Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού
λέξεις από ν-ο
Δημήτρη Λιθοξόου
2013
Επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρο
υς του υλικού της δημοτικής γλώσσας (κυρίως), που περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.
νάβα: είδη καραβιών
> καράβια
νάβαρχος: καπετάνιος
> του κούρσου και του φορτωτή
νάβλα (τα): νάβλος
> του κούρσου και του φορτωτή
νάβλος: νάβλος >
του κούρσου και του φορτωτή
ναβροτήγανο: σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νάι: κιθάρα > του
μουσικού
νάκαρο: τρουμπέτα >
του μουσικού
νακόρασο: μπατανία της
νάκας > κρεβάτι > του σπιτικού
νάμα: το κρασί της
μετάληψης > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς
ναός: εκκλησιά >
της εκκλησιάς
νάπος: ξύλινη θήκη για
τυρί ή γι' ανέβασμα ζυμαριού > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του
γυαλά
ναργιλές: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
νάρκωμα: κομάρα >
φυσιολογικά
ναρκώνω: δουλιές του
γιατρού > γιατρικά
νατουραλίσια: βελονιές
> ραφτικά
νάφτης: νάφτης >
του κούρσου και του φορτωτή
ναφτικά: ρούχα >
ρούχα
ναφτική: ναφτοσύνη
> αρμενίσματα
ναφτολόγι: πλήρωμα
> νάφτης > του κούρσου και του φορτωτή
ναφτόπουλο: νάφτης
> του κούρσου και του φορτωτή
ναφτοσύνη: ναφτοσύνη
> αρμενίσματα
νέβρα: το ξύλο έχει
> του μαραγκού
νεβράτο: το ξύλο είναι
> του μαραγκού
νεβροκαβαλικέβουμαι: νεβροκαβαλίκεμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεβροκαβαλίκεμα: νεβροκαβαλίκεμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νέι: είδος κιθάρα >
κιθάρα > του μουσικού
νείρεμα: όνειρο >
φυσιολογικά
νεκρογέννα: γέννα >
βιολογικά
νεκροθάφτης: κηδεία
> οικογενειακά
νεκροθάφτης: πεθαμενατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
νεκροκάντηλο: φωτιστικά
> της εκκλησιάς
νεκροκέρι: φωτιστικά
> της εκκλησιάς
νεκροκρέβατο: κρεβάτι
> του σπιτικού
νεκροκρέβατο: νεκροκρέβατο
> οικογενειακά
νεκρολίβανο: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
νεκρός: μακαρίτης >
οικογενειακά
νεκροσέντονο: κρεβάτι
> του σπιτικού
νεκροσέντονο: σαβανωτής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
νεκροστόλια: νεκροκρέβατο
> οικογενειακά
νεκροστολίζω: νεκροκρέβατο
> οικογενειακά
νεκροστολισμένε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
νέκρωμα: η σκληράδα
του νεκρού > ξύλωμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νέμας: γνέμα > του
αργαλιού και της ρόκας
νεμπότα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
νεμπότης: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
νεμπουρντέχτης: ομβροδέκτης
(Μύκονος) > κανάλι > του χτίστη
νενέ: γιαγιά >
οικογενειακά
νεογέννητος: πεταρούδι
> πουλολογικά
νερά: κάνω νερά >
αρμενίσματα
νερά: το ξύλο έχει
> του μαραγκού
νερά (με): είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
νεραγώγι: νεραγωγός
> του χτίστη
νεραγωγιό: υδραγωγείον
> νεραγωγός > του χτίστη
νεραγωγός: νεραγωγός
> του χτίστη
νεράιδα: νεράιδα >
δαιμονικά
νεραϊδαριό: μέρος όπου
μαζέβουνται οι νεράιδες > νεραϊδαριό > δαιμονικά
νεραϊδής: νεράιδα >
δαιμονικά
νεραϊδοβούνι: βουνό
> τοπογραφικά
νεραϊδοβούνι: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδογλειμένος: αλαφροήσκιωτος
> δαιμονικά
νεραϊδογνέματα: νεραϊδογνέματα
> δαιμονικά
νεραϊδολίθι: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδόξυλο: κάποιο
φυτό που φυτρώνει απάνω στα έλατα και που γιατρέβει τους νεραϊδοπαρμένους
(ιξός;) > νεραϊδόξυλο > δαιμονικά
νεραϊδοπαρμένος: αλαφροήσκιωτος
> δαιμονικά
νεραϊδόπαρτος: αλαφροήσκιωτος
> δαιμονικά
νεραϊδοπούλα: νεράιδα
> δαιμονικά
νεραϊδοράχη: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδοσπηλιά: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδόσπηλιος: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδόσπηλο: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδόσπηλο: σπηλιά
> τοπογραφικά
νεραϊδότρυπα: νεραϊδολίθι
> δαιμονικά
νεραϊδοχτυπημένος: αλαφροήσκιωτος
> δαιμονικά
νεραμπούλι: νεραμπούλικο
φαγί > νεραμπούλι > του φαγιού
νεραντζάκι: γλυκά >
του φαγιού
νέρατα: φυτά της
λίμνης που βγαίνουνε στην όψη > νέρατα > φυτολογικά
νερό: ρυάκι >
τοπογραφικά
νερό: κάνω νερό =
παίρνω νερό > κάνω νερό > αρμενίσματα
νερό: κάνω το νερό μου
| πήγε προς νερού του > κάτουρο > φυσιολογικά
νερό: να πέσει ένα
νερό > βροχή > καιρικά
νερό (στο): αβγά >
του φαγιού
νερόβραστο: φαγί >
του φαγιού
νερόγαλα: νερωμένο
γάλα > γάλα > της βοσκής
νερογάλαζος: γαλανός
> του ζουγράφου
νερογυρισιά: ποτάμι
> τοπογραφικά
νερόδεμα: νεροδέτης
> του χωραφιού
νεροδεσιά: νεροδέτης
> του χωραφιού
νεροδέτης: νεροδέτης
> του χωραφιού
νεροδέχτης: κανάλι
> του χτίστη
νεροδιαβασιά: ποτάμι
> τοπογραφικά
νεροζύγι: σύνεργα του
χτίστη > του χτίστη
νεροκάβουρας: decapoda
(brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
νεροκατεβασιά: βροχή
> καιρικά
νεροκόπανο: νεροκόπανο
> της νεροτριβής
νεροκόρες: νεράιδα
> δαιμονικά
νερόκοτα: gallinula
chloropus > νερόκοτα > πουλιά
νεροκότσιφας: Cinclus
aquaticus > νεροκότσιφας > πουλιά
νεροκουβαλητής: νερουλάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
νεροκούνουπο: μαμούνια
του νερού > σκουλήκια και ζωύφια
νεροκράτης: νεροδέτης
> του χωραφιού
νεροκράτης: αφτός που
κανονίζει το νερό του δήμου > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
νερόλακκος: λάκκος
> του χωραφιού
νερόλακκος: νερόλακκος
> τοπογραφικά
νερολίθι: πέτρα >
πέτρες
νερόλιθος: νερόλακκος
> τοπογραφικά
νερόλιθος: πέτρα >
πέτρες
νερολόγι: κλεψύδρα
> ρολόι > του σπιτικού
νερομάζωμα: νερομάζωμα
> τοπογραφικά
νερομαζωξιά: μέρος
όπου μαζεύονται τα νερά > νερομάζωμα > τοπογραφικά
νερομήνια: χινόπωρο
> της μέρας και της ώρας
νερομπογιά: ασβέστης
> του χτίστη
νερομπογιά: ζουγραφικά
σύνεργα > του ζουγράφου
νερόμυλος: μύλος >
του μυλωνά
νερόπετρα: πέτρα >
πέτρες
νεροπήδημα: βρύση >
του χωραφιού
νερόπιασμα: δρόπικας
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νερόπιασμα: πλεβρίτης
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεροποντή: βροχή >
καιρικά
νεροπόντι: βροχή >
καιρικά
νεροποντιά: βροχή >
καιρικά
νεροποντίλα: βροχή
> καιρικά
νερόπορτα: η πόρτα του
καραβιού που αφίνει να μπαινοβγαίνουν τα νερά της θάλασσας > νερόπορτα >
του σκαριού
νεροπούλι: Rallus
aquaticus > νεροπούλι > πουλιά
νερόσκυλο: Lutra lutra
> βύδρα > θηλαστικά
νεροστόβιλος: ρούφουλας
> καιρικά
νεροσυρμή: ποτάμι >
τοπογραφικά
νεροσυρμή: ρέμα >
τοπογραφικά
νεροτριβάς: νεροτριβάς
> της νεροτριβής
νεροτριβή: νεροτριβή
