Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού
λέξεις από τ-υ
Δημήτρη Λιθοξόου
2013
Επεξεργασία
του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της δημοτικής γλώσσας (κυρίως), που
περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και
Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και
παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.
ταβαντζής: που φτιάνει
ταβάνια > ταβανζτής > του χτίστη
ταβάνι: ταβάνι >
του χτίστη
ταβανόπροκα: καρφολογιά
> του μαραγκού
τάβανος: Muscidae
γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια
ταβανοσάνιδο: σανίδι
> του χτίστη
ταβάνωμα: ταβάνι >
του χτίστη
ταβανώνω: δουλιές του
χτίστη > του χτίστη
ταβέλες: ταβέλες >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελιάζω: ταβέλες
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελιάρης: ταβέλες
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελιαρίζω: ταβέλες
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβελούζος: ταβέλες
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταβέρνα: ταβερνάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ταβερνάρης: ταβερνάρης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλα: κουλουρτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλα: στραγαλατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλα: ξύλινος δίσκος
> τάβλα > του μαγεριού
τάβλα: χοντρό σανίδι
> σανίδι > του χτίστη
ταβλαμπάς: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
τάβλαρος: αρβελιστήρι
> του μαγεριού
ταβλάς: κουλουρτζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
ταβλάς: στάβλος >
του αγωγιάτη και του αμαξά
ταβλάς: στραγαλατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τάβλι: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
ταβλομάντιλο: τραπέζι
> του σπιτικού
ταβλωτό: σαχνίσι >
του χτίστη
ταβρί: γελάδι > της
βοσκής
τάβρος: γελάδι >
της βοσκής
ταγάρι: ταγάρι >
της βοσκής
ταγή: ταγή > του
αγωγιάτη και του αμαξά
ταγήνι: ταγή > του
αγωγιάτη και του αμαξά
ταγιαδόρος: ξυλουργός
που κάνει τέμπλα > μαραγκός > του μαραγκού
ταγιτζής: ταγή >
του αγωγιάτη και του αμαξά
ταγκό: βούτυρο >
της βοσκής
ταζί: σκύλος >
θηλαστικά
ταζί: σκύλος > του
κυνηγού
ταήνι: ταγή > του
αγωγιάτη και του αμαξά
ταΐζω: ταΐζω τα ψάρια
(κωμικά) > ξέρασμα > αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταΐμι: ταγή > του
αγωγιάτη και του αμαξά
τάιστρο: ταγή > του
αγωγιάτη και του αμαξά
τακίμι: πίπα του
τσιγάρου > φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα
τάκλα: παιδιών >
παιγνίδια
τακλάς: παιδιών >
παιγνίδια
τάκος: δοκαρωσιά >
του χτίστη
τάκος: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
τάκος: κομάτι λακέρδας
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
τακούνι: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
ταλαγάνι: πανωφόρι
> ρούχα
τάλαρος: τυροβόλι >
της βοσκής
ταλατίνι: ρούσικο
πετσί > πετσί > του παπουτσή
ταλιγάρι: άλογο >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τάμα: λειτουργικά >
της εκκλησιάς
τάμουλες: μέρη του
μύλου > του μυλωνά
τάμουλες: τα
σκαφιδάκια που γυρνώντας με τη ρόδα της μηχανής ρίχνουν όξω το πράμα (σπόρους,
γεννήματα), καθώς το συκλί ξεχύνει το νερό στο μαγγανοπήγαδο > τάμουλες >
σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες
ταμπακαριό: ταμπακαριό
> του ταμπάκη
ταμπάκης: πετσί >
του παπουτσή
ταμπάκης: ταμπάκης
> του ταμπάκη
ταμπακίζω: ταμπακίζω
> του ταμπάκη
ταμπάκικο: ταμπακαριό
> του ταμπάκη
ταμπάκος: ταμπάκης
> του ταμπάκη
ταμπάνι: δοκαρωσιά
> του χτίστη
ταμπάνι: η απαναριά
της στράτας > στρώση > τοπογραφικά
ταμπάρδο: φαρδιά
πατατούκα > πατατούκα > ρούχα
τάμπες: ταβέλες >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταμπλάδες: της
τραπεζαρίας > τραπέζι > του σπιτικού
ταμπλάς: αποπληξία
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταμπουνάρης: μουσικός
> του μουσικού
ταμπουράς: λαγούτο
> του μουσικού
ταμπουράς: λαχανικά
> του φαγιού
ταμπούρι: λαγούτο >
του μουσικού
ταμπούρι: χαράκωμα
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
ταμπουρίνος: μουσικός
> του μουσικού
ταμπουρλάρης: μουσικός
> του μουσικού
ταμπουρλίζω: τούμπανο
> του μουσικού
ταμπούρλο: τούμπανο
> του μουσικού
ταμπουρόξυλο: τούμπανο
> του μουσικού
τανάλια: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
τανάλια: σύνεργα του
παπουτσή > του παπουτσή
τανός: μαγκάλι >
του σπιτικού
ταντανιστά: γέλια >
γέλιο > φυσιολογικά
τάντανος: αποξυλωμός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
ταντούρι: τραπέζι με
μαγκάλι από μέσα (δες Απομνημονεύματα Αλ. Ραγκαβή, σελ. 45) > μαγκάλι >
του σπιτικού
τάξη: είδε την τάξη
της > μηνιάτικα > φυσιολογικά
ταξιδιάρικο: πουλί
> πουλολογικά
ταξιδιάρικο: πεταλούδα
που προλογάει χαμπάρια στο σπιτικό > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια
τάξιμο: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
τάπα: βαρέλι > του
τρύγου
τάπα: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
τάπια: προτείχισμα
> μέρη του κάστρου > του χτίστη
ταπιόκα: σάγος >
του φαγιού
ταράζω: ταράζω αβγά
> μαγειρέματα > του μαγεριού
ταραμάς: κόκκινο
χαβιάρι > ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
ταραμοσαλάτα: σαλάτα
> του φαγιού
ταραχτά: αβγά > του
φαγιού
ταράχτης: ταράχτης
> του μαγεριού
τάργα: ασπίδα >
μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
ταργοπούλα: μεσοχρονιάτικα
άρματα > του πολεμιστή
ταρός: συρμητός >
καιρικά
ταρσανάς: ταρσανάς
> του σκαριού
ταρσανάς: πύργος στο
ακρογιάλι (Αγιονόρος) > κάστρο > του χτίστη
ταρτάνα: είδη καραβιών
> καράβια
τάρταρα: της γης τα
τάρταρα > τα κατακόμπια > τοπογραφικά
τάσα: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
τασάκι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τάσι: αγγιά και δοχεία
> του τσουκαλά και του γυαλά
τάσι: μέρη της ρόδας
> του αγωγιάτη και του αμαξά
τάσι: σαψάκι > του
μαγεριού
τάσι: κύμβαλον >
τάσι > του μουσικού
ταφιασμένε: λυκοφαγωμένε
> κατάρες και εφκές
ταφογδύτης: τυμβωρύχος
> κηδεία > οικογενειακά
ταφόλοφος: τύμβος >
λόφος > τοπογραφικά
ταφτάς: πανιά >
πανιά
ταχινή: αβγή >
αστρικά
ταχίνι: γλυκά > του
φαγιού
ταχινό: αβγή >
αστρικά
ταχύ: αβγή >
αστρικά
ταχυδρόμος: ταχυδρόμος
καβάλα > καβαλάρης > του αγωγιάτη και του αμαξά
ταχυνέβει: ο ήλιος
> αβγή > αστρικά
τάψα: μπακιρικά >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
ταψί: ζυγαριά > του
μαγεριού
ταψί: μπακιρικά >
του μαγεριού
ταψί: μπακιρικά >
του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τεζάκι: το τραπέζι
όπου δουλέβει ο μαραγκός > μαραγκούδικο > του μαραγκού
τεζγκερές: φορείο >
αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά
τεζιάκι: μαραγκούδικο
> του μαραγκού
τειχιά: μέρη του
κάστρου > του χτίστη
τεκές: μουσουλμανικό
μοναστήρι > μοναστήρι > της εκκλησιάς
τελάρο: για να
φτιάνουν κέντημα > τελάρο > του αργαλιού και της ρόκας
τελάρο: κάδρο για
κέντημα > τελάρο > ραφτικά
τελατίνι: πετσί >
του παπουτσή
τέλι: άρπα > του
μουσικού
τέλι: τέλι της λύρας
> λύρα > του μουσικού
τελιανός: ψάρι του
ποταμού > τελιανός > ψάρια του γλυκού νερού
τελώνιο: τελώνιο >
καιρικά
τελώνιο: χαμοδράκι
> δαιμονικά
τεμπέρι: κοντάρι με
πελέκι > μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τέμπλο: μέρη της
εκκλησιάς > της εκκλησιάς
τενεκές: λευκοσίδηρος
> τενεκές > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τενεκές: τενεκές
κίτρινος = μπρούντζος σε φύλλα > μπρούντζος > μέταλλα και χημικά
τενεκετζής: φαναρτζής
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τενεκετζίδικο: φαναρτζίδικο
> του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τέντζερες: καζάνι >
του μαγεριού
τέντζερες: μπακιρικά
> του μαγεριού
τεντομάτα: τυρί >
του φαγιού
τεντοτόπι: μικρό
τεράγωνο χτίριο μπροστά στη στρούγγα όπου στεριώνουν την τέντα | μέσα στην
τέντα απιθώνουν τα χρειαζούμενα για το φτιάξιμο του τυριού > τεντοτόπι >
της βοσκής
τεντώνω: τ' αφτιά >
αφτί > όργανα
τεπές: η κορφή του
μιναρέ > καμπαναριό > της εκκλησιάς
τεπές: ο πάτος του
καπέλου > καπέλο > ρούχα
τεπεσίρι: κιμωλία >
πέτρες
τεράτσα: λιακωτό >
του χτίστη
τεράτσωμα: λιακωτό
> του χτίστη
τερζής: τουρκοράφτης
> τερζής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τερηδώνα: Xylophaga
> σαράκι > σκουλήκια και ζωύφια
τερμεντίνα: τερεβινθίνη
> χημικά > μέταλλα και χημικά
τερτσέλι: γλυκά >
του φαγιού
τεσβάρκο: αποβίβαση
> τεσβάρκο > του κούρσου και του φορτωτή
τεσσαροχάλης: αγγρίφι
> του καραβιού
τεσσερίζω: καβάλα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τεσσερώ: καβάλα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τεσταδεμούρα: καπόνια
> του καραβιού
τετάρτι: τέταρτο
σφαχτού > σφαχτό > του φαγιού
τέταρτο: ώρα > της
μέρας και της ώρας
τετραβάγγελα: εκκλησιαστικά
σύνεργα > της εκκλησιάς
τετράρα: σφεντόνα με
τέσσερα κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
τετράς: τετράς >
του καραβιού
τεχρίλι: κορδόνι >
ραφτικά
τζακέτα: σακάκι >
ρούχα
τζακέτα: τζακέτα >
ρούχα
τζάκι: τζάκι > του
σπιτικού
τζαμάρα: μακριά
φλογέρα βραχνή > φλογέρα > του μουσικού
τζαμαρία: τζαμαρία
> του χτίστη
τζαμί: εκκλησιά >
της εκκλησιάς
τζάμι: μέρη του
παραθυριού > του χτίστη
τζαμιάς: παραθυράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τζαμιλίκι: πόρτα με
τζάμια | βιτρίνα > τζαμαρία > του χτίστη
τζαμιτζής: παραθυράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τζαμπάζης: σκοινοβάτης
> μπεχλιβάνης > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζαμτζή: γυαλάς >
του τσουκαλά και του γυαλά
τζαμτζής: παραθυράς
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τζελάδα: κάσκα >
μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζελαδίτης: μεσοχρονιάτικα
άρματα > του πολεμιστή
τζελαδωμένος: μεσοχρονιάτικα
άρματα > του πολεμιστή
τζελάτης: μπόγιας >
άλλες τέχνες και σύνεργα
τζελατίνα: κρέας >
του φαγιού
τζελέπης: ζωέμπορος
> τζελέπης > άλλες τέχνες και σύνεργα
τζεμπέρι: είδη
καραβιών > καράβια
τζερίτης: ακοντιστής
> μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζιβούρι: λαγούτο >
του μουσικού
τζίγκι: τζίγκι-τζίγκι
> μαντολίνο > του μουσικού
τζίγκος: τζίγκος >
μέταλλα και χημικά
τζιέρι: πλεμόνι >
όργανα
τζιέρια: κρέας >
του φαγιού
τζιέρια: σωθικά >
ανατομικά κατατόπια
τζιναρίγκι: είδη βαφών
> του βαφιά
τζινέβρα: κρασί >
του φαγιού
τζινέβρα: μαγκάλι >
του σπιτικού
τζίντζιρας: Tibicen
pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζιουτάρι: χόριον >
αγγάστρι > βιολογικά
τζίπολη: είδος αργίλου
για το καθάρισμα μπακιρικών > χώματα > του χωραφιού
τζιρίτι: κοντάρι >
μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τζιτζικάδες (οι): Tibicen
pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζίτζικας: Tibicen
pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζιτζίκι: Tibicen
pruinosa (cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζίτζιρας: Tibicen pruinosa
(cicadidae) > τζίτζικας > σκουλήκια και ζωύφια
τζοβαερικά: διαμαντικά
> πετράδια
τζοβαΐρι: πετράδια
> πετράδια
τζόρτζινας: Apidae
γένος | κηφήν > μέλισα > σκουλήκια και ζωύφια
τζούμπα: Bufo vulgaris
> φρύνος > σερπετά
τηγανάρι: Francolinus
vulgaris > αρτιοχιονάρι > πουλιά
τηγανητά: αβγά >
του φαγιού
τηγανήτα: ζυμαρικά
> του φαγιού
τηγανητό: κρέας >
του φαγιού
τηγανητό: ψάρια και
χαβαρικά > του φαγιού
τηγάνι: αρμυριά >
της θάλασσας και του καιρού
τηγάνι: καζάνι >
του μαγεριού
τηγανίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
τι λέει το κρεμύδι σου;: το
ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
τίγκα: Tinca tinca
> τίγκα > ψάρια του γλυκού νερού
τίγρη: Felis tigris
> τίγρης > θηλαστικά
τίγρης: Felis tigris
> τίγρης > θηλαστικά
τιγριά: είδη
γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα
τίγρισα: Felis tigris
> τίγρης > θηλαστικά
τίκλα: πέτρα >
πέτρες
τίλιο: ζεστό > του
φαγιού
τιλσίμι: φυλαχτό >
δαιμονικά
τιμαρέβω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
τιμάρι: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
τιμητής: τιμητής >
άλλες τέχνες και σύνεργα
τιμονέβω: τιμονέβω
> αρμενίσματα
τιμόνι: μέρη του
αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά
τιμόνι: μέρη του μύλου
> του μυλωνά
τιμόνι: τιμόνι >
του καραβιού
τιμονιάζω: τιμονέβω
> αρμενίσματα
τιμονιέρης: τιμονιέρης
> του κούρσου και του φορτωτή
τίνα: βαρέλι > του
τρύγου
τιναχτοκοφινίδης: Απρίλης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
τιραμολάρω: τιραμολάρω
> αρμενίσματα
τίρι: τίρι τουφεκιού η
κανονιού | όσο τρώγει το τουφέκι | μια κανονιά μόνο > τίρο > του
πολεμιστή
τίρο: τίρο > του
πολεμιστή
τιρτίρι: μπρούντζος
> μέταλλα και χημικά
τιφτίκι: τιλτόν >
ξαντό > γιατρικά
τόι: Otis tarda >
αγριόγαλλος > πουλιά
τοιμάζει: γγαστρωμένη
> βιολογικά
τοιχάκι: παιγνίδια με
βόλους > βώλοι > παιγνίδια
τοιχιά (τα): τοίχος
> του χτίστη
τοιχογραφία: είδη
ζουγραφικής > του ζουγράφου
τοιχογύρι: μαντρότοιχος
> του χτίστη
τοιχογύρι: τοίχος >
του χτίστη
τοιχογύρι: φράχτης
> του χωραφιού
τοιχογυρίζω: δουλιές
του χτίστη > του χτίστη
τοιχογυρισιά: τοίχος
> του χτίστη
τοιχογυρυσιά: μαντρότοιχος
> του χτίστη
τοίχος: τοίχος >
του χτίστη
τοκάδες: τοκάδες των
χαϊμαλιών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή
τοκαλίκι: της φιούμπας
το δόντι > φιούμπα > ραφτικά
τομάρι: πετσί >
ανατομικά κατατόπια
τομάρι: πετσί > του
παπουτσή
τονίνα: Thunnus
thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τόνο: τραβώ τόνο >
τραβώ τόνο > αρμενίσματα
τόνος: σκοινιά >
του καραβιού
τόνος: Thunnus thynnus
> τόνος > ψάρια της θάλασσας
τόνος: ένας τόνος
δίχτυ = 35/150 οργιές) > δίχτυ > της ψαρικής
τόξο: δόξα >
καιρικά
τοπάζι: χρυσόλιθος
> τοπάζι > πετράδια
τόπακας: στοιχιό >
δαιμονικά
τόπι: κανόνι > του
πολεμιστή
τόπι: τόπι > πανιά
τόπια (τα): τόπος >
τοπογραφικά
τοποθεσιά: χτήμα >
του χωραφιού
τόπος: τόπος >
τοπογραφικά
τοπούζι: ρόπαλο >
μεσοχρονιάτικα άρματα > του πολεμιστή
τοπώνω: τοπώνω λαγό
> δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
τορβάς: τορβάς >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τορναδόρος: μαραγκός
> του μαραγκού
τορνάρης: μαραγκός
> του μαραγκού
τορνάρης: τόρνος >
του τσουκαλά και του γυαλά
τορνέβω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
τορνέβω: τόρνος >
του τσουκαλά και του γυαλά
τόρνος: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
τόρνος: τόρνος >
του τσουκαλά και του γυαλά
τορπίλα: Torpedo
electricus > μουδιάστρα > ψάρια της θάλασσας
τότρα: παγούρι >
της βοσκής
τοτριμίδα: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τουβλάς: κεραμιδάς
> του χτίστη
τούβλο: το ψημένο >
πλιθάρι > του χτίστη
τουβλώνω: δουλιές του
χτίστη > του χτίστη
τουζλούκι: κλέφτικη
γκέτα > γκέτα > του παπουτσή
τουλούμι: ματαράς >
του τρύγου
τουλούμι: με το
τουλούμι > βροχή > καιρικά
τουλουμίσιο: τυρί >
του φαγιού
τουλουμοτύρι: τυρί
> του φαγιού
τουλούμπα: τουλουμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τουλούμπα: τούμπανο
> του μουσικού
τουλουμπατζής: τουλουμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τουλούπα: κουβάρι μαλί
για κλώσιμο > μαλί > του αργαλιού και της ρόκας
τουλούπα: τουλούπα
χιονιού > χιόνι > καιρικά
τουλουπάνι: πανιά >
πανιά
τουλουπίζει: χιόνι
> καιρικά
τουλπάνι: πανιά >
πανιά
τούμπα: παιδιών >
παιγνίδια
τουμπανίζω: τούμπανο
> του μουσικού
τούμπανο: τούμπανο
> του μουσικού
τουμπανόπετσο: τούμπανο
> του μουσικού
τουμπάρι: στρογγυλός
χαμηλός λόφος (τύμβος) > λόφος > τοπογραφικά
τουμπελέκι: τούρκικο
νταούλι > τουμπελέκι > του μουσικού
τουμπί: τούμπανο >
του μουσικού
τουμπίζω: τούμπανο
> του μουσικού
τουμπλές: πετυχημένη
τουφεκιά > τουφέκι > του πολεμιστή
τούμπος: λόφος >
τοπογραφικά
τουνέτο: Thunnus
thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τούνος: Thunnus
thynnus > τόνος > ψάρια της θάλασσας
τουράκια: οι μπάγκοι
της βάρκας > τουράκια > του καραβιού
τουρβάς: ταγάρι >
της βοσκής
τουργκάνα: κρούταλο
> του μουσικού
τουρκετίνο: κατάρτια
> του καραβιού
τουρκέτο: κατάρτια >
του καραβιού
τουρκής: γαλανός >
του ζουγράφου
τουρκής: περουζές >
πετράδια
τουρκοπούλι: Carduelis
elegans > καρδερίνα > πουλιά
τουρλί: τουρλί >
πουλιά
τουρλί: χαλκόκοτα >
πουλιά
τουρλίδα: Vanellus
vanellus > τουρλίδα > πουλιά
τουρλωτό: καπέλο > ρούχα
τούρμα: άλλα άρματα
> του πολεμιστή
τούρνα: Esox lucius
> γουμπρί > ψάρια του γλυκού νερού
τούρτα: ζυμαρικά >
του φαγιού
τουρτουλίζω: κουκουρίζω
> πουλολογικά
τουρτούρα: ανατριχίλα
> φυσιολογικά
τούρτουρας: ανατριχίλα
> φυσιολογικά
τουρτούρισμα: ανατριχίλα
> φυσιολογικά
τούρτουρο: ανατριχίλα
> φυσιολογικά
τουτιά: οξείδι τζίγκου
> τζίγκος > μέταλλα και χημικά
τούφα: φούντα > του
πολεμιστή
τούφα: χόρτο >
φυτολογικά
τουφάνι: χιονιάς με
ανεμοστρόβιλο > χιόνι > καιρικά
τουφέκι: τουφέκι >
του πολεμιστή
τουφέκι: τουφεξής >
άλλες τέχνες και σύνεργα
τουφεκιά: τουφέκι >
του πολεμιστή
τουφεκιά: τουφέκι >
του πολεμιστή
τουφεκίδι: τουφέκι
> του πολεμιστή
τουφεκίζω: τουφέκι
> του πολεμιστή
τουφεκίζω: τουφεκίζω
καθιστό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού
τουφεκίστρα: μέρη του
κάστρου > του χτίστη
τουφεκόβεργα: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
τουφεκόπετρα: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
τουφεξής: τουφέκι >
του πολεμιστή
τουφεξής: αυτός που
φτιάνει τουφέκια > τουφεξής > άλλες τέχνες και σύνεργα
τούφες: αγκάθια που
κλείνουν τ' ανοίγματα της στρούγγας > μάντρα > της βοσκής
τρα (η): χρυσό λαμνί
(έλασμα) > τρέμουσα > ραφτικά
τράβα: δοκαρωσιά >
του χτίστη
τραβέρσα: στέκω
τραβέρσα > τραβερσάρω > αρμενίσματα
τραβερσάρω: τραβερσάρω
> αρμενίσματα
τράβηγμα: για άλογα
> μαρκάλος > της βοσκής
τραβηγμένα: τραβηγμένα
τα νερά > φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού
τραβηχτά: τραβηχτά
λουριά > χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τραβλός: τσεβδός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τραβώ: τουφέκι >
του πολεμιστή
τραβώ: τραβώ κουπί
> λάμνω > αρμενίσματα
τραγανά: σταφύλια >
του φαγιού
τραγάνα: βράχινος
πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού
τραγανάδι: χόνδρος
> τραγανό > κόκκαλα
τραγάνη: χοντρός άμμος
> άμμος > του χτίστη
τραγανιστά: γέλια >
γέλιο > φυσιολογικά
τραγανό: τραγανό >
κόκκαλα
τράγαρος: γίδι >
της βοσκής
τραγί: γίδι > της
βοσκής
τραγιά: πριτιά >
της βοσκής
τραγιάρης: βοσκός >
της βοσκής
τραγίλα: πριτιά >
της βοσκής
τράγιο: κρέας > του
φαγιού
τράγιο: μαλί > της
βοσκής
τραγίσιο: κρέας >
του φαγιού
τραγόμαλο: μαλί >
της βοσκής
τράγος: γίδι > της
βοσκής
τράγος: λοβός >
αφτί > όργανα
τραγουδάει: η γάτα
> θηλαστικά
τραγουδιστής: μουσικός
> του μουσικού
τραγοψάλιδο: κουρέβω
> της βοσκής
τράκα: παιδιών >
παιγνίδια
τρακάδα: δοκαρωσιά
> του χτίστη
τρακάρισμα: τράκος
> του κούρσου και του φορτωτή
τρακάρω: τράκος >
του κούρσου και του φορτωτή
τρακατρούκα: παιδιών
> παιγνίδια
τρακλάς: παιδιών >
παιγνίδια
τράκος: τράκος >
του κούρσου και του φορτωτή
τραμουντάνα: άνεμος
> καιρικά
τραμπάκουλο: είδη
καραβιών > καράβια
τραμπάλα: τραμπαλίζουμαι
> παιδιών > παιγνίδια
τρανός: Γενάρης >
μήνας > της μέρας και της ώρας
τρανταχτά: γέλια >
γέλιο > φυσιολογικά
τραπατσακλά: άλλα
στραβά κι άλλα ίσια > τα δόντια είναι > όργανα
τραπεζάρης: σοφρατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τραπεζαρία: κάμερες
του σπιτιού > του χτίστη
τραπέζι: πρόγεμα >
του φαγιού
τραπέζι: τραπέζι >
του σπιτικού
τραπεζιέρης: σοφρατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τραπεζίτης: δόντι >
όργανα
τραπεζομάντιλο: τραπέζι
> του σπιτικού
τράπουλα: χαρτιά >
παιγνίδια
τράστα: ταγάρι >
της βοσκής
τράστο: τορβάς >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τράστος: ταγάρι >
της βοσκής
τράτα: είδη καραβιών
> καράβια
τράτα: τράτα > της
ψαρικής
τραταράκι: ψαράς >
της ψαρικής
τρατάρης: ψαράς >
της ψαρικής
τραταρόπουλο: ψαράς
> της ψαρικής
τραταρός: ψαράς >
της ψαρικής
τραφοκοπώ: σκάφτω >
του χωραφιού
τραχανάς: αλέβρι >
του φαγιού
τραχανάς: ζουμί >
του φαγιού
τραχανόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
τραχανός: μπληγούρι
βρασμένο με γάλα ή γιαούρτι > ζουμί > του φαγιού
τραχηλάτο: τραχηλάτο
βόδι > γελάδι > της βοσκής
τραχήλι: λαιμός >
ανατομικά κατατόπια
τραχηλιά: γιακάς >
ραφτικά
τραχηλιά: διαμαντικά
> πετράδια
τραχώματα: κερατίτις
> πονόματος > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τραχώνα: κακοτράχαλα
βουνά > τοπογραφικά
τραχώνι: πέτρα >
πέτρες
τρεβλίζω: τσεβδός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεβλός: τσεβδός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεκλίζω: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεκλοποδίζω: κουτσός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεκλός: κουτσός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέλα: στα πρόβατα
> αρώστιες ζώων
τρέλα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελάδα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαίνουμε: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαίνω: τρελαίνουμε
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέλαμα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαμάρα: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελαμός: τρέλα >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέλιακας: τρελός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελογιατρός: γιατρός
> γιατρικά
τρελοπόνηρος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελός: τρελός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρελοφωτίτσα: χαμοδράκι
> δαιμονικά
τρέμισα: τρέμουσα >
ραφτικά
τρεμοκρίζουν: τα
δόντια > όργανα
τρεμολάμπουν: τα άστρα
> άστρο > αστρικά
τρεμολούλουδο: λουλούδι
> φυτολογικά
τρεμοσβήνουν: τα άστρα
> άστρο > αστρικά
τρεμούλα: γλυκά >
του φαγιού
τρέμουλα: τρέμουσα
> ραφτικά
τρεμούλιασμα: άστρο
> αστρικά
τρέμουσα: μπρούντζος
> μέταλλα και χημικά
τρέμουσα: τρέμουσα
> ραφτικά
τρεμόφεγγο: άστρο >
αστρικά
τρεμοφέγγουν: τα άστρα
> άστρο > αστρικά
τρεμοχτυπούν: τα
δόντια > όργανα
τρεσόνι: πατσαβούρα
> ρούχα
τρεχάματα: διάροια
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεχαντήρι: είδη
καραβιών > καράβια
τρεχατή: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρεχατό: παιδιών >
παιγνίδια
τρεχάτος: είδη χορών
> χοροί
τρέχει: το σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρέχει: τρέχει το
ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
τρέχω: τρέχω με τα
τέσσερα > καβάλα > του αγωγιάτη και του αμαξά
τριανταφυλλάς: Μάης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
τριανταφυλλένιος: κόκκινος
> του ζουγράφου
τριανταφυλλής: κόκκινος
> του ζουγράφου
τριανταφυλλί: κόκκινος
> του ζουγράφου
τριαντάφυλλο: γλυκά
> του φαγιού
τριανταφυλλόκρασο: κρασί
> του φαγιού
τριανταφυλλόξειδο: ξείδι
> του φαγιού
τριάρα: σφεντόνα με
τρία κλωνιά > μέρη της σφεντόνας > του πολεμιστή
τριάρμενο: καράβι >
καράβια
τριβέλι: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
τριβελίζω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
τριβή: πατημένος τόπος
> δρόμος > τοπογραφικά
τρίβω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
τρίγκα: σκοινιά >
του καραβιού
τρίγκος: πανιά >
του καραβιού
τρίγλα: Mullus
barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
τριγλί: Mullus
barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας
τριγλίζει: ο γρύλλος
τριγλίζει > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριγουνίζω: δόντι >
όργανα
τριγυρίστρα: σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριγώνα: Raja batis
> ρίνα > ψάρια της θάλασσας
τρίγωνο: ζυμαρικά >
του φαγιού
τρίγωνο: τρίγωνο >
του μουσικού
τριγωνοχάλαζο: χαλάζι
> καιρικά
τριδόνι: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τρίζει: η γάτα >
θηλαστικά
τρίζισα: Pratincola
rubicola > πετρόκλης > πουλιά
τριζόνι: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριζύγι: το τρίτο
άλογο του αμαξιού > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά
τρικαντό: καπέλο >
ρούχα
τρικάταρτο: καράβι
> καράβια
τρικάταφλο: καράβι
> καράβια
τρικέρι: σύμβολα
δεσποτικά > φωτιστικά > της εκκλησιάς
τρικόμπι: σβέρκος >
ανατομικά κατατόπια
τρίκορτο: είδη
καραβιών > καράβια
τρικούβερτο: είδη
καραβιών > καράβια
τρικούβερτο: καράβι
> καράβια
τρικράνι: διχάλι >
του χωραφιού
τρίκρανο: διχάλι >
του χωραφιού
τρίκριανο: διχάλι >
του χωραφιού
τρικυμία: θάλασσα >
της θάλασσας και του καιρού
τρικυμία: κακοκαιριά
> καιρικά
τρικυμισμός: κακοκαιριά
> καιρικά
τρικυμός: κακοκαιριά
> καιρικά
τρίλια: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
τρίλιο: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
τριμερούσες: οι
τριμερούσες μοίρες > μοίρα > δαιμονικά
τριξαλούδι: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριόδι: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
τρίπατο: σπίτι >
του χτίστη
τρίπατος: τρίπατος
> είδη χορών > χοροί
τριπόδι: πυροστάτης
> του σπιτικού
τριποδίζω: καβάλα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τριπόδισμα: καβάλα
> του αγωγιάτη και του αμαξά
τριποδιστά: καβάλα
> του αγωγιάτη και του αμαξά
τρίποδο: κρεβάτι >
του σπιτικού
τριπόντες: είδη
καραβιών > καράβια
τρισάγιο: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
τρισέγγονο: αγγόνι
> οικογενειακά
τρισέκι: δρόμος >
τοπογραφικά
τρισκατάρατος: διάβολος
> δαιμονικά
τρισκέλι: τραπέζι ή
σκάλα με τρία σκέλια > τραπέζι > του σπιτικού
τρίσπαπος: παπούς >
οικογενειακά
τρίστρατο: δρόμος >
τοπογραφικά
τριτοξαδέρφια: ξαδέρφι
> οικογενειακά
τριτσόνι: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τριφτερά: τριφτερά
δόντια > δόντι > όργανα
τριφτή: τραχανάς
νερόβραστος > ζουμί > του φαγιού
τρίφτης: ξυλοχούλιαρο
> της βοσκής
τρίφτης: ξυστρί >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τρίφτης: τρίφτης >
του μαγεριού
τριφτό: γλυκά > του
φαγιού
τρίφτρα: τρίφτης >
του μαγεριού
τριφυλλιός: γαϊδούρι
> θηλαστικά
τρίχα: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
τριχιά: ορμίδι >
της ψαρικής
τριχιές: πήγε τρεις
τριχιές ο ήλιος > απομεσήμερο > της μέρας και της ώρας
τριχίλι: γαϊτανάκι
> κορδόνι > ραφτικά
τριχιός: Sardinella
pilchardus > σαρδέλα > ψάρια της θάλασσας
τριχοδεμένος: τρελός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριχοφαγάς: τριχοφαγάς
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριχοφάγος: τριχοφάγος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τριχόφλεβες: τριχόφλεβες
ρίζες > ρίζα > φυτολογικά
τριώδη: βδομάδα >
της μέρας και της ώρας
τριώνι: Μικρά Άρκτος
> αστερισμοί > αστρικά
τριώνια: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
τριώτα: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
τρογυρίστρα: σπυρί
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τροκάνα: παιδιών >
παιγνίδια
τροκάνι: κουδούνι >
της βοσκής
τροκάνι: κρούταλο >
του μουσικού
τροκάνι: παιδιών >
παιγνίδια
τροκάρι: κουδούνι >
της βοσκής
τρόμπα: βροχή >
καιρικά
τρομπόνι: μπρούτζινα
όργανα > του μουσικού
τρομπόνι: τουφέκι >
του πολεμιστή
τροπάρι: λειτουργικά
> της εκκλησιάς
τροπωτήρα: κουπί >
του καραβιού
τροπωτήρες: αλέτρι
> του χωραφιού
τρουβάς: πετσένιο
ταγάρι > ταγάρι > της βοσκής
τρουγανίζω: τρουγανίζω
τα δόντια = τρίζω > δόντι > όργανα
τρούλα: θόλος > του
χτίστη
τρούλος: θόλος >
του χτίστη
τρούμπα: πηγάδι >
του χωραφιού
τρούμπα: ρούφουλας
> καιρικά
τρούμπα: τουλουμπατζής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τρουμπέτα: τρουμπέτα
> του μουσικού
τρουμπετάρης: μουσικός
> του μουσικού
τρουμπετάρω: τρουμπέτα
> του μουσικού
τρουμπετιάρης: μουσικός
> του μουσικού
τρουμπετίζω: τρουμπέτα
> του μουσικού
τρουξαλίδα: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τρουπώνω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
τρουσί: τρουσί >
του φαγιού
τροχάδι: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
τροχάλα: πέτρα >
πέτρες
τρόχαλο: πέτρα >
πέτρες
τρόχαλος: πέτρα >
πέτρες
τροχί: μέρη του μύλου
> του μυλωνά
τροχούλι: καρούλι >
του καραβιού
τρυγημός: τρύγος >
του τρύγου
τρυγητής: Άβγουστος
> μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγητής: Σετέβρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγιά: κρασί > του
φαγιού
τρυγιά: τρυγιά λαδιού
> του λιοτριβιού
τρυγιά: το κατακάθι
του μούστου > τρυγιά > του τρύγου
τρυγομηνάς: Άβγουστος
> μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγομηνάς: Σετέβρης
> μήνας > της μέρας και της ώρας
τρυγόνα: Turtur turtur
> τρυγόνι > πουλιά
τρυγόνι: Turtur turtur
> τρυγόνι > πουλιά
τρυγονοκράτης: Ardea
cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τρυγονοσούρτης: Ardea
cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τρύγος: τρύγος >
του τρύγου
τρυγώ: τρυγώ σταφύλια
ή μέλι > τρυγώ > του τρύγου
τρυμαλιά: η τρύπα της
βελόνας > βελόνα > ραφτικά
τρύπα: σπηλιά >
τοπογραφικά
τρυπάνι: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
τρυπανίζω: δουλιές του
μαραγκού > του μαραγκού
τρυπητή: βελονιές >
ραφτικά
τρυπητή: σουρωτήρι
> του μαγεριού
τρυπητή: κάλτσα
τρυπητή (σκεδόν διάφανη) > κάλτσα > του παπουτσή
τρυπητήρι: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
τρυπητήρι: σύνεργα του
παπουτσή > του παπουτσή
τρυπητό: σουρωτήρι
> του μαγεριού
τρυποκάρυδο: Acrocephalus
streperus > ποταμίδα > πουλιά
τρυποφράχτης: Acrocephalus
streperus > ποταμίδα > πουλιά
τρυφαίνει: κρέας >
του φαγιού
τρυφερίτσα: βλαστάρι
> φυτολογικά
τρυφερίτσι: κόρη >
οικογενειακά
τρύφος: πηγμένο γάλα
> γάλα > της βοσκής
τρώγα: Rhynchophorus
> σιταρόψειρα > σκουλήκια και ζωύφια
τρώγει: το σπυρί >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τρώει άχερα: τρώει
άχερα το ρολόι > ρολόι > του σπιτικού
τσαγαλί: είδη χρωμάτων
> του ζουγράφου
τσαγαλί: πράσινος >
του ζουγράφου
τσάγαλο: πράσινο
αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά
τσαγαλός: ανοιχτοπράσινος
> πράσινος > του ζουγράφου
τσάγανο: καρπός >
φυτολογικά
τσαγανός: decapoda
(brachyura) τάξη > καβούρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά
τσαγερό: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσαγιέρα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσάγκα: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
τσαγκαράδικο: παπουτσάδικο
> του παπουτσή
τσαγκαρέβω: δουλιές
του παπουτσή > του παπουτσή
τσαγκάρης: παπουτσής
> του παπουτσή
τσαγκαρική: τσαγκαροσύνη
> του παπουτσή
τσαγκαριό: παπουτσάδικο
> του παπουτσή
τσαγκαροδεφτέρα: μέρα
> της μέρας και της ώρας
τσαγκαροσούβλι: σύνεργα
του παπουτσή > του παπουτσή
τσαγκαρόσουβλο: σύνεργα
του παπουτσή > του παπουτσή
τσαγκαροσύνη: τσαγκαροσύνη
> του παπουτσή
τσάγρα: δοκάνι >
του κυνηγού
τσάγρα: τσάγρα >
του πολεμιστή
τσάι: ζεστό > του
φαγιού
τσαΐρι: βοσκή > της
βοσκής
τσαΐρι: γρασιδωτό
λιβάδι για βοσκή > λιβάδι > τοπογραφικά
τσακάλι: Canis aureus
> τσακάλι > θηλαστικά
τσάκαλος: Canis aureus
> τσακάλι > θηλαστικά
τσακάς: μαχαίρι >
του πολεμιστή
τσακίζει: ο ήλιος >
βασίλεμα > αστρικά
τσακίρικο: που έχει
ασπράδι στο μάτι ή κουτσαίνει > άλογο > θηλαστικά
τσάκισες: οι τσάκισες
του παντελονιού > βρακί > ρούχα
τσάκισμα: τσάκισμα
κοκκάλου > σπάσιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσακισμένο: καράβι
> καράβια
τσακιστερά: τσακιστερά
δόντια > δόντι > όργανα
τσακιστές: ελιές >
του φαγιού
τσακιστή: φουφουλόβρακα
τσακιστή > βρακί > ρούχα
τσάκλα: τσάκλα-κούτα
> παιδιών > παιγνίδια
τσακλαπετεινός: Upupa
epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
τσακμάκι: γυαλόπετρα
> πέτρες
τσακμάκι: μέρη του
τουφεκιού > του πολεμιστή
τσακμακόπετρα: γυαλόπετρα
> πέτρες
τσάκο: δοκάνι > του
κυνηγού
τσακώνικο: απίδι >
του φαγιού
τσαλαπετεινός: Upupa
epops > τσαλαπετεινός > πουλιά
τσαλαφούτι: τυρί >
του φαγιού
τσαλιά: κλαδότοπος
> τοπογραφικά
τσαλιά: χαμόκλαδα >
φυτολογικά
τσαλόσκουπα: για
δρόμους > σκούπα > του σπιτικού
τσάμικος: είδη χορών
> χοροί
τσαμπί: τσαμπί >
φυτολογικά
τσαμπόκλαδο: ψαλίδα
του αμπελιού > φυτολογικά
τσαμπολογώ: ξερωγίζω
> του τρύγου
τσαμπούνα: κόχυλας
> του καραβιού
τσαμπούνα: μαντούρα
> του μουσικού
τσαμπουνάρης: μουσικός
> του μουσικού
τσαμπούρα: τσαμπί >
φυτολογικά
τσαμπούρες: αποτρυγίδια
> του τρύγου
τσαμπουρίδι: τσαμπί
> φυτολογικά
τσαμπουρίδια: αποτρυγίδια
> του τρύγου
τσαμπούρνα: μαντούρα
> του μουσικού
τσάμπουρο: τσαμπί >
φυτολογικά
τσαμπουρολογώ: ξερωγίζω
> του τρύγου
τσαμφέσι: πανιά >
πανιά
τσαντίλα: σακκί για το
στράγγισμα του σακκουλίσιου γιαουρτιού > τσαντίλα > της βοσκής
τσαούσια: σταφύλια
> του φαγιού
τσάπα: λίσγος > του
χωραφιού
τσαπαρή: αργή συρτή
> συρτή > της ψαρικής
τσαπί: λίσγος > του
χωραφιού
τσαπίζω: σκάφτω >
του χωραφιού
τσαπόδοντα: τα
μπροστινά όταν εξέχουν > δόντι > όργανα
τσάπος: γίδι > της βοσκής
τσαποστείλιαρο: το
χέρι της τσάπας > λίσγος > του χωραφιού
τσαπράσια: άρματα
κλεφτών > του πολεμιστή
τσαρδάκι: για
γιδοπρόβατα > στεγάδι > του χτίστη
τσαρδάκι: μπαλκόνι από
κορασάνι > μπαλκόνι > του χτίστη
τσάρκος: καλύβα για τα
νιογέννητα αρνάκια ή κατσίκια > μάντρα > της βοσκής
τσαρκώνω: στανιάζω
> της βοσκής
τσαρούχι: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
τσαρχοβελόνα: σύνεργα
του παπουτσή > του παπουτσή
τσασμάς: τοίχος
ξυλοδεμένος > τοίχος > του χτίστη
τσατήρα: αρβελιστήρι
> του μαγεριού
τσατί: στέγη > του
χτίστη
τσατίζω: δουλιές του
ράφτη > ραφτικά
τσατίζω: βάζω τη σκεπή
(τσάτι) > δουλιές του χτίστη > του χτίστη
τσάτσα: θείος >
οικογενειακά
τσατσάρα: Solea solea
> χαψί > ψάρια της θάλασσας
τσαχείλα: στόμα >
όργανα
τσαχειλού: Labrus
vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας
τσεβδιά: τσεβδός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσεβδίζω: τσεβδός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσεβδός: που προφέρει
το Σ και το Ρ σα Θ και Λ > τσεβδός > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσεγγελωτά: τσεγγελωτά
νύχια > νύχια > πουλολογικά
τσεγγί: ζίλια > του
μουσικού
τσεκούρι: τσεκούρι
> του χωραφιού
τσεκουρώνω: ξυλοκόβω
> του χωραφιού
τσέλιγγας: βοσκός >
της βοσκής
τσελιγγάτο: του
τσέλιγγα η εξουσία και η περιοχή > τσελιγγάτο > της βοσκής
τσελίκι: σίδερο > μέταλλα
και χημικά
τσελικώνω: δουλιές του
σιδερά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά
τσεμένι: χόρτο >
φυτολογικά
τσεμπέρι: φακιόλι >
ρούχα
τσεπάκι: τσέπη >
ραφτικά
τσεπάρα: τσέπη >
ραφτικά
τσέπες: πετσί >
ανατομικά κατατόπια
τσέπες: κάνει τσέπες
> το πετσί > ανατομικά κατατόπια
τσέπη: τσέπη >
ραφτικά
τσεπίτσα: τσέπη >
ραφτικά
τσεπράδα: τσεπράδα
> φυσιολογικά
τσέργα: βελέντζα με
κρόσσια > κρεβάτι > του σπιτικού
τσέρκι: βαρέλι >
του τρύγου
τσερνίκι: είδη
καραβιών > καράβια
τσέρουλα: ψάρι που συγγενέβει
με τη μαρίδα > τσέρουλα > ψάρια της θάλασσας
τσερτσεβές: μέρη του
παραθυριού > του χτίστη
τσιβίκι: Ixodidae >
τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιβίλα: Gypaetus
barbatus > σταβραϊτός > πουλιά
τσιγαλί: πράσινος >
του ζουγράφου
τσιγαρίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
τσιγαριστό: κρέας >
του φαγιού
τσίγγανα: φρύγανα >
φυτολογικά
τσιγγάνος: γύφτος >
άλλες τέχνες και σύνεργα
τσιγγέλι: τσιγγέλι
> του πολεμιστή
τσιγγογή: γη > του
χωραφιού
τσιγγούνες: φρύγανα
> φυτολογικά
τσιγκλί: λουλάς >
του αργαλιού και της ρόκας
τσιγκρολόγι: Lasioderma
serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιγρέκια: μάντρα >
της βοσκής
τσιεράκια: κρέας >
του φαγιού
τσίκα: νέα κατσίκα
> γίδι > της βοσκής
τσικμάς: δρόμος >
τοπογραφικά
τσικμασοκάκι: δρόμος
> τοπογραφικά
τσίκνα: καταχνιά >
καιρικά
τσικνιάς: Ardea cinera
> ψαροφάγος > πουλιά
τσικνίζεται: μαγειρέματα
> του μαγεριού
τσικνίζω: τσικνίζω
κρέας > μαγειρέματα > του μαγεριού
τσικνοπέφτη: μέρα >
της μέρας και της ώρας
τσίκουδο: καρπός >
φυτολογικά
τσικρίκι: μέρη του
αδραχτιού > του αργαλιού και της ρόκας
τσικρίκι: ροδάνι >
του αργαλιού και της ρόκας
τσίκρος: Buteo >
βαρβάκι > πουλιά
τσίλι: Crex crex >
ορτυκομάνα > πουλιά
τσιλιβίθρα: Motacilla
> σουσουράδα > πουλιά
τσίλικο: μάβρο με κοκκινωπές
τρίχες > άλογο > θηλαστικά
τσιλικρωτά: πειρασματικά
> δαιμονικά
τσιλιπούρδημα: πορδή
> φυσιολογικά
τσιλιπουρδιά: πορδή
> φυσιολογικά
τσιλιπουρδώ: πορδή
> φυσιολογικά
τσιμέντο: κορασάνι
> του χτίστη
τσιμούρι: Ixodidae
> τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιμούσα: μέρη του
παπουτσιού > του παπουτσή
τσιμούσα: ούγια >
ραφτικά
τσιμούχα: ούγια >
ραφτικά
τσιμούχα: μάλινο πανί
για γκέτες > γκέτα > του παπουτσή
τσιμπά: το μεγάλο ψάρι
τσιμπά > ψαρική > της ψαρικής
τσιμπητάρι: η μύτη του
αρπαχτικού όρνιου > μύτη > πουλολογικά
τσιμπίδα: ανατομικά
> ψαρολογικά
τσιμπίδα: σκάλεθρο
> του σπιτικού
τσιμπίδα: σύνεργα του
μαραγκού > του μαραγκού
τσιμπίδα: τσιμπίδα
> γιατρικά
τσιμπίδες (οι): μασιά
> του μαγεριού
τσιμπίδι: τσιμπίδα
> γιατρικά
τσιμπίστρα: μασιά >
του μαγεριού
τσιμπίστρα: σκάλεθρο
> του σπιτικού
τσίμπλα: τσίμπλα >
φυσιολογικά
τσιμπλιάζω: τσίμπλα
> φυσιολογικά
τσιμπλιάρης: τσίμπλα
> φυσιολογικά
τσιμπλοματιά: πονόματος
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιμπλού: τσίμπλα >
φυσιολογικά
τσιμπογιάννης: Alaus
oculatus > τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια
τσιμπούκι: φουμαδόρος
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τσιμπουξής: αυτός που
φτιάνει τσιμπούκια | δούλος που φροντίζει το τσιμπούκι του αγά > τσιμπουξής
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τσιμπούρι: Ixodidae
> τσιμπούρι > σκουλήκια και ζωύφια
τσιμπούσι: πρόγεμα
> του φαγιού
τσιμπροβύζα: δυσκολάρμεχτη
> πρόβατο > της βοσκής
τσίνουρα: μάτι >
όργανα
τσινώ: σαλαγώ > της
βοσκής
τσιοκαλούνε: από το
κρύο > τα δόντια > όργανα
τσιούπρα: κόρη >
οικογενειακά
τσίπα: πληγή >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσίπα: σκέπη >
βιολογικά
τσίπα: ψωμί > του
φαγιού
τσιπουνάκι: γελέκι με
μανίκα ανοιχτά που κρέμουνται από πίσω > γελέκο > ρούχα
τσιπούνι: γελέκο >
ρούχα
τσιπούρα: Sparus
aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας
τσίπουρα: αποστραγγίδια
> του τρύγου
τσιπουρίτης: κρασί από
τσίπουρα δεφτεροπατημένα > κρασί > του φαγιού
τσίπουρο: κρασί > του
φαγιού
τσιπώνει: ψωμί >
του φαγιού
τσιραλίδικο: το ξύλο
είναι > του μαραγκού
τσιρίζω: κουκουρίζω
> πουλολογικά
τσιριξιά: κουκουρίζω
> πουλολογικά
τσιρίσι: σύνεργα του
παπουτσή > του παπουτσή
τσιριχτό: κουκουρίζω
> πουλολογικά
τσίρλα: διάροια > αρώστιες
και άλλα κουσούρια
τσιρλιά: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
τσιρλιάρης: διάροια
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιρλίζουμαι: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
τσιρλίζω: διάροια >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσιρλονέρι: αποχωνέματα
> φυσιολογικά
τσιρλονέρι: γιατρικό
> γιατρικά
τσίρλος: διάροια >
στα πρόβατα > αρώστιες ζώων
τσιρνίκι: είδη
καραβιών > καράβια
τσιρνίκι: τσιρνίκια
μακρομύτικα = βυζαντινό παπούτσι > είδη παπουτσιών > του παπουτσή
τσιρόνι: Gryllus
domesticus > γρύλλος > σκουλήκια και ζωύφια
τσιροπινάς: γύπας >
πουλιά
τσιροπινάς: Ciconia
alba > λελέκι > πουλιά
τσίρος: τυρόγαλα >
της βοσκής
τσίρος: ξερό σκουμπρί
> ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού
τσίσια (τα): κάτουρο
> φυσιολογικά
τσιταγιάννης: Alaus oculatus
> τσιταγιάννης > σκουλήκια και ζωύφια
τσίτι: πανιά >
πανιά
τσίτινος: πανίτικος
> πανιά
τσίτσα: παγούρι >
της βοσκής
τσιτσελωμένος: δουλιές
του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
τσιτώνω: τ' αφτιά >
αφτί > όργανα
τσιφάδα: καταχνιά >
καιρικά
τσιφλικάς: χτηματίας
> του χωραφιού
τσιφλίκι: χτήμα >
του χωραφιού
τσίφνα: στις κότες
> αρώστιες ζώων
τσίφτης: Emberiza
miliaria > χοντρομύτα > πουλιά
τσίφτης: Falconidae
> γεράκι > πουλιά
τσιχιά: κόσκινο >
του μαγεριού
τσίχλα: Coricus
rostratus > κίχλα > ψάρια της θάλασσας
τσίχλα: Turdus >
τσίχλα > πουλιά
τσιχλογέρακας: Falconidae
> γεράκι > πουλιά
τσιχλοκότσιφας: Cinclus
aquaticus > τσιχλοκότσιφας > πουλιά
τσοβράς: ζουμί >
του φαγιού
τσοκάνα: αξίνα >
του χωραφιού
τσοκάνα: σύνεργα του
πετροκόπου > του χτίστη
τσοκάνι: το τετράγωνο
κουδούνι των γιδιών, στη Ρούμελη > κουδούνι > της βοσκής
τσοκάνι: το τετράγωνο
κουδούνι των προβάτων > κουδούνι > της βοσκής
τσοκανίζω: τσοκανίζω
> της βοσκής
τσοκάνισμα: τσοκανίζω
> της βοσκής
τσοκανιστής: τσοκανίζω
> της βοσκής
τσόκανος: το σύνεργο
> τσοκανίζω > της βοσκής
τσόκαρο: είδη
παπουτσιών > του παπουτσή
τσόκαρο: πλύση >
του σπιτικού
τσόλι: απολυτό πανί
τραγομαλίσιο για σκεπάσματα > πανιά > πανιά
τσόλι: σκέπασμα από
γιδίσιο μαλί > κρεβάτι > του σπιτικού
τσολιάς: βοσκός >
της βοσκής
τσόνι: τσόνι >
πουλιά
τσοπανάκος: Sitta
coesia > τσοπανάκος > πουλιά
τσοπαναριό: τσελιγγάτο
> της βοσκής
τσοπάνης: βοσκός >
της βοσκής
τσοπάνης: με ρόγα >
βοσκός > της βοσκής
τσοπάνικα: τυρί >
του φαγιού
τσοπάνικα: σύνεργα
> τσοπάνικα > της βοσκής
τσοπανιλίκι: βοσκική
> της βοσκής
τσοπάνισα: βοσκός >
της βοσκής
τσοπανοπούλα: βοσκός
> της βοσκής
τσοπανοπούλα: Sitta
coesia > τσοπανάκος > πουλιά
τσοπανόπουλο: βοσκός
> της βοσκής
τσοπάνος: βοσκός >
της βοσκής
τσοπανόσκυλο: σκύλος
> θηλαστικά
τσοπανούδι: βοσκός
> της βοσκής
τσότρα: παγούρι >
της βοσκής
τσουγγράνα: τσουγγριά
> του χωραφιού
τσουγγριά: τσουγγριά
> του χωραφιού
τσουγκρί: πέτρα >
πέτρες
τσούζει: με τσούζει
> τσούξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούκα: κεφάλι > κόκκαλα
τσουκάλα: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλάδικο: τσουκαλάδικο
> του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλαριό: τσουκαλάδικο
> του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλάς: τσουκαλάς
> του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκαλέβω: τσουκαλάς
> του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκάλι: αγγιά και
δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκάλι: καζάνι >
του μαγεριού
τσουκαλικά: χρειασίδια
> του σπιτικού
τσουκαλικά: χρειασίδια
> του τσουκαλά και του γυαλά
τσουκανάνε: τα δόντια
> όργανα
τσουκάνι: σύνεργα του μαραγκού
> του μαραγκού
τσουκνιάς: Ardea
cinera > ψαροφάγος > πουλιά
τσουκνίδα: τσουκνίδα
> όστρακα κι άλλα θαλασσινά
τσουλαγρίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
τσουλάτο: παιγνίδια με
βόλους > βώλοι > παιγνίδια
τσουλήθρα: γλίστρα
> τοπογραφικά
τσουλήθρα: τσουλήθρα
> βιολογικά
τσουλί: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
τσούλι: χαλί > του
σπιτικού
τσούλι: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τσούλια: Colymbus >
κωλοβούτι > πουλιά
τσούλο: με μικρά αφτιά
> πρόβατο > της βοσκής
τσουλούφι: μαλί >
ανατομικά κατατόπια
τσουλώνει: το άλογο
κατσουλάει τ' αυτιά του, τα τσουλώνει > άλογο > θηλαστικά
τσουμπές: τσουμπές
> ρούχα
τσουνί: κοτσάνι >
φυτολογικά
τσούνια: μεγάλων και
μικρών > παιγνίδια
τσουνόπλακα: πέτρα
> πέτρες
τσουξιά: τσούξιμο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούξιμο: τσούξιμο
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούπα: κόρη >
οικογενειακά
τσούρακας: γύπας >
πουλιά
τσουράκι: γύπας >
πουλιά
τσουραπάτο: με μάβρα
μαλιά στα πόδια > πρόβατο > της βοσκής
τσουραπάτος: με φτερά
στα πόδια > πουλί > πουλολογικά
τσουράπι: κάλτσα >
του παπουτσή
τσουρεκάς: ψωμάς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
τσουρί: γύπας >
πουλιά
τσουρούκλα: ψάρι
λίμνης > τσουρούκλα > ψάρια του γλυκού νερού
τσουρουφλίζω: μαγειρέματα
> του μαγεριού
τσουρουφλισμένο: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
τσουρουφλό: είδη
χρωμάτων > του ζουγράφου
τσουρτσουρίζω: κουκουρίζω
> πουλολογικά
τσούσμα: τσούξιμο >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσουσμάρα: τσούξιμο
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τσούχτρα: άλλα
μαμούνια > σκουλήκια και ζωύφια
τσούχτρα: τσουκνίδα
> όστρακα κι άλλα θαλασσινά
τυλιγάδι: αδράχτι >
του αργαλιού και της ρόκας
τυλιγάδι: μαμούνια του
νερού > σκουλήκια και ζωύφια
τυλιγάδι: Lasioderma
serricorne > τυλιγάδι > σκουλήκια και ζωύφια
τυλιγαδιάζω: τυλιγαδιάζω
το γνέμα > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
τυλιγάρι: άλογο >
του αγωγιάτη και του αμαξά
τυλίγω: τυλίγω την
κλωστή με το αδράχτι > αδράχτι > του αργαλιού και της ρόκας
τυλίζω: δουλιές του
ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας
τυλιχταρούδι: μωρό
> βιολογικά
τυλίχτρα: αδράχτι >
του αργαλιού και της ρόκας
τυμπανιάς: Pelecanus
> τυμπανιάς > πουλιά
τύμπανο: αφτί >
όργανα
τυπάρι: γραφικά >
του σπιτικού
τυπικάρης: εκκλησιαστικά
αξιώματα > της εκκλησιάς
τυπογράφος: στοιχειοθέτης
> άλλες τέχνες και σύνεργα
τυπόχωμα: το χώμα που
μεταχειρίζεται ο χρυσικός για τα προπλάσματά του > χρυσικός > άλλες
τέχνες και σύνεργα
τυράς: τυράς >
άλλες τέχνες και σύνεργα
τυράς: τυροκομιό >
της βοσκής
τυρέφτης: τυροκομώ
> της βοσκής
τυρί: τυράς > άλλες
τέχνες και σύνεργα
τυρί: τυρί > της
βοσκής
τυρί: τυρί > του
φαγιού
τυρινή: βδομάδα >
της μέρας και της ώρας
Τυρινής: Κυριακή της
Τυρινής > μέρα > της μέρας και της ώρας
τυροβόλι: τυροβόλι
> της βοσκής
τυρόγαλα: τυρόγαλα
> της βοσκής
τυρόγαλο: τυρόγαλα
> της βοσκής
τυρόγαλος: τυρόγαλα
> της βοσκής
τυροζύμι: τυροκομώ
> της βοσκής
τυροκόμημα: τυροκομώ
> της βοσκής
τυροκόμης: τυροκομιό
> της βοσκής
τυροκόμι: τυροκομώ
> της βοσκής
τυροκομιό: τυροκομιό
> της βοσκής
τυροκόμισα: τυροκομιό
> της βοσκής
τυροκομώ: τυράς > άλλες
τέχνες και σύνεργα
τυροκομώ: τυροκομώ
> της βοσκής
τυροκόπος: τυροκομιό
> της βοσκής
τυροκοπώ: τυροκομώ
> της βοσκής
τυρομπούρεκο: ζυμαρικά
> του φαγιού
τυρόπητα: ζυμαρικά
> του φαγιού
τυροτρίφτης: τρίφτης
> του μαγεριού
τυρόψωμο: ζυμαρικά
> του φαγιού
τυφάκι: τύφος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τύφλα: τυφλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλάδα: τυφλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλάντερο: άντερα
> όργανα
τυφλίνος: Anguis
fragilis > τυφλίτης > σερπετά
τυφλίτης: Anguis
fragilis > τυφλίτης > σερπετά
τυφλό: τυφλό ταμπούρι
= αδιέξοδο > μέρη του κάστρου > του χτίστη
τυφλομάρα: τυφλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλομίγα: παιδιών
> παιγνίδια
τυφλοπάνι: το πανί που
δένουνε τα μάτια του ζώου που γυρίζει το μάγγανο > μάγγανος > του
χωραφιού
τυφλοπόντικας: Talpa
europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά
τυφλός: τυφλός >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
τυφλός: τυφλός ύπνος
> ύπνος > φυσιολογικά
τυφλοσόκακο: δρόμος
> τοπογραφικά
τυφλώνουμαι: τυφλός
> αρώστιες και άλλα κουσούρια
τύφος: τύφος >
αρώστιες και άλλα κουσούρια
ύγκλα: χάμουρα >
του αγωγιάτη και του αμαξά
υγκλώνω: δουλιές του
αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά
υγρασία: δροσιά >
καιρικά
υνί: αλέτρι > του
χωραφιού
υπνογυρισμός: ύπνος
> φυσιολογικά
ύπνος: ύπνος >
φυσιολογικά
υπνωτικό: γιατρικό
> γιατρικά
υπόγειο: πατώματα >
του χτίστη
υποσταβρώνω: αλείφω με
άγιο λάδι > ξορκίζω > δαιμονικά
υποστατικό: χτήμα >
του χωραφιού
ύστερο: αγγάστρι >
βιολογικά
υστεροκαίρι: χινόπωρο
> της μέρας και της ώρας
υφάντρα: ανυφαντής
> του αργαλιού και της ρόκας
ύψος: ανήφορος >
τοπογραφικά