Τέχνες και σύνεργα του Πέτρου Βλαστού Δημήτρη Λιθοξόου 2013 |
Επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της
ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας, που περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του
Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα"
(Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού. |
αβάρα: κάνω
αβάρα > πελαγίζω > αρμενίσματα
αβαράρω:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
αβάρετη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
αβάρετος:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
αβαρία:
ζημιά στη μεταφορά, θαλασσοζημία > αβαρία > του κούρσου και του
φορτωτή
αβάρω: αβάρω
τα πανιά > αβάρω > αρμενίσματα
αβασκαμός:
> βασκανιά > δαιμονικά
αβασκαντήρα:
> φυλαχτό > δαιμονικά
αβάσκαντος:
> αβάσκαντος > δαιμονικά
αβγά: >
αβγά > του φαγιού
άβγα: >
πόρτα > του χτίστη
αβγατιστή:
> παιδιών > παιγνίδια
αβγερινός:
> πλανήτες > αστρικά
αβγή: >
αβγή > αστρικά
αβγή: >
αβγή > της μέρας και της ώρας
αβγηνάδα:
> αβγή > αστρικά
αβγίλα:
> αβγουλάδα > πουλολογικά
αβγό: >
αβγά > του φαγιού
αβγό: >
αβγό > πουλολογικά
αβγό: αβγό
του ουρουντισμάτου (για κάλτσες) > μπάλωμα > ραφτικά
αβγογεννώ:
> αβγομάνα > πουλολογικά
αβγοθήκη:
> αβγομάνα > πουλολογικά
αβγοκαλάμαρο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
αβγοκόβω:
> κλουβιάζω > πουλολογικά
αβγοκουλούρα:
> ψωμί > του φαγιού
αβγοκούλουρο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
αβγοκούλουρο:
> ψωμί > του φαγιού
αβγοκούλουρο:
τα φέρναν στην εκκλησιά για να τα βλογήσει ο παπάς > εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
αβγολέμονο:
> ζουμί > του φαγιού
αβγολογώ:
> αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
αβγολογώ:
ξετάζω την όρνιθα για να δω αν έχει κανένα αβγό έτοιμο > αβγολογώ >
πουλολογικά
αβγομαζώνω:
μαζέβω τ' αβγά από τη φωλιά > αβγολογώ > πουλολογικά
αβγομάνα:
> αβγομάνα > πουλολογικά
αβγομάνα:
> αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
αβγομάνα:
ωοθήκη > αβγομάνα > όργανα
αβγοσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
αβγόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
αβγοτάραχο:
σκελί αβγοτάραχου > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
αβγότσοφλο:
> αβγό > πουλολογικά
αβγούλα:
> αβγή > αστρικά
αβγούλα:
μεγάλο αβγό (Μάνη) > αβγό > πουλολογικά
αβγουλάδα:
> αβγουλάδα > πουλολογικά
αβγουλάδικο:
> αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
αβγουλάς:
> αβγουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
αβγουλάτα:
> σταφύλια > του φαγιού
Άβγουστος:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
αβγοφάς:
αρώστια που σταματά την κότα να κάνει αβγά > στις κότες > αρώστιες
ζώων
αβγόφυλλο:
> αβγό > πουλολογικά
αβγωμένο:
βιβλίο με ασπράδι πριν τυπωθούν τα γράμματα στο πετσί > αβγωμένο > του
βιβλιοδέτη
αβγώνω:
αλείφω με ασπράδι > αβγώνω > του βιβλιοδέτη
αβγώνω:
γεμίζω αβγά > αβγώνω > πουλολογικά
αβγωτός:
> αβγώνω > πουλολογικά
αβδελλιάζουν:
από αρρώστια του συκωτιού > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
αβιζότι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
άβλαβο:
> φίδι > σερπετά
αβλάκι:
> αβλάκι > του χωραφιού
αβλάκι:
> οργώνω > του χωραφιού
αβλάκι:
ράβδωσις > κολόνα > του χτίστη
αβλακιά:
> κολόνα > του χτίστη
αβλακιά:
> οργώνω > του χωραφιού
αβλακιά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αβλακώνω:
> οργώνω > του χωραφιού
αβλακωτό:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
αβλέμονας:
> θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού
αβλεμόνι:
τρύπα βαθιά στον πάτο της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και
του καιρού
άβλεπος:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αβλή: >
αβλή > του χτίστη
αβλόγυρος:
> αβλή > του χτίστη
αβλόθυρα:
> αβλή > του χτίστη
αβλόθυρα:
> πόρτα > του χτίστη
αβλόπορτα:
> αβλή > του χτίστη
αβλόπορτα:
> πόρτα > του χτίστη
αβλός: >
ποτιστής > της βοσκής
αβλόσκαλα:
> σκάλα > του χτίστη
αβλόστρωτο:
> αβλή > του χτίστη
αβρεξιά:
> αναβροχιά > καιρικά
άβρεχτη:
άβρεχτη μέρα = που δεν έβρεξε > αναβροχιά > καιρικά
αβροχιά:
> αναβροχιά > καιρικά
αβυζαξιά:
> βυζαίνω > βιολογικά
άγαλα: >
ζωντανά > της βοσκής
άγαλη: >
γαλούσα > βιολογικά
αγαλήπα:
ακαλήφη > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αγανάδα:
το μέρος στη θάλασσα που σκουραίνει από λαφρί αγέρι ενώ γύρω του είναι
γαλήνη > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
άγανο: >
στάχυ > φυτολογικά
αγάπης:
της αγάπης το βοτάνι > μαγιοβότανο > δαιμονικά
αγαπητικιά:
> αγαπητικός > οικογενειακά
αγαπητικός:
> αγαπητικός > οικογενειακά
αγαπός:
> αγαπητικός > οικογενειακά
αγγάστρι:
> αγγάστρι > βιολογικά
αγγάστρι:
> αγγαστριά > βιολογικά
αγγαστριά:
> αγγαστριά > βιολογικά
αγγάστρωτη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
αγγίξιμο:
> πιάση > φυσιολογικά
αγγιό: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
άγγισμα:
> πιάση > φυσιολογικά
άγγισμα:
αρώστια από ξωτικό > μάγεμα > δαιμονικά
αγγόνα:
> αγγόνι > οικογενειακά
αγγονή:
> αγγόνι > οικογενειακά
αγγόνι:
> αγγόνι > οικογενειακά
αγγονός:
> αγγόνι > οικογενειακά
αγγούρια:
> λαχανικά > του φαγιού
αγγουροσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
αγγρίφι:
> αγγρίφι > του καραβιού
αγελάδα:
> γελάδι > της βοσκής
αγελαδάρης:
> βοσκός > της βοσκής
αγελαδιά:
> πετσί > του παπουτσή
αγελαδίσιο:
> κρέας > του φαγιού
αγέννητη:
> πρόβατο > της βοσκής
αγέρας:
> άνεμος > καιρικά
αγέρας:
δικαίωμα να έχεις ανοιχτό αγέρα σε γειτονικό χτήμα > σπίτι > του
χτίστη
αγέρηδες:
οι τέσσερις αγέρηδες > άνεμος > καιρικά
αγέρι: >
άνεμος > καιρικά
αγέρι: >
επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγέρι: >
κλίμα > καιρικά
αγέρι: >
στεριανό > καιρικά
αγερικά:
> νεράιδα > δαιμονικά
αγερικό:
> άνεμος > καιρικά
αγερικό:
> στοιχιό > δαιμονικά
αγερίνα:
ο πολύ ψιλός άμμος του γιαλού > άμμος > της θάλασσας και του καιρού
άγια
λάδια (τα): > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
άγια
τράπεζα: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
αγιάζι:
> δροσιά > καιρικά
αγιάζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
Αγιαντρέας:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
αγιαπύλη:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
αγίασμα:
άγιος τόπος όπου βγαίνει νερό θαυματουργό > προσκύνημα > της εκκλησιάς
αγίασμα:
νερό για ν' αγιάσει ο παπάς (δες αγιασμός) > εκκλησιαστικά σύνεργα >
της εκκλησιάς
άγιασμα:
άγιος τόπος όπου βγαίνει νερό θαυματουργό > προσκύνημα > της εκκλησιάς
αγιασματάρι:
βιβλίο ακολουθιών > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιασματερό:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιασμός:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιασμός:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
αγιαστήρα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιαστήρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιαστούρα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιάτικο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιζότι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
αγιογιωργίτης:
Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας
αγιόγραφα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιοκέρι:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
αγιόκλαδα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγιομνήσι:
η μέρα που γιορτάζει ο άγιος > λειτουργικά > της εκκλησιάς
αγιόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
αγιοπούλι:
Pastor > αγιοπούλι > πουλιά
αγιορίτης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
άγιος
θρόνος: > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
αγιοστέφανο:
> κονίσματα > της εκκλησιάς
αγιοταφίτης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
αγιουλάκι:
αγιογραφία > κονίσματα > της εκκλησιάς
αγιούπας:
> γύπας > πουλιά
αγιοχώματος:
> μακαρίτης > οικογενειακά
αγιόψωμο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αγκάθι:
> αγκάθι > φυτολογικά
αγκάθι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγκαθιά:
> αγκάθι > φυτολογικά
αγκαθιάζει:
> αγκαθιάζει το χωράφι > φυτολογικά
αγκαθομούστακο:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
αγκαθόχτενο:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
αγκάλη:
> αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια
αγκάλη:
μικρός κόρφος > κόρφος > της θάλασσας και του καιρού
αγκαλιά:
> αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια
αγκαλιά:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
αγκαλιά:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
αγκαλιά:
αγκαλιά της ράχης > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
αγκαλιές:
πετιέται αγκαλιές το νερό από τη βρύση > βρύση > του χωραφιού
αγκάλιστρος:
> αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
αγκίδα:
> αγκάθι > φυτολογικά
αγκίδα:
> αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγκίδα:
> αγκίστρι > της ψαρικής
αγκίδα:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
αγκίδα:
> παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγκίδι:
> αγκάθι > φυτολογικά
αγκίδι:
> αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγκίδι:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
αγκίδι:
η γυριστή μύτη του αγκιστριού > αγκίστρι > της ψαρικής
αγκινάρα:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
αγκίνι:
η σιδερένια μύτη που είναι στην άκρη του αδραχτιού > μέρη του αδραχτιού
> του αργαλιού και της ρόκας
αγκίστρεμα:
ψάρεμα με το αγκίστρι > ψαρική > της ψαρικής
αγκίστρι:
> αγκίστρι > της ψαρικής
αγκιστρώνω:
πιάνω με το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής
αγκλιδέρα:
> γκλίτσα > της βοσκής
άγκουρα:
> άγκυρα > του καραβιού
άγκουρα:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
αγκουρέτο:
> αγκουρέτο > του καραβιού
αγκύλα:
> αγκάθι > φυτολογικά
αγκύλι:
> αγκάθι > φυτολογικά
αγκυλόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
άγκυρα:
> άγκυρα > του καραβιού
αγκυροβόλι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
αγκυρώνω:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
αγκωνάρι:
της γωνιάς > πέτρα > του χτίστη
αγκώνας:
> μπράτσο > ανατομικά κατατόπια
άγκωνας:
> μέρη της άγκυρας > του καραβιού
αγκωνή:
> τζάκι > του σπιτικού
αγλίστρα:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
αγλύκαντος:
αγλύκαντος κι αδρόσιστος (ή αχλώρατος) > ανεμορούφουλος > κατάρες και
εφκές
άγλωσσος:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγναντάρω:
αγναντάρω ψάρι > ψαρέβω > της ψαρικής
αγναντερός:
που στέκεται ψηλά κι ανοιχτά > αγνάντιο > τοπογραφικά
αγνάντιο:
> αγνάντιο > τοπογραφικά
άγναφτο:
> πετσί > του παπουτσή
αγολολάτης:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αγοραστής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
αγόρι: >
γιος > οικογενειακά
αγοροκόριτσο:
> κόρη > οικογενειακά
αγοροπουλητής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
αγουρήθρα:
> καρπός > φυτολογικά
αγουρίδι:
> καρπός > φυτολογικά
αγουριδόζουμο:
> ζουμί > του φαγιού
αγουρόλαδο:
από άγουρες ελιές > λάδι > του φαγιού
αγουροχιόνισμα:
> χιόνι > καιρικά
αγριάπιδο:
> απίδι > του φαγιού
αγρίδι:
> αγρίμι > του κυνηγού
αγρίδι:
> χερσάδα > τοπογραφικά
αγρίδι:
> χερσάδα > του χωραφιού
αγρίμι:
> αγρίμι > του κυνηγού
αγρίμι:
Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά
αγριμιά:
> ερημιά > τοπογραφικά
αγριμιά:
> χερσάδα > τοπογραφικά
αγριμιά:
> χερσάδα > του χωραφιού
αγριμολόγα:
σκύλα αγριμολόγα > σκύλος > θηλαστικά
αγριμολόγα:
σκύλα αγριμολόγα > σκύλος > του κυνηγού
αγρινό:
άγρια προβατίνα > αγρίμι > του κυνηγού
αγρινό:
άγρια προβατίνα > αγριόγιδο > θηλαστικά
άγριο: >
το ξύλο είναι > του μαραγκού
αγριοβλάσταρα:
> αγριόχορτα > φυτολογικά
αγριοβόρι:
> βορίσματα > καιρικά
αγριοβότανα:
> αγριόχορτα > φυτολογικά
αγριοβούβαλο:
Bos bubalus > αγριοβούβαλο > θηλαστικά
αγριόβουδο:
Bos bonasus > αγριόβουδο > θηλαστικά
αγριοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
αγριογάδαρος:
όναγρος > γαϊδούρι > θηλαστικά
αγριογάδουρο:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
αγριόγαλλος:
Otis tarda > αγριόγαλλος > πουλιά
αγριόγατα:
Felis catus > αγριόγατος > θηλαστικά
αγριόγατος:
Felis catus > αγριόγατος > θηλαστικά
αγριόγιδα:
Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά
αγριογίδι:
Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά
αγριόγιδο:
Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά
αγριογούρουνο:
suidae > γουρούνι > θηλαστικά
αγριοκαίρι:
> κακοκαιριά > καιρικά
αγριοκάτσικο:
Capra ibex vel aegagrus > αγριόγιδο > θηλαστικά
αγριοκόκορας:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
αγριοκόριτσο:
> κόρη > οικογενειακά
αγριόκοτα:
Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά
αγριομέλισα:
Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
αγριομερινό:
αγρίμι που τρώγεται > αγρίμι > του κυνηγού
αγριόμηλο:
> μήλο > του φαγιού
αγριόπαπια:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
αγριοπερίστερο:
Columba livia > αγριοπερίστερο > πουλιά
αγριοπετεινός:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
αγριόπετος:
lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά
αγριοπουλάδα:
Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά
αγριοπούλι:
> πουλί > πουλολογικά
αγριόρνιθα:
Otis tetrax > αγριόκοτα > πουλιά
αγριόσκουπα:
> σκούπα > του σπιτικού
αγριοστάφυλα:
> σταφύλια > του φαγιού
αγριόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
αγριοσφογγάρι:
> βουτηχτής > αρμενίσματα
αγριοσφουγγάρι:
> σφουγγάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αγριόφαγγρος:
Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
αγριοχελίδονο:
Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά
αγριόχηνα:
Anserinae > χήνα > πουλιά
αγριόχορτα:
> αγριόχορτα > φυτολογικά
αγριοψώρα:
> ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αγρούζα:
> αγρούζα > ψάρια του γλυκού νερού
αγρυπνιά:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
αγρύπνια:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
αγύμνι:
άστρωτο > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
αγύριστο:
> χωράφι > του χωραφιού
αγύριστος:
> διάβολος > δαιμονικά
αγώγι: >
αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά
αγωγιάτης:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αγωγιάτικα:
> αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά
άδαρτο:
άδαρτο γάλα > γάλα > της βοσκής
αδειάζει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αδερφάδες:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφάκι:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφή:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδέρφι:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφοδιώχτης:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφομεράδι:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφομοιρασιά:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφομοίρι:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφοποιτός:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφός:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφούλα:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφούλης:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφοφάς:
> αδέρφι > οικογενειακά
αδερφώνουν:
βγάζουν πολλές καλαμιές από τον ίδιο σπόρο > αδερφώνουν τα σπαρτά >
φυτολογικά
άδετο: >
γλυκά > του φαγιού
αδιάβροχο:
> μουσαμάς > ρούχα
αδίπλωτο:
> χωράφι > του χωραφιού
αδόλωτο:
αδόλωτο αγκίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής
αδουλεψιά:
> σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άδραγμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
αδραχτάς:
Himantopus himantopus > αδραχτάς > πουλιά
αδράχτι:
> αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
αδράχτι:
> μέρη της άγκυρας > του καραβιού
αδράχτι:
> μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά
αδράχτι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
αδράχτι:
το αδράχτι στριφογυρίζει και κλώθει τη μυλόπετρα > μέρη του μύλου >
του μυλωνά
αδρέφι:
> αγγάστρι > βιολογικά
αδρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
αέρας: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αεροφαγία:
> φαγί > του φαγιού
αετόπουλο:
Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά
αέτωμα:
> στέγη > του χτίστη
άζος: Meles
meles > ασβός > θηλαστικά
αζούρι:
> λαζούλι > πετράδια
άζυμα: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
άζυμο: >
ψωμί > του φαγιού
Αηγιάννης:
Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηγιωργίτης:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηδημήτρη
(του): Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηδημητριάτης:
Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
αηδόνι:
Luscinia luscinia > αηδόνι > πουλιά
Αημαρίνα:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηντριάς:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηστράτηγος:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηστράτης:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηταξιάρχης:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Αηφίλιππος:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
αθαλωτός:
> μάβρος > του ζουγράφου
αθάνατο:
αθάνατο λιμάνι = σίγουρο > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
αθέρας:
το γένειο του σταχιού > στάχυ > φυτολογικά
αθερίνα:
Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας
αθερνός:
Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας
άθι: >
λουλούδι > φυτολογικά
αθίβολος:
κωνικό δίχτυ > πεζόβολος > της ψαρικής
αθότυρο:
> τυρί > του φαγιού
αθώρια:
> σταφύλια > του φαγιού
αίθα: Fulica
atra > αγριοπουλάδα > πουλιά
αίμα: >
αίμα > φυσιολογικά
αιματένιος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
αιματογυρισιά:
η κυκλοφορία του αιμάτου > αίμα > φυσιολογικά
αιματόκοψε:
το πετσί, το κρέας > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αιματόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
αιματσάρης:
αιματώδης > αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αιματσίτικος:
> αίμα > φυσιολογικά
αιματσίτικος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
αιμοραγία:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αίστησες:
είναι πέντε > αίστησες > φυσιολογικά
αϊτίνα:
Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά
αϊτονύχια:
> σταφύλια > του φαγιού
αϊτόπετρα:
> αϊτόπετρα > πέτρες
αϊτός: >
παιδιών > παιγνίδια
αϊτός: Aquila
chrysaetus > αϊτός > πουλιά
αιώνας:
> αιώνας > της μέρας και της ώρας
ακαδημία:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ακαιριά:
κακός καιρός για σπαρτά > κακοκαιριά > καιρικά
ακαλαφάτιστο:
> καράβι > καράβια
άκαπνο:
> μέλι > του φαγιού
άκαπνο:
άκαπνο μέλι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ακατράμιστο:
> καράβι > καράβια
ακατράμωτο:
> καράβι > καράβια
άκληρος:
> άτεκνος > οικογενειακά
άκλουθο:
> αγγάστρι > βιολογικά
ακλώσσιστο:
> αβγό > πουλολογικά
ακοιμησιά:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
ακολουθία:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ακόνα: >
ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ακόνα: >
πέτρα > πέτρες
ακονάκι:
> απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ακονάκι:
gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά
ακόνι: >
ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ακόνι: >
πέτρα > πέτρες
ακονιά:
> ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ακονιάζει:
> ψωμί > του φαγιού
ακονιασμένο:
> ψωμί > του φαγιού
ακονίζω:
> ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ακονιστήρι:
> ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ακονιστήρι:
σταχτόμαβρη πέτρα γι' ακόνισμα > πέτρα > πέτρες
ακονόπετρα:
> ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ακονόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
ακόντι:
για σπρώξιμο στα ρηχά > σταλίκι > της ψαρικής
ακοντίζω:
σπρώχνω τη βάρκα με το ακόντι ή το σταλίκι στα ρηχά νερά > ακοντίζω >
αρμενίσματα
ακουαρέλα:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
άκουση:
> άκουση > φυσιολογικά
άκουσμα:
> άκουση > φυσιολογικά
ακούτραφας:
> σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
ακούω: >
αφτί > όργανα
ακούω: φουχτώνω
το αφτί μου για ν' ακούσω καλίτερα > άκουση > φυσιολογικά
ακράπι:
> ακράπι > του καραβιού
άκρη: >
ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
ακριβοταγισμένος:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
ακρίδα:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
ακριδόσπορος:
> ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
ακρίζω:
αρμενίζω κοντά στην ακρογιαλιά > αρμενίζω > αρμενίσματα
ακρινάρι:
> ακροτόπια > τοπογραφικά
ακρινάρι:
> γύρος > ραφτικά
ακρογιάλι:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
ακρογιαλιά:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
ακρόδωμα:
> λιακωτό > του χτίστη
ακροθαλάσσι:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
ακροθαλασσιά:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
ακροθάλασσο:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
ακρόκλαδο:
> κλαδί > φυτολογικά
ακρόκορφο:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ακρολιμνιά:
> λίμνη > τοπογραφικά
ακρολόφι:
> λόφος > τοπογραφικά
ακρόμερα:
> ακροτόπια > τοπογραφικά
ακρόνυχα:
> νύχια > πουλολογικά
ακροπλαγιά:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ακροποταμιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
ακροπρεπίδια:
γαρνιτούρες > κέντημα > ραφτικά
ακρόρεμα:
> ρέμα > τοπογραφικά
ακρορεματιά:
> ρέμα > τοπογραφικά
ακρορόφια:
> στέγη > του χτίστη
ακροσυγγένισα:
μακρινή συγγενίδισα > συγγενής > οικογενειακά
ακροσφήνι:
> πέτρα > του χτίστη
ακροτόπια:
> ακροτόπια > τοπογραφικά
ακροτόπια:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ακρούμι:
πιάσιμο της πλάτης > ακρούμι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ακροφίγουρο:
> φιγούρα της πλώρης > του καραβιού
ακροφτέρουγο:
ψαλιδωτά ακροφτέρουγα > φτερό > πουλολογικά
ακρωτήρι:
> ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
αλάλητος:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλαλιά:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλαλιάζω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλάλιασμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλαλιασμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλαλογώ:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άλαλος:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλαμπίκος:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
αλάνι: >
πλατεία > τοπογραφικά
αλάργα:
> αλάργα > της θάλασσας και του καιρού
αλάργα:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
αλάρω: τραβώ
απάνω με σκοινιά > αλάρω > αρμενίσματα
άλας: >
αλάτι > του φαγιού
αλατζάς:
ρηγαδωτό πανί > πανιά > πανιά
αλάτι: >
αλάτι > του φαγιού
αλάτι: >
αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλάτι: >
θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού
αλάτι: πήζω
αλάτι > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού
αλάτι: σταβρώνω
με το αλάτι > ξορκίζω > δαιμονικά
αλατιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αλατίζω:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλατίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
αλατιστής:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλατίστρα:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλατόγεια:
> γη > του χωραφιού
αλατολόγος:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αλατόπετρα:
ορυκτόν άλας > αλατόπετρα > πέτρες
αλατοπίπερο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αλαφροήσκιος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
αλαφροήσκιωτος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
αλαφροκέφαλο:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλαφρόπετρα:
> αλαφρόπετρα > πέτρες
αλαφρορόδινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
αλαφροσιτά:
> ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλαφροτρίχιασμα:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
αλαφροχώματος:
> μακαρίτης > οικογενειακά
αλεβράρης:
> μυλωνάς > του μυλωνά
αλεβραριά:
> μυλωνάς > του μυλωνά
αλεβράς:
> ζουμί > του φαγιού
αλεβράς:
> μυλωνάς > του μυλωνά
αλέβρι:
> αλέβρι > του μυλωνά
αλέβρι:
> αλέβρι > του φαγιού
αλεβριά:
> ζουμί > του φαγιού
αλεβρικό:
> κόσκινο > του μαγεριού
αλεβροθήκη:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
αλεβρόκολα:
> αλέβρι > του φαγιού
αλεβρόμυλος:
> μύλος > του μυλωνά
αλεβρού:
> μυλωνάς > του μυλωνά
αλέθω: >
αλέθω > του μυλωνά
άλειμα:
> σφαχτό > του φαγιού
αλειφτά:
> χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά
αλεκάτη:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
αλέμι: άσπρο
βέλο > βέλο > ρούχα
αλεπόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλεπού:
Vulpes vulpes > αλεπού > θηλαστικά
αλεπουδερό:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλεπουδιά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλεσμένος:
> αλέθω > του μυλωνά
αλεστής:
> μυλωνάς > του μυλωνά
αλεστικά:
> αλέθω > του μυλωνά
αλεστός:
> αλέθω > του μυλωνά
άλεστος:
> αλέθω > του μυλωνά
αλέστρα:
> μυλωνάς > του μυλωνά
αλετράς:
> γεωργός > του χωραφιού
αλέτρι:
> αλέτρι > του χωραφιού
αλέτρι:
> αστερισμοί > αστρικά
αλετριά:
> οργώνω > του χωραφιού
αλετρίζω:
> οργώνω > του χωραφιού
αλέτρισμα:
> οργώνω > του χωραφιού
αλετροπόδα:
> αστερισμοί > αστρικά
αλετροπόδα:
το μέρος που πατάει ο αλετράς και που αρμόζεται στο γυνί > αλέτρι >
του χωραφιού
αλετροπόδι:
> αλέτρι > του χωραφιού
αλετροπόδι:
> αστερισμοί > αστρικά
αλεφαντή:
Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
αλέχτορας:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
αλησμονάθι:
> λουλούδι > φυτολογικά
αλιάδα:
> λαχανικά > του φαγιού
αλιζάρι:
κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
άλικος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
αλιόρι:
> βουκολιό > της βοσκής
αλιπούγγι:
τροβαδάκι για ξερές ελιές > ταγάρι > της βοσκής
αλιπουρές:
> σταφύλια > του φαγιού
αλισάχνη:
> αλάτι > του φαγιού
αλισάχνη:
> καταχνιά > καιρικά
αλίσηρας:
> αλαφρόπετρα > πέτρες
αλισίβα:
> πλύση > του σπιτικού
αλιτζέ:
ανοιχτό κόκκινο > άλογο > θηλαστικά
αλιχάνι:
> είδη βαφών > του βαφιά
αλλάγι:
αλλαγή αλόγων > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλλάδερφος:
> αδέρφι > οικογενειακά
αλλαξιά:
> φόρεμα > ρούχα
αλλαξοκαιριά:
> αλλαξοκαιριά > καιρικά
αλληγορώ:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
αλλιθωριά:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλλιθωρίζω:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλλίθωρος:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άλμπα: >
αβγή > αστρικά
αλμπάνης:
> γιατρός > γιατρικά
αλόγα: Equus
caballus > άλογο > θηλαστικά
αλογάκι:
Hippocampus brevirostris > αλογάκι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αλογάρης:
> βοσκός > της βοσκής
αλογάρης:
> καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογάς:
> βοσκός > της βοσκής
αλογάς:
> καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογατάκι:
Hippocampus brevirostris > αλογάκι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αλογατάκι:
Mantis religiosa | αλογατάκι του Θεού > αλογατάκι > σκουλήκια και
ζωύφια
αλογατάρης:
> βοσκός > της βοσκής
αλογατάρης:
> καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογατάς:
> καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογάτης:
> βοσκός > της βοσκής
αλογιά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλογινός:
> άλογο > θηλαστικά
αλογισιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλογίσιος:
> άλογο > θηλαστικά
άλογο: >
άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
άλογο: Equus
caballus > άλογο > θηλαστικά
αλογογελάδια:
> ζωντανά > της βοσκής
αλογοκάρφι:
> πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογοκάρφι:
για πέταλα > καρφολογιά > του μαραγκού
αλογόμιγα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
αλογόπετρα:
> φυλαχτό > δαιμονικά
αλογόπετρα:
θειικός χαλκός > χημικά > μέταλλα και χημικά
αλογόπετρα:
κάλαϊς > περουζές > πετράδια
αλογοπόταμο:
Hippopotamus | ιπποπόταμος > αλογοπόταμο > θηλαστικά
αλογοπούλι:
Equus caballus > άλογο > θηλαστικά
αλογοπραματεφτής:
> τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
αλογόσταβλος:
> στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογοστάνη:
> αλογοστάνη > της βοσκής
αλογοτεχνίτης:
> καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
αλογότριχα:
> καλάμι > της ψαρικής
αλογόφουντα:
> φούντα > ραφτικά
αλοιφή:
> αλοιφή > γιατρικά
αλούπι:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
Αλουπός:
Vulpes vulpes > αλεπού > θηλαστικά
αλουσιά:
> πλύση > του σπιτικού
αλουστίνες:
οι νεράιδες που αφανίζουν τα πανικά της πλύσης τις πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου
> αλουστίνες > δαιμονικά
αλπάνης:
γιατρός ζώων > γιατρός > γιατρικά
αλτάνα:
> περιβόλι > του χωραφιού
αλυκή: >
αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού
αλυφαντής:
Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
αλφάδα:
> αλφάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλφάδι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
αλφαδιά:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
αλφαδιάζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
αλφάς: λευκίας
> αλφάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αλωνάρης:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
αλώνι: >
αλώνι > του χωραφιού
αλώνι: το
χρυσό στεφάνι που έχουν οι άγιοι γύρω στα κεφάλια τους > κονίσματα > της
εκκλησιάς
αλωνιά:
> αλωνίζω > του χωραφιού
αλωνιάρης:
> γεωργός > του χωραφιού
αλωνιάτης:
> γεωργός > του χωραφιού
αλωνιάτικο:
> αλωνίζω > του χωραφιού
αλωνίζω:
> αλωνίζω > του χωραφιού
αλώνισμα:
> αλωνίζω > του χωραφιού
αλωνιστής:
> γεωργός > του χωραφιού
αλωνιστής:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
αλωνιστικό:
> αλωνίζω > του χωραφιού
αλωνοτόπι:
> αλώνι > του χωραφιού
αμάγεφτος:
> αβάσκαντος > δαιμονικά
αμάδα: πλακωτό
χαλίκι > πέτρα > πέτρες
αμάδες:
> παιδιών > παιγνίδια
αμακιασμένη:
> καρίνα > του καραβιού
αμαλαγιές:
> αγριόχορτα > φυτολογικά
άμαλος:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμάν: αμάν-αμάν
> ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
αμαξάς:
> αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
αμάξι: >
αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
αμάξι: αμάξι
του Δαβίδ > αστερισμοί > αστρικά
αμαξιάρης:
> αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
αμαξιάτικα:
> αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά
αμαξοπάτερο:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
αμαρόζα:
> αγαπητικός > οικογενειακά
αμελέτητα
(τα): > αρχίδι > όργανα
αμελέτητο:
> δαίμονας > δαιμονικά
αμελέτητο:
> ποντικός > θηλαστικά
αμελέτητο:
αμελέτητο νερό (για μάγια) > αμίλητο νερό > δαιμονικά
αμεργός:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αμερικάνικο:
> είδη πανιών > πανιά
αμερινός:
> πλανήτες > αστρικά
άμερο: >
το ξύλο είναι > του μαραγκού
αμιλησιά:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμίλητο:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμίλητο:
αμίλητο νερό (για μάγια) > αμίλητο νερό > δαιμονικά
αμίλητο:
το αμίλητο νερό > βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμίλητος:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμίρα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
αμιράλης:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
άμμα: >
ματίζω > αρμενίσματα
αμμόγη:
> γη > του χωραφιού
αμμογιάλι:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
άμμος: >
άμμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άμμος: >
άμμος > της θάλασσας και του καιρού
άμμος: >
άμμος > του χτίστη
αμμότοπος:
> άμμος > της θάλασσας και του καιρού
αμμούδα:
> άμμος > της θάλασσας και του καιρού
άμμουδα:
> άμμος > της θάλασσας και του καιρού
αμμουδερή:
> γη > του χωραφιού
αμμουδερό:
> γραφικά > του σπιτικού
αμμουδήτης:
Mullus barbatus | άσπρο μπαρμπούνι > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
αμμουδιά:
> άμμος > της θάλασσας και του καιρού
αμμουδίτης:
> άλλα φίδια > σερπετά
αμμοχάλικο:
> άμμος > της θάλασσας και του καιρού
αμμόχωμα:
του ποταμού > γη > του χωραφιού
αμοίραστος:
> αβάσκαντος > δαιμονικά
αμολόγητο:
> χαλάζι > καιρικά
αμολόγητο:
ομφάλιος λώρος > αγγάστρι > βιολογικά
αμολώ: αμολώ
τα ξάρτια > ξαμολώ > αρμενίσματα
αμόνι: >
αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
αμονόξυλο:
> αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
αμορίλα:
> όνειρο > φυσιολογικά
αμούργα:
> τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού
αμούργα:
καταπάτι του λαδιού > λάδι > του φαγιού
αμουργαριά:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αμουργιός:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αμουργός:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αμούρι:
> τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού
αμπαδιά:
> γίδι > της βοσκής
αμπαδίτικα:
> ρούχα > ρούχα
αμπανόζι:
> ξύλα > του μαραγκού
αμπανός:
> ξύλα > του μαραγκού
αμπάρα:
> σύρτης > του χτίστη
αμπάρα:
> φράχτης > του χωραφιού
αμπαρζής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
αμπάρι:
> αμπάρι > του καραβιού
αμπάρι:
> αμπάρι > του μαγεριού
αμπάριζα:
> παιδιών > παιγνίδια
άμπαρο:
> κεχριμπάρι > πετράδια
αμπαρτζής:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
αμπάς: >
πανιά > πανιά
αμπατζής:
βρακοράφτης > ράφτης > ραφτικά
αμπέλα:
> αμπέλι > του χωραφιού
αμπελάρης:
> γεωργός > του χωραφιού
αμπέλι:
> αμπέλι > του τρύγου
αμπέλι:
> αμπέλι > του χωραφιού
αμπέλι:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμπέλι:
μπαίνω μεσ' τ' αμπέλι > είδη χορών > χοροί
αμπελόγια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
αμπελοκλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
αμπελοκλάδι:
> μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αμπελοκλάδι:
των αμπελιών | παράσιτο φυτό > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
αμπελοκόπι:
> αμπέλι > του χωραφιού
αμπελοκόπι:
φυταλιά αμπελιού > φυταλιά > φυτολογικά
αμπελοξυλαδόχορτο:
βοτάνι για μωρά > είδη γιατρικών > γιατρικά
αμπελοπούλι:
> αμπελοπούλι > πουλιά
αμπελουργός:
> γεωργός > του χωραφιού
αμπελουργός:
Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά
αμπελοχώραφο:
> αμπέλι > του χωραφιού
αμπενοκλάδι:
έκζεμα > μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άμπλας:
βαθούλωμα όπου μαζέβεται βρόχινο νερό > λούτσα > τοπογραφικά
αμπόδεμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
αμποδένω:
> μαγέβω > δαιμονικά
αμπολή:
> αβλάκι > του χωραφιού
άμπουλας:
> βρύση > του χωραφιού
άμπουλας:
> λούτσα > τοπογραφικά
αμπουρκούνες:
σύκα της άνοιξης > σύκα > του φαγιού
άμπρα: >
κεχριμπάρι > πετράδια
αμύγδαλα:
> αμύγδαλα > του φαγιού
αμυγδαλάδα:
> λεμονάδα > του φαγιού
αμυγδαλάκι:
> μήτρα > όργανα
αμυγδαλάτο:
> γλυκά > του φαγιού
αμυγδάλια:
> σταφύλια > του φαγιού
αμύγδαλο:
> καρπός > φυτολογικά
αμυγδαλόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
αναβάθρα:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
ανάβαλτος:
> διάβολος > δαιμονικά
ανάβασμα:
> αλέβρι > του φαγιού
ανάβατο:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανάβει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναβολάρι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
αναβολιός:
Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά
αναβουνάρι:
> βουνό > τοπογραφικά
ανάβρα:
> βρύση > του χωραφιού
αναβράει:
> η κάψα > καιρικά
αναβρασίλα:
> ζέστη > καιρικά
αναβρασίλα:
> σύνεφο > καιρικά
αναβρεξιά:
> αναβροχιά > καιρικά
αναβροχιά:
> αναβροχιά > καιρικά
αναβροχίλα:
> αναβροχιά > καιρικά
ανάβρυσμα:
> βρύση > του χωραφιού
αναβρυστικό:
αναβρυστικό νερό > βρύση > του χωραφιού
αναβρυτή:
> βρύση > του χωραφιού
αναγελάστρα:
Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά
ανάγερο:
> απάνεμο > τοπογραφικά
αναγκαίο:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
αναγκασμός:
> ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανάγκη:
πρήσκονται τα πρόβατα και γίνουνται τούμπανο > στα πρόβατα > αρώστιες
ζώων
αναγνώστης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
αναγνωστόπουλο:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
αναγούλα:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναγουλιά:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναγουλιάζω:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναγουλιαστικός:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναγουλιώ:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναγρικιά:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναγριτσιάζω:
με πιάνουν σύγκρυα κι ανατριχίλες > ανατριχίλα > φυσιολογικά
αναγρίτσιασμα:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
αναδεντράδα:
κλήμα πάνω σε δέντρο > κληματαριά > του χωραφιού
αναδεντράδι:
> δέντρο > φυτολογικά
αναδένω:
> τραβώ τόνο > αρμενίσματα
αναδεξίμι:
> βάφτισμα > οικογενειακά
αναδεξιμιός:
> βάφτισμα > οικογενειακά
αναδεχτός:
> βάφτισμα > οικογενειακά
ανάδοση:
> καταχνιά > καιρικά
ανάδοχος:
> βάφτισμα > οικογενειακά
αναδριμιάζουν:
από ξινό > τα δόντια > όργανα
ανάθεμα:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
αναθεμάτισμα:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
αναθεματισμένος:
> διάβολος > δαιμονικά
αναθεματισμός:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
αναθρεφτή:
> παρακόρη > οικογενειακά
αναθρεφτός:
> παραπαίδι > οικογενειακά
ανακάλημα:
> μυρολόγι > οικογενειακά
ανακαλητό:
> δάκρυ > φυσιολογικά
ανακαλιούμαι:
> μυρολόγι > οικογενειακά
ανακαράδες:
τα όργανα που παίζουνται με το φύσημα > όργανα > του μουσικού
ανακατέβουμαι:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανακατωμένος:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
ανακατωμός:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανακατωσούρα:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανακατωτήρι:
> ταράχτης > του μαγεριού
ανακαψίλα:
> καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανακόβω:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
ανακουφωτό:
> κέντημα > ραφτικά
ανακρέμαση:
> αναβροχιά > καιρικά
ανάλαβος:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ανάλατο:
χοιρινό ξύγκι > σφαχτό > του φαγιού
αναλεξένιο:
> πανιά > πανιά
ανάλεστος:
> αλέθω > του μυλωνά
αναλόγι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αναλόγι:
το στήριγμα όπου βάζει ο παίχτης τις μουσικές του > αναλόγι > του
μουσικού
αναλυτό:
χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά
ανάμα: είναι
ανάμα τα νερά της θάλασσας > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
ανάμα: το
κρασί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αναματερό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αναμέλα:
> αφτί > όργανα
αναμέλα:
Heterocera | η ψυχαρούδα του μεταξοσκουληκιού > δαμαλάκι > σκουλήκια
και ζωύφια
αναμένα
τα φώτα: > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
αναμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
αναμεσάδα:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
άναντρη:
> χήρα > οικογενειακά
ανάπαψη:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
αναπιασμένο:
προζύμι > αλέβρι > του φαγιού
ανάπλα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
ανάπλαγο:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ανάπλωρα:
έρχομαι ανάπλωρα > αναπλωρίζω > αρμενίσματα
αναπλωρίζω:
> αναπλωρίζω > αρμενίσματα
αναπνιά:
> ανάσα > φυσιολογικά
αναπνοή:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανάποδη:
η πίσω μεριά > πρόσωπη μεριά > πανιά
ανάποδος:
> στεριανό > καιρικά
αναπόταμο:
η μεριά του ποταμού που αψηλώνει > ποτάμι > τοπογραφικά
αναρέσα:
νεροστρόβιλος > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού
αναρούσα:
> αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού
αναροχάζω:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
αναρόχασμα:
δυνατό ρουχάλισμα > ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ανάσα: >
ανάσα > φυσιολογικά
ανασαίνω:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανασανιά:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανάσαση:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανασασμός:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανασηκωτό:
> κέντημα > ραφτικά
ανασκαφίζω:
σκάφτω για να ξεριζώσω τις αγριάδες > σκάφτω > του χωραφιού
ανάσκελα:
κάνω τον ξερό > κολυμπώ > αρμενίσματα
ανασκελάς:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
ανασόνι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
ανασταίνω:
> γεννώ > βιολογικά
ανασταίνω:
> καλιεργώ > του χωραφιού
ανασταλάζει:
ανασταλάζει η βροχή = σταματάει > βροχή > καιρικά
ανάσταση:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ανάστεμα:
> αλέβρι > του φαγιού
αναστέματα:
γη που ξεχερσώθηκε για πρώτη φορά > αναστησιές > του χωραφιού
αναστέναγμα:
> αναστεναγμός > φυσιολογικά
αναστεναγμός:
> αναστεναγμός > φυσιολογικά
αναστενάζω:
> αναστεναγμός > φυσιολογικά
ανάστερη:
> άστρο > αστρικά
αναστημένη:
αναστημένη κόρη > παρακόρη > οικογενειακά
αναστησιά:
> παρακόρη > οικογενειακά
αναστησιές:
> αναστησιές > του χωραφιού
αναστησιές:
δέντρα φυτεμένα > δέντρο > φυτολογικά
άναστρη:
> άστρο > αστρικά
ανασυρτήρι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
ανάτελα
(τα): > αβγή > αστρικά
ανατέλλει:
> ο ήλιος > αστρικά
ανάτελμα:
> αβγή > αστρικά
ανατέλνει:
> ο ήλιος > αστρικά
ανατολή:
> αβγή > αστρικά
ανατομικά:
> ανατομικά > ψαρολογικά
ανατριχιάζει:
το πετσί > ανατριχίλα > φυσιολογικά
ανατριχιάζω:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
ανατρίχιασμα:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
ανατριχίλα:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
αναφάλακρος:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αναφανή:
το μέρος όπου πρωτοφαίνεται κάποιος ή κάτι > αναφανή > τοπογραφικά
αναφεξάδα:
> δάσος > τοπογραφικά
αναφόρι:
> ρέμα > της θάλασσας και του καιρού
ανάφορο:
αντίθετο ρέμα > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού
αναφορός:
τρύπα για να βγαίνει ο καπνός > φούρνος > του μαγεριού
ανάφτρα:
> ζέστη > καιρικά
αναφυλλητό:
> δάκρυ > φυσιολογικά
αναφυλλίζουν:
> ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
αναχυμίζω:
κουνώ τη χύτρα να μη κολήσει το φαγί μέσα > μαγειρέματα > του μαγεριού
αναχυτή:
> βελονιές > ραφτικά
αναψαριά:
έλλειψη ψαριών > ψαρότοπος > της ψαρικής
αναψοκόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ανεβαίνει:
> ψωμί > του φαγιού
ανεβαλλούσα:
> βρύση > του χωραφιού
ανεβασιά:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανέβασμα:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανεβασμένα
τα νερά: > φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού
ανεβαστήρι:
> ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ανεβαστό:
> ψωμί > του φαγιού
ανεβάστρα:
> ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ανεβάτης:
> ανεβαστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ανεβάτης:
σύνεργο που σηκώνει τη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά
ανεβατό:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανεβατό:
> κέντημα > ραφτικά
ανεβατό:
ανεβατές μάρκες > βελονιές > ραφτικά
ανεβατό:
ένζυμος άρτος > ψωμί > του φαγιού
ανέγγυος:
> νόθος > οικογενειακά
ανεγέρνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ανεδοσόβροχη:
> σύνεφο > καιρικά
ανεκαθούμενος:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
ανέκατος:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανέλο: >
μέρη της άγκυρας > του καραβιού
ανελυγκιάζω:
ανακατέβουμαι από κάτι πολύ γλυκό > λόξιγκας > φυσιολογικά
ανεμαλώνι:
το στεφάνι που φαίνεται κάποτε γύρω στον ήλιο κατά το βασίλεμα > ήλιος
> αστρικά
ανέμη: >
ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
ανέμη: η
μεγάλη ρόδα που γυρίζει με τις κλωστές μαγγάνια > σύνεργα του κάλφα > του
αργαλιού και της ρόκας
ανέμη: μέρη
του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
άνεμη: ανοιχτό
φως στον καθαρό αγέρα > άνεμη μέρα > καιρικά
ανέμι: >
άνεμος > καιρικά
ανεμίδα:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
ανεμίδι:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
ανεμίδι:
> άνεμος > καιρικά
ανεμικά:
> νεράιδα > δαιμονικά
ανεμικές:
> νεράιδα > δαιμονικά
ανεμική:
> ανεμική > καιρικά
ανεμική:
> άνεμος > καιρικά
ανεμική:
> κακοκαιριά > καιρικά
ανεμικό:
> στοιχιό > δαιμονικά
ανέμισμα:
> λιχμίζω > του χωραφιού
ανεμιστή:
φουφουλόβρακα ανεμιστή > βρακί > ρούχα
ανεμιστήρι:
> ανεμολόγος > του χτίστη
ανεμοαβγό:
> αβγό > πουλολογικά
ανεμοβλογιά:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανεμοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
ανεμοβραχιές:
> βραχουριά > τοπογραφικά
ανεμοβροχή:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοβροχιά:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόβροχο:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόγαλο:
> γάλα > της βοσκής
ανεμογάμης:
Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά
ανεμογγάστρι:
> αγγαστριά > βιολογικά
ανεμοδούρα:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
ανεμοδούρα:
> ανεμοδούρα > καιρικά
ανεμοδούρα:
> μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας
ανεμοδούρα:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
ανεμοδούρι:
ανεμοδείχτης > ανεμοδούρα > καιρικά
ανεμοζάλη:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοθάλασσα:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοκαίρι:
μάλιστα η ισημερία > ανεμοκαιρία > καιρικά
ανεμοκαιριά:
> ανεμοκαιρία > καιρικά
ανεμοκαιρία:
> ανεμοκαιρία > καιρικά
ανεμοκαιρός:
> ανεμοκαιρία > καιρικά
ανεμόκαιρος:
> ανεμοκαιρία > καιρικά
ανεμόκαμα:
> σύνεφο > καιρικά
ανεμοκάμηλο:
> σάβρα > σερπετά
ανεμοκούνια:
> παιδιών > παιγνίδια
ανεμολόγι:
τα ζουγραφιστά χωρίσματα του μπούσουλα > μπούσουλας > του καραβιού
ανεμολόγι:
τα τριανταδυό χωρίσματα του μπούσουλα που δείχνουν τους διάφορους ανέμους
> ανεμολόγι > καιρικά
ανεμολόγος:
> ανεμολόγος > του χτίστη
ανεμόλοχο:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόμυλος:
> μύλος > του μυλωνά
ανεμοξουριά:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοπόλεμος:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοπύρωμα:
ερυσίπελας > ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανεμοριπή:
> ανεμική > καιρικά
ανεμορούφουλα:
> ρούφουλας > καιρικά
ανεμορούφουλας:
> ανεμική > καιρικά
ανεμορούφουλος:
ανεμορούφουλος κι ανεμοκάπνιστος > ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές
άνεμος:
> άνεμος > καιρικά
ανεμοσάλεμα:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοσάλεμα:
το σκίρτημα του εμβρύου > αγγάστρι > βιολογικά
ανεμόσαλος:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόσκαλα:
> σκάλα > του χτίστη
ανεμοσκεπή:
> ανεμοσκεπή > του σπιτικού
ανεμοσκεπή:
> απανεμιά > καιρικά
ανεμόσουπα:
από ψωμί και νερό μοναχά > ζουμί > του φαγιού
ανεμοσούρι:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοσούρι:
άνεμος με χιόνι > χιόνι > καιρικά
ανεμοστάτης:
> ανεμοσκεπή > του σπιτικού
ανεμοστρίφτουλας:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοστρόβιλος:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόσυκο:
που σαπίζει πριν ωριμάσει > σύκα > του φαγιού
ανεμοσυρτιά:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόσυρτο:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοτάραχα
(τα): > ανεμική > καιρικά
ανεμοταραχή:
> ανεμική > καιρικά
ανεμότρατα:
> είδη καραβιών > καράβια
ανεμούρα:
> ανεμική > καιρικά
ανεμοφύσημα:
> ανεμική > καιρικά
ανεμόχαλο:
> ήλιος > αστρικά
ανεπνιά:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανεραγός:
> νεράιδα > δαιμονικά
ανερούσα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
ανερούσες:
> νεράιδα > δαιμονικά
ανεσαμιά:
> ανάσα > φυσιολογικά
ανέσωστο:
> μωρό > βιολογικά
ανετριφτής:
> φούρνος > του μαγεριού
ανέφαμα:
> αναφανή > τοπογραφικά
ανεφόκαμα:
> σύνεφο > καιρικά
ανέχολο:
> γιατρικό > γιατρικά
ανεψητάρι:
άπλυτη κλωστή > κλωστή > ραφτικά
ανεψιά:
> ανίψι > οικογενειακά
ανεψιό:
> ανίψι > οικογενειακά
άνηθο: >
μπαχαρικά > του φαγιού
άνηθος:
> μπαχαρικά > του φαγιού
ανηλιό:
> κελάρι > του χτίστη
ανήμερα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
ανήφερτη:
> ψωμί > του φαγιού
ανηφόρι:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανηφοριά:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανήφορος:
> ανήφορος > τοπογραφικά
ανθητός:
στέρφο κλήμα > ανθητός > φυτολογικά
ανθόγαλα:
> γάλα > της βοσκής
ανθοκλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
ανθόκλαδο:
> κλαδί > φυτολογικά
ανθολογώ:
> φυλλολογώ > του χωραφιού
ανθός: >
λουλούδι > φυτολογικά
άνθος: >
λουλούδι > φυτολογικά
ανθότυρο:
τυρί της κρέμας > τυρί > του φαγιού
ανίψι: >
ανίψι > οικογενειακά
ανοίγει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ανοίγει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
ανοίγει:
ο καιρός ανοίγει > καιρός > καιρικά
ανοίγεται:
ανοίγεται από το γιατρό > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άνοιγμα:
> δάσος > τοπογραφικά
άνοιγμα:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ανοίγουν:
βγάζουνε φύλλα την άνοιξη > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
ανοίγω:
> κλουβιάζω > πουλολογικά
ανοίγω:
ανοίγω σπυρί > δουλιές του γιατρού > γιατρικά
άνοιμα:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
άνοιξη:
> άνοιξη > της μέρας και της ώρας
ανοιξιάτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
ανοιχτάρι:
> ανοιχτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ανοιχτή:
ανοιχτή ώρα = η ώρα που είναι λέφτερα τα δαιμονικά > ανοιχτή ώρα >
δαιμονικά
ανοιχτήρι:
> ανοιχτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ανοιχτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ανοιχτό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ανοιχτογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
ανοιχτόθωρο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ανοιχτοπέλαγο:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
ανοιχτοσύνη:
> καλοκαιριά > καιρικά
ανοιχτόχρωμο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ανοιχτόχρωμος:
μουστάκια βλάγκα > άσπρος > του ζουγράφου
ανομπριά:
> αναβροχιά > καιρικά
αντάρα:
> αντάρα > καιρικά
αντάρα:
> βροχή > καιρικά
αντάρα:
> κακοκαιριά > καιρικά
ανταριάζει:
> αντάρα > καιρικά
ανταρώνει:
> αντάρα > καιρικά
αντένα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
αντένες:
> κατάρτια > του καραβιού
άντερα:
> άντερα > όργανα
αντερί:
> αντερί > ρούχα
αντερί:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
αντερόλυσσα:
> αντερόλυσσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άντζα: >
πόδι > ανατομικά κατατόπια
αντηλιά:
> ήλιος > αστρικά
αντηλιάδα:
> ήλιος > αστρικά
αντήλιο:
> ήλιος > αστρικά
αντήλιος:
ο δέφτερος ήλιος που φαίνεται κάποτε στα σύνεφα > ήλιος > αστρικά
αντήμερα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
αντήμερος:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
αντί: το
ξύλο όπου τυλίγεται το πανί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της
ρόκας
αντιβάτης:
> φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
αντιβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
αντίγλωσσο:
> στόμα > όργανα
αντίδια:
> λαχανικά > του φαγιού
αντιδοσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
αντίδωρο:
> ψωμί > του φαγιού
αντίδωρο:
το ψωμί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αντιθωριά:
> χρώμα > του ζουγράφου
αντικέφαλο:
> σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
αντικλείδι:
> αρμός > κόκκαλα
αντικούτικας:
> σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
αντικούτικας:
ινίον > πισωκάφκι > κόκκαλα
αντιμάμαλο:
ο αντίχτυπος των κυμάτων στη θαλασσοβραχιά > αντιμάμαλο > της θάλασσας
και του καιρού
αντιμήσιο:
φαρδύ ύφασμα με εικόνα της αποστάβρωσης που ανοίγεται για να μπουν απάνω τα
τίμια δώρα. μένει στην άγια τράπεζα κάτω από το Βαγγέλιο > εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
αντίξυλο:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
αντίπλωρος:
αντίπλωρος άνεμος > στεριανό > καιρικά
αντιπροσωπίδι:
άμνιον > νηνίδα > βιολογικά
αντιράβδι:
για να χτυπούν τις ελιές > βέργα > του χωραφιού
αντίραβδο:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
αντίριμα:
> ρίζα > φυτολογικά
αντιστύλι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
αντιφεγγιά:
> χρώμα > του ζουγράφου
αντιχρωμιά:
> χρώμα > του ζουγράφου
αντίψυχο:
> γιατρικό > γιατρικά
αντίψυχο:
> μαγιοβότανο > δαιμονικά
αντίψυχος:
> γιατρικό > γιατρικά
αντλητήρι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
αντράδερφος:
> αντράδερφος > οικογενειακά
αντράλα:
ίλιγγος > ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αντραμίδα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
άντρας:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
αντρόγυνο:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
αντρογυνοχωρίστρα:
η γυναίκα που χωρίζει τ' αντρόγυνα > χωρισιά > οικογενειακά
αντρομίδα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
αντρομίδα:
> χαλί > του σπιτικού
αντρομονάστερο:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
αντρούλης:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
αντρούλιακας:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
ανυδριά:
> αναβροχιά > καιρικά
άνυδρο:
> χωράφι > του χωραφιού
ανύπαντρη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
ανύπαντρος:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
ανυφαντής:
> ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας
ανυφαντής:
Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
ανυφαντίνα:
> ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας
ανυφαντό:
> πανί > του αργαλιού και της ρόκας
ανυφαντούρα:
υφαντική > ανυφαντούρα > του αργαλιού και της ρόκας
ανυφάντρα:
> ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας
ανώβλι:
> ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη
ανώγι: >
πατώματα > του χτίστη
ανώφλι:
> πόρτα > του χτίστη
αξανεμιά:
> ανεμοσκεπή > του σπιτικού
αξανεμιά:
> απανεμιά > καιρικά
αξημέρωτα:
> αβγή > αστρικά
αξημέρωτος:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
αξίνα: >
αξίνα > του χωραφιού
αξινάρα:
> αξίνα > του χωραφιού
αξινάρι:
> αξίνα > του χωραφιού
αξιναροκράτημα:
το χέρι της αξίνας > αξίνα > του χωραφιού
αξινορύγι:
> αξίνα > του χωραφιού
άξιφο: >
είδη βαφών > του βαφιά
άξιφος:
άσπρη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
αξιώτικος:
> είδη χορών > χοροί
αξόνι: >
μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά
αξόνι: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
αξόνι: μέρη
του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
αξός: >
ξόβεργα > του κυνηγού
αοιδάνια:
> σταφύλια > του φαγιού
αόμματος:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
απάγγειο:
> απανεμιά > καιρικά
απάγγειο:
> απάνεμο > τοπογραφικά
απαγγιάζει:
απαγγιάζει ο αέρας > απανεμιά > καιρικά
απαγγιάζω:
απαγγιάζω από τον άνεμο = φυλάγουμαι σε απάγγειο > απανεμιά > καιρικά
απαθάτο:
> άλογο > θηλαστικά
απάκια:
της ράχης > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
απάλα: χεριά
μαλιά > μαλί > της βοσκής
απαλάμιστα:
> καράβι > καράβια
απαλαριά:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
απαλαριά:
μικρό σινί για το αντίδωρο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
απαλαριά:
μικρό σινί για το αντίδωρο > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και
χαλκωματά
απαλό: απαλό
των παιδιών = βρέγμα > απαλό > κόκκαλα
απάλωνα:
> απάλωνα > του χωραφιού
απανάρι:
το πάνω μέρος του μύλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά
απαναριά:
> ψωμί > του φαγιού
απανεμιά:
> απανεμιά > καιρικά
απανεμιά:
> απάνεμο > τοπογραφικά
απανεμίδες:
χαλασμένες ρώγες τσαμπιού > αποκαρπίτης > του τρύγου
απανεμίδες:
χαλασμένες ρώγες τσαμπιού > καρπός > φυτολογικά
απανεμίδια:
> απάλωνα > του χωραφιού
απανεμίζω:
> λιχμίζω > του χωραφιού
απανέμισμα:
> λιχμίζω > του χωραφιού
απάνεμο:
> απανεμιά > καιρικά
απάνεμο:
> απανεμιά > καιρικά
απάνεμο:
> απάνεμο > τοπογραφικά
απάνεμος:
> απάνεμο > τοπογραφικά
απανόψι:
> ψωμί > του φαγιού
απάντρεφτη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
απάντρεφτος:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
απαντρεψιά:
> απαντρεψιά > οικογενειακά
απανωγάμπιες:
> πανιά > του καραβιού
απανωκούμπια:
> κουμπί > ραφτικά
απανώπετσο:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
απανωσάγονο:
> σαγόνι > κόκκαλα
απανωσέντονο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
απανωστύλι:
> κολόνα > του χτίστη
απαρή: >
πάτημα > του κυνηγού
απάρθενος:
απάρθενος χορός > αστερισμοί > αστρικά
απαρτικά:
σινιάλο της παρτέντζας > παντιέρα > του καραβιού
άπατα: της
γης τ' άπατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά
απατοπαστώνω:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
απεγγόνι:
> αγγόνι > οικογενειακά
απελατίκι:
σιδερένιο ρόπαλο (οι μαγγλαβίτες με τ' απελατίκια) > μεσοχρονιάτικα
άρματα > του πολεμιστή
απεταλίκι:
> ρόπαλο > του πολεμιστή
απετονιά:
> πετονιά > της ψαρικής
απήγανο:
ξορκίζω με τον απήγανο > ξορκίζω > δαιμονικά
απήδανος:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
απήδηχτη:
> μαρκάλος > της βοσκής
απίδι: >
απίδι > του φαγιού
απιδόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
απίκου:
> άγκυρα > του καραβιού
απλάδα:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
άπλερο:
που γεννήθηκε πριν την ώρα του > μωρό > βιολογικά
απλή: >
σκοινιά > του καραβιού
απλοπίνακο:
> σπληνοστόμαχο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
απλοχεριά:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
απλόχερο:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
απλόχωρο:
> αγγάστρι > βιολογικά
απλώστρα:
στυλώνει το αντί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
απλωτή:
> κολυμπώ > αρμενίσματα
αποβάλλουμαι:
> αποβολή > βιολογικά
απόβαλμα:
> αποβολή > βιολογικά
αποβαλμένο:
> αποριξίμι > βιολογικά
απόβαλση:
> αποβολή > βιολογικά
απόβγαλμα:
> αποβολή > βιολογικά
αποβδόμαδα:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
αποβλέψιμο:
> όραση > φυσιολογικά
αποβολή:
> αποβολή > βιολογικά
αποβολή:
> πάτημα > του κυνηγού
αποβοσκίζω:
> δουλιές του βοσκού > της βοσκής
αποβοσκιστή:
πέτρα που ρίχνει ο βοσκός για ν' αποβοσκίσουν τα γιδοπρόβατα > δουλιές
του βοσκού > της βοσκής
απόβραδα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
αποβραδίς:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
αποβρέχι:
βρεμένο ψωμί > ψωμί > του φαγιού
αποβροχάρης:
αποβροχάρης άνεμος > στεριανό > καιρικά
αποβρόχια:
> βροχή > καιρικά
απόβροχο:
> βροχή > καιρικά
απόβροχος:
> στεριανό > καιρικά
απογαλαχτισμένο:
> μωρό > βιολογικά
απόγειο:
> στεριανό > καιρικά
απόγεμα:
> απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
απογεματινή:
> απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
απόγιομα:
> απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
απογκρεμιά:
γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
απόγκρεμος:
κρημνώδης > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
απογόνι:
> παιδί > οικογενειακά
απόγονοι:
> γονιός > οικογενειακά
απόγωνο:
> απάνεμο > τοπογραφικά
απόδειπνο:
η τελευταία προσεφκή πριν τον ύπνο > λειτουργικά > της εκκλησιάς
αποδιαφώτισμα:
> αβγή > αστρικά
αποδοσίδι:
στάλσιμο της πραμάτειας με καράβι > αχταρμάς > του κούρσου και του
φορτωτή
αποδόχι:
> πατητήρι > του τρύγου
αποζέβλι:
το κλειδί που κλειδώνει τη ζέβλα > αλέτρι > του χωραφιού
απόζηλο:
απόζηλο μέρος = όπου μεριάζουν δαιμονικά > νεραϊδαριό > δαιμονικά
αποθαλασσιά:
απάνεμη θάλασσα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
αποθαλασσινός:
αποθαλασσινός καιρός + αλλαγή καιρού από τη θάλασσα > καιρός > καιρικά
αποθαλασσινός:
αποθαλασσινός καιρός > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
αποθάλασσος:
αποθάλασσος γιαλός > γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
αποθαλασσώνουμαι:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
αποθαλασσώνουμαι:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
αποθειός:
> θείος > οικογενειακά
αποθωριά:
> χρώμα > του ζουγράφου
αποκαθίδι:
> καφές > του φαγιού
αποκαλαμιά:
τα κοτσάνια που μένουν ύστερα από το θέρισμα > καλαμιά > του χωραφιού
αποκαλαμιά:
το στάχυ που μένει ριζωμένο στο χωράφι έπειτα από το θέρισμα > στάχυ >
φυτολογικά
αποκαρπίτης:
κακογίνωτο τσαμπί > καρπός > φυτολογικά
αποκαρπίτης:
μίζερο τσαμπί σταφύλια > αποκαρπίτης > του τρύγου
αποκάρωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
αποκαταριά:
> ψωμί > του φαγιού
αποκεφαλίζω:
> μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα
αποκλαμός:
> αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αποκλείστρα:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
απόκληρο:
> παιδί > οικογενειακά
απόκληρο:
> παιδί > οικογενειακά
απόκλωσμα:
> βασίλεμα > αστρικά
αποκοίλι:
> κοιλιά > όργανα
αποκοιμίζω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
αποκοίμισμα:
> ύπνος > φυσιολογικά
απόκομα:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
αποκομένο:
που το ξεβύζαξαν > μωρό > βιολογικά
αποκοπή:
> αποκόφτω > βιολογικά
απόκορφο:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
αποκορωμένο:
> δαίμονας > δαιμονικά
αποκούνι:
> παιδί > οικογενειακά
αποκούρι:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
αποκούτσαμα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αποκόφτω:
> αποκόφτω > βιολογικά
αποκρέβατος:
ο τόπος κάτω από το κρεβάτι > κρεβάτι > του σπιτικού
αποκρέβω:
> αρτυμή > του φαγιού
απολείτουργα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
απολειφαδιάζω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
απολίβαδο:
βοσκημένο > λιβάδι > τοπογραφικά
απολιγαίνω:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
απόλιγος:
> φεγγάρι > αστρικά
απολίγωμα:
> λιγούρα > φυσιολογικά
απολιγώνω:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
απολίμανο:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
απολυμένο:
> φίδι > σερπετά
απολύμι:
> αλέβρι > του μυλωνά
απόλυση:
το τέλος της λειτουργιάς > λειτουργικά > της εκκλησιάς
απολυταριά:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
απολυτίκι:
το τροπάρι της απόλυσης > λειτουργικά > της εκκλησιάς
απόλωλος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
απομαλίδι:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
απόμαλο:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
απομεινάρι:
> τόπι > πανιά
απομεινάρια:
> αλέβρι > του μυλωνά
απομεινάρια:
> αποτρυγίδι > φυτολογικά
απόμερο:
απόμερο μέρος > παραμεριά > τοπογραφικά
απομεσήμερο:
> απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
απομουστώματα:
> αποστραγγίδια > του τρύγου
απόμουχρο:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
απομύρωμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
απομωραμένος:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
απόνερα:
> απόνερα > αρμενίσματα
απονέρια:
> απόνερα > αρμενίσματα
απονεφελιά:
υπονεφέλη, επινεφέλιον > σύνεφο > καιρικά
απόνησο:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
απονυστάζω:
> νύστα > φυσιολογικά
αποξυλωμός:
> κομάρα > φυσιολογικά
αποξυλωμός:
τέτανος > αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αποπαίδι:
> παιδί > οικογενειακά
απόπαιδο:
> παιδί > οικογενειακά
αποπαιδούσα:
που δεν κάνει πια παιδιά > λεχώνα > βιολογικά
απόπατος:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
αποπληξία:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αποπύρι:
> ζέστη > καιρικά
αποράχι:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
απόριζο:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
απόριμα:
> αποριξίμι > βιολογικά
αποριξίμι:
> αποριξίμι > βιολογικά
αποριφή:
> απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
απορουχοσυνάχτης:
> απορουχοσυνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
αποσήμαδη:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
απόσκεπο:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
απόσκια:
πέφτουν τ' απόσκια > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
απόσκιος:
δυτικός άνεμος > στεριανό > καιρικά
απόσπερα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
αποσπέρι:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
αποσπεριά:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
αποσπερίζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
απόσπερνο:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
απόσπερο:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
αποσπόρι:
> παιδί > οικογενειακά
αποσταβρώνω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
αποστάφυλα:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
απόστεμα:
> απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αποστεριό:
> στεριανό > καιρικά
απόστιχα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
αποστολιάτικα:
> σύκα > του φαγιού
αποστραγγίδια:
> αποστραγγίδια > του τρύγου
αποστρώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
αποταχιά:
> αβγή > αστρικά
αποτεκνάδι:
> παιδί > οικογενειακά
αποτεκνάδι:
> παιδί > οικογενειακά
απότιστο:
> χωράφι > του χωραφιού
άποτο: >
χωράφι > του χωραφιού
απότοιχος:
ο τόπος από κάτω από τον τοίχο > τοίχος > του χτίστη
αποτρύγημα:
> τρύγος > του τρύγου
αποτρύγια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
αποτρυγίδι:
> αποτρυγίδι > φυτολογικά
αποτρυγίδια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
απότρυγο:
τέλος του τρύγου > τρύγος > του τρύγου
απότσαμπα:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
αποτσαμπίδια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
αποφόρια:
> ρούχα > ρούχα
αποφώλι:
> πεταρούδι > πουλολογικά
αποφώλιο:
> αβγό > πουλολογικά
αποχείλωμα:
αποχείλωμα της ρεματιάς > ρέμα > τοπογραφικά
αποχές:
εκεί που τελειώνουν οι βράχοι κι αρχίζει η αμμουδιά μέσα στη θάλασσα >
αποχές > της θάλασσας και του καιρού
απόχη: >
απόχη > της ψαρικής
απόχηρος:
> χήρος > οικογενειακά
αποχόντρι:
> αλέβρι > του μυλωνά
αποχρωμιά:
> χρώμα > του ζουγράφου
απόχτενο:
το μπροστινό μέρος του χτενιού > χτένι > κόκκαλα
απόχτυπος:
> καρδιά > όργανα
αποχυλώνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
απόχυμα:
σπέρμα > φυσικά > φυσιολογικά
αποχυμένο:
ψάρι που έχει γεννήσει τ' αβγά του > αποχυμένο > ψαρολογικά
απόχυση:
> φεγγάρι > αστρικά
αποχωνέβω:
> χώνεψη > φυσιολογικά
αποχωνέματα:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
Απρίλης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
Απριλομάς:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
απύρι: >
χημικά > μέταλλα και χημικά
αραβώνα:
> διαμαντικά > πετράδια
αραβώνας:
> αραβώνας > οικογενειακά
αραβωνιαστικιά:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
αραβωνιαστικός:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
αραγός:
> ταγάρι > της βοσκής
αραγός:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
αραδιάζω:
> αραδιάζω τη γούμενα > αρμενίσματα
αράζω: >
ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
αραθύμημα:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
αραθυμιά:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
αραθυμώ:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
αρακάς:
> λαχανικά > του φαγιού
αραμπάς:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
αραμπατζής:
> αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
αραξοβόλι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
αράπης:
> αράπης > δαιμονικά
αραποβλογιά:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αραπόσταρο:
κεφάλι καλαμποκιού > καρπός > φυτολογικά
αράχνη:
Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
αραχνιά:
> αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
αράχνιασμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
αραχνόσκουπα:
> σκούπα > του σπιτικού
αρβάλι:
> κόσκινο > του μαγεριού
αρβάλι:
κόσκινο για λίχνισμα > δριμόνι > του χωραφιού
αρβάλι:
το σκοινί που ενώνει τα δύο αφτιά του καζανιού > αρβάλι > του μαγεριού
αρβάλι:
χέρι καζανιού > αρβάλι > του μαγεριού
αρβελίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
αρβελιστήρι:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
αρβελιστό:
> κρέας > του φαγιού
αργάζω:
> ταμπακίζω > του ταμπάκη
αργαλιός:
δίχτυ που το σέρνουνε στον πάτο της θάλασσας > αργαλιός > της ψαρικής
άργανα:
> όργανα > του μουσικού
αργαστηριάρης:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
αργάτης:
> αργάτης > του καραβιού
αργατινή:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
άργητα:
Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
αργίδα:
Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
άργιλος:
> κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
αργιλόχωμα:
> κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
αργίτικος:
> είδη χορών > χοροί
αργομοίρα:
που παντρεύτηκε αργά > γάμος > οικογενειακά
αργυάκι:
> ρυάκι > τοπογραφικά
αργυρένιος:
> ασημένιος > του ζουγράφου
αργυρός:
> ασημένιος > του ζουγράφου
αργυρώνω:
> ασήμι > μέταλλα και χημικά
αργώνω:
σταματά το γάλα μου > γαλούσα > βιολογικά
αρεβωνάδια:
> αραβώνας > οικογενειακά
αρεβωνίσια:
> αραβώνας > οικογενειακά
αριά: >
τα δόντια είναι > όργανα
αρίγγα:
Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας
αρίδα: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
αρίδα: το
πίσω μέρος του ποδαριού > πόδι > ανατομικά κατατόπια
αρίδι: είδος
τρυπανιού > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
αριλόγος:
> δριμόνι > του χωραφιού
αριογένης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
αριοδόντης:
> δόντι > όργανα
αριολόγι:
> δριμόνι > του χωραφιού
αριολόγος:
> δριμόνι > του χωραφιού
αριομάδα:
> δάσος > τοπογραφικά
αριομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
άρκαλος:
Meles meles > ασβός > θηλαστικά
αρκάνη:
> σταχοκόπι > του χωραφιού
αρκιμπουζάρης:
> τουφέκι > του πολεμιστή
αρκιμπουζάς:
> τουφέκι > του πολεμιστή
αρκιμπουζιά:
> τουφέκι > του πολεμιστή
αρκιμπούζο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
άρκλα: >
κορμός > φυτολογικά
άρκλα: αμπάρι
για ψωμί κι άλλα φαγιά > αμπάρι > του μαγεριού
αρκούδα:
Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά
αρκουδάπιδο:
> απίδι > του φαγιού
αρκούδι:
Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά
αρκουδιά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
αρκουδόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
αρκουδόπουλο:
Ursus arctos > αρκούδα > θηλαστικά
αρκουδοσπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
άρμα: >
άρματα > του πολεμιστή
άρμα: >
θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού
αρμάδι:
> ορμίδι > της ψαρικής
αρμαδιακτό:
ρημαδιακό; > δαίμονας > δαιμονικά
αρμαδούρα:
κρεμάστρα για τα σύνεργα του μαραγκού > αρμαδούρα > του μαραγκού
αρμαθιά:
> ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής
αρμαθιάζω:
> ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής
αρμακάς:
σωρός πέτρες > πέτρα > πέτρες
αρμαλός:
τρίχινα κομάτια που δεμένα κάνουν τη βόλτα > βόλτα > της ψαρικής
αρμάρα:
> ντουλάπα > του σπιτικού
αρμάρι:
> ντουλάπα > του σπιτικού
αρμαστή:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
άρματα:
> άρματα > του πολεμιστή
αρμάτα
(η): > αρματωσιά > του πολεμιστή
αρματολογιά:
οπλισμός > άρματα > του πολεμιστή
αρματώνω:
> άρματα > του πολεμιστή
αρματώνω:
> αρματώνω > αρμενίσματα
αρματωσιά:
πανοπλία > αρματωσιά > του πολεμιστή
αρματωσιά:
σύνεργα ψαρικής > αρματωσιά > της ψαρικής
αρματωτής:
> αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή
αρμεγή:
αρμεγής καιρός > στερφογαλιά > της βοσκής
αρμεγός:
> αρμεγός > της βοσκής
αρμέγω:
> αρμέγω > της βοσκής
αρμεγώνας:
> μάντρα > της βοσκής
άρμεμα:
> αρμέγω > της βοσκής
άρμενα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
αρμενίδι:
Nautilus γένος | ναυτίλος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αρμενίζω:
> αρμενίζω > αρμενίσματα
αρμενισιά:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
αρμενιστής:
> αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή
άρμενο:
> καράβι > καράβια
άρμενο:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
αρμεξιά:
> αρμέγω > της βοσκής
άρμες: οικόσημο
> άρματα > του πολεμιστή
αρμεχτάρα:
> αρμεγός > της βοσκής
αρμεχτής:
> αρμέγω > της βοσκής
άρμη: >
αλάτι > του φαγιού
αρμιά: >
αλάτι > του φαγιού
αρμιδιά:
> ορμίδι > της ψαρικής
αρμιθιά:
> ορμίδι > της ψαρικής
αρμόλυθος:
μισογενωμένο σύκο > σύκα > του φαγιού
αρμός: >
αρμός > κόκκαλα
αρμός: >
ρεζές > του χτίστη
αρμός: >
χέρι > ανατομικά κατατόπια
αρμός: >
χωράφι > του χωραφιού
αρμός: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
αρμοσιά:
> αρμός > κόκκαλα
αρμούτι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
αρμπορίζω:
> αρματώνω > αρμενίσματα
άρμπορο:
> κατάρτια > του καραβιού
αρμύρα:
η γέψη του αλατιού > αλάτι > του φαγιού
αρμυράδες:
> γη > του χωραφιού
αρμυριά:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
αρμυριά:
αλίπεδον > αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού
αρμυρόγεια:
> γη > του χωραφιού
αρμυρόχωμα:
> γη > του χωραφιού
αρνάδα:
> πρόβατο > της βοσκής
αρναδερά:
> ζωντανά > της βοσκής
αρνάκι:
> πρόβατο > της βοσκής
αρναούρα:
> αρναούρα > πετράδια
αρναούρας:
> αρναούρα > πετράδια
αρνάρης:
> βοσκός > της βοσκής
αρνάρι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
αρναρίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
αρνί: >
πρόβατο > της βοσκής
αρνιακό:
> πετσί > του παπουτσή
αρνίσιο:
> κρέας > του φαγιού
αρνοκάτσικα:
> ζωντανά > της βοσκής
αρνοκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
αρνοκόπι:
τα κοντά μαλιά των αρνιών > μαλί > της βοσκής
αρνόκουρο:
κουρεμένο μαλί αρνιού > μαλί > της βοσκής
αρόδο: στ'
ανοιχτά > αρμενισιά > αρμενίσματα
αρόλιθος:
> νερόλακκος > τοπογραφικά
αρόλιθος:
> πέτρα > πέτρες
αρός: κοίλη
πέτρα > πέτρα > πέτρες
άρπα: αιολική
άρπα > άρπα > του μουσικού
αρπάγι:
> αγκουρέτο > του καραβιού
αρπάγια:
> νύχια > πουλολογικά
αρπάλι:
χαυλιόδους > δόντι > όργανα
άρπαξε:
άρπαξε το ψητό > μαγειρέματα > του μαγεριού
αρπάχτρα:
επικύημα > αγγάστρι > βιολογικά
αρπεδόνα:
> στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας
αρπίστας:
> μουσικός > του μουσικού
αρπορέτο:
> κατάρτια > του καραβιού
άρπορο:
κατάρτι > κατάρτια > του καραβιού
αρσανάς:
ναύσταθμος > ταρσανάς > του σκαριού
αρσενικό:
> γιος > οικογενειακά
αρταίνω:
> αρτυμή > του φαγιού
αρτάνα:
ταράτσα περιβολιού > περιβόλι > του χωραφιού
αρτένη:
Fratercula artica > αρτένης > πουλιά
αρτένης:
Fratercula artica > αρτένης > πουλιά
αρτιμόνι:
> κατάρτια > του καραβιού
αρτιοχιονάρι:
Francolinus vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά
άρτος: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
άρτος: >
ψωμί > του φαγιού
αρτοφόρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αρτοφόρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αρτυμή:
> αρτυμή > του φαγιού
αρτυμιό:
> φαγί > του φαγιού
αρτύνουμαι:
> αρτυμή > του φαγιού
αρτύνω:
> αρτυμή > του φαγιού
αρτυσιά:
> αρτυμή > του φαγιού
αρφανά
παγίδια: > παγίδια > κόκκαλα
αρφανός:
> ορφανός > οικογενειακά
αρχαριά:
> λεχώνα > βιολογικά
αρχαριά:
αρχαριά προβατίνα > πρόβατο > της βοσκής
αρχιδάς:
> αρχίδι > όργανα
αρχιδάτος:
> αρχίδι > όργανα
αρχίδι:
> αρχίδι > όργανα
αρχιεπίσκοπος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
αρχιμανδρίτης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
αρχιμηνιά:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
αρχιτσέλιγγας:
> βοσκός > της βοσκής
αρχιχρονιά:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
αρχοντάρης:
φροντίζει τους μουσαφίρηδες στο αρχονταρίκι > εκκλησιαστικά αξιώματα >
της εκκλησιάς
αρχονταρίκι:
> σπίτι > του χτίστη
αρχονταρίκι:
ξενών > μοναστήρι > της εκκλησιάς
αρχοντικό:
> σπίτι > του χτίστη
αρχοντόνησο:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
αρχοντοπαίδι:
> παιδί > οικογενειακά
αρχοντοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
αρχοντόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
αρχοντοφάγι:
> φαγί > του φαγιού
αρχός: το
τέλος του κωλάντερου > άντερα > όργανα
αρωσταίνω:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αρωστημένος:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αρωστιά:
> αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αρώστια:
> αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άρωστος:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ασάραντος:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
ασβεστάδικο:
> ασβεστάς > του χτίστη
ασβεσταριά:
> ασβέστης > του χτίστη
ασβεσταριό:
> ασβεστάς > του χτίστη
ασβεστάς:
που φτιάνει ασβέστη > ασβεστάς > του χτίστη
ασβέστης:
> ασβέστης > του χτίστη
ασβεστοκάμινο:
> ασβεστάς > του χτίστη
ασβεστοκόματα:
κομάτια γύψου > ασβέστης > του χτίστη
ασβεστόνερο:
> ασβέστης > του χτίστη
ασβεστόπετρα:
> ασβέστης > του χτίστη
ασβεστοχύλισμα:
> ασβέστης > του χτίστη
ασβεστώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
άσβιος:
Meles meles > ασβός > θηλαστικά
ασβολερός:
> μάβρος > του ζουγράφου
ασβολερός:
> σταχτής > του ζουγράφου
ασβός: Meles
meles > ασβός > θηλαστικά
ασβός: Sinoxylon
basilare > ασβός > σκουλήκια και ζωύφια
άσβος: Meles
meles > ασβός > θηλαστικά
ασέλινο:
> άλογο > θηλαστικά
ασηκωτήρι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
ασημένιος:
> ασημένιος > του ζουγράφου
ασημένιος:
> ασήμι > μέταλλα και χημικά
ασήμι: >
ασήμι > μέταλλα και χημικά
ασημικά:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
ασημιός:
> ασημένιος > του ζουγράφου
ασημογνέματα:
λειχήνες ή αμπελοκλάδια > νεραϊδογνέματα > δαιμονικά
ασημοκαπνίζω:
> ασήμι > μέταλλα και χημικά
ασημοκόπος:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
ασημοκούμπι:
> κουμπί > ραφτικά
ασημόνερο:
> διάργυρος > μέταλλα και χημικά
ασημόνερο:
νιτρικόν οξύ > χημικά > μέταλλα και χημικά
ασημοπαλάσκες:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ασημόπετρα:
> ασημόπετρα > πέτρες
ασημοπιστόλες:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ασημόσπαθα:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ασημοτράμπουλες:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ασημοτραχηλιά:
> διαμαντικά > πετράδια
ασημοτραχηλιές:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ασημοχρύσαφος:
> χρυσός > του ζουγράφου
ασημόχρυσος:
από χρυσωμένο ασήμι > ασήμι > μέταλλα και χημικά
ασημώνω:
> ασήμι > μέταλλα και χημικά
ασημωτός:
> ασημένιος > του ζουγράφου
ασήμωτος:
> ασημένιος > του ζουγράφου
ασκάβλι:
> ασκομαντούρα > του μουσικού
ασκάθαρος:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
ασκάλαβος:
> σάβρα > σερπετά
ασκαλαβωτής:
> σάβρα > σερπετά
ασκάλη:
> αλέτρι > του χωραφιού
ασκαλώπας:
Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
άσκημος:
> μύτη > όργανα
ασκηταριό:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
ασκί: >
ματαράς > του τρύγου
ασκί: ο
γλουτός > κώλος > ανατομικά κατατόπια
ασκό: χωρίς
τσόφλι > αβγό > πουλολογικά
ασκόαβλος:
> ασκομαντούρα > του μουσικού
ασκόγεια:
> γη > του χωραφιού
ασκόδερμα:
> ασκομαντούρα > του μουσικού
ασκοθάλασσα:
κύματα χωρίς αφρό > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
ασκοθαλασσιά:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
ασκόλυθος:
> σύκα > του φαγιού
ασκομαντούρα:
> ασκομαντούρα > του μουσικού
ασκόπουλο:
> ματαράς > του τρύγου
ασκόπουλο:
που μόλις έσκασε από το αβγό > πεταρούδι > πουλολογικά
ασκοτσαμπούνα:
> ασκομαντούρα > του μουσικού
ασκοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
ασκουβάζα:
Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά
ασκούρισμα:
> κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
άσκωμα:
το πετσί που είναι καπλαδισμένο γύρω στο κουπί > κουπί > του καραβιού
ασλάνι:
Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά
ασμολόγος:
η βασίλισα του μελισιού > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ασπαλαθρίτης:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
ασπράδα:
αμμουδένιος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του
καιρού
ασπράδι:
> αβγό > πουλολογικά
ασπράδι:
το άσπρο του ματιού (σκληρωτικός χιτών) > μάτι > όργανα
ασπριδερός:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρίζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
ασπρικωλίνα:
Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά
ασπρίλα:
> χρώμα > του ζουγράφου
ασπρισμένο:
> βούτυρο > της βοσκής
ασπρογάλιασμα:
> αβγή > αστρικά
ασπρογαλίζει:
η θάλασσα ασπρογαλίζει = ασπρίζει από τα κύματα > θάλασσα > της
θάλασσας και του καιρού
ασπρόγεια:
> γη > του χωραφιού
ασπρογένης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ασπρογενίζω:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ασπροθαλασσής:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρόθολος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπροκώλα:
Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά
ασπρόκωλος:
Saxicola oenanthe > ασπρόκωλος > πουλιά
ασπρολίθι:
> πέτρα > πέτρες
ασπρολογιά:
> ασπρόρουχα > ρούχα
ασπρομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ασπρομάτιασμα:
ασπρίζει το μάτι του γιδιού > στα γίδια > αρώστιες ζώων
ασπρομούστακος:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ασπρόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
ασπροπάρης:
γύπας των ψηλών βουνών > γύπας > πουλιά
ασπρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
ασπροπρόσωπος:
> πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές
ασπρόρουχα:
> ασπρόρουχα > ρούχα
ασπρορουχιά:
> ασπρόρουχα > ρούχα
ασπρορουχού:
> ράφτης > ραφτικά
άσπρος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρούδια:
> σταφύλια > του φαγιού
ασπρούλης:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρουλιάρης:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρουλιάρικος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρούλικος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρουλός:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρούτσικος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ασπρόχωμα:
> γη > του χωραφιού
ασπρόχωμα:
> κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
ασπρόψαρα:
> γόνος > ψαρολογικά
αστακός:
Homarus vulgaris > αστακός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αστάλαχτη:
αστάλαχτη γίδα > γίδι > της βοσκής
αστάρι:
προστυχόπανο > καμπάς > ραφτικά
ασταρώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
αστάχη:
> βελονιές > ραφτικά
αστάχυ:
> στάχυ > φυτολογικά
ασταχωτή:
> βελονιές > ραφτικά
αστέρα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αστέρας:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αστεράτο:
με άσπρο άστρο στο μέτωπο > άλογο > θηλαστικά
άστερη:
άστερη νύχτα > άστρο > αστρικά
αστέρι:
> μηλίγγι > κόκκαλα
αστέρι
(το): Εωσφόρος > πλανήτες > αστρικά
αστέρινος:
> άστρο > αστρικά
αστέριος:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
αστερίσκος:
απάνω από το δισκάρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
αστερίσματα:
> αστερισμοί > αστρικά
αστερισμοί:
> αστερισμοί > αστρικά
αστεφάνωτη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
αστεφάνωτος:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
αστράγαλος:
> πόδι > κόκκαλα
αστράκι:
> αστράχι > του χτίστη
αστραπή:
> αστραπή > καιρικά
αστραποβόλι:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραπόβολο:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραπόβολος:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραπόβροντο:
> βροντή > καιρικά
αστραποβροντώ:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποκαμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
αστραποκαμός:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποπέλεκας:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποπελεκώ:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποπύρι:
> αστραπή > καιρικά
αστραποπύρι:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποσύγνεφο:
> σύνεφο > καιρικά
αστραποτσοκάνισμα:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποτσοκανώ:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστραποφεγγιά:
> αστραπή > καιρικά
αστραπόφεγγο:
> αστραπή > καιρικά
αστραποχάλαζο:
> χαλάζι > καιρικά
αστράχι:
> αστράχι > του χτίστη
αστραχιά:
> λιακωτό > του χτίστη
αστραχιά:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
αστραχιά:
στρώση από αστράχι > αστράχι > του χτίστη
αστραχώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
αστρέχα:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
αστρεχιά:
> κανάλι > του χτίστη
αστρί: >
άστρο > αστρικά
αστρικά:
στερέωμα > ουρανός > καιρικά
αστρικό:
> άστρο > αστρικά
αστρικό:
> κακοκαιριά > καιρικά
αστρίτης:
> οχιά > σερπετά
άστριφτο:
άστριφτο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας
άστρο: >
άστρο > αστρικά
άστρο
της τραμουντάνας: Πολικός Αστήρ > αστερισμοί > αστρικά
αστροβολιά:
> άστρο > αστρικά
αστροβολίδα:
> άστρο > αστρικά
αστρόβολο:
> άστρο > αστρικά
αστρογαλιά:
> οχιά > σερπετά
αστροδρομιά:
> άστρο > αστρικά
αστροκάραβο:
> καράβι > καράβια
αστρολίθι:
> άστρο > αστρικά
αστρονομίζω:
αφίνω κάτι όξω τη νύχτα για να το επηρεάσουν τ' αστέρια > αστρονομίζω
> δαιμονικά
αστροπελέκι:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστροπέλεκο:
> αστροπελέκι > καιρικά
αστρόπετρα:
> άστρο > αστρικά
αστρόπετρα:
> άστρο > αστρικά
αστροφεγγιά:
> άστρο > αστρικά
αστρόφεγγο:
> άστρο > αστρικά
αστυνόμος:
> αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ασύβαστη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
ασύβαστος:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
ασφαλτίτης:
το πέμπτο σφοντύλι της μέσης > σφοντύλι > κόκκαλα
άτεκνος:
> άτεκνος > οικογενειακά
άτι: Equus
caballus > άλογο > θηλαστικά
ατλαζένιος:
> πανίτικος > πανιά
ατλάζι:
> πανιά > πανιά
ατόμαχος:
Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά
άτριχος:
> σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άτριχος:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άτρυγο:
άτρυγο μέλι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ατσαλάρω:
> δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ατσάλι:
> σίδερο > μέταλλα και χημικά
ατσαλόπετρα:
> γυαλόπετρα > πέτρες
ατσαλώνω:
> δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ατσίγγανος:
> γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ατσίδα:
Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά
ατσίδι:
Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά
ατσίνουρος:
που δεν έχει τσίνουρα > μάτι > όργανα
ατσύγκλα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
αφαγιά:
> νηστεία > του φαγιού
αφάλι: >
αφαλός > ανατομικά κατατόπια
αφάλι
της πέτρας: > μέρη του μύλου > του μυλωνά
αφάλιες:
αρώστιες στα ζωντανά > αφάλιες > αρώστιες ζώων
αφαλό: >
αβγό > πουλολογικά
αφαλοκοπάω:
κόβω το αμολόγητο του παιδιού > αφαλοκοπάω > βιολογικά
αφαλός:
του λύθηκε ο αφαλός > αφαλός > ανατομικά κατατόπια
αφέλειες:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
αφεντοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
άφλαστα:
σκαλίσματα της πρύμης > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού
αφορεσμός:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
αφόρια:
καινούρια ρούχα > ρούχα > ρούχα
αφορίζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
αφορισμένος:
> διάβολος > δαιμονικά
αφορμάγρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αφορμάρης:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αφορμίζω:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αφούλκα:
> κανάλι > του χτίστη
άφραγο:
> χωράφι > του χωραφιού
αφράτα:
> αμύγδαλα > του φαγιού
αφράτο:
ή σαλιάνικο > το ξύλο είναι > του μαραγκού
αφράτος:
> άσπρος > του ζουγράφου
άφρη: >
αφρός > της θάλασσας και του καιρού
αφρόγαλα:
> γάλα > της βοσκής
αφρόκυμα:
> κύμα > της θάλασσας και του καιρού
αφρόπλακα:
άσπρο μάρμαρο > πέτρα > πέτρες
αφρός: >
αφρός > της θάλασσας και του καιρού
αφρόχειλο:
> πηγάδι > του χωραφιού
αφρόψαρα:
> γόνος > ψαρολογικά
αφτάρα:
> αφτί > όργανα
αφτάρμιστος:
> αβάσκαντος > δαιμονικά
αφτί: >
αφτί > όργανα
αφτολόγος:
> γιατρός > γιατρικά
άφτρα: >
άφτρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
άφτρες:
άφθαι > άφτρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αφύλλιαστο:
αφύλλιαστο δέντρο > δέντρο > φυτολογικά
αφύραγο:
χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά
άφωνος:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
αχαΐρεφτε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
αχαμνά
(τα): > αρχίδι > όργανα
αχάραγα:
προτού χαράξει > αβγή > αστρικά
αχείλι:
> στόμα > όργανα
άχερα: του
παπά τ' άχερα > Γιορδάνης > αστρικά
αχερής:
> κίτρινος > του ζουγράφου
αχερί: >
κίτρινος > του ζουγράφου
άχερο: >
άχερο > του χωραφιού
αχεροκαλύβα:
> καλύβα > του χτίστη
αχεροσκεπή:
> στέγη > του χτίστη
αχερόστρωμα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
αχερώνας:
> στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
αχηβάδα:
> μπατάρι > του χτίστη
αχηβάδα:
Isocardia cor. > αχηβάδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αχιβάδες:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
αχινιός:
> λουβί > φυτολογικά
αχινιός:
Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αχλάδι:
> απίδι > του φαγιού
αχλατζάδες:
> ελιές > του φαγιού
αχνάρι:
> πάτημα > του κυνηγού
αχνάρι:
> χνάρι > ραφτικά
αχνένιο:
> ψωμί > του φαγιού
άχνη: >
αλέβρι > του φαγιού
άχνη: >
καταχνιά > καιρικά
αχνίζω:
ψήνω στον αχνό > μαγειρέματα > του μαγεριού
αχνιστό:
> κρέας > του φαγιού
αχνιστό:
> φαγί > του φαγιού
αχνό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
αχνοκόκκινος:
> κοκκινίζω > φυσιολογικά
αχούρι:
> στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
αχούρι:
> στάβλος > του χτίστη
αχταπόδι:
Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
αχτάρης:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
αχταρμάς:
> είδη καραβιών > καράβια
αχταρμάς:
διαμετακόμισις > αχταρμάς > του κούρσου και του φορτωτή
αχτσέδες:
> απίδι > του φαγιού
αχυρώνα:
> στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
άψα: >
ζέστη > καιρικά
αψάδα: >
ζέστη > καιρικά
αψάδα: >
κακοκαιριά > καιρικά
αψαχούλεφτη:
η αψαχούλεφτη μοίρα > μοίρα > δαιμονικά
άψη: >
ζέστη > καιρικά
αψίδι: >
μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
αψιδιάζω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
αψιμίτσα:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
αψώμοτο:
αψώμοτο σιτάρι > καρπός > φυτολογικά
βαβά: >
γιαγιά > οικογενειακά
βαβίλα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
βαβούλι:
> καρπός > φυτολογικά
βαβούλι:
> μπουμπούκι > φυτολογικά
βαβουλίδα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
βαβούλω:
> γιαγιά > οικογενειακά
βάβω: >
γιαγιά > οικογενειακά
βάβω: >
παραμάνα > οικογενειακά
βαγγέλιο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
Βαγγελίστρα:
είναι για τη Βαγγελίστρα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βαγενάς:
> βαρελάς > του τρύγου
βαγένι:
> βαρέλι > του τρύγου
βαγένιος:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
βάγια: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
βάγια: >
παραμάνα > οικογενειακά
βαγιόκλαδα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
βαγιόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
βαγιόλι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
βάζω: βάζω
αφτί > αφτί > όργανα
βαθαίνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
βάθη
(η): > σκάφτω > του χωραφιού
βαθιά: βαθιά
νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας
βαθιά: βαθιά
χαράματα > αβγή > αστρικά
βαθοκόπημα:
> σκάφτω > του χωραφιού
βαθοκοπώ:
> σκάφτω > του χωραφιού
βαθουλό
(το): > λάκκα > τοπογραφικά
βαθούλωμα:
> βούθουλας > τοπογραφικά
βαθούλωμα:
> λάκκα > τοπογραφικά
βαθουλώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
βαθρακάκι:
πρήξιμο στη γλώσσα > πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βάθρακας:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βαθρακόπετρα:
> βαθρακόπετρα > πέτρες
βαθρακός:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βάθρακος:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βαθρακόψαρο:
Lophius piscatorius > βαθρακόψαρο > ψάρια της θάλασσας
βαθύ: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
βαθυγάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
βαθυδιάσελο:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βαθυλάγγαδο:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
βακέτα:
αδούλευτο πετσί > πετσί > του παπουτσή
βακίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
βακούφι:
> χτήμα > του χωραφιού
βακούφι:
μουσουλμανικό ιερό ίδρυμα (τζαμί, τεκές) > βακούφι > της εκκλησιάς
βακούφικα
(χτήματα): πλέρωναν ξεχωριστό φόρο στα βακούφια > βακούφι > της
εκκλησιάς
βάκρο: με
μάβρο σημάδι στο μούτρο κι ολόμπροστα στο αστήθι > πρόβατο > της βοσκής
βαλακρίδα:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
βαλάνι:
> καρπός > φυτολογικά
βαλανίδα:
> βαλανίδι > όργανα
βαλανίδι:
> βαλανίδι > όργανα
βαλανίδι:
> καρπός > φυτολογικά
βαλίθι:
> πανιά > πανιά
βαλίστρα:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
βαλκός:
δίχτυ για χέλια > βολκός > της ψαρικής
βαλμαδιό:
> βουκολιό > της βοσκής
βαλμαριό:
κοπάδι άλογα > κοπάδι > της βοσκής
βαλμάς:
> βοσκός > της βοσκής
βαλμάς:
Caprimulgus europaeus > βαλμάς > πουλιά
βαλτοθάλασσα:
> λίμνη > τοπογραφικά
βαλτονέρι:
> λάσπη > τοπογραφικά
βαλτός:
> βοσκός > της βοσκής
βάλτος:
> βάλτος > τοπογραφικά
βαλτουριά:
> βάλτος > τοπογραφικά
βαλτωσιά:
> βάλτος > τοπογραφικά
βάλχος:
Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας
βάμα: >
βαφή > του βαφιά
βανίλια:
> γλυκά > του φαγιού
βάντα: >
λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
βάξα: Otis
tetrax > αγριόκοτα > πουλιά
βαποράς:
> αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή
βαράει:
> ο ήλιος > αστρικά
βάραθρο:
> βάραθρο > τοπογραφικά
βαράκι:
χρυσάφι σε φύλλο > χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
βαράκι:
ψεφτόχρυσος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
βαράκουος:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βαρακούω:
δεν καλακούω > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βαρακώνω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
βαραντούπ:
> παιδιών > παιγνίδια
βαρβάκι:
Buteo > βαρβάκι > πουλιά
βαρβακίνα:
Buteo > βαρβάκι > πουλιά
βαρβατιά:
> βαρβατιά > φυσιολογικά
βαρβατιάζω:
> βαρβατιά > φυσιολογικά
βαρβάτιασμα:
> βαρβατιά > φυσιολογικά
βαρβατίλα:
> βαρβατιά > φυσιολογικά
βαρβάτος:
> βαρβατιά > φυσιολογικά
βαρδάρια:
ξυλαράκια περαστά στη βαρδομάνα (χτυπούνε τη μυλόπετρα που γυρίζει και
σειουν έτσι το αμπάρι με το γέννημα κι αφτό πέφτει μέσα στην τρύπα κι αλέθεται)
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
βάρδια:
> φύλαξη > του πολεμιστή
βάρδια
(η): > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
βαρεκίνα:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
βαρέλα:
> βαρέλι > του τρύγου
βαρελάδικο:
> βαρελάς > του τρύγου
βαρελάκια:
> παιδιών > παιγνίδια
βαρελάς:
> βαρελάς > του τρύγου
βαρέλι:
> βαρέλι > του τρύγου
βαρελοσάνιδο:
> βαρέλι > του τρύγου
βαρελότο:
> παιδιών > παιγνίδια
βάρεμα:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βαρεματιά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βαριά: >
γη > του χωραφιού
βαριά: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
βαρίδι:
> ρολόι > του σπιτικού
βαρίδι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
βαρικό:
> χωράφι > του χωραφιού
βαρικός:
> βάλτος > τοπογραφικά
βάρκα: >
είδη καραβιών > καράβια
βαρκάρης:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
βαρκό: τόπος
χαμηλός και βαλτωμένος > βάλτος > τοπογραφικά
βαρκός:
βαρκός τόπος > βάλτος > τοπογραφικά
βαρκούσιο:
υγρό > χωράφι > του χωραφιού
βαρόκουφος:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βάρος: >
φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
βαροστόμαχο:
> φαγί > του φαγιού
βαρουκλό:
> χωράφι > του χωραφιού
βαρούμενη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
βαρσάμι:
Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας
βάρσαμο:
> γιατρικό > γιατρικά
βαρυγλυκύς:
> καφές > του φαγιού
βαρυκαιριά:
> κακοκαιριά > καιρικά
βαρυκέφαλος:
Pyrrhula europea > βαρυκέφαλος > πουλιά
βαρυπνάς:
> όνειρο > φυσιολογικά
βαρυπνιά:
> ύπνος > φυσιολογικά
βαρύς: >
καφές > του φαγιού
βαρυχειμωνιά:
> κακοκαιριά > καιρικά
βαρυχειμωνιά:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
βαρώ: >
σαλαγώ > της βοσκής
βάσανο:
> αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα
βασιλάκης:
Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά
βασιλάκι:
Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά
βασιλάκος:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
βασιλέβει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
βασίλεμα:
> βασίλεμα > αστρικά
βασίλεμα:
> βασίλεμα > της μέρας και της ώρας
βασιλιάς:
> άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
βασιλικά:
> σύκα > του φαγιού
βασιλικά:
βασιλική φλέβα = αρτηρία > φλέβα > όργανα
βασιλική:
βασιλική μέρα > καλοκαιριά > καιρικά
βασίλισα:
βασίλισα του γιαλού και των βουνών > δέσποινα > δαιμονικά
βασιλοκουλούρα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
βασιλοκουλούρα:
> ψωμί > του φαγιού
βασιλόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
βασιλοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
βασιλοπούλι:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
βασιλόσπιτο:
> παλάτι > του χτίστη
βασκαίνω:
> μαγέβω > δαιμονικά
βάσκαμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
βασκανιά:
> βασκανιά > δαιμονικά
βάσκανος:
> βάσκανος > δαιμονικά
βασκαντήρα:
> φυλαχτό > δαιμονικά
βασκάνω:
> μαγέβω > δαιμονικά
βασταγάρης:
> χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
βασταγερό:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
βασταγερό:
> είδη πανιών > πανιά
βασταγό:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
βασταγούρι:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
βασταγούρι:
> σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
βαστάζος:
> χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
βαστάρικα:
> σταφύλια > του φαγιού
βασταχτήρα:
> φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
βάστρα:
μικρό τσοπάνικο τζάκι > τζάκι > του σπιτικού
βάτα: μπαμπάκι
για φοδράρισμα φορεσιάς > βάτα > ραφτικά
βατοκόπι:
κλαδεφτήρι για βάτους > κλαδεφτήρι > του χωραφιού
βατόπουλο:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
βάτος: Raja
batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
βάτραχας:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βατράχι:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βατραχός:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βάτραχος:
Rana > βάτραχος > σερπετά
βατσέλο:
> είδη καραβιών > καράβια
βαφή: >
βαφή > του βαφιά
βαφή: >
χρώμα > του ζουγράφου
βαφιάς:
> βαφιάς > του βαφιά
βαφόριζα:
> είδη βαφών > του βαφιά
βαφτίδι:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτίζω:
βάζω λάδι > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
βάφτιση:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτίσια:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βάφτισμα:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βάφτισμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
βαφτισματοχάρτι:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτιστήρα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
βαφτιστήρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
βαφτιστίκι:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτιστίκι:
το βαφτιστικό φόρεμα που χαρίζει ο νουνός > βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτιστικό:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτιστικός:
> βάφτισμα > οικογενειακά
βαφτό: >
είδη πανιών > πανιά
βάφω: >
δουλιές του βαφιά > του βαφιά
βάφω: βάφω
το μέταλλο > δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
βάψη: >
βαφή > του βαφιά
βάψιμο:
> βαφή > του βαφιά
βγάζω: βγάζω
λείψανο > κηδεία > οικογενειακά
βγάζω: βγάζω
στα γρασίδι > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
βγάζω: βγάζω
στη βοσκή, στο βόσκημα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
βγαίνει:
> ο ήλιος > αστρικά
βγαίνει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
βγαλσιά:
> φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
βγάλσιμο:
> ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βγαλτό:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βγάρμα:
> ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βδέλλα:
Hirudo medicinalis > βδέλλα > σκουλήκια και ζωύφια
βδομάδα:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
βεγγέρα:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
βεδούρα:
> αρμεγός > της βοσκής
βεδούρας:
γιαούρτι της βεδούρας > γάλα > της βοσκής
βεδούρι:
μικρή καρδάρα με αρβάλι ξυλένιο > αρμεγός > της βοσκής
βεζά: >
τυρί > του φαγιού
βελανίδι:
> καρπός > φυτολογικά
βελανίδι:
> ουσίες γναφικές > του ταμπάκη
βελανιδιά:
> ξύλα > του μαραγκού
βελανιδόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
βελαόρες:
βουνίσια βοσκοτόπια > βοσκή > της βοσκής
βελατούρα:
σκια πρασινωπή σε προσωπογραφία > βελατούρα > του ζουγράφου
βελέντζα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
βελέσι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
βελιό: >
πανιά > πανιά
βέλο: >
βέλο > ρούχα
βελόνα:
> βελόνα > ραφτικά
βελόνι:
> βελόνα > ραφτικά
βελόνι:
Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας
βελόνι:
Sphyraena Risso > λούτσος > ψάρια της θάλασσας
βελόνια:
> φύλλο > φυτολογικά
βελόνια
(τα): > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
βελονιάζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
βελονιάζω:
περνώ την άκρη σκοινιού από μια τρύπα > βελονιάζω > αρμενίσματα
βελονίδα:
Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας
βελονίδι:
Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας
βελονιές:
> βελονιές > ραφτικά
βελουδένιος:
> πανίτικος > πανιά
βελούδο:
> πανιά > πανιά
βελούχι:
> βρύση > του χωραφιού
βένες: φλέβες
> το ξύλο έχει > του μαραγκού
βένετος:
> μόρικος > του ζουγράφου
βεντερούγα:
> καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βέντο: >
σκοινιά > του καραβιού
βεντούζα:
> αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
βεντούζα:
> βεντούζα > γιατρικά
βερβέρα:
Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
βερβερής:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βερβεριά:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βερβερίζω:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βερβερίτσα:
Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
βέργα: >
βέργα > του χωραφιού
βέργα: >
καμάκι > της ψαρικής
βέργα: >
καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
βέργα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
βεργάδι:
> πρόβατο > της βοσκής
βεργασιό:
> δραγάτης > του τρύγου
βεργασούρα:
> δραγάτης > του τρύγου
βεργιά:
> καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
βερδούνι:
Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά
βερνίκι:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
βερνικωμένα:
> χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά
βετλιάρης:
> βοσκός > της βοσκής
βετούλα:
αποκομένο κατσικάκι > γίδι > της βοσκής
βετούλι:
> γίδι > της βοσκής
βηματάρης:
που χτυπά το σήμαντρο > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
βημόθυρα
(τα): > μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
βηξιά: >
βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βηρύλλι:
> βηρύλλι > πετράδια
βηχάκι:
> βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βηχαλάκι:
> βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βήχας: >
βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βήχας: >
στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
βηχιάρης:
> βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βήχω: >
βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βιβάρι:
> βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού
βιβλιοδέτης:
> βιβλιοδέτης > του βιβλιοδέτη
βιβλιοθήκη:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
βιβλιοράψιμο:
> βιβλιοράψιμο > του βιβλιοδέτη
βίγλα: η
βίγλα στην κόφα > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
βιγλάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
βιγλάτορας:
> δραγάτης > του τρύγου
βιγλάτορας:
> πρεδάρης > του χωραφιού
βίδα: >
βίδα > του μαραγκού
βίδα: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βίδα: έχει
βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βιδάτος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βιδέλο:
> κρέας > του φαγιού
βιδέλο:
> πετσί > του παπουτσή
βιδέλο:
> πετσιά για δέσιμο > του βιβλιοδέτη
βιδιά: ευδία
> καλοκαιριά > καιρικά
βιδολόγος:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
βιδόπροκα:
> καρφολογιά > του μαραγκού
βιδόπροκες:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
βιδώνω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
βιδωτήρι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
βίκος: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
βιόλα: >
βιόλα > του μουσικού
βιολί: >
βιολί > του μουσικού
βιολί: κάποιο
ζώο ή ζωύφιο που τρυπώνει μέσα στα ψάρια > βιολί > σκουλήκια και ζωύφια
βιολιτζής:
> μουσικός > του μουσικού
βιολοντσέλο:
> βιολοντσέλο > του μουσικού
βίραγγας:
> βούθουλας > τοπογραφικά
βίραγγας:
> ποτάμι > τοπογραφικά
βιράρω:
τραβώ (στον αργάτη) > βιράρω > αρμενίσματα
βιρό: >
ποτάμι > τοπογραφικά
βιρός: >
ποτάμι > τοπογραφικά
βισινάδα:
> λεμονάδα > του φαγιού
βισινής:
> κόκκινος > του ζουγράφου
βισινί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
βίσινο:
> γλυκά > του φαγιού
βισινόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
βιτριόλι:
θειικόν οξύ > χημικά > μέταλλα και χημικά
βιτριόλι:
μαβιά βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
βίτσα: >
καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
βίτσερης
(της): > τυρί > του φαγιού
βιτσιά:
> καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
βιτσίλα:
Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
βιχτόρια:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
βλάγκο:
> άλογο > θηλαστικά
βλάγκο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
βλάγκος:
ασπρότριχος > άσπρος > του ζουγράφου
βλακομάδα:
σημάδια που αφήνει η βλογιά > βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλαμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλάρι: >
τόπι > πανιά
βλασερό:
> ψωμί > του φαγιού
βλαστάρι:
> βλαστάρι > φυτολογικά
βλαστερό:
καλόζυμο > ψωμί > του φαγιού
βλάστηση:
> φυτιά > φυτολογικά
βλαστολόγημα:
> φυτιά > φυτολογικά
βλαστολόγημα:
> χορτολογώ > του χωραφιού
βλαστολογίδια:
οι άκριες των κλημάτων > κλαδί > φυτολογικά
βλαστολογώ:
> κλαδέβω > του χωραφιού
βλαστολογώ:
> χορτολογώ > του χωραφιού
βλαστολογώ:
κόβω τα βλαστολογίδια (τις άκρες των κλημάτων) > βλαστολογώ > του
τρύγου
βλατή: >
κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλατί: βυζαντινό
μεταξωτό πανί > πανιά > πανιά
βλάττα:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλάχισα:
> βοσκός > της βοσκής
βλαχοκαλύβα:
> βλαχοκόνακο > της βοσκής
βλαχοκόνακο:
τέντα βλάχου > βλαχοκόνακο > της βοσκής
βλαχοκυριαρήνα:
Turdus > τσίχλα > πουλιά
βλαχοπούλα:
> βοσκός > της βοσκής
βλάχος:
> βοσκός > της βοσκής
βλάχος:
Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας
βλαχόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
βλαχούλα:
> βοσκός > της βοσκής
βλέννος:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
βλεπάμενος:
το αντίθετο του τυφλού > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλεπές:
> δραγάτης > του τρύγου
βλέπιση:
> όραση > φυσιολογικά
βλεπός:
> δραγάτης > του τρύγου
βλεπτηκό:
> καράβι > καράβια
βλέπω: >
όραση > φυσιολογικά
βλέφαρο:
> μάτι > όργανα
βλέψη: >
όραση > φυσιολογικά
βλέψιμο:
> όραση > φυσιολογικά
βλόγα: >
γάμος > οικογενειακά
βλογημένη:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλόγηση:
> εφκές > κατάρες και εφκές
βλόγηση:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
βλογητική:
> παντρεμένος > οικογενειακά
βλογιά:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλογιά:
> στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
βλογιά:
αρώστια που κάνει το απομέσα του φυτού να γίνει σα σκόνη από κάρβουνο >
αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
βλογία:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
βλόγια:
> εφκές > κατάρες και εφκές
βλόγια:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
βλογιάρης:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλογοκομάδα:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλογοκομένος:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βλογώ: >
γάμος > οικογενειακά
βοδάμαξο:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
βόδι: >
γελάδι > της βοσκής
βοδινό:
> κρέας > του φαγιού
βοδόμιγα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
βοδόψαρο:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
βοή: μανία
που πιάνει τα πρόβατα να σκοτώνουνται μεταξύ τους (βουΐζονται) > στα πρόβατα
> αρώστιες ζώων
βοθρί: λάκκος
όπου μαζέβεται ο μούστος > βοθρί > του τρύγου
βόθρυγκας:
> βούθουλας > τοπογραφικά
βοθρύγκι:
βόθρος > βούθουλας > τοπογραφικά
βόιδι: >
γελάδι > της βοσκής
βοϊδομάντρα:
> βουκολιό > της βοσκής
βοϊδόματα:
> σταφύλια > του φαγιού
βοϊδοσταλός:
> σταλίζω > της βοσκής
βόλαγμα:
> βολάζω > της ψαρικής
βολάζω:
> βολάζω > της ψαρικής
βολάκριθας:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
βολαστήρα:
> βολάζω > της ψαρικής
βολαχτήρα:
> βολάζω > της ψαρικής
βολή: >
βολάζω > της ψαρικής
βόλι: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
βόλι: >
τουφέκι > του πολεμιστή
βολιάδι:
σωρός πέτρες σε χωράφι > πέτρα > πέτρες
βολίζω:
> βολάζω > της ψαρικής
βολίζω:
> σκαντηλώνω > αρμενίσματα
βολικός:
> στεριανό > καιρικά
βολισσιανός:
> είδη χορών > χοροί
βολκός:
> βολκός > της ψαρικής
βόλτα: >
αρμενισιά > αρμενίσματα
βόλτα: >
βόλτα > της ψαρικής
βολτάρω:
κόβω βόλτες | τραβώ κορδέλες, μπάντες > βολτατζάρω > αρμενίσματα
βολτατζάρω:
> βολτατζάρω > αρμενίσματα
βολτατζής:
που ψαρέβει με τη βόλτα > ψαράς > της ψαρικής
βόμπιρας:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
βόπα: Box
vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού
βόρβορος:
> λάσπη > τοπογραφικά
βορβός:
> βορβός > φυτολογικά
βορβός:
> μάτι > όργανα
βοργάρης:
Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά
βοργιός:
βολβός > μάτι > όργανα
βοριάζω:
τραβώ κατά το βοριά > ο άνεμος > καιρικά
βοριάς:
> βορίσματα > καιρικά
βοριάς:
βορινός > άνεμος > καιρικά
βόριας:
> άνεμος > καιρικά
βοριάσματα:
> βορίσματα > καιρικά
βορίζει:
> ο άνεμος > καιρικά
βορίσματα:
> βορίσματα > καιρικά
βορός: μέρος
όπου κλείνουν τα πράματα τη νύχτα > μάντρα > της βοσκής
βοσκάρης:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκαριά:
> βοσκή > της βοσκής
βοσκάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
βοσκάρισα:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκαρούδι:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκή: >
βοσκή > της βοσκής
βοσκή: >
λιβάδι > τοπογραφικά
βόσκηθρο:
πλερωμή του βοσκού, ρόγα > βοσκική > της βοσκής
βόσκημα:
> βοσκή > της βοσκής
βοσκιά:
> βοσκή > της βοσκής
βοσκίζω:
> δουλιές του βοσκού > της βοσκής
βοσκική:
τέχνη του βοσκού > βοσκική > της βοσκής
βόσκισα:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκολόγος:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκοπούλα:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
βοσκόπουλο:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκός:
> βοσκός > της βοσκής
βοσκοτόπια:
> βοσκή > της βοσκής
βοσκούλα:
> βοσκός > της βοσκής
βόσκω: >
δουλιές του βοσκού > της βοσκής
βότα: >
θόλος > του χτίστη
βοτανίζω:
μαζέβω βότανα > χορτολογώ > του χωραφιού
βότανο:
> χορτολογώ > του χωραφιού
βότανος:
> χορτολογώ > του χωραφιού
βότσαλο:
> πέτρα > πέτρες
βούβα: >
βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουβάδα:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουβάλα:
> γελάδι > της βοσκής
βουβάλι:
> γελάδι > της βοσκής
βουβαλιά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
βούβαλος:
> γελάδι > της βοσκής
βουβαλοτόμαρο:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
βούβαμα:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουβαμάρα:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουβαμός:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουβασιά:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουβός:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βούδι: >
γελάδι > της βοσκής
βουδομάντρι:
> βουκολιό > της βοσκής
βουδόστομα:
> αλώνι > του χωραφιού
βούζα: Bufo
vulgaris > φρύνος > σερπετά
βούζουνας:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βούζουνας:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
βούθουλας:
> βούθουλας > τοπογραφικά
βούθουλας:
> λάκκα > τοπογραφικά
βούθουλας:
βαθούλωμα όπου μαζέβεται νερό στο ρέμα > ρέμα > τοπογραφικά
βούθουνας:
> βούθουλας > τοπογραφικά
βουκέντρα:
> βουκέντρι > της βοσκής
βουκέντρες:
πήγε τρεις βουκέντρες ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
βουκέντρι:
> βουκέντρι > της βοσκής
βουκεντριά:
> βουκέντρι > της βοσκής
βούκινο:
> τρουμπέτα > του μουσικού
βουκολιάρης:
> βοσκός > της βοσκής
βουκολιό:
> βουκολιό > της βοσκής
βουκολιό:
κοπάδι βούδια > κοπάδι > της βοσκής
βουκούθρι:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
βούκουλας:
> βοσκός > της βοσκής
βουκρούθι:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
βουλάει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
βούλες:
παρδαλοί πάτοι της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του
καιρού
βουλήματα:
> βασίλεμα > αστρικά
βουλιαγμένο:
> καράβι > καράβια
βουλιάζει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
βουλιάζω:
> βουλιάζω > αρμενίσματα
βουλιάχτρα:
> βύδισμα > τοπογραφικά
βουλιό:
> βροχή > καιρικά
βουλκάνος:
> βουλκάνος > τοπογραφικά
βούλκος:
> βάλτος > τοπογραφικά
βουλοκέρι:
> γραφικά > του σπιτικού
βουλώ: >
βουλιάζω > αρμενίσματα
βουλωμένος:
βουλωμένος σάλιαγκας = που έχει κλεισμένο το καβούκι του με ξεραμένο σάλιο
> σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
βουνάκι:
> βουνό > τοπογραφικά
βουναλάκι:
> βουνό > τοπογραφικά
βουναλιά:
> βουνό > τοπογραφικά
βουνάρι:
> βουνό > τοπογραφικά
βούναρος:
> βουνό > τοπογραφικά
βουνί: >
βουνό > τοπογραφικά
βουνό: >
βουνό > τοπογραφικά
βουνοδισκάρι:
πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βουνόκαμπο:
> κάμπος > τοπογραφικά
βουνοκορφή:
> ακροτόπια > τοπογραφικά
βουνοκορφή:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βουνόπλαγο:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βουνοποριά:
δερβένι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βουνόπουλο:
> βουνό > τοπογραφικά
βουνόπουλο:
> βουνόπουλο > πουλιά
βουνούλι:
> βουνό > τοπογραφικά
βουνούσης:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
βούπα: Box
vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού
βουρβούρι:
λασπωμένα νερά > λάσπη > τοπογραφικά
βουργάρα:
> είδη χορών > χοροί
βουρκάνος:
> βουλκάνος > τοπογραφικά
βουρκάρι:
> βάλτος > τοπογραφικά
βουρκόλακας:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
βουρκονέρι:
> λάσπη > τοπογραφικά
βούρκος:
> βάλτος > τοπογραφικά
βουρκότοπος:
> βάλτος > τοπογραφικά
βουρκόψαρο:
ψάρι του βούρκου > βουρκόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού
βουρλιά:
> βάλτος > τοπογραφικά
βούρλια:
> στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
βουρλιάζω:
> ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής
βουρλιασμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουρλισιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βούρλισμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουρλομάνα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
βούρος:
Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας
βούρσα:
Meles meles > ασβός > θηλαστικά
βούρτσα:
> βούρτσα > του σπιτικού
βούρτσα:
> βούτη > της βοσκής
βούρτσα:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
βουρτσιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
βουρτσίζω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
βουρτσόξυλο:
> βούτη > της βοσκής
βούσικα:
> σύκα > του φαγιού
βουστάσι:
> βουκολιό > της βοσκής
βούστομα:
> αλώνι > του χωραφιού
βουτάει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
βουτακιά:
> βουτιά > αρμενίσματα
βουτακιά:
> βουτώ > αρμενίσματα
βούταλο:
βυζί του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
βουταναριά:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
βούτη: >
βούτη > της βοσκής
βουτηγμένος:
βουτηγμένος στα αίματα > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βουτηξιά:
> βουτιά > αρμενίσματα
βουτηξιά:
> βουτώ > αρμενίσματα
βουτηστάρι:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
βουτηχτάρα:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
βουτηχτής:
> βουτηχτής > αρμενίσματα
βουτήχτρα:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
βουτιά:
> βουτιά > αρμενίσματα
βουτίνα:
> βούτη > της βοσκής
βούτουλο:
> αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
βουτσάδικο:
> βαρελάς > του τρύγου
βουτσάς:
> βαρελάς > του τρύγου
βουτσέλι:
> βαρέλι > του τρύγου
βουτσί:
> βαρέλι > του τρύγου
βουτσίνα:
> τυρί > του φαγιού
βουτσινάδικο:
> βαρελάς > του τρύγου
βουτσινάς:
> βαρελάς > του τρύγου
βουτσουβιά:
> βαρέλι > του τρύγου
βουτυράς:
> γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
βούτυρο:
> βούτυρο > της βοσκής
βούτυρο:
> γαλατερά > του φαγιού
βουτώ: >
βουτώ > αρμενίσματα
βραγιά:
> περιβόλι > του χωραφιού
βραγιά:
> φράχτης > του χωραφιού
βραδάκι:
> βράδυ > της μέρας και της ώρας
βραδάκι
(το): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βραδί
(το): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βραδιά:
> βράδυ > της μέρας και της ώρας
βραδιάζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βραδιάζοντας:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βράδιασμα:
> βράδυ > της μέρας και της ώρας
βράδιασμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βραδινάτο:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βραδινή:
> βράδυ > της μέρας και της ώρας
βράδυ: >
βράδυ > της μέρας και της ώρας
βράδυ: >
σούρουπο > της μέρας και της ώρας
βράζει:
> η κάψα > καιρικά
βράζω: >
μαγειρέματα > του μαγεριού
βράκα: >
βρακί > ρούχα
βρακάς:
Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά
βρακάτος:
> πουλί > πουλολογικά
βρακί: >
βρακί > ρούχα
βρακοζώνα:
> ζώνη > ρούχα
βρακοθηλιά:
> ζώνη > ρούχα
βρακοπόδαρο:
> βρακί > ρούχα
βρακοπόδι:
> βρακί > ρούχα
βρασερό:
> ψωμί > του φαγιού
βράση: >
αλέβρι > του φαγιού
βράση: >
ζέστη > καιρικά
βρασίλα:
> ζέστη > καιρικά
βράσιμο:
> μούστος > του τρύγου
βρασμός:
> ζέστη > καιρικά
βραστά:
> αβγά > του φαγιού
βραστάρι:
βρασμένο κρασί > κρασί > του φαγιού
βραστερά:
βραστερά ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού
βραστερό:
> ψωμί > του φαγιού
βράστη:
> ζέστη > καιρικά
βραστό:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
βραστός:
> καφές > του φαγιού
βρατσέρα:
> είδη καραβιών > καράβια
βραχιάζουμαι:
> ξεβραχιάζω > της βοσκής
βραχιόλι:
> διαμαντικά > πετράδια
βραχιόνι:
βραχίων > βραχιόνι > κόκκαλα
βραχνάδα:
> βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βραχνάς:
> όνειρο > φυσιολογικά
βραχνιάζω:
> βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βραχνός:
> βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
βραχοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
βραχοκορφή:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βραχόκορφο:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
βραχόρεμα:
> ρέμα > τοπογραφικά
βράχος:
> πέτρα > πέτρες
βραχοσπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
βραχοτόπι:
> βραχουριά > τοπογραφικά
βραχοτοπιά:
> βραχουριά > τοπογραφικά
βραχότοπος:
> βραχουριά > τοπογραφικά
βραχουριά:
> βραχουριά > τοπογραφικά
βραχουριά:
> κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά
βράχωμα:
> βραχουριά > τοπογραφικά
βράχωμα:
βράχωμα των πραματιών στα στενόβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής
βρετός:
> νόθος > οικογενειακά
βρεχάμενα
(τα): το μέρος του καραβιού που είναι μέσα στο νερό > τα βρεχάμενα >
του καραβιού
βρεχάμενο:
βρεχάμενο νερό > βροχή > καιρικά
βρεχάμενος:
χειμώνας βρεχάμενος = βροχερός > χειμώνας > της μέρας και της ώρας
βρέχει:
> βροχή > καιρικά
βρέχτης:
> κανάλι > του χτίστη
βρεχτοκούκια:
> λαχανικά > του φαγιού
βρεχτούρα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
βρίλα: >
κλωστή > ραφτικά
βροκολούδι:
> βοσκός > της βοσκής
βροντή:
> βροντή > καιρικά
βρόντημα:
> βροντή > καιρικά
βροντομανώ:
> βροντή > καιρικά
βροντοτρίχιασμα:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
βροντώ:
> βροντή > καιρικά
βρος
(ο): χαλίκια και χώματα που κατεβάζει το ποτάμι > ποτάμι > τοπογραφικά
βρούβες:
> λαχανικά > του φαγιού
βρούκος:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
βρουκουλούδι:
μικρός βούκουλας ή βοσκός > βοσκός > της βοσκής
βρουλίδα:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
βρούλο:
> ένα βρούλο ψάρια > της ψαρικής
βρουχαλήθρα:
σαλαμάντρα > σάβρα > σερπετά
βρούχος:
> σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
βρούχος:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
βροχάδα:
> βροχή > καιρικά
βροχάδα:
> δίχτια > του κυνηγού
βροχαλιά:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
βροχαλίδα:
> σάβρα > σερπετά
βροχάρης:
βροχάρης καιρός > καιρός > καιρικά
βροχάρης:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
βροχαριά:
> βροχή > καιρικά
βροχερός:
> καιρός > καιρικά
βροχερούτσικος:
> καιρός > καιρικά
βροχή: >
βροχή > καιρικά
βρόχι: >
δίχτυ > της ψαρικής
βρόχια:
> δίχτια > του κυνηγού
βροχίδα:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
βροχίζω:
βροχίζω την άγκουρα > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
βροχίσιο:
βροχίσιο νερό > βροχή > καιρικά
βροχοκαίρι:
> αντάρα > καιρικά
βροχόλουρα:
> δίχτια > του κυνηγού
βροχονέρι:
> βροχή > καιρικά
βροχοπούλι:
Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά
βρόχος:
> δίχτια > του κυνηγού
βροχοχάλαζο:
> χαλάζι > καιρικά
βρυκολακιάζω:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
βρύση: >
βρύση > του χωραφιού
βρυσίζω:
> βρύση > του χωραφιού
βρυσικό:
> βρύση > του χωραφιού
βρυσομάνα:
> βρύση > του χωραφιού
βρυσούλα:
ξυλένιος βορβός της βελανιδιάς > βρυσούλα > φυτολογικά
βρωμίζει:
> κρέας > του φαγιού
βρωμομαριά:
ο μεγάλος κοριός των δέντρων > βρωμομαριά > σκουλήκια και ζωύφια
βρωμόμιγα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
βρωμούσα:
> βρωμούσα > σκουλήκια και ζωύφια
βρωτίδα:
> δρωτίδα > φυσιολογικά
βύδισμα:
> βύδισμα > τοπογραφικά
βύδρα: Lutra
lutra > βύδρα > θηλαστικά
βύζαγμα:
> βυζαίνω > βιολογικά
βυζαίνω:
> βυζαίνω > βιολογικά
βύζαμα:
> βυζαίνω > βιολογικά
βυζανιάρικο:
> μωρό > βιολογικά
βυζάρα:
> βυζί > όργανα
βύζαρος:
> βυζί > όργανα
βυζαρού:
> βυζί > όργανα
βύζασμα:
> βυζαίνω > βιολογικά
βυζασταρούδι:
> μωρό > βιολογικά
βυζαστικό:
η πλερωμή της παραμάνας > παραμάνα > οικογενειακά
βυζάστρα:
> βυζαίνω > βιολογικά
βυζάστρα:
> παραμάνα > οικογενειακά
βυζί: >
βυζί > όργανα
βυζί: βυζί
της θάλασσας = αλιπνεύμων > τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
βυζικάντι:
> βεντούζα > γιατρικά
βυζολόγος:
> βυζολόγος > γιατρικά
βύζος: >
βύζος > φυτολογικά
βυζού: >
βυζί > όργανα
βυζούνι:
> βυζί > όργανα
βύθιση:
> κομάρα > φυσιολογικά
βύθιση:
> ύπνος > φυσιολογικά
βύθισμα:
> βύδισμα > τοπογραφικά
βύθισμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
βύθισμα:
> ύπνος > φυσιολογικά
βυθός: >
κομάρα > φυσιολογικά
βυθός: >
ύπνος > φυσιολογικά
βύθος: >
κομάρα > φυσιολογικά
βύθος: >
ύπνος > φυσιολογικά
βυρσιά:
> ουσίες γναφικές > του ταμπάκη
βύσαλο:
> πέτρα > πέτρες
βυτινάρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
βώλακας:
> πέτρα > πέτρες
βωλησηκώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
βωλιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
βώλοι: >
βώλοι > παιγνίδια
βωλοκόπημα:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
βωλοκόπι:
> σβάρνα > του χωραφιού
βωλοκοπώ:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
βωλόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
βώλος: η
πέτρα της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
βωλοσήκωμα:
> σκάφτω > του χωραφιού
βωλόσουρο:
> σβάρνα > του χωραφιού
βώτριδα:
Tinea pellionella > σκόρος > σκουλήκια και ζωύφια
βώτσος:
Box vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού
γαβάθα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γαβάρα:
είδος κορβέτας > είδη καραβιών > καράβια
γαβριάζει:
> καιρός > καιρικά
γάβρος:
Osmerus mordax > αθερίνα > ψάρια της θάλασσας
γαγάτης:
> αρναούρα > πετράδια
γάγλα: >
φίδι > σερπετά
γαδάρα:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γάδαρος:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γάδος: Gadus
callarias > γάδος > ψάρια της θάλασσας
γαδούρι:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γάζα: >
βέλο > ρούχα
γάζα: >
πανιά > πανιά
γαζί: >
βελονιές > ραφτικά
γαζώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
γαζωτή:
> βελονιές > ραφτικά
γάιδα: >
ασκομαντούρα > του μουσικού
γαϊδάρα:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδαροπούλα:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γάιδαρος:
> πυροστάτης > του σπιτικού
γάιδαρος:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδούρα:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδουράκι:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδουρί:
> σταχτής > του ζουγράφου
γαϊδούρι:
Equus asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδουριάρης:
> βοσκός > της βοσκής
γαϊδουρίζει:
> καιρός > καιρικά
γαϊδουρινά:
γαϊδουρινά αφτιά > αφτί > όργανα
γαϊδουρινός:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδουρίσιος:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
γαϊδουρόβηχας:
> βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γαϊδουροβοσκός:
> βοσκός > της βοσκής
γαϊδουροελιές:
> ελιές > του φαγιού
γαϊδουροκαλόκαιρο
(το): > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
γαϊδουροκουρκουρίτσα:
> σάβρα > σερπετά
γαϊδουρολάτης:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
γαϊδουρομούλαρο:
> μουλάρι > θηλαστικά
γαϊδουροπόδαρο:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
γαϊδουροπόδι:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
γαϊδουρόποδο:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
γαϊδουροτόμαρο:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
γαϊδουρότσιχλα:
Coccothraustes coccothraustes > γαϊδουρότσιχλα > πουλιά
γαϊδουρόψαρο:
Gadus callarias > γάδος > ψάρια της θάλασσας
γαϊδουροψώρα:
> ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γάιλα: Garrulus
glandarius > κίσσα > πουλιά
γαίμα: >
αίμα > φυσιολογικά
γαΐτα: καραβάκι
με ένα πανί > είδη καραβιών > καράβια
γαϊτάνι:
> κορδόνι > ραφτικά
γαϊτανούρι:
Acanthopterygii γένος > γαϊτανούρι > ψάρια της θάλασσας
γαϊτανοφρύδι:
> μάτι > όργανα
γάλα: >
γάλα > της βοσκής
γάλα: >
γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γάλα: >
γαλατερά > του φαγιού
γάλα: >
χυμός > φυτολογικά
γαλάδελφος:
ο γιος της παραμάνας > αδέρφι > οικογενειακά
γαλάζιος:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλαζόμαβρος:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλαζόπετρα:
> περουζές > πετράδια
γαλαζόπετρα:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
γαλαζόπετρα:
σχιστόλιθος > πέτρα > πέτρες
γαλαζοπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
γαλαζός:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλάζωμα:
> αβγή > αστρικά
γαλαζώνω:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλαζωπός:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλανάδα:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλάνεμα:
> αβγή > αστρικά
γαλανιάζει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
γαλανιάζω:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλανίζω:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλανός:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλανός:
κύανος > λαζούλι > πετράδια
γαλανωπός:
> γαλανός > του ζουγράφου
γαλάρα:
> πρόβατο > της βοσκής
γαλάρης:
> βοσκός > της βοσκής
γαλάρι:
μέρος όπου κλείνουν τα γαλάρια γίδια χωριστά από τα πρόβατα > μάντρα >
της βοσκής
γαλαριά:
που έχει πολύ γάλα > γίδι > της βοσκής
γαλάρια:
> ζωντανά > της βοσκής
γαλαροκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
γαλαρομάντρι:
> μάντρα > της βοσκής
γαλατάδικο:
> γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γαλατάς:
> βώλοι > παιγνίδια
γαλατάς:
> γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γαλατένιος:
> άσπρος > του ζουγράφου
γαλατερά:
> γαλατερά > του φαγιού
γαλατερά:
> ζωντανά > της βοσκής
γαλατερό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γαλατερός:
> άσπρος > του ζουγράφου
γαλατιανός:
> άσπρος > του ζουγράφου
γαλατομπούρεκο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
γαλατόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
γαλατσίδα:
τ' αβγά του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά
γαλατσιδόγαλα:
> χυμός > φυτολογικά
γαλάτωμα:
γαλάτωμα του σιταριού = το γίνωμα > καρπός > φυτολογικά
γαλατώνω:
> γάλα > της βοσκής
γαλαχτερό:
γαλαχτερό σπυρί ή κλωνί (εύστρα) > καρπός > φυτολογικά
γαλαχτίζω:
κάνω γάλα > γάλα > της βοσκής
γαλεάτζα:
μεγάλη γαλέρα > είδη καραβιών > καράβια
γαλέντζα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
γαλεός:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
γαλεός:
Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας
γαλέρα:
> είδη καραβιών > καράβια
γαλέσιω:
αρνάδα με γαλανά μάτια > πρόβατο > της βοσκής
γαλέσιω:
στη Ρούμελη. μουντό πρόβατο με παρδαλό μούτρο > πρόβατο > της βοσκής
γαλέτα:
> ψωμί > του φαγιού
γαλήνη:
> καλοκαιριά > καιρικά
γαλήνωση:
> καλοκαιριά > καιρικά
γαλιά: Petromyzon
marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας
γαλιά: Sciurus
vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
γαλιάγρα:
> μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
γαλιάντρα:
Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά
γαλιάντρα:
alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά
γαλιάτζα:
> είδη καραβιών > καράβια
γαλιόνι:
> είδη καραβιών > καράβια
γαλιός:
Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας
γαλιότα:
> είδη καραβιών > καράβια
γαλίτης:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
γαλίτης:
Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας
γαλλάκι:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
γαλλί: Meleagris
gallopavo > γάλλος > πουλιά
γάλλισα:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
γαλλοπούλα:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
γαλλόπουλο:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
γάλλος:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
γαλόμετρα:
> γαλόμετρα > του καραβιού
γαλόνι:
> σειρήτι > ραφτικά
γαλόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
γαλούσα:
μάνα που έχει πολύ γάλα > γαλούσα > βιολογικά
γάμος: >
γάμος > οικογενειακά
γάμπα: >
πόδι > ανατομικά κατατόπια
γάμπιες:
> πανιά > του καραβιού
γαμπόκαιρος:
ανεμοκαιριά που σηκώνει τα φουστάνια και ξεσκεπάζει τις γάμπες > ανεμική
> καιρικά
γαμπριάτικα:
> ρούχα > ρούχα
γαμπρίζω:
> γαμπρός > οικογενειακά
γαμπρός:
> γαμπρός > οικογενειακά
γανάδα:
της γλώσσας > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γάνιασε:
γάνιασε το στόμα μου > γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γανοχωρίτικος:
> είδη χορών > χοροί
γαντζονούρης:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
γάντζος:
> αγκουρέτο > του καραβιού
γάντζος:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
γάντζος:
> τσιγγέλι > του πολεμιστή
γανωματάς:
> γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γανώνω:
> γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γανώνω:
> καλάι > μέταλλα και χημικά
γάνωση:
το βερνίκι που γυαλίζουν τα κανάτια > γάνωση > του τσουκαλά και του
γυαλά
γανωτζής:
> γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γανωτής:
> γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γαρασμένα:
γαρασμένα ρούχα = κακοπλυμένα; > ρούχα > ρούχα
γαράτο:
αλατισμένο ψάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
γαργαλέβω:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
γαργαλήθρα:
> βαλανίδι > όργανα
γαργαλητό:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
γαργαλιάρης:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
γαργαλίζω:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
γαργαλισιά:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
γαργάλισμα:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
γάργαλο:
αδήν > βαλανίδι > όργανα
γαργάρα:
> γαργάρα > γιατρικά
γαργάρα:
> γαργάρα > φυσιολογικά
γαργαρητό:
> γαργάρα > φυσιολογικά
γαργάρι:
δαμαλάκι που το σκουλήκι του τρώει τα ρούχα > κασίδα > σκουλήκια και
ζωύφια
γαργαρίζω:
> γαργάρα > γιατρικά
γαργαρίζω:
> γαργάρα > φυσιολογικά
γαργαρισιά:
> γαργάρα > φυσιολογικά
γαργάρισμα:
> γαργάρα > φυσιολογικά
γαργαρισμός:
> γαργάρα > γιατρικά
γάργαρο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
γάργαρο:
> ζέστη > καιρικά
γάργαρο:
γάργαρο φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά
γαρδαβίτσα:
> ελιά > φυσιολογικά
γαρδέλι:
Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά
γάρδος:
λάκκος γύρω σε δέντρο για πότισμα > λάκκος > του χωραφιού
γαρδούμια:
πλεγμένα άντερα > κρέας > του φαγιού
γαρίδα:
Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
γαρμπής:
> άνεμος > καιρικά
γαρμπινός:
νοτιοδυτικός > άνεμος > καιρικά
γάρος: >
αλάτι > του φαγιού
γάρος: άντερα
ψαριών αλατισμένα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
γαρούφαλο:
> μπαχαρικά > του φαγιού
γαρτή: >
βελονιές > ραφτικά
γαρώνω:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
γαρώνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
γαστέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γαστέρα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γαστέρας:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
γάστρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γάστρα:
> γλάστρα > του χωραφιού
γάτα: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
γατάκι:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
γάταρος:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
γατζούδια:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
γάτης: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
γατί: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
γατόπουλο:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
γάτος: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
γατουλάκι:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
γατούλι:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
γατόψαρο:
Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας
γατσούλα:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
γγάστρι:
> αγγαστριά > βιολογικά
γγάστρι:
έμβρυον > αγγάστρι > βιολογικά
γγαστριά:
> αγγαστριά > βιολογικά
γγαστρόγαλο:
> γάλα > της βοσκής
γγαστρολογιέτσι:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
γγάστρωμα:
> αγγαστριά > βιολογικά
γγαστρωμένη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
γγαστρώνω:
> αγγαστριά > βιολογικά
γγάστρωση:
> αγγαστριά > βιολογικά
γδάρμα:
> ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γδαρσιά:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γδάρσιμο:
> ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γδαρτήρι:
> γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γδάρτης:
> γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γδάρτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
γδέρνι:
> γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γδέρνω:
> γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γδέρνω:
> ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γδούρα:
το μέρος όπου κρεμούν το σφαχτό για να το γδάρουν > χασάπης > άλλες
τέχνες και σύνεργα
γδυτό: >
σπαθί > του πολεμιστή
γέβουμαι:
> γέψη > φυσιολογικά
γεδέκι:
σειροφόρος ίππος > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
γειαίνω:
> γιατρική > γιατρικά
γειαίνω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
γειτονοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
γελάδα:
> γελάδι > της βοσκής
γελαδάρης:
> βοσκός > της βοσκής
γελάδι:
> γελάδι > της βοσκής
γελαδιά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
γελάδια:
> ζωντανά > της βοσκής
γελαδικά:
> ζωντανά > της βοσκής
γελαδικά:
> κοπάδι > της βοσκής
γελαδινό:
> κρέας > του φαγιού
γελαδίτσα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
γελαδοκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
γελαδοστάνη:
> βουκολιό > της βοσκής
γελαντζής:
Ζευς > πλανήτες > αστρικά
γελέκι:
> γελέκο > ρούχα
γελέκο:
> γελέκο > ρούχα
γέλιο: >
γέλιο > φυσιολογικά
γελούδες:
κακές νεράιδες > γελούδες > δαιμονικά
γελουτίτσα:
κάποιο λιμόψαρο > γελουτίτσα > ψάρια της θάλασσας
γελώ: >
γέλιο > φυσιολογικά
γεμάτο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
γεμάτος:
> είδη χορών > χοροί
γέμελος:
> δίδυμος > βιολογικά
γεμενί:
> φακιόλι > ρούχα
γεμενί:
> χακίκι > πετράδια
γέμι: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
γέμιση:
> γέμιση > του φαγιού
γέμιση:
> φεγγάρι > αστρικά
γεμισοφεγγαριά:
> φεγγάρι > αστρικά
γεμιστή:
> βώλοι > παιγνίδια
γεμιτζής:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
γεμονιάς:
Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
γέμος: >
φεγγάρι > αστρικά
γεμόφεγγο:
> φεγγάρι > αστρικά
γενάκι:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
Γενάρης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
γένεια:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
γενειάδα:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
γενειάζει:
γενειάζει ο κισσός = αρχίζει να βγάζει γένεια και να κολιέται στον τοίχο
> γενειάζει ο κισσός > φυτολογικά
γενηταρούδι:
> μωρό > βιολογικά
γενιά: >
οικογένεια > οικογενειακά
γέννα: >
γέννα > βιολογικά
γέννα: γέννα
του φεγγαριού > φεγγάρι > αστρικά
γέννηση:
εκκλησιαστικό > γέννα > βιολογικά
γεννησιμιό:
> γέννα > βιολογικά
γεννήσιμο:
> γέννα > βιολογικά
γεννητούρια:
> γέννα > βιολογικά
γεννοβόλι:
> γέννα > βιολογικά
γεννοβολιά:
> γέννα > βιολογικά
γέννος:
ο καιρός που γεννούν τα γιδοπρόβατα > γέννος > της βοσκής
γεννώ: >
γεννώ > βιολογικά
γένοβα:
είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού
γενολογιά:
> συγγενολόγι > οικογενειακά
γεντέκι:
τραβώ γεντέκι > τραβώ τόνο > αρμενίσματα
γερακάρης:
που κυνηγάει με το γεράκι > κυνηγός > του κυνηγού
γεράκι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
γεράκια:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
γερακίνα:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
γερακίνι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
γερακοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
γερακοσόφι:
κυνήγι με το γεράκι > γερακοσόφι > του κυνηγού
γεράνι:
μηχανή για να τραβούν νερό από το πηγάδι ή για να σηκώνουν άλλα πράματα >
πηγάδι > του χωραφιού
γερανίζω:
> γαλανός > του ζουγράφου
γερανιό:
το δοκάρι της αντλίας | στη μια άκρη έχει κουβά, στην άλλη βάρος, καθώς
πέτρα > γερανιό > του χωραφιού
γεράνιος:
> γαλανός > του ζουγράφου
γερανός:
Grus grus > γερανός > πουλιά
γερανόσκιος:
> γαλανός > του ζουγράφου
γεργάθι:
> καλάθι > του χωραφιού
γερδέλι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
γέρμα: >
βασίλεμα > αστρικά
γερμός:
> βασίλεμα > αστρικά
γέρνει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
γερό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
γερό: >
κρύο > καιρικά
γερό: γερό
χαρτί = χαρτί που πιάνει > χαρτιά > παιγνίδια
γερογονιός:
> γονιός > οικογενειακά
γεροκαλογεράκης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
γεροκούδουνο:
ολοστρόγγυλο τρυπητό κουδούνι > κουδούνι > της βοσκής
γεροκουφάλα:
> σπηλιά > τοπογραφικά
γεροντοθρόφια:
> γεροντοθρόφια > οικογενειακά
γεροντοκόρη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
γεροντοκόριστο:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
γεροντολέφτερη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
γεροντονιά:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
γεροντοπαλήκαρο:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
γέσμι: ίασπις
> σομακί > πέτρες
γεφύρι:
> γιοφύρι > του χτίστη
γεφυρωτό:
> γιοφύρι > του χτίστη
γεφυρωτό:
> καμάρα > του χτίστη
γέψη: >
γέψη > φυσιολογικά
γέψιμο:
> γέψη > φυσιολογικά
γεωργία:
> γεωργία > του χωραφιού
γεωργική:
> γεωργία > του χωραφιού
γεωργός:
> γεωργός > του χωραφιού
γη: >
γη > του χωραφιού
γη: >
χώματα > του χωραφιού
γήμορο:
η πλερωμή για το πάχτος > καλιεργώ > του χωραφιού
γήταβρος:
στοιχιό της γης > γήταβρος > δαιμονικά
γητέβω:
> μαγέβω > δαιμονικά
γητεφτής:
> μάγος > δαιμονικά
γιαβουκλού:
> αγαπητικός > οικογενειακά
γιαγιά:
> γιαγιά > οικογενειακά
γιαγλί:
λάσπη για χτίσιμο > πηλός > του χτίστη
γιακάς:
> γιακάς > ραφτικά
γιακάς:
> μέρη του σακακιού > ρούχα
γιακόνι:
Lacertilia > σάβρα > σερπετά
γιακουτί:
> ζαφείρι > πετράδια
γιάλα: >
γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
γιαλό: ορτσάρω
γιαλό = κάνω για τη στεριά > ορτσάρω > αρμενίσματα
γιαλοπερίγιαλο:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
γιαλός:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
γιαλούδες:
κακές νεράιδες > γελούδες > δαιμονικά
γιαλώνω:
αρμενίζω κατά το γιαλό > αρμενίζω > αρμενίσματα
γιάμπολη:
το ζουμί της γλυκόριζας > είδη γιατρικών > γιατρικά
γιαννάκι:
Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά
γιαννακός:
Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά
γιαννακός:
Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά
γιάντες:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
γιαούρτι:
> γάλα > της βοσκής
γιαούρτι:
> γαλατερά > του φαγιού
γιαπί: σπίτι
που χτίζεται > σπιτότοπος > του χτίστη
γιαπιτζής:
> χτίστης > του χτίστη
γιαπράκι:
> κρέας > του φαγιού
γιαράς:
ομπυασμένη πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γιασεμί:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
γιασεμόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
γιασμάκι:
το βέλο που φορούσαν οι χανούμισες > βέλο > ρούχα
γιαταγάνι:
> σπαθί > του πολεμιστή
γιάτραινα:
> γιατρός > γιατρικά
γιατρέβεται:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γιάτρεμα:
> γιατρική > γιατρικά
γιατρεφτική:
> γιατρική > γιατρικά
γιατρική:
> γιατρική > γιατρικά
γιατρικό:
> γιατρικό > γιατρικά
γιατρίνα:
η γυναίκα του γιατρού > γιατρός > γιατρικά
γιάτρισα:
> γιατρός > γιατρικά
γιατροκομιά:
> γιατρική > γιατρικά
γιατρολόγημα:
> γιατρική > γιατρικά
γιατροπόρεμα:
> γιατρική > γιατρικά
γιατρός:
> γιατρός > γιατρικά
γιατροσόφι:
> γιατρικό > γιατρικά
γιατροσύνη:
> γιατρική > γιατρικά
γιατρουδάκι:
> γιατρός > γιατρικά
γιατρουδάκος:
> γιατρός > γιατρικά
γιατσάδα:
> παγωτό > του φαγιού
γιάτσο:
> παγωτό > του φαγιού
γιαχνί:
> κρέας > του φαγιού
γιαχνί:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
γιαχνίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
γιβάρι:
> βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού
γίδα: >
γίδι > της βοσκής
γιδάρης:
> βοσκός > της βοσκής
γιδάς: >
βοσκός > της βοσκής
γιδερά:
> ζωντανά > της βοσκής
γίδι: >
γίδι > της βοσκής
γίδια: >
ζωντανά > της βοσκής
γιδοβιτσιάρης:
ρογάτορας που βόσκει τα σπιτικά γιδοπρόβατα του χωριού > βοσκός > της
βοσκής
γιδοβλογιά:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
γιδοβοσκός:
> βοσκός > της βοσκής
γιδοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
γιδοβύζι:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
γιδοβύστρα:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
γιδόζεβλα:
> κουδούνι > της βοσκής
γιδοκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
γιδολάτης:
> βοσκός > της βοσκής
γιδόμαλο:
> μαλί > της βοσκής
γιδομάντρι:
> μάντρα > της βοσκής
γιδοπρόβατα:
> ζωντανά > της βοσκής
γιδοσπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
γιδοσταλός:
> σταλίζω > της βοσκής
γιδόστανη:
> στάνη > της βοσκής
γιδοστέφανο:
> κουδούνι > της βοσκής
γιδόστρατα:
> δρόμος > τοπογραφικά
γιδόστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
γιδοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
γιερό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
γιέσιος:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
γίνεται:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γινίσι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
γιοβαρλάκι:
> κρέας > του φαγιού
γιόκας:
> γιος > οικογενειακά
γιόμα: >
μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
γιοματάρι:
> κρασί > του φαγιού
γιομίδι:
> γέμιση > του φαγιού
γιομίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
γιόμιση:
> γέμιση > του φαγιού
γιόμος:
> σοδιά > του χωραφιού
γιομοφέγγο:
> φεγγάρι > αστρικά
γιόμωση:
> γέμιση > του φαγιού
γιοργάδα:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γιοργαλής:
άλογο που τρέχει καλά στο ραβάνι > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
Γιορδάνης:
Γιορδάνης Ποταμός = γαλαξίας > Γιορδάνης > αστρικά
γιορντάνι:
> διαμαντικά > πετράδια
γιορτινά:
> ρούχα > ρούχα
γιορτινή:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
γιορτόπιασμα:
αμαρτωλή γέννα > πιάσιμο > βιολογικά
γιορτοφοριάτικα:
> ρούχα > ρούχα
γιος: >
γιος > οικογενειακά
γιουβέτσι:
αρνί με πάστα > κρέας > του φαγιού
γιουρδί:
μάλινο φλοκάτο από τη μιαν όψη > πανωφόρι > ρούχα
γιουρούσι:
> ρεσάλτο > του πολεμιστή
γιούσουρι:
στοιχιό της θάλασσας (λόγια της πλώρης, Καρκαβίτσας) > γιούσουρι >
δαιμονικά
γιούσουρο:
μάβρο κοράλι > κοράλι > πετράδια
γιοφύρι:
> γιοφύρι > του χτίστη
γιοφύρι:
> πέραμα > τοπογραφικά
γις: >
γη > του χωραφιού
γκαβός:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γκάγκαβο:
> ρεζές > του χτίστη
γκαγκαλής:
> είδη καραβιών > καράβια
γκάζακας:
> πουλιά λίμνης > πουλιά
γκαζόζα:
από τις μποτίλιες της γκαζόζας λεμονάδας > βώλοι > παιγνίδια
γκάιδα:
> ασκομαντούρα > του μουσικού
γκαλιουρίζω:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γκαλότσα:
> γκαλότσα > του παπουτσή
γκαμήλα:
Camelus > καμήλα > θηλαστικά
γκάρδι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
γκαστρωμένο:
γκαστρωμένο κύμα > κύμα > της θάλασσας και του καιρού
γκεβρέκι:
> ψωμί > του φαγιού
γκέμι: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γκεμπρές:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
γκερδέλι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
γκερίζι:
> λαγούμι > του χτίστη
γκεσέμι:
> μπροστάρης > της βοσκής
γκέτα: >
γκέτα > του παπουτσή
γκετσένι:
Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά
γκινόσο:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
γκιόσα:
γριά κατσίκα, μα λίγο καστανή > γίδι > της βοσκής
γκιουβερτζιλές:
νίτρον > χημικά > μέταλλα και χημικά
γκιουγκιούμι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γκιούμι:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γκίτικη:
που δεν έχει γάλα > γαλούσα > βιολογικά
γκιώνης:
Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά
γκλινί:
αγκαθωτό ψάρι του ποταμού > γκλινί > ψάρια του γλυκού νερού
γκλίτσα:
> γκλίτσα > της βοσκής
γκόλφι:
> φυλαχτό > δαιμονικά
γκόλφι:
των δεσποτάδων > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
γκόμα: >
ρετσίνα > φυτολογικά
γκομπλίτσα:
> αρμεγός > της βοσκής
γκορίτσα:
> απίδι > του φαγιού
γκόρτσο:
> απίδι > του φαγιού
γκουρτέκι:
> πλεμόνι > όργανα
γκούσα:
> γκούσα > πουλολογικά
γκούσα:
βρογχοκήλη > γκούσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γκούτσι:
Canis aureus > αλεπού > θηλαστικά
γκραχαλίζω:
> κουκλουκίζω > φυσιολογικά
γκραχάλισμα:
> κουκλουκίζω > φυσιολογικά
γκρέμα:
γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
γκρεμεζί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
γκρεμέζιο:
κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
γκρεμίλα:
γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
γκρεμίλες:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
γκρεμνός:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
γκρεμός:
γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
γκρίζος:
> σταχτής > του ζουγράφου
γκρινίτσα:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
γλανίδι:
ψάρι λίμνης > γλανίδι > ψάρια του γλυκού νερού
γλαρί: Larus
> γλάρος > πουλιά
γλαρό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
γλαρονήσι:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
γλαρόνι:
Sterna hirundo > γλαρόνι > πουλιά
γλάρος:
Larus > γλάρος > πουλιά
γλαροσπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
γλάστρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γλάστρα:
> γλάστρα > του χωραφιού
γλάστρα:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
γλαστρί:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γλαστροθέσια:
γλαστροθέσια στα παραθύρια > γλάστρα > του χωραφιού
γλατσάδες:
> ελιές > του φαγιού
γλείφα:
κουφάλα ξεκομένη από νεροφάγωμα > σπηλιά > τοπογραφικά
γλήγορο:
> σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γλήνος:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
γληνόχωμα:
> κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
γλιάστρα:
το πρώτο γάλα της προβατίνας > γάλα > της βοσκής
γλιγούδια:
> μεζελίκια > του φαγιού
γλίνα: >
γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλίνα: λιωμένο
ξύγκι > σφαχτό > του φαγιού
γλίνος:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
γλινόχωμα:
> χώματα > του χωραφιού
γλίντζα:
> γανάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλίστρα:
> γλίστρα > τοπογραφικά
γλιστρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
γλοίτσα:
θαλασσινό σκουλήκι που κάνει για δόλωμα > σκουλήκι > σκουλήκια και
ζωύφια
γλόμπος:
> λύχνος > του σπιτικού
γλούπος:
η τρύπα απ' όπου παίρνει φωτιά το τουφέκι (ή κανόνι) > μέρη του τουφεκιού
> του πολεμιστή
γλυκά: >
βαλανίδι > όργανα
γλυκά: >
γλυκά > του φαγιού
γλυκάδι:
> αρχίδι > όργανα
γλυκάδι:
> ξείδι > του φαγιού
γλυκάδια:
> κρέας > του φαγιού
γλυκάδια:
υπογνάθιοι αδένες > βαλανίδι > όργανα
γλυκαίνει:
> καιρός > καιρικά
γλυκαίνει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλυκάνισο:
> μπαχαρικά > του φαγιού
γλυκαντζής:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γλυκαντικό:
του αιμάτου > γιατρικό > γιατρικά
γλυκιά
(τα): > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλυκιασμένη:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλυκιασμένος:
> διάβολος > δαιμονικά
γλυκοαίματος:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
γλυκογαλατιάζει:
γλυκογαλατιάζει το παιδί = βυζαίνει με όρεξη > βυζαίνω > βιολογικά
γλυκοζάραμα:
> αβγή > αστρικά
γλυκόμηλο:
> μήλο > του φαγιού
γλυκοπιάνουμαι:
παθαίνω από γλυκύ > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλυκόπιοτο:
> κρασί > του φαγιού
γλυκοπύρουνα:
> αμύγδαλα > του φαγιού
γλυκοπύρουνος:
> καρπός > φυτολογικά
γλυκοφέγγισμα:
> αβγή > αστρικά
γλυκοχαράζει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
γλυκοχαραμέρι:
> αβγή > αστρικά
γλυκύ: >
επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλυστήρι:
> κλυστήρι > γιατρικά
γλυτήρι:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
γλύφανο:
> σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
γλώσσα:
> ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
γλώσσα:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
γλώσσα:
> στόμα > όργανα
γλώσσα:
Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας
γλωσσάκι:
> στόμα > όργανα
γλωσσάρα:
> στόμα > όργανα
γλωσσίδι:
> μήτρα > όργανα
γλωσσίδι:
> στόμα > όργανα
γλωσσίτσα:
> στόμα > όργανα
γλωσσοδέτης:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλωσσοδέτης:
αγκυλόγλωσσον > γλωσσοδέτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γλωσσόραμα:
> στόμα > όργανα
γλωσσουδάκι:
> στόμα > όργανα
γνάμα: >
ταμπακίζω > του ταμπάκη
γναφιάς:
> ταμπάκης > του ταμπάκη
γνάφω: >
ταμπακίζω > του ταμπάκη
γνέθω: γνέθω
με τη ρόκα > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
γνέμα: >
γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
γνέσιμο:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
γνέσιμο:
πρώτα του στημονιού (καλάμισμα, διασίδι, τύλιγμα), έπειτα του φαδιού >
δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
γνεστήρι:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
γνέστρα:
δουλέφτρα που γνέθει > γνέστρα > του αργαλιού και της ρόκας
γνέφαλο:
> σύνεφο > καιρικά
γνέφι: >
σύνεφο > καιρικά
γνεφίζει:
> καιρός > καιρικά
γόβα: ξέχωστα
γοβάκια > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
γοβιός:
Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας
γογάρικο:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γογγύλια:
> λαχανικά > του φαγιού
γόγκρος:
Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας
γομάρα:
> μουλάρι > θηλαστικά
γομάρι:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
γομάρι:
> σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γομαριάρης:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
γομάρικο:
> σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γομαρίσιος:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
γομαρίτικος:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
γόνα: >
πόδι > κόκκαλα
γόνα: πάει
γόνα > χιόνι > καιρικά
γονάγρα:
> ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γονατάρα:
> καλτσοδέτα > του παπουτσή
γονάτι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
γονατιστήρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
γόνατο:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
γόνατο:
> πόδι > κόκκαλα
γονέβει:
γονέβει το μελίσι > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
γονέοι:
> γονιός > οικογενειακά
γονή: >
ανατομικά > ψαρολογικά
γονίδι:
> γόνος > ψαρολογικά
γονίδι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
γονικά
(τα): > γονιός > οικογενειακά
γονιοί:
> γονιός > οικογενειακά
γονιός:
> γονιός > οικογενειακά
γονοί: >
γονιός > οικογενειακά
γόνοι: υψώματα
θαλασσινών φυτών > γόνοι > της θάλασσας και του καιρού
γονός: >
μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
γόνος: >
γόνος > ψαρολογικά
γοντζές:
> μπουμπούκι > φυτολογικά
γόπα: Box
vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού
γοργοκάμηλο:
Camelus > καμήλα > θηλαστικά
γοργολαβούσα:
Caprimulgus europaeus > γοργολαβούσα > πουλιά
γοργομοίρα:
που παντρεύτηκε νωρίς > γάμος > οικογενειακά
γοργόνα:
νεράιδα της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά
γοργονάκι:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
γοργονείρεμα:
> όνειρο > φυσιολογικά
γοργόνια
(τα): > γοργόνα > δαιμονικά
γοργορίζω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
γούβα: >
λάκκα > τοπογραφικά
γούβης:
Budo ignavus > μπούφος > πουλιά
γούβι: Budo
ignavus > μπούφος > πουλιά
γουβίδι:
Gobio gobio > γουβίδι > ψάρια του γλυκού νερού
γουβίτσα:
> λακκάκι > ανατομικά κατατόπια
γουδί: >
γουδί > του μαγεριού
γουδοχέρι:
> γουδί > του μαγεριού
γούζι: ξύλινο
κουλούρι δεμένο στο ζυγό με τα λουριά > αλέτρι > του χωραφιού
γούλα: >
αλέτρι > του χωραφιού
γούλα: >
γκούσα > πουλολογικά
γούλα: >
λαιμός > ανατομικά κατατόπια
γούλα: >
στόμα > όργανα
γουλάρι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γουλάς:
ακρόπολη > ακροτόπια > τοπογραφικά
γουλί: >
πέτρα > πέτρες
γουλί: ρίζα
ραδικιού > βορβός > φυτολογικά
γουλί: το
κεφάλι του είναι γουλί > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γούλι: >
δόντι > όργανα
γουλιανός:
> γουλιανός > ψάρια του γλυκού νερού
γούλος:
μικρή στρογγυλή πέτρα > πέτρα > πέτρες
γούμενα:
> σκοινιά > του καραβιού
γουμενιά:
> σκοινιά > του καραβιού
γουμενιάς:
Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
γουμπρί:
Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
γούνα: >
γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναράδικο:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναράς:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναράς:
> πετσί > του παπουτσή
γούναρης:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναρικά:
> γουναρικά > πανιά
γουναρική:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναρικό:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναρικό:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουναροσύνη:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γουνερό:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γούνωμα:
> γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γούπα: Box
vulgaris > βόπα > ψάρια του γλυκού νερού
γούπατο:
> πάτος > τοπογραφικά
γούπατος:
> πάτος > τοπογραφικά
γουργουθιά:
> γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
γουργούλα:
> κουπί > του καραβιού
γούργουλας:
> στόμα > όργανα
γουργούλι:
> παγούρι > της βοσκής
γουργουλόσταμνο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
γουργούρα:
> γουργουρητό > φυσιολογικά
γούργουρας:
> στόμα > όργανα
γουργουρητό:
> γουργουρητό > φυσιολογικά
γουργουριάρης:
> γουργουρητό > φυσιολογικά
γουργουρίζω:
> γουργουρητό > φυσιολογικά
γούργουρος:
> στόμα > όργανα
γουρλιάνος:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
γούρνα:
> στέρνα > του χωραφιού
γουρνομύτης:
> μύτη > όργανα
γουρνόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
γουρονομάντρα:
> χοιρομάντρι > της βοσκής
γουρούνα:
suidae | λάζεται σαν τη γουρούνα > γουρούνι > θηλαστικά
γουρουναριό:
> χοιρομάντρι > της βοσκής
γουρούνι:
suidae > γουρούνι > θηλαστικά
γουρουνομαντρί:
> χοιρομάντρι > της βοσκής
γουρουνοπέτσι:
> πετσί > του παπουτσή
γουρουνοτόμαρο:
> πετσί > του παπουτσή
γουρουνοτσάρουχο:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
γουρουνόψαρο:
Haemulon macrostomum > γουρουνόψαρο > ψάρια της θάλασσας
γούσουρα:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γούσουρας:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γούσουρη:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γουστέρα:
> σάβρα > σερπετά
γουστερέλι:
> πουλιά λίμνης > πουλιά
γουστερίτσα:
> σάβρα > σερπετά
γουστουλίδια:
> σταφύλια > του φαγιού
γούτος:
> περιστέρι > πουλιά
γούφαινα:
Sarda sarda | το μεγάλο γουφάρι > γούφαινα > ψάρια της θάλασσας
γουφάρι:
Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
γοφί: ισχίον
> γοφός > κόκκαλα
γοφός: >
γοφός > κόκκαλα
γόφος: >
γοφός > κόκκαλα
γράβα: πηγάδι
μίνας > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γραβοδούρος:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
γρανίτα:
> παγωτό > του φαγιού
γρανίτης:
> γρανίτης > πέτρες
γρασίδι:
> χόρτο > φυτολογικά
γρασιδότοπος:
> βοσκή > της βοσκής
γρασιδότοπος:
> λιβάδι > τοπογραφικά
γραφείο:
> γραφείο > του σπιτικού
γραφείο:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
γραφιάρης:
> γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γραφιάς:
> γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γραφικά:
> γραφικά > του σπιτικού
γραφτές:
γραφτές βελονιές (στο τελάρο) > βελονιές > ραφτικά
γραφτίκι:
> γραφτίκι > πουλιά
γραφτό:
κέντημα σκεδιασμένο απάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά
γρεβάδι:
Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
γρεγάλης:
> άνεμος > καιρικά
γρεγολεβάντες:
> άνεμος > καιρικά
γρέγος:
> άνεμος > καιρικά
γρεγοτραμουντάνα:
> άνεμος > καιρικά
γρέκι: >
καλύβα > του χτίστη
γρέκια:
μαντριά με ψηλούς τοίχους > μάντρα > της βοσκής
γρέκια:
μέρη όπου ξενυχτερέβουν τα γιδοπρόβατα > μάντρα > της βοσκής
γρεκιάζω:
> στανιάζω > της βοσκής
γρεντιά:
μεγάλο δοκάρι > δοκαρωσιά > του χτίστη
γρέτσα:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
γρηγορίζω:
γρηγορίζω τα ζα > δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
γριβαδέλι:
Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
γριβάδι:
Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
γρίβος:
> άσπρος > του ζουγράφου
γρίβος:
ξασπρουλιάρης > σταχτής > του ζουγράφου
γρίκηση:
> άκουση > φυσιολογικά
γρινιάρικα
(τα): > όργανα > του μουσικού
γριπάρης:
> ψαράς > της ψαρικής
γριπαρόλι:
> τράτα > της ψαρικής
γρίπος:
> τράτα > της ψαρικής
γριτζανέλι:
> πουλιά λίμνης > πουλιά
γριτσανάω:
> δόντι > όργανα
γρόμπος:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
γρούμπος:
> χιόνι > καιρικά
γρουμπούλι:
> χιόνι > καιρικά
γρύλλος:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
γρυνόξυλο:
> είδη βαφών > του βαφιά
γρύπας:
> γύπας > πουλιά
γυαλάδικο:
> γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
γυαλάς:
> γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
γυαλενάκι:
> βώλοι > παιγνίδια
γυαλένιος:
> βώλοι > παιγνίδια
γυαλί: ο
σμάλτος του δοντιού > δόντι > όργανα
γυαλί: το
διάφανο φλούδι του ματιού (κερατοειδής χιτών) > μάτι > όργανα
γυαλιάς:
> παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
γυαλικά:
> χρειασίδια > του σπιτικού
γυαλινός:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
γυάλινος:
> βώλοι > παιγνίδια
γυαλιστήρι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
γυαλιστής:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
γυαλομαμούνα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
γυαλόπετρα:
> γυαλόπετρα > πέτρες
γυαλωμένα:
> χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά
γύγλα: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
γυλάρι:
Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας
γύλιος:
Julis vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας
γύλος: Julis
vulgaris > γύλος > ψάρια της θάλασσας
γυμνοσάλιαγκας:
σάλιαγκος χωρίς καβούκι > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
γυναίκα:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
γυναικαδερφή:
> σύγαμπρος > οικογενειακά
γυναικάδερφος:
> σύγαμπρος > οικογενειακά
γυναίκια
(τα): > μηνιάτικα > φυσιολογικά
γυναικογιατρός:
> γιατρός > γιατρικά
γυναικομονάστερο:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
γυναικονίτης:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
γυναικόπαιδα:
> οικογένεια > οικογενειακά
γυναιτίκι:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
γυνί: το
μυτερό ξύλο που οργώνει το χώμα > αλέτρι > του χωραφιού
γύπας: Vulturidae
> γύπας > πουλιά
γύρισμα:
> φράχτης > του χωραφιού
γύρισμα:
γύρισμα καρφιού > καρφολογιά > του μαραγκού
γυριστή:
γυριστή σκάλα > σκάλα > του χτίστη
γυριστό:
> γλυκά > του φαγιού
γύρο: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
γυροβολιά:
> γυροβολίδι > της ψαρικής
γυροβολίδι:
καλαμοφράχτης για να πιάνουν ψάρια > γυροβολίδι > της ψαρικής
γυρογιάλι:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
γυρολόγος:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
γυροποδάτος:
> κρόσσι > ραφτικά
γυροπόδι:
> ποδόγυρος > ραφτικά
γύρος: >
γύρος > ραφτικά
γύρος: >
μέρη της στέγης > του χτίστη
γύρος: >
πηγάδι > του χωραφιού
γύρος: ο
γύρος του καπέλου > καπέλο > ρούχα
γύρος: του
κρεβατιού > κρεβάτι > του σπιτικού
γυροφούστανο:
> ποδόγυρος > ραφτικά
γυρόχωρα:
> περίγυρα > τοπογραφικά
γύφτος:
> γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα
γύφτος:
> χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
γυφτουριά:
> γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα
γωνιά: >
σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
γωνιά: >
τζάκι > του σπιτικού
γωνιά: >
ψωμί > του φαγιού
γωνιάδι:
> ψωμί > του φαγιού
γωνιάζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
γωνιασμένη:
γωνιασμένη πέτρα > πέτρα > του χτίστη
γωνίστρα:
> τζάκι > του σπιτικού
γωνολίθι:
> τζάκι > του σπιτικού
δαβλί: >
λύχνος > του σπιτικού
δαβλίτης:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
δαβλός:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
δαγκαματιά:
> δόντι > όργανα
δαγκάνα:
> ανατομικά > ψαρολογικά
δαγκάνα:
> μύτη > πουλολογικά
δαγκάνα:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
δαγκανάρι:
> ανατομικά > ψαρολογικά
δαγκανομύτης:
> βορίσματα > καιρικά
δαγκανούρα:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
δαγκούνα:
> ανατομικά > ψαρολογικά
δαγκούνα:
καβούκι του κάβουρα που το φυσάς και βγαίνει σα φωνή λαγού > δαγκούνα
> του κυνηγού
δαιμοναριά:
> δαίμονας > δαιμονικά
δαιμοναριά:
> μαγιοβότανο > δαιμονικά
δαίμονας:
> δαίμονας > δαιμονικά
δαίμονας:
> διάβολος > δαιμονικά
δαιμονιάρης:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δαιμονική:
δαιμονική συνέργεια > μάγεμα > δαιμονικά
δαιμονικό:
> δαίμονας > δαιμονικά
δαιμονισιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δαιμόνισμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δαιμονισμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δαιμονισμός:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δαιμονοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
δαιμονόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
δαιμονόπιστος:
> μαγεμένος > δαιμονικά
δάκριο:
> δάκρυ > φυσιολογικά
δάκρυ: >
δάκρυ > φυσιολογικά
δαμάλα:
> γελάδι > της βοσκής
δαμαλάκι:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
δάμαλος:
> γελάδι > της βοσκής
δαμασκηνό:
> πανιά > πανιά
δαμασκί:
> πανιά > πανιά
δαμασκί:
> σπαθί > του πολεμιστή
δάμασκο:
> πανιά > πανιά
δαμασκωτό:
δαμασκωτό σπαθί > σπαθί > του πολεμιστή
δαρμένο:
> γάλα > της βοσκής
δαρτή: >
βροχή > καιρικά
δάρτης:
καρδιακός παλμός > πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δάρτης:
το σύνεργο που δέρνουν το γάλα για να το κάνουνε βούτυρο > βούτη > της
βοσκής
δασκαλάκιας:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
δασκαλιό:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
δασκαλοπαίδι:
> παιδί > οικογενειακά
δάσκαλος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
δάσκαλος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
δασοπλαγιά:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
δάσος: >
δάσος > τοπογραφικά
δάσος: >
δέντρο > φυτολογικά
δασοτοπιά:
> δάσος > τοπογραφικά
δάσωμα:
> δάσος > τοπογραφικά
δαφκί: >
λαχανικά > του φαγιού
δαφνοκούκουτσο:
> καρπός > φυτολογικά
δάχτυλας:
αντίχειρ > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
δαχτυλήθρα:
δαχτυλήθρα του βελανιδιού > καρπός > φυτολογικά
δαχτύλια:
Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
δαχτυλιδάκι:
> παιδιών > παιγνίδια
δαχτυλίδι:
> διαμαντικά > πετράδια
δαχτυλίδι:
της πέρασε δαχτυλίδι = την αραβωνιάστηκε > αραβωνιαστικός >
οικογενειακά
δαχτυλιδωτή:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
δαχτυλιδωτός:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
δάχτυλο:
> δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
δαχτύλοι:
Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
δαχτυλόπετρα:
> πετράδια > πετράδια
δείγμα:
> μόστρα > ραφτικά
δείλι: >
δείλι > της μέρας και της ώρας
δειλινό:
> δείλι > της μέρας και της ώρας
δείπνο:
> πρόγεμα > του φαγιού
δειπνοφεγγαριά:
> φεγγάρι > αστρικά
δεκάδι:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
δεκανίκι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
δεκανίκι:
για κουτσό > δεκανίκι > γιατρικά
Δεκέβρης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
δεκοχτούρα:
Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά
δελφίνι:
Delhinus delphis > δελφίνι > θηλαστικά
δέμα: >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
δεματάς:
> δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
δεμάτι:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
δεμάτι:
ένα δεμάτι είναι δυο λυμάρια > χεροβολιάζω > του χωραφιού
δεμάτια:
δεμάτια-δεμάτια > βροχή > καιρικά
δεματιάζω:
> δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
δεματιάζω:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
δεματιαστής:
> γεωργός > του χωραφιού
δεματικά:
δεσίματα από σίκαλη στριμένη > δεματικά > του χωραφιού
δεματικά:
χορταρικά που πουλιούνται δεμένα σε μάτσους > χόρτο > φυτολογικά
δεματικό:
για το δεμάτιασμα του δεματιού > δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
δεματολόγος:
> δεματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
δεμένο:
> γλυκά > του φαγιού
δενδροτοπιά:
> δάσος > τοπογραφικά
δεντρί:
> δέντρο > φυτολογικά
δεντρικά:
> δέντρο > φυτολογικά
δέντρο:
> δέντρο > φυτολογικά
δεντρογαλιά:
> δεντρογαλιά > σερπετά
δεντρολογώ:
φυτέβω δέντρα > φυτέβω > του χωραφιού
δεντροτσίχλα:
Turdus viscivorus > τσίχλα > πουλιά
δεντροφίδα:
> δεντρογαλιά > σερπετά
δεντρόφιδο:
> δεντρογαλιά > σερπετά
δεντρωσιά:
> δάσος > τοπογραφικά
δένω: >
δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη
δένω: >
μαγέβω > δαιμονικά
δένω: >
ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
δέουμαι:
λέω την προσεφκή μου, τα πατερημά μου > θρησκευτικές δουλιές > της
εκκλησιάς
δερβένι:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
δέρμα: >
πετσί > ανατομικά κατατόπια
δέρμα: >
πετσί > του παπουτσή
δερμάτι:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
δερμάτι:
> πετσί > του παπουτσή
δερμόνι:
> δριμόνι > του χωραφιού
δέρνω: >
δέρνω > της βοσκής
δέση: >
αρμός > κόκκαλα
δέση: >
νεροδέτης > του χωραφιού
δέσιμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
δέσιμο:
> αρμός > κόκκαλα
δέσιμο:
> δέσιμο > του βιβλιοδέτη
δέσιμο:
είναι για δέσιμο > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δέσποινα:
> δέσποινα > δαιμονικά
δεσποτάκι:
> ξύλα > του μαραγκού
δεσπότης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
δέστρα:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
δετός: >
είδη χορών > χοροί
δεφτεριά:
> κρασί > του φαγιού
δεφτερόκλαδος:
δεφτερότοκος > γιος > οικογενειακά
δεφτερόλεφτο:
> ώρα > της μέρας και της ώρας
δεφτεροξαδέρφια:
> ξαδέρφι > οικογενειακά
δεφτεροπατέρας:
> πατέρας > οικογενειακά
δεφτεροπατερέβω:
> πατέρας > οικογενειακά
δεφτεροτρίτα:
ξαδέρφια > ξαδέρφι > οικογενειακά
δεφτερούλης:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
δεφτέρωμα:
δέφτερος γάμος > γάμος > οικογενειακά
δηγός: >
στοιχιό > δαιμονικά
δημοσιά:
> δρόμος > τοπογραφικά
διάβα: >
δρόμος > τοπογραφικά
διαβάζω:
διαβάζω μιαν εφκή > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
διάβαση:
> δρόμος > τοπογραφικά
διάβασμα:
θέλει διάβασμα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
διαβαστικά:
> ξόρκια > δαιμονικά
διάβατα:
το δικαίωμα να περνάς από του αλλουνού το χτήμα > δρόμος > τοπογραφικά
διαβατά
(τα): φαρδιές στράτες > δρόμος > τοπογραφικά
διαβατάρικο:
> πουλί > πουλολογικά
διαβατικό:
> πουλί > πουλολογικά
διαβατό:
> δρόμος > τοπογραφικά
διάβατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
διαβήτης:
περιέλι > διαβήτης > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
διαβολεμένο:
> κρύο > καιρικά
διαβολιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
διαβόλια:
> πειρασματικά > δαιμονικά
διαβόλισμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
διαβολόκαιρος:
> κακοκαιριά > καιρικά
διαβολόπαπας:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
διαβολόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
διαβολοπούλι:
Pastor > αγιοπούλι > πουλιά
διάβολος:
> διάβολος > δαιμονικά
διαβολόσπαρμα:
> διαβολόσπαρμα > δαιμονικά
διαβολόσπαρτος:
> διαβολόσπαρμα > δαιμονικά
διαβολόσπορος:
> διαβολόσπαρμα > δαιμονικά
διαβολόστρατα:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
διαβολόψειρα:
Acarina > διαβολόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
διαγουμίζω:
> κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή
διάζουμαι:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
διάζω: >
δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
διακαμός:
> ζέστη > καιρικά
διακονικό:
το στιχάρι του διάκου > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
διάκος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
διαλάλης:
> διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
διαλαλητής:
> διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
διαλαλοχάρτι:
αγγελία > διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
διαλαλώ:
> διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
διαμαντένιος:
> διαμάντι > πετράδια
διαμάντι:
> διαμάντι > πετράδια
διαμάντι:
είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού
διαμαντικά:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντικά:
> διαμαντικά > πετράδια
διαμαντοκόλητος:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντόπετρα:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντοσκέπαστος:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντόσκεπος:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντόσπαρτος:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντόσπιθος:
> διαμάντι > πετράδια
διαμαντόφεγγος:
> διαμάντι > πετράδια
διάμπολη:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
διάνος:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
διαπεραστικό:
> κρύο > καιρικά
διαπόρι:
πορθμός > διαπόρι > τοπογραφικά
διάραχο:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
διάραχο:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
διάργυρος:
υδράργυρος > διάργυρος > μέταλλα και χημικά
διαρίζω:
ξεφορτώνω με μαούνα > διαρίζω > αρμενίσματα
διάροια:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
διασέλα:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
διασέλι:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
διάσελο:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
διάσελος:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
διασίδι:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
διασίδι:
> στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας
διάσιμο:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
διάσκελα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
διασκελωμένος:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
διαστάβρωμα:
> δρόμος > τοπογραφικά
διαστήρι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
διαστήρι
(το): > διάστρα > του αργαλιού και της ρόκας
διάστρα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
διάστρα:
η δουλέφτρα που διάζει το στημόνι > διάστρα > του αργαλιού και της
ρόκας
διάσωνας:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
διάτανος:
> διάβολος > δαιμονικά
διατιμητής:
> τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
διατιμώ:
> τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
διβλί: >
σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
διβολίζω:
> ξανακυλώ > του χωραφιού
διβόλισμα:
> ξανακυλώ > του χωραφιού
διγόφι:
σύνεργο ψαρά χαβαρικών > διγόφι > της ψαρικής
διδάχος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
δίδαχος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
δίδυμος:
> δίδυμος > βιολογικά
δίδυμος:
> παιδί > οικογενειακά
δικάβαλο:
> διχάλι > του χωραφιού
δίκανο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
δικέλα:
> δικέλι > του χωραφιού
δικέλι:
> δικέλι > του χωραφιού
δικέρι:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
δικιολογιά:
> συγγενολόγι > οικογενειακά
δικιός:
> συγγενής > οικογενειακά
δικοί
(οι): > συγγενολόγι > οικογενειακά
δίκοπο:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
δικός: >
συγγενής > οικογενειακά
δικοσύνη:
> συγγενολόγι > οικογενειακά
δικούλι:
> δικέλι > του χωραφιού
δικουπιά:
με δυο κουπιά > λάμνω > αρμενίσματα
δικράνι:
> διχάλι > του χωραφιού
δίκρανο:
> διχάλι > του χωραφιού
δίκροκο:
δίκροκο αβγό > αβγό > πουλολογικά
δίκροτο:
> είδη καραβιών > καράβια
διλάβι:
> ανατομικά > ψαρολογικά
διλάβι:
> μασιά > του μαγεριού
διλάβι:
> σκάλεθρο > του σπιτικού
δίλογο:
με διπλή όψη > είδη πανιών > πανιά
δίλογο:
που έχει δυο χρώματα > άλογο > θηλαστικά
διμηνιό:
που κάνει γεννήματα δυο φορές το χρόνο > χωράφι > του χωραφιού
δίμιτο:
πυκνό > είδη πανιών > πανιά
διμιτσένιος:
από δίμιτο > πανίτικος > πανιά
δίνει: >
ο ήλιος > αστρικά
διορθώνει:
> καιρός > καιρικά
δίπατο:
> σπίτι > του χτίστη
δίπλα: >
δίπλα > ραφτικά
δίπλα: >
ζυμαρικά > του φαγιού
διπλάρι:
> είδη πανιών > πανιά
διπλάρι:
διπλωμένο πάπλωμα > κρεβάτι > του σπιτικού
διπλαριά:
χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού > σπαθί > του πολεμιστή
διπλαρώνει:
έρχεται δίπλα στο μώλο > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
διπλαρώνω:
ζυγώνω στεριά, καράβι, μώλο > αρμενίζω > αρμενίσματα
δίπλες:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
διπλή: Turdus
| τσίχλα διπλή > τσίχλα > πουλιά
διπλολίθι:
διπλή λιθιά > πέτρα > πέτρες
διπλόπορτα:
> πόρτα > του χτίστη
διπλοπόρτι:
> πόρτα > του χτίστη
διπλός:
> δίδυμος > βιολογικά
διπλός:
> είδη χορών > χοροί
διπλοσάνιδο:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
διπλοσταβροδρόμι:
> δρόμος > τοπογραφικά
διπλώνει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
δίποδα:
καλπάζοντας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
διποδίζω:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
διπόδισμα:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
διποδώ:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
δίπορτο:
> πόρτα > του χτίστη
διποτάματα
(τα): εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια > ποτάμι > τοπογραφικά
διποταμιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
διπόταμο:
> ποτάμι > τοπογραφικά
διπούντζες:
> πεδίκλα > της βοσκής
δισάκκι:
> δισάκκι > της βοσκής
δισάκκι:
> τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
δισάρφανος:
> ορφανός > οικογενειακά
δισέγγονο:
> αγγόνι > οικογενειακά
δισκάρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
δισκάρι:
> μπακιρικά > του μαγεριού
δισκαφίζω:
> ξανακυλώ > του χωραφιού
δισκοπότηρο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
δισκοπότηρο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
δίσκος:
> ζυγαριά > του μαγεριού
δίσκος:
> μπακιρικά > του μαγεριού
δίσκος:
της εκκλησίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
δίσολο:
> παπούτσι > του παπουτσή
διστάβρι:
> δρόμος > τοπογραφικά
δίστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
δίφανο:
> δίχτυ > της ψαρικής
δίφορο:
> χωράφι > του χωραφιού
διφούρκι:
> διχάλι > του χωραφιού
δίφυλλη:
> πόρτα > του χτίστη
διχάλα:
> διχάλι > του χωραφιού
διχάλα:
δυο δέντρα από την ίδια ρίζα > στάβρωση > φυτολογικά
διχάλη:
> διχάλι > του χωραφιού
διχάλη:
το άνοιγμα της φούρκας > στάβρωση > φυτολογικά
διχάλι:
> ανατομικά > ψαρολογικά
διχάλι:
> διχάλι > του χωραφιού
διχάλι:
> καμάκι > της ψαρικής
διχάλι:
μισγάγκεια > διχάλωμα > τοπογραφικά
διχάλωμα:
> διχάλωμα > τοπογραφικά
διχάτα:
> καφάσια > του χτίστη
διχάχαλο:
> διχάλι > του χωραφιού
διχάχαλο:
> φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
δίχτια:
> δίχτια > του κυνηγού
δίχτια:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
διχτιάρικο:
> είδη καραβιών > καράβια
διχτολόγος:
> ψαράς > της ψαρικής
δίχτυ: >
δίχτυ > της ψαρικής
διψακός:
> μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
δόγα: >
βαρέλι > του τρύγου
δοθηνάρι:
δοθιήν > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δοιάκι:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
δοιάκι:
> τιμόνι > του καραβιού
δοκάνι:
> δοκάνι > του κυνηγού
δόκανο:
> δοκάνι > του κυνηγού
δοκάρι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
δοκαρώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
δοκαρωσιά:
τα ξύλα της στέγης του ταβανιού > δοκαρωσιά > του χτίστη
δοκιμάζω:
> πρόβα > ραφτικά
δοκίμασμα:
> γέψη > φυσιολογικά
δόλος: >
δολώνω > της ψαρικής
δολοφάγος:
> δολοφάγος > ψάρια της θάλασσας
δολοφάος:
> δολοφάγος > ψάρια της θάλασσας
δόλωμα:
> δολώνω > της ψαρικής
δολωμένο:
δολωμένο αγκίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής
δολώνω:
βάζω δόλωμα στο αγκίστρι > δολώνω > της ψαρικής
δοντάγρα:
> δόντι > όργανα
δοντάρα:
> δόντι > όργανα
δονταράς:
> δόντι > όργανα
δοντάς:
> δόντι > όργανα
δόντι: >
δόντι > όργανα
δόντι: >
μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
δόντια:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
δόντια:
δόντια της βίδας > βίδα > του μαραγκού
δόντια:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
δοντογιατρός:
> γιατρός > γιατρικά
δοντογιατρός:
> δόντι > όργανα
δοντοκάρα:
> δόντι > όργανα
δοντοκοιλιά:
> δόντι > όργανα
δοντόξυλο:
> χελάλι > του μαγεριού
δοντόπονος:
> πονόδοντος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δοντοτσιμπίδα:
> δόντι > όργανα
δοντοτσιμπίδι:
> δόντι > όργανα
δοντωσιά:
> δόντι > όργανα
δοντωσιά:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
δόξα: >
δόξα > καιρικά
δοξαράτορας:
> δοξάρι > του πολεμιστή
δοξαρέβω:
> δοξάρι > του πολεμιστή
δοξαρεφτής:
> δοξάρι > του πολεμιστή
δοξάρι:
> δόξα > καιρικά
δοξάρι:
> δοξάρι > του πολεμιστή
δοξάρι:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
δοξάρι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
δοξάρι:
σύνεργο για ξάνοιγμα του μπαμπακιού > δοξάρι > του αργαλιού και της
ρόκας
δοξαριά:
> δοξάρι > του πολεμιστή
δοξαριά:
το τράβηγμα του δοξαριού πάνω στη χορδή > μέρη του βιολιού > του
μουσικού
δοξέβω:
> δοξάρι > του πολεμιστή
δοξολογία:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
δορούδικο:
μάβρο ή καστανό με άσπες τρίχες > άλογο > θηλαστικά
δουκάνη:
> δουκάνι > του χωραφιού
δουκάνι:
> δουκάνι > του χωραφιού
δουκέσα:
> απίδι > του φαγιού
δουλεμένο:
> βούτυρο > της βοσκής
δουλεφτής:
> γεωργός > του χωραφιού
δουλιές:
δουλιές του βοσκού > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
δουμπολίτσα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
δραγασιά:
> δραγάτης > του τρύγου
δραγάτα:
> δραγάτης > του τρύγου
δραγάτα:
> καλύβα > του χτίστη
δραγάτης:
> δραγάτης > του τρύγου
δραγάτης:
> πρεδάρης > του χωραφιού
δραγατιά:
> δραγάτης > του τρύγου
δραγατσιά:
> δραγάτης > του τρύγου
δραγάτσικα:
> ταγάρι > της βοσκής
δραγγουμάρα:
αρώστια του ματιού που τα στραβώνει > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
δραγονέρα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
δράκαινα:
> δράκος > δαιμονικά
δράκαινα:
Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας
δράκισα:
> δράκος > δαιμονικά
δράκισα:
Diplax elisa | δράκισα (γαλαζοπράσινη) > κυνηγός > σκουλήκια και
ζωύφια
δρακοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
δρακοδένω:
> μαγέβω > δαιμονικά
δρακολιά:
το στοιχιό της ελιάς > στοιχιό > δαιμονικά
δρακόνι:
Trachinus draco > δρακόνι > ψάρια της θάλασσας
δράκοντας:
> δράκος > δαιμονικά
δρακόντι:
> δράκος > δαιμονικά
δρακόντισα:
> δράκος > δαιμονικά
δράκος:
> δράκος > δαιμονικά
δράκος:
το αβάφτιστο > μωρό > βιολογικά
δρακοσπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
δρακού:
> μωρό > βιολογικά
δρακούλα:
> μωρό > βιολογικά
δρακούλης:
> μωρό > βιολογικά
δράνα: >
κληματαριά > του χωραφιού
δραπέτι:
> ξείδι > του φαγιού
δρεβενίτσα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
δρεπάνι:
> δρεπάνι > του χωραφιού
δρίλι: >
πανιά > πανιά
δριμάρης:
Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας
δρίματα:
οι πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > αλουστίνες > δαιμονικά
δρίματα:
οι πρώτες έξη μέρες του Αβγούστου > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
δρίμες:
> αλουστίνες > δαιμονικά
δρίμες:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
δριμόλοχο:
> αντάρα > καιρικά
δριμόνι:
> αντάρα > καιρικά
δριμόνι:
> δριμόνι > του χωραφιού
δριμόνι:
> δριμόνι > του χωραφιού
δριμονίζω:
κοσκινίζω με τον αριολόγο > δριμονίζω > του χωραφιού
δρόγγος:
> δάσος > τοπογραφικά
δρόγκος:
Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας
δρόλαπας:
> αντάρα > καιρικά
δρολάπι:
> αντάρα > καιρικά
δρόλικος:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δρολικώνω:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δρομάκι:
> δρόμος > τοπογραφικά
δρομάκος:
> δρόμος > τοπογραφικά
δρομαλάκι:
> δρόμος > τοπογραφικά
δρομί: >
δρόμος > τοπογραφικά
δρομιάζω:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
δρόμισμα:
> δρόμος > τοπογραφικά
δρομίσματα:
> δρόμος > τοπογραφικά
δρομιτικιά:
παράλληλη με το δρόμο > πέτρα > του χτίστη
δρομίτσα:
Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
δρομόνι:
> δριμόνι > του χωραφιού
δρόμος:
> δρόμος > τοπογραφικά
δρόμος:
δρόμος της Παναγίας > Γιορδάνης > αστρικά
δρόπικας:
υδροπικία > δρόπικας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δροσεράδα:
> κρύο > καιρικά
δροσιά:
> δροσιά > καιρικά
δροσιά:
> κρύο > καιρικά
δροσίνα:
ποταμίσιο ψάρι > δροσίνα > ψάρια του γλυκού νερού
δροσιό:
> δροσιά > καιρικά
δροσιό:
> κρύο > καιρικά
δροσίτης:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
δροσίτης:
είδος μουρούνας; > δροσίτης > ψάρια της θάλασσας
δροσοβόλι:
> κρύο > καιρικά
δροσοβολιά:
> δροσιά > καιρικά
δροσοβολιά:
> κρύο > καιρικά
δροσολογιά:
> δροσιά > καιρικά
δροσολογιά:
> κρύο > καιρικά
δροσοπεζούλα:
> πεζούλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
δροσοσταλίδα:
> δροσιά > καιρικά
δρούγα:
μακρί αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
δρώνω: >
ίδρωτας > φυσιολογικά
δρώσιμο:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
δρωταράς:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
δρωτάρι:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
δρωτίδα:
> δρωτίδα > φυσιολογικά
δρωτίλα:
> δρωτίδα > φυσιολογικά
δρωτσίλα:
> δρωτίδα > φυσιολογικά
δρωτσίλι:
> δρωτίδα > φυσιολογικά
δυναμάρι:
> κάστρο > του χτίστη
δυναμωτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
δυνατό:
> κρύο > καιρικά
δυόμελος:
> δίδυμος > βιολογικά
δυσεντερία:
> δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δύση: >
βασίλεμα > αστρικά
δυσκοιλιότη:
> σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δυσκολογιάτρεφτος:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
δύσματα:
> μπαχαρικά > του φαγιού
δυσοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
δυσούλα:
> βασίλεμα > αστρικά
δωδεκάγυρος:
ο δωδεκάγυρος της ώρας > ώρα > της μέρας και της ώρας
δωδεκαδάχτυλο:
> άντερα > όργανα
δώμα: >
λιακωτό > του χτίστη
δωματίζω:
φτιάνω δώμα > δουλιές του χτίστη > του χτίστη
έβγαλε:
ο σκύλος έβγαλε λαγό > σκύλος > του κυνηγού
εβγαλσιά:
> φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
έβελος:
> ξύλα > του μαραγκού
έβενος:
> ξύλα > του μαραγκού
εβλογιά:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
εβλογιά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
εβλογιά:
> ψωμί > του φαγιού
εβλογία:
> σοδιά > του χωραφιού
εβραίικα:
> αβγά > του φαγιού
εγίρα: μουσουλμανική
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
εγκίδα:
μυτερό ξυλαράκι που μπαίνει στο πετσί και προξενεί φλόγωση > παρανυχίδα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
εγκλαβή:
> προίκα > οικογενειακά
έγκυα: >
γγαστρωμένη > βιολογικά
είδουλο:
> δαίμονας > δαιμονικά
εικόνα:
> κονίσματα > της εκκλησιάς
εικονοστάσι:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
εκατομνήσι:
> αιώνας > της μέρας και της ώρας
εκατόχρονα
(τα): > αιώνας > της μέρας και της ώρας
εκκλησιά:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
εκκλησίδι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
έκλωσε:
ο ήλιος γύρισε προς το βασίλεμα > βασίλεμα > αστρικά
ελατιάς:
> δάσος > τοπογραφικά
ελατόπισσα:
> κατραμίζω > του σκαριού
ελέφαντας:
Elephas > ελέφας > θηλαστικά
ελέφας:
Elephas > ελέφας > θηλαστικά
ελιά: >
ελιά > φυσιολογικά
ελιά: >
τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
ελιά
της θάλασσας: > ελιά της θάλασσας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
ελιές: >
ελιές > του φαγιού
ελίκι: >
αστερισμοί > αστρικά
ελιώνας:
> λιοστάσι > του χωραφιού
ελληνοράφτης:
> ράφτης > ραφτικά
έλυσε: έλυσε
η φούσκα του > κάτουρο > φυσιολογικά
εμετός:
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
έμπα: >
πόρτα > του χτίστη
έμπαιδη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
εμπασιά:
> φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού
έμπλωρος:
> πλώρη > του καραβιού
έμπολα:
τα έμπολα της γούμενας > σκοινιά > του καραβιού
εμπόρευμα:
> πραμάτεια > του κούρσου και του φορτωτή
εμποροράφτης:
> ράφτης > ραφτικά
έμπορος:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
έμπρυμος:
> πρύμη > του καραβιού
έμπυο: >
έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
εμπυοφύτης:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ένεση: >
μπόλι > γιατρικά
ενορασιά:
> όραση > φυσιολογικά
ενοριακά:
ενοριακά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς
εξάμιτο:
> πανιά > πανιά
εξάς: >
τετράς > του καραβιού
εξάστρα:
> αστερισμοί > αστρικά
εξάτο: >
μπαλκόνι > του χτίστη
εξάψαλμος:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
εξεπούλιαστο:
> αβγό > πουλολογικά
εξηντατρίχης:
> σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
επαρχιακά:
επαρχιακά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς
έπεσε: του
έπεσε το ξύγκι, μια ξυγκιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
επιβαλτάρι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
επιγονάτιο:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
επιδέξιο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
επιδημία:
> αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
επικόρμι:
> αμόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
επιληψία:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
επιμανίκιο:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
έπιπλα:
στολή του σπιτιού > συγυρικά > του σπιτικού
επίσκοπος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
επιτάφιος:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
επωμάδι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
εργένης:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
έργο: >
χωράφι > του χωραφιού
εργολάβος:
> γλυκά > του φαγιού
έργος: >
χωράφι > του χωραφιού
έργος: το
μέρος του αμπελιού που ορίζουνε στην αργατιά για σκάψιμο > αμπέλι > του
χωραφιού
ερεικόβουνος:
> βουνό > τοπογραφικά
ερεικούρα:
> δάσος > τοπογραφικά
ερημιά:
> ερημιά > τοπογραφικά
έρημο: >
ερημιά > τοπογραφικά
ερημολίβαδο:
> λιβάδι > τοπογραφικά
ερημότοπος:
> ερημιά > τοπογραφικά
ερινιαστής:
Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
ερινός:
> σύκα > του φαγιού
ερμάρα:
> ντουλάπα > του σπιτικού
ερμολάγι:
Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά
έρχουμαι
σοβράνο: > σοβράνο > αρμενίσματα
ερωμένη:
> αγαπητικός > οικογενειακά
ερωμένος:
> αγαπητικός > οικογενειακά
ερωτεμένος:
> αγαπητικός > οικογενειακά
ερωτιάρα:
> αγαπητικός > οικογενειακά
έστριψε:
του έστριψε | του έστριψε η βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα
κουσούρια
έστρος:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
έστρωσε:
> χιόνι > καιρικά
έσφιξε:
> το κρύο > καιρικά
ετοιματζής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ετοιμόγεννη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
εφημέριος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
έφια: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
εφκές: >
εφκές > κατάρες και εφκές
εφκή: >
λειτουργικά > της εκκλησιάς
εφκολόγι:
το βιβλίο των εφκών > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
εφκολόγια:
> εφκές > κατάρες και εφκές
εφκολυντικό:
> γιατρικό > γιατρικά
εφτάζυμα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
εφτάζυμο:
> ψωμί > του φαγιού
εφτακοίλια:
> σταφύλια > του φαγιού
έφταλος:
Nautilus γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
εφταπάρθενος:
εφταπάρθενος χορός > αστερισμοί > αστρικά
εφταπλανήτες:
> αστερισμοί > αστρικά
εφτάστερο:
> αστερισμοί > αστρικά
εφτυχία:
> σοδιά > του χωραφιού
εχενίδα:
Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
έχερη: >
αλέτρι > του χωραφιού
ζα: >
ζωντανά > της βοσκής
ζάβα: >
ζώνη > ρούχα
ζάβα: >
φιούμπα > ραφτικά
ζάβες: ζάβες
στα ποδάρια > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ζαβιά: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαβλακωμένο:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαβλιάκος:
Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
ζαβολιά:
κλεψιά ή στραβιά στο παιγνίδι > ζαβολιά > παιγνίδια
ζαβομάρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαβόματος:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαβοπόδης:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαβός: >
τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαβοτοπιά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
ζάγανος:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
ζαγάρι:
> σκύλος > θηλαστικά
ζάθος: μαμούνι
παράσιτο στα γελάδια > ζάθος > σκουλήκια και ζωύφια
ζαΐμης:
> φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
ζακέτα:
> τζακέτα > ρούχα
ζαλάδα:
> ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαλάδες:
> στα άλογα > αρώστιες ζώων
ζάλη: >
ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαλίκι:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
ζαλοβροντισμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζάλογγα
(τα): > δάσος > τοπογραφικά
ζαλοκουνισμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαμάνια:
χρόνια > χρόνος > της μέρας και της ώρας
ζαμενάδι:
> τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
ζάμπα: Bufo
vulgaris > φρύνος > σερπετά
ζαμπέτι:
Viverra civetta > ζαμπέτι > θηλαστικά
ζαμπόχελο:
Anguilla anguilla | χέλι θαλασσινό > χέλι > ψάρια της θάλασσας
ζάρα: >
τυρόγαλα > της βοσκής
ζαργάνα:
Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας
ζαρζαβατικά:
> λαχανικά > του φαγιού
ζάρια: >
μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
ζαρκαδοπαφίλια:
ζαρκαδοπαφίλια έλεγε ο Καραϊσκάκης τους Βαλτινούς γιατί μοιάζανε με τα
μερωμένα ζαρκάδια που οι αρματωλοί τα σέρνανε μαζί τους μαρτίνια στολισμένα με
πολλά παφίλια > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
ζάρκος:
> μάντρα > της βοσκής
ζαροπάπι:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
ζαρτζολόνα:
> ζαρτζολόνα > ψάρια της θάλασσας
ζαρτσερό:
ξύλο με πολλά τσιετάλια για να κρεμάνε τις καρδάρες > ζαρτσερό > της
βοσκής
ζάρφι: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ζαρώνει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
ζάστανο:
ζουνάρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ζατρίκι:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
ζαφειρένιος:
> γαλανός > του ζουγράφου
ζαφειρένιος:
> ζαφείρι > πετράδια
ζαφειρι:
> ζαφείρι > πετράδια
ζαφορά:
> είδη βαφών > του βαφιά
ζαφοράς:
χρώμα της ζαφοράς > κίτρινος > του ζουγράφου
ζαφουρά:
> μπαχαρικά > του φαγιού
ζαφουριστός:
> κίτρινος > του ζουγράφου
ζαφράνα:
> χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζαχαράτο:
> απίδι > του φαγιού
ζάχαρη:
> ζάχαρη > του φαγιού
ζαχαριασμένο:
> γλυκά > του φαγιού
ζαχαριέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ζαχαρικά:
> γλυκά > του φαγιού
ζαχαροκούτι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ζαχαρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
ζαχαροπλάστης:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ζαχαρωτά:
> γλυκά > του φαγιού
ζεβγάλετρο:
> αλέτρι > του χωραφιού
ζεβγαρίζω:
> οργώνω > του χωραφιού
ζεβγάς:
> γεωργός > του χωραφιού
ζεβγατίζω:
> οργώνω > του χωραφιού
ζεβγιά:
όσο δουλεύει το ζεβγάρι μια μέρα > ζεβγιά > του χωραφιού
ζεβγίτης:
> γεωργός > του χωραφιού
ζεβγολάτης:
> γεωργός > του χωραφιού
ζεβγολάτης:
Motacilla > σουσουράδα > πουλιά
ζεβγολατιό:
> χτήμα > του χωραφιού
ζεβγολατώ:
> οργώνω > του χωραφιού
ζέβλα: >
αλέτρι > του χωραφιού
ζέβλα: ζέβλα
θηλυκωτή, για τα γίδια > κουδούνι > της βοσκής
ζέβλα: μέρη
του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
ζεβλόσκοινα:
> αλέτρι > του χωραφιού
ζεβλόσκοινο:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
ζέβω: >
δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ζεγκί: >
μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
ζέματα:
> ζέματα > γιατρικά
ζεματίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ζεματιστό:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ζεματίστρα:
η τρύπα για να ρίχνουν την ογρή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή
ζεματίστρα:
η τρύπα για την ογρή φωτιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη
ζεμπερέκι:
> ζεμπερέκι > του χτίστη
ζεμπίλι:
> καλάθι > του χωραφιού
ζεντουνί:
μεταξωτό πανί > πανιά > πανιά
ζέο: ασημένιο
μαστραπαδάκι για να χύνουνε νερό μέσα στο ποτήρι της μετάληψης >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ζερβετσάφι:
ρίζα που δίνει χρώμα ζαφοράς > είδη βαφών > του βαφιά
ζερβόδεξος:
> είδη χορών > χοροί
ζερβόδεξος:
αμφιδέξιος > ζερβόδεξος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζερβός:
> ζερβόδεξος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζερβοχέρης:
> ζερβοχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζερδαβάς:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
ζερνίκι:
αρσενικό > είδη γιατρικών > γιατρικά
ζέστα: >
ζέστη > καιρικά
ζεστατήρι:
> μαγκάλι > του σπιτικού
ζέστη: >
ζέστη > καιρικά
ζέστη: >
θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζεστίτσα:
> ζέστη > καιρικά
ζεστό: >
ζεστό > του φαγιού
ζεστό: ακόμα
από το φούρνο > ψωμί > του φαγιού
ζεστούλα:
> ζέστη > καιρικά
ζεφίρι:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ζεφτό: >
δοκαρωσιά > του χτίστη
ζηλαδέρφι:
> αδέρφι > οικογενειακά
ζήνα: Scarabaeidae
> σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
ζηχούνι:
άσθμα > ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζηχουνιάρης:
> ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζηχούνιασμα:
> ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζια: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
ζια
(από): > αλέβρι > του φαγιού
ζιαφέτι:
> πρόγεμα > του φαγιού
ζίλια: >
ζίλια > του μουσικού
ζιμπουλί:
> γαλανός > του ζουγράφου
ζιντζάπι:
Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
ζιρτιλάνος:
Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά
ζιρτλάνι:
Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά
ζιφταριά:
> πλάντρα > του λιοτριβιού
ζόγκα: >
αγκίστρι > της ψαρικής
ζόκα: >
αγκίστρι > της ψαρικής
ζόκα: μολύβι
χυμένο σε καλούπι μικρού ψαριού με το αγκίστρι θαμένο μέσα του > αγκίστρι >
της ψαρικής
ζόμπα: Bufo
vulgaris > φρύνος > σερπετά
ζόμπας:
> καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζόμπος:
> καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζοριό: το
μέρος όπου η φτερωτή του μύλου σκορπάει το αφρισμένο νερό > ζουριό > του
μυλωνά
ζουγραφιά:
> ζουγραφιά > του ζουγράφου
ζουγραφίζω:
> ζουγραφιά > του ζουγράφου
ζουγραφική:
> ζουγραφική > του ζουγράφου
ζουγράφος:
> ζουγράφος > του ζουγράφου
ζούδια:
> πειρασματικά > δαιμονικά
ζούδιαρης:
αφτός που ξορκίζει τα ζούδια > ξορκιστής > δαιμονικά
ζουζουλικά:
> πειρασματικά > δαιμονικά
ζουζουλικό:
> ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια
ζούζουνας:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
ζουζούνι:
> ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια
ζουζούνι:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
ζούζουρας:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
ζούλα: >
απίδι > του φαγιού
ζουλάπι:
> αγρίμι > του κυνηγού
ζουλάπι:
> δαίμονας > δαιμονικά
ζούλφι:
Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά
ζουμί: >
ζουμί > του φαγιού
ζούμπερο:
> ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια
ζούνα: Scarabaeidae
> σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
ζουνάρι:
> ζώνη > ρούχα
ζουνάρι:
> ζώνη > ρούχα
ζουνάρι:
ζουνάρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ζουνάρι:
ζουνάρι της Παναγιάς ή της Καλογριάς > δόξα > καιρικά
ζούρα: >
λάδι > του φαγιού
ζούρα: >
τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού
ζούρα: >
χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουριάζω:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουριό:
> ζουριό > του μυλωνά
ζούρλα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουρλάδα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουρλαίνουμαι:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζούρλαμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουρλαμάρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουρλαμός:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζούρλια:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζουρμπούτι:
> σμαράγδι > πετράδια
ζουρνάς:
είδος κλαρινέτο > κλαρίνο > του μουσικού
ζουρόπι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ζοφιάζει:
> καιρός > καιρικά
ζοφό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ζοχάδες:
> ζοχάδες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζοχαδιακός:
> ζοχάδες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ζυγά: τα
δοκάρια που βαστάζουν το κατάστρωμα > ζυγά > του καραβιού
ζύγαινα:
Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά
ζύγαινα:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
ζύγαινα:
Sphyrna zygaena > σφυρίδα > ψάρια της θάλασσας
ζυγάλετρο:
> αστερισμοί > αστρικά
ζυγαριά:
> ζυγαριά > του μαγεριού
ζύγι: >
σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
ζύγια: >
ζίλια > του μουσικού
ζυγό: το
βάθρο που σηκώνει τις χορδές στη μέση του βιολιού > μέρη του βιολιού >
του μουσικού
ζυγολούρια:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
ζυγός: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
ζυγός: >
ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά
ζυγός: ζυγός
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ζυγός: Ωρίων
> αστερισμοί > αστρικά
ζυγόσταβρος:
η σανιδένια βάση για το χτίσιμο καμάρας γιοφυριού > γιοφύρι > του
χτίστη
ζυγούρα:
χρονιάρικο πρόβατο > πρόβατο > της βοσκής
ζυγούρι:
> πρόβατο > της βοσκής
ζυμάρι:
> αλέβρι > του φαγιού
ζυμαρικά:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ζυμαρόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ζύμη: >
αλέβρι > του φαγιού
ζυμοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
ζυμώνω:
> αλέβρι > του φαγιού
ζυμωταριά:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
ζυμωτήρι:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
ζώνη: >
δόξα > καιρικά
ζώνη: >
ζώνη > ρούχα
ζώνη: >
παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ζωντανά:
> ζωντανά > της βοσκής
ζωντάρφανος:
> ορφανός > οικογενειακά
ζωντήρι:
> άλογο > θηλαστικά
ζωντίμι:
> άλογο > θηλαστικά
ζωντόβολα:
> πειρασματικά > δαιμονικά
ζωντοχήρα:
χωρισμένη > χήρα > οικογενειακά
ζωντόχηρος:
> χωρισμένος > οικογενειακά
ζώπυρο:
> ζέστη > καιρικά
ζώση: >
ζώνη > ρούχα
ζώση: >
μέση > ανατομικά κατατόπια
ζώσιμο:
ψάρεμα μπαρμπουνιών > ψαρική > της ψαρικής
ζωστάρι:
> ζώνη > ρούχα
ζωστήρι:
> ζώνη > ρούχα
ζώστρα:
> ζώνη > ρούχα
ζωύφιο:
> ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια
ζωχόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
ηγουμένισα:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
ηγούμενος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
ηλιακό:
> λιακωτό > του χτίστη
ηλιοβασίλεμα:
> βασίλεμα > αστρικά
ηλιοβολιά:
> ήλιος > αστρικά
ηλιοβούτημα:
> βασίλεμα > αστρικά
ήλιος: >
ήλιος > αστρικά
ήλιος: είδος
πετρόψαρου > ήλιος > ψάρια της θάλασσας
ηλιοφανή:
> ήλιος > αστρικά
ηλιοφανιά:
> ήλιος > αστρικά
ήμερο: >
χωράφι > του χωραφιού
ημερολόγιο:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
ημερομηνία:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
ήσκιος:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
ήσκιος:
> στοιχιό > δαιμονικά
ήσκιος:
πρήσκεται η γέννα των προβατιών > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
ήσκιωμα:
> στοιχιό > δαιμονικά
ησκιωμένος:
ησκιωμένος τόπος > νεραϊδαριό > δαιμονικά
ησκωσιά:
> ησκωσιά > του χωραφιού
ησυχία:
> καλοκαιριά > καιρικά
ηφαίστειο:
> βουλκάνος > τοπογραφικά
θαλάμι:
η φωλιά του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
θάλασσα:
> ανεμική > καιρικά
θάλασσα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θάλασσα:
> κακοκαιριά > καιρικά
θάλασσα:
> καλοκαιριά > καιρικά
θαλασσάδα:
η μυρωδιά της θάλασσας > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσάκι:
λίγη θάλασσα, λίγη τρικυμία > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσάρμη:
> θαλασσάρμη > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσένιος:
> γαλανός > του ζουγράφου
θαλασσής:
> γαλανός > του ζουγράφου
θαλασσί:
> γαλανός > του ζουγράφου
θαλάσσι:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσίλα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσινά:
> κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
θαλασσινός:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
θαλασσόβραση:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσοβραχιά:
> βραχουριά > τοπογραφικά
θαλασσοβραχιά:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσόβραχος:
> πέτρα > πέτρες
θαλασσογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
θαλασσογραφία:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
θαλασσόλιτρα:
> πέτρα > πέτρες
θαλασσομάνα:
> τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
θαλασσομάχος:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
θαλασσομάχος:
το ξύλο του καραβιού που χτυπά πρώτο τα κύματα κάτω από το μπαστούνι της
πλώρης > θαλασσομάχος > του καραβιού
θαλασσομαχώ:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
θαλασσόπατο:
> θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
θαλασσόπετρα:
σκόπελος > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσοπούλι:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
θαλασσοπούλι:
Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά
θαλασσοταραχή:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
θαλασσόφρυδο:
της θάλασσας ο γύρος στον ορίζοντα > θάλασσα > της θάλασσας και του
καιρού
θαλασσοχώρι:
> χωριό > τοπογραφικά
θαλασσώνουμαι:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
θαλασσώνουμε:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
θαλασσώνω:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
θάλπωμα:
> αβγή > αστρικά
θαμπερό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
θαμπό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
θαμποβραδιάζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
θαμπούλια
(τα): > αβγή > αστρικά
θαμποχάραμα:
> αβγή > αστρικά
θάμπωμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
θάμπωμα:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θαμπώνουν:
θαμπώνουν τα μάτια μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θανατικό:
> αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θανατικό:
> λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θάνατος:
> ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θανατουλίδα:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θάψιμο:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
θεία: >
θείος > οικογενειακά
θειαφένιος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
θειαφί:
> κίτρινος > του ζουγράφου
θειάφι:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
θειαφοκίτρινος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
θείος: >
θείος > οικογενειακά
θέλα: καταράχτης
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θελιά: >
κουμπί > ραφτικά
θελιά: >
λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
θελιά: >
μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
θελιά: >
συρτοθηλιά > του κυνηγού
θέμα: >
σταλίκι > του χωραφιού
θέμελα:
θεμέλια > θέμελα > του χτίστη
θεμέλια:
θεμέλια του ουρανού > ουρανός > καιρικά
θεμελιώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
θεόβρετος:
> ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές
θεοζαλιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεόκουφος:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεόλωλος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεομαχισμός:
> ξόρκια > δαιμονικά
θεομήνι:
> κακοκαιριά > καιρικά
θεοποντή:
> βροχή > καιρικά
θεοπόντι:
> βροχή > καιρικά
θεόστραβος:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεοτούμπης:
> ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές
θεότρελος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεότυφλος:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
Θεού: οίκος
Θεού > εκκλησιά > της εκκλησιάς
θεράπειο:
> γιατρικό > γιατρικά
θεριαγκάθι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεριάγκαθο:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θεριακή:
γιατρικό με αφιόνι (λεν πως το ανακάλυψε ο Μιθριδάτης) > είδη γιατρικών
> γιατρικά
θεριακό:
> κακοκαιριά > καιρικά
θερίζω:
> θερίζω > του χωραφιού
θέρισμα:
> θερίζω > του χωραφιού
θεριστήρι:
> δρεπάνι > του χωραφιού
θεριστής:
> γεωργός > του χωραφιού
θεριστής:
Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
θέριστρο:
> δρεπάνι > του χωραφιού
θερμαίνουμαι:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θερμαντικό:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
θερμάρι:
υδροχόη > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
θερμασιά:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θερμασμένος:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θέρμες:
ζεστά νερά της γης για λουτρά > ζέματα > γιατρικά
θέρμη: >
άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
θέρμη: >
θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θερμό: >
ζέστη > καιρικά
θερμό: ζεστό
νερό > πλύση > του σπιτικού
θερμολοιμική:
> λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θερμός:
ζεστό νερό για ζύμωμα ή πλύσιμο > αλέβρι > του φαγιού
θερμοσποδιά:
> πλύση > του σπιτικού
θέρος
(το): > θερίζω > του χωραφιού
θέση: σε
θέση > γγαστρωμένη > βιολογικά
θετό: >
ποθετό > γιατρικά
θηκάρι:
> λουβί > φυτολογικά
θηκάρι:
> μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή
θηκιάζω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
θηληκωτήρι:
> ρεζές > του χτίστη
θηλιάζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
θηλύκι:
> κουμπί > ραφτικά
θηλυκοχρονιά:
> σοδιά > του χωραφιού
θηλυκώ:
> κόρη > οικογενειακά
θηλύκωμα:
> ρεζές > του χτίστη
θηλυκωτάρι:
> κόπιτσα > ραφτικά
θηλυκωτήρι:
> κόπιτσα > ραφτικά
θηλυκωτήρι:
> κουμπωτήρι > του παπουτσή
θηλυκωτήρι:
> φιούμπα > ραφτικά
θημονιάζω:
> θημονιάζω > του χωραφιού
θημωνιά:
> θημονιάζω > του χωραφιού
θημώνιασμα:
> θημονιάζω > του χωραφιού
θιακό: κρασί
από το Θιακί > κρασί > του φαγιού
θιρίγκι:
ψάρι λίμνη > θιρίγκι > ψάρια του γλυκού νερού
θνησκόγεννο:
που γεννήθηκε νεκρό > μωρό > βιολογικά
θολάδα:
> ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θολάμι:
η φωλιά του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
θολάρι:
> θόλος > του χτίστη
θολιασμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
θολικό:
> καμάρα > του χτίστη
θολικό:
κελί με θόλο > μοναστήρι > της εκκλησιάς
θολό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
θόλος: >
θόλος > του χτίστη
θολόσταχτη:
> πλύση > του σπιτικού
θολούρα:
> καταχνιά > καιρικά
θόλωμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
θολωσιά:
> καταχνιά > καιρικά
θρακιάς:
> βορίσματα > καιρικά
θράψα: >
σβάρνα > του χωραφιού
θράψαλο:
Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
θραψώνω:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
θρέφει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θρεφτάρι:
> γουρούνι > θηλαστικά
θρεφτάρι:
> μανάρι > της βοσκής
θρεφτό:
> μανάρι > της βοσκής
θρεφτό:
θρεφτό μοσκάρι, ο μόσχος ο σιτευτός > μανάρι > της βοσκής
θρινάκι:
> διχάλι > του χωραφιού
θρίσσα:
Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας
θρομύλι:
το χερούλι της ανέμης > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
θρούμπα:
> τόπι > πανιά
θρούμπα:
ελιά που πέφτει ώριμα από το δέντρο > ελιές > του φαγιού
θυγατέρα:
> κόρη > οικογενειακά
θύγω: >
κόρη > οικογενειακά
θυλακούρι:
> ματαράς > του τρύγου
θυμιάζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
θυμίαμα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
θυμίασμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
θυμιατερό:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
θυμιατήρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
θυμιατίζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
θυμιάτισμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
θυμιατό:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
θυμός: θυμός
του αιμάτου > αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θυμώνει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θυμώνει:
ο μούστος θυμώνει ( = βράζει) > μούστος > του τρύγου
θυμώνω:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
θυννιό:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
θύρα: >
μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
θυροκάρφι:
> ρεζές > του χτίστη
θυροστάτης:
> θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
θυρόφυλλο:
> πόρτα > του χτίστη
θωριά: >
χρώμα > του ζουγράφου
θωριακό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ιβάρι: >
βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού
ιδροκόπος:
> γεωργός > του χωραφιού
ίδρωμα:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
ιδρώτας:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
ίδρωτας:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
ιερό: >
μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
ιεροσύνη:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ιερωμένος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
ιλάρι: Mugil
cephalus | μικρός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
ίλερη: >
κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ίλιγκας:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
ιμαμές:
το στόμα του τσιμπουκιού > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ιμάμης:
μουσουλμάνος παπάς > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
ιμάμ-μπαϊλντί:
> κρέας > του φαγιού
ίνα: >
κοντύλι > ανατομικά κατατόπια
ιξός: >
κόλα > του μαραγκού
ιξός: >
ξόβεργα > του κυνηγού
Ιούλιος:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
Ιούνιος:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
ισάδια:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ισαρίζω:
> ισαρίζω > αρμενίσματα
ισάρω: σηκώνω
πανί > ισαρίζω > αρμενίσματα
ίση: >
βελονιές > ραφτικά
ίσια: >
το ξύλο έχει > του μαραγκού
ισιάδα:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ισιόπατο:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ίσιωμα:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ισιώματα:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ίσκα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
ιφκάς: >
αλέβρι > του φαγιού
καβαβόσκυλο:
> λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
καβάδι:
> αντερί > ρούχα
καβάλα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβάλα:
άλογο της καβάλας | τέχνη της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του
αμαξά
καβαλάργανα:
> καπόνια > του καραβιού
καβαλάρης:
> καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλάρης:
> μέρη του βιολιού > του μουσικού
καβαλάρης:
η πέτρα που κλειδώνει το θόλο ή την καμάρα > πέτρα > του χτίστη
καβαλέτο:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
καβαλέτο:
> μέρη του βιολιού > του μουσικού
καβαλητά:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλικέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλινοκόπος:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
καβαλώ:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβανόζι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καβανός:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καβαντζάρω:
περνώ κάβο > καβατσάρω > αρμενίσματα
καβατσάρω:
> καβατσάρω > αρμενίσματα
καβγίζω:
καβγίζω το αγρίμι > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
καβίλι:
μεγάλο καρφί χωρίς κεφάλι > καρφολογιά > του μαραγκού
καβίλια:
από ξύλο για φίλιασμα > ξυλαρμογή > του μαραγκού
κάβλα: >
κάβλα > φυσιολογικά
καβλί: >
αρχίδι > όργανα
καβλιάρης:
> κάβλα > φυσιολογικά
καβλομάρα:
> κάβλα > φυσιολογικά
καβλός:
> αρχίδι > όργανα
καβλός:
> κόντυλας > φυτολογικά
κάβλωμα:
> κάβλα > φυσιολογικά
καβλώνω:
> κάβλα > φυσιολογικά
κάβος: >
ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
κάβος: >
μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
κάβος: >
σκοινιά > του καραβιού
καβούκα:
> θόλος > του χτίστη
καβούκι:
> θόλος > του χτίστη
καβούκι:
το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά
κάβουρας:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καβουρδίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
καβουρδιστήρι:
> καβουρδιστήρι > του μαγεριού
καβουρδιστό:
> κρέας > του φαγιού
καβούρι:
> μέρη της άγκυρας > του καραβιού
καβούρι:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καβούρια:
> σύκα > του φαγιού
καβουρμάς:
> κρέας > του φαγιού
καβουρολόγος:
σιδερένιο καμάκι για να πιάνεις καβούρια > καβουρολόγος > της ψαρικής
καβουρομάνα:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καγιάς:
> πέτρα > πέτρες
κάγκαρο:
> καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάγκελα:
> κάγκελα > του χτίστη
κάγκελα:
> σκάλα > του χτίστη
καγκέλια:
> κορδέλες > τοπογραφικά
καγκελοφρύδι:
> μάτι > όργανα
καγκελωτή:
> βελονιές > ραφτικά
καγκιόλια:
> κορδέλες > τοπογραφικά
καγούρα:
> ζέστη > καιρικά
καδάς: >
καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κάδη: >
αρμεγός > της βοσκής
κάδη: καλούπι
για τυρί > τυροβόλι > της βοσκής
καδί: >
αρμεγός > της βοσκής
καδί: >
καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κάδος: >
αρμεγός > της βοσκής
κάδος: >
καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καδριλωτό:
> είδη πανιών > πανιά
καδρόνι:
> κερεστές > του χτίστη
καζάζης:
> μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας
καζαμίας:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
καζάνι:
> καζάνι > του μαγεριού
καζάνι:
> λεβέτι > της βοσκής
καζαντζής:
> χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καζαντζίδικο:
> χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καζάρμα:
> στρατώνας > του χτίστη
καζέρνα:
> στρατώνας > του χτίστη
κάηδες:
> πειρασματικά > δαιμονικά
καθάριο:
καθάριο άτι > άλογο > θηλαστικά
καθάρισε:
καθάρισε ο ουρανός > ουρανός > καιρικά
καθαρό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
καθαροδεφτέρα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
καθαρόχελο:
Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας
καθάρσιο:
> γιατρικό > γιατρικά
καθαρτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
καθετή:
> καθιστή > της ψαρικής
καθηγητής:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
καθημερινά:
> ρούχα > ρούχα
καθημερινός:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
καθητή:
> καθιστή > της ψαρικής
καθίζω:
καθίζω σε ξέρα, σε βράχο > καθίζω > αρμενίσματα
καθίκι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κάθισμα:
> καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καθισμένο:
> καράβι > καράβια
καθιστή:
> βροχή > καιρικά
καθιστή:
> καθιστή > της ψαρικής
καθιστική:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
καΐδα: του
στομαχιού > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καΐκι: >
είδη καραβιών > καράβια
καϊκτσής:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
καΐλα: >
αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
καΐλα: >
ζέστη > καιρικά
καΐλα: >
καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καϊμάκι:
> γάλα > της βοσκής
καϊμακλίδικος:
> καφές > του φαγιού
καϊξής:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
καιρικά:
> καιρός > καιρικά
καιρικά:
> κλίμα > καιρικά
καιροί:
οι οχτώ καιροί > άνεμος > καιρικά
καιρός:
> καιρός > καιρικά
καιρός:
απάνω στον καιρό της > γγαστρωμένη > βιολογικά
καιρούσικος:
καιρούσικος γέννος > γέννος > της βοσκής
κακάβα:
> πετεινός > πουλιά
κακάβι:
> καζάνι > του μαγεριού
κακάβι:
> λεβέτι > της βοσκής
κακαβίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κακαβολίθαρα:
πέτρες που βαστούν τα κακάβι > λεβέτι > της βοσκής
κάκαβρος:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis | αρσενικό περδίκι > πέρδικα >
πουλιά
κακαϊδού:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
κακάλι:
> λειρί > πουλολογικά
κακάλι:
κλειτορίς > μήτρα > όργανα
κακανθρωπίσματα:
> πειρασματικά > δαιμονικά
κάκανο:
> γέλιο > φυσιολογικά
κακαπέτρι:
> πέτρα > πέτρες
κακαράς:
Rana > βάτραχος > σερπετά
κακαρέλα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακαρίζω:
> κακαρίζω > πουλολογικά
κακάρισμα:
> κακαρίζω > πουλολογικά
κάκαρο:
> κεφάλι > κόκκαλα
κάκαρο:
> μύτη > όργανα
κακατράχαλα:
> βραχουριά > τοπογραφικά
κακίζει:
> καιρός > καιρικά
κακό: >
αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακό: έχει
κακό μάτι > μαγέβω > δαιμονικά
κακό: κακό
μάτι > βασκανιά > δαιμονικά
κακό: κακό
σπυρί = άνθραξ > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακόβολος:
κακόβολος τόπος > κακοτοπιά > τοπογραφικά
κακογέννα:
> γέννα > βιολογικά
κακογέννα:
> λεχώνα > βιολογικά
κακόγεννη:
> λεχώνα > βιολογικά
κακογεννήτρα:
> λεχώνα > βιολογικά
κακογεννώ:
> γεννώ > βιολογικά
κακογή:
λεπτόγειος > γη > του χωραφιού
κακογιάτρεφτος:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακογύφτισα:
> μάγος > δαιμονικά
κακοδάσκαλος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
κακοδιαβασιά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακόδρομος:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοθαλασσιά:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
κακοκαίρι:
> κακοκαιριά > καιρικά
κακοκαιριά:
> κακοκαιριά > καιρικά
κακοκαιρίζει:
> καιρός > καιρικά
κακόλαχνος:
> ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές
κακολογώ:
> σταχολογώ > του χωραφιού
κακομάγισα:
> μάγος > δαιμονικά
κακομάζαλο:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοπαντρεμένη:
> γάμος > οικογενειακά
κακοπέραστος:
κακοπέραστος τόπος > κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακόπεσμα:
κακή παντριά > γάμος > οικογενειακά
κακοπεσμένη:
> γάμος > οικογενειακά
κακόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
κακοπέτρι:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοπέτρι:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
κακοπετριά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοπετριά:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
κακοπίζαβο:
κακοπίζαβο μέρος > κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοπόδαρος:
> βάσκανος > δαιμονικά
κακοπούλι:
Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά
κακόραχτο:
κακόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
κακοσάλι:
> χαλάζι > καιρικά
κακόσαρκος:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
κακοσήμαδος:
> βάσκανος > δαιμονικά
κακόσκαλο:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοστομαχιά:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοστομαχιά:
> χώνεψη > φυσιολογικά
κακοστομαχιάζω:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοστομαχιάζω:
> χώνεψη > φυσιολογικά
κακοστόμαχο:
> φαγί > του φαγιού
κακοστράτι:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοστρατιά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοστρατιά:
> κακοτοπιά > τοπογραφικά
κακοσυνέβει:
> καιρός > καιρικά
κακοσυνέβω:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοσύνεψη:
> κακοκαιριά > καιρικά
κακοσύνη:
> κακοκαιριά > καιρικά
κακοσυνιάζει:
> καιρός > καιρικά
κακοτοπιά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοτοπιά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοτοπιά:
> κακοτοπιά > τοπογραφικά
κακοτοπίσιος:
άνθρωπος που ζει σε κακοτοπιές > κακοτοπιά > τοπογραφικά
κακοτράχαλα:
> κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά
κακοτρύγηδες:
> σταφύλια > του φαγιού
κακούμι:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
κακούμι:
Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά
κάκουμι:
Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά
κακουργεί:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακουργώ:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοφάγητο:
> φαγί > του φαγιού
κακοφορμίζει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοφορμίζω:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοχειμωνιά:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
κακοχρόνισμα:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
κακοχρονισμός:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
κακοχυμιά:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
κακόχυμος:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
κακοχωνέβω:
> χώνεψη > φυσιολογικά
κακοχωνεφτής:
> χώνεψη > φυσιολογικά
κακοχώνεφτο:
> φαγί > του φαγιού
κακοχωνεψιά:
> χώνεψη > φυσιολογικά
κακόψαχνα:
κακόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού
κακοψυχιά:
ανέκατοι της γγαστριάς > αγγαστριά > βιολογικά
κακοψύχια:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοψύχια:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
κακωσιά:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
καλά: δεν
είναι στα καλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καλά: τα
καλά του > ρούχα > ρούχα
καλά
(τα): > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάλαβρος:
από αφτόν τρέχει το σιτάρι και πέφτει στη μυλόπετρα > μέρη του μύλου >
του μυλωνά
καλαγκάθι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καλάδα:
ρίξιμο του παραγαδιού > παραγάδι > της ψαρικής
καλαδερφός:
πνεματικός αδερφός > αδέρφι > οικογενειακά
καλαθάς:
> κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καλάθι:
> καλάθι > του χωραφιού
καλάθι:
> κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καλάι: >
καλάι > μέταλλα και χημικά
καλάι: >
καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαϊντίζω:
> γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαϊτζής:
> γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαμάκι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλαμαράκι:
Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλαμαράς:
> γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καλαμαράς:
> ψαράς > της ψαρικής
καλαμαρέβω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
καλαμάρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καλαμάρι:
> γραφικά > του σπιτικού
καλαμάρι:
Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλαμαριέρα:
> καλαμαριέρα > της ψαρικής
καλαμαρολόγος:
σύνεργο για το ψάρεμα των καλαμαριών > καλαμαριέρα > της ψαρικής
καλαματιανές:
> ελιές > του φαγιού
καλαματιανός:
> είδη χορών > χοροί
καλαμέβω:
ψαρέβω με το καλαμίδι > ψαρέβω > της ψαρικής
καλάμι:
> καλάμι > της ψαρικής
καλάμι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλάμι:
> φλογέρα > του μουσικού
καλάμι:
νάρθηξ > καλάμι > γιατρικά
καλάμι:
το πιο μικρό κόκκαλο του μπροστινού βραχιονιού > βραχιόνι > κόκκαλα
καλάμι:
το πιο χοντρό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα
καλαμιά:
> καλάμι > της ψαρικής
καλαμιά:
> καλαμιά > του χωραφιού
καλαμιά:
> στέγη > του χτίστη
καλαμιά:
καβλός | στέγη από καλαμιές > στάχυ > φυτολογικά
καλάμια:
πήγε τρία καλάμια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
καλαμιδέβω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
καλαμίδι:
> καλάμι > της ψαρικής
καλαμίδι:
χωρίζει τα νήματα πριν περάσουν από το μιτάρι > μέρη του αργαλιού >
του αργαλιού και της ρόκας
καλαμίζω:
τυλίγω το γνέμα στα καλάμια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και
της ρόκας
καλαμίνα:
> τζίγκος > μέταλλα και χημικά
καλαμοβράκι:
> βρακί > ρούχα
καλαμόβρακο:
> βρακί > ρούχα
καλαμοβύζω:
> βυζί > όργανα
καλαμοκάνι:
τυλίγουνε γύρω του το νήμα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της
ρόκας
καλαμοπόδαρο:
λιγνό ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια
καλαμόσκοινο:
> δεματικά > του χωραφιού
καλαμόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
καλαμουκανάς:
Ciconia alba > λελέκι > πουλιά
καλαμουκάνι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλαμόχερο:
> βραχιόνι > κόκκαλα
καλαμόχερο:
> μπράτσο > ανατομικά κατατόπια
καλαμπόκι
(από): > αλέβρι > του φαγιού
καλαμποκίσιο:
> ψωμί > του φαγιού
καλαμώ:
> καλάμι > γιατρικά
καλαμώνω:
> καλάμι > γιατρικά
καλαμωτή:
> γυροβολίδι > της ψαρικής
καλαμωτή:
> καλάθι > του χωραφιού
καλαμωτή:
καλάθι για τράγγισμα τυριού > καλαμωτή > της βοσκής
καλαντάρης:
Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
καλαντάρι:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
καλαντζής:
> γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαντζής:
Parus caeruleus | αιγιθαλός > καλαντζής > πουλιά
καλάντρα:
Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά
καλάντρα:
alauda arborea > καλάντρα > πουλιά
καλαπόδι:
> καλαπόδι > του παπουτσή
καλάρει:
καλάρει το αγεράκι > ο άνεμος > καιρικά
καλαρμενιστής:
> βορίσματα > καιρικά
καλάρω:
καλάρω τα πανιά, την μπούμα > καλάρω > αρμενίσματα
καλαφατίζω:
χώνω στουπί στις χαραμάδες του καραβιού > καλαφατίζω > του σκαριού
καλαφέντης:
> βάφτισμα > οικογενειακά
καλαχάνη:
> είδη βαφών > του βαφιά
καλαχίδα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
καλέβρα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
καλέμι:
> γραφικά > του σπιτικού
καλέμι:
> σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
καλέμι:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καλεντάρι:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
καλέντρα:
> σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
καλές: καλές
αρχόντισες > νεράιδα > δαιμονικά
καλέσα:
> πρόβατο > της βοσκής
κάλεσα:
> πρόβατο > της βοσκής
καλέσιω:
> πρόβατο > της βοσκής
κάλεσο:
μπάλιο με στήματα > πρόβατο > της βοσκής
καλή: >
αραβωνιαστικός > οικογενειακά
καλημάνα:
Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά
κάλι: >
χημικά > μέταλλα και χημικά
καλιά: >
χημικά > μέταλλα και χημικά
καλιακούδα:
Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά
καλιακούδας:
μάβρο της καλιακούδας > μάβρος > του ζουγράφου
καλιαντζάρης:
> γύπας > πουλιά
καλίγι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
καλίγι:
> πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιγιαννού:
Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
καλιγοσφύρι:
> πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιγώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιγωτής:
> πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιέργεια:
> γεωργία > του χωραφιού
καλιεργητής:
> γεωργός > του χωραφιού
καλιεργός:
> γεωργός > του χωραφιού
καλιεργώ:
δουλιές του καλιεργού > καλιεργώ > του χωραφιού
καλικάντζαρος:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
καλικατσού:
Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά
καλικέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλίκι:
> δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
καλικούρα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλικούτσα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιοντζής:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
καλισπούδηδες:
> πειρασματικά > δαιμονικά
καλκάνι:
Rhombus vulgaris > καλκάνι > ψάρια της θάλασσας
καλκάνι:
το τρίγωνο της στέγης > στέγη > του χτίστη
καλκανόβατος:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
καλντερίμι:
δρόμος στρωμένος στρογγυλόπετρες > δρόμος > τοπογραφικά
καλόβολος:
> καλόβολος τόπος > τοπογραφικά
καλόβραστο:
> φαγί > του φαγιού
καλογαιροπαίδι:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
καλογέννα:
> γέννα > βιολογικά
καλογεννήτρα:
> λεχώνα > βιολογικά
καλογεννώ:
> γεννώ > βιολογικά
καλογερί:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
καλογερική:
η μοναστηριακή ζωή, το καλογερικό στάσιμο > θρησκευτικές δουλιές > της
εκκλησιάς
καλόγερος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
καλόγερος:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καλόγερος:
για κρέμασμα καπέλων και πανωφοριών > κρεμαστήρι > του σπιτικού
καλόγερος:
καλάθι για το ζέσταμα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού
καλόγιαννος:
Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά
καλόγνωμη:
Balanidae γένος > καλόγνωμη > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλογρέζα:
Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας
καλογριά:
Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλόγρια:
Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας
καλογρίτσα:
Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά
καλογρίτσα:
Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας
καλοθάλασσο:
> καράβι > καράβια
καλόθωρο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
καλοκαιράκι:
του Αγιού Δημητριού το καλοκαιράκι > καλοκαίρι > της μέρας και της
ώρας
καλοκαίρι:
> καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
καλοκαιριά:
> καλοκαιριά > καιρικά
καλοκαιριά:
καλοκαιριά της Παπαντής > χειμώνας > της μέρας και της ώρας
καλοκαιριάζει:
> καιρός > καιρικά
καλοκαιριάζει:
> καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
καλοκαιριάζω:
> καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
καλοκαιρίδα:
> γη > του χωραφιού
καλοκαιρινάδες:
δουλεφτάδες του καλοκαιριού > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού
καλοκυράδες:
> νεράιδα > δαιμονικά
καλομάνα:
> γιαγιά > οικογενειακά
καλομηνάς:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
καλομοβύζα:
εφκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής
καλομοίρες:
> νεράιδα > δαιμονικά
καλοξημερώνει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
καλοπαντρεμένη:
> γάμος > οικογενειακά
καλόπαντρη:
> γάμος > οικογενειακά
καλοπέραστος:
καλοπέραστος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά
καλόπιοτο:
> κρασί > του φαγιού
καλοπούλι:
Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά
καλόραχτο:
καλόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
καλός: >
αραβωνιαστικός > οικογενειακά
κάλος: >
κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάλος: >
λειρί > πουλολογικά
καλόσαρκος:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
καλοσκαρωμένο:
> καράβι > καράβια
καλοστόμαχο:
> φαγί > του φαγιού
καλοσυνάδα:
> καλοκαιριά > καιρικά
καλοσυνέβει:
> καιρός > καιρικά
καλοσύνεψη:
> καλοκαιριά > καιρικά
καλοσύνη:
> καλοκαιριά > καιρικά
καλοτάξιδο:
> καράβι > καράβια
καλότυχες:
> νεράιδα > δαιμονικά
καλούδες:
> νεράιδα > δαιμονικά
καλούμα:
> μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
καλουμάρω:
> λασκάρω > αρμενίσματα
καλούμο:
> σκοινιά > του καραβιού
καλούπι:
επιδερμίδα > πετσί > ανατομικά κατατόπια
καλούπια:
τα καλούπια της χωματομάντρας > μαντρότοιχος > του χτίστη
καλουργιά:
> γεωργία > του χωραφιού
καλουργιά:
> οργώνω > του χωραφιού
καλουργίζω:
> οργώνω > του χωραφιού
καλουργική:
> γεωργία > του χωραφιού
καλουργώ:
> καλιεργώ > του χωραφιού
καλούφι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
καλοφάγωτο:
> πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές
καλοχέζω:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
καλοχειμωνιά:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
καλοχρονιά:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
καλοχρόνισμα:
> εφκές > κατάρες και εφκές
καλόχρωμο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
καλόχυμος:
> καλόχυμος > φυσιολογικά
καλοχωνέβω:
> χώνεψη > φυσιολογικά
καλοχώνευτο:
> φαγί > του φαγιού
καλοχωνεφτής:
> χώνεψη > φυσιολογικά
καλοχωνεψιά:
> χώνεψη > φυσιολογικά
καλόψανο:
> φαγί > του φαγιού
καλόψαχνα:
καλόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού
καλοψημένο:
> ψωμί > του φαγιού
καλόψητο:
> φαγί > του φαγιού
κάλπα: κοκκινόγενα
> γίδι > της βοσκής
καλπαδίζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
καλπάζω:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλπάκι:
σκούφια από γουναρικό > σκούφια > ρούχα
κάλπασμα:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλπασμός:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλτάκι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κάλτσα:
> κάλτσα > του παπουτσή
καλτσοβελόνα:
> βελόνα > ραφτικά
καλτσοδέτα:
> καλτσοδέτα > του παπουτσή
καλτσόξυλο:
> βελόνα > ραφτικά
καλύβα:
> καλύβα > του χτίστη
καλύβι:
> καλύβα > του χτίστη
καλυβίσια:
> σταφύλια > του φαγιού
καλυβοπήγι:
> καλύβα > του χτίστη
καλυβόσπιτο:
> καλύβα > του χτίστη
κάλυμα:
σκεπάζει το ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
καλυμάφκι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
κάλφας:
> μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας
Κάλω: η
κερά Κάλω > νεράιδα > δαιμονικά
κάμα: >
ζέστη > καιρικά
κάμα: >
μαχαίρι > του πολεμιστή
καμακαδόρος:
> ψαράς > της ψαρικής
καμάκι:
> καμάκι > της ψαρικής
καμακίζω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
καμαλίνο:
είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού
καμάρα:
> γιοφύρι > του χτίστη
καμάρα:
> δόξα > καιρικά
καμάρα:
> καμάρα > του χτίστη
καμαρέτο:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
καμάρι:
> καμάρα > του χτίστη
καμαρίνι:
καμαράκι στο θέατρο όπου ντύνουνται οι θεατρίνοι > κάμερες του σπιτιού
> του χτίστη
καμαροποριά:
> καμάρα > του χτίστη
καμαροποριά:
δρόμος με καμάρες > καμαροποριά > τοπογραφικά
καμαροφρύδι:
> μάτι > όργανα
καμαρωτά:
καμαρωτά πόδια = γυριστά σαν καμάρες > πόδι > ανατομικά κατατόπια
καματερή:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
καματερό:
> γελάδι > της βοσκής
καματερό:
> σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καματερό:
καματερό καράβι = οπλιταγωγό > είδη καραβιών > καράβια
καματερό:
της χοντρής δουλιάς > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
κάματος:
> οργώνω > του χωραφιού
καμήλα:
> μέρη του βιολιού > του μουσικού
καμήλα:
Camelus > καμήλα > θηλαστικά
καμηλάκι:
> σάβρα > σερπετά
καμηλάρης:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
καμηλάφκι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
καμηλί:
> καστανός > του ζουγράφου
καμήλι:
Camelus > καμήλα > θηλαστικά
καμηλοπούλι:
Struthio camelus | στρουθοκάμηλος > καμηλοπούλι > πουλιά
καμηλοψώρα:
> ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμιζόλα:
> ασπρόρουχα > ρούχα
καμιζοπούλα:
> ασπρόρουχα > ρούχα
καμιζόπουλο:
> ασπρόρουχα > ρούχα
καμινάδα:
> καμινάδα > του χτίστη
καμιναδόρος:
> σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καμινάρης:
> ασβεστάς > του χτίστη
καμινάρης:
αφτός που φτιάνει καμίνια > καμινάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καμίνι:
> ασβεστάς > του χτίστη
καμίνι:
> ζέστη > καιρικά
καμουτσίκι:
> καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καμουτσίκι:
> φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
καμουτσικιά:
> καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καμουφάκι:
φραμπαλαδάκι > φαλμπαλάς > ραφτικά
καμουχάς:
λουλουδάτο μεταξωτό > πανιά > πανιά
καμπάγια:
τα κόκκινα παπούτσια των αφτοκρατόρων της Πόλης > είδη παπουτσιών >
του παπουτσή
καμπανάρια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
καμπαναριό:
> καμπαναριό > της εκκλησιάς
καμπανοί:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
καμπαρτίνα:
> πανωφόρι > ρούχα
καμπάς:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
καμπάς:
> καμπάς > ραφτικά
κάμπια:
> κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια
καμπιάρικος:
καρπός καμπιάρικος = γεμάτος κάμπιες > καρπός > φυτολογικά
κάμπιασμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
κάμπος:
> κάμπος > τοπογραφικά
κάμπος:
το φόντο του κεντιδιού > κέντημα > ραφτικά
καμπουλάκης:
> κάμπος > τοπογραφικά
καμπούνι:
το καμπούνι της πλώρης > πλώρη > του καραβιού
καμπούρα:
> καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμπούρα:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καμπούρης:
> καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμπουριάζω:
> καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμπούρικο:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
καμπουρολαίμης:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
καμωτήρι:
σιδερένιο σύνεργο για το μάζεμα της μαστίχας > μαστιχάς > άλλες τέχνες
και σύνεργα
κάνα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
καναβάς:
> καμπάς > ραφτικά
καναβάτσο:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
καναβάτσο:
> καμπάς > ραφτικά
καναβέτα:
μικρή κασέλα > κάσα > του σπιτικού
καναβή:
Anas platyrhynchos | το θηλυκό του πρασινιού > αγριόπαπια > πουλιά
καναβός:
> γύπας > πουλιά
κανάλα:
> κανάλι > του χτίστη
κανάλι:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
κανάλι:
> κανάλι > του χτίστη
κανάλι:
> κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καναλιάζω:
καναλιάζω την ποδιά με τα χέρια > ποδιά > ρούχα
κάναλος:
> βρύση > του χωραφιού
καναπές:
> καναπές > του σπιτικού
κανάρι:
Serinus canaria > κανάρι > πουλιά
καναρίνι:
Serinus canaria > κανάρι > πουλιά
κανάτα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κανατάς:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
κανάτι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κανάτι:
> μέρη του παραθυριού > του χτίστη
κανέβω:
> τουφέκι > του πολεμιστή
κάνει: κάνει
μύτη > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κανέλα:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κανελάτα:
> σύκα > του φαγιού
κανελής:
> καστανός > του ζουγράφου
κανελί:
> καστανός > του ζουγράφου
κανελογαρούφαλο:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κανελόρακο:
> κρασί > του φαγιού
κανεφτήρι:
σημαδεφτήρι > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
κανί: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κανί: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κανιά
(τα): λιγνά σκέλια > πόδι > ανατομικά κατατόπια
κανιστράς:
> κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κανόνι:
> κανόνι > του πολεμιστή
κανονιά:
> κανόνι > του πολεμιστή
κανονίδι:
> κανόνι > του πολεμιστή
κανονιέρης:
> κανόνι > του πολεμιστή
κάνουλα:
> κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κανούλι:
> κανάλι > του χτίστη
κανούλι:
> κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κάνουρα:
χοντρό νήμα > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας
κανούτα:
θαλασσιά > γίδι > της βοσκής
κανούτο:
> πρόβατο > της βοσκής
καντάρι:
> ζυγαριά > του μαγεριού
κανταρτζής:
πελαγίσιο λιανόψαρο > κανταρτζής > ψάρια της θάλασσας
καντήλα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καντήλα:
> καρπός > φυτολογικά
καντήλα:
> λύχνος > του σπιτικού
καντήλα:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
καντήλα:
φούσκα από κάψιμο | βγάζω καντήλες > φούσκα > αρώστιες και άλλα
κουσούρια
καντηλέρι:
> λύχνος > του σπιτικού
καντηλήθρα:
αφτό που βαστάει το φυτίλι απάνω στο λάδι > λύχνος > του σπιτικού
καντήλι:
> καρπός > φυτολογικά
καντήλι:
> λύχνος > του σπιτικού
καντήλι:
ακοίμητο καντήλι > φωτιστικά > της εκκλησιάς
καντηλοσβήστης:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
καντί: η
χορδή που βγάζει τον πιο ψηλό ήχο > μέρη του βιολιού > του μουσικού
καντιασμένο:
> γλυκά > του φαγιού
καντίνι:
> μέρη του βιολιού > του μουσικού
κάντιο:
> ζάχαρη > του φαγιού
κάντιος:
> ζάχαρη > του φαγιού
καντούνι:
> δρόμος > τοπογραφικά
κάνω: >
γεννώ > βιολογικά
κάνω: >
χαρτιά > παιγνίδια
κάνω: κάνω
βολές = ρίχνω το γρίπο στη θάλασσα | τρομάζω τα ψάρια για να πέσουνε στα δίχτια
> βολάζω > της ψαρικής
κάνω
ζεβγάρι: > οργώνω > του χωραφιού
κάνω κάβο:
τραβώ κατά, αρμενίζω για (το τάδε μέρος) > πρυμίζω > αρμενίσματα
καούρα:
> καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καούρα:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάπα: >
κάπα > ρούχα
κάπα: η
κάπα του αφτιού = το κερί > αφτί > όργανα
κάπα: μπαξίσι
του καπετάνιου για να φροντίζει το φορτίο > κάπα > του κούρσου και του
φορτωτή
καπαλιάζει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάπαλο:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καπαμαδιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
καπαμάς:
> κρέας > του φαγιού
καπάντζα:
> δοκάνι > του κυνηγού
καπάρο:
> αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καπάσι:
μυτερό γυναικείο καπέλο σα χουνί > καπέλο > ρούχα
καπελάδικο:
> καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπελαδούρα:
> καπέλο > ρούχα
καπελάς:
> καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κάπελας:
> ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπελιέρα:
> καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπελίνο:
> καπέλο > ρούχα
καπελιό:
> ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπέλο:
> καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπέλο:
> καπέλο > ρούχα
καπελού:
> καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπετάνιος:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
καπί: πανωφόρι
Βλάχας > πατατούκα > ρούχα
καπίσι:
> κόφα > του καραβιού
καπίστρι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καπίστρι:
> χανάκα > της βοσκής
καπλάδισμα:
> φόρδα > ραφτικά
καπλαμάς:
φτενό φλούδι ξύλου κολημένο απάνω σε άλλο πιο πρόστυχο > καπλαμάς >
του μαραγκού
καπλάνι:
Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά
καπλαντίζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
καπλαντίζω:
ντύνω ένα πρόστυχο ξύλο με μια φτενή φλούδα από καλό ξύλο > δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
καπλάντισμα:
> φόρδα > ραφτικά
καπνάδα:
> καταχνιά > καιρικά
καπνάδικο:
> καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνερός:
> μάβρος > του ζουγράφου
καπνιά:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
καπνίζεται:
ήρθε η καλογριά > μαγειρέματα > του μαγεριού
καπνίζεται:
καπνίζεται το φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού
καπνίζεται:
μπήκε ο καλόγερος στο φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού
καπνίζω:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνιστής:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνοδόχος:
> καμινάδα > του χτίστη
καπνολόγος:
> καμινάδα > του χτίστη
καπνορούφης:
> καμινάδα > του χτίστη
καπνός:
> καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνός:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνοσακκούλα:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνού:
μάβρο του καπνού > μάβρος > του ζουγράφου
καπνουτζής:
καπνέμπορος > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπόνι:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
καπόνια:
> καπόνια > του καραβιού
καπονιού
(του): > άγκυρα > του καραβιού
καπότα:
> πανωφόρι > ρούχα
καποτάς:
που φτιάνει κάπες > ράφτης > ραφτικά
καπότι:
> πανωφόρι > ρούχα
καπότο:
> πανωφόρι > ρούχα
καπουλάτο:
> γελάδι > της βοσκής
καπούλια
(τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια
καπουλοδέτης:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καπραθάδες:
> σταφύλια > του φαγιού
καπρί: suidae
> γουρούνι > θηλαστικά
καπρόδοντα:
> δόντι > όργανα
κάπρος:
suidae > γουρούνι > θηλαστικά
καπύρα:
> ψωμί > του φαγιού
καρά: ο
μάβρος > άλογο > θηλαστικά
κάρα: αγία
κάρα > κεφάλι > κόκκαλα
καραβάνα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καραβάνα:
η τενεκεδένια κούπα που κουβαλάει ο στρατιώτης για να τρώει > καραβάνα
> του πολεμιστή
καραβάς:
> αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή
καραβάς:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
καραβέλα:
> είδη καραβιών > καράβια
καραβέλι:
Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
καραβέλι:
Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
καράβι:
κάραβος > καράβι > καράβια
καράβια:
οι χωματένιοι κώνοι που χωρίζουν τα κλήματα > αμπέλι > του χωραφιού
καραβίδα:
Astacus fluviatilis > καραβίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καραβίσιος:
καραβίσιος άνθρωπος > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
καραβιώτης:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
καραβόγατος:
> γάτος > θηλαστικά
καραβοκράτης:
Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
καραβοκύρης:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
καραβόλα:
> λάκκα > τοπογραφικά
καραβόπανο:
> πανιά > πανιά
κάραβος:
μεγάλη άρκτος > αστερισμοί > αστρικά
καραβόσκαρο:
> καράβι > καράβια
καραβόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
καραβοστάσι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
καραβοτσακίζουμαι:
> βουλιάζω > αρμενίσματα
καράβωλος:
κάποιο μεγάλο κοχλίδι > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καραγάτσι:
> ξύλα > του μαραγκού
καράγελης:
πολύ κρύος άνεμος (απηλιώτης) > καράγελης > καιρικά
καρακάξα:
Pica pica > καρακάξα > πουλιά
καραμαζάνι:
καραμάνικη αντρομίδα > κρεβάτι > του σπιτικού
καραμάνικο:
με μαλακά μαλιά άσπρα > πρόβατο > της βοσκής
καραμάνικο:
με παχιά ουρά > πρόβατο > της βοσκής
καραμανιός:
μεγάλος καράβωλος > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καραμάντουλο:
> πανιά > πανιά
καραμέλα:
> απίδι > του φαγιού
καραμέλα:
> είδη πανιών > πανιά
καραμελάδικο:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καραμελάς:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καραμέλες:
> γλυκά > του φαγιού
καραμέλες:
καραμέλες κύβοι > ζάχαρη > του φαγιού
καραμελωτό:
> είδη πανιών > πανιά
καραμούζα:
> φλογέρα > του μουσικού
καραμουσάλι:
> είδη καραβιών > καράβια
καράμπα:
> βούτη > της βοσκής
καραμπατάκι:
Gavia > βουτήχτρα > πουλιά
καραμπατάκι:
Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά
καραμπογιά:
θειικός σίδηρος > είδη βαφών > του βαφιά
καραμπόλα:
> λάκκα > τοπογραφικά
καραμπόλα:
> μπιλιάρδο > παιγνίδια
καραμπόξυλο:
> βούτη > της βοσκής
καραντί:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
καραντί:
> κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
καραροΐζουμαι:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καράς: >
αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
καράφλα:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καραφλός:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καραφλώνω:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρβελάς:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβέλι:
> ψωμί > του φαγιού
καρβουνάρης:
> καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουναριά:
> καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουναριό:
το μέρος όπου φτιάνουν ή το μέρος όπου φυλάνε τα κάρβουνα > καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουνάς:
αφτός που φτιάνει ή αφτός που πουλάει κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες
και σύνεργα
καρβουνήθρα:
> λύχνος > του σπιτικού
καρβούνι:
> ρουμπίνι > πετράδια
καρβούνι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρβουνιάζω:
> καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουνιάρης:
> καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβούνιασμα:
> καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουνόλακκος:
> καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβούνου:
μάβρο του καρβούνου > μάβρος > του ζουγράφου
κάργα: Corvus
monedula > καλιακούδα > πουλιά
καργάρω:
> καργάρω > αρμενίσματα
καργάρω:
> φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
καργέλι:
> σκοινιά > του καραβιού
καρδαμπίδια:
τσοπάνικα αγγεία > τσοπάνικα > της βοσκής
καρδάρα:
> αρμεγός > της βοσκής
καρδάρι:
> αρμεγός > της βοσκής
καρδερίνα:
Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά
καρδιά:
> καρδιά > όργανα
καρδιά:
> το ξύλο έχει > του μαραγκού
καρδινιάζω:
προσανατολίζομαι > καρδινιάζω > αρμενίσματα
καρδιοκόκκαλο:
> καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα
καρδιόλακας:
> στα άλογα > αρώστιες ζώων
καρδιόπονος:
> πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρδιοπονώ:
> πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρδιοχούλιαρο:
το μέρος που βαθουλώνει η κοιλιά > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά
κατατόπια
καρδιοχτύπι:
> καρδιά > όργανα
καρεγλάς:
> καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρεδάκια:
με καρεδάκια > είδη πανιών > πανιά
καρέκλα:
δες κάθισμα > καρέκλα > του σπιτικού
καρεκλάδικο:
> καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρεκλάς:
> καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρέλι:
> καρούλι > του καραβιού
καρέλι:
Thynnus brachypterus | μικρή παλαμύδα > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
καρέλι:
κρεμαστό πέρασμα με καρούλια που τρέχουν απάνω σε σύρμα > πέραμα >
τοπογραφικά
καρέλια:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καρένα:
> καρίνα > του καραβιού
καρενάγιο:
το μέρος όπου παλαμίζουν το καράβι > καρενάγιο > του σκαριού
καριά: Corvus
monedula > καλιακούδα > πουλιά
καριάτικα:
> αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρίγανος:
> χελάλι > του μαγεριού
καρίδα:
Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καριδολόγος:
δίχτυ για τις καρύδες > καριδολόγος > της ψαρικής
καρίκι:
μακρί ξύλο με δίχτυ δεμένο στην άκρη > καρίκι > της ψαρικής
καρικώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
καρίνα:
> καρίνα > του καραβιού
καρίνας
(της): > ακράπι > του καραβιού
κάρινος:
της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού
καριοφίλι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
καριοφιλιάς:
> τουφέκι > του πολεμιστή
καρκαδιάζει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάρκαδο:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάρκαδο:
ξερή μύξα > μύτη > όργανα
κάρκαδο:
το καμένο μέρος του φυτιλιού > λύχνος > του σπιτικού
κάρκαλας:
Rana > βάτραχος > σερπετά
καρκάλι:
> λειρί > πουλολογικά
καρκάλι:
Rana > βάτραχος > σερπετά
καρκαλιούμαι:
> κακαρίζω > πουλολογικά
κάρκανο:
> βάραθρο > τοπογραφικά
καρκάντζαλος:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
κάρκαρα:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καρκαρέλι:
Rana > βάτραχος > σερπετά
κάρκαρος:
βάραθρο σαν πηγάδι > βάραθρο > τοπογραφικά
καρκάσα:
> σκελετός > κόκκαλα
καρκίνα:
Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καρκίνος:
> καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρκολογιούμαι:
> κακαρίζω > πουλολογικά
καρναβάδι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κάρναξη:
> στις κότες > αρώστιες ζώων
κάρο: >
αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρολίνα:
είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού
καρολόγος:
> αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρόνι:
κώνειον > είδη γιατρικών > γιατρικά
καρόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
καρότο:
> λαχανικά > του φαγιού
καρότσα:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καροτσιέρης:
> αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
καροτσόδρομος:
> δρόμος > τοπογραφικά
καροτσοφέρνω:
καμαρώνω με καροτσάδες > καροτσοφέρνω > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρούλες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καρούλες:
των αμπελιών | αρώστια από παράσιτο μαμούνι (Phytoptus vitis) > αρρώστιες
φυτών > φυτολογικά
καρούλι:
> κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρούλι:
> καρούλι > του καραβιού
καρούλια:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καρουλιάζω:
> κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρούμπαλο:
> καρπός > φυτολογικά
καρούχα:
άρμα > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρπέλα:
κόγχος > μάτι > όργανα
καρπερή:
> κότα > πουλολογικά
καρπέτα:
> πανωκόρμι > ρούχα
καρπέτο:
> χαλί > του σπιτικού
καρπιά:
> σοδιά > του χωραφιού
καρπίτι:
> χαλί > του σπιτικού
καρπολόγι:
σύνεργο για το μάζεμα του σιταριού στο λίχμισμα > καρπολόγος > του
χωραφιού
καρπολόγος:
> καρπολόγος > του χωραφιού
καρπολογώ:
κόβω φρούτα > καρπολογώ > του χωραφιού
καρπός:
> καρπός > φυτολογικά
καρπόχερο:
> αρμός > κόκκαλα
καρσάκι:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρτάλι:
καλάθι του τρύγου > καρτάλι > του τρύγου
καρτάλι:
πανέρι του τρύγου > καλάθι > του χωραφιού
καρτέρι:
> κυνηγός > του κυνηγού
καρτέρια
(τα): στρατόπεδο > στρατός > του πολεμιστή
καρτζιμάς:
> μουνούχισμα > γιατρικά
κάρτο: >
ώρα > της μέρας και της ώρας
καρτσιλαμάς:
> είδη χορών > χοροί
καρτσιμάς:
Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καρτσίνα:
Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καρυδάκι:
> γλυκά > του φαγιού
καρυδάκια:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
καρυδάτα:
> σταφύλια > του φαγιού
καρυδένιος:
της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού
καρύδι:
> καρπός > φυτολογικά
καρύδι:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
καρύδι:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρυδιά:
> ξύλα > του μαραγκού
καρύδια:
> αμύγδαλα > του φαγιού
καρύδια:
του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
καρυδίτικος:
της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού
καρυδόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
καρυδόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
καρυδοσπάστης:
> φούχτα > του μαγεριού
καρυδόφλουδα:
> ρούδιασμα > του βαφιά
καρύκι:
ο καρπός της μπαμπακιάς > καρπός > φυτολογικά
καρυόθρακο:
> φούχτα > του μαγεριού
καρυοφύλλι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
καρφί: >
καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρφί: >
καρφολογιά > του μαραγκού
καρφί: >
σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρφιάδικο:
> καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρφιάς:
> καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρφίτης:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρφίτσα:
> διαμαντικά > πετράδια
καρφίτσα:
> καρφίτσα > ραφτικά
καρφιτσώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
καρφοβελόνα:
> καρφίτσα > ραφτικά
καρφοβελόνα:
βελόνα μεγάλη σαν καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού
καρφολογιά:
λογής λογής καρφιά > καρφολογιά > του μαραγκού
καρφονυχάτος:
γαμψώνυξ > πουλί > πουλολογικά
κάρφωμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
καρφωμένη:
στις ελιές | σκουλικιασμένη ελιά > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
καρφώνω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
καρφώνω:
> μαγέβω > δαιμονικά
κάρωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
κάσα: >
κάσα > του σπιτικού
κάσα: >
κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κάσαρο:
> κάσαρο > του καραβιού
κασάς: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
κασέλα:
> κάσα > του σπιτικού
κασελάδικο:
> κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κασελάς:
> κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κασέρι:
> τυρί > του φαγιού
κασίδα:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασίδα:
λειχήνα > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κασίδης:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασίδι:
κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
κασιδιάζω:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασιδιάρης:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασιδοπάνι:
σκουφί για το γιάτρεμα της κασίδας > κασίδα > αρώστιες και άλλα
κουσούρια
κάσκα: >
περικεφαλιά > του πολεμιστή
κασκαβάλι:
> τυρί > του φαγιού
κασκαβάλι:
παξιμάδι που βιδώνεται στην κάτω μεριά της βίδας > βίδα > του μαραγκού
κασκέτο:
> σκούφια > ρούχα
κασμάς:
> αξίνα > του χωραφιού
κασμάς:
αξίνα για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
κασόνι:
> κάσα > του σπιτικού
κασόνι:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κασσίτερος:
> καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κασσιτερώνω:
> γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καστανάδικο:
> καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καστανάς:
> καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
καστανάτος:
> καστανός > του ζουγράφου
καστανί:
> καστανός > του ζουγράφου
καστανιά:
> ξύλα > του μαραγκού
καστανιά:
συναρμογή από μετάλλινα πιάτα ή χύτρες για το φαγί που παίρνουνε μαζί τους
οι εργάτες και τα σκολιαρόπουλα > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και
χαλκωματά
καστανόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
καστανός:
> καστανός > του ζουγράφου
καστίζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κάστισμα:
> δίπλα > ραφτικά
κάστορας:
Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά
καστόρι:
> καπέλο > ρούχα
καστόρι:
Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά
καστόρχι:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
καστράκι:
> κάστρο > του χτίστη
καστρί:
> κάστρο > του χτίστη
κάστρο:
> κάστρο > του πολεμιστή
κάστρο:
> κάστρο > του χτίστη
κάστρο:
> χώρα > τοπογραφικά
καστροπάλατο:
> παλάτι > του χτίστη
καστροπούλι:
> καστροπούλι > πουλιά
κάτα: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
καταανήφορος:
δυνατός ανήφορος > ανήφορος > τοπογραφικά
κατάβαρη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
καταβόθρα:
> βούθουλας > τοπογραφικά
καταβολάδα:
κλαδί που βαστάει ακόμα στο πατρικό του φυτό μα που το πλαγιάζουνε μέσα στο
χώμα για να φυτρώσει καινούριο χωριστό φυτό > καταβολάδα > φυτολογικά
καταβολάρι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
καταβολέβω:
φυτέβω καταβολάδα > φυτέβω > του χωραφιού
κατάβραδα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
καταγάλανος:
> γαλανός > του ζουγράφου
κατάγι:
> στεριανό > καιρικά
κατάγιαλο:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
καταγός:
> βρύση > του χωραφιού
καταγωγίδα:
> κανάλι > του χτίστη
κατάδεμα:
δέμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καταηλιακού:
προς τον ήλιο > ήλιος > αστρικά
καταηλιού:
> ήλιος > αστρικά
καταϊδρώνω:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
καταΐφι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
κατακάθισμα:
> βύδισμα > τοπογραφικά
κατακαλόκαιρο:
> καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
κατακατήφορος:
> κατήφορος > τοπογραφικά
κατακίτρινος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κατακλείδι:
> αρμός > κόκκαλα
κατακλυσμός:
> βροχή > καιρικά
κατακόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κατακόμπια:
κατακόμβαι, έγκατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά
κατάλεφκος:
> άσπρος > του ζουγράφου
καταλώ:
καταλώ τη νηστεία > αρτυμή > του φαγιού
κατάμαβρος:
> μάβρος > του ζουγράφου
καταματωμένος:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καταματώνω:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατάμερο:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καταμεσήμερα:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
καταμπούγαζα:
στη μέση του μπουγαζιού > στενό > της θάλασσας και του καιρού
καταναριά:
> ψωμί > του φαγιού
κατάξανθος:
> χρυσός > του ζουγράφου
καταξυλή:
> νεκροκρέβατο > οικογενειακά
καταξυλνή:
> σκελετός > κόκκαλα
καταπάτι:
> καφές > του φαγιού
καταπαχτή:
> κλαβανή > του χτίστη
καταπέλτης:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
καταπήθρα:
> στόμα > όργανα
καταπιάνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κατάπιασμα:
> πιάσιμο > βιολογικά
καταπίδι:
> σύρτης > του χτίστη
καταπιθράνι:
> στόμα > όργανα
καταπινάρι:
> στόμα > όργανα
καταπιόνας:
> στόμα > όργανα
κατάπλασμα:
> κατάπλασμα > γιατρικά
κατάπλωρα:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
κατάποδο:
> αγγάστρι > βιολογικά
καταπόθρα:
> στόμα > όργανα
καταποντή:
> βροχή > καιρικά
καταπόντι:
> βροχή > καιρικά
καταποντισμός:
> βροχή > καιρικά
καταπόρι:
το μέρος του σπιτιού όπου αρχίζει ο δρόμος > σπίτι > του χτίστη
καταποτήρας:
> ρούφουλας > καιρικά
καταπότης:
> αβλάκι > του χωραφιού
καταπότρα:
> στόμα > όργανα
καταπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
κατάπρυμα:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
καταραμένος:
> διάβολος > δαιμονικά
καταράχι:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κατάραχο:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καταράχτης:
> κλαβανή > του χτίστη
καταράχτης:
> κρέμαση > του μυλωνά
καταράχτης:
> κρεμασιά > τοπογραφικά
κατάρες:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
καταριέμαι:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
καταρογιάζουμαι:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καταροή:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατάρτι:
> κατάρτια > του καραβιού
καταρτίζω:
> αρματώνω > αρμενίσματα
κατασάρκι:
> κατασάρκι > ρούχα
κατασκέπαση:
> σύνεφο > καιρικά
κάτασπρος:
> άσπρος > του ζουγράφου
καταστατό:
> αλέβρι > του φαγιού
κατάστενο:
> στενό > της θάλασσας και του καιρού
κατάστρατα:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
κατάστρωμα:
> κατάστρωμα > του καραβιού
κατατόπια
(τα): > τόπος > τοπογραφικά
καταχανάς:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
καταχανάς:
> όνειρο > φυσιολογικά
καταχέζω:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
καταχείμωνο
(το): > χειμώνας > της μέρας και της ώρας
καταχνιά:
> καταχνιά > καιρικά
καταχνιά:
> σύνεφο > καιρικά
κατάχνια:
> καταχνιά > καιρικά
κατάχρυσος:
> χρυσός > του ζουγράφου
καταχτόνια
(τα): > τα κατακόμπια > τοπογραφικά
κατάχυνα
(το): το γερτό πλεβρό της στέγης > στέγη > του χτίστη
καταχυτά:
στολίδια ραμένα ή κολημένα πάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά
καταχυτά:
τα σανίδια που βαστούν τα κεραμίδια > σανίδι > του χτίστη
καταχυτό:
το μεγάλο δοκάρι της στέγης > δοκαρωσιά > του χτίστη
κατεβάζει:
> βροχή > καιρικά
κατεβαίνει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
κατεβασιά:
> βροχή > καιρικά
κατεβασιά:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατεβασιά:
> σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατεβασμένος:
που έχει πάθει κατεβασιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατεβάστρα:
αλεξίπτωτον (φτιασμένη λέξη) > κατεβάστρα > σύνεργα χρήσιμα σε
διάφορες τέχνες
κατεβατός:
> στεριανό > καιρικά
κατέβηκε:
του κατέβηκε το ξύγκι > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάτεργο:
> είδη καραβιών > καράβια
κατερινιό:
> λιβάδι > τοπογραφικά
κάτης: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
κατηφόρι:
> κατήφορος > τοπογραφικά
κατηφοριά:
> κατήφορος > τοπογραφικά
κατήφορος:
> κατήφορος > τοπογραφικά
κατηχούμενα:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
κάτι: >
κάτι > του αργαλιού και της ρόκας
κατιμέρι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
κατίνα:
> μέση > ανατομικά κατατόπια
κατίνι:
> κλειδαριά > του χτίστη
κατιφεδένιος:
> πανίτικος > πανιά
κατιφές:
> πανιά > πανιά
κάτοικας:
> κοτέτσι > του χτίστη
κατοίκι:
> τυρί > του φαγιού
κατοικιά:
> κατοικιά > του χτίστη
κατοικιά
(τα): οι συνοικισμοί > κατοικιά > του χτίστη
κατοικιό:
> κατοικιά > του χτίστη
κατομνήσι:
εκατονταετηρίς > αιώνας > της μέρας και της ώρας
κατοσταράκι:
τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού
κατοστάρικο:
τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού
κατούνα:
κατοικία σε χειμαδιό > χειμαδιό > της βοσκής
κατουρήθηκε:
τα έκανε απάνω του > κάτουρο > φυσιολογικά
κατούρημα:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατουριέται:
κατουριέται το παιδί στο κρεβάτι του > κάτουρο > φυσιολογικά
κατουριούμαι:
έχω μεγάλη ανάγκη να κατουρήσω > κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρισιά:
μεγάλη ανάγκη > κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρλάς:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρλής:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρλιάρης:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρλίδα:
Triton γένος > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κατουρλιό:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρλοκάνατο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κάτουρο:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατουροκάνατο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κατουροκούμαρο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κατουρολάγηνο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κατουρώ:
> κάτουρο > φυσιολογικά
κατοχή:
> πάτος > τοπογραφικά
κατοχή:
> χειμαδιό > της βοσκής
κατόχι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κατόχι:
το λουρί που βαστάει το παπούτσι στο γόνατο του παπουτσή καθώς το φτιάνει
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
κατράμι:
> κατραμίζω > του σκαριού
κατραμίζω:
> κατραμίζω > του σκαριού
κατραμόπανο:
> πανιά > πανιά
κατσαβίδι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
κατσάβρακα:
> κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά
κατσαδούρο:
μικρό κανόνι > κανόνι > του πολεμιστή
κατσαμπούρα:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
κατσαμπρόκος:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
κάτσαρα:
> φρύγανα > φυτολογικά
κατσάρι:
παλιοπάπουτσο ή τσόκαρο > κατσάρι > του παπουτσή
κατσάρια:
σύνεργα της κουζίνας > κατσάρια > του μαγεριού
κατσαρίδα:
Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κατσαρό:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κατσαρόλα:
> καζάνι > του μαγεριού
κατσαρομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κατσαρός:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κατσάρωμα:
αρώστια που κατσαρώνει τα φύλλα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
κάτσενο:
> πρόβατο > της βοσκής
κατσί: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσί: το
ιδιαίτερο θυμίαμα της Μεγάλης Βδομάδας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της
εκκλησιάς
κατσιασμένο:
κατσιασμένο παιδί > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατσίβελα
(τα): > ρούχα > ρούχα
κατσίβελος:
> γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα
κατσίδα:
το αγκυλωτό πράσινο φλούδι του καρπού της αγριοκαστανανιάς > λουβί >
φυτολογικά
κατσίκα:
> γίδι > της βοσκής
κατσικάρης:
> βοσκός > της βοσκής
κατσικάς:
> βοσκός > της βοσκής
κατσικάς:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
κατσικερό:
> πετσί > του παπουτσή
κατσίκι:
> γίδι > της βοσκής
κατσικίλα:
> πριτιά > της βοσκής
κατσικίσιο:
> κρέας > του φαγιού
κατσικοκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
κατσικομάντρι:
> μάντρα > της βοσκής
κατσικοπόδι:
> δεκανίκι > γιατρικά
κατσικοπόδι:
ξυλένιο ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια
κατσιμάμουνας:
> κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια
κατσιμουδιασμένο:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάτσινο:
καστανό > πρόβατο > της βοσκής
κάτσινο:
σταχτερό > πρόβατο > της βοσκής
κατσιρμάς:
> κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κατσιρμάς:
λαθρεμπόριο > κατσιρμάς > του κούρσου και του φορτωτή
κατσιφάρα:
> καταχνιά > καιρικά
κατσιφουδιάζει:
> καιρός > καιρικά
κατσιφούρα:
> καταχνιά > καιρικά
κατσομαλιασμένο:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατσονίστρα:
τ' οριζόντιο ξύλο με τους γάντζους (κάτσους) που τεντώνουν τις κλωστές >
σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας
κατσούλα:
> κουκούλα > ρούχα
κατσούλα:
> πουλί > πουλολογικά
κατσούλα:
> σκουφί > πουλολογικά
κατσούλα:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσούλα:
Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας
κατσούλα:
η κουκούλα της κάπας > κάπα > ρούχα
κατσουλάει:
το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά
κατσουλάκι:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσούλι:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσουλιέρης:
> πουλί > πουλολογικά
κατσουλόπετος:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
κατσουφιάζει:
> καιρός > καιρικά
κατώγι:
> πατώματα > του χτίστη
κατωμέρια:
> πάτος > τοπογραφικά
κατώμερο:
> χειμαδιό > της βοσκής
κατώπετρα:
> πέτρα > πέτρες
κατωσάγονα
(τα): > σαγόνι > κόκκαλα
κατωσάγονο:
> σαγόνι > κόκκαλα
κατωσέντονο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κατώστρατα:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
κατωφεγγίζει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
κατώφλι:
> πόρτα > του χτίστη
κατωφώτι:
> λύχνος > του σπιτικού
καφάς: με
καφασωτά χρώματα μέσα στο γυαλί > βώλοι > παιγνίδια
καφάσι:
> καλάθι > του χωραφιού
καφάσι:
τρυπητό σκέπασμα του λεγενιού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και
του γυαλά
καφάσια:
> καφάσια > του χτίστη
καφάσια:
πετσένιες σκέπες που βάζουνε στα μάτια των αλόγων για να μην μπορούν να δουν
παρά μπροστά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καφεκούτι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφέμπρικο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφέμπρικο:
> μπρίκι > του μαγεριού
καφενείο:
> καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καφενές:
> καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καφές: >
καφές > του φαγιού
καφετζής:
> καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καφετής:
> καστανός > του ζουγράφου
καφετί:
> καστανός > του ζουγράφου
καφετιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφκάλα:
καραφλή κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κάφκαλα:
τα κάφκαλα της πίνας > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κάφκαλο:
> κεφάλι > κόκκαλα
κάφκαλο:
το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά
καφκί: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφκί: >
κεφάλι > κόκκαλα
καφκί: >
μόδι > του χωραφιού
καφκί: το
μέρος όπου βάζουν την πέτρα > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
καφκί: το
σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά
κάφκος:
αγαπητικός παντρεμένης > αγαπητικός > οικογενειακά
καφόμπρικο:
> μπρίκι > του μαγεριού
καφτάνι:
τούρκικο φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα > αντερί > ρούχα
καφτερό:
> καλαμαριέρα > της ψαρικής
καφτήριο:
νιτρικός άργυρος > είδη γιατρικών > γιατρικά
κάφτρα:
> λύχνος > του σπιτικού
κάψα: >
ζέστη > καιρικά
κάψα: >
θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καψάλα:
> δάσος > τοπογραφικά
καψάλα:
χωράφι που καψαλίστηκε, που του κάψανε την καλαμιά > χωράφι > του
χωραφιού
κάψαλα:
> φρύγανα > φυτολογικά
καψάλι:
> μαγουλίκα > ρούχα
καψαλίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
καψαλισμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
καψαλό:
> άλογο > θηλαστικά
καψαλό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
καψαλό:
> πρόβατο > της βοσκής
κάψη: >
ζέστη > καιρικά
κάψη: >
θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καψίδα:
> ζέστη > καιρικά
καψίλα:
> ζέστη > καιρικά
κάψιμο:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
καψόξυλα:
> φρύγανα > φυτολογικά
καψόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
καψούλα:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
καψούλι:
> καρπός > φυτολογικά
καψούλι:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
καψούλι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
καψούρα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
καψώνουμαι:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεβαδόλα:
κεβαδόλα του παπά > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
κέλα: >
μοναστήρι > της εκκλησιάς
κελάρης:
> κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
κελάρι:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
κελάρι:
> κελάρι > του χτίστη
κελάρισα:
> κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
κελαρμενί:
> είδη βαφών > του βαφιά
κελεμπέκι:
> ξύλα > του μαραγκού
κελέρι:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
κελέρι:
πλατύ ψάρι του βούρκου > κελέρι > ψάρια της θάλασσας
κελί: >
μοναστήρι > της εκκλησιάς
κελιώτης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
κεμπάπι:
> κρέας > του φαγιού
κενάρι:
> γύρος > ραφτικά
κενταβρώνω:
> μαγέβω > δαιμονικά
κεντάβρωσε:
το κεντάβρωσε = αόρατη ενέργεια τόνε χτύπησε κατά θανάτου > μαγέβω >
δαιμονικά
κέντημα:
> κέντημα > ραφτικά
κεντητήρι:
σιδερένιο σύνεργο για το κέντος της μαστιχιάς > μαστιχάς > άλλες
τέχνες και σύνεργα
κεντί: >
δείλι > της μέρας και της ώρας
κεντιά:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεντίδι:
> κέντημα > ραφτικά
κεντίδια:
οι βελόνες του αχινιού > ανατομικά > ψαρολογικά
κεντίστρα:
> ράφτης > ραφτικά
κεντρίζω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
κεντρίζω:
> μπολιάζω > φυτολογικά
κεντρίτης:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
κεντροβολάει:
ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
κεντροκούκουτσο:
το κουκούτσι του κέντρου > καρπός > φυτολογικά
κεντρώνω:
> μπολιάζω > φυτολογικά
κεντώ: >
δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κέπα: >
κέπα > ψάρια της θάλασσας
κεπέγκι:
σιδερένιο πορτόφυλλο ή παραθυρόφυλλο μαγαζιού > κεπέγκι > του χτίστη
κερά
Μαριώ: κερά Μαριώ > αλεπού > θηλαστικά
κεραβνός:
> αστροπελέκι > καιρικά
κεράδικο:
> κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κεράκι:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
κεράκι:
το παιδί που πηγαινοέρχεται με τη σβίγα στο χέρι > μεταξάς > του
αργαλιού και της ρόκας
κεραμάς:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμίδα:
> κεραμίδι > του χτίστη
κεραμιδάδικο:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμιδάρης:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμιδαριό:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμιδάς:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμιδένιος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κεραμιδής:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κεραμιδί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κεραμίδι:
> κεραμίδι > του χτίστη
κεραμιδικάμινο:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμιδοκάμινο:
> κεραμίδι > του χτίστη
κεραμιδοκόματο:
> κεραμίδι > του χτίστη
κεραμιδόχωμα:
> κεραμιδάς > του χτίστη
κεραμιδόχωμα:
> κεραμίδι > του χτίστη
κεραμιδόχωμα:
> χώματα > του χωραφιού
κεραμιδώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
κεραμιδώνω:
σκεπάζω τη στέγη με κεραμίδια > κεραμίδι > του χτίστη
κεράς: >
κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κερασάρης:
Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κερασάρης:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κερασένιος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κερασί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κέρατο:
> τρουμπέτα > του μουσικού
κερατσούνι:
> κοτσάνι > φυτολογικά
κερεστές:
ξυλική > ξύλα > του μαραγκού
κερεστές:
ξύλο για χτίσιμο σπιτιού > κερεστές > του χτίστη
κερήθρα:
> μέλι > του φαγιού
κερήθρα:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κερί: >
λύχνος > του σπιτικού
κερί: >
λύχνος > του σπιτικού
κερί: >
φωτιστικά > της εκκλησιάς
κερκίδα:
> μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας
κερκίδι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
κέρκος:
> είδη καραβιών > καράβια
κέρκουρος:
> είδη καραβιών > καράβια
κεροδοσά:
τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά
> της εκκλησιάς
κεροδοσιά:
τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά
> της εκκλησιάς
κερολίβανο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κερομαστίχη:
για να φράξουν τ' άγια λείψανα στην κολόνα της άγιας τράπεζας >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κερομάστιχο:
για να φτιάχνουν κονίσματα > κονίσματα > της εκκλησιάς
κερομύτης:
> μύτη > όργανα
κεροπάνι:
> πανιά > πανιά
κεροπάνι:
για προστασία των πληγών > κεροπάνι > γιατρικά
κεροπάτι:
> κρασί > του φαγιού
κερόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
κέρος: >
αλέτρι > του χωραφιού
κεροψάλιδο:
> λύχνος > του σπιτικού
κέρωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
κεσάρι:
θεμελιακή > πέτρα > του χτίστη
κεσάρια:
αρχαία θεμέλια > μαρμάρι > τοπογραφικά
κεσέ: γιαούρτι
του κεσέ > γάλα > της βοσκής
κεσέμι:
> μπροστάρης > της βοσκής
κεσές: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κεσές
τσουκαλεμένος: γεμάτος γλυκό > γλυκά > του φαγιού
κετσεδένιος:
> πανίτικος > πανιά
κετσές:
> πανιά > πανιά
κεφάλα:
> κεφάλι > κόκκαλα
κεφαλάρι:
> βρύση > του χωραφιού
κεφαλάρι:
> κολόνα > του χτίστη
κεφαλάρι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κεφαλάρι:
> μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά
κεφαλάρι:
η αρχή ενός πανιού στον αργαλιό > κεφαλάρι > του αργαλιού και της ρόκας
κεφαλάρι:
η αρχή του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά
κεφαλαριά:
> πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεφαλαριά:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
κεφαλαριά:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κεφαλαριά:
το πιο ψηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού
κεφαλάς:
Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά
κεφαλάς:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κεφάλας:
Lanius ludovicianus | διπλός κεφαλάς > κεφαλάς > πουλιά
κεφάλι:
> κεφάλι > κόκκαλα
κεφάλι:
> φύλαξη > του πολεμιστή
κεφάλι:
ένα κεφάλι ζάχαρη > ζάχαρη > του φαγιού
κεφαλιακό:
το πρώτο λάγκερο > κρασί > του φαγιού
κεφαλοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
κεφαλόβρυσο:
> βρύση > του χωραφιού
κεφαλογύρι:
> καπέλο > ρούχα
κεφαλοκάνη:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
κεφαλοκόλονο:
κιονόκρανον > κολόνα > του χτίστη
κεφαλομάντιλο:
> φακιόλι > ρούχα
κεφαλοπάνι:
> φακιόλι > ρούχα
κεφαλόπονος:
> πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεφαλόπουλο:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κέφαλος:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κεφαλόστυλο:
> κολόνα > του χτίστη
κεφαλοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
κεφαλοχώραφο:
> χωράφι > του χωραφιού
κεφαλοχώρι:
> χωριό > τοπογραφικά
κεφαλώνω:
> καβατσάρω > αρμενίσματα
κεφαλωτό
λάχανο: > καρπός > φυτολογικά
κεφτές:
> κρέας > του φαγιού
κεχριμπαρένιος:
> κεχριμπάρι > πετράδια
κεχριμπαρένιος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κεχριμπάρι:
> κεχριμπάρι > πετράδια
κεχρίτης:
> οχιά > σερπετά
κηδεία:
> κηδεία > οικογενειακά
κηδεία:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κηκίδι:
το σκέπασμα του βελανιδιού (μα ίσως και το φούσκωμα που κάνει κάποιο μαμούνι
στη βελανιδιά > λουβί > φυτολογικά
κηπάρης:
> περιβολάρης > του χωραφιού
κηπάρι:
> περιβόλι > του χωραφιού
κήπι: >
περιβόλι > του χωραφιού
κηπικά:
> λαχανικά > του φαγιού
κήπος: >
περιβόλι > του χωραφιού
κηπουρέβω:
> καλιεργώ > του χωραφιού
κήρυκας:
Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κηρυναίος:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
κιαλαρίζω:
κοιτάζω με το κιάλι > κιαλάρω > αρμενίσματα
κιαλάρω:
> κιαλάρω > αρμενίσματα
κιάλι: τηλεσκόπιο
> κιάλι > του καραβιού
κιαρόθωρος:
> άσπρος > του ζουγράφου
κιαρός:
> άσπρος > του ζουγράφου
κιάφα: κορφοβούνι
(αρβανίτικα) > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κιβωτός:
κιβωτός του Νώε > αστερισμοί > αστρικά
κιζάνια
(τα): αστυνόμοι της καταδίωξης > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα
κιθάρα:
> κιθάρα > του μουσικού
κιθαρίζω:
> κιθάρα > του μουσικού
κιθαριστής:
> μουσικός > του μουσικού
κικίδι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
κιλίμι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κιμαδιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κιμάς: >
κρέας > του φαγιού
κιμούχα:
πρόστυχο σφουγγάρι > βουτηχτής > αρμενίσματα
κιμωλία:
> κιμωλία > πέτρες
κινάς: >
είδη βαφών > του βαφιά
κίνηση:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κινίνο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
κινόσο:
πλάνη με φόρμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
κιντίλιο:
> χαρτιά > παιγνίδια
κιόνι: >
κολόνα > του χτίστη
κιόσκι:
> ησκωσιά > του χωραφιού
κιούγκι:
κύλιντρος λαγουμιού > λαγούμι > του χτίστη
κιουλάφι:
> κιουλάφι > ρούχα
κιουλούγκι:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
κιούπι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κιούρτος:
> καλάθι > του χωραφιού
κιούρτος:
> ψαροκόφινο > της ψαρικής
κιρδιλιάγγος:
τραχεία αρτηρία > πλεμόνι > όργανα
κιρκινέζι:
Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά
κιρκινέλι:
Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά
κίρκος:
Buteo > βαρβάκι > πουλιά
κιρμέζι:
> είδη βαφών > του βαφιά
κιρμέζο:
> είδη βαφών > του βαφιά
κισάρι:
> αλαφρόπετρα > πέτρες
κισάρι:
> πέτρα > του χτίστη
κίσαρο:
> αλαφρόπετρα > πέτρες
κισήρη:
> αλαφρόπετρα > πέτρες
κίσσα: Garrulus
glandarius > κίσσα > πουλιά
κιτρινάδα:
> χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κιτρινάδα:
των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
κιτρινάδι:
> αβγό > πουλολογικά
κιτρινιάρης:
> αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κιτρινιάρης:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κιτρινιάρικος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κιτρινιασμένος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κιτρινίλα:
> χρώμα > του ζουγράφου
κιτρινόξυλο:
> είδη βαφών > του βαφιά
κιτρινοπούλι:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
κίτρινος:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κιτρινούλης:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κιτρινοχρύσαφος:
> χρυσός > του ζουγράφου
κιτρινόχρυσος:
> χρυσός > του ζουγράφου
κιτρινόχωμα:
> σίδερο > μέταλλα και χημικά
κιτρινωπός:
> κίτρινος > του ζουγράφου
κίτρο: >
γλυκά > του φαγιού
κίχλα: Coricus
rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας
κλαβανή:
> κλαβανή > του χτίστη
κλαδάτος:
> πουλί > πουλολογικά
κλαδάτος:
με κλαδωτά αρπάγια > νύχια > πουλολογικά
κλαδέβω:
> κλαδέβω > του χωραφιού
κλάδεμα:
> κλαδέβω > του χωραφιού
κλαδεφτήρι:
> κλαδεφτήρι > του χωραφιού
κλαδεφτής:
Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κλαδί: >
κλαδί > φυτολογικά
κλαδί: στολίδι
σαν κλαδί > κέντημα > ραφτικά
κλαδιά:
> κλαδότοπος > τοπογραφικά
κλαδιά:
> χαμόκλαδα > φυτολογικά
κλαδιστήρης:
Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά
κλαδοκόπι:
> κλαδεφτήρι > του χωραφιού
κλαδόνυχα:
> νύχια > πουλολογικά
κλάδος
(ο & το): > κλαδέβω > του χωραφιού
κλαδότοπος:
> κλαδότοπος > τοπογραφικά
κλαδότοπος:
> χαμόκλαδα > φυτολογικά
κλαδοτσίμπαλο:
> πιάνο > του μουσικού
κλάδωμα:
> κλαδί > φυτολογικά
κλαδωμένα:
κλαδωμένα πόδια > νύχια > πουλολογικά
κλαδωμένη:
κλαδωμένη ρύμη > δρόμος > τοπογραφικά
κλαδωσιά:
> κλαδί > φυτολογικά
κλαδωτά:
κλαδωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά
κλαδωτό:
> είδη πανιών > πανιά
κλαδωτός:
> πουλί > πουλολογικά
κλαίω: >
δάκρυ > φυσιολογικά
κλάμα: >
δάκρυ > φυσιολογικά
κλάμα: >
δάκρυ > φυσιολογικά
κλαμδάνι:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
κλάμπανος:
> κλάμπανος > του χωραφιού
κλανιά:
> πορδή > φυσιολογικά
κλανιάρης:
> πορδή > φυσιολογικά
κλάνω: >
πορδή > φυσιολογικά
κλάπα: σίδερο
που δένει μαζί τις πέτρες > κλάπα > του χτίστη
κλαπαδόρα:
> μπρούτζινα όργανα > του μουσικού
κλαπαταριά:
τα χοντρά φτερά > φτερό > πουλολογικά
κλαπάτσα:
> απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλαπάτσα:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
κλαπάτσα:
αρώστια του συκοτιού (κλαπατσιάζει το πρόβατο) > στα πρόβατα >
αρώστιες ζώων
κλαπατσίμπαλα:
κύμβαλα; > όργανα > του μουσικού
κλάπες:
τα σίδερα που δένουν τους ρεζέδες > πόρτα > του χτίστη
κλάρα: >
κλαδί > φυτολογικά
κλάρα: Gypaetus
barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
κλαρί: >
κλαδί > φυτολογικά
κλαρικό:
> κλαδί > φυτολογικά
κλαρινέτο:
> κλαρίνο > του μουσικού
κλαρίνο:
> κλαρίνο > του μουσικού
κλαροπόντικο:
Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά
κλάσιμο:
> πορδή > φυσιολογικά
κλαστάδες:
> ελιές > του φαγιού
κλάψα: >
δάκρυ > φυσιολογικά
κλάψας:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κλαψομάρτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κλαψοπούλι:
Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά
κλειδαράδικο:
> κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδαράς:
> κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδαριά:
> κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδαριά:
> κλειδαριά > του χτίστη
κλειδάς:
> κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδί:
> αλέτρι > του χωραφιού
κλειδί:
> κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδί:
> κλειδαριά > του χτίστη
κλειδί:
> νεροδέτης > του χωραφιού
κλειδί:
κλειδί της πόλης = μαίαντρος > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά
κλειδοβάσταγο:
της νοικοκυράς (με κρατητήρες) > κλειδοβάσταγο > του σπιτικού
κλειδοκόκκαλο:
το κόκκαλο που ενώνει τους ώμους με το στήθος > κλειδοκόκκαλο >
κόκκαλα
κλειδοπίνακο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κλειδοστόμισμα:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλειδοχρονιά:
πρώτη του Σετέβρη > χρόνος > της μέρας και της ώρας
κλείδωση:
> αρμός > κόκκαλα
κλειδωτήρι:
θηλυκωτήρι της ζώνης > ζώνη > ρούχα
κλείνει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλείνει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλείσμα:
για στέρφα πρόβατα > μάντρα > της βοσκής
κλείσμα:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κλεισούρα:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κλειστό:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
κλειωνάς:
Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά
κλεφτάκια:
> παιδιών > παιγνίδια
κλέφτηκαν:
> κλέψιμο > οικογενειακά
κλέφτηκε:
> κλέψιμο > οικογενειακά
κλέφτης:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
κλεφτογέννα:
> νόθος > οικογενειακά
κλεφτοκάικο:
> είδη καραβιών > καράβια
κλεφτός:
κλεφτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά
κλεφτοσπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
κλεφτοφάναρο:
> λύχνος > του σπιτικού
κλεφτοφάναρο:
το φαναράκι που μεταχειρίζεται ο φαναρτζής για να λιώσει το καλάι όταν θέλει
να κάνει μια κόληση > κλεφτοφάναρο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κλέψιμο:
απαγωγή > κλέψιμο > οικογενειακά
κλήδονας:
> μάγια > δαιμονικά
κλήδωνα:
του κλήδωνα > είδη χορών > χοροί
κλήμα: >
κούτσουρο > φυτολογικά
κληματαριά:
> αμπέλι > του τρύγου
κληματαριά:
> κληματαριά > του χωραφιού
κληματσίδα:
> κούτσουρο > φυτολογικά
κλησάκι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
κλησάρης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
κλησάρισα:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
κλησατόρισα:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
κλησιά:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
κλησούλα:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
κλησουράκι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
κλησούρι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
κλητήρας:
> αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλιάστρα:
> γάλα > της βοσκής
κλιβάνι:
θώρακας > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
κλίμα: >
κλίμα > καιρικά
κλινάφτης:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
κλίνει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
κλινόπωρο:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
κλιτσί:
ψιλό σύρμα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
κλιτσινάρι:
Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κλίφι: >
κρεβάτι > του σπιτικού
κλίφι: λινό
σκέπασμα για να μη σκονίζεται το έπιπλο > μακάτι > του σπιτικού
κλοκιό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κλοξάρι:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κλόξος:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
κλουβιάζω:
> κλουβιάζω > πουλολογικά
κλούβιο:
> αβγό > πουλολογικά
κλουκλουκίζω:
> κουκλουκίζω > φυσιολογικά
κλυστήρι:
> κλυστήρι > γιατρικά
κλώθω: >
ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
κλωνά: >
κλωστή > ραφτικά
κλωνάρι:
> κλαδί > φυτολογικά
κλωνί: >
καρπός > φυτολογικά
κλωνί: >
κάτι > του αργαλιού και της ρόκας
κλωνί: >
κλαδί > φυτολογικά
κλωνί: >
κλωστή > ραφτικά
κλωνιά:
> κλωστή > ραφτικά
κλωνιά:
οι σπάγγοι της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
κλώνος:
> κλαδί > φυτολογικά
κλώνος:
> κλωστή > ραφτικά
κλώσμα:
> γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
κλώσσα:
> κότα > πουλολογικά
κλώσσα:
κλώσσα με τα κλωσσόπουλα > αστερισμοί > αστρικά
κλωσσαριά:
> αστερισμοί > αστρικά
κλωσσαροπούλα:
> κότα > πουλολογικά
κλωσσαρόπουλο:
> κότα > πουλολογικά
κλωσσοπούλι:
> κότα > πουλολογικά
κλωσσοπούλι:
> πεταρούδι > πουλολογικά
κλωσσόπουλο:
> κότα > πουλολογικά
κλώσσος:
Strix flammea > κλώσσος > πουλιά
κλωσσού:
> κότα > πουλολογικά
κλωστές:
ίνες > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια
κλωστή:
> κλωστή > ραφτικά
κλώστης:
> ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας
κλωτσάει:
κλωτσάει το δέντρο = κάνει λουλούδια μα δε δένουν > ανοίγουν τα δέντρα
> φυτολογικά
κλωτσοτύρης:
> τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κλωτσοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
κνα: >
είδη βαφών > του βαφιά
κνας: >
είδη βαφών > του βαφιά
κνικάτος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κόβει: >
το χρώμα > του ζουγράφου
κόβω: >
κλαδέβω > του χωραφιού
κόθρο: >
κουδούνι > της βοσκής
κοιλάτο:
> γελάδι > της βοσκής
κοιλιά:
> κοιλιά > όργανα
κοιλιάρφανος:
που είναι κιόλας αρφανός σα γεννηθεί > ορφανός > οικογενειακά
κοιλιές:
> κρέας > του φαγιού
κοιλιοδρόμι:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλιόπονος:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλιορεμάρα:
> δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλιόρεψη:
> δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλό: >
μόδι > του χωραφιού
κοιλόπονος:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλοπονώ:
> γεννώ > βιολογικά
κοιμήθηκε:
γέρνει από τη μια μεριά και δε σηκώνεται πια > κουνήματα του καραβιού
> αρμενίσματα
κοιμηθιό:
> ύπνος > φυσιολογικά
κοίμηση:
> ύπνος > φυσιολογικά
κοιμήσι:
> ύπνος > φυσιολογικά
κοιμησιό:
> ύπνος > φυσιολογικά
κοιμητήρι:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κοιμητικός:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
κοιμίζω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
κοιμισιά
(τα): > κρεβάτι > του σπιτικού
κοίμισμα:
> ύπνος > φυσιολογικά
κοιμιστικό:
> γιατρικό > γιατρικά
κοινωνιά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
κοινωνία:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
κοινωνώ:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
κοιτάστρια:
το ξύλο που κάθουνται και κοιμούνται οι όρνιθες > κοτέτσι > του χτίστη
κόκα: κωμικά
> κεφάλι > κόκκαλα
κοκίτης:
> κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκαλήθρα:
> ραχοκόκκαλο > κόκκαλα
κοκκαλιάζει:
> το κρύο > καιρικά
κοκκάλιασμα:
> ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόκκαλο:
> σφαχτό > του φαγιού
κοκκάλωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
κοκκάλωμα:
> ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκαλωτής:
> βορίσματα > καιρικά
κοκκίνα:
> κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόκκινα:
> αβγά > του φαγιού
κοκκινάβαρι:
το κόκκινο χρώμα που σημαδέβουν οι μαραγκοί τα ξύλα > είδη βαφών > του
βαφιά
κοκκινάδα:
> κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκινάδα:
> κοκκινίζω > φυσιολογικά
κοκκινάδι:
> είδη βαφών > του βαφιά
κοκκιναντεράς:
κοκκινίζουν τ' άντερα και ψοφάει το πρόβατο > στα πρόβατα > αρώστιες
ζώων
κοκκινέλι:
> κρασί > του φαγιού
κόκκινη:
> κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκινίζω:
> κοκκινίζω > φυσιολογικά
κοκκινίλα:
> χρώμα > του ζουγράφου
κοκκίνισμα:
> κοκκίνισμα > φυσιολογικά
κοκκινόγεια:
> γη > του χωραφιού
κοκκινογή:
> γη > του χωραφιού
κοκκινογούλια:
> λαχανικά > του φαγιού
κοκκινόκωλος:
Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά
κοκκινολαίμης:
Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά
κοκκινόμαβρος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κοκκινομάγουλος:
> μάγουλο > ανατομικά κατατόπια
κοκκινομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κοκκινομύτης:
Pyrrhocorax > κοκκινομύτης > πουλιά
κοκκινόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
κοκκινόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
κοκκινοράδης:
Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά
κόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κοκκινούλης:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κοκκινούτσικος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κοκκινόχωμα:
> γη > του χωραφιού
κοκκινόχωμα:
> κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
κοκκινόχωμα:
αιματίτης > σίδερο > μέταλλα και χημικά
κοκκινωπός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κοκκωβιός:
Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας
κοκλάνος:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κοκολόγημα:
> σταχολογώ > του χωραφιού
κοκολόγι:
απομεινάρια από τη σοδιά των καρπών > κοκολόγι > του χωραφιού
κοκολογιέμαι:
> κακαρίζω > πουλολογικά
κόκορας:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκορέτσι:
> κρέας > του φαγιού
κοκόρι:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκότι:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκοτός:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκώνια:
> καρπός > φυτολογικά
κόλα: >
αλέβρι > του φαγιού
κόλα: >
αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
κόλα: >
γραφικά > του σπιτικού
κόλα: >
κόλα > του μαραγκού
κόλα: >
ξόβεργα > του κυνηγού
κόλαβρος:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
κολάνι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
κολαουζέρης:
αυτός που βαστά το σκοινί του βουτηχτή και του μιλάει "τσιμπώντας"
> βουτηχτής > αρμενίσματα
κολαούζος:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
κολάρος:
> ασπρόρουχα > ρούχα
κόλας: πουκάμισο
της κόλας > ασπρόρουχα > ρούχα
κολάστρα:
> γάλα > της βοσκής
κολατσιό:
> πρόγεμα > του φαγιού
κολήγας:
> κολήγας > του χωραφιού
κοληγιάζω:
> κολήγας > του χωραφιού
κοληγιάτικο:
αφτό που πλερώνει ο παχτωτής > κολήγας > του χωραφιού
κόλημα:
> κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κόληση:
> κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κολησόψαρο:
Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
κολητσιάνος:
> τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κολητσίδα:
Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
κολιάνιτσα:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
κόλιαντρο:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κολίκι:
> ψωμί > του φαγιού
κολίνα:
> βορβός > φυτολογικά
κολιός:
Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας
κολιός
κολυμπητός: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
κολιστάκια:
οι γάντζοι του σαμαριού για να δένουνε σκοινιά ή να κρεμάζουν πράματα >
μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κολιτσάνι:
Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κολοκάσια:
> λαχανικά > του φαγιού
κολοκοτρώνης:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
κολοκύθα:
> λαχανικά > του φαγιού
κολοκυθάκι:
> λαχανικά > του φαγιού
κολοκυθάτο:
> κρέας > του φαγιού
κολοκύθι:
> λαχανικά > του φαγιού
κολοκυθόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
κολοκυθοσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
κολόμπα:
το κάτω μέρος του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού
κολόνα:
> κολόνα > του χτίστη
κολόπι:
> ψωμί > του φαγιού
κολόστρα:
> γαλούσα > βιολογικά
κολπετίνι:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόλπος:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόλυβα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κόλυβα:
βραστό σιτάρι για μνημόσυνο > ψωμί > του φαγιού
κολυβοζούμι:
> ζουμί > του φαγιού
κολυμπήθρα:
> βάφτισμα > οικογενειακά
κολυμπήθρα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κολυμπήστρα:
> σάλι > του καραβιού
κολυμπητές:
> ελιές > του φαγιού
κολύμπι:
> κολυμπώ > αρμενίσματα
κολύμπρι:
Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά
κολυμπώ:
> κολυμπώ > αρμενίσματα
κομάρα:
> κομάρα > φυσιολογικά
κομάτια:
χοντρά κομάτια μέταλλο αντί σκάγια > μέρη του τουφεκιού > του
πολεμιστή
κοματιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κοματιαστό:
> κρέας > του φαγιού
κομένα:
> μακαρόνια > του φαγιού
κομένο:
> κρασί > του φαγιού
κομένο:
κομένο χώμα > μαντρότοιχος > του χτίστη
κομήτης:
> κομήτης > αστρικά
κομοδίνο:
> κομός > του σπιτικού
κομόνι:
τόπος κοινός όπου βόσκουν του χωριού τα ζωντανά > βοσκή > της βοσκής
κομός: >
κομός > του σπιτικού
κομπαλάκι:
> ρόζος > φυτολογικά
κομπασάρω:
κομπασάρω τον καιρό > καρδινιάζω > αρμενίσματα
κόμπια
(τα): > πόδι > κόκκαλα
κόμπια
(τα): καρπός > αρμός > κόκκαλα
κομπογιάννης:
Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά
κομπογιαννίτης:
> γιατρός > γιατρικά
κομποδένω:
δένω στο αντί τα γνέματα του διασιδιού > δουλιές του ανυφαντή > του
αργαλιού και της ρόκας
κόμποι:
οι αρμοί στα δάχτυλα > αρμός > κόκκαλα
κομπολόγι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κόμπος:
> ρόζος > φυτολογικά
κόμπος:
κόμπος του τριανταφυλλιού = ο καρπός αφού ξεφλουδίσει το λουλούδι >
καρπός > φυτολογικά
κόμπος:
το καινούριο φίλο που μόλις αρχίζει να ξεφυτρώνει > μάτι > φυτολογικά
κομποσκοίνι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κομπόστα:
> γλυκά > του φαγιού
κομπωτές:
κομπωτές πλεξούδες > μαλί > ανατομικά κατατόπια
κονάκι:
> κατοικιά > του χτίστη
κονάκι:
> σπίτι > του χτίστη
κονάκι:
> στοιχιό > δαιμονικά
κονάκι:
gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά
κονάτσι:
> στοιχιό > δαιμονικά
κονιάκ:
> κρασί > του φαγιού
κόνιδα:
το αβγό της ψείρας > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
κονίζαλος:
σρόβιλος σκόνης > ανεμική > καιρικά
κόνισμα:
> κονίσματα > της εκκλησιάς
κονίσματα:
> κονίσματα > της εκκλησιάς
κονσόλα:
> φορούσο > του χτίστη
κονταβγή:
> αβγή > αστρικά
κοντάκι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
κοντάρι:
> βέργα > του χωραφιού
κοντάρι:
> κατάρτια > του καραβιού
κοντάρι:
> κοντάρι > του πολεμιστή
κοντάρι:
> σταλίκι > της ψαρικής
κοντάρια:
πήγε τρία κοντάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
κονταρόξυλο:
το κοντάρι της παντιέρας > κονταρόξυλο > του καραβιού
κονταρούδια:
> σύκα > του φαγιού
κοντό: >
παπούτσι > του παπουτσή
κοντό: τσοπάνικο
πουκάμισο > ασπρόρουχα > ρούχα
κοντοβίστης:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοβραδιάζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
κοντόβραδο:
> βράδυ > της μέρας και της ώρας
κοντοβράκι:
> βρακί > ρούχα
κοντόγερμα:
> βασίλεμα > αστρικά
κοντογούνι:
> σιγγούνι > ρούχα
κοντοδειλινό:
> δείλι > της μέρας και της ώρας
κοντοήμερα:
> αβγή > αστρικά
κοντοθάλασσο:
μικρά και πυκνά κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
κοντοθωρίζω:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντόθωρος:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοκλαδέβω:
> κλαδέβω > του χωραφιού
κοντομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κοντόμαλο:
> μαλί > της βοσκής
κοντομάσταρη:
> πρόβατο > της βοσκής
κοντομάτης:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντομάχαιρο:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
κοντομεσιάζω:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντομούρης:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
κοντόξυλο:
> ραβδί > του πολεμιστή
κοντοπήγαδο:
> πηγάδι > του χωραφιού
κοντοπλέβρια:
τα πιο κάτω παγίδια > παγίδια > κόκκαλα
κοντοπόδαρος:
> κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοποδαρούσα:
> απίδι > του φαγιού
κοντοποδαρούσα:
> κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοπόδης:
> κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοράσο:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
κοντοραχιά:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοντόραχο:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοντοραχούλα:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοντοστάβρια:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
κοντόστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
κοντοτούφεκο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
κοντοτσάγρα:
> τσάγρα > του πολεμιστή
κόντουρο:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
κοντόφλεπος:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντόφταρμος:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντόφτερος:
> φτερό > πουλολογικά
κοντόφωτος:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοχέρης:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόντρα:
ουλή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντράρω:
> κοντράρω > αρμενίσματα
κοντραστάρω:
> κοντράρω > αρμενίσματα
κοντραφλόκος:
> πανιά > του καραβιού
κοντραφόσα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
κοντρί:
> κορμός > φυτολογικά
κοντρί:
> πέτρα > πέτρες
κοντριάζει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντριάρικος:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντριασμένος:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόντυλα:
> απάλωνα > του χωραφιού
κόντυλας:
το μέρος του καλαμιού που είναι ανάμεσα στα γόνατα > κόντυλας >
φυτολογικά
κοντύλι:
> γραφικά > του σπιτικού
κοντύλι:
νέβρο > κοντύλι > ανατομικά κατατόπια
κόξα: >
πόδι > ανατομικά κατατόπια
κόξι: >
χαρτιά > παιγνίδια
κοπαδαριά:
> βοσκός > της βοσκής
κοπάδι:
> κοπάδι > της βοσκής
κοπαδιά:
> κοπάδι > της βοσκής
κοπαδιάζω:
χωρίζω τα πράματα σε κοπάδια > κοπαδιάζω > της βοσκής
κοπαδιάρης:
> βοσκός > της βοσκής
κοπανάκι:
> κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας
κοπανέλι:
> κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας
κοπάνι:
> πρόβατο > της βοσκής
κοπανίδα:
> πλύση > του σπιτικού
κοπανίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κοπανισμένη:
κοπανισμένη γαλέτα > ψωμί > του φαγιού
κοπανιστή:
> ζάχαρη > του φαγιού
κοπανιστή:
> τυρί > του φαγιού
κοπανιστήρι:
> γουδί > του μαγεριού
κοπανιστήρι:
> κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κοπανιστό:
> κρέας > του φαγιού
κόπανος:
> κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κόπανος:
> πλύση > του σπιτικού
κόπανος:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
κοπανοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
κοπανούρα:
σύνεργο για να κάνουν νταντέλα > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας
κοπέλα:
> κόρη > οικογενειακά
κοπελάρα:
> κόρη > οικογενειακά
κοπελιά:
> κόρη > οικογενειακά
κόπελος:
> κόπελος > του χωραφιού
κοπελούδα:
> κόρη > οικογενειακά
κοπελούδι:
> κόρη > οικογενειακά
κοπή: >
κουρέβω > της βοσκής
κοπή: μέρος
κοπαδιού > κοπάδι > της βοσκής
κοπίδα:
> ανατομικά > ψαρολογικά
κοπίδι:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
κοπίδι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
κοπίδι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
κόπικας:
Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια
κόπιτσα:
> κόπιτσα > ραφτικά
κόπος: >
επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοπός
(ο): > πάτημα > του κυνηγού
κοπριά:
> γη > του χωραφιού
κοπρομέλισα:
Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κοπροπούλι:
Passer > σπουργίτης > πουλιά
κόπτσα:
> κόπιτσα > ραφτικά
κόρα: >
ψωμί > του φαγιού
κοραδούρος:
> κατάστρωμα > του καραβιού
κόρακας:
Corvus corax > κόρακας > πουλιά
κοράκι:
> κοράκι > του καραβιού
κοράκι:
> πόρτα > του χτίστη
κοράκι:
Corvus corax > κόρακας > πουλιά
κοράκια
(τα δυο): > κοράκι > του καραβιού
κορακίνα:
Corvus corax > κόρακας > πουλιά
κορακιού
(του): > ακράπι > του καραβιού
κορακοπόδι:
ανθρακική αμμωνία > χημικά > μέταλλα και χημικά
κορακοπούλι:
Corvus corax > κόρακας > πουλιά
κορακόπουλο:
Corvus corax > κόρακας > πουλιά
κοράκου:
μάβρο του κοράκου > μάβρος > του ζουγράφου
κοραλένιος:
> κοράλι > πετράδια
κοράλι:
> κοράλι > πετράδια
κοραντζίνα:
Corvus corone > κουρούνα > πουλιά
κορασάνι:
> κορασάνι > του χτίστη
κορασιά:
> κόρη > οικογενειακά
κορβέτα:
> είδη καραβιών > καράβια
κόρδα: >
μέρη του βιολιού > του μουσικού
κορδάτο:
> γλυκά > του φαγιού
κορδέλα:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
κορδέλες:
> κορδέλες > τοπογραφικά
κορδελιάζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κορδελώνω:
κάνω, τραβώ κορδέλες > κορδέλες > τοπογραφικά
κόρδες:
> κορδέλες > τοπογραφικά
κορδόνι:
> κορδόνι > ραφτικά
κορδόνι:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
κόρη: >
κόρη > οικογενειακά
κορίθια:
> σταφύλια > του φαγιού
κοριός:
Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια
κοριστόπουλο:
> κόρη > οικογενειακά
κορίτι:
> ποτιστής > της βοσκής
κορίτος:
> ποτιστής > της βοσκής
κοριτσέλι:
> κόρη > οικογενειακά
κορίτσι:
> κόρη > οικογενειακά
κορμαλιά:
> κορμός > φυτολογικά
κορμαριά:
> κορμός > φυτολογικά
κορμάτο:
> άλογο > θηλαστικά
κορμιασμένο:
αβγό που άρχισε να κορμιάζει μέσα του το πουλί > αβγό > πουλολογικά
κορμός:
> κορμός > φυτολογικά
κορμοφανέλα:
> ασπρόρουχα > ρούχα
κορνέτο:
> μπρούτζινα όργανα > του μουσικού
κορνίζωμα:
> πόρτα > του χτίστη
κόρνιο:
το κόρνιο του ασκού > ασκομαντούρα > του μουσικού
κορόμηλο:
> μήλο > του φαγιού
κορόνα:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
κορόνα:
κορόνα ή γράμματα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
κορονάτο:
Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας
κοροστάρι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
κορού: >
κόρη > οικογενειακά
κορούδα:
> κόρη > οικογενειακά
κορούλα:
> κόρη > οικογενειακά
κόρπα: μάβρα
> γίδι > της βοσκής
κορσές:
> στηθόπανο > ρούχα
κορτάνα:
τεταρταίος > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόρυζα:
> στις κότες > αρώστιες ζώων
κόρυζα:
Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια
κορυφάδα:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορυφιάς:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
κορυφιάτης:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
κορφάδα:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφάδι:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφάδι:
κορφή κλαδιού > κλαδί > φυτολογικά
κορφάρι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
κορφή: κορφή
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφή: κρέμα
πετσωμένη > γάλα > της βοσκής
κορφιάζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
κορφιάς:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
κόρφιασμα:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
κορφίτης:
> στόμα > όργανα
κορφοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
κορφοβούνι:
κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφολόγημα:
> χορτολογώ > του χωραφιού
κορφολόγος:
> γεωργός > του χωραφιού
κορφολογώ:
> κλαδέβω > του χωραφιού
κορφολογώ:
> ξεματίζω > του χωραφιού
κορφολογώ:
> χορτολογώ > του χωραφιού
κόρφος:
> κόρφος > της θάλασσας και του καιρού
κοσκινάς:
> κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κοσκινάς:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοσκινίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κοσκινίτης:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόσκινο:
> κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κόσκινο:
> κόσκινο > του μαγεριού
κοσκινού:
> κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κοσμοδέσποινα:
> δέσποινα > δαιμονικά
κοσμόπαπας:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
κοσμοχαλασιά:
> κακοκαιριά > καιρικά
κοσμοχαλασμός:
> κακοκαιριά > καιρικά
κοσούνα:
> παιδιών > παιγνίδια
κόσσα: >
δρεπάνι > του χωραφιού
κοσσίζω:
> θερίζω > του χωραφιού
κόσσισμα:
> θερίζω > του χωραφιού
κοστούμι:
> φόρεμα > ρούχα
κότα: >
κότα > πουλολογικά
κότα: >
πετεινός > πουλιά
κοτάκι:
> πετεινός > πουλιά
κοταρίδα:
> κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοταρίδα:
> πέτρα > πέτρες
κοτερά:
> πουλί > πουλολογικά
κότερο:
> είδη καραβιών > καράβια
κοτέτσι:
> κοτέτσι > του χτίστη
κοτόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
κοτόπουλο:
> πετεινός > πουλιά
κοτρόνα:
> πέτρα > πέτρες
κοτρόνι:
> πέτρα > πέτρες
κότσα: Sparus
aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
κοτσάκι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κότσαλα:
> απάλωνα > του χωραφιού
κότσαλο:
> καρπός > φυτολογικά
κοτσάνι:
> κοτσάνι > φυτολογικά
κοτσάρω:
κοτσάρω τα πανιά, την μπούμα > κοτσάρω > αρμενίσματα
κότσι: >
κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κότσι: >
πόδι > κόκκαλα
κότσι: χαρτί
της φυλής που κερδίζει τις άλλες φυλές > χαρτιά > παιγνίδια
κότσια:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
κοτσίδα:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κοτσίνα:
> χαρτιά > παιγνίδια
κοτσιπίδα:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κότσιφας:
Merula merula > κότσιφας > πουλιά
κοτσίφι:
Crenilabrus pavo > κοτσίφι > ψάρια της θάλασσας
κοτσίφι:
Merula merula > κότσιφας > πουλιά
κοτσοκορφώ:
> ξεματίζω > του χωραφιού
κοτσομούρα:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κότσος:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
κοτσούνα:
> παιδιών > παιγνίδια
κουβά: με
τον κουβά > βροχή > καιρικά
κουβαλητής:
> χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουβαλώ:
> κηδεία > οικογενειακά
κουβαράς:
> λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
κουβάρι:
> γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
κουβαρίδα:
Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
κουβαρίστρα:
Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
κουβάς:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουβελάς:
> μελισουργός > του χωραφιού
κουβέλι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κουβέρτα:
> κατάστρωμα > του καραβιού
κουβέρτα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κουβούκλι:
> θόλος > του χτίστη
κουβούκλι:
> κληματαριά > του χωραφιού
κουβούσι:
> αμπάρι > του καραβιού
κούδα: χαρτί
χωρίς αξία στο παιγνίδι > χαρτιά > παιγνίδια
κουδουμιές:
ξερά λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού
κουδούνα:
> μπροστάρης > της βοσκής
κουδούνα:
για γκεσέμι > κουδούνι > της βοσκής
κουδουνάδικο:
> κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδουνάς:
που κάνει τα σφυρικά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδουνάτος:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
κουδούνες:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
κουδούνι:
> κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδούνι:
> κουδούνι > της βοσκής
κουδουνιά:
> κουδούνι > της βοσκής
κουδούνια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
κουδουνιάτικο:
> κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδουνιστή:
κουδουνιστή σπηλιά (με αντίλαλο) > σπηλιά > τοπογραφικά
κουδουνίστρα:
για μωρά > παιδιών > παιγνίδια
κουδουνίστρα:
κουδούνια μωρού > κουδουνίστρα > του μουσικού
κουζάκι:
> παιδιών > παιγνίδια
κουζίνα:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
κουζουλαίνω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουζουλέβω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουζουλιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουζουλός:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκάχερο:
> άχερο > του χωραφιού
κουκιά:
> λαχανικά > του φαγιού
κουκίτης:
> κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούκλα:
> καρπός > φυτολογικά
κούκλα:
> παιδιών > παιγνίδια
κουκλί:
> φακιόλι > ρούχα
κουκλοπετεινός:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
κούκλος:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
κουκλουκιά:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουκλουκίζω:
> κουκλουκίζω > φυσιολογικά
κουκλούκισμα:
> κουκλουκίζω > φυσιολογικά
κούκος:
Cuculus canorus > κούκος > πουλιά
κουκουβάγια:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κουκουβάς:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κούκουβας:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κουκουδάς:
χαλάζι που ρίχνεις μικρές χαλαζόπετρες > χαλάζι > καιρικά
κουκούδι:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκούδι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκουδιάζω:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκουδιάρης:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούκουδο:
> καρπός > φυτολογικά
κουκούλα:
> κουκούλα > ρούχα
κουκούλα:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κουκούλα:
> ψωμί > του φαγιού
κουκούλα:
ολός του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κουκουλήθρα:
μισοκατεργασμένο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας
κουκουλόσπορος:
αβγά του μεταξοσκουληκιού > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια
κουκούμαγκας:
μαμούνι των κουκιών > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια
κουκούμανος:
> κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια
κουκούμι:
> καζάνι > του μαγεριού
κουκούμυαλος:
> κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια
κουκουμυτίζω:
> ξεματίζω > του χωραφιού
κουκουνάρι:
> καρπός > φυτολογικά
κουκούρι:
πύργος από πέτρες σωριασμένος > κάστρο > του χτίστη
κουκουρίζω:
σαν το περιστέρι > κουκουρίζω > πουλολογικά
κουκούρισμα:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
κούκουρο:
των τσοπάνηδων > σταλίκι > του χωραφιού
κουκούτσα:
Chelonia | χελώνα της λίμνης > χελώνα > σερπετά
κουκούτσι:
> καρπός > φυτολογικά
κούλα: >
κάστρο > του χτίστη
κουλάδα:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλαίνομαι:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλαίνω:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλάς:
> κάστρο > του χτίστη
κούλας:
> άλογο > θηλαστικά
κουλέθρα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
κουλές:
> κάστρο > του χτίστη
κουλιάρι:
Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά
κουλιάστρα:
> γάλα > της βοσκής
κουλιμπές:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
κούλιο:
> πρόβατο > της βοσκής
κούλο: σταχτοκόκκινο
> άλογο > θηλαστικά
κουλός:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούλος:
Cygninae > κύκνος > πουλιά
κούλουθρο:
κουτάλα για να ταράζουν το γάλα όταν το βράζουν για να κάνουνε μιτζήθρα >
κούνουθρο > της βοσκής
κουλούκι:
> σκύλος > θηλαστικά
κουλουκουρίζω:
> κουρέβω > της βοσκής
κούλουμα
(τα): > νηστεία > του φαγιού
κουλούπι:
> ψωμί > του φαγιού
κουλούρα:
> μέρη της άγκυρας > του καραβιού
κουλούρα:
> ψωμί > του φαγιού
κουλούρα:
> ψωμί > του φαγιού
κουλούρα:
μπουλωγμένη κουλούρα = παπαδίστικος κώτσος > μαλί > ανατομικά
κατατόπια
κουλουράς:
> κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουλούρι:
> κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουλούρι:
> ψωμί > του φαγιού
κουλουριαστό:
> φίδι > σερπετά
κουλουρίδα:
> φίδι > σερπετά
κουλουρτζής:
> κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουλοχέρης:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλτακίζει:
κουνιέται αν και είναι μπουνάτσα > κουνήματα του καραβιού >
αρμενίσματα
κουμανταρία:
> κρασί > του φαγιού
κουμαράς:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
κουμάρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουμάσι:
> κοτέτσι > του χτίστη
κουμιάζω:
κουμιάζω τα λαγωνικά > κούμος > του χτίστη
κούμος:
> κοτέτσι > του χτίστη
κούμος:
σκυλόσπιτο > κούμος > του χτίστη
κούμουλας:
> πέτρα > πέτρες
κουμούλια:
> αμπέλι > του χωραφιού
κουμούτσι:
λεμπούσι ξεσπυρωμένο > καρπός > φυτολογικά
κουμπάνια:
προμήθειες του καραβιού > κουμπάνια > του καραβιού
κουμπαράς:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουμπαράς:
> μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
κουμπάρι:
γαλιόνι > είδη καραβιών > καράβια
κουμπαριά:
> κουμπάρος > οικογενειακά
κουμπαριάζω:
> κουμπάρος > οικογενειακά
κουμπαριό:
> κουμπάρος > οικογενειακά
κουμπάρος:
> κουμπάρος > οικογενειακά
κουμπές:
> θόλος > του χτίστη
κουμπί:
> κουμπί > ραφτικά
κουμπί:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
κουμπί:
> μήτρα > όργανα
κουμπί:
ο δίσκος του πορτοκαλιού > καρπός > φυτολογικά
κουμποθήκλια:
> κουμπί > ραφτικά
κουμποθηλιά:
> κουμπί > ραφτικά
κουμπότρυπα:
> κουμπί > ραφτικά
κουμπότρυπα:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
κουμπούζι:
> κουμπούζι > του μουσικού
κουμπούρα:
διμούτσουνη κουμπούρα > πιστόλι > του πολεμιστή
κουμπούρι:
> πιστόλι > του πολεμιστή
κουμπούρι:
> σαγίτα > του πολεμιστή
κουμπουριά:
έπεσε μια κουμπουριά > πιστόλι > του πολεμιστή
κούμπωμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
κουμπωτήρι:
> κουμπωτήρι > του παπουτσή
κουνάβι:
Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά
κουνάδι:
Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά
κουναδόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουνέλα:
Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά
κουνέλι:
Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά
κουνήματα:
> κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
κουνημένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούνια:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κούνια:
> παιδιών > παιγνίδια
κούνια:
μασχαλιστήρ > κούνια > γιατρικά
κουνιάδα:
> σύγαμπρος > οικογενειακά
κουνιάδος:
> σύγαμπρος > οικογενειακά
κουνιστή:
> καρέκλα > του σπιτικού
κουνίστρα:
> καρέκλα > του σπιτικού
κουνίστρα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κουνόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
κούνος:
> καρπός > φυτολογικά
κούνουθρο:
> κούνουθρο > της βοσκής
κούνουπας:
Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια
κουνούπι:
Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια
κουνουπίδια:
> λαχανικά > του φαγιού
κουντούρα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
κουντούρα:
> τσαμπί > φυτολογικά
κουντουράδικο:
> παπουτσάδικο > του παπουτσή
κουντουράς:
> παπουτσής > του παπουτσή
κούντουρος:
Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κουντραμπάντα:
> κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουντραμπατζής:
> κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κούντρος:
> κατάρτια > του καραβιού
κούπα: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουπάκι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουπάς:
> λάμνω > αρμενίσματα
κουπαστή:
> κατάστρωμα > του καραβιού
κουπατζής:
> λάμνω > αρμενίσματα
κουπέ: >
αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
κουπί: >
κουπί > του καραβιού
κουπιά:
> λάμνω > αρμενίσματα
κουπολάτης:
> λάμνω > αρμενίσματα
κουπολατιά:
> λάμνω > αρμενίσματα
κουπολατώ:
> λάμνω > αρμενίσματα
κούπραινας:
> σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
κουράδα:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
κουραδάς:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
κουραμάνα:
> ψωμί > του φαγιού
κούρβα:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κούρβουλο:
> κούτσουρο > φυτολογικά
κουρδιστήρι:
> κουρδιστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κουρέας:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουρέβω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουρέβω:
> κουρέβω > της βοσκής
κουρείο:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
κούρεμα:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
κούρεμα:
> κουρέβω > της βοσκής
κουρεμαδιά:
> χήρα > οικογενειακά
κουρεφτής:
> κουρέβω > της βοσκής
κουρέφτρα:
διχάλα που βαστάει το κεφάλι του γιδιού σαν το κουρέβουν > κουρέβω >
της βοσκής
κουρζέτο:
> κουρζέτο > του καραβιού
κουρίτι:
> ποτιστής > της βοσκής
κούρκα:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
κουρκέτο:
> γλυκά > του φαγιού
κούρκος:
Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά
κούρκος:
Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κουρκουλιανός:
Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά
κουρκούταβλος:
Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά
κουρκούτι:
> ζουμί > του φαγιού
κουρκούτι:
έγινε κουρκούτι > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουρμούλα:
> κούτσουρο > φυτολογικά
κουρμπούζι:
> κουμπούζι > του μουσικού
κουρμπούτσι:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
κουρναρέτα:
> παιδιών > παιγνίδια
κουρνέλα:
> κανάλι > του χτίστη
κούρνια:
μέρος για κούρνιασμα, για κοίτασμα > φωλιά > πουλολογικά
κούρνουπας:
Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά
κουρντενέλι:
> πανιά > πανιά
κούρος:
> κουρέβω > της βοσκής
κούρος:
ο καιρός που κουρέβουν τα γιδοπρόβατα > κούρος > της βοσκής
κουρούμπλι:
μικρό μουρόφυλλο > φύλλο > φυτολογικά
κουρούνα:
Corvus corone > κουρούνα > πουλιά
κουρουνοπούλι:
Pyrrhocorax alpinus > κουρουνοπούλι > πουλιά
κουρούπα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουρούπης:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουρούπι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουρούπι:
> γλάστρα > του χωραφιού
κουρούπι:
το κεφάλι του είναι κουρούπι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουρουπιαστό:
> γλυκά > του φαγιού
κούρσα:
> κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή
κουρσάρικο:
> καράβι > καράβια
κουρσάρος:
> κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή
κουρσέβω:
> κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή
κουρσεμένος:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούρσος:
> κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή
κουρτάλι:
> κρούταλο > του μουσικού
κουρτελάτσα:
> κουρτελάτσα > του καραβιού
κουρτέσα:
κουρτέσα μου > αγαπητικός > οικογενειακά
κουρτίζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
κουρτούνα:
κουρτίνα του κρεβατιού (του σοφά ύπνου) > κρέβατος > του σπιτικού
κουσβαράς:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κούσβος:
πητάρι σουσαμιού > πητάρι > του λιοτριβιού
κουσκούνι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
κουσκούσι:
> αλέβρι > του φαγιού
κουτάβι:
> σκύλος > θηλαστικά
κουτάβι:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
κουτάλα:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
κουτάλα:
> πλάτη > κόκκαλα
κουτάλαφας:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
κουτάλαφος:
Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κουτάλι:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
κούτελο:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
κουτί: λειψανοθήκη
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κούτικας:
των ηλικιωμένων > απαλό > κόκκαλα
κούτουλα:
> κούτουλα > της βοσκής
κούτουλας:
μονοκόματο ξύλινο δοχείο με μακριά ουρά, σα μεγάλη χουλιάρα, για να βγάζουν
το γάλα από το λεβέτι > κούτουλα > της βοσκής
κούτουλας:
στη Ρούμελη ο κούτουλας είναι χαλκωματένια κατσαρόλα > κούτουλα > της
βοσκής
κουτουνί:
> πανιά > πανιά
κουτούπι:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
κούτρα:
> κεφάλι > κόκκαλα
κουτρούλης:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτρούλια:
> αμπέλι > του χωραφιού
κουτρουλίζω:
> κλαδέβω > του χωραφιού
κουτρούφια:
> αμπέλι > του χωραφιού
κούτσα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούτσα:
> παιδιών > παιγνίδια
κούτσα:
> φιγούρα της πλώρης > του καραβιού
κούτσαβλος:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσάγρα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσάδα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσαίνω:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούτσαμα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσαμάρα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούτσεμα:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσικέρα:
> γίδι > της βοσκής
κουτσόγλωσσος:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοδάσκαλος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουτσοκεράμιδο:
> κεραμίδι > του χτίστη
κουτσόκερο:
> γίδι > της βοσκής
κουτσοκουλόστραβος:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσομεσιάζω:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσομυτώ:
κορφολογώ κουκιές > ξεματίζω > του χωραφιού
κουτσοπαντρεμένη:
> γάμος > οικογενειακά
κουτσοπαντριά:
> γάμος > οικογενειακά
κουτσόπλυση:
> πλύση > του σπιτικού
κουτσοπόδαρος:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοποδαρόχειρος:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοπόδης:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοποδίζω:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσόρεμα:
> ρέμα > τοπογραφικά
κουτσός:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσός:
Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κουτσούβελο:
> παιδί > οικογενειακά
κουτσούκος:
Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κουτσουνάρα:
> αβλάκι > του χωραφιού
κουτσουνάρα:
> κανάλι > του χτίστη
κούτσουρα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
κουτσουρίνα:
κάποιο πετρόψαρο > κουτσουρίνα > ψάρια της θάλασσας
κούτσουρο:
> κούτσουρο > φυτολογικά
κουτσοφλέβαρος:
Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κουτσοχέρης:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοχώρι:
> χωριό > τοπογραφικά
κουφά
(τα): > μέση > ανατομικά κατατόπια
κουφάγρα:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφάδα:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαηδόνι:
Sylvia phoenicurus > κουφαηδόνι > πουλιά
κουφαίνω:
κάνω κάποιονα κουφό > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφάλα:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφάλα:
> σπηλιά > τοπογραφικά
κουφαλάς:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαλάς:
κωφάλαλος > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαλιάζει:
> το ξύλο > του μαραγκού
κουφάλογο:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούφαμα:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαμάρα:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαμός:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφή: >
άλλα φίδια > σερπετά
κούφια:
> βεντούζα > γιατρικά
κουφίζω:
είμαι κουφός > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούφιο:
> δόντι > όργανα
κουφιοδόντης:
> δόντι > όργανα
κουφιοκάρυδο:
> αμύγδαλα > του φαγιού
κουφό: >
μέση > ανατομικά κατατόπια
κουφό: κουφό
δόντι > δόντι > όργανα
κουφοβόσκει:
γι αρώστια που δεν είναι φανερή μα που καταπονεί τον άρωστο κρυφά > κουφοβόσκει
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφοβράζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κουφόβραση:
> σύνεφο > καιρικά
κουφογάρι:
κέντημα τρυπητό > κέντημα > ραφτικά
κουφόγεια:
τόπος γεμάτος ρεματιές > γη > του χωραφιού
κουφοδέντρι:
> δέντρο > φυτολογικά
κουφοδρομεί:
κουφοδρομεί η πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφοδρόμι:
βαθούλωμα μέσα στην πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφοκάπονο:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
κουφοκάρυδο:
> αμύγδαλα > του φαγιού
κουφοκλανιά:
> πορδή > φυσιολογικά
κουφοκλανιάρης:
> πορδή > φυσιολογικά
κουφοκλάνω:
> πορδή > φυσιολογικά
κουφολίθι:
> πέτρα > πέτρες
κουφολίθι:
> σπηλιά > τοπογραφικά
κουφόπετος:
lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά
κουφόπονος:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφός:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφός:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
κούφωμα:
> σπηλιά > τοπογραφικά
κούφωμα:
γώνιασμα πόρτας ή παραθυριού > κούφωμα > του χτίστη
κόφα: >
κόφα > του καραβιού
κοφίνα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
κοφινάδα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
κοφινάς:
> κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κοφίνι:
> καλάθι > του χωραφιού
κοφίνι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κοφτερό:
> δρεπάνι > του χωραφιού
κοφτή: >
βεντούζα > γιατρικά
κοφτή: >
σπαθί > του πολεμιστή
κόφτης:
> κόφτης > του μαγεριού
κόφτης:
> ξυλοχούλιαρο > της βοσκής
κόφτης:
> ράφτης > ραφτικά
κοφτό: >
γλυκά > του φαγιού
κοφτοσάνιδο:
φτενό σανίδι κολημένο σε άλλο για δυνάμωμα > πέταβρο > του μαραγκού
κόφτρα:
> ρήγλα > του χωραφιού
κόφτρα:
Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια
κόφτω: κόφτω
αχνάρια > δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κόφτω: κόφτω
βεντούζες > δουλιές του γιατρού > γιατρικά
κόχη: >
ψωμί > του φαγιού
κόχη: κοφτερή
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοχλάκι:
> πέτρα > πέτρες
κοχλίδι:
> κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοχλιός:
Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοχράνι:
Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά
κόχυλας:
> κόχυλας > του καραβιού
κόχυλας:
Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοψαντέρα:
κάποιο σκουλήκι του νερού > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
κοψιά: >
πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψιά: >
πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψίδια:
απομεινάρια πετσιών > πετσί > του παπουτσή
κοψιδιάζω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
κοψίματα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόψιμο:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψοζώητε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
κοψομεσιάζω:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψομέσιασμα:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψοχρονιά:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
κοψόχρονος:
> ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές
κραβατοστρωσιά:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κράζω: >
κουκουρίζω > πουλολογικά
κραϊτερό:
διάφορα οπάλια με κόκκινες κουκίδες > οπάλι > πετράδια
κράκουρα:
η πιο ψηλή κορφή βραχότρυπες > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κραμένοι:
οι πετεινοί κραμένοι > αβγή > αστρικά
κράνη: >
στα γίδια > αρώστιες ζώων
κράνος:
Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά
κρασάδικο:
> κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασάς:
> κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασάς:
> ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασάτος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρασί: >
κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασί: >
κρασί > του τρύγου
κρασί: >
κρασί > του φαγιού
κρασοβαρέλα:
> βαρέλι > του τρύγου
κρασοβόλι:
> κελάρι > του χτίστη
κρασοκανάτα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κρασοκόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρασόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
κρασολάσπη:
> κρασί > του φαγιού
κρασομάγαζο:
> κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασόμηλο:
> μήλο > του φαγιού
κρασομηνάς:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κρασόνερο:
> κρασί > του φαγιού
κρασοπουλητής:
> κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασοπούλι:
Turdus musicus > τσίχλα > πουλιά
κρασοπουλιό:
> κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασοστάφυλα:
> σταφύλια > του φαγιού
κρασουλής:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρασοψίχι:
> ψωμί > του φαγιού
κρασοψυχιά:
> ψωμί > του φαγιού
κρασόψωμο:
> ζουμί > του φαγιού
κρατήρα:
> κρασί > του φαγιού
κράτησε:
> βροχή > καιρικά
κρατητήρα:
αετίτης > αϊτόπετρα > πέτρες
κρατητήρα:
το άγριο σύκο που βάζουν απάνω στη συκιά για να δέσουν τα ήμερα > σύκα
> του φαγιού
κρατητήρα:
φυλαχτό για το μάτι που το κρεμούνε στο λαιμό του ζωντανού > χάντρα >
της βοσκής
κρατητήρας:
> οπάλι > πετράδια
κρατητική:
βασταγμένη > αγαπητικός > οικογενειακά
κρατούνες:
κολοκύθες για κολύμπι > κολυμπώ > αρμενίσματα
κράχτης:
> διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
κράχτης:
> κράχτης > του κυνηγού
κρέας: >
κρέας > του φαγιού
κρέας: >
ψαχνό > ανατομικά κατατόπια
κρεατάς:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
κρεατένιος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρεατής:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρεατί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρεατικόπι:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
κρεατινή:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
κρεατινό:
> φαγί > του φαγιού
κρεατοελιά:
> ελιά > φυσιολογικά
κρεατόμιγα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
κρεατόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
κρεατοσάνιδο:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
κρεβαταριά:
> κληματαριά > του χωραφιού
κρεβάτι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κρεβάτι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
κρεβάτια:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
κρεβατίνα:
> κληματαριά > του χωραφιού
κρεβατοκάμερα:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
κρέβατος:
> κρέβατος > του σπιτικού
κρεβατόστρωση:
> κρεβάτι > του σπιτικού
κρέμα: >
γάλα > της βοσκής
κρεμάθα:
σανίδι κρεμασμένο από τις δύο του άκρες από τη στέγη | οι χωριάτες βάζουν
πράματα για φύλαγμα απάνω στην κρεμάθα > κρεμάθα > του χτίστη
κρεμάμενα:
κρεμάμενα νερά > κρεμασιά > τοπογραφικά
κρεμανταλάς:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
κρεμανταλάς:
ελατοκορφή μπηγμένη στο χώμα για να κρεμάζουν τα βλάχικα σιγύρια από τα
τσαρμπόλια του > κρεμανταλάς > της βοσκής
κρεμανταλιάρα:
> βυζί > όργανα
κρεμάρι:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
κρέμαση:
> διαμαντικά > πετράδια
κρέμαση:
εκεί που πέφτει με δύναμη το νερό του καναλιού > κρέμαση > του μυλωνά
κρεμασιά:
> κρεμασιά > τοπογραφικά
κρεμασίδια
(τα): > διαμαντικά > πετράδια
κρέμασμα:
> κρεμασιά > τοπογραφικά
κρεμαστάρα:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
κρεμαστάρι:
> διαμαντικά > πετράδια
κρεμαστάρι:
> κοτσάνι > φυτολογικά
κρεμαστάρι:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
κρεμασταριά:
> κληματαριά > του χωραφιού
κρεμαστή:
> άγκυρα > του καραβιού
κρεμάστηκε:
η γλώσσα μου > στόμα > όργανα
κρεμαστήρι:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
κρεμαστήρι:
στο ρολόι του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού
κρεμεζί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
κρεμέζι:
> είδη βαφών > του βαφιά
κρεμοβύζα:
> βυζί > όργανα
κρεμοκλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
κρεμύδι:
> λαχανικά > του φαγιού
κρεμυδοφάγος:
Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια
κρέστα:
> λειρί > πουλολογικά
κρημίλες:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
κρησάρα:
> κόσκινο > του μαγεριού
κρησαρίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
κρητικός:
> είδη χορών > χοροί
κριαράς:
> βοσκός > της βοσκής
κριάρι:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
κριάρι:
> πρόβατο > της βοσκής
κριαροκούδουνα:
για κριάρια > κουδούνι > της βοσκής
κρίαρος:
> πρόβατο > της βοσκής
κριατινή:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
κριθαράκι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κριθαρένιο:
> αλέβρι > του φαγιού
κριθάρι:
> ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
κριθαρίσιο:
> ψωμί > του φαγιού
κριθαρόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
κριθαρόψωμο:
> ψωμί > του φαγιού
κριθολόγος:
Emberiza hortulanus > κριθολόγος > πουλιά
κρίθος:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρικελόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
κρινί: >
μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κρινόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
κριτσανάνε:
> τα δόντια > όργανα
κριτσάπια:
τα φαλακρά ξεροβράχια της κορφής > ξεροπέτρι > τοπογραφικά
κρόδια:
δέντρα που κάνουνε φρούτα > κρόδια > του χωραφιού
κροκάδι:
> αβγό > πουλολογικά
κροκίδι:
μάλινη τάπα > μαλί > της βοσκής
κροκόδειλος:
Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά
κροκός:
> αβγό > πουλολογικά
κροκός:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κρομύδα:
πρόστυχο ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
κρομύδι:
> λαχανικά > του φαγιού
κρομύδι:
> ρολόι > του σπιτικού
κρομυδόζουμο:
> ζουμί > του φαγιού
κροντήρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κροσσαίνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κρόσσι:
> κρόσσι > ραφτικά
κρόσσια:
> μαλί > της βοσκής
κροσσωτός:
> κρόσσι > ραφτικά
κρούει:
> ο ήλιος > αστρικά
κρουνέλα:
> βρύση > του χωραφιού
κρουνιά:
> βρύση > του χωραφιού
κρούξιμο:
> αβγή > αστρικά
κρούπεζα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
κρουστά:
> σταφύλια > του φαγιού
κρούστα:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρούστα:
> ψωμί > του φαγιού
κρουσταίνω:
κρουσταίνω ύφασμα = το χοντραίνω στη νεροτριβή, το κάνω φέλπα >
κρουσταίνω ύφασμα > της νεροτριβής
κρουστάλα:
> κρύο > καιρικά
κρούσταλλο:
> κρύσταλλο > πέτρες
κρουστό:
> είδη πανιών > πανιά
κρουστό:
κρουστό στημόνι = ισόμετρα γνεσμένο > στημόνι > του αργαλιού και της
ρόκας
κρουτάλι:
> κρούταλο > του μουσικού
κρούταλο:
> κρούταλο > του μουσικού
κρούτο:
με κέρατα > πρόβατο > της βοσκής
κρυάδα:
> κρύο > καιρικά
κρυαρίτης:
Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
κρύο: >
δροσιά > καιρικά
κρύο: >
κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρύο: >
κρύο > καιρικά
κρυολόγημα:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρυολόγος:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κρυολογώ:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρύος: >
κρύο > καιρικά
κρυότη:
> κρύο > καιρικά
κρύσταλλο:
> κρύσταλλο > πέτρες
κρυσταλλόπετρα:
> κρύσταλλο > πέτρες
κρυφογγάστρωτη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
κρυφοπαρμένος:
> κλέψιμο > οικογενειακά
κρυφοπάρσιμο:
> κλέψιμο > οικογενειακά
κρυφόπορτα:
> πόρτα > του χτίστη
κρυφτό:
> παιδιών > παιγνίδια
κρυφτούλι:
> παιδιών > παιγνίδια
κρύωμα:
> κρύο > καιρικά
κρυώνω:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κυδωνάτο:
> κρέας > του φαγιού
κυδωνόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
κυδωνόπαστο:
> γλυκά > του φαγιού
κυκλί: >
λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
κύκλο: χιονοπέδιλο
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
κύκνος:
Cygninae > κύκνος > πουλιά
κύλισμα:
> κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
κύλισμα:
> ξανακυλώ > του χωραφιού
κυλιστήρι:
κύλιντρος που βάζουν από κάτω από το πράμα που θεν να κουνήσουν και που έτσι
βοηθάει για να το μετατοπίσουν > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες
τέχνες
κυλίστρα:
> γλίστρα > τοπογραφικά
κύμα: >
κύμα > της θάλασσας και του καιρού
κύμινο:
> μπαχαρικά > του φαγιού
κυνηγάρης:
> κυνηγός > του κυνηγού
κυνηγάρικο:
κυνηγάρικο σκυλί > σκύλος > του κυνηγού
κυνηγητής:
> κυνηγός > του κυνηγού
κυνηγητό:
> παιδιών > παιγνίδια
κυνηγητό:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
κυνηγιάρικο:
κυνηγιάρικο σκυλί > σκύλος > θηλαστικά
κυνηγός:
> κυνηγός > του κυνηγού
κυνηγός:
Diplax elisa > κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια
κυνηγός:
Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
κυπαρισόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
κυπράς:
που κάνει τα χυτά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κυπρί: >
κουδούνι > της βοσκής
κυπριά:
το κουδούνι των γιδιών και τράγων > κουδούνι > της βοσκής
κυπρίνι:
Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
κυπροκούδουνα:
> κουδούνι > της βοσκής
κύπρος:
> κουδούνι > της βοσκής
κυρ
Μέντιος: > γαϊδούρι > θηλαστικά
κυράδες:
κυράδες της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά
κυρές: >
νεράιδα > δαιμονικά
κύρης: >
πατέρας > οικογενειακά
κυριακάτικα:
> ρούχα > ρούχα
κυριαρήνα:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
κυρούλα:
> γιαγιά > οικογενειακά
κύρτος:
> ψαροκόφινο > της ψαρικής
κυτάλα:
το καλοκαιρινό σκληρό φλούδι της γης > γη > του χωραφιού
κύταλο:
> ψωμί > του φαγιού
κυτάρι:
> αγγάστρι > βιολογικά
κυψέλι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κωβίδι:
Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού
κωβιός:
Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού
κώλα
(τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλαγκάθι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κωλάκι:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλάντερο:
> άντερα > όργανα
κωλάρα:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλαράς:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
κώλαρος:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλί: >
κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλιανίτσα:
> δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κώλικας:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κωλιπετού:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κωλισάβρα:
> σάβρα > σερπετά
κωλοβελόνης:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
κωλοβόλι:
> φουστάνι > ρούχα
κωλοβούτι:
Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά
κωλοκούρο:
> κωλουράδι > κόκκαλα
κωλόκουρο:
ιερόν οστούν > κωλουράδι > κόκκαλα
κωλολάμπης:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κωλολαμπριά:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κωλομέρι:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλόμηλο:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλορίζι:
> ρίζα > φυτολογικά
κωλοριζίτης:
> ρίζα > φυτολογικά
κώλος: >
κώλος > ανατομικά κατατόπια
κωλοσαβρού:
> σάβρα > σερπετά
κωλοσούρα:
Motacilla > σουσουράδα > πουλιά
κωλοσταβριά:
> σάβρα > σερπετά
κωλοσυρνάμενο:
κωλοσυρνάμενο φίδι > φίδι > σερπετά
κωλουράδι:
> κωλουράδι > κόκκαλα
κωλοφεγγούσα:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κωλοφωτιά:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λαβαμπός:
> νιφτήρας > του σπιτικού
λάβαρο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λαβδός:
σχιζόπους > κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαβίδα:
το χουλιάρι της κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λαβομάνο:
> νιφτήρας > του σπιτικού
λαβούτι:
> σέσουλα > του καραβιού
λάβρα: >
ζέστη > καιρικά
λάβρα: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
λαβραδιά:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
λάβρακας:
Labrax lupus > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας
λαβράκι:
Labrax lupus > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας
λαβρός:
> ζέστη > καιρικά
λάβωμα:
> δαίμονας > δαιμονικά
λάβωμα:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαβωματιά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαγάνα:
> ψωμί > του φαγιού
λάγανο:
> ψωμί > του φαγιού
λαγάρα:
> κρασί > του φαγιού
λαγάρα:
> τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού
λαγάρα:
χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά
λαγαρά
τα: > λαγγόνι > ανατομικά κατατόπια
λαγαρό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
λαγγάδα:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
λαγγάδι:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
λαγγαδιά:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
λαγγέβω:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λάγγεμα:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λαγγιόλι:
δίπλα της φουστανέλας | έξι λαγγιόλια κάνουνε μια λόξα ή μάνα >
φουστανέλα > ρούχα
λαγγόνα:
Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά
λαγγόνι:
> λαγγόνι > ανατομικά κατατόπια
λαγήνα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαγηνάς:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
λαγήνι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λάγια: γίδια
λάγια > γίδι > της βοσκής
λαγιάζουν:
λαγιάζουν τα πρόβατα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
λαγιαρνί:
> πρόβατο > της βοσκής
λαγίνα:
Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά
λάγιο: μάβρο
κι ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής
λάγιος:
> μάβρος > του ζουγράφου
λάγκερας:
> κρασί > του φαγιού
λάγκερο:
> κρασί > του φαγιού
λαγοβυζάστρα:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
λαγοκοίμισμα:
> ύπνος > φυσιολογικά
λαγοκυνηγώ:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
λαγονέβω:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
λαγονιάρης:
που κυνηγάει με λαγονικά > κυνηγός > του κυνηγού
λαγονίκα:
> σκύλος > του κυνηγού
λαγονικό:
> σκύλος > του κυνηγού
λαγός: Lepus
timidus > λαγός > θηλαστικά
λαγοτόμαρο:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαγουδάκι:
Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά
λαγουδέρα:
το χέρι του τιμονιού > τιμόνι > του καραβιού
λαγουδί:
> δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας
λαγουδίνα:
Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά
λαγούμι:
> λαγούμι > του χτίστη
λαγούμι:
υπόνομος > μέρη του κάστρου > του χτίστη
λαγουμιτζής:
> σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαγουμιτζής:
που φτιάνει λαγούμια και νεραγωγούς > λαγουμιτζής > του χτίστη
λαγούτο:
> λαγούτο > του μουσικού
λαγωνίκα:
> σκύλος > θηλαστικά
λαγωνικό:
> σκύλος > θηλαστικά
λαδάδικο:
> λαδάδικο > του λιοτριβιού
λαδάδικο:
> λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδάκονο:
> ακόνι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαδάς: >
λαδάδικο > του λιοτριβιού
λαδάς: >
λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδερό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαδής: >
πράσινος > του ζουγράφου
λαδί: >
πράσινος > του ζουγράφου
λάδι: >
λαδάδικο > του λιοτριβιού
λάδι: >
λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λάδι: >
λάδι > του φαγιού
λαδιά: >
γιατρικό > γιατρικά
λαδιά: πλούσια
σοδιά ελιές > σοδιά > του χωραφιού
λαδικό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαδολόγος:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαδομάγαζο:
> λαδάδικο > του λιοτριβιού
λαδομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
λαδομπογιά:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
λαδομπογιά:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
λαδόξειδο:
> ξείδι > του φαγιού
λαδόπανο:
> βάφτισμα > οικογενειακά
λαδόπετσα:
> τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού
λαδοπουλητής:
> λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδοπουλιό:
> λαδάδικο > του λιοτριβιού
λαδοπουλιό:
> λαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδοπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
λαζάνι:
Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
λαζάνια:
> μακαρόνια > του φαγιού
λάζαρος:
> ψωμί > του φαγιού
Λαζαροσάββατο:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
λαζαρώνω:
φροντίζω πεθαμένο > λαζαρώνω > οικογενειακά
λάζικο:
λάζικο καΐκι > είδη καραβιών > καράβια
λάζος: >
μαχαίρι > του πολεμιστή
λαζούλι:
> λαζούλι > πετράδια
λαζουρής:
> γαλανός > του ζουγράφου
λαζουρής:
> λαζούλι > πετράδια
λαζουρί:
> γαλανός > του ζουγράφου
λαζούρι:
> λαζούλι > πετράδια
λαθουροκάντουνο:
> δρόμος > τοπογραφικά
λαθουρός:
λαθουρή κοτούλα > λαθουρός > του ζουγράφου
λαθρέμπορος:
> κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαιμά: >
λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λαιμαριά:
> γιακάς > ραφτικά
λαιμαριά:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
λαιμιά:
> πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαιμικά:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λαιμοκαρυδιάζω:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λαιμός:
> διαμαντικά > πετράδια
λαιμός:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λαιμός:
διφθερίτις > πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαιμοτράχηλα:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λαιμουδαριά:
> κουδούνι > της βοσκής
λαιμούκα:
μεγάλος λαιμός > λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λακέρδα:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
λακέρτα:
αλατισμένος τόνος ή παλαμίδα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
λάκησαν:
λάκησαν τ' αρνιά > σαλαγώ > της βοσκής
λακινιά:
κοπάδι άλογα και μουλάρια > κοπάδι > της βοσκής
λάκκα: >
βούθουλας > τοπογραφικά
λάκκα: >
λάκκα > τοπογραφικά
λάκκα: >
λάκκος > του χωραφιού
λάκκα: >
χιόνι > καιρικά
λακκάκι:
> λακκάκι > ανατομικά κατατόπια
λακκάτο:
> πηγούνι > ανατομικά κατατόπια
λακκιά:
> λάκκα > τοπογραφικά
λακκιάζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
λακκίτσα:
> λακκάκι > ανατομικά κατατόπια
λακκοκάθισμα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
λακκόραβδο:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
λάκκος:
> λάκκα > τοπογραφικά
λάκκος:
> λάκκος > του χωραφιού
λάκκος:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
λακκούβα:
> λάκκα > τοπογραφικά
λακκουδάτο:
> πηγούνι > ανατομικά κατατόπια
λακκούδι:
> λάκκα > τοπογραφικά
λακκούλα:
> λάκκα > τοπογραφικά
λάκκωμα:
> λάκκα > τοπογραφικά
λακκωτό:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
λαλά: >
γιαγιά > οικογενειακά
λαλαγγήτα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
λάλαδα:
> γίδι > της βοσκής
λαλαδίζει:
> το πανί > αρμενίσματα
λαλαράκι:
> πέτρα > πέτρες
λαλαράτο:
> είδη πανιών > πανιά
λάλη: >
γιαγιά > οικογενειακά
λαλητής:
> μουσικός > του μουσικού
λαλούμενα
(τα): > όργανα > του μουσικού
λαλώ: >
σαλαγώ > της βοσκής
λάμα: >
μαχαίρι > του πολεμιστή
λάμα: >
μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή
λάμα: έλασμα
από σίδερο > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαμαρίνα:
σίδερο ή ατσάλι σε πλάκα > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λάμια: >
λάμια > δαιμονικά
λάμια: >
τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λάμια: Carcharinidae
& Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας
λαμιάτο:
> γελάδι > της βοσκής
λάμνα: >
λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαμνί: έλασμα
> λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαμνί: στενόμακρος
σωρός γέννημα στο αλώνι για λίχνισμα > αλώνι > του χωραφιού
λαμνιάτο:
> γελάδι > της βοσκής
λάμνισα:
> λάμια > δαιμονικά
λάμνισμα:
> λάμνω > αρμενίσματα
λαμνοκόπος:
> λάμνω > αρμενίσματα
λάμνω: >
λάμνω > αρμενίσματα
λάμπα: >
λύχνος > του σπιτικού
λαμπάδα:
> λύχνος > του σπιτικού
λαμπάδα:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
λαμπαδάς:
> κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαμπαδοκέρι:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
λαμπάζω:
> τελώνιο > καιρικά
λάμπαινα:
Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
λάμπασμα:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
λαμπερίδα:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λάμπη: >
νερόλακκος > τοπογραφικά
λαμπηδόνα:
ηλεχτρική φλογίτσα που φανερώνεται στις αντένες του καραβιού σε καιρό
τρικυμίας > τελώνιο > καιρικά
λαμπηδόνα:
μαγικό λουλούδι που κάνει χρυσάφι ό,τι κι αν αγγίξει και που φέγγει τη νύχτα
πάνω στα βουνά > λαμπηδόνα > δαιμονικά
λαμπήθρα:
> μάτι > όργανα
λαμπιδούσα:
> λαμπιδούσα > δαιμονικά
λαμπικάρισμα:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπικαριστής:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπικάρω:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπίκος:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπίνα:
Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
λαμπίνα:
κάποιο πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας
λάμπινα:
Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
λαμπινίτσα:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λαμπιόνι:
> λύχνος > του σπιτικού
λαμπούγα:
Lampugus pelagicus > λαμπούγα > ψάρια της θάλασσας
λαμποχρωμιά:
> χρώμα > του ζουγράφου
λαμπριάτης:
Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας
λαμπριάτικα:
> αβγά > του φαγιού
λαμπριάτικο:
> φαγί > του φαγιού
λαμπρίτσα:
Megila maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια
λαμπυρίδα:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λανάρα:
> λανάρα > της βοσκής
λαναράς:
> λανάρα > της βοσκής
λανάρι:
> λανάρα > της βοσκής
λαναρίζω:
> λανάρα > της βοσκής
λαναριστής:
> λανάρα > της βοσκής
λαντέρνα:
> οργανέτο > του μουσικού
λαντίζω:
λαντίζω παραγάδι = καθαρίζω κι αραδιάζω τ' αγκίστρια του παραγαδιού >
ψαρέβω > της ψαρικής
λαντό: >
αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
λαουτιέρης:
> μουσικός > του μουσικού
λαούτο:
> λαγούτο > του μουσικού
λάπα: >
πετσί > ανατομικά κατατόπια
λαπαδιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
λαπαδούρες:
ξεφούσκωτες ή κρεμάμενες πέτσες > πετσί > ανατομικά κατατόπια
λαπάς: >
ρίζι > του φαγιού
λαπατόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
λαπάτσα:
κιάλι για δυο μάτια > κιάλι > του καραβιού
λάπες: >
πετσί > ανατομικά κατατόπια
λαπίνα:
Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
λαπίνα:
κάποιο πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας
λαργάρω:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
λαρδί: >
σφαχτό > του φαγιού
λαρδώνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
λαρύγγι:
> στόμα > όργανα
λαρυγγολόγος:
> γιατρός > γιατρικά
λασιά: >
μαρκάλος > της βοσκής
λάσιμο:
για γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής
λασκάδα:
> λασκάδα > καιρικά
λασκάρω:
> λασκάρω > αρμενίσματα
λασπερή:
> γη > του χωραφιού
λάσπη: >
κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
λάσπη: >
λάσπη > τοπογραφικά
λασπιά:
> λάσπη > τοπογραφικά
λασπιτζής:
> χτίστης > του χτίστη
λασπονέρι:
> λάσπη > τοπογραφικά
λασπουριά:
> λάσπη > τοπογραφικά
λαστιχένιο:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
λάστιχο:
> γκαλότσα > του παπουτσή
λατάρι:
> ροδαμός > φυτολογικά
λατέρνα:
> οργανέτο > του μουσικού
λατερναδόρος:
> μουσικός > του μουσικού
λατζιβέρτι:
> λαζούλι > πετράδια
λάτης: >
ροδαμός > φυτολογικά
λατίνι:
> πανιά > του καραβιού
λατόμι:
> πετροκοπιό > του χτίστη
λατός: >
ροδαμός > φυτολογικά
λάτρα: η
κάμερα όπου πλένουν τα πιάτα > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
λατρόνι:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
λατσιχέρι:
σπόρος που δίνει κίτρινο χρώμα > είδη βαφών > του βαφιά
λάφασμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
λάφι: Cervidae
> λάφι > θηλαστικά
λαφιάτης:
> άλλα φίδια > σερπετά
λαφίνα:
Cervidae > λάφι > θηλαστικά
λαφοκυνηγός:
> κυνηγός > του κυνηγού
λαφομόσκι:
Cervidae > λάφι > θηλαστικά
λαφόπουλο:
Cervidae > λάφι > θηλαστικά
λαφρυγλυκύς:
> καφές > του φαγιού
λάχανα:
> λαχανικά > του φαγιού
λαχαναριό:
> μποστάνι > του χωραφιού
λαχαναρμιά:
> λαχανικά > του φαγιού
λαχανί:
> πράσινος > του ζουγράφου
λαχανιάζω:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
λαχάνιασμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
λαχανικά:
> λαχανικά > του φαγιού
λαχανόκηπος:
> μποστάνι > του χωραφιού
λαχανόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
λαχανοπουλητής:
> μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαχανόσουπα:
> ζουμί > του φαγιού
λαχανοτουρσί:
> λαχανικά > του φαγιού
λαχίδι:
μέρος χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού
λαχούρι:
σάλι από το Κασμίρι > σάλι > ρούχα
λαχταρίδα:
Chiroptera > νυχτερίδα > θηλαστικά
λεβάδα:
γαλατερός αφρός > αφρός > της θάλασσας και του καιρού
λεβάντες:
ανατολικός > άνεμος > καιρικά
λεβάρω:
> λεβάρω > αρμενίσματα
λεβέτι:
> καζάνι > του μαγεριού
λεβέτι:
> λεβέτι > της βοσκής
λεβετόφουρκες:
> λεβέτι > της βοσκής
λεβιδόχορτο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
λεβίθες:
σκουλήκια στ' άντερα > λεβίθες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λεβρό: >
καρπός > φυτολογικά
λεγάμενα
(τα): > αρχίδι > όργανα
λεγένι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λεγένι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λειπανέβατο:
> ψωμί > του φαγιού
λείπει:
του λείπει | του λείπει μια βίδα | του λείπει μια λόξα > τρελαίνουμε >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λειποθυμιά:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λειποθυμώ:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λειποψυχιά:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λειποψυχώ:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λειρί: >
λειρί > πουλολογικά
λειτουργία:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
λειτουργικά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
λειτουργώ:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
λειχήνα:
> κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λειχήνα:
> λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λειχηνιάζει:
λειχηνιάζει το χωράφι = δρώνει αλάτι > αγκαθιάζει το χωράφι >
φυτολογικά
λειχιά:
έρπης > λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λειψανέβατο:
> ψωμί > του φαγιού
λείψανο:
> κηδεία > οικογενειακά
λείψανο:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
λειψολαγάνα:
> ψωμί > του φαγιού
λειψονεριά:
> αναβροχιά > καιρικά
λειψόπητα:
> ψωμί > του φαγιού
λειψός:
κάποιο πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας
λειψοφέγγαρο:
> φεγγάρι > αστρικά
λειψόφεγγο:
> φεγγάρι > αστρικά
λεκάνη:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λεκανομπρίκι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λεκάτη:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
λέλεκας:
Ciconia alba > λελέκι > πουλιά
λελέκι:
Ciconia alba > λελέκι > πουλιά
λεμιθόχορτο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
λεμονάδα:
> λεμονάδα > του φαγιού
λεμονάκι:
> γλυκά > του φαγιού
λεμονής:
> κίτρινος > του ζουγράφου
λεμονί:
> κίτρινος > του ζουγράφου
λεμονόζουμο:
> ζουμί > του φαγιού
λεμπούσι:
> καρπός > φυτολογικά
λεπίδι:
> μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή
λεπίδι:
> σπαθί > του πολεμιστή
λεπιός:
> λεπιός > ψάρια του γλυκού νερού
λεπλεπιά:
αφράτα λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού
λεπλέπια:
> στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
λέπρα: >
λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λεπριάζω:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λέπριασμα:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λεπρός:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λέτο: κιλλίβας
> μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
λέτσα: Gymnosarda
alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
λέφα: αιματησιά
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λέφακας:
> λέφακας > πουλιά
λεφκασμένος:
> άσπρος > του ζουγράφου
λεφκαστός:
> άσπρος > του ζουγράφου
λεφκάτος:
> άσπρος > του ζουγράφου
λεφκός:
> άσπρος > του ζουγράφου
λέφκος:
ελατόξυλο > ξύλα > του μαραγκού
λέφτερη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
λεφτέρι:
> αγγάστρι > βιολογικά
λεφτερίδα:
Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
λέφτερος:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
λεφτέρωμα:
> γέννα > βιολογικά
λεφτερώνουμαι:
> γεννώ > βιολογικά
λεφτό: >
ώρα > της μέρας και της ώρας
λεχούδι:
> μωρό > βιολογικά
λεχούσα:
> λεχώνα > βιολογικά
λεχουσιά:
> λεχωνιά > βιολογικά
λεχώνα:
> λεχώνα > βιολογικά
λεχωνιά:
> λεχωνιά > βιολογικά
λεχώνιασμα:
> λεχωνιά > βιολογικά
λημέρι:
> λημέρι > του κυνηγού
λημεριάζει:
το στοιχιό έχει το λημέρι του στο τάδε μέρος > στοιχιό > δαιμονικά
ληνός: >
πατητήρι > του τρύγου
λιακάδα:
> ήλιος > αστρικά
λιακόνι:
gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά
λιακωτό:
> ήλιος > αστρικά
λιακωτό:
> λιακωτό > του χτίστη
λιανάντερα:
τα ψιλά άντερα > άντερα > όργανα
λιανοθέρμη:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιανοκλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
λιανολίθαρο:
> πέτρα > πέτρες
λιανοπουλητής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
λιανοσταφίδα:
> σταφύλια > του φαγιού
λιανοστράγγουρα
(τα): > κακοτοπιά > τοπογραφικά
λιανοψιχαλίζει:
> βροχή > καιρικά
λιάνωμα:
αρνί στη σούβλα > κρέας > του φαγιού
λιανώματα:
βυζανιάρικα χρονίτικα αρνοκάτσικα > ζωντανά > της βοσκής
λιάρα: μάβρα
με ασπράδια > γίδι > της βοσκής
λιάρα: χοντρή
άσπρη κάπα > κάπα > ρούχα
λιαρό: άσπρο
| με στήματα > άλογο > θηλαστικά
λιάρο: >
πρόβατο > της βοσκής
λιαρός:
> άσπρος > του ζουγράφου
λιάρος:
ξασπριλιάρικος (μάλιστα για σκυλί) > άσπρος > του ζουγράφου
λιαστό:
> κρασί > του φαγιού
λιάστρα:
> λιακωτό > του χτίστη
λιάστρα:
το μέρος όπου λιάζουνε σύκα, σταφύλια, αμύγδαλα > λιάστρια > του
χωραφιού
λιάστρα:
το μέρος όπου ξεραίνουν τη σταφίδα > λιάστρα > του τρύγου
λιάστρια:
> λιάστρια > του χωραφιού
λιβάδι:
> λιβάδι > τοπογραφικά
λιβάδι:
> λιβάδι > τοπογραφικά
λιβαδιασμένος:
λιβαδιασμένος αστακός = φυλακισμένος σε λιβάδι του γιαλού > αστακός >
όστρακα κι άλλα θαλασσινά
λιβαδίζουν:
λιβαδίζουν τα ζώα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
λιβαδοπέρδικα:
Bonasa sylvestris > λιβαδοπέρδικα > πουλιά
λιβαδότοπος:
> λιβάδι > τοπογραφικά
λιβαδόχωμα:
> κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
λιβαδόχωμα:
άργιλος > χώματα > του χωραφιού
λιβάκωμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
λιβάνι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λιβανίζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
λιβάνισμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
λιβανιστήρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λιβανό:
> πρόβατο > της βοσκής
λίβας: >
ζέστη > καιρικά
λίβας: >
λίβας > καιρικά
λιβέλο:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
λιβρό: >
καρπός > φυτολογικά
λιγαδούρα:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
λίγδα: >
μαλί > της βοσκής
λίγδα: Sparus
aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
λίγδωμα:
> αρτυμή > του φαγιού
λιγδώνουμαι:
> αρτυμή > του φαγιού
λίγκια
(τα): > λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λιγκρί:
> λειρί > πουλολογικά
λιγνό: >
πηγούνι > ανατομικά κατατόπια
λιγνομούρης:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
λιγοθυμιά:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λιγοθυμώ:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λιγοκαρδώ:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λιγομάρα:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγομαριάζουμαι:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λίγος: >
φεγγάρι > αστρικά
λιγότριχος:
> σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιγούρα:
> ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιγούρα:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγουρέβω:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγουριάζω:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγοψυχιά:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λιγοψυχώ:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λίγωμα:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λίγωμα:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγωμένος:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγωμός:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λιγώνω:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
λιγώνω:
> λιγούρα > φυσιολογικά
λίγωση:
> φεγγάρι > αστρικά
λιθαράκι:
> πέτρα > πέτρες
λιθάρι:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
λιθάρι:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
λιθάρι:
> πέτρα > πέτρες
λιθάρι:
> πέτρα > πέτρες
λιθάρια:
ατίμητα λιθάρια > πετράδια > πετράδια
λιθαρόστρουγγα:
> μάντρα > της βοσκής
λιθιά: >
φράχτης > του χωραφιού
λιθιά: η
κοψιά της λιθιάς > πέτρα > πέτρες
λιθομάντρι:
> μάντρα > της βοσκής
λιθοπέτι:
το ρίξιμο του λιθαριού > πέτρα > πέτρες
λιθοσώρι:
> πέτρα > πέτρες
λιθοσωρός:
> φράχτης > του χωραφιού
λιθότοιχο:
> φράχτης > του χωραφιού
λιλάδι:
> πέτρα > πέτρες
λιλίγκι:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
λίλικας:
Vespidae γένος | μικρή σφήγκα > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
λιμά: >
γόνος > ψαρολογικά
λίμα: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
λιμαδούρα:
μετάλλινη σκόνη σιδεριού > λιμαδούρα > του σιδερά, φαναρτζή και
χαλκωματά
λιμάνι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
λιμάνι:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
λιμάρω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
λιμενέβω:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
λιμενιάζω:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
λιμενιάτικα:
δικαιώματα > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή
λιμενοστάσι:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
λιμιστήρες:
σκοινάκια που δένουν τις ζέβλες κάτω από το λαιμό > αλέτρι > του
χωραφιού
λιμιώνας:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
λίμνη: >
λίμνη > τοπογραφικά
λιμνί: >
λίμνη > τοπογραφικά
λιμνιά:
> λίμνη > τοπογραφικά
λιμνίτσα:
> λίμνη > τοπογραφικά
λιμνόβαλτο:
> λίμνη > τοπογραφικά
λιμνόβαλτος:
> λίμνη > τοπογραφικά
λιμνοθάλασσα:
> λίμνη > τοπογραφικά
λίμνος:
> λίμνη > τοπογραφικά
λιμνοστάσι:
> καλοκαιριά > καιρικά
λιμνούλα:
> λίμνη > τοπογραφικά
λίμπα: >
πέτρα > πέτρες
λίμπα: κοίλη
πέτρα γεμάτη νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά
λιμπά
(τα): > αρχίδι > όργανα
λιμπά
(τα): > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
λιμπάς:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
λιμπός:
σπερματικός λώρος > αρχίδι > όργανα
λινάρι:
> λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
λινάρι:
> λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
λιναρόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
λιναροσκουλίδι:
> λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
λινό: >
είδη πανιών > πανιά
λινό: >
νιφτήρας > του σπιτικού
λίντα: >
λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας
λιοβάρεμα:
> αβγή > αστρικά
λιοβαρέματα:
> βασίλεμα > αστρικά
λιόβγαμα:
> αβγή > αστρικά
λιοβόρι:
> ζέστη > καιρικά
λιοβρόχι:
> βροχή > καιρικά
λιόγερμα:
> βασίλεμα > αστρικά
λιόδακρο:
ρετσίνα της ελιάς > ρετσίνα > φυτολογικά
λιόδεντρα:
> λιοστάσι > του χωραφιού
λιοκάλυβο:
κάνω λιοκάλυβο με το χέρι για να κοιτάξω πέρα στον ήλιο αγνάντια > ήλιος
> αστρικά
λιόκαμα:
> ζέστη > καιρικά
λιοκαμένος:
> ωχριακός > του ζουγράφου
λιοκαψίδα:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
λιόκεντρο:
> ζέστη > καιρικά
λιοκόρνο:
δράκος ή στοιχιό μ' ένα κέρατο στο μέτωπο > λιοκόρνο > δαιμονικά
λιόκριση:
> χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιόκριση:
τρίτο τέταρτο > φεγγάρι > αστρικά
λιόκρουση:
> αβγή > αστρικά
λιόκρουση:
> χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιοκρουσμένος:
> χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιοντάρι:
Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά
λιονταρίνα:
Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά
λιονταρόπουλο:
Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά
λιονταροτόμαρο:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
λιόντας:
Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά
λιόντισα:
Felis leo > λιοντάρι > θηλαστικά
λιοπύρι:
> ζέστη > καιρικά
λιοπύρι:
ζέστη > ήλιος > αστρικά
λιοράβδι:
> βέργα > του χωραφιού
λιος: >
ζέστη > καιρικά
λιοστάλαγμα:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
λιοστάσι:
> λιοστάσι > του χωραφιού
λιοστάσι:
μέρος κατάφωτο στον ήλιο > προσήλι > τοπογραφικά
λιοστάσι:
μέρος λιοφώτιστο > ήλιος > αστρικά
λιοτριβαρέος:
> λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού
λιοτρίβι:
> λιοτρίβι > του λιοτριβιού
λιοτριβιά:
> λιοτρίβι > του λιοτριβιού
λιοτριβιάρης:
> λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού
λιοτριβιό:
> λιοτρίβι > του λιοτριβιού
λιοτρόπι:
ηλιοστάσιον > ήλιος > αστρικά
λιουλές:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
λιόφεγγο:
> ήλιος > αστρικά
λιόφυτα:
> λιοστάσι > του χωραφιού
λιοχώραφο:
> λιοστάσι > του χωραφιού
λιπαρά
τα: βουβώνας > τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
λιπαρίτης:
Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας
λιπρό: >
καρπός > φυτολογικά
λίσβας:
αργιροσχιστόλιθος > πέτρα > πέτρες
λισβό: >
καρπός > φυτολογικά
λισγάρι:
> λίσγος > του χωραφιού
λισγαρίζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
λισγιά:
σκάψιμο με το λίσγο > λίσγος > του χωραφιού
λίσγος:
> λίσγος > του χωραφιού
λίστρο:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
λιστρώνω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
λίτρα: >
λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας
λιτραδάκι:
> πέτρα > πέτρες
λίτσα: Gymnosarda
alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
λιχμητήρι:
> ξανεμιστήρι > του χωραφιού
λιχμίζει:
> ο άνεμος > καιρικά
λιχμίζω:
> λιχμίζω > του χωραφιού
λίχμισμα:
> λιχμίζω > του χωραφιού
λιχμιστήρι:
> ξανεμιστήρι > του χωραφιού
λιχμιστής:
> γεωργός > του χωραφιού
λιχνίζει:
λιχνίζει τη θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά
λιχνίζω:
> λιχμίζω > του χωραφιού
λίχνισμα:
> λιχμίζω > του χωραφιού
λιχνιστήρι:
> διχάλι > του χωραφιού
λιχουδιές:
> μεζελίκια > του φαγιού
λιωμένο:
> βούτυρο > της βοσκής
λογγά: ποταμόχωστη
γη > γη > του χωραφιού
λόγγα
(τα): > δάσος > τοπογραφικά
λογγάρι:
> δάσος > τοπογραφικά
λόγγι: >
δάσος > τοπογραφικά
λογγιά:
> δάσος > τοπογραφικά
λογγιάδα:
> δάσος > τοπογραφικά
λόγγος:
> δάσος > τοπογραφικά
λογογράφος:
> γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
λοιμική:
> λοιμική > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λοιμοκάψα:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λομπάρδια:
> σύκα > του φαγιού
λόξα: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λόξα: πανί
κομένο λοξά > είδη πανιών > πανιά
λόξιγκας:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λοξομάτης:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λόπια: >
λαχανικά > του φαγιού
λοστό: >
γουδί > του μαγεριού
λοστός:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
λοστρόμος:
> λοστρόμος > του κούρσου και του φορτωτή
λουβί: >
αφτί > όργανα
λουβί: >
λουβί > φυτολογικά
λουβί: κόλπος
> καρδιά > όργανα
λουβίδι:
περικάρπιον > λουβί > φυτολογικά
λούγαρο:
Spinus spinus | το εβρωπαϊκό σκαθάκι > σκαθί > πουλιά
λούγαρος:
Spinus spinus > σκαθί > πουλιά
λούγκα:
> απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λούγκα:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λούγκρα:
> λάμια > δαιμονικά
λουγκροφαγωμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
λουθουνάρι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λουίζα:
> ζεστό > του φαγιού
λουκάνη:
για το στούμπισμα του σιταριού > δουκάνι > του χωραφιού
λουκάνικο:
> κρέας > του φαγιού
λούκι: >
κανάλι > του χτίστη
λούκι: >
λούκι > του καραβιού
λούκιος:
Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
λουκιούνι:
> κορασάνι > του χτίστη
λουκουμάς:
> ζυμαρικά > του φαγιού
λουκουματζής:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
λουκουματζίδικο:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
λουκούμια:
> γλυκά > του φαγιού
λουλακής:
> γαλανός > του ζουγράφου
λουλακί:
> γαλανός > του ζουγράφου
λουλάκι:
> είδη βαφών > του βαφιά
λουλάς:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
λουλάς:
το βαθούλωμα της πίπας όπου καίει ο ταμπάκος > φουμαδόρος > άλλες
τέχνες και σύνεργα
λουλεδιά:
λουλεδιά ταμπάκο = όσο ταμπάκο χωράει ο λουλάς > φουμαδόρος > άλλες
τέχνες και σύνεργα
λουλούδι:
> λουλούδι > φυτολογικά
λουλουδικά:
> λουλούδι > φυτολογικά
λούλουδος:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
λούμα: ιλύς
> ποτάμι > τοπογραφικά
λουμάκι:
> ρίζα > φυτολογικά
λουμίνι:
> λύχνος > του σπιτικού
λούμπα:
λιμνούλα > λίμνη > τοπογραφικά
λουμπάρδα:
> κανόνι > του πολεμιστή
λουμπαρδάρης:
> κανόνι > του πολεμιστή
λουμπίνος:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λουνάδα:
> λουνάδα > του καραβιού
λουνέτα:
> στόμα > όργανα
λούπης:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
λούπινα:
> λαχανικά > του φαγιού
λουρί: >
καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
λουρί: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
λουριά:
> καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά
λουριά:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
λουρίκι:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
λουρίσκο:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
λουρίτης:
> άλλα φίδια > σερπετά
λούρος:
για να χτυπούν τα φρούτα από τα δέντρα > βέργα > του χωραφιού
λουροτσάρουχο:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
λούσου:
αμάξι του λούσου > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
λούσου:
τσιπούνι του λούσου > γελέκο > ρούχα
λουστρίνι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
λουτριβιάρης:
> λιοτριβιάρης > του λιοτριβιού
λουτρικό:
> νιφτήρας > του σπιτικού
λουτρολέγενο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λουτροπουκάμισο:
> ασπρόρουχα > ρούχα
λούτσα:
> λούτσα > τοπογραφικά
λουτσάρα:
βουνίσια λίμνη από βροχονέρι > λούτσα > τοπογραφικά
λούτσος:
Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
λούτσος:
Sphyraena Risso | μεγάλη ζαργάνα > λούτσος > ψάρια της θάλασσας
λούφα: Sula
bassana > λούφος > πουλιά
λουφάρι:
Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
λουφάς:
> νιφτήρας > του σπιτικού
λούφες:
> χαμόκλαδα > φυτολογικά
λούφος:
Sula bassana > λούφος > πουλιά
λουχτουκιό:
> δάκρυ > φυσιολογικά
λουχτούκισμα:
> δάκρυ > φυσιολογικά
λόφος: >
λόφος > τοπογραφικά
λόχη: >
ζέστη > καιρικά
λόχη: για
να κόβει ο παπάς τον άγιο άρτο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λυγαροκούκουτσο:
> καρπός > φυτολογικά
λύγκα: >
λάμια > δαιμονικά
λυγκιάζουμαι:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λυγκιάζω:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λύγκιασμα:
> δάκρυ > φυσιολογικά
λύγκιασμα:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λυγκιασμός:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λυγκιό:
> δάκρυ > φυσιολογικά
λυγκιό:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λύθια: >
σύκα > του φαγιού
λύθος: άγουρο
σύκο > σύκα > του φαγιού
λυθρινάρι:
Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας
λυθρίνι:
Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας
λύθρωπας:
πέτρα που θρει έφκολα (είδος γαλαζόπετρας) > πέτρα > πέτρες
λύκαινα:
Canis lupus > λύκος > θηλαστικά
λυκάνθρωπος:
> λυκοκάντζαρος > δαιμονικά
λυκινιά:
κοπάδι λύκων > λύκος > θηλαστικά
λύκισα:
Canis lupus > λύκος > θηλαστικά
λυκοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
λυκόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
λυκοδόκανο:
> δοκάνι > του κυνηγού
λυκοκάντζαρος:
> λυκοκάντζαρος > δαιμονικά
λυκοποριά:
> δρόμος > τοπογραφικά
λυκόπουλο:
Canis lupus > λύκος > θηλαστικά
λυκόρνιο:
μαύρος γύπας > γύπας > πουλιά
λύκος: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
λύκος: Canis
lupus > λύκος > θηλαστικά
λύκος: αρώστια
από μικρομανίταρα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
λύκος: ο
κουτσός λύκος > παιδιών > παιγνίδια
λυκόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
λυκουνιά:
> οικογένεια > οικογενειακά
λυκουνιά:
κοπάδι λύκων > λύκος > θηλαστικά
λυκουρίνι:
καπνιστό κεφαλόπουλο > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
λυκοφαγωμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
λυκοφαμελιά:
> λύκος > θηλαστικά
λυκοφαμελιά:
> οικογένεια > οικογενειακά
λυκοχαβιά:
μαγικό φυλαχτό που το κόβουν από το τομάρι του λύκου > φυλαχτό >
δαιμονικά
λυμάρι:
ένα λυμάρι είναι έξι χερόβολο > χεροβολιάζω > του χωραφιού
λύξα: Canis
lupus > λύκος > θηλαστικά
λύξιγκας:
> λόξιγκας > φυσιολογικά
λύρα: >
λύρα > του μουσικού
λυράρης:
> μουσικός > του μουσικού
λυσεντερία:
> δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λυσίδι:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
λυσίδια:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
λυσκιασμός:
> δάκρυ > φυσιολογικά
λυσομανά:
> ο άνεμος > καιρικά
λύσσα: >
λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσάζω:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λύσσαμα:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λύσσες:
σπυριά στη γλώσσα > λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσιάζω:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσιάρικος:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λύσσιασμα:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσιασμένος:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσομάνημα:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσομανώ:
> λύσσα > αρώστιες ζώων
λυτάρι:
το λουρί που δένουν τα σκυλιά > σκύλος > του κυνηγού
λύτσα: Esox
lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
λυχνανάματα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
λυχνάρι:
> λύχνος > του σπιτικού
λυχνητάρι:
> λύχνος > του σπιτικού
λύχνος:
> λύχνος > του σπιτικού
λύχνος:
> λύχνος > ψάρια της θάλασσας
λυχνοστάτης:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
λυχνοστάτης:
> λύχνος > του σπιτικού
λώβα: >
λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λώβα: στα
γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
λωβιά: >
λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβιάζω:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβιάρης:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λώβιασμα:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβιασμένος:
> λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβός: >
λέπρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λώλα: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλάγρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλάδα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλαίνουμαι:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλιά: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλομάρτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
λωλός: >
τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλωμάρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μάατορης:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαβής: >
γαλανός > του ζουγράφου
μαβί: >
ζαφείρι > πετράδια
μαβοπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
μαβράδι:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβράδι:
> μάτι > όργανα
μαβράδι:
το μολύβι του μαραγκού > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
μαβράθωρα:
> σταφύλια > του φαγιού
μαβράκι:
Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
μαβρέτα:
Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά
μαβριγιά:
> γη > του χωραφιού
μαβριδερός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρίζω:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρίλα:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρίλα:
> χρώμα > του ζουγράφου
μαβρισμένος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρογάλανος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρόγεια:
> γη > του χωραφιού
μαβρογένης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μαβρογή:
> γη > του χωραφιού
μαβροδέματος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
μαβροδέματος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβροκαμένο:
μαβροκαμένο φέσι > καπέλο > ρούχα
μαβροκίτρινος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβροκόκκινος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβροκούβιδο:
Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού
μαβροκούκι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
μαβρολίθι:
> πέτρα > πέτρες
μαβρολμουχλιασμένος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μαβρομάμουνο:
Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
μαβρομάνικο:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
μαβρομαντήλου:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
μαβρομάτης:
Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά
μαβρομούστακος:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μαβρομπογιά:
> είδη βαφών > του βαφιά
μαβρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
μαβροπουλάδα:
> μαβροπουλάδα > πουλιά
μαβροπούλι:
Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
μαβροπούλι:
Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
μάβρος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβροστάφυλα:
> σταφύλια > του φαγιού
μαβρουδερός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρούδια:
> σταφύλια > του φαγιού
μαβρουλός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρούτσικος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μαβρόχωμα:
> γη > του χωραφιού
μαβρόψαρο:
> μαβρόψαρο > ψάρια της θάλασσας
μαβρόψαρο:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
μαβρόψωμο:
> ψωμί > του φαγιού
μάγα: >
μάγος > δαιμονικά
μαγαζί:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαγαζιάτορας:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαγαζιέρης:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαγαρίστρα:
> μάγος > δαιμονικά
μάγαρο:
> ποντικός > θηλαστικά
μαγγάνι:
σύνεργο για γνέσιμο ή κτένημα > μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας
μαγγανιές:
> μάγια > δαιμονικά
μαγγανίζω:
> μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μαγγανίζω:
χωρίζω το μπαμπάκι από τον μπαμπακόσπορο με το μάγγανο > μπαμπάκι >
του αργαλιού και της ρόκας
μάγγανο:
> μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας
μαγγανοπήγαδο:
> μάγγανος > του χωραφιού
μάγγανος:
> μαγγάνι > του αργαλιού και της ρόκας
μάγγανος:
> μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μάγγανος:
> μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας
μάγγανος:
> μάγγανος > του χωραφιού
μαγγώνω:
> μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μαγέβω:
> μαγέβω > δαιμονικά
μαγειρέματα:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
μάγεμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
μαγεμένος:
> μαγεμένος > δαιμονικά
μαγεριό:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
μαγερίτσα:
πασκαλιάτικη σούπα > ζουμί > του φαγιού
μαγιά: >
αλέβρι > του φαγιού
μαγιά: >
άνοιξη > της μέρας και της ώρας
μάγια: >
μάγια > δαιμονικά
Μαγιάπριλο:
Απριλομάς > μήνας > της μέρας και της ώρας
μαγιασίλι:
> μαγιασίλι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαγιασίλι:
> ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαγιάτικο:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
μαγικά:
> μάγια > δαιμονικά
μαγιοβότανο:
> μαγιοβότανο > δαιμονικά
μάγισα:
> μάγος > δαιμονικά
μαγίστρα:
> μάγος > δαιμονικά
μαγκάλι:
> μαγκάλι > του σπιτικού
μαγκάλι:
> ψησταριά > του μαγεριού
μαγκανοτσάγρα:
> τσάγρα > του πολεμιστή
μαγκίπης:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαγκούρα:
> ραβδί > του πολεμιστή
μαγνάδι:
νυφιάτικο τσεμπέρι > φακιόλι > ρούχα
μάγος: >
μάγος > δαιμονικά
μαγούλα:
> λόφος > τοπογραφικά
μαγούλα:
> μάγουλο > ανατομικά κατατόπια
μαγουλάδες:
> μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαγουλάς:
> μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαγουλήθρα:
> μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαγουλήθρες:
> μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαγουλιά:
μισό κεφάλι σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού
μαγουλίκα:
> μαγουλίκα > ρούχα
μαγουλίκι:
> φακιόλι > ρούχα
μάγουλο:
> μάγουλο > ανατομικά κατατόπια
μαδάρα:
> σάρα > τοπογραφικά
μαδαρογένης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μαδέλι:
μαδέλι του σπυριού του σιταριού > λουβί > φυτολογικά
μαδέμι:
> μαδέμι > μέταλλα και χημικά
μαδέμι:
> μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μαδέμια
(τα): τα μαδέμια της σαβούρας > σαβούρα > του καραβιού
μαδένι:
> μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μαδένι:
μέταλλο > μαδέμι > μέταλλα και χημικά
μαδεντζής:
εργάτης σε μίνα > μαδέμι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μαδέρι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
μαδός: >
σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαδώ: >
μουτέβω > πουλολογικά
μαέστρος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μάζα: συμπέτρωμα
> πέτρα > πέτρες
μάζαλη:
> μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας
μαζέβει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαζέματα:
> σταχολογώ > του χωραφιού
μαζεφτήρι:
> μαζεφτήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μαζιά: >
πέτρα > πέτρες
μαζίνος:
> μαζίνος > ψάρια του γλυκού νερού
μαζώνει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαζώνω:
> σταχολογώ > του χωραφιού
μάζωξε:
η μέρα μάζωξε > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
μαζώχτρα:
> γεωργός > του χωραφιού
μαζώχτρα:
> ραβδίζω > του χωραφιού
Μάης: >
μήνας > της μέρας και της ώρας
μαϊμού:
Primates > μαϊμού > θηλαστικά
μαϊνάρω:
μαϊνάρω τα πανιά > μαϊνάρω > αρμενίσματα
μαινούλα:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μαινούλι:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μαϊντανός:
> λαχανικά > του φαγιού
μαΐστρα:
> πανιά > του καραβιού
μαϊστράλι:
δυνατός μαΐστρος > μαϊστράλι > καιρικά
μαϊστραλίζει:
μαϊστραλίζει η θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά
μαΐστρος:
βοριοδυτικός > άνεμος > καιρικά
μαΐστρος:
βοριοδυτικός > άνεμος > καιρικά
μαϊστροτραμουντάνα:
> άνεμος > καιρικά
μακαράδες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μακαρανόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μακαράς:
> παρκέτα > του καραβιού
μακαριά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μακαριά:
το δείπνο των πεθαμένων > λειτουργικά > της εκκλησιάς
μακαρισμοί:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μακαρίτης:
> μακαρίτης > οικογενειακά
μακαρόνια:
> μακαρόνια > του φαγιού
μακάσι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
μακάτι:
> μακάτι > του σπιτικού
μακελάρης:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μακελάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
μακελιό:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μακελωμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
μάκινα:
για τα κουμπιά > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
μακκάς:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μακκασοσαΐτης:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μακρηθωρίζω:
> μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακρήθωρος:
> μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακρόβλεπτος:
> μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακροβούτι:
> βουτιά > αρμενίσματα
μακροβουτιά:
> βουτιά > αρμενίσματα
μακροβύζα:
> βυζί > όργανα
μακρογένης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μακροδόντης:
> δόντι > όργανα
μακροκάνης:
> μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακροκατουριστής:
> κάτουρο > φυσιολογικά
μακροκατουρώ:
> κάτουρο > φυσιολογικά
μακρολαίμης:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
μακρομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μακρομάσταρη:
> βυζί > όργανα
μακρομάτης:
> μακρομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακρομούρης:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
μακρομύτης:
> μύτη > όργανα
μακρομύτικος:
> μύτη > όργανα
μακρομυτούσα:
> μύτη > όργανα
μακροξυλάρα:
> σκούπα > του σπιτικού
μακροπόδαρος:
> μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακροπόδης:
> μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακροσκέλης:
> μακροπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακρόφτερος:
> φτερό > πουλολογικά
μακροχέρης:
> μακροχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακρόχερος:
> μακροχέρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μακρυνάρι:
> μακρυνάρι > του χτίστη
μακρυνάρι:
διάδρομος > μακρυνάρι > τοπογραφικά
μακρυνάρι:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
μάλαγμα:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μαλάγρα:
> δολώνω > της ψαρικής
μαλαγρώνω:
ρίχνω μαλάγρα στη θάλασσα για να τραβήξω τα ψάρια > δολώνω > της
ψαρικής
μαλάθρακας:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαλαθράκι:
> ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαλαθρίτης:
> άλλα φίδια > σερπετά
μαλαθρίτης:
Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά
μαλαθρόγη:
> γη > του χωραφιού
μαλαθρόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
μαλάκα:
μαλάκυνσις > μαλάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαλακό:
μαλακό μονοπάτι > δρόμος > τοπογραφικά
μαλακόπετρα:
> αλαφρόπετρα > πέτρες
μαλακόσυρτος:
μαλακόσυρτος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά
μαλακόφι:
φαρδί φουστάνι ανατολίτικο > φουστάνι > ρούχα
μαλακώνει:
> καιρός > καιρικά
μαλακώνει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαλακώνω:
> δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μάλαμα:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
μαλαματένιος:
> χρυσός > του ζουγράφου
μαλαματικά:
> διαμαντικά > πετράδια
μαλαματοκαπνίζω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
μαλαματώνω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
μάλαξη:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μαλάς: >
μαλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαλάς: >
σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
μαλαφράντζα:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαλαφραντζιάζω:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαλαχτάρι:
> φούρνος > του μαγεριού
μαλαχταριά:
σβουνιά που αλείφουν το αλώνι > αλώνι > του χωραφιού
μαλαχτήρι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
μαλαχτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
μαλί: >
μαλί > ανατομικά κατατόπια
μαλί: >
μαλί > της βοσκής
μαλί: >
μαλί > του αργαλιού και της ρόκας
μαλιά: >
μαλί > ανατομικά κατατόπια
μαλιάδες:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μάλιασε:
η γλώσσα μου > στόμα > όργανα
μαλίνα:
σάλι από μαλί > σάλι > ρούχα
μάλινο:
> είδη πανιών > πανιά
μαλινοπουλητής:
> μαλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαλίτικο:
> είδη πανιών > πανιά
μαλοτεχνίτρα:
που δουλεύει με τέχνη τα μαλιά > μαλοτεχνίτρα > άλλες τέχνες και
σύνεργα
μαλτέζικη:
μαλτέζικη βάρκα > είδη καραβιών > καράβια
μαμά: >
μητέρα > οικογενειακά
μαμάκα:
> μητέρα > οικογενειακά
μαμάκα:
η τσέπη του οισοφάγου όπου σταματά πρώτα το φαγί των πουλιών προτού κατέβει
στο στομάχι > γκούσα > πουλολογικά
μάμαλα
(τα): γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
μαμαλίγκα:
> ψωμί > του φαγιού
μαμή: >
μαμή > βιολογικά
μαμική:
> μαμή > βιολογικά
μάμος: >
γιατρός > γιατρικά
μαμούδι:
> ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια
μαμούκι:
> κουκούλα > ρούχα
μαμούκι:
της χανούμισας > φακιόλι > ρούχα
μαμούνι:
> ζωύφιο > σκουλήκια και ζωύφια
μαμούνι:
οίστρος > στα γελαδικά > αρώστιες ζώων
μάνα: >
βρύση > του χωραφιού
μάνα: >
μητέρα > οικογενειακά
μαναβέλα:
> μαναβέλα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μανάβης:
> μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα
μανάβης:
> ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μανάβικο:
> μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα
μανάλι:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μανάρι:
> μανάρι > της βοσκής
μανάρια:
> τσεκούρι > του χωραφιού
μανέλα:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
μανέλι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
μανέστρα:
> ζουμί > του φαγιού
μάνητα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μανία: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μάνιασμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μανιβέλα:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
μανίζω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μανικάτος:
> μανίκι > ραφτικά
μανικέτι:
> ασπρόρουχα > ρούχα
μανίκι:
> μανίκι > ραφτικά
μανίκι:
της γούνας του (ή της κάπας του) μανίκι = πολύ μακρινός συγγενής >
συγγενής > οικογενειακά
μανικοκάπι:
> κάπα > ρούχα
μανικοκάπι:
> μανίκι > ραφτικά
μανικοπουκάμισα
(τα): > μανίκι > ραφτικά
μανικώνω:
βάζω ένα μανίκι (χέρι, χερούλι) σε σύνεργο > δουλιές του μαραγκού >
του μαραγκού
μανικωτός:
> μανίκι > ραφτικά
μανισμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μανόγαλο:
μαγεία για έρωτα > μάγια > δαιμονικά
μανόλι:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μανός: αριό
δίχτυ > δίχτυ > της ψαρικής
μανουάλι:
όπου μπήγουν τα κεριά > φωτιστικά > της εκκλησιάς
μανούλα:
> μητέρα > οικογενειακά
μανούλα:
> τυροκομώ > της βοσκής
μανούλι:
> τυροκομώ > της βοσκής
μανούρα:
> τυροκομώ > της βοσκής
μανούρι:
> τυροκομώ > της βοσκής
μάντακας:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
μανταλάκια:
ξυλάκια της μπουγάδας για να καρφώνουν τα ρούχα στο σκοινί > πλύση >
του σπιτικού
μανταλιά:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μάνταλος:
> ζεμπερέκι > του χτίστη
μάνταλος:
> σύρτης > του χτίστη
μαντανία:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μαντάνια:
τα ξύλα που χτυπούν το μαλί > μαντάνια > της νεροτριβής
μανταπολάμι:
> πανιά > πανιά
μαντάρισμα:
> μπάλωμα > ραφτικά
μαντάρω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
μανταφούνια:
τα σκοινάκια για τις μούδες > σκοινιά > του καραβιού
μαντέλο:
> πανωφόρι > ρούχα
μαντέμι:
λειωμένο μέταλλο | μίνα, φλέβα, μεταλλείο > μαδέμι > του σιδερά,
φαναρτζή και χαλκωματά
μαντεφτής:
> μαντολόγος > δαιμονικά
μαντζακάσα:
μονόκανο τουφέκι > τουφέκι > του πολεμιστή
μαντζούνι:
γιατρικό που το γλείφει κανείς στο στόμα > γιατρικό > γιατρικά
μαντζουράνα:
> ζεστό > του φαγιού
μαντί: >
μαντί > ρούχα
μαντικάπι:
σηκωτήρι > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
μάντικας:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
μαντίλα:
> μαντίλι > ρούχα
μαντίλα:
το πετσί που κρέμεται από το λαιμό του βοδιού > γελάδι > της βοσκής
μαντίλι:
> μαντίλι > ρούχα
μαντιλωσιά:
> φακιόλι > ρούχα
μαντίστρα:
> μαντολόγος > δαιμονικά
μαντολάτο:
> γλυκά > του φαγιού
μαντολινάτα:
κοντσέρτο από μαντολίνα > μαντολίνο > του μουσικού
μαντολίνο:
> μαντολίνο > του μουσικού
μαντολόγια:
> μάγια > δαιμονικά
μαντολογίδια:
τα σύνεργα για τις μαγγανιές και τα ξορκίσματα > μάγια > δαιμονικά
μαντολόγος:
> μαντολόγος > δαιμονικά
μαντουλάρικα:
πράσινα > σύκα > του φαγιού
μαντούρα:
> μαντούρα > του μουσικού
μάντρα:
> μάντρα > της βοσκής
μάντρα:
> μαντρότοιχος > του χτίστη
μάντρα:
> μαντρότοιχος > του χτίστη
μάντρα:
> σπιτότοπος > του χτίστη
μαντραβίλια:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
μαντράς:
> πανιά > πανιά
μαντρί:
> μάντρα > της βοσκής
μαντρίζω:
> μπλοκάρω > του πολεμιστή
μαντρίζω:
> μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή
μαντρίζω:
> στανιάζω > της βοσκής
μαντρόσκυλο:
> μαντρόσκυλο > της βοσκής
μαντρόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
μαντρότοιχος:
> μαντρότοιχος > του χτίστη
μαντρότοιχος:
> φράχτης > του χωραφιού
μάντρωμα:
> σπιτότοπος > του χτίστη
μανώνω:
μανωμένα δίχτια > δίχτυ > της ψαρικής
μαξιλάρα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μαξιλάρα
ντουβαριαστή: για σοφά > κρέβατος > του σπιτικού
μαξιλάρι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μαξιλαροθήκη:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μαξιλαρομάνα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μαξιλαρόντυμα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μαξούλι:
> σοδιά > του χωραφιού
μαόνι: >
ξύλα > του μαραγκού
μαούνα:
> είδη καραβιών > καράβια
μαραγκός:
> μαραγκός > του μαραγκού
μαραγκοσύνη:
> μαραγκοσύνη > του μαραγκού
μαραγκούδικο:
> μαραγκούδικο > του μαραγκού
μαράζι:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαραζιάρης:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαραζιασμένο:
> αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαραζώνω:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαραθοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
μαραίνεται:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαραμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
μαράχια:
μάβρα κι άσπρα > γίδι > της βοσκής
μάργα: >
λάσπη > τοπογραφικά
μάργα: Torpedo
electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας
μαργαριτάρι:
μαργαρίτης (εκκλησ.) > μαργαριτάρι > πετράδια
μαργαριτοαρόριζα:
> μάργαρο > πετράδια
μάργαρο:
> μάργαρο > πετράδια
μαργέλι:
> στρήφωμα > ραφτικά
μαργελώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
μαργιά:
προβατίνα που δεν κάνει πια αρνιά > πρόβατο > της βοσκής
μαργομάρα:
> κομάρα > φυσιολογικά
μάργωμα:
από κρύο > μούδιασμα > φυσιολογικά
μαργώνει:
> το κρύο > καιρικά
μαργώνω:
> μούδιασμα > φυσιολογικά
μαργωτήρα:
Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας
μαρδαβίτσα:
> ελιά > φυσιολογικά
μαρίδα:
Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας
μαρινάτο:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
μαριόλα:
> αλεπού > θηλαστικά
μαρίτσα:
Cypraea moneta (cowrie) > μαρίτσα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μαρκαλάω:
> μαρκάλος > της βοσκής
μαρκάλος:
ο καιρός που μαρκαλιούνται τα γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής
μαρκάσι:
αχάτης λίθος > αρναούρα > πετράδια
μαρκάσι:
λεπιδόλιθος > σουγλεϊμαντάς > πετράδια
μαρκάτο:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαρκούτσι:
το μασούρι του ναργιλέ > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαρκουτσιέρης:
αυτός που βαστά το μαρκούτσι (το λαστιχένιο σουληνάρι που κατεβάζει τον αέρα
στο βουτηχτή) > βουτηχτής > αρμενίσματα
μαρμάρα:
> πρόβατο > της βοσκής
μαρμάρα:
> στείρα > βιολογικά
μαρμάρα:
στέρφα > γίδι > της βοσκής
μαρμαράδικο:
το εργαστήρι του μαρμαρά > μαρμαράδικο > του χτίστη
μαρμαράς:
> πετράς > του χτίστη
μαρμάρι:
κάθε μέρος όπου βρίσκουνται αρχαία μάρμαρα > μαρμάρι > τοπογραφικά
μάρμαρο:
> πέτρα > πέτρες
μαρμαροβλογιά:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαρμαροβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
μαρμελάδα:
> γλυκά > του φαγιού
μαρνέρα:
> κάσα > του σπιτικού
μαρνέρος:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
μαρουδιά:
κοκκινωπό μαμούνι που τρώει τα φύλλα των φυτών > μαρουδιά > σκουλήκια
και ζωύφια
μαρούλι:
> λαχανικά > του φαγιού
μαρουλοσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
μαρτζέλια:
μαρτζέλια της κατσίκας > γίδι > της βοσκής
Μάρτης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
μαρτί: >
μανάρι > της βοσκής
μαρτιάτικος:
μαρτιάτικος χειμώνας > χειμώνας > της μέρας και της ώρας
μαρτυριάτικα:
τα σταυρουδάκια και οι ασημοπαράδες που μοιράζουνε στα βαφτίσια >
βάφτισμα > οικογενειακά
Μάρω: η
Μάρω κι ο Γιάννος > αστερισμοί > αστρικά
μασαλάς:
το πυροφάνι > πυροφάνι > της ψαρικής
μασάτι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
μασάτι:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μασγάλι:
πολεμότρυπα κανονιού > μέρη του κάστρου > του χτίστη
μασέλα:
> σαγόνι > κόκκαλα
μασέλα:
> στόμα > όργανα
μασιά: >
μασιά > του μαγεριού
μασιά: >
σκάλεθρο > του σπιτικού
μασκάλη:
> αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια
μασκαρέτο:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
μάσκες:
> πλώρη > του καραβιού
μάσκουλα:
τα μάσκουλα = τουφεκιές που ρίχνουν τις γιορτές > τουφέκι > του
πολεμιστή
μάσκουλο:
> κανόνι > του πολεμιστή
μάσκουλο:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
μάσκουλο:
> ρεζές > του χτίστη
μασουράκι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μασουράκια:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
μασούρι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μασουρίζω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
μασουρίζω:
μασουρίζω την ανέμη > ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
μασουρολόγος:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μασούτα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μάστακας:
η κάμπια της ακρίδας > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
μασταλούδα:
παραγινωμένο σύκο > σύκα > του φαγιού
μαστάρα:
> κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μαστάρι:
μαστάρι ζώου > βυζί > όργανα
μαστέλο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μαστέλο:
> καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαστέλο:
> πλύση > του σπιτικού
μαστίχα:
> γλυκά > του φαγιού
μαστίχα:
> κρασί > του φαγιού
μαστίχα:
> ρετσίνα > φυτολογικά
μαστιχάς:
> μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαστίχι:
> ρετσίνα > φυτολογικά
μαστιχιούς:
> μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαστιχόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
μάστορας:
> χτίστης > του χτίστη
μάστορης:
> χτίστης > του χτίστη
μαστραπάς:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μαστραπάς:
> μπρίκι > του μαγεριού
ματαράς:
> ματαράς > του τρύγου
ματζαρόλι:
ρολόι με άμμο > ρολόι > του σπιτικού
μάτης: >
μάτι > όργανα
μάτι: >
βασκανιά > δαιμονικά
μάτι: >
βρύση > του χωραφιού
μάτι: >
μάτι > όργανα
μάτι: >
μάτι > φυτολογικά
μάτι: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
μάτι: purpurea
γένος | μάτι της θάλασσας = κοχλίδι της πορφύρας > πορφύρα > όστρακα κι
άλλα θαλασσινά
μάτι: η
τρύπα του διχτιού που γίνεται από το πλέξιμο > δίχτυ > της ψαρικής
ματιά: >
όραση > φυσιολογικά
μάτια: >
αβγά > του φαγιού
ματιάζω:
> μαγέβω > δαιμονικά
μάτιασμα:
> βασκανιά > δαιμονικά
ματιασμένος:
> μαγεμένος > δαιμονικά
ματιαστής:
> βάσκανος > δαιμονικά
ματίζω:
ενώνω τις άκρες δυο σκοινιών > ματίζω > αρμενίσματα
ματισιά:
> ματίζω > αρμενίσματα
μάτισμα:
> ματίζω > αρμενίσματα
ματοβαμένος:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματόβαφος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ματόβαφος:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματόκλαδα:
> μάτι > όργανα
ματόκλαδο:
> μάτι > όργανα
ματόκορο:
> μάτι > όργανα
ματοκύλισμα:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματοκυλισμένος:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματολόγος:
> γιατρός > γιατρικά
ματόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
ματοπιάνω:
> μαγέβω > δαιμονικά
ματοπιασμένος:
> μαγεμένος > δαιμονικά
ματόπονος:
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματοστάλαχτος:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματοστάσι:
κόκκινο σομακί > σομακί > πέτρες
ματοστάτης:
> οπάλι > πετράδια
ματοστάτης:
> σομακί > πέτρες
ματότρυπα:
> μάτι > όργανα
ματοτσάμπουρα:
> μάτι > όργανα
ματοτσίνουρα:
> μάτι > όργανα
μάτουκα:
> μάτουκα > του χωραφιού
ματούφι:
> μάτι > όργανα
ματοφρύδι:
> μάτι > όργανα
ματόφρυδο:
> μάτι > όργανα
ματοφυλλάδα:
> μάτι > όργανα
ματόφυλλο:
> μάτι > όργανα
ματρακάς:
> σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
ματσίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ματσιπέτι:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
ματσίτικος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ματσόλα:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ματσόλα:
το σφυρί του καλαφάτη > καλαφατίζω > του σκαριού
μάτσος:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
μάτσος:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
ματσούκα:
> ραβδί > του πολεμιστή
ματσούκι:
> ραβδί > του πολεμιστή
μάτωμα:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματωμένος:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ματώνω:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαφόρι:
> μάγια > δαιμονικά
μαφόρι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
μαχαιράδικο:
> μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαχαιράς:
> μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαχαίρι:
> μαχαιράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μαχαίρι:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
μαχαίρι:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
μαχαιριά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μαχαιρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
μαχαιροπήρουνα:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
μαχλίτσι:
ξεμαγγανισμένο μπαμπάκι > λίτρα > του αργαλιού και της ρόκας
μαχραμάς:
> φακιόλι > ρούχα
μαχραμάς:
κεντητό πεσκήρι > νιφτήρας > του σπιτικού
μεγαλάρμενο:
> καράβι > καράβια
μεγαλέμπορος:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
μεγαλοβδομάδα:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
μεγαλοδόντης:
> δόντι > όργανα
μεγαλόδρομο:
> δρόμος > τοπογραφικά
μεγαλοκοπέλα:
> κόρη > οικογενειακά
μεγαλομηνάς:
Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
μεγαλομύτης:
> μύτη > όργανα
μεγαλόστομος:
> στόμα > όργανα
μεγαλυνάρι:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μέγγενες:
> μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μέγγενη:
> μάγγανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
μεδούλι:
> μεδούλι > κόκκαλα
μεδούλι:
> σφαχτό > του φαγιού
μέδουσα:
Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μεέγκι:
λυδία λίθος > ασημόπετρα > πέτρες
μεζέδες:
> μεζελίκια > του φαγιού
μεζελίκια:
> μεζελίκια > του φαγιού
μεζίκι:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μεθυσμένος:
πάλι μεθυσμένος είσαι > είδη χορών > χοροί
μεθύστρα:
Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά
μεθύστρα:
Venus γένος > μεθύστρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μεϊντάνι:
> πλατεία > τοπογραφικά
μεϊντάνια:
> γελέκο > ρούχα
μεϊντανογέλεκο:
> γελέκο > ρούχα
μελάγγεια:
> γη > του χωραφιού
μελάγγη:
> γη > του χωραφιού
μελάγγι:
> γη > του χωραφιού
μελαγγόνη:
> γη > του χωραφιού
μελαγγόνι:
μέρος όπου βρίσκεται μελάγγη > γη > του χωραφιού
μέλαγγος:
> γη > του χωραφιού
μελαγγώνω:
στρώνω με μελάγγη > μελαγγώνω > του χωραφιού
μέλανα:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μελανάδα:
> μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μελανί:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελάνι:
> γραφικά > του σπιτικού
μελανιά:
> αίμα > φυσιολογικά
μελανιά:
> μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μελανιάζει:
> καιρός > καιρικά
μελανιάζω:
> μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μελάνιασμα:
> μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μελανιασμένος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελανιός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελανός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελανούρι:
> μαβρόψαρο > ψάρια της θάλασσας
μελανωμένος:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελανωπός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελάτα:
> αβγά > του φαγιού
μελαχρινός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελαψός:
> μάβρος > του ζουγράφου
μελέζι:
> ψωμί > του φαγιού
μελένιο:
> γλυκά > του φαγιού
μέλερη:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μεληδόνα:
Octopus vulgaris > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μελί: >
κίτρινος > του ζουγράφου
μέλι: >
μέλι > του φαγιού
μέλι: >
μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελίγγι:
> μηλίγγι > κόκκαλα
μελιγγόνι:
Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια
μελίγγρα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μελίγγρα:
Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
μελιντζανής:
> μόρικος > του ζουγράφου
μέλισα:
> ζεστό > του φαγιού
μέλισα:
Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελισί:
> κίτρινος > του ζουγράφου
μελισί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
μελίσι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελίσι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελισοβοσκός:
> μελισουργός > του χωραφιού
μελισοδάρτης:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μελισοκόφινο:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελισολόγι:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελισός:
> κίτρινος > του ζουγράφου
μελισοστάφυλλα:
> σταφύλια > του φαγιού
μελισουργός:
> μελισουργός > του χωραφιού
μελισουργός:
Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά
μελισοφάγος:
Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά
μελίτακας:
Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια
μελιτένιες:
> νεράιδα > δαιμονικά
μελιτζανάκι:
> γλυκά > του φαγιού
μελιτζανής:
> μόρικος > του ζουγράφου
μελιτζανί:
> μόρικος > του ζουγράφου
μελιτζανόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
μελιτούρα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μελίχλωρο:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
μελόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
μελόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μελόπητα:
> μέλι > του φαγιού
μελόπητα:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μελούδα:
Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
μελουδάρι:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
μελούδι:
το μυαλό του κοκκάλου > μεδούλι > κόκκαλα
μελούρα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μελτέμι:
> βορίσματα > καιρικά
μέλωμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μενεξεδής:
> μόρικος > του ζουγράφου
μενεξεδί:
> μόρικος > του ζουγράφου
μενεξελής:
> μόρικος > του ζουγράφου
μενεξελί:
> μόρικος > του ζουγράφου
μένουλα:
Acanthopterygii γένος > μαινούλα > ψάρια της θάλασσας
μεντάτι:
βοήθεια > μεντάτι > του πολεμιστή
μεντέρι:
> μιντέρι > του σπιτικού
μεντερλίκι:
> μιντέρι > του σπιτικού
μεντζουβί:
> ρετσίνα > φυτολογικά
μέρα: >
μέρα > της μέρας και της ώρας
μέρα: >
μέρα > της μέρας και της ώρας
μεράδι:
μεράδι νερό > βρύση > του χωραφιού
μερέντε:
> δείλι > της μέρας και της ώρας
μερέτι:
> δείλι > της μέρας και της ώρας
μερί: >
πόδι > κόκκαλα
μεριάδες:
> βοσκή > της βοσκής
μεριδιάνα:
ρολόι του ήλιου > ρολόι > του σπιτικού
μερλούτσι:
Merluccius merluccius > μερλούτσι > ψάρια της θάλασσας
μέρμηγκας:
Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια
μερμήγκι:
Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια
μερμηγκιά:
> ελιά > φυσιολογικά
μερμηγκοβότανο:
διάφορα γιατρεφτικά βοτάνια ανακατεμένα μαζί > είδη γιατρικών >
γιατρικά
μερμηγκολόγος:
Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά
μερμηγκοφάγος:
Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά
μερμηγκοφωλιά:
> μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια
μερολόγι:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
μερολόγι:
βιβλίο μουσικής σύνθεσης > μερολόγι > του μουσικού
μερομήνια:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
μερόνυχτα:
μέρα νύχτα > μέρα > της μέρας και της ώρας
μερονύχτι:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
μερόνυχτο:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
μερόπουλα:
μέρες και μερόπουλα > μέρα > της μέρας και της ώρας
μερούσι:
μέτρο για ελιές > μερούσι > του χωραφιού
μερσίνα:
νήμα για το αγκίστρι > καλάμι > της ψαρικής
μερσίνι:
Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας
μερσινίσιο
μπεντένι: > ορμίδι > της ψαρικής
μερσινόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
μερσοβάνι:
> μερσοβάνι > θηλαστικά
μερτζανένιος:
> κοράλι > πετράδια
μερτζάνι:
> κοράλι > πετράδια
μερτζάνι:
Trigla hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας
μέσα: μέσα
στα όλα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
μέσαβγα:
> αβγή > αστρικά
μεσάδι:
πετσί για σολάρισμα > πετσί > του παπουτσή
μεσάλι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
μεσάντρα:
προθάλαμος > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
μεσάνυχτα:
τ' άκραχτα μεσάνυχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας
μεσαριά:
περατωτά του δρόμου > κατάστρατα > τοπογραφικά
μεσαριά:
το ακαλιέργητο μέρος ανάμεσα στα χωράφια > χωράφι > του χωραφιού
μεσάτο:
μεσάτο σακάκι = πιασμένο στη μέση > σακάκι > ρούχα
μέση: >
μέση > ανατομικά κατατόπια
μεσημέρι:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
μεσημεριάζει:
ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
μεσημεριάζω:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
μέσης: >
άνεμος > καιρικά
μεσιά: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
μεσιακό:
μισό-μισό > χωράφι > του χωραφιού
μεσιακός:
μεσιακός τοίχος > τοίχος > του χτίστη
μεσιανός:
μεσιανός τοίχος > τοίχος > του χτίστη
μεσικά:
> σωθικά > ανατομικά κατατόπια
μεσίνα:
> καλάμι > της ψαρικής
μεσινέζα:
> καλάμι > της ψαρικής
μεσιτέβω:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μεσιτεία:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μεσίτεμα:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μεσίτης:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μεσοβδόμαδα:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
μεσοβόρι:
βοριοανατολικός > άνεμος > καιρικά
μεσοδόκι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
μεσοδρομίς:
στη μέση του δρόμου > κατάστρατα > τοπογραφικά
μεσοκαλόκαιρο:
> καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
μεσοκάναλα:
> αλάργα > της θάλασσας και του καιρού
μεσονείριασμα:
> όνειρο > φυσιολογικά
μεσονέφρι:
> νεφρί > όργανα
μεσονύχτι:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
μεσονυχτιά:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
μεσονυχτίς:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
μεσοπέλαγα:
> αλάργα > της θάλασσας και του καιρού
μεσόπλατα
(τα): > ράχη > ανατομικά κατατόπια
μεσόρανα:
> ουρανός > καιρικά
μεσορούγι:
> δρόμος > τοπογραφικά
μέσος: >
δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
μεσοσπορίτης:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
μεσόστρατα:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
μεσόστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
μεσοτοίχι:
> τοίχος > του χτίστη
μεσότοιχο:
> τοίχος > του χτίστη
μεσουρανίζει:
ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
μεσουρανίζω:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
μεσουρανίζω:
> ουρανός > καιρικά
μεσοφόρι:
> φουστάνι > ρούχα
μεσοφούστανο:
> φουστάνι > ρούχα
μεσοχείμωνο:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
μεσοχώρι:
η μέση του χωριού > χωριό > τοπογραφικά
μεσοψάλιδο:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
μέστι: αρχοντικό
παπούτσι πολίτικο > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
μεταλαβαίνω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
μεταλαβή:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μεταλαβιά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μεταλαμπαδέβω:
μεταλαμπαδέβω ελιές > μπολιάζω > φυτολογικά
μετάληψη:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μετανίζω:
κάνω μετάνοιες, πέφτω στα γόνατα > θρησκευτικές δουλιές > της
εκκλησιάς
μεταξάρης:
έμπορος μεταξιού > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας
μεταξαριό:
> κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια
μεταξάς:
> μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας
μεταξάς:
> μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας
μετάξι:
> μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας
μεταξοσκούληκο:
> κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια
μεταξότριχα:
> καλάμι > της ψαρικής
μεταξωτό:
> είδη πανιών > πανιά
μετερίζι:
περιτείχισμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη
μετζάνα:
> κατάρτια > του καραβιού
μετζάστρα:
μεσίστιος > παντιέρα > του καραβιού
μετζεσόλα:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
μετοχάρης:
> κολήγας > του χωραφιού
μετόχι:
> χτήμα > του χωραφιού
μετόχι:
ξωμάχι μοναστηριού > μοναστήρι > της εκκλησιάς
μέτρα: μικρή
καρδάρα για να μετράνε το γάλα > αρμεγός > της βοσκής
μετρητές:
μετρητές βελονιές > βελονιές > ραφτικά
μέτωπο:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
μεχέγκι:
> ασημόπετρα > πέτρες
μηλαδέρφι:
> αδέρφι > οικογενειακά
μηλαδέρφι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
μηλάπιδο:
> μήλο > του φαγιού
μηλί: >
κόκκινος > του ζουγράφου
μήλι: καθετήρ
> μήλι > γιατρικά
μηλίγγι:
κρόταφος > μηλίγγι > κόκκαλα
μήλιγγος:
> μηλίγγι > κόκκαλα
μηλιόνι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
μηλιόρα:
Pediculus > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
μηλιόρα:
χρονιάτικο βετούλι > γίδι > της βοσκής
μηλιόρι:
> γίδι > της βοσκής
μηλιόρι:
> πρόβατο > της βοσκής
μήλο: >
μήλο > του φαγιού
μηλογόνατο:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
μηλογόνατο:
> πόδι > κόκκαλα
μηλοκύδωνο:
> μήλο > του φαγιού
μηλοροδάκινο:
> ροδάκινο > του φαγιού
μηναλλάγια:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
μήνας: >
μήνας > της μέρας και της ώρας
μηνιάτικα
(τα): > μηνιάτικα > φυσιολογικά
μητέρα:
> μητέρα > οικογενειακά
μήτρα: >
μήτρα > όργανα
μητριά:
> μητέρα > οικογενειακά
μητρόπολη:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
μητροπολίτης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
μίγα: Muscidae
γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
μιγιαλούδι:
Chironomidae γένος > μιγούδι > σκουλήκια και ζωύφια
μιγολόγος:
Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά
μιγούδι:
Chironomidae γένος > μιγούδι > σκουλήκια και ζωύφια
μιγοφάς:
Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά
μιγοχάφτης:
Muscicapa grisola > μιγοχάφτης > πουλιά
μιδιά: σκουλήκι
της θάλασσας > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
μικροδόντης:
> δόντι > όργανα
μικροκηδεία:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
μικρομάνα:
μάνα που πρωτοβυζαίνει μωρό > μητέρα > οικογενειακά
μικρόπαιδο:
> παιδί > οικογενειακά
μικροπαντρεμένη:
> γάμος > οικογενειακά
μικροπούλι:
> πουλί > πουλολογικά
μικρός:
> παιδί > οικογενειακά
μικρός:
> παιδί > οικογενειακά
μικρός:
Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
μικρούλης:
> παιδί > οικογενειακά
μικροχήρα:
> χήρα > οικογενειακά
μιλίγγρα:
Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
μιλούδα:
Aphis > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
μιλούδα:
αρώστια από το μαμούνι μελούδα (μελουδιάζω, μιλουδιάζω) > αρρώστιες φυτών
> φυτολογικά
μιναρές:
> καμπαναριό > της εκκλησιάς
μινούτο:
> ώρα > της μέρας και της ώρας
μιντάνι:
τούρκικος ή πολίτικος καναπές κοντά στο παράθυρο > καναπές > του
σπιτικού
μιντέρι:
> μιντέρι > του σπιτικού
μίρα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
μισάδι:
μισό κοιλό > μόδι > του χωραφιού
μισή: τα
200 δράμια > κρασί > του φαγιού
μισοβράζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
μισοδρόμι:
> δρόμος > τοπογραφικά
μισοδρομίς:
στο μισό δρόμο > κατάστρατα > τοπογραφικά
μισόκωλος:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
μισολάγι:
Lepus timidus > λαγός > θηλαστικά
μισοπόρτι:
> πόρτα > του χτίστη
μισόπορτο:
> πόρτα > του χτίστη
μισοσκέλι:
περίνεον > αρχίδι > όργανα
μισοσυγγενής:
> συγγενής > οικογενειακά
μισούλι:
τα 200 δράμια > κρασί > του φαγιού
μισοφέγγαρο:
> φεγγάρι > αστρικά
μισοφόρι:
> φουστάνι > ρούχα
μισοφούστανο:
> φουστάνι > ρούχα
μισοχρονίς:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
μίστα: λουριά
γουρουνοπάπουτσου > μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
μίστικο:
> είδη καραβιών > καράβια
μιστρί:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
μιτάρι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μιταριά:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μιταριάζω:
περαματίζω τα μιτάρια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της
ρόκας
μιταρώνω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
μιτάτο:
πετρόσπιτο στη μάντρα > μάντρα > της βοσκής
μιτζήθρα:
> τυρί > του φαγιού
μιτζηθρόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μιτζίθρα:
> τυρί > της βοσκής
μίτρα: >
παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
μιτώνω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
μνημονέβω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
μνημονιά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μνημόσυνο:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μόδι: >
μόδι > του χωραφιού
μοδίστρα:
> ράφτης > ραφτικά
μοδιστρούλα:
> ράφτης > ραφτικά
μοθόπωρο:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
μοίρα: >
γάμος > οικογενειακά
μοίρα: >
μοίρα > δαιμονικά
μοιράζω:
> χαρτιά > παιγνίδια
μοιράρης:
μάγος που είναι και γιατρός > μάγος > δαιμονικά
μοιριασμένος:
> μαγεμένος > δαιμονικά
μολάρω:
αναριώνω > μολάρω > αρμενίσματα
μόλεμα:
> μόλεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μολεψιά:
μόλυνσις > μόλεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μόλιτσα:
Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια
μόλος: >
μόλος > του χτίστη
μολοχάνθι:
> λουλούδι > φυτολογικά
μολοχί:
> γαλανός > του ζουγράφου
μολυβαριά:
το μολύβι της βόλτας > βόλτα > της ψαρικής
μολυβάς:
> μολύβι > μέταλλα και χημικά
μολυβδάδες:
κρυαντήρια και παγούρια από μολυβδά (μολύβι και καλάι) > μπακιρικά >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μολυβδάς:
μολύβι ανακατεμένο με καλάι > μολύβι > μέταλλα και χημικά
μολυβένιος:
> σταχτής > του ζουγράφου
μολυβήθρα:
> βόλτα > της ψαρικής
μολυβήθρα:
> σκαντάλι > του καραβιού
μολυβής:
> σταχτής > του ζουγράφου
μολυβί:
> σταχτής > του ζουγράφου
μολύβι:
> γραφικά > του σπιτικού
μολύβι:
> μολύβι > μέταλλα και χημικά
μολύβια:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
μολυβίζει:
χαράζει > αβγή > αστρικά
μολυβόνερο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
μολυβόνερο:
> μολύβι > μέταλλα και χημικά
μολυβόχωμα:
> μολύβι > μέταλλα και χημικά
μολυβόχωμα:
> χώματα > του χωραφιού
μολυντήρι:
> σάβρα > σερπετά
μόλωμα:
> μόλος > του χτίστη
μολώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
μόμπιλα:
> συγυρικά > του σπιτικού
μονά: μονά-ζυγά
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
μοναξιά:
> ερημιά > τοπογραφικά
μοναστήρι:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
μοναχογιός:
> γιος > οικογενειακά
μοναχοκόρη:
> κόρη > οικογενειακά
μοναχόλυκος:
Canis lupus| που δεν τρώει τα χοντρικά ζώα > λύκος > θηλαστικά
μονή: >
μοναστήρι > της εκκλησιάς
μονήμερα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
μονημερίς:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
μονοβύζα:
> πρόβατο > της βοσκής
μονοδέντρι:
> δέντρο > φυτολογικά
μονοδόντης:
> δόντι > όργανα
μονόθυρο:
αριό > είδη πανιών > πανιά
μονοκάνατη:
> πόρτα > του χτίστη
μονόκανο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
μονόκερο:
> γίδι > της βοσκής
μονοκλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
μονοκλησιά:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
μονοκοιλίτικος:
> δίδυμος > βιολογικά
μονόκοιλος:
> δίδυμος > βιολογικά
μονοκούπι:
> είδη καραβιών > καράβια
μονόλυκος:
> λυκοκάντζαρος > δαιμονικά
μονομάτης:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μονόματος:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μονομερίδα:
> άλλα φίδια > σερπετά
μονόξυλο:
> είδη καραβιών > καράβια
μονόπατα:
> σπίτι > του χτίστη
μονοπατάκι:
> δρόμος > τοπογραφικά
μονοπάτι:
> δρόμος > τοπογραφικά
μονόπετρο:
βράχος ξεκολημένος από τον κάβο > ακρωτήρι > της θάλασσας και του
καιρού
μονόπετρο:
δαχτυλίδι που έχει ένα πετράδι μονάχα > διαμαντικά > πετράδια
μονοπόδαρος:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μονοπράτσο:
με μια βόλτα > αρμενισιά > αρμενίσματα
μονοπρόσωπο:
κέντημα από τη μια μεριά μοναχά > κέντημα > ραφτικά
μονόριχτο:
> σπίτι > του χτίστη
μονόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
μονόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
μονοφόρια:
> ρούχα > ρούχα
μονόφυλλη:
> πόρτα > του χτίστη
μονόχορδη:
λύρα μ' ένα τέλι > λύρα > του μουσικού
μονόχορδο:
> λύρα > του μουσικού
μοντέλο:
> χνάρι > ραφτικά
μόρα: >
όνειρο > φυσιολογικά
μόρα: >
στοιχιό > δαιμονικά
μοριάζει:
το φαγί σα μείνει με λίγο νερό στη βράση > μαγειρέματα > του μαγεριού
μόρικος:
> μόρικος > του ζουγράφου
μορτάρι:
> κανόνι > του πολεμιστή
μόρτης:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μοσκάπιδο:
> απίδι > του φαγιού
μοσκάρα:
> γελάδι > της βοσκής
μοσκάρι:
> γελάδι > της βοσκής
μοσκαρίσιο:
> κρέας > του φαγιού
μοσκάτα:
> σταφύλια > του φαγιού
μοσκάτο:
> απίδι > του φαγιού
μοσκάτο:
> κρασί > του φαγιού
μοσκοβάνια
(τα): > απίδι > του φαγιού
μοσκοκάρυδο:
> μπαχαρικά > του φαγιού
μοσκοκάρφι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
μοσκολίβανο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
μοσκόμηλο:
> μήλο > του φαγιού
μοσκοπόντικο:
Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά
μοσκοσάπουνο:
> νιφτήρας > του σπιτικού
μοσκοσάπουνο:
> σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
μοσκοστάφυλα:
> σταφύλια > του φαγιού
μόστρα:
> είδη χορών > χοροί
μόστρα:
> μόστρα > ραφτικά
μουατζίρικο:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
μουγγός:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μουγγρί:
Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας
μουγκομάρα:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μουγκόρθουνος:
που μιλάει με τη μύτη > μουγκόρθουνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μούγκωμα:
> βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μουδαρισμένα:
μουδαρισμένα τα πανιά > μούδες > αρμενίσματα
μουδάρω:
> μούδες > αρμενίσματα
μούδες:
κάνω μούδες | δένω μούδες > μούδες > αρμενίσματα
μουδιάζει:
> το κρύο > καιρικά
μουδιάζω:
> μούδιασμα > φυσιολογικά
μούδιασμα:
> μούδιασμα > φυσιολογικά
μουδιάστρα:
Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας
μουεζίνης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
μουζικάντης:
> μουσικός > του μουσικού
μουθούνισμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
μούκουρα:
τα φύκια τα σωριασμένα στο γιαλό > φυκιάδα > της θάλασσας και του
καιρού
μούλα: >
μουλάρι > θηλαστικά
μουλαράς:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
μουλαράς:
> βοσκός > της βοσκής
μουλάρι:
> μουλάρι > θηλαστικά
μουλαρολάτης:
> αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
μουλαρολάτης:
> βοσκός > της βοσκής
μουλιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
μούλικο:
> νόθος > οικογενειακά
μούλκι:
> χτήμα > του χωραφιού
μούλος:
> νόθος > οικογενειακά
μούνα: Primates
> μαϊμού > θηλαστικά
μουνάρα:
> μήτρα > όργανα
μούναρος:
> μήτρα > όργανα
μουνί: >
μήτρα > όργανα
μούνος:
> μήτρα > όργανα
μουνουχίζω:
> μουνούχισμα > γιατρικά
μουνούχιος:
> μουνούχισμα > γιατρικά
μουνούχισμα:
ευνουχισμός > μουνούχισμα > γιατρικά
μουνούχος:
> μουνούχισμα > γιατρικά
μουνοχάρι:
> ζωντανά > της βοσκής
μουνοχάρικο:
> ζωντανά > της βοσκής
μουνόχι:
> πρόβατο > της βοσκής
μουνόχισμα:
> τσοκανίζω > της βοσκής
μουνόψειρα:
Phthirus inguinalis > μουνόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
μουντίζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
μουντό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
μουντό:
βαθύ κόκκινο > άλογο > θηλαστικά
μουντόχρωμο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
μουράγια:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
μουράγιο:
> μώλος > της θάλασσας και του καιρού
μούργος:
> σκύλος > θηλαστικά
μούρη: >
πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
μουριέλα:
Muscidae γένος| πρασινοκέφαλη μίγα > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
μούρκι:
> χτήμα > του χωραφιού
μουρκόξυλο:
μαβρομπογιά > είδη βαφών > του βαφιά
μουρλαίνουμαι:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μούρλια:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μουρλός:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μουρμούρα:
> μουρμούρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μουρμούρα:
Mormyrus oxyrhynchus > μουρμούρα > ψάρια της θάλασσας
μουρμούρι:
Mormyrus oxyrhynchus > μουρμούρα > ψάρια της θάλασσας
μουρμουρίζει:
> η γάτα > θηλαστικά
μούρο: ρακί
από μούρα > κρασί > του φαγιού
μούρος:
σπυρί του κεφαλιού > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μουρότσιχλα:
Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά
μουρούνα:
Acipenser sturio > μουρούνα > ψάρια της θάλασσας
μουρουνόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
μούρσος:
σκαρί για βάρκα > σκαρί > του σκαριού
μούρτη:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μούσα: το
πλατύ σφουγγαράκι που βαστάει ο παπάς για να μην πέσουν ψίχουλα την ώρα της
κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
μουσακάς:
> κρέας > του φαγιού
μουσαμαδιά:
> μουσαμάς > ρούχα
μουσαμάς:
> μουσαμάς > ρούχα
μουσαμάς:
> πανιά > πανιά
μουσάντερα
(τα): > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
μουσάντρα:
> μπατάρι > του χτίστη
μουσάντρα
(η): > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
μουσελίνα:
> πανιά > πανιά
μούσι: >
μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουσικός:
> μουσικός > του μουσικού
μούσκα:
ψαρά > γίδι > της βοσκής
μουσκάλι:
> φλογέρα > του μουσικού
μουσκέτο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
μούσκουλο:
> μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
μουσλούκι:
> κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μουσμουλιασμένο:
> απίδι > του φαγιού
μούσουλο:
Mytilus edulis | τριχωτό μύδι > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μουσούνισμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
μουστακάκι:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουστακαλής:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουστακάς:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουστακάτος:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουστακάτος:
Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
μουστάκι:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουστάκια:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μουσταλεβριά:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μουστάρα:
> βυζί > όργανα
μουστάρδα:
> μουστάρδα > του φαγιού
μουσταρδιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μουστάς:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
μουστερής:
Heterocera | μουστερής θαλασσινός > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
μουστιά:
ασκί για μούστο > ματαράς > του τρύγου
μουστοκούλικο:
> ψωμί > του φαγιού
μουστοκούλουρο:
> ψωμί > του φαγιού
μουστόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μουστοπητή:
> βελονιές > ραφτικά
μουστοπρατίνα:
γέρικη μα παχιά προβατίνα > πρόβατο > της βοσκής
μούστος:
> μούστος > του τρύγου
μουστουλουτζής:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
μουστουλτζής:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
μουστόψωμο:
> ψωμί > του φαγιού
μούτα: >
καταχνιά > καιρικά
μουτέβω:
> μουτέβω > πουλολογικά
μούτεμα:
> μουτέβω > πουλολογικά
μούτος:
βουβός (γιατί το πουλί μουτέβει δεν κελαϊδεί) > μουτέβω > πουλολογικά
μούτρο:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
μούτσος:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
μουτσούνα:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
μούτσουνο:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
μουχαλεμπί:
> ρίζι > του φαγιού
μούχλη:
> καταχνιά > καιρικά
μουχλιασμένο:
> ψωμί > του φαγιού
μούχρωμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
μουχρώνει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
μόχαλο:
> πέτρα > πέτρες
μόχτα!:
φωνή που βγάζει του βοδιού σαν να οργώνει ο οργοτόμος > οργώνω > του
χωραφιού
μοχτερό:
> γουρούνι > θηλαστικά
μπαγιάτικο:
> ψωμί > του φαγιού
μπαγιονέτα:
> κοντάρι > του πολεμιστή
μπαγκάρης:
> σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπάγκες:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
μπαγκιέρης:
> σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπάγκος:
> καναπές > του σπιτικού
μπάγκος:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
μπάγκος:
> ποτάμι > τοπογραφικά
μπάζα: >
χαρτιά > παιγνίδια
μπαζίνα:
> ψωμί > του φαγιού
μπαζούρι:
> λύχνος > του σπιτικού
μπαϊλντίζω:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
μπαΐλντισαν:
μπαΐλντισαν τ' άλογα > άλογο > θηλαστικά
μπαΐλντισμα:
> λιγοθυμιά > φυσιολογικά
μπαινοβγαίνει:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
μπάκα: >
μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μπάκα: >
πόδι > ανατομικά κατατόπια
μπακαλιάρος:
ξερή μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
μπακαλόγατος:
> γάτος > θηλαστικά
μπακάμι:
κόκκινη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
μπακάμι:
κόκκινο ξύλο της τροπικής Αμερικής > ξύλα > του μαραγκού
μπακανιάζω:
> μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μπακανιάρης:
> μπάκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μπακαράς:
> χαρτιά > παιγνίδια
μπακίρι:
χαλκός > μπακίρι > μέταλλα και χημικά
μπακιρικά:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μπακιρικά:
> μπακιρικά > του μαγεριού
μπακιρικά:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπακιρτζής:
> χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπακιρτζίδικο:
> χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπακίρωμα:
> χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπακιρώνω:
> χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπακλαβάς:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μπακράτσι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μπακράτσι:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπάλα: >
μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
μπαλαμισδράλια:
> μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
μπαλαρμάς:
διπλές μπάλες αλυσοδεμένες > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
μπαλάσκα:
για φυσέκια > μπαλάσκα > του πολεμιστή
μπαλαστρόπι:
τάπα κανονιού > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
μπαλένα:
Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά
μπαλέστρα:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
μπάλιο:
ασπροπρόσωπο κι ασπρόουρο > πρόβατο > της βοσκής
μπάλιος:
μάβρο άλογο με άσπρα στήματα > άλογο > θηλαστικά
μπαλκόνι:
> μπαλκόνι > του χτίστη
μπάλος:
> είδη χορών > χοροί
μπαλοτιά:
> τουφέκι > του πολεμιστή
μπαλουθιά:
> τουφέκι > του πολεμιστή
μπάλσμαμο:
> γιατρικό > γιατρικά
μπαλτάς:
> κόφτης > του μαγεριού
μπαλτάς:
> μπαλτάς > του πολεμιστή
μπαλτάς:
> τσεκούρι > του χωραφιού
μπαλτατζής:
> μπαλτάς > του πολεμιστή
μπάλωμα:
> μπάλωμα > ραφτικά
μπαλωματής:
> παπουτσής > του παπουτσή
μπαλώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
μπαμπακάδα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μπαμπάκας:
> πατέρας > οικογενειακά
μπάμπακας:
Rana > βάτραχος > σερπετά
μπαμπακερά:
> πανιά > πανιά
μπαμπακερό:
> είδη πανιών > πανιά
μπαμπάκι:
> μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας
μπαμπακοκάρυδο:
> καρπός > φυτολογικά
μπαμπακόπετρα:
αμίαντος > μπαμπακόπετρα > πέτρες
μπαμπακορόκα:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
μπαμπάς:
> πατέρας > οικογενειακά
μπαμπάς:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μπαμπούλας:
> μπαμπούλας > δαιμονικά
μπαμπούνα:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μπάμπουρας:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
μπάμπουρας:
Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
μπαμ-τρελελές:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μπανέλα:
> στηθόπανο > ρούχα
μπανελιάζω:
> στηθόπανο > ρούχα
μπαντανάς:
> ασβέστης > του χτίστη
μπαξεβάνης:
> περιβολάρης > του χωραφιού
μπαξές:
> περιβόλι > του χωραφιού
μπαράκα:
> μπαράκα > του χτίστη
μπαράκι:
νοθογέννητο, ψεφτοπαίδι > νόθος > οικογενειακά
μπαρδάκι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μπάρες:
νερά μαζεμένα > λίμνη > τοπογραφικά
μπαρκαρίζουμαι:
> μπαρκάρω > αρμενίσματα
μπαρκάρω:
> μπαρκάρω > αρμενίσματα
μπάρκο:
> είδη καραβιών > καράβια
μπάρμπας:
> θείος > οικογενειακά
μπαρμπέρης:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπαρμπερίζω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπαρμπεριό:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπαρμπούνι:
Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
μπαρούμα:
> σκοινιά > του καραβιού
μπαρουξής:
αφτός που φτιάνει μπαρούτι > μπαρουξής > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπαρουτόβολα:
πολεμοφόδια > μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
μπαρουτχανές:
πυριτιδαποθήκη > μπαρουτχανές > του πολεμιστή
μπασαβιόλα:
> βιόλα > του μουσικού
μπασιά:
> πόρτα > του χτίστη
μπασιά:
> φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού
μπασλίκι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
μπάστα:
> δίπλα > ραφτικά
μπάστακας:
η πέτρα που έχουνε για τούκα όταν παίζουνε βώλους ή τόπι > μπάστακας >
παιγνίδια
μπάστακας:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
μπασταρδέβει:
ξεπέφτει, γυρίζει πίσω στην άγρια του γενολογιά > μπασταρδέβει το φυτό
> φυτολογικά
μπαστάρδοι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
μπάσταρδος:
> νόθος > οικογενειακά
μπαστίζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
μπαστούνι:
> κατάρτια > του καραβιού
μπαστούνι:
> ραβδί > του πολεμιστή
μπάστρα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μπάστρα:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μπαστράς:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μπαταδούρος:
> πόρτα > του χτίστη
μπατανία:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μπατάρει:
> το πανί > αρμενίσματα
μπατάρει:
αναποδογυρίζεται > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
μπατάρι:
αρμάρι του τοίχου | ντουλάπι χωνεφτό > μπατάρι > του χτίστη
μπαταριά:
> κανόνι > του πολεμιστή
μπαταριά:
σύχρονες κανονιές από τη μια μεριά του καραβιού > μπαταριά > του
κούρσου και του φορτωτή
μπατζάδες:
υγρά χώματα > λάσπη > τοπογραφικά
μπατζάκια:
το κάτω μέρος των ποδιών του παντελονιού > βρακί > ρούχα
μπατζανάκηδες:
που έχουν πάρει δυο αδερφές > αντράδερφος > οικογενειακά
μπάτης:
> στεριανό > καιρικά
μπατικιά:
> πέτρα > του χτίστη
μπατίκια:
δικαίωμα που πλερώνει ο παπάς του δεσπότη για να πάρει εκκλησιαστική
επικαρπία > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
μπατικιάζω:
πλερώνω το δόσιμο για να μπορέσω να λειτουργήσω > θρησκευτικές δουλιές
> της εκκλησιάς
μπατίστα:
> πανιά > πανιά
μπατούτα:
> μπατούτα > του μουσικού
μπάτσα:
> κλαδί > φυτολογικά
μπάφα: Mugil
cephalus | ο θηλυκός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
μπαχάρι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
μπαχαρικά:
> μπαχαρικά > του φαγιού
μπεβάδα:
νερωμένο κρασί > κρασί > του φαγιού
μπεζόβλος:
> πεζόβολος > της ψαρικής
μπεΐνα:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
μπεκάτσα:
Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
μπεκατσίνι:
Gallinago > μπεκατσίνι > πουλιά
μπεκατσόνι:
Gallinago > μπεκατσόνι > πουλιά
μπεκαφίκος:
> αμπελοπούλι > πουλιά
μπεκιάρης:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
μπεκιαρλίκι:
> απαντρεψιά > οικογενειακά
μπεκιαροσύνη:
> απαντρεψιά > οικογενειακά
μπελαμάνα:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
μπελτές:
> γλυκά > του φαγιού
μπεμπέκα:
> μωρό > βιολογικά
μπεμπέκος:
> μωρό > βιολογικά
μπεμπές:
> μωρό > βιολογικά
μπεντένι:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
μπέντουλο:
αθερινόδιχτο > δίχτυ > της ψαρικής
μπεξής:
νυχτοφύλακας > μπεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπερδέφτηκε:
η γλώσσα μου > στόμα > όργανα
μπερέτα:
> κιουλάφι > ρούχα
μπερκέτι:
> σοδιά > του χωραφιού
μπερλίνα:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
μπεχλιβάνης:
> μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπηχτή:
> σπαθί > του πολεμιστή
μπηχτήρι:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
μπιζέλια:
> λαχανικά > του φαγιού
μπίλια:
μεγάλος βώλος γυαλένιος > βώλοι > παιγνίδια
μπιλιαδόρος:
> μπιλιάρδο > παιγνίδια
μπιλιάρδο:
> μπιλιάρδο > παιγνίδια
μπίλιες:
> βώλοι > παιγνίδια
μπίμπικας:
Acarina > διαβολόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
μπίμπικας:
στις ελιές | σκουλήκιασμα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
μπιμπικιάζει:
το πετσί > ανατριχίλα > φυσιολογικά
μπιμπικώνει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
μπιμπίλα:
> κέντημα > ραφτικά
μπιμπιλώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
μπιμπίνες:
> κουδούνι > της βοσκής
μπιμπίνια:
> κουδούνι > της βοσκής
μπινέλι:
για σκάλισμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
μπινιάρης:
> δίδυμος > βιολογικά
μπίντες:
> μούδες > αρμενίσματα
μπίρα: >
κρασί > του φαγιού
μπιρμπίλι:
> μπιρμπίλι > πουλιά
μπιρμπίλι:
> μπιρμπίλι > πουλιά
μπισίνι:
είδος πουκάμισο > τσουμπές > ρούχα
μπιστερή:
> σπηλιά > τοπογραφικά
μπιστούρα:
> σπηλιά > τοπογραφικά
μπιστούρι:
> σπηλιά > τοπογραφικά
μπλάβο:
> γαλανός > του ζουγράφου
μπλαβός:
> γαλανός > του ζουγράφου
μπλαστούς:
τους πήραμε μπλαστούς > πλεβρώνω > του πολεμιστή
μπλάστρι:
έμπλαστρον > μπλάστρι > γιατρικά
μπλαστρώνω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
μπλε: >
γαλανός > του ζουγράφου
μπληγούρι:
βρασμένο, ξεραμένο και χοντροαλεσμένο σιτάρι > ψωμί > του φαγιού
μπλίρα:
χρυσή κλωστή > κλωστή > ραφτικά
μπλοκάρισμα:
αποκλεισμός > μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή
μπλοκάρω:
> μπλοκάρω > του πολεμιστή
μπλοκάρω:
> μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή
μπλόκος:
> μπλόκος > του κούρσου και του φορτωτή
μπλόσκα:
> παγούρι > της βοσκής
μπλου: >
γαλανός > του ζουγράφου
μπογατσατζής:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπογιά:
> βαφή > του βαφιά
μπογιά:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
μπόγια:
πήγε τρία μπόγια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
μπογιαντίζω:
> δουλιές του βαφιά > του βαφιά
μπογιάντισμα:
> βαφή > του βαφιά
μπόγιας:
> μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπογιατζής:
> βαφιάς > του βαφιά
μποζαργάτης:
> αργάτης > του καραβιού
μποζαρισμένο:
με όλα του τα πανιά τεντωμένα τσίτα > καράβι > καράβια
μποζάς:
> κρασί > του φαγιού
μπόκολα:
τ' άγουρα μπαμπακοκάρυδα > καρπός > φυτολογικά
μπολατσής:
> μπολατσής > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπόλι: >
αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
μπόλι: >
μπόλι > γιατρικά
μπόλι: το
λουλούδι που είναι ακόμα κλειστό > μπουμπούκι > φυτολογικά
μπόλια:
> μπόλια > ρούχα
μπόλια:
> φούρνος > του μαγεριού
μπολιάζω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
μπολιάζω:
> μπόλι > γιατρικά
μπολιάζω:
> μπολιάζω > φυτολογικά
μπολίδα:
> μπόλια > ρούχα
μπόμπα:
> είδη καραβιών > καράβια
μπόμπα:
> μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
μπομπάρδα:
> είδη καραβιών > καράβια
μπομπάρια:
τα χοντρά άντερα > άντερα > όργανα
μπόμπιρας:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
μπόμπολος:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μπομπότα:
> ψωμί > του φαγιού
μπόμπουλος:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μπομπρέκι:
> νεφρί > όργανα
μπομπρέσο:
> κατάρτια > του καραβιού
μποξάς:
> σάλι > ρούχα
μπόρα: >
αντάρα > καιρικά
μποριά:
> δρόμος > τοπογραφικά
μποριά:
> πέραμα > τοπογραφικά
μποριασμένος:
> στεριανό > καιρικά
μπόρτσα:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
μποστάνι:
> μποστάνι > του χωραφιού
μπότα: >
είδη παπουτσιών > του παπουτσή
μποτίνι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
μπότσα:
> ματαράς > του τρύγου
μπότσα:
> παγούρι > της βοσκής
μποτσινάρι:
το στόμιο της ποτίστρας > ποτιστήρι > του χωραφιού
μπότσος:
> μέρη της άγκυρας > του καραβιού
μπότσος:
το σκοινί που ζώνουνται στη μέση τα τραταρόπουλα τραβώντας μέσα το γρίπο
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
μπουγάδα:
> πλύση > του σπιτικού
μπουγαδοκόφι:
κόφα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού
μπουγάζι:
> στενό > της θάλασσας και του καιρού
μπουγάς:
επιβήτωρ > μαρκάλος > της βοσκής
μπουγάτσα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μπουγιέλο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μπούγκλος:
ξεροκολόκυθο > μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
μπούζι:
> κρύο > καιρικά
μπουζού:
> τσέπη > ραφτικά
μπουζούκι:
είδος μικρό μαντολίνο με μετάλλινες χορδές > μαντολίνο > του μουσικού
μπούκα:
> παιδιών > παιγνίδια
μπουκαδούρα:
αγέρι που μπουκάρει > μπουκαδούρα > καιρικά
μπουκαπόρτα:
> μπουκαπόρτα > του καραβιού
μπούκλα:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μπουκλί:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
μπουλέτσι:
υδραίικο τσεμπέρι > φακιόλι > ρούχα
μπουλί:
> ψωμί > του φαγιού
μπουλίνι:
> γραφικά > του σπιτικού
μπουλούκι:
> κοπάδι > της βοσκής
μπούμα:
το ξύλο που βαστά κάτω το μεγάλο πανί > κατάρτια > του καραβιού
μπούμες:
> πανιά > του καραβιού
μπούμπα:
> λάμια > δαιμονικά
μπουμπούκι:
> μπουμπούκι > φυτολογικά
μπουμπούλι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μπουμπουνητό:
> βροντή > καιρικά
μπουμπουνίδα:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
μπουμπουνίζω:
> βροντή > καιρικά
μπούμπουρας:
Bombus γένος > ζούζουνας > σκουλήκια και ζωύφια
μπουμπούτσης:
> στοιχιό > δαιμονικά
μπουνάτσα:
> καλοκαιριά > καιρικά
μπουνατσοβόλος:
μπουνατσοβόλος καιρός > καλοκαιριά > καιρικά
μπούνι:
> γελέκο > ρούχα
μπούνια
(τα): > τα μπούνια > του καραβιού
μπουντρούμι:
> πατώματα > του χτίστη
μπουραζάνα:
τσοπάνικο παντελόνι τραγομαλίσιο > βρακί > ρούχα
μπουρεκάκι:
> κρέας > του φαγιού
μπουρέκι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
μπουρεξής:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπουρής:
> σαγανάκι > καιρικά
μπουρί:
> ανεμική > καιρικά
μπουρίνα:
> σκοινιά > του καραβιού
μπουρίνι:
> ανεμική > καιρικά
μπουρίνι:
> σαγανάκι > καιρικά
μπουρίνι:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπουρινιάζει:
μπουρινιάζει ο αγέρας > ο άνεμος > καιρικά
μπουρλιάζω:
μπουρλιάζω τα πανιά > μπουρλιάζω > αρμενίσματα
μπουρλότο:
> είδη καραβιών > καράβια
μπούρμπουλας:
> βρύση > του χωραφιού
μπούρμπουλας:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
μπουρμπούλι:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
μπουρνούζι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
μπούρος
(ο): είδος βούκινου ή τρουμπέτα για να μιλούν από μακριά > κόχυλας >
του καραβιού
μπούρτζι:
> κάστρο > του χτίστη
μπούρτσι:
> κάστρο > του χτίστη
μπούσουλας:
> μπούσουλας > του καραβιού
μπουστάκι:
> ασπρόρουχα > ρούχα
μπουστάκι:
> μπούστος > ρούχα
μπούστος:
> μπούστος > ρούχα
μπουτίνα:
> βούτη > της βοσκής
μπουτινέλος:
> βούτη > της βοσκής
μπούτσικο:
> άλογο > θηλαστικά
μπούφος:
Budo ignavus > μπούφος > πουλιά
μπουχάρης:
> καμινάδα > του χτίστη
μπουχαρί:
> καμινάδα > του χτίστη
μπουχαριά:
το μέρος του καπνοδόχου απάνω από το τζάκι > καμινάδα > του χτίστη
μπουχαρίδα:
> καμινάδα > του χτίστη
μπράγκα:
σιδερένια φούχτα για να ξεφωλέβεις αχινούς > πράγκα > της ψαρικής
μπράνα:
Barbus vulgaris > μπράνα > ψάρια του γλυκού νερού
μπράντες:
> μπράντες > του καραβιού
μπράσκα:
Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά
μπράτσα:
πήγε τρία μπράτσα ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
μπράτσο:
> μπράτσο > ανατομικά κατατόπια
μπράτσο:
που ανεβοκατεβάζει την κουκούλα > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και
του αμαξά
μπρέσκα:
Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά
μπριάνι:
Barbus vulgaris > μπράνα > ψάρια του γλυκού νερού
μπρίκι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
μπρίκι:
> είδη καραβιών > καράβια
μπρίκι:
> μπρίκι > του μαγεριού
μπριλάντι:
> διαμάντι > πετράδια
μπρίλια:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
μπρισίμι:
μεταξωτή κλωστή > κλωστή > ραφτικά
μπρόβαρμα:
δοκιμή ρούχων > πρόβα > ραφτικά
μπρόκολη:
> λαχανικά > του φαγιού
μπροστάλι:
κόθορνος; > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
μπροστάντι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
μπροστάρης:
> μπροστάρης > της βοσκής
μπροστάρης:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
μπροστάρι:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
μπροστάρι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
μπροστάρι:
> σαλιαρίτσα > ρούχα
μπροσταρόκριος:
> μπροστάρης > της βοσκής
μπροστέλα:
> ποδιά > ρούχα
μπροστέλα:
> φύλαξη > του πολεμιστή
μπροστιάσματα:
προγαμιαία δωρεά > μπροστιάσματα > οικογενειακά
μπροστινέλα:
> φύλαξη > του πολεμιστή
μπροστινές:
μπροστινές φύλαξες > φύλαξη > του πολεμιστή
μπροστολάτης:
> μπροστάρης > της βοσκής
μπροστοσέντονο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
μπρούζος:
χαλκοκασσίτερος | ορείχαλκος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
μπρουμάρης:
Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
μπρούμπουλας:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
μπρουμυτισμένος:
μπρουμυτισμένος κάβος > ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
μπρουντζάς:
> χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
μπρούντζος:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μπρούντζος:
χαλκοκασσίτερος | ορείχαλκος > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
μπρούσκο:
> κρασί > του φαγιού
μπρύσμα:
> βρύση > του χωραφιού
μπυρίζω:
βάζω στη φωτιά > μαγειρέματα > του μαγεριού
μυγδαλόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
μυγδαλοσκελίδα:
αμύγδαλο ξεφλουδιστό > αμύγδαλα > του φαγιού
μύδι: Mytilus
edulis > μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μυδότσεφλο:
> μύδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
μυδοφόρτωτη:
> καρίνα > του καραβιού
μυλακόπι:
Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού
μυλοκόπι:
Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού
μυλολίθι:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
μυλόπετρα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
μυλόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
μύλος: >
μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά
μύλος: >
μύλος > του μυλωνά
μυλωνάς:
> μυλωνάς > του μυλωνά
μυλωνάς:
Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
μυλωνού:
> μυλωνάς > του μυλωνά
μύξα: >
μύξα > φυσιολογικά
μύξα: >
μύτη > όργανα
μυξερός:
> μύξα > φυσιολογικά
μυξιάρης:
> μύξα > φυσιολογικά
μύξικος:
> μύξα > φυσιολογικά
μυξίτης:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μυξοπάνι:
> μαντίλι > ρούχα
μυξώνω:
λερώνω με μύξες > μύξα > φυσιολογικά
μυρίζω:
> όσμιση > φυσιολογικά
μύριση:
> όσμιση > φυσιολογικά
μύρισμα:
> όσμιση > φυσιολογικά
μυρμηρία:
> απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
μυρμητζέλα:
> ελιά > φυσιολογικά
μυρολογήτρα:
> μυρολόγι > οικογενειακά
μυρολόγι:
> μυρολόγι > οικογενειακά
μυρολογώ:
> μυρολόγι > οικογενειακά
μυροψητήρι:
> μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μυρωδάς:
> μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μυρωδιά:
> όσμιση > φυσιολογικά
μυρωδικά:
> μπαχαρικά > του φαγιού
μυρωδικό:
> μυρωδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
μύρωμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
μυρώνω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
μυστρίζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
μυτάζω:
μου πέφτει η μύτη από την πολλή νυστάλα > νύστα > φυσιολογικά
μυτάρα:
> μύτη > όργανα
μυταράς:
> μύτη > όργανα
μύταρος:
> μύτη > όργανα
μυταρού:
> μύτη > όργανα
μύτη: >
μύτη > όργανα
μύτη: >
μύτη > πουλολογικά
μύτη: η
άκρη του δοντιού > δόντι > όργανα
μύτικας:
> μύτη > όργανα
μύωνας:
> μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
μώκος: >
μωρό > βιολογικά
μώλος: >
μώλος > της θάλασσας και του καιρού
μωρέλι:
> μωρό > βιολογικά
μωρό: >
μωρό > βιολογικά
μωρό: >
παιδί > οικογενειακά
μώρος: >
αράπης > δαιμονικά
μωροσκότινα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
μωρουδέλι:
> μωρό > βιολογικά
νάβα: >
είδη καραβιών > καράβια
νάβαρχος:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
νάβλα
(τα): > νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή
νάβλος:
> νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή
ναβροτήγανο:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νάι: >
κιθάρα > του μουσικού
νάκαρο:
> τρουμπέτα > του μουσικού
νακόρασο:
μπατανία της νάκας > κρεβάτι > του σπιτικού
νάμα: το
κρασί της μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ναός: >
εκκλησιά > της εκκλησιάς
νάπος: ξύλινη
θήκη για τυρί ή γι' ανέβασμα ζυμαριού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά
και του γυαλά
ναργιλές:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
νάρκωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
ναρκώνω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
νατουραλίσια:
> βελονιές > ραφτικά
νάφτης:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
ναφτικά:
> ρούχα > ρούχα
ναφτική:
> ναφτοσύνη > αρμενίσματα
ναφτολόγι:
πλήρωμα > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
ναφτόπουλο:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
ναφτοσύνη:
> ναφτοσύνη > αρμενίσματα
νέβρα: >
το ξύλο έχει > του μαραγκού
νεβράτο:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
νεβροκαβαλικέβουμαι:
> νεβροκαβαλίκεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεβροκαβαλίκεμα:
> νεβροκαβαλίκεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νέι: είδος
κιθάρα > κιθάρα > του μουσικού
νείρεμα:
> όνειρο > φυσιολογικά
νεκρογέννα:
> γέννα > βιολογικά
νεκροθάφτης:
> κηδεία > οικογενειακά
νεκροθάφτης:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
νεκροκάντηλο:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
νεκροκέρι:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
νεκροκρέβατο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
νεκροκρέβατο:
> νεκροκρέβατο > οικογενειακά
νεκρολίβανο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
νεκρός:
> μακαρίτης > οικογενειακά
νεκροσέντονο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
νεκροσέντονο:
> σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
νεκροστόλια:
> νεκροκρέβατο > οικογενειακά
νεκροστολίζω:
> νεκροκρέβατο > οικογενειακά
νεκροστολισμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
νέκρωμα:
η σκληράδα του νεκρού > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νέμας: >
γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
νεμπότα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
νεμπότης:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
νεμπουρντέχτης:
ομβροδέκτης (Μύκονος) > κανάλι > του χτίστη
νενέ: >
γιαγιά > οικογενειακά
νεογέννητος:
> πεταρούδι > πουλολογικά
νερά: >
κάνω νερά > αρμενίσματα
νερά: >
το ξύλο έχει > του μαραγκού
νερά
(με): > είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
νεραγώγι:
> νεραγωγός > του χτίστη
νεραγωγιό:
υδραγωγείον > νεραγωγός > του χτίστη
νεραγωγός:
> νεραγωγός > του χτίστη
νεράιδα:
> νεράιδα > δαιμονικά
νεραϊδαριό:
μέρος όπου μαζέβουνται οι νεράιδες > νεραϊδαριό > δαιμονικά
νεραϊδής:
> νεράιδα > δαιμονικά
νεραϊδοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
νεραϊδοβούνι:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδογλειμένος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
νεραϊδογνέματα:
> νεραϊδογνέματα > δαιμονικά
νεραϊδολίθι:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδόξυλο:
κάποιο φυτό που φυτρώνει απάνω στα έλατα και που γιατρέβει τους
νεραϊδοπαρμένους (ιξός;) > νεραϊδόξυλο > δαιμονικά
νεραϊδοπαρμένος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
νεραϊδόπαρτος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
νεραϊδοπούλα:
> νεράιδα > δαιμονικά
νεραϊδοράχη:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδοσπηλιά:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδόσπηλιος:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδόσπηλο:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδόσπηλο:
> σπηλιά > τοπογραφικά
νεραϊδότρυπα:
> νεραϊδολίθι > δαιμονικά
νεραϊδοχτυπημένος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
νεραμπούλι:
νεραμπούλικο φαγί > νεραμπούλι > του φαγιού
νεραντζάκι:
> γλυκά > του φαγιού
νέρατα:
φυτά της λίμνης που βγαίνουνε στην όψη > νέρατα > φυτολογικά
νερό: >
ρυάκι > τοπογραφικά
νερό: κάνω
νερό = παίρνω νερό > κάνω νερό > αρμενίσματα
νερό: κάνω
το νερό μου | πήγε προς νερού του > κάτουρο > φυσιολογικά
νερό: να
πέσει ένα νερό > βροχή > καιρικά
νερό
(στο): > αβγά > του φαγιού
νερόβραστο:
> φαγί > του φαγιού
νερόγαλα:
νερωμένο γάλα > γάλα > της βοσκής
νερογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
νερογυρισιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
νερόδεμα:
> νεροδέτης > του χωραφιού
νεροδεσιά:
> νεροδέτης > του χωραφιού
νεροδέτης:
> νεροδέτης > του χωραφιού
νεροδέχτης:
> κανάλι > του χτίστη
νεροδιαβασιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
νεροζύγι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
νεροκάβουρας:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
νεροκατεβασιά:
> βροχή > καιρικά
νεροκόπανο:
> νεροκόπανο > της νεροτριβής
νεροκόρες:
> νεράιδα > δαιμονικά
νερόκοτα:
gallinula chloropus > νερόκοτα > πουλιά
νεροκότσιφας:
Cinclus aquaticus > νεροκότσιφας > πουλιά
νεροκουβαλητής:
> νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
νεροκούνουπο:
> μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
νεροκράτης:
> νεροδέτης > του χωραφιού
νεροκράτης:
αφτός που κανονίζει το νερό του δήμου > νερουλάς > άλλες τέχνες και
σύνεργα
νερόλακκος:
> λάκκος > του χωραφιού
νερόλακκος:
> νερόλακκος > τοπογραφικά
νερολίθι:
> πέτρα > πέτρες
νερόλιθος:
> νερόλακκος > τοπογραφικά
νερόλιθος:
> πέτρα > πέτρες
νερολόγι:
κλεψύδρα > ρολόι > του σπιτικού
νερομάζωμα:
> νερομάζωμα > τοπογραφικά
νερομαζωξιά:
μέρος όπου μαζεύονται τα νερά > νερομάζωμα > τοπογραφικά
νερομήνια:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
νερομπογιά:
> ασβέστης > του χτίστη
νερομπογιά:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
νερόμυλος:
> μύλος > του μυλωνά
νερόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
νεροπήδημα:
> βρύση > του χωραφιού
νερόπιασμα:
> δρόπικας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νερόπιασμα:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεροποντή:
> βροχή > καιρικά
νεροπόντι:
> βροχή > καιρικά
νεροποντιά:
> βροχή > καιρικά
νεροποντίλα:
> βροχή > καιρικά
νερόπορτα:
η πόρτα του καραβιού που αφίνει να μπαινοβγαίνουν τα νερά της θάλασσας >
νερόπορτα > του σκαριού
νεροπούλι:
Rallus aquaticus > νεροπούλι > πουλιά
νερόσκυλο:
Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά
νεροστόβιλος:
> ρούφουλας > καιρικά
νεροσυρμή:
> ποτάμι > τοπογραφικά
νεροσυρμή:
> ρέμα > τοπογραφικά
νεροτριβάς:
> νεροτριβάς > της νεροτριβής
νεροτριβή:
> νεροτριβή > της νεροτριβής
νεροτριβιά:
> νεροτριβή > της νεροτριβής
νεροτριβιάρης:
> νεροκόπανο > της νεροτριβής
νεροτριβιάρης:
> νεροτριβάς > της νεροτριβής
νεροτριβιό:
> νεροτριβή > της νεροτριβής
νερουλά:
> αβγά > του φαγιού
νερουλάς:
αφτός που πουλάει νερό > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
νερούλιασε:
νερούλιασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεροφαγιά:
> ρέμα > τοπογραφικά
νεροφάγωμα:
> ρέμα > τοπογραφικά
νεροφίδα:
Natrix > νερόφιδο > σερπετά
νερόφιδο:
> νερόφιδο > σερπετά
νεροφίλι:
> μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
νεροφούσκωμα:
> βροχή > καιρικά
νεροφράκτης:
> νεροδέτης > του χωραφιού
νεροχάλαζο:
> χαλάζι > καιρικά
νεροχελιδόνι:
Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά
νεροχελίδονο:
Glareola > νεροχελίδονο > πουλιά
νεροχελώνα:
Chelonia > χελώνα > σερπετά
νερόχιονο:
> χιόνι > καιρικά
νεροχύνει:
> βροχή > καιρικά
νεροχύτης:
> λαγούμι > του χτίστη
νεροχύτης:
> νεροχύτης > του μαγεριού
νεροχύτης:
> νεροχύτης > του μαγεριού
νεροχωρίστρα:
τα ακροτόπια όπου χωρίζουνται τα νερά από τις δυο μεριές του βουνού
(μεταίχμιον) > νεροχωρίστρα > τοπογραφικά
νερωμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
νετάρω:
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεφαλιά:
> σύνεφο > καιρικά
νεφαλίζει:
> καιρός > καιρικά
νέφαλο:
> σύνεφο > καιρικά
νέφι: >
σύνεφο > καιρικά
νέφκουλα:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
νεφραμιά:
το κωλουράδι ίσαμε το έβδομο σφοντύλι των νεφρών > κωλουράδι > κόκκαλα
νεφρί: >
νεφρί > όργανα
νέφταλος:
Nautilus γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
νέφτι: νάφθα
> χημικά > μέταλλα και χημικά
νήμα: >
γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
νήμα: >
γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
νηνίδα:
> νηνίδα > βιολογικά
νησάρι:
Anatidae > πάπια > πουλιά
νησί: >
νησί > της θάλασσας και του καιρού
νήσος: Anatidae
> πάπια > πουλιά
νηστεία:
> νηστεία > του φαγιού
νηστεύω:
> νηστεία > του φαγιού
νηστήσιμο:
> φαγί > του φαγιού
νιαστής:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
νιγλαριστής:
> μουσικός > του μουσικού
νίγλαρος:
> πίφιρο > του μουσικού
νικολάκης
(ο): κωμικά > κώλος > ανατομικά κατατόπια
νινί: >
μωρό > βιολογικά
νινί: ίρις
> μάτι > όργανα
νιογάμπρια
(τα): οι νιοπαντρεμένοι > γαμπρός > οικογενειακά
νιόσκαστος:
> πεταρούδι > πουλολογικά
νιόψυχο:
για το στομάχι > μπλάστρι > γιατρικά
νισαντίρι:
αμμωνιακόν άλας > χημικά > μέταλλα και χημικά
νισεστές:
για λουκούμια > αλέβρι > του φαγιού
νιστέρι:
> νιστέρι > γιατρικά
νιστεριά:
> νιστέρι > γιατρικά
νιτσεράδα:
> μουσαμάς > ρούχα
νιφτήρας:
> νιφτήρας > του σπιτικού
Νοέβρης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
νοητάκι:
> νοητάκι > δαιμονικά
νόθος: >
νόθος > οικογενειακά
νοικιού:
αμάξι του νοικιού > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
νοικοκυρόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
νόνα: >
γιαγιά > οικογενειακά
νονός: >
βάφτισμα > οικογενειακά
νόνος: >
παπούς > οικογενειακά
νοσσίδα:
> πετεινός > πουλιά
νοτιάς:
νότιος > άνεμος > καιρικά
νοτίζει:
> ο άνεμος > καιρικά
νοτινός:
> άνεμος > καιρικά
νουνός:
> βάφτισμα > οικογενειακά
νούρκα:
Putorius putorius > νούρκα > θηλαστικά
ντάβανος:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
νταβάς:
ταψί με ψηλά χείλια > μπακιρικά > του μαγεριού
νταβίδι:
σφίχτρο > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
νταβούλι:
> αφτί > όργανα
νταβούλι:
χωριάτικο τούμπανο > τούμπανο > του μουσικού
νταϊρές:
> ντέφι > του μουσικού
ντάλα: ντάλα
μεσημέρι | ντάλα γιόμα > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
νταμάρι:
> πετροκοπιό > του χτίστη
νταμαρτζής:
αυτός που βγάζει πέτρα από το νταμάρι > πετράς > του χτίστη
νταμάτο:
> είδη πανιών > πανιά
ντάμι: >
λιακωτό > του χτίστη
ντάμι: >
στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
νταμωτό:
> είδη πανιών > πανιά
ντανάς:
> γελάδι > της βοσκής
νταντά:
> παραμάνα > οικογενειακά
νταντέβω:
> παραμάνα > οικογενειακά
νταούλι:
> τούμπανο > του μουσικού
νταρβίρα:
κοντούτσικες φλογέρες > φλογέρα > του μουσικού
νταρντάνα:
> είδη καραβιών > καράβια
ντελάλης:
> διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
ντελβές:
> καφές > του φαγιού
ντελίνι:
πολεμικό της γραμμής > είδη καραβιών > καράβια
ντερβίσης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
ντερσέκι:
η γωνιά του δρόμου (μα και το σοκάκι) > δρόμος > τοπογραφικά
ντέρτι:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ντεστέκι:
> πόρτα > του χτίστη
ντέφι: >
ντέφι > του μουσικού
ντιβάνι:
> καναπές > του σπιτικού
ντιβάνι:
ντιβάνι τρίκλινο > μιντέρι > του σπιτικού
ντόγα: >
βαρέλι > του τρύγου
ντολμάς:
> κρέας > του φαγιού
ντομάτα:
> λαχανικά > του φαγιού
ντορής:
> άλογο > θηλαστικά
ντορίκι:
Thynnus brachypterus | (από τρεις οκάδες) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
ντορός:
> πάτημα > του κυνηγού
ντουβάρι:
> τοίχος > του χτίστη
ντουβαρτζής:
που φτιάνει τοίχους > ντουβαρτζής > του χτίστη
ντουγένι:
αλωνίζει τα ξερά στάχια > σταχοκόπι > του χωραφιού
ντουλαμάς:
φουστανέλα από σκούρο δρίλι > φουστανέλα > ρούχα
ντουλάπα:
> ντουλάπα > του σπιτικού
ντουλάπι:
> ντουλάπα > του σπιτικού
ντουλγκέρης:
> μαραγκός > του μαραγκού
ντουλγκέρης:
Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας
ντούναβρος:
> χείμαρος > τοπογραφικά
ντουρβάνι:
> βούτη > της βοσκής
ντουρβανίζω:
ντουρβανίζω το γάλα για να κάνω βούτυρο > δέρνω > της βοσκής
ντουρβάς:
> ταγάρι > της βοσκής
ντουρής:
> άλογο > θηλαστικά
ντρένια:
κατάμαυρα > γίδι > της βοσκής
ντύμα: >
λουβί > φυτολογικά
ντύμα: το
πετσί που γδύνεται το φίδι όταν αλλάζει πέτσα > φίδι > σερπετά
ντυμασιά:
> φόρεμα > ρούχα
νύγλα: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
νύστα: >
νύστα > φυσιολογικά
νυσταγμάρα:
> νύστα > φυσιολογικά
νυσταγμένος:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
νυστάζω:
> νύστα > φυσιολογικά
νυστάζω:
> νύστα > φυσιολογικά
νυστάλα:
> νύστα > φυσιολογικά
νύσταμα:
> νύστα > φυσιολογικά
νύφη: >
γαμπρός > οικογενειακά
νυφικά:
> ρούχα > ρούχα
νυφιό: >
γάμος > οικογενειακά
νυφίτσα:
Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά
νυχάρα:
> δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
νυχάρα:
το μεγάλο νύχι του πετεινού > νύχια > πουλολογικά
νυχάς: >
κρύο > καιρικά
νύχι: >
δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
νύχι: >
μέρη της άγκυρας > του καραβιού
νύχι: οψιανός
λίθος > νύχι > πέτρες
νύχια: >
νύχια > πουλολογικά
νυχιάς:
> κρύο > καιρικά
νυχοπόδαρα:
> νύχια > πουλολογικά
νυχοποδαράτος:
> πουλί > πουλολογικά
νυχόριζα:
> δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
νύχτα: >
νύχτα > της μέρας και της ώρας
νυχτέρι:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
νυχτέρι:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
νυχτερίδα:
Chiroptera > νυχτερίδα > θηλαστικά
νυχτιά:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
νυχτιάς:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νυχτικό:
> ασπρόρουχα > ρούχα
νυχτόβλεπος:
> ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νυχτοήμερα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
νυχτόθωρος:
> ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νυχτοκόρακας:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νυχτοκόρακας:
Chiroptera | μεγάλη νυχτερίδα > νυχτερίδα > θηλαστικά
νυχτοπάτης:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νυχτοπούλι:
Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά
νυχτοσκαθάρι:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
νυχτοσκάρι:
> δουλιές του βοσκού > της βοσκής
νυχτοχελίδονο:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νύχτωμα:
> βράδυ > της μέρας και της ώρας
νύχτωμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
νυχτώνει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
νωμίτης:
το μέρος του πουκαμισιού που σκεπάζει τον ώμο > ασπρόρουχα > ρούχα
νωπό: >
αβγό > πουλολογικά
νωπό: >
ψωμί > του φαγιού
ξαγκιστρώνω:
βγάζω το ψάρι από το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής
ξαγλίστρα:
μέρος όπου γλιστράς ή βουλάς > γλίστρα > τοπογραφικά
ξάγναντο:
> αγνάντιο > τοπογραφικά
ξαγοραριό:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
ξαγορέβω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ξαδερφάτο:
> συγγενολόγι > οικογενειακά
ξαδέρφη:
> ξαδέρφι > οικογενειακά
ξαδέρφι:
> ξαδέρφι > οικογενειακά
ξαδερφοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
ξάδερφος:
> ξαδέρφι > οικογενειακά
ξαερό: >
άνεμος > καιρικά
ξαίθρα:
> δάσος > τοπογραφικά
ξαίνω: >
λανάρα > της βοσκής
ξαλαφρωτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ξαλοιφή:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
ξαμαρτώνω:
> αρματώνω > αρμενίσματα
ξαμολώ:
> ξαμολώ > αρμενίσματα
ξαμώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
ξαναθηκαρώνω:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξανακυλίζω:
ξανασκάφτω το χωράφι > ξανακυλώ > του χωραφιού
ξανακύλισμα:
> ξανακυλώ > του χωραφιού
ξανακυλώ:
> ξανακυλώ > του χωραφιού
ξαναμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ξαναμωραίνουμαι:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαναμώραμα:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαναμωραμένος:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαναπετσώνω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
ξαναρέματα
(τα): > ρέμα > της θάλασσας και του καιρού
ξανάρτυγο:
> φαγί > του φαγιού
ξανέμισμα:
> λιχμίζω > του χωραφιού
ξανεμιστήρι:
για το λίχμισμα > ξανεμιστήρι > του χωραφιού
ξάνθημα:
> ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξάνθισμα:
> ξάνθισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξανθός:
> κίτρινος > του ζουγράφου
ξανθός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ξανθός:
> χρυσός > του ζουγράφου
ξανθότριχος:
για ζώα > άσπρος > του ζουγράφου
ξανοίγει:
> καιρός > καιρικά
ξάνοιγμα:
> δάσος > τοπογραφικά
ξανοιγμένο:
ξανοιγμένο μέρος μέσα στο δάσος > δάσος > τοπογραφικά
ξάνοιξη:
> καλοκαιριά > καιρικά
ξανοιχτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ξάντης:
> λανάρα > της βοσκής
ξαντική:
> λανάρα > της βοσκής
ξαντό: >
ξαντό > γιατρικά
ξάντρα:
> λανάρα > της βοσκής
ξαπλωτήρα:
> καναπές > του σπιτικού
ξαπλωτήρι:
για να βαστάει το πανί τεντωμένο ως που να στεγνώσει > ξαπλωτήρι > του
βαφιά
ξαρέσκια:
> μεζελίκια > του φαγιού
ξάρθρωμα:
> ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξάρια: >
δάσος > τοπογραφικά
ξάριο: >
δάσος > τοπογραφικά
ξάρμενο:
> καράβι > καράβια
ξαρμπορίζω:
> αρματώνω > αρμενίσματα
ξάρτι: >
σκοινιά > του καραβιού
ξάρτια:
> σκοινιά > του καραβιού
ξαρωστικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ξασιά: >
λανάρα > της βοσκής
ξάσιμο:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξάσιμο:
> λανάρα > της βοσκής
ξασπρίζει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
ξασπριλιάρης:
> άσπρος > του ζουγράφου
ξασπριλιάρικος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ξαστερέβει:
> καιρός > καιρικά
ξαστέρι:
> αστερισμοί > αστρικά
ξαστεριά:
> άστρο > αστρικά
ξαστεριά:
> καλοκαιριά > καιρικά
ξάστερο:
> αστερισμοί > αστρικά
ξάστερο:
> δροσιά > καιρικά
ξαστεροσύνη:
> άστρο > αστρικά
ξαστεροσύνη:
> καλοκαιριά > καιρικά
ξαστερώνει:
> καιρός > καιρικά
ξάστρα:
> λανάρα > της βοσκής
ξάστρα:
δουλέφτρα που ξαίνει > ξάστρα > του αργαλιού και της ρόκας
ξαστράχωτος:
> αστράχι > του χτίστη
ξαστρίζω:
> αστρονομίζω > δαιμονικά
ξαφεγγαριά:
αφέγγαρη νύχτα > φεγγάρι > αστρικά
ξαφνικό:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαφρίζει:
> ψωμί > του φαγιού
ξαφριστήρι:
> σουρωτήρι > του μαγεριού
ξαφτέρουγο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ξαχρίζω:
ξωπαίρνω τις άκρες του βιβλίου (το λένε μάλιστα για βιβλία που τους κόβουν
τα φύλλα χωρίς να τα πολυσιάζουν και να τα γυαλίζουν) > δουλιές του βιβλιοδέτη
> του βιβλιοδέτη
ξεβαβουλιάζω:
> μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας
ξεβαβουλιάζω:
τις σβούρες του μπαμπακιού > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού
ξεβασκαίνω:
> ξορκίζω > δαιμονικά
ξεβασκαμός:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξεβασκάνω:
> ξορκίζω > δαιμονικά
ξεβασκάστρα:
> ξορκιστής > δαιμονικά
ξεβάσκεμα:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξεβάφει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
ξεβιδώθηκε:
ξεβιδώθηκε μια βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεβλασταρώνω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεβλαστίζω:
> κλαδέβω > του χωραφιού
ξεβλογιάρης:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεβλογιάσματα:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεβοτανίζω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεβούνιασμα:
ξεβούνιασμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ξεβούνισμα:
εκεί που αποσώνεται η κορυφογραμμή, που τελειώνει το βουνό > μέρη του
βουνού > τοπογραφικά
ξεβραχιάζω:
βγάζω πρόβατο ή γίδι από τα κατσάβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής
ξεβυζαίνω:
> αποκόφτω > βιολογικά
ξεγγασρώνουμαι:
> γεννώ > βιολογικά
ξεγγαστρώνω:
> μαμή > βιολογικά
ξέγδαρμα:
> ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγδέρνω:
> γδάρτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξεγδέρνω:
> ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγδράρσιμο:
> ξέγδαρμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγεννητής:
> γιατρός > γιατρικά
ξεγεννήτρα:
> μαμή > βιολογικά
ξεγεννώ:
> μαμή > βιολογικά
ξεγλίστρα:
> γλίστρα > τοπογραφικά
ξέγναντο:
> αγνάντιο > τοπογραφικά
ξεγόφιασμα:
> ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγύμνωτο:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξεγυρίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
ξεγυριστάρι:
πριόνι για τόρνεμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ξεδάσωμα:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεδασώνω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεδοντιάζω:
> δόντι > όργανα
ξεδοντιάρης:
> δόντι > όργανα
ξεδοντισμένος:
> δόντι > όργανα
ξεδοντιστήρι:
> δόντι > όργανα
ξεδοντιστήρι:
> χελάλι > του μαγεριού
ξεδοντιστής:
> δόντι > όργανα
ξεδοντωτήρι:
> χελάλι > του μαγεριού
ξεδόχι:
> πατητήρι > του τρύγου
ξεζαρίζω:
ξεζαρίζω το τυρόγαλο > τυροκομώ > της βοσκής
ξεζέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξέθαμπα:
ύστερα από την αυγή > αβγή > αστρικά
ξεθερμίζω:
πλένω τα πιάτα με ζεστό νερό > μαγειρέματα > του μαγεριού
ξεθερμίστρα:
> ξεθερμίστρα > του μαγεριού
ξεθηκαρώνω:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξεθυμαίνει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
ξεθυμάσματα:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεθυμασμένο:
> κρασί > του φαγιού
ξεθωριάζει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
ξέθωρο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
ξείδα: >
καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξειδακιά:
> τρουσί > του φαγιού
ξειδάς:
> ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξειδερό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξειδί: >
κόκκινος > του ζουγράφου
ξείδι: >
ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξείδι: >
ξείδι > του φαγιού
ξειδοβάρελο:
> ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξειδόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
ξειδόλαδο:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξειδόμαβρο:
βαφή από σιδερόσκονη και ξείδι > είδη βαφών > του βαφιά
ξειδοπουλητής:
> ξειδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξεϊδρώνω:
> ίδρωτας > φυσιολογικά
ξεκαβαλικέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεκαθίζω:
σηκώνω το καράβι > καθίζω > αρμενίσματα
ξεκακίζει:
> καιρός > καιρικά
ξεκαλόκαιρα:
αφού περάσει το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
ξεκαλοκαιριάζω:
περνώ το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
ξεκαλοκαιριό:
> ξεκαλοκαιριό > της βοσκής
ξεκαλοκαιριό:
το μέρος όπου καλοκαιριάζει κανείς > καλοκαίρι > της μέρας και της
ώρας
ξεκαμπίζω:
βγάζω το αγρίμι από τη φωλιά του | βγαίνω από δυσκολία > δουλιές του
κυνηγού > του κυνηγού
ξεκάνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ξεκάπουλα
(τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια
ξεκαρκαδιάζει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκαρυδίζω:
> μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας
ξεκαρυδίζω:
> ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού
ξεκαρυδώνω:
> ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού
ξεκάρφωμα:
> ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκάταρτο:
> καράβι > καράβια
ξεκλαρίζω:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξεκλαρίζω:
> κλαδέβω > του χωραφιού
ξεκοτσάρω:
> ξεκοτσάρω > αρμενίσματα
ξεκουμπίζω:
> μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας
ξεκουρβουλώνω:
ξεριζώνω τα κούρβουλα του αμπελιού > ξεριζώνω > του χωραφιού
ξεκουρκουτιάζουμαι:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουρκούτιασμα:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουρκουτιασμένος:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουτιάρης:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκούτιασμα:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουφαίνω:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκούφαμα:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουφαμός:
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουφίζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξέκοψε:
ξέκοψε η βροχή > βροχή > καιρικά
ξελαγιάζω:
ξελαγιάζω λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξελαγιασμένος:
ξελαγιασμένος λαγός > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξελακκίζω:
> σαλαγώ > της βοσκής
ξελακκίζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξελακκουδίζω:
σκάφτω λάκκο γύρω σε δέντρο > σκάφτω > του χωραφιού
ξελακκώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξελαργάρω:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
ξελεχωνιάζω:
> μαμή > βιολογικά
ξελιμπάρισμα:
ξελιμπάρισμα του σφουγγαριού > βουτηχτής > αρμενίσματα
ξελογγιάζω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξελογγώνω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξελογιάζουμαι:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξελόγιασμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξελογιασμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμαγγανίζω:
> μπαμπάκι > του αργαλιού και της ρόκας
ξεμαγέβω:
> ξορκίζω > δαιμονικά
ξεμάγεμα:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξεμανίκωτος:
> μανίκι > ραφτικά
ξεμασκαλίδι:
κλαδί που το κόβουν από δέντρο για φύτεμα > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά
ξεμασκαλίδι:
κομένο κλαδί > κλαδί > φυτολογικά
ξεμασκαλίζω:
> κλαδέβω > του χωραφιού
ξεμασκαλίζω:
> ξεμασκαλίδι > φυτολογικά
ξεμασκλάρα:
> κλαδί > φυτολογικά
ξεματιάζω:
> ξορκίζω > δαιμονικά
ξεμάτιασμα:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξεματίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ξεματίζω:
> ξεματίζω > του χωραφιού
ξεματώνω:
> ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμβραίνουμαι:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμεριάζουμαι:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
ξεμεσημεριάζω:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
ξεμεσημέριασμα:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
ξεμιγιάζουν:
> μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ξεμόνι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
ξεμόνι:
> χτήμα > του χωραφιού
ξεμούρλιασμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμπαμπακίζω:
> ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού
ξεμπαμπακίζω:
μαζέβω τα βαβούλια του μπαμπακιού από την μπαμπακιά > μπαμπάκι > του
αργαλιού και της ρόκας
ξεμπουρίζει:
με ξεμπουρίζει = με βγάζει ο άνεμος από το δρόμο μου, με ξορίζει >
ξεπέφτω > αρμενίσματα
ξεμπουρίζω:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
ξεμπρατσώνω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
ξεμυαλισιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμυαλισμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμυξιάζουμαι:
βγάζω τη μύξα μου | σκουπίζω τη μύτη μου > μύξα > φυσιολογικά
ξεμυτίζει:
> ο ήλιος > αστρικά
ξεμώραμα:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμωραμένος:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμωρουδιάς:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξενερίζω:
βγάζω το ψάρι από το νερό > ψαρέβω > της ψαρικής
ξενεριστήρι:
> κανάλι > του χτίστη
ξενεριστήρι:
> λαγούμι > του χτίστη
ξενερώνω:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
ξενοδοχείο:
> ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξενοδόχος:
> ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξενομώ:
βγάζω από τη βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
ξενόφρενος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξενοχώρι:
> χωριό > τοπογραφικά
ξενυχτώ:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
ξέξασπρος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ξεπαγιάζει:
> το κρύο > καιρικά
ξεπαγιάζουν:
τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπάγιασμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
ξεπάγιασμα:
> πάγος > καιρικά
ξεπάγιασμα:
> χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπάγωμα:
το λιώσιμο του πάγου > πάγος > καιρικά
ξεπαντρεμένη:
χωρισμένη > χήρα > οικογενειακά
ξεπαντρεμένος:
> χωρισμένος > οικογενειακά
ξεπαπαδέβω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ξεπαράλυμα:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπαραχώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξεπατώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξεπεζέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεπειρίζω:
ανοίγω τον πείρο > βαρέλι > του τρύγου
ξεπελαγίζω:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
ξεπερνώ:
ξεπερνώ βελόνα > δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ξεπεταρούδι:
> πεταρούδι > πουλολογικά
ξεπετάω:
ξεπετάω πέρδικα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξεπετρίζω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεπέφτω:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
ξεπλατιάζουμαι:
ξεπλατιάζουμαι στο κουπί > λάμνω > αρμενίσματα
ξεπλάτιασμα:
> ξάρθρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπνέωμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
ξεπνέωσαν:
> άλογο > θηλαστικά
ξεπονετικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ξεπόρτι:
βαλβίδα (φτιασμένη λέξη) > ξεπόρτι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες
τέχνες
ξέπορτο:
> πόρτα > του χτίστη
ξέπορτο:
> πόρτα > του χτίστη
ξεπουλιασμένο:
> αβγό > πουλολογικά
ξεπουντουλωμός:
> κακοκαιριά > καιρικά
ξεπουπουλιάζουν:
βγαίνουν τα κλωσσόπουλα από τ' αβγά > ξεπουπουλιάζουν > πουλολογικά
ξέρα: >
αναβροχιά > καιρικά
ξέρα: ύφαλος
> ξέρα > της θάλασσας και του καιρού
ξεράβω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ξεραγκαθιά:
> αγκάθι > φυτολογικά
ξεράδι:
> κλαδί > φυτολογικά
ξεράθηκε:
η γλώσσα μου > στόμα > όργανα
ξεραΐλα:
> αναβροχιά > καιρικά
ξεράκι:
> κλαδί > φυτολογικά
ξέραμα:
> αναβροχιά > καιρικά
ξεραμάρα:
> αναβροχιά > καιρικά
ξερασιά:
> αναβροχιά > καιρικά
ξερασία:
> αναβροχιά > καιρικά
ξέρασμα:
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεραστικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ξερασώνω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ξερατί:
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξερατικό:
> γιατρικό > γιατρικά
ξερατό:
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεραχαμνίζουμαι:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
ξεραχάμνισμα:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
ξεραχνιάρα:
> σκούπα > του σπιτικού
ξέρη: >
αναβροχιά > καιρικά
ξεριά: ξερή
στεριά απάνω στη θάλασσα > στεριά > της θάλασσας και του καιρού
ξεριάς:
> ξεροτόπι > τοπογραφικά
ξεριάς:
το μέρος του ποταμού που δεν το βρέχει το ρέμα > ποτάμι > τοπογραφικά
ξεριζώνω:
> ξεριζώνω > του χωραφιού
ξερικό:
> χωράφι > του χωραφιού
ξερνοβολώ:
> ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξερνώ: >
ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξερό: >
ψωμί > του φαγιού
ξεροβήχω:
> βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεροβόρι:
> βορίσματα > καιρικά
ξεροβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
ξερόβραχος:
> πέτρα > πέτρες
ξερόβρυση:
> βρύση > του χωραφιού
ξερόγελο:
> γέλιο > φυσιολογικά
ξερόκαβος:
> ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
ξεροκαιριά:
> αναβροχιά > καιρικά
ξεροκαίρια
(τα): > αναβροχιά > καιρικά
ξεροκάμπι:
> κάμπος > τοπογραφικά
ξεροκαμπιά:
> κάμπος > τοπογραφικά
ξεροκλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
ξερόκλαδο:
> κλαδί > φυτολογικά
ξερόκλωνο:
> κλαδί > φυτολογικά
ξεροκόματο:
> ψωμί > του φαγιού
ξεροκουκίζω
(κομπολόγι): > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ξεροκοφινάς:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
ξερολάγγαδο:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
ξερολίθι:
> πέτρα > πέτρες
ξερολίθι:
> φράχτης > του χωραφιού
ξερολιθιά:
> πέτρα > πέτρες
ξερολιθιά:
> φράχτης > του χωραφιού
ξερόμαντρα:
> μάντρα > της βοσκής
ξερομαχιάζω:
από αναβροχιά > καλιεργώ > του χωραφιού
ξερομαχιάζω:
υποφέρω από ξεραΐλα > αναβροχιά > καιρικά
ξερομπούκουνο:
> ψωμί > του φαγιού
ξερονήσι:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
ξερόνησο:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
ξερόνι:
> κλαδί > φυτολογικά
ξερονόμι:
> βοσκή > της βοσκής
ξεροπαγιά:
> πάγος > καιρικά
ξεροπαγωνιά:
> πάγος > καιρικά
ξερόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
ξεροπέτρι:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
ξεροπέτρι:
> ξεροτόπι > τοπογραφικά
ξεροπέτρι:
> πέτρα > πέτρες
ξεροπήγαδο:
> πηγάδι > του χωραφιού
ξεροπίσσι:
> κατραμίζω > του σκαριού
ξεροποταμιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
ξεροπόταμο:
> ποτάμι > τοπογραφικά
ξερόρεμα:
> ρέμα > τοπογραφικά
ξερορεματιά:
> ρέμα > τοπογραφικά
ξεροτηγανίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ξεροτήγανο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ξεροτόπι:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
ξεροτόπι:
> ξεροτόπι > τοπογραφικά
ξεροτοπιά:
> ξεροτόπι > τοπογραφικά
ξεροτριχιά:
> φράχτης > του χωραφιού
ξεροτρόχαλος:
> πέτρα > πέτρες
ξεροτρόχαλος:
> φράχτης > του χωραφιού
ξεροτύρι:
> τυρί > του φαγιού
ξεροφαγία:
> φαγί > του φαγιού
ξεροχτάποδο:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
ξερωγίζω:
μαδώ τις ρώγες από το τσαμπί > ξερωγίζω > του τρύγου
ξεσαμαρώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεσελώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεσκαλίζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξεσκαρίζω:
> δουλιές του βοσκού > της βοσκής
ξεσκαρίζω:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξεσκάφτω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξέσκεπο:
ανοιχτός τόπος όπου δεν μπορείς να κρυφτείς > ξέσκεπο > τοπογραφικά
ξεσκονόπανα:
> πατσαβούρα > ρούχα
ξεσκονόπανο:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
ξεσκουρδουλιάζω:
γιατρέβω την πανούκλα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά
ξεσκουρδουλιασμένος:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεσμαρίζουν:
ξεσμαρίζουν οι μέλισες > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ξεσμαρώνω:
βγάζω τα σμάρια, τ' απολνώ > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ξεσπαθώνω:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξεσπιτώνω:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξέστα: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξεστάβρωμα:
το πέρασμα από τη μια στην άλλη μεριά του δρόμου > ξεστάβρωμα >
τοπογραφικά
ξεσταλαματιάζει:
> βροχή > καιρικά
ξεσταλίζω:
> σταλίζω > της βοσκής
ξεστεφάνωτη:
> ανύπαντρη > οικογενειακά
ξεστεφάνωτος:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
ξέστρατα:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
ξεστρεματίζω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεστρινιάρω:
ξεστρίβω την καδένα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού
ξέστριψε:
του ξέστριψε > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεστρίψιμο:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεσφεντονίζω:
> σφεντόνα > του πολεμιστή
ξετιμητής:
> τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξετρελαίνουμε:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξετρέλαμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξετρελαμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξετρελαμός:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξέτριχος:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεφαίνω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξέφαντο:
> αγνάντιο > τοπογραφικά
ξεφάντωμα:
> πρόγεμα > του φαγιού
ξεφεγγαρίζει:
βγαίνει το φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά
ξεφεγγαρώνει:
> φεγγάρι > αστρικά
ξεφέγει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
ξεφηκαρώνω:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξεφλουδίζει:
> το ξύλο > του μαραγκού
ξεφλουδίζει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
ξεφλουδίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ξεφουρνίζω:
> φούρνος > του μαγεριού
ξέφραγο:
> χωράφι > του χωραφιού
ξεφρένιασμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεφρενιασμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεφτέρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ξεφτέρι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
ξέφτια:
τα δόντια του κλειδιού > κλειδαριά > του χτίστη
ξεφτίζω:
αποτελειώνω το φάσιμο > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της
ρόκας
ξεφτώ: >
δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξεφύτρωμα:
> φυτιά > φυτολογικά
ξεφωλιάζω:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξέφωτο:
> αγνάντιο > τοπογραφικά
ξέφωτο:
> δάσος > τοπογραφικά
ξέφωτο:
> ήλιος > αστρικά
ξεχαλίζω:
> ξεμασκαλίδι > φυτολογικά
ξεχειλώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ξεχειμαδιάζω:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
ξεχειμαδιό:
> χειμαδιό > της βοσκής
ξεχειμαδιό:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
ξεχειμάζω:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
ξεχειμωνιάζω:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
ξεχερσέβω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεχέρσωμα:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεχερσώνω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ξεχινοπωριό:
> χειμαδιό > της βοσκής
ξεχιόνισαν:
ξεχιόνισαν τα βουνά = έλιωσαν τα χιόνια τους > χιόνι > καιρικά
ξέχιονο:
τόπος καθαρισμένος από χιόνι ή όπου δεν έπιασε χιόνι > ξέχιονο >
τοπογραφικά
ξεχορταριάζω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεχορτάριασμα:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεχορτιάζω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεχορτίζω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεχορτίζω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ξεχύνεται:
> το πανί > αρμενίσματα
ξεχυτό:
στέγασμα ανοιχτό από τις τρεις μεριές > στεγάδι > του χτίστη
ξεχωνιάζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξεχώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
ξέχωρα:
> περίγυρα > τοπογραφικά
ξεχωρίτης:
> ξωμάχος > του χωραφιού
ξέχωστο:
> παπούτσι > του παπουτσή
ξεψαρίζω:
βγάζω τα ψάρια από το δίχτυ > ψαρέβω > της ψαρικής
ξεψαχνίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ξεψωριάζω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
ξήλιο: >
ήλιος > αστρικά
ξηλώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ξημέρωμα:
> αβγή > αστρικά
ξημερώνει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
ξηχίζω:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξήχισμα:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξηχισμάρα:
> ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξιδομύτα:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
ξίνα: >
τυρί > του φαγιού
ξινήθρα:
> λαχανικά > του φαγιού
ξινίλα:
> καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξινόγαλα:
> γάλα > της βοσκής
ξινογαλάς:
> γαλατάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξινόγαλο:
ξεβουτυρωμένο γάλα > γάλα > της βοσκής
ξινόζουμο:
> ζουμί > του φαγιού
ξινόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
ξινόμηλο:
> μήλο > του φαγιού
ξιφάρι:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξιφαριά:
> σπαθί > του πολεμιστή
ξιφιός:
Xiphias gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας
ξόβεργα:
> ξόβεργα > του κυνηγού
ξόδι: >
κηδεία > οικογενειακά
ξομματιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ξομολόγηση:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ξομολογητήρι:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
ξομολογώ:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ξόμπλι:
> κέντημα > ραφτικά
ξόμπλι:
> φυλαχτό > δαιμονικά
ξομπλιαστές:
ξομπλιαστές βελονιές (στο χέρι) > βελονιές > ραφτικά
ξομπλιαστό:
κέντημα που γίνεται μετρώντας τις κλωστές > κέντημα > ραφτικά
ξόρκια:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξορκίζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ξορκίζω:
> ξορκίζω > δαιμονικά
ξόρκισμα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ξόρκισμα:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξορκίσματα:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξορκισμένη:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξορκισμένος:
> διάβολος > δαιμονικά
ξορκισμός:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξορκιστής:
> ξορκιστής > δαιμονικά
ξορκίστρα:
> ξορκιστής > δαιμονικά
ξορκολόγια:
> ξόρκια > δαιμονικά
ξορκολογίστρα:
> ξορκιστής > δαιμονικά
ξορκολογώ:
> ξορκίζω > δαιμονικά
ξουλιάστρα:
το κάθισμα όπου βάζουν τη γυναίκα για να βοηθήσουν τη γέννα > τσουλήθρα
> βιολογικά
ξούνα: >
παιδιών > παιγνίδια
ξουραφίζω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξουρίζω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξουφόγελο:
> γέλιο > φυσιολογικά
ξόφα: Sparus
aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
ξοφόρι:
> πανιά > πανιά
ξοχάρης:
> ξωμάχος > του χωραφιού
ξοχίτης:
> ξωμάχος > του χωραφιού
ξύγκι: >
πάχος > ανατομικά κατατόπια
ξύγκι: >
σφαχτό > του φαγιού
ξύγκι: >
τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
ξυγκιά:
> τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
ξύγκλα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
ξύλα: >
ξύλα > του μαραγκού
ξυλάγκαθο:
> βουκέντρι > της βοσκής
ξυλαγκυλίζω:
> βουκέντρι > της βοσκής
ξυλάδικο:
> ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλάκι:
> χελάλι > του μαγεριού
ξυλαλό:
> ξύλα > του μαραγκού
ξυλάνθρωπος:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
ξυλάρι:
σανιδάκι > σανίδι > του χτίστη
ξυλάρμενα:
δίχως πανιά > αρμενισιά > αρμενίσματα
ξυλάρμενο:
δίχως πανιά > καράβι > καράβια
ξυλαρμογή:
το μέρος όπου αρμόζουνται δυο ξύλα ή σανίδια > ξυλαρμογή > του
μαραγκού
ξυλάς: >
ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλάς: >
ξυλοτόμος > του χωραφιού
ξυλάς: >
οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλιάζει:
> το κρύο > καιρικά
ξύλιασμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
ξύλιασμα:
> ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυλίκι:
> πλύση > του σπιτικού
ξύλο: >
δέντρο > φυτολογικά
ξύλο: >
καράβι > καράβια
ξύλο με
κύματα: νέβρα κυματιστά > το ξύλο είναι > του μαραγκού
ξυλογαϊδάρα:
> σκαλωσιά > του χτίστη
ξυλογέφυρο:
> γιοφύρι > του χτίστη
ξυλόδεμα:
τραβέρσα > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη
ξυλοδεσιά:
> σκαλωσιά > του χτίστη
ξυλοδουλευτής:
> μαραγκός > του μαραγκού
ξυλοθημωνιά:
> θημονιάζω > του χωραφιού
ξυλοθημωνιά:
> ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλοκάλιγο:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
ξυλοκαλύβα:
> καλύβα > του χτίστη
ξυλοκαναπές:
> καναπές > του σπιτικού
ξυλοκάρφι:
> καρφολογιά > του μαραγκού
ξυλοκάρφια:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
ξυλόκαρφο:
> καρφολογιά > του μαραγκού
ξυλόκατα:
> δοκάνι > του κυνηγού
ξυλοκόβω:
> ξυλοκόβω > του χωραφιού
ξυλοκόκοτος:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
ξυλόκολα:
> κόλα > του μαραγκού
ξυλοκόπος:
> ξυλοτόμος > του χωραφιού
ξυλοκοπώ:
> ξυλοκόβω > του χωραφιού
ξυλόκοτα:
Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
ξυλοκουτάλα:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
ξυλόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
ξυλοκρέβατο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
ξυλοκρέβατο:
> νεκροκρέβατο > οικογενειακά
ξυλοπάζαρο:
> ξυλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλοπετεινός:
lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά
ξυλοπινάκα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξυλοπόδαρο:
> δεκανίκι > γιατρικά
ξυλόπροκα:
> καρφολογιά > του μαραγκού
ξυλόπροκες:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
ξυλόρνιθα:
Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
ξυλοσήμαντρο:
> καμπαναριό > της εκκλησιάς
ξυλόσκαλα:
> σκάλα > του χτίστη
ξυλοσκαλιστής:
> μαραγκός > του μαραγκού
ξυλοσκίστης:
> ξυλοτόμος > του χωραφιού
ξυλοσουγιάς:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
ξυλόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
ξυλοστέφανο:
> βαρέλι > του τρύγου
ξυλόσφυρο:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ξυλότοιχος:
> τοίχος > του χτίστη
ξυλοτόμος:
> ξυλοτόμος > του χωραφιού
ξυλουργική:
> μαραγκοσύνη > του μαραγκού
ξυλουργός:
> μαραγκός > του μαραγκού
ξυλοφάγος:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ξυλοφάγος:
Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά
ξυλοφάς:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ξυλοφάς:
Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά
ξυλοχάλαση:
> κακοκαιριά > καιρικά
ξυλοχούλιαρο:
> ξυλοχούλιαρο > της βοσκής
ξυλόχτενα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
ξύλωμα:
> ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυμονή:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυπαστήρι:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
ξύπαστρο:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
ξυπνητήρι:
> ρολόι > του σπιτικού
ξύπνος:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
ξύπνος:
> αγρύπνια > φυσιολογικά
ξυπνώ: >
αγρύπνια > φυσιολογικά
ξυρύχι:
καπνιστή μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
ξυρύχια:
> σταφύλια > του φαγιού
ξυσμάρα:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυσούρα:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυστήρι:
> ξύστης > του μαγεριού
ξύστης:
> ξύστης > του μαγεριού
ξυστό: >
γλυκά > του φαγιού
ξύστρα:
> ξυλοχούλιαρο > της βοσκής
ξύστρα:
> ξύστης > του μαγεριού
ξύστρα:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξύστρα:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ξύστρα:
> τσουγγριά > του χωραφιού
ξυστρί:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξυστρίζω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξύστρισμα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξύστρο:
> ξύστης > του μαγεριού
ξύστρο:
> τσουγγριά > του χωραφιού
ξύφαση:
το τέλος του φάσιμου > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της
ρόκας
ξωθιά: >
νεράιδα > δαιμονικά
ξώκαστρο:
> κάστρο > του χτίστη
ξώκαστρο:
> χώρα > τοπογραφικά
ξώκλαδα:
> κλαδί > φυτολογικά
ξωκλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
ξωλοίμικο:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξωμάχι:
> χτήμα > του χωραφιού
ξωμάχος:
> ξωμάχος > του χωραφιού
ξώμερο:
> ξώμερο > τοπογραφικά
ξωμονιάρης:
> ξωμάχος > του χωραφιού
ξωνέρια:
> νεράιδα > δαιμονικά
ξώπαρμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
ξωπαρμένος:
> μαγεμένος > δαιμονικά
ξώπετσο:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
ξώπορτα:
> πόρτα > του χτίστη
ξώραφο:
με φαρδιά τσιμούσα > παπούτσι > του παπουτσή
ξωριάζω:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
ξώστεγο:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
ξωτάρης:
> ξωμάχος > του χωραφιού
ξωτάρισα:
> ξορκιστής > δαιμονικά
ξώτι: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
ξωτικά:
> νεράιδα > δαιμονικά
ξωτική:
> νεράιδα > δαιμονικά
ξωτικό:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξωτσίμπιδος:
με τις τσιμπίδες όξω βγαλμένες έτοιμες να τσιμπήσουν > ανατομικά >
ψαρολογικά
ξώφεγγα:
στη χάση > φεγγάρι > αστρικά
ξωφόρι:
> ρούχα > ρούχα
ξωφύλλα:
> χαρτιά > παιγνίδια
ξωχεριάζω:
> πλεβρώνω > του πολεμιστή
ξωχώρα:
> ξώμερο > τοπογραφικά
ξωχώραφα:
> χωράφι > του χωραφιού
οβορός:
> βουκολιό > της βοσκής
όγκος: >
πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όγκωμα:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όγκωση:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ογρή: ογρή
φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή
οδηγάτορας:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγητής:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγήτρα:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγός:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγός:
> στοιχιό > δαιμονικά
οδογάτσι:
ξύλο της αλόης > ξύλα > του μαραγκού
οικογένεια:
> οικογένεια > οικογενειακά
οικογενειάρχης:
> παντρεμένος > οικογενειακά
οικοδομή:
> χτίριο > του χτίστη
οιστρίγκα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
οκαρίνα:
> οκαρίνα > του μουσικού
όκια: >
άγκυρα > του καραβιού
όκιο: η
τρύπα της πλώρης όπου περνά η αλλυσίδα της άγκυρας > άγκυρα > του
καραβιού
ολάργυρος:
> ασημένιος > του ζουγράφου
ολάρμενο:
> καράβι > καράβια
ολημερίς:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
ολιγοζώητε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
ολόασπρος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ολογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
ολοκόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ολόλεφκος:
> άσπρος > του ζουγράφου
ολόμαβρος:
> μάβρος > του ζουγράφου
ολομερινός:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
ολόξανθος:
> χρυσός > του ζουγράφου
ολοπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
ολόσταχτος:
> σταχτής > του ζουγράφου
ολούκι:
> κανάλι > του χτίστη
ολοφεγγαριά:
> φεγγάρι > αστρικά
ολοφέγγαρο:
> φεγγάρι > αστρικά
ολοχρονίς:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
ολόχρυσος:
> χρυσός > του ζουγράφου
ομαλά
(τα): > ίσιωμα > τοπογραφικά
ομάλι: >
ίσιωμα > τοπογραφικά
ομαλιά:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ομάλια:
ομαλό μέρος > ίσιωμα > τοπογραφικά
ομελέτα:
> αβγά > του φαγιού
ομπλή: >
πάτημα > του κυνηγού
ομπροδέχτης:
> στέρνα > του χωραφιού
ομπρόλακκος:
> στέρνα > του χωραφιού
όμπρος:
> βροχή > καιρικά
ομπυάζω:
> έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ομπυάρης:
> έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όμπυασμα:
> έμπυο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ονειρέβουμαι:
> όνειρο > φυσιολογικά
ονειριάζω:
> όνειρο > φυσιολογικά
ονείριασμα:
> όνειρο > φυσιολογικά
όνειρο:
> όνειρο > φυσιολογικά
ονιθοτυφλιά:
νυκταλωπία > ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όνισα: Equus
asinus > γαϊδούρι > θηλαστικά
οξιά: Gypaetus
barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
οξούζι:
Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας
οξύγκλα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
όξω: όξω
από δω > διάβολος > δαιμονικά
όξω: όξω
από δω > επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
οξωμονάστηρο:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
οπαλένιος:
> οπάλι > πετράδια
οπάλι: >
οπάλι > πετράδια
οπάλινος:
> οπάλι > πετράδια
όπλα: >
άρματα > του πολεμιστή
οπλιά: >
αστερισμοί > αστρικά
όραμα: >
όραση > φυσιολογικά
οράριο:
στενόμακρο άμφιο με σταβρούς κρεμασμένο στον ώμο του διάκου > παπαδίστικα
ρούχα > ρούχα
όραση: >
όραση > φυσιολογικά
ορασιά:
> όραση > φυσιολογικά
όργανα:
> όργανα > του μουσικού
οργανάκια:
> όργανα > του μουσικού
οργανέτο:
> οργανέτο > του μουσικού
οργανοπαίχτης:
> μουσικός > του μουσικού
οργισμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
όργο: γραμμή
του χωραφιού για να σκαφτεί > χωράφι > του χωραφιού
όργο: γραμμή
χορταριού ή σιταριού κομένη με το δρεπάνι > θερίζω > του χωραφιού
οργός
(ο): > οργώνω > του χωραφιού
οργοτόμος:
> γεωργός > του χωραφιού
οργυάκι:
> ρυάκι > τοπογραφικά
όργωμα:
> οργώνω > του χωραφιού
οργώνω:
> οργώνω > του χωραφιού
ορδί: >
στρατός > του πολεμιστή
ορδινάς:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
ορδινιάζω:
παρατάσσω > στρατός > του πολεμιστή
ορθάρι:
> πόρτα > του χτίστη
ορθοβύζα:
> βυζί > όργανα
ορθόβυζη:
> βυζί > όργανα
ορθόγκρεμος:
γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ορθοκατουρίστρα:
βρισιά > κάτουρο > φυσιολογικά
ορθοκατουρώ:
> κάτουρο > φυσιολογικά
ορθολίθι:
> πέτρα > πέτρες
ορθοπλωρίζω:
> ορτσάρω > αρμενίσματα
ορθόπλωρο:
> καράβι > καράβια
όρθος: >
αβγή > αστρικά
ορίζοντας:
> περίγυρα > τοπογραφικά
όρκυνο:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
όρκωνας:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
ορμιά: >
ορμίδι > της ψαρικής
ορμίδι:
> ορμίδι > της ψαρικής
ορνέκι:
> μόστρα > ραφτικά
ορνιάζω:
βάζω αρμαθιές ορνιούς απάνω στη θηλυκιά συκιά για να δέσει > ορνιάζω >
του χωραφιού
όρνιθα:
> κότα > πουλολογικά
όρνιθα:
> πετεινός > πουλιά
ορνιθαριό:
> κοτέτσι > του χτίστη
ορνίθι:
> πετεινός > πουλιά
ορνιθόκωλος:
αρώστια στο πρόσωπο > ορνιθόκωλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ορνιθοπούλι:
> πετεινός > πουλιά
ορνιθοσκαλίδα:
Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
ορνιθόψειρα:
> στις κότες > αρώστιες ζώων
όρνιο: >
γύπας > πουλιά
ορνός: >
σύκα > του φαγιού
ορνός: σύκα
από ρινιό για να καρπίσει η ήμερη συκιά > καρπός > φυτολογικά
οροθέσι:
> σταλίκι > του χωραφιού
ορός: >
τυρόγαλα > της βοσκής
όρος: >
βουνό > τοπογραφικά
οροφή: >
στέγη > του χτίστη
ορτζελί:
σκούρο βισινί > κόκκινος > του ζουγράφου
όρτσα: >
αρμενισιά > αρμενίσματα
όρτσα: βαστώ
τα όρτσα > ορτσάρω > αρμενίσματα
όρτσα: όρτσα
λαμπάντα > αρμενισιά > αρμενίσματα
όρτσα
λαμπάντα: > λαμπάντα > αρμενίσματα
ορτσάρω:
> ορτσάρω > αρμενίσματα
ορτύκι:
Coturnix coturnix > ορτύκι > πουλιά
ορτυκολόγος:
Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
ορτυκομάνα:
Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά
ορτυκοσούρης:
Crex crex > ορτυκομάνα > πουλιά
ορφανοκλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
ορφανοκλησιά:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
ορφανός:
> ορφανός > οικογενειακά
ορφός: Polyprion
cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας
οσκρός:
το κεντρί της σφήγκας > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
οσμίζεται:
το σκυλί οσμίζεται > σκύλος > του κυνηγού
όσμιση:
> όσμιση > φυσιολογικά
όσπρια:
> λαχανικά > του φαγιού
όστια: >
γραφικά > του σπιτικού
οστρακιά:
> σκαρλίτα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
οστρέχα:
> κανάλι > του χτίστη
οστρέχα:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
όστρια:
> άνεμος > καιρικά
οστριασιρόκος:
> άνεμος > καιρικά
οστριογάρμπης:
> άνεμος > καιρικά
οτρά: >
γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
ουβίρα:
τρύπα κοντά στο ποτάμι γεμάτη νερό > ποτάμι > τοπογραφικά
ούγαινα:
Charax > ούγαινα > ψάρια της θάλασσας
ούγαινα:
Hyaena hyaena | ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά
ούγια: >
ούγια > ραφτικά
ουγλί: Alburnus
lucidus > ουγλί > ψάρια του γλυκού νερού
ούζο: >
κρασί > του φαγιού
ουρά: >
κοτσάνι > φυτολογικά
ουρά: κοντά
στην ουρά > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
ουρανής:
> γαλανός > του ζουγράφου
ουρανί:
> γαλανός > του ζουγράφου
ουρανιά:
> θόλος > του χτίστη
ουρανιά:
> στέγη > του χτίστη
ουρανίσκος:
> στόμα > όργανα
ουρανογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
ουρανοδόξαρο:
> δόξα > καιρικά
ουρανοθέμελα:
τα πέρατα του ορίζοντα > ουρανός > καιρικά
ουρανοπάλατο:
> παλάτι > του χτίστη
ουρανός:
> ουρανός > καιρικά
ουρανόχρωμα:
> γαλανός > του ζουγράφου
ουριάζω:
> κλουβιάζω > πουλολογικά
ουριασμένο:
> αβγό > πουλολογικά
ούριο: >
αβγό > πουλολογικά
ουρουντίζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ουρούντισμα:
> μπάλωμα > ραφτικά
ούστρα:
άγουρο γέννημα > καρπός > φυτολογικά
όφια: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
όφιος: ophidia
> φίδι > σερπετά
όφιος: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
όχεντρα:
> οχιά > σερπετά
οχιά: Vipera
berus > οχιά > σερπετά
όχτα: >
ποτάμι > τοπογραφικά
οχτάς: >
τετράς > του καραβιού
οχτιά: >
ποτάμι > τοπογραφικά
όχτικας:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όχτικας:
εκτικός πυρετός > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όχτος: >
ποτάμι > τοπογραφικά
οχτροφοβία:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
Οχτώβρης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
οχτωήχι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
οψιάζει:
οψιάζει η πληγή = κάνει όψη > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όψιμα: >
φρούτα > του φαγιού
οψιμιά:
> καρπός > φυτολογικά
όψιμο: >
καρπός > φυτολογικά
πάβλοι:
> σταφύλια > του φαγιού
παγάδα:
> κρύο > καιρικά
παγανά:
> πειρασματικά > δαιμονικά
πάγανα:
> πειρασματικά > δαιμονικά
παγανή:
παγανή φορεσιά = το αντίθετο της στολής > φόρεμα > ρούχα
παγανιά:
για τα γαλάρια πρόβατα > μάντρα > της βοσκής
παγανίζω:
ιχνηλατώ > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
παγανιστάδες:
αφτοί που βγάζουν τ' αγρίμια από το δάσος με χτύπους και ξεφωνητά για να τα
φέρουν να τα χτυπήσει ο κυνηγός > κυνηγός > του κυνηγού
παγανό:
> μωρό > βιολογικά
παγί: >
κλαβανή > του χτίστη
παγί: >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
παγιάβλι:
είδος φλάουτου > φλάουτο > του μουσικού
παγίδα:
> δοκάνι > του κυνηγού
παγίδια:
> παγίδια > κόκκαλα
παγίδια:
> παγίδια > του καραβιού
παγκάρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
παγνιάζω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
παγοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
παγόνα:
Pavo cristatus > παγόνι > πουλιά
παγόνι:
Pavo cristatus > παγόνι > πουλιά
πάγος: >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πάγος: >
πάγος > καιρικά
παγοστεριά:
στους πόλους > πάγος > καιρικά
παγοτοπιά:
μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένος πολύς πάγος > πάγος > καιρικά
παγότοπος:
> πάγος > καιρικά
παγούρα:
> κρύο > καιρικά
παγούρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
παγούρι:
> παγούρι > της βοσκής
παγούρι:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πάγρα: >
πάγος > καιρικά
πάγρα: υγρασία
του χιονιού > χιόνι > καιρικά
πάγωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
παγώνει:
> το κρύο > καιρικά
παγωνιά:
> πάγος > καιρικά
παγωτό:
> παγωτό > του φαγιού
παδία: >
χημικά > μέταλλα και χημικά
πάδιο: >
χημικά > μέταλλα και χημικά
παζαρίτης:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
παζαριώτες:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πάης: >
πατέρας > οικογενειακά
παθαίνω:
> ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παθολόγος:
> γιατρός > γιατρικά
παιγνίδια
(τα): > όργανα > του μουσικού
παιδαγγόνια:
> αγγόνι > οικογενειακά
παιδάκι:
> παιδί > οικογενειακά
παιδαρέλι:
> παιδί > οικογενειακά
παίδαρος:
> παιδί > οικογενειακά
παιδί: >
παιδί > οικογενειακά
παιδόγγονα:
> αγγόνι > οικογενειακά
παιδογεννώ:
> γεννώ > βιολογικά
παιδοκομώ:
> γεννώ > βιολογικά
παιδολόγι:
> παιδί > οικογενειακά
παιδοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
παιδόπουλο:
> παιδί > οικογενειακά
παιδοσπέρνω:
> γεννώ > βιολογικά
παιδούλα:
> κόρη > οικογενειακά
παιδούσα:
> λεχώνα > βιολογικά
παιδώστρα:
γυναίκα που έκανε πολλά παιδιά > λεχώνα > βιολογικά
παίρνει:
παίρνει η μέρα > αβγή > αστρικά
παίρνω:
παίρνω ένα αίμα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά
παιχνιδιάρης:
> μουσικός > του μουσικού
παιχνιδιάτορας:
> μουσικός > του μουσικού
πάλα: >
σπαθί > του πολεμιστή
παλαβάδα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παλαβομάρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παλαβός:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παλαβοσύνη:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παλαβώνω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παλάγγι:
> ζυγαριά > του μαγεριού
παλαγγιάζω:
ισοροπώ τα βαρέλια πάνω στα παλάγγι (φαλάγγια = ξύλα για να μην κυλούν τα
βαρέλια) > παλαγγιάζω > του τρύγου
παλάζι:
Anas platyrhynchos | μικρά αγριόπαπια > αγριόπαπια > πουλιά
παλαμαρά:
> αλέτρι > του χωραφιού
παλαμάρι:
> σκοινιά > του καραβιού
παλάμη:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
παλαμίζω:
καθαρίζω την καρίνα > παλαμίζω > του σκαριού
παλαμισιά:
> παλαμίζω > του σκαριού
παλαμύδα:
Thynnus brachypterus > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
παλάντσα:
> ζυγαριά > του μαγεριού
παλάτι:
> παλάτι > του χτίστη
παλέβω:
παλέβω ψάρι (που είναι πιασμένο στη σύρτη) > ψαρέβω > της ψαρικής
πάλες: >
άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
παλέτα:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
παλέτσα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
παληκάρι:
> ανύπαντρος > οικογενειακά
παληκαριάτικα:
δώρο χήρας σε παληκάρι πριν από το γάμο > μπροστιάσματα > οικογενειακά
παλιάγκα:
> πουλιά λίμνης > πουλιά
παλιατζής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
παλίκι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
παλιοβουλιός:
σωρός πέτρες μουσκλιασμένες > πέτρα > πέτρες
παλιοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
παλιοδάσκαλος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
παλιοκλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
παλιομονάστηρο:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
παλιόπαιδο:
> παιδί > οικογενειακά
παλιοσίδερα:
> σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
παλιοτούφεκο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
παλιοχρονίτης:
που βαστά το παλιό μερολόγιο > χρόνος > της μέρας και της ώρας
παλκόνι:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
παλούκι:
> σταλίκι > του χωραφιού
παλουκοδέτης:
παλούκι όπου δένουν τα ζα > παλουκοδέτης > του αγωγιάτη και του αμαξά
παλουκοκάφτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πάνα: >
πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πάνα: >
φούρνος > του μαγεριού
Παναγιά:
καλέ Παναγιά μου > είδη χορών > χοροί
Παναγιάς:
Megila maculata | της Παναγιάς > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια
πανάδα:
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πανάδα:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
πανάς: >
ράφτης > ραφτικά
πανένιος:
> πανίτικος > πανιά
πανεπιστήμιο:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πανεράς:
> κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πανί: >
πανί > πανιά
πανί: >
πανί > του αργαλιού και της ρόκας
πανί: >
στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
πανιά: >
πανιά > πανιά
πανιά: >
πανιά > του καραβιού
πανιά: >
στέκουμαι στα πανιά > αρμενίσματα
πανιάρα:
> φούρνος > του μαγεριού
πάνιασμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
πανίζω:
> φούρνος > του μαγεριού
πανικά:
> πανί > πανιά
πάνινος:
> πανίτικος > πανιά
πανιστής:
> φούρνος > του μαγεριού
πανίστρα:
> φούρνος > του μαγεριού
πάνιστρο:
> φούρνος > του μαγεριού
πάνιστρο:
πατσαβούρα για να καθαρίζουν το μέσα του κανονιού αφού ρίξει > μέρος του
κανονιού > του πολεμιστή
πανίτικος:
> πανίτικος > πανιά
πανόλακκας:
> φούρνος > του μαγεριού
πανούκλα:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πανουκλιάζω:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πανουκλιάρης:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πανουκλιασμένος:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παντελόνι:
> βρακί > ρούχα
παντεσπάνι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
παντεσπάνια:
> ζυμαρικά > του φαγιού
παντέχτι:
χυτήρι για χρυσάφι > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
παντζάρια:
> λαχανικά > του φαγιού
παντζαρσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
παντζέχρι:
πέτρα που βρίσκεται στα στομάχια των μηρυκαστικών και που την είχαν άλλοτε
για μαγικό αντίδοτο > παντζέχρι > πέτρες
παντζούρι:
> λύχνος > του σπιτικού
παντζούρι:
> μέρη του παραθυριού > του χτίστη
παντιέρα:
> παντιέρα > του καραβιού
παντούφλα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
παντούφλα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
παντρέβουμαι:
> γάμος > οικογενειακά
παντρέβω:
> γάμος > οικογενειακά
παντρεμένη:
> παντρεμένος > οικογενειακά
παντρεμένος:
> παντρεμένος > οικογενειακά
παντριά:
> γάμος > οικογενειακά
παντρολογήματα:
> γάμος > οικογενειακά
παντρολογήτρα:
> προξενιά > οικογενειακά
παντρολογιούμαι:
> γάμος > οικογενειακά
παντρολογώ:
> γάμος > οικογενειακά
παντρολογώ:
> προξενιά > οικογενειακά
πανωβράκι:
> βρακί > ρούχα
πανωκαλύμαφκο:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
πανωκάπουλα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
πανωκλίβανο:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
πανωκόρμι:
> πανωκόρμι > ρούχα
πανώντυμα:
> πανωφόρι > ρούχα
πανωπόρτι:
το απάνω μέρος της πόρτας > πόρτα > του χτίστη
πανώστρατα:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
πανωστρατίς:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
πανωφόρι:
> πανωφόρι > ρούχα
πανωφόρι:
> πατατούκα > ρούχα
παξιμαδάς:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
παξιμάδι:
> ψωμί > του φαγιού
παξιμάδι:
πλακωτό δαχτυλίδι περασμένο στη βίδα > βίδα > του μαραγκού
παξιμαδιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
παοαδάκος:
Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά
παπαδάκι:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
παπαδιά:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
παπαδιά:
Putorius nivalis | κερά παπαδιά > νυφίτσα > θηλαστικά
παπαδιά:
σύνεργο για να μαζώνουνε στ' αλώνια > αλώνι > του χωραφιού
παπαδική:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
παπαδίτσα:
> παπαδίτσα > πουλιά
παπαδοπαίδι:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
παπαδοπαίδι:
> παιδί > οικογενειακά
παπαδοπαίδι:
> παιδί > οικογενειακά
παπαδοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
παπαδόπουλο:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
παπάζι:
η πατσαβούρα που σφουγγαρίζουν το κατάστρωμα > παπάζι > του καραβιού
παπάζι:
στρογγυλό κομάτι πανιού στη μέση της σκούφιας > σκούφια > ρούχα
παπαλίνα:
Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας
παπάρα:
> ψωμί > του φαγιού
παπάρι:
βάλανος > αρχίδι > όργανα
παπάς: >
εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
πάπας: >
εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
παπαφίγγος:
> πανιά > του καραβιού
παπί: Anatidae
> πάπια > πουλιά
πάπια: Anatidae
> πάπια > πουλιά
πάπλωμα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
πάπλωμα:
> παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
παπλωματάδικο:
> παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
παπλωματάς:
> παπλωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
παπλωματάς:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
πάπος: Anatidae
> πάπια > πουλιά
πάπου: >
παπούς > οικογενειακά
παπούδι:
θαλασσινός σάλιαγκος > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
παπουλάκος:
έτσι λεν και τους παπάδες > παπούς > οικογενειακά
παπούληδες:
> γονιός > οικογενειακά
παπούλης:
> παπούς > οικογενειακά
παπούς:
> παπούς > οικογενειακά
πάπους:
> άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
παπουτσάδικο:
> παπουτσάδικο > του παπουτσή
παπουτσής:
> παπουτσής > του παπουτσή
παπούτσι:
> παπούτσι > του παπουτσή
παραβάνι:
> ανεμοσκεπή > του σπιτικού
παραβλαστάρι:
> ρίζα > φυτολογικά
παραβλάσταρο:
> ρίζα > φυτολογικά
παραβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
παραγάδι:
> παραγάδι > της ψαρικής
παραγαδιάρης:
> ψαράς > της ψαρικής
παραγαδιάρικο:
> είδη καραβιών > καράβια
παράγγι:
> σκοινιά > του καραβιού
παραγεμίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
παραγέμισμα:
> γέμιση > του φαγιού
παραγιός:
> παραπαίδι > οικογενειακά
παράγκα:
> μπαράκα > του χτίστη
παραγκώνι:
> τζάκι > του σπιτικού
παραγώνι:
> τζάκι > του σπιτικού
παραδάγκαλο:
> αγκαλιά > ανατομικά κατατόπια
παραδάγκαλο:
> τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
παράδαρμα:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παραδαρμένη:
κωμικά > κοιλιά > όργανα
παραδαρμός:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παραδέρνεται:
> το πανί > αρμενίσματα
παραδέρφη:
στενή φιλενάδα > αδέρφι > οικογενειακά
παραδικιός:
> συγγενής > οικογενειακά
παραδολώνια:
> πανιά > του καραβιού
παραζούζουλο:
> αποριξίμι > βιολογικά
παραθαλάσσι:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
παραθαλασσιά:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
παραθούρες:
> φούρνος > του μαγεριού
παραθύρα:
η χηβαδωτή τρύπα στον τοίχο για να βάζουν πράματα > μπατάρι > του
χτίστη
παραθυράς:
> παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
παραθύρι:
> παράθυρο > του χτίστη
παράθυρο:
> παράθυρο > του χτίστη
παρακαιριά:
ακατάλληλος καιρός > κακοκαιριά > καιρικά
παρακαιρίζει:
ο καιρός είναι παράκαιρος, ασυνήθιστος για την εποχή > καιρός >
καιρικά
παρακάνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
παρακλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
παρακλάδι:
> ρίζα > φυτολογικά
παρακλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
παρακλώναρο:
> κλαδί > φυτολογικά
παρακλώναρο:
> ρίζα > φυτολογικά
παρακόρη:
> παρακόρη > οικογενειακά
παρακουζουλός:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παράκουο:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
παρακυλάει:
παραδέρνει ζερβιά δεξιά > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
παρακύλημα:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παρακύρης:
> πατέρας > οικογενειακά
παραλάλημα:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παραλαλητό:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παραλαλώ:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παραλογιάζουμαι:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραλογιάζω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραλογιασμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραλογισιά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παράλογος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραλυμένος:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραλυσία:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραλυτικός:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παράλυτο:
> καράβι > καράβια
παράλυτος:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραμαγούλα:
παρωτίτις > μαγουλήθρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παράμαλο:
> μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
παραμάνα:
> βυζαίνω > βιολογικά
παραμάνα:
> καρφίτσα > ραφτικά
παραμάνα:
> παραμάνα > οικογενειακά
παραμαξάς:
> σαΐσης > του αγωγιάτη και του αμαξά
παραμεριά:
> παραμεριά > τοπογραφικά
παράμερος:
παράμερος τόπος > παραμεριά > τοπογραφικά
παράμεσος:
το δάχτυλο του δαχτυλιδιού > δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
παραμίλημα:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παραμιλητό:
> παράδαρμα > φυσιολογικά
παράμολο:
> μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
παραμονοπάτι:
> δρόμος > τοπογραφικά
παράμουλο:
> μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
παραμούστακο:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
παράμπαλο:
> μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
παραμπάσταρδοι:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
παρανάβλι:
επίναυλον > κάπα > του κούρσου και του φορτωτή
παρανυχίδα:
> αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρανυχίδα:
> δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
παρανυχίδα:
> παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραξάρτια:
> σκοινιά > του καραβιού
παραξυμιασμένος:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραξυμός:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραξυσμός:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραπάγκος:
> παραπάγκος > του καραβιού
παραπαίδι:
> παραπαίδι > οικογενειακά
παραπαίρνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
παραπαταΐκι:
Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά
παραπατέρας:
> πατέρας > οικογενειακά
παραπέτο:
> παραπέτο > του καραβιού
παραπέφτω:
> ξεπέφτω > αρμενίσματα
παραπήγματα:
> στρατώνας > του χτίστη
παραπήρε:
παραπήρε η φωτιά > μαγειρέματα > του μαγεριού
παραπήρε:
παραπήρε το κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού
παραπόδια:
ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
παραπόλι:
> χώρα > τοπογραφικά
παραπόρτι:
> πόρτα > του χτίστη
παραποτάμι:
> ποτάμι > τοπογραφικά
παραποταμιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
παραπούλι:
> ρίζα > φυτολογικά
παραπροίκι:
> προίκα > οικογενειακά
παραπύργι:
> κάστρο > του χτίστη
παραπύρι:
> πυροστάτης > του σπιτικού
παραριζίτης:
> ρίζα > φυτολογικά
παραρμενίζω:
> αρμενίζω > αρμενίσματα
παρασαρκίδα:
> παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρασαρκίδα:
το φούσκωμα του κορμού γέρικου δέντρου > ρόζος > φυτολογικά
παρασόκακο:
> δρόμος > τοπογραφικά
παράσπηλο:
> σπηλιά > τοπογραφικά
παράσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
παρασπόρια
(τα): > σπέρνω > του χωραφιού
παραστάρι:
> πόρτα > του χτίστη
παραστάτης:
> πόρτα > του χτίστη
παραστατό:
> πόρτα > του χτίστη
παράστραβος:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παραστράτα:
> δρόμος > τοπογραφικά
παράστρατα:
> κατάστρατα > τοπογραφικά
παραστράτι:
> δρόμος > τοπογραφικά
παράστρατο:
δρομάκι που βγαίνει από μεγάλο δρόμο > δρόμος > τοπογραφικά
παραταγή:
> στρατός > του πολεμιστή
παραφτίδα:
> μηλίγγι > κόκκαλα
παραφωτιά:
> τζάκι > του σπιτικού
παραχρονιά:
χρονιά που δεν καρπίζουν τα δέντρα > χρόνος > της μέρας και της ώρας
παραχρονιάρης:
κάθε δέφτερο χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας
παράχωμα:
> ποτάμι > τοπογραφικά
παράχωμα:
> χώματα > του χωραφιού
παραψήνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
παρδάλες:
> θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού
παρδάλι:
Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά
παρδαλό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
παρδαλόχτερας:
Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά
παρέλα:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
παρελώνω:
βγαίνω από το δρόμο > παρελώνω > αρμενίσματα
πάρεση:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρηγοριά:
το δείπνο των πεθαμένων > λειτουργικά > της εκκλησιάς
παρκάνια:
μυτερά σίδερα για να εμποδίζουν την καβαλαρία > πολιορκητικά > του
πολεμιστή
παρκέτα:
> παρκέτα > του καραβιού
παρμακλίκια:
> σκάλα > του χτίστη
παρμάρα:
> δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρμάρα:
> στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
παρμένος:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρμός:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρμός:
> στα γίδια > αρώστιες ζώων
παρμός:
κούτσαμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
παρμπέρα:
> κρέβατος > του σπιτικού
παροξυμός:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρούμα:
> μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής
πάρσιμο:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παρώνος:
Tichodroma muraria > παρώνος > πουλιά
παρωρίτης:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
πάσα: >
χαρτιά > παιγνίδια
πάσα
τέμπο: καβουρδιστοί πεπονόσποροι > αμύγδαλα > του φαγιού
πασαλειμένος:
πασαλειμένος αίματα > ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πασαμπάγκος:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
πάσαρα:
> είδη καραβιών > καράβια
πασέτα:
> χαρτιά > παιγνίδια
πασκαλί:
> γαλανός > του ζουγράφου
πασκαλιάτικα:
> αβγά > του φαγιού
πασκαλινά:
> αβγά > του φαγιού
πασκαλινό:
> φαγί > του φαγιού
πασκαλίτσα:
Megila maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια
πασκιάζω:
> αρτυμή > του φαγιού
πάσμα: >
λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
πασμός:
> δολώνω > της ψαρικής
πασούλι:
> κρεμαστήρι > του σπιτικού
πασούμι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
πασούνι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
πασπάλη:
πασπαλισμένο αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού
πασπαλίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
πάσπαρος:
> πέτρα > πέτρες
πάσσα: >
δολώνω > της ψαρικής
πασσαλοκάφτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πάστα: >
γλυκά > του φαγιού
πάστα: >
ζυμαρικά > του φαγιού
πάστα: >
ζυμαρικά > του φαγιού
πάστα-φλόρα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
παστελαριές:
πατητά σύκα > σύκα > του φαγιού
παστέλι:
> γλυκά > του φαγιού
παστέλο:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
παστέλο:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
παστιτσιέρης:
> ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα
παστίτσιο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
παστό: >
κρέας > του φαγιού
παστό: >
ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
παστοκύδωνο:
> γλυκά > του φαγιού
παστούρες:
> πεδίκλα > της βοσκής
παστουρμάς:
> κρέας > του φαγιού
παστουρμάς:
παστό κρέας καμήλας > παστουρματζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
παστουρματζής:
> παστουρματζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
παστόψαρο:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
πάστρα:
> χαρτιά > παιγνίδια
παστώνω:
> αλατιστής > άλλες τέχνες και σύνεργα
παστώνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
παταγιόλι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
παταγούδι:
> κρύο > καιρικά
πατάκι:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
πατάρι:
μισό πάτωμα κάμερας ή αποθήκης > πάτωμα > του χτίστη
πατάτα:
> λαχανικά > του φαγιού
πατατάτο:
> κρέας > του φαγιού
πατατόσουπα:
> ζουμί > του φαγιού
πατατούκα:
> πανωφόρι > ρούχα
πατατούκα:
πανωφόρι φουστανελά > πατατούκα > ρούχα
πάτελα:
Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πατέρας:
> πατέρας > οικογενειακά
πατερίτσα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
πατερό:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
πάτερο:
δοκάρι για πάτωμα ή ταβάνι > δοκαρωσιά > του χτίστη
πατήθρες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
πάτημα:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
πάτημα:
> πάτημα > του κυνηγού
πατημασιά:
> πάτημα > του κυνηγού
πατημένη:
πατημένη διάβα > δρόμος > τοπογραφικά
πατημένο:
> παπούτσι > του παπουτσή
πατησιά:
> πάτημα > του κυνηγού
πατήστρες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
πατητή:
> βελονιές > ραφτικά
πατητήρα:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
πατητήρι:
> πατητήρι > του τρύγου
πατήτρα:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
πατήτριες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
πατιά: >
πάτημα > του κυνηγού
πατίκι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
πατίκι:
παντούφλα πατίκι = πατημένη πίσω > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
πατικιά:
κάθετη προς το δρόμο > πέτρα > του χτίστη
πατόξυλο:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
πάτος: >
δρόμος > τοπογραφικά
πάτος: >
μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
πάτος: >
πάτος > τοπογραφικά
πατουλιά:
> δάσος > τοπογραφικά
πατουλιά:
θάμνος από βάτους > πατουλιά > φυτολογικά
πατούνα:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
πατούσα:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
πατούχα:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
πατριάρχης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
πατριαρχικά:
πατριαρχικά μοναστήρια > μοναστήρι > της εκκλησιάς
πατριός:
> πατέρας > οικογενειακά
πατρίτσες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
πατρογονικά:
> γονιός > οικογενειακά
πατσαβούρα:
> πατσαβούρα > ρούχα
πατσαβούρα:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
πατσάλι:
> κρέας > του φαγιού
πατσαλίκια:
> κρέας > του φαγιού
πατσαλίκια:
> σφαχτό > του φαγιού
πατσάς:
> κρέας > του φαγιού
πατσές:
> σφαχτό > του φαγιού
πάτωμα:
> πάτωμα > του χτίστη
πατώματα:
> πατώματα > του χτίστη
πατώνω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
πατώνω:
πατώνω τη σύρτη = κατεβάζω τη σύρτη ως τον πάτο της θάλασσας > ψαρέβω
> της ψαρικής
πατωσιά:
> δρόμος > τοπογραφικά
πατωσιά:
> πάτος > τοπογραφικά
πατωσιά:
> πάτωμα > του χτίστη
πάφα: Mugil
cephalus | ο θηλυκός κέφαλος > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
πάφιλας:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
πάφιλας:
ορειχάλκινο έλασμα > τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
παφίλια:
ασημόχρυσα στολίδια των αρματολών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
πάφλας:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
παχάρι:
αθέριστος σανός > χόρτο > φυτολογικά
παχάρι:
παχύ αρνί για μαχαίρι > μανάρι > της βοσκής
παχιά: >
γη > του χωραφιού
παχιάντερα:
> άντερα > όργανα
πάχνη: παγωμένη
δροσιά > πάχνη > καιρικά
παχνί: >
βουκολιό > της βοσκής
παχνιάζω:
παχνιάζω το βόδι > στανιάζω > της βοσκής
παχνισμένος:
> πάχνη > καιρικά
παχνιστής:
Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πάχος: >
κρέας > του φαγιού
πάχος: >
πάχος > ανατομικά κατατόπια
πάχος: >
σφαχτό > του φαγιού
παχόσπυρο:
> απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
παχούρι:
> καζάνι > του μαγεριού
πάχτος:
> καλιεργώ > του χωραφιού
παχτρί:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
παχτώνω:
> καλιεργώ > του χωραφιού
πεδίκλα:
> πεδίκλα > της βοσκής
πέζα: >
ίσιωμα > τοπογραφικά
πεζαλός:
που ψαρέβει δίχως δίχτια > ψαράς > της ψαρικής
πεζέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
πεζόβολος:
> πεζόβολος > της ψαρικής
πεζοδρόμι:
> δρόμος > τοπογραφικά
πεζονήσι:
χερσόνησος > διαπόρι > τοπογραφικά
πεζούλα:
πεζούλι για να καβαλίσεις ή να ξεπεζέψεις > πεζούλα > του αγωγιάτη και
του αμαξά
πεθαμενατζής:
> κηδεία > οικογενειακά
πεθαμενατζής:
> πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
πεθερικά
τα: > πεθερός > οικογενειακά
πεθερός:
> πεθερός > οικογενειακά
πείνα: >
νηστεία > του φαγιού
πεινασμένος:
> λιγούρα > φυσιολογικά
πειρασματικά:
> πειρασματικά > δαιμονικά
πειρασμός:
> διάβολος > δαιμονικά
πείρος:
> βαρέλι > του τρύγου
πέλα: σκισμένες
λουρίδες σανιδιού που κάνουν τους ψεφτότοιχους > σανίδι > του χτίστη
πελαγίζω:
βγαίνω στο πέλαγος > πελαγίζω > αρμενίσματα
πελαγίσιο:
πελαγίσιο αγέρι > στεριανό > καιρικά
πέλαγο:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
πελαγοδαρμός:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
πελαγόδρομο:
> καράβι > καράβια
πελαγοδρομός:
> κακοκαιριά > καιρικά
πελαγόπετρα:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
πελαγόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
πελαγωμένη:
πελαγωμένη ξέρα > ξέρα > της θάλασσας και του καιρού
πελαγώνω:
> πελαγίζω > αρμενίσματα
πελαργός:
Ciconia alba > λελέκι > πουλιά
πελεκανιά:
> πετροκοπιό > του χτίστη
πελεκάνος:
> μαραγκός > του μαραγκού
πελεκάνος:
> πετράς > του χτίστη
πελεκάνος:
Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά
πελεκάς:
> μαραγκός > του μαραγκού
πελεκάς:
> πετράς > του χτίστη
πέλεκας:
Gecinus viridis > ξυλοφάγος > πουλιά
πελέκι:
> μπαλτάς > του πολεμιστή
πελέκι:
> πέταβρο > του μαραγκού
πελέκι:
> τσεκούρι > του χωραφιού
πελέκια
(τα): > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
πελτέκης:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πελτεκιά:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πεμπάλωμα:
έκτρωσις > πεμπάλωμα > βιολογικά
πεμπαλώνω:
> πεμπάλωμα > βιολογικά
πεμπέ: ανοιχτό
τριανταφυλλί > κόκκινος > του ζουγράφου
πεμπιός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
πένα: >
γραφικά > του σπιτικού
πενίτσα:
> γραφικά > του σπιτικού
πενταβλοί:
> ποτιστής > της βοσκής
πεντάγνωμος:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πεντάγραμμο:
> πεντάγραμμο της μουσικής > του μουσικού
πεντάγραμμο:
μαγικό σημάδι > πεντάρφα > δαιμονικά
πεντακάντηλα:
> καρπός > φυτολογικά
πεντάλφα:
> πεντάρφα > δαιμονικά
πενταράβδια:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
πεντάρφα:
> πεντάρφα > δαιμονικά
πεντάρφανος:
> ορφανός > οικογενειακά
πεντάσπιτα:
πεντάσπιτα καρύδια > καρπός > φυτολογικά
πεντεφάς:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πεντόβολα:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
πεντόβολο:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
πεντόγνωμος:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πεντοζάλης:
> είδη χορών > χοροί
πεντόπετρες:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
πεπεής:
που ξαναλέει την ίδια συλαβή πολλές φορές πριν μπορέσει να βγάλει μια λέξη
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πεπεΐζω:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πεπιριέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
πέραμα:
> δρόμος > τοπογραφικά
πέραμα:
> είδη καραβιών > καράβια
πέραμα:
> μακρυνάρι > του χτίστη
πέραμα:
> πέραμα > της θάλασσας και του καιρού
πέραμα:
> πέραμα > τοπογραφικά
περαματάρης:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
περαματίζω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
περάντι:
> σύρτης > του χτίστη
περασιά:
> δρόμος > τοπογραφικά
περασιά:
> μακρυνάρι > του χτίστη
πέρασμα:
> δρόμος > τοπογραφικά
πέρασμα:
> μακρυνάρι > του χτίστη
πέρασμα:
> πέραμα > τοπογραφικά
πέρασμα:
> περαστικά > ψαρολογικά
πέρασμα:
> πέρσμα πουλιών > πουλολογικά
περαστή:
> βελονιές > ραφτικά
περαστήρι:
> σουρωτήρι > του μαγεριού
περαστήρι:
χοντρή βελόνα για να περνάς κορδόνι στο στρήφωμα > βελόνα > ραφτικά
περαστικά:
περαστικά ψάρια = αποδημητικά > περαστικά > ψαρολογικά
περαταριά:
> δρόμος > τοπογραφικά
περαταριά:
> είδη καραβιών > καράβια
περαταριά:
> πέραμα > της θάλασσας και του καιρού
περαταριά:
> πέραμα > τοπογραφικά
περάτης:
> σύρτης > του χτίστη
περατίκι:
του χάρου το αγώγι > χάρος > δαιμονικά
περβάζι:
> γύρος > ραφτικά
περβάζι:
> μέρη του παραθυριού > του χτίστη
περβανές:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
περβόλι:
> περιβόλι > του χωραφιού
περγαμότο:
> γλυκά > του φαγιού
περγαντίνο:
> είδη καραβιών > καράβια
περγιάλι:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
περγιαλίτης:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
περγουλάδα:
> πέργουλο > του χωραφιού
περγουλιά:
> πέργουλο > του χωραφιού
περγουλιάδα:
> πέργουλο > του χωραφιού
πέργουλο:
> πέργουλο > του χωραφιού
πέρδικα:
Glareola | πέρδικα της θάλασσας > νεροχελίδονο > πουλιά
πέρδικα:
Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
πέρδικα:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis | πέρδικα του κάμπου > πέρδικα >
πουλιά
πέρδικα:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά
περδικάβγουλο:
> αβγό > πουλολογικά
περδίκι:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά
περδικλωστό:
τρυπητό στριφτό σκέδιο που γίνεται στο πανί καθώς το φαίνουν >
περδικλωστό > του αργαλιού και της ρόκας
περδικογέρακας:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
περδικογέρακο:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
περδικομάνα:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά
περδικόπουλο:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis > πέρδικα > πουλιά
περδικόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
περδικούνια:
> σύκα > του φαγιού
περδούκλωμα:
> ποδόλυσσα > αρώστιες ζώων
περέχυμα:
> σάλτσα > του φαγιού
περιάβλι:
μεγάλη αβλή μοναστηριού > μοναστήρι > της εκκλησιάς
περιάβλι:
μεγάλη αβλή, μάλιστα μοναστηριού > αβλή > του χτίστη
περιβολάρης:
> περιβολάρης > του χωραφιού
περιβολαριά:
> περιβολάρης > του χωραφιού
περιβολάρικα:
> σύκα > του φαγιού
περιβολάρισα:
> περιβολάρης > του χωραφιού
περιβόλι:
> περιβόλι > του χωραφιού
περίγυρα:
> περίγυρα > τοπογραφικά
περιγυριά:
> περίγυρα > τοπογραφικά
περιδρομιάζω:
σκάνω από το παραμπούκωμα > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
περίδρομος:
> διάβολος > δαιμονικά
περίδρομος:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
περίδρομος:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
περιέρα:
> κανόνι > του πολεμιστή
περικάβω:
καίω χαμόδεντρα > ξεχερσώνω > του χωραφιού
περικεφαλιά:
> περικεφαλιά > του πολεμιστή
περικοπά:
από κοντόστρατο > κατάστρατα > τοπογραφικά
περιλακκώνω:
> σκάφτω > του χωραφιού
περιμένει:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
πέριορα:
τα περιτρίγυρα του βουνού > περίγυρα > τοπογραφικά
περιπλοκάδα:
> βελονιές > ραφτικά
περισσοψήνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
περιστέρα:
> περιστέρι > πουλιά
περιστέρι:
> περιστέρι > πουλιά
περίστερος:
> περιστέρι > πουλιά
περιστερώνας:
> περιστερώνας > του χτίστη
περίστροφο:
> πιστόλι > του πολεμιστή
περιτρίγυρα:
> περίγυρα > τοπογραφικά
περίχωρα:
> περίγυρα > τοπογραφικά
πέρκα: Perca
fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
περκάλι:
> πανιά > πανιά
περκαντί:
> είδη καραβιών > καράβια
περκί: Perca
fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
πέρκι: Perca
fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
περκίδα:
Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
περκνάδα:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
περκνός:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
περμακλίκια:
> κάγκελα > του χτίστη
περμαχιόλι:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
περμαχόνι:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
περναμπούκο:
ξύλο της Βραζιλίας > ξύλα > του μαραγκού
περνοδιαβασιά:
> δρόμος > τοπογραφικά
περνώ: περνώ
κλωστή > δουλιές του ράφτη > ραφτικά
περόβολος:
> πεζόβολος > της ψαρικής
περόνι:
> περόνι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
περόνι:
> ρεζές > του χτίστη
περονιάζει:
> το κρύο > καιρικά
περονόσπορος:
των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
περουζένιος:
> γαλανός > του ζουγράφου
περουζένιος:
> περουζές > πετράδια
περουζές:
> περουζές > πετράδια
περπατά:
περπατά το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
περπάτημα:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
περπατησιές:
περπατησιές της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
περπατίνα:
> κληματαριά > του χωραφιού
πέρσμα:
> πέραμα > της θάλασσας και του καιρού
πεσκήρι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
πεσλιά:
> γελέκο > ρούχα
πεστεμάλι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
πεστεμάλι:
ποδιά του λουτράρη > ποδιά > ρούχα
πέστροφα:
Salmo fario > πέστροφα > ψάρια του γλυκού νερού
πέταβρο:
> καλάμι > γιατρικά
πέταβρο:
> σανίδι > του χτίστη
πέταβρο:
φτενό σανίδι > πέταβρο > του μαραγκού
πεταβρώνω:
> καλάμι > γιατρικά
πετάει:
πετάει-πετάει > παιδιών > παιγνίδια
πετακάκι:
> πεταρούδι > πουλολογικά
πέτακας:
γκρεμνός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πετάλα:
Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πεταλάς:
> πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά
πετάλι:
> γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας
πετάλι:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
πετάλι:
> τρέμουσα > ραφτικά
πεταλίδα:
Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πεταλίδια:
αμάδες που ρίχνουν τα παιδιά απάνω σε νερό και τις κάνουν και πηδούν >
παιδιών > παιγνίδια
πέταλο:
> κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πέταλο:
> πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά
πεταλούδα:
Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
πεταλούδι:
Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
πεταλώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
πεταλωτής:
> πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά
πεταρούδι:
> πεταρούδι > πουλολογικά
πετάσι:
> σύρτης > του χτίστη
πεταχτά:
> αφτί > όργανα
πεταχτάρη:
> πετονιά > της ψαρικής
πεταχτή:
> πετονιά > της ψαρικής
πεταχτό:
> παιδιών > παιγνίδια
πετεινάρι:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
πετεινός:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
πετεινός:
> μήτρα > όργανα
πετεινός:
Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά
πετεινού:
αβγό του πετεινού > αβγό > πουλολογικά
πετιμέζι:
ψητός μούστος > γλυκά > του φαγιού
πετίνι:
> κλαδί > φυτολογικά
πετμεζάς:
Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πέτο: >
μέρη του σακακιού > ρούχα
πετονιά:
> πετονιά > της ψαρικής
πέτος: >
κληματαριά > του χωραφιού
πετούμενο:
> πουλί > πουλολογικά
πετούμενο:
πετούμενο άστρο > άστρο > αστρικά
πέτρα: >
άμμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πέτρα: >
πέτρα > πέτρες
πέτρα: >
πέτρα > του χτίστη
πετράβλακο:
> αβλάκι > του χωραφιού
πετραδάκι:
> πέτρα > πέτρες
πετράδια:
> πετράδια > πετράδια
πετραδούλα:
> πέτρα > πέτρες
πετράηδονο:
Luscinia luscinia > αηδόνι > πουλιά
πετραλώνι:
> αλώνι > του χωραφιού
πετραμήθρες:
> πετράδια > πετράδια
πετράρης:
> πετράς > του χτίστη
πετράς:
> πετράς > του χτίστη
πετραχήλι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
πετρένιος:
> βώλοι > παιγνίδια
πέτρες:
πέτρες αξετίμητες > πετράδια > πετράδια
πετριά:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πετριά:
έχει πετριά > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πετριδοχώρι:
> χωριό > τοπογραφικά
πετρίκι:
μαλί που βγαίνει από το λανάρισμα > μαλί > της βοσκής
πετρίλα:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
πέτρινος:
είδη βόλων > βώλοι > παιγνίδια
πετρίτης:
> άλλα φίδια > σερπετά
πετρίτης:
> πετρίτης > πουλιά
πετρίτης:
> πετροχήβαδο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πετρίτης:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
πετρίτης:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πετρίτσα:
> πέτρα > πέτρες
πετρόβολο:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
πετροβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
πετρόβρυση:
> βρύση > του χωραφιού
πετρογέρακας:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
πετρογεράκι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
πετρογέφυρο:
> γιοφύρι > του χτίστη
πετρογοβιός:
Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας
πετρογούβιδο:
Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας
πετροκάικο:
> είδη καραβιών > καράβια
πετροκαλαμίδα:
αλεξικέραυνον > πετροκαλαμίδα > του χτίστη
πετροκάρυδο:
> αμύγδαλα > του φαγιού
πετροκαταλούσα:
> μάγος > δαιμονικά
πετροκαταλύτης:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
πετρόκλης:
Pratincola rubicola > πετρόκλης > πουλιά
πετροκόντυλο:
κοντύλι της πλάκας > γραφικά > του σπιτικού
πετροκοπιό:
> πετροκοπιό > του χτίστη
πετροκόπος:
> πετράς > του χτίστη
πετροκότσιφας:
Merula merula > κότσιφας > πουλιά
πετρόλακκος:
> λάκκα > τοπογραφικά
πετρολιάρα:
> πετρολιάρα > πουλιά
πετρομάχι:
χοντρό πετσί στο μπροστινό μέρος του τσαρουχιού > μέρη του παπουτσιού
> του παπουτσή
πετρόμυζο:
Petromyzon marinus > γαλιά > ψάρια της θάλασσας
πετροπέρδικα:
Perdix perdix | Caccabis saxatilis | πέρδικα του βουνού > πέρδικα >
πουλιά
πετρόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
πετροπούλι:
> μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά
πετροράχιδο:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πετρόσκαλα:
> σκάλα > του χτίστη
πετρόσπαρτη:
> γη > του χωραφιού
πετρόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
πετροσπουργίτης:
Passer > σπουργίτης > πουλιά
πετροχάλαζο:
> χαλάζι > καιρικά
πετροχελίδονο:
Micropus apus > πετροχελίδονο > πουλιά
πετροχήβαδο:
> πετροχήβαδο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πέτρωμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
πετρώματα:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
πετρωσιά:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
πετρωτά:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
πετρωτή:
> βελονιές > ραφτικά
πετρωτός:
> σταχτής > του ζουγράφου
πέτσα: >
πετσί > ανατομικά κατατόπια
πέτσα: >
πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πέτσα: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
πέτσα: >
ψωμί > του φαγιού
πετσάλι:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
πετσαλίδα:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πετσέτα:
> τραπέζι > του σπιτικού
πετσί: >
πετσί > ανατομικά κατατόπια
πετσί: >
πετσί > του παπουτσή
πετσιά:
> χοιριά > του ταμπάκη
πετσιάζει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πέτσιασμα:
> κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πέτσικο:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
πετσοκόματα:
> πετσί > του παπουτσή
πετσολαίμης:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
πετσομάγουλος:
> μάγουλο > ανατομικά κατατόπια
πετσοματής:
> παπουτσής > του παπουτσή
πετσούδα:
Thynnus brachypterus > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
πέτσωμα:
> πετσί > του παπουτσή
πέτσωμα:
το στρώσιμο των σανιδιών της στέγης > στέγη > του χτίστη
πετσώνω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
πεφκατσίγγανα:
> φρύγανα > φυτολογικά
πέφκι: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
πέφκι: >
χαλί > του σπιτικού
πεφκιά:
> δάσος > τοπογραφικά
πεφκοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
πεφκοδάσι:
> δάσος > τοπογραφικά
πεφκόλακκος:
> λάκκα > τοπογραφικά
πεφκόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
πεφκοτόπι:
> δάσος > τοπογραφικά
πέφτει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
πέφτει:
πέφτει αντάρα > αντάρα > καιρικά
πέφτουν:
πέφτουν τα σπαρτά (από άνεμο, βροχή) > αδερφώνουν τα σπαρτά >
φυτολογικά
πέφτω
όξω: > βουλιάζω > αρμενίσματα
πηγαδάς:
> πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πηγάδι:
> πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πηγάδι:
> πηγάδι > του χωραφιού
πηγαδομάνα:
> βρύση > του χωραφιού
πηγαδομάνα:
> πηγάδι > του χωραφιού
πηγαδόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
πηγαδόπετρα:
> πηγάδι > του χωραφιού
πηγαδόσκαμα:
> πηγαδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πηγαδόσκαμα:
> πηγάδι > του χωραφιού
πηγαδόστομος:
> στόμα > όργανα
πηγαδόστουμπα:
> πηγάδι > του χωραφιού
πηγή: >
βρύση > του χωραφιού
πήγουλη:
> αλέβρι > του φαγιού
πηγούνι:
> πηγούνι > ανατομικά κατατόπια
πήδημα:
> μαρκάλος > της βοσκής
πηδηχτός:
> είδη χορών > χοροί
πηδούλι:
Tyroglyphus siro > πηδούλι > σκουλήκια και ζωύφια
πηδώ: επιβαίνω
> μαρκάλος > της βοσκής
πήζει: η
θάλασσα πήζει σαν να είναι μπουνάτσα > θάλασσα > της θάλασσας και του
καιρού
πηλός: >
κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά
πηλός: >
λάσπη > τοπογραφικά
πηλός: >
νιφτήρας > του σπιτικού
πηλός: >
πηλός > του χτίστη
πηλός: >
σαπουνόχωμα > της νεροτριβής
πηλός: >
χώματα > του χωραφιού
πηλώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
πηξιά: >
γάλα > της βοσκής
πηρούνι:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
πηρουνομάχαιρα:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
πησσί: Pleuronectes
platessa > πησσί > ψάρια της θάλασσας
πήτα: >
ζυμαρικά > του φαγιού
πητάρι:
τα ζουλήματα που απομένουν ύστερα από το στίψιμο των ελιών, σπόρων ή ριζώνε
| μερικά πητάρια τα μεταχειρίζουνται για κοπριά, άλλα για να θρέψουν τα γελάδια
> πητάρι > του λιοτριβιού
πήχες: >
μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
πήχες: πήγε
τρεις πήχες ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
πηχιάζω:
κουβαριάζω το γνέμα > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της
ρόκας
πηχτά: >
αβγά > του φαγιού
πηχτή: >
κρέας > του φαγιού
πήχτρα:
> καλοκαιριά > καιρικά
πιάνει:
πιάνει καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
πιάνει:
πιάνει το μάτι του > μαγέβω > δαιμονικά
πιανίστας:
> μουσικός > του μουσικού
πιάνο: >
πιάνο > του μουσικού
πιάνω: >
δουλιές του ράφτη > ραφτικά
πιάνω: >
μαμή > βιολογικά
πιάνω: >
πιάση > φυσιολογικά
πιάνω: >
ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
πιάση: >
πιάση > φυσιολογικά
πιάση: >
φεγγάρι > αστρικά
πιάσιμο:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πιάσιμο:
> πιάση > φυσιολογικά
πιάσιμο:
περιπνευμονία > στα άλογα > αρώστιες ζώων
πιάσιμο:
σύληψη > πιάσιμο > βιολογικά
πιασμένος:
> παραλυσία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πιάστρα:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
πιάτο: >
ζυγαριά > του μαγεριού
πιάτο
(στο): > αβγά > του φαγιού
πιατοθήκη:
> πιατοθήκη > του μαγεριού
πιάτσας:
αμάξι της πιάτσας > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
πίγκα: >
πίγκα > ψάρια της θάλασσας
πιέτα: >
δίπλα > ραφτικά
πιζέβλια:
σίδερα που στεριώνουν τις ζέβλες στο ζυγό > αλέτρι > του χωραφιού
πιθαράδικο:
> τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά
πιθαράς:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
πιθάρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
πιθώνω:
πιθώνω στοιχιό > ξορκίζω > δαιμονικά
πίκα: >
κοντάρι > του πολεμιστή
πικές: >
κρεβάτι > του σπιτικού
πίκι: >
κατάρτια > του καραβιού
πικούνι:
> αξίνα > του χωραφιού
πικραγκάθι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πικροθάλασσα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
πικροκυματούσα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
πικροπύρουνα:
> αμύγδαλα > του φαγιού
πικροπύρουνος:
> καρπός > φυτολογικά
πικρός:
> καφές > του φαγιού
πιλαλίστρα:
> καλόβολος τόπος > τοπογραφικά
πιλάφι:
> ρίζι > του φαγιού
πίλιαστρα:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
πίλιαστρο:
> κολόνα > του χτίστη
πιλότος:
> πιλότος > του κούρσου και του φορτωτή
πίλωμα:
με πόνο > σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πιλώματα
(τα): > δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πιλώνω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
πιμάνικα
(τα): > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
πινά
(τα): > κατάρτια > του καραβιού
πινακοπλύτης:
το μέρος όπου πλένουν τα πιάτα > νεροχύτης > του μαγεριού
πινακοπλύτης:
το πανί που ξεπλένουν τα πιάτα > νεροχύτης > του μαγεριού
πινακωτή:
> φούρνος > του μαγεριού
πινέλο:
> άγκυρα > του καραβιού
πινέλο:
> ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου
πινέλο:
> κάνω πινέλο > αρμενίσματα
πίννα: Pinna
rudis > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πιννοκάβουρας:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πιννολόγος:
σύνεργο για να πιάνεις πίννες > πιννολόγος > της ψαρικής
πιννόμαλο:
> πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πιννοτήρας:
decapoda (brachyura) τάξη | το καβουράκι που ζει μέσα στην πίννα >
καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πινόμαλο:
το μάργαρο της πίνας > μάργαρο > πετράδια
πίνος: το
θολό νερό που πλένουν το μαλί του ποκαριού > μαλί > της βοσκής
πίπα: >
φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πιπέρι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
πιπεριόνος:
πιπεριές ξειδάτες > μπαχαρικά > του φαγιού
πιπεροχήρα:
> χήρα > οικογενειακά
πιπερώνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
πίπιζα:
> πίπιζα > του μουσικού
πίπιζα:
Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά
πιπίζω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
πιπίλα:
ψεύτικη ρώγα για να πιπιλίζει το μωρό και να μένει ήσυχο > ρωγοβύζι >
του σπιτικού
πιπίνα:
> περιστέρι > πουλιά
πιπίνα:
> περιστέρι > πουλιά
πιπινίζω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
πίπισμα:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
πίπολο:
> κατάρτια > του καραβιού
πίπουζας:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
πισαβλή:
> αβλή > του χτίστη
πίσημη:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
πισινά
(τα): > κώλος > ανατομικά κατατόπια
πισινέλα:
> φύλαξη > του πολεμιστή
πισινός:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
πισκοπάκι:
> πισκοπάκι > πουλιά
πισλιά:
φέρμελη και γελέκι > γελέκο > ρούχα
πισοκούτελος:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
πίσσα: >
αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
πίσσα: >
κατραμίζω > του σκαριού
πίσσας:
μάβρο της πίσσας > μάβρος > του ζουγράφου
πισσώνω:
> κατραμίζω > του σκαριού
πιστάντι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
πιστιά:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
πιστικιά:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
πιστικός:
> βοσκός > της βοσκής
πιστόλα:
> πιστόλι > του πολεμιστή
πιστόλες:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
πιστόλι:
> πιστόλι > του πολεμιστή
πιστολιά:
> πιστόλι > του πολεμιστή
πιστολίζω:
> πιστόλι > του πολεμιστή
πίσυχνα:
πεφκόφυλλα > φύλλο > φυτολογικά
πισωβελονιά:
> βελονιές > ραφτικά
πισωκάπουλα:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
πισωκάφκι:
> πισωκάφκι > κόκκαλα
πισωκέντι:
> βελονιές > ραφτικά
πισώκερο:
> γίδι > της βοσκής
πισώπορτα:
> πόρτα > του χτίστη
πισωπόρτι:
> πόρτα > του χτίστη
πισωτάντανο:
> αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πίτακας:
> ουσίες γναφικές > του ταμπάκη
πιτερήθρα:
> πιτυρίδα > φυσιολογικά
πιτερίδα:
> πιτυρίδα > φυσιολογικά
πίτερο:
> αλέβρι > του μυλωνά
πιτιά: >
ξεμασκαλίδι > φυτολογικά
πίτουρο:
> αλέβρι > του μυλωνά
πιτροπίδια:
μαδέρια που βάζουνε στα πλεβρά της μαούνας για προστασία > πιτροπίδια
> του καραβιού
πιτσιλάδα:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
πιτσιλιά:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
πιτσιλίδα:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
πιτσιλιστό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
πιτσιλωτό:
> είδη πανιών > πανιά
πιτσιρίκος:
> παιδί > οικογενειακά
πιτσούλα:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πιτσούνι:
> περιστέρι > πουλιά
πιτσουνολόγος:
> περιστερώνας > του χτίστη
πίτσουνος:
> περιστέρι > πουλιά
πιτύκι:
> ουσίες γναφικές > του ταμπάκη
πιτυρίδα:
> πιτυρίδα > φυσιολογικά
πίφιρο:
> πίφιρο > του μουσικού
πιφιρτζής:
> μουσικός > του μουσικού
πλαγερά:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλάγι: πλάγι
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλαγιά:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλαγιάβλι:
> φλάουτο > του μουσικού
πλαγιάζει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
πλαγιάζουν:
> αδερφώνουν τα σπαρτά > φυτολογικά
πλαγιόματος:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πλαγοχώραφα:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλάθω: >
αλέβρι > του φαγιού
πλάκα: >
πέτρα > πέτρες
πλακάκια:
> χαρτιά > παιγνίδια
πλακερή:
> πέτρα > πέτρες
πλάκες:
> θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού
πλάκες:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
πλακή: ψάρι
με χόρτα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
πλακί: >
ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
πλακομέτωπος:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
πλακόνι:
> πανιά > του καραβιού
πλακόστηθη:
> βυζί > όργανα
πλακόστρωτο:
> στρώση > τοπογραφικά
πλακόστρωτο:
δρόμος στρωμένος πλάκες > δρόμος > τοπογραφικά
πλακωνιάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
πλακωτά:
> αφτί > όργανα
πλακωτή:
πλακωτή βάρκα > είδη καραβιών > καράβια
πλακωτή:
πλακωτή πέτρα > πέτρα > πέτρες
πλάνη: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
πλανήταρος:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
πλανήτρα:
> σάλι > του καραβιού
πλάνια:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
πλανίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
πλάνος:
> δολώνω > της ψαρικής
πλάνος:
Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
πλάνος:
το πουλί που βάζουνε σε κλουβί για να κράζει τ' άλλα > κράχτης > του
κυνηγού
πλάντρα:
> σανίδι > του χτίστη
πλάντρα:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
πλάντρα:
το σανίδι που ζουλάει τις ελιές > πλάντρα > του λιοτριβιού
πλασερό:
> κόσκινο > του μαγεριού
πλάση: >
αλέβρι > του φαγιού
πλασίδι:
> αλέβρι > του φαγιού
πλάσιμο:
> αλέβρι > του φαγιού
πλαστάρι:
ακέριο ψωμί > ψωμί > του φαγιού
πλασταριά:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
πλαστέρα:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
πλαστήρα:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
πλάστης:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
πλασώνω:
πασπαλίζω το ψωμί με πλάση για να μη κολά > μαγειρέματα > του μαγεριού
πλατέα:
> πλατεία > τοπογραφικά
πλατεία:
> πλατεία > τοπογραφικά
πλάτη: >
ράχη > ανατομικά κατατόπια
πλάτη: πλάτη
της στέγης > στέγη > του χτίστη
πλάτη: ωμοπλάτη
> πλάτη > κόκκαλα
πλατίτσα:
ποταμίσιο ψάρι > πλατίτσα > ψάρια του γλυκού νερού
πλατοβράκι:
> βρακί > ρούχα
πλατομαντίλα:
> μαντίλι > ρούχα
πλάτρα:
ξαναπουλήτρα > πλάτρα > άλλες τέχνες και σύνεργα
πλατύδρομο:
> δρόμος > τοπογραφικά
πλατύρεμα:
> ρέμα > τοπογραφικά
πλάτωμα:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
πλάτωμα:
πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλατωσιά:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
πλατωσιά:
πλάτωμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλέβρα:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλεβραμιά:
> σφαχτό > του φαγιού
πλέβρη:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλεβριά:
> σφαχτό > του φαγιού
πλέβρια:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πλεβρίτης:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πλεβρίτωμα:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πλεβριτώνουμαι:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πλεβριτώνω:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πλεβρό:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πλεβρώνω:
βάζω ένα ξύλο απάνω στο άλλο για να το δυναμώσω > δουλιές του μαραγκού
> του μαραγκού
πλεβρώνω:
χτυπώ από το πλεβρό > πλεβρώνω > του πολεμιστή
πλεκάνι:
> αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πλέκω: >
κολυμπώ > αρμενίσματα
πλεμαριά:
Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πλεμάτι:
> δίχτυ > της ψαρικής
πλεμάτι:
> δίχτυ > της ψαρικής
πλεμάτια:
> δίχτια > του κυνηγού
πλεμόνι:
> πλεμόνι > όργανα
πλένω: >
πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα
πλεξίδα:
> κρέας > του φαγιού
πλεξίδι:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
πλέξιμο:
βελόνα για πλέξιμο > βελόνα > ραφτικά
πλεξούδα:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
πλεούμενο:
> καράβι > καράβια
πλέουσα:
> καρίνα > του καραβιού
πλεχτό:
ξύλινο δοχείο για το φτιάσιμο του τυριού > τυροβόλι > της βοσκής
πλεχτοκαλύβα:
> καλύβα > του χτίστη
πλέω: >
κολυμπώ > αρμενίσματα
πληγή: >
πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πληγιάζει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
πλήγιασμα:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πληγούρι:
> ψωμί > του φαγιού
πλημμύρα:
> βροχή > καιρικά
πλίθα: το
άψητο > πλιθάρι > του χτίστη
πλιθαράς:
> κεραμιδάς > του χτίστη
πλιθάρι:
> πλιθάρι > του χτίστη
πλιθαριό:
> κεραμιδάς > του χτίστη
πλίθος:
> πλιθάρι > του χτίστη
πλινάρι:
> κωλουράδι > κόκκαλα
πλόγγος:
Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά
πλοκάμι:
> αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πλοκάμια:
> δίχτια > του κυνηγού
πλοκός:
> καλάθι > του χωραφιού
πλοκός:
> φράχτης > του χωραφιού
πλουμίδι:
> κέντημα > ραφτικά
πλύση: >
πλύση > του σπιτικού
πλύση: >
πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα
πλύσιμο:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
πλυσταριό:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
πλυσταριό:
> πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα
πλύστρα:
> πλύστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα
πλύστρα:
πλάκα πλατιά για πλύση > πέτρα > πέτρες
πλώρη: >
πλώρη > του καραβιού
πλώρης
(της): > σκορπιός > του καραβιού
πλωριός:
> πλώρη > του καραβιού
πλωρίτης:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
πλωτή: >
σάλι > του καραβιού
πνεματικός:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
πνιγάρης:
> κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή
πνίγουμαι:
> βουλιάζω > αρμενίσματα
πνιγούρα:
> σύνεφο > καιρικά
πνιγούρα:
πνιγερή θολούρα > καταχνιά > καιρικά
πνίχτης:
> όνειρο > φυσιολογικά
πνιχτό:
> κρέας > του φαγιού
ποδάγρα:
> ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ποδαγριά:
> ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ποδαγριάρης:
> ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ποδάρα:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
ποδαράτος:
όταν ο ήλιος είναι ως ένα ποδάρι απάνω > αβγή > αστρικά
ποδάρι:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
ποδαριά:
> πάτημα > του κυνηγού
ποδαριά:
το πιο χαμηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού
ποδάρια:
πήγε τρία ποδάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
ποδαρικά:
υπόβαθρα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
ποδαρικό:
ποδάρι τραπεζιού, κρεβατιού κτλ., βάθρο για πάτημα > ποδαρικό > του
σπιτικού
ποδαρούκλα:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
ποδαρούλι:
μαγκαλάκι για τα ποδάρια > μαγκάλι > του σπιτικού
ποδαστράγαλος:
> πόδι > κόκκαλα
ποδεμή:
> ποδεσιά > του παπουτσή
ποδεσιά:
> ποδεσιά > του παπουτσή
ποδηματάς:
> παπουτσής > του παπουτσή
πόδι: >
πόδι > ανατομικά κατατόπια
πόδι: >
πόδι > κόκκαλα
ποδιά: >
ποδιά > ρούχα
ποδιά: >
στέγη > του χτίστη
ποδιά: ριζό
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πόδια: ριζό
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ποδιές:
ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ποδίζω:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
ποδίζω:
ανακρούομαι > ποδίζω > αρμενίσματα
ποδισιά:
> ποδεσιά > του παπουτσή
ποδισιά:
> ποδισιά > αρμενίσματα
πόδισμα:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
ποδόγυρος:
> ποδόγυρος > ραφτικά
ποδόλυσσα:
> ποδόλυσσα > αρώστιες ζώων
ποδοστάματα:
> κοράκι > του καραβιού
ποδόσταμο:
> κοράκι > του καραβιού
ποδόσταμου
(του): > ακράπι > του καραβιού
ποδότης:
> πιλότος > του κούρσου και του φορτωτή
ποδοχάρι:
> ποδοχάρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ποδοχάρι:
ξύλινος ληνός > πατητήρι > του τρύγου
ποδόχι:
> πατητήρι > του τρύγου
ποθετό:
> ποθετό > γιατρικά
ποθετό:
> ποθετό > γιατρικά
ποθητή:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
ποθητός:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
ποθόματα
τα: αποθέτω > μέρη του μύλου > του μυλωνά
πόθος: ξύλινο
κουτί που πέφτει μέσα του το αλεσμένο σιτάρι > μέρη του μύλου > του
μυλωνά
ποκάρι:
μαλί χωρισμένο από την προβιά > μαλί > της βοσκής
ποκοίλι:
> κοιλιά > όργανα
ποκοιλιτης:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
πολάκι:
μικρός κάδος για μούστο > πολήνι > του τρύγου
πολεμιστής:
> πολεμιστής > του πολεμιστή
πολεμίστρα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
πολεμίστρα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
πολεμίστρα:
> πολεμίστρα > του κούρσου και του φορτωτή
πολεμότρυπα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
πολέρι:
κανάλι για να τρέχει ο μούστος από το ληνό > πολέρι > του τρύγου
πόλη: >
χώρα > τοπογραφικά
πολήνι:
> πολήνι > του τρύγου
πολίμι:
> πολήνι > του τρύγου
πολιορκητικά:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
πολιτεία:
> χώρα > τοπογραφικά
πολιτικά:
> ρούχα > ρούχα
πολίτικος:
> είδη χορών > χοροί
πόλκα: ανοιχτή
ζακέτα > τζακέτα > ρούχα
πολλή: πολλή
νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας
πολλοδέντρι:
> δάσος > τοπογραφικά
πολυέλαιος:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
πολυκάντηλο:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
πολυκατοικία:
> σπίτι > του χτίστη
πολυκυματούσα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
πολυμπριά:
> βροχή > καιρικά
πολυομπριά:
> βροχή > καιρικά
πολυποδαρούσα:
Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
πολυποδού:
Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
πολύσπορος:
> νόθος > οικογενειακά
πολυσύχναστος:
> δρόμος > τοπογραφικά
πολυφαγία:
> φαγί > του φαγιού
πολυχρονεμένε:
> πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές
πολύχρονος:
> πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές
πομάδα:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
πόμολο:
> πόρτα > του χτίστη
πόνεμα:
> απόστεμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πόνεμα:
> χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονέματα:
> αρώστιες και πονέματα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονέντες:
δυτικός > άνεμος > καιρικά
πονηρά:
> πειρασματικά > δαιμονικά
πονίδι:
> χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονόδοντος:
> πονόδοντος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονόκαρδος:
> πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονοκεφαλιά:
> πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονοκεφαλιάζω:
> πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονοκεφαλίζω:
> πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονοκέφαλος:
> πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονοκεφαλώ:
μου πονεί το κεφάλι > πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονόλαιμος:
> πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονόματος:
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πόνος: >
διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πόνος: >
πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πονταδόρος:
> χαρτιά > παιγνίδια
ποντάρω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ποντάρω:
> χαρτιά > παιγνίδια
ποντίκα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ποντίκαρος:
Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά
πόντικας:
Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά
ποντίκι:
> μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
ποντίκι:
Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά
ποντικονυφίτσα:
Putorius nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά
ποντικοπιάστρα:
> δοκάνι > του κυνηγού
ποντικός:
Mus rattus | Mus musculus > ποντικός > θηλαστικά
ποντίλια:
> ποντίλια > του σκαριού
ποντίνι:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
πορδαλάς:
> πορδή > φυσιολογικά
πορδή: >
πορδή > φυσιολογικά
πορδιά:
> πορδή > φυσιολογικά
πορδιάρης:
> πορδή > φυσιολογικά
πορδοκλάνω:
> πορδή > φυσιολογικά
πόρδος:
> πορδή > φυσιολογικά
πόρεψη:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
πορί: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ποριά: >
δρόμος > τοπογραφικά
ποριά: >
πέραμα > τοπογραφικά
πορόλογγο:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πόρος: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πόρους:
> το ξύλο έχει > του μαραγκού
ποροφάραγγο:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πόρτα: >
λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
πόρτα: >
πόρτα > του χτίστη
πορταβέλα:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
πορταδέλες:
σιδερένια δεσίματα πάνω στα πορτόφυλλα > πόρτα > του χτίστη
πορτάρι:
> πόρτα > του χτίστη
πόρτεγο:
> πόρτα > του χτίστη
πορτέλο:
η μπουκαπόρτα του κανονιού > πορτέλο > του κούρσου και του φορτωτή
πορτιέρα:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
πορτιέρης:
> θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
πορτοκαλάδα:
> λεμονάδα > του φαγιού
πορτοκαλής:
> κίτρινος > του ζουγράφου
πορτοκαλί:
> κίτρινος > του ζουγράφου
πορτοκάλι:
> γλυκά > του φαγιού
πορτοπούλα:
> πόρτα > του χτίστη
πορτοφύλακας:
> θυροστάτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
πορτόφυλλο:
το φύλλο της πόρτας > πόρτα > του χτίστη
πορτρέτο:
> ζουγραφιά > του ζουγράφου
πορτωσιά:
ολάκερη η πόρτα | το έμπασμα στην πόρτα > πόρτα > του χτίστη
πορφύνα:
purpurea γένος > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πορφύρα:
> μόρικος > του ζουγράφου
πορφύρα:
purpurea γένος > πορφύρα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πόρφυρας:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
πορφυρένιος:
> μόρικος > του ζουγράφου
πορφυρός:
> μόρικος > του ζουγράφου
ποσάδα:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
πόσι: μαντίλι
δεμένο γύρω στο κεφάλι > καπέλο > ρούχα
ποσοστά:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
πόστα: >
χαρτιά > παιγνίδια
ποταμάλογο:
Hippopotamus | ιπποπόταμος > αλογοπόταμο > θηλαστικά
ποτάμι:
> Γιορδάνης > αστρικά
ποτάμι:
> ποτάμι > τοπογραφικά
ποτάμι:
βρέχει ποτάμι > βροχή > καιρικά
ποταμιά:
> ποτάμι > τοπογραφικά
ποταμίδα:
Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά
ποταμόβρυσο:
> βρύση > του χωραφιού
ποταμολίθι:
> πέτρα > πέτρες
ποταμός:
> ποτάμι > τοπογραφικά
πόταμος:
> ποτάμι > τοπογραφικά
ποταμόσκυλο:
Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά
ποταμόχωμα:
> χώματα > του χωραφιού
ποτάσα:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
πότζα: >
αρμενισιά > αρμενίσματα
ποτήρι:
άγιο ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ποτίζω:
> ποτίζω > του χωραφιού
πότισμα:
> ποτίζω > του χωραφιού
ποτιστήρι:
> ποτιστήρι > του χωραφιού
ποτιστής:
> αβλάκι > του χωραφιού
ποτιστής:
η ώρα που ποτίζουνται τα γιδοπρόβατα > ποτιστής > της βοσκής
ποτιστής:
το μέρος όπου ποτίζουν τα γιδοπρόβατα > ποτιστής > της βοσκής
ποτιστική:
> βροχή > καιρικά
ποτιστικό:
> χωράφι > του χωραφιού
ποτίστρα:
> ποτιστήρι > του χωραφιού
ποτίστρα:
> ποτιστής > της βοσκής
ποτίστρα:
> ποτίστρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
πουκαμίσα:
> ασπρόρουχα > ρούχα
πουκαμισάδικο:
> πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πουκαμισάς:
> πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πουκάμισο:
> ασπρόρουχα > ρούχα
πουκάμισο:
> λουβί > φυτολογικά
πουκάμισο:
> πουκαμισάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
πούλα: >
πουλί > πουλολογικά
πούλα: Corvus
corone > κουρούνα > πουλιά
πουλάδα:
> πετεινός > πουλιά
πουλάδα:
> πουλί > πουλολογικά
πουλάδα:
gallinula chloropus > νερόκοτα > πουλιά
πουλάκα:
> είδη καραβιών > καράβια
πουλακίδα:
> κότα > πουλολογικά
πουλάμι:
τα πουλιά > πουλί > πουλολογικά
πουλάρι:
Equus caballus > άλογο > θηλαστικά
πουλαρίσιος:
> άλογο > θηλαστικά
πούλαρος:
> πουλί > πουλολογικά
πουλερικά:
> πουλί > πουλολογικά
πουλερικό:
> πουλί > πουλολογικά
πούληση:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πουλητής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πουλί: >
πουλί > πουλολογικά
πούλια:
> τρέμουσα > ραφτικά
πούλια:
Πλειάδες > αστερισμοί > αστρικά
πουλολόγος:
> κυνηγός > του κυνηγού
πουλοπιάστης:
> κυνηγός > του κυνηγού
πούλουδο:
> λουλούδι > φυτολογικά
πουνέντες:
> άνεμος > καιρικά
πουνεντογάρμπης:
> άνεμος > καιρικά
πουνεντομαΐστρος:
> άνεμος > καιρικά
πουνεντομαΐστρος:
> άνεμος > καιρικά
πουνιάλι:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
πούντα:
> ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού
πούντα:
> πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πουντέλια:
πουντέλια σοβατζίδικα = η σκαλωσιά που βάζουν οι σοβατζήδες για να ασπρίσουν
> πουντέλια σοβατζίδικα > του χτίστη
πουντέλια:
τα ξύλα που βαστούν το καράβι όρθιο στο σκαρί > ποντίλια > του σκαριού
πουντελιάζω:
ορθώνω με πουντέλια > ποντίλια > του σκαριού
πουντιάζω:
> πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πούντιασμα:
> πούντα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πουντιασμένη:
πουντιασμένη νύχτα > νύχτα > της μέρας και της ώρας
πουράνια:
τα πουράνια > ουρανός > καιρικά
πουράντσα:
> είδη βαφών > του βαφιά
πούργα:
> γιατρικό > γιατρικά
πουργέβω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
πουργός:
ο βοηθός που κουβαλά το αστράχι με τον πηλοφόρο > χτίστης > του χτίστη
πουρί: >
πέτρα > πέτρες
πουρί: λιθίασις
> πωρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πουρναριά:
> δάσος > τοπογραφικά
πουρνό:
πουρνό-πουρνό > αβγή > αστρικά
πουρπουριά:
Acanthopterygii γένος > γαϊτανούρι > ψάρια της θάλασσας
πούσι: η
σκόνη που είναι απάνω στα φύλλα του ελατιού και του πέφκου > φύλλο >
φυτολογικά
πούσι: καταχνιά
στη θάλασσα > καταχνιά > καιρικά
πούσκαρμο:
> καράβι > καράβια
πουσόνι:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
πουτούρι:
> βρακί > ρούχα
πουτσαράς:
> αρχίδι > όργανα
πούτσος:
> αρχίδι > όργανα
ποχεριός:
> κολήγας > του χωραφιού
πόχη: τριγωνικό
δίχτυ > απόχη > της ψαρικής
πράγκα:
> πράγκα > της ψαρικής
πραγκαρόλι:
> καλαμαριέρα > της ψαρικής
πράμα: >
χτήμα > του χωραφιού
πραματάρης:
> βοσκός > της βοσκής
πραμάτεια:
> πραμάτεια > του κούρσου και του φορτωτή
πραματεφτάδικο:
> καράβι > καράβια
πραματεφτής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πραματολόγος:
> βοσκός > της βοσκής
πρασιά:
> σφαλιά > του χωραφιού
πρασίγγουρας:
Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια
πρασίγγουρος:
Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια
πρασίνα:
είδος πράσινης σάβρας > σάβρα > σερπετά
πρασινάδα:
> πράσινος > του ζουγράφου
πρασίνι:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
πρασινίζω:
> πράσινος > του ζουγράφου
πρασινίλα:
> χρώμα > του ζουγράφου
πρασινισμένος:
> πράσινος > του ζουγράφου
πρασινογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
πρασινοξέφτιστο:
χρώμα > πράσινος > του ζουγράφου
πράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
πράσινος:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
πρασινόχλωρος:
> πράσινος > του ζουγράφου
πρασινωπός:
> πράσινος > του ζουγράφου
πράσο: >
λαχανικά > του φαγιού
πρασόκουρος:
Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια
πρασολογώ:
> φυλλολογώ > του χωραφιού
πρασόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
πράτα: >
ζωντανά > της βοσκής
πρατάρης:
> βοσκός > της βοσκής
πράτιγο:
> παντιέρα > του καραβιού
πράτικο:
> παντιέρα > του καραβιού
πρατίνα:
> πρόβατο > της βοσκής
πρατομάντρα:
> μάντρα > της βοσκής
πρατοστέφανο:
το ξύλινο στεφάνι που δένουν τα κουδούνια και που το περνούνε στο λαιμό των
προβάτων > κουδούνι > της βοσκής
πρατοψάλιδο:
> κουρέβω > της βοσκής
πρεδάρης:
> πρεδάρης > του χωραφιού
πρέζα: πρέζα
ταμπάκο > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
πρέζα: το
καράβι που πιάνει ο κουρσάρος > πρέζα > του κούρσου και του φορτωτή
πρέντζα:
> τυρί > του φαγιού
πρεσβέρι:
> κρέβατος > του σπιτικού
πρεσβυτέρα:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
πρήξιμο:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πρήσκεται:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
πρήσκεται:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πρήσμα:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πριμαρόλι:
> καρπός > φυτολογικά
πριμαρόλια:
> φρούτα > του φαγιού
πρινοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
πρινοκόκι:
άλικη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
πρινοκόκι
(το): > είδη βαφών > του βαφιά
πριόνα:
πριονωτή ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πριονίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
πριτιά:
> πριτιά > της βοσκής
πριτσίλα:
> πριτιά > της βοσκής
προάβλι:
> αβλή > του χτίστη
προάλλες:
τις προάλλες > μέρα > της μέρας και της ώρας
πρόβα: >
πρόβα > ραφτικά
προβάζω:
> πρόβα > ραφτικά
πρόβαλμα:
> πρόβα > ραφτικά
προβάρω:
> πρόβα > ραφτικά
προβασκάνι:
> φυλαχτό > δαιμονικά
πρόβατα:
> ζωντανά > της βοσκής
προβατάρης:
> βοσκός > της βοσκής
προβατάς:
> βοσκός > της βοσκής
προβατίλα:
> πριτιά > της βοσκής
προβατίνα:
> πρόβατο > της βοσκής
πρόβατο:
> πρόβατο > της βοσκής
προβατοκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
προβατομάντρι:
> μάντρα > της βοσκής
προβατονόμι:
> βοσκική > της βοσκής
προβατοσταλός:
> σταλίζω > της βοσκής
προβατόστανη:
> στάνη > της βοσκής
προβατόστρατα:
> δρόμος > τοπογραφικά
προβιά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
προβιά:
το πετσί του προβάτου με το μαλί > μαλί > της βοσκής
πρόβιο:
> κρέας > του φαγιού
πρόβιο:
> μαλί > της βοσκής
πρόβοδος:
> οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα
προβολές:
τα θυροπαράθυρα των εμπορικών που ανοίγουνται οριζόντια > κεπέγκι >
του χτίστη
πρόβολος:
> μπροστάρης > της βοσκής
προβούκι:
μικρό πρόγευμα > πρόγεμα > του φαγιού
προβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
πρόγγα:
χοντρό καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού
πρόγγες:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
προγγώνω:
βάζω πρόγγες (χοντρά καρφιά) > δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
πρόγεμα:
> πρόγεμα > του φαγιού
πρόγκα:
> σαλαγώ > της βοσκής
πρόγκα:
που δεν αφίνει το σταβάρι να βγει από το γούζι > αλέτρι > του χωραφιού
προγκάρω:
> σαλαγώ > της βοσκής
προγκάω:
> σαλαγώ > της βοσκής
προγκίδα:
ξύλο που στηλώνει το πισινό αντί > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού
και της ρόκας
προγκίζω:
> σαλαγώ > της βοσκής
πρόγκισμα:
> σαλαγώ > της βοσκής
προγόνι:
> αδέρφι > οικογενειακά
προγόνια:
> γονιός > οικογενειακά
προγονικά:
> γονιός > οικογενειακά
πρόγονοι:
> γονιός > οικογενειακά
πρόγονοι:
> γονιός > οικογενειακά
προγονός:
αδέρφι από διαφορετικό πατέρα ή μητέρα > αδέρφι > οικογενειακά
προγούλι:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
προεγγόνι:
> αγγόνι > οικογενειακά
προζύμι:
> αλέβρι > του φαγιού
προζυμόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
προθειός:
> θείος > οικογενειακά
πρόθεση:
η τρύπα στην άγια τράπεζα όπου γίνεται η μυσταγωγία > μέρη της εκκλησιάς
> της εκκλησιάς
πρόθυρο:
> φούρνος > του μαγεριού
προιάρι:
βάρκα που τήνε σπρώχνουνε με το κοντάρι > είδη καραβιών > καράβια
προίκα:
> προίκα > οικογενειακά
προικιά
τα: > προίκα > οικογενειακά
προικιό:
> προίκα > οικογενειακά
προικοδιάβαση:
> προίκα > οικογενειακά
προικολαβή:
> προίκα > οικογενειακά
προικολάβος:
αφτός που έρχεται να πάρει την προίκα > προίκα > οικογενειακά
προικοσύφωνο:
> προίκα > οικογενειακά
προικοχάρτι:
> προίκα > οικογενειακά
πρόκα: >
καρφολογιά > του μαραγκού
προκαδούρα:
> καρφολογιά > του μαραγκού
πρόκες:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
προκόβι:
χοντρό μάλινο χράμι που προστατέβει τη ράχη από τη σέλα > προκόβι >
του αγωγιάτη και του αμαξά
προκοίλι:
> κοιλιά > όργανα
προκομένη:
> κότα > πουλολογικά
πρόκροσσες:
πρόκροσσες του στημονιόυ > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας
προμηθέβω:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προμηθέβω:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προμήθεια:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προμηθεφτής:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προξενέβω:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προξενέβω:
> προξενιά > οικογενειακά
προξενητής:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προξενητής:
> προξενιά > οικογενειακά
προξενήτρα:
> προξενιά > οικογενειακά
προξενιά:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προξενιά:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
προξενιά:
> προξενιά > οικογενειακά
προξενιές:
> προξενιά > οικογενειακά
προπλασμός:
σκούρο αστάρι που βάζουν οι βυζαντινοί στις ζουγραφιές τους > προπλασμός
> του ζουγράφου
προπύρα:
> ψωμί > του φαγιού
πρόσαγα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
προσάγγονο:
> αγγόνι > οικογενειακά
προσαντίζω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
προσβούκια:
> μεζελίκια > του φαγιού
πρόσγαλο:
> γάλα > της βοσκής
προσγονέοι:
> γονιός > οικογενειακά
προσέλινο:
ασέλωτο ακόμα > άλογο > θηλαστικά
προσεφκάδι:
κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε
στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
προσεφκητάρι:
κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε
στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
προσέφκουμαι:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
προσήλι:
> προσήλι > τοπογραφικά
προσηλιά:
> προσήλι > τοπογραφικά
προσηλιακό:
> προσήλι > τοπογραφικά
προσήλιο:
> προσήλι > τοπογραφικά
προσκάμνια:
> μάντρα > της βοσκής
προσκεφαλάδα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
προσκεφαλάδι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
προσκέφαλο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
προσκέφαλο:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
προσκύνημα:
άγιο μέρος όπου πάνε για προσκύνημα ή τάμα > προσκύνημα > της
εκκλησιάς
προσκυνητάρι:
κουβουκλωτό βάθρο με εικόνα για να προσκυνούν οι χριστανοί καθώς μπαίνουνε
στην εκκλησιά > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
πρόσνερο:
> αγγάστρι > βιολογικά
προσόψι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
προσοψίδα:
> νηνίδα > βιολογικά
προσπάπος:
> παπούς > οικογενειακά
προσπάπου:
> παπούς > οικογενειακά
πρόσπερα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
προσφάγι:
> ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
προσφορά:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
προσφορά:
> ψωμί > του φαγιού
προσφορίτης:
> προσφορίτης > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πρόσφορο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
πρόσφορο:
> ψωμί > του φαγιού
προσφύρας:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
προσφυρίτης:
> προσφορίτης > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
πρόσωπη:
η μπροστινή (απάνω) μεριά του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά
προσωπίδι:
> νηνίδα > βιολογικά
πρόσωπο:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
προσωπογραφία:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
προυτσιάλος:
> πριτιά > της βοσκής
προφύλλι:
> ούγια > ραφτικά
προφύλλι:
περβάζι γουναρικού > γουναράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
προχεράρης:
> κολήγας > του χωραφιού
πρυα: >
είδη καραβιών > καράβια
πρυάρι:
ψαρόβαρκα για πυροφάνι > είδη καραβιών > καράβια
πρύμα: >
αρμενισιά > αρμενίσματα
πρυμάτσα:
> σκοινιά > του καραβιού
πρύμη: >
πρύμη > του καραβιού
πρύμης
(της): > σκορπιός > του καραβιού
πρυμίζω:
αρμενίζω με το άνεμο πρύμα > πρυμίζω > αρμενίσματα
πρυμιό:
πρυμιό κουπί > κουπί > του καραβιού
πρυμιός:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
πρύμιος:
> πρύμη > του καραβιού
πρυμνίσιος:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
πρύμος:
πρύμος άνεμος > στεριανό > καιρικά
πρωί: >
αβγή > αστρικά
πρωί: >
πρωί > της μέρας και της ώρας
πρώιμα:
> φρούτα > του φαγιού
πρωιμάδι:
> καρπός > φυτολογικά
πρωιμάδι:
> πρόβατο > της βοσκής
πρωιμάδια:
> φρούτα > του φαγιού
πρώιμο:
> καρπός > φυτολογικά
πρωιμοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
πρωινή:
> αβγή > αστρικά
πρωινό:
> αβγή > αστρικά
πρωμοσπόρι:
> παιδί > οικογενειακά
πρωμόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
πρώνια
(τα): κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
πρωταντρόγυνο:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
πρωτάρα:
> λεχώνα > βιολογικά
πρωταριά:
> λεχώνα > βιολογικά
πρωτάρικος:
> παιδί > οικογενειακά
πρωτόβγαλτο:
> καράβι > καράβια
πρωτοβρόχια:
> βροχή > καιρικά
πρωτόγαλα:
> γαλούσα > βιολογικά
πρωτογαλιά:
> γάλα > της βοσκής
πρωτογαλιά:
> γαλούσα > βιολογικά
πρωτογεννήτρα:
> λεχώνα > βιολογικά
πρωτοδάχτυλο:
> δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια
πρωτοδέφτερα:
ξαδέρφια > ξαδέρφι > οικογενειακά
πρωτοδέφτερα:
πρωτοδέφτερα πανιά > πανιά > του καραβιού
πρωτολάτης:
> μπροστάρης > της βοσκής
πρωτολούδι:
> καρπός > φυτολογικά
πρωτομάστορας:
αρχιτέκτονας > χτίστης > του χτίστη
πρωτομηνιά:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
πρωτοούλης:
Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
πρωτοούνης:
Ιούνιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
πρωτοσκότι:
πρωτοσκότι και το φεγγάρι δειπνισμένο = είχε βασιλέψει > βασίλεμα >
αστρικά
πρωτοσπόρι:
> παιδί > οικογενειακά
πρωτοσύγκελλος:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
πρωτοτάξιδο:
> καράβι > καράβια
πρωτότοκος:
> παιδί > οικογενειακά
πρωτοΰπνι:
> ύπνος > φυσιολογικά
πρωτοχάραμα:
> αβγή > αστρικά
πρωτοχρονιά:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
πρώφλι:
> πόρτα > του χτίστη
πτώμα: >
ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πυζάρικο:
πυζάρικο στεφάνι > κουδούνι > της βοσκής
πύκνα: >
δάσος > τοπογραφικά
πυκνομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
πυκνοπαιδούσα:
> λεχώνα > βιολογικά
πυρά: >
ζέστη > καιρικά
πύρα: >
ζέστη > καιρικά
πυράδα:
> ζέστη > καιρικά
πυργάρι:
> κάστρο > του χτίστη
πυργί: >
κάστρο > του χτίστη
πυργόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
πυργόπουλο:
> κάστρο > του χτίστη
πύργος:
> κάστρο > του χτίστη
πυργόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
πυργούσικος:
> είδη χορών > χοροί
πυργωτό:
δαχτυλίδι πυργωτό > διαμαντικά > πετράδια
πύρεξη:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πυρετός:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πυρετωμένος:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πύρη: >
ζέστη > καιρικά
πυρήνα:
πυρήνα του σκόρδου > καρπός > φυτολογικά
πυρήνας:
> καρπός > φυτολογικά
πυρής: >
κόκκινος > του ζουγράφου
πυριά: ψάρεμα
με το πυροφάνι > πυροφάνι > της ψαρικής
πυρνολιά:
το κουκούτσι της ελιάς > καρπός > φυτολογικά
πυροβολόπετρα:
> γυαλόπετρα > πέτρες
πυρόβολος:
> γυαλόπετρα > πέτρες
πυρόγεια:
> γη > του χωραφιού
πυροκοκκινισμένος:
> κοκκινίζω > φυσιολογικά
πυρολατώ:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πυρολίθι:
που ζεσταίνει γλήγορα ο ήλιος > πέτρα > πέτρες
πυρολίθι:
πυρίτης λίθος > γυαλόπετρα > πέτρες
πυρομάχι:
> πυροστάτης > του σπιτικού
πυρομάχι:
πέτρα που βαστάει τη φωτιά > πέτρα > πέτρες
πυρόμαχος:
> πυροστάτης > του σπιτικού
πυρομαχώ:
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
πυροπεταλούδι:
Rhopalocera | ηπίολος > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
πυρόπετρα:
> γυαλόπετρα > πέτρες
πυρός: >
κόκκινος > του ζουγράφου
πύρος: παφιλόσυρμα
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
πυρόσκαφο:
> είδη καραβιών > καράβια
πυροστάτης:
> πυροστάτης > του σπιτικού
πυροστιά:
> πυροστάτης > του σπιτικού
πυροστιά:
> τζάκι > του σπιτικού
πυροστιά:
Ηνίοχος > αστερισμοί > αστρικά
πυρούλας:
Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά
πυροφάνι:
σιδερένια σκάρα που βάζουνε στην πλώρη κι όπου ανάφτουνε ή δαδί για να
τραβούν τα ψάρια > πυροφάνι > της ψαρικής
πύρωμα:
> ζέστη > καιρικά
πυρωμάδα:
> ζέστη > καιρικά
πυρωμάδα:
> ψωμί > του φαγιού
πυρωμός:
> ζέστη > καιρικά
πυτερό:
> τυροκομώ > της βοσκής
πυτιά: >
τυροκομώ > της βοσκής
πυτιάζω:
> τυροκομώ > της βοσκής
πυτιώνω
το γάλα: > τυροκομώ > της βοσκής
πυτολόγος:
παφυλένιο δοχείο όπου τοιμάζουν την πυτιά του τυριού > τυροκομώ > της
βοσκής
πωρί: >
πέτρα > πέτρες
πωρί: >
πωρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ραβανί:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ραβάνι:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
ραβδα: >
γκλίτσα > της βοσκής
ραβδί: >
ραβδί > του πολεμιστή
ραβδί: ραβδί
του Ααρών = Περσεύς > αστερισμοί > αστρικά
ραβδίζω:
ραβδίζω τις ελιές > ραβδίζω > του χωραφιού
ραβδιστής:
> ραβδίζω > του χωραφιού
ραβδοκόπι:
> βέργα > του χωραφιού
ραβής: >
εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
ράβω: >
δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ραγίζει:
> το ξύλο > του μαραγκού
ραδίκια:
> λαχανικά > του φαγιού
ραδικόζουμο:
> ζουμί > του φαγιού
ραδικοσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
ραζακιά:
> σταφύλια > του φαγιού
ραϊδιό:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ραϊδό: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ρακί: >
κρασί > του φαγιού
ράμα: >
κλωστή > ραφτικά
ράμα: >
σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
ράματα:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
ράματα:
> ψαχνό > ανατομικά κατατόπια
ραμάτι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
ραμένο:
ραμένο στο χέρι | της μηχανής > ράψιμο > ραφτικά
ραμνί: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ραμνί: >
μπρίκι > του μαγεριού
ραμφί: >
μύτη > πουλολογικά
ράντζο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
ραξίνι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ράπα: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ράπη: >
στάχυ > φυτολογικά
ρασιά: >
παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ρασίκι:
> είδη βαφών > του βαφιά
ράσο: >
παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ράσπα: >
σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
ρασπέτι:
> ξείδι > του φαγιού
ράφα: >
ράφι > του χτίστη
ραφή: >
ράψιμο > ραφτικά
ράφι: >
ράφι > του χτίστη
ράφι: έμεινε
στ ράφι > ανύπαντρη > οικογενειακά
ράφια: >
δεματικά > του χωραφιού
ραφιδέβω:
> δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη
ραφίδεμα:
> βιβλιοράψιμο > του βιβλιοδέτη
ράφτης:
> ράφτης > ραφτικά
ραφτίτσα:
> ράφτης > ραφτικά
ραφτούλα:
> ράφτης > ραφτικά
ράφτρα:
> ράφτης > ραφτικά
ραχβάνι:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
ράχη: >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ράχη: >
ράχη > ανατομικά κατατόπια
ραχίτης:
> ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ραχιτιάζω:
> ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ραχιτικός:
> ραχίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ραχοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
ραχοβούνι:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ραχοκοκκαλιά:
> ραχοκόκκαλο > κόκκαλα
ραχοκόκκαλο:
> ραχοκόκκαλο > κόκκαλα
ραχούλα:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ράχτι: >
πέτρα > πέτρες
ράψιμο:
> ράψιμο > ραφτικά
ρεβανί:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ρεβένι:
λόφος που μπορεί να καλλιεργηθεί > λόφος > τοπογραφικά
ρεβίθια:
> λαχανικά > του φαγιού
ρέβουμαι:
> ρέψιμο > φυσιολογικά
ρέγκα: Clupea
harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας
ρέγκι: >
χρώμα > του ζουγράφου
ρεζές: >
ρεζές > του χτίστη
ρεΐζης:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
ρεικιά:
> δάσος > τοπογραφικά
ρεικοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
ρεικοδάκι:
> δάσος > τοπογραφικά
ρεικότοπος:
> δάσος > τοπογραφικά
ρέμα: >
διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρέμα: >
ρέμα > της θάλασσας και του καιρού
ρέμα: >
ρέμα > τοπογραφικά
ρέμα: το
ρέμα της φυρονεριάς > αναρούσα > της θάλασσας και του καιρού
ρέμα: το
ρέμα του νερού > ζουριό > του μυλωνά
ρεματιά:
> ρέμα > τοπογραφικά
ρεματικά:
> ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρεματικός:
> ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρεματισμός:
> ρεματισμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρεμπαγός:
> σκάλα > του χτίστη
ρεμπικάρω:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ρεμπίκι:
> λαμπίκος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ρεντέ
(του): > γλυκά > του φαγιού
ρεντιστό:
> γλυκά > του φαγιού
ρεξίνι:
σκούφος του αναγνώστη > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ρεπανάκι:
> λαχανικά > του φαγιού
ρεπάνι:
> λαχανικά > του φαγιού
ρεπανόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
ρεπαντί:
> φακιόλι > ρούχα
ρεσάλτο:
> ρεσάλτο > του πολεμιστή
ρετάλι:
> τόπι > πανιά
ρετιράδα:
αποτραβηγμός, υποχώρηση > ρετιράδα > του πολεμιστή
ρετσέλι:
> γλυκά > του φαγιού
ρετσέτα:
συνταγή > ρετσέτα > γιατρικά
ρετσίνα:
> ρετσίνα > φυτολογικά
ρετσινάρης:
> ξυλοτόμος > του χωραφιού
ρετσινάτο:
> κρασί > του φαγιού
ρετσινόλαδο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
ρετσούνι:
το σηκωτό μέρος του σαμαριού (ή της σέλας) μπροστά και πίσω > μέρη του
σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
ρέφνα: η
ταραχή που κάνει η θάλασσα στο ακρογιάλι > ρούφνα > της θάλασσας και του
καιρού
ρεφούδι:
η αβγοθήκη του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά
ρεφουλιά:
> σαγανάκι > καιρικά
ρέφτης:
> κανάλι > του χτίστη
ρεψιά: >
ρέψιμο > φυσιολογικά
ρέψιμο:
> ρέψιμο > φυσιολογικά
ρήγα: >
γραφικά > του σπιτικού
ρηγάδι:
> πανιά > πανιά
ρήγανη:
> λαχανικά > του φαγιού
ρήγισα:
η ρήγισα των ξωτικών > δέσποινα > δαιμονικά
ρήγλα: >
ρήγλα > του χωραφιού
ρηγλί: για
να ισιάζουν το γέννημα στο μόδι > ρήγλα > του χωραφιού
ρηγοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
ρήμια: >
ερημιά > τοπογραφικά
ρημοκλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
ρημονήσι:
> νησί > της θάλασσας και του καιρού
ρημόστρατα:
> δρόμος > τοπογραφικά
ρημόστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
ρημοτόπι:
> ερημιά > τοπογραφικά
ρήνα: Raja
batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
ρησόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρήσος: Lynx
lunx | λυγξ > ρήσος > θηλαστικά
ρηχά: ρηχά
νερά > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού
ρηχά: ρηχά
τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
ρηχά
(τα): > ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού
ρηχή
(η): > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
ρηχιά: >
ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού
ρηχνέρια:
> ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού
ρηχόνερο:
> πέραμα > τοπογραφικά
ρηχοπήγαδο:
> πηγάδι > του χωραφιού
ρηχότοπος:
> ρηχιά > της θάλασσας και του καιρού
ριγανόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
ριγανόξυλο:
> χελάλι > του μαγεριού
ριγμένο:
> καράβι > καράβια
ριζά: ριζό
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ρίζα: >
ρίζα > φυτολογικά
ριζάκι:
> ρίζα > φυτολογικά
ριζαλάκι:
> ρίζα > φυτολογικά
ριζάλεβρο:
> αλέβρι > του φαγιού
ριζάλι:
> ρίζα > φυτολογικά
ριζάρι:
> είδη βαφών > του βαφιά
ριζάτα:
> τα δόντια είναι > όργανα
ριζάφτι:
> μηλίγγι > κόκκαλα
ρίζι: >
ρίζι > του φαγιού
ριζό: >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ριζοβάφω:
> δουλιές του βαφιά > του βαφιά
ριζοβελονιά:
> βελονιές > ραφτικά
ριζοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
ριζοβουνιά:
ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ριζοβούνια:
ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ριζόγαλο:
> ρίζι > του φαγιού
ριζοδόντι:
> δόντι > όργανα
ριζοδοντιά:
> δόντι > όργανα
ριζόκαστρο:
> κάστρο > του χτίστη
ριζομέρι:
> τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
ριζόνερο:
> ρίζι > του φαγιού
ριζόνια:
είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού
ριζόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ριζόσπηλο:
> σπηλιά > τοπογραφικά
ριζόφυτο:
> ρίζα > φυτολογικά
ριζοχώρι:
> χωριό > τοπογραφικά
ρίζωμα:
ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ριζώματα:
ριζό > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ρίμα: νεφέλιον;
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρίνα: Raja
batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
ρινί: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ρινίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
ρινόκερος:
Rhinoceros > ρινόκερος > θηλαστικά
ριξιά: >
τουφέκι > του πολεμιστή
ριπή: >
ανεμική > καιρικά
ριπιδιάζει:
> ο άνεμος > καιρικά
ριπιδιάζει:
την θάλασσα την ταράζει λίγος άνεμος > θάλασσα > της θάλασσας και του
καιρού
ρισάλτο:
έφοδος > ρεσάλτο > του πολεμιστή
ριτράτο:
> ζουγραφιά > του ζουγράφου
ρίχνει:
> βροχή > καιρικά
ρίχνει:
> χιόνι > καιρικά
ρίχνω: ρίχνω
ορδί = στρατοπεδεύω > στρατός > του πολεμιστή
ρίχνω: ρίχνω
στο σωρό | ρίχνω μεσ' στα όλα > τουφέκι > του πολεμιστή
ρίχνω: ρίχνω
στο σωρό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ρίχνω: ρίχνω
τα χαρτιά > χαρτιά > παιγνίδια
ρίχνω: στο
γιαλό, σε ξέρα > ρίχνω όξω το καράβι > αρμενίσματα
ριχτάρι:
κοντάρι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
ρίχτης:
> κανάλι > του χτίστη
ριχτίμι:
> μώλος > της θάλασσας και του καιρού
ριχτό: σπέρνω
ριχτό > σπέρνω > του χωραφιού
ρίχτρα:
> κρεμασιά > τοπογραφικά
ρίχτω: ρίχτω
βολές > βολάζω > της ψαρικής
ριψητός:
> ανθητός > φυτολογικά
ροβολητό:
> κατήφορος > τοπογραφικά
ρόβολος:
> κατήφορος > τοπογραφικά
ρόβολος:
ο κατήφορος του βουνού > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ρόγγι: >
δάσος > τοπογραφικά
ρόγγι: >
ξεχερσώνω > του χωραφιού
ρογγιά:
> δάσος > τοπογραφικά
ρόγγια:
ξεχερσωμένα χωράφια > χωράφι > του χωραφιού
ρογγίζω:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ρόγγισμα:
> ξεχερσώνω > του χωραφιού
ρογί: ένα
ρογί (ροΐ) με λάδι > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ρόγια
(τα): δάσος καμένο για βοσκή > δάσος > τοπογραφικά
ρόγος
(ο): > ποτίζω > του χωραφιού
ρόδα: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
ροδακινής:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ροδακινί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ροδαλός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ροδάμι:
> ροδαμός > φυτολογικά
ροδάμι:
τα τρυφερά σπειράκια που βγάζει το χαμοπούρνι και που τους βγάζουν κόκκινη
βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
ροδαμός:
νέος βλαστός > ροδαμός > φυτολογικά
ροδάνι:
> ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας
ροδαρός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ροδίζει:
> ψωμί > του φαγιού
ροδινός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ρόδινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ροδίτες:
> σταφύλια > του φαγιού
ροδοζάχαρη:
> γλυκά > του φαγιού
ροδοκόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ροδόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
ροδόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
ροδόμελι:
> μέλι > του φαγιού
ροδόμελο:
> μέλι > του φαγιού
ροδόξειδο:
> ξείδι > του φαγιού
ροδόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
ρόδουλο:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
ρόδουλο:
κύλιντρος > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ροδοχάραμα:
> αβγή > αστρικά
ροζάρικος:
> κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ροζέτα:
> διαμάντι > πετράδια
ροζιάζω:
> κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ροζιάρικο:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
ροζιασμένος:
> ρόζος > φυτολογικά
ρόζος: >
κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρόζος: >
ρόζος > φυτολογικά
ρόζους:
> το ξύλο έχει > του μαραγκού
ροϊδάμι:
> είδη βαφών > του βαφιά
ροϊδάμι:
τα τρυφερά σπυράκια που βγάζει το χαμοπούρνι > ροδαμός > φυτολογικά
ροϊδινός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ρόιδο: >
ρούδιασμα > του βαφιά
ροϊδόσπυρο:
> καρπός > φυτολογικά
ρόκα: >
καρπός > φυτολογικά
ρόκα: >
ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
ροκάνα:
> κρούταλο > του μουσικού
ροκάνα:
> παιδιών > παιγνίδια
ροκάνη:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ροκάνι:
> κρούταλο > του μουσικού
ροκάνι:
> παιδιών > παιγνίδια
ροκάνι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ροκανίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
ροκίζω:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
ροκώνουν:
φουσκώνουν οι δόγες από νερό > βαρέλι > του τρύγου
ρολογάδικο:
> ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρολογάς:
> ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρολόι: >
ρολογάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρολόι: της
τσέπης > ρολόι > του σπιτικού
ρολόι: του
τοίχου > ρολόι > του σπιτικού
ρομπόλα:
κεφαλλονίτικο κρασί > κρασί > του φαγιού
ρονιά: >
βροχή > καιρικά
ρονιά: >
κανάλι > του χτίστη
ρονιές:
> βροχή > καιρικά
ρόπαλο:
> ρόπαλο > του πολεμιστή
ρόπη: >
καλαμιά > του χωραφιού
ροσόλι:
> κρασί > του φαγιού
ροσοπίλια:
> ανεμοπύρωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ρότα: δρόμος
του καραβιού > αρμενισιά > αρμενίσματα
ρουβί: >
ρουμπίνι > πετράδια
ρουβίνι:
> ρουμπίνι > πετράδια
ρούγα: >
δρόμος > τοπογραφικά
ρούδι: >
ρούδιασμα > του βαφιά
ρούδιασμα:
> ρούδιασμα > του βαφιά
ρουθούνι:
> μύτη > όργανα
ρουθουνίζει:
> η γάτα > θηλαστικά
ρουθούνισμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
ρουκούτα:
> βουτηχτής > αρμενίσματα
ρουμάνι:
> δάσος > τοπογραφικά
ρούμι: >
κρασί > του φαγιού
ρούμπαλο:
> καρπός > φυτολογικά
ρουμπί:
> ρουμπίνι > πετράδια
ρουμπίνι:
> ρουμπίνι > πετράδια
ρούμπος:
τα δυο παιγνίδια από τρία που κερδίζουν > χαρτιά > παιγνίδια
ρούμπωμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
ρουμπώνω:
με ρούμπωσε ο κούκος > μαγέβω > δαιμονικά
ρουνιά:
> βρύση > του χωραφιού
ρουνιά:
> κανάλι > του χτίστη
ρούντα:
το μπροστινό του τιμονιού > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του
αμαξά
ρουξούνι:
> βρύση > του χωραφιού
ρούσα: Otis
tetrax > αγριόκοτα > πουλιά
ρούσα: καστανά
> γίδι > της βοσκής
ρουσάλτο:
> ρεσάλτο > του πολεμιστή
ρουσόγεια:
> γη > του χωραφιού
ρουσομύτης:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
ρουσόξανθος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ρούσος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
ρουφαλιά:
> ρούφουλας > καιρικά
ρουφαλιά:
> σαγανάκι > καιρικά
ρούφημα:
> ζουμί > του φαγιού
ρουφηχτά:
> αβγά > του φαγιού
ρουφήχτρα:
> πηγάδι > του χωραφιού
ρουφήχτρα:
νερουλός άμμος ή λάσπη όπου βουλάς ρουφηγμένος > ρουφήχτρα >
τοπογραφικά
ρουφήχτρες:
> γοργόνα > δαιμονικά
ρουφιανέβω:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρουφιανιά:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρουφιάνος:
> μεσίτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρούφνα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
ρούφνα:
> ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού
ρουφός:
Polyprion cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας
ρούφουλας:
> ρούφουλας > καιρικά
ρούχα: >
μηνιάτικα > φυσιολογικά
ρούχα: >
ρούχα > ρούχα
ρουχάζω:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρουχάλα:
> σάλιο > φυσιολογικά
ρουχαλητό:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρουχαλίζει:
> η γάτα > θηλαστικά
ρουχαλίζω:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρουχαλισιά:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρουχάλισμα:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρουχαριό:
> ρούχα > ρούχα
ρουχικά:
> ρούχα > ρούχα
ρουχισμός:
> προίκα > οικογενειακά
ρουχισμός:
> ρούχα > ρούχα
ρούχνα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
ρουχνητό:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρουχνίζω:
> ρουχάλισμα > φυσιολογικά
ρούχο: >
πανί > πανιά
ρούχο: >
πανί > του αργαλιού και της ρόκας
ρουχόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρουχολόγος:
> ρουχολόγος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ρουχούνι:
κρουνός > βρύση > του χωραφιού
ροφός: Polyprion
cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας
ροχάλα:
> σάλιο > φυσιολογικά
ρυάκι: >
ρυάκι > τοπογραφικά
ρυθμοκόπος:
> μουσικός > του μουσικού
ρύμη: >
δρόμος > τοπογραφικά
ρύμνη: >
δρόμος > τοπογραφικά
ρυμούλκι:
> σκοινιά > του καραβιού
ρυχτή: >
ρυχτή > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
ρώγα: >
καρπός > φυτολογικά
ρώγα: Arachnidae
> αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
ρώγα: θηλή
> βυζί > όργανα
ρωγαλίδα:
Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
ρώγαλος:
Arachnidae > αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
ρωγοβίλια:
κουδουνάκια > κουδούνι > της βοσκής
ρωγοβύζι:
μπουκάλι για τάισμα μωρού > ρωγοβύζι > του σπιτικού
ρώιμος:
> καρπός > φυτολογικά
ρωμιοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
ρωμιοράφτης:
> ράφτης > ραφτικά
σάβανο:
> σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαβάνωμα:
> σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαβανώνω:
> λαζαρώνω > οικογενειακά
σαβανώνω:
> σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαβανωτής:
> λαζαρώνω > οικογενειακά
σαβανωτής:
> σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαβανώτρα:
> λαζαρώνω > οικογενειακά
σαβανώτρα:
> σαβανωτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαββατιανά:
> σταφύλια > του φαγιού
σαββατογενημένος:
> αλαφροήσκιωτος > δαιμονικά
σαβούρα:
> σαβούρα > του καραβιού
σαβουροκάικο:
> είδη καραβιών > καράβια
σαβουρώνω:
παίρνω σαβούρα > σαβουρώνω > αρμενίσματα
σάβρα: >
σάβρα > σερπετά
σαβρίδι:
Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας
σαγανάκι:
> σαγανάκι > καιρικά
σαγή: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαγιάζω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαγιάκι:
χοντρό μάλινο πανί > πανιά > πανιά
σαγιάρω:
> σαγιάρω > αρμενίσματα
σάγιασμα:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σάγισμα:
τρίχινο πανί για στρώσιμο > κρεβάτι > του σπιτικού
σαγίστρο:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαγίτα:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σαγιτέβω:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σαγίτεμα:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σαγιτεφτής:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σαγιτιά:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σαγιτοθήκη:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σαγόνι:
> σαγόνι > κόκκαλα
σαγόνι:
> στόμα > όργανα
σάγος: >
σάγος > του φαγιού
σάγουλα:
> σάγουλα > του καραβιού
σαγούλι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
σάγουλο:
χοντρό καπότο > πανωφόρι > ρούχα
σαγρές:
> πετσί > του παπουτσή
σάδι: >
ίσιωμα > τοπογραφικά
σάδι: ίσιος
τόπος για βοσκή > βοσκή > της βοσκής
σάικα: >
είδη καραβιών > καράβια
σαΐνι: Falconidae|
άσπρο γεράκι > γεράκι > πουλιά
σαΐσης:
> σαΐσης > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαΐστρο:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαΐτα: >
μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
σαΐτα: >
σαγίτα > του πολεμιστή
σαΐτα: το
πιο φτενό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα
σαϊτιά:
> είδη καραβιών > καράβια
σαϊτόφιδο:
> άλλα φίδια > σερπετά
σακάκι:
> σακάκι > ρούχα
σακαράκα:
> σπαθί > του πολεμιστή
σακάτης:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σακκακουσού:
Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά
σακκάς:
Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά
σακκελίζω:
στραγγίζω τα μακαρόνια στο τρυπητό > μαγειρέματα > του μαγεριού
σακκοράφα:
μεγάλη βελόνα > βελόνα > ραφτικά
σάκκος:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
σάκκος:
από τρίχα καμήλας > πανιά > πανιά
σάκκος:
δαλματική > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
σακκουλίσιο:
γιαούρτι σακκουλίσιο > γάλα > της βοσκής
σακκουλογδύτης:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σακολέβα:
> είδη καραβιών > καράβια
σακοράφα:
Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας
σάλα: >
κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
σαλαβότια:
> μάγια > δαιμονικά
σαλαβρίχι:
> σάβρα > σερπετά
σαλαγγιά:
διπλό αγγίστρι > αγκίστρι > της ψαρικής
σαλαγιά:
> σαλαγώ > της βοσκής
σαλαγώ:
> σαλαγώ > της βοσκής
σαλάκι:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
σαλάμι:
> κρέας > του φαγιού
σαλαμούρα:
> αλάτι > του φαγιού
σαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
σαλατικά:
> λαχανικά > του φαγιού
σαλάχι:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
σαλβάρι:
ανατολίτικη γυναικεία βράκα > σαλβάρι > ρούχα
σαλεμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σαλέπι:
> ζεστό > του φαγιού
σαλέπι:
> σαλεπιτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαλεπιτζής:
> σαλεπιτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαλί: ψιλό
μάλινο πανί > πανιά > πανιά
σάλι: >
σάλι > ρούχα
σάλι: >
σάλι > του καραβιού
σάλιαγκας:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σάλιαγκος:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σαλιακούδα:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
σαλιάνικο:
ή αφράτο > το ξύλο είναι > του μαραγκού
σαλιάρα:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
σαλιάρης:
> σάλιο > φυσιολογικά
σαλιάρης:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
σαλιαριά:
Blennius ocellaris > σαλιάρα > ψάρια της θάλασσας
σαλιαρίστρα:
> σαλιαρίτσα > ρούχα
σαλιαρίτσα:
> σαλιαρίτσα > ρούχα
σαλιβαράς:
> σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαλιβάρι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαλιβαριά:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαλιβαρώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαλιγκάρι:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σαλιγκάρι:
έλιξ > αφτί > όργανα
σαλίγκαρος:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σάλιο: >
σάλιο > φυσιολογικά
σαλιόρα:
> σαλιαρίτσα > ρούχα
σάλιωμα:
> σάλιο > φυσιολογικά
σαλιώνω:
> σάλιο > φυσιολογικά
σαλνίτρι:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
σαλόνι:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
σαλός: >
τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σαλότο:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
σάλπα: σήκωσε
την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα
σαλπάρω:
σηκώνω την άγκυρα > σαλπάρω > αρμενίσματα
σάλπη: Serranidae
> σάρπη > ψάρια της θάλασσας
σάλτσα:
> σάλτσα > του φαγιού
σαλτσισότο:
> κρέας > του φαγιού
σάλωμα:
στέγη από άχερα ή καλαμιές > στέγη > του χτίστη
σαλωματένια:
σαλωματένια καλύβα > καλύβα > του χτίστη
σαμαδούρα:
> σαμαδούρα > του καραβιού
σαμαράκι:
όπου περνούν τα γκέμια απάνω στη ράχη του ζεμένου αλόγου > χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
σαμαράς:
> σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαμάρι:
ζυγός > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
σαμάρι:
σαμάρι ξύλινο > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαμαριάζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
σαμαροκούτι:
> πανιά > πανιά
σαμαροτριχιές:
πήγε τρεις σαμαροτριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της
ώρας
σαμαρτζής:
> σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαμαρώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαματάς:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
σαμιαμίθι:
> σάβρα > σερπετά
σαμιώτικος:
> είδη χορών > χοροί
σαμοβάρι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σαμούρι:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαμπάνι:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σαμπανιός:
> σαμπανιός > ψάρια της θάλασσας
σαμπιέρος:
Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας
σαμψάκι:
ο ξυλένιος μαστραπάς της βάρκας > σαμψάκι > του καραβιού
σαμψάρι:
Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά
σάνα: >
είδη παπουτσιών > του παπουτσή
σάνια: αμάξι
συρτό για χιόνια > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
σανίδι:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
σανίδι:
> σανίδι > του χτίστη
σανιδόξυλο:
> σανίδι > του χτίστη
σανιδόσκαλα:
> σανιδόσκαλα > του καραβιού
σανιδώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
σανκουλί:
> πανιά > πανιά
σανξάρι:
Putorius furo > σαμψάρι > θηλαστικά
σανός: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαντάλι:
> είδη καραβιών > καράβια
σαντάλι:
μεταξωτό πανί με νερά > πανιά > πανιά
σάνταλο:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
σάνταλο:
> ξύλα > του μαραγκού
σανταλόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
σαντούρι:
> σαντούρι > του μουσικού
σαντριβάνι:
> συντριβάνι > του χωραφιού
σαπίγκα:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
σαπίζει:
> το ξύλο > του μαραγκού
σαπιοδόντης:
> δόντι > όργανα
σαπιοκάραβο:
> καράβι > καράβια
σαπίτης:
> άλλα φίδια > σερπετά
σαποκώλιασμα:
σάπισμα της ρίζας > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σαπολίβαδο:
> λιβάδι > τοπογραφικά
σαπολίθι:
> πέτρα > πέτρες
σαπουνάδικο:
> σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαπουναριό:
> σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαπουνάς:
> σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαπούνι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
σαπούνι:
> σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαπουνιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σαπουνόχωμα:
> σαπουνόχωμα > της νεροτριβής
σαπουνόχωμα:
> χώματα > του χωραφιού
σαπουνόχωμα:
στεατίτης > σαπουνόχωμα > πέτρες
σαπουντζής:
αφτός που φτιάνει σαπούνι > σαπουντζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαπρίδι:
> σάβρα > σερπετά
σάρα: >
σάρα > τοπογραφικά
σάρακας:
Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια
σαρακατσάνης:
> βοσκός > της βοσκής
σαράκι:
Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια
σαρακιάζει:
> το ξύλο > του μαραγκού
σαρακίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
σαρακοστέβω:
> νηστεία > του φαγιού
σαρακοστή:
> νηστεία > του φαγιού
σαρακοστιανό:
> φαγί > του φαγιού
σαρανταποδαρούσα:
Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
σαραντίζω:
> λεχωνιά > βιολογικά
σαράντιση:
> λεχωνιά > βιολογικά
σαράτσης:
αυτός πια φτιάνει σελοχάλινα > σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαράφης:
> σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαράφικο:
> σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαραφλίκι:
> σαράφης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σαργί: Diplodus
sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
σαργός:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
σαργουδάκι:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
σαργώνη:
Belone belone > βελόνι > ψάρια της θάλασσας
σαρδέλα:
Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας
σαρδέλα:
παστωμένος τριχιός > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
σαρδελοφάγος:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
σάρες: >
σάρα > τοπογραφικά
σαριά: λέρα
του μαλιού > μαλί > της βοσκής
σαρίκα:
> καπέλο > ρούχα
σάρικα:
> κάπα > ρούχα
σαρίκι:
> καπέλο > ρούχα
σάρισα:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
σάρκα: >
σιγγούνι > ρούχα
σάρκα
(η): > αρχίδι > όργανα
σάρκωμα:
χρώμα ανοιχτό βαλμένο απάνω στον προπλασμό > σάρκωμα > του ζουγράφου
σαρκωμένος:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
σαρμανίτσα:
στεφάνι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
σαρμάς:
> κρέας > του φαγιού
σαρμάς:
> ραβδί > του πολεμιστή
σάρνισμα:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
σάρπα: Serranidae
> σάρπη > ψάρια της θάλασσας
σάρπη: Serranidae
> σάρπη > ψάρια της θάλασσας
σάρωθρο:
> σκούπα > του σπιτικού
σάρωμα:
> σκούπα > του σπιτικού
σαρώνει:
> ο άνεμος > καιρικά
σαρωτής:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σάσμα: >
αραβώνας > οικογενειακά
σατανάς:
> διάβολος > δαιμονικά
σατζάκι:
> κρόσσι > ραφτικά
σατύρι:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
σαφράνι:
> είδη βαφών > του βαφιά
σαφρίδι:
Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας
σαχάνι:
> καζάνι > του μαγεριού
σαχάνι
(στο): > αβγά > του φαγιού
σαχνίσι:
> σαχνίσι > του χτίστη
σαχνισίνι:
παραθύρι που ξεπέχει απάνω στο δρόμο (πάντα καφασωτό στην Ανατολή) >
σαχνίσι > του χτίστη
σαχτακώ:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαχτάρικος:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαχτιάνι:
> πετσί > του παπουτσή
σαχτιάνι:
σαχτιάνι (μαροκινό) > πετσιά για δέσιμο > του βιβλιοδέτη
σαχτό: >
καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σαχτούρα:
είδος γολέτας > είδη καραβιών > καράβια
σαψάκι:
> σαψάκι > του μαγεριού
σβανάς:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σβανάς:
πριόνι για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
σβάραχνα:
> ανατομικά > ψαρολογικά
σβάρνα:
> σβάρνα > του χωραφιού
σβαρνάει:
> αγγάστρι > βιολογικά
σβαρνάω:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
σβαρνίζω:
> σβαρνίζω > του χωραφιού
σβέρκος:
> σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
σβίγα: >
ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
σβίγα: η
κωνική κουβαρίστρα > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας
σβίγκος:
> ζυμαρικά > του φαγιού
σβιγούλες:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
σβιλάδα:
ξαφνικός άνεμος από τη στεριά > σπιλάδα > καιρικά
σβιλάδι:
> ανέμη > του αργαλιού και της ρόκας
σβίντζιρας:
Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
σβιντιγόνα:
> σφεντόνα > του πολεμιστή
σβόλια:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
σβουκάντηλας:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
σβούρα:
> καρπός > φυτολογικά
σβούρα:
> παιδιών > παιγνίδια
σβούρδουκλας:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σβούρδουκλος:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σβούρος:
> καρπός > φυτολογικά
σβούρος:
> παιδιών > παιγνίδια
σβραχνός:
> βραχνός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σβωλιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
σγάρα: κοιλιά
του ψαριού > ανατομικά > ψαρολογικά
σγόρμπια:
γυριστό σκαρπέλο > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σγουμπουλή
ράχη: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
σγουροβελονιά:
> βελονιές > ραφτικά
σγουρομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
σγουρομάλια:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
σεγγούνα:
> σιγγούνι > ρούχα
σέδια: κλειστό
κάθισμα που το κουβαλούνε με τα χέρια > αμάξι > του αγωγιάτη και του
αμαξά
σεϊλάνι:
> γρανίτης > πέτρες
σειρά: >
πάτημα > του κυνηγού
σειράδι:
> σειρήτι > ραφτικά
σειρήτι:
> σειρήτι > ραφτικά
σείριος:
> αστερισμοί > αστρικά
σεισούρα:
Motacilla > σουσουράδα > πουλιά
σείστρο:
> σείστρο > του μουσικού
σεκέρια:
> γλυκά > του φαγιού
σέκορα:
> το ξύλο έχει > του μαραγκού
σέλα: σέλα
πέτσινη > σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σελάς: >
σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
σελάτο:
> γελάδι > της βοσκής
σελάχη:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
σελάχι:
> σελάχι > του πολεμιστή
σέλες: >
σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σεληνιασμός:
> επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σελί: >
σέλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σελός: ανισόροπος
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σελοχάλινα:
> σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά
σελώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
σεμπέκα:
Primates | θηλυκή μαϊμού > μαϊμού > θηλαστικά
σεμσιέ:
> σμαράγδι > πετράδια
σεντζάπι:
Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
σεντζαπόγουνα:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
σεντίνα:
> σεντίνα > του καραβιού
σεντόνι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
σεντόνιασμα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
σεντονού:
> μπαμπούλας > δαιμονικά
σεντουκάς:
> κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σεράδι:
> σειρήτι > ραφτικά
σεραδώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
σεράι: >
παλάτι > του χτίστη
σερβέτα:
> καπέλο > ρούχα
σερβέτα:
> νιφτήρας > του σπιτικού
σερβιτσιάλι:
> κλυστήρι > γιατρικά
σερβούτσι:
> φούντα > του πολεμιστή
σεργκί:
το μετάλλινο βούλωμα του ναργιλέ > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και
σύνεργα
σεργούτσι:
> φούντα > του πολεμιστή
σερμαγιαλής:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
σερμπέτι:
> γλυκά > του φαγιού
σερμπέτι:
> κρασί > του φαγιού
σερνάμενα:
> σκοινιά > του καραβιού
σέρπα: το
κάθισμα του αμαξά > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σερπετζές:
> καμάρα > του χτίστη
σερπετζές:
> καμαροποριά > τοπογραφικά
σερπετζές:
προπύργιο > μέρη του κάστρου > του χτίστη
σέρσινος:
Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
σέρσουνας:
Apidae γένος > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
σέρτικο:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
σέσουλα:
> σαψάκι > του μαγεριού
σέσουλα:
> σέσουλα > του καραβιού
σέσουλα:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
Σετέβρης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
σέτι: >
περιβόλι > του χωραφιού
σεφέρι:
εκστρατεία > σεφέρι > του πολεμιστή
σηκώνεται:
> ο ήλιος > αστρικά
σηκώνεται:
μου σηκώνεται > κάβλα > φυσιολογικά
σηκωτήρι:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
σηλυβριανός:
> είδη χορών > χοροί
σημαδέβω:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σημαδεμένος:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σημάδι:
> ελιά > φυσιολογικά
σημάδι:
> πάτημα > του κυνηγού
σημαδιά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σημαδούρα:
πλεκάμενο σημάδι στο λιμάνι | γεωδετικός στύλος ή σωρόλιθος > σημαδούρα
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
σημαδούρι:
> σταλίκι > του χωραφιού
σημαία:
> παντιέρα > του καραβιού
σημανταριό:
> καμπαναριό > της εκκλησιάς
σημαντήρας:
> διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σημαντήρι:
> καμπαναριό > της εκκλησιάς
σήμαντρο:
> καμπαναριό > της εκκλησιάς
σημάρματα
(τα): > όργανα > του μουσικού
σημιγδάλι:
> αλέβρι > του φαγιού
σημιτζής:
> κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σημίτη:
> κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σημίτι:
> ψωμί > του φαγιού
σήττα: >
κόσκινο > του μαγεριού
σιάδι: >
βοσκή > της βοσκής
σιάδι: >
ίσιωμα > τοπογραφικά
σιάδια:
> ίσιωμα > τοπογραφικά
σιάρω: λάμνω
ανάποδα για να σταματήσω | σία κι αράξαμε > σιάρω > αρμενίσματα
σιάρω: τραβώ
κουπί ανάποδα για να κόψω το δρόμο της βάρκας > λάμνω > αρμενίσματα
σιάσμα:
> αραβώνας > οικογενειακά
σιαστικιά:
> αραβωνιαστικός > οικογενειακά
σιβρί: Thynnus
brachypterus | (από μίαν οκά) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
σιγανεμένη:
σιγανεμένη μέρα > καλοκαιριά > καιρικά
σιγανεμιά:
> καλοκαιριά > καιρικά
σιγανή:
> βροχή > καιρικά
σιγανός:
> είδη χορών > χοροί
σιγάρω:
τραβώ κουπί σιγά > λάμνω > αρμενίσματα
σιγάτσα:
ψιλό πριόνι > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σιγάτσο:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σιγγούνα:
μακρί γιουρδί γυναικείο > σιγγούνι > ρούχα
σιγγούνι:
> σιγγούνι > ρούχα
σιγλίγουρος:
Numenius arquata > σιγλίγουρος > πουλιά
σιγοβράζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
σιγόντοι:
σιγόντοι καιροί > καλοκαιριά > καιρικά
σίδερα:
είναι για τα σίδερα > τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σιδεράδικο:
> σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδεράς:
> σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδερένιος:
> σταχτής > του ζουγράφου
σιδερής:
> σταχτής > του ζουγράφου
σιδερί:
> σταχτής > του ζουγράφου
σιδεριά:
σιδερένια πόρτα > πόρτα > του χτίστη
σιδερικά:
> σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδερικό:
> σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδέρικο:
σιδερόσταχο > άλογο > θηλαστικά
σιδέρικος:
> σταχτής > του ζουγράφου
σιδεριό:
> σιδεράδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδερίτες:
> σταφύλια > του φαγιού
σιδερίτης:
> βαθρακόπετρα > πέτρες
σιδερίτικο:
> καζάνι > του μαγεριού
σίδερο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
σίδερο:
> σίδερο > μέταλλα και χημικά
σιδερογαβάθα:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδεροκάβουρας:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σιδεροκέφαλος:
> πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές
σιδερόκολα:
> κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδεροκολώ:
> γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδερόξυλο:
> ξύλα > του μαραγκού
σιδερόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
σιδεροπουκάμισο:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σιδερόσκονη:
βαφή από λιμαδούρα, ακουαφόρτε και μπακάμι > είδη βαφών > του βαφιά
σιδεροσκούφια:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σιδερόσταχτος:
> σταχτής > του ζουγράφου
σιδεροστιά:
> πυροστάτης > του σπιτικού
σιδεροστιά:
λεκάνη > σιδεροστιά > κόκκαλα
σιδερόχορτο:
μαγικό φυτό που ανοίγει κάθε κλειδωνιά και γκρεμίζει κάθε τοίχο >
σιδερόχορτο > δαιμονικά
σιδερώματα:
> σιδερικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σιδερώνω:
περνώ με το σίδερο > σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σιδερωτάς:
> σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σιδερώτρα:
> σιδερωτάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σίκλα: μέρη
του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
σικλί: μέρη
του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
σίκλος:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
σιλτές:
> κρεβάτι > του σπιτικού
σιμιδόκι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
σιμούνι:
> λίβας > καιρικά
σιμωτά:
> τα δόντια είναι > όργανα
σιναγρίδα:
> σιναγρίδα > ψάρια της θάλασσας
σιναμική:
καθαρτικό > είδη γιατρικών > γιατρικά
σιναπίδι:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σιναπίδι:
κόκκινη ώχρα > είδη βαφών > του βαφιά
σιναπίδι:
ψιλή ανοιξιάτικη βροχή > βροχή > καιρικά
σιναπίδιασμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σινί: χάλκινος
δίσκος > μπακιρικά > του μαγεριού
σινί: χάλκινος
δίσκος > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σινιάλο:
> παντιέρα > του καραβιού
σινόδι:
> σινόδι > ψάρια της θάλασσας
σιντέφι:
> σιντέφι > πετράδια
σιντέφια:
ή χρυσαλλίδες > το ξύλο έχει > του μαραγκού
σιντρίλι:
> στέγη > του χτίστη
σιούτο:
> γίδι > της βοσκής
σιούτο:
ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής
σιράνες:
φτυάρι για κάρβουνα > σιράνες > του σπιτικού
σιρίκια:
> σταφύλια > του φαγιού
σιροκολεβάντες:
> άνεμος > καιρικά
σιρόκος:
> άνεμος > καιρικά
σιρόπι:
> κρασί > του φαγιού
σισάρι:
> μπαχαρικά > του φαγιού
σιταλποτύρι:
> τυρί > του φαγιού
σιταρένιο:
> αλέβρι > του φαγιού
σιταρένιο:
> ψωμί > του φαγιού
σιταρήθρα:
Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά
σιταριά:
χωράφι σπαρμένο σιτάρι > χωράφι > του χωραφιού
σιταρικό:
> κόσκινο > του μαγεριού
σιταρίσιο:
> ψωμί > του φαγιού
σιταρίτης:
Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά
σιταρομάγαζο:
> σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σιταρότοπος:
> γη > του χωραφιού
σιταρούδες:
καρπεροί τόποι > γη > του χωραφιού
σιταρόψειρα:
> σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
σιτεφτάρι:
> μανάρι > της βοσκής
σιτζίμι:
> βροχή > καιρικά
σιτζίμι:
γερό σκοινί > σκοινιά > του καραβιού
σίτινο:
> ψωμί > του φαγιού
σιτοθημωνιά:
> θημονιάζω > του χωραφιού
σιφνιός:
> είδη χορών > χοροί
σίφουνας:
> ρούφουλας > καιρικά
σιφούνι:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
σιφουνικά:
> ρούφουλας > καιρικά
σιφουνικό:
> ρούφουλας > καιρικά
σιχασιές:
> μάγια > δαιμονικά
σίχνα
(signum): τα ξαφτέρουγα και τα λάβαρα μαζί > εκκλησιαστικά σύνεργα >
της εκκλησιάς
σκάγια:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
σκάει: >
ο ήλιος > αστρικά
σκάει: >
το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκάει: >
ψωμί > του φαγιού
σκάζει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
σκάζουν:
> ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
σκαθάκι:
Spinus spinus > σκαθί > πουλιά
σκαθάρης:
Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού
σκαθάρι:
Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού
σκαθάρι:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
σκαθάρι:
των αμπελιών | άνθραξ > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σκαθαρόνι:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
σκάθαρος:
Abramis brama > σκαθάρης > ψάρια του γλυκού νερού
σκάθαρος:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
σκαθί: Spinus
spinus > σκαθί > πουλιά
σκάκι: σκακιέρα
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
σκάλα: >
λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
σκάλα: >
μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σκάλα: >
μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σκάλα: >
ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
σκάλα: >
σκάλα > του χτίστη
σκάλεθρο:
> σκάλεθρο > του σπιτικού
σκαλέρι:
> σκάλα > του χτίστη
σκαλί: >
σκάλα > του χτίστη
σκαλίδα:
> σκαλιστήρι > του χωραφιού
σκαλίδι:
> σκάλα > του χτίστη
σκαλιέρα:
> σκοινιά > του καραβιού
σκαλιέρης:
φύλακας της σκάλας, της αποβάθρας > σκαλιέρης > άλλες τέχνες και
σύνεργα
σκαλίζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
σκάλισμα:
> σκάφτω > του χωραφιού
σκαλιστήρι:
> σκάλεθρο > του σπιτικού
σκαλιστήρι:
> σκαλιστήρι > του χωραφιού
σκαλιστήρι:
> σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
σκαλιστής:
> μαραγκός > του μαραγκού
σκαλιστής:
> πετράς > του χτίστη
σκαλιστική:
> μαραγκοσύνη > του μαραγκού
σκαλιστίρι:
> χελάλι > του μαγεριού
σκαλίστρα:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σκαλοθάρης:
Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά
σκαλόλουρα:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σκαλοπάτα:
> σκαλοπάτα > του παπουτσή
σκαλοπάτι:
> σκάλα > του χτίστη
σκαλοπόδαρο:
> σκάλα > του χτίστη
σκάλος:
> σκάφτω > του χωραφιού
σκαλότθα:
Scolopax rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
σκαλούνι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σκαλούνι:
> σκάλα > του χτίστη
σκαλοφρύδα:
> ράφι > του χτίστη
σκαλοχέρι:
> σκάλα > του χτίστη
σκαλτσούνι:
> κάλτσα > του παπουτσή
σκαλτσουνόξυλο:
> βελόνα > ραφτικά
σκάλωμα:
> λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
σκάλωμα:
> σκάλα > του χτίστη
σκαλωσιά:
> σκαλωσιά > του χτίστη
σκαλωτά:
σκαλωτά μαλιά > μαλί > ανατομικά κατατόπια
σκάμα: >
χωράφι > του χωραφιού
σκάμα: αφρός
της σαπουνάδας > πλύση > του σπιτικού
σκαμάγκι:
> μαλί > της βοσκής
σκαμάγκι:
κουλούρα ξεκαθαρισμένου μπαμπακιού > λίτρα > του αργαλιού και της
ρόκας
σκαμάκι:
λαναρισμένο μαλί > μαλί > της βοσκής
σκαμπαβία:
> είδη καραβιών > καράβια
σκαμπανεβάζει:
ανεβοκατεβαίνει μπροστά πίσω > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
σκαμπανεβαίνει:
> κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
σκαμπανέβασμα:
> κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
σκαμπίλι:
> χαρτιά > παιγνίδια
σκανιάς:
> γύπας > πουλιά
σκανίτης:
> γύπας > πουλιά
σκάνουν:
σκάνουν οι κόμποι των δεντρώνε > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
σκάνουν:
τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκανταγιάρω:
> σκαντηλώνω > αρμενίσματα
σκαντάγιο:
το βαρίδι για να μετρούν το βάθος της θάλασσας > σκαντάλι > του καραβιού
σκανταλέτο:
για το ζέσταμα του κρεβατιού > μαγκάλι > του σπιτικού
σκανταλήθρα:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
σκαντάλι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
σκαντάλι:
> σκαντάλι > του καραβιού
σκανταλιά:
σιδεροδόκανο > δοκάνι > του κυνηγού
σκανταλιάρω:
> σκαντηλώνω > αρμενίσματα
σκανταλίδι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
σκαντάλιο:
> σκαντάλι > του καραβιού
σκάντζουρας:
φυτοφάγο > άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
σκαντζοχερίνα:
Erinaceus europaeus > σκαντζόχερος > θηλαστικά
σκαντζόχερος:
Erinaceus europaeus > σκαντζόχερος > θηλαστικά
σκαντήλι:
> σκαντάλι > του καραβιού
σκαντήλια:
> σκαντήλια > του καραβιού
σκαντηλώνω:
> σκαντηλώνω > αρμενίσματα
σκαπέτα:
> αξίνα > του χωραφιού
σκάπετα:
κατά τη μεριά του βουνού που δε φαίνεται > αναφανή > τοπογραφικά
σκάπετο:
το αντίθετο της αναφανής > αναφανή > τοπογραφικά
σκαπέτσι:
το πίσω μέρος της ράχης που μας είναι κρυμένο > μέρη του βουνού >
τοπογραφικά
σκάρα: >
καζάνι > του μαγεριού
σκάρα: >
σκαρί > του σκαριού
σκάρα: >
τρίγωνο > του μουσικού
σκάρα
(στη): > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
σκαραούλι:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
σκαρατσία:
> πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκαρδάτος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκαρέτο:
τρίγωνο του ράφτη > σκαρέτο > ραφτικά
σκαρί: >
καράβι > καράβια
σκαρί: >
σκαρί > του σκαριού
σκαριά:
τα ξύλα κι ο τύπος όπου στέκει το καράβι για να φτιαστεί > σκαρί > του
σκαριού
σκαρίζω:
> δουλιές του βοσκού > της βοσκής
σκάρισμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σκαρλάτος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
σκαρλίτα:
> σκαρλίτα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκάρμη:
> πάτημα > του κυνηγού
σκαρμίζουμαι:
ακολουθώ τη σκάρμη > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
σκαρμός:
Merluccius merluccius > σκαρμός > ψάρια της θάλασσας
σκαρμός:
το ξύλο που βαστά το κουπί στην κουπαστή > κουπί > του καραβιού
σκαρμοφωλιά:
η τρύπα του σκαρμού στην κουπαστή > κουπί > του καραβιού
σκάρος:
Sparisoma cretense > σκάρος > ψάρια της θάλασσας
σκάρος:
Sparisoma cretense > σκάρος > ψάρια της θάλασσας
σκάρος:
νυχτερινή βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
σκαρπέλο:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σκαρπίζουμαι:
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
σκαρπίνι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
σκαρτζίνι:
> δολώνω > της ψαρικής
σκάρφη:
ελλέβορος > είδη γιατρικών > γιατρικά
σκαρφίζω:
γιατρέβω με σκάρφη > δουλιές του γιατρού > γιατρικά
σκαρώνω:
φτιάνω καράβι > σκαρί > του σκαριού
σκάση: >
ζέστη > καιρικά
σκασίλα:
> ζέστη > καιρικά
σκασίλα:
το σκάσιμο του πετσιού από το κρύο > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα
κουσούρια
σκασμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
σκασμός:
> ζέστη > καιρικά
σκασομύτα:
Loxia curvirostra > σταβρομύτης > πουλιά
σκατά: >
αποχωνέματα > φυσιολογικά
σκατιάς:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
σκάτσα:
> σκάτσα > του καραβιού
σκάτσα:
βάση του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού
σκάτωμα:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
σκατώνω:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
σκάφη: >
είδη καραβιών > καράβια
σκάφη: >
ζυμωτήρι > του μαγεριού
σκάφη: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
σκάφη: >
πλύση > του σπιτικού
σκαφίδα:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
σκαφίδα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
σκαφίδι:
> ζυμωτήρι > του μαγεριού
σκαφίδι:
> καράβι > καράβια
σκαφίδι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
σκαφίδι:
> πλύση > του σπιτικού
σκαφίτης:
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
σκαφόνι:
μεγάλη σκάφη > πλύση > του σπιτικού
σκαφτάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
σκαφτιάς:
> γεωργός > του χωραφιού
σκάφτω:
> σκάφτω > του χωραφιού
σκάψιμο:
> σκάφτω > του χωραφιού
σκεβρώνει:
> το ξύλο > του μαραγκού
σκέλεθρο:
> σκελετός > κόκκαλα
σκελετός:
> σκελετός > κόκκαλα
σκέλι: >
πόδι > ανατομικά κατατόπια
σκέλια
(τα): > πόδι > ανατομικά κατατόπια
σκελίδα:
> καρπός > φυτολογικά
σκεμπές:
άντερα ζώων > άντερα > όργανα
σκεπαρνάκι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σκεπαρνάκι:
Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά
σκεπάρνι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σκέπαση:
> σκέπαση > αστρικά
σκέπαση:
> στέγη > του χτίστη
σκέπαση:
> σύνεφο > καιρικά
σκεπασιά:
> σύνεφο > καιρικά
σκεπαστή:
> στεγάδι > του χτίστη
σκεπαστή:
> στέγη > του χτίστη
σκεπαστό:
> καμάρα > του χτίστη
σκεπή: >
απανεμιά > καιρικά
σκεπή: >
στέγη > του χτίστη
σκέπη: >
φακιόλι > ρούχα
σκέπη: γεννήθηκε
με σκέπη > σκέπη > βιολογικά
σκεπό: >
απανεμιά > καιρικά
σκηνογραφία:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
σκιάδα:
> ησκωσιά > του χωραφιού
σκιαδάς:
> καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκιάδι:
> καπέλο > ρούχα
σκιάζαρος:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
σκιαζούρι:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
σκιάζω:
> σαλαγώ > της βοσκής
σκιάντζαρο:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
σκιάσμα:
> στοιχιό > δαιμονικά
σκιάχτρο:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
σκίζει:
> το ξύλο > του μαραγκού
σκίζεται:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκιζολιθαράς:
που σπάνει πέτρες για τους δρόμους > πετράς > του χτίστη
σκιζολιθαρούδα:
> πετράς > του χτίστη
σκίνα: κάποιο
πετρόψαρο > σκίνα > ψάρια της θάλασσας
σκιόπα:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σκιοπέτο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σκιοπούλα:
Thymallus vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού
σκιος: Thymallus
vulgaris > σκιος > ψάρια του γλυκού νερού
σκισμάδα:
> σπηλιά > τοπογραφικά
σκλαβάκια:
> παιδιών > παιγνίδια
σκλαβίνα:
μάλινο κροσσωτό πάπλωμα > κρεβάτι > του σπιτικού
σκλεντζιάρικο:
τα νερά του δεν παν ίσια > το ξύλο είναι > του μαραγκού
σκλήθρα:
> αγκίδι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκλήθρα:
> παρανυχίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκληρά:
> αβγά > του φαγιού
σκλιβό:
το αντίθετο του βρασερού > ψωμί > του φαγιού
σκλίδα:
> καρπός > φυτολογικά
σκλιδιά:
> καρπός > φυτολογικά
σκλίπωνας:
Formicidae > μερμήγκι > σκουλήκια και ζωύφια
σκλίτσα:
> πέτρα > πέτρες
σκλώπα:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
σκνίπα:
Culicidae γένος > σκνίπα > σκουλήκια και ζωύφια
σκοινάδικο:
> σκοινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκοινάκι:
> παιδιών > παιγνίδια
σκοινάς:
αφτός που φτιάνει σκοινιά > σκοινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκοινιά:
> σκοινιά > του καραβιού
σκοινοπούλι:
Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά
σκολάδα:
> λεχώνα > βιολογικά
σκολιανά:
> ρούχα > ρούχα
σκολιανή:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
σκολιό:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκονάκι:
> σκόνη > γιατρικά
σκόνη: >
σκόνη > γιατρικά
σκοπελίτικα:
> σταφύλια > του φαγιού
σκοπελίτικο:
> απίδι > του φαγιού
σκόρδα:
σκόρδα! = ο θεός να σε φυλάει από το κακό μάτι > φυλαχτό > δαιμονικά
σκορδαλιά:
> λαχανικά > του φαγιού
σκόρδο:
> λαχανικά > του φαγιού
σκορδογούδι:
> γουδί > του μαγεριού
σκορδόξειδο:
> ξείδι > του φαγιού
σκορδόπρασο:
> λαχανικά > του φαγιού
σκορδούλα:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκόρος:
Tinea pellionella > σκόρος > σκουλήκια και ζωύφια
σκόρπαινα:
Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας
σκορπάω:
> σαλαγώ > της βοσκής
σκορπίδι:
Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας
σκορπιδομάνα:
κάποιο πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας
σκορπίζει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκορπίνα:
Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας
σκορπίνι:
Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας
σκορπιόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
σκορπιός:
> κωλουράδι > κόκκαλα
σκορπιός:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
σκορπιός:
> σκορπιός > του καραβιού
σκορπιός:
Androctonus occitanus > σκορπιός > σκουλήκια και ζωύφια
σκορπιός:
Scorpaena > σκορπίδι > ψάρια της θάλασσας
σκότα: >
σκοινιά > του καραβιού
σκοτάδι:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
σκοταδιάζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σκοταριά:
> σφαχτό > του φαγιού
σκότες:
κοτσάρω τις σκότες > σκότες > αρμενίσματα
σκοτίδι:
έκλειψις > σκέπαση > αστρικά
σκοτιδιάζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σκοτινιάζει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σκοτίνιασμα:
> σκέπαση > αστρικά
σκοτίνιασμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σκοτινιασμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
σκοτινιασμός:
> σκέπαση > αστρικά
σκοτινό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
σκοτινός:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
σκοτισμός:
> σκέπαση > αστρικά
σκοτωμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
σκοτωμένο:
αίμα σκοτωμένο > μελανιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκοτωμένο:
σκοτωμένο αίμα = μάβρο αίμα > αίμα > φυσιολογικά
σκοτωμός:
> αποβολή > βιολογικά
σκοτώνει:
> το χρώμα > του ζουγράφου
σκότωσε:
σκότωσε το παιδί = απόβαλε > αποβολή > βιολογικά
σκοτώστρα:
όπλο για σκότωμα, κάθε φονικό όπλο > σκοτώστρα > του πολεμιστή
σκουβιά:
> σάλι > του καραβιού
σκούδο:
μικρή ασπίδα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σκουδοφόρος:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σκουλαρίκι:
> διαμαντικά > πετράδια
σκουλαρίκια:
> γίδι > της βοσκής
σκουλαρίκια:
> σκουλαρίκια > πουλολογικά
σκουληκαντέρα:
ταινία > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
σκούληκας:
> σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
σκουλήκι:
> σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
σκουληκιασμένα:
τα μελίσια είναι σκουληκιασμένα = βγήκαν τα σκουλήκια από τ΄αβγά > μέλισα
> σκουλήκια και ζωύφια
σκουλί:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
σκουλί:
κατσαρού > μαλί > ανατομικά κατατόπια
σκουλί:
όσο μαλί παίρνει η ρόκα > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας
σκουλίδι:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
σκουλούδι:
> λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
σκουμπρί:
Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας
σκούνα:
> είδη καραβιών > καράβια
σκουντουφλίτης:
Anguis fragilis | είδος σαύρας που μοιάζει σα φίδι > τυφλίτης >
σερπετά
σκούπα:
> σκούπα > του σπιτικού
σκούπα:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκούπα:
κλαδί ελάτου > κλαδί > φυτολογικά
σκουπιδαριό:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκουπιδάς:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκουπιδιάρης:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκουπιδολόγος:
> σκούπα > του σπιτικού
σκουπιδοξύστης:
> απορουχοσυνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκουπιστής:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σκουρδούλης:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκουρδουλιάζω:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκουρδουλιάρης:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκουρδουλιασμένος:
> πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκουριά:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σκουριά:
απομεινάρια ξένου μετάλλου > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και
χαλκωματά
σκούριασμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σκούρκος:
> άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
σκούρο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
σκουροβένετος:
> μόρικος > του ζουγράφου
σκουρολεπίδα:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
σκουρομαχαίρα:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
σκούτα:
τσαρούχι από κομάτι κάπα > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
σκουτάρι:
ασπίδα | άρμα, οικόσημο > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σκουταριώτης:
ασπιδοφόρος > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σκουτί:
> πανί > πανιά
σκουτί:
> πανί > του αργαλιού και της ρόκας
σκουτί:
> φόρεμα > ρούχα
σκουτιέρης:
> βοσκός > της βοσκής
σκουτικά:
> ρούχα > ρούχα
σκουτούρα:
> ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σκούφαρο:
κάποιο θαλασσινό ζωόφυτο > σκούφαρο > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σκουφάτος:
με σκουφί > πουλί > πουλολογικά
σκουφέτα:
> σκούφια > ρούχα
σκουφί:
> σκουφί > πουλολογικά
σκουφί:
> σκούφια > ρούχα
σκούφια:
> σκούφια > ρούχα
σκούφια:
από που βαστά (κρατεί) η σκούφια του > συγγενής > οικογενειακά
σκουφομάντιλο:
> φακιόλι > ρούχα
σκούφος:
> σκούφια > ρούχα
σκραβέλι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σκρίνιο:
> γραφείο > του σπιτικού
σκρόφα:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
σκρόφα:
suidae > γουρούνι > θηλαστικά
σκρόφα:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
σκύβαλα:
αποκοσκινίδια γεννημάτων > απάλωνα > του χωραφιού
σκύλα: Canis
familiaris > σκύλος > θηλαστικά
σκυλί: Carcharinidae
& Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας
σκυλοβότανο:
> μαγιοβότανο > δαιμονικά
σκυλοδόντης:
> δόντι > όργανα
σκυλόδοντο:
> δόντι > όργανα
σκυλομάλια:
τα πρώτα φτερά του άπλερου πουλιού > φτερό > πουλολογικά
σκυλόμιγα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
σκυλόμυγα:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
σκυλοπνίχτης:
> καράβι > καράβια
σκυλοπόταμο:
Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά
σκύλος:
> σκύλος > του κυνηγού
σκύλος:
Canis familiaris > σκύλος > θηλαστικά
σκύλος:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
σκυλοτσάκαλο:
> σκύλος > θηλαστικά
σκυλοχάροντας:
> χάρος > δαιμονικά
σκυλόψαρο:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
σκυλόψειρα:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
σκύπι: >
μήλο > του φαγιού
σκύρτος:
> ψαροκόφινο > της ψαρικής
σμαλτάτα:
τζοβαερικά σμαλτάτα > διαμαντικά > πετράδια
σμαραγδένιος:
> πράσινος > του ζουγράφου
σμαραγδένιος:
> σμαράγδι > πετράδια
σμαράγδι:
> σμαράγδι > πετράδια
σμαραγδόριζα:
> σμαράγδι > πετράδια
σμαραγδωπός:
> σμαράγδι > πετράδια
σμαραγδωτός:
> σμαράγδι > πετράδια
σμάρι: >
μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
σμάρι: >
σουρί > ψαρολογικά
σμάρι: τα
μικρόψαρα > γόνος > ψαρολογικά
σμαρίδα:
Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας
σμέουρο:
> γλυκά > του φαγιού
σμέρνα:
Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας
σμιγό: >
ψωμί > του φαγιού
σμίλα: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σμίλα: >
σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
σμιλάρι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σμιλάρι:
> σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
σμιλάρι:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σμίμα: >
όσμιση > φυσιολογικά
σμίνι: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σμιχτός:
> είδη χορών > χοροί
σμπαράρω:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σμπάρο:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σμπαροκόπι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σμπαροκοπίδι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σμπάρος:
> τουφέκι > του πολεμιστή
σμπρίλιος:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
σμύναιρα:
Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας
σμυναριά:
Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας
σμύραινα:
Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας
σμυρίλη:
> σμυρίλη > πέτρες
σμυρίλι:
σμύρις > σμυρίλη > πέτρες
σμύρινα:
Muraena helena > σμέρνα > ψάρια της θάλασσας
σμυρνιός:
> είδη χορών > χοροί
σνίχι: >
σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
σοβαντίζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
σοβράνο:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
σόδεμα:
> σοδιά > του χωραφιού
σοδιά: >
σοδιά > του χωραφιού
σοδιάζω:
χιλιομοδιάζω τα εισοδήματα > σοδιάζω > του χωραφιού
σοινίκι:
> μόδι > του χωραφιού
σοκάκι:
> δρόμος > τοπογραφικά
σοκάρο:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
σοκόφι:
μάλινο πανί > πανιά > πανιά
σόλα: >
μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
σολαρίζω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
σολέρι:
> σκάλα > του χτίστη
σολιάζω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
σολομός:
Salmo salar > σολομός > ψάρια της θάλασσας
σολωμονική:
μαγική σοφία > μάγια > δαιμονικά
σομακί:
> σομακί > πέτρες
σόπα: >
ραβδί > του πολεμιστή
σοπραβέντο:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
σοπρακάρικος:
> καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή
σοροκάδα:
> σοροκάδα > καιρικά
σορόκος:
> άνεμος > καιρικά
σοταβέντι:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
σουβάλα:
> αβλάκι > του χωραφιού
σουβάς:
> ασβέστης > του χτίστη
σουβατζής:
που σουβαντίζει τους τοίχους > σουβατζής > του χτίστη
σούβλα:
> σούβλα > του μαγεριού
σούβλα
(στη): > κρέας > του φαγιού
σουβλάκια:
> κρέας > του φαγιού
σουβλί:
> σούβλα > του μαγεριού
σουβλί:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
σουβλί:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σουβλιά:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σουβλίτης:
Spicara smaris > σμαρίδα > ψάρια της θάλασσας
σουβλομύτα:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
σουγγί:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
σουγιάς:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
σουγλεϊμαντάς:
χαλκηδόνιος > σουγλεϊμαντάς > πετράδια
σουγλί:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
σουγλί:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
σουγλοπάτημα:
> βελονιές > ραφτικά
σούδα: >
σούδα > τοπογραφικά
σούδα: χάντακας
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
σουδεφτής:
> σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σούζο: ακέρατο
> γίδι > της βοσκής
σουΐτης:
Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά
σουκούμι:
> σφαχτό > του φαγιού
σουκούμια:
της λεκάνης > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
σουλάνης:
> κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σουλήνα:
Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σουληνάρι:
Solen ensis > σουλήνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σουλιμάς:
> είδη βαφών > του βαφιά
σουλτανίνα:
> σταφύλια > του φαγιού
σούλφανο:
> χημικά > μέταλλα και χημικά
σουμάδα:
> λεμονάδα > του φαγιού
σουνετέβω:
> σουνέτι > γιατρικά
σουνέτι:
> σουνέτι > γιατρικά
σουνούτι:
περιτομή > σουνέτι > γιατρικά
σούπα: >
ζουμί > του φαγιού
σουπιά:
Sepia > σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σουπιοκόκκαλο:
> σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σουπόγαστρο:
> σουπιά > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σούρδιση:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σουρί: κοπάδι
ψάρια > σουρί > ψαρολογικά
σουρίζω:
> σουρίζω > της βοσκής
σουριστάδα:
είδος κίσσας > κίσσα > πουλιά
σουρμάς:
> είδη βαφών > του βαφιά
σουρμές:
> σύρτης > του χτίστη
σουροτσαντίλα:
τσαντίλα για σούρωμα > τσαντίλα > της βοσκής
σούρουπο:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σουρούπωμα:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σουρουπώνει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σουρουτζής:
αφτός που καβαλικέβει ένα από τ' άλογα της καρότσας > καβαλάρης > του
αγωγιάτη και του αμαξά
σούρπα
(η): > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σουρταριάρικο:
> φίδι > σερπετά
σουρτούκο:
> πανωφόρι > ρούχα
σουρτούκο:
> σακάκι > ρούχα
σουρώνει:
> ο άνεμος > καιρικά
σουρώνει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
σουρωτήρι:
> σουρωτήρι > του μαγεριού
σουσαμάτο:
> γλυκά > του φαγιού
σουσαμόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
σουσάτια:
σουσάτια του διαβόλου = δαιμονικά > διάβολος > δαιμονικά
σουσουράδα:
Motacilla > σουσουράδα > πουλιά
σούστα:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
σούστα:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σουστιέρης:
> αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
σουτζούκι:
> κρέας > του φαγιού
σουφλάκι:
ξύλινο παλούκι που στέκεται στον τοίχο > σουφλάκι > του χτίστη
σούφρα:
το φηκάρι όπου περνά η βρακοζώνα > ζώνη > ρούχα
σούχλι:
μπόσικο φαγί > φαγί > του φαγιού
σοφάς: >
καναπές > του σπιτικού
σοφάς: εξέδρα
για να κάθονται οι μουσαφίρηδες > κρέβατος > του σπιτικού
σοφίτα:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
σοφίτα:
> πατώματα > του χτίστη
σοφράνου:
από σοφράνου > αρμενισιά > αρμενίσματα
σοφράς:
> τραπέζι > του σπιτικού
σοφρατζαρία:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
σοφρατζής:
> σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σπαγγόσπιτο:
> αράχνη > σκουλήκια και ζωύφια
σπαγκέτια:
> μακαρόνια > του φαγιού
σπάζει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπάθα: >
σπαθί > του πολεμιστή
σπάθα: σύνεργο
για κέντημα > τελάρο > ραφτικά
σπάθη: που
στεριώνει το σταβάρι με το αλετρόποδο > αλέτρι > του χωραφιού
σπαθί: >
σπαθί > του πολεμιστή
σπαθί: στέρνον
> καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα
σπαθιά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπαθιά:
> σπαθί > του πολεμιστή
σπαθιά:
σπαθιά ζωστά > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
σπαθιδόραμφο:
> σπάτολα > πουλιά
σπαθόφτερος:
> φτερό > πουλολογικά
σπαθόχερο:
> μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή
σπαθόψαρο:
Xiphias gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας
σπάλα: >
πλάτη > κόκκαλα
σπαλέτα:
επωμίς > σπαλέτα > του πολεμιστή
σπαλέτο:
> σάλι > ρούχα
σπανακόπιτα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
σπανό: το
σπανό του βουνού > σάρα > τοπογραφικά
σπανομαρία:
> σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπανός:
> σπανός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπαντόνι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
σπάνω: >
δουλιές του ράφτη > ραφτικά
σπάραχνα:
βράγχια > ανατομικά > ψαρολογικά
σπαρί: Diplodus
sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
σπαρμουδιές:
> σπέρνω > του χωραφιού
σπάρος:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
σπάρσιμο:
> σπέρνω > του χωραφιού
σπαρτά:
> σπέρνω > του χωραφιού
σπαρτής:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σπαρτής:
Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σπαρτό:
> σπέρνω > του χωραφιού
σπαρτοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
σπαρτοκούτι:
γερό ρούχο φτιασμένο από σπαρτόβεργες (Ρούμελη) > σπαρτοκούτι > πανιά
σπαρτόλακκα:
> λάκκα > τοπογραφικά
σπαρτός:
Οχτώβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σπάσιμο:
> σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπάσιμο:
> σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπάσμα:
κήλη > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπασμένος:
> σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπασμίζω:
> σπασμοί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπασμοδέσιμο:
φασκιά για σπάσιμο > φασκιά > γιατρικά
σπασμοί:
> σπασμοί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπασούρα:
> βούρτσα > του σπιτικού
σπάτολα:
> σπάτολα > πουλιά
σπεντονύχι:
> σπεντονύχι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σπεράντσα:
> άγκυρα > του καραβιού
σπεράντσα:
> κατάρτια > του καραβιού
σπεράντσα:
> πανιά > του καραβιού
σπερβέρι:
> κρέβατος > του σπιτικού
σπέρκα:
Perca fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
σπερνός:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
σπερνός:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σπερνού:
ώρα σπερνού > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σπέρνω:
> σπέρνω > του χωραφιού
σπεροβορίζει:
> ο άνεμος > καιρικά
σπερώματα:
με τα σπερώματα > σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σπερώνει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
σπηλιά:
> σπηλιά > τοπογραφικά
σπηρουνάτος:
με σπηρούνια στα πόδια > πουλί > πουλολογικά
σπηρούνι:
> σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά
σπηρουνιά:
> σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά
σπηρουνίζω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
σπίζα: Fringilla
coelebs > σπίνος > πουλιά
σπιζιός:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
σπιθάρι:
λακκούλα με βρόχινο νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά
σπιθίζουν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
σπιθοκόκι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπιθολαμπούν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
σπιθούλι:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπιθούρα:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
σπιθούρι:
Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
σπιθοφεγγιά:
σπιθοφεγγιά των άστρων > άστρο > αστρικά
σπιθοφέγουν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
σπικόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
σπιλάδα:
> σπιλάδα > καιρικά
σπιλάδι:
> σπιλάδα > καιρικά
σπιλιάδα:
> σπιλάδα > καιρικά
σπινάτσα:
> καμπάς > ραφτικά
σπινέτα:
> πιάνο > του μουσικού
σπινέτο:
> πιάνο > του μουσικού
σπινίτης:
Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά
σπίνος:
Fringilla coelebs > σπίνος > πουλιά
σπίτακας:
> σπίτι > του χτίστη
σπιτάκι:
> σπίτι > του χτίστη
σπιτάκι:
τα τέσσερα χωρίσματα του μπαμπακοκαρυδιού > καρπός > φυτολογικά
σπιτάρα:
> σπίτι > του χτίστη
σπίταρος:
> σπίτι > του χτίστη
σπίτι: >
καρπός > φυτολογικά
σπίτι: >
οικογένεια > οικογενειακά
σπίτι: >
σπίτι > του χτίστη
σπιτικό:
> οικογένεια > οικογενειακά
σπιτικό:
> σκύλος > θηλαστικά
σπιτόγατα:
> γάτος > θηλαστικά
σπιτομάγαζο:
> σπίτι > του χτίστη
σπιτομάνα:
> σπίτι > του χτίστη
σπιτομάντρι:
> μάντρα > της βοσκής
σπιτόπουλο:
> σπίτι > του χτίστη
σπιτότοπος:
> σπιτότοπος > του χτίστη
σπιτόφιδο:
> φίδι > σερπετά
σπιτόφιδο:
το στοιχιό του σπιτιού = οικουρός όφις > στοιχιό > δαιμονικά
σπλήνα:
> σπλήνα > όργανα
σπληνάντερο:
> άντερα > όργανα
σπληνάντερο:
> κρέας > του φαγιού
σπληνιάζω:
> σπλήνα > όργανα
σπληνιάρης:
> σπλήνα > όργανα
σπληνοστόμαχο:
> σπληνοστόμαχο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπλονίζω:
ψαρέβω με το φλόμο (φλομιασμένο ψάρι) > ψαρέβω > της ψαρικής
σπόντε:
από σπόντε > μπιλιάρδο > παιγνίδια
σπορά: αβλακιά
σπαρμένη > οργώνω > του χωραφιού
σποράρης:
Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σπόρδακας:
Rana > βάτραχος > σερπετά
σποριάς:
> γεωργός > του χωραφιού
σποριάς:
Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σπορίσματα:
> σπέρνω > του χωραφιού
σπόρο: αβγό
με ή χωρίς σπόρο > αβγό > πουλολογικά
σπόρος:
> καρπός > φυτολογικά
σπουδαστήριο:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
σπουργίτης:
Passer > σπουργίτης > πουλιά
σπούργος:
Passer > σπουργίτης > πουλιά
σπούρδα:
> σαγίτα > του πολεμιστή
σπουρίζουν:
τα χέρια, τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπουρίτι:
βαρβάτο πρόβατο > πρόβατο > της βοσκής
σπυρί: >
καρπός > φυτολογικά
σπυρί: >
σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπυρί: >
στα γίδια > αρώστιες ζώων
σπυριά:
του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
σπυριάζει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
σπυριάζω:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπυριάρης:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σπυρόκωλο:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στ'
ανοιχτά: > αλάργα > της θάλασσας και του καιρού
σταβάρι:
> αλέτρι > του χωραφιού
σταβέντου:
από σταβέντου > αρμενισιά > αρμενίσματα
στάβλος:
> αλογοστάνη > της βοσκής
στάβλος:
> βουκολιό > της βοσκής
στάβλος:
> στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
στάβλος:
> στάβλος > του χτίστη
σταβραδέρφη:
> αδέρφι > οικογενειακά
σταβραδέρφι:
> αδέρφι > οικογενειακά
σταβραδερφός:
> αδέρφι > οικογενειακά
σταβραϊτός:
Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
σταβρί:
> γοφός > κόκκαλα
σταβριά:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
σταβρίδι:
Trachurus > σταβρίδι > ψάρια της θάλασσας
σταβρίτης:
Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σταβροβελονιά:
> βελονιές > ραφτικά
σταβρογέλεκο:
> γελέκο > ρούχα
σταβρογιός:
> παραπαίδι > οικογενειακά
σταβροδρόμι:
> δρόμος > τοπογραφικά
σταβροθόλι:
> θόλος > του χτίστη
σταβροθόλωτη:
σταβροθόλωτη κλησιά > εκκλησιά > της εκκλησιάς
σταβροκοπιούμαι:
κάνω το σταβρό μου > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
σταβρομάνα:
> μαμή > βιολογικά
σταβρομάνα:
> μητέρα > οικογενειακά
σταβρομάνικο:
> σπαθί > του πολεμιστή
σταβρομύτης:
Loxia curvirostra > σταβρομύτης > πουλιά
σταβροπηγιακή:
σταβροπηγιακή μονή = πατριαρχικό μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς
σταβρός:
> κοράκι > του καραβιού
σταβρός:
Asterias vulgaris > σταβρός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σταβρός:
Ανδρομέδα και Πήγασος > αστερισμοί > αστρικά
σταβρός:
των ιερωμένων > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
Σταβρού
(του): Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
σταβρόψωμο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
σταβρόψωμο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
στάβρωμα:
> δρόμος > τοπογραφικά
σταβρώνω:
ξορκίζω με άγιο λείψανο > ξορκίζω > δαιμονικά
στάβρωσες:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
στάβρωση:
> κατάρτια > του καραβιού
στάβρωση:
εκεί που χωρίζει ο κορμός του δέντρου > στάβρωση > φυτολογικά
σταβρωτή:
> βελονιές > ραφτικά
σταβρωτό:
σταβρωτό χαλάζι > χαλάζι > καιρικά
στάγγα:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
στάγκος:
> καλάι > μέταλλα και χημικά
στάγκος:
> καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σταγκώνω:
> γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
σταγκώνω:
> καλάι > μέταλλα και χημικά
σταγκωτής:
> γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
στάδι: >
ποτάμι > τοπογραφικά
στάζει:
> βροχή > καιρικά
σταθερό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
στάλα: >
δροσιά > καιρικά
στάλαγμα:
> μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
σταλαμίδα:
> δροσιά > καιρικά
σταλαχτό:
> μέλι > του φαγιού
σταλίζω:
σταλίζω τα γιδοπρόβατα > σταλίζω > της βοσκής
σταλίκι:
> σταλίκι > της ψαρικής
σταλίκι:
το σημάδι που χωρίζει δυο χωράφια > σταλίκι > του χωραφιού
στάλισμα:
το μεσημεριάτικο ξεκούρασμα του κοπαδιού > σταλίζω > της βοσκής
σταλίστρα:
> σταλίζω > της βοσκής
σταλός:
το μέρος όπου ξεμεσημεριάζουν τα πράματα > σταλίζω > της βοσκής
στάλος:
> σταλίζω > της βοσκής
στάλος:
για πρόβατα > μάντρα > της βοσκής
σταλοχύνουν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
στάλπη:
> γάλα > της βοσκής
σταματάει:
σταματάει το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
σταματάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
στάμενα:
άλογα στο παχνί > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
στάμνα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σταμνάδικο:
> τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά
σταμνάς:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
σταμνί:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σταμνί:
με το σταμνί > βροχή > καιρικά
σταμνοστάτης:
το έπιπλο που βαστάει τις στάμνες όρθιες > σταμνοστάτης > του σπιτικού
στάμπα:
> είδη πανιών > πανιά
σταμπαδόρος:
που μαζεύει γραμματόσημα (στάμπες) | που χτυπά ζουγραφιές στο πετσί >
σταμπαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
σταμπάτο:
> είδη πανιών > πανιά
στανέβω:
> στανιάζω > της βοσκής
στάνη: >
στάνη > της βοσκής
στανιάζω:
> στανιάζω > της βοσκής
στάνιο:
> καλάι > μέταλλα και χημικά
στανοκόπι:
> στάνη > της βοσκής
στανοτόπι:
> στάνη > της βοσκής
σταντάλη:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
σταπέδι:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
σταρήθρα:
Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά
σταριά:
> γη > του χωραφιού
σταροκαλαμιά:
> καλαμιά > του χωραφιού
σταροκόρακας:
Corvus corax > κόρακας > πουλιά
σταροκούκουτσο:
> καρπός > φυτολογικά
σταροκουρούνα:
Corvus corone > κουρούνα > πουλιά
σταρόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
σταροπουλητής:
> σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
σταροπουλιό:
> σταροπουλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
στασιάρικο:
ανήσυχο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
στασίδι:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
στατεράκι:
> μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
στατέρι:
> ζυγαριά > του μαγεριού
στατός:
ίσιος, μήτε πάνω μήτε κάτω το χωριό
μας είναι στατό > στατός > τοπογραφικά
στάφα: λουρί
που περνάει από κάτω το παπούτσι > στάφα > του παπουτσή
σταφίδα:
> σταφύλια > του φαγιού
σταφιδιάρικο:
> καράβι > καράβια
σταφιδόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
σταφιδοπούλι:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
στάφνα:
> μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
στάφνη:
> σύνεργα του χτίστη > του χτίστη
σταφνοκάρι:
ψαρεφτικό σύνεργο > σταφνοκάρι > της ψαρικής
σταφύλια:
> σταφύλια > του φαγιού
σταφυλίτης:
> στόμα > όργανα
σταχοκόπι:
> σταχοκόπι > του χωραφιού
σταχολόγημα:
> σταχολογώ > του χωραφιού
σταχολόγια:
> σταχολογώ > του χωραφιού
σταχολόγος:
> γεωργός > του χωραφιού
σταχολογώ:
> σταχολογώ > του χωραφιού
σταχτάδα:
> σταχτής > του ζουγράφου
σταχτερό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σταχτερόγυαλο:
> μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
σταχτερός:
> σταχτής > του ζουγράφου
στάχτη:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
στάχτη:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
σταχτής:
> σταχτής > του ζουγράφου
σταχτί:
> σταχτής > του ζουγράφου
σταχτιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σταχτογάλαζος:
> γαλανός > του ζουγράφου
σταχτογάλανος:
> γαλανός > του ζουγράφου
σταχτοθάλασσος:
> γαλανός > του ζουγράφου
σταχτοκόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
σταχτολόγος:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σταχτολόγος:
> πυροστάτης > του σπιτικού
σταχτόμαβρος:
> μάβρος > του ζουγράφου
σταχτόνερο:
> πλύση > του σπιτικού
σταχτοπάνι:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
σταχτόπανο:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
σταχτοπόδης:
> καλικάντζαρος > δαιμονικά
σταχτοπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
σταχτορόδινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
σταχτωμένος:
> σταχτής > του ζουγράφου
σταχτώνω:
> σταχτής > του ζουγράφου
στάχυ: >
στάχυ > φυτολογικά
στάχωμα:
> δέσιμο > του βιβλιοδέτη
σταχώνω:
> δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη
σταχωτής:
> βιβλιοδέτης > του βιβλιοδέτη
στεγάδι:
στέγασμα χωρίς τοίχους > στεγάδι > του χτίστη
στεγάδι:
χοντρό μπαμπακερό πανί > πανιά > πανιά
στέγη: >
στέγη > του χτίστη
στέγνα:
> αναβροχιά > καιρικά
στέγνη:
> αναβροχιά > καιρικά
στέγνια:
> αναβροχιά > καιρικά
στεγνοβύζα:
> βυζί > όργανα
στεγνωσιά:
> αναβροχιά > καιρικά
στειλιάρι:
> ραβδί > του πολεμιστή
στειλιό:
> τσεκούρι > του χωραφιού
στείρα:
> στείρα > βιολογικά
στειρολίθαρο:
> πέτρα > πέτρες
στέκα: >
μπιλιάρδο > παιγνίδια
στέκα: >
στηθόπανο > ρούχα
στέκα: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
στέκα: >
σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
στέκεται:
ο ήλιος στέκεται καταμεσημερίς > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
στέκουλα:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
στέκουμαι:
στέκουμαι στο σίδερο = είμαι φουνταρισμένος > ρίχνω άγκουρα >
αρμενίσματα
στέκω: στέκω
στα κουπιά = σηκώνω τα κουπιά > λάμνω > αρμενίσματα
στελιάρι:
το χέρι του τσεκουριού > τσεκούρι > του χωραφιού
στενάδα:
> δρόμος > τοπογραφικά
στενάδι:
> δρόμος > τοπογραφικά
στένακας:
> πετροκοπιό > του χτίστη
στένεμα:
> ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στένεψη:
> ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στενεψιασμένος:
> ζηχούνι > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στενό: >
δρόμος > τοπογραφικά
στενό: >
στενό > της θάλασσας και του καιρού
στενό: στενοπόρι
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στενόβραχα:
> βραχουριά > τοπογραφικά
στενοδρόμι:
> δρόμος > τοπογραφικά
στενοκάντουνο:
> δρόμος > τοπογραφικά
στενομέτωπος:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
στενοπόρι:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στενοποριά:
στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στενόπορο:
στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στενορύμι:
> δρόμος > τοπογραφικά
στενός
(ο): στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στενοσόκακο:
> δρόμος > τοπογραφικά
στενόστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
στενοτοπιά:
στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στενούρα:
στενοπόρι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στεντωσιά:
το ξύλο που στυλώνουν τα κλήματα > κληματαριά > του χωραφιού
στέρι: >
άστρο > αστρικά
στεριά:
> στεριά > της θάλασσας και του καιρού
στεριά:
> στεριανό > καιρικά
στεριά:
κάνω στεριά > ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
στεριανό:
> στεριανό > καιρικά
στεριόνι:
Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά
στεριόνι:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
στέρνα:
> στέρνα > του χωραφιού
στερνογένι:
> παιδί > οικογενειακά
στερνοκαίρι:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
στερνοπαίδι:
> παιδί > οικογενειακά
στέρφα:
> ζωντανά > της βοσκής
στέρφα:
> στείρα > βιολογικά
στερφάρης:
> βοσκός > της βοσκής
στερφογαλιά:
στο σώσμα του γαλατιού, τον καιρό που στερέβει το γάλα > στερφογαλιά >
της βοσκής
στερφοκαλεσιά:
> πρόβατο > της βοσκής
στερφοκοπή:
> κοπάδι > της βοσκής
στερφολάγγαδο:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
στερφολίβαδο:
> λιβάδι > τοπογραφικά
στερφοπροβατίνα:
> πρόβατο > της βοσκής
στέρφος:
> στείρα > βιολογικά
στερφοχωρίζω:
> κοπαδιάζω > της βοσκής
στεφάνι:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
στεφάνι:
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
στεφάνι:
ή γύρος > μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά
στεφάνι:
της έβαλε στεφάνι > γάμος > οικογενειακά
στεφανοκέρατο:
> γελάδι > της βοσκής
στεφάνωμα:
> γάμος > οικογενειακά
στεφανώνουμαι:
> γάμος > οικογενειακά
στεφανώνω:
> γάμος > οικογενειακά
στεφάνωση:
> γάμος > οικογενειακά
στεφανωτική:
> παντρεμένος > οικογενειακά
στεφανωτό:
ο αϊτός κοσκινίζει = πηγαινοέρχεται άστατα > παιδιών > παιγνίδια
στηθάρι:
στήθος σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού
στηθιασμένος:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στηθικός:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στηθοκόκκαλο:
> καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα
στηθοκοπώ:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
στηθοπάνι:
> στηθόπανο > ρούχα
στηθόπανο:
> στηθόπανο > ρούχα
στηθόπλεβρο:
> πλεβρίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στηθόπονος:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στήθος:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στηθούρι:
> σφαχτό > του φαγιού
στηθούρι:
στηθικό > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
στημόνι:
> στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας
στήνω: τ'
αφτιά > αφτί > όργανα
στήρα: >
πίγκα > ψάρια της θάλασσας
στια: >
τζάκι > του σπιτικού
στίβα: >
θημονιάζω > του χωραφιού
στιβάζει:
> χιόνι > καιρικά
στιβάζω:
> θημονιάζω > του χωραφιού
στιβάζω:
> λανάρα > της βοσκής
στιβάζω:
στιβάζω το μπαμπάκι με το δοξάρι > δοξάρι > του αργαλιού και της ρόκας
στιβάλι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
στιβάνι:
μπότα κρητικιά > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
στιβανιές:
στίβες ξύλα αραδιασμένες στις αβλές > στιβανιές > του χωραφιού
στιβανόχερο:
για το χτύπημα της κόρδας του δοξαριού > δοξάρι > του αργαλιού και της
ρόκας
στίβασμα:
> θημονιάζω > του χωραφιού
στιβαστή:
> βροχή > καιρικά
στιγγάρω:
στιγγάρω τα πανιά > στιγγάρω > αρμενίσματα
στίγκος:
> σκοινιά > του καραβιού
στιγμή:
> ώρα > της μέρας και της ώρας
στιλέτο:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
στιφάδο:
> κρέας > του φαγιού
στίφτης:
> πατητήρι > του τρύγου
στιχάρι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
στιχερό:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
στιχώνω:
> δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη
στοά: >
καμάρα > του χτίστη
στοιχειοθέτης:
> στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
στοιχερό:
> αλώνι > του χωραφιού
στοιχιάζει:
> στοιχιό > δαιμονικά
στοιχιάζω:
> μαγέβω > δαιμονικά
στοιχιό:
> στοιχιό > δαιμονικά
στοιχιωμένος:
στοιχιωμένος τόπος > νεραϊδαριό > δαιμονικά
στοιχιώνει:
> στοιχιό > δαιμονικά
στοιχιώνω:
> μαγέβω > δαιμονικά
στόκος:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
στόκος:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
στόκος:
> μέρη του παραθυριού > του χτίστη
στολή: >
φόρεμα > ρούχα
στολιδομάνικο:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
στολίστρα:
αφτή που στολίζει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά
στόμα: >
στόμα > όργανα
στόμας:
> στόμα > όργανα
στοματάρα:
> στόμα > όργανα
στοματάς:
> στόμα > όργανα
στομαχάρι:
> γιατρικό > γιατρικά
στομαχαρία:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στομάχι:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στομάχι:
> κοιλιά > όργανα
στομαχιάζω:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στομαχιάρης:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στομάχιασμα:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στομαχικό:
> γιατρικό > γιατρικά
στομαχόπανο:
> στηθόπανο > ρούχα
στομαχόπονος:
> κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στοράκι:
η ρετσίνα της στουρακιάς > ρετσίνα > φυτολογικά
στουκάρω:
> γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
στούκος:
> γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
στούκος:
για το μουστάκι > κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
στουμπέκι:
ξύλινο γουδί > γουδί > του μαγεριού
στουμπέτση:
άσπρη βαφή > είδη βαφών > του βαφιά
στουμπίζω:
χτυπώ τα στάχυα με το δουκάνι > στουμπίζω > του χωραφιού
στούμπισμα:
> στουμπίζω > του χωραφιού
στούμπος:
ξύλινο σύνεργο για να στουμπώνουν (ζουλούν) τα σταφύλια > πατητήρι >
του τρύγου
στούπα:
> χιόνι > καιρικά
στουπέτσι:
ανθρακικός μόλυβδος > χημικά > μέταλλα και χημικά
στουπί:
> καλαφατίζω > του σκαριού
στουπί:
> κρέας > του φαγιού
στουπί:
> χιόνι > καιρικά
στουπίζει:
> χιόνι > καιρικά
στουπούλα:
> χιόνι > καιρικά
στουπόχαρτο:
> γραφικά > του σπιτικού
στουρέκι:
> ρετσίνα > φυτολογικά
στουρνάρι:
> γυαλόπετρα > πέτρες
στουρναρόπετρα:
> γυαλόπετρα > πέτρες
στούρους:
> αλώνι > του χωραφιού
στουφάδο:
> κρέας > του φαγιού
στουφάτο:
> κρέας > του φαγιού
στόφα: χοντροδουλεμένο
μεταξωτό > πανιά > πανιά
στραβά:
κωμικά > μάτι > όργανα
στραβάδα:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβάλογο:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβιά:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβογαΐτανα:
> κορδόνι > ραφτικά
στραβοδιαβασιά:
> κακοστρατιά > τοπογραφικά
στραβόθωρος:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοθωρώ:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοκαιριά:
> αλλαξοκαιριά > καιρικά
στραβοκάνης:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοκατινιάζω:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοκατινιασμένος:
> μέση > ανατομικά κατατόπια
στραβολαίμης:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
στραβολαιμιάζω:
> στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβολαίμιασμα:
> στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβολέκα:
> ραβδί > του πολεμιστή
στραβολιγκιάζω:
> στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβολίγκιασμα:
> στραβολαίμιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβομάρα:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβομάτης:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοματιάζω:
> αλλίθωρος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβομεσιάζω:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβομέσιασμα:
> κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβομούρης:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
στραβόξυλα:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
στραβόξυλα:
> παγίδια > του καραβιού
στραβοξυλή:
> παγίδια > του καραβιού
στραβοξυλιά:
> παγίδια > του καραβιού
στραβοπατέρας:
> πατέρας > οικογενειακά
στραβοπόδης:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοποδίζω:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοπούλι:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοπύγι:
> κάστρο > του χτίστη
στραβοράβδι:
> γκλίτσα > της βοσκής
στραβός:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβόστομος:
> στόμα > όργανα
στραβοτιμονιά:
> αρμενισιά > αρμενίσματα
στραβούλιακας:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβοχέρης:
> κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραβώνει:
> το ξύλο > του μαραγκού
στραβώνουμαι:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραγαλατζής:
> στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
στραγάλια:
> στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
στραγάλια:
> στραγάλια > του φαγιού
στραγαλιάνος:
Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά
στραγγιστήρι:
> σουρωτήρι > του μαγεριού
στραγγουλίζω:
> στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραγγούλισμα:
> στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στράδι:
> στράδι > ψάρια της θάλασσας
στράλια
(τα): > τα στράλια > του καραβιού
στραλιέρες:
> τα στράλια > του καραβιού
στραμπουλίζω:
> στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στραμπούλισμα:
> στραμπούλισμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στράτα:
> δρόμος > τοπογραφικά
στρατάρικο:
καλό για τη στράτα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
στρατί:
> δρόμος > τοπογραφικά
στράτι:
κρεβάτι κρεμαστό καμωμένο από κλαδιά απάνω σε δέντρο > δραγάτης > του
τρύγου
στρατιώτης:
> πολεμιστής > του πολεμιστή
στρατιώτης:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
στρατιωτικά:
> ρούχα > ρούχα
στρατόνι:
> δρόμος > τοπογραφικά
στρατός:
> στρατός > του πολεμιστή
στρατούλα:
> δρόμος > τοπογραφικά
στρατούλα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρατούλι:
> δρόμος > τοπογραφικά
στράτσα:
> πατσαβούρα > ρούχα
στρατσίδι:
> πατσαβούρα > ρούχα
στρατώνας:
> στρατώνας > του χτίστη
στρατωνιά:
> δρόμος > τοπογραφικά
στράφυλα:
> αποστραγγίδια > του τρύγου
στρέγκλα:
> στα γελαδικά > αρώστιες ζώων
στρεγκλιάζω:
> στα γελαδικά > αρώστιες ζώων
στρειδάς:
> ψαράς > της ψαρικής
στρειδέβω:
βγάζω στρείδια ή χτένια > ψαρέβω > της ψαρικής
στρείδι:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
στρειδότσεφλο:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
στρειδοφόρτωτη:
> καρίνα > του καραβιού
στρέκλας:
> στα γελαδικά > αρώστιες ζώων
στρεπελός:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στρέχα:
> κανάλι > του χτίστη
στρέχα:
> μέρη της στέγης > του χτίστη
στρήφωμα:
> στρήφωμα > ραφτικά
στρηφώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
στρίβω
το μαλί: > ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
στριγγιά:
στριγγίτικο τομάρι > πετσί > του παπουτσή
στρίγγλα:
> λάμια > δαιμονικά
στριγγλοβότανο:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
στριγγλοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
στριγγλοπούλι:
Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά
στριγγλόχορτο:
> μαγιοβότανο > δαιμονικά
στριγγόγελο:
> γέλιο > φυσιολογικά
στρίγλα:
> λάμια > δαιμονικά
στρίγλισα:
> λάμια > δαιμονικά
στριμένο:
> πρόβατο > της βοσκής
στριμένο:
στριμένο μουστάκι (το στρίβει) > μαλί > ανατομικά κατατόπια
στριμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στρίνα:
στρίψιμο καδένας > άγκυρα > του καραβιού
στρίορας:
ο ξύλινος στύλος στη μέση του αλωνιού που γυρίζουν τ' άλογα γύρω του >
αλώνι > του χωραφιού
στρίποδο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρίτσια:
> άγκυρα > του καραβιού
στριφνάρι:
> ρεζές > του χτίστη
στριφόκερο:
> γίδι > της βοσκής
στριφολάγγαδο:
> λαγγάδι > τοπογραφικά
στρίφουλας:
> ρούφουλας > καιρικά
στριφταδέλα:
> βελονιές > ραφτικά
στριφταδέλα:
γυριστό μοτίβο > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά
στριφτάρι:
για να τονίζουν τις χορδές > μέρη του βιολιού > του μουσικού
στρίφτουλας:
> παιδιών > παιγνίδια
στρίψη:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στρίψιμο:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στροβίλα:
> ρούφουλας > καιρικά
στρογγύλι:
σπόνδυλος > κολόνα > του χτίστη
στρογγυλό:
του μεριού > μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
στροέρα:
> απάνεμο > τοπογραφικά
στροέρα:
> λάκκα > τοπογραφικά
στρόερος:
> απάνεμο > τοπογραφικά
στρόερος:
απάνεμη λάκκα > λάκκα > τοπογραφικά
στρόμπος:
σκοινί ή πανί στριμένο > κάτι > του αργαλιού και της ρόκας
στρόμπουλος:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
στρόπος:
παιγνίδι με στριμένο μαντίλι > παιδιών > παιγνίδια
στρόπος:
το λουρί που δένει το κουπί στο σκαρμό > κουπί > του καραβιού
στρούγγα:
> μάντρα > της βοσκής
στρουγγιάζω:
> στανιάζω > της βοσκής
στρουγγολίθια:
λιθάρια μπροστά στη στρούγγα όπου κάθουνται οι αρμεχτάδες > μάντρα >
της βοσκής
στρουγκιόνι:
είδος μουρούνας; > δροσίτης > ψάρια της θάλασσας
στρουθί:
Passer > σπουργίτης > πουλιά
στρούμπος:
> παιδιών > παιγνίδια
στρούμπος:
Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
στρουφιλίδα:
Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
στρουφοκάμηλας:
Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά
στρουφούλι:
> ρεζές > του χτίστη
στρουφουλίδα:
> παιδιών > παιγνίδια
στρουφουλίδι:
> ρεζές > του χτίστη
στρόφιασμα:
> στα άλογα > αρώστιες ζώων
στροφίδι:
> ρεζές > του χτίστη
στροφίλι:
> δάσος > τοπογραφικά
στροφιλίδα:
Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
στρόφιλος:
> ζαλάδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στρόφος:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στρόφος:
> στα άλογα > αρώστιες ζώων
στρύλφο:
κρέας σα στουπί, σκληρό κρέας > κρέας > του φαγιού
στρυφνό:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
στρυφνοκάρυδο:
> αμύγδαλα > του φαγιού
στρυφογυρίζω:
στρυφογυρίζω το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
στρυχνί:
μπελαντόνα > είδη γιατρικών > γιατρικά
στρώμα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρωματάδικο:
> στρωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
στρωματάς:
> στρωματάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
στρωματιά:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρωματσάδα:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρωματσάδα:
μπόγος από σκοινιά που βάζουνε στα πλεβρά του καραβιού για προστασία από
τράκο > πιτροπίδια > του καραβιού
στρωματσαριά:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρωμάτσο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρώνει:
> καιρός > καιρικά
στρώση:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρώση:
> στρώση > τοπογραφικά
στρωσίδι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρωσίδι:
> χαλί > του σπιτικού
στρωσίδι:
ψάρι λίμνη > στρωσίδι > ψάρια του γλυκού νερού
στρώσιμο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
στρωτή:
στρωτή θάλασσα > καλοκαιριά > καιρικά
στρωτήρα:
> φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
στρωτός:
στρωτός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά
στρωτός:
στρωτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά
στυγερό:
> αλώνι > του χωραφιού
στυγερόξυλο:
> αλώνι > του χωραφιού
στυλίτης:
αρώστια των ώμων > στυλίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
στυλοπόδι:
> κολόνα > του χτίστη
στύλος:
> κολόνα > του χτίστη
στυλωτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
στυφό: >
κρασί > του φαγιού
στυφτικός:
> είδη γιατρικών > γιατρικά
στύψη: >
είδη γιατρικών > γιατρικά
στύψη: >
ρούδιασμα > του βαφιά
στύψη: στυπτηρία
> στύψη > του αργαλιού και της ρόκας
στυψιάζω:
βουτώ βαμένο ρούχο μέσα στη στύψη για να κάνω τα χρώματα γερά > στύψη
> του αργαλιού και της ρόκας
στύψιμο:
> ρούδιασμα > του βαφιά
συάκι: Scophthalmus
maximus > συάκι > ψάρια της θάλασσας
σύβραση:
κοπανιστό κρεμύδι > λαχανικά > του φαγιού
σύγαμπρος:
> σύγαμπρος > οικογενειακά
συγγενάδια
(τα): > συγγενολόγι > οικογενειακά
συγγενέβω:
> συγγενής > οικογενειακά
συγγενής:
> συγγενής > οικογενειακά
συγγενής:
> συγγενής > οικογενειακά
συγγενίδισα:
> συγγενής > οικογενειακά
συγγενικά
(τα): > συγγενολόγι > οικογενειακά
συγγένισα:
> συγγενής > οικογενειακά
συγγενολόγι:
> συγγενολόγι > οικογενειακά
συγγενολογιά:
> συγγενολόγι > οικογενειακά
σύγιαλο:
> γιαλός > της θάλασσας και του καιρού
συγκάθια:
> μεζελίκια > του φαγιού
συγκαθιστός:
> είδη χορών > χοροί
σύγκαλα:
δεν είναι στα σύγκαλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σύγκαμα:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σύγκαμα:
γδάρσιμο ανάμεσα στα σκέλια > σύγκαμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σύγκαψη:
συγκάηκε > φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συγκέρι:
το σκοινί που δένει δυο-δυο τα κομμάτια από τα κέρατα > αλέτρι > του
χωραφιού
σύγκερο:
μέλι μέσα στην κερήθρα του > μέλι > του φαγιού
συγκλείζουμαι:
> γεννώ > βιολογικά
συγκλεισμάρα:
δυστοκία > γέννα > βιολογικά
σύγκλυση:
> βροχή > καιρικά
συγκοπή:
σταμάτησε η καρδιά του > συγκοπή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συγκόρμισα:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
συγκούκουλο:
> λουβί > φυτολογικά
συγκρουστό:
> είδη πανιών > πανιά
σύγκρυο:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
συγραφέας:
> γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
σύγυρα:
> περίγυρα > τοπογραφικά
συγύρια:
> συγυρικά > του σπιτικού
συγύρια:
βλάχικα συγύρια > τσοπάνικα > της βοσκής
συγυρικά:
> συγυρικά > του σπιτικού
συγύρισμα:
> φόρεμα > ρούχα
συγχωρεμένη:
> βλογιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συδάβλιστρο:
> σκάλεθρο > του σπιτικού
συδένει:
> βροχή > καιρικά
σύδεση:
σύδεση του νερού = ξακολουθητική βροχή > βροχή > καιρικά
σύζυγος:
> αντρόγυνο > οικογενειακά
σύθαμπα:
> αβγή > αστρικά
σύθρονο:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
σύκα: >
σύκα > του φαγιού
συκόδεντρα:
> συκοστάσι > του χωραφιού
συκοκάρυδα:
> αμύγδαλα > του φαγιού
συκολόγι:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
συκολόγος:
Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας
συκοπούλα:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
συκοπούλι:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
συκοστάσι:
> συκοστάσι > του χωραφιού
συκοτάκια:
> κρέας > του φαγιού
συκοταριά:
> κρέας > του φαγιού
συκότι:
> συκότι > όργανα
συκοφάγος:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
συκοχλιάς:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
συλείτουργα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
συλείτουργο:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
συλογικά:
δεν είναι στα συλογικά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συλογισμένος:
ο καιρός είναι συλογισμένος (δείχνει πως θα βρέξει) > καιρός > καιρικά
συμπεθεριά:
> πεθερός > οικογενειακά
συμπεθεριάζω:
> πεθερός > οικογενειακά
συμπεθεριό:
> πεθερός > οικογενειακά
συμπέθερος:
> πεθερός > οικογενειακά
συμπόσιο:
> πρόγεμα > του φαγιού
συμπύρουνος:
> καρπός > φυτολογικά
σύναβγα:
> αβγή > αστρικά
συναγωγή:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
συναναθροφός:
αναθρεμένος μαζί > αδέρφι > οικογενειακά
συναξάρι:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
συναστριές:
> αστερισμοί > αστρικά
συνάχι:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συναχιάζω:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συναχόβηχας:
> βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συνάχτης:
εισπράκτωρ > συνάχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
συναχώνουμαι:
> κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συνεβριά:
νοτιοανατολικός > άνεμος > καιρικά
συνεφιά:
> σύνεφο > καιρικά
συνεφιάζει:
> καιρός > καιρικά
σύνεφο:
> ζέστη > καιρικά
σύνεφο:
> καταχνιά > καιρικά
σύνεφο:
> σύνεφο > καιρικά
συνεφόκαμα:
> σύνεφο > καιρικά
συνήθια:
> μηνιάτικα > φυσιολογικά
σύνταχα:
> αβγή > αστρικά
συντάχινο:
> αβγή > αστρικά
συντεκνάδι:
> παιδί > οικογενειακά
συντεκνάδι:
> παιδί > οικογενειακά
σύντεκνος:
> κουμπάρος > οικογενειακά
συντέλεια:
> βροχή > καιρικά
σύντραβλο:
> μασιά > του μαγεριού
συντριβάνι:
> συντριβάνι > του χωραφιού
συντρόφι:
> ασπρόρουχα > ρούχα
συνυφάδα:
> σύγαμπρος > οικογενειακά
σύνυχτα:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
σύνωρο:
> αβγό > πουλολογικά
σύραχα:
πάω σύραχα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
σύραχο:
ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
σύρικας:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
συρίκι:
στα γεννήματα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
συρίκωμα:
αρώστια από μικρομανίταρο (συρικνωμένο σιτάρι) > αρρώστιες φυτών >
φυτολογικά
σύρμα: >
δρόμος > τοπογραφικά
σύρμα: >
ρέμα > τοπογραφικά
σύρμα: σύρμα
μπρούτζου (κίτρινο και άσπρο) > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
συρμακέζης:
> συρμακέζης > άλλες τέχνες και σύνεργα
συρματερό:
στολίδι καμωμένο από ψιλά σύρματα χρυσαφιού ή ασημιού > χρυσικός >
άλλες τέχνες και σύνεργα
συρματζής:
ο τεχνίτης που στολίζει τα ρούχα με συρματερά > συρμακέζης > άλλες
τέχνες και σύνεργα
συρμή: >
αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συρμή: >
δρόμος > τοπογραφικά
συρμή: >
πάτημα > του κυνηγού
συρμή: >
ρέμα > τοπογραφικά
συρμή: η
συρμή της πρύμης > απόνερα > αρμενίσματα
συρμητό:
η νεροσυρμή της βροχής απάνω στη γη > βροχή > καιρικά
συρμητό:
ορμητικός άνεμος > συρμητός > καιρικά
συρμητός:
> συρμητός > καιρικά
συρμοί:
οι συρμοί του ανέμου > ανεμική > καιρικά
συρμός:
το πέρασμα των ξωτικών > συρμός > δαιμονικά
σύρτα: >
δρόμος > τοπογραφικά
σύρτα: >
πάτημα > του κυνηγού
συρτάρι:
> σύρτης > του χτίστη
συρτάρι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
συρταρόλι:
> αγκίστρι > της ψαρικής
συρτή: >
συρτή > της ψαρικής
σύρτης:
> σύρτης > του χτίστη
σύρτης:
μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
συρτικό:
> συρτή > της ψαρικής
συρτό: >
παπούτσι > του παπουτσή
συρτό: που
το σέρνουνε με το χέρι > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
συρτοθηλιά:
> συρτοθηλιά > του κυνηγού
συρτοπάπουτσο:
> παπούτσι > του παπουτσή
συρτός:
> είδη χορών > χοροί
σύσκοτα:
> νύχτα > της μέρας και της ώρας
συτώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
σύφλογο:
> αντερόλυσσα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
συχαρηκιάρης:
αφτός που κάνει τα συχαρήκια σε γάμους, βαφτίσια κτλ. > συχαρηκιάρης >
οικογενειακά
συχαστικό:
> γιατρικό > γιατρικά
συχνάζει:
συχνάζει το νερό = βρέχει αδιάκοπα > βροχή > καιρικά
συχνιάρικη:
συχνιάρικη στράτα > δρόμος > τοπογραφικά
συχνοκατουρώ:
> κάτουρο > φυσιολογικά
συχνοπαιδούσα:
> λεχώνα > βιολογικά
συχνοπέραστος:
> δρόμος > τοπογραφικά
συχοχλιός:
Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά
συχωρεμένος:
> μακαρίτης > οικογενειακά
συχωροχάρτι:
κατάλογος των ζωντανών και πεθαμένων για μνημόνεμα > λειτουργικά > της
εκκλησιάς
σφαζιά:
για ζώα > λαιμός > ανατομικά κατατόπια
σφάκελος:
> καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σφακίδα:
> ελιά > φυσιολογικά
σφακιδιάρης:
> ελιά > φυσιολογικά
σφάλαγγας:
Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά
σφαλιά:
> δάσος > τοπογραφικά
σφαλιά:
> σφαλιά > του χωραφιού
σφαμός:
> πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σφαντάκι:
Labrax lupus| μικρό λαβράκι > λαβράκι > ψάρια της θάλασσας
σφανταχτερό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
σφαρδάκλα:
Rana > βάτραχος > σερπετά
σφαρνάει:
σκιρτά το έμβρυον > αγγάστρι > βιολογικά
σφαρτό:
> κατραμίζω > του σκαριού
σφαχτά:
> ζωντανά > της βοσκής
σφάχτης:
δυνατός πόνος στα σωθικά > πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σφαχτό:
> σφαχτό > του φαγιού
σφεντόνα:
> σφεντόνα > του πολεμιστή
σφεντόνα:
το μέρος του δαχτυλιδιού που βαστάει το πετράδι > διαμαντικά >
πετράδια
σφεντονάς:
> σφεντόνα > του πολεμιστή
σφεντονιά:
> σφεντόνα > του πολεμιστή
σφεντονίζω:
> σφεντόνα > του πολεμιστή
σφεντονόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
σφεντύλι:
Jynx torquilla > σφεντύλι > πουλιά
σφέτζος:
Passer > σπουργίτης > πουλιά
σφήγκα:
Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
σφηγκομάντρι:
> σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
σφηγκοφωλιά:
> σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
σφηδόνι:
Vespidae γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
σφήκα: Vespidae
γένος > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
σφήνα: >
σφήνα > του μαραγκού
σφήνα: >
ψωμί > του φαγιού
σφηνώνω:
σκίζω με σφήνα | κόβω γονιάζοντας > δουλιές του μαραγκού > του
μαραγκού
σφίξη: >
σφίξη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σφιχτά:
> αβγά > του φαγιού
σφιχτά:
> τα δόντια είναι > όργανα
σφιχτήρι:
το ποντίκι του αρχού > άντερα > όργανα
σφίχτης:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
σφιχτοχείλης:
> στόμα > όργανα
σφίχτρο:
ξύλο που μπαίνει στο μπροστινό αντί και το σφίγγει για να τεντώνεται το πανί
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
σφλύγγουνας:
> πλεμόνι > όργανα
σφλυγγούνι:
> πλεμόνι > όργανα
σφοντυλάω:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
σφοντύλι:
σπόνδυλος > σφοντύλι > κόκκαλα
σφοντύλι:
το βαρίδι του αδραχτιού > μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της
ρόκας
σφοντύλι:
το μπροστινό κόκκαλο στο γόνατο > πόδι > κόκκαλα
σφουγγαράς:
> βουτηχτής > αρμενίσματα
σφουγγάρι:
> νιφτήρας > του σπιτικού
σφουγγάρι:
> σφουγγάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
σφουγγαριέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
σφουγγαρόπανο:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
σφουγγάτο:
> αβγά > του φαγιού
σφουγγοπάνα:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
σφράγιση:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
σφυγμός:
> καρδιά > όργανα
σφύξη: >
καρδιά > όργανα
σφύρα: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σφυρά
(τα): > πόδι > κόκκαλα
σφύραινα:
Sphyraena > σφύραινα > ψάρια της θάλασσας
σφυρί: >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
σφυρί: >
σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
σφυρίδα:
Sphyrna zygaena > σφυρίδα > ψάρια της θάλασσας
σφυρίζω:
> σουρίζω > της βοσκής
σφυριχτάρι:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
σφυρίχτρα:
> σφυρίχτρα > του μουσικού
σώβρακο:
> ασπρόρουχα > ρούχα
σώγειο:
> πατώματα > του χτίστη
σωθικά:
> σωθικά > ανατομικά κατατόπια
σωθρόφια:
που δεν τ' αφίνουν να βοσκήσουν όξω από την αβλή ή το στάβλο > ζωντανά
> της βοσκής
σωκάνει:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σωκάρδι:
> γελέκο > ρούχα
σωκήπα:
στατό μέρος ανάμεσα στα βράχια του βουνού > μέρη του βουνού >
τοπογραφικά
σώκλαδα:
> κλαδί > φυτολογικά
σώπανο:
> φόρδα > ραφτικά
σωπόλι:
> χώρα > τοπογραφικά
σωρολιθιά:
> πέτρα > πέτρες
σώσμα: >
κρασί > του φαγιού
σωστά: δεν
είναι στα σωστά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
σωτρόπι:
> σωτρόπι > του καραβιού
σώφεγγα:
στη φέξη > φεγγάρι > αστρικά
σωφελιάζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
σωφελιάζω:
σωφελιάζω αγκωνάρι > δουλιές του χτίστη > του χτίστη
σωφελιασμένη:
σωφελιασμένη πέτρα > πέτρα > του χτίστη
σωχώρα:
> κάμπος > τοπογραφικά
σώχωρο:
> κάμπος > τοπογραφικά
ταβανζτής:
που φτιάνει ταβάνια > ταβανζτής > του χτίστη
ταβάνι:
> ταβάνι > του χτίστη
ταβανόπροκα:
> καρφολογιά > του μαραγκού
τάβανος:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
ταβανοσάνιδο:
> σανίδι > του χτίστη
ταβάνωμα:
> ταβάνι > του χτίστη
ταβανώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
ταβέλες:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελιάζω:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελιάρης:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελιαρίζω:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελούζος:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβέρνα:
> ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ταβερνάρης:
> ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλα: >
κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλα: >
στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλα: ξύλινος
δίσκος > τάβλα > του μαγεριού
τάβλα: χοντρό
σανίδι > σανίδι > του χτίστη
ταβλαμπάς:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
τάβλαρος:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
ταβλάς:
> κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
ταβλάς:
> στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταβλάς:
> στραγαλατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλι: >
μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
ταβλομάντιλο:
> τραπέζι > του σπιτικού
ταβλωτό:
> σαχνίσι > του χτίστη
ταβρί: >
γελάδι > της βοσκής
τάβρος:
> γελάδι > της βοσκής
ταγάρι:
> ταγάρι > της βοσκής
ταγή: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταγήνι:
> ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταγιαδόρος:
ξυλουργός που κάνει τέμπλα > μαραγκός > του μαραγκού
ταγιτζής:
> ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταγκό: >
βούτυρο > της βοσκής
ταζί: >
σκύλος > θηλαστικά
ταζί: >
σκύλος > του κυνηγού
ταήνι: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταΐζω: ταΐζω
τα ψάρια (κωμικά) > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταΐμι: >
ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
τάιστρο:
> ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά
τακίμι:
πίπα του τσιγάρου > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
τάκλα: >
παιδιών > παιγνίδια
τακλάς:
> παιδιών > παιγνίδια
τάκος: >
δοκαρωσιά > του χτίστη
τάκος: >
μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
τάκος: κομάτι
λακέρδας > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
τακούνι:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
ταλαγάνι:
> πανωφόρι > ρούχα
τάλαρος:
> τυροβόλι > της βοσκής
ταλατίνι:
ρούσικο πετσί > πετσί > του παπουτσή
ταλιγάρι:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
τάμα: >
λειτουργικά > της εκκλησιάς
τάμουλες:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
τάμουλες:
τα σκαφιδάκια που γυρνώντας με τη ρόδα της μηχανής ρίχνουν όξω το πράμα
(σπόρους, γεννήματα), καθώς το συκλί ξεχύνει το νερό στο μαγγανοπήγαδο >
τάμουλες > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ταμπακαριό:
> ταμπακαριό > του ταμπάκη
ταμπάκης:
> πετσί > του παπουτσή
ταμπάκης:
> ταμπάκης > του ταμπάκη
ταμπακίζω:
> ταμπακίζω > του ταμπάκη
ταμπάκικο:
> ταμπακαριό > του ταμπάκη
ταμπάκος:
> ταμπάκης > του ταμπάκη
ταμπάνι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
ταμπάνι:
η απαναριά της στράτας > στρώση > τοπογραφικά
ταμπάρδο:
φαρδιά πατατούκα > πατατούκα > ρούχα
τάμπες:
> ταβέλες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταμπλάδες:
της τραπεζαρίας > τραπέζι > του σπιτικού
ταμπλάς:
> αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταμπουνάρης:
> μουσικός > του μουσικού
ταμπουράς:
> λαγούτο > του μουσικού
ταμπουράς:
> λαχανικά > του φαγιού
ταμπούρι:
> λαγούτο > του μουσικού
ταμπούρι:
χαράκωμα > μέρη του κάστρου > του χτίστη
ταμπουρίνος:
> μουσικός > του μουσικού
ταμπουρλάρης:
> μουσικός > του μουσικού
ταμπουρλίζω:
> τούμπανο > του μουσικού
ταμπούρλο:
> τούμπανο > του μουσικού
ταμπουρόξυλο:
> τούμπανο > του μουσικού
τανάλια:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τανάλια:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
τανός: >
μαγκάλι > του σπιτικού
ταντανιστά:
γέλια > γέλιο > φυσιολογικά
τάντανος:
> αποξυλωμός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταντούρι:
τραπέζι με μαγκάλι από μέσα (δες Απομνημονεύματα Αλ. Ραγκαβή, σελ. 45) >
μαγκάλι > του σπιτικού
τάξη: είδε
την τάξη της > μηνιάτικα > φυσιολογικά
ταξιδιάρικο:
> πουλί > πουλολογικά
ταξιδιάρικο:
πεταλούδα που προλογάει χαμπάρια στο σπιτικό > πεταλούδα > σκουλήκια
και ζωύφια
τάξιμο:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
τάπα: >
βαρέλι > του τρύγου
τάπα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
τάπια: προτείχισμα
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
ταπιόκα:
> σάγος > του φαγιού
ταράζω:
ταράζω αβγά > μαγειρέματα > του μαγεριού
ταραμάς:
κόκκινο χαβιάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
ταραμοσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
ταραχτά:
> αβγά > του φαγιού
ταράχτης:
> ταράχτης > του μαγεριού
τάργα: ασπίδα
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
ταργοπούλα:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
ταρός: >
συρμητός > καιρικά
ταρσανάς:
> ταρσανάς > του σκαριού
ταρσανάς:
πύργος στο ακρογιάλι (Αγιονόρος) > κάστρο > του χτίστη
ταρτάνα:
> είδη καραβιών > καράβια
τάρταρα:
της γης τα τάρταρα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά
τάσα: >
εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
τασάκι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τάσι: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τάσι: >
μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά
τάσι: >
σαψάκι > του μαγεριού
τάσι: κύμβαλον
> τάσι > του μουσικού
ταφιασμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
ταφογδύτης:
τυμβωρύχος > κηδεία > οικογενειακά
ταφόλοφος:
τύμβος > λόφος > τοπογραφικά
ταφτάς:
> πανιά > πανιά
ταχινή:
> αβγή > αστρικά
ταχίνι:
> γλυκά > του φαγιού
ταχινό:
> αβγή > αστρικά
ταχύ: >
αβγή > αστρικά
ταχυδρόμος:
ταχυδρόμος καβάλα > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταχυνέβει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
τάψα: >
μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ταψί: >
ζυγαριά > του μαγεριού
ταψί: >
μπακιρικά > του μαγεριού
ταψί: >
μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τεζάκι:
το τραπέζι όπου δουλέβει ο μαραγκός > μαραγκούδικο > του μαραγκού
τεζγκερές:
φορείο > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
τεζιάκι:
> μαραγκούδικο > του μαραγκού
τειχιά:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
τεκές: μουσουλμανικό
μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς
τελάρο:
για να φτιάνουν κέντημα > τελάρο > του αργαλιού και της ρόκας
τελάρο:
κάδρο για κέντημα > τελάρο > ραφτικά
τελατίνι:
> πετσί > του παπουτσή
τέλι: >
άρπα > του μουσικού
τέλι: τέλι
της λύρας > λύρα > του μουσικού
τελιανός:
ψάρι του ποταμού > τελιανός > ψάρια του γλυκού νερού
τελώνιο:
> τελώνιο > καιρικά
τελώνιο:
> χαμοδράκι > δαιμονικά
τεμπέρι:
κοντάρι με πελέκι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τέμπλο:
> μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς
τενεκές:
λευκοσίδηρος > τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τενεκές:
τενεκές κίτρινος = μπρούντζος σε φύλλα > μπρούντζος > μέταλλα και
χημικά
τενεκετζής:
> φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τενεκετζίδικο:
> φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τέντζερες:
> καζάνι > του μαγεριού
τέντζερες:
> μπακιρικά > του μαγεριού
τεντομάτα:
> τυρί > του φαγιού
τεντοτόπι:
μικρό τεράγωνο χτίριο μπροστά στη στρούγγα όπου στεριώνουν την τέντα | μέσα
στην τέντα απιθώνουν τα χρειαζούμενα για το φτιάξιμο του τυριού > τεντοτόπι
> της βοσκής
τεντώνω:
τ' αφτιά > αφτί > όργανα
τεπές: η
κορφή του μιναρέ > καμπαναριό > της εκκλησιάς
τεπές: ο
πάτος του καπέλου > καπέλο > ρούχα
τεπεσίρι:
> κιμωλία > πέτρες
τεράτσα:
> λιακωτό > του χτίστη
τεράτσωμα:
> λιακωτό > του χτίστη
τερζής:
τουρκοράφτης > τερζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τερηδώνα:
Xylophaga > σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια
τερμεντίνα:
τερεβινθίνη > χημικά > μέταλλα και χημικά
τερτσέλι:
> γλυκά > του φαγιού
τεσβάρκο:
αποβίβαση > τεσβάρκο > του κούρσου και του φορτωτή
τεσσαροχάλης:
> αγγρίφι > του καραβιού
τεσσερίζω:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τεσσερώ:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τεσταδεμούρα:
> καπόνια > του καραβιού
τετάρτι:
τέταρτο σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού
τέταρτο:
> ώρα > της μέρας και της ώρας
τετραβάγγελα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
τετράρα:
σφεντόνα με τέσσερα κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
τετράς:
> τετράς > του καραβιού
τεχρίλι:
> κορδόνι > ραφτικά
τζακέτα:
> σακάκι > ρούχα
τζακέτα:
> τζακέτα > ρούχα
τζάκι: >
τζάκι > του σπιτικού
τζαμάρα:
μακριά φλογέρα βραχνή > φλογέρα > του μουσικού
τζαμαρία:
> τζαμαρία > του χτίστη
τζαμί: >
εκκλησιά > της εκκλησιάς
τζάμι: >
μέρη του παραθυριού > του χτίστη
τζαμιάς:
> παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζαμιλίκι:
πόρτα με τζάμια | βιτρίνα > τζαμαρία > του χτίστη
τζαμιτζής:
> παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζαμπάζης:
σκοινοβάτης > μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζαμτζή:
> γυαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
τζαμτζής:
> παραθυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζελάδα:
κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζελαδίτης:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζελαδωμένος:
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζελάτης:
> μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζελατίνα:
> κρέας > του φαγιού
τζελέπης:
ζωέμπορος > τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζεμπέρι:
> είδη καραβιών > καράβια
τζερίτης:
ακοντιστής > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζιβούρι:
> λαγούτο > του μουσικού
τζίγκι:
τζίγκι-τζίγκι > μαντολίνο > του μουσικού
τζίγκος:
> τζίγκος > μέταλλα και χημικά
τζιέρι:
> πλεμόνι > όργανα
τζιέρια:
> κρέας > του φαγιού
τζιέρια:
> σωθικά > ανατομικά κατατόπια
τζιναρίγκι:
> είδη βαφών > του βαφιά
τζινέβρα:
> κρασί > του φαγιού
τζινέβρα:
> μαγκάλι > του σπιτικού
τζίντζιρας:
Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζιουτάρι:
χόριον > αγγάστρι > βιολογικά
τζίπολη:
είδος αργίλου για το καθάρισμα μπακιρικών > χώματα > του χωραφιού
τζιρίτι:
κοντάρι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζιτζικάδες
(οι): Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζίτζικας:
Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζιτζίκι:
Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζίτζιρας:
Tibicen pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζοβαερικά:
> διαμαντικά > πετράδια
τζοβαΐρι:
> πετράδια > πετράδια
τζόρτζινας:
Apidae γένος | κηφήν > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
τζούμπα:
Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά
τηγανάρι:
Francolinus vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά
τηγανητά:
> αβγά > του φαγιού
τηγανήτα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τηγανητό:
> κρέας > του φαγιού
τηγανητό:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
τηγάνι:
> αρμυριά > της θάλασσας και του καιρού
τηγάνι:
> καζάνι > του μαγεριού
τηγανίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
τι λέει
το κρεμύδι σου;: το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
τίγκα: Tinca
tinca > τίγκα > ψάρια του γλυκού νερού
τίγρη: Felis
tigris > τίγρης > θηλαστικά
τίγρης:
Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά
τιγριά:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
τίγρισα:
Felis tigris > τίγρης > θηλαστικά
τίκλα: >
πέτρα > πέτρες
τίλιο: >
ζεστό > του φαγιού
τιλσίμι:
> φυλαχτό > δαιμονικά
τιμαρέβω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
τιμάρι:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
τιμητής:
> τιμητής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τιμονέβω:
> τιμονέβω > αρμενίσματα
τιμόνι:
> μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
τιμόνι:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
τιμόνι:
> τιμόνι > του καραβιού
τιμονιάζω:
> τιμονέβω > αρμενίσματα
τιμονιέρης:
> τιμονιέρης > του κούρσου και του φορτωτή
τίνα: >
βαρέλι > του τρύγου
τιναχτοκοφινίδης:
Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας
τιραμολάρω:
> τιραμολάρω > αρμενίσματα
τίρι: τίρι
τουφεκιού η κανονιού | όσο τρώγει το τουφέκι | μια κανονιά μόνο > τίρο >
του πολεμιστή
τίρο: >
τίρο > του πολεμιστή
τιρτίρι:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
τιφτίκι:
τιλτόν > ξαντό > γιατρικά
τόι: Otis
tarda > αγριόγαλλος > πουλιά
τοιμάζει:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
τοιχάκι:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
τοιχιά
(τα): > τοίχος > του χτίστη
τοιχογραφία:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
τοιχογύρι:
> μαντρότοιχος > του χτίστη
τοιχογύρι:
> τοίχος > του χτίστη
τοιχογύρι:
> φράχτης > του χωραφιού
τοιχογυρίζω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
τοιχογυρισιά:
> τοίχος > του χτίστη
τοιχογυρυσιά:
> μαντρότοιχος > του χτίστη
τοίχος:
> τοίχος > του χτίστη
τοκάδες:
τοκάδες των χαϊμαλιών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
τοκαλίκι:
της φιούμπας το δόντι > φιούμπα > ραφτικά
τομάρι:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
τομάρι:
> πετσί > του παπουτσή
τονίνα:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τόνο: τραβώ
τόνο > τραβώ τόνο > αρμενίσματα
τόνος: >
σκοινιά > του καραβιού
τόνος: Thunnus
thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τόνος: ένας
τόνος δίχτυ = 35/150 οργιές) > δίχτυ
> της ψαρικής
τόξο: >
δόξα > καιρικά
τοπάζι:
χρυσόλιθος > τοπάζι > πετράδια
τόπακας:
> στοιχιό > δαιμονικά
τόπι: >
κανόνι > του πολεμιστή
τόπι: >
τόπι > πανιά
τόπια
(τα): > τόπος > τοπογραφικά
τοποθεσιά:
> χτήμα > του χωραφιού
τόπος: >
τόπος > τοπογραφικά
τοπούζι:
ρόπαλο > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τοπώνω:
τοπώνω λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
τορβάς:
> τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
τορναδόρος:
> μαραγκός > του μαραγκού
τορνάρης:
> μαραγκός > του μαραγκού
τορνάρης:
> τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά
τορνέβω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
τορνέβω:
> τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά
τόρνος:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τόρνος:
> τόρνος > του τσουκαλά και του γυαλά
τορπίλα:
Torpedo electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας
τότρα: >
παγούρι > της βοσκής
τοτριμίδα:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τουβλάς:
> κεραμιδάς > του χτίστη
τούβλο:
το ψημένο > πλιθάρι > του χτίστη
τουβλώνω:
> δουλιές του χτίστη > του χτίστη
τουζλούκι:
κλέφτικη γκέτα > γκέτα > του παπουτσή
τουλούμι:
> ματαράς > του τρύγου
τουλούμι:
με το τουλούμι > βροχή > καιρικά
τουλουμίσιο:
> τυρί > του φαγιού
τουλουμοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
τουλούμπα:
> τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τουλούμπα:
> τούμπανο > του μουσικού
τουλουμπατζής:
> τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τουλούπα:
κουβάρι μαλί για κλώσιμο > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας
τουλούπα:
τουλούπα χιονιού > χιόνι > καιρικά
τουλουπάνι:
> πανιά > πανιά
τουλουπίζει:
> χιόνι > καιρικά
τουλπάνι:
> πανιά > πανιά
τούμπα:
> παιδιών > παιγνίδια
τουμπανίζω:
> τούμπανο > του μουσικού
τούμπανο:
> τούμπανο > του μουσικού
τουμπανόπετσο:
> τούμπανο > του μουσικού
τουμπάρι:
στρογγυλός χαμηλός λόφος (τύμβος) > λόφος > τοπογραφικά
τουμπελέκι:
τούρκικο νταούλι > τουμπελέκι > του μουσικού
τουμπί:
> τούμπανο > του μουσικού
τουμπίζω:
> τούμπανο > του μουσικού
τουμπλές:
πετυχημένη τουφεκιά > τουφέκι > του πολεμιστή
τούμπος:
> λόφος > τοπογραφικά
τουνέτο:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τούνος:
Thunnus thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τουράκια:
οι μπάγκοι της βάρκας > τουράκια > του καραβιού
τουρβάς:
> ταγάρι > της βοσκής
τουργκάνα:
> κρούταλο > του μουσικού
τουρκετίνο:
> κατάρτια > του καραβιού
τουρκέτο:
> κατάρτια > του καραβιού
τουρκής:
> γαλανός > του ζουγράφου
τουρκής:
> περουζές > πετράδια
τουρκοπούλι:
Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά
τουρλί:
> τουρλί > πουλιά
τουρλί:
> χαλκόκοτα > πουλιά
τουρλίδα:
Vanellus vanellus > τουρλίδα > πουλιά
τουρλωτό:
> καπέλο > ρούχα
τούρμα:
> άλλα άρματα > του πολεμιστή
τούρνα:
Esox lucius > γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
τούρτα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τουρτουλίζω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
τουρτούρα:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
τούρτουρας:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
τουρτούρισμα:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
τούρτουρο:
> ανατριχίλα > φυσιολογικά
τουτιά:
οξείδι τζίγκου > τζίγκος > μέταλλα και χημικά
τούφα: >
φούντα > του πολεμιστή
τούφα: >
χόρτο > φυτολογικά
τουφάνι:
χιονιάς με ανεμοστρόβιλο > χιόνι > καιρικά
τουφέκι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τουφέκι:
> τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τουφεκιά:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τουφεκιά:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τουφεκίδι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τουφεκίζω:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τουφεκίζω:
τουφεκίζω καθιστό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
τουφεκίστρα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
τουφεκόβεργα:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
τουφεκόπετρα:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
τουφεξής:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τουφεξής:
αυτός που φτιάνει τουφέκια > τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τούφες:
αγκάθια που κλείνουν τ' ανοίγματα της στρούγγας > μάντρα > της βοσκής
τρα (η):
χρυσό λαμνί (έλασμα) > τρέμουσα > ραφτικά
τράβα: >
δοκαρωσιά > του χτίστη
τραβέρσα:
στέκω τραβέρσα > τραβερσάρω > αρμενίσματα
τραβερσάρω:
> τραβερσάρω > αρμενίσματα
τράβηγμα:
για άλογα > μαρκάλος > της βοσκής
τραβηγμένα:
τραβηγμένα τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
τραβηχτά:
τραβηχτά λουριά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τραβλός:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τραβώ: >
τουφέκι > του πολεμιστή
τραβώ: τραβώ
κουπί > λάμνω > αρμενίσματα
τραγανά:
> σταφύλια > του φαγιού
τραγάνα:
βράχινος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του
καιρού
τραγανάδι:
χόνδρος > τραγανό > κόκκαλα
τραγάνη:
χοντρός άμμος > άμμος > του χτίστη
τραγανιστά:
γέλια > γέλιο > φυσιολογικά
τραγανό:
> τραγανό > κόκκαλα
τράγαρος:
> γίδι > της βοσκής
τραγί: >
γίδι > της βοσκής
τραγιά:
> πριτιά > της βοσκής
τραγιάρης:
> βοσκός > της βοσκής
τραγίλα:
> πριτιά > της βοσκής
τράγιο:
> κρέας > του φαγιού
τράγιο:
> μαλί > της βοσκής
τραγίσιο:
> κρέας > του φαγιού
τραγόμαλο:
> μαλί > της βοσκής
τράγος:
> γίδι > της βοσκής
τράγος:
λοβός > αφτί > όργανα
τραγουδάει:
> η γάτα > θηλαστικά
τραγουδιστής:
> μουσικός > του μουσικού
τραγοψάλιδο:
> κουρέβω > της βοσκής
τράκα: >
παιδιών > παιγνίδια
τρακάδα:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
τρακάρισμα:
> τράκος > του κούρσου και του φορτωτή
τρακάρω:
> τράκος > του κούρσου και του φορτωτή
τρακατρούκα:
> παιδιών > παιγνίδια
τρακλάς:
> παιδιών > παιγνίδια
τράκος:
> τράκος > του κούρσου και του φορτωτή
τραμουντάνα:
> άνεμος > καιρικά
τραμπάκουλο:
> είδη καραβιών > καράβια
τραμπάλα:
τραμπαλίζουμαι > παιδιών > παιγνίδια
τρανός:
Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
τρανταχτά:
γέλια > γέλιο > φυσιολογικά
τραπατσακλά:
άλλα στραβά κι άλλα ίσια > τα δόντια είναι > όργανα
τραπεζάρης:
> σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τραπεζαρία:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
τραπέζι:
> πρόγεμα > του φαγιού
τραπέζι:
> τραπέζι > του σπιτικού
τραπεζιέρης:
> σοφρατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τραπεζίτης:
> δόντι > όργανα
τραπεζομάντιλο:
> τραπέζι > του σπιτικού
τράπουλα:
> χαρτιά > παιγνίδια
τράστα:
> ταγάρι > της βοσκής
τράστο:
> τορβάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
τράστος:
> ταγάρι > της βοσκής
τράτα: >
είδη καραβιών > καράβια
τράτα: >
τράτα > της ψαρικής
τραταράκι:
> ψαράς > της ψαρικής
τρατάρης:
> ψαράς > της ψαρικής
τραταρόπουλο:
> ψαράς > της ψαρικής
τραταρός:
> ψαράς > της ψαρικής
τραφοκοπώ:
> σκάφτω > του χωραφιού
τραχανάς:
> αλέβρι > του φαγιού
τραχανάς:
> ζουμί > του φαγιού
τραχανόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τραχανός:
μπληγούρι βρασμένο με γάλα ή γιαούρτι > ζουμί > του φαγιού
τραχηλάτο:
τραχηλάτο βόδι > γελάδι > της βοσκής
τραχήλι:
> λαιμός > ανατομικά κατατόπια
τραχηλιά:
> γιακάς > ραφτικά
τραχηλιά:
> διαμαντικά > πετράδια
τραχώματα:
κερατίτις > πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τραχώνα:
> κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά
τραχώνι:
> πέτρα > πέτρες
τρεβλίζω:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεβλός:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεκλίζω:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεκλοποδίζω:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεκλός:
> κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέλα: >
στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
τρέλα: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελάδα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαίνουμε:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαίνω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέλαμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαμάρα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαμός:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέλιακας:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελογιατρός:
> γιατρός > γιατρικά
τρελοπόνηρος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελός:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελοφωτίτσα:
> χαμοδράκι > δαιμονικά
τρέμισα:
> τρέμουσα > ραφτικά
τρεμοκρίζουν:
> τα δόντια > όργανα
τρεμολάμπουν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
τρεμολούλουδο:
> λουλούδι > φυτολογικά
τρεμοσβήνουν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
τρεμούλα:
> γλυκά > του φαγιού
τρέμουλα:
> τρέμουσα > ραφτικά
τρεμούλιασμα:
> άστρο > αστρικά
τρέμουσα:
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
τρέμουσα:
> τρέμουσα > ραφτικά
τρεμόφεγγο:
> άστρο > αστρικά
τρεμοφέγγουν:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
τρεμοχτυπούν:
> τα δόντια > όργανα
τρεσόνι:
> πατσαβούρα > ρούχα
τρεχάματα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεχαντήρι:
> είδη καραβιών > καράβια
τρεχατή:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεχατό:
> παιδιών > παιγνίδια
τρεχάτος:
> είδη χορών > χοροί
τρέχει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέχει:
τρέχει το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
τρέχω: τρέχω
με τα τέσσερα > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τριανταφυλλάς:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
τριανταφυλλένιος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
τριανταφυλλής:
> κόκκινος > του ζουγράφου
τριανταφυλλί:
> κόκκινος > του ζουγράφου
τριαντάφυλλο:
> γλυκά > του φαγιού
τριανταφυλλόκρασο:
> κρασί > του φαγιού
τριανταφυλλόξειδο:
> ξείδι > του φαγιού
τριάρα:
σφεντόνα με τρία κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
τριάρμενο:
> καράβι > καράβια
τριβέλι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τριβελίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
τριβή: πατημένος
τόπος > δρόμος > τοπογραφικά
τρίβω: >
μαγειρέματα > του μαγεριού
τρίγκα:
> σκοινιά > του καραβιού
τρίγκος:
> πανιά > του καραβιού
τρίγλα:
Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
τριγλί:
Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
τριγλίζει:
ο γρύλλος τριγλίζει > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριγουνίζω:
> δόντι > όργανα
τριγυρίστρα:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριγώνα:
Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
τρίγωνο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τρίγωνο:
> τρίγωνο > του μουσικού
τριγωνοχάλαζο:
> χαλάζι > καιρικά
τριδόνι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τρίζει:
> η γάτα > θηλαστικά
τρίζισα:
Pratincola rubicola > πετρόκλης > πουλιά
τριζόνι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριζύγι:
το τρίτο άλογο του αμαξιού > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
τρικαντό:
> καπέλο > ρούχα
τρικάταρτο:
> καράβι > καράβια
τρικάταφλο:
> καράβι > καράβια
τρικέρι:
σύμβολα δεσποτικά > φωτιστικά > της εκκλησιάς
τρικόμπι:
> σβέρκος > ανατομικά κατατόπια
τρίκορτο:
> είδη καραβιών > καράβια
τρικούβερτο:
> είδη καραβιών > καράβια
τρικούβερτο:
> καράβι > καράβια
τρικράνι:
> διχάλι > του χωραφιού
τρίκρανο:
> διχάλι > του χωραφιού
τρίκριανο:
> διχάλι > του χωραφιού
τρικυμία:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
τρικυμία:
> κακοκαιριά > καιρικά
τρικυμισμός:
> κακοκαιριά > καιρικά
τρικυμός:
> κακοκαιριά > καιρικά
τρίλια:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
τρίλιο:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
τριμερούσες:
οι τριμερούσες μοίρες > μοίρα > δαιμονικά
τριξαλούδι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριόδι:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
τρίπατο:
> σπίτι > του χτίστη
τρίπατος:
τρίπατος > είδη χορών > χοροί
τριπόδι:
> πυροστάτης > του σπιτικού
τριποδίζω:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τριπόδισμα:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τριποδιστά:
> καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τρίποδο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
τριπόντες:
> είδη καραβιών > καράβια
τρισάγιο:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
τρισέγγονο:
> αγγόνι > οικογενειακά
τρισέκι:
> δρόμος > τοπογραφικά
τρισκατάρατος:
> διάβολος > δαιμονικά
τρισκέλι:
τραπέζι ή σκάλα με τρία σκέλια > τραπέζι > του σπιτικού
τρίσπαπος:
> παπούς > οικογενειακά
τρίστρατο:
> δρόμος > τοπογραφικά
τριτοξαδέρφια:
> ξαδέρφι > οικογενειακά
τριτσόνι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριφτερά:
τριφτερά δόντια > δόντι > όργανα
τριφτή:
τραχανάς νερόβραστος > ζουμί > του φαγιού
τρίφτης:
> ξυλοχούλιαρο > της βοσκής
τρίφτης:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
τρίφτης:
> τρίφτης > του μαγεριού
τριφτό:
> γλυκά > του φαγιού
τρίφτρα:
> τρίφτης > του μαγεριού
τριφυλλιός:
> γαϊδούρι > θηλαστικά
τρίχα: >
μαλί > ανατομικά κατατόπια
τριχιά:
> ορμίδι > της ψαρικής
τριχιές:
πήγε τρεις τριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
τριχίλι:
γαϊτανάκι > κορδόνι > ραφτικά
τριχιός:
Sardinella pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας
τριχοδεμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριχοφαγάς:
> τριχοφαγάς > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριχοφάγος:
> τριχοφάγος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριχόφλεβες:
τριχόφλεβες ρίζες > ρίζα > φυτολογικά
τριώδη:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
τριώνι:
Μικρά Άρκτος > αστερισμοί > αστρικά
τριώνια:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
τριώτα:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
τρογυρίστρα:
> σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τροκάνα:
> παιδιών > παιγνίδια
τροκάνι:
> κουδούνι > της βοσκής
τροκάνι:
> κρούταλο > του μουσικού
τροκάνι:
> παιδιών > παιγνίδια
τροκάρι:
> κουδούνι > της βοσκής
τρόμπα:
> βροχή > καιρικά
τρομπόνι:
> μπρούτζινα όργανα > του μουσικού
τρομπόνι:
> τουφέκι > του πολεμιστή
τροπάρι:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
τροπωτήρα:
> κουπί > του καραβιού
τροπωτήρες:
> αλέτρι > του χωραφιού
τρουβάς:
πετσένιο ταγάρι > ταγάρι > της βοσκής
τρουγανίζω:
τρουγανίζω τα δόντια = τρίζω > δόντι > όργανα
τρούλα:
> θόλος > του χτίστη
τρούλος:
> θόλος > του χτίστη
τρούμπα:
> πηγάδι > του χωραφιού
τρούμπα:
> ρούφουλας > καιρικά
τρούμπα:
> τουλουμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τρουμπέτα:
> τρουμπέτα > του μουσικού
τρουμπετάρης:
> μουσικός > του μουσικού
τρουμπετάρω:
> τρουμπέτα > του μουσικού
τρουμπετιάρης:
> μουσικός > του μουσικού
τρουμπετίζω:
> τρουμπέτα > του μουσικού
τρουξαλίδα:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τρουπώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
τρουσί:
> τρουσί > του φαγιού
τροχάδι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
τροχάλα:
> πέτρα > πέτρες
τρόχαλο:
> πέτρα > πέτρες
τρόχαλος:
> πέτρα > πέτρες
τροχί: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
τροχούλι:
> καρούλι > του καραβιού
τρυγημός:
> τρύγος > του τρύγου
τρυγητής:
Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγητής:
Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγιά:
> κρασί > του φαγιού
τρυγιά:
> τρυγιά λαδιού > του λιοτριβιού
τρυγιά:
το κατακάθι του μούστου > τρυγιά > του τρύγου
τρυγομηνάς:
Άβγουστος > μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγομηνάς:
Σετέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγόνα:
Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά
τρυγόνι:
Turtur turtur > τρυγόνι > πουλιά
τρυγονοκράτης:
Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τρυγονοσούρτης:
Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τρύγος:
> τρύγος > του τρύγου
τρυγώ: τρυγώ
σταφύλια ή μέλι > τρυγώ > του τρύγου
τρυμαλιά:
η τρύπα της βελόνας > βελόνα > ραφτικά
τρύπα: >
σπηλιά > τοπογραφικά
τρυπάνι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τρυπανίζω:
> δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
τρυπητή:
> βελονιές > ραφτικά
τρυπητή:
> σουρωτήρι > του μαγεριού
τρυπητή:
κάλτσα τρυπητή (σκεδόν διάφανη) > κάλτσα > του παπουτσή
τρυπητήρι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τρυπητήρι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
τρυπητό:
> σουρωτήρι > του μαγεριού
τρυποκάρυδο:
Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά
τρυποφράχτης:
Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά
τρυφαίνει:
> κρέας > του φαγιού
τρυφερίτσα:
> βλαστάρι > φυτολογικά
τρυφερίτσι:
> κόρη > οικογενειακά
τρύφος:
πηγμένο γάλα > γάλα > της βοσκής
τρώγα: Rhynchophorus
> σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
τρώγει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρώει
άχερα: τρώει άχερα το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
τσαγαλί:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
τσαγαλί:
> πράσινος > του ζουγράφου
τσάγαλο:
πράσινο αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά
τσαγαλός:
ανοιχτοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου
τσάγανο:
> καρπός > φυτολογικά
τσαγανός:
decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
τσαγερό:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσαγιέρα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσάγκα:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
τσαγκαράδικο:
> παπουτσάδικο > του παπουτσή
τσαγκαρέβω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
τσαγκάρης:
> παπουτσής > του παπουτσή
τσαγκαρική:
> τσαγκαροσύνη > του παπουτσή
τσαγκαριό:
> παπουτσάδικο > του παπουτσή
τσαγκαροδεφτέρα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
τσαγκαροσούβλι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
τσαγκαρόσουβλο:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
τσαγκαροσύνη:
> τσαγκαροσύνη > του παπουτσή
τσάγρα:
> δοκάνι > του κυνηγού
τσάγρα:
> τσάγρα > του πολεμιστή
τσάι: >
ζεστό > του φαγιού
τσαΐρι:
> βοσκή > της βοσκής
τσαΐρι:
γρασιδωτό λιβάδι για βοσκή > λιβάδι > τοπογραφικά
τσακάλι:
Canis aureus > τσακάλι > θηλαστικά
τσάκαλος:
Canis aureus > τσακάλι > θηλαστικά
τσακάς:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
τσακίζει:
ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά
τσακίρικο:
που έχει ασπράδι στο μάτι ή κουτσαίνει > άλογο > θηλαστικά
τσάκισες:
οι τσάκισες του παντελονιού > βρακί > ρούχα
τσάκισμα:
τσάκισμα κοκκάλου > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσακισμένο:
> καράβι > καράβια
τσακιστερά:
τσακιστερά δόντια > δόντι > όργανα
τσακιστές:
> ελιές > του φαγιού
τσακιστή:
φουφουλόβρακα τσακιστή > βρακί > ρούχα
τσάκλα:
τσάκλα-κούτα > παιδιών > παιγνίδια
τσακλαπετεινός:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
τσακμάκι:
> γυαλόπετρα > πέτρες
τσακμάκι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
τσακμακόπετρα:
> γυαλόπετρα > πέτρες
τσάκο: >
δοκάνι > του κυνηγού
τσακώνικο:
> απίδι > του φαγιού
τσαλαπετεινός:
Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
τσαλαφούτι:
> τυρί > του φαγιού
τσαλιά:
> κλαδότοπος > τοπογραφικά
τσαλιά:
> χαμόκλαδα > φυτολογικά
τσαλόσκουπα:
για δρόμους > σκούπα > του σπιτικού
τσάμικος:
> είδη χορών > χοροί
τσαμπί:
> τσαμπί > φυτολογικά
τσαμπόκλαδο:
> ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά
τσαμπολογώ:
> ξερωγίζω > του τρύγου
τσαμπούνα:
> κόχυλας > του καραβιού
τσαμπούνα:
> μαντούρα > του μουσικού
τσαμπουνάρης:
> μουσικός > του μουσικού
τσαμπούρα:
> τσαμπί > φυτολογικά
τσαμπούρες:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
τσαμπουρίδι:
> τσαμπί > φυτολογικά
τσαμπουρίδια:
> αποτρυγίδια > του τρύγου
τσαμπούρνα:
> μαντούρα > του μουσικού
τσάμπουρο:
> τσαμπί > φυτολογικά
τσαμπουρολογώ:
> ξερωγίζω > του τρύγου
τσαμφέσι:
> πανιά > πανιά
τσαντίλα:
σακκί για το στράγγισμα του σακκουλίσιου γιαουρτιού > τσαντίλα > της
βοσκής
τσαούσια:
> σταφύλια > του φαγιού
τσάπα: >
λίσγος > του χωραφιού
τσαπαρή:
αργή συρτή > συρτή > της ψαρικής
τσαπί: >
λίσγος > του χωραφιού
τσαπίζω:
> σκάφτω > του χωραφιού
τσαπόδοντα:
τα μπροστινά όταν εξέχουν > δόντι > όργανα
τσάπος:
> γίδι > της βοσκής
τσαποστείλιαρο:
το χέρι της τσάπας > λίσγος > του χωραφιού
τσαπράσια:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
τσαρδάκι:
για γιδοπρόβατα > στεγάδι > του χτίστη
τσαρδάκι:
μπαλκόνι από κορασάνι > μπαλκόνι > του χτίστη
τσάρκος:
καλύβα για τα νιογέννητα αρνάκια ή κατσίκια > μάντρα > της βοσκής
τσαρκώνω:
> στανιάζω > της βοσκής
τσαρούχι:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
τσαρχοβελόνα:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
τσασμάς:
τοίχος ξυλοδεμένος > τοίχος > του χτίστη
τσατήρα:
> αρβελιστήρι > του μαγεριού
τσατί: >
στέγη > του χτίστη
τσατίζω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
τσατίζω:
βάζω τη σκεπή (τσάτι) > δουλιές του χτίστη > του χτίστη
τσάτσα:
> θείος > οικογενειακά
τσατσάρα:
Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας
τσαχείλα:
> στόμα > όργανα
τσαχειλού:
Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
τσεβδιά:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσεβδίζω:
> τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσεβδός:
που προφέρει το Σ και το Ρ σα Θ και Λ > τσεβδός > αρώστιες και άλλα
κουσούρια
τσεγγελωτά:
τσεγγελωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά
τσεγγί:
> ζίλια > του μουσικού
τσεκούρι:
> τσεκούρι > του χωραφιού
τσεκουρώνω:
> ξυλοκόβω > του χωραφιού
τσέλιγγας:
> βοσκός > της βοσκής
τσελιγγάτο:
του τσέλιγγα η εξουσία και η περιοχή > τσελιγγάτο > της βοσκής
τσελίκι:
> σίδερο > μέταλλα και χημικά
τσελικώνω:
> δουλιές του σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τσεμένι:
> χόρτο > φυτολογικά
τσεμπέρι:
> φακιόλι > ρούχα
τσεπάκι:
> τσέπη > ραφτικά
τσεπάρα:
> τσέπη > ραφτικά
τσέπες:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
τσέπες:
κάνει τσέπες > το πετσί > ανατομικά κατατόπια
τσέπη: >
τσέπη > ραφτικά
τσεπίτσα:
> τσέπη > ραφτικά
τσεπράδα:
> τσεπράδα > φυσιολογικά
τσέργα:
βελέντζα με κρόσσια > κρεβάτι > του σπιτικού
τσέρκι:
> βαρέλι > του τρύγου
τσερνίκι:
> είδη καραβιών > καράβια
τσέρουλα:
ψάρι που συγγενέβει με τη μαρίδα > τσέρουλα > ψάρια της θάλασσας
τσερτσεβές:
> μέρη του παραθυριού > του χτίστη
τσιβίκι:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιβίλα:
Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
τσιγαλί:
> πράσινος > του ζουγράφου
τσιγαρίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
τσιγαριστό:
> κρέας > του φαγιού
τσίγγανα:
> φρύγανα > φυτολογικά
τσιγγάνος:
> γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα
τσιγγέλι:
> τσιγγέλι > του πολεμιστή
τσιγγογή:
> γη > του χωραφιού
τσιγγούνες:
> φρύγανα > φυτολογικά
τσιγκλί:
> λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας
τσιγκρολόγι:
Lasioderma serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιγρέκια:
> μάντρα > της βοσκής
τσιεράκια:
> κρέας > του φαγιού
τσίκα: νέα
κατσίκα > γίδι > της βοσκής
τσικμάς:
> δρόμος > τοπογραφικά
τσικμασοκάκι:
> δρόμος > τοπογραφικά
τσίκνα:
> καταχνιά > καιρικά
τσικνιάς:
Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τσικνίζεται:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
τσικνίζω:
τσικνίζω κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού
τσικνοπέφτη:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
τσίκουδο:
> καρπός > φυτολογικά
τσικρίκι:
> μέρη του αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
τσικρίκι:
> ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας
τσίκρος:
Buteo > βαρβάκι > πουλιά
τσίλι: Crex
crex > ορτυκομάνα > πουλιά
τσιλιβίθρα:
Motacilla > σουσουράδα > πουλιά
τσίλικο:
μάβρο με κοκκινωπές τρίχες > άλογο > θηλαστικά
τσιλικρωτά:
> πειρασματικά > δαιμονικά
τσιλιπούρδημα:
> πορδή > φυσιολογικά
τσιλιπουρδιά:
> πορδή > φυσιολογικά
τσιλιπουρδώ:
> πορδή > φυσιολογικά
τσιμέντο:
> κορασάνι > του χτίστη
τσιμούρι:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιμούσα:
> μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
τσιμούσα:
> ούγια > ραφτικά
τσιμούχα:
> ούγια > ραφτικά
τσιμούχα:
μάλινο πανί για γκέτες > γκέτα > του παπουτσή
τσιμπά:
το μεγάλο ψάρι τσιμπά > ψαρική > της ψαρικής
τσιμπητάρι:
η μύτη του αρπαχτικού όρνιου > μύτη > πουλολογικά
τσιμπίδα:
> ανατομικά > ψαρολογικά
τσιμπίδα:
> σκάλεθρο > του σπιτικού
τσιμπίδα:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τσιμπίδα:
> τσιμπίδα > γιατρικά
τσιμπίδες
(οι): > μασιά > του μαγεριού
τσιμπίδι:
> τσιμπίδα > γιατρικά
τσιμπίστρα:
> μασιά > του μαγεριού
τσιμπίστρα:
> σκάλεθρο > του σπιτικού
τσίμπλα:
> τσίμπλα > φυσιολογικά
τσιμπλιάζω:
> τσίμπλα > φυσιολογικά
τσιμπλιάρης:
> τσίμπλα > φυσιολογικά
τσιμπλοματιά:
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιμπλού:
> τσίμπλα > φυσιολογικά
τσιμπογιάννης:
Alaus oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια
τσιμπούκι:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
τσιμπουξής:
αυτός που φτιάνει τσιμπούκια | δούλος που φροντίζει το τσιμπούκι του αγά
> τσιμπουξής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τσιμπούρι:
Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιμπούσι:
> πρόγεμα > του φαγιού
τσιμπροβύζα:
δυσκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής
τσίνουρα:
> μάτι > όργανα
τσινώ: >
σαλαγώ > της βοσκής
τσιοκαλούνε:
από το κρύο > τα δόντια > όργανα
τσιούπρα:
> κόρη > οικογενειακά
τσίπα: >
πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσίπα: >
σκέπη > βιολογικά
τσίπα: >
ψωμί > του φαγιού
τσιπουνάκι:
γελέκι με μανίκα ανοιχτά που κρέμουνται από πίσω > γελέκο > ρούχα
τσιπούνι:
> γελέκο > ρούχα
τσιπούρα:
Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
τσίπουρα:
> αποστραγγίδια > του τρύγου
τσιπουρίτης:
κρασί από τσίπουρα δεφτεροπατημένα > κρασί > του φαγιού
τσίπουρο:
> κρασί > του φαγιού
τσιπώνει:
> ψωμί > του φαγιού
τσιραλίδικο:
> το ξύλο είναι > του μαραγκού
τσιρίζω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
τσιριξιά:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
τσιρίσι:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
τσιριχτό:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
τσίρλα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιρλιά:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
τσιρλιάρης:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιρλίζουμαι:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
τσιρλίζω:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιρλονέρι:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
τσιρλονέρι:
> γιατρικό > γιατρικά
τσίρλος:
διάροια > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
τσιρνίκι:
> είδη καραβιών > καράβια
τσιρνίκι:
τσιρνίκια μακρομύτικα = βυζαντινό παπούτσι > είδη παπουτσιών > του
παπουτσή
τσιρόνι:
Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τσιροπινάς:
> γύπας > πουλιά
τσιροπινάς:
Ciconia alba > λελέκι > πουλιά
τσίρος:
> τυρόγαλα > της βοσκής
τσίρος:
ξερό σκουμπρί > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
τσίσια
(τα): > κάτουρο > φυσιολογικά
τσιταγιάννης:
Alaus oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια
τσίτι: >
πανιά > πανιά
τσίτινος:
> πανίτικος > πανιά
τσίτσα:
> παγούρι > της βοσκής
τσιτσελωμένος:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
τσιτώνω:
τ' αφτιά > αφτί > όργανα
τσιφάδα:
> καταχνιά > καιρικά
τσιφλικάς:
> χτηματίας > του χωραφιού
τσιφλίκι:
> χτήμα > του χωραφιού
τσίφνα:
> στις κότες > αρώστιες ζώων
τσίφτης:
Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά
τσίφτης:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
τσιχιά:
> κόσκινο > του μαγεριού
τσίχλα:
Coricus rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας
τσίχλα:
Turdus > τσίχλα > πουλιά
τσιχλογέρακας:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
τσιχλοκότσιφας:
Cinclus aquaticus > τσιχλοκότσιφας > πουλιά
τσοβράς:
> ζουμί > του φαγιού
τσοκάνα:
> αξίνα > του χωραφιού
τσοκάνα:
> σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
τσοκάνι:
το τετράγωνο κουδούνι των γιδιών, στη Ρούμελη > κουδούνι > της βοσκής
τσοκάνι:
το τετράγωνο κουδούνι των προβάτων > κουδούνι > της βοσκής
τσοκανίζω:
> τσοκανίζω > της βοσκής
τσοκάνισμα:
> τσοκανίζω > της βοσκής
τσοκανιστής:
> τσοκανίζω > της βοσκής
τσόκανος:
το σύνεργο > τσοκανίζω > της βοσκής
τσόκαρο:
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
τσόκαρο:
> πλύση > του σπιτικού
τσόλι: απολυτό
πανί τραγομαλίσιο για σκεπάσματα > πανιά > πανιά
τσόλι: σκέπασμα
από γιδίσιο μαλί > κρεβάτι > του σπιτικού
τσολιάς:
> βοσκός > της βοσκής
τσόνι: >
τσόνι > πουλιά
τσοπανάκος:
Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά
τσοπαναριό:
> τσελιγγάτο > της βοσκής
τσοπάνης:
> βοσκός > της βοσκής
τσοπάνης:
με ρόγα > βοσκός > της βοσκής
τσοπάνικα:
> τυρί > του φαγιού
τσοπάνικα:
σύνεργα > τσοπάνικα > της βοσκής
τσοπανιλίκι:
> βοσκική > της βοσκής
τσοπάνισα:
> βοσκός > της βοσκής
τσοπανοπούλα:
> βοσκός > της βοσκής
τσοπανοπούλα:
Sitta coesia > τσοπανάκος > πουλιά
τσοπανόπουλο:
> βοσκός > της βοσκής
τσοπάνος:
> βοσκός > της βοσκής
τσοπανόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
τσοπανούδι:
> βοσκός > της βοσκής
τσότρα:
> παγούρι > της βοσκής
τσουγγράνα:
> τσουγγριά > του χωραφιού
τσουγγριά:
> τσουγγριά > του χωραφιού
τσουγκρί:
> πέτρα > πέτρες
τσούζει:
με τσούζει > τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούκα:
> κεφάλι > κόκκαλα
τσουκάλα:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλάδικο:
> τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλαριό:
> τσουκαλάδικο > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλάς:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλέβω:
> τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκάλι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκάλι:
> καζάνι > του μαγεριού
τσουκαλικά:
> χρειασίδια > του σπιτικού
τσουκαλικά:
> χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκανάνε:
> τα δόντια > όργανα
τσουκάνι:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
τσουκνιάς:
Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τσουκνίδα:
> τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
τσουλαγρίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
τσουλάτο:
παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
τσουλήθρα:
> γλίστρα > τοπογραφικά
τσουλήθρα:
> τσουλήθρα > βιολογικά
τσουλί:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
τσούλι:
> χαλί > του σπιτικού
τσούλι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τσούλια:
Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά
τσούλο:
με μικρά αφτιά > πρόβατο > της βοσκής
τσουλούφι:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
τσουλώνει:
το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά
τσουμπές:
> τσουμπές > ρούχα
τσουνί:
> κοτσάνι > φυτολογικά
τσούνια:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
τσουνόπλακα:
> πέτρα > πέτρες
τσουξιά:
> τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούξιμο:
> τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούπα:
> κόρη > οικογενειακά
τσούρακας:
> γύπας > πουλιά
τσουράκι:
> γύπας > πουλιά
τσουραπάτο:
με μάβρα μαλιά στα πόδια > πρόβατο > της βοσκής
τσουραπάτος:
με φτερά στα πόδια > πουλί > πουλολογικά
τσουράπι:
> κάλτσα > του παπουτσή
τσουρεκάς:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τσουρί:
> γύπας > πουλιά
τσουρούκλα:
ψάρι λίμνης > τσουρούκλα > ψάρια του γλυκού νερού
τσουρουφλίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
τσουρουφλισμένο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
τσουρουφλό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
τσουρτσουρίζω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
τσούσμα:
> τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσουσμάρα:
> τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούχτρα:
> άλλα μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
τσούχτρα:
> τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
τυλιγάδι:
> αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
τυλιγάδι:
> μαμούνια του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
τυλιγάδι:
Lasioderma serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια
τυλιγαδιάζω:
τυλιγαδιάζω το γνέμα > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
τυλιγάρι:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
τυλίγω:
τυλίγω την κλωστή με το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
τυλίζω:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
τυλιχταρούδι:
> μωρό > βιολογικά
τυλίχτρα:
> αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
τυμπανιάς:
Pelecanus > τυμπανιάς > πουλιά
τύμπανο:
> αφτί > όργανα
τυπάρι:
> γραφικά > του σπιτικού
τυπικάρης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
τυπογράφος:
> στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
τυπόχωμα:
το χώμα που μεταχειρίζεται ο χρυσικός για τα προπλάσματά του > χρυσικός
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τυράς: >
τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τυράς: >
τυροκομιό > της βοσκής
τυρέφτης:
> τυροκομώ > της βοσκής
τυρί: >
τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τυρί: >
τυρί > της βοσκής
τυρί: >
τυρί > του φαγιού
τυρινή:
> βδομάδα > της μέρας και της ώρας
Τυρινής:
Κυριακή της Τυρινής > μέρα > της μέρας και της ώρας
τυροβόλι:
> τυροβόλι > της βοσκής
τυρόγαλα:
> τυρόγαλα > της βοσκής
τυρόγαλο:
> τυρόγαλα > της βοσκής
τυρόγαλος:
> τυρόγαλα > της βοσκής
τυροζύμι:
> τυροκομώ > της βοσκής
τυροκόμημα:
> τυροκομώ > της βοσκής
τυροκόμης:
> τυροκομιό > της βοσκής
τυροκόμι:
> τυροκομώ > της βοσκής
τυροκομιό:
> τυροκομιό > της βοσκής
τυροκόμισα:
> τυροκομιό > της βοσκής
τυροκομώ:
> τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
τυροκομώ:
> τυροκομώ > της βοσκής
τυροκόπος:
> τυροκομιό > της βοσκής
τυροκοπώ:
> τυροκομώ > της βοσκής
τυρομπούρεκο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τυρόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τυροτρίφτης:
> τρίφτης > του μαγεριού
τυρόψωμο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
τυφάκι:
> τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τύφλα: >
τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλάδα:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλάντερο:
> άντερα > όργανα
τυφλίνος:
Anguis fragilis > τυφλίτης > σερπετά
τυφλίτης:
Anguis fragilis > τυφλίτης > σερπετά
τυφλό: τυφλό
ταμπούρι = αδιέξοδο > μέρη του κάστρου > του χτίστη
τυφλομάρα:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλομίγα:
> παιδιών > παιγνίδια
τυφλοπάνι:
το πανί που δένουνε τα μάτια του ζώου που γυρίζει το μάγγανο > μάγγανος
> του χωραφιού
τυφλοπόντικας:
Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά
τυφλός:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλός:
τυφλός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά
τυφλοσόκακο:
> δρόμος > τοπογραφικά
τυφλώνουμαι:
> τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τύφος: >
τύφος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ύγκλα: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
υγκλώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
υγρασία:
> δροσιά > καιρικά
υνί: >
αλέτρι > του χωραφιού
υπνογυρισμός:
> ύπνος > φυσιολογικά
ύπνος: >
ύπνος > φυσιολογικά
υπνωτικό:
> γιατρικό > γιατρικά
υπόγειο:
> πατώματα > του χτίστη
υποσταβρώνω:
αλείφω με άγιο λάδι > ξορκίζω > δαιμονικά
υποστατικό:
> χτήμα > του χωραφιού
ύστερο:
> αγγάστρι > βιολογικά
υστεροκαίρι:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
υφάντρα:
> ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας
ύψος: >
ανήφορος > τοπογραφικά
φαγάνα:
> είδη καραβιών > καράβια
φαγανιά:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαγάρι:
> μανάρι > της βοσκής
φαγγρί:
μεγάλο λυθρίνι > φαγγρί > ψάρια της θάλασσας
φαγησερό:
> φαγί > του φαγιού
φαγήσια:
> φαγί > του φαγιού
φαγησιπότια:
> φαγί > του φαγιού
φαγί: >
φαγί > του φαγιού
φαγομάρα:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαγοπότι:
> φαγί > του φαγιού
φαγοτίστας:
> μουσικός > του μουσικού
φαγότο:
> φαγότο > του μουσικού
φαγουλιανά:
> σταφύλια > του φαγιού
φαγουλιανό:
> φαγί > του φαγιού
φαγουλιάρικα:
> σταφύλια > του φαγιού
φαγουλιάρικο:
> φαγί > του φαγιού
φαγουλό:
> φαγί > του φαγιού
φαγούρα:
> φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαγούσα:
> καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαγώσιμο:
> φαγί > του φαγιού
φάδι: >
φάδι > του αργαλιού και της ρόκας
φαδώνω:
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
φαζάνι:
Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά
φαίνω: >
δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
φαίνω: >
δουλιές του ράφτη > ραφτικά
φάκα: >
δοκάνι > του κυνηγού
φάκελος:
> γραφικά > του σπιτικού
φακή: >
λαχανικά > του φαγιού
φακίδα:
> ελιά > φυσιολογικά
φακιδιάρης:
> ελιά > φυσιολογικά
φακιόλι:
> φακιόλι > ρούχα
φακίρης:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
φάκλα: >
χεροβολιάζω > του χωραφιού
φάκνα: >
στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά
φάκνα: προμήθειες
του σπιτιού για φαγί > φάκνα > του φαγιού
φακωτό:
άσπρο με βούλες σταχτιές > άλογο > θηλαστικά
φάλα: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
φάλα: >
μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
φάλαγγας:
> γραφικά > του σπιτικού
φάλαγγας:
> φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
φαλάγγι:
> φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
φαλάγγι:
> φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
φαλάγγια:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
φαλάγγια:
τα ξύλα που κυλούν απάνω τους το καράβι σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα
από το σκαρί > ποντίλια > του σκαριού
φαλαγγώνει:
φαλαγγώνει το καράβι = κοντέβει να πέσει στη θάλασσα > ποντίλια > του
σκαριού
φαλαγγώνω:
το παιδί φαλάγγωσε = κοντέβει να βγει καθώς το καράβι που το κυλούν απάνω
στα φαλάγγια σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > φαλαγγώνω
> βιολογικά
φαλάκρα:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαλακράδα:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαλακραίνω:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαλακρός:
> φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φαλαρίδα:
Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά
φαλέτο:
Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά
φάλια: >
μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
φαλιανός:
Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά
φάλιανος:
Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά
φαλιδεμένο:
φαλιδεμένο ιβάρι > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού
φάλιο: >
φάλιο > του καραβιού
φάλκος:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
φαλκούνι:
> πολιορκητικά > του πολεμιστή
φαλμπαλάς:
> φαλμπαλάς > ραφτικά
φαλτσαστέκα:
> μπιλιάρδο > παιγνίδια
φαλτσέτα:
> σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή
φάλτσο:
> μπιλιάρδο > παιγνίδια
φαλτσοστέκα:
για γώνιασμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
φάμα: >
πανί > του αργαλιού και της ρόκας
φαμέγιος:
> κόπελος > του χωραφιού
φαμελέβω:
> οικογένεια > οικογενειακά
φαμελιά:
> οικογένεια > οικογενειακά
φαμελιάρης:
> παντρεμένος > οικογενειακά
φαμελικά:
> οικογένεια > οικογενειακά
φαμελίτης:
φαμελίτης άνθρωπος > παντρεμένος > οικογενειακά
φαμίλια:
> οικογένεια > οικογενειακά
φαναράδικο:
> φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φαναράς:
> φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φανάρι:
> λύχνος > του σπιτικού
φανάρι:
> φάρος > του καραβιού
φανάρι:
καφάσι γυριστής σκάλας > σκάλα > του χτίστη
φανάρι:
το κεφάλι του είναι φανάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φανάρι:
το συρματένιο κουτί όπου φυλάγουν το κρέας > φανάρι > του μαγεριού
φαναρτζής:
> φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φαναρτζίδικο:
> φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φανέλα:
> ασπρόρουχα > ρούχα
φανέλα:
> πανιά > πανιά
φανελένιος:
> πανίτικος > πανιά
φανέστρα:
> παράθυρο > του χτίστη
φανέστρα:
> φεγγίτης > του χτίστη
φανέτα:
Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά
φανόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
φανόπυργος:
βίγλα > κάστρο > του χτίστη
φανός: >
λύχνος > του σπιτικού
φανοτρύγονο:
Cuculus canorus > κούκος > πουλιά
φάντακας:
> βουρκόλακας > δαιμονικά
φάντασμα:
> στοιχιό > δαιμονικά
φαντό: >
πανί > του αργαλιού και της ρόκας
φάντρα:
> ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας
φανώχτης:
> φεγγίτης > του χτίστη
φαράγγι:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
φαραόνα:
Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά
φαράς: που
φροντίζει το φάρο > φαράς > του κούρσου και του φορτωτή
φαράσι:
> σκούπα > του σπιτικού
φαρδικομάνικα
(τα): > μανίκι > ραφτικά
φαρδοκούτελος:
> μέτωπο > ανατομικά κατατόπια
φαρέτι:
τρυπητήρι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
φαρί: Equus
caballus > άλογο > θηλαστικά
φαρίνα:
> αλέβρι > του φαγιού
φαρμακερό:
> φίδι > σερπετά
φάρος: >
ζουμί > του φαγιού
φάρος: >
παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
φάρος: >
σάγος > του φαγιού
φάρος: >
φάρος > του καραβιού
φαρφάλα:
Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
φασιανός:
Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά
φασίδι:
> φάδι > του αργαλιού και της ρόκας
φασίδι:
> φάσιμο > ραφτικά
φάσιμο:
> δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
φάσιμο:
> φάσιμο > ραφτικά
φασκιά:
> φασκιά > οικογενειακά
φασκιά:
επίδεσμος > φασκιά > γιατρικά
φασκιώνω:
> φασκιά > γιατρικά
φασκομηλιά:
> ζεστό > του φαγιού
φασόλια:
> λαχανικά > του φαγιού
φασουλάκια:
> λαχανικά > του φαγιού
φασούλια:
> λαχανικά > του φαγιού
φάσσα: Columba
palumbus > φάσσα > πουλιά
φαστό: >
πανί > του αργαλιού και της ρόκας
φάτσα: >
πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
φατσάδα:
η πρόσοψη του σπιτιού > σπίτι > του χτίστη
φαφούτης:
> δόντι > όργανα
φεβγάτο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
φεγγάρι:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φεγγάρι:
> φεγγάρι > αστρικά
φεγγάρι:
πήγε για ένα φεγγάρι > μήνας > της μέρας και της ώρας
φεγγάρι:
το κεφάλι του είναι φεγγάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φεγγαριάζουμαι:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φεγγαριάρης:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φεγγαριάτικος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φεγγαριάτικος:
> φεγγάρι > αστρικά
φεγγαριάτικος:
φεγγαριάτικος άνεμος > στεριανό > καιρικά
φεγγαροβολιά:
> φεγγάρι > αστρικά
φεγγαροβραδιά:
> φεγγάρι > αστρικά
φεγγαρογιομισιά:
> φεγγάρι > αστρικά
φεγγαροκυράδες:
> νεράιδα > δαιμονικά
φέγγει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
φέγγει:
το κεφάλι του φέγγει > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φεγγιά
(τα): > μάτι > όργανα
φεγγίτης:
> φεγγίτης > του χτίστη
φεγγότρυπα:
> φεγγίτης > του χτίστη
φελακούρια:
αγγίστρια με φελούς > αγκίστρι > της ψαρικής
φελάρια:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
φελέτο:
το γυριστό μέρος στο στήθος > μέρη του σακακιού > ρούχα
φελί: >
ψωμί > του φαγιού
φελιάζω:
> μπολιάζω > φυτολογικά
φελιάζω:
κόβω φέτες > μαγειρέματα > του μαγεριού
φελομάνα:
> μέρη της τράτας > της ψαρικής
φελόνι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
φελούκα:
> είδη καραβιών > καράβια
φέλπα: >
καπέλο > ρούχα
φέλπα: >
πανιά > πανιά
φέλπα: >
πανιά > πανιά
φελπεδένιος:
> πανίτικος > πανιά
φέλτα: >
καπέλο > ρούχα
φεξάδα:
> δάσος > τοπογραφικά
φέξη: >
αβγή > αστρικά
φέξη: >
φεγγάρι > αστρικά
φέξιμο:
> αβγή > αστρικά
φέξο: >
λύχνος > του σπιτικού
φερετζές:
> φακιόλι > ρούχα
φερίκι:
> μήλο > του φαγιού
φερμάρει:
το σκυλί φερμάρει > σκύλος > του κυνηγού
φέρμελη:
το κεντητό γελέκο που πάει με τη φουστανέλα > γελέκο > ρούχα
φεσάρα:
> καπέλο > ρούχα
φέσι: >
καπέλο > ρούχα
φέτα: >
τυρί > του φαγιού
φέτα: >
ψωμί > του φαγιού
φηκάρι:
> μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή
φηκάρι:
> στρήφωμα > ραφτικά
φιάμπολι:
> πίφιρο > του μουσικού
φιγούρα:
το σκάλισμα που στολίζει την άκρη της πλώρης > φιγούρα της πλώρης >
του καραβιού
φιγουρίνι:
> χνάρι > ραφτικά
φιδές: >
μακαρόνια > του φαγιού
φίδι: ophidia
> φίδι > σερπετά
φιδόγδαρμα:
> φίδι > σερπετά
φιδοπλόκαμη:
κατάρα φιδοπλόκαμη > κατάρες > κατάρες και εφκές
φιδοπουκάμισο:
> φίδι > σερπετά
φιδορούτι:
> φίδι > σερπετά
φιδόστρατα:
στριφτερός, στριφογυριστός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά
φιδοστρούφισμα:
> φίδι > σερπετά
φιδόψαρο:
Nemacheilus barbatulus > φιδόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού
φιλαδέρφι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
φιλάδερφος:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
φιλάντρα:
η στενόμακρη λουρίδα που κρεμιέται από την κορυφή του καταρτιού >
παντιέρα > του καραβιού
φιλαρέτο:
> σκοινιά > του καραβιού
φιλενάδα:
> αγαπητικός > οικογενειακά
φιλέρια:
> σταφύλια > του φαγιού
φιλέτο:
> σφαχτό > του φαγιού
φιλέτο:
φιλέτο μολυβένιο > μέρη του παραθυριού > του χτίστη
φίλι: ελεφαντόδοντο
> φίλντισι > πετράδια
φιλιάζω:
ξυλαρμόζω > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού
φιλιατρό:
> πηγάδι > του χωραφιού
φιλντισένιος:
> φίλντισι > πετράδια
φίλντισι:
> φίλντισι > πετράδια
φιλομήλα:
Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
φιλοσόφαινα:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλόσοφη:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλοσοφίνα:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλοσόφισα:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλόσοφος:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλοσοφού:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλοσοφούμενος:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλοσοφούσα:
> φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φιλτισί:
> φίλντισι > πετράδια
φιμός: καλάθι
που βάζουνε στο στόμα του βοδιού σαν αλωνίζει > αλώνι > του χωραφιού
φιούμπα:
> φιούμπα > ραφτικά
φιστικί:
> καρπός > φυτολογικά
φιστικί:
> πράσινος > του ζουγράφου
φιστίκια:
> αμύγδαλα > του φαγιού
φίστουλας:
> φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φιστουλιάζω:
> φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φιτίλι:
δίερμα (για να μένει η πληγή ανοιχτή ως που να βγει όλο το έμπυο > φιτίλι
> γιατρικά
φιτρί: >
λύχνος > του σπιτικού
φιφάκι:
Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά
φλαγούνα:
> ψωμί > του φαγιού
φλαμούρι:
> ξύλα > του μαραγκού
φλάμπουρο:
ουρά κομήτη > κομήτης > αστρικά
φλαουτιέρης:
> μουσικός > του μουσικού
φλάουτο:
> φλάουτο > του μουσικού
φλαπατσούρες:
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
φλάρος:
φραγκοκαλόγερος ή φραγκόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
φλάσκα:
> παγούρι > της βοσκής
φλασκάκια:
> σύκα > του φαγιού
φλασκί:
> παγούρι > της βοσκής
φλασκόψαρο:
> φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας
φλάτο: >
άνεμος > καιρικά
φλέβα: >
βρύση > του χωραφιού
φλέβα: >
φλέβα > όργανα
Φλεβάρης:
> μήνας > της μέρας και της ώρας
φλέβες:
φλέβες του φύλλου > φύλλο > φυτολογικά
φλεβί: >
βρύση > του χωραφιού
φλεβί: >
φλέβα > όργανα
φλεβίσιο:
νερό φλεβίσιο > βρύση > του χωραφιού
φλέμα: >
βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φλέμα: >
σάλιο > φυσιολογικά
φλέμονας:
> πλεμόνι > όργανα
φλέμονο:
> πλεμόνι > όργανα
φλέρια:
> σταφύλια > του φαγιού
φλια: >
πόρτα > του χτίστη
φλίσι: >
κατάρτια > του καραβιού
φλιτζάνι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
φλόγα: >
ζέστη > καιρικά
φλογάτος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
φλογέρα:
> φλογέρα > του μουσικού
φλογίζω:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φλογώνει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φλογώνω:
> φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φλογωτός:
> κόκκινος > του ζουγράφου
φλοίσβος:
> ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού
φλοκάτα:
παλαιικότερη πατατούκα > πατατούκα > ρούχα
φλόκος:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
φλόκος:
> πανιά > του καραβιού
φλόκος:
κλαδί με λουλούδια ή φύλλα > κλαδί > φυτολογικά
φλόκος:
τούφα μαλιού > μαλί > της βοσκής
φλομίτης:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
φλούδα:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φλούδι:
> ψωμί > του φαγιού
φλουροκαπνίζω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
φλουροκαπνιστός:
> χρυσός > του ζουγράφου
φλουρώνω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
φλουρώνω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
φλώρα: κάτασπρα
> γίδι > της βοσκής
φλωράτος:
> χρυσός > του ζουγράφου
φλώρι: Ligurinus
chloris > φλώρος > πουλιά
φλώριος:
> χρυσός > του ζουγράφου
φλώρο: άσπρο
> πρόβατο > της βοσκής
φλώρος:
Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά
φοβέρα:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
φοβεριστήρι:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
φοβιστήρι:
> σκιάχτρο > του χωραφιού
φοινίκι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
φοινίκι:
> καρπός > φυτολογικά
φόλα: >
λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φόλα: παξιμάδι
από πετσί > βίδα > του μαραγκού
φοράδα:
Equus caballus > άλογο > θηλαστικά
φοραδίνα:
Equus caballus > άλογο > θηλαστικά
φοραδίσιος:
> άλογο > θηλαστικά
φοραδοπούλα:
Equus caballus > άλογο > θηλαστικά
φορασιάρικο:
ξυπασιάρικο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
φορατζής:
υπάλληλος του φόρου > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
φορβιά:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
φόρδα: >
φόρδα > ραφτικά
φόρεμα:
> φόρεμα > ρούχα
φορεσιά:
> φόρεμα > ρούχα
φοριά: >
φόρεμα > ρούχα
φορολόγος:
> φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
φορούσι:
> φορούσο > του χτίστη
φορούσο:
> φορούσο > του χτίστη
φορτέτσα:
> πετσί > του παπουτσή
φορτέτσα:
το χοντρόπανο που βάζουνε μέσα στα ρούχα για να τα δυναμώσουν > καμπάς
> ραφτικά
φόρτια:
> πετσί > του παπουτσή
φορτιάρης:
> χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
φορτιάρικο:
> σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
φορτιό:
> φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
φορτίο:
> φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
φορτοκάραβο:
> καράβι > καράβια
φόρτος:
> φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
φορτσεράς:
> κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
φόρτωμα:
> φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
φορτώματα:
τα φορτωμένα ζα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
φορτωμένη:
> γγαστρωμένη > βιολογικά
φορτώνω:
> φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή
φορτώστρα:
> φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
φορτωτήρα:
διχαλωτό ξύλο για φόρτωμα ζώων > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του
αμαξά
φορτωτής:
> αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή
φόσα: >
μέρη του κάστρου > του χτίστη
φουβού:
> ψησταριά > του μαγεριού
φουγάρος:
> καμινάδα > του χτίστη
φουγλάρος:
> καμινάδα > του χτίστη
φουγού:
> ψησταριά > του μαγεριού
φουμαδόρος:
> φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
φούντα:
> κλαδί > φυτολογικά
φούντα:
> φούντα > ραφτικά
φούντα:
> φούντα > του πολεμιστή
φούντα:
φούντα του λεμπουσιού > καρπός > φυτολογικά
φουντάνα:
ορμητική > κρέμαση > του μυλωνά
φουντανέλα:
καυτήριον > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουντάρω:
> ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα
φουντέρα:
> μούστος > του τρύγου
φούντι:
> βαρέλι > του τρύγου
φούντο:
φουντάρησε την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα
φουντουκί:
> καστανός > του ζουγράφου
φουντούκι:
> καρπός > φυτολογικά
φουντούκια:
> αμύγδαλα > του φαγιού
φούντωμα:
η ίσια μεριά του βαρελιού > βαρέλι > του τρύγου
φουντώνει:
> ο άνεμος > καιρικά
φουντώνει:
> ψωμί > του φαγιού
φουντώνουν:
> ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
φουντωσιά:
> κλαδί > φυτολογικά
φούρκα:
> διχάλι > του χωραφιού
φούρκα:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
φούρκα:
> στάβρωση > φυτολογικά
φουρκάδι:
> διχάλι > του χωραφιού
φουρκάλα:
> διχάλι > του χωραφιού
φουρκάλα:
δίφουρκο κλαδί > στάβρωση > φυτολογικά
φούρλα:
> παιδιών > παιγνίδια
φουρλαΐδα:
> φουρλαΐδα > πουλιά
φουρλαΐδα:
> φουρλαΐδα > πουλιά
φουρμαγέλα:
> τυρί > του φαγιού
φουρνάρης:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
φουρνάρικο:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
φουρναριό:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
φουρναρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
φουρνιά:
Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά
φουρνίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
φουρνίζω:
> φούρνος > του μαγεριού
φουρνιστό:
> κρέας > του φαγιού
φουρνοκούπελο:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
φουρνόξυλο:
> φούρνος > του μαγεριού
φουρνόπανο:
> φούρνος > του μαγεριού
φούρνος:
> ζέστη > καιρικά
φούρνος:
> φούρνος > του μαγεριού
φουρτούμι:
> ποτιστήρι > του χωραφιού
φουρτούνα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
φουρτούνα:
> κακοκαιριά > καιρικά
φουρτουνιάζει:
> καιρός > καιρικά
φουρτούνιασμα:
> κακοκαιριά > καιρικά
φουσέκι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
φούσκα:
> γκούσα > πουλολογικά
φούσκα:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φούσκα:
> φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φούσκα:
Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
φούσκα:
Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
φούσκα:
κύστις > φούσκα > όργανα
φουσκαλιάζει:
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
φουσκαλιάζω:
> φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουσκάλιασμα:
> φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουσκαλίδα:
> φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουσκαλίδα:
> φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουσκοδέντρης:
Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας
φουσκοδεντριά:
έχουμε φουσκοδεντριές > άνοιξη > της μέρας και της ώρας
φουσκοδεντριά:
το φούσκωμα του χυμού την άνοιξη > δέντρο > φυτολογικά
φουσκοθαλασσιά:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
φουσκομάγουλος:
> μάγουλο > ανατομικά κατατόπια
φουσκομούρης:
> πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια
φουσκονεριά:
> φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού
φουσκοσάλεμα:
> θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
φουσκόψαρο:
> φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας
φούσκωμα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
φούσκωμα:
> πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουσκώνει:
> το πανί > αρμενίσματα
φουσκώνει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φουσκώνει:
> ψωμί > του φαγιού
φούσκωση:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
φουσκωτή:
> βελονιές > ραφτικά
φούστα:
> είδη καραβιών > καράβια
φουστανέλα:
> φουστανέλα > ρούχα
φουστάνι:
> φουστάνι > ρούχα
φουτρής:
> μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα
φουφού:
> καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
φουφού:
> ψησταριά > του μαγεριού
φουφουλόβρακα:
φουφούλα βράκα > βρακί > ρούχα
φούχτα:
> φούχτα > του μαγεριού
φούχτα:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
φραγή: χώρισμα
> τοίχος > του χτίστη
φραγιά:
> περιβόλι > του χωραφιού
φραγιά:
> φράχτης > του χωραφιού
φραγκόγλινος:
> φραγκόγλινος > ψάρια της θάλασσας
φραγκοκλησιά:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
φραγκόκοτα:
Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά
φραγκομοναστήρι:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
φραγκοράφτης:
> ράφτης > ραφτικά
φραγκοστάφυλο:
> γλυκά > του φαγιού
φράμα: >
φράχτης > του χωραφιού
φραμπαλάς:
> φαλμπαλάς > ραφτικά
φράντζα:
> κρόσσι > ραφτικά
φραντζόλα:
φραντζόλα της μπύρας > ψωμί > του φαγιού
φραντζωτός:
> κρόσσι > ραφτικά
φραξίμι:
> περιβόλι > του χωραφιού
φραξίμι:
> φράχτης > του χωραφιού
φράουλα:
> γλυκά > του φαγιού
φράουλες:
> σταφύλια > του φαγιού
φράπα: >
γλυκά > του φαγιού
φράχτης:
> φράχτης > του χωραφιού
φράχτης:
διάφραγμα > φράχτης > όργανα
φρεάτι:
> πηγάδι > του χωραφιού
φρεγάδα:
> είδη καραβιών > καράβια
φρένα: >
τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φρενιάζω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φρένιασμα:
> τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φρενιασμένος:
> τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φρένο: >
μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
φρενολόγος:
> γιατρός > γιατρικά
φρέσκα:
> είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου
φρεσκάδα:
> κρύο > καιρικά
φρεσκάδα:
> λασκάδα > καιρικά
φρέσκο:
> αβγό > πουλολογικά
φρέσκο:
> βούτυρο > της βοσκής
φρέσκο:
> κρύο > καιρικά
φρέσκο:
> ψωμί > του φαγιού
φρια: θολωτό
πηγάδι > πηγάδι > του χωραφιού
φρίσσα:
Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας
φροκαλητής:
> σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
φροκαλιά:
> σκούπα > του σπιτικού
φρούτα:
> φρούτα > του φαγιού
φρούτο:
> καρπός > φυτολογικά
φρύγανα:
> φρύγανα > φυτολογικά
φρυγανιά:
> ψωμί > του φαγιού
φρυγανίζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
φρύγει:
> η κάψα > καιρικά
φρύγω: >
μαγειρέματα > του μαγεριού
φρυδάς:
> μάτι > όργανα
φρύδι: >
μάτι > όργανα
φρύδι: ράχη
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
φρύδια:
> μάτι > όργανα
φρύνος:
Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά
φρύξη: >
αναβροχιά > καιρικά
φρύξη: >
ζέστη > καιρικά
φρώστομα:
> πηγάδι > του χωραφιού
φρωχείλι:
> πηγάδι > του χωραφιού
φρώχειλο:
> πηγάδι > του χωραφιού
φταθέρια:
> σταφύλια > του φαγιού
φτανιάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
φταρμίζω:
> μαγέβω > δαιμονικά
φτάρμισμα:
> βασκανιά > δαιμονικά
φτάρμισμα:
> μάγεμα > δαιμονικά
φταρμιστήρι:
φυλαχτό που βάζουνε στο στήθος του αλόγου για το κακό μάτι > φυλαχτό >
δαιμονικά
φταρμός:
> φυλαχτό > δαιμονικά
φτασμένος:
ενήλικος > φτασμένος > οικογενειακά
φτενάδα:
> πέτρα > πέτρες
φτενή: >
γη > του χωραφιού
φτενιστήρι:
> σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά
φτενοχείλης:
> στόμα > όργανα
φτερά: >
μέρη της τράτας > της ψαρικής
φτερά: >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
φτερά: που
αναποδογυρίζουνε τα χώματα > αλέτρι > του χωραφιού
φτερά: που
φυλάγουν από τη λάσπη > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
φτέρι: >
φτερό > πουλολογικά
φτεριάς:
> δάσος > τοπογραφικά
φτερίδι:
πτερύγιον > ανατομικά > ψαρολογικά
φτέρνα:
> πόδι > ανατομικά κατατόπια
φτερνιά:
> σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά
φτερνίδι:
το σκοινί που βαστάει την κάλτσα κάτω περνώντας κάτω από τη φτέρνα >
σκαλοπάτα > του παπουτσή
φτερνιστήρια:
> νύχια > πουλολογικά
φτερνοκοπώ:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
φτερό: >
φτερό > πουλολογικά
φτεροδεσιά:
> φτερό > πουλολογικά
φτερομαδώ:
> μουτέβω > πουλολογικά
φτερούγι:
> ανατομικά > ψαρολογικά
φτερούγι:
> φτερό > πουλολογικά
φτερώνει:
φτερώνει το κουπί = γυρίζει οριζόντια σαν έρχεται μπροστά > λάμνω >
αρμενίσματα
φτερωτή:
η ρόδα του νερόμυλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά
φτρι: >
λύχνος > του σπιτικού
φτυάδι:
> άλλα φίδια > σερπετά
φτυάρι:
> φούρνος > του μαγεριού
φτυαριά:
> φτυαρίζω > του χωραφιού
φτυαρίζω:
> φτυαρίζω > του χωραφιού
φτύμα: >
σάλιο > φυσιολογικά
φτύνω: >
σάλιο > φυσιολογικά
φτυσιά:
> σάλιο > φυσιολογικά
φτύσιμο:
> σάλιο > φυσιολογικά
φτωχικο:
το φτωχικό μας > σπίτι > του χτίστη
φτωχοκλήσι:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
φτωχόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
φτωχοφαμελίτης:
> παντρεμένος > οικογενειακά
φυγή: >
πάτημα > του κυνηγού
φυκιάδα:
σωρός φύκια > φυκιάδα > της θάλασσας και του καιρού
φυκιάδα:
φυκιωμένος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του
καιρού
φυκιαδίτης:
> φυκίδα > ψάρια της θάλασσας
φυκιαδίτης:
Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της
θάλασσας
φυκίδα:
> φυκίδα > ψάρια της θάλασσας
φυλακάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
φύλακας:
αγαθός δαίμων > φύλακας > δαιμονικά
φύλαξη:
φρουρά > φύλαξη > του πολεμιστή
φυλαχτάδι:
> φυλαχτό > δαιμονικά
φυλαχτάρι:
> φυλαχτό > δαιμονικά
φυλαχτό:
> φυλαχτό > δαιμονικά
φυλάχτρα:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
φυλάχτρα:
> μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή
φυλάχτρα:
αφτή που φυλάει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά
φύλλα: >
καρδιά > όργανα
φύλλα: του
τραπεζιού > τραπέζι > του σπιτικού
φύλλο: >
ζυμαρικά > του φαγιού
φύλλο: >
φύλλο > φυτολογικά
φύλλο: από
αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού
φυλλοκάλαμο:
> φύλλο > φυτολογικά
φυλλοκάρδια:
> καρδιά > όργανα
φυλλολογώ:
> φυλλολογώ > του χωραφιού
φυλλοξέρα:
των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
φυλλώνουν:
> ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
φυντάνι:
> βλαστάρι > φυτολογικά
φύρανε:
φύρανε το μυαλό του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φυρόγεια:
> γη > του χωραφιού
φυρομυαλίζω:
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
φυρονεριά:
> φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
φυροπήγαδο:
που χάνει γλήγορα το νερό του > πηγάδι > του χωραφιού
φύρρος:
φύρρος τράγος > γίδι > της βοσκής
φυσά: τι
καιρός φυσά; > καιρός > καιρικά
φύσα: >
φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φύσα: >
φυσούνι > του μαγεριού
φυσαρμόνικα:
ξεφουσάρα φυσαρμόνικα > φυσαρμόνικα > του μουσικού
φυσέκι:
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
φυσεκλίκι:
> μπαλάσκα > του πολεμιστή
φυσερό:
> φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φυσερό:
> φυσούνι > του μαγεριού
φύση: >
φυσικά > φυσιολογικά
φύσημα:
> φύσημα > καιρικά
φυσητήρι:
> φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φυσητήρι:
> φυσούνι > του μαγεριού
φυσητούρα:
δυνατό φύσημσ > λασκάδα > καιρικά
φυσικά:
αφροδίσια > φυσικά > φυσιολογικά
φύσιτα:
> τουφέκι > του πολεμιστή
φυσομανά:
> ο άνεμος > καιρικά
φυσομάνα:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
φυσομανητό:
> λαχάνιασμα > φυσιολογικά
φυσούνα:
> φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φυσούνα:
> φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
φυσούνα:
> φυσούνι > του μαγεριού
φυσούνι:
> φυσούνι > του μαγεριού
φυσούνι:
μύξιασμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
φύσσαλος:
Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
φύστης:
Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά
φυσώ: >
λαχάνιασμα > φυσιολογικά
φυτάδι:
ριζωμένη βέργα > καταβολάδα > φυτολογικά
φυταλιά:
> φυταλιά > φυτολογικά
φυτέβω:
> τουφέκι > του πολεμιστή
φυτέβω:
> φυτέβω > του χωραφιού
φυτεφτής:
Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας
φυτιά: ό,τι
φυτρώνει > φυτιά > φυτολογικά
φυτικιά:
> βούρτσα > του σπιτικού
φυτικιά:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
φυτίλι:
> λύχνος > του σπιτικού
φυτογή:
> γη > του χωραφιού
φυτότοπος:
φυτώριον > φυταλιά > φυτολογικά
φυτουργώ:
> φυτέβω > του χωραφιού
φύτρα: το
μάτι της πατάτας > βλαστάρι > φυτολογικά
φυτρί: ασπροπράσινο
> πράσινος > του ζουγράφου
φύτρο: το
πρώτο τρυφερό ξεφύτρωμα του φυτού > βλαστάρι > φυτολογικά
φύτρωμα:
> φυτιά > φυτολογικά
φώκια: Phoca
> φώκια > θηλαστικά
φωλέβω:
> φωλιά > πουλολογικά
φωλιά: >
φωλιά > πουλολογικά
φωλιάζω:
> φωλιά > πουλολογικά
φώλιασμα:
> φωλιά > πουλολογικά
φώλος: >
αβγό > πουλολογικά
φώλος: >
φωλιά > πουλολογικά
φωνάζω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
φωνακλάδικο:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
φωνή: >
κουκουρίζω > πουλολογικά
φως: >
μάτι > όργανα
φως: >
όραση > φυσιολογικά
φωτερό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
φωτιά: >
ζέστη > καιρικά
φωτιάς:
καράβι της φωτιάς > είδη καραβιών > καράβια
φωτιστικά:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
φωτογώνι:
> τζάκι > του σπιτικού
φωτοκλησιά:
> εκκλησιά > της εκκλησιάς
φωτοσκούληκο:
> σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
φωτόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
φωτοφεγγαριά:
> φεγγάρι > αστρικά
φωτοχαράζει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
φωτοχάραμα:
> αβγή > αστρικά
χαβαλές:
> φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαβάνι:
> αστράχι > του χτίστη
χαβάνι:
> γουδί > του μαγεριού
χαβαρικά:
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
χαβαρικά:
τα φαγώσιμα μαλακόστρακα > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χάβαρο:
> κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χαβαρόνι:
Corvus frugilegus > χαβαρόνι > πουλιά
χαβιά: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαβιάρι
μαύρο: > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
χαβιαροσαλάτα:
> σαλάτα > του φαγιού
χάβος: >
λάκκα > τοπογραφικά
χαβούζα:
> στέρνα > του χωραφιού
χαβούζι:
> στέρνα > του χωραφιού
χαβούζι:
κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
χάβρα: >
δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαβώνω:
παραλώ από μαγικό φόβο > μαγέβω > δαιμονικά
χαγιάτι:
πρόθυρο > χαγιάτι > του χτίστη
χαδούμης:
> μουνούχισμα > γιατρικά
χαϊμαλί:
> φυλαχτό > δαιμονικά
χαϊμαλιά:
αργυροχρυσωμένα στολίδια που φορούσαν οι κλέφτες στα στήθια, στα ποδάρια,
στο σελάχι, στ' άρματα | χαϊμαλί λεν κιόλας το ασημένιο γκόλφι των αρματωλών
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
χαιρετισμοί:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
χακίκι:
σάρδιον > χακίκι > πετράδια
χαλάει:
> καιρός > καιρικά
χαλάζι:
> χαλάζι > καιρικά
χαλαζόβροχο:
βαρύ χαλάζι > χαλάζι > καιρικά
χαλαζομάνι:
> χαλάζι > καιρικά
χαλαζόπετρα:
χαλαζίτης λίθος > χαλαζόπετρα > πέτρες
χάλαρα:
> βροχή > καιρικά
χάλαρα:
> ξεροπέτρι > τοπογραφικά
χάλαρα:
μεγάλα πελεκητά μάρμαρα > πέτρα > πέτρες
χαλαροκούδουνα:
τα συνηθισμένα κουδούνια > κουδούνι > της βοσκής
χάλασε:
χάλασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χαλάσματα:
τα χαλάσματα της νύχτας > αβγή > αστρικά
χαλασμένο:
> κρασί > του φαγιού
χαλασμός:
> κακοκαιριά > καιρικά
χαλάστρα:
άνοιγμα που κάνει ο οχτρός στα τειχιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη
χαλατό:
σημαδούρα του διχτιού που είναι μέσα στη θάλασσα > μέρη της τράτας >
της ψαρικής
χαλβαδόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
χαλβάς:
> γλυκά > του φαγιού
χαλβατζής:
> χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαλβατζίδικο:
> χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαλές: >
κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
χαλί: >
χαλί > του σπιτικού
χαλιάς:
> ρέμα > τοπογραφικά
χαλιάς:
πέτρες σωριασμένες σε νεροσυρμή > πέτρα > πέτρες
χαλίκι:
> πέτρα > πέτρες
χαλικόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
χαλικουριά:
σωρός χαλίκια > πέτρα > πέτρες
χαλικώνω:
> στρώση > τοπογραφικά
χαλικωτός:
Echinoidea | χαλικωτός αχινιός > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χαλιναράς:
> σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαλινάρι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαλιναριά:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαλινάρια:
> σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαλιναρώνω:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαλκαδένια:
άκουσα τις χαλκαδένιες να κάνουνε γράντα γράντα > άγκυρα > του
καραβιού
χαλκιά:
> ρέμα > τοπογραφικά
χαλκιάς:
> χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
χαλκόκοτα:
> χαλκόκοτα > πουλιά
χαλκοκουρούνα:
Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά
χαλκόμιγα:
Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
χαλκοποτίζω:
> χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
χαλκώματα:
> μπακιρικά > του μαγεριού
χαλκώματα:
> μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
χαλκωματάδικο:
> χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
χαλκωματάς:
> γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαλκωματάς:
> χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
χαλκώνω:
> χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
χαλός: >
αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χαλός: ο
γάντζος του καμακιού > καμάκι > της ψαρικής
χαλουπώνει:
> σούρουπο > της μέρας και της ώρας
χαλόφτας:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαμαδά:
> πάτος > τοπογραφικά
χαμάδα:
> καρπός > φυτολογικά
χαμάδα:
ελιά που μένει χάμω > χαμολογώ > του χωραφιού
χαμαλέβω:
κάνω το χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαμάλης:
> χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαμαλιάτικα:
η πλερωμή του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαμαλίκα:
το μαξιλαράκι που βάζει ο χαμάλης στον ώμο ή τη ράχη του για να μην τον πονά
το φόρτωμα > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαμαλίκι:
η τέχνη του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαμάμης:
οβριόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
χαμάμι:
τούρκικο λουτρό > χαμάμι > του χτίστη
χαμάνθι:
> λουλούδι > φυτολογικά
χαμένα:
τα έχει χαμένα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χαμηλά:
> πάτος > τοπογραφικά
χαμηλάδια:
> πάτος > τοπογραφικά
χαμηλάκι:
χαμαιλέων > σάβρα > σερπετά
χαμηλόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
χαμηλοτάβανο:
> σπίτι > του χτίστη
χαμοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
χαμοβροντή:
> βροντή > καιρικά
χαμογέλιο:
> γέλιο > φυσιολογικά
χαμόγελο:
> γέλιο > φυσιολογικά
χαμόδεντρα:
> κλαδότοπος > τοπογραφικά
χαμόδεντρα:
> χαμόκλαδα > φυτολογικά
χαμοδράκι:
> χαμοδράκι > δαιμονικά
χαμοκέλα:
> μοναστήρι > της εκκλησιάς
χαμόκλαδα:
> κλαδότοπος > τοπογραφικά
χαμόκλαδα:
> χαμόκλαδα > φυτολογικά
χαμοκλάδι:
> κλαδί > φυτολογικά
χαμόκλαδο:
> κλαδί > φυτολογικά
χαμοκοιλάδες:
πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους χαμηλά μέσα στα σπάρτα > πουλί >
πουλολογικά
χαμοκοιλάδι:
Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά
χαμοκοιλάδια:
> πουλί > πουλολογικά
χαμοκρέβατο:
> κρεβάτι > του σπιτικού
χαμολιά:
> χαμολογώ > του χωραφιού
χαμολιός:
> χαμολογώ > του χωραφιού
χαμολόγι:
καρποί πεσμένοι καταγής > καρπός > φυτολογικά
χαμολογώ:
μαζέβω τις πεσμένες ελιές > χαμολογώ > του χωραφιού
χαμολούλουδο:
> λουλούδι > φυτολογικά
χαμόμηλο:
> ζεστό > του φαγιού
χαμόρυγας:
Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά
χαμός: επιζωοτία
> στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
χαμόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
χαμοστέρνα:
> στέρνα > του χωραφιού
χάμουρα:
> σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χάμουρα:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαμπαρολόγος:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
χαμψί: Engraulis
encrasicolus > χαμψί > ψάρια της θάλασσας
χαμψίνι:
> λίβας > καιρικά
χαμώγι:
> πατώματα > του χτίστη
χαμωτό:
> σπίτι > του χτίστη
χανάκα:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χανάκα:
> χανάκα > της βοσκής
χανέβω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
χανί: Serranidae
γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας
χανικό:
> καθιστή > της ψαρικής
χάνος: Serranidae
γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας
χανούμισες:
> νεράιδα > δαιμονικά
χαντάκι:
> λάκκος > του χωραφιού
χαντάκι:
> σούδα > τοπογραφικά
χαντάκι:
> σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαντακιά:
> ρέμα > τοπογραφικά
χαντζάρι:
> σπαθί > του πολεμιστή
χαντζής:
> ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα
χάντρα:
> χάντρα > ραφτικά
χάντρα:
> χάντρα > της βοσκής
χάντρες:
του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
χαντρολαίμι:
> διαμαντικά > πετράδια
χαντρούλι:
> χάντρα > ραφτικά
χάνω: χάνω
τα μάτια μου | χάνω το φως μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χάνω: χάνω
τα νερά μου > ξεπέφτω > αρμενίσματα
χάπι: >
σκόνη > γιατρικά
χαρά: χαρά
Θεού > καλοκαιριά > καιρικά
χαραβγή:
> αβγή > αστρικά
χαραγή:
> αβγή > αστρικά
χαράζει:
ο ήλιος > αβγή > αστρικά
χαραήμερο:
> αβγή > αστρικά
χαράκι:
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
χαράκι:
> ρέμα > τοπογραφικά
χαρακιά:
> πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χαρακίδα:
Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
χάραμα:
> αβγή > αστρικά
χαράματα:
> αβγή > αστρικά
χαράματα:
> αβγή > αστρικά
χαραμέρι:
> αβγή > αστρικά
χαραμέρι:
πήρε το χαραμέρι > αβγή > αστρικά
χαράμι:
> κατάρες > κατάρες και εφκές
χαρανί:
> καζάνι > του μαγεριού
χαράρι:
μεγάλη τρίχινη σακκούλα > δισάκκι > της βοσκής
χαρατζής:
αφτός που μαζεύει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαρατζωτής:
αφτός που βάζει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαραχτή:
> βεντούζα > γιατρικά
χαράχτης:
> χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαρβάλι:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
χαρδάλι:
> μουστάρδα > του φαγιού
χαρές: >
γάμος > οικογενειακά
χαριτωμένες:
> νεράιδα > δαιμονικά
χαρκόνι:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
χαρμάνι:
τεχνικό ανακάτεμα λογής καπνών > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χάρμπα:
> δοξάρι > του πολεμιστή
χαρμπί:
> άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
χαρμπί:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χαρμπί:
η βέργα για το γέμισμα του πιστολιού > πιστόλι > του πολεμιστή
χαροκαμένε:
> λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές
χάροντας:
> χάρος > δαιμονικά
χαροπούλι:
Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά
χάρος: >
χάρος > δαιμονικά
χαρούμενα:
> ρούχα > ρούχα
χαρούμπαλο:
ξερό κουκουνάρι > καρπός > φυτολογικά
χαρτζίσιο:
> ψωμί > του φαγιού
χαρτί: >
γραφικά > του σπιτικού
χαρτιά:
> χαρτιά > παιγνίδια
χάρτσια:
μεταξωτά κεντίδια > κέντημα > ραφτικά
χαρτωσιά:
> χαρτιά > παιγνίδια
χαρχαλέβω:
> γαργάλισμα > φυσιολογικά
χαρχάλι:
> λειρί > πουλολογικά
χαρχάλι:
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χαρχάλι:
> χανάκα > της βοσκής
χασαπάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
χασάπης:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χασάπικο:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χασαπιό:
> χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χασαπόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
χασάς: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χασεδένιος:
> πανίτικος > πανιά
χασές: >
πανιά > πανιά
χάση: >
φεγγάρι > αστρικά
χασιά: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
χάσικας:
> παιδιών > παιγνίδια
χασικλής:
λαθρέμπορος χασίς > χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χάσικο:
> ψωμί > του φαγιού
χασίλι:
> καρπός > φυτολογικά
χασίλι:
> χόρτο > φυτολογικά
χασισικλής:
> χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα
χάσκα: >
παιδιών > παιγνίδια
χάσκα: >
παιδιών > παιγνίδια
χασκάρισμα:
> γέλιο > φυσιολογικά
χασκαρούδη:
ένωση απάνω στη ραφή > ράψιμο > ραφτικά
χασκιωμένο:
χασκιωμένο πανί = που δεν μπορεί να το φουσκώσει ο άνεμος > πανιά >
του καραβιού
χασκόνι:
> χασκόνι > ψάρια του γλυκού νερού
χασκόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
χασμούρημα:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασμουρητό:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασμουριάζω:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασμουριάρης:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασμουριέμαι:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασμουρισιά:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασμούρισμα:
> χασμούρημα > φυσιολογικά
χασομάνα:
μάνα που χάνει τα παιδιά της (που της πεθαίνουν τα παιδιά) > μητέρα >
οικογενειακά
χασοφεγγαριά:
> φεγγάρι > αστρικά
χασοφεγγιά:
> φεγγάρι > αστρικά
χατηρική:
που πέφτει σε μερικά μέρη μοναχά > βροχή > καιρικά
χατίλι:
το ξύλο που χτίζεται μέσα στον τοίχο για να τόνε βαστάει > ξυλοδεσιά του
τοίχου > του χτίστη
χάχαλα:
> φρύγανα > φυτολογικά
χαχάλι:
καρφί για κρέμασμα > κρεμαστήρι > του σπιτικού
χαχαλωτά:
> δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
χάχαρο:
> γέλιο > φυσιολογικά
χαχλανιστά:
γέλια > γέλιο > φυσιολογικά
χάχλανο:
> γέλιο > φυσιολογικά
χαψί: Solea
solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας
χεζάς: >
αποχωνέματα > φυσιολογικά
χεζουλιό:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
χέζουμαι:
βιάζουμαι να λαφρωθώ > αποχωνέματα > φυσιολογικά
χεζούρα:
μεγάλη ανάγκη > αποχωνέματα > φυσιολογικά
χεζουριό:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
χέζω: >
αποχωνέματα > φυσιολογικά
χειλάρα:
> στόμα > όργανα
χείλι: >
στόμα > όργανα
χειλοπήγαδο:
> πηγάδι > του χωραφιού
χειλού:
Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
χειλούτσα:
Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
χειμαδιό:
> χειμαδιό > της βοσκής
χειμαδιό:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
χειμάρα:
> διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χείμαρος:
> χείμαρος > τοπογραφικά
χειμώνας:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
χειμωνιά:
> κακοκαιριά > καιρικά
χειμωνιά:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
χειμωνιάδες:
δουλεφτάδες του χειμώνα > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού
χειμωνιάτης:
Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά
χειμωνιάτικο:
> απίδι > του φαγιού
χειμωνοκαλόκαιρο:
> χειμώνας > της μέρας και της ώρας
χειρίδα:
> αλέτρι > του χωραφιού
χειρίσιο:
φτιασμένο με το χέρι > είδη πανιών > πανιά
χειροπρόζυμο:
> αλέβρι > του φαγιού
χειροτονώ:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
χειρούργος:
> γιατρός > γιατρικά
χελάλι:
> δόντι > όργανα
χελάλι:
> χελάλι > του μαγεριού
χέλι: Anguilla
anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας
χελιδόνι:
Hirundo > χελιδόνι > πουλιά
χελιδονόψαρο:
Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας
χελιδωνό:
Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
χελιό: που
έχει μαλακό μαλί > πρόβατο > της βοσκής
χελούδα:
Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
χελώνα:
Chelonia > χελώνα > σερπετά
χελώνια:
> χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χελωνιάρης:
> χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χενά: >
είδη βαφών > του βαφιά
χέρα: >
χέρι > ανατομικά κατατόπια
χεράγρα:
> ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χεραγριά:
> ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χεράδα:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
χεράμαξο:
> αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
χεράμαξο:
> χεράμαξο > του χωραφιού
χεράμι:
> κρεβάτι > του σπιτικού
χέρι: >
μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
χέρι: >
χέρι > ανατομικά κατατόπια
χέρι: κάτω
χέρι - απάνω χέρι > παιδιών > παιγνίδια
χεροβολιά:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
χεροβολιάζω:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
χερόβολο:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
χερόβολο:
όσο πιάνει στο χέρι του ο θεριστής > χεροβολιάζω > του χωραφιού
χερόβολος:
> χεροβολιάζω > του χωραφιού
χεροδούλης:
> γεωργός > του χωραφιού
χερολάβα:
> αλέτρι > του χωραφιού
χερολάβι:
> αλέτρι > του χωραφιού
χερομαχική:
> γεωργία > του χωραφιού
χερομάχος:
> γεωργός > του χωραφιού
χερομαχώ:
> καλιεργώ > του χωραφιού
χερόμπομπα:
> μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
χερομυλίζω:
> χερόμυλος > του μαγεριού
χερομυλίζω:
αλέθω με το χερόμυλο > αλέθω > του μυλωνά
χερόμυλος:
> χερόμυλος > του μαγεριού
χεροπάνι:
> πατσαβούρα > του σπιτικού
χεροπάνι:
> φούρνος > του μαγεριού
χεροπρίονο:
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
χερούκλα:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
χερούκλι:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
χερουλάτης:
> αλέτρι > του χωραφιού
χερούλι:
> αλέτρι > του χωραφιού
χερσάδα:
> χερσάδα > τοπογραφικά
χερσάδα:
> χερσάδα > του χωραφιού
χέρσο: >
χωράφι > του χωραφιού
χερσότοπος:
> χερσάδα > τοπογραφικά
χερσότοπος:
> χερσάδα > του χωραφιού
χεσιά: >
αποχωνέματα > φυσιολογικά
χεσίδι:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
χέσιμο:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
χεστερή:
> κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
χέστηκε:
τα έκανε απάνω του | τα έκανε στα βρακιά του | τα ξίνησε | του φύγαν >
αποχωνέματα > φυσιολογικά
χέστης:
> αποχωνέματα > φυσιολογικά
χηβάδα:
> μπατάρι > του χτίστη
χήνα: Anserinae
> χήνα > πουλιά
χηνοβοσκός:
> βοσκός > της βοσκής
χηνοβοσκού:
> βοσκός > της βοσκής
χήρα: >
χήρα > οικογενειακά
χηρεβάμενη:
> χήρα > οικογενειακά
χήρος: >
χήρος > οικογενειακά
χιλιάδερφος:
Falconidae > γεράκι > πουλιά
χίλιαστρος:
> άστρο > αστρικά
χιλιοπόδαρο:
Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
χιμάρα:
για ζώα > στείρα > βιολογικά
χιμάρι:
> γίδι > της βοσκής
χιμέρι:
> γίδι > της βοσκής
χινοπωριάζει:
έρχεται ο χινόπωρος > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
χινόπωρο:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
χινόπωρος:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
χιονάδα:
Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά
χιονάδες:
οι χωριάτες που κατέβαζαν άλλοτε το χιόνι από την Πάρνιθα για τους Αθηναίους
το καλοκαίρι > χιονάδες > άλλες τέχνες και σύνεργα
χιόνασπρος:
> άσπρος > του ζουγράφου
χιονάτος:
> άσπρος > του ζουγράφου
χιόνι: >
χιόνι > καιρικά
χιονιά:
> λάκκα > τοπογραφικά
χιονιά:
> χιόνι > καιρικά
χιονιά:
μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένο πολύ χιόνι > χιόνι > καιρικά
χιονιάς:
> χιόνι > καιρικά
χιονιάς:
Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
χιονιές:
παίζω τις χιονιές > χιόνι > καιρικά
χιονίζει:
> χιόνι > καιρικά
χιονιστής:
> χιόνι > καιρικά
χιονίστρα:
> λάκκα > τοπογραφικά
χιονίστρα:
> χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χιονοβολή:
> χιόνι > καιρικά
χιονόβολο:
> χιόνι > καιρικά
χιονοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
χιονόβροχο:
> χιόνι > καιρικά
χιονόγαλα:
γάλα με χιόνι > γάλα > της βοσκής
χιονοκαιριά:
> χιόνι > καιρικά
χιονόκαιρος:
> χιόνι > καιρικά
χιονόλακκα:
> λάκκα > τοπογραφικά
χιονόλεφκος:
> άσπρος > του ζουγράφου
χιονόνερο:
> χιόνι > καιρικά
χιονούρα:
> χιόνι > καιρικά
χιονούσες:
> σταφύλια > του φαγιού
χιτζίνι:
Camelus > καμήλα > θηλαστικά
χλάουνες:
> σταφύλια > του φαγιού
χλεμπόνα:
> λαχανικά > του φαγιού
χλεμπόνα:
παραγινωμένο αγγούρι ή κολοκύθι > καρπός > φυτολογικά
χλεμπονιάρης:
> αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χλοΐζω:
> πράσινος > του ζουγράφου
χλοϊσμένος:
> πράσινος > του ζουγράφου
χλώμιασμα:
> κομάρα > φυσιολογικά
χλωμό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
χλωράδα:
> φυτιά > φυτολογικά
χλωρασιά:
> φυτιά > φυτολογικά
χλώρη: >
φυτιά > φυτολογικά
χλωρό: >
είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
χλωρονόμι:
> βοσκή > της βοσκής
χλωροπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
χλωρός:
> πράσινος > του ζουγράφου
χλωροσιά:
> φυτιά > φυτολογικά
χλωροτύρι:
> τυρί > του φαγιού
χλωροφορμίζω:
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
χλωρωνομώ:
χλωρωνομώ άλογα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
χνάρι: >
πάτημα > του κυνηγού
χνάρι: >
χνάρι > ραφτικά
χνότα
τα: > ανάσα > φυσιολογικά
χνοτίζει:
> κρέας > του φαγιού
χνότο: >
ανάσα > φυσιολογικά
χνουδάτο:
> νιφτήρας > του σπιτικού
χνούδι:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
χνουδίστρα:
παρατίλτρια > χνουδίστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα
χνουδωτό:
> νιφτήρας > του σπιτικού
χοιράδες:
> χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χοιράδι:
suidae > γουρούνι > θηλαστικά
χοιριά:
> χοιριά > του ταμπάκη
χοιριδιά:
άγναφτο πετσί γουρουνιού > χοιριά > του ταμπάκη
χοιρινό:
> κρέας > του φαγιού
χοιρομάντρι:
> χοιρομάντρι > της βοσκής
χοίρος:
suidae > γουρούνι > θηλαστικά
χοκάς: φτυστήρι
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
χολάτα:
> σταφύλια > του φαγιού
χολάτος:
βαθιοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου
χολέρα:
> χολέρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χολεριασμένος:
> χολεριασμένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χολέτρα:
το στόμα του λουκιού > κανάλι > του χτίστη
χολή: >
στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
χολή: >
συκότι > όργανα
χόντζας:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
χοντόβολα:
> μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
χοντρά:
> ζωντανά > της βοσκής
χοντράδια:
> αλέβρι > του φαγιού
χοντράδια:
γόνατα της καλαμιάς κι ατροφικά στάχυα > απάλωνα > του χωραφιού
χοντρή:
ανακατεμένη ψιλή ζάχαρη και κομάτια > ζάχαρη > του φαγιού
χοντρικά:
> ζωντανά > της βοσκής
χοντροβελόνα:
> βελόνα > ραφτικά
χοντροβέλονο:
> βελόνα > ραφτικά
χοντροβύζα:
> βυζί > όργανα
χοντροβύζα:
> πρόβατο > της βοσκής
χοντρόγαλο:
άβραστο ξινισμένο γάλα > γάλα > της βοσκής
χοντροκόκκινος:
> κόκκινος > του ζουγράφου
χοντρομύτα:
Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά
χοντρόπανο:
> πανιά > πανιά
χοντρόπαπας:
> εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς
χοντροπουλητής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
χόντρος:
> πάχος > ανατομικά κατατόπια
χοντροχείλης:
> στόμα > όργανα
χορδή: >
μέρη του βιολιού > του μουσικού
χορέβω:
> χορός > χοροί
χόρεμα:
> χορός > χοροί
χορεφτική:
η τέχνη του χορού > χορεφτική > χοροί
χορεφτότοπος:
> χοροστάσι > χοροί
χορήγι:
σβησμένος ασβέστης > ασβέστης > του χτίστη
χορηγοκάμινο:
> ασβεστάς > του χτίστη
χοροπήδημα:
> χορός > χοροί
χορός: >
χορός > χοροί
χοροστάσι:
το μέρος που χορεύουν > χοροστάσι > χοροί
χορουδάκι:
> χορός > χοροί
χορτάρι:
> χόρτο > φυτολογικά
χορταριάζει:
χλοΐζει ο κάμπος > χορταριάζει > φυτολογικά
χορταριάζω:
> πράσινος > του ζουγράφου
χορταριασμένος:
> πράσινος > του ζουγράφου
χορταρικά:
> λαχανικά > του φαγιού
χορταρικά:
> χόρτο > φυτολογικά
χορταρόσουπα:
> ζουμί > του φαγιού
χόρτο: >
χόρτο > φυτολογικά
χορτοθέρης:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
χορτοκόπος:
Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας
χορτολογώ:
> χορτολογώ > του χωραφιού
χορτονομώ:
> δουλιές του βοσκού > της βοσκής
χορτοφαγία:
> φαγί > του φαγιού
χότζας:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
χουλιάρι:
> μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού
χουλιάρι:
Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά
χουλιάρια:
χουλιάρια της φτερωτής = τα σανίδια όπου χτυπάει η λαμπάδα του καναλιού >
μέρη του μύλου > του μυλωνά
χουναβιά:
> λάκκα > τοπογραφικά
χούνη: >
βούθουλας > τοπογραφικά
χουνί: >
χουνί > του μαγεριού
χουρμάδα:
> καρπός > φυτολογικά
χούρχουρη:
> μέρη του μύλου > του μυλωνά
χούφτα:
> πράγκα > της ψαρικής
χούφτα:
> χέρι > ανατομικά κατατόπια
χουχλίδι:
> κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χουχουλητό:
> ανάσα > φυσιολογικά
χουχουλιός:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χουχουλογιώργης:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
χουχουριστής:
Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά
χουχουτάω:
> κουκουρίζω > πουλολογικά
χόχλακας:
μεγάλο λιθάρι > πέτρα > πέτρες
χοχλάκι:
> πέτρα > πέτρες
χοχλακίζει:
> η κάψα > καιρικά
χοχλάτο:
το χοχλάτο αβλάκι > απόνερα > αρμενίσματα
χοχλί: >
πέτρα > πέτρες
χοχλίδι:
> κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χοχλιός:
> μάτι > όργανα
χοχλός:
> μάτι > όργανα
χόχλος:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χράμι: >
κρεβάτι > του σπιτικού
χρεία: >
κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
χρειασίδι:
> αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
χρειασίδια:
> χρειασίδια > του σπιτικού
χρειασίδια:
τσουκαλικά και γυαλικά > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά
χριστά:
> χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά
χριστόπητα:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
χριστόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
Χριστός:
Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
Χριστού
(του): Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
χριστουγεννιάτης:
Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας
χριστόψαρο:
Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας
χριστόψωμο:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
χριστόψωμο:
> ζυμαρικά > του φαγιού
χρονιά:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονιάρα:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
χρονιάρης:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονιάρικη:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
χρονιάρικος:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονιάτικος:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονικίς:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονικός:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονίτικος:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρόνο: χρόνο
με το χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρονολογία:
> καλεντάρι > της μέρας και της ώρας
χρονοντούλαπο:
> ντουλάπα > του σπιτικού
χρόνος:
> χρόνος > της μέρας και της ώρας
χρουσός:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρουστά:
χρουστά της Μιχαλούς > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χρυσαϊτός:
Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά
χρυσακόνι:
> ασημόπετρα > πέτρες
χρυσαλλίδες:
ή σιντέφια > το ξύλο έχει > του μαραγκού
χρυσαφαντάδοι:
> πειρασματικά > δαιμονικά
χρυσαφένιος:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσαφεντάδες:
> πειρασματικά > δαιμονικά
χρυσαφί:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσάφι:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
χρυσάφι:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσαφικά:
> διαμαντικά > πετράδια
χρυσαφικά:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσαφική:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσαφός:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσαφωτός:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσαχρός:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσή: >
χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χρυσικός:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσίτσα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
χρυσοδένω:
> δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη
χρυσοκαρακάξα:
Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά
χρυσοκεντητής:
> ράφτης > ραφτικά
χρυσοκίτρινος:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσόκολα:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσόκολα:
βόραξ > κρύσταλλο > πέτρες
χρυσολούρι:
> σειρήτι > ραφτικά
χρυσομαμούνα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
χρυσομάμουνο:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
χρυσόμιγα:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
χρυσόξανθος:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσόξυλο:
> είδη βαφών > του βαφιά
χρυσοπέτσι:
χρυσωμένο πετσί > πετσί > του παπουτσή
χρυσοπούλι:
Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά
χρυσοπράσινος:
> πράσινος > του ζουγράφου
χρυσόπρασος:
> χρυσόπρασος > πετράδια
χρυσός:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρυσοσκάθαρος:
Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
χρυσούρανα:
> ουρανός > καιρικά
χρυσόφα:
Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
χρυσοφός:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσοχάμουρας:
> άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
χρυσοχική:
η τέχνη του χρυσικού > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσόχωμα:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χρυσόψαρο:
Carassius auratus > χρυσόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού
χρυσόψαρο:
Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας
χρυσώνω:
> χρυσάφι > μέταλλα και χημικά
χρυσωπός:
> χρυσός > του ζουγράφου
χρώμα: >
βαφή > του βαφιά
χρώμα: >
χρώμα > του ζουγράφου
χρωματιά:
> χρώμα > του ζουγράφου
χρωματίζω:
> δουλιές του βαφιά > του βαφιά
χρωματισμός:
> χρώμα > του ζουγράφου
χρωματιστής:
> ζουγράφος > του ζουγράφου
χρωματιστό:
> είδη πανιών > πανιά
χταποδάς:
> ψαράς > της ψαρικής
χταποδέβω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
χτενάδικο:
> χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
χτενάκι:
Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας
χτενάς:
> χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
χτένι: >
αρμός > κόκκαλα
χτένι: >
πλάτη > κόκκαλα
χτένι: >
τσουγγριά > του χωραφιού
χτένι: >
χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
χτένι: Vola
jacobaea (pectinidae) > χτένι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χτένι: ειλεακόν
(λαγόνιον) οστούν > χτένι > κόκκαλα
χτενιά:
> τσουγγριά > του χωραφιού
χτένια:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
χτενίζω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
χτενίζω:
> ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας
χτενομίταρα:
> μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
χτήμα: >
χτήμα > του χωραφιού
χτηματάς:
> χτηματίας > του χωραφιού
χτηματίας:
> χτηματίας > του χωραφιού
χτημιώνας:
μεγάλο κοπάδι > χτήμα > του χωραφιού
χτημιώνας:
πολλά χτήματα, μεγάλο κοπάδι, πλούτος > χτήμα > του χωραφιού
χτίζω: >
δουλιές του χτίστη > του χτίστη
χτικιάζω:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χτικιάρης:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χτικιασμένος:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χτικιό:
> χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χτίριο:
> χτίριο > του χτίστη
χτιστή:
χτιστή βρύση > βρύση > του χωραφιού
χτίστης:
> χτίστης > του χτίστη
χτυπά: το
μεγάλο ψάρι χτυπά > ψαρική > της ψαρικής
χτυπάει:
> ο ήλιος > αστρικά
χτύπημα:
> χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χτυπημένο:
> απίδι > του φαγιού
χτυπητά:
> αβγά > του φαγιού
χτυπητήρι:
> πόρτα > του χτίστη
χτυπητήρι:
> χτυπητήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
χτυπητό:
> είδη χρωμάτων > του ζουγράφου
χτυπητό:
χτυπητό καλέμι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
χτυπιά:
> χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χτυποκάρδι:
> καρδιά > όργανα
χτύπος:
> κοντάρι > του πολεμιστή
χτύπος:
> μαχαίρι > του πολεμιστή
χτυπούν:
> τα δόντια > όργανα
χτυπώ: χτυπώ
στο φτερό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
χυλόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
χυλός: >
ζουμί > του φαγιού
χυλός: αλεβρόκολα
για πανιά > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας
χυλώνω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
χυλώνω:
> μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας
χύματα:
χύματα της κάλτσας = ξεφτίσματα > κάλτσα > του παπουτσή
χυμός: >
χυμός > φυτολογικά
χύνει: >
το χρώμα > του ζουγράφου
χύνουνται:
τα άστρα > άστρο > αστρικά
χύνω: χύνω
σπυριά > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χύση: το
ρίξιμο ση θάλασσα του φορτίου για να σωθεί το καράβι από φουρτούνα > αβαρία
> του κούρσου και του φορτωτή
χυτά: >
λασκάδα > καιρικά
χυτή: χυτή
φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή
χυτήρι:
χωνευτήρι όπου λιώνουν τα μέταλλα > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και
χαλκωματά
χυτό: >
σπίτι > του χτίστη
χύτρα: >
αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
χύτρα: >
καζάνι > του μαγεριού
χώμα: >
γη > του χωραφιού
χώματα:
> χώματα > του χωραφιού
χωματίδα:
> χωματίδα > ψάρια της θάλασσας
χωματοβούνι:
> βουνό > τοπογραφικά
χωματόβουνο:
> βουνό > τοπογραφικά
χωματομάντρα:
> μαντρότοιχος > του χτίστη
χωματοπλαγιά:
πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
χωματοσήκωμα:
> μόλος > του χτίστη
χωματοσήκωμα:
για το φτιάσιμο του δρόμου > χωματοσήκωμα > τοπογραφικά
χωμάτωμα:
> μόλος > του χτίστη
χωνέβει:
χωνέβει πέτρες > χώνεψη > φυσιολογικά
χωνέβω:
> χώνεψη > φυσιολογικά
χωνεμένο:
χωνεμένο στήθος > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια
χωνεφτήρι:
> χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα
χωνεφτό:
χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά
χώνεψη:
> χώνεψη > φυσιολογικά
χώρα: >
χώρα > τοπογραφικά
χωρατάδικο:
> κρασί > του φαγιού
χωράφι:
> χωράφι > του χωραφιού
χωραφιά:
> χωράφι > του χωραφιού
χωραφιάρικο:
> σκύλος > θηλαστικά
χωραφίτης:
Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
χωραφοπόντικας:
Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά
χωραφόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
χωριατοπούλα:
> κόρη > οικογενειακά
χωριατόσκυλο:
> σκύλος > θηλαστικά
χωριό: >
χωριό > τοπογραφικά
χωριουδάκι:
> χωριό > τοπογραφικά
χωρισιά:
> χωρισιά > οικογενειακά
χωρισμένος:
> χωρισμένος > οικογενειακά
χωρισμός:
διαζύγιο > χωρισιά > οικογενειακά
χωροπούλα:
μικρή χώρα > χώρα > τοπογραφικά
χωστό: >
παπούτσι > του παπουτσή
χωστό: σπέρνω
χωστό > σπέρνω > του χωραφιού
ψάθα: >
καπέλο > ρούχα
ψάθα: >
ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαθάκι:
> καπέλο > ρούχα
ψαθάς: >
ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψάθες: λιόπανα
και ψάθες για το σκέπασμα της σταφίδας > λιάστρα > του τρύγου
ψαθί: >
καπέλο > ρούχα
ψαθί: >
ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαθούρι:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ψαθώνω:
> ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαλίδα:
> ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά
ψαλίδα:
> ψαλίδι > ραφτικά
ψαλίδα:
Scolopendra cingulata > ψαλίδα > σκουλήκια και ζωύφια
ψαλίδα:
τρίχα χωρισμένη σε δύο > ψαλίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ψαλιδάς:
> ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαλίδι:
> δοκαρωσιά > του χτίστη
ψαλίδι:
> ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαλίδι:
> ψαλίδι > ραφτικά
ψαλιδιάζω:
> ψαλίδι > ραφτικά
ψαλιδίζω:
> κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαλιδίζω:
> ψαλίδι > ραφτικά
ψαλιδοκέρι:
> λύχνος > του σπιτικού
ψαλιδοκόβω:
> ψαλίδι > ραφτικά
ψαλίκουρδα:
θαλασσινό μαμούνι που πετά και πηδάει στις ακρογιαλιές > ψαλίκουρδα >
σκουλήκια και ζωύφια
ψαλμοκατάρα:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ψαλμός:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ψαλμουδιά:
> λειτουργικά > της εκκλησιάς
ψαλμουδιάζω:
> θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ψαλτήρι:
> σαντούρι > του μουσικού
ψάνα: ώριμο
γέννημα, ψημένο στάχυ > καρπός > φυτολογικά
ψάνη: άγουρο
σιτάρι καβουρδισμένο > ψωμί > του φαγιού
ψάρα: >
άλογο > θηλαστικά
ψαραγκάθι:
> βελονιές > ραφτικά
ψαράδαινα:
> ψαράς > της ψαρικής
ψαράδικο:
> ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαράδισα:
> ψαράς > της ψαρικής
ψαράς: >
ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαράς: >
ψαράς > της ψαρικής
ψαράς: Ceryle
alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
ψαρατός:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
ψαρέβω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
ψάρεμα:
> ψαρική > της ψαρικής
ψαρεφτής:
> ψαράς > της ψαρικής
ψαρής: >
άλογο > θηλαστικά
ψαρής: >
σταχτής > του ζουγράφου
ψαρί: >
σταχτής > του ζουγράφου
ψαρί: ασπριδερό
> άλογο > θηλαστικά
ψάρια: >
ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
ψαρική:
> ψαρική > της ψαρικής
ψαρικό:
> ψαρική > της ψαρικής
ψαρογένης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ψαρογενίζω:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ψαροδόλι:
> δολώνω > της ψαρικής
ψαροκάικο:
> είδη καραβιών > καράβια
ψαροκάλαθο:
> ψαροκόφινο > της ψαρικής
ψαροκάλαμο:
> καλάμι > της ψαρικής
ψαροκαλύβα:
> καλύβα > του χτίστη
ψαροκόκκαλο:
> ανατομικά > ψαρολογικά
ψαροκόκκαλο:
> βελονιές > ραφτικά
ψαρόκολα:
> κόλα > του μαραγκού
ψαρόκολα:
> ξόβεργα > του κυνηγού
ψαροκόφινο:
> ψαροκόφινο > της ψαρικής
ψαρόλαδο:
> λάδι > του φαγιού
ψαρολίμνη:
> βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού
ψαρολόγος:
> ψαράς > της ψαρικής
ψαρολόγος:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
ψαρολογώ:
> ψαρέβω > της ψαρικής
ψαρομάλης:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ψαρομανάβης:
> μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαρομούστακος:
> μαλί > ανατομικά κατατόπια
ψαρονέφρι:
> σφαχτό > του φαγιού
ψαρόνι:
Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
ψαρόνι:
Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
ψαροπάζαρο:
> ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαρόπετρα:
> πέτρα > πέτρες
ψαρόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ψαροπούλα:
> είδη καραβιών > καράβια
ψαροπούλα:
> ψαράς > της ψαρικής
ψαροπούλες:
> γοργόνα > δαιμονικά
ψαροπουλητής:
> ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαροπούλι:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
ψαροπούλι:
Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά
ψαροπουλιό:
> ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψαρός: >
σταχτής > του ζουγράφου
ψαρόσουπα:
> ζουμί > του φαγιού
ψαροσύνη:
> ψαρική > της ψαρικής
ψαροτέχνη:
> ψαρική > της ψαρικής
ψαρότοπος:
μέρος ψαρερό, πλουσιόψαρο > ψαρότοπος > της ψαρικής
ψαρού: >
ψαράς > της ψαρικής
ψαρούδισα:
> ψαράς > της ψαρικής
ψαροφάγος:
Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά
ψαροφάγος:
Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
ψαρώνω:
> ψαρέβω > της ψαρικής
ψαρωτή:
> βελονιές > ραφτικά
ψαρωτό:
ψαρωτό ράψιμο > βελονιές > ραφτικά
ψαχνάδι:
> σφαχτό > του φαγιού
ψαχνίδα:
> πιτυρίδα > φυσιολογικά
ψαχνίζει:
> κρέας > του φαγιού
ψαχνίζεται:
> κρέας > του φαγιού
ψαχνό: >
σφαχτό > του φαγιού
ψαχνό: >
ψαχνό > ανατομικά κατατόπια
ψείρα: Pediculus
> μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
ψειριάρικος:
> καρπός > φυτολογικά
ψείριασμα:
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
ψέλλι: >
χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
ψέλνω: >
θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
ψένω: >
μαγειρέματα > του μαγεριού
ψεφταηδόνι:
Sylvia phoenicurus > ψεφταηδόνι > πουλιά
ψεφτογιατρός:
> γιατρός > γιατρικά
ψεφτοδάσκαλος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψεφτοκαμινάδα:
> καμινάδα > του χτίστη
ψεφτοπαγίδια:
> παγίδια > κόκκαλα
ψηλά
(τα): το μέρος του καραβιού που είναι όξω από το νερό > τα ψηλά > του
καραβιού
ψηλαρμενίζω:
> αρμενίζω > αρμενίσματα
ψηλό: >
παπούτσι > του παπουτσή
ψηλοκαπελαδούρα:
> καπέλο > ρούχα
ψηλόσπιτο:
> σπίτι > του χτίστη
ψηλοτάβανο:
> σπίτι > του χτίστη
ψηλοτόπια:
> ακροτόπια > τοπογραφικά
ψήνω: >
μαγειρέματα > του μαγεριού
ψησσί: Pleuronectes
platessa > ψησσί > ψάρια της θάλασσας
ψησταράς:
> ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψησταριά:
> ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψησταριά:
μέρους όπου ψήνουν > ψησταριά > του μαγεριού
ψήστης:
ψήστης του καφέ > ψησταριά > του μαγεριού
ψητό: >
κρέας > του φαγιού
ψήφα: >
πανιά > πανιά
ψηφιοθέτης:
> στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψηχτρί:
> ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά
ψιάκη: >
είδη γιατρικών > γιατρικά
ψίδι: >
μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή
ψιδιάζω:
> δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή
ψιλαθρώνας:
μέρος όπου έχει πολλά ψίλιθρα (φτέρες) > ψιλαθρώνας > φυτολογικά
ψιλή: >
βροχή > καιρικά
ψιλή
ζάχαρη: > ζάχαρη > του φαγιού
ψιλικατζής:
> έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψιλό: κάνω
το ψιλό μου > κάτουρο > φυσιολογικά
ψιλοβελονιά:
> βελονιές > ραφτικά
ψιλοκάπουλη:
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
ψιλόφλουδο:
> αβγό > πουλολογικά
ψιλώνω:
> χορτολογώ > του χωραφιού
ψιμάδα:
όψιμο κατσίκι > γίδι > της βοσκής
ψιμάδι:
> γίδι > της βοσκής
ψιμάρι:
όψιμο αρνί > πρόβατο > της βοσκής
ψιμάρνι:
> πρόβατο > της βοσκής
ψιμοκαίρι:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
ψιμόπωρο:
> χινόπωρο > της μέρας και της ώρας
ψιμοτύρι:
> τυρί > του φαγιού
ψιμύθρι:
> είδη βαφών > του βαφιά
ψίχα: >
ψωμί > του φαγιού
ψίχα: ξεφλουδισμένο
αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά
ψίχα: το
μεδούλι του φυτού > ψίχα > φυτολογικά
ψιχάλα:
> βροχή > καιρικά
ψιχαλίζει:
> βροχή > καιρικά
ψίχαλο:
> ψωμί > του φαγιού
ψιχαλούρα:
στάλα ψιχαλιστή > βροχή > καιρικά
ψιχοβράζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ψιχουλιάζω:
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ψίχουλο:
> ψωμί > του φαγιού
ψιψίνα:
Felis domestica > γάτος > θηλαστικά
ψοφάκι:
> είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψοφάκια:
ψόφια κοκώνια > καρπός > φυτολογικά
ψόφος: >
κρύο > καιρικά
ψόφος: >
πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ψύλλος:
Pulex irritans > ψύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
ψυχαδερφός:
> αδέρφι > οικογενειακά
ψυχαναθρεφτή:
> παρακόρη > οικογενειακά
ψυχαναθρεφτής:
> πατέρας > οικογενειακά
ψυχαναθρεφτός:
> παραπαίδι > οικογενειακά
ψυχαναθρέφω:
> πατέρας > οικογενειακά
ψυχαναθροφή:
> πατέρας > οικογενειακά
ψυχάρι:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
ψυχάρι:
Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
ψυχαρούδα:
Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
ψυχαρούδι:
Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
ψυχικό:
> καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια
ψυχικό:
> σωθικά > ανατομικά κατατόπια
ψυχοβγάλτης:
> χάρος > δαιμονικά
ψυχογιός:
> παραπαίδι > οικογενειακά
ψυχοκέρι:
> φωτιστικά > της εκκλησιάς
ψυχοκόρη:
> παρακόρη > οικογενειακά
ψυχομάνα:
> μητέρα > οικογενειακά
ψυχοπαίδι:
> παρακόρη > οικογενειακά
ψυχοπαίδι:
> παραπαίδι > οικογενειακά
ψυχοπατέρας:
> πατέρας > οικογενειακά
ψυχόπητα:
> ζυμαρικά > του φαγιού
ψυχοπομπός:
> χάρος > δαιμονικά
ψυχοσάββατο:
> μέρα > της μέρας και της ώρας
ψυχούδια:
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ψυχοχάρτι:
ο κατάλογος των πεθαμένων που δίνουν του παπά για να μνημονέψει >
λειτουργικά > της εκκλησιάς
ψύχρα: >
κρύο > καιρικά
ψυχράδα:
> κρύο > καιρικά
ψυχρίτσα:
> κρύο > καιρικά
ψυχρούλα:
> κρύο > καιρικά
ψωλαράς:
> αρχίδι > όργανα
ψωλή: >
αρχίδι > όργανα
ψώλος: >
αρχίδι > όργανα
ψωμάδικο:
> ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψωμάκια:
κάνω ψωμάκια > παιδιών > παιγνίδια
ψωμάς: >
ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψωμί: >
κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψωμί: >
ψωμί > του φαγιού
ψωμόγαλο:
> ζουμί > του φαγιού
ψωμόσυκα:
> σύκα > του φαγιού
ψωμοτύρι:
> ψωμί > του φαγιού
ψώρα: >
αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
ψώρα: >
στα γίδια > αρώστιες ζώων
ψώρα: >
στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
ψώρα: >
ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ψωριάζω:
> ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ψωριάρης:
> ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ψωριάρικος:
> καρπός > φυτολογικά
ψωριασμένος:
> ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ψωροδάσκαλος:
> δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα
ψωρομύτα:
σπύριασμα της μύτης > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
ψωροφύτης:
> κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ωμόρφι:
> παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
ώρα: >
ώρα > της μέρας και της ώρας
ώρας: της
ώρας > αβγό > πουλολογικά
ώρες: στις
ώρες της > γγαστρωμένη > βιολογικά
ωριμάζει:
> το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ώχρα: >
είδη βαφών > του βαφιά
ώχρα: >
σίδερο > μέταλλα και χημικά
ωχριακός:
> ωχριακός > του ζουγράφου