> της νεροτριβής
νεροτριβιά: νεροτριβή
> της νεροτριβής
νεροτριβιάρης: νεροκόπανο
> της νεροτριβής
νεροτριβιάρης: νεροτριβάς
> της νεροτριβής
νεροτριβιό: νεροτριβή
> της νεροτριβής
νερουλά: αβγά > του
φαγιού
νερουλάς: αφτός που
πουλάει νερό > νερουλάς > άλλες τέχνες και σύνεργα
νερούλιασε: νερούλιασε
ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεροφαγιά: ρέμα >
τοπογραφικά
νεροφάγωμα: ρέμα >
τοπογραφικά
νεροφίδα: Natrix >
νερόφιδο > σερπετά
νερόφιδο: νερόφιδο
> σερπετά
νεροφίλι: μαμούνια του
νερού > σκουλήκια και ζωύφια
νεροφούσκωμα: βροχή
> καιρικά
νεροφράκτης: νεροδέτης
> του χωραφιού
νεροχάλαζο: χαλάζι
> καιρικά
νεροχελιδόνι: Glareola
> νεροχελίδονο > πουλιά
νεροχελίδονο: Glareola
> νεροχελίδονο > πουλιά
νεροχελώνα: Chelonia
> χελώνα > σερπετά
νερόχιονο: χιόνι >
καιρικά
νεροχύνει: βροχή >
καιρικά
νεροχύτης: λαγούμι
> του χτίστη
νεροχύτης: νεροχύτης
> του μαγεριού
νεροχύτης: νεροχύτης
> του μαγεριού
νεροχωρίστρα: τα
ακροτόπια όπου χωρίζουνται τα νερά από τις δυο μεριές του βουνού (μεταίχμιον)
> νεροχωρίστρα > τοπογραφικά
νερωμένο: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
νετάρω: ξέρασμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
νεφαλιά: σύνεφο >
καιρικά
νεφαλίζει: καιρός >
καιρικά
νέφαλο: σύνεφο >
καιρικά
νέφι: σύνεφο >
καιρικά
νέφκουλα: μέρη του
μαγγανοπήγαδου > μάγγανος > του χωραφιού
νεφραμιά: το κωλουράδι
ίσαμε το έβδομο σφοντύλι των νεφρών > κωλουράδι > κόκκαλα
νεφρί: νεφρί > όργανα
νέφταλος: Nautilus
γένος > αρμενίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
νέφτι: νάφθα >
χημικά > μέταλλα και χημικά
νήμα: γνέμα > του
αργαλιού και της ρόκας
νήμα: γνέμα > του
αργαλιού και της ρόκας
νηνίδα: νηνίδα >
βιολογικά
νησάρι: Anatidae >
πάπια > πουλιά
νησί: νησί > της
θάλασσας και του καιρού
νήσος: Anatidae >
πάπια > πουλιά
νηστεία: νηστεία >
του φαγιού
νηστεύω: νηστεία >
του φαγιού
νηστήσιμο: φαγί >
του φαγιού
νιαστής: Νοέβρης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
νιγλαριστής: μουσικός
> του μουσικού
νίγλαρος: πίφιρο >
του μουσικού
νικολάκης (ο): κωμικά
> κώλος > ανατομικά κατατόπια
νινί: μωρό >
βιολογικά
νινί: ίρις > μάτι
> όργανα
νιογάμπρια (τα): οι
νιοπαντρεμένοι > γαμπρός > οικογενειακά
νιόσκαστος: πεταρούδι
> πουλολογικά
νιόψυχο: για το στομάχι
> μπλάστρι > γιατρικά
νισαντίρι: αμμωνιακόν
άλας > χημικά > μέταλλα και χημικά
νισεστές: για
λουκούμια > αλέβρι > του φαγιού
νιστέρι: νιστέρι >
γιατρικά
νιστεριά: νιστέρι >
γιατρικά
νιτσεράδα: μουσαμάς
> ρούχα
νιφτήρας: νιφτήρας
> του σπιτικού
Νοέβρης: μήνας >
της μέρας και της ώρας
νοητάκι: νοητάκι >
δαιμονικά
νόθος: νόθος >
οικογενειακά
νοικιού: αμάξι του
νοικιού > αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
νοικοκυρόσπιτο: σπίτι
> του χτίστη
νόνα: γιαγιά >
οικογενειακά
νονός: βάφτισμα > οικογενειακά
νόνος: παπούς >
οικογενειακά
νοσσίδα: πετεινός >
πουλιά
νοτιάς: νότιος >
άνεμος > καιρικά
νοτίζει: ο άνεμος >
καιρικά
νοτινός: άνεμος >
καιρικά
νουνός: βάφτισμα >
οικογενειακά
νούρκα: Putorius
putorius > νούρκα > θηλαστικά
ντάβανος: Muscidae
γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
νταβάς: ταψί με ψηλά
χείλια > μπακιρικά > του μαγεριού
νταβίδι: σφίχτρο >
σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
νταβούλι: αφτί >
όργανα
νταβούλι: χωριάτικο
τούμπανο > τούμπανο > του μουσικού
νταϊρές: ντέφι >
του μουσικού
ντάλα: ντάλα μεσημέρι
| ντάλα γιόμα > μεσημέρι > της μέρας και της ώρας
νταμάρι: πετροκοπιό
> του χτίστη
νταμαρτζής: αυτός που
βγάζει πέτρα από το νταμάρι > πετράς > του χτίστη
νταμάτο: είδη πανιών
> πανιά
ντάμι: λιακωτό >
του χτίστη
ντάμι: στάβλος >
του αγωγιάτη και του αμαξά
νταμωτό: είδη πανιών
> πανιά
ντανάς: γελάδι >
της βοσκής
νταντά: παραμάνα >
οικογενειακά
νταντέβω: παραμάνα
> οικογενειακά
νταούλι: τούμπανο >
του μουσικού
νταρβίρα: κοντούτσικες
φλογέρες > φλογέρα > του μουσικού
νταρντάνα: είδη
καραβιών > καράβια
ντελάλης: διαλαλητής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ντελβές: καφές >
του φαγιού
ντελίνι: πολεμικό της
γραμμής > είδη καραβιών > καράβια
ντερβίσης: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
ντερσέκι: η γωνιά του
δρόμου (μα και το σοκάκι) > δρόμος > τοπογραφικά
ντέρτι: επιληψία >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ντεστέκι: πόρτα >
του χτίστη
ντέφι: ντέφι > του
μουσικού
ντιβάνι: καναπές >
του σπιτικού
ντιβάνι: ντιβάνι
τρίκλινο > μιντέρι > του σπιτικού
ντόγα: βαρέλι > του
τρύγου
ντολμάς: κρέας >
του φαγιού
ντομάτα: λαχανικά >
του φαγιού
ντορής: άλογο >
θηλαστικά
ντορίκι: Thynnus
brachypterus | (από τρεις οκάδες) > παλαμύδα > ψάρια της θάλασσας
ντορός: πάτημα >
του κυνηγού
ντουβάρι: τοίχος >
του χτίστη
ντουβαρτζής: που
φτιάνει τοίχους > ντουβαρτζής > του χτίστη
ντουγένι: αλωνίζει τα
ξερά στάχια > σταχοκόπι > του χωραφιού
ντουλαμάς: φουστανέλα
από σκούρο δρίλι > φουστανέλα > ρούχα
ντουλάπα: ντουλάπα
> του σπιτικού
ντουλάπι: ντουλάπα
> του σπιτικού
ντουλγκέρης: μαραγκός
> του μαραγκού
ντουλγκέρης: Zeus
faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας
ντούναβρος: χείμαρος
> τοπογραφικά
ντουρβάνι: βούτη >
της βοσκής
ντουρβανίζω: ντουρβανίζω
το γάλα για να κάνω βούτυρο > δέρνω > της βοσκής
ντουρβάς: ταγάρι >
της βοσκής
ντουρής: άλογο > θηλαστικά
ντρένια: κατάμαυρα
> γίδι > της βοσκής
ντύμα: λουβί >
φυτολογικά
ντύμα: το πετσί που
γδύνεται το φίδι όταν αλλάζει πέτσα > φίδι > σερπετά
ντυμασιά: φόρεμα >
ρούχα
νύγλα: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
νύστα: νύστα >
φυσιολογικά
νυσταγμάρα: νύστα >
φυσιολογικά
νυσταγμένος: χασμούρημα
> φυσιολογικά
νυστάζω: νύστα >
φυσιολογικά
νυστάζω: νύστα >
φυσιολογικά
νυστάλα: νύστα >
φυσιολογικά
νύσταμα: νύστα >
φυσιολογικά
νύφη: γαμπρός >
οικογενειακά
νυφικά: ρούχα >
ρούχα
νυφιό: γάμος > οικογενειακά
νυφίτσα: Putorius
nivalis > νυφίτσα > θηλαστικά
νυχάρα: δάχτυλο >
ανατομικά κατατόπια
νυχάρα: το μεγάλο νύχι
του πετεινού > νύχια > πουλολογικά
νυχάς: κρύο >
καιρικά
νύχι: δάχτυλο >
ανατομικά κατατόπια
νύχι: μέρη της άγκυρας
> του καραβιού
νύχι: οψιανός λίθος
> νύχι > πέτρες
νύχια: νύχια >
πουλολογικά
νυχιάς: κρύο >
καιρικά
νυχοπόδαρα: νύχια >
πουλολογικά
νυχοποδαράτος: πουλί
> πουλολογικά
νυχόριζα: δάχτυλο >
ανατομικά κατατόπια
νύχτα: νύχτα > της
μέρας και της ώρας
νυχτέρι: αγρύπνια >
φυσιολογικά
νυχτέρι: νύχτα >
της μέρας και της ώρας
νυχτερίδα: Chiroptera
> νυχτερίδα > θηλαστικά
νυχτιά: νύχτα > της
μέρας και της ώρας
νυχτιάς: Caprimulgus
europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νυχτικό: ασπρόρουχα
> ρούχα
νυχτόβλεπος: ονιθοτυφλιά
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νυχτοήμερα: μέρα >
της μέρας και της ώρας
νυχτόθωρος: ονιθοτυφλιά
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
νυχτοκόρακας: Caprimulgus
europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νυχτοκόρακας: Chiroptera
| μεγάλη νυχτερίδα > νυχτερίδα > θηλαστικά
νυχτοπάτης: Caprimulgus
europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νυχτοπούλι: Strix
scops > κλαψοπούλι > πουλιά
νυχτοσκαθάρι: Scarabaeidae
> σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια
νυχτοσκάρι: δουλιές
του βοσκού > της βοσκής
νυχτοχελίδονο: Caprimulgus
europaeus > γιδοβύστρα > πουλιά
νύχτωμα: βράδυ >
της μέρας και της ώρας
νύχτωμα: σούρουπο >
της μέρας και της ώρας
νυχτώνει: σούρουπο
> της μέρας και της ώρας
νωμίτης: το μέρος του
πουκαμισιού που σκεπάζει τον ώμο > ασπρόρουχα > ρούχα
νωπό: αβγό >
πουλολογικά
νωπό: ψωμί > του
φαγιού
ξαγκιστρώνω: βγάζω το
ψάρι από το αγκίστρι > ψαρέβω > της ψαρικής
ξαγλίστρα: μέρος όπου
γλιστράς ή βουλάς > γλίστρα > τοπογραφικά
ξάγναντο: αγνάντιο
> τοπογραφικά
ξαγοραριό: μέρη της
εκκλησιάς > της εκκλησιάς
ξαγορέβω: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
ξαδερφάτο: συγγενολόγι
> οικογενειακά
ξαδέρφη: ξαδέρφι >
οικογενειακά
ξαδέρφι: ξαδέρφι >
οικογενειακά
ξαδερφοπούλα: κόρη
> οικογενειακά
ξάδερφος: ξαδέρφι >
οικογενειακά
ξαερό: άνεμος >
καιρικά
ξαίθρα: δάσος >
τοπογραφικά
ξαίνω: λανάρα > της
βοσκής
ξαλαφρωτικό: γιατρικό
> γιατρικά
ξαλοιφή: μπρούντζος
> μέταλλα και χημικά
ξαμαρτώνω: αρματώνω
> αρμενίσματα
ξαμολώ: ξαμολώ >
αρμενίσματα
ξαμώνω: δουλιές του
χτίστη > του χτίστη
ξαναθηκαρώνω: σπαθί
> του πολεμιστή
ξανακυλίζω: ξανασκάφτω
το χωράφι > ξανακυλώ > του χωραφιού
ξανακύλισμα: ξανακυλώ
> του χωραφιού
ξανακυλώ: ξανακυλώ
> του χωραφιού
ξαναμένο: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
ξαναμωραίνουμαι: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαναμώραμα: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαναμωραμένος: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαναπετσώνω: δουλιές
του παπουτσή > του παπουτσή
ξαναρέματα (τα): ρέμα
> της θάλασσας και του καιρού
ξανάρτυγο: φαγί >
του φαγιού
ξανέμισμα: λιχμίζω
> του χωραφιού
ξανεμιστήρι: για το
λίχμισμα > ξανεμιστήρι > του χωραφιού
ξάνθημα: ξάνθισμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξάνθισμα: ξάνθισμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξανθός: κίτρινος >
του ζουγράφου
ξανθός: κόκκινος >
του ζουγράφου
ξανθός: χρυσός >
του ζουγράφου
ξανθότριχος: για ζώα
> άσπρος > του ζουγράφου
ξανοίγει: καιρός >
καιρικά
ξάνοιγμα: δάσος >
τοπογραφικά
ξανοιγμένο: ξανοιγμένο
μέρος μέσα στο δάσος > δάσος > τοπογραφικά
ξάνοιξη: καλοκαιριά
> καιρικά
ξανοιχτικό: γιατρικό
> γιατρικά
ξάντης: λανάρα >
της βοσκής
ξαντική: λανάρα >
της βοσκής
ξαντό: ξαντό >
γιατρικά
ξάντρα: λανάρα >
της βοσκής
ξαπλωτήρα: καναπές
> του σπιτικού
ξαπλωτήρι: για να
βαστάει το πανί τεντωμένο ως που να στεγνώσει > ξαπλωτήρι > του βαφιά
ξαρέσκια: μεζελίκια
> του φαγιού
ξάρθρωμα: ξάρθρωμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξάρια: δάσος >
τοπογραφικά
ξάριο: δάσος >
τοπογραφικά
ξάρμενο: καράβι >
καράβια
ξαρμπορίζω: αρματώνω
> αρμενίσματα
ξάρτι: σκοινιά >
του καραβιού
ξάρτια: σκοινιά >
του καραβιού
ξαρωστικό: γιατρικό
> γιατρικά
ξασιά: λανάρα > της
βοσκής
ξάσιμο: δουλιές του ανυφαντή
> του αργαλιού και της ρόκας
ξάσιμο: λανάρα >
της βοσκής
ξασπρίζει: το χρώμα
> του ζουγράφου
ξασπριλιάρης: άσπρος
> του ζουγράφου
ξασπριλιάρικος: άσπρος
> του ζουγράφου
ξαστερέβει: καιρός
> καιρικά
ξαστέρι: αστερισμοί
> αστρικά
ξαστεριά: άστρο > αστρικά
ξαστεριά: καλοκαιριά
> καιρικά
ξάστερο: αστερισμοί
> αστρικά
ξάστερο: δροσιά >
καιρικά
ξαστεροσύνη: άστρο
> αστρικά
ξαστεροσύνη: καλοκαιριά
> καιρικά
ξαστερώνει: καιρός
> καιρικά
ξάστρα: λανάρα >
της βοσκής
ξάστρα: δουλέφτρα που
ξαίνει > ξάστρα > του αργαλιού και της ρόκας
ξαστράχωτος: αστράχι
> του χτίστη
ξαστρίζω: αστρονομίζω
> δαιμονικά
ξαφεγγαριά: αφέγγαρη
νύχτα > φεγγάρι > αστρικά
ξαφνικό: αποπληξία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξαφρίζει: ψωμί >
του φαγιού
ξαφριστήρι: σουρωτήρι
> του μαγεριού
ξαφτέρουγο: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
ξαχρίζω: ξωπαίρνω τις
άκρες του βιβλίου (το λένε μάλιστα για βιβλία που τους κόβουν τα φύλλα χωρίς να
τα πολυσιάζουν και να τα γυαλίζουν) > δουλιές του βιβλιοδέτη > του
βιβλιοδέτη
ξεβαβουλιάζω: μπαμπάκι
> του αργαλιού και της ρόκας
ξεβαβουλιάζω: τις
σβούρες του μπαμπακιού > ξεβαβουλιάζω > του χωραφιού
ξεβασκαίνω: ξορκίζω
> δαιμονικά
ξεβασκαμός: ξόρκια
> δαιμονικά
ξεβασκάνω: ξορκίζω
> δαιμονικά
ξεβασκάστρα: ξορκιστής
> δαιμονικά
ξεβάσκεμα: ξόρκια >
δαιμονικά
ξεβάφει: το χρώμα >
του ζουγράφου
ξεβιδώθηκε: ξεβιδώθηκε
μια βίδα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεβλασταρώνω: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεβλαστίζω: κλαδέβω
> του χωραφιού
ξεβλογιάρης: βλογιά
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεβλογιάσματα: βλογιά
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεβοτανίζω: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεβούνιασμα: ξεβούνιασμα
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ξεβούνισμα: εκεί που
αποσώνεται η κορυφογραμμή, που τελειώνει το βουνό > μέρη του βουνού >
τοπογραφικά
ξεβραχιάζω: βγάζω
πρόβατο ή γίδι από τα κατσάβραχα > ξεβραχιάζω > της βοσκής
ξεβυζαίνω: αποκόφτω
> βιολογικά
ξεγγασρώνουμαι: γεννώ
> βιολογικά
ξεγγαστρώνω: μαμή >
βιολογικά
ξέγδαρμα: ξέγδαρμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγδέρνω: γδάρτης >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξεγδέρνω: ξέγδαρμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγδράρσιμο: ξέγδαρμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγεννητής: γιατρός
> γιατρικά
ξεγεννήτρα: μαμή >
βιολογικά
ξεγεννώ: μαμή >
βιολογικά
ξεγλίστρα: γλίστρα
> τοπογραφικά
ξέγναντο: αγνάντιο
> τοπογραφικά
ξεγόφιασμα: ξάρθρωμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεγύμνωτο: σπαθί >
του πολεμιστή
ξεγυρίζω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
ξεγυριστάρι: πριόνι
για τόρνεμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού
ξεδάσωμα: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεδασώνω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεδοντιάζω: δόντι >
όργανα
ξεδοντιάρης: δόντι
> όργανα
ξεδοντισμένος: δόντι
> όργανα
ξεδοντιστήρι: δόντι
> όργανα
ξεδοντιστήρι: χελάλι
> του μαγεριού
ξεδοντιστής: δόντι
> όργανα
ξεδοντωτήρι: χελάλι
> του μαγεριού
ξεδόχι: πατητήρι >
του τρύγου
ξεζαρίζω: ξεζαρίζω το
τυρόγαλο > τυροκομώ > της βοσκής
ξεζέβω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξέθαμπα: ύστερα από
την αυγή > αβγή > αστρικά
ξεθερμίζω: πλένω τα
πιάτα με ζεστό νερό > μαγειρέματα > του μαγεριού
ξεθερμίστρα: ξεθερμίστρα
> του μαγεριού
ξεθηκαρώνω: σπαθί >
του πολεμιστή
ξεθυμαίνει: το χρώμα
> του ζουγράφου
ξεθυμάσματα: σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεθυμασμένο: κρασί
> του φαγιού
ξεθωριάζει: το χρώμα
> του ζουγράφου
ξέθωρο: είδη χρωμάτων
> του ζουγράφου
ξείδα: καΐλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξειδακιά: τρουσί >
του φαγιού
ξειδάς: ξειδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξειδερό: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξειδί: κόκκινος >
του ζουγράφου
ξείδι: ξειδάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξείδι: ξείδι > του
φαγιού
ξειδοβάρελο: ξειδάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξειδόκρασο: κρασί >
του φαγιού
ξειδόλαδο: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξειδόμαβρο: βαφή από
σιδερόσκονη και ξείδι > είδη βαφών > του βαφιά
ξειδοπουλητής: ξειδάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξεϊδρώνω: ίδρωτας >
φυσιολογικά
ξεκαβαλικέβω: δουλιές
του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεκαθίζω: σηκώνω το
καράβι > καθίζω > αρμενίσματα
ξεκακίζει: καιρός >
καιρικά
ξεκαλόκαιρα: αφού
περάσει το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
ξεκαλοκαιριάζω: περνώ
το καλοκαίρι > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
ξεκαλοκαιριό: ξεκαλοκαιριό
> της βοσκής
ξεκαλοκαιριό: το μέρος
όπου καλοκαιριάζει κανείς > καλοκαίρι > της μέρας και της ώρας
ξεκαμπίζω: βγάζω το
αγρίμι από τη φωλιά του | βγαίνω από δυσκολία > δουλιές του κυνηγού > του
κυνηγού
ξεκάνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
ξεκάπουλα (τα): κώλος
> ανατομικά κατατόπια
ξεκαρκαδιάζει: το
σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκαρυδίζω: μπαμπάκι
> του αργαλιού και της ρόκας
ξεκαρυδίζω: ξεβαβουλιάζω
> του χωραφιού
ξεκαρυδώνω: ξεβαβουλιάζω
> του χωραφιού
ξεκάρφωμα: ξάρθρωμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκάταρτο: καράβι >
καράβια
ξεκλαρίζω: δουλιές του
κυνηγού > του κυνηγού
ξεκλαρίζω: κλαδέβω
> του χωραφιού
ξεκοτσάρω: ξεκοτσάρω
> αρμενίσματα
ξεκουμπίζω: μπαμπάκι
> του αργαλιού και της ρόκας
ξεκουρβουλώνω: ξεριζώνω
τα κούρβουλα του αμπελιού > ξεριζώνω > του χωραφιού
ξεκουρκουτιάζουμαι: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουρκούτιασμα: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουρκουτιασμένος: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουτιάρης: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκούτιασμα: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουφαίνω: κουφός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκούφαμα: κουφός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουφαμός: κουφός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεκουφίζω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξέκοψε: ξέκοψε η βροχή
> βροχή > καιρικά
ξελαγιάζω: ξελαγιάζω
λαγό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξελαγιασμένος: ξελαγιασμένος
λαγός > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξελακκίζω: σαλαγώ >
της βοσκής
ξελακκίζω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξελακκουδίζω: σκάφτω
λάκκο γύρω σε δέντρο > σκάφτω > του χωραφιού
ξελακκώνω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξελαργάρω: πελαγίζω
> αρμενίσματα
ξελεχωνιάζω: μαμή >
βιολογικά
ξελιμπάρισμα: ξελιμπάρισμα
του σφουγγαριού > βουτηχτής > αρμενίσματα
ξελογγιάζω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξελογγώνω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξελογιάζουμαι: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξελόγιασμα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξελογιασμένος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμαγγανίζω: μπαμπάκι
> του αργαλιού και της ρόκας
ξεμαγέβω: ξορκίζω >
δαιμονικά
ξεμάγεμα: ξόρκια >
δαιμονικά
ξεμανίκωτος: μανίκι
> ραφτικά
ξεμασκαλίδι: κλαδί που
το κόβουν από δέντρο για φύτεμα > ξεμασκαλίδι > φυτολογικά
ξεμασκαλίδι: κομένο
κλαδί > κλαδί > φυτολογικά
ξεμασκαλίζω: κλαδέβω
> του χωραφιού
ξεμασκαλίζω: ξεμασκαλίδι
> φυτολογικά
ξεμασκλάρα: κλαδί >
φυτολογικά
ξεματιάζω: ξορκίζω
> δαιμονικά
ξεμάτιασμα: ξόρκια
> δαιμονικά
ξεματίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
ξεματίζω: ξεματίζω
> του χωραφιού
ξεματώνω: ματώνω >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμβραίνουμαι: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμεριάζουμαι: ξεπέφτω
> αρμενίσματα
ξεμεσημεριάζω: μεσημέρι
> της μέρας και της ώρας
ξεμεσημέριασμα: μεσημέρι
> της μέρας και της ώρας
ξεμιγιάζουν: μέλισα
> σκουλήκια και ζωύφια
ξεμόνι: εκκλησιά >
της εκκλησιάς
ξεμόνι: χτήμα > του
χωραφιού
ξεμούρλιασμα: τρέλα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμπαμπακίζω: ξεβαβουλιάζω
> του χωραφιού
ξεμπαμπακίζω: μαζέβω
τα βαβούλια του μπαμπακιού από την μπαμπακιά > μπαμπάκι > του αργαλιού
και της ρόκας
ξεμπουρίζει: με
ξεμπουρίζει = με βγάζει ο άνεμος από το δρόμο μου, με ξορίζει > ξεπέφτω >
αρμενίσματα
ξεμπουρίζω: ξεπέφτω
> αρμενίσματα
ξεμπρατσώνω: ψαρέβω
> της ψαρικής
ξεμυαλισιά: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμυαλισμένος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμυξιάζουμαι: βγάζω
τη μύξα μου | σκουπίζω τη μύτη μου > μύξα > φυσιολογικά
ξεμυτίζει: ο ήλιος
> αστρικά
ξεμώραμα: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμωραμένος: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεμωρουδιάς: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξενερίζω: βγάζω το
ψάρι από το νερό > ψαρέβω > της ψαρικής
ξενεριστήρι: κανάλι
> του χτίστη
ξενεριστήρι: λαγούμι
> του χτίστη
ξενερώνω: ξεπέφτω >
αρμενίσματα
ξενοδοχείο: ξενοδόχος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξενοδόχος: ξενοδόχος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξενομώ: βγάζω από τη
βοσκή > δουλιές του βοσκού > της βοσκής
ξενόφρενος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξενοχώρι: χωριό >
τοπογραφικά
ξενυχτώ: αγρύπνια >
φυσιολογικά
ξέξασπρος: άσπρος >
του ζουγράφου
ξεπαγιάζει: το κρύο
> καιρικά
ξεπαγιάζουν: τα χέρια,
τα χείλια > χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπάγιασμα: κομάρα
> φυσιολογικά
ξεπάγιασμα: πάγος >
καιρικά
ξεπάγιασμα: χιονίστρα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπάγωμα: το λιώσιμο
του πάγου > πάγος > καιρικά
ξεπαντρεμένη: χωρισμένη
> χήρα > οικογενειακά
ξεπαντρεμένος: χωρισμένος
> οικογενειακά
ξεπαπαδέβω: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
ξεπαράλυμα: παραλυσία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπαραχώνω: σκάφτω
> του χωραφιού
ξεπατώνω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξεπεζέβω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεπειρίζω: ανοίγω τον
πείρο > βαρέλι > του τρύγου
ξεπελαγίζω: πελαγίζω
> αρμενίσματα
ξεπερνώ: ξεπερνώ
βελόνα > δουλιές του ράφτη > ραφτικά
ξεπεταρούδι: πεταρούδι
> πουλολογικά
ξεπετάω: ξεπετάω
πέρδικα > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
ξεπετρίζω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεπέφτω: ξεπέφτω >
αρμενίσματα
ξεπλατιάζουμαι: ξεπλατιάζουμαι
στο κουπί > λάμνω > αρμενίσματα
ξεπλάτιασμα: ξάρθρωμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεπνέωμα: λαχάνιασμα
> φυσιολογικά
ξεπνέωσαν: άλογο >
θηλαστικά
ξεπονετικό: γιατρικό
> γιατρικά
ξεπόρτι: βαλβίδα
(φτιασμένη λέξη) > ξεπόρτι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ξέπορτο: πόρτα >
του χτίστη
ξέπορτο: πόρτα >
του χτίστη
ξεπουλιασμένο: αβγό
> πουλολογικά
ξεπουντουλωμός: κακοκαιριά
> καιρικά
ξεπουπουλιάζουν: βγαίνουν
τα κλωσσόπουλα από τ' αβγά > ξεπουπουλιάζουν > πουλολογικά
ξέρα: αναβροχιά >
καιρικά
ξέρα: ύφαλος > ξέρα
> της θάλασσας και του καιρού
ξεράβω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
ξεραγκαθιά: αγκάθι
> φυτολογικά
ξεράδι: κλαδί >
φυτολογικά
ξεράθηκε: η γλώσσα μου
> στόμα > όργανα
ξεραΐλα: αναβροχιά
> καιρικά
ξεράκι: κλαδί >
φυτολογικά
ξέραμα: αναβροχιά >
καιρικά
ξεραμάρα: αναβροχιά
> καιρικά
ξερασιά: αναβροχιά
> καιρικά
ξερασία: αναβροχιά
> καιρικά
ξέρασμα: ξέρασμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεραστικό: γιατρικό
> γιατρικά
ξερασώνω: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
ξερατί: ξέρασμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξερατικό: γιατρικό
> γιατρικά
ξερατό: ξέρασμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεραχαμνίζουμαι: χασμούρημα
> φυσιολογικά
ξεραχάμνισμα: χασμούρημα
> φυσιολογικά
ξεραχνιάρα: σκούπα
> του σπιτικού
ξέρη: αναβροχιά >
καιρικά
ξεριά: ξερή στεριά
απάνω στη θάλασσα > στεριά > της θάλασσας και του καιρού
ξεριάς: ξεροτόπι >
τοπογραφικά
ξεριάς: το μέρος του
ποταμού που δεν το βρέχει το ρέμα > ποτάμι > τοπογραφικά
ξεριζώνω: ξεριζώνω
> του χωραφιού
ξερικό: χωράφι >
του χωραφιού
ξερνοβολώ: ξέρασμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξερνώ: ξέρασμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξερό: ψωμί > του
φαγιού
ξεροβήχω: βήχας >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεροβόρι: βορίσματα
> καιρικά
ξεροβούνι: βουνό >
τοπογραφικά
ξερόβραχος: πέτρα >
πέτρες
ξερόβρυση: βρύση >
του χωραφιού
ξερόγελο: γέλιο >
φυσιολογικά
ξερόκαβος: ακρωτήρι
> της θάλασσας και του καιρού
ξεροκαιριά: αναβροχιά
> καιρικά
ξεροκαίρια (τα): αναβροχιά
> καιρικά
ξεροκάμπι: κάμπος >
τοπογραφικά
ξεροκαμπιά: κάμπος
> τοπογραφικά
ξεροκλάδι: κλαδί >
φυτολογικά
ξερόκλαδο: κλαδί >
φυτολογικά
ξερόκλωνο: κλαδί >
φυτολογικά
ξεροκόματο: ψωμί >
του φαγιού
ξεροκουκίζω (κομπολόγι): εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
ξεροκοφινάς: Μάρτης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
ξερολάγγαδο: λαγγάδι
> τοπογραφικά
ξερολίθι: πέτρα >
πέτρες
ξερολίθι: φράχτης >
του χωραφιού
ξερολιθιά: πέτρα >
πέτρες
ξερολιθιά: φράχτης
> του χωραφιού
ξερόμαντρα: μάντρα
> της βοσκής
ξερομαχιάζω: από
αναβροχιά > καλιεργώ > του χωραφιού
ξερομαχιάζω: υποφέρω
από ξεραΐλα > αναβροχιά > καιρικά
ξερομπούκουνο: ψωμί
> του φαγιού
ξερονήσι: νησί >
της θάλασσας και του καιρού
ξερόνησο: νησί >
της θάλασσας και του καιρού
ξερόνι: κλαδί >
φυτολογικά
ξερονόμι: βοσκή >
της βοσκής
ξεροπαγιά: πάγος >
καιρικά
ξεροπαγωνιά: πάγος
> καιρικά
ξερόπετρα: πέτρα >
πέτρες
ξεροπέτρι: ξεροπέτρι
> τοπογραφικά
ξεροπέτρι: ξεροτόπι
> τοπογραφικά
ξεροπέτρι: πέτρα >
πέτρες
ξεροπήγαδο: πηγάδι
> του χωραφιού
ξεροπίσσι: κατραμίζω
> του σκαριού
ξεροποταμιά: ποτάμι
> τοπογραφικά
ξεροπόταμο: ποτάμι
> τοπογραφικά
ξερόρεμα: ρέμα > τοπογραφικά
ξερορεματιά: ρέμα >
τοπογραφικά
ξεροτηγανίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
ξεροτήγανο: ζυμαρικά
> του φαγιού
ξεροτόπι: ξεροπέτρι
> τοπογραφικά
ξεροτόπι: ξεροτόπι
> τοπογραφικά
ξεροτοπιά: ξεροτόπι
> τοπογραφικά
ξεροτριχιά: φράχτης
> του χωραφιού
ξεροτρόχαλος: πέτρα
> πέτρες
ξεροτρόχαλος: φράχτης
> του χωραφιού
ξεροτύρι: τυρί >
του φαγιού
ξεροφαγία: φαγί >
του φαγιού
ξεροχτάποδο: ψάρια και
χαβαρικά > του φαγιού
ξερωγίζω: μαδώ τις
ρώγες από το τσαμπί > ξερωγίζω > του τρύγου
ξεσαμαρώνω: δουλιές
του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεσελώνω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξεσκαλίζω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξεσκαρίζω: δουλιές του
βοσκού > της βοσκής
ξεσκαρίζω: δουλιές του
κυνηγού > του κυνηγού
ξεσκάφτω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξέσκεπο: ανοιχτός
τόπος όπου δεν μπορείς να κρυφτείς > ξέσκεπο > τοπογραφικά
ξεσκονόπανα: πατσαβούρα
> ρούχα
ξεσκονόπανο: πατσαβούρα
> του σπιτικού
ξεσκουρδουλιάζω: γιατρέβω
την πανούκλα > δουλιές του γιατρού > γιατρικά
ξεσκουρδουλιασμένος: πανούκλα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεσμαρίζουν: ξεσμαρίζουν
οι μέλισες > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ξεσμαρώνω: βγάζω τα
σμάρια, τ' απολνώ > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
ξεσπαθώνω: σπαθί >
του πολεμιστή
ξεσπιτώνω: δουλιές του
κυνηγού > του κυνηγού
ξέστα: αγγιά και δοχεία
> του τσουκαλά και του γυαλά
ξεστάβρωμα: το πέρασμα
από τη μια στην άλλη μεριά του δρόμου > ξεστάβρωμα > τοπογραφικά
ξεσταλαματιάζει: βροχή
> καιρικά
ξεσταλίζω: σταλίζω
> της βοσκής
ξεστεφάνωτη: ανύπαντρη
> οικογενειακά
ξεστεφάνωτος: ανύπαντρος
> οικογενειακά
ξέστρατα: κατάστρατα
> τοπογραφικά
ξεστρεματίζω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεστρινιάρω: ξεστρίβω
την καδένα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού
ξέστριψε: του ξέστριψε
> τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεστρίψιμο: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεσφεντονίζω: σφεντόνα
> του πολεμιστή
ξετιμητής: τιμητής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξετρελαίνουμε: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξετρέλαμα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξετρελαμένος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξετρελαμός: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξέτριχος: φαλακρός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεφαίνω: δουλιές του
ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξέφαντο: αγνάντιο >
τοπογραφικά
ξεφάντωμα: πρόγεμα
> του φαγιού
ξεφεγγαρίζει: βγαίνει
το φεγγάρι > φεγγάρι > αστρικά
ξεφεγγαρώνει: φεγγάρι
> αστρικά
ξεφέγει: ο ήλιος >
αβγή > αστρικά
ξεφηκαρώνω: σπαθί >
του πολεμιστή
ξεφλουδίζει: το ξύλο
> του μαραγκού
ξεφλουδίζει: το πετσί
> ανατομικά κατατόπια
ξεφλουδίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
ξεφουρνίζω: φούρνος
> του μαγεριού
ξέφραγο: χωράφι >
του χωραφιού
ξεφρένιασμα: τρέλα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεφρενιασμένος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξεφτέρι: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
ξεφτέρι: Falconidae
> γεράκι > πουλιά
ξέφτια: τα δόντια του
κλειδιού > κλειδαριά > του χτίστη
ξεφτίζω: αποτελειώνω
το φάσιμο > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξεφτώ: δουλιές του
ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξεφύτρωμα: φυτιά >
φυτολογικά
ξεφωλιάζω: δουλιές του
κυνηγού > του κυνηγού
ξέφωτο: αγνάντιο >
τοπογραφικά
ξέφωτο: δάσος >
τοπογραφικά
ξέφωτο: ήλιος >
αστρικά
ξεχαλίζω: ξεμασκαλίδι
> φυτολογικά
ξεχειλώνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
ξεχειμαδιάζω: χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
ξεχειμαδιό: χειμαδιό
> της βοσκής
ξεχειμαδιό: χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
ξεχειμάζω: χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
ξεχειμωνιάζω: χειμώνας
> της μέρας και της ώρας
ξεχερσέβω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεχέρσωμα: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεχερσώνω: ξεχερσώνω
> του χωραφιού
ξεχινοπωριό: χειμαδιό
> της βοσκής
ξεχιόνισαν: ξεχιόνισαν
τα βουνά = έλιωσαν τα χιόνια τους > χιόνι > καιρικά
ξέχιονο: τόπος
καθαρισμένος από χιόνι ή όπου δεν έπιασε χιόνι > ξέχιονο > τοπογραφικά
ξεχορταριάζω: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεχορτάριασμα: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεχορτιάζω: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεχορτίζω: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεχορτίζω: χορτολογώ
> του χωραφιού
ξεχύνεται: το πανί
> αρμενίσματα
ξεχυτό: στέγασμα
ανοιχτό από τις τρεις μεριές > στεγάδι > του χτίστη
ξεχωνιάζω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξεχώνω: σκάφτω >
του χωραφιού
ξέχωρα: περίγυρα >
τοπογραφικά
ξεχωρίτης: ξωμάχος
> του χωραφιού
ξέχωστο: παπούτσι >
του παπουτσή
ξεψαρίζω: βγάζω τα
ψάρια από το δίχτυ > ψαρέβω > της ψαρικής
ξεψαχνίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
ξεψωριάζω: δουλιές του
γιατρού > γιατρικά
ξήλιο: ήλιος >
αστρικά
ξηλώνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
ξημέρωμα: αβγή >
αστρικά
ξημερώνει: ο ήλιος
> αβγή > αστρικά
ξηχίζω: ξεμώραμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξήχισμα: ξεμώραμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξηχισμάρα: ξεμώραμα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξιδομύτα: Diplodus
sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας
ξίνα: τυρί > του
φαγιού
ξινήθρα: λαχανικά >
του φαγιού
ξινίλα: καΐλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξινόγαλα: γάλα >
της βοσκής
ξινογαλάς: γαλατάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξινόγαλο: ξεβουτυρωμένο
γάλα > γάλα > της βοσκής
ξινόζουμο: ζουμί >
του φαγιού
ξινόκρασο: κρασί >
του φαγιού
ξινόμηλο: μήλο >
του φαγιού
ξιφάρι: σπαθί > του
πολεμιστή
ξιφαριά: σπαθί >
του πολεμιστή
ξιφιός: Xiphias
gladius > ξιφιός > ψάρια της θάλασσας
ξόβεργα: ξόβεργα >
του κυνηγού
ξόδι: κηδεία >
οικογενειακά
ξομματιάζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
ξομολόγηση: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
ξομολογητήρι: μέρη της
εκκλησιάς > της εκκλησιάς
ξομολογώ: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
ξόμπλι: κέντημα >
ραφτικά
ξόμπλι: φυλαχτό >
δαιμονικά
ξομπλιαστές: ξομπλιαστές
βελονιές (στο χέρι) > βελονιές > ραφτικά
ξομπλιαστό: κέντημα
που γίνεται μετρώντας τις κλωστές > κέντημα > ραφτικά
ξόρκια: ξόρκια >
δαιμονικά
ξορκίζω: θρησκευτικές
δουλιές > της εκκλησιάς
ξορκίζω: ξορκίζω >
δαιμονικά
ξόρκισμα: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
ξόρκισμα: ξόρκια >
δαιμονικά
ξορκίσματα: ξόρκια
> δαιμονικά
ξορκισμένη: επιληψία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξορκισμένος: διάβολος
> δαιμονικά
ξορκισμός: ξόρκια >
δαιμονικά
ξορκιστής: ξορκιστής
> δαιμονικά
ξορκίστρα: ξορκιστής
> δαιμονικά
ξορκολόγια: ξόρκια
> δαιμονικά
ξορκολογίστρα: ξορκιστής
> δαιμονικά
ξορκολογώ: ξορκίζω
> δαιμονικά
ξουλιάστρα: το κάθισμα
όπου βάζουν τη γυναίκα για να βοηθήσουν τη γέννα > τσουλήθρα > βιολογικά
ξούνα: παιδιών >
παιγνίδια
ξουραφίζω: κουρέας
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξουρίζω: κουρέας >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξουφόγελο: γέλιο >
φυσιολογικά
ξόφα: Sparus aurata
> τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
ξοφόρι: πανιά >
πανιά
ξοχάρης: ξωμάχος >
του χωραφιού
ξοχίτης: ξωμάχος >
του χωραφιού
ξύγκι: πάχος >
ανατομικά κατατόπια
ξύγκι: σφαχτό > του
φαγιού
ξύγκι: τα λιμπά >
ανατομικά κατατόπια
ξυγκιά: τα λιμπά >
ανατομικά κατατόπια
ξύγκλα: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
ξύλα: ξύλα > του
μαραγκού
ξυλάγκαθο: βουκέντρι
> της βοσκής
ξυλαγκυλίζω: βουκέντρι
> της βοσκής
ξυλάδικο: ξυλάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλάκι: χελάλι >
του μαγεριού
ξυλαλό: ξύλα > του
μαραγκού
ξυλάνθρωπος: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
ξυλάρι: σανιδάκι >
σανίδι > του χτίστη
ξυλάρμενα: δίχως πανιά
> αρμενισιά > αρμενίσματα
ξυλάρμενο: δίχως πανιά
> καράβι > καράβια
ξυλαρμογή: το μέρος
όπου αρμόζουνται δυο ξύλα ή σανίδια > ξυλαρμογή > του μαραγκού
ξυλάς: ξυλάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλάς: ξυλοτόμος >
του χωραφιού
ξυλάς: οδηγός >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλιάζει: το κρύο >
καιρικά
ξύλιασμα: κομάρα >
φυσιολογικά
ξύλιασμα: ξύλωμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυλίκι: πλύση > του
σπιτικού
ξύλο: δέντρο >
φυτολογικά
ξύλο: καράβι >
καράβια
ξύλο με κύματα: νέβρα
κυματιστά > το ξύλο είναι > του μαραγκού
ξυλογαϊδάρα: σκαλωσιά
> του χτίστη
ξυλογέφυρο: γιοφύρι
> του χτίστη
ξυλόδεμα: τραβέρσα
> ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη
ξυλοδεσιά: σκαλωσιά
> του χτίστη
ξυλοδουλευτής: μαραγκός
> του μαραγκού
ξυλοθημωνιά: θημονιάζω
> του χωραφιού
ξυλοθημωνιά: ξυλάς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλοκάλιγο: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
ξυλοκαλύβα: καλύβα
> του χτίστη
ξυλοκαναπές: καναπές
> του σπιτικού
ξυλοκάρφι: καρφολογιά
> του μαραγκού
ξυλοκάρφια: σύνεργα
του παπουτσή > του παπουτσή
ξυλόκαρφο: καρφολογιά
> του μαραγκού
ξυλόκατα: δοκάνι >
του κυνηγού
ξυλοκόβω: ξυλοκόβω
> του χωραφιού
ξυλοκόκοτος: Upupa
epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
ξυλόκολα: κόλα >
του μαραγκού
ξυλοκόπος: ξυλοτόμος
> του χωραφιού
ξυλοκοπώ: ξυλοκόβω
> του χωραφιού
ξυλόκοτα: Scolopax
rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
ξυλοκουτάλα: μαχαιροπήρουνα
> του μαγεριού
ξυλόκρασο: κρασί >
του φαγιού
ξυλοκρέβατο: κρεβάτι
> του σπιτικού
ξυλοκρέβατο: νεκροκρέβατο
> οικογενειακά
ξυλοπάζαρο: ξυλάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
ξυλοπετεινός: lagopus
scoticus > ξυλοπετεινός > πουλιά
ξυλοπινάκα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
ξυλοπόδαρο: δεκανίκι
> γιατρικά
ξυλόπροκα: καρφολογιά
> του μαραγκού
ξυλόπροκες: σύνεργα
του παπουτσή > του παπουτσή
ξυλόρνιθα: Scolopax
rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
ξυλοσήμαντρο: καμπαναριό
> της εκκλησιάς
ξυλόσκαλα: σκάλα >
του χτίστη
ξυλοσκαλιστής: μαραγκός
> του μαραγκού
ξυλοσκίστης: ξυλοτόμος
> του χωραφιού
ξυλοσουγιάς: μαχαίρι
> του πολεμιστή
ξυλόσπιτο: σπίτι >
του χτίστη
ξυλοστέφανο: βαρέλι
> του τρύγου
ξυλόσφυρο: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
ξυλότοιχος: τοίχος
> του χτίστη
ξυλοτόμος: ξυλοτόμος
> του χωραφιού
ξυλουργική: μαραγκοσύνη
> του μαραγκού
ξυλουργός: μαραγκός
> του μαραγκού
ξυλοφάγος: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
ξυλοφάγος: Gecinus
viridis > ξυλοφάγος > πουλιά
ξυλοφάς: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
ξυλοφάς: Gecinus
viridis > ξυλοφάγος > πουλιά
ξυλοχάλαση: κακοκαιριά
> καιρικά
ξυλοχούλιαρο: ξυλοχούλιαρο
> της βοσκής
ξυλόχτενα: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
ξύλωμα: ξύλωμα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυμονή: φαγούρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυπαστήρι: σκιάχτρο
> του χωραφιού
ξύπαστρο: σκιάχτρο
> του χωραφιού
ξυπνητήρι: ρολόι >
του σπιτικού
ξύπνος: αγρύπνια >
φυσιολογικά
ξύπνος: αγρύπνια >
φυσιολογικά
ξυπνώ: αγρύπνια >
φυσιολογικά
ξυρύχι: καπνιστή
μουρούνα > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
ξυρύχια: σταφύλια >
του φαγιού
ξυσμάρα: φαγούρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυσούρα: φαγούρα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξυστήρι: ξύστης >
του μαγεριού
ξύστης: ξύστης >
του μαγεριού
ξυστό: γλυκά > του
φαγιού
ξύστρα: ξυλοχούλιαρο
> της βοσκής
ξύστρα: ξύστης >
του μαγεριού
ξύστρα: ξυστρί >
του αγωγιάτη και του αμαξά
ξύστρα: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
ξύστρα: τσουγγριά >
του χωραφιού
ξυστρί: ξυστρί >
του αγωγιάτη και του αμαξά
ξυστρίζω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξύστρισμα: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
ξύστρο: ξύστης >
του μαγεριού
ξύστρο: τσουγγριά >
του χωραφιού
ξύφαση: το τέλος του
φάσιμου > δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
ξωθιά: νεράιδα >
δαιμονικά
ξώκαστρο: κάστρο >
του χτίστη
ξώκαστρο: χώρα >
τοπογραφικά
ξώκλαδα: κλαδί >
φυτολογικά
ξωκλήσι: εκκλησιά >
της εκκλησιάς
ξωλοίμικο: βλογιά >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξωμάχι: χτήμα > του
χωραφιού
ξωμάχος: ξωμάχος >
του χωραφιού
ξώμερο: ξώμερο >
τοπογραφικά
ξωμονιάρης: ξωμάχος
> του χωραφιού
ξωνέρια: νεράιδα >
δαιμονικά
ξώπαρμα: μάγεμα >
δαιμονικά
ξωπαρμένος: μαγεμένος
> δαιμονικά
ξώπετσο: πετσί >
ανατομικά κατατόπια
ξώπορτα: πόρτα >
του χτίστη
ξώραφο: με φαρδιά
τσιμούσα > παπούτσι > του παπουτσή
ξωριάζω: ξεπέφτω >
αρμενίσματα
ξώστεγο: μέρη της
στέγης > του χτίστη
ξωτάρης: ξωμάχος >
του χωραφιού
ξωτάρισα: ξορκιστής
> δαιμονικά
ξώτι: μέρη του τουφεκιού
> του πολεμιστή
ξωτικά: νεράιδα >
δαιμονικά
ξωτική: νεράιδα >
δαιμονικά
ξωτικό: επιληψία >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ξωτσίμπιδος: με τις
τσιμπίδες όξω βγαλμένες έτοιμες να τσιμπήσουν > ανατομικά > ψαρολογικά
ξώφεγγα: στη χάση >
φεγγάρι > αστρικά
ξωφόρι: ρούχα >
ρούχα
ξωφύλλα: χαρτιά >
παιγνίδια
ξωχεριάζω: πλεβρώνω
> του πολεμιστή
ξωχώρα: ξώμερο >
τοπογραφικά
ξωχώραφα: χωράφι >
του χωραφιού
οβορός: βουκολιό >
της βοσκής
όγκος: πρήξιμο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
όγκωμα: πρήξιμο > αρώστιες
και άλλα κουσούρια
όγκωση: πρήξιμο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ογρή: ογρή φωτιά >
πολιορκητικά > του πολεμιστή
οδηγάτορας: οδηγός
> άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγητής: οδηγός >
άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγήτρα: οδηγός >
άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγός: οδηγός >
άλλες τέχνες και σύνεργα
οδηγός: στοιχιό >
δαιμονικά
οδογάτσι: ξύλο της
αλόης > ξύλα > του μαραγκού
οικογένεια: οικογένεια
> οικογενειακά
οικογενειάρχης: παντρεμένος
> οικογενειακά
οικοδομή: χτίριο >
του χτίστη
οιστρίγκα: Muscidae
γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
οκαρίνα: οκαρίνα >
του μουσικού
όκια: άγκυρα > του
καραβιού
όκιο: η τρύπα της
πλώρης όπου περνά η αλλυσίδα της άγκυρας > άγκυρα > του καραβιού
ολάργυρος: ασημένιος
> του ζουγράφου
ολάρμενο: καράβι >
καράβια
ολημερίς: μέρα >
της μέρας και της ώρας
ολιγοζώητε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
ολόασπρος: άσπρος >
του ζουγράφου
ολογάλαζος: γαλανός
> του ζουγράφου
ολοκόκκινος: κόκκινος
> του ζουγράφου
ολόλεφκος: άσπρος >
του ζουγράφου
ολόμαβρος: μάβρος >
του ζουγράφου
ολομερινός: μέρα >
της μέρας και της ώρας
ολόξανθος: χρυσός >
του ζουγράφου
ολοπράσινος: πράσινος
> του ζουγράφου
ολόσταχτος: σταχτής
