Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Τα χωριά της Θεσσαλονίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία. Τα χωριά της Θεσσαλονίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μακεδονία. Τα χωριά της Θεσσαλονίκης


 

Οικισμοί της Θεσσαλονίκης

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2009

 


βιβλιογραφία-πηγές

 

 

Αυστριακός Χάρτης:

α) φ. Saloniki: 41-41, Saloniki (Thessaloniki), 1: 200.000, Offiz. A. Jersche W. Kocour, Hptm. A. Vogel Hptm. A. Krulis.

βφVodena: 40-41, Vodena (Edessa), 1: 200.000, 1904, Offiz. W. Ahl Offiz. R. Dokaupil, Hptm. A. Vogel Hptm. A. Krulis.

γφAthos: 42-40, Asos (Athos), 1: 200.000, 1899, Aspir. R. Vogl, Hptm. A. Vogel Hptm. A. Krulis.

Χάρτης Κοντογόνη:

α) φ. Θεσσαλονίκη: Θεσσαλονίκη, κλίμακα Δ 40 30΄- 41 30΄/ Β 40 30΄- 41 30΄, Αθήναι, Γ. Κοντογόνης, 1910.

β) φ. Βοδενά: Έδεσσα (Βοδένα), κλίμακα 1: 200.000, Δ 40 30΄- 41 30΄/ Β 39 30΄- 40 30΄, Αθήναι, Γ. Κοντογόνης, 1909.

Σχινάς 1886: Νικόλαος Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας / Συνταχθείσαι υπό Νικολάου Θ. Σχινά ταγματάρχου του μηχανικού παρά τω Επιτελείω του Τρίτου Αρχηγείου, εν Αθήναι, τύποις «Le Messager d'Athènes», τρία τεύχη, 1886-1887.

Кънчов 1900: Васил КѫнчовъМакедония етногрфия и статистика, София 1900.

Brancoff 1905: D. M. Brancoff, La Macédoine et sa population chrétienne, Paris, 1905.

Χατζηκυριάκος 1906: Γεωργίου Χατζηκυριάκου, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων, εν Αθήναις, εκ των τυπογραφικών καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1906.

Χαλκιόπουλος 1910: Μακεδονία βιλαέτια Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου «Νομικής», οδός Οφθαλμιατρείου 5, 1910.

Παλαμιώτης 1914: Ελληνική Γεωργική Εταιρεία, υπό την προεδρία της Α. Μ. του Βασιλέως, Γ. Παλαμιώτου, περιοδεύοντος γεωπόνου εν Μακεδονία, Γεωργική έρευνα της Μακεδονίας, ήτοι μελέτη της γεωργικής καταστάσεως, του κτηνοτροφικού πλούτου και της βιομηχανικής παραγωγής κατά περιφερείας, Α’ της Δυτικής Μακεδονίας και Β’ της Ανατολικής Μακεδονίας, εν Αθήναις, Μάρτιος 1914.

Απαρίθμηση 1913: Βασίλειον της Ελλάδος - Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1915.

Πρόσφυγες 1915: Υπουργείον Οικονομικών – Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία Προσφύγων, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1916.

Милојевић 1920: Јужна Македонја – Антропогеографска Испитивања, теза Боровојe Ж. Милојевића, Државна Штампарија, Београд, 1920.

Απογραφή 1920: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, α) Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Δεκεμβρίου 1920 / πραγματικός πληθυσμός, Αθήναι, 1921.

ΕΑΠ 1928: Ε.ΑΠ. Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας – Τμήμα Στατιστικής, Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών Μακεδονίας με τας νέας ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928.

Απογραφή 1928:Ελληνική Δημοκρατία – Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15 – 16 Μαΐου 1928Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός – πρόσφυγες, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1933.

Στατιστικά 1935: Ελληνική Δημοκρατία – Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15 – 16 Μαΐου 1928Τόπος γεννήσεως - θρησκεία και γλώσσα - υπηκοότης, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1935.

Διοικητικά 1935: Βασίλειον της Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 15 – 16 Μαΐου 1928 - πραγματικός πληθυσμός κυρωθείς διά του από 23 Νοεμβρίου 1928 διατάγματος - Δευτέρα έκδοσις, περιέχουσα τας μέχρι τέλους του έτους 1934 διοικητικάς μεταβολάς, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1935.

Απογραφή 1940: Βασίλειον της Ελλάδος - Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της 16ης Οκτωβρίου 1940Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους κοινότητας και χωρία, έκδοσις περιέχουσα τα επίσημα ονόματα των διοικητικών υποδιαιρέσεων και των πόλεων και χωρίων συμφώνως προς την εγκριθείσαν υπό του Συμβουλίου Τοπωνυμιών ορθήν γραφήν και εκφοράν, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1950.

Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος: Μ. Μαραβελάκη – Α. Βακαλόπουλου, Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης, Ε.Μ.Σ. - Ι.Μ.Χ.Α. Θεσσαλονίκη, 1955. Επανέκδοση ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1993.

Παπαδόπουλος: Σ. Ι. Παπαδοπούλου, Η κατάσταση της παιδείας το 1906 στην ύπαιθρο του καζά Θεσσαλονίκης (μία ανέκδοτη έκθεση του Δημητρίου Μ. Σάρρου), ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, σύγγραμα περιοδικόν της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, τόμος δέκατος πέμπτος, Θεσσαλονίκη, 1975.

Χουλιαράκης 1975: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος B', ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1975.

Χουλιαράκης 1976: Μιχαήλ Χουλιαράκη, Γεωγραφική διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Γ', ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, Αθήναι 1976.

Δημητριάδης: Βασίλης Δημητριάδης, Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, σύγγραμα περιοδικόν της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, τόμος εικοστός, Θεσσαλονίκη, 1980.

Μιχαηλίδης: Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912 – 1930), διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας – Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας, εισηγητής Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1996.

Симовски: Тодор Симовски, Населените места во Егејска Македонија - географски, етнички и стопански карактеристики, дел. 2, Скопје 1998.

Σταματελάτου: Μιχαήλ Σταματελάτος και Φωτεινή Βάμβα-Σταματελάτου, Επίτομο γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδος, Ερμής 2001.

 

 

Αϊβάτοβο / Ajvatovo / Ајватово. Μετονομάστηκε σε Λυτή και στη συνέχεια σε Λητή. Οι κάτοικοι του οικισμού ήταν χριστιανοί προσκείμενοι στο πατριαρχείο και είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 1.500 άτομα. Τόσοι ήταν σχεδόν και οι παρόντες δημότες στην απογραφή του 1928. Στο χωριό δεν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Ajvatli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Αϊβάτι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Ayvatlu: Χριστιανικό χωριό το 1771. Χριστιανικό χωριό με 167 σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 417, 445].

Αϊβάτ: «έχον 80 οικογενείας χριστιανών γεωργών» [Σχινάς 1886, 391].

Айватово, Солунска Каза, 1.580 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Aivatovo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 2.000 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 207 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Αειβάτι: «Το Αειβάτι αποτελεί Ελληνικήν Ορθόδοξον κοινότητα αμιγή εκ 200 περίπου οικογενειών, διατηρούσαν σχολεία αρρένων και θηλέων μετά δύο διδασκάλων εξ εκατέρου των φύλων… Οι του Αειβάτι έχουσι το γνωστόν Σλαυόμικτον ιδίωμα, καίτοι πάντες σχεδόν εξέμαθον πλέον τη Ελληνικήν και μεταχειρίζονται αυτήν ευχερώς κατά προτίμησιν» [Χατζηκυριάκος 1906, 21].

Έκθεση Σάρρου: «Αειβάτι (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 27 Μαΐου 1906. Οικίαι 257, οικογένειαι 300, κάτοικοι 1.395 (725 άρρενες + 670 θήλεις) Έλληνες πάντες. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 252, διδάσκαλοι 4. Και το κεφαλοχώριον τούτο εξακολουθεί ευτυχώς βαίνον καλώς υπό τε εθνικήν και παιδευτικήν έποψιν» [Παπαδόπουλος, 119].

Αειβάτι, επί του όρους Χορτιάτου: «1.395 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Αειβάτιον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 1.503 κάτοικοι (763 άρρενες και 740 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11]. Αειβάτι, κοινότητος Αειβατίου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ајватово, Лугадинска област, 300 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 37].

Αειβάτιον, κοινότητος Αειβατίου, κάτοικοι 1.495 (721 άρρενες, 774 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

Μετονομασία: «Η κοινότης Αειβατίου, μετονομάζεται εις κοινότητα Λητής και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Αειβάτι εις Λητή (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].

Λυτή, κοινότητος Λυτής. Πραγματικός πληθυσμός 1.579 (774 άρρενες και 805 θήλεις), εκ των οποίων 14 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (12 άρρενες και 2 θήλεις). Υπήρχαν 1.502 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 73 δημότες άλλων δήμων και 4 αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 124 [Απογραφή 1928, 235].

Λητή (Αειβάτιον), Λητής (Αειβατίου) [Διοικητικά 1935, 137].

Λητή, κοινότητος Λητής. Πραγματικός πληθυσμός 1.107 κάτοικοι (871 άρρενες και 917 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Ајватово: μακεδονικός οικισμός [Симовски, 308].

Λητή (Αειβάτιον και Αϊβάτι): Οικισμός του δήμου Μυγδονίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Λητής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 150. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.213, 1961: 1.852, 1971: 1.689, 1981: 1.747, 1991: 2.016 [Σταματελάτου, 428-429].

 


 

Ακ Μπουνάρ / Ak Bunar / Ак Бунар. Μετονομάστηκε σε ΑσπρόβρυσηΠρόκειται για ένα μικρό χριστιανικό οικισμό, που βρισκόταν βορειοδυτικά και δίπλα στο Νταούτ Μπαλή (Ωραιόκαστρον) και τώρα αποτελεί συνοικία του τελευταίου. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 70 χριστιανοί, οι οποίοι μιλούσαν μακεδονικά και ήταν προσκείμενοι στο πατριαρχείο. Μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα, ο πληθυσμός του χωριού άλλαξε, τα υπάρχοντα όμως στοιχεία δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό της σύνθεσής του, από το μεσοπόλεμο και μετά. 

 

Πηγές:

Akbunar [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Ακμπουνάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Akbunar: τσιφλίκι 5 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Акъ Бунаръ, Солунска Каза, 70 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Ak Bounar, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Ακ Μπουνάρ, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «23 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Λικπουνάρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 196 στρεμμάτων, με 9 οικοδομές, αξίας 135.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Ακ Μπουνάρ, κοινότητος Μπάλτζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ак Бунар, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 3 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Ακ Μπουνάρ, κοινότητος Μπάλτζης, κάτοικοι 40 (24 άρρενες, 16 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ακ Μπουνάρ της κοινότητος Μπάλτζης (Μελισσοχωρίου), μετονομάζεται εις Ασπρόβρυση (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

 Ασπρόβρυση, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 61 (27 άρρενες και 34 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (6 άρρενες και 12 θήλεις). Και οι 61 ήταν δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Ασπρόβρυση (Ακ Μπουνάρ), Μελισσοχωρίου (Μπάλτζης) [Διοικητικά 1935, 137].

Ак Бунар: πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας μικρός μακεδονικός οικισμός [Симовски, 308].

Ασπρόβρυση (Ακ Μπουνάρ): Έως και την απογραφή του 1981 ήταν οικισμός της κοινότητας Μελισσοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 260. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 95, 1961: 122, 1971: 144, 1981: 187 [Σταματελάτου, 106].

 


 

Ακσακλή ή Αρσακλή ή Μπουγιούκ Μαχαλέ (AksakliArsakliBujuk Mahale АксаклиАрсаклиБујук Махале). Μετονομάστηκε σε Πανόραμα. Μέχρι το 1912 ήταν ένας καθαρά μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός 200 ατόμων. Στη συνέχεια ερήμωσε καθώς οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες από διάφορα χωριά του Πόντου και του Καυκάσου. Οι περισσότεροι από αυτούς μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο. Το 1928 ήταν ένα προσφυγικό χωριό 550 περίπου κατοίκων.

 

Πηγές:

Büjük mah. (Arsaklizes) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Ακσακλή ή Μπουγιούκ Μαχ. (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Aksakallı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 96 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το Aksakllı ήταν ένας συνοικισμός με 42 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 450].

Аксаклѫ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 205 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Αϊσακλί, καζά Θεσσαλονίκης: «27 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Ακσακλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 6 προσφυγικές οικογένειες (35 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 25, 36].

Αρσακλή, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Арсакли, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 15 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].

Бијик Махала, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 30 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Κατεστραμμένο και έρημο μετά τους βαλκανικούς πολέμους [Милојевић, 36].

Αρσακλή, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 133 (67 άρρενες, 66 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Αρσακλή της κοινότητος Καπουτζήδων (Πυλαίας) μετονομάζεται εις Πανόραμα (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].

Αρσακλή (Πανόραμα), γραφείου Θεσσαλονίκης, 155 προσφυγικές οικογένειες – 549 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 50].

Αρσακλή (Πανόραμα), πρόσφυγες: 138 οικογένειες εκ Πόντου, οι οποίες μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο (75 από Ίμερα, 40 από Παρτίν, 15 από Κρώμνη και 8 εκ Ρουσίων και Πολίτας), και 10 οικογένειες που μιλούσαν επίσης ποντιακά από το χωριό Μπορζόμ του Καυκάσου [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 305-306, 313, 318].

Πανόραμα, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός πληθυσμός 561 (268 άρρενες και 293 θήλεις), εκ των οποίων 378 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (181 άρρενες και 206 θήλεις).

Υπήρχαν 541 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 20 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Πανόραμα (Αρσακλή), Πανοράματος (Αρσακλή) [Διοικητικά 1935, 138].

Πανόραμα, κοινότητος Ασβεστοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 789 κάτοικοι (394 άρρενες και 395 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Арсакли: Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό χριστιανούς πρόσφυγες [Симовски, 311].

Πανόραμα (Αρσακλή): Πόλη του δήμου Πανοράματος, του νομού Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 340. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 831, 1961: 992, 1971: 1.560, 1981: 4.193, 1991: 10.275 [Σταματελάτου, 584].

 

 

Ανταλή / Adali / Адали. Μετονομάστηκε σε Κάτω Σχολάριον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Κάτω Σχολάρι. Οι κάτοικοι του χωριού, που ήταν μουσουλμάνοι Τούρκοι, ήταν το 1912 περίπου 200 άτομα. Αυτοί κατέφυγαν το 1913-1914 στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε τότε στα σπίτια τους πρόσφυγες χριστιανούς Ρωμιούς από το Σχολάρι (Ισικλέρ) της Ανατολικής Θράκης. Ωστόσο οι πρόσφυγες επέστρεψαν στο χωριό τους στη Θράκη, στο τέλος του 1920, το οποίο είχε προσαρτηθεί εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα. Στα τέλη του 1922 άρχισε η δεύτερη εγκατάσταση προσφύγων στο Ανταλή. Μετά την ολοκλήρωσή της, βρέθηκαν τελικά εδώ 97 οικογένειες από το Σχολάρι, τέσσερις οικογένειες από τη Μικρά Ασία και 70 οικογένειες που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, από έξι διαφορετικά χωριά του Πόντου. Το 1928 ζούσαν στον οικισμό σχεδόν 610 πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Adali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Adalı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 54 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το Adalu ήταν χωριό με 51 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 449].

Αδαλή, καζά Θεσσαλονίκης: «125 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Адали, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 470 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Αδαλήδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 190 κάτοικοι (100 άρρενες και 90 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Αδαλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο. Εγκαταστάθηκαν 35 προσφυγικές οικογένειες (124 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 25, 36].

Αδαλή, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Αδαλή, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 477 (309 άρρενες, 168 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Η κοινότης Αδαλή, μετονομάζεται εις κοινότητα Κάτω Σχολαρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Αδαλή εις Κάτω Σχολάριον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Αδαλή (Κάτω Σχολάριον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 151 προσφυγικές οικογένειες – 597 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].

Αδαλή (Κάτω Σχολάριον), πρόσφυγες: 97 ελληνόφωνες οικογένειες (355 άτομα) από το Σχολάριον της Θράκης, 4 οικογένειες Μικρασιατών (15 άτομα) και 70 οικογένειες (204 άτομα) που μιλούσαν ποντιακά, από τα χωριά του Πόντου: Καρά ΕρίκΑγαλούκ ΜαντένΚουρτ ΜπελήΠερνετζούκ, Άγιο Αντώνιο και Κουρούκ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 378, 386-387].

Κάτω Σχολάριον, κοινότητος Κάτω Σχολαρίου. Πραγματικός πληθυσμός 619 (307 άρρενες και 312 θήλεις), εκ των οποίων 570 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (278 άρρενες και 292 θήλεις). Υπήρχαν 608 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 11 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Κάτω Σχολάριον (Αδαλή), Κάτω Σχολαρίου (Αδαλή) [Διοικητικά 1935, 136].

Κάτω Σχολάριον, κοινότητος Κάτω Σχολαρίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.047 κάτοικοι (512 άρρενες και 535 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Адали: Τούρκικος οικισμός. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί πρόσφυγες [Симовски, 307-308].

Κάτω Σχολάρι (Αδαλή): Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κάτω Σχολαρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 150. Κάτοικοι μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.213, 1961: 1.852, 1971: 1.689, 1981: 1.747, 1991: 2.016 [Σταματελάτου, 428-429].

 

  

 Απανομή / Apanomi / Апаноми. Μεταγράφηκε ως Επανωμή και στη συνέχεια ως Επανομή. Μεγάλο χωριό με κάτοικους γηγενείς χριστιανούς Έλληνες. Μετά το 1924 προστέθηκε εδώ ένας μικρός αριθμός προσφύγων. Το 1912 και το 1928, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν περίπου 3.000 και 3.500 άτομα αντίστοιχα.

Πηγές:
Apanomi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].
Apanomi: Στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν ένα μικτό χωριό χριστιανών και μουσουλμάνων. Το 1862 το χωριό είχε 183 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 429, 450].
Απανομή: «Η κωμόπολις Απανομή έχει περί τας 500 οικογενείας χριστιανών γεωργών, εκκλησίαν, παντοπωλεία τινα, καφεία, φρέατα, ίππους φορτηγούς και βόας δι’ αμάξας» [Σχινάς 1886, 529].
Апанами, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 2.300 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Panolia, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.850 Έλληνες. Δύο ελληνικά σχολεία με τρεις δασκάλους και 325 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].
Έκθεση Σάρρου: «Επανωμή (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 20-21 Μαΐου 1906. Οικίαι 420, κάτοικοι πάντες Έλληνες. Μαθηταί 527. Διδάσκαλοι 5» [Παπαδόπουλος, 126].
Επανομή, τμήματος Καλαμαριάς: «2.600 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].
Επανωμή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.948 κάτοικοι (1.496 άρρενες και 1.452 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Επανωμή, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Επανωμή, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 3.430 (1.667 άρρενες, 1.763 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Επανωμή, κοινότητος Επανωμής. Πραγματικός πληθυσμός 3.583 (1.811 άρρενες και 1.662 θήλεις), εκ των οποίων 75 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (39 άρρενες και 36 θήλεις). Υπήρχαν 3.419 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 152 δημότες άλλων δήμων και 12 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].
Επανωμή, Επανωμής [Διοικητικά 1935, 136].
Επανομή, κοινότητος Επανομής. Πραγματικός πληθυσμός 402 κάτοικοι (197 άρρενες και 205 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Епаноми: μεγάλο ελληνικό χωριό [Симовски, 319].
Επανομή: Οικισμός του δήμου Επανομής, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 οικισμός της κοινότητας Επανομής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 50. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 4.505, 1961: 4.639, 1971: 4.587, 1981: 4.881, 1991: 5.562 [Σταματελάτου, 220].

 

 

Αραπλή / Arapli / Арапли. Μετονομάστηκε Λαχανόκηπος, στη συνέχεια Λαχανόκηποι και τελικά Νέα Μαγνησία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι 200 περίπου κάτοικοί του μιλούσαν μακεδονικά και ήταν χριστιανοί που είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Η ελληνική διοίκηση αλλοίωσε το 1923-1924 τη σύνθεση του πληθυσμού, εγκαθιστώντας εδώ 41 οικογένειες προσφύγων από τη Θράκη και 285 οικογένειες από τη Μικρά Ασία (οι περισσότερες των οποίων ήταν χριστιανού Τούρκοι).

 

Πηγές:

Arapli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Αραπλή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Hanlu Araplu: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 8 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 422, 439].

Арапли, Солунска Каза / Вардарѝя, 155 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Araplia, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 200 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Αραπλί (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Τσιφλίκι τουρκικόν μετά 15 οικιών σλαυοφώνων αποσχισθέντων προ τριετίας. Εις την εκκλησίαν του χωρίου μεταβαίνει ο ιερεύς του Δουδουλαρίου. Μένει ενταύθα και χωλός τις Βουλγαροδιδάσκαλος διδάσκων 5-6 μαθητάς» [Παπαδόπουλος, 122].

Αραπλί, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «78 ορθόδοξοι Έλληνες, υποκείμενοι εις την τρομοκρατίαν του Βουλγαρικού κομιτάτου από του 1906» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Αραπλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 240 κάτοικοι (134 άρρενες και 106 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Αραπλή, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Арапово, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 8 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 35 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 36].

Αραπλή, κοινότητος Νεοχωρούδας, κάτοικοι 413 (221 άρρενες, 192 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Η κοινότης Αρπαλή, μετονομάζεται εις κοινότητα Λαχανοκήπου και ο οικισμός Αρπαλή εις Λαχανόκηπος (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.9.1927 (ΦΕΚ 206/28.9.1927) [Χουλιαράκης 1975, 300].

Αραπλή (Λαχανόκηπος), γραφείου Θεσσαλονίκης, 329 προσφυγικές οικογένειες – 1.209 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 32].

Αραπλή (Λαχανόκηπος), πρόσφυγες: 41 οικογένειες Θρακών (183 άτομα) και 285 οικογένειες Μικρασιατών (1.306 άτομα). Από τις μικρασιατικές οικογένειες, 65 τουρκόφωνες είχαν έλθει από το Κεμπίρ Σούσουρλουκ και 122 τουρκόφωνες από το Μουραδιέ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 112, 115-116].

Λαχανόκηπος, κοινότητος Λαχανοκήπου. Πραγματικός πληθυσμός 1.800 (894 άρρενες και 906 θήλεις), εκ των οποίων 1.229 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (609 άρρενες και 620 θήλεις). Υπήρχαν 1.573 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 220 δημότες άλλων δήμων και 7 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].

Λαχανόκηπος (Αραπλή), Λαχανοκήπου (Αραπλή) [Διοικητικά 1935, 137].

Λαχανόκηποι (Νέα Μαγνησία), κοινότητος Λαχανοκήπων. Πραγματικός πληθυσμός 2.070 κάτοικοι (1.040 άρρενες και 1.030 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Μετονομασία: «Ο οικισμός Λαχανόκηπος, μετονομάζεται εις Νέα Μαγνησία, η δε ομώνυμος κοινότης, εις κοινότης Νέας Μαγνησίας (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 24.3.1952 (ΦΕΚ 73/24.3.1952) [Χουλιαράκης 1976, 81].

Арапли: Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας μακεδονικός οικισμός. Στη συνέχεια η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο χωριό χριστιανούς πρόσφυγες από την Τουρκία [Симовски, 310].

Νέα Μαγνησία (έως το 1928 Αραπλή, ως το 1952 Λαχανόκηποι): Οικισμός του δήμου Εχεδώρου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Ιωνίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 18. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.451, 1961: 3.026, 1971: 3.170, 1981: 3.770, 1991: 3.664 [Σταματελάτου, 533].

 

Βαρλάντζα / Varlandža / Варланџа. Μετονομάστηκε Αγιονέρι, στη συνέχεια Αγιονέριον και τελικά Παλαιόν Αγιονέριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα μικτό χωριό. Η πλειοψηφία των κατοίκων του ήταν μουσουλμάνοι Τούρκοι. Υπήρχε μία μικρή μερίδα του πληθυσμού που ήταν χριστιανοί, είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική και είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Το 1912 ζούσαν εδώ 1.000 περίπου μουσουλμάνοι και 40 περίπου χριστιανοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού κατέφυγαν στην Τουρκία και οι περισσότεροι χριστιανοί στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ μεταξύ 1914-1924 χριστιανούς πρόσφυγες (κυρίως από τον Καύκασο, ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου). Το 1928 κατοικούσαν στον οικισμό γύρω στους 700 πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Vrlandža [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Βερλάντσα (μικτό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Vırlanca: χωριό με 49 μουσουλμανικά και 50 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 442].

Верланица (Варланджа), Солунска Каза, 35 χριστιανοί Βούλγαροι, 560 Τούρκοι και 35 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 141].

Varlandja, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 40 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Βερλάντσα, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «100 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες και 150 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Βερλάντζα Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 47 προσφυγικές οικογένειες (211 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Βερλάντζα, κοινότητος Βερλάντζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Врландžа, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 230 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 300 σπίτια χριστιανών ελλήνων προσφύγων [Милојевић, 32].

Βερλάντζα, κοινότητος Βερλάντζης, κάτοικοι 269 (141 άρρενες, 128 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Η κοινότης Βερλάντζης μετονομάζεται εις κοινότητα Αγιονερίου και ο ομώνυμος αυτή οικισμός Βερλάντζα εις Αγιονέρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975, 271].

Βερλάντζα (Αγιονέρι), γραφείου Θεσσαλονίκης, 339 προσφυγικές οικογένειες – 1.116 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Βερλάντζα (Αγιονέρι), πρόσφυγες: 7 οικογένειες Θρακών, 5 οικογένειες διάφορες και 165 οικογένειες Καυκασίων (412 άτομα). Από τις οικογένειες εκ Καυκάσου, 100 είχαν έρθει από το Σουμπατάν, 40 από το Μουλά Μουσταφά ή Ιβανπόλ και 20 από το Κιουμπέτ. Όλες αυτές οι οικογένειες μιλούσαν ποντιακά [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 160-166].

Αγιονέρι, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός πληθυσμός 749 (372 άρρενες και 377 θήλεις), εκ των οποίων 88 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (41 άρρενες και 47 θήλεις).

Υπήρχαν 639 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 110 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 233].

Αγιονέρι (Βερλάντζα), Αγιονερίου (Βερλάντζης), Κιλκίς [Διοικητικά 1935, 187].

Αγιονέριον, κοινότητος Αγιονερίου, επαρχίας Κιλκίς. Πραγματικός πληθυσμός 827 κάτοικοι (427 άρρενες και 400 θήλεις) [Απογραφή 1940, 215].

Барланџа (Врланџа): Ήταν ένα οικισμός Τούρκων και λίγων Μακεδόνων. Οι πρώτοι έφυγαν στην Τουρκία και οι δεύτεροι (επίσημα 23 άτομα) στη Βουλγαρία [Симовски, 78].

Παλαιό Αγιονέρι (έως το 1928 Βερλάντζα, ως το 1940 Αγιονέρι): Οικισμός του δήμου Πικρολίμνης, του νομού Κιλκίς. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αγιονερίου, της επαρχίας Κιλκίς. Υψόμετρο 130. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 588, 1961: 694, 1971: 543, 1981: 684, 1991: 691 [Σταματελάτου, 572].

 

 

Βασιλικά: Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό με κατοίκους γηγενείς χριστιανούς Έλληνες. Μετά το 1923-1924 εγκαταστάθηκαν εδώ και λίγοι πρόσφυγες. Ο πληθυσμός του τόσο το 1912, όσο το 1928, ήταν περίπου 2.400 άτομα.

Πηγές:
Vasilika [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].
Βασιλικά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].
Vasilika: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 στο χωριό υπήρχαν 151 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 428, 451].
Βασιλικά: «Η κωμόπολις οικείται υπό 400 οικογενειών, και έχει 3 εκκλησίας, 30 μαγαζεία, 5 χάνια, χωρούντα 250 κτήνη και έχοντα δωμάτιά τινα. Παράγει δε δημητριακούς, ων εξαγωγή γίνεται, σίσαμον, βάμβακα κτλ.» [Σχινάς 1886, 513-514].
Василика, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 2.000 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].
Vassiliko, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.500 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με τρεις δασκάλους και 280 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].
Βασιλικά, τμήματος Καλαμαριάς: «2.370 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].
Βασιλικός, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.379 κάτοικοι (1.227 άρρενες και 1.152 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].
Βασιλικά, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].
Βασιλικά, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 2.280 (1.148 άρρενες, 1.132 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].
Βασιλικά, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 2.426 (1.240 άρρενες και 1.186 θήλεις), εκ των οποίων 55 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (32 άρρενες και 23 θήλεις).
Υπήρχαν 2.332 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 94 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].
Βασιλικά, Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].
Βασιλικά κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 2.783 κάτοικοι (1.422 άρρενες και 1.361 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].
Василика: χριστιανικός ελληνικός οικισμός [Симовски, 313].
Βασιλικά: Οικισμός του δήμου Βασιλικών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Βασιλικών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 75. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.998, 1961: 3.006, 1971: 2.778, 1981: 2.858, 1991: 3.332 [Σταματελάτου, 325].

 

 

Βάτιλακ ή Καντίκιοϊ (VatilakKadikjoј ВатилакКадиќој). Εξελληνίστηκε σε Βαθύλακκος. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε περίπου 600 μακεδονόφωνους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Στη συνέχεια το χωριό εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του. Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ, το 1923-1924, ελληνόφωνους χριστιανούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το 1928 υπήρχαν στον οικισμό γύρω στους 1.400 πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Vatiluk (Kadiköj) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Βαθύλακκος ή Καδί Κιόι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Βαθύλακκο: Στα μέσα του 15ου αιώνα υπήρχαν εδώ 3 σπίτια χριστιανών και 4 άγαμοι χριστιανοί. To 1862 το χωριό Kaziköy είχε 78 σπίτια [Δημητριάδης, 383, 437].

Ватилѫкъ (Кади Кьой), Солунска Каза / Вардарѝя, 600 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Vatilak, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 640 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Βαθύλακος, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «572 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Καδή Κιόι, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 21.555 στρεμμάτων, με 109 οικοδομές, αξίας 921.875 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Βαθύλακον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 421 κάτοικοι (227 άρρενες και 194 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Βαθύλακον, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ватилак, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 95 σπίτια χριστιανών Σλάβων. Έρημο μετά τους βαλκανικούς πολέμους [Милојевић, 32].

Βαθύλακκον, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 76 (48 άρρενες, 28 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Βαθύλακκος, γραφείου Θεσσαλονίκης, 250 προσφυγικές οικογένειες – 997 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 12].

Βαθύλακκος, πρόσφυγες: 236 οικογένειες Μικρασιατών (944 άτομα). Από τις ελληνόφωνες αυτές οικογένειες, υπήρχαν 150 από Σεβδήκιοϊ, 44 από Αλή Αγά, 18 από Τσεσνίρ και 17 από Αράπ Τσιφλίκ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 254-262, 393].

Βαθύλακκον, κοινότητος Καραβίας. Πραγματικός πληθυσμός 1.532 (787 άρρενες και 745 θήλεις), εκ των οποίων 1.424 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (723 άρρενες και 701 θήλεις).

Υπήρχαν 1.175 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 354 δημότες άλλων δήμων και 3 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].

Βαθύλακκον, Βαθυλάκκου [Διοικητικά 1935, 135].

Βαθύλακκος, κοινότητος Βαθυλάκκου. Πραγματικός πληθυσμός 1.483 κάτοικοι (742 άρρενες και 741 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Ватилак: Καθαρά χριστιανικός μακεδονικός οικισμός πριν τους βαλκανικούς πολέμους. Το 1914 μεγάλος αριθμός κατοίκων έφυγε στη Βουλγαρία. Στη συνέχεια το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες [Симовски, 313].

Βαθύλακκος: Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Βαθυλάκκου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 110. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.497, 1961: 1.626, 1971: 1.657, 1981: 1.852, 1991: 2.138 [Σταματελάτου, 118].

 

 

Γενί Κιόι ή Αγία Παρασκευή (Jeni KjojАjia Paraskevi Јени ЌојАјиа Параскеви). Διατηρήθηκε επίσημα το όνομα Αγία Παρασκευή. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο υπήρχαν λίγοι χριστιανοί Έλληνες. Το 1912 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 100 άτομα. Το 1923-1924 το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ ελληνόφωνους πρόσφυγες, κυρίως από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το 1928 τα 2/3, από τους σχεδόν 640 κατοίκους του χωριού, ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Jeniköj (Aja Paraskevi) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Μποντούρ ή Αγία Παρασκευή: Στα τέλη του 15 αιώνα είχε 8 χριστιανικά σπίτια. Το 1771 το Yeni Köy ήταν τσιφλίκι με χριστιανούς κατοίκους [Δημητριάδης, 400, 426].

Ени Кьой, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 121 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Yeni Keuy, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 105 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 45 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].

Νεοχώρι, τμήματος Καλαμαριάς: «801 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Γενή Κιόι (Αγία Παρασκευή), καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.119 στρεμμάτων, με 30 οικοδομές, αξίας 727.281 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Αγία Παρασκευή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 48 κάτοικοι (23 άρρενες και 25 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Αγία Παρασκευή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Αγία Παρασκευή, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 180 (101 άρρενες, 79 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Αγία Παρασκευή, γραφείου Θεσσαλονίκης, 134 προσφυγικές οικογένειες – 537 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Γενήκιοϊ (Αγία Παρασκευή), πρόσφυγες: 77 οικογένειες Θρακών (276 άτομα), 48 οικογένειες Μικρασιατών (203 άτομα), 12 οικογένειες Ποντίων (28 άτομα) και 1 οικογένεια εκ Βουλγαρίας (5 άτομα). Από τις θρακιώτικες οικογένειες, 45 ήταν ελληνόφωνες από το Πλαγιάρι (Μπουλαΐρ), 12 ελληνόφωνες από το Σουμπάσκιοϊ και 7 ελληνόφωνες από την Περίσταση (Περίστα ή Σάρκιοϊ). Από τις μικρασιατικές οικογένειες, 25 ήταν ελληνόφωνες από το Ιντζέκιοϊ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 283-287, 426, 471-472].

Αγία Παρασκευή, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 643 (333 άρρενες και 310 θήλεις), εκ των οποίων 413 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (217 άρρενες και 226 θήλεις). Υπήρχαν 634 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 9 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Αγία Παρασκευή, Αγίας Παρασκευής [Διοικητικά 1935, 134].

Αγία Παρασκευή, κοινότητος Αγίας Παρασκευής. Πραγματικός πληθυσμός 805 κάτοικοι (411 άρρενες και 394 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Ени Ќој: Οικισμός χριστιανών Ελλήνων. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες το 1922 [Симовски, 319].

Αγία Παρασκευή: Οικισμός του δήμου Βασιλικών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αγίας Παρασκευής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 95. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 841, 1961: 810, 1971: 655, 1981: 627, 1991: 711 [Σταματελάτου, 7].

 

 

Γενί Κιόι ή Νόβο Σέλο ή Νεοχωρούδα (Jeni KjojNovo SeloNeohorudha Јени ЌојНово СелоНеохоруда). Διατηρήθηκε επίσημα το όνομα Νεοχωρούδα. Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό, οι κάτοικοι του οποίου έχουν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 800 περίπου άτομα, διακρινόμενα σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς χριστιανούς. Μερικές οικογένειες έφυγαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου για τη Βουλγαρία. Το 1928 ο οικισμός είχε περίπου 900 κατοίκους.

 

Πηγές:

Jeniköj [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Νεοχωρούδα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Yeni Köy: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Tο 1862 ήταν ένα χωριό με 76 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 422, 437].

Ново Село (Ени Кьой), Солунска Каза, 772 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Novo Selo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.016 Βούλγαροι (552 εξαρχικοί και 464 πατριαρχικοί). Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές και ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 45 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Νεοχωρούδα (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Κεφαλοχώρι μετά οικιών ελληνιζουσών μεν 83, σχισματικών δε 35. Μαθηταί εγγραφέντες ημέτεροι 74 (ων 36 θήλεις). Διδάσκαλοι 2. Μαθηταί Βουλγάρων 20, διδάσκαλοι 2.» [Παπαδόπουλος, 120].

Νεοχωρούδα, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «648 ορθόδοξοι Έλληνες και 35 Σχισματικοί Βουλγαρίζοντες. Ο ναός επί επταετίαν κλεισθείς, απεδόθη το 1902 εις την Ελληνικήν Κοινότητα, ένεκα της εις την ορθοδοξίαν προσχωρήσεως των σχισματικών. Αλλά τω 1907 αναπτυχθείσης εκ νέου σχισματικής ομάδος, διαταγή του Χιλμή Πασά εισεχώρησαν και οι σχισματικοί, εκκλησιαζόμενοι ήδη εξ υπαμοιβής» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Νεοχωρούδα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 727 κάτοικοι (362 άρρενες και 365 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας, κάτοικοι 884 (439 άρρενες, 445 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

ΝεοχωρούδαΡευστοποιήθηκαν 8 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 197].

Νεοχωρούδα, γραφείου Θεσσαλονίκης, 3 προσφυγικές οικογένειες – 9 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 43]. Νεοχωρούδα, πρόσφυγες: 4 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (12 άτομα). Μέχρι το 1931 οι οικογένειες αυτές μετοίκισαν σε διάφορα μέρη [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 122].

Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας. Πραγματικός πληθυσμός 919 (462 άρρενες και 457 θήλεις), εκ των οποίων 7 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες και 2 θήλεις). Υπήρχαν 899 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 20 δημότες άλλων δήμων. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 127 [Απογραφή 1928, 236].

Νεοχωρούδα, Νεοχωρούδας [Διοικητικά 1935, 137]. Νεοχωρούδα, κοινότητος Νεοχωρούδας. Πραγματικός πληθυσμός 1.138 κάτοικοι (607 άρρενες 531 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Novo Selo (Ени Ќој): καθαρά χριστιανικό μακεδονικό χωριό [Симовски, 336].

Νεοχωρούδα: Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νεοχωρούδας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 220. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.235, 1961: 1.258, 1971: 1.212, 1981: 1.195, 1991: 1.430 [Σταματελάτου, 544].

 

 

Γενί Μαχαλέ / Jeni Mahale / Јени Махале. Μετονομάστηκε σε Πετρωτό και στη συνέχεια σε Πετρωτόν. Μέχρι το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 100 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Αυτοί, μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατέλειψαν το χωριό τους και έφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους ισάριθμο αριθμό ελληνόφωνων χριστιανών προσφύγων, από δύο χωριά της Τραπεζούντας.

 

Πηγές:

Ilidžeharabati [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Γενή Μαχ ή Λούτζια (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Γενή Μααλέ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 85 κάτοικοι (45 άρρενες και 40 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γενή Μαχαλέ Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 22 προσφυγικές οικογένειες (75 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Γενή Μαχαλά, κοινότητος Μπάλτζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Јени Кеј, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 20 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 30 σπίτια χριστιανών Ελλήνων προσφύγων [Милојевић, 35].

Γενή Μαχαλά, κοινότητος Μπάλτζης, κάτοικοι 53 (28 άρρενες, 25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γενή Μαχαλά της κοινότητος Μπάλτζης (Μελισσοχωρίου), μετονομάζεται εις Πετρωτό (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Γενή Μαχαλέ (Πετρωτό), γραφείου Θεσσαλονίκης, 21 προσφυγικές οικογένειες – 83 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 50].

Γενή Μαχαλέ (Πετρωτό), 18 οικογένειες Ποντίων (55 άτομα). Όλες οι οικογένειες ήταν ελληνόφωνες. Οι 16 ήταν από το Κάγιατλι και οι 2 από το Κιζιλτζά Χασάν [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 144, 145].

Πετρωτό, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 112 (66 άρρενες και 46 θήλεις), εκ των οποίων 10 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες και 5 θήλεις). Υπήρχαν 82 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 30 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Πετρωτό (Γενή Μαχαλά), Μεσιού (Τζουμά) [Διοικητικά 1935, 137].

Πετρωτόν, κοινότητος Μεσιού. Πραγματικός πληθυσμός 165 κάτοικοι (80 άρρενες και 85 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Ени Махала: Ήταν ένας μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός. Το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες από τον Πόντο [Симовски, 319].

Πετρωτό (Γενή Μαχαλά): Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Μεσαίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 170. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 298, 1961: 286, 1971: 191, 1981: 210, 1991: 232 [Σταματελάτου, 617].

 

 

Γεντικλή / Jedikli / Једикли. Μετονομάστηκε σε Κάτω Περιστερά. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 80 μουσουλμάνοι Τούρκοι, οι οποίοι μετά τους βαλκανικούς πολέμους έφυγαν στην Τουρκία. Το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στα σπίτια τους τρεις χριστιανικές προσφυγικές οικογένειες από τη Θράκη. Ο προσφυγικός οικισμός διαλύθηκε το 1936.

 

Πηγές:

Jedikler [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Gedikli: συνοικισμός με 12 μουσουλμανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Γεδικλή, καζά Θεσσαλονίκης: «25 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Гидикли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 80 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Γεντικλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 48 κάτοικοι (24 άρρενες και 25 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γεδικλή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γεδικλή της κοινότητος Βασιλικών μετονομάζεται εις Κάτω Περιστερά (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].

Γεδικλή (Κάτω Περιστερά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 3 προσφυγικές οικογένειες – 13 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].

Γεδικλή (Κάτω Περιστερά), πρόσφυγες: 3 οικογένειες Θρακών (13 άτομα). «Ο μικρός ούτος οικισμός διελύθη το 1936, διότι αι δύο εκ των οικογενειών τούτων, των προερχομένων εκ Περιστάσεως, έφυγον και εγκαταστάθηκαν εις Λακκιάν (Τροχανλή) και εις Περίστασιν Κατερίνης (του Πέτρου Ανθουλιά και του Αναστασίου), αγνώστου επωνύμου). Η τρίτη οικογένεια του Ζαφειρίου Θεοφιλίδου, εξακολούθει μόνη παραμένουσα εις την Κάτω Περιστέραν» [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 292].

Κάτω Περιστερά, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 31 (23 άρρενες και 8 θήλεις), εκ των οποίων 13 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (6 άρρενες και 7 θήλεις). Και οι 31 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 234].

Κάτω Περιστέρα (Γεδικλή), Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].

Едикли (Једикли): Ήταν ένας μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός. Το 1922 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία [Симовски, 284].

 

 

Γιαϊλατζίκ / Jajladžik / Јајлаџик. Μετονομάστηκε Φίληρος και στη συνέχεια Φίλυρον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Φίλυρο. Ήταν ένας μεγάλος οικισμός. Το 1912 ζούσαν εδώ 650 περίπου μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί πρόσφυγες, από δύο χωριά του Καυκάσου, ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου.

 

Πηγές:

Jajladžik [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Γιαϊλατζίκ (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Yaylacık: Το 1771 ήταν ένα μουσουλμανικό χωριό [Δημητριάδης, 426].

Яйладжикъ, Солунска Каза / Вардарѝя, 497 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Γιαϊλατζήκ, επί του όρους Χορτιάτου: «665 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Γιαλατζή, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 6.567 στρεμμάτων, με 28 οικοδομές, αξίας 511.175 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Γιαλιντζίκ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 253 κάτοικοι (106 άρρενες και 147 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γιαλιτζήκ, κοινότητος Λαϊνών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Γιαϊλατζίκ Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 50 προσφυγικές οικογένειες (243 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Јајладžик, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 100 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].

Γιαλιτζήκ, κοινότητος Λαϊνών, κάτοικοι 361 (191 άρρενες, 170 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γιαλιτζίκ υπαγόμενος εις την κοινότητα Λαϊνών της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις Φίληρος (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Γιαλαδζίκ (Φίληρος), γραφείου Θεσσαλονίκης, 97 προσφυγικές οικογένειες – 365 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 60].

Γιαλατζίκ (Φίληρος), 102 οικογένειες Καυκασίων (381 άτομα). Οι πρόσφυγες αυτοί μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, προέρχονταν δε από τα χωριά Τσιπλαχλί και Κιουλεπέρτ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 38].

Φίληρος, κοινότητος Λαϊνών. Πραγματικός πληθυσμός 463 (228 άρρενες και 235 θήλεις), εκ των οποίων 19 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (7 άρρενες και 12 θήλεις). Υπήρχαν 395 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 68 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Φίληρος (Γιαλιτζήκ), Φιλήρου (Γιαλιτζήκ) [Διοικητικά 1935, 139].

Φίλυρον, κοινότητος Φιλύρου. Πραγματικός πληθυσμός 555 κάτοικοι (277 άρρενες και 278 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Јалиџик: Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας μουσουλμανικός τουρκικός οικισμός. Στη συνέχεια οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν. Στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από τον Καύκασο [Симовски, 322].

Φίλυρο (έως το 1928 Γιαλιτζήκ, έως το 1940 Φίληρος): Οικισμός του δήμου Χορτιάτη, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Φιλύρου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 400. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 492, 1961: 519, 1971: 547, 1981: 1.019, 1991: 2.192 [Σταματελάτου, 771].

 

 

Γιαχγιαλί ή Άγιοβο (JahjaliAjovo ЈахлалиАјово). Μετονομάστηκε Ακροποταμιά, στη συνέχεια Ασπροποταμιά και τελικά Ακπροπόταμος. Ήταν ένας μικτός οικισμός τουρκόφωνων μουσουλμάνων και μακεδονόφωνων χριστιανών. Οι τελευταίοι είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 100 περίπου μουσουλμάνοι και 70 χριστιανοί. Στη συνέχεια ο οικισμός εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του, προσφυγικού πια οικισμού, ήταν περίπου 430 άτομα.

 

Πηγές:

Jahjali (Jaicevo) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Γιακαλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Yahyalı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 8 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό-τσιφλίκι με χριστιανούς και μουσουλμάνους κατοίκους. Το Yahyalu ήταν το 1862 χωριό-τσιφλίκι με 11 μουσουλμανικά και 9 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 404, 426, 442].

Yahlevo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 32 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Αΐοβον, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «105 Μουσουλμάνοι και 75 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Κιαχαλή ή Αΐοβον, κοινότητος Βερλάντζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ајиево, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 15 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 5 μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 32].

Γιαχαλή ή Αΐοβον, κοινότητος Βερλάντζης, κάτοικοι 50 (28 άρρενες, 22 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γιαχαλή της κοινότητος Αγιονερίου (πρώην Βερλάντζας), μετονομάζεται εις Ακροποταμιά (Νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 4.11.1927 (ΦΕΚ 306/22.12.1927) [Χουλιαράκης 1975, 313].

Γιαχαλή (Ακροποταμιά), γραφείου Αξιουπόλεως, 97 προσφυγικές οικογένειες – 377 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 3].

Ασπροποταμιά, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός πληθυσμός 438 (209 άρρενες και 229 θήλεις), εκ των οποίων 176 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (84 άρρενες και 92 θήλεις). Υπήρχαν 425 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 13 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 233].

Ασπροποταμιά (Γιαχαλή), Προχώματος (Δογαντζή) [Διοικητικά 1935, 138].

Ακροπόταμος, κοινότητος Προχώματος. Πραγματικός πληθυσμός 657 κάτοικοι (314 άρρενες και 343 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Аиево (Ајово, Јахали): Το 1912 ήταν ένας μικτός οικισμός Μακεδόνων και Τούρκων. Οι περισσότεροι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν μέχρι το 1920. Στη συνέχεια εποικίστηκε με άλλες οικογένειες [Симовски, 308].

Ακροπόταμος (έως το 1928 Γιαχαλή, έως το 1940 Ασπροποταμιά): Οικισμός του δήμου Κουφαλίων, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Προχώματος, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 45. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 668, 1961: 724, 1971: 652, 1981: 650, 1991: 653 [Σταματελάτου, 56].

 


 

Γιδά / Jidha / Jида. Μετονομάστηκε σε Αλεξάνδρεια. Πρόκειται για ένα χριστιανικό οικισμό γηγενών Ελλήνων, στον οποίο εγκαταστάθηκε ένας αριθμός προσφύγων το 1923-1924. Το 1912 είχε 700 κατοίκους. Το 1928 ο πληθυσμός του Γιδά ήταν περίπου 1.150 άτομα, εκ των οποίων τα 160 ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Gida [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Γιδάς (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Γιδά: «Κείται ½ ώραν Δ του άνω (Παληοχώρι) και είναι το μεγαλύτερον των χωρίων του Ουρουμλούκι, έχον 130 οικογενείας, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων και άνδρας μαχίμους» [Σχινάς 1886, 176, 204].

Гида (Гидахоръ), Солунска Каза / Урумлъкъ, 410 χριστιανοί Έλληνες και 60 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Guida, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 600 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 60 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Γιδάς (ελληνόφωνοι), 16 και 28 Μαΐου 1906. Οικίαι 115, κάτοικοι 660 Έλληνες. Μαθηταί εγγραφέντες 50 (ων 5 μόνον κοράσια), διδάσκαλος 1. Το χωρίον τσιφλίκι οθωμανικόν. Το κεντρικώτατον τούτο χωρίον του Ρουμλουκίου, εν ω από του έτους τούτου γίνεται και εβδομαδιαία αγορά (παζάρι), έχει σχολείον νεόδμητον λίθινον και εκκλησίαν κομψήν και ευρείαν, ιδρύματα των προοδευτικών και φιλοπόνων αυτού κατοίκων» [Παπαδόπουλος, 131].

Γηδάς, περιοχή Ρουμλουκίου: «Κωμόπολις κεντρικωτάτη του Ρουμλουκίου, μετ’ ομωνύμου σιδηροδρομικού σταθμού της γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, κλεις της συγκοινωνίας μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κατερίνης. Κάτοικοι 700 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Γιδά, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 19.806 στρεμμάτων, με 132 οικοδομές, αξίας 1.056.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Γιδά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 715 κάτοικοι (356 άρρενες και 359 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γιδά, κοινότητος Γιδά, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Γιδάς, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 844 (431 άρρενες, 413 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Γιδάς, γραφείου Βερροιάς, 35 προσφυγικές οικογένειες – 134 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Γιδά, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 1.151 (594 άρρενες και 557 θήλεις), εκ των οποίων 163 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (93 άρρενες και 70 θήλεις). Υπήρχαν 1.006 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 143 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].

Γιδά, Γιδά [Διοικητικά 1935, 135]. Γιδάς, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 1.752 κάτοικοι (985 άρρενες και 767 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Μετονομασία: «Η πόλις Γιδά εν τη επαρχία και νομώ Ημαθίας, μετονομάζεται Αλεξάνδρεια, ο δε ομώνυμος δήμος, δήμος Αλεξανδρείας» βασιλικό διάταγμα 6.1.1953 (ΦΕΚ 10/16.1.1953) [Χουλιαράκης 1976, 83].

Гида: ελληνικό χωριό [Симовски, дел. 1, 8].

Αλεξάνδρεια (έως το 1940 Γιδά, έως το 1945 Γιδάς): πόλη του δήμου Αλεξανδρείας, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αλεξανδρείας, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.038, 1961: 6.168, 1971: 8.199, 1981: 10.543, 1991: 12.109 [Σταματελάτου, 57].

 

 

Γιουντζιλάρ / Jundžilar / Јунцилар. Μετονομάστηκε σε Κόμινα και στη συνέχεια σε Κύμινα. Πρόκειται για ένα μεγάλο μακεδονόφωνο χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ήταν διαιρεμένοι, πριν τους βαλκανικούς πολέμους, σε πατριαρχικούς και ουνίτες. Ο πληθυσμός του το 1912 και το 1928 ήταν αντίστοιχα περίπου 1.200 και 1.500 άτομα.

 

Πηγές:

Jundžular [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Γιανιτσήδες ή Γιουντζουλάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Yundcılar: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 ήταν ένα χριστιανικό χωριό με 109 σπίτια [Δημητριάδης, 422, 439].

Γεντσίδα: «Κεφαλοχώρι πεδινόν έχον 150 οικογενείας χριστιανικάς, κείμενον ¼ ώρας ΝΔ της Κολακιάς και 1 ½ ώραν αρκτικώς της ακτής. Προ εξαετίας ο ποταμός Αξιός (Βαρδάρ) έρρε Δ του χωρίου Γεντσίδα, ¾ της ώρας προς Ν αυτού, ηνούτο μετά του ποταμού Λουδίου (Καρά Ασμάκι). Επί της εγκαταλειφθείσης κοίτης ρέει νυν μικρόν ρεύμα. Ώραν προς νότον αυτής επί του ποταμού Λουδίου υπάρχει δημόσιος περαταριά (καράβι)» [Σχινάς 1886, 202].

Юнчии, Солунска Каза / Вардарѝя, 890 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Yountchiité, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 848 Βούλγαροι (640 πατριαρχικοί και 208 ουνίτες). Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 50 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Γιουντζίδα ή τουρκ. Jundžular (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 22 Μαρτίου 1906. Κεφαλοχώριον μετά οικιών 130 και κατοίκων 650, βουλγαρουνιτικών δε 5. Μαθηταί εν όλω 68, διδάσκαλοι 2... Τα διδακτήρια αυτού είναι καλά, οι κάτοικοι όμως έχουσιν ανάγκην ποδηγετήσεως. Ευτυχώς ελληνοφρονούσι πάντες, πλην των οσημέραι φθινόντων υπό πάσαν έποψιν Βουλγαρουνιτών οίτινες προ δεκαετίας και πλέον ηρίθμουν 32 οικογενείας» [Παπαδόπουλος, 135].

Γιουντζήδα, περιοχή Ρουμλουκίου: «780 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Γιουντζίδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 1.247 κάτοικοι (659 άρρενες και 588 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γιουντζήδες Θεσσαλονίκης, δημόσιο, 273 προσφυγικές οικογένειες / 1.127 άτομα (σημ. Λιθοξόου: προφανώς αφορά τα γειτονικά Νέα Μάλγαρα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Γιουντζήδες, κοινότητος Γιουντζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Индžији, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 150 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].

Γιουντζήδες, κοινότητος Γιουντζήδων, κάτοικοι 1.441 (759 άρρενες, 682 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114]. Μετονομασία: «Η κοινότης Γιουντζήδων, μετονομάζεται εις κοινότητα Κομίνων και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Γιουντζήδες εις Κόμινα (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].

Κύμινα, κοινότητος Κυμίνων. Πραγματικός πληθυσμός 1.570 (835 άρρενες και 735 θήλεις), εκ των οποίων 17 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (9 άρρενες και 8 θήλεις). Υπήρχαν 1.485 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 81 δημότες άλλων δήμων και 4 αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 21 [Απογραφή 1928, 235].

Κύμινα (Γιουντζήδες), Κυμίνων (Γιουντζήδων) [Διοικητικά 1935, 136].

Κύμινα, κοινότητος Κυμίνων. Πραγματικός πληθυσμός 2.175 κάτοικοι (1.107 άρρενες και 1.068 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Јундџулар (Јунџиди): μεγάλο μακεδονικό χωριό [Симовски, 323].

Κύμινα (Γιουντζήδες): Οικισμός του δήμου Αξιού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κυμίνων, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 8. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.493, 1961: 2.677, 1971: 2.709, 1981: 3.139, 1991: 3.469 [Σταματελάτου, 399].

 

 

Γιούντογλαρ ή Βαλμάδα ή Κόνιαρε (JundoglarValmadaKonjare ЈундогларВалмадаКоњаре). Μετονομάστηκε σε Ανατολικόν. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Ανατολικό. Πρόκειται για ένα μεγάλο μακεδονόφωνο χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του ήταν πατριαρχικοί. Το 1912 ο οικισμός είχε 1.000 κατοίκους. Κατά το μεσοπόλεμο  μερικές οικογένειες έφυγαν για τη Βουλγαρία. Το 1928 ζούσαν εδώ περίπου 1.150 άτομα.

 

Πηγές:

Gündoglar (Valmazes) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Βαλμάδα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Yundoğlanı: χωριό 112 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Βαλμάδα: «Κεφαλοχώρι πεδινόν έχον 100 οικογενείας χριστιανικάς, σχολείον δημοτικόν μετ’ αρχών Ελληνικού, εκκλησίαν. Κείται ½ ώραν Δ του άνω (Κολοπάντσα) και ¼ ώρ. Α του ποταμού Αξιού (Βαρδάρ), εφ’ ου έχει μεγάλην ιδιόκτητον περαταριάν, χωρούσαν άμαξαν μετά του φορτίου της και των συρόντων αυτήν βοών» [Σχινάς 1886, 201]

Коняри, Солунска Каза / Вардарѝя, 1.220 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Koniaré, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 960 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 95 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Βαλμάδα ή τουρκ. Gündoglar (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21 Μαρτίου 1906. Κεφαλοχώριον μετά κατοίκων 629 κατά την περυσινήν στατιστικήν. Εφέτος εγκαταστάθησαν ενταύθα και 10 ακόμη οικογένειαι εκ Σαριτσίου, Καϊλίου και Καβακλίου Άνω και Κάτω, αγοράσασαι και γήπεδα προς ανέγερσιν οικιών…Το εθνικόν φρόνημα των κατοίκων ευτυχώς είναι ελληνικώτατον μη δυνηθέντος να διαδοθή εκεί του βουλγαρικού μολύσματος. Και η ελληνική δε γλώσσα έχει από ετών μεγάλως διαδοθή εκ των σχολείων και της παρακειμένης Κουλακιάς, τείνουσα ούτως οσημέραι να καταστή και οικογενειακή, καθ’ όσον πλην των γραιών γινώσκουσι αυτήν και λαλούσι πάντες οι άλλοι. Κατά ταύτα το χωρίον τούτο, ως και η γείτων Γιουντζίδα είναι δίγλωσσα. Εν τοις σχολείοις του χωρίου, άτινα λειτουργούσι εν διδακτηρίοις υποφερτοίς, ενεγράφησαν μαθηταί εν όλω 101 – περυσιν 85 - ήτοι εν μεν τη μικτή δημοτική σχολή 51 (ων 10 θήλεα), εν δε τω νηπιαγωγείω 50» [Παπαδόπουλος, 134-135].

Βαλμάδα, περιοχή Ρουμλουκίου: «690 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Βαλμάδα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 968 κάτοικοι (503 άρρενες και 465 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Конаре, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 250 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].

Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδος, κάτοικοι 1.064 (533 άρρενες, 531 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

ΑνατολικόΡευστοποιήθηκαν 8 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 197].

Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδος. Πραγματικός πληθυσμός 1.149 (579 άρρενες και 570 θήλεις), εκ των οποίων 9 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (6 άρρενες και 3 θήλεις). Υπήρχαν 1.148 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 1 δημότης άλλου δήμου [Απογραφή 1928, 234].

Βαλμάδα, Βαλμάδος [Διοικητικά 1935, 135].

Βαλμάδα, κοινότητος Βαλμάδας. Πραγματικός πληθυσμός 1.422 κάτοικοι (726 άρρενες και 696 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Βαλμάδα της κοινότης Βαλμάδας μετονομάζεται Ανατολικόν, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης Ανατολικού (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», βασιλικό διάταγμα 11.5.1955 (ΦΕΚ 157/21.6.1955) [Χουλιαράκης 1976, 107].

Коњари (Ѓундулар): μακεδονικός οικισμός [Симовски, 327].

Ανατολικό (Βαλμάδα): Οικισμός του δήμου Χαλάστρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ανατολικού, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 8. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.770, 1961: 2.024, 1971: 1.912, 1981: 2.278, 1991: 2.418 [Σταματελάτου, 73].

 

 

Γκράντομπορ / Gradobor / Градобор. Εξελληνίστηκε σε Γραδεμπόριον και στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Πεντάλοφος. Ήταν ένα μεγάλο μακεδονόφωνο χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ήταν, πριν τους βαλκανικούς πολέμους, διαιρεμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Το 1912 είχε πληθυσμό γύρω στους  800 κατοίκους. Το μεσοπόλεμο κάποιες οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Το 1928 ζούσαν εδώ περίπου 900 άτομα, από τα οποία 70 ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Gradobor [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Γραδομπόρι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Gırdabor: χωριό 79 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Градоборъ, Солунска Каза, 800 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Gradobor, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.040 Βούλγαροι (760 εξαρχικοί και 280 πατριαρχικοί). Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με δύο δασκάλους και 53 μαθητές και ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 30 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Γραδοβόρι (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Κεφαλοχώριον μετά οικιών εν όλω 150, ων 56 ελληνοφρονούσαι, αι δε λοιπαί σχισματικαί. Μαθηταί ημέτεροι 45 (ων κοράσια), διδάσκαλοι 2… Οι σχισματικοί έχουσι 2 διδασκάλους και 1 ιερέα, μαθητάς δε 50. Εκκλησιάζονται εκ περιτροπής εν τη αυτή εν η και οι ημέτεροι εκκλησία» [Παπαδόπουλος, 121].

Γραδαμβόριον, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «310 ορθόδοξοι Έλληνες και 472 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες. Εις τον Ελληνικόν ναόν παραχωρήσει της εξουσίας εκκλησιάζονται και οι σχισματικοί εξ υπαμοιβής» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Γραδιμπόριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 822 κάτοικοι (435 άρρενες και 387 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γραδεμπόριον, κοινότητος Γραδεμπορίου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Градобор, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 125 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Γραδεμπόριον, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 740 (355 άρρενες, 385 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

ΠεντάλοφοςΡευστοποιήθηκαν 6 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 197].

Γραδεμπόριον, γραφείου Θεσσαλονίκης, 4 προσφυγικές οικογένειες – 13 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 15].

Γραδεμπόριον, πρόσφυγες: 2 ελληνόφωνες οικογένειες Θρακών (7 άτομα) από το χωριό Κερμέν και 1 οικογένεια Μικρασιατών (4 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 129].

Γραδεμπόριον, κοινότητος Γραδεμπορίου. Πραγματικός πληθυσμός 907 (483 άρρενες και 424 θήλεις), εκ των οποίων 66 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (58 άρρενες και 8 θήλεις). Υπήρχαν 824 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 82 δημότες άλλων δήμων και 1 αλλοδαπός. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 29 [Απογραφή 1928, 234].

Γραδεμπόριον, Γιδά [Διοικητικά 1935, 136]. Γραδεμπόριον, κοινότητος Γραδεμπορίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.114 κάτοικοι (562 άρρενες και 552 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γραδεμπόριον της κοινότητος Γραδεμπορίου εν τη επαρχία Θεσσαλονίκης μετονομάζεται Πεντάλοφος, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης Πενταλόφου», βασιλικό διάταγμα 16.12.1953 (ΦΕΚ 349/21.12.1953) [Χουλιαράκης 1976, 86].

Градобор: μακεδονικός οικισμός [Симовски, 327].

Πεντάλοφος (Γραδεμπόριο): Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Πενταλόφου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 120. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.236, 1961: 1.344, 1971: 1.353, 1981: 1.435, 1991: 1.563 [Σταματελάτου, 606].

 

Ζαγκαρτζή / Zagardži / Загарџи. Μετονομάστηκε σε Ταγαράδες. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Φαίνεται πως  παλαιότερα ζούσαν και εργάζονταν εδώ χριστιανοί, οι οποίοι στις αρχές του 20ου αιώνα έφυγαν και στη θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι Τούρκοι. Το 1920 υπήρχαν στο τσιφλίκι 60 άτομα. Μέχρι το 1924 οι παλαιοί κάτοικοι είχαν φύγει και ο οικισμός είχε γίνει καθαρά προσφυγικός. Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό 400 περίπου πρόσφυγες από τη  Μικρά Ασία και τη Θράκη.

 

Πηγές:

Zagardži [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Zagarcı: τσιφλίκι με 10 χριστιανικά σπίτια και ένα μουσουλμανικό το 1862 [Δημητριάδης, 451].

Ταγαρτζίδες «Τσιφλίκιον οθωμανού έχοντος 4 οικογενείας χριστιανών γεωργών, οίκημα ιδιόκτητου και φρέατα» [Σχινάς 1886, 529].

Загърджа, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 40 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Ζαγαρτζήδες, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι με 21 οικοδομές [Παλαμιώτης 1914, 80].

Ταγαρτζήδες, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τογαρτζήδες, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 61 (36 άρρενες, 25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ταγαρτζήδες της κοινότητος Βασιλικών, μετονομάζεται εις Ταγαράδες (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Ταγαρδτζήδες (Ταγαράδες), γραφείου Θεσσαλονίκης, 80 προσφυγικές οικογένειες – 324 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 59].

Ταγαρτζήδες (Ταγαράδες), πρόσφυγες: 32 οικογένειες Θρακών (109 άτομα) και 48 οικογένειες Μικρασιατών (173 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7].

Ταγαράδες, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 478 (266 άρρενες και 212 θήλεις), εκ των οποίων 342 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (185 άρρενες και 157 θήλεις). Υπήρχαν 401 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 77 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Ταγαράδες (Ταγαρτζήδων), Αγίας Παρασκευής [Διοικητικά 1935, 134].

Ταγαράδες, κοινότητος Αγίας Παρασκευής. Πραγματικός πληθυσμός 536 κάτοικοι (262 άρρενες και 274 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Загрџа (Тагарџидес): Ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη [Симовски, 320].

Ταγαράδες (Ταγαρτζήδες): Οικισμός του δήμου Θέρμης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ταγαράδων, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 80. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 520, 1961: 465, 1971: 402, 1981: 501, 1991: 750 [Σταματελάτου, 732].

 

 

Ζάτβορο / Žatvoro / Жатворо. Έρημο από την περίοδο του μεσοπολέμου. Βρισκόταν βορειοανατολικά της εκβολής του ποταμού Καρά Αζμάκ (Λουδία). Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν 70 περίπου ελληνόφωνοι χριστιανοί.

 

Πηγές:

Ζάτδορον, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά]

 Έκθεση Σάρρου: «Ζάτφορον, 22 Μαρτίου 1906. Κτήμα του Αβζή βέη εν ω εφέτος εγένετο συνοικισμός 15 οικογενειών ελληνοφώνων το πλείστον εκ των χωρίων Κορυφής, Κλειδίου, Τσιναφόρνου και Λιμπανόβου, προσπαθουσών ν’ αποκτήσωσιν ιερέα και διδάσκαλον» [Παπαδόπουλος, 135].

Ζάτφορ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 40.000 στρεμμάτων, με 18 οικοδομές, αξίας 233.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

 

 

Ζουμπάτ / Zumbat / Зумбат. Μετονομάστηκε σε Τρίλοφον. Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Τρίλοφο. Μεγάλο χωριό κατοικούμενο από γηγενείς χριστιανούς Έλληνες. Το 1912 και το 1928 αντίστοιχα, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν περίπου 1.100 και 1.400 άτομα.

 

Πηγές:

Zumbat [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Ζουμπάτες: Στα μέσα του 15ου αιώνα ήταν ιδιοκτησία των μπέηδων Defterdar Sinan και Mustafa. Στα τέλη του 15 αιώνα ήταν τιμάριο του Ishak. Είχε 8 σπίτια χριστιανών και 13 μουσουλμάνων (αλατάδων). Το 1862 το Zumbat ήταν ένα χωριό με 102 χριστιανικά σπίτια και 2 μουσουλμανικά [Δημητριάδης, 390, 397, 451].

Ζουμπάτι: «κείμενον επί ράχης και εν μέσω χαραδρών και έχον 150 οικογενείας χριστιανών γεωργών, εκκλησίαν, χάνιον μικρόν και ρέοντα ύδατα προς δε και αρκετά φορτηγά» [Σχινάς 1886, 530].

Замбатъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 1.000 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Zambat, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 850 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 116 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].

Έκθεση Σάρρου: «Ζουμπάτες (ελληνόφωνο), 20 Μαΐου 1906. Κεφαλοχώριον μετ’ οικιών 210 και κατοίκων 1.260 κατά την τελευταίαν τουρκικήν στατιστικήν. Μαθηταί 144, διδάσκαλοι 3» [Παπαδόπουλος, 141].

Ζουμπάτες, τμήματος Καλαμαριάς: «1.000 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Ζουμπάδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 1.139 κάτοικοι (590 άρρενες και 549 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Ζουμπάτες, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ζουμπάταις, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 1.238 (581 άρρενες, 657 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Η κοινότης Ζουμπάτες, μετονομάζεται εις κοινότητα Τριλόφου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Ζουμπάτες εις Τρίλοφον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Τρίλοφον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 1.390 (684 άρρενες και 706 θήλεις), εκ των οποίων 20 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (11 άρρενες και 9 θήλεις). Υπήρχαν 1.359 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 30 δημότες άλλων δήμων και 1 αλλοδαπός [Απογραφή 1928, 236].

Τρίλοφον (Ζουμπάτες), Τριλόφου (Ζουμπάτων) [Διοικητικά 1935, 138].

Τρίλοφον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 1.481 κάτοικοι (752 άρρενες και 729 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Замбат (Зумбатес): ελληνικός οικισμός [Симовски, 320].

Τρίλοφο (Ζουμπάτες): Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Τριλόφου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 140. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.508, 1961: 1.379, 1971: 1.202, 1981: 1.322, 1991: 1.971 [Σταματελάτου, 748].

 

 

Ίνγκλιζ / Ingliz / Инглиз. Μετονομάστηκε σε Αγχίαλος Μακεδονίας και στη συνέχεια σε Αγχίαλος. Μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά και είχε 90 περίπου μακεδονόφωνους εξαρχικούς κατοίκους. Στη συνέχεια ο οικισμός ερήμωσε. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ, μέχρι το 1924, πατριαρχικούς χριστιανούς πρόσφυγες από τη Βουλγαρία. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 800 περίπου άτομα.

 

Πηγές:

Ingliz čiftl. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Ίγγλις (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Ингилизъ, Солунска Каза / Вардарѝя, 95 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Inglis Tciflik, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 88 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Ιγγλίζ τσιφλίκ, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «55 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Ίγγλις, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ίγγλις της κοινότητος Καραβία (πρώην Μπουγαριόβου), μετονομάζεται εις Αγχίαλος Μακεδονίας (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Ίγγλις (Αγχίαλος Μακεδονίας), γραφείου Θεσσαλονίκης, 266 προσφυγικές οικογένειες – 849 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Ίγγλις (Αγχίαλος Μακεδονική), πρόσφυγες: 1 οικογένεια Μικρασιατών (2 άτομα) και 261 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (993 άτομα). Από τις τελευταίες, 185 προέρχονταν από την περιοχή Αγχιάλου, 57 από τον Πύργο και 20 από Στενίμαχο [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 176].

Αγχίαλος Μακεδονίας, κοινότητος Αγχιάλου Μακεδονίας. Πραγματικός πληθυσμός 805 (436 άρρενες και 369 θήλεις), εκ των οποίων 576 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (296 άρρενες και 280 θήλεις). Υπήρχαν 732 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 73 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Αγχίαλος Μακεδονίας (Ίγγλις), Αγχιάλου Μακεδονίας (Ίγγλις) [Διοικητικά 1935, 135].

Αγχίαλος, κοινότητος Αγχιάλου. Πραγματικός πληθυσμός 661 κάτοικοι (345 άρρενες και 316 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Инглиш (Инглиш Чифлик): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι του Χατζή Μπέη, στο οποίο ζούσαν χριστιανοί Μακεδόνες. Το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες από την Αγχίαλο της Βουλγαρίας [Симовски, 321-322].

Αγχίαλος: Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αγχιάλου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 25. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 666, 1961: 613, 1971: 568, 1981: 593, 1991: 852 [Σταματελάτου, 43].

 

 

Ισενλή / Isenli / Исенли. Μετονομάστηκε σε Μερσινούδα. Πρόκειται για ένα χωριό που βρισκόταν ανατολικά από το Καγιάτσαλη (Τριάδιον). Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 350 μουσουλμάνοι Τούρκοι. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν με τη σειρά τους το μέρος (λόγω του ορεινού και δυσπρόσιτου του τόπου) μέχρι το 1927 και μετεγκαταστάθηκαν σε γειτονικά χωριά.

 

Πηγές:

Isenlizes (Seneli[Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Esenlı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 24 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το Esenli ήταν συνοικισμός με 39 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 450].

Ασενλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Асанли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 330 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Ασινλί, καζά Θεσσαλονίκης: «32 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Ισενλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 60 κάτοικοι (40 άρρενες και 20 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Ισινλή, κοινότητος Χορτιάτη, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ισινλή, κοινότητος Χορτιάτου, κάτοικοι 270 (144 άρρενες, 126 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ισινλή της κοινότητος Χορτιάτου, μετονομάζεται εις Μερσινούδα (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Ισενλή (Μερσινούδα), γραφείου Θεσσαλονίκης, 11 προσφυγικές οικογένειες – 52 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 37].

Ισενλή (Μερσινούδα), πρόσφυγες: 37 οικογένειες Μικρασιατών (156 άτομα). Ο νέος προσφυγικός οικισμός διαλύθηκε το 1927, όταν οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν το μέρος και μετοίκησαν στην Νέα Μαινεμένη και το Τριάδι [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 361-362].

Μερσινούδα, κοινότητος Χορτιάτη. Πραγματικός πληθυσμός 42 (22 άρρενες και 20 θήλεις), εκ των οποίων 42 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (22 άρρενες και 20 θήλεις). Και οι 42 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 237].

Μερσινούδα (Ισινλή), Χορτιάτου [Διοικητικά 1935, 139].

Исинли: Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το χωριό ερήμωσε το 1927 [Симовски, 322].

 


 





Καβακλή Γκόρνο / Kavakli Gorno / Кавакли Горно. Μετονομάστηκε σε Άγιος Αθανάσιος. Το 1912 ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν 80 μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί και 30 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατέλειψαν τον οικισμό πρώτα οι χριστιανοί κάτοικοι και τους ακολούθησαν οι μουσουλμάνοι μέχρι το 1924. Το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στα σπίτια τους ελληνόφωνους πρόσφυγες από διάφορα χωριά της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Το 1928 κατοικούσαν εδώ περίπου 2.100 άτομα.

 

Πηγές:

Kavakli (Levkes) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Καβακλή, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Kavaklu: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 8 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 417, 437].

Горно Каваклиово, Солунска Каза / Вардарѝя, 115 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Gorno Kavaklievo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 144 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 12 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Λεύκες ή Άνω Καβακλί (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 19 Μαΐου 1906. Κτήμα έχον οικίας 16, ψυχάς δε 76 (ων 40 άρρενες + 36 θήλεις) ελληνοφρονούσας. Το χωρίον ενοικιασθέν δι’ επταετίαν υπό του Σαούλ ηρίθμει προ τινων ετών τριπλασίους κατοίκους… Οι παραμείναντες κάτοικοι του χωρίου εννοούσι πάντες την ελληνικήν» [Παπαδόπουλος, 141].

Άνω Καβακλί, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «75 ορθόδοξοι Έλληνες και 30 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Καβακλή Μπουλιά, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 14.000 στρεμμάτων, με 20 οικοδομές, αξίας 670.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Άνω Καβακλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 31 κάτοικοι (20 άρρενες και 11 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καβακλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Горно Каваклијево, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 3 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].

Καβακλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 166 (102 άρρενες, 64 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Η κοινότης Καβακλή μετονομάζεται εις κοινότητα Αγίου Αθανασίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Καβακλή εις Άγιος Αθανάσιος (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].

Καβακλή (Άγιος Αθανάσιος), γραφείου Θεσσαλονίκης, 467 προσφυγικές οικογένειες – 1.952 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Καβακλή (Άγιος Αθανάσιος), πρόσφυγες: 455 οικογένειες Θρακών και 80 οικογένειες Μικρασιατών. Από τις ελληνόφωνες θρακιώτικες οικογένειες 130 είχαν έρθει από Μπουγιούκ Γκερδελή, 195 από Μεσινή, 60 από Σκόπελο, 30 από Σαφρά, 20 από Πέτρα και 20 από Κερμέν. Οι μικρασιατικές οικογένειες και οι 80 ήταν ελληνόφωνες από Τσομπανισιά. Το Καβακλή ήταν, πριν την εγκατάσταση των προσφύγων, τσιφλίκι του Εβραίου Μαλλάχ. Εδώ ζούσαν 10 οικογένειες μουσουλμάνων Γύφτων. [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 225-247].

Άγιος Αθανάσιος, κοινότητος Αγίου Αθανασίου. Πραγματικός πληθυσμός 2.158 (1.084 άρρενες και 1.074 θήλεις), εκ των οποίων 2.069 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1.022 άρρενες και 1.047 θήλεις). Υπήρχαν 2.064 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 92 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 233].

Άγιος Αθανάσιος (Καβακλή), Αγίου Αθανασίου (Καβακλή) [Διοικητικά 1935, 134].

Άγιος Αθανάσιος, κοινότητος Αγίου Αθανασίου. Πραγματικός πληθυσμός 2.865 κάτοικοι (1.406 άρρενες και 1.459 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Кавакли (Горно Кавакли): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας μακεδονικός οικισμός. Το 1924 έγινε ένας οικισμός προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία [Симовски, 323].

Άγιος Αθανάσιος (Καβακλή): Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Θεσσαλονίκης, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 30. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.851, 1961: 3.183, 1971: 3.372, 1981: 3.972, 1991: 5.400 [Σταματελάτου, 43].

 

 

Καβακλή Ντόλνο / Kavakli Dolno / Кавакли Долно. Επίσημη απογραφική ονομασία Κάτω Καβακλή. Έρημο από το μεσοπόλεμο. Βρισκόταν νοτιοανατολικά του Γκόρνο Καβακλή. Ήταν ένα τσιφλίκι, στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 70 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό, πριν την απογραφή του 1928.

 

Πηγές:

Köpek Kavaklisi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κάτω Καβακλή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Κάτω Καβακλί: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 7 οικογενείας χριστιανικάς εκκλησιαζομένας εις Βαλμάδαν, ης κείται Α ¼ ώρας» [Σχινάς 1886, 202].

Долно Каваклиово, Солунска Каза / Вардарѝя, 85 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Dolno Kavaklievo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219]. Έκθεση Σάρρου: «Κάτω Καβακλί ή Κιοπέκ Καβακλισί (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Τσιφλίκι μετά 6 οικογενειών σλαυοφώνων ελληνοφρονουσών εκκλησιαζομένων εις Τεκελί» [Παπαδόπουλος, 122].

Κάτω Καβακλί, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «27 ορθόδοξοι Έλληνες υποκείμενοι εις την Βουλγαρικήν τρομοκρατίαν από του 1907» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Κάτω Καβακλή, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Κάτω Καβακλή, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι 71 (37 άρρενες, 34 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Καβακλή Ζιρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 18.905 στρεμμάτων, με 10 οικοδομές, αξίας 403.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Кавакли (Долно Кавакли): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα τσιφλίκι με μακεδόνες κατοίκους. Στη συνέχεια ερήμωσε [Симовски, 317].

 

 

Καγιαλή ή Κάνγκαλιτς (KajaliKangalič КајалиКангалич). Μετονομάστηκε σε Βραχιά. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά στην οποία κατοικούσαν 200 περίπου μακεδονόφωνοι χριστιανοί, διαιρεμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Υπήρχαν ακόμα 50 μουσουλμάνοι Τούρκοι (ή και Τσιγγάνοι). Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έφυγαν αναγκαστικά μέχρι το 1924 για την Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό οκτώ οικογένειες χριστιανών Τούρκων από δύο χωριά της Μικράς Ασίας και τρεις πατριαρχικές οικογένειες από τη Θράκη. Το 1928 ζούσαν εδώ 240 περίπου άτομα, εκ των οποίων μόνο το ένα δέκατο ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Kajali (Kangelič) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Καϊλή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Kayalu: τσιφλίκι 80 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Καϊλί: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 60 οικογενείας χριστιανικάς, σχολείον και εκκλησίαν. Κείται 1 ώραν Δ του χωρίου Βαλμάδα και ¾ της ώρας του ποταμού Αξιού» [Σχινάς 1886, 202].

Кънгличъ, Солунска Каза / Вардарѝя, 240 χριστιανοί Βούλγαροι και 60 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Kangalitch, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 480 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Καϊλί (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21 Δεκεμβρίου, 11 Ιουνίου 1906. Κτήμα τουρκικόν έχον οικίας 40, οικογενείας δε 45 και κατοίκους (άρρενας 145 + 100 θήλεις) εν όλω 245 ελληνοφρονούντας. Μαθηταί εγγραφέντες 28 ων 2 κοράσια. Οι κάτοικοι του χωρίου φαίνονται διστακτικοί και απρόθυμοι. Υποκύψαντες ως γνωστόν εις το βουλγαρικόν κομιτάτον επανήλθον πέρυσιν εις τα πάτρια. Η εκκλησία και το παρακείμενον αυτή μικρόν διδακτήριον τον χειμώνα περικλύζονται υπό των υδάτων του Αξιού καθισταμένης ούτως αδυνάτου της εις αυτά μεταβάσεως άνευ λέμβου» [Παπαδόπουλος, 138].

Καϊλί, περιοχή Ρουμλουκίου: «220 ορθόδοξοι Έλληνες και 20 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Καγιαλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 271 κάτοικοι (151 άρρενες και 120 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καγιαλή, κοινότητος Βαλμάδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Кангалић, Солунска област - Западно од доњег Вардара, 25 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 10 μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 29].

Καγιαλή, κοινότητος Βαλμάδος, κάτοικοι 217 (115 άρρενες, 102 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καγιαλή της κοινότητος Βαλμάδας, μετονομάζεται εις Βραχιά (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 19.7.1928 (ΦΕΚ 156/8.8.1928) [Χουλιαράκης 1975, 333].

Καγιαλή (Βραχιά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 11 προσφυγικές οικογένειες – 32 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 12].

Καγιαλή (Βραχιά), πρόσφυγες: 8 οικογένειες Μικρασιατών και 3 Θρακών. Από τις μικρασιατικές οικογένειες 5 ήταν τουρκόφωνες από Ανταβάλ (Αντάβαλη) και 3 τουρκόφωνες από Ουργκιούπ (Προκόπιον) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 28, 219-220].

Βραχιά, κοινότητος Βαλμάδος. Πραγματικός πληθυσμός 242 (127 άρρενες και 115 θήλεις), εκ των οποίων 21 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (11 άρρενες και 10 θήλεις). Και οι 242 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 234].

Βραχιά (Καγιαλή), Βαλμάδος [Διοικητικά 1935, 135].

Βραχιά, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 469 κάτοικοι (249 άρρενες και 220 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Кангалиќ (Кајали): Πριν то 1924 ήταν ένας μακεδονικός οικισμός. Τότε εγκαταστάθηκαν στο χωριό και πρόσφυγες από την Βουλγαρία και την Τουρκία [Симовски, 324].

Βραχιά (Καγιαλή): Οικισμός του δήμου Αξιού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Βραχιάς, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 633, 1961: 638, 1971: 598, 1981: 625, 1991: 638 [Σταματελάτου, 146].

 

 

Καγιάτσαλη / Kajačali / Кајачали. Μετονομάστηκε σε Τριάδι. και στη συνέχεια σε Τριάδιον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας οικισμός με 100 περίπου μουσουλμάνους Τούρκους. Μέχρι το 1924 οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες από τη Θράκη και τον Πόντο. Από αυτούς, άλλοι μίλαγαν Ελληνικά (το θρακικό ιδίωμα ή την ποντιακή διάλεκτο) και άλλοι Αλβανικά (εννέα οικογένειες). Το 1928 το χωριό αριθμούσε γύρω στα 250 άτομα.

 

Πηγές:

Kajačali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Καγιατζάλ, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Коранъ Махале Кая Чали & Съгърли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 106 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Καγιά Τσαλή, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Кајачали, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 10 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].

Καγιά Τσαλή, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 77 (41 άρρενες, 36 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καγιά Τσαλή της κοινότητος Θέρμης (πρώην Σέδες), μετονομάζεται εις Τριάδι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Κραν Καγιά Τσαλή (Τριάδι), γραφείου Θεσσαλονίκης, 69 προσφυγικές οικογένειες – 234 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 59].

Κραν-Καγιά-Τσαλί (Τριάδι), πρόσφυγες: 39 οικογένειες Θρακών (161 άτομα) και 34 οικογένειες Ποντίων (106 άτομα). Η μεγαλύτερη ομάδα των Θρακιωτών, ήταν 15 ελληνόφωνες οικογένειες καταγόμενες από τους Άγιους Πάντες (Άη Πα) της Κωνσταντινούπολης. Υπήρχαν επίσης 9 αλβανόφωνες οικογένειες από την Μανδρίτσα. Από τους εκ Πόντου προερχόμενους, υπήρχαν 15 οικογένειες που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο και ήταν από το Καγιά Ταπί (Κονάχιανη ή Γονάχιανη) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 295, 372-375].

Τριάδι, κοινότητος Θέρμης. Πραγματικός πληθυσμός 259 (123 άρρενες και 136 θήλεις), εκ των οποίων 19 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (7 άρρενες και 12 θήλεις). Υπήρχαν 235 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 24 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Τριάδι (Καγιάτζαλι), Θέρμης [Διοικητικά 1935, 136].

Τριάδιον, κοινότητος Θέρμης. Πραγματικός πληθυσμός 355 κάτοικοι (187 άρρενες και 168 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Кајачали: Πριν то 1924 ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Τότε οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο [Симовски, 323].

Τριάδιον (έως το 1928 Καγιάτζαλι, έως το 1940 Τριάδι): Οικισμός του δήμου Θέρμης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Θέρμης, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 140. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 481, 1961: 431, 1971: 466, 1981: 517, 1991: 842 [Σταματελάτου, 745].

 

 

Κάλιανη / Kaljani / Калјани. Μετονομάστηκε σε Άλωρον και στη συνέχεια σε Άλωρος. Ήταν ιδιοκτησία ενός μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 100 χριστιανοί Έλληνες και 50 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1928 είχαν απομείνει στο χωριό γύρω στους 80 Έλληνες. Ο οικισμός ερήμωσε πριν την απογραφή του 1981.

 

Πηγές:

Kaljani [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κάλιανη (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Kalyan: τσιφλίκι 28 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Κάλιανη (Κάιλεν): «Τσιφλίκιον πεδινόν κείμενον ½ ώραν ΒΔ της επί του ποταμού Λουδίου περαταριάς, του χωρίου Γεντσίδα, έχον 50 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 202].

Каляни, Солунска Каза / Урумлъкъ, 107 χριστιανοί Έλληνες και 48 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Kaliani, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 100 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Κάλιανη, 29 Μαΐου 1906. Τουρκικόν κτήμα. Δεν διαμένουσι πλέον ημέτεραι οικογένειαι αντικαταστάσαι διά Τουρκαθιγγάνων» [Παπαδόπουλος, 133].

Κάλιανι, περιοχή Ρουμλουκίου: «75 ορθόδοξοι Έλληνες και 25 Τουρκαθίγγανοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Καλιά, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.800 στρεμμάτων, με 65 οικοδομές, αξίας 490.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Κάλιανη, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 102 κάτοικοι (53 άρρενες και 49 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Κάλιανη, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Κάλιανη, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 51 (22 άρρενες, 29 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Κάλιανη υπαγόμενος εις την κοινότητα Κορυφής εις Άλωρον (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Άλωρος, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 76 (32 άρρενες και 44 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας (που να ήλθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή). Υπήρχαν 45 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 31 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Άλωρος (Κάλιανη), Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].

Άλωρος, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 109 κάτοικοι (63 άρρενες και 46 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Калјани: Ήταν τσιφλίκι Ελλήνων και Τσιγγάνων [Симовски, дел. 1, 12].

Άλωρος (Κάλιανη): Οικισμός της κοινότητας Κλειδίου, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 104, 1961: 82, 1971: 37 [Σταματελάτου, 63].

 

 

Καλύβια / Kalivja / Каливја. Στις ελληνικές πηγές τον βρίσκουμε ως Καλύβια ΚλειδίουΜικρός οικισμός ελληνόφωνων χριστιανών. Βρισκόταν νοτιοδυτικά από το Κλειδί και νοτιοανατολικά από το Τσινάρ Φούρνος. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 85 άτομα. Στη συνέχεια δεν αναφέρεται στις απογραφές. Ίσως ο πληθυσμός του συνυπολογιζόταν με αυτόν του χωριού Κλειδί.

 

Πηγές:

Kalivia [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Έκθεση Σάρρου: «Καλύβια Κλειδίου (ελληνόφωνοι), 29 Μαΐου 1906. Έχει οικίας ελληνικάς 11, κατοίκους δε 85. Εκκλησιάζονται και στέλλουσι τα τέκνα των εις Κλειδί» [Παπαδόπουλος, 133].

Καλύβαι Κλειδίου, περιοχή Ρουμλουκίου: «85 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

 

 

Καμάρα / Kamara / Камара. Βρισκόταν βορειοδυτικά του χωριού Ντρεμίγκλαβα (Δρυμός). Ήταν ένας τσιφλίκι το οποίο είχε πριν τους βαλκανικούς πολέμους 50 περίπου κατοίκους. Το 1928 ζούσαν εδώ γύρω στα 80 άτομα, τα περισσότερα ετεροδημότες. Οι αντιφατικές πληροφορίες των πηγών δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη σύνθεση του πληθυσμού κατά θρησκεία και γλώσσα. Ο οικισμός ερήμωσε μεταπολεμικά.

 

Πηγές:

Kamara [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Kamara, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 88 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 5 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Καμάρα, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 11.245 στρεμμάτων, με 14 οικοδομές, αξίας 122.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Καμάρα, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Καμάρα, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, κάτοικοι 49 (27 άρρενες, 22 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Камара, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 3 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 35].

Καμάρα, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 76 (47 άρρενες και 29 θήλεις), εκ των οποίων 4 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (άρρενες). Υπήρχαν 27 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 49 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Καμάρα, Δρυμού (Σιδηροκεφάλου, Δρυμιγκλάβων) [Διοικητικά 1935, 136].

Καμάρα, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 7 κάτοικοι (6 άρρενες) [Απογραφή 1940, 164].

Камара: Μικρός μακεδονικός οικισμός που ερήμωσε [Симовски, 324].

 

 

Καπουτζιλάρ ή Καπουτζίδες (KapudžilarKapudžidhes КапуџиларКапуџидес). Μετονομάστηκε σε Στρέφα και στη συνέχεια σε Πυλαία. Πρόκειται για ένα μεγάλο οικισμό γηγενών χριστιανών Ελλήνων. Το 1912 και το 1928 ζούσαν εδώ αντίστοιχα περίπου 2.200 και 3.000 άτομα.

 

Πηγές:

Kapudžilar (Kapuazizes) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Καπουτζήδες (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Kapucılar: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 ήταν ένα χωριό με 111 χριστιανικά σπίτια και ένα μουσουλμανικό [Δημητριάδης, 426, 451].

Καπουτζίδες: «έχον οικίας 150 και ευρύχωρον μεταξουργείον και τρεις πύργους στερεούς, στερούμενον όμως αφθόνου ύδατος»[Σχινάς 1886, 186].

Капуджиларъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 1.200 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Kapoudjiler, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.000 Έλληνες. Υπήρχαν δύο ελληνικά σχολεία με δύο δασκάλους και 104 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Καπουτζήδες (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 2 Ιουνίου 1906. Κατά την περυσινήν στατιστικήν του μουχτάρη οικίαι 320. Ψυχαί εν όλω 1.510 (ων 768 άρρενες και 742 θήλεις. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 198 (ων 135 νηπιαγωγείου). Διδάσκαλοι 2. Πάσαι αι οικογένειαι είναι ελληνόφωνοι πλην 2 εκ σλαυοφώνων μερών προερχομένων. Το χωρίον τούτο εις τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, αν και οιονεί πυλωρός αυτής, ως δηλοί και το τουρκικόν όνομά του, από τσιφλίκιον κατέστη βαθμηδόν κεφαλοχώριον όλον. Και υλικώς μεν ευπορεί, των κατοίκων ασχολουμένων εις την κτηνοτροφίαν, ιδία των χοίρων, και την καλλιέργειαν των αμπελώνων και αγρών, ων πολλοί εκποιούνται νυν υπ’ αυτών, ιδία οι περιλαμβανόμενοι εις το σχέδιον και την περιοχήν της Θεσσαλονίκης. Υπό πνευματικήν όλως έποψιν διατελεί εν οικτρά καταστάσει, οφειλομένη το μεν εις την αβελτηρίαν και αδιαφορίαν αυτών των κατοίκων, το δε εις την έλλειψιν προσηκούσης μερίμνης εκ μέρους της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης» [Παπαδόπουλος, 125-126].

Καπουτσήδες, τμήματος Καλαμαριάς: «1.510 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Καπουτζήδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.330 κάτοικοι (1.195 άρρενες και 1.135 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καπουτζήδες, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Капудžилар, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 500 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Καπουτζήδες, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 2.658 (1.364 άρρενες, 2.658 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Η κοινότης Καπουτζήδων της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις κοινότητα Στρέφας και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Καπουτζήδες εις Στρέφα (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Μετονομασία: «Η κοινότης Καπουτζήδων, μετονομασθείσα ήδη εις κοινότητα Στρέψας, μετονομάζεται αύθις εις κοινότητα Πυλαίας και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Καπουτζήδες εις Πυλαία (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].

Πυλαία, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός πληθυσμός 3.039 (1.553 άρρενες και 1.486 θήλεις), εκ των οποίων 76 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (37 άρρενες και 39 θήλεις). Υπήρχαν 2.915 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 116 δημότες άλλων δήμων και 8 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 236].

Πυλαία (Στρέφα, Καπουτζήδες), Πυλαίας (Στρέφας, Καπουτζήδων) [Διοικητικά 1935, 138].

Πυλαία, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός πληθυσμός 3.972 κάτοικοι (2.025 άρρενες και 1.974 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Капуџилар (Капуџидес) [Симовски, 324].

Πυλαία (έως το 1928 Στρέφα και Καπουτζήδες): Οικισμός του δήμου Πυλαίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Πυλαίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 90. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 4.640, 1961: 5.014, 1971: 6.900, 1981: 12.015, 1991: 20.785 [Σταματελάτου, 653].

 

 

Καρά Χουσεΐν / Kara Husein / Кара Хусеин. Μετονομάστηκε σε Πολίχνη. Μέχρι το 1912 ήταν ένα τσιφλίκι με πληθυσμό 80 περίπου άτομα. Οι κάτοικοί του μιλούσαν μακεδονικά και ήταν χριστιανοί προσκείμενοι στο πατριαρχείο. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι τελευταίοι εγκατέλειψαν τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες από διάφορα χωριά του Καυκάσου. Από αυτούς, άλλοι μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο και άλλοι τουρκικά. Το 1928 το προσφυγικό χωριό αριθμούσε 450 περίπου άτομα.

 

Πηγές:

Karaissi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Καραϊσίν, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Kara Hüşeyin: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 7 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 417, 445]

 Кара Усеинъ, Солунска Каза, 71 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Kara Issin, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 88 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Καραχουσεΐν, επί του όρους Χορτιάτου: «14 ορθόδοξοι και 25 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Καρά Χουσεΐν, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 10.193 στρεμμάτων, με 24 οικοδομές, αξίας 727.125 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Καρά Ισίν, δήμου Θεσσαλονίκης, κάτοικοι 858 (447 άρρενες, 411 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καραϊσίν της κοινότητος Σταθμού, μετονομάζεται εις Πολίχνη (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Καραϊσίν (Πολύχνη), γραφείου Θεσσαλονίκης, 153 προσφυγικές οικογένειες – 508 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 50].

Καρά Ισίν (Πολίχνη), πρόσφυγες: 139 οικογένειες Καυκασίων (463 άτομα). Οι οικογένειες αυτές μιλούσαν άλλες την ποντιακή διάλεκτο και άλλες τούρκικα. Αυτές που μιλούσαν ποντιακά προέρχονταν από την περιοχή Καρς: 25 από Καρά Κιλισέ, 8 από Βεζίνκιοϊ, 3 από Τσιλαχανά, 10 από Τσατάχ, 4 από Αλή Σοφή, 2 από Τεκνελή, 4 από Σουμπατάν, 10 από Αρδαχάν και 10 από Καρς. Οι τουρκόφωνες οικογένειες ήταν από την περιοχή Τσάλκας: 3 από Ποστ, 3 από Τσισγαρός, 5 από Ιβάνκοβα, 5 από Γεντί Κιλισέ και κάποιες από άλλα χωριά [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 31-32].

Πολίχνη, κοινότητος Σταθμού. Πραγματικός πληθυσμός 451 (223 άρρενες και 228 θήλεις), εκ των οποίων 13 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες και 8 θήλεις). Υπήρχαν 271 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 180 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Πολίχνη (Καραϊσίν), Σταυρουπόλεως (Λεμπέτ) [Διοικητικά 1935, 138].

Πολίχνη, κοινότητος Πολίχνης. Πραγματικός πληθυσμός 708 κάτοικοι (347 άρρενες και 361 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Кара Исин: Μικρός μακεδονικός οικισμός που ερήμωσε [Симовски, 325].

Πολίχνη (Καραϊσίν): Οικισμός του δήμου Πολίχνης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Πολίχνης, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 90. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.105, 1961: 5.752, 1971: 19.382, 1981: 22.597, 1991: 27.894 [Σταματελάτου, 634].

 

 

Καραμπουρούν Μπουγιούκ / Karaburun Bujuk / Карабурун Бујук. Μετονομάστηκε σε Αγγελοχώρι και στη συνέχεια σε Αγγελοχώριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι του Χασάν Μπέη, στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 100 περίπου χριστιανοί Έλληνες. Στα τέλη του 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ ελληνόφωνοι χριστιανοί πρόσφυγες, κυρίως από το Αγγελοχώρι της Θράκης. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε από την επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ως καθαρά προσφυγικός οικισμός. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν γύρω στα 330 άτομα.

 

Πηγές:

Karaburun Mega [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Kara Burun Sağır και Kebir: τσιφλίκια με 21 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Буюкъ Кара Бурунъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 150 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Kara Bouroun, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 100 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 40 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Καραμπουρούν Μέγα και Μικρόν ή Άνω και Κάτω (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 20 Μαΐου 1906. Αμφότερα τα εν λόγω χωρία είναι κτήματα Χασάν βέη, απέχουσι δ’ αλλήλων 20’ της ώρας και κείνται παρά το ομώνυμον ακρωτήριον Αιναίον το πάλαι), εν ω και τα οχυρώματα. Έχουσι δε τα χωρία ταύτα νυν ανά 22 οικίας, ήτοι εν όλω 44 ελληνοφώνους. Η εκκλησία και το σχολείον ίδρυνται εν τω Μεγάλω Καραμπουρούν, ο διδάσκαλος όμως κατά μήνα εναλλάξ μεταφέρει τους μαθητάς του και εις το μικρόν, ένθα παρέχεται αυτώ κελλίον τι ως διδακτήριον. Ενεγράφησαν δε κατά το έτος τούτο 28 μαθηταί (ουδεμία μαθήτρια… Το παρά την Θεσσαλονίκην οχύρωμα Μικρόν Καραμπουρούν ή Καραμπουρνάκι, κακώς συγχέεται προς το χωρίον)» [Παπαδόπουλος, 128].

Καρα Μπουρνού Μέγα, τμήματος Καλαμαριάς: «167 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Καραμπουρνού Μπεγόκα, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.437 στρεμμάτων, με 34 οικοδομές, αξίας 595.125 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Καραμπουρνού Άνω, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 77 κάτοικοι (40 άρρενες και 37 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καραμπουρνού Μέγα, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 19 (12 άρρενες, 7 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Καραμπουρνού Άνω, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Καραμπουρνού Άνω, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 18 (10 άρρενες, 8 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Αγγελοχώρι, γραφείου Θεσσαλονίκης, 72 προσφυγικές οικογένειες – 271 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Αγγελοχώριον, πρόσφυγες: 75 οικογένειες Θρακών (259 άτομα) και 5 οικογένειες Μικρασιατών (16 άτομα). Οι θρακιώτικες οικογένειες ήταν ελληνόφωνες από το χωριό Αγγελοχώρι [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 8, 454-455].

Αγγελοχώρι, κοινότητος Νέας Μηχανιώνας. Πραγματικός πληθυσμός 333 (168 άρρενες και 165 θήλεις), εκ των οποίων 288 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (142 άρρενες και 146 θήλεις). Υπήρχαν 318 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 15 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Αγγελοχώρι, Νέας Μηχανιώνας [Διοικητικά 1935, 137].

Αγγελοχώρι, Νέας Μηχανιώνας [Διοικητικά 1935, 137].

Αγγελοχώριον, κοινότητος Νέας Μηχανιώνας. Πραγματικός πληθυσμός 484 κάτοικοι (230 άρρενες και 254 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Големо Карабурну (Αγγελοχώριον): Ήταν μικρό τσιφλίκι κατοικούμενο από Έλληνες. Μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες [Симовски, 314].

Αγγελοχώρι: Οικισμός του δήμου Νέας Μηχανιώνας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αγγελοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 30. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 536, 1961: 532, 1971: 487, 1981: 557, 1991: 1.087 [Σταματελάτου, 3].

 

 

Καραμπουρούν Κιουτσούκ / Karaburun Kjučuk / Карабурун Кјучук. Μετονομάστηκε σε Κερασιά, στη συνέχεια σε Έμβολον και τελικά και Νέα Κερασιά. Το 1912 ήταν τσιφλίκι του Χασάν Μπέη με 100 χριστιανούς Έλληνες. Στα τέλη του 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ ελληνόφωνοι χριστιανοί πρόσφυγες από την Κερασιά της Θράκης. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 260 άτομα, εκ των οποίων τα 9/10 ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Karaburun Mikra [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Kara Burun Sağır και Kebir: τσιφλίκια με 21 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Кючукъ Кара Бурунъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 200 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Dolno Kara Bournou, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 125 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219]

Έκθεση Σάρρου: «Καραμπουρούν Μέγα και Μικρόν ή Άνω και Κάτω (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 20 Μαΐου 1906. Αμφότερα τα εν λόγω χωρία είναι κτήματα Χασάν βέη, απέχουσι δ’ αλλήλων 20’ της ώρας και κείνται παρά το ομώνυμον ακρωτήριον Αιναίον το πάλαι), εν ω και τα οχυρώματα. Έχουσι δε τα χωρία ταύτα νυν ανά 22 οικίας, ήτοι εν όλω 44 ελληνοφώνους. Η εκκλησία και το σχολείον ίδρυνται εν τω Μεγάλω Καραμπουρούν, ο διδάσκαλος όμως κατά μήνα εναλλάξ μεταφέρει τους μαθητάς του και εις το μικρόν, ένθα παρέχεται αυτώ κελλίον τι ως διδακτήριον. Ενεγράφησαν δε κατά το έτος τούτο 28 μαθηταί (ουδεμία μαθήτρια… Το παρά την Θεσσαλονίκην οχύρωμα Μικρόν Καραμπουρούν ή Καραμπουρνάκι, κακώς συγχέεται προς το χωρίον)» [Παπαδόπουλος, 128].

Καρα Μπουρνού Μικρόν, τμήματος Καλαμαριάς: «114 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Καραμπουρνού Κάτω, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 87 κάτοικοι (44 άρρενες και 43 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καραμπουρνού Κάτω, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Καραμπουρνού Κάτω, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 191 (111 άρρενες, 80 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Νέα Κερασέα, πρόσφυγες: 79 ελληνόφωνες οικογένειες από την Κερασιά της Θράκης (εγκαταστάθηκαν εδώ στα τέλη του 1922) και 8 οικογένειες Μικρασιατών. Ήταν τσιφλίκι των μπέηδων αδελφών Χασάν, Μεμέτ, Μουστά και του γαμπρού τους Σουλεϊμάν [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 8, 462-465].

Κερασιά, κοινότητος Νέας Μηχανιώνας. Πραγματικός πληθυσμός 263 (122 άρρενες και 141 θήλεις), εκ των οποίων 228 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (106 άρρενες και 122 θήλεις). Υπήρχαν 258 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 5 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Κερασιά, Νέας Μηχανιώνας [Διοικητικά 1935, 137].

Έμβολον (Κερασέα), κοινότητος Εμβόλου. Πραγματικός πληθυσμός 402 κάτοικοι (197 άρρενες και 205 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Мало Карабурну (Νέα Κερασιά, Έμβολον): Ήταν μικρό τσιφλίκι κατοικούμενο από Έλληνες. Μετά το 1923 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες [Симовски, 331].

Νέα Κερασιά (έως το 1940 Κερασιά, έως το 1981 Έμβολο): Οικισμός του δήμου Μηχανιώνας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νέας Μηχανιώνας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 20. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 417, 1961: 444, 1971: 416, 1981: 499, 1991: 713 [Σταματελάτου, 533].

 

 

Καράογλου / Karaoglu / Караоглу. Μετονομάστηκε σε Καστανάς, στη συνέχεια σε Καστανιά και τελικά ξανά και Καστανάς. Ήταν ένας μουσουλμανικός οικισμός 150 περίπου μουσουλμάνων Τούρκων και 30-40 Τσιγγάνων (μάλλον χριστιανών εξαρχικών). Μετά τους βαλκανικούς πολέμους και μέχρι το 1924, οι παλαιοί κάτοικοι, στο σύνολό τους, εγκατέλειψαν το χωριό. Στα σπίτια τους, η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε χριστιανούς πρόσφυγες. Αρκετοί από αυτούς ήταν ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου και κατάγονταν από το Κεστενέ Μπουνάρ της Μικράς Ασίας. Στο καθαρά προσφυγικό πλέον χωριό, κατοικούσαν το 1928 γύρω στα 300 άτομα.

 

Πηγές:

Karaoglu [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Καραογλού (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Karaoğlu: τσιφλίκι 19 μουσουλμανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Кара Оглу (Караглово), Солунска Каза, 150 Τούρκοι και 60 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 141].

Καρά Ολού, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «75 Μουσουλμάνοι και 30 Βουλγαροαθίγγανοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Καρά Ογλού Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 60 προσφυγικές οικογένειες (233 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Καράογλου, κοινότητος Βερλάντζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Караоглово, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 40 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 5 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων και 65 σπίτια προσφύγων χριστιανών Ελλήνων [Милојевић, 32].

Καράογλου, κοινότητος Βερλάντζης, κάτοικοι 92 (51 άρρενες, 41 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καρά Ογλού της κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Καστανάς (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975, 270].

Καρά Ογλού (Καστανάς), γραφείου Αξιουπόλεως, 56 προσφυγικές οικογένειες – 225 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Τουλάχιστον 11 οικογένειες που μιλούσαν ποντιακά κατάγονταν από το Κεστενέ Μπουνάρ της Μικράς Ασίας [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 389-390].

Καστανιά και Σιδ. Σταθμός, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός πληθυσμός 313 (162 άρρενες και 151 θήλεις), εκ των οποίων 63 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (30 άρρενες και 33 θήλεις). Υπήρχαν 248 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 63 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 233].

Καστανιά και Σιδ. Σταθμός (Καρά Ογλού), Προχώματος (Δογαντζή) [Διοικητικά 1935, 138].

Καστανάς, κοινότητος Προχώματος. Πραγματικός πληθυσμός 456 κάτοικοι (240 άρρενες και 216 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Кара Оглу: Μέχρι τους βαλκανικούς πόλεμους ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Στη συνέχεια και μέχρι το 1924, οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν από εκεί χριστιανοί πρόσφυγες [Симовски, 325].

Καστανάς (Καρά Ογλού): Οικισμός του δήμου Κουφαλίων, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Προχώματος, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 35. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 521, 1961: 617, 1971: 537, 1981: 618, 1991: 596 [Σταματελάτου, 314].

 

 

Καρατσοχαλή ή Καρατζοβαλή / Karačohali, Karadžovali / Карачохали, Катацовали. Μετονομάστηκε σε Καρδιά, στη συνέχεια σε Καρδία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας οικισμός 270 μουσουλμάνων Τούρκων. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους το ελληνικό κράτος εγκατέστησε ελληνόφωνους πρόσφυγες από το Πλαγιάρι της Καλλίπολης και το Τσεσνίρ της Προύσας. Στο προσφυγικό πια χωριό κατοικούσαν το 1928 περίπου 440 άτομα.

 

Πηγές:

Kara Čukali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Καρα Τσοχαλί: Στα τέλη του 15 αιώνα είχε 20 σπίτια μουσουλμάνων και 4 άγαμους μουσουλμάνους. Το 1712 καταγράφονται στο Kara Çulhsalı 9 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το χωριό Kara Çovallı είχε 25 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 399, 406, 449].

Кара Човали, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 200 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Καρατζοβαλί, καζά Θεσσαλονίκης: «180 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Καρά Τσοχαλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 270 κάτοικοι (137 άρρενες και 133 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καρά Τζοχαλή, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Καρατζοχαλή, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 303 (169 άρρενες, 134 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114]. Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Καρατζοχαλή της κοινότητος Ζουμπάτες, μετονομάζεται εις Καρδιά (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Καραδζοχανλή (Καρδιά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 110 προσφυγικές οικογένειες – 452 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].

Καρά Τσοχανλή (Καρδία), πρόσφυγες: 84 ελληνόφωνες οικογένειες (347 άτομα) από το Πλαγιάρι της Θράκης και 30 ελληνόφωνες οικογένειες (130 άτομα) από το Τσενίρ της Μικράς Ασίας [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 393, 426].

Καρδιά, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 445 (208 άρρενες και 237 θήλεις), εκ των οποίων 444 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (207 άρρενες και 237 θήλεις). Υπήρχαν 437 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 8 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Καρδιά (Καρατζοχαλή), Τριλόφου (Ζουμπάτων) [Διοικητικά 1935, 138].

Καρδία, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 538 κάτοικοι (252 άρρενες και 286 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Карачохали: Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη [Симовски, 325-326].

Καρδιά (Καρατζοχαλή): Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Καρδιάς, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 180. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 563, 1961: 496, 1971: 471, 1981: 429, 1991: 749 [Σταματελάτου, 305].

 

 

Καρυά / Karja / Карја. Βρισκόταν βορειοανατολικά του χωριού Τρίκαλα. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους 100 περίπου χριστιανοί Έλληνες. Τα επόμενα χρόνια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν σταδιακά το χωριό, που μέχρι το 1928 είχε ερημώσει.

 

Πηγές:

Karja [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Карба, Солунска Каза / Урумлъкъ, 100 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Karye: τσιφλίκι 15 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Καρυά: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ½ ώραν ΝΑ του προηγουμένου, έχον 15 οικογενείας χριστιανικάς και 4 βουλγάρων. Συνοικία του άνω, είναι το Αϊδενοχώρι, κειμένη ΜΑ και ώραν Δ του ποταμού Λουδίου (Καρά Ασμάκι), έχουσα 10 οικογενείας χριστιανικάς και 2 τουρκικάς» [Σχινάς 1886, 204].

Karia, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 100 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Καρυά, 29 Μαΐου 1906. Τουρκικόν κτήμα. Δεν διαμένουσι πλέον ημέτεραι οικογένειαι αντικαταστάσαι διά Τουρκαθιγγάνων» [Παπαδόπουλος, 133].

Καρυά, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Καρυά, περιοχή Ρουμλουκίου: «85 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Καργιέ και Κάργια, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 6.824 στρεμμάτων, με 23 οικοδομές, αξίας 323.650 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Καρυά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 34 κάτοικοι (20 άρρενες και 14 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Καρυά, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Καρυά, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 16 (12 άρρενες, 4 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

 

 Κασαπλή / Kasapli / Касапли. Στις ελληνικές απογραφές αναγράφεται ως Χασαπλή. Ήταν ένας οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων, ο οποίος πριν τους βαλκανικούς πολέμους αριθμούσε 100 περίπου άτομα. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του κατέφυγαν στην Τουρκία και τη θέση τους πήραν χριστιανοί Έλληνες από το Σχολάρι της Θράκης. Το 1928 ζούσαν εδώ γύρω στους 50 πρόσφυγες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το μέρος πριν το 1940.

 

Πηγές:

Kasapli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Kasapli: Το 1712 καταγράφονται εδώ 54 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 ήταν ένας συνοικισμός με 9 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 450].

Касанли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 90 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Κασσαπλί, καζά Θεσσαλονίκης: «65 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Χασαπλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 55 κάτοικοι (36 άρρενες και 19 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Κασαπλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 27 προσφυγικές οικογένειες (111 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Χασαπλή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Χασαπλή, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 96 (49 άρρενες, 47 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Κασαπλή, γραφείου Θεσσαλονίκης, 9 προσφυγικές οικογένειες – 41 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].

Χασαπλή, πρόσφυγες: 9 ελληνόφωνες οικογένειες (37 άτομα) από το Σχολάρι της Θράκης [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 288].

Χασαπλή, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 49 (30 άρρενες και 19 θήλεις), εκ των οποίων 43 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (24 άρρενες και 19 θήλεις). Υπήρχαν 44 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 5 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Χασαπλή, Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].

Хасапли (Карши Махала, Хасапли Чекишлер) : Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν για την Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από την Αν. Θράκη [Симовски, 346].

 

 

Κασκάρκα / Kaskarka / Каскарка. Μετονομάστηκε σε Καλοχώριον. Στους τουριστικούς χάρτης αναγράφεται ως Καλοχώρι. Πρόκειται για μια θέση νοτιοανατολικά του Τεκελή (Σίνδος), για την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία ότι κατοικείτο πριν το 1912. Εδώ η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε χριστιανούς πρόσφυγες από τη Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 35 οικογένειες χριστιανών Αλβανών από το Μεγάλο Ζαλούφο της Θράκης. Το 1928 το χωριό είχε περίπου 1.000 κατοίκους.

 

Πηγές:

Κασκαρίκα, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι 238 (127 άρρενες, 111 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Ο οικισμός και η κοινότης Κασκαρίκας, μετωνομάσθησαν εις οικισμόν και κοινότητα Καλοχωρίου (επαρχία Θεσσαλονίκης)», απόφασις υπουργείου Εσωτερικών υπ’ αριθμ. 43707/27.11.1924 (ΦΕΚ 113/1924, τ. Β’) [Χουλιαράκης 1975, 208].

Κασκάρκα (Καλοχώριον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 231 προσφυγικές οικογένειες – 913 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].

Κασκάρκα (Καλοχώριον), πρόσφυγες: 160 οικογένειες Θρακών (615 άτομα), 10 οικογένειες Μικρασιατών (40 άτομα), 1 οικογένεια Καυκασίων (4 άτομα), 54 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (194 άτομα) και 3 οικογένειες (6 άτομα) από αλλού. Από τις θρακιώτικες οικογένειες που ήρθαν, υπήρχαν 83 ελληνόφωνες από το Γιουβαλί και 35 αλβανόφωνες από το Μεγάλο Ζαλούφο [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 171-173].

Καλοχώριον, κοινότητος Καλοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.005 (519 άρρενες και 486 θήλεις), εκ των οποίων 435 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (213 άρρενες και 222 θήλεις). Υπήρχαν 924 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 79 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 28 [Απογραφή 1928, 235].

Καλοχώριον (Κασκαρίκα), Καλοχωρίου [Διοικητικά 1935, 136]. Καλοχώριον, κοινότητος Καλοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.373 κάτοικοι (731 άρρενες και 642 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Гаскарка (Каскарка): Ήταν τούρκικος οικισμός που ερήμωσε το 1913. Το ελληνικό κράτος έφερε εδώ πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Βουλγαρία [Симовски, 314].

Καλοχώρι (Κασκαρίκα): Οικισμός του δήμου Εχεδώρου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Καλοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 7. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.623, 1961: 2.109, 1971: 2.609, 1981: 3.020, 1991: 3.424 [Σταματελάτου, 290].

 

 

Κίρετς Κιό ή Πεϊζάνοβο / Kireč, Kjoj, Pejzanovo / Киреч Ќој, Пејзаново. Στις ελληνικές πηγές απαντάται ως Ασβεστοχώρι ή και Ασβεστοχώριον. Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου ήταν χριστιανοί και είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε περίπου 4.700 άτομα. Στο χωριό δεν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του είχε μειωθεί σε 2.700 κατοίκους.

 

Πηγές:

Kirečköj (Pajzanevo, Neohori) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Ασβεστοχώριον ή Κιρέτσκιοϊ ή Νεοχώρι, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Kireç Yeni Köy: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 είχε 408 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 426, 444].

Ασβεστοχώριον: «Εκ της θέσεως Ρουτζούκι, οδός βαίνουσα ανωφερώς προς Α και διά στενής και βραχώδους κοιλάδος φέρει εις την κωμόπολιν κειμένην εις το βάθος και επ’ αμφοτέρων των κλιτύων της κοιλάδος και διαρρεομένην υπό παμφλάζοντος ρύακος. Οικείται υπό 700 περίπου οικογενειών ελληνοφώνων και έχει εκκλησίαν, αξιόλογα σχολεία (νηπιαγωγείον, παρθεναγωγείον, δημοτικόν σχολείον), καφεία και χάνιον. Οι κάτοικοι κύριον επάγγελμα έχουσι την παραγωγήν ασβέστου εκ των κυκλούντων το χωρίον τιτανολίθων» [Σχινάς 1886, 413-414].

Киречъ Кьой (Пейзаново), Солунска Каза, 4.200 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Kiretch Keuy, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 8.920 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Ένα πρωτοβάθμιο και ένα δευτεροβάθμιο ελληνικό σχολείο με 9 δασκάλους και καθηγητές και 770 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Ασβεστοχώριον (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 2 Ιουνίου 1906. Κατά νεωτάτην στατιστικήν γενομένην υπό του μουκτάρη, το Ασβεστοχώριον έχει οικίας 736, στέφανα 852, άρρενας 2.216 (ων 1.081 αποδημούσι), θήλεις δε 2.206, ήτοι κατοίκους εν όλω 4.422 πάντας Έλληνας. Γλώσσα λαλουμένη εν μεν τη οικογενεία η σλαυομακεδονική, εκτός δ’ αυτής και η ελληνική, ην άριστα γινώσκουσι και φιλοτιμούνται να μεταχειρίζωνται πάντες οι νεώτεροι. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 764, διδάσκαλοι εν όλω 10. Περί της αξιολογωτάτης ταύτης κωμοπόλεως, ης το φρόνημα παραμένει ακμαίον, η δε επιχωριάζουσα σλαυομακεδονική γλώσσα οσημέραι περιορίζεται υπό της διά των σχολείων και των νέων διαδιδομένης ελληνικής, εκτενώς εγράψαμεν κατά το παρελθόν σχολικόν έτος» [Παπαδόπουλος, 117-118].

Ασβεστοχώριον, επί του όρους Χορτιάτου: «4.422 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Ασβεστοχώριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 4.800 κάτοικοι (2.450 άρρενες και 2.350 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]

 Кречово, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 1.000 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου, κάτοικοι 2.767 (1.210 άρρενες, 1.557 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 2.705 (1.120 άρρενες και 1.585 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας (που να ήλθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή). Υπήρχαν 2.386 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 303 δημότες άλλων δήμων και 16 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].

Ασβεστοχώριον, Ασβεστοχωρίου [Διοικητικά 1935, 135].

Ασβεστοχώριον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 2.732 κάτοικοι (1.324 άρρενες και 1.408 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Пејзаново (Киреч Ќој): χριστιανικό μακεδονικό χωριό [Симовски, 337].

Ασβεστοχώρι (Κιρέτσκιοϊ): Οικισμός του δήμου Χορτιάτη, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ασβεστοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 460. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.519, 1961: 2.618, 1971: 2.593, 1981: 2.602, 1991: 3.326 [Σταματελάτου, 104].

 

 

Κίρτζαλαρ / Kirdžalar / Кирџалар. Μετονομάστηκε σε Άδενδρον. Στους τουριστικούς χάρτης αναγράφεται ως Άδενδρο. Ήταν ένας καθαρά μακεδονόφωνος χριστιανικός οικισμός, ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε περίπου 200 κατοίκους (κυρίως εξαρχικούς). Το  1923-1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ και ελληνόφωνους πρόσφυγες από διάφορα χωριά της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 800 άτομα, εκ των οποίων 550 πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Kirdzalar [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κιρτζαλάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Κίρτζα Χαλίλ: Στα μέσα του 15ου αιώνα υπήρχαν εδώ 4 σπίτια χριστιανών, 13 σπίτια μουσουλμάνων και 8 τσιφλίκια Γιουρούκων. Το 1862 το Kırcalar ήταν τσιφλίκι με 68 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 382, 439].

Καρζιάλιοβο: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 80 οικογενείας χριστιανικάς, σχολείον και εκκλησίαν. Κείται ¼ ώρας ΒΔ του προηγουμένου (Καϊλί)»[Σχινάς 1886, 202].

Кърджалиево (Кърджаларъ), Солунска Каза / Вардарѝя, 250 χριστιανοί Βούλγαροι και 35 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Kirjalevo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 320 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Καρτζελάρι ή Γκριτζάλι (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21 Μαρτίου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικογενειών 35, κατοίκων δε 165 (ήτοι) 90 αρρένων και 75 θηλέων). Μαθηταί 30 (ων 10 κοράσια). Προ τριακονταετίας το χωρίον ηρίθμει περί τας 100 οικογενείας, ων αι πλείους μετώκησαν εις Κουλακιάν και Βαλμάδα ένεκα των πιέσεων των βέηδων. Οι κάτοικοι υποκύψαντες προπέρυσιν εις την βουλγαρικήν πίεσιν και κλείσαντες το σχολείον φαίνονται νυν ελληνοφρονούντες, γινώσκουσι δ’ οι πλείους και την ελληνικήν πλην των γυναικών και των αγραμμάτων κορασίων» [Παπαδόπουλος, 137-138].

Κιρτσιλάρ, περιοχή Ρουμλουκίου: «215 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Κιρτζιλάρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.674 στρεμμάτων, με 68 οικοδομές, αξίας 336.625 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Κηρτζιλάρ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 176 κάτοικοι (89 άρρενες και 87 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Κιρτζιλάρ, κοινότητος Κιρτζιλάρ, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Крдžалево, Солунска област - Западно од доњег Вардара, 32 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 3 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 29].

Κιρτζιλάρ, κοινότητος Κιρτζιλάρ, κάτοικοι 241 (142 άρρενες, 99 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Η κοινότης Κιρτζιλάρ, μετονομάζεται εις κοινότητα Αδένδρου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Κιρτζιλάρ εις Άδενδρον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Κιρτσιλάρ (Άδενδρον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 143 προσφυγικές οικογένειες – 562 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 5].

Κιρτζιλάρ (Άδενδρον), πρόσφυγες: 93 οικογένειες Θρακών (248 άτομα), 61 οικογένειες Μικρασιατών (394 άτομα), 1 οικογένεια Ποντίων (2 άτομα) και 2 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (13 άτομα). Από τις ελληνόφωνες θρακιώτικες οικογένειες, 30 ήταν από Αλμαλή, 25 από Γιολτζίκ, 14 από Παλαμούτ και 13 από Γιάγατς. Από τις ελληνόφωνες μικρασιάτικες οικογένειες, υπήρχαν 31 από Γενή Σαρ και 28 από Νεοχώρι (Νιχώρ) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6 195-211].

Άδενδρον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 800 (423 άρρενες και 377 θήλεις), εκ των οποίων 551 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (279 άρρενες και 272 θήλεις). Υπήρχαν 737 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 61 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].

Άδενδρον (Κιρτζιλάρ), Αδένδρου (Κιρτζιλάρ) [Διοικητικά 1935, 135].

Άδενδρον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 1.441 κάτοικοι (723 άρρενες και 718 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Крцилар (Крџалиево): Ήταν ένα χριστιανικό μακεδονικό χωριό στο οποίο το 1924 εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες [Симовски, 328].

Άδενδρο (Κιρτζιλάρ): Οικισμός του δήμου Χαλκηδόνος, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Αδένδρου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 12. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.947, 1961: 2.048, 1971: 1.920, 1981: 2.117, 1991: 2.201 [Σταματελάτου, 44].

 

 

Κλειδί / Klidhi / Клиди. Μεταγράφηκε από τη διοίκηση ως Κλειδίον. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι άνθρωποι που ζούσαν και δούλευαν εδώ ήταν γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Το 1912 είχε πληθυσμό 400 περίπου άτομα. Τον ίδιο σχεδόν αριθμό κατοίκων είχε και το 1928.

 

Πηγές:

Klidi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κλειδί (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Klıdı: τσιφλίκι 37 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Κλειδί: «Χωρίον πεδινόν έχον 60 οικογενείας χριστιανών Ελλήνων και 7 Βουλγάρων , και απέχον της θαλάσσης 1 ώραν. Η θέσις αύτη ως κεντρική είναι αξία σημειώσεως. Παρ’ αυτήν εστρατοπέδευσεν, ήτοι μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονος και Αξιού, Αλέξιος ο Κομνηνός βαίνων κατά του αποστάτου Νικηφόρου Βασιλείου. Εν αυτή δε και ο Μουράτ Β’ εδέχθη παρά των απεσταλμένων τας κλείδας των Ιωαννίνων. Παρ’ αυτό το χωρίον εις αρχαιοτέραν εποχήν ηνούτο ο Αλιάκμων μετά του από της λίμνης των Γενιτσών εκρέοντος ποταμού Λουδίου, και επί της ενώσεως τούτων κατεσκευάσθη η σήμερον εν τη πεδιάδι και τη άμμω καταφανής μεγάλη μονότοξος εκ λαξευτών λίθων γέφυρα (καμάρα κοινώς) Κλειδί καλουμένη, έχουσα άνοιγμα εις την νυν επιφάνειαν 17μ. 14, πλάτος 5 μ. 13 και ύψος φαινόμενον 6 μ. 50 » [Σχινάς 1886, 197-198].

Клиди, Солунска Каза / Урумлъкъ, 600 χριστιανοί Έλληνες και 80 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Klidi, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 400 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 36 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Κλειδί (ελληνόφωνοι), 29 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών 50, κατοίκων δε 430 Ελλήνων. Το διδασκαλείον του χωρίου, εν ω προσήλθον εφέτος 38 μαθηταί, είναι διώροφον και καθαρόν» [Παπαδόπουλος, 133].

Κλειδί, περιοχή Ρουμλουκίου: «550 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Κιλίτ-Κλειδί και Καλύβες, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 16.861 στρεμμάτων, με 88 οικοδομές, αξίας 562.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Κλειδί, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 407 κάτοικοι (234 άρρενες και 173 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Κλειδί, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Κλειδί, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 455 (242 άρρενες, 213 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Κλειδί, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 434 (236 άρρενες και 198 θήλεις), εκ των οποίων 9 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (7 άρρενες και 2 θήλεις). Υπήρχαν 371 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 63 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Κλειδί, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].

Κλειδίον, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 574 κάτοικοι (318 άρρενες και 256 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Клиди: ελληνικός οικισμός  [Симовски, дел. 1, 14].

Κλειδί: Οικισμός του δήμου Πλατέος, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κλειδίου, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 775, 1961: 873, 1971: 997, 1981: 1.244, 1991: 1.412 [Σταματελάτου, 352].

 

 

Κουλακιά / Kulakja / Кулаќа. Μετονομάστηκε σε Χαλάστρα, στη συνέχεια σε Πύργος και τέλος ξανά σε Χαλάστρα. Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ήταν γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Υπήρχε επίσης εδώ και ένας αριθμός μακεδονόφωνων πατριαρχικών, που είχαν εγκατασταθεί από γειτονικούς μικρούς οικισμούς, εξ αιτίας των πλημμυρών του ποταμού Αξιού (Βάρνταρ). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ο πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 3.000 άτομα, εκ των οποίων το 1/10 ήταν μακεδονόφωνοι. Ίδια σχεδόν ήταν η σύνθεση του πληθυσμού και το 1928.

 

Πηγές:

Kulakja [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κουλακιά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Köleke: χωριό 286 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Κουλακιά (αρχ. Χαλάστρα) «Χωρίον κεφαλοχώρι πεδινόν, πρωτεύουσα της Καμπανίας, έχον προ εξαετίας 400 οικογ. και νυν μόνον 300 οικογενείας χριστιανικάς, 2 σχολεία αρρένων, εκκλησίαν. Παρ’ αυτό άλλοτε έρρεεν ο ποταμός Αξιός (Βαρδάρ), αλλ’ εγκαταλείψας την αρχαίαν κοίτην, ετράπη μεσημβρινώτερον. Προ εξαετίας όμως ως ενοχλούμενον υπό των εκάστοτε πλημμυρών του Αξιού και αποκλειόμενων ως νήσος υπό των 2 κλάδων αυτού εγκαταλείφθη υπό 100 οικογενειών, αίτινες μετώκησαν εις Θεσσαλονίκην και Κασσάνδραν. Εις αρχαιοτέραν εποχήν παρέκειτο τη ακτή, ης νυν απέχει 1 ½ ώραν σχεδόν, χωριζόμενον δι’ ελώδους εκτάσεως. Τούτου δ’ ένεκα οι κάτοικοι και νυν έτι διατηρούσιν εκ των άλλοτε 30, μόνο 10 καΐκια χωρητικότητα 1.600 κοιλών, και τινα άλλα μικρότερα πλοιάρια αλιευτικά και λέμβους, όντες πολλοί τούτων αλιείς, έχοντες ως καλλίτερον αυτών ιχθυοτροφείον και κέντρον το του Αγίου Νικολάου» [Σχινάς 1886, 199].

Куликия, Солунска Каза / Вардарѝя, 1.720 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Kolakia, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 1.750 Έλληνες. Δύο ελληνικά σχολεία με τέσσερις δασκάλους και 220 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Κουλακιά (ελληνόφωνοι), 22 Μαρτίου 1906. Κατά την περυσινήν στατιστικήν κάτοικοι 2.674 πάντες Έλληνες και ελληνόφωνοι πλην 35 οικογενειών σλαυοφώνων εγκατεστημένων εκεί εκ των πλησίον ξενοφώνων τσιφλικίων Λάπρας, Μαχμούτ, Τσαλικίου, Κωλοπαντζίου ένεκα των πλημμυρών του Αξιού και άλλων κακουχιών. Ευτυχώς και οι ξενόφωνοι εξελληνίζονται. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 280, διδάσκαλοι 4. Η Κουλακιά, έδρα του Επισκόπου Καμπανίας, διατελεί εν διαστάσει προς αυτόν υβρίζοντα και υβριζόμενον και απειλούντα να καταλίπη αυτήν και εγκατασταθή εν Γιδά… Οι πλείονες των κατοίκων της Κουλακιάς, ην “Κόλασιν” καλεί ο Επίσκοπός της, είναι δύστροποι και πλεονέκται και συμμέτοχοι εις καταχρήσεις κοινοτικών χρημάτων και κτημάτων. Ετοιμόρροπος είναι και η εκκλησία των, ης το ήμισυ εξωτερικώς έχει καταχωσθή εκ της ιλύος του Αξιού. Όθεν ηναγκάσθησαν να κενώσωσιν αυτήν και πήξωσιν ξύλινον παράπηγμα, εν ω εκκλησιάζονται, έως ου δυνηθώσι να την ανιδρύσωσιν. Ούτως εχόντων εκεί καθόλου των πραγμάτων παρήγορον είναι ότι τα σχολεία λειτουργούντα εν ανεκτοίς διδακτηρίοις ευρίσκονται σχετικώς εν καλή καταστάσει… Η Κουλακιά ωνομάσθη ούτως εκ τινός υψηλού πύργου (= τουρκιστί κουλέ), σωζομένου εκεί από εκατονταετίας… Κείται δε κατά τινας εν τη θέσει της αρχαίας “Χαλάστρας”, ήτις αναμφιβόλως είχε κληθή ούτως εκ των καταστροφών ας ανέκαθεν επέφερεν ενταύθα ο Αξιός πλημμυρίζων» [Παπαδόπουλος, 129-131].

Κολακιά, περιοχή Ρουμλουκίου: «έδρα του Έλληνος Επισκόπου Καμπανίας, οικουμένη υπό 2.674 ορθοδόξων Ελλήνων» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Κουλακιά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 3.013 κάτοικοι (1.558 άρρενες και 1.445 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Кулакија, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 550 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].

Κουλουκιά, κοινότητος Κουλουκιάς, κάτοικοι 3.004 (1.437 άρρενες, 1.507 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Η κοινότης Κουλακιάς της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις κοινότητα Χαλάστρας και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Κουλακιά εις Χαλάστραν (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Χαλάστρα, κοινότητος Χαλάστρας. Πραγματικός πληθυσμός 3.079 (1.516 άρρενες και 1.563 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (13 άρρενες και 5 θήλεις). Υπήρχαν 3.032 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 47 δημότες άλλων δήμων. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 269 [Απογραφή 1928, 237].

Χαλάστρα (Κουλακιά), Χαλάστρας (Κουλακιάς) [Διοικητικά 1935, 139].

Χαλάστρα, κοινότητος Χαλάστρας. Πραγματικός πληθυσμός 3.987 κάτοικοι (2.033 άρρενες και 1.954 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Χαλάστρα της κοινότης Χαλάστρας μετονομάζεται Πύργος, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης Πύργου (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», βασιλικό διάταγμα 11.5.1955 (ΦΕΚ 157/21.6.1955) [Χουλιαράκης 1976, 106].

Кулаќа: μεγάλο μακεδονικό χωριό [Симовски, 328].

Χαλάστρα (έως το 1928 Κουλουκιά, έως το 1955 Χαλάστρα, έως το 1981 Πύργος): Οικισμός του δήμου Χαλάστρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Χαλάστρας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 8. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 4.547, 1961: 5.094, 1971: 5, 1981: 6.498, 1991: 7.111 [Σταματελάτου, 783].

 

 

Κουλούπαντσα / Kulupanca / Кулупанца. Βρισκόταν βορειοανατολικά από την Κουλακιά. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους 100 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Ο οικισμός ερήμωσε πριν το 1928.

 

Πηγές:

Kolopanca (Kulibanča) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κολοπάντσα, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Kulupanca: τσιφλίκι 29 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Κολοπάντσα: «Τσιφλίκιον πεδινόν έχον 12 οικογενείας χριστιανικάς και 2 Γύφτων, κείμενον ¼ της ώρας ΒΔ του άνω (Κολακιά)» [Σχινάς 1886, 201].

Колопанци, Солунска Каза / Вардарѝя, 175 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Kolopantzi, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 160 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Κωλοπάντζι, 11 Ιουνίου 1906. Κτήμα τουρκικόν έχον 8 σλαυοφώνους ελληνοφρονούσας οικογενείας εκκλησιαζομένας εν Δεκελί» [Παπαδόπουλος, 139].

Κολοπάντσα, περιοχή Ρουμλουκίου: «118 ορθόδοξοι Έλληνες και 20 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Κουλούμπαντζα, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 5.953 στρεμμάτων, με 25 οικοδομές, αξίας 154.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Κουλουπάντσα, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Κουλουπάντσα, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι 26 (17 άρρενες, 9 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Колопанци: Ήταν ένας μικρός μακεδονικός οικισμός, ο οποίος ερήμωσε πριν το 1928 [Симовски, 327].

 

 

Κόριτεν ή Γκιόρντινο / Koriten, Gjordino / Коритен, Ѓордино. Μετονομάστηκε σε Ξηροχώρι και στη συνέχεια σε Ξηροχώριον. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν 400 περίπου μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους η σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε, καθώς οι περισσότεροι παλαιοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τον οικισμό και η ελληνική διοίκηση έφερε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες. Οι περισσότεροι από τους τελευταίους ήταν τουρκόφωνοι από τη Μικρά Ασία. Το 1928 ζούσαν στο χωριό γύρω στα 450 άτομα.

 

Πηγές:

Kjorzine [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Γκιόρδινον (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Gördine: τσιφλίκι 28 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Коритенъ (Гьордже, Солунска Каза, 370 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Koritin, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 568 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 28 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Κουρίταινα, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «260 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Γκόρδινη, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 17.020 στρεμμάτων, με 42 οικοδομές, αξίας 400.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Γιάρδενα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 379 κάτοικοι (184 άρρενες και 195 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Γιόρδινον ή Γκόρδινο Θεσσαλονίκης, ιδιωτικό, 26 προσφυγικές οικογένειες (36 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Γιόρθινον, κοινότητος Βερλάντζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Коритен, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 50 σπίτια χριστιανών Σλάβων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 20 σπίτια χριστιανών ελλήνων προσφύγων και 4 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 33].

Γιόρδινον, κοινότητος Βερλάντζης, κάτοικοι 141 (87 άρρενες, 54 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Γιόρδινον της κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Ξηροχώρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975, 271].

Γκιόρδενο (Ξηροχώρι), γραφείου Θεσσαλονίκης, 63 προσφυγικές οικογένειες – 243 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 45].

Γκόρδενο (Ξηροχώρι), πρόσφυγες: 5 ελληνόφωνες οικογένειες (29 άτομα) από το χωριό Αλεπλή της Θράκης, 3 οικογένειες που μίλαγαν ποντιακά από το Κιουμπέτ του Καυκάσου και 50 τουρκόφωνες οικογένειες (172 άτομα) από το Μίστι της Μικράς Ασίας [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 165, 176-157, 215].

Ξηροχώρι, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός πληθυσμός 479 (252 άρρενες και 227 θήλεις), εκ των οποίων 174 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (96 άρρενες και 78 θήλεις). Υπήρχαν 276 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 203 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 233].

Ξηροχώρι (Γιορδινού), Αγιονερίου (Βερλάντζης), Κιλκίς [Διοικητικά 1935, 187].

Ξηροχώριον, κοινότητος Αγιονερίου, επαρχίας Κιλκίς. Πραγματικός πληθυσμός 570 κάτοικοι (289 άρρενες και 281 θήλεις) [Απογραφή 1940, 215].

Ѓордино (Коритен): Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας μακεδονικός οικισμός. Στη συνέχεια οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες [Симовски, 318].

Ξηροχώρι (Γιορδινού): Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ξηροχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 190. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 716, 1961: 169, 1971: 143, 1981: 620, 1991: 827 [Σταματελάτου, 556].

 

 

Κορυφή / Korifi / Корифи. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι κάτοικοί του ήταν γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους είχε πληθυσμό 450 περίπου άτομα. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό μερικές προσφυγικές οικογένειες. Το 1928 ζούσαν εδώ γύρω στα 800 άτομα, εκ των οποίων τα 90 ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Korfi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Κορυφή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Körfe: τσιφλίκι 56 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Κορ(υ)φή: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ½ ώραν Β του άνω (Τσαταλοχώρι), έχον 65 οικογενείας χριστιανικάς. Συνοικία του είναι το Φουρς, έχουσα 12 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 204].

Korifi, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 145 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 50 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Κορυφή (ελληνόφωνοι), 29 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν εκ των μεγαλυτέρων του Ρουμλουκίου έχον οικίας 60, κατοίκους δε 482 Έλληνας. Εν τω σχολείω αυτού συνεκεντρώθησαν εφέτος 60 μαθηταί (ων 7 κοράσια), εν οις περιλαμβάνονται και δέκα εκ του πλησίον σλαυοφώνου Νησελλουδίου και της Παλαιοχώρας» [Παπαδόπουλος, 133].

Κορυφή, περιοχή Ρουμλουκίου: «370 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Κιορφή ή Κορυφή, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 20.500 στρεμμάτων, με 124 οικοδομές, αξίας 1.357.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Κορυφή, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Κορυφή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 455 κάτοικοι (239 άρρενες και 216 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Κορυφή, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 568 (316 άρρενες, 252 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Κορυφή, γραφείου Βερροιάς, 24 προσφυγικές οικογένειες – 88 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 22].

Κορυφή, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 816 (453 άρρενες και 363 θήλεις), εκ των οποίων 89 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (52 άρρενες και 37 θήλεις). Υπήρχαν 744 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 67 δημότες άλλων δήμων και 5 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].

Κορυφή, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].

Κορυφή, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 1.206 κάτοικοι (640 άρρενες και 566 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Корифи: ελληνικός οικισμός  [Симовски, дел. 1, 15].

Κορυφή: Οικισμός του δήμου Πλατέος, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κορυφής, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 300. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.208, 1961: 1.682, 1971: 1.656, 1981: 1.658, 1991: 1.520 [Σταματελάτου, 372].

 

 

Κραν / Kran / Кран. Ήταν ένας μικρός οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων, ο οποίος βρισκόταν νοτιοανατολικά και κοντά στο χωριό Καγιάτσαλη (Τριάδιον). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 100 άτομα. Το 1923-1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στο έρημο Κραν επτά προσφυγικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη. Οι τελευταίες εγκατέλειψαν το μέρος μέχρι το 1927.

 

Πηγές:

Kran [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Κραν (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Коранъ Махале Кая Чали & Съгърли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 106 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Κράνι, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Кран, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 15 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].

Κράνι, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 63 (38 άρρενες, 25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Κραν Μαχαλέ, εγκαταστάθηκαν εδώ επτά οικογένειες από διάφορα μέρη της Θράκης, οι οποίες το 1927 έφυγαν για Σέδες και Αμπάρκιοϊ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 372].

 

 

Καρίπτσια / Karipcja / Карипцја. Μετονομάστηκε Χλωρονομή. Μικρός οικισμός με απροσδιόριστη (γλωσσικά και θρησκευτικά) σύνθεση πληθυσμού. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους εγκαταστάθηκε εδώ και ένας αριθμός χριστιανικών προσφυγικών οικογενειών. Το 1928 ζούσαν στο χωριό περίπου 200 άτομα. Ερήμωσε μεταπολεμικά.

 

Πηγές:

Daribeč [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Καλύβια Δριμικλαβιανά, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Karibça: Το 1771 ο οικισμός φορολογείται με 900 άσπρα [Δημητριάδης, 417].

Καρίπτσια, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, κάτοικοι 34 (23 άρρενες, 11 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο εις την κοινότητα Δρυμού (πρώην Δρυμιγκλάβων), υπαγόμενος συνοικισμός Καρίπτσια, μετονομάζεται εις Χλωρονομή (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Χλωρονομή, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 212 (105 άρρενες και 107 θήλεις), εκ των οποίων 101 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (45 άρρενες και 56 θήλεις). Υπήρχαν 78 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 133 δημότες άλλων δήμων και 1 αλλοδαπός [Απογραφή 1928, 234].

Χλωρονομή (Καρίπτσια), Δρυμού (Σιδηροκεφάλου, Δρυμιγκλάβων) [Διοικητικά 1935, 136]. Χλωρονομή, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 48 κάτοικοι (23 άρρενες και 25 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

 

Λαϊνά / Lajna / Lajna. Μετονομάστηκε σε Λαγυνά. Πρόκειται για ένα χωριό γηγενών χριστιανών Ελλήνων. Ο πληθυσμός του το 1912 και το 1928 ήταν αντίστοιχα 1.000 και 1.250 άτομα περίπου .

 

Πηγές:

Lajna (Laginovo) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Λαϊνά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Λαϊνά: Στα μέσα του 15ου αιώνα ήταν χριστιανικός οικισμός, τιμάριο του Ine Bey. Υπήρχαν εδώ 32 σπίτια, δύο άγαμοι και μία χήρα. Layna: Το 1771 στο χωριό ζούσαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Το 1862 το χωριό είχε 57 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 396, 417, 445].

Λαγηνά: «Αποτελείται εξ 120 και πλέον οικογενειών Ελληνικών και Ελληνογλώσσων» [Χατζηκυριάκος 1906, 12].

Λαϊνά: «έχοντος 50 οικογενείας χριστιανικάς και βρύσεις» [Σχινάς 1886, 391].

Лайна (Лъгиново), Солунска Каза, 700 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 141].

Laguinovo (Laina), kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 675 Έλληνες. Υπήρχαν δύο ελληνικά σχολεία με δύο δασκάλους και 99 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Λαηνά (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 26 Μαΐου 1906. Οικίαι 160, κάτοικοι 875 Έλληνες. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 111 (ων 59 νήπια)» [Παπαδόπουλος, 124].

Λαϊνά, επί του όρους Χορτιάτου: «875 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Λαϊνά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 1.011 κάτοικοι (511 άρρενες και 500 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Λαϊνά, κοινότητος Λαϊνών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Лајна, Лугадинска област, 250 σπίτια χριστιανών Ελλήνων [Милојевић, 37].

Λαϊνά, κοινότητος Λαϊνών, κάτοικοι 944 (405 άρρενες, 539 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Λαϊνά, κοινότητος Λαϊνών. Πραγματικός πληθυσμός 1.247 (598 άρρενες και 649 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (14 άρρενες και 4 θήλεις). Υπήρχαν 1.198 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 49 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Λαϊνά, Λαϊνών [Διοικητικά 1935, 137].

Λαγυνά, κοινότητος Λαγυνών. Πραγματικός πληθυσμός 1.403 κάτοικοι (748 άρρενες και 655 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Laginovo (Lajna): μακεδονικό χωριό [Симовски, 329].

Λαγυνά (Λαϊνά): Οικισμός του δήμου Λαγκαδά, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Λαγυνών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 125. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.291, 1961: 1.380, 1971: 1.465, 1981: 1.674, 1991: 1.863 [Σταματελάτου, 408].

 

 

Λιάνοβερ / Ljanover / Лјановер. Μετονομάστηκε σε Λιανοβέργι και στη συνέχεια σε Λειανοβέργιον. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Το 1912 ζούσαν στο τσιφλίκι περίπου 300 γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Το 1923-1924 εγκαταστάθηκαν εδώ 150 χριστιανοί πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του οικισμού ήταν σχεδόν 500 άτομα.

 

Πηγές:

Laniver [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Lianivor, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 185 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Λιανοβέργι: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ¼ ώρας Β του άνω χωρίου Καρυά, έχον 25 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 204].

Λιανοβέρι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Έκθεση Σάρρου: «Λειονοβέργι (ελληνόφωνοι), 16 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών ελληνοφώνων 35. Το διδακτήριον ισόγειον, υποφερτόν. Εφοίτησαν δ’ εν αυτώ 24 μαθηταί αποσυρθέντες προ του Πάσχα εις την βοσκήν των αγελάδων των» [Παπαδόπουλος, 132].

Λιανεβέρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 7.598 στρεμμάτων, με 54 οικοδομές, αξίας 613.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Λιανοβέριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 297 κάτοικοι (167 άρρενες και 130 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Λιανοβέριον, κοινότητος Γιδά, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Λιανοβέριον, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 373 (189 άρρενες, 184 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Λιανοβέρι της κοινότητος Γιδά, μετονομάζεται εις Λιανοβέργι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 1.11.1926 (ΦΕΚ 401/12.11.1926) [Χουλιαράκης 1975, 262].

Λιανοβέργι (Λιανοβέρι), γραφείου Βερροιάς, 31 προσφυγικές οικογένειες – 143 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 31].

Λιανοβέργι, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 525 (263 άρρενες και 262 θήλεις), εκ των οποίων 88 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (45 άρρενες και 43 θήλεις). Υπήρχαν 469 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 56 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Λιανοβέργι (Λιανοβέριον), Γιδά [Διοικητικά 1935, 135].

Λειανοβέργιον, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 840 κάτοικοι (413 άρρενες και 427 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Лјановер: ελληνικό χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες [Симовски, дел. 1, 17].

Λειονοβέργι (έως το 1940 Λιανοβέργι και Λιανοβέρι): Οικισμός του δήμου Πλατέος, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Πλατέος, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 9. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 937, 1961: 1.760, 1971: 1.631, 1981: 1.770, 1991: 1.652 [Σταματελάτου, 418].

 

 

Λάπρα / Lapra / Лапра. Βρισκόταν βορειοανατολικά από το χωριό Κουλακιά (Χαλάστρα). Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 80 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Ο οικισμός ερήμωσε πριν την απογραφή του 1920.

 

Πηγές:

Lapra [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Λάπρα, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Lapra: τσιφλίκι 16 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Λάπρα: «Τσιφλίκιον πεδινόν, έχον 11 οικίας χριστιανών και 6 Αθιγγάνων (Γύφτων) Αιγυπτίων» [Σχινάς 1889, 199].

Лапра, Солунска Каза / Вардарѝя, 106 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Lapra, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 80 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Λάπρα, 11 Ιουνίου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά 9 οικογενειών σλαυοφώνων ελληνοφρονουσών» [Παπαδόπουλος, 138].

Λάπρα, περιοχή Ρουμλουκίου: «κάτοικοι 98, ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Λάπρα, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 14.282 στρεμμάτων, με 24 οικοδομές, αξίας 577.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Λάμπρα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 54 κάτοικοι (30 άρρενες και 24 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Λάμπρας, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Лапра: μικρό τσιφλίκι με Μακεδόνες [Симовски, 330].

 

 

Λέμπετ / Lembet / Лембет. Μετονομάστηκε Σταυρούπολις. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Σταυρούπολη. Ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 100 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους ο οικισμός ερήμωσε. Στη συνέχεια η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε καθαρά προσφυγικός. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν γύρω στα 1.300 άτομα.

 

Πηγές:

Lembet [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Λεμπέτ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Lenbet: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 4 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 417, 445].

Лембетъ, Солунска Каза, 42 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Lembeto, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 48 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Λέμπετ, επί του όρους Χορτιάτου: «26 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Λεμπέτ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 7.051 στρεμμάτων, με 20 οικοδομές, αξίας 275.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Лембед, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 13 σπίτια χριστιανών Σλάβων. Έρημο μετά τους βαλκανικούς πολέμους [Милојевић, 36].

Λεμπέτ, δήμου Θεσσαλονίκης, κάτοικοι 128 (69 άρρενες, 59 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

Λεμπέτ, γραφείου Θεσσαλονίκης, 146 προσφυγικές οικογένειες – 515 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 32].

Λεμπέτ, κοινότητος Σταθμού. Πραγματικός πληθυσμός 1.310 (599 άρρενες και 711 θήλεις), εκ των οποίων 1.078 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (488 άρρενες και 590 θήλεις). Υπήρχαν 1.135 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 50 δημότες άλλων δήμων και 125 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 236].

Σταυρούπολις (Λεμπέτ), Σταυρουπόλεως (Λεμπέτ) [Διοικητικά 1935, 138].

Σταυρούπολις, κοινότητος Σταυρουπόλεως. Πραγματικός πληθυσμός 4.046 κάτοικοι (2.546 άρρενες και 4.046 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Лембет: ήταν ένα μικρό τσιφλίκι με μακεδόνες, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες [Симовски, 330].

Σταυρούπολη (Λέμπετ): Οικισμός του δήμου Σταυρουπόλεως, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Σταυρουπόλεως, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 50. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 5.273, 1961: 11.965, 1971: 21.595, 1981: 32.225, 1991: 37.596 [Σταματελάτου, 716].

 

 

Λεμπετάκι / Lembetaki/ Лембетаки. Μετονομάστηκε Νέα Ευκαρπία και στη συνέχεια σε Ευκαρπία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι των Μποσκαραίων. Δεν υπάρχουν ωστόσο πληροφορίες για τον πληθυσμό που ζούσε και δούλευε τότε στο τσιφλίκι. Μεταξύ 1922-1924 το ελληνικό κράτος εγκαθιστά εδώ 142 προσφυγικές οικογένειες, εκ των οποίων 118 ήταν χριστιανοί Τούρκοι από το Ουσάκ της Προύσας. Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό περίπου 600 άτομα.

 

Πηγές:

Λεμπετάκι (Ευκαρπία), πρόσφυγες: 11 οικογένειες Θρακών (25 άτομα), 129 οικογένειες Μικρασιατών (513 άτομα) και 2 οικογένειες Ποντίων (5 άτομα). Από τις οικογένειες των Μικρασιατών, 118 ήταν τουρκόφωνες και προέρχονταν από το Ουσάκ. Πριν να έρθουν οι πρόσφυγες, ήταν μικρό τσιφλίκι των Μποσκαραίων [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 77-80].

Νέα Ευκαρπία, κοινότητος Σταθμού. Πραγματικός πληθυσμός 591 (300 άρρενες και 291 θήλεις), εκ των οποίων 515 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (245 άρρενες και 270 θήλεις). Υπήρχαν 580 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 11 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Ευκαρπία, Ευκαρπίας [Διοικητικά 1935, 137].

Ευκαρπία, κοινότητος Ευκαρπίας. Πραγματικός πληθυσμός 798 κάτοικοι (441 άρρενες και 357 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Лембет Чифлик: προσφυγικός οικισμός που δημιουργήθηκε το 1922 [Симовски, 330].

Ευκαρπία (έως το 1940 Νέα Ευκαρπία): Οικισμός της κοινότητας Ευκαρπίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Ευκαρπίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 110. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 920, 1961: 1.162, 1971: 2.124, 1981: 2.705, 1991: 3.480 [Σταματελάτου, 230].

 

Ματζαρλίκ / Madžarlik/ Маџарлик. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Μαντζάρηδες. Μετονομάστηκε σε Νέα Ραιδεστός. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν 80 περίπου χριστιανοί Έλληνες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό ελληνόφωνες χριστιανικές προσφυγικές οικογένειες από διάφορα χωριά της Θράκης. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε σαν καθαρά προσφυγικός. Το 1928 ζούσαν εδώ 700 σχεδόν άτομα, εκ των οποίων τουλάχιστον τα 6/7 ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Madzarizes [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Ματζάριδες (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Macarlık: τσιφλίκι με 12 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Маджарлъкъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 80 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Madjar, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 75 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Μαδζαρίτες, τμήματος Καλαμαριάς: «80 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Μαντζάριδες, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 62 κάτοικοι (34 άρρενες και 28 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12]. Μαντζάρηδες, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μαντζάρηδες, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 132 (77 άρρενες, 55 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μανδζάριδες, γραφείου Θεσσαλονίκης, 166 προσφυγικές οικογένειες – 653 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 37].

Μαντζάρηδες (Νέα Ραιδεστός), πρόσφυγες: 171 οικογένειες Θρακών (702 άτομα). Από τις ελληνόφωνες αυτές οικογένειες, 25 ήταν από Σχολάρι, 25 από Ναΐπκιοϊ, 23 από Σιμιτλή, 20 από Κούμβαο, 15 από Ραιδεστό και 9 από Πάνιδο [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 362-368, 378].

Μαντζάρηδες, κοινότητος Μαντζάρηδων. Πραγματικός πληθυσμός 707 (372 άρρενες και 335 θήλεις), εκ των οποίων 598 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (312 άρρενες και 286 θήλεις). Υπήρχαν 685 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 20 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί. Υπήρχε 1 δημότης που απογράφηκε αλλού [Απογραφή 1928, 235].

Μαντζάρηδες, Μαντζάρηδων [Διοικητικά 1935, 137].

Μαντζάρηδες, κοινότητος Μαντζαρήδων. Πραγματικός πληθυσμός 825 κάτοικοι (413 άρρενες και 412 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Μαντζάρηδες της κοινότητος Μαντζάρηδων εν τη επαρχία Θεσσαλονίκης μετονομάζεται Νέα Ραιδεστός, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης Νέα Ραιδεστού», βασιλικό διάταγμα 16.12.1953 (ΦΕΚ 349/21.12.1953) [Χουλιαράκης 1976, 86].

Мацаридес: ήταν ένα μικρό τσιφλίκι με μακεδόνες κατοίκους, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες [Симовски, 331].

Νέα Ραιδεστός (Ματζάρηδες): Οικισμός του δήμου Θέρμης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νέας Ραιδεστού, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 45. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 797, 1961: 729, 1971: 708, 1981: 1.035, 1991: 1.035 [Σταματελάτου, 535].

 

 

Μαχμούντ / Mahmud/ Махмуд. Ήταν ένα τσιφλίκι με 60 περίπου μακεδονόφωνους πατριαρχικούς κατοίκους. Βρισκόταν ανάμεσα στην Κουλακιά και τη Λάπρα. Ερήμωσε μετά τους βαλκανικούς πολέμους.

 

Πηγές:

Mahmud čiftl. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Μαχμούτ, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Mahmud: τσιφλίκι 15 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Μαχμούτοβο: «12 οικογενειών χριστιανικών και 8 Γύφτων χωρίον» [Σχινάς 1886, 210].

Махмудово, Солунска Каза / Вардарѝя, 105 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Mahmoutovo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 64 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Μαχμούτ τσιφλίκι ή Μαχμούτοβον, Ιουνίου 1906. Διεσκορπίθησαν αι ολίγαι σλαυόφωνοι οικογένειαι του τσιφλικίου τούτου εις Κουλακιάν και Λάπραν» [Παπαδόπουλος, 139].

Μαχμούτ, περιοχή Ρουμλουκίου: «50 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Μαχμούτ, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Махмудово: ήταν ένα μικρό τσιφλίκι με μακεδόνες κατοίκους, το οποίο ερήμωσε μετά τους βαλκανικούς πολέμους [Симовски, 331].

 

 

Μέσμερ / Mesmer/ Месмер. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Μεσημέρι. Η ελληνική διοίκηση το άλλαξε σε Μεσημέριον. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Φαίνεται πως πριν τους βαλκανικούς πολέμους κατοικούσαν εδώ μόνο χριστιανοί Έλληνες, περίπου 130 άτομα. Τα επόμενα χρόνια οι γηγενείς κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό. Στη θέση τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο) και άλλοι από την Ανατολική Θράκη (που μιλούσαν το εκεί ελληνικό ιδίωμα). Το 1928, το προσφυγικό πια χωριό, είχε πληθυσμό σχεδόν 350 άτομα.

 

Πηγές:

Mesimeri [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Μεσημέρι: Στα μέσα του 15ου αιώνα σημειώνεται πως οι κάτοικοί του ήταν αλατάδες. Το 1771 ήταν ένα χωριό-τσιφλίκι αλατάδων, χριστιανών και μουσουλμάνων. Το 1862 το Mesmer ήταν ένα χωριό-τσιφλίκι με 14 μουσουλμανικά και 22 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 397, 428].

Μεσημέρι: «Χωρίον κείμενον επί γηλόφων και απαρτιζόμενων εκ τριών συνοικιών εχουσών 100 οικογενείας οθωμανών και χριστιανών γεωργών και βρύσεις» [Σχινάς 1886, 531].

Месимеръ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 120 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Messimer, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 150 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Μεσημέρι, τμήματος Καλαμαριάς: «125 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Μεσημέρι, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 20.000 στρεμμάτων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Μεσημέριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 84 κάτοικοι (44 άρρενες και 40 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12]. Μεσημέρι Τσιφλίκ Θεσσαλονίκης, 16 προσφυγικές οικογένειες (76 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26].

Μεσημέρι, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μεσημέρι, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 118 (78 άρρενες, 40 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μεσημέρι, γραφείου Θεσσαλονίκης, 85 προσφυγικές οικογένειες – 361 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 37].

Μεσημέρι, πρόσφυγες: 23 οικογένειες Θρακών (91 άτομα) και 69 οικογένειες (287 άτομα) που μιλούσαν ποντιακά από το Κεστενέ Μπουνάρ της Μικράς Ασίας. Από τις θρακικές οικογένειες, οι 18 ήταν ελληνόφωνες από το Σχολάρι, άλλες δε 5 ήταν από το Σελτζίκιοϊ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 362, 378, 389, 392].

Μεσημέρι, κοινότητος Επανωμής. Πραγματικός πληθυσμός 359 (200 άρρενες και 159 θήλεις), εκ των οποίων 349 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (193 άρρενες και 156 θήλεις). Υπήρχαν 337 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 22 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Μεσημέρι, Επανωμής [Διοικητικά 1935, 136].

Μεσημέριον, κοινότητος Επανομής. Πραγματικός πληθυσμός 673 κάτοικοι (344 άρρενες και 329 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Mesimer: ήταν ένα τσιφλίκι με έλληνες κατοίκους, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες [Симовски, 332].

Μεσημέρι: Οικισμός του δήμου Επανομής, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Μεσημερίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 100. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 797, 1961: 820, 1971: 664, 1981: 761, 1991: 998 [Σταματελάτου, 535].

 

 

Μουστάφτσα / Mustafča/ Мустафча. Μετονομάστηκε Νέο Βασιλικό. Ήταν ένα χωριό 150 περίπου μουσουλμάνων Τούρκων. Οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μέχρι το 1924 στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς Έλληνες από την Ανατολική Θράκη. Οι τελευταίοι κράτησαν τους γεωργικούς κλήρους και μετεγκαταστάθηκαν νοτιοδυτικά, στο γειτονικό Κίρτζαλαρ (Άδενδρον).

 

Πηγές:

Mustafča (Müstardža) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Μουστάφτσα (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Mustafaca: χωριό 20 μουσουλμανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Μουσταφάτς: «Χωρίον πεδινόν κείμενον ¼ ώρ. ΒΑ του άνω (Καρζιάλιοβο) και έχον 40 οικογενείας οθωμανικάς» [Σχινάς 1886, 202]

 Μουστάφτσα, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «175 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Μουστάφτσα, κοινότητος Κιρτζιλάρ, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Мустачево, Солунска област - Западно од доњег Вардара, 25 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 29]. Μουστάφτσα, κοινότητος Κιρτζιλάρ, κάτοικοι 49 (26 άρρενες, 23 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Μοράφτσα της κοινότητος Κιρτζιλάρ, μετονομάζεται εις Νέο Βασιλικό (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Μουστάφτσα (Νέο Βασιλικό), γραφείου Θεσσαλονίκης, 19 προσφυγικές οικογένειες – 75 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 43].

Μουστάφτσα (Νέο Βασιλικό), πρόσφυγες: 21 ελληνόφωνες οικογένειες από τη Θράκη. Από αυτές, 10 ήταν από Βασιλικό, 5 από Σιμιτλί, 4 από Ιντζέκιοϊ και 2 από Στράντζα. Μέχρι το 1935 οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό Άδενδρον, αλλά κράτησαν τους γεωργικούς κλήρους που είχαν εδώ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 139, 223, 365].

Мустафча: Ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία το 1924. Στη θέση τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες, οι οποίοι με τη σειρά τους εγκατέλειψαν τον οικισμό μεταξύ 1929 και 1935 [Симовски, 332].

 

 

Μπαχτσέ Τσιφλίκ / Bahče Čiflik / Бахче Чифлик. Μετονομάστηκε Νέοι Επιβάται. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Νέοι Επιβάτες. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι του Χασάν Μπέη, δεν είναι ωστόσο καθαρό από τις πηγές, ποιος ήταν ο αριθμός των κατοίκων του, ούτε η γλωσσική και θρησκευτική σύνθεση τους. Το 1923 εγκαταστάθηκαν εδώ χριστιανοί έλληνες πρόσφυγες από το χωριό Μπιγάτος (Επιβάτες) της Ανατολικής Θράκης. Μετά την εγκατάσταση, η ελληνική διοίκηση χαρακτήρισε το χωριό σαν καθαρά προσφυγικό. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν περίπου 550 άτομα.

 

Πηγές:

Bakče čiftl. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Bağçelü: τσιφλίκι με 3 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Бахчели, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 40 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Bahtché Tchiflik, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 125 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Μπαξέ τσιφλίκ, τμήματος Καλαμαριάς: «16 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Μπαξέ, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μπαξέ, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 43 (25 άρρενες, 18 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Νέοι Επιβάται, γραφείου Θεσσαλονίκης, 156 προσφυγικές οικογένειες – 656 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 43].

Νέοι Επιβάται, πρόσφυγες: 159 ελληνόφωνες οικογένειες (631 άτομα) από το χωριό Επιβάτες (Μπιγάτος) της Θράκης. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν το 1923 στην περιοχή αυτή, που λεγόταν πριν Μπαξέ Τσιφλίκ και ήταν τσιφλίκι του Χασάν μπέη [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 8, 429-432].

Νέοι Επιβάται, κοινότητος Νέων Επιβατών. Πραγματικός πληθυσμός 567 (294 άρρενες και 273 θήλεις), εκ των οποίων 553 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (285 άρρενες και 268 θήλεις). Υπήρχαν 543 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 24 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Νέοι Επιβάται, Νέων Επιβατών [Διοικητικά 1935, 137].

Νέοι Επιβάται, κοινότητος Νέων Επιβατών. Πραγματικός πληθυσμός 734 κάτοικοι (379 άρρενες και 355 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Бахче Чифлик (Νέοι Επιβάται): ήταν ένα τσιφλίκι, στο οποίο εγκαταστάθηκαν то 1922 πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη [Симовски, 311-312].

Νέοι Επιβάτες (Μπαξέ Τσιχλίκ): Οικισμός του δήμου Θερμαϊκού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νέων Επιβατών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 25. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 819, 1961: 923, 1971: 909, 1981: 1.101, 1991: 1.568 [Σταματελάτου, 540].

 

 

Μπάλτζα / Baldža / Балџа. Μετονομάστηκε Μελισσοχώρι και στη συνέχεια σε Μελισσοχώριον. Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό γηγενών χριστιανών Ελλήνων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους αριθμούσε 2.700 άτομα. Στη συνέχεια ο πληθυσμός του μειώθηκε. Το 1928 δεν είχε περισσότερους από 1.500 κατοίκους.

 

Πηγές:

Baldža [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Μπάλτζα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Bağhca: χωριό με 211 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 445].

Balja, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.810 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με τρεις δασκάλους και 170 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Μπάλτζα (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 25 Μαΐου 1906. Οικίαι 446, κάτοικοι 2.400 πάντες Έλληνες. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 230, διδάσκαλοι 4» [Παπαδόπουλος, 123].

Μπάλτσα, επί του όρους Χορτιάτου: «2.950 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Μπάλτσα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.675 κάτοικοι (1.325 άρρενες και 1.350 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Μπάλτζα, κοινότητος Μπάλτζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

БалдžаЛугадинска област, 500 σπίτια χριστιανών Ελλήνων [Милојевић, 37].

Μπάλτζα, κοινότητος Μπάλτζης, κάτοικοι 1.649 (830 άρρενες, 819 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Η κοινότης Μπάλτζης, μετονομάζεται εις κοινότητα Μελισσοχωρίου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Μπάλτζα εις Μελισσοχώρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Μελισσοχώριον, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.495 (745 άρρενες και 750 θήλεις), εκ των οποίων 57 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (30 άρρενες και 27 θήλεις). Υπήρχαν 1.326 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 165 δημότες άλλων δήμων και 4 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].

Μελισσοχώριον (Μπάλτζα)Μελισσοχωρίου (Μπάλτζης) [Διοικητικά 1935, 137].

Μελισσοχώριον, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.341 κάτοικοι (693 άρρενες και 1.341 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Балџа: χωριό εξελληνισμένων Μακεδόνων [Симовски, 311].

Μελισσοχώρι (Μπάλτζα): Οικισμός του δήμου Μυγδονίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Μελισσοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 220. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.308, 1961: 1.070, 1971: 797, 1981: 859, 1991: 1.147 [Σταματελάτου, 483].

 

 

Μπασισλή / Bašišli / Башишли. Μετονομάστηκε σε Σχολάριον και στη συνέχεια σε Άνω Σχολάριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένας οικισμός στον οποίο κατοικούσαν 160 περίπου μουσουλμάνοι Τούρκοι. Αυτοί αναγκάστηκαν μέχρι το 1924 να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους το ελληνικό κράτος εγκατέστησε χριστιανούς έλληνες πρόσφυγες, κυρίως από το χωριό Σχολάρι της Ανατολικής Θράκης. Το 1928 ζούσαν εδώ 136 πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Basisli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Bahşayışlı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 15 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1862 το Bahşıtlı ήταν χωριό με 21 μουσουλμανικά σπίτια [Δημητριάδης, 406, 449].

Бехшишли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 180 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Μπαχτσελή, καζά Θεσσαλονίκης: «45 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Μπασισλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 159 κάτοικοι (79 άρρενες και 80 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Μπασισλή, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μπασισλή, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 155 (79 άρρενες, 76 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Μπασικλή της κοινότητος Ζουμπάτες, μετονομάζεται εις Σχολάριον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].

Μπασισλή (Σχολάριον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 33 προσφυγικές οικογένειες – 134 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 57].

Μπασισλή ή Σαράι (Άνω Σχολάριον), πρόσφυγες: 30 ελληνόφωνες οικογένειες από το Σχολάρι της Θράκης και 2 ελληνόφωνες οικογένειες (9 άτομα) από τη Γωνιά (Γκώνια) της Μικράς Ασίας [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 400, 468].

Σχολάριον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 136 (70 άρρενες και 66 θήλεις), εκ των οποίων 136 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (70 άρρενες και 66 θήλεις). Και 136 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 236].

Σχολάριον (Μπασισλή), Τριλόφου (Ζουμπάτων) [Διοικητικά 1935, 139].

Άνω Σχολάριον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 159 κάτοικοι (86 άρρενες και 73 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Башишли (Башикли, Сарај): Μέχρι το 1924 ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Τότε οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία [Симовски, 312].

Άνω Σχολάριο (έως το 1928 Μπασισλή, έως το 1940 Σχολάριο): Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Τριλόφου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 180. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 143, 1961: 108, 1971: 28, 1981: 18, 1991: 22 [Σταματελάτου, 86].

 

 

Μπασίζ / Bašiz / Башиз. Μετονομάστηκε σε Πατριαρχικόν. Ήταν μετόχι της Μονής Βλατάδων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν και δούλευαν εδώ περίπου 20-30 γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Τόσους κατοίκους είχε ο οικισμός και το 1928. Τα επόμενα χρόνια δεν υπάρχουν απογραφικές αναφορές σε αυτόν.

 

Πηγές:

Bašsiniz Metohi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Başsız Metohı: μετόχι με 4 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Башсъсъ Метохъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 17 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Bachsis Metoh, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 25 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Μπακτσίτς Μετόχι, τμήματος Καλαμαριάς: «25 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Μπασίζ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 3.096 στρεμμάτων, με 8 οικοδομές, αξίας 283.062 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Μπαζέ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 22 κάτοικοι (9 άρρενες και 13 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Μπασίς, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Μπασίς, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 13 (7 άρρενες, 6 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Μπασίς της κοινότητος Στρέφα (πρώην Καπουτζήδων), μετονομάζεται εις Πατριαρχικόν (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Πατριαρχικόν, κοινότητος Πυλαίας. Πραγματικός πληθυσμός 30 (13 άρρενες και 17 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας (που να ήλθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή). Υπήρχαν 8 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 22 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Πατριαρχικό (Μπασές Μετόχι), Πυλαίας (Στρέφας, Καπουτζήδων) [Διοικητικά 1935, 138].

Башиш (Башиш Метох): ήταν ένας οικισμός Ελλήνων [Симовски, 312].

 

 

Μπουγκαρίεβο ή Μπουνάρτζα / Bugarievo, Bunardža / Бугариево, Бунарџа. Μετονομάστηκε Καραβία. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα χωριό μακεδονόφωνων εξαρχικών χριστιανών. Το 1912 είχε 730 περίπου κατοίκους. Το 1914 το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού του εγκατέλειψε τον οικισμό και έφυγε στη Βουλγαρία. Μεταξύ 1915-1926 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες από διάφορα μέρη της Ανατολικής Θράκης, του Καυκάσου και του Πόντου. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 32 οικογένειες χριστιανών Τούρκων από το Μαγαρατζίκ του Καυκάσου. Το 1928 ζούσαν εδώ σχεδόν 500 πρόσφυγες. Μεταπολεμικά ο πληθυσμός του οικισμού δεν εμφανίζεται χωριστά, καθώς συνυπολογίζεται με αυτόν της γειτονικής Νέας Μεσημβρίας (οι κάτοικοι της οποίας είναι πρόσφυγες από τη Μεσημβρία της Βουλγαρίας).

 

Πηγές:

Bunardža [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Μπουγαρίοβο (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Bınarca: χωριό 50 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Бугариово, Солунска Каза, 590 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Bougarievo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 720 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Μπουνάρτσα, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «355 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5]. Μπογαρίοβον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 731 κάτοικοι (371 άρρενες και 360 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Μπογαρίοβον ή Μπογαρίεβον Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 123 προσφυγικές οικογένειες (533 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Μπουγαρίοβον, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Бугаријево, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 100 σπίτια χριστιανών Σλάβων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 5 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 500 σπίτια χριστιανών Ελλήνων φυγάδων [Милојевић, 33].

Μπουγαρίοβον, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 321 (176 άρρενες, 145 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Νέα Μεσημβρία (σημείωση Λιθοξόου: προφανώς έφυγαν από το Μπουγκαρίεβο και όχι από τη γειτονική προσφυγική Νέα Μεσημβρία): Ρευστοποιήθηκαν 67 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 197].

Μετονομασία: «Η κοινότης Μπουγαριόβου της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις κοινότητα Καραβίας και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Μπουγαρίοβον εις Καραβία (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Μπογαρίοβον (Καραβία), γραφείου Θεσσαλονίκης, 356 προσφυγικές οικογένειες – 1.293 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 25].

Νέα Μεσημβρία (Μπογαρίεβον, Καραβία), πρόσφυγες: 29 οικογένειες Θρακών (114 άτομα), 2 οικογένειες Μικρασιατών (6 άτομα), 10 οικογένειες Ποντίων (40 άτομα), 61 οικογένειες Καυκασίων (191 άτομα) και 288 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (1.156 άτομα). Όλοι οι πρόσφυγες εκ Βουλγαρίας κατάγονταν από τη Μεσημβρία του Ευξείνου. Από το Μαγαρατζίκ του Καυκάσου ήρθαν 32 τουρκόφωνες οικογένειες [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 272, 279].

Καραβία, κοινότητος Καραβίας. Πραγματικός πληθυσμός 527 (269 άρρενες και 258 θήλεις), εκ των οποίων 70 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (30 άρρενες και 40 θήλεις). Υπήρχαν 442 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 85 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Καραβία (Μπουγαρίοβον), Καραβίας [Διοικητικά 1935, 136].

Καραβία, κοινότητος Καραβίας. Πραγματικός πληθυσμός 399 κάτοικοι (209 άρρενες και 190 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Бугариево: Ήταν ένα καθαρά μακεδονικό χωριό. Το 1914 πολλοί κάτοικοί του έφυγαν στη Βουλγαρία. Το καλοκαίρι του 1920 εγκαταστάθηκαν εδώ 44 προσφυγικές οικογένειες από τον Καύκασο. Μεταπολεμικά ο οικισμός ενώθηκε με τη Νέα Μεσημβρία [Симовски, 312].

 

 

Νάρες / Nareš / Нареш. Μετονομάστηκε σε Φιλαδελφειανά, στη συνέχεια σε Νέα Φιλαδέλφεια, μετά σε Φιλαδελφιανά και τελικά ξανά σε Νέα Φιλαδέλφεια. Ήταν ένας μικρός οικισμός στον οποίο ζούσαν 150 περίπου μακεδονόφωνοι εξαρχικοί χριστιανοί. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι περισσότεροι από αυτούς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες, κυρίως από τη Μικρά Ασία. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες ήταν χριστιανοί Τούρκοι. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων χαρακτήρισε τον οικισμό ως καθαρά προσφυγικό. Το 1928 κατοικούσαν στο χωριό σχεδόν 550 άτομα.

 

Πηγές:

Nareš [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Νάρες (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Narış: χωριό 12 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Наръшъ, Солунска Каза, 200 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Nariche, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 168 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Νάρες, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «85 Έλληνες ορθόδοξοι, υποκύψαντες τω 1904 εις το σχίσμα» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Νάρις, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 7.322 στρεμμάτων, με 29 οικοδομές, αξίας 230.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Νάρες, κοινότητος Βερλάντζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Нареш, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 8 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 5 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 33].

Νάρες, κοινότητος Βερλάντζης, κάτοικοι 62 (32 άρρενες, 30 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Νάρες της κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Φιλαδελφειανά (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975, 270].

Νάρες (Φιλαδελφειανά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 106 προσφυγικές οικογένειες – 339 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 60].

Νέα Φιλαδέλφεια, πρόσφυγες: 113 οικογένειες Μικρασιατών (499 άτομα). Από αυτές 74 οικογένειες ήταν τουρκόφωνες από την πόλη Φιλαδέλφεια (Αλά Σεχίρ) και 19 τουρκόφωνες από το χωριό Χώναι. Υπήρχαν επίσης 3 οικογένειες από τη Θράκη [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 150-154].

Νέα Φιλαδέλφεια, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός πληθυσμός 555 (312 άρρενες και 243 θήλεις), εκ των οποίων 372 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (196 άρρενες και 176 θήλεις). Υπήρχαν 425 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 129 δημότες άλλων δήμων και 1 αλλοδαπός [Απογραφή 1928, 233].

Φιλαδελφιάνα (Νέα Φιλαδέλφεια), Φιλαδελφιάνας (Νέας Φιλαδελφείας) [Διοικητικά 1935, 139].

Φιλαδελφιανά, κοινότητος Φιλαδελφιανών. Πραγματικός πληθυσμός 642 κάτοικοι (313 άρρενες και 329 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Нареш: Ήταν ένας μακεδονικός οικισμός. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους πολλοί κάτοικοί του το εγκατέλειψαν. Το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη [Симовски, 333].

Νέα Φιλαδέλφεια (έως το 1928 Νάρες, έως το 1940 Νέα Φιλαδέλφεια, έως το 1971 Φιλαδελφιανά): Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νέας Φιλαδελφείας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 75. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 555, 1961: 735, 1971: 466, 1981: 532, 1991: 716 [Σταματελάτου, 536].

 

 

Νιχώρ / Nihor / Нихор. Το συναντάμε επίσης ως Νεοχώρι. Η διοίκηση το άλλαξε με το «καθαρότερο» Νεοχώριον. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν 270 περίπου χριστιανοί Έλληνες. Η σύνθεση του πληθυσμού δεν άλλαξε μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Το 1928 κατοικούσε στον οικισμό ο ίδιος αριθμός ατόμων.

 

Πηγές:

Nihor [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Νεοχώρι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Nihor: τσιφλίκι 43 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Νεοχώρι: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ¾ της ώρας Β του χωρίου Γιδά και ½ ώραν Μ του έλους της λίμνης Γενιτσών και ποταμού Λουδίου έχον 45 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 205].

Неохори, Солунска Каза / Урумлъкъ, 350 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Nihor, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 250 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Έκθεση Σάρρου: «Νεοχώριον (ελληνόφωνοι), 28 Μαΐου 1906. Κτήμα κατά το ½ του κ. Γ. Μαυρουδή μετά οικιών 45 και κατοίκων 254 απάντων Ελλήνων. Μαθηταί ενεγράφησαν 24 εις τέσσαρας τάξεις» [Παπαδόπουλος, 132].

Νεοχώρι, περιοχή Ρουμλουκίου: «325 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Νηχώρι καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 15.044 στρεμμάτων, με 38 οικοδομές, αξίας 799.975 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Νεοχώριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 274 κάτοικοι (147 άρρενες και 127 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Νεοχώριον, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 259 (135 άρρενες, 124 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Νεοχώριον, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 277 (142 άρρενες και 135 θήλεις), εκ των οποίων 2 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (άρρενες). Υπήρχαν 256 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 21 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Νεοχώριον, Γιδά [Διοικητικά 1935, 135].

Νεοχώριον, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 428 κάτοικοι (214 άρρενες και 214 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Неохор: ελληνικό χωριό [Симовски, дел. 1, 20].

Νεοχώρι: Οικισμός του δήμου Αλεξανδρείας, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νεοχωρίου, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 11. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 632, 1961: 653, 1971: 585, 1981: 710, 1991: 759 [Σταματελάτου, 542].

 

 

Νεοχωρόπουλο / Neohoropulo / Неохоропуло. Επίσημη - διοικητική ονομασία Νεοχωρόπουλον. Από την απογραφή του 1961 και μετά, δεν απογράφεται χωριστά, καθώς θεωρείται συνοικία του χωριού Κορυφή. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 60 χριστιανοί Έλληνες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό 100 σχεδόν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Nihorudi [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Νεοχωρόπουλο (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Neohoridi, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 50 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 35 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].

Νεοχωρούδι, περιοχή Ρουμλουκίου: «50 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Νεοχωρόπουλον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 63 κάτοικοι (34 άρρενες και 29 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Νεοχωρόπουλο, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Νεοχωρόπουλο, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 76 (39 άρρενες, 37 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Νεοχωρόπουλο γραφείου Βερροίας, 21 προσφυγικές οικογένειες – 87 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 42].

Νεοχωρόπουλον, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 173 (92 άρρενες και 81 θήλεις), εκ των οποίων 101 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (52 άρρενες και 49 θήλεις). Υπήρχαν 168 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 5 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Νεοχωρόπουλον, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].

Νεοχωρόπουλον, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 311 κάτοικοι (146 άρρενες και 165 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Нихор (Нихорабали): ελληνικό χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκαν το 1923 και πρόσφυγες [Симовски, дел. 1, 21].

 

 

Νταούτμπαλη / Dautbali / Даутбали. Μετονομάστηκε Ωραιόκαστρον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Ωραιόκαστρο. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα μακεδονόφωνο χριστιανικό χωριό 250 περίπου ατόμων. Οι κάτοικοί του ήταν διαιρεμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Μέχρι το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στον οικισμό και πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου και του Καυκάσου. Από αυτούς άλλοι μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο και άλλοι την τουρκική γλώσσα. Το 1928 ζούσαν εδώ σχεδόν 780 άτομα, εκ των οποίων 300 ήταν προσφυγικής καταγωγής.

 

Πηγές:

Dautbali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Δαούτμπαλη (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Davud Balı: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 1 μουσουλμανικό και 28 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 422, 442].

Даутъ Балъ, Солунска Каза, 250 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Daoutbal, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 280 Βούλγαροι (104 εξαρχικοί και 176 πατριαρχικοί). Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 44 μαθητές και ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 8 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Δαούτ Μπαλή (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 23 Μαΐου 1906. Οικίαι εν όλω 40, ων ελληνίζουσι 30 μετά ψυχών 186, σχισματικαί δε 10. Μαθηταί ημέτεροι 22. Γλώσσα σλαυομακεδονική. Μαθηταί Βουλγάρων 7. Το χωρίον τούτο είναι κτήμα επτά οθωμανών και της κυρίας Λομβάρδου. Ιδιοκτήτους οικίας και αγρούς έχουσι και τρεις των ημετέρων» [Παπαδόπουλος, 120].

Δαούτ Μπαλί, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «186 ορθόδοξοι Έλληνες και 60 Σχισματικοί Βουλγαρίζοντες. Εσχάτως η Βουλγαρική προπαγάνδα προσεπάθησεν, αρωγή της εξουσίας, να καταλάβη τον ελλ. ναόν, αλλά επανειλημμέναι αυτής απόπειραι απέτυχον» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Νταούτ Μπαλή, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 13.513 στρεμμάτων, με 73 οικοδομές, αξίας 592.749 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Δαούτ Μπαλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 144 κάτοικοι (92 άρρενες και 52 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Δαούτ Μπαλή, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Даутбал, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 20 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Δαούτ Μπαλή, κοινότητος Νεοχωρούδας, κάτοικοι 345 (175 άρρενες, 170 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Η κοινότης Δαούτ Μπαλή, μετονομάζεται εις κοινότητα Ωραιοκάστρου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Δαούτ Μπαλή εις Ωραιόκαστρον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].

Δαούτ Μπαλή (Ωραιόκαστρον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 124 προσφυγικές οικογένειες – 435 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 62].

Δαούτ Μπαλή (Ωραιόκαστρον), πρόσφυγες: 131 οικογένειες Ποντίων (511 άτομα) και 26 οικογένειες εκ Καυκάσου. Ειδικότερα από τον Πόντο, ήρθαν μεταξύ άλλων 21 και 7 οικογένειες που μιλούσαν ποντιακά, από τα χωριά Χατς (Ωραιόκαστρο) και Τσιμερά αντίστοιχα, καθώς και 12 τουρκόφωνες οικογένειες από το Σταυρίν. Εκ των Καυκάσου προσφύγων, υπήρχαν 12 οικογένειες που ήρθαν από το Καρατάς και 8 από Καρς (μιλούσαν ποντιακά) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 84-105].

Ωραιόκαστρον, κοινότητος Ωραιοκάστρου. Πραγματικός πληθυσμός 781 (378 άρρενες και 403 θήλεις), εκ των οποίων 297 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (611 άρρενες και 170 θήλεις). Υπήρχαν 611 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 170 δημότες άλλων δήμων. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 15 [Απογραφή 1928, 237].

Ωραιόκαστρον (Δαούτ Μπαλή), Ωραιοκάστρου (Δαούτ Μπαλή) [Διοικητικά 1935, 139].

Ωραιόκαστρον, κοινότητος Ωραιοκάστρου. Πραγματικός πληθυσμός 726 κάτοικοι (369 άρρενες και 357 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Даут Бали: μακεδονικό χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκαν το 1922 και πρόσφυγες από τον Πόντο [Симовски, 315].

Ωραιόκαστρο (Μπάλτζα): Οικισμός του δήμου Ωραιοκάστρου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Ωραιοκάστρου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 200. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 797, 1961: 896, 1971: 1.965, 1981: 2.661, 1991: 5.458 [Σταματελάτου, 808].

 

 

Νταουντλή / Daudli / Даудли. Μετονομάστηκε σε Μονόλοφο και στη συνέχεια σε Μονόλοφον. Ήταν ένας οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 250 άτομα. Οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν μέχρι το 1924 στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους πρόσφυγες από τον Καύκασο και την Ανατολική Θράκη. Το 1928, ο προσφυγικός πια οικισμός, είχε σχεδόν 130 κατοίκους.

 

Πηγές:

Daudli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Davudlu: Το 1712 καταγράφονται εδώ 30 στρατιώτες Γιουρούκοι [Δημητριάδης, 406].

Δαουτλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Даутово (Даутче), Солунска Каза / Вардарѝя, 250 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Δαουτλού, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 144 κάτοικοι (92 άρρενες και 52 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Δαουτλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 27 προσφυγικές οικογένειες (118 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Δαουτλή, κοινότητος Μπάλτζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Даутли, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 10 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].

Δαουτλή, κοινότητος Μπάλτζης, κάτοικοι 26 (14 άρρενες, 12 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Δαουτλή της κοινότητος Μπάλτζης (Μελισσοχωρίου), μετονομάζεται εις Μονόλοφο (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Δαουτλή (Μονόλοφο), γραφείου Θεσσαλονίκης, 35 προσφυγικές οικογένειες – 123 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 37].

Δαουτλή (Μονόλοφον), πρόσφυγες: 4 οικογένειες Θρακών (18 άτομα) και 29 οικογένειες Καυκασίων (71 άτομα). Από τις τελευταίες, 12 οικογένειες που μιλούσαν Ποντιακά είχαν έρθει από το Τσεβλισίκ Σοχούμ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 141-142].

Μονόλοφο, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 130 (72 άρρενες και 58 θήλεις), εκ των οποίων 41 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (22 άρρενες και 19 θήλεις). Υπήρχαν 128 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 2 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Μονόλοφο (Δαουτλή), Μεσιού (Τζουμά) [Διοικητικά 1935, 137].

Μονόλοφον, κοινότητος Μεσιού. Πραγματικός πληθυσμός 191 κάτοικοι (100 άρρενες και 91 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Даутли: Ήταν ένα τούρκικο χωριό. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και εδώ ήρθαν πρόσφυγες από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη [Симовски, 316].

Μονόλοφο (Δαουτλή): Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Μεσαίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 240. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 135, 1961: 442, 1971: 329, 1981: 322, 1991: 446 [Σταματελάτου, 508].

 

 

Ντογαντζή / Doghandži / Доганџи. Μετονομάστηκε σε Πρόχωμα. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα χωριό στο οποίο ζούσαν περίπου 200 μουσουλμάνοι Τούρκοι και 50 μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό. Το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε επίσημα ως αμιγώς προσφυγικός. Το 1928 κατοικούσαν εδώ 600 σχεδόν άτομα.

 

Πηγές:

Dogandži [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Δογαντζή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Doğancı: Το 1712 καταγράφονται εδώ 13 στρατιώτες Γιουρούκοι. Το 1771 ήταν τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 7 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 404, 416, 439].

Доганджиево, Солунска Каза, 28 χριστιανοί Βούλγαροι, 200 Τούρκοι και 84 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 141].

Dougandjevo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 88 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Δογάντσα, καζά Θεσσαλονίκης: «245 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Δογαντζή Θεσσαλονίκης, ιδιωτικό, 32 προσφυγικές οικογένειες (114 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Δογαντζή, κοινότητος Βερλάντζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Догандžи, Солунска област - Источно од доњег Вардара, οικισμός Τούρκων [Милојевић, 32].

Δογαντζή, κοινότητος Βερλάντζης, κάτοικοι 265 (155 άρρενες, 110 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Δογαντζή της κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Πρόχωμα (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ 7/14.1.1927) [Χουλιαράκης 1975, 271].

Δογαντζή (Πρόχωμα) γραφείου Αξιουπόλεως, 165 προσφυγικές οικογένειες – 592 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 47].

Δογαντζή (Πρόχωμα), Σαράντα από τις προσφυγικές οικογένειες που είχαν έρθει εδώ, κατάγονταν από το Σουμπατάν και μιλούσαν ποντιακά [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 162].

Πρόχωμα, κοινότητος Αγιονερίου. Πραγματικός πληθυσμός 609 (308 άρρενες και 301 θήλεις), εκ των οποίων 50 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (27 άρρενες και 23 θήλεις). Υπήρχαν 606 δημότες παρόντες στην κοινότητα και, 3 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 233].

Πρόχωμα (Δογαντζή), Προχώματος (Δογαντζή) [Διοικητικά 1935, 138]. Πρόχωμα, κοινότητος Προχώματος. Πραγματικός πληθυσμός 952 κάτοικοι (464 άρρενες και 488 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Доганџи: Ήταν ένα τούρκικος οικισμός. Μέχρι το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες [Симовски, 317].

Πρόχωμα (Δογαντζή): Οικισμός του δήμου Κουφαλίων, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Προχώματος, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 90. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 938, 1961: 1.013, 1971: 733, 1981: 980, 1991: 1.002 [Σταματελάτου, 651].

 

 

Ντούντουλαρ / Dudular / Дудулар. Μετονομάστηκε σε Διαβατά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι του Σκεντέρ Πασά. Ο πληθυσμός του ήταν περίπου 160 μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Στη συνέχεια το ένα τρίτο από αυτούς μετανάστευσε στη Βουλγαρία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες, Τούρκους και Αρμένιους. Το 1928 ο οικισμός αριθμούσε γύρω στα 600 άτομα.

 

Πηγές:

Dudular [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Δουδουλάρ, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Dudular: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του χριστιανοί. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με χριστιανικά 34 σπίτια [Δημητριάδης, 417, 439].

Додулари, Солунска Каза / Вардарѝя, 180 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Doudoularé, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 232 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με τέσσερις δασκάλους και 24 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Δουδουλάρι (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Το εις τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης βουλγαρικώτατον τούτο τσιφλίκι του Σκενδέρ πασά έχει 26 σλαυοφώνους οικογενείας επιδρώσας και επί των πέριξ μικρών τσιφλικίων. Οι Βούλγαροι έχουσιν ενταύθα ιερέα και διδάσκαλον μετά 20 περίπου μαθητών» [Παπαδόπουλος, 122].

Δουδουλάρ, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «156 Σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Ντουντουλάρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.045 στρεμμάτων, με 23 οικοδομές, αξίας 780.510 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Δονδουλάρ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 121 κάτοικοι (62 άρρενες και 59 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Δουδουλάρ, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Дудулар, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 30 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Δουδουλάρ, κοινότητος Νεοχωρούδας, κάτοικοι 277 (140 άρρενες, 137 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Δουδουλάρ της κοινότητος Αραπλή, μετονομάζεται εις Διαβατά (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].

Δουδουλάρ (Διαβατά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 170 προσφυγικές οικογένειες – 524 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 17].

Δουδουλάρ (Διαβατά), πρόσφυγες: 87 τουρκόφωνες οικογένειες (256 άτομα) από το χωριό Μουραδιέ της Μικράς Ασίας και 98 αρμενόφωνες οικογένειες (306 άτομα) από το χωριό Χογούζ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 109].

Διαβατά, κοινότητος Λαχανοκήπου. Πραγματικός πληθυσμός 606 (303 άρρενες και 300 θήλεις), εκ των οποίων 436 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (216 άρρενες και 220 θήλεις). Υπήρχαν 558 δημότες παρόντες στην κοινότητα 47 δημότες άλλων δήμων και 1 αλλοδαπός [Απογραφή 1928, 235].

Διαβατά (Δουδουλάρ) Λαχανοκήπου (Αραπλή) [Διοικητικά 1935, 137].

Διαβατά, κοινότητος Λαχανοκήπων. Πραγματικός πληθυσμός 779 κάτοικοι (386 άρρενες και 393 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Дудулар: Πριν το 1912 ήταν ένας καθαρά μακεδονικός οικισμός. Στη συνέχεια 54 κάτοικοί του μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν το 1922 και χριστιανοί πρόσφυγες [Симовски, 318].

Διαβατά (Δουδουλάρ): Οικισμός του δήμου Εχεδώρου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Ιωνίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 20. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.125, 1961: 1.707, 1971: 2.716, 1981: 3.375, 1991: 4.463 [Σταματελάτου, 186].

 

 

Ντέρμιτσα ή Ντουρμουσλή / Drmica, Durmušli / Дрмица, Дурмушли. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται ως Δέρμιτσα και Δουρμουσλή. Βρισκόταν νότια από το Ντογαντζή (Πρόχωμα). Ήταν ένα τσιφλίκι με 250 περίπου μακεδονόφωνους εξαρχικούς κατοίκους. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε σταδιακά από τον πληθυσμό του, μεταξύ των ετών 1913-1928.

 

Πηγές:

Durmušlu (Drmica) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Δουρμουσλή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Ντιρμίτς: Στα μέσα του 15ου αιώνα ήταν τιμάριο του καδή Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν εδώ 17 σπίτια μουσουλμάνων και δύο χήρες. Το 1862 το Durmşlı ήταν τσιφλίκι με 25 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 383, 437].

Дърмица, Солунска Каза / Вардарѝя, 248 χριστιανοί Βούλγαροι και 14 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 141].

Darmitza, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 256 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα βουλγάρικο σχολείο με ένα δάσκαλο και 16 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Δουρμουσλή, επί του όρους Χορτιάτου: «160 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Δομουσλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 225 κάτοικοι (112 άρρενες και 113 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11]. Δέρμιτσα ή Δουμπουρλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Дрмица, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 35 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 32].

Δέρμιτσα ή Δουμουρλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 28 (16 άρρενες, 12 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Дрмица (Дурмушли): Ήταν ένας καθαρά μακεδονικός οικισμός. Οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν σταδιακά μεταξύ 1913-1928 [Симовски, 317].

 

 

Ντρεμίγκλαβα ή Ντιρμίλ / Dremiglava, Dirmil / Дремиглава, Дирмил. Μετονομάστηκε Σιδηροκέφαλο και στη συνέχεια Δρυμός. Πρόκειται για ένα μεγάλο χωριό, οι κάτοικοι του οποίου είναι γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Τόσο το 1912 όσο και το 1928 ζούσαν εδώ περίπου 2.000 άτομα.

 

Πηγές:

Dremiglava (Dirmil) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Δρυμίγκλαβα ή Δερμίλ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Dirmil: χωριό με 199 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 445].

Darmos (Dremi Glava), kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 2.000 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 120 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Δριμύγλαβα ή τουρκιστί Δριμύλ (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 25 Μαΐου 1906. Οικίαι 380, κάτοικοι 2.440 πάντες Έλληνες. Μαθηταί εγγραφέντες εν όλω 188, διδάσκαλοι 4» [Παπαδόπουλος, 124].

Δριμύγλαβα, επί του όρους Χορτιάτου: «2.130 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Δρυμιγκλάβα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 2.162 κάτοικοι (1.096 άρρενες και 1.066 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Δρυμίγκλαβα, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Дремиглава, Лугадинска област, 450 σπίτια χριστιανών Ελλήνων [Милојевић, 37].

Δρυμίγκλαβα, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, κάτοικοι 1.913 (893 άρρενες, 1.020 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Η κοινότης Δρυμιγκλάβων, μετονομάζεται εις κοινότητα Σιδηροκεφάλου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Δρυμίγκλαβα εις Σιδηροκέφαλο (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Μετονομασία: «Η κοινότης Σιδηροκεφάλου (πρώην Δρυμικλάβων), μετονομάζεται εις κοινότητα Δρυμού και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Σιδηροκέφαλον εις Δρυμός (Νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 1.4.1927 (ΦΕΚ 76/2.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 282].

Δρυμός, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 2.007 (1.012 άρρενες και 995 θήλεις), εκ των οποίων 30 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (20 άρρενες και 10 θήλεις). Υπήρχαν 1.933 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 74 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Δρυμός (Σιδηροκέφαλον, Δρυμίγκλαβα), Δρυμού (Σιδηροκεφάλου, Δρυμιγκλάβων) [Διοικητικά 1935, 136].

Δρυμός, κοινότητος Δρυμού. Πραγματικός πληθυσμός 2.053 κάτοικοι (1.013 άρρενες και 1.040 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Дремиглава: Μεγάλο μακεδονικό χωριό  [Симовски, 317].

Δρυμός (έως το 1928 Δρυμίγκλαβα και Σιδηροκέφαλο): Οικισμός του δήμου Μυγδονίας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Δρυμού, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 200. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.139, 1961: 1.972, 1971: 1.794, 1981: 1.819, 1991: 2.060 [Σταματελάτου, 201].

 

Ουζούν Αλή / Uzun Ali / Узун Али. Μετονομάστηκε σε Πλαγιάρι και στη συνέχεια σε Πλαγιάριον. Ήταν ένας οικισμός στον οποίο κατοικούσαν μουσουλμάνοι Τούρκοι και λίγοι χριστιανοί Έλληνες. Το 1912 πρέπει να είχε πληθυσμό περίπου 250 άτομα. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους ο οικισμός ερήμωσε. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς έλληνες πρόσφυγες, από διάφορα μέρη της Ανατολικής Θράκης. Το χωριό χαρακτηρίστηκε σαν καθαρά προσφυγικό. Το 1928 είχε γύρω στους 550 κατοίκους.

 

Πηγές:

Uzunali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Uzun Ali: Το 1771 ήταν ένα χωριό χριστιανών και μουσουλμάνων. Το 1862 ήταν ένα χωριό με 17 μουσουλμανικά και 2 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 428, 451].

Οζουναλί: «έχοντος περί τας 10 διεσπαρμένας οικογενείας οθωμανών και τινας χριστιανών και υδρευομένου, εκ φρεάτων εχόντων ολίγον ύδωρ, και εκ μικρών δεξαμενών (μπάρες)» [Σχινάς 1886, 530].

Узунъ Али, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 240 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Ouzoun Ali, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 240 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Ουζούν Αγά, καζά Θεσσαλονίκης: «245 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Ουζούν Αλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 242 κάτοικοι (129 άρρενες και 113 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12]. Ουζούν Αλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 66 προσφυγικές οικογένειες (277 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36]. Ουζούν Αλή, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Ουζούν Αλή, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 111 (57 άρρενες, 54 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ουζούντ Αλή της κοινότητος Ζουμπάτες, μετονομάζεται εις Πλαγιάρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Ουζούν Αλή (Πλαγιάρι), γραφείου Θεσσαλονίκης, 132 προσφυγικές οικογένειες – 493 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 50].

Ουζούν Αλή (Πλαγιάρι), πρόσφυγες: 139 οικογένειες Θρακών (523 άτομα). Οι αυτές οικογένειες ήταν ελληνόφωνες. Ειδικότερα κατά χωριό προέρχονταν, 47 από Αγγελοχώρι, 43 από Σχολάρι, 20 από Πλαγιάρι (Μπουλαΐρ), 17 από Νιχώρι [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 8, 378, 425-426, 455].

Πλαγιάρι, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 546 (262 άρρενες και 284 θήλεις), εκ των οποίων 475 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (226 άρρενες και 249 θήλεις). Υπήρχαν 542 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 4 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Πλαγιάρι (Ουζούν Αλή), Πλαγιαρίου (Ουζούν Αλή) [Διοικητικά 1935, 138].

Πλαγιάριον, κοινότητος Πλαγιαρίου. Πραγματικός πληθυσμός 754 κάτοικοι (383 άρρενες και 371 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Узун Али: Ήταν τσιφλίκι με ελληνικό πληθυσμό. Το 1922 ήρθαν εδώ πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη  [Симовски, 345].

Πλαγιάρι (Ουζούν Αλή): Οικισμός του δήμου Μίκρας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Πλαγιαρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 140. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 744, 1961: 749, 1971: 762, 1981: 1.031, 1991: 2.018 [Σταματελάτου, 625].

 

 

Ουτς Χανλάρ / Uč Hanlar / Уч Ханлар. Στις ελληνικές πηγές σημειώνεται ως Τρία Χάνια. Βρισκόταν βορειοδυτικά του Ντούντουλαρ (Διαβατά). Ήταν ένας μικρός οικισμός 40 περίπου μακεδονόφωνων χριστιανών. Υπήρχαν εκεί πράγματι τρία χάνια, που έδωσαν και την ονομασία στο μέρος. Ερήμωσε μετά την απογραφή του 1920.

 

Πηγές:

Učhanlar (Trihana) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Τρία Χάνια ή Ουτζ Χανλάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη]. Üç Hanlar: τσιφλίκι 5 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Τρία Χάνια: «Χωρίον πεδινόν, οικούμενον υπό 15 οικογενειών χριστιανικών, έχον μικράν εκκλησίαν και τρία χάνια, χωρούντα περί τους 300 ίππους και έχοντα άφθονα πηγαία και φρεάτια ύδατα» [Σχινάς 1886, 354].

Trité Hana, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 40 εξαρχικοί Βούλγαροι. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 35 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Τρία Χάνια ή Ουτς Χανλάρ (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Κατοικούσι δύο βουλγαρικαί οικογένειαι αγοράσασαι το κτήμα τούτο παρά του Σαούλ Μοδιάνου» [Παπαδόπουλος, 122].

Τρία Χάνια, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «9 Σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Ουτ Χανλάρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 67 στρεμμάτων, με μία οικοδομή, αξίας 39.995 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Τρία Χάνια, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134]. Τρία Χάνια, κοινότητος Νεοχωρούδας, κάτοικοι 50 (34 άρρενες, 16 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

 

 

Παλιόχωρα / Paljohora / Палјохора. Ονομάστηκε επίσημα Παλαιοχώρα και στη συνέχεια Παλαιόχωρα. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ κατοικούσαν 100 περίπου χριστιανοί Έλληνες. Το 1923-1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό και χριστιανοί πρόσφυγες. Το 1923-1924 ο πληθυσμός του οικισμού ήταν περίπου 180 άτομα, εκ των οποίων τα μισά ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Mikro Palihor [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Παληόχωρα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Παληόχωρα: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον μίαν ώραν ΒΔ του χωρίου Βουλγαρικού Αλάμπορ παρά την παλαιάν κοίτην, και πλησίον της νέας του δυτικώς τούτου ρέοντος ποταμού Αλιάκμονος, έχον 17 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 203].

Paleohora, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 80 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Παλαιοχώρα, περιοχή Ρουμλουκίου: «125 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Παλαιόχωρα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 103 κάτοικοι (57 άρρενες και 46 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Παλαιοχώρα, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Παλαιοχώρα, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 173 (86 άρρενες, 87 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Παλαιοχώρα γραφείου Βερροίας, 51 προσφυγικές οικογένειες – 177 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 47].

Παλαιοχώρα, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 181 (91 άρρενες και 30 θήλεις), εκ των οποίων 90 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (46 άρρενες και 44 θήλεις). Υπήρχαν 172 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 9 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Παλαιοχώρα, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].

Παλαιοχώρα, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 188 κάτοικοι (93 άρρενες και 95 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Палеохор (Палихор, Мало Палихор): ελληνικός οικισμός [Симовски, дел. 1, 22].

Παλαιόχωρα: Οικισμός του δήμου Πλατέος, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Κορυφής, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 254, 1961: 243, 1971: 289, 1981: 274, 1991: 282 [Σταματελάτου, 576].

 

 

Παλιοχώρι / Paljohori / Палјохори. Η ελληνική διοίκηση το κατέγραψε ως Παλαιοχώριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί Έλληνες. Το 1912 ζούσαν εδώ περίπου 250 άτομα. Το 1923-1924 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό λίγες χριστιανικές προσφυγικές οικογένειες. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν γύρω στα 350 άτομα, εκ των οποίων περίπου 30 ήταν πρόσφυγες. Μετά την απογραφή του 1951 δεν εμφανίζεται ως χωριστός οικισμός, καθώς θεωρείται συνοικία του χωριού Λιάνοβερ (Λειονοβέργιον) .

 

Πηγές:

Palihor [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Παληοχώρι (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Palyohor: τσιφλίκι 64 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Παληοχώρι: «Κείται Δ ¾ της ώρας του επί του Λουδίου καραβίου του Μέγα, αρκτικώς της από Βερροίας προς Θεσσαλονίκην οδού, και απέχει ώραν του Αλιάκμονος και του ποταμού Λουδίου ως και του Νότου της λίμνης των Γενιτσών έλους, έχει δε 80 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1889, 204].

Палихоръ, Солунска Каза / Урумлъкъ, 370 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Palihor, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 300 Έλληνες. Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 36 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221]

 Έκθεση Σάρρου: «Παλαιοχώριον (ελληνόφωνοι), 16 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών 45 και κατοίκων 253 απάντων Ελλήνων. Εν τω τετρατάκτω γραμματείω ενεγράφησαν 25 άρρενες μαθηταί» [Παπαδόπουλος, 132].

Παλαιοχώρι, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 22.813 στρεμμάτων, με 37 οικοδομές, αξίας 1.026.500 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Παλαιοχώριον, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 252 κάτοικοι (134 άρρενες και 118 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Παλαιοχώρι, κοινότητος Γιδά, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Παλαιοχώριον, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 260 (138 άρρενες, 122 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Παλαιοχώρι γραφείου Βερροίας, 18 προσφυγικές οικογένειες – 75 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 47].

Παλαιοχώριον, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 349 (195 άρρενες και 154 θήλεις), εκ των οποίων 31 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (16 άρρενες και 15 θήλεις). Υπήρχαν 336 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 13 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Παλαιοχώριον, Γιδά [Διοικητικά 1935, 136].

Παλαιοχώριον, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 645 κάτοικοι (348 άρρενες και 297 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Палеохори: ελληνικός οικισμός [Симовски, дел. 1, 23].

 

 

Πιρνάρ / Pirnar / Пирнар. Μετονομάστηκε Ρούσιον, στη συνέχεια σε Νέον Ρύσιον Αγροτικόν και τελικά σε Νέον Ρύσιον. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν 40 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί. Στη συνέχεια ο οικισμός ερήμωσε. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ μέχρι το 1924 πρόσφυγες Έλληνες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Το 1928 ζούσαν στο χωριό 500 πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Purnar čiftl. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Pırnar: Το 1771 ήταν ένα τσιφλίκι με χριστιανούς κατοίκους. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 2 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 426, 450].

Πουρνάρ, τμήματος Καλαμαριάς: «40 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Пърнаръ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 40 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Πουρνάρ, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Πουρνάρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 4.897 στρεμμάτων, με 21 οικοδομές, αξίας 220.750 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Πουρνάρ, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 22 (9 άρρενες, 13 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Πουρνάρ Τσιφλίκ της κοινότητος Ζουμπάτες, μετονομάζεται εις Ρούσιον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 258].

Μπουνάρ Τσιφλίκ (Ρούσιον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 139 προσφυγικές οικογένειες – 555 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 55].

Πουρνάρ Τσιφλίκ (Νέον Ρύσιον Αγροτικόν), πρόσφυγες: 55 οικογένειες Θρακών (183 άτομα) και 95 οικογένειες Μικρασιατών (414 άτομα). Από τους καταγόμενους εκ Μικράς Ασίας, 118 ήταν ελληνόφωνες οικογένειες από το Ρύσιο (Αρετσού). Μεταξύ των θρακιώτικων οικογενειών, υπήρχαν 22 από το ελληνόφωνο Αμπαρλή. [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 46-47, 395-396].

Νέον Ρύσσιον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 499 (264 άρρενες και 235 θήλεις), εκ των οποίων 499 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (264 άρρενες και 235 θήλεις). Υπήρχαν 495 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 4 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Νέον Ρύσσιον (Πουρνάρ), Τριλόφου (Ζουμπάτων) [Διοικητικά 1935, 138].

Νέον Ρύσιον, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 612 κάτοικοι (306 άρρενες και 306 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Пурнар Чифлик (Пурнар): Ήταν τσιφλίκι που ζούσαν Μακεδόνες. Το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες [Симовски, 338].

Νέο Ρύσιο (Πουρνάρ): Οικισμός του δήμου Θέρμης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός της κοινότητας Νέου Ρυσίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 60. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 610, 1961: 504, 1971: 415, 1981: 506, 1991: 1.002 [Σταματελάτου, 540].

 

 

Πιρνάρ Μαχαλέ / Pirnar Mahale / Пирнар Махале. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Πουρνάρι ή Πουρνάριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα χωριό 450 περίπου μουσουλμάνων Τούρκων. Τα επόμενα χρόνια οι κάτοικοί του κατέφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους πρόσφυγες Έλληνες από το Ιντζέκιοϊ της Θράκης. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 200 σχεδόν άτομα. Από το 1961 και μετά δεν απογράφεται χωριστά, καθώς θεωρείται συνοικία του χωριού Νταουντλή (Μονόλοφον).

 

Πηγές:

Pirnar mah. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Πουρνάρ (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Pırnar: συνοικισμός 80 μουσουλμανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 437].

Πουρνάρ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 450 κάτοικοι (225 άρρενες και 225 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Πουρνάρ Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 85 προσφυγικές οικογένειες (380 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Πουρνάρι, κοινότητος Μπάλτζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Прнар Махала, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 75 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 45 σπίτια χριστιανών Ελλήνων προσφύγων [Милојевић, 36].

Πουρνάρι, κοινότητος Μπάλτζης, κάτοικοι 48 (26 άρρενες, 22 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Πουρνάρ Μαχαλέ, γραφείου Θεσσαλονίκης, 43 προσφυγικές οικογένειες – 184 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 50].

Πουρνάρ Μαχαλέ, πρόσφυγες: 37 οικογένειες (163 άτομα), από το ελληνόφωνο χωριό Ιντζέκιοϊ της Θράκης, η οικογένεια του δάσκαλου Βασιλειάδη από την περιοχή του Ικονίου (3 άτομα) και η οικογένεια του Γιώργου Χατζηγεωργίου από το Ορντού (5 άτομα). Οι δύο τελευταίες οικογένειες αναχώρησαν από το χωριό, λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 138-139].

Πουρνάρι, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 200 (96 άρρενες και 104 θήλεις), εκ των οποίων 196 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (94 άρρενες και 102 θήλεις). Υπήρχαν 198 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 2 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Πουρνάρι, Μεσιού (Τζουμά) [Διοικητικά 1935, 137].

Πουρνάριον, κοινότητος Μεσιού. Πραγματικός πληθυσμός 294 κάτοικοι (395 άρρενες και 152 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Прнар (Прнар Махала): Ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες [Симовски, 338].

 

 

Πισόνα / Pišona / Пишона. Ήταν ένας μικρός οικισμός, βόρεια του χωριού Βασιλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους φαίνεται πως ζούσαν εδώ 100 περίπου άτομα, χριστιανοί Έλληνες και μουσουλμάνοι Τούρκοι. Στη συνέχεια οι περισσότεροι κάτοικοί της εγκατέλειψαν την Πισόνα. Το 1928 ο πληθυσμός της είχε μειωθεί σε 15 άτομα, εκ των οποίων τουλάχιστον τα 9 ήταν πρόσφυγες. Ερήμωσε τα επόμενα χρόνια.

 

Πηγές:

Pisjona [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Πισιόνα (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Pisona: Το 1771 ήταν ένα χωριό-τσιφλίκι χριστιανών και μουσουλμάνων. Το 1862 ήταν ένα χωριό-τσιφλίκι με 8 μουσουλμανικά και 8 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 428, 451].

Пишона, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 84 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Pichona, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 120 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Πισιόνας, καζά Θεσσαλονίκης: «215 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Πισόνα, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Πισόνα, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 41 (17 άρρενες, 24 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Πισόνα, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 15 (7 άρρενες και 8 θήλεις), εκ των οποίων 9 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (5 άρρενες και 4 θήλεις). Και οι 15 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 234].

Πισόνα, Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].

Пишона: ήταν ένας ελληνικός οικισμός [Симовски, 337].

 

 

Πλατύ / Plati / Плати. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν χριστιανοί Έλληνες και μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Ο πληθυσμός του ήταν περίπου 250 άτομα. Τα επόμενα χρόνια οι περισσότεροι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες και χαρακτήρισε το χωριό ως καθαρά προσφυγικό. Το 1928 κατοικούσαν στο Πλατύ σχεδόν 740 άτομα.

 

Πηγές:

Plati [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Πλατύ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Platı: τσιφλίκι 59 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Πλατύ: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ¼ ώρας ΒΑ του προηγουμένου (Λιανοβέργι) και απέχον ¼ ώρας Δ του ποταμού Λουδίου, εφ’ ου η περαταριά Μέγα, και έχον 45 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 204].

Плати, Солунска Каза / Урумлъкъ, 210 χριστιανοί Έλληνες και 48 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Plati, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 100 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Έκθεση Σάρρου: «Πλατύ, 29 Μαΐου 1906. Τουρκικόν κτήμα. Δεν διαμένουσι πλέον ημέτεραι οικογένειαι αντικαταστάσαι διά Τουρκαθιγγάνων» [Παπαδόπουλος, 133].

Πλατύ, περιοχή Ρουμλουκίου: «290 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Πλατύ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 26.456 στρεμμάτων, με 38 οικοδομές, αξίας 771.125 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Πλατί, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 38 κάτοικοι (20 άρρενες και 18 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Πλατύ, κοινότητος Γιδά, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Πλατύ, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 61 (36 άρρενες, 25 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Πλατύ γραφείου Βερροίας, 175 προσφυγικές οικογένειες – 560 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 47].

Πλατύ, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 744 (401 άρρενες και 343 θήλεις), εκ των οποίων 640 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (316 άρρενες και 324 θήλεις). Υπήρχαν 649 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 92 δημότες άλλων δήμων και 3 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].

Πλατύ, κοινότητος Πλατύ [Διοικητικά 1935, 138].

Πλατύ, κοινότητος Πλατέος. Πραγματικός πληθυσμός 2.094 κάτοικοι (1.222 άρρενες και 872 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Плати: Ήταν ένα μικρό τσιφλίκι με κατοίκους Έλληνες και λίγους Τσιγγάνους. Το 1923 εγκαταστάθηκαν εδώ και πρόσφυγες [Симовски, дел. 1, 23].

Πλατύ: Οικισμός του δήμου Πλατέος, του νομού Ημαθίας. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Πλατέος, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.154, 1961: 1.897, 1971: 1.930, 1981: 2.088, 1991: 2.498 [Σταματελάτου, 631].

 

 

Πουρναζλή / Purnazli / Пурназли. Μετονομάστηκε Πουρναροχώρι και στη συνέχεια Πουρναροχώριον. Ήταν ένα χωριό που βρισκόταν ανατολικά από το Ισενλή (Μερσινούδα). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ 150 περίπου μουσουλμάνοι Τούρκοι. Αμέσως μετά οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό και κατέφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν σχεδόν 120 άτομα. Μετά την απογραφή του 1961 ο οικισμός ερήμωσε.

 

Πηγές:

Purnarli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Μπουρναζλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Purnazlı: συνοικισμός με 23 μουσουλμανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Пърнаръ, Солунска Каза, 150 Τούρκοι [Кънчов 1900, 141].

Бурназли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 128 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Πουρνάρ, επί του όρους Χορτιάτου: «150 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Πουσναλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 45 κάτοικοι (30 άρρενες και 15 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Μπουρνασλή, κοινότητος Χορτιάτη, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Μπουρναζλή Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 38 προσφυγικές οικογένειες (185 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Μπουρνασλή, κοινότητος Χορτιάτου, κάτοικοι 37 (13 άρρενες, 24 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Μπουρνασλή της κοινότητος Χορτιάτου μετονομάζεται εις Πουρναροχώρι (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 12.3.1928 (ΦΕΚ 81/14.5.1927) [Χουλιαράκης 1975, 317].

Πουρναροχώρι, κοινότητος Χορτιάτη. Πραγματικός πληθυσμός 121 (62 άρρενες και 59 θήλεις), εκ των οποίων 3 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (άρρενες). Υπήρχαν 119 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 2 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 237].

Πουρναροχώρι (Μπουρνασλή), Χορτιάτου [Διοικητικά 1935, 139]. Πουρναροχώρι, κοινότητος Χορτιάτη. Πραγματικός πληθυσμός 75 κάτοικοι (34 άρρενες και 41 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Бурназли: Ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και τη θέση τους πήραν πρόσφυγες [Симовски, 312].

Πουρναροχώρι (Μπουρνασλή): Ήταν οικισμός της κοινότητας Χορτιάτη, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 510. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 72, 1961: 29, 1971: έρημο [Σταματελάτου, 643].

 

Ραχμανλή / Rahmanli / Rahmanli. Βρισκόταν βορειοανατολικά από το Γενί Μαχαλέ (Πετρωτόν). Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ένα χωριό 500 περίπου μουσουλμάνων Τούρκων. Οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό και έφυγαν στην Τουρκία. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες από τη Θράκη, οι οποίοι έφυγαν και αυτοί από το μέρος. Το 1928 ο οικισμός είχε ερημώσει.

 

Πηγές:

Rahmanli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Ραχμανλί: «500 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Рахманли, Солунска Каза, 500 Τούρκοι [Кънчов 1900, 141].

Ραχμανλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Ραχμανλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 142 κάτοικοι (70 άρρενες και 72 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Ραχμανλή Θεσσαλονίκης, δημόσιο, 32 προσφυγικές οικογένειες (109 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Ραχμανλή, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Рахманли, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 45 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους: 30 σπίτια χριστιανών Ελλήνων προσφύγων από τη Θράκη [Милојевић, 35].

Ραχμανλή, κοινότητος Δρυμιγκλάβων, κάτοικοι 57 (30 άρρενες, 27 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Рахманли: Ήταν ένας τουρκικός οικισμός. Οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και τη θέση τους πήραν πρόσφυγες. Έρημο πριν το 1928 [Симовски, 338].

 

 

Ρεντζίκ / Rendžik / Ренџик. Στις ελληνικές πηγές το βρίσκουμε ως Ρετζίκιον και Ρετζίνα. Μετονομάστηκε σε Πεύκα. Ήταν θέρετρο πλούσιων οικογενειών της Θεσσαλονίκης. Το 1924 είχε γίνει ένας καθαρά προσφυγικός οικισμός. Εδώ εγκαταστάθηκαν πολλές οικογένειες από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 200 άτομα.

 

Πηγές:

Orendžik [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Ορεντζίκι, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Ρουντζούκι: «Κατάρρυτος και σύδενδρος εν η διαπρέπουσιν η λεύκη και παρά τα ύδατα πλάτανος. Η θέσις αύτη εις προγενεστέραν εποχήν εχρησίμευεν ως εαρινόν ενδιαίτημα των ευπορούντων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, και εν αυτή, κυρίως οι Οθωμανοί, είχον εαρινάς οικίας και πύργους, ων και προ τριακονταετίας έτι, διεκρίνετο η του Τζακ Άμποτ δια το μέγεθος του μεγάρου και τον περίφημον παράδεισον. Τούτον κατά την άνω εποχήν επεσκέφθη και ο περιοδεύων Σουλτάν Μετζίτ, αλλ’ όμως σήμερον μόνον ίχνη τινα μαρτυρούσι το παρελθόν μεγαλείον» [Σχινάς 1886, 413].

Ρενδζίκ, γραφείου Θεσσαλονίκης, 54 προσφυγικές οικογένειες – 214 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 55].

Ρεντζίκ, πρόσφυγες: 5 οικογένειες Θρακών (20 άτομα) και 56 οικογένειες Μικρασιατών (210 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5, 40].

Ρετζίνα, κοινότητος Ασβεστοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 196 (99 άρρενες και 97 θήλεις). Δεν υπήρχε κανένας πρόσφυγας (που να ήλθε μετά τη μικρασιατική καταστροφή). Υπήρχαν 128 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 66 δημότες άλλων δήμων και 2 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].

Ρετζίνα, Ασβεστοχωρίου [Διοικητικά 1935, 135].

Ρεντζίκιον, κοινότητος Ασβεστοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 264 κάτοικοι (135 άρρενες και 129 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Ρετζίκιον του δήμου Συκεών μετονομάζεται Πεύκα (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», βασιλικό διάταγμα 11.5.1955 (ΦΕΚ 157/21.6.1955) [Χουλιαράκης 1976, 107].

Реџик (Уреџик): Ήταν θέρετρο πλούσιων οικογενειών. Το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ πρόσφυγες [Симовски, 338].

Πεύκα (έως το 1940 Ρετζίνα, έως το 1961 Ρετζίκι): Οικισμός του δήμου Συκεών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1977 ήταν οικισμός του δήμου Συκεών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 230. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 251, 1961: 392, 1971: 899, 1981: 1.501, 1991: 2.888 [Σταματελάτου, 618].

 

Σαλονίκη / Saloniki / Салоники ή Σόλουν / Solun / Солун ή Θεσσαλονίκη / Thesaloniki / Тесалоники. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας της Μακεδονίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σύμφωνα πάντως με τις πηγές, πριν τους βαλκανικούς πολέμους φαίνεται πως ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, σε στρογγυλούς αριθμούς και με κάθε επιφύλαξη, 60.000 ισπανόφωνοι Εβραίοι, 35.000 μουσουλμάνοι (οι περισσότεροι Τούρκοι, δευτερευόντως εξισλαμισμένοι Εβραίοι ή Ντονμέδες, καθώς επίσης και ένας αριθμός Τσιγγάνων), 16.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, 8.000 μακεδονόφωνοι χριστιανοί, 2.000 βλαχόφωνοι χριστιανοί και μερικές χιλιάδες άτομα από διάφορες άλλες γλωσσο-θρησκευτικές ομάδες. Μετά τις υποχρεωτικές και «εθελούσιες» ανταλλαγές των πληθυσμών, η εικόνα που παρουσιάζεται στην απογραφή του 1928 είναι η εξής: Στην πόλη απογράφονται 244.680 άτομα, μεταξύ των οποίων 117.041 πρόσφυγες. Περίπου 20.000 άτομα έχουν γεννηθεί σε κάποιο οικισμό της Μακεδονίας, εκτός της πόλης. Άλλα 20.000 περίπου άτομα έχουν γεννηθεί σε κάποιο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας, εκτός της Μακεδονίας (προφανώς τα περισσότερα από τα τελευταία στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό). Επίσημα απογράφονται 54.196 ισπανόφωνοι Εβραίοι, στην πλειοψηφία τους παλαιοί κάτοικοι της πόλης. Την τουρκική έχουν για μητρική γλώσσα 6.452 χριστιανοί (οι πιο πολλοί πρόσφυγες) και 364 μουσουλμάνοι (εξαιρεθέντες της υποχρεωτικής ανταλλαγής). Μεγάλη ομάδα αποτελούν οι 5.109 χριστιανοί Αρμένιοι (σχεδόν όλοι πρόσφυγες). Από τους αλβανόφωνους, εμφανίζονται μόνο οι 486 εξαιρεθέντες της ανταλλαγής μουσουλμάνοι, αλλά όχι και οι χριστιανοί. Η στατιστική υπηρεσία μειώνει τα νούμερα, αλλά καταγράφει την ύπαρξη κατοίκων της πόλης που έχουν ως μητρική γλώσσα την μακεδονοσλαυϊκή, την κουτσοβλαχική, την αλβανική, την αθιγγανική. Χωριστά εμφανίζονται 602 καθολικοί Ιταλοί και 340 ορθόδοξοι Ρώσοι.

 

Πηγές:

Saloniki (Selanik, Solun) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Θεσσαλονίκη, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Θεσσαλονίκη: «Η πόλις κατοικείται υπό 90-100 χιλιάδων ψυχών, εξ ων οι ημίσεις σχεδόν είναι Ισραηλίται, πάντες επαγγελματίαι, το ¼ Τούρκοι και το άλλο ¼ χριστιανοί Έλληνες μετ’ ολίγων Ευρωπαίων. Και οι μεν Ισραηλίται, ισπανικής καταγωγής ης ετήρησαν την γλώσσαν, εισί διεσκορπισμένοι πανταχού της πόλεως, κατέχουσιν όμως κυρίως το κατώτερον μέρος αυτής, το επίπεδον και προς την παραλίαν, οι δε χριστιανοί το μεσαίον μέρος κυρίως και συνοικίας τινας προς το παρά την Ακρόπολιν Τσαούς Μοναστήρι, οι δε Τούρκοι το ανώτερον μέρος αυτής, όπερ άλλοτε κατείχον οι Γενίτσαροι, και συνοικίας τινας προς το μεσημβρινόν άκρον της πόλεως πλησίον του Ιπποδρομίου και οι ευρωπαίοι το τμήμα κυρίως της πόλεως το μεταξύ της πύλης του Βαρδάρ και της παραλίας» [Σχινάς 1886, 184].

Солунъ (Тесалоники, Селеникъ), Солунска Каза, 10.000 χριστιανοί Βούλγαροι, 26.000 Τούρκοι, 16.000 χριστιανοί Έλληνες, 55.000 Εβραίοι, 2.500 Τσιγγάνοι και 8.500 διάφοροι [Кънчов 1900, 141].

Σύμφωνα με έγγραφο του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών που βρίσκεται στο Αρχείο του Στέφανου Δραγούμη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη (Μακεδονία - Γενική Διοίκηση 1913, περίθαλψη και εγκατάσταση προσφύγων Ι, φακ 4 – στατιστικά Μακεδονίας) και αναφέρεται στον πληθυσμό της Μακεδονίας το 1902, ο πληθυσμός της πόλης της Θεσσαλονίκης ήταν: ψυχές 90.500 (17.500 οικογένειες), εκ των οποίων 15.500 «Ελληνόφωνοι», 1.200 «Βούλγαροι», 27.300 «Μουσουλμάνοι», 46.230 «Εβραίοι», 270 «Άλλοι».

Soloun (Salonique), kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 8.000 Βούλγαροι (5.600 εξαρχικοί, 2.160 πατριαρχικοί, 160 ουνίτες και 80 προτεστάντες), 20.000 Έλληνες, 900 Βλάχοι, 90 Αλβανοί και 60 Τσιγγάνοι. Υπήρχαν δύο δευτεροβάθμια και τρία πρωτοβάθμια βουλγαρικά σχολεία με 37 δασκάλους και καθηγητές και 821 μαθητές. Δύο δευτεροβάθμια και επτά πρωτοβάθμια ελληνικά σχολεία με 64 δασκάλους και καθηγητές και 1.970 μαθητές. Δύο βλάχικα σχολεία (ένα δευτεροβάθμιο και ένα πρωτοβάθμιο) με 13 δασκάλους και καθηγητές και 120 μαθητές. Δύο δευτεροβάθμια και δύο πρωτοβάθμια σερβικά σχολεία με 23 δασκάλους και καθηγητές και 229 μαθητές. Δύο βουλγαρικά σχολεία (ένα ουνιτικό και ένα προτεσταντικό) με 20 δασκάλους και 110 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Θεσσαλονίκη: «Κειμένη εν αμφιθεατρική θέσει εν τω μυχώ του θερμαϊκού κόλπου, είνε πρωτεύουσα του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης, και έδρα έλληνος Μητροπολίτου, υφ’ ον εκτός της Μητροπολιτικής περιφερείας Θεσσαλονίκης, υπάγονται και αι επισκοπικαί περιφέρειαι 1) Πολυανής, 2) Αδραμερίου, 3) Ιερισσού, 4) Καμπανίας, 5) Κίτρους. Ο πληθυσμός της πόλεως Θεσσαλονίκης ανέρχεται εις 145.000 ψυχάς, κατανεμόμενος ως εξής: Έλληνες 30.000, Μουσουλμάνοι 20.000, Ισραηλίται 80.000, Βούλγαροι (εγκαταστάθηκαν εκ του εσωτερικού κατά τα τελευταία έτη) 1.000, διάφοροι 4.000. Γλώσσα επικρατούσα η Ελληνική, ομιλουμένη και υπό των αλλοφύλων στοιχείων, χρησιμεύουσα και ως διεθνής γλώσσα του εμπορίου» [Χαλκιόπουλος 1910, 1].

Θεσσαλονίκη, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 157.889 κάτοικοι (81.908 άρρενες και 75.891 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Θεσσαλονίκη, 8.282 προσφυγικές οικογένειες (31.528 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26].

Σε έγγραφο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (αριθ. 6541, Αθήναι 15 Μαρτίου 1916), ο γενικός διευθυντής Ν. Πολίτης συμβουλεύει την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι, να χρησιμοποιήσει για προπαγανδιστικούς λόγους μια στατιστική του πληθυσμού, του τμήματος της Μακεδονίας που ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων εμφανίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης με 165.704 κατοίκους: 68.204 Έλληνες, 1.800 Βούλγαρους, 30.000 Μουσουλμάνους, 61.400 Εβραίους, 4.300 διάφορους ξένους.

Солун, Град Солун, 4.000 σπίτια χριστιανών Σλάβων, 200 χριστιανών Αλβανών, 8.000 μουσουλμάνων Τούρκων, 200 χριστιανών Βλάχων, 5.000 χριστιανών Ελλήνων, 17.700 Εβραίων, 1.300 εξισλαμισμένων Εβραίων και 4.000 σπίτια διάφορων άλλων [Милојевић, 37].

Θεσσαλονίκη, δήμου Θεσσαλονίκης, κάτοικοι 169.123 (90.836 άρρενες, 78.287 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113].

ΘεσσαλονίκηΡευστοποιήθηκαν 212 περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία [Μιχαηλίδης, 197].

Θεσσαλονίκη, γραφείου Θεσσαλονίκης, 399 προσφυγικές οικογένειες – 1.544 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 21].

Θεσσαλονίκη, πρόσφυγες: 27 οικογένειες Θρακών (55 άτομα) και 369 οικογένειες Μικρασιατών (1.475 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 5].

Θεσσαλονίκης Δήμος (περιλαμβάνει τους οικισμούς: Θεσσαλονίκη, Γενή και Εσκή Δελίκ, Επταλόφου, Ζεϊτενλίκ, Καλλιθέα, Σεΐχ Σου και Τοπ Αλτή). Πραγματικός πληθυσμός 244.680 (121.627 άρρενες και 123.053 θήλεις), εκ των οποίων 117.041 ήταν πρόσφυγες. Οι προ της μικρασιατικής καταστροφής πρόσφυγες ήταν 20.016 και οι μετά 97.025 (44.122 άρρενες και 52.903 θήλεις). Υπήρχαν 210.224 δημότες παρόντες στο δήμο, 24.805 δημότες άλλων δήμων και 9.651 αλλοδαποί. Απογράφηκαν σε άλλο δήμο ή κοινότητα 14.852 δημότες [Απογραφή 1928, 233]. Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκης [Διοικητικά 1935, 134].

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 1928, η σύνθεση του πληθυσμού του δήμου Θεσσαλονίκης κατά θρησκεία και γλώσσα είχε ως εξής: 171.201 ορθόδοξοι ελληνικής γλώσσας, 6.452 ορθόδοξοι τουρκικής, 364 μουσουλμάνοι τουρκικής, 296 ορθόδοξοι μακεδονοσλαυικής, 54.196 ισραηλίτες ισπανικής, 5.109 ορθόδοξοι αρμενικής, 1.256 καθολικοί ελληνικής, 534 ορθόδοξοι κουτσοβλαχικής, 486 μουσουλμάνοι αλβανικής, 731 ισραηλίτες ελληνικής, 320 διαμαρτυρόμενοι ελληνικής, 286 ορθόδοξοι αθιγγανικής, 340 ορθόδοξοι ρωσσικής, 602 καθολικοί ιταλικής, 64 μουσουλμάνοι ελληνικής και 244 «λοιποί».

Σύμφωνα επίσης με την απογραφή του 1928, οι απογραφέντες στον δήμο Θεσσαλονίκης διακρίνονταν ως προς τον τόπο που γεννήθηκαν σε 127.833 γεννηθέντες στην Ελλάδα και 116.847 γεννηθέντες στο εξωτερικό.

Από τους γεννηθέντες στην Ελλάδα, 88.050 ήταν γεννηθέντες στο δήμο Θεσσαλονίκης, 3.882 σε άλλο δήμο ή κοινότητα της επαρχίας Θεσσαλονίκης, 4.453 σε οικισμό άλλης επαρχίας του νομού Θεσσαλονίκης (: Βεροίας, Κιλκίς, Λαγκαδά, Παιονίας, Πιερίας), 11.454 σε άλλο νομό της Μακεδονίας, 4.310 στη Στερεά Ελλάδα ή την Εύβοια, 4.088 στη Θεσσαλία, 920 στα Ιόνια νησιά, 778 στις Κυκλάδες, 2.584 στην Πελοπόννησο, 1.952 στην Ήπειρο, 1.999 στα νησιά του Αιγαίου, 1.894 στην Κρήτη, 1.469 στη Δυτική Θράκη.

Από τους γεννηθέντες στο Εξωτερικό, οι μεγαλύτερες ομάδες (άνω των 100 ατόμων) ήταν: 1.381 γεννηθέντες στην Αλβανία, 104 στην Αυστρία, 3.598 στη Βουλγαρία, 193 στη Γαλλία, 177 στη Γερμανία, 6.224 στη Γιουγκοσλαυΐα, 24.841 στην Ανατολική Θράκη, 370 στην Ιταλία, 9.465 στην Κωνσταντινούπολη, 448 στη Ρουμανία, 975 στη Ρωσσία, 257 στα Δωδεκάνησα, 1.904 στον Καύκασο, 138 στην Κύπρο, 55.007 στη Μικρά Ασία, 10.899 στον Πόντο, 278 στην Αφρική, 147 στις ΗΠΑ [Στατιστικά 1935, 218-219]

Θεσσαλονίκης Δήμος (περιλαμβάνει τους οικισμούς: Θεσσαλονίκη, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησίαι και Τούμπα). Πραγματικός πληθυσμός 226.147 κάτοικοι (111.173 άρρενες και 114.974 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Solun: Στην πόλη ζούσαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους 120.000 άτομα, εκ των οποίων 55.000 ήταν Εβραίοι, 26.000 Τούρκοι ή άλλοι μουσουλμάνοι, 10.000 Μακεδόνες, 15.000 Έλληνες [Симовски, 341].

Θεσσαλονίκη: Πρωτεύουσα του νομού Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 20. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 217.049, 1961: 250.920, 1971: 345.799, 1981: 406.413, 1991: 383.967 [Σταματελάτου, 255].

 

 

Σαμλή / Šamli / Шамли. Ήταν ένα μικρό τσιφλίκι, το οποίο βρισκόταν ανατολικά από το Ίνγκλιζ (Αγχίαλος). Οι λίγοι κάτοικοί του ήταν μακεδονόφωνοι χριστιανοί. Εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα εξ αιτίας των πλημμυρών των ποταμού Γαλλικού.

 

Πηγές:

Šamli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Σιαμλή, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Şamlı: τσιφλίκι 4 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Έκθεση Σάρρου: «Σαμλί (κρατούσε η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Τσιφλίκι άνευ χριστιανικών οικογενειών» [Παπαδόπουλος, 122].

Σαμλή, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Шамли: Ήταν ένα τσιφλίκι με λίγες μακεδονικές οικογένειες. Εγκαταλείφθηκε το 1888 λόγω πλημμύρας του ποταμού Глалик (Γαλλικού) [Симовски, 349].

 

 

Σαρή Ομέρ / Sari Omer / Sari OmerΠριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν περίπου 100 μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες από τον Πόντο. Τα 30 σχεδόν άτομα που κατοικούσαν εδώ το 1928 ήταν ετεροδημότες. Ο οικισμός ερήμωσε πριν τον πόλεμο.

 

Πηγές:

Sariomer (Saramur) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Σαριομέρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Сарамурово, Солунска Каза, 120 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Saramirovo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 128 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Σαρί Ουμέρ, μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού: «85 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Σαρτομέρι, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 84 κάτοικοι (41 άρρενες και 43 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Σαρή Ομέρ Θεσσαλονίκης, ιδιωτικό, 41 προσφυγικές οικογένειες (172 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Σαρή Ομίρ ή Σαλαμούροβον, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Сарамурово, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 20 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 33].

Σαρή Ομέρ ή Σαλαμούροβον, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 20 (11 άρρενες, 9 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Σαρή Ομέρ, πρόσφυγες: 9 οικογένειες Ποντίων (32 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6].

Ομέρ, κοινότητος Αγχιάλου Μακεδονίας. Πραγματικός πληθυσμός 27 (13 άρρενες και 14 θήλεις), εκ των οποίων 2 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (άρρενες). Και οι 27 ήταν δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Ομέρ Αγχιάλου Μακεδονίας (Ίγγλις) [Διοικητικά 1935, 135].

Саламурово (Сари Омер): Ήταν ένα τσιφλίκι όπου κατοικούσαν Μακεδόνες. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι περισσότεροι Μακεδόνες εγκατέλειψαν τον οικισμό. Το 1922 εγκαταστάθηκαν εδώ λίγες οικογένειες από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Ο οικισμός ερήμωσε πριν τον πόλεμο [Симовски, 339].

 

 

Σάριτζα / Šaridža / Шариджа. Μετονομάστηκε σε Βαλτοχώρι και στη συνέχεια σε Βαλτοχώριον. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν 230 περίπου μακεδονόφωνοι χριστιανοί, διαιρεμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Το 1928 ο οικισμός είχε πληθυσμό σχεδόν 280 άτομα, αλλά οι 100 από αυτούς ήταν ετεροδημότες.

 

Πηγές:

Saridža [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Σαρίτσα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Sarıça: τσιφλίκι 39 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Саръдже (Сараклово), Солунска Каза / Вардарѝя, 175 Τούρκοι [Кънчов 1900, 141].

Saridja, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 228 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Σαρίτσι (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21 Δεκεμβρίου και 19 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών 50, στεφάνων δ’ 61 και κατοίκων ελληνοφρονούντων νυν» [Παπαδόπουλος, 139-140].

Σαρίτσι, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «150 ορθόδοξοι Έλληνες και 65 προσχωρήσαντες εις το σχίσμα μετά την ανακήρυξιν του συντάγματος» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Σαριτζιά, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 6.876 στρεμμάτων, με 45 οικοδομές, αξίας 543.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Σοφίτσα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 177 κάτοικοι (89 άρρενες και 88 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Σαρίτσης, κοινότητος Κιρτζιλάρ, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Сарачево, Солунска област - Западно од доњег Вардара, 30 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 5 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 29].

Σαρίτσης, κοινότητος Κιρτζιλάρ, κάτοικοι 297 (168 άρρενες, 129 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Σαρίτσα της κοινότητος Κιρτζιλάρ, μετονομάζεται εις Βαλτοχώρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Βαλτοχώρι, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 284 (166 άρρενες και 118 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (13 άρρενες και 5 θήλεις). Υπήρχαν 187 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 97 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Βαλτοχώρι (Σαρίτσης), Αδένδρου (Κιρτζιλάρ) [Διοικητικά 1935, 135]. Βαλτοχώριον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 287 κάτοικοι (163 άρρενες και 124 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Сарачево (Сараџа): Ήταν ένας μακεδονικός οικισμός. Στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ και πρόσφυγες Έλληνες [Симовски, 340].

Βαλτοχώρι (Σαρίτσης): Οικισμός του δήμου Χαλκηδόνος, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Βαλτοχωρίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 18. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 340, 1961: 297, 1971: 282, 1981: 274, 1991: 285 [Σταματελάτου, 121].

 

 

Σεμεσελή / Semseli / Семсели. Μετονομάστηκε σε Τρούλος. Μάλλον ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Το 1924 η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στην περιοχή 15 οικογένειες από τον Πόντο, οι οποίες μετεγκαταστάθηκαν μέχρι το 1930 σε γειτονικά χωριά λόγω ελλείψεως ύδατος. Στη συνέχεια ο τόπος έμεινε ακατοίκητος.

 

Πηγές:

Μετονομασία: «Ο εις την κοινότητα Τριλόφου (πρώην Ζουμπάτες), υπαγόμενος συνοικισμός Σεμσελή, μετονομάζεται εις Τρούλλος (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Σεμσελή (Τρούλλος)γραφείου Θεσσαλονίκης, 16 προσφυγικές οικογένειες – 45 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 59].

Σεμσελή (Τρούλος), πρόσφυγες: 15 οικογένειες Ποντίων (40 άτομα). Επειδή το χωριό δεν είχε επάρκεια νερού, οι οικογένειες αυτές εγκατέλειψαν το μέρος μέχρι το 1930 [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 392].

Τρούλος, κοινότητος Τριλόφου. Πραγματικός πληθυσμός 47 (21 άρρενες και 26 θήλεις), εκ των οποίων 46 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (20 άρρενες και 26 θήλεις). Και οι 47 ήταν δημότες παρόντες στην κοινότητα [Απογραφή 1928, 236].

Τρούλος (Σεμσελή), Τριλόφου (Ζουμπάτων) [Διοικητικά 1935, 139].

Семсели: Ήταν ένας μικρός οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων που εγκαταλείφθηκε πριν τους βαλκανικούς πολέμους [Симовски, 341].

 

 

Σέντες / Sedes / Седес. Στις ελληνικές πηγές Σέδες. Μετονομάστηκε σε Θέρμη. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι πηγές δίνουν αντιφατικές πληροφορίες για τη γλωσσική και θρησκευτική σύνθεση του πληθυσμού του. Το 1913 αριθμούσε 200 περίπου άτομα. Στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε εδώ η εγκατάσταση προσφύγων και συνεχίστηκε μέχρι το 1926. Ο οικισμός χαρακτηρίστηκε μικτός, με τους πρόσφυγες (προερχόμενους από διάφορα μέρη) να αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία. Το 1928 είχε γύρω στους 1.100 κατοίκους.

 

Πηγές:

Sedes [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Sedes: τσιφλίκι με 27 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Σέδες: «Τσιφλίκιον έχον 10 οικογενείας και χάνιον μικρόν» [Σχινάς 1886, 513].

Седесъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 200 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Sedés, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 135 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Έκθεση Σάρρου: «Σέδες, 20 Μαΐου 1906. Το χωρίον τούτο έχον έκτασιν 27.000 στρεμμάτων ανήκεν άλλοτε τη γνωστή της Θεσσαλονίκης οικογενεία Ρογκότη, πωληθέν υπ’ αυτής αντί 11.500 λιρών τω Αλή πασά, όστις εκ των 26 ελληνικών οικογενειών, αι ειργάζοντο εκεί πέρυσιν, αφήκε μόνον νυν 13 αντικαταστήσας διά τουρκαθιγγάνων τας λοιπάς εκδιωχθείσας και διασκορπισθείσας εις τα παρακείμενα ελληνικά κεφαλοχώρια. Αι μένουσαι 13 οικογένειαι είναι δίγλωσσοι λαλούσαι την τε σλαυομακεδονικήν, ήτις φαίνεται μητρική αυτών γλώσσα, και την ελληνικήν, ην εξέμαθον εκ του μετά των παρακειμένων ελληνικών της Χαλκιδικής χωρίων συγχρωτισμού» [Παπαδόπουλος, 142].

Σέδες (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Σέδες, τμήματος Καλαμαριάς: «135 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 5].

Σέδεν, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 20.520 στρεμμάτων, με 45 οικοδομές, αξίας 1.067.250 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Σέδαις, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 191 κάτοικοι (82 άρρενες και 109 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Σέδες, κοινότητος Καπουτζήδων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Седес, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 8 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Σέδες, κοινότητος Καπουτζήδων, κάτοικοι 526 (271 άρρενες, 255 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Η κοινότης Σέδες εις κοινότητα Θέρμης και ο ομώνυμος ταύτη συνοικισμός Σέδες εις Θέρμην (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Σέδες (Θέρμη), γραφείου Θεσσαλονίκης, 181 προσφυγικές οικογένειες – 763 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 21].

Σέδες (Θέρμη), πρόσφυγες: 21 οικογένειες Θρακών (89 άτομα), 27 οικογένειες Μικρασιατών (115 άτομα), 82 οικογένειες Ποντίων (248 άτομα), 4 οικογένειες Καυκασίων (15 άτομα), 56 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (263 άτομα) και 1 οικογένεια (2 άτομα) από αλλού. Μεταξύ των οικογενειών που ήρθαν από τον Πόντο, υπήρχαν 14 οικογένειες από Ορντού (Κοτύωρα) που μίλαγαν ποντιακά. Ανάμεσα στους πρόσφυγες εκ Βουλγαρίας, 38 οικογένειες προέρχονταν από τα Άνω Βοδενά και 28 από τη Στενίμαχο [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 339-348].

Θέρμη, κοινότητος Θέρμης. Πραγματικός πληθυσμός 1.156 (616 άρρενες και 550 θήλεις), εκ των οποίων 646 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (321 άρρενες και 325 θήλεις). Υπήρχαν 1.061 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 95 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Θέρμη (Σέδες), Θέρμης [Διοικητικά 1935, 136].

Θέρμη, κοινότητος Θέρμης. Πραγματικός πληθυσμός 3.033 κάτοικοι (2.224 άρρενες και 809 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Седес: παλιός χριστιανικός οικισμός στον οποίο εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες [Симовски, 340].

Θέρμη: Οικισμός του δήμου Θέρμης, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός του δήμου Θέρμης, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 65. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.038, 1961: 1.750, 1971: 1.909, 1981: 3.430, 1991: 285 [Σταματελάτου, 252].

 

 

Σουρουκλή / Surukli / СуруклиΣτις ελληνικές πηγές συναντάται κυρίως σαν Σουρωτή, ονομασία που καθιερώθηκε και επίσημα. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Οι άνθρωποι που ζούσαν και δούλευαν εδώ ήταν μουσουλμάνοι Τούρκοι. Την περίοδο των βαλκανικών πολέμων ο πληθυσμός του ήταν περίπου 35 άτομα. Με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία. Στη θέση τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το 1928 ήταν ένα προσφυγικό χωριό 300 ατόμων.

 

Πηγές:

Surukli (Soroti) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Σουρουκλί, καζά Θεσσαλονίκης: «25 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Suruklı: συνοικισμός-τσιφλίκι με 4 μουσουλμανικά και 2 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 451].

Сюрвекли Махале, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 35 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Σουροτή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 33 κάτοικοι (21 άρρενες και 12 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Σουρωτή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Συρωτή Θεσσαλονίκης, κεφαλοχώρι, 36 προσφυγικές οικογένειες (145 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26].

Συρωτή, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 149 (87 άρρενες, 62 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Συρωτή, γραφείου Θεσσαλονίκης, 54 προσφυγικές οικογένειες – 206 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 57].

Σουρωτή, πρόσφυγες: 20 οικογένειες Θρακών (82 άτομα) και 38 οικογένειες Μικρασιατών (144 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7].

Σουρωτή, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 307 (173 άρρενες και 134 θήλεις), εκ των οποίων 138 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (73 άρρενες και 65 θήλεις).

Υπήρχαν 289 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 14 δημότες άλλων δήμων 4 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 234].

Σουρωτή, Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].

Σουρωτή κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 360 κάτοικοι (183 άρρενες και 177 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Сурокли: Ήταν ένας μικρός τουρκικός οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του έφυγαν στην Τουρκία και στη θέση τους ήρθαν χριστιανοί πρόσφυγες [Симовски, 342-343].

Σουρωτή: Οικισμός του δήμου Βασιλικών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Σουρωτής, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 115. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 485, 1961: 483, 1971: 447, 1981: 430, 1991: 719 [Σταματελάτου, 706].

 

 

Σχινά / Shina / Схина ή Εσκινάτ / Eskinat / Ескинат. Η διοίκηση το μετέγραψε ως Σχοινά και κατόπιν το άλλαξε σε Σχοινάς. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν την περίοδο των βαλκανικών πολέμων 230 περίπου γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό 100 περίπου πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν 400 άτομα. Το 1/5 από αυτά ήταν προσφυγικής καταγωγής.

 

Πηγές:

Skina (Iskinat) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Σχοινά (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Σχινάς: «Τσιφλίκιον πεδινόν, κείμενον ¾ σχεδόν της ώρας Δ του άνω (Νεοχώρι), έχον 50 οικογενείας χριστιανικάς» [Σχινάς 1886, 204].

Шкинатъ, Солунска Каза / Урумлъкъ, 220 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Chkinat, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 220 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Σχοινάς (ελληνόφωνοι), 28 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών 32 και κατοίκων 185 απάντων Ελλήνων» [Παπαδόπουλος, 132].

Σχοινάς, περιοχή Ρουμλουκίου: «270 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Εσχινάτ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 3.539 στρεμμάτων, με 47 οικοδομές, αξίας 498.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Σχοινά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 228 κάτοικοι (129 άρρενες και 99 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Σχοινά, κοινότητος Γιδά, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Σχοινά, κοινότητος Γιδά, κάτοικοι 279 (140 άρρενες, 139 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Σχοινάς γραφείου Βερροίας, 30 προσφυγικές οικογένειες – 113 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 57].

Σχοινά, κοινότητος Γιδά. Πραγματικός πληθυσμός 401 (213 άρρενες και 188 θήλεις), εκ των οποίων 74 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (37 άρρενες και 37 θήλεις). Υπήρχαν 365 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 36 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Σχοινά, Γιδά [Διοικητικά 1935, 136].

Σχοινάς, κοινότητος Μεσιού. Πραγματικός πληθυσμός 584 κάτοικοι (310 άρρενες και 274 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Схина: ελληνικό χωριό [Симовски, дел. 1, 26].

Σχοινάς: Οικισμός του δήμου Αλεξανδρείας, του νομού Ημαθίας. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Νεοχωρίου, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 677, 1961: 687, 1971: 575, 1981: 552, 1991: 419 [Σταματελάτου, 729].

 

Τεκελή / Tekeli / Текели. Μετονομάστηκε Σίνδος. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ζούσαν εδώ περίπου 300 μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί και 150 μουσουλμάνοι (κυρίως Τσιγγάνοι). Το 1924 οι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν υποχρεωτικά τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ελληνόφωνοι. Ανάμεσά τους υπήρχαν ωστόσο και 30 οικογένειες ορθόδοξων Τούρκων. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν σχεδόν 1.800 άτομα.

 

Πηγές:

Tekeli [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τεκελή (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Tekyelü: Το 1771 ήταν τσιφλίκι. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Το 1862 ήταν τσιφλίκι με 3 μουσουλμανικά και 22 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 422, 442].

Текелиево (Текели), Солунска Каза / Вардарѝя, 240 χριστιανοί Βούλγαροι, 100 Τούρκοι και 85 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 141].

Tekeliovo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 400 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Τεκελί (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Κατά την τελευταίαν στατιστικήν της Τουρκικής Κυβερνήσεως οικίαι ελληνικαί 57, άρρενες 155 + 125 θήλεις, εν όλω κάτοικοι 280. Βουλγαρικαί εδηλώθησαν 3 οικίαι εκ ψυχών 18. Γλώσσα κρατούσα σλαυομακεδονική, 5 οικογένειαι είναι ελληνόφωνοι. Μαθηταί εγγραφέντες 29, διδάσκαλοι 1. Το χωρίον τούτο είναι τσιφλίκι του Χαμδήβεη. Το φρόνημα των κατοίκων δεν φαίνεται πολύ ζωηρόν, μικροψύχων και μεμψιμοίρων όντων των πλειόνων» [Παπαδόπουλος, 121-122].

Τεκελί, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «280 ορθόδοξοι Έλληνες και 18 σχισματικοί Βουλγαρίζοντες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Τεκελή Ίγγλις, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 27.789 στρεμμάτων, με 68 οικοδομές, αξίας 1.370.050 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 80].

Τεκελή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 481 κάτοικοι (264 άρρενες και 217 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Τεκελή, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τεκελή Θεσσαλονίκης, ιδιωτικό, 19 προσφυγικές οικογένειες (66 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Текели, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 65 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 35 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 33].

Τεκελή, κοινότητος Τεκελή, κάτοικοι 694 (386 άρρενες, 308 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Μετονομασία: «Η κοινότης Τεκελή της υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης εις κοινότητα Σίνδου και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός εις Σίνδον (νομός Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 9.2.1926 (ΦΕΚ 55/15.2.1926) [Χουλιαράκης 1975, 237].

Τεκελή (Σίνδος), γραφείου Θεσσαλονίκης, 370 προσφυγικές οικογένειες – 1.395 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 57].

Τεκελή (Σίνδος), πρόσφυγες: 222 οικογένειες Θρακών (908 άτομα), 151 οικογένειες Μικρασιατών (473 άτομα) και 16 οικογένειες εκ Βουλγαρίας (76 άτομα). Ειδικότερα, από τη Βιζύη της Θράκης ήταν 185 ελληνόφωνες οικογένειες, από το Κεμπίρ Σούσουρλουκ της Προύσας 30 τουρκόφωνες οικογένειες, από το Χαμζά Μπεϊλί της Μαγνησίας 55 ελληνόφωνες οικογένειες και από το Σιναπλί της Βουλγαρίας 16 ελληνόφωνες οικογένειες [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 116, 167-171].

Σίνδος, κοινότητος Σίνδου. Πραγματικός πληθυσμός 1.820 (977 άρρενες και 843 θήλεις), εκ των οποίων 1.224 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (636 άρρενες και 588 θήλεις). Υπήρχαν 1.639 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 171 δημότες άλλων δήμων και 10 αλλοδαποί. Οι απογραφέντες αλλού δημότες ήταν 13 [Απογραφή 1928, 236].

Σίνδος (Τεκελή), Σίνδου (Τεκελή) [Διοικητικά 1935, 138].

Σίνδος, κοινότητος Σίνδου. Πραγματικός πληθυσμός 2.979 κάτοικοι (1.598 άρρενες και 1.381 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Текелиево (Текели): Ήταν ένας μικτός οικισμός Μακεδόνων και Τούρκων. Το 1924 οι Τούρκοι έφυγαν αναγκαστικά. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί πρόσφυγες από την Τουρκία και τη Βουλγαρία [Симовски, 343].

Σίνδος (έως το 1928 Τεκελή): Οικισμός του δήμου Εχεδώρου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός του δήμου Σίνδου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 3.692, 1961: 4.132, 1971: 4.536, 1981: 5.565, 1991: 5.949 [Σταματελάτου, 690].

 

 

Τζουμά / Džuma / Џума. Μετονομάστηκε Μεσιό, στη συνέχεια Μεσιόν και τελικά Μεσαίον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Μεσαίο. Ήταν ένας μικρός οικισμός μουσουλμάνων Τούρκων. Το 1912 ζούσαν εδώ 100 περίπου άτομα. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του έφυγαν σταδιακά για την Τουρκία. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί πρόσφυγες (οι περισσότεροι από τον Πόντο). Το 1928 ήταν ένα προσφυγικό χωριό 180 ατόμων.

 

Πηγές:

Džuma [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Τζουμά (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Τζουμά, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 106 κάτοικοι (56 άρρενες και 50 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Δζουμά Μαχαλέ Θεσσαλονίκης, εγκαταλειμμένο, 17 προσφυγικές οικογένειες (69 άτομα) [Πρόσφυγες 1915, 26, 36].

Τζουμά, κοινότητος Μπάλτζης, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Дžума, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 10 σπίτια μουσουλμάνων Τούρκων [Милојевић, 36].

Τζουμά, κοινότητος Μπάλτζης, κάτοικοι 29 (14 άρρενες, 15 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Τζουμά της κοινότητος Μπάλτζης (Μελισσοχωρίου), μετονομάζεται εις Μεσιό (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Τζουμά Μαχαλέ (Μεσιό), γραφείου Θεσσαλονίκης, 49 προσφυγικές οικογένειες – 190 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 37].

Τζουμά Μαχαλέ (Μεσιό), πρόσφυγες: 1 οικογένεια Θρακών και 48 οικογένειες Ποντίων. Από τις οικογένειες που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, 18 είχαν έρθει από το Λιφτιάρ και 9 από το Κιζιλτζά Χασάν [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 145-147].

Μεσιό, κοινότητος Μελισσοχωρίου. Πραγματικός πληθυσμός 184 (101 άρρενες και 83 θήλεις), εκ των οποίων 72 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (31 άρρενες και 41 θήλεις). Υπήρχαν 182 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 2 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Μεσιό (Τζουμάς), Μεσιού (Τζουμά) [Διοικητικά 1935, 137].

Μεσιόν, κοινότητος Μεσιού. Πραγματικός πληθυσμός 361 κάτοικοι (190 άρρενες και 171 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Џума (Џума Махала): Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του μετανάστευσαν στην Τουρκία. Στη θέσης τους ήρθαν πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Θράκη [Симовски, 349].

Μεσαίο (έως το 1928 Μεσιό, έως το 1951 Μεσιό): Οικισμός του δήμου Καλλιθέας, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Μεσαίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 125. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 433, 1961: 447, 1971: 261, 1981: 294, 1991: 427 [Σταματελάτου, 486].

 

 

Τοπτσιλάρ ή Τόπτσιν (TopcilarTopčin / ТопциларТопчин). Στις ελληνικές πηγές το συναντάμε ως Τόψιν. Μετονομάστηκε σε Γέφυρα. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους, ήταν τσιφλίκι του Σαούλ Μοδιάνου. Εδώ ζούσαν περίπου 180 μακεδονόφωνοι εξαρχικοί και 70 μουσουλμάνοι (στην πλειοψηφία Τσιγγάνοι). Μέχρι το 1924 οι παλαιοί κάτοικοί του φαίνεται πως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον οικισμό. Στη θέση τους εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός χριστιανών ελλήνων προσφύγων από τη Βουλγαρία και την Ανατολική Θράκη. Η ΕΑΠ χαρακτήρισε το χωριό αμιγώς προσφυγικό. Το 1928 ο πληθυσμός του ήταν περίπου 1.800 άτομα.

 

Πηγές:

Topči (Topsin) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τοπτσίν (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Τοπσί Ιμπραχίμ: Στα μέσα του 15ου αιώνα, ένα τμήμα του οικισμού ήταν τιμάριο του Umur, γιου του Kara Ilyas. Υπήρχαν εδώ τέσσερα σπίτια χριστιανών, μία χήρα χριστιανή και 22 σπίτια μουσουλμάνων. Ένα άλλο τμήμα είχε 22 χριστιανικά σπίτια και έναν άγαμο χριστιανό. Το Τοπτσιλάρ, στα τέλη του 15 αιώνα ήταν τιμάριο του Veys. Είχε 68 σπίτια μουσουλμάνων και 9 άγαμους μουσουλμάνους. Το 1771 το Topçılar ήταν χωριό-τσιφλίκι. Οι κάτοικοί του ήταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Το 1862 ήταν χωριό-τσιφλίκι 5 μουσουλμανικών και 23 χριστιανικών σπιτιών [Δημητριάδης, 386, 398, 423, 442].

Топчиово, Солунска Каза / Вардарѝя, 266 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Tontchievo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 184 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Τοψίν (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 19 Μαΐου 1906. Κτήμα του Σαούλ Μοδιάνου μετά οικιών 34 και ψυχών 178 ελληνοφρονουσών νυν. Εκτός τούτων έχει και 12 τουρκαθιγγανικάς οικίας εκ ψυχών 64. Το χωρίον τούτο ευρίσκεται εν κτηνώδει καταστάσει. Το φρόνημα αυτού χαλαρώτατον. Την ελληνικήν ψελλίζουσι 4-5 άνθρωποι. Το διδακτήριον μικρόν κελλίον ισόγειον εν τω νάρθηκι της εκκλησίας, εν ω εύρον οκλαδόν καθημένους 7 μαθητάς μόνον εκ των 27 εγγραφέντων» [Παπαδόπουλος, 140-141].

Τοψίν, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «178 ορθόδοξοι Έλληνες και 64 Τουρκαθίγγανοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Τόψιν, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 13.368 στρεμμάτων, με 4 οικοδομές, αξίας 762.255 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Τοπσί, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 167 κάτοικοι (79 άρρενες και 88 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Τοψίν, κοινότητος Μπουγαριόβου, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Топчијево, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 25 σπίτια χριστιανών Σλάβων, 5 μουσουλμάνων Τούρκων και 4 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 32].

Τοψίν, κοινότητος Μπουγαριόβου, κάτοικοι 350 (213 άρρενες, 137 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Τοψίν της κοινότητος Καβακλή, μετονομάζεται εις Γέφυρα (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Τοψίν (Γέφυρα), γραφείου Θεσσαλονίκης, 468 προσφυγικές οικογένειες – 1.649 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 15].

Τόψιν (Γέφυρα), πρόσφυγες: 211 ελληνόφωνες οικογένειες Θρακών (824 άτομα) εκ Μετρών (Τσατάλτζα) και 231 ελληνόφωνες οικογένειες εκ Σωζουπόλεως (Ζόπολης) Βουλγαρίας (875 άτομα) [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 264, 269].

Γέφυρα, κοινότητος Αγίου Αθανασίου. Πραγματικός πληθυσμός 1.821 (963 άρρενες και 858 θήλεις), εκ των οποίων 1.530 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (790 άρρενες και 740 θήλεις). Υπήρχαν 1.587 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 225 δημότες άλλων δήμων και 9 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 233].

Γέφυρα (Τοψίν), Γεφύρας (Τοψίν) [Διοικητικά 1935, 135].

Γέφυρα, κοινότητος Γεφύρας. Πραγματικός πληθυσμός 1.944 κάτοικοι (960 άρρενες και 984 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Топчиево (Топчин): Ήταν ένα μακεδονικό χωριό, στο οποίο εγκαταστάθηκε το 1924 μεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Θράκη και τη Βουλγαρία [Симовски, 343].

Γέφυρα (Τόψιν): Οικισμός του δήμου Αγίου Αθανασίου, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Γεφύρας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 35. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 2.132, 1961: 2.345, 1971: 2.383, 1981: 2.619, 1991: 2.785 [Σταματελάτου, 160].

 

 

Τουρχανλή / Turhanli / Турханли. Μετονομάστηκε ΛακκιάΉταν ένας οικισμός περίπου 100 μουσουλμάνων Τούρκων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Στα σπίτια τους η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν χριστιανοί Τούρκοι. Το 1928 το καθαρό πια προσφυγικό χωριό είχε πληθυσμό σχεδόν 150 άτομα.

 

Πηγές:

Turnarli (Torhanlizes) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Τουρχανλή (μουσουλμανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Turhanlı: συνοικισμός με 10 μουσουλμανικά και 3 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 451].

Турханли, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 85 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Τουρχανλί, καζά Θεσσαλονίκης: «87 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Τροχανλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 59 κάτοικοι (39 άρρενες και 20 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Τροχανλή, κοινότητος Βασιλικών, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τροχανλή, κοινότητος Βασιλικών, κάτοικοι 101 (59 άρρενες, 42 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Τροχανλή της κοινότητος Βασιλικών, μετονομάζεται εις Λακκιά (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Τροχανλή (Λακκιά), γραφείου Θεσσαλονίκης, 31 προσφυγικές οικογένειες – 120 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 32].

Τροχανλή (Λακκιά), πρόσφυγες: 29 οικογένειες Μικρασιατών (98 άτομα). Από αυτές 25 ήταν τουρκόφωνες, από το χωριό Ντερέκιοϊ της Προύσας [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 302-303].

Λακκιά, κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 149 (72 άρρενες και 77 θήλεις), εκ των οποίων 127 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (60 άρρενες και 67 θήλεις). Υπήρχαν 138 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 11 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Λακκιά (Τροχανλή), Βασιλικών [Διοικητικά 1935, 135].

Λακκιά κοινότητος Βασιλικών. Πραγματικός πληθυσμός 271 κάτοικοι (132 άρρενες και 139 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Троханли: Ήταν ένας τούρκικος οικισμός. Το 1924 οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να φύγουν στην Τουρκία. Στη θέσης τους ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία [Симовски, 344].

Λακκιά (Τροχανλή): Οικισμός του δήμου Βασιλικών, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Βασιλικών, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 120. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 277, 1961: 314, 1971: 295, 1981: 303, 1991: 275 [Σταματελάτου, 410].

 

 

 

Τρίκαλα / Trikala / Трикала. Τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν και δούλευαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους 100 περίπου μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί και 50 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1923-1924, με την υποχρεωτικά ανταλλαγή πληθυσμών, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του οικισμού έφυγαν, εγκαταστάθηκαν δε στον οικισμό 450 χριστιανοί πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Trikala [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τρίκκαλα (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Trikala: τσιφλίκι 8 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Τρίκκαλα: «Τσιφλίκιον πεδινόν κείμενον ¾ ώρας Δ του χωρίου Κλειδί και έχον 30 οικογενείας χριστιανικάς, ων αι ημίσεις σχεδόν βουλγαρικαί» [Σχινάς 1886, 203].

Трикала, Солунска Каза / Вардарѝя, 215 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Trikala, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 180 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Τρίκκαλα (ελληνόφωνοι), 29 Μαΐου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά 25 οικιών ελληνικών και 5 τουρκαθιγγάνων. Εν τω ελεεινώ σχολείω εφοίτησαν 18 μαθηταί» [Παπαδόπουλος, 134].

Τρίκκαλα, περιοχή Ρουμλουκίου: «180 ορθόδοξοι Έλληνες και 85 Τουρκαθίγγανοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Τρίκκαλα, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 162 κάτοικοι (87 άρρενες και 75 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Τρίκκαλα, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τρίκκαλα, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 190 (100 άρρενες, 90 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Τρίκκαλα γραφείου Βερροίας, 110 προσφυγικές οικογένειες – 448 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 59].

Τρίκαλα, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 562 (310 άρρενες και 252 θήλεις), εκ των οποίων 455 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (250 άρρενες και 205 θήλεις). Υπήρχαν 547 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 15 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 235].

Τρίκκαλα, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136].

Τρίκαλα, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 928 κάτοικοι (474 άρρενες και 454 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Трикала: Ήταν ένα μακεδονικό χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες το 1923 [Симовски, дел. 1, 27].

Τρίκαλα: Οικισμός του δήμου Πλατέος , του νομού Ημαθίας. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Τρικάλων, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.204, 1961: 1.441, 1971: 1.462, 1981: 1.643, 1991: 1.725 [Σταματελάτου, 746].

 

 

Τσαΐρ Τσιφλίκ / Čair Čiflik / Чаир Чифлик. Μετονομάστηκε Λιβαδίκιον, στη συνέχεια Λιβαδάκι, και τελικά Λιβαδάκιον. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν πριν τους βαλκανικούς πολέμους περίπου 30 γηγενείς χριστιανοί Έλληνες. Μέχρι το 1924 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό οκτώ προσφυγικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη.

 

Πηγές:

Čajir čiftl. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Canır: τσιφλίκι με ένα χριστιανικό σπίτι το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Чаиръ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 30 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Tcair Tchiflik, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 45 Έλληνες [Brancoff 1905, 220-221].

Τσαΐρ, τμήματος Καλαμαριάς: «30 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Τσαΐρ, κοινότητος Ζουμπάτων, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τσαΐρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 5.026 στρεμμάτων, με 14 οικοδομές, αξίας 151.718 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Τσαΐρι, κοινότητος Ζουμπάτων, κάτοικοι 20 (15 άρρενες, 5 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Τσαΐρ Τσιφλίκ της κοινότητος Περαίας, μετονομάζεται εις Λειβαδίκιον (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Τσαΐρ Τσιφλίκ (Λειβαδίκιον), γραφείου Θεσσαλονίκης, 9 προσφυγικές οικογένειες – 33 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 32].

Τσαΐρ Τσιφλίκ (Λιβαδίκιον), πρόσφυγες: 8 οικογένειες Θρακών (33 άτομα). Το χωριό ήταν ιδιοκτησία του Μουσταφά Αγκό και ενός ανεψιού του [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 6, 416].

Λειβαδάκι, κοινότητος Περαίας. Πραγματικός πληθυσμός 64 (38 άρρενες και 26 θήλεις), εκ των οποίων 40 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (27 άρρενες και 13 θήλεις). Υπήρχαν 56 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 8 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Λειβαδάκι, Περαίας [Διοικητικά 1935, 138].

Λιβαδάκιον, κοινότητος Περαίας. Πραγματικός πληθυσμός 54 κάτοικοι (30 άρρενες και 24 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Чаир Чифлик: Ήταν ένα τσιφλίκι με λίγους έλληνες κατοίκους, στο οποίο εγκαταστάθηκαν το 1922 έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη [Симовски, 347].

Λιβαδάκι (Τσαΐρ): Οικισμός του δήμου Θερμαϊκού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Περαίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 62, 1961: 33, 1971: 24, 1981: 13, 1991: 0 [Σταματελάτου, 429].

 

 

Τσαλί Τσιφλίκ / Čali Čiflik / Чали Чифлик. Βρισκόταν νότια του οικισμού Τεκελή. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο κατοικούσαν περίπου 150 μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί. Ο πληθυσμός του το εγκατέλειψε μετά τους βαλκανικούς πολέμους, λόγω των πλημμυρών του ποταμού Γαλλικού.

 

Πηγές:

Čali čiftl. [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τσαλή, καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Çalı: τσιφλίκι 27 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 439].

Τσαλίκοβο: «Τσιφλίκιον πεδινόν κείμενον 2 ½ ώρας δυτικώς της Θεσσαλονίκης, 1 ½ ώραν δυτικώς του ποταμού Γάλλικου (όστις εκβάλει 2 ώρας δυτικώς της Θεσσαλονίκης) και ¼ αρκτικώς της ακτής, έχον 32 χριστιανικάς οικογενείας, μικρόν σχολείον και εκκλησίαν. Εν τω χωρίω τούτω, ως και εις πολλά των επομένων, λαλείται διεφθερμένη καθόλου γλώσσα, ήτοι Ελληνική μιγνυομένη μετά τουρκικών προσλαμβανουσών των ελληνικών λέξεων καταλήξεις βουλγαρικάς. Οι πλείστοι των κατοίκων των χωρίων ουδ’ αποφασιστικοί είναι, ουδ’ άξιοι εμπιστοσύνης» [Σχινάς 1886, 201].

Чалъково, Солунска Каза / Вардарѝя, 200 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 142].

Tchalikovo, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 128 πατριαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Τσαλίκι, 11 Ιουνίου 1906. Κατακλυσθέν εκ των υδάτων του Αξιού διελύθη από του παρελθόντος ο ελληνοφρονών σλαυόφωνος συνοικισμός του τσιφλικίου τούτου, ου η κομψή εκκλησία και το παρ’ αυτήν σχολείον επιφαίνονται εν μέσω των υδάτων» [Παπαδόπουλος, 139].

Τσαλίκι, περιοχή Ρουμλουκίου: «68 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Τσιαλή, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 20.235 στρεμμάτων, με 44 οικοδομές, αξίας 268.150 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Τσαλί, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 29 κάτοικοι (20 άρρενες και 9 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 11].

Τσαλκατίκον ή Τσαλίκοβο, κοινότητος Τεκελή, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Чалково (ЧалкатикЧали Чифлик): Τσιφλίκι με μακεδόνες κατοίκους. Ερήμωσε πριν το 1928 [Симовски, 347].

 

 

Τσατάλ / Čatal/ Чатал. Βρισκόταν νότια του οικισμού Κορυφή. Ήταν ένα τσιφλίκι με λίγους χριστιανούς κατοίκους (Έλληνες ή Τσιγγάνους). Ο οικισμός ερήμωσε μετά το 1920, χρονιά κατά την οποία απογράφηκαν εδώ 26 άτομα.

 

Πηγές:

Čatal [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τσατάλ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Τσαταλοχώρι: «Τσιφλίκιον πεδινόν, έχον 15 οικογενείας Ρωμηογύφτων χριστ.» [Σχινάς 1886, 203-204].

Неохориди (Чаталъ), Солунска Каза / Урумлъкъ, 60 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Τσατάλι, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τσατάλι, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 26 (18 άρρενες, 8 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Τσατάλι της κοινότητος Κορυφής, μετονομάζεται εις Διχάλι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Чатал (Неохоруди): Μικρός ελληνικός οικισμός. Ερήμωσε μετά το 1920 [Симовски, дел. 1, 28].

 

 

Τσινάρ Φούρνος / Činar Furnos / Чинар Фурнос. Μετονομάστηκε σε Πλάτανος. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν περίπου 300 χριστιανοί Έλληνες και 100 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Οι τελευταίου εγκατέλειψαν τον οικισμό και έφυγαν στην Τουρκία το 1923-1924. Την ίδια περίοδο το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ ισάριθμους χριστιανούς πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Činar Furnos [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τσινάφορον (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Çinar Furnos: τσιφλίκι 27 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Τσινάρ Φουρνού: «Τσιφλίκιον πεδινόν κείμενον ¾ ώρας ΝΔ του άνω (Κλειδί) και έχον 60 οικογενείας χριστιανικάς, 8 τουρκογύφτων και 4 βουλγαρικάς» [Σχινάς 1886, 202].

Чинаръ Фурнусъ, Солунска Каза / Урумлъкъ, 300 χριστιανοί Έλληνες και 35 Τσιγγάνοι [Кънчов 1900, 142].

Tcinar Fournos, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 350 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].

Έκθεση Σάρρου: «Τσινάφουρ(ν)ον (ελληνόφωνοι), Μάιος 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά 46 οικιών, κατοίκων δε 340 Ελλήνων. Πλην τούτων έχει και 12 τουρκαθιγγανικάς οικογενείας. Εν τω τετρατάκτω σχολείω του εφοίτησαν 35 μαθηταί, ων 5 κοράσια» [Παπαδόπουλος, 133].

Τσινάρ Φούρνος, περιοχή Ρουμλουκίου: «270 ορθόδοξοι Έλληνες και 83 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 2].

Τσινάρ Φούρνος, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 12.025 στρεμμάτων, με 75 οικοδομές, αξίας 800.000 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Τσινάρ Φούρνος, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 439 κάτοικοι (235 άρρενες και 204 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Τσινάφορον, κοινότητος Κορυφής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Τσινάφορον, κοινότητος Κορυφής, κάτοικοι 475 (250 άρρενες, 225 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Τσινάφορον γραφείου Βερροίας, 25 προσφυγικές οικογένειες – 97 άτομα, μικτός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 59].

Τσινάφορον, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 543 (299 άρρενες και 244 θήλεις), εκ των οποίων 119 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (62 άρρενες και 57 θήλεις). Υπήρχαν 488 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 51 δημότες άλλων δήμων και 4 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 235].

Τσινάφορον, Κορυφής [Διοικητικά 1935, 136]. Τσινάφορον, κοινότητος Κορυφής. Πραγματικός πληθυσμός 678 κάτοικοι (342 άρρενες και 336 θήλεις) [Απογραφή 1940, 165].

Μετονομασία: «Ο οικισμός Τσινάφορον της κοινότητος Τσιναφόρου, μετονομάζεται εις Πλάτανος, η δε ομώνυμος κοινότης, κοινότης Πλατάνου (επαρχία Ημαθίας)», διάταγμα 28.4.1954 (ΦΕΚ 91/30.4.1954) [Χουλιαράκης 1976, 88].

Чинар Фурнос: Οικισμός Ελλήνων και λίγων Τσιγγάνων. Το 1923 εγκαταστάθηκαν εδώ και πρόσφυγες [Симовски, дел. 1, 28].

Πλάτανος: Οικισμός του δήμου Πλατέος , του νομού Ημαθίας. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Πλατάνου, της επαρχίας Ημαθίας. Υψόμετρο 10. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 730, 1961: 823, 1971: 855, 1981: 910, 1991: 1.098 [Σταματελάτου, 629].

 

 

Τσοχαλάρ / Čοhalar / Чохалар. Μετονομάστηκε Παρθένος και στη συνέχεια Παρθένιον. Στους σύγχρονους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Παρθένι. Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν περίπου 150 μακεδονόφωνοι χριστιανοί (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και 50 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1923-1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του οικισμού έφυγαν για την Τουρκία, ενώ ήρθαν ισάριθμοι χριστιανοί πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν σχεδόν 240 άτομα, εκ των οποίων 50 ήταν πρόσφυγες.

 

Πηγές:

Čulhalar [Αυστριακός Χάρτης, φ. Vodena].

Τσοχαλάρ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Βοδενά].

Çulhalar: τσιφλίκι 31 χριστιανικών σπιτιών το 1862 [Δημητριάδης, 438].

Чолхелеръ, Солунска Каза / Вардарѝя, 187 Τούρκοι [Кънчов 1900, 142].

Tchohalare, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 216 εξαρχικοί Βούλγαροι [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Τσοχαλάρι (κρατεί το σλαυομακεδονικόν ιδίωμα), 21 Δεκεμβρίου 1906. Κτήμα τουρκικόν μετά οικιών 36 ελληνοφρονουσών νυν» [Παπαδόπουλος, 140].

Τσουχαλάρ, τμήματος Βαρδάρ Οβασί: «85 ορθόδοξοι Έλληνες και 24 προσχωρήσαντες εις το σχίσμα μετά την ανακήρυξιν του συντάγματος» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Τζουλλαλάρ, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 10.241 στρεμμάτων, με 48 οικοδομές, αξίας 314.437 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Τσοχαλάρ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 216 κάτοικοι (120 άρρενες και 96 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Τσοχαλάρ, κοινότητος Κιρτζιλάρ, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Чувалари, Солунска област - Западно од доњег Вардара, 35 σπίτια χριστιανών Σλάβων και 10 μουσουλμάνων Τσιγγάνων [Милојевић, 29].

Τσοχαλάρ, κοινότητος Κιρτζιλάρ, κάτοικοι 190 (99 άρρενες, 91 θήλεις) [Απογραφή 1920, 115].

Μετονομασία: «Ο συνοικισμός Τσοχαλάρ της κοινότητος Κιρτσιλάρ, μετονομάζεται εις Παρθένος (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 31.8.1926 (ΦΕΚ 346/4.10.1926) [Χουλιαράκης 1975, 259].

Τσοχαλάρ (Παρθένος) γραφείου Γιανιτσών, 17 προσφυγικές οικογένειες – 44 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 47].

Παρθένιον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 239 (123 άρρενες και 116 θήλεις), εκ των οποίων 51 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (27 άρρενες και 24 θήλεις). Υπήρχαν 199 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 40 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 234].

Παρθένιον (Τσοχαλάρ), Αδένδρου (Κιρτζιλάρ) [Διοικητικά 1935, 135].

Παρθένιον, κοινότητος Αδένδρου. Πραγματικός πληθυσμός 423 κάτοικοι (219 άρρενες και 204 θήλεις) [Απογραφή 1940, 163].

Чохалар (Чоалар): Ήταν ένας μικτός οικισμός, Μακεδόνων και Τούρκων. Το 1924 ήρθαν πρόσφυγες, στη θέση των Τούρκων που έφυγαν [Симовски, 348].

Παρθένι (Τσοχαλάρ): Οικισμός του δήμου Χαλκηδόνος, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Παρθενίου, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 15. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 513, 1961: 571, 1971: 519, 1981: 563, 1991: 657 [Σταματελάτου, 593].

 

Χατζή Μπαλή / Hadži Bali / Хаджи Бали. Μετονομάστηκε Περαία. Ήταν ένα τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν λίγες οικογένειες (απροσδιόριστες γλωσσικά και θρησκευτικά). Το 1923-1924 εγκαταστάθηκαν εδώ χριστιανοί έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το χωριό, χαρακτηρίστηκε από τις ελληνικές αρχές αμιγώς προσφυγικό. Το 1928 κατοικούσαν εδώ 850 άτομα.

 

Πηγές:

Hadžibali [Αυστριακός Χάρτης, φ. Athos].

Acı Balı: τσιφλίκι με 12 χριστιανικά σπίτια το 1862 [Δημητριάδης, 450].

Хаджи Бали, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 20 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 142].

Hadji Bali, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 25 Έλληνες [Brancoff 1905, 218-219].

Ατζί Μπαλί, καζά Θεσσαλονίκης: «36 Μουσουλμάνοι» [Χαλκιόπουλος 1910, 6].

Χαντζή Μπαλή, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 21 κάτοικοι (10 άρρενες και 11 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12]. Ατζή Μπαλή, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 9.418 στρεμμάτων, με 18 οικοδομές, αξίας 276.650 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Χατζή Μπαλή, κοινότητος Επανωμής, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Χατζή Μπαλή, κοινότητος Επανωμής, κάτοικοι 27 (20 άρρενες, 7 θήλεις) [Απογραφή 1920, 114].

Περαία, γραφείου Θεσσαλονίκης, 202 προσφυγικές οικογένειες – 786 άτομα, αμιγής προσφυγικός συνοικισμός [ΕΑΠ 1928, 50].

Περαία (Χατζή Μπαλή), πρόσφυγες: 73 οικογένειες Θρακών (282 άτομα) και 132 οικογένειες Μικρασιατών (458 άτομα). Όλες οι οικογένειες ήταν ελληνόφωνες. Από τις θρακιώτικες οικογένειες, 50 ήταν από το Γαλατά και 10 από την Καλλίπολη (Γκελιμπόλ). Από τις μικρασιατικές οικογένειες, 65 προέρχονταν από Μεγάλο Μολδοβάνι, 10 από Μικρό Μολδοβάνι, 5 από Τεκέ Μολδοβάνι, 49 από Τζιμόβασι και 3 από Σεβδήκιοϊ [Μαραβελάκης-Βακαλόπουλος, 7, 256, 400-413].

Περαία, κοινότητος Περαίας. Πραγματικός πληθυσμός 858 (460 άρρενες και 398 θήλεις), εκ των οποίων 778 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (408 άρρενες και 370 θήλεις). Υπήρχαν 778 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 71 δημότες άλλων δήμων και 9 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 236].

Περαία, Περαίας [Διοικητικά 1935, 138].

Περαία, κοινότητος Περαίας. Πραγματικός πληθυσμός 1.038 κάτοικοι (509 άρρενες και 529 θήλεις) [Απογραφή 1940, 166].

Περαία: Οικισμός του δήμου Θερμαϊκού, του νομού Θεσσαλονίκης. Έως το 1997 ήταν οικισμός της κοινότητας Περαίας, της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 60. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.074, 1961: 892, 1971: 1.500, 1981: 1.709, 1991: 1.074 [Σταματελάτου, 608].

 

 

Χαρμάν Κιόι / Harman Kjoj / Харман Ќој. Μετονομάστηκε διαδοχικά σε Σταθμός, Παλαιόν Χαρμάνκιοϊ, Χαρμάνκιοϊ, Ελευθέριον, Ελευθέριο - Κορδελιό. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν περίπου 200 μακεδονόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί. Στη συνέχεια η σύνθεση του πληθυσμού αλλοιώθηκε με την εγκατάσταση ατόμων από γειτονικούς οικισμούς καθώς και μεγάλου αριθμού χριστιανών προσφύγων.

 

Πηγές:

Harmanköj [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Χαρμάνκιοϊ (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Harman Köy: Το 1771 ο οικισμός ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του χριστιανοί. Το 1862 ήταν ένα χριστιανικό χωριό με 35 σπίτια [Δημητριάδης, 417].

Άρμάν Κιόι: «Το χωρίον τούτο απέχον της Θεσσαλονίκης ½ μόνον ώραν, δύναται να θεωρηθή και ως προάστειον αυτής, κέκτηται δε ξενοδοχεία, παντοπωλεία, κήπους και ωραίας εξοχικάς οικίας, εν αις πολλοί των κατοίκων της Θεσσαλονίκης διέρχονται το έαρ» [Σχινάς 1886, 354].

Арманъ Кьой, Солунска Каза, 260 χριστιανοί Βούλγαροι [Кънчов 1900, 141].

Harman Keuy, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 336 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 5 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 18 μαθητές [Brancoff 1905, 218-219].

Έκθεση Σάρρου: «Χαρμάν Κιόι (κρατεί η σλαβομακεδονική διάλεκτος), 24 Μαΐου 1906. Τσιφλίκι οθωμανικόν έχον οικίας 37, ελληνοφρονούσας πάσας. Ψυχαί 217. Ει και το χωρίον είναι εις τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, οι κάτοικοι αυτού λαλούσι συνήθως την σλαυομακεδονικήν, καίπερ γινώσκοντες άριστα πάντες και την ελληνικήν. Μαθηταί ενεγράφησαν εν όλω (ων κοράσια 11)» [Παπαδόπουλος, 121].

Χαρμάνικοϊ, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης: «222 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 3].

Χαρμάν Κίου, καζά Θεσσαλονίκης, τσιφλίκι 10.808 στρεμμάτων, με 26 οικοδομές, αξίας 428.915 γροσίων [Παλαμιώτης 1914, 79].

Χαρμάν Κιόι, κοινότητος Νεοχωρούδας, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Χαρμάνκιοϊ, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 209 κάτοικοι (104 άρρενες και 105 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Харман Кеј, Солунска област - Источно од доњег Вардара, 35 σπίτια χριστιανών Σλάβων [Милојевић, 36].

Χαρμάνκιοϊ, δήμου Θεσσαλονίκης, κάτοικοι 3.038 (1.622 άρρενες, 1.461 θήλεις) [Απογραφή 1920, 113]. Μετονομασία: «Η κοινότης Χαρμνάνκιοϊ, μετονομάζεται εις κοινότητα Σταθμού και ο ομώνυμος αυτή συνοικισμός Χαρμάνκιοϊ εις Σταθμός (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)», διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ 179/30.8.1927) [Χουλιαράκης 1975, 289].

Σταθμός, κοινότητος Σταθμού. Πραγματικός πληθυσμός 1.520 (718 άρρενες και 802 θήλεις), εκ των οποίων 1.399 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (657 άρρενες και 742 θήλεις). Υπήρχαν 1.459 δημότες παρόντες στην κοινότητα και 61 δημότες άλλων δήμων [Απογραφή 1928, 236].

Παλαιόν Χαρμάνκιοϊ (Σταθμός), Κορδελιού [Διοικητικά 1935, 136].

Χαρμάνκιοϊ, κοινότητος Κορδελιού. Πραγματικός πληθυσμός 977 κάτοικοι (447 άρρενες και 530 θήλεις) [Απογραφή 1940, 164].

Μετονομασία: «Ο οικισμός Χαρμνάνκιοϊ, της κοινότητος Νέου Κορδελιού μετονομάζεται Ελευθέριον (Επαρχία Θεσσαλονίκης)», βασιλικό διάταγμα 24.3.1952 (ΦΕΚ 77/29.3.1952) [Χουλιαράκης 1976, 81].

Харман Ќој: Ήταν ένα μακεδονικό χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκαν μετά τους βαλκανικούς πολέμους πολλοί Έλληνες [Симовски, 345].

Ελευθέριο - Κορδελιό (έως το 1940 Παλαιό Χαρμάνκιοϊ, έως το 1952 Χαρμάνκιοϊ, έως το 1991 Ελευθέριο): τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, δήμος Ελευθερίου – Κορδελιού. Υψόμετρο 18. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.093, 1961: 4.430 (μαζί με το Κορδελιό), 1971: 9.159, 1981: 12.595, 1991: 16.549 [Σταματελάτου, 212].

 

 

Χορτάτς Κιόι / Hortač Kjoj Хортач Ќјо. Στις ελληνικές πηγές αναγράφεται ως ΧορτιάτηςΑυτή είναι και η επίσημη σύγχρονη ονομασία του. Μεγάλο χωριό γηγενών χριστιανών Ελλήνων. Στα χρόνια των βαλκανικών πολέμων ζούσαν εδώ περίπου 2.000 άτομα. Στη συνέχεια ο πληθυσμός του μειώθηκε.

 

Πηγές:

Hortačköj (Hortjatis) [Αυστριακός Χάρτης, φ. Saloniki].

Χορτιάτης (χριστιανικό), καζάς Θεσσαλονίκης [Χάρτης Κοντογόνη, φ. Θεσσαλονίκη].

Hortaç: Το 1771 ήταν ένα χριστιανικό χωριό. Το 1862 είχε 129 χριστιανικά σπίτια [Δημητριάδης, 420, 444].

Χορτιάτης: «Από του υδραγωγείου η οδός ανωφερώς βαίνουσα, φέρει μετά ¼ ώρας εις την κωμόπολιν κειμένην επί των δυτικών και γαιωδών προπόδων του ομωνύμου όρους και οικουμένην υπό 300 ως έγγιστα ελληνικών οικογενειών και έχουσαν, εκκλησίαν, σχολείον αρρένων, νηπιαγωγείον και μικρόν χάνιον. Οι κάτοικοι της κωμοπόλεως ταύτης, ένεκεν του καλού εδάφους, το οποίον λιπάζεται και διά των εκ του υπερκειμένου όρους κατερχομένων ιλύων, ευπορούσι τροφών, έτι δε απολαμβάνουσι τους καρπούς και την ξυλείαν των διαφόρων του δάσους δένδρων. Εις επίμετρον δε πολλοί τούτων μετοχετεύοντες το φθινόπωρον ύδωρ εν συντηρουμέναις παρ’ αυτών δεξαμεναίς, απεχούσαις ½ ώραν της κωμοπόλεως, μεταβάλλουσι τούτο, διά του ψύχους του χειμώνος, εις εξαίρετον και κρυσταλλοειδή πάγον, τον οποίον καλύπτοντες διά φύλλων πτέριδος και χώματος, διατοηρούσι καθ’ όλον το θέρος και πωλούσιν εις Θεσσαλονίκην. Εκ της άνω κωμοπόλεως οδός ανωφερής, βαίνουσα δι’ ελιγμών και διά πυκνού δάσους οξυών, καστανιών, κερασιών και άλλων δένδρων διερχομένη, φέρει (εφίππως) μέχρι της κορυφής του όρους Χορτιάτου» [Σχινάς 1886, 414-415].

Ортачъ, Солунска Каза / Гелимерска Нахия, 1.600 χριστιανοί Έλληνες [Кънчов 1900, 143].

Ortadj, kaza de Salonique. Χριστιανικός πληθυσμός: 1.090 Έλληνες. Ένα ελληνικό σχολείο με ένα δάσκαλο και 20 μαθητές [Brancoff 1905, 220-221].

Έκθεση Σάρρου: «Χορτιάτης (λαλείται μόνον η ελληνική γλώσσα), 2 Ιουνίου 1906. Οικίαι 360. Κάτοικοι 2.306 πάντες Έλληνες. Μαθηταί εγγραφέντες 365, διδάσκαλοι 4» [Παπαδόπουλος, 125].

Χορτιάτης, επί του όρους Χορτιάτου: «2.306 ορθόδοξοι Έλληνες» [Χαλκιόπουλος 1910, 4].

Χορτιάτης, υποδιοικήσεως Θεσσαλονίκης, 1.969 κάτοικοι (1.024 άρρενες και 945 θήλεις) [Απαρίθμηση 1913, 12].

Χορτιάτης, κοινότητος Χορτιάτη, βασιλικό διάταγμα 28.6.1918 (ΦΕΚ 152/2.7.1918) [Χουλιαράκης 1975, 134].

Хортач Кеј, Лугадинска област, 200 σπίτια χριστιανών Ελλήνων [Милојевић, 38].

Χορτιάτης, κοινότητος Χορτιάτου, κάτοικοι 1.721 (853 άρρενες, 868 θήλεις) [Απογραφή 1920, 116].

Χορτιάτης, κοινότητος Χορτιάτη. Πραγματικός πληθυσμός 1.533 (771 άρρενες και 762 θήλεις), εκ των οποίων 18 ήταν πρόσφυγες ελθόντες μετά τη μικρασιατική καταστροφή (8 άρρενες και 10 θήλεις). Υπήρχαν 1.498 δημότες παρόντες στην κοινότητα, 30 δημότες άλλων δήμων και 5 αλλοδαποί [Απογραφή 1928, 237].

Χορτιάτης, Χορτιάτου [Διοικητικά 1935, 139].

Χορτιάτης, κοινότητος Χορτιάτη. Πραγματικός πληθυσμός 1.799 κάτοικοι (903 άρρενες και 896 θήλεις) [Απογραφή 1940, 167].

Хортач (Ортач): ελληνικό χωριό [Симовски, 346].

Χορτιάτης: Οικισμός του δήμου Χορτιάτη, του νομού Θεσσαλονίκης. Υψόμετρο 600. Πληθυσμός μεταπολεμικών απογραφών --> 1951: 1.483, 1961: 1.352, 1971: 1.155, 1981: 1.186, 1991: 1.901 [Σταματελάτου, 797].