Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού
λέξεις από λ
Δημήτρη Λιθοξόου
2013
Επεξεργασία
του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της δημοτικής γλώσσας (κυρίως), που
περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και
Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και
παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.
λαβαμπός: νιφτήρας
> του σπιτικού
λάβαρο: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
λαβδός: σχιζόπους >
κουτσός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαβίδα: το χουλιάρι
της κοινωνίας > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λαβομάνο: νιφτήρας
> του σπιτικού
λαβούτι: σέσουλα >
του καραβιού
λάβρα: ζέστη >
καιρικά
λάβρα: κλεισούρα >
μέρη του βουνού > τοπογραφικά
λαβραδιά: κλεισούρα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
λάβρακας: Labrax lupus
> λαβράκι > ψάρια της θάλασσας
λαβράκι: Labrax lupus
> λαβράκι > ψάρια της θάλασσας
λαβρός: ζέστη >
καιρικά
λάβωμα: δαίμονας >
δαιμονικά
λάβωμα: επιληψία >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαβωματιά: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαγάνα: ψωμί > του
φαγιού
λάγανο: ψωμί > του
φαγιού
λαγάρα: κρασί > του
φαγιού
λαγάρα: τρυγιά λαδιού
> του λιοτριβιού
λαγάρα: χρυσάφι ή
ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά
λαγαρά τα: λαγγόνι
> ανατομικά κατατόπια
λαγαρό: είδη χρωμάτων
> του ζουγράφου
λαγγάδα: λαγγάδι >
τοπογραφικά
λαγγάδι: λαγγάδι >
τοπογραφικά
λαγγαδιά: λαγγάδι >
τοπογραφικά
λαγγέβω: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λάγγεμα: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λαγγιόλι: δίπλα της
φουστανέλας | έξι λαγγιόλια κάνουνε μια λόξα ή μάνα > φουστανέλα > ρούχα
λαγγόνα: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
λαγγόνι: λαγγόνι >
ανατομικά κατατόπια
λαγήνα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαγηνάς: τσουκαλάς
> του τσουκαλά και του γυαλά
λαγήνι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λάγια: γίδια λάγια
> γίδι > της βοσκής
λαγιάζουν: λαγιάζουν
τα πρόβατα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
λαγιαρνί: πρόβατο >
της βοσκής
λαγίνα: Lepus timidus
> λαγός > θηλαστικά
λάγιο: μάβρο κι
ακέρατο > πρόβατο > της βοσκής
λάγιος: μάβρος >
του ζουγράφου
λάγκερας: κρασί >
του φαγιού
λάγκερο: κρασί >
του φαγιού
λαγοβυζάστρα: Caprimulgus
europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
λαγοκοίμισμα: ύπνος
> φυσιολογικά
λαγοκυνηγώ: δουλιές
του κυνηγού > του κυνηγού
λαγονέβω: δουλιές του
κυνηγού > του κυνηγού
λαγονιάρης: που
κυνηγάει με λαγονικά > κυνηγός > του κυνηγού
λαγονίκα: σκύλος >
του κυνηγού
λαγονικό: σκύλος >
του κυνηγού
λαγός: Lepus timidus
> λαγός > θηλαστικά
λαγοτόμαρο: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
λαγουδάκι: Lepus
timidus > λαγός > θηλαστικά
λαγουδέρα: το χέρι του
τιμονιού > τιμόνι > του καραβιού
λαγουδί: δοξάρι >
του αργαλιού και της ρόκας
λαγουδίνα: Lepus
timidus > λαγός > θηλαστικά
λαγούμι: λαγούμι >
του χτίστη
λαγούμι: υπόνομος >
μέρη του κάστρου > του χτίστη
λαγουμιτζής: σουδεφτής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λαγουμιτζής: που
φτιάνει λαγούμια και νεραγωγούς > λαγουμιτζής > του χτίστη
λαγούτο: λαγούτο >
του μουσικού
λαγωνίκα: σκύλος >
θηλαστικά
λαγωνικό: σκύλος >
θηλαστικά
λαδάδικο: λαδάδικο
> του λιοτριβιού
λαδάδικο: λαδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδάκονο: ακόνι >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαδάς: λαδάδικο >
του λιοτριβιού
λαδάς: λαδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδερό: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαδής: πράσινος >
του ζουγράφου
λαδί: πράσινος >
του ζουγράφου
λάδι: λαδάδικο >
του λιοτριβιού
λάδι: λαδάς > άλλες
τέχνες και σύνεργα
λάδι: λάδι > του
φαγιού
λαδιά: γιατρικό >
γιατρικά
λαδιά: πλούσια σοδιά
ελιές > σοδιά > του χωραφιού
λαδικό: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαδολόγος: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λαδομάγαζο: λαδάδικο
> του λιοτριβιού
λαδομάλης: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
λαδομπογιά: είδη ζουγραφικής
> του ζουγράφου
λαδομπογιά: ζουγραφικά
σύνεργα > του ζουγράφου
λαδόξειδο: ξείδι >
του φαγιού
λαδόπανο: βάφτισμα
> οικογενειακά
λαδόπετσα: τρυγιά
λαδιού > του λιοτριβιού
λαδοπουλητής: λαδάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδοπουλιό: λαδάδικο
> του λιοτριβιού
λαδοπουλιό: λαδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
λαδοπράσινος: πράσινος
> του ζουγράφου
λαζάνι: Cyprinus
carpio > κυπρίνι > ψάρια του γλυκού νερού
λαζάνια: μακαρόνια
> του φαγιού
λάζαρος: ψωμί > του
φαγιού
Λαζαροσάββατο: μέρα
> της μέρας και της ώρας
λαζαρώνω: φροντίζω
πεθαμένο > λαζαρώνω > οικογενειακά
λάζικο: λάζικο καΐκι
> είδη καραβιών > καράβια
λάζος: μαχαίρι >
του πολεμιστή
λαζούλι: λαζούλι >
πετράδια
λαζουρής: γαλανός >
του ζουγράφου
λαζουρής: λαζούλι >
πετράδια
λαζουρί: γαλανός >
του ζουγράφου
λαζούρι: λαζούλι >
πετράδια
λαθουροκάντουνο: δρόμος
> τοπογραφικά
λαθουρός: λαθουρή
κοτούλα > λαθουρός > του ζουγράφου
λαθρέμπορος: κουντραμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λαιμά: λαιμός >
ανατομικά κατατόπια
λαιμαριά: γιακάς >
ραφτικά
λαιμαριά: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
λαιμιά: πονόλαιμος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαιμικά: λαιμός >
ανατομικά κατατόπια
λαιμοκαρυδιάζω: λαιμός
> ανατομικά κατατόπια
λαιμός: διαμαντικά
> πετράδια
λαιμός: λαιμός >
ανατομικά κατατόπια
λαιμός: διφθερίτις
> πονόλαιμος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λαιμοτράχηλα: λαιμός
> ανατομικά κατατόπια
λαιμουδαριά: κουδούνι
> της βοσκής
λαιμούκα: μεγάλος
λαιμός > λαιμός > ανατομικά κατατόπια
λακέρδα: ψάρια και
χαβαρικά > του φαγιού
λακέρτα: αλατισμένος
τόνος ή παλαμίδα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
λάκησαν: λάκησαν τ'
αρνιά > σαλαγώ > της βοσκής
λακινιά: κοπάδι άλογα
και μουλάρια > κοπάδι > της βοσκής
λάκκα: βούθουλας >
τοπογραφικά
λάκκα: λάκκα >
τοπογραφικά
λάκκα: λάκκος > του
χωραφιού
λάκκα: χιόνι >
καιρικά
λακκάκι: λακκάκι >
ανατομικά κατατόπια
λακκάτο: πηγούνι >
ανατομικά κατατόπια
λακκιά: λάκκα >
τοπογραφικά
λακκιάζω: σκάφτω >
του χωραφιού
λακκίτσα: λακκάκι >
ανατομικά κατατόπια
λακκοκάθισμα: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
λακκόραβδο: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
λάκκος: λάκκα >
τοπογραφικά
λάκκος: λάκκος >
του χωραφιού
λάκκος: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
λακκούβα: λάκκα >
τοπογραφικά
λακκουδάτο: πηγούνι
> ανατομικά κατατόπια
λακκούδι: λάκκα >
τοπογραφικά
λακκούλα: λάκκα >
τοπογραφικά
λάκκωμα: λάκκα >
τοπογραφικά
λακκωτό: το ξύλο είναι
> του μαραγκού
λαλά: γιαγιά >
οικογενειακά
λαλαγγήτα: ζυμαρικά
> του φαγιού
λάλαδα: γίδι > της
βοσκής
λαλαδίζει: το πανί
> αρμενίσματα
λαλαράκι: πέτρα >
πέτρες
λαλαράτο: είδη πανιών
> πανιά
λάλη: γιαγιά >
οικογενειακά
λαλητής: μουσικός >
του μουσικού
λαλούμενα (τα): όργανα
> του μουσικού
λαλώ: σαλαγώ > της
βοσκής
λάμα: μαχαίρι > του
πολεμιστή
λάμα: μέρη του σπαθιού
> του πολεμιστή
λάμα: έλασμα από
σίδερο > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαμαρίνα: σίδερο ή
ατσάλι σε πλάκα > λάμα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λάμια: λάμια >
δαιμονικά
λάμια: τύφος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λάμια: Carcharinidae
& Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας
λαμιάτο: γελάδι >
της βοσκής
λάμνα: λάμνα > του
σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαμνί: έλασμα >
λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λαμνί: στενόμακρος
σωρός γέννημα στο αλώνι για λίχνισμα > αλώνι > του χωραφιού
λαμνιάτο: γελάδι >
της βοσκής
λάμνισα: λάμια >
δαιμονικά
λάμνισμα: λάμνω >
αρμενίσματα
λαμνοκόπος: λάμνω >
αρμενίσματα
λάμνω: λάμνω >
αρμενίσματα
λάμπα: λύχνος > του
σπιτικού
λαμπάδα: λύχνος >
του σπιτικού
λαμπάδα: φωτιστικά
> της εκκλησιάς
λαμπαδάς: κεράς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
λαμπαδοκέρι: φωτιστικά
> της εκκλησιάς
λαμπάζω: τελώνιο >
καιρικά
λάμπαινα: Labrus
vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
λάμπασμα: βουρκόλακας
> δαιμονικά
λαμπερίδα: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λάμπη: νερόλακκος >
τοπογραφικά
λαμπηδόνα: ηλεχτρική
φλογίτσα που φανερώνεται στις αντένες του καραβιού σε καιρό τρικυμίας >
τελώνιο > καιρικά
λαμπηδόνα: μαγικό
λουλούδι που κάνει χρυσάφι ό,τι κι αν αγγίξει και που φέγγει τη νύχτα πάνω στα
βουνά > λαμπηδόνα > δαιμονικά
λαμπήθρα: μάτι >
όργανα
λαμπιδούσα: λαμπιδούσα
> δαιμονικά
λαμπικάρισμα: λαμπίκος
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπικαριστής: λαμπίκος
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπικάρω: λαμπίκος
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπίκος: λαμπίκος
> σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
λαμπίνα: Perca
fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
λαμπίνα: κάποιο
πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας
λάμπινα: Perca
fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
λαμπινίτσα: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λαμπιόνι: λύχνος >
του σπιτικού
λαμπούγα: Lampugus
pelagicus > λαμπούγα > ψάρια της θάλασσας
λαμποχρωμιά: χρώμα
> του ζουγράφου
λαμπριάτης: Απρίλης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
λαμπριάτικα: αβγά >
του φαγιού
λαμπριάτικο: φαγί >
του φαγιού
λαμπρίτσα: Megila
maculata > πασκαλίτσα > σκουλήκια και ζωύφια
λαμπυρίδα: Lampyris
noctiluca > λαμπερίδα > σκουλήκια και ζωύφια
λανάρα: λανάρα >
της βοσκής
λαναράς: λανάρα >
της βοσκής
λανάρι: λανάρα >
της βοσκής
λαναρίζω: λανάρα >
της βοσκής
λαναριστής: λανάρα
> της βοσκής
λαντέρνα: οργανέτο
> του μουσικού
λαντίζω: λαντίζω
παραγάδι = καθαρίζω κι αραδιάζω τ' αγκίστρια του παραγαδιού > ψαρέβω >
της ψαρικής
λαντό: αμάξι > του
αγωγιάτη και του αμαξά
λαουτιέρης: μουσικός
> του μουσικού
λαούτο: λαγούτο >
του μουσικού
λάπα: πετσί >
ανατομικά κατατόπια
λαπαδιάζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
λαπαδούρες: ξεφούσκωτες
ή κρεμάμενες πέτσες > πετσί > ανατομικά κατατόπια
λαπάς: ρίζι > του
φαγιού
λαπατόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
λαπάτσα: κιάλι για δυο
μάτια > κιάλι > του καραβιού
λάπες: πετσί >
ανατομικά κατατόπια
λαπίνα: Perca
fluviatilis > πέρκα > ψάρια του γλυκού νερού
λαπίνα: κάποιο
πετρόψαρο > λαπίνα > ψάρια της θάλασσας
λαργάρω: πελαγίζω >
αρμενίσματα
λαρδί: σφαχτό > του
φαγιού
λαρδώνω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
λαρύγγι: στόμα >
όργανα
λαρυγγολόγος: γιατρός
> γιατρικά
λασιά: μαρκάλος >
της βοσκής
λάσιμο: για
γιδοπρόβατα > μαρκάλος > της βοσκής
λασκάδα: λασκάδα >
καιρικά
λασκάρω: λασκάρω >
αρμενίσματα
λασπερή: γη > του
χωραφιού
λάσπη: κοκκινόχωμα
> του τσουκαλά και του γυαλά
λάσπη: λάσπη >
τοπογραφικά
λασπιά: λάσπη > τοπογραφικά
λασπιτζής: χτίστης
> του χτίστη
λασπονέρι: λάσπη >
τοπογραφικά
λασπουριά: λάσπη >
τοπογραφικά
λαστιχένιο: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
λάστιχο: γκαλότσα >
του παπουτσή
λατάρι: ροδαμός >
φυτολογικά
λατέρνα: οργανέτο >
του μουσικού
λατερναδόρος: μουσικός
> του μουσικού
λατζιβέρτι: λαζούλι
> πετράδια
λάτης: ροδαμός >
φυτολογικά
λατίνι: πανιά > του
καραβιού
λατόμι: πετροκοπιό
> του χτίστη
λατός: ροδαμός >
φυτολογικά
λάτρα: η κάμερα όπου
πλένουν τα πιάτα > κάμερες του σπιτιού > του χτίστη
λατρόνι: χημικά >
μέταλλα και χημικά
λατσιχέρι: σπόρος που
δίνει κίτρινο χρώμα > είδη βαφών > του βαφιά
λάφασμα: λαχάνιασμα
> φυσιολογικά
λάφι: Cervidae >
λάφι > θηλαστικά
λαφιάτης: άλλα φίδια
> σερπετά
λαφίνα: Cervidae >
λάφι > θηλαστικά
λαφοκυνηγός: κυνηγός
> του κυνηγού
λαφομόσκι: Cervidae
> λάφι > θηλαστικά
λαφόπουλο: Cervidae
> λάφι > θηλαστικά
λαφρυγλυκύς: καφές
> του φαγιού
λάχανα: λαχανικά >
του φαγιού
λαχαναριό: μποστάνι
> του χωραφιού
λαχαναρμιά: λαχανικά
> του φαγιού
λαχανί: πράσινος >
του ζουγράφου
λαχανιάζω: λαχάνιασμα
> φυσιολογικά
λαχάνιασμα: λαχάνιασμα
> φυσιολογικά
λαχανικά: λαχανικά
> του φαγιού
λαχανόκηπος: μποστάνι
> του χωραφιού
λαχανόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
λαχανοπουλητής: μανάβικο
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λαχανόσουπα: ζουμί
> του φαγιού
λαχανοτουρσί: λαχανικά
> του φαγιού
λαχίδι: μέρος χωραφιού
> χωράφι > του χωραφιού
λαχούρι: σάλι από το
Κασμίρι > σάλι > ρούχα
λαχταρίδα: Chiroptera
> νυχτερίδα > θηλαστικά
λεβάδα: γαλατερός
αφρός > αφρός > της θάλασσας και του καιρού
λεβάντες: ανατολικός
> άνεμος > καιρικά
λεβάρω: λεβάρω >
αρμενίσματα
λεβέτι: καζάνι >
του μαγεριού
λεβέτι: λεβέτι >
της βοσκής
λεβετόφουρκες: λεβέτι
> της βοσκής
λεβιδόχορτο: είδη
γιατρικών > γιατρικά
λεβίθες: σκουλήκια στ'
άντερα > λεβίθες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λεβρό: καρπός >
φυτολογικά
λεγάμενα (τα): αρχίδι
> όργανα
λεγένι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λεγένι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λειπανέβατο: ψωμί >
του φαγιού
λείπει: του λείπει |
του λείπει μια βίδα | του λείπει μια λόξα > τρελαίνουμε > αρώστιες και
άλλα κουσούρια
λειποθυμιά: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λειποθυμώ: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λειποψυχιά: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λειποψυχώ: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λειρί: λειρί > πουλολογικά
λειτουργία: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
λειτουργικά: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
λειτουργώ: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
λειχήνα: κασίδα >
σκουλήκια και ζωύφια
λειχήνα: λειχήνα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λειχηνιάζει: λειχηνιάζει
το χωράφι = δρώνει αλάτι > αγκαθιάζει το χωράφι > φυτολογικά
λειχιά: έρπης >
λειχήνα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λειψανέβατο: ψωμί >
του φαγιού
λείψανο: κηδεία >
οικογενειακά
λείψανο: πεθαμενατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λειψολαγάνα: ψωμί >
του φαγιού
λειψονεριά: αναβροχιά
> καιρικά
λειψόπητα: ψωμί >
του φαγιού
λειψός: κάποιο
πετρόψαρο > λειψός > ψάρια της θάλασσας
λειψοφέγγαρο: φεγγάρι
> αστρικά
λειψόφεγγο: φεγγάρι
> αστρικά
λεκάνη: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λεκανομπρίκι: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λεκάτη: ρόκα > του
αργαλιού και της ρόκας
λέλεκας: Ciconia alba
> λελέκι > πουλιά
λελέκι: Ciconia alba
> λελέκι > πουλιά
λεμιθόχορτο: είδη
γιατρικών > γιατρικά
λεμονάδα: λεμονάδα
> του φαγιού
λεμονάκι: γλυκά >
του φαγιού
λεμονής: κίτρινος >
του ζουγράφου
λεμονί: κίτρινος >
του ζουγράφου
λεμονόζουμο: ζουμί
> του φαγιού
λεμπούσι: καρπός >
φυτολογικά
λεπίδι: μέρη του
σπαθιού > του πολεμιστή
λεπίδι: σπαθί > του
πολεμιστή
λεπιός: λεπιός >
ψάρια του γλυκού νερού
λεπλεπιά: αφράτα
λεπλεπιά > στραγάλια > του φαγιού
λεπλέπια: στραγαλατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λέπρα: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λεπριάζω: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λέπριασμα: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λεπρός: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λέτο: κιλλίβας >
μέρος του κανονιού > του πολεμιστή
λέτσα: Gymnosarda
alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
λέφα: αιματησιά >
ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λέφακας: λέφακας >
πουλιά
λεφκασμένος: άσπρος
> του ζουγράφου
λεφκαστός: άσπρος >
του ζουγράφου
λεφκάτος: άσπρος >
του ζουγράφου
λεφκός: άσπρος >
του ζουγράφου
λέφκος: ελατόξυλο >
ξύλα > του μαραγκού
λέφτερη: ανύπαντρη
> οικογενειακά
λεφτέρι: αγγάστρι >
βιολογικά
λεφτερίδα: Rhopalocera
> πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
λέφτερος: ανύπαντρος
> οικογενειακά
λεφτέρωμα: γέννα >
βιολογικά
λεφτερώνουμαι: γεννώ
> βιολογικά
λεφτό: ώρα > της
μέρας και της ώρας
λεχούδι: μωρό >
βιολογικά
λεχούσα: λεχώνα > βιολογικά
λεχουσιά: λεχωνιά >
βιολογικά
λεχώνα: λεχώνα >
βιολογικά
λεχωνιά: λεχωνιά >
βιολογικά
λεχώνιασμα: λεχωνιά
> βιολογικά
λημέρι: λημέρι >
του κυνηγού
λημεριάζει: το στοιχιό
έχει το λημέρι του στο τάδε μέρος > στοιχιό > δαιμονικά
ληνός: πατητήρι >
του τρύγου
λιακάδα: ήλιος >
αστρικά
λιακόνι: gongylus
ocellatus Forskal > σάβρα > σερπετά
λιακωτό: ήλιος >
αστρικά
λιακωτό: λιακωτό >
του χτίστη
λιανάντερα: τα ψιλά
άντερα > άντερα > όργανα
λιανοθέρμη: θέρμη >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιανοκλάδι: κλαδί >
φυτολογικά
λιανολίθαρο: πέτρα
> πέτρες
λιανοπουλητής: έμπορος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λιανοσταφίδα: σταφύλια
> του φαγιού
λιανοστράγγουρα (τα): κακοτοπιά
> τοπογραφικά
λιανοψιχαλίζει: βροχή
> καιρικά
λιάνωμα: αρνί στη
σούβλα > κρέας > του φαγιού
λιανώματα: βυζανιάρικα
χρονίτικα αρνοκάτσικα > ζωντανά > της βοσκής
λιάρα: μάβρα με
ασπράδια > γίδι > της βοσκής
λιάρα: χοντρή άσπρη
κάπα > κάπα > ρούχα
λιαρό: άσπρο | με
στήματα > άλογο > θηλαστικά
λιάρο: πρόβατο >
της βοσκής
λιαρός: άσπρος >
του ζουγράφου
λιάρος: ξασπριλιάρικος
(μάλιστα για σκυλί) > άσπρος > του ζουγράφου
λιαστό: κρασί > του
φαγιού
λιάστρα: λιακωτό >
του χτίστη
λιάστρα: το μέρος όπου
λιάζουνε σύκα, σταφύλια, αμύγδαλα > λιάστρια > του χωραφιού
λιάστρα: το μέρος όπου
ξεραίνουν τη σταφίδα > λιάστρα > του τρύγου
λιάστρια: λιάστρια
> του χωραφιού
λιβάδι: λιβάδι >
τοπογραφικά
λιβάδι: λιβάδι >
τοπογραφικά
λιβαδιασμένος: λιβαδιασμένος
αστακός = φυλακισμένος σε λιβάδι του γιαλού > αστακός > όστρακα κι άλλα
θαλασσινά
λιβαδίζουν: λιβαδίζουν
τα ζώα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
λιβαδοπέρδικα: Bonasa
sylvestris > λιβαδοπέρδικα > πουλιά
λιβαδότοπος: λιβάδι
> τοπογραφικά
λιβαδόχωμα: κοκκινόχωμα
> του τσουκαλά και του γυαλά
λιβαδόχωμα: άργιλος
> χώματα > του χωραφιού
λιβάκωμα: αρρώστιες
φυτών > φυτολογικά
λιβάνι: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
λιβανίζω: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
λιβάνισμα: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
λιβανιστήρι: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
λιβανό: πρόβατο >
της βοσκής
λίβας: ζέστη >
καιρικά
λίβας: λίβας >
καιρικά
λιβέλο: σύνεργα του
χτίστη > του χτίστη
λιβρό: καρπός >
φυτολογικά
λιγαδούρα: λιμάνι >
της θάλασσας και του καιρού
λίγδα: μαλί > της
βοσκής
λίγδα: Sparus aurata
> τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
λίγδωμα: αρτυμή >
του φαγιού
λιγδώνουμαι: αρτυμή
> του φαγιού
λίγκια (τα): λαιμός
> ανατομικά κατατόπια
λιγκρί: λειρί >
πουλολογικά
λιγνό: πηγούνι >
ανατομικά κατατόπια
λιγνομούρης: πρόσωπο
> ανατομικά κατατόπια
λιγοθυμιά: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λιγοθυμώ: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λιγοκαρδώ: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λιγομάρα: λιγούρα >
φυσιολογικά
λιγομαριάζουμαι: λιγούρα
> φυσιολογικά
λίγος: φεγγάρι >
αστρικά
λιγότριχος: σπανός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιγούρα: ανέκατος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιγούρα: λιγούρα >
φυσιολογικά
λιγουρέβω: λιγούρα
> φυσιολογικά
λιγουριάζω: λιγούρα
> φυσιολογικά
λιγοψυχιά: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λιγοψυχώ: λιγοθυμιά
> φυσιολογικά
λίγωμα: λιγοθυμιά >
φυσιολογικά
λίγωμα: λιγούρα >
φυσιολογικά
λιγωμένος: λιγούρα
> φυσιολογικά
λιγωμός: λιγούρα >
φυσιολογικά
λιγώνω: λιγοθυμιά >
φυσιολογικά
λιγώνω: λιγούρα >
φυσιολογικά
λίγωση: φεγγάρι >
αστρικά
λιθαράκι: πέτρα >
πέτρες
λιθάρι: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
λιθάρι: μέρη του μύλου
> του μυλωνά
λιθάρι: πέτρα >
πέτρες
λιθάρι: πέτρα >
πέτρες
λιθάρια: ατίμητα
λιθάρια > πετράδια > πετράδια
λιθαρόστρουγγα: μάντρα
> της βοσκής
λιθιά: φράχτης >
του χωραφιού
λιθιά: η κοψιά της
λιθιάς > πέτρα > πέτρες
λιθομάντρι: μάντρα
> της βοσκής
λιθοπέτι: το ρίξιμο
του λιθαριού > πέτρα > πέτρες
λιθοσώρι: πέτρα >
πέτρες
λιθοσωρός: φράχτης
> του χωραφιού
λιθότοιχο: φράχτης
> του χωραφιού
λιλάδι: πέτρα >
πέτρες
λιλίγκι: ψάρια και
χαβαρικά > του φαγιού
λίλικας: Vespidae
γένος | μικρή σφήγκα > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
λιμά: γόνος >
ψαρολογικά
λίμα: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
λιμαδούρα: μετάλλινη
σκόνη σιδεριού > λιμαδούρα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
λιμάνι: λιμάνι >
της θάλασσας και του καιρού
λιμάνι: ρίχνω άγκουρα
> αρμενίσματα
λιμάρω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
λιμενέβω: ρίχνω
άγκουρα > αρμενίσματα
λιμενιάζω: ρίχνω
άγκουρα > αρμενίσματα
λιμενιάτικα: δικαιώματα
> νάβλος > του κούρσου και του φορτωτή
λιμενοστάσι: λιμάνι
> της θάλασσας και του καιρού
λιμιστήρες: σκοινάκια
που δένουν τις ζέβλες κάτω από το λαιμό > αλέτρι > του χωραφιού
λιμιώνας: λιμάνι >
της θάλασσας και του καιρού
λίμνη: λίμνη >
τοπογραφικά
λιμνί: λίμνη >
τοπογραφικά
λιμνιά: λίμνη >
τοπογραφικά
λιμνίτσα: λίμνη > τοπογραφικά
λιμνόβαλτο: λίμνη >
τοπογραφικά
λιμνόβαλτος: λίμνη
> τοπογραφικά
λιμνοθάλασσα: λίμνη
> τοπογραφικά
λίμνος: λίμνη >
τοπογραφικά
λιμνοστάσι: καλοκαιριά
> καιρικά
λιμνούλα: λίμνη >
τοπογραφικά
λίμπα: πέτρα >
πέτρες
λίμπα: κοίλη πέτρα
γεμάτη νερό > νερόλακκος > τοπογραφικά
λιμπά (τα): αρχίδι
> όργανα
λιμπά (τα): τα λιμπά
> ανατομικά κατατόπια
λιμπάς: μέρη του
μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
λιμπός: σπερματικός
λώρος > αρχίδι > όργανα
λινάρι: λινάρι >
του αργαλιού και της ρόκας
λινάρι: λινάρι >
του αργαλιού και της ρόκας
λιναρόλαδο: λάδι >
του φαγιού
λιναροσκουλίδι: λινάρι
> του αργαλιού και της ρόκας
λινό: είδη πανιών >
πανιά
λινό: νιφτήρας >
του σπιτικού
λίντα: λίτρα > του
αργαλιού και της ρόκας
λιοβάρεμα: αβγή >
αστρικά
λιοβαρέματα: βασίλεμα
> αστρικά
λιόβγαμα: αβγή >
αστρικά
λιοβόρι: ζέστη >
καιρικά
λιοβρόχι: βροχή >
καιρικά
λιόγερμα: βασίλεμα
> αστρικά
λιόδακρο: ρετσίνα της
ελιάς > ρετσίνα > φυτολογικά
λιόδεντρα: λιοστάσι
> του χωραφιού
λιοκάλυβο: κάνω
λιοκάλυβο με το χέρι για να κοιτάξω πέρα στον ήλιο αγνάντια > ήλιος >
αστρικά
λιόκαμα: ζέστη >
καιρικά
λιοκαμένος: ωχριακός
> του ζουγράφου
λιοκαψίδα: τσεπράδα
> φυσιολογικά
λιόκεντρο: ζέστη >
καιρικά
λιοκόρνο: δράκος ή
στοιχιό μ' ένα κέρατο στο μέτωπο > λιοκόρνο > δαιμονικά
λιόκριση: χρυσή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιόκριση: τρίτο
τέταρτο > φεγγάρι > αστρικά
λιόκρουση: αβγή >
αστρικά
λιόκρουση: χρυσή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιοκρουσμένος: χρυσή
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λιοντάρι: Felis leo
> λιοντάρι > θηλαστικά
λιονταρίνα: Felis leo
> λιοντάρι > θηλαστικά
λιονταρόπουλο: Felis
leo > λιοντάρι > θηλαστικά
λιονταροτόμαρο: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
λιόντας: Felis leo
> λιοντάρι > θηλαστικά
λιόντισα: Felis leo
> λιοντάρι > θηλαστικά
λιοπύρι: ζέστη >
καιρικά
λιοπύρι: ζέστη >
ήλιος > αστρικά
λιοράβδι: βέργα >
του χωραφιού
λιος: ζέστη >
καιρικά
λιοστάλαγμα: μεσημέρι
> της μέρας και της ώρας
λιοστάσι: λιοστάσι
> του χωραφιού
λιοστάσι: μέρος
κατάφωτο στον ήλιο > προσήλι > τοπογραφικά
λιοστάσι: μέρος
λιοφώτιστο > ήλιος > αστρικά
λιοτριβαρέος: λιοτριβιάρης
> του λιοτριβιού
λιοτρίβι: λιοτρίβι
> του λιοτριβιού
λιοτριβιά: λιοτρίβι
> του λιοτριβιού
λιοτριβιάρης: λιοτριβιάρης
> του λιοτριβιού
λιοτριβιό: λιοτρίβι
> του λιοτριβιού
λιοτρόπι: ηλιοστάσιον
> ήλιος > αστρικά
λιουλές: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λιόφεγγο: ήλιος >
αστρικά
λιόφυτα: λιοστάσι >
του χωραφιού
λιοχώραφο: λιοστάσι
> του χωραφιού
λιπαρά τα: βουβώνας
> τα λιμπά > ανατομικά κατατόπια
λιπαρίτης: Scomber
scumbrus > σκουμπρί > ψάρια της θάλασσας
λιπρό: καρπός >
φυτολογικά
λίσβας: αργιροσχιστόλιθος
> πέτρα > πέτρες
λισβό: καρπός >
φυτολογικά
λισγάρι: λίσγος >
του χωραφιού
λισγαρίζω: σκάφτω >
του χωραφιού
λισγιά: σκάψιμο με το
λίσγο > λίσγος > του χωραφιού
λίσγος: λίσγος >
του χωραφιού
λίστρο: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
λιστρώνω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
λίτρα: λίτρα > του
αργαλιού και της ρόκας
λιτραδάκι: πέτρα > πέτρες
λίτσα: Gymnosarda
alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
λιχμητήρι: ξανεμιστήρι
> του χωραφιού
λιχμίζει: ο άνεμος
> καιρικά
λιχμίζω: λιχμίζω >
του χωραφιού
λίχμισμα: λιχμίζω >
του χωραφιού
λιχμιστήρι: ξανεμιστήρι
> του χωραφιού
λιχμιστής: γεωργός
> του χωραφιού
λιχνίζει: λιχνίζει τη
θάλασσα > ο άνεμος > καιρικά
λιχνίζω: λιχμίζω >
του χωραφιού
λίχνισμα: λιχμίζω >
του χωραφιού
λιχνιστήρι: διχάλι
> του χωραφιού
λιχουδιές: μεζελίκια
> του φαγιού
λιωμένο: βούτυρο >
της βοσκής