> του ζουγράφου
ολούκι: κανάλι >
του χτίστη
ολοφεγγαριά: φεγγάρι
> αστρικά
ολοφέγγαρο: φεγγάρι
> αστρικά
ολοχρονίς: χρόνος >
της μέρας και της ώρας
ολόχρυσος: χρυσός >
του ζουγράφου
ομαλά (τα): ίσιωμα
> τοπογραφικά
ομάλι: ίσιωμα >
τοπογραφικά
ομαλιά: ίσιωμα >
τοπογραφικά
ομάλια: ομαλό μέρος
> ίσιωμα > τοπογραφικά
ομελέτα: αβγά > του
φαγιού
ομπλή: πάτημα > του
κυνηγού
ομπροδέχτης: στέρνα
> του χωραφιού
ομπρόλακκος: στέρνα
> του χωραφιού
όμπρος: βροχή >
καιρικά
ομπυάζω: έμπυο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ομπυάρης: έμπυο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
όμπυασμα: έμπυο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ονειρέβουμαι: όνειρο
> φυσιολογικά
ονειριάζω: όνειρο >
φυσιολογικά
ονείριασμα: όνειρο
> φυσιολογικά
όνειρο: όνειρο >
φυσιολογικά
ονιθοτυφλιά: νυκταλωπία
> ονιθοτυφλιά > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όνισα: Equus asinus
> γαϊδούρι > θηλαστικά
οξιά: Gypaetus
barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
οξούζι: Cypselurus
robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας
οξύγκλα: μέρη του
αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας
όξω: όξω από δω >
διάβολος > δαιμονικά
όξω: όξω από δω >
επιληψία > αρώστιες και άλλα κουσούρια
οξωμονάστηρο: μοναστήρι
> της εκκλησιάς
οπαλένιος: οπάλι >
πετράδια
οπάλι: οπάλι >
πετράδια
οπάλινος: οπάλι >
πετράδια
όπλα: άρματα > του
πολεμιστή
οπλιά: αστερισμοί >
αστρικά
όραμα: όραση >
φυσιολογικά
οράριο: στενόμακρο
άμφιο με σταβρούς κρεμασμένο στον ώμο του διάκου > παπαδίστικα ρούχα >
ρούχα
όραση: όραση >
φυσιολογικά
ορασιά: όραση >
φυσιολογικά
όργανα: όργανα >
του μουσικού
οργανάκια: όργανα >
του μουσικού
οργανέτο: οργανέτο
> του μουσικού
οργανοπαίχτης: μουσικός
> του μουσικού
οργισμένε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
όργο: γραμμή του
χωραφιού για να σκαφτεί > χωράφι > του χωραφιού
όργο: γραμμή χορταριού
ή σιταριού κομένη με το δρεπάνι > θερίζω > του χωραφιού
οργός (ο): οργώνω >
του χωραφιού
οργοτόμος: γεωργός
> του χωραφιού
οργυάκι: ρυάκι >
τοπογραφικά
όργωμα: οργώνω >
του χωραφιού
οργώνω: οργώνω >
του χωραφιού
ορδί: στρατός > του
πολεμιστή
ορδινάς: κρεμαστήρι
> του σπιτικού
ορδινιάζω: παρατάσσω
> στρατός > του πολεμιστή
ορθάρι: πόρτα > του
χτίστη
ορθοβύζα: βυζί >
όργανα
ορθόβυζη: βυζί >
όργανα
ορθόγκρεμος: γκρεμνός
> μέρη του βουνού > τοπογραφικά
ορθοκατουρίστρα: βρισιά
> κάτουρο > φυσιολογικά
ορθοκατουρώ: κάτουρο
> φυσιολογικά
ορθολίθι: πέτρα >
πέτρες
ορθοπλωρίζω: ορτσάρω
> αρμενίσματα
ορθόπλωρο: καράβι >
καράβια
όρθος: αβγή >
αστρικά
ορίζοντας: περίγυρα
> τοπογραφικά
όρκυνο: Thunnus
thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
όρκωνας: Thunnus
thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
ορμιά: ορμίδι > της
ψαρικής
ορμίδι: ορμίδι >
της ψαρικής
ορνέκι: μόστρα >
ραφτικά
ορνιάζω: βάζω αρμαθιές
ορνιούς απάνω στη θηλυκιά συκιά για να δέσει > ορνιάζω > του χωραφιού
όρνιθα: κότα >
πουλολογικά
όρνιθα: πετεινός >
πουλιά
ορνιθαριό: κοτέτσι
> του χτίστη
ορνίθι: πετεινός >
πουλιά
ορνιθόκωλος: αρώστια
στο πρόσωπο > ορνιθόκωλος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ορνιθοπούλι: πετεινός
> πουλιά
ορνιθοσκαλίδα: Scolopax
rusticola > ξυλόκοτα > πουλιά
ορνιθόψειρα: στις
κότες > αρώστιες ζώων
όρνιο: γύπας >
πουλιά
ορνός: σύκα > του
φαγιού
ορνός: σύκα από ρινιό
για να καρπίσει η ήμερη συκιά > καρπός > φυτολογικά
οροθέσι: σταλίκι >
του χωραφιού
ορός: τυρόγαλα >
της βοσκής
όρος: βουνό >
τοπογραφικά
οροφή: στέγη > του
χτίστη
ορτζελί: σκούρο βισινί
> κόκκινος > του ζουγράφου
όρτσα: αρμενισιά >
αρμενίσματα
όρτσα: βαστώ τα όρτσα
> ορτσάρω > αρμενίσματα
όρτσα: όρτσα λαμπάντα
> αρμενισιά > αρμενίσματα
όρτσα λαμπάντα: λαμπάντα
> αρμενίσματα
ορτσάρω: ορτσάρω >
αρμενίσματα
ορτύκι: Coturnix
coturnix > ορτύκι > πουλιά
ορτυκολόγος: Σετέβρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
ορτυκομάνα: Crex crex
> ορτυκομάνα > πουλιά
ορτυκοσούρης: Crex
crex > ορτυκομάνα > πουλιά
ορφανοκλήσι: εκκλησιά
> της εκκλησιάς
ορφανοκλησιά: εκκλησιά
> της εκκλησιάς
ορφανός: ορφανός >
οικογενειακά
ορφός: Polyprion
cernus > ορφός > ψάρια της θάλασσας
οσκρός: το κεντρί της
σφήγκας > σφήκα > σκουλήκια και ζωύφια
οσμίζεται: το σκυλί
οσμίζεται > σκύλος > του κυνηγού
όσμιση: όσμιση >
φυσιολογικά
όσπρια: λαχανικά >
του φαγιού
όστια: γραφικά >
του σπιτικού
οστρακιά: σκαρλίτα
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
οστρέχα: κανάλι >
του χτίστη
οστρέχα: μέρη της στέγης
> του χτίστη
όστρια: άνεμος >
καιρικά
οστριασιρόκος: άνεμος
> καιρικά
οστριογάρμπης: άνεμος
> καιρικά
οτρά: γνέμα > του
αργαλιού και της ρόκας
ουβίρα: τρύπα κοντά
στο ποτάμι γεμάτη νερό > ποτάμι > τοπογραφικά
ούγαινα: Charax >
ούγαινα > ψάρια της θάλασσας
ούγαινα: Hyaena hyaena
| ύαινα > ούγαινα > θηλαστικά
ούγια: ούγια >
ραφτικά
ουγλί: Alburnus
lucidus > ουγλί > ψάρια του γλυκού νερού
ούζο: κρασί > του
φαγιού
ουρά: κοτσάνι >
φυτολογικά
ουρά: κοντά στην ουρά
> μούσκουλο > ανατομικά κατατόπια
ουρανής: γαλανός >
του ζουγράφου
ουρανί: γαλανός >
του ζουγράφου
ουρανιά: θόλος >
του χτίστη
ουρανιά: στέγη >
του χτίστη
ουρανίσκος: στόμα >
όργανα
ουρανογάλαζος: γαλανός
> του ζουγράφου
ουρανοδόξαρο: δόξα
> καιρικά
ουρανοθέμελα: τα
πέρατα του ορίζοντα > ουρανός > καιρικά
ουρανοπάλατο: παλάτι
> του χτίστη
ουρανός: ουρανός >
καιρικά
ουρανόχρωμα: γαλανός
> του ζουγράφου
ουριάζω: κλουβιάζω
> πουλολογικά
ουριασμένο: αβγό >
πουλολογικά
ούριο: αβγό >
πουλολογικά
ουρουντίζω: δουλιές
του ράφτη > ραφτικά
ουρούντισμα: μπάλωμα
> ραφτικά
ούστρα: άγουρο γέννημα
> καρπός > φυτολογικά
όφια: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
όφιος: ophidia >
φίδι > σερπετά
όφιος: Phalacrocorax
carbo > όφιος > πουλιά
όχεντρα: οχιά >
σερπετά
οχιά: Vipera berus
> οχιά > σερπετά
όχτα: ποτάμι >
τοπογραφικά
οχτάς: τετράς > του
καραβιού
οχτιά: ποτάμι >
τοπογραφικά
όχτικας: χτικιό >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
όχτικας: εκτικός
πυρετός > θέρμη > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όχτος: ποτάμι >
τοπογραφικά
οχτροφοβία: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
Οχτώβρης: μήνας >
της μέρας και της ώρας
οχτωήχι: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
οψιάζει: οψιάζει η
πληγή = κάνει όψη > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια
όψιμα: φρούτα > του
φαγιού
οψιμιά: καρπός >
φυτολογικά
όψιμο: καρπός > φυτολογικά