυγκιό: > δάκρυ > φυσιολογικά

λυγκιό: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λύθια: > σύκα > του φαγιού

λύθος: άγουρο σύκο > σύκα > του φαγιού

λυθρινάρι: Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας

λυθρίνι: Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας

λύθρωπας: πέτρα που θρει έφκολα (είδος γαλαζόπετρας) > πέτρα > πέτρες

λύκαινα: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λυκάνθρωπος: > λυκοκάντζαρος > δαιμονικά

λυκινιά: κοπάδι λύκων > λύκος > θηλαστικά

λύκισα: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λυκοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

λυκόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

λυκοδόκανο: > δοκάνι > του κυνηγού

λυκοκάντζαρος: > λυκοκάντζαρος > δαιμονικά

λυκοποριά: > δρόμος > τοπογραφικά

λυκόπουλο: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λυκόρνιο: μαύρος γύπας > γύπας > πουλιά

λύκος: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

λύκος: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λύκος: αρώστια από μικρομανίταρα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

λύκος: ο κουτσός λύκος > παιδιών > παιγνίδια

λυκόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

λυκουνιά: > οικογένεια > οικογενειακά

λυκουνιά: κοπάδι λύκων > λύκος > θηλαστικά

λυκουρίνι: καπνιστό κεφαλόπουλο > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

λυκοφαγωμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

λυκοφαμελιά: > λύκος > θηλαστικά

λυκοφαμελιά: > οικογένεια > οικογενειακά

λυκοχαβιά: μαγικό φυλαχτό που το κόβουν από το τομάρι του λύκου > φυλαχτό > δαιμονικά

λυμάρι: ένα λυμάρι είναι έξι χερόβολο > χεροβολιάζω > του χωραφιού

λύξα: Canis lupus > λύκος > θηλαστικά

λύξιγκας: > λόξιγκας > φυσιολογικά

λύρα: > λύρα > του μουσικού

λυράρης: > μουσικός > του μουσικού

λυσεντερία: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λυσίδι: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

λυσίδια: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

λυσκιασμός: > δάκρυ > φυσιολογικά

λυσομανά: > ο άνεμος > καιρικά

λύσσα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσάζω: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λύσσαμα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λύσσες: σπυριά στη γλώσσα > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσιάζω: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσιάρικος: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λύσσιασμα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσιασμένος: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσομάνημα: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυσσομανώ: > λύσσα > αρώστιες ζώων

λυτάρι: το λουρί που δένουν τα σκυλιά > σκύλος > του κυνηγού

λύτσα: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

λυχνανάματα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

λυχνάρι: > λύχνος > του σπιτικού

λυχνητάρι: > λύχνος > του σπιτικού

λύχνος: > λύχνος > του σπιτικού

λύχνος: > λύχνος > ψάρια της θάλασσας

λυχνοστάτης: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

λυχνοστάτης: > λύχνος > του σπιτικού

λώβα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λώβα: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

λωβιά: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβιάζω: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβιάρης: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λώβιασμα: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβιασμένος: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωβός: > λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λώλα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλάγρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλαίνουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλομάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

λωλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

λωλωμάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μάατορης: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαβής: > γαλανός > του ζουγράφου

μαβί: > ζαφείρι > πετράδια

μαβοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

μαβράδι: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβράδι: > μάτι > όργανα

μαβράδι: το μολύβι του μαραγκού > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μαβράθωρα: > σταφύλια > του φαγιού

μαβράκι: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

μαβρέτα: Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά

μαβριγιά: > γη > του χωραφιού

μαβριδερός: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρίζω: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρίλα: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

μαβρισμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρογάλανος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρόγεια: > γη > του χωραφιού

μαβρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαβρογή: > γη > του χωραφιού

μαβροδέματος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

μαβροδέματος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροκαμένο: μαβροκαμένο φέσι > καπέλο > ρούχα

μαβροκίτρινος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροκόκκινος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροκούβιδο: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

μαβροκούκι: > μπαχαρικά > του φαγιού

μαβρολίθι: > πέτρα > πέτρες

μαβρολμουχλιασμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαβρομάμουνο: Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

μαβρομάνικο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

μαβρομαντήλου: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

μαβρομάτης: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

μαβρομούστακος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαβρομπογιά: > είδη βαφών > του βαφιά

μαβρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

μαβροπουλάδα: > μαβροπουλάδα > πουλιά

μαβροπούλι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

μαβροπούλι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

μάβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβροστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

μαβρουδερός: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρούδια: > σταφύλια > του φαγιού

μαβρουλός: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρούτσικος: > μάβρος > του ζουγράφου

μαβρόχωμα: > γη > του χωραφιού

μαβρόψαρο: > μαβρόψαρο > ψάρια της θάλασσας

μαβρόψαρο: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

μαβρόψωμο: > ψωμί > του φαγιού

μάγα: > μάγος > δαιμονικά

μαγαζί: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγαζιάτορας: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγαζιέρης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγαρίστρα: > μάγος > δαιμονικά

μάγαρο: > ποντικός > θηλαστικά

μαγγάνι: σύνεργο για γνέσιμο ή κτένημα > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας

μαγγανιές: > μάγια > δαιμονικά

μαγγανίζω: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μαγγανίζω: χωρίζω το μπαμπάκι από τον μπαμπακόσπορο με το μάγγανο > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

μάγγανο: > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας

μαγγανοπήγαδο: > μάγγανος > του χωραφιού

μάγγανος: > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας

μάγγανος: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μάγγανος: > μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

μάγγανος: > μάγγανος > του χωραφιού

μαγγώνω: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μαγέβω: > μαγέβω > δαιμονικά

μαγειρέματα: > μαγειρέματα > του μαγεριού

μάγεμα: > μάγεμα > δαιμονικά

μαγεμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

μαγεριό: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μαγερίτσα: πασκαλιάτικη σούπα > ζουμί > του φαγιού

μαγιά: > αλέβρι > του φαγιού

μαγιά: > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

μάγια: > μάγια > δαιμονικά

Μαγιάπριλο: Απριλομάς > μήνας > της μέρας και της ώρας

μαγιασίλι: > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγιασίλι: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγιάτικο: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

μαγικά: > μάγια > δαιμονικά

μαγιοβότανο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

μάγισα: > μάγος > δαιμονικά

μαγίστρα: > μάγος > δαιμονικά

μαγκάλι: > μαγκάλι > του σπιτικού

μαγκάλι: > ψησταριά > του μαγεριού

μαγκανοτσάγρα: > τσάγρα > του πολεμιστή

μαγκίπης: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαγκούρα: > ραβδί > του πολεμιστή

μαγνάδι: νυφιάτικο τσεμπέρι > φακιόλι > ρούχα

μάγος: > μάγος > δαιμονικά

μαγούλα: > λόφος > τοπογραφικά

μαγούλα: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

μαγουλάδες: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλάς: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλήθρα: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλήθρες: > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαγουλιά: μισό κεφάλι σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού

μαγουλίκα: > μαγουλίκα > ρούχα

μαγουλίκι: > φακιόλι > ρούχα

μάγουλο: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

μαδάρα: > σάρα > τοπογραφικά

μαδαρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαδέλι: μαδέλι του σπυριού του σιταριού > λουβί > φυτολογικά

μαδέμι: > μαδέμι > μέταλλα και χημικά

μαδέμι: > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαδέμια (τα): τα μαδέμια της σαβούρας > σαβούρα > του καραβιού

μαδένι: > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαδένι: μέταλλο > μαδέμι > μέταλλα και χημικά

μαδεντζής: εργάτης σε μίνα > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαδέρι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μαδός: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαδώ: > μουτέβω > πουλολογικά

μαέστρος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μάζα: συμπέτρωμα > πέτρα > πέτρες

μάζαλη: > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

μαζέβει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαζέματα: > σταχολογώ > του χωραφιού

μαζεφτήρι: > μαζεφτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μαζιά: > πέτρα > πέτρες

μαζίνος: > μαζίνος > ψάρια του γλυκού νερού

μαζώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαζώνω: > σταχολογώ > του χωραφιού

μάζωξε: η μέρα μάζωξε > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μαζώχτρα: > γεωργός > του χωραφιού

μαζώχτρα: > ραβδίζω > του χωραφιού

Μάης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

μαϊμού: Primates > μαϊμού > θηλαστικά

μαϊνάρω: μαϊνάρω τα πανιά > μαϊνάρω > αρμενίσματα

μαινούλα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μαινούλι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μαϊντανός: > λαχανικά > του φαγιού

μαΐστρα: > πανιά > του καραβιού

μαϊστράλι: δυνατός μαΐστρος > μαϊστράλι > καιρικά

μαϊστραλίζει: μαϊστραλίζει η θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά

μαΐστρος: βοριοδυτικός > άνεμος > καιρικά

μαΐστρος: βοριοδυτικός > άνεμος > καιρικά

μαϊστροτραμουντάνα: > άνεμος > καιρικά

μακαράδες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μακαρανόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μακαράς: > παρκέτα > του καραβιού

μακαριά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μακαριά: το δείπνο των πεθαμένων > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μακαρισμοί: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μακαρίτης: > μακαρίτης > οικογενειακά

μακαρόνια: > μακαρόνια > του φαγιού

μακάσι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μακάτι: > μακάτι > του σπιτικού

μακελάρης: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μακελάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

μακελιό: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μακελωμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

μάκινα: για τα κουμπιά > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

μακκάς: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μακκασοσαΐτης: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μακρηθωρίζω: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρήθωρος: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρόβλεπτος: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροβούτι: > βουτιά > αρμενίσματα

μακροβουτιά: > βουτιά > αρμενίσματα

μακροβύζα: > βυζί > όργανα

μακρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μακροδόντης: > δόντι > όργανα

μακροκάνης: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροκατουριστής: > κάτουρο > φυσιολογικά

μακροκατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

μακρολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

μακρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μακρομάσταρη: > βυζί > όργανα

μακρομάτης: > μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μακρομύτης: > μύτη > όργανα

μακρομύτικος: > μύτη > όργανα

μακρομυτούσα: > μύτη > όργανα

μακροξυλάρα: > σκούπα > του σπιτικού

μακροπόδαρος: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροπόδης: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακροσκέλης: > μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρόφτερος: > φτερό > πουλολογικά

μακροχέρης: > μακροχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρόχερος: > μακροχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μακρυνάρι: > μακρυνάρι > του χτίστη

μακρυνάρι: διάδρομος > μακρυνάρι > τοπογραφικά

μακρυνάρι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

μάλαγμα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μαλάγρα: > δολώνω > της ψαρικής

μαλαγρώνω: ρίχνω μαλάγρα στη θάλασσα για να τραβήξω τα ψάρια > δολώνω > της ψαρικής

μαλάθρακας: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαθράκι: > ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαθρίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

μαλαθρίτης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

μαλαθρόγη: > γη > του χωραφιού

μαλαθρόκρασο: > κρασί > του φαγιού

μαλάκα: μαλάκυνσις > μαλάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλακό: μαλακό μονοπάτι > δρόμος > τοπογραφικά

μαλακόπετρα: > αλαφρόπετρα > πέτρες

μαλακόσυρτος: μαλακόσυρτος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

μαλακόφι: φαρδί φουστάνι ανατολίτικο > φουστάνι > ρούχα

μαλακώνει: > καιρός > καιρικά

μαλακώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλακώνω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μάλαμα: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

μαλαματένιος: > χρυσός > του ζουγράφου

μαλαματικά: > διαμαντικά > πετράδια

μαλαματοκαπνίζω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

μαλαματώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

μάλαξη: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μαλάς: > μαλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαλάς: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μαλαφράντζα: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαφραντζιάζω: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαλαχτάρι: > φούρνος > του μαγεριού

μαλαχταριά: σβουνιά που αλείφουν το αλώνι > αλώνι > του χωραφιού

μαλαχτήρι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μαλαχτικό: > γιατρικό > γιατρικά

μαλί: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαλί: > μαλί > της βοσκής

μαλί: > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας

μαλιά: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μαλιάδες: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μάλιασε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

μαλίνα: σάλι από μαλί > σάλι > ρούχα

μάλινο: > είδη πανιών > πανιά

μαλινοπουλητής: > μαλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαλίτικο: > είδη πανιών > πανιά

μαλοτεχνίτρα: που δουλεύει με τέχνη τα μαλιά > μαλοτεχνίτρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαλτέζικη: μαλτέζικη βάρκα > είδη καραβιών > καράβια

μαμά: > μητέρα > οικογενειακά

μαμάκα: > μητέρα > οικογενειακά

μαμάκα: η τσέπη του οισοφάγου όπου σταματά πρώτα το φαγί των πουλιών προτού κατέβει στο στομάχι > γκούσα > πουλολογικά

μάμαλα (τα): γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

μαμαλίγκα: > ψωμί > του φαγιού

μαμή: > μαμή > βιολογικά

μαμική: > μαμή > βιολογικά

μάμος: > γιατρός > γιατρικά

μαμούδι: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

μαμούκι: > κουκούλα > ρούχα

μαμούκι: της χανούμισας > φακιόλι > ρούχα

μαμούνι: > ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια

μαμούνι: οίστρος > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

μάνα: > βρύση > του χωραφιού

μάνα: > μητέρα > οικογενειακά

μαναβέλα: > μαναβέλα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μανάβης: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

μανάβης: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μανάβικο: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

μανάλι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μανάρι: > μανάρι > της βοσκής

μανάρια: > τσεκούρι > του χωραφιού

μανέλα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μανέλι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μανέστρα: > ζουμί > του φαγιού

μάνητα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανία: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μάνιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανιβέλα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μανίζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανικάτος: > μανίκι > ραφτικά

μανικέτι: > ασπρόρουχα > ρούχα

μανίκι: > μανίκι > ραφτικά

μανίκι: της γούνας του (ή της κάπας του) μανίκι = πολύ μακρινός συγγενής > συγγενής > οικογενειακά

μανικοκάπι: > κάπα > ρούχα

μανικοκάπι: > μανίκι > ραφτικά

μανικοπουκάμισα (τα): > μανίκι > ραφτικά

μανικώνω: βάζω ένα μανίκι (χέρι, χερούλι) σε σύνεργο > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

μανικωτός: > μανίκι > ραφτικά

μανισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μανόγαλο: μαγεία για έρωτα > μάγια > δαιμονικά

μανόλι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μανός: αριό δίχτυ > δίχτυ > της ψαρικής

μανουάλι: όπου μπήγουν τα κεριά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

μανούλα: > μητέρα > οικογενειακά

μανούλα: > τυροκομώ > της βοσκής

μανούλι: > τυροκομώ > της βοσκής

μανούρα: > τυροκομώ > της βοσκής

μανούρι: > τυροκομώ > της βοσκής

μάντακας: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

μανταλάκια: ξυλάκια της μπουγάδας για να καρφώνουν τα ρούχα στο σκοινί > πλύση > του σπιτικού

μανταλιά: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μάνταλος: > ζεμπερέκι > του χτίστη

μάνταλος: > σύρτης > του χτίστη

μαντανία: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαντάνια: τα ξύλα που χτυπούν το μαλί > μαντάνια > της νεροτριβής

μανταπολάμι: > πανιά > πανιά

μαντάρισμα: > μπάλωμα > ραφτικά

μαντάρω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μανταφούνια: τα σκοινάκια για τις μούδες > σκοινιά > του καραβιού

μαντέλο: > πανωφόρι > ρούχα

μαντέμι: λειωμένο μέταλλο | μίνα, φλέβα, μεταλλείο > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαντεφτής: > μαντολόγος > δαιμονικά

μαντζακάσα: μονόκανο τουφέκι > τουφέκι > του πολεμιστή

μαντζούνι: γιατρικό που το γλείφει κανείς στο στόμα > γιατρικό > γιατρικά

μαντζουράνα: > ζεστό > του φαγιού

μαντί: > μαντί > ρούχα

μαντικάπι: σηκωτήρι > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μάντικας: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

μαντίλα: > μαντίλι > ρούχα

μαντίλα: το πετσί που κρέμεται από το λαιμό του βοδιού > γελάδι > της βοσκής

μαντίλι: > μαντίλι > ρούχα

μαντιλωσιά: > φακιόλι > ρούχα

μαντίστρα: > μαντολόγος > δαιμονικά

μαντολάτο: > γλυκά > του φαγιού

μαντολινάτα: κοντσέρτο από μαντολίνα > μαντολίνο > του μουσικού

μαντολίνο: > μαντολίνο > του μουσικού

μαντολόγια: > μάγια > δαιμονικά

μαντολογίδια: τα σύνεργα για τις μαγγανιές και τα ξορκίσματα > μάγια > δαιμονικά

μαντολόγος: > μαντολόγος > δαιμονικά

μαντουλάρικα: πράσινα > σύκα > του φαγιού

μαντούρα: > μαντούρα > του μουσικού

μάντρα: > μάντρα > της βοσκής

μάντρα: > μαντρότοιχος > του χτίστη

μάντρα: > μαντρότοιχος > του χτίστη

μάντρα: > σπιτότοπος > του χτίστη

μαντραβίλια: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μαντράς: > πανιά > πανιά

μαντρί: > μάντρα > της βοσκής

μαντρίζω: > μπλοκάρω > του πολεμιστή

μαντρίζω: > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μαντρίζω: > στανιάζω > της βοσκής

μαντρόσκυλο: > μαντρόσκυλο > της βοσκής

μαντρόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

μαντρότοιχος: > μαντρότοιχος > του χτίστη

μαντρότοιχος: > φράχτης > του χωραφιού

μάντρωμα: > σπιτότοπος > του χτίστη

μανώνω: μανωμένα δίχτια > δίχτυ > της ψαρικής

μαξιλάρα: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλάρα ντουβαριαστή: για σοφά > κρέβατος > του σπιτικού

μαξιλάρι: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλαροθήκη: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλαρομάνα: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξιλαρόντυμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

μαξούλι: > σοδιά > του χωραφιού

μαόνι: > ξύλα > του μαραγκού

μαούνα: > είδη καραβιών > καράβια

μαραγκός: > μαραγκός > του μαραγκού

μαραγκοσύνη: > μαραγκοσύνη > του μαραγκού

μαραγκούδικο: > μαραγκούδικο > του μαραγκού

μαράζι: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραζιάρης: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραζιασμένο: > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραζώνω: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραθοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

μαραίνεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαραμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

μαράχια: μάβρα κι άσπρα > γίδι > της βοσκής

μάργα: > λάσπη > τοπογραφικά

μάργα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

μαργαριτάρι: μαργαρίτης (εκκλησ.) > μαργαριτάρι > πετράδια

μαργαριτοαρόριζα: > μάργαρο > πετράδια

μάργαρο: > μάργαρο > πετράδια

μαργέλι: > στρήφωμα > ραφτικά

μαργελώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μαργιά: προβατίνα που δεν κάνει πια αρνιά > πρόβατο > της βοσκής

μαργομάρα: > κομάρα > φυσιολογικά

μάργωμα: από κρύο > μούδιασμα > φυσιολογικά

μαργώνει: > το κρύο > καιρικά

μαργώνω: > μούδιασμα > φυσιολογικά

μαργωτήρα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

μαρδαβίτσα: > ελιά > φυσιολογικά

μαρίδα: Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας

μαρινάτο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

μαριόλα: > αλεπού > θηλαστικά

μαρίτσα: Cypraea moneta (cowrie) > μαρίτσα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μαρκαλάω: > μαρκάλος > της βοσκής

μαρκάλος: ο καιρός που μαρκαλιούνται τα γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής

μαρκάσι: αχάτης λίθος > αρναούρα > πετράδια

μαρκάσι: λεπιδόλιθος > σουγλεϊμαντάς > πετράδια

μαρκάτο: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαρκούτσι: το μασούρι του ναργιλέ > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαρκουτσιέρης: αυτός που βαστά το μαρκούτσι (το λαστιχένιο σουληνάρι που κατεβάζει τον αέρα στο βουτηχτή) > βουτηχτής > αρμενίσματα

μαρμάρα: > πρόβατο > της βοσκής

μαρμάρα: > στείρα > βιολογικά

μαρμάρα: στέρφα > γίδι > της βοσκής

μαρμαράδικο: το εργαστήρι του μαρμαρά > μαρμαράδικο > του χτίστη

μαρμαράς: > πετράς > του χτίστη

μαρμάρι: κάθε μέρος όπου βρίσκουνται αρχαία μάρμαρα > μαρμάρι > τοπογραφικά

μάρμαρο: > πέτρα > πέτρες

μαρμαροβλογιά: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαρμαροβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

μαρμελάδα: > γλυκά > του φαγιού

μαρνέρα: > κάσα > του σπιτικού

μαρνέρος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

μαρουδιά: κοκκινωπό μαμούνι που τρώει τα φύλλα των φυτών > μαρουδιά > σκουλήκια και ζωύφια

μαρούλι: > λαχανικά > του φαγιού

μαρουλοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

μαρτζέλια: μαρτζέλια της κατσίκας > γίδι > της βοσκής

Μάρτης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

μαρτί: > μανάρι > της βοσκής

μαρτιάτικος: μαρτιάτικος χειμώνας > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

μαρτυριάτικα: τα σταυρουδάκια και οι ασημοπαράδες που μοιράζουνε στα βαφτίσια > βάφτισμα > οικογενειακά

Μάρω: η Μάρω κι ο Γιάννος > αστερισμοί > αστρικά

μασαλάς: το πυροφάνι > πυροφάνι > της ψαρικής

μασάτι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

μασάτι: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μασγάλι: πολεμότρυπα κανονιού > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μασέλα: > σαγόνι > κόκκαλα

μασέλα: > στόμα > όργανα

μασιά: > μασιά > του μαγεριού

μασιά: > σκάλεθρο > του σπιτικού

μασκάλη: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

μασκαρέτο: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μάσκες: > πλώρη > του καραβιού

μάσκουλα: τα μάσκουλα = τουφεκιές που ρίχνουν τις γιορτές > τουφέκι > του πολεμιστή

μάσκουλο: > κανόνι > του πολεμιστή

μάσκουλο: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

μάσκουλο: > ρεζές > του χτίστη

μασουράκι: > ζυμαρικά > του φαγιού

μασουράκια: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

μασούρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μασουρίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μασουρίζω: μασουρίζω την ανέμη > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

μασουρολόγος: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μασούτα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μάστακας: η κάμπια της ακρίδας > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

μασταλούδα: παραγινωμένο σύκο > σύκα > του φαγιού

μαστάρα: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μαστάρι: μαστάρι ζώου > βυζί > όργανα

μαστέλο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μαστέλο: > καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαστέλο: > πλύση > του σπιτικού

μαστίχα: > γλυκά > του φαγιού

μαστίχα: > κρασί > του φαγιού

μαστίχα: > ρετσίνα > φυτολογικά

μαστιχάς: > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαστίχι: > ρετσίνα > φυτολογικά

μαστιχιούς: > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαστιχόλαδο: > λάδι > του φαγιού

μάστορας: > χτίστης > του χτίστη

μάστορης: > χτίστης > του χτίστη

μαστραπάς: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μαστραπάς: > μπρίκι > του μαγεριού

ματαράς: > ματαράς > του τρύγου

ματζαρόλι: ρολόι με άμμο > ρολόι > του σπιτικού

μάτης: > μάτι > όργανα

μάτι: > βασκανιά > δαιμονικά

μάτι: > βρύση > του χωραφιού

μάτι: > μάτι > όργανα

μάτι: > μάτι > φυτολογικά

μάτι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

μάτι: purpurea γένος | μάτι της θάλασσας = κοχλίδι της πορφύρας > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μάτι: η τρύπα του διχτιού που γίνεται από το πλέξιμο > δίχτυ > της ψαρικής

ματιά: > όραση > φυσιολογικά

μάτια: > αβγά > του φαγιού

ματιάζω: > μαγέβω > δαιμονικά

μάτιασμα: > βασκανιά > δαιμονικά

ματιασμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

ματιαστής: > βάσκανος > δαιμονικά

ματίζω: ενώνω τις άκρες δυο σκοινιών > ματίζω > αρμενίσματα

ματισιά: > ματίζω > αρμενίσματα

μάτισμα: > ματίζω > αρμενίσματα

ματοβαμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματόβαφος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ματόβαφος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματόκλαδα: > μάτι > όργανα

ματόκλαδο: > μάτι > όργανα

ματόκορο: > μάτι > όργανα

ματοκύλισμα: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματοκυλισμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματολόγος: > γιατρός > γιατρικά

ματόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

ματοπιάνω: > μαγέβω > δαιμονικά

ματοπιασμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

ματόπονος: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματοστάλαχτος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματοστάσι: κόκκινο σομακί > σομακί > πέτρες

ματοστάτης: > οπάλι > πετράδια

ματοστάτης: > σομακί > πέτρες

ματότρυπα: > μάτι > όργανα

ματοτσάμπουρα: > μάτι > όργανα

ματοτσίνουρα: > μάτι > όργανα

μάτουκα: > μάτουκα > του χωραφιού

ματούφι: > μάτι > όργανα

ματοφρύδι: > μάτι > όργανα

ματόφρυδο: > μάτι > όργανα

ματοφυλλάδα: > μάτι > όργανα

ματόφυλλο: > μάτι > όργανα

ματρακάς: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

ματσίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ματσιπέτι: > μέρη της στέγης > του χτίστη

ματσίτικος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ματσόλα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ματσόλα: το σφυρί του καλαφάτη > καλαφατίζω > του σκαριού

μάτσος: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

μάτσος: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

ματσούκα: > ραβδί > του πολεμιστή

ματσούκι: > ραβδί > του πολεμιστή

μάτωμα: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματωμένος: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ματώνω: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαφόρι: > μάγια > δαιμονικά

μαφόρι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

μαχαιράδικο: > μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαχαιράς: > μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαχαίρι: > μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μαχαίρι: > μαχαίρι > του πολεμιστή

μαχαίρι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

μαχαιριά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μαχαιρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

μαχαιροπήρουνα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

μαχλίτσι: ξεμαγγανισμένο μπαμπάκι > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

μαχραμάς: > φακιόλι > ρούχα

μαχραμάς: κεντητό πεσκήρι > νιφτήρας > του σπιτικού

μεγαλάρμενο: > καράβι > καράβια

μεγαλέμπορος: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεγαλοβδομάδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

μεγαλοδόντης: > δόντι > όργανα

μεγαλόδρομο: > δρόμος > τοπογραφικά

μεγαλοκοπέλα: > κόρη > οικογενειακά

μεγαλομηνάς: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μεγαλομύτης: > μύτη > όργανα

μεγαλόστομος: > στόμα > όργανα

μεγαλυνάρι: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μέγγενες: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μέγγενη: > μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

μεδούλι: > μεδούλι > κόκκαλα

μεδούλι: > σφαχτό > του φαγιού

μέδουσα: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μεέγκι: λυδία λίθος > ασημόπετρα > πέτρες

μεζέδες: > μεζελίκια > του φαγιού

μεζελίκια: > μεζελίκια > του φαγιού

μεζίκι: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μεθυσμένος: πάλι μεθυσμένος είσαι > είδη χορών > χοροί

μεθύστρα: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

μεθύστρα: Venus γένος > μεθύστρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μεϊντάνι: > πλατεία > τοπογραφικά

μεϊντάνια: > γελέκο > ρούχα

μεϊντανογέλεκο: > γελέκο > ρούχα

μελάγγεια: > γη > του χωραφιού

μελάγγη: > γη > του χωραφιού

μελάγγι: > γη > του χωραφιού

μελαγγόνη: > γη > του χωραφιού

μελαγγόνι: μέρος όπου βρίσκεται μελάγγη > γη > του χωραφιού

μέλαγγος: > γη > του χωραφιού

μελαγγώνω: στρώνω με μελάγγη > μελαγγώνω > του χωραφιού

μέλανα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μελανάδα: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελανί: > μάβρος > του ζουγράφου

μελάνι: > γραφικά > του σπιτικού

μελανιά: > αίμα > φυσιολογικά

μελανιά: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελανιάζει: > καιρός > καιρικά

μελανιάζω: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελάνιασμα: > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μελανιασμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανιός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανούρι: > μαβρόψαρο > ψάρια της θάλασσας

μελανωμένος: > μάβρος > του ζουγράφου

μελανωπός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελάτα: > αβγά > του φαγιού

μελαχρινός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελαψός: > μάβρος > του ζουγράφου

μελέζι: > ψωμί > του φαγιού

μελένιο: > γλυκά > του φαγιού

μέλερη: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μεληδόνα: Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μελί: > κίτρινος > του ζουγράφου

μέλι: > μέλι > του φαγιού

μέλι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελίγγι: > μηλίγγι > κόκκαλα

μελιγγόνι: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μελίγγρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μελίγγρα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μελιντζανής: > μόρικος > του ζουγράφου

μέλισα: > ζεστό > του φαγιού

μέλισα: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισί: > κίτρινος > του ζουγράφου

μελισί: > κόκκινος > του ζουγράφου

μελίσι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελίσι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισοβοσκός: > μελισουργός > του χωραφιού

μελισοδάρτης: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μελισοκόφινο: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισολόγι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελισός: > κίτρινος > του ζουγράφου

μελισοστάφυλλα: > σταφύλια > του φαγιού

μελισουργός: > μελισουργός > του χωραφιού

μελισουργός: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

μελισοφάγος: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

μελίτακας: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μελιτένιες: > νεράιδα > δαιμονικά

μελιτζανάκι: > γλυκά > του φαγιού

μελιτζανής: > μόρικος > του ζουγράφου

μελιτζανί: > μόρικος > του ζουγράφου

μελιτζανόσυκα: > σύκα > του φαγιού

μελιτούρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μελίχλωρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

μελόκρασο: > κρασί > του φαγιού

μελόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μελόπητα: > μέλι > του φαγιού

μελόπητα: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μελούδα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μελουδάρι: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

μελούδι: το μυαλό του κοκκάλου > μεδούλι > κόκκαλα

μελούρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μελτέμι: > βορίσματα > καιρικά

μέλωμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μενεξεδής: > μόρικος > του ζουγράφου

μενεξεδί: > μόρικος > του ζουγράφου

μενεξελής: > μόρικος > του ζουγράφου

μενεξελί: > μόρικος > του ζουγράφου

μένουλα: Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας

μεντάτι: βοήθεια > μεντάτι > του πολεμιστή

μεντέρι: > μιντέρι > του σπιτικού

μεντερλίκι: > μιντέρι > του σπιτικού

μεντζουβί: > ρετσίνα > φυτολογικά

μέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μεράδι: μεράδι νερό > βρύση > του χωραφιού

μερέντε: > δείλι > της μέρας και της ώρας

μερέτι: > δείλι > της μέρας και της ώρας

μερί: > πόδι > κόκκαλα

μεριάδες: > βοσκή > της βοσκής

μεριδιάνα: ρολόι του ήλιου > ρολόι > του σπιτικού

μερλούτσι: Merluccius merluccius > μερλούτσι > ψάρια της θάλασσας

μέρμηγκας: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μερμήγκι: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μερμηγκιά: > ελιά > φυσιολογικά

μερμηγκοβότανο: διάφορα γιατρεφτικά βοτάνια ανακατεμένα μαζί > είδη γιατρικών > γιατρικά

μερμηγκολόγος: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

μερμηγκοφάγος: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

μερμηγκοφωλιά: > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

μερολόγι: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

μερολόγι: βιβλίο μουσικής σύνθεσης > μερολόγι > του μουσικού

μερομήνια: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

μερόνυχτα: μέρα νύχτα > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερονύχτι: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερόνυχτο: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερόπουλα: μέρες και μερόπουλα > μέρα > της μέρας και της ώρας

μερούσι: μέτρο για ελιές > μερούσι > του χωραφιού

μερσίνα: νήμα για το αγκίστρι > καλάμι > της ψαρικής

μερσίνι: Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας

μερσινίσιο μπεντένι: > ορμίδι > της ψαρικής

μερσινόκρασο: > κρασί > του φαγιού

μερσοβάνι: > μερσοβάνι > θηλαστικά

μερτζανένιος: > κοράλι > πετράδια

μερτζάνι: > κοράλι > πετράδια

μερτζάνι: Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας

μέσα: μέσα στα όλα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

μέσαβγα: > αβγή > αστρικά

μεσάδι: πετσί για σολάρισμα > πετσί > του παπουτσή

μεσάλι: > νιφτήρας > του σπιτικού

μεσάντρα: προθάλαμος > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μεσάνυχτα: τ' άκραχτα μεσάνυχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσαριά: περατωτά του δρόμου > κατάστρατα > τοπογραφικά

μεσαριά: το ακαλιέργητο μέρος ανάμεσα στα χωράφια > χωράφι > του χωραφιού

μεσάτο: μεσάτο σακάκι = πιασμένο στη μέση > σακάκι > ρούχα

μέση: > μέση > ανατομικά κατατόπια

μεσημέρι: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

μεσημεριάζει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μεσημεριάζω: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

μέσης: > άνεμος > καιρικά

μεσιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

μεσιακό: μισό-μισό > χωράφι > του χωραφιού

μεσιακός: μεσιακός τοίχος > τοίχος > του χτίστη

μεσιανός: μεσιανός τοίχος > τοίχος > του χτίστη

μεσικά: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

μεσίνα: > καλάμι > της ψαρικής

μεσινέζα: > καλάμι > της ψαρικής

μεσιτέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσιτεία: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσίτεμα: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσίτης: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μεσοβδόμαδα: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

μεσοβόρι: βοριοανατολικός > άνεμος > καιρικά

μεσοδόκι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μεσοδρομίς: στη μέση του δρόμου > κατάστρατα > τοπογραφικά

μεσοκαλόκαιρο: > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

μεσοκάναλα: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

μεσονείριασμα: > όνειρο > φυσιολογικά

μεσονέφρι: > νεφρί > όργανα

μεσονύχτι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσονυχτιά: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσονυχτίς: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

μεσοπέλαγα: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

μεσόπλατα (τα): > ράχη > ανατομικά κατατόπια

μεσόρανα: > ουρανός > καιρικά

μεσορούγι: > δρόμος > τοπογραφικά

μέσος: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

μεσοσπορίτης: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μεσόστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

μεσόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

μεσοτοίχι: > τοίχος > του χτίστη

μεσότοιχο: > τοίχος > του χτίστη

μεσουρανίζει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μεσουρανίζω: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

μεσουρανίζω: > ουρανός > καιρικά

μεσοφόρι: > φουστάνι > ρούχα

μεσοφούστανο: > φουστάνι > ρούχα

μεσοχείμωνο: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

μεσοχώρι: η μέση του χωριού > χωριό > τοπογραφικά

μεσοψάλιδο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

μέστι: αρχοντικό παπούτσι πολίτικο > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μεταλαβαίνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μεταλαβή: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μεταλαβιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μεταλαμπαδέβω: μεταλαμπαδέβω ελιές > μπολιάζω > φυτολογικά

μετάληψη: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μετανίζω: κάνω μετάνοιες, πέφτω στα γόνατα > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μεταξάρης: έμπορος μεταξιού > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

μεταξαριό: > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

μεταξάς: > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

μεταξάς: > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

μετάξι: > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

μεταξοσκούληκο: > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

μεταξότριχα: > καλάμι > της ψαρικής

μεταξωτό: > είδη πανιών > πανιά

μετερίζι: περιτείχισμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μετζάνα: > κατάρτια > του καραβιού

μετζάστρα: μεσίστιος > παντιέρα > του καραβιού

μετζεσόλα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μετοχάρης: > κολήγας > του χωραφιού

μετόχι: > χτήμα > του χωραφιού

μετόχι: ξωμάχι μοναστηριού > μοναστήρι > της εκκλησιάς

μέτρα: μικρή καρδάρα για να μετράνε το γάλα > αρμεγός > της βοσκής

μετρητές: μετρητές βελονιές > βελονιές > ραφτικά

μέτωπο: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

μεχέγκι: > ασημόπετρα > πέτρες

μηλαδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

μηλαδέρφι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

μηλάπιδο: > μήλο > του φαγιού

μηλί: > κόκκινος > του ζουγράφου

μήλι: καθετήρ > μήλι > γιατρικά

μηλίγγι: κρόταφος > μηλίγγι > κόκκαλα

μήλιγγος: > μηλίγγι > κόκκαλα

μηλιόνι: > τουφέκι > του πολεμιστή

μηλιόρα: Pediculus > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μηλιόρα: χρονιάτικο βετούλι > γίδι > της βοσκής

μηλιόρι: > γίδι > της βοσκής

μηλιόρι: > πρόβατο > της βοσκής

μήλο: > μήλο > του φαγιού

μηλογόνατο: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

μηλογόνατο: > πόδι > κόκκαλα

μηλοκύδωνο: > μήλο > του φαγιού

μηλοροδάκινο: > ροδάκινο > του φαγιού

μηναλλάγια: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

μήνας: > μήνας > της μέρας και της ώρας

μηνιάτικα (τα): > μηνιάτικα > φυσιολογικά

μητέρα: > μητέρα > οικογενειακά

μήτρα: > μήτρα > όργανα

μητριά: > μητέρα > οικογενειακά

μητρόπολη: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

μητροπολίτης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

μίγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

μιγιαλούδι: Chironomidae γένος > μιγούδι > σκουλήκια και ζωύφια

μιγολόγος: Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά

μιγούδι: Chironomidae γένος > μιγούδι > σκουλήκια και ζωύφια

μιγοφάς: Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά

μιγοχάφτης: Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά

μιδιά: σκουλήκι της θάλασσας > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

μικροδόντης: > δόντι > όργανα

μικροκηδεία: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μικρομάνα: μάνα που πρωτοβυζαίνει μωρό > μητέρα > οικογενειακά

μικρόπαιδο: > παιδί > οικογενειακά

μικροπαντρεμένη: > γάμος > οικογενειακά

μικροπούλι: > πουλί > πουλολογικά

μικρός: > παιδί > οικογενειακά

μικρός: > παιδί > οικογενειακά

μικρός: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μικρούλης: > παιδί > οικογενειακά

μικροχήρα: > χήρα > οικογενειακά

μιλίγγρα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μιλούδα: Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

μιλούδα: αρώστια από το μαμούνι μελούδα (μελουδιάζω, μιλουδιάζω) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μιναρές: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

μινούτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

μιντάνι: τούρκικος ή πολίτικος καναπές κοντά στο παράθυρο > καναπές > του σπιτικού

μιντέρι: > μιντέρι > του σπιτικού

μίρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

μισάδι: μισό κοιλό > μόδι > του χωραφιού

μισή: τα 200 δράμια > κρασί > του φαγιού

μισοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

μισοδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

μισοδρομίς: στο μισό δρόμο > κατάστρατα > τοπογραφικά

μισόκωλος: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

μισολάγι: Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά

μισοπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

μισόπορτο: > πόρτα > του χτίστη

μισοσκέλι: περίνεον > αρχίδι > όργανα

μισοσυγγενής: > συγγενής > οικογενειακά

μισούλι: τα 200 δράμια > κρασί > του φαγιού

μισοφέγγαρο: > φεγγάρι > αστρικά

μισοφόρι: > φουστάνι > ρούχα

μισοφούστανο: > φουστάνι > ρούχα

μισοχρονίς: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

μίστα: λουριά γουρουνοπάπουτσου > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μίστικο: > είδη καραβιών > καράβια

μιστρί: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

μιτάρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μιταριά: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μιταριάζω: περαματίζω τα μιτάρια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μιταρώνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μιτάτο: πετρόσπιτο στη μάντρα > μάντρα > της βοσκής

μιτζήθρα: > τυρί > του φαγιού

μιτζηθρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μιτζίθρα: > τυρί > της βοσκής

μίτρα: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

μιτώνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

μνημονέβω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μνημονιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μνημόσυνο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μόδι: > μόδι > του χωραφιού

μοδίστρα: > ράφτης > ραφτικά

μοδιστρούλα: > ράφτης > ραφτικά

μοθόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

μοίρα: > γάμος > οικογενειακά

μοίρα: > μοίρα > δαιμονικά

μοιράζω: > χαρτιά > παιγνίδια

μοιράρης: μάγος που είναι και γιατρός > μάγος > δαιμονικά

μοιριασμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

μολάρω: αναριώνω > μολάρω > αρμενίσματα

μόλεμα: > μόλεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μολεψιά: μόλυνσις > μόλεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μόλιτσα: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

μόλος: > μόλος > του χτίστη

μολοχάνθι: > λουλούδι > φυτολογικά

μολοχί: > γαλανός > του ζουγράφου

μολυβαριά: το μολύβι της βόλτας > βόλτα > της ψαρικής

μολυβάς: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβδάδες: κρυαντήρια και παγούρια από μολυβδά (μολύβι και καλάι) > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μολυβδάς: μολύβι ανακατεμένο με καλάι > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβένιος: > σταχτής > του ζουγράφου

μολυβήθρα: > βόλτα > της ψαρικής

μολυβήθρα: > σκαντάλι > του καραβιού

μολυβής: > σταχτής > του ζουγράφου

μολυβί: > σταχτής > του ζουγράφου

μολύβι: > γραφικά > του σπιτικού

μολύβι: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολύβια: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

μολυβίζει: χαράζει > αβγή > αστρικά

μολυβόνερο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

μολυβόνερο: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβόχωμα: > μολύβι > μέταλλα και χημικά

μολυβόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

μολυντήρι: > σάβρα > σερπετά

μόλωμα: > μόλος > του χτίστη

μολώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

μόμπιλα: > συγυρικά > του σπιτικού

μονά: μονά-ζυγά > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

μοναξιά: > ερημιά > τοπογραφικά

μοναστήρι: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

μοναχογιός: > γιος > οικογενειακά

μοναχοκόρη: > κόρη > οικογενειακά

μοναχόλυκος: Canis lupus| που δεν τρώει τα χοντρικά ζώα > λύκος > θηλαστικά

μονή: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

μονήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μονημερίς: > μέρα > της μέρας και της ώρας

μονοβύζα: > πρόβατο > της βοσκής

μονοδέντρι: > δέντρο > φυτολογικά

μονοδόντης: > δόντι > όργανα

μονόθυρο: αριό > είδη πανιών > πανιά

μονοκάνατη: > πόρτα > του χτίστη

μονόκανο: > τουφέκι > του πολεμιστή

μονόκερο: > γίδι > της βοσκής

μονοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

μονοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

μονοκοιλίτικος: > δίδυμος > βιολογικά

μονόκοιλος: > δίδυμος > βιολογικά

μονοκούπι: > είδη καραβιών > καράβια

μονόλυκος: > λυκοκάντζαρος > δαιμονικά

μονομάτης: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μονόματος: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μονομερίδα: > άλλα φίδια > σερπετά

μονόξυλο: > είδη καραβιών > καράβια

μονόπατα: > σπίτι > του χτίστη

μονοπατάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

μονοπάτι: > δρόμος > τοπογραφικά

μονόπετρο: βράχος ξεκολημένος από τον κάβο > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

μονόπετρο: δαχτυλίδι που έχει ένα πετράδι μονάχα > διαμαντικά > πετράδια

μονοπόδαρος: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μονοπράτσο: με μια βόλτα > αρμενισιά > αρμενίσματα

μονοπρόσωπο: κέντημα από τη μια μεριά μοναχά > κέντημα > ραφτικά

μονόριχτο: > σπίτι > του χτίστη

μονόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

μονόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

μονοφόρια: > ρούχα > ρούχα

μονόφυλλη: > πόρτα > του χτίστη

μονόχορδη: λύρα μ' ένα τέλι > λύρα > του μουσικού

μονόχορδο: > λύρα > του μουσικού

μοντέλο: > χνάρι > ραφτικά

μόρα: > όνειρο > φυσιολογικά

μόρα: > στοιχιό > δαιμονικά

μοριάζει: το φαγί σα μείνει με λίγο νερό στη βράση > μαγειρέματα > του μαγεριού

μόρικος: > μόρικος > του ζουγράφου

μορτάρι: > κανόνι > του πολεμιστή

μόρτης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μοσκάπιδο: > απίδι > του φαγιού

μοσκάρα: > γελάδι > της βοσκής

μοσκάρι: > γελάδι > της βοσκής

μοσκαρίσιο: > κρέας > του φαγιού

μοσκάτα: > σταφύλια > του φαγιού

μοσκάτο: > απίδι > του φαγιού

μοσκάτο: > κρασί > του φαγιού

μοσκοβάνια (τα): > απίδι > του φαγιού

μοσκοκάρυδο: > μπαχαρικά > του φαγιού

μοσκοκάρφι: > μπαχαρικά > του φαγιού

μοσκολίβανο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

μοσκόμηλο: > μήλο > του φαγιού

μοσκοπόντικο: Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά

μοσκοσάπουνο: > νιφτήρας > του σπιτικού

μοσκοσάπουνο: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μοσκοστάφυλα: > σταφύλια > του φαγιού

μόστρα: > είδη χορών > χοροί

μόστρα: > μόστρα > ραφτικά

μουατζίρικο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

μουγγός: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουγγρί: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

μουγκομάρα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουγκόρθουνος: που μιλάει με τη μύτη > μουγκόρθουνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μούγκωμα: > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουδαρισμένα: μουδαρισμένα τα πανιά > μούδες > αρμενίσματα

μουδάρω: > μούδες > αρμενίσματα

μούδες: κάνω μούδες | δένω μούδες > μούδες > αρμενίσματα

μουδιάζει: > το κρύο > καιρικά

μουδιάζω: > μούδιασμα > φυσιολογικά

μούδιασμα: > μούδιασμα > φυσιολογικά

μουδιάστρα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

μουεζίνης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

μουζικάντης: > μουσικός > του μουσικού

μουθούνισμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

μούκουρα: τα φύκια τα σωριασμένα στο γιαλό > φυκιάδα > της θάλασσας και του καιρού

μούλα: > μουλάρι > θηλαστικά

μουλαράς: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

μουλαράς: > βοσκός > της βοσκής

μουλάρι: > μουλάρι > θηλαστικά

μουλαρολάτης: > αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

μουλαρολάτης: > βοσκός > της βοσκής

μουλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

μούλικο: > νόθος > οικογενειακά

μούλκι: > χτήμα > του χωραφιού

μούλος: > νόθος > οικογενειακά

μούνα: Primates > μαϊμού > θηλαστικά

μουνάρα: > μήτρα > όργανα

μούναρος: > μήτρα > όργανα

μουνί: > μήτρα > όργανα

μούνος: > μήτρα > όργανα

μουνουχίζω: > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνούχιος: > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνούχισμα: ευνουχισμός > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνούχος: > μουνούχισμα > γιατρικά

μουνοχάρι: > ζωντανά > της βοσκής

μουνοχάρικο: > ζωντανά > της βοσκής

μουνόχι: > πρόβατο > της βοσκής

μουνόχισμα: > τσοκανίζω > της βοσκής

μουνόψειρα: Phthirus inguinalis > μουνόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

μουντίζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μουντό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

μουντό: βαθύ κόκκινο > άλογο > θηλαστικά

μουντόχρωμο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

μουράγια: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μουράγιο: > μώλος > της θάλασσας και του καιρού

μούργος: > σκύλος > θηλαστικά

μούρη: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μουριέλα: Muscidae γένος| πρασινοκέφαλη μίγα > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

μούρκι: > χτήμα > του χωραφιού

μουρκόξυλο: μαβρομπογιά > είδη βαφών > του βαφιά

μουρλαίνουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μούρλια: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουρλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουρμούρα: > μουρμούρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μουρμούρα: Mormyrus oxyrhynchus > μουρμούρα > ψάρια της θάλασσας

μουρμούρι: Mormyrus oxyrhynchus > μουρμούρα > ψάρια της θάλασσας

μουρμουρίζει: > η γάτα > θηλαστικά

μούρο: ρακί από μούρα > κρασί > του φαγιού

μούρος: σπυρί του κεφαλιού > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μουρότσιχλα: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

μουρούνα: Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας

μουρουνόλαδο: > λάδι > του φαγιού

μούρσος: σκαρί για βάρκα > σκαρί > του σκαριού

μούρτη: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μούσα: το πλατύ σφουγγαράκι που βαστάει ο παπάς για να μην πέσουν ψίχουλα την ώρα της κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

μουσακάς: > κρέας > του φαγιού

μουσαμαδιά: > μουσαμάς > ρούχα

μουσαμάς: > μουσαμάς > ρούχα

μουσαμάς: > πανιά > πανιά

μουσάντερα (τα): > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μουσάντρα: > μπατάρι > του χτίστη

μουσάντρα (η): > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

μουσελίνα: > πανιά > πανιά

μούσι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουσικός: > μουσικός > του μουσικού

μούσκα: ψαρά > γίδι > της βοσκής

μουσκάλι: > φλογέρα > του μουσικού

μουσκέτο: > τουφέκι > του πολεμιστή

μούσκουλο: > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

μουσλούκι: > κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μουσμουλιασμένο: > απίδι > του φαγιού

μούσουλο: Mytilus edulis | τριχωτό μύδι > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μουσούνισμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

μουστακάκι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακαλής: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακάς: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακάτος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστακάτος: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

μουστάκι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουστάκια: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μουσταλεβριά: > ζυμαρικά > του φαγιού

μουστάρα: > βυζί > όργανα

μουστάρδα: > μουστάρδα > του φαγιού

μουσταρδιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μουστάς: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

μουστερής: Heterocera | μουστερής θαλασσινός > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

μουστιά: ασκί για μούστο > ματαράς > του τρύγου

μουστοκούλικο: > ψωμί > του φαγιού

μουστοκούλουρο: > ψωμί > του φαγιού

μουστόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μουστοπητή: > βελονιές > ραφτικά

μουστοπρατίνα: γέρικη μα παχιά προβατίνα > πρόβατο > της βοσκής

μούστος: > μούστος > του τρύγου

μουστουλουτζής: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

μουστουλτζής: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

μουστόψωμο: > ψωμί > του φαγιού

μούτα: > καταχνιά > καιρικά

μουτέβω: > μουτέβω > πουλολογικά

μούτεμα: > μουτέβω > πουλολογικά

μούτος: βουβός (γιατί το πουλί μουτέβει δεν κελαϊδεί) > μουτέβω > πουλολογικά

μούτρο: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μούτσος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

μουτσούνα: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μούτσουνο: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

μουχαλεμπί: > ρίζι > του φαγιού

μούχλη: > καταχνιά > καιρικά

μουχλιασμένο: > ψωμί > του φαγιού

μούχρωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μουχρώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μόχαλο: > πέτρα > πέτρες

μόχτα!: φωνή που βγάζει του βοδιού σαν να οργώνει ο οργοτόμος > οργώνω > του χωραφιού

μοχτερό: > γουρούνι > θηλαστικά

μπαγιάτικο: > ψωμί > του φαγιού

μπαγιονέτα: > κοντάρι > του πολεμιστή

μπαγκάρης: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπάγκες: > μέρη της στέγης > του χτίστη

μπαγκιέρης: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπάγκος: > καναπές > του σπιτικού

μπάγκος: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπάγκος: > ποτάμι > τοπογραφικά

μπάζα: > χαρτιά > παιγνίδια

μπαζίνα: > ψωμί > του φαγιού

μπαζούρι: > λύχνος > του σπιτικού

μπαϊλντίζω: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

μπαΐλντισαν: μπαΐλντισαν τ' άλογα > άλογο > θηλαστικά

μπαΐλντισμα: > λιγοθυμιά > φυσιολογικά

μπαινοβγαίνει: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

μπάκα: > μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπάκα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

μπακαλιάρος: ξερή μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

μπακαλόγατος: > γάτος > θηλαστικά

μπακάμι: κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

μπακάμι: κόκκινο ξύλο της τροπικής Αμερικής > ξύλα > του μαραγκού

μπακανιάζω: > μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπακανιάρης: > μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπακαράς: > χαρτιά > παιγνίδια

μπακίρι: χαλκός > μπακίρι > μέταλλα και χημικά

μπακιρικά: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπακιρικά: > μπακιρικά > του μαγεριού

μπακιρικά: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακιρτζής: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακιρτζίδικο: > χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακίρωμα: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακιρώνω: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπακλαβάς: > ζυμαρικά > του φαγιού

μπακράτσι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπακράτσι: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπάλα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλαμισδράλια: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλαρμάς: διπλές μπάλες αλυσοδεμένες > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλάσκα: για φυσέκια > μπαλάσκα > του πολεμιστή

μπαλαστρόπι: τάπα κανονιού > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαλένα: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

μπαλέστρα: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

μπάλιο: ασπροπρόσωπο κι ασπρόουρο > πρόβατο > της βοσκής

μπάλιος: μάβρο άλογο με άσπρα στήματα > άλογο > θηλαστικά

μπαλκόνι: > μπαλκόνι > του χτίστη

μπάλος: > είδη χορών > χοροί

μπαλοτιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

μπαλουθιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

μπάλσμαμο: > γιατρικό > γιατρικά

μπαλτάς: > κόφτης > του μαγεριού

μπαλτάς: > μπαλτάς > του πολεμιστή

μπαλτάς: > τσεκούρι > του χωραφιού

μπαλτατζής: > μπαλτάς > του πολεμιστή

μπάλωμα: > μπάλωμα > ραφτικά

μπαλωματής: > παπουτσής > του παπουτσή

μπαλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μπαμπακάδα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπαμπάκας: > πατέρας > οικογενειακά

μπάμπακας: Rana > βάτραχος > σερπετά

μπαμπακερά: > πανιά > πανιά

μπαμπακερό: > είδη πανιών > πανιά

μπαμπάκι: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

μπαμπακοκάρυδο: > καρπός > φυτολογικά

μπαμπακόπετρα: αμίαντος > μπαμπακόπετρα > πέτρες

μπαμπακορόκα: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

μπαμπάς: > πατέρας > οικογενειακά

μπαμπάς: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μπαμπούλας: > μπαμπούλας > δαιμονικά

μπαμπούνα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπάμπουρας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

μπάμπουρας: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

μπαμ-τρελελές: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μπανέλα: > στηθόπανο > ρούχα

μπανελιάζω: > στηθόπανο > ρούχα

μπαντανάς: > ασβέστης > του χτίστη

μπαξεβάνης: > περιβολάρης > του χωραφιού

μπαξές: > περιβόλι > του χωραφιού

μπαράκα: > μπαράκα > του χτίστη

μπαράκι: νοθογέννητο, ψεφτοπαίδι > νόθος > οικογενειακά

μπαρδάκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπάρες: νερά μαζεμένα > λίμνη > τοπογραφικά

μπαρκαρίζουμαι: > μπαρκάρω > αρμενίσματα

μπαρκάρω: > μπαρκάρω > αρμενίσματα

μπάρκο: > είδη καραβιών > καράβια

μπάρμπας: > θείος > οικογενειακά

μπαρμπέρης: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρμπερίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρμπεριό: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρμπούνι: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

μπαρούμα: > σκοινιά > του καραβιού

μπαρουξής: αφτός που φτιάνει μπαρούτι > μπαρουξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπαρουτόβολα: πολεμοφόδια > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπαρουτχανές: πυριτιδαποθήκη > μπαρουτχανές > του πολεμιστή

μπασαβιόλα: > βιόλα > του μουσικού

μπασιά: > πόρτα > του χτίστη

μπασιά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

μπασλίκι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπάστα: > δίπλα > ραφτικά

μπάστακας: η πέτρα που έχουνε για τούκα όταν παίζουνε βώλους ή τόπι > μπάστακας > παιγνίδια

μπάστακας: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

μπασταρδέβει: ξεπέφτει, γυρίζει πίσω στην άγρια του γενολογιά > μπασταρδέβει το φυτό > φυτολογικά

μπαστάρδοι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

μπάσταρδος: > νόθος > οικογενειακά

μπαστίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μπαστούνι: > κατάρτια > του καραβιού

μπαστούνι: > ραβδί > του πολεμιστή

μπάστρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπάστρα: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπαστράς: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπαταδούρος: > πόρτα > του χτίστη

μπατανία: > κρεβάτι > του σπιτικού

μπατάρει: > το πανί > αρμενίσματα

μπατάρει: αναποδογυρίζεται > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

μπατάρι: αρμάρι του τοίχου | ντουλάπι χωνεφτό > μπατάρι > του χτίστη

μπαταριά: > κανόνι > του πολεμιστή

μπαταριά: σύχρονες κανονιές από τη μια μεριά του καραβιού > μπαταριά > του κούρσου και του φορτωτή

μπατζάδες: υγρά χώματα > λάσπη > τοπογραφικά

μπατζάκια: το κάτω μέρος των ποδιών του παντελονιού > βρακί > ρούχα

μπατζανάκηδες: που έχουν πάρει δυο αδερφές > αντράδερφος > οικογενειακά

μπάτης: > στεριανό > καιρικά

μπατικιά: > πέτρα > του χτίστη

μπατίκια: δικαίωμα που πλερώνει ο παπάς του δεσπότη για να πάρει εκκλησιαστική επικαρπία > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μπατικιάζω: πλερώνω το δόσιμο για να μπορέσω να λειτουργήσω > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μπατίστα: > πανιά > πανιά

μπατούτα: > μπατούτα > του μουσικού

μπάτσα: > κλαδί > φυτολογικά

μπάφα: Mugil cephalus | ο θηλυκός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

μπαχάρι: > μπαχαρικά > του φαγιού

μπαχαρικά: > μπαχαρικά > του φαγιού

μπεβάδα: νερωμένο κρασί > κρασί > του φαγιού

μπεζόβλος: > πεζόβολος > της ψαρικής

μπεΐνα: > ανύπαντρη > οικογενειακά

μπεκάτσα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

μπεκατσίνι: Gallinago > μπεκατσίνι > πουλιά

μπεκατσόνι: Gallinago > μπεκατσόνι > πουλιά

μπεκαφίκος: > αμπελοπούλι > πουλιά

μπεκιάρης: > ανύπαντρος > οικογενειακά

μπεκιαρλίκι: > απαντρεψιά > οικογενειακά

μπεκιαροσύνη: > απαντρεψιά > οικογενειακά

μπελαμάνα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

μπελτές: > γλυκά > του φαγιού

μπεμπέκα: > μωρό > βιολογικά

μπεμπέκος: > μωρό > βιολογικά

μπεμπές: > μωρό > βιολογικά

μπεντένι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

μπέντουλο: αθερινόδιχτο > δίχτυ > της ψαρικής

μπεξής: νυχτοφύλακας > μπεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπερδέφτηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

μπερέτα: > κιουλάφι > ρούχα

μπερκέτι: > σοδιά > του χωραφιού

μπερλίνα: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπεχλιβάνης: > μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπηχτή: > σπαθί > του πολεμιστή

μπηχτήρι: > μαχαίρι > του πολεμιστή

μπιζέλια: > λαχανικά > του φαγιού

μπίλια: μεγάλος βώλος γυαλένιος > βώλοι > παιγνίδια

μπιλιαδόρος: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

μπιλιάρδο: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

μπίλιες: > βώλοι > παιγνίδια

μπίμπικας: Acarina > διαβολόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

μπίμπικας: στις ελιές | σκουλήκιασμα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

μπιμπικιάζει: το πετσί > ανατριχίλα > φυσιολογικά

μπιμπικώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

μπιμπίλα: > κέντημα > ραφτικά

μπιμπιλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

μπιμπίνες: > κουδούνι > της βοσκής

μπιμπίνια: > κουδούνι > της βοσκής

μπινέλι: για σκάλισμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

μπινιάρης: > δίδυμος > βιολογικά

μπίντες: > μούδες > αρμενίσματα

μπίρα: > κρασί > του φαγιού

μπιρμπίλι: > μπιρμπίλι > πουλιά

μπιρμπίλι: > μπιρμπίλι > πουλιά

μπισίνι: είδος πουκάμισο > τσουμπές > ρούχα

μπιστερή: > σπηλιά > τοπογραφικά

μπιστούρα: > σπηλιά > τοπογραφικά

μπιστούρι: > σπηλιά > τοπογραφικά

μπλάβο: > γαλανός > του ζουγράφου

μπλαβός: > γαλανός > του ζουγράφου

μπλαστούς: τους πήραμε μπλαστούς > πλεβρώνω > του πολεμιστή

μπλάστρι: έμπλαστρον > μπλάστρι > γιατρικά

μπλαστρώνω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

μπλε: > γαλανός > του ζουγράφου

μπληγούρι: βρασμένο, ξεραμένο και χοντροαλεσμένο σιτάρι > ψωμί > του φαγιού

μπλίρα: χρυσή κλωστή > κλωστή > ραφτικά

μπλοκάρισμα: αποκλεισμός > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μπλοκάρω: > μπλοκάρω > του πολεμιστή

μπλοκάρω: > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μπλόκος: > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή

μπλόσκα: > παγούρι > της βοσκής

μπλου: > γαλανός > του ζουγράφου

μπογατσατζής: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπογιά: > βαφή > του βαφιά

μπογιά: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

μπόγια: πήγε τρία μπόγια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μπογιαντίζω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

μπογιάντισμα: > βαφή > του βαφιά

μπόγιας: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπογιατζής: > βαφιάς > του βαφιά

μποζαργάτης: > αργάτης > του καραβιού

μποζαρισμένο: με όλα του τα πανιά τεντωμένα τσίτα > καράβι > καράβια

μποζάς: > κρασί > του φαγιού

μπόκολα: τ' άγουρα μπαμπακοκάρυδα > καρπός > φυτολογικά

μπολατσής: > μπολατσής > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπόλι: > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

μπόλι: > μπόλι > γιατρικά

μπόλι: το λουλούδι που είναι ακόμα κλειστό > μπουμπούκι > φυτολογικά

μπόλια: > μπόλια > ρούχα

μπόλια: > φούρνος > του μαγεριού

μπολιάζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

μπολιάζω: > μπόλι > γιατρικά

μπολιάζω: > μπολιάζω > φυτολογικά

μπολίδα: > μπόλια > ρούχα

μπόμπα: > είδη καραβιών > καράβια

μπόμπα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

μπομπάρδα: > είδη καραβιών > καράβια

μπομπάρια: τα χοντρά άντερα > άντερα > όργανα

μπόμπιρας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

μπόμπολος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μπομπότα: > ψωμί > του φαγιού

μπόμπουλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μπομπρέκι: > νεφρί > όργανα

μπομπρέσο: > κατάρτια > του καραβιού

μποξάς: > σάλι > ρούχα

μπόρα: > αντάρα > καιρικά

μποριά: > δρόμος > τοπογραφικά

μποριά: > πέραμα > τοπογραφικά

μποριασμένος: > στεριανό > καιρικά

μπόρτσα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

μποστάνι: > μποστάνι > του χωραφιού

μπότα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μποτίνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μπότσα: > ματαράς > του τρύγου

μπότσα: > παγούρι > της βοσκής

μποτσινάρι: το στόμιο της ποτίστρας > ποτιστήρι > του χωραφιού

μπότσος: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

μπότσος: το σκοινί που ζώνουνται στη μέση τα τραταρόπουλα τραβώντας μέσα το γρίπο > μέρη της τράτας > της ψαρικής

μπουγάδα: > πλύση > του σπιτικού

μπουγαδοκόφι: κόφα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού

μπουγάζι: > στενό > της θάλασσας και του καιρού

μπουγάς: επιβήτωρ > μαρκάλος > της βοσκής

μπουγάτσα: > ζυμαρικά > του φαγιού

μπουγιέλο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπούγκλος: ξεροκολόκυθο > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

μπούζι: > κρύο > καιρικά

μπουζού: > τσέπη > ραφτικά

μπουζούκι: είδος μικρό μαντολίνο με μετάλλινες χορδές > μαντολίνο > του μουσικού

μπούκα: > παιδιών > παιγνίδια

μπουκαδούρα: αγέρι που μπουκάρει > μπουκαδούρα > καιρικά

μπουκαπόρτα: > μπουκαπόρτα > του καραβιού

μπούκλα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μπουκλί: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

μπουλέτσι: υδραίικο τσεμπέρι > φακιόλι > ρούχα

μπουλί: > ψωμί > του φαγιού

μπουλίνι: > γραφικά > του σπιτικού

μπουλούκι: > κοπάδι > της βοσκής

μπούμα: το ξύλο που βαστά κάτω το μεγάλο πανί > κατάρτια > του καραβιού

μπούμες: > πανιά > του καραβιού

μπούμπα: > λάμια > δαιμονικά

μπουμπούκι: > μπουμπούκι > φυτολογικά

μπουμπούλι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπουμπουνητό: > βροντή > καιρικά

μπουμπουνίδα: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

μπουμπουνίζω: > βροντή > καιρικά

μπούμπουρας: Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια

μπουμπούτσης: > στοιχιό > δαιμονικά

μπουνάτσα: > καλοκαιριά > καιρικά

μπουνατσοβόλος: μπουνατσοβόλος καιρός > καλοκαιριά > καιρικά

μπούνι: > γελέκο > ρούχα

μπούνια (τα): > τα μπούνια > του καραβιού

μπουντρούμι: > πατώματα > του χτίστη

μπουραζάνα: τσοπάνικο παντελόνι τραγομαλίσιο > βρακί > ρούχα

μπουρεκάκι: > κρέας > του φαγιού

μπουρέκι: > ζυμαρικά > του φαγιού

μπουρεξής: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπουρής: > σαγανάκι > καιρικά

μπουρί: > ανεμική > καιρικά

μπουρίνα: > σκοινιά > του καραβιού

μπουρίνι: > ανεμική > καιρικά

μπουρίνι: > σαγανάκι > καιρικά

μπουρίνι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπουρινιάζει: μπουρινιάζει ο αγέρας > ο άνεμος > καιρικά

μπουρλιάζω: μπουρλιάζω τα πανιά > μπουρλιάζω > αρμενίσματα

μπουρλότο: > είδη καραβιών > καράβια

μπούρμπουλας: > βρύση > του χωραφιού

μπούρμπουλας: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

μπουρμπούλι: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

μπουρνούζι: > νιφτήρας > του σπιτικού

μπούρος (ο): είδος βούκινου ή τρουμπέτα για να μιλούν από μακριά > κόχυλας > του καραβιού

μπούρτζι: > κάστρο > του χτίστη

μπούρτσι: > κάστρο > του χτίστη

μπούσουλας: > μπούσουλας > του καραβιού

μπουστάκι: > ασπρόρουχα > ρούχα

μπουστάκι: > μπούστος > ρούχα

μπούστος: > μπούστος > ρούχα

μπουτίνα: > βούτη > της βοσκής

μπουτινέλος: > βούτη > της βοσκής

μπούτσικο: > άλογο > θηλαστικά

μπούφος: Budo ignavus > μπούφος > πουλιά

μπουχάρης: > καμινάδα > του χτίστη

μπουχαρί: > καμινάδα > του χτίστη

μπουχαριά: το μέρος του καπνοδόχου απάνω από το τζάκι > καμινάδα > του χτίστη

μπουχαρίδα: > καμινάδα > του χτίστη

μπράγκα: σιδερένια φούχτα για να ξεφωλέβεις αχινούς > πράγκα > της ψαρικής

μπράνα: Barbus vulgaris > μπράνα > ψάρια του γλυκού νερού

μπράντες: > μπράντες > του καραβιού

μπράσκα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

μπράτσα: πήγε τρία μπράτσα ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

μπράτσο: > μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

μπράτσο: που ανεβοκατεβάζει την κουκούλα > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπρέσκα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

μπριάνι: Barbus vulgaris > μπράνα > ψάρια του γλυκού νερού

μπρίκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

μπρίκι: > είδη καραβιών > καράβια

μπρίκι: > μπρίκι > του μαγεριού

μπριλάντι: > διαμάντι > πετράδια

μπρίλια: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

μπρισίμι: μεταξωτή κλωστή > κλωστή > ραφτικά

μπρόβαρμα: δοκιμή ρούχων > πρόβα > ραφτικά

μπρόκολη: > λαχανικά > του φαγιού

μπροστάλι: κόθορνος; > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

μπροστάντι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

μπροστάρης: > μπροστάρης > της βοσκής

μπροστάρης: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

μπροστάρι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

μπροστάρι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

μπροστάρι: > σαλιαρίτσα > ρούχα

μπροσταρόκριος: > μπροστάρης > της βοσκής

μπροστέλα: > ποδιά > ρούχα

μπροστέλα: > φύλαξη > του πολεμιστή

μπροστιάσματα: προγαμιαία δωρεά > μπροστιάσματα > οικογενειακά

μπροστινέλα: > φύλαξη > του πολεμιστή

μπροστινές: μπροστινές φύλαξες > φύλαξη > του πολεμιστή

μπροστολάτης: > μπροστάρης > της βοσκής

μπροστοσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

μπρούζος: χαλκοκασσίτερος | ορείχαλκος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

μπρουμάρης: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

μπρούμπουλας: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

μπρουμυτισμένος: μπρουμυτισμένος κάβος > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

μπρουντζάς: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

μπρούντζος: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μπρούντζος: χαλκοκασσίτερος | ορείχαλκος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

μπρούσκο: > κρασί > του φαγιού

μπρύσμα: > βρύση > του χωραφιού

μπυρίζω: βάζω στη φωτιά > μαγειρέματα > του μαγεριού

μυγδαλόλαδο: > λάδι > του φαγιού

μυγδαλοσκελίδα: αμύγδαλο ξεφλουδιστό > αμύγδαλα > του φαγιού

μύδι: Mytilus edulis > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μυδότσεφλο: > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

μυδοφόρτωτη: > καρίνα > του καραβιού

μυλακόπι: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

μυλοκόπι: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

μυλολίθι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

μυλόπετρα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

μυλόπετρα: > πέτρα > πέτρες

μύλος: > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

μύλος: > μύλος > του μυλωνά

μυλωνάς: > μυλωνάς > του μυλωνά

μυλωνάς: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

μυλωνού: > μυλωνάς > του μυλωνά

μύξα: > μύξα > φυσιολογικά

μύξα: > μύτη > όργανα

μυξερός: > μύξα > φυσιολογικά

μυξιάρης: > μύξα > φυσιολογικά

μύξικος: > μύξα > φυσιολογικά

μυξίτης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μυξοπάνι: > μαντίλι > ρούχα

μυξώνω: λερώνω με μύξες > μύξα > φυσιολογικά

μυρίζω: > όσμιση > φυσιολογικά

μύριση: > όσμιση > φυσιολογικά

μύρισμα: > όσμιση > φυσιολογικά

μυρμηρία: > απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

μυρμητζέλα: > ελιά > φυσιολογικά

μυρολογήτρα: > μυρολόγι > οικογενειακά

μυρολόγι: > μυρολόγι > οικογενειακά

μυρολογώ: > μυρολόγι > οικογενειακά

μυροψητήρι: > μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μυρωδάς: > μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μυρωδιά: > όσμιση > φυσιολογικά

μυρωδικά: > μπαχαρικά > του φαγιού

μυρωδικό: > μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

μύρωμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

μυρώνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

μυστρίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

μυτάζω: μου πέφτει η μύτη από την πολλή νυστάλα > νύστα > φυσιολογικά

μυτάρα: > μύτη > όργανα

μυταράς: > μύτη > όργανα

μύταρος: > μύτη > όργανα

μυταρού: > μύτη > όργανα

μύτη: > μύτη > όργανα

μύτη: > μύτη > πουλολογικά

μύτη: η άκρη του δοντιού > δόντι > όργανα

μύτικας: > μύτη > όργανα

μύωνας: > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

μώκος: > μωρό > βιολογικά

μώλος: > μώλος > της θάλασσας και του καιρού

μωρέλι: > μωρό > βιολογικά

μωρό: > μωρό > βιολογικά

μωρό: > παιδί > οικογενειακά

μώρος: > αράπης > δαιμονικά

μωροσκότινα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

μωρουδέλι: > μωρό > βιολογικά

νάβα: > είδη καραβιών > καράβια

νάβαρχος: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

νάβλα (τα): > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή

νάβλος: > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή

ναβροτήγανο: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νάι: > κιθάρα > του μουσικού

νάκαρο: > τρουμπέτα > του μουσικού

νακόρασο: μπατανία της νάκας > κρεβάτι > του σπιτικού

νάμα: το κρασί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ναός: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

νάπος: ξύλινη θήκη για τυρί ή γι' ανέβασμα ζυμαριού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ναργιλές: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

νάρκωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

ναρκώνω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

νατουραλίσια: > βελονιές > ραφτικά

νάφτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

ναφτικά: > ρούχα > ρούχα

ναφτική: > ναφτοσύνη > αρμενίσματα

ναφτολόγι: πλήρωμα > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

ναφτόπουλο: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

ναφτοσύνη: > ναφτοσύνη > αρμενίσματα

νέβρα: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

νεβράτο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

νεβροκαβαλικέβουμαι: > νεβροκαβαλίκεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεβροκαβαλίκεμα: > νεβροκαβαλίκεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νέι: είδος κιθάρα > κιθάρα > του μουσικού

νείρεμα: > όνειρο > φυσιολογικά

νεκρογέννα: > γέννα > βιολογικά

νεκροθάφτης: > κηδεία > οικογενειακά

νεκροθάφτης: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

νεκροκάντηλο: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

νεκροκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

νεκροκρέβατο: > κρεβάτι > του σπιτικού

νεκροκρέβατο: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

νεκρολίβανο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

νεκρός: > μακαρίτης > οικογενειακά

νεκροσέντονο: > κρεβάτι > του σπιτικού

νεκροσέντονο: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

νεκροστόλια: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

νεκροστολίζω: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

νεκροστολισμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

νέκρωμα: η σκληράδα του νεκρού > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νέμας: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

νεμπότα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

νεμπότης: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

νεμπουρντέχτης: ομβροδέκτης (Μύκονος) > κανάλι > του χτίστη

νενέ: > γιαγιά > οικογενειακά

νεογέννητος: > πεταρούδι > πουλολογικά

νερά: > κάνω νερά > αρμενίσματα

νερά: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

νερά (με): > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

νεραγώγι: > νεραγωγός > του χτίστη

νεραγωγιό: υδραγωγείον > νεραγωγός > του χτίστη

νεραγωγός: > νεραγωγός > του χτίστη

νεράιδα: > νεράιδα > δαιμονικά

νεραϊδαριό: μέρος όπου μαζέβουνται οι νεράιδες > νεραϊδαριό > δαιμονικά

νεραϊδής: > νεράιδα > δαιμονικά

νεραϊδοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

νεραϊδοβούνι: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδογλειμένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραϊδογνέματα: > νεραϊδογνέματα > δαιμονικά

νεραϊδολίθι: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόξυλο: κάποιο φυτό που φυτρώνει απάνω στα έλατα και που γιατρέβει τους νεραϊδοπαρμένους (ιξός;) > νεραϊδόξυλο > δαιμονικά

νεραϊδοπαρμένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραϊδόπαρτος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραϊδοπούλα: > νεράιδα > δαιμονικά

νεραϊδοράχη: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδοσπηλιά: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόσπηλιος: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόσπηλο: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδόσπηλο: > σπηλιά > τοπογραφικά

νεραϊδότρυπα: > νεραϊδολίθι > δαιμονικά

νεραϊδοχτυπημένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

νεραμπούλι: νεραμπούλικο φαγί > νεραμπούλι > του φαγιού

νεραντζάκι: > γλυκά > του φαγιού

νέρατα: φυτά της λίμνης που βγαίνουνε στην όψη > νέρατα > φυτολογικά

νερό: > ρυάκι > τοπογραφικά

νερό: κάνω νερό = παίρνω νερό > κάνω νερό > αρμενίσματα

νερό: κάνω το νερό μου | πήγε προς νερού του > κάτουρο > φυσιολογικά

νερό: να πέσει ένα νερό > βροχή > καιρικά

νερό (στο): > αβγά > του φαγιού

νερόβραστο: > φαγί > του φαγιού

νερόγαλα: νερωμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

νερογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

νερογυρισιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

νερόδεμα: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροδεσιά: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροδέτης: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροδέχτης: > κανάλι > του χτίστη

νεροδιαβασιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

νεροζύγι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

νεροκάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

νεροκατεβασιά: > βροχή > καιρικά

νεροκόπανο: > νεροκόπανο > της νεροτριβής

νεροκόρες: > νεράιδα > δαιμονικά

νερόκοτα: gallinula chloropus > νερόκοτα > πουλιά

νεροκότσιφας: Cinclus aquaticus > νεροκότσιφας > πουλιά

νεροκουβαλητής: > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

νεροκούνουπο: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

νεροκράτης: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροκράτης: αφτός που κανονίζει το νερό του δήμου > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

νερόλακκος: > λάκκος > του χωραφιού

νερόλακκος: > νερόλακκος > τοπογραφικά

νερολίθι: > πέτρα > πέτρες

νερόλιθος: > νερόλακκος > τοπογραφικά

νερόλιθος: > πέτρα > πέτρες

νερολόγι: κλεψύδρα > ρολόι > του σπιτικού

νερομάζωμα: > νερομάζωμα > τοπογραφικά

νερομαζωξιά: μέρος όπου μαζεύονται τα νερά > νερομάζωμα > τοπογραφικά

νερομήνια: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

νερομπογιά: > ασβέστης > του χτίστη

νερομπογιά: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

νερόμυλος: > μύλος > του μυλωνά

νερόπετρα: > πέτρα > πέτρες

νεροπήδημα: > βρύση > του χωραφιού

νερόπιασμα: > δρόπικας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νερόπιασμα: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεροποντή: > βροχή > καιρικά

νεροπόντι: > βροχή > καιρικά

νεροποντιά: > βροχή > καιρικά

νεροποντίλα: > βροχή > καιρικά

νερόπορτα: η πόρτα του καραβιού που αφίνει να μπαινοβγαίνουν τα νερά της θάλασσας > νερόπορτα > του σκαριού

νεροπούλι: Rallus aquaticus > νεροπούλι > πουλιά

νερόσκυλο: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

νεροστόβιλος: > ρούφουλας > καιρικά

νεροσυρμή: > ποτάμι > τοπογραφικά

νεροσυρμή: > ρέμα > τοπογραφικά

νεροτριβάς: > νεροτριβάς > της νεροτριβής

νεροτριβή: > νεροτριβή > της νεροτριβής

νεροτριβιά: > νεροτριβή > της νεροτριβής

νεροτριβιάρης: > νεροκόπανο > της νεροτριβής

νεροτριβιάρης: > νεροτριβάς > της νεροτριβής

νεροτριβιό: > νεροτριβή > της νεροτριβής

νερουλά: > αβγά > του φαγιού

νερουλάς: αφτός που πουλάει νερό > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

νερούλιασε: νερούλιασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεροφαγιά: > ρέμα > τοπογραφικά

νεροφάγωμα: > ρέμα > τοπογραφικά

νεροφίδα: Natrix > νερόφιδο > σερπετά

νερόφιδο: > νερόφιδο > σερπετά

νεροφίλι: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

νεροφούσκωμα: > βροχή > καιρικά

νεροφράκτης: > νεροδέτης > του χωραφιού

νεροχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

νεροχελιδόνι: Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά

νεροχελίδονο: Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά

νεροχελώνα: Chelonia > χελώνα > σερπετά

νερόχιονο: > χιόνι > καιρικά

νεροχύνει: > βροχή > καιρικά

νεροχύτης: > λαγούμι > του χτίστη

νεροχύτης: > νεροχύτης > του μαγεριού

νεροχύτης: > νεροχύτης > του μαγεριού

νεροχωρίστρα: τα ακροτόπια όπου χωρίζουνται τα νερά από τις δυο μεριές του βουνού (μεταίχμιον) > νεροχωρίστρα > τοπογραφικά

νερωμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

νετάρω: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νεφαλιά: > σύνεφο > καιρικά

νεφαλίζει: > καιρός > καιρικά

νέφαλο: > σύνεφο > καιρικά

νέφι: > σύνεφο > καιρικά

νέφκουλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

νεφραμιά: το κωλουράδι ίσαμε το έβδομο σφοντύλι των νεφρών > κωλουράδι > κόκκαλα

νεφρί: > νεφρί > όργανα

νέφταλος: Nautilus γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

νέφτι: νάφθα > χημικά > μέταλλα και χημικά

νήμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

νήμα: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

νηνίδα: > νηνίδα > βιολογικά

νησάρι: Anatidae > πάπια > πουλιά

νησί: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

νήσος: Anatidae > πάπια > πουλιά

νηστεία: > νηστεία > του φαγιού

νηστεύω: > νηστεία > του φαγιού

νηστήσιμο: > φαγί > του φαγιού

νιαστής: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

νιγλαριστής: > μουσικός > του μουσικού

νίγλαρος: > πίφιρο > του μουσικού

νικολάκης (ο): κωμικά > κώλος > ανατομικά κατατόπια

νινί: > μωρό > βιολογικά

νινί: ίρις > μάτι > όργανα

νιογάμπρια (τα): οι νιοπαντρεμένοι > γαμπρός > οικογενειακά

νιόσκαστος: > πεταρούδι > πουλολογικά

νιόψυχο: για το στομάχι > μπλάστρι > γιατρικά

νισαντίρι: αμμωνιακόν άλας > χημικά > μέταλλα και χημικά

νισεστές: για λουκούμια > αλέβρι > του φαγιού

νιστέρι: > νιστέρι > γιατρικά

νιστεριά: > νιστέρι > γιατρικά

νιτσεράδα: > μουσαμάς > ρούχα

νιφτήρας: > νιφτήρας > του σπιτικού

Νοέβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

νοητάκι: > νοητάκι > δαιμονικά

νόθος: > νόθος > οικογενειακά

νοικιού: αμάξι του νοικιού > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

νοικοκυρόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

νόνα: > γιαγιά > οικογενειακά

νονός: > βάφτισμα > οικογενειακά

νόνος: > παπούς > οικογενειακά

νοσσίδα: > πετεινός > πουλιά

νοτιάς: νότιος > άνεμος > καιρικά

νοτίζει: > ο άνεμος > καιρικά

νοτινός: > άνεμος > καιρικά

νουνός: > βάφτισμα > οικογενειακά

νούρκα: Putorius putorius > νούρκα > θηλαστικά

ντάβανος: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

νταβάς: ταψί με ψηλά χείλια > μπακιρικά > του μαγεριού

νταβίδι: σφίχτρο > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

νταβούλι: > αφτί > όργανα

νταβούλι: χωριάτικο τούμπανο > τούμπανο > του μουσικού

νταϊρές: > ντέφι > του μουσικού

ντάλα: ντάλα μεσημέρι | ντάλα γιόμα > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

νταμάρι: > πετροκοπιό > του χτίστη

νταμαρτζής: αυτός που βγάζει πέτρα από το νταμάρι > πετράς > του χτίστη

νταμάτο: > είδη πανιών > πανιά

ντάμι: > λιακωτό > του χτίστη

ντάμι: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

νταμωτό: > είδη πανιών > πανιά

ντανάς: > γελάδι > της βοσκής

νταντά: > παραμάνα > οικογενειακά

νταντέβω: > παραμάνα > οικογενειακά

νταούλι: > τούμπανο > του μουσικού

νταρβίρα: κοντούτσικες φλογέρες > φλογέρα > του μουσικού

νταρντάνα: > είδη καραβιών > καράβια

ντελάλης: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ντελβές: > καφές > του φαγιού

ντελίνι: πολεμικό της γραμμής > είδη καραβιών > καράβια

ντερβίσης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ντερσέκι: η γωνιά του δρόμου (μα και το σοκάκι) > δρόμος > τοπογραφικά

ντέρτι: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ντεστέκι: > πόρτα > του χτίστη

ντέφι: > ντέφι > του μουσικού

ντιβάνι: > καναπές > του σπιτικού

ντιβάνι: ντιβάνι τρίκλινο > μιντέρι > του σπιτικού

ντόγα: > βαρέλι > του τρύγου

ντολμάς: > κρέας > του φαγιού

ντομάτα: > λαχανικά > του φαγιού

ντορής: > άλογο > θηλαστικά

ντορίκι: Thynnus brachypterus | (από τρεις οκάδες) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

ντορός: > πάτημα > του κυνηγού

ντουβάρι: > τοίχος > του χτίστη

ντουβαρτζής: που φτιάνει τοίχους > ντουβαρτζής > του χτίστη

ντουγένι: αλωνίζει τα ξερά στάχια > σταχοκόπι > του χωραφιού

ντουλαμάς: φουστανέλα από σκούρο δρίλι > φουστανέλα > ρούχα

ντουλάπα: > ντουλάπα > του σπιτικού

ντουλάπι: > ντουλάπα > του σπιτικού

ντουλγκέρης: > μαραγκός > του μαραγκού

ντουλγκέρης: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

ντούναβρος: > χείμαρος > τοπογραφικά

ντουρβάνι: > βούτη > της βοσκής

ντουρβανίζω: ντουρβανίζω το γάλα για να κάνω βούτυρο > δέρνω > της βοσκής

ντουρβάς: > ταγάρι > της βοσκής

ντουρής: > άλογο > θηλαστικά

ντρένια: κατάμαυρα > γίδι > της βοσκής

ντύμα: > λουβί > φυτολογικά

ντύμα: το πετσί που γδύνεται το φίδι όταν αλλάζει πέτσα > φίδι > σερπετά

ντυμασιά: > φόρεμα > ρούχα

νύγλα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

νύστα: > νύστα > φυσιολογικά

νυσταγμάρα: > νύστα > φυσιολογικά

νυσταγμένος: > χασμούρημα > φυσιολογικά

νυστάζω: > νύστα > φυσιολογικά

νυστάζω: > νύστα > φυσιολογικά

νυστάλα: > νύστα > φυσιολογικά

νύσταμα: > νύστα > φυσιολογικά

νύφη: > γαμπρός > οικογενειακά

νυφικά: > ρούχα > ρούχα

νυφιό: > γάμος > οικογενειακά

νυφίτσα: Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά

νυχάρα: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

νυχάρα: το μεγάλο νύχι του πετεινού > νύχια > πουλολογικά

νυχάς: > κρύο > καιρικά

νύχι: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

νύχι: > μέρη της άγκυρας > του καραβιού

νύχι: οψιανός λίθος > νύχι > πέτρες

νύχια: > νύχια > πουλολογικά

νυχιάς: > κρύο > καιρικά

νυχοπόδαρα: > νύχια > πουλολογικά

νυχοποδαράτος: > πουλί > πουλολογικά

νυχόριζα: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

νύχτα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

νυχτέρι: > αγρύπνια > φυσιολογικά

νυχτέρι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

νυχτερίδα: Chiroptera > νυχτερίδα > θηλαστικά

νυχτιά: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

νυχτιάς: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νυχτικό: > ασπρόρουχα > ρούχα

νυχτόβλεπος: > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νυχτοήμερα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

νυχτόθωρος: > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

νυχτοκόρακας: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νυχτοκόρακας: Chiroptera | μεγάλη νυχτερίδα > νυχτερίδα > θηλαστικά

νυχτοπάτης: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νυχτοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

νυχτοσκαθάρι: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

νυχτοσκάρι: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

νυχτοχελίδονο: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

νύχτωμα: > βράδυ > της μέρας και της ώρας

νύχτωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

νυχτώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

νωμίτης: το μέρος του πουκαμισιού που σκεπάζει τον ώμο > ασπρόρουχα > ρούχα

νωπό: > αβγό > πουλολογικά

νωπό: > ψωμί > του φαγιού

ξαγκιστρώνω: βγάζω το ψάρι από το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής

ξαγλίστρα: μέρος όπου γλιστράς ή βουλάς > γλίστρα > τοπογραφικά

ξάγναντο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξαγοραριό: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

ξαγορέβω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξαδερφάτο: > συγγενολόγι > οικογενειακά

ξαδέρφη: > ξαδέρφι > οικογενειακά

ξαδέρφι: > ξαδέρφι > οικογενειακά

ξαδερφοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

ξάδερφος: > ξαδέρφι > οικογενειακά

ξαερό: > άνεμος > καιρικά

ξαίθρα: > δάσος > τοπογραφικά

ξαίνω: > λανάρα > της βοσκής

ξαλαφρωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξαλοιφή: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

ξαμαρτώνω: > αρματώνω > αρμενίσματα

ξαμολώ: > ξαμολώ > αρμενίσματα

ξαμώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

ξαναθηκαρώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξανακυλίζω: ξανασκάφτω το χωράφι > ξανακυλώ > του χωραφιού

ξανακύλισμα: > ξανακυλώ > του χωραφιού

ξανακυλώ: > ξανακυλώ > του χωραφιού

ξαναμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ξαναμωραίνουμαι: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαναμώραμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαναμωραμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαναπετσώνω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

ξαναρέματα (τα): > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

ξανάρτυγο: > φαγί > του φαγιού

ξανέμισμα: > λιχμίζω > του χωραφιού

ξανεμιστήρι: για το λίχμισμα > ξανεμιστήρι > του χωραφιού

ξάνθημα: > ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξάνθισμα: > ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξανθός: > κίτρινος > του ζουγράφου

ξανθός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ξανθός: > χρυσός > του ζουγράφου

ξανθότριχος: για ζώα > άσπρος > του ζουγράφου

ξανοίγει: > καιρός > καιρικά

ξάνοιγμα: > δάσος > τοπογραφικά

ξανοιγμένο: ξανοιγμένο μέρος μέσα στο δάσος > δάσος > τοπογραφικά

ξάνοιξη: > καλοκαιριά > καιρικά

ξανοιχτικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξάντης: > λανάρα > της βοσκής

ξαντική: > λανάρα > της βοσκής

ξαντό: > ξαντό > γιατρικά

ξάντρα: > λανάρα > της βοσκής

ξαπλωτήρα: > καναπές > του σπιτικού

ξαπλωτήρι: για να βαστάει το πανί τεντωμένο ως που να στεγνώσει > ξαπλωτήρι > του βαφιά

ξαρέσκια: > μεζελίκια > του φαγιού

ξάρθρωμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξάρια: > δάσος > τοπογραφικά

ξάριο: > δάσος > τοπογραφικά

ξάρμενο: > καράβι > καράβια

ξαρμπορίζω: > αρματώνω > αρμενίσματα

ξάρτι: > σκοινιά > του καραβιού

ξάρτια: > σκοινιά > του καραβιού

ξαρωστικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξασιά: > λανάρα > της βοσκής

ξάσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξάσιμο: > λανάρα > της βοσκής

ξασπρίζει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξασπριλιάρης: > άσπρος > του ζουγράφου

ξασπριλιάρικος: > άσπρος > του ζουγράφου

ξαστερέβει: > καιρός > καιρικά

ξαστέρι: > αστερισμοί > αστρικά

ξαστεριά: > άστρο > αστρικά

ξαστεριά: > καλοκαιριά > καιρικά

ξάστερο: > αστερισμοί > αστρικά

ξάστερο: > δροσιά > καιρικά

ξαστεροσύνη: > άστρο > αστρικά

ξαστεροσύνη: > καλοκαιριά > καιρικά

ξαστερώνει: > καιρός > καιρικά

ξάστρα: > λανάρα > της βοσκής

ξάστρα: δουλέφτρα που ξαίνει > ξάστρα > του αργαλιού και της ρόκας

ξαστράχωτος: > αστράχι > του χτίστη

ξαστρίζω: > αστρονομίζω > δαιμονικά

ξαφεγγαριά: αφέγγαρη νύχτα > φεγγάρι > αστρικά

ξαφνικό: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξαφρίζει: > ψωμί > του φαγιού

ξαφριστήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

ξαφτέρουγο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ξαχρίζω: ξωπαίρνω τις άκρες του βιβλίου (το λένε μάλιστα για βιβλία που τους κόβουν τα φύλλα χωρίς να τα πολυσιάζουν και να τα γυαλίζουν) > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

ξεβαβουλιάζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεβαβουλιάζω: τις σβούρες του μπαμπακιού > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεβασκαίνω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεβασκαμός: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεβασκάνω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεβασκάστρα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξεβάσκεμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεβάφει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξεβιδώθηκε: ξεβιδώθηκε μια βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεβλασταρώνω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεβλαστίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

ξεβλογιάρης: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεβλογιάσματα: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεβοτανίζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεβούνιασμα: ξεβούνιασμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ξεβούνισμα: εκεί που αποσώνεται η κορυφογραμμή, που τελειώνει το βουνό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ξεβραχιάζω: βγάζω πρόβατο ή γίδι από τα κατσάβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής

ξεβυζαίνω: > αποκόφτω > βιολογικά

ξεγγασρώνουμαι: > γεννώ > βιολογικά

ξεγγαστρώνω: > μαμή > βιολογικά

ξέγδαρμα: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγδέρνω: > γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξεγδέρνω: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγδράρσιμο: > ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγεννητής: > γιατρός > γιατρικά

ξεγεννήτρα: > μαμή > βιολογικά

ξεγεννώ: > μαμή > βιολογικά

ξεγλίστρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

ξέγναντο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξεγόφιασμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεγύμνωτο: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεγυρίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

ξεγυριστάρι: πριόνι για τόρνεμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξεδάσωμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεδασώνω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεδοντιάζω: > δόντι > όργανα

ξεδοντιάρης: > δόντι > όργανα

ξεδοντισμένος: > δόντι > όργανα

ξεδοντιστήρι: > δόντι > όργανα

ξεδοντιστήρι: > χελάλι > του μαγεριού

ξεδοντιστής: > δόντι > όργανα

ξεδοντωτήρι: > χελάλι > του μαγεριού

ξεδόχι: > πατητήρι > του τρύγου

ξεζαρίζω: ξεζαρίζω το τυρόγαλο > τυροκομώ > της βοσκής

ξεζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξέθαμπα: ύστερα από την αυγή > αβγή > αστρικά

ξεθερμίζω: πλένω τα πιάτα με ζεστό νερό > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεθερμίστρα: > ξεθερμίστρα > του μαγεριού

ξεθηκαρώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεθυμαίνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξεθυμάσματα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεθυμασμένο: > κρασί > του φαγιού

ξεθωριάζει: > το χρώμα > του ζουγράφου

ξέθωρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

ξείδα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξειδακιά: > τρουσί > του φαγιού

ξειδάς: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξειδερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξειδί: > κόκκινος > του ζουγράφου

ξείδι: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξείδι: > ξείδι > του φαγιού

ξειδοβάρελο: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξειδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ξειδόλαδο: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξειδόμαβρο: βαφή από σιδερόσκονη και ξείδι > είδη βαφών > του βαφιά

ξειδοπουλητής: > ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξεϊδρώνω: > ίδρωτας > φυσιολογικά

ξεκαβαλικέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεκαθίζω: σηκώνω το καράβι > καθίζω > αρμενίσματα

ξεκακίζει: > καιρός > καιρικά

ξεκαλόκαιρα: αφού περάσει το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

ξεκαλοκαιριάζω: περνώ το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

ξεκαλοκαιριό: > ξεκαλοκαιριό > της βοσκής

ξεκαλοκαιριό: το μέρος όπου καλοκαιριάζει κανείς > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

ξεκαμπίζω: βγάζω το αγρίμι από τη φωλιά του | βγαίνω από δυσκολία > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεκάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεκάπουλα (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

ξεκαρκαδιάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκαρυδίζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεκαρυδίζω: > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεκαρυδώνω: > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεκάρφωμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκάταρτο: > καράβι > καράβια

ξεκλαρίζω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεκλαρίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

ξεκοτσάρω: > ξεκοτσάρω > αρμενίσματα

ξεκουμπίζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεκουρβουλώνω: ξεριζώνω τα κούρβουλα του αμπελιού > ξεριζώνω > του χωραφιού

ξεκουρκουτιάζουμαι: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουρκούτιασμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουρκουτιασμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουτιάρης: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκούτιασμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουφαίνω: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκούφαμα: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουφαμός: > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεκουφίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξέκοψε: ξέκοψε η βροχή > βροχή > καιρικά

ξελαγιάζω: ξελαγιάζω λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξελαγιασμένος: ξελαγιασμένος λαγός > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξελακκίζω: > σαλαγώ > της βοσκής

ξελακκίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξελακκουδίζω: σκάφτω λάκκο γύρω σε δέντρο > σκάφτω > του χωραφιού

ξελακκώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξελαργάρω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

ξελεχωνιάζω: > μαμή > βιολογικά

ξελιμπάρισμα: ξελιμπάρισμα του σφουγγαριού > βουτηχτής > αρμενίσματα

ξελογγιάζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξελογγώνω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξελογιάζουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξελόγιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξελογιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμαγγανίζω: > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεμαγέβω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεμάγεμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεμανίκωτος: > μανίκι > ραφτικά

ξεμασκαλίδι: κλαδί που το κόβουν από δέντρο για φύτεμα > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

ξεμασκαλίδι: κομένο κλαδί > κλαδί > φυτολογικά

ξεμασκαλίζω: > κλαδέβω > του χωραφιού

ξεμασκαλίζω: > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

ξεμασκλάρα: > κλαδί > φυτολογικά

ξεματιάζω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξεμάτιασμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξεματίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεματίζω: > ξεματίζω > του χωραφιού

ξεματώνω: > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμβραίνουμαι: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμεριάζουμαι: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεμεσημεριάζω: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

ξεμεσημέριασμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

ξεμιγιάζουν: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ξεμόνι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ξεμόνι: > χτήμα > του χωραφιού

ξεμούρλιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμπαμπακίζω: > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού

ξεμπαμπακίζω: μαζέβω τα βαβούλια του μπαμπακιού από την μπαμπακιά > μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας

ξεμπουρίζει: με ξεμπουρίζει = με βγάζει ο άνεμος από το δρόμο μου, με ξορίζει > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεμπουρίζω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεμπρατσώνω: > ψαρέβω > της ψαρικής

ξεμυαλισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμυαλισμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμυξιάζουμαι: βγάζω τη μύξα μου | σκουπίζω τη μύτη μου > μύξα > φυσιολογικά

ξεμυτίζει: > ο ήλιος > αστρικά

ξεμώραμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμωραμένος: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεμωρουδιάς: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξενερίζω: βγάζω το ψάρι από το νερό > ψαρέβω > της ψαρικής

ξενεριστήρι: > κανάλι > του χτίστη

ξενεριστήρι: > λαγούμι > του χτίστη

ξενερώνω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξενοδοχείο: > ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξενοδόχος: > ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξενομώ: βγάζω από τη βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

ξενόφρενος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξενοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

ξενυχτώ: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξέξασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

ξεπαγιάζει: > το κρύο > καιρικά

ξεπαγιάζουν: τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπάγιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

ξεπάγιασμα: > πάγος > καιρικά

ξεπάγιασμα: > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπάγωμα: το λιώσιμο του πάγου > πάγος > καιρικά

ξεπαντρεμένη: χωρισμένη > χήρα > οικογενειακά

ξεπαντρεμένος: > χωρισμένος > οικογενειακά

ξεπαπαδέβω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξεπαράλυμα: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπαραχώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεπατώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεπεζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεπειρίζω: ανοίγω τον πείρο > βαρέλι > του τρύγου

ξεπελαγίζω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

ξεπερνώ: ξεπερνώ βελόνα > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεπεταρούδι: > πεταρούδι > πουλολογικά

ξεπετάω: ξεπετάω πέρδικα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεπετρίζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεπέφτω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξεπλατιάζουμαι: ξεπλατιάζουμαι στο κουπί > λάμνω > αρμενίσματα

ξεπλάτιασμα: > ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεπνέωμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ξεπνέωσαν: > άλογο > θηλαστικά

ξεπονετικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξεπόρτι: βαλβίδα (φτιασμένη λέξη) > ξεπόρτι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ξέπορτο: > πόρτα > του χτίστη

ξέπορτο: > πόρτα > του χτίστη

ξεπουλιασμένο: > αβγό > πουλολογικά

ξεπουντουλωμός: > κακοκαιριά > καιρικά

ξεπουπουλιάζουν: βγαίνουν τα κλωσσόπουλα από τ' αβγά > ξεπουπουλιάζουν > πουλολογικά

ξέρα: > αναβροχιά > καιρικά

ξέρα: ύφαλος > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού

ξεράβω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεραγκαθιά: > αγκάθι > φυτολογικά

ξεράδι: > κλαδί > φυτολογικά

ξεράθηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

ξεραΐλα: > αναβροχιά > καιρικά

ξεράκι: > κλαδί > φυτολογικά

ξέραμα: > αναβροχιά > καιρικά

ξεραμάρα: > αναβροχιά > καιρικά

ξερασιά: > αναβροχιά > καιρικά

ξερασία: > αναβροχιά > καιρικά

ξέρασμα: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεραστικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξερασώνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξερατί: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξερατικό: > γιατρικό > γιατρικά

ξερατό: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεραχαμνίζουμαι: > χασμούρημα > φυσιολογικά

ξεραχάμνισμα: > χασμούρημα > φυσιολογικά

ξεραχνιάρα: > σκούπα > του σπιτικού

ξέρη: > αναβροχιά > καιρικά

ξεριά: ξερή στεριά απάνω στη θάλασσα > στεριά > της θάλασσας και του καιρού

ξεριάς: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεριάς: το μέρος του ποταμού που δεν το βρέχει το ρέμα > ποτάμι > τοπογραφικά

ξεριζώνω: > ξεριζώνω > του χωραφιού

ξερικό: > χωράφι > του χωραφιού

ξερνοβολώ: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξερνώ: > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξερό: > ψωμί > του φαγιού

ξεροβήχω: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεροβόρι: > βορίσματα > καιρικά

ξεροβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ξερόβραχος: > πέτρα > πέτρες

ξερόβρυση: > βρύση > του χωραφιού

ξερόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

ξερόκαβος: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

ξεροκαιριά: > αναβροχιά > καιρικά

ξεροκαίρια (τα): > αναβροχιά > καιρικά

ξεροκάμπι: > κάμπος > τοπογραφικά

ξεροκαμπιά: > κάμπος > τοπογραφικά

ξεροκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

ξερόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

ξερόκλωνο: > κλαδί > φυτολογικά

ξεροκόματο: > ψωμί > του φαγιού

ξεροκουκίζω (κομπολόγι): > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ξεροκοφινάς: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ξερολάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

ξερολίθι: > πέτρα > πέτρες

ξερολίθι: > φράχτης > του χωραφιού

ξερολιθιά: > πέτρα > πέτρες

ξερολιθιά: > φράχτης > του χωραφιού

ξερόμαντρα: > μάντρα > της βοσκής

ξερομαχιάζω: από αναβροχιά > καλιεργώ > του χωραφιού

ξερομαχιάζω: υποφέρω από ξεραΐλα > αναβροχιά > καιρικά

ξερομπούκουνο: > ψωμί > του φαγιού

ξερονήσι: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

ξερόνησο: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

ξερόνι: > κλαδί > φυτολογικά

ξερονόμι: > βοσκή > της βοσκής

ξεροπαγιά: > πάγος > καιρικά

ξεροπαγωνιά: > πάγος > καιρικά

ξερόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ξεροπέτρι: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

ξεροπέτρι: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεροπέτρι: > πέτρα > πέτρες

ξεροπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

ξεροπίσσι: > κατραμίζω > του σκαριού

ξεροποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

ξεροπόταμο: > ποτάμι > τοπογραφικά

ξερόρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

ξερορεματιά: > ρέμα > τοπογραφικά

ξεροτηγανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεροτήγανο: > ζυμαρικά > του φαγιού

ξεροτόπι: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

ξεροτόπι: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεροτοπιά: > ξεροτόπι > τοπογραφικά

ξεροτριχιά: > φράχτης > του χωραφιού

ξεροτρόχαλος: > πέτρα > πέτρες

ξεροτρόχαλος: > φράχτης > του χωραφιού

ξεροτύρι: > τυρί > του φαγιού

ξεροφαγία: > φαγί > του φαγιού

ξεροχτάποδο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ξερωγίζω: μαδώ τις ρώγες από το τσαμπί > ξερωγίζω > του τρύγου

ξεσαμαρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεσελώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξεσκαλίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεσκαρίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

ξεσκαρίζω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξεσκάφτω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξέσκεπο: ανοιχτός τόπος όπου δεν μπορείς να κρυφτείς > ξέσκεπο > τοπογραφικά

ξεσκονόπανα: > πατσαβούρα > ρούχα

ξεσκονόπανο: > πατσαβούρα > του σπιτικού

ξεσκουρδουλιάζω: γιατρέβω την πανούκλα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

ξεσκουρδουλιασμένος: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεσμαρίζουν: ξεσμαρίζουν οι μέλισες > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ξεσμαρώνω: βγάζω τα σμάρια, τ' απολνώ > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

ξεσπαθώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεσπιτώνω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξέστα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξεστάβρωμα: το πέρασμα από τη μια στην άλλη μεριά του δρόμου > ξεστάβρωμα > τοπογραφικά

ξεσταλαματιάζει: > βροχή > καιρικά

ξεσταλίζω: > σταλίζω > της βοσκής

ξεστεφάνωτη: > ανύπαντρη > οικογενειακά

ξεστεφάνωτος: > ανύπαντρος > οικογενειακά

ξέστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

ξεστρεματίζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεστρινιάρω: ξεστρίβω την καδένα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού

ξέστριψε: του ξέστριψε > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεστρίψιμο: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεσφεντονίζω: > σφεντόνα > του πολεμιστή

ξετιμητής: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξετρελαίνουμε: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξετρέλαμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξετρελαμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξετρελαμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξέτριχος: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεφαίνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξέφαντο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξεφάντωμα: > πρόγεμα > του φαγιού

ξεφεγγαρίζει: βγαίνει το φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά

ξεφεγγαρώνει: > φεγγάρι > αστρικά

ξεφέγει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

ξεφηκαρώνω: > σπαθί > του πολεμιστή

ξεφλουδίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

ξεφλουδίζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

ξεφλουδίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεφουρνίζω: > φούρνος > του μαγεριού

ξέφραγο: > χωράφι > του χωραφιού

ξεφρένιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεφρενιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξεφτέρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ξεφτέρι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

ξέφτια: τα δόντια του κλειδιού > κλειδαριά > του χτίστη

ξεφτίζω: αποτελειώνω το φάσιμο > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξεφτώ: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξεφύτρωμα: > φυτιά > φυτολογικά

ξεφωλιάζω: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ξέφωτο: > αγνάντιο > τοπογραφικά

ξέφωτο: > δάσος > τοπογραφικά

ξέφωτο: > ήλιος > αστρικά

ξεχαλίζω: > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

ξεχειλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξεχειμαδιάζω: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχειμαδιό: > χειμαδιό > της βοσκής

ξεχειμαδιό: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχειμάζω: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχειμωνιάζω: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

ξεχερσέβω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεχέρσωμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεχερσώνω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ξεχινοπωριό: > χειμαδιό > της βοσκής

ξεχιόνισαν: ξεχιόνισαν τα βουνά = έλιωσαν τα χιόνια τους > χιόνι > καιρικά

ξέχιονο: τόπος καθαρισμένος από χιόνι ή όπου δεν έπιασε χιόνι > ξέχιονο > τοπογραφικά

ξεχορταριάζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτάριασμα: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτιάζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτίζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχορτίζω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ξεχύνεται: > το πανί > αρμενίσματα

ξεχυτό: στέγασμα ανοιχτό από τις τρεις μεριές > στεγάδι > του χτίστη

ξεχωνιάζω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξεχώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

ξέχωρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

ξεχωρίτης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξέχωστο: > παπούτσι > του παπουτσή

ξεψαρίζω: βγάζω τα ψάρια από το δίχτυ > ψαρέβω > της ψαρικής

ξεψαχνίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξεψωριάζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

ξήλιο: > ήλιος > αστρικά

ξηλώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ξημέρωμα: > αβγή > αστρικά

ξημερώνει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

ξηχίζω: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξήχισμα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξηχισμάρα: > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξιδομύτα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

ξίνα: > τυρί > του φαγιού

ξινήθρα: > λαχανικά > του φαγιού

ξινίλα: > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξινόγαλα: > γάλα > της βοσκής

ξινογαλάς: > γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξινόγαλο: ξεβουτυρωμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

ξινόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

ξινόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ξινόμηλο: > μήλο > του φαγιού

ξιφάρι: > σπαθί > του πολεμιστή

ξιφαριά: > σπαθί > του πολεμιστή

ξιφιός: Xiphias gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας

ξόβεργα: > ξόβεργα > του κυνηγού

ξόδι: > κηδεία > οικογενειακά

ξομματιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ξομολόγηση: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ξομολογητήρι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

ξομολογώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξόμπλι: > κέντημα > ραφτικά

ξόμπλι: > φυλαχτό > δαιμονικά

ξομπλιαστές: ξομπλιαστές βελονιές (στο χέρι) > βελονιές > ραφτικά

ξομπλιαστό: κέντημα που γίνεται μετρώντας τις κλωστές > κέντημα > ραφτικά

ξόρκια: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκίζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ξορκίζω: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξόρκισμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ξόρκισμα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκίσματα: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκισμένη: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξορκισμένος: > διάβολος > δαιμονικά

ξορκισμός: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκιστής: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξορκίστρα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξορκολόγια: > ξόρκια > δαιμονικά

ξορκολογίστρα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξορκολογώ: > ξορκίζω > δαιμονικά

ξουλιάστρα: το κάθισμα όπου βάζουν τη γυναίκα για να βοηθήσουν τη γέννα > τσουλήθρα > βιολογικά

ξούνα: > παιδιών > παιγνίδια

ξουραφίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξουρίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξουφόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

ξόφα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

ξοφόρι: > πανιά > πανιά

ξοχάρης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξοχίτης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξύγκι: > πάχος > ανατομικά κατατόπια

ξύγκι: > σφαχτό > του φαγιού

ξύγκι: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ξυγκιά: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ξύγκλα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

ξύλα: > ξύλα > του μαραγκού

ξυλάγκαθο: > βουκέντρι > της βοσκής

ξυλαγκυλίζω: > βουκέντρι > της βοσκής

ξυλάδικο: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλάκι: > χελάλι > του μαγεριού

ξυλαλό: > ξύλα > του μαραγκού

ξυλάνθρωπος: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

ξυλάρι: σανιδάκι > σανίδι > του χτίστη

ξυλάρμενα: δίχως πανιά > αρμενισιά > αρμενίσματα

ξυλάρμενο: δίχως πανιά > καράβι > καράβια

ξυλαρμογή: το μέρος όπου αρμόζουνται δυο ξύλα ή σανίδια > ξυλαρμογή > του μαραγκού

ξυλάς: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλάς: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλάς: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλιάζει: > το κρύο > καιρικά

ξύλιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

ξύλιασμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυλίκι: > πλύση > του σπιτικού

ξύλο: > δέντρο > φυτολογικά

ξύλο: > καράβι > καράβια

ξύλο με κύματα: νέβρα κυματιστά > το ξύλο είναι > του μαραγκού

ξυλογαϊδάρα: > σκαλωσιά > του χτίστη

ξυλογέφυρο: > γιοφύρι > του χτίστη

ξυλόδεμα: τραβέρσα > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

ξυλοδεσιά: > σκαλωσιά > του χτίστη

ξυλοδουλευτής: > μαραγκός > του μαραγκού

ξυλοθημωνιά: > θημονιάζω > του χωραφιού

ξυλοθημωνιά: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλοκάλιγο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

ξυλοκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

ξυλοκαναπές: > καναπές > του σπιτικού

ξυλοκάρφι: > καρφολογιά > του μαραγκού

ξυλοκάρφια: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ξυλόκαρφο: > καρφολογιά > του μαραγκού

ξυλόκατα: > δοκάνι > του κυνηγού

ξυλοκόβω: > ξυλοκόβω > του χωραφιού

ξυλοκόκοτος: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

ξυλόκολα: > κόλα > του μαραγκού

ξυλοκόπος: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλοκοπώ: > ξυλοκόβω > του χωραφιού

ξυλόκοτα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

ξυλοκουτάλα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

ξυλόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ξυλοκρέβατο: > κρεβάτι > του σπιτικού

ξυλοκρέβατο: > νεκροκρέβατο > οικογενειακά

ξυλοπάζαρο: > ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ξυλοπετεινός: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

ξυλοπινάκα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ξυλοπόδαρο: > δεκανίκι > γιατρικά

ξυλόπροκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

ξυλόπροκες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ξυλόρνιθα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

ξυλοσήμαντρο: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

ξυλόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

ξυλοσκαλιστής: > μαραγκός > του μαραγκού

ξυλοσκίστης: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλοσουγιάς: > μαχαίρι > του πολεμιστή

ξυλόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

ξυλοστέφανο: > βαρέλι > του τρύγου

ξυλόσφυρο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξυλότοιχος: > τοίχος > του χτίστη

ξυλοτόμος: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ξυλουργική: > μαραγκοσύνη > του μαραγκού

ξυλουργός: > μαραγκός > του μαραγκού

ξυλοφάγος: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξυλοφάγος: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

ξυλοφάς: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξυλοφάς: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

ξυλοχάλαση: > κακοκαιριά > καιρικά

ξυλοχούλιαρο: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

ξυλόχτενα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

ξύλωμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυμονή: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυπαστήρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

ξύπαστρο: > σκιάχτρο > του χωραφιού

ξυπνητήρι: > ρολόι > του σπιτικού

ξύπνος: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξύπνος: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξυπνώ: > αγρύπνια > φυσιολογικά

ξυρύχι: καπνιστή μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ξυρύχια: > σταφύλια > του φαγιού

ξυσμάρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυσούρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξυστήρι: > ξύστης > του μαγεριού

ξύστης: > ξύστης > του μαγεριού

ξυστό: > γλυκά > του φαγιού

ξύστρα: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

ξύστρα: > ξύστης > του μαγεριού

ξύστρα: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξύστρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ξύστρα: > τσουγγριά > του χωραφιού

ξυστρί: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξυστρίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξύστρισμα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

ξύστρο: > ξύστης > του μαγεριού

ξύστρο: > τσουγγριά > του χωραφιού

ξύφαση: το τέλος του φάσιμου > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

ξωθιά: > νεράιδα > δαιμονικά

ξώκαστρο: > κάστρο > του χτίστη

ξώκαστρο: > χώρα > τοπογραφικά

ξώκλαδα: > κλαδί > φυτολογικά

ξωκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ξωλοίμικο: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξωμάχι: > χτήμα > του χωραφιού

ξωμάχος: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξώμερο: > ξώμερο > τοπογραφικά

ξωμονιάρης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξωνέρια: > νεράιδα > δαιμονικά

ξώπαρμα: > μάγεμα > δαιμονικά

ξωπαρμένος: > μαγεμένος > δαιμονικά

ξώπετσο: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

ξώπορτα: > πόρτα > του χτίστη

ξώραφο: με φαρδιά τσιμούσα > παπούτσι > του παπουτσή

ξωριάζω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

ξώστεγο: > μέρη της στέγης > του χτίστη

ξωτάρης: > ξωμάχος > του χωραφιού

ξωτάρισα: > ξορκιστής > δαιμονικά

ξώτι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

ξωτικά: > νεράιδα > δαιμονικά

ξωτική: > νεράιδα > δαιμονικά

ξωτικό: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ξωτσίμπιδος: με τις τσιμπίδες όξω βγαλμένες έτοιμες να τσιμπήσουν > ανατομικά > ψαρολογικά

ξώφεγγα: στη χάση > φεγγάρι > αστρικά

ξωφόρι: > ρούχα > ρούχα

ξωφύλλα: > χαρτιά > παιγνίδια

ξωχεριάζω: > πλεβρώνω > του πολεμιστή

ξωχώρα: > ξώμερο > τοπογραφικά

ξωχώραφα: > χωράφι > του χωραφιού

οβορός: > βουκολιό > της βοσκής

όγκος: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όγκωμα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όγκωση: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ογρή: ογρή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

οδηγάτορας: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγητής: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγήτρα: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγός: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

οδηγός: > στοιχιό > δαιμονικά

οδογάτσι: ξύλο της αλόης > ξύλα > του μαραγκού

οικογένεια: > οικογένεια > οικογενειακά

οικογενειάρχης: > παντρεμένος > οικογενειακά

οικοδομή: > χτίριο > του χτίστη

οιστρίγκα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

οκαρίνα: > οκαρίνα > του μουσικού

όκια: > άγκυρα > του καραβιού

όκιο: η τρύπα της πλώρης όπου περνά η αλλυσίδα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού

ολάργυρος: > ασημένιος > του ζουγράφου

ολάρμενο: > καράβι > καράβια

ολημερίς: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ολιγοζώητε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

ολόασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

ολογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

ολοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ολόλεφκος: > άσπρος > του ζουγράφου

ολόμαβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

ολομερινός: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ολόξανθος: > χρυσός > του ζουγράφου

ολοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

ολόσταχτος: > σταχτής > του ζουγράφου

ολούκι: > κανάλι > του χτίστη

ολοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

ολοφέγγαρο: > φεγγάρι > αστρικά

ολοχρονίς: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

ολόχρυσος: > χρυσός > του ζουγράφου

ομαλά (τα): > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομάλι: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομαλιά: > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομάλια: ομαλό μέρος > ίσιωμα > τοπογραφικά

ομελέτα: > αβγά > του φαγιού

ομπλή: > πάτημα > του κυνηγού

ομπροδέχτης: > στέρνα > του χωραφιού

ομπρόλακκος: > στέρνα > του χωραφιού

όμπρος: > βροχή > καιρικά

ομπυάζω: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ομπυάρης: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όμπυασμα: > έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ονειρέβουμαι: > όνειρο > φυσιολογικά

ονειριάζω: > όνειρο > φυσιολογικά

ονείριασμα: > όνειρο > φυσιολογικά

όνειρο: > όνειρο > φυσιολογικά

ονιθοτυφλιά: νυκταλωπία > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όνισα: Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά

οξιά: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

οξούζι: Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας

οξύγκλα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

όξω: όξω από δω > διάβολος > δαιμονικά

όξω: όξω από δω > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

οξωμονάστηρο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

οπαλένιος: > οπάλι > πετράδια

οπάλι: > οπάλι > πετράδια

οπάλινος: > οπάλι > πετράδια

όπλα: > άρματα > του πολεμιστή

οπλιά: > αστερισμοί > αστρικά

όραμα: > όραση > φυσιολογικά

οράριο: στενόμακρο άμφιο με σταβρούς κρεμασμένο στον ώμο του διάκου > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

όραση: > όραση > φυσιολογικά

ορασιά: > όραση > φυσιολογικά

όργανα: > όργανα > του μουσικού

οργανάκια: > όργανα > του μουσικού

οργανέτο: > οργανέτο > του μουσικού

οργανοπαίχτης: > μουσικός > του μουσικού

οργισμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

όργο: γραμμή του χωραφιού για να σκαφτεί > χωράφι > του χωραφιού

όργο: γραμμή χορταριού ή σιταριού κομένη με το δρεπάνι > θερίζω > του χωραφιού

οργός (ο): > οργώνω > του χωραφιού

οργοτόμος: > γεωργός > του χωραφιού

οργυάκι: > ρυάκι > τοπογραφικά

όργωμα: > οργώνω > του χωραφιού

οργώνω: > οργώνω > του χωραφιού

ορδί: > στρατός > του πολεμιστή

ορδινάς: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

ορδινιάζω: παρατάσσω > στρατός > του πολεμιστή

ορθάρι: > πόρτα > του χτίστη

ορθοβύζα: > βυζί > όργανα

ορθόβυζη: > βυζί > όργανα

ορθόγκρεμος: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ορθοκατουρίστρα: βρισιά > κάτουρο > φυσιολογικά

ορθοκατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

ορθολίθι: > πέτρα > πέτρες

ορθοπλωρίζω: > ορτσάρω > αρμενίσματα

ορθόπλωρο: > καράβι > καράβια

όρθος: > αβγή > αστρικά

ορίζοντας: > περίγυρα > τοπογραφικά

όρκυνο: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

όρκωνας: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

ορμιά: > ορμίδι > της ψαρικής

ορμίδι: > ορμίδι > της ψαρικής

ορνέκι: > μόστρα > ραφτικά

ορνιάζω: βάζω αρμαθιές ορνιούς απάνω στη θηλυκιά συκιά για να δέσει > ορνιάζω > του χωραφιού

όρνιθα: > κότα > πουλολογικά

όρνιθα: > πετεινός > πουλιά

ορνιθαριό: > κοτέτσι > του χτίστη

ορνίθι: > πετεινός > πουλιά

ορνιθόκωλος: αρώστια στο πρόσωπο > ορνιθόκωλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ορνιθοπούλι: > πετεινός > πουλιά

ορνιθοσκαλίδα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

ορνιθόψειρα: > στις κότες > αρώστιες ζώων

όρνιο: > γύπας > πουλιά

ορνός: > σύκα > του φαγιού

ορνός: σύκα από ρινιό για να καρπίσει η ήμερη συκιά > καρπός > φυτολογικά

οροθέσι: > σταλίκι > του χωραφιού

ορός: > τυρόγαλα > της βοσκής

όρος: > βουνό > τοπογραφικά

οροφή: > στέγη > του χτίστη

ορτζελί: σκούρο βισινί > κόκκινος > του ζουγράφου

όρτσα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

όρτσα: βαστώ τα όρτσα > ορτσάρω > αρμενίσματα

όρτσα: όρτσα λαμπάντα > αρμενισιά > αρμενίσματα

όρτσα λαμπάντα: > λαμπάντα > αρμενίσματα

ορτσάρω: > ορτσάρω > αρμενίσματα

ορτύκι: Coturnix coturnix > ορτύκι > πουλιά

ορτυκολόγος: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

ορτυκομάνα: Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά

ορτυκοσούρης: Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά

ορφανοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ορφανοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ορφανός: > ορφανός > οικογενειακά

ορφός: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

οσκρός: το κεντρί της σφήγκας > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

οσμίζεται: το σκυλί οσμίζεται > σκύλος > του κυνηγού

όσμιση: > όσμιση > φυσιολογικά

όσπρια: > λαχανικά > του φαγιού

όστια: > γραφικά > του σπιτικού

οστρακιά: > σκαρλίτα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

οστρέχα: > κανάλι > του χτίστη

οστρέχα: > μέρη της στέγης > του χτίστη

όστρια: > άνεμος > καιρικά

οστριασιρόκος: > άνεμος > καιρικά

οστριογάρμπης: > άνεμος > καιρικά

οτρά: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

ουβίρα: τρύπα κοντά στο ποτάμι γεμάτη νερό > ποτάμι > τοπογραφικά

ούγαινα: Charax > ούγαινα > ψάρια της θάλασσας

ούγαινα: Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά

ούγια: > ούγια > ραφτικά

ουγλί: Alburnus lucidus > ουγλί > ψάρια του γλυκού νερού

ούζο: > κρασί > του φαγιού

ουρά: > κοτσάνι > φυτολογικά

ουρά: κοντά στην ουρά > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

ουρανής: > γαλανός > του ζουγράφου

ουρανί: > γαλανός > του ζουγράφου

ουρανιά: > θόλος > του χτίστη

ουρανιά: > στέγη > του χτίστη

ουρανίσκος: > στόμα > όργανα

ουρανογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

ουρανοδόξαρο: > δόξα > καιρικά

ουρανοθέμελα: τα πέρατα του ορίζοντα > ουρανός > καιρικά

ουρανοπάλατο: > παλάτι > του χτίστη

ουρανός: > ουρανός > καιρικά

ουρανόχρωμα: > γαλανός > του ζουγράφου

ουριάζω: > κλουβιάζω > πουλολογικά

ουριασμένο: > αβγό > πουλολογικά

ούριο: > αβγό > πουλολογικά

ουρουντίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ουρούντισμα: > μπάλωμα > ραφτικά

ούστρα: άγουρο γέννημα > καρπός > φυτολογικά

όφια: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

όφιος: ophidia > φίδι > σερπετά

όφιος: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

όχεντρα: > οχιά > σερπετά

οχιά: Vipera berus > οχιά > σερπετά

όχτα: > ποτάμι > τοπογραφικά

οχτάς: > τετράς > του καραβιού

οχτιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

όχτικας: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όχτικας: εκτικός πυρετός > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όχτος: > ποτάμι > τοπογραφικά

οχτροφοβία: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

Οχτώβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

οχτωήχι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

οψιάζει: οψιάζει η πληγή = κάνει όψη > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

όψιμα: > φρούτα > του φαγιού

οψιμιά: > καρπός > φυτολογικά

όψιμο: > καρπός > φυτολογικά

πάβλοι: > σταφύλια > του φαγιού

παγάδα: > κρύο > καιρικά

παγανά: > πειρασματικά > δαιμονικά

πάγανα: > πειρασματικά > δαιμονικά

παγανή: παγανή φορεσιά = το αντίθετο της στολής > φόρεμα > ρούχα

παγανιά: για τα γαλάρια πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

παγανίζω: ιχνηλατώ > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

παγανιστάδες: αφτοί που βγάζουν τ' αγρίμια από το δάσος με χτύπους και ξεφωνητά για να τα φέρουν να τα χτυπήσει ο κυνηγός > κυνηγός > του κυνηγού

παγανό: > μωρό > βιολογικά

παγί: > κλαβανή > του χτίστη

παγί: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

παγιάβλι: είδος φλάουτου > φλάουτο > του μουσικού

παγίδα: > δοκάνι > του κυνηγού

παγίδια: > παγίδια > κόκκαλα

παγίδια: > παγίδια > του καραβιού

παγκάρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

παγνιάζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

παγοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

παγόνα: Pavo cristatus > παγόνι > πουλιά

παγόνι: Pavo cristatus > παγόνι > πουλιά

πάγος: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πάγος: > πάγος > καιρικά

παγοστεριά: στους πόλους > πάγος > καιρικά

παγοτοπιά: μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένος πολύς πάγος > πάγος > καιρικά

παγότοπος: > πάγος > καιρικά

παγούρα: > κρύο > καιρικά

παγούρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

παγούρι: > παγούρι > της βοσκής

παγούρι: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πάγρα: > πάγος > καιρικά

πάγρα: υγρασία του χιονιού > χιόνι > καιρικά

πάγωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

παγώνει: > το κρύο > καιρικά

παγωνιά: > πάγος > καιρικά

παγωτό: > παγωτό > του φαγιού

παδία: > χημικά > μέταλλα και χημικά

πάδιο: > χημικά > μέταλλα και χημικά

παζαρίτης: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

παζαριώτες: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πάης: > πατέρας > οικογενειακά

παθαίνω: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παθολόγος: > γιατρός > γιατρικά

παιγνίδια (τα): > όργανα > του μουσικού

παιδαγγόνια: > αγγόνι > οικογενειακά

παιδάκι: > παιδί > οικογενειακά

παιδαρέλι: > παιδί > οικογενειακά

παίδαρος: > παιδί > οικογενειακά

παιδί: > παιδί > οικογενειακά

παιδόγγονα: > αγγόνι > οικογενειακά

παιδογεννώ: > γεννώ > βιολογικά

παιδοκομώ: > γεννώ > βιολογικά

παιδολόγι: > παιδί > οικογενειακά

παιδοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

παιδόπουλο: > παιδί > οικογενειακά

παιδοσπέρνω: > γεννώ > βιολογικά

παιδούλα: > κόρη > οικογενειακά

παιδούσα: > λεχώνα > βιολογικά

παιδώστρα: γυναίκα που έκανε πολλά παιδιά > λεχώνα > βιολογικά

παίρνει: παίρνει η μέρα > αβγή > αστρικά

παίρνω: παίρνω ένα αίμα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

παιχνιδιάρης: > μουσικός > του μουσικού

παιχνιδιάτορας: > μουσικός > του μουσικού

πάλα: > σπαθί > του πολεμιστή

παλαβάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβομάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβοσύνη: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλαβώνω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παλάγγι: > ζυγαριά > του μαγεριού

παλαγγιάζω: ισοροπώ τα βαρέλια πάνω στα παλάγγι (φαλάγγια = ξύλα για να μην κυλούν τα βαρέλια) > παλαγγιάζω > του τρύγου

παλάζι: Anas platyrhynchos | μικρά αγριόπαπια > αγριόπαπια > πουλιά

παλαμαρά: > αλέτρι > του χωραφιού

παλαμάρι: > σκοινιά > του καραβιού

παλάμη: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

παλαμίζω: καθαρίζω την καρίνα > παλαμίζω > του σκαριού

παλαμισιά: > παλαμίζω > του σκαριού

παλαμύδα: Thynnus brachypterus > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

παλάντσα: > ζυγαριά > του μαγεριού

παλάτι: > παλάτι > του χτίστη

παλέβω: παλέβω ψάρι (που είναι πιασμένο στη σύρτη) > ψαρέβω > της ψαρικής

πάλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

παλέτα: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

παλέτσα: > κρεβάτι > του σπιτικού

παληκάρι: > ανύπαντρος > οικογενειακά

παληκαριάτικα: δώρο χήρας σε παληκάρι πριν από το γάμο > μπροστιάσματα > οικογενειακά

παλιάγκα: > πουλιά λίμνης > πουλιά

παλιατζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

παλίκι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

παλιοβουλιός: σωρός πέτρες μουσκλιασμένες > πέτρα > πέτρες

παλιοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

παλιοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

παλιοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

παλιομονάστηρο: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

παλιόπαιδο: > παιδί > οικογενειακά

παλιοσίδερα: > σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

παλιοτούφεκο: > τουφέκι > του πολεμιστή

παλιοχρονίτης: που βαστά το παλιό μερολόγιο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

παλκόνι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

παλούκι: > σταλίκι > του χωραφιού

παλουκοδέτης: παλούκι όπου δένουν τα ζα > παλουκοδέτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

παλουκοκάφτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πάνα: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πάνα: > φούρνος > του μαγεριού

Παναγιά: καλέ Παναγιά μου > είδη χορών > χοροί

Παναγιάς: Megila maculata | της Παναγιάς > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια

πανάδα: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανάδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πανάς: > ράφτης > ραφτικά

πανένιος: > πανίτικος > πανιά

πανεπιστήμιο: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πανεράς: > κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πανί: > πανί > πανιά

πανί: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

πανί: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

πανιά: > πανιά > πανιά

πανιά: > πανιά > του καραβιού

πανιά: > στέκουμαι στα πανιά > αρμενίσματα

πανιάρα: > φούρνος > του μαγεριού

πάνιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

πανίζω: > φούρνος > του μαγεριού

πανικά: > πανί > πανιά

πάνινος: > πανίτικος > πανιά

πανιστής: > φούρνος > του μαγεριού

πανίστρα: > φούρνος > του μαγεριού

πάνιστρο: > φούρνος > του μαγεριού

πάνιστρο: πατσαβούρα για να καθαρίζουν το μέσα του κανονιού αφού ρίξει > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

πανίτικος: > πανίτικος > πανιά

πανόλακκας: > φούρνος > του μαγεριού

πανούκλα: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανουκλιάζω: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανουκλιάρης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πανουκλιασμένος: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παντελόνι: > βρακί > ρούχα

παντεσπάνι: > ζυμαρικά > του φαγιού

παντεσπάνια: > ζυμαρικά > του φαγιού

παντέχτι: χυτήρι για χρυσάφι > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

παντζάρια: > λαχανικά > του φαγιού

παντζαρσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

παντζέχρι: πέτρα που βρίσκεται στα στομάχια των μηρυκαστικών και που την είχαν άλλοτε για μαγικό αντίδοτο > παντζέχρι > πέτρες

παντζούρι: > λύχνος > του σπιτικού

παντζούρι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

παντιέρα: > παντιέρα > του καραβιού

παντούφλα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

παντούφλα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

παντρέβουμαι: > γάμος > οικογενειακά

παντρέβω: > γάμος > οικογενειακά

παντρεμένη: > παντρεμένος > οικογενειακά

παντρεμένος: > παντρεμένος > οικογενειακά

παντριά: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογήματα: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογήτρα: > προξενιά > οικογενειακά

παντρολογιούμαι: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογώ: > γάμος > οικογενειακά

παντρολογώ: > προξενιά > οικογενειακά

πανωβράκι: > βρακί > ρούχα

πανωκαλύμαφκο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

πανωκάπουλα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πανωκλίβανο: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

πανωκόρμι: > πανωκόρμι > ρούχα

πανώντυμα: > πανωφόρι > ρούχα

πανωπόρτι: το απάνω μέρος της πόρτας > πόρτα > του χτίστη

πανώστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

πανωστρατίς: > κατάστρατα > τοπογραφικά

πανωφόρι: > πανωφόρι > ρούχα

πανωφόρι: > πατατούκα > ρούχα

παξιμαδάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παξιμάδι: > ψωμί > του φαγιού

παξιμάδι: πλακωτό δαχτυλίδι περασμένο στη βίδα > βίδα > του μαραγκού

παξιμαδιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παοαδάκος: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

παπαδάκι: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαδιά: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαδιά: Putorius nivalis | κερά παπαδιά > νυφίτσα > θηλαστικά

παπαδιά: σύνεργο για να μαζώνουνε στ' αλώνια > αλώνι > του χωραφιού

παπαδική: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

παπαδίτσα: > παπαδίτσα > πουλιά

παπαδοπαίδι: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαδοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

παπαδοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

παπαδοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

παπαδόπουλο: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπάζι: η πατσαβούρα που σφουγγαρίζουν το κατάστρωμα > παπάζι > του καραβιού

παπάζι: στρογγυλό κομάτι πανιού στη μέση της σκούφιας > σκούφια > ρούχα

παπαλίνα: Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας

παπάρα: > ψωμί > του φαγιού

παπάρι: βάλανος > αρχίδι > όργανα

παπάς: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πάπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

παπαφίγγος: > πανιά > του καραβιού

παπί: Anatidae > πάπια > πουλιά

πάπια: Anatidae > πάπια > πουλιά

πάπλωμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

πάπλωμα: > παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παπλωματάδικο: > παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παπλωματάς: > παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παπλωματάς: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

πάπος: Anatidae > πάπια > πουλιά

πάπου: > παπούς > οικογενειακά

παπούδι: θαλασσινός σάλιαγκος > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

παπουλάκος: έτσι λεν και τους παπάδες > παπούς > οικογενειακά

παπούληδες: > γονιός > οικογενειακά

παπούλης: > παπούς > οικογενειακά

παπούς: > παπούς > οικογενειακά

πάπους: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

παπουτσάδικο: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

παπουτσής: > παπουτσής > του παπουτσή

παπούτσι: > παπούτσι > του παπουτσή

παραβάνι: > ανεμοσκεπή > του σπιτικού

παραβλαστάρι: > ρίζα > φυτολογικά

παραβλάσταρο: > ρίζα > φυτολογικά

παραβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

παραγάδι: > παραγάδι > της ψαρικής

παραγαδιάρης: > ψαράς > της ψαρικής

παραγαδιάρικο: > είδη καραβιών > καράβια

παράγγι: > σκοινιά > του καραβιού

παραγεμίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραγέμισμα: > γέμιση > του φαγιού

παραγιός: > παραπαίδι > οικογενειακά

παράγκα: > μπαράκα > του χτίστη

παραγκώνι: > τζάκι > του σπιτικού

παραγώνι: > τζάκι > του σπιτικού

παραδάγκαλο: > αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια

παραδάγκαλο: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

παράδαρμα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραδαρμένη: κωμικά > κοιλιά > όργανα

παραδαρμός: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραδέρνεται: > το πανί > αρμενίσματα

παραδέρφη: στενή φιλενάδα > αδέρφι > οικογενειακά

παραδικιός: > συγγενής > οικογενειακά

παραδολώνια: > πανιά > του καραβιού

παραζούζουλο: > αποριξίμι > βιολογικά

παραθαλάσσι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

παραθαλασσιά: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

παραθούρες: > φούρνος > του μαγεριού

παραθύρα: η χηβαδωτή τρύπα στον τοίχο για να βάζουν πράματα > μπατάρι > του χτίστη

παραθυράς: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

παραθύρι: > παράθυρο > του χτίστη

παράθυρο: > παράθυρο > του χτίστη

παρακαιριά: ακατάλληλος καιρός > κακοκαιριά > καιρικά

παρακαιρίζει: ο καιρός είναι παράκαιρος, ασυνήθιστος για την εποχή > καιρός > καιρικά

παρακάνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παρακλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

παρακλάδι: > ρίζα > φυτολογικά

παρακλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

παρακλώναρο: > κλαδί > φυτολογικά

παρακλώναρο: > ρίζα > φυτολογικά

παρακόρη: > παρακόρη > οικογενειακά

παρακουζουλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράκουο: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

παρακυλάει: παραδέρνει ζερβιά δεξιά > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

παρακύλημα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παρακύρης: > πατέρας > οικογενειακά

παραλάλημα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραλαλητό: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραλαλώ: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραλογιάζουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλογιάζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλογιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλογισιά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράλογος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλυμένος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλυσία: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραλυτικός: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράλυτο: > καράβι > καράβια

παράλυτος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραμαγούλα: παρωτίτις > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παράμαλο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμάνα: > βυζαίνω > βιολογικά

παραμάνα: > καρφίτσα > ραφτικά

παραμάνα: > παραμάνα > οικογενειακά

παραμαξάς: > σαΐσης > του αγωγιάτη και του αμαξά

παραμεριά: > παραμεριά > τοπογραφικά

παράμερος: παράμερος τόπος > παραμεριά > τοπογραφικά

παράμεσος: το δάχτυλο του δαχτυλιδιού > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

παραμίλημα: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παραμιλητό: > παράδαρμα > φυσιολογικά

παράμολο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμονοπάτι: > δρόμος > τοπογραφικά

παράμουλο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμούστακο: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

παράμπαλο: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

παραμπάσταρδοι: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

παρανάβλι: επίναυλον > κάπα > του κούρσου και του φορτωτή

παρανυχίδα: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρανυχίδα: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

παρανυχίδα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραξάρτια: > σκοινιά > του καραβιού

παραξυμιασμένος: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραξυμός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραξυσμός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραπάγκος: > παραπάγκος > του καραβιού

παραπαίδι: > παραπαίδι > οικογενειακά

παραπαίρνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραπαταΐκι: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

παραπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

παραπέτο: > παραπέτο > του καραβιού

παραπέφτω: > ξεπέφτω > αρμενίσματα

παραπήγματα: > στρατώνας > του χτίστη

παραπήρε: παραπήρε η φωτιά > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραπήρε: παραπήρε το κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού

παραπόδια: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

παραπόλι: > χώρα > τοπογραφικά

παραπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

παραποτάμι: > ποτάμι > τοπογραφικά

παραποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

παραπούλι: > ρίζα > φυτολογικά

παραπροίκι: > προίκα > οικογενειακά

παραπύργι: > κάστρο > του χτίστη

παραπύρι: > πυροστάτης > του σπιτικού

παραριζίτης: > ρίζα > φυτολογικά

παραρμενίζω: > αρμενίζω > αρμενίσματα

παρασαρκίδα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρασαρκίδα: το φούσκωμα του κορμού γέρικου δέντρου > ρόζος > φυτολογικά

παρασόκακο: > δρόμος > τοπογραφικά

παράσπηλο: > σπηλιά > τοπογραφικά

παράσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

παρασπόρια (τα): > σπέρνω > του χωραφιού

παραστάρι: > πόρτα > του χτίστη

παραστάτης: > πόρτα > του χτίστη

παραστατό: > πόρτα > του χτίστη

παράστραβος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παραστράτα: > δρόμος > τοπογραφικά

παράστρατα: > κατάστρατα > τοπογραφικά

παραστράτι: > δρόμος > τοπογραφικά

παράστρατο: δρομάκι που βγαίνει από μεγάλο δρόμο > δρόμος > τοπογραφικά

παραταγή: > στρατός > του πολεμιστή

παραφτίδα: > μηλίγγι > κόκκαλα

παραφωτιά: > τζάκι > του σπιτικού

παραχρονιά: χρονιά που δεν καρπίζουν τα δέντρα > χρόνος > της μέρας και της ώρας

παραχρονιάρης: κάθε δέφτερο χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

παράχωμα: > ποτάμι > τοπογραφικά

παράχωμα: > χώματα > του χωραφιού

παραψήνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παρδάλες: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

παρδάλι: Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά

παρδαλό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

παρδαλόχτερας: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

παρέλα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

παρελώνω: βγαίνω από το δρόμο > παρελώνω > αρμενίσματα

πάρεση: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρηγοριά: το δείπνο των πεθαμένων > λειτουργικά > της εκκλησιάς

παρκάνια: μυτερά σίδερα για να εμποδίζουν την καβαλαρία > πολιορκητικά > του πολεμιστή

παρκέτα: > παρκέτα > του καραβιού

παρμακλίκια: > σκάλα > του χτίστη

παρμάρα: > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμάρα: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

παρμένος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμός: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρμός: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

παρμός: κούτσαμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

παρμπέρα: > κρέβατος > του σπιτικού

παροξυμός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρούμα: > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

πάρσιμο: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παρώνος: Tichodroma muraria > παρώνος > πουλιά

παρωρίτης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

πάσα: > χαρτιά > παιγνίδια

πάσα τέμπο: καβουρδιστοί πεπονόσποροι > αμύγδαλα > του φαγιού

πασαλειμένος: πασαλειμένος αίματα > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πασαμπάγκος: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πάσαρα: > είδη καραβιών > καράβια

πασέτα: > χαρτιά > παιγνίδια

πασκαλί: > γαλανός > του ζουγράφου

πασκαλιάτικα: > αβγά > του φαγιού

πασκαλινά: > αβγά > του φαγιού

πασκαλινό: > φαγί > του φαγιού

πασκαλίτσα: Megila maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια

πασκιάζω: > αρτυμή > του φαγιού

πάσμα: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

πασμός: > δολώνω > της ψαρικής

πασούλι: > κρεμαστήρι > του σπιτικού

πασούμι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πασούνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πασπάλη: πασπαλισμένο αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού

πασπαλίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

πάσπαρος: > πέτρα > πέτρες

πάσσα: > δολώνω > της ψαρικής

πασσαλοκάφτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πάστα: > γλυκά > του φαγιού

πάστα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πάστα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πάστα-φλόρα: > ζυμαρικά > του φαγιού

παστελαριές: πατητά σύκα > σύκα > του φαγιού

παστέλι: > γλυκά > του φαγιού

παστέλο: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

παστέλο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

παστιτσιέρης: > ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστίτσιο: > ζυμαρικά > του φαγιού

παστό: > κρέας > του φαγιού

παστό: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

παστοκύδωνο: > γλυκά > του φαγιού

παστούρες: > πεδίκλα > της βοσκής

παστουρμάς: > κρέας > του φαγιού

παστουρμάς: παστό κρέας καμήλας > παστουρματζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστουρματζής: > παστουρματζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστόψαρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

πάστρα: > χαρτιά > παιγνίδια

παστώνω: > αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα

παστώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

παταγιόλι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

παταγούδι: > κρύο > καιρικά

πατάκι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πατάρι: μισό πάτωμα κάμερας ή αποθήκης > πάτωμα > του χτίστη

πατάτα: > λαχανικά > του φαγιού

πατατάτο: > κρέας > του φαγιού

πατατόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

πατατούκα: > πανωφόρι > ρούχα

πατατούκα: πανωφόρι φουστανελά > πατατούκα > ρούχα

πάτελα: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

πατερίτσα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πατερό: > δοκαρωσιά > του χτίστη

πάτερο: δοκάρι για πάτωμα ή ταβάνι > δοκαρωσιά > του χτίστη

πατήθρες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πάτημα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πάτημα: > πάτημα > του κυνηγού

πατημασιά: > πάτημα > του κυνηγού

πατημένη: πατημένη διάβα > δρόμος > τοπογραφικά

πατημένο: > παπούτσι > του παπουτσή

πατησιά: > πάτημα > του κυνηγού

πατήστρες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πατητή: > βελονιές > ραφτικά

πατητήρα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πατητήρι: > πατητήρι > του τρύγου

πατήτρα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πατήτριες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πατιά: > πάτημα > του κυνηγού

πατίκι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πατίκι: παντούφλα πατίκι = πατημένη πίσω > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

πατικιά: κάθετη προς το δρόμο > πέτρα > του χτίστη

πατόξυλο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

πάτος: > δρόμος > τοπογραφικά

πάτος: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πάτος: > πάτος > τοπογραφικά

πατουλιά: > δάσος > τοπογραφικά

πατουλιά: θάμνος από βάτους > πατουλιά > φυτολογικά

πατούνα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πατούσα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πατούχα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πατριάρχης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πατριαρχικά: πατριαρχικά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς

πατριός: > πατέρας > οικογενειακά

πατρίτσες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πατρογονικά: > γονιός > οικογενειακά

πατσαβούρα: > πατσαβούρα > ρούχα

πατσαβούρα: > πατσαβούρα > του σπιτικού

πατσάλι: > κρέας > του φαγιού

πατσαλίκια: > κρέας > του φαγιού

πατσαλίκια: > σφαχτό > του φαγιού

πατσάς: > κρέας > του φαγιού

πατσές: > σφαχτό > του φαγιού

πάτωμα: > πάτωμα > του χτίστη

πατώματα: > πατώματα > του χτίστη

πατώνω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

πατώνω: πατώνω τη σύρτη = κατεβάζω τη σύρτη ως τον πάτο της θάλασσας > ψαρέβω > της ψαρικής

πατωσιά: > δρόμος > τοπογραφικά

πατωσιά: > πάτος > τοπογραφικά

πατωσιά: > πάτωμα > του χτίστη

πάφα: Mugil cephalus | ο θηλυκός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

πάφιλας: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

πάφιλας: ορειχάλκινο έλασμα > τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

παφίλια: ασημόχρυσα στολίδια των αρματολών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

πάφλας: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

παχάρι: αθέριστος σανός > χόρτο > φυτολογικά

παχάρι: παχύ αρνί για μαχαίρι > μανάρι > της βοσκής

παχιά: > γη > του χωραφιού

παχιάντερα: > άντερα > όργανα

πάχνη: παγωμένη δροσιά > πάχνη > καιρικά

παχνί: > βουκολιό > της βοσκής

παχνιάζω: παχνιάζω το βόδι > στανιάζω > της βοσκής

παχνισμένος: > πάχνη > καιρικά

παχνιστής: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πάχος: > κρέας > του φαγιού

πάχος: > πάχος > ανατομικά κατατόπια

πάχος: > σφαχτό > του φαγιού

παχόσπυρο: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

παχούρι: > καζάνι > του μαγεριού

πάχτος: > καλιεργώ > του χωραφιού

παχτρί: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

παχτώνω: > καλιεργώ > του χωραφιού

πεδίκλα: > πεδίκλα > της βοσκής

πέζα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πεζαλός: που ψαρέβει δίχως δίχτια > ψαράς > της ψαρικής

πεζέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεζόβολος: > πεζόβολος > της ψαρικής

πεζοδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

πεζονήσι: χερσόνησος > διαπόρι > τοπογραφικά

πεζούλα: πεζούλι για να καβαλίσεις ή να ξεπεζέψεις > πεζούλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεθαμενατζής: > κηδεία > οικογενειακά

πεθαμενατζής: > πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

πεθερικά τα: > πεθερός > οικογενειακά

πεθερός: > πεθερός > οικογενειακά

πείνα: > νηστεία > του φαγιού

πεινασμένος: > λιγούρα > φυσιολογικά

πειρασματικά: > πειρασματικά > δαιμονικά

πειρασμός: > διάβολος > δαιμονικά

πείρος: > βαρέλι > του τρύγου

πέλα: σκισμένες λουρίδες σανιδιού που κάνουν τους ψεφτότοιχους > σανίδι > του χτίστη

πελαγίζω: βγαίνω στο πέλαγος > πελαγίζω > αρμενίσματα

πελαγίσιο: πελαγίσιο αγέρι > στεριανό > καιρικά

πέλαγο: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πελαγοδαρμός: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πελαγόδρομο: > καράβι > καράβια

πελαγοδρομός: > κακοκαιριά > καιρικά

πελαγόπετρα: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

πελαγόπετρα: > πέτρα > πέτρες

πελαγωμένη: πελαγωμένη ξέρα > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού

πελαγώνω: > πελαγίζω > αρμενίσματα

πελαργός: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

πελεκανιά: > πετροκοπιό > του χτίστη

πελεκάνος: > μαραγκός > του μαραγκού

πελεκάνος: > πετράς > του χτίστη

πελεκάνος: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

πελεκάς: > μαραγκός > του μαραγκού

πελεκάς: > πετράς > του χτίστη

πέλεκας: Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά

πελέκι: > μπαλτάς > του πολεμιστή

πελέκι: > πέταβρο > του μαραγκού

πελέκι: > τσεκούρι > του χωραφιού

πελέκια (τα): > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

πελτέκης: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πελτεκιά: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πεμπάλωμα: έκτρωσις > πεμπάλωμα > βιολογικά

πεμπαλώνω: > πεμπάλωμα > βιολογικά

πεμπέ: ανοιχτό τριανταφυλλί > κόκκινος > του ζουγράφου

πεμπιός: > κόκκινος > του ζουγράφου

πένα: > γραφικά > του σπιτικού

πενίτσα: > γραφικά > του σπιτικού

πενταβλοί: > ποτιστής > της βοσκής

πεντάγνωμος: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πεντάγραμμο: > πεντάγραμμο της μουσικής > του μουσικού

πεντάγραμμο: μαγικό σημάδι > πεντάρφα > δαιμονικά

πεντακάντηλα: > καρπός > φυτολογικά

πεντάλφα: > πεντάρφα > δαιμονικά

πενταράβδια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

πεντάρφα: > πεντάρφα > δαιμονικά

πεντάρφανος: > ορφανός > οικογενειακά

πεντάσπιτα: πεντάσπιτα καρύδια > καρπός > φυτολογικά

πεντεφάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πεντόβολα: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

πεντόβολο: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

πεντόγνωμος: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πεντοζάλης: > είδη χορών > χοροί

πεντόπετρες: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

πεπεής: που ξαναλέει την ίδια συλαβή πολλές φορές πριν μπορέσει να βγάλει μια λέξη > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πεπεΐζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πεπιριέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

πέραμα: > δρόμος > τοπογραφικά

πέραμα: > είδη καραβιών > καράβια

πέραμα: > μακρυνάρι > του χτίστη

πέραμα: > πέραμα > της θάλασσας και του καιρού

πέραμα: > πέραμα > τοπογραφικά

περαματάρης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

περαματίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

περάντι: > σύρτης > του χτίστη

περασιά: > δρόμος > τοπογραφικά

περασιά: > μακρυνάρι > του χτίστη

πέρασμα: > δρόμος > τοπογραφικά

πέρασμα: > μακρυνάρι > του χτίστη

πέρασμα: > πέραμα > τοπογραφικά

πέρασμα: > περαστικά > ψαρολογικά

πέρασμα: > πέρσμα πουλιών > πουλολογικά

περαστή: > βελονιές > ραφτικά

περαστήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

περαστήρι: χοντρή βελόνα για να περνάς κορδόνι στο στρήφωμα > βελόνα > ραφτικά

περαστικά: περαστικά ψάρια = αποδημητικά > περαστικά > ψαρολογικά

περαταριά: > δρόμος > τοπογραφικά

περαταριά: > είδη καραβιών > καράβια

περαταριά: > πέραμα > της θάλασσας και του καιρού

περαταριά: > πέραμα > τοπογραφικά

περάτης: > σύρτης > του χτίστη

περατίκι: του χάρου το αγώγι > χάρος > δαιμονικά

περβάζι: > γύρος > ραφτικά

περβάζι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

περβανές: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

περβόλι: > περιβόλι > του χωραφιού

περγαμότο: > γλυκά > του φαγιού

περγαντίνο: > είδη καραβιών > καράβια

περγιάλι: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

περγιαλίτης: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

περγουλάδα: > πέργουλο > του χωραφιού

περγουλιά: > πέργουλο > του χωραφιού

περγουλιάδα: > πέργουλο > του χωραφιού

πέργουλο: > πέργουλο > του χωραφιού

πέρδικα: Glareola | πέρδικα της θάλασσας > νεροχελίδονο > πουλιά

πέρδικα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

πέρδικα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | πέρδικα του κάμπου > πέρδικα > πουλιά

πέρδικα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικάβγουλο: > αβγό > πουλολογικά

περδίκι: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικλωστό: τρυπητό στριφτό σκέδιο που γίνεται στο πανί καθώς το φαίνουν > περδικλωστό > του αργαλιού και της ρόκας

περδικογέρακας: Falconidae > γεράκι > πουλιά

περδικογέρακο: Falconidae > γεράκι > πουλιά

περδικομάνα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικόπουλο: Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά

περδικόσυκα: > σύκα > του φαγιού

περδικούνια: > σύκα > του φαγιού

περδούκλωμα: > ποδόλυσσα > αρώστιες ζώων

περέχυμα: > σάλτσα > του φαγιού

περιάβλι: μεγάλη αβλή μοναστηριού > μοναστήρι > της εκκλησιάς

περιάβλι: μεγάλη αβλή, μάλιστα μοναστηριού > αβλή > του χτίστη

περιβολάρης: > περιβολάρης > του χωραφιού

περιβολαριά: > περιβολάρης > του χωραφιού

περιβολάρικα: > σύκα > του φαγιού

περιβολάρισα: > περιβολάρης > του χωραφιού

περιβόλι: > περιβόλι > του χωραφιού

περίγυρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

περιγυριά: > περίγυρα > τοπογραφικά

περιδρομιάζω: σκάνω από το παραμπούκωμα > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

περίδρομος: > διάβολος > δαιμονικά

περίδρομος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

περίδρομος: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

περιέρα: > κανόνι > του πολεμιστή

περικάβω: καίω χαμόδεντρα > ξεχερσώνω > του χωραφιού

περικεφαλιά: > περικεφαλιά > του πολεμιστή

περικοπά: από κοντόστρατο > κατάστρατα > τοπογραφικά

περιλακκώνω: > σκάφτω > του χωραφιού

περιμένει: > γγαστρωμένη > βιολογικά

πέριορα: τα περιτρίγυρα του βουνού > περίγυρα > τοπογραφικά

περιπλοκάδα: > βελονιές > ραφτικά

περισσοψήνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

περιστέρα: > περιστέρι > πουλιά

περιστέρι: > περιστέρι > πουλιά

περίστερος: > περιστέρι > πουλιά

περιστερώνας: > περιστερώνας > του χτίστη

περίστροφο: > πιστόλι > του πολεμιστή

περιτρίγυρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

περίχωρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

πέρκα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

περκάλι: > πανιά > πανιά

περκαντί: > είδη καραβιών > καράβια

περκί: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

πέρκι: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

περκίδα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

περκνάδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

περκνός: > τσεπράδα > φυσιολογικά

περμακλίκια: > κάγκελα > του χτίστη

περμαχιόλι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

περμαχόνι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

περναμπούκο: ξύλο της Βραζιλίας > ξύλα > του μαραγκού

περνοδιαβασιά: > δρόμος > τοπογραφικά

περνώ: περνώ κλωστή > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

περόβολος: > πεζόβολος > της ψαρικής

περόνι: > περόνι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

περόνι: > ρεζές > του χτίστη

περονιάζει: > το κρύο > καιρικά

περονόσπορος: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

περουζένιος: > γαλανός > του ζουγράφου

περουζένιος: > περουζές > πετράδια

περουζές: > περουζές > πετράδια

περπατά: περπατά το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

περπάτημα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

περπατησιές: περπατησιές της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

περπατίνα: > κληματαριά > του χωραφιού

πέρσμα: > πέραμα > της θάλασσας και του καιρού

πεσκήρι: > νιφτήρας > του σπιτικού

πεσλιά: > γελέκο > ρούχα

πεστεμάλι: > νιφτήρας > του σπιτικού

πεστεμάλι: ποδιά του λουτράρη > ποδιά > ρούχα

πέστροφα: Salmo fario > πέστροφα > ψάρια του γλυκού νερού

πέταβρο: > καλάμι > γιατρικά

πέταβρο: > σανίδι > του χτίστη

πέταβρο: φτενό σανίδι > πέταβρο > του μαραγκού

πεταβρώνω: > καλάμι > γιατρικά

πετάει: πετάει-πετάει > παιδιών > παιγνίδια

πετακάκι: > πεταρούδι > πουλολογικά

πέτακας: γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πετάλα: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πεταλάς: > πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

πετάλι: > γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

πετάλι: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

πετάλι: > τρέμουσα > ραφτικά

πεταλίδα: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πεταλίδια: αμάδες που ρίχνουν τα παιδιά απάνω σε νερό και τις κάνουν και πηδούν > παιδιών > παιγνίδια

πέταλο: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέταλο: > πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεταλούδα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

πεταλούδι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

πεταλώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεταλωτής: > πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

πεταρούδι: > πεταρούδι > πουλολογικά

πετάσι: > σύρτης > του χτίστη

πεταχτά: > αφτί > όργανα

πεταχτάρη: > πετονιά > της ψαρικής

πεταχτή: > πετονιά > της ψαρικής

πεταχτό: > παιδιών > παιγνίδια

πετεινάρι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

πετεινός: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

πετεινός: > μήτρα > όργανα

πετεινός: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

πετεινού: αβγό του πετεινού > αβγό > πουλολογικά

πετιμέζι: ψητός μούστος > γλυκά > του φαγιού

πετίνι: > κλαδί > φυτολογικά

πετμεζάς: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πέτο: > μέρη του σακακιού > ρούχα

πετονιά: > πετονιά > της ψαρικής

πέτος: > κληματαριά > του χωραφιού

πετούμενο: > πουλί > πουλολογικά

πετούμενο: πετούμενο άστρο > άστρο > αστρικά

πέτρα: > άμμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτρα: > πέτρα > πέτρες

πέτρα: > πέτρα > του χτίστη

πετράβλακο: > αβλάκι > του χωραφιού

πετραδάκι: > πέτρα > πέτρες

πετράδια: > πετράδια > πετράδια

πετραδούλα: > πέτρα > πέτρες

πετράηδονο: Luscinia luscinia > αηδόνι > πουλιά

πετραλώνι: > αλώνι > του χωραφιού

πετραμήθρες: > πετράδια > πετράδια

πετράρης: > πετράς > του χτίστη

πετράς: > πετράς > του χτίστη

πετραχήλι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

πετρένιος: > βώλοι > παιγνίδια

πέτρες: πέτρες αξετίμητες > πετράδια > πετράδια

πετριά: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πετριά: έχει πετριά > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πετριδοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

πετρίκι: μαλί που βγαίνει από το λανάρισμα > μαλί > της βοσκής

πετρίλα: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πέτρινος: είδη βόλων > βώλοι > παιγνίδια

πετρίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

πετρίτης: > πετρίτης > πουλιά

πετρίτης: > πετροχήβαδο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πετρίτης: Falconidae > γεράκι > πουλιά

πετρίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πετρίτσα: > πέτρα > πέτρες

πετρόβολο: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

πετροβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πετρόβρυση: > βρύση > του χωραφιού

πετρογέρακας: Falconidae > γεράκι > πουλιά

πετρογεράκι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

πετρογέφυρο: > γιοφύρι > του χτίστη

πετρογοβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

πετρογούβιδο: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

πετροκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

πετροκαλαμίδα: αλεξικέραυνον > πετροκαλαμίδα > του χτίστη

πετροκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

πετροκαταλούσα: > μάγος > δαιμονικά

πετροκαταλύτης: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

πετρόκλης: Pratincola rubicola > πετρόκλης > πουλιά

πετροκόντυλο: κοντύλι της πλάκας > γραφικά > του σπιτικού

πετροκοπιό: > πετροκοπιό > του χτίστη

πετροκόπος: > πετράς > του χτίστη

πετροκότσιφας: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

πετρόλακκος: > λάκκα > τοπογραφικά

πετρολιάρα: > πετρολιάρα > πουλιά

πετρομάχι: χοντρό πετσί στο μπροστινό μέρος του τσαρουχιού > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πετρόμυζο: Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας

πετροπέρδικα: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | πέρδικα του βουνού > πέρδικα > πουλιά

πετρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πετροπούλι: > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

πετροράχιδο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πετρόσκαλα: > σκάλα > του χτίστη

πετρόσπαρτη: > γη > του χωραφιού

πετρόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

πετροσπουργίτης: Passer > σπουργίτης > πουλιά

πετροχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

πετροχελίδονο: Micropus apus > πετροχελίδονο > πουλιά

πετροχήβαδο: > πετροχήβαδο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πέτρωμα: > κομάρα > φυσιολογικά

πετρώματα: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πετρωσιά: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πετρωτά: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

πετρωτή: > βελονιές > ραφτικά

πετρωτός: > σταχτής > του ζουγράφου

πέτσα: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

πέτσα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτσα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πέτσα: > ψωμί > του φαγιού

πετσάλι: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

πετσαλίδα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πετσέτα: > τραπέζι > του σπιτικού

πετσί: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

πετσί: > πετσί > του παπουτσή

πετσιά: > χοιριά > του ταμπάκη

πετσιάζει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτσιασμα: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πέτσικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

πετσοκόματα: > πετσί > του παπουτσή

πετσολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

πετσομάγουλος: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

πετσοματής: > παπουτσής > του παπουτσή

πετσούδα: Thynnus brachypterus > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

πέτσωμα: > πετσί > του παπουτσή

πέτσωμα: το στρώσιμο των σανιδιών της στέγης > στέγη > του χτίστη

πετσώνω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

πεφκατσίγγανα: > φρύγανα > φυτολογικά

πέφκι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πέφκι: > χαλί > του σπιτικού

πεφκιά: > δάσος > τοπογραφικά

πεφκοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πεφκοδάσι: > δάσος > τοπογραφικά

πεφκόλακκος: > λάκκα > τοπογραφικά

πεφκόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

πεφκοτόπι: > δάσος > τοπογραφικά

πέφτει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

πέφτει: πέφτει αντάρα > αντάρα > καιρικά

πέφτουν: πέφτουν τα σπαρτά (από άνεμο, βροχή) > αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά

πέφτω όξω: > βουλιάζω > αρμενίσματα

πηγαδάς: > πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πηγάδι: > πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πηγάδι: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδομάνα: > βρύση > του χωραφιού

πηγαδομάνα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδόπετρα: > πέτρα > πέτρες

πηγαδόπετρα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδόσκαμα: > πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πηγαδόσκαμα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγαδόστομος: > στόμα > όργανα

πηγαδόστουμπα: > πηγάδι > του χωραφιού

πηγή: > βρύση > του χωραφιού

πήγουλη: > αλέβρι > του φαγιού

πηγούνι: > πηγούνι > ανατομικά κατατόπια

πήδημα: > μαρκάλος > της βοσκής

πηδηχτός: > είδη χορών > χοροί

πηδούλι: Tyroglyphus siro > πηδούλι > σκουλήκια και ζωύφια

πηδώ: επιβαίνω > μαρκάλος > της βοσκής

πήζει: η θάλασσα πήζει σαν να είναι μπουνάτσα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πηλός: > κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

πηλός: > λάσπη > τοπογραφικά

πηλός: > νιφτήρας > του σπιτικού

πηλός: > πηλός > του χτίστη

πηλός: > σαπουνόχωμα > της νεροτριβής

πηλός: > χώματα > του χωραφιού

πηλώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

πηξιά: > γάλα > της βοσκής

πηρούνι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

πηρουνομάχαιρα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

πησσί: Pleuronectes platessa > πησσί > ψάρια της θάλασσας

πήτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πητάρι: τα ζουλήματα που απομένουν ύστερα από το στίψιμο των ελιών, σπόρων ή ριζώνε | μερικά πητάρια τα μεταχειρίζουνται για κοπριά, άλλα για να θρέψουν τα γελάδια > πητάρι > του λιοτριβιού

πήχες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πήχες: πήγε τρεις πήχες ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

πηχιάζω: κουβαριάζω το γνέμα > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

πηχτά: > αβγά > του φαγιού

πηχτή: > κρέας > του φαγιού

πήχτρα: > καλοκαιριά > καιρικά

πιάνει: πιάνει καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

πιάνει: πιάνει το μάτι του > μαγέβω > δαιμονικά

πιανίστας: > μουσικός > του μουσικού

πιάνο: > πιάνο > του μουσικού

πιάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

πιάνω: > μαμή > βιολογικά

πιάνω: > πιάση > φυσιολογικά

πιάνω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

πιάση: > πιάση > φυσιολογικά

πιάση: > φεγγάρι > αστρικά

πιάσιμο: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιάσιμο: > πιάση > φυσιολογικά

πιάσιμο: περιπνευμονία > στα άλογα > αρώστιες ζώων

πιάσιμο: σύληψη > πιάσιμο > βιολογικά

πιασμένος: > παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιάστρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

πιάτο: > ζυγαριά > του μαγεριού

πιάτο (στο): > αβγά > του φαγιού

πιατοθήκη: > πιατοθήκη > του μαγεριού

πιάτσας: αμάξι της πιάτσας > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

πίγκα: > πίγκα > ψάρια της θάλασσας

πιέτα: > δίπλα > ραφτικά

πιζέβλια: σίδερα που στεριώνουν τις ζέβλες στο ζυγό > αλέτρι > του χωραφιού

πιθαράδικο: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

πιθαράς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

πιθάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

πιθώνω: πιθώνω στοιχιό > ξορκίζω > δαιμονικά

πίκα: > κοντάρι > του πολεμιστή

πικές: > κρεβάτι > του σπιτικού

πίκι: > κατάρτια > του καραβιού

πικούνι: > αξίνα > του χωραφιού

πικραγκάθι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πικροθάλασσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πικροκυματούσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πικροπύρουνα: > αμύγδαλα > του φαγιού

πικροπύρουνος: > καρπός > φυτολογικά

πικρός: > καφές > του φαγιού

πιλαλίστρα: > καλόβολος τόπος > τοπογραφικά

πιλάφι: > ρίζι > του φαγιού

πίλιαστρα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

πίλιαστρο: > κολόνα > του χτίστη

πιλότος: > πιλότος > του κούρσου και του φορτωτή

πίλωμα: με πόνο > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιλώματα (τα): > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιλώνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

πιμάνικα (τα): > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

πινά (τα): > κατάρτια > του καραβιού

πινακοπλύτης: το μέρος όπου πλένουν τα πιάτα > νεροχύτης > του μαγεριού

πινακοπλύτης: το πανί που ξεπλένουν τα πιάτα > νεροχύτης > του μαγεριού

πινακωτή: > φούρνος > του μαγεριού

πινέλο: > άγκυρα > του καραβιού

πινέλο: > ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

πινέλο: > κάνω πινέλο > αρμενίσματα

πίννα: Pinna rudis > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πιννοκάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πιννολόγος: σύνεργο για να πιάνεις πίννες > πιννολόγος > της ψαρικής

πιννόμαλο: > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πιννοτήρας: decapoda (brachyura) τάξη | το καβουράκι που ζει μέσα στην πίννα > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πινόμαλο: το μάργαρο της πίνας > μάργαρο > πετράδια

πίνος: το θολό νερό που πλένουν το μαλί του ποκαριού > μαλί > της βοσκής

πίπα: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πιπέρι: > μπαχαρικά > του φαγιού

πιπεριόνος: πιπεριές ξειδάτες > μπαχαρικά > του φαγιού

πιπεροχήρα: > χήρα > οικογενειακά

πιπερώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

πίπιζα: > πίπιζα > του μουσικού

πίπιζα: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

πιπίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

πιπίλα: ψεύτικη ρώγα για να πιπιλίζει το μωρό και να μένει ήσυχο > ρωγοβύζι > του σπιτικού

πιπίνα: > περιστέρι > πουλιά

πιπίνα: > περιστέρι > πουλιά

πιπινίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

πίπισμα: > κουκουρίζω > πουλολογικά

πίπολο: > κατάρτια > του καραβιού

πίπουζας: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

πισαβλή: > αβλή > του χτίστη

πίσημη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

πισινά (τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια

πισινέλα: > φύλαξη > του πολεμιστή

πισινός: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

πισκοπάκι: > πισκοπάκι > πουλιά

πισλιά: φέρμελη και γελέκι > γελέκο > ρούχα

πισοκούτελος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

πίσσα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

πίσσα: > κατραμίζω > του σκαριού

πίσσας: μάβρο της πίσσας > μάβρος > του ζουγράφου

πισσώνω: > κατραμίζω > του σκαριού

πιστάντι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

πιστιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πιστικιά: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

πιστικός: > βοσκός > της βοσκής

πιστόλα: > πιστόλι > του πολεμιστή

πιστόλες: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

πιστόλι: > πιστόλι > του πολεμιστή

πιστολιά: > πιστόλι > του πολεμιστή

πιστολίζω: > πιστόλι > του πολεμιστή

πίσυχνα: πεφκόφυλλα > φύλλο > φυτολογικά

πισωβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

πισωκάπουλα: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

πισωκάφκι: > πισωκάφκι > κόκκαλα

πισωκέντι: > βελονιές > ραφτικά

πισώκερο: > γίδι > της βοσκής

πισώπορτα: > πόρτα > του χτίστη

πισωπόρτι: > πόρτα > του χτίστη

πισωτάντανο: > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πίτακας: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

πιτερήθρα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

πιτερίδα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

πίτερο: > αλέβρι > του μυλωνά

πιτιά: > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά

πίτουρο: > αλέβρι > του μυλωνά

πιτροπίδια: μαδέρια που βάζουνε στα πλεβρά της μαούνας για προστασία > πιτροπίδια > του καραβιού

πιτσιλάδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πιτσιλιά: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πιτσιλίδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

πιτσιλιστό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

πιτσιλωτό: > είδη πανιών > πανιά

πιτσιρίκος: > παιδί > οικογενειακά

πιτσούλα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πιτσούνι: > περιστέρι > πουλιά

πιτσουνολόγος: > περιστερώνας > του χτίστη

πίτσουνος: > περιστέρι > πουλιά

πιτύκι: > ουσίες γναφικές > του ταμπάκη

πιτυρίδα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

πίφιρο: > πίφιρο > του μουσικού

πιφιρτζής: > μουσικός > του μουσικού

πλαγερά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλάγι: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλαγιάβλι: > φλάουτο > του μουσικού

πλαγιάζει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

πλαγιάζουν: > αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά

πλαγιόματος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλαγοχώραφα: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλάθω: > αλέβρι > του φαγιού

πλάκα: > πέτρα > πέτρες

πλακάκια: > χαρτιά > παιγνίδια

πλακερή: > πέτρα > πέτρες

πλάκες: > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

πλάκες: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

πλακή: ψάρι με χόρτα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

πλακί: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

πλακομέτωπος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

πλακόνι: > πανιά > του καραβιού

πλακόστηθη: > βυζί > όργανα

πλακόστρωτο: > στρώση > τοπογραφικά

πλακόστρωτο: δρόμος στρωμένος πλάκες > δρόμος > τοπογραφικά

πλακωνιάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

πλακωτά: > αφτί > όργανα

πλακωτή: πλακωτή βάρκα > είδη καραβιών > καράβια

πλακωτή: πλακωτή πέτρα > πέτρα > πέτρες

πλάνη: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

πλανήταρος: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

πλανήτρα: > σάλι > του καραβιού

πλάνια: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

πλανίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

πλάνος: > δολώνω > της ψαρικής

πλάνος: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

πλάνος: το πουλί που βάζουνε σε κλουβί για να κράζει τ' άλλα > κράχτης > του κυνηγού

πλάντρα: > σανίδι > του χτίστη

πλάντρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

πλάντρα: το σανίδι που ζουλάει τις ελιές > πλάντρα > του λιοτριβιού

πλασερό: > κόσκινο > του μαγεριού

πλάση: > αλέβρι > του φαγιού

πλασίδι: > αλέβρι > του φαγιού

πλάσιμο: > αλέβρι > του φαγιού

πλαστάρι: ακέριο ψωμί > ψωμί > του φαγιού

πλασταριά: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλαστέρα: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλαστήρα: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλάστης: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

πλασώνω: πασπαλίζω το ψωμί με πλάση για να μη κολά > μαγειρέματα > του μαγεριού

πλατέα: > πλατεία > τοπογραφικά

πλατεία: > πλατεία > τοπογραφικά

πλάτη: > ράχη > ανατομικά κατατόπια

πλάτη: πλάτη της στέγης > στέγη > του χτίστη

πλάτη: ωμοπλάτη > πλάτη > κόκκαλα

πλατίτσα: ποταμίσιο ψάρι > πλατίτσα > ψάρια του γλυκού νερού

πλατοβράκι: > βρακί > ρούχα

πλατομαντίλα: > μαντίλι > ρούχα

πλάτρα: ξαναπουλήτρα > πλάτρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλατύδρομο: > δρόμος > τοπογραφικά

πλατύρεμα: > ρέμα > τοπογραφικά

πλάτωμα: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πλάτωμα: πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλατωσιά: > ίσιωμα > τοπογραφικά

πλατωσιά: πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλέβρα: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλεβραμιά: > σφαχτό > του φαγιού

πλέβρη: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλεβριά: > σφαχτό > του φαγιού

πλέβρια: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πλεβρίτης: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβρίτωμα: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβριτώνουμαι: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβριτώνω: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβρό: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πλεβρώνω: βάζω ένα ξύλο απάνω στο άλλο για να το δυναμώσω > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

πλεβρώνω: χτυπώ από το πλεβρό > πλεβρώνω > του πολεμιστή

πλεκάνι: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πλέκω: > κολυμπώ > αρμενίσματα

πλεμαριά: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πλεμάτι: > δίχτυ > της ψαρικής

πλεμάτι: > δίχτυ > της ψαρικής

πλεμάτια: > δίχτια > του κυνηγού

πλεμόνι: > πλεμόνι > όργανα

πλένω: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλεξίδα: > κρέας > του φαγιού

πλεξίδι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

πλέξιμο: βελόνα για πλέξιμο > βελόνα > ραφτικά

πλεξούδα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

πλεούμενο: > καράβι > καράβια

πλέουσα: > καρίνα > του καραβιού

πλεχτό: ξύλινο δοχείο για το φτιάσιμο του τυριού > τυροβόλι > της βοσκής

πλεχτοκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

πλέω: > κολυμπώ > αρμενίσματα

πληγή: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πληγιάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

πλήγιασμα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πληγούρι: > ψωμί > του φαγιού

πλημμύρα: > βροχή > καιρικά

πλίθα: το άψητο > πλιθάρι > του χτίστη

πλιθαράς: > κεραμιδάς > του χτίστη

πλιθάρι: > πλιθάρι > του χτίστη

πλιθαριό: > κεραμιδάς > του χτίστη

πλίθος: > πλιθάρι > του χτίστη

πλινάρι: > κωλουράδι > κόκκαλα

πλόγγος: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

πλοκάμι: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πλοκάμια: > δίχτια > του κυνηγού

πλοκός: > καλάθι > του χωραφιού

πλοκός: > φράχτης > του χωραφιού

πλουμίδι: > κέντημα > ραφτικά

πλύση: > πλύση > του σπιτικού

πλύση: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλύσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

πλυσταριό: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

πλυσταριό: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλύστρα: > πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

πλύστρα: πλάκα πλατιά για πλύση > πέτρα > πέτρες

πλώρη: > πλώρη > του καραβιού

πλώρης (της): > σκορπιός > του καραβιού

πλωριός: > πλώρη > του καραβιού

πλωρίτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

πλωτή: > σάλι > του καραβιού

πνεματικός: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πνιγάρης: > κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

πνίγουμαι: > βουλιάζω > αρμενίσματα

πνιγούρα: > σύνεφο > καιρικά

πνιγούρα: πνιγερή θολούρα > καταχνιά > καιρικά

πνίχτης: > όνειρο > φυσιολογικά

πνιχτό: > κρέας > του φαγιού

ποδάγρα: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ποδαγριά: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ποδαγριάρης: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ποδάρα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

ποδαράτος: όταν ο ήλιος είναι ως ένα ποδάρι απάνω > αβγή > αστρικά

ποδάρι: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

ποδαριά: > πάτημα > του κυνηγού

ποδαριά: το πιο χαμηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

ποδάρια: πήγε τρία ποδάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

ποδαρικά: υπόβαθρα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

ποδαρικό: ποδάρι τραπεζιού, κρεβατιού κτλ., βάθρο για πάτημα > ποδαρικό > του σπιτικού

ποδαρούκλα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

ποδαρούλι: μαγκαλάκι για τα ποδάρια > μαγκάλι > του σπιτικού

ποδαστράγαλος: > πόδι > κόκκαλα

ποδεμή: > ποδεσιά > του παπουτσή

ποδεσιά: > ποδεσιά > του παπουτσή

ποδηματάς: > παπουτσής > του παπουτσή

πόδι: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

πόδι: > πόδι > κόκκαλα

ποδιά: > ποδιά > ρούχα

ποδιά: > στέγη > του χτίστη

ποδιά: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόδια: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ποδιές: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ποδίζω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

ποδίζω: ανακρούομαι > ποδίζω > αρμενίσματα

ποδισιά: > ποδεσιά > του παπουτσή

ποδισιά: > ποδισιά > αρμενίσματα

πόδισμα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

ποδόγυρος: > ποδόγυρος > ραφτικά

ποδόλυσσα: > ποδόλυσσα > αρώστιες ζώων

ποδοστάματα: > κοράκι > του καραβιού

ποδόσταμο: > κοράκι > του καραβιού

ποδόσταμου (του): > ακράπι > του καραβιού

ποδότης: > πιλότος > του κούρσου και του φορτωτή

ποδοχάρι: > ποδοχάρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ποδοχάρι: ξύλινος ληνός > πατητήρι > του τρύγου

ποδόχι: > πατητήρι > του τρύγου

ποθετό: > ποθετό > γιατρικά

ποθετό: > ποθετό > γιατρικά

ποθητή: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

ποθητός: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

ποθόματα τα: αποθέτω > μέρη του μύλου > του μυλωνά

πόθος: ξύλινο κουτί που πέφτει μέσα του το αλεσμένο σιτάρι > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ποκάρι: μαλί χωρισμένο από την προβιά > μαλί > της βοσκής

ποκοίλι: > κοιλιά > όργανα

ποκοιλιτης: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πολάκι: μικρός κάδος για μούστο > πολήνι > του τρύγου

πολεμιστής: > πολεμιστής > του πολεμιστή

πολεμίστρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

πολεμίστρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

πολεμίστρα: > πολεμίστρα > του κούρσου και του φορτωτή

πολεμότρυπα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

πολέρι: κανάλι για να τρέχει ο μούστος από το ληνό > πολέρι > του τρύγου

πόλη: > χώρα > τοπογραφικά

πολήνι: > πολήνι > του τρύγου

πολίμι: > πολήνι > του τρύγου

πολιορκητικά: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

πολιτεία: > χώρα > τοπογραφικά

πολιτικά: > ρούχα > ρούχα

πολίτικος: > είδη χορών > χοροί

πόλκα: ανοιχτή ζακέτα > τζακέτα > ρούχα

πολλή: πολλή νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

πολλοδέντρι: > δάσος > τοπογραφικά

πολυέλαιος: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

πολυκάντηλο: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

πολυκατοικία: > σπίτι > του χτίστη

πολυκυματούσα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

πολυμπριά: > βροχή > καιρικά

πολυομπριά: > βροχή > καιρικά

πολυποδαρούσα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

πολυποδού: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

πολύσπορος: > νόθος > οικογενειακά

πολυσύχναστος: > δρόμος > τοπογραφικά

πολυφαγία: > φαγί > του φαγιού

πολυχρονεμένε: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

πολύχρονος: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

πομάδα: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

πόμολο: > πόρτα > του χτίστη

πόνεμα: > απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πόνεμα: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονέματα: > αρώστιες και πονέματα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονέντες: δυτικός > άνεμος > καιρικά

πονηρά: > πειρασματικά > δαιμονικά

πονίδι: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόδοντος: > πονόδοντος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόκαρδος: > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλιά: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλιάζω: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλίζω: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκέφαλος: > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονοκεφαλώ: μου πονεί το κεφάλι > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόλαιμος: > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονόματος: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πόνος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πόνος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πονταδόρος: > χαρτιά > παιγνίδια

ποντάρω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ποντάρω: > χαρτιά > παιγνίδια

ποντίκα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ποντίκαρος: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

πόντικας: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

ποντίκι: > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

ποντίκι: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

ποντικονυφίτσα: Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά

ποντικοπιάστρα: > δοκάνι > του κυνηγού

ποντικός: Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά

ποντίλια: > ποντίλια > του σκαριού

ποντίνι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

πορδαλάς: > πορδή > φυσιολογικά

πορδή: > πορδή > φυσιολογικά

πορδιά: > πορδή > φυσιολογικά

πορδιάρης: > πορδή > φυσιολογικά

πορδοκλάνω: > πορδή > φυσιολογικά

πόρδος: > πορδή > φυσιολογικά

πόρεψη: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

πορί: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ποριά: > δρόμος > τοπογραφικά

ποριά: > πέραμα > τοπογραφικά

πορόλογγο: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόρος: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόρους: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

ποροφάραγγο: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πόρτα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

πόρτα: > πόρτα > του χτίστη

πορταβέλα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

πορταδέλες: σιδερένια δεσίματα πάνω στα πορτόφυλλα > πόρτα > του χτίστη

πορτάρι: > πόρτα > του χτίστη

πόρτεγο: > πόρτα > του χτίστη

πορτέλο: η μπουκαπόρτα του κανονιού > πορτέλο > του κούρσου και του φορτωτή

πορτιέρα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

πορτιέρης: > θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πορτοκαλάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

πορτοκαλής: > κίτρινος > του ζουγράφου

πορτοκαλί: > κίτρινος > του ζουγράφου

πορτοκάλι: > γλυκά > του φαγιού

πορτοπούλα: > πόρτα > του χτίστη

πορτοφύλακας: > θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πορτόφυλλο: το φύλλο της πόρτας > πόρτα > του χτίστη

πορτρέτο: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

πορτωσιά: ολάκερη η πόρτα | το έμπασμα στην πόρτα > πόρτα > του χτίστη

πορφύνα: purpurea γένος > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πορφύρα: > μόρικος > του ζουγράφου

πορφύρα: purpurea γένος > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πόρφυρας: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

πορφυρένιος: > μόρικος > του ζουγράφου

πορφυρός: > μόρικος > του ζουγράφου

ποσάδα: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

πόσι: μαντίλι δεμένο γύρω στο κεφάλι > καπέλο > ρούχα

ποσοστά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πόστα: > χαρτιά > παιγνίδια

ποταμάλογο: Hippopotamus | ιπποπόταμος > αλογοπόταμο > θηλαστικά

ποτάμι: > Γιορδάνης > αστρικά

ποτάμι: > ποτάμι > τοπογραφικά

ποτάμι: βρέχει ποτάμι > βροχή > καιρικά

ποταμιά: > ποτάμι > τοπογραφικά

ποταμίδα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

ποταμόβρυσο: > βρύση > του χωραφιού

ποταμολίθι: > πέτρα > πέτρες

ποταμός: > ποτάμι > τοπογραφικά

πόταμος: > ποτάμι > τοπογραφικά

ποταμόσκυλο: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

ποταμόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

ποτάσα: > χημικά > μέταλλα και χημικά

πότζα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

ποτήρι: άγιο ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ποτίζω: > ποτίζω > του χωραφιού

πότισμα: > ποτίζω > του χωραφιού

ποτιστήρι: > ποτιστήρι > του χωραφιού

ποτιστής: > αβλάκι > του χωραφιού

ποτιστής: η ώρα που ποτίζουνται τα γιδοπρόβατα > ποτιστής > της βοσκής

ποτιστής: το μέρος όπου ποτίζουν τα γιδοπρόβατα > ποτιστής > της βοσκής

ποτιστική: > βροχή > καιρικά

ποτιστικό: > χωράφι > του χωραφιού

ποτίστρα: > ποτιστήρι > του χωραφιού

ποτίστρα: > ποτιστής > της βοσκής

ποτίστρα: > ποτίστρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

πουκαμίσα: > ασπρόρουχα > ρούχα

πουκαμισάδικο: > πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουκαμισάς: > πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουκάμισο: > ασπρόρουχα > ρούχα

πουκάμισο: > λουβί > φυτολογικά

πουκάμισο: > πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

πούλα: > πουλί > πουλολογικά

πούλα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

πουλάδα: > πετεινός > πουλιά

πουλάδα: > πουλί > πουλολογικά

πουλάδα: gallinula chloropus > νερόκοτα > πουλιά

πουλάκα: > είδη καραβιών > καράβια

πουλακίδα: > κότα > πουλολογικά

πουλάμι: τα πουλιά > πουλί > πουλολογικά

πουλάρι: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

πουλαρίσιος: > άλογο > θηλαστικά

πούλαρος: > πουλί > πουλολογικά

πουλερικά: > πουλί > πουλολογικά

πουλερικό: > πουλί > πουλολογικά

πούληση: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουλί: > πουλί > πουλολογικά

πούλια: > τρέμουσα > ραφτικά

πούλια: Πλειάδες > αστερισμοί > αστρικά

πουλολόγος: > κυνηγός > του κυνηγού

πουλοπιάστης: > κυνηγός > του κυνηγού

πούλουδο: > λουλούδι > φυτολογικά

πουνέντες: > άνεμος > καιρικά

πουνεντογάρμπης: > άνεμος > καιρικά

πουνεντομαΐστρος: > άνεμος > καιρικά

πουνεντομαΐστρος: > άνεμος > καιρικά

πουνιάλι: > μαχαίρι > του πολεμιστή

πούντα: > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

πούντα: > πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πουντέλια: πουντέλια σοβατζίδικα = η σκαλωσιά που βάζουν οι σοβατζήδες για να ασπρίσουν > πουντέλια σοβατζίδικα > του χτίστη

πουντέλια: τα ξύλα που βαστούν το καράβι όρθιο στο σκαρί > ποντίλια > του σκαριού

πουντελιάζω: ορθώνω με πουντέλια > ποντίλια > του σκαριού

πουντιάζω: > πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πούντιασμα: > πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πουντιασμένη: πουντιασμένη νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας

πουράνια: τα πουράνια > ουρανός > καιρικά

πουράντσα: > είδη βαφών > του βαφιά

πούργα: > γιατρικό > γιατρικά

πουργέβω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

πουργός: ο βοηθός που κουβαλά το αστράχι με τον πηλοφόρο > χτίστης > του χτίστη

πουρί: > πέτρα > πέτρες

πουρί: λιθίασις > πωρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πουρναριά: > δάσος > τοπογραφικά

πουρνό: πουρνό-πουρνό > αβγή > αστρικά

πουρπουριά: Acanthopterygii γένος > γαϊτανούρι > ψάρια της θάλασσας

πούσι: η σκόνη που είναι απάνω στα φύλλα του ελατιού και του πέφκου > φύλλο > φυτολογικά

πούσι: καταχνιά στη θάλασσα > καταχνιά > καιρικά

πούσκαρμο: > καράβι > καράβια

πουσόνι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

πουτούρι: > βρακί > ρούχα

πουτσαράς: > αρχίδι > όργανα

πούτσος: > αρχίδι > όργανα

ποχεριός: > κολήγας > του χωραφιού

πόχη: τριγωνικό δίχτυ > απόχη > της ψαρικής

πράγκα: > πράγκα > της ψαρικής

πραγκαρόλι: > καλαμαριέρα > της ψαρικής

πράμα: > χτήμα > του χωραφιού

πραματάρης: > βοσκός > της βοσκής

πραμάτεια: > πραμάτεια > του κούρσου και του φορτωτή

πραματεφτάδικο: > καράβι > καράβια

πραματεφτής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πραματολόγος: > βοσκός > της βοσκής

πρασιά: > σφαλιά > του χωραφιού

πρασίγγουρας: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

πρασίγγουρος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

πρασίνα: είδος πράσινης σάβρας > σάβρα > σερπετά

πρασινάδα: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασίνι: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

πρασινίζω: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασινίλα: > χρώμα > του ζουγράφου

πρασινισμένος: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασινογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

πρασινοξέφτιστο: χρώμα > πράσινος > του ζουγράφου

πράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

πράσινος: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρασινόχλωρος: > πράσινος > του ζουγράφου

πρασινωπός: > πράσινος > του ζουγράφου

πράσο: > λαχανικά > του φαγιού

πρασόκουρος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

πρασολογώ: > φυλλολογώ > του χωραφιού

πρασόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

πράτα: > ζωντανά > της βοσκής

πρατάρης: > βοσκός > της βοσκής

πράτιγο: > παντιέρα > του καραβιού

πράτικο: > παντιέρα > του καραβιού

πρατίνα: > πρόβατο > της βοσκής

πρατομάντρα: > μάντρα > της βοσκής

πρατοστέφανο: το ξύλινο στεφάνι που δένουν τα κουδούνια και που το περνούνε στο λαιμό των προβάτων > κουδούνι > της βοσκής

πρατοψάλιδο: > κουρέβω > της βοσκής

πρεδάρης: > πρεδάρης > του χωραφιού

πρέζα: πρέζα ταμπάκο > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

πρέζα: το καράβι που πιάνει ο κουρσάρος > πρέζα > του κούρσου και του φορτωτή

πρέντζα: > τυρί > του φαγιού

πρεσβέρι: > κρέβατος > του σπιτικού

πρεσβυτέρα: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πρήξιμο: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πρήσκεται: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

πρήσκεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πρήσμα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πριμαρόλι: > καρπός > φυτολογικά

πριμαρόλια: > φρούτα > του φαγιού

πρινοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πρινοκόκι: άλικη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

πρινοκόκι (το): > είδη βαφών > του βαφιά

πριόνα: πριονωτή ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πριονίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

πριτιά: > πριτιά > της βοσκής

πριτσίλα: > πριτιά > της βοσκής

προάβλι: > αβλή > του χτίστη

προάλλες: τις προάλλες > μέρα > της μέρας και της ώρας

πρόβα: > πρόβα > ραφτικά

προβάζω: > πρόβα > ραφτικά

πρόβαλμα: > πρόβα > ραφτικά

προβάρω: > πρόβα > ραφτικά

προβασκάνι: > φυλαχτό > δαιμονικά

πρόβατα: > ζωντανά > της βοσκής

προβατάρης: > βοσκός > της βοσκής

προβατάς: > βοσκός > της βοσκής

προβατίλα: > πριτιά > της βοσκής

προβατίνα: > πρόβατο > της βοσκής

πρόβατο: > πρόβατο > της βοσκής

προβατοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

προβατομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

προβατονόμι: > βοσκική > της βοσκής

προβατοσταλός: > σταλίζω > της βοσκής

προβατόστανη: > στάνη > της βοσκής

προβατόστρατα: > δρόμος > τοπογραφικά

προβιά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

προβιά: το πετσί του προβάτου με το μαλί > μαλί > της βοσκής

πρόβιο: > κρέας > του φαγιού

πρόβιο: > μαλί > της βοσκής

πρόβοδος: > οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

προβολές: τα θυροπαράθυρα των εμπορικών που ανοίγουνται οριζόντια > κεπέγκι > του χτίστη

πρόβολος: > μπροστάρης > της βοσκής

προβούκι: μικρό πρόγευμα > πρόγεμα > του φαγιού

προβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

πρόγγα: χοντρό καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού

πρόγγες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

προγγώνω: βάζω πρόγγες (χοντρά καρφιά) > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

πρόγεμα: > πρόγεμα > του φαγιού

πρόγκα: > σαλαγώ > της βοσκής

πρόγκα: που δεν αφίνει το σταβάρι να βγει από το γούζι > αλέτρι > του χωραφιού

προγκάρω: > σαλαγώ > της βοσκής

προγκάω: > σαλαγώ > της βοσκής

προγκίδα: ξύλο που στηλώνει το πισινό αντί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

προγκίζω: > σαλαγώ > της βοσκής

πρόγκισμα: > σαλαγώ > της βοσκής

προγόνι: > αδέρφι > οικογενειακά

προγόνια: > γονιός > οικογενειακά

προγονικά: > γονιός > οικογενειακά

πρόγονοι: > γονιός > οικογενειακά

πρόγονοι: > γονιός > οικογενειακά

προγονός: αδέρφι από διαφορετικό πατέρα ή μητέρα > αδέρφι > οικογενειακά

προγούλι: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

προεγγόνι: > αγγόνι > οικογενειακά

προζύμι: > αλέβρι > του φαγιού

προζυμόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

προθειός: > θείος > οικογενειακά

πρόθεση: η τρύπα στην άγια τράπεζα όπου γίνεται η μυσταγωγία > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

πρόθυρο: > φούρνος > του μαγεριού

προιάρι: βάρκα που τήνε σπρώχνουνε με το κοντάρι > είδη καραβιών > καράβια

προίκα: > προίκα > οικογενειακά

προικιά τα: > προίκα > οικογενειακά

προικιό: > προίκα > οικογενειακά

προικοδιάβαση: > προίκα > οικογενειακά

προικολαβή: > προίκα > οικογενειακά

προικολάβος: αφτός που έρχεται να πάρει την προίκα > προίκα > οικογενειακά

προικοσύφωνο: > προίκα > οικογενειακά

προικοχάρτι: > προίκα > οικογενειακά

πρόκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

προκαδούρα: > καρφολογιά > του μαραγκού

πρόκες: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

προκόβι: χοντρό μάλινο χράμι που προστατέβει τη ράχη από τη σέλα > προκόβι > του αγωγιάτη και του αμαξά

προκοίλι: > κοιλιά > όργανα

προκομένη: > κότα > πουλολογικά

πρόκροσσες: πρόκροσσες του στημονιόυ > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

προμηθέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προμηθέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προμήθεια: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προμηθεφτής: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενέβω: > προξενιά > οικογενειακά

προξενητής: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενητής: > προξενιά > οικογενειακά

προξενήτρα: > προξενιά > οικογενειακά

προξενιά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενιά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

προξενιά: > προξενιά > οικογενειακά

προξενιές: > προξενιά > οικογενειακά

προπλασμός: σκούρο αστάρι που βάζουν οι βυζαντινοί στις ζουγραφιές τους > προπλασμός > του ζουγράφου

προπύρα: > ψωμί > του φαγιού

πρόσαγα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

προσάγγονο: > αγγόνι > οικογενειακά

προσαντίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

προσβούκια: > μεζελίκια > του φαγιού

πρόσγαλο: > γάλα > της βοσκής

προσγονέοι: > γονιός > οικογενειακά

προσέλινο: ασέλωτο ακόμα > άλογο > θηλαστικά

προσεφκάδι: κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

προσεφκητάρι: κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

προσέφκουμαι: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

προσήλι: > προσήλι > τοπογραφικά

προσηλιά: > προσήλι > τοπογραφικά

προσηλιακό: > προσήλι > τοπογραφικά

προσήλιο: > προσήλι > τοπογραφικά

προσκάμνια: > μάντρα > της βοσκής

προσκεφαλάδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

προσκεφαλάδι: > κρεβάτι > του σπιτικού

προσκέφαλο: > κρεβάτι > του σπιτικού

προσκέφαλο: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

προσκύνημα: άγιο μέρος όπου πάνε για προσκύνημα ή τάμα > προσκύνημα > της εκκλησιάς

προσκυνητάρι: κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πρόσνερο: > αγγάστρι > βιολογικά

προσόψι: > νιφτήρας > του σπιτικού

προσοψίδα: > νηνίδα > βιολογικά

προσπάπος: > παπούς > οικογενειακά

προσπάπου: > παπούς > οικογενειακά

πρόσπερα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

προσφάγι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

προσφορά: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

προσφορά: > ψωμί > του φαγιού

προσφορίτης: > προσφορίτης > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πρόσφορο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

πρόσφορο: > ψωμί > του φαγιού

προσφύρας: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

προσφυρίτης: > προσφορίτης > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

πρόσωπη: η μπροστινή (απάνω) μεριά του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά

προσωπίδι: > νηνίδα > βιολογικά

πρόσωπο: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

προσωπογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

προυτσιάλος: > πριτιά > της βοσκής

προφύλλι: > ούγια > ραφτικά

προφύλλι: περβάζι γουναρικού > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

προχεράρης: > κολήγας > του χωραφιού

πρυα: > είδη καραβιών > καράβια

πρυάρι: ψαρόβαρκα για πυροφάνι > είδη καραβιών > καράβια

πρύμα: > αρμενισιά > αρμενίσματα

πρυμάτσα: > σκοινιά > του καραβιού

πρύμη: > πρύμη > του καραβιού

πρύμης (της): > σκορπιός > του καραβιού

πρυμίζω: αρμενίζω με το άνεμο πρύμα > πρυμίζω > αρμενίσματα

πρυμιό: πρυμιό κουπί > κουπί > του καραβιού

πρυμιός: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

πρύμιος: > πρύμη > του καραβιού

πρυμνίσιος: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

πρύμος: πρύμος άνεμος > στεριανό > καιρικά

πρωί: > αβγή > αστρικά

πρωί: > πρωί > της μέρας και της ώρας

πρώιμα: > φρούτα > του φαγιού

πρωιμάδι: > καρπός > φυτολογικά

πρωιμάδι: > πρόβατο > της βοσκής

πρωιμάδια: > φρούτα > του φαγιού

πρώιμο: > καρπός > φυτολογικά

πρωιμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

πρωινή: > αβγή > αστρικά

πρωινό: > αβγή > αστρικά

πρωμοσπόρι: > παιδί > οικογενειακά

πρωμόσυκα: > σύκα > του φαγιού

πρώνια (τα): κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

πρωταντρόγυνο: > αντρόγυνο > οικογενειακά

πρωτάρα: > λεχώνα > βιολογικά

πρωταριά: > λεχώνα > βιολογικά

πρωτάρικος: > παιδί > οικογενειακά

πρωτόβγαλτο: > καράβι > καράβια

πρωτοβρόχια: > βροχή > καιρικά

πρωτόγαλα: > γαλούσα > βιολογικά

πρωτογαλιά: > γάλα > της βοσκής

πρωτογαλιά: > γαλούσα > βιολογικά

πρωτογεννήτρα: > λεχώνα > βιολογικά

πρωτοδάχτυλο: > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

πρωτοδέφτερα: ξαδέρφια > ξαδέρφι > οικογενειακά

πρωτοδέφτερα: πρωτοδέφτερα πανιά > πανιά > του καραβιού

πρωτολάτης: > μπροστάρης > της βοσκής

πρωτολούδι: > καρπός > φυτολογικά

πρωτομάστορας: αρχιτέκτονας > χτίστης > του χτίστη

πρωτομηνιά: > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρωτοούλης: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρωτοούνης: Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

πρωτοσκότι: πρωτοσκότι και το φεγγάρι δειπνισμένο = είχε βασιλέψει > βασίλεμα > αστρικά

πρωτοσπόρι: > παιδί > οικογενειακά

πρωτοσύγκελλος: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

πρωτοτάξιδο: > καράβι > καράβια

πρωτότοκος: > παιδί > οικογενειακά

πρωτοΰπνι: > ύπνος > φυσιολογικά

πρωτοχάραμα: > αβγή > αστρικά

πρωτοχρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

πρώφλι: > πόρτα > του χτίστη

πτώμα: > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυζάρικο: πυζάρικο στεφάνι > κουδούνι > της βοσκής

πύκνα: > δάσος > τοπογραφικά

πυκνομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

πυκνοπαιδούσα: > λεχώνα > βιολογικά

πυρά: > ζέστη > καιρικά

πύρα: > ζέστη > καιρικά

πυράδα: > ζέστη > καιρικά

πυργάρι: > κάστρο > του χτίστη

πυργί: > κάστρο > του χτίστη

πυργόπετρα: > πέτρα > πέτρες

πυργόπουλο: > κάστρο > του χτίστη

πύργος: > κάστρο > του χτίστη

πυργόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

πυργούσικος: > είδη χορών > χοροί

πυργωτό: δαχτυλίδι πυργωτό > διαμαντικά > πετράδια

πύρεξη: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυρετός: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυρετωμένος: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πύρη: > ζέστη > καιρικά

πυρήνα: πυρήνα του σκόρδου > καρπός > φυτολογικά

πυρήνας: > καρπός > φυτολογικά

πυρής: > κόκκινος > του ζουγράφου

πυριά: ψάρεμα με το πυροφάνι > πυροφάνι > της ψαρικής

πυρνολιά: το κουκούτσι της ελιάς > καρπός > φυτολογικά

πυροβολόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρόβολος: > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρόγεια: > γη > του χωραφιού

πυροκοκκινισμένος: > κοκκινίζω > φυσιολογικά

πυρολατώ: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυρολίθι: που ζεσταίνει γλήγορα ο ήλιος > πέτρα > πέτρες

πυρολίθι: πυρίτης λίθος > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρομάχι: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυρομάχι: πέτρα που βαστάει τη φωτιά > πέτρα > πέτρες

πυρόμαχος: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυρομαχώ: > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

πυροπεταλούδι: Rhopalocera | ηπίολος > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

πυρόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

πυρός: > κόκκινος > του ζουγράφου

πύρος: παφιλόσυρμα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

πυρόσκαφο: > είδη καραβιών > καράβια

πυροστάτης: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυροστιά: > πυροστάτης > του σπιτικού

πυροστιά: > τζάκι > του σπιτικού

πυροστιά: Ηνίοχος > αστερισμοί > αστρικά

πυρούλας: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

πυροφάνι: σιδερένια σκάρα που βάζουνε στην πλώρη κι όπου ανάφτουνε ή δαδί για να τραβούν τα ψάρια > πυροφάνι > της ψαρικής

πύρωμα: > ζέστη > καιρικά

πυρωμάδα: > ζέστη > καιρικά

πυρωμάδα: > ψωμί > του φαγιού

πυρωμός: > ζέστη > καιρικά

πυτερό: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτιά: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτιάζω: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτιώνω το γάλα: > τυροκομώ > της βοσκής

πυτολόγος: παφυλένιο δοχείο όπου τοιμάζουν την πυτιά του τυριού > τυροκομώ > της βοσκής

πωρί: > πέτρα > πέτρες

πωρί: > πωρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραβανί: > ζυμαρικά > του φαγιού

ραβάνι: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ραβδα: > γκλίτσα > της βοσκής

ραβδί: > ραβδί > του πολεμιστή

ραβδί: ραβδί του Ααρών = Περσεύς > αστερισμοί > αστρικά

ραβδίζω: ραβδίζω τις ελιές > ραβδίζω > του χωραφιού

ραβδιστής: > ραβδίζω > του χωραφιού

ραβδοκόπι: > βέργα > του χωραφιού

ραβής: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

ράβω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

ραγίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

ραδίκια: > λαχανικά > του φαγιού

ραδικόζουμο: > ζουμί > του φαγιού

ραδικοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

ραζακιά: > σταφύλια > του φαγιού

ραϊδιό: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ραϊδό: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρακί: > κρασί > του φαγιού

ράμα: > κλωστή > ραφτικά

ράμα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ράματα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ράματα: > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

ραμάτι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

ραμένο: ραμένο στο χέρι | της μηχανής > ράψιμο > ραφτικά

ραμνί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ραμνί: > μπρίκι > του μαγεριού

ραμφί: > μύτη > πουλολογικά

ράντζο: > κρεβάτι > του σπιτικού

ραξίνι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ράπα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ράπη: > στάχυ > φυτολογικά

ρασιά: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ρασίκι: > είδη βαφών > του βαφιά

ράσο: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ράσπα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

ρασπέτι: > ξείδι > του φαγιού

ράφα: > ράφι > του χτίστη

ραφή: > ράψιμο > ραφτικά

ράφι: > ράφι > του χτίστη

ράφι: έμεινε στ ράφι > ανύπαντρη > οικογενειακά

ράφια: > δεματικά > του χωραφιού

ραφιδέβω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

ραφίδεμα: > βιβλιοράψιμο > του βιβλιοδέτη

ράφτης: > ράφτης > ραφτικά

ραφτίτσα: > ράφτης > ραφτικά

ραφτούλα: > ράφτης > ραφτικά

ράφτρα: > ράφτης > ραφτικά

ραχβάνι: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ράχη: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ράχη: > ράχη > ανατομικά κατατόπια

ραχίτης: > ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραχιτιάζω: > ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραχιτικός: > ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ραχοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ραχοβούνι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ραχοκοκκαλιά: > ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

ραχοκόκκαλο: > ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

ραχούλα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ράχτι: > πέτρα > πέτρες

ράψιμο: > ράψιμο > ραφτικά

ρεβανί: > ζυμαρικά > του φαγιού

ρεβένι: λόφος που μπορεί να καλλιεργηθεί > λόφος > τοπογραφικά

ρεβίθια: > λαχανικά > του φαγιού

ρέβουμαι: > ρέψιμο > φυσιολογικά

ρέγκα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

ρέγκι: > χρώμα > του ζουγράφου

ρεζές: > ρεζές > του χτίστη

ρεΐζης: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

ρεικιά: > δάσος > τοπογραφικά

ρεικοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ρεικοδάκι: > δάσος > τοπογραφικά

ρεικότοπος: > δάσος > τοπογραφικά

ρέμα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρέμα: > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού

ρέμα: > ρέμα > τοπογραφικά

ρέμα: το ρέμα της φυρονεριάς > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού

ρέμα: το ρέμα του νερού > ζουριό > του μυλωνά

ρεματιά: > ρέμα > τοπογραφικά

ρεματικά: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρεματικός: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρεματισμός: > ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρεμπαγός: > σκάλα > του χτίστη

ρεμπικάρω: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ρεμπίκι: > λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ρεντέ (του): > γλυκά > του φαγιού

ρεντιστό: > γλυκά > του φαγιού

ρεξίνι: σκούφος του αναγνώστη > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ρεπανάκι: > λαχανικά > του φαγιού

ρεπάνι: > λαχανικά > του φαγιού

ρεπανόλαδο: > λάδι > του φαγιού

ρεπαντί: > φακιόλι > ρούχα

ρεσάλτο: > ρεσάλτο > του πολεμιστή

ρετάλι: > τόπι > πανιά

ρετιράδα: αποτραβηγμός, υποχώρηση > ρετιράδα > του πολεμιστή

ρετσέλι: > γλυκά > του φαγιού

ρετσέτα: συνταγή > ρετσέτα > γιατρικά

ρετσίνα: > ρετσίνα > φυτολογικά

ρετσινάρης: > ξυλοτόμος > του χωραφιού

ρετσινάτο: > κρασί > του φαγιού

ρετσινόλαδο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

ρετσούνι: το σηκωτό μέρος του σαμαριού (ή της σέλας) μπροστά και πίσω > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ρέφνα: η ταραχή που κάνει η θάλασσα στο ακρογιάλι > ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

ρεφούδι: η αβγοθήκη του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά

ρεφουλιά: > σαγανάκι > καιρικά

ρέφτης: > κανάλι > του χτίστη

ρεψιά: > ρέψιμο > φυσιολογικά

ρέψιμο: > ρέψιμο > φυσιολογικά

ρήγα: > γραφικά > του σπιτικού

ρηγάδι: > πανιά > πανιά

ρήγανη: > λαχανικά > του φαγιού

ρήγισα: η ρήγισα των ξωτικών > δέσποινα > δαιμονικά

ρήγλα: > ρήγλα > του χωραφιού

ρηγλί: για να ισιάζουν το γέννημα στο μόδι > ρήγλα > του χωραφιού

ρηγοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

ρήμια: > ερημιά > τοπογραφικά

ρημοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

ρημονήσι: > νησί > της θάλασσας και του καιρού

ρημόστρατα: > δρόμος > τοπογραφικά

ρημόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

ρημοτόπι: > ερημιά > τοπογραφικά

ρήνα: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

ρησόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρήσος: Lynx lunx | λυγξ > ρήσος > θηλαστικά

ρηχά: ρηχά νερά > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχά: ρηχά τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχά (τα): > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχή (η): > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχιά: > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχνέρια: > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ρηχόνερο: > πέραμα > τοπογραφικά

ρηχοπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

ρηχότοπος: > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού

ριγανόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ριγανόξυλο: > χελάλι > του μαγεριού

ριγμένο: > καράβι > καράβια

ριζά: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρίζα: > ρίζα > φυτολογικά

ριζάκι: > ρίζα > φυτολογικά

ριζαλάκι: > ρίζα > φυτολογικά

ριζάλεβρο: > αλέβρι > του φαγιού

ριζάλι: > ρίζα > φυτολογικά

ριζάρι: > είδη βαφών > του βαφιά

ριζάτα: > τα δόντια είναι > όργανα

ριζάφτι: > μηλίγγι > κόκκαλα

ρίζι: > ρίζι > του φαγιού

ριζό: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζοβάφω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

ριζοβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

ριζοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

ριζοβουνιά: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζοβούνια: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζόγαλο: > ρίζι > του φαγιού

ριζοδόντι: > δόντι > όργανα

ριζοδοντιά: > δόντι > όργανα

ριζόκαστρο: > κάστρο > του χτίστη

ριζομέρι: > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια

ριζόνερο: > ρίζι > του φαγιού

ριζόνια: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

ριζόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ριζόσπηλο: > σπηλιά > τοπογραφικά

ριζόφυτο: > ρίζα > φυτολογικά

ριζοχώρι: > χωριό > τοπογραφικά

ρίζωμα: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ριζώματα: ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρίμα: νεφέλιον; > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρίνα: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

ρινί: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ρινίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

ρινόκερος: Rhinoceros > ρινόκερος > θηλαστικά

ριξιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

ριπή: > ανεμική > καιρικά

ριπιδιάζει: > ο άνεμος > καιρικά

ριπιδιάζει: την θάλασσα την ταράζει λίγος άνεμος > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

ρισάλτο: έφοδος > ρεσάλτο > του πολεμιστή

ριτράτο: > ζουγραφιά > του ζουγράφου

ρίχνει: > βροχή > καιρικά

ρίχνει: > χιόνι > καιρικά

ρίχνω: ρίχνω ορδί = στρατοπεδεύω > στρατός > του πολεμιστή

ρίχνω: ρίχνω στο σωρό | ρίχνω μεσ' στα όλα > τουφέκι > του πολεμιστή

ρίχνω: ρίχνω στο σωρό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

ρίχνω: ρίχνω τα χαρτιά > χαρτιά > παιγνίδια

ρίχνω: στο γιαλό, σε ξέρα > ρίχνω όξω το καράβι > αρμενίσματα

ριχτάρι: κοντάρι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

ρίχτης: > κανάλι > του χτίστη

ριχτίμι: > μώλος > της θάλασσας και του καιρού

ριχτό: σπέρνω ριχτό > σπέρνω > του χωραφιού

ρίχτρα: > κρεμασιά > τοπογραφικά

ρίχτω: ρίχτω βολές > βολάζω > της ψαρικής

ριψητός: > ανθητός > φυτολογικά

ροβολητό: > κατήφορος > τοπογραφικά

ρόβολος: > κατήφορος > τοπογραφικά

ρόβολος: ο κατήφορος του βουνού > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

ρόγγι: > δάσος > τοπογραφικά

ρόγγι: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ρογγιά: > δάσος > τοπογραφικά

ρόγγια: ξεχερσωμένα χωράφια > χωράφι > του χωραφιού

ρογγίζω: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ρόγγισμα: > ξεχερσώνω > του χωραφιού

ρογί: ένα ρογί (ροΐ) με λάδι > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

ρόγια (τα): δάσος καμένο για βοσκή > δάσος > τοπογραφικά

ρόγος (ο): > ποτίζω > του χωραφιού

ρόδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

ροδακινής: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδακινί: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδαλός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδάμι: > ροδαμός > φυτολογικά

ροδάμι: τα τρυφερά σπειράκια που βγάζει το χαμοπούρνι και που τους βγάζουν κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

ροδαμός: νέος βλαστός > ροδαμός > φυτολογικά

ροδάνι: > ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

ροδαρός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδίζει: > ψωμί > του φαγιού

ροδινός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρόδινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδίτες: > σταφύλια > του φαγιού

ροδοζάχαρη: > γλυκά > του φαγιού

ροδοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ροδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

ροδόλαδο: > λάδι > του φαγιού

ροδόμελι: > μέλι > του φαγιού

ροδόμελο: > μέλι > του φαγιού

ροδόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

ροδόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

ρόδουλο: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ρόδουλο: κύλιντρος > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ροδοχάραμα: > αβγή > αστρικά

ροζάρικος: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ροζέτα: > διαμάντι > πετράδια

ροζιάζω: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ροζιάρικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

ροζιασμένος: > ρόζος > φυτολογικά

ρόζος: > κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρόζος: > ρόζος > φυτολογικά

ρόζους: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

ροϊδάμι: > είδη βαφών > του βαφιά

ροϊδάμι: τα τρυφερά σπυράκια που βγάζει το χαμοπούρνι > ροδαμός > φυτολογικά

ροϊδινός: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρόιδο: > ρούδιασμα > του βαφιά

ροϊδόσπυρο: > καρπός > φυτολογικά

ρόκα: > καρπός > φυτολογικά

ρόκα: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

ροκάνα: > κρούταλο > του μουσικού

ροκάνα: > παιδιών > παιγνίδια

ροκάνη: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ροκάνι: > κρούταλο > του μουσικού

ροκάνι: > παιδιών > παιγνίδια

ροκάνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

ροκανίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

ροκίζω: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

ροκώνουν: φουσκώνουν οι δόγες από νερό > βαρέλι > του τρύγου

ρολογάδικο: > ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρολογάς: > ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρολόι: > ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρολόι: της τσέπης > ρολόι > του σπιτικού

ρολόι: του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού

ρομπόλα: κεφαλλονίτικο κρασί > κρασί > του φαγιού

ρονιά: > βροχή > καιρικά

ρονιά: > κανάλι > του χτίστη

ρονιές: > βροχή > καιρικά

ρόπαλο: > ρόπαλο > του πολεμιστή

ρόπη: > καλαμιά > του χωραφιού

ροσόλι: > κρασί > του φαγιού

ροσοπίλια: > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ρότα: δρόμος του καραβιού > αρμενισιά > αρμενίσματα

ρουβί: > ρουμπίνι > πετράδια

ρουβίνι: > ρουμπίνι > πετράδια

ρούγα: > δρόμος > τοπογραφικά

ρούδι: > ρούδιασμα > του βαφιά

ρούδιασμα: > ρούδιασμα > του βαφιά

ρουθούνι: > μύτη > όργανα

ρουθουνίζει: > η γάτα > θηλαστικά

ρουθούνισμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ρουκούτα: > βουτηχτής > αρμενίσματα

ρουμάνι: > δάσος > τοπογραφικά

ρούμι: > κρασί > του φαγιού

ρούμπαλο: > καρπός > φυτολογικά

ρουμπί: > ρουμπίνι > πετράδια

ρουμπίνι: > ρουμπίνι > πετράδια

ρούμπος: τα δυο παιγνίδια από τρία που κερδίζουν > χαρτιά > παιγνίδια

ρούμπωμα: > μάγεμα > δαιμονικά

ρουμπώνω: με ρούμπωσε ο κούκος > μαγέβω > δαιμονικά

ρουνιά: > βρύση > του χωραφιού

ρουνιά: > κανάλι > του χτίστη

ρούντα: το μπροστινό του τιμονιού > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

ρουξούνι: > βρύση > του χωραφιού

ρούσα: Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά

ρούσα: καστανά > γίδι > της βοσκής

ρουσάλτο: > ρεσάλτο > του πολεμιστή

ρουσόγεια: > γη > του χωραφιού

ρουσομύτης: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

ρουσόξανθος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρούσος: > κόκκινος > του ζουγράφου

ρουφαλιά: > ρούφουλας > καιρικά

ρουφαλιά: > σαγανάκι > καιρικά

ρούφημα: > ζουμί > του φαγιού

ρουφηχτά: > αβγά > του φαγιού

ρουφήχτρα: > πηγάδι > του χωραφιού

ρουφήχτρα: νερουλός άμμος ή λάσπη όπου βουλάς ρουφηγμένος > ρουφήχτρα > τοπογραφικά

ρουφήχτρες: > γοργόνα > δαιμονικά

ρουφιανέβω: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουφιανιά: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουφιάνος: > μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρούφνα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ρούφνα: > ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

ρουφός: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

ρούφουλας: > ρούφουλας > καιρικά

ρούχα: > μηνιάτικα > φυσιολογικά

ρούχα: > ρούχα > ρούχα

ρουχάζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχάλα: > σάλιο > φυσιολογικά

ρουχαλητό: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχαλίζει: > η γάτα > θηλαστικά

ρουχαλίζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχαλισιά: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχάλισμα: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχαριό: > ρούχα > ρούχα

ρουχικά: > ρούχα > ρούχα

ρουχισμός: > προίκα > οικογενειακά

ρουχισμός: > ρούχα > ρούχα

ρούχνα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

ρουχνητό: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρουχνίζω: > ρουχάλισμα > φυσιολογικά

ρούχο: > πανί > πανιά

ρούχο: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

ρουχόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουχολόγος: > ρουχολόγος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ρουχούνι: κρουνός > βρύση > του χωραφιού

ροφός: Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας

ροχάλα: > σάλιο > φυσιολογικά

ρυάκι: > ρυάκι > τοπογραφικά

ρυθμοκόπος: > μουσικός > του μουσικού

ρύμη: > δρόμος > τοπογραφικά

ρύμνη: > δρόμος > τοπογραφικά

ρυμούλκι: > σκοινιά > του καραβιού

ρυχτή: > ρυχτή > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

ρώγα: > καρπός > φυτολογικά

ρώγα: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ρώγα: θηλή > βυζί > όργανα

ρωγαλίδα: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ρώγαλος: Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

ρωγοβίλια: κουδουνάκια > κουδούνι > της βοσκής

ρωγοβύζι: μπουκάλι για τάισμα μωρού > ρωγοβύζι > του σπιτικού

ρώιμος: > καρπός > φυτολογικά

ρωμιοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

ρωμιοράφτης: > ράφτης > ραφτικά

σάβανο: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβάνωμα: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβανώνω: > λαζαρώνω > οικογενειακά

σαβανώνω: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβανωτής: > λαζαρώνω > οικογενειακά

σαβανωτής: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαβανώτρα: > λαζαρώνω > οικογενειακά

σαβανώτρα: > σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαββατιανά: > σταφύλια > του φαγιού

σαββατογενημένος: > αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά

σαβούρα: > σαβούρα > του καραβιού

σαβουροκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

σαβουρώνω: παίρνω σαβούρα > σαβουρώνω > αρμενίσματα

σάβρα: > σάβρα > σερπετά

σαβρίδι: Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας

σαγανάκι: > σαγανάκι > καιρικά

σαγή: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαγιάζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαγιάκι: χοντρό μάλινο πανί > πανιά > πανιά

σαγιάρω: > σαγιάρω > αρμενίσματα

σάγιασμα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σάγισμα: τρίχινο πανί για στρώσιμο > κρεβάτι > του σπιτικού

σαγίστρο: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαγίτα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτέβω: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγίτεμα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτεφτής: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτιά: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγιτοθήκη: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαγόνι: > σαγόνι > κόκκαλα

σαγόνι: > στόμα > όργανα

σάγος: > σάγος > του φαγιού

σάγουλα: > σάγουλα > του καραβιού

σαγούλι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

σάγουλο: χοντρό καπότο > πανωφόρι > ρούχα

σαγρές: > πετσί > του παπουτσή

σάδι: > ίσιωμα > τοπογραφικά

σάδι: ίσιος τόπος για βοσκή > βοσκή > της βοσκής

σάικα: > είδη καραβιών > καράβια

σαΐνι: Falconidae| άσπρο γεράκι > γεράκι > πουλιά

σαΐσης: > σαΐσης > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαΐστρο: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαΐτα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σαΐτα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σαΐτα: το πιο φτενό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα

σαϊτιά: > είδη καραβιών > καράβια

σαϊτόφιδο: > άλλα φίδια > σερπετά

σακάκι: > σακάκι > ρούχα

σακαράκα: > σπαθί > του πολεμιστή

σακάτης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σακκακουσού: Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά

σακκάς: Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά

σακκελίζω: στραγγίζω τα μακαρόνια στο τρυπητό > μαγειρέματα > του μαγεριού

σακκοράφα: μεγάλη βελόνα > βελόνα > ραφτικά

σάκκος: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

σάκκος: από τρίχα καμήλας > πανιά > πανιά

σάκκος: δαλματική > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

σακκουλίσιο: γιαούρτι σακκουλίσιο > γάλα > της βοσκής

σακκουλογδύτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σακολέβα: > είδη καραβιών > καράβια

σακοράφα: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

σάλα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σαλαβότια: > μάγια > δαιμονικά

σαλαβρίχι: > σάβρα > σερπετά

σαλαγγιά: διπλό αγγίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής

σαλαγιά: > σαλαγώ > της βοσκής

σαλαγώ: > σαλαγώ > της βοσκής

σαλάκι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

σαλάμι: > κρέας > του φαγιού

σαλαμούρα: > αλάτι > του φαγιού

σαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

σαλατικά: > λαχανικά > του φαγιού

σαλάχι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

σαλβάρι: ανατολίτικη γυναικεία βράκα > σαλβάρι > ρούχα

σαλεμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σαλέπι: > ζεστό > του φαγιού

σαλέπι: > σαλεπιτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαλεπιτζής: > σαλεπιτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαλί: ψιλό μάλινο πανί > πανιά > πανιά

σάλι: > σάλι > ρούχα

σάλι: > σάλι > του καραβιού

σάλιαγκας: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σάλιαγκος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σαλιακούδα: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιάνικο: ή αφράτο > το ξύλο είναι > του μαραγκού

σαλιάρα: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιάρης: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλιάρης: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιαριά: Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας

σαλιαρίστρα: > σαλιαρίτσα > ρούχα

σαλιαρίτσα: > σαλιαρίτσα > ρούχα

σαλιβαράς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιβάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιβαριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιβαρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαλιγκάρι: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σαλιγκάρι: έλιξ > αφτί > όργανα

σαλίγκαρος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σάλιο: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλιόρα: > σαλιαρίτσα > ρούχα

σάλιωμα: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλιώνω: > σάλιο > φυσιολογικά

σαλνίτρι: > χημικά > μέταλλα και χημικά

σαλόνι: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σαλός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σαλότο: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σάλπα: σήκωσε την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα

σαλπάρω: σηκώνω την άγκυρα > σαλπάρω > αρμενίσματα

σάλπη: Serranidae > σάρπη > ψάρια της θάλασσας

σάλτσα: > σάλτσα > του φαγιού

σαλτσισότο: > κρέας > του φαγιού

σάλωμα: στέγη από άχερα ή καλαμιές > στέγη > του χτίστη

σαλωματένια: σαλωματένια καλύβα > καλύβα > του χτίστη

σαμαδούρα: > σαμαδούρα > του καραβιού

σαμαράκι: όπου περνούν τα γκέμια απάνω στη ράχη του ζεμένου αλόγου > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμαράς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμάρι: ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σαμάρι: σαμάρι ξύλινο > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμαριάζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σαμαροκούτι: > πανιά > πανιά

σαμαροτριχιές: πήγε τρεις σαμαροτριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

σαμαρτζής: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαμαρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαματάς: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

σαμιαμίθι: > σάβρα > σερπετά

σαμιώτικος: > είδη χορών > χοροί

σαμοβάρι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σαμούρι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαμπάνι: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σαμπανιός: > σαμπανιός > ψάρια της θάλασσας

σαμπιέρος: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σαμψάκι: ο ξυλένιος μαστραπάς της βάρκας > σαμψάκι > του καραβιού

σαμψάρι: Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά

σάνα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σάνια: αμάξι συρτό για χιόνια > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σανίδι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σανίδι: > σανίδι > του χτίστη

σανιδόξυλο: > σανίδι > του χτίστη

σανιδόσκαλα: > σανιδόσκαλα > του καραβιού

σανιδώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σανκουλί: > πανιά > πανιά

σανξάρι: Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά

σανός: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαντάλι: > είδη καραβιών > καράβια

σαντάλι: μεταξωτό πανί με νερά > πανιά > πανιά

σάνταλο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σάνταλο: > ξύλα > του μαραγκού

σανταλόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

σαντούρι: > σαντούρι > του μουσικού

σαντριβάνι: > συντριβάνι > του χωραφιού

σαπίγκα: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

σαπίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

σαπιοδόντης: > δόντι > όργανα

σαπιοκάραβο: > καράβι > καράβια

σαπίτης: > άλλα φίδια > σερπετά

σαποκώλιασμα: σάπισμα της ρίζας > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σαπολίβαδο: > λιβάδι > τοπογραφικά

σαπολίθι: > πέτρα > πέτρες

σαπουνάδικο: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπουναριό: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπουνάς: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπούνι: > νιφτήρας > του σπιτικού

σαπούνι: > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπουνιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σαπουνόχωμα: > σαπουνόχωμα > της νεροτριβής

σαπουνόχωμα: > χώματα > του χωραφιού

σαπουνόχωμα: στεατίτης > σαπουνόχωμα > πέτρες

σαπουντζής: αφτός που φτιάνει σαπούνι > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαπρίδι: > σάβρα > σερπετά

σάρα: > σάρα > τοπογραφικά

σάρακας: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

σαρακατσάνης: > βοσκός > της βοσκής

σαράκι: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

σαρακιάζει: > το ξύλο > του μαραγκού

σαρακίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

σαρακοστέβω: > νηστεία > του φαγιού

σαρακοστή: > νηστεία > του φαγιού

σαρακοστιανό: > φαγί > του φαγιού

σαρανταποδαρούσα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

σαραντίζω: > λεχωνιά > βιολογικά

σαράντιση: > λεχωνιά > βιολογικά

σαράτσης: αυτός πια φτιάνει σελοχάλινα > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαράφης: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαράφικο: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαραφλίκι: > σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σαργί: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σαργός: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σαργουδάκι: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σαργώνη: Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας

σαρδέλα: Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας

σαρδέλα: παστωμένος τριχιός > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

σαρδελοφάγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

σάρες: > σάρα > τοπογραφικά

σαριά: λέρα του μαλιού > μαλί > της βοσκής

σαρίκα: > καπέλο > ρούχα

σάρικα: > κάπα > ρούχα

σαρίκι: > καπέλο > ρούχα

σάρισα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

σάρκα: > σιγγούνι > ρούχα

σάρκα (η): > αρχίδι > όργανα

σάρκωμα: χρώμα ανοιχτό βαλμένο απάνω στον προπλασμό > σάρκωμα > του ζουγράφου

σαρκωμένος: > βουρκόλακας > δαιμονικά

σαρμανίτσα: στεφάνι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σαρμάς: > κρέας > του φαγιού

σαρμάς: > ραβδί > του πολεμιστή

σάρνισμα: > σβαρνίζω > του χωραφιού

σάρπα: Serranidae > σάρπη > ψάρια της θάλασσας

σάρπη: Serranidae > σάρπη > ψάρια της θάλασσας

σάρωθρο: > σκούπα > του σπιτικού

σάρωμα: > σκούπα > του σπιτικού

σαρώνει: > ο άνεμος > καιρικά

σαρωτής: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σάσμα: > αραβώνας > οικογενειακά

σατανάς: > διάβολος > δαιμονικά

σατζάκι: > κρόσσι > ραφτικά

σατύρι: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

σαφράνι: > είδη βαφών > του βαφιά

σαφρίδι: Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας

σαχάνι: > καζάνι > του μαγεριού

σαχάνι (στο): > αβγά > του φαγιού

σαχνίσι: > σαχνίσι > του χτίστη

σαχνισίνι: παραθύρι που ξεπέχει απάνω στο δρόμο (πάντα καφασωτό στην Ανατολή) > σαχνίσι > του χτίστη

σαχτακώ: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαχτάρικος: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαχτιάνι: > πετσί > του παπουτσή

σαχτιάνι: σαχτιάνι (μαροκινό) > πετσιά για δέσιμο > του βιβλιοδέτη

σαχτό: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σαχτούρα: είδος γολέτας > είδη καραβιών > καράβια

σαψάκι: > σαψάκι > του μαγεριού

σβανάς: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σβανάς: πριόνι για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σβάραχνα: > ανατομικά > ψαρολογικά

σβάρνα: > σβάρνα > του χωραφιού

σβαρνάει: > αγγάστρι > βιολογικά

σβαρνάω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

σβαρνίζω: > σβαρνίζω > του χωραφιού

σβέρκος: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

σβίγα: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

σβίγα: η κωνική κουβαρίστρα > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

σβίγκος: > ζυμαρικά > του φαγιού

σβιγούλες: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

σβιλάδα: ξαφνικός άνεμος από τη στεριά > σπιλάδα > καιρικά

σβιλάδι: > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας

σβίντζιρας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

σβιντιγόνα: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σβόλια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

σβουκάντηλας: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

σβούρα: > καρπός > φυτολογικά

σβούρα: > παιδιών > παιγνίδια

σβούρδουκλας: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σβούρδουκλος: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σβούρος: > καρπός > φυτολογικά

σβούρος: > παιδιών > παιγνίδια

σβραχνός: > βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σβωλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

σγάρα: κοιλιά του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά

σγόρμπια: γυριστό σκαρπέλο > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σγουμπουλή ράχη: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σγουροβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

σγουρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σγουρομάλια: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σεγγούνα: > σιγγούνι > ρούχα

σέδια: κλειστό κάθισμα που το κουβαλούνε με τα χέρια > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σεϊλάνι: > γρανίτης > πέτρες

σειρά: > πάτημα > του κυνηγού

σειράδι: > σειρήτι > ραφτικά

σειρήτι: > σειρήτι > ραφτικά

σείριος: > αστερισμοί > αστρικά

σεισούρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

σείστρο: > σείστρο > του μουσικού

σεκέρια: > γλυκά > του φαγιού

σέκορα: > το ξύλο έχει > του μαραγκού

σέλα: σέλα πέτσινη > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελάς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελάτο: > γελάδι > της βοσκής

σελάχη: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

σελάχι: > σελάχι > του πολεμιστή

σέλες: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σεληνιασμός: > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σελί: > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελός: ανισόροπος > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σελοχάλινα: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

σελώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σεμπέκα: Primates | θηλυκή μαϊμού > μαϊμού > θηλαστικά

σεμσιέ: > σμαράγδι > πετράδια

σεντζάπι: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

σεντζαπόγουνα: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

σεντίνα: > σεντίνα > του καραβιού

σεντόνι: > κρεβάτι > του σπιτικού

σεντόνιασμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

σεντονού: > μπαμπούλας > δαιμονικά

σεντουκάς: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σεράδι: > σειρήτι > ραφτικά

σεραδώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

σεράι: > παλάτι > του χτίστη

σερβέτα: > καπέλο > ρούχα

σερβέτα: > νιφτήρας > του σπιτικού

σερβιτσιάλι: > κλυστήρι > γιατρικά

σερβούτσι: > φούντα > του πολεμιστή

σεργκί: το μετάλλινο βούλωμα του ναργιλέ > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σεργούτσι: > φούντα > του πολεμιστή

σερμαγιαλής: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

σερμπέτι: > γλυκά > του φαγιού

σερμπέτι: > κρασί > του φαγιού

σερνάμενα: > σκοινιά > του καραβιού

σέρπα: το κάθισμα του αμαξά > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σερπετζές: > καμάρα > του χτίστη

σερπετζές: > καμαροποριά > τοπογραφικά

σερπετζές: προπύργιο > μέρη του κάστρου > του χτίστη

σέρσινος: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σέρσουνας: Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σέρτικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

σέσουλα: > σαψάκι > του μαγεριού

σέσουλα: > σέσουλα > του καραβιού

σέσουλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

Σετέβρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

σέτι: > περιβόλι > του χωραφιού

σεφέρι: εκστρατεία > σεφέρι > του πολεμιστή

σηκώνεται: > ο ήλιος > αστρικά

σηκώνεται: μου σηκώνεται > κάβλα > φυσιολογικά

σηκωτήρι: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

σηλυβριανός: > είδη χορών > χοροί

σημαδέβω: > τουφέκι > του πολεμιστή

σημαδεμένος: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σημάδι: > ελιά > φυσιολογικά

σημάδι: > πάτημα > του κυνηγού

σημαδιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σημαδούρα: πλεκάμενο σημάδι στο λιμάνι | γεωδετικός στύλος ή σωρόλιθος > σημαδούρα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

σημαδούρι: > σταλίκι > του χωραφιού

σημαία: > παντιέρα > του καραβιού

σημανταριό: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

σημαντήρας: > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σημαντήρι: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

σήμαντρο: > καμπαναριό > της εκκλησιάς

σημάρματα (τα): > όργανα > του μουσικού

σημιγδάλι: > αλέβρι > του φαγιού

σημιτζής: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σημίτη: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σημίτι: > ψωμί > του φαγιού

σήττα: > κόσκινο > του μαγεριού

σιάδι: > βοσκή > της βοσκής

σιάδι: > ίσιωμα > τοπογραφικά

σιάδια: > ίσιωμα > τοπογραφικά

σιάρω: λάμνω ανάποδα για να σταματήσω | σία κι αράξαμε > σιάρω > αρμενίσματα

σιάρω: τραβώ κουπί ανάποδα για να κόψω το δρόμο της βάρκας > λάμνω > αρμενίσματα

σιάσμα: > αραβώνας > οικογενειακά

σιαστικιά: > αραβωνιαστικός > οικογενειακά

σιβρί: Thynnus brachypterus | (από μίαν οκά) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

σιγανεμένη: σιγανεμένη μέρα > καλοκαιριά > καιρικά

σιγανεμιά: > καλοκαιριά > καιρικά

σιγανή: > βροχή > καιρικά

σιγανός: > είδη χορών > χοροί

σιγάρω: τραβώ κουπί σιγά > λάμνω > αρμενίσματα

σιγάτσα: ψιλό πριόνι > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σιγάτσο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σιγγούνα: μακρί γιουρδί γυναικείο > σιγγούνι > ρούχα

σιγγούνι: > σιγγούνι > ρούχα

σιγλίγουρος: Numenius arquata > σιγλίγουρος > πουλιά

σιγοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

σιγόντοι: σιγόντοι καιροί > καλοκαιριά > καιρικά

σίδερα: είναι για τα σίδερα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σιδεράδικο: > σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδεράς: > σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερένιος: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδερής: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδερί: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδεριά: σιδερένια πόρτα > πόρτα > του χτίστη

σιδερικά: > σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερικό: > σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδέρικο: σιδερόσταχο > άλογο > θηλαστικά

σιδέρικος: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδεριό: > σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερίτες: > σταφύλια > του φαγιού

σιδερίτης: > βαθρακόπετρα > πέτρες

σιδερίτικο: > καζάνι > του μαγεριού

σίδερο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

σίδερο: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

σιδερογαβάθα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδεροκάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σιδεροκέφαλος: > πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

σιδερόκολα: > κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδεροκολώ: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερόξυλο: > ξύλα > του μαραγκού

σιδερόπετρα: > πέτρα > πέτρες

σιδεροπουκάμισο: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σιδερόσκονη: βαφή από λιμαδούρα, ακουαφόρτε και μπακάμι > είδη βαφών > του βαφιά

σιδεροσκούφια: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σιδερόσταχτος: > σταχτής > του ζουγράφου

σιδεροστιά: > πυροστάτης > του σπιτικού

σιδεροστιά: λεκάνη > σιδεροστιά > κόκκαλα

σιδερόχορτο: μαγικό φυτό που ανοίγει κάθε κλειδωνιά και γκρεμίζει κάθε τοίχο > σιδερόχορτο > δαιμονικά

σιδερώματα: > σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σιδερώνω: περνώ με το σίδερο > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σιδερωτάς: > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σιδερώτρα: > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σίκλα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σικλί: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σίκλος: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σιλτές: > κρεβάτι > του σπιτικού

σιμιδόκι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

σιμούνι: > λίβας > καιρικά

σιμωτά: > τα δόντια είναι > όργανα

σιναγρίδα: > σιναγρίδα > ψάρια της θάλασσας

σιναμική: καθαρτικό > είδη γιατρικών > γιατρικά

σιναπίδι: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σιναπίδι: κόκκινη ώχρα > είδη βαφών > του βαφιά

σιναπίδι: ψιλή ανοιξιάτικη βροχή > βροχή > καιρικά

σιναπίδιασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σινί: χάλκινος δίσκος > μπακιρικά > του μαγεριού

σινί: χάλκινος δίσκος > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σινιάλο: > παντιέρα > του καραβιού

σινόδι: > σινόδι > ψάρια της θάλασσας

σιντέφι: > σιντέφι > πετράδια

σιντέφια: ή χρυσαλλίδες > το ξύλο έχει > του μαραγκού

σιντρίλι: > στέγη > του χτίστη

σιούτο: > γίδι > της βοσκής

σιούτο: ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής

σιράνες: φτυάρι για κάρβουνα > σιράνες > του σπιτικού

σιρίκια: > σταφύλια > του φαγιού

σιροκολεβάντες: > άνεμος > καιρικά

σιρόκος: > άνεμος > καιρικά

σιρόπι: > κρασί > του φαγιού

σισάρι: > μπαχαρικά > του φαγιού

σιταλποτύρι: > τυρί > του φαγιού

σιταρένιο: > αλέβρι > του φαγιού

σιταρένιο: > ψωμί > του φαγιού

σιταρήθρα: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

σιταριά: χωράφι σπαρμένο σιτάρι > χωράφι > του χωραφιού

σιταρικό: > κόσκινο > του μαγεριού

σιταρίσιο: > ψωμί > του φαγιού

σιταρίτης: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

σιταρομάγαζο: > σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σιταρότοπος: > γη > του χωραφιού

σιταρούδες: καρπεροί τόποι > γη > του χωραφιού

σιταρόψειρα: > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

σιτεφτάρι: > μανάρι > της βοσκής

σιτζίμι: > βροχή > καιρικά

σιτζίμι: γερό σκοινί > σκοινιά > του καραβιού

σίτινο: > ψωμί > του φαγιού

σιτοθημωνιά: > θημονιάζω > του χωραφιού

σιφνιός: > είδη χορών > χοροί

σίφουνας: > ρούφουλας > καιρικά

σιφούνι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

σιφουνικά: > ρούφουλας > καιρικά

σιφουνικό: > ρούφουλας > καιρικά

σιχασιές: > μάγια > δαιμονικά

σίχνα (signum): τα ξαφτέρουγα και τα λάβαρα μαζί > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σκάγια: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκάει: > ο ήλιος > αστρικά

σκάει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκάει: > ψωμί > του φαγιού

σκάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

σκάζουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

σκαθάκι: Spinus spinus > σκαθί > πουλιά

σκαθάρης: Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού

σκαθάρι: Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού

σκαθάρι: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

σκαθάρι: των αμπελιών | άνθραξ > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σκαθαρόνι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

σκάθαρος: Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού

σκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

σκαθί: Spinus spinus > σκαθί > πουλιά

σκάκι: σκακιέρα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

σκάλα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

σκάλα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκάλα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκάλα: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

σκάλα: > σκάλα > του χτίστη

σκάλεθρο: > σκάλεθρο > του σπιτικού

σκαλέρι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλί: > σκάλα > του χτίστη

σκαλίδα: > σκαλιστήρι > του χωραφιού

σκαλίδι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλιέρα: > σκοινιά > του καραβιού

σκαλιέρης: φύλακας της σκάλας, της αποβάθρας > σκαλιέρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκαλίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

σκάλισμα: > σκάφτω > του χωραφιού

σκαλιστήρι: > σκάλεθρο > του σπιτικού

σκαλιστήρι: > σκαλιστήρι > του χωραφιού

σκαλιστήρι: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σκαλιστής: > μαραγκός > του μαραγκού

σκαλιστής: > πετράς > του χτίστη

σκαλιστική: > μαραγκοσύνη > του μαραγκού

σκαλιστίρι: > χελάλι > του μαγεριού

σκαλίστρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκαλοθάρης: Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά

σκαλόλουρα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκαλοπάτα: > σκαλοπάτα > του παπουτσή

σκαλοπάτι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλοπόδαρο: > σκάλα > του χτίστη

σκάλος: > σκάφτω > του χωραφιού

σκαλότθα: Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά

σκαλούνι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκαλούνι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλοφρύδα: > ράφι > του χτίστη

σκαλοχέρι: > σκάλα > του χτίστη

σκαλτσούνι: > κάλτσα > του παπουτσή

σκαλτσουνόξυλο: > βελόνα > ραφτικά

σκάλωμα: > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

σκάλωμα: > σκάλα > του χτίστη

σκαλωσιά: > σκαλωσιά > του χτίστη

σκαλωτά: σκαλωτά μαλιά > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σκάμα: > χωράφι > του χωραφιού

σκάμα: αφρός της σαπουνάδας > πλύση > του σπιτικού

σκαμάγκι: > μαλί > της βοσκής

σκαμάγκι: κουλούρα ξεκαθαρισμένου μπαμπακιού > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας

σκαμάκι: λαναρισμένο μαλί > μαλί > της βοσκής

σκαμπαβία: > είδη καραβιών > καράβια

σκαμπανεβάζει: ανεβοκατεβαίνει μπροστά πίσω > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

σκαμπανεβαίνει: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

σκαμπανέβασμα: > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

σκαμπίλι: > χαρτιά > παιγνίδια

σκανιάς: > γύπας > πουλιά

σκανίτης: > γύπας > πουλιά

σκάνουν: σκάνουν οι κόμποι των δεντρώνε > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

σκάνουν: τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκανταγιάρω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

σκαντάγιο: το βαρίδι για να μετρούν το βάθος της θάλασσας > σκαντάλι > του καραβιού

σκανταλέτο: για το ζέσταμα του κρεβατιού > μαγκάλι > του σπιτικού

σκανταλήθρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκαντάλι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκαντάλι: > σκαντάλι > του καραβιού

σκανταλιά: σιδεροδόκανο > δοκάνι > του κυνηγού

σκανταλιάρω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

σκανταλίδι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σκαντάλιο: > σκαντάλι > του καραβιού

σκάντζουρας: φυτοφάγο > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

σκαντζοχερίνα: Erinaceus europaeus > σκαντζόχερος > θηλαστικά

σκαντζόχερος: Erinaceus europaeus > σκαντζόχερος > θηλαστικά

σκαντήλι: > σκαντάλι > του καραβιού

σκαντήλια: > σκαντήλια > του καραβιού

σκαντηλώνω: > σκαντηλώνω > αρμενίσματα

σκαπέτα: > αξίνα > του χωραφιού

σκάπετα: κατά τη μεριά του βουνού που δε φαίνεται > αναφανή > τοπογραφικά

σκάπετο: το αντίθετο της αναφανής > αναφανή > τοπογραφικά

σκαπέτσι: το πίσω μέρος της ράχης που μας είναι κρυμένο > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σκάρα: > καζάνι > του μαγεριού

σκάρα: > σκαρί > του σκαριού

σκάρα: > τρίγωνο > του μουσικού

σκάρα (στη): > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

σκαραούλι: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

σκαρατσία: > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκαρδάτος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκαρέτο: τρίγωνο του ράφτη > σκαρέτο > ραφτικά

σκαρί: > καράβι > καράβια

σκαρί: > σκαρί > του σκαριού

σκαριά: τα ξύλα κι ο τύπος όπου στέκει το καράβι για να φτιαστεί > σκαρί > του σκαριού

σκαρίζω: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

σκάρισμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκαρλάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

σκαρλίτα: > σκαρλίτα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκάρμη: > πάτημα > του κυνηγού

σκαρμίζουμαι: ακολουθώ τη σκάρμη > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

σκαρμός: Merluccius merluccius > σκαρμός > ψάρια της θάλασσας

σκαρμός: το ξύλο που βαστά το κουπί στην κουπαστή > κουπί > του καραβιού

σκαρμοφωλιά: η τρύπα του σκαρμού στην κουπαστή > κουπί > του καραβιού

σκάρος: Sparisoma cretense > σκάρος > ψάρια της θάλασσας

σκάρος: Sparisoma cretense > σκάρος > ψάρια της θάλασσας

σκάρος: νυχτερινή βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

σκαρπέλο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκαρπίζουμαι: > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

σκαρπίνι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σκαρτζίνι: > δολώνω > της ψαρικής

σκάρφη: ελλέβορος > είδη γιατρικών > γιατρικά

σκαρφίζω: γιατρέβω με σκάρφη > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

σκαρώνω: φτιάνω καράβι > σκαρί > του σκαριού

σκάση: > ζέστη > καιρικά

σκασίλα: > ζέστη > καιρικά

σκασίλα: το σκάσιμο του πετσιού από το κρύο > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκασμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

σκασμός: > ζέστη > καιρικά

σκασομύτα: Loxia curvirostra > σταβρομύτης > πουλιά

σκατά: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκατιάς: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκάτσα: > σκάτσα > του καραβιού

σκάτσα: βάση του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού

σκάτωμα: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκατώνω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

σκάφη: > είδη καραβιών > καράβια

σκάφη: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

σκάφη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

σκάφη: > πλύση > του σπιτικού

σκαφίδα: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

σκαφίδα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

σκαφίδι: > ζυμωτήρι > του μαγεριού

σκαφίδι: > καράβι > καράβια

σκαφίδι: > κρεβάτι > του σπιτικού

σκαφίδι: > πλύση > του σπιτικού

σκαφίτης: > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

σκαφόνι: μεγάλη σκάφη > πλύση > του σπιτικού

σκαφτάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

σκαφτιάς: > γεωργός > του χωραφιού

σκάφτω: > σκάφτω > του χωραφιού

σκάψιμο: > σκάφτω > του χωραφιού

σκεβρώνει: > το ξύλο > του μαραγκού

σκέλεθρο: > σκελετός > κόκκαλα

σκελετός: > σκελετός > κόκκαλα

σκέλι: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

σκέλια (τα): > πόδι > ανατομικά κατατόπια

σκελίδα: > καρπός > φυτολογικά

σκεμπές: άντερα ζώων > άντερα > όργανα

σκεπαρνάκι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκεπαρνάκι: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

σκεπάρνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σκέπαση: > σκέπαση > αστρικά

σκέπαση: > στέγη > του χτίστη

σκέπαση: > σύνεφο > καιρικά

σκεπασιά: > σύνεφο > καιρικά

σκεπαστή: > στεγάδι > του χτίστη

σκεπαστή: > στέγη > του χτίστη

σκεπαστό: > καμάρα > του χτίστη

σκεπή: > απανεμιά > καιρικά

σκεπή: > στέγη > του χτίστη

σκέπη: > φακιόλι > ρούχα

σκέπη: γεννήθηκε με σκέπη > σκέπη > βιολογικά

σκεπό: > απανεμιά > καιρικά

σκηνογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

σκιάδα: > ησκωσιά > του χωραφιού

σκιαδάς: > καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκιάδι: > καπέλο > ρούχα

σκιάζαρος: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκιαζούρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκιάζω: > σαλαγώ > της βοσκής

σκιάντζαρο: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκιάσμα: > στοιχιό > δαιμονικά

σκιάχτρο: > σκιάχτρο > του χωραφιού

σκίζει: > το ξύλο > του μαραγκού

σκίζεται: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκιζολιθαράς: που σπάνει πέτρες για τους δρόμους > πετράς > του χτίστη

σκιζολιθαρούδα: > πετράς > του χτίστη

σκίνα: κάποιο πετρόψαρο > σκίνα > ψάρια της θάλασσας

σκιόπα: > τουφέκι > του πολεμιστή

σκιοπέτο: > τουφέκι > του πολεμιστή

σκιοπούλα: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

σκιος: Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού

σκισμάδα: > σπηλιά > τοπογραφικά

σκλαβάκια: > παιδιών > παιγνίδια

σκλαβίνα: μάλινο κροσσωτό πάπλωμα > κρεβάτι > του σπιτικού

σκλεντζιάρικο: τα νερά του δεν παν ίσια > το ξύλο είναι > του μαραγκού

σκλήθρα: > αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκλήθρα: > παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκληρά: > αβγά > του φαγιού

σκλιβό: το αντίθετο του βρασερού > ψωμί > του φαγιού

σκλίδα: > καρπός > φυτολογικά

σκλιδιά: > καρπός > φυτολογικά

σκλίπωνας: Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκλίτσα: > πέτρα > πέτρες

σκλώπα: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

σκνίπα: Culicidae γένος > σκνίπα > σκουλήκια και ζωύφια

σκοινάδικο: > σκοινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκοινάκι: > παιδιών > παιγνίδια

σκοινάς: αφτός που φτιάνει σκοινιά > σκοινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκοινιά: > σκοινιά > του καραβιού

σκοινοπούλι: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

σκολάδα: > λεχώνα > βιολογικά

σκολιανά: > ρούχα > ρούχα

σκολιανή: > μέρα > της μέρας και της ώρας

σκολιό: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκονάκι: > σκόνη > γιατρικά

σκόνη: > σκόνη > γιατρικά

σκοπελίτικα: > σταφύλια > του φαγιού

σκοπελίτικο: > απίδι > του φαγιού

σκόρδα: σκόρδα! = ο θεός να σε φυλάει από το κακό μάτι > φυλαχτό > δαιμονικά

σκορδαλιά: > λαχανικά > του φαγιού

σκόρδο: > λαχανικά > του φαγιού

σκορδογούδι: > γουδί > του μαγεριού

σκορδόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

σκορδόπρασο: > λαχανικά > του φαγιού

σκορδούλα: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκόρος: Tinea pellionella > σκόρος > σκουλήκια και ζωύφια

σκόρπαινα: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπάω: > σαλαγώ > της βοσκής

σκορπίδι: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπιδομάνα: κάποιο πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας

σκορπίζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκορπίνα: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπίνι: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκορπιόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σκορπιός: > κωλουράδι > κόκκαλα

σκορπιός: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

σκορπιός: > σκορπιός > του καραβιού

σκορπιός: Androctonus occitanus > σκορπιός > σκουλήκια και ζωύφια

σκορπιός: Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας

σκότα: > σκοινιά > του καραβιού

σκοτάδι: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

σκοταδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοταριά: > σφαχτό > του φαγιού

σκότες: κοτσάρω τις σκότες > σκότες > αρμενίσματα

σκοτίδι: έκλειψις > σκέπαση > αστρικά

σκοτιδιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοτινιάζει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοτίνιασμα: > σκέπαση > αστρικά

σκοτίνιασμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σκοτινιασμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτινιασμός: > σκέπαση > αστρικά

σκοτινό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτινός: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτισμός: > σκέπαση > αστρικά

σκοτωμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκοτωμένο: αίμα σκοτωμένο > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκοτωμένο: σκοτωμένο αίμα = μάβρο αίμα > αίμα > φυσιολογικά

σκοτωμός: > αποβολή > βιολογικά

σκοτώνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

σκότωσε: σκότωσε το παιδί = απόβαλε > αποβολή > βιολογικά

σκοτώστρα: όπλο για σκότωμα, κάθε φονικό όπλο > σκοτώστρα > του πολεμιστή

σκουβιά: > σάλι > του καραβιού

σκούδο: μικρή ασπίδα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουδοφόρος: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουλαρίκι: > διαμαντικά > πετράδια

σκουλαρίκια: > γίδι > της βοσκής

σκουλαρίκια: > σκουλαρίκια > πουλολογικά

σκουληκαντέρα: ταινία > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκούληκας: > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκουλήκι: > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

σκουληκιασμένα: τα μελίσια είναι σκουληκιασμένα = βγήκαν τα σκουλήκια από τ΄αβγά > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σκουλί: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

σκουλί: κατσαρού > μαλί > ανατομικά κατατόπια

σκουλί: όσο μαλί παίρνει η ρόκα > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας

σκουλίδι: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

σκουλούδι: > λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

σκουμπρί: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

σκούνα: > είδη καραβιών > καράβια

σκουντουφλίτης: Anguis fragilis | είδος σαύρας που μοιάζει σα φίδι > τυφλίτης > σερπετά

σκούπα: > σκούπα > του σπιτικού

σκούπα: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκούπα: κλαδί ελάτου > κλαδί > φυτολογικά

σκουπιδαριό: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιδάς: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιδιάρης: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιδολόγος: > σκούπα > του σπιτικού

σκουπιδοξύστης: > απορουχοσυνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουπιστής: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σκουρδούλης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουρδουλιάζω: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουρδουλιάρης: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουρδουλιασμένος: > πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκουριά: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σκουριά: απομεινάρια ξένου μετάλλου > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σκούριασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σκούρκος: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

σκούρο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σκουροβένετος: > μόρικος > του ζουγράφου

σκουρολεπίδα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

σκουρομαχαίρα: > μαχαίρι > του πολεμιστή

σκούτα: τσαρούχι από κομάτι κάπα > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

σκουτάρι: ασπίδα | άρμα, οικόσημο > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουταριώτης: ασπιδοφόρος > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σκουτί: > πανί > πανιά

σκουτί: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

σκουτί: > φόρεμα > ρούχα

σκουτιέρης: > βοσκός > της βοσκής

σκουτικά: > ρούχα > ρούχα

σκουτούρα: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σκούφαρο: κάποιο θαλασσινό ζωόφυτο > σκούφαρο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σκουφάτος: με σκουφί > πουλί > πουλολογικά

σκουφέτα: > σκούφια > ρούχα

σκουφί: > σκουφί > πουλολογικά

σκουφί: > σκούφια > ρούχα

σκούφια: > σκούφια > ρούχα

σκούφια: από που βαστά (κρατεί) η σκούφια του > συγγενής > οικογενειακά

σκουφομάντιλο: > φακιόλι > ρούχα

σκούφος: > σκούφια > ρούχα

σκραβέλι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σκρίνιο: > γραφείο > του σπιτικού

σκρόφα: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

σκρόφα: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

σκρόφα: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σκύβαλα: αποκοσκινίδια γεννημάτων > απάλωνα > του χωραφιού

σκύλα: Canis familiaris > σκύλος > θηλαστικά

σκυλί: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σκυλοβότανο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

σκυλοδόντης: > δόντι > όργανα

σκυλόδοντο: > δόντι > όργανα

σκυλομάλια: τα πρώτα φτερά του άπλερου πουλιού > φτερό > πουλολογικά

σκυλόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

σκυλόμυγα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

σκυλοπνίχτης: > καράβι > καράβια

σκυλοπόταμο: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

σκύλος: > σκύλος > του κυνηγού

σκύλος: Canis familiaris > σκύλος > θηλαστικά

σκύλος: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σκυλοτσάκαλο: > σκύλος > θηλαστικά

σκυλοχάροντας: > χάρος > δαιμονικά

σκυλόψαρο: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σκυλόψειρα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

σκύπι: > μήλο > του φαγιού

σκύρτος: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

σμαλτάτα: τζοβαερικά σμαλτάτα > διαμαντικά > πετράδια

σμαραγδένιος: > πράσινος > του ζουγράφου

σμαραγδένιος: > σμαράγδι > πετράδια

σμαράγδι: > σμαράγδι > πετράδια

σμαραγδόριζα: > σμαράγδι > πετράδια

σμαραγδωπός: > σμαράγδι > πετράδια

σμαραγδωτός: > σμαράγδι > πετράδια

σμάρι: > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

σμάρι: > σουρί > ψαρολογικά

σμάρι: τα μικρόψαρα > γόνος > ψαρολογικά

σμαρίδα: Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας

σμέουρο: > γλυκά > του φαγιού

σμέρνα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμιγό: > ψωμί > του φαγιού

σμίλα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σμίλα: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σμιλάρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σμιλάρι: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

σμιλάρι: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σμίμα: > όσμιση > φυσιολογικά

σμίνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σμιχτός: > είδη χορών > χοροί

σμπαράρω: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπάρο: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπαροκόπι: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπαροκοπίδι: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπάρος: > τουφέκι > του πολεμιστή

σμπρίλιος: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

σμύναιρα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμυναριά: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμύραινα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμυρίλη: > σμυρίλη > πέτρες

σμυρίλι: σμύρις > σμυρίλη > πέτρες

σμύρινα: Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας

σμυρνιός: > είδη χορών > χοροί

σνίχι: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

σοβαντίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σοβράνο: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σόδεμα: > σοδιά > του χωραφιού

σοδιά: > σοδιά > του χωραφιού

σοδιάζω: χιλιομοδιάζω τα εισοδήματα > σοδιάζω > του χωραφιού

σοινίκι: > μόδι > του χωραφιού

σοκάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

σοκάρο: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σοκόφι: μάλινο πανί > πανιά > πανιά

σόλα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

σολαρίζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

σολέρι: > σκάλα > του χτίστη

σολιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

σολομός: Salmo salar > σολομός > ψάρια της θάλασσας

σολωμονική: μαγική σοφία > μάγια > δαιμονικά

σομακί: > σομακί > πέτρες

σόπα: > ραβδί > του πολεμιστή

σοπραβέντο: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σοπρακάρικος: > καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

σοροκάδα: > σοροκάδα > καιρικά

σορόκος: > άνεμος > καιρικά

σοταβέντι: > αρμενισιά > αρμενίσματα

σουβάλα: > αβλάκι > του χωραφιού

σουβάς: > ασβέστης > του χτίστη

σουβατζής: που σουβαντίζει τους τοίχους > σουβατζής > του χτίστη

σούβλα: > σούβλα > του μαγεριού

σούβλα (στη): > κρέας > του φαγιού

σουβλάκια: > κρέας > του φαγιού

σουβλί: > σούβλα > του μαγεριού

σουβλί: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

σουβλί: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σουβλιά: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σουβλίτης: Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας

σουβλομύτα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σουγγί: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

σουγιάς: > μαχαίρι > του πολεμιστή

σουγλεϊμαντάς: χαλκηδόνιος > σουγλεϊμαντάς > πετράδια

σουγλί: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

σουγλί: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

σουγλοπάτημα: > βελονιές > ραφτικά

σούδα: > σούδα > τοπογραφικά

σούδα: χάντακας > μέρη του κάστρου > του χτίστη

σουδεφτής: > σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σούζο: ακέρατο > γίδι > της βοσκής

σουΐτης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

σουκούμι: > σφαχτό > του φαγιού

σουκούμια: της λεκάνης > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

σουλάνης: > κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σουλήνα: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουληνάρι: Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουλιμάς: > είδη βαφών > του βαφιά

σουλτανίνα: > σταφύλια > του φαγιού

σούλφανο: > χημικά > μέταλλα και χημικά

σουμάδα: > λεμονάδα > του φαγιού

σουνετέβω: > σουνέτι > γιατρικά

σουνέτι: > σουνέτι > γιατρικά

σουνούτι: περιτομή > σουνέτι > γιατρικά

σούπα: > ζουμί > του φαγιού

σουπιά: Sepia > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουπιοκόκκαλο: > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σουπόγαστρο: > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σούρδιση: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σουρί: κοπάδι ψάρια > σουρί > ψαρολογικά

σουρίζω: > σουρίζω > της βοσκής

σουριστάδα: είδος κίσσας > κίσσα > πουλιά

σουρμάς: > είδη βαφών > του βαφιά

σουρμές: > σύρτης > του χτίστη

σουροτσαντίλα: τσαντίλα για σούρωμα > τσαντίλα > της βοσκής

σούρουπο: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρούπωμα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρουπώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρουτζής: αφτός που καβαλικέβει ένα από τ' άλογα της καρότσας > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

σούρπα (η): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σουρταριάρικο: > φίδι > σερπετά

σουρτούκο: > πανωφόρι > ρούχα

σουρτούκο: > σακάκι > ρούχα

σουρώνει: > ο άνεμος > καιρικά

σουρώνει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

σουρωτήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

σουσαμάτο: > γλυκά > του φαγιού

σουσαμόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σουσάτια: σουσάτια του διαβόλου = δαιμονικά > διάβολος > δαιμονικά

σουσουράδα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

σούστα: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σούστα: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σουστιέρης: > αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

σουτζούκι: > κρέας > του φαγιού

σουφλάκι: ξύλινο παλούκι που στέκεται στον τοίχο > σουφλάκι > του χτίστη

σούφρα: το φηκάρι όπου περνά η βρακοζώνα > ζώνη > ρούχα

σούχλι: μπόσικο φαγί > φαγί > του φαγιού

σοφάς: > καναπές > του σπιτικού

σοφάς: εξέδρα για να κάθονται οι μουσαφίρηδες > κρέβατος > του σπιτικού

σοφίτα: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σοφίτα: > πατώματα > του χτίστη

σοφράνου: από σοφράνου > αρμενισιά > αρμενίσματα

σοφράς: > τραπέζι > του σπιτικού

σοφρατζαρία: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

σοφρατζής: > σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σπαγγόσπιτο: > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια

σπαγκέτια: > μακαρόνια > του φαγιού

σπάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπάθα: > σπαθί > του πολεμιστή

σπάθα: σύνεργο για κέντημα > τελάρο > ραφτικά

σπάθη: που στεριώνει το σταβάρι με το αλετρόποδο > αλέτρι > του χωραφιού

σπαθί: > σπαθί > του πολεμιστή

σπαθί: στέρνον > καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

σπαθιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπαθιά: > σπαθί > του πολεμιστή

σπαθιά: σπαθιά ζωστά > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

σπαθιδόραμφο: > σπάτολα > πουλιά

σπαθόφτερος: > φτερό > πουλολογικά

σπαθόχερο: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

σπαθόψαρο: Xiphias gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας

σπάλα: > πλάτη > κόκκαλα

σπαλέτα: επωμίς > σπαλέτα > του πολεμιστή

σπαλέτο: > σάλι > ρούχα

σπανακόπιτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

σπανό: το σπανό του βουνού > σάρα > τοπογραφικά

σπανομαρία: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπανός: > σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπαντόνι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

σπάνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

σπάραχνα: βράγχια > ανατομικά > ψαρολογικά

σπαρί: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σπαρμουδιές: > σπέρνω > του χωραφιού

σπάρος: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

σπάρσιμο: > σπέρνω > του χωραφιού

σπαρτά: > σπέρνω > του χωραφιού

σπαρτής: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπαρτής: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπαρτό: > σπέρνω > του χωραφιού

σπαρτοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

σπαρτοκούτι: γερό ρούχο φτιασμένο από σπαρτόβεργες (Ρούμελη) > σπαρτοκούτι > πανιά

σπαρτόλακκα: > λάκκα > τοπογραφικά

σπαρτός: Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπάσιμο: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπάσιμο: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπάσμα: κήλη > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασμένος: > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασμίζω: > σπασμοί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασμοδέσιμο: φασκιά για σπάσιμο > φασκιά > γιατρικά

σπασμοί: > σπασμοί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπασούρα: > βούρτσα > του σπιτικού

σπάτολα: > σπάτολα > πουλιά

σπεντονύχι: > σπεντονύχι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σπεράντσα: > άγκυρα > του καραβιού

σπεράντσα: > κατάρτια > του καραβιού

σπεράντσα: > πανιά > του καραβιού

σπερβέρι: > κρέβατος > του σπιτικού

σπέρκα: Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού

σπερνός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

σπερνός: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπερνού: ώρα σπερνού > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπέρνω: > σπέρνω > του χωραφιού

σπεροβορίζει: > ο άνεμος > καιρικά

σπερώματα: με τα σπερώματα > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπερώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

σπηλιά: > σπηλιά > τοπογραφικά

σπηρουνάτος: με σπηρούνια στα πόδια > πουλί > πουλολογικά

σπηρούνι: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σπηρουνιά: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

σπηρουνίζω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σπίζα: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

σπιζιός: Falconidae > γεράκι > πουλιά

σπιθάρι: λακκούλα με βρόχινο νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά

σπιθίζουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

σπιθοκόκι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπιθολαμπούν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

σπιθούλι: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπιθούρα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

σπιθούρι: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

σπιθοφεγγιά: σπιθοφεγγιά των άστρων > άστρο > αστρικά

σπιθοφέγουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

σπικόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σπιλάδα: > σπιλάδα > καιρικά

σπιλάδι: > σπιλάδα > καιρικά

σπιλιάδα: > σπιλάδα > καιρικά

σπινάτσα: > καμπάς > ραφτικά

σπινέτα: > πιάνο > του μουσικού

σπινέτο: > πιάνο > του μουσικού

σπινίτης: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

σπίνος: Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά

σπίτακας: > σπίτι > του χτίστη

σπιτάκι: > σπίτι > του χτίστη

σπιτάκι: τα τέσσερα χωρίσματα του μπαμπακοκαρυδιού > καρπός > φυτολογικά

σπιτάρα: > σπίτι > του χτίστη

σπίταρος: > σπίτι > του χτίστη

σπίτι: > καρπός > φυτολογικά

σπίτι: > οικογένεια > οικογενειακά

σπίτι: > σπίτι > του χτίστη

σπιτικό: > οικογένεια > οικογενειακά

σπιτικό: > σκύλος > θηλαστικά

σπιτόγατα: > γάτος > θηλαστικά

σπιτομάγαζο: > σπίτι > του χτίστη

σπιτομάνα: > σπίτι > του χτίστη

σπιτομάντρι: > μάντρα > της βοσκής

σπιτόπουλο: > σπίτι > του χτίστη

σπιτότοπος: > σπιτότοπος > του χτίστη

σπιτόφιδο: > φίδι > σερπετά

σπιτόφιδο: το στοιχιό του σπιτιού = οικουρός όφις > στοιχιό > δαιμονικά

σπλήνα: > σπλήνα > όργανα

σπληνάντερο: > άντερα > όργανα

σπληνάντερο: > κρέας > του φαγιού

σπληνιάζω: > σπλήνα > όργανα

σπληνιάρης: > σπλήνα > όργανα

σπληνοστόμαχο: > σπληνοστόμαχο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπλονίζω: ψαρέβω με το φλόμο (φλομιασμένο ψάρι) > ψαρέβω > της ψαρικής

σπόντε: από σπόντε > μπιλιάρδο > παιγνίδια

σπορά: αβλακιά σπαρμένη > οργώνω > του χωραφιού

σποράρης: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπόρδακας: Rana > βάτραχος > σερπετά

σποριάς: > γεωργός > του χωραφιού

σποριάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σπορίσματα: > σπέρνω > του χωραφιού

σπόρο: αβγό με ή χωρίς σπόρο > αβγό > πουλολογικά

σπόρος: > καρπός > φυτολογικά

σπουδαστήριο: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σπουργίτης: Passer > σπουργίτης > πουλιά

σπούργος: Passer > σπουργίτης > πουλιά

σπούρδα: > σαγίτα > του πολεμιστή

σπουρίζουν: τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπουρίτι: βαρβάτο πρόβατο > πρόβατο > της βοσκής

σπυρί: > καρπός > φυτολογικά

σπυρί: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπυρί: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

σπυριά: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σπυριάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

σπυριάζω: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπυριάρης: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σπυρόκωλο: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στ' ανοιχτά: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού

σταβάρι: > αλέτρι > του χωραφιού

σταβέντου: από σταβέντου > αρμενισιά > αρμενίσματα

στάβλος: > αλογοστάνη > της βοσκής

στάβλος: > βουκολιό > της βοσκής

στάβλος: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

στάβλος: > στάβλος > του χτίστη

σταβραδέρφη: > αδέρφι > οικογενειακά

σταβραδέρφι: > αδέρφι > οικογενειακά

σταβραδερφός: > αδέρφι > οικογενειακά

σταβραϊτός: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

σταβρί: > γοφός > κόκκαλα

σταβριά: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

σταβρίδι: Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας

σταβρίτης: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σταβροβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

σταβρογέλεκο: > γελέκο > ρούχα

σταβρογιός: > παραπαίδι > οικογενειακά

σταβροδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

σταβροθόλι: > θόλος > του χτίστη

σταβροθόλωτη: σταβροθόλωτη κλησιά > εκκλησιά > της εκκλησιάς

σταβροκοπιούμαι: κάνω το σταβρό μου > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

σταβρομάνα: > μαμή > βιολογικά

σταβρομάνα: > μητέρα > οικογενειακά

σταβρομάνικο: > σπαθί > του πολεμιστή

σταβρομύτης: Loxia curvirostra > σταβρομύτης > πουλιά

σταβροπηγιακή: σταβροπηγιακή μονή = πατριαρχικό μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς

σταβρός: > κοράκι > του καραβιού

σταβρός: Asterias vulgaris > σταβρός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σταβρός: Ανδρομέδα και Πήγασος > αστερισμοί > αστρικά

σταβρός: των ιερωμένων > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

Σταβρού (του): Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

σταβρόψωμο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σταβρόψωμο: > ζυμαρικά > του φαγιού

στάβρωμα: > δρόμος > τοπογραφικά

σταβρώνω: ξορκίζω με άγιο λείψανο > ξορκίζω > δαιμονικά

στάβρωσες: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

στάβρωση: > κατάρτια > του καραβιού

στάβρωση: εκεί που χωρίζει ο κορμός του δέντρου > στάβρωση > φυτολογικά

σταβρωτή: > βελονιές > ραφτικά

σταβρωτό: σταβρωτό χαλάζι > χαλάζι > καιρικά

στάγγα: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

στάγκος: > καλάι > μέταλλα και χημικά

στάγκος: > καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σταγκώνω: > γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

σταγκώνω: > καλάι > μέταλλα και χημικά

σταγκωτής: > γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

στάδι: > ποτάμι > τοπογραφικά

στάζει: > βροχή > καιρικά

σταθερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

στάλα: > δροσιά > καιρικά

στάλαγμα: > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

σταλαμίδα: > δροσιά > καιρικά

σταλαχτό: > μέλι > του φαγιού

σταλίζω: σταλίζω τα γιδοπρόβατα > σταλίζω > της βοσκής

σταλίκι: > σταλίκι > της ψαρικής

σταλίκι: το σημάδι που χωρίζει δυο χωράφια > σταλίκι > του χωραφιού

στάλισμα: το μεσημεριάτικο ξεκούρασμα του κοπαδιού > σταλίζω > της βοσκής

σταλίστρα: > σταλίζω > της βοσκής

σταλός: το μέρος όπου ξεμεσημεριάζουν τα πράματα > σταλίζω > της βοσκής

στάλος: > σταλίζω > της βοσκής

στάλος: για πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

σταλοχύνουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

στάλπη: > γάλα > της βοσκής

σταματάει: σταματάει το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

σταματάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

στάμενα: άλογα στο παχνί > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

στάμνα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνάδικο: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνί: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταμνί: με το σταμνί > βροχή > καιρικά

σταμνοστάτης: το έπιπλο που βαστάει τις στάμνες όρθιες > σταμνοστάτης > του σπιτικού

στάμπα: > είδη πανιών > πανιά

σταμπαδόρος: που μαζεύει γραμματόσημα (στάμπες) | που χτυπά ζουγραφιές στο πετσί > σταμπαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

σταμπάτο: > είδη πανιών > πανιά

στανέβω: > στανιάζω > της βοσκής

στάνη: > στάνη > της βοσκής

στανιάζω: > στανιάζω > της βοσκής

στάνιο: > καλάι > μέταλλα και χημικά

στανοκόπι: > στάνη > της βοσκής

στανοτόπι: > στάνη > της βοσκής

σταντάλη: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

σταπέδι: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

σταρήθρα: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

σταριά: > γη > του χωραφιού

σταροκαλαμιά: > καλαμιά > του χωραφιού

σταροκόρακας: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

σταροκούκουτσο: > καρπός > φυτολογικά

σταροκουρούνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

σταρόλαδο: > λάδι > του φαγιού

σταροπουλητής: > σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

σταροπουλιό: > σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

στασιάρικο: ανήσυχο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

στασίδι: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

στατεράκι: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

στατέρι: > ζυγαριά > του μαγεριού

στατός: ίσιος, μήτε πάνω μήτε κάτω  το χωριό μας είναι στατό > στατός > τοπογραφικά

στάφα: λουρί που περνάει από κάτω το παπούτσι > στάφα > του παπουτσή

σταφίδα: > σταφύλια > του φαγιού

σταφιδιάρικο: > καράβι > καράβια

σταφιδόκρασο: > κρασί > του φαγιού

σταφιδοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

στάφνα: > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

στάφνη: > σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

σταφνοκάρι: ψαρεφτικό σύνεργο > σταφνοκάρι > της ψαρικής

σταφύλια: > σταφύλια > του φαγιού

σταφυλίτης: > στόμα > όργανα

σταχοκόπι: > σταχοκόπι > του χωραφιού

σταχολόγημα: > σταχολογώ > του χωραφιού

σταχολόγια: > σταχολογώ > του χωραφιού

σταχολόγος: > γεωργός > του χωραφιού

σταχολογώ: > σταχολογώ > του χωραφιού

σταχτάδα: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταχτερόγυαλο: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

σταχτερός: > σταχτής > του ζουγράφου

στάχτη: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

στάχτη: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σταχτής: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτί: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταχτογάλαζος: > γαλανός > του ζουγράφου

σταχτογάλανος: > γαλανός > του ζουγράφου

σταχτοθάλασσος: > γαλανός > του ζουγράφου

σταχτοκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

σταχτολόγος: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σταχτολόγος: > πυροστάτης > του σπιτικού

σταχτόμαβρος: > μάβρος > του ζουγράφου

σταχτόνερο: > πλύση > του σπιτικού

σταχτοπάνι: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σταχτόπανο: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σταχτοπόδης: > καλικάντζαρος > δαιμονικά

σταχτοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

σταχτορόδινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

σταχτωμένος: > σταχτής > του ζουγράφου

σταχτώνω: > σταχτής > του ζουγράφου

στάχυ: > στάχυ > φυτολογικά

στάχωμα: > δέσιμο > του βιβλιοδέτη

σταχώνω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

σταχωτής: > βιβλιοδέτης > του βιβλιοδέτη

στεγάδι: στέγασμα χωρίς τοίχους > στεγάδι > του χτίστη

στεγάδι: χοντρό μπαμπακερό πανί > πανιά > πανιά

στέγη: > στέγη > του χτίστη

στέγνα: > αναβροχιά > καιρικά

στέγνη: > αναβροχιά > καιρικά

στέγνια: > αναβροχιά > καιρικά

στεγνοβύζα: > βυζί > όργανα

στεγνωσιά: > αναβροχιά > καιρικά

στειλιάρι: > ραβδί > του πολεμιστή

στειλιό: > τσεκούρι > του χωραφιού

στείρα: > στείρα > βιολογικά

στειρολίθαρο: > πέτρα > πέτρες

στέκα: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

στέκα: > στηθόπανο > ρούχα

στέκα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

στέκα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

στέκεται: ο ήλιος στέκεται καταμεσημερίς > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

στέκουλα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

στέκουμαι: στέκουμαι στο σίδερο = είμαι φουνταρισμένος > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

στέκω: στέκω στα κουπιά = σηκώνω τα κουπιά > λάμνω > αρμενίσματα

στελιάρι: το χέρι του τσεκουριού > τσεκούρι > του χωραφιού

στενάδα: > δρόμος > τοπογραφικά

στενάδι: > δρόμος > τοπογραφικά

στένακας: > πετροκοπιό > του χτίστη

στένεμα: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στένεψη: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στενεψιασμένος: > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στενό: > δρόμος > τοπογραφικά

στενό: > στενό > της θάλασσας και του καιρού

στενό: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενόβραχα: > βραχουριά > τοπογραφικά

στενοδρόμι: > δρόμος > τοπογραφικά

στενοκάντουνο: > δρόμος > τοπογραφικά

στενομέτωπος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

στενοπόρι: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενοποριά: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενόπορο: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενορύμι: > δρόμος > τοπογραφικά

στενός (ο): στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενοσόκακο: > δρόμος > τοπογραφικά

στενόστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

στενοτοπιά: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στενούρα: στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στεντωσιά: το ξύλο που στυλώνουν τα κλήματα > κληματαριά > του χωραφιού

στέρι: > άστρο > αστρικά

στεριά: > στεριά > της θάλασσας και του καιρού

στεριά: > στεριανό > καιρικά

στεριά: κάνω στεριά > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

στεριανό: > στεριανό > καιρικά

στεριόνι: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

στεριόνι: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

στέρνα: > στέρνα > του χωραφιού

στερνογένι: > παιδί > οικογενειακά

στερνοκαίρι: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

στερνοπαίδι: > παιδί > οικογενειακά

στέρφα: > ζωντανά > της βοσκής

στέρφα: > στείρα > βιολογικά

στερφάρης: > βοσκός > της βοσκής

στερφογαλιά: στο σώσμα του γαλατιού, τον καιρό που στερέβει το γάλα > στερφογαλιά > της βοσκής

στερφοκαλεσιά: > πρόβατο > της βοσκής

στερφοκοπή: > κοπάδι > της βοσκής

στερφολάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

στερφολίβαδο: > λιβάδι > τοπογραφικά

στερφοπροβατίνα: > πρόβατο > της βοσκής

στέρφος: > στείρα > βιολογικά

στερφοχωρίζω: > κοπαδιάζω > της βοσκής

στεφάνι: > μέρη της στέγης > του χτίστη

στεφάνι: > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

στεφάνι: ή γύρος > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

στεφάνι: της έβαλε στεφάνι > γάμος > οικογενειακά

στεφανοκέρατο: > γελάδι > της βοσκής

στεφάνωμα: > γάμος > οικογενειακά

στεφανώνουμαι: > γάμος > οικογενειακά

στεφανώνω: > γάμος > οικογενειακά

στεφάνωση: > γάμος > οικογενειακά

στεφανωτική: > παντρεμένος > οικογενειακά

στεφανωτό: ο αϊτός κοσκινίζει = πηγαινοέρχεται άστατα > παιδιών > παιγνίδια

στηθάρι: στήθος σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού

στηθιασμένος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθικός: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθοκόκκαλο: > καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

στηθοκοπώ: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

στηθοπάνι: > στηθόπανο > ρούχα

στηθόπανο: > στηθόπανο > ρούχα

στηθόπλεβρο: > πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθόπονος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στήθος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στηθούρι: > σφαχτό > του φαγιού

στηθούρι: στηθικό > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

στημόνι: > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

στήνω: τ' αφτιά > αφτί > όργανα

στήρα: > πίγκα > ψάρια της θάλασσας

στια: > τζάκι > του σπιτικού

στίβα: > θημονιάζω > του χωραφιού

στιβάζει: > χιόνι > καιρικά

στιβάζω: > θημονιάζω > του χωραφιού

στιβάζω: > λανάρα > της βοσκής

στιβάζω: στιβάζω το μπαμπάκι με το δοξάρι > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

στιβάλι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

στιβάνι: μπότα κρητικιά > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

στιβανιές: στίβες ξύλα αραδιασμένες στις αβλές > στιβανιές > του χωραφιού

στιβανόχερο: για το χτύπημα της κόρδας του δοξαριού > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας

στίβασμα: > θημονιάζω > του χωραφιού

στιβαστή: > βροχή > καιρικά

στιγγάρω: στιγγάρω τα πανιά > στιγγάρω > αρμενίσματα

στίγκος: > σκοινιά > του καραβιού

στιγμή: > ώρα > της μέρας και της ώρας

στιλέτο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

στιφάδο: > κρέας > του φαγιού

στίφτης: > πατητήρι > του τρύγου

στιχάρι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

στιχερό: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

στιχώνω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

στοά: > καμάρα > του χτίστη

στοιχειοθέτης: > στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

στοιχερό: > αλώνι > του χωραφιού

στοιχιάζει: > στοιχιό > δαιμονικά

στοιχιάζω: > μαγέβω > δαιμονικά

στοιχιό: > στοιχιό > δαιμονικά

στοιχιωμένος: στοιχιωμένος τόπος > νεραϊδαριό > δαιμονικά

στοιχιώνει: > στοιχιό > δαιμονικά

στοιχιώνω: > μαγέβω > δαιμονικά

στόκος: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

στόκος: > μαχαίρι > του πολεμιστή

στόκος: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

στολή: > φόρεμα > ρούχα

στολιδομάνικο: > μαχαίρι > του πολεμιστή

στολίστρα: αφτή που στολίζει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά

στόμα: > στόμα > όργανα

στόμας: > στόμα > όργανα

στοματάρα: > στόμα > όργανα

στοματάς: > στόμα > όργανα

στομαχάρι: > γιατρικό > γιατρικά

στομαχαρία: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομάχι: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομάχι: > κοιλιά > όργανα

στομαχιάζω: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομαχιάρης: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομάχιασμα: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στομαχικό: > γιατρικό > γιατρικά

στομαχόπανο: > στηθόπανο > ρούχα

στομαχόπονος: > κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στοράκι: η ρετσίνα της στουρακιάς > ρετσίνα > φυτολογικά

στουκάρω: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

στούκος: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

στούκος: για το μουστάκι > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

στουμπέκι: ξύλινο γουδί > γουδί > του μαγεριού

στουμπέτση: άσπρη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά

στουμπίζω: χτυπώ τα στάχυα με το δουκάνι > στουμπίζω > του χωραφιού

στούμπισμα: > στουμπίζω > του χωραφιού

στούμπος: ξύλινο σύνεργο για να στουμπώνουν (ζουλούν) τα σταφύλια > πατητήρι > του τρύγου

στούπα: > χιόνι > καιρικά

στουπέτσι: ανθρακικός μόλυβδος > χημικά > μέταλλα και χημικά

στουπί: > καλαφατίζω > του σκαριού

στουπί: > κρέας > του φαγιού

στουπί: > χιόνι > καιρικά

στουπίζει: > χιόνι > καιρικά

στουπούλα: > χιόνι > καιρικά

στουπόχαρτο: > γραφικά > του σπιτικού

στουρέκι: > ρετσίνα > φυτολογικά

στουρνάρι: > γυαλόπετρα > πέτρες

στουρναρόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

στούρους: > αλώνι > του χωραφιού

στουφάδο: > κρέας > του φαγιού

στουφάτο: > κρέας > του φαγιού

στόφα: χοντροδουλεμένο μεταξωτό > πανιά > πανιά

στραβά: κωμικά > μάτι > όργανα

στραβάδα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβάλογο: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβιά: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβογαΐτανα: > κορδόνι > ραφτικά

στραβοδιαβασιά: > κακοστρατιά > τοπογραφικά

στραβόθωρος: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοθωρώ: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοκαιριά: > αλλαξοκαιριά > καιρικά

στραβοκάνης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοκατινιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοκατινιασμένος: > μέση > ανατομικά κατατόπια

στραβολαίμης: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

στραβολαιμιάζω: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβολαίμιασμα: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβολέκα: > ραβδί > του πολεμιστή

στραβολιγκιάζω: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβολίγκιασμα: > στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομάρα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομάτης: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοματιάζω: > αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομεσιάζω: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομέσιασμα: > κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

στραβόξυλα: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

στραβόξυλα: > παγίδια > του καραβιού

στραβοξυλή: > παγίδια > του καραβιού

στραβοξυλιά: > παγίδια > του καραβιού

στραβοπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

στραβοπόδης: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοποδίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοπούλι: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοπύγι: > κάστρο > του χτίστη

στραβοράβδι: > γκλίτσα > της βοσκής

στραβός: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβόστομος: > στόμα > όργανα

στραβοτιμονιά: > αρμενισιά > αρμενίσματα

στραβούλιακας: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβοχέρης: > κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραβώνει: > το ξύλο > του μαραγκού

στραβώνουμαι: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραγαλατζής: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

στραγάλια: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

στραγάλια: > στραγάλια > του φαγιού

στραγαλιάνος: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

στραγγιστήρι: > σουρωτήρι > του μαγεριού

στραγγουλίζω: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραγγούλισμα: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στράδι: > στράδι > ψάρια της θάλασσας

στράλια (τα): > τα στράλια > του καραβιού

στραλιέρες: > τα στράλια > του καραβιού

στραμπουλίζω: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στραμπούλισμα: > στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στράτα: > δρόμος > τοπογραφικά

στρατάρικο: καλό για τη στράτα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

στρατί: > δρόμος > τοπογραφικά

στράτι: κρεβάτι κρεμαστό καμωμένο από κλαδιά απάνω σε δέντρο > δραγάτης > του τρύγου

στρατιώτης: > πολεμιστής > του πολεμιστή

στρατιώτης: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

στρατιωτικά: > ρούχα > ρούχα

στρατόνι: > δρόμος > τοπογραφικά

στρατός: > στρατός > του πολεμιστή

στρατούλα: > δρόμος > τοπογραφικά

στρατούλα: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρατούλι: > δρόμος > τοπογραφικά

στράτσα: > πατσαβούρα > ρούχα

στρατσίδι: > πατσαβούρα > ρούχα

στρατώνας: > στρατώνας > του χτίστη

στρατωνιά: > δρόμος > τοπογραφικά

στράφυλα: > αποστραγγίδια > του τρύγου

στρέγκλα: > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

στρεγκλιάζω: > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

στρειδάς: > ψαράς > της ψαρικής

στρειδέβω: βγάζω στρείδια ή χτένια > ψαρέβω > της ψαρικής

στρείδι: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρειδότσεφλο: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρειδοφόρτωτη: > καρίνα > του καραβιού

στρέκλας: > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων

στρεπελός: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρέχα: > κανάλι > του χτίστη

στρέχα: > μέρη της στέγης > του χτίστη

στρήφωμα: > στρήφωμα > ραφτικά

στρηφώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

στρίβω το μαλί: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

στριγγιά: στριγγίτικο τομάρι > πετσί > του παπουτσή

στρίγγλα: > λάμια > δαιμονικά

στριγγλοβότανο: > είδη γιατρικών > γιατρικά

στριγγλοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

στριγγλοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

στριγγλόχορτο: > μαγιοβότανο > δαιμονικά

στριγγόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

στρίγλα: > λάμια > δαιμονικά

στρίγλισα: > λάμια > δαιμονικά

στριμένο: > πρόβατο > της βοσκής

στριμένο: στριμένο μουστάκι (το στρίβει) > μαλί > ανατομικά κατατόπια

στριμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρίνα: στρίψιμο καδένας > άγκυρα > του καραβιού

στρίορας: ο ξύλινος στύλος στη μέση του αλωνιού που γυρίζουν τ' άλογα γύρω του > αλώνι > του χωραφιού

στρίποδο: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρίτσια: > άγκυρα > του καραβιού

στριφνάρι: > ρεζές > του χτίστη

στριφόκερο: > γίδι > της βοσκής

στριφολάγγαδο: > λαγγάδι > τοπογραφικά

στρίφουλας: > ρούφουλας > καιρικά

στριφταδέλα: > βελονιές > ραφτικά

στριφταδέλα: γυριστό μοτίβο > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

στριφτάρι: για να τονίζουν τις χορδές > μέρη του βιολιού > του μουσικού

στρίφτουλας: > παιδιών > παιγνίδια

στρίψη: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρίψιμο: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στροβίλα: > ρούφουλας > καιρικά

στρογγύλι: σπόνδυλος > κολόνα > του χτίστη

στρογγυλό: του μεριού > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια

στροέρα: > απάνεμο > τοπογραφικά

στροέρα: > λάκκα > τοπογραφικά

στρόερος: > απάνεμο > τοπογραφικά

στρόερος: απάνεμη λάκκα > λάκκα > τοπογραφικά

στρόμπος: σκοινί ή πανί στριμένο > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

στρόμπουλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρόπος: παιγνίδι με στριμένο μαντίλι > παιδιών > παιγνίδια

στρόπος: το λουρί που δένει το κουπί στο σκαρμό > κουπί > του καραβιού

στρούγγα: > μάντρα > της βοσκής

στρουγγιάζω: > στανιάζω > της βοσκής

στρουγγολίθια: λιθάρια μπροστά στη στρούγγα όπου κάθουνται οι αρμεχτάδες > μάντρα > της βοσκής

στρουγκιόνι: είδος μουρούνας; > δροσίτης > ψάρια της θάλασσας

στρουθί: Passer > σπουργίτης > πουλιά

στρούμπος: > παιδιών > παιγνίδια

στρούμπος: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρουφιλίδα: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρουφοκάμηλας: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

στρουφούλι: > ρεζές > του χτίστη

στρουφουλίδα: > παιδιών > παιγνίδια

στρουφουλίδι: > ρεζές > του χτίστη

στρόφιασμα: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

στροφίδι: > ρεζές > του χτίστη

στροφίλι: > δάσος > τοπογραφικά

στροφιλίδα: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

στρόφιλος: > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρόφος: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στρόφος: > στα άλογα > αρώστιες ζώων

στρύλφο: κρέας σα στουπί, σκληρό κρέας > κρέας > του φαγιού

στρυφνό: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

στρυφνοκάρυδο: > αμύγδαλα > του φαγιού

στρυφογυρίζω: στρυφογυρίζω το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

στρυχνί: μπελαντόνα > είδη γιατρικών > γιατρικά

στρώμα: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωματάδικο: > στρωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

στρωματάς: > στρωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

στρωματιά: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωματσάδα: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωματσάδα: μπόγος από σκοινιά που βάζουνε στα πλεβρά του καραβιού για προστασία από τράκο > πιτροπίδια > του καραβιού

στρωματσαριά: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωμάτσο: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρώνει: > καιρός > καιρικά

στρώση: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρώση: > στρώση > τοπογραφικά

στρωσίδι: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωσίδι: > χαλί > του σπιτικού

στρωσίδι: ψάρι λίμνη > στρωσίδι > ψάρια του γλυκού νερού

στρώσιμο: > κρεβάτι > του σπιτικού

στρωτή: στρωτή θάλασσα > καλοκαιριά > καιρικά

στρωτήρα: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

στρωτός: στρωτός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

στρωτός: στρωτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

στυγερό: > αλώνι > του χωραφιού

στυγερόξυλο: > αλώνι > του χωραφιού

στυλίτης: αρώστια των ώμων > στυλίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

στυλοπόδι: > κολόνα > του χτίστη

στύλος: > κολόνα > του χτίστη

στυλωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

στυφό: > κρασί > του φαγιού

στυφτικός: > είδη γιατρικών > γιατρικά

στύψη: > είδη γιατρικών > γιατρικά

στύψη: > ρούδιασμα > του βαφιά

στύψη: στυπτηρία > στύψη > του αργαλιού και της ρόκας

στυψιάζω: βουτώ βαμένο ρούχο μέσα στη στύψη για να κάνω τα χρώματα γερά > στύψη > του αργαλιού και της ρόκας

στύψιμο: > ρούδιασμα > του βαφιά

συάκι: Scophthalmus maximus > συάκι > ψάρια της θάλασσας

σύβραση: κοπανιστό κρεμύδι > λαχανικά > του φαγιού

σύγαμπρος: > σύγαμπρος > οικογενειακά

συγγενάδια (τα): > συγγενολόγι > οικογενειακά

συγγενέβω: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενής: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενής: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενίδισα: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενικά (τα): > συγγενολόγι > οικογενειακά

συγγένισα: > συγγενής > οικογενειακά

συγγενολόγι: > συγγενολόγι > οικογενειακά

συγγενολογιά: > συγγενολόγι > οικογενειακά

σύγιαλο: > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

συγκάθια: > μεζελίκια > του φαγιού

συγκαθιστός: > είδη χορών > χοροί

σύγκαλα: δεν είναι στα σύγκαλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σύγκαμα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σύγκαμα: γδάρσιμο ανάμεσα στα σκέλια > σύγκαμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σύγκαψη: συγκάηκε > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συγκέρι: το σκοινί που δένει δυο-δυο τα κομμάτια από τα κέρατα > αλέτρι > του χωραφιού

σύγκερο: μέλι μέσα στην κερήθρα του > μέλι > του φαγιού

συγκλείζουμαι: > γεννώ > βιολογικά

συγκλεισμάρα: δυστοκία > γέννα > βιολογικά

σύγκλυση: > βροχή > καιρικά

συγκοπή: σταμάτησε η καρδιά του > συγκοπή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συγκόρμισα: > αντρόγυνο > οικογενειακά

συγκούκουλο: > λουβί > φυτολογικά

συγκρουστό: > είδη πανιών > πανιά

σύγκρυο: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

συγραφέας: > γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

σύγυρα: > περίγυρα > τοπογραφικά

συγύρια: > συγυρικά > του σπιτικού

συγύρια: βλάχικα συγύρια > τσοπάνικα > της βοσκής

συγυρικά: > συγυρικά > του σπιτικού

συγύρισμα: > φόρεμα > ρούχα

συγχωρεμένη: > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συδάβλιστρο: > σκάλεθρο > του σπιτικού

συδένει: > βροχή > καιρικά

σύδεση: σύδεση του νερού = ξακολουθητική βροχή > βροχή > καιρικά

σύζυγος: > αντρόγυνο > οικογενειακά

σύθαμπα: > αβγή > αστρικά

σύθρονο: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

σύκα: > σύκα > του φαγιού

συκόδεντρα: > συκοστάσι > του χωραφιού

συκοκάρυδα: > αμύγδαλα > του φαγιού

συκολόγι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκολόγος: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

συκοπούλα: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκοστάσι: > συκοστάσι > του χωραφιού

συκοτάκια: > κρέας > του φαγιού

συκοταριά: > κρέας > του φαγιού

συκότι: > συκότι > όργανα

συκοφάγος: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συκοχλιάς: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συλείτουργα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

συλείτουργο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

συλογικά: δεν είναι στα συλογικά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συλογισμένος: ο καιρός είναι συλογισμένος (δείχνει πως θα βρέξει) > καιρός > καιρικά

συμπεθεριά: > πεθερός > οικογενειακά

συμπεθεριάζω: > πεθερός > οικογενειακά

συμπεθεριό: > πεθερός > οικογενειακά

συμπέθερος: > πεθερός > οικογενειακά

συμπόσιο: > πρόγεμα > του φαγιού

συμπύρουνος: > καρπός > φυτολογικά

σύναβγα: > αβγή > αστρικά

συναγωγή: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

συναναθροφός: αναθρεμένος μαζί > αδέρφι > οικογενειακά

συναξάρι: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

συναστριές: > αστερισμοί > αστρικά

συνάχι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συναχιάζω: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συναχόβηχας: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συνάχτης: εισπράκτωρ > συνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

συναχώνουμαι: > κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συνεβριά: νοτιοανατολικός > άνεμος > καιρικά

συνεφιά: > σύνεφο > καιρικά

συνεφιάζει: > καιρός > καιρικά

σύνεφο: > ζέστη > καιρικά

σύνεφο: > καταχνιά > καιρικά

σύνεφο: > σύνεφο > καιρικά

συνεφόκαμα: > σύνεφο > καιρικά

συνήθια: > μηνιάτικα > φυσιολογικά

σύνταχα: > αβγή > αστρικά

συντάχινο: > αβγή > αστρικά

συντεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

συντεκνάδι: > παιδί > οικογενειακά

σύντεκνος: > κουμπάρος > οικογενειακά

συντέλεια: > βροχή > καιρικά

σύντραβλο: > μασιά > του μαγεριού

συντριβάνι: > συντριβάνι > του χωραφιού

συντρόφι: > ασπρόρουχα > ρούχα

συνυφάδα: > σύγαμπρος > οικογενειακά

σύνυχτα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

σύνωρο: > αβγό > πουλολογικά

σύραχα: πάω σύραχα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σύραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σύρικας: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

συρίκι: στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

συρίκωμα: αρώστια από μικρομανίταρο (συρικνωμένο σιτάρι) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

σύρμα: > δρόμος > τοπογραφικά

σύρμα: > ρέμα > τοπογραφικά

σύρμα: σύρμα μπρούτζου (κίτρινο και άσπρο) > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

συρμακέζης: > συρμακέζης > άλλες τέχνες και σύνεργα

συρματερό: στολίδι καμωμένο από ψιλά σύρματα χρυσαφιού ή ασημιού > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

συρματζής: ο τεχνίτης που στολίζει τα ρούχα με συρματερά > συρμακέζης > άλλες τέχνες και σύνεργα

συρμή: > αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συρμή: > δρόμος > τοπογραφικά

συρμή: > πάτημα > του κυνηγού

συρμή: > ρέμα > τοπογραφικά

συρμή: η συρμή της πρύμης > απόνερα > αρμενίσματα

συρμητό: η νεροσυρμή της βροχής απάνω στη γη > βροχή > καιρικά

συρμητό: ορμητικός άνεμος > συρμητός > καιρικά

συρμητός: > συρμητός > καιρικά

συρμοί: οι συρμοί του ανέμου > ανεμική > καιρικά

συρμός: το πέρασμα των ξωτικών > συρμός > δαιμονικά

σύρτα: > δρόμος > τοπογραφικά

σύρτα: > πάτημα > του κυνηγού

συρτάρι: > σύρτης > του χτίστη

συρτάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

συρταρόλι: > αγκίστρι > της ψαρικής

συρτή: > συρτή > της ψαρικής

σύρτης: > σύρτης > του χτίστη

σύρτης: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

συρτικό: > συρτή > της ψαρικής

συρτό: > παπούτσι > του παπουτσή

συρτό: που το σέρνουνε με το χέρι > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

συρτοθηλιά: > συρτοθηλιά > του κυνηγού

συρτοπάπουτσο: > παπούτσι > του παπουτσή

συρτός: > είδη χορών > χοροί

σύσκοτα: > νύχτα > της μέρας και της ώρας

συτώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

σύφλογο: > αντερόλυσσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

συχαρηκιάρης: αφτός που κάνει τα συχαρήκια σε γάμους, βαφτίσια κτλ. > συχαρηκιάρης > οικογενειακά

συχαστικό: > γιατρικό > γιατρικά

συχνάζει: συχνάζει το νερό = βρέχει αδιάκοπα > βροχή > καιρικά

συχνιάρικη: συχνιάρικη στράτα > δρόμος > τοπογραφικά

συχνοκατουρώ: > κάτουρο > φυσιολογικά

συχνοπαιδούσα: > λεχώνα > βιολογικά

συχνοπέραστος: > δρόμος > τοπογραφικά

συχοχλιός: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

συχωρεμένος: > μακαρίτης > οικογενειακά

συχωροχάρτι: κατάλογος των ζωντανών και πεθαμένων για μνημόνεμα > λειτουργικά > της εκκλησιάς

σφαζιά: για ζώα > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

σφάκελος: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφακίδα: > ελιά > φυσιολογικά

σφακιδιάρης: > ελιά > φυσιολογικά

σφάλαγγας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

σφαλιά: > δάσος > τοπογραφικά

σφαλιά: > σφαλιά > του χωραφιού

σφαμός: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφαντάκι: Labrax lupus| μικρό λαβράκι > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας

σφανταχτερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

σφαρδάκλα: Rana > βάτραχος > σερπετά

σφαρνάει: σκιρτά το έμβρυον > αγγάστρι > βιολογικά

σφαρτό: > κατραμίζω > του σκαριού

σφαχτά: > ζωντανά > της βοσκής

σφάχτης: δυνατός πόνος στα σωθικά > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφαχτό: > σφαχτό > του φαγιού

σφεντόνα: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντόνα: το μέρος του δαχτυλιδιού που βαστάει το πετράδι > διαμαντικά > πετράδια

σφεντονάς: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντονιά: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντονίζω: > σφεντόνα > του πολεμιστή

σφεντονόπετρα: > πέτρα > πέτρες

σφεντύλι: Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά

σφέτζος: Passer > σπουργίτης > πουλιά

σφήγκα: Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφηγκομάντρι: > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφηγκοφωλιά: > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφηδόνι: Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφήκα: Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια

σφήνα: > σφήνα > του μαραγκού

σφήνα: > ψωμί > του φαγιού

σφηνώνω: σκίζω με σφήνα | κόβω γονιάζοντας > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

σφίξη: > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σφιχτά: > αβγά > του φαγιού

σφιχτά: > τα δόντια είναι > όργανα

σφιχτήρι: το ποντίκι του αρχού > άντερα > όργανα

σφίχτης: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφιχτοχείλης: > στόμα > όργανα

σφίχτρο: ξύλο που μπαίνει στο μπροστινό αντί και το σφίγγει για να τεντώνεται το πανί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφλύγγουνας: > πλεμόνι > όργανα

σφλυγγούνι: > πλεμόνι > όργανα

σφοντυλάω: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφοντύλι: σπόνδυλος > σφοντύλι > κόκκαλα

σφοντύλι: το βαρίδι του αδραχτιού > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

σφοντύλι: το μπροστινό κόκκαλο στο γόνατο > πόδι > κόκκαλα

σφουγγαράς: > βουτηχτής > αρμενίσματα

σφουγγάρι: > νιφτήρας > του σπιτικού

σφουγγάρι: > σφουγγάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

σφουγγαριέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

σφουγγαρόπανο: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σφουγγάτο: > αβγά > του φαγιού

σφουγγοπάνα: > πατσαβούρα > του σπιτικού

σφράγιση: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

σφυγμός: > καρδιά > όργανα

σφύξη: > καρδιά > όργανα

σφύρα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σφυρά (τα): > πόδι > κόκκαλα

σφύραινα: Sphyraena > σφύραινα > ψάρια της θάλασσας

σφυρί: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

σφυρί: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

σφυρίδα: Sphyrna zygaena > σφυρίδα > ψάρια της θάλασσας

σφυρίζω: > σουρίζω > της βοσκής

σφυριχτάρι: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

σφυρίχτρα: > σφυρίχτρα > του μουσικού

σώβρακο: > ασπρόρουχα > ρούχα

σώγειο: > πατώματα > του χτίστη

σωθικά: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

σωθρόφια: που δεν τ' αφίνουν να βοσκήσουν όξω από την αβλή ή το στάβλο > ζωντανά > της βοσκής

σωκάνει: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σωκάρδι: > γελέκο > ρούχα

σωκήπα: στατό μέρος ανάμεσα στα βράχια του βουνού > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

σώκλαδα: > κλαδί > φυτολογικά

σώπανο: > φόρδα > ραφτικά

σωπόλι: > χώρα > τοπογραφικά

σωρολιθιά: > πέτρα > πέτρες

σώσμα: > κρασί > του φαγιού

σωστά: δεν είναι στα σωστά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

σωτρόπι: > σωτρόπι > του καραβιού

σώφεγγα: στη φέξη > φεγγάρι > αστρικά

σωφελιάζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

σωφελιάζω: σωφελιάζω αγκωνάρι > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

σωφελιασμένη: σωφελιασμένη πέτρα > πέτρα > του χτίστη

σωχώρα: > κάμπος > τοπογραφικά

σώχωρο: > κάμπος > τοπογραφικά

ταβανζτής: που φτιάνει ταβάνια > ταβανζτής > του χτίστη

ταβάνι: > ταβάνι > του χτίστη

ταβανόπροκα: > καρφολογιά > του μαραγκού

τάβανος: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

ταβανοσάνιδο: > σανίδι > του χτίστη

ταβάνωμα: > ταβάνι > του χτίστη

ταβανώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

ταβέλες: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελιάζω: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελιάρης: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελιαρίζω: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβελούζος: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταβέρνα: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ταβερνάρης: > ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλα: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλα: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλα: ξύλινος δίσκος > τάβλα > του μαγεριού

τάβλα: χοντρό σανίδι > σανίδι > του χτίστη

ταβλαμπάς: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

τάβλαρος: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

ταβλάς: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ταβλάς: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταβλάς: > στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάβλι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

ταβλομάντιλο: > τραπέζι > του σπιτικού

ταβλωτό: > σαχνίσι > του χτίστη

ταβρί: > γελάδι > της βοσκής

τάβρος: > γελάδι > της βοσκής

ταγάρι: > ταγάρι > της βοσκής

ταγή: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταγήνι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταγιαδόρος: ξυλουργός που κάνει τέμπλα > μαραγκός > του μαραγκού

ταγιτζής: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταγκό: > βούτυρο > της βοσκής

ταζί: > σκύλος > θηλαστικά

ταζί: > σκύλος > του κυνηγού

ταήνι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταΐζω: ταΐζω τα ψάρια (κωμικά) > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταΐμι: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

τάιστρο: > ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

τακίμι: πίπα του τσιγάρου > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

τάκλα: > παιδιών > παιγνίδια

τακλάς: > παιδιών > παιγνίδια

τάκος: > δοκαρωσιά > του χτίστη

τάκος: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

τάκος: κομάτι λακέρδας > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

τακούνι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

ταλαγάνι: > πανωφόρι > ρούχα

τάλαρος: > τυροβόλι > της βοσκής

ταλατίνι: ρούσικο πετσί > πετσί > του παπουτσή

ταλιγάρι: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

τάμα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τάμουλες: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

τάμουλες: τα σκαφιδάκια που γυρνώντας με τη ρόδα της μηχανής ρίχνουν όξω το πράμα (σπόρους, γεννήματα), καθώς το συκλί ξεχύνει το νερό στο μαγγανοπήγαδο > τάμουλες > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

ταμπακαριό: > ταμπακαριό > του ταμπάκη

ταμπάκης: > πετσί > του παπουτσή

ταμπάκης: > ταμπάκης > του ταμπάκη

ταμπακίζω: > ταμπακίζω > του ταμπάκη

ταμπάκικο: > ταμπακαριό > του ταμπάκη

ταμπάκος: > ταμπάκης > του ταμπάκη

ταμπάνι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ταμπάνι: η απαναριά της στράτας > στρώση > τοπογραφικά

ταμπάρδο: φαρδιά πατατούκα > πατατούκα > ρούχα

τάμπες: > ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταμπλάδες: της τραπεζαρίας > τραπέζι > του σπιτικού

ταμπλάς: > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταμπουνάρης: > μουσικός > του μουσικού

ταμπουράς: > λαγούτο > του μουσικού

ταμπουράς: > λαχανικά > του φαγιού

ταμπούρι: > λαγούτο > του μουσικού

ταμπούρι: χαράκωμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη

ταμπουρίνος: > μουσικός > του μουσικού

ταμπουρλάρης: > μουσικός > του μουσικού

ταμπουρλίζω: > τούμπανο > του μουσικού

ταμπούρλο: > τούμπανο > του μουσικού

ταμπουρόξυλο: > τούμπανο > του μουσικού

τανάλια: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τανάλια: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τανός: > μαγκάλι > του σπιτικού

ταντανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

τάντανος: > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ταντούρι: τραπέζι με μαγκάλι από μέσα (δες Απομνημονεύματα Αλ. Ραγκαβή, σελ. 45) > μαγκάλι > του σπιτικού

τάξη: είδε την τάξη της > μηνιάτικα > φυσιολογικά

ταξιδιάρικο: > πουλί > πουλολογικά

ταξιδιάρικο: πεταλούδα που προλογάει χαμπάρια στο σπιτικό > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

τάξιμο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τάπα: > βαρέλι > του τρύγου

τάπα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τάπια: προτείχισμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη

ταπιόκα: > σάγος > του φαγιού

ταράζω: ταράζω αβγά > μαγειρέματα > του μαγεριού

ταραμάς: κόκκινο χαβιάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ταραμοσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

ταραχτά: > αβγά > του φαγιού

ταράχτης: > ταράχτης > του μαγεριού

τάργα: ασπίδα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

ταργοπούλα: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

ταρός: > συρμητός > καιρικά

ταρσανάς: > ταρσανάς > του σκαριού

ταρσανάς: πύργος στο ακρογιάλι (Αγιονόρος) > κάστρο > του χτίστη

ταρτάνα: > είδη καραβιών > καράβια

τάρταρα: της γης τα τάρταρα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

τάσα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

τασάκι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τάσι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τάσι: > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

τάσι: > σαψάκι > του μαγεριού

τάσι: κύμβαλον > τάσι > του μουσικού

ταφιασμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

ταφογδύτης: τυμβωρύχος > κηδεία > οικογενειακά

ταφόλοφος: τύμβος > λόφος > τοπογραφικά

ταφτάς: > πανιά > πανιά

ταχινή: > αβγή > αστρικά

ταχίνι: > γλυκά > του φαγιού

ταχινό: > αβγή > αστρικά

ταχύ: > αβγή > αστρικά

ταχυδρόμος: ταχυδρόμος καβάλα > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

ταχυνέβει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

τάψα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

ταψί: > ζυγαριά > του μαγεριού

ταψί: > μπακιρικά > του μαγεριού

ταψί: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τεζάκι: το τραπέζι όπου δουλέβει ο μαραγκός > μαραγκούδικο > του μαραγκού

τεζγκερές: φορείο > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

τεζιάκι: > μαραγκούδικο > του μαραγκού

τειχιά: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

τεκές: μουσουλμανικό μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς

τελάρο: για να φτιάνουν κέντημα > τελάρο > του αργαλιού και της ρόκας

τελάρο: κάδρο για κέντημα > τελάρο > ραφτικά

τελατίνι: > πετσί > του παπουτσή

τέλι: > άρπα > του μουσικού

τέλι: τέλι της λύρας > λύρα > του μουσικού

τελιανός: ψάρι του ποταμού > τελιανός > ψάρια του γλυκού νερού

τελώνιο: > τελώνιο > καιρικά

τελώνιο: > χαμοδράκι > δαιμονικά

τεμπέρι: κοντάρι με πελέκι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τέμπλο: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

τενεκές: λευκοσίδηρος > τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τενεκές: τενεκές κίτρινος = μπρούντζος σε φύλλα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

τενεκετζής: > φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τενεκετζίδικο: > φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τέντζερες: > καζάνι > του μαγεριού

τέντζερες: > μπακιρικά > του μαγεριού

τεντομάτα: > τυρί > του φαγιού

τεντοτόπι: μικρό τεράγωνο χτίριο μπροστά στη στρούγγα όπου στεριώνουν την τέντα | μέσα στην τέντα απιθώνουν τα χρειαζούμενα για το φτιάξιμο του τυριού > τεντοτόπι > της βοσκής

τεντώνω: τ' αφτιά > αφτί > όργανα

τεπές: η κορφή του μιναρέ > καμπαναριό > της εκκλησιάς

τεπές: ο πάτος του καπέλου > καπέλο > ρούχα

τεπεσίρι: > κιμωλία > πέτρες

τεράτσα: > λιακωτό > του χτίστη

τεράτσωμα: > λιακωτό > του χτίστη

τερζής: τουρκοράφτης > τερζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τερηδώνα: Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια

τερμεντίνα: τερεβινθίνη > χημικά > μέταλλα και χημικά

τερτσέλι: > γλυκά > του φαγιού

τεσβάρκο: αποβίβαση > τεσβάρκο > του κούρσου και του φορτωτή

τεσσαροχάλης: > αγγρίφι > του καραβιού

τεσσερίζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τεσσερώ: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τεσταδεμούρα: > καπόνια > του καραβιού

τετάρτι: τέταρτο σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού

τέταρτο: > ώρα > της μέρας και της ώρας

τετραβάγγελα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

τετράρα: σφεντόνα με τέσσερα κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

τετράς: > τετράς > του καραβιού

τεχρίλι: > κορδόνι > ραφτικά

τζακέτα: > σακάκι > ρούχα

τζακέτα: > τζακέτα > ρούχα

τζάκι: > τζάκι > του σπιτικού

τζαμάρα: μακριά φλογέρα βραχνή > φλογέρα > του μουσικού

τζαμαρία: > τζαμαρία > του χτίστη

τζαμί: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

τζάμι: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

τζαμιάς: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζαμιλίκι: πόρτα με τζάμια | βιτρίνα > τζαμαρία > του χτίστη

τζαμιτζής: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζαμπάζης: σκοινοβάτης > μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζαμτζή: > γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

τζαμτζής: > παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζελάδα: κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζελαδίτης: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζελαδωμένος: > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζελάτης: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζελατίνα: > κρέας > του φαγιού

τζελέπης: ζωέμπορος > τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τζεμπέρι: > είδη καραβιών > καράβια

τζερίτης: ακοντιστής > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζιβούρι: > λαγούτο > του μουσικού

τζίγκι: τζίγκι-τζίγκι > μαντολίνο > του μουσικού

τζίγκος: > τζίγκος > μέταλλα και χημικά

τζιέρι: > πλεμόνι > όργανα

τζιέρια: > κρέας > του φαγιού

τζιέρια: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

τζιναρίγκι: > είδη βαφών > του βαφιά

τζινέβρα: > κρασί > του φαγιού

τζινέβρα: > μαγκάλι > του σπιτικού

τζίντζιρας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζιουτάρι: χόριον > αγγάστρι > βιολογικά

τζίπολη: είδος αργίλου για το καθάρισμα μπακιρικών > χώματα > του χωραφιού

τζιρίτι: κοντάρι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τζιτζικάδες (οι): Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζίτζικας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζιτζίκι: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζίτζιρας: Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια

τζοβαερικά: > διαμαντικά > πετράδια

τζοβαΐρι: > πετράδια > πετράδια

τζόρτζινας: Apidae γένος | κηφήν > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

τζούμπα: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

τηγανάρι: Francolinus vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά

τηγανητά: > αβγά > του φαγιού

τηγανήτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τηγανητό: > κρέας > του φαγιού

τηγανητό: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

τηγάνι: > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού

τηγάνι: > καζάνι > του μαγεριού

τηγανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τι λέει το κρεμύδι σου;: το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

τίγκα: Tinca tinca > τίγκα > ψάρια του γλυκού νερού

τίγρη: Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά

τίγρης: Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά

τιγριά: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

τίγρισα: Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά

τίκλα: > πέτρα > πέτρες

τίλιο: > ζεστό > του φαγιού

τιλσίμι: > φυλαχτό > δαιμονικά

τιμαρέβω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

τιμάρι: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

τιμητής: > τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τιμονέβω: > τιμονέβω > αρμενίσματα

τιμόνι: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

τιμόνι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

τιμόνι: > τιμόνι > του καραβιού

τιμονιάζω: > τιμονέβω > αρμενίσματα

τιμονιέρης: > τιμονιέρης > του κούρσου και του φορτωτή

τίνα: > βαρέλι > του τρύγου

τιναχτοκοφινίδης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τιραμολάρω: > τιραμολάρω > αρμενίσματα

τίρι: τίρι τουφεκιού η κανονιού | όσο τρώγει το τουφέκι | μια κανονιά μόνο > τίρο > του πολεμιστή

τίρο: > τίρο > του πολεμιστή

τιρτίρι: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

τιφτίκι: τιλτόν > ξαντό > γιατρικά

τόι: Otis tarda > αγριόγαλλος > πουλιά

τοιμάζει: > γγαστρωμένη > βιολογικά

τοιχάκι: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

τοιχιά (τα): > τοίχος > του χτίστη

τοιχογραφία: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

τοιχογύρι: > μαντρότοιχος > του χτίστη

τοιχογύρι: > τοίχος > του χτίστη

τοιχογύρι: > φράχτης > του χωραφιού

τοιχογυρίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

τοιχογυρισιά: > τοίχος > του χτίστη

τοιχογυρυσιά: > μαντρότοιχος > του χτίστη

τοίχος: > τοίχος > του χτίστη

τοκάδες: τοκάδες των χαϊμαλιών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

τοκαλίκι: της φιούμπας το δόντι > φιούμπα > ραφτικά

τομάρι: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

τομάρι: > πετσί > του παπουτσή

τονίνα: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τόνο: τραβώ τόνο > τραβώ τόνο > αρμενίσματα

τόνος: > σκοινιά > του καραβιού

τόνος: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τόνος: ένας τόνος δίχτυ  = 35/150 οργιές) > δίχτυ > της ψαρικής

τόξο: > δόξα > καιρικά

τοπάζι: χρυσόλιθος > τοπάζι > πετράδια

τόπακας: > στοιχιό > δαιμονικά

τόπι: > κανόνι > του πολεμιστή

τόπι: > τόπι > πανιά

τόπια (τα): > τόπος > τοπογραφικά

τοποθεσιά: > χτήμα > του χωραφιού

τόπος: > τόπος > τοπογραφικά

τοπούζι: ρόπαλο > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

τοπώνω: τοπώνω λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

τορβάς: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

τορναδόρος: > μαραγκός > του μαραγκού

τορνάρης: > μαραγκός > του μαραγκού

τορνάρης: > τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά

τορνέβω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

τορνέβω: > τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά

τόρνος: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τόρνος: > τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά

τορπίλα: Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας

τότρα: > παγούρι > της βοσκής

τοτριμίδα: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τουβλάς: > κεραμιδάς > του χτίστη

τούβλο: το ψημένο > πλιθάρι > του χτίστη

τουβλώνω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

τουζλούκι: κλέφτικη γκέτα > γκέτα > του παπουτσή

τουλούμι: > ματαράς > του τρύγου

τουλούμι: με το τουλούμι > βροχή > καιρικά

τουλουμίσιο: > τυρί > του φαγιού

τουλουμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

τουλούμπα: > τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τουλούμπα: > τούμπανο > του μουσικού

τουλουμπατζής: > τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τουλούπα: κουβάρι μαλί για κλώσιμο > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας

τουλούπα: τουλούπα χιονιού > χιόνι > καιρικά

τουλουπάνι: > πανιά > πανιά

τουλουπίζει: > χιόνι > καιρικά

τουλπάνι: > πανιά > πανιά

τούμπα: > παιδιών > παιγνίδια

τουμπανίζω: > τούμπανο > του μουσικού

τούμπανο: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπανόπετσο: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπάρι: στρογγυλός χαμηλός λόφος (τύμβος) > λόφος > τοπογραφικά

τουμπελέκι: τούρκικο νταούλι > τουμπελέκι > του μουσικού

τουμπί: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπίζω: > τούμπανο > του μουσικού

τουμπλές: πετυχημένη τουφεκιά > τουφέκι > του πολεμιστή

τούμπος: > λόφος > τοπογραφικά

τουνέτο: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τούνος: Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας

τουράκια: οι μπάγκοι της βάρκας > τουράκια > του καραβιού

τουρβάς: > ταγάρι > της βοσκής

τουργκάνα: > κρούταλο > του μουσικού

τουρκετίνο: > κατάρτια > του καραβιού

τουρκέτο: > κατάρτια > του καραβιού

τουρκής: > γαλανός > του ζουγράφου

τουρκής: > περουζές > πετράδια

τουρκοπούλι: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

τουρλί: > τουρλί > πουλιά

τουρλί: > χαλκόκοτα > πουλιά

τουρλίδα: Vanellus vanellus > τουρλίδα > πουλιά

τουρλωτό: > καπέλο > ρούχα

τούρμα: > άλλα άρματα > του πολεμιστή

τούρνα: Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού

τούρτα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τουρτουλίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τουρτούρα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τούρτουρας: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τουρτούρισμα: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τούρτουρο: > ανατριχίλα > φυσιολογικά

τουτιά: οξείδι τζίγκου > τζίγκος > μέταλλα και χημικά

τούφα: > φούντα > του πολεμιστή

τούφα: > χόρτο > φυτολογικά

τουφάνι: χιονιάς με ανεμοστρόβιλο > χιόνι > καιρικά

τουφέκι: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφέκι: > τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τουφεκιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκιά: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκίδι: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκίζω: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεκίζω: τουφεκίζω καθιστό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

τουφεκίστρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

τουφεκόβεργα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τουφεκόπετρα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τουφεξής: > τουφέκι > του πολεμιστή

τουφεξής: αυτός που φτιάνει τουφέκια > τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τούφες: αγκάθια που κλείνουν τ' ανοίγματα της στρούγγας > μάντρα > της βοσκής

τρα (η): χρυσό λαμνί (έλασμα) > τρέμουσα > ραφτικά

τράβα: > δοκαρωσιά > του χτίστη

τραβέρσα: στέκω τραβέρσα > τραβερσάρω > αρμενίσματα

τραβερσάρω: > τραβερσάρω > αρμενίσματα

τράβηγμα: για άλογα > μαρκάλος > της βοσκής

τραβηγμένα: τραβηγμένα τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

τραβηχτά: τραβηχτά λουριά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τραβλός: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τραβώ: > τουφέκι > του πολεμιστή

τραβώ: τραβώ κουπί > λάμνω > αρμενίσματα

τραγανά: > σταφύλια > του φαγιού

τραγάνα: βράχινος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

τραγανάδι: χόνδρος > τραγανό > κόκκαλα

τραγάνη: χοντρός άμμος > άμμος > του χτίστη

τραγανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

τραγανό: > τραγανό > κόκκαλα

τράγαρος: > γίδι > της βοσκής

τραγί: > γίδι > της βοσκής

τραγιά: > πριτιά > της βοσκής

τραγιάρης: > βοσκός > της βοσκής

τραγίλα: > πριτιά > της βοσκής

τράγιο: > κρέας > του φαγιού

τράγιο: > μαλί > της βοσκής

τραγίσιο: > κρέας > του φαγιού

τραγόμαλο: > μαλί > της βοσκής

τράγος: > γίδι > της βοσκής

τράγος: λοβός > αφτί > όργανα

τραγουδάει: > η γάτα > θηλαστικά

τραγουδιστής: > μουσικός > του μουσικού

τραγοψάλιδο: > κουρέβω > της βοσκής

τράκα: > παιδιών > παιγνίδια

τρακάδα: > δοκαρωσιά > του χτίστη

τρακάρισμα: > τράκος > του κούρσου και του φορτωτή

τρακάρω: > τράκος > του κούρσου και του φορτωτή

τρακατρούκα: > παιδιών > παιγνίδια

τρακλάς: > παιδιών > παιγνίδια

τράκος: > τράκος > του κούρσου και του φορτωτή

τραμουντάνα: > άνεμος > καιρικά

τραμπάκουλο: > είδη καραβιών > καράβια

τραμπάλα: τραμπαλίζουμαι > παιδιών > παιγνίδια

τρανός: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρανταχτά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

τραπατσακλά: άλλα στραβά κι άλλα ίσια > τα δόντια είναι > όργανα

τραπεζάρης: > σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τραπεζαρία: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

τραπέζι: > πρόγεμα > του φαγιού

τραπέζι: > τραπέζι > του σπιτικού

τραπεζιέρης: > σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τραπεζίτης: > δόντι > όργανα

τραπεζομάντιλο: > τραπέζι > του σπιτικού

τράπουλα: > χαρτιά > παιγνίδια

τράστα: > ταγάρι > της βοσκής

τράστο: > τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

τράστος: > ταγάρι > της βοσκής

τράτα: > είδη καραβιών > καράβια

τράτα: > τράτα > της ψαρικής

τραταράκι: > ψαράς > της ψαρικής

τρατάρης: > ψαράς > της ψαρικής

τραταρόπουλο: > ψαράς > της ψαρικής

τραταρός: > ψαράς > της ψαρικής

τραφοκοπώ: > σκάφτω > του χωραφιού

τραχανάς: > αλέβρι > του φαγιού

τραχανάς: > ζουμί > του φαγιού

τραχανόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τραχανός: μπληγούρι βρασμένο με γάλα ή γιαούρτι > ζουμί > του φαγιού

τραχηλάτο: τραχηλάτο βόδι > γελάδι > της βοσκής

τραχήλι: > λαιμός > ανατομικά κατατόπια

τραχηλιά: > γιακάς > ραφτικά

τραχηλιά: > διαμαντικά > πετράδια

τραχώματα: κερατίτις > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τραχώνα: > κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

τραχώνι: > πέτρα > πέτρες

τρεβλίζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεβλός: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεκλίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεκλοποδίζω: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεκλός: > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέλα: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

τρέλα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελάδα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαίνουμε: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαίνω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέλαμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαμάρα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελαμός: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέλιακας: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

τρελοπόνηρος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελός: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρελοφωτίτσα: > χαμοδράκι > δαιμονικά

τρέμισα: > τρέμουσα > ραφτικά

τρεμοκρίζουν: > τα δόντια > όργανα

τρεμολάμπουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

τρεμολούλουδο: > λουλούδι > φυτολογικά

τρεμοσβήνουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

τρεμούλα: > γλυκά > του φαγιού

τρέμουλα: > τρέμουσα > ραφτικά

τρεμούλιασμα: > άστρο > αστρικά

τρέμουσα: > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

τρέμουσα: > τρέμουσα > ραφτικά

τρεμόφεγγο: > άστρο > αστρικά

τρεμοφέγγουν: τα άστρα > άστρο > αστρικά

τρεμοχτυπούν: > τα δόντια > όργανα

τρεσόνι: > πατσαβούρα > ρούχα

τρεχάματα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεχαντήρι: > είδη καραβιών > καράβια

τρεχατή: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρεχατό: > παιδιών > παιγνίδια

τρεχάτος: > είδη χορών > χοροί

τρέχει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρέχει: τρέχει το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

τρέχω: τρέχω με τα τέσσερα > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τριανταφυλλάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τριανταφυλλένιος: > κόκκινος > του ζουγράφου

τριανταφυλλής: > κόκκινος > του ζουγράφου

τριανταφυλλί: > κόκκινος > του ζουγράφου

τριαντάφυλλο: > γλυκά > του φαγιού

τριανταφυλλόκρασο: > κρασί > του φαγιού

τριανταφυλλόξειδο: > ξείδι > του φαγιού

τριάρα: σφεντόνα με τρία κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

τριάρμενο: > καράβι > καράβια

τριβέλι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τριβελίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

τριβή: πατημένος τόπος > δρόμος > τοπογραφικά

τρίβω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τρίγκα: > σκοινιά > του καραβιού

τρίγκος: > πανιά > του καραβιού

τρίγλα: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

τριγλί: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

τριγλίζει: ο γρύλλος τριγλίζει > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριγουνίζω: > δόντι > όργανα

τριγυρίστρα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριγώνα: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

τρίγωνο: > ζυμαρικά > του φαγιού

τρίγωνο: > τρίγωνο > του μουσικού

τριγωνοχάλαζο: > χαλάζι > καιρικά

τριδόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τρίζει: > η γάτα > θηλαστικά

τρίζισα: Pratincola rubicola > πετρόκλης > πουλιά

τριζόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριζύγι: το τρίτο άλογο του αμαξιού > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

τρικαντό: > καπέλο > ρούχα

τρικάταρτο: > καράβι > καράβια

τρικάταφλο: > καράβι > καράβια

τρικέρι: σύμβολα δεσποτικά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

τρικόμπι: > σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

τρίκορτο: > είδη καραβιών > καράβια

τρικούβερτο: > είδη καραβιών > καράβια

τρικούβερτο: > καράβι > καράβια

τρικράνι: > διχάλι > του χωραφιού

τρίκρανο: > διχάλι > του χωραφιού

τρίκριανο: > διχάλι > του χωραφιού

τρικυμία: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

τρικυμία: > κακοκαιριά > καιρικά

τρικυμισμός: > κακοκαιριά > καιρικά

τρικυμός: > κακοκαιριά > καιρικά

τρίλια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τρίλιο: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τριμερούσες: οι τριμερούσες μοίρες > μοίρα > δαιμονικά

τριξαλούδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριόδι: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τρίπατο: > σπίτι > του χτίστη

τρίπατος: τρίπατος > είδη χορών > χοροί

τριπόδι: > πυροστάτης > του σπιτικού

τριποδίζω: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τριπόδισμα: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τριποδιστά: > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τρίποδο: > κρεβάτι > του σπιτικού

τριπόντες: > είδη καραβιών > καράβια

τρισάγιο: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τρισέγγονο: > αγγόνι > οικογενειακά

τρισέκι: > δρόμος > τοπογραφικά

τρισκατάρατος: > διάβολος > δαιμονικά

τρισκέλι: τραπέζι ή σκάλα με τρία σκέλια > τραπέζι > του σπιτικού

τρίσπαπος: > παπούς > οικογενειακά

τρίστρατο: > δρόμος > τοπογραφικά

τριτοξαδέρφια: > ξαδέρφι > οικογενειακά

τριτσόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τριφτερά: τριφτερά δόντια > δόντι > όργανα

τριφτή: τραχανάς νερόβραστος > ζουμί > του φαγιού

τρίφτης: > ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

τρίφτης: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

τρίφτης: > τρίφτης > του μαγεριού

τριφτό: > γλυκά > του φαγιού

τρίφτρα: > τρίφτης > του μαγεριού

τριφυλλιός: > γαϊδούρι > θηλαστικά

τρίχα: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

τριχιά: > ορμίδι > της ψαρικής

τριχιές: πήγε τρεις τριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

τριχίλι: γαϊτανάκι > κορδόνι > ραφτικά

τριχιός: Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας

τριχοδεμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριχοφαγάς: > τριχοφαγάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριχοφάγος: > τριχοφάγος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τριχόφλεβες: τριχόφλεβες ρίζες > ρίζα > φυτολογικά

τριώδη: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

τριώνι: Μικρά Άρκτος > αστερισμοί > αστρικά

τριώνια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τριώτα: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τρογυρίστρα: > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τροκάνα: > παιδιών > παιγνίδια

τροκάνι: > κουδούνι > της βοσκής

τροκάνι: > κρούταλο > του μουσικού

τροκάνι: > παιδιών > παιγνίδια

τροκάρι: > κουδούνι > της βοσκής

τρόμπα: > βροχή > καιρικά

τρομπόνι: > μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

τρομπόνι: > τουφέκι > του πολεμιστή

τροπάρι: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

τροπωτήρα: > κουπί > του καραβιού

τροπωτήρες: > αλέτρι > του χωραφιού

τρουβάς: πετσένιο ταγάρι > ταγάρι > της βοσκής

τρουγανίζω: τρουγανίζω τα δόντια = τρίζω > δόντι > όργανα

τρούλα: > θόλος > του χτίστη

τρούλος: > θόλος > του χτίστη

τρούμπα: > πηγάδι > του χωραφιού

τρούμπα: > ρούφουλας > καιρικά

τρούμπα: > τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τρουμπέτα: > τρουμπέτα > του μουσικού

τρουμπετάρης: > μουσικός > του μουσικού

τρουμπετάρω: > τρουμπέτα > του μουσικού

τρουμπετιάρης: > μουσικός > του μουσικού

τρουμπετίζω: > τρουμπέτα > του μουσικού

τρουξαλίδα: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τρουπώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

τρουσί: > τρουσί > του φαγιού

τροχάδι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τροχάλα: > πέτρα > πέτρες

τρόχαλο: > πέτρα > πέτρες

τρόχαλος: > πέτρα > πέτρες

τροχί: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

τροχούλι: > καρούλι > του καραβιού

τρυγημός: > τρύγος > του τρύγου

τρυγητής: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγητής: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγιά: > κρασί > του φαγιού

τρυγιά: > τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού

τρυγιά: το κατακάθι του μούστου > τρυγιά > του τρύγου

τρυγομηνάς: Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγομηνάς: Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

τρυγόνα: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

τρυγόνι: Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά

τρυγονοκράτης: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τρυγονοσούρτης: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τρύγος: > τρύγος > του τρύγου

τρυγώ: τρυγώ σταφύλια ή μέλι > τρυγώ > του τρύγου

τρυμαλιά: η τρύπα της βελόνας > βελόνα > ραφτικά

τρύπα: > σπηλιά > τοπογραφικά

τρυπάνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τρυπανίζω: > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

τρυπητή: > βελονιές > ραφτικά

τρυπητή: > σουρωτήρι > του μαγεριού

τρυπητή: κάλτσα τρυπητή (σκεδόν διάφανη) > κάλτσα > του παπουτσή

τρυπητήρι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τρυπητήρι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τρυπητό: > σουρωτήρι > του μαγεριού

τρυποκάρυδο: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

τρυποφράχτης: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

τρυφαίνει: > κρέας > του φαγιού

τρυφερίτσα: > βλαστάρι > φυτολογικά

τρυφερίτσι: > κόρη > οικογενειακά

τρύφος: πηγμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

τρώγα: Rhynchophorus > σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

τρώγει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τρώει άχερα: τρώει άχερα το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

τσαγαλί: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

τσαγαλί: > πράσινος > του ζουγράφου

τσάγαλο: πράσινο αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά

τσαγαλός: ανοιχτοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου

τσάγανο: > καρπός > φυτολογικά

τσαγανός: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

τσαγερό: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσαγιέρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσάγκα: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσαγκαράδικο: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

τσαγκαρέβω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

τσαγκάρης: > παπουτσής > του παπουτσή

τσαγκαρική: > τσαγκαροσύνη > του παπουτσή

τσαγκαριό: > παπουτσάδικο > του παπουτσή

τσαγκαροδεφτέρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

τσαγκαροσούβλι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσαγκαρόσουβλο: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσαγκαροσύνη: > τσαγκαροσύνη > του παπουτσή

τσάγρα: > δοκάνι > του κυνηγού

τσάγρα: > τσάγρα > του πολεμιστή

τσάι: > ζεστό > του φαγιού

τσαΐρι: > βοσκή > της βοσκής

τσαΐρι: γρασιδωτό λιβάδι για βοσκή > λιβάδι > τοπογραφικά

τσακάλι: Canis aureus > τσακάλι > θηλαστικά

τσάκαλος: Canis aureus > τσακάλι > θηλαστικά

τσακάς: > μαχαίρι > του πολεμιστή

τσακίζει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

τσακίρικο: που έχει ασπράδι στο μάτι ή κουτσαίνει > άλογο > θηλαστικά

τσάκισες: οι τσάκισες του παντελονιού > βρακί > ρούχα

τσάκισμα: τσάκισμα κοκκάλου > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσακισμένο: > καράβι > καράβια

τσακιστερά: τσακιστερά δόντια > δόντι > όργανα

τσακιστές: > ελιές > του φαγιού

τσακιστή: φουφουλόβρακα τσακιστή > βρακί > ρούχα

τσάκλα: τσάκλα-κούτα > παιδιών > παιγνίδια

τσακλαπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

τσακμάκι: > γυαλόπετρα > πέτρες

τσακμάκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

τσακμακόπετρα: > γυαλόπετρα > πέτρες

τσάκο: > δοκάνι > του κυνηγού

τσακώνικο: > απίδι > του φαγιού

τσαλαπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

τσαλαφούτι: > τυρί > του φαγιού

τσαλιά: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

τσαλιά: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

τσαλόσκουπα: για δρόμους > σκούπα > του σπιτικού

τσάμικος: > είδη χορών > χοροί

τσαμπί: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπόκλαδο: > ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

τσαμπολογώ: > ξερωγίζω > του τρύγου

τσαμπούνα: > κόχυλας > του καραβιού

τσαμπούνα: > μαντούρα > του μουσικού

τσαμπουνάρης: > μουσικός > του μουσικού

τσαμπούρα: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπούρες: > αποτρυγίδια > του τρύγου

τσαμπουρίδι: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπουρίδια: > αποτρυγίδια > του τρύγου

τσαμπούρνα: > μαντούρα > του μουσικού

τσάμπουρο: > τσαμπί > φυτολογικά

τσαμπουρολογώ: > ξερωγίζω > του τρύγου

τσαμφέσι: > πανιά > πανιά

τσαντίλα: σακκί για το στράγγισμα του σακκουλίσιου γιαουρτιού > τσαντίλα > της βοσκής

τσαούσια: > σταφύλια > του φαγιού

τσάπα: > λίσγος > του χωραφιού

τσαπαρή: αργή συρτή > συρτή > της ψαρικής

τσαπί: > λίσγος > του χωραφιού

τσαπίζω: > σκάφτω > του χωραφιού

τσαπόδοντα: τα μπροστινά όταν εξέχουν > δόντι > όργανα

τσάπος: > γίδι > της βοσκής

τσαποστείλιαρο: το χέρι της τσάπας > λίσγος > του χωραφιού

τσαπράσια: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

τσαρδάκι: για γιδοπρόβατα > στεγάδι > του χτίστη

τσαρδάκι: μπαλκόνι από κορασάνι > μπαλκόνι > του χτίστη

τσάρκος: καλύβα για τα νιογέννητα αρνάκια ή κατσίκια > μάντρα > της βοσκής

τσαρκώνω: > στανιάζω > της βοσκής

τσαρούχι: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσαρχοβελόνα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσασμάς: τοίχος ξυλοδεμένος > τοίχος > του χτίστη

τσατήρα: > αρβελιστήρι > του μαγεριού

τσατί: > στέγη > του χτίστη

τσατίζω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

τσατίζω: βάζω τη σκεπή (τσάτι) > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

τσάτσα: > θείος > οικογενειακά

τσατσάρα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

τσαχείλα: > στόμα > όργανα

τσαχειλού: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

τσεβδιά: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσεβδίζω: > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσεβδός: που προφέρει το Σ και το Ρ σα Θ και Λ > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσεγγελωτά: τσεγγελωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά

τσεγγί: > ζίλια > του μουσικού

τσεκούρι: > τσεκούρι > του χωραφιού

τσεκουρώνω: > ξυλοκόβω > του χωραφιού

τσέλιγγας: > βοσκός > της βοσκής

τσελιγγάτο: του τσέλιγγα η εξουσία και η περιοχή > τσελιγγάτο > της βοσκής

τσελίκι: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

τσελικώνω: > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

τσεμένι: > χόρτο > φυτολογικά

τσεμπέρι: > φακιόλι > ρούχα

τσεπάκι: > τσέπη > ραφτικά

τσεπάρα: > τσέπη > ραφτικά

τσέπες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

τσέπες: κάνει τσέπες > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

τσέπη: > τσέπη > ραφτικά

τσεπίτσα: > τσέπη > ραφτικά

τσεπράδα: > τσεπράδα > φυσιολογικά

τσέργα: βελέντζα με κρόσσια > κρεβάτι > του σπιτικού

τσέρκι: > βαρέλι > του τρύγου

τσερνίκι: > είδη καραβιών > καράβια

τσέρουλα: ψάρι που συγγενέβει με τη μαρίδα > τσέρουλα > ψάρια της θάλασσας

τσερτσεβές: > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

τσιβίκι: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιβίλα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

τσιγαλί: > πράσινος > του ζουγράφου

τσιγαρίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσιγαριστό: > κρέας > του φαγιού

τσίγγανα: > φρύγανα > φυτολογικά

τσιγγάνος: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσιγγέλι: > τσιγγέλι > του πολεμιστή

τσιγγογή: > γη > του χωραφιού

τσιγγούνες: > φρύγανα > φυτολογικά

τσιγκλί: > λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

τσιγκρολόγι: Lasioderma serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιγρέκια: > μάντρα > της βοσκής

τσιεράκια: > κρέας > του φαγιού

τσίκα: νέα κατσίκα > γίδι > της βοσκής

τσικμάς: > δρόμος > τοπογραφικά

τσικμασοκάκι: > δρόμος > τοπογραφικά

τσίκνα: > καταχνιά > καιρικά

τσικνιάς: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τσικνίζεται: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσικνίζω: τσικνίζω κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσικνοπέφτη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

τσίκουδο: > καρπός > φυτολογικά

τσικρίκι: > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας

τσικρίκι: > ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

τσίκρος: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

τσίλι: Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά

τσιλιβίθρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

τσίλικο: μάβρο με κοκκινωπές τρίχες > άλογο > θηλαστικά

τσιλικρωτά: > πειρασματικά > δαιμονικά

τσιλιπούρδημα: > πορδή > φυσιολογικά

τσιλιπουρδιά: > πορδή > φυσιολογικά

τσιλιπουρδώ: > πορδή > φυσιολογικά

τσιμέντο: > κορασάνι > του χτίστη

τσιμούρι: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιμούσα: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

τσιμούσα: > ούγια > ραφτικά

τσιμούχα: > ούγια > ραφτικά

τσιμούχα: μάλινο πανί για γκέτες > γκέτα > του παπουτσή

τσιμπά: το μεγάλο ψάρι τσιμπά > ψαρική > της ψαρικής

τσιμπητάρι: η μύτη του αρπαχτικού όρνιου > μύτη > πουλολογικά

τσιμπίδα: > ανατομικά > ψαρολογικά

τσιμπίδα: > σκάλεθρο > του σπιτικού

τσιμπίδα: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τσιμπίδα: > τσιμπίδα > γιατρικά

τσιμπίδες (οι): > μασιά > του μαγεριού

τσιμπίδι: > τσιμπίδα > γιατρικά

τσιμπίστρα: > μασιά > του μαγεριού

τσιμπίστρα: > σκάλεθρο > του σπιτικού

τσίμπλα: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπλιάζω: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπλιάρης: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπλοματιά: > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιμπλού: > τσίμπλα > φυσιολογικά

τσιμπογιάννης: Alaus oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια

τσιμπούκι: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσιμπουξής: αυτός που φτιάνει τσιμπούκια | δούλος που φροντίζει το τσιμπούκι του αγά > τσιμπουξής > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσιμπούρι: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

τσιμπούσι: > πρόγεμα > του φαγιού

τσιμπροβύζα: δυσκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής

τσίνουρα: > μάτι > όργανα

τσινώ: > σαλαγώ > της βοσκής

τσιοκαλούνε: από το κρύο > τα δόντια > όργανα

τσιούπρα: > κόρη > οικογενειακά

τσίπα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσίπα: > σκέπη > βιολογικά

τσίπα: > ψωμί > του φαγιού

τσιπουνάκι: γελέκι με μανίκα ανοιχτά που κρέμουνται από πίσω > γελέκο > ρούχα

τσιπούνι: > γελέκο > ρούχα

τσιπούρα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

τσίπουρα: > αποστραγγίδια > του τρύγου

τσιπουρίτης: κρασί από τσίπουρα δεφτεροπατημένα > κρασί > του φαγιού

τσίπουρο: > κρασί > του φαγιού

τσιπώνει: > ψωμί > του φαγιού

τσιραλίδικο: > το ξύλο είναι > του μαραγκού

τσιρίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσιριξιά: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσιρίσι: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

τσιριχτό: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσίρλα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιρλιά: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

τσιρλιάρης: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιρλίζουμαι: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

τσιρλίζω: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσιρλονέρι: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

τσιρλονέρι: > γιατρικό > γιατρικά

τσίρλος: διάροια > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

τσιρνίκι: > είδη καραβιών > καράβια

τσιρνίκι: τσιρνίκια μακρομύτικα = βυζαντινό παπούτσι > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσιρόνι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

τσιροπινάς: > γύπας > πουλιά

τσιροπινάς: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

τσίρος: > τυρόγαλα > της βοσκής

τσίρος: ξερό σκουμπρί > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

τσίσια (τα): > κάτουρο > φυσιολογικά

τσιταγιάννης: Alaus oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια

τσίτι: > πανιά > πανιά

τσίτινος: > πανίτικος > πανιά

τσίτσα: > παγούρι > της βοσκής

τσιτσελωμένος: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

τσιτώνω: τ' αφτιά > αφτί > όργανα

τσιφάδα: > καταχνιά > καιρικά

τσιφλικάς: > χτηματίας > του χωραφιού

τσιφλίκι: > χτήμα > του χωραφιού

τσίφνα: > στις κότες > αρώστιες ζώων

τσίφτης: Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά

τσίφτης: Falconidae > γεράκι > πουλιά

τσιχιά: > κόσκινο > του μαγεριού

τσίχλα: Coricus rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας

τσίχλα: Turdus > τσίχλα > πουλιά

τσιχλογέρακας: Falconidae > γεράκι > πουλιά

τσιχλοκότσιφας: Cinclus aquaticus > τσιχλοκότσιφας > πουλιά

τσοβράς: > ζουμί > του φαγιού

τσοκάνα: > αξίνα > του χωραφιού

τσοκάνα: > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

τσοκάνι: το τετράγωνο κουδούνι των γιδιών, στη Ρούμελη > κουδούνι > της βοσκής

τσοκάνι: το τετράγωνο κουδούνι των προβάτων > κουδούνι > της βοσκής

τσοκανίζω: > τσοκανίζω > της βοσκής

τσοκάνισμα: > τσοκανίζω > της βοσκής

τσοκανιστής: > τσοκανίζω > της βοσκής

τσόκανος: το σύνεργο > τσοκανίζω > της βοσκής

τσόκαρο: > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

τσόκαρο: > πλύση > του σπιτικού

τσόλι: απολυτό πανί τραγομαλίσιο για σκεπάσματα > πανιά > πανιά

τσόλι: σκέπασμα από γιδίσιο μαλί > κρεβάτι > του σπιτικού

τσολιάς: > βοσκός > της βοσκής

τσόνι: > τσόνι > πουλιά

τσοπανάκος: Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά

τσοπαναριό: > τσελιγγάτο > της βοσκής

τσοπάνης: > βοσκός > της βοσκής

τσοπάνης: με ρόγα > βοσκός > της βοσκής

τσοπάνικα: > τυρί > του φαγιού

τσοπάνικα: σύνεργα > τσοπάνικα > της βοσκής

τσοπανιλίκι: > βοσκική > της βοσκής

τσοπάνισα: > βοσκός > της βοσκής

τσοπανοπούλα: > βοσκός > της βοσκής

τσοπανοπούλα: Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά

τσοπανόπουλο: > βοσκός > της βοσκής

τσοπάνος: > βοσκός > της βοσκής

τσοπανόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

τσοπανούδι: > βοσκός > της βοσκής

τσότρα: > παγούρι > της βοσκής

τσουγγράνα: > τσουγγριά > του χωραφιού

τσουγγριά: > τσουγγριά > του χωραφιού

τσουγκρί: > πέτρα > πέτρες

τσούζει: με τσούζει > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούκα: > κεφάλι > κόκκαλα

τσουκάλα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλάδικο: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλαριό: > τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλάς: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκαλέβω: > τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκάλι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκάλι: > καζάνι > του μαγεριού

τσουκαλικά: > χρειασίδια > του σπιτικού

τσουκαλικά: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

τσουκανάνε: > τα δόντια > όργανα

τσουκάνι: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

τσουκνιάς: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

τσουκνίδα: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

τσουλαγρίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσουλάτο: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

τσουλήθρα: > γλίστρα > τοπογραφικά

τσουλήθρα: > τσουλήθρα > βιολογικά

τσουλί: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

τσούλι: > χαλί > του σπιτικού

τσούλι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

τσούλια: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

τσούλο: με μικρά αφτιά > πρόβατο > της βοσκής

τσουλούφι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

τσουλώνει: το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά

τσουμπές: > τσουμπές > ρούχα

τσουνί: > κοτσάνι > φυτολογικά

τσούνια: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

τσουνόπλακα: > πέτρα > πέτρες

τσουξιά: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούξιμο: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούπα: > κόρη > οικογενειακά

τσούρακας: > γύπας > πουλιά

τσουράκι: > γύπας > πουλιά

τσουραπάτο: με μάβρα μαλιά στα πόδια > πρόβατο > της βοσκής

τσουραπάτος: με φτερά στα πόδια > πουλί > πουλολογικά

τσουράπι: > κάλτσα > του παπουτσή

τσουρεκάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τσουρί: > γύπας > πουλιά

τσουρούκλα: ψάρι λίμνης > τσουρούκλα > ψάρια του γλυκού νερού

τσουρουφλίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

τσουρουφλισμένο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

τσουρουφλό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

τσουρτσουρίζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

τσούσμα: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσουσμάρα: > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τσούχτρα: > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια

τσούχτρα: > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

τυλιγάδι: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυλιγάδι: > μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια

τυλιγάδι: Lasioderma serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια

τυλιγαδιάζω: τυλιγαδιάζω το γνέμα > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυλιγάρι: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

τυλίγω: τυλίγω την κλωστή με το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυλίζω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

τυλιχταρούδι: > μωρό > βιολογικά

τυλίχτρα: > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας

τυμπανιάς: Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά

τύμπανο: > αφτί > όργανα

τυπάρι: > γραφικά > του σπιτικού

τυπικάρης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

τυπογράφος: > στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυπόχωμα: το χώμα που μεταχειρίζεται ο χρυσικός για τα προπλάσματά του > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυράς: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυράς: > τυροκομιό > της βοσκής

τυρέφτης: > τυροκομώ > της βοσκής

τυρί: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυρί: > τυρί > της βοσκής

τυρί: > τυρί > του φαγιού

τυρινή: > βδομάδα > της μέρας και της ώρας

Τυρινής: Κυριακή της Τυρινής > μέρα > της μέρας και της ώρας

τυροβόλι: > τυροβόλι > της βοσκής

τυρόγαλα: > τυρόγαλα > της βοσκής

τυρόγαλο: > τυρόγαλα > της βοσκής

τυρόγαλος: > τυρόγαλα > της βοσκής

τυροζύμι: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκόμημα: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκόμης: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκόμι: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκομιό: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκόμισα: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκομώ: > τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

τυροκομώ: > τυροκομώ > της βοσκής

τυροκόπος: > τυροκομιό > της βοσκής

τυροκοπώ: > τυροκομώ > της βοσκής

τυρομπούρεκο: > ζυμαρικά > του φαγιού

τυρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

τυροτρίφτης: > τρίφτης > του μαγεριού

τυρόψωμο: > ζυμαρικά > του φαγιού

τυφάκι: > τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τύφλα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλάδα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλάντερο: > άντερα > όργανα

τυφλίνος: Anguis fragilis > τυφλίτης > σερπετά

τυφλίτης: Anguis fragilis > τυφλίτης > σερπετά

τυφλό: τυφλό ταμπούρι = αδιέξοδο > μέρη του κάστρου > του χτίστη

τυφλομάρα: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλομίγα: > παιδιών > παιγνίδια

τυφλοπάνι: το πανί που δένουνε τα μάτια του ζώου που γυρίζει το μάγγανο > μάγγανος > του χωραφιού

τυφλοπόντικας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

τυφλός: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τυφλός: τυφλός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

τυφλοσόκακο: > δρόμος > τοπογραφικά

τυφλώνουμαι: > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

τύφος: > τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ύγκλα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

υγκλώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

υγρασία: > δροσιά > καιρικά

υνί: > αλέτρι > του χωραφιού

υπνογυρισμός: > ύπνος > φυσιολογικά

ύπνος: > ύπνος > φυσιολογικά

υπνωτικό: > γιατρικό > γιατρικά

υπόγειο: > πατώματα > του χτίστη

υποσταβρώνω: αλείφω με άγιο λάδι > ξορκίζω > δαιμονικά

υποστατικό: > χτήμα > του χωραφιού

ύστερο: > αγγάστρι > βιολογικά

υστεροκαίρι: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

υφάντρα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

ύψος: > ανήφορος > τοπογραφικά

φαγάνα: > είδη καραβιών > καράβια

φαγανιά: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγάρι: > μανάρι > της βοσκής

φαγγρί: μεγάλο λυθρίνι > φαγγρί > ψάρια της θάλασσας

φαγησερό: > φαγί > του φαγιού

φαγήσια: > φαγί > του φαγιού

φαγησιπότια: > φαγί > του φαγιού

φαγί: > φαγί > του φαγιού

φαγομάρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγοπότι: > φαγί > του φαγιού

φαγοτίστας: > μουσικός > του μουσικού

φαγότο: > φαγότο > του μουσικού

φαγουλιανά: > σταφύλια > του φαγιού

φαγουλιανό: > φαγί > του φαγιού

φαγουλιάρικα: > σταφύλια > του φαγιού

φαγουλιάρικο: > φαγί > του φαγιού

φαγουλό: > φαγί > του φαγιού

φαγούρα: > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγούσα: > καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγώσιμο: > φαγί > του φαγιού

φάδι: > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

φαδώνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

φαζάνι: Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά

φαίνω: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

φαίνω: > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

φάκα: > δοκάνι > του κυνηγού

φάκελος: > γραφικά > του σπιτικού

φακή: > λαχανικά > του φαγιού

φακίδα: > ελιά > φυσιολογικά

φακιδιάρης: > ελιά > φυσιολογικά

φακιόλι: > φακιόλι > ρούχα

φακίρης: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

φάκλα: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

φάκνα: > στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

φάκνα: προμήθειες του σπιτιού για φαγί > φάκνα > του φαγιού

φακωτό: άσπρο με βούλες σταχτιές > άλογο > θηλαστικά

φάλα: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φάλα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

φάλαγγας: > γραφικά > του σπιτικού

φάλαγγας: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγι: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγι: > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγια: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φαλάγγια: τα ξύλα που κυλούν απάνω τους το καράβι σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > ποντίλια > του σκαριού

φαλαγγώνει: φαλαγγώνει το καράβι = κοντέβει να πέσει στη θάλασσα > ποντίλια > του σκαριού

φαλαγγώνω: το παιδί φαλάγγωσε = κοντέβει να βγει καθώς το καράβι που το κυλούν απάνω στα φαλάγγια σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > φαλαγγώνω > βιολογικά

φαλάκρα: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακράδα: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακραίνω: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακρός: > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλαρίδα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

φαλέτο: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

φάλια: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φαλιανός: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

φάλιανος: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

φαλιδεμένο: φαλιδεμένο ιβάρι > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

φάλιο: > φάλιο > του καραβιού

φάλκος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φαλκούνι: > πολιορκητικά > του πολεμιστή

φαλμπαλάς: > φαλμπαλάς > ραφτικά

φαλτσαστέκα: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

φαλτσέτα: > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

φάλτσο: > μπιλιάρδο > παιγνίδια

φαλτσοστέκα: για γώνιασμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

φάμα: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φαμέγιος: > κόπελος > του χωραφιού

φαμελέβω: > οικογένεια > οικογενειακά

φαμελιά: > οικογένεια > οικογενειακά

φαμελιάρης: > παντρεμένος > οικογενειακά

φαμελικά: > οικογένεια > οικογενειακά

φαμελίτης: φαμελίτης άνθρωπος > παντρεμένος > οικογενειακά

φαμίλια: > οικογένεια > οικογενειακά

φαναράδικο: > φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φαναράς: > φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φανάρι: > λύχνος > του σπιτικού

φανάρι: > φάρος > του καραβιού

φανάρι: καφάσι γυριστής σκάλας > σκάλα > του χτίστη

φανάρι: το κεφάλι του είναι φανάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φανάρι: το συρματένιο κουτί όπου φυλάγουν το κρέας > φανάρι > του μαγεριού

φαναρτζής: > φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φαναρτζίδικο: > φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φανέλα: > ασπρόρουχα > ρούχα

φανέλα: > πανιά > πανιά

φανελένιος: > πανίτικος > πανιά

φανέστρα: > παράθυρο > του χτίστη

φανέστρα: > φεγγίτης > του χτίστη

φανέτα: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

φανόπετρα: > πέτρα > πέτρες

φανόπυργος: βίγλα > κάστρο > του χτίστη

φανός: > λύχνος > του σπιτικού

φανοτρύγονο: Cuculus canorus > κούκος > πουλιά

φάντακας: > βουρκόλακας > δαιμονικά

φάντασμα: > στοιχιό > δαιμονικά

φαντό: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φάντρα: > ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

φανώχτης: > φεγγίτης > του χτίστη

φαράγγι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

φαραόνα: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

φαράς: που φροντίζει το φάρο > φαράς > του κούρσου και του φορτωτή

φαράσι: > σκούπα > του σπιτικού

φαρδικομάνικα (τα): > μανίκι > ραφτικά

φαρδοκούτελος: > μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

φαρέτι: τρυπητήρι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φαρί: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φαρίνα: > αλέβρι > του φαγιού

φαρμακερό: > φίδι > σερπετά

φάρος: > ζουμί > του φαγιού

φάρος: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

φάρος: > σάγος > του φαγιού

φάρος: > φάρος > του καραβιού

φαρφάλα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

φασιανός: Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά

φασίδι: > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

φασίδι: > φάσιμο > ραφτικά

φάσιμο: > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

φάσιμο: > φάσιμο > ραφτικά

φασκιά: > φασκιά > οικογενειακά

φασκιά: επίδεσμος > φασκιά > γιατρικά

φασκιώνω: > φασκιά > γιατρικά

φασκομηλιά: > ζεστό > του φαγιού

φασόλια: > λαχανικά > του φαγιού

φασουλάκια: > λαχανικά > του φαγιού

φασούλια: > λαχανικά > του φαγιού

φάσσα: Columba palumbus > φάσσα > πουλιά

φαστό: > πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φάτσα: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

φατσάδα: η πρόσοψη του σπιτιού > σπίτι > του χτίστη

φαφούτης: > δόντι > όργανα

φεβγάτο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φεγγάρι: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγάρι: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγάρι: πήγε για ένα φεγγάρι > μήνας > της μέρας και της ώρας

φεγγάρι: το κεφάλι του είναι φεγγάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάζουμαι: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάρης: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάτικος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάτικος: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαριάτικος: φεγγαριάτικος άνεμος > στεριανό > καιρικά

φεγγαροβολιά: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαροβραδιά: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαρογιομισιά: > φεγγάρι > αστρικά

φεγγαροκυράδες: > νεράιδα > δαιμονικά

φέγγει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

φέγγει: το κεφάλι του φέγγει > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγιά (τα): > μάτι > όργανα

φεγγίτης: > φεγγίτης > του χτίστη

φεγγότρυπα: > φεγγίτης > του χτίστη

φελακούρια: αγγίστρια με φελούς > αγκίστρι > της ψαρικής

φελάρια: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

φελέτο: το γυριστό μέρος στο στήθος > μέρη του σακακιού > ρούχα

φελί: > ψωμί > του φαγιού

φελιάζω: > μπολιάζω > φυτολογικά

φελιάζω: κόβω φέτες > μαγειρέματα > του μαγεριού

φελομάνα: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

φελόνι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

φελούκα: > είδη καραβιών > καράβια

φέλπα: > καπέλο > ρούχα

φέλπα: > πανιά > πανιά

φέλπα: > πανιά > πανιά

φελπεδένιος: > πανίτικος > πανιά

φέλτα: > καπέλο > ρούχα

φεξάδα: > δάσος > τοπογραφικά

φέξη: > αβγή > αστρικά

φέξη: > φεγγάρι > αστρικά

φέξιμο: > αβγή > αστρικά

φέξο: > λύχνος > του σπιτικού

φερετζές: > φακιόλι > ρούχα

φερίκι: > μήλο > του φαγιού

φερμάρει: το σκυλί φερμάρει > σκύλος > του κυνηγού

φέρμελη: το κεντητό γελέκο που πάει με τη φουστανέλα > γελέκο > ρούχα

φεσάρα: > καπέλο > ρούχα

φέσι: > καπέλο > ρούχα

φέτα: > τυρί > του φαγιού

φέτα: > ψωμί > του φαγιού

φηκάρι: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

φηκάρι: > στρήφωμα > ραφτικά

φιάμπολι: > πίφιρο > του μουσικού

φιγούρα: το σκάλισμα που στολίζει την άκρη της πλώρης > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

φιγουρίνι: > χνάρι > ραφτικά

φιδές: > μακαρόνια > του φαγιού

φίδι: ophidia > φίδι > σερπετά

φιδόγδαρμα: > φίδι > σερπετά

φιδοπλόκαμη: κατάρα φιδοπλόκαμη > κατάρες > κατάρες και εφκές

φιδοπουκάμισο: > φίδι > σερπετά

φιδορούτι: > φίδι > σερπετά

φιδόστρατα: στριφτερός, στριφογυριστός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

φιδοστρούφισμα: > φίδι > σερπετά

φιδόψαρο: Nemacheilus barbatulus > φιδόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

φιλαδέρφι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φιλάδερφος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φιλάντρα: η στενόμακρη λουρίδα που κρεμιέται από την κορυφή του καταρτιού > παντιέρα > του καραβιού

φιλαρέτο: > σκοινιά > του καραβιού

φιλενάδα: > αγαπητικός > οικογενειακά

φιλέρια: > σταφύλια > του φαγιού

φιλέτο: > σφαχτό > του φαγιού

φιλέτο: φιλέτο μολυβένιο > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

φίλι: ελεφαντόδοντο > φίλντισι > πετράδια

φιλιάζω: ξυλαρμόζω > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

φιλιατρό: > πηγάδι > του χωραφιού

φιλντισένιος: > φίλντισι > πετράδια

φίλντισι: > φίλντισι > πετράδια

φιλομήλα: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

φιλοσόφαινα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλόσοφη: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφίνα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσόφισα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλόσοφος: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφού: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφούμενος: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφούσα: > φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλτισί: > φίλντισι > πετράδια

φιμός: καλάθι που βάζουνε στο στόμα του βοδιού σαν αλωνίζει > αλώνι > του χωραφιού

φιούμπα: > φιούμπα > ραφτικά

φιστικί: > καρπός > φυτολογικά

φιστικί: > πράσινος > του ζουγράφου

φιστίκια: > αμύγδαλα > του φαγιού

φίστουλας: > φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φιστουλιάζω: > φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φιτίλι: δίερμα (για να μένει η πληγή ανοιχτή ως που να βγει όλο το έμπυο > φιτίλι > γιατρικά

φιτρί: > λύχνος > του σπιτικού

φιφάκι: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

φλαγούνα: > ψωμί > του φαγιού

φλαμούρι: > ξύλα > του μαραγκού

φλάμπουρο: ουρά κομήτη > κομήτης > αστρικά

φλαουτιέρης: > μουσικός > του μουσικού

φλάουτο: > φλάουτο > του μουσικού

φλαπατσούρες: > πετσί > ανατομικά κατατόπια

φλάρος: φραγκοκαλόγερος ή φραγκόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

φλάσκα: > παγούρι > της βοσκής

φλασκάκια: > σύκα > του φαγιού

φλασκί: > παγούρι > της βοσκής

φλασκόψαρο: > φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φλάτο: > άνεμος > καιρικά

φλέβα: > βρύση > του χωραφιού

φλέβα: > φλέβα > όργανα

Φλεβάρης: > μήνας > της μέρας και της ώρας

φλέβες: φλέβες του φύλλου > φύλλο > φυτολογικά

φλεβί: > βρύση > του χωραφιού

φλεβί: > φλέβα > όργανα

φλεβίσιο: νερό φλεβίσιο > βρύση > του χωραφιού

φλέμα: > βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλέμα: > σάλιο > φυσιολογικά

φλέμονας: > πλεμόνι > όργανα

φλέμονο: > πλεμόνι > όργανα

φλέρια: > σταφύλια > του φαγιού

φλια: > πόρτα > του χτίστη

φλίσι: > κατάρτια > του καραβιού

φλιτζάνι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

φλόγα: > ζέστη > καιρικά

φλογάτος: > κόκκινος > του ζουγράφου

φλογέρα: > φλογέρα > του μουσικού

φλογίζω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογώνω: > φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογωτός: > κόκκινος > του ζουγράφου

φλοίσβος: > ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

φλοκάτα: παλαιικότερη πατατούκα > πατατούκα > ρούχα

φλόκος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

φλόκος: > πανιά > του καραβιού

φλόκος: κλαδί με λουλούδια ή φύλλα > κλαδί > φυτολογικά

φλόκος: τούφα μαλιού > μαλί > της βοσκής

φλομίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φλούδα: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλούδι: > ψωμί > του φαγιού

φλουροκαπνίζω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλουροκαπνιστός: > χρυσός > του ζουγράφου

φλουρώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλουρώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλώρα: κάτασπρα > γίδι > της βοσκής

φλωράτος: > χρυσός > του ζουγράφου

φλώρι: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

φλώριος: > χρυσός > του ζουγράφου

φλώρο: άσπρο > πρόβατο > της βοσκής

φλώρος: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

φοβέρα: > σκιάχτρο > του χωραφιού

φοβεριστήρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

φοβιστήρι: > σκιάχτρο > του χωραφιού

φοινίκι: > ζυμαρικά > του φαγιού

φοινίκι: > καρπός > φυτολογικά

φόλα: > λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φόλα: παξιμάδι από πετσί > βίδα > του μαραγκού

φοράδα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φοραδίνα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φοραδίσιος: > άλογο > θηλαστικά

φοραδοπούλα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φορασιάρικο: ξυπασιάρικο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορατζής: υπάλληλος του φόρου > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορβιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φόρδα: > φόρδα > ραφτικά

φόρεμα: > φόρεμα > ρούχα

φορεσιά: > φόρεμα > ρούχα

φοριά: > φόρεμα > ρούχα

φορολόγος: > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορούσι: > φορούσο > του χτίστη

φορούσο: > φορούσο > του χτίστη

φορτέτσα: > πετσί > του παπουτσή

φορτέτσα: το χοντρόπανο που βάζουνε μέσα στα ρούχα για να τα δυναμώσουν > καμπάς > ραφτικά

φόρτια: > πετσί > του παπουτσή

φορτιάρης: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορτιάρικο: > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτιό: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτίο: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτοκάραβο: > καράβι > καράβια

φόρτος: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτσεράς: > κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φόρτωμα: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτώματα: τα φορτωμένα ζα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωμένη: > γγαστρωμένη > βιολογικά

φορτώνω: > φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτώστρα: > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωτήρα: διχαλωτό ξύλο για φόρτωμα ζώων > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωτής: > αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

φόσα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

φουβού: > ψησταριά > του μαγεριού

φουγάρος: > καμινάδα > του χτίστη

φουγλάρος: > καμινάδα > του χτίστη

φουγού: > ψησταριά > του μαγεριού

φουμαδόρος: > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φούντα: > κλαδί > φυτολογικά

φούντα: > φούντα > ραφτικά

φούντα: > φούντα > του πολεμιστή

φούντα: φούντα του λεμπουσιού > καρπός > φυτολογικά

φουντάνα: ορμητική > κρέμαση > του μυλωνά

φουντανέλα: καυτήριον > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουντάρω: > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

φουντέρα: > μούστος > του τρύγου

φούντι: > βαρέλι > του τρύγου

φούντο: φουντάρησε την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα

φουντουκί: > καστανός > του ζουγράφου

φουντούκι: > καρπός > φυτολογικά

φουντούκια: > αμύγδαλα > του φαγιού

φούντωμα: η ίσια μεριά του βαρελιού > βαρέλι > του τρύγου

φουντώνει: > ο άνεμος > καιρικά

φουντώνει: > ψωμί > του φαγιού

φουντώνουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

φουντωσιά: > κλαδί > φυτολογικά

φούρκα: > διχάλι > του χωραφιού

φούρκα: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

φούρκα: > στάβρωση > φυτολογικά

φουρκάδι: > διχάλι > του χωραφιού

φουρκάλα: > διχάλι > του χωραφιού

φουρκάλα: δίφουρκο κλαδί > στάβρωση > φυτολογικά

φούρλα: > παιδιών > παιγνίδια

φουρλαΐδα: > φουρλαΐδα > πουλιά

φουρλαΐδα: > φουρλαΐδα > πουλιά

φουρμαγέλα: > τυρί > του φαγιού

φουρνάρης: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρνάρικο: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρναριό: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρναρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

φουρνιά: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

φουρνίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

φουρνίζω: > φούρνος > του μαγεριού

φουρνιστό: > κρέας > του φαγιού

φουρνοκούπελο: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρνόξυλο: > φούρνος > του μαγεριού

φουρνόπανο: > φούρνος > του μαγεριού

φούρνος: > ζέστη > καιρικά

φούρνος: > φούρνος > του μαγεριού

φουρτούμι: > ποτιστήρι > του χωραφιού

φουρτούνα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουρτούνα: > κακοκαιριά > καιρικά

φουρτουνιάζει: > καιρός > καιρικά

φουρτούνιασμα: > κακοκαιριά > καιρικά

φουσέκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φούσκα: > γκούσα > πουλολογικά

φούσκα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φούσκα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φούσκα: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φούσκα: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φούσκα: κύστις > φούσκα > όργανα

φουσκαλιάζει: > το πετσί > ανατομικά κατατόπια

φουσκαλιάζω: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκάλιασμα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκαλίδα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκαλίδα: > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκοδέντρης: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

φουσκοδεντριά: έχουμε φουσκοδεντριές > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

φουσκοδεντριά: το φούσκωμα του χυμού την άνοιξη > δέντρο > φυτολογικά

φουσκοθαλασσιά: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουσκομάγουλος: > μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

φουσκομούρης: > πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

φουσκονεριά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

φουσκοσάλεμα: > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουσκόψαρο: > φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φούσκωμα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φούσκωμα: > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκώνει: > το πανί > αρμενίσματα

φουσκώνει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκώνει: > ψωμί > του φαγιού

φούσκωση: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φουσκωτή: > βελονιές > ραφτικά

φούστα: > είδη καραβιών > καράβια

φουστανέλα: > φουστανέλα > ρούχα

φουστάνι: > φουστάνι > ρούχα

φουτρής: > μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουφού: > καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουφού: > ψησταριά > του μαγεριού

φουφουλόβρακα: φουφούλα βράκα > βρακί > ρούχα

φούχτα: > φούχτα > του μαγεριού

φούχτα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

φραγή: χώρισμα > τοίχος > του χτίστη

φραγιά: > περιβόλι > του χωραφιού

φραγιά: > φράχτης > του χωραφιού

φραγκόγλινος: > φραγκόγλινος > ψάρια της θάλασσας

φραγκοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

φραγκόκοτα: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

φραγκομοναστήρι: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

φραγκοράφτης: > ράφτης > ραφτικά

φραγκοστάφυλο: > γλυκά > του φαγιού

φράμα: > φράχτης > του χωραφιού

φραμπαλάς: > φαλμπαλάς > ραφτικά

φράντζα: > κρόσσι > ραφτικά

φραντζόλα: φραντζόλα της μπύρας > ψωμί > του φαγιού

φραντζωτός: > κρόσσι > ραφτικά

φραξίμι: > περιβόλι > του χωραφιού

φραξίμι: > φράχτης > του χωραφιού

φράουλα: > γλυκά > του φαγιού

φράουλες: > σταφύλια > του φαγιού

φράπα: > γλυκά > του φαγιού

φράχτης: > φράχτης > του χωραφιού

φράχτης: διάφραγμα > φράχτης > όργανα

φρεάτι: > πηγάδι > του χωραφιού

φρεγάδα: > είδη καραβιών > καράβια

φρένα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρενιάζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρένιασμα: > τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρενιασμένος: > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρένο: > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

φρενολόγος: > γιατρός > γιατρικά

φρέσκα: > είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

φρεσκάδα: > κρύο > καιρικά

φρεσκάδα: > λασκάδα > καιρικά

φρέσκο: > αβγό > πουλολογικά

φρέσκο: > βούτυρο > της βοσκής

φρέσκο: > κρύο > καιρικά

φρέσκο: > ψωμί > του φαγιού

φρια: θολωτό πηγάδι > πηγάδι > του χωραφιού

φρίσσα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

φροκαλητής: > σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φροκαλιά: > σκούπα > του σπιτικού

φρούτα: > φρούτα > του φαγιού

φρούτο: > καρπός > φυτολογικά

φρύγανα: > φρύγανα > φυτολογικά

φρυγανιά: > ψωμί > του φαγιού

φρυγανίζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

φρύγει: > η κάψα > καιρικά

φρύγω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

φρυδάς: > μάτι > όργανα

φρύδι: > μάτι > όργανα

φρύδι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

φρύδια: > μάτι > όργανα

φρύνος: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

φρύξη: > αναβροχιά > καιρικά

φρύξη: > ζέστη > καιρικά

φρώστομα: > πηγάδι > του χωραφιού

φρωχείλι: > πηγάδι > του χωραφιού

φρώχειλο: > πηγάδι > του χωραφιού

φταθέρια: > σταφύλια > του φαγιού

φτανιάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

φταρμίζω: > μαγέβω > δαιμονικά

φτάρμισμα: > βασκανιά > δαιμονικά

φτάρμισμα: > μάγεμα > δαιμονικά

φταρμιστήρι: φυλαχτό που βάζουνε στο στήθος του αλόγου για το κακό μάτι > φυλαχτό > δαιμονικά

φταρμός: > φυλαχτό > δαιμονικά

φτασμένος: ενήλικος > φτασμένος > οικογενειακά

φτενάδα: > πέτρα > πέτρες

φτενή: > γη > του χωραφιού

φτενιστήρι: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτενοχείλης: > στόμα > όργανα

φτερά: > μέρη της τράτας > της ψαρικής

φτερά: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φτερά: που αναποδογυρίζουνε τα χώματα > αλέτρι > του χωραφιού

φτερά: που φυλάγουν από τη λάσπη > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτέρι: > φτερό > πουλολογικά

φτεριάς: > δάσος > τοπογραφικά

φτερίδι: πτερύγιον > ανατομικά > ψαρολογικά

φτέρνα: > πόδι > ανατομικά κατατόπια

φτερνιά: > σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτερνίδι: το σκοινί που βαστάει την κάλτσα κάτω περνώντας κάτω από τη φτέρνα > σκαλοπάτα > του παπουτσή

φτερνιστήρια: > νύχια > πουλολογικά

φτερνοκοπώ: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτερό: > φτερό > πουλολογικά

φτεροδεσιά: > φτερό > πουλολογικά

φτερομαδώ: > μουτέβω > πουλολογικά

φτερούγι: > ανατομικά > ψαρολογικά

φτερούγι: > φτερό > πουλολογικά

φτερώνει: φτερώνει το κουπί = γυρίζει οριζόντια σαν έρχεται μπροστά > λάμνω > αρμενίσματα

φτερωτή: η ρόδα του νερόμυλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φτρι: > λύχνος > του σπιτικού

φτυάδι: > άλλα φίδια > σερπετά

φτυάρι: > φούρνος > του μαγεριού

φτυαριά: > φτυαρίζω > του χωραφιού

φτυαρίζω: > φτυαρίζω > του χωραφιού

φτύμα: > σάλιο > φυσιολογικά

φτύνω: > σάλιο > φυσιολογικά

φτυσιά: > σάλιο > φυσιολογικά

φτύσιμο: > σάλιο > φυσιολογικά

φτωχικο: το φτωχικό μας > σπίτι > του χτίστη

φτωχοκλήσι: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

φτωχόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

φτωχοφαμελίτης: > παντρεμένος > οικογενειακά

φυγή: > πάτημα > του κυνηγού

φυκιάδα: σωρός φύκια > φυκιάδα > της θάλασσας και του καιρού

φυκιάδα: φυκιωμένος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

φυκιαδίτης: > φυκίδα > ψάρια της θάλασσας

φυκιαδίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φυκίδα: > φυκίδα > ψάρια της θάλασσας

φυλακάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

φύλακας: αγαθός δαίμων > φύλακας > δαιμονικά

φύλαξη: φρουρά > φύλαξη > του πολεμιστή

φυλαχτάδι: > φυλαχτό > δαιμονικά

φυλαχτάρι: > φυλαχτό > δαιμονικά

φυλαχτό: > φυλαχτό > δαιμονικά

φυλάχτρα: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

φυλάχτρα: > μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

φυλάχτρα: αφτή που φυλάει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά

φύλλα: > καρδιά > όργανα

φύλλα: του τραπεζιού > τραπέζι > του σπιτικού

φύλλο: > ζυμαρικά > του φαγιού

φύλλο: > φύλλο > φυτολογικά

φύλλο: από αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού

φυλλοκάλαμο: > φύλλο > φυτολογικά

φυλλοκάρδια: > καρδιά > όργανα

φυλλολογώ: > φυλλολογώ > του χωραφιού

φυλλοξέρα: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

φυλλώνουν: > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

φυντάνι: > βλαστάρι > φυτολογικά

φύρανε: φύρανε το μυαλό του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φυρόγεια: > γη > του χωραφιού

φυρομυαλίζω: > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φυρονεριά: > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

φυροπήγαδο: που χάνει γλήγορα το νερό του > πηγάδι > του χωραφιού

φύρρος: φύρρος τράγος > γίδι > της βοσκής

φυσά: τι καιρός φυσά; > καιρός > καιρικά

φύσα: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φύσα: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσαρμόνικα: ξεφουσάρα φυσαρμόνικα > φυσαρμόνικα > του μουσικού

φυσέκι: > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φυσεκλίκι: > μπαλάσκα > του πολεμιστή

φυσερό: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσερό: > φυσούνι > του μαγεριού

φύση: > φυσικά > φυσιολογικά

φύσημα: > φύσημα > καιρικά

φυσητήρι: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσητήρι: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσητούρα: δυνατό φύσημσ > λασκάδα > καιρικά

φυσικά: αφροδίσια > φυσικά > φυσιολογικά

φύσιτα: > τουφέκι > του πολεμιστή

φυσομανά: > ο άνεμος > καιρικά

φυσομάνα: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυσομανητό: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυσούνα: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσούνα: > φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσούνα: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσούνι: > φυσούνι > του μαγεριού

φυσούνι: μύξιασμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

φύσσαλος: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φύστης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

φυσώ: > λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυτάδι: ριζωμένη βέργα > καταβολάδα > φυτολογικά

φυταλιά: > φυταλιά > φυτολογικά

φυτέβω: > τουφέκι > του πολεμιστή

φυτέβω: > φυτέβω > του χωραφιού

φυτεφτής: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

φυτιά: ό,τι φυτρώνει > φυτιά > φυτολογικά

φυτικιά: > βούρτσα > του σπιτικού

φυτικιά: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

φυτίλι: > λύχνος > του σπιτικού

φυτογή: > γη > του χωραφιού

φυτότοπος: φυτώριον > φυταλιά > φυτολογικά

φυτουργώ: > φυτέβω > του χωραφιού

φύτρα: το μάτι της πατάτας > βλαστάρι > φυτολογικά

φυτρί: ασπροπράσινο > πράσινος > του ζουγράφου

φύτρο: το πρώτο τρυφερό ξεφύτρωμα του φυτού > βλαστάρι > φυτολογικά

φύτρωμα: > φυτιά > φυτολογικά

φώκια: Phoca > φώκια > θηλαστικά

φωλέβω: > φωλιά > πουλολογικά

φωλιά: > φωλιά > πουλολογικά

φωλιάζω: > φωλιά > πουλολογικά

φώλιασμα: > φωλιά > πουλολογικά

φώλος: > αβγό > πουλολογικά

φώλος: > φωλιά > πουλολογικά

φωνάζω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

φωνακλάδικο: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φωνή: > κουκουρίζω > πουλολογικά

φως: > μάτι > όργανα

φως: > όραση > φυσιολογικά

φωτερό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φωτιά: > ζέστη > καιρικά

φωτιάς: καράβι της φωτιάς > είδη καραβιών > καράβια

φωτιστικά: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

φωτογώνι: > τζάκι > του σπιτικού

φωτοκλησιά: > εκκλησιά > της εκκλησιάς

φωτοσκούληκο: > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

φωτόσυκα: > σύκα > του φαγιού

φωτοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

φωτοχαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

φωτοχάραμα: > αβγή > αστρικά

χαβαλές: > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαβάνι: > αστράχι > του χτίστη

χαβάνι: > γουδί > του μαγεριού

χαβαρικά: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

χαβαρικά: τα φαγώσιμα μαλακόστρακα > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χάβαρο: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαβαρόνι: Corvus frugilegus > χαβαρόνι > πουλιά

χαβιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαβιάρι μαύρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

χαβιαροσαλάτα: > σαλάτα > του φαγιού

χάβος: > λάκκα > τοπογραφικά

χαβούζα: > στέρνα > του χωραφιού

χαβούζι: > στέρνα > του χωραφιού

χαβούζι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

χάβρα: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαβώνω: παραλώ από μαγικό φόβο > μαγέβω > δαιμονικά

χαγιάτι: πρόθυρο > χαγιάτι > του χτίστη

χαδούμης: > μουνούχισμα > γιατρικά

χαϊμαλί: > φυλαχτό > δαιμονικά

χαϊμαλιά: αργυροχρυσωμένα στολίδια που φορούσαν οι κλέφτες στα στήθια, στα ποδάρια, στο σελάχι, στ' άρματα | χαϊμαλί λεν κιόλας το ασημένιο γκόλφι των αρματωλών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

χαιρετισμοί: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

χακίκι: σάρδιον > χακίκι > πετράδια

χαλάει: > καιρός > καιρικά

χαλάζι: > χαλάζι > καιρικά

χαλαζόβροχο: βαρύ χαλάζι > χαλάζι > καιρικά

χαλαζομάνι: > χαλάζι > καιρικά

χαλαζόπετρα: χαλαζίτης λίθος > χαλαζόπετρα > πέτρες

χάλαρα: > βροχή > καιρικά

χάλαρα: > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

χάλαρα: μεγάλα πελεκητά μάρμαρα > πέτρα > πέτρες

χαλαροκούδουνα: τα συνηθισμένα κουδούνια > κουδούνι > της βοσκής

χάλασε: χάλασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαλάσματα: τα χαλάσματα της νύχτας > αβγή > αστρικά

χαλασμένο: > κρασί > του φαγιού

χαλασμός: > κακοκαιριά > καιρικά

χαλάστρα: άνοιγμα που κάνει ο οχτρός στα τειχιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη

χαλατό: σημαδούρα του διχτιού που είναι μέσα στη θάλασσα > μέρη της τράτας > της ψαρικής

χαλβαδόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

χαλβάς: > γλυκά > του φαγιού

χαλβατζής: > χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλβατζίδικο: > χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλές: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χαλί: > χαλί > του σπιτικού

χαλιάς: > ρέμα > τοπογραφικά

χαλιάς: πέτρες σωριασμένες σε νεροσυρμή > πέτρα > πέτρες

χαλίκι: > πέτρα > πέτρες

χαλικόπετρα: > πέτρα > πέτρες

χαλικουριά: σωρός χαλίκια > πέτρα > πέτρες

χαλικώνω: > στρώση > τοπογραφικά

χαλικωτός: Echinoidea | χαλικωτός αχινιός > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαλιναράς: > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλινάρι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλιναριά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλινάρια: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλιναρώνω: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλκαδένια: άκουσα τις χαλκαδένιες να κάνουνε γράντα γράντα > άγκυρα > του καραβιού

χαλκιά: > ρέμα > τοπογραφικά

χαλκιάς: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκόκοτα: > χαλκόκοτα > πουλιά

χαλκοκουρούνα: Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά

χαλκόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

χαλκοποτίζω: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκώματα: > μπακιρικά > του μαγεριού

χαλκώματα: > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκωματάδικο: > χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκωματάς: > γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλκωματάς: > χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκώνω: > χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλός: > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαλός: ο γάντζος του καμακιού > καμάκι > της ψαρικής

χαλουπώνει: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας

χαλόφτας: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαμαδά: > πάτος > τοπογραφικά

χαμάδα: > καρπός > φυτολογικά

χαμάδα: ελιά που μένει χάμω > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμαλέβω: κάνω το χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμάλης: > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλιάτικα: η πλερωμή του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλίκα: το μαξιλαράκι που βάζει ο χαμάλης στον ώμο ή τη ράχη του για να μην τον πονά το φόρτωμα > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλίκι: η τέχνη του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμάμης: οβριόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

χαμάμι: τούρκικο λουτρό > χαμάμι > του χτίστη

χαμάνθι: > λουλούδι > φυτολογικά

χαμένα: τα έχει χαμένα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαμηλά: > πάτος > τοπογραφικά

χαμηλάδια: > πάτος > τοπογραφικά

χαμηλάκι: χαμαιλέων > σάβρα > σερπετά

χαμηλόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

χαμηλοτάβανο: > σπίτι > του χτίστη

χαμοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

χαμοβροντή: > βροντή > καιρικά

χαμογέλιο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαμόγελο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαμόδεντρα: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

χαμόδεντρα: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

χαμοδράκι: > χαμοδράκι > δαιμονικά

χαμοκέλα: > μοναστήρι > της εκκλησιάς

χαμόκλαδα: > κλαδότοπος > τοπογραφικά

χαμόκλαδα: > χαμόκλαδα > φυτολογικά

χαμοκλάδι: > κλαδί > φυτολογικά

χαμόκλαδο: > κλαδί > φυτολογικά

χαμοκοιλάδες: πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους χαμηλά μέσα στα σπάρτα > πουλί > πουλολογικά

χαμοκοιλάδι: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

χαμοκοιλάδια: > πουλί > πουλολογικά

χαμοκρέβατο: > κρεβάτι > του σπιτικού

χαμολιά: > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολιός: > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολόγι: καρποί πεσμένοι καταγής > καρπός > φυτολογικά

χαμολογώ: μαζέβω τις πεσμένες ελιές > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολούλουδο: > λουλούδι > φυτολογικά

χαμόμηλο: > ζεστό > του φαγιού

χαμόρυγας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

χαμός: επιζωοτία > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

χαμόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

χαμοστέρνα: > στέρνα > του χωραφιού

χάμουρα: > σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάμουρα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαμπαρολόγος: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

χαμψί: Engraulis encrasicolus > χαμψί > ψάρια της θάλασσας

χαμψίνι: > λίβας > καιρικά

χαμώγι: > πατώματα > του χτίστη

χαμωτό: > σπίτι > του χτίστη

χανάκα: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χανάκα: > χανάκα > της βοσκής

χανέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

χανί: Serranidae γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας

χανικό: > καθιστή > της ψαρικής

χάνος: Serranidae γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας

χανούμισες: > νεράιδα > δαιμονικά

χαντάκι: > λάκκος > του χωραφιού

χαντάκι: > σούδα > τοπογραφικά

χαντάκι: > σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαντακιά: > ρέμα > τοπογραφικά

χαντζάρι: > σπαθί > του πολεμιστή

χαντζής: > ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάντρα: > χάντρα > ραφτικά

χάντρα: > χάντρα > της βοσκής

χάντρες: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χαντρολαίμι: > διαμαντικά > πετράδια

χαντρούλι: > χάντρα > ραφτικά

χάνω: χάνω τα μάτια μου | χάνω το φως μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χάνω: χάνω τα νερά μου > ξεπέφτω > αρμενίσματα

χάπι: > σκόνη > γιατρικά

χαρά: χαρά Θεού > καλοκαιριά > καιρικά

χαραβγή: > αβγή > αστρικά

χαραγή: > αβγή > αστρικά

χαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

χαραήμερο: > αβγή > αστρικά

χαράκι: > μέρη του κάστρου > του χτίστη

χαράκι: > ρέμα > τοπογραφικά

χαρακιά: > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαρακίδα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

χάραμα: > αβγή > αστρικά

χαράματα: > αβγή > αστρικά

χαράματα: > αβγή > αστρικά

χαραμέρι: > αβγή > αστρικά

χαραμέρι: πήρε το χαραμέρι > αβγή > αστρικά

χαράμι: > κατάρες > κατάρες και εφκές

χαρανί: > καζάνι > του μαγεριού

χαράρι: μεγάλη τρίχινη σακκούλα > δισάκκι > της βοσκής

χαρατζής: αφτός που μαζεύει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρατζωτής: αφτός που βάζει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαραχτή: > βεντούζα > γιατρικά

χαράχτης: > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρβάλι: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χαρδάλι: > μουστάρδα > του φαγιού

χαρές: > γάμος > οικογενειακά

χαριτωμένες: > νεράιδα > δαιμονικά

χαρκόνι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

χαρμάνι: τεχνικό ανακάτεμα λογής καπνών > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάρμπα: > δοξάρι > του πολεμιστή

χαρμπί: > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

χαρμπί: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρμπί: η βέργα για το γέμισμα του πιστολιού > πιστόλι > του πολεμιστή

χαροκαμένε: > λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

χάροντας: > χάρος > δαιμονικά

χαροπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

χάρος: > χάρος > δαιμονικά

χαρούμενα: > ρούχα > ρούχα

χαρούμπαλο: ξερό κουκουνάρι > καρπός > φυτολογικά

χαρτζίσιο: > ψωμί > του φαγιού

χαρτί: > γραφικά > του σπιτικού

χαρτιά: > χαρτιά > παιγνίδια

χάρτσια: μεταξωτά κεντίδια > κέντημα > ραφτικά

χαρτωσιά: > χαρτιά > παιγνίδια

χαρχαλέβω: > γαργάλισμα > φυσιολογικά

χαρχάλι: > λειρί > πουλολογικά

χαρχάλι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαρχάλι: > χανάκα > της βοσκής

χασαπάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

χασάπης: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασάπικο: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασαπιό: > χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασαπόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

χασάς: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χασεδένιος: > πανίτικος > πανιά

χασές: > πανιά > πανιά

χάση: > φεγγάρι > αστρικά

χασιά: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάσικας: > παιδιών > παιγνίδια

χασικλής: λαθρέμπορος χασίς > χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάσικο: > ψωμί > του φαγιού

χασίλι: > καρπός > φυτολογικά

χασίλι: > χόρτο > φυτολογικά

χασισικλής: > χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάσκα: > παιδιών > παιγνίδια

χάσκα: > παιδιών > παιγνίδια

χασκάρισμα: > γέλιο > φυσιολογικά

χασκαρούδη: ένωση απάνω στη ραφή > ράψιμο > ραφτικά

χασκιωμένο: χασκιωμένο πανί = που δεν μπορεί να το φουσκώσει ο άνεμος > πανιά > του καραβιού

χασκόνι: > χασκόνι > ψάρια του γλυκού νερού

χασκόσυκα: > σύκα > του φαγιού

χασμούρημα: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουρητό: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριάζω: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριάρης: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριέμαι: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουρισιά: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμούρισμα: > χασμούρημα > φυσιολογικά

χασομάνα: μάνα που χάνει τα παιδιά της (που της πεθαίνουν τα παιδιά) > μητέρα > οικογενειακά

χασοφεγγαριά: > φεγγάρι > αστρικά

χασοφεγγιά: > φεγγάρι > αστρικά

χατηρική: που πέφτει σε μερικά μέρη μοναχά > βροχή > καιρικά

χατίλι: το ξύλο που χτίζεται μέσα στον τοίχο για να τόνε βαστάει > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

χάχαλα: > φρύγανα > φυτολογικά

χαχάλι: καρφί για κρέμασμα > κρεμαστήρι > του σπιτικού

χαχαλωτά: > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάχαρο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαχλανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

χάχλανο: > γέλιο > φυσιολογικά

χαψί: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

χεζάς: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζουλιό: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χέζουμαι: βιάζουμαι να λαφρωθώ > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζούρα: μεγάλη ανάγκη > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζουριό: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέζω: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χειλάρα: > στόμα > όργανα

χείλι: > στόμα > όργανα

χειλοπήγαδο: > πηγάδι > του χωραφιού

χειλού: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χειλούτσα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χειμαδιό: > χειμαδιό > της βοσκής

χειμαδιό: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμάρα: > διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χείμαρος: > χείμαρος > τοπογραφικά

χειμώνας: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμωνιά: > κακοκαιριά > καιρικά

χειμωνιά: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμωνιάδες: δουλεφτάδες του χειμώνα > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού

χειμωνιάτης: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

χειμωνιάτικο: > απίδι > του φαγιού

χειμωνοκαλόκαιρο: > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειρίδα: > αλέτρι > του χωραφιού

χειρίσιο: φτιασμένο με το χέρι > είδη πανιών > πανιά

χειροπρόζυμο: > αλέβρι > του φαγιού

χειροτονώ: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

χειρούργος: > γιατρός > γιατρικά

χελάλι: > δόντι > όργανα

χελάλι: > χελάλι > του μαγεριού

χέλι: Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας

χελιδόνι: Hirundo > χελιδόνι > πουλιά

χελιδονόψαρο: Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χελιδωνό: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

χελιό: που έχει μαλακό μαλί > πρόβατο > της βοσκής

χελούδα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χελώνα: Chelonia > χελώνα > σερπετά

χελώνια: > χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χελωνιάρης: > χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χενά: > είδη βαφών > του βαφιά

χέρα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χεράγρα: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χεραγριά: > ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χεράδα: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεράμαξο: > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

χεράμαξο: > χεράμαξο > του χωραφιού

χεράμι: > κρεβάτι > του σπιτικού

χέρι: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χέρι: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χέρι: κάτω χέρι - απάνω χέρι > παιδιών > παιγνίδια

χεροβολιά: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεροβολιάζω: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολο: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολο: όσο πιάνει στο χέρι του ο θεριστής > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολος: > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεροδούλης: > γεωργός > του χωραφιού

χερολάβα: > αλέτρι > του χωραφιού

χερολάβι: > αλέτρι > του χωραφιού

χερομαχική: > γεωργία > του χωραφιού

χερομάχος: > γεωργός > του χωραφιού

χερομαχώ: > καλιεργώ > του χωραφιού

χερόμπομπα: > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

χερομυλίζω: > χερόμυλος > του μαγεριού

χερομυλίζω: αλέθω με το χερόμυλο > αλέθω > του μυλωνά

χερόμυλος: > χερόμυλος > του μαγεριού

χεροπάνι: > πατσαβούρα > του σπιτικού

χεροπάνι: > φούρνος > του μαγεριού

χεροπρίονο: > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

χερούκλα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χερούκλι: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χερουλάτης: > αλέτρι > του χωραφιού

χερούλι: > αλέτρι > του χωραφιού

χερσάδα: > χερσάδα > τοπογραφικά

χερσάδα: > χερσάδα > του χωραφιού

χέρσο: > χωράφι > του χωραφιού

χερσότοπος: > χερσάδα > τοπογραφικά

χερσότοπος: > χερσάδα > του χωραφιού

χεσιά: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεσίδι: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέσιμο: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεστερή: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χέστηκε: τα έκανε απάνω του | τα έκανε στα βρακιά του | τα ξίνησε | του φύγαν > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέστης: > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χηβάδα: > μπατάρι > του χτίστη

χήνα: Anserinae > χήνα > πουλιά

χηνοβοσκός: > βοσκός > της βοσκής

χηνοβοσκού: > βοσκός > της βοσκής

χήρα: > χήρα > οικογενειακά

χηρεβάμενη: > χήρα > οικογενειακά

χήρος: > χήρος > οικογενειακά

χιλιάδερφος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

χίλιαστρος: > άστρο > αστρικά

χιλιοπόδαρο: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

χιμάρα: για ζώα > στείρα > βιολογικά

χιμάρι: > γίδι > της βοσκής

χιμέρι: > γίδι > της βοσκής

χινοπωριάζει: έρχεται ο χινόπωρος > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χινόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χινόπωρος: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χιονάδα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

χιονάδες: οι χωριάτες που κατέβαζαν άλλοτε το χιόνι από την Πάρνιθα για τους Αθηναίους το καλοκαίρι > χιονάδες > άλλες τέχνες και σύνεργα

χιόνασπρος: > άσπρος > του ζουγράφου

χιονάτος: > άσπρος > του ζουγράφου

χιόνι: > χιόνι > καιρικά

χιονιά: > λάκκα > τοπογραφικά

χιονιά: > χιόνι > καιρικά

χιονιά: μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένο πολύ χιόνι > χιόνι > καιρικά

χιονιάς: > χιόνι > καιρικά

χιονιάς: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χιονιές: παίζω τις χιονιές > χιόνι > καιρικά

χιονίζει: > χιόνι > καιρικά

χιονιστής: > χιόνι > καιρικά

χιονίστρα: > λάκκα > τοπογραφικά

χιονίστρα: > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χιονοβολή: > χιόνι > καιρικά

χιονόβολο: > χιόνι > καιρικά

χιονοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

χιονόβροχο: > χιόνι > καιρικά

χιονόγαλα: γάλα με χιόνι > γάλα > της βοσκής

χιονοκαιριά: > χιόνι > καιρικά

χιονόκαιρος: > χιόνι > καιρικά

χιονόλακκα: > λάκκα > τοπογραφικά

χιονόλεφκος: > άσπρος > του ζουγράφου

χιονόνερο: > χιόνι > καιρικά

χιονούρα: > χιόνι > καιρικά

χιονούσες: > σταφύλια > του φαγιού

χιτζίνι: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

χλάουνες: > σταφύλια > του φαγιού

χλεμπόνα: > λαχανικά > του φαγιού

χλεμπόνα: παραγινωμένο αγγούρι ή κολοκύθι > καρπός > φυτολογικά

χλεμπονιάρης: > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χλοΐζω: > πράσινος > του ζουγράφου

χλοϊσμένος: > πράσινος > του ζουγράφου

χλώμιασμα: > κομάρα > φυσιολογικά

χλωμό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χλωράδα: > φυτιά > φυτολογικά

χλωρασιά: > φυτιά > φυτολογικά

χλώρη: > φυτιά > φυτολογικά

χλωρό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χλωρονόμι: > βοσκή > της βοσκής

χλωροπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

χλωρός: > πράσινος > του ζουγράφου

χλωροσιά: > φυτιά > φυτολογικά

χλωροτύρι: > τυρί > του φαγιού

χλωροφορμίζω: > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

χλωρωνομώ: χλωρωνομώ άλογα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

χνάρι: > πάτημα > του κυνηγού

χνάρι: > χνάρι > ραφτικά

χνότα τα: > ανάσα > φυσιολογικά

χνοτίζει: > κρέας > του φαγιού

χνότο: > ανάσα > φυσιολογικά

χνουδάτο: > νιφτήρας > του σπιτικού

χνούδι: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

χνουδίστρα: παρατίλτρια > χνουδίστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

χνουδωτό: > νιφτήρας > του σπιτικού

χοιράδες: > χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χοιράδι: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

χοιριά: > χοιριά > του ταμπάκη

χοιριδιά: άγναφτο πετσί γουρουνιού > χοιριά > του ταμπάκη

χοιρινό: > κρέας > του φαγιού

χοιρομάντρι: > χοιρομάντρι > της βοσκής

χοίρος: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

χοκάς: φτυστήρι > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χολάτα: > σταφύλια > του φαγιού

χολάτος: βαθιοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου

χολέρα: > χολέρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χολεριασμένος: > χολεριασμένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χολέτρα: το στόμα του λουκιού > κανάλι > του χτίστη

χολή: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

χολή: > συκότι > όργανα

χόντζας: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χοντόβολα: > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

χοντρά: > ζωντανά > της βοσκής

χοντράδια: > αλέβρι > του φαγιού

χοντράδια: γόνατα της καλαμιάς κι ατροφικά στάχυα > απάλωνα > του χωραφιού

χοντρή: ανακατεμένη ψιλή ζάχαρη και κομάτια > ζάχαρη > του φαγιού

χοντρικά: > ζωντανά > της βοσκής

χοντροβελόνα: > βελόνα > ραφτικά

χοντροβέλονο: > βελόνα > ραφτικά

χοντροβύζα: > βυζί > όργανα

χοντροβύζα: > πρόβατο > της βοσκής

χοντρόγαλο: άβραστο ξινισμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

χοντροκόκκινος: > κόκκινος > του ζουγράφου

χοντρομύτα: Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά

χοντρόπανο: > πανιά > πανιά

χοντρόπαπας: > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

χοντροπουλητής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χόντρος: > πάχος > ανατομικά κατατόπια

χοντροχείλης: > στόμα > όργανα

χορδή: > μέρη του βιολιού > του μουσικού

χορέβω: > χορός > χοροί

χόρεμα: > χορός > χοροί

χορεφτική: η τέχνη του χορού > χορεφτική > χοροί

χορεφτότοπος: > χοροστάσι > χοροί

χορήγι: σβησμένος ασβέστης > ασβέστης > του χτίστη

χορηγοκάμινο: > ασβεστάς > του χτίστη

χοροπήδημα: > χορός > χοροί

χορός: > χορός > χοροί

χοροστάσι: το μέρος που χορεύουν > χοροστάσι > χοροί

χορουδάκι: > χορός > χοροί

χορτάρι: > χόρτο > φυτολογικά

χορταριάζει: χλοΐζει ο κάμπος > χορταριάζει > φυτολογικά

χορταριάζω: > πράσινος > του ζουγράφου

χορταριασμένος: > πράσινος > του ζουγράφου

χορταρικά: > λαχανικά > του φαγιού

χορταρικά: > χόρτο > φυτολογικά

χορταρόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

χόρτο: > χόρτο > φυτολογικά

χορτοθέρης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

χορτοκόπος: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

χορτολογώ: > χορτολογώ > του χωραφιού

χορτονομώ: > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

χορτοφαγία: > φαγί > του φαγιού

χότζας: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χουλιάρι: > μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

χουλιάρι: Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά

χουλιάρια: χουλιάρια της φτερωτής = τα σανίδια όπου χτυπάει η λαμπάδα του καναλιού > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χουναβιά: > λάκκα > τοπογραφικά

χούνη: > βούθουλας > τοπογραφικά

χουνί: > χουνί > του μαγεριού

χουρμάδα: > καρπός > φυτολογικά

χούρχουρη: > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χούφτα: > πράγκα > της ψαρικής

χούφτα: > χέρι > ανατομικά κατατόπια

χουχλίδι: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χουχουλητό: > ανάσα > φυσιολογικά

χουχουλιός: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χουχουλογιώργης: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

χουχουριστής: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

χουχουτάω: > κουκουρίζω > πουλολογικά

χόχλακας: μεγάλο λιθάρι > πέτρα > πέτρες

χοχλάκι: > πέτρα > πέτρες

χοχλακίζει: > η κάψα > καιρικά

χοχλάτο: το χοχλάτο αβλάκι > απόνερα > αρμενίσματα

χοχλί: > πέτρα > πέτρες

χοχλίδι: > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χοχλιός: > μάτι > όργανα

χοχλός: > μάτι > όργανα

χόχλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χράμι: > κρεβάτι > του σπιτικού

χρεία: > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χρειασίδι: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χρειασίδια: > χρειασίδια > του σπιτικού

χρειασίδια: τσουκαλικά και γυαλικά > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

χριστά: > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

χριστόπητα: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χριστόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

Χριστός: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Χριστού (του): Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χριστουγεννιάτης: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χριστόψαρο: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χριστόψωμο: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χριστόψωμο: > ζυμαρικά > του φαγιού

χρονιά: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάρα: > μέρα > της μέρας και της ώρας

χρονιάρης: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάρικη: > μέρα > της μέρας και της ώρας

χρονιάρικος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάτικος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονικίς: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονικός: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονίτικος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρόνο: χρόνο με το χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονολογία: > καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

χρονοντούλαπο: > ντουλάπα > του σπιτικού

χρόνος: > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρουσός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρουστά: χρουστά της Μιχαλούς > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χρυσαϊτός: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

χρυσακόνι: > ασημόπετρα > πέτρες

χρυσαλλίδες: ή σιντέφια > το ξύλο έχει > του μαραγκού

χρυσαφαντάδοι: > πειρασματικά > δαιμονικά

χρυσαφένιος: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαφεντάδες: > πειρασματικά > δαιμονικά

χρυσαφί: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσάφι: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

χρυσάφι: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφικά: > διαμαντικά > πετράδια

χρυσαφικά: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφική: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαφωτός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαχρός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσή: > χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χρυσικός: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσίτσα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσοδένω: > δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

χρυσοκαρακάξα: Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά

χρυσοκεντητής: > ράφτης > ραφτικά

χρυσοκίτρινος: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσόκολα: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόκολα: βόραξ > κρύσταλλο > πέτρες

χρυσολούρι: > σειρήτι > ραφτικά

χρυσομαμούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσομάμουνο: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσόμιγα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσόξανθος: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσόξυλο: > είδη βαφών > του βαφιά

χρυσοπέτσι: χρυσωμένο πετσί > πετσί > του παπουτσή

χρυσοπούλι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

χρυσοπράσινος: > πράσινος > του ζουγράφου

χρυσόπρασος: > χρυσόπρασος > πετράδια

χρυσός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρυσοσκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσούρανα: > ουρανός > καιρικά

χρυσόφα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

χρυσοφός: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσοχάμουρας: > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

χρυσοχική: η τέχνη του χρυσικού > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόχωμα: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόψαρο: Carassius auratus > χρυσόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

χρυσόψαρο: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χρυσώνω: > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

χρυσωπός: > χρυσός > του ζουγράφου

χρώμα: > βαφή > του βαφιά

χρώμα: > χρώμα > του ζουγράφου

χρωματιά: > χρώμα > του ζουγράφου

χρωματίζω: > δουλιές του βαφιά > του βαφιά

χρωματισμός: > χρώμα > του ζουγράφου

χρωματιστής: > ζουγράφος > του ζουγράφου

χρωματιστό: > είδη πανιών > πανιά

χταποδάς: > ψαράς > της ψαρικής

χταποδέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

χτενάδικο: > χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτενάκι: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

χτενάς: > χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτένι: > αρμός > κόκκαλα

χτένι: > πλάτη > κόκκαλα

χτένι: > τσουγγριά > του χωραφιού

χτένι: > χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτένι: Vola jacobaea (pectinidae) > χτένι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χτένι: ειλεακόν (λαγόνιον) οστούν > χτένι > κόκκαλα

χτενιά: > τσουγγριά > του χωραφιού

χτένια: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χτενίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτενίζω: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

χτενομίταρα: > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χτήμα: > χτήμα > του χωραφιού

χτηματάς: > χτηματίας > του χωραφιού

χτηματίας: > χτηματίας > του χωραφιού

χτημιώνας: μεγάλο κοπάδι > χτήμα > του χωραφιού

χτημιώνας: πολλά χτήματα, μεγάλο κοπάδι, πλούτος > χτήμα > του χωραφιού

χτίζω: > δουλιές του χτίστη > του χτίστη

χτικιάζω: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιάρης: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιασμένος: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιό: > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτίριο: > χτίριο > του χτίστη

χτιστή: χτιστή βρύση > βρύση > του χωραφιού

χτίστης: > χτίστης > του χτίστη

χτυπά: το μεγάλο ψάρι χτυπά > ψαρική > της ψαρικής

χτυπάει: > ο ήλιος > αστρικά

χτύπημα: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτυπημένο: > απίδι > του φαγιού

χτυπητά: > αβγά > του φαγιού

χτυπητήρι: > πόρτα > του χτίστη

χτυπητήρι: > χτυπητήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

χτυπητό: > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χτυπητό: χτυπητό καλέμι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτυπιά: > χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτυποκάρδι: > καρδιά > όργανα

χτύπος: > κοντάρι > του πολεμιστή

χτύπος: > μαχαίρι > του πολεμιστή

χτυπούν: > τα δόντια > όργανα

χτυπώ: χτυπώ στο φτερό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

χυλόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

χυλός: > ζουμί > του φαγιού

χυλός: αλεβρόκολα για πανιά > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

χυλώνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

χυλώνω: > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

χύματα: χύματα της κάλτσας = ξεφτίσματα > κάλτσα > του παπουτσή

χυμός: > χυμός > φυτολογικά

χύνει: > το χρώμα > του ζουγράφου

χύνουνται: τα άστρα > άστρο > αστρικά

χύνω: χύνω σπυριά > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χύση: το ρίξιμο ση θάλασσα του φορτίου για να σωθεί το καράβι από φουρτούνα > αβαρία > του κούρσου και του φορτωτή

χυτά: > λασκάδα > καιρικά

χυτή: χυτή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

χυτήρι: χωνευτήρι όπου λιώνουν τα μέταλλα > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χυτό: > σπίτι > του χτίστη

χύτρα: > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χύτρα: > καζάνι > του μαγεριού

χώμα: > γη > του χωραφιού

χώματα: > χώματα > του χωραφιού

χωματίδα: > χωματίδα > ψάρια της θάλασσας

χωματοβούνι: > βουνό > τοπογραφικά

χωματόβουνο: > βουνό > τοπογραφικά

χωματομάντρα: > μαντρότοιχος > του χτίστη

χωματοπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

χωματοσήκωμα: > μόλος > του χτίστη

χωματοσήκωμα: για το φτιάσιμο του δρόμου > χωματοσήκωμα > τοπογραφικά

χωμάτωμα: > μόλος > του χτίστη

χωνέβει: χωνέβει πέτρες > χώνεψη > φυσιολογικά

χωνέβω: > χώνεψη > φυσιολογικά

χωνεμένο: χωνεμένο στήθος > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χωνεφτήρι: > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χωνεφτό: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

χώνεψη: > χώνεψη > φυσιολογικά

χώρα: > χώρα > τοπογραφικά

χωρατάδικο: > κρασί > του φαγιού

χωράφι: > χωράφι > του χωραφιού

χωραφιά: > χωράφι > του χωραφιού

χωραφιάρικο: > σκύλος > θηλαστικά

χωραφίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χωραφοπόντικας: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

χωραφόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

χωριατοπούλα: > κόρη > οικογενειακά

χωριατόσκυλο: > σκύλος > θηλαστικά

χωριό: > χωριό > τοπογραφικά

χωριουδάκι: > χωριό > τοπογραφικά

χωρισιά: > χωρισιά > οικογενειακά

χωρισμένος: > χωρισμένος > οικογενειακά

χωρισμός: διαζύγιο > χωρισιά > οικογενειακά

χωροπούλα: μικρή χώρα > χώρα > τοπογραφικά

χωστό: > παπούτσι > του παπουτσή

χωστό: σπέρνω χωστό > σπέρνω > του χωραφιού

ψάθα: > καπέλο > ρούχα

ψάθα: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαθάκι: > καπέλο > ρούχα

ψαθάς: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψάθες: λιόπανα και ψάθες για το σκέπασμα της σταφίδας > λιάστρα > του τρύγου

ψαθί: > καπέλο > ρούχα

ψαθί: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαθούρι: > ζυμαρικά > του φαγιού

ψαθώνω: > ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδα: > ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

ψαλίδα: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλίδα: Scolopendra cingulata > ψαλίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψαλίδα: τρίχα χωρισμένη σε δύο > ψαλίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψαλιδάς: > ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδι: > δοκαρωσιά > του χτίστη

ψαλίδι: > ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδι: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδιάζω: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδίζω: > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλιδίζω: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδοκέρι: > λύχνος > του σπιτικού

ψαλιδοκόβω: > ψαλίδι > ραφτικά

ψαλίκουρδα: θαλασσινό μαμούνι που πετά και πηδάει στις ακρογιαλιές > ψαλίκουρδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψαλμοκατάρα: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμός: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμουδιά: > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμουδιάζω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ψαλτήρι: > σαντούρι > του μουσικού

ψάνα: ώριμο γέννημα, ψημένο στάχυ > καρπός > φυτολογικά

ψάνη: άγουρο σιτάρι καβουρδισμένο > ψωμί > του φαγιού

ψάρα: > άλογο > θηλαστικά

ψαραγκάθι: > βελονιές > ραφτικά

ψαράδαινα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαράδικο: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαράδισα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαράς: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαράς: > ψαράς > της ψαρικής

ψαράς: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρατός: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρέβω: > ψαρέβω > της ψαρικής

ψάρεμα: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρεφτής: > ψαράς > της ψαρικής

ψαρής: > άλογο > θηλαστικά

ψαρής: > σταχτής > του ζουγράφου

ψαρί: > σταχτής > του ζουγράφου

ψαρί: ασπριδερό > άλογο > θηλαστικά

ψάρια: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ψαρική: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρικό: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρογένης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρογενίζω: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαροδόλι: > δολώνω > της ψαρικής

ψαροκάικο: > είδη καραβιών > καράβια

ψαροκάλαθο: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

ψαροκάλαμο: > καλάμι > της ψαρικής

ψαροκαλύβα: > καλύβα > του χτίστη

ψαροκόκκαλο: > ανατομικά > ψαρολογικά

ψαροκόκκαλο: > βελονιές > ραφτικά

ψαρόκολα: > κόλα > του μαραγκού

ψαρόκολα: > ξόβεργα > του κυνηγού

ψαροκόφινο: > ψαροκόφινο > της ψαρικής

ψαρόλαδο: > λάδι > του φαγιού

ψαρολίμνη: > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

ψαρολόγος: > ψαράς > της ψαρικής

ψαρολόγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρολογώ: > ψαρέβω > της ψαρικής

ψαρομάλης: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρομανάβης: > μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρομούστακος: > μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρονέφρι: > σφαχτό > του φαγιού

ψαρόνι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

ψαρόνι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

ψαροπάζαρο: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρόπετρα: > πέτρα > πέτρες

ψαρόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ψαροπούλα: > είδη καραβιών > καράβια

ψαροπούλα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαροπούλες: > γοργόνα > δαιμονικά

ψαροπουλητής: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαροπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαροπούλι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

ψαροπουλιό: > ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρός: > σταχτής > του ζουγράφου

ψαρόσουπα: > ζουμί > του φαγιού

ψαροσύνη: > ψαρική > της ψαρικής

ψαροτέχνη: > ψαρική > της ψαρικής

ψαρότοπος: μέρος ψαρερό, πλουσιόψαρο > ψαρότοπος > της ψαρικής

ψαρού: > ψαράς > της ψαρικής

ψαρούδισα: > ψαράς > της ψαρικής

ψαροφάγος: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

ψαροφάγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρώνω: > ψαρέβω > της ψαρικής

ψαρωτή: > βελονιές > ραφτικά

ψαρωτό: ψαρωτό ράψιμο > βελονιές > ραφτικά

ψαχνάδι: > σφαχτό > του φαγιού

ψαχνίδα: > πιτυρίδα > φυσιολογικά

ψαχνίζει: > κρέας > του φαγιού

ψαχνίζεται: > κρέας > του φαγιού

ψαχνό: > σφαχτό > του φαγιού

ψαχνό: > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

ψείρα: Pediculus > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψειριάρικος: > καρπός > φυτολογικά

ψείριασμα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

ψέλλι: > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ψέλνω: > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ψένω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψεφταηδόνι: Sylvia phoenicurus > ψεφταηδόνι > πουλιά

ψεφτογιατρός: > γιατρός > γιατρικά

ψεφτοδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψεφτοκαμινάδα: > καμινάδα > του χτίστη

ψεφτοπαγίδια: > παγίδια > κόκκαλα

ψηλά (τα): το μέρος του καραβιού που είναι όξω από το νερό > τα ψηλά > του καραβιού

ψηλαρμενίζω: > αρμενίζω > αρμενίσματα

ψηλό: > παπούτσι > του παπουτσή

ψηλοκαπελαδούρα: > καπέλο > ρούχα

ψηλόσπιτο: > σπίτι > του χτίστη

ψηλοτάβανο: > σπίτι > του χτίστη

ψηλοτόπια: > ακροτόπια > τοπογραφικά

ψήνω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψησσί: Pleuronectes platessa > ψησσί > ψάρια της θάλασσας

ψησταράς: > ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψησταριά: > ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψησταριά: μέρους όπου ψήνουν > ψησταριά > του μαγεριού

ψήστης: ψήστης του καφέ > ψησταριά > του μαγεριού

ψητό: > κρέας > του φαγιού

ψήφα: > πανιά > πανιά

ψηφιοθέτης: > στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψηχτρί: > ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ψιάκη: > είδη γιατρικών > γιατρικά

ψίδι: > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

ψιδιάζω: > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

ψιλαθρώνας: μέρος όπου έχει πολλά ψίλιθρα (φτέρες) > ψιλαθρώνας > φυτολογικά

ψιλή: > βροχή > καιρικά

ψιλή ζάχαρη: > ζάχαρη > του φαγιού

ψιλικατζής: > έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψιλό: κάνω το ψιλό μου > κάτουρο > φυσιολογικά

ψιλοβελονιά: > βελονιές > ραφτικά

ψιλοκάπουλη: > κώλος > ανατομικά κατατόπια

ψιλόφλουδο: > αβγό > πουλολογικά

ψιλώνω: > χορτολογώ > του χωραφιού

ψιμάδα: όψιμο κατσίκι > γίδι > της βοσκής

ψιμάδι: > γίδι > της βοσκής

ψιμάρι: όψιμο αρνί > πρόβατο > της βοσκής

ψιμάρνι: > πρόβατο > της βοσκής

ψιμοκαίρι: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

ψιμόπωρο: > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

ψιμοτύρι: > τυρί > του φαγιού

ψιμύθρι: > είδη βαφών > του βαφιά

ψίχα: > ψωμί > του φαγιού

ψίχα: ξεφλουδισμένο αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά

ψίχα: το μεδούλι του φυτού > ψίχα > φυτολογικά

ψιχάλα: > βροχή > καιρικά

ψιχαλίζει: > βροχή > καιρικά

ψίχαλο: > ψωμί > του φαγιού

ψιχαλούρα: στάλα ψιχαλιστή > βροχή > καιρικά

ψιχοβράζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψιχουλιάζω: > μαγειρέματα > του μαγεριού

ψίχουλο: > ψωμί > του φαγιού

ψιψίνα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

ψοφάκι: > είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψοφάκια: ψόφια κοκώνια > καρπός > φυτολογικά

ψόφος: > κρύο > καιρικά

ψόφος: > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψύλλος: Pulex irritans > ψύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαδερφός: > αδέρφι > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτή: > παρακόρη > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτής: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτός: > παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχαναθρέφω: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχαναθροφή: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχάρι: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχάρι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαρούδα: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαρούδι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχικό: > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια

ψυχικό: > σωθικά > ανατομικά κατατόπια

ψυχοβγάλτης: > χάρος > δαιμονικά

ψυχογιός: > παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχοκέρι: > φωτιστικά > της εκκλησιάς

ψυχοκόρη: > παρακόρη > οικογενειακά

ψυχομάνα: > μητέρα > οικογενειακά

ψυχοπαίδι: > παρακόρη > οικογενειακά

ψυχοπαίδι: > παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχοπατέρας: > πατέρας > οικογενειακά

ψυχόπητα: > ζυμαρικά > του φαγιού

ψυχοπομπός: > χάρος > δαιμονικά

ψυχοσάββατο: > μέρα > της μέρας και της ώρας

ψυχούδια: > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ψυχοχάρτι: ο κατάλογος των πεθαμένων που δίνουν του παπά για να μνημονέψει > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψύχρα: > κρύο > καιρικά

ψυχράδα: > κρύο > καιρικά

ψυχρίτσα: > κρύο > καιρικά

ψυχρούλα: > κρύο > καιρικά

ψωλαράς: > αρχίδι > όργανα

ψωλή: > αρχίδι > όργανα

ψώλος: > αρχίδι > όργανα

ψωμάδικο: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμάκια: κάνω ψωμάκια > παιδιών > παιγνίδια

ψωμάς: > ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμί: > κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμί: > ψωμί > του φαγιού

ψωμόγαλο: > ζουμί > του φαγιού

ψωμόσυκα: > σύκα > του φαγιού

ψωμοτύρι: > ψωμί > του φαγιού

ψώρα: > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

ψώρα: > στα γίδια > αρώστιες ζώων

ψώρα: > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ψώρα: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάζω: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάρης: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάρικος: > καρπός > φυτολογικά

ψωριασμένος: > ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωροδάσκαλος: > δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωρομύτα: σπύριασμα της μύτης > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ψωροφύτης: > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ωμόρφι: > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ώρα: > ώρα > της μέρας και της ώρας

ώρας: της ώρας > αβγό > πουλολογικά

ώρες: στις ώρες της > γγαστρωμένη > βιολογικά

ωριμάζει: > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ώχρα: > είδη βαφών > του βαφιά

ώχρα: > σίδερο > μέταλλα και χημικά

ωχριακός: > ωχριακός > του ζουγράφου