λογγά: ποταμόχωστη γη
> γη > του χωραφιού
λόγγα (τα): δάσος >
τοπογραφικά
λογγάρι: δάσος >
τοπογραφικά
λόγγι: δάσος >
τοπογραφικά
λογγιά: δάσος >
τοπογραφικά
λογγιάδα: δάσος >
τοπογραφικά
λόγγος: δάσος >
τοπογραφικά
λογογράφος: γραφιάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λοιμική: λοιμική >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λοιμοκάψα: θέρμη >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λομπάρδια: σύκα >
του φαγιού
λόξα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λόξα: πανί κομένο λοξά
> είδη πανιών > πανιά
λόξιγκας: λόξιγκας
> φυσιολογικά
λοξομάτης: αλλίθωρος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λόπια: λαχανικά >
του φαγιού
λοστό: γουδί > του
μαγεριού
λοστός: σύνεργα του
χτίστη > του χτίστη
λοστρόμος: λοστρόμος
> του κούρσου και του φορτωτή
λουβί: αφτί >
όργανα
λουβί: λουβί >
φυτολογικά
λουβί: κόλπος >
καρδιά > όργανα
λουβίδι: περικάρπιον
> λουβί > φυτολογικά
λούγαρο: Spinus spinus
| το εβρωπαϊκό σκαθάκι > σκαθί > πουλιά
λούγαρος: Spinus
spinus > σκαθί > πουλιά
λούγκα: απροσδιόριστες
αρώστιες > αρώστιες και άλλα κουσούρια
λούγκα: πρήξιμο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λούγκρα: λάμια >
δαιμονικά
λουγκροφαγωμένε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
λουθουνάρι: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λουίζα: ζεστό > του
φαγιού
λουκάνη: για το
στούμπισμα του σιταριού > δουκάνι > του χωραφιού
λουκάνικο: κρέας >
του φαγιού
λούκι: κανάλι > του
χτίστη
λούκι: λούκι > του
καραβιού
λούκιος: Esox lucius
> γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
λουκιούνι: κορασάνι
> του χτίστη
λουκουμάς: ζυμαρικά
> του φαγιού
λουκουματζής: ζαχαροπλάστης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λουκουματζίδικο: ζαχαροπλάστης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
λουκούμια: γλυκά >
του φαγιού
λουλακής: γαλανός >
του ζουγράφου
λουλακί: γαλανός >
του ζουγράφου
λουλάκι: είδη βαφών
> του βαφιά
λουλάς: λουλάς >
του αργαλιού και της ρόκας
λουλάς: το βαθούλωμα
της πίπας όπου καίει ο ταμπάκος > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
λουλεδιά: λουλεδιά
ταμπάκο = όσο ταμπάκο χωράει ο λουλάς > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και
σύνεργα
λουλούδι: λουλούδι
> φυτολογικά
λουλουδικά: λουλούδι
> φυτολογικά
λούλουδος: Μάης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
λούμα: ιλύς >
ποτάμι > τοπογραφικά
λουμάκι: ρίζα >
φυτολογικά
λουμίνι: λύχνος >
του σπιτικού
λούμπα: λιμνούλα >
λίμνη > τοπογραφικά
λουμπάρδα: κανόνι >
του πολεμιστή
λουμπαρδάρης: κανόνι
> του πολεμιστή
λουμπίνος: σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λουνάδα: λουνάδα >
του καραβιού
λουνέτα: στόμα >
όργανα
λούπης: Falconidae
> γεράκι > πουλιά
λούπινα: λαχανικά >
του φαγιού
λουρί: καμουτσίκι >
του αγωγιάτη και του αμαξά
λουρί: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
λουριά: καμουτσίκι
> του αγωγιάτη και του αμαξά
λουριά: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
λουρίκι: μεσοχρονιάτικα
άρματα > του πολεμιστή
λουρίσκο: μεσοχρονιάτικα
άρματα > του πολεμιστή
λουρίτης: άλλα φίδια
> σερπετά
λούρος: για να χτυπούν
τα φρούτα από τα δέντρα > βέργα > του χωραφιού
λουροτσάρουχο: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
λούσου: αμάξι του
λούσου > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
λούσου: τσιπούνι του
λούσου > γελέκο > ρούχα
λουστρίνι: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
λουτριβιάρης: λιοτριβιάρης
> του λιοτριβιού
λουτρικό: νιφτήρας
> του σπιτικού
λουτρολέγενο: αγγιά
και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
λουτροπουκάμισο: ασπρόρουχα
> ρούχα
λούτσα: λούτσα >
τοπογραφικά
λουτσάρα: βουνίσια
λίμνη από βροχονέρι > λούτσα > τοπογραφικά
λούτσος: Esox lucius
> γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
λούτσος: Sphyraena
Risso | μεγάλη ζαργάνα > λούτσος > ψάρια της θάλασσας
λούφα: Sula bassana
> λούφος > πουλιά
λουφάρι: Gymnosarda
alleterata > γουφάρι > ψάρια της θάλασσας
λουφάς: νιφτήρας >
του σπιτικού
λούφες: χαμόκλαδα >
φυτολογικά
λούφος: Sula bassana
> λούφος > πουλιά
λουχτουκιό: δάκρυ >
φυσιολογικά
λουχτούκισμα: δάκρυ
> φυσιολογικά
λόφος: λόφος >
τοπογραφικά
λόχη: ζέστη >
καιρικά
λόχη: για να κόβει ο
παπάς τον άγιο άρτο > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
λυγαροκούκουτσο: καρπός
> φυτολογικά
λύγκα: λάμια >
δαιμονικά
λυγκιάζουμαι: λόξιγκας
> φυσιολογικά
λυγκιάζω: λόξιγκας
> φυσιολογικά
λύγκιασμα: δάκρυ >
φυσιολογικά
λύγκιασμα: λόξιγκας
> φυσιολογικά
λυγκιασμός: λόξιγκας
> φυσιολογικά
λυγκιό: δάκρυ > φυσιολογικά
λυγκιό: λόξιγκας >
φυσιολογικά
λύθια: σύκα > του
φαγιού
λύθος: άγουρο σύκο
> σύκα > του φαγιού
λυθρινάρι: Trigla
hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας
λυθρίνι: Trigla
hirundo > λυθρίνι > ψάρια της θάλασσας
λύθρωπας: πέτρα που
θρει έφκολα (είδος γαλαζόπετρας) > πέτρα > πέτρες
λύκαινα: Canis lupus
> λύκος > θηλαστικά
λυκάνθρωπος: λυκοκάντζαρος
> δαιμονικά
λυκινιά: κοπάδι λύκων
> λύκος > θηλαστικά
λύκισα: Canis lupus
> λύκος > θηλαστικά
λυκοβούνι: βουνό >
τοπογραφικά
λυκόγουνα: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
λυκοδόκανο: δοκάνι
> του κυνηγού
λυκοκάντζαρος: λυκοκάντζαρος
> δαιμονικά
λυκοποριά: δρόμος >
τοπογραφικά
λυκόπουλο: Canis lupus
> λύκος > θηλαστικά
λυκόρνιο: μαύρος γύπας
> γύπας > πουλιά
λύκος: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
λύκος: Canis lupus
> λύκος > θηλαστικά
λύκος: αρώστια από
μικρομανίταρα > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
λύκος: ο κουτσός λύκος
> παιδιών > παιγνίδια
λυκόσκυλο: σκύλος >
θηλαστικά
λυκουνιά: οικογένεια
> οικογενειακά
λυκουνιά: κοπάδι λύκων
> λύκος > θηλαστικά
λυκουρίνι: καπνιστό
κεφαλόπουλο > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
λυκοφαγωμένε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
λυκοφαμελιά: λύκος
> θηλαστικά
λυκοφαμελιά: οικογένεια
> οικογενειακά
λυκοχαβιά: μαγικό
φυλαχτό που το κόβουν από το τομάρι του λύκου > φυλαχτό > δαιμονικά
λυμάρι: ένα λυμάρι
είναι έξι χερόβολο > χεροβολιάζω > του χωραφιού
λύξα: Canis lupus >
λύκος > θηλαστικά
λύξιγκας: λόξιγκας
> φυσιολογικά
λύρα: λύρα > του
μουσικού
λυράρης: μουσικός >
του μουσικού
λυσεντερία: δυσεντερία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λυσίδι: λουλάς >
του αργαλιού και της ρόκας
λυσίδια: ανέμη >
του αργαλιού και της ρόκας
λυσκιασμός: δάκρυ >
φυσιολογικά
λυσομανά: ο άνεμος
> καιρικά
λύσσα: λύσσα >
αρώστιες ζώων
λυσσάζω: λύσσα >
αρώστιες ζώων
λύσσαμα: λύσσα >
αρώστιες ζώων
λύσσες: σπυριά στη
γλώσσα > λύσσα > αρώστιες ζώων
λυσσιάζω: λύσσα >
αρώστιες ζώων
λυσσιάρικος: λύσσα
> αρώστιες ζώων
λύσσιασμα: λύσσα >
αρώστιες ζώων
λυσσιασμένος: λύσσα
> αρώστιες ζώων
λυσσομάνημα: λύσσα
> αρώστιες ζώων
λυσσομανώ: λύσσα >
αρώστιες ζώων
λυτάρι: το λουρί που
δένουν τα σκυλιά > σκύλος > του κυνηγού
λύτσα: Esox lucius
> γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
λυχνανάματα: σούρουπο
> της μέρας και της ώρας
λυχνάρι: λύχνος >
του σπιτικού
λυχνητάρι: λύχνος >
του σπιτικού
λύχνος: λύχνος >
του σπιτικού
λύχνος: λύχνος >
ψάρια της θάλασσας
λυχνοστάτης: ανέμη
> του αργαλιού και της ρόκας
λυχνοστάτης: λύχνος
> του σπιτικού
λώβα: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λώβα: στα γεννήματα
> αρρώστιες φυτών > φυτολογικά
λωβιά: λέπρα > αρώστιες
και άλλα κουσούρια
λωβιάζω: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβιάρης: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λώβιασμα: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβιασμένος: λέπρα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωβός: λέπρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λώλα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλάγρα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλάδα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλαίνουμαι: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλιά: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλομάρτης: Μάρτης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
λωλός: τρελός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
λωλωμάρα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια