Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Το λεξικό του Βλαστού. Φ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λεξικογραφικά. Το λεξικό του Βλαστού. Φ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το λεξικό του Βλαστού. Λέξεις από Φ-Ω

 


 

Τέχνες και Σύνεργα του Πέτρου Βλαστού

λέξεις από φ-ω

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2013

 


Επεξεργασία του μεγαλύτερου μέρους του υλικού της δημοτικής γλώσσας (κυρίως), που περιέχεται στο δεύτερο τμήμα του έργου του Πέτρου Βλαστού "Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα" (Αθήνα 1931, σελ. 271-490) και παρουσίασή του εδώ, υπό μορφή Λεξικού.

 


φαγάνα: είδη καραβιών > καράβια

φαγανιά: φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγάρι: μανάρι > της βοσκής

φαγγρί: μεγάλο λυθρίνι > φαγγρί > ψάρια της θάλασσας

φαγησερό: φαγί > του φαγιού

φαγήσια: φαγί > του φαγιού

φαγησιπότια: φαγί > του φαγιού

φαγί: φαγί > του φαγιού

φαγομάρα: φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγοπότι: φαγί > του φαγιού

φαγοτίστας: μουσικός > του μουσικού

φαγότο: φαγότο > του μουσικού

φαγουλιανά: σταφύλια > του φαγιού

φαγουλιανό: φαγί > του φαγιού

φαγουλιάρικα: σταφύλια > του φαγιού

φαγουλιάρικο: φαγί > του φαγιού

φαγουλό: φαγί > του φαγιού

φαγούρα: φαγούρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγούσα: καρκίνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαγώσιμο: φαγί > του φαγιού

φάδι: φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

φαδώνω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

φαζάνι: Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά

φαίνω: δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

φαίνω: δουλιές του ράφτη > ραφτικά

φάκα: δοκάνι > του κυνηγού

φάκελος: γραφικά > του σπιτικού

φακή: λαχανικά > του φαγιού

φακίδα: ελιά > φυσιολογικά

φακιδιάρης: ελιά > φυσιολογικά

φακιόλι: φακιόλι > ρούχα

φακίρης: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

φάκλα: χεροβολιάζω > του χωραφιού

φάκνα: στάβλος > του αγωγιάτη και του αμαξά

φάκνα: προμήθειες του σπιτιού για φαγί > φάκνα > του φαγιού

φακωτό: άσπρο με βούλες σταχτιές > άλογο > θηλαστικά

φάλα: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φάλα: μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

φάλαγγας: γραφικά > του σπιτικού

φάλαγγας: φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγι: φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγι: φάλαγγας > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

φαλάγγια: μέρη του μύλου > του μυλωνά

φαλάγγια: τα ξύλα που κυλούν απάνω τους το καράβι σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > ποντίλια > του σκαριού

φαλαγγώνει: φαλαγγώνει το καράβι = κοντέβει να πέσει στη θάλασσα > ποντίλια > του σκαριού

φαλαγγώνω: το παιδί φαλάγγωσε = κοντέβει να βγει καθώς το καράβι που το κυλούν απάνω στα φαλάγγια σαν πάνε να το ρίξουνε στη θάλασσα από το σκαρί > φαλαγγώνω > βιολογικά

φαλάκρα: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακράδα: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακραίνω: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλακρός: φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φαλαρίδα: Fulica atra > αγριοπουλάδα > πουλιά

φαλέτο: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

φάλια: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φαλιανός: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

φάλιανος: Balaena mysticetus > φάλιανος > θηλαστικά

φαλιδεμένο: φαλιδεμένο ιβάρι > βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

φάλιο: φάλιο > του καραβιού

φάλκος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φαλκούνι: πολιορκητικά > του πολεμιστή

φαλμπαλάς: φαλμπαλάς > ραφτικά

φαλτσαστέκα: μπιλιάρδο > παιγνίδια

φαλτσέτα: σύνεργα του παπουτσή > του παπουτσή

φάλτσο: μπιλιάρδο > παιγνίδια

φαλτσοστέκα: για γώνιασμα > σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

φάμα: πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φαμέγιος: κόπελος > του χωραφιού

φαμελέβω: οικογένεια > οικογενειακά

φαμελιά: οικογένεια > οικογενειακά

φαμελιάρης: παντρεμένος > οικογενειακά

φαμελικά: οικογένεια > οικογενειακά

φαμελίτης: φαμελίτης άνθρωπος > παντρεμένος > οικογενειακά

φαμίλια: οικογένεια > οικογενειακά

φαναράδικο: φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φαναράς: φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φανάρι: λύχνος > του σπιτικού

φανάρι: φάρος > του καραβιού

φανάρι: καφάσι γυριστής σκάλας > σκάλα > του χτίστη

φανάρι: το κεφάλι του είναι φανάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φανάρι: το συρματένιο κουτί όπου φυλάγουν το κρέας > φανάρι > του μαγεριού

φαναρτζής: φαναρτζής > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φαναρτζίδικο: φαναρτζίδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φανέλα: ασπρόρουχα > ρούχα

φανέλα: πανιά > πανιά

φανελένιος: πανίτικος > πανιά

φανέστρα: παράθυρο > του χτίστη

φανέστρα: φεγγίτης > του χτίστη

φανέτα: Linota cannabina > φαλέτο > πουλιά

φανόπετρα: πέτρα > πέτρες

φανόπυργος: βίγλα > κάστρο > του χτίστη

φανός: λύχνος > του σπιτικού

φανοτρύγονο: Cuculus canorus > κούκος > πουλιά

φάντακας: βουρκόλακας > δαιμονικά

φάντασμα: στοιχιό > δαιμονικά

φαντό: πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φάντρα: ανυφαντής > του αργαλιού και της ρόκας

φανώχτης: φεγγίτης > του χτίστη

φαράγγι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

φαραόνα: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

φαράς: που φροντίζει το φάρο > φαράς > του κούρσου και του φορτωτή

φαράσι: σκούπα > του σπιτικού

φαρδικομάνικα (τα): μανίκι > ραφτικά

φαρδοκούτελος: μέτωπο > ανατομικά κατατόπια

φαρέτι: τρυπητήρι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φαρί: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φαρίνα: αλέβρι > του φαγιού

φαρμακερό: φίδι > σερπετά

φάρος: ζουμί > του φαγιού

φάρος: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

φάρος: σάγος > του φαγιού

φάρος: φάρος > του καραβιού

φαρφάλα: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

φασιανός: Phasianus colchicus > φασιανός > πουλιά

φασίδι: φάδι > του αργαλιού και της ρόκας

φασίδι: φάσιμο > ραφτικά

φάσιμο: δουλιές του ανυφαντή > του αργαλιού και της ρόκας

φάσιμο: φάσιμο > ραφτικά

φασκιά: φασκιά > οικογενειακά

φασκιά: επίδεσμος > φασκιά > γιατρικά

φασκιώνω: φασκιά > γιατρικά

φασκομηλιά: ζεστό > του φαγιού

φασόλια: λαχανικά > του φαγιού

φασουλάκια: λαχανικά > του φαγιού

φασούλια: λαχανικά > του φαγιού

φάσσα: Columba palumbus > φάσσα > πουλιά

φαστό: πανί > του αργαλιού και της ρόκας

φάτσα: πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

φατσάδα: η πρόσοψη του σπιτιού > σπίτι > του χτίστη

φαφούτης: δόντι > όργανα

φεβγάτο: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φεγγάρι: τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγάρι: φεγγάρι > αστρικά

φεγγάρι: πήγε για ένα φεγγάρι > μήνας > της μέρας και της ώρας

φεγγάρι: το κεφάλι του είναι φεγγάρι > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάζουμαι: τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάρης: τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάτικος: τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγαριάτικος: φεγγάρι > αστρικά

φεγγαριάτικος: φεγγαριάτικος άνεμος > στεριανό > καιρικά

φεγγαροβολιά: φεγγάρι > αστρικά

φεγγαροβραδιά: φεγγάρι > αστρικά

φεγγαρογιομισιά: φεγγάρι > αστρικά

φεγγαροκυράδες: νεράιδα > δαιμονικά

φέγγει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

φέγγει: το κεφάλι του φέγγει > φαλακρός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φεγγιά (τα): μάτι > όργανα

φεγγίτης: φεγγίτης > του χτίστη

φεγγότρυπα: φεγγίτης > του χτίστη

φελακούρια: αγγίστρια με φελούς > αγκίστρι > της ψαρικής

φελάρια: μέρη της τράτας > της ψαρικής

φελέτο: το γυριστό μέρος στο στήθος > μέρη του σακακιού > ρούχα

φελί: ψωμί > του φαγιού

φελιάζω: μπολιάζω > φυτολογικά

φελιάζω: κόβω φέτες > μαγειρέματα > του μαγεριού

φελομάνα: μέρη της τράτας > της ψαρικής

φελόνι: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

φελούκα: είδη καραβιών > καράβια

φέλπα: καπέλο > ρούχα

φέλπα: πανιά > πανιά

φέλπα: πανιά > πανιά

φελπεδένιος: πανίτικος > πανιά

φέλτα: καπέλο > ρούχα

φεξάδα: δάσος > τοπογραφικά

φέξη: αβγή > αστρικά

φέξη: φεγγάρι > αστρικά

φέξιμο: αβγή > αστρικά

φέξο: λύχνος > του σπιτικού

φερετζές: φακιόλι > ρούχα

φερίκι: μήλο > του φαγιού

φερμάρει: το σκυλί φερμάρει > σκύλος > του κυνηγού

φέρμελη: το κεντητό γελέκο που πάει με τη φουστανέλα > γελέκο > ρούχα

φεσάρα: καπέλο > ρούχα

φέσι: καπέλο > ρούχα

φέτα: τυρί > του φαγιού

φέτα: ψωμί > του φαγιού

φηκάρι: μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

φηκάρι: στρήφωμα > ραφτικά

φιάμπολι: πίφιρο > του μουσικού

φιγούρα: το σκάλισμα που στολίζει την άκρη της πλώρης > φιγούρα της πλώρης > του καραβιού

φιγουρίνι: χνάρι > ραφτικά

φιδές: μακαρόνια > του φαγιού

φίδι: ophidia > φίδι > σερπετά

φιδόγδαρμα: φίδι > σερπετά

φιδοπλόκαμη: κατάρα φιδοπλόκαμη > κατάρες > κατάρες και εφκές

φιδοπουκάμισο: φίδι > σερπετά

φιδορούτι: φίδι > σερπετά

φιδόστρατα: στριφτερός, στριφογυριστός δρόμος > δρόμος > τοπογραφικά

φιδοστρούφισμα: φίδι > σερπετά

φιδόψαρο: Nemacheilus barbatulus > φιδόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

φιλαδέρφι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φιλάδερφος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

φιλάντρα: η στενόμακρη λουρίδα που κρεμιέται από την κορυφή του καταρτιού > παντιέρα > του καραβιού

φιλαρέτο: σκοινιά > του καραβιού

φιλενάδα: αγαπητικός > οικογενειακά

φιλέρια: σταφύλια > του φαγιού

φιλέτο: σφαχτό > του φαγιού

φιλέτο: φιλέτο μολυβένιο > μέρη του παραθυριού > του χτίστη

φίλι: ελεφαντόδοντο > φίλντισι > πετράδια

φιλιάζω: ξυλαρμόζω > δουλιές του μαραγκού > του μαραγκού

φιλιατρό: πηγάδι > του χωραφιού

φιλντισένιος: φίλντισι > πετράδια

φίλντισι: φίλντισι > πετράδια

φιλομήλα: Mullus barbatus > μπαρμπούνι > ψάρια της θάλασσας

φιλοσόφαινα: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλόσοφη: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφίνα: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσόφισα: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλόσοφος: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφού: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφούμενος: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλοσοφούσα: φιλόσοφος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φιλτισί: φίλντισι > πετράδια

φιμός: καλάθι που βάζουνε στο στόμα του βοδιού σαν αλωνίζει > αλώνι > του χωραφιού

φιούμπα: φιούμπα > ραφτικά

φιστικί: καρπός > φυτολογικά

φιστικί: πράσινος > του ζουγράφου

φιστίκια: αμύγδαλα > του φαγιού

φίστουλας: φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φιστουλιάζω: φίστουλας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φιτίλι: δίερμα (για να μένει η πληγή ανοιχτή ως που να βγει όλο το έμπυο > φιτίλι > γιατρικά

φιτρί: λύχνος > του σπιτικού

φιφάκι: Emberiza citrinella > αμπελουργός > πουλιά

φλαγούνα: ψωμί > του φαγιού

φλαμούρι: ξύλα > του μαραγκού

φλάμπουρο: ουρά κομήτη > κομήτης > αστρικά

φλαουτιέρης: μουσικός > του μουσικού

φλάουτο: φλάουτο > του μουσικού

φλαπατσούρες: πετσί > ανατομικά κατατόπια

φλάρος: φραγκοκαλόγερος ή φραγκόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

φλάσκα: παγούρι > της βοσκής

φλασκάκια: σύκα > του φαγιού

φλασκί: παγούρι > της βοσκής

φλασκόψαρο: φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φλάτο: άνεμος > καιρικά

φλέβα: βρύση > του χωραφιού

φλέβα: φλέβα > όργανα

Φλεβάρης: μήνας > της μέρας και της ώρας

φλέβες: φλέβες του φύλλου > φύλλο > φυτολογικά

φλεβί: βρύση > του χωραφιού

φλεβί: φλέβα > όργανα

φλεβίσιο: νερό φλεβίσιο > βρύση > του χωραφιού

φλέμα: βήχας > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλέμα: σάλιο > φυσιολογικά

φλέμονας: πλεμόνι > όργανα

φλέμονο: πλεμόνι > όργανα

φλέρια: σταφύλια > του φαγιού

φλια: πόρτα > του χτίστη

φλίσι: κατάρτια > του καραβιού

φλιτζάνι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

φλόγα: ζέστη > καιρικά

φλογάτος: κόκκινος > του ζουγράφου

φλογέρα: φλογέρα > του μουσικού

φλογίζω: φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογώνει: το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογώνω: φλογίζω > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλογωτός: κόκκινος > του ζουγράφου

φλοίσβος: ρούφνα > της θάλασσας και του καιρού

φλοκάτα: παλαιικότερη πατατούκα > πατατούκα > ρούχα

φλόκος: μαλί > ανατομικά κατατόπια

φλόκος: πανιά > του καραβιού

φλόκος: κλαδί με λουλούδια ή φύλλα > κλαδί > φυτολογικά

φλόκος: τούφα μαλιού > μαλί > της βοσκής

φλομίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φλούδα: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φλούδι: ψωμί > του φαγιού

φλουροκαπνίζω: χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλουροκαπνιστός: χρυσός > του ζουγράφου

φλουρώνω: χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλουρώνω: χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

φλώρα: κάτασπρα > γίδι > της βοσκής

φλωράτος: χρυσός > του ζουγράφου

φλώρι: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

φλώριος: χρυσός > του ζουγράφου

φλώρο: άσπρο > πρόβατο > της βοσκής

φλώρος: Ligurinus chloris > φλώρος > πουλιά

φοβέρα: σκιάχτρο > του χωραφιού

φοβεριστήρι: σκιάχτρο > του χωραφιού

φοβιστήρι: σκιάχτρο > του χωραφιού

φοινίκι: ζυμαρικά > του φαγιού

φοινίκι: καρπός > φυτολογικά

φόλα: λάμνα > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φόλα: παξιμάδι από πετσί > βίδα > του μαραγκού

φοράδα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φοραδίνα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φοραδίσιος: άλογο > θηλαστικά

φοραδοπούλα: Equus caballus > άλογο > θηλαστικά

φορασιάρικο: ξυπασιάρικο > άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορατζής: υπάλληλος του φόρου > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορβιά: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φόρδα: φόρδα > ραφτικά

φόρεμα: φόρεμα > ρούχα

φορεσιά: φόρεμα > ρούχα

φοριά: φόρεμα > ρούχα

φορολόγος: φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορούσι: φορούσο > του χτίστη

φορούσο: φορούσο > του χτίστη

φορτέτσα: πετσί > του παπουτσή

φορτέτσα: το χοντρόπανο που βάζουνε μέσα στα ρούχα για να τα δυναμώσουν > καμπάς > ραφτικά

φόρτια: πετσί > του παπουτσή

φορτιάρης: χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φορτιάρικο: σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτιό: φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτίο: φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτοκάραβο: καράβι > καράβια

φόρτος: φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτσεράς: κασελάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φόρτωμα: φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτώματα: τα φορτωμένα ζα > σαμαριάρικα ζα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωμένη: γγαστρωμένη > βιολογικά

φορτώνω: φόρτωμα > του κούρσου και του φορτωτή

φορτώστρα: φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωτήρα: διχαλωτό ξύλο για φόρτωμα ζώων > φορτωτήρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

φορτωτής: αρματωτής > του κούρσου και του φορτωτή

φόσα: μέρη του κάστρου > του χτίστη

φουβού: ψησταριά > του μαγεριού

φουγάρος: καμινάδα > του χτίστη

φουγλάρος: καμινάδα > του χτίστη

φουγού: ψησταριά > του μαγεριού

φουμαδόρος: φουμαδόρος > άλλες τέχνες και σύνεργα

φούντα: κλαδί > φυτολογικά

φούντα: φούντα > ραφτικά

φούντα: φούντα > του πολεμιστή

φούντα: φούντα του λεμπουσιού > καρπός > φυτολογικά

φουντάνα: ορμητική > κρέμαση > του μυλωνά

φουντανέλα: καυτήριον > πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουντάρω: ρίχνω άγκουρα > αρμενίσματα

φουντέρα: μούστος > του τρύγου

φούντι: βαρέλι > του τρύγου

φούντο: φουντάρησε την άγκυρα > αρμενισιά > αρμενίσματα

φουντουκί: καστανός > του ζουγράφου

φουντούκι: καρπός > φυτολογικά

φουντούκια: αμύγδαλα > του φαγιού

φούντωμα: η ίσια μεριά του βαρελιού > βαρέλι > του τρύγου

φουντώνει: ο άνεμος > καιρικά

φουντώνει: ψωμί > του φαγιού

φουντώνουν: ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

φουντωσιά: κλαδί > φυτολογικά

φούρκα: διχάλι > του χωραφιού

φούρκα: ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

φούρκα: στάβρωση > φυτολογικά

φουρκάδι: διχάλι > του χωραφιού

φουρκάλα: διχάλι > του χωραφιού

φουρκάλα: δίφουρκο κλαδί > στάβρωση > φυτολογικά

φούρλα: παιδιών > παιγνίδια

φουρλαΐδα: φουρλαΐδα > πουλιά

φουρλαΐδα: φουρλαΐδα > πουλιά

φουρμαγέλα: τυρί > του φαγιού

φουρνάρης: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρνάρικο: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρναριό: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρναρόπετρα: πέτρα > πέτρες

φουρνιά: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

φουρνίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

φουρνίζω: φούρνος > του μαγεριού

φουρνιστό: κρέας > του φαγιού

φουρνοκούπελο: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουρνόξυλο: φούρνος > του μαγεριού

φουρνόπανο: φούρνος > του μαγεριού

φούρνος: ζέστη > καιρικά

φούρνος: φούρνος > του μαγεριού

φουρτούμι: ποτιστήρι > του χωραφιού

φουρτούνα: θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουρτούνα: κακοκαιριά > καιρικά

φουρτουνιάζει: καιρός > καιρικά

φουρτούνιασμα: κακοκαιριά > καιρικά

φουσέκι: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φούσκα: γκούσα > πουλολογικά

φούσκα: πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φούσκα: φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φούσκα: Ostrea edulis > στρείδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φούσκα: Scyphozoa γένος > φούσκα > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φούσκα: κύστις > φούσκα > όργανα

φουσκαλιάζει: το πετσί > ανατομικά κατατόπια

φουσκαλιάζω: φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκάλιασμα: φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκαλίδα: φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκαλίδα: φούσκα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκοδέντρης: Μάης > μήνας > της μέρας και της ώρας

φουσκοδεντριά: έχουμε φουσκοδεντριές > άνοιξη > της μέρας και της ώρας

φουσκοδεντριά: το φούσκωμα του χυμού την άνοιξη > δέντρο > φυτολογικά

φουσκοθαλασσιά: θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουσκομάγουλος: μάγουλο > ανατομικά κατατόπια

φουσκομούρης: πρόσωπο > ανατομικά κατατόπια

φουσκονεριά: φουσκονεριά > της θάλασσας και του καιρού

φουσκοσάλεμα: θάλασσα > της θάλασσας και του καιρού

φουσκόψαρο: φλασκόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φούσκωμα: λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φούσκωμα: πρήξιμο > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκώνει: το πανί > αρμενίσματα

φουσκώνει: το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φουσκώνει: ψωμί > του φαγιού

φούσκωση: λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φουσκωτή: βελονιές > ραφτικά

φούστα: είδη καραβιών > καράβια

φουστανέλα: φουστανέλα > ρούχα

φουστάνι: φουστάνι > ρούχα

φουτρής: μπόγιας > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουφού: καστανάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

φουφού: ψησταριά > του μαγεριού

φουφουλόβρακα: φουφούλα βράκα > βρακί > ρούχα

φούχτα: φούχτα > του μαγεριού

φούχτα: χέρι > ανατομικά κατατόπια

φραγή: χώρισμα > τοίχος > του χτίστη

φραγιά: περιβόλι > του χωραφιού

φραγιά: φράχτης > του χωραφιού

φραγκόγλινος: φραγκόγλινος > ψάρια της θάλασσας

φραγκοκλησιά: εκκλησιά > της εκκλησιάς

φραγκόκοτα: Numida meleagris > φραγκόκοτα > πουλιά

φραγκομοναστήρι: μοναστήρι > της εκκλησιάς

φραγκοράφτης: ράφτης > ραφτικά

φραγκοστάφυλο: γλυκά > του φαγιού

φράμα: φράχτης > του χωραφιού

φραμπαλάς: φαλμπαλάς > ραφτικά

φράντζα: κρόσσι > ραφτικά

φραντζόλα: φραντζόλα της μπύρας > ψωμί > του φαγιού

φραντζωτός: κρόσσι > ραφτικά

φραξίμι: περιβόλι > του χωραφιού

φραξίμι: φράχτης > του χωραφιού

φράουλα: γλυκά > του φαγιού

φράουλες: σταφύλια > του φαγιού

φράπα: γλυκά > του φαγιού

φράχτης: φράχτης > του χωραφιού

φράχτης: διάφραγμα > φράχτης > όργανα

φρεάτι: πηγάδι > του χωραφιού

φρεγάδα: είδη καραβιών > καράβια

φρένα: τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρενιάζω: τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρένιασμα: τρέλα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρενιασμένος: τρελός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φρένο: μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

φρενολόγος: γιατρός > γιατρικά

φρέσκα: είδη ζουγραφικής > του ζουγράφου

φρεσκάδα: κρύο > καιρικά

φρεσκάδα: λασκάδα > καιρικά

φρέσκο: αβγό > πουλολογικά

φρέσκο: βούτυρο > της βοσκής

φρέσκο: κρύο > καιρικά

φρέσκο: ψωμί > του φαγιού

φρια: θολωτό πηγάδι > πηγάδι > του χωραφιού

φρίσσα: Clupea harengus > θρίσσα > ψάρια της θάλασσας

φροκαλητής: σκουπιδιάρης > άλλες τέχνες και σύνεργα

φροκαλιά: σκούπα > του σπιτικού

φρούτα: φρούτα > του φαγιού

φρούτο: καρπός > φυτολογικά

φρύγανα: φρύγανα > φυτολογικά

φρυγανιά: ψωμί > του φαγιού

φρυγανίζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

φρύγει: η κάψα > καιρικά

φρύγω: μαγειρέματα > του μαγεριού

φρυδάς: μάτι > όργανα

φρύδι: μάτι > όργανα

φρύδι: ράχη > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

φρύδια: μάτι > όργανα

φρύνος: Bufo vulgaris > φρύνος > σερπετά

φρύξη: αναβροχιά > καιρικά

φρύξη: ζέστη > καιρικά

φρώστομα: πηγάδι > του χωραφιού

φρωχείλι: πηγάδι > του χωραφιού

φρώχειλο: πηγάδι > του χωραφιού

φταθέρια: σταφύλια > του φαγιού

φτανιάρικο: σκύλος > θηλαστικά

φταρμίζω: μαγέβω > δαιμονικά

φτάρμισμα: βασκανιά > δαιμονικά

φτάρμισμα: μάγεμα > δαιμονικά

φταρμιστήρι: φυλαχτό που βάζουνε στο στήθος του αλόγου για το κακό μάτι > φυλαχτό > δαιμονικά

φταρμός: φυλαχτό > δαιμονικά

φτασμένος: ενήλικος > φτασμένος > οικογενειακά

φτενάδα: πέτρα > πέτρες

φτενή: γη > του χωραφιού

φτενιστήρι: σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτενοχείλης: στόμα > όργανα

φτερά: μέρη της τράτας > της ψαρικής

φτερά: μέρη του μύλου > του μυλωνά

φτερά: που αναποδογυρίζουνε τα χώματα > αλέτρι > του χωραφιού

φτερά: που φυλάγουν από τη λάσπη > μέρη του αμαξιού > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτέρι: φτερό > πουλολογικά

φτεριάς: δάσος > τοπογραφικά

φτερίδι: πτερύγιον > ανατομικά > ψαρολογικά

φτέρνα: πόδι > ανατομικά κατατόπια

φτερνιά: σπηρούνι > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτερνίδι: το σκοινί που βαστάει την κάλτσα κάτω περνώντας κάτω από τη φτέρνα > σκαλοπάτα > του παπουτσή

φτερνιστήρια: νύχια > πουλολογικά

φτερνοκοπώ: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

φτερό: φτερό > πουλολογικά

φτεροδεσιά: φτερό > πουλολογικά

φτερομαδώ: μουτέβω > πουλολογικά

φτερούγι: ανατομικά > ψαρολογικά

φτερούγι: φτερό > πουλολογικά

φτερώνει: φτερώνει το κουπί = γυρίζει οριζόντια σαν έρχεται μπροστά > λάμνω > αρμενίσματα

φτερωτή: η ρόδα του νερόμυλου > μέρη του μύλου > του μυλωνά

φτρι: λύχνος > του σπιτικού

φτυάδι: άλλα φίδια > σερπετά

φτυάρι: φούρνος > του μαγεριού

φτυαριά: φτυαρίζω > του χωραφιού

φτυαρίζω: φτυαρίζω > του χωραφιού

φτύμα: σάλιο > φυσιολογικά

φτύνω: σάλιο > φυσιολογικά

φτυσιά: σάλιο > φυσιολογικά

φτύσιμο: σάλιο > φυσιολογικά

φτωχικο: το φτωχικό μας > σπίτι > του χτίστη

φτωχοκλήσι: εκκλησιά > της εκκλησιάς

φτωχόσπιτο: σπίτι > του χτίστη

φτωχοφαμελίτης: παντρεμένος > οικογενειακά

φυγή: πάτημα > του κυνηγού

φυκιάδα: σωρός φύκια > φυκιάδα > της θάλασσας και του καιρού

φυκιάδα: φυκιωμένος πάτος της θάλασσας > θαλασσόπατο > της θάλασσας και του καιρού

φυκιαδίτης: φυκίδα > ψάρια της θάλασσας

φυκιαδίτης: Carcharinidae & Scyliorhinidae γένη > σκυλόψαρο > ψάρια της θάλασσας

φυκίδα: φυκίδα > ψάρια της θάλασσας

φυλακάρικο: σκύλος > θηλαστικά

φύλακας: αγαθός δαίμων > φύλακας > δαιμονικά

φύλαξη: φρουρά > φύλαξη > του πολεμιστή

φυλαχτάδι: φυλαχτό > δαιμονικά

φυλαχτάρι: φυλαχτό > δαιμονικά

φυλαχτό: φυλαχτό > δαιμονικά

φυλάχτρα: μέρη του κάστρου > του χτίστη

φυλάχτρα: μέρη του σπαθιού > του πολεμιστή

φυλάχτρα: αφτή που φυλάει τη νύφη > στολίστρα > οικογενειακά

φύλλα: καρδιά > όργανα

φύλλα: του τραπεζιού > τραπέζι > του σπιτικού

φύλλο: ζυμαρικά > του φαγιού

φύλλο: φύλλο > φυτολογικά

φύλλο: από αλέβρι > αλέβρι > του φαγιού

φυλλοκάλαμο: φύλλο > φυτολογικά

φυλλοκάρδια: καρδιά > όργανα

φυλλολογώ: φυλλολογώ > του χωραφιού

φυλλοξέρα: των αμπελιών > αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

φυλλώνουν: ανοίγουν τα δέντρα > φυτολογικά

φυντάνι: βλαστάρι > φυτολογικά

φύρανε: φύρανε το μυαλό του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φυρόγεια: γη > του χωραφιού

φυρομυαλίζω: τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

φυρονεριά: φυρονεριά > της θάλασσας και του καιρού

φυροπήγαδο: που χάνει γλήγορα το νερό του > πηγάδι > του χωραφιού

φύρρος: φύρρος τράγος > γίδι > της βοσκής

φυσά: τι καιρός φυσά; > καιρός > καιρικά

φύσα: φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φύσα: φυσούνι > του μαγεριού

φυσαρμόνικα: ξεφουσάρα φυσαρμόνικα > φυσαρμόνικα > του μουσικού

φυσέκι: μέρη του τουφεκιού > του πολεμιστή

φυσεκλίκι: μπαλάσκα > του πολεμιστή

φυσερό: φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσερό: φυσούνι > του μαγεριού

φύση: φυσικά > φυσιολογικά

φύσημα: φύσημα > καιρικά

φυσητήρι: φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσητήρι: φυσούνι > του μαγεριού

φυσητούρα: δυνατό φύσημσ > λασκάδα > καιρικά

φυσικά: αφροδίσια > φυσικά > φυσιολογικά

φύσιτα: τουφέκι > του πολεμιστή

φυσομανά: ο άνεμος > καιρικά

φυσομάνα: λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυσομανητό: λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυσούνα: φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσούνα: φυσερό > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

φυσούνα: φυσούνι > του μαγεριού

φυσούνι: φυσούνι > του μαγεριού

φυσούνι: μύξιασμα > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

φύσσαλος: Sepia officinalis > καλαμάρι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

φύστης: Parus ater > μαλαθρίτης > πουλιά

φυσώ: λαχάνιασμα > φυσιολογικά

φυτάδι: ριζωμένη βέργα > καταβολάδα > φυτολογικά

φυταλιά: φυταλιά > φυτολογικά

φυτέβω: τουφέκι > του πολεμιστή

φυτέβω: φυτέβω > του χωραφιού

φυτεφτής: Μάρτης > μήνας > της μέρας και της ώρας

φυτιά: ό,τι φυτρώνει > φυτιά > φυτολογικά

φυτικιά: βούρτσα > του σπιτικού

φυτικιά: ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

φυτίλι: λύχνος > του σπιτικού

φυτογή: γη > του χωραφιού

φυτότοπος: φυτώριον > φυταλιά > φυτολογικά

φυτουργώ: φυτέβω > του χωραφιού

φύτρα: το μάτι της πατάτας > βλαστάρι > φυτολογικά

φυτρί: ασπροπράσινο > πράσινος > του ζουγράφου

φύτρο: το πρώτο τρυφερό ξεφύτρωμα του φυτού > βλαστάρι > φυτολογικά

φύτρωμα: φυτιά > φυτολογικά

φώκια: Phoca > φώκια > θηλαστικά

φωλέβω: φωλιά > πουλολογικά

φωλιά: φωλιά > πουλολογικά

φωλιάζω: φωλιά > πουλολογικά

φώλιασμα: φωλιά > πουλολογικά

φώλος: αβγό > πουλολογικά

φώλος: φωλιά > πουλολογικά

φωνάζω: κουκουρίζω > πουλολογικά

φωνακλάδικο: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φωνή: κουκουρίζω > πουλολογικά

φως: μάτι > όργανα

φως: όραση > φυσιολογικά

φωτερό: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

φωτιά: ζέστη > καιρικά

φωτιάς: καράβι της φωτιάς > είδη καραβιών > καράβια

φωτιστικά: φωτιστικά > της εκκλησιάς

φωτογώνι: τζάκι > του σπιτικού

φωτοκλησιά: εκκλησιά > της εκκλησιάς

φωτοσκούληκο: σκουλήκι > σκουλήκια και ζωύφια

φωτόσυκα: σύκα > του φαγιού

φωτοφεγγαριά: φεγγάρι > αστρικά

φωτοχαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

φωτοχάραμα: αβγή > αστρικά

χαβαλές: φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαβάνι: αστράχι > του χτίστη

χαβάνι: γουδί > του μαγεριού

χαβαρικά: ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

χαβαρικά: τα φαγώσιμα μαλακόστρακα > κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χάβαρο: κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαβαρόνι: Corvus frugilegus > χαβαρόνι > πουλιά

χαβιά: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαβιάρι μαύρο: ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

χαβιαροσαλάτα: σαλάτα > του φαγιού

χάβος: λάκκα > τοπογραφικά

χαβούζα: στέρνα > του χωραφιού

χαβούζι: στέρνα > του χωραφιού

χαβούζι: κλεισούρα > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

χάβρα: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαβώνω: παραλώ από μαγικό φόβο > μαγέβω > δαιμονικά

χαγιάτι: πρόθυρο > χαγιάτι > του χτίστη

χαδούμης: μουνούχισμα > γιατρικά

χαϊμαλί: φυλαχτό > δαιμονικά

χαϊμαλιά: αργυροχρυσωμένα στολίδια που φορούσαν οι κλέφτες στα στήθια, στα ποδάρια, στο σελάχι, στ' άρματα | χαϊμαλί λεν κιόλας το ασημένιο γκόλφι των αρματωλών > άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

χαιρετισμοί: λειτουργικά > της εκκλησιάς

χακίκι: σάρδιον > χακίκι > πετράδια

χαλάει: καιρός > καιρικά

χαλάζι: χαλάζι > καιρικά

χαλαζόβροχο: βαρύ χαλάζι > χαλάζι > καιρικά

χαλαζομάνι: χαλάζι > καιρικά

χαλαζόπετρα: χαλαζίτης λίθος > χαλαζόπετρα > πέτρες

χάλαρα: βροχή > καιρικά

χάλαρα: ξεροπέτρι > τοπογραφικά

χάλαρα: μεγάλα πελεκητά μάρμαρα > πέτρα > πέτρες

χαλαροκούδουνα: τα συνηθισμένα κουδούνια > κουδούνι > της βοσκής

χάλασε: χάλασε ο νους του > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαλάσματα: τα χαλάσματα της νύχτας > αβγή > αστρικά

χαλασμένο: κρασί > του φαγιού

χαλασμός: κακοκαιριά > καιρικά

χαλάστρα: άνοιγμα που κάνει ο οχτρός στα τειχιά > μέρη του κάστρου > του χτίστη

χαλατό: σημαδούρα του διχτιού που είναι μέσα στη θάλασσα > μέρη της τράτας > της ψαρικής

χαλβαδόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

χαλβάς: γλυκά > του φαγιού

χαλβατζής: χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλβατζίδικο: χαλβατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλές: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χαλί: χαλί > του σπιτικού

χαλιάς: ρέμα > τοπογραφικά

χαλιάς: πέτρες σωριασμένες σε νεροσυρμή > πέτρα > πέτρες

χαλίκι: πέτρα > πέτρες

χαλικόπετρα: πέτρα > πέτρες

χαλικουριά: σωρός χαλίκια > πέτρα > πέτρες

χαλικώνω: στρώση > τοπογραφικά

χαλικωτός: Echinoidea | χαλικωτός αχινιός > αχινιός > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαλιναράς: σελάς > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλινάρι: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλιναριά: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλινάρια: σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλιναρώνω: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαλκαδένια: άκουσα τις χαλκαδένιες να κάνουνε γράντα γράντα > άγκυρα > του καραβιού

χαλκιά: ρέμα > τοπογραφικά

χαλκιάς: χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκόκοτα: χαλκόκοτα > πουλιά

χαλκοκουρούνα: Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά

χαλκόμιγα: Muscidae γένος > μίγα > σκουλήκια και ζωύφια

χαλκοποτίζω: χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκώματα: μπακιρικά > του μαγεριού

χαλκώματα: μπακιρικά > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκωματάδικο: χαλκωματάδικο > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκωματάς: γύφτος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαλκωματάς: χαλκωματάς > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλκώνω: χαλκώνω > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χαλός: αχταπόδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χαλός: ο γάντζος του καμακιού > καμάκι > της ψαρικής

χαλουπώνει: σούρουπο > της μέρας και της ώρας

χαλόφτας: άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαμαδά: πάτος > τοπογραφικά

χαμάδα: καρπός > φυτολογικά

χαμάδα: ελιά που μένει χάμω > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμαλέβω: κάνω το χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμάλης: χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλιάτικα: η πλερωμή του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλίκα: το μαξιλαράκι που βάζει ο χαμάλης στον ώμο ή τη ράχη του για να μην τον πονά το φόρτωμα > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμαλίκι: η τέχνη του χαμάλη > χαμάλης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαμάμης: οβριόπαπας > εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

χαμάμι: τούρκικο λουτρό > χαμάμι > του χτίστη

χαμάνθι: λουλούδι > φυτολογικά

χαμένα: τα έχει χαμένα > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαμηλά: πάτος > τοπογραφικά

χαμηλάδια: πάτος > τοπογραφικά

χαμηλάκι: χαμαιλέων > σάβρα > σερπετά

χαμηλόσπιτο: σπίτι > του χτίστη

χαμηλοτάβανο: σπίτι > του χτίστη

χαμοβούνι: βουνό > τοπογραφικά

χαμοβροντή: βροντή > καιρικά

χαμογέλιο: γέλιο > φυσιολογικά

χαμόγελο: γέλιο > φυσιολογικά

χαμόδεντρα: κλαδότοπος > τοπογραφικά

χαμόδεντρα: χαμόκλαδα > φυτολογικά

χαμοδράκι: χαμοδράκι > δαιμονικά

χαμοκέλα: μοναστήρι > της εκκλησιάς

χαμόκλαδα: κλαδότοπος > τοπογραφικά

χαμόκλαδα: χαμόκλαδα > φυτολογικά

χαμοκλάδι: κλαδί > φυτολογικά

χαμόκλαδο: κλαδί > φυτολογικά

χαμοκοιλάδες: πουλιά που χτίζουν τις φωλιές τους χαμηλά μέσα στα σπάρτα > πουλί > πουλολογικά

χαμοκοιλάδι: Alauda arvensis > σιταρήθρα > πουλιά

χαμοκοιλάδια: πουλί > πουλολογικά

χαμοκρέβατο: κρεβάτι > του σπιτικού

χαμολιά: χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολιός: χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολόγι: καρποί πεσμένοι καταγής > καρπός > φυτολογικά

χαμολογώ: μαζέβω τις πεσμένες ελιές > χαμολογώ > του χωραφιού

χαμολούλουδο: λουλούδι > φυτολογικά

χαμόμηλο: ζεστό > του φαγιού

χαμόρυγας: Talpa europaea > τυφλοπόντικας > θηλαστικά

χαμός: επιζωοτία > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

χαμόσπιτο: σπίτι > του χτίστη

χαμοστέρνα: στέρνα > του χωραφιού

χάμουρα: σελοχάλινα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάμουρα: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαμπαρολόγος: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

χαμψί: Engraulis encrasicolus > χαμψί > ψάρια της θάλασσας

χαμψίνι: λίβας > καιρικά

χαμώγι: πατώματα > του χτίστη

χαμωτό: σπίτι > του χτίστη

χανάκα: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χανάκα: χανάκα > της βοσκής

χανέβω: ψαρέβω > της ψαρικής

χανί: Serranidae γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας

χανικό: καθιστή > της ψαρικής

χάνος: Serranidae γένος > χανί > ψάρια της θάλασσας

χανούμισες: νεράιδα > δαιμονικά

χαντάκι: λάκκος > του χωραφιού

χαντάκι: σούδα > τοπογραφικά

χαντάκι: σουδεφτής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαντακιά: ρέμα > τοπογραφικά

χαντζάρι: σπαθί > του πολεμιστή

χαντζής: ξενοδόχος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάντρα: χάντρα > ραφτικά

χάντρα: χάντρα > της βοσκής

χάντρες: του κομπολογιού > εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χαντρολαίμι: διαμαντικά > πετράδια

χαντρούλι: χάντρα > ραφτικά

χάνω: χάνω τα μάτια μου | χάνω το φως μου > τυφλός > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χάνω: χάνω τα νερά μου > ξεπέφτω > αρμενίσματα

χάπι: σκόνη > γιατρικά

χαρά: χαρά Θεού > καλοκαιριά > καιρικά

χαραβγή: αβγή > αστρικά

χαραγή: αβγή > αστρικά

χαράζει: ο ήλιος > αβγή > αστρικά

χαραήμερο: αβγή > αστρικά

χαράκι: μέρη του κάστρου > του χτίστη

χαράκι: ρέμα > τοπογραφικά

χαρακιά: πληγή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χαρακίδα: Diplodus sargus > σαργός > ψάρια της θάλασσας

χάραμα: αβγή > αστρικά

χαράματα: αβγή > αστρικά

χαράματα: αβγή > αστρικά

χαραμέρι: αβγή > αστρικά

χαραμέρι: πήρε το χαραμέρι > αβγή > αστρικά

χαράμι: κατάρες > κατάρες και εφκές

χαρανί: καζάνι > του μαγεριού

χαράρι: μεγάλη τρίχινη σακκούλα > δισάκκι > της βοσκής

χαρατζής: αφτός που μαζεύει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρατζωτής: αφτός που βάζει το χαράτσι > φορατζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαραχτή: βεντούζα > γιατρικά

χαράχτης: χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρβάλι: μέρη του μύλου > του μυλωνά

χαρδάλι: μουστάρδα > του φαγιού

χαρές: γάμος > οικογενειακά

χαριτωμένες: νεράιδα > δαιμονικά

χαρκόνι: Falconidae > γεράκι > πουλιά

χαρμάνι: τεχνικό ανακάτεμα λογής καπνών > καπνουτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάρμπα: δοξάρι > του πολεμιστή

χαρμπί: άρματα κλεφτών > του πολεμιστή

χαρμπί: χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χαρμπί: η βέργα για το γέμισμα του πιστολιού > πιστόλι > του πολεμιστή

χαροκαμένε: λυκοφαγωμένε > κατάρες και εφκές

χάροντας: χάρος > δαιμονικά

χαροπούλι: Strix scops > κλαψοπούλι > πουλιά

χάρος: χάρος > δαιμονικά

χαρούμενα: ρούχα > ρούχα

χαρούμπαλο: ξερό κουκουνάρι > καρπός > φυτολογικά

χαρτζίσιο: ψωμί > του φαγιού

χαρτί: γραφικά > του σπιτικού

χαρτιά: χαρτιά > παιγνίδια

χάρτσια: μεταξωτά κεντίδια > κέντημα > ραφτικά

χαρτωσιά: χαρτιά > παιγνίδια

χαρχαλέβω: γαργάλισμα > φυσιολογικά

χαρχάλι: λειρί > πουλολογικά

χαρχάλι: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χαρχάλι: χανάκα > της βοσκής

χασαπάρικο: σκύλος > θηλαστικά

χασάπης: χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασάπικο: χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασαπιό: χασάπης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χασαπόσκυλο: σκύλος > θηλαστικά

χασάς: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χασεδένιος: πανίτικος > πανιά

χασές: πανιά > πανιά

χάση: φεγγάρι > αστρικά

χασιά: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάσικας: παιδιών > παιγνίδια

χασικλής: λαθρέμπορος χασίς > χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάσικο: ψωμί > του φαγιού

χασίλι: καρπός > φυτολογικά

χασίλι: χόρτο > φυτολογικά

χασισικλής: χασισικλής > άλλες τέχνες και σύνεργα

χάσκα: παιδιών > παιγνίδια

χάσκα: παιδιών > παιγνίδια

χασκάρισμα: γέλιο > φυσιολογικά

χασκαρούδη: ένωση απάνω στη ραφή > ράψιμο > ραφτικά

χασκιωμένο: χασκιωμένο πανί = που δεν μπορεί να το φουσκώσει ο άνεμος > πανιά > του καραβιού

χασκόνι: χασκόνι > ψάρια του γλυκού νερού

χασκόσυκα: σύκα > του φαγιού

χασμούρημα: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουρητό: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριάζω: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριάρης: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουριέμαι: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμουρισιά: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασμούρισμα: χασμούρημα > φυσιολογικά

χασομάνα: μάνα που χάνει τα παιδιά της (που της πεθαίνουν τα παιδιά) > μητέρα > οικογενειακά

χασοφεγγαριά: φεγγάρι > αστρικά

χασοφεγγιά: φεγγάρι > αστρικά

χατηρική: που πέφτει σε μερικά μέρη μοναχά > βροχή > καιρικά

χατίλι: το ξύλο που χτίζεται μέσα στον τοίχο για να τόνε βαστάει > ξυλοδεσιά του τοίχου > του χτίστη

χάχαλα: φρύγανα > φυτολογικά

χαχάλι: καρφί για κρέμασμα > κρεμαστήρι > του σπιτικού

χαχαλωτά: δουλιές του αγωγιάτη > του αγωγιάτη και του αμαξά

χάχαρο: γέλιο > φυσιολογικά

χαχλανιστά: γέλια > γέλιο > φυσιολογικά

χάχλανο: γέλιο > φυσιολογικά

χαψί: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

χεζάς: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζουλιό: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χέζουμαι: βιάζουμαι να λαφρωθώ > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζούρα: μεγάλη ανάγκη > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεζουριό: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέζω: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χειλάρα: στόμα > όργανα

χείλι: στόμα > όργανα

χειλοπήγαδο: πηγάδι > του χωραφιού

χειλού: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χειλούτσα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χειμαδιό: χειμαδιό > της βοσκής

χειμαδιό: χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμάρα: διάροια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χείμαρος: χείμαρος > τοπογραφικά

χειμώνας: χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμωνιά: κακοκαιριά > καιρικά

χειμωνιά: χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειμωνιάδες: δουλεφτάδες του χειμώνα > καλοκαιρινάδες > του χωραφιού

χειμωνιάτης: Erithacus rubecola > πυρούλας > πουλιά

χειμωνιάτικο: απίδι > του φαγιού

χειμωνοκαλόκαιρο: χειμώνας > της μέρας και της ώρας

χειρίδα: αλέτρι > του χωραφιού

χειρίσιο: φτιασμένο με το χέρι > είδη πανιών > πανιά

χειροπρόζυμο: αλέβρι > του φαγιού

χειροτονώ: θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

χειρούργος: γιατρός > γιατρικά

χελάλι: δόντι > όργανα

χελάλι: χελάλι > του μαγεριού

χέλι: Anguilla anguilla > χέλι > ψάρια της θάλασσας

χελιδόνι: Hirundo > χελιδόνι > πουλιά

χελιδονόψαρο: Cypselurus robustes > χελιδονόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χελιδωνό: Anas platyrhynchos > αγριόπαπια > πουλιά

χελιό: που έχει μαλακό μαλί > πρόβατο > της βοσκής

χελούδα: Labrus vulgaris | Labrus limbatus > χειλού > ψάρια της θάλασσας

χελώνα: Chelonia > χελώνα > σερπετά

χελώνια: χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χελωνιάρης: χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χενά: είδη βαφών > του βαφιά

χέρα: χέρι > ανατομικά κατατόπια

χεράγρα: ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χεραγριά: ποδάγρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χεράδα: χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεράμαξο: αμάξι > του αγωγιάτη και του αμαξά

χεράμαξο: χεράμαξο > του χωραφιού

χεράμι: κρεβάτι > του σπιτικού

χέρι: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χέρι: χέρι > ανατομικά κατατόπια

χέρι: κάτω χέρι - απάνω χέρι > παιδιών > παιγνίδια

χεροβολιά: χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεροβολιάζω: χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολο: χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολο: όσο πιάνει στο χέρι του ο θεριστής > χεροβολιάζω > του χωραφιού

χερόβολος: χεροβολιάζω > του χωραφιού

χεροδούλης: γεωργός > του χωραφιού

χερολάβα: αλέτρι > του χωραφιού

χερολάβι: αλέτρι > του χωραφιού

χερομαχική: γεωργία > του χωραφιού

χερομάχος: γεωργός > του χωραφιού

χερομαχώ: καλιεργώ > του χωραφιού

χερόμπομπα: μέρος του κανονιού > του πολεμιστή

χερομυλίζω: χερόμυλος > του μαγεριού

χερομυλίζω: αλέθω με το χερόμυλο > αλέθω > του μυλωνά

χερόμυλος: χερόμυλος > του μαγεριού

χεροπάνι: πατσαβούρα > του σπιτικού

χεροπάνι: φούρνος > του μαγεριού

χεροπρίονο: σύνεργα του μαραγκού > του μαραγκού

χερούκλα: χέρι > ανατομικά κατατόπια

χερούκλι: χέρι > ανατομικά κατατόπια

χερουλάτης: αλέτρι > του χωραφιού

χερούλι: αλέτρι > του χωραφιού

χερσάδα: χερσάδα > τοπογραφικά

χερσάδα: χερσάδα > του χωραφιού

χέρσο: χωράφι > του χωραφιού

χερσότοπος: χερσάδα > τοπογραφικά

χερσότοπος: χερσάδα > του χωραφιού

χεσιά: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεσίδι: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέσιμο: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χεστερή: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χέστηκε: τα έκανε απάνω του | τα έκανε στα βρακιά του | τα ξίνησε | του φύγαν > αποχωνέματα > φυσιολογικά

χέστης: αποχωνέματα > φυσιολογικά

χηβάδα: μπατάρι > του χτίστη

χήνα: Anserinae > χήνα > πουλιά

χηνοβοσκός: βοσκός > της βοσκής

χηνοβοσκού: βοσκός > της βοσκής

χήρα: χήρα > οικογενειακά

χηρεβάμενη: χήρα > οικογενειακά

χήρος: χήρος > οικογενειακά

χιλιάδερφος: Falconidae > γεράκι > πουλιά

χίλιαστρος: άστρο > αστρικά

χιλιοπόδαρο: Myriapoda > σαρανταποδαρούσα > σκουλήκια και ζωύφια

χιμάρα: για ζώα > στείρα > βιολογικά

χιμάρι: γίδι > της βοσκής

χιμέρι: γίδι > της βοσκής

χινοπωριάζει: έρχεται ο χινόπωρος > χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χινόπωρο: χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χινόπωρος: χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

χιονάδα: Acrocephalus streperus > ποταμίδα > πουλιά

χιονάδες: οι χωριάτες που κατέβαζαν άλλοτε το χιόνι από την Πάρνιθα για τους Αθηναίους το καλοκαίρι > χιονάδες > άλλες τέχνες και σύνεργα

χιόνασπρος: άσπρος > του ζουγράφου

χιονάτος: άσπρος > του ζουγράφου

χιόνι: χιόνι > καιρικά

χιονιά: λάκκα > τοπογραφικά

χιονιά: χιόνι > καιρικά

χιονιά: μέρος του βουνού όπου είναι μαζεμένο πολύ χιόνι > χιόνι > καιρικά

χιονιάς: χιόνι > καιρικά

χιονιάς: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χιονιές: παίζω τις χιονιές > χιόνι > καιρικά

χιονίζει: χιόνι > καιρικά

χιονιστής: χιόνι > καιρικά

χιονίστρα: λάκκα > τοπογραφικά

χιονίστρα: χιονίστρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χιονοβολή: χιόνι > καιρικά

χιονόβολο: χιόνι > καιρικά

χιονοβούνι: βουνό > τοπογραφικά

χιονόβροχο: χιόνι > καιρικά

χιονόγαλα: γάλα με χιόνι > γάλα > της βοσκής

χιονοκαιριά: χιόνι > καιρικά

χιονόκαιρος: χιόνι > καιρικά

χιονόλακκα: λάκκα > τοπογραφικά

χιονόλεφκος: άσπρος > του ζουγράφου

χιονόνερο: χιόνι > καιρικά

χιονούρα: χιόνι > καιρικά

χιονούσες: σταφύλια > του φαγιού

χιτζίνι: Camelus > καμήλα > θηλαστικά

χλάουνες: σταφύλια > του φαγιού

χλεμπόνα: λαχανικά > του φαγιού

χλεμπόνα: παραγινωμένο αγγούρι ή κολοκύθι > καρπός > φυτολογικά

χλεμπονιάρης: αιματσάρης > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χλοΐζω: πράσινος > του ζουγράφου

χλοϊσμένος: πράσινος > του ζουγράφου

χλώμιασμα: κομάρα > φυσιολογικά

χλωμό: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χλωράδα: φυτιά > φυτολογικά

χλωρασιά: φυτιά > φυτολογικά

χλώρη: φυτιά > φυτολογικά

χλωρό: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χλωρονόμι: βοσκή > της βοσκής

χλωροπράσινος: πράσινος > του ζουγράφου

χλωρός: πράσινος > του ζουγράφου

χλωροσιά: φυτιά > φυτολογικά

χλωροτύρι: τυρί > του φαγιού

χλωροφορμίζω: δουλιές του γιατρού > γιατρικά

χλωρωνομώ: χλωρωνομώ άλογα > δουλιές του βοσκού > της βοσκής

χνάρι: πάτημα > του κυνηγού

χνάρι: χνάρι > ραφτικά

χνότα τα: ανάσα > φυσιολογικά

χνοτίζει: κρέας > του φαγιού

χνότο: ανάσα > φυσιολογικά

χνουδάτο: νιφτήρας > του σπιτικού

χνούδι: μαλί > ανατομικά κατατόπια

χνουδίστρα: παρατίλτρια > χνουδίστρα > άλλες τέχνες και σύνεργα

χνουδωτό: νιφτήρας > του σπιτικού

χοιράδες: χελώνια > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χοιράδι: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

χοιριά: χοιριά > του ταμπάκη

χοιριδιά: άγναφτο πετσί γουρουνιού > χοιριά > του ταμπάκη

χοιρινό: κρέας > του φαγιού

χοιρομάντρι: χοιρομάντρι > της βοσκής

χοίρος: suidae > γουρούνι > θηλαστικά

χοκάς: φτυστήρι > αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χολάτα: σταφύλια > του φαγιού

χολάτος: βαθιοπράσινος > πράσινος > του ζουγράφου

χολέρα: χολέρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χολεριασμένος: χολεριασμένος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χολέτρα: το στόμα του λουκιού > κανάλι > του χτίστη

χολή: στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

χολή: συκότι > όργανα

χόντζας: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χοντόβολα: μεγάλων και μικρών > παιγνίδια

χοντρά: ζωντανά > της βοσκής

χοντράδια: αλέβρι > του φαγιού

χοντράδια: γόνατα της καλαμιάς κι ατροφικά στάχυα > απάλωνα > του χωραφιού

χοντρή: ανακατεμένη ψιλή ζάχαρη και κομάτια > ζάχαρη > του φαγιού

χοντρικά: ζωντανά > της βοσκής

χοντροβελόνα: βελόνα > ραφτικά

χοντροβέλονο: βελόνα > ραφτικά

χοντροβύζα: βυζί > όργανα

χοντροβύζα: πρόβατο > της βοσκής

χοντρόγαλο: άβραστο ξινισμένο γάλα > γάλα > της βοσκής

χοντροκόκκινος: κόκκινος > του ζουγράφου

χοντρομύτα: Emberiza miliaria > χοντρομύτα > πουλιά

χοντρόπανο: πανιά > πανιά

χοντρόπαπας: εκκλησιαστικά αξιώματα > της εκκλησιάς

χοντροπουλητής: έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χόντρος: πάχος > ανατομικά κατατόπια

χοντροχείλης: στόμα > όργανα

χορδή: μέρη του βιολιού > του μουσικού

χορέβω: χορός > χοροί

χόρεμα: χορός > χοροί

χορεφτική: η τέχνη του χορού > χορεφτική > χοροί

χορεφτότοπος: χοροστάσι > χοροί

χορήγι: σβησμένος ασβέστης > ασβέστης > του χτίστη

χορηγοκάμινο: ασβεστάς > του χτίστη

χοροπήδημα: χορός > χοροί

χορός: χορός > χοροί

χοροστάσι: το μέρος που χορεύουν > χοροστάσι > χοροί

χορουδάκι: χορός > χοροί

χορτάρι: χόρτο > φυτολογικά

χορταριάζει: χλοΐζει ο κάμπος > χορταριάζει > φυτολογικά

χορταριάζω: πράσινος > του ζουγράφου

χορταριασμένος: πράσινος > του ζουγράφου

χορταρικά: λαχανικά > του φαγιού

χορταρικά: χόρτο > φυτολογικά

χορταρόσουπα: ζουμί > του φαγιού

χόρτο: χόρτο > φυτολογικά

χορτοθέρης: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

χορτοκόπος: Ιούλιος > μήνας > της μέρας και της ώρας

χορτολογώ: χορτολογώ > του χωραφιού

χορτονομώ: δουλιές του βοσκού > της βοσκής

χορτοφαγία: φαγί > του φαγιού

χότζας: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

χουλιάρι: μαχαιροπήρουνα > του μαγεριού

χουλιάρι: Platalea leucorodia > χουλιάρι > πουλιά

χουλιάρια: χουλιάρια της φτερωτής = τα σανίδια όπου χτυπάει η λαμπάδα του καναλιού > μέρη του μύλου > του μυλωνά

χουναβιά: λάκκα > τοπογραφικά

χούνη: βούθουλας > τοπογραφικά

χουνί: χουνί > του μαγεριού

χουρμάδα: καρπός > φυτολογικά

χούρχουρη: μέρη του μύλου > του μυλωνά

χούφτα: πράγκα > της ψαρικής

χούφτα: χέρι > ανατομικά κατατόπια

χουχλίδι: κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χουχουλητό: ανάσα > φυσιολογικά

χουχουλιός: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χουχουλογιώργης: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

χουχουριστής: Syrnium aluco > κουκουβάγια > πουλιά

χουχουτάω: κουκουρίζω > πουλολογικά

χόχλακας: μεγάλο λιθάρι > πέτρα > πέτρες

χοχλάκι: πέτρα > πέτρες

χοχλακίζει: η κάψα > καιρικά

χοχλάτο: το χοχλάτο αβλάκι > απόνερα > αρμενίσματα

χοχλί: πέτρα > πέτρες

χοχλίδι: κοχλίδι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χοχλιός: μάτι > όργανα

χοχλός: μάτι > όργανα

χόχλος: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χράμι: κρεβάτι > του σπιτικού

χρεία: κάμερες του σπιτιού > του χτίστη

χρειασίδι: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χρειασίδια: χρειασίδια > του σπιτικού

χρειασίδια: τσουκαλικά και γυαλικά > χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

χριστά: χρειασίδια > του τσουκαλά και του γυαλά

χριστόπητα: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χριστόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

Χριστός: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

Χριστού (του): Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χριστουγεννιάτης: Δεκέβρης > μήνας > της μέρας και της ώρας

χριστόψαρο: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χριστόψωμο: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

χριστόψωμο: ζυμαρικά > του φαγιού

χρονιά: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάρα: μέρα > της μέρας και της ώρας

χρονιάρης: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάρικη: μέρα > της μέρας και της ώρας

χρονιάρικος: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονιάτικος: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονικίς: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονικός: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονίτικος: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρόνο: χρόνο με το χρόνο > χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρονολογία: καλεντάρι > της μέρας και της ώρας

χρονοντούλαπο: ντουλάπα > του σπιτικού

χρόνος: χρόνος > της μέρας και της ώρας

χρουσός: χρυσός > του ζουγράφου

χρουστά: χρουστά της Μιχαλούς > τρελαίνουμε > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χρυσαϊτός: Aquila chrysaetus > αϊτός > πουλιά

χρυσακόνι: ασημόπετρα > πέτρες

χρυσαλλίδες: ή σιντέφια > το ξύλο έχει > του μαραγκού

χρυσαφαντάδοι: πειρασματικά > δαιμονικά

χρυσαφένιος: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαφεντάδες: πειρασματικά > δαιμονικά

χρυσαφί: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσάφι: χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

χρυσάφι: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφικά: διαμαντικά > πετράδια

χρυσαφικά: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφική: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσαφός: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαφωτός: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσαχρός: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσή: χρυσή > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χρυσικός: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσίτσα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσοδένω: δουλιές του βιβλιοδέτη > του βιβλιοδέτη

χρυσοκαρακάξα: Coracias garrula > χαλκοκουρούνα > πουλιά

χρυσοκεντητής: ράφτης > ραφτικά

χρυσοκίτρινος: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσόκολα: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόκολα: βόραξ > κρύσταλλο > πέτρες

χρυσολούρι: σειρήτι > ραφτικά

χρυσομαμούνα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσομάμουνο: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσόμιγα: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσόξανθος: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσόξυλο: είδη βαφών > του βαφιά

χρυσοπέτσι: χρυσωμένο πετσί > πετσί > του παπουτσή

χρυσοπούλι: Nannus troglodytes > βασιλάκης > πουλιά

χρυσοπράσινος: πράσινος > του ζουγράφου

χρυσόπρασος: χρυσόπρασος > πετράδια

χρυσός: χρυσός > του ζουγράφου

χρυσοσκάθαρος: Scarabaeidae > σκάθαρος > σκουλήκια και ζωύφια

χρυσούρανα: ουρανός > καιρικά

χρυσόφα: Sparus aurata > τσιπούρα > ψάρια της θάλασσας

χρυσοφός: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσοχάμουρας: άλογο > του αγωγιάτη και του αμαξά

χρυσοχική: η τέχνη του χρυσικού > χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόχωμα: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χρυσόψαρο: Carassius auratus > χρυσόψαρο > ψάρια του γλυκού νερού

χρυσόψαρο: Zeus faber > χριστόψαρο > ψάρια της θάλασσας

χρυσώνω: χρυσάφι > μέταλλα και χημικά

χρυσωπός: χρυσός > του ζουγράφου

χρώμα: βαφή > του βαφιά

χρώμα: χρώμα > του ζουγράφου

χρωματιά: χρώμα > του ζουγράφου

χρωματίζω: δουλιές του βαφιά > του βαφιά

χρωματισμός: χρώμα > του ζουγράφου

χρωματιστής: ζουγράφος > του ζουγράφου

χρωματιστό: είδη πανιών > πανιά

χταποδάς: ψαράς > της ψαρικής

χταποδέβω: ψαρέβω > της ψαρικής

χτενάδικο: χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτενάκι: Solea solea > χαψί > ψάρια της θάλασσας

χτενάς: χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτένι: αρμός > κόκκαλα

χτένι: πλάτη > κόκκαλα

χτένι: τσουγγριά > του χωραφιού

χτένι: χτενάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτένι: Vola jacobaea (pectinidae) > χτένι > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χτένι: ειλεακόν (λαγόνιον) οστούν > χτένι > κόκκαλα

χτενιά: τσουγγριά > του χωραφιού

χτένια: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χτενίζω: κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτενίζω: ρόκα > του αργαλιού και της ρόκας

χτενομίταρα: μέρη του αργαλιού > του αργαλιού και της ρόκας

χτήμα: χτήμα > του χωραφιού

χτηματάς: χτηματίας > του χωραφιού

χτηματίας: χτηματίας > του χωραφιού

χτημιώνας: μεγάλο κοπάδι > χτήμα > του χωραφιού

χτημιώνας: πολλά χτήματα, μεγάλο κοπάδι, πλούτος > χτήμα > του χωραφιού

χτίζω: δουλιές του χτίστη > του χτίστη

χτικιάζω: χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιάρης: χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιασμένος: χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτικιό: χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτίριο: χτίριο > του χτίστη

χτιστή: χτιστή βρύση > βρύση > του χωραφιού

χτίστης: χτίστης > του χτίστη

χτυπά: το μεγάλο ψάρι χτυπά > ψαρική > της ψαρικής

χτυπάει: ο ήλιος > αστρικά

χτύπημα: χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτυπημένο: απίδι > του φαγιού

χτυπητά: αβγά > του φαγιού

χτυπητήρι: πόρτα > του χτίστη

χτυπητήρι: χτυπητήρι > σύνεργα χρήσιμα σε διάφορες τέχνες

χτυπητό: είδη χρωμάτων > του ζουγράφου

χτυπητό: χτυπητό καλέμι > χαράχτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

χτυπιά: χτύπημα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χτυποκάρδι: καρδιά > όργανα

χτύπος: κοντάρι > του πολεμιστή

χτύπος: μαχαίρι > του πολεμιστή

χτυπούν: τα δόντια > όργανα

χτυπώ: χτυπώ στο φτερό > δουλιές του κυνηγού > του κυνηγού

χυλόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

χυλός: ζουμί > του φαγιού

χυλός: αλεβρόκολα για πανιά > μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

χυλώνω: μαγειρέματα > του μαγεριού

χυλώνω: μάζαλη > του αργαλιού και της ρόκας

χύματα: χύματα της κάλτσας = ξεφτίσματα > κάλτσα > του παπουτσή

χυμός: χυμός > φυτολογικά

χύνει: το χρώμα > του ζουγράφου

χύνουνται: τα άστρα > άστρο > αστρικά

χύνω: χύνω σπυριά > σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χύση: το ρίξιμο ση θάλασσα του φορτίου για να σωθεί το καράβι από φουρτούνα > αβαρία > του κούρσου και του φορτωτή

χυτά: λασκάδα > καιρικά

χυτή: χυτή φωτιά > πολιορκητικά > του πολεμιστή

χυτήρι: χωνευτήρι όπου λιώνουν τα μέταλλα > χυτήρι > του σιδερά, φαναρτζή και χαλκωματά

χυτό: σπίτι > του χτίστη

χύτρα: αγγιά και δοχεία > του τσουκαλά και του γυαλά

χύτρα: καζάνι > του μαγεριού

χώμα: γη > του χωραφιού

χώματα: χώματα > του χωραφιού

χωματίδα: χωματίδα > ψάρια της θάλασσας

χωματοβούνι: βουνό > τοπογραφικά

χωματόβουνο: βουνό > τοπογραφικά

χωματομάντρα: μαντρότοιχος > του χτίστη

χωματοπλαγιά: πλάγι > μέρη του βουνού > τοπογραφικά

χωματοσήκωμα: μόλος > του χτίστη

χωματοσήκωμα: για το φτιάσιμο του δρόμου > χωματοσήκωμα > τοπογραφικά

χωμάτωμα: μόλος > του χτίστη

χωνέβει: χωνέβει πέτρες > χώνεψη > φυσιολογικά

χωνέβω: χώνεψη > φυσιολογικά

χωνεμένο: χωνεμένο στήθος > χτικιό > αρώστιες και άλλα κουσούρια

χωνεφτήρι: χρυσικός > άλλες τέχνες και σύνεργα

χωνεφτό: χρυσάφι ή ασήμι της βούλας > λαγάρα > μέταλλα και χημικά

χώνεψη: χώνεψη > φυσιολογικά

χώρα: χώρα > τοπογραφικά

χωρατάδικο: κρασί > του φαγιού

χωράφι: χωράφι > του χωραφιού

χωραφιά: χωράφι > του χωραφιού

χωραφιάρικο: σκύλος > θηλαστικά

χωραφίτης: Helix hortensis > σάλιαγκας > όστρακα κι άλλα θαλασσινά

χωραφοπόντικας: Microtus agrestis > κλαροπόντικο > θηλαστικά

χωραφόσκυλο: σκύλος > θηλαστικά

χωριατοπούλα: κόρη > οικογενειακά

χωριατόσκυλο: σκύλος > θηλαστικά

χωριό: χωριό > τοπογραφικά

χωριουδάκι: χωριό > τοπογραφικά

χωρισιά: χωρισιά > οικογενειακά

χωρισμένος: χωρισμένος > οικογενειακά

χωρισμός: διαζύγιο > χωρισιά > οικογενειακά

χωροπούλα: μικρή χώρα > χώρα > τοπογραφικά

χωστό: παπούτσι > του παπουτσή

χωστό: σπέρνω χωστό > σπέρνω > του χωραφιού

ψάθα: καπέλο > ρούχα

ψάθα: ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαθάκι: καπέλο > ρούχα

ψαθάς: ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψάθες: λιόπανα και ψάθες για το σκέπασμα της σταφίδας > λιάστρα > του τρύγου

ψαθί: καπέλο > ρούχα

ψαθί: ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαθούρι: ζυμαρικά > του φαγιού

ψαθώνω: ψαθάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδα: ψαλίδα του αμπελιού > φυτολογικά

ψαλίδα: ψαλίδι > ραφτικά

ψαλίδα: Scolopendra cingulata > ψαλίδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψαλίδα: τρίχα χωρισμένη σε δύο > ψαλίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψαλιδάς: ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδι: δοκαρωσιά > του χτίστη

ψαλίδι: ψαλιδάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλίδι: ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδιάζω: ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδίζω: κουρέας > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαλιδίζω: ψαλίδι > ραφτικά

ψαλιδοκέρι: λύχνος > του σπιτικού

ψαλιδοκόβω: ψαλίδι > ραφτικά

ψαλίκουρδα: θαλασσινό μαμούνι που πετά και πηδάει στις ακρογιαλιές > ψαλίκουρδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψαλμοκατάρα: λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμός: λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμουδιά: λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψαλμουδιάζω: θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ψαλτήρι: σαντούρι > του μουσικού

ψάνα: ώριμο γέννημα, ψημένο στάχυ > καρπός > φυτολογικά

ψάνη: άγουρο σιτάρι καβουρδισμένο > ψωμί > του φαγιού

ψάρα: άλογο > θηλαστικά

ψαραγκάθι: βελονιές > ραφτικά

ψαράδαινα: ψαράς > της ψαρικής

ψαράδικο: ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαράδισα: ψαράς > της ψαρικής

ψαράς: ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαράς: ψαράς > της ψαρικής

ψαράς: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρατός: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρέβω: ψαρέβω > της ψαρικής

ψάρεμα: ψαρική > της ψαρικής

ψαρεφτής: ψαράς > της ψαρικής

ψαρής: άλογο > θηλαστικά

ψαρής: σταχτής > του ζουγράφου

ψαρί: σταχτής > του ζουγράφου

ψαρί: ασπριδερό > άλογο > θηλαστικά

ψάρια: ψάρια και χαβαρικά > του φαγιού

ψαρική: ψαρική > της ψαρικής

ψαρικό: ψαρική > της ψαρικής

ψαρογένης: μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρογενίζω: μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαροδόλι: δολώνω > της ψαρικής

ψαροκάικο: είδη καραβιών > καράβια

ψαροκάλαθο: ψαροκόφινο > της ψαρικής

ψαροκάλαμο: καλάμι > της ψαρικής

ψαροκαλύβα: καλύβα > του χτίστη

ψαροκόκκαλο: ανατομικά > ψαρολογικά

ψαροκόκκαλο: βελονιές > ραφτικά

ψαρόκολα: κόλα > του μαραγκού

ψαρόκολα: ξόβεργα > του κυνηγού

ψαροκόφινο: ψαροκόφινο > της ψαρικής

ψαρόλαδο: λάδι > του φαγιού

ψαρολίμνη: βιβάρι > της θάλασσας και του καιρού

ψαρολόγος: ψαράς > της ψαρικής

ψαρολόγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρολογώ: ψαρέβω > της ψαρικής

ψαρομάλης: μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρομανάβης: μανάβικο > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρομούστακος: μαλί > ανατομικά κατατόπια

ψαρονέφρι: σφαχτό > του φαγιού

ψαρόνι: Strunus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

ψαρόνι: Sturnus vulgaris > ψαρόνι > πουλιά

ψαροπάζαρο: ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρόπετρα: πέτρα > πέτρες

ψαρόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

ψαροπούλα: είδη καραβιών > καράβια

ψαροπούλα: ψαράς > της ψαρικής

ψαροπούλες: γοργόνα > δαιμονικά

ψαροπουλητής: ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαροπούλι: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαροπούλι: Phalacrocorax carbo > όφιος > πουλιά

ψαροπουλιό: ψαράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψαρός: σταχτής > του ζουγράφου

ψαρόσουπα: ζουμί > του φαγιού

ψαροσύνη: ψαρική > της ψαρικής

ψαροτέχνη: ψαρική > της ψαρικής

ψαρότοπος: μέρος ψαρερό, πλουσιόψαρο > ψαρότοπος > της ψαρικής

ψαρού: ψαράς > της ψαρικής

ψαρούδισα: ψαράς > της ψαρικής

ψαροφάγος: Ardea cinera > ψαροφάγος > πουλιά

ψαροφάγος: Ceryle alcyon > θαλασσοπούλι > πουλιά

ψαρώνω: ψαρέβω > της ψαρικής

ψαρωτή: βελονιές > ραφτικά

ψαρωτό: ψαρωτό ράψιμο > βελονιές > ραφτικά

ψαχνάδι: σφαχτό > του φαγιού

ψαχνίδα: πιτυρίδα > φυσιολογικά

ψαχνίζει: κρέας > του φαγιού

ψαχνίζεται: κρέας > του φαγιού

ψαχνό: σφαχτό > του φαγιού

ψαχνό: ψαχνό > ανατομικά κατατόπια

ψείρα: Pediculus > μελούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψειριάρικος: καρπός > φυτολογικά

ψείριασμα: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

ψέλλι: χάμουρα > του αγωγιάτη και του αμαξά

ψέλνω: θρησκευτικές δουλιές > της εκκλησιάς

ψένω: μαγειρέματα > του μαγεριού

ψεφταηδόνι: Sylvia phoenicurus > ψεφταηδόνι > πουλιά

ψεφτογιατρός: γιατρός > γιατρικά

ψεφτοδάσκαλος: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψεφτοκαμινάδα: καμινάδα > του χτίστη

ψεφτοπαγίδια: παγίδια > κόκκαλα

ψηλά (τα): το μέρος του καραβιού που είναι όξω από το νερό > τα ψηλά > του καραβιού

ψηλαρμενίζω: αρμενίζω > αρμενίσματα

ψηλό: παπούτσι > του παπουτσή

ψηλοκαπελαδούρα: καπέλο > ρούχα

ψηλόσπιτο: σπίτι > του χτίστη

ψηλοτάβανο: σπίτι > του χτίστη

ψηλοτόπια: ακροτόπια > τοπογραφικά

ψήνω: μαγειρέματα > του μαγεριού

ψησσί: Pleuronectes platessa > ψησσί > ψάρια της θάλασσας

ψησταράς: ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψησταριά: ψησταράς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψησταριά: μέρους όπου ψήνουν > ψησταριά > του μαγεριού

ψήστης: ψήστης του καφέ > ψησταριά > του μαγεριού

ψητό: κρέας > του φαγιού

ψήφα: πανιά > πανιά

ψηφιοθέτης: στοιχειοθέτης > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψηχτρί: ξυστρί > του αγωγιάτη και του αμαξά

ψιάκη: είδη γιατρικών > γιατρικά

ψίδι: μέρη του παπουτσιού > του παπουτσή

ψιδιάζω: δουλιές του παπουτσή > του παπουτσή

ψιλαθρώνας: μέρος όπου έχει πολλά ψίλιθρα (φτέρες) > ψιλαθρώνας > φυτολογικά

ψιλή: βροχή > καιρικά

ψιλή ζάχαρη: ζάχαρη > του φαγιού

ψιλικατζής: έμπορος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψιλό: κάνω το ψιλό μου > κάτουρο > φυσιολογικά

ψιλοβελονιά: βελονιές > ραφτικά

ψιλοκάπουλη: κώλος > ανατομικά κατατόπια

ψιλόφλουδο: αβγό > πουλολογικά

ψιλώνω: χορτολογώ > του χωραφιού

ψιμάδα: όψιμο κατσίκι > γίδι > της βοσκής

ψιμάδι: γίδι > της βοσκής

ψιμάρι: όψιμο αρνί > πρόβατο > της βοσκής

ψιμάρνι: πρόβατο > της βοσκής

ψιμοκαίρι: χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

ψιμόπωρο: χινόπωρο > της μέρας και της ώρας

ψιμοτύρι: τυρί > του φαγιού

ψιμύθρι: είδη βαφών > του βαφιά

ψίχα: ψωμί > του φαγιού

ψίχα: ξεφλουδισμένο αμύγδαλο > καρπός > φυτολογικά

ψίχα: το μεδούλι του φυτού > ψίχα > φυτολογικά

ψιχάλα: βροχή > καιρικά

ψιχαλίζει: βροχή > καιρικά

ψίχαλο: ψωμί > του φαγιού

ψιχαλούρα: στάλα ψιχαλιστή > βροχή > καιρικά

ψιχοβράζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

ψιχουλιάζω: μαγειρέματα > του μαγεριού

ψίχουλο: ψωμί > του φαγιού

ψιψίνα: Felis domestica > γάτος > θηλαστικά

ψοφάκι: είδη γουναρικών > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψοφάκια: ψόφια κοκώνια > καρπός > φυτολογικά

ψόφος: κρύο > καιρικά

ψόφος: πόνος > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψύλλος: Pulex irritans > ψύλλος > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαδερφός: αδέρφι > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτή: παρακόρη > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτής: πατέρας > οικογενειακά

ψυχαναθρεφτός: παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχαναθρέφω: πατέρας > οικογενειακά

ψυχαναθροφή: πατέρας > οικογενειακά

ψυχάρι: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχάρι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαρούδα: Heterocera > δαμαλάκι > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχαρούδι: Rhopalocera > πεταλούδα > σκουλήκια και ζωύφια

ψυχικό: καρδιοχούλιαρο > ανατομικά κατατόπια

ψυχικό: σωθικά > ανατομικά κατατόπια

ψυχοβγάλτης: χάρος > δαιμονικά

ψυχογιός: παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχοκέρι: φωτιστικά > της εκκλησιάς

ψυχοκόρη: παρακόρη > οικογενειακά

ψυχομάνα: μητέρα > οικογενειακά

ψυχοπαίδι: παρακόρη > οικογενειακά

ψυχοπαίδι: παραπαίδι > οικογενειακά

ψυχοπατέρας: πατέρας > οικογενειακά

ψυχόπητα: ζυμαρικά > του φαγιού

ψυχοπομπός: χάρος > δαιμονικά

ψυχοσάββατο: μέρα > της μέρας και της ώρας

ψυχούδια: εκκλησιαστικά σύνεργα > της εκκλησιάς

ψυχοχάρτι: ο κατάλογος των πεθαμένων που δίνουν του παπά για να μνημονέψει > λειτουργικά > της εκκλησιάς

ψύχρα: κρύο > καιρικά

ψυχράδα: κρύο > καιρικά

ψυχρίτσα: κρύο > καιρικά

ψυχρούλα: κρύο > καιρικά

ψωλαράς: αρχίδι > όργανα

ψωλή: αρχίδι > όργανα

ψώλος: αρχίδι > όργανα

ψωμάδικο: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμάκια: κάνω ψωμάκια > παιδιών > παιγνίδια

ψωμάς: ψωμάς > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμί: κουλουρτζής > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωμί: ψωμί > του φαγιού

ψωμόγαλο: ζουμί > του φαγιού

ψωμόσυκα: σύκα > του φαγιού

ψωμοτύρι: ψωμί > του φαγιού

ψώρα: αρρώστιες φυτών > φυτολογικά

ψώρα: στα γίδια > αρώστιες ζώων

ψώρα: στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ψώρα: ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάζω: ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάρης: ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωριάρικος: καρπός > φυτολογικά

ψωριασμένος: ψώρα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ψωροδάσκαλος: δάσκαλος > άλλες τέχνες και σύνεργα

ψωρομύτα: σπύριασμα της μύτης > στα πρόβατα > αρώστιες ζώων

ψωροφύτης: κασίδα > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ωμόρφι: παπαδίστικα ρούχα > ρούχα

ώρα: ώρα > της μέρας και της ώρας

ώρας: της ώρας > αβγό > πουλολογικά

ώρες: στις ώρες της > γγαστρωμένη > βιολογικά

ωριμάζει: το σπυρί > αρώστιες και άλλα κουσούρια

ώχρα: είδη βαφών > του βαφιά

ώχρα: σίδερο > μέταλλα και χημικά

ωχριακός: ωχριακός > του ζουγράφου