Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Το λεξικό του Βλαστού. Κ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Το λεξικό του Βλαστού. Κ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το λεξικό του Βλαστού. Λέξεις από Κ

 

 


 

Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού

λέξεις από κ

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2013

 


Επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της δημοτικής γλώσσας (κυρίως), που περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.

 



καβάδι: αντερί > ρούχα

καβάλα: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβάλα: άλογο της καβάλας | τέχνη της καβάλας > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλάργανα: καπόνια > του καραβιού

καβαλάρης: καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλάρης: μέρη του βιολιού > του μουσικού

καβαλάρης: η πέτρα που κλειδώνει το θόλο ή την καμάρα > πέτρα > του χτίστη

καβαλέτο: ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καβαλέτο: μέρη του βιολιού > του μουσικού

καβαλητά: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλικέβω: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβαλινοκόπος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

καβαλώ: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καβανόζι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καβανός: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καβαντζάρω: περνώ κάβο > καβατσάρω > αρμενίσματα

καβατσάρω: καβατσάρω > αρμενίσματα

καβγίζω: καβγίζω το αγρίμι > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

καβίλι: μεγάλο καρφί χωρίς κεφάλι > καρφολογιά > του μαραγκού

καβίλια: από ξύλο για φίλιασμα > ξυλαρμογή > του μαραγκού

κάβλα: κάβλα > φυσιολογικά

καβλί: αρχίδι > όργανα

καβλιάρης: κάβλα > φυσιολογικά

καβλομάρα: κάβλα > φυσιολογικά

καβλός: αρχίδι > όργανα

καβλός: κόντυλας > φυτολογικά

κάβλωμα: κάβλα > φυσιολογικά

καβλώνω: κάβλα > φυσιολογικά

κάβος: ακρωτήρι > της θάλασσας και του καιρού

κάβος: μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

κάβος: σκοινιά > του καραβιού

καβούκα: θόλος > του χτίστη

καβούκι: θόλος > του χτίστη

καβούκι: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

κάβουρας: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καβουρδίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

καβουρδιστήρι: καβουρδιστήρι > του μαγεριού

καβουρδιστό: κρέας > του φαγιού

καβούρι: μέρη της άγκυρας > του καραβιού

καβούρι: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καβούρια: σύκα > του φαγιού

καβουρμάς: κρέας > του φαγιού

καβουρολόγος: σιδερένιο καμάκι για να πιάνεις καβούρια > καβουρολόγος > της ψαρικής

καβουρομάνα: decapoda (brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καγιάς: πέτρα > πέτρες

κάγκαρο: καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάγκελα: κάγκελα > του χτίστη

κάγκελα: σκάλα > του χτίστη

καγκέλια: κορδέλες > τοπογραφικά

καγκελοφρύδι: μάτι > όργανα

καγκελωτή: βελονιές > ραφτικά

καγκιόλια: κορδέλες > τοπογραφικά

καγούρα: ζέστη > καιρικά

καδάς: καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάδη: αρμεγός > της βοσκής

κάδη: καλούπι για τυρί > τυροβόλι > της βοσκής

καδί: αρμεγός > της βοσκής

καδί: καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάδος: αρμεγός > της βοσκής

κάδος: καδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καδριλωτό: είδη πανιών > πανιά

καδρόνι: κερεστές > του χτίστη

καζάζης: μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

καζαμίας: καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καζάνι: καζάνι > του μαγεριού

καζάνι: λεβέτι > της βοσκής

καζαντζής: χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καζαντζίδικο: χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καζάρμα: στρατώνας > του χτίστη

καζέρνα: στρατώνας > του χτίστη

κάηδες: πειρασματικά > δαιμονικά

καθάριο: καθάριο άτι > άλογο > θηλαστικά

καθάρισε: καθάρισε ο ουρανός > ουρανός > καιρικά

καθαρό: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καθαροδεφτέρα: μέρα > της μέρας και της ώρας

καθαρόχελο: Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας

καθάρσιο: γιατρικό > γιατρικά

καθαρτικό: γιατρικό > γιατρικά

καθετή: καθιστή > της ψαρικής

καθηγητής: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καθημερινά: ρούχα > ρούχα

καθημερινός: μέρα > της μέρας και της ώρας

καθητή: καθιστή > της ψαρικής

καθίζω: καθίζω σε ξέρα, σε βράχο > καθίζω > αρμενίσματα

καθίκι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κάθισμα: καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καθισμένο: καράβι > καράβια

καθιστή: βροχή > καιρικά

καθιστή: καθιστή > της ψαρικής

καθιστική: μέρα > της μέρας και της ώρας

καΐδα: του στομαχιού > καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καΐκι: είδη καραβιών > καράβια

καϊκτσής: νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καΐλα: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καΐλα: ζέστη > καιρικά

καΐλα: καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καϊμάκι: γάλα > της βοσκής

καϊμακλίδικος: καφές > του φαγιού

καϊξής: νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καιρικά: καιρός > καιρικά

καιρικά: κλίμα > καιρικά

καιροί: οι οχτώ καιροί > άνεμος > καιρικά

καιρός: καιρός > καιρικά

καιρός: απάνω στον καιρό της > γγαστρωμένη > βιολογικά

καιρούσικος: καιρούσικος γέννος > γέννος > της βοσκής

κακάβα: πετεινός > πουλιά

κακάβι: καζάνι > του μαγεριού

κακάβι: λεβέτι > της βοσκής

κακαβίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κακαβολίθαρα: πέτρες που βαστούν τα κακάβι > λεβέτι > της βοσκής

κάκαβρος: Perdix perdix | Caccabis saxatilis | αρσενικό περδίκι > πέρδικα > πουλιά

κακαϊδού: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

κακάλι: λειρί > πουλολογικά

κακάλι: κλειτορίς > μήτρα > όργανα

κακανθρωπίσματα: πειρασματικά > δαιμονικά

κάκανο: γέλιο > φυσιολογικά

κακαπέτρι: πέτρα > πέτρες

κακαράς: Rana > βάτραχος > σερπετά

κακαρέλα: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακαρίζω: κακαρίζω > πουλολογικά

κακάρισμα: κακαρίζω > πουλολογικά

κάκαρο: κεφάλι > κόκκαλα

κάκαρο: μύτη > όργανα

κακατράχαλα: βραχουριά > τοπογραφικά

κακίζει: καιρός > καιρικά

κακό: αρώστια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακό: έχει κακό μάτι > μαγέβω > δαιμονικά

κακό: κακό μάτι > βασκανιά > δαιμονικά

κακό: κακό σπυρί = άνθραξ > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακόβολος: κακόβολος τόπος > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακογέννα: γέννα > βιολογικά

κακογέννα: λεχώνα > βιολογικά

κακόγεννη: λεχώνα > βιολογικά

κακογεννήτρα: λεχώνα > βιολογικά

κακογεννώ: γεννώ > βιολογικά

κακογή: λεπτόγειος > γη > του χωραφιού

κακογιάτρεφτος: αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακογύφτισα: μάγος > δαιμονικά

κακοδάσκαλος: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κακοδιαβασιά: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακόδρομος: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοθαλασσιά: θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κακοκαίρι: κακοκαιριά > καιρικά

κακοκαιριά: κακοκαιριά > καιρικά

κακοκαιρίζει: καιρός > καιρικά

κακόλαχνος: ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

κακολογώ: σταχολογώ > του χωραφιού

κακομάγισα: μάγος > δαιμονικά

κακομάζαλο: αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοπαντρεμένη: γάμος > οικογενειακά

κακοπέραστος: κακοπέραστος τόπος > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακόπεσμα: κακή παντριά > γάμος > οικογενειακά

κακοπεσμένη: γάμος > οικογενειακά

κακόπετρα: πέτρα > πέτρες

κακοπέτρι: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπέτρι: ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κακοπετριά: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπετριά: ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κακοπίζαβο: κακοπίζαβο μέρος > κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοπόδαρος: βάσκανος > δαιμονικά

κακοπούλι: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

κακόραχτο: κακόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

κακοσάλι: χαλάζι > καιρικά

κακόσαρκος: καλόχυμος > φυσιολογικά

κακοσήμαδος: βάσκανος > δαιμονικά

κακόσκαλο: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστομαχιά: κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοστομαχιά: χώνεψη > φυσιολογικά

κακοστομαχιάζω: κακοστομαχιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοστομαχιάζω: χώνεψη > φυσιολογικά

κακοστόμαχο: φαγί > του φαγιού

κακοστράτι: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστρατιά: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοστρατιά: κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοσυνέβει: καιρός > καιρικά

κακοσυνέβω: φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοσύνεψη: κακοκαιριά > καιρικά

κακοσύνη: κακοκαιριά > καιρικά

κακοσυνιάζει: καιρός > καιρικά

κακοτοπιά: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοτοπιά: κακοστρατιά > τοπογραφικά

κακοτοπιά: κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοτοπίσιος: άνθρωπος που ζει σε κακοτοπιές > κακοτοπιά > τοπογραφικά

κακοτράχαλα: κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

κακοτρύγηδες: σταφύλια > του φαγιού

κακούμι: είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

κακούμι: Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά

κάκουμι: Putorius ermineus > άσπρο κουνάβι > θηλαστικά

κακουργεί: το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακουργώ: φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοφάγητο: φαγί > του φαγιού

κακοφορμίζει: το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοφορμίζω: φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοχειμωνιά: χειμώνας > της μέρας και της ώρας

κακοχρόνισμα: κατάρες > κατάρες και εφκές

κακοχρονισμός: κατάρες > κατάρες και εφκές

κακοχυμιά: καλόχυμος > φυσιολογικά

κακόχυμος: καλόχυμος > φυσιολογικά

κακοχωνέβω: χώνεψη > φυσιολογικά

κακοχωνεφτής: χώνεψη > φυσιολογικά

κακοχώνεφτο: φαγί > του φαγιού

κακοχωνεψιά: χώνεψη > φυσιολογικά

κακόψαχνα: κακόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

κακοψυχιά: ανέκατοι της γγαστριάς > αγγαστριά > βιολογικά

κακοψύχια: ανέκατος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κακοψύχια: κατάρες > κατάρες και εφκές

κακωσιά: καλόχυμος > φυσιολογικά

καλά: δεν είναι στα καλά του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλά: τα καλά του > ρούχα > ρούχα

καλά (τα): επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάλαβρος: από αφτόν τρέχει το σιτάρι και πέφτει στη μυλόπετρα > μέρη του μύλου > του μυλωνά

καλαγκάθι: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλάδα: ρίξιμο του παραγαδιού > παραγάδι > της ψαρικής

καλαδερφός: πνεματικός αδερφός > αδέρφι > οικογενειακά

καλαθάς: κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλάθι: καλάθι > του χωραφιού

καλάθι: κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλάι: καλάι > μέταλλα και χημικά

καλάι: καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαϊντίζω: γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαϊτζής: γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαμάκι: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμαράκι: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλαμαράς: γραφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλαμαράς: ψαράς > της ψαρικής

καλαμαρέβω: ψαρέβω > της ψαρικής

καλαμάρι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καλαμάρι: γραφικά > του σπιτικού

καλαμάρι: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλαμαριέρα: καλαμαριέρα > της ψαρικής

καλαμαρολόγος: σύνεργο για το ψάρεμα των καλαμαριών > καλαμαριέρα > της ψαρικής

καλαματιανές: ελιές > του φαγιού

καλαματιανός: είδη χορών > χοροί

καλαμέβω: ψαρέβω με το καλαμίδι > ψαρέβω > της ψαρικής

καλάμι: καλάμι > της ψαρικής

καλάμι: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλάμι: φλογέρα > του μουσικού

καλάμι: νάρθηξ > καλάμι > γιατρικά

καλάμι: το πιο μικρό κόκκαλο του μπροστινού βραχιονιού > βραχιόνι > κόκκαλα

καλάμι: το πιο χοντρό κόκκαλο της γάμπας > πόδι > κόκκαλα

καλαμιά: καλάμι > της ψαρικής

καλαμιά: καλαμιά > του χωραφιού

καλαμιά: στέγη > του χτίστη

καλαμιά: καβλός | στέγη από καλαμιές > στάχυ > φυτολογικά

καλάμια: πήγε τρία καλάμια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

καλαμιδέβω: ψαρέβω > της ψαρικής

καλαμίδι: καλάμι > της ψαρικής

καλαμίδι: χωρίζει τα νήματα πριν περάσουν από το μιτάρι > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμίζω: τυλίγω το γνέμα στα καλάμια > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμίνα: τζίγκος > μέταλλα και χημικά

καλαμοβράκι: βρακί > ρούχα

καλαμόβρακο: βρακί > ρούχα

καλαμοβύζω: βυζί > όργανα

καλαμοκάνι: τυλίγουνε γύρω του το νήμα > μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμοπόδαρο: λιγνό ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια

καλαμόσκοινο: δεματικά > του χωραφιού

καλαμόσυκα: σύκα > του φαγιού

καλαμουκανάς: Ciconia alba > λελέκι > πουλιά

καλαμουκάνι: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καλαμόχερο: βραχιόνι > κόκκαλα

καλαμόχερο: μπράτσο > ανατομικά κατατόπια

καλαμπόκι (από): αλέβρι > του φαγιού

καλαμποκίσιο: ψωμί > του φαγιού

καλαμώ: καλάμι > γιατρικά

καλαμώνω: καλάμι > γιατρικά

καλαμωτή: γυροβολίδι > της ψαρικής

καλαμωτή: καλάθι > του χωραφιού

καλαμωτή: καλάθι για τράγγισμα τυριού > καλαμωτή > της βοσκής

καλαντάρης: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

καλαντάρι: καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καλαντζής: γανωτής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καλαντζής: Parus caeruleus | αιγιθαλός > καλαντζής > πουλιά

καλάντρα: Alauda arborea > γαλιάντρα > πουλιά

καλάντρα: alauda arborea > καλάντρα > πουλιά

καλαπόδι: καλαπόδι > του παπουτσή

καλάρει: καλάρει το αγεράκι > ο άνεμος > καιρικά

καλαρμενιστής: βορίσματα > καιρικά

καλάρω: καλάρω τα πανιά, την μπούμα > καλάρω > αρμενίσματα

καλαφατίζω: χώνω στουπί στις χαραμάδες του καραβιού > καλαφατίζω > του σκαριού

καλαφέντης: βάφτισμα > οικογενειακά

καλαχάνη: είδη βαφών > του βαφιά

καλαχίδα: μέρη του μύλου > του μυλωνά

καλέβρα: είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καλέμι: γραφικά > του σπιτικού

καλέμι: σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

καλέμι: χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καλεντάρι: καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

καλέντρα: σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια

καλές: καλές αρχόντισες > νεράιδα > δαιμονικά

καλέσα: πρόβατο > της βοσκής

κάλεσα: πρόβατο > της βοσκής

καλέσιω: πρόβατο > της βοσκής

κάλεσο: μπάλιο με στήματα > πρόβατο > της βοσκής

καλή: αραβωνιαστικός > οικογενειακά

καλημάνα: Vanellus vanellus > καλημάνα > πουλιά

κάλι: χημικά > μέταλλα και χημικά

καλιά: χημικά > μέταλλα και χημικά

καλιακούδα: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καλιακούδας: μάβρο της καλιακούδας > μάβρος > του ζουγράφου

καλιαντζάρης: γύπας > πουλιά

καλίγι: είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καλίγι: πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγιαννού: Sciurus vulgaris > βερβέρα > θηλαστικά

καλιγοσφύρι: πέταλο > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγώνω: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιγωτής: πεταλωτής > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιέργεια: γεωργία > του χωραφιού

καλιεργητής: γεωργός > του χωραφιού

καλιεργός: γεωργός > του χωραφιού

καλιεργώ: δουλιές του καλιεργού > καλιεργώ > του χωραφιού

καλικάντζαρος: καλικάντζαρος > δαιμονικά

καλικατσού: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

καλικέβω: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλίκι: δάχτυλο > ανατομικά κατατόπια

καλικούρα: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλικούτσα: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλιοντζής: καλικάντζαρος > δαιμονικά

καλισπούδηδες: πειρασματικά > δαιμονικά

καλκάνι: Rhombus vulgaris > καλκάνι > ψάρια της θάλασσας

καλκάνι: το τρίγωνο της στέγης > στέγη > του χτίστη

καλκανόβατος: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

καλντερίμι: δρόμος στρωμένος στρογγυλόπετρες > δρόμος > τοπογραφικά

καλόβολος: καλόβολος τόπος > τοπογραφικά

καλόβραστο: φαγί > του φαγιού

καλογαιροπαίδι: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλογέννα: γέννα > βιολογικά

καλογεννήτρα: λεχώνα > βιολογικά

καλογεννώ: γεννώ > βιολογικά

καλογερί: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλογερική: η μοναστηριακή ζωή, το καλογερικό στάσιμο > θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

καλόγερος: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

καλόγερος: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καλόγερος: για κρέμασμα καπέλων και πανωφοριών > κρεμαστήρι > του σπιτικού

καλόγερος: καλάθι για το ζέσταμα της μπουγάδας > πλύση > του σπιτικού

καλόγιαννος: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

καλόγνωμη: Balanidae γένος > καλόγνωμη > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλογρέζα: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλογριά: Echinoidea > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καλόγρια: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλογρίτσα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

καλογρίτσα: Chromis castanea > καλογρίτσα > ψάρια της θάλασσας

καλοθάλασσο: καράβι > καράβια

καλόθωρο: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καλοκαιράκι: του Αγιού Δημητριού το καλοκαιράκι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαίρι: καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριά: καλοκαιριά > καιρικά

καλοκαιριά: καλοκαιριά της Παπαντής > χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριάζει: καιρός > καιρικά

καλοκαιριάζει: καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιριάζω: καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

καλοκαιρίδα: γη > του χωραφιού

καλοκαιρινάδες: δουλεφτάδες του καλοκαιριού > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού

καλοκυράδες: νεράιδα > δαιμονικά

καλομάνα: γιαγιά > οικογενειακά

καλομηνάς: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

καλομοβύζα: εφκολάρμεχτη > πρόβατο > της βοσκής

καλομοίρες: νεράιδα > δαιμονικά

καλοξημερώνει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

καλοπαντρεμένη: γάμος > οικογενειακά

καλόπαντρη: γάμος > οικογενειακά

καλοπέραστος: καλοπέραστος δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

καλόπιοτο: κρασί > του φαγιού

καλοπούλι: Megascops, ulula aluco > γκιώνης > πουλιά

καλόραχτο: καλόραχτο λιμάνι > λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καλός: αραβωνιαστικός > οικογενειακά

κάλος: κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάλος: λειρί > πουλολογικά

καλόσαρκος: καλόχυμος > φυσιολογικά

καλοσκαρωμένο: καράβι > καράβια

καλοστόμαχο: φαγί > του φαγιού

καλοσυνάδα: καλοκαιριά > καιρικά

καλοσυνέβει: καιρός > καιρικά

καλοσύνεψη: καλοκαιριά > καιρικά

καλοσύνη: καλοκαιριά > καιρικά

καλοτάξιδο: καράβι > καράβια

καλότυχες: νεράιδα > δαιμονικά

καλούδες: νεράιδα > δαιμονικά

καλούμα: μέρη του παραγαδιού > της ψαρικής

καλουμάρω: λασκάρω > αρμενίσματα

καλούμο: σκοινιά > του καραβιού

καλούπι: επιδερμίδα > πετσί > ανατομικά κατατόπια

καλούπια: τα καλούπια της χωματομάντρας > μαντρότοιχος > του χτίστη

καλουργιά: γεωργία > του χωραφιού

καλουργιά: οργώνω > του χωραφιού

καλουργίζω: οργώνω > του χωραφιού

καλουργική: γεωργία > του χωραφιού

καλουργώ: καλιεργώ > του χωραφιού

καλούφι: κρεβάτι > του σπιτικού

καλοφάγωτο: πολυχρονεμένε μου > κατάρες και εφκές

καλοχέζω: αποχωνέματα > φυσιολογικά

καλοχειμωνιά: χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καλοχρονιά: χρόνος > της μέρας και της ώρας

καλοχρόνισμα: εφκές > κατάρες και εφκές

καλόχρωμο: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καλόχυμος: καλόχυμος > φυσιολογικά

καλοχωνέβω: χώνεψη > φυσιολογικά

καλοχώνευτο: φαγί > του φαγιού

καλοχωνεφτής: χώνεψη > φυσιολογικά

καλοχωνεψιά: χώνεψη > φυσιολογικά

καλόψανο: φαγί > του φαγιού

καλόψαχνα: καλόψαχνα ρεβίθια > λαχανικά > του φαγιού

καλοψημένο: ψωμί > του φαγιού

καλόψητο: φαγί > του φαγιού

κάλπα: κοκκινόγενα > γίδι > της βοσκής

καλπαδίζω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καλπάζω: καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλπάκι: σκούφια από γουναρικό > σκούφια > ρούχα

κάλπασμα: καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλπασμός: καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καλτάκι: μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κάλτσα: κάλτσα > του παπουτσή

καλτσοβελόνα: βελόνα > ραφτικά

καλτσοδέτα: καλτσοδέτα > του παπουτσή

καλτσόξυλο: βελόνα > ραφτικά

καλύβα: καλύβα > του χτίστη

καλύβι: καλύβα > του χτίστη

καλυβίσια: σταφύλια > του φαγιού

καλυβοπήγι: καλύβα > του χτίστη

καλυβόσπιτο: καλύβα > του χτίστη

κάλυμα: σκεπάζει το ποτήρι > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

καλυμάφκι: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κάλφας: μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

Κάλω: η κερά Κάλω > νεράιδα > δαιμονικά

κάμα: ζέστη > καιρικά

κάμα: μαχαίρι > του πολεμιστή

καμακαδόρος: ψαράς > της ψαρικής

καμάκι: καμάκι > της ψαρικής

καμακίζω: ψαρέβω > της ψαρικής

καμαλίνο: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

καμάρα: γιοφύρι > του χτίστη

καμάρα: δόξα > καιρικά

καμάρα: καμάρα > του χτίστη

καμαρέτο: σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

καμάρι: καμάρα > του χτίστη

καμαρίνι: καμαράκι στο θέατρο όπου ντύνουνται οι θεατρίνοι > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

καμαροποριά: καμάρα > του χτίστη

καμαροποριά: δρόμος με καμάρες > καμαροποριά > τοπογραφικά

καμαροφρύδι: μάτι > όργανα

καμαρωτά: καμαρωτά πόδια = γυριστά σαν καμάρες > πόδι > ανατομικά κατατόπια

καματερή: μέρα > της μέρας και της ώρας

καματερό: γελάδι > της βοσκής

καματερό: σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καματερό: καματερό καράβι = οπλιταγωγό > είδη καραβιών > καράβια

καματερό: της χοντρής δουλιάς > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κάματος: οργώνω > του χωραφιού

καμήλα: μέρη του βιολιού > του μουσικού

καμήλα: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

καμηλάκι: σάβρα > σερπετά

καμηλάρης: αγωγιάτης > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμηλάφκι: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

καμηλί: καστανός > του ζουγράφου

καμήλι: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

καμηλοπούλι: Struthio camelus | στρουθοκάμηλος > καμηλοπούλι > πουλιά

καμηλοψώρα: ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμιζόλα: ασπρόρουχα > ρούχα

καμιζοπούλα: ασπρόρουχα > ρούχα

καμιζόπουλο: ασπρόρουχα > ρούχα

καμινάδα: καμινάδα > του χτίστη

καμιναδόρος: σιδεράς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καμινάρης: ασβεστάς > του χτίστη

καμινάρης: αφτός που φτιάνει καμίνια > καμινάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καμίνι: ασβεστάς > του χτίστη

καμίνι: ζέστη > καιρικά

καμουτσίκι: καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμουτσίκι: φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

καμουτσικιά: καμουτσίκι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καμουφάκι: φραμπαλαδάκι > φαλμπαλάς > ραφτικά

καμουχάς: λουλουδάτο μεταξωτό > πανιά > πανιά

καμπάγια: τα κόκκινα παπούτσια των αφτοκρατόρων της Πόλης > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

καμπανάρια: αποτρυγίδια > του τρύγου

καμπαναριό: καμπαναριό > της εκκλησιάς

καμπανοί: αποτρυγίδια > του τρύγου

καμπαρτίνα: πανωφόρι > ρούχα

καμπάς: ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καμπάς: καμπάς > ραφτικά

κάμπια: κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

καμπιάρικος: καρπός καμπιάρικος = γεμάτος κάμπιες > καρπός > φυτολογικά

κάμπιασμα: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κάμπος: κάμπος > τοπογραφικά

κάμπος: το φόντο του κεντιδιού > κέντημα > ραφτικά

καμπουλάκης: κάμπος > τοπογραφικά

καμπούνι: το καμπούνι της πλώρης > πλώρη > του καραβιού

καμπούρα: καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπούρα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καμπούρης: καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπουριάζω: καμπούρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καμπούρικο: το ξύλο είναι > του μαραγκού

καμπουρολαίμης: λαιμός > ανατομικά κατατόπια

καμωτήρι: σιδερένιο σύνεργο για το μάζεμα της μαστίχας > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάνα: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καναβάς: καμπάς > ραφτικά

καναβάτσο: ζουγραφικά σύνεργα > του ζουγράφου

καναβάτσο: καμπάς > ραφτικά

καναβέτα: μικρή κασέλα > κάσα > του σπιτικού

καναβή: Anas platyrhynchos | το θηλυκό του πρασινιού > αγριόπαπια > πουλιά

καναβός: γύπας > πουλιά

καναβόσκουλο: λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κανάλα: κανάλι > του χτίστη

κανάλι: θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κανάλι: κανάλι > του χτίστη

κανάλι: κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καναλιάζω: καναλιάζω την ποδιά με τα χέρια > ποδιά > ρούχα

κάναλος: βρύση > του χωραφιού

καναπές: καναπές > του σπιτικού

κανάρι: Serinus canaria > κανάρι > πουλιά

καναρίνι: Serinus canaria > κανάρι > πουλιά

κανάτα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανατάς: τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

κανάτι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανάτι: μέρη του παραθυριού > του χτίστη

κανέβω: τουφέκι > του πολεμιστή

κάνει: κάνει μύτη > το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κανέλα: μπαχαρικά > του φαγιού

κανελάτα: σύκα > του φαγιού

κανελής: καστανός > του ζουγράφου

κανελί: καστανός > του ζουγράφου

κανελογαρούφαλο: μπαχαρικά > του φαγιού

κανελόρακο: κρασί > του φαγιού

κανεφτήρι: σημαδεφτήρι > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κανί: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κανί: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κανιά (τα): λιγνά σκέλια > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κανιστράς: κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κανόνι: κανόνι > του πολεμιστή

κανονιά: κανόνι > του πολεμιστή

κανονίδι: κανόνι > του πολεμιστή

κανονιέρης: κανόνι > του πολεμιστή

κάνουλα: κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κανούλι: κανάλι > του χτίστη

κανούλι: κάνουλα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κάνουρα: χοντρό νήμα > φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

κανούτα: θαλασσιά > γίδι > της βοσκής

κανούτο: πρόβατο > της βοσκής

καντάρι: ζυγαριά > του μαγεριού

κανταρτζής: πελαγίσιο λιανόψαρο > κανταρτζής > ψάρια της θάλασσας

καντήλα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καντήλα: καρπός > φυτολογικά

καντήλα: λύχνος > του σπιτικού

καντήλα: φωτιστικά > της εκκλησιάς

καντήλα: φούσκα από κάψιμο | βγάζω καντήλες > φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καντηλέρι: λύχνος > του σπιτικού

καντηλήθρα: αφτό που βαστάει το φυτίλι απάνω στο λάδι > λύχνος > του σπιτικού

καντήλι: καρπός > φυτολογικά

καντήλι: λύχνος > του σπιτικού

καντήλι: ακοίμητο καντήλι > φωτιστικά > της εκκλησιάς

καντηλοσβήστης: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

καντί: η χορδή που βγάζει τον πιο ψηλό ήχο > μέρη του βιολιού > του μουσικού

καντιασμένο: γλυκά > του φαγιού

καντίνι: μέρη του βιολιού > του μουσικού

κάντιο: ζάχαρη > του φαγιού

κάντιος: ζάχαρη > του φαγιού

καντούνι: δρόμος > τοπογραφικά

κάνω: γεννώ > βιολογικά

κάνω: χαρτιά > παιγνίδια

κάνω: κάνω βολές = ρίχνω το γρίπο στη θάλασσα | τρομάζω τα ψάρια για να πέσουνε στα δίχτια > βολάζω > της ψαρικής

κάνω ζεβγάρι: οργώνω > του χωραφιού

κάνω κάβο: τραβώ κατά, αρμενίζω για (το τάδε μέρος) > πρυμίζω > αρμενίσματα

καούρα: καΐλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καούρα: φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάπα: κάπα > ρούχα

κάπα: η κάπα του αφτιού = το κερί > αφτί > όργανα

κάπα: μπαξίσι του καπετάνιου για να φροντίζει το φορτίο > κάπα > του κούρσου και του φορτωτή

καπαλιάζει: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάπαλο: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καπαμαδιάζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

καπαμάς: κρέας > του φαγιού

καπάντζα: δοκάνι > του κυνηγού

καπάρο: αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπάσι: μυτερό γυναικείο καπέλο σα χουνί > καπέλο > ρούχα

καπελάδικο: καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελαδούρα: καπέλο > ρούχα

καπελάς: καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάπελας: ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελιέρα: καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπελίνο: καπέλο > ρούχα

καπελιό: ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπέλο: καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπέλο: καπέλο > ρούχα

καπελού: καπελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπετάνιος: καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καπί: πανωφόρι Βλάχας > πατατούκα > ρούχα

καπίσι: κόφα > του καραβιού

καπίστρι: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπίστρι: χανάκα > της βοσκής

καπλάδισμα: φόρδα > ραφτικά

καπλαμάς: φτενό φλούδι ξύλου κολημένο απάνω σε άλλο πιο πρόστυχο > καπλαμάς > του μαραγκού

καπλάνι: Felis pardus | λεοπάρδαλις > καπλάνι > θηλαστικά

καπλαντίζω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καπλαντίζω: ντύνω ένα πρόστυχο ξύλο με μια φτενή φλούδα από καλό ξύλο > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

καπλάντισμα: φόρδα > ραφτικά

καπνάδα: καταχνιά > καιρικά

καπνάδικο: καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνερός: μάβρος > του ζουγράφου

καπνιά: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καπνίζεται: ήρθε η καλογριά > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζεται: καπνίζεται το φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζεται: μπήκε ο καλόγερος στο φαγί > μαγειρέματα > του μαγεριού

καπνίζω: φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνιστής: φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνοδόχος: καμινάδα > του χτίστη

καπνολόγος: καμινάδα > του χτίστη

καπνορούφης: καμινάδα > του χτίστη

καπνός: καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνός: φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνοσακκούλα: φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπνού: μάβρο του καπνού > μάβρος > του ζουγράφου

καπνουτζής: καπνέμπορος > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καπόνι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

καπόνια: καπόνια > του καραβιού

καπονιού (του): άγκυρα > του καραβιού

καπότα: πανωφόρι > ρούχα

καποτάς: που φτιάνει κάπες > ράφτης > ραφτικά

καπότι: πανωφόρι > ρούχα

καπότο: πανωφόρι > ρούχα

καπουλάτο: γελάδι > της βοσκής

καπούλια (τα): κώλος > ανατομικά κατατόπια

καπουλοδέτης: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καπραθάδες: σταφύλια > του φαγιού

καπρί: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

καπρόδοντα: δόντι > όργανα

κάπρος: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

καπύρα: ψωμί > του φαγιού

καρά: ο μάβρος > άλογο > θηλαστικά

κάρα: αγία κάρα > κεφάλι > κόκκαλα

καραβάνα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καραβάνα: η τενεκεδένια κούπα που κουβαλάει ο στρατιώτης για να τρώει > καραβάνα > του πολεμιστή

καραβάς: αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

καραβάς: καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καραβέλα: είδη καραβιών > καράβια

καραβέλι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

καραβέλι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

καράβι: κάραβος > καράβι > καράβια

καράβια: οι χωματένιοι κώνοι που χωρίζουν τα κλήματα > αμπέλι > του χωραφιού

καραβίδα: Astacus fluviatilis > καραβίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραβίσιος: καραβίσιος άνθρωπος > νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καραβιώτης: νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή

καραβόγατος: γάτος > θηλαστικά

καραβοκράτης: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

καραβοκύρης: καπετάνιος > του κούρσου και του φορτωτή

καραβόλα: λάκκα > τοπογραφικά

καραβόπανο: πανιά > πανιά

κάραβος: μεγάλη άρκτος > αστερισμοί > αστρικά

καραβόσκαρο: καράβι > καράβια

καραβόσκυλο: σκύλος > θηλαστικά

καραβοστάσι: λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καραβοτσακίζουμαι: βουλιάζω > αρμενίσματα

καράβωλος: κάποιο μεγάλο κοχλίδι > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραγάτσι: ξύλα > του μαραγκού

καράγελης: πολύ κρύος άνεμος (απηλιώτης) > καράγελης > καιρικά

καρακάξα: Pica pica > καρακάξα > πουλιά

καραμαζάνι: καραμάνικη αντρομίδα > κρεβάτι > του σπιτικού

καραμάνικο: με μαλακά μαλιά άσπρα > πρόβατο > της βοσκής

καραμάνικο: με παχιά ουρά > πρόβατο > της βοσκής

καραμανιός: μεγάλος καράβωλος > καράβωλος > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καραμάντουλο: πανιά > πανιά

καραμέλα: απίδι > του φαγιού

καραμέλα: είδη πανιών > πανιά

καραμελάδικο: ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καραμελάς: ζαχαροπλάστης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καραμέλες: γλυκά > του φαγιού

καραμέλες: καραμέλες κύβοι > ζάχαρη > του φαγιού

καραμελωτό: είδη πανιών > πανιά

καραμούζα: φλογέρα > του μουσικού

καραμουσάλι: είδη καραβιών > καράβια

καράμπα: βούτη > της βοσκής

καραμπατάκι: Gavia > βουτήχτρα > πουλιά

καραμπατάκι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

καραμπογιά: θειικός σίδηρος > είδη βαφών > του βαφιά

καραμπόλα: λάκκα > τοπογραφικά

καραμπόλα: μπιλιάρδο > παιγνίδια

καραμπόξυλο: βούτη > της βοσκής

καραντί: θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

καραντί: κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

καραροΐζουμαι: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καράς: αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καράφλα: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καραφλός: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καραφλώνω: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρβελάς: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβέλι: ψωμί > του φαγιού

καρβουνάρης: καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουναριά: καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουναριό: το μέρος όπου φτιάνουν ή το μέρος όπου φυλάνε τα κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνάς: αφτός που φτιάνει ή αφτός που πουλάει κάρβουνα > καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνήθρα: λύχνος > του σπιτικού

καρβούνι: ρουμπίνι > πετράδια

καρβούνι: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρβουνιάζω: καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνιάρης: καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβούνιασμα: καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβουνόλακκος: καρβουνιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρβούνου: μάβρο του καρβούνου > μάβρος > του ζουγράφου

κάργα: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καργάρω: καργάρω > αρμενίσματα

καργάρω: φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

καργέλι: σκοινιά > του καραβιού

καρδαμπίδια: τσοπάνικα αγγεία > τσοπάνικα > της βοσκής

καρδάρα: αρμεγός > της βοσκής

καρδάρι: αρμεγός > της βοσκής

καρδερίνα: Carduelis elegans > καρδερίνα > πουλιά

καρδιά: καρδιά > όργανα

καρδιά: το ξύλο έχει > του μαραγκού

καρδινιάζω: προσανατολίζομαι > καρδινιάζω > αρμενίσματα

καρδιοκόκκαλο: καρδιοκόκκαλο > κόκκαλα

καρδιόλακας: στα άλογα > αρώστιες ζώων

καρδιόπονος: πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρδιοπονώ: πονόκαρδος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρδιοχούλιαρο: το μέρος που βαθουλώνει η κοιλιά > καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια

καρδιοχτύπι: καρδιά > όργανα

καρεγλάς: καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρεδάκια: με καρεδάκια > είδη πανιών > πανιά

καρέκλα: δες κάθισμα > καρέκλα > του σπιτικού

καρεκλάδικο: καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρεκλάς: καρεκλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρέλι: καρούλι > του καραβιού

καρέλι: Thynnus brachypterus | μικρή παλαμύδα > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας

καρέλι: κρεμαστό πέρασμα με καρούλια που τρέχουν απάνω σε σύρμα > πέραμα > τοπογραφικά

καρέλια: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρένα: καρίνα > του καραβιού

καρενάγιο: το μέρος όπου παλαμίζουν το καράβι > καρενάγιο > του σκαριού

καριά: Corvus monedula > καλιακούδα > πουλιά

καριάτικα: αγώγι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρίγανος: χελάλι > του μαγεριού

καρίδα: Crangon vulgaris > γαρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καριδολόγος: δίχτυ για τις καρύδες > καριδολόγος > της ψαρικής

καρίκι: μακρί ξύλο με δίχτυ δεμένο στην άκρη > καρίκι > της ψαρικής

καρικώνω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καρίνα: καρίνα > του καραβιού

καρίνας (της): ακράπι > του καραβιού

κάρινος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καριοφίλι: τουφέκι > του πολεμιστή

καριοφιλιάς: τουφέκι > του πολεμιστή

καρκαδιάζει: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάρκαδο: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάρκαδο: ξερή μύξα > μύτη > όργανα

κάρκαδο: το καμένο μέρος του φυτιλιού > λύχνος > του σπιτικού

κάρκαλας: Rana > βάτραχος > σερπετά

καρκάλι: λειρί > πουλολογικά

καρκάλι: Rana > βάτραχος > σερπετά

καρκαλιούμαι: κακαρίζω > πουλολογικά

κάρκανο: βάραθρο > τοπογραφικά

καρκάντζαλος: καλικάντζαρος > δαιμονικά

κάρκαρα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καρκαρέλι: Rana > βάτραχος > σερπετά

κάρκαρος: βάραθρο σαν πηγάδι > βάραθρο > τοπογραφικά

καρκάσα: σκελετός > κόκκαλα

καρκίνα: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρκίνος: καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρκολογιούμαι: κακαρίζω > πουλολογικά

καρναβάδι: μπαχαρικά > του φαγιού

κάρναξη: στις κότες > αρώστιες ζώων

κάρο: αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρολίνα: είδος ρυζιού > ρίζι > του φαγιού

καρολόγος: αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρόνι: κώνειον > είδη γιατρικών > γιατρικά

καρόσυκα: σύκα > του φαγιού

καρότο: λαχανικά > του φαγιού

καρότσα: αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καροτσιέρης: αμαξάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

καροτσόδρομος: δρόμος > τοπογραφικά

καροτσοφέρνω: καμαρώνω με καροτσάδες > καροτσοφέρνω > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρούλες: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρούλες: των αμπελιών | αρώστια από παράσιτο μαμούνι (Phytoptus vitis) > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καρούλι: κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρούλι: καρούλι > του καραβιού

καρούλια: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

καρουλιάζω: κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρούμπαλο: καρπός > φυτολογικά

καρούχα: άρμα > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

καρπέλα: κόγχος > μάτι > όργανα

καρπερή: κότα > πουλολογικά

καρπέτα: πανωκόρμι > ρούχα

καρπέτο: χαλί > του σπιτικού

καρπιά: σοδιά > του χωραφιού

καρπίτι: χαλί > του σπιτικού

καρπολόγι: σύνεργο για το μάζεμα του σιταριού στο λίχμισμα > καρπολόγος > του χωραφιού

καρπολόγος: καρπολόγος > του χωραφιού

καρπολογώ: κόβω φρούτα > καρπολογώ > του χωραφιού

καρπός: καρπός > φυτολογικά

καρπόχερο: αρμός > κόκκαλα

καρσάκι: είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρτάλι: καλάθι του τρύγου > καρτάλι > του τρύγου

καρτάλι: πανέρι του τρύγου > καλάθι > του χωραφιού

καρτέρι: κυνηγός > του κυνηγού

καρτέρια (τα): στρατόπεδο > στρατός > του πολεμιστή

καρτζιμάς: μουνούχισμα > γιατρικά

κάρτο: ώρα > της μέρας και της ώρας

καρτσιλαμάς: είδη χορών > χοροί

καρτσιμάς: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρτσίνα: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

καρυδάκι: γλυκά > του φαγιού

καρυδάκια: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

καρυδάτα: σταφύλια > του φαγιού

καρυδένιος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καρύδι: καρπός > φυτολογικά

καρύδι: λαιμός > ανατομικά κατατόπια

καρύδι: πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρυδιά: ξύλα > του μαραγκού

καρύδια: αμύγδαλα > του φαγιού

καρύδια: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

καρυδίτικος: της καρυδιάς > ξύλα > του μαραγκού

καρυδόλαδο: λάδι > του φαγιού

καρυδόξυλο: ξύλα > του μαραγκού

καρυδοσπάστης: φούχτα > του μαγεριού

καρυδόφλουδα: ρούδιασμα > του βαφιά

καρύκι: ο καρπός της μπαμπακιάς > καρπός > φυτολογικά

καρυόθρακο: φούχτα > του μαγεριού

καρυοφύλλι: μπαχαρικά > του φαγιού

καρφί: καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφί: καρφολογιά > του μαραγκού

καρφί: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρφιάδικο: καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφιάς: καρφιάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καρφίτης: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καρφίτσα: διαμαντικά > πετράδια

καρφίτσα: καρφίτσα > ραφτικά

καρφιτσώνω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

καρφοβελόνα: καρφίτσα > ραφτικά

καρφοβελόνα: βελόνα μεγάλη σαν καρφί > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφολογιά: λογής λογής καρφιά > καρφολογιά > του μαραγκού

καρφονυχάτος: γαμψώνυξ > πουλί > πουλολογικά

κάρφωμα: μάγεμα > δαιμονικά

καρφωμένη: στις ελιές | σκουλικιασμένη ελιά > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καρφώνω: δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

καρφώνω: μαγέβω > δαιμονικά

κάρωμα: κομάρα > φυσιολογικά

κάσα: κάσα > του σπιτικού

κάσα: κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κάσαρο: κάσαρο > του καραβιού

κασάς: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κασέλα: κάσα > του σπιτικού

κασελάδικο: κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κασελάς: κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κασέρι: τυρί > του φαγιού

κασίδα: κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασίδα: λειχήνα > κασίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κασίδης: κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασίδι: κάσκα > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

κασιδιάζω: κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασιδιάρης: κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κασιδοπάνι: σκουφί για το γιάτρεμα της κασίδας > κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάσκα: περικεφαλιά > του πολεμιστή

κασκαβάλι: τυρί > του φαγιού

κασκαβάλι: παξιμάδι που βιδώνεται στην κάτω μεριά της βίδας > βίδα > του μαραγκού

κασκέτο: σκούφια > ρούχα

κασμάς: αξίνα > του χωραφιού

κασμάς: αξίνα για πέτρες > σύνεργα του πετροκόπου > του χτίστη

κασόνι: κάσα > του σπιτικού

κασόνι: μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κασσίτερος: καλάι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κασσιτερώνω: γανώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καστανάδικο: καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστανάς: καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστανάτος: καστανός > του ζουγράφου

καστανί: καστανός > του ζουγράφου

καστανιά: ξύλα > του μαραγκού

καστανιά: συναρμογή από μετάλλινα πιάτα ή χύτρες για το φαγί που παίρνουνε μαζί τους οι εργάτες και τα σκολιαρόπουλα > μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

καστανόξυλο: ξύλα > του μαραγκού

καστανός: καστανός > του ζουγράφου

καστίζω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κάστισμα: δίπλα > ραφτικά

κάστορας: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

καστόρι: καπέλο > ρούχα

καστόρι: Lutra lutra > βύδρα > θηλαστικά

καστόρχι: είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

καστράκι: κάστρο > του χτίστη

καστρί: κάστρο > του χτίστη

κάστρο: κάστρο > του πολεμιστή

κάστρο: κάστρο > του χτίστη

κάστρο: χώρα > τοπογραφικά

καστροπάλατο: παλάτι > του χτίστη

καστροπούλι: καστροπούλι > πουλιά

κάτα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

καταανήφορος: δυνατός ανήφορος > ανήφορος > τοπογραφικά

κατάβαρη: γγαστρωμένη > βιολογικά

καταβόθρα: βούθουλας > τοπογραφικά

καταβολάδα: κλαδί που βαστάει ακόμα στο πατρικό του φυτό μα που το πλαγιάζουνε μέσα στο χώμα για να φυτρώσει καινούριο χωριστό φυτό > καταβολάδα > φυτολογικά

καταβολάρι: λιμάνι > της θάλασσας και του καιρού

καταβολέβω: φυτέβω καταβολάδα > φυτέβω > του χωραφιού

κατάβραδα: σούρουπο > της μέρας και της ώρας

καταγάλανος: γαλανός > του ζουγράφου

κατάγι: στεριανό > καιρικά

κατάγιαλο: γιαλός > της θάλασσας και του καιρού

καταγός: βρύση > του χωραφιού

καταγωγίδα: κανάλι > του χτίστη

κατάδεμα: δέμα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταηλιακού: προς τον ήλιο > ήλιος > αστρικά

καταηλιού: ήλιος > αστρικά

καταϊδρώνω: ίδρωτας > φυσιολογικά

καταΐφι: ζυμαρικά > του φαγιού

κατακάθισμα: βύδισμα > τοπογραφικά

κατακαλόκαιρο: καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας

κατακατήφορος: κατήφορος > τοπογραφικά

κατακίτρινος: κίτρινος > του ζουγράφου

κατακλείδι: αρμός > κόκκαλα

κατακλυσμός: βροχή > καιρικά

κατακόκκινος: κόκκινος > του ζουγράφου

κατακόμπια: κατακόμβαι, έγκατα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά

κατάλεφκος: άσπρος > του ζουγράφου

καταλώ: καταλώ τη νηστεία > αρτυμή > του φαγιού

κατάμαβρος: μάβρος > του ζουγράφου

καταματωμένος: ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καταματώνω: ματώνω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατάμερο: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταμεσήμερα: μεσημέρι > της μέρας και της ώρας

καταμπούγαζα: στη μέση του μπουγαζιού > στενό > της θάλασσας και του καιρού

καταναριά: ψωμί > του φαγιού

κατάξανθος: χρυσός > του ζουγράφου

καταξυλή: νεκροκρέβατο > οικογενειακά

καταξυλνή: σκελετός > κόκκαλα

καταπάτι: καφές > του φαγιού

καταπαχτή: κλαβανή > του χτίστη

καταπέλτης: πολιορκητικά > του πολεμιστή

καταπήθρα: στόμα > όργανα

καταπιάνω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κατάπιασμα: πιάσιμο > βιολογικά

καταπίδι: σύρτης > του χτίστη

καταπιθράνι: στόμα > όργανα

καταπινάρι: στόμα > όργανα

καταπιόνας: στόμα > όργανα

κατάπλασμα: κατάπλασμα > γιατρικά

κατάπλωρα: αρμενισιά > αρμενίσματα

κατάποδο: αγγάστρι > βιολογικά

καταπόθρα: στόμα > όργανα

καταποντή: βροχή > καιρικά

καταπόντι: βροχή > καιρικά

καταποντισμός: βροχή > καιρικά

καταπόρι: το μέρος του σπιτιού όπου αρχίζει ο δρόμος > σπίτι > του χτίστη

καταποτήρας: ρούφουλας > καιρικά

καταπότης: αβλάκι > του χωραφιού

καταπότρα: στόμα > όργανα

καταπράσινος: πράσινος > του ζουγράφου

κατάπρυμα: αρμενισιά > αρμενίσματα

καταραμένος: διάβολος > δαιμονικά

καταράχι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κατάραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

καταράχτης: κλαβανή > του χτίστη

καταράχτης: κρέμαση > του μυλωνά

καταράχτης: κρεμασιά > τοπογραφικά

κατάρες: κατάρες > κατάρες και εφκές

καταριέμαι: θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

καταρογιάζουμαι: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καταροή: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατάρτι: κατάρτια > του καραβιού

καταρτίζω: αρματώνω > αρμενίσματα

κατασάρκι: κατασάρκι > ρούχα

κατασκέπαση: σύνεφο > καιρικά

κάτασπρος: άσπρος > του ζουγράφου

καταστατό: αλέβρι > του φαγιού

κατάστενο: στενό > της θάλασσας και του καιρού

κατάστρατα: κατάστρατα > τοπογραφικά

κατάστρωμα: κατάστρωμα > του καραβιού

κατατόπια (τα): τόπος > τοπογραφικά

καταχανάς: βουρκόλακας > δαιμονικά

καταχανάς: όνειρο > φυσιολογικά

καταχέζω: αποχωνέματα > φυσιολογικά

καταχείμωνο (το): χειμώνας > της μέρας και της ώρας

καταχνιά: καταχνιά > καιρικά

καταχνιά: σύνεφο > καιρικά

κατάχνια: καταχνιά > καιρικά

κατάχρυσος: χρυσός > του ζουγράφου

καταχτόνια (τα): τα κατακόμπια > τοπογραφικά

κατάχυνα (το): το γερτό πλεβρό της στέγης > στέγη > του χτίστη

καταχυτά: στολίδια ραμένα ή κολημένα πάνω στο πανί > κέντημα > ραφτικά

καταχυτά: τα σανίδια που βαστούν τα κεραμίδια > σανίδι > του χτίστη

καταχυτό: το μεγάλο δοκάρι της στέγης > δοκαρωσιά > του χτίστη

κατεβάζει: βροχή > καιρικά

κατεβαίνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

κατεβασιά: βροχή > καιρικά

κατεβασιά: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβασιά: σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβασμένος: που έχει πάθει κατεβασιά > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατεβάστρα: αλεξίπτωτον (φτιασμένη λέξη) > κατεβάστρα > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κατεβατός: στεριανό > καιρικά

κατέβηκε: του κατέβηκε το ξύγκι > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάτεργο: είδη καραβιών > καράβια

κατερινιό: λιβάδι > τοπογραφικά

κάτης: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατηφόρι: κατήφορος > τοπογραφικά

κατηφοριά: κατήφορος > τοπογραφικά

κατήφορος: κατήφορος > τοπογραφικά

κατηχούμενα: μέρη της εκκλησιάς > της εκκλησιάς

κάτι: κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

κατιμέρι: ζυμαρικά > του φαγιού

κατίνα: μέση > ανατομικά κατατόπια

κατίνι: κλειδαριά > του χτίστη

κατιφεδένιος: πανίτικος > πανιά

κατιφές: πανιά > πανιά

κάτοικας: κοτέτσι > του χτίστη

κατοίκι: τυρί > του φαγιού

κατοικιά: κατοικιά > του χτίστη

κατοικιά (τα): οι συνοικισμοί > κατοικιά > του χτίστη

κατοικιό: κατοικιά > του χτίστη

κατομνήσι: εκατονταετηρίς > αιώνας > της μέρας και της ώρας

κατοσταράκι: τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού

κατοστάρικο: τα 100 δράμια > κρασί > του φαγιού

κατούνα: κατοικία σε χειμαδιό > χειμαδιό > της βοσκής

κατουρήθηκε: τα έκανε απάνω του > κάτουρο > φυσιολογικά

κατούρημα: κάτουρο > φυσιολογικά

κατουριέται: κατουριέται το παιδί στο κρεβάτι του > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουριούμαι: έχω μεγάλη ανάγκη να κατουρήσω > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρισιά: μεγάλη ανάγκη > κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλάς: κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλής: κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλιάρης: κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλίδα: Triton γένος > κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κατουρλιό: κάτουρο > φυσιολογικά

κατουρλοκάνατο: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κάτουρο: κάτουρο > φυσιολογικά

κατουροκάνατο: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουροκούμαρο: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουρολάγηνο: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κατουρώ: κάτουρο > φυσιολογικά

κατοχή: πάτος > τοπογραφικά

κατοχή: χειμαδιό > της βοσκής

κατόχι: μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κατόχι: το λουρί που βαστάει το παπούτσι στο γόνατο του παπουτσή καθώς το φτιάνει > σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κατράμι: κατραμίζω > του σκαριού

κατραμίζω: κατραμίζω > του σκαριού

κατραμόπανο: πανιά > πανιά

κατσαβίδι: σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κατσάβρακα: κακοτράχαλα βουνά > τοπογραφικά

κατσαδούρο: μικρό κανόνι > κανόνι > του πολεμιστή

κατσαμπούρα: Ixodidae > τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια

κατσαμπρόκος: σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κάτσαρα: φρύγανα > φυτολογικά

κατσάρι: παλιοπάπουτσο ή τσόκαρο > κατσάρι > του παπουτσή

κατσάρια: σύνεργα της κουζίνας > κατσάρια > του μαγεριού

κατσαρίδα: Stylopyga orientalis > κατσαρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κατσαρό: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσαρόλα: καζάνι > του μαγεριού

κατσαρομάλης: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσαρός: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κατσάρωμα: αρώστια που κατσαρώνει τα φύλλα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κάτσενο: πρόβατο > της βοσκής

κατσί: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσί: το ιδιαίτερο θυμίαμα της Μεγάλης Βδομάδας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κατσιασμένο: κατσιασμένο παιδί > αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατσίβελα (τα): ρούχα > ρούχα

κατσίβελος: γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κατσίδα: το αγκυλωτό πράσινο φλούδι του καρπού της αγριοκαστανανιάς > λουβί > φυτολογικά

κατσίκα: γίδι > της βοσκής

κατσικάρης: βοσκός > της βοσκής

κατσικάς: βοσκός > της βοσκής

κατσικάς: βουρκόλακας > δαιμονικά

κατσικερό: πετσί > του παπουτσή

κατσίκι: γίδι > της βοσκής

κατσικίλα: πριτιά > της βοσκής

κατσικίσιο: κρέας > του φαγιού

κατσικοκοπή: κοπάδι > της βοσκής

κατσικομάντρι: μάντρα > της βοσκής

κατσικοπόδι: δεκανίκι > γιατρικά

κατσικοπόδι: ξυλένιο ποδάρι > πόδι > ανατομικά κατατόπια

κατσιμάμουνας: κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κατσιμουδιασμένο: αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κάτσινο: καστανό > πρόβατο > της βοσκής

κάτσινο: σταχτερό > πρόβατο > της βοσκής

κατσιρμάς: κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κατσιρμάς: λαθρεμπόριο > κατσιρμάς > του κούρσου και του φορτωτή

κατσιφάρα: καταχνιά > καιρικά

κατσιφουδιάζει: καιρός > καιρικά

κατσιφούρα: καταχνιά > καιρικά

κατσομαλιασμένο: αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κατσονίστρα: τ' οριζόντιο ξύλο με τους γάντζους (κάτσους) που τεντώνουν τις κλωστές > σύνεργα του κάλφα > του αργαλιού και της ρόκας

κατσούλα: κουκούλα > ρούχα

κατσούλα: πουλί > πουλολογικά

κατσούλα: σκουφί > πουλολογικά

κατσούλα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσούλα: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

κατσούλα: η κουκούλα της κάπας > κάπα > ρούχα

κατσουλάει: το άλογο κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά

κατσουλάκι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσούλι: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

κατσουλιέρης: πουλί > πουλολογικά

κατσουλόπετος: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

κατσουφιάζει: καιρός > καιρικά

κατώγι: πατώματα > του χτίστη

κατωμέρια: πάτος > τοπογραφικά

κατώμερο: χειμαδιό > της βοσκής

κατώπετρα: πέτρα > πέτρες

κατωσάγονα (τα): σαγόνι > κόκκαλα

κατωσάγονο: σαγόνι > κόκκαλα

κατωσέντονο: κρεβάτι > του σπιτικού

κατώστρατα: κατάστρατα > τοπογραφικά

κατωφεγγίζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

κατώφλι: πόρτα > του χτίστη

κατωφώτι: λύχνος > του σπιτικού

καφάς: με καφασωτά χρώματα μέσα στο γυαλί > βώλοι > παιγνίδια

καφάσι: καλάθι > του χωραφιού

καφάσι: τρυπητό σκέπασμα του λεγενιού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφάσια: καφάσια > του χτίστη

καφάσια: πετσένιες σκέπες που βάζουνε στα μάτια των αλόγων για να μην μπορούν να δουν παρά μπροστά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

καφεκούτι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφέμπρικο: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφέμπρικο: μπρίκι > του μαγεριού

καφενείο: καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφενές: καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφές: καφές > του φαγιού

καφετζής: καφετζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

καφετής: καστανός > του ζουγράφου

καφετί: καστανός > του ζουγράφου

καφετιέρα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφκάλα: καραφλή κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κάφκαλα: τα κάφκαλα της πίνας > πίννα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κάφκαλο: κεφάλι > κόκκαλα

κάφκαλο: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

καφκί: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

καφκί: κεφάλι > κόκκαλα

καφκί: μόδι > του χωραφιού

καφκί: το μέρος όπου βάζουν την πέτρα > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

καφκί: το σκέπασμα της χελώνας > χελώνα > σερπετά

κάφκος: αγαπητικός παντρεμένης > αγαπητικός > οικογενειακά

καφόμπρικο: μπρίκι > του μαγεριού

καφτάνι: τούρκικο φόρεμα φοδραρισμένο με γούνα > αντερί > ρούχα

καφτερό: καλαμαριέρα > της ψαρικής

καφτήριο: νιτρικός άργυρος > είδη γιατρικών > γιατρικά

κάφτρα: λύχνος > του σπιτικού

κάψα: ζέστη > καιρικά

κάψα: θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καψάλα: δάσος > τοπογραφικά

καψάλα: χωράφι που καψαλίστηκε, που του κάψανε την καλαμιά > χωράφι > του χωραφιού

κάψαλα: φρύγανα > φυτολογικά

καψάλι: μαγουλίκα > ρούχα

καψαλίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

καψαλισμένο: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καψαλό: άλογο > θηλαστικά

καψαλό: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

καψαλό: πρόβατο > της βοσκής

κάψη: ζέστη > καιρικά

κάψη: θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

καψίδα: ζέστη > καιρικά

καψίλα: ζέστη > καιρικά

κάψιμο: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καψόξυλα: φρύγανα > φυτολογικά

καψόσπιτο: σπίτι > του χτίστη

καψούλα: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καψούλι: καρπός > φυτολογικά

καψούλι: μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

καψούλι: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

καψούρα: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

καψώνουμαι: θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεβαδόλα: κεβαδόλα του παπά > παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κέλα: μοναστήρι > της εκκλησιάς

κελάρης: κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κελάρι: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κελάρι: κελάρι > του χτίστη

κελάρισα: κελάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κελαρμενί: είδη βαφών > του βαφιά

κελεμπέκι: ξύλα > του μαραγκού

κελέρι: Raja batis > ρίνα > ψάρια της θάλασσας

κελέρι: πλατύ ψάρι του βούρκου > κελέρι > ψάρια της θάλασσας

κελί: μοναστήρι > της εκκλησιάς

κελιώτης: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κεμπάπι: κρέας > του φαγιού

κενάρι: γύρος > ραφτικά

κενταβρώνω: μαγέβω > δαιμονικά

κεντάβρωσε: το κεντάβρωσε = αόρατη ενέργεια τόνε χτύπησε κατά θανάτου > μαγέβω > δαιμονικά

κέντημα: κέντημα > ραφτικά

κεντητήρι: σιδερένιο σύνεργο για το κέντος της μαστιχιάς > μαστιχάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κεντί: δείλι > της μέρας και της ώρας

κεντιά: πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεντίδι: κέντημα > ραφτικά

κεντίδια: οι βελόνες του αχινιού > ανατομικά > ψαρολογικά

κεντίστρα: ράφτης > ραφτικά

κεντρίζω: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεντρίζω: μπολιάζω > φυτολογικά

κεντρίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

κεντροβολάει: ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

κεντροκούκουτσο: το κουκούτσι του κέντρου > καρπός > φυτολογικά

κεντρώνω: μπολιάζω > φυτολογικά

κεντώ: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κέπα: κέπα > ψάρια της θάλασσας

κεπέγκι: σιδερένιο πορτόφυλλο ή παραθυρόφυλλο μαγαζιού > κεπέγκι > του χτίστη

κερά Μαριώ: κερά Μαριώ > αλεπού > θηλαστικά

κεραβνός: αστροπελέκι > καιρικά

κεράδικο: κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κεράκι: φωτιστικά > της εκκλησιάς

κεράκι: το παιδί που πηγαινοέρχεται με τη σβίγα στο χέρι > μεταξάς > του αργαλιού και της ρόκας

κεραμάς: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμίδα: κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδάδικο: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδάρης: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδαριό: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδάς: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδένιος: κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμιδής: κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμιδί: κόκκινος > του ζουγράφου

κεραμίδι: κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδικάμινο: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδοκάμινο: κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδοκόματο: κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: κεραμιδάς > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: κεραμίδι > του χτίστη

κεραμιδόχωμα: χώματα > του χωραφιού

κεραμιδώνω: δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κεραμιδώνω: σκεπάζω τη στέγη με κεραμίδια > κεραμίδι > του χτίστη

κεράς: κεράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κερασάρης: Απρίλης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κερασάρης: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κερασένιος: κόκκινος > του ζουγράφου

κερασί: κόκκινος > του ζουγράφου

κέρατο: τρουμπέτα > του μουσικού

κερατσούνι: κοτσάνι > φυτολογικά

κερεστές: ξυλική > ξύλα > του μαραγκού

κερεστές: ξύλο για χτίσιμο σπιτιού > κερεστές > του χτίστη

κερήθρα: μέλι > του φαγιού

κερήθρα: μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κερί: λύχνος > του σπιτικού

κερί: λύχνος > του σπιτικού

κερί: φωτιστικά > της εκκλησιάς

κερκίδα: μάγγανος > του αργαλιού και της ρόκας

κερκίδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κέρκος: είδη καραβιών > καράβια

κέρκουρος: είδη καραβιών > καράβια

κεροδοσά: τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κεροδοσιά: τα κεριά που μοιράζουνε στους χριστιανούς μέσα στην εκκλησιά > φωτιστικά > της εκκλησιάς

κερολίβανο: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κερομαστίχη: για να φράξουν τ' άγια λείψανα στην κολόνα της άγιας τράπεζας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κερομάστιχο: για να φτιάχνουν κονίσματα > κονίσματα > της εκκλησιάς

κερομύτης: μύτη > όργανα

κεροπάνι: πανιά > πανιά

κεροπάνι: για προστασία των πληγών > κεροπάνι > γιατρικά

κεροπάτι: κρασί > του φαγιού

κερόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

κέρος: αλέτρι > του χωραφιού

κεροψάλιδο: λύχνος > του σπιτικού

κέρωμα: κομάρα > φυσιολογικά

κεσάρι: θεμελιακή > πέτρα > του χτίστη

κεσάρια: αρχαία θεμέλια > μαρμάρι > τοπογραφικά

κεσέ: γιαούρτι του κεσέ > γάλα > της βοσκής

κεσέμι: μπροστάρης > της βοσκής

κεσές: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κεσές τσουκαλεμένος: γεμάτος γλυκό > γλυκά > του φαγιού

κετσεδένιος: πανίτικος > πανιά

κετσές: πανιά > πανιά

κεφάλα: κεφάλι > κόκκαλα

κεφαλάρι: βρύση > του χωραφιού

κεφαλάρι: κολόνα > του χτίστη

κεφαλάρι: κρεβάτι > του σπιτικού

κεφαλάρι: μέρη της ρόδας > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεφαλάρι: η αρχή ενός πανιού στον αργαλιό > κεφαλάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κεφαλάρι: η αρχή του πανιού > πρόσωπη μεριά > πανιά

κεφαλαριά: πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεφαλαριά: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κεφαλαριά: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφαλαριά: το πιο ψηλό μέρος του χωραφιού > χωράφι > του χωραφιού

κεφαλάς: Lanius ludovicianus > κεφαλάς > πουλιά

κεφαλάς: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφάλας: Lanius ludovicianus | διπλός κεφαλάς > κεφαλάς > πουλιά

κεφάλι: κεφάλι > κόκκαλα

κεφάλι: φύλαξη > του πολεμιστή

κεφάλι: ένα κεφάλι ζάχαρη > ζάχαρη > του φαγιού

κεφαλιακό: το πρώτο λάγκερο > κρασί > του φαγιού

κεφαλοβούνι: βουνό > τοπογραφικά

κεφαλόβρυσο: βρύση > του χωραφιού

κεφαλογύρι: καπέλο > ρούχα

κεφαλοκάνη: μέρη του μύλου > του μυλωνά

κεφαλοκόλονο: κιονόκρανον > κολόνα > του χτίστη

κεφαλομάντιλο: φακιόλι > ρούχα

κεφαλοπάνι: φακιόλι > ρούχα

κεφαλόπονος: πονοκεφαλώ > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κεφαλόπουλο: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κέφαλος: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κεφαλόστυλο: κολόνα > του χτίστη

κεφαλοτύρι: τυρί > του φαγιού

κεφαλοχώραφο: χωράφι > του χωραφιού

κεφαλοχώρι: χωριό > τοπογραφικά

κεφαλώνω: καβατσάρω > αρμενίσματα

κεφαλωτό λάχανο: καρπός > φυτολογικά

κεφτές: κρέας > του φαγιού

κεχριμπαρένιος: κεχριμπάρι > πετράδια

κεχριμπαρένιος: κίτρινος > του ζουγράφου

κεχριμπάρι: κεχριμπάρι > πετράδια

κεχρίτης: οχιά > σερπετά

κηδεία: κηδεία > οικογενειακά

κηδεία: πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κηκίδι: το σκέπασμα του βελανιδιού (μα ίσως και το φούσκωμα που κάνει κάποιο μαμούνι στη βελανιδιά > λουβί > φυτολογικά

κηπάρης: περιβολάρης > του χωραφιού

κηπάρι: περιβόλι > του χωραφιού

κήπι: περιβόλι > του χωραφιού

κηπικά: λαχανικά > του φαγιού

κήπος: περιβόλι > του χωραφιού

κηπουρέβω: καλιεργώ > του χωραφιού

κήρυκας: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κηρυναίος: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

κιαλαρίζω: κοιτάζω με το κιάλι > κιαλάρω > αρμενίσματα

κιαλάρω: κιαλάρω > αρμενίσματα

κιάλι: τηλεσκόπιο > κιάλι > του καραβιού

κιαρόθωρος: άσπρος > του ζουγράφου

κιαρός: άσπρος > του ζουγράφου

κιάφα: κορφοβούνι (αρβανίτικα) > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κιβωτός: κιβωτός του Νώε > αστερισμοί > αστρικά

κιζάνια (τα): αστυνόμοι της καταδίωξης > αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κιθάρα: κιθάρα > του μουσικού

κιθαρίζω: κιθάρα > του μουσικού

κιθαριστής: μουσικός > του μουσικού

κικίδι: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κιλίμι: κρεβάτι > του σπιτικού

κιμαδιάζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κιμάς: κρέας > του φαγιού

κιμούχα: πρόστυχο σφουγγάρι > βουτηχτής > αρμενίσματα

κιμωλία: κιμωλία > πέτρες

κινάς: είδη βαφών > του βαφιά

κίνηση: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κινίνο: είδη γιατρικών > γιατρικά

κινόσο: πλάνη με φόρμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κιντίλιο: χαρτιά > παιγνίδια

κιόνι: κολόνα > του χτίστη

κιόσκι: ησκωσιά > του χωραφιού

κιούγκι: κύλιντρος λαγουμιού > λαγούμι > του χτίστη

κιουλάφι: κιουλάφι > ρούχα

κιουλούγκι: άλλα άρματα > του πολεμιστή

κιούπι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κιούρτος: καλάθι > του χωραφιού

κιούρτος: ψαροκόφινο > της ψαρικής

κιρδιλιάγγος: τραχεία αρτηρία > πλεμόνι > όργανα

κιρκινέζι: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

κιρκινέλι: Cerchneis tinnunculus > κιρκινέζι > πουλιά

κίρκος: Buteo > βαρβάκι > πουλιά

κιρμέζι: είδη βαφών > του βαφιά

κιρμέζο: είδη βαφών > του βαφιά

κισάρι: αλαφρόπετρα > πέτρες

κισάρι: πέτρα > του χτίστη

κίσαρο: αλαφρόπετρα > πέτρες

κισήρη: αλαφρόπετρα > πέτρες

κίσσα: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

κιτρινάδα: χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κιτρινάδα: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κιτρινάδι: αβγό > πουλολογικά

κιτρινιάρης: αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κιτρινιάρης: κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινιάρικος: κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινιασμένος: κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινίλα: χρώμα > του ζουγράφου

κιτρινόξυλο: είδη βαφών > του βαφιά

κιτρινοπούλι: Oriolus galbula > συκοφάγος > πουλιά

κίτρινος: κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινούλης: κίτρινος > του ζουγράφου

κιτρινοχρύσαφος: χρυσός > του ζουγράφου

κιτρινόχρυσος: χρυσός > του ζουγράφου

κιτρινόχωμα: σίδερο > μέταλλα και χημικά

κιτρινωπός: κίτρινος > του ζουγράφου

κίτρο: γλυκά > του φαγιού

κίχλα: Coricus rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας

κλαβανή: κλαβανή > του χτίστη

κλαδάτος: πουλί > πουλολογικά

κλαδάτος: με κλαδωτά αρπάγια > νύχια > πουλολογικά

κλαδέβω: κλαδέβω > του χωραφιού

κλάδεμα: κλαδέβω > του χωραφιού

κλαδεφτήρι: κλαδεφτήρι > του χωραφιού

κλαδεφτής: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαδί: κλαδί > φυτολογικά

κλαδί: στολίδι σαν κλαδί > κέντημα > ραφτικά

κλαδιά: κλαδότοπος > τοπογραφικά

κλαδιά: χαμόκλαδα > φυτολογικά

κλαδιστήρης: Micropus apus > αγριοχελίδονο > πουλιά

κλαδοκόπι: κλαδεφτήρι > του χωραφιού

κλαδόνυχα: νύχια > πουλολογικά

κλάδος (ο & το): κλαδέβω > του χωραφιού

κλαδότοπος: κλαδότοπος > τοπογραφικά

κλαδότοπος: χαμόκλαδα > φυτολογικά

κλαδοτσίμπαλο: πιάνο > του μουσικού

κλάδωμα: κλαδί > φυτολογικά

κλαδωμένα: κλαδωμένα πόδια > νύχια > πουλολογικά

κλαδωμένη: κλαδωμένη ρύμη > δρόμος > τοπογραφικά

κλαδωσιά: κλαδί > φυτολογικά

κλαδωτά: κλαδωτά νύχια > νύχια > πουλολογικά

κλαδωτό: είδη πανιών > πανιά

κλαδωτός: πουλί > πουλολογικά

κλαίω: δάκρυ > φυσιολογικά

κλάμα: δάκρυ > φυσιολογικά

κλάμα: δάκρυ > φυσιολογικά

κλαμδάνι: μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

κλάμπανος: κλάμπανος > του χωραφιού

κλανιά: πορδή > φυσιολογικά

κλανιάρης: πορδή > φυσιολογικά

κλάνω: πορδή > φυσιολογικά

κλάπα: σίδερο που δένει μαζί τις πέτρες > κλάπα > του χτίστη

κλαπαδόρα: μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

κλαπαταριά: τα χοντρά φτερά > φτερό > πουλολογικά

κλαπάτσα: απροσδιόριστες αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλαπάτσα: στα γίδια > αρώστιες ζώων

κλαπάτσα: αρώστια του συκοτιού (κλαπατσιάζει το πρόβατο) > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

κλαπατσίμπαλα: κύμβαλα; > όργανα > του μουσικού

κλάπες: τα σίδερα που δένουν τους ρεζέδες > πόρτα > του χτίστη

κλάρα: κλαδί > φυτολογικά

κλάρα: Gypaetus barbatus > σταβραϊτός > πουλιά

κλαρί: κλαδί > φυτολογικά

κλαρικό: κλαδί > φυτολογικά

κλαρινέτο: κλαρίνο > του μουσικού

κλαρίνο: κλαρίνο > του μουσικού

κλαροπόντικο: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

κλάσιμο: πορδή > φυσιολογικά

κλαστάδες: ελιές > του φαγιού

κλάψα: δάκρυ > φυσιολογικά

κλάψας: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαψομάρτης: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κλαψοπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

κλειδαράδικο: κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαράς: κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαριά: κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδαριά: κλειδαριά > του χτίστη

κλειδάς: κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδί: αλέτρι > του χωραφιού

κλειδί: κλειδαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλειδί: κλειδαριά > του χτίστη

κλειδί: νεροδέτης > του χωραφιού

κλειδί: κλειδί της πόλης = μαίαντρος > μοτίβα στο κέντημα > ραφτικά

κλειδοβάσταγο: της νοικοκυράς (με κρατητήρες) > κλειδοβάσταγο > του σπιτικού

κλειδοκόκκαλο: το κόκκαλο που ενώνει τους ώμους με το στήθος > κλειδοκόκκαλο > κόκκαλα

κλειδοπίνακο: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κλειδοστόμισμα: βουβός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλειδοχρονιά: πρώτη του Σετέβρη > χρόνος > της μέρας και της ώρας

κλείδωση: αρμός > κόκκαλα

κλειδωτήρι: θηλυκωτήρι της ζώνης > ζώνη > ρούχα

κλείνει: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλείνει: το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κλείσμα: για στέρφα πρόβατα > μάντρα > της βοσκής

κλείσμα: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κλεισούρα: μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κλειστό: μέρη του κάστρου > του χτίστη

κλειωνάς: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

κλεφτάκια: παιδιών > παιγνίδια

κλέφτηκαν: κλέψιμο > οικογενειακά

κλέφτηκε: κλέψιμο > οικογενειακά

κλέφτης: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κλεφτογέννα: νόθος > οικογενειακά

κλεφτοκάικο: είδη καραβιών > καράβια

κλεφτός: κλεφτός ύπνος > ύπνος > φυσιολογικά

κλεφτοσπηλιά: σπηλιά > τοπογραφικά

κλεφτοφάναρο: λύχνος > του σπιτικού

κλεφτοφάναρο: το φαναράκι που μεταχειρίζεται ο φαναρτζής για να λιώσει το καλάι όταν θέλει να κάνει μια κόληση > κλεφτοφάναρο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κλέψιμο: απαγωγή > κλέψιμο > οικογενειακά

κλήδονας: μάγια > δαιμονικά

κλήδωνα: του κλήδωνα > είδη χορών > χοροί

κλήμα: κούτσουρο > φυτολογικά

κληματαριά: αμπέλι > του τρύγου

κληματαριά: κληματαριά > του χωραφιού

κληματσίδα: κούτσουρο > φυτολογικά

κλησάκι: εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησάρης: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησάρισα: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησατόρισα: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κλησιά: εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησούλα: εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησουράκι: εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλησούρι: εκκλησιά > της εκκλησιάς

κλητήρας: αστυνόμος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλιάστρα: γάλα > της βοσκής

κλιβάνι: θώρακας > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή

κλίμα: κλίμα > καιρικά

κλινάφτης: άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κλίνει: ο ήλιος > βασίλεμα > αστρικά

κλινόπωρο: χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

κλιτσί: ψιλό σύρμα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά

κλιτσινάρι: Paguridae οικογένεια > καρκίνα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κλίφι: κρεβάτι > του σπιτικού

κλίφι: λινό σκέπασμα για να μη σκονίζεται το έπιπλο > μακάτι > του σπιτικού

κλοκιό: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κλοξάρι: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κλόξος: λόξιγκας > φυσιολογικά

κλουβιάζω: κλουβιάζω > πουλολογικά

κλούβιο: αβγό > πουλολογικά

κλουκλουκίζω: κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κλυστήρι: κλυστήρι > γιατρικά

κλώθω: ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

κλωνά: κλωστή > ραφτικά

κλωνάρι: κλαδί > φυτολογικά

κλωνί: καρπός > φυτολογικά

κλωνί: κάτι > του αργαλιού και της ρόκας

κλωνί: κλαδί > φυτολογικά

κλωνί: κλωστή > ραφτικά

κλωνιά: κλωστή > ραφτικά

κλωνιά: οι σπάγγοι της σφεντόνας > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή

κλώνος: κλαδί > φυτολογικά

κλώνος: κλωστή > ραφτικά

κλώσμα: γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

κλώσσα: κότα > πουλολογικά

κλώσσα: κλώσσα με τα κλωσσόπουλα > αστερισμοί > αστρικά

κλωσσαριά: αστερισμοί > αστρικά

κλωσσαροπούλα: κότα > πουλολογικά

κλωσσαρόπουλο: κότα > πουλολογικά

κλωσσοπούλι: κότα > πουλολογικά

κλωσσοπούλι: πεταρούδι > πουλολογικά

κλωσσόπουλο: κότα > πουλολογικά

κλώσσος: Strix flammea > κλώσσος > πουλιά

κλωσσού: κότα > πουλολογικά

κλωστές: ίνες > ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

κλωστή: κλωστή > ραφτικά

κλώστης: ροδάνι > του αργαλιού και της ρόκας

κλωτσάει: κλωτσάει το δέντρο = κάνει λουλούδια μα δε δένουν > ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

κλωτσοτύρης: τυράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κλωτσοτύρι: τυρί > του φαγιού

κνα: είδη βαφών > του βαφιά

κνας: είδη βαφών > του βαφιά

κνικάτος: κόκκινος > του ζουγράφου

κόβει: το χρώμα > του ζουγράφου

κόβω: κλαδέβω > του χωραφιού

κόθρο: κουδούνι > της βοσκής

κοιλάτο: γελάδι > της βοσκής

κοιλιά: κοιλιά > όργανα

κοιλιάρφανος: που είναι κιόλας αρφανός σα γεννηθεί > ορφανός > οικογενειακά

κοιλιές: κρέας > του φαγιού

κοιλιοδρόμι: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιόπονος: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιορεμάρα: δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλιόρεψη: δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλό: μόδι > του χωραφιού

κοιλόπονος: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοιλοπονώ: γεννώ > βιολογικά

κοιμήθηκε: γέρνει από τη μια μεριά και δε σηκώνεται πια > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κοιμηθιό: ύπνος > φυσιολογικά

κοίμηση: ύπνος > φυσιολογικά

κοιμήσι: ύπνος > φυσιολογικά

κοιμησιό: ύπνος > φυσιολογικά

κοιμητήρι: πεθαμενατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοιμητικός: χασμούρημα > φυσιολογικά

κοιμίζω: δουλιές του γιατρού > γιατρικά

κοιμισιά (τα): κρεβάτι > του σπιτικού

κοίμισμα: ύπνος > φυσιολογικά

κοιμιστικό: γιατρικό > γιατρικά

κοινωνιά: λειτουργικά > της εκκλησιάς

κοινωνία: λειτουργικά > της εκκλησιάς

κοινωνώ: θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

κοιτάστρια: το ξύλο που κάθουνται και κοιμούνται οι όρνιθες > κοτέτσι > του χτίστη

κόκα: κωμικά > κεφάλι > κόκκαλα

κοκίτης: κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκαλήθρα: ραχοκόκκαλο > κόκκαλα

κοκκαλιάζει: το κρύο > καιρικά

κοκκάλιασμα: ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόκκαλο: σφαχτό > του φαγιού

κοκκάλωμα: κομάρα > φυσιολογικά

κοκκάλωμα: ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκαλωτής: βορίσματα > καιρικά

κοκκίνα: κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόκκινα: αβγά > του φαγιού

κοκκινάβαρι: το κόκκινο χρώμα που σημαδέβουν οι μαραγκοί τα ξύλα > είδη βαφών > του βαφιά

κοκκινάδα: κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκινάδα: κοκκινίζω > φυσιολογικά

κοκκινάδι: είδη βαφών > του βαφιά

κοκκιναντεράς: κοκκινίζουν τ' άντερα και ψοφάει το πρόβατο > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

κοκκινέλι: κρασί > του φαγιού

κόκκινη: κοκκίνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοκκινίζω: κοκκινίζω > φυσιολογικά

κοκκινίλα: χρώμα > του ζουγράφου

κοκκίνισμα: κοκκίνισμα > φυσιολογικά

κοκκινόγεια: γη > του χωραφιού

κοκκινογή: γη > του χωραφιού

κοκκινογούλια: λαχανικά > του φαγιού

κοκκινόκωλος: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

κοκκινολαίμης: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

κοκκινόμαβρος: κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινομάγουλος: μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

κοκκινομάλης: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοκκινομύτης: Pyrrhocorax > κοκκινομύτης > πουλιά

κοκκινόξυλο: ξύλα > του μαραγκού

κοκκινόπετρα: πέτρα > πέτρες

κοκκινοράδης: Phoenicurus phoenicurus > κοκκινόκωλος > πουλιά

κόκκινος: κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινούλης: κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινούτσικος: κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκινόχωμα: γη > του χωραφιού

κοκκινόχωμα: κοκκινόχωμα > του τσουκαλά και του γυαλά

κοκκινόχωμα: αιματίτης > σίδερο > μέταλλα και χημικά

κοκκινωπός: κόκκινος > του ζουγράφου

κοκκωβιός: Gobiidae γένος > γοβιός > ψάρια της θάλασσας

κοκλάνος: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κοκολόγημα: σταχολογώ > του χωραφιού

κοκολόγι: απομεινάρια από τη σοδιά των καρπών > κοκολόγι > του χωραφιού

κοκολογιέμαι: κακαρίζω > πουλολογικά

κόκορας: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκορέτσι: κρέας > του φαγιού

κοκόρι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκότι: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκοτός: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κοκώνια: καρπός > φυτολογικά

κόλα: αλέβρι > του φαγιού

κόλα: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

κόλα: γραφικά > του σπιτικού

κόλα: κόλα > του μαραγκού

κόλα: ξόβεργα > του κυνηγού

κόλαβρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

κολάνι: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κολαουζέρης: αυτός που βαστά το σκοινί του βουτηχτή και του μιλάει "τσιμπώντας" > βουτηχτής > αρμενίσματα

κολαούζος: οδηγός > άλλες τέχνες και σύνεργα

κολάρος: ασπρόρουχα > ρούχα

κόλας: πουκάμισο της κόλας > ασπρόρουχα > ρούχα

κολάστρα: γάλα > της βοσκής

κολατσιό: πρόγεμα > του φαγιού

κολήγας: κολήγας > του χωραφιού

κοληγιάζω: κολήγας > του χωραφιού

κοληγιάτικο: αφτό που πλερώνει ο παχτωτής > κολήγας > του χωραφιού

κόλημα: κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κόληση: κόλημα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

κολησόψαρο: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

κολητσιάνος: τσουκνίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κολητσίδα: Leptecheneis naucrates | εχενηΐς > αργίδα > ψάρια της θάλασσας

κολιάνιτσα: στα γίδια > αρώστιες ζώων

κόλιαντρο: μπαχαρικά > του φαγιού

κολίκι: ψωμί > του φαγιού

κολίνα: βορβός > φυτολογικά

κολιός: Scomber scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας

κολιός κολυμπητός: ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

κολιστάκια: οι γάντζοι του σαμαριού για να δένουνε σκοινιά ή να κρεμάζουν πράματα > μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κολιτσάνι: Patella vulgata > πεταλίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κολοκάσια: λαχανικά > του φαγιού

κολοκοτρώνης: μαχαίρι > του πολεμιστή

κολοκύθα: λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθάκι: λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθάτο: κρέας > του φαγιού

κολοκύθι: λαχανικά > του φαγιού

κολοκυθόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

κολοκυθοσαλάτα: σαλάτα > του φαγιού

κολόμπα: το κάτω μέρος του καταρτιού > κατάρτια > του καραβιού

κολόνα: κολόνα > του χτίστη

κολόπι: ψωμί > του φαγιού

κολόστρα: γαλούσα > βιολογικά

κολπετίνι: αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόλπος: αποπληξία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόλυβα: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κόλυβα: βραστό σιτάρι για μνημόσυνο > ψωμί > του φαγιού

κολυβοζούμι: ζουμί > του φαγιού

κολυμπήθρα: βάφτισμα > οικογενειακά

κολυμπήθρα: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κολυμπήστρα: σάλι > του καραβιού

κολυμπητές: ελιές > του φαγιού

κολύμπι: κολυμπώ > αρμενίσματα

κολύμπρι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

κολυμπώ: κολυμπώ > αρμενίσματα

κομάρα: κομάρα > φυσιολογικά

κομάτια: χοντρά κομάτια μέταλλο αντί σκάγια > μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κοματιάζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κοματιαστό: κρέας > του φαγιού

κομένα: μακαρόνια > του φαγιού

κομένο: κρασί > του φαγιού

κομένο: κομένο χώμα > μαντρότοιχος > του χτίστη

κομήτης: κομήτης > αστρικά

κομοδίνο: κομός > του σπιτικού

κομόνι: τόπος κοινός όπου βόσκουν του χωριού τα ζωντανά > βοσκή > της βοσκής

κομός: κομός > του σπιτικού

κομπαλάκι: ρόζος > φυτολογικά

κομπασάρω: κομπασάρω τον καιρό > καρδινιάζω > αρμενίσματα

κόμπια (τα): πόδι > κόκκαλα

κόμπια (τα): καρπός > αρμός > κόκκαλα

κομπογιάννης: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

κομπογιαννίτης: γιατρός > γιατρικά

κομποδένω: δένω στο αντί τα γνέματα του διασιδιού > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

κόμποι: οι αρμοί στα δάχτυλα > αρμός > κόκκαλα

κομπολόγι: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κόμπος: ρόζος > φυτολογικά

κόμπος: κόμπος του τριανταφυλλιού = ο καρπός αφού ξεφλουδίσει το λουλούδι > καρπός > φυτολογικά

κόμπος: το καινούριο φίλο που μόλις αρχίζει να ξεφυτρώνει > μάτι > φυτολογικά

κομποσκοίνι: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κομπόστα: γλυκά > του φαγιού

κομπωτές: κομπωτές πλεξούδες > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κονάκι: κατοικιά > του χτίστη

κονάκι: σπίτι > του χτίστη

κονάκι: στοιχιό > δαιμονικά

κονάκι: gongylus ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά

κονάτσι: στοιχιό > δαιμονικά

κονιάκ: κρασί > του φαγιού

κόνιδα: το αβγό της ψείρας > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

κονίζαλος: σρόβιλος σκόνης > ανεμική > καιρικά

κόνισμα: κονίσματα > της εκκλησιάς

κονίσματα: κονίσματα > της εκκλησιάς

κονσόλα: φορούσο > του χτίστη

κονταβγή: αβγή > αστρικά

κοντάκι: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

κοντάρι: βέργα > του χωραφιού

κοντάρι: κατάρτια > του καραβιού

κοντάρι: κοντάρι > του πολεμιστή

κοντάρι: σταλίκι > της ψαρικής

κοντάρια: πήγε τρία κοντάρια ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας

κονταρόξυλο: το κοντάρι της παντιέρας > κονταρόξυλο > του καραβιού

κονταρούδια: σύκα > του φαγιού

κοντό: παπούτσι > του παπουτσή

κοντό: τσοπάνικο πουκάμισο > ασπρόρουχα > ρούχα

κοντοβίστης: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοβραδιάζει: σούρουπο > της μέρας και της ώρας

κοντόβραδο: βράδυ > της μέρας και της ώρας

κοντοβράκι: βρακί > ρούχα

κοντόγερμα: βασίλεμα > αστρικά

κοντογούνι: σιγγούνι > ρούχα

κοντοδειλινό: δείλι > της μέρας και της ώρας

κοντοήμερα: αβγή > αστρικά

κοντοθάλασσο: μικρά και πυκνά κύματα > θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

κοντοθωρίζω: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόθωρος: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοκλαδέβω: κλαδέβω > του χωραφιού

κοντομάλης: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοντόμαλο: μαλί > της βοσκής

κοντομάσταρη: πρόβατο > της βοσκής

κοντομάτης: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντομάχαιρο: μαχαίρι > του πολεμιστή

κοντομεσιάζω: κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντομούρης: πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

κοντόξυλο: ραβδί > του πολεμιστή

κοντοπήγαδο: πηγάδι > του χωραφιού

κοντοπλέβρια: τα πιο κάτω παγίδια > παγίδια > κόκκαλα

κοντοπόδαρος: κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοποδαρούσα: απίδι > του φαγιού

κοντοποδαρούσα: κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοπόδης: κοντοπόδης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοράσο: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κοντοραχιά: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντόραχο: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντοραχούλα: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοντοστάβρια: μέρη του μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού

κοντόστρατο: δρόμος > τοπογραφικά

κοντοτούφεκο: τουφέκι > του πολεμιστή

κοντοτσάγρα: τσάγρα > του πολεμιστή

κόντουρο: άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

κοντόφλεπος: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόφταρμος: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντόφτερος: φτερό > πουλολογικά

κοντόφωτος: κοντομάτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντοχέρης: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόντρα: ουλή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντράρω: κοντράρω > αρμενίσματα

κοντραστάρω: κοντράρω > αρμενίσματα

κοντραφλόκος: πανιά > του καραβιού

κοντραφόσα: μέρη του κάστρου > του χτίστη

κοντρί: κορμός > φυτολογικά

κοντρί: πέτρα > πέτρες

κοντριάζει: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντριάρικος: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοντριασμένος: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόντυλα: απάλωνα > του χωραφιού

κόντυλας: το μέρος του καλαμιού που είναι ανάμεσα στα γόνατα > κόντυλας > φυτολογικά

κοντύλι: γραφικά > του σπιτικού

κοντύλι: νέβρο > κοντύλι > ανατομικά κατατόπια

κόξα: πόδι > ανατομικά κατατόπια

κόξι: χαρτιά > παιγνίδια

κοπαδαριά: βοσκός > της βοσκής

κοπάδι: κοπάδι > της βοσκής

κοπαδιά: κοπάδι > της βοσκής

κοπαδιάζω: χωρίζω τα πράματα σε κοπάδια > κοπαδιάζω > της βοσκής

κοπαδιάρης: βοσκός > της βοσκής

κοπανάκι: κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπανέλι: κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπάνι: πρόβατο > της βοσκής

κοπανίδα: πλύση > του σπιτικού

κοπανίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κοπανισμένη: κοπανισμένη γαλέτα > ψωμί > του φαγιού

κοπανιστή: ζάχαρη > του φαγιού

κοπανιστή: τυρί > του φαγιού

κοπανιστήρι: γουδί > του μαγεριού

κοπανιστήρι: κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κοπανιστό: κρέας > του φαγιού

κόπανος: κόπανος > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κόπανος: πλύση > του σπιτικού

κόπανος: σύνεργα του χτίστη > του χτίστη

κοπανοτύρι: τυρί > του φαγιού

κοπανούρα: σύνεργο για να κάνουν νταντέλα > κοπανάκι > του αργαλιού και της ρόκας

κοπέλα: κόρη > οικογενειακά

κοπελάρα: κόρη > οικογενειακά

κοπελιά: κόρη > οικογενειακά

κόπελος: κόπελος > του χωραφιού

κοπελούδα: κόρη > οικογενειακά

κοπελούδι: κόρη > οικογενειακά

κοπή: κουρέβω > της βοσκής

κοπή: μέρος κοπαδιού > κοπάδι > της βοσκής

κοπίδα: ανατομικά > ψαρολογικά

κοπίδι: αρβελιστήρι > του μαγεριού

κοπίδι: σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κοπίδι: σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

κόπικας: Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια

κόπιτσα: κόπιτσα > ραφτικά

κόπος: επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοπός (ο): πάτημα > του κυνηγού

κοπριά: γη > του χωραφιού

κοπρομέλισα: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κοπροπούλι: Passer > σπουργίτης > πουλιά

κόπτσα: κόπιτσα > ραφτικά

κόρα: ψωμί > του φαγιού

κοραδούρος: κατάστρωμα > του καραβιού

κόρακας: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκι: κοράκι > του καραβιού

κοράκι: πόρτα > του χτίστη

κοράκι: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκια (τα δυο): κοράκι > του καραβιού

κορακίνα: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κορακιού (του): ακράπι > του καραβιού

κορακοπόδι: ανθρακική αμμωνία > χημικά > μέταλλα και χημικά

κορακοπούλι: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κορακόπουλο: Corvus corax > κόρακας > πουλιά

κοράκου: μάβρο του κοράκου > μάβρος > του ζουγράφου

κοραλένιος: κοράλι > πετράδια

κοράλι: κοράλι > πετράδια

κοραντζίνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

κορασάνι: κορασάνι > του χτίστη

κορασιά: κόρη > οικογενειακά

κορβέτα: είδη καραβιών > καράβια

κόρδα: μέρη του βιολιού > του μουσικού

κορδάτο: γλυκά > του φαγιού

κορδέλα: αρμενισιά > αρμενίσματα

κορδέλες: κορδέλες > τοπογραφικά

κορδελιάζω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κορδελώνω: κάνω, τραβώ κορδέλες > κορδέλες > τοπογραφικά

κόρδες: κορδέλες > τοπογραφικά

κορδόνι: κορδόνι > ραφτικά

κορδόνι: μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κόρη: κόρη > οικογενειακά

κορίθια: σταφύλια > του φαγιού

κοριός: Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια

κοριστόπουλο: κόρη > οικογενειακά

κορίτι: ποτιστής > της βοσκής

κορίτος: ποτιστής > της βοσκής

κοριτσέλι: κόρη > οικογενειακά

κορίτσι: κόρη > οικογενειακά

κορμαλιά: κορμός > φυτολογικά

κορμαριά: κορμός > φυτολογικά

κορμάτο: άλογο > θηλαστικά

κορμιασμένο: αβγό που άρχισε να κορμιάζει μέσα του το πουλί > αβγό > πουλολογικά

κορμός: κορμός > φυτολογικά

κορμοφανέλα: ασπρόρουχα > ρούχα

κορνέτο: μπρούτζινα όργανα > του μουσικού

κορνίζωμα: πόρτα > του χτίστη

κόρνιο: το κόρνιο του ασκού > ασκομαντούρα > του μουσικού

κορόμηλο: μήλο > του φαγιού

κορόνα: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

κορόνα: κορόνα ή γράμματα > μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

κορονάτο: Leptocephalus conger > μουγγρί > ψάρια της θάλασσας

κοροστάρι: σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

κορού: κόρη > οικογενειακά

κορούδα: κόρη > οικογενειακά

κορούλα: κόρη > οικογενειακά

κόρπα: μάβρα > γίδι > της βοσκής

κορσές: στηθόπανο > ρούχα

κορτάνα: τεταρταίος > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόρυζα: στις κότες > αρώστιες ζώων

κόρυζα: Cimex lectularius > κοριός > σκουλήκια και ζωύφια

κορυφάδα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορυφιάς: δοκαρωσιά > του χτίστη

κορυφιάτης: δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφάδα: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφάδι: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφάδι: κορφή κλαδιού > κλαδί > φυτολογικά

κορφάρι: δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφή: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφή: κρέμα πετσωμένη > γάλα > της βοσκής

κορφιάζω: δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κορφιάς: δοκαρωσιά > του χτίστη

κόρφιασμα: δοκαρωσιά > του χτίστη

κορφίτης: στόμα > όργανα

κορφοβούνι: βουνό > τοπογραφικά

κορφοβούνι: κορφή > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κορφολόγημα: χορτολογώ > του χωραφιού

κορφολόγος: γεωργός > του χωραφιού

κορφολογώ: κλαδέβω > του χωραφιού

κορφολογώ: ξεματίζω > του χωραφιού

κορφολογώ: χορτολογώ > του χωραφιού

κόρφος: κόρφος > της θάλασσας και του καιρού

κοσκινάς: κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοσκινάς: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοσκινίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κοσκινίτης: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόσκινο: κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κόσκινο: κόσκινο > του μαγεριού

κοσκινού: κοσκινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοσμοδέσποινα: δέσποινα > δαιμονικά

κοσμόπαπας: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

κοσμοχαλασιά: κακοκαιριά > καιρικά

κοσμοχαλασμός: κακοκαιριά > καιρικά

κοσούνα: παιδιών > παιγνίδια

κόσσα: δρεπάνι > του χωραφιού

κοσσίζω: θερίζω > του χωραφιού

κόσσισμα: θερίζω > του χωραφιού

κοστούμι: φόρεμα > ρούχα

κότα: κότα > πουλολογικά

κότα: πετεινός > πουλιά

κοτάκι: πετεινός > πουλιά

κοταρίδα: κοταρίδα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοταρίδα: πέτρα > πέτρες

κοτερά: πουλί > πουλολογικά

κότερο: είδη καραβιών > καράβια

κοτέτσι: κοτέτσι > του χτίστη

κοτόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

κοτόπουλο: πετεινός > πουλιά

κοτρόνα: πέτρα > πέτρες

κοτρόνι: πέτρα > πέτρες

κότσα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

κοτσάκι: μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κότσαλα: απάλωνα > του χωραφιού

κότσαλο: καρπός > φυτολογικά

κοτσάνι: κοτσάνι > φυτολογικά

κοτσάρω: κοτσάρω τα πανιά, την μπούμα > κοτσάρω > αρμενίσματα

κότσι: κάλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κότσι: πόδι > κόκκαλα

κότσι: χαρτί της φυλής που κερδίζει τις άλλες φυλές > χαρτιά > παιγνίδια

κότσια: μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

κοτσίδα: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοτσίνα: χαρτιά > παιγνίδια

κοτσιπίδα: κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κότσιφας: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

κοτσίφι: Crenilabrus pavo > κοτσίφι > ψάρια της θάλασσας

κοτσίφι: Merula merula > κότσιφας > πουλιά

κοτσοκορφώ: ξεματίζω > του χωραφιού

κοτσομούρα: Mugil cephalus > κέφαλος > ψάρια της θάλασσας

κότσος: μαλί > ανατομικά κατατόπια

κοτσούνα: παιδιών > παιγνίδια

κουβά: με τον κουβά > βροχή > καιρικά

κουβαλητής: χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουβαλώ: κηδεία > οικογενειακά

κουβαράς: λινάρι > του αργαλιού και της ρόκας

κουβάρι: γνέμα > του αργαλιού και της ρόκας

κουβαρίδα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβαρίστρα: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβάς: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουβελάς: μελισουργός > του χωραφιού

κουβέλι: μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κουβέρτα: κατάστρωμα > του καραβιού

κουβέρτα: κρεβάτι > του σπιτικού

κουβούκλι: θόλος > του χτίστη

κουβούκλι: κληματαριά > του χωραφιού

κουβούσι: αμπάρι > του καραβιού

κούδα: χαρτί χωρίς αξία στο παιγνίδι > χαρτιά > παιγνίδια

κουδουμιές: ξερά λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού

κουδούνα: μπροστάρης > της βοσκής

κουδούνα: για γκεσέμι > κουδούνι > της βοσκής

κουδουνάδικο: κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνάς: που κάνει τα σφυρικά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνάτος: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

κουδούνες: αποτρυγίδια > του τρύγου

κουδούνι: κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδούνι: κουδούνι > της βοσκής

κουδουνιά: κουδούνι > της βοσκής

κουδούνια: αποτρυγίδια > του τρύγου

κουδουνιάτικο: κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουδουνιστή: κουδουνιστή σπηλιά (με αντίλαλο) > σπηλιά > τοπογραφικά

κουδουνίστρα: για μωρά > παιδιών > παιγνίδια

κουδουνίστρα: κουδούνια μωρού > κουδουνίστρα > του μουσικού

κουζάκι: παιδιών > παιγνίδια

κουζίνα: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κουζουλαίνω: τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλέβω: τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλιά: τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουζουλός: τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκάχερο: άχερο > του χωραφιού

κουκιά: λαχανικά > του φαγιού

κουκίτης: κοκίτης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούκλα: καρπός > φυτολογικά

κούκλα: παιδιών > παιγνίδια

κουκλί: φακιόλι > ρούχα

κουκλοπετεινός: Upupa epops > τσαλαπετεινός > πουλιά

κούκλος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κουκλουκιά: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουκλουκίζω: κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κουκλούκισμα: κουκλουκίζω > φυσιολογικά

κούκος: Cuculus canorus > κούκος > πουλιά

κουκουβάγια: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κουκουβάς: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κούκουβας: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

κουκουδάς: χαλάζι που ρίχνεις μικρές χαλαζόπετρες > χαλάζι > καιρικά

κουκούδι: πανούκλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκούδι: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκουδιάζω: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουκουδιάρης: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούκουδο: καρπός > φυτολογικά

κουκούλα: κουκούλα > ρούχα

κουκούλα: μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουκούλα: ψωμί > του φαγιού

κουκούλα: ολός του αχταποδιού > αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κουκουλήθρα: μισοκατεργασμένο μετάξι > μετάξι > του αργαλιού και της ρόκας

κουκουλόσπορος: αβγά του μεταξοσκουληκιού > κάμπια > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμαγκας: μαμούνι των κουκιών > κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμανος: κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκούμι: καζάνι > του μαγεριού

κουκούμυαλος: κατσιμάμουνας > σκουλήκια και ζωύφια

κουκουμυτίζω: ξεματίζω > του χωραφιού

κουκουνάρι: καρπός > φυτολογικά

κουκούρι: πύργος από πέτρες σωριασμένος > κάστρο > του χτίστη

κουκουρίζω: σαν το περιστέρι > κουκουρίζω > πουλολογικά

κουκούρισμα: κουκουρίζω > πουλολογικά

κούκουρο: των τσοπάνηδων > σταλίκι > του χωραφιού

κουκούτσα: Chelonia | χελώνα της λίμνης > χελώνα > σερπετά

κουκούτσι: καρπός > φυτολογικά

κούλα: κάστρο > του χτίστη

κουλάδα: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλαίνομαι: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλαίνω: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλάς: κάστρο > του χτίστη

κούλας: άλογο > θηλαστικά

κουλέθρα: μέρη του μύλου > του μυλωνά

κουλές: κάστρο > του χτίστη

κουλιάρι: Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά

κουλιάστρα: γάλα > της βοσκής

κουλιμπές: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κούλιο: πρόβατο > της βοσκής

κούλο: σταχτοκόκκινο > άλογο > θηλαστικά

κουλός: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούλος: Cygninae > κύκνος > πουλιά

κούλουθρο: κουτάλα για να ταράζουν το γάλα όταν το βράζουν για να κάνουνε μιτζήθρα > κούνουθρο > της βοσκής

κουλούκι: σκύλος > θηλαστικά

κουλουκουρίζω: κουρέβω > της βοσκής

κούλουμα (τα): νηστεία > του φαγιού

κουλούπι: ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: μέρη της άγκυρας > του καραβιού

κουλούρα: ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: ψωμί > του φαγιού

κουλούρα: μπουλωγμένη κουλούρα = παπαδίστικος κώτσος > μαλί > ανατομικά κατατόπια

κουλουράς: κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλούρι: κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλούρι: ψωμί > του φαγιού

κουλουριαστό: φίδι > σερπετά

κουλουρίδα: φίδι > σερπετά

κουλουρτζής: κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουλοχέρης: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουλτακίζει: κουνιέται αν και είναι μπουνάτσα > κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κουμανταρία: κρασί > του φαγιού

κουμαράς: τσουκαλάς > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμάρι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμάσι: κοτέτσι > του χτίστη

κουμιάζω: κουμιάζω τα λαγωνικά > κούμος > του χτίστη

κούμος: κοτέτσι > του χτίστη

κούμος: σκυλόσπιτο > κούμος > του χτίστη

κούμουλας: πέτρα > πέτρες

κουμούλια: αμπέλι > του χωραφιού

κουμούτσι: λεμπούσι ξεσπυρωμένο > καρπός > φυτολογικά

κουμπάνια: προμήθειες του καραβιού > κουμπάνια > του καραβιού

κουμπαράς: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουμπαράς: μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

κουμπάρι: γαλιόνι > είδη καραβιών > καράβια

κουμπαριά: κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπαριάζω: κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπαριό: κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπάρος: κουμπάρος > οικογενειακά

κουμπές: θόλος > του χτίστη

κουμπί: κουμπί > ραφτικά

κουμπί: μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κουμπί: μήτρα > όργανα

κουμπί: ο δίσκος του πορτοκαλιού > καρπός > φυτολογικά

κουμποθήκλια: κουμπί > ραφτικά

κουμποθηλιά: κουμπί > ραφτικά

κουμπότρυπα: κουμπί > ραφτικά

κουμπότρυπα: μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

κουμπούζι: κουμπούζι > του μουσικού

κουμπούρα: διμούτσουνη κουμπούρα > πιστόλι > του πολεμιστή

κουμπούρι: πιστόλι > του πολεμιστή

κουμπούρι: σαγίτα > του πολεμιστή

κουμπουριά: έπεσε μια κουμπουριά > πιστόλι > του πολεμιστή

κούμπωμα: μάγεμα > δαιμονικά

κουμπωτήρι: κουμπωτήρι > του παπουτσή

κουνάβι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

κουνάδι: Mustela martes > κουνάβι > θηλαστικά

κουναδόγουνα: είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουνέλα: Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά

κουνέλι: Lepus cuniculus > κουνέλι > θηλαστικά

κουνήματα: κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κουνημένος: τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούνια: κρεβάτι > του σπιτικού

κούνια: παιδιών > παιγνίδια

κούνια: μασχαλιστήρ > κούνια > γιατρικά

κουνιάδα: σύγαμπρος > οικογενειακά

κουνιάδος: σύγαμπρος > οικογενειακά

κουνιστή: καρέκλα > του σπιτικού

κουνίστρα: καρέκλα > του σπιτικού

κουνίστρα: κρεβάτι > του σπιτικού

κουνόπετρα: πέτρα > πέτρες

κούνος: καρπός > φυτολογικά

κούνουθρο: κούνουθρο > της βοσκής

κούνουπας: Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια

κουνούπι: Culicidae γένος > κουνούπι > σκουλήκια και ζωύφια

κουνουπίδια: λαχανικά > του φαγιού

κουντούρα: είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κουντούρα: τσαμπί > φυτολογικά

κουντουράδικο: παπουτσάδικο > του παπουτσή

κουντουράς: παπουτσής > του παπουτσή

κούντουρος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουντραμπάντα: κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουντραμπατζής: κουντραμπατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούντρος: κατάρτια > του καραβιού

κούπα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουπάκι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουπάς: λάμνω > αρμενίσματα

κουπαστή: κατάστρωμα > του καραβιού

κουπατζής: λάμνω > αρμενίσματα

κουπέ: αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουπί: κουπί > του καραβιού

κουπιά: λάμνω > αρμενίσματα

κουπολάτης: λάμνω > αρμενίσματα

κουπολατιά: λάμνω > αρμενίσματα

κουπολατώ: λάμνω > αρμενίσματα

κούπραινας: σβέρκος > ανατομικά κατατόπια

κουράδα: αποχωνέματα > φυσιολογικά

κουραδάς: αποχωνέματα > φυσιολογικά

κουραμάνα: ψωμί > του φαγιού

κούρβα: μέρη του σαμαριού > του αγωγιάτη και του αμαξά

κούρβουλο: κούτσουρο > φυτολογικά

κουρδιστήρι: κουρδιστήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κουρέας: κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουρέβω: κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουρέβω: κουρέβω > της βοσκής

κουρείο: κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούρεμα: κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

κούρεμα: κουρέβω > της βοσκής

κουρεμαδιά: χήρα > οικογενειακά

κουρεφτής: κουρέβω > της βοσκής

κουρέφτρα: διχάλα που βαστάει το κεφάλι του γιδιού σαν το κουρέβουν > κουρέβω > της βοσκής

κουρζέτο: κουρζέτο > του καραβιού

κουρίτι: ποτιστής > της βοσκής

κούρκα: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κουρκέτο: γλυκά > του φαγιού

κούρκος: Meleagris gallopavo > γάλλος > πουλιά

κούρκος: Vespa crabro > αγριομέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κουρκουλιανός: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

κουρκούταβλος: Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά

κουρκούτι: ζουμί > του φαγιού

κουρκούτι: έγινε κουρκούτι > ξεμώραμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρμούλα: κούτσουρο > φυτολογικά

κουρμπούζι: κουμπούζι > του μουσικού

κουρμπούτσι: άλλα άρματα > του πολεμιστή

κουρναρέτα: παιδιών > παιγνίδια

κουρνέλα: κανάλι > του χτίστη

κούρνια: μέρος για κούρνιασμα, για κοίτασμα > φωλιά > πουλολογικά

κούρνουπας: Merops apiaster > μελισουργός > πουλιά

κουρντενέλι: πανιά > πανιά

κούρος: κουρέβω > της βοσκής

κούρος: ο καιρός που κουρέβουν τα γιδοπρόβατα > κούρος > της βοσκής

κουρούμπλι: μικρό μουρόφυλλο > φύλλο > φυτολογικά

κουρούνα: Corvus corone > κουρούνα > πουλιά

κουρουνοπούλι: Pyrrhocorax alpinus > κουρουνοπούλι > πουλιά

κουρούπα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουρούπης: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρούπι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κουρούπι: γλάστρα > του χωραφιού

κουρούπι: το κεφάλι του είναι κουρούπι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουρουπιαστό: γλυκά > του φαγιού

κούρσα: κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσάρικο: καράβι > καράβια

κουρσάρος: κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσέβω: κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρσεμένος: αρωστημένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούρσος: κούρσος > του κούρσου και του φορτωτή

κουρτάλι: κρούταλο > του μουσικού

κουρτελάτσα: κουρτελάτσα > του καραβιού

κουρτέσα: κουρτέσα μου > αγαπητικός > οικογενειακά

κουρτίζω: δουλιές του χτίστη > του χτίστη

κουρτούνα: κουρτίνα του κρεβατιού (του σοφά ύπνου) > κρέβατος > του σπιτικού

κουσβαράς: μπαχαρικά > του φαγιού

κούσβος: πητάρι σουσαμιού > πητάρι > του λιοτριβιού

κουσκούνι: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

κουσκούσι: αλέβρι > του φαγιού

κουτάβι: σκύλος > θηλαστικά

κουτάβι: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

κουτάλα: μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

κουτάλα: πλάτη > κόκκαλα

κουτάλαφας: Gryllus domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

κουτάλαφος: Locustidae > ακρίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κουτάλι: μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

κούτελο: μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

κουτί: λειψανοθήκη > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

κούτικας: των ηλικιωμένων > απαλό > κόκκαλα

κούτουλα: κούτουλα > της βοσκής

κούτουλας: μονοκόματο ξύλινο δοχείο με μακριά ουρά, σα μεγάλη χουλιάρα, για να βγάζουν το γάλα από το λεβέτι > κούτουλα > της βοσκής

κούτουλας: στη Ρούμελη ο κούτουλας είναι χαλκωματένια κατσαρόλα > κούτουλα > της βοσκής

κουτουνί: πανιά > πανιά

κουτούπι: μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

κούτρα: κεφάλι > κόκκαλα

κουτρούλης: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτρούλια: αμπέλι > του χωραφιού

κουτρουλίζω: κλαδέβω > του χωραφιού

κουτρούφια: αμπέλι > του χωραφιού

κούτσα: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσα: παιδιών > παιγνίδια

κούτσα: φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

κούτσαβλος: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσάγρα: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσάδα: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσαίνω: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσαμα: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσαμάρα: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούτσεμα: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσικέρα: γίδι > της βοσκής

κουτσόγλωσσος: τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοδάσκαλος: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

κουτσοκεράμιδο: κεραμίδι > του χτίστη

κουτσόκερο: γίδι > της βοσκής

κουτσοκουλόστραβος: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσομεσιάζω: κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσομυτώ: κορφολογώ κουκιές > ξεματίζω > του χωραφιού

κουτσοπαντρεμένη: γάμος > οικογενειακά

κουτσοπαντριά: γάμος > οικογενειακά

κουτσόπλυση: πλύση > του σπιτικού

κουτσοπόδαρος: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοποδαρόχειρος: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοπόδης: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοποδίζω: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσόρεμα: ρέμα > τοπογραφικά

κουτσός: κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσός: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσούβελο: παιδί > οικογενειακά

κουτσούκος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσουνάρα: αβλάκι > του χωραφιού

κουτσουνάρα: κανάλι > του χτίστη

κούτσουρα: μέρη του μύλου > του μυλωνά

κουτσουρίνα: κάποιο πετρόψαρο > κουτσουρίνα > ψάρια της θάλασσας

κούτσουρο: κούτσουρο > φυτολογικά

κουτσοφλέβαρος: Φλεβάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κουτσοχέρης: κουλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουτσοχώρι: χωριό > τοπογραφικά

κουφά (τα): μέση > ανατομικά κατατόπια

κουφάγρα: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάδα: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαηδόνι: Sylvia phoenicurus > κουφαηδόνι > πουλιά

κουφαίνω: κάνω κάποιονα κουφό > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάλα: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφάλα: σπηλιά > τοπογραφικά

κουφαλάς: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαλάς: κωφάλαλος > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαλιάζει: το ξύλο > του μαραγκού

κουφάλογο: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούφαμα: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαμάρα: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφαμός: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφή: άλλα φίδια > σερπετά

κούφια: βεντούζα > γιατρικά

κουφίζω: είμαι κουφός > κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κούφιο: δόντι > όργανα

κουφιοδόντης: δόντι > όργανα

κουφιοκάρυδο: αμύγδαλα > του φαγιού

κουφό: μέση > ανατομικά κατατόπια

κουφό: κουφό δόντι > δόντι > όργανα

κουφοβόσκει: γι αρώστια που δεν είναι φανερή μα που καταπονεί τον άρωστο κρυφά > κουφοβόσκει > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοβράζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κουφόβραση: σύνεφο > καιρικά

κουφογάρι: κέντημα τρυπητό > κέντημα > ραφτικά

κουφόγεια: τόπος γεμάτος ρεματιές > γη > του χωραφιού

κουφοδέντρι: δέντρο > φυτολογικά

κουφοδρομεί: κουφοδρομεί η πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοδρόμι: βαθούλωμα μέσα στην πληγή > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφοκάπονο: Gallus domesticus > πετεινός > πουλιά

κουφοκάρυδο: αμύγδαλα > του φαγιού

κουφοκλανιά: πορδή > φυσιολογικά

κουφοκλανιάρης: πορδή > φυσιολογικά

κουφοκλάνω: πορδή > φυσιολογικά

κουφολίθι: πέτρα > πέτρες

κουφολίθι: σπηλιά > τοπογραφικά

κουφόπετος: lagopus scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά

κουφόπονος: πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφός: κουφός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κουφός: Caprimulgus europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά

κούφωμα: σπηλιά > τοπογραφικά

κούφωμα: γώνιασμα πόρτας ή παραθυριού > κούφωμα > του χτίστη

κόφα: κόφα > του καραβιού

κοφίνα: μέρη του μύλου > του μυλωνά

κοφινάδα: μέρη του μύλου > του μυλωνά

κοφινάς: κοφινάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κοφίνι: καλάθι > του χωραφιού

κοφίνι: μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κοφτερό: δρεπάνι > του χωραφιού

κοφτή: βεντούζα > γιατρικά

κοφτή: σπαθί > του πολεμιστή

κόφτης: κόφτης > του μαγεριού

κόφτης: ξυλοχούλιαρο > της βοσκής

κόφτης: ράφτης > ραφτικά

κοφτό: γλυκά > του φαγιού

κοφτοσάνιδο: φτενό σανίδι κολημένο σε άλλο για δυνάμωμα > πέταβρο > του μαραγκού

κόφτρα: ρήγλα > του χωραφιού

κόφτρα: Anthrenus scrophulariae > κόπικας > σκουλήκια και ζωύφια

κόφτω: κόφτω αχνάρια > δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κόφτω: κόφτω βεντούζες > δουλιές του γιατρού > γιατρικά

κόχη: ψωμί > του φαγιού

κόχη: κοφτερή ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κοχλάκι: πέτρα > πέτρες

κοχλίδι: κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοχλιός: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοχράνι: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

κόχυλας: κόχυλας > του καραβιού

κόχυλας: Strombus γένος > κόχυλας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

κοψαντέρα: κάποιο σκουλήκι του νερού > σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

κοψιά: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψιά: πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψίδια: απομεινάρια πετσιών > πετσί > του παπουτσή

κοψιδιάζω: δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

κοψίματα: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κόψιμο: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψοζώητε: λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

κοψομεσιάζω: κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψομέσιασμα: κοψομέσιασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κοψοχρονιά: χρόνος > της μέρας και της ώρας

κοψόχρονος: ανεμορούφουλος > κατάρες και εφκές

κραβατοστρωσιά: κρεβάτι > του σπιτικού

κράζω: κουκουρίζω > πουλολογικά

κραϊτερό: διάφορα οπάλια με κόκκινες κουκίδες > οπάλι > πετράδια

κράκουρα: η πιο ψηλή κορφή βραχότρυπες > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

κραμένοι: οι πετεινοί κραμένοι > αβγή > αστρικά

κράνη: στα γίδια > αρώστιες ζώων

κράνος: Garrulus glandarius > κίσσα > πουλιά

κρασάδικο: κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάς: κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάς: ταβερνάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασάτος: κόκκινος > του ζουγράφου

κρασί: κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασί: κρασί > του τρύγου

κρασί: κρασί > του φαγιού

κρασοβαρέλα: βαρέλι > του τρύγου

κρασοβόλι: κελάρι > του χτίστη

κρασοκανάτα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κρασοκόκκινος: κόκκινος > του ζουγράφου

κρασόλαδο: λάδι > του φαγιού

κρασολάσπη: κρασί > του φαγιού

κρασομάγαζο: κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασόμηλο: μήλο > του φαγιού

κρασομηνάς: Νοέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κρασόνερο: κρασί > του φαγιού

κρασοπουλητής: κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασοπούλι: Turdus musicus > τσίχλα > πουλιά

κρασοπουλιό: κρασάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρασοστάφυλα: σταφύλια > του φαγιού

κρασουλής: κόκκινος > του ζουγράφου

κρασοψίχι: ψωμί > του φαγιού

κρασοψυχιά: ψωμί > του φαγιού

κρασόψωμο: ζουμί > του φαγιού

κρατήρα: κρασί > του φαγιού

κράτησε: βροχή > καιρικά

κρατητήρα: αετίτης > αϊτόπετρα > πέτρες

κρατητήρα: το άγριο σύκο που βάζουν απάνω στη συκιά για να δέσουν τα ήμερα > σύκα > του φαγιού

κρατητήρα: φυλαχτό για το μάτι που το κρεμούνε στο λαιμό του ζωντανού > χάντρα > της βοσκής

κρατητήρας: οπάλι > πετράδια

κρατητική: βασταγμένη > αγαπητικός > οικογενειακά

κρατούνες: κολοκύθες για κολύμπι > κολυμπώ > αρμενίσματα

κράχτης: διαλαλητής > άλλες τέχνες και σύνεργα

κράχτης: κράχτης > του κυνηγού

κρέας: κρέας > του φαγιού

κρέας: ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

κρεατάς: χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

κρεατένιος: κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατής: κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατί: κόκκινος > του ζουγράφου

κρεατικόπι: αρβελιστήρι > του μαγεριού

κρεατινή: βδομάδα > της μέρας και της ώρας

κρεατινό: φαγί > του φαγιού

κρεατοελιά: ελιά > φυσιολογικά

κρεατόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

κρεατόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

κρεατοσάνιδο: αρβελιστήρι > του μαγεριού

κρεβαταριά: κληματαριά > του χωραφιού

κρεβάτι: κρεβάτι > του σπιτικού

κρεβάτι: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

κρεβάτια: μέρη του μύλου > του μυλωνά

κρεβατίνα: κληματαριά > του χωραφιού

κρεβατοκάμερα: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

κρέβατος: κρέβατος > του σπιτικού

κρεβατόστρωση: κρεβάτι > του σπιτικού

κρέμα: γάλα > της βοσκής

κρεμάθα: σανίδι κρεμασμένο από τις δύο του άκρες από τη στέγη | οι χωριάτες βάζουν πράματα για φύλαγμα απάνω στην κρεμάθα > κρεμάθα > του χτίστη

κρεμάμενα: κρεμάμενα νερά > κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμανταλάς: κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμανταλάς: ελατοκορφή μπηγμένη στο χώμα για να κρεμάζουν τα βλάχικα σιγύρια από τα τσαρμπόλια του > κρεμανταλάς > της βοσκής

κρεμανταλιάρα: βυζί > όργανα

κρεμάρι: κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρέμαση: διαμαντικά > πετράδια

κρέμαση: εκεί που πέφτει με δύναμη το νερό του καναλιού > κρέμαση > του μυλωνά

κρεμασιά: κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμασίδια (τα): διαμαντικά > πετράδια

κρέμασμα: κρεμασιά > τοπογραφικά

κρεμαστάρα: κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμαστάρι: διαμαντικά > πετράδια

κρεμαστάρι: κοτσάνι > φυτολογικά

κρεμαστάρι: κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμασταριά: κληματαριά > του χωραφιού

κρεμαστή: άγκυρα > του καραβιού

κρεμάστηκε: η γλώσσα μου > στόμα > όργανα

κρεμαστήρι: κρεμαστήρι > του σπιτικού

κρεμαστήρι: στο ρολόι του τοίχου > ρολόι > του σπιτικού

κρεμεζί: κόκκινος > του ζουγράφου

κρεμέζι: είδη βαφών > του βαφιά

κρεμοβύζα: βυζί > όργανα

κρεμοκλάδι: κλαδί > φυτολογικά

κρεμύδι: λαχανικά > του φαγιού

κρεμυδοφάγος: Phorbia ceparum > κρεμυδοφάγος > σκουλήκια και ζωύφια

κρέστα: λειρί > πουλολογικά

κρημίλες: ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κρησάρα: κόσκινο > του μαγεριού

κρησαρίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

κρητικός: είδη χορών > χοροί

κριαράς: βοσκός > της βοσκής

κριάρι: πολιορκητικά > του πολεμιστή

κριάρι: πρόβατο > της βοσκής

κριαροκούδουνα: για κριάρια > κουδούνι > της βοσκής

κρίαρος: πρόβατο > της βοσκής

κριατινή: βδομάδα > της μέρας και της ώρας

κριθαράκι: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κριθαρένιο: αλέβρι > του φαγιού

κριθάρι: ταγή > του αγωγιάτη και του αμαξά

κριθαρίσιο: ψωμί > του φαγιού

κριθαρόκρασο: κρασί > του φαγιού

κριθαρόψωμο: ψωμί > του φαγιού

κριθολόγος: Emberiza hortulanus > κριθολόγος > πουλιά

κρίθος: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρικελόπετρα: πέτρα > πέτρες

κρινί: μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κρινόλαδο: λάδι > του φαγιού

κριτσανάνε: τα δόντια > όργανα

κριτσάπια: τα φαλακρά ξεροβράχια της κορφής > ξεροπέτρι > τοπογραφικά

κρόδια: δέντρα που κάνουνε φρούτα > κρόδια > του χωραφιού

κροκάδι: αβγό > πουλολογικά

κροκίδι: μάλινη τάπα > μαλί > της βοσκής

κροκόδειλος: Crocodilia > κροκόδειλος > σερπετά

κροκός: αβγό > πουλολογικά

κροκός: μπαχαρικά > του φαγιού

κρομύδα: πρόστυχο ρολόι > ρολόι > του σπιτικού

κρομύδι: λαχανικά > του φαγιού

κρομύδι: ρολόι > του σπιτικού

κρομυδόζουμο: ζουμί > του φαγιού

κροντήρι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κροσσαίνω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

κρόσσι: κρόσσι > ραφτικά

κρόσσια: μαλί > της βοσκής

κροσσωτός: κρόσσι > ραφτικά

κρούει: ο ήλιος > αστρικά

κρουνέλα: βρύση > του χωραφιού

κρουνιά: βρύση > του χωραφιού

κρούξιμο: αβγή > αστρικά

κρούπεζα: είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κρουστά: σταφύλια > του φαγιού

κρούστα: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρούστα: ψωμί > του φαγιού

κρουσταίνω: κρουσταίνω ύφασμα = το χοντραίνω στη νεροτριβή, το κάνω φέλπα > κρουσταίνω ύφασμα > της νεροτριβής

κρουστάλα: κρύο > καιρικά

κρούσταλλο: κρύσταλλο > πέτρες

κρουστό: είδη πανιών > πανιά

κρουστό: κρουστό στημόνι = ισόμετρα γνεσμένο > στημόνι > του αργαλιού και της ρόκας

κρουτάλι: κρούταλο > του μουσικού

κρούταλο: κρούταλο > του μουσικού

κρούτο: με κέρατα > πρόβατο > της βοσκής

κρυάδα: κρύο > καιρικά

κρυαρίτης: Γενάρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

κρύο: δροσιά > καιρικά

κρύο: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρύο: κρύο > καιρικά

κρυολόγημα: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρυολόγος: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

κρυολογώ: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κρύος: κρύο > καιρικά

κρυότη: κρύο > καιρικά

κρύσταλλο: κρύσταλλο > πέτρες

κρυσταλλόπετρα: κρύσταλλο > πέτρες

κρυφογγάστρωτη: γγαστρωμένη > βιολογικά

κρυφοπαρμένος: κλέψιμο > οικογενειακά

κρυφοπάρσιμο: κλέψιμο > οικογενειακά

κρυφόπορτα: πόρτα > του χτίστη

κρυφτό: παιδιών > παιγνίδια

κρυφτούλι: παιδιών > παιγνίδια

κρύωμα: κρύο > καιρικά

κρυώνω: κρύο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κυδωνάτο: κρέας > του φαγιού

κυδωνόκρασο: κρασί > του φαγιού

κυδωνόπαστο: γλυκά > του φαγιού

κυκλί: λουλάς > του αργαλιού και της ρόκας

κύκλο: χιονοπέδιλο > είδη παπουτσιών > του παπουτσή

κύκνος: Cygninae > κύκνος > πουλιά

κύλισμα: κουνήματα του καραβιού > αρμενίσματα

κύλισμα: ξανακυλώ > του χωραφιού

κυλιστήρι: κύλιντρος που βάζουν από κάτω από το πράμα που θεν να κουνήσουν και που έτσι βοηθάει για να το μετατοπίσουν > φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

κυλίστρα: γλίστρα > τοπογραφικά

κύμα: κύμα > της θάλασσας και του καιρού

κύμινο: μπαχαρικά > του φαγιού

κυνηγάρης: κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγάρικο: κυνηγάρικο σκυλί > σκύλος > του κυνηγού

κυνηγητής: κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγητό: παιδιών > παιγνίδια

κυνηγητό: παιγνίδια με βόλους > βώλοι > παιγνίδια

κυνηγιάρικο: κυνηγιάρικο σκυλί > σκύλος > θηλαστικά

κυνηγός: κυνηγός > του κυνηγού

κυνηγός: Diplax elisa > κυνηγός > σκουλήκια και ζωύφια

κυνηγός: Gymnosarda alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας

κυπαρισόξυλο: ξύλα > του μαραγκού

κυπράς: που κάνει τα χυτά κουδούνια > κουδουνάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

κυπρί: κουδούνι > της βοσκής

κυπριά: το κουδούνι των γιδιών και τράγων > κουδούνι > της βοσκής

κυπρίνι: Cyprinus carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού

κυπροκούδουνα: κουδούνι > της βοσκής

κύπρος: κουδούνι > της βοσκής

κυρ Μέντιος: γαϊδούρι > θηλαστικά

κυράδες: κυράδες της θάλασσας > γοργόνα > δαιμονικά

κυρές: νεράιδα > δαιμονικά

κύρης: πατέρας > οικογενειακά

κυριακάτικα: ρούχα > ρούχα

κυριαρήνα: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

κυρούλα: γιαγιά > οικογενειακά

κύρτος: ψαροκόφινο > της ψαρικής

κυτάλα: το καλοκαιρινό σκληρό φλούδι της γης > γη > του χωραφιού

κύταλο: ψωμί > του φαγιού

κυτάρι: αγγάστρι > βιολογικά

κυψέλι: μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια

κωβίδι: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

κωβιός: Cottus gobio > κωβιός > ψάρια του γλυκού νερού

κώλα (τα): κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλαγκάθι: σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλάκι: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλάντερο: άντερα > όργανα

κωλάρα: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλαράς: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κώλαρος: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλί: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλιανίτσα: δυσεντερία > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κώλικας: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλιπετού: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

κωλισάβρα: σάβρα > σερπετά

κωλοβελόνης: καλικάντζαρος > δαιμονικά

κωλοβόλι: φουστάνι > ρούχα

κωλοβούτι: Colymbus > κωλοβούτι > πουλιά

κωλοκούρο: κωλουράδι > κόκκαλα

κωλόκουρο: ιερόν οστούν > κωλουράδι > κόκκαλα

κωλολάμπης: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλολαμπριά: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλομέρι: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλόμηλο: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλορίζι: ρίζα > φυτολογικά

κωλοριζίτης: ρίζα > φυτολογικά

κώλος: κώλος > ανατομικά κατατόπια

κωλοσαβρού: σάβρα > σερπετά

κωλοσούρα: Motacilla > σουσουράδα > πουλιά

κωλοσταβριά: σάβρα > σερπετά

κωλοσυρνάμενο: κωλοσυρνάμενο φίδι > φίδι > σερπετά

κωλουράδι: κωλουράδι > κόκκαλα

κωλοφεγγούσα: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια

κωλοφωτιά: Lampyris noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια