Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού
λέξεις από κ
Δημήτρη Λιθοξόου
2013
Επεξεργασία
του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της δημοτικής γλώσσας (κυρίως), που
περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και
Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και
παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.
καβάδι: αντερί >
ρούχα
καβάλα: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβάλα: άλογο της
καβάλας | τέχνη της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλάργανα: καπόνια
> του καραβιού
καβαλάρης: καβαλάρης
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλάρης: μέρη του
βιολιού > του μουσικού
καβαλάρης: η πέτρα που
κλειδώνει το θόλο ή την καμάρα > πέτρα > του χτίστη
καβαλέτο: ζουγραφικά
σύνεργα > του ζουγράφου
καβαλέτο: μέρη του
βιολιού > του μουσικού
καβαλητά: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλικέβω: δουλιές
του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβαλινοκόπος: Scarabaeidae
> σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
καβαλώ: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καβανόζι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καβανός: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καβαντζάρω: περνώ κάβο
> καβατσάρω > αρμενίσματα
καβατσάρω: καβατσάρω
> αρμενίσματα
καβγίζω: καβγίζω το
αγρίμι > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
καβίλι: μεγάλο καρφί
χωρίς κεφάλι > καρφολογιά > του μαραγκού
καβίλια: από ξύλο για
φίλιασμα > ξυλαρμογή > του μαραγκού
κάβλα: κάβλα >
φυσιολογικά
καβλί: αρχίδι >
όργανα
καβλιάρης: κάβλα >
φυσιολογικά
καβλομάρα: κάβλα >
φυσιολογικά
καβλός: αρχίδι >
όργανα
καβλός: κόντυλας >
φυτολογικά
κάβλωμα: κάβλα > φυσιολογικά
καβλώνω: κάβλα >
φυσιολογικά
κάβος: ακρωτήρι >
της θάλασσας και του καιρού
κάβος: μέρη του
παραγαδιού > της ψαρικής
κάβος: σκοινιά >
του καραβιού
καβούκα: θόλος >
του χτίστη
καβούκι: θόλος >
του χτίστη
καβούκι: το σκέπασμα
της χελώνας > χελώνα > σερπετά
κάβουρας: decapoda
(brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καβουρδίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
καβουρδιστήρι: καβουρδιστήρι
> του μαγεριού
καβουρδιστό: κρέας
> του φαγιού
καβούρι: μέρη της
άγκυρας > του καραβιού
καβούρι: decapoda
(brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καβούρια: σύκα >
του φαγιού
καβουρμάς: κρέας >
του φαγιού
καβουρολόγος: σιδερένιο
καμάκι για να πιάνεις καβούρια > καβουρολόγος > της ψαρικής
καβουρομάνα: decapoda
(brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καγιάς: πέτρα >
πέτρες
κάγκαρο: καρκίνος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάγκελα: κάγκελα >
του χτίστη
κάγκελα: σκάλα >
του χτίστη
καγκέλια: κορδέλες
> τοπογραφικά
καγκελοφρύδι: μάτι
> όργανα
καγκελωτή: βελονιές
> ραφτικά
καγκιόλια: κορδέλες
> τοπογραφικά
καγούρα: ζέστη >
καιρικά
καδάς: καδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κάδη: αρμεγός > της
βοσκής
κάδη: καλούπι για τυρί
> τυροβόλι > της βοσκής
καδί: αρμεγός > της
βοσκής
καδί: καδάς > άλλες
τέχνες και σύνεργα
κάδος: αρμεγός > της
βοσκής
κάδος: καδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καδριλωτό: είδη πανιών
> πανιά
καδρόνι: κερεστές >
του χτίστη
καζάζης: μεταξάς >
του αργαλιού και της ρόκας
καζαμίας: καλεντάρι
> της μέρας και της ώρας
καζάνι: καζάνι >
του μαγεριού
καζάνι: λεβέτι > της
βοσκής
καζαντζής: χαλκωματάς
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καζαντζίδικο: χαλκωματάδικο
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καζάρμα: στρατώνας
> του χτίστη
καζέρνα: στρατώνας
> του χτίστη
κάηδες: πειρασματικά
> δαιμονικά
καθάριο: καθάριο άτι
> άλογο > θηλαστικά
καθάρισε: καθάρισε ο
ουρανός > ουρανός > καιρικά
καθαρό: είδη χρωμάτων
> του ζουγράφου
καθαροδεφτέρα: μέρα
> της μέρας και της ώρας
καθαρόχελο: Anguilla
anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας
καθάρσιο: γιατρικό
> γιατρικά
καθαρτικό: γιατρικό
> γιατρικά
καθετή: καθιστή >
της ψαρικής
καθηγητής: δάσκαλος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καθημερινά: ρούχα >
ρούχα
καθημερινός: μέρα >
της μέρας και της ώρας
καθητή: καθιστή >
της ψαρικής
καθίζω: καθίζω σε
ξέρα, σε βράχο > καθίζω > αρμενίσματα
καθίκι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κάθισμα: καρεκλάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καθισμένο: καράβι >
καράβια
καθιστή: βροχή >
καιρικά
καθιστή: καθιστή >
της ψαρικής
καθιστική: μέρα >
της μέρας και της ώρας
καΐδα: του στομαχιού
> καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καΐκι: είδη καραβιών
> καράβια
καϊκτσής: νάφτης >
του κούρσου και του φορτωτή
καΐλα: αρρώστιες φυτών
> φυτολογικά
καΐλα: ζέστη >
καιρικά
καΐλα: καΐλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καϊμάκι: γάλα > της
βοσκής
καϊμακλίδικος: καφές >
του φαγιού
καϊξής: νάφτης >
του κούρσου και του φορτωτή
καιρικά: καιρός >
καιρικά
καιρικά: κλίμα >
καιρικά
καιροί: οι οχτώ καιροί
> άνεμος > καιρικά
καιρός: καιρός >
καιρικά
καιρός: απάνω στον
καιρό της > γγαστρωμένη > βιολογικά
καιρούσικος: καιρούσικος
γέννος > γέννος > της βοσκής
κακάβα: πετεινός >
πουλιά
κακάβι: καζάνι >
του μαγεριού
κακάβι: λεβέτι >
της βοσκής
κακαβίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κακαβολίθαρα: πέτρες
που βαστούν τα κακάβι > λεβέτι > της βοσκής
κάκαβρος: Perdix
perdix | Caccabis saxatilis | αρσενικό περδίκι > πέρδικα > πουλιά
κακαϊδού: Gavia >
βουτήχτρα > πουλιά
κακάλι: λειρί >
πουλολογικά
κακάλι: κλειτορίς >
μήτρα > όργανα
κακανθρωπίσματα: πειρασματικά
> δαιμονικά
κάκανο: γέλιο >
φυσιολογικά
κακαπέτρι: πέτρα >
πέτρες
κακαράς: Rana >
βάτραχος > σερπετά
κακαρέλα: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακαρίζω: κακαρίζω
> πουλολογικά
κακάρισμα: κακαρίζω
> πουλολογικά
κάκαρο: κεφάλι >
κόκκαλα
κάκαρο: μύτη >
όργανα
κακατράχαλα: βραχουριά
> τοπογραφικά
κακίζει: καιρός > καιρικά
κακό: αρώστια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακό: έχει κακό μάτι
> μαγέβω > δαιμονικά
κακό: κακό μάτι >
βασκανιά > δαιμονικά
κακό: κακό σπυρί =
άνθραξ > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακόβολος: κακόβολος
τόπος > κακοτοπιά > τοπογραφικά
κακογέννα: γέννα >
βιολογικά
κακογέννα: λεχώνα >
βιολογικά
κακόγεννη: λεχώνα >
βιολογικά
κακογεννήτρα: λεχώνα
> βιολογικά
κακογεννώ: γεννώ >
βιολογικά
κακογή: λεπτόγειος
> γη > του χωραφιού
κακογιάτρεφτος: αρωστημένος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακογύφτισα: μάγος
> δαιμονικά
κακοδάσκαλος: δάσκαλος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κακοδιαβασιά: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακόδρομος: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοθαλασσιά: θάλασσα
> της θάλασσας και του καιρού
κακοκαίρι: κακοκαιριά
> καιρικά
κακοκαιριά: κακοκαιριά
> καιρικά
κακοκαιρίζει: καιρός
> καιρικά
κακόλαχνος: ανεμορούφουλος
> κατάρες και εφκές
κακολογώ: σταχολογώ
> του χωραφιού
κακομάγισα: μάγος >
δαιμονικά
κακομάζαλο: αρωστημένος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοπαντρεμένη: γάμος
> οικογενειακά
κακοπέραστος: κακοπέραστος
τόπος > κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακόπεσμα: κακή
παντριά > γάμος > οικογενειακά
κακοπεσμένη: γάμος
> οικογενειακά
κακόπετρα: πέτρα >
πέτρες
κακοπέτρι: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοπέτρι: ξεροπέτρι
> τοπογραφικά
κακοπετριά: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοπετριά: ξεροπέτρι
> τοπογραφικά
κακοπίζαβο: κακοπίζαβο
μέρος > κακοστρατιά > τοπογραφικά
κακοπόδαρος: βάσκανος
> δαιμονικά
κακοπούλι: Megascops,
ulula aluco > γκιώνης > πουλιά
κακόραχτο: κακόραχτο
λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
κακοσάλι: χαλάζι >
καιρικά
κακόσαρκος: καλόχυμος
> φυσιολογικά
κακοσήμαδος: βάσκανος
> δαιμονικά
κακόσκαλο: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοστομαχιά: κακοστομαχιά
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοστομαχιά: χώνεψη
> φυσιολογικά
κακοστομαχιάζω: κακοστομαχιά
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοστομαχιάζω: χώνεψη
> φυσιολογικά
κακοστόμαχο: φαγί >
του φαγιού
κακοστράτι: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοστρατιά: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοστρατιά: κακοτοπιά
> τοπογραφικά
κακοσυνέβει: καιρός
> καιρικά
κακοσυνέβω: φλογίζω
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοσύνεψη: κακοκαιριά
> καιρικά
κακοσύνη: κακοκαιριά
> καιρικά
κακοσυνιάζει: καιρός
> καιρικά
κακοτοπιά: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοτοπιά: κακοστρατιά
> τοπογραφικά
κακοτοπιά: κακοτοπιά
> τοπογραφικά
κακοτοπίσιος: άνθρωπος
που ζει σε κακοτοπιές > κακοτοπιά > τοπογραφικά
κακοτράχαλα: κακοτράχαλα
βουνά > τοπογραφικά
κακοτρύγηδες: σταφύλια
> του φαγιού
κακούμι: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
κακούμι: Putorius
ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά
κάκουμι: Putorius
ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά
κακουργεί: το σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακουργώ: φλογίζω >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοφάγητο: φαγί >
του φαγιού
κακοφορμίζει: το σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοφορμίζω: φλογίζω
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοχειμωνιά: χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
κακοχρόνισμα: κατάρες
> κατάρες και εφκές
κακοχρονισμός: κατάρες
> κατάρες και εφκές
κακοχυμιά: καλόχυμος
> φυσιολογικά
κακόχυμος: καλόχυμος
> φυσιολογικά
κακοχωνέβω: χώνεψη
> φυσιολογικά
κακοχωνεφτής: χώνεψη
> φυσιολογικά
κακοχώνεφτο: φαγί >
του φαγιού
κακοχωνεψιά: χώνεψη
> φυσιολογικά
κακόψαχνα: κακόψαχνα
ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού
κακοψυχιά: ανέκατοι
της γγαστριάς > αγγαστριά > βιολογικά
κακοψύχια: ανέκατος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κακοψύχια: κατάρες
> κατάρες και εφκές
κακωσιά: καλόχυμος
> φυσιολογικά
καλά: δεν είναι στα
καλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καλά: τα καλά του >
ρούχα > ρούχα
καλά (τα): επιληψία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάλαβρος: από αφτόν
τρέχει το σιτάρι και πέφτει στη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά
καλαγκάθι: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καλάδα: ρίξιμο του
παραγαδιού > παραγάδι > της ψαρικής
καλαδερφός: πνεματικός
αδερφός > αδέρφι > οικογενειακά
καλαθάς: κοφινάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καλάθι: καλάθι >
του χωραφιού
καλάθι: κοφινάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καλάι: καλάι >
μέταλλα και χημικά
καλάι: καλάι > του
σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαϊντίζω: γανώνω
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαϊτζής: γανωτής
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαμάκι: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλαμαράκι: Sepia
officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλαμαράς: γραφιάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καλαμαράς: ψαράς >
της ψαρικής
καλαμαρέβω: ψαρέβω
> της ψαρικής
καλαμάρι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καλαμάρι: γραφικά >
του σπιτικού
καλαμάρι: Sepia
officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλαμαριέρα: καλαμαριέρα
> της ψαρικής
καλαμαρολόγος: σύνεργο
για το ψάρεμα των καλαμαριών > καλαμαριέρα > της ψαρικής
καλαματιανές: ελιές
> του φαγιού
καλαματιανός: είδη
χορών > χοροί
καλαμέβω: ψαρέβω με το
καλαμίδι > ψαρέβω > της ψαρικής
καλάμι: καλάμι >
της ψαρικής
καλάμι: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλάμι: φλογέρα >
του μουσικού
καλάμι: νάρθηξ >
καλάμι > γιατρικά
καλάμι: το πιο μικρό
κόκκαλο του μπροστινού βραχιονιού > βραχιόνι > κόκκαλα
καλάμι: το πιο χοντρό
κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα
καλαμιά: καλάμι >
της ψαρικής
καλαμιά: καλαμιά >
του χωραφιού
καλαμιά: στέγη >
του χτίστη
καλαμιά: καβλός |
στέγη από καλαμιές > στάχυ > φυτολογικά
καλάμια: πήγε τρία
καλάμια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
καλαμιδέβω: ψαρέβω
> της ψαρικής
καλαμίδι: καλάμι >
της ψαρικής
καλαμίδι: χωρίζει τα
νήματα πριν περάσουν από το μιτάρι > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και
της ρόκας
καλαμίζω: τυλίγω το
γνέμα στα καλάμια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
καλαμίνα: τζίγκος >
μέταλλα και χημικά
καλαμοβράκι: βρακί
> ρούχα
καλαμόβρακο: βρακί
> ρούχα
καλαμοβύζω: βυζί >
όργανα
καλαμοκάνι: τυλίγουνε
γύρω του το νήμα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλαμοπόδαρο: λιγνό
ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια
καλαμόσκοινο: δεματικά
> του χωραφιού
καλαμόσυκα: σύκα >
του φαγιού
καλαμουκανάς: Ciconia
alba > λελέκι > πουλιά
καλαμουκάνι: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καλαμόχερο: βραχιόνι
> κόκκαλα
καλαμόχερο: μπράτσο
> ανατομικά κατατόπια
καλαμπόκι (από): αλέβρι
> του φαγιού
καλαμποκίσιο: ψωμί
> του φαγιού
καλαμώ: καλάμι >
γιατρικά
καλαμώνω: καλάμι >
γιατρικά
καλαμωτή: γυροβολίδι
> της ψαρικής
καλαμωτή: καλάθι >
του χωραφιού
καλαμωτή: καλάθι για
τράγγισμα τυριού > καλαμωτή > της βοσκής
καλαντάρης: Γενάρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
καλαντάρι: καλεντάρι
> της μέρας και της ώρας
καλαντζής: γανωτής
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καλαντζής: Parus
caeruleus | αιγιθαλός > καλαντζής > πουλιά
καλάντρα: Alauda arborea
> γαλιάντρα > πουλιά
καλάντρα: alauda
arborea > καλάντρα > πουλιά
καλαπόδι: καλαπόδι
> του παπουτσή
καλάρει: καλάρει το
αγεράκι > ο άνεμος > καιρικά
καλαρμενιστής: βορίσματα
> καιρικά
καλάρω: καλάρω τα
πανιά, την μπούμα > καλάρω > αρμενίσματα
καλαφατίζω: χώνω
στουπί στις χαραμάδες του καραβιού > καλαφατίζω > του σκαριού
καλαφέντης: βάφτισμα
> οικογενειακά
καλαχάνη: είδη βαφών
> του βαφιά
καλαχίδα: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
καλέβρα: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
καλέμι: γραφικά >
του σπιτικού
καλέμι: σύνεργα του
πετροκόπου > του χτίστη
καλέμι: χαράχτης >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καλεντάρι: καλεντάρι
> της μέρας και της ώρας
καλέντρα: σιταρόψειρα
> σκουλήκια και ζωύφια
καλές: καλές
αρχόντισες > νεράιδα > δαιμονικά
καλέσα: πρόβατο > της
βοσκής
κάλεσα: πρόβατο >
της βοσκής
καλέσιω: πρόβατο >
της βοσκής
κάλεσο: μπάλιο με
στήματα > πρόβατο > της βοσκής
καλή: αραβωνιαστικός
> οικογενειακά
καλημάνα: Vanellus
vanellus > καλημάνα > πουλιά
κάλι: χημικά >
μέταλλα και χημικά
καλιά: χημικά > μέταλλα
και χημικά
καλιακούδα: Corvus
monedula > καλιακούδα > πουλιά
καλιακούδας: μάβρο της
καλιακούδας > μάβρος > του ζουγράφου
καλιαντζάρης: γύπας
> πουλιά
καλίγι: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
καλίγι: πέταλο >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιγιαννού: Sciurus
vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά
καλιγοσφύρι: πέταλο
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιγώνω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιγωτής: πεταλωτής
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιέργεια: γεωργία
> του χωραφιού
καλιεργητής: γεωργός
> του χωραφιού
καλιεργός: γεωργός
> του χωραφιού
καλιεργώ: δουλιές του
καλιεργού > καλιεργώ > του χωραφιού
καλικάντζαρος: καλικάντζαρος
> δαιμονικά
καλικατσού: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
καλικέβω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλίκι: δάχτυλο >
ανατομικά κατατόπια
καλικούρα: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλικούτσα: δουλιές
του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
καλιοντζής: καλικάντζαρος
> δαιμονικά
καλισπούδηδες: πειρασματικά
> δαιμονικά
καλκάνι: Rhombus
vulgaris > καλκάνι > ψάρια της θάλασσας
καλκάνι: το τρίγωνο
της στέγης > στέγη > του χτίστη
καλκανόβατος: Raja
batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας
καλντερίμι: δρόμος
στρωμένος στρογγυλόπετρες > δρόμος > τοπογραφικά
καλόβολος: καλόβολος
τόπος > τοπογραφικά
καλόβραστο: φαγί >
του φαγιού
καλογαιροπαίδι: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
καλογέννα: γέννα >
βιολογικά
καλογεννήτρα: λεχώνα
> βιολογικά
καλογεννώ: γεννώ >
βιολογικά
καλογερί: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
καλογερική: η μοναστηριακή
ζωή, το καλογερικό στάσιμο > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς
καλόγερος: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
καλόγερος: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καλόγερος: για
κρέμασμα καπέλων και πανωφοριών > κρεμαστήρι > του σπιτικού
καλόγερος: καλάθι για
το ζέσταμα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού
καλόγιαννος: Erithacus
rubecola > πυρούλας > πουλιά
καλόγνωμη: Balanidae
γένος > καλόγνωμη > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλογρέζα: Chromis
castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας
καλογριά: Echinoidea
> αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καλόγρια: Chromis
castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας
καλογρίτσα: Acrocephalus
streperus > ποταμίδα > πουλιά
καλογρίτσα: Chromis
castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας
καλοθάλασσο: καράβι
> καράβια
καλόθωρο: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
καλοκαιράκι: του Αγιού
Δημητριού το καλοκαιράκι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
καλοκαίρι: καλοκαίρι
> της μέρας και της ώρας
καλοκαιριά: καλοκαιριά
> καιρικά
καλοκαιριά: καλοκαιριά
της Παπαντής > χειμώνας > της μέρας και της ώρας
καλοκαιριάζει: καιρός
> καιρικά
καλοκαιριάζει: καλοκαίρι
> της μέρας και της ώρας
καλοκαιριάζω: καλοκαίρι
> της μέρας και της ώρας
καλοκαιρίδα: γη >
του χωραφιού
καλοκαιρινάδες: δουλεφτάδες
του καλοκαιριού > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού
καλοκυράδες: νεράιδα
> δαιμονικά
καλομάνα: γιαγιά >
οικογενειακά
καλομηνάς: Μάης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
καλομοβύζα: εφκολάρμεχτη
> πρόβατο > της βοσκής
καλομοίρες: νεράιδα
> δαιμονικά
καλοξημερώνει: ο ήλιος
> αβγή > αστρικά
καλοπαντρεμένη: γάμος
> οικογενειακά
καλόπαντρη: γάμος >
οικογενειακά
καλοπέραστος: καλοπέραστος
δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά
καλόπιοτο: κρασί >
του φαγιού
καλοπούλι: Megascops,
ulula aluco > γκιώνης > πουλιά
καλόραχτο: καλόραχτο
λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού
καλός: αραβωνιαστικός
> οικογενειακά
κάλος: κάλος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάλος: λειρί >
πουλολογικά
καλόσαρκος: καλόχυμος
> φυσιολογικά
καλοσκαρωμένο: καράβι
> καράβια
καλοστόμαχο: φαγί >
του φαγιού
καλοσυνάδα: καλοκαιριά
> καιρικά
καλοσυνέβει: καιρός
> καιρικά
καλοσύνεψη: καλοκαιριά
> καιρικά
καλοσύνη: καλοκαιριά
> καιρικά
καλοτάξιδο: καράβι
> καράβια
καλότυχες: νεράιδα
> δαιμονικά
καλούδες: νεράιδα >
δαιμονικά
καλούμα: μέρη του
παραγαδιού > της ψαρικής
καλουμάρω: λασκάρω
> αρμενίσματα
καλούμο: σκοινιά >
του καραβιού
καλούπι: επιδερμίδα
> πετσί > ανατομικά κατατόπια
καλούπια: τα καλούπια
της χωματομάντρας > μαντρότοιχος > του χτίστη
καλουργιά: γεωργία
> του χωραφιού
καλουργιά: οργώνω >
του χωραφιού
καλουργίζω: οργώνω
> του χωραφιού
καλουργική: γεωργία
> του χωραφιού
καλουργώ: καλιεργώ
> του χωραφιού
καλούφι: κρεβάτι >
του σπιτικού
καλοφάγωτο: πολυχρονεμένε
μου > κατάρες και εφκές
καλοχέζω: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
καλοχειμωνιά: χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
καλοχρονιά: χρόνος
> της μέρας και της ώρας
καλοχρόνισμα: εφκές
> κατάρες και εφκές
καλόχρωμο: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
καλόχυμος: καλόχυμος
> φυσιολογικά
καλοχωνέβω: χώνεψη
> φυσιολογικά
καλοχώνευτο: φαγί >
του φαγιού
καλοχωνεφτής: χώνεψη
> φυσιολογικά
καλοχωνεψιά: χώνεψη
> φυσιολογικά
καλόψανο: φαγί >
του φαγιού
καλόψαχνα: καλόψαχνα
ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού
καλοψημένο: ψωμί >
του φαγιού
καλόψητο: φαγί >
του φαγιού
κάλπα: κοκκινόγενα
> γίδι > της βοσκής
καλπαδίζω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
καλπάζω: καβάλα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καλπάκι: σκούφια από
γουναρικό > σκούφια > ρούχα
κάλπασμα: καβάλα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καλπασμός: καβάλα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καλτάκι: μέρη του
σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κάλτσα: κάλτσα >
του παπουτσή
καλτσοβελόνα: βελόνα
> ραφτικά
καλτσοδέτα: καλτσοδέτα
> του παπουτσή
καλτσόξυλο: βελόνα
> ραφτικά
καλύβα: καλύβα >
του χτίστη
καλύβι: καλύβα >
του χτίστη
καλυβίσια: σταφύλια
> του φαγιού
καλυβοπήγι: καλύβα
> του χτίστη
καλυβόσπιτο: καλύβα
> του χτίστη
κάλυμα: σκεπάζει το
ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
καλυμάφκι: παπαδίστικα
ρούχα > ρούχα
κάλφας: μεταξάς >
του αργαλιού και της ρόκας
Κάλω: η κερά Κάλω >
νεράιδα > δαιμονικά
κάμα: ζέστη > καιρικά
κάμα: μαχαίρι > του
πολεμιστή
καμακαδόρος: ψαράς
> της ψαρικής
καμάκι: καμάκι >
της ψαρικής
καμακίζω: ψαρέβω >
της ψαρικής
καμαλίνο: είδος ρυζιού
> ρίζι > του φαγιού
καμάρα: γιοφύρι >
του χτίστη
καμάρα: δόξα >
καιρικά
καμάρα: καμάρα >
του χτίστη
καμαρέτο: σύνεργα του
παπουτσή > του παπουτσή
καμάρι: καμάρα >
του χτίστη
καμαρίνι: καμαράκι στο
θέατρο όπου ντύνουνται οι θεατρίνοι > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
καμαροποριά: καμάρα
> του χτίστη
καμαροποριά: δρόμος με
καμάρες > καμαροποριά > τοπογραφικά
καμαροφρύδι: μάτι >
όργανα
καμαρωτά: καμαρωτά
πόδια = γυριστά σαν καμάρες > πόδι > ανατομικά κατατόπια
καματερή: μέρα >
της μέρας και της ώρας
καματερό: γελάδι >
της βοσκής
καματερό: σαμαριάρικα
ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καματερό: καματερό
καράβι = οπλιταγωγό > είδη καραβιών > καράβια
καματερό: της χοντρής
δουλιάς > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
κάματος: οργώνω >
του χωραφιού
καμήλα: μέρη του
βιολιού > του μουσικού
καμήλα: Camelus >
καμήλα > θηλαστικά
καμηλάκι: σάβρα >
σερπετά
καμηλάρης: αγωγιάτης
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καμηλάφκι: παπαδίστικα
ρούχα > ρούχα
καμηλί: καστανός >
του ζουγράφου
καμήλι: Camelus >
καμήλα > θηλαστικά
καμηλοπούλι: Struthio
camelus | στρουθοκάμηλος > καμηλοπούλι > πουλιά
καμηλοψώρα: ψώρα > αρώστιες
και άλλα κουσούρια
καμιζόλα: ασπρόρουχα
> ρούχα
καμιζοπούλα: ασπρόρουχα
> ρούχα
καμιζόπουλο: ασπρόρουχα
> ρούχα
καμινάδα: καμινάδα
> του χτίστη
καμιναδόρος: σιδεράς
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καμινάρης: ασβεστάς
> του χτίστη
καμινάρης: αφτός που
φτιάνει καμίνια > καμινάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα
καμίνι: ασβεστάς >
του χτίστη
καμίνι: ζέστη >
καιρικά
καμουτσίκι: καμουτσίκι
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καμουτσίκι: φάλαγγας
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
καμουτσικιά: καμουτσίκι
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καμουφάκι: φραμπαλαδάκι
> φαλμπαλάς > ραφτικά
καμουχάς: λουλουδάτο
μεταξωτό > πανιά > πανιά
καμπάγια: τα κόκκινα
παπούτσια των αφτοκρατόρων της Πόλης > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
καμπανάρια: αποτρυγίδια
> του τρύγου
καμπαναριό: καμπαναριό
> της εκκλησιάς
καμπανοί: αποτρυγίδια
> του τρύγου
καμπαρτίνα: πανωφόρι
> ρούχα
καμπάς: ζουγραφικά
σύνεργα > του ζουγράφου
καμπάς: καμπάς >
ραφτικά
κάμπια: κάμπια >
σκουλήκια και ζωύφια
καμπιάρικος: καρπός
καμπιάρικος = γεμάτος κάμπιες > καρπός > φυτολογικά
κάμπιασμα: αρρώστιες
φυτών > φυτολογικά
κάμπος: κάμπος >
τοπογραφικά
κάμπος: το φόντο του
κεντιδιού > κέντημα > ραφτικά
καμπουλάκης: κάμπος
> τοπογραφικά
καμπούνι: το καμπούνι
της πλώρης > πλώρη > του καραβιού
καμπούρα: καμπούρης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμπούρα: ράχη >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καμπούρης: καμπούρης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμπουριάζω: καμπούρης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καμπούρικο: το ξύλο
είναι > του μαραγκού
καμπουρολαίμης: λαιμός
> ανατομικά κατατόπια
καμωτήρι: σιδερένιο
σύνεργο για το μάζεμα της μαστίχας > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κάνα: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
καναβάς: καμπάς >
ραφτικά
καναβάτσο: ζουγραφικά
σύνεργα > του ζουγράφου
καναβάτσο: καμπάς >
ραφτικά
καναβέτα: μικρή κασέλα
> κάσα > του σπιτικού
καναβή: Anas
platyrhynchos | το θηλυκό του πρασινιού > αγριόπαπια > πουλιά
καναβός: γύπας >
πουλιά
καναβόσκουλο: λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας
κανάλα: κανάλι >
του χτίστη
κανάλι: θάλασσα >
της θάλασσας και του καιρού
κανάλι: κανάλι >
του χτίστη
κανάλι: κάνουλα >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καναλιάζω: καναλιάζω
την ποδιά με τα χέρια > ποδιά > ρούχα
κάναλος: βρύση >
του χωραφιού
καναπές: καναπές >
του σπιτικού
κανάρι: Serinus
canaria > κανάρι > πουλιά
καναρίνι: Serinus
canaria > κανάρι > πουλιά
κανάτα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κανατάς: τσουκαλάς
> του τσουκαλά και του γυαλά
κανάτι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κανάτι: μέρη του
παραθυριού > του χτίστη
κανέβω: τουφέκι >
του πολεμιστή
κάνει: κάνει μύτη >
το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κανέλα: μπαχαρικά >
του φαγιού
κανελάτα: σύκα >
του φαγιού
κανελής: καστανός >
του ζουγράφου
κανελί: καστανός >
του ζουγράφου
κανελογαρούφαλο: μπαχαρικά
> του φαγιού
κανελόρακο: κρασί >
του φαγιού
κανεφτήρι: σημαδεφτήρι
> μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
κανί: αγγιά και δοχεία
> του τσουκαλά και του γυαλά
κανί: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κανιά (τα): λιγνά
σκέλια > πόδι > ανατομικά κατατόπια
κανιστράς: κοφινάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κανόνι: κανόνι >
του πολεμιστή
κανονιά: κανόνι >
του πολεμιστή
κανονίδι: κανόνι >
του πολεμιστή
κανονιέρης: κανόνι
> του πολεμιστή
κάνουλα: κάνουλα >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κανούλι: κανάλι >
του χτίστη
κανούλι: κάνουλα >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κάνουρα: χοντρό νήμα
> φάδι > του αργαλιού και της ρόκας
κανούτα: θαλασσιά >
γίδι > της βοσκής
κανούτο: πρόβατο >
της βοσκής
καντάρι: ζυγαριά >
του μαγεριού
κανταρτζής: πελαγίσιο
λιανόψαρο > κανταρτζής > ψάρια της θάλασσας
καντήλα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καντήλα: καρπός >
φυτολογικά
καντήλα: λύχνος >
του σπιτικού
καντήλα: φωτιστικά
> της εκκλησιάς
καντήλα: φούσκα από
κάψιμο | βγάζω καντήλες > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
καντηλέρι: λύχνος >
του σπιτικού
καντηλήθρα: αφτό που
βαστάει το φυτίλι απάνω στο λάδι > λύχνος > του σπιτικού
καντήλι: καρπός >
φυτολογικά
καντήλι: λύχνος >
του σπιτικού
καντήλι: ακοίμητο
καντήλι > φωτιστικά > της εκκλησιάς
καντηλοσβήστης: Heterocera
> δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια
καντί: η χορδή που
βγάζει τον πιο ψηλό ήχο > μέρη του βιολιού > του μουσικού
καντιασμένο: γλυκά
> του φαγιού
καντίνι: μέρη του
βιολιού > του μουσικού
κάντιο: ζάχαρη >
του φαγιού
κάντιος: ζάχαρη >
του φαγιού
καντούνι: δρόμος >
τοπογραφικά
κάνω: γεννώ >
βιολογικά
κάνω: χαρτιά >
παιγνίδια
κάνω: κάνω βολές =
ρίχνω το γρίπο στη θάλασσα | τρομάζω τα ψάρια για να πέσουνε στα δίχτια >
βολάζω > της ψαρικής
κάνω ζεβγάρι: οργώνω
> του χωραφιού
κάνω κάβο: τραβώ κατά,
αρμενίζω για (το τάδε μέρος) > πρυμίζω > αρμενίσματα
καούρα: καΐλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καούρα: φαγούρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάπα: κάπα > ρούχα
κάπα: η κάπα του
αφτιού = το κερί > αφτί > όργανα
κάπα: μπαξίσι του
καπετάνιου για να φροντίζει το φορτίο > κάπα > του κούρσου και του
φορτωτή
καπαλιάζει: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάπαλο: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καπαμαδιάζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
καπαμάς: κρέας >
του φαγιού
καπάντζα: δοκάνι >
του κυνηγού
καπάρο: αγώγι > του
αγωγιάτη και του αμαξά
καπάσι: μυτερό
γυναικείο καπέλο σα χουνί > καπέλο > ρούχα
καπελάδικο: καπελάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπελαδούρα: καπέλο
> ρούχα
καπελάς: καπελάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κάπελας: ταβερνάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπελιέρα: καπελάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπελίνο: καπέλο >
ρούχα
καπελιό: ταβερνάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπέλο: καπελάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καπέλο: καπέλο >
ρούχα
καπελού: καπελάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καπετάνιος: καπετάνιος
> του κούρσου και του φορτωτή
καπί: πανωφόρι Βλάχας
> πατατούκα > ρούχα
καπίσι: κόφα > του
καραβιού
καπίστρι: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καπίστρι: χανάκα >
της βοσκής
καπλάδισμα: φόρδα >
ραφτικά
καπλαμάς: φτενό φλούδι
ξύλου κολημένο απάνω σε άλλο πιο πρόστυχο > καπλαμάς > του μαραγκού
καπλάνι: Felis pardus
| λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά
καπλαντίζω: δουλιές
του ράφτη > ραφτικά
καπλαντίζω: ντύνω ένα
πρόστυχο ξύλο με μια φτενή φλούδα από καλό ξύλο > δουλιές του μαραγκού >
του μαραγκού
καπλάντισμα: φόρδα
> ραφτικά
καπνάδα: καταχνιά >
καιρικά
καπνάδικο: καπνουτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνερός: μάβρος >
του ζουγράφου
καπνιά: αρρώστιες
φυτών > φυτολογικά
καπνίζεται: ήρθε η
καλογριά > μαγειρέματα > του μαγεριού
καπνίζεται: καπνίζεται
το φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού
καπνίζεται: μπήκε ο
καλόγερος στο φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού
καπνίζω: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνιστής: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνοδόχος: καμινάδα
> του χτίστη
καπνολόγος: καμινάδα
> του χτίστη
καπνορούφης: καμινάδα
> του χτίστη
καπνός: καπνουτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνός: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνοσακκούλα: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καπνού: μάβρο του
καπνού > μάβρος > του ζουγράφου
καπνουτζής: καπνέμπορος
> καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
καπόνι: Gallus
domesticus > πετεινός > πουλιά
καπόνια: καπόνια >
του καραβιού
καπονιού (του): άγκυρα
> του καραβιού
καπότα: πανωφόρι >
ρούχα
καποτάς: που φτιάνει
κάπες > ράφτης > ραφτικά
καπότι: πανωφόρι >
ρούχα
καπότο: πανωφόρι >
ρούχα
καπουλάτο: γελάδι >
της βοσκής
καπούλια (τα): κώλος
> ανατομικά κατατόπια
καπουλοδέτης: χάμουρα
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καπραθάδες: σταφύλια
> του φαγιού
καπρί: suidae >
γουρούνι > θηλαστικά
καπρόδοντα: δόντι >
όργανα
κάπρος: suidae >
γουρούνι > θηλαστικά
καπύρα: ψωμί > του
φαγιού
καρά: ο μάβρος >
άλογο > θηλαστικά
κάρα: αγία κάρα >
κεφάλι > κόκκαλα
καραβάνα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καραβάνα: η
τενεκεδένια κούπα που κουβαλάει ο στρατιώτης για να τρώει > καραβάνα >
του πολεμιστή
καραβάς: αρματωτής
> του κούρσου και του φορτωτή
καραβάς: καπετάνιος
> του κούρσου και του φορτωτή
καραβέλα: είδη
καραβιών > καράβια
καραβέλι: Strunus
vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
καραβέλι: Sturnus
vulgaris > ψαρόνι > πουλιά
καράβι: κάραβος >
καράβι > καράβια
καράβια: οι χωματένιοι
κώνοι που χωρίζουν τα κλήματα > αμπέλι > του χωραφιού
καραβίδα: Astacus
fluviatilis > καραβίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καραβίσιος: καραβίσιος
άνθρωπος > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
καραβιώτης: νάφτης
> του κούρσου και του φορτωτή
καραβόγατος: γάτος
> θηλαστικά
καραβοκράτης: Leptecheneis
naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
καραβοκύρης: καπετάνιος
> του κούρσου και του φορτωτή
καραβόλα: λάκκα >
τοπογραφικά
καραβόπανο: πανιά >
πανιά
κάραβος: μεγάλη άρκτος
> αστερισμοί > αστρικά
καραβόσκαρο: καράβι
> καράβια
καραβόσκυλο: σκύλος
> θηλαστικά
καραβοστάσι: λιμάνι
> της θάλασσας και του καιρού
καραβοτσακίζουμαι: βουλιάζω
> αρμενίσματα
καράβωλος: κάποιο
μεγάλο κοχλίδι > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καραγάτσι: ξύλα >
του μαραγκού
καράγελης: πολύ κρύος
άνεμος (απηλιώτης) > καράγελης > καιρικά
καρακάξα: Pica pica
> καρακάξα > πουλιά
καραμαζάνι: καραμάνικη
αντρομίδα > κρεβάτι > του σπιτικού
καραμάνικο: με μαλακά
μαλιά άσπρα > πρόβατο > της βοσκής
καραμάνικο: με παχιά
ουρά > πρόβατο > της βοσκής
καραμανιός: μεγάλος
καράβωλος > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καραμάντουλο: πανιά
> πανιά
καραμέλα: απίδι >
του φαγιού
καραμέλα: είδη πανιών
> πανιά
καραμελάδικο: ζαχαροπλάστης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καραμελάς: ζαχαροπλάστης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καραμέλες: γλυκά >
του φαγιού
καραμέλες: καραμέλες
κύβοι > ζάχαρη > του φαγιού
καραμελωτό: είδη
πανιών > πανιά
καραμούζα: φλογέρα
> του μουσικού
καραμουσάλι: είδη
καραβιών > καράβια
καράμπα: βούτη >
της βοσκής
καραμπατάκι: Gavia
> βουτήχτρα > πουλιά
καραμπατάκι: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
καραμπογιά: θειικός
σίδηρος > είδη βαφών > του βαφιά
καραμπόλα: λάκκα > τοπογραφικά
καραμπόλα: μπιλιάρδο
> παιγνίδια
καραμπόξυλο: βούτη
> της βοσκής
καραντί: θάλασσα >
της θάλασσας και του καιρού
καραντί: κουνήματα του
καραβιού > αρμενίσματα
καραροΐζουμαι: κρύο
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καράς: αμαξάς > του
αγωγιάτη και του αμαξά
καράφλα: φαλακρός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καραφλός: φαλακρός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καραφλώνω: φαλακρός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρβελάς: ψωμάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβέλι: ψωμί > του
φαγιού
καρβουνάρης: καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουναριά: καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουναριό: το μέρος
όπου φτιάνουν ή το μέρος όπου φυλάνε τα κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες
τέχνες και σύνεργα
καρβουνάς: αφτός που
φτιάνει ή αφτός που πουλάει κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και
σύνεργα
καρβουνήθρα: λύχνος
> του σπιτικού
καρβούνι: ρουμπίνι
> πετράδια
καρβούνι: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρβουνιάζω: καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουνιάρης: καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβούνιασμα: καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβουνόλακκος: καρβουνιάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρβούνου: μάβρο του
καρβούνου > μάβρος > του ζουγράφου
κάργα: Corvus monedula
> καλιακούδα > πουλιά
καργάρω: καργάρω > αρμενίσματα
καργάρω: φόρτωμα >
του κούρσου και του φορτωτή
καργέλι: σκοινιά >
του καραβιού
καρδαμπίδια: τσοπάνικα
αγγεία > τσοπάνικα > της βοσκής
καρδάρα: αρμεγός >
της βοσκής
καρδάρι: αρμεγός >
της βοσκής
καρδερίνα: Carduelis
elegans > καρδερίνα > πουλιά
καρδιά: καρδιά >
όργανα
καρδιά: το ξύλο έχει
> του μαραγκού
καρδινιάζω: προσανατολίζομαι
> καρδινιάζω > αρμενίσματα
καρδιοκόκκαλο: καρδιοκόκκαλο
> κόκκαλα
καρδιόλακας: στα άλογα
> αρώστιες ζώων
καρδιόπονος: πονόκαρδος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρδιοπονώ: πονόκαρδος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρδιοχούλιαρο: το
μέρος που βαθουλώνει η κοιλιά > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια
καρδιοχτύπι: καρδιά
> όργανα
καρεγλάς: καρεκλάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρεδάκια: με
καρεδάκια > είδη πανιών > πανιά
καρέκλα: δες κάθισμα
> καρέκλα > του σπιτικού
καρεκλάδικο: καρεκλάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρεκλάς: καρεκλάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρέλι: καρούλι >
του καραβιού
καρέλι: Thynnus
brachypterus | μικρή παλαμύδα > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
καρέλι: κρεμαστό
πέρασμα με καρούλια που τρέχουν απάνω σε σύρμα > πέραμα > τοπογραφικά
καρέλια: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καρένα: καρίνα >
του καραβιού
καρενάγιο: το μέρος
όπου παλαμίζουν το καράβι > καρενάγιο > του σκαριού
καριά: Corvus monedula
> καλιακούδα > πουλιά
καριάτικα: αγώγι >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καρίγανος: χελάλι >
του μαγεριού
καρίδα: Crangon
vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καριδολόγος: δίχτυ για
τις καρύδες > καριδολόγος > της ψαρικής
καρίκι: μακρί ξύλο με
δίχτυ δεμένο στην άκρη > καρίκι > της ψαρικής
καρικώνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
καρίνα: καρίνα >
του καραβιού
καρίνας (της): ακράπι
> του καραβιού
κάρινος: της καρυδιάς
> ξύλα > του μαραγκού
καριοφίλι: τουφέκι
> του πολεμιστή
καριοφιλιάς: τουφέκι
> του πολεμιστή
καρκαδιάζει: πληγή
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάρκαδο: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάρκαδο: ξερή μύξα
> μύτη > όργανα
κάρκαδο: το καμένο
μέρος του φυτιλιού > λύχνος > του σπιτικού
κάρκαλας: Rana > βάτραχος
> σερπετά
καρκάλι: λειρί >
πουλολογικά
καρκάλι: Rana >
βάτραχος > σερπετά
καρκαλιούμαι: κακαρίζω
> πουλολογικά
κάρκανο: βάραθρο >
τοπογραφικά
καρκάντζαλος: καλικάντζαρος
> δαιμονικά
κάρκαρα: κορφή >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καρκαρέλι: Rana > βάτραχος
> σερπετά
κάρκαρος: βάραθρο σαν
πηγάδι > βάραθρο > τοπογραφικά
καρκάσα: σκελετός >
κόκκαλα
καρκίνα: Paguridae
οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καρκίνος: καρκίνος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρκολογιούμαι: κακαρίζω
> πουλολογικά
καρναβάδι: μπαχαρικά
> του φαγιού
κάρναξη: στις κότες
> αρώστιες ζώων
κάρο: αμάξι > του
αγωγιάτη και του αμαξά
καρολίνα: είδος ρυζιού
> ρίζι > του φαγιού
καρολόγος: αμαξάς >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καρόνι: κώνειον >
είδη γιατρικών > γιατρικά
καρόσυκα: σύκα >
του φαγιού
καρότο: λαχανικά >
του φαγιού
καρότσα: αμάξι >
του αγωγιάτη και του αμαξά
καροτσιέρης: αμαξάς
> του αγωγιάτη και του αμαξά
καροτσόδρομος: δρόμος
> τοπογραφικά
καροτσοφέρνω: καμαρώνω
με καροτσάδες > καροτσοφέρνω > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρούλες: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καρούλες: των αμπελιών
| αρώστια από παράσιτο μαμούνι (Phytoptus vitis) > αρρώστιες φυτών >
φυτολογικά
καρούλι: κάλος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρούλι: καρούλι >
του καραβιού
καρούλια: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
καρουλιάζω: κάλος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρούμπαλο: καρπός
> φυτολογικά
καρούχα: άρμα >
αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
καρπέλα: κόγχος >
μάτι > όργανα
καρπερή: κότα > πουλολογικά
καρπέτα: πανωκόρμι
> ρούχα
καρπέτο: χαλί > του
σπιτικού
καρπιά: σοδιά > του
χωραφιού
καρπίτι: χαλί > του
σπιτικού
καρπολόγι: σύνεργο για
το μάζεμα του σιταριού στο λίχμισμα > καρπολόγος > του χωραφιού
καρπολόγος: καρπολόγος
> του χωραφιού
καρπολογώ: κόβω φρούτα
> καρπολογώ > του χωραφιού
καρπός: καρπός >
φυτολογικά
καρπόχερο: αρμός >
κόκκαλα
καρσάκι: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
καρτάλι: καλάθι του
τρύγου > καρτάλι > του τρύγου
καρτάλι: πανέρι του
τρύγου > καλάθι > του χωραφιού
καρτέρι: κυνηγός >
του κυνηγού
καρτέρια (τα): στρατόπεδο
> στρατός > του πολεμιστή
καρτζιμάς: μουνούχισμα
> γιατρικά
κάρτο: ώρα > της
μέρας και της ώρας
καρτσιλαμάς: είδη
χορών > χοροί
καρτσιμάς: Paguridae
οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καρτσίνα: Paguridae
οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
καρυδάκι: γλυκά >
του φαγιού
καρυδάκια: παιγνίδια
με βόλους > βώλοι > παιγνίδια
καρυδάτα: σταφύλια
> του φαγιού
καρυδένιος: της
καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού
καρύδι: καρπός >
φυτολογικά
καρύδι: λαιμός >
ανατομικά κατατόπια
καρύδι: πρήξιμο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρυδιά: ξύλα > του
μαραγκού
καρύδια: αμύγδαλα >
του φαγιού
καρύδια: του
κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
καρυδίτικος: της καρυδιάς
> ξύλα > του μαραγκού
καρυδόλαδο: λάδι >
του φαγιού
καρυδόξυλο: ξύλα >
του μαραγκού
καρυδοσπάστης: φούχτα
> του μαγεριού
καρυδόφλουδα: ρούδιασμα
> του βαφιά
καρύκι: ο καρπός της
μπαμπακιάς > καρπός > φυτολογικά
καρυόθρακο: φούχτα
> του μαγεριού
καρυοφύλλι: μπαχαρικά
> του φαγιού
καρφί: καρφιάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καρφί: καρφολογιά >
του μαραγκού
καρφί: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρφιάδικο: καρφιάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καρφιάς: καρφιάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καρφίτης: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καρφίτσα: διαμαντικά
> πετράδια
καρφίτσα: καρφίτσα
> ραφτικά
καρφιτσώνω: δουλιές
του ράφτη > ραφτικά
καρφοβελόνα: καρφίτσα
> ραφτικά
καρφοβελόνα: βελόνα
μεγάλη σαν καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού
καρφολογιά: λογής
λογής καρφιά > καρφολογιά > του μαραγκού
καρφονυχάτος: γαμψώνυξ
> πουλί > πουλολογικά
κάρφωμα: μάγεμα >
δαιμονικά
καρφωμένη: στις ελιές
| σκουλικιασμένη ελιά > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
καρφώνω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
καρφώνω: μαγέβω >
δαιμονικά
κάρωμα: κομάρα >
φυσιολογικά
κάσα: κάσα > του
σπιτικού
κάσα: κασελάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κάσαρο: κάσαρο >
του καραβιού
κασάς: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
κασέλα: κάσα > του
σπιτικού
κασελάδικο: κασελάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κασελάς: κασελάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κασέρι: τυρί > του
φαγιού
κασίδα: κασίδα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασίδα: λειχήνα >
κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κασίδης: κασίδα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασίδι: κάσκα >
μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
κασιδιάζω: κασίδα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασιδιάρης: κασίδα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κασιδοπάνι: σκουφί για
το γιάτρεμα της κασίδας > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάσκα: περικεφαλιά
> του πολεμιστή
κασκαβάλι: τυρί >
του φαγιού
κασκαβάλι: παξιμάδι
που βιδώνεται στην κάτω μεριά της βίδας > βίδα > του μαραγκού
κασκέτο: σκούφια >
ρούχα
κασμάς: αξίνα > του
χωραφιού
κασμάς: αξίνα για
πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη
κασόνι: κάσα > του
σπιτικού
κασόνι: μέρη του
αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κασσίτερος: καλάι >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κασσιτερώνω: γανώνω
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καστανάδικο: καστανάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καστανάς: καστανάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καστανάτος: καστανός
> του ζουγράφου
καστανί: καστανός >
του ζουγράφου
καστανιά: ξύλα >
του μαραγκού
καστανιά: συναρμογή
από μετάλλινα πιάτα ή χύτρες για το φαγί που παίρνουνε μαζί τους οι εργάτες και
τα σκολιαρόπουλα > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
καστανόξυλο: ξύλα >
του μαραγκού
καστανός: καστανός
> του ζουγράφου
καστίζω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
κάστισμα: δίπλα >
ραφτικά
κάστορας: Lutra lutra
> βύδρα > θηλαστικά
καστόρι: καπέλο >
ρούχα
καστόρι: Lutra lutra
> βύδρα > θηλαστικά
καστόρχι: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
καστράκι: κάστρο >
του χτίστη
καστρί: κάστρο >
του χτίστη
κάστρο: κάστρο >
του πολεμιστή
κάστρο: κάστρο >
του χτίστη
κάστρο: χώρα >
τοπογραφικά
καστροπάλατο: παλάτι
> του χτίστη
καστροπούλι: καστροπούλι
> πουλιά
κάτα: Felis domestica
> γάτος > θηλαστικά
καταανήφορος: δυνατός
ανήφορος > ανήφορος > τοπογραφικά
κατάβαρη: γγαστρωμένη
> βιολογικά
καταβόθρα: βούθουλας
> τοπογραφικά
καταβολάδα: κλαδί που
βαστάει ακόμα στο πατρικό του φυτό μα που το πλαγιάζουνε μέσα στο χώμα για να
φυτρώσει καινούριο χωριστό φυτό > καταβολάδα > φυτολογικά
καταβολάρι: λιμάνι
> της θάλασσας και του καιρού
καταβολέβω: φυτέβω
καταβολάδα > φυτέβω > του χωραφιού
κατάβραδα: σούρουπο
> της μέρας και της ώρας
καταγάλανος: γαλανός
> του ζουγράφου
κατάγι: στεριανό >
καιρικά
κατάγιαλο: γιαλός >
της θάλασσας και του καιρού
καταγός: βρύση >
του χωραφιού
καταγωγίδα: κανάλι
> του χτίστη
κατάδεμα: δέμα >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καταηλιακού: προς τον
ήλιο > ήλιος > αστρικά
καταηλιού: ήλιος >
αστρικά
καταϊδρώνω: ίδρωτας
> φυσιολογικά
καταΐφι: ζυμαρικά >
του φαγιού
κατακάθισμα: βύδισμα
> τοπογραφικά
κατακαλόκαιρο: καλοκαίρι
> της μέρας και της ώρας
κατακατήφορος: κατήφορος
> τοπογραφικά
κατακίτρινος: κίτρινος
> του ζουγράφου
κατακλείδι: αρμός >
κόκκαλα
κατακλυσμός: βροχή
> καιρικά
κατακόκκινος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κατακόμπια: κατακόμβαι,
έγκατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά
κατάλεφκος: άσπρος
> του ζουγράφου
καταλώ: καταλώ τη
νηστεία > αρτυμή > του φαγιού
κατάμαβρος: μάβρος
> του ζουγράφου
καταματωμένος: ματώνω
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καταματώνω: ματώνω
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατάμερο: πλάγι >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καταμεσήμερα: μεσημέρι
> της μέρας και της ώρας
καταμπούγαζα: στη μέση
του μπουγαζιού > στενό > της θάλασσας και του καιρού
καταναριά: ψωμί >
του φαγιού
κατάξανθος: χρυσός
> του ζουγράφου
καταξυλή: νεκροκρέβατο
> οικογενειακά
καταξυλνή: σκελετός
> κόκκαλα
καταπάτι: καφές >
του φαγιού
καταπαχτή: κλαβανή
> του χτίστη
καταπέλτης: πολιορκητικά
> του πολεμιστή
καταπήθρα: στόμα >
όργανα
καταπιάνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
κατάπιασμα: πιάσιμο
> βιολογικά
καταπίδι: σύρτης >
του χτίστη
καταπιθράνι: στόμα
> όργανα
καταπινάρι: στόμα >
όργανα
καταπιόνας: στόμα >
όργανα
κατάπλασμα: κατάπλασμα
> γιατρικά
κατάπλωρα: αρμενισιά
> αρμενίσματα
κατάποδο: αγγάστρι
> βιολογικά
καταπόθρα: στόμα >
όργανα
καταποντή: βροχή >
καιρικά
καταπόντι: βροχή >
καιρικά
καταποντισμός: βροχή
> καιρικά
καταπόρι: το μέρος του
σπιτιού όπου αρχίζει ο δρόμος > σπίτι > του χτίστη
καταποτήρας: ρούφουλας
> καιρικά
καταπότης: αβλάκι >
του χωραφιού
καταπότρα: στόμα >
όργανα
καταπράσινος: πράσινος
> του ζουγράφου
κατάπρυμα: αρμενισιά
> αρμενίσματα
καταραμένος: διάβολος
> δαιμονικά
καταράχι: ράχη >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κατάραχο: ράχη >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
καταράχτης: κλαβανή
> του χτίστη
καταράχτης: κρέμαση
> του μυλωνά
καταράχτης: κρεμασιά
> τοπογραφικά
κατάρες: κατάρες >
κατάρες και εφκές
καταριέμαι: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
καταρογιάζουμαι: κρύο
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
καταροή: κρύο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατάρτι: κατάρτια >
του καραβιού
καταρτίζω: αρματώνω
> αρμενίσματα
κατασάρκι: κατασάρκι
> ρούχα
κατασκέπαση: σύνεφο
> καιρικά
κάτασπρος: άσπρος >
του ζουγράφου
καταστατό: αλέβρι >
του φαγιού
κατάστενο: στενό >
της θάλασσας και του καιρού
κατάστρατα: κατάστρατα
> τοπογραφικά
κατάστρωμα: κατάστρωμα
> του καραβιού
κατατόπια (τα): τόπος
> τοπογραφικά
καταχανάς: βουρκόλακας
> δαιμονικά
καταχανάς: όνειρο >
φυσιολογικά
καταχέζω: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
καταχείμωνο (το): χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
καταχνιά: καταχνιά
> καιρικά
καταχνιά: σύνεφο >
καιρικά
κατάχνια: καταχνιά
> καιρικά
κατάχρυσος: χρυσός
> του ζουγράφου
καταχτόνια (τα): τα κατακόμπια
> τοπογραφικά
κατάχυνα (το): το
γερτό πλεβρό της στέγης > στέγη > του χτίστη
καταχυτά: στολίδια
ραμένα ή κολημένα πάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά
καταχυτά: τα σανίδια
που βαστούν τα κεραμίδια > σανίδι > του χτίστη
καταχυτό: το μεγάλο δοκάρι
της στέγης > δοκαρωσιά > του χτίστη
κατεβάζει: βροχή >
καιρικά
κατεβαίνει: ο ήλιος
> βασίλεμα > αστρικά
κατεβασιά: βροχή >
καιρικά
κατεβασιά: κρύο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατεβασιά: σπάσιμο
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατεβασμένος: που έχει
πάθει κατεβασιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατεβάστρα: αλεξίπτωτον
(φτιασμένη λέξη) > κατεβάστρα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κατεβατός: στεριανό
> καιρικά
κατέβηκε: του κατέβηκε
το ξύγκι > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάτεργο: είδη καραβιών
> καράβια
κατερινιό: λιβάδι >
τοπογραφικά
κάτης: Felis domestica
> γάτος > θηλαστικά
κατηφόρι: κατήφορος
> τοπογραφικά
κατηφοριά: κατήφορος
> τοπογραφικά
κατήφορος: κατήφορος
> τοπογραφικά
κατηχούμενα: μέρη της
εκκλησιάς > της εκκλησιάς
κάτι: κάτι > του
αργαλιού και της ρόκας
κατιμέρι: ζυμαρικά
> του φαγιού
κατίνα: μέση >
ανατομικά κατατόπια
κατίνι: κλειδαριά >
του χτίστη
κατιφεδένιος: πανίτικος
> πανιά
κατιφές: πανιά >
πανιά
κάτοικας: κοτέτσι >
του χτίστη
κατοίκι: τυρί > του
φαγιού
κατοικιά: κατοικιά
> του χτίστη
κατοικιά (τα): οι
συνοικισμοί > κατοικιά > του χτίστη
κατοικιό: κατοικιά
> του χτίστη
κατομνήσι: εκατονταετηρίς
> αιώνας > της μέρας και της ώρας
κατοσταράκι: τα 100
δράμια > κρασί > του φαγιού
κατοστάρικο: τα 100
δράμια > κρασί > του φαγιού
κατούνα: κατοικία σε
χειμαδιό > χειμαδιό > της βοσκής
κατουρήθηκε: τα έκανε
απάνω του > κάτουρο > φυσιολογικά
κατούρημα: κάτουρο
> φυσιολογικά
κατουριέται: κατουριέται
το παιδί στο κρεβάτι του > κάτουρο > φυσιολογικά
κατουριούμαι: έχω
μεγάλη ανάγκη να κατουρήσω > κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρισιά: μεγάλη
ανάγκη > κάτουρο > φυσιολογικά
κατουρλάς: κάτουρο
> φυσιολογικά
κατουρλής: κάτουρο
> φυσιολογικά
κατουρλιάρης: κάτουρο
> φυσιολογικά
κατουρλίδα: Triton
γένος > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κατουρλιό: κάτουρο
> φυσιολογικά
κατουρλοκάνατο: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κάτουρο: κάτουρο >
φυσιολογικά
κατουροκάνατο: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κατουροκούμαρο: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κατουρολάγηνο: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κατουρώ: κάτουρο >
φυσιολογικά
κατοχή: πάτος >
τοπογραφικά
κατοχή: χειμαδιό >
της βοσκής
κατόχι: μέρη του
σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κατόχι: το λουρί που
βαστάει το παπούτσι στο γόνατο του παπουτσή καθώς το φτιάνει > σύνεργα του
παπουτσή > του παπουτσή
κατράμι: κατραμίζω
> του σκαριού
κατραμίζω: κατραμίζω
> του σκαριού
κατραμόπανο: πανιά
> πανιά
κατσαβίδι: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
κατσάβρακα: κακοτράχαλα
βουνά > τοπογραφικά
κατσαδούρο: μικρό
κανόνι > κανόνι > του πολεμιστή
κατσαμπούρα: Ixodidae
> τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
κατσαμπρόκος: σύνεργα
του παπουτσή > του παπουτσή
κάτσαρα: φρύγανα > φυτολογικά
κατσάρι: παλιοπάπουτσο
ή τσόκαρο > κατσάρι > του παπουτσή
κατσάρια: σύνεργα της
κουζίνας > κατσάρια > του μαγεριού
κατσαρίδα: Stylopyga
orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κατσαρό: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
κατσαρόλα: καζάνι >
του μαγεριού
κατσαρομάλης: μαλί
> ανατομικά κατατόπια
κατσαρός: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
κατσάρωμα: αρώστια που
κατσαρώνει τα φύλλα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
κάτσενο: πρόβατο >
της βοσκής
κατσί: Felis domestica
> γάτος > θηλαστικά
κατσί: το ιδιαίτερο
θυμίαμα της Μεγάλης Βδομάδας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κατσιασμένο: κατσιασμένο
παιδί > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατσίβελα (τα): ρούχα
> ρούχα
κατσίβελος: γύφτος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κατσίδα: το αγκυλωτό
πράσινο φλούδι του καρπού της αγριοκαστανανιάς > λουβί > φυτολογικά
κατσίκα: γίδι > της
βοσκής
κατσικάρης: βοσκός
> της βοσκής
κατσικάς: βοσκός >
της βοσκής
κατσικάς: βουρκόλακας
> δαιμονικά
κατσικερό: πετσί >
του παπουτσή
κατσίκι: γίδι > της
βοσκής
κατσικίλα: πριτιά >
της βοσκής
κατσικίσιο: κρέας >
του φαγιού
κατσικοκοπή: κοπάδι
> της βοσκής
κατσικομάντρι: μάντρα
> της βοσκής
κατσικοπόδι: δεκανίκι
> γιατρικά
κατσικοπόδι: ξυλένιο
ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια
κατσιμάμουνας: κατσιμάμουνας
> σκουλήκια και ζωύφια
κατσιμουδιασμένο: αρωστημένος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κάτσινο: καστανό >
πρόβατο > της βοσκής
κάτσινο: σταχτερό >
πρόβατο > της βοσκής
κατσιρμάς: κουντραμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κατσιρμάς: λαθρεμπόριο
> κατσιρμάς > του κούρσου και του φορτωτή
κατσιφάρα: καταχνιά
> καιρικά
κατσιφουδιάζει: καιρός
> καιρικά
κατσιφούρα: καταχνιά
> καιρικά
κατσομαλιασμένο: αρωστημένος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κατσονίστρα: τ'
οριζόντιο ξύλο με τους γάντζους (κάτσους) που τεντώνουν τις κλωστές >
σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας
κατσούλα: κουκούλα
> ρούχα
κατσούλα: πουλί >
πουλολογικά
κατσούλα: σκουφί >
πουλολογικά
κατσούλα: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσούλα: Solea solea
> χαψί > ψάρια της θάλασσας
κατσούλα: η κουκούλα
της κάπας > κάπα > ρούχα
κατσουλάει: το άλογο
κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά
κατσουλάκι: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσούλι: Felis
domestica > γάτος > θηλαστικά
κατσουλιέρης: πουλί
> πουλολογικά
κατσουλόπετος: Upupa
epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
κατσουφιάζει: καιρός
> καιρικά
κατώγι: πατώματα >
του χτίστη
κατωμέρια: πάτος >
τοπογραφικά
κατώμερο: χειμαδιό
> της βοσκής
κατώπετρα: πέτρα >
πέτρες
κατωσάγονα (τα): σαγόνι
> κόκκαλα
κατωσάγονο: σαγόνι
> κόκκαλα
κατωσέντονο: κρεβάτι
> του σπιτικού
κατώστρατα: κατάστρατα
> τοπογραφικά
κατωφεγγίζει: ο ήλιος
> αβγή > αστρικά
κατώφλι: πόρτα >
του χτίστη
κατωφώτι: λύχνος >
του σπιτικού
καφάς: με καφασωτά
χρώματα μέσα στο γυαλί > βώλοι > παιγνίδια
καφάσι: καλάθι >
του χωραφιού
καφάσι: τρυπητό
σκέπασμα του λεγενιού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφάσια: καφάσια >
του χτίστη
καφάσια: πετσένιες
σκέπες που βάζουνε στα μάτια των αλόγων για να μην μπορούν να δουν παρά μπροστά
> χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
καφεκούτι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφέμπρικο: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφέμπρικο: μπρίκι
> του μαγεριού
καφενείο: καφετζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καφενές: καφετζής >
άλλες τέχνες και σύνεργα
καφές: καφές > του
φαγιού
καφετζής: καφετζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
καφετής: καστανός >
του ζουγράφου
καφετί: καστανός >
του ζουγράφου
καφετιέρα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφκάλα: καραφλή κορφή
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κάφκαλα: τα κάφκαλα
της πίνας > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κάφκαλο: κεφάλι >
κόκκαλα
κάφκαλο: το σκέπασμα
της χελώνας > χελώνα > σερπετά
καφκί: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
καφκί: κεφάλι >
κόκκαλα
καφκί: μόδι > του
χωραφιού
καφκί: το μέρος όπου
βάζουν την πέτρα > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
καφκί: το σκέπασμα της
χελώνας > χελώνα > σερπετά
κάφκος: αγαπητικός
παντρεμένης > αγαπητικός > οικογενειακά
καφόμπρικο: μπρίκι
> του μαγεριού
καφτάνι: τούρκικο
φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα > αντερί > ρούχα
καφτερό: καλαμαριέρα
> της ψαρικής
καφτήριο: νιτρικός
άργυρος > είδη γιατρικών > γιατρικά
κάφτρα: λύχνος >
του σπιτικού
κάψα: ζέστη >
καιρικά
κάψα: θέρμη >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καψάλα: δάσος >
τοπογραφικά
καψάλα: χωράφι που
καψαλίστηκε, που του κάψανε την καλαμιά > χωράφι > του χωραφιού
κάψαλα: φρύγανα >
φυτολογικά
καψάλι: μαγουλίκα >
ρούχα
καψαλίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
καψαλισμένο: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
καψαλό: άλογο >
θηλαστικά
καψαλό: είδη χρωμάτων
> του ζουγράφου
καψαλό: πρόβατο >
της βοσκής
κάψη: ζέστη >
καιρικά
κάψη: θέρμη >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
καψίδα: ζέστη >
καιρικά
καψίλα: ζέστη >
καιρικά
κάψιμο: αρρώστιες
φυτών > φυτολογικά
καψόξυλα: φρύγανα >
φυτολογικά
καψόσπιτο: σπίτι >
του χτίστη
καψούλα: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
καψούλι: καρπός >
φυτολογικά
καψούλι: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
καψούλι: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
καψούρα: αρρώστιες
φυτών > φυτολογικά
καψώνουμαι: θέρμη >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεβαδόλα: κεβαδόλα του
παπά > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα
κέλα: μοναστήρι >
της εκκλησιάς
κελάρης: κελάρης >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κελάρι: κάμερες του
σπιτιού > του χτίστη
κελάρι: κελάρι >
του χτίστη
κελάρισα: κελάρης >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κελαρμενί: είδη βαφών
> του βαφιά
κελεμπέκι: ξύλα >
του μαραγκού
κελέρι: Raja batis
> ρίνα > ψάρια της θάλασσας
κελέρι: πλατύ ψάρι του
βούρκου > κελέρι > ψάρια της θάλασσας
κελί: μοναστήρι >
της εκκλησιάς
κελιώτης: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
κεμπάπι: κρέας >
του φαγιού
κενάρι: γύρος >
ραφτικά
κενταβρώνω: μαγέβω
> δαιμονικά
κεντάβρωσε: το
κεντάβρωσε = αόρατη ενέργεια τόνε χτύπησε κατά θανάτου > μαγέβω >
δαιμονικά
κέντημα: κέντημα >
ραφτικά
κεντητήρι: σιδερένιο
σύνεργο για το κέντος της μαστιχιάς > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κεντί: δείλι > της
μέρας και της ώρας
κεντιά: πόνος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεντίδι: κέντημα >
ραφτικά
κεντίδια: οι βελόνες
του αχινιού > ανατομικά > ψαρολογικά
κεντίστρα: ράφτης >
ραφτικά
κεντρίζω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
κεντρίζω: μπολιάζω
> φυτολογικά
κεντρίτης: Carcharinidae
& Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας
κεντροβολάει: ο ήλιος
> απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
κεντροκούκουτσο: το
κουκούτσι του κέντρου > καρπός > φυτολογικά
κεντρώνω: μπολιάζω
> φυτολογικά
κεντώ: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
κέπα: κέπα > ψάρια
της θάλασσας
κεπέγκι: σιδερένιο
πορτόφυλλο ή παραθυρόφυλλο μαγαζιού > κεπέγκι > του χτίστη
κερά Μαριώ: κερά Μαριώ
> αλεπού > θηλαστικά
κεραβνός: αστροπελέκι
> καιρικά
κεράδικο: κεράς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κεράκι: φωτιστικά >
της εκκλησιάς
κεράκι: το παιδί που
πηγαινοέρχεται με τη σβίγα στο χέρι > μεταξάς > του αργαλιού και της
ρόκας
κεραμάς: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμίδα: κεραμίδι
> του χτίστη
κεραμιδάδικο: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμιδάρης: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμιδαριό: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμιδάς: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμιδένιος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κεραμιδής: κόκκινος
> του ζουγράφου
κεραμιδί: κόκκινος
> του ζουγράφου
κεραμίδι: κεραμίδι
> του χτίστη
κεραμιδικάμινο: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμιδοκάμινο: κεραμίδι
> του χτίστη
κεραμιδοκόματο: κεραμίδι
> του χτίστη
κεραμιδόχωμα: κεραμιδάς
> του χτίστη
κεραμιδόχωμα: κεραμίδι
> του χτίστη
κεραμιδόχωμα: χώματα
> του χωραφιού
κεραμιδώνω: δουλιές
του χτίστη > του χτίστη
κεραμιδώνω: σκεπάζω τη
στέγη με κεραμίδια > κεραμίδι > του χτίστη
κεράς: κεράς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κερασάρης: Απρίλης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κερασάρης: Μάης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
κερασένιος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κερασί: κόκκινος >
του ζουγράφου
κέρατο: τρουμπέτα >
του μουσικού
κερατσούνι: κοτσάνι
> φυτολογικά
κερεστές: ξυλική >
ξύλα > του μαραγκού
κερεστές: ξύλο για χτίσιμο
σπιτιού > κερεστές > του χτίστη
κερήθρα: μέλι > του
φαγιού
κερήθρα: μέλισα >
σκουλήκια και ζωύφια
κερί: λύχνος > του
σπιτικού
κερί: λύχνος > του
σπιτικού
κερί: φωτιστικά >
της εκκλησιάς
κερκίδα: μάγγανος >
του αργαλιού και της ρόκας
κερκίδι: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
κέρκος: είδη καραβιών
> καράβια
κέρκουρος: είδη
καραβιών > καράβια
κεροδοσά: τα κεριά που
μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της
εκκλησιάς
κεροδοσιά: τα κεριά
που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της
εκκλησιάς
κερολίβανο: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κερομαστίχη: για να
φράξουν τ' άγια λείψανα στην κολόνα της άγιας τράπεζας > εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κερομάστιχο: για να
φτιάχνουν κονίσματα > κονίσματα > της εκκλησιάς
κερομύτης: μύτη >
όργανα
κεροπάνι: πανιά >
πανιά
κεροπάνι: για
προστασία των πληγών > κεροπάνι > γιατρικά
κεροπάτι: κρασί >
του φαγιού
κερόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
κέρος: αλέτρι > του
χωραφιού
κεροψάλιδο: λύχνος
> του σπιτικού
κέρωμα: κομάρα >
φυσιολογικά
κεσάρι: θεμελιακή >
πέτρα > του χτίστη
κεσάρια: αρχαία
θεμέλια > μαρμάρι > τοπογραφικά
κεσέ: γιαούρτι του
κεσέ > γάλα > της βοσκής
κεσέμι: μπροστάρης
> της βοσκής
κεσές: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κεσές τσουκαλεμένος: γεμάτος
γλυκό > γλυκά > του φαγιού
κετσεδένιος: πανίτικος
> πανιά
κετσές: πανιά >
πανιά
κεφάλα: κεφάλι >
κόκκαλα
κεφαλάρι: βρύση >
του χωραφιού
κεφαλάρι: κολόνα >
του χτίστη
κεφαλάρι: κρεβάτι >
του σπιτικού
κεφαλάρι: μέρη της
ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά
κεφαλάρι: η αρχή ενός
πανιού στον αργαλιό > κεφαλάρι > του αργαλιού και της ρόκας
κεφαλάρι: η αρχή του
πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά
κεφαλαριά: πονοκεφαλώ
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεφαλαριά: χάμουρα
> του αγωγιάτη και του αμαξά
κεφαλαριά: Mugil
cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κεφαλαριά: το πιο ψηλό
μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού
κεφαλάς: Lanius
ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά
κεφαλάς: Mugil
cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κεφάλας: Lanius
ludovicianus | διπλός κεφαλάς > κεφαλάς > πουλιά
κεφάλι: κεφάλι >
κόκκαλα
κεφάλι: φύλαξη >
του πολεμιστή
κεφάλι: ένα κεφάλι
ζάχαρη > ζάχαρη > του φαγιού
κεφαλιακό: το πρώτο
λάγκερο > κρασί > του φαγιού
κεφαλοβούνι: βουνό
> τοπογραφικά
κεφαλόβρυσο: βρύση
> του χωραφιού
κεφαλογύρι: καπέλο
> ρούχα
κεφαλοκάνη: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
κεφαλοκόλονο: κιονόκρανον
> κολόνα > του χτίστη
κεφαλομάντιλο: φακιόλι
> ρούχα
κεφαλοπάνι: φακιόλι
> ρούχα
κεφαλόπονος: πονοκεφαλώ
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κεφαλόπουλο: Mugil
cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κέφαλος: Mugil
cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κεφαλόστυλο: κολόνα
> του χτίστη
κεφαλοτύρι: τυρί >
του φαγιού
κεφαλοχώραφο: χωράφι
> του χωραφιού
κεφαλοχώρι: χωριό >
τοπογραφικά
κεφαλώνω: καβατσάρω
> αρμενίσματα
κεφαλωτό λάχανο: καρπός
> φυτολογικά
κεφτές: κρέας > του
φαγιού
κεχριμπαρένιος: κεχριμπάρι
> πετράδια
κεχριμπαρένιος: κίτρινος
> του ζουγράφου
κεχριμπάρι: κεχριμπάρι
> πετράδια
κεχρίτης: οχιά >
σερπετά
κηδεία: κηδεία >
οικογενειακά
κηδεία: πεθαμενατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κηκίδι: το σκέπασμα
του βελανιδιού (μα ίσως και το φούσκωμα που κάνει κάποιο μαμούνι στη βελανιδιά
> λουβί > φυτολογικά
κηπάρης: περιβολάρης
> του χωραφιού
κηπάρι: περιβόλι >
του χωραφιού
κήπι: περιβόλι >
του χωραφιού
κηπικά: λαχανικά >
του φαγιού
κήπος: περιβόλι >
του χωραφιού
κηπουρέβω: καλιεργώ
> του χωραφιού
κήρυκας: Strombus
γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κηρυναίος: μέρη του
μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
κιαλαρίζω: κοιτάζω με
το κιάλι > κιαλάρω > αρμενίσματα
κιαλάρω: κιαλάρω >
αρμενίσματα
κιάλι: τηλεσκόπιο >
κιάλι > του καραβιού
κιαρόθωρος: άσπρος
> του ζουγράφου
κιαρός: άσπρος >
του ζουγράφου
κιάφα: κορφοβούνι
(αρβανίτικα) > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κιβωτός: κιβωτός του
Νώε > αστερισμοί > αστρικά
κιζάνια (τα): αστυνόμοι
της καταδίωξης > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα
κιθάρα: κιθάρα >
του μουσικού
κιθαρίζω: κιθάρα >
του μουσικού
κιθαριστής: μουσικός
> του μουσικού
κικίδι: Gryllus domesticus
> γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
κιλίμι: κρεβάτι >
του σπιτικού
κιμαδιάζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κιμάς: κρέας > του
φαγιού
κιμούχα: πρόστυχο
σφουγγάρι > βουτηχτής > αρμενίσματα
κιμωλία: κιμωλία >
πέτρες
κινάς: είδη βαφών >
του βαφιά
κίνηση: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κινίνο: είδη γιατρικών
> γιατρικά
κινόσο: πλάνη με φόρμα
> σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
κιντίλιο: χαρτιά >
παιγνίδια
κιόνι: κολόνα > του
χτίστη
κιόσκι: ησκωσιά >
του χωραφιού
κιούγκι: κύλιντρος
λαγουμιού > λαγούμι > του χτίστη
κιουλάφι: κιουλάφι
> ρούχα
κιουλούγκι: άλλα
άρματα > του πολεμιστή
κιούπι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κιούρτος: καλάθι >
του χωραφιού
κιούρτος: ψαροκόφινο
> της ψαρικής
κιρδιλιάγγος: τραχεία
αρτηρία > πλεμόνι > όργανα
κιρκινέζι: Cerchneis
tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά
κιρκινέλι: Cerchneis
tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά
κίρκος: Buteo >
βαρβάκι > πουλιά
κιρμέζι: είδη βαφών
> του βαφιά
κιρμέζο: είδη βαφών
> του βαφιά
κισάρι: αλαφρόπετρα
> πέτρες
κισάρι: πέτρα > του
χτίστη
κίσαρο: αλαφρόπετρα
> πέτρες
κισήρη: αλαφρόπετρα
> πέτρες
κίσσα: Garrulus
glandarius > κίσσα > πουλιά
κιτρινάδα: χρυσή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κιτρινάδα: των
αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
κιτρινάδι: αβγό >
πουλολογικά
κιτρινιάρης: αιματσάρης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κιτρινιάρης: κίτρινος
> του ζουγράφου
κιτρινιάρικος: κίτρινος
> του ζουγράφου
κιτρινιασμένος: κίτρινος
> του ζουγράφου
κιτρινίλα: χρώμα >
του ζουγράφου
κιτρινόξυλο: είδη
βαφών > του βαφιά
κιτρινοπούλι: Oriolus
galbula > συκοφάγος > πουλιά
κίτρινος: κίτρινος
> του ζουγράφου
κιτρινούλης: κίτρινος
> του ζουγράφου
κιτρινοχρύσαφος: χρυσός
> του ζουγράφου
κιτρινόχρυσος: χρυσός
> του ζουγράφου
κιτρινόχωμα: σίδερο
> μέταλλα και χημικά
κιτρινωπός: κίτρινος
> του ζουγράφου
κίτρο: γλυκά > του
φαγιού
κίχλα: Coricus
rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας
κλαβανή: κλαβανή >
του χτίστη
κλαδάτος: πουλί >
πουλολογικά
κλαδάτος: με κλαδωτά
αρπάγια > νύχια > πουλολογικά
κλαδέβω: κλαδέβω >
του χωραφιού
κλάδεμα: κλαδέβω >
του χωραφιού
κλαδεφτήρι: κλαδεφτήρι
> του χωραφιού
κλαδεφτής: Φλεβάρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κλαδί: κλαδί >
φυτολογικά
κλαδί: στολίδι σαν
κλαδί > κέντημα > ραφτικά
κλαδιά: κλαδότοπος
> τοπογραφικά
κλαδιά: χαμόκλαδα >
φυτολογικά
κλαδιστήρης: Micropus
apus > αγριοχελίδονο > πουλιά
κλαδοκόπι: κλαδεφτήρι
> του χωραφιού
κλαδόνυχα: νύχια >
πουλολογικά
κλάδος (ο & το): κλαδέβω
> του χωραφιού
κλαδότοπος: κλαδότοπος
> τοπογραφικά
κλαδότοπος: χαμόκλαδα
> φυτολογικά
κλαδοτσίμπαλο: πιάνο
> του μουσικού
κλάδωμα: κλαδί >
φυτολογικά
κλαδωμένα: κλαδωμένα
πόδια > νύχια > πουλολογικά
κλαδωμένη: κλαδωμένη
ρύμη > δρόμος > τοπογραφικά
κλαδωσιά: κλαδί >
φυτολογικά
κλαδωτά: κλαδωτά νύχια
> νύχια > πουλολογικά
κλαδωτό: είδη πανιών
> πανιά
κλαδωτός: πουλί >
πουλολογικά
κλαίω: δάκρυ >
φυσιολογικά
κλάμα: δάκρυ >
φυσιολογικά
κλάμα: δάκρυ >
φυσιολογικά
κλαμδάνι: μπρούντζος
> μέταλλα και χημικά
κλάμπανος: κλάμπανος
> του χωραφιού
κλανιά: πορδή >
φυσιολογικά
κλανιάρης: πορδή > φυσιολογικά
κλάνω: πορδή >
φυσιολογικά
κλάπα: σίδερο που
δένει μαζί τις πέτρες > κλάπα > του χτίστη
κλαπαδόρα: μπρούτζινα
όργανα > του μουσικού
κλαπαταριά: τα χοντρά
φτερά > φτερό > πουλολογικά
κλαπάτσα: απροσδιόριστες
αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλαπάτσα: στα γίδια
> αρώστιες ζώων
κλαπάτσα: αρώστια του
συκοτιού (κλαπατσιάζει το πρόβατο) > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
κλαπατσίμπαλα: κύμβαλα;
> όργανα > του μουσικού
κλάπες: τα σίδερα που
δένουν τους ρεζέδες > πόρτα > του χτίστη
κλάρα: κλαδί >
φυτολογικά
κλάρα: Gypaetus
barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
κλαρί: κλαδί >
φυτολογικά
κλαρικό: κλαδί >
φυτολογικά
κλαρινέτο: κλαρίνο
> του μουσικού
κλαρίνο: κλαρίνο >
του μουσικού
κλαροπόντικο: Microtus
agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά
κλάσιμο: πορδή >
φυσιολογικά
κλαστάδες: ελιές >
του φαγιού
κλάψα: δάκρυ >
φυσιολογικά
κλάψας: Μάρτης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
κλαψομάρτης: Μάρτης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κλαψοπούλι: Strix
scops > κλαψοπούλι > πουλιά
κλειδαράδικο: κλειδαράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδαράς: κλειδαράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδαριά: κλειδαράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδαριά: κλειδαριά
> του χτίστη
κλειδάς: κλειδαράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδί: αλέτρι >
του χωραφιού
κλειδί: κλειδαράς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κλειδί: κλειδαριά >
του χτίστη
κλειδί: νεροδέτης >
του χωραφιού
κλειδί: κλειδί της
πόλης = μαίαντρος > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά
κλειδοβάσταγο: της
νοικοκυράς (με κρατητήρες) > κλειδοβάσταγο > του σπιτικού
κλειδοκόκκαλο: το
κόκκαλο που ενώνει τους ώμους με το στήθος > κλειδοκόκκαλο > κόκκαλα
κλειδοπίνακο: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κλειδοστόμισμα: βουβός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλειδοχρονιά: πρώτη
του Σετέβρη > χρόνος > της μέρας και της ώρας
κλείδωση: αρμός >
κόκκαλα
κλειδωτήρι: θηλυκωτήρι
της ζώνης > ζώνη > ρούχα
κλείνει: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλείνει: το σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κλείσμα: για στέρφα
πρόβατα > μάντρα > της βοσκής
κλείσμα: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κλεισούρα: μέρη του
βουνού > τοπογραφικά
κλειστό: μέρη του
κάστρου > του χτίστη
κλειωνάς: Parus ater
> μαλαθρίτης > πουλιά
κλεφτάκια: παιδιών
> παιγνίδια
κλέφτηκαν: κλέψιμο
> οικογενειακά
κλέφτηκε: κλέψιμο >
οικογενειακά
κλέφτης: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
κλεφτογέννα: νόθος
> οικογενειακά
κλεφτοκάικο: είδη
καραβιών > καράβια
κλεφτός: κλεφτός ύπνος
> ύπνος > φυσιολογικά
κλεφτοσπηλιά: σπηλιά
> τοπογραφικά
κλεφτοφάναρο: λύχνος
> του σπιτικού
κλεφτοφάναρο: το
φαναράκι που μεταχειρίζεται ο φαναρτζής για να λιώσει το καλάι όταν θέλει να
κάνει μια κόληση > κλεφτοφάναρο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κλέψιμο: απαγωγή >
κλέψιμο > οικογενειακά
κλήδονας: μάγια >
δαιμονικά
κλήδωνα: του κλήδωνα
> είδη χορών > χοροί
κλήμα: κούτσουρο >
φυτολογικά
κληματαριά: αμπέλι
> του τρύγου
κληματαριά: κληματαριά
> του χωραφιού
κληματσίδα: κούτσουρο
> φυτολογικά
κλησάκι: εκκλησιά >
της εκκλησιάς
κλησάρης: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
κλησάρισα: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
κλησατόρισα: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
κλησιά: εκκλησιά >
της εκκλησιάς
κλησούλα: εκκλησιά
> της εκκλησιάς
κλησουράκι: εκκλησιά
> της εκκλησιάς
κλησούρι: εκκλησιά
> της εκκλησιάς
κλητήρας: αστυνόμος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κλιάστρα: γάλα >
της βοσκής
κλιβάνι: θώρακας >
μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
κλίμα: κλίμα >
καιρικά
κλινάφτης: άλογο >
του αγωγιάτη και του αμαξά
κλίνει: ο ήλιος >
βασίλεμα > αστρικά
κλινόπωρο: χινόπωρο
> της μέρας και της ώρας
κλιτσί: ψιλό σύρμα
> μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
κλιτσινάρι: Paguridae
οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κλίφι: κρεβάτι >
του σπιτικού
κλίφι: λινό σκέπασμα
για να μη σκονίζεται το έπιπλο > μακάτι > του σπιτικού
κλοκιό: αγγιά και δοχεία
> του τσουκαλά και του γυαλά
κλοξάρι: Syrnium aluco
> κουκουβάγια > πουλιά
κλόξος: λόξιγκας >
φυσιολογικά
κλουβιάζω: κλουβιάζω
> πουλολογικά
κλούβιο: αβγό >
πουλολογικά
κλουκλουκίζω: κουκλουκίζω
> φυσιολογικά
κλυστήρι: κλυστήρι
> γιατρικά
κλώθω: ρόκα > του
αργαλιού και της ρόκας
κλωνά: κλωστή >
ραφτικά
κλωνάρι: κλαδί >
φυτολογικά
κλωνί: καρπός >
φυτολογικά
κλωνί: κάτι > του
αργαλιού και της ρόκας
κλωνί: κλαδί >
φυτολογικά
κλωνί: κλωστή >
ραφτικά
κλωνιά: κλωστή >
ραφτικά
κλωνιά: οι σπάγγοι της
σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
κλώνος: κλαδί >
φυτολογικά
κλώνος: κλωστή >
ραφτικά
κλώσμα: γνέμα > του
αργαλιού και της ρόκας
κλώσσα: κότα >
πουλολογικά
κλώσσα: κλώσσα με τα
κλωσσόπουλα > αστερισμοί > αστρικά
κλωσσαριά: αστερισμοί
> αστρικά
κλωσσαροπούλα: κότα
> πουλολογικά
κλωσσαρόπουλο: κότα
> πουλολογικά
κλωσσοπούλι: κότα >
πουλολογικά
κλωσσοπούλι: πεταρούδι
> πουλολογικά
κλωσσόπουλο: κότα >
πουλολογικά
κλώσσος: Strix flammea
> κλώσσος > πουλιά
κλωσσού: κότα > πουλολογικά
κλωστές: ίνες >
ψαχνό > ανατομικά κατατόπια
κλωστή: κλωστή >
ραφτικά
κλώστης: ροδάνι >
του αργαλιού και της ρόκας
κλωτσάει: κλωτσάει το
δέντρο = κάνει λουλούδια μα δε δένουν > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά
κλωτσοτύρης: τυράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κλωτσοτύρι: τυρί >
του φαγιού
κνα: είδη βαφών >
του βαφιά
κνας: είδη βαφών >
του βαφιά
κνικάτος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κόβει: το χρώμα >
του ζουγράφου
κόβω: κλαδέβω > του
χωραφιού
κόθρο: κουδούνι >
της βοσκής
κοιλάτο: γελάδι >
της βοσκής
κοιλιά: κοιλιά >
όργανα
κοιλιάρφανος: που
είναι κιόλας αρφανός σα γεννηθεί > ορφανός > οικογενειακά
κοιλιές: κρέας >
του φαγιού
κοιλιοδρόμι: διάροια
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλιόπονος: διάροια
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλιορεμάρα: δυσεντερία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλιόρεψη: δυσεντερία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλό: μόδι > του
χωραφιού
κοιλόπονος: διάροια
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοιλοπονώ: γεννώ >
βιολογικά
κοιμήθηκε: γέρνει από
τη μια μεριά και δε σηκώνεται πια > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
κοιμηθιό: ύπνος >
φυσιολογικά
κοίμηση: ύπνος >
φυσιολογικά
κοιμήσι: ύπνος >
φυσιολογικά
κοιμησιό: ύπνος >
φυσιολογικά
κοιμητήρι: πεθαμενατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κοιμητικός: χασμούρημα
> φυσιολογικά
κοιμίζω: δουλιές του
γιατρού > γιατρικά
κοιμισιά (τα): κρεβάτι
> του σπιτικού
κοίμισμα: ύπνος >
φυσιολογικά
κοιμιστικό: γιατρικό
> γιατρικά
κοινωνιά: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
κοινωνία: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
κοινωνώ: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
κοιτάστρια: το ξύλο
που κάθουνται και κοιμούνται οι όρνιθες > κοτέτσι > του χτίστη
κόκα: κωμικά >
κεφάλι > κόκκαλα
κοκίτης: κοκίτης >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκαλήθρα: ραχοκόκκαλο
> κόκκαλα
κοκκαλιάζει: το κρύο
> καιρικά
κοκκάλιασμα: ξύλωμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόκκαλο: σφαχτό >
του φαγιού
κοκκάλωμα: κομάρα >
φυσιολογικά
κοκκάλωμα: ξύλωμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκαλωτής: βορίσματα
> καιρικά
κοκκίνα: κοκκίνα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόκκινα: αβγά > του
φαγιού
κοκκινάβαρι: το κόκκινο
χρώμα που σημαδέβουν οι μαραγκοί τα ξύλα > είδη βαφών > του βαφιά
κοκκινάδα: κοκκίνα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκινάδα: κοκκινίζω
> φυσιολογικά
κοκκινάδι: είδη βαφών
> του βαφιά
κοκκιναντεράς: κοκκινίζουν
τ' άντερα και ψοφάει το πρόβατο > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
κοκκινέλι: κρασί >
του φαγιού
κόκκινη: κοκκίνα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοκκινίζω: κοκκινίζω
> φυσιολογικά
κοκκινίλα: χρώμα >
του ζουγράφου
κοκκίνισμα: κοκκίνισμα
> φυσιολογικά
κοκκινόγεια: γη >
του χωραφιού
κοκκινογή: γη > του
χωραφιού
κοκκινογούλια: λαχανικά
> του φαγιού
κοκκινόκωλος: Phoenicurus
phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά
κοκκινολαίμης: Erithacus
rubecola > πυρούλας > πουλιά
κοκκινόμαβρος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κοκκινομάγουλος: μάγουλο
> ανατομικά κατατόπια
κοκκινομάλης: μαλί
> ανατομικά κατατόπια
κοκκινομύτης: Pyrrhocorax
> κοκκινομύτης > πουλιά
κοκκινόξυλο: ξύλα >
του μαραγκού
κοκκινόπετρα: πέτρα
> πέτρες
κοκκινοράδης: Phoenicurus
phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά
κόκκινος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κοκκινούλης: κόκκινος
> του ζουγράφου
κοκκινούτσικος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κοκκινόχωμα: γη >
του χωραφιού
κοκκινόχωμα: κοκκινόχωμα
> του τσουκαλά και του γυαλά
κοκκινόχωμα: αιματίτης
> σίδερο > μέταλλα και χημικά
κοκκινωπός: κόκκινος
> του ζουγράφου
κοκκωβιός: Gobiidae
γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας
κοκλάνος: Mugil
cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κοκολόγημα: σταχολογώ
> του χωραφιού
κοκολόγι: απομεινάρια
από τη σοδιά των καρπών > κοκολόγι > του χωραφιού
κοκολογιέμαι: κακαρίζω
> πουλολογικά
κόκορας: Gallus
domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκορέτσι: κρέας >
του φαγιού
κοκόρι: Gallus
domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκότι: Gallus
domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκοτός: Gallus
domesticus > πετεινός > πουλιά
κοκώνια: καρπός >
φυτολογικά
κόλα: αλέβρι > του
φαγιού
κόλα: αρρώστιες φυτών
> φυτολογικά
κόλα: γραφικά > του
σπιτικού
κόλα: κόλα > του
μαραγκού
κόλα: ξόβεργα > του
κυνηγού
κόλαβρος: Scarabaeidae
> σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
κολάνι: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
κολαουζέρης: αυτός που
βαστά το σκοινί του βουτηχτή και του μιλάει "τσιμπώντας" >
βουτηχτής > αρμενίσματα
κολαούζος: οδηγός >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κολάρος: ασπρόρουχα
> ρούχα
κόλας: πουκάμισο της
κόλας > ασπρόρουχα > ρούχα
κολάστρα: γάλα >
της βοσκής
κολατσιό: πρόγεμα >
του φαγιού
κολήγας: κολήγας >
του χωραφιού
κοληγιάζω: κολήγας
> του χωραφιού
κοληγιάτικο: αφτό που
πλερώνει ο παχτωτής > κολήγας > του χωραφιού
κόλημα: κόλημα >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κόληση: κόλημα >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
κολησόψαρο: Leptecheneis
naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
κολητσιάνος: τσουκνίδα
> όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κολητσίδα: Leptecheneis
naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας
κολιάνιτσα: στα γίδια
> αρώστιες ζώων
κόλιαντρο: μπαχαρικά
> του φαγιού
κολίκι: ψωμί > του
φαγιού
κολίνα: βορβός >
φυτολογικά
κολιός: Scomber
scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας
κολιός κολυμπητός: ψάρια
και χαβαρικά > του φαγιού
κολιστάκια: οι γάντζοι
του σαμαριού για να δένουνε σκοινιά ή να κρεμάζουν πράματα > μέρη του
σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κολιτσάνι: Patella
vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κολοκάσια: λαχανικά
> του φαγιού
κολοκοτρώνης: μαχαίρι
> του πολεμιστή
κολοκύθα: λαχανικά
> του φαγιού
κολοκυθάκι: λαχανικά
> του φαγιού
κολοκυθάτο: κρέας >
του φαγιού
κολοκύθι: λαχανικά
> του φαγιού
κολοκυθόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
κολοκυθοσαλάτα: σαλάτα
> του φαγιού
κολόμπα: το κάτω μέρος
του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού
κολόνα: κολόνα >
του χτίστη
κολόπι: ψωμί > του
φαγιού
κολόστρα: γαλούσα >
βιολογικά
κολπετίνι: αποπληξία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόλπος: αποπληξία >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόλυβα: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κόλυβα: βραστό σιτάρι
για μνημόσυνο > ψωμί > του φαγιού
κολυβοζούμι: ζουμί
> του φαγιού
κολυμπήθρα: βάφτισμα
> οικογενειακά
κολυμπήθρα: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κολυμπήστρα: σάλι >
του καραβιού
κολυμπητές: ελιές >
του φαγιού
κολύμπι: κολυμπώ >
αρμενίσματα
κολύμπρι: Nannus
troglodytes > βασιλάκης > πουλιά
κολυμπώ: κολυμπώ >
αρμενίσματα
κομάρα: κομάρα >
φυσιολογικά
κομάτια: χοντρά
κομάτια μέταλλο αντί σκάγια > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή
κοματιάζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κοματιαστό: κρέας >
του φαγιού
κομένα: μακαρόνια >
του φαγιού
κομένο: κρασί > του
φαγιού
κομένο: κομένο χώμα
> μαντρότοιχος > του χτίστη
κομήτης: κομήτης >
αστρικά
κομοδίνο: κομός >
του σπιτικού
κομόνι: τόπος κοινός
όπου βόσκουν του χωριού τα ζωντανά > βοσκή > της βοσκής
κομός: κομός > του
σπιτικού
κομπαλάκι: ρόζος >
φυτολογικά
κομπασάρω: κομπασάρω
τον καιρό > καρδινιάζω > αρμενίσματα
κόμπια (τα): πόδι >
κόκκαλα
κόμπια (τα): καρπός
> αρμός > κόκκαλα
κομπογιάννης: Acrocephalus
streperus > ποταμίδα > πουλιά
κομπογιαννίτης: γιατρός
> γιατρικά
κομποδένω: δένω στο
αντί τα γνέματα του διασιδιού > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και
της ρόκας
κόμποι: οι αρμοί στα
δάχτυλα > αρμός > κόκκαλα
κομπολόγι: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κόμπος: ρόζος >
φυτολογικά
κόμπος: κόμπος του
τριανταφυλλιού = ο καρπός αφού ξεφλουδίσει το λουλούδι > καρπός >
φυτολογικά
κόμπος: το καινούριο
φίλο που μόλις αρχίζει να ξεφυτρώνει > μάτι > φυτολογικά
κομποσκοίνι: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
κομπόστα: γλυκά >
του φαγιού
κομπωτές: κομπωτές
πλεξούδες > μαλί > ανατομικά κατατόπια
κονάκι: κατοικιά >
του χτίστη
κονάκι: σπίτι > του
χτίστη
κονάκι: στοιχιό >
δαιμονικά
κονάκι: gongylus
ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά
κονάτσι: στοιχιό >
δαιμονικά
κονιάκ: κρασί > του
φαγιού
κόνιδα: το αβγό της
ψείρας > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια
κονίζαλος: σρόβιλος
σκόνης > ανεμική > καιρικά
κόνισμα: κονίσματα
> της εκκλησιάς
κονίσματα: κονίσματα
> της εκκλησιάς
κονσόλα: φορούσο >
του χτίστη
κονταβγή: αβγή >
αστρικά
κοντάκι: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
κοντάρι: βέργα >
του χωραφιού
κοντάρι: κατάρτια >
του καραβιού
κοντάρι: κοντάρι >
του πολεμιστή
κοντάρι: σταλίκι >
της ψαρικής
κοντάρια: πήγε τρία
κοντάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
κονταρόξυλο: το
κοντάρι της παντιέρας > κονταρόξυλο > του καραβιού
κονταρούδια: σύκα >
του φαγιού
κοντό: παπούτσι >
του παπουτσή
κοντό: τσοπάνικο
πουκάμισο > ασπρόρουχα > ρούχα
κοντοβίστης: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοβραδιάζει: σούρουπο
> της μέρας και της ώρας
κοντόβραδο: βράδυ >
της μέρας και της ώρας
κοντοβράκι: βρακί >
ρούχα
κοντόγερμα: βασίλεμα
> αστρικά
κοντογούνι: σιγγούνι
> ρούχα
κοντοδειλινό: δείλι
> της μέρας και της ώρας
κοντοήμερα: αβγή >
αστρικά
κοντοθάλασσο: μικρά
και πυκνά κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού
κοντοθωρίζω: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντόθωρος: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοκλαδέβω: κλαδέβω
> του χωραφιού
κοντομάλης: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
κοντόμαλο: μαλί >
της βοσκής
κοντομάσταρη: πρόβατο
> της βοσκής
κοντομάτης: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντομάχαιρο: μαχαίρι
> του πολεμιστή
κοντομεσιάζω: κοψομέσιασμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντομούρης: πρόσωπο
> ανατομικά κατατόπια
κοντόξυλο: ραβδί > του
πολεμιστή
κοντοπήγαδο: πηγάδι
> του χωραφιού
κοντοπλέβρια: τα πιο
κάτω παγίδια > παγίδια > κόκκαλα
κοντοπόδαρος: κοντοπόδης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοποδαρούσα: απίδι
> του φαγιού
κοντοποδαρούσα: κοντοπόδης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοπόδης: κοντοπόδης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοράσο: παπαδίστικα
ρούχα > ρούχα
κοντοραχιά: ράχη >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοντόραχο: ράχη >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοντοραχούλα: ράχη
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοντοστάβρια: μέρη του
μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
κοντόστρατο: δρόμος
> τοπογραφικά
κοντοτούφεκο: τουφέκι
> του πολεμιστή
κοντοτσάγρα: τσάγρα
> του πολεμιστή
κόντουρο: άλογο >
του αγωγιάτη και του αμαξά
κοντόφλεπος: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντόφταρμος: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντόφτερος: φτερό
> πουλολογικά
κοντόφωτος: κοντομάτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντοχέρης: κουλός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόντρα: ουλή >
πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντράρω: κοντράρω >
αρμενίσματα
κοντραστάρω: κοντράρω
> αρμενίσματα
κοντραφλόκος: πανιά
> του καραβιού
κοντραφόσα: μέρη του
κάστρου > του χτίστη
κοντρί: κορμός >
φυτολογικά
κοντρί: πέτρα >
πέτρες
κοντριάζει: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντριάρικος: πληγή
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοντριασμένος: πληγή
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόντυλα: απάλωνα >
του χωραφιού
κόντυλας: το μέρος του
καλαμιού που είναι ανάμεσα στα γόνατα > κόντυλας > φυτολογικά
κοντύλι: γραφικά >
του σπιτικού
κοντύλι: νέβρο >
κοντύλι > ανατομικά κατατόπια
κόξα: πόδι >
ανατομικά κατατόπια
κόξι: χαρτιά >
παιγνίδια
κοπαδαριά: βοσκός >
της βοσκής
κοπάδι: κοπάδι >
της βοσκής
κοπαδιά: κοπάδι >
της βοσκής
κοπαδιάζω: χωρίζω τα
πράματα σε κοπάδια > κοπαδιάζω > της βοσκής
κοπαδιάρης: βοσκός
> της βοσκής
κοπανάκι: κοπανάκι
> του αργαλιού και της ρόκας
κοπανέλι: κοπανάκι
> του αργαλιού και της ρόκας
κοπάνι: πρόβατο >
της βοσκής
κοπανίδα: πλύση >
του σπιτικού
κοπανίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κοπανισμένη: κοπανισμένη
γαλέτα > ψωμί > του φαγιού
κοπανιστή: ζάχαρη >
του φαγιού
κοπανιστή: τυρί >
του φαγιού
κοπανιστήρι: γουδί
> του μαγεριού
κοπανιστήρι: κόπανος
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κοπανιστό: κρέας >
του φαγιού
κόπανος: κόπανος >
σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κόπανος: πλύση > του
σπιτικού
κόπανος: σύνεργα του
χτίστη > του χτίστη
κοπανοτύρι: τυρί >
του φαγιού
κοπανούρα: σύνεργο για
να κάνουν νταντέλα > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας
κοπέλα: κόρη >
οικογενειακά
κοπελάρα: κόρη >
οικογενειακά
κοπελιά: κόρη >
οικογενειακά
κόπελος: κόπελος >
του χωραφιού
κοπελούδα: κόρη >
οικογενειακά
κοπελούδι: κόρη >
οικογενειακά
κοπή: κουρέβω > της
βοσκής
κοπή: μέρος κοπαδιού
> κοπάδι > της βοσκής
κοπίδα: ανατομικά >
ψαρολογικά
κοπίδι: αρβελιστήρι
> του μαγεριού
κοπίδι: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
κοπίδι: σύνεργα του
παπουτσή > του παπουτσή
κόπικας: Anthrenus
scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια
κόπιτσα: κόπιτσα >
ραφτικά
κόπος: επιληψία >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοπός (ο): πάτημα >
του κυνηγού
κοπριά: γη > του χωραφιού
κοπρομέλισα: Vespa
crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κοπροπούλι: Passer
> σπουργίτης > πουλιά
κόπτσα: κόπιτσα >
ραφτικά
κόρα: ψωμί > του
φαγιού
κοραδούρος: κατάστρωμα
> του καραβιού
κόρακας: Corvus corax
> κόρακας > πουλιά
κοράκι: κοράκι >
του καραβιού
κοράκι: πόρτα > του
χτίστη
κοράκι: Corvus corax
> κόρακας > πουλιά
κοράκια (τα δυο): κοράκι
> του καραβιού
κορακίνα: Corvus corax
> κόρακας > πουλιά
κορακιού (του): ακράπι
> του καραβιού
κορακοπόδι: ανθρακική
αμμωνία > χημικά > μέταλλα και χημικά
κορακοπούλι: Corvus
corax > κόρακας > πουλιά
κορακόπουλο: Corvus
corax > κόρακας > πουλιά
κοράκου: μάβρο του
κοράκου > μάβρος > του ζουγράφου
κοραλένιος: κοράλι
> πετράδια
κοράλι: κοράλι >
πετράδια
κοραντζίνα: Corvus
corone > κουρούνα > πουλιά
κορασάνι: κορασάνι
> του χτίστη
κορασιά: κόρη >
οικογενειακά
κορβέτα: είδη καραβιών
> καράβια
κόρδα: μέρη του
βιολιού > του μουσικού
κορδάτο: γλυκά >
του φαγιού
κορδέλα: αρμενισιά
> αρμενίσματα
κορδέλες: κορδέλες
> τοπογραφικά
κορδελιάζω: δουλιές
του ράφτη > ραφτικά
κορδελώνω: κάνω, τραβώ
κορδέλες > κορδέλες > τοπογραφικά
κόρδες: κορδέλες >
τοπογραφικά
κορδόνι: κορδόνι >
ραφτικά
κορδόνι: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
κόρη: κόρη >
οικογενειακά
κορίθια: σταφύλια >
του φαγιού
κοριός: Cimex
lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια
κοριστόπουλο: κόρη
> οικογενειακά
κορίτι: ποτιστής >
της βοσκής
κορίτος: ποτιστής >
της βοσκής
κοριτσέλι: κόρη >
οικογενειακά
κορίτσι: κόρη >
οικογενειακά
κορμαλιά: κορμός >
φυτολογικά
κορμαριά: κορμός >
φυτολογικά
κορμάτο: άλογο >
θηλαστικά
κορμιασμένο: αβγό που
άρχισε να κορμιάζει μέσα του το πουλί > αβγό > πουλολογικά
κορμός: κορμός >
φυτολογικά
κορμοφανέλα: ασπρόρουχα
> ρούχα
κορνέτο: μπρούτζινα
όργανα > του μουσικού
κορνίζωμα: πόρτα >
του χτίστη
κόρνιο: το κόρνιο του
ασκού > ασκομαντούρα > του μουσικού
κορόμηλο: μήλο >
του φαγιού
κορόνα: παπαδίστικα
ρούχα > ρούχα
κορόνα: κορόνα ή
γράμματα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια
κορονάτο: Leptocephalus
conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας
κοροστάρι: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
κορού: κόρη >
οικογενειακά
κορούδα: κόρη >
οικογενειακά
κορούλα: κόρη >
οικογενειακά
κόρπα: μάβρα > γίδι
> της βοσκής
κορσές: στηθόπανο >
ρούχα
κορτάνα: τεταρταίος
> θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόρυζα: στις κότες
> αρώστιες ζώων
κόρυζα: Cimex
lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια
κορυφάδα: κορφή >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορυφιάς: δοκαρωσιά
> του χτίστη
κορυφιάτης: δοκαρωσιά
> του χτίστη
κορφάδα: κορφή >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφάδι: κορφή >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφάδι: κορφή κλαδιού
> κλαδί > φυτολογικά
κορφάρι: δοκαρωσιά
> του χτίστη
κορφή: κορφή > μέρη
του βουνού > τοπογραφικά
κορφή: κρέμα πετσωμένη
> γάλα > της βοσκής
κορφιάζω: δουλιές του
χτίστη > του χτίστη
κορφιάς: δοκαρωσιά
> του χτίστη
κόρφιασμα: δοκαρωσιά
> του χτίστη
κορφίτης: στόμα >
όργανα
κορφοβούνι: βουνό >
τοπογραφικά
κορφοβούνι: κορφή >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κορφολόγημα: χορτολογώ
> του χωραφιού
κορφολόγος: γεωργός
> του χωραφιού
κορφολογώ: κλαδέβω
> του χωραφιού
κορφολογώ: ξεματίζω
> του χωραφιού
κορφολογώ: χορτολογώ
> του χωραφιού
κόρφος: κόρφος >
της θάλασσας και του καιρού
κοσκινάς: κοσκινάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κοσκινάς: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοσκινίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κοσκινίτης: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόσκινο: κοσκινάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κόσκινο: κόσκινο >
του μαγεριού
κοσκινού: κοσκινάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κοσμοδέσποινα: δέσποινα
> δαιμονικά
κοσμόπαπας: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
κοσμοχαλασιά: κακοκαιριά
> καιρικά
κοσμοχαλασμός: κακοκαιριά
> καιρικά
κοσούνα: παιδιών >
παιγνίδια
κόσσα: δρεπάνι >
του χωραφιού
κοσσίζω: θερίζω >
του χωραφιού
κόσσισμα: θερίζω >
του χωραφιού
κοστούμι: φόρεμα >
ρούχα
κότα: κότα >
πουλολογικά
κότα: πετεινός >
πουλιά
κοτάκι: πετεινός >
πουλιά
κοταρίδα: κοταρίδα
> όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοταρίδα: πέτρα >
πέτρες
κοτερά: πουλί >
πουλολογικά
κότερο: είδη καραβιών
> καράβια
κοτέτσι: κοτέτσι >
του χτίστη
κοτόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
κοτόπουλο: πετεινός
> πουλιά
κοτρόνα: πέτρα >
πέτρες
κοτρόνι: πέτρα >
πέτρες
κότσα: Sparus aurata
> τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
κοτσάκι: μέρη του
σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κότσαλα: απάλωνα >
του χωραφιού
κότσαλο: καρπός >
φυτολογικά
κοτσάνι: κοτσάνι >
φυτολογικά
κοτσάρω: κοτσάρω τα
πανιά, την μπούμα > κοτσάρω > αρμενίσματα
κότσι: κάλος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κότσι: πόδι >
κόκκαλα
κότσι: χαρτί της φυλής
που κερδίζει τις άλλες φυλές > χαρτιά > παιγνίδια
κότσια: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
κοτσίδα: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
κοτσίνα: χαρτιά >
παιγνίδια
κοτσιπίδα: κασίδα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κότσιφας: Merula
merula > κότσιφας > πουλιά
κοτσίφι: Crenilabrus
pavo > κοτσίφι > ψάρια της θάλασσας
κοτσίφι: Merula merula
> κότσιφας > πουλιά
κοτσοκορφώ: ξεματίζω
> του χωραφιού
κοτσομούρα: Mugil
cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας
κότσος: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
κοτσούνα: παιδιών >
παιγνίδια
κουβά: με τον κουβά
> βροχή > καιρικά
κουβαλητής: χαμάλης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουβαλώ: κηδεία >
οικογενειακά
κουβαράς: λινάρι >
του αργαλιού και της ρόκας
κουβάρι: γνέμα >
του αργαλιού και της ρόκας
κουβαρίδα: Myriapoda
> σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
κουβαρίστρα: Myriapoda
> σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια
κουβάς: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουβελάς: μελισουργός
> του χωραφιού
κουβέλι: μέλισα >
σκουλήκια και ζωύφια
κουβέρτα: κατάστρωμα
> του καραβιού
κουβέρτα: κρεβάτι >
του σπιτικού
κουβούκλι: θόλος >
του χτίστη
κουβούκλι: κληματαριά
> του χωραφιού
κουβούσι: αμπάρι >
του καραβιού
κούδα: χαρτί χωρίς
αξία στο παιγνίδι > χαρτιά > παιγνίδια
κουδουμιές: ξερά
λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού
κουδούνα: μπροστάρης
> της βοσκής
κουδούνα: για γκεσέμι
> κουδούνι > της βοσκής
κουδουνάδικο: κουδουνάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδουνάς: που κάνει
τα σφυρικά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδουνάτος: Anas
platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά
κουδούνες: αποτρυγίδια
> του τρύγου
κουδούνι: κουδουνάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδούνι: κουδούνι
> της βοσκής
κουδουνιά: κουδούνι
> της βοσκής
κουδούνια: αποτρυγίδια
> του τρύγου
κουδουνιάτικο: κουδουνάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουδουνιστή: κουδουνιστή
σπηλιά (με αντίλαλο) > σπηλιά > τοπογραφικά
κουδουνίστρα: για μωρά
> παιδιών > παιγνίδια
κουδουνίστρα: κουδούνια
μωρού > κουδουνίστρα > του μουσικού
κουζάκι: παιδιών >
παιγνίδια
κουζίνα: κάμερες του
σπιτιού > του χτίστη
κουζουλαίνω: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουζουλέβω: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουζουλιά: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουζουλός: τρελός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκάχερο: άχερο >
του χωραφιού
κουκιά: λαχανικά >
του φαγιού
κουκίτης: κοκίτης >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούκλα: καρπός >
φυτολογικά
κούκλα: παιδιών >
παιγνίδια
κουκλί: φακιόλι >
ρούχα
κουκλοπετεινός: Upupa
epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
κούκλος: Meleagris
gallopavo > γάλλος > πουλιά
κουκλουκιά: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουκλουκίζω: κουκλουκίζω
> φυσιολογικά
κουκλούκισμα: κουκλουκίζω
> φυσιολογικά
κούκος: Cuculus
canorus > κούκος > πουλιά
κουκουβάγια: Syrnium
aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κουκουβάς: Syrnium
aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κούκουβας: Syrnium
aluco > κουκουβάγια > πουλιά
κουκουδάς: χαλάζι που
ρίχνεις μικρές χαλαζόπετρες > χαλάζι > καιρικά
κουκούδι: πανούκλα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκούδι: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκουδιάζω: σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουκουδιάρης: σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούκουδο: καρπός >
φυτολογικά
κουκούλα: κουκούλα
> ρούχα
κουκούλα: μέρη του
αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κουκούλα: ψωμί >
του φαγιού
κουκούλα: ολός του
αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κουκουλήθρα: μισοκατεργασμένο
μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας
κουκουλόσπορος: αβγά
του μεταξοσκουληκιού > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια
κουκούμαγκας: μαμούνι
των κουκιών > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια
κουκούμανος: κατσιμάμουνας
> σκουλήκια και ζωύφια
κουκούμι: καζάνι >
του μαγεριού
κουκούμυαλος: κατσιμάμουνας
> σκουλήκια και ζωύφια
κουκουμυτίζω: ξεματίζω
> του χωραφιού
κουκουνάρι: καρπός
> φυτολογικά
κουκούρι: πύργος από
πέτρες σωριασμένος > κάστρο > του χτίστη
κουκουρίζω: σαν το
περιστέρι > κουκουρίζω > πουλολογικά
κουκούρισμα: κουκουρίζω
> πουλολογικά
κούκουρο: των
τσοπάνηδων > σταλίκι > του χωραφιού
κουκούτσα: Chelonia |
χελώνα της λίμνης > χελώνα > σερπετά
κουκούτσι: καρπός >
φυτολογικά
κούλα: κάστρο > του
χτίστη
κουλάδα: κουλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλαίνομαι: κουλός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλαίνω: κουλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλάς: κάστρο >
του χτίστη
κούλας: άλογο >
θηλαστικά
κουλέθρα: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
κουλές: κάστρο >
του χτίστη
κουλιάρι: Platalea
leucorodia > χουλιάρι > πουλιά
κουλιάστρα: γάλα >
της βοσκής
κουλιμπές: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
κούλιο: πρόβατο >
της βοσκής
κούλο: σταχτοκόκκινο
> άλογο > θηλαστικά
κουλός: κουλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούλος: Cygninae >
κύκνος > πουλιά
κούλουθρο: κουτάλα για
να ταράζουν το γάλα όταν το βράζουν για να κάνουνε μιτζήθρα > κούνουθρο >
της βοσκής
κουλούκι: σκύλος >
θηλαστικά
κουλουκουρίζω: κουρέβω
> της βοσκής
κούλουμα (τα): νηστεία
> του φαγιού
κουλούπι: ψωμί >
του φαγιού
κουλούρα: μέρη της
άγκυρας > του καραβιού
κουλούρα: ψωμί >
του φαγιού
κουλούρα: ψωμί >
του φαγιού
κουλούρα: μπουλωγμένη
κουλούρα = παπαδίστικος κώτσος > μαλί > ανατομικά κατατόπια
κουλουράς: κουλουρτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουλούρι: κουλουρτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουλούρι: ψωμί >
του φαγιού
κουλουριαστό: φίδι
> σερπετά
κουλουρίδα: φίδι >
σερπετά
κουλουρτζής: κουλουρτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουλοχέρης: κουλός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουλτακίζει: κουνιέται
αν και είναι μπουνάτσα > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα
κουμανταρία: κρασί
> του φαγιού
κουμαράς: τσουκαλάς
> του τσουκαλά και του γυαλά
κουμάρι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουμάσι: κοτέτσι >
του χτίστη
κουμιάζω: κουμιάζω τα
λαγωνικά > κούμος > του χτίστη
κούμος: κοτέτσι >
του χτίστη
κούμος: σκυλόσπιτο
> κούμος > του χτίστη
κούμουλας: πέτρα >
πέτρες
κουμούλια: αμπέλι >
του χωραφιού
κουμούτσι: λεμπούσι
ξεσπυρωμένο > καρπός > φυτολογικά
κουμπάνια: προμήθειες
του καραβιού > κουμπάνια > του καραβιού
κουμπαράς: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουμπαράς: μέρος του
κανονιού > του πολεμιστή
κουμπάρι: γαλιόνι >
είδη καραβιών > καράβια
κουμπαριά: κουμπάρος
> οικογενειακά
κουμπαριάζω: κουμπάρος
> οικογενειακά
κουμπαριό: κουμπάρος
> οικογενειακά
κουμπάρος: κουμπάρος
> οικογενειακά
κουμπές: θόλος >
του χτίστη
κουμπί: κουμπί >
ραφτικά
κουμπί: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
κουμπί: μήτρα >
όργανα
κουμπί: ο δίσκος του
πορτοκαλιού > καρπός > φυτολογικά
κουμποθήκλια: κουμπί
> ραφτικά
κουμποθηλιά: κουμπί
> ραφτικά
κουμπότρυπα: κουμπί
> ραφτικά
κουμπότρυπα: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
κουμπούζι: κουμπούζι
> του μουσικού
κουμπούρα: διμούτσουνη
κουμπούρα > πιστόλι > του πολεμιστή
κουμπούρι: πιστόλι
> του πολεμιστή
κουμπούρι: σαγίτα >
του πολεμιστή
κουμπουριά: έπεσε μια
κουμπουριά > πιστόλι > του πολεμιστή
κούμπωμα: μάγεμα >
δαιμονικά
κουμπωτήρι: κουμπωτήρι
> του παπουτσή
κουνάβι: Mustela
martes > κουνάβι > θηλαστικά
κουνάδι: Mustela
martes > κουνάβι > θηλαστικά
κουναδόγουνα: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
κουνέλα: Lepus
cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά
κουνέλι: Lepus
cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά
κουνήματα: κουνήματα
του καραβιού > αρμενίσματα
κουνημένος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούνια: κρεβάτι >
του σπιτικού
κούνια: παιδιών >
παιγνίδια
κούνια: μασχαλιστήρ
> κούνια > γιατρικά
κουνιάδα: σύγαμπρος
> οικογενειακά
κουνιάδος: σύγαμπρος
> οικογενειακά
κουνιστή: καρέκλα >
του σπιτικού
κουνίστρα: καρέκλα
> του σπιτικού
κουνίστρα: κρεβάτι
> του σπιτικού
κουνόπετρα: πέτρα >
πέτρες
κούνος: καρπός >
φυτολογικά
κούνουθρο: κούνουθρο
> της βοσκής
κούνουπας: Culicidae
γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια
κουνούπι: Culicidae
γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια
κουνουπίδια: λαχανικά
> του φαγιού
κουντούρα: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
κουντούρα: τσαμπί >
φυτολογικά
κουντουράδικο: παπουτσάδικο
> του παπουτσή
κουντουράς: παπουτσής
> του παπουτσή
κούντουρος: Φλεβάρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κουντραμπάντα: κουντραμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουντραμπατζής: κουντραμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κούντρος: κατάρτια
> του καραβιού
κούπα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουπάκι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουπάς: λάμνω >
αρμενίσματα
κουπαστή: κατάστρωμα
> του καραβιού
κουπατζής: λάμνω >
αρμενίσματα
κουπέ: αμάξι > του
αγωγιάτη και του αμαξά
κουπί: κουπί > του
καραβιού
κουπιά: λάμνω >
αρμενίσματα
κουπολάτης: λάμνω >
αρμενίσματα
κουπολατιά: λάμνω >
αρμενίσματα
κουπολατώ: λάμνω >
αρμενίσματα
κούπραινας: σβέρκος
> ανατομικά κατατόπια
κουράδα: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
κουραδάς: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
κουραμάνα: ψωμί >
του φαγιού
κούρβα: μέρη του
σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά
κούρβουλο: κούτσουρο
> φυτολογικά
κουρδιστήρι: κουρδιστήρι
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κουρέας: κουρέας >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κουρέβω: κουρέας >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κουρέβω: κουρέβω >
της βοσκής
κουρείο: κουρέας > άλλες
τέχνες και σύνεργα
κούρεμα: κουρέας >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κούρεμα: κουρέβω >
της βοσκής
κουρεμαδιά: χήρα >
οικογενειακά
κουρεφτής: κουρέβω
> της βοσκής
κουρέφτρα: διχάλα που
βαστάει το κεφάλι του γιδιού σαν το κουρέβουν > κουρέβω > της βοσκής
κουρζέτο: κουρζέτο
> του καραβιού
κουρίτι: ποτιστής >
της βοσκής
κούρκα: Meleagris
gallopavo > γάλλος > πουλιά
κουρκέτο: γλυκά >
του φαγιού
κούρκος: Meleagris
gallopavo > γάλλος > πουλιά
κούρκος: Vespa crabro
> αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
κουρκουλιανός: Alauda
arvensis > σιταρήθρα > πουλιά
κουρκούταβλος: Crocodilia
> κροκόδειλος > σερπετά
κουρκούτι: ζουμί >
του φαγιού
κουρκούτι: έγινε
κουρκούτι > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουρμούλα: κούτσουρο
> φυτολογικά
κουρμπούζι: κουμπούζι
> του μουσικού
κουρμπούτσι: άλλα
άρματα > του πολεμιστή
κουρναρέτα: παιδιών
> παιγνίδια
κουρνέλα: κανάλι >
του χτίστη
κούρνια: μέρος για
κούρνιασμα, για κοίτασμα > φωλιά > πουλολογικά
κούρνουπας: Merops
apiaster > μελισουργός > πουλιά
κουρντενέλι: πανιά
> πανιά
κούρος: κουρέβω >
της βοσκής
κούρος: ο καιρός που
κουρέβουν τα γιδοπρόβατα > κούρος > της βοσκής
κουρούμπλι: μικρό
μουρόφυλλο > φύλλο > φυτολογικά
κουρούνα: Corvus
corone > κουρούνα > πουλιά
κουρουνοπούλι: Pyrrhocorax
alpinus > κουρουνοπούλι > πουλιά
κουρούπα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουρούπης: φαλακρός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουρούπι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κουρούπι: γλάστρα >
του χωραφιού
κουρούπι: το κεφάλι
του είναι κουρούπι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουρουπιαστό: γλυκά
> του φαγιού
κούρσα: κούρσος >
του κούρσου και του φορτωτή
κουρσάρικο: καράβι
> καράβια
κουρσάρος: κούρσος
> του κούρσου και του φορτωτή
κουρσέβω: κούρσος >
του κούρσου και του φορτωτή
κουρσεμένος: αρωστημένος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούρσος: κούρσος >
του κούρσου και του φορτωτή
κουρτάλι: κρούταλο
> του μουσικού
κουρτελάτσα: κουρτελάτσα
> του καραβιού
κουρτέσα: κουρτέσα μου
> αγαπητικός > οικογενειακά
κουρτίζω: δουλιές του
χτίστη > του χτίστη
κουρτούνα: κουρτίνα
του κρεβατιού (του σοφά ύπνου) > κρέβατος > του σπιτικού
κουσβαράς: μπαχαρικά
> του φαγιού
κούσβος: πητάρι
σουσαμιού > πητάρι > του λιοτριβιού
κουσκούνι: χάμουρα
> του αγωγιάτη και του αμαξά
κουσκούσι: αλέβρι >
του φαγιού
κουτάβι: σκύλος >
θηλαστικά
κουτάβι: Carcharinidae
& Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας
κουτάλα: μαχαιροπήρουνα
> του μαγεριού
κουτάλα: πλάτη >
κόκκαλα
κουτάλαφας: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
κουτάλαφος: Locustidae
> ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κουτάλι: μαχαιροπήρουνα
> του μαγεριού
κούτελο: μέτωπο >
ανατομικά κατατόπια
κουτί: λειψανοθήκη
> εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
κούτικας: των
ηλικιωμένων > απαλό > κόκκαλα
κούτουλα: κούτουλα
> της βοσκής
κούτουλας: μονοκόματο
ξύλινο δοχείο με μακριά ουρά, σα μεγάλη χουλιάρα, για να βγάζουν το γάλα από το
λεβέτι > κούτουλα > της βοσκής
κούτουλας: στη Ρούμελη
ο κούτουλας είναι χαλκωματένια κατσαρόλα > κούτουλα > της βοσκής
κουτουνί: πανιά >
πανιά
κουτούπι: μέτωπο >
ανατομικά κατατόπια
κούτρα: κεφάλι >
κόκκαλα
κουτρούλης: φαλακρός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτρούλια: αμπέλι
> του χωραφιού
κουτρουλίζω: κλαδέβω
> του χωραφιού
κουτρούφια: αμπέλι
> του χωραφιού
κούτσα: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούτσα: παιδιών >
παιγνίδια
κούτσα: φιγούρα της
πλώρης > του καραβιού
κούτσαβλος: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσάγρα: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσάδα: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσαίνω: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούτσαμα: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσαμάρα: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούτσεμα: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσικέρα: γίδι >
της βοσκής
κουτσόγλωσσος: τσεβδός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοδάσκαλος: δάσκαλος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κουτσοκεράμιδο: κεραμίδι
> του χτίστη
κουτσόκερο: γίδι >
της βοσκής
κουτσοκουλόστραβος: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσομεσιάζω: κοψομέσιασμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσομυτώ: κορφολογώ
κουκιές > ξεματίζω > του χωραφιού
κουτσοπαντρεμένη: γάμος
> οικογενειακά
κουτσοπαντριά: γάμος
> οικογενειακά
κουτσόπλυση: πλύση
> του σπιτικού
κουτσοπόδαρος: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοποδαρόχειρος: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοπόδης: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοποδίζω: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσόρεμα: ρέμα >
τοπογραφικά
κουτσός: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσός: Φλεβάρης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
κουτσούβελο: παιδί
> οικογενειακά
κουτσούκος: Φλεβάρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κουτσουνάρα: αβλάκι
> του χωραφιού
κουτσουνάρα: κανάλι
> του χτίστη
κούτσουρα: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
κουτσουρίνα: κάποιο
πετρόψαρο > κουτσουρίνα > ψάρια της θάλασσας
κούτσουρο: κούτσουρο
> φυτολογικά
κουτσοφλέβαρος: Φλεβάρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κουτσοχέρης: κουλός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουτσοχώρι: χωριό >
τοπογραφικά
κουφά (τα): μέση >
ανατομικά κατατόπια
κουφάγρα: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφάδα: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαηδόνι: Sylvia
phoenicurus > κουφαηδόνι > πουλιά
κουφαίνω: κάνω
κάποιονα κουφό > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφάλα: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφάλα: σπηλιά > τοπογραφικά
κουφαλάς: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαλάς: κωφάλαλος
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαλιάζει: το ξύλο
> του μαραγκού
κουφάλογο: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούφαμα: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαμάρα: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφαμός: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφή: άλλα φίδια >
σερπετά
κούφια: βεντούζα >
γιατρικά
κουφίζω: είμαι κουφός
> κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κούφιο: δόντι >
όργανα
κουφιοδόντης: δόντι
> όργανα
κουφιοκάρυδο: αμύγδαλα
> του φαγιού
κουφό: μέση >
ανατομικά κατατόπια
κουφό: κουφό δόντι
> δόντι > όργανα
κουφοβόσκει: γι
αρώστια που δεν είναι φανερή μα που καταπονεί τον άρωστο κρυφά > κουφοβόσκει
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφοβράζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κουφόβραση: σύνεφο
> καιρικά
κουφογάρι: κέντημα
τρυπητό > κέντημα > ραφτικά
κουφόγεια: τόπος
γεμάτος ρεματιές > γη > του χωραφιού
κουφοδέντρι: δέντρο
> φυτολογικά
κουφοδρομεί: κουφοδρομεί
η πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφοδρόμι: βαθούλωμα
μέσα στην πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφοκάπονο: Gallus
domesticus > πετεινός > πουλιά
κουφοκάρυδο: αμύγδαλα
> του φαγιού
κουφοκλανιά: πορδή
> φυσιολογικά
κουφοκλανιάρης: πορδή
> φυσιολογικά
κουφοκλάνω: πορδή >
φυσιολογικά
κουφολίθι: πέτρα >
πέτρες
κουφολίθι: σπηλιά >
τοπογραφικά
κουφόπετος: lagopus
scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά
κουφόπονος: πόνος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφός: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κουφός: Caprimulgus
europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
κούφωμα: σπηλιά >
τοπογραφικά
κούφωμα: γώνιασμα
πόρτας ή παραθυριού > κούφωμα > του χτίστη
κόφα: κόφα > του
καραβιού
κοφίνα: μέρη του μύλου
> του μυλωνά
κοφινάδα: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
κοφινάς: κοφινάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κοφίνι: καλάθι >
του χωραφιού
κοφίνι: μέλισα >
σκουλήκια και ζωύφια
κοφτερό: δρεπάνι >
του χωραφιού
κοφτή: βεντούζα >
γιατρικά
κοφτή: σπαθί > του
πολεμιστή
κόφτης: κόφτης >
του μαγεριού
κόφτης: ξυλοχούλιαρο
> της βοσκής
κόφτης: ράφτης >
ραφτικά
κοφτό: γλυκά > του
φαγιού
κοφτοσάνιδο: φτενό
σανίδι κολημένο σε άλλο για δυνάμωμα > πέταβρο > του μαραγκού
κόφτρα: ρήγλα > του
χωραφιού
κόφτρα: Anthrenus
scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια
κόφτω: κόφτω αχνάρια
> δουλιές του ράφτη > ραφτικά
κόφτω: κόφτω βεντούζες
> δουλιές του γιατρού > γιατρικά
κόχη: ψωμί > του
φαγιού
κόχη: κοφτερή ράχη
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κοχλάκι: πέτρα >
πέτρες
κοχλίδι: κοχλίδι >
όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοχλιός: Strombus
γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοχράνι: Numida
meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά
κόχυλας: κόχυλας >
του καραβιού
κόχυλας: Strombus
γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
κοψαντέρα: κάποιο
σκουλήκι του νερού > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια
κοψιά: πληγή > αρώστιες
και άλλα κουσούρια
κοψιά: πόνος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψίδια: απομεινάρια
πετσιών > πετσί > του παπουτσή
κοψιδιάζω: δουλιές του
παπουτσή > του παπουτσή
κοψίματα: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κόψιμο: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψοζώητε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
κοψομεσιάζω: κοψομέσιασμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψομέσιασμα: κοψομέσιασμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κοψοχρονιά: χρόνος
> της μέρας και της ώρας
κοψόχρονος: ανεμορούφουλος
> κατάρες και εφκές
κραβατοστρωσιά: κρεβάτι
> του σπιτικού
κράζω: κουκουρίζω >
πουλολογικά
κραϊτερό: διάφορα
οπάλια με κόκκινες κουκίδες > οπάλι > πετράδια
κράκουρα: η πιο ψηλή
κορφή βραχότρυπες > μέρη του βουνού > τοπογραφικά
κραμένοι: οι πετεινοί
κραμένοι > αβγή > αστρικά
κράνη: στα γίδια >
αρώστιες ζώων
κράνος: Garrulus
glandarius > κίσσα > πουλιά
κρασάδικο: κρασάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασάς: κρασάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασάς: ταβερνάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασάτος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κρασί: κρασάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασί: κρασί > του
τρύγου
κρασί: κρασί > του
φαγιού
κρασοβαρέλα: βαρέλι
> του τρύγου
κρασοβόλι: κελάρι >
του χτίστη
κρασοκανάτα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κρασοκόκκινος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κρασόλαδο: λάδι >
του φαγιού
κρασολάσπη: κρασί >
του φαγιού
κρασομάγαζο: κρασάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασόμηλο: μήλο >
του φαγιού
κρασομηνάς: Νοέβρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κρασόνερο: κρασί >
του φαγιού
κρασοπουλητής: κρασάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασοπούλι: Turdus
musicus > τσίχλα > πουλιά
κρασοπουλιό: κρασάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κρασοστάφυλα: σταφύλια
> του φαγιού
κρασουλής: κόκκινος
> του ζουγράφου
κρασοψίχι: ψωμί >
του φαγιού
κρασοψυχιά: ψωμί >
του φαγιού
κρασόψωμο: ζουμί >
του φαγιού
κρατήρα: κρασί >
του φαγιού
κράτησε: βροχή >
καιρικά
κρατητήρα: αετίτης
> αϊτόπετρα > πέτρες
κρατητήρα: το άγριο
σύκο που βάζουν απάνω στη συκιά για να δέσουν τα ήμερα > σύκα > του
φαγιού
κρατητήρα: φυλαχτό για
το μάτι που το κρεμούνε στο λαιμό του ζωντανού > χάντρα > της βοσκής
κρατητήρας: οπάλι >
πετράδια
κρατητική: βασταγμένη
> αγαπητικός > οικογενειακά
κρατούνες: κολοκύθες
για κολύμπι > κολυμπώ > αρμενίσματα
κράχτης: διαλαλητής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
κράχτης: κράχτης > του
κυνηγού
κρέας: κρέας > του
φαγιού
κρέας: ψαχνό >
ανατομικά κατατόπια
κρεατάς: χασάπης >
άλλες τέχνες και σύνεργα
κρεατένιος: κόκκινος
> του ζουγράφου
κρεατής: κόκκινος >
του ζουγράφου
κρεατί: κόκκινος >
του ζουγράφου
κρεατικόπι: αρβελιστήρι
> του μαγεριού
κρεατινή: βδομάδα >
της μέρας και της ώρας
κρεατινό: φαγί >
του φαγιού
κρεατοελιά: ελιά >
φυσιολογικά
κρεατόμιγα: Muscidae
γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
κρεατόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
κρεατοσάνιδο: αρβελιστήρι
> του μαγεριού
κρεβαταριά: κληματαριά
> του χωραφιού
κρεβάτι: κρεβάτι >
του σπιτικού
κρεβάτι: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
κρεβάτια: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
κρεβατίνα: κληματαριά
> του χωραφιού
κρεβατοκάμερα: κάμερες
του σπιτιού > του χτίστη
κρέβατος: κρέβατος
> του σπιτικού
κρεβατόστρωση: κρεβάτι
> του σπιτικού
κρέμα: γάλα > της
βοσκής
κρεμάθα: σανίδι
κρεμασμένο από τις δύο του άκρες από τη στέγη | οι χωριάτες βάζουν πράματα για
φύλαγμα απάνω στην κρεμάθα > κρεμάθα > του χτίστη
κρεμάμενα: κρεμάμενα
νερά > κρεμασιά > τοπογραφικά
κρεμανταλάς: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
κρεμανταλάς: ελατοκορφή
μπηγμένη στο χώμα για να κρεμάζουν τα βλάχικα σιγύρια από τα τσαρμπόλια του
> κρεμανταλάς > της βοσκής
κρεμανταλιάρα: βυζί
> όργανα
κρεμάρι: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
κρέμαση: διαμαντικά
> πετράδια
κρέμαση: εκεί που
πέφτει με δύναμη το νερό του καναλιού > κρέμαση > του μυλωνά
κρεμασιά: κρεμασιά
> τοπογραφικά
κρεμασίδια (τα): διαμαντικά
> πετράδια
κρέμασμα: κρεμασιά
> τοπογραφικά
κρεμαστάρα: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
κρεμαστάρι: διαμαντικά
> πετράδια
κρεμαστάρι: κοτσάνι
> φυτολογικά
κρεμαστάρι: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
κρεμασταριά: κληματαριά
> του χωραφιού
κρεμαστή: άγκυρα >
του καραβιού
κρεμάστηκε: η γλώσσα
μου > στόμα > όργανα
κρεμαστήρι: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
κρεμαστήρι: στο ρολόι
του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού
κρεμεζί: κόκκινος >
του ζουγράφου
κρεμέζι: είδη βαφών
> του βαφιά
κρεμοβύζα: βυζί >
όργανα
κρεμοκλάδι: κλαδί >
φυτολογικά
κρεμύδι: λαχανικά >
του φαγιού
κρεμυδοφάγος: Phorbia
ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια
κρέστα: λειρί >
πουλολογικά
κρημίλες: ξεροπέτρι
> τοπογραφικά
κρησάρα: κόσκινο >
του μαγεριού
κρησαρίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
κρητικός: είδη χορών
> χοροί
κριαράς: βοσκός >
της βοσκής
κριάρι: πολιορκητικά
> του πολεμιστή
κριάρι: πρόβατο >
της βοσκής
κριαροκούδουνα: για
κριάρια > κουδούνι > της βοσκής
κρίαρος: πρόβατο >
της βοσκής
κριατινή: βδομάδα >
της μέρας και της ώρας
κριθαράκι: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κριθαρένιο: αλέβρι
> του φαγιού
κριθάρι: ταγή > του
αγωγιάτη και του αμαξά
κριθαρίσιο: ψωμί >
του φαγιού
κριθαρόκρασο: κρασί
> του φαγιού
κριθαρόψωμο: ψωμί >
του φαγιού
κριθολόγος: Emberiza
hortulanus > κριθολόγος > πουλιά
κρίθος: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρικελόπετρα: πέτρα
> πέτρες
κρινί: μέλισα >
σκουλήκια και ζωύφια
κρινόλαδο: λάδι >
του φαγιού
κριτσανάνε: τα δόντια
> όργανα
κριτσάπια: τα φαλακρά
ξεροβράχια της κορφής > ξεροπέτρι > τοπογραφικά
κρόδια: δέντρα που
κάνουνε φρούτα > κρόδια > του χωραφιού
κροκάδι: αβγό > πουλολογικά
κροκίδι: μάλινη τάπα
> μαλί > της βοσκής
κροκόδειλος: Crocodilia
> κροκόδειλος > σερπετά
κροκός: αβγό >
πουλολογικά
κροκός: μπαχαρικά >
του φαγιού
κρομύδα: πρόστυχο
ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
κρομύδι: λαχανικά >
του φαγιού
κρομύδι: ρολόι > του
σπιτικού
κρομυδόζουμο: ζουμί
> του φαγιού
κροντήρι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κροσσαίνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
κρόσσι: κρόσσι >
ραφτικά
κρόσσια: μαλί > της
βοσκής
κροσσωτός: κρόσσι >
ραφτικά
κρούει: ο ήλιος >
αστρικά
κρουνέλα: βρύση >
του χωραφιού
κρουνιά: βρύση >
του χωραφιού
κρούξιμο: αβγή >
αστρικά
κρούπεζα: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
κρουστά: σταφύλια >
του φαγιού
κρούστα: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρούστα: ψωμί > του
φαγιού
κρουσταίνω: κρουσταίνω
ύφασμα = το χοντραίνω στη νεροτριβή, το κάνω φέλπα > κρουσταίνω ύφασμα >
της νεροτριβής
κρουστάλα: κρύο >
καιρικά
κρούσταλλο: κρύσταλλο
> πέτρες
κρουστό: είδη πανιών
> πανιά
κρουστό: κρουστό
στημόνι = ισόμετρα γνεσμένο > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας
κρουτάλι: κρούταλο
> του μουσικού
κρούταλο: κρούταλο
> του μουσικού
κρούτο: με κέρατα >
πρόβατο > της βοσκής
κρυάδα: κρύο >
καιρικά
κρυαρίτης: Γενάρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
κρύο: δροσιά >
καιρικά
κρύο: κρύο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρύο: κρύο >
καιρικά
κρυολόγημα: κρύο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρυολόγος: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
κρυολογώ: κρύο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κρύος: κρύο >
καιρικά
κρυότη: κρύο >
καιρικά
κρύσταλλο: κρύσταλλο
> πέτρες
κρυσταλλόπετρα: κρύσταλλο
> πέτρες
κρυφογγάστρωτη: γγαστρωμένη
> βιολογικά
κρυφοπαρμένος: κλέψιμο
> οικογενειακά
κρυφοπάρσιμο: κλέψιμο
> οικογενειακά
κρυφόπορτα: πόρτα >
του χτίστη
κρυφτό: παιδιών >
παιγνίδια
κρυφτούλι: παιδιών
> παιγνίδια
κρύωμα: κρύο >
καιρικά
κρυώνω: κρύο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κυδωνάτο: κρέας >
του φαγιού
κυδωνόκρασο: κρασί
> του φαγιού
κυδωνόπαστο: γλυκά
> του φαγιού
κυκλί: λουλάς > του
αργαλιού και της ρόκας
κύκλο: χιονοπέδιλο
> είδη παπουτσιών > του παπουτσή
κύκνος: Cygninae >
κύκνος > πουλιά
κύλισμα: κουνήματα του
καραβιού > αρμενίσματα
κύλισμα: ξανακυλώ >
του χωραφιού
κυλιστήρι: κύλιντρος
που βάζουν από κάτω από το πράμα που θεν να κουνήσουν και που έτσι βοηθάει για
να το μετατοπίσουν > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
κυλίστρα: γλίστρα >
τοπογραφικά
κύμα: κύμα > της
θάλασσας και του καιρού
κύμινο: μπαχαρικά >
του φαγιού
κυνηγάρης: κυνηγός
> του κυνηγού
κυνηγάρικο: κυνηγάρικο
σκυλί > σκύλος > του κυνηγού
κυνηγητής: κυνηγός
> του κυνηγού
κυνηγητό: παιδιών >
παιγνίδια
κυνηγητό: παιγνίδια με
βόλους > βώλοι > παιγνίδια
κυνηγιάρικο: κυνηγιάρικο
σκυλί > σκύλος > θηλαστικά
κυνηγός: κυνηγός >
του κυνηγού
κυνηγός: Diplax elisa
> κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια
κυνηγός: Gymnosarda
alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
κυπαρισόξυλο: ξύλα
> του μαραγκού
κυπράς: που κάνει τα
χυτά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
κυπρί: κουδούνι >
της βοσκής
κυπριά: το κουδούνι
των γιδιών και τράγων > κουδούνι > της βοσκής
κυπρίνι: Cyprinus
carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
κυπροκούδουνα: κουδούνι
> της βοσκής
κύπρος: κουδούνι >
της βοσκής
κυρ Μέντιος: γαϊδούρι
> θηλαστικά
κυράδες: κυράδες της
θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά
κυρές: νεράιδα >
δαιμονικά
κύρης: πατέρας >
οικογενειακά
κυριακάτικα: ρούχα
> ρούχα
κυριαρήνα: Ceryle
alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά
κυρούλα: γιαγιά >
οικογενειακά
κύρτος: ψαροκόφινο
> της ψαρικής
κυτάλα: το καλοκαιρινό
σκληρό φλούδι της γης > γη > του χωραφιού
κύταλο: ψωμί > του φαγιού
κυτάρι: αγγάστρι >
βιολογικά
κυψέλι: μέλισα >
σκουλήκια και ζωύφια
κωβίδι: Cottus gobio
> κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού
κωβιός: Cottus gobio
> κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού
κώλα (τα): κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλαγκάθι: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κωλάκι: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλάντερο: άντερα >
όργανα
κωλάρα: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλαράς: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κώλαρος: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλί: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλιανίτσα: δυσεντερία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κώλικας: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
κωλιπετού: διάροια
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
κωλισάβρα: σάβρα >
σερπετά
κωλοβελόνης: καλικάντζαρος
> δαιμονικά
κωλοβόλι: φουστάνι
> ρούχα
κωλοβούτι: Colymbus
> κωλοβούτι > πουλιά
κωλοκούρο: κωλουράδι
> κόκκαλα
κωλόκουρο: ιερόν
οστούν > κωλουράδι > κόκκαλα
κωλολάμπης: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κωλολαμπριά: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κωλομέρι: κώλος > ανατομικά
κατατόπια
κωλόμηλο: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλορίζι: ρίζα >
φυτολογικά
κωλοριζίτης: ρίζα >
φυτολογικά
κώλος: κώλος >
ανατομικά κατατόπια
κωλοσαβρού: σάβρα >
σερπετά
κωλοσούρα: Motacilla
> σουσουράδα > πουλιά
κωλοσταβριά: σάβρα
> σερπετά
κωλοσυρνάμενο: κωλοσυρνάμενο
φίδι > φίδι > σερπετά
κωλουράδι: κωλουράδι
> κόκκαλα
κωλοφεγγούσα: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
κωλοφωτιά: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια