Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρωμαίικα γλωσσάρια και κείμενα (επτά κείμενα). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρωμαίικα γλωσσάρια και κείμενα (επτά κείμενα). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ρωμαίικα γλωσσάρια και κείμενα

 

 

Το πρώτο λεξικό της Ρωμαίικης γλώσσας

Στέφανος Χρήσιμος ή Corona Preciosa (1527)

 

Δημήτρη Λιθοξόου

29.4.2015

 


Το πρώτο λεξικό της Ρωμαίικης γλώσσας τυπώνεται στη Βενετία το 1527. Έχει τον τίτλο Στέφανος Χρήσιμος ή Corona Preciosa. Εκδότης του βιβλίου είναι ο Στέφανος εκ Σαβίου (Stephano da Sabio). Το έργο αποτελείται από 134 σελίδες και θα τυπωθεί ξανά, σε δεύτερη έκδοση, το 1549.

Το λεξικό είναι τετράγλωσσο. Η πρώτη στήλη είναι στην ιταλική γλώσσα (Italico Volgare), η δεύτερη στα ρωμαίικα ή στην «ιδιωτική» (Greco Volgare), η τρίτη στα λατινικά (Latino) και η τέταρτη στα αρχαία ελληνικά (Greco Literale).

Η στήλη που χαρακτηρίζεται Greco Volgare, εκτός από τις ρωμαίικες, περιέχει και πολλές λόγιες λέξεις. Οι ρωμαίικες λέξεις ωστόσο, που υπάρχουν εδώ, καταγράφονται για πρώτη φορά σε λεξικό.

Το λεξικό αυτό ήταν άγνωστο στους λεξικογράφους της χώρας μας, ακόμα στους συντάκτες του λεξικού (των διαλέκτων) της Ακαδημίας Αθηνών, οι οποίοι θεωρούσαν ως παλαιότερα λεξικά της δημοτικής γλώσσας, όπως έγραφαν στον πρόλογο του πρώτου τόμου, εκείνα των Ioannis Meursis (1610), Girolamo Germano (1622) και Simone Portio (1635).

Από το λεξικό του Στέφανου επέλεξα και παρουσιάζω εδώ 650 ρωμαίικες λέξεις, δίνοντας σε μια δεύτερη στήλη την ορθογραφία τους, όπως τη βρίσκουμε σήμερα στα σύγχρονα λεξικά ή τα συνώνυμά τους.

 

Σημείωση 13/9/2017: Τα ρωμαίικα του Στέφανου είναι η διάλεκτος των Μεγάρων.

 

αγάλια

αγάλια

αγάπη

αγάπη

αγαπημένος

αγαπημένος

αγγελώνη

αγκυλώνει

αγγίστρι

αγκίστρι

αγελάδα

αγελάδα

αγκούρη

αγγούρι

αγκουρίδα

αγουρίδα

αγριάνθρωπος

αγριάνθρωπος

αγρυπνήσει

αγρυπνήσει

αγρυπνώ

αγρυπνώ

αδελφή

αδελφή

αδιανό

αδειανό

αδράκτη

αδράχτι

αδρασκέλημα

δρασκέλισμα

αζάρη

ζάρι

αηδόνη

αηδόνι

αίμα

αίμα

ακαμασία

ακαμασιά (τεμπελιά)

ακαμάτης

ακαμάτης (τεμπέλης)

ακαρτέρι

ακαρτέρει

ακόνισμα

ακόνισμα

ακριβός

ακριβός

αλαγμός

άλλαγμα

αλάτη

αλάτι

αλάφη

αλάφι (ελάφι)

αλαφρό

αλαφρό

αλήθεια

αλήθεια

αλησμονεί

λησμονεί

άλιμα

άλειμμα

άλογο

άλογο

αλοιφή

αλοιφή

αλουπού

αλεπού

αμάξη

αμάξι

αμαρτωλός

αμαρτωλός

άμμος

άμμος

αμπέλη

αμπέλι

αναγελά

κοροϊδεύει

ανακατομένω

ανακατεμένο

ανασασμός

ανασασμός (ανάσα)

αναστεναγμός

αναστεναγμός

αναστήση

αναστήσει

άνεμος

άνεμος

ανεψίος

ανιψιός

απάνου

απάνου

απεθαμένος

πεθαμένος

απήδημα

πήδημα

απίδη

απίδι

απλώση

απλώσει

αποδέλιπον

αποδέλοιπο (υπόλοιπο)

αποκριθεί

αποκριθεί

αποκρισάρης

πρεσβευτής (λόγιο)

αργός

αργός

αρμάρη

αρμάρι (ερμάρι)

αρματωμένος

αρματωμένος

αρμέγει

αρμέγει

άρμενα

άρμενα (τα)

αρνή

αρνί

αρσενικό

αρσενικό

άρχος

άρχοντας

ασβέστης

ασβέστης

ασήμι

ασήμι

ασημικό

ασημικό

ασκή

ασκί

άσπλαγχνος

άσπλαχνος

άσπρο

άσπρο

αστραπή

αστραπή

αστράφτει

αστράφτει

αστρίδια

στρείδια (τα)

αστροπελέκη

αστροπελέκι

αυγό

αυγό

αυθέντης

αυθέντης (δεσπότης)

αυθεντία

αυθεντία (αρχή)

αφάλη

αφάλι

αφαλός

αφαλός

αφέντης

αφέντης

αφρός

αφρός

αφτή

αυτί

αχέλυ

χέλι

αψιθέα

αψιθιά

βαμπάτζι

μπαμπάκι

βάρκα

βάρκα

βασίλησα

βασίλισσα

βασταγάρης

βασταγάρης (χαμάλης)

βαύτισμα

βάφτισμα

βελανίδη

βελανίδι

βελόνη

βελόνι

βήχας

βήχας

βιζάνει

βυζαίνει

βλέπει

βλέπει

βολύμη

βολίμι (μολύβι, μόλυβδος)

βορδακάς

βορδακάς (βάτραχος)

βοσκός

βοσκός

βούδι

βόδι

βουνό

βουνό

βουνόπουλο

λόφος (λόγιο)

βουτζή

βουτσί (βαρέλι)

βούτυρος

βούτυρο

βράδι

βράδυ

βραχιόνη

βραχιόνι (βραχίονας)

βρισία

βρισιά

βροχή

βροχή

βρύση

βρύση

βυζάστρα

βυζάστρα

βυζία

βυζιά (τα)

γάλα

γάλα

γαμπρός

γαμπρός

γάτος

γάτος

γεμάτο

γεμάτο

γενέα

γενιά

γένεια

γένια (τα)

γεννά

γεννά

γεννήση

γεννήσει

γεράκη

γεράκι

γέρος

γέρος

γη

γη

για

για

γιαλή

γυαλί

γιατί

γιατί

γιατρεύει

γιατρεύει

γιατρία

γιατρειά

γιατρός

γιατρός

γίδα

γίδα

γιόμα

γιόμα (μεσημέρι)

γιοφύρη

γιοφύρι

γλύγορα

γλήγορα

γλυκός

γλυκός

γογγύλη

γογγύλι

γραμματικός

γραμματικός

γρικά

γρικά (καταλαβαίνει)

γρίκημα

νόημα (λόγιο)

γρόθος

γροθιά

γυιος

γιος

γυμνώση

γυμνώσει

γυναίκα

γυναίκα

γυρεύει

γυρεύει

γύρισμα

γύρισμα

γύρω

γύρω

γωνία

γωνιά (τζάκι)

δακτυλίδι

δαχτυλίδι

δαμάσκηνα

δαμάσκηνα (τα)

δάσκαλος

δάσκαλος

δάσος

δάσος

δεκατέσσαρα

δεκατέσσερα

δέλφινας

δελφίνι

δεν

δεν

δέρνω

δέρνω

δέσιμο

δέσιμο

διαμάντε

διαμάντι

διάσμος

δυόσμος

διπλόνη

διπλώνει

δόντια

δόντια (τα)

δοξάρη

δοξάρι

δούκενα

δούκισσα

δουλεύη

δουλεύει

δροσιά

δροσιά

δύκτη

δίχτυ

εγγαστρομένη

γκαστρωμένη

εδικός μας

δικός μας

εδώ

εδώ

εκεί

εκεί

έλα

έλα

εμείς

εμείς

ένα

ένα

εντόπιος

ντόπιος

έρχεσαι

έρχεσαι

ζαρκάδι

ζαρκάδι

ζαφήρη

ζαφείρι

ζαφορά

ζαφορά

ζάχαρη

ζάχαρη

ζερμπός

ζερβός

ζέστα

ζέστα (ζέστη)

ζευγάρη

ζευγάρι

ζηλιάρης

ζηλιάρης

ζούρα

τόκος (λόγιο)

ζουριάρης

τοκιστής (λόγιο)

ζυγαρέα

ζυγαριά

ζωή

ζωή

ζωνάρη

ζωνάρι

ήλιος

ήλιος

ημπορή

μπορεί

ήσκιος

ίσκιος

θάλασσα

θάλασσα

θάμασμα

θάμασμα (θαύμα)

θανατικό

θανατικό

θέλεις

θέλεις

θέλω

θέλω

θέρμη

θέρμη (πυρετός)

θροφή

τροφή

θυμηθή

θυμηθεί

θυμιατό

θυμιατό

θυμομένος

θυμωμένος

ιδρώσει

ιδρώσει

ίδρωτας

ίδρωτας

ίσιος

ίσιος

κάβουρας

κάβουρας

καθάριο

καθάριο

καθαρίση

καθαρίσει

καθρεύτης

καθρέφτης

καινούργιος

καινούριος

κακάβη

κακάβι

κακό

κακό

κακοξοδιαστής

σπάταλος

κακοριζικία

κακοριζικιά (ατύχημα)

κακοσύνη

κακοσύνη

κακότροπος

κακότροπος

καλάθη

καλάθι

καλαμάρη

καλαμάρι (μελανοδοχείο)

καλάμη

καλάμι

καλημέρα

καλημέρα

καλησπέρα

καλησπέρα

καλίσκοπος

έξυπνος

καλόγερος

καλόγερος

καλογρία

καλογριά

καλοκέρη

καλοκαίρι

καλοριζικία

καλοριζικιά (καλοτυχία)

καμάκη

καμάκι

καμάρα

καμάρα

κάμει

κάμει

καμίνη

καμίνι

καμπάσσο

διαβήτης

κάμπος

κάμπος

κάμω

κάμω

κανάλη

κανάλι

κανάτα

κανάτα

κανέλλα

κανέλα

κανής

κανείς

καντηλιέρη

καντηλιέρι (κηροπήγιο)

καπετάνιος

καπετάνιος (ηγεμόνας)

καπνέα

καπνιά

καράβη

καράβι

κάρβουνο

κάρβουνο

καρίδι

καρύδι

καρφή

καρφί

κάστανα

κάστανα (τα)

καστέλη

καστέλι

καστέλη

καστέλι

κατακνία

καταχνιά

κατζαρός

κατσαρός

κάτου

κάτω

κατουρίση

κατουρίσει

κεντηματία

κεντηματιά

κέντρος

κέδρος

κέρατο

κέρατο

κερή

κερί

κεφάλη

κεφάλι

κεχρή

κεχρί

κλαδέψη

κλαδέψει

κλαδί

κλαδί

κλάψη

κλάψει

κλάψημο

κλάψιμο

κλειδονιά

κλειδωνιά

κλέφτης

κλέφτης

κλιδή

κλειδί

κλωνά

κλωνιά (κλωστή)

κοιμηθείς

κοιμηθείς

κόκαλα

κόκκαλα

κόκινον

κόκκινο

κολοκίθει

κολοκύθι

κολόνα

κολόνα

κόλος

κώλος

κολυμπάν

κολυμπάν

κομάτη

κομμάτι

κόμπος

κόμπος

κονδάρη

κοντάρι

κοπέλα

κοπέλα

κόρακας

κόρακας

κοράλη

κοράλλι

κορδέλια

κορδόνια (τα)

κόριζα

κόριζα (κοριός)

κορίτζη

κορίτσι

κορμή

κορμί

κόρφος

κόρφος (κόλπος)

κόσμος

κόσμος

κουδουνίζει

κουδουνίζει

κουκία

κουκιά (τα)

κουκουβάγια

κουκουβάγια

κουκουναρία

κουκουναριά

κουνέλη

κουνέλι

κουνιάδος

κουνιάδος

κουπή

κουπί

κουράνα

κουρούνα

κουτζός

κουτσός

κουτρούλης

κουρεμένος

κουφός

κουφός

κόφτει

κόβει

κόψη

κόψει

κραμπή

κραμπί (λάχανο)

κρασί

κρασί

κρεβάτη

κρεβάτι

κρεμέδι

κρεμμύδι

κριάδα

κρυάδα

κριάρη

κριάρι

κριθάρη

κριθάρι

κριφός

κρυφός

κρυστάλλη

κρυστάλλι

κτένη

χτένι

κυνήγη

κυνήγι

κυπαρίσση

κυπαρίσσι

Κυριακή

Κυριακή

λαβοματία

λαβωματιά

λαγγάδη

λαγκάδι

λαγώς

λαγός

λάδι

λάδι

λάμα

λάμα

λάσπη

λάσπη

λαχνός

λαχνός

λεκάνη

λεκάνη

λέφας

λέφας (ελέφαντας)

ληβάδι

λιβάδι

λιβάνη

λιβάνι

λιγοψυχία

λιγοψυχιά

λιθάρη

λιθάρι

λίμα

λίμα

λίμνη

λίμνη

λινάρη

λινάρι

λισσάρης

λυσσάρης

λογαδιαστός

ποικίλος

λουκάνικα

λουκάνικα (τα)

λουτράρης

λουτράρης

λουτρό

λουτρό

λυγνός

λιγνός

λύκος

λύκος

μαγέρεμα

μαγείρεμα

μαγερεύω

μαγειρεύω

μάγερος

μάγειρας

μάγουλο

μάγουλο

μαζόνω

μαζώνω

μάζωμα

μάζωμα (χορός)

Μάης

Μάης

μαθένη

μαθαίνει

μακελάρης

μακελάρης (κρεοπώλης)

μακελίο

μακελειό (κρεοπωλείο)

μαλή

μαλλί

μαλία

μαλλιά (τα)

μανδήλη

μαντίλι

μανδρή

μαντρί

μανίκη

μανίκι

μάννα

μάνα

μαντζουράνα

μαντζουράνα

μάραθο

μάραθο

μαργαριτάρη

μαργαριτάρι

μάρμαρο

μάρμαρο

μαρμένιος

μαρμαρένιος

μαρούλη

μαρούλι

μαρτικό

μερτικό

μασκαράς

μασκαράς

μαύρο

μαύρο

μαχέρη

μαχαίρι

μεγάλος

μεγάλος

μέλι

μέλι

μέρμιγκας

μέρμηγκας

μερτία

μυρτιά

μέσα

μέσα

μεσάλη

μεσάλι (τραπεζομάντηλο)

μετάξη

μετάξι

μήλο

μήλο

μηράση

μοιράσει

μησέβει

μισεύει (φεύγει)

μήτη

μύτη

μία

μία

μιαλός

μυαλό

μίγα

μύγα

μισό

μισό

μολόχα

μολόχα

μοναχό

μοναχό

μόσκαρας

μασκαράς

μοσχάρη

μοσχάρι

μουλάρη

μουλάρι

μουνή

μουνί

μούστος

μούστος

μπάλα

μπάλα

μπαλοματάρης

μπαλωματής

μπαλώσει

μπαλώσει

μπαρμπέρης

μπαρμπέρης (κουρέας)

μπόλια

βέλο

μπορετό

μπορετό

μπόσκος

δάσος

μπουρδέλλω

μπουρδέλο

μυρή

μηρί (μερί)

μυρίσματα

μυρίσματα (αρώματα)

μυρόδατο

μυρωδάτο

μυροδία

μυρουδιά

να

να

νερό

νερό

νοτία

νοτιά

νταρδούνη

νταρδούνι (ακόντιο)

νύκτα

νύχτα

νυκτερίδα

νυχτερίδα

νύφη

νύφη

ξερένη

ξεραίνει

ξερό

ξερό

ξεροπόταμο

ξεροπόταμο

ξήδι

ξίδι

ξίγγη

ξίγκι

ξιπνίζει

ξυπνήσει

ξύλο

ξύλο

ξυνόν

ξινό

ξυράφη

ξυράφι

ξυρίχη

ξυρίχι (οξύρυγχος)

ομμάτη

μάτι

όμορφον

όμορφο

όρνιθα

όρνιθα

ορτύκη

ορτύκι

ουρανός

ουρανός

οφίδι

φίδι

όχι

όχι

οψές

ψες

πάγει

πάει

παγίδα

παγίδα

πάγος

πάγος

παγώνη

παγόνι

παιγνίδι

παιχνίδι

παιδί

παιδί

παλάτη

παλάτι

πανδρεμένος

παντρεμένος

πανή

πανί

πανούκλα

πανούκλα

πάντα

πάντα

παντοτινό

παντοτινό

παπαγάς

παπαγάλος

παπάς

παπάς

πάπας

πάπας

παπούτζι

παπούτσι

παρακαλέση

παρακαλέσει

Παρασκευή

Παρασκευή

πάρη

πάρει

παστρικός

παστρικός (καθαρός)

πατέρας

πατέρας

πεθερά

πεθερός

πεθερός

πεθερός

πελελάδα

πελελάδα (παλαβομάρα)

πελελός

πελελός (παλαβός)

πεπόνη

πεπόνι

περάση

περάσει

περδίκι

πέρδικα

περσίμουλο

περσίμουλος (μαϊντανός)

πήγανος

απήγανος

πηγούνη

πιγούνι

πηδά

πηδά

πιγάδη

πηγάδι

πιθαμή

πιθαμή

πικνάδες

πυκνάδες (φακίδες)

πίκρα

πίκρα

πιπέρη

πιπέρι

πλεμώνη

πλεμόνι

πλεξίδα

πλεξίδα

πλερώση

πληρώσει

ποδάρη

ποδάρι

ποκάμησο

πουκάμισο

πολυτική

πολιτική (πουτάνα)

ποντικός

ποντικός

πορδή

πορδή

πορικό

πωρικό (φρούτο)

πόρτα

πόρτα

ποταμός

ποταμός

ποτήρι

ποτήρι

πουνγκή

πουγκί

πουνιάλω

πουνιάλο (στιλέτο)

πουτάνα

πουτάνα

πράγμα

πράγμα

πραματευτής

πραματευτής

πραματία

πραμάτεια

πρίγγυπος

πρίγκιπας

πριόνη

πριόνι

προζύμη

προζύμι

προικίο

προικιό

ραβδή

ραβδί

ράπανον

ραπάνι

ραυδή

ραβδί

ράχη

ράχη

ρεμπέλος

ρέμπελος

ρετζήνη

ρετσίνι

ρίζα

ρίζα

ρίχνει

ρίχνει

ρογεμένος

μισθοφόρος (λόγιο)

ροδάκινον

ροδάκινο

ρόιδον

ρόιδο (ρόδι)

ρόκα

ρόκα

ρούχο

ρούχο

ρωθούνια

ρουθούνια (τα)

Ρωμαίως

Ρωμιός

Σαβάτο

Σαββάτο

σαγώνη

σαγόνι

σακή

σακί

σαλιβάρι

σαλιβάρι (χαλινάρι)

σάλιγγας

σαλιγκάρι

σανός

σανός

σάπιος

σάπιος

σαπούνη

σαπούνι

Σαρακινός

Σαρακηνός

σαρακοστή

σαρακοστή

σαράντα

σαράντα

σγόμπος

καμπούρης

σεντόνη

σεντόνι

σεντούκη

σεντούκι

σέσκλο

σέσκλο

σημάδι

αμανάτι (ενέχυρο)

σιγούρος

σίγουρος

σίδερο

σίδερο

σικότη

συκώτι

σκάλα

σκάλα

σκάλομα

σκάλωμα (όχθη)

σκαλούνια

σκαλούνια (σκαλιά)

σκατά

σκατά

σκέπασμα

σκέπασμα

σκιάδη

σκιάδι (στέγαστρο)

σκόρδο

σκόρδο

σκουλίκη

σκουλήκι

σκουρία

σκουριά

σκουτάρη

σκουτάρι (ασπίδα)

σκούφια

σκούφια

σκυλή

σκυλί

σοπένη

σωπαίνει

σουβλή

σουβλί

σπαθή

σπαθί

σπίτη

σπίτι

σπιτικός

σπιτικός

σπλήνα

σπλήνα

σπούργητας

σπουργίτι

σπυρή

σπυρί

στάγγος

στάγκος (κασσίτερος)

στάκτη

στάχτη

σταλαματία

σταλαγματιά

σταμνή

σταμνί

στάμονο

νόμισμα (λόγιο)

στατέρη

στατέρι (καντάρι)

σταφίδα

σταφίδα

στόμα

στόμα

στομάχι

στομάχι

στράτα

στράτα (δρόμος)

συ

συ

σύγνοφο

σύγνεφο

σύκο

σύκο

συλογιστή

συλλογιστεί

συμπάθιο

συμπάθιο

σύρε

σύρε

σφαλάγκη

σφαλάγγι (αράχνη)

σφαλίσει

σφαλίσει

σφίκα

σφήκα

σφιρίξη

σφυρίξει

σφυρή

σφυρί

σχινή

σχοινί

τανάλια

τανάλια

ταρκάση

ταρκάσι (φαρέτρα)

ταύλα

τάβλα

τέντα

τέντα

τζαμπουνίζει

τσαμπουνίζει (φλυαρεί)

τζαμπουνιστής

λογάς

τζάμπρα

τσάμπρα (θάλαμος)

τζανκάρης

τσαγκάρης

τζεκούρη

τσεκούρι

τζηκάλη

τσουκάλι

τζήντζικας

τζιτζίκι

τζίχλα

τσίχλα (πουλί)

τζουκνίδα

τσουκνίδα

τηγάνη

τηγάνι

τιμόνη

τιμόνι

τίποτες

τίποτα

τομάρη

τομάρι

τόρα

τώρα

τράγος

τράγος

τραγούδη

τραγούδι

τραπέζη

τραπέζι

τριάντα

τριάντα

τριαντάφιλο

τριαντάφυλλο

τρίπα

τρύπα

τριφύλλι

τριφύλλι

τρίχα

τρίχα

τρουμπέτα

τρουμπέτα

τρουμπετάρης

σαλπιγκτής (λόγιο)

τρυγόνα

τρυγόνι

τρυφερός

τρυφερός

τσανγκάρης

τσαγκάρης

τυρή

τυρί

υννή

υνί

ύπνος

ύπνος

υστερνό

στερνό

φαγή

φαγί

φακή

φακή

φανάρη

φανάρι

φαρμάκη

φαρμάκι

φεγγάρη

φεγγάρι

φεύγει

φεύγει

φίδη

φίδι

φιόλα

φιάλη (λόγιο)

φλάμπουρο

φλάμπουρο

φλασκή

φλασκί

φλέβες

φλέβες (οι)

φλουρί

φλουρί

φοβάτε

φοβάται

φοινίκη

φοίνικας

φορά

φορά

φορεσία

φορεσιά

φόρος

φόρος (αγορά, πιάτσα)

φορτόνη

φορτώνει

φοτεία

φωτιά

φουρνάρης

φουρνάρης

φούρνος

φούρνος

φούσκα

φούσκα (κύστη)

φουτρής

φουτρής (δήμιος)

φρίδη

φρύδι

φρονημάδα

φρονιμάδα

φτέρνα

φτέρνα

φτερό

φτερό

φτερούγιες

φτερούγες (οι)

φτηνία

φτήνια

φτιασίδι

φτιασίδι

φυσά

φυσά

φυτέψη

φυτέψει

φωνάζει

φωνάζει

φωνή

φωνή

φως

φως

χαιρετήσει

χαιρετήσει

χαλάζη

χαλάζι

χαλασμένος

χαλασμένος

χάλκωμα

χάλκωμα (χαλκός)

χαρίζει

χαρίζει

χάρισμα

χάρισμα

χαρτή

χαρτί

χάση

χάσει

χασμουργέται

χασμουριέται

χέζει

χέζει

χείλη

χείλι

χελιδώνη

χελιδόνι

χέρη

χέρι

χήνα

χήνα

χήρα

χήρα

χήρος

χήρος

χιόνι

χιόνι

χολιασμένος

χολιασμένος (οργισμένος)

χοράφη

χωράφι

χόρτω

χόρτο

χουχιάρη

χουλιάρι (κουτάλι)

χοχλίος

χοχλιός

χυσάφη

χρυσάφι

χωριάτης

χωριάτης

ψαλίδι

ψαλίδι

ψαράς

ψαράς

ψαρέψη

ψαρέψει

ψάρη

ψάρι

ψέμα

ψέμα

ψεματάρης

ψεματάρης

ψημόπορο

φθινόπωρο

ψιμένο

ψημένο

ψολή

ψωλή

ψομή

ψωμί

ψύλλοι

ψύλλοι (οι)

ψύρα

ψείρα

ψώρα

ψώρα

 

 

Η ρωμαίικη γλώσσα το 1622

συνώνυμα από το


 

Vocabolario Italiano - Greco Volgare του Girolamo Germano

 

 

επεξεργασία υλικού Δημήτρης Λιθοξόου

Μάρτης 2016

 

 


 

Σημείωση: Η μεταγραφή έγινε σε μονοτονικό, αλλά διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα. Αρκετές λέξεις είναι λόγιες και όχι ρωμαίικες.


 

άβαφος - άβαφτος

άβια η - στείρα η

αβρί το - φύκια τα

αγάλια - σιγά

αγάλια-αγάλια - σιγά-σιγά

άγαλμα το - είδωλον το

αγαλμένος - ανασπασμένος

αγάπη η - ειρήνη η

αγάπη η - καλοσύνη η

αγάπη η - πόθος ο

αγαπημένα - με πολύν πόθον

αγαπημένος - αγαπητός

αγαπημένος - ειρηνεμένος

αγαπημένος - φιλάνθρωπος

αγαπίζω - ειρηνεύομαι

αγαπίζω - ειρηνεύω

άγια - αγιοτικά

αγιοσύνη η - αγιότητα η

αγκάλη η - αγκαλιά η

αγκειό το - καθήκι το

αγκύλι το - αγκάθι το

αγκυλώνω - αγκαθώνω

αγκυλωτός - αγκαθερός

αγνάντια - αντικρυτά

αγνάντια - αντίκρυτα

αγνάντιος - αντίκρυτος

αγορασιά η - αγόρασις η

αγόρι το - υιός ο

αγουρίδα η - ξινοστάφιλον το

άγρελος ο - αγριελιά η

άγρια - σκληρά

αγρίμι το - αγριόζουδον

αγριόγιδα η - άγρια αίγα η

άγριος - σκληρός

αγριοσυκιά η - ερινιά η

αγριόσυκον το - ερινός ο

αγριοσύνη η - αγριότητα η - σκληροσύνη η - σκληρότητα η

αγριόσχινος ο - σχίνος ο

αγριότητα η - αγριοσύνη η

άγροικος ο - αμαθής ο

αγροίκος - ανόητος - χοντρός

αγρυπνιμένος - αγρυπνισμένος

άγρυπνος - αγρυπνισμένος

αδάκρυωτος - αδάκρυτος

άδειος - σχολαστός - άεργος - αργός - αδειανός

αδείπνητος - άδειπνος

αδελφιτικός - αδελφικός

αδελφοσύνη η - αδελφάτον το

αδέν - αδέ - αν δεν

αδιάντροπα - αποτζίποτα - άσχημα

αδιαντροπία η - αποτζιποσύνη η - ασχημία η

αδιάντροπος - αποτζίποτος - άσχημος

αδιάντροπος - ξετζίποτος

αδιαφόρετα - ανωφέλητα

αδιδασκάλευτος - αδίδακτος

αδιήγητος - ανεκδιήγητος

αδικεύω - αδικώ

αδιόρθωτος - γεμάτος σφάλματα

άδιος - σχολαστός

αδυνατισμένος - αχαμνισμένος

αδύνατος - ανέμπορος

άθαφτος - άταφος

αθέρα η - κοφτερή η

άθη τα - άνθη τα

άθλον το - αντιμισθία η - ανταμοιβή η - ανταπόδοσις η

άθνη η - άχνη η - ατμός ο

αθρακούφι η - χόβολη η

αθύαστος - ανίερος

αιματζιάρα - πολυαίματη

αιματζιάρης - πολυαίματος

αιρεσία η - αίρεσις η

αιώνας ο - αιωνία η

αιώνιος - παντοτινός

ακαθαρσία η - αναγνεία η

ακάθαρτος - άναγνος

ακακία η - καθεροσύνη η

άκακος - άδολος

ακατάδεχτος - ανυπόμονος

ακαταστασία η - ασυστασία η

ακατάστατος - ασύστατος

ακατοίκητος - ακάτοικος

ακλουθισμένος - ακολουθημένος

ακλουθώ - ακολουθώ

ακοινώνητος - αμετάλαβος

ακολάκευτος - αχάιδευτος

ακολουθητής - ακλουθητής - ακούλουθος

ακόμη - ακόμα

ακόμι - κηόλας

ακονεύω - απληκεύω

άκου - να

ακουμπίζω - απακουμπίζω

ακούμπισμα το - αποκούμπιον το

ακουμπισμένος - αποκουμπισμένος

άκουσμα το - ακοή η

ακουσμένος - φημισμένος

άκρα η - η μήτη του ποδαριού

ακράτεια η - ανεγκράτεια η

ακρατής - ανεγκράτητος

άκρια η - άκρα η

ακριβειά η - φιλαργυρία η

ακριβός - φιλάργυρος

ακρίδα η - κουτάλαφας ο

ακρινός - ύστερος

άκριτος - ακατάκριτος

ακωνόμητος - αδιόρθωτος

αλάθαστος - αγέλαστος

αλάκαιρος - ολάκαιρος - ακαίραιος

άλας το - αλάτσι το - αλάτι το

αλατζωμένος - αλατισμένος - παστωμένος

αλατίζω - αλατώνω - αλατζώνω - παστώνω

αλείβομαι - αλείφομαι

αλείβω - αλείφω

άλειμα το - άλειψις η - χρίσμα το

αλεισμένος - χρισμένος

αλεκάτη η - ρόκα η

άλετρον το - άροτρον το

αλήθεια - αληθινά

αληθινά - αληθώς

αλλάγω - αλάσσω

αλλάγω - αλλάζω

αλλαξιά η - μετάνοιωσις η - μετανόησις η

άλλαξις η - τροπή η

αλλειώς - αλλοιώτικα - ειδέ μη

αλληώς - αλληότικα - άλλης λογής

αλλότες - άλλη βολά - άλλη φορά

άλυτος - άφθαρτος - αλάκερος

αμαθής - ανήξευρος - χοντρός - χοντρίτης

αμάθητος - αδίδακτος

αμάθητος - άπρακτος

αμαθία η - χοντροσύνη η - αγνωσία η

αμανίτης ο - μανιτάρι το

αμαρτωλή - κριματισμένη

αμαρτωλός - κριματισμένος

άματα - επειδή και - αφόντις και - όντας και

αμέ - αμή - μα - αλλά

αμετάστατος - άτρεπτος

αμήντα; - αμή τι;

αμίρα η - σκοπός ο

άμμος ο - άμμος η

αμοίραστος - αδιαίρετος

αμοίραστος - αχώριστος - άτομος

άμορφος - παρασούσουμος - παράσημος

άμουλα η - γαστέρα η

αμπακίστας ο - λογαριαστής ο

άμπακος ο - λογαριασμός ο

αμπελουργός - αμπελικός - αμπελιάρης

αμωτής - ομωτής

αν τύχη - τάχα

αν - α

αναγάλλιασις η - αγάλλιασις η

αναγάλλιασις η - χαρά η

αναγκαίον είναι - κάμνει χρείαν

αναγκασμένος - βιασμένος

αναγογύρευτος - πολλυπράγμων

αναγογυρεψιά η - πολλυπραγμοσύνη η

αναγριωμένος - αγγυλομένος

αναίσθητος - ανόητος

ανάκατα - άνω κάτω

ανακάτωμα το - αναγούλιασμα το

ανακατωμένος - ζαλισμένος

ανακάτωσις η - σμίξις η

ανάλλακτος - αδιόρθωτος

αναλυωτός - λυμένος

αναμαλαριά - σουρουμαλισμένη

αναμελειά η - οκνηά η - οκνηρία

αναμελεύω - αναμελώ

αναμελιά η - αμέλεια

ανάμελος - οκνός - οκνηάρης - οκνηρός

αναμεσά μας - αλλήλως

ανάμεσα - μέσα - αλλήλως

αναξία η - αναξιοσύνη η

ανάξια - άδικα

αναπαμένος - ευχαριστημένος

αναπαύω - ευχαριστώ

αναπεταρίζω - αναπετώ

αναπνοιά η - αναπνοή η

ανάρια - αραιά

αναρίθμητα - απείριτα

αναρίθμητος - ατέλειοτος - απείριτος - άπειρος

ανάριος - αραιός

ανασαίνω - ξανασαίνω - αναπνοιάζω

ανασπώ - μαδειώ

αναστενασμός ο - αναστεναγμός ο

ανασύρνω - αναντλίζω

ανατριχώ - ανατριχιάζω

ανδραγαθία η - ανδρεία η

ανέμελα - οκνηρά

ανεμούρα η - ανεμοταραχή η

ανεμπόρετον το - ανεμπόρεσις η

ανεπίστρεφτος - αμετάστροφος

ανευχαριστιά η - αχαριστιά η

ανευχάριστος - αχάριστος

ανηβαίνω - αναβαίνω

ανήμερος - άγριος

ανήφορον το - ανήβασμα το

ανήφορος ο - ανήβασμα το

ανθρωπάρι το - ανθρωπαράκι το

ανίκητος - ακαίρδετος

ανόητος - αλόγιαστος

ανόητος - άλογος

άνοιγμα το - ανοιγμάδα η - χαραμάδα η

ανοίγω - ξαστερώνω

ανομία η - ασέβεια η

ανομοιότητα η - διαφορά η

ανορεκτικός - ανόρεκτος

αντάμα σου - μετά σένα

αντάμα - μαζί

ανταμειβή η - αντίχαρις η

αντιβάλλω - αντιβάνω

αντιλαλημός ο - αντιλάλημα το

αντιλαλισμός ο - αντίλαλος ο - αντιλαλία η

αντιμειβή η - αμειβή η

αντιμοιβή η - αντίμεψις η - ανταμοιβή η

αντιπείθω - αντιλέγω - εναντιούμαι

αντιστένομαι - αντιστέκομαι

αντιστύλι το - πουντέλι το

αντίφασις η - αντιφατικός

ανωφέλητος - αδιαφόρετος - ανωφελής

ανώφελος - ανωφέλητος

αξανεμιά η - ανεμοσκέπη η

αξάφνου - αξαφνικού - αφνίδια

αξέγνοιαστος - αξέννοιαστος - αέννοια

αξέννοιαστος - ανέγνοιαστος

αξία η - αξιοσύνη η - αξιότητα η

άξια - αξίως

άξια - θαυμαστά

αξιαζούμενος - άξιος

αξίγκεμα το - κολάκεμα - κολακεία η

αξιγκευτής - κολακευτής

αξιγκεύτρια η - κολακεύτρια η

αξιγκεύω - κολακεύω

αξίγκι το - ξίγκι το

αξίνα η - αξινογύρι το

αξίνη η - τζικούρι το

άξιος - εξαίρετος

άξιος - επιτήδειος

άξιος - ικανός

αξιοσύνη η - αξιότητα η

αξιοσύνη η - επιτηδειότητα η

αξιώνομαι - είμαι άξιος

αξογόρευτος - αξομολόγητος - ανεξομολόγητος

αόρατος - άυλος - μη φαινόμενος

απ' ήντα; - από τι;

απ' όξου - ξεστοίχου - ξεστοίθου

απ' όξω - εις το φαινόμενον

απαγγελία η - μήνυμα το

απαλά - μαλακά

απαλός - μαλακός

απαλότητα η - μαλακοσύνη η

απάνθρωπα - χοντρά

απανθρωπία η - απανθρωποσύνη η - χοντροσύνη η

απανθρωπία η - χωριατία η

απάνθρωπος - χοντρός - άγριος

απαντέχω - αναμένω

απάντρευτος - ανύπανδρος

απάνω - άνω

απάνω - επάνω

απανωγραφή η - επιγραφή η

απαστρία η - απαστροσύνη η

απατά - ίσια

απατόστου - ατόστου

άπαυτος - ακατάστατος

απέ που; - από που; - πόθεν;

απέ - από

απέ; - από τίνα; - από ποίον;

απεθαίνω - αποθαίνω

απεθαμένος - αποθαμένος - νεκρός

απεικάζω - γρυκώ - καταλαμβάνω

απεικάζω - καταλαμβάνω

απείκασμα το - γρύκισμα το

απεικασμένος - γρυκημένος - καταλαμπαμένος

απεκεί - ακείθες - αποκείθες

απέκει - ύστερα

απερνώ - χάνω - παραδιαβιάζω

απιλογιά η - απόκρισις η

απιλογούμαι - αποκρίνομαι

απιστρέφω - μεταστρέφω

απλός - ιδιότης

απλός - μοναπλός

απλωμένος - ξαπλωμένος

απλώνω - αξαμώνω

από μωρόν - από μικρόν

από πάσα μεριάν - πάντοθεν

από το μέρος μου - από την μοιράν μου

απο τώρα - τ' αποτωράκι

αποβγαίνω - ξεβγαίνω

αποβλέπω - απόδα

απόγεμα - απόφαγα

απογυρίζω - αποστρέφω

απογυρισμένος - αποστρεμμένος

αποδείκτω - αποδείχνω

απόδειξις η - απόδειγμα η - αποδείκτημα το

αποδέκτης - δεχόμενος

αποδιάβασμα το - απιλόγιασμα το

αποδιώκτω - απορίχνω

αποδώθε - απ' εδώ

αποθυμία η - λακτάρα η

αποθυμώ - επιθυμώ

αποκοιμημένος - αποκοιμισμένος

αποκομμένος - περικομμένος

απόκοτα - αποτζίποτα - αποτζιπομένα

απόκοτος - αποτζίποτος - αποτζιπομένος

αποκοτώ - αποτζιπώνομαι

αποκοτώ - γίνομαι αδιάντροπος

αποκρισιάρης ο - αποκρισάρης ο

απομάκρεμα το - απομάκρωσις η

άπονος - σκληρός

αποξυστός - ξυστός

απόσκέπαστα - ξεσκέπαστα

αποσκέπαστα - φανερά

αποσπερίς - αποσπεριά - αποσπερού - αποβραδύς

αποσωσμένα - τα σωσμένα λόγια

αποτάζω - επιτυχαίνω

αποτελειώνομαι - ξετελεύομαι

αποτελειώνω - ξετελειώνω

αποτρέπω - δυσκολεύω

αποφασίζω - βάζω εις τον νουν μου

αποφασίζω - κολάζω

αποφασίζω - συμπεραίνω

απόφασις η - ορισμός ο

απόφασις η - συμπέρασμα το

αποφασισμένα - αποφασιστικά

αποφασισμένος - ωρισμένος

απρεποσύνη η - απρέπεια η

αράδα η - γραμμή η

αραιοσύνη η - αναριοσύνη η

αραιώνω - αναριώνω

αρακάς ο - λαθήρια τα

αραχνιά η - αράχνη η

άργανον το - έργανον το

αργειώ - αργώ

αρέσω - αρέσκω

αριθμός ο - μέτρημα το

αρίφνητος - αναρίθμητος - αμέτρητος

αρμός ο - κλείδωσις η

αρμπέτα η - βούγλωσσον το - βουδόγλωσσον το

αρνημένος - αρνισμένος

αρνητικίς - αρνιστικός

άρπα η - ψαλτήρα η

αρπαγάς ο - αρπακτής ο

αρπάγη η - αγκρύφι το

αρπάζω - αρπώ

άρρωστος - αρρωστημένος - ασθενής

αρτύνω - αρτίζω

αρχαριά - πρωτοτοκιά - πρωτόγεννα

αρχή η - προοίμιον το

αρχή η - πρώτος ο

αρχηγός ο - αίτιος ο

αρχήδια τα - διδύμια τα

άρχος ο - αρχή η

άρχος ο - άρχοντας

ασάλευτος - ακίνητος

ασάλευτος - αμάρμακτος

ασαλεψιά η - αμαρμαξιά η

ασβεστώνω - λασπώνω - πηλώνω - χρίζω

άσβιστος ο - ασβέστης ο

ασέβεια η - ανομία η

ασεβής - άνομος

ασθενής - άρρωστος

ασκέπαστος - ξεσκέπαστος

ασκί το - ασκός ο - περλογή η

ασπράδα η - ασπροσύνη η

άσπρισμα το - ασπριά η

ασπρισμένος - λευκαμένος

άστατος - σαλευτός - ευκολοσάλευτος

αστερωτός - όλος άστρα - γεμάτος άστρα

αστόλιστα - αστολίδωτα

αστόλιστος - αστολίδωτος

αστοχασία η - αβλεψιά η

αστράγαλος ο - αστραγάλι το

αστροπελεκημένος - σαϊτεμένος

αστροπελέκι το - σαΐτα η

ασυλληβάρωτος - αχαλινάρωτος

ασύμφωνος - ατέριαστος

άσφαλα - άσφαλτα - αλάθαστα

άσφαλος - άσφαλτος - αλάθαστος

ασχημιά η - ασχημοσύνη η

άσωτος - χαλαστής

άτακτα - άπρεπα

άτακτος - άπρεπος

άταφος - άθαφτος

ατελειοσύνη η - ατελειότητα η - απείροτον το - άπειρον το

άτζαλα - άσχημα

ατζαλία η - αναγνεία η

άτζαλος - άπαστρος

άτζαλος - άσχημος

άτζαλος - μαγαρισμένος

ατζικνίδα η - τζουκνίδα η

ατιμάζω - καταφρονώ - εντροπιάζω

ατιμία η - εντροπή η - καταφρόνιον το

ατός του - απατός του

ατριδόνες οι - αιμορροΐδες οι

ατυχιά η - κακία η

άτυχος - κακός

αυγόν παλαιόν - σκλούδιον - κλούδιον

αύκρησις η - ακρόασις

αυκρηστήριον το - ακροατήριον το

αυκρηστής ο - ακροατής ο

αυκρούμαι - προσέχω

αυξαίνω - αυξάνω

αύξησις η - πλήθος το

αυτί το - μανίκι το

αφελέστατος - άγνωστος - ανάποδος

αφεντεμένος - κυριεμένος

αφεντεύω - κυριεύω

αφέντης ο - αυθέντης ο - κυρ ο - δεσπότης ο

αφεντικός - δεσποτικός

αφήνω - στέργομαι

αφορμή η - αιτία η

αφορμή η - πρόφασις η

αφτέρωτος - άφτερος

άφτεστος - άκακος

αχαμνά - ανάμελα

αχαμνία η - αχαμνοσύνη η

αχαμνίζω - αδυνατίζω

αχαμνός - αδύνατος

αχαμνοσύνη η - αδυναμία η

αχιλιά η - στάκτη η

αχλαβοή η - οχλοβοή η

αχόρταστος - αχορταγος

αχρήζω - έχω - αξιάζω - αξίζω

αψά - δυνατά - τρανά

βαγίρισμα το - βαγιρισμός ο

βάζομαι - βάλλομαι - βάνομαι

βάζω εις κίνδυνον - βάνω εις κίνδυνον

βάζω - βάλλω - βάνω

βάθος το - βυθός ο

βαθρακός ο - κούβακας

βαλάνι το - βελάνι το

βάος το - βαρεμός ο

βάπτισμα το - βάπτησις η

βαραιμένος - παραβαραιμένος

βαραίνομαι - παραβαραίνομαι

βάρος το - βαρεμός ο

βασανίζομαι - παραδέρνομαι

βασανίζω - παραδέρνω

βασανισμένος - τιμωρημένος

βάσανον το - παραδαρμός ο

βασιλεία η - βασίλειον το

βασιληάς ο - βασιλεύς ο - ρήγας ο

βασίλισσα η - ρήγισσα η

βάσταγμα το - αποκράτημα το

βασταμένος - αποκρατημένος

βαστώ - απαντώ - βαστάζω

βαστώ - συγκρατώ

βάτος ο - βάτη η

βέβαια - απαρασάλευτα

βέβαιος - βεβαιωμένος

βέβαιος - στερεός

βέβαιος - στερεός - σταθερός

βεβαιωμένος - στερεωμένος

βεβαιωμένος - στερεωμένος

βεβαιώνομαι - στερεώνομαι

βεβαιώνω - στερεώνω - σταθερώνω

βεβαίωσις η - προσοχή η - πρόσεξις η

βεβαίωσις η - στερέωσις η

βεβαιωτικός - στερεωτικός

βελόνη η - βελόνι το

βέργα η - ραυδί το

βήχω - ξεροβήχω

βια η - ανάγκασις

βιαστικά - βια

βιαστικός - αναγκασμένος

βιαστικός - βιαστής

βιόλα η - κιθάρα η

βλαβερός - βλαπτικός

βλαμμένος - φταισμένος

βλαστημώ - βλασφημώ

βλαστός ο - βλαστάρι το

βλαστώνω - ξεβλαστίζω

βλάψις η - βλάψιμον το

βλέπω - είδα

βλέπω - θωρώ

βλέψιμον το - όρασις η

βοή η - γοή η

βοηθητής ο - βοηθός ο

βοήθρια η - βοηθήτρια η

βοϊδινόν το - βουδινόν το - βουϊνόν το

βοσκένιος - ποιμενικός

βοσκός ο - ποιμένας ο

βότα η - θόλος ο

βούδι το - βόιδι το

βουθώ - βοηθώ

βούλα η - βουλωτήρι το

βουλή η - συμβουλή η

βραδυνή η - βραδύ το

βράσις η - βράσμα το

βραστός - βρασμένος

βραχιόνια τα - βραχιόλια τα

βρόμη η - βρόμα η

βρύση η - πηγή η

βυθισμένος - καταβυθισμένος

γαβαθοτός - βαθουλός

γάδαρος ο - γάϊδαρος ο

γαδούρα η - γαϊδούρα η

γαδουράκι το - γαϊδουράκι το

γαδούρι το - γαϊδούρι το

γαμπάς ο - λοστάρι το

γαμπρός ο - νυμφίος ο

γδύμα το - έκγδυμα το

γέλασμα το - δόλος ο

γέλασμα το - πλάνημα το

γελασμένος - πλανημένος

γελούμαι - πλανούμαι

γελώ - πλανώ

γεμάτο φεγγάρι το - πανσέληνος ο

γεμίζω - γεμώνω

γενειά η - γενεά η

γέννημα το - βρώμι το - κριθάρι το

γέννησις η - γεννέθλιον το

γένος το - πατρίδα η

γεράζω - γεροντιάζω

γερανιός - πλάβος

γεροντιά η - γεροντειόν το

γέρος ο - γέροντας ο

γερός - γιατρικός

γεύομαι - απογεύομαι

γηβεντίζω - πομπεύω

γηψέλι το - κουβέλι το

για τι; - διά τι ;

για - υγεία - γεροσύνη η

γιατριά η - θεραπειά η

γίνομαι αρρωστιάρης - αχαμνεύω

γιόμελλος ο - δίδυμος ο

γιουστέρνα η - πηγάδι το

γληγοροσύνη η - γληγορομάδα η

γληγορώτερα - πρωτιμώτερον - πλείον κάλλια

γλήγωρος - ογλήγωρος

γλυκάδα η - γλυκασμός ο

γλυτώνω - γλυώ

γλυφτόν το - γλυπτόν το

γλυφτός - πελεκημένος

γλύφω - πελεκώ

γλώτισμα το - μεταγλώτησις η

γναφαρείον το - γναφείον το

γνώρησις η - ξαναγνώρησις η

γνωστός - νοητός

γόγγυσμα το - γογγυσμός ο - μάλωμα το

γογγυσμένος - μαλωμένος

γογκίλι το - ράπα η

γοή η - βάσανον το

γοραντζίνα η - πούλα η - καραξάξα η

γούργουρας ο - λάριγκας ο

γουρουνάκι το - γουρουνόπουλον το

γούσουρα η - ποδάγρα η

γραικάλης ο - γραικός ο

γράμμα το - γραφή η

γραφέας ο - καλιγράφος ο - ορθογράφος ο

γραφείον το - πενέλο το - κοντίλι το

γραφή η - επιστολή η

γρηά η - γραιά η

γρόθος ο - φούκτα η

γυάλινος - γυαλίτικος

γυμνία η - γυμνότητα η

γυναίκειος - γυναικίστικος

γυναικούλης ο - γυναικοτός

γυρίζω - στρέφω

γυρίζω - τριγυρίζω

γύρισμα το - περιτρίγυρον

γυρισμένος - στρεφόμενος

γυρισμένος - τριγυρισμένος

δα - κάμε δα

δάγκασμα το - δαγκαματιά η

δαγκαστής ο - δαγκανιάρης ο

δακρυώνω - δακρίζω

δάκτυλον το - δάκτυλος ο

δαμαλερόν το - μοσκαριακόν το

δάσκαλος ο - διδάσκαλος ο

δάσος το - λόγγος ο

δείχνω - δείκτω

δεκοκτώ - δεκαοκτώ

δεκτός - καταδεχάμενος

δεν αδειάζω - δεν έχω άδειαν - δεν είμαι άδειος

δεν - δε

δεξιά η - δεξιόν χέρι το

Δευτεροούλης ο - Ιούλιος ο

δεχάρτα η - λέμπρινον χαρτί το

δέχομαι - καταδέχομαι

διά την αγάπη σου - διά λόγου σου

διά τούτο - διά ταύτα

δια - για

διαβάζω - αναγνώνω

διάβασμα το - ανάγνωσμα το - ανάγνωσις η

διαβασμένος - αναγνωσμένος

διαβαστής ο - ανανώστης ο

διάβολος ο - δαίμονας

διαγραμμένος - περιγραμμένος

διαγραφή η - περιγραφή

διαγράφομαι - περιγράφομαι

διαγράφω - διεγράφω

διαγράφω - περιγράφω

διαθήκη η - διάταξις η

διαιρετός - διηρημένος

διαλάλημα το - διαλαλία η - διαλαλημός ο

διαλαλημός - διαλαλισμός

διαλαλίζομαι - διαλαλώ

διαλαλίζω - διαλαλώ

διαλίζομαι - ξεδιαλίζομαι - εξηγούμαι

διαλίζω - ξεδιαλίζω - εξηγώ - ξεκαθαρίζω

διάλυσις η - ξεδιάλυσις η - εξήγησις η

διαλυσμένος - ξεδιαλυσμένος - εξηγημένος

διαμάντε το - άδαμας ο

διαρτώμενος - ετοιμασμένος

διαρτώνω - διορθώνω

διαρτώνω - ορδινιάζω

διαφωνία η - διαφορά η

δίγλωσσος - δίλογος

διδασκάλεμα το - διδασκαλία η

διδασκαλεμένος - διδαχμένος

διδασκαλεύομαι - διδάσκομαι

διδασκαλεύω - διδάσκω

δίκαια - με δίκαιον

δίκαιο το - επιείκεια η

δικαίωμα το - επικράτεια η

δίνομαι - δίδομαι - δώνομαι

δίνω παράδειγμα - δίνω ξόμπλι

δίνω - δίδω - δώνω

διόχνομαι - καταδιώχνομαι - κατακυνηγούμαι

δίπλα η - διπλωμάδα η

δίπλωμα το - δίπλωσις η

διποδώ - πηλαλώ

διπούντζα η - πεδούκλωμα το

διπουντζωμένος - διποδαιμένος - πεδουκλωμένος

δισπέντζα η - ταμείον το

δισπεντζέρης ο - κελλάρης ο - ταμείας ο

διστάζω - κουνώ

διχερόνι το - τρικριάνι το - θρινάκη η

διώχνομαι - διώκτομαι

διώχνω - διώκτω

διώχνω - καταδιώχνω

δοκίμασις η - δοκιμή η

δοκιμή η - δοκίμησις

δολωμένος - ψευδοκαμωμένος

δολώνω - νερώνω

δοντιασμένος - δοντερός

δοξάρι το - καμάρα η

δοξασμένος - ένδοξος

δοσμένος - δομένος

δουλειά η η - δουλία η

δουλετής ο - δούλος ο

δουλεύομαι - μεταχερίζομαι

δούλεψις η - λάτρα η

δράκος ο - δράκοντας ο

δρόμος ο - στράτα η

δρόσος ο - δροσιά η

δυναμώνω - πέρνω απάνω μου

δυνατά - ποιητικά

δυνατά - σκληρά

δυνατός - άγριος

δυνατός - σκληρός

δυνατώνομαι - δυναμώνω

δυσκόλεμα το - δυσκόλεψις η

δωριανά - χάριτα

δώρον το - δόσιον το - χάρισμα το

εγγαριάζω - εγγαρεύω

εγγάστρι το - εγγαστριά η - σύλληψις η

εγγαστρωμένη - βαρεμένη

εγγάστρωσις η - σύλληψις η

έγγυσις η - εγγυησία η

εγκαρδιακά - ανδρειωμένα

εγκεντρίζω - φιλώ - κεντρώνω

εδανά - εδά - τώρα

είδησις η - γνωρισμός ο - γνωριμιά η

είδος το - μορφή η

εικόνα η - εικόνισμα το - εικονοστάσι το

ειρηνοποιός - ειρηνικός

εις τα μέσα - εσωτερικώς

εις την μέση - στο έσον

εις τόσον - ως τόσον - μέσα εις τούτο

εισόδημα το - εσοδία η

εκβάνω - εκβάζω

εκείνοι - αυτοί

εκείνος - αυτός

εκκλησία η - ναός ο

ελαδά - κάμε δα

ελαιόφυτον το - ελαιότοπος ο

ελαφροσύνη η - αχαμνία η

ελεημονητής ο - ψυχηκάρις ο

ελεημονητής - εύσπλαχνος

ελεημονήτρια η - εύσπλαχνη η

ελεημονήτρια η - ψυχηκαριά η

ελεημοσύνη η - έλεος το - ευσπλαχνία η

ελεημοσύνη η - ψυχικόν το

ελεύθερος - ξεχώρητος

ελευθεροσύνη η - λυτρωσύνη η

ελευθερωμένος - λυτρωμένος

ελευθερώνομαι - λυτρώνομαι

ελευθερώνω - λυτρώνω

έλευσις - το έλα

ελεφάντης ο - έλεφας ο

εμένα - με

εμέρδεμα το - φύρμα το

έμπανο το - έβενος ο

εμπασιά η - έμπασμα το

εμπερδεμένος - φυρμένος

εμπιστεύομαι - θαρρεύομαι

έμπλεγμα - εμπλέξιμον το

εμπορετός - εμπορεσάμενος

έμψυχος - ζωντανός

εναντίωσις η - αντιλογία η

ενδυτός - ενδυμένος

ενεργεία - εις την πράξιν

ενεργητικός - ενεργής - ποιητικός

ενταλώνω - θαμπώνω

εντελής - τελευταίος

εντίβια η - αντίδι το

εντόπιος - πατριώτης

εντριμώνομαι - εντριμώνω

εντροπιάζομαι - ξεντροπιάζομαι

εντροπιάζω - ξεντροπιάζω

εντροπιάρης ο - ντροπαλός ο

εντροπιασμένος - καταφρονεμένος

εντροπιασμένος - ξεντροπιασμένος

εξέτασις η - εξετασμός ο

έξοδος η - όξοδος ο

εξουσία η - δύναμις η

έξω να - μόνον να

έξω - μόνον

έξω - όξω

έξω - όξω απ' ετούτο

εξωτερικά - εξωθεν

εξωτερικός - εξωτικός

επαίνεσις η - επαίνεμα το

επίλοιπον το - αποδέλοιπον το

επίμελος - επιμελής

επιστολή η - απόστολος ο

επιστρεμμένος - μεταστραμμένος

επιστρέφομαι - μεταστρέφομαι

επιστροφή η - μεταστροφή η

επιτελεύω - βάνω εις έργον

επιτήδειος - επιδέξιος

επιτήδειος - ικανός

επιτηδειότητα - επιδεξιοσύνη

επιτροπική η - προστασία η - επιτροπή η

επίτροπος ο - προστάτης ο

επιτύχω - επιτυχαίνω

εργαστήρι το - εργαλείον το

ερημίτης ο - ασκητής ο

έρημος η - ασκητήριον το

ερμηνεία η - παραγγελία η

ερώτησις η - ερώτημα το

έστοντας και - έστοντας ότι

ετοιμία η - οτοιμία

έτοιμος - ότοιμος

ευγάζω - εκβάζω

εύγαλμα το - εύγα το - εύγασμα το

ευγαλμένος - εκβαλμένος

ευγαλμένος - ευγασμένος

ευγαλμένος - καθηρημένος

ευγλωτία η - καλόν πρόγλωσσον το

εύγλωτος - οπού έχει καλόν πρόγλωσσον

ευδία η - γαλήνη η

ευδιά η - κοαλοσύνη η - απανεμιά η

ευκαιριά η - ματαιότης η

εύκαιρος - μάταιος

ευκή η - ευλόγησις η - ευλογία η

ευκισμένος - ευλογημένος

εύκρατος - σώφρων

εύλαβος - ευλαβής

ευρέσιμον το - εύρεσις η

ευρισκόμενος - ηυρεμένος

εύτοκος - πολύτοκος

έχεντρα η - έχιδνα η

εχθές βράδυ - οψές

έχθρα η - έχθρητα η - οργή η

έως το τέλος - ως το τέλος

ζαγλίκι το - χαστούκι το - ράπισμα το

ζαλίζω - τραλίζω

ζάλισμα το - ζαλάδα η - ζαλισμός ο

ζαλισμένος - τραλισμένος

ζεντονί το - ατλάζι

ζερβός - ζερβοχέρης

ζεσταίνω - πυρώνω

ζεσταμένος - ζεστός

ζέστη η - θέρμη η

ζέστη η - κάψα η

ζεστός - θερμός

ζεστός - στενός - πολλά εδικός

ζευτόν το - κορδοπούλα η - δοκάρι το

ζήζιγας ο - τζίντζικας ο

ζηλιά η - ζηλοτυπία η

ζηλιάρης - ζηλότυπος

ζημιάρης - ζημιωτερός

ζήνη η - ζώστρα η

ζουγκλός - ζουγός - τρελός

ζουγκλώνω - κουζουλαίνω

ζουλαριά η - ζηλαριά η

ζουλεμένος - ζηλεμένος

ζουλεύω - ζηλεύω

ζουλιά η - ζηλιά η

ζουλιάρης ο - ζηλιάρης ο

ζούντα η - προσθήκι η

ζω το - ζώον το - ζωντίμιον το

ζωντανοσύνη η - ζωντανομάδα

ζωντικός - ζωδικός

ζωντίμιον το - ζωντόβολον το

ηγουμένη η - ηγουμένησσα η

ήγουν - τουτέστι

ημερώνω - παύω - καταπαύω - κατατάζω

ήμισυ το - μισόν το

θάλασσα η - γιαλός ο

θαλασσερός - θαλασσυνός

θαμπός - θομπός

θαρρεύομαι - αμπιστεύομαι

θαρρώ - λογιάζω

θαύμασμα το - θαύμα το

θαυμαστά - θαυμακτά

θαυμαστός - θαυμακτός

θαυμαστός - θαυμάσιος

θειάφι το - θειαφοκέρι το - σούλφανον το

θειοτικός - θεϊκός - θείος

θέλημα το - θέλησις η

θεληματικά - θεληματικώς

θεοτικά - θαυμαστά - θεϊκά

θεοφοβούμενος - θεόφοβος

θερισμός ο - θέρος το

θερμόν το - νερό ζεστό

θεώνω - αποθεώνω

θεωρία η - λογισμός ο

θηλικωμένος - θηλικωτός

θλίβομαι - κατανύττομαι

θλίβομαι - πικραίνομαι

θλίβω - κατανύττω

θλίψις η - κατάνυξις η

θολωμένος - θολός

θρησκεία η - θεοσέβεια η

θρονί το - θρόνος ο

θύμησις η - ανάμνησις η

θυμητήριον το - μνημείον το

θυμός ο - αραθυμιά η

θυμός ο - μανία η

θυμοτής - αράθυμος

θυμωμένος - αραθυμένος

θυμωτής ο - αράθυμος ο

θυμώτρια η - αράθυμη η

θωριά η - θέαμα το

ιάσας - καλώς τα χαίρεστε

ιγδί το - γδι το

ιερεύς ο - παπάς ο

ιεροφυλάκειον το - σκευοφυλάκειον το

ίσια προς ίσια - αναλογικώς - κατά αναλογίαν

ίντα; - τι; - τι πράγμα;

ίσια - απατά

ισιώνω - κάμνω ίδιον

ισιώνω - κάμνω ίσιο

ισόδρομος ο - ισόστρατον το

ιτέρυ - ίσος

καθαείς - πασαείς - καθένας

καθαίρησις η - κάθαρσις η

καθάρια - καθαρά

καθάριος - καθαρός - αγνός

καθαρός - γαληνός

καθαροσύνη η - αγνειά η

κάθαρσις η - καθαμός ο

καθέρδα η - θρονί το

καθέρησις η - κάθαρσις η

καθημερινά - κάθε ημέραν

καθίζω - κάθομαι

καθώς - καταπώς - καταπού - καθώς

καθώς - ως καθώς

καινούριος - ασυνήθιστος

κακή τάξις - κατάχρησις η

κακόβολος - άβολος - ανάβολος

κακόβουλα - άβολα - ανάβολα

κακογλωσσεύω - καταλαλώ - κακολογώ

κακολόγος ο - δύσφημος ο

κακοπαθία η - ταλαιπωρία η

κακοπαιδεμένος - κακοηθισμένος

κακοποιός ο - κακόεργος ο

κακοριζικιά η - κοκομοιριά η - κακοτυχιά η

κακός χρόνος ο - άτυχος

κακός χρόνος ο - άτυχος - κακό πετζί - άτυχο κορμί

κακόσουρος - κακότυχος - μαύρος - καϊμένος

κακόσουρος - ταλαίπωρος - άπορος

κακοσύνη η - κακότητα η

κακοσύνη η - πονηρία η - ατυχιά η

κακοσυνηθισμένος - κακοήθης - απαίδευτος - κακομαθημένος

κακοφημίζω - δυσφημίζω

κακοφημισμένος - δυσφημισμένος

κακώτατα - ατυχώτατα

καλα και - αγκαλά και

καλάθι το - κανίστρι το

κάλεσμα το - πάστο το

καλλιοτέρισμα το - καλλιοτέρησις η

καλλίτερα - κάλλια

καλλίτερος - κάλλιος

καλογεμάτος - απογεμάτος

καλόγερος ο - μοναχός ο

καλοθέκω - τοποθετώ

καλοθελητής - αγαπημένος

καλοσυνεμένος - καλόγνωμος

καλοσύνη η - αγαθοσύνη η - αγαθότητα η

καλοσύνη η - αγάπη η

καλοσύνη η - χάρις η

καλότακτος - καλοσυνηθισμένος - καλοπαιδεμένος

καλοτερισμένος - καλιωτερισμένος

καλού παραδείγματος - καλής ζωής

καλούργισμα το - καλουργία η

καλοφέρνομαι - φέρνομαι καλά

καλύβι το - κατάλυμα το

καλώτατα - υπέρκαλα

καλώτατα - ωραιώτατα

καλωτερίζω - καλλιωτερίζω

καματερός ο - καμοτής ο

κάματον το - καμοτικόν το

καμήλα η - καμήλι το

καμίνι το - κάμινος η

καμμένος - καϋμένος

κάμνει χρεία - αναγκαίον είναι

κάμνω οφτό - ψήνω

κάμνω προσευχήν - προσεύχομαι

κάμνω στίαν - κάμνω φωτίαν

κάμνω τάχα πως - καμώνομαι

κάμνω το ζευγάρι - αροτρεύω

κάμνω χάριν - ευεργετώ

κάμνω - ενεργώ

καμουχάς ο - δαμασκί το

κάμωμα το - έργον το

καναλι το - στενόν της θάλασσας

κανείς - καμιά - κανένα

κανείς - κανένας - τινάς

καντζίλι το - αντζί το - άντζα η

καντήλα η - καντήλι το

καντούνι το - γωνιά η

καπάσι το - γάμπια η

καπάσι το - σκιάδι το

κάποιαις φοραίς - κάποιες βολές

κάποιος - κάποια - κάποιον

καράσι το - κορασοπούλα η - κορασίδι το - κορασίδα η - κορασιδοπούλα η

καρδερίνα η - καρδέλι το

καρδία η - ανδρεία η

καρδιά η - εγκάρδειωσις η

καρδιόκτυπος - απόκτυπος ο

καρέγα η - καθήγλα η - θρονί το

καρίδι το - κόμπος ο

καρπησερός - καρποφόρος - ένκαρπος

καρπησεροσύνη η - καρποφορία η

καρπίζω - καρποφορώ

καρτζωμένος - παπουτζωμένος

καρφοβέλωνας ο - καρφοβελώνη η - καρφοβελώνι το

κάστρον το - θωράκιον το

κατ' ευγόδιον - κα' ευώδιον

καταβαλμένος - κερδεμένος

καταδίνω - καταδίδω - παραδίνω

καταδομένος - προδομένος

καταδοσιά η - κατάδοσις η - προδοσία η

καταδότης - προδότης

κατακλυσμός ο - σύγκλυσις η

κατακόπτω - κατακόβγω

κατάλογος ο - κατάστιχος ο

καταλυούμαι - χαλούμαι

καταλύω - χαλώ

καταπαμένος - μαλακαιμένος

καταπαύομαι - ημερώνομαι

καταπαύω - καταβάζω - ημερώνω

καταπονώ - καταπαλεύω

κατάρρο το - πύκνωσις η

καταφρόνεσις η - καταφρόνειον το

καταφρονούμαι - εντροπιάζομαι

καταφτάνω - καταπλακώνω

καταφτασμένος - καταπλακωμένος

καταχερισμένος - αρχηνισμένος

καταχερνώ - αρχινώ - αρχηνίζω

κατζαρόν το - κόμη η

κατζαρός - κομίτης

κατηβατόν το - κατεβατόν το

κατήφορον το - κατήβασμα το

κατήφορος ο - κατήφορον το

κατοικία η - κατοίκημα το - κατοίκισμα το

κατούρημα το - κάτουρον το

κατόφλοιον το - πατηθύρα η

κατώτατος - ατυχώτατος

καύγομαι - καίομαι

καύγω - καίω

καυτερά - θερμά

καυτερός - θερμός

καύχησμα το - καύχησις η

καφάσια τα - κάγκελλα τα

κάψα η - καΐλα η

κάψιμον το - καϊμός ο

κάψις η - καΰλα η

κέντησμα το - κέντημα το

κεραμίδα η - κρεραμίδι το

κεραμιδάς ο - τουβλάς ο

κερατωμένος - κερατοφόρος

κερδαιμένος - διαφοραιμένος

κερδαιμένος - νικημένος

κερδαίνω - διαφοραίνω - διαφορώ

κερδαίνω - νικώ

κέρδος το - διάφορον το

κερί το - λαμπάδα η

κεφάλι το - κεφαλή η

κήπος ο - κηπάρι το

κηρίθρα η - πίτα μέλι - μελόπιτα η

κίνδυνος ο - κίνδυνον

κίνησις η - σάλεμα το

κινητής ο - σαλευτής ο

κισσινός - κισσίτικος

κίταλον το - κλόδα η

κλαδάκι το - κλοναράκι το

κλαδί το - κλωνάρο το - κλάδος ο

κλαδί το - φρύγανον το

κλαδοτζύμπαλον το - κύμπαλον το

κλαημένος - λυπητερός

κλαιαμούρης ο - κλαυσιάρης ο

κλάμα το - κλάημα το

κλάμα το - κλάημα το - κλαημός

κλαμένος - κλαημένος

κλέφτω - κλεύγω

κλεψιά η - κλεψιμείον

κλίσις η - καρδία η

κλίσις η - φύσις η

κλόξος ο - λίξιγκας ο - λιγκιό το

κλοτζώ - κλοτζεύω

κλωσσαριά η - κλώσσα η

κόβγομαι - κόπτομαι

κόβγω - κόπτω

κόβγω - περικόβγω

κοιλημένος - κατακοιλημένος - κατρακοιλημένος

κοιλιά η - λυσεντεριά η

κοιλούθρας ο - κοιλιάρης ο

κοιλώ - κατακοιλώ

κοιμησαριά η - υπναριά η - υπνομάχη η

κοιμησιάρης ο - υπνιάρης ο - υπνομάχος ο

κοινότητα η - κοινωνία η

κοινωνία η - μετάληψις η

κοινωνώ - μεταλάβω - μεταλαμβάνω

κοκκινιά η - κοκκινάδα η

κόκκινον το - κοκκινάδα η

κόκκινος - κοκκινισμένος

κοκλί - κατουρογυάλι

κολακεμένος - χαϊδεμένος

κολακευτικός - κολακικός

κολακεύω - χαϊδεύω

κόλασις η - πίσσα η - άδης ο

κολίκι το - κουλούρι το

κόλλημα το - κόλλησις η

κολλημένος - κολλητός

κολλώ το θανατικό - κολλώ το λεμικό

κολοβός - κολοβόχειρ

κομέτα η - κομίτης ο

κομμάτι το - απόκομμα το

κομμάτι τυρί το - κουλλούρι τυρί το

κοντίλι η - πέννα η

κοντιλομάχαιρον το - κοντιλολόγος ο

κοντριασμένος - πληγομένος

κοπάδια-κοπάδια - κοπαδιαστά

κοπανισμένος - τριμμένος

κοπέλι το - παλικάρι το

κοπελούδα η - κοπελούδι το

κορασίδα η - κορασοπούλα η - κορασιά η

κόρδα η - χορδή η

κορδισμένος - κορδιστός

κόρη η - θυγατέρα η

κορμί το - κούτζουρο το

κορμί το - σώμα το

κορμός ο - κορμάλι το

κορυφή η - κορφή η

κορωνέτα η - κορώνα η - κομπόσκοινον το - κομπολόγι το

κοσμικός - λαϊκός

κοσμικός - σωματικός

κόσμος ο - οικουμένη η

κότζιφας ο - κοτζιφός ο

κούβακας ο - ζάμπα η

κουβαλητής ο - βασταγάρης

κουκούκι το - κουλουκάκι το

κουκούλλα η - καμιλαύκι το

κουκουνάρη το - κουκουνάρα η

κούκουτζα τα - τζίπουρα τα

κούκουτζον το - κούκουδον το

κουλός - κόλος

κουμερκιάρης ο - τελώνης ο

κουμπάρα η - συντέκνησα η

κουμπάρος ο - σύντεκνος ο

κουμπούρι το - φάρετρα η

κουμπώνομαι - θηλικώνομαι

κουμπώνω - θηλικώνω

κούνουπας ο - κουνούπι το

κούντισμα το - παρακίνημα το - εγκάρδιωσις η

κουντουρίδι το - ξυλοκέρατον το

κουνώ - παρακινώ

κουράτζα η - θώρακας ο

κούρτη η - αυλή η

κουτελίζω - κουτουλίζω

κούτελον το - μέτωπον το

κουτζουνάδα η - παπαρούνα η

κουτούνι το - γτζινίχι το - κούτικας ο

κουτουρού - κατά τύχιν

κουφάδα η - κουφότητα

κρατημένος - κρατούμενος

κρατώ - βαστώ

κρεμάλλα η - κρεμαστάρι το

κρέμομαι - κατηβαίνω

κρέστα η - κορέλι το

κρίμα το - αμάρτημα το - αμαρτία η

κριματίζομαι - αμαρτεύω - αμαρτάνω

κριμένος - αποφασισμένος

κρουφά - κρυφά

κρουφός - κρυφός - κρυμμένος - χωσμένος

κρυότης η - κρυάδα η

κρυφά - κρουφά - μυστικά

κρυφός - κρουφός - μυστικός

κρύωμα το - πήκνωσις η - συνάχι το

κρυωμένος - κρυός

κρυωμένος - συναχομένος

κτικιό το - φθικιό το

κτίρειον το - κτίσμα το

κτύπημα το - κοπανία η

κτυπημένος - δαρμένος

κτυπιμός ο - κτύπιμα το

κτυπούμαι - δέρνομαι

κτυπώ - δέρνω

κυαρασελένη η - ίρις η

κυβερνούμαι - πορεύομαι

κυνηγάρης ο - κυνηγός ο

κυνηγώ - κατακυνηγώ

κυράτζα η - κυρά η - κυουρά η - κύρια η

κυράτζα η - νοικοκυρά η - κυρά η

κωμέδια η - κωμοδία η

λαγήνα η - πίθος ο

λαγήνι το - σταμνί το

λαϊκός - ιδιότης

λακτάρα η - μεγάλη αποθυμία η

λακταρίζω - σπαρταρά η καρδιά μου - λακταρίζει η καρδιά μου

λαμβάνω - δέχομαι

λαμπρή η - πάσχα το

λάμπω - περιλάμπω

λάμπω - φέγγω - αναλάμπω

λάμψις η - αναλαμπή η - λαμπρότητα η

λαός ο - πλήθος το

λαρδί το - χοιρινόν το

λάρυγγας ο - καταπινάρι το

λασάνια τα - λασάνια η

λασιά η - κοπηλασιά η

λάσπη η - βούρκος ο

Λατίνος - Φράγκος

λατινοφρονώ - φραγκεύω

λαφρής - ελαφρός

λαφριά - ελαφρή

λαφρόπετρα η - κίσσαρον το - κισσάρι το

λαφροσύνη η - ελαφρία η

λαχαίνω - συμβαίνω

λάχανον το - κραμπί το

λαχανόφυτον το - κραμπόφυτον το

λέγω το ενάντιον - ψεύδομαι

λειψιά η - λειψομάδα η

λειψός - ατέλειωτος

λεκάνη η - γούρνα η

λεοφάντες ο - έλεφας ο

λεπρός - λωβός

λεπτός - καλόκαρδος

ληνός ο - πατητήρι το

λιγάκι - λιγουλάκι

λιγνάδα η - λιγνότητα η

λίγο-λίγο - ολίγον-ολίγον

λιγουλάκι - άλλο λιγάκι

λιθάρια τα - λιλάδια τα

λιλάδι το - λιλαδάκι το - πετραδάκι το

λίσγος ο - φτιάρι το

λογή η - ποιότητα η

λογιάζω - θεωρώ

λογιασμένος - στοχασμένος

λόγος ο - λόγια τα

λόγος ο - ομιλία η

λοιπόν - το λοιπόν

λουτροβειόν το - ελαιοτριβείον το

λυγισμός ο - λύγισμα το

λυμένος - λυωμένος

λυμένος - αναλυμένος

λυπησαριά - έσπλαγχνη

λυπησιάρης - έσπλαγχνος

λύπησις η - ταλαιπωρία η

λυπητερός - λυπημένος - ταλαίπωρος - ελεεινός

λύπισις - σπλαγχνοσύνη

λυπιτερός - σπλαγχνικός

λυσιάζω - σκυλιάζω

λυσιασμένος - σκυλιασμένος

λυσιασμός ο - σκυλιασμός ο

λυτρωτής - ελευθερωτής

λυχνάρι το - λύχνος ο

μαγήρεμα το - μαγηριά η

μάγια τα - νεκρομαντεία η

μάγισσα η - στρίγλα η

μαγιωμένος - μαγεμένος

μάγος ο - μάντης ο - νεκρομάντης ο

μάγος ο - στρίγλος

μαδειώ - ξεφυλλίζω

μαδημένος - μαδισμένος

μαδισμένος - άφυλλος

μαδισμένος - φαλακρός

μαδισμός ο - φαλακρότητα η

μαδόνα η - λαλά η - μαμή η - βαβά η

μαδώνα η - λαλά η

μαζώνω - συμμαζώνω

μαθαίνω - συνηθίζομαι

μαθαίνω - συνηθίζω

μάθημα το - διδασκάλεμα το

μάθημα το - συνήθεια η

μαθημένος - διδασκαλεμένος

μαθημένος - συνηθισμένος

μακάρι - άμποτες

μακάρι - ας - άμποτες

μακαρία η - μακαριότης η

μακαρισμένος - μακαριασμένος

μακρολόγος - πολυλογάς

μακρότητα η - διάστημα το

μακρουλός - μακρούτζικος

μαλακός - ταλικός

μάλαμα το - χρυσάφι το - χρουσάφι το

μαλαματένιος - χρουσός

μαλαματωμένος - χρυσωμένος

μαλαματώνομαι - χρυσώνομαι

μαλαματώνω - χρυσώνω

μάλωμα το - μαλία η

μαλώνω - γογγύζω

μαλώνω - δικάζομαι

μαμουλίζω - αναμασώ

μάνα η - μητέρα η

μανίζω - θυμώνομαι - φουσκώνω

μανίζω - χολομανίζω - χολομανώ

μανικός - θυμωτής

μαντάτεμα το - εγκάλεσμα

μαντατευτής ο - μαντατούρης ο

μαντατεύω - εγκαλώ

μαντάτο το - μήνυμα το

μαξελάρι το - προσκέφαλον το

μάραθρον το - μάραθον το - μάλαθρον το

μαραιμένος - μαραντζιασμένος

μαραιμένος - μαραντζιασμένος

μαραιμένος - μαραντζιασμένος

μαρμαρίτικος - μαρμαρινός

μάσισμα το - μασισμός ο

μάσκα η - σαγόνι το

μαστίχη η - μαστίχι το

μάστορης η - τεχνίτης ο - χαλκιάς ο

ματακείνον - αντάμα σου

ματιά η - ομματιά η

μαυράδα η - μαυρία η

μαυρίζω - μαυρίζομαι

μαύρος ο - μώρος ο

μαχαιροφικάρι το - μαχαιροθήκη η

μάχη η - οχθριά η - όχθρητα η - έχθρα η

με ανάγκασιν - ενστατικώς

με ευλάβειαν - εύλαβα

με ίντα; - με τι;

με λακτάραν - με μεγάλην αποθυμίαν

με μέτρον - μέτρια - μετρίως

με τα φτερά - φτερωμένος

με την ώραν - απονωρίς

με την ώραν - σε καιρόν

με το γόμου - γόημου - γάιμου

με το γόσου - γόησου - γάισου

με το γότου - γόητου - γάιτου

με - μετά

μεγάλα - πολλά

μεγαλαίνω - μεγαλήνω

μεγαλείον το - υπερηφάνεια η

μεγαλειωμένος - υπερηφανομένος

μεγαλειωμένος - υπερήφανος

μεγαλεύομαι - μεγαλίζομαι

μεγαλεύομαι - υπερηφανεύομαι

μεγαλοπρέπεια η - σεμνότητα η - μεγαλειότητα η

μεγάλος - μέγας

μεγαλότητα η - μεγάλωμα το - μεγαλοσύνη η

μεγαλοψυχία η - μεγαλοκαρδία η

μεγαλόψυχος - μεγαλόκαρδος

μελανιά η - μελανάδα η

μελοκόλικον το - μελοκούλουρον το

μελώχα - μολόχα

μένω - απομένω

μερικά - μάλιστα - ξέχωρα

μερικαίς φορές - που και που

μέρμιγκας ο - μερμίγκι το

μερσινιά η - μυρτιά η

μέρσινον το - μύρτον το

μέσα - ανάμεσα

μεσάνυκτον το - μεσάνυκτα τα

μεσιακά - μέτρια - μετρίως

μεσιακός - μέτριος

μεταβάζω - μεταφέρνω

μεταγλωττίζω - γυρίζω

μεταγλωττισμένος - γυρισμένος

μεταλέγω - μεταείπα - σώνω τα λόγια

μέταλλον το - λατού το

μετανόησις η - μετάνοιωσις η

μετανοιωμένος - μετανοημένος

μετανοιώνω - μετανοώ - μετανοίζω

μετάνοιωσε - μετανόησε

μεταφερμένος - κουβαλημένος

μέτρημα το - μετρημός ο

μετρημένος - μετρητός - αριθμημένος

μη - μην

μηδέ - ουδέ

μηδένας - μηδεμιά - μηδένα

μημονεύω - κάνω μνημόσυνον

μηταράς ο - μακρομήτης ο

μητερός - ξυμητερός

μητερώνω - ξυμητώνω

μητρότητα η - μητρότης η

μικραίνω - μικρώνω

μικρή η - κορασίδα η - κοπελούδα η

μικροκοπία η - τρίμματα τα

μιλέζιμο το - ο χρόνος της θεογονίας

μίλημα το - λέξις η

μιλιά η - γλώσσα η

μιλιά η - μίλημα το

μιλώ - λαλώ

μισθός ο - κατόρθωμα το

μισοζωντανός - μισοπεθαμένος

μισόν το - μέση η

μνημόνευτος - θυμητικός

μνημούρι το - κηβούρι το - μνήμα το - τάφος ο

μόδος ο - τρόπος

μοίρα η - μερδικόν το

μοίρα η - ριζικόν το

μοιράζω - διαμερίζω

μοίρασις η - μοιρασιά η

μοιρασμένος - διαμερισμένος

μοιρασμένος - χωρισμένος

μοιρολογήτρια η - μοιρολογίστρα η

μολιβίδι το - καντηλίθρα η

μολύνω - μαγαρίζω

μοναχός - μοναχικός

μονέδα η - τορνέσι το

μόνερης - παρευθής - πάραυθα - ευθύς

μονογενής ο - μονειός ο

μόνον - μοναχά

μόνος - άνισος

μουζίθρα η - μυζίθρα η

μούνα η - μαϊμού η - πίθηκος ο

μούρη η - μούτζουνον το

μούρη η - μούτρα τα

μουσκέτο το - γάρος ο

μουτζουναριά η - προσωπίδα η

μούχρωμα το - αποδιαφώτισμα το

μπάλα η - σφαίρα η

μπασταρδεύω - νοθεύω

μπόιας ο - δήμιος ο

μπουμπάρδα η - κομμάτι το

μπούργι το - εξώκαστρον το

μπουτζώνομαι - τρυπώνομαι

μπροντζινίτικος - χαλκοματένιος

μπρόντζο το - χαλκός ο

μυγιαστήρι το - ριπίδι το

μυροδιά η - κουδούμεντο το - πετροσέλινον το

μυστικά - κρυφά

μώμος ο - μίμιστρο το

μώνερις - εις μίαν στιγμήν - έψε σβήσε

μωρή η - μικρή η

μωρόν το - βρέφος το - παιδί το

μωρόν το - νήπιον το - βρέφος το

να - διά να - για να

νεμπότης ο - νεροκάνατον ο

νέος - καινούριος - δόκιμος

νεφρόν το - νεφρύ το

νίκη η - νίκησις η

Νοέβρης - Νοέμβρης

νοικιαστής ο - νικάτωρας ο

νοιώμα το - μάντευμα το

νοιώνομαι - γρυκώμαι

νοιωστής ο - μαντευτής

νομαι - ξαπλώνω

νομίμως - νόμιμα

νόμος ο - κανώνας ο

νοστιμιά η - γεύσις η

νόστιμος ο - μειτριάρης ο - εύχαρις ο

νότος ο - νοτιά η

ντροπαλά - με εντροπήν

νυστασμένος - υπνωμένος

νύφη η - νύμφη η

ξαγορεμένος - εξομολογημένος

ξαγορεύομαι - εξομολογούμαι

ξαγορευτής ο - πνευματικός ο

ξαγορεύω - εξομολογώ

ξαναγράφομαι - μεταγράφομαι

ξαναγράφω - μεταγράφω

ξαναγυρίζω - στρέφω - ξαναστράφω

ξαναγυρισμένος - στρεμμένος - ξαναστραμμένος

ξαναδίδω - γυρίζω - στρέφω

ξαναδωσμένος - γυρισμένος - στρεμμένος

ξαναζήτησις η - ξαναζήτημα το

ξανακαινουριωμένος - ξανανειωμένος

ξανακαινουριώνω - ξανανειώνω

ξανακαλώ - χαλώ

ξαναμωραιμένος - ξαναμωρουδιασμένος

ξαναμωραίνω - ξαναμωρουδιάζω

ξαναπεμένος - ξανακοιλημένος

ξαναπέφτω - ξανακοιλώ

ξαναποκτώ - ξανακερδαίνω

ξανασιάνω - ξαναφτιάνω

ξανασιασμένος - ξαναφτιασμένος

ξαντόν το - μοτάρι το

ξαραθυμημένος - αναγαλλιασμένος

ξαραθύμησις η - παραδιάβασις η - ξεφάντωσις η

ξαραθυμώ - ξαναψυχαίνω - παραδιαβάζω - ξεφαντώ

ξεβλαστώνω - βλαστώνω

ξεγκυλισμένος - γκρεμισμένος

ξεγκυλούμαι - εγκρεμνίζομαι

ξεγκυλώ - εγκρεμνίζω

ξεδιαλυτής ο - εξηγητής ο

ξεδιπλώνω - ανοίγω

ξεδοντάρι το - ξεδοντιστήρι το

ξεδοντίζω - ξεδοντιάζω

ξεδοντισμένος - ξεδοντιασμένος

ξεκαπιστρωμένος - ακαπίστρωτος - ξεκαπίστρωτος

ξεκδίκησις η - εκδίκησις η

ξελογιασμένος - ξεδοσμένος

ξεμακραιμένος - απομακραιμένος

ξεμακραίνω - απομακραίνω

ξενευρωμένος - ξενευρισμένος

ξενευρώνω - ξενευρίζω

ξενιά η - ξενιτιά η

ξένος - ξενικός

ξεπλεμένη - ξέπλεκτη

ξεποδεμένος - ξεποδεμένος

ξεπουλειούμαι - αξυπολυούμαι

ξεπρησμένος - ξεφουσκωμένος

ξέρη η - ξέρα η

ξερκίζω - ξεσχίζω

ξερκισμένος - ξεσχισμένος

ξερκώ - ξεσκώ

ξερότητα η - ξηρότης η

ξεροχόρταρον το - σανόν το

ξεσκελίζω - ξεσκελιδίζω

ξεσκίζω - ξεσκελίζω

ξεσκισμένος - ξεσκελισμένος

ξεσκουφίζομαι - ξεσκεπάζομαι

ξέσκουφος - ξεσκούφωτος - αναμαλιάρης

ξεσκουφώνομαι - ξεσκεπάζομαι

ξεστρατίζω - παραστρατίζω - χάνω την στράταν

ξετέλειωμα το - ξετέλεισμα το

ξετοπισμένος - όξω από τον τόπον

ξεφόρτω - αφόρτοτος

ξεφτερίζω - μαδειώ

ξεφτερωμένος - μαδισμένος

ξεφυλακιάζω - ξεφυλακάνω

ξεφύτρωμα το - ξεβλάστωμα το

ξεφυτρωμένος - ξεβλαστωμένος

ξεχανιάρης ο - λησμονιάρης ο

ξεχανιάρης ο - ξεχανονούς ο

ξεχάνω - αλησμονώ

ξέχασις η - λησμονιά η

ξεχασμένος - αλησμονημένος

ξεχασμός ο - αλησμόνησις η

ξεχορταριάζω - βοτανίζω

ξέχωρα - μερικά

ξέχωρα - χώρια

ξεχώρησις η - διχόνοια η

ξεχωρίζω - διορίζω

ξεχωρισμένος - διαχωρισμένος

ξεχωριστά - παραμεριά - ξέχωρα

ξεψυχώ - πνέω

ξηγοριά η - εξαγοριά η - εξομολόγησις η

ξηπάζομαι - τρομάζω

ξηπάζομαι - τρομάζω

ξηπάζω - τρομάζω

ξηπασαριά η - φοβιτζαριά η

ξηπασιάρης - φοβιτζιάρης

ξήπασμα το - τρόμος ο - τρομάρα η

ξιπαστικός - τρομακτικός - τρομαρός - φοβερός

ξόμπλι το - παράδειγμα το

ξουράφι το - ξυράφι το

ξουρισμένος - ξυρισμένος

ξυλίζω - ραβδίζω

ξύλον το - καράβι το

ξυλόνομαι - ξελογιάζομαι

ξύλωμα - ξελογιασμός ο

ξυλωμένος - ξελογιασμένος

ξυλώνω - ξελογιάζω

ξυπαστός - φοβερός - τρομαρός

ξύστρια η - τυροτρίφτης ο

οδηγημένος - στρατεμένος

οδηγώ - στρατεύω

οικονομημένος - ετοιμασμένος - διαρτωμένος - έτοιμος

οικονομία η - ετοιμασία η - διάρτωσις η

οικονομούμαι - ετοιμάζομαι - διαρτώνομαι

οικονομώ - διαρτώνω

οικονομώ - ετοιμάζω - διαρτώνω

οκναριά η - ακαμάτρα η

οκνειά η - ακαμασία η

οκνηάρης ο - ακαμάτης ο

ολάνοικτος - ορθάνοικτος

ολίγον - λίγον - μόνον

ολίγος - λίγος

ολιγοστά - αραιά και που

ολιγόψυχος - μικρόψυχος

ολότελα - πάσα πράγμα

ομνοστιά η - νοστιμιά η

όμνοστος - νόστιμος

ομοιάζω - μοιάζω

ομοιάζω - παρομοιάζω - ομοιώνω

ομοιασμένος - παρομοιασμένος

όμοιος - παρόμοιος

ομοίωσις η - παρομοίωσις η

ομολογία η - ομολόγησις η

ομορφία η - ομορφάδα η

ομορφίζω - ευμορφίζω - ομορφαίνω

ομόρφισμα το - ομορφάδα η

όμορφος - εύμορφος

ομορφότατος - ωραιότατος

ομορφότερος - ωραιότερος

ομπρός - ομπροσθά - έμπροσθεν

ομπρός - ομπροστά - έμπροσθεν

ομπρόσμου - ομπροστάμου

ομπροστά - παρόντας

όμως - μ' όλα τούτα

ονειδίζω - προσωποδέρνω

ονειρεύομαι - ονειριάζομαι - βλέπω όνειρα

ονοματίζομαι - ονομάζομαι

ονοματίζω - ονομάζω

ονοματισμένος - ονομαζόμενος - ονομασμένος

ονοματισμένος - ονομασμένος

όξω - έξω

οπίσω - οξοπίσω

όποιος - όγοιος - ότις - όστις και αν είναι

οπού δεν αχρήζει - οπού δεν αξίζει

οπού δεν έχει διάκρισιν - αδιάκριτος

οργή η - θυμός ο

οργή η - μάνισμα το

οργή η - πάθος το

ορδινιά η - τάξις η

ορθώνω - προκόβγω

οριά η - οργυιά η

όρνιθα η - κότα η

όταν - όνταν

ότι και αν - ότι και να

ότις - όποιος - όγοιος

ουδετιπετένιος - μηδετιποτένιος

ουράνιος - επουράνιος - ουρανικός

ουρανός ο - ουρανίσκος ο

ουσία η - οντότης η

όυσκε - όγεσκε

οφελαίνω - οφελώ

οφτός - ψημένος

οφφίκιο το - τάξις η - επαγγελία η

οχθρός - εχθρός

πασπατεμένος - ψηλαφισμένος

πάθε - πάθαινε

παιγνιδιώτης - παιγνιδιάρης

παίζω τα παλαίματα - παλεύγω - παλαίβω

πάκτωμα το - πάκτωσις η

πάλαι - πάλιν

παλαιόπανα - τα

παλικάρι το - κοπελιάρης ο

πανδριά η - ανδρόγυνον το

πανέρι το - κανίστρι το - καλάθι το

πανιά τα - σπάργανα τα

πανσέληνος ο - γεμάτο το

πάντα - παντοτινά

παντάπασι - ολότελα - πάσα πράγμα

παντάπασι - ολότελα - πάσα πράγμα

παντοτινά - αιωνίως - εις τον αιώνα

παπατεύω - ψηλαφώ

παπουτζώνομαι - βάζω τα παπούτζια

πάππα - κοκό το

παραγιάλι το - γιαλός ο

παραγιάλι-παραγιάλι - γιαλό-γιαλό

παραδέρνομαι - παιδεύομαι

παραδέρνω - τιμωρώ

παραδιαβάζω - ξαραθυμίζω - ξεφαντώνω - ξαραθυμώ

παραδίδομαι - παραδίνομαι - παραδώνομαι

παραδίδω - παραδίνω - παραδώνω

παραδίνομαι - παραδίδομαι

παραδίνω - δίδω - δίνω

παραδομένος - αφιερωμένος

παραδώ - πλείον εδώ

παράδωσις η - αφιέρωσις η

παρακάλεσις η - λιτή η

παρακεί - πλείον εκεί - παρακείθες

παρακουή η - παρακοή η - ανυπακοή η

παράκουος - ανυπάκουος - παρύκουος

παρακούω - ανυπακούω

παραμύθι το - μύθο ο

παράναγκα - παρά την ανάγκην

παρανομία η - παράβασις η

παράνομος ο - παραβάτης ο

παρανομώ - ατακτώ

παράξενος - έξω από την τάξιν

παραστεκάμενος ο - παραστάτης ο

παραστρατεύω - παραστρατίζω

παρατέρι - ανόμοιος

παρατζούκλιον το - ψευδοπαρανόμι το

παράτημα το - παράτησις η

παρηγοριά η - θεραπειά η

παρηγορούμαι - παρηγορεύομαι

παρηγορώ - παρηγορεύω

παρήκουος - παράκουος

παρολίγον - παρ' ολίγον

παρώντας ο - απλοχεριά η

πάσα λογής - κάθε λογής

πάσα μέρα - κάθε μέρα - καθημερινά

πάσα - κάθε

πάσα - κάθε πράγμα

πασανείς - πασαείς - καθένας - καθαείς

πασκάζω - πασχάζω - τρώγω αρτυμί

παστρεμένος - καθαρισμένος

παστρικά - καθάρια - καθάρησις η

παστρικός - καθάριος

πατέρας ο - κύρης ο - γονειός ο

πατερό το - κόρδα η - βουρδουνάρι το

πατηματία η - ίχνος το

πατημένος - τζαλαπατημένος

πατητήρα η - σταπέδη η

πάτος ο - ληνός ο - πατητήρι

πάτος ο - πάτωμα το

πατούμα η - πατούσα η

πατώ - απηδώ

πατώ - τζαλαπατώ

πάχνη η - δρόγγεμα το

πάχνη η - δρόσος ο - δροσιά η

παχνίζομαι - δροσίζομαι

παχνίζω - δροσίζω

πεδουκλώνω - διπουντζώνω - διποδαίνω

πεινασμένος - λιμασμένος

πείραξις η - πειρασμός ο

πειρασμένος - δυνασθεμένος

πειρασμός ο - πειραστήριον το

πειραστής ο - πειρακτής ο

πείσμα το - αίρεσις η

πεισματάρης - αμετάστροφος - αμετάστρεφος

πελεκούδα η - απόκομμα το

πελελάδα η - λωλιά η - λωλάδα η

πέμπω - στέλλω - αποστέλλω

πεντάρι το - πεντόλυτρον

πέρασε - πέρνα

περεχώ - περιχύνω

περιορίζω - απαγορεύω

περιορισμένος - απαγορευμένος

περιορισμός ο - απαγόρευσις η

περιπαιγμένος - αναγελασμένος - περιπαισμένος

περιπαίγνιον το - αναγέλασμα το

περιπαίζομαι - αναγελούμαι

περιπαίζω - αναγελώ

περιπέχνιδον το - περιπαίγνιον

περισσά - περίσσια - πολλά

περισσότερος - πληθέτερος

περιστερόπουλο το - πιπίνι το

περιτομίζομαι - περιτομούμαι

περιτομίζω - περιτομώ

πέρσα η - σιάψιχον το - ματζουράνα η - άψιχος ο

πετούμενος - πετηνός

πετραχήλι το - περιτραχήλι το

πετροβολημένος - λιθοβολημένος

πετροβολώ - λιθοβολώ

πετώ - απετώ

πεύκι το - ταπέτο το

πηγαίνω - παγαίνω - πάγω

πηκτός - σφικτός

πηλίτικος - πηλαίνιος

πηλίτικος - πήλινος

πηλός ο - πηλόν το

πίκρα η - θλίψις η

πίκρα η - λύπη η

πίκρα η - μελαγχολία η

πίκρα η - πικρία η

πικρά - πικραμένα

πικρά - σκληρά

πικραίνομαι - κακοκαρδίζω

πικραμένος - θλιμένος - λυπημένος

πικραμένος - κακά ευχαριστιμένος - κακοφχάριστος

πικραμένος - κακοκαρδισμένος

πικραμένος - λυπημένος

πικραμένος - πονεμένος

πικριάρης - μελαγχολικός

πικρός - σκληρός

πικρότητα η - πικράδα η

πιλώνω - στιβάζω

πίμητα - πίστομα

πινακίδα η - τόρα η

πιοτής ο - κρασοπινάς ο

πιπιλίζω - τζούζω

πιστευτόν - πιστευτικόν

πιστευτός - πιστευτικός

πίστις η - πιστοσύνη η - εμπιστοσύνη η

πιστουρί το - άμβονας ο

πιτακτού - πιτακτικού - πιταυτού

πίτερα τα - πίτυρα τα

πλαγιάζω - σταυρώνω

πλαγιασμένος - σταυρωμένος

πλάγιος - πλαγιασμένος

πλακωμένος - καταπλακωμένος - καταφτασμένος

πλακώνω - καταπλακώνω - ξεφνίζω - ξεφνιδιάζω

πλάση η - πλάσι το

πλάσις η - ποίησις η

πλάστης ο - ποιητής ο

πλαταιμένος - φαρδαιμένος

πλαταίνω - φαρδαίνω

πλείον με την ώραν - πλέον σύνωρα

πλείον - πλέον - πλειώτερα

πλέκω - επιβουλεύω

πλεμένος - πλεκτός

πλέον - πλείον - ομπρώς

πλερώνω - πληρώνω

πλευρόν το - πλευρά η

πλέω - πλέκω

πληγώνω - κάμνω πληγήν - κοντριάζω

πλήσια - πλήθια

πλήσια - πλήθια - περίσια - υπερπερίσια

πλησίος ο - πλησίον ο

πλήσιος - πλήθιος - περίσιος

πλίκο το - δεμάτι το

πλουμί το - πλουμίδι το

πλούμισμα το - πλουμί το

πλούτος ο - πλούτος το

πνίξις η - εντρίμωσις η

πνίξις η - πλήθος το

πνίξις η - πνιγμός ο

ποδάγρα η - ποδαγριά η

ποδαγρός - ποδαγριάρης

ποδαιμένος - ποδειμένος

ποδαίνομαι - ποδείνομαι

ποδαίνω - ποδείνω

ποδάρι το - καντζίλι το - αντζί το - άντζα η

ποδάρι το - πόδι το

ποιος; - τις;

πόλεμα το - αγώνας ο

πολέμαρχος ο - πολεμικός ο

πολιτική η - πόρνη η

πολλά - άκρως

πολλαίς φοραίς - πολλαίς βολαίς

πολλότατα - πλείον παρά πολύ

πολλυλογιά η - μακρολογία η

πολυδίψιος - πολλά διψασμένος

πολυλογάς ο - γλωσσάς ο

πολύχρονος - πολυχρόνιος

πόμπα η - πομπή η

πομπεμένος - γηβεντισμένος

πονηρά - με πονηρίαν

πονηρός - άτυχος

πόντε το - γειοφύρι το

ποντώ - κατακλύζω

ποντώ - καταποντώ

πορνικός - σαρκικός - έσωτος

πορνοβοσκείον το - πορνείον το

πορπατώ - περπατώ

πορτάρης ο - θυρωρός ο

πόσον; - όσον

πόσος - πλειότερος

ποταμάκι το - ποταμούδι το

ποταμός ο - ποτάμι το

ποτέ - μηδέποτε - καθόλου

ποτήρι το - ποτήριον το - δισκοπότηρον

ποτιστής ο - υδραγωγός ο

που και που - καμίαν βολάν - καμίαν φοράν

που και που - κάπου-κάπου

που; - εις ποίον τόπον;

πούλα η - συκοφάς ο

πουλοπιάνω - πουλολογώ

πουλοπιάστης ο - πουλολόγος ο

πουλουδιασμένος - ανθισμένος

πουλουδίζω - ανθώ

πούλουδον - λούλουδον - λουλούδι - άθος - άνθος

πράγμα το - δουλειά η

πράγμα - παράσημον

πρακτικός - έμπειρος

πράξις η - εμπειρία η

πράττης ο - μεταπουλητής ο

πράττης - μεταπουλητής

πρέπει - μέλλει

πρεποσύνη η - πρέπον το

πρεπούμενος - πρέπων

πρέπων - πρεπούμενος

προβατικός - πρόβιος

πρόγνωσις η - προμήθεια η - πρόνοια η

προγονικός - προπατορικός

πρόγονος ο - προγόνι το

προκαλώ - ξαναζητώ

προκόβγω - προκόφτω

προκοπή η - πρόκομμα το - πρόκοψις η

προμήθεια η - πρόβλεψις η

προμηθευτής - προνοητής - προνοητικός

πρόμος - πρόιμος

προνοήζω - προνοώ

προνόημα το - νόημα

προνοημένος - στοχασμένος

προνοιωμένος - προγνωσμένος

προσερινός - περαστικός - πρόσκαιρος

προσευχή η - παρακάλεσις

προσεχτικά - στοχαστικά

προσεχτικός - στοχαστικός

προσκαρτερία η - υπομονία

προσκαρτερώ - ακλουθώ

προσκέφαλον το - μαξιλάρι το

προσκύνησις η - προσκύνημα το

προσοχή η - στόχασις η

πρόσοψις η - πρόσωπον το

προσπέφτω - προσκλίνομαι

προστάτης - σκεπαστής - υπερασπισυής ο

πρόσωπον το - μούρι το

πρόσωπον το - όψις

πρόσωπον το - υπόστασις η

πρόσωπον το - ψυχή η

προτιμεύω - προτιμούμαι

προτιμεύω - προτιμώ

προφασίζομαι - ευρίσκω - φέρνω αφορμαίς

προχθές - την προχθές

πρωτίτερα - πριν να - παρά να

πρώτο μέρος - ομπροστινό μέρος το

πρωτογαλιά η - κορυφή η

πρωτογγένητα τα - πρωτοτόκια τα - πρωτοτοκεία τα

πρωτογέννητος - πρωτότοκος

πρωτοδανή τα - πρωτόλουβα τα

πρώτοι οι - πρωτεινοί οι - προγόνοι οι

πρωτομάστορης ο - αρχιτέκτων ο

πρωτότυπον το - παράδειγμα το

πύρωμα το - σύγκαμα το - πύρωσις η

πως σε λέγουνε; - πως ακούεις

πως; - εις ποίον τρόπον;

ραβδάκι το - ξυλαράκι το

ραβδί το - ξύλον το - δεκανίκι το

ραβδιά η - ξυλιά η

ραίνω - ραντίζω

ραντισμός ο - ράντισμα το

ραύγω - ράφτω

ραφή η - ράψιμον το

ρεμπελλεμένος ο - αποστάτης ο

ρεμπελλεύω - αποστατώ

ρεμπέλλεψις η - αποστασία η

ρετζίνι το - αρατζίνη η

ρίγα η - αράδα η - αρίδα η

ριγώ - κρυώνω

ρίζα η - αρχή η - ρίζιον το

ριζικάρης - καλορίζικος

ριζικάρω - βάζω σε κύνδινον

ριζικόν το - μοίρα η - τύχη η

ριζοδοντιά η - τζιντζίβα η

ρίζωσις η - ρίζωμα το

ρικμένος - ριχνημένος

ρίχνω - ρίκτω

ροδιά η - ρουδιά η

ρόιδι το - ρούδι το

ρούχα τα - κατζίβελα τα

ρουχαλίζω - ρωχαλίζω

ρούχο το - φερραγιόλο το

ρούχον το - ένδυμα το

ροφειά η - σουβλίζω

ρωμαίος - ρωμηός - γραικός

ρωμηά - ρωμέσσα

σαγόνι το - πηγούνι το

σαϊττεμένος - τοξεμένος - δοξεμένος

σακκούλι το - σακκί το

σακκουλωμένος - σακκουλιασμένος

σαλαμούρα η - άρμη η

σαλάτα - ζιζάμια τα

σάλεμα το - σαλεψιά η

σαλεμένος - κινημένος

σαλεύομαι - κινώ

σαλευτός - κινητός

σαλιβάρι το - σηλιβάρι το - χαλινάρι το

σαλιβάρι το - χαλινάρι το

σαλίκι το - όρος ο

σαν ηθέλετε - ότι θέλετε

σαν να πούμεν - ωσάν να ειπούμεν

σαν ορίζεται - ότι ορίζεται

σαρακοστή - τεσσαρακοστή

σαρανταριά η - σαρανταριά μία

σάρδα η - σαρδέλλα η

σάρκα η - ασωτία η

σαρκωμένος - ενσαρκωμένος

σαρκώνομαι - ενσαρκώνομαι

σάρκωσις η - ενσάρκωσις η

σβίνω - σβείω

σγάρα η - μάμμα

σεμνότητα η - μεγαλείον το - μεγαλειότητα η

σεντουκάκι το - κασελάκι το

σεντούκι το - κασέλα η

σεπέτι το - κασέλα η - σεντούκι το

σημαδευτός - σημαδιακός

σημάδι το - σημείον το

σημαίνω - λογούμαι

σημείωσις η - σημασία η

σήμερον ταχύ - το ταχύ-ταχύ

σιάνομαι - συνιβάζομαι

σιάνομαι - φτιάνομαι

σιάνω - φτιάνω

σιάσμα - φτιάσμα

σιασμένος - συνιβασμένος

σιασμένος - φτιασμένος - συμφωνισμένος

σιασμός ο - συνιβασμός ο

σιασμός ο - φτιασμός ο

σιγά - αγάλια

σικώνω - ανασικώνω

σιχλιαίνω - χλιαίνω

σίχλιος - χλιος

σιχλιότητα η - χλιομάδα η - χλιαρότητα

σκαλί το - σκαλούνι το - αναβαθμός ο

σκαρλάτο το - πορφύρα η

σκαρφιά τα - λάχνος ο

σκαύγω - σκάφτω

σκάψιμον το - σκαφή η - σκάμμα το

σκεβροσύνη η - στραφοσύνη η

σκέπη η - υπερασπισμός ο

σκευγή η - σκευιά η

σκευή η - βοησμός ο

σκιά η - είσκιος ο

σκιάζομαι - αποσκιάζομαι

σκιάζω - αποσκιάζω

σκιασμένος - αποσκιασμένος

σκίζω - σπω

σκισμάδα η - σπάσμα το - ράισμα το - ραγός ο

σκισμένος - ραϊσμένος

σκληρά - άπονα

σκληρός - άπονος

σκληρός - σκληρόκαρδος

σκληροσύνη η - σκληρότητα η

σκόγιος ο - σκόπελος ο

σκοινοπλόκος ο - σκοινάς ο

σκόνη η - κορνιακτός ο

σκοπός ο - άσκοπος

σκόρος ο - κάμουρα η

σκορπισμένος - διασκορπισμένος

σκορπώ - διασκορπώ - διασκορπίζω

σκοτεινάδα η - σκοτεινιά η

σκοτεινιά η - κοτεινάγρα η - σκοτούφλα η - σκότος το

σκοτομός ο - φινικόν το - σφαγή η

σκοτωμένος - σφαμένος

σκοτώνομαι - σφάζομαι

σκοτώνω - σφάζω

σκούδο το - σκουτάρι το

σκουλίκι το - σκούλικας ο

σκουρδούλα η - πανούκλα η - θανατικό το

σκουριάζω - γιώνω

σκουριασμένος - γιωμένος

σκουτέλι το - απλαδάνι το

σκράφα η - γουρούνα η

σκρίνιον το - κασελοπούλα η

σμάρι το - κουβέλι το

σμιγμένος - ενωμένος

σμίγω - ενώνω

σμίγω - συναναστρέφομαι

σμίξις η - συμμάζωξις η - συνάθροισις η

σμίξις η - συναναστροφή η

σμπίρος ο - μουκτούρης ο

σουβλί το - πουντέλι το

σουρουμαλίζω - σουρμαλίζω

σουσαρίζω - κουτζομιτώ - κόφτω την μήτην

σουσούμιασμα το - εικόνισμα

σουσουμιασμένος - εικονισμένος

σουσουμοιάζω - εικονίζω

σπαζικάρω - σπασμάρω

σπαρμένος - σπαρτός

σπάσμο το - σπασμός ο

σπήλαιον το - σπηλιά η

σπιούνος ο - αξανοικτής ο - καταπάτης ο - κατάσκοπος ο

σπορά η - σπαρτά τα

σπορεύς - όπου σπέρνει

σπόρτα η - κόφα η

σπουδή η - σπούδασις - σπούδασμα το

σταθερός - βέβαιος

στάμα το - στάξιμον το

σταματώ - απομένω - αναμένω

σταματώ - σταματίζω

στάμπα η - τόπος ο

στανειό μου - στανικώς μου

στανειό - στανεικώς

σταννιάζω - σταννιάρω

σταννιασμένος - σταννιαρισμένος

στάσιμον το - κείμενον το

στατέρα η - κανταρέττο το

στέγη η - στέγωσις η

στέγνωμα το - στέγνωσις

στείρωσις η - ακαρπία η

στέκομαι - στένομαι

στελμένος - απεσταλμένος

στενάδα η - στενόν το

στερεός - βέβαιος - σταθερός

στερεότητα η - βεβαιότητα η

στέρευσις η - περιορισμός ο

στερεύω - απαγορεύω

στερεύω - στερίζω

στερεωμένος - βεβαιωμένος - σταθερωμένος

στερισμένος - αποστερισμένος

στερισμός ο - στέρησις η - στέρεψις η

στεφάνι το - εμπολιά η

στεφάνι το - κύκλος ο

στεφάνι το - στέφανος ο

στήθος το - στήθι τα

στια η - φωτιά η

στιγμή καιρού - ακαρής καιρός ο

στο πλευρόν - στο πλάγι

στολισμένος - στολιδωτός

στουπώνω - φράζω

στοχάζομαι - βάζω εις τον νουν μου

στόχασις η - λογισμός ο

στόχασις η - πρόβλεψις η

στραβωμένος - σκεβρωμένος

στραγάλια τα - τρωγάλια τα

στραγκίζω - ζουλίζω

στραμπουλίζω - φνιδιάζω

στραμπούλισμα το - φνήδιασμα το

στραμπουλισμένος - φνηδιασμένος

στρανεύω - γίνομαι παράξενος

στράτα η - δρόμος ο

στρατεύω - καθοδηγώ

στρατοκόπος ο - στρατολάτης ο

στριγγιά η - τομάρι στριγγίτικον το

στύλος ο - κολόνα η

συγιωστός - συγχωρετικός

συγκρατημένος - κοντοκρατημένος

συγκρατώ - καταπατώ

συγκρατώ - κοντοκρατώ

σύγχησις η - ανακάτωσις η

συγχισμένα - συγχιστικά

συγχώρησις η - συγχωροχάρτι το

συλληβάρι το - χαλινάρι το

συλληβαρωμένος - χαλιναρομένος

συλληβαρώνω - χαλιναρώνω - χαλινώνω

συλληβάρωσις η - χαλινάρωσις η

συλληφθείς - εγγαστρωμένη

συλλιγούδι το - σαύρα η - κολισαύρα η - βοστερίτζα η

σύμβαμα το - οπού λαχαίνει

συμβούλειον το - σύνοδος η - σύναξις η

συμβουλευτής ο - συμβουλάτωρας ο

συμβούλιον το - σνέδριον το

συμμάζωξις η - κοντή μάζωξις η - επιτομή η

συμπάθειον το - συγχώρειον το - συγχώρησις η - απόλυσις η

συμπάθιον το - συγχώριον το

συμπαθισμένος - συγχωρεμένος - απολυμένος

συμπαθώ - συγχωρώ

συμπαθώ - συγχωρώ - απολύω

συμφωνώ - ομονοιάζω

συμφωνώ - συμπέφτω

συνακολουθία η - συνέπεια η

συναμωμένος - δυνατωμένος

συναπάντημα το - απάντημα το

συνεφάκι το - νεφαλάκι το

συνεφιά η - συγνεφιά

συνεφιάζω - νεφαλιάζω

συνεφιασμένος - νεφαλιασμένος

σύνεφον το - νέφαλον το

συνήθεια η - έξις η

συνήθεια η - μαθεί το

συνήθεια η - μάθημα το

συνηθισμένος - μαθημένος

συνομωμένος - συνομωνιασμένος

συνομώνω - συνομονοιάζω

συνομωσία η - συνηβασμός ο - σιασμός ο

συνόρησις η - συνορισιά η

συντοπίτης ο - συμπατριώτης ο

σύντρεξις η - συντρομή η

σύντριψις η - συντριβή η

συντροφικός - καλοσυντρόφιαστος

σύρισμα το - συριγμός ο

συρμένος - συρτός

συφέρνω - συνέρχομαι

συχαμένος - συχασμένος

συχαμός ο - συχασμός ο - σύχαμα το

σύχαρος - χαρούμενος

σφαλερός - λαθητικός - γελαστής δολερός

σφαλιάζω - σφάλλω

σφαντάζω - φαντάζω

σφλύγγουνας ο - πνέμονας ο

σφυμός ο - σφυγμός ο

σχόλη η - εορτή η

σωθικά τα - σπλάγχνα τα

σώνω - ακανώ

σώνω - απωσώνω

σωπασμένα - μουλά

σωριάζω - σωρεύω

σώσμα το - κατευώδιον το

σωσμός ο - σωτηρία η

σωστά - αλάκαιρα

σωφροσύνη η - σωφρονιά η

σώφρωνας - σώφρων

ταβέρνα η - καπιλειό το - κρασουπουλειόν το

ταβερνιάρης ο - κρασοπουλητής ο

τάζομαι - κάμνω τάξιμον

τάκα η - στήμμα το

ταλαγούρι το - ταλιέρι το

ταλαιπωρεμένος - ταλαίπωρος

ταλικός - αχαμνός

ταλικός - τρυφερός

ταλικοσύνη η - τρυφεροσύνη η

τάμμα το - τάξιμον το

ταμπούρο το - τύμπανον το

ταξιδάρης ο - ταξιδαριά η

τάξις η - καταμήνια τα

τάξις η - παράταξις η

τάξις η - συνήθεια η

τάξις η - χρέος το

ταπεινός - απερίφανος

ταπείνωσις η - ταπεινοσύνη η - ταπεινότητα η

ταράζομαι - ανακατώνομαι

ταρακτής - ανακατωτής

ταραμένος - ανακατωμένος

ταραχή η - βοή η

ταραχή η - σύχυσι η

τασσάρω - αποκόφτω

ταύλα η - σανίδι το

ταφή η - θάψιμον το

ταχύ το - ταχυνή η

τειχόκαστρον το - τειχίον το - τείχος ο

τελειωμένος - αποτελειωμένος

τέλος το - τέλειωσις η

τέρι το - σύγκρισις η

τεριάζομαι - ομοιάζομαι

τέριασμα το - αναλογία η

τεριασμός ο - ομοίωσις η

τεσσαροκαντουνίζω - τετραγωνίζω

τεσσαροκαντουνισμένος - τετραγωνισμένος

τέταρτος - τέταρτον το

τέτοιος - εδοποιός - ο δείνα

τεχνικός - έντεχνος

τζακίζομαι - ξεπέφτω

τζακισμένον - κομμένον

τζακισμένος - ξεπεσμένος

τζακισμός ο - τζάκισμα

τζαμπούρνα η - ασκοτζαμπούρνα η

τζευδίζω - τραυλίζω

τζεύδισμα το - τραυλισμός ο

τζευδός - τραυλός

τζικούρι το - τζεκούρι το

τζιλιακόν το - κοιλιά η

τζίμπλα η - τζιμπλιά η

τζιμπλιάρης ο - τζιμπλαριά η

τζίνζεφρον το - τζίντζιφο το

τζίτουλα η - κιθάρα η

τζίχλα η - κίχλα η

τζόκαρα τα - ξυλοκάλιγα τα

τζουκνίδα η - ατζικνίδα η

τζόφλιον το - φλούδι το - φλούδα η

τζόχα η - ρούχο το

τηγανισμένος - τηγανιστός

τι; - ποίος;

τιμητικά - τιμημένα

τιμονεύω - κυβερνώ το τιμόνι

τιμορημένα - βασανισμένα

τιμωρητής ο - βασανιστής ο

τιμωρία η - βάσανον το - πιλάτεμα το

τιμωρισμένος - πιλατεμένος - βασανισμένος

τίποτις - τίποτα - τίποτε - ουδετίποτε - καθόλου

τιρέτα η - σύρτης ο

το λοιπόν - λοιπόν

τοκολήπτης ο - ζουράριος

τόκος ο - ζούρα η

τόλμη η - τόλμημα το

τόνος ο - σκοπός ο

τοξεύω - δοξεύω - σαϊττεύω

τόπος ο - πατρίδα η

του χρόνου - του καιρού

τούτος - ετούτος - αυτός

τραγούδι το - τραγούδισμα το

τραγουδώ - τραγωδώ

τράπεζα η - τραπέζι το - εστιατόριον το

τραυλός - τζευδός

τρέξιμον το - δρόμος ο - δρομή η

τρέσπι το - τρόποδον το

τρέφομαι - ανατρέφομαι

τρέφω - ανατρέφω - θρέφω

τριαντάφυλλον το - ρόδον το

τρίβγω - τρίβω

τριγλί το - τριγλίον το

τριγύρισμα το - περιφέρεια η

τρικάντουνον το - τρίγωνον το

τρικάντουνος - τρίγωνος

τρισμός ο - τριζομανία η

τρίχα η - μαλί το

τριχίτικος - τρίχινος

τρόπος ο - μόδος ο

τροφή η - θροφή η - ανατροφή η

τρυγώνι το - τρυγώνα η

τρυπώ - περνώ

τρωγίζομαι - κατατρώγομαι

τύπος ο - τρόπος ο

τυραννεία η - τυραννίδα η

τυραννώ - τυρανίζω

τύφλα η - τυφλιά η - τυφλάδα η - τυφλότητα η - τυφλομός ο

τύχη η - μοίρα η - ριζικόν το

υβρισιά η - ύβρισμα το

υγράδα η - χυμός ο

υγραιμένος - υγρός

υγρότητα η - υγράδα η

υιός ο - παιδί το

ύλη η - ούλη η - λάσπη η

υνί το - νι το

υπερβαίνω - καταπονώ

υπερπλήσιος - υπερπερίσιος

υπηκουτερός - υπήκοος

υπνιά η - νύσταξις η

υποθεσιάρης ο - δανειστής ο

υπομένα - υποφέρνω

υποχωρώ - δίδω τόπον

ύστερα - στην υστεριάν - τέλος - τελευταίον

ύστερα - τέλος

ύφασμα το - φάμα το

ύψος ο - γύψος ο

υψώνω - υψηλώνω

φαγάς ο - γουλιάρης ο

φαγάς ο - φαγάνα η

φαγί το - φαγητόν το

φαγούρα η - ξυσμάρα η

φαινέστρα - παραθύρι το

φαίνομαι - αποφαίνομαι

φαινόμενος - ορατός

φάλι το - αφάλι το

φανερός - δημόσιος

φανερός - καθάριος

φανερωμένος - ξεφανερωμένος

φανερώνω - ξεφανερώνω

φανέρωσις η - ξεφανέρωσις η

φάρο το - κουρπάς ο

φασκιά η - ζώνη η

φασσιανός - φάσσα η

φεγγίτες - γυαλιά τα

φέγγω - λάμπω

φελλός ο - μούλα η

φέρνω - αναφέρνω

φέτος - εφέτος - εφέτη

φευγός - φευγάτος

φιδόδερμα το - φιδόγδαρμα το

φιλημένος - κεντρωμένος

φιλί το - φίλημα το - κέντρωμα το

φιλιά η - γνωριμιά η

φίλος ο - γνώριμος

φιρμένος - εκστατικός

φλασκομηλιά η - αλισφακιά η

φλάφτω - φταίγω

φλέγα η - φλέβα η

φλεγοτομία η - φλεβοτομία η - φλεγότομον το - φλεβότομον το

φλεγοτομισμένος - φλεγοτομημένος - φλεβοτομημένος

φλόγα - γλώσσα της στιας

φλόκαλα τα - φρόκαλα τα - σαρώματα τα

φλοκάλι το - φιλοκάλι το - φιλεί το κάλλος

φλοκαλιά η - φροκαλιά η - σαρωματιά η

φλοκαλώ - φροκαλώ - σαρώνω

φνιάζω - ξετοπίζω - παρασαλεύω

φνιασμένος - ξετοπισμένος

φοβερός - τρομαρός

φοβερός - τρομαρός

φόβος ο - τρομάρα η

φοινίκι το - φοίνικον το

φονεύτρια η - φόνισσα η

φορά η - βολά η

φοραρισμένος - εσωπανιασμένος - φοδραρισμένος

φορασιά η - σημάδι το

φόρεμα το - ένδυμα το

φόρεμα το - ιμάτιον το

φορούρα η - φόδερα η - εσωπάνι το

φορώ - φοραίνω

φούντα η - τζουλούφι το

φουντανέλα η - καυτήριον το

Φράγκος - Ιταλός

φράκτη η - φραγμός ο

φρένα η - λωλιά η

φρένημα - φρόνημα

φρένιμος - φρόνιμος

φρίντζα η - φραγγιάτα η - καρκελίνα η

φρόκαλα τα - φλόκαλα τα - σαρώματα τα

φροκάλι το - σάρωμα το

φρόνιμα - τακτικά

φρονιμάδα η - σεμνότητα η

φρονιμάδα - φρονιμία

φρονιμία η - φρονιμάδα η - τάξις η - ευταξία η

φρόνιμος ο - σοφός ο

φρόνιμος - διακριτικός

φρόνιμος - τακτικός

φταίσιμον το - φταίσμα το

φτάνω - σώνω - αποσώνω

φτενός - λεπταίνω

φτερνισμός ο - φτέρνισμα το

φτερόν το - φτερούγα η

φτιασμός ο - φτιασίδι το

φτωχεία η - στενοχωρία η

φυλάγομαι - φυλάζομαι - φυλάττομαι

φυλάγω - φυλάζω - φυλάττω

φυλακτής ο - φυλακάτωρας ο - βιγλάτωρας ο

φυλακτός - φυλακτικός

φύλαξις η - βίγλα η

φυρασιά η - φύρασις η

φύσις η - κορμί το

φώνασμα το - γόσμα το - φωνή η

φωρασιάρης - ύποπτος

φώρασις η - φωρασιά η

φώρασις - υποψία

φως το - όρασις η

φως το - φωτιά η

φωτεινός - έκλαμπρος

φωτεινός - λαμπρός

φώτησις η - φωτισμός ο

χαϊμός ο - χαμός ο - ζημιά η

χαιρετισμός ο - χαιρέτισμα το

χαλασμένος - ποντισμένος

χάλκωμα το - κακάβι το

χαμάλης ο - βασταγάρης ο

χαμηλά - κάτω

χαμηλός - αγενής

χαμηλός - χαμερπής - ουτιδανός

χαμηλοσύνη η - δισγένεια η

χαμηλότερα - κατώτερα

χαμηλότερος - κατώτερος

χαμήλωμα το - χαμήλωσις η

χαμοβιολέτα η - βιολέτα

χαράτζι το - τέλος το

χαριτωμένος - όμνοστος

χαρούμενα - με καλήν καρδίαν

χαρτάς ο - βιβλιοπώλης ο

χαρτί το - βιβλίον το

χαρτοφυλάκιον το - αρχίβιον το

χέζω - κάμνω την χρείαν μου - κάμνω το νερό μου

χείλος το - χείλι το

χειροτέρησις - χειροτέρημα το

χελώνα η - χελώνι το

χέρι το - βραχίων ο

χερόκτι το - χερόρτι το

χερομαχική η - γεωργική η

χερομάχος ο - γεωργός ο

χεροπρίωνον το - χεροπριώνι το

χηρεία η - χειρεμός ο

χλιος - σύχλιος

χλωμιά η - χλωμάδα η

χλωμός - ξεθωρισμένος

χολειώ - χολειάζω

χοντρικά - ατέχναστα

χοντρίτης - χοντρός

χοντρός - άτεχνος - ατέχνευτος

χοντροσύνη η - ατεχνοσύνη η

χοντρότατα - χοντρικά - άγνωστα

χορτάρι το - χόρτο

χόρτασις η - χορτασμός ο

χρειά η - ανάγκη η

χρεία η - ανάγκη η

χρειάζομαι - έχω χρείαν

χρειαζούμενος - αναγκαίος

χρειαζούμενα - αναγκαίως - αναγκαίον - απ' ανάγκην

χρέος το - χρέη τα

χρέος το - χρείος το

χρεώστης - χρεοφειλέτης ο

χρεωστώ - χρουστώ

χρονίζω - ξεχρονίζω

χρυσοσαύρα η - βόστερος ο

χρώμα το - βαφή η

χύμα το - επιρροή η

χύμα το - χύσις η

χυμένος - χυτός

χωνεψιά η - χώνεψις η

χώνομαι - κρύβομαι - κρύφτομαι

χώνω - κρύβω - κρύφτω

χωράφι το - αγρός ο

χώρια - ξέχωρα

χωριατιά η - χωριατοσύνη η - χοντροσύνη η

χωριάτικα - χοντρικά

χωρίζομαι - ξεχωρίζομαι

χωρίζω - ξεχωρίζω

χωρισμένος - ξεχωρισμένος

χωριστά - ξεχωριστά

ψαλτός - ψαλμένος

ψεγαδιάζω - ψέγω

ψέμα το - ψευδοσύνη η - ψευδολογία η

ψεμαράρης ο - ψεύτης ο

ψεματαριά η - ψεύτρια η

ψεματεύω - ψέματα λέγω

ψεματινά - ψεύτικα

ψεματινός - ψεύτικος

ψηλά - υψηλά

ψηλός - αψηλός

ψηλωμένος - υψωμένος

ψήμα το - ψήσις η

ψιλολογία η - λεπτολογία η

ψιλός - φτενός

ψιλοσύνη η - φιλότητα η - ψιλοκοπία η

ψιχάλα η - ψιχάλισμα το

ψίχουλον το - θρούβαλον το

ψουνίζω - ψωνίζω

ψουνιστός ο - ψωνιστής ο

ψούνος - η καθημερινή έξοδος

ψοφίμι το - βρόμος ο

ψυχανάφρεφτος ο - ψυχοπαίδι το

ψυχηκάρις ο - ψυχηκαριά η

ψυχούλα η - ψυχαράκι το

ψώμα το - ψέμα το

ψωμοζήτης ο - διακονιάρης ο

ψωμοζήτρια η - διακοναριά η

ψωμοζητώ - διακονώ

ψώνι τι - ψούνος το

ψώνι το - προσφάγι το

ψωριάρης ο - ψωραριά η

ώμος ο - νώμος ο

ωρισμένως - οριστικός

ωσάν μωρόν - μωρουδιακά

ωσάν - παρολίγον

ωσάν - σαν - ότι

ωσάν - σαν - σα

ώστε που - ώστε να

ώστε - ώστε που

ώφελος το - ωφέλεια η

ωφελώ - φελώ

 

 

Κατάστιχα ρωμαίικων λέξεων από το λεξικό του Somavera (1709)

 

Δημήτρη Λιθοξόου



 

Ο Θησαυρός της Ρωμαίκης και της Φραγκικής Γλώσσας - ήγουν λεξικόν ρωμαίκον και φράγκικον πλουσιώτατον (ή Tesoro della Lingua Greca-Volgare ed Italiana - cioe ricchissimo dizzionario Greco-Volgare et Italiano), έργο του Φραντζέζου Καπουτζίνου Αλεξίου του Σουμαβεραίου ή  Alessio da Somavera, τυπώθηκε στο Παρίσι το 1709, στο τυπογραφείο του Michele Guignard.

Ο συγγραφέας του βιβλίου, χρειάστηκε σαράντα χρόνια για να συγκεντρώσει το υλικό. Στην προσπάθειά του αυτή, «ετζάκησε νουν και ψυχήν», όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο.

O Somavera άκουσε και κατέγραψε τις ρωμαίικες λέξεις, όπως ακούγονταν στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα στην Πόλη, τη Σμύρνη, τη Χίο, την Κρήτη, την Αθήνα, το Μωριά, την Πάρο, τη Νάξο, τη Μύλο και σε άλλα νησιά της Άσπρης Θάλασσας. Πρόσθεσε βέβαια και αρκετά λόγια στοιχεία, «πολλαίς ελληνικαίς λέξεις» από τη Γραμματική, τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία. Αναλογικά πάντως, αρκετά λιγότερες, από όσες βρίσκουμε σε άλλα παρόμοια λεξικά.

Το έργο χωρίζεται σε δυο τόμους. Ο πρώτος (με 498 σελίδες) περιέχει το ρομέικο-ιταλικό και ο δεύτερος (με 540 σελίδες) το ιταλικό-ρωμαίικο τμήμα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο λεξικό (και) της ρωμαίικης. Είναι πλουσιότερο και για μένα σημαντικότερο των: τρίγλωσσου λεξικού του Simone Portio (1635), τετράγλωσσου Θησαυρού του Γεράσιμου Βλάχου (1659), ιταλο-ρομέικου του Bernardino Piazola (1789), τρίγλωσσου του Γεωργίου Βεντότη (1790), και τρίγλωσσου του Σκαρλάτου Βυζαντίου (1835).

Εκτός από την αλφαβητική ταξινόμηση των λέξεων, υπάρχουν διάσπαρτα στις σελίδες του Θησαυρού αρκετά κατάστιχα, όπου εμφανίζονται οι λέξεις σε θεματικές ενότητες. Τα περισσότερα και σημαντικότερα από αυτά τα κατάστιχα, αντιγράφω και παρουσιάζω εδώ.

Πολλές από τις λέξεις των κατάστιχων τις βρίσκουμε (ίδιες ή παρόμοιες) το 1822 και στο Ονομαστικό του Ψαλίδα. Άλλες πάλι, υπάρχουν μόνο στο ένα έργο. Γι’ αυτό τα κείμενα του Somavera και του Ψαλίδα, καλό είναι να χρησιμοποιηθούν συγκριτικά και συμπληρωματικά, από όσους αναγνώστες ενδιαφέρονται να ασχοληθούν περισσότερο με τη ρωμαίικη γλώσσα.


 

12.1.2011

 

 

Κατάστιχο των κυριοτέρων ανέμων

Lista delli venti principali

 

 

1. ο βορειάς: la tramontana

2. ο γαρμπής: il garbino

3. ο γρεγάλης: il gregale

4. η γραιοτραμουτάνα: la grecotramontana

5. ο γραίος: il greco

6. το λεβάντε: il levante

7. το μαϊστράλι: il maestrale

8. η νοτιά, ο νότος: il sirocco

9. το πονέντε, το πουνέντε: il ponente

10. o εμπάτης: il vento foraneo

11. οι άνεμοι της στεριάς: altani

 

 

Κατάστιχο των αρμάτων της φωτιάς

Lista delle arme da fuoco

 

1. το αρκιμπούζο: l’archibugio, arcobugio, lo schioppo

2. το ατζάλι, το τζελίκι, το τουφέκι: il focile, l'azzalino

3. το κομμάτιη λουμπάρδα: il canone, il cannone, la bombarda, il pezzo d’artigliaria

4. ο κομπαράς: la granata

5. το μάσκουλον: il mortaletto

6. η μπούμπα: la bomba

7. η περιέρα: il petriere

8. η πιστόλα: la pistola

9. το τουφέκι: il moscetto

 

 

 

Κατάστιχο των αρμάτων του χεριού

Lista dell’armi da mano

 

 

1. η αλαμπάρδα: l’alabarda

2. το δοξάρι: l’arco

3. το κοντάρι: la pica

4. η λάντζα: la lancia

5. το μαχαίρι: il coltello

6. η μπαλέστρα: la balestra

7. ο μπαλτάς: la scure, l'acetta

8. ο ντζερίτης: il giavelotto, il dardo

9. η πάλα: la mezza spada

10. το πουνιάλι: il pugnale

11. το σπαθί: la spada

12. το στελέτο: lo stiletto

13. η χάρμπα: la harba

 

Κατάστιχο των αρρωστιών

Lista delle malatie

 

 

1. ο & η άμμος: il calculo, l’arena

2. οι ανεμοβλογιές: le varole volatticcie

3. η αντεροκήλη: l’ernia, l’hernia

4. ο αποβαρμός, η απόβαρσις: l’aborto, l'abortimento

5. οι ατριδόνες, οι ζοχάδες: l’emorroidi, le morroidi, le morici

6. οι αχελόνες, τα αχελόνια: le scrofole, le strozzole

7. ο βήχας: la tosse

8. ο βουβώνας: pannocchia

9. η βροτίδα, το δροτίδι: la rognuzza

10. ο βυθισμός, η ληθαργία: la letargia

11. τα γλυκιά: la gocciolina

12. η γούσουρα, η γούσορα: l’apoplessia

13. η γονάγρα: la gonagra, la gotta al ginocchio

14. ο πόνος των δοντιών: il dolor de’ denti

15. η δυσουρία, η στραγκουρία: la stranguria

16. οι ευλογιές: la varole

17. η ζάλη: il capostorno, capogatto, il capoglio, la vertigine

18. η ζαφράνα, η ζαφρανάδα, η κιτρινάδα: il morbo regio

19. η ζέστη, η θέρμη, η θερμασιά, ο πυρετός: la febbre

20. οι ήλερες: le varole asciute

21. η θανατουλήδα, το μαυροτήγανο: il foroncolo pestilelentiale, e mortale

22. η καγκρένα, το κάγκαρο: la cancrena, la cangherella

23. τα καλάτου, το μορκάτο, η επιληψία: l’epilessia, il mal caduco

24. το καρβούνι: il carbone, il bubone

25. ο καρδιόκτυπος: la palpitatione di cuore

26. ο καρδιόπονος: il mal di cuore

27. η κασίδα: la tigna

28. η καταρροή, το συνάχι: il catarro

29. η κατεβασιά, η κατηβασιά: la flussione

30. η κεφαλουριά, ο πόνος του κεφαλιού: il mal di testa

31. η κίνηση, η κοιλιά: il flusso di ventre

32. η κόκκινη αστένεια: la fersa de’ bambini

33. η κόλικα, ο κολικόπονος: i dolori colici

34. ο κόρακας: la schiranzia, la schinanzia, la scaranzia, la squinantia, la squilanzia

35. το κρύομα: il mal di freddura

36. το κρυόρεμα: la flussione

37. το κτηκιότο φτυκιό: la polmonia, la tisichezza

38. η λαφροστιά: la risipila, la risipilla, la risipola

39. η λειχήνα, η λεχήνα, η λειχιά: la volatica, l'impetigine

40. η λιγοθυμιά: lo svenimento, il deliquio, la sincope

41. η λοιμική: le pettecchie, le petechie

42. η λωβιά, η λέπρα: la lepra

43. η μάνα, ο πόνος της μάνας: il mal di madre

44. ο πόνος των ματιών: il mal de gl’occhi

45. οι μαρμαροβλογιές: varole intitolate di marmo

46. το μισοκέφαλο, ο δαλμάς: la micrana, l'emigrana

47. το ξέρασμα: il vomito

48. η πανούκλα, η σκορδούλα: la peste

49. η παραλυσία: la paralisia

50. ο περίδρομος: il panariccio

51. η πέτρα: la petra

52. τα πηλώματα, η λυσεντερία: la dissenteria, il flusso di sangue

53. η πλάκα, η φάγουσα: il cancaro, il canchero

54. η ποδάγρα, η ποδαγριά: la podagra, la gotta

55. οι πόνοι: le doglie del parto

56. η πούντα, το πλευριτικόν, ο πόνος του πλευρού: la punta

57. η πύκνωση: il catarro che impedisce la respiratione dal naso

58. το ρεματικό, το ρευματικό: il reumatismo

59. η σιάτικα: la sciatica

60. το σπάσμα: la rottura

61. η στένωση, το άσθμα: la strettezza del petto, l'asma, l'asima

62. η σπλήνα: il mal di milza

63. το σταφυλίτζι: la lugola cascata,ò rilassata

64. ο σφαμόςο σφασμός: il mal di vita, ò di ventre

65. ο σφυρισμός: il tintinnito

66. οι ταβέλλες: la verola, la varola, il mal venereo

67. η τζίμπλαη τζιμπλάδαη τζιμπλιά: la cippa, la cispità, la cespità, la lemma, la lippitudine

68. η τρεμούλα: il tremore

69. η υδροπισία, η υδροπικά, η υδροπική, η τροπικά: l’idropisià

70. η φίστουλα, η φίστουρα: la fistola

71. η φράξη: l’opilatione

72. η φρένα: la frenesia

73. η χειράγρα, η χειραγριά: la chiragra, la gotta alla mano

74. το κριθάρι του ματιού: l’orzuolo, l’orziavolo

75. η ψώρα: la scabbia, la rogna

76. ο ψωροφήτης: la gonfiatura che viene alla testa de’ fanciulli

 

 

Κατάστιχο καμπόσων λογιών γουμών

Lista di alquante sorti di gomme

 

1. η αρατζίνητο αρατζίνιτο ρετζίνι: raggia, ragia rasa, sasina, rasapina

2. το βιτριόλο, το βιτριόλι: vitriolo

3. η δενδρόκολλα: comma d’albero

4. το δράκαντο, το τράκαντο: tragacanta

5. το θυμίαμα, το λιβάνι: incenso

6. η καμφορά: canfra

7. η μαστίχα, η μαστίχη: mastica, mastice, mastico

8. το μεντζουβί: belsoino, bengioino, belgimi, belgini, belgivi, belgioni

9. η μύρρα: mirra

10. η πετζόκολλα: colla di carniccio

11. η πίσσα: pece, peccia, pegola

12. η σαρκόκολλα: sarcocolla

13. το στουράκι: storace

14. η τρεμεντίνατο τριμίδι: trementina, termentina, terebentina

15. η ψαρόκολλα: colpesce

 

Τα του δένδρου

Le cose appartenenti all’albero

 

1. η ρίζα του δένδρου: la radice dell’albero

2. τα κλωσταράκια της ρίζας, οι ίνες της ρίζας: le fibre della radice

3. το κούτζουρο ή το κορμάλι ή ο κορμός του δένδρου: il tronco, ò il troncone dell’albero

4. οι παραριζίτες: i rampolli che nascono attorno al tronco

5. η μούχλα του δένδρου: il moscolo che viene attorno ao tronco

6. η φλούδα του δένδρου: la scorza grossa dell’albero

7. το φλουδάκι ή η πετζοφλούδα του δένδρου: la scorza sottile dell’albero

8. το δάκρυ ή το ζουμί του δένδρου: il succhio dell’albero

9. η καρδιά του δένδρου: il fusto dell’albero

10. ο μυαλός του δένδρου: la midolla dell’albero

11. τα κλαδιά του δένδρου: i rami dell’albero

12. τα κλαδάκια του δένδρου: i ramuscelli dell’albero

13. οι βλαστοί του δένδρου: i tenerumi, ò le pipite dell’albero

14. τα μάτια του δένδρου: i germogli, ò i boccoli dell’albero

15. τα φύλλα του δένδρου: le foglie dell’albero

16. οι ράμνοι: i rami con le foglie

17. τα άθη, τα άνθη: i fiori dell’albero

18. το πωρικό: il frutto dell’albero

19. οι ράμνες: i rami con li frutti

20. οι φούντες: le ciocche

21. η κορφή του δένδρου: la cima dell’albero

 

 

Κατάστιχο των δένδρων των καρπησερών

Lista degl’ alberi fruttiseri

 

 

1. η αβραμηλιά: il prugno comune

2. η αγραβανιά: l’albero della Giudea

3. η ακρανιά: il corniolo, il cornolaro

4. η αμυγδαλιάη αμυγλαδιά: il mandolo, il mandorlo

5. η απιδιά: il peraro

6. η αχλαδιά: il peraro salvatico

7. η βισινιά: amarin, marasco, visciolo

8. η δαμασκηνιά: il prugno damasceno

9. η ελιά: l’olivo, l’ulivo

10. η καϊσιά: l’armelino, l’armeniaco

11. η καρουμπιάη ξυλοκερατιά: la carobba

12. η καρυδιά: il nogato, il noce, la noca

13. η καστανιά: il castagno

14. η κερασιά: il ciriegio

15. η κιτριά: il citrone

16. η κουκουβιά: la piopa

17. η κουκουμαριά: l’albrato, l’arbuto, il corbezzolo

18. η κουκουναριά: pina

19. η κουρμαδιάη φινικιά: il dattelo, il dattoliere, la palma

20. η κυδωνιά: il cotogno

21. η λεμονιά: il limone

22. η λεφτοκαριάη φοντουκιά: il nocello, il nocciulo

23. η μηλιά: il pomaro, il pomo, il melaio, il melo

24. η νεραντζιά: l’arancio

25. η νεσπουριά, η μουσκουλιά: il nespolo

26. η ντζαρναλουδιά, η ντζαρντελιά, η βερικοκιά: il pericoco

27. η πιστακιά: il pistacchio

28. η ροδακινιά: il persico, il pesco

29. η ροδιά, η ρουδιά, η ροϊδιά: il granato

30. η σορμπιά: il sorbolaro

31. η συκαμινιά, η συκαμιλιά: il moro

32. η συκιά: il ficaro, il fico

33. η τζιντζιφιάη τζιντζιφριάη τζιντζεφριά: il giugiolo, il zinzefo

 

 

Κατάστιχο των δένδρων των ακάρπων

Lista degl’ alberi infruttuosi

 

1. η αγριοπιτυά: l’albero dal quale si cava la pegola

2. η αίγειρα: l’alno, l’ulno, l’antana

3. η ακηκιδιά: l’albero della galla

4. το άμπανο, το έμπανο, το αμπανόσι, ο έβανος: l’ebbano, l’ebeno

5. ο ασπροπεύκος: l’albero tremolo

6. ο ασφένδανος: l’acero

7. η δάφνη: il lauro, il loro, l’alloro

8. η δρυς, η βελανιά: la ghianda

9. ο έλατος, η ελάτη: il sapinio, ò sapino

10. η ερινιά: il fico salvatico

11. η ετιά: il salse, il salice, il salcio, il salisastro

12. η ζυγιά: il carpino, il carpine

13. το καβάκι: l’oppio, il pioppio, la pioppa

14. ο κέδρος: il cedro

15. η κουκουβιά: il pioppo

16. η κυπαρισιά, το κυπαρίσι: il cipresso

17. η μελέα: il frassino, il frassignuolo

18. η οξυά: il fagaro, il faggio, il fago

19. ο πεύκος: l’olmo

20. η πιτυά: il larice, il larese, il lareze

21. ο πλάτανος: il platano

22. ο πρίνος: l’elce, l’elice, il leccio

23. η σμιλακιά: il tasso, il nasso, il masso

24. η τζικουδιά: il terebinto

25. ο φελλός: il sovero, il suvero, il sughero

26. η φύλυρα: il frassino

 

 

Κατάστιχο των δενδρουλακίων

Lista degl’ arbuscelli

 

1. η αγριάμπελος: la labrusca, la vite salvaggia

2. η αγριοδαμασκηνιά: il prugno salvatico, lo spino

3. το αγριόκλημα: la madreselva, la matriselva, il madrezzio, il caprifoglio.

4. η αγριοκουκουναριά: la pina salvaggia

5. η αγριομερσινιά: il rusco

6. η αγριοπιτυά: il larice salvatico

7. η αγριοσταφυλιά: l’uva spina, l’uva crespa, il crespino

8. η αλυγαριά: l’agno casto, il vitice

9. η αμπελος, το κλήμα: la vite

10. η βατζινιά, το κυνόροδο: il rovo canino

11. η βάτη, ο βάτος: il rovo, il rovetto

12. το γιασουμί: il gelsamino

13. η γλυκόριζα: la regolitia, la rigolizia, la ligorizia

14. το δενδρολίβανο, το ροσμανί: l’osmarino, il rosmarino, il ramarino

15. η κανέλα: la canela

16. η κάσια: la cassia

17. η καππαριά: il capparo, il cappero

18. ο κιοσός: l’edera, l’ellera

19. η κλεμαξίδα: il viborno, il viburno, la lantana

20. η κουφοξυλιά: il sampuco

21. το λεϊλάκι: i secchi amori

22. το λιβάνι: l’albero dell’incenso

23. ο λωτός: il loto

24. η μερτινιά: il mortello, il mirto, il mirtidano

25. η μοσκοκαρυδιά: l’albero della noce moscata

26. το μοσκοκάρφι: l’albero del garofalo

26. η μυστικιά: il tamarice, la tamarigia, il tamarigio, il tamarisco, il tamarisso

27. η ντζενέβρα: il ginepro

28. ο πίξος: il bosso

29. ο ράμνος: il ramno, la marucca, la spina giudaica

30. η ροδοδάφνη: il rododafne, l’olcandro

31. η σαβινιά: la savina, la sabina, la savinella

32. η σπαρτιά, ο σπάρτος: la ginestra

33. το στουράκι: storace

34. το σχινάρι, ο σχίνος, ο αγριόσχινος: lo shino, il lentisco, il lentiscio

35. η τριανταφυλλιά: rosaio

36. η φιλύρα: il ligustro

37. η φούντα: la betula

 

 

Οι βαθμοί της εδικοσύνης από τη μεριά των αρσενικών

I gradi do consanguinità dalla parte de’ maschi

 

1. ο αποπάππους: il trisavolo

2. ο προπάππους: il bisavolo

3. ο πάππους: l’avolo, il nonno

4. ο κύρης, ο πατέρας, ο γονιός: il padre

5. ο υιός: il figlio, il figliuolo

6. το εγγόνι, ο έγγονας: nipotino, ò nipote rispetto al nonno, ò alla nonna

7. το προεγγόνι: il figliuolo del nipotino

8. το απεγγόνι: il nipote del nipotino

9. ο αδελφός: il fratello

10. ο ανειψιός, ο πρώτος, ο δεύτερος, και ο τρίτος: il nipote, ciòè, il figlio del fratello, ò della sorella nel primo, secondo, e tertio grado

11. ο θειός, ο μπάρμπας: il zio

12. ο προθειός, ο μεγάλος θειός: il drande zio

13. ο αποθειός, ο πλέον μεγάλος θειος : il più grande zio

14. ο αξάδελφος, ο πρώτος, ο δεύτερος, και ο τρίτος: il cugino nel primo, secondo, et terio grado

 

 

Οι βαθμοί της εδικοσύνης από τη μεριά των θηλυκών

I gradi do consanguinità dalla parte delle femine

 

1. η απομαμμή, η απομαδόνα: la trisavola

2. η προμαμμή, η προμαδόνα: la bisavola

3. η μαμμή, η μαδόνα, η γιαγιά, η βαβά, η λαλά, η κυρούλα: l’avola, la nonna

4. η μάνα, η μητέρα: la madre

5. η κόρη, η θυγατέρα: la figlia

6. η εγγόνη: la nipotina, ò nezza, ciòè la nipote rispetto al nonno, ò alla nonna

7. η προεγγόνη: la giglia della nezza

8. η απεγγόνη: la nezza della nezza

9. η αδελφή: la sorella

10. η ανεψιά, η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη: la nipote ciòè la figlia del fratello, ò della sorella nel primo, secondo e tertio grado

11. η θειά, η άμμια: la zia

12. η προθειά, η μεγάλη θειά: la grande zia

13. η αποθειά: la più grande zia

14. η αξαδέλφη, η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη: la cugina nel primo, secondo e tertio grado

 

 

Οι βαθμοί της εδικοσύνης δι’ αφορμή παντρίας από τη μεριά των αρσενικών

I gradi di affinità per cagione di matrimonio dalla parte de’ maschi

 

1. ο ανδράδελφος: il cognato, ciòè il fratello del marito

2. ο γυναικάδελφος: il cognato ciòè il fratello della moglie

3. ο κουνιός, ο κουνιάδος, ο συγγενής: il cognato in generale, et è il vocabolo corrente

4. ο γαμπρός: il cognato, ciòè il marito della sorella

5. ο γαμπρός: il genero

6. ο πεθερός: il suocero

7. ο συμπέθερος: il consuocero

 

 

Οι βαθμοί της εδικοσύνης δι’ αφορμή παντρίας από τη μεριά των θηλυκών

I gradi di affinità per cagione di matrimonio dalla parte delle femine

 

1. η ανδραδελφή: la cognata, ciòè la sorella della moglie

2. η κουνιά, η κουνιάδα, η συγγένησα: la cognata in generale et è il vocabolo corrente

3. η νύφη, η νύμφη: la cognata, ciòè, la moglie del figliuolo

4. η πεθερά: la suocera

5. η συμπεθέρα: la consuocera

 

 

Κατάστιχο των τετραπόδων ζώων των ημέρων

Lista degl’ animali quadrupedi mansueti

 

1. η αγελάδα: la vacca

2. το αγελαδάκι, η μαζέτα: la vaccheta, la giovenca, la manza

3. το άλογο: il cavallo

4. το αρνάκι, το κουζί: l’agnellino

5. το αρνί: l’agnello

6. το βόδι, το βοϊδι, το βούδι: il bue, il bove

7. η βουβάλα: la buffala

8. το βουβάλι: il buffalo

9. η γαδάρα, η γαϊδούρα: l’asina

10. ο γάδαρος, το γαδούρι, το γαϊδούρι: l’asino

11. το γαδουρόπουλο, το γαδουράκι, το γαϊδουράκι: l’asinello

12. η γουρούνα, η σκρόφα: la porca, la scrofa

13. το γουρουνάκι: il porchetto

14. το γουρούνι: il porco

15. το δρομεδάριο: il dromedario

16. η καμήλα, το καμήλι: il camélo

17. η κάτα: la gatta, il gatto

18. το κατζάκι: il gattino

19. η κατζίκα, η αίγα, η γίδα: la capra

20. το κατζικάκι, το ριφάκι: il caprettino

21. το κατζίκι, το ερίφι, το ρίφι: il capretto

22. το κουνέλι: il coniglio

23. το κουτάβι: la cagna che hà cagnolini

24. το κριάρι, ο κριός: l’ariete

25. το λαγονικό: il levriere

26. το μοσχάρι, το δαμάλι: il vitello

27. το μουλάρι: il mulo, la mula

28. ο μπουγάς, ο ταύρος: il tauro

29. το πουλάρι: il poledro

30. το πρόβατον: la pecora

31. ο ροντζίνος: il ronzino, il bidetto

32. η σκύλα: la cagna

33. το σκυλάκι: il cagnolino, il cagnoletto

34. ο σκύλος, το σκυλί: il cane

35. ο τράγος: il becco, il capro

36. η φοράδα, η άλογα: la cavalla, la giumenta

37. ο χοίρος: il verro

 

 

Κατάστιχο των τετραπόδων ζώων των ανημέρων

Lista degl’ animali quadrupedi non mansueti

 

1. το αγριογάδαρο, ο αγριογάδαρος: l’asino salvatico

2. η αγριοκάτζικα, η αγριόαιγα, η αγριόγιδα: la carpa salvatica, la rucicapra

3. το αγριοκάτζικον, το αγριόγιδον: il capriolo, il capriuolo, il cavriuolo

4. η αλεπού: la volpe

5. η ατζίδα, το κουνάδι, ο μοσκοπόντικος: la faina, la fuina

6. η ζαρκόδα, το ζαρκάδι: il daino

7. το καρσάκι: il vaio

8. το καστώρι, ο κάστωρας: il castore

9. ο λαγός: la lepre

10. το λάφι: il cervo

11. η λαφίνα: la cerva

12. η μαϊμού: la scimia, la simia

13. το μεγάλον ζώον: l’alce, il dante

14. το μονοκέρατον: l’alicorno

15. η νυφίτζα, η ποντικονυφίτζα: la mustella, la donnola

16. ο ποντικός: la sorge, il topo

17. ο σκαντζόχοιρος, ο καντζόχοιρος: l’irice

18. η σκιρατούλα: lo schirattolo, lo schiriattolo, lo schiriuolo

19. ο τυφλοπόντικος, ο χαμόρυγας: la talpa

20. το φίλι: l’elefante, il leofante

 

 

Κατάστιχο των τετραπόδων ζώων των αγρίων

Lista degl’ animali quadrupedi fieri

 

1. το αγριογούρουνο, ο αγριόχοιρος: il cinghiale

2. η αρκούδα: l’orso

3. η λέαινα, η λεωνίνα, η λιωνίνα: la leonza, la leonezza

4. το λεωντάρι, το λιωντάρι: il lione

5. το λεωντόπαρδο, ο πάρδαλος: il leopardo, il leonpardo

6. η λύγκα: la lince

7. ο λύκος: il lupo

8. η λύχενα: la lupa

9. η πανθέρα: la pantera

10. ο ρινόκερος: la rinoceronte

11. ο τίγρις: la tigre

12. η ύαινα: l’hiena

 

Κατάστιχο καμπόσων λογιών ζωδακιών

Lista d’alquante sorti di animaluzzi

 

1. η ακρίδα: la locusta

2. η αλογόμυγα: la mosca cavallina

3. το ανεμοκάμηλον, το καμηλάκι, το καμελεωντάρι: il cameleone, il cameleonte

4. ο ασκάθαρος: lo scarafaggio

5. η ασπίδα: l’aspide

6. ο βασιλίσκος: il basilico

7. το γαργάρι, η καλέντρα: il gargatone, la tignuala, il bigattolo del formento, il verme che rode le biade

8. ο γρύλλος, ο κουτάλαφας: il grillo

9. το δαμάλι, ο καντηλοσβήστης: il tafano, il taffano

10. ο δράκοντας: il dragone

11. ο ζήζικας, ο ζήζιγας, ο τζίντζικας, ο τζήζικας, ο ντζήζικας: la cicale

12. η ζίνα: sorte di mosca che si trova dentro le rose

13. η κάμπια: la bruca, il bruco, il brucolo

14. η κάμπουρα, ο σκόρος: la tarla

15. η κανθαρίδα: la cantaride, la cantarella

16. ο κοκόρδειλας: il cocodrillo

17. η κόριζα, ο κοριός: la cimice

18. ο κούνουπας, το κουνούπι, το κανάρι: la zanzara

19. η κωλοσαύρα, η κολισαύρα, η σαύρα, η χρυσοσαύλα, η βοστερίτζα, το συλλιγούδι: la lucerta, la lucertola, il ramarro

20. η κωλοφωτιά, η λαμπρινίτζα: la lucciola

21. η μέλισσα: l’ape

22. το μερμίγκι, ο μέρμιγκας: la formica

23. το ματαξαριό: il bombice, il bigatto

24. ο μπιμπίκας: il pedicello, pellicelo, piluccelo, il bolcello, il bacolino, la setola

25. η μύγα, η μύγια: la mosca

26. η όχεντρα, η οχιά: la vipera

27. η πεταλούδα: la farfalla

28. η ρώγια, ο αλιφαντής: il ragno

29. η σαλαμάντρα: la salamandra

30. η σκολόπεντρα, το κάτεργο: la scolopendra

31. η σφαλαγγίδα, το σφαλάγγι: il falangio, lo spalagio

32. η σφήκα: il vespa, il pecchione, il fuco

33. η ταράντουλα: la tarantola

34. η τρώγα: il pidocchio che mangia il fromento

35. το χιλιοπόδαρο: il centogambe, il mille piedi, il porcelletto di sant’antonio

36. η ψήρα: il pidocchio, il pedocchio

37. ο ψύλλος: il pulice

 

Κατάστιχο καμπόσων λογιών καραβιών

Lista di alquante sorti de navigli

 

1. καράβι του πολέμου: varcello di guerra, galeone

2. κουρσάρικο καράβι: varcello di corso

3. πραματευτάδικο καράβι: varcello di mercantia

4. καράβι του φορτωμάτου: varcello di carino

5. καράβι της φωτιάς: varcello di fuoco, brulotto

6. καράβι της φύλαξης: varcello di presidio

7. βλεπτικό καράβι: varcello di guardia

8. καράβι το όποιο τη νύκτα αφτουμένο έχει το φανάρι του: varcello reggente

9. η πουλάκα, η πουλάκρα: polacra

10. η ταρτάνα: tartana

11. η σαϊτιά: saettia

12. το καραμουσάλι: caramusale

13. η σάικα: saica

14. το τζεμπέρι: tsembero, tsimbero

15. η γαλιάτζα, η μαούνα: galeazza, galiaza

16. το κάτεργο: galea, galera

17. η λόντρα: londra

18. η φεργάδα: fregata

19. το μπεργαντί, το αρματωμένο: bergantino

20. η σκαμπαβία: scampa-via

21. η φελούκα: feluca

22. η φούστα: fusta

23. η βάρκα: barca

24. ο σκύφος: schifo, palischermo

25. το σαντάλι: sandalo, schifo grande di saica

26. ο κύρτος: nassa

27. το καΐκι: caico, caichio

28. το πέραμα: tragetto, traghetto

28. το ψαράδικο καράβι: vascello, ò naviglio da pescare

 

 

Τα του καραβιού

Le cose appartenenti alli navigli

 

1. η καρίνα: la carena

2. η πλόρη: la proda, la prora

3. το σπερόνι, το σπερούνι, ο σπηρούνι, η μήτη του καραβιού: lo sperone, lo sprone, la punta del naviglio

4. η πρύμνη, η πρύμη: la poppa

5. η μπαντέρα, η μπαντιέρα, το φλάμπουρο: la bandiera, lo stendardo

6. το φανάρι: la lanterna, il fanale

7. το τιμόνι: il timone

8. το μανίκι του τιμονιού: l’aggiaccio

9. η κουβέρτα: la coperta, la tolda, il ballatoio, il balladore, la corona della nave

10. το αμπάρι: la stiva

11. η σαβούρα: la savorra

12. η σεντίνα: la sentina

13. το κατάρτι, τα κατάρτια: l’arbore, gl’arbori

14. η γάμπια, το καπάσι: la gabbia

15. η αντένα, οι αντένες: l’antenna, le antenne

16. οι μπαντερόλες, τα πινέλια: le banderuole, I pennoncelli

17. οι φιλιάντριες: le fiamme, sorte di bandiere, lunghe, puntute

18. τα σκοινιά: le corde

19. τα αξάρτια: le sarte

20. οι γουμένες, τα παλαμάρια: le gumene

21. τα σίδερα, οι άγκoυρες: le ancore, i ferri

22. τα πανιά, τα άρμενα: le vele

23. η μαΐστρα: la vela grande

24. το αρτημόνι: l’artimone

25. η μεζάνα: la mezzana

26. το τριγκέτο: la trinchetta

27. η σκότα: la scota

28. τα κουπιά: i remi

29. ο σκαλμός, το ξύλο στο οποίο δένονται τα κουπιά: il palaschermo, overo il legno al quale si legano i remi

30. οι μπάγκοι: li banchi

31. η κομπάνια: la dispensa, la salvarobba

32. ο φουγός: il fuocone, il focone

33. η σανταμπάρμπαρα: la santa barbara

34. η αρματολογιά: l’arme d’ogni sorte

35. οι φωτιές: le bocche da fuoco

36. τα κομμάτια, οι λουμπάρδες: i canoni, i pezzi d’artellaria

37. οι περιέρες, οι πετριέρες: li petrieri

38. τα πορτελέτα: le troniere

 

 

Κατάστιχο καμπόσων καρπών των χορταριών

Lista di alquanti frutti delle herbe

 

1. το αγκούρι: cocomero, cucumero

2. η αγκυνάρα: carcioffo, cacioffolo, articiocco

3. ο χλωρός αρακάς, το χλωρό μπιζέλι: pisello

4. η κάπαρη: capparo, capperó

5. το καρπούζι, το χειμωνικό: melone d’acqua, anguria

6. το κολοκύθι: cocozza, cucuzza, zucca

7. η μελιντζάνα: melenzana

8. το ποπόνι, το πεπόνι: melone, mellone

9. το χλωρό ροβίθι, το χλωρό ρεβίθι: cece, cicero

10. το φασόλι, το φασούλι: faggiuolo

11. το φλασκόμηλο: pomo de salvia

12. το χλωροκούκι, το μπακλά: fava fresca

 

 

Κατάστιχο καμπόσων καρπών της γης

Lista di alquanti frutti della terra

 

1. ο αμανίτης, το μανιτάρι: fungo

2. η ύκνη: tartoffolo, tartuffo

3. το χοιρόβοσκο: fungo suile, pan porcino, tartuffone

4. το μοσκομανιτάρι, το μοσκομανίτι: spongiolo, spensola, rossetto, rossiglione

 

 

Κατάστιχο των εξωτερικών μερών του ανθρωπίνου κορμιού

Lista delle parti esterne del corpo humano

 

1. το κεφάλι, η κεφαλή: il capo, la testa

2. η κορφή της κεφαλής, η κορυφή της κεφαλής: il cucuzzolo

3. το απαλό: la parte d'inanti la testa

4. ο κούτικας, το κουτούνι, το γτζινίχι: la parte di dietro la testa, il cozzo

5. το κούτελο, το μέτωπο: la fronte

6. ο σμίληγκας, ο μίληγκας, ο μέληγκας, οι σμιλήγκοι: la tempia, le tempie

7. το αφτί, τα αφτιά: l’orecchio, le orecchie, le orecchia

8. η τρύπα του αφτιού: il buco dell'orecchio

9. το μάτι, τα μάτια: l’occhio, gl’occhi

10. η κόχη του ματιού, η γωνιά του ματιού: l’angolo dell'occhio

11. το ασπράδι του ματιού: il bianco dell'occhio

12. το μαύρο του ματιού: il nero dell'occhio

13. η κόρη του ματιού: la pupilla dell'occhio, la lucciola dell'occhio

14. το ματόφλουδο: la cornea dell'occhio

15. το φρύδι, τα φρύδια: il sopraciglio

16. το ματόφυλλο, η παρπέλα, τα ματόφυλλα, οι παρπέλες: la palpebra, le palpebre

17. τα ματόκλαδα, τα τζίνορα: i peli delle palpebre, i nepitelli

18. η μήτη: il naso

19. η άκρια της μύτης: la punta del naso, la pizza del naso

20. το ρουθούνι, το ρθούνι, τα ρθούνια: la narice, le nerici

21. το καλαμορούθουνο: la canna del naso

22. το μάγουλο, τα μάγουλα: la guancia, le guancie

23. το στόμα: la bocca

24. το χείλι, τα χείλια: il labbro, le labbra

25. η ριζοδοντιά, η τζιντζίβα, οι ριζοδοντιές, οι τζιντζίβες: la gengia, la gengiva, le gengie, le gengive

26. το δόντι, τα δόντια: il dente, li denti

27. η γλώσσα: la lingua

28. το γλωσσοδέτι, το αντίγλωσσο: il filo di disotto la lingua

29. το σταφυλίτζι, ο κορφίτης, η λουνέτα: l’ugola, l'uvola, la columella

30. ο ουρανίσκος: il palato della bocca

31. τα ούλια: i due lati della bocca

32. η μάσκα, το κατασάγουνο, οι μάσκες, τα κατασάγουνα: la mascella, le mascelle

33. το σαγόνι, το πηγούνι: il mento

34. το πρόσωπο, η μούρη, όψη, το σουσούμι: la faccia

35. ο λαιμός: il collo

36. τα λίγκια: le due bande destra e sinistra del collo

37. η τράχηλος: la coppa, la nucca

38. ο κόμπος του λαιμού, το καρύδι του λαιμού: la noce della gola, il nodo della gola, il boccone di Adamo

39. ο λάρυγκας, ο λάρουγκας: il larince

40. τα κλειδιά: le clavicole

41. το στήθος, το στήθι, το αστήθι: il petto

42. το στηθοκόκαλο, το καρδιοκόκαλο, το καρδιοχούλιαρο: lo sternone, la forcella

43. το βιζί, τα βιζιά: la poppa, le poppe, la poppina, le popine, la zinna, le zinne, la tetta, le tette, la mammella, le mammele

44. η ρώγα του βυζιού: il capezzolo, ò il capitello, ò il capparello, ò il cancello della poppa

45. η κοιλιά: il ventre, la pancia

46. το φάλι, το αφάλι, ο αφαλός: l’ombilico, il bellico

47. το κτένι, το απόκτενο: il pettineggio, il pettenicchio, il pettigone

48. το μπράτζο, το χέρι, τα μπράτζα, τα χέρια: il braccio, le braccia

49. ο άγκωνας, οι αγκώνοι: il gomito, li gomiti

50. η αμασκάλη, οι αμασκάλες: l’ascella, le ascelle

51. το χέρι, τα χέρια: la mano, le mani

52. ο γρόθος, οι γρόθοι: il pugno, li pugni

53. η παλάμη, οι παλάμες: la palma della mano, la vola

54. η φούχτα, οι φούχτες: la rascetta, le rescette

55. το δάκτυλο, το δακτύλο, τα δάκτυλα, τα δακτύλια: il deto, li deti, il dito, le dita

56. το νύχι, τα νύχια: l’unghia, le unghie

57. η παρανυχίδα: la stremità della pelle che è sopra le unghie

58. οι αντζίδες: le pipite delle dita, i peteriggi delle dita, le reduvie

59. οι αρμοί των δακτύλων, οι κλειδώσεις των δακτύλων: i nodi delle dita

60. ο νώμος, οι νώμοι: la spalla, le spalle

61. η ράχη: il dosso, il dorso

62. τα νεφρά, τα νεφριά: i lomb

63. τα πλευρά: i lati

64. τα λαγώνια, τα λαγκώνια: i fianchi

65. το κωλοράδι, το πλινάρι, κουφέστο, ο σκροπιός: il groppone, il sopraculo

66. τα κωλομέρια, τα κωλόμηλα: le natiche

67. το μισoσκέλι: il perineo

68. ο πάτος, το κωλομπάρι, ο κώλος: il federe, il fondamento, il culo

69. ο γοφός, το σταυρί, οι γοφοί, τα σταυριά: la anca, le ance

70. η σάρκα: le parti vergognose

71. το μερί, τα μεριά: la coscia, le coscie

72. το ριζομέρι, τα ριζομέρια: l’anguinaglia, le anguinaglie

73. το κούγιαυλο, το ποδάρι, τα καύγιαλα, τα ποδάρια: la gamba, ò l’osso della gamba, le gambe, ò le ossa delle gambe

74. η άντζα, το αντζί, το καντζίλι, οι άντζες, τα αντζιά, τα καντζίλια: il garretto, il garletto, i garretti, i garletti

75. το ψαχνό, το ψαχνί, τα ψαχνά, τα ψαχνιά: la polpa della gamba, le polpe delle gambe

76. το γόνατο, τα γόνατα: il ginocchio, i ginocchi

77. το καρύδι του γονάτου, τα καρύδια των γονάτων: la mola, ò la noce del ginocchio, le mole, ò le noci delli ginocchi

78. το ποδάρι, το πόδι, τα ποδάρια, τα πόδια: il piede, i piedi

79. ο αστράγαλος του ποδαριού, οι αστράγαλοι των ποδαριών: la nocca, ò la cannola del piede, le nocche, ò le cannole de’ piedi

80. το κτένι του ποδαριού, τα κτένια των ποδαριών: il tarso, i tarsi

81. η φτέρνα, οι φτέρνες: il calcagno, le calcagna

82. η πατούνα, η πατούχα: la piota, ò la pianta del piede, le piote, ò le piante de’ piedi

83. τα δάκτυλα των ποδαριών, τα δακτύλια των ποδαριών: li deti, ò le dita de' piedi

84. η μήτη του ποδαριού, η μήτες των ποδαριών: la punta del piede, le punte de’ piedi

85. το πετζί του κορμιού, το δερμάτι του κορμιού: la pelle

86. το οξώπετζο, το ξώπετζο, το απανόπετζο: la sopradelle, l’epidermio

87. οι πόροι του πετζιού, τα τρυπαράκια του πετζιού: i pori della pelle

88. το μουνί, η μουνάρα: natura grande di donna

89. τα αρχίδια, τα διδύμια: i testicoli, i sonagli, le balottole, le palle

90. η ψωλή: η σάρκα του ανδρός

 

 

Κατάστιχο των εσωτερικών μερών του ανθρωπίνου κορμιού

Lista delle parti interne del corpo humano

 

1. το κάκαρο, το κρανίο, το κόκαλο της κεφαλής: il teschio, il cranio, il craneo

2. ο μυαλός της κεφαλής: il cervello

3. ο βορβός του ματιού: tutta la massa dell'occhio

4. τα σφονδύλια: le vertebre

5. το ραχοκόκαλο: la schiena, le ossa della schiena

6. η πλάτη, οι πλάτες: la paletta della spalla, le spalette dello spallo

7. το καταπινάρι, ο γούργουρας, η γούλα: la gola, la cannagola, l'esofago. il gorgozzolo, la strozzolo

9. η γαργαλίδα, οι γαργαλίδες: le grandule, le ghianduccie, le gangole, le gavigne, le cocoie

10. το στομάχι: lo stomaco, il ventricolo

11. η τραχεία: la trachea arteria

12. ο σφλύγκουνας, το σφυλγούνι, το πνεμόνι, το πλεμόνι: il polmone, pulmone

13. η καρδιά: il cuore

14. το διάφραμα, κάποιος ποντικός οπού χωρίζει την καρδιά και το πνεμόνι από το σικότι και τη σπλήνα: il diafragma

15. το σικότι, το σκότι: il fegato

16. η σπλήνα: la milza, la ratta

17. το νεφρό, το νεφρί, τα νεφρά, τα νεφριά: il reno, i reni, il rognone, i rognoni

18. τα σωτικά, τα σωθικά, εντόσθια, τα σπλάχνα: le viscere, le intestina

19. τα άντερα, τα έντερα: le budella

20. το μεσεντέριο, κάποιο πετζί χοντρό και παχύ, οπού είναι εις τη μέση των αντέρων: il mesenterio

21. το επίπλοο, κάποιο πετζί ψιλό και παχύ, οπού σκεπάζει τα άντερα: l’epiplo, cerra membrana sottile e grassa che cuopre le intestina

22. η μήτρα: la matrice

23. η φούσκα: la vescica, la vesciga, la vessica, la vesica

24. το υποκοίλι, το ποκοίλι: l’epigastro, il basso ventre

25. το κρέας, το κριάς, το κριάσι: la carne

26. οι ποντικοί: i moscoli

27. το γλινό, η γλίνα, το άλειμα: il grasso, il sevo, la songia, la sunga

28. τα κόκαλα: le ossa

29. ο μυαλός των κοκάλων: la midolla

30. οι παγίδες: le coste

31. τα τρούγανα, τα τρώγανα, τρωγανάδια, τα τραγανάδια: le cartilagini, i tenerumi

32. τα νεύρα: i nevri

33. οι τζίπες, το πετζάκια: le membrane

34. οι αρτηρίες: le arterie

35. οι φλέβες: le vene

 

 

Κατάστιχο των χυμών του ανθρωπίνου κορμιού

Lista de gl’humori del corpo humano

 

1. το αίμα: il sangue

2. το φλέγμα, το φλέμμα: la pituita, la flemma, il la flegma

3. η χολή: la bile

4. ο χυλός: il chilo

5. το γάλα: il latte

6. η σπορά, ο σπόρος, το σπέρμα: il sperma

 

 

Κατάστιχο των περισσευμάτων του ανθρωπίνου κορμιού

Lista de gl’escrementi del corpo humano

 

1. το μαλί, η τρίχα: il pelo

2. τα μαλιά: il capegli

3. οι τρίχες: i peli

4. η πιτερίδα, η πιστερίδα, η ψαχνίδα, η κάσα: la forfora

5. τα δάκρυα: le lagrime

6. η βρόμα του αφτιού, η ρίπα του αφτιού, ο ρίπος του αφτιού: la puzza dell'orecchio

7. η μύξα: il mocco

8. το φτύσμα, τι φτύμα: lo sputo

9. τα σάλια: la saliva, la bava

10. τα νύχια: le unghie

11. το κατουριό, το κάτουρο, το κατουρημα: l’orina, l'urina

12. τα καταμήνια, το αίμα, η τάξη, η συνήθεια, τα φυσικά των γυναικών: le menstrue delle donne, i mesi, il marchese, la fluenza

13. η κοπριά: lo sterco

14. ο ίδρος, ο ίδρωτας: il sudore

15. τα λόχια, τα ύστερα τη γέννας, το άκλουθο της γέννας: la secondina, le seconde

 

 

Κατάστιχο των ασχήμων σημαδιών του ανθρωπίνου κορμιού των μεγάλων

Lista delli notabili diffetti del corpo humano

 

1. η αλληθωριά: l’esser bieco

2. η βερβεριά: il tartagliare

3. η βρομομητιά: la puzzolenza del naso

4. η βρομοστομιά: la puzzolenza della bocca

5. η βουβάδα: la mutezza

6. η ζερβοχεριά: l’esser mancino

7. η ζουγκλάδα, η ζουρλάδα: l’esser stroppiato

8. η ζόμπα, η καμπούρα: la gobba

9. η κιτρινάδα, η ντζαφράνα, η ντζαφρανάδα: la steritia

10. η κουλάδα: l’esser stroppio di mano

11. η κουτζάδα: la zoppaggine

12. η κουτζομητιά: l’havere il naso schiacciato

13. η κουφάδα: la sordità

14. η κουφοδοντιά: l’havere il denti rari

15. η λιγνάδα, η λιγνιά, η γλινάδα, η γλινιά: la magrezza

16. η μπουδουριά: l’esser nano

17. οι βλακομάδες, τα ξευλογιάσματα: i segni delli vaiuoli

18. η σαποδοντιά: l’havere i denti guasti

19. η στείρωση: la sterilità, l'esser sterile la donna

20. η στραβάδα: l’esser guercio

21. η στραβοστομιά: l’haver la bocca storta

22. η τζευδιά: la balbezza

23. η τυφλιά, η τύφλα, η τυφλάδα, η τυφλάγρα: la cecità, la cechità, la cechezza, la cecaggine

24. η φαλακράδα: la calvezza, il calvitio

25. η φαρδοστομιά: l’haver la bocca troppo larga

26. η χλωμιά, η χλωμάδα: la pallidezza

 

 

Κατάστιχο των ασχήμων σημαδιών του ανθρωπίνου κορμιού των μικρών

Lista delli piccoli diffetti del corpo humano

 

1. η ελιά: il neo, il nevo

2. η ζαρωμάδα: la ruga alla faccia

3. το κότζι: la verruca

4. το σπιρί, το κουκούδι: la broggia, il broggiotto, il broffola, la pustula

5. η μπουκαρέλα, το ξεφύσσισμα: la bolla alle labbra

6. η τζεπράδα, η τζέπρα, η πικνάδα: la lentiggnine

7. η τζίμπλα, η τζιμπλιά: la lippitudine

8. η τζίπα, η ατζίπα: la maglia dell'occhio

9. η φούσκα: la vescica

 

 

Κατάστιχον των λουλουδιών

Lista de’ fiori

 

1. το αγραβάνι: il fiore dell’albero di salomone

2 η αίγια: i minuti pensieri, la fiammola, il fior di Giove

3. το αμπερεμποΐ: la battisecula, la batiisegola

4. το ασεκικουπέ, το σκουλαρίκι: l’aquilegia, l’aquilina

5. το γαρόφαλο: il garofano, il garofilo

6. ο γκιρίτλαλες: il ranonculo bianco e rosso

7. οι δενδρογιές, τα ζαμοπόια: la viola mammola

8. ο ζενρεκαδές: il narcisso

9. το ζιμπούλι, το ζαυλακούδι: l’hiacinto, l’iacinto

10. το ζουλφεγκιάρ: il matrtagone, et l’hemerocalle

11. ο ήλιος, το ηλιοτρόπιο: l’heliotropio, l’eliotropio

12. το ιασουμί: gelsomino

13. το ιντζιλδισικέκ: il lilio convallio

14. οι καπουτζίνες: la calcatripa

15. το κιακαναλάλε: la margarita, la bellide

16. το κουτζεφιφλάλε: il ranonculo

17. η κρίνα: l’iride, la gladiola, il gladiolo, il giglio azurro, ò pavonazzo

18. ο κρίνος, το ζαμπάκι: il fiordaliso

19. ο λαλές: la tulipa, il tulipano

20. το λαγόψωμο, το μπουγουρμείρεμ: il ciclamin

21. ο μάκος: la peonia

22. το μαναξιλαλέ: l’anemone

23. η μαργαρίτα: la calendula, la caltha

24. οι μενεξέδες, οι χαμοβιολέτες: le viole

25. το μουσκερεμέ: muschio greco

26. το μοσκόροδο: rosa muschiata

27. το νεκρολούλουδο: il fior di morto

28. το νούφαρο: la nimfea

29. η ντεμπερόζα: la tuberosa

30. η παπαρόνα: il papavero

31. οι πασχαλιές: i secchi amori, la ghianda unguentaria dell’indie

32. το σκορόλοδο: rosa servatica

33. τα σπάρτα: la ginestra

34. το σπαθόρι: l’amaranto, il fior veluto, il fioveluto

35. τα τζεγκκίλια: la gionchiglia

36. η τζουρεοτού: la nigella

37. το τουτζααδέ: l’imperiale

38. το τριαντάφυλλο: la rosa comune

39. το φράγκικο τριαντάφυλλο: la centifoglie

40. οι φιλάδες: l’oleandro, il rododafne

41. οι φουγκέτες: l’ottonna

42. η χαμόμηλα: la camomilla

 

 

Τα του μαγειρειού

Le cose appartementi alla cucina

 

1. η αθρακούφη, η ανθρακούφη: la braggiuola, la brascuola, la brasciola

2. το αλάτι, το αλάτζι, το άλας: il sale

3. το αλατερό: la saliera

4. το αλεύρι: la farina

5. το αλογοσίδερο: il capifuoco, l’alaro

6. τα απλαδένια: i tondi

7. η αχιλιά, η στάκτη: la cenere

8. η βελώνη, το σουγλάκι οπού λαρδώνουνε: la lardatoia, la lardaruola, il lardario

9. το βούτουρο: il butiro

10. το γδι, το ιγδί, το γουδί: il mortaio

11. το γδοχέρι: il pestaio

12. οι δαυλοί: il tizzoni

13. ο ζαφράς, ο ζαφοράς: il zaffrano

14. η ζάχαρη: il zuccaro

15. το ζυμάρι: la pasta

16. η ήσκα: la esca, il cencio

17. ο καιημάς: pestaruola da minuzzar la carne, le herba, e simili

18. η κανέλα: la canella

19. ο καπνός: il fumo

20. η καρβουνιά: la brascia ardente

21. τα κάρβουνα: i carboni

22. το κόσκινο: il crivello

23. το σιδερένιο κόσκινο: lo scotitoio, il mestolone da colare ò passare favetta & c.

24. ο κουβάς: la secchia di legno

25. το κουκούμι, το σιδερικό: la brocca grande di metallo

26. η κουτάλα, η χουλιάρα: la cochiara

27. το λάδι: l’olio, l’oglio

28. το λαδικό: l’orcio, ò l’orciolo

29. το λαρδί: il lardo

30. το λεκάνι: il catino, il catinello, la catinella, la conca

31. η μασιά: la moglieta

32. τα μοσκοκάρυδα: la moscata noce

33. τα μοσκοκάρφια: il garofalo

34. το μπίκι: la brocca, il coppo

35. το μιαστήρι, το ρεπίδι: il ventaglio, il ventaio

36. ο νεροχύτης: la lavatrina, il lavatoio, l’acquaio, lo scacquatoio

37. το ξίδι: l’aceto

38. τα ξύλα: le legna

39. η ξύστρα:la grattuggia

40. το παχούρι: la ghiotta, la ghiottola, la cioppa, la cazzuola

41. τα πιάτα: le scodelle

42. το πιπέρι: il pepe, il pevere

43. η πλασταριά, το σινί: la tortiera

44. το προζύμι: il levame, il levito, il livieto, la levatura, il fermento

45. η πυράγρα, η πυροστιά: la tanaglia da fuoco

46. τα πυριοβολικά: il focile

47. η ραχνιά: il fuligine

48. η ρόδα όπου γυρίζει το οφτό: il tornatosto

49. το σατήρι: lo spacchino

50. η σιδεροστιά: i trepiedi

51. η σίκλα: la secchia di metallo

52. το σινί: tortiera di rame

53. η σκάρα: la gradella, la graticola

54. η σκάφη, ο τεχνές ή το σεντούκι οπού ζυμώνουνε μέσα: la madia

55. η σκούπα, η φλοκαλιά, η φροκαλιά, η σαρωνιά, το σάρωμα: la scopa

56. τα σκουτέλια, τα τεψιά: i piatti

57. η σούγλα, η σούβλα: lo spiedo

58. οι σπέτζιες: le spetie

59. η στάμνα, το σταμνί: la brocca di terra da asqua

60. το σφουγγάρι: lo struffione, lo strulfione

61. ο ταβάς: il testo

62. ο τανός, το μαγκάλι: il fogone portatile di ferro

63. το τηγανάκι: la padeletta, la padellina

64. το τηγάνι: la padella

65. ο τέντζερες: la pignata di metallo

66. το τζέτζερο: il gengivo

67. οι τζιμπλίδες: le scintille

68. η τζουγκράνα: la spatola da fuoco, ò forno, l’attizzatoio, il zampone, il fustigone

69. το τζουκάλι: la pignata, ò pignatta di terra

70. το τραπεζοφουγότανο: il scaldavivande

71. το τρυποχουλιάρι, η τρυπητή χουλιάρα, η τρυπητή κουτάλα: la mestola, la cazza da schiumare, il cucchiaro forato da schiumare

72. το τυρί: il formaggio

73. η τυροξύστρα, η τυροξύστρια: il grattacascio

74. η φλόγα: la fiamma

75. ο φουγλάρος: il camino, il fuocolare

76. ο φούρνος: il forno

77. το φτιάρι: la palla da fuoco, et da forno

78. η φυσσούνα, το φυσσερό, το φυσσούνι: il mantice

79. η φωτιά, η στιά: il fuoco

80. ο χάλικας, η η πυριοβολόπετρα, η πυριόπετρα, η τζακομακόπετρα: la pietra fuocaia

81. το χάλκωμα, το χάρκωμα, το κακάβι, το χαρανί: la caldaia, il caldaio, la caldara, il caldaro

82. το χαλκωματάκι, , το χαρκωματάκι, το κακαβάκι, το χαρανάκι: il caldaruolo, il calderino, la caldaruola

83. το χαζάνι: calderone: il calderone

 

 

Κατάστιχο των μετάλλων

Lista de’metalli

 

1. το ασήμι: l’argento

2. το ατζάλι: l’acciaio, l’acciale

3. το λατού: l’ottone, il liottone

4. το μάλαμα: l’oro

5. το μολύβι: il piombo

6. το μπρόντζο, ο μπρόντζος: il bronzo

7. το πετάλι: l’orimpele, l’oripello

8. το σίδερο: il ferro

9. το στάνιο: lo stagno

10. το χάλκωμαμα, ο χαλκός: il rame

 

 

Καμπόσα μετέωρα πύρινα

Alquanti meteori ignei

 

1. η αστραπή: il baleno, il folgore

2. το άστρο το πεφτούμενο: la stella cadente

3. το άστρο το τρεχάμενο: la stella corrente

4. το αστροπελέκι: la saetta, il fulmine

5. το δοκάρι: il travetto

6. η κουμέτα, η κομέτα, ο κομίτης: la cometa

7. ο σαντέρμος: il sant’ elmo

 

 

Καμπόσα μετέωρα φωτερά

Alquanti meteori lucidi

 

1. οι βέργες: le verghe

2. η κιαρασελέτη, το δοξάρι, η δόξα του ουρανού: l’iride, l’arco celeste, l’arco baleno

3. η παρασελήνη: la paraselene, la contraluna

4. το στεφάνι: la corona

 

 

Καμπόσα μετέωρα νερώδη

Alquanti meteori acquei

 

1. η βροχή: la pioggia

2. η καταχνιά: la caligine

3. το μάννα: la manna

4. η πάχνη, η παγωνιά: la brina

5. τα σύνεφα: le nuvole

6. το χαλάζι, το χαλάντζι: la grandine, la gragnuola

7. το χιόνι: le neve

8. η ψιχάλα: la piovetta, la piovicina

 

 

Καμπόσα μέτρη των πραγματειών

Alquante misure di derrate

 

1. το βουτζί: la botte

2. το βαρέλι: il barile

3. ο κιλές: il sestaio

4. το μέτρο: la misura

5. το μόδι: il moggio

6. το πινάκι: lo staio, lo staro

7. η πίντα: la pinta

 

 

Καμπόσα μέτρη του μάκρους & του πλάτους & του φάρδους & της ψηλότητος & του βάθους

Alquante misure di lunghezza, di larghezza, di altezza, di profondità

 

1. το δάκτυλο, το παρμάκι: il deto

2. το μίλι: il miglio

3. τα τρία μίλια, η λέγα: le tre miglia, le lega

4. η οριά, η οργιά: la pertica

5. η πήχη: il pico, il braccio

6. η πιθαμή: il palmo

7. το ποδάρι: il piede

 

 

Κατάστιχο των δώδεκα μηνών του χρόνου

Lista de’ dodici mese dell’anno

 

1. ο Γενάρης: Gennaio

2. ο Φλεβάρης, ο Φεβρουάριος: Febraio, febraro

3. ο Μάρτης, ο Μάρτιος: Marzo

4. ο Απρίλης, ο Απρίλιος: Aprile

5. ο Μάις, ο Μας, ο Μάιος: Maggio

6. ο Πρωτούλης, ο Θεριστής, ο Ιούνιος: Giugno

7. ο Δευτερούλης, ο Αλωνιστής, ο Ιούλιος: Luglio, Giuglio

8. ο Άγουστος, ο Αύγουστος: Agosto

9. ο Σετέβρης, ο Σεπτέβρης, ο Σεπτέμβριος: Settembre

10. ο Οκτώβρης, ο Οκτώβριος: Ottobre

11. ο Νοέβρης, ο Νοέμβρης, ο Νοέμβριος: Novembre

12. ο Δεκέβρης, ο Δεκέμβριος: Decembre

 

 

Οι εφτά ημέρες της εβδομάδας

Sette giorni della settimana

 

1. η Κυριακή: la Domenica

2. η Δευτέρα: il lunedi

3. η Τρίτη: il martedi

4. η Τετράδη: il mercordi, il mercoledi

5. η Πεύτη, η Πέφτη: il giovedi

6. η Παρασκευή: il venerdi

7. το Σάββατο: il Sabato

 

 

Η μονέδα οπού περνά εις την Τουρκιά

La moneta che passa in Turchia

 

1. το φλουρί το βενέτικο, το τζεκίνι, το οποίο αξίζει δυόμησι γρόσα: il zecchino, che vale due scudi e mezzo

2. το όγκρινο φλουρί, το ποίο αξίζει δύο γρόσα και ένα ρούπι: l’ungaro, che vale due scudi e un quarto

3. το σερίφι, το οποίο αξίζει πάλι δύο γρόσα και ένα ρούπι: il serifo, che vale ancora due scudi e un quarto

4. η σιβιλιάνα, η οποία περνά για ένα γρόσι και έξι παράδες: il lione che passa per un scudo e due parà

5. το γρόσω, το γρόσι, το ριάλι, το οποίο αξίζει εκατόν είκοσι άσπρα: lo scudo, ò, piastra che cale aspri 120

6. η ζολότα, η οποία αξίζει ογδόντα άσπρα: la zolota che vale aspri 80

7. το τούλτι, το οποίο αξίζει σαράντα άσπρα: la tulta ò mezza zolota, che vale aspri 40

8. το ρούπι, το ποίο περνα για άσπρα τριάντα ένα: il quarto di lione, che passa per aspri 31

9. το κοσάρι οπού αξίζει άσπρα είκοσι: il cosaro, che vale vale aspri 20

10. το δεκοκτάρι, οπού αξίζει άσπρα δεκοκτώ: il decoctaro, che vale aspri 18

11. το τιμίνι, το ποίο αξίζει δέκα άσπρα: il temino, che vale aspri 10

12. η μπάμπκα, η οποία αξίζει εννιά άσπρα: la bambca, che vale aspri 9

13. το πεντάρι, το οποίο αξίζει άσπρα πέντε: il pendaro, che vale aspri 5

14. ο παράς, ο οποίος αξίζει τρία άσπρα: il para, che vale aspri 3

15. το δυάρι, το οποίο αξίζει δύο άσπρα: il diaro, che vale aspri 2

16. το άσπρο, το ποίο αξίζει τέσσαρες φόλες: l’aspro, che vale fole 4

17. η φόλα, το μαγκούρι: la fola, che è più bassa moneta

 

 

 

Κατάστιχο των νερών οπού καθημερινά πίνονται

Lista dell’acque che si bevono ordinariamente

 

1. το νερό της βροχής, το νερό το βρόχινο, το βροχινόνερο: l’acqua di pioggia, l’acqua piovana

2. το νερό της βρύσης, το νερό το βρύσινο: l’acqua di fontana

3. το νερό στης στέρνας, το στερνόνερο: l’acqua di cisterna

4. το νερό του πηγαδιού, το νερό το πηγαδίο: l’acqua di pozzo, l’acqua pozzara

5. το νερό του ποταμού, το νερό το παταμίσιο: l’acqua di fiume

6. το νερό το τρεχάμενο: l’acqua corrente

7. το νερό της λίμνης, το νερό το λιμνήσιο: l’acqua di lago

8. το νερό του χιονιού, το νερόχιονο: l’acqua de neve

 

 

Κατάστιχο των νερών οπού καθημερινά δεν πίνονται

Lista dell’acque che non si bevono ordinariamente

 

1. το νερό της θάλασσας, το θαλασσόνερο: l’acqua marina

2. οι θέρμες: le acqua natutalmente calde, et minerali

3. το νερό το γλυφό, το γλυφόνερο: l’acqua dolcigna

4. το νερό το αλμυρό, το αρμυρόνερο: l’acqua amara ò salsa

5. το νερό το άνοστο, το ανοστόνερο: l’acqua insipida

6. το νερό το θολό, το θολόνερο: l’acqua torbida

7. το νερό το βουρκιασμένο: l’acqua fangosa

8. το νερό το άτζαλο, το ατζαλόνερο: l’acqua sporca

9. το νερό το χαλασμένο και βρομερό: l’acqua guasta, et puzzolente

10. το νερό το σκουλικιασμένο: l’acqua vermiculata

11. το νερό το φαρμακεμένο: l’acqua auvelenata

 

 

Κατάστιχο κάποιων νερών με τέχνη καμωμένων

Lista di alcune acque fatte con arte

 

1. η αλισιά, η αλισίβα, η αλουσιά: la liscia, la lisciva

2. το ασημόνερο: l’acqua forte

3. το νερό το βραστό, το βραστόνερο: l’acqua bollita

4. το νερό το γιατρικό: l’acqua medicinale

5. το νερό το ζεστό, το θερμό: l’acqua calda

6. το μελόνερο: la molsa, l’acqua mele

7. το σαπουνόνερο: il saponaccio

8. το νερό το σιδεροπυρωμένο: l’acqua di fucina, nella quale si smorza il ferro infuocato

9. ο τζίρος: l’acqua di latte, il sero

10. το ψωμόνερο: l’acqua battuta con midolla di pane

11. το κριθαρόνερο: l’acqua orgiata, l’acqua cotta, la tisana

 

 

Κατάστιχο κάποιων ρεμπικαρισμένων νερών

Lista di alcune acque distillate

 

1. το αθόνερο, το ανθόνερο: l’acqua nanfa, ò lanfa

2. το γαθάγγελι: l’acqua d’angioli

3. το κανελόνερο: l’acqua di canela

4. τα νερά τα μυρωδικά: le acque aromatiche, ò odorarie

5. το ρακί: l’acqua di vita, l’acqua ardente

6. το ροδόσταμα, το τριανταφυλλόνερο: l’acqua di rose

 

 

Κατάστιχο των οσπρίων

Lista de’ legumi

 

1. ο αρακάς:il pisillo, il bisello

2. το κεχρί: il miglio

3. το κουκί: la fava

4. το λαθούρι: il lupino

5. το ρίζι: il riso

6. το ροβίθι, το ρεβίθι: il cece, il cicero

7. το στραγάλι, το τρωγάλι: il cece arrostito

8. η φακή: la lenticchia

9. το φάρο, ο κουρπάς: il farro

10. το φασόλι, το φασούλι: il fagiulo

 

 

Κατάστιχο των πανιών

Lista delle tele

 

1. το αλαντζαδένιο: tela vergata

2. το αλεύκιο: tela non biancheggiata

3. το ανήψητο: tela de filo cruda

4. το γιεμενί: tela di Persia

5. ο δήμιτος: fustagno

6. το ντολαντίτικο: tela d’Olanda, tela battista

7. το καναβάτζο: tela grossa da imballare, telaccia

8. το καναβένιο: tela di canape

9. το λινό: tela di seta

10. το μεταξένιο: tela di bambaca

11. το μπαμπακερό: tela di bambace

12. το μουσελί: tella sottile di bambace

13. το σκάμαντρο: bambacina, bambagina, bambagino, bambagiula, bambasina

14. το τερλίκι, το φιτιλί: tela sotile vergata

15. το τουλπάνι: tela da turbante

 

 

Κατάστιχο εκείνων οπού είναι στο περιβόλι

Lista di quelche c’è nel giardino

 

1. τα χόρτα, τα χορτάρια: le herba

2. τα λουλούδια, τα πούλουδα: I fiori dell’herbe, e de gl’alberi non fruttiferi

3. τα φύλλα: le foglie dell’herbe, e de gl’alberi

4. οι καρποί: i frutti dell’herbe, e della terra

5. οι σπόροι: le semenze

6. οι ρίζες: le radici

7. τα δένδρα: gl’alberi

8. τα άθη, τα άνθη: i fiore de’gl’alberi fruttiferi

9. τα πωρικά: i fruti de’glaberi

10. τα κλήματα, οι αμπέλοι: le viti

11. οι κληματαριές, οι κρεβατίνες: le pergolate, le compluviate viti

12. οι καταβολάδες: le piovani, le posticcie, le propagini

13. οι πρασιές: i quadretti

14. οι πρασοδένδρες: i seminari

15. οι βρύσες: le fontane

16. τα πηγάδια: i pozzi

17. τα μαγκανοπήγαδα: i pozzi da ruota

18. τα κηλωνοπήγαδα: i pozzi d’altalena

19. τα αυλάκια, οι ποτιστάδες: i rii

20. οι στράτες: i viali

 

 

Κατάστιχο των ατιμήτων πετρών

Liste delle pietre pretiose

 

1. η αρναούρα: agata

2. το διαμάντι: diamante

3. η κρανάτα: granato

4. ο λάπις: lapis, lapis lazuri

5. το μαργαριτάρι: perla

6. το μπαλάσι: balasso, balascio

7. το περουζέ: turchesa

8. το ρουβί: rubino

9. το σαφίρι: zafiro

10. το σμαράγδι: smeraldo

11. το τοπάζι: topatio

12. του φιδιού το μάτι: l’occhio di serpente

13. του φιδιού το κέρατο: la lingua di serpente

 

 

Καμπόσων λογιών ξεχωριστές πέτρες

Alquante sorti di pietre segnalate

 

1. το αλάβαστρο: alabastro

2. η άμπρα, το άμπαρι: ambra, ambaro

3. η ιάσπιδα: iaspide, diaspro

4. η καλαμίτα, ο μαγνήτης: calamita, adamante

5. το κεχριμπάρι: ambra rgisa, ambracane

6. το κουράλι: corallo

7. η κρατητήρα: pietra d’aquila

8. το κρυστάλλι, το κρουστάλλι: cristallo

9. το μάρμαρο: marmo

10. το μπεζοάρι: bezzoaro

11. η πέτρα τόκα, η δοκιμάζουσα πέτρα, ο χρυσίτης: petra tocca, paragone

12. το πόρφιδο: porfido

13. το σαβάτζο: giaietto

 

 

Καμπόσων λογιών πιοτά

Alquante sorti di bevande

 

1. το κανελόρακο: rosoli

2. το κρασί: vino

3. ο καφές, ο κααβές: caffe, cahavè

4. ο λάγγερας: raspato, acquarella

5. το μελίκρτα: melicrato, hidromele, molsa, mulso

6. το μουσελέζι: sapa

7. η μπίρα: birra

8. ο μποζάς: bosa, acqua di miglio cotta

9. το νερό: acqua

10. το πετουμέζι: vin cotto

11. η πουζού: chiarea, hipocrato

12. το ρακί: acqua vite, acqua vita, acqua ardente

13. η σερβόζα: cervosa, cervogia

14. το σερμπέτι: sorbetto

15. η σίκερα: sicera, cidra, cedra

16. το ταί: tè

17. η τζοκολάτα: ciocola

 

 

Κατάστιχο των πουλιών

Lista di gl’uccelli

 

1. ο αγριοκόρακας: corvo salvatico

2. η αγριόκοτα: rustica

3. η αγριόπαπια: anetra salvatica

4. το αγριοπερίστερο: colombo silvestre, savaro, terrigiano

5. το αγριοπέτηνο, ο αγριοπετηνός: upega

6. η αγριόχηνα: occa salvatica, tarda

7. ο αετός: aquilastro

8. το αϊδώνι: lusignuolo, rossignolo

9. ο αλκύωνας: alcione

10. ο ανεμογάμης, το τζουράκι, το κατινέλλι: terzuolo

11. ο ασκολόπακας, η ξυλόκοτα, το ξυλόρνιθο, η ορνιθοσκαλίδα: beccaria

12. το αφτιχιονάρι: francolino

13. το βερδούνι: canevaruolo, canevaruola

14. η βουταναριά, η καληκατεζού, η καληκατζού: mergo

15. η γιερακήνα: falcone femina

16. το γιεράκι: falcone maschio

17. ο γερανιός, ο αγερανός, η τούρνα: grue

18. ο γλάρος: fulica, folega, folica

19. ο γρύφος, ο γρύφονας: griffone, grofone

20. ο γύπας, το όρνιο: avoltore, avoltoio

21. το καναρίνο, το λούγαρο: canarino

22. το καπούνι: cappone

23. η καρακάξα, η κάργα, η πούλα: cornachia

24. η καρδερίνα: cardellino

25. το κλοξάρι: barbagiani

26. ο κόκκυγας, ο κόκος: cucuglio, cucco, cuculo

27. η κίσσα: pica

28. ο κόρακας: corvo

29. ο κότζιφας, η τουρδέλλα: merlo

30. η κουκουβάγια: civetta

31. ο κύκνος: cigno

32. ο κύψελλος: ciscilla

33. ο λάρος: garavagno, gravagno

34. το λεϊλέκι, ο λέλεκας, ο τουροπινάς, ο τζιροπινάς: cicogna

35. η λόδολα, το χαμοκυλάδι, ο σκορδαλός, η παπαδιά: lodola, allodola

36. ο λούπις: nibbio, πθλλανο

37. ο μαλαθρίτης, το τρυποκαρύδι: regulo

38. το μαυροπούλι, ο ψαρός: storno

39. το μελισόφαγο: aparuolo, lupo dell’api

40. η νυκτερίδα: nottola

41. η όρνιθα, το ορνίθι, η κότα: gallina

42. η μισιριότικη όρνιθα, η φραγκόκοτα, η γαλιδίντια, η ντιάνα

43. το ορτύκι: quaglia

44. το παβόνι, το παγόνι: pavone

45. ο παπαγάλλος: ghiandara, groilo, papagallo

46. η πάπια: anetra

47. η παπίτζα: sarcella

48. το παροκέτο: perochetto

49. ο πελικάνος: pellicano

50. η πέρδικα: pernice

51. το περιστέρι: piccione, pizzone, palombo, colomba

52. το πετηνόπουλο: pollastro

53. ο πετηνός, ο αλέκτωρας: gallo

54. ο πετρίτης: pettirosso

55. το πιπίνι, το περιστεράκι, το περιστερόπουλο: pippione, pippioncello, colombotto

56. το πλουβιέρο: pluviero

57. η πουλάδα: pollastrone

58. ο σακάς: agretto, groto, crotto, l’uccello del Duca

59. το σκαθί: galbedro, garbella, rigolo, strillozzo

60. η σουσουράδα: codittiemola, codasquassola, codizinzola, ballarina

61. ο σπίνος: pincione, friroguello

62. το σπουργίτι, ο σπουργίτης: passero

63. ο σταυραετός, ο αετός: aquila

64. ο στρουθοκάμηλος, ο στρουφοκάμηλος: struzzo, struzzolo, struccio, strutio

65. ο συκοφάς: beccasico, hortolano

66. η τζίκλα, η τζίχλα, η κίχλα: tordo, torda, tordarello

67. ο τρίορχος: poiana, buzzago

68. το τρυγώνι, η τρυγώνα: tortora, tortolo

69. το φανέτο: fanello, canepino

70. η φάσσα: faggiano femina

71. ο φασσιανός, το φασσί: faggiano

72. το φλόρι: tavarino, lugarino, lugaro, leoro, lecora, raparino

73. το φρεντζούνι: becchietto

74. το χελιδώνι: rondinella

75. η χήνα: occa

76. ο χλωρίονας, ο ασάραντος: clorione

 

 

Κατάστιχο των πωρικών

Lista delli frutti gl’alberi

 

1. το αβράμηλο: il prugno, la pruna

2. το αγραβάνι: il frutto dell’albero della Giudea

3. η ακρανιά: la cornola, la corniola, la corgna

4. το αμύγδαλο, το αμύγλαδο: la mandola, la mandorla

5. το απίδι: il pero

6. το αχλάδι: il pero salvatico

7. το δαμάσκηνο: il prugno, ò la prugna di Damasco, la fusina, il fusino

8. η ελιά: l’oliva, l’uliva

9. το καΐσι: l’armeniaco, il bacoco, l’abbricocca, l’abricoccola, l’arbicoccola

10. η καρούμπα, το ξυλοκέρατο: catrobba, la carubba

11. το καρύδι: la noce

12. το κάστανο: la castagna

13. το κεράσι: ciriegia

14. το κίτρο: citrone

15. η κουκουμάρα: la corbezzola

16. το κουκουνάρι: il pignolo, il pinocchio

17. ο κουρμάς, το φίνικο: il dattilo, il dattero

18. το κυδώνι: il cotogno

19. το λεμόνι: il lemone

20. το λεφτόκαρο, το φουντούκι: la nocella, la nocciuola

21. το μήλο: il pomo, la mela

22. το νεράτζι: l’Arancio, il rancio, il narancio, il melangolo, la melangola, il melarancio, il citrangolo, il cetrangolo

23. το νέσπουρο, η νέσπουρα, το μούσκουλο: la nespola

24. το ντζαρνταλούδι, το ζαρταλούδι: il pericoco

25. το πιστάκι: il pistacchio

26. το ροδάκινο: la pefca, il persico

27. το ρόδι, το ρόιδι, το ρούδι: la granata, il melagrana, la melagrania

28. η σόρμπα: la sorba, la sorbola, la sorbella

29. το συκάμινο, το σκάμινο, το συκάμιλο: la mora

30. το σύκο: il fico

31. το τζίνζιφο, το τζίντζιφρο, το τζίντζεφρο: la giuggiola

 

 

Κατάστιχο των ρούχων των μεταξωτών και των χρυσών

Lista delli drappi si seta come di oro et argento

 

1. ο ταφτάς: tafeta

2. το σαντάλι: sandalo

3. το ορμηζί: ormesino grave

4. το ταμπί, ο χαραίς: tabi

5. το ζεντουνί, το ατλαζί: raso di seta

6. το βελιού, το βελούδο, ο κατουφές: veludo

7. ο καμουχάς: damasco

8. το χαταΐ: damaschetto di seta

9. το μουχαϊάρι: moncaiaro

10. η μεταξωτή μαγνιά, το μπρουντζούκι: velo

11. το μεταξωτό καναβάτζο: terzanella di seta

12. ο ντιμπάς: brocato d’oro

13. το ανζεμί ντιπασί σαντέ: lastra aggimis lissa

14. το σαμίς ντιμπασί: samis abbrocato

15. το σαμίς ντιμπασί σαντέ: samio lisso

16. το σερασέρι, το σίπι: drappo di filo di seta e oro, et di filo di seta e d’argento

17. το χρυσό χαταΐ: damachetto di seta et oro

 

Κατάστιχο των ρούχων

Lista delli vestiti

 

1. τα βρακιά: le braghese, le braghe

2. η βρακοζώνη: il cinto dell braghese

3. τα βραχιόλια: le maniglie

4. οι γαλέντζες, τα τζόκαρα: i zoccoli

5. ο γαμπάς, το λοστάρι: il gabbano

6. το γιελέκι, το γιλέκι: il farsetto

7. το γιουπούνι, το ντζιπούνι: il giuppone

8. το γιουρδί: la veste corta

9. το γιουρδί με τη γούνα, το κοντογούνι: la veste corta con pellizza

10. η γούνα: la pellizza, la pelliccia

11. η γουνέλα: la gonnela di panno, ò di drappo

12. το δακτυλίδι: l’anello

13. το εγκόλφιο: il gioello

14. το ζουνάρι, το κουσάκ: la cinta

15. το καβάδι:la veste

16. η καϊνέτα: la collana d’oro

17. το καλουπάκι: il calupaco, il calupacchio

18. η καμιζόρα: la camisciuola, il camisciolo

19. ο καπαμάς: la veste fodrata

20. το καπάσι, το σκιάδι: il capello

21. το καπότο, ο καπότος: il capoto

22. οι κάρτζαις: le calzette

23. οι καρτζοδέτες: le garettiere

24. τα καρτζούνια: le calze

25. ο καρφοβέλονας με το διαμάντι:

26. το καφτάνι: il caffettano, la veste di seta, ò di brocato

27. ο κολάρος, η ρέστα: il collaro, il collare

28. το κολαρέτο: la gorgiera, il gorgierino

29. το κοντόσι: la sotto-veste à corte maniche

30. οι κουντούρες, οι γόβες, οι φελλοί, οι μούλες: le pianelle, le pantofole

31. το κουτζομάνικο, ο μπρίκος: il camisciuolo senza manicha

32. η μαγουλάκα: la segola, la soggola, il segolo, il soggolo

33. το μαμούκι: la maschera

34. η μανίτζα: la manizza, la manwzza, il manicotto

35. το μαντίλι: il fazzoletto

36. ο μαχραμάς: il copritesta di tela sottile

37. τα μέστα: le bottine

38. η μπερετίνα, το μπερετούλι, το ραξίνι: la berettina, la berriuola

39. η μπόλια: il copritesta all’isolana

40. ο μπούστος: il busto

41. η νουβέτα: la cuffia delle sciotte

42. ο ντζαλμάς: la copricuffia delle donne

43. το ντζουλάφι: la cuffia

44. τα παπούτζια: le scarpe

45. το πεσέτο: il pezzeto

46. τα ποδήματα, τα τζαγκιά: gli stivali

47. το ποκάμισο, το υποκάμισο: la camiscia, il camiccio

48. τα ποστάλια: gli stivaletti

49. το προσόψι: il copritesta di tela grossa

50. οι ρέστες μαργαριτάρια: le reste di perle

51. τα σαξίρια: le lunghe braghese

52. το σαρίκι: il turbante

53. το σερβούτζι: la garzetta, la spighetta

54. τα σκαρπίνια: gli scarpini, gli scappini

55. τα σκουλαρίκια, τα τζουράκια: gl’orecchini

56. η σκούφια, το καλούπι, το κουκούλι: la beretta

57. τα σκουφούνια: gli scarpini alla turchesca

58. το στεφάνι: la corona di pietre pretiose, la ghirlanda

59. το στομαχόπανο, το στηθόπανο: il di sotto gorgierino

60. το ταρπόσι: il cuffione di panno, ò veludo delle donzelle, e donne

61. ο τερεκές: la sopra veste di campagna

62. τα τερλίκια: le bottine di donna

63. ο τζαλμάς: il berrettone piano

64. το τζεμπέρι: la benda da legare il cuffione

65. τα τζεντίκια: gli stivaletti di donna

66. ο φερεντζές: il ferezzè, la sopraveste

67. το φερραϊόλο: il ferraiuolo, il mantello, il saio

68. το φέσι: la beretta fina di barbaria

69. το φλιντζάνι: il cuffione di cartone indorato delle donne

70. το φουστάνι: la gonnella, la sottana

71. τα χειρόκτρια, τα χειρόχτρια, τα χειρότρια, τα γουάντια: i guanti

 

 

Κατάστιχο των σημαρμάτων της κόρδας

Lista degli strumenti musicali da corda

 

1. η άρπα: la arpa, la harpa

2. η βιόλα: la viola da gamba, e di orbo

3. το βιολί: il violino

4. το βιολούνι, το βιολιούνι: la viola da braccio

5. το κανώνι: il salterio

6. η κιθάρα: la ghitarra, la chitarra

7. το κλαδοτζύμπανο: il gravicembalo

8. το κουμπούζι: la teorba

9. το λαούτο: il liuto, il lauto

10. η λύρα: la lira

11. το μονόχορδο: la tamburà

12. το ταμπούρι: strumento turchesco in forma di liuto

13. το τζιβούρι: strumento turchesco in forma di liuto, ma più grosso

14. η τζίτουλα: la cetra

 

 

Κατάστιχο των σημαρμάτων του ανέμου

Lista degli strumenti musicali da vento

 

1. ο ζουρνάς: la piva

2. το κέρατο, το βούκινο: il cornetto

3. το μουσκάλι: il zuffolo del caldario

4. το νάι, η πίφαρα: la pifara

5. το όγανο: l’organo

6. το παγιαύλι, η φλογιέρα: il flauto

7. η συρίστρια: il fischietto, il zuffoletto, il zuffolino

8. η τζαμπούρνα, η τζαμπούνα: la zampogna, la cornamusa

9. η τρουμπέτα: la trombetta

 

 

Κατάστιχο των σιδερικών των τεχνιτών

Lista degli strumenti degl’ arteggiani

 

1. το αδράχτι, το αδράκτι: fuso da filare

2. η αξίνη, το τζικούρι, ο μπαλτάς, το μανάρι: manaia, manara, scure

3. το αξινογύρι, το τζαπί: marrone, zappa

4. το βατοκόπι: ronca

5. το βελόνι, η βελόνη: ago, aco, agucchia

6. η γούρμπα: gurbia

7. το γραφεί, το κοντίλι, το πενέλο: pennello

8. η γωνιά, το γωνάτι: squadra

9. το δικέλι: sarchiello

10. το δικριάνι: forca

11. το διχερόνι, το τρικριάνι: trienza

12. η δοντάγρια, η τανάλια: tanaglia

13. το δρεπάνι: falce

14. το θεριστήρι: falca

15. το κολλητήρι: saldatoio

16. το κοντιλομάχαιρο, το τεμπεραρίνο, το ντεπενό: temperino

17. το κοπίδι: coltello di calzolaio

18. το λιβέλλο: livello, nivello, archipensolo

19. η λίμα: lima

20. το λισγάρι, ο λίσγος: vagna da zappar la terra

21. το μαχαίρι: coltello

22. το μουστρί, το μουχτρί: cazzuola da muratore

23. το ξουράφι, το ξυράφι: rasoio

24. ο ξυλοφάς, η ράπα: rappa

25. το πάλιστρο: dola, dolatoio

26. το περιέλι, το κουμπάσο: compasso

27. το πικούνι: piccone

28. η πλάνια: piola

29. το πριώνι: sega

30. η ρόκα, η ολεκάτης: rocca, conocchia

31. το ρουκάνι: pialla, piallo, piallone

32. η σιδεριά, η βαρυά: martellaccio

33. η σκαλίδα: sarchio

34. το σκερπάνι: acceta, ascia

35. η σμίλα, η σμίγλα: scalpello, scarpello

36. το σουβλί: lesina

37. το στιλβωτήρι: lisciatoio

38. το σφυρί: mortello

39. το τζιμπίδι: stromento da pizzicar la pasta

40. ο τόρνος: torno

41. το τρυπάνι: trivello

42. ο φλεβοτόμος, το φλεβότομο, ο φλεγοτόμος, το φλεγότομο: lancetta, lancella, salassetta

43. το φτιάρι: vanga, et palla di ferro

44. η ψαλίδα: cesora

45. το ψαλίδι: forbici, forfice

 

 

Κατάστιχο των σκαφτών

Lista de minerali

 

1. ο αδιάργυρος, ο διάργυρος: il mercurio, l’argento vivo

2. το αντιμόνιο, το σίμμι: l’antimonio

3. το αρσενικό: l’arsenico, l’orpimento, l’oropimento

4. το βιτριόλο: il vitriolo

5. τα θιάφι, το θειάφι, το τιάφι, το διάφι: il solfo

6. ο ληθάργυρα, το μουρτασάγκι, το μορτασάγκι: il litargirio, il letargirio

7. το μίνιο, το κοκκινάβαρι: il minio, il sandice (colore)

8. η μπιάκα: la cerusa

9. το σαλνύτρι, το σαλνύτρο: il salnitro, il nitro, la salpietra

10. το σμερίλιο, το σμιρίλιο: lo smeriglio, lo smiriglio, lo smirice

11. ο σουλιμάς: il solimaro, il mercurio solimato

12. η στίψη: l’alume, l’allume

13. η τούτια: la tutia

14. η χρυσόκολλα: il borace

15. η ώχρα, ο χρωτός, το σιαταπίδι: la ocria, la ocrea

 

 

Κατάστιχο των μεριών του σπιτιού

Lista delle parti della casa

 

1. τα θεμέλια: i fondamenti

2. οι τοίχοι: i muri

3. το πρόσωπο του σπιτιού: il frontispizio, ò il frontone della casa

4. το οξωπόρτι, ο πόρτεγος: il portico

5. η πόρτα: la porta

6. η αυλή: il cortile

7. τα κατώγια: le stranze d’abbasso

8. οι καμάρες: le volte

9. τα δοξάρια: gli archi, et le arcate, ò archi

10. τα πήλαστρα: i pilastri, et le pilastrate

11. τα μακρυνάρια: le gallerie

12. το πηγάδι: il pozzo

13. η στέρνα: la cisterna

14. τα μαγαζιά: i magazini

15. το πάτωμα: il piano della casa, il pavimento

16. ο χωντζερές: l’ascondariglio, ò nascondiglio, ò nascostiglio

17. οι μεζάδες: le stranze à terreno

18. η καντίνα: la cantina

19. η τράπεζα: la mensa

20. το μαγειριό: la cucina, ò cocina

21. ο φούρνος: il forno

22. ο φουγλάρος: il camino

23. το κελλί, η διασπένσα: la cella

24. το κουμάσι, το ορνιθαριό: il poppaio, il gallinaio

25. ο περιστεριώνας: la colombara

26. το αχούρι: stalla di cavalli

27. η πόρεψη, η ανάπαψη: il necessario, il privato, il cesso, il destro

28. τα ανώγια: le ztranze di sopra

29. οι σκάλες: le scale, le salite

30. το πουντί: il poggiolo

31. τα σακκίδια: i risalti, i sporti

32. οι πατωσιές: i palchi, i solati

33. η σάλα, η καμινά: la sala

34. οι οντάδες: le stranze, gli appartamenti della casa

35. οι κάμερες: le camere

36. οι τραμεζάνες, οι δολμάδες: le tramazzure, il tramezzi

37. το σκριτόριο: il cabinetto, lo studiolo

38. τα μπαλκούνια: i cangelli disinestre, le feriate

39. τα παραθύρια: le finestre, ò fenestre

40. τα ντζάμια: le vitriate, ò invitriate

41. οι σταμνιές, οι τζερτζεβέδες: i telari, le impannate

42. τα καφάσια: le gelosie

43. τα ντουλάπια: gl’armari che sono pratticati dentro li muri

44. τα αρμάρια: gl’armari

45. τα ταβάνια: i tavolati, i soffitti, le soffitte

46. τα κατατόπια: i contoni, ò le cantonate, ò i cunei della casa

47. τα δώματα: le terrazze

48. η αλτάνα: l’altana

49. η τραβάκα: il tetto

50. η στεγωσιά, η στέγωση: la coverta della casa

51. τα κεραμίδια, οι κούποι: i coppi

52. το ντζαρντάκι: il verone

53. ο ηλιακοτός, η ηλιάστρα: la solana, il solatio

 

 

Σύνεργα διά κτίρεια

Lavori, ò materiali da fabriche

 

1. οι πέτρες: pietre

2. τα πετραδάκια: petruccie, petruzze, rottami

3. τα χαλίκια: selci, ciottoli

4. τα τούβλα: mattoni

5. οι πλήνθοι, οι μάζες: cespiti, cespogli

6. ο ασβέστης: calcina, calce

7. το κορασάνι, το κουρασάνι: cimento

8. το χώμα: terra

9. ο πηλός: malta

10. η λάσπη: fango

11. ο γύψος: gesso

12. ο σοβάς: malta fatta con calce & stoppa, senza cimento ne terra

13. τα ξύλα: legne

14. οι τενεκέδες: tole sottili

15. τα σανίδια: tavole

16. τα πέταυρα: late, correnti di tetto

17. τα καρφιά: chiodi

18. τα κεραμίδια: coppi

19. το μολύβι: piombo

 

 

Κατάστιχο των τεχνιτών

Lista de gl’ arteggiani

 

1. ο αμπελάρης, ο αμπελικός, ο αμπελουργός: il vignaiuolo

2. ο ασημοκόπος, ο τοκολήπτης: il argentiere

3. ο ατζίγκανος, ο χαλκιάς: il fabro ferraro

4. ο βουτζάς: il bottaro

5. ο γούναρης: il pellicciaro

6. ο γραβαδούρος: lo scarpellino, l’intagliatore

7. ο ζωγράφος: il pittore

8. ο ινταλιαδούρος: lo scultore

9. ο καλαφάτης: il calefattore

10. ο κεντητής: il lavoratore all’ago

11. ο κλειδάς: il chiavaro

12. ο κτίστης: il muratore

13. ο μάγειρας: il cuoco, il cuciniere

14. ο μαγκανάρης: il ricamatore

15. ο μακελλάρης, ο χασάπης: il macellaio, il macellaro, il beccaio, il beccaro

16. ο μαραγκούς, ο μαραγκός: marangone

17. ο μαρινέρης, ο γκεμιντζής, ο ναύτης: il marinaio, marinaro

18. ο μπαλαδούρος: l’abballatore

19. ο μπαλαράς, ο μπαλωματάς: il ciabattaro, il ciabattino, il ciavattino

20. ο μποϊαντζής, ο βαφειάς: il tentore, il tintore

21. ο μποσταντζής, ο περιβολάρης: il giardinaro, il giardiniere

22. ο ντζαμιάς, ο γυαλιάς: il vetrano

23. ο παστιτζιέρης: il pasticciaro, il pasticciere, il coppettaro

24. ο πελεκάνος: il legnavolo, il faligname

25. ο πεταλάς: il marescalco, il fabro, il ferraro

26. ο πλύστης: il lavandaio, il lavandoro

27. ο ραύτης, ο ράφτης: il sarto, il sartore

28. ο σαλιβαράς, ο σαλλιβαράς: il brigliaro

29. ο σελλάς: il sellaio, il sellaro

30. ο σκοινάς, ο σκοινοπλόκος: il cordaro, il cordaruolo

31. ο στακωτής: il legatore di libri

32. ο σταμπαδούρος:lo  stampatore

33. ο στειβαδούρος: lo stivatore

34. ο ταμπάκης, ο γναφειάς: il cuoaio, il concia-corami

35. ο τεντζερντής: il pentolaio

36. ο τζαγκάρης, ο παπουτζής, ο παπουτζάς: il calzolaio, il calzarino, il calzaruolo

37. ο τζερνιδούρος: il cernitore

38. ο τζουκαλάς: il pignataro, il pignatarro

39. ο τορνάρης: il torniero, il torrnitore

40. ο υφαντής, ο ανυφαντής: il tessitore

41. ο φουρνάρης, ο ψωμάς: il fornaro

42. ο χαλκωματάς: il calderaio, il calderaro

43. ο χαλιναράς: il frenaio, il brigliaro

44. ο χαμάλης, ο βασταγάρης: il facchino

45. ο χρυσοχός, ο κοϊμιντζής: l’orofo, l’orefice

46. ο ψαράς: il pescatore

47. ο ωρολογάς: l’orologiere

 

 

Τα της φωτιάς

Le cose appartenenti al fuoco

 

1. η φλόγα, η γλώσσα της στιας: la fiamma

2. το φως: la luce, il lume

3. η ζέστη, η πυράδα: il calore

4. η τζιμπλίδα: la scintilla

5. τα κάρβουνα τα’ αφτούμενα, η καρβουνιά: i carboni accesi

6. το αθρακούφι: la brascia

7. η στάκτη, η αχιλιά: la cenere

8. ο καπνός: il fumo

 

 

Κατάστιχο των χορταριών των ημέρων και του περιβολιού

lista delle herbe domestiche, e di horto

 

1. η αγκουριά: la pianta del cocomero

2. η αγκυναριά: la pianta del carcioffo

3. η αθρίμπα: il timo

4. ο απήγανος: la ruta

5. ο αρακάς, η ρίζα του αρακά: la pianta de’ piselli

6. η αρμπέτα, η μπουράντζα, η μποράντζα: la borragine

7. το ασπρολάχανο, το καπούτζι, η καρδιά: il cavolo capuccio

8. η αψιθιά: l’assentio, l’assenzo

9. ο βασιλικός: il basilico

10. το βούλωσσο, το βουδόγλωσσο: la buglossa

11. η γλυστρίδα, η ανδρακλείδα, η ανδραχνίδα: la porcellana

12. το γλυκάνισο: l’aniso

13. το γογκίλι: la rapa

14. ο δυόσμος: la menta

15. το εντίδι, το αντίδι, η εντίβια: l’endivia

16. το ζαμπάκι, ο κρίνος: il fiordeliso, il giglio

17. το θυμάρι, ο θύμος: il timo

18. η ίριδα: l’iride, la gladiola, il gladiolo, il giglio azurro, ò pavonazzo

19. το κάρδαμο: il nastruzzo

20. η καρπουζιά: la pianta dell’anguria

21. το κοκκινογούλι: la bietola rossa, la biarava

22. η κολοκυθιά: la pianda della zucca

23. ο κόστος: la giula, l’herba giulia

24. η κουκιά: la pianta delle fave

25. το κουνουπίδι: il cavolo fiore

26. ο κουσβαράς: il coriandolo

27. το το κρομμύδι, το κρεμμύδι: la cipolla

28. το λάπαθο: il lapatico, il romice, il rombice

29. το λαυκί, το καβούτζι: la pastinaca, la carotta

30. το λαφοκέρατο: il corno cervino, il coronopo, l’herba stella

31. το λάχανο: il cavolo

32. το μάλαθρο: il finocchio

33. η μαντζουράνα, η πέρσα, το σιάψυχο: la maggiorana

34. το μαρούλι: la lattuga

35. η μελιτζανιά: la pianta delle melanzane

36. η μυροδιά, ο μαντανός, το κουδούμεντο, το μακεδονίσι, το πετροσέλινο: il petroselino, il petrosello, il petrosillo, il petrosemolo

37. η ξινίτρα, η ξινίδα, η ατζετόζα: acetosa

38. το παζί, το σεύκλο: la bieta, la bietola

39. η παπαρώνα, η παπαρούνα, η κουτζουνάδα: il papavero, la papola

40. η πιμπινέλα, ο χερήτης: la pimpinella

41. η η ποπονιά, η πεπονιά: melone

42. το πράσο: il porro

43. το ραδίκι, η ραδίκα: la cicorea, la cicoria

44. το ραπάνι: il rapano, il ravano

45. η ροβιθιά, η ρεβιθιά: la pianta delli ceci

46. η ρόκα: la ruchetta

47. το σέλινο: l’ appio

48. το σερφόλιο, το τζερφόλιο: il cerfoglio

49. το σισάρι: il sisaro, la sisara, la servilla, la pasticciana, la carotta bianca

50. το σκόρδο: l’aglio

51. η σκορσονέρα, το σκούλι: la scorsonera

52. το σπανάκι: la spinacchia, la spinaca

53. το σπαράγγι: l’asparango, lo sparango

54. η τρίβη, η θρύβη, η αθρίμπα: la santoreccia, la santoreggia, il santoreggio, la savoreggia, la savorella, la conicella

55. ο ύσσωπος: l’hisoppo

56. η φασολιά, η φασουλιά: la pianta de’faggiuoli

57. η φλασκομηλιά, η αλιοφακιά: la salvia

58. το φλισκούνι: il pulegio

59. η χαμοβιολέτα, η χαμοβιορέτα, η βιολέτα, η βιορέτα, το ίον, οι μενεξέδες: la viola, la violetta

 

 

Κατάστιχο των χορταριών των αγρίων και του χωραφιού

lista delle herbe salvatiche, e di campagna

 

1. η αβριά, τα φύκια: l’alga

2. το αβρότανο: l’abruotano, l’abruotina, l’ambruotano

3. το αγριοβουδόγλωσσο, το αγριοβούγλωσσο: la buglossa salvatica, la lingua bovila

4. το αγιόκλημα: il caprifoglio, la madreselva, la matreselva, la matriselva, la madrezzuola, il madrifoglio, il vincebosco

5. ο αγριόδυοσμος: la nepeta, la nepita, la nepetella, la nepitella, la calamenta

6. το αγριομάρουλο: la lattuga salvatica

7. η αγριομόλωχα: la malva salvatica, la bismalva

8. το αγριοράπανο: il ramponzolo

9 .το αγριοσέλινο: l’appio salvatico

10. ο αιγιάλωπας: l’avena

11. η αλεξάνδρα: l’angelica

12. η αλοή: l’aloè

13. το άνηθο: l’aneto

14. η απαρίνη: l’aparino

15. η αρτεμισία: l’artemisia

16. το ασάρι, το άσαρο: l’asaro, il baccaro

17. ο αζόνιχος: il pie corvino, ò di gallo

18. το αχινοπόδι: la calcatrippa

19. το βήχιο: la lingua cavallina

20. η βικία: la veccia, la vecciola

21. το βρούλο: il gionco

22. το γρασίδι: il hebra dell'orzo

23. η δενάιδα: il serpillo, il serpollino, il serpollo, il sormollino

24. το δικτάμι: il dittamo

25. ο έβουλος, ο χαμολιός: l’ebbio, l’ebio, il nebbio, il sambuco minore

26. ο ελλέβορος: l’elleboro

27. η ένουλα, το ελένι: l’enula campana

28. το ερύσιμο: l’erismo, l’irione

29. το ερυθρόδανο: la rubbia

30. το ευφόρβι: l’euforbio

31. τα ζιζάνια: la zizania

32. ο ζόχος: il latissone, il sonco, la cicerbità

33. η ήρα, η αίρα: il loglio

34. το ηρύγγι: l’eringio salvatico

35. η ισατίδα: il guado

36. το καλάμι: la canna

37. ο καλάνθρωπος: il tasso barbasso

38. το καλογερικόχορτο: la lavanda, la lavandola

39. το κανάβι: il canape

40. το κέστρο, η μπετόνικα: la betonica

41. η κεχριά: la pianta del miglio

42. ο κισσός: l’edera, l’hedera, l’elera, l’ellera

43. η κλεμαξίδα: il viborno, la lantana

44. η κληματίδα: la vitabla, la vite bianca, la brionia, la pervinca, la provinca, l’alessandrina, il vilucchio

45. το κρήταμο: il finocchio marino, il critamo, l’herba di san Pietro

46. ο κρόκος, ο ζαφοράς, ο ζαφράς: il zaffrano, il zafferano

47. το κύμινο: il cimino, il comino, il cumino

48. το κώνειο: la cicuta

49. η λοφόγλωσσα: lingua cervina

50. το λεπίδι, το μελάνθι: la nigella, il melantio

51. το λινάρι: il lino

52. η μανδραγόρα: la mandragora, la mandragola

53. η ματρικάρια: la matricaria, la matricale

54. το μελίλωτο: il melilotto

55. το μελισσόφυλο: la melissa, la cedronella, l’apiastro

56. το μερμηγκοβότανο, η βερβαίνα: la verbana, la verminacola, la berbinaca, la berbonaca, la scammina

57. τα μολώχια , το μολώχι, η μολώχα: la malva

58. η μπαμπακιά: la pianta del bambace

59. το μπελβεδέρι: il belvedere

60. η μυρικιά: l’erica, la brusca

61. ο νάρδος: il nardo, lo spigonardo

62. ο νερόδυοσμας: il crescione, il nastruzzo, il nastruzo

63. το ορμίνι: la bella donna, la schiarea, la schiaria, la sclarea, la schiareggia, l’herba di san Giovanni

64. η παπαρώνα, η παπαρούνα, το παπαρώνι: il papavero salvatico

65. το παρθενούδι, το σκαρολάχανο: la mercuriale

66. το πεντάνευρο: la piantaggine, la piantana, la pettacciuola, la centinerbia

67. το πεντάφυλλο: il quinquefoglio, il cinquefoglio

68. το πολύγωνο: il poligono maschio, la correggiuola, la centinodia

69. το πολυπόδι: il polipodio

70. το πολύτριχο, το μαλοχόρταρο: il capelvenere

71. οι ποτηροπλύτες, οι σιδερίτες, το ελξίνι: la parietaria

72. το ρίγανο, η ματερίνα: l’origano, l’oregano

73. η ριζιά: la pianta del riso

74. τα ρίκια: l’erica

75. τα μεγάλα ρίκια: l’erica scopaia

76. η σαπαρίνα: la salsa pariglia

77. η σένα: la sena

78. το σησάμι: il sesamo, il sesamino, il sisamo

79. το σινάπι: il senape

80. το σιτάρι: l’herba del frumento

81. το σίφιτο, το αείζωο: la pignola, il semprevivo

82. η σκυλόγλωσσα: la lingua di cane

83. το σκυλοδόντι: la gramigna, l’agrosto

84. το σκυλοκρόμμυδο: la squilla

85. η σπαρτιά: la ginestra

86. η σπίκα: lo spico

87. η άγρια σταφίδα: la staffisagria, la staffisaria, la stafusaria, la stapularia, l’herba di pidocchi

88. το στεκούλι: la consolida maggiore

89. ο στρύχνος: il solano, il solatro

90. η τζικνίδα, η ατζικνίδα: l’otrica

91, το τουτούνι, ο καπνός: il tabacco, la nicotiana

92. το τρίφυλλο: il trifoglio, la cedrangola, la medica

93. η τρυπόπετρα: la sassifraga, la sassifragia

94. η φακιά: la pianta della lenticchia

95. το φίργανο, το φρύγανο: la frasca

96. το φλισκούνι, το γλυκούνι: la pulegio

97. το φραγκοπιπέρι: il pepe d'india

98. η φτέρα, η φτέρη, η φτερίδα: la felce, la ugnea

99. η χαμεδρυά: la calamandrina, la querciuola

100. η χαμόμηλα, το χαμομήλι: la camonilla

101. το χελιδόνι: la celidonia

102. το χιλιόφυλλο: il mille-foglio

103. η χούμελη: il lupolpo

104. το χρυσυλάχανο: l’armolla, l’atriplice

105. το ψιακί, το ακόνιτο, το ποντικοφάρμακο: l’aconito, il risagaio, la sargalla, il pardolianche

106. το ψυλλοβότανο: la pulicaria, il pusillio, il mazzapulici

 

 

Τα της χώρας

Le cose appartementi alla città

 

1. τα τειχόκαστρα, τα τειχία: le muraglie

2. οι τειχοφυλακάτωρες: le guardie delle muraglia

3. οι πόρτες: le porte

4. οι εκκλησίες: le chiese

5. τα μοναστήρια: i monasteri, li conventi

6. τα σπιτάλια: gli spedali

7. τα φροντιστήρια, τα σπουδαστήρια, τα κολλέγια: i collegi

8. τα παλάτια, τα σαράια: i palazzi

9. τα παζάρια: le piazze, i mercati

10. τα μπεζεστένια: le loggie

11. τα μακελλειά, τα χασάπια: le beccarie, le bccherie

12. οι φούρνοι: i forni

13. οι ταβέρνες, τα καπηλειά: le taverne, e le bettole

14. οι βρύσες: le fontane

15. τα σπίτια: le case

16. τα εργαστήρια: le botteghe

17. τα μαγαζιά: i magazini

18. οι φυλακές, τα χάψια: le prigioni

19. οι γειτονιές, και οι μαχαλάδες: le contrade, et i sestieri

20. οι στράτες, οι δρόμοι: le strade

21. οι χωζερέδες, οι χωσιές, οι κρυψιές, οι κρύφτρες, οι βούβες: i nascondigli

22. τα περιβόλια, τα μποστάνια: i giardini, gl’ orti, gl’ horti

23. οι μπακτζέδες: i giardinetti, gl’ orticelli, gl’ horticelli

 

 

Κατάστιχο των ψαριών

Lista delli pesci

 

1. η αβδέλα, η βδέλα: la sansuga, la sanguisuga, la sanguettola, la mignatta

2. η αγχιόια: l’ancioia

3. το ακταπόδι, το οκταπόδι, το κταπόδι: il polpo, il pesce polpo

4. η αρείγκα: l’arenga, l’aringa

5. ο αστακός:l’astace, l’astase

6. οι αχιβάδες: le cocnche, le conchiglie, le congole

7. ο αχινιός: il riccio, l’arcino, l’orsetta

8. ο βαθρακός, ο βαθρακάς: il rospo

9. το βελονίδι: l’agosciola, l’agusella, l’acicula

10. η βούπα: il vairone

11. η γενειάδα: il barbaio

12. η γλώσσα, το χαψί: la linguatta, la linguattola, la sogliola, lo sfoglio, la sfoglia, l’ifoia

13. ο δέλφινας, το γουρουνόψαρο: il delfino, il marsione

14. η δράκινα: drago di mare

15. ο ερυθρίνος: la lasca, il pesce capone

16. η εχενηίδα, η άργητα: la remora

17. η ζάμπα, ο φρύνος: la rana samartana, ò sammartina

18. ο θύννος, ο όρκινος: il tonno, la tonnina

19. ο κάβουρας: il granchio, il grancio, il granzo

20. το καλαμάρι: il pele calamaro

21. η καραβίδα: il gambaro, il gambero

22. η καρίδα: il gambarello, la locusta marina

23. ο κέφαλος: il cefalo, la muggia, il muggine

24. ο κήτος: la balena, & ogni gran pesce

25. ο κόγκρος: ilcongro, il congrio, il cancro

26. ο κούβακας: la rana, la rannocchia, il rannocchio

27. ο κροκόδειλος, ο κροκόδειλος: il cocodrillo

28. το κτένι: il bruero, il pettine, la foraccia

29. ο κωβιός, το λιλίγι: il gobbio, il ghiozzo, il govo, il pesce, paganello

30. το λαβράκι: in baicolo

31. ο λύκος, το λυκόψαρο: il pesce lupo, il lupo marino, il pesce spinola

32. το μαζί: il merluzzo fresco

33. το μανόλι: la menola, specie di pesce simile al tonno

34. η μαργοτήρα: la torpilla, la torpedine, il tremolo, il pesce narco

35. το μελανούρι: il pesce occhiato

36. το μερσίνι, το στρίφι: lo sturione, lo storiine, l’accipensero

37. η μολούα: la molua, il pesce fico

38. η μουρούνα, η μορόνα: la morona, la murena

39. ο μπακαλάς: il pesce legno, il merluzzo

40. το μπαρμπούνι: barbone

41. τα μύδια: I calcinelli, le congole, le molleche, i petoncoli, i dattoli

42. το νερόφιδο: la serpe di acqua, l’aquatella

43. ο ξηφιός: il pesce spada

44. η οράδα: l’orata

45. η όρκα: la orca, l’orco

46. η παλαμίδα: la palamida

47. η περκίδα: la percida, la perchi, il persico, il persegno

48. η πεταλίδα: la patella

49. η πίνα: la perna, la pernocchia, la madreperla, la madriperla

50. η πορφύρα: la porpora

51. η προσφύρα: l’ognella, la beccalunga

52. η ρίνα: la raia, la rasa, la razza, la raggia

53. ο ρόμπος: il rombo, la passera di mare

54. το σαζάνι: la carpa, il carpione, la reina

55. ο σάλιαγκας, ο σάλιακας: la lumacca, la lumaccia

56. η σάλπα, η σάρπα: la salpa

57. η σαρδέλα: la sardella, la sarda

58. οι σβουρδούκλοι, οι φούσκες: le sponghe marine

59. η σειρήνη: la sirena

60. η σηπιά: la sepa, la sepia, la seppia

61. ο σκάρος: lo scaro

62, το σκομπρί: lo scombro

63. ο σκορπιός: lo scorpione, lo scrofano

64. το σκυλόψαρο: il pesce cane, il cane marino, il pesce palombo, l’Azio

65. η σμαρίδα: la smaride

66. το ψάρι σλομό: il salmone

67. το στρίδι, το αστρίδι: l’ostrega, l’ostreca, l’ostriga, l’ostriga, l’ostria

68. το συναγρίδι: il dentale, il dentone

69. η σφύραινα: il pesce martello, la ciambetta

70. ο τζίρος: scombro feccato al sole

71. η τίγκα: la tenca

72. η τούρνα, το γομρί: il luzzo

73. το τριγλί: la treglia

74. η τρούτα: la trutta

75. η φόκια: la foca, il vitello, ò il bue marino

76. οι φούσκες, οι σβουρδούκλοι: le sponghe marine

77. το χέλι: l’anguilla

78. το χελιδώνι: il pesce rondine

79. η χελώνα: il tartaruga, la testudine, la testuggine

80. ο χοχλιός: la lumaca marina, il bovolo marino, la cocchiolina

81. το χριστόψαρο: il pesce di san Pietro

82. το ψαρόλαγο: il marangone

83. το ψισί: l’ombria, la lombrina, rombo, et passera

 

 

 

To Ονομαστηκο της Ρομεικης γλοσας για τα πεδια

του Θανάση Ψαλίδα

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 


Το «Ονομαστικό της ρωμαίικης γλώσσας για τα παιδιά» δημοσιεύτηκε στα Άπαντα Ιωάννου Βηλαρά (Αθήναι 1935, σελ. 328-334). Ο επιμελητής της έκδοσης Γεώργιος Βαρβαρέτος τυπώνει το κείμενο με ιστορική ορθογραφία. Σχεδόν όπως παρουσιάζεται εδώ στην συνέχεια, στην αριστερή στήλη (με λίγες διορθώσεις και μονοτονικό). Ο Βαρβαρέτος θεωρεί το Ονομαστικό έργο του Γιάνη Βηλαρά. Σημειώνει μάλιστα πως το χειρόγραφο πρωτοδημοσιεύτηκε από το Σπυρίδωνα Λάμπρο στο Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον Δωδώνη 1886 (Αθήναι 1885, σελ. 35-47).

Ο Λάμπρος βρήκε το χειρόγραφο στην Εθνολογική Εταιρεία (δωρεά Γεωργίου Αναγνωστοπούλου, χειρόγραφο 119). Ωστόσο το έργο «Ονομαστηκο της Ρομεικης γλοσας για τα πεδια», όπως το παρουσιάζει ο Λάμπρος, είναι γραμμένο με φωνητική γραφή και όχι με ιστορική ορθογραφία όπως το έδωσε ο Βαρβαρέτος. Σε αυτή τη μορφή το αντιγράφω και εγώ, παρακάτω, στη δεξιά στήλη.

Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Γ’ έκδοση, Αθήνα 1980, σελ. 137), αναφερόμενος στο Ονομαστικό, επισημαίνει πως σύμφωνα με το Λ. Βρανούση, «πιθανόν» να μην πρόκειται για κείμενο του Βηλαρά, αλλά του Αθ. Ψαλίδα.

Όποιος έχει διαβάσει τις επιστολές του Βηλαρά στον Ψαλίδα, ξέρει πως διακριτικά του έκανε κριτική για λόγιες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε. Και το Ονομαστικό έχει κάποιες τέτοιες λόγιες λέξεις, που ο Βηλαράς δε θα έβαζε.


Η έρευνα του Βρανούση βρίσκεται στο περιοδικό Νέα Εστία, (τεύχος 94, Χριστούγεννα 1973, σελ. 51-70). Ο Βρανούσης που εξέτασε τα χειρόγραφα του Βηλαρά και τα συνέκρινε με χειρόγραφα και το γραφικό χαρακτήρα του Ψαλίδα, αποδεικνύει πως ορισμένα έργα του δεύτερου, έχουν θεωρηθεί σαν έργα του πρώτου, εξ αιτίας και μόνο του γεγονότος, ότι ο Ψαλίδας είχε πειστεί από το Βηλαρά να χρησιμοποιεί, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, το φωνητικό σύστημα γραφής.

Ανάμεσα στα έργα αυτά είναι και το Ονομαστικό, που σαν εκπαιδευτικός και διευθυντής σχολών ο Αθανάσιος Ψαλίδας (1760-1829), είχε γράψει για να διδάξει σε παιδιά.

Η αξία του κειμένου, έγκειται ακριβώς στο ότι ο Ψαλίδας πείστηκε από το Βηλαρά να γράψει και να διδάξει στους μαθητές του το Ονομαστικό, όχι σε λόγια γλώσσα με ιστορική ορθογραφία, αλλά στα ρωμαίικα με φωνητική γραφή.

Αν κρίνουμε από τα ισχύοντα μέχρι τότε (1822) και κυρίως από αυτά που ακολούθησαν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (εθνικό καθαρευουσιάνικο κίνημα), έχουμε να κάνουμε με ένα ριζοσπαστικό κείμενο.

Ο σύγχρονος αναγνώστης του Ονομαστικού, θα γνωρίσει σ’ αυτό τη ρωμαίικη γλώσσα, όπως τη μιλούσαν στη δυτική Ήπειρο* την εποχή του Ψαλίδα.  Και επιπλέον, θα βρει πολλές πληροφορίες για τον υλικό πολιτισμό εκείνων των χρόνων.

 

19 Δεκεμβρίου 2010

 

* Στην Ανατολική Ήπειρο (και τα Γιάννενα) μιλούσαν τη βόρεια διάλεκτο

 

Ονομαστικό της ρομέικης γλώσσας για τα παιδιά

Ονομαστηκο της Ρομεικης γλοσας για τα πεδια

 

 

1822 τες 2 Γενάρη, Γιάννινα

1822 τες 2 Γεναρη, Γιανηνα

 

 

Άνθρωπος και τα μέρη του

Ανθροπος κε τα μερη του

 

 

Ο άνθρωπος έχει σώμα και ψυχή.

Ο ανθροπος εχη σομα κε ψηχη.

Η ψυχή έχει νου και θέληση.

Η ψηχη εχη νου κε θεληση.

Ο νους, όσα γνωρίζει καλά και κακά, τα γνωρίζει με τες εφτά αίστησες, οπού έχει το σώμα, οπού είναι: η βλέψη, η ακοή, η όσφρηση, η γέψη, η ψηλάφηση, η πείνα, και η δίψα.

Ο νους, οσα γνορηζη καλα κε κακα, τα γνορηζη με τες εφτα εστησες, οπου εχη το σομα, οπου ηνε: η βλεψη, η ακοη, η οσφρηση, η γεψη, η ψηλαφηση, η πηνα, κε η δηψα.

Με τη βλέψη γνωρίζει ο νους μας τα χρώματα, ήγουν το κόκκινο, το πράσινο, το γαλάζιο, το κίτερνο, το άσπρο, το μαύρο, το μουσακί, το νεραντζί, το δεκοχτούρι, το χορτάρι, το άλικο και τα παρόμοια.

Με τη βλεψη γνορηζη ο νους μας τα χροματα, ηγουν το κοκηνο. το πρασηνο, το γαλαζιο, το κητερνο, το ασπρο, το μαβρο, το μουσακη, το νεραντζη, το δεκοχτουρη, το χορταρη, το αληκο, κε τα παρομηα.

Το όμορφο, και το άσκημο, το μικρό και το μεγάλο, το μακρινό και σιμοτινό, ήγουν το διάστημα, οπού και μάκρος λέγεται.

Το ομορφο, κε ασκημο, το μηκρο κε το μεγαλο, το μακρηνο κε σημοτηνο, ηγουν το δηαστημα, οπου κε μακρος λεγετε.

Με την ακοή διακρένει ο νους μας κάθε χτύπημα του αέρα, ωσάν βροντές ήγουν μπουμπουναριές, νηχούς τραγουδιών, νηχούς ψαλσιμάτων, αρμονίες μουσικής, μελωδίες, τους καλόφωνους και κακόφωνους.

Με την ακοη διακρενη ο νους μας καθε χτηπημα του αερα, οσαν βροντες ηγουν μπουμπουναριες, νηχους τραγουδιον, νηχους ψαλσηματον, αρμονηες μουσηκες, μελοδηες, τους καλοφονους, κε κακοφονους.

Με την όσφρηση γνωρίζει τες μυρωδιές τες καλές και αχαμνές, οπού τες καλές τες λέμε ευωδιές, και μοσκομυρωδιές, και τες αχαμνές τες ονομάζομε βρώμες.

Με την οσφρηση γνορηζη τες μηδοδιες τες καλες, κε αχαμνες, οπου τες καλες τες λεμε εβοδηες, κε μοσκομηροδιες, κε τες αχαμνες τες ονομαζομε βρομες.

Κ' έτσι μ’ αυτή διακρίνει όλα τα άνθια και λουλούδια ποια μοσκοβολούν και ποια βρωμούν και ζοκοπούν.

Κ' ετζη μ' αφτη δηακρενη ολα τα ανθια κε λουλουδια πια μοσκοβολουν, κε πια βρομουν κε ζοκοπουν.

Με τη γέψη διακρένει ο νους τ’ ανθρώπου τες ποιότητες των ζουμιών, ήγουν το γλυκό, το ξινό, το αδρύ, το στυφό, το αψύ, το πικρό, το νόστιμο, το άνοστο.

Με τη γεψη διακρενη ο νους τ' ανθροπου τες πηοτητες τον ζουμιον, ηγουν το γληκο, το ξηνο, το αδρη, το στηφο, το αψη, το πηκρο, το νοστημο, το ανοστο.

Το αλατισμένο κι αλμυρό, το ανάλατο, το γλυφό, και τα τέτοια.

Το αλατησμενο κ' αρμηρο, το αναλατο, το γληφο, κε τα τετια.

Με την ψηλάφηση μαθαίνει ο νους μας το ζεστό, και κρύο, το απαλό και σκληρό, ακόμη και το μικρό και το μεγάλο.

Με την ψηλαφηση μαθενη ο νους μας το ζεστο κε κρηο, το απαλο κε σκληρο, ακομα κε το μηκρο κε το μεγαλο.

Με την πείνα καταλαβαίνει ο νους μας πότε λείπει από το στομάχι η στέργια θροφή, και με τη δίψα, πότε λείπει η υγρά θροφή, οπού είναι και οι δυο αναγκαίες για τη ζωή μας, σ' όλα όμως αυτά ο νους μας, για να τα γνωρίσει καλά, χρειάζεται να προσέχει, ήγουν να σταματά ώρα πολλή να συλλογιέται και ύστερα να αποφασίζει οπού να ειπεί να θέλει.

Με την πηνα καταλαβενη ο νους μας ποτε ληπη απο το στομαχη η στεργια θροφη, κε με τη δηψα, ποτε ληπη η ηγρα θροφη, οπυ ηνε κε η διο αναγκεες για τη ζοη μας, σ' ολα ομος αφτα ο νους μας, για να τα γνορηση καλα, χρηαζετε να προσεχη, ηγουν να σταματα ορα πολη να τα σηλογετε, κε ηστερα να αποφασηζη οπου θα ηπη να θελη

Το σώμα του ανθρώπου έχει κεφάλι, χέρια, ποδάρια και κορμί.

Το σομα του ανθροπου εχη κεφαλη, χερια, ποδαρια, κε κορμη.

Το κορφοκέφαλο και αντικέφαλο έχει τρίχες, ή μαλλιά, τα οποία μακραίνουν και κρέμονται στις πλάτες λέγονται τσάμπας, και όσοι των έχουν τους λέμε τσαμπαλήδες.

Το κορφοκεφαλο κε αντηκεφαλο εχη τρηχες, ή μαλια, τα οπηα αντα μακρενουν κε κρεμοντε στες πλατες λεγοντε τσαμπας, κε οση τα εχουν τους λεμε τσαμπαληδες.

Το πρόσωπο έχει μέτωπο, φρύδια, μηλίγκια, μάτια, μύτη, μάγουλα, αυτιά, αυτιά, στόμα, πηγούνι, μουστάκια, γένεια, τσουλούφρια από τα μηλίγκια, και σκυλόμαλλα στα μάγουλα.

Το προσοπο εχη μετοπο, φρηδια, μηληγκια, ματια, μητη, μαγουλα, αφτια, στομα, πηγουνη, μουστακια, γενια, τσουλουφρια απο τα μηληγκια, κεσκηλομαλα στα μαγουλα.

Το μέτωπο έχει ζαρωματιές.

Το μετοπο εχη ζαροματιες.

Το αυτί έχει ριζάφτι, και λοβόν.

Το αφτη εχη ρηζαφτη, κε λοβον.

Το μάτι έχει ματόφυλλα, ματοτσίνουρα, κόρη, μαυράδι και ασπράδι.

Το ματη εχη ματοφηλα ματοτσηνορα, κορη, μαβραδη κε ασπραδη.

Η μύτη έχει ορθούνια.

Η μητη εχη ορθουνια.

Το στόμα έχει αχείλια, δόντια, δοντούρες, γούλια, γλώσσα, σταφυλίτη ή γλωσσίδι, ουρανίσκο, κατωσάγουνο ή τσαγούλι.

Το στομα εχη αχηλια, δοντια, δοντουρες, γουλια, γλοσα, σταφηλητη, ή γλοσηδη, ουρανησκο, κατασαγουνο, ή τσαγουλη.

Και έτσι λέμε: το στόμα σιαλίζει, ήγουν έχει σιάλι.

Κε ετση λεμε: το στομα σιαληζη, ηγουν εχει σιαλη.

Κι η μύτη μύξα, και το μάτι δάκρυ.

Κη η μητη μηξα, κε το ματη δακρη.

Μέσα όμως εις το κεφάλι είναι το μυαλό και από μέσα από το αυτί είναι ένα κιτερνάδι φαρμακερό, οπού φυλάγει το αυτί.

Μεσα ομος στο κεφαλη ηνε το μιαλο, κε απο μεσα απο το αφτη ηνε ενα κητερναδη φαρμακερο, οπου φηλαγη το αφτη.

Το κεφάλι δένεται με το κορμί, και το δέμα από μπροστά λέγεται λαιμός, και από πίσω λέγεται σβέρκλος.

Το κεφαλη δενετε με το κορμη, κε το δεμα απο μπροστα λεγετε λεμος, κε απο πησο λεγετε σβρεκλος.

Το χέρι έχει δάχτυλα και αρμό, και αγκώνα.

Το χερη εχη δαχτηλα κε αρμο, κε αγκονα.

Τα δάχτυλα έχουν κούμπους και κλείδωσες και νύχια.

Τα δαχτηλα εχουν κουμπους κε κληδοσες κε νηχια.

Το κορμί έχει αμασκάλη, βυζιά, και κοιλιά.

Το κορμη εχη αμασκαλη, βηζια, κε κηλια.

Το βυζί έχει ρόγα.

Το βηζη εχη ρογα.

Η κοιλιά έχει οφαλό.

Η κηλια εχη οφαλο.

Απ’ οπίσω το κορμί έχει πλάτες, και δίπλατα, και κουμποραχιά.

Απ' οπησο το κορμη εχη πλατες, κε δηπλατα, κε κουμποραχια.

Το ποδάρι έχει χτένι, πατούνα, φτέρνα, δάχτυλα, κότσι, άντζα, καλάμι, γόνα, μηρί.

Το ποδαρη εχη χτενη, πατουνα, φτερνα, δαχτηλα, κοτζη, αντζα, καλαμη, γονα, μηρη.

Και εκεί που δένεται το ποδάρι, με το κορμί είναι το λαγκόνι ή το γοφί, οπού και κούφιο και ψήχειο λέγεται.

Κε εκη που δενετε το ποδαρη με το κορμη ηνε το λαγκονη, ή το γαφη, οπου κε κουφιο κε ψηχηο λεγετε.

Έξω από το σώμα είναι η πέτσα ή το τομάρι, και μέσα είναι το κόκαλο, τα πλευρά, τ’ αστήθη, το στομάχι, τα σπλάχνα, ήγουν τα άντερα, η κοιλιά, τα νεφρά, η καρδιά και τα φλοκάρδια, οι φλέβες, το συκώτι, το πλεμόνι, η σπλήνα, η πάνα, το γαίμα, το ξύγκι, τα ποντικάκια, το κρέας, τα νεύρα, το φλέμα, η χολή, το κάτουρο, η κατουρήθρα και στες γυναίκες η μήτρα, το γάλα, το σπέρμα ή ο σπόρος.

Εξο απο το σομα ηνε η πετσα ή το τομαρη, κε μεσα ηνε τα κοκαλα, τα πλεβρα, τ' αστηθιη, το στομαχη, τα σπλαχνα, ηγουν τα αντερα, η κηλια, τα νεφρα, η καρδια, κε τα φλοκαρδια, η φλεβες, το σηκοτη, το πλεμονη, η σπληνα, η πανα, το γεμα, το ξηγκη, τα ποντηκακια, το κρεας, τα νεβρα, το φλεμα, η χολη, το κατουρο, η κατουρηθρα, κε στες γηνεκες η μητρα, το γαλα, το σπερμα, ή ο σπορος.

Ο άνθρωπος άντα πρωτοπιάνεται στη μήτρα της γυναίκας λέγεται έμβρυο, και άντα γεννιέται ονομάζεται παγανό και νήπιο.

Ο ανθροπος αντα προτοπιανετε στη μητρα της γηνεκας λεγετε εμβρηο, κε αντα γενιετε ονομαζετε παγανο, κε νηπηο.

Και ύστερα αν είναι ασερκό ως τα 17 χρόνια λέγεται παιδί, κι από τα 18 ως τα 24, λέγεται παλληκάρι, κι από τα 24 ως τα 30 νέος.

Κε ηστερα, αν ηνε ασερκο πς τα 17 χρονια λεγετε πεδη, κι απο τα 18 ος τα 24 λεγετε παληκαρη, κι απο τα 24 ος τα 39 νεος.

Και από τα 30 ως τα 45 άντρας, και από τα 45 ως τα 75 γέροντας.

Κε απο τα 30 ος τα 45 αντρας, κε απο τα 45 ος τα 75 γεροντας.

Και παρέκει από τα 75, παλιόγερος.

Κε παρεκη απο τα 75, παλιογερος.

Και αν είναι θηλκό λέγεται κορίτσι, κόρη, γυναίκα, γριά, και παλιόγρια.

Κε αν ηνε θηλκο λεγετε κορητση, κορη, γηνεκα, γρηα, κε παλιογρηα.

Ο άντρας αντ’ αποχτά παιδιά λέγεται πατέρας, και η γυναίκα μάννα και μητέρα.

Ο αντρας αντ' αποχτα πεδια λεγετε πατερας, κε η γηνεκα μανα κε μητερα.

Και τα παιδιά υιός και γιός, και θυγατέρα.

Κε τα πεδια ηος κε γιος, κε θηγατερα.

Και αν παντρέψει τα παιδιά του λέγεται πεθερός και η γυναίκα του πεθερά, και η γυναίκα του γιου του νύφη, και ο άντρας, της θυγατέρας του γαμπρός, και τα παιδιά των παιδιών του αγγόνια, και αυτός παππούς, και η γυναίκα του βάβω.

Κε αν παντρεψη τα πεδια του λεγετε πεθερος, κε η γηνεκα πεθερα, κε η γηνεκα του γιου του νηφη, κε ο αντρας της θηγατερας του γαμπρος, κε τα πεδια τον πεδιον του αγκονια, κε αφτος παπους, κε τη γηνεκα του βαβο.

Τα παιδιά του ίδιου πατέρα αδέρφια και αδερφές λέγονται.

Τα πεδια του ηδιου πατερα αδελφια κε αδελφες λεγοντε.

Και αν είναι από την ίδια μάννα και από δυο πατεράδες ονομάζονται λολάδελφα, και στον πατέρα των άλλων προγόνια και όχι παιδιά.

Κε αν ηνε απο την ηδια μανα κε απο διο πατεραδες ονομαζοντε λολαδελφα, κε στον πατερα τον αλο προγονια κε οχη πεδια.

Τα παιδιά της αδερφής, ή του αδερφού, τα έχω ανιψίδια και ανιψιές, και αυτά με έχουν θειο, και τη γυναίκα μου θεια.

Τα πεδια της αδελφης, ή του αδελφου, τα εχο ανηψηδια κε ανηψες, κε αφτα με εχουν θιο, κε τη γηνκα μου θια.

Τα παιδιά των αδελφών ανάμεσά τους λέγονται ξαδέρφια, και τα θηλυκά ξαδέρφες.

Τα πεδια τον αδελφον αναμεσα τους λεγοντε ξαδερφια, κε τα θηληκα ξαδερφες.

 

 

Σπίτι

Σπητη

 

 

Το σπίτι είναι η κατοικία τ’ ανθρώπου.

Το σπητη ηνε η κατηκηα τ' ανθροπου.

Αυτό είναι δυο λογιών, στρωτό και ψηλό.

Αφτο ηνε διο λογιον, στροτο κε ψηλο

Έχει λοιπόν το σπίτι περιοχή, εξώπορτα, αυλή, κήπο, πηγάδι ή στέρνα, χωρίσματα απάνω και κάτω.

εχη ληπον το σπητη περηοχη, οξοπορτα, αβλη, κηπο, πηγαδη ή στερνα, χορησματα απανο κε κατο.

Τα απάνω λέγονται χοτζερές, μεσιό ή χειμωνιάτικο, και μαγειριό, απέξω απ’ αυτά είναι η σάλα ή κρεβάτα, και σ’ αυτή η σκάλα.

Τα απανο λεγοντε χοτζερες, μεσιο, ή χημονιατηκο, κε μαγηριο, απεξο απ' αφτα ηνε η σαλα ή κρεβατα, κε σ' αφτη η σκαλα.

Τα αποκάτω λέγονται κατώγεια, κελάρια, και μπροστά σ’ αυτά είναι το χαγιάτι, και οι κάμαρες.

Τα αποκατο λεγοντε κατογια, κελαρια, κε μπροστα σ' αφτα ηνε το χαγιατη, κε η καμαρες.

Το σπίτι έχει ακόμα πλυσταριό, αχούρι, αναγκιό ή χρεία.

Το σπητη εχη ακομα πλησταριο, αχουρη, αναγκιο ή χρηα.

Ο χοτζερές έχει κρεβάτια, παραθύρια, παραθύρες, μεσανταρά, μπουχαρί, πόρτα ή θύρα, ντουλάπια, νταβάνι, αράφια, ντουλαπόπουλα, εικονοστάσι, γυαλιά, το μπουχαρί έχει μπουχαροπόδια, ογνήστρα.

Ο χοτζερες εχη κρεβατια, παραθηρια, παραθηρες, μεσανταρα, μπουχαρη, πορτα, ή θηρα, ντουλαπια, νταβανη, αραφια, ντουλαποπουλα, ηκονοσταση, γιαλια, το μπουχαρη εχη μπουχαροποδια, ογνηστρα.

Δαυλοστάτες, ξύλα για φωτιά ήγουν καψόξυλα, οπού λέγονται απόδαυλα και απόκαυτρα, έχει η ογνήστρα κάρβουνα, προύσια, χόβολη και στάχτη.

Δαβλοστατες, ξηλα για φοτια, ηγουν καψοξηλα, οπου λεγοντε δαβλια, κε σαν καουν κε μηνουν μηκρα λεγοντε αποδαβλα κε αποκαφτρα, εχη η ογνηστρα καρβουνα, προυσια, χοβολη κε σταχτη.

Τα κρεβάτια έχουν στρώματα ή μπάσια, μακάτια, μαξιλάρες, προσκέφαλα και τσελντέδες.

Τα κρεβατια εχουν στροματα ή μπασια, μακατια, μαξηλαρες, προσκεφαλα κε τσελντεδες.

Η μέση έχει πεύκια στρωμένα ή κιλίμια.

Η μεση εχη πεφκια στρομενα ή κηλημια.

Ο μεσανταράς έχει μέσα τα στρώματα του ύπνου, τα σεντόνια, τα παπλώματα και τα προσκέφαλα.

Ο μεσανταρας εχη μεσα τα στροματα του ηπνου, τα σεντονια, τα παπλοματα κε τα προσκεφαλα.

Τα ίδια έχει και το μεσιό.

Τα ηδια εχη κε το μεσιο.

Το μαγειριό έχει πυροστιές, τεντζερέδες, σαγάνια, τηγάνια, σκάρα, σουβλιά, ξαφριστήρι, γουδιά, γουδοχέρι, κεφτεντένι, κεφτεντενόξυλο, απλάδες, απλάδια, πιρούνια, χουλιάρια, χουλιάρες, πιπερολόγο, αλατερό, αλατολόγο, χουλιαρολόγο, καρδαροστάτη, γκιούμια, μπρίκια, ληγένια, χειροπάνια (πατσαούρες), σκύφο, τεψιά, σινιά, νταβάδες, σκαφίδι, μεσάλι, ξύστρα, προζύμι, σαπούνι.

Το μαγηριο εχη πηροστιες, τεντζερεδες, σαγανια, τηγανια, σκαρα, σουβλια, ξαφρηστηρη, γουδια, γουδοχερη, κεφτεντενη, κεφτεντενοξηλο, απλαδες, απλαδια, πηρουνια, χουλιαρια, χουλιαρες, πιπερολογο, αλατερο, αλατολογο, χουλιαρολογο, καρδαροστατη, γκιουμια, μπρηκια, ληγενια, χηροπανια (πατσαουρες), σκηφο, τεψια, σηνια, νταβαδες, σκαφηδη, μεσαλη, ξηστρα, προζημη, σαπουνη.

Στο μεσιό συνηθίζουν να τρων και εκεί κρέμονται προσόψια, φλοκατές, ομπόλιες για το νίψιμο.

Στο μεσιο σηνηθηζουν να τρον, κε εκη κρεμοντε προσοψια, φλοκατες, ομπολιες για το νηψημο.

Και για το τραπέζι, έχουν σινί μεγάλο απάνω σ’ ένα σκαμνί, και βάνουν στα απλάδια και ντουβαέλια, και το βράδυ σιαμντάνι, ψαλιδοκέρι και για να μαζώνει τες τριμόψιχες στρώνουν αποκάτω στο σκαμνί μπεζί και τες τριμόψιχες τες μαζώνουν με τη σκούπα, στον ψιχολόγο (φαρασάνι).

Κε για το τραπεζη, εχουν σηνη μεγαλο απανο σ' ενα σκαμνη, κε βανουν στα απλαδια κε ντουβαελια, κε το βραδη σιαμντανη, ψαληδοκερη, κε για να μαζονη τες τρημοψηχες στρονουν αποκατο μπεζη κε τες τρημοψηχες τες μαζονουν με τη σκουπα στον ψηχολογο (φαρασανη).

Στα κατώγεια είναι αμπάρια με αλεύρι, με σιτάρι, με κριθάρι, είναι τάλαροι, είναι σκαφίδια, σκουτέλες, κοσκινιστήρι, βαγένια, βαρέλια, στάμνες, καπάσες, και μέσα σ' αυτά κρασί, βούτυρο, λάδι, είναι γαράφες μικρές και μεγάλες, σουράγια, και σ' αυτές ρακί.

Στα κατογια ηνε αμπαρια με αλεβρη, με σηταρη, με κρηθαρη, ηνε ταλαρη, ηνε σκαφηδια, σκουτελες, κοσκηνηστηρη, βαγενια, βαρελια, σταμνες, καπασες, κε μεσα σ' αφτα, κραση, βουτηρο, λαδη, ηνε γαραφες μηκρες κε μεγαλες, σουραγια, κε σ' αφτες ρακη.

Στο κελάρι είναι στις κασέλες σακούλες και μέσα σ' αυτές όσπρια, ήγουν ρεβίθια, φασόλια, φακή, κουκιά, ρύζι, άμυλο (νισεστές), καφές, ζάχαρη, σαφράνι (κρόκος), πιπέρι, αυγά, λεμόνια, σταφίδα λιανή και χοντρή, σύκα, μύγδαλα, σαπούνι, ξιγκοκέρια, αγιοκέρια, μέλι, άλας.

Στο κελαρη ηνε στες κασελες σακουλες κε μεσα σ' αυτες οσπρηα, ηγουν ρεβηθια, φασολια, φακη, κουκια, ρηζη, αμηλο (νησεστες), καφες, ζαχαρη, σαφρανη (κροκος), πηπερη, αβγα, λεμονια, σταφηδα λιανη κε χοντρη, σηκα, μηγδαλα, σαπουνη, ξηγκοκερια, μελη, αλας.

Στο πλυσταριό είναι καζάνια και σκαφίδια.

Στο πλησταριο ηνε καζανια, κε σκαφηδια.

Στον κήπο είναι σκαμνιές, κομπλιές, ροδακινιές, ζερντελιές, κυδωνιές, απιδιές, σουρβιές, λεφτοκαρυές, συκιές, δαμασκηνιές, τρανταφυλλιές, ροϊδιές και τα πορκά τους είναι σκάμνα, κούμπλα, ροδάκινα, ζέρντελα, κυδώνια, απίδια, σούρβα, λεφτόκαρα, σύκα, δαμάσκηνα, τραντάφυλλα, τ' άνθη, ρόιδα, και μήλα από τες μηλιές.

Στον κηπο ηνε σκαμνιες, κομπλιες, ροδακηνιες, ζερντελιες, κηδονιες, απηδιες, σουρβιες, λεφτοκαριες, σηκες, δαμασκηνιες, τρανταφηλιες, ροηδιες, κε τα πορκα τους ηνε σκαμνα, κουμπλα, ροδακηνα, ζερντελα, κηδονια. απηδια, σουρβα, λεφτοκαρα, σηκα, δαμασκηνα, τρανταφηλα, τ' ανθη, ροηδα, κε μηλα απο τες μηλιες.

Σπέρουν στον κήπο και σπανάκια, μαρούλια για σαλάτα, λάπατα (μπελάσες), παζιά, μακεδονήσι, σέλινα, κρομμύδια, σκόρδα, πράσα, πράντζινα, στρεκλέτζια, φυτεύουν και ζαμπακιές, ζιμπιλιές, μανσακές για τα λουλούδια τους ζαμπάκια, ζιμπίλια και μανσέκια.

Σπερουν στον κηπο κε σπανακια, μαρουλια για σαλατα, λαπατα (μπελασες), παζια, μακεδονηση, σεληνα, κρομηδια, σκορδα, πρασα, πραντζινα, στρεκλετζια, φητεβουν κε ζαμπακιες, ζημπλιες, μανσακες, για τα λουλουδια τους, ζαμπακια, ζημπηλια, κε μανσεκια.

Σπέρνουν και βασιλικό, και μαντζουράνα, και δενδρολίβανο, και άλλα λουλούδια εντόπια και ξένα, σαν καρουφαλιές, νησιώτικα.

Σπερνουν κε βασηληκο, κε μαντζορανα, κε δενδροληβανο κε αλα λουλουδια εντοποα κε ξενα, σαν καρουφαλιες, νησιοτηκα.

Αποκάτω στο χαγιάτι της κρεβάτας είναι και το καδί ή καρούτα, οπού βράζουν το κρασί, και η ρακοβαρέλα.

Αποκατο στο χαγιατη της κρεβατας ηνε κε το καδη, η καρουτα, οπου βραζουν το κραση, κε η ρακοβαρελα.

Η σκάλα έχει σκαλίδια και κορφόσκαλο.

Η σκαλα εχη σκαληδια κε κορφοσκαλο.

Το σπίτι έχει πάτωμα, νταβάνι και σκεπή.

Το σπητη εχη πατομα, νταβανη κε σκεπη.

Η σκεπή έχει καβαλάρη και ποδιές.

Η σκεπη εχη καβαλαρη κε ποδιες.

Η σκεπή έχει ψαλίδες, γρέντες, μισογρέντια, κοντογρέντια, σανίδια, μπέταβρα, κεραμίδια, και παπάδες ορθούς ή διπλα, ήγουν βαϊστούς.

Η σκεπη εχη ψαληδες, γρεντες, μησογρεντια, κοντογρεντια, σανηδια, μπεταβτα, κεραμηδια, κε παπαδες ορθους ή δηπλα, ηγουν βαηστους.

Το πάτωμα έχει πατωματερά και σανίδια, τεκνέδες, στύλους, ταμπάνια.

Το πατομα εχη πατοματερα κε σανηδια, τεκνεδες, στηλους, ταμπανια.

Τα σπίτια έχουν και δίπατα.

Τα σπητια εχουν κε δηπατα.

Η αυλή είναι στρωμένη με λιθάρια ή με πλάκες.

Η αβλη ηνε με ληθαρια, η με πλακες.

Το πηγάδι έχει ροδάνι, τριχιά και τζούμα ή σίκλο.

Το πηγαδη εχη ροδανη, τρηχια κε τζουμα ή σηκλο.

Οι πόρτες έχουν κλειδωνιές, κλειδιά και μάνταλους.

Η πορτες εχουν κληδονιες, κληδια κε μανταλους.

Τα βαγένια έχουν στεφάνια και δόγες.

Τα βαγενια εχουν στεφανια κε δογες.

Το τοίμασμα του σινιού είναι τα απλάδια, τα χουλιάρια, τα πιρούνια, τα μαχαίρια, τα ντουβαέλια, το ψωμί, ο πιπερολόγος, τα σουράγια με το κρασί και το νερό, τα ρακοπότηρα, οι κούπες, το λαδερό, το ξυδερό.

Το τημασμα του σηνιου ηνε τα απλαδια, τα χουλιαρια, τα πηρουνια, τα μαχερια, τα ντουβαελια, το ψομη, ο πηπερολογος, τα σουραγια με το κραση κε το νερο, τα ρακοποτηρα, τα κρασοποτηρα, η κουπες η μαστραπαδες, το λαδερο, το ξηδερο

Και φαγητά σ' αυτό: μανέστρα (τσορβάς), κρέας βραστό, με σινάπι, ή με χρίανο, ψητό, σαλάτα με μυρωδικά, καπαμάς από κοτοπούλια, ή από αρνί, ή από χήνα, ή από πάπια, ή από νησάρι, κρέας με σέλινα, με πράσα, με κολοκυθόπουλα, με σπανάκια, με λάπατα, με ντολμάδες, με μπάμιες, με κάπαρη, με σπαράγγια, με χλωροκούκια, με δαμάσκηνα, με κυδώνια, με μήλα, με καμπρολάχανα, με αγκινάρες, με κουνουπίδια (καρναμπίκια), με γεώμηλα, με κρεμμύδια, με σκόρδα, και γιαπράκια με κληματόφυλλα, με μακεδονήσι, με πράντζινα, με στρεκουλέτζια, με καμπρολαχανόφυλλα.

Κε φαγητα σ' αφτο: μανεστρα (τσορβας) κρεας βραστο, με σηναπη, ή με χρηανο, ψητο, σαλατα με μηροδηκα, καπαμας απο κοτοπουλια, ή απο αρνη, ή απο χηνα, ή απο παπια, ή απο νησαρη, κρεας με σεληνα, με πρασα, με κολοκηθοπουλα, με σπανακια, με λαπατα, με ντολμαδες, με μπαμιες, με καπαρη, με σπαραγκια, με χλοροκουκια, με δαμασκηνα, με κηδονια, με μηλα, με καμπρολαχανα, με αγκηναρες, με κουνουπηδια (καρναμπηκια), με γεομηλα, με κρομηδια, με σκορδα, κε γιαμπρακια, με κληματοφηλα, με μακεδονηση, με πραντζηνα, με στρεκουλετζια, με καμπρολαχανοφηλα.

Και πίτες ή μπουρέκια με λάχανα, με βολάκια, με όρνιθες, με περιστέρια, και η λαχανόπιτα με τυρί, με γιαγούρτι αλειμμένη, η ρεβανή, η μπακλαή, το ρυζόγαλο, οι φούσκες, τα τραντάφυλλα, οι τηγανίτες, τα μαφήσια, τα μπεημπουρέκια, το κανταΐφι, οι διαφορετικές κεφτέδες, τα πορτοκάλια, τα λεμόνια.

Κε πητες ή μπουρεκια με λαχανα, με βολακια, με ορνηθες, με περηστερια, κε η λαχανοπητα με τηρη, με γιαγουρτη αλημενη, η ρεβανη, η μπακλαη, το ρηζογαλο, η φουσκες, τα τρανταφηλα, η τηγανητες, τα μαφησια, τα μπεημπουρεκια, το κανταηφη, η διαφορετηκες κεφτεδες, τα πορτοκαλια, τα λεμονια.

Ο τενές, ή πλάφι, ο ζερντές.

Ο τενες, ή πλαφη, ο ζερντες.

Η στολή, ενδυμασία και φορέματα του ανθρώπου ευρίσκονται στες κασέλες και σεπέτια, και στα ντουλάπια του σπιτιού οπού είναι: πουκάμισα σκουλινά, στούπινα, μεταξωτά ή τσίπινα, βαμπακερνά, αρουντζουκένια, από πεμπεζάρι, τσουράπια μάλλινα, μεταξωτά και βαμπακερνά, σκέτα ή πλουμιστά.

Η στολη, ενδημασηα κε φορεματα του ανθροπου εβρησκοντε στες κασελες κε σεπετια κε στα ντουλαπια του σπητιου, οπου ηνε: πουκαμησα σκουληνα, στουπηνα, μεταξοτα ή τσηπηνα, βαμπακερνα, αρουντζουκενια, απο πεμπεζαρη, τσουραπια μαληνα, μεταξοτα κε βαμπακερνα, σκετα ή πλουμηστα.

Βρακιά, γελέκια, αντεριά, τουμάνια, τζαχτζερια, πουτούρια, σιαλβάρια, ντουλαμάδες, αλμπεντέδες, τζουμπέδες, μονοί ή γουνομένοι από σιάλι ή ρούχο ή μεταξωτό, με γούνες νεφέδες, σαμούρια, ζερνταβάδες, ποντίκια, σιντζάπια, κακούμια, νούρκες, γκιτζένια, κουνάβια, ρήσους με κουλήνκια και άλλα παρόμοια αγρίμια.

Βρακια, γελεκια, αντερια, τουμανια, τζαχτζερια, πουτουρια, σιαλβαρια, ντουλαμαδες, αλμπαντεδες, τζουμπεδες, μονη, ή γουνομενη απο σιαλη, ή ρουχο ή μεταξοτο, με γουνες νεφεδες, σαμουρια, ζερνταβαδες, ποντηκια, σηντζαπια, κακουμια, νουρκες, γκητζενια, κουναβια, ρησους, με κουληνκια κε αλα παρομηα αγρημια.

Κοντογούνια, μπηνίσια ρούχινα και σιάλινα, κοζόκες, μέστια, παπούτσια, κορδέλες, ποδήματα, φέσια, φουστάνια γυναικεία, καλπάκια, κεφαλοδέτια (τζαλμάδες) από ζωνάρια, λαχούρια, μαντήλια βαμπακερνά, μεταξωτά και από λαχούρι.

Κοντογουνια μπηνησια ρουχηνα κε σιαληνα, κοζοκες, μεστια, παπουτσια, κορδελες, ποδηματα, φεσια, φουστανια, γηνεκηα, καλπακια, κεφαλοδετια (τζαλμαδες) ζοναρια, λαχουρια, μανδηλια βαμπακερνα, μεταξοτα κε απο λαχουρη.

Τσεμπέρια γυναικεία, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια διαμαντένια, ζαφειρένια, σμαραγδένια, ρουμπινένια, μπιρλαντένια, λαιμός μαργαριτάρι, μπέντι με ντούπιες, φλωριά λαιμός, μαχτούλι ή χαχάλι, μπελεζίκια διαμαντένια, τζουλφρίκια, ζεκήρια, κεμέρια ασημένια, μαλαματένια και πετραδένια.

Τσεμπερια γηνεκηα, σκουλαρηκια, δαχτηληδια διαμαντενια, ζαφηρενια, σμαραγδενια, ρουμπηνενια, μπερλαντενια, λεμος μαργαρηταρη, μπεντη με ντουπιες, φλορια λεμος, μαχτουλη ή χαχαλη, μπελεζηκια διαμαντενια, τζουλφρηκια, ζεκηρια, κεμερια ασημενια, μαλαματενια κε πετραδενια

 

 

Πόλη

Πολη

 

 

Η πόλη λέγεται και πολιτεία και χώρα και έχει πολλά σπίτια συγκρατούμενα, όπου κάνουν σοκάκια μικρά και μεγάλα, και τα μεγάλα λέγονται και μεγάλη ρούγα.

Η πολη λεγετε κε πολητηα κε χορα, κε εχη πολα σπητια σηγκρατουμενα, οπου κανουν σοκακια μηκρα κε μεγαλα, κε τα μεγαλα λεγοντε κε μεγαλη ρουγα.

Και τα στενά και τα πλατιά σοκάκια, είναι καλιγωμένα με λιθάρια για να μη λασπώνουν.

Κε τα στενα κε πλατια σοκακια ηνε καληγομενα με ληθαρια για να μη λασπονουν.

Τα παράθυρα των σπιτιών απ' έξω έχουν σιδεριές και καφάσια για να μη κοιτάζουν οι διαβάτες τις γυναίκες στα παραθύρια.

Τα παραθηρα τον σπητιον απ' εξο εχουν σηδηριες κε καφασια για να μη κηταζουν η διαβατες της γηνεκες στα παραθηρια.

Οι πόρτες έχουν απέξω πεζούλια, για να μη ζυγώνουν τ' άλογα με τα φορτώματα και χαλνούν τα λιθάρια των παραστάδων της οξώπορτας.

Η πορτες εχουν απεξο πεζουλια, για να μη ζηγονουν τ' αλογα με τα φορτοματα, κε χαλνουν τα ληθαρια τον παρασταδον της οξοπορτας.

Η πόλη έχει στη μέση της παζάρι ή φόρο, έχει κάστρο, και το κάστρο ακρόπολη (ίτζκαλε).

Η πολη εχη στη μεση της παζαρη ή φορο, εχη καστρο, κε το καστρο ακροπολη (ητζκαλε).

Της πόλης τα σπίτια οπού είναι έξω από το κάστρο, λέγονται προάστια (βαρούσι).

Της πολης, τα σπητια, οπου ηνε εξο απο το καστρο, λεγοντε προαστηα (βαρουση).

Η πόλη έχει κριτήρια πολεμικά, πολιτικά και εκκλησιαστικά.

Η πολη εχη κρητηρηα πολεμηκα, πολητηκα, κε εκλησηαστηκα.

Έχει σκολειά ανώτερα και κατώτερα.

Εχη σκολια κατοτερα κε ανοτερα.

Έχει εκκλησιές, και αν κατοικούν και Τούρκοι και Εβραίοι έχει και τζαμιά μετζίτια, και συναγώγια.

Εχη εκλησιες, κε αν κατηκουν κε Τουρκη κε Εβρεη εχη κε τζαμια, μετζητια, κε σηναγογια.

Έχει σύστημα (ρουφέτια) τεχνιτών και πραματευτάδων, έχει φυλαχτάδες όπου λέγονται στρατιώτες.

Εχη σηστημα (ρουφετια) τεχνητον, κε πραματεφταδον, εχη φηλαχταδες, οπου λεγοντε στρατηοτες.

Έχει κυβερνήτη στο κάστρο, όπου έχει αποκάτω τους στρατιώτες.

Εχη κηβερνητη στο καστρο, οπου εχη αποκατω του τους στρατηοτες.

Έχει κριτάς και αρχιερέα, ή επίσκοπο, η αρχιεπίσκοπο, ή μητροπολίτη.

εχη κρητας κε αρχηερεα, ή επησκοπο, ή αρχηεπησκοπο, η μητροπολητη.

Έχει και νόμους η πόλη γραμμένους, κατά τους οποίους πρέπει να κυβερνιούνται οι κάτοικοί της, οπού λέγονται πολίτες.

Εχη κε νομους η πολη γραμενους, κατα τους οπηους πρεπη να κηβερνιουντε η κατακη της, οπου λεγοντε πολητες.

Και η νομική κυβέρνηση είναι ή δημοκρατική ή αριστοκρατική, ή μοναρχική, ή τυραννική.

Κε η νομηκη κηβερνηση ηνε ή δημοκρατηκη, ή αρηστοκρατηκη, ή μοναρχηκη, ή τηρανηκη.

Το παζάρι έχει δυο λογιών αργαστήρια, άλλα οπού δουλεύουν οι τεχνίτες, κε άλλα, οπού πουλούν λιανικά.

Το παζαρη εχη διο λογιον αργαστηρια, αλα οπου δουλεβουν η τεχνητες, κε αλα, οπου πουλουν λιανηκα.

Έχει ακόμη και μαγαζιά, όπου πουλούν χοντρικά.

Εχη ακομη κε μαγαζια, οπου πουλουν χοντρηκα.

Έχει και μπεζεστένια θολογυριστά, και μέσα σ' αυτά αργαστήρια, για προφύλαξη της φωτιάς.

Εχη κε μπεζεστενια θολογηρηστα, κε μεσα σ' αφτα αργαστηρια, για προφηλαξη της φοτιας.

Τα ρουφέτια οπού συσταίνουν το παζάρι είναι: οι πραματευτάδες, οπού και αγοράζουν χοντρικά και πουλούν.

Τα ρουφετια οπου σηστενουν το παζαρη ηνε: η πραματεφταδες, οπου κε αγοραζουν χοντρηκα κε πουλουν.

Οι γουναράδες, οι μερτσάρηδες, οπού πωλούν διάφορα λιανώματα, σα γυαλιά, βελόνια, ράματα, σιδερικά, σίδερο και τα παρόμοια.

Η γουναραδες, η μερτσαρηδες, οπου πουλουν διαφορα λιανοματα, σα γιαλια, βελονια, ραματα, σηδερηκα, σηδερο κε τα παρομια.

Οι τσαρτσήδες, οπού πωλούν τα πανικά, τα ρούχα, τα μεταξωτά και χρυσά.

Η τσαρτσηδες, οπου πουλουν τα πανηκα, τα ρουχα, τα μεταξοτα κε χρησα.

Οι παπουτσήδες, οι ραφτάδες (τερζήδες), οι καζαντζήδες, οι χαλκιάδες, οι στατεράδες, οι κλειδωνάδες, οι ψωμάδες, οι κρασοπούλοι, οι μπακάληδες, οι σαράτσηδες, οι ταμπάκοι, οι χρυσκοί, οι μαστόροι (τέκτονες), οι αλευροπούλοι, και άλλα μικρά ρουφέτια.

Η παπουτσηδες, η ραφταδες (τερζηδες), η καζανζηδες, η χαλκιαδες, η στατεραδες, η κληδοναδες, η ψομαδες, η κρασοπουλη, η μπακαληδες, η σαρατσηδες, η ταμπακη, η χρησκη, η μαστορη (τεκτονες), η αλευροπουλη, κε αλα μηκρα ρουφετια.

Ο κάθε τεχνίτης έχει στα αργαστήρι του τα σύνεργά του, καθώς ο χρυσικός τα χωνιά του, τα ρινιά του, το καμίνι του, τ' ασκιά του, τα σφυριά του, τες γαλαγριές του, τα τσιμπίδια του, και άλλα μικρά σύνεργα δια τα λουλούδια της τέχνης του.

Ο καθε τεχνητης εχη στο αργαστηρη του τα σηνεργα του, καθος ο χρησκος τα χονια του, τα ρηνια του, το καμηνη του, τα ασκια του, τα σφηρια του, τες γαλαγριες του, τα τσημπηδια του, κε αλα μηκρα σηνεργα δια τα λουλουδια της τεχνης του.

Ο χαλκιάς το καμίνι, το αμόνι, τα ασκιά, τες σφύρες, οπού και βαριές λέγονται, τες τσιμπίδες, τες ψαλίδες και άλλα.

Ο χαλκιας το καμηνη, το αμονη, τα ασκια, τες σφηρες, οπου κε βαριες λεγοντε, τες τσημπηδες, τες ψαληδες κε αλα.

Οι παπουτσήδες και οι σαρατσήδες, τα κοπίδια τους, τους μουστάδες, τα στιλβωτήρια, τα τσαγκαροσούβλια και άλλα.

Η παπουτσηδες κε η σαρατσηδες, τα κοπηδια τους, τους μουσταδες, τα στηλβοτηρια, τα τσαγκαροσουβλια, κε αλα.

Οι τσαρτσήδες και μερτσάρηδες τα δράμια και την πήχη.

Η τσαρτσηδες κε μερτσαρηδες τα δραμια κε την πηχη.

Δράμια 400 τα λεν μια οκά, δράμια 133, μια λύτρα, 12 ογκιές και η ογκιά δράμια 11, και το μουτκαλί ενάμισι δράμι.

δραμια 400 τα λεν μια οκα, δραμια 133, μια λητρα, 12 ογκιες κε η ογκια δραμια 11, κε το μουτκαλη εναημηση δραμη.

Και 44 οκάδες ένα καντάρι.

Κε 44 οκαδες ενα κανταρη.

Το κάθε δράμι είναι παφιλένιο τετράγωνο, σημαδεμένο με βούλα βασιλική.

Το καθε δραμη ηνε παφηλενιο τετραγονο σημαδεμενο με βουλα βασηληκη.

Τα δράμια μπαίνουν στο τάσι της ζυγαριάς.

Τα δραμια μπενουν στο ταση της ζηγαριας.

Έχουν όμως και στατέρια, και στατέρες, οπού ζυγιάζουν και μπαλάντζες, οπού και αυτές ζυγιάζουν σαν τα δράμια και άντα χαλούν τα δίδουν και τα ξεζυγιάζουν και τα σιάζουν.

Εχουν ομος κε στατερια, κε στατερες, οπου ζηγιαζουν, κε μπαλαντζες, οπου κε αφτες ζηγιαζουν σαν τα δραμια κε αντα χαλνουν τα δηδουν κε τα ξεζηγιαζουν κε τα σιαζουν.

Η πήχη είναι μικρή και μεγάλη (μπράτσο).

Η πηχη ηνε μηκρη, κε μεγαλη (μπρατσο).

Άλλα ειδηόματα μετρούν με τη μικρή και άλλα με τη μεγάλη.

Αλα ηδηοματα μετρουν με τη μηκρη, κε αλα με τη μεγαλη.

Οι σιταροπραματευτάδες πουλούν τα γεννήματα με μέτρο οπού λέγεται ταγάρι, κάδος, ξάγι, κιλό και μόδι.

Η σηταροπραματεφταδες πουλουν τα γενηματα με μετρο, οπου λεγετε ταγαρη, καδος, ξαγη, κηλο, κε μοδη.

Όλα μέτρα διαφορετικά μεγαλύτερα και μικρότερα κατά τόπους.

Ολα μετρα διαφορετηκα μεγαλητερα κε μηκροτερα κατα τοπους.

Επειδής αλλού βγαίνει το ταγάρι το σιτάρι αν ζυγιαστεί 20 οκάδες, αλλού 18, αλλού 23 και 25 κατά το σιτάρι.

Επηδης αλου βγενη το ταγαρη το σηταρη αν ζηγιαστη 20 οκαδες, αλου 18, αλου 23 κε 25 κατα το σηταρη.

Το κριθάρι βγαίνει 16 και 18 οκάδες αν είναι καλό.

Το κρηθαρη βγενη 16 κε 18 οκαδες το ταγαρη.

Το μόδι το σιτάρι βγαίνει 108 οκάδες αν είναι καλό.

Το μοδη το σηταρη βγενη 108 οκαδες αν ηνε καλο.

Το ξάγι το σιτάρι, αν είναι καλό βγαίνει οκάδες...

Το ξαγη το σηταρη, αν ηνε καλο βγενη οκαδες...

Ο κάδος βγαίνει οκάδες...

Ο καδος βγενη οκαδες...

Το κιλό της Κωνσταντινούπολης βγαίνει 20 οκάδες σιτάρι αν είναι καλό.

Το κηλο της Κονσταντηνουπολης βγενη 20 οκαδες σηταρη αν ηνε καλο.

Όλα ωστόσο τούτα ζύγια, και πήχες, και μέτρα ουδέ σε κάθε τόπο είναι τα ίδια, ουδέ σε κάθε βασίλειο, αλλ' αλλού μικρότερα και αλλού μεγαλύτερα.

Ολα οστοσο τουτα ζηγια, κε πηχες, κε μετρα ουδε σε καθε τοπο ηνε τα ηδια, ουδε σε καθε βασηλιο, αλ' αλου μηκροτερα, κε αλου μεγαλητερα.

Παντού όμως πρέπει να είναι βουλωμένα απ' τη βασιλεία, για να μη γελούν τους αγοραστάδες οι πουλητάδες.

Παντου ομος πρεπη να ηνε βουλομενα απο τη βασηληα, για να μη γελουν τους αγορασταδες η πουληταδες.

Έχουν και φλωρόδραμα ξεχωριστά, οπού ζυγιάζουν τα φλωριά.

Εχουν κε φλοροδραμα ξεχορηστα, οπου ζηγιαζουν τα φλορια.

Επειδής τα κουρεύουν, και αυτά είναι διαφορετικά από τα άλλα τα δράμια τα κοινά.

Επηδης τα κουρεβουν, κε αφτα ηνε διαφορετηκα από τα αλα τα δραμια τα κηνα.

Τα αργαστήρια του παζαριού έχουν τόσα πολλά ειδηόματα, οπού πουλούν, όσα είναι χρειαζούμενα και για την ανάγκη του ανθρώπου, και για την ανάπαψη και για την τρυφή.

Τα αργαστηρια του παζαριου εχουν τοσα πολα ηδηοματα, οπου πουλουν, οσα ηνε χρηαζουμενα κε για την αναγκη του ανθροπου, κε για την αναπαψη κε για την τρηφη.

 

 

Αστερνός και Πούλιω

ρωμαίικο παραμύθι από την Ήπειρο

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2009

 


Το Παραμύθι «Αστερνός και Πούλιω» δημοσιεύτηκε από τον δανό λόγιο Jean Pio, στο έργο του Νεοελληνικά Παραμύθια – Contes populaires Grecs, Copenhague, 1879 (σελ. 1-5). Το αναδημοσίευσε το 1880 ο Νικόλαος Πολίτης, στο άρθρο του «Νεοελληνικά παραμύθια», στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τεύχος 211, σελ. 22-23. Προέρχεται από τη συλλογή του αυστριακού φιλόλογου και πρόξενου στη Σύρα Hohann Georg von Hahn. Η καταγραφή του έγινε το 1848 (μάλλον από κάποιο μαθητή) και η αφηγήτρια ήταν από το χωριό Κουκούλι (Κουκκούλι) της Ηπείρου (υψόμετρο 900, οικισμός σήμερα του νομού Ιωαννίνων).

Αποτελεί μια από τις πρώτες καταγραφές παραμυθιού στη ρωμαίικη γλώσσα. Το παρουσιάζω εδώ σε δύο στήλες. Στην πρώτη στήλη όπως τυπώθηκε με ιστορική ορθογραφία, αλλά τώρα σε μονοτονικό (και ει αντί του η με υπογεγραμμένη). Στη δεύτερη, μεταγραμμένο σε φωνητική γραφή με ελληνικούς χαρακτήρες.

 

 

Αστερνός και Πούλιω

Αστερνός κε Πούλιο

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας!

Αρχί του παραμιθιού, καλισπέρα τις αφεντιάς σας!

Μνια φορά κ’ έναν καιρό ήταν μνια γυναίκα κ’ είχε δυο παιδιά, το ’να σερνικό, και του ’λεγαν Αστερνό, και τ’ άλλο θηλυκό, και του ’λεγαν Πούλιω.

Μνια φορά κέναν κερό ίταν μνια γινέκα κίχε διο πεδιά, τόνα σερνικό, κε τούλεγαν Αστερνό, κε τάλο θιλικό, κε τούλεγαν Πούλιο.

 Μνια μέρα πήγεν ο άνδρας της στο κυνήγι και της ήφερ’ ένα περστέρι και της το ’δωσε να το μαγειρέψει για να φαν.

 Μνια μέρα πίγιεν ο άνδρας τις στο κινίγι κε τις ίφερ ένα περστέρι κε τις τόδοσε να το μαγιρέψι για να φαν.

 Εκείνη πήρε το περστέρι, το κρέμασε στο περόνι κ’ εβγήκεν όξω να κουβεντιάσει με τις γειτόνισσες.

 Εκίνι πίρε το περστέρι, το κρέμασε στο περόνι κε βγίκεν όξο να κουβεντιάσι με τις γιτόνισες.

 Τότες παγαίν’ η γάτα, γλέπει το περστέρι κρεμασμένο στο περόνι, ρίχτηκε και το ’φτακε και το ’φαγε.

 Τότες παγιέν ι γάτα, γλέπι το περστέρι κρεμασμένο στο περόνι, ρίχτικε κε τόφτακε κε τόφαγιε.

 Σαν ήρθε το γιώμα, σκώθηκαν απ’ την κουβέντα, και παγαίν’ η γυναίκα να βρει το περστέρι, και δεν το βρίσκει.

 Σαν ίρθε το γιόμα, σκόθικαν απ τιν κουβέντα, κε παγιέν ι γινέκα νάβρι το περστέρι, κε δεν το βρίσκι.

 Κ’ ένοιωσε, πως το ’φτακεν η γάτα, και φοβήθηκε, μην τη μαλώσει ο άνδρας της.

 Κένιοσε, πος τόφτακεν ι γάτα, κε φοβίθικε, μιν τι μαλόσι ο άνδρας τις.

 Έκοψε το βυζί της και το μαγέρεψε.

 Έκοψε το βιζί τις κε το μαγιέρεψε.

 Ήρθ’ ο άνδρας της απ’ όξω και της λέει.

 Ίρθ ο άνδρας τις απόξο κε τις λέι.

 «ε, γυναίκα! μαγέρεψες τίποτας να φάμε;» «Μαγέρεψα»του λέει.

 «Ε, γινέκα! μαγιέρεψες τίποτας να φάμε;» «Μαγιέρεψα»του λέι.

 Και στρώνει το σουφρά και φέρνει και το φαγί να φάγει.

 Κε στρόνι το σουφρά κε φέρνι κε το φαγί να φάγι.

 «Κάτσε γυναίκα! να φάμε», της λέει ο άνδρας.

 «Κάτσε γινέκα! να φάμε», τις λέι ο άνδρας.

 «Έφαγα ’γω», του είπε, «τώρα ’πο λίγη ώρα, γιατ’ άργησες να ’ρθεις».

 «Έφαγα γο», του ίπε, «τόρα πο λίγι όρα, γιατ άργισες νάρθις».

 Σαν έχαψεν ολίγο φαγί ο άνδρας, «τι νόστιμο κριας είναι», λέει.

 Σαν έχαψεν ολίγο φαγί ο άνδρας, «τι νόστιμο κριας ίνε», λέι.

 «Δεν είχα φάει ποτές μου τέτοιο! » Ύστερα του είπεν η γυναίκα.

 «Δεν ίχα φάι ποτές μου τέτιο! » Ίστερα του ίπεν ι γινέκα.

 «Τούτο και τούτο έπαθα! είχα το περστέρι κρεμασμένο στο περόνι και πήγα να φέρω ξύλα και γύρισα και δεν του ’βρα.

 «Τούτο κε τούτο έπαθα! ίχα το περστέρι κρεμασμένο στο περόνι κε πίγα να φέρο ξίλα κε γίρισα κε δεν τούβρα..

 Του ’χε παρ’ η γάτα.

 Τούχε παρ ι γάτα.

Ττι να κάμω κ’ εγώ; έκοψα το βυζί μου και το μαγέρεψα, κι αν δεν το πιστεύεις, να το!» και του το δείχνει.

 Τι να κάμο κεγό; έκοψα το βιζί μου κε το μαγιέρεψα, κι αν δεν το πιστέβις, νάτο!» κε του το δίχνι.

 «Τι νόστιμο κριας είναι τ’ ανθρώπινο, γυναίκα!» είπε.

 «Τι νόστιμο κριας ίνε ταθρόπινο, γινέκα!» ίπε.

 «Ξέρεις, τι να κάνουμε; να σφάξουμε τα παιδιά μας, να τα φάμε.

 «Ξέρις, τι να κάνουμε; να σφάξουμε τα πεδιά μας, να τα φάμε.

 Αύριο το πουρνό να πάμε σ’ την εκκλησιά και συ να φύγεις γληγορότερα και να ’ρθεις να τα σφάξεις και να τα μαγειρέψεις, να ’ρθώ κ’ εγώ, να φάμε».

 Άβριο το πουρνό να πάμε στιν εκλισιά κε σι να φίγις γλιγορότερα κε νάρθις να τα σφάξις κε να τα μαγιρέψις, νάρθό κεγό, να φάμε».

 

 

Εκεί κοντά ήταν ένα κουταβάκ’ και τα ’κουε ό,τι ’λεγαν.

Εκί κοντά ίταν ένα κουταβάκ κε τάκουε ότι λέγαν.

 Κ’ εκεί που κοιμούνταν τα παιδιά, πήγε το σκυλί κι αλυχτούσε «απ! απ!» κι ακούονταν μνια φωνή κ’ έλεγε.

 Κεκί που κιμούνταν τα πεδιά, πίγιε το σκιλί κι αλιχτούσε «απ! απ!» κι ακούονταν μνια φονί κέλεγιε.

 «Σκωθήτε! θα ’ρθει η μάνα σας να σας σφάξει».

 «Σκοθίτε! θάρθι ι μάνα σας να σας σφάξι».

 «Τουτ! τουτ!» έλεγαν αυτά.

 «Τουτ! τουτ!» έλεγαν αφτά.

 Το σκυλί πάλι το χαβά τ’ ήκανε το ίδιο.

 Το σκιλί πάλι το χαβάτ ίκανε το ίδιο.

 Τότες σαν άκουσαν καλά, σκώθηκαν γλήγορα κ’ ήθελαν να φύγουν.

 Τότες σαν άκουσαν καλά, σκόθικαν γλίγορα κίθελαν να φίγουν.

 «Τι να πάρουμε κοντά μας, μωρ’ Πούλιω;» λέει το παιδί.

 «Τι να πάρουμε κοντά μας, μορ Πούλιο;» λέι το πεδί.

 «Δε ξέρω, Αστερνέ μου», του είπεν η κοπέλα, «παρ’ ένα μαχαίρι, ένα χτένι κ’ έν’ απλόχερο άλας».

 «Δε ξέρο, Αστερνέ μου», του ίπεν ι κοπέλα, «παρ ένα μαχέρι, ένα χτένι κέν απλόχερο άλας».

 Τα πηρ’ αυτά, και κίνησαν και πήγαν ως ένα μέρος.

 Τα πιρ αφτά, κε κίνισαν κε πίγαν ος ένα μέρος.

 Πήραν και το σκυλί κοντά.

 Πίραν κε το σκιλί κοντά.

 Κ’ εκεί που περβατάγαν, να κ’ είδαν μακριά τη μάνα τους, που τα κυνήγαε.

 Κεκί που περβατάγαν, να κίδαν μακριά τι μάνα τους, που τα κινίγαε.

 γυρνάει ο Αστερνός και λέει.

 Γιρνάι ο Αστερνός κε λέι.

 «Μωρ’ για, η μάνα μας μας κυνηγάει, θα μας φτάσει!» «Περβάτα, μάτια μου», του λέει η τσούπρα, «και δεν μας φτάνει».

 «Μορ για, ι μάνα μας μας κινιγάι, θα μας φτάσι!» «Περβάτα, μάτια μου», του λέι ι τσούπρα, «κε δεν μας φτάνι».

 «Μας έφτακε, μωρ’ Πούλιω», λέει το παιδί, «για!» «Ρίξε το μαχαίρι οπίσω σου!» του λέει εκείνη.

 «Μας έφτακε, μορ Πούλιο», λέι το πεδί, «για!» «Ρίξε το μαχέρι οπίσο σου!» του λέι εκίνι.

 και το ’ριξε, και γίνηκεν ένας κάμπος, που δεν είχ’ άκρα.

 Κε τόριξε, κε γίνικεν ένας κάμπος, που δεν ίχ άκρα.

 Εκείνη απ’ τη γληγοράδα της πάλι τα ’φτακε.

 Εκίνι απ τι γλιγοράδα τις πάλι τάφτακε.

 «Μας έφτακε», λέει πάλι το παιδί.

 «Μας έφτακε», λέι πάλι το πεδί.

 «Περβάτα, και δε μας φτάνουν!» «Μας έφτακαν», λέει.

 «Περβάτα, κε δε μας φτάνουν!» «Μας έφτακαν», λέι.

 «Ρίξ’ το χτένι γλήγορα».

 «Ρίξ το χτένι γλίγορα».

 Έριξε το χτένι, και γίνηκ’ ένα πηχτό ρουμάνι.

 Έριξε το χτένι, κε γίνικένα πιχτό ρουμάνι.

 Εκείνη απέρασε κι απ’ εκεί.

 Εκίνι απέρασε κι απ εκί.

 Και την τρίτη βολά έριξαν τ’ άλας, και γίνηκε θάλασσα, και δε μπόρεσαν να περάσουν.

 Κε τιν τρίτι βολά έριξαν τάλας, κε γίνικε θάλασα, κε δε μπόρεσαν να περάσουν.

 Στάθηκε τότες η τσούπρα και κοίταζε πέρα, και της λέει η μάνα της.

 Στάθικε τότες ι τσούπρα κε κίταζε πέρα, κε τις λέι ι μάνα τις.

 «Γύρισε πίσω, μάτια μου, και δε σας κάνω τίποτας».

 «Γίρισε πίσο, μάτια μου, κε δε σας κάνο τίποτας».

 Αυτά δε θέλησαν.

 Αφτά δε θέλισαν.

 Εκείνη τα φοβέριζε και χτυπούσε τα στήθια της από το γενάτι της.

 Εκίνι τα φοβέριζε κε χτιπούσε τα στίθια τις από το γιενάτι τις.

 Εκείνα πάλι δε θέλησαν να την ακούσουν, και κίνησαν να φύγουν.

 Εκίνα πάλι δε θέλισαν να τιν ακούσουν, κε κίνισαν να φίγουν.

 

 

Και σαν πήγαν ως ένα μέρος μακριά, λέει ο Αστερνός.

Κε σαν πίγαν ος ένα μέρος μακριά, λέι ο Αστερνός.

 «Εδίψασα, Πούλιω!» «Περβάτα», του είπεν αυτή, «κ’ εκεί πέρα είν’ η βρύση του βασιλιά, και πίνεις».

 «Εδίψασα, Πούλιο!» «Περβάτα», του ίπεν αφτί, «κεκί πέρα ίν ι βρίσι του βασιλιά, κε πίνις».

 Πάλι σαν πήγαν κάμποσον τόπο, λέει το παιδί.

 Πάλι σαν πίγαν κάμποσον τόπο, λέι το πεδί.

 «Διψώ, θα σκάσω!» Κ’ εκεί βρήκαν μνιαν ομπλή από λύκο με νερό, και της λέει.

 «Διψό, θα σκάσο!» Κεκί βρίκαν μνιαν ομπλί από λίκο με νερό, κε τις λέι.

 «Θα πιω από ’δω».

 «Θα πιο από δο».

 «Μην πίνεις», του λέει κείνη, «γιατί γίνεσαι λύκος και μας τρως».

 «Μιν πίνις», του λέι κίνι, «γιατί γίνεσε λίκος κε μας τρος».

 «Δεν πίνω, αν είν’ έτσι!» και κίνησαν πάλι.

 «Δεν πίνο, αν ίν έτσι!» κε κίνισαν πάλι.

 Παν, παν, βρίσκουν μνιαν ομπλή απ’ αρνί με νερό, και της λέει το παιδί.

 Παν, παν, βρίσκουν μνιαν ομπλί απ αρνί με νερό, κε τις λέι το πεδί.

 «Θα πιω από ’δω, δε βαστάω.

 «Θα πιο από δο, δε βαστάο.

 Έσκασα!» «Μην πίνεις», του λέει η Πούλιω, «γιατί θα γίνεις αρνί, και θα σε σφάξουν».

 Έσκασα!» «Μιν πίνις», του λέι ι Πούλιο, «γιατί θα γίνις αρνί, κε θα σε σφάξουν».

 «Θα πιω», είπε, «κι’ ας με σφάξουν».

 «Θα πιο», ίπε, «κι ας με σφάξουν».

 Κ’ ήπιε και γίνηκ’ αρνί και πάαινε από πίσω και βήλιαζε.

 Κίπιε κε γίνικ αρνί κε πάενε από πίσο κε βίλιαζε.

 «Μπε Πούλιω, μπε Πούλιω!» «Έλα κοντά μου», είπεν η Πούλιω, και πήγαν κάμποσο και βρήκαν τη βρύση του βασιλιά κ’ ήπιαν νερό.

 «Μπε Πούλιο, μπε Πούλιο!» «Έλα κοντά μου», ίπεν ι Πούλιο, κε πίγαν κάμποσο κε βρίκαν τι βρίσι του βασιλιά κίπιαν νερό.

 Τότες λέει η Πούλιω τ’ αρνιού.

 Τότες λέι ι Πούλιο ταρνιού.

 «Κάτσε, μάτια μου, εδώ με το σκυλί».

 «Κάτσε, μάτια μου, εδό με το σκιλί».

 Κι αυτή πήγε και περικάλεσε το Θεό από κάτω σ’ ένα κυπαρίσσι ψηλό, ψηλό.

 Κι αφτί πίγιε κε περικάλεσε το Θεό από κάτο σένα κιπαρίσι ψιλό, ψιλό.

 «Θε μου, δο μου δύναμη ν’ αναβώ σ’ την κορφή αυτού του κυπαρισσιού, και μου απόσωσε την ευκή!» Και δύναμις θιοτική την ανέβασ’ απάνω στο κυπαρίσσι, κ’ εκεί ψηλά, που ’κατσεν αυτή, γίνηκεν θρόνος ολόχρυσος, και τ’ αρνί κάτσε με το σκυλί από κάτω στο κυπαρίσσι κ’ έβοσκε.

 «Θε μου, δο μου δίναμι ναναβό στιν κορφί αφτού του κιπαρισιού, κε μου απόσοσε τιν εφκί!» Κε δίναμις θιοτικί τιν ανέβας απάνο στο κιπαρίσι, κεκί ψιλά, πούκατσεν αφτί, γίνικεν θρόνος ολόχρισος, κε ταρνί κάτσε με το σκιλί από κάτο στο κιπαρίσι κέβοσκε.

 

 

Σ’ ολίγη ώρα ήρθαν οι δούλοι του βασιλιά να ποτίσουν τ’ άλογα, και σαν ζύγωσαν στο κυπαρίσσι, τ’ άλογα σκιάχτηκαν κ’ έκοψαν τα καπίστρια κ’ έφυγαν από τις αχτίδες της Πούλιως, που ’τανε πολύ όμορφη κ’ έλαμπε απάν’ απ’ το κυπαρίσσι.

Σολίγι όρα ίρθαν ι δούλι του βασιλιά να ποτίσουν τάλογα, κε σαν ζίγοσαν στο κιπαρίσι, τάλογα σκιάχτικαν κέκοψαν τα καπίστρια κέφιγαν από τις αχτίδες τις Πούλιος, πούτανε πολί όμορφι κέλαμπε απάν απ το κιπαρίσι.

 «Κατέβα κάτω», της λεν οι δούλοι, «γιατί φοβούνται τ’ άλογα να πιουν νερό».

 «Κατέβα κάτο», τις λεν ι δούλι, «γιατί φοβούντε τάλογα να πιουν νερό».

 «Δεν κατεβαίνω», τους λέει, «ας πιουν τ’ άλογα νερό, εγώ δε σας κάνω τίποτες».

 «Δεν κατεβένο», τους λέι, «ας πιουν τάλογα νερό, εγό δε σας κάνο τίποτες».

 «Κατέβα», της λεν πάλι.

 «Κατέβα», τις λεν πάλι.

 «Δεν κατεβαίνω».

 «Δεν κατεβένο».

 Παγαίνουν τότες στο βασιλόπουλο και του λεν το και το.

 Παγιένουν τότες στο βασιλόπουλο κε του λεν το κε το.

 «Κοντά στη βρύση, ψηλά σ’ ένα κυπαρίσσι κάθεται μνια κοπέλα, και λαμπ’ η ομορφιά της, κι από τις αχτίδες της σκιάζουνται τ’ άλογα και δεν θέλουν να πιουν, και της είπαμε να κατέβει, και δε θέλει».

 «Κοντά στι βρίσι, ψιλά σένα κιπαρίσι κάθετε μνια κοπέλα, κε λαμπ ι ομορφιά τις, κι από τις αχτίδες τις σκιάζουντε τάλογα κε δεν θέλουν να πιουν, κε τις ίπαμε να κατέβι, κε δε θέλι».

 Σαν άκουσε αυτά το βασιλόπουλο, σκώνεται και παγαίνει και της λέει κι αυτό να κατέβει, και δε θέλησε.

 Σαν άκουσε αφτά το βασιλόπουλο, σκόνετε κε παγιένι κε τις λέι κι αφτό να κατέβι, κε δε θέλισε.

 Και της λέει και δεύτερη φορά και τρίτη.

 Κε τις λέι κε δέφτερι φορά κε τρίτι.

 «Κατέβα, θα κόψουμε το κυπαρίσσι, αν δεν κατέβης».

 «Κατέβα, θα κόψουμε το κιπαρίσι, αν δεν κατέβις».

 «Κόψε το», λέει κείνη, «δεν κατεβαίνω».

 «Κόψε το», λέι κίνι, «δεν κατεβένο».

 Κ’ έτσι πήραν ανθρώπους να κόψουν το κυπαρίσσι, κι εκεί που το ’κοφταν, πάγαινε τ’ αρνί κ’ έγλειφε το κυπαρίσσι, και γίνονταν διπλό απ’ ό,τ’ ήταν.

 Κέτσι πίραν αθρόπους να κόψουν το κιπαρίσι, κι εκί που τόκοφταν, πάγιενε ταρνί κέγλιφε το κιπαρίσι, κε γίνονταν διπλό απ οτ ίταν.

 Έδειραν, έδειραν, να το κόψουν, δε μπόρεσαν.

 Έδιραν, έδιραν, να το κόψουν, δε μπόρεσαν.

 «Φύγετ’ ούλοι από ’δω», λέει τότες το βασιλόπουλο απ’ το θυμό του, κ’ έτσι έφυγαν ούλοι.

 «Φίγιετ ούλι από δο», λέι τότες το βασιλόπουλο απ το θιμό του, κέτσι έφιγαν ούλι.

 Πάνει τότες απ’ τον καημό του σε μνια γριά και της λέει.

 Πάνι τότες απ τον καιμό του σε μνια γριά κε τις λέι.

 «Αν μου κατεβάσεις εκείνην την τσούπρα απ’ το κυπαρίσσι, θα σου γιομίσω το φέσι φλουρί».

 «Αν μου κατεβάσις εκίνιν τιν τσούπρα απ το κιπαρίσι, θα σου γιομίσο το φέσι φλουρί».

 «Εγώ να σου την κατεβάσω», λέει η γριά.

 «Εγό να σου τιν κατεβάσο», λέι ι γριά.

 Και παίρνει ένα σκαφίδι κ’ ένα κόσκινο κι αλεύρι και παγαίνει από κάτω στο κυπαρίσσι και βάν’ ανάποδα το σκαφίδι και το κόσκινο, κ’ έτσι κοσκίναγε.

 Κε πέρνι ένα σκαφίδι κένα κόσκινο κι αλέβρι κε παγιένι από κάτο στο κιπαρίσι κε βάν ανάποδα το σκαφίδι κε το κόσκινο, κέτσι κοσκίναγιε.

 Γλέπ’ η τσούπρα τότες απ’ το κυπαρίσσι και φωνάζει.

 Γλέπ ι τσούπρα τότες απ το κιπαρίσι κε φονάζι.

 «Αλλιώς, βάβω, το σκαφίδι, αλλιώς και την κοσκινάδα».

 «Αλιός, βάβο, το σκαφίδι, αλιός κε τιν κοσκινάδα».

 Η βάβω πάλι καμόνονταν, πως δεν άκουγε, κ’ έλεγε.

 Ι βάβο πάλι καμόνονταν, πος δεν άκουγιε, κέλεγιε.

 «Αχ, μάτια μου, ποια ’σαι; δεν ’κούγω!» «Αλλιώς την πυκνάδα, αλλιώς και το σκαφίδι», της λέει και δεύτερου και τρίτου.

 «Αχ, μάτια μου, πιάσε; δεν κούγο!» «Αλιός τιν πικνάδα, αλιός κε το σκαφίδι», τις λέι κε δέφτερου κε τρίτου.

 Η βάβω της ματαλέει.

 Ι βάβο τις ματαλέι.

 «Δεν ακούγω, μάτια μου! ποια ’σαι, δε γλέπω.

 «Δεν ακούγο, μάτια μου! πιάσε, δε γλέπο.

 Έλα να ’χεις την ευκή του Θιου».

 έλα νάχις τιν εφκί του Θιου».

 Κ’ έτσ’ η κόρη από λίγο-λίγο κατέβηκε, κι όντας πήγε να της δείξει, ίσια βγήκε το βασιλόπουλο, που ήταν κρυμμένο, και την άρπαξε και την πάει.

 Κέτς ι κόρι από λίγο-λίγο κατέβικε, κι όντας πίγιε να τις δίξι, ίσια βγίκε το βασιλόπουλο, που ίταν κριμένο, κε τιν άρπαξε κε τιν πάι.

 Και τ’ αρνί και το σκυλί ακλοθούσαν από πίσω.

 Κε ταρνί κε το σκιλί ακλοθούσαν από πίσο.

 Και σαν πήγαν στο βασιλικό παλάτι, έκαμε χαρά και την πήρε γυναίκα.

 Κε σαν πίγαν στο βασιλικό παλάτι, έκαμε χαρά κε τιν πίρε γινέκα.

 

 

Ο βασιλιάς αγάπησε τη νύφη του πάρα πολύ, κ’ η βασίλισσα τη φτόνησε.

Ο βασιλιάς αγάπισε τι νίφι του πάρα πολί, κι ι βασίλισα τι φτόνισε.

 Μνια μέρα, που βγήκε το βασιλόπουλο όξω, φωνάζ’ η βασίλισσα τις δούλες, και τις λέει να πάρουν τη νύφη της να σεργιανίσ’ στο μπαχτσέ, και να τη ρίξουν στο πηγάδι.

 Μνια μέρα, που βγίκε το βασιλόπουλο όξο, φονάζ ι βασίλισα τις δούλες, κε τις λέι να πάρουν τι νίφι τις να σεριανίς στο μπαχτσέ, κε να τι ρίξουν στο πιγάδι.

 Κι οι δούλες έκαμαν καθώς επρόσταξεν η βασίλισσα, και την έριξαν στο πηγάδι.

 Κι ι δούλες έκαμαν καθός επρόσταξεν ι βασίλισα, κε τιν έριξαν στο πιγάδι.

 Ύστερα σαν ήρθε το βασιλόπουλο και δεν την είδε, ρωτάει τη μάνα του.

 Ίστερα σαν ίρθε το βασιλόπουλο κε δεν τιν ίδε, ροτάι τι μάνα του.

 «Μάνα, που είν’ η νύφη;» «Όξω», του είπ’ αυτή, «πήγε να σεργιανίσει».

 «Μάνα, που ίν ι νίφι;» «Όξο», του ίπ αφτί, «πίγιε να σεριανίσι».

 «Και καλά που δεν είν’ αυτή εδώ τώρα», είπε, «να σφάξουμε τ’ αρνί!» «Αλήθεια», είπαν κ’ οι άλλοι.

 «Κε καλά που δεν ιν αφτί εδό τόρα», ίπε, «να σφάξουμε ταρνί!» «Αλίθια», ίπαν κι άλι.

 Ακούει τ’ αρνί αυτά, τρέχει στο πηγάδι και λέει της Πούλιως.

 Ακούι τάρνί αφτά, τρέχι στο πιγάδι κε λέι τις Πούλιος.

 «μωρ’ Πούλιω, θα με σφάξουν».

 «Μορ Πούλιο, θα με σφάξουν».

 «Τσώπα, μάτια μου! και δε σε σφάζουν».

 «Τσόπα, μάτια μου! κε δε σε σφάζουν».

 «Μωρ’ για, τροχούν τα μαχαίρια».

 «Μορ για, τροχούν τα μαχέρια».

 «Μ’ έπιασαν! θα με σφάξουν!» «Τι να κάμω μάτια μου;» του λέει, «με γλέπεις και μένα που είμαι».

 «Μέπιασαν! θα με σφάξουν!» «Τι να κάμο μάτια μου;» του λέι, «με γλέπις κε μένα που ίμε».

 Τότες οι δούλες έπιασαν τ’ αρνί και πήγαν να το σφάξουν, κ’ εκεί που του ακούμβησαν το μαχαίρι, επερικάλεσεν η Πούλιω το Θιό κ’ είπε.

 Τότες ι δούλες έπιασαν ταρνί κε πίγαν να το σφάξουν, Κεκί που του ακούμβισαν το μαχέρι, επερικάλεσεν ι Πούλιο το Θιό κίπε.

 «Θε μου! τον αδελφό μου, το σκοτώνουν, και ’γω κάθουμαι στο πηγάδι».

 «Θε μου! τον αδελφό μου, το σκοτόνουν, κεγό κάθουμε στο πιγάδι».

 Κοπανιά, πετάχτηκε απ’ το πηγάδι και πήγε κ’ ηύρε τ’ αρνί, που του ’χαν κομμένο το λαιμό.

 Κοπανιά, πετάχτικε απ το πιγάδι κε πίγιε κίβρε ταρνί, που τουούχαν κομένο το λεμό.

 Σκούζει, φωνάζει να τ’ αφήσουν.

 Σκούζι, φονάζι να ταφίσουν.

 Του ’χαν κόψει.

 Τούχαν κόψι.

 «Τ’ αρνί μου», λέει αυτή, σκούζει, φωνάζει.

 «Ταρνί μου», λέι αφτί, σκούζι, φονάζι.

 «Τ’ αρνί μου!» Παρηγοριά δεν έχει.

 «Ταρνί μου!» Παριγοριά δεν έχι.

 Πηγαίνει ο βασιλιάς.

 Πιγιένι ο βασιλιάς.

 «Τι θέλεις», της λέει, «φλουρένια μου; πες μου, τι θέλεις να σου δώσω ’γω».

 «Τι θέλις», τις λέι, «φλουρένια μου; πες μου, τι θέλις να σου δόσο γο».

 «Τίποτες», λέει αυτή, «τ’ αρνί μου, τ’ αρνί μου!» «Τώρα ό,τι γένηκε, γένηκε», της λέει, «μόν’ τσώπα!» Και σαν το μαγέρεψαν, έβαλαν να φαν.

 «Τίποτες», λέι αφτί, «ταρνί μου, ταρνί μου!» «Τόρα ότι γιένικε, γιένικε», τις λέι, «μόν τσόπα!» Κε σαν το μαγιέρεψαν, έβαλαν να φαν.

 «Έλα να φάμε», της λεν.

 «Έλα να φάμε», τις λεν.

 «Έφαγα», λέει αυτή, «δεν τρώγω τώρα άλλο».

 «Έφαγα», λέι αφτί, «δεν τρόγο τόρα άλο».

 «Έλα, καλή, έλα», της λεν.

 «Έλα, καλί, έλα», τις λεν.

 «Φάτε, σας λέγω, έφαγα εγώ».

 «Φάτε, σας λέγο, έφαγα εγό».

 Κι όντας σκόλασαν εκείνοι απ’ το φαγί, πήγ’ αυτή και μάζωξεν ούλα τα κόκαλα και τα ’βαλε σε μνια στάμνα και τα ’θαψε μέσα στο μπαχτσέ.

 Κι όντας σκόλασαν εκίνι απ το φαγί, πίγι αφτί κε μάζοξεν ούλα τα κόκαλα κε τάβαλε σε μνια στάμνα κε τάθαψε μέσα στο μπαχτσέ.

 

 

Κ’ εκεί που τα ’θαψε, φύτρωσε μνια μηλιά ψηλή, ψηλή, κ’ έκαμεν ένα μήλο χρυσό.

Κεκί που τα θαψε, φίτροσε μνια μιλιά ψιλί, ψιλί, κέκαμεν ένα μίλο χρισό.

 Και πολλοί πήγαν να το φτάσουν, και δε μπόρεσαν, γιατί όσο ζύγωναν σ’ αυτήν, τόσο ψήλωνεν η μηλιά.

 κε πολί πίγαν να το φτάσουν, κε δε μπόρεσαν, γιατί όσο ζίγοναν σαφτίν, τόσο ψίλονεν ι μιλιά.

 Μόν’ η Πούλιω όντας σίμωνεν, χαμήλωνε πάλι.

 Μόν ι Πούλιο όντας σίμονεν, χαμίλονε πάλι.

 Κ’ είπε του βασιλιά η Πούλιω.

 Κίπε του βασιλιά ι Πούλιο.

 «Όλοι πάεκεταν και δεν φτάκεταν το μήλο, ας πάνω κ’ εγώ, θαρρώ και το φτάκω».

 «Όλι πάεκεταν κε δεν φτάκεταν το μίλο, ας πάνο κεγό, θαρό κε το φτάκο».

 Πήγαν, της λέει «τόσ’ άξιοι πάρα πολύ να το φτάκουν, και δεν μπόρεσαν, και θα το φτάκεις εσύ;» «Ας πάγω κ’ εγώ», του είπε, «κάμε μου το χατίρι!» «Σύρε και συ», της είπε.

 Πίγαν, τις λέι «τός άξι πάρα πολί να το φτάκουν, κε δεν μπόρεσαν, κε θα το φτάκις εσί;» «Ας πάγο κεγό», του ίπε, «κάμε μου το χατίρι!» «Σίρε κε σι», τις ίπε.

 και μόνε ζύγωσε, χαμήλωσ’ η μηλιά, κ’ έφτασε το μήλο η Πούλιω.

 Κε μόνε ζίγοσε, χαμίλος ι μιλιά, κέφτασε το μίλο ι Πούλιο.

 και της λέει το μήλο.

 Κε τις λέι το μίλο.

 «Από ’γάλι’ αγάλια τράβα, να μη με κόψεις».

 «Από γάλι αγάλια τράβα, να μι με κόψις».

 Και το πήρε και το ’βαλε στη τσέπη της και φώναξε.

 Κε το πίρε κε το βαλε στι τσέπι τις κε φόναξε.

 «Έχε γεια, γλυκύτατε μου πεθερέ, κι αυτή η σκύλα η πεθερά μου τον ύπνο να μη χορτάσει».

 «Έχε για, γλικίτατε μου πεθερέ, κι αφτί ι σκίλα ι πεθερά μου τον ίπνο να μι χορτάσι».

 Κι έφυγε και δε μεταγύρισε.

 Κι έφιγιε κε δε μεταγίρισε.

 Κι ο Θιος τα λυπήθηκε, κ’ έτσι γίνηκεν η Πούλιω πούλια κι ο Αστερνός αυγερνός.

 Κι ο Θιος τα λιπίθικε, κέτσι γίνικεν ι Πούλιο πούλια κι ο Αστερνός αβγιερνός.

 

 

Ρωμαίικες λέξεις από την Παλιά Αθήνα, την Αίγινα, την Κύμη, το Αυλωνάρι, τις Κονίστρες και την Κάρυστο

 

Δημήτρης Λιθοξόου

 

11.7.2017

 


Οι λέξεις που συγκεντρώνονται εδώ αφορούν μια γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται (μαζί με τα ρωμαίικα των Μεγάρων) ανάμεσα στην αρβανιτόφωνη ζώνη και τη βόρεια διάλεκτο της ρωμαίικης γλώσσας. Μάλιστα τα Αθηνιώτικα και τα Αιγινίτικα έχουν χαθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα.

 

αγαπάου

 

αγαπάω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

αγαπιώμαι

αγαπιέμαι

Κύμη

αγέρας ο

ήρα

Κύμη

αγιούπα η

γύπας

Κάρυστος

 

αγκάθθι το

 

αγκάθι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

αγκάλα η

σκάλα

Παλιά Αθήνα

αγκαλία η

αγκαλιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αγκαλώ

προσκαλώ

Παλιά Αθήνα

αγκλία η

αγκλιά

Κύμη

αγκούλα η

μαγκούρα

Παλιά Αθήνα

άγκουνας ο

αγκώνας

Αυλωνάρι & Κονίστρες

άγκουρα η

άγκυρα

Αίγινα

αγκρεμός ο

γκρεμός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αγλήγορα

γρήγορα

Παλιά Αθήνα

αγναντεύγου

αγναντεύω

Κύμη

αγντάς ο

χαλάουα

Παλιά Αθήνα

αγριαμάδα η

χαραμάδα

Παλιά Αθήνα

άζα η

καπνιά

Κάρυστος

Κύμη

άζαλο το

χνάρι

Κύμη

αθθίζου

ανθίζω

Κύμη

 

αθθός ο

 

ανθός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

αθός ο

Αίγινα

αίμας το

αίμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

άκγουλας ο

αγκώνας

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αλακάτσι το

αλάτι

 

Παλιά Αθήνα

αλάτσι το

Κάρυστος

 

αλείβγου

 

αλείβω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

αλείβγω

Παλιά Αθήνα

αλέχτορας ο

κόκορας

Παλιά Αθήνα

αλησμονάω

λησμονώ

Παλιά Αθήνα

αλιά

αλίμονο

Κύμη

αλικοντίζω

παρεμποδίζω

Παλιά Αθήνα

άλικος

κόκκινος

Παλιά Αθήνα

αλλαμένος

αλλαγμένος

Παλιά Αθήνα

αλλαξά η

 

αλλαξιά

Κύμη

αλλαξέα η

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αλληκοντάου

εμποδίζω

Κύμη

αλόρτος

όρθιος

Κύμη

 

αλόχτερας ο

 

κόκορας

Αίγινα

Κύμη

Παλιά Αθήνα

αμάραντο το

αμάραντος

Κύμη

 

αμάχη η

 

έχθρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

αμή

όμως

Παλιά Αθήνα

αμόλοχος ο

μολόχα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αμουσκάλη

αμασχάλη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αμπελόχι το

μολόχα

Παλιά Αθήνα

 

 

αμυγδαλέα η

 

 

αμυγδαλιά

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

ανάβγου

ανάβω

Κύμη

αναβολέος ο

 

αρουραίος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αναβολιός ο

Κάρυστος

αναγελάω

κοροϊδεύω

Παλιά Αθήνα

αναμελία η

αναμελιά

Κύμη

αναμίσσου

κινούμαι

Κύμη

ανάντζη η

ανάγκη

Αίγινα

ανασαίνου

ανασαίνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ανασαρώνω

σκουπίζω

Παλιά Αθήνα

ανασασμός ο

ανάσα

Κύμη

ανάτζη η

ανάγκη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

αναφορέος ο

 

φεγγίτης

Κύμη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ανάφτω

ανάβω

Παλιά Αθήνα

αναχουμίζω

φουλάρω

Παλιά Αθήνα

ανεβατός ο

λουκουμάς

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ανεμικό το

ανεμοπύρωμα

Κύμη

ανεμογάμης ο

γεράκι

Κάρυστος

ανεμόλοχος ο

ανεμοστρόβιλος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ανεμονή η

αναμονή

Αίγινα

ανεμοστρόφιλας ο

ανεμοστρόβιλος

Παλιά Αθήνα

ανεράιδα η

νεράιδα

Παλιά Αθήνα

ανερδία η

ανυδρία

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ανισπάζομαι

προσκυνάω

Παλιά Αθήνα

άντα

ιδού, να

Κύμη

άντζελος ο

άγγελος

Αίγινα

αντζίστρι το

αγκίστρι

Αίγινα

αντηριούμαι

ντρέπομαι

Κύμη

αντρόγενο το

αντρόγυνο

Παλιά Αθήνα

αντσίδα η

αγκίδα

Κάρυστος

ανυφαντής ο

αράχνη

Κάρυστος

άξα

άξια

Αίγινα

αξάδερδος ο

ξάδερφος

Αίγινα

άξος

άξιος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αξός ο

ιξός

Κύμη

Άουστος ο

Αύγουστος

Κάρυστος

απαλάμη η

παλάμη

Παλιά Αθήνα

απάνου

απάνω

Κύμη

Κάρυστος

απεζός

πεζός

Παλιά Αθήνα

απεικάζω

παρομοιάζω

Παλιά Αθήνα

απεραζούμενος

περασμένος

Παλιά Αθήνα

απόκει

μετά

Παλιά Αθήνα

απόκοτο το

φώλι

Κάρυστος

απόντας

αφότου

Παλιά Αθήνα

απόξω

απέξω

Κάρυστος

απότσεις

μετά

Παλιά Αθήνα

αραθυμάου

θυμώνω

Κύμη

αραθυμάω

λιποθυμώ

Παλιά Αθήνα

αρακάς

αρακάς

Κάρυστος

αραμποσουτσέα η

φραγκοσυκιά

Αίγινα

αράντα η

τραχανάς

Παλιά Αθήνα

αραποσουτσέα η

φραγκοσυκιά

Παλιά Αθήνα

αραρίζω

πηγαινοέρχομαι

Παλιά Αθήνα

άργανο το

όργανο

Αίγινα

 

αρεός ο

 

βελανιδιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

αρκή η

αρχή

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αρκινάου

αρχινώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

άρκοντας ο

άρχοντας

Κύμη

αρμέγου

αρμέγω

Κύμη

αρμεξά η

 

αρμεξιά

Κύμη

αρμεξία η

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αρμηνεύγου

ορμηνεύω

Κύμη

αρμιστά τα

αρχίδια

Κύμη

αρολόγος ο

δριμόνι

Κύμη

αρύς

αραιός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αρωτάου

 

ρωτάω

Κύμη

αρωτάω

Παλιά Αθήνα

ασκάθαρος ο

σκαθάρι

Παλιά Αθήνα

ασκάλα η

σκάλα

Κύμη

ασούσατος

απεριποίητος

Παλιά Αθήνα

άστερος ο

αυγερινός

Κύμη

αστράφτου

αστράφτω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

άστρος το

αστέρι

Παλιά Αθήνα

ατζείο το

αγγειό

Παλιά Αθήνα

άτζελος ο

άγγελος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ατζίδα η

αγκίδα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ατζυνάρα

αγκινάρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ατιλάζι το

ατλάζι

Παλιά Αθήνα

ατσινίδα η

τσουκνίδα

Αίγινα

αύγεια

στείρα

Κύμη

αύλακας ο

αυλάκι

Κύμη

αφαγκράζομαι

αφουγκράζομαι

Κύμη

άφρα η

αφρός

Παλιά Αθήνα

αφτέρας ο

φτέρη

Κύμη

αφτούνος

αυτός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αφφαλός ο

αφαλός

Κύμη

αχείλι το

χείλι

Αίγινα

 

άχιουρο το

 

άχυρο

Αίγινα

Κύμη

Παλιά Αθήνα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αχιτός

αετός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αχλαδέα η

αχλαδιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

αχχέλι το

χέλι

Κύμη

αψιφφιά η

αψιθιά

Κύμη

βαβίζω

γαβγίζω

Παλιά Αθήνα

βαθέα

βαθιά

Κύμη

βαθρακάς ο

 

βάτραχος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

βαθρακός ο

Παλιά Αθήνα

βάλαθρο το

βάραθρο

Κύμη

βαλαντώνου

βαλαντώνω

Κύμη

βαραίνου

βαραίνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βαρεά

βαριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βαρεός

βαρύς

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βάρθακας ο

βάτραχος

Παλιά Αθήνα

βαρθακός ο

Παλιά Αθήνα

βασιλέας ο

βασιλιάς

Αίγινα

βασιλεύγου

βασιλεύω

Κύμη

βάσσου

γαβγίζω

Κύμη

βαστάου

βαστάω

Κύμη

βατουνία η

βάτος

Κύμη

βάτρα η

οικογένεια

Κάρυστος

βάφου

βάφω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βγαίνω

βγάζω

Παλιά Αθήνα

βελάνι το

βελανίδι

Κύμη

βιτιλός

δίδυμος

Κάρυστος

βλάφτου

βλάφτω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βόιδι το

βόδι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βορβός ο

βολβός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βόσσου

βόσκω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βότυρο το

βούτυρο

Παλιά Αθήνα

βουρδούλακας ο

βρικόλακας

Παλιά Αθήνα

βουτημένος

βουτηγμένος

Παλιά Αθήνα

βουτσί το

βαρέλι

Παλιά Αθήνα

βόχα η

μπόχα

Κύμη

βοχιτάω

βοηθώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βραγία η

βραγιά

Κύμη

βραγόνι το

βραγιά

Κύμη

βρατσί το

βρακί

Κάρυστος

βρίζου

βρίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

βρυάζω

βρίθω

Παλιά Αθήνα

γάδαρος ο

γάιδαρος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

γάλας το

 

γάλα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

γαρέφαλλο το

γαρίφαλο

Κύμη

γαχιτάνι

γαϊτάνι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γδέρου

γδέρνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

γδυμνός

 

γυμνός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

Παλιά Αθήνα

γδυμνώνω

γυμνώνω

Αίγινα

γελάου

γελάω

Κύμη

γεμίζου

γεμίζω

Κύμη

γεμιτζής ο

ναυτικός

Κύμη

γένομαι

γίνομαι

Παλιά Αθήνα

γεράτσι το

γεράκι

Κύμη

γέρνου

γέρνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γεροθρόφηση η

γηροκόμηση

Παλιά Αθήνα

γητεύγου

γητεύω

Κύμη

γιάνεμα το

νεύμα

Κύμη

 

γιάντα

 

γιατί

Αίγινα

Κάρυστος

Παλιά Αθήνα

γιαπά

ιδού

Παλιά Αθήνα

 

γιόμα το

 

γεύμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

γιοματίζου

γευματίζω

Κύμη

γιομίζου

 

γεμίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γιομώζω

Παλιά Αθήνα

γιουρεύω

γυρεύω

Παλιά Αθήνα

γιουρίζω

γυρίζω

Παλιά Αθήνα

γιούρος ο

γύρος

Κύμη

Παλιά Αθήνα

γιούρου

γύρω

Παλιά Αθήνα

γιοφύρι το

γεφύρι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γκαβός

τυφλός

Κάρυστος

γκαρτελάνος ο

λαρύγγι

Κάρυστος

γκασέλα η

κασέλα

Κύμη

γκρεμάου

γκρεμίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γλάρα η

υγρασία

Κάρυστος

γλέπω

βλέπω

Κάρυστος

Παλιά Αθήνα

γλέφαρο το

βλέφαρο

Κύμη

κούτελο

Παλιά Αθήνα

γλυτσαίνω

γλυκαίνω

Αίγινα

γλυτώνου

γλυτώνω

Κύμη

γνι

υνί

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γονεός ο

γονιός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γοράζου

 

αγοράζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γοράζω

Παλιά Αθήνα

γοργάδα η

γρηγοράδα

Κύμη

γοργόνα η

κοτρόνα

Κύμη

γουλέα η

γουλιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γουλόζος

λαίμαργος

Κάρυστος

γούμενος ο

ηγούμενος

Παλιά Αθήνα

 

γραία η

 

γριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

Παλιά Αθήνα

γρανίζου

γνωρίζω

Κύμη

γράφου

γράφω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γροικάου

γροικώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γρούνι το

γουρούνι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

γρωνίζω

γνωρίζω

Παλιά Αθήνα

γυρεύγου

γυρεύω

Κύμη

δακονέα η

ζητιανιά

Παλιά Αθήνα

δαυκί το

καρότο

Παλιά Αθήνα

δάφνα η

δάφνη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δείγνω

 

δείχνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δείχνου

Κύμη

δεκαπενταρέα η

δεκαπενταριά

Παλιά Αθήνα

δεκοχτώ

δεκαοχτώ

Παλιά Αθήνα

δεντρό το

λιόδεντρο

Παλιά Αθήνα

δέντρος ο

δέντρο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δεξύς

δεξιός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δερματοτούρι

τουλουμοτύρι

Παλιά Αθήνα

δερφίνι το

δελφίνι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δεχατέρα η

θυγατέρα

Παλιά Αθήνα

διασιελίζω

δρασκελίζω

Παλιά Αθήνα

δικοσύνη η

συγγένεια

Παλιά Αθήνα

δικούλι το

δικράνι

Κάρυστος

διολέτα η

βιολέτα

Κύμη

διολιγγής ο

βιολιτζής

Παλιά Αθήνα

δομοσία η

δημοσιά

Παλιά Αθήνα

δόνω

δίνω

Παλιά Αθήνα

δόξα η

ουράνιο τόξο

Κάρυστος

Κύμη

δραμή η

τρέξιμο

Παλιά Αθήνα

δραπέτι

ξινό

Παλιά Αθήνα

δρέμου

τρέχω

Κύμη

δριμός

δριμύς

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δροζίζου

δροσίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

δροσά η

δροσιά

Κύμη

δρώνω

ιδρώνω

Παλιά Αθήνα

δρώπικας ο

υδρωπικία

Κύμη

 

δυχαρέρα η

 

θυγατέρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

δώνω

δίνω

Παλιά Αθήνα

εδέ

ιδού

Παλιά Αθήνα

εκκλησά η

εκκλησιά

Κύμη

 

ελαία η

 

ελιά

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

έλατος ο

έλατο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

εμπασία η

είσοδος

Παλιά Αθήνα

εν

δεν

Κύμη

ενέ

μωρέ

Παλιά Αθήνα

ενή

μωρή

Παλιά Αθήνα

έννοια η

έγνοια

Κύμη

έντζερος

φρέσκος

Παλιά Αθήνα

έξε

έξι

Παλιά Αθήνα

εξισάζω

συμβιβάζω

Παλιά Αθήνα

επά

εδώ

Παλιά Αθήνα

ερείκι το

ρείκι

Κύμη

ερημία η

ερημιά

Κύμη

ετεά η

 

ιτιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ετιά η

Κύμη

ετότες

τότε

Παλιά Αθήνα

ετσά

έτσι

Κύμη

έτσα

έτσι

Παλιά Αθήνα

ετσεί

εκεί

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

ετσείνος

εκείνος

Αίγινα

έχθρητα η

εχθρότητα

Παλιά Αθήνα

ζάλο το

χνάρι

Κύμη

ζαρβός

 

ζερβός

Κύμη

 

ζαρβύς

Κύμη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ζάρω

συνηθίζω

Κάρυστος

ζέρκος ο

σβέρκος

Κύμη

ζέω

ζέχνω

Κάρυστος

ζήου

ζω

Κύμη

ζοβίδι

μαύρο

Κύμη

ζουγά

ζυγά

Παλιά Αθήνα

ζουγαρέα η

ζυγαριά

Παλιά Αθήνα

ζουθροφώ

διατρέφω

Παλιά Αθήνα

ζουμάρι το

ζυμάρι

Παλιά Αθήνα

ζουνάρι το

ζωνάρι

Κάρυστος

ζούπα

μούσκεμα

Κύμη

ζυγαρέα η

ζυγαριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ζυγίζου

ζυγίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ζώστρα η

ζωστήρα

Παλιά Αθήνα

θαρρεύγω

θαρρώ

Παλιά Αθήνα

θειαφίζου

θειαφίζω

Κύμη

θέλου

θέλω

Κύμη

θημωνία η

θημωνιά

Κύμη

θουγατέρα η

θυγατέρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

θουλός

θολός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

θρακοβόλι το

θράκα

Κύμη

θράσος

άνοστος

Κύμη

θρήνος το

θρήνος ο

Παλιά Αθήνα

θροφανός

ευτραφής

Αυλωνάρι & Κονίστρες

θυμώνου

θυμώνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

θυχατέρα η

θυγατέρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ιδέ

αλλιώς

Παλιά Αθήνα

ίδρωτο το

ιδρώτας

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ινάτι το

γινάτι

Κύμη

ίντα

τι

Κύμη

ίστσιος ο

 

ίσκιος

Κύμη

ίστσκος ο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

καβετζής ο

καφετζής

Παλιά Αθήνα

καβούτσι το

καβούκι

Παλιά Αθήνα

κάθα

κάθε

Παλιά Αθήνα

κακάλι το

κλειτορίδα

Κάρυστος

κακκάφι το

καζάνι

Κύμη

κακογλωσσία η

κακογλωσσιά

Κύμη

καλαμέα η

καλαμιά

Κύμη

καλαμποτσέα η

καλαμποκιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

καλάφρα η

καράφλα

Παλιά Αθήνα

καλαφρός

καραφλός

Παλιά Αθήνα

καλέτσι το

καλάθι

Κύμη

καλιάζω

μοιάζω

Παλιά Αθήνα

καλιότερος

καλύτερος

Παλιά Αθήνα

καλοτσαίρι το

καλοκαίρι

Κάρυστος

καλοτσουρά η

νεράιδα

Παλιά Αθήνα

καμπαναρίο το

καμπαναριό

Κύμη

κάμω

κάνω

Παλιά Αθήνα

καναπίτσα η

άγνος

Κύμη

καναπίτσα η

κανναβουριά

Κάρυστος

κάνεμου

τάχα

Παλιά Αθήνα

καόνι το

πεπόνι

Κύμη

καπάτσι το

καπάκι

Παλιά Αθήνα

καρδία η

καρδιά

Αίγινα

καρέα η

καρυδιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

καρίντζαλος ο

λαρύγγι

Κύμη

καρπαλιάζου

ξεπαγιάζω

Κύμη

καρυδέα η

καρυδιά

Παλιά Αθήνα

κάσα η

κασίδα

Κάρυστος

καταλλαγιάζου

καταλαγιάζω

Κύμη

καταμήνια τα

εμμηνόρροια

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κατανταίνου

καταντώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

καταντία η

προκοπή

Παλιά Αθήνα

καταπιασμένος ο

αρραβωνιαστικός

Κύμη

καταπονάου

καταπονώ

Κύμη

καταφρονάω

καταφρονώ

Αίγινα

 

κάτου

 

κάτω

Κάρυστος

Κύμη

Παλιά Αθήνα

κατσακνία η

ομίχλη

Κύμη

κατσί το

γατί

Παλιά Αθήνα

κατσία η

κακία

Παλιά Αθήνα

Αίγινα

κατσίτσι το

κατσίκι

Αίγινα

καύκος ο

μοιχός

Κάρυστος

καψιμάδι το

παξιμάδι

Παλιά Αθήνα

κάω

καίω

Παλιά Αθήνα

κεντάου

κεντάω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κερδάου

κερδίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κιακίζω

τσακίζω

Παλιά Αθήνα

κιοτής ο

δειλός

Κάρυστος

κιουκάλι το

τσουκάλι

Παλιά Αθήνα

κλαδεύγω

 

κλαδεύω

Κύμη

Παλιά Αθήνα

κλαδεύου

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κλαδευτήρα η

κλαδευτήρι

Κύμη

κλεψία η

κλεψιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κληματαρέα η

κληματαριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κλιέφτης ο

κλέφτης

Παλιά Αθήνα

κλιέω

κλαίω

Παλιά Αθήνα

κλίφι το

μαξιλαροθήκη

Παλιά Αθήνα

κλοτσέα η

κλοτσιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κλουθάου

κλώθω

Κύμη

κόβγω

κόβω

Παλιά Αθήνα

κολοβέργι το

παραφυάδα

Κύμη

κολοκυθέα η

κολοκυθιά

Κύμη

κολοράδος

χρωματιστός

Παλιά Αθήνα

κολορίζα η

παραφυάδα

Κύμη

κόμα

ακόμα

Κύμη

κόμη

ακόμη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κόμπα η

καμπούρα

Κάρυστος

κόνισμα το

εικόνισμα

Κύμη

κονοστάσι το

εικονοστάσι

Κύμη

κοντεύγω

κοντεύω

Παλιά Αθήνα

κοπανιά η

πληγή

Κάρυστος

κόπικας ο

σκόρος

Παλιά Αθήνα

 

κοπρέα η

 

κοπριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

κορακοζώητος

υπερήλικας

Παλιά Αθήνα

κορίκι το

κορίτσι

Παλιά Αθήνα

κορκοβόλι το

χαλάζι

Κύμη

κορκοτσέλι το

Κάρυστος

κορμάτσι το

κορμάκι

Αίγινα

κόρφος

κόλπος

Κύμη

κόστσινο

κόσκινο

Κύμη

κοταρίδα η

βότσαλο

Κάρυστος

κοτσινάδι το

κοκκινάδι

Παλιά Αθήνα

κότσινος

κόκκινος

Κάρυστος

κούβακας ο

βάτραχος

Αίγινα

κουκουβάγια η

κουκουβάγια

Αίγινα

κούκουβας ο

Κάρυστος

κουκουκούρδα η

κωλοτούμπα

Κάρυστος

κούκουμο το

κανάτι

Παλιά Αθήνα

κουλιουμπάω

κολυμπάω

Παλιά Αθήνα

κουλιουμπήθρα

κολυμπήθρα

Παλιά Αθήνα

κουλιούμπι το

κολύμπι

Παλιά Αθήνα

κουλιουμπώ

κολυμπώ

Κάρυστος

κουλουθάου

ακολουθώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κουλούκι το

κουτάβι

Κάρυστος

κούμαρος ο

κουμαριά

Κύμη

κούμουλο

γεμάτο

Κύμη

κουνάδι το

κουνάβι

Παλιά Αθήνα

κούνος ο

κουκουνάρι

Παλιά Αθήνα

κούνουπας ο

κουνούπι

Κύμη

κουπαρέα η

ιστός αράχνης

Κύμη

κούπρουνας ο

σβέρκος

Κύμη

κουρδίνα η

κουρτίνα

Παλιά Αθήνα

κουσέλι το

συκοφαντία

Κύμη

κουτάλα η

ωμοπλάτη

Κύμη

κουτέσα

κουτή

Παλιά Αθήνα

κουτούλαφος ο

ακρίδα

Κάρυστος

κουτουλίζω

κουτουλώ

Κάρυστος

κούτραφος ο

κρόταφος

Αίγινα

κουτσί το

κουκί

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

κουτσόμηλο το

δαμάσκηνο

Παλιά Αθήνα

κοχλάκι το

χαλίκι

Κάρυστος

κόχχη η

κόχη

Κύμη

κοψέα η

κοψιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κρεατοβασίλικος ο

δυόσμος

Κύμη

κρεμμυδάτσι το

κρεμμυδάκι

Αίγινα

κρεμνάω

κρεμάω

Παλιά Αθήνα

κριβαίνου

ακριβαίνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κρίμας

κρίμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

κύρης ο

πατέρας

Κάρυστος

Κυριατσή η

Κυριακή

Κάρυστος

κωλοβελόνης ο

καλικάντζαρος

Παλιά Αθήνα

κωλοσαυρέα η

 

 

 

σαύρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

κωλοσταυριά η

Κάρυστος

κωλοστραβέα η

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λαδέα η

λαδιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λαδίφι το

λάδι

Παλιά Αθήνα

λαθεύγου

λαθεύω

Κύμη

λακάτη η

ρόκα

Παλιά Αθήνα

λαλούσα η

φωνή

Κύμη

λαφάσσου

ασθμαίνω

Κύμη

λαφρύς

ελαφρύς

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λαφύτης

λαίμαργος

Κάρυστος

λαχανιάζου

λαχανιάζω

Κύμη

λαχτάου

κλωτσώ

Κύμη

λαχταρίζου

λαχταρώ

Κύμη

λαχχαίνου

λαχαίνω

Κύμη

λεβέτι το

καζάνι

Παλιά Αθήνα

λεγούτα η

βλαστάρι

Κύμη

λεθρίνι το

λυθρίνι

Κύμη

 

λεμονέα η

 

λεμονιά

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λέπου

βλέπω

Κύμη

λεύκος ο

λεύκα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λεφτοκαρέα η

φουντουκιά

Κύμη

λεφτόκαρο το

φουντούκι

Κύμη

λιαιμός ο

λαιμός

Παλιά Αθήνα

λιατρίβι το

λιοτρίβι

Παλιά Αθήνα

λιέπω

βλέπω

Παλιά Αθήνα

λιεύθερα

λεύτερα

Παλιά Αθήνα

λιέω

λέω

Παλιά Αθήνα

λικμίζου

λιχνίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λίμα η

πείνα

Παλιά Αθήνα

λιμάζω

πεινώ

Παλιά Αθήνα

λιμάρης

πεινάλας

Παλιά Αθήνα

λίξιγκας ο

λόξιγκας

Παλιά Αθήνα

λιούκος ο

λύκος

Παλιά Αθήνα

λιουχνάρι το

λυχνάρι

Παλιά Αθήνα

λισγάρι το

σκαλιστήρι

Κύμη

λίστρα η

γλίστρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λιστράου

γλιστράω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

λισφατσά η

φασκομηλιά

Κύμη

λογιάζου

καταλαβαίνω

Κύμη

λορόι το

ρολόι

Παλιά Αθήνα

λούγω

λούζω

Παλιά Αθήνα

λουμάδα η

βλαστάρι

Κύμη

λούνη η

λάσπη

Κύμη

λούτσα

μούσκεμα

Κύμη

λουφάζου

λουφάζω

Κύμη

λυγαρέα η

λυγαριά

Παλιά Αθήνα

λυσακό το

οργασμός

Παλιά Αθήνα

λυσσάου

λυσσάω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μαδαρός

γυμνός

Κύμη

μαζώνω

μαζεύω

Παλιά Αθήνα

μαθές

δηλαδή

Κάρυστος

μαθιάζω

ματιάζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μάκα

μήπως

Κάρυστος

μακαρούνι το

μακαρόνι

Κύμη

μακελοκόβω

σφάζω

Παλιά Αθήνα

μακρεός

μακρύς

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

μαλαγός

 

μαλακός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

μαλωκουριάζω

καβγαδίζω

Παλιά Αθήνα

μαμάτσουλο το

κούμαρο

Παλιά Αθήνα

μαναχός

μοναχός

Κύμη

μανγκιουράνα

μαντζουράνα

Παλιά Αθήνα

μανταλίδι το

μάνταλο

Κύμη

μαξούλι το

εισόδημα

Κύμη

μαρατζάζου

μαραγκιάζω

Κύμη

μαργώνου

παγώνω

Κύμη

μαρμάρα

στείρα

Κύμη

μάσσα η

μασιά

Κύμη

ματέα η

ματιά

Παλιά Αθήνα

ματιάζου

ματιάζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ματόκλαδο το

βλεφαρίδα

Παλιά Αθήνα

ματόφλουδο το

βλέφαρο

Παλιά Αθήνα

ματσιδονίσι το

μαϊντανός

Παλιά Αθήνα

μεγαλιότερος

μεγαλύτερος

Παλιά Αθήνα

 

μελεός ο

 

μελιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

μελίντζι το

μελίγγι

Αίγινα

Κύμη

μεμέκιλο το

κούμαρο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μεμέτζιουλα η

κουμαριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μερία η

μεριά

Παλιά Αθήνα

μερμιρία η

φόβος

Παλιά Αθήνα

μερούσι το

μεροκάματο

Παλιά Αθήνα

μεσινός

μεσαίος

Παλιά Αθήνα

μετανογάω

μετανοώ

Κάρυστος

μέτζουλα η

κουμαριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μηλέα η

μηλιά

Αίγινα

Κύμη

μικραίνου

μικραίνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μιμέκιλο το

κούμαρο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μινυρίζω

νανουρίζω

Παλιά Αθήνα

μολεύγου

μολύνω

Κύμη

μόλοχας ο

μολόχα

Κύμη

μολωχτός

μουλωχτός

Κάρυστος

μοναξία η

μοναξιά

Κύμη

μόνε

αλλά

Κύμη

μόνε

μόνο

Παλιά Αθήνα

μονοτάρου

μεμιάς

Παλιά Αθήνα

μόρα η

εφιάλτης

Κάρυστος

μουδιάου

μουδιάζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μούκος

τεμπέλης

Κύμη

μούρα η

ορμή

Κάρυστος

 

μουρέα η

 

μουριά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

μούρη η

φάτσα

Κάρυστος

μουρτέα η

 

μυρτιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μουρτία η

Κύμη

μουσκαράς ο

μασκαράς

Παλιά Αθήνα

μουσκαρεύγου

ειρωνεύομαι

Κύμη

μουσκάρι το

μοσχάρι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μουτζά η

μούντζα

Κύμη

μουτζήθρα η

μυτζήθρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μουτσούνα η

μάσκα

Κύμη

μπακλαΐ το

μπακλαβάς

Παλιά Αθήνα

μπαμπάτσι το

μπαμπάκι

Παλιά Αθήνα

μπαρθακάς ο

βάτραχος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μπάτος ο

πάτος

Κύμη

μπινιάρης

δίδυμος

Κάρυστος

μπλιχούνι το

μέντα

Κύμη

μπλόχωρο το

απλόχωρο

Κύμη

μπουμπουνίδα η

σκαθάρι

Κάρυστος

μπουχνάου

κακομεταχειρίζομαι

Κύμη

μποχός ο

μπουχός

Κύμη

μπρύμη η

πρύμη

Κύμη

μυρίζου

μυρίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

μύρμηγκας

μυρμήγκι

Κάρυστος

νέθω

γνέθω

Παλιά Αθήνα

νέμα το

 

νήμα

Κύμη

 

νέμας το

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

νεράγκι το

νεράντζι

Παλιά Αθήνα

νεροσουρμή η

νεροσυρμή

Παλιά Αθήνα

νετέα η

ιτιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νηχός ο

ήχος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νίβγου

νίβω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νίβγω

Παλιά Αθήνα

νίχτορας ο

ίκτερος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νιψίδι το

φκιασίδι

Παλιά Αθήνα

νοικοτσούρης ο

νοικοκύρης

Παλιά Αθήνα

νορά η

 

ουρά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νοριά η

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νοσίδα η

πουλάδα

Κάρυστος

νοσσίδα η

Κύμη

νοτία η

νοτιάς

Κύμη

νοτινός

νότιος

Παλιά Αθήνα

ντα

τι

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

ντέχω

μπλέκομαι

Παλιά Αθήνα

ντούρτουλο το

τουρτούρισμα

Παλιά Αθήνα

ντραλώνω

ζαλίζω

Παλιά Αθήνα

ντύνου

ντύνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

νύφφη η

νύφη

Κύμη

νύχι το

οπλή

Κάρυστος

νύχιτα η

νύχτα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

 

νώμος ο

 

 

ώμος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

Παλιά Αθήνα

ξαγορεύγομαι

εξομολογούμαι

Κύμη

ξαθθός

ξανθός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ξαθθός

ξανθός

Κύμη

ξαναγγρίζου

ξαναθυμίζω

Κύμη

ξανάπισμα το

προζύμι

Παλιά Αθήνα

ξαργού

επίτηδες

Κύμη

ξαστερία η

ξαστεριά

Κύμη

ξαφτουρώ

πετώ

Κάρυστος

ξεκατσίζου

διασκεδάζω

Κύμη

ξεματιάζου

ξεματιάζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ξεμπουρδουλιό το

ξεδιαντροπιά

Παλιά Αθήνα

ξενοτσούτης ο

μοιχός

Παλιά Αθήνα

ξέργου

επίτηδες

Κάρυστος

ξέρου

ξέρω

Κύμη

ξεσουνερίζομαι

ξεσυνερίζομαι

Παλιά Αθήνα

ξεφυλλίζου

ξεφυλλίζω

Κύμη

ξέχως

ξέχωρα

Παλιά Αθήνα

ξήλιος ο

ίσκιος

Παλιά Αθήνα

ξοδιάζω

ξοδεύω

Παλιά Αθήνα

ξόρτσι το

ξόρκι

Παλιά Αθήνα

ξούδι το

ξίδι

Παλιά Αθήνα

ξουλιένου

ξυλιάζω

Κύμη

ξούλο το

ξύλο

Παλιά Αθήνα

ξουλόκοτα η

ξυλόκοτα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ξουλοτσερατέα η

χαρουπιά

Αίγινα

ξουνίζω

ξινίζω

Παλιά Αθήνα

ξουνός

ξινός

Παλιά Αθήνα

ξουράφι το

ξυράφι

Αίγινα

ξόψις

ακροθιγώς

Κύμη

ξυμονή η

ξύσιμο

Παλιά Αθήνα

ξυπάζομαι

περηφανεύομαι

Κύμη

ογγιάκι το

τζάκι

Παλιά Αθήνα

ογδοήντα

ογδόντα

Παλιά Αθήνα

ολάτσερος

ολάκερος

Κύμη

ολπίδα η

ελπίδα

Παλιά Αθήνα

ολπίζου

 

ελπίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ολπίζω

Παλιά Αθήνα

ομορφία η

ομορφιά

Παλιά Αθήνα

 

όμπυο το

 

πύον

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

όντας

 

όταν

Κάρυστος

 

όντες

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

όξω

έξω

Κάρυστος

Παλιά Αθήνα

όποτες

όποτε

Παλιά Αθήνα

οργώνου

οργώνω

Κύμη

ορμηνεύγου

ορμηνεύω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

οτζάκι το

τζάκι

Παλιά Αθήνα

ούλος

όλος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

οχέα η

οχιά

Παλιά Αθήνα

 

όχτος ο

 

όχθος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

 

οχτρός

 

εχθρός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

παγαίνω

πηγαίνω

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

πάγνη η

πάχνη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

παγνίζου

παχνίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

παδά

εδώ

Κύμη

παιδεύγομαι

παιδεύομαι

Παλιά Αθήνα

παίρνου

παίρνω

Κύμη

παίρου

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πακακάς ο

βάτραχος

Παλιά Αθήνα

παλαιανός

 

 

παλιός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

παλαιινός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

πάλε

πάλι

Παλιά Αθήνα

παλεθύρι το

 

παράθυρο

Αίγινα

Κύμη

παλιεθούρι το

Παλιά Αθήνα

παλούτσι το

παλούκι

Κάρυστος

πανεγύρι το

πανηγύρι

Κύμη

πανεθύρι το

παράθυρο

Κύμη

πάνιαση η

πάχνη

Κάρυστος

πανίσος

πάνινος

Παλιά Αθήνα

παννυχίδα

κόλλυβα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πάνου

πάνω

Παλιά Αθήνα

παντέχου

περιμένω

Κύμη

παντρεία η

παντρειά

Παλιά Αθήνα

παραδρέμω

παρατρέχω

Κύμη

παραμονεύου

παραμονεύω

Κύμη

παραμπαρίζομαι

συναγωνίζομαι

Κύμη

παραμπολή η

καταβολάδα

Παλιά Αθήνα

παρανώμι το

επώνυμο

Κύμη

πάραξε

αλλά

Παλιά Αθήνα

παράπυγας ο

παραφυάδα

Παλιά Αθήνα

Παρασευγή

Παρασκευή

Παλιά Αθήνα

παραστία η

παραστιά

Κύμη

παραφωτία η

τζάκι

Παλιά Αθήνα

παρίππι το

μουλάρι

Παλιά Αθήνα

πασχίζου

πασχίζω

Κύμη

πάτρα η

πωλήτρια

Παλιά Αθήνα

πατρακλός

κουτσός

Κύμη

παχαίνου

παχαίνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

παχέα

παχιά

Κύμη

παχιός

παχύς

Κύμη

 

πάχνη η

 

φάτνη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κάρυστος

πεθαμή η

σπιθαμή

Κύμη

πεικάζου

καταλαβαίνω

Κύμη

πεινάου

πεινάω

Κύμη

πείραξη η

ενόχληση

Παλιά Αθήνα

πελιστέρι το

περιστέρι

Αίγινα

πενακωτή η

πινακωτή

Κύμη

πενηνταρέα η

πενηνταριά

Κύμη

πεντικός ο

ποντικός

Κύμη

Παλιά Αθήνα

περγιάλι το

περιγιάλι

Κύμη

περγώνου

παρενοχλώ

Κύμη

περίδρομος ο

καλαγκάθι

Κάρυστος

περίσσος

περίσσιος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πετάου

πετάω

Κύμη

πετροβολάου

πετροβολώ

Κύμη

πέτω

πέφτω

Παλιά Αθήνα

πεύκος ο

πεύκο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Πέφτη η

Πέμπτη

Κάρυστος

πηχιτή η

πηχτή

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πιλατεύου

πιλατεύω

Κύμη

πίλος ο

πίρος

Κάρυστος

πιόμα το

ποτό

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πιόνες

πια

Παλιά Αθήνα

πιοτί το

ποτό

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πις

ποιος

Παλιά Αθήνα

πίση η

πίστη

Παλιά Αθήνα

πίστομα

μπρούμυτα

Παλιά Αθήνα

πλαστήρα η

πλάστης

Κάρυστος

πλαστουριά ο

Κύμη

πλατεός

πλατύς

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πλέα

πια

Παλιά Αθήνα

πλέγου

πλέκω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

πλεμόνι

 

πνευμόνι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

πλένου

πλένω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πλίγου

πνίγω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πλιένω

πλένω

Παλιά Αθήνα

 

πλίθρα η

 

πλίθα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

πλιόνες

πια

Παλιά Αθήνα

πλουμί το

πλουμίδι

Κύμη

πλούσος

πλούσιος

Κύμη

ποδεμή η

υπόδηση

Παλιά Αθήνα

ποδιχάζου

διακρίνω

Κύμη

ποίνος

ποιος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ποκάμισο το

πουκάμισο

Κύμη

Παλιά Αθήνα

πολεμάου

πολεμώ

Κύμη

πομένου

απομένω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πομπιεμένη

πομπεμένη

Παλιά Αθήνα

πόρεψη η

καμπινές

Παλιά Αθήνα

πορσέφαλο

προσκέφαλο

Παλιά Αθήνα

 

πορτοκαλέα η

 

πορτοκαλιά

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ποταυρίζουμαι

τεντώνομαι

Κύμη

ποταχύ

πρωί

Κύμη

ποτές

ποτέ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ποχτάου

αποχτώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πραγαλιάζω

καταπραΰνω

Παλιά Αθήνα

πρασινίζου

πρασινίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πρικάδα η

πικράδα

Αίγινα

πρικοδάφνη η

πικροδάφνη

Κύμη

 

πρικός

 

πικρός

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

πριτσίζω

πικρίζω

Αίγινα

πρίχου

προτού

Παλιά Αθήνα

προβέλλου

υπερτερώ

Κύμη

προκόβγου

προκόβω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

προχιτές

προχτές

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πρωτογαλέα η

πρωτόγαλα

Παλιά Αθήνα

πυροστία η

πυροστιά

Παλιά Αθήνα

πυρώνου

πυρώνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

πυτέα η

πυτιά

Κύμη

ράβγου

 

ράβω

Κύμη

ράβγω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ραβδίζου

ραβδίζω

Κύμη

ραγισέα η

ράγισμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ράστι το

ευκολία

Κάρυστος

ρέγομαι

ορέγομαι

Κύμη

ρεκάζου

οδύρομαι

Κύμη

ρέμας ο

ρέμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ρεύγομαι

ρεύομαι

Κύμη

ρίγνου

 

 

ρίχνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

ρίχνου

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

ρόγα η

δρόμος

Παλιά Αθήνα

ρόγα η

μισθός

Κάρυστος

ρόγαλος ο

αράχνη

Κάρυστος

ρογεύγω

μοιράζω

Παλιά Αθήνα

ρογεύω

μισθοδοτώ

Κάρυστος

ρογκάδα η

φωτιά (μεγάλη)

Κάρυστος

ροδέα η

 

ροδιά

Κύμη

ροϊδέα η

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ρόμα το

ρέμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ροσατσινέα η

ροδακινιά η

Κύμη

ρούδι το

ρόδι

Παλιά Αθήνα

ρουφάου

ρουφάω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ρουφηξέα η

ρουφηξιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ρούχα τα

εμμηνόρροια

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σάζαρος

σκιάχτρο

Παλιά Αθήνα

σαμσακίζι το

χαλάουα

Παλιά Αθήνα

σαστικός ο

αρραβωνιαστικός

Κύμη

σβούλος ο

βόλος

Κύμη

σβούλος ο

Παλιά Αθήνα

σβουράω

πετροβολώ

Κάρυστος

σειριά η

συγγενολόι

Κύμη

σεντούτσι το

σεντούκι το

Παλιά Αθήνα

σεύκουλο το

σέσκουλο

Παλιά Αθήνα

σιδεροστία η

σιδεροστιά

Κύμη

σιδροστία η

Παλιά Αθήνα

σιμίτι το

κουλούρι

Κάρυστος

σιναπίδι το

ψιλόβροχο

Παλιά Αθήνα

σινί το

ταψί

Κύμη

σιουνί

σχοινί

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

σκάβγου

 

σκάβω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

σκαλίζου

σκαλίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σκαλιθράου

σκαλίζω

Κύμη

σκαλικάντζαρος ο

καλικάντζαρος

Κάρυστος

σκαρίζου

σκαρίζω

Κύμη

σκατζόχιουρος ο

σκαντζόχοιρος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σκαφίδι το

σκάφη

Παλιά Αθήνα

σκλιόκα η

ραβδί

Κάρυστος

σκοθτέλα η

γαβάθα

Κάρυστος

σκολάδα

στείρα

Κύμη

σκολαρίτσι το

σκουλαρίκι

Παλιά Αθήνα

σκόλη η

σχόλη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σκομίζω

σκορπώ

Παλιά Αθήνα

σκόμισμα το

σκόρπισμα

Παλιά Αθήνα

σκορδάμι το

σκόρδο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σκορπίζου

σκορπίζω

Κύμη

σκορπίος ο

σκορπιός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σκοτίδι το

σκοτάδι

Παλιά Αθήνα

σκούντουφλος

συννεφιασμένος

Κύμη

σκουφούνι το

κάλτσα

Κύμη

σκυλοπόταμο το

βίδρα

Κάρυστος

σκώτι

συκώτι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σου

εσύ

Παλιά Αθήνα

σούβροχος

μούσκεμα

Παλιά Αθήνα

σούβω

σκύβω

Παλιά Αθήνα

σούγκαϊμα το

σύγκαμα

Παλιά Αθήνα

σούγλα η

σούβλα

Παλιά Αθήνα

σουδαυλίζω

συνδαυλίζω

Παλιά Αθήνα

σουδεύτρα η

κουτσομπόλα

Παλιά Αθήνα

σούκο το

σύκο

Κύμη

Παλιά Αθήνα

σουλί το

σκυλί

Παλιά Αθήνα

σούλος ο

σκύλος

Παλιά Αθήνα

σουλούσι

κεφαλομάντηλο

Παλιά Αθήνα

σουμαζώνω

συμμαζεύω

Παλιά Αθήνα

σουμπάθιο το

συμπάθιο

Παλιά Αθήνα

σουμπέθερος ο

συμπέθερος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σουμπλιαστής ο

γείτονας

Παλιά Αθήνα

σούναμμα το

προσάναμμα το

Παλιά Αθήνα

σουνάχι το

συνάχι

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

σουνί το

σκοινί

Παλιά Αθήνα

σουνμπεθέρα η

συμπεθέρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σουννυφάδα η

συννυφάδα

Παλιά Αθήνα

σουνταυλάου

 

συνδαυλίζω

Κύμη

σουνταυλίζου

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σουντζένεια η

συγγένεια

Αίγινα

σουντζενής ο

συγγενής

Αίγινα

σουπία η

σουπιά

Αίγινα

σούριζα

σύριζα

Κύμη

σούρνου

σέρνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σουρντίζω

διακρίνω

Παλιά Αθήνα

σουρουπογυαλάτσι το

καθρεφτάκι

Παλιά Αθήνα

σούρσιμο το

ευκοιλιότητα

Παλιά Αθήνα

σούρτα

συρτά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σουρτάρι το

συρτάρι

Παλιά Αθήνα

 

σουρτός

 

συρτός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

 

σουτσέα η

 

συκιά

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σουχαίνομαι

σιχαίνομαι

Παλιά Αθήνα

σπαραγέα η

σπαραγγιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σπασέα η

σπάσιμο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σπέρου

σπέρνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

σπηλαία η

 

σπηλιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

σπία η

σπιουνιά

Παλιά Αθήνα

σπίθθακας ο

σπινθήρας

Κύμη

σπιτοκάθηση η

σπίτι

Παλιά Αθήνα

στάμνος η

στάμνα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

σταξέα η

στάξιμο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

στατέρι το

καντάρι

Κύμη

σταχτή η

στάχτη

Κύμη

στεγνώνου

στεγνώνω

Κύμη

στέλλου

στέλνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

στέρφα

 

 

στείρα

Κύμη

 

στέρφη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Αυλωνάρι & Κονίστρες

στοιβάζου

στοιβάζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

στολίζου

στολίζω

Κύμη

στόμας ο

στόμα

Παλιά Αθήνα

στραγγουλίζω

στραγγίζω

Κάρυστος

στρεπελός

στραβοκάνης

Κάρυστος

στρούγκα η

μαντρί

Κάρυστος

Κύμη

στσάζω

σκιάζω

Αίγινα

 

στσεπή η

 

σκεπή

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

στσιούλα η

σκύλα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

στσούβω

σκύβω

Αίγινα

στσούλα η

σκύλα

Κύμη

στσουλί το

σκυλί

Αίγινα

στσούλος ο

σκύλος

Κύμη

στσουνί το

σκοινί

Αίγινα

συγύριση η

οικοσκευή

Παλιά Αθήνα

συκέα η

συκιά

Κύμη

συκοφάος ο

συκοφάγος

Κύμη

συναλλίτσι το

συναναστροφή

Κύμη

συνήθεια τα

εμμηνόρροια

Αυλωνάρι & Κονίστρες

συντηχιά η

ηχώ

Κύμη

σφήκας ο

σφήγκα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τα

ότι

Αίγινα

ταμαχιάρης

τσιγκούνης

Κύμη

ταραμένος

ταραγμένος

Παλιά Αθήνα

ταρτάνα η

νταρντάνα

Κάρυστος

ταχιά

αύριο πρωί

Παλιά Αθήνα

ταχύ

Κύμη

ταχυνό το

ξημέρωμα

Κύμη

τενκερές ο

τέντζερης

Παλιά Αθήνα

Τετράδη η

Τετάρτη

Κάρυστος

τζάω

αγγίζω

Παλιά Αθήνα

τζίγομαι

θίγομαι

Παλιά Αθήνα

τζουλιέμαι

κυλιέμαι

Παλιά Αθήνα

τηράζου

τηράω

Κύμη

τηράζω

Παλιά Αθήνα

τινιάζω

τινάζω

Παλιά Αθήνα

τίποτις

τίποτα

Παλιά Αθήνα

τοπικάρης

ντόπιος

Παλιά Αθήνα

τότενες

 

τότε

Παλιά Αθήνα

 

τότες

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

τούνη

αυτή

Κύμη

 

 

τούνος

 

 

αυτός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

Παλιά Αθήνα

Παλιά Αθήνα

τουραγνάω

τυραννώ

Αίγινα

τουρί το

τυρί

Παλιά Αθήνα

τουτοσδά

τούτος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τραβάου

τραβώ

Κύμη

τραγουδάου

τραγουδώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τράφος ο

τάφρος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τρελιαίνομαι

τρελαίνομαι

Παλιά Αθήνα

τρίβγου

τρίβω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τριγιουρίζω

τριγυρίζω

Παλιά Αθήνα

τρίζου

τρίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τρουγιούρου

τριγύρω

Παλιά Αθήνα

 

τσαιρός ο

 

καιρός

Αίγινα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

τσαίω

καίω

Παλιά Αθήνα

τσαμένος

καμένος

Παλιά Αθήνα

τσατσόμοιρος

κακόμοιρος

Παλιά Αθήνα

 

τσε

 

και

Αίγινα

Κύμη

Παλιά Αθήνα

τσει

εκεί

Κύμη

τσείνο

εκείνο

Παλιά Αθήνα

 

τσείνος

 

εκείνος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

Αίγινα

τσελαϊδώ

κελαηδώ

Κάρυστος

τσεντιστός

κεντητός

Παλιά Αθήνα

τσερί το

κερί

Κύμη

τσεφαλή η

 

κεφάλι

Κύμη

Κάρυστος

τσεφάλι το

Αίγινα

τσεφαλογιούρι το

κεφαλόδεσμος

Παλιά Αθήνα

τσιλό το

κιλό

Κύμη

τσινέω

κινώ

Αίγινα

τσιούκλος ο

κύκλος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τσιουλιά η

κοιλιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τσιουρά η

κυρά

Παλιά Αθήνα

τσιούτα η

κοτέτσι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τσιτάρι το

ύστερο

Κάρυστος

τσίτρινος

κίτρινος

Κύμη

τσοιτάζω

κοιτάζω

Παλιά Αθήνα

τσουκλάμενο

κυκλάμινο

Κύμη

τσούκλος ο

κύκλος

Παλιά Αθήνα

Αίγινα

τσουλαράς

κοιλαράς

Παλιά Αθήνα

τσουλάω

κυλάω

Κάρυστος

Παλιά Αθήνα

τσουλιά η

 

κοιλιά

Κάρυστος

Παλιά Αθήνα

τσουλία η

Κύμη

τσούλισμα το

κύλισμα

Παλιά Αθήνα

τσουλοπονάω

κοιλοπονάω

Αίγινα

τσουμώμαι

κοιμάμαι

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

Τσουριατσή η

Κυριακή

Παλιά Αθήνα

τσούτα η

κοτέτσι

Κύμη

τσουτάρι το

ύστερο

Παλιά Αθήνα

τσούτζουφο το

τζίτζιφο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

τσούτη η

κοίτη

Αίγινα

τσουτιάζω

κουρνιάζω

Παλιά Αθήνα

Τσυριακή η

Κυριακή

Κύμη

τυραχνιούμαι

τυραννιέμαι

Κύμη

υστερνά

ύστερα

Παλιά Αθήνα

φάδι το

υφάδι

Κύμη

φαμένος

υφασμένος

Παλιά Αθήνα

φαντιασία η

φαντασία

Παλιά Αθήνα

φαντό το

υφαντό

Κύμη

φαρματσεμένος

φαρμακωμένος

Αίγινα

φαρμάτσι το

φαρμάκι

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

φέτο

φέτος

Αίγινα

φηγός ο

οξιά

Κύμη

 

φηκάρι το

 

θηκάρι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

φηλειά η

θηλιά

Κύμη

 

φηλυκός

 

θηλυκός

Κύμη

Αυλωνάρι & Κονίστρες

φιάκα η

απάτη

Κάρυστος

φιγουλάρι το

καμινάδα

Κύμη

φιλεύγω

φιλεύω

Παλιά Αθήνα

φιλιότσος ο

βαφτισιμιός

Κάρυστος

φιτί το

αυτί

Παλιά Αθήνα

φλέγα η

φλέβα

Κύμη

φλουσκούνι το

πνευμόνι

Παλιά Αθήνα

φορεσά η

φορεσιά

Αίγινα

Κύμη

φορκέρι το

μπαούλο το

Παλιά Αθήνα

φουμιώμαι

φημίζομαι

Κύμη

φούργανο το

φρύγανο

Αυλωνάρι & Κονίστρες

φουρνιά η

 

φρύνος

Κάρυστος

 

φουρνία η

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

φρούγανο το

φρύγανο

Παλιά Αθήνα

 

φτάνου

 

φτάνω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

φτερνιάζομαι

φτερνίζομαι

Κύμη

φτιάνω

φτιάχνω

Αίγινα

φτούνος

αυτός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

φτύου

φτύνω

Κύμη

φυλάγου

φυλάω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

φω

εδώ

Αίγινα

φωθιά η

 

 

φωτιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

φωτία η

Κύμη

Παλιά Αθήνα

χάβγου

χάβω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

χαλάου

χαλώ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

χάμου

χάμω

Κύμη

χάντε

άντε

Κύμη

χαράκι το

χαράτσι

Παλιά Αθήνα

χάρβαλο το

σαράβαλο

Κύμη

χάρκουμα το

καζάνι

Κύμη

χαρτσιδιό το

σιδηρουργείο

Κάρυστος

χαψέα η

χαψιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

χάψη η

φυλακή η

Παλιά Αθήνα

χειμωτικό το

καρπούζι

Κύμη

χιονέα η

χιονιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

χιούμα

χίμα

Παλιά Αθήνα

χιουμάω

χιμάω

Αίγινα

Παλιά Αθήνα

χιούνομαι

χύνομαι

Παλιά Αθήνα

χιουρινός

χοιρινός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

χιούρος ο

 

χοίρος

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

 

χλιβερός

 

θλιβερός

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

χλίβομαι

θλίβομαι

Αυλωνάρι & Κονίστρες

χολιάζου

χολιάζω

Κύμη

Κύμη

χορεύγω

χορεύω

Κύμη

Παλιά Αθήνα

χορίγι το

ασβέστης

Παλιά Αθήνα

Κάρυστος

χουλιαρέα η

κουτάλι

Κύμη

χουλιάρι το

Παλιά Αθήνα

χούμα το

 

 

χώμα

Κύμη

 

χούμας το

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Παλιά Αθήνα

χρένω

λερώνω

Παλιά Αθήνα

χρουσός ο

χρυσός

Αίγινα

χτενίζου

χτενίζω

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ψαχνίαδα η

πιτυρίδα

Κάρυστος

ψάχου

ψάχνω

Κύμη

ψένω

ψήνω

Παλιά Αθήνα

ψέρας ο

ψείρα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

 

ψες

 

χτες βράδυ

Αυλωνάρι & Κονίστρες

Κύμη

ψευτία η

ψευτιά

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ψίχα η

κομματάκι

Κύμη

ψιχοβράζω

σιγοβράζω

Κάρυστος

ψόμα το

ψέμα

Αυλωνάρι & Κονίστρες

ψούχι το

παγωνιά

Κύμη

ψύλλας ο

ψύλλος

Παλιά Αθήνα


 

Είκοσι δύο ρωμαίικα ή δημοτικά τραγούδια από την Κεφαλονιά (1877)

 

Δημήτρη Λιθοξόου

 2010

 


Κάποιος που θέλει να γνωρίσει τη ρωμαίικη γλώσσα, όπως αυτή ήταν, πριν την εθνική επιχείρηση κάθαρσης και εξελληνισμού της, που επιχειρήθηκε συστηματικά, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος (από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης), πρέπει να καταφύγει σε λαϊκά έργα του λόγου, στα δημοτικά τραγούδια, τα παραμύθια, τις παροιμίες και τα αινίγματα. Πρέπει μάλιστα να έχει υπ’ όψη του, ότι οι περισσότερες συλλογές με τα μνημεία αυτά της ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας, είναι σε αρκετά σημεία αλλοιωμένα από το χέρι κάποιου εθνικά σκεπτόμενου φιλόλογου, που «διόρθωσε» το λαϊκό έργο προς το ελληνικότερο. Ο Κ. Δημαράς μάλιστα γράφει στο βιβλίο του για την ιστορία της λογοτεχνίας (6η έκδοση 1975, σελ. 11) ένα κεφάλαιο γι αυτό το θέμα, με τίτλο «Προσοχή στις συλλογές!».

Χειρότερος όλων, υπήρξε ο θεωρούμενος πατέρας της λαογραφίας στη χώρα, ο Νικόλαος Πολίτης, που λειτουργώντας κυριολεκτικά ως Φρανκεστάιν του λόγου, έκοψε και έραψε όπως γούσταρε το 1914 τα δημοτικά τραγούδια, στο έργο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού». Ο ίδιος εξ’ άλλου κατά καιρούς έγραψε διάφορες συμβουλές (και ως μέλος επιτροπών) για την «εθνικά ορθή» μέθοδο συλλογής λαογραφικού υλικού, έτσι ώστε πάντα να «αναδεικνύεται» η κληρονομιά των αρχαίων και να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να εμφανιστούν «επικίνδυνες» συλλογές, από περιοχές ύποπτες για τα πολλά τούρκικα, ιταλικά ή άλλα ανεπιθύμητά της.

Η «διόρθωση» μοιάζει με φιλολογική αρρώστια. Ακόμα και συγγραφείς που επισημαίνουν το γεγονός, όπως για παράδειγμα ο Γιώργος Ιωάννου (Τα δημοτικά μας τραγούδια, 1966), έκαναν ακριβώς το ίδιο.

Οι καλύτερες δουλειές είναι έργο λίγων «ξένων» που ασχολήθηκαν με τη λαϊκή μούσα του τόπου μας. Όχι όμως όλων, γιατί υπάρχουν και κάποιοι, όπως για παράδειγμα ο πρώτος διδάξας Fouriel (Chants Populaires, Paris 1824), όπου είναι φανερή, ακόμα και από μη ειδικούς, η λόγια παρέμβαση που υπάρχει στα κείμενα.

Σε άλλες συλλογές, όπως η πολυσέλιδη του Passow (Τραγούδια Ρωμαίικα, Lipsiae 1860), βρίσκεις αυθεντικές καταγραφές εξαιρετικού ενδιαφέροντος, δίπλα σε άσχετα λόγια κατασκευάσματα.

Ο Bernhard Schmidt (1837-1917), είναι ένας από τους λίγους που κατέγραψε πιστά μερικά τραγούδια του ρωμαίικου λαού. Πρόκειται για μοιρολόγια και τραγούδια για το «Χάρο και τον Κάτω Κόσμο», που άκουσε ο ίδιος στη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Τα μετάφρασε στα γερμανικά και τα δημοσίευσε (αντικριστά) το 1877 στη Λειψία, στο βιβλίο του «Griechische Märchen, Sagen und Volkslieder».

Από το έργο αυτό αντιγράφω και παρουσιάζω εδώ τα είκοσι δύο τραγούδια από την Κεφαλονιά.

Πριν από κάθε τραγούδι υπάρχει ο αριθμός που του έδωσε ο συγγραφέας, οι σελίδες του βιβλίου που το βρίσκουμε και το χωριό που το άκουσε.

Στο τέλος, δίνω επεξεργασμένο από μένα, το λεξιλόγιο των τραγουδιών, κατά φθίνουσα αλφαβητική ταξινόμηση, με βάση τους ελληνικούς χαρακτήρες. Εδώ υπάρχουν 1.055, με κάθε διαφορετικό τρόπο γραμμένες με ελληνικά στοιχεία λέξεις, που συναντάμε σε αυτά τα τραγούδια. Δίπλα σε κάθε λέξη (και μέσα σε παρένθεση) βρίσκεται η μεταγραφή της με λατινικούς χαρακτήρες και φωνητική γραφή (αναγκαστικά δικής μου επιλογής, μέχρι να υπάρξει κοινότητα ενδιαφερόμενων να συμφωνήσει για κάτι τέτοιο) και στη συνέχεια υπάρχουν οι στίχοι των τραγουδιών, που μέσα τους υπάρχουν οι αντίστοιχες λέξεις.

 

2.11.2010

 

 

6.

(Bezirk Skála).

σελ. 152.

 

Που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει.

Κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει.

 

 

11.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 154.

 

Το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε;

Πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι.

Πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια,

Τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια.

Πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι,

Ήταν και εις το σπίτι του καράβι αρματωμένο.

Και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη

Και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη.

 

 

12.

(Bezirk Skála).

σελ. 154 & 156.

 

Εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις,

Η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη,

Κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι.

Αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! –

Τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης,

Που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι

Και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια;

 

 

15.

(Dorf Katapodáta).

σελ. 156 & 158.

 

«Ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι

Στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω,

Να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα,

Να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης,

Να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης.» –

«Α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το,

Κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω!

Κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα,

Κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι,

Και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα,

Και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι.» –

«Αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης,

Άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη

Κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου

Και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα,

Πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες,

Πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι!» -

 

 

16.

(Samos).

σελ. 158a.

 

Νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη.

Εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της

Κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει

Κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της.

«Κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη!»

 

 

17.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 158b.

 

Μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα.

Κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του.

Φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει,

Φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια,

Φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι,

Που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις,

Του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις.

Φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι.

Σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου.

 

 

18.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 158 & 160.

 

Ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα.

«Πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν,

Γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες!

Κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη.» –

Μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις.

Μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του.

Σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα.

Στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια.

Στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα.

«Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα;

Πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια,

Και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους!» -

Κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος.

«Να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια,

Να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους!

Κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα,

Να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις

Και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα.» –

Ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις,

Πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις.

Γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο,

Να καταιβαίνουν η αδερφαίς, να καταιβαίνουν η μάναις,

Ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες.

 

 

20.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 162.

 

[Οι αντριωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται].

Κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη.

Επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν.

«Καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε!» -

«Καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε,

Να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι,

Να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι!» -

«Δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας,

Παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας.» -

Κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν,

Παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο.

«Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη!» -

Σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα.

Σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε.

«Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη!» -

Σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα.

Σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε.

Κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει.

«Άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια!» -

 

 

24.

(Dorf Skaliá).

σελ. 164.

 

Του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση.

Πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια,

Πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια.

 

 

27.

(Dorf Skaliá).

σελ. 166 & 168.

 

Ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι,

Γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.

Κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα,

Εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου.

«Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω;

Δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει,

Δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση,

Δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη.»-

«Σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω

Δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη,

Δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση,

Δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη

 

 

28.

(Dorf Katapodáta).

σελ. 168.

 

Εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα.

Κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο.

Είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια,

Είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα.

Άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο.

«Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω;

Χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει,

Χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη,

Χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται

Κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει.

«Σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω

Χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη,

Χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη,

Χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται

 

 

29.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 168 & 170.

 

Εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα,

Όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω,

Παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι.

Κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια,

Και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια.

Κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα.

Ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει.

«Τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις;

Μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη;» -

«Δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη,

Μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι.

Τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι;

Δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι;

Δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι;

Είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια,

Τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια.

Δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω,

Και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι!» -

 

 

31.

(Dorf Katapodáta).

σελ. 172a.

 

Εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα.

Κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο.

Κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν,

Και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου.

«Πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει.

Καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος,

Να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα,

Να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα,

Να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια!» -

 

 

32.

(Dorf Katapodáta).

σελ. 172b.

 

.......

Κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου,

Κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι

Και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης.

Κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με!

Κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με!

 

 

33.

(Dorf Katapodáta).

σελ. 174a.

 

Πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο,

Πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι,

Πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν;

Πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια,

Και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι.

 

 

34.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 174b.

 

Πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη,

Να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους

Και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις.

Το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα,

Να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος,

Να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν.

Βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους

Και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια.

 

 

55.

(Dorf Zerbáta).

Του χορού.

σελ. 190.

 

Τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι,

Τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη.

Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει.

Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια

Και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια.

Κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει.

«Πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις.» -

«Στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε.» -

«Ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση!

Να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια,

Και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια!» -

 

 

59.

(Dorf Zerbáta).

Του χορού.

σελ. 198-204.

 

Ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι.

Ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη.

Και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση.

Και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της.

Ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου.

Επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο,

Σα μήλο, σα δαμασκηνό κιτρινοφυλλιασμένο.

«Μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω.» –

«Πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης,

Που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος;»

«Μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε.

Ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση,

Κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα.» –

«Αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες.» –

Στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο,

Στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος.

Σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε,

Κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε.

Μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει.

«Καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο,

Καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος!»

«Εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη.» -

«Δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το.

Δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου

Και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου.

Αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου.

Τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο

Και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο,

Κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι.

Σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι.» –

Στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν.

«Καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει!» -

«Όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι!

Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε.

Δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της

Και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της.

Αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της.

Τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο

Και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο,

Κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι.

Σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι.» –

Επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο,

Σα μήλο, σα δαμάσκηνο κιτρινοφυλλιασμένο.

Στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει

.....

«Τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει!» -

«Κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου;» -

«Χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι,

Κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες

«Αργά κάτσε και δείπνησε, αργά κλείσε τση πόρταις,

Κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου

Κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια.

Γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις,

Γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο.

Οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα.

Τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα.

«Ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου,

Χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου,

Χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου!» -

Από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει.

«Άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι,

Οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου!» -

«Ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι,

Ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα;»

Εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι,

Βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα!» -

«Ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι,

Του γύρου γύρου ολόχρυσο, στη μέση το φαρμάκι!» -

Τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη.

Χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι,

Μεσουρανίς το πέταξε, μεσ’ την καρδιά του πάει.

«Χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου!

Έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο.» –

Ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι.

Λυγοβεργάει ο κάλαμος, φιλεί το κυπαρίσσι.

Για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα.

Αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα.

 

 

64.

(Dorf Skaliá).

Τση τάβλας.

σελ. 206 & 208.

 

Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος

Και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης

Αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα,

Κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους

Σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι.

Κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται,

Φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα.

«Εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου!» -

«Σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε;» -

«Πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα,

Και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του.» –

«Έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους!

Κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες,

Κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας!» -

Εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε.

Στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης.

«Πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι;

Αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε!

Και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια,

Εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια.» -

 

 

65.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 208.

 

Δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν.

«Δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι.» _

«Σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου!

Από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε,

Γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει» -

Ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν.

Το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια

Κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν.

Κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει.

Το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν.

Μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση,

Πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια,

Κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα.

Τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση.

«Ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε!

Πως είχα κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια.

Έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα.» -

«Δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα.» -

 

 

66.

(Dorf Skaliá).

σελ. 210.

 

Εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει,

Το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις.

«Οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα,

Ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη!

Γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα.

Κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει

Κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει.

Οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο,

Κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει.» -

 

 

68.

Kephalonia.

σελ. 212-216.

 

Του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι.

Με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια.

«Ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης,

Μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου.» -

«Μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω,

Να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια.

Να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης.

Κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι,

Θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον.

Και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ,

Και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις.

Διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε,

Μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι;” –

Για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε.” –

Σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του,

Σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του.”

Εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο.

Είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια.

Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν.

Κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη.

Ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει.

Φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου,

Φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα,

Όπου την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν.” –

Δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου

Είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα,

Οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν,

Γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου.” -

Μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου,

Χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω.

Το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου,

Το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου.

Να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου,

Να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου,

Να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος!

Κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης.

Κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το.

Να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους,

Κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον.” – »

Επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους,

Κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον.

Εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι,

Κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι.

«Κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι;»

«Το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος.» -

 

α (a): α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158] | κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b].

αγαπάει (aghapai): κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190].

αγαπημένα (aghapimena): να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a].

αγγελοκαμωμένα (agelokamomena): κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160].

άγγελος (agelos): πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι [σελ. 154].

αγγέλου (agelu): φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208].

αγγόνι (agoni): δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; [σελ. 168 & 170] | άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι [σελ. 198-204].

αγερικά (aghjerika): χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται [σελ. 168] | χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται [σελ. 168].

αγκωνάρια (agonarja): πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια [σελ. 164].

Αγραφιώτισσαις (Aghrafjotises): το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις [σελ. 210].

Αγραφιωτοπούλαις (Aghrafjotopules): το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις [σελ. 210].

αγροικήσης (aghrikisis): να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης [σελ. 212-216].

αγύρικο (aghiriko): ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι [σελ. 156 & 158].

αδειανό (adhjano): θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον [σελ. 212-216].

αδερφαίς (adherfes): να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις [σελ. 158 & 160] | να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a].

αδερφέ (adherfe): πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι [σελ. 206 & 208].

αδερφή (adherfi): και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του [σελ. 206 & 208] | να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους | εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι [σελ. 212-216].

αδερφής (adherfis): το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου [σελ. 212-216].

αδέρφια (adherfja): πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν [σελ. 158 & 160] | να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a].

αδερφό (adherfo): οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

άδη (adhi): πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη [σελ. 174b].

αετός (aetos): στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208].

αηδονολαλούσα (aidhonolalusa): φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα [σελ. 212-216].

άι (ai): κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι [σελ. 212-216].

αϊτός (aitos): κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

άκουσα (akusa): άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο [σελ. 168] | κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν [σελ. 172a].

άκουσε (akuse): κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη [σελ. 162] | και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση [σελ. 198-204].

ακούστε (akuste): ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160].

ακούω (akuo): ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει [σελ. 168 & 170].

ακρίβεια (akrivja): ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190].

Αλέξι (Aleksi): πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208] | πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι [σελ. 206 & 208].

Αλέξις (Aleksis): ο Κωσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος [σελ. 206 & 208].

άλλαις (ales): κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε [σελ. 198-204].

άλλη (ali): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156] | άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158].

αλληνής (alinis): και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο [σελ. 198-204].

αλλιώς (aljos): αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! [σελ. 154 & 156].

άλλο (alo): το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου [σελ. 212-216].

άλλον (alon): θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον [σελ. 212-216].

άλογο (alogho): μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του [σελ. 158 & 160] | νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει [σελ. 190] | και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου | και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της [σελ. 198-204].

άμμο (amo): εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο | είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια [σελ. 212-216].

άμμον (amon): κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον [σελ. 212-216].

αμπελοχώραφα (abelohorafa): και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160] | να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160].

αν (an): αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης [σελ. 156 & 158] | κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162] | κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! | κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b] | κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα | αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες | αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; | αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα [σελ. 198-204] | κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! | αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! [σελ. 206 & 208] | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

αναδεξιμιαίς (anadheksimjes): αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204].

αναιβής (anevis): ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης [σελ. 212-216].

αναιβοκαταιβαίνουνε (anevokatevenune): ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες [σελ. 158 & 160].

αναιβούνε (anevune): σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε [σελ. 198-204].

αναικαθότου (anekathotu): σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου [σελ. 158b].

αναμένει (anameni): κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

αναστενάζει (anastenazi): ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει [σελ. 168 & 170].

αναστενάζεις (anastenazis): τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; [σελ. 168 & 170].

αναστενάζουν (anastenazun): κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν [σελ. 172a].

ανοίγη (anighi): καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a].

άνοιξε (anikse): άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158] | άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι [σελ. 198-204].

άνοιξι (aniksi): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170].

άνοιξις (aniksis): τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι [σελ. 190].

ανοίξτε (anikste): ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι [σελ. 198-204].

αντάμ’ (adam): κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους [σελ. 206 & 208].

αντάμα (adama): αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα [σελ. 206 & 208].

αντίμερα (adinera): κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι [σελ. 212-216].

άντρα (adra): οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

αντρειωμένο (adriomeno): παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο [σελ. 162].

αντρειωμένοι (adriomeni): οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται [σελ. 162] | να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162].

αντρειωμένος (adriomenos): ο Κωσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος [σελ. 206 & 208].

αντρειωμένου (adriomenu): κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα [σελ. 168 & 170].

άντρες (adres): γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! [σελ. 158 & 160].

αντριά (adrja): φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου [σελ. 212-216].

αντρόγυνα (adroghina): και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα [σελ. 158 & 160] | να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα [σελ. 172a].

αντρών (adron): γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! | ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες [σελ. 158 & 160].

άξιο (aksio): μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

απ’ (ap): κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι [σελ. 154 & 156] | εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162] | εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a] | αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204] | χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204] | φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208].

απάκια (apakja): να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162].

απαλάμαις (apalames): κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b].

απανταίνει (apadeni): στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204].

απανταίνουν (apadenun): στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν [σελ. 198-204].

απάνω (apano): κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι [σελ. 154 & 156] | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158].

απεράσαν (aperasan): κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν [σελ. 208].

απεράστε (aperaste): από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε [σελ. 208].

απερνούν (apernun): να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b].

απεφάσισες (apefasises): αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης [σελ. 156 & 158].

απηκουπίστη (apikupisti): και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη [σελ. 154].

απλάδα (apladha): μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα [σελ. 158b].

άπλωσε (aplose): κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει [σελ. 158a].

από (apo): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156] | και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα [σελ. 156 & 158] | να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162] | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b] | αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204] | φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208] | από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν [σελ. 208] | μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση [σελ. 208] | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα | γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου [σελ. 212-216].

αποκριά (apokria): καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a].

αποκρίθηκε (apokrithike): κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος [σελ. 158 & 160] | κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162] | κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει [σελ. 168].

αποταχυά (apotahja): τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη [σελ. 198-204] | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208].

απόψε (apopse): ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208].

αραχνιασμένο (arahnjazmeno): κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα [σελ. 156 & 158].

Αρβανίτισσα (Arvanitisa): που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; [σελ. 198-204].

αργά (argha): αργά κάτσε και δείπνησε, αργά κλείσε τση πόρταις | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου [σελ. 198-204].

αργυρό (arghiro): χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204].

άρματα (armata): να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b].

αρματωμένο (armatomeno): ήταν και εις τι σπίτι του καράβι αρματωμένο [σελ. 154].

αρμούς (armus): πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούs αρμούς χωρίζουν; [σελ. 174a].

αρχινήθη (arhinithi): γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210].

άρχοντα (arhoda): στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο | καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο [σελ. 198-204].

αρχοντικά (arhodike): αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! [σελ. 154 & 156].

ας (as): πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν [σελ. 158 & 160] | Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! | Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη [σελ. 162].

άσε (ase): άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162].

ασημένια (asimenja): βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια [σελ. 190].

ασημένιοι (asimenji): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156].

ασήμι (asimi): κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι [σελ. 198-204].

άσπρα (aspra): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160] | μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν [σελ. 212-216].

ασπράδαις (aspradhes): που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b].

άσπρος (aspros): κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! [σελ. 172b].

άστρα (astra): τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170].

άστρι (astri): ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι | εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι [σελ. 198-204].

άσχημος (ashimos): κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b].

αυγαίς (avghjes): κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210].

αυγερινό (avghjerino): τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170].

αυγή (avghi): χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι [σελ. 198-204].

αυλή (avli): να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158].

αυτά (afta): και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια [σελ. 190].

αφ’ (af): άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162].

άφσε (afse): κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158].

βάγιαις (vaghjes): αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204].

βάγιας (vaghjas): τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου [σελ. 198-204].

βάνει (vani): βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια [σελ. 190].

βαρύ (vari): μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170].

βαρυαναστενάζει (varjanastenazi): ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει [σελ. 212-216].

βασίλεμα (vasilema): ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι [σελ. 166 & 168].

βασιλιάς (vasiljas): εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη [σελ. 198-204].

βασιλιώς (vasiljos): δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; [σελ. 168 & 170] | ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου [σελ. 198-204].

βγαίνουν (vghjenun): πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a].

Βενετιά (Venetja): ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη [σελ. 198-204].

βενέτικου (venetiku): του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις [σελ. 158b].

βεργολυγεραίς (vergholighjeres): ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; | βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! [σελ. 198-204].

βέρτα (verta): χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου [σελ. 198-204].

βίγλα (vighla): έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! [σελ. 206 & 208].

βίγλισε (vighlise): έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! [σελ. 206 & 208].

βιολί (vjoli): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι] | και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη [σελ. 154].

Βλαχόπουλο (Vlahopulo): και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης | έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! [σελ. 206 & 208].

Βλαχόπουλου (Vlahopulu): και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του [σελ. 206 & 208].

βλέπει (vlepi): μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση [σελ. 208] | ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει [σελ. 212-216].

βλέπη (vlepi): να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα [σελ. 172a].

βλέπουνε (vlepune): να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a].

βλέπουνται (vlepude): να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα [σελ. 172a].

βλέπω (vlepo): βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! [σελ. 198-204].

βογκάει (vogai): ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει [σελ. 168 & 170].

βογκάς (vogas): τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; [σελ. 168 & 170].

βούλεται (vulete): τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190].

βουλήθηκε (vulithike): του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση [σελ. 164].

βουνά (vuna): σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

βουνό (vuno): από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε [σελ. 208] | κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν [σελ. 208].

βράδυ (vradhi): εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a] | το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια | το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν [σελ. 208].

βράχος (vrahos): το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

βράχους (vrahus): να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους [σελ. 212-216].

βρίσκει (vriski): τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη [σελ. 198-204].

βρίσκω (vrisko): βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b].

βύζαινε (vizene): κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι [σελ. 198-204].

γαϊτάνια (ghaitanja): φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια [σελ. 158b].

γειτονιά (ghitonja): γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου [σελ. 212-216].

γενώ (ghjeno): πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη [σελ. 174b].

γέρους (ghjerus): πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια [σελ. 164].

γεύομαι (ghjevome): και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα [σελ. 156 & 158].

γευόνταν (ghjevodan): επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν [σελ. 162] | κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162].

γευτής (ghjeftis): να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης [σελ. 156 & 158].

γευτούμε (ghjeftume): καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε [σελ. 162].

γέψου (ghjepsu): α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το [σελ. 156 & 158].

γη (ghi): το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις [σελ. 210].

γην (ghin): κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152].

γης (ghis): κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα| κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι | πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω | και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! [σελ. 198-204].

γι’ (ghi): πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια [σελ. 164].

για (1) (ghja): κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι [σελ. 156 & 158] | κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη | στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια [σελ. 158 & 160] | παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162] | πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164] | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b] | να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b] | και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις [σελ. 174b] | για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα [σελ. 198-204] | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε [σελ. 212-216].

για (2) (ghja): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160].

γιαλούς (ghjalus): να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους [σελ. 212-216].

Γιάννου (Ghjanu): του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι [σελ. 212-216].

γιατ’ (ghjat): γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου [σελ. 212-216].

γιατί (ghjati): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160] | γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168] | γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει [σελ. 208] | γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210] | μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω [σελ. 212-216].

γίνεται (ghinete): πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a].

γιόμα (ghjoma): να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης | α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το [σελ. 156 & 158] | επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν | δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας [σελ. 162].

γιοφύρι (ghjofiri): γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160].

Γιωργιού (Ghjorghju): κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι [σελ. 212-216].

γλώσσα (ghlosa): και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα [σελ. 212-216].

γλωσσούλα (ghlosula): φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα [σελ. 212-216].

γνωρίζει (ghnorizi): τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει! [σελ. 198-204].

γοργ’ (ghorgh): γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο [σελ. 198-204].

γραμματισμένο (ghramatizmeno): έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο [σελ. 198-204].

γρόσια (ghrosja): πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

γυαλί (ghjali): δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει | δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη | χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει | χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη [σελ. 168].

γυιε (ghje): πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης [σελ. 198-204].

γυιοι (ghj): δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν [σελ. 208].

γυιος (ghjos): ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου [σελ. 198-204] | μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου [σελ. 212-216].

γυιου (ghju): του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι [σελ. 212-216].

γυναίκα (ghineka): μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη [σελ. 198-204].

γυναίκες (ghinekes): στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190] | γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! | ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες [σελ. 158 & 160].

γυρίζει (ghirizi): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152].

γύρισ’ (ghiris): κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b].

γύρος (ghiros): ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση [σελ. 198-204].

δάκρυ (dhakri): και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ [σελ. 212-216].

δάκρυα (dhakria): με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια [σελ. 212-216].

δαμάσκηνο (dhamaskino): σα μήλο, σα δαμασκηνό κιτρινοφυλλιασμένο [σελ. 198-204].

δανείση (dhanisi): να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος [σελ. 174b].

δαχτυλιδάκι (dhahtilidhaki): ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι [σελ. 198-204].

δε (dhe): κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152] | Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160] | οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται | δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας [σελ. 162] | πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a] | δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα [σελ. 198-204] | εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει [σελ. 210].

δε’ (dhe): για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα [σελ. 198-204].

δειπνάει (dhipnai): γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168].

δειπνάω (dhipnao): και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα [σελ. 156 & 158].

δείπνησε (dhipnise): α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το [σελ. 156 & 158].

δειπνήσης (dhipnisis): να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης [σελ. 156 & 158].

δείπνο (dhipno): να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης [σελ. 156 & 158] | α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το [σελ. 156 & 158].

δεμ (dhem): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160] | δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση [σελ. 166 & 168] | χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει | χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται [σελ. 168].

δεμένους (dhemenus): κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους [σελ. 206 & 208].

δεν (dhen): πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162] | στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190] | δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη [σελ. 166 & 168] | χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει [σελ. 168] | χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη [σελ. 168] | δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη | τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; | δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; | δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; | δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω [σελ. 168 & 170] | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a] | πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a] | δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το | δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου | όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! | δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της [σελ. 198-204] | εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε [σελ. 206 & 208] | ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν [σελ. 208] | κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου [σελ. 212-216].

δένη (dheni): και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της [σελ. 198-204].

δένω (dheno): και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου [σελ. 198-204].

διαβαίνετε (dhjavenete): διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε [σελ. 212-216].

διαβαίνουν (dhjavenun): να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b].

διαβάσ’ (dhjavas): να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! [σελ. 212-216].

διαβάτες (dhjavates): και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις | διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε [σελ. 212-216].

διαβίγλισε (dhjavighlise): εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε [σελ. 206 & 208].

διαβιγλισμούς (dhjavighlizmus): εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε [σελ. 206 & 208].

διαβούν (dhjavun): μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου [σελ. 212-216].

διαβώ (dhjavo): όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω [σελ. 168 & 170].

διακόσια (dhjakosja): να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια [σελ. 190] | κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια [σελ. 168 & 170].

διαλάλησε (dhjalalise): ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160] | κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το [σελ. 212-216].

διαλύνης (dhjalinis): κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

Διγενή (Dhighjeni): δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208].

δικό (dhiko): δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208].

δίκοπα (dhikopa): σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα [σελ. 158 & 160].

δίνω (dhino): χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι | κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες [σελ. 198-204].

διπλοχαιρετιώντα (dhiploheretjoda): κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα [σελ. 166 & 168].

δίχως (dhihos): δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση | δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη [σελ. 166 & 168].

δο (dho): δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι [σελ. 208].

δόλια (dholja): κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι [σελ. 212-216].

δόντια (dhodja): δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της [σελ. 198-204].

δούλες (dhules): ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου [σελ. 198-204].

δύο (dhio): φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια [σελ. 158b] | πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες [σελ. 206 & 208] | οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο [σελ. 210] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

δώδεκα (dhodheka): δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν [σελ. 208] | πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208].

έβγα (evgha): έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! [σελ. 206 & 208] | κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το [σελ. 212-216].

έβγαλε (evghale): χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204].

εβγήκε (evghike): κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει [σελ. 208].

εβίγλισε (avighlise): εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε [σελ. 206 & 208].

εβύζαινε (evizene): κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι [σελ. 198-204].

εγίνη (eghini): ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204].

εγύρισε (eghirise): εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου [σελ. 166 & 168].

εγώ (egho): κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα [σελ. 156 & 158] | κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160] | δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας [σελ. 162] | σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168] | τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; | δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; [σελ. 168 & 170] | στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190] | μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω | μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; | εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι [σελ. 198-204].

εγώχω (eghoho): σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168].

εδείλιασε (edhiljase): εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208].

εδείπνησε (edhipnise): γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις [σελ. 198-204].

εδιάβαινα (edhjavena): εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170].

εδικούς (edhikus): κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158].

εδώ (edho): εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη [σελ. 198-204] | εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει [σελ. 210].

εζύμωνε (ezimone): του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι [σελ. 212-216].

ειδ’ (idh): ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου [σελ. 198-204] | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208].

είδα (idha): κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο | είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια | είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι [σελ. 198-204].

είδαμε (idhame): εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο [σελ. 212-216].

είδε (idhe): δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας [σελ. 162] | ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; [σελ. 198-204].

είδετ’ (idhet): μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

ειμ’ (im): γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου [σελ. 212-216].

είμαι (ime): κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! | κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b].

ειν’ (in): μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170] | τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι [σελ. 190] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

είναι (ine): παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι [σελ. 168 & 170] | πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a] | τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι [σελ. 190] | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης | όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! [σελ. 198-204] | γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει | δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208] | κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι; [σελ. 212-216].

εις (is): ήταν και εις το σπίτι του καράβι αρματωμένο [σελ. 154].

εισ’ (is): μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου [σελ. 212-216].

είτε (ite): δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα [σελ. 212-216].

είχα (iha): είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170].

είχαν (ihan): που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b] | οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

είχε (ihe): κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε [σελ. 206 & 208] | πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208] | είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια [σελ. 212-216].

εκάμαν (ekaman): ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν [σελ. 208].

έκαμες (ekames): πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160].

εκαταδεχόμουνα (ekatadhehomuna): δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω [σελ. 168 & 170].

εκατό (ekato): να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια [σελ. 190] | κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια [σελ. 168 & 170].

έκατσα (ekaca): παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι [σελ. 168 & 170].

έκατσε (ekace): γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις [σελ. 198-204].

εκεί (eki): κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα [σελ. 166 & 168] | κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται [σελ. 206 & 208].

εκείν’ (ekin): κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον [σελ. 212-216].

εκείνη (ekini): που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; [σελ. 198-204] | κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι [σελ. 212-216].

εκείνο (ekino): και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη [σελ. 154].

εκείνον (ekinon): κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210].

εκείνος (ekinos): κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος [σελ. 158 & 160] | κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια [σελ. 198-204].

εκίνησες (ekinises): ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι [σελ. 156 & 158].

εκκλησιά (eklisja): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι [σελ. 154].

εκκλησιάς (eklisjas): εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a].

έκλεισε (eklise): γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις [σελ. 198-204].

εκοιμάτο (ekimato): γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο [σελ. 198-204].

Ελάτου (Elatu): από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν [σελ. 208].

έλεγε (eleghe): εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου [σελ. 166 & 168].

εμάγευε (emagheve): οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα [σελ. 198-204].

εμείς (emis): για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε | εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο [σελ. 212-216].

εμέτρησα (emetrisa): παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι [σελ. 168 & 170].

εμίσεψε (emisepse): ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι [σελ. 198-204].

εν’ (en): μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

ένα (ena): πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a] | κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους | σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι [σελ. 206 & 208] | γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει [σελ. 208] | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210] | κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη | το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου [σελ. 212-216].

έναν (enan): μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

εννιά (enja): εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις [σελ. 154 & 156].

ενού (enu): κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα [σελ. 168 & 170].

επάνω (epano): μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170].

επαράκουσε (eparakuse): κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια [σελ. 198-204].

επαραπάτησα (eparapatisa): κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα [σελ. 168 & 170].

επαράσκυψε (eparaskipse): και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της [σελ. 198-204].

επάτησες (epatises): μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170].

επερπατούνε (eperpatune): σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου [σελ. 158b].

έπεσε (epese): ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο [σελ. 198-204].

έπεσες (epeses): τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156].

επήαινε (epiene): επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο [σελ. 198-204].

επήγαινε (epighjene): στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204].

επήγαν (epighan): το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν [σελ. 208].

επήγε (epighe): επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν [σελ. 162].

επήρ’ (epir): επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους [σελ. 212-216].

επήρα (epira): κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

έπινα (epina): κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα [σελ. 166 & 168].

έπιναν (epinan): αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα [σελ. 206 & 208].

επροβάτουνα (eprovatuna): δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; [σελ. 168 & 170].

ερράγισε (eraghise): και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια [σελ. 206 & 208].

έρταις (ertes): πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164].

έρχετ’ (erhet): έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

ερωτιάρα (erotjara): έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο [σελ. 198-204].

εσβύστη (ezvisti): και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη [σελ. 154].

εσέ (ese): εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις [σελ. 154 & 156].

εσείς (esis): εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208].

εσείστηκε (esistike): ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη [σελ. 198-204].

έσκυψ’ (eskips): κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

εσύ (esi): σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168] | σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168] | που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; [σελ. 198-204].

εταράχτη (etarahti): ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη [σελ. 198-204].

ετοιμάστηκε (etimastike): νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη [σελ. 158a].

ετρέχανε (etrehane): ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν [σελ. 208].

έτρωγα (etrogha): κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα [σελ. 166 & 168].

ευγενικέ (evghjenike): αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! [σελ. 154 & 156].

εύρη (evri): οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210].

ευρήκ’ (evrik): εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι [σελ. 212-216].

ευρήκε (evrike): κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι [σελ. 212-216].

εύρης (evris): κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! [σελ. 206 & 208].

ευτού (eftu): ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι [σελ. 156 & 158] | ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190].

ευχή (efhi): δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! [σελ. 208].

εφάνη (efani): και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της [σελ. 198-204].

εφτά (efta): ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι [σελ. 198-204].

εχ (eh): οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

έχασες (ehases): έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο [σελ. 198-204].

έχεις (ehis): τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156] | τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; [σελ. 168 & 170].

έχη (ehi): κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα [σελ. 198-204].

έχουμε (ehume): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154].

έχουν (ehun): κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους [σελ. 206 & 208].

έχω (eho): κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι [σελ. 156 & 158] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168].

εψές (epses): εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a] | εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο [σελ. 212-216].

ζήσης (zisis): όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! [σελ. 198-204].

ζουλέψατε (zulepsate): πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a].

ζύμωνε (zimone): με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια [σελ. 212-216].

ζωντανά (zodana): αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα [σελ. 198-204].

η (i): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη | κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι [σελ. 154 & 156] | να καταιβαίνουν η αδερφαίς, να καταιβαίνουν η μάναις [σελ. 158 & 160] | να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

η (i): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156] | κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190] | ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160] | εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου [σελ. 166 & 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο | να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα [σελ. 172a] | ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη | στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! | τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204] | κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208] | γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210] | του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι | και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ | και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του | να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! | να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους | επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους | κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι | εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι | κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

ήθελα (ithela): δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου [σελ. 198-204].

ήθελε (ithele): δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της [σελ. 198-204] | κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη [σελ. 212-216].

ηλιού (ilju): ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι [σελ. 166 & 168].

ήλιου (ilju): που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b].

ήμουν (imun): τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; | δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; [σελ. 168 & 170].

ήναι (ine): φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b] | αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες [σελ. 198-204] | κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

ήρθ’ (irth): φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208].

ήρθα (irtha): παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162].

ηστ’ (ist): αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! [σελ. 206 & 208].

ήταν (itan): ήταν και εις το σπίτι του καράβι αρματωμένο [σελ. 154] | που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156] | μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του [σελ. 158 & 160] | παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο [σελ. 162] | κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια [σελ. 168 & 170].

ήτανε (itane): και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια [σελ. 168 & 170].

ηύρηκε (ivrike): επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν [σελ. 162].

θα (tha): μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω [σελ. 198-204] | και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ | και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις [σελ. 212-216].

θάλασσα (thalasa): είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

θάμα (thama): δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208].

θαύρης (thavris): θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον [σελ. 212-216].

θε (the): πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη [σελ. 174b] | μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω [σελ. 212-216].

θε (the): ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις [σελ. 158 & 160].

θέλει (theli): δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε [σελ. 198-204].

θέλη (theli): αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου [σελ. 198-204].

θέλης (thelis): αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204].

θέλω (thelo): δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας [σελ. 162] | δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το [σελ. 198-204] | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου [σελ. 212-216].

θεμελιώση (themeljosi): του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση [σελ. 164].

θέμελο (themelo): πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια [σελ. 164].

θέον (theon): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158].

θεός (theos): πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a].

θεργιό (therjo): γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει [σελ. 208] | κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει [σελ. 208].

θρονί (throni): δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη [σελ. 166 & 168] | χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει [σελ. 168] | χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη [σελ. 168].

θυγατέρα (thighatera): οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα [σελ. 198-204].

θυμιατό (thimjato): πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες [σελ. 156 & 158].

ιδές (idhes): άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158].

ιδής (idhis): κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b] | να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης [σελ. 212-216].

ιδούνε (idhune): κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε [σελ. 198-204].

ιδώ (idho): να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b].

ιστόρησε (istorise): κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του [σελ. 158b].

κ’ (k’): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156] | άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη | κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158] | κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του [σελ. 158b] | να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια | μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο | να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a] | κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190] | ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη | ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204] | εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208] | να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους | εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι [σελ. 212-216].

καβελλάρις (kavelaris): μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις [σελ. 158 & 160].

καθ’ (kath): καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a].

κάθεται (kathete): δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη | δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη [σελ. 166 & 168].

κάθηται (kathite): χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει | χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη | χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη [σελ. 168].

κάθισε (kathise): καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε [σελ. 162].

καθώς (kathos): φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει [σελ. 158b].

και (ke): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει [σελ. 152] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα | ήταν και εις το σπίτι του καράβι αρματωμένο | και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη [σελ. 154] | τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης | και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια [σελ. 154 & 156] | να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης | να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης | α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα | και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα [σελ. 156 & 158] | κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b] | μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις | μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του | στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα | πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια | και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους! να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια | και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα [σελ. 158 & 160] | επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν | να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε | άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162] | πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164] | κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα | εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου [σελ. 166 & 168] | είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168] | και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια | ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει | τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια | και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170] | κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν | και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου | καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος | να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα | να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα [σελ. 172a] | κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης | κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! [σελ. 172b] | και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι [σελ. 174a] | και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις | και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια [σελ. 174b] | βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια | και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια | πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις | και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190] | και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση | και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι] | και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο | κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου | οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα | άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι | χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! | έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο [σελ. 198-204] | και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα | κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται | εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! | πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι | και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια [σελ. 206 & 208] | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! | γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει | κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα | δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208] | γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210] | με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια | και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ | και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

κακό (kako): γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει [σελ. 208] | κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει [σελ. 208].

κακομοιριασμένα (kakomirjazmena): για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα [σελ. 198-204].

κακορίζικα (kakorizika): για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα [σελ. 198-204].

κακοφάνη (kakofani): κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη [σελ. 162].

καλά (kala): ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις | πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a] | καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει! | όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! [σελ. 198-204].

κάλαμος (kalamos): ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204].

καλή (kali): κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a].

καλίγια (kalighja): μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε [σελ. 198-204] χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204].

καλιγώνει (kalighoni): νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει [σελ. 190].

κάλλιο (kaljo): παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162].

καλλίτεραις (kaliteres): κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι [σελ. 154 & 156].

καλλίτερο (kalitero): παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162].

καλό (kalo): πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a] | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! [σελ. 208] | μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; | κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη [σελ. 212-216].

καλοκαίρι (kalokeri): τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι [σελ. 190].

καλού (kalu): δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; [σελ. 168 & 170].

καλών (kalon): γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες | ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες [σελ. 158 & 160].

καλώς (kalos): καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε! | καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε [σελ. 162] | καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! | καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει! [σελ. 198-204].

κάμαρα (kamara): οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204].

κάμε (kame): κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b].

κάμης (kamis): να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης [σελ. 212-216].

κάμπους (kabus): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι [σελ. 154] | μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις [σελ. 158 & 160].

κάμω (kamo): Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω | σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; [σελ. 198-204].

κάνει (kani): πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a].

κανείς (kanis): κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162].

κάνεις (kanis): ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις | πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160].

κάνουν (kanun): και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a].

κάνουνε (kanune): σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε [σελ. 198-204] | σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε; [σελ. 206 & 208].

καντήλι (kadili): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι [σελ. 154] | και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη [σελ. 154].

καπνίσεις (kapnisis): ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης [σελ. 212-216].

κάπου (kapu): κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη [σελ. 162].

κάπως (kapos): κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα [σελ. 168 & 170] | και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της [σελ. 198-204].

καράβι (karavi): ήταν και εις τι σπίτι του καράβι αρματωμένο [σελ. 154] | και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη [σελ. 154] | ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι [σελ. 198-204].

καράβια (karavja): να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια [σελ. 212-216].

καρδιές (kardhjes): στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια [σελ. 158 & 160].

καρφιά (karfja): βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια [σελ. 190].

κάστρι (kastri): ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση | κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα [σελ. 198-204].

κάστρο (kastro): σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

καστροπολεμίτης (kastropolemitis): και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης [σελ. 206 & 208].

καταδέχεταί (katadhehete): δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε [σελ. 198-204].

καταδέχουμαι (katadhehume): δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το [σελ. 198-204].

καταδέχτηκα (katadhehtika): και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170].

καταίβαινε (katevene): μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις [σελ. 158 & 160].

καταιβαίνουν (katevenun): να καταιβαίνουν η αδερφαίς, να καταιβαίνουν η μάναις [σελ. 158 & 160].

καταιβώ (katevo): πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη [σελ. 174b].

κατάμαυρος (katamavros): μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του [σελ. 158 & 160].

καταρουφάει (katarufai): γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει [σελ. 208] | κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει [σελ. 208].

καταφέρνω (kataferno): σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168].

κάτεργα (katergha): μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου | να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια [σελ. 212-216].

κάτσε (kace): κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του [σελ. 158b].

κάτω (kato): γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a] | πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a].

καϋμένο (kajmeno): και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190].

κεινής (kinis): κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι [σελ. 198-204].

κείνος (kinos): κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152].

κελλί (keli): τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο [σελ. 198-204].

κεφαλή (kefali): χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου [σελ. 198-204] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

κεφάλι (kefali): κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι [σελ. 154 & 156] | φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει | φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b] | μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170] | και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι [σελ. 174a] | κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι | κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι; [σελ. 212-216].

κεφάλια (kefalja): στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια [σελ. 158 & 160] | και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια [σελ. 206 & 208] | πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208].

κη (ki): και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη [σελ. 154] | αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! | τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156] | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω | κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα | κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι | άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη | κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158] | κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της | κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a] | πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν | κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη | κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος | κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160] | κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη | κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν | Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! | Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει [σελ. 162] | κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα | κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα | σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168] | κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει | σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168] | παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι | ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει | τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; | τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; | δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; [σελ. 168 & 170] | κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a] | κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου | κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! | κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b] | να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b] | τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι | τώρα κη ο ξένος βούλεται στ ν τόπον του να πάη | και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια [σελ. 190] | και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της | που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; | κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου | κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια | γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο | από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204] | ο Κωσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα | κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους | κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! | αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! | εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208] | κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208] | οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα | κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει | κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει | οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο [σελ. 210] | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210] | κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι | μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν | κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα | γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον | κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι [σελ. 212-216].

κιλαϊδούσαν (kilaidhusan): οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

κιτρινοφυλλιασμένο (kitrinofiljazmeno): σα μήλο, σα δαμασκηνό κιτρινοφυλλιασμένο [σελ. 198-204].

κλαίει (klei): να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! [σελ. 212-216].

κλειδιά (klidhja): κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει [σελ. 158a] | να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος [σελ. 174b].

κλερονόμοι (kleronomi): πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158].

κλινάρι (klinari): και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170].

κλίνη (klini): να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης [σελ. 156 & 158] | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158] | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο [σελ. 198-204].

κλουθούνε (kluthune): στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190].

κλώνοι (kloni): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156].

κλώσσα (klosa): πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια | κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

κόβει (kovi): γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210].

κόβοντας (kovodas): και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια [σελ. 206 & 208].

κοιμάται (kimate): χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται | χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται [σελ. 168].

κοιμήσου (kimisu): κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158] | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου [σελ. 198-204].

κόκκινος (kokinos): κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! [σελ. 172b].

κοντά (koda): κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204] | κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το [σελ. 212-216].

κόρη (kori): κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190] | μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω | έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204].

κορμί (kormi): και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι [σελ. 174a] | εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι | κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι; [σελ. 212-216].

κορμιά (kormja): κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160].

κόσμο (kozmo): γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a].

κόσμος (kozmos): καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a] | στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! [σελ. 198-204] | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! [σελ. 212-216].

κουρνιαχτό (kurnjahto): και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα [σελ. 156 & 158].

κουρσεύει (kursevi): κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210].

κουρσεύου (kursevu): εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208].

κουρσιά (kursja): σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε; [σελ. 206 & 208].

κουφάρια (kufarja): εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208].

κόψε (kopse): κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες [σελ. 206 & 208].

κρασί (krasi): να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162].

κρίθος (krithos): να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια [σελ. 190].

κρουσέψη (krusepsi): κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη [σελ. 158 & 160].

κρυφτήτε (kriftite): αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! [σελ. 206 & 208].

κρύψουνε (kripsune): πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν | γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! [σελ. 158 & 160].

κυνηγάει (kinighai): κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει [σελ. 210].

κυνηγήσουν (kinighisun): δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν [σελ. 208].

κυνήγι (kinighi): δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν [σελ. 208].

κυπαρίσσι (kiparisi): πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι [σελ. 154] | ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204].

κύρι (kiri): το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια [σελ. 208].

κωλοσέρνει (koloserni): κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει [σελ. 162].

Κωσταντά (Kostada): πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208].

Κωσταντά (Kostada): στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν [σελ. 198-204] | όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! [σελ. 198-204] | πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι [σελ. 206 & 208].

Κωσταντίνος (Kostadinos): ο Κωσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος [σελ. 206 & 208].

λαγού (laghu): να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162].

λαιμό (lemo): φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b].

λαλεί (lali): εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει [σελ. 210].

λαχταρίζω (lahtarizo): να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις [σελ. 158 & 160].

λεβένταις (levedes): και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις [σελ. 174b].

λεβέντη (levedi): πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190].

λέγανε (leghane): οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται [σελ. 162].

λέγει (leghi): κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει [σελ. 168].

λέει (lei): τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208] | εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει [σελ. 210].

λειδινό (lidhino): δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας [σελ. 162].

λένε (lene): το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις [σελ. 210].

λες (les): αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες [σελ. 198-204].

λιβάδι (livadhi): σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι [σελ. 206 & 208].

λίτρα (litra): σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι [σελ. 198-204].

λογάρι (loghari): κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι [σελ. 198-204].

λόγια (loghja): κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια [σελ. 198-204] | το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια [σελ. 208] | χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

λόγο (logho): κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει [σελ. 168].

λυγερή (ligheri): και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση | κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε | μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει [σελ. 198-204].

λυγνός (lighnos): πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι [σελ. 154].

μ’ (m’): κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος [σελ. 158 & 160] | άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162] | μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170] | κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα | κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι [σελ. 198-204] | πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι [σελ. 206 & 208].

μ’ (m’): να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης [σελ. 212-216].

μα (ma): μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις | πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου [σελ. 212-216].

μάγεψες (maghjepses): οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204].

μάγουλα (maghula): φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b].

Μάι (Mai): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170].

Μάις (Mais): τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι [σελ. 190].

μάισσα (maisa): στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204].

μάισσας (maisas): κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια | άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι [σελ. 198-204].

μακρυά (makria): από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204].

μαλαματένια (malamatenja): και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια [σελ. 190].

μαλλιά (malja): κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει | άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162] | πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a] | και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου [σελ. 198-204] | σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του [σελ. 212-216].

μαλώνει (maloni): άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο [σελ. 168].

μάνα (mana): ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160] | να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα [σελ. 172a] | μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω | μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε | οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα [σελ. 198-204] | χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! [σελ. 198-204] | πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208] | του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω | να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους | εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι [σελ. 212-216].

μάναις (manes): να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις | να καταιβαίνουν η αδερφαίς, να καταιβαίνουν η μάναις [σελ. 158 & 160].

μάνας (manas): το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου [σελ. 212-216].

μανιασμένος (manjazmenos): κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος [σελ. 158 & 160].

μανούλα (manula): κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b].

μαραμένα (maramena): είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168].

μαραμένο (marameno): επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο [σελ. 198-204].

μαργαριτάρι (margharitari): σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι [σελ. 198-204].

μαργαριτάρια (margharitarja): και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια [σελ. 154 & 156].

μάρμαρα (marmara): κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια [σελ. 168 & 170].

μας (mas): πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a] | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη [σελ. 198-204] | σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε; κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! [σελ. 206 & 208] | δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι | δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208] | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε [σελ. 212-216].

μαστόρισσα (mastorisa): μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα [σελ. 158b].

ματαγυρίσης (mataghirisis): αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης [σελ. 156 & 158].

ματάκια (matakja): άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158].

ματασαρτάρουμε (matasartarume): Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη [σελ. 162].

μάτια (matja): τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια [σελ. 158b] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170] | πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a] | αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες [σελ. 198-204].

μαύρα (mavra): πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a] | μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν [σελ. 212-216].

μαύρη (mavri): κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152] | κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα [σελ. 156 & 158] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

μαύρο (mavro): μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του [σελ. 158 & 160].

μαύρος (mavros): μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του [σελ. 158 & 160] | κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b] | εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208] | το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

μαύρους (mavrus): κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους [σελ. 206 & 208].

μαχαίρι (maheri): χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204].

με (me): άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162] | πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις [σελ. 190] | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης | κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! | κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b] | τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει! οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204].

με (me): γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168] | άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο [σελ. 168] | δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; [σελ. 168 & 170] | πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208] | με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια [σελ. 212-216] | να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια [σελ. 212-216].

Μέγα (Megha): ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι [σελ. 198-204].

μεγάλη (meghali): μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170].

μεγαλοδύναμε (meghalodhiname): ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις [σελ. 158 & 160].

μέρα (mera): κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

μέρες (meres): σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε [σελ. 198-204].

μερετάρει (meretari): φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει [σελ. 158b].

μεριά (merja): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156].

μες (mes): γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160] | πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν; [σελ. 174a] | μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει [σελ. 198-204].

μεσ’ (mes): ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι | μεσουρανίς το πέταξε, μεσ’ την καρδιά του πάει [σελ. 198-204].

μέσα (mesa): κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα | οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204].

μεσαλοτουβάελα (mesalotuvaela): δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη | δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη [σελ. 166 & 168].

μέση (mesi): εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a].

μεσημέρι (mesimeri): χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι [σελ. 198-204].

Μέσοντας (Mesodas): ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι [σελ. 198-204].

μεσούλα (mesula): κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει [σελ. 158a].

μεσουρανίς (mesuranis): μεσουρανίς το πέταξε, μεσ’ την καρδιά του πάει [σελ. 198-204].

μη (mi): μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου | μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

μήλα (mila): είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168].

μηλιά (milja): τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156].

μήλο (milo): επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο [σελ. 198-204] | σα μήλο, σα δαμασκηνό κιτρινοφυλλιασμένο [σελ. 198-204].

μήλου (milu): του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις [σελ. 158b].

μημ (mim): ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι [σελ. 166 & 168] | από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε [σελ. 208].

μην (min): αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης [σελ. 156 & 158] | μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη; [σελ. 168 & 170] | ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη! [σελ. 210] | ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

μήνες (mines): να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης [σελ. 212-216].

μια (mja): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156] | άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158] | και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση | στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204] | μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση [σελ. 208].

μιας (mjas): τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο [σελ. 198-204].

μικρά (mikra): πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164] | είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168].

μικρό (mikro): και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης [σελ. 206 & 208].

μικρός (mikros): ο Κωσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος [σελ. 206 & 208].

μικρού (mikru): και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του [σελ. 206 & 208].

μικρούτσικα (mikrucika): και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια [σελ. 174b].

μικρώνε (mikrone): και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια [σελ. 168 & 170].

μίλησε (milise): κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! [σελ. 206 & 208].

μισέψ’ (miseps): μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου [σελ. 212-216].

μίσεψε (misepse): και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα [σελ. 156 & 158].

μισέψη (misepsi): νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη [σελ. 158a].

μισέψω (misepso): όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω [σελ. 168 & 170].

μνήμα (mnima): κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα | ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει | τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; [σελ. 168 & 170].

μνήματα (mnimata): παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι | κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια [σελ. 168 & 170].

μοναχό (monaho): κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα [σελ. 198-204] | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210].

μου (mu): τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156] | στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158] | καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε! [σελ. 162] | τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; | δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170] | πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις | ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190] | κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b] | να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος [σελ. 174b] | αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες | δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου | και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; | ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου | χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου | χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! | οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204] | πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι | αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! | και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια | εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208] | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208] | ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω | θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον | μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; | φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου | το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου | το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου [σελ. 212-216].

μουν’ (mun): μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170].

μούφερες (muferes): Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168].

μπάντα (bada): άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158].

μπήκε (bike): στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208].

μπολούλα (bolula): και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ [σελ. 212-216].

μπόρις (boris): μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου [σελ. 212-216].

μύρια (mirja): χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι [σελ. 198-204].

μυρολόγι (mirologhi): ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι [σελ. 166 & 168].

μυρολόγια (mirologhja): με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια [σελ. 212-216].

μυρολόι (miroloi): αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! [σελ. 154 & 156].

μυρολοΐστραις (miroloistres): εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις [σελ. 154 & 156].

μωρέ (more): έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! [σελ. 206 & 208].

ν (n): φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια [σελ. 158b].

ν’ (n’): κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a] | ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες [σελ. 158 & 160] | καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a] | σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε [σελ. 198-204] | από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε [σελ. 208].

να (na): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154] | ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι | στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω | να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης | να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης | αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης [σελ. 156 & 158] | νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη | κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a] | μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα [σελ. 158b] | γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! | κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη | μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις | να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια | να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις | και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα | να καταιβαίνουν η αδερφαίς, να καταιβαίνουν η μάναις [σελ. 158 & 160] | καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε | να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι | να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162] | του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση [σελ. 164] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω;] | δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη | σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση | δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; | χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη | χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται | χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη | χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται [σελ. 168] | όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω | δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω [σελ. 168 & 170] | να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα | να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα | να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a] | κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b] | πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη | να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους | να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος | να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b] | τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη | ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! | να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια [σελ. 190] | και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση | κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη | και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου | όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! | και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; | χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204] | δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν | δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι [σελ. 208] | ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη! [σελ. 210] | μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω | να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια | να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη | χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω| το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου | το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου | να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! | να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον [σελ. 212-216].

νάβγη (navghi): κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη [σελ. 158 & 160].

ναν’ (nan): κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; [σελ. 198-204].

νέαις (nees): να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b].

νέους (neus): πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια [σελ. 164] | να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b].

νεράντσι (neranci): φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b].

νεραντσούλα (nerancula): σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του [σελ. 212-216].

νιαις (njes): είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια [σελ. 168] | κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν [σελ. 172a] | βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b].

νιαις (njes): να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b].

νιε (nje): τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; [σελ. 168 & 170].

Νικηφόρο (Nikiforo): στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο [σελ. 198-204].

νιο (njo): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει [σελ. 168 & 170].

νιον (njon): έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο [σελ. 198-204] | μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

νιος (nios): τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; [σελ. 168 & 170] | ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204] | ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει [σελ. 212-216].

νιότη (njoti): φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου [σελ. 212-216].

νιους (njus): είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια [σελ. 168] | κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν [σελ. 172a] | να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b].

νιούτσικε (njucike): εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις [σελ. 154 & 156].

νοικοκυρά (nikokira): νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη | κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a].

νύφη (nifi): μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση [σελ. 208].

νύχια (nihja): κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b].

νύχτα (nihta): δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; [σελ. 168 & 170] | νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει [σελ. 190] | ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; | βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! [σελ. 198-204] | κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

νύχτες (nihtes): κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210].

ξαγναντά (ksaghnada): από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204].

ξαγοράση (ksaghorasi): ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση [σελ. 198-204].

ξαμαρτωμένους (ksamartomenus): βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b].

ξαμάρτωτους (ksamartotus): είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια [σελ. 168].

ξανθά (ksantha): πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a] | και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της [σελ. 198-204].

ξαπλωμένο (ksaplomeno): εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο [σελ. 212-216].

ξεγυμνωμένα (kseghimnomena): σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα [σελ. 158 & 160].

ξένα (ksena): οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

ξενιτειά (ksenitja): οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

ξένος (ksenos): τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190].

ξένους (ksenus): κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει [σελ. 210].

ξεριζώθης (kserizothis): τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156].

ξεσκεπάσης (kseskepasis): και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b].

ξεστόλιστες (ksestolistes): βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b].

ξημερώματα (ksimeromata): κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες [σελ. 198-204] | κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το [σελ. 212-216].

ξυπνάει (ksipnai): ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει [σελ. 212-216].

ο (o): κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη [σελ. 158 & 160] | κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε [σελ. 162] | γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168] | κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει [σελ. 168] | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει | καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a] | τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190] | ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι | ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου | ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι [σελ. 198-204] | ο Κωσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης | εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208] | γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210] | μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! | το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

ό,τι (oti): κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα [σελ. 198-204].

οθ’ (oth): οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210].

οι (i): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156] | πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες | πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158] | να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια | να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160] | οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται | να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162] | ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι [σελ. 198-204] | εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208].

ολημερίς (olimeris): ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν [σελ. 208].

όλο (olo): κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210] | κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει [σελ. 210].

ολονυχτίς (olonihtis): οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα [σελ. 198-204].

όλος (olos): να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! [σελ. 212-216].

ολόχρυσο (olohriso): του γύρου γύρου ολόχρυσο, στη μέση το φαρμάκι! [σελ. 198-204].

όμορφα (omorfa): κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160].

ομορφιαίς (omorfjes): που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b].

όμορφο (omorfo): και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη [σελ. 154] | σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι [σελ. 206 & 208].

όμορφους (omorfus): και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις [σελ. 174b].

ομπρός (obros): αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! [σελ. 206 & 208].

όνειρο (oniro): μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! | δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208].

οπίσω (opiso): κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152] | αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! [σελ. 206 & 208].

όποια (opja): κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a].

όποιος (opjos): Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! | Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη [σελ. 162].

οπού (opu): κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι | στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204].

οπού (opu): στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν [σελ. 198-204] | οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

οπούρτες (opurtes): οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204].

οπώχ’ (opoh): οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

ορθή (orthi): κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190].

ορκίζω (orkizo): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158].

όσοι (osi): κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν [σελ. 162].

ουρανοί (urani): ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι [σελ. 198-204].

ουρανούς (uranus): φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208].

οχ (oh): κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει [σελ. 162] | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204] | φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου [σελ. 212-216].

όχι (ohi): όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω [σελ. 168 & 170] | κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα | όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! [σελ. 198-204].

πα (pa): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152].

παγαίνω (paghjeno): στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190].

πάγω (pagho): κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα [σελ. 156 & 158].

πάει (pai): σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε [σελ. 162] | και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι [σελ. 174a] | και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση [σελ. 198-204].

πάη (pai): τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη | να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια [σελ. 190] | κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον [σελ. 212-216].

παιδί (pedhi): παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162] | δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; [σελ. 168 & 170] | άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι [σελ. 198-204].

παιδιά (pedhja): πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν [σελ. 158 & 160] | πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164] | είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168] | να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα [σελ. 172a] | και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια [σελ. 174b] | πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208] | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! [σελ. 208].

παιδιών (pedhjon): και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια [σελ. 168 & 170].

παιθαμμένα (pethamena): αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα [σελ. 198-204].

παιθαμμένη (pethameni): τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη [σελ. 198-204].

παλληκάρι (palikari): τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; [σελ. 168 & 170] | μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι; [σελ. 212-216].

παλληκάρια (palikarja): καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε! [σελ. 162].

παλούκια (palukja): δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της [σελ. 198-204].

πάμε (pame): δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι [σελ. 208].

πάνε (pane): εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις [σελ. 154 & 156] | δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν [σελ. 208].

πανεγύρι (paneghiri): κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι [σελ. 212-216].

πανούκλα (panukla): γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210].

παντυχαίνη (padiheni): ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη! [σελ. 210].

παξιμάδι (paksimadhi): του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι [σελ. 212-216].

παπάδες (papadhes): πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες [σελ. 156 & 158].

πάπια (papja): σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου [σελ. 158b].

πάπιας (papjas): φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b].

πάπλωμα (paploma): κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι [σελ. 156 & 158] | είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια [σελ. 212-216].

παπουτσάκι (papucaki): σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι [σελ. 198-204].

παρ’ (par): παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162] | παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι [σελ. 168 & 170] | να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους [σελ. 212-216].

παρά (para): παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο [σελ. 162].

παραδείσος (paradhisos): να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος [σελ. 174b].

παραδεξιμιαίς (paradeksimjes): ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου [σελ. 198-204].

παραθύρια (parathirja): πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164].

παρακούσανε (parakusane): το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια [σελ. 208].

παρασαρτάρουμε (parasartarume): Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! [σελ. 162].

παραστέκει (parasteki): κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190].

πάρε (pare): και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα [σελ. 156 & 158] | και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160] | πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις [σελ. 190].

πάρε (pare): πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

πάρη (pari): νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη | κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a] | Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! | Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη [σελ. 162] | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη [σελ. 198-204].

πάρης (paris): πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης [σελ. 198-204].

πάρω (paro): όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω [σελ. 168 & 170] | να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b] | μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω [σελ. 198-204].

πας (pas): ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι | αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης [σελ. 156 & 158] | ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190] | κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι | το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου | το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου [σελ. 212-216].

πάσσα (pasa): σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162].

πασχαλιά (pashalja): καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος [σελ. 172a].

πάτε (pate): από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε [σελ. 208].

πατέρα (patera): δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι [σελ. 208].

πατώντας (patodas): εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208].

πάω (pao): χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204] | να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια [σελ. 212-216].

πεθερού (petheru): τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208] | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208].

πέλαγο (pelagho): γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160].

πενήντα (penida): σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162].

πένητες (penites): να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160].

πένητων (peniton): και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160].

πεντακόσια (pedakosja): και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190] | και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια [σελ. 168 & 170].

πέντε (pede): σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε [σελ. 162] | οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο [σελ. 210].

περβατούν (pervatun): ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; | βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! [σελ. 198-204].

πέρδικα (perdhika): εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει [σελ. 210].

περδίκι (perdhiki): να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162].

περικάλεσα (perikalesa): το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 174b].

περικαλώ (perikalo): στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 158 & 160].

περικλωνάρια (periklonarja): και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια [σελ. 154 & 156].

περιλάβουνε (perilavune): πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158].

περνάτε (pernate): διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε [σελ. 212-216].

πέρνει (perni): πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια | πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164] | κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει | οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210].

πέρνεις (pernis): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160].

πέρνουν (pernun): πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208].

πέρνω (perno): κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160].

περονοκούταλα (peronokutala): χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη [σελ. 168].

περουνομάχαιρο (perunomahero): χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη [σελ. 168].

περπατεί (perpati): κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210].

περπατήσω (perpatiso): δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω [σελ. 168 & 170].

πες (pes): για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε [σελ. 212-216].

πέσε (pese): κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου [σελ. 198-204].

πέση (pesi): ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190].

πέσης (pesis): να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης [σελ. 156 & 158].

πέταλα (petala): βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια [σελ. 190].

πέταξε (petakse): μεσουρανίς το πέταξε, μεσ’ την καρδιά του πάει [σελ. 198-204].

πέτε (pete): πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a].

πετρίτης (petritis): στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208].

πέφτει (pefti): δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση [σελ. 166 & 168] | χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται [σελ. 168].

πέφτει (pefti): δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση [σελ. 166 & 168] | χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται [σελ. 168].

πέφτουνε (peftune): πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a].

πήγαιναν (pighjenan): στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν [σελ. 198-204].

πηγαίνεις (pighjenis): πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις [σελ. 190].

πήγανε (pighane): κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν [σελ. 208].

πηρ’ (pir): το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

πήραν (piran): και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του [σελ. 206 & 208].

πήρε (pire): κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον [σελ. 212-216].

πης (pis): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158] | κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης [σελ. 212-216].

πιάνει (pjani): κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει [σελ. 158a].

πιάνης (pjanis): ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι [σελ. 166 & 168].

πιάσε (pjase): άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162].

πιης (pjis): να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162].

πίλι (pili): παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο [σελ. 162].

πίνει (pini): δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει [σελ. 166 & 168] | χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει [σελ. 168].

πίνετε (pinete): εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208].

πίνη (pini): δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη [σελ. 166 & 168] | χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη [σελ. 168].

πίνουν (πίνουν): να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162].

πίνουνε (pinune): κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται [σελ. 206 & 208].

πίνω (pino): και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι [σελ. 156 & 158].

πλαγιάση (plaghjasi): δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση [σελ. 166 & 168].

πλαγιάσης (plaghjasis): να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης [σελ. 156 & 158].

πλάκα (plaka): μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170].

πλάκας (plakas): και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι [σελ. 156 & 158].

πλακό (plako): δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της [σελ. 198-204].

πλάταις (plates): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

πληρώνεσαι (plironese): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160].

πλούσιοι (plusii): να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

πλούσιων (plusion): πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

ποδούλας (podhulas): ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση [σελ. 198-204].

ποθετή (potheti): να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! | κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον | κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι [σελ. 212-216].

ποθετής (pothetis): το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου [σελ. 212-216].

ποθητόν (pothiton): χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204].

ποιος (pjos): ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; [σελ. 198-204].

ποκαμισάκια (pokamisakja): και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια [σελ. 174b].

πολεμάτε (polemate): καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε! [σελ. 162].

πόλεμος (polemos): γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα [σελ. 210].

πολεμούνε (polemune): σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε; [σελ. 206 & 208].

Πόλι (Poli): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει [σελ. 152] | ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη [σελ. 198-204].

πολλά (pola): ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις | πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις [σελ. 158 & 160] | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a].

πολλή (poli): ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190].

πολύ (poli): κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη [σελ. 162].

πολυαγαπημένα (poliaghapimena): και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα [σελ. 158 & 160] | να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα [σελ. 172a].

πονή (poni): κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b].

πόρτα (porta): να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158] | εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a].

πόρταις (portes): γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις [σελ. 198-204].

πόσα (posa): παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι [σελ. 168 & 170].

πότε (pote): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158] | ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι [σελ. 166 & 168] | ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη! [σελ. 210].

που (pu): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152] | το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154] | που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156] | ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι [σελ. 156 & 158] | φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι | που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b] | ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις [σελ. 158 & 160] | επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν | να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! | παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο [σελ. 162] | κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει | πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις | στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε | ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση! [σελ. 190] | κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν | πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει [σελ. 172a] | που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; | βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! [σελ. 198-204] | κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται [σελ. 206 & 208] | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208] | διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε | κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι; [σελ. 212-216].

πούδα (pudha): μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω [σελ. 198-204].

πούθε (puthe): τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει! [σελ. 198-204].

πουλί (puli): κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη | φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου [σελ. 212-216].

πουλιά (pulja): πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208] | μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν [σελ. 212-216] | οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

πούμε (pume): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154] | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε [σελ. 212-216].

πουν’ (pun): κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι; [σελ. 212-216].

πουσ’ (pus): πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι [σελ. 206 & 208].

πούτο (puto): πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι [σελ. 154].

πούτον (puton): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι [σελ. 154].

πούχε (puhe): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154].

πραγματευτής (praghmateftis): πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη [σελ. 174b].

πρικού (priku): ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160].

Πρικοχάροντας (Prikoharodas): σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε [σελ. 162].

πριτά (prita): πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες | πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158].

προβαίνει (proveni): μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει [σελ. 198-204].

προλάβει (prolavi): Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη [σελ. 162].

προλάβη (prolavi): Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! [σελ. 162].

προξενητάδες (proksenitadhes): αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες [σελ. 198-204].

προσκέφαλο (proskefalo): δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση | δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση [σελ. 166 & 168].

προσκυνήση (proskinisi): και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση [σελ. 198-204].

προσμένανε (prozmenane): το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν [σελ. 208].

προσμένω (prozmeno): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158].

πρόσωπο (prosopo): κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b].

προχτές (prohtes): εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170].

πύργο (pirgho): του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση [σελ. 164].

πωκεί (poki): πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a] | πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν; [σελ. 174a].

πως (pos): οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται [σελ. 162] | μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170] | πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208].

πώς (pos): να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b] | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης [σελ. 198-204].

πώχουν (pohun): πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν [σελ. 158 & 160].

ρηγός (righos): δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι; [σελ. 168 & 170].

ρίζα (riza): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156].

ρίξτε (rikste): ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι [σελ. 198-204].

ρίξω (pikso): να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158].

ρόδα (rodha): να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158].

ροδοκοκκινάδαις (rodhokokinadhes): του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις [σελ. 158b].

ρούχα (ruha): να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b].

ρωτώντας (rotodas): και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις [σελ. 212-216].

σ’ (s’): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158] | κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα [σελ. 168 & 170] | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης [σελ. 198-204] | κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους | σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι [σελ. 206 & 208].

σα (sa): σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου [σελ. 158b] | κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος [σελ. 158 & 160] | επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο | σα μήλο, σα δαμασκηνό κιτρινοφυλλιασμένο | αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες [σελ. 198-204] | σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε; [σελ. 206 & 208] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του | σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του [σελ. 212-216].

σαι (se): που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; [σελ. 198-204].

σαμ (sam): σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου [σελ. 158b] | στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208] | κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι [σελ. 212-216].

σαν (san): πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι [σελ. 154] | φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b] | είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168] | φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα | στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208] | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

σαπή (sapi): και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ [σελ. 212-216].

σαράντα (sarada): σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε [σελ. 162] | σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε | κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε | μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει [σελ. 198-204].

σαραντοήμερο (saradoimero): πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν; [σελ. 174a].

σαρταίν’ (sarten): σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162].

σαρταίνει (sarteni): σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε | σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε [σελ. 162].

σας (sas): δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας | παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162] | εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208] | γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει [σελ. 208].

σε (se): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω | πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες | πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158] | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; [σελ. 198-204].

σελλώνει (seloni): νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει [σελ. 190].

σεντόνι (sedoni): κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι [σελ. 156 & 158].

σεντόνια (sedonja): χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται [σελ. 168] | χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται [σελ. 168] | είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια [σελ. 212-216].

σέρνει (serni): σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα [σελ. 158 & 160] | σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι [σελ. 198-204].

σήκω (siko): και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα [σελ. 156 & 158].

σηκώθηκε (sikothike): τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα | τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη [σελ. 198-204] | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208].

σηκώνουνε (sikonune): και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a].

σηκώσου (sikosu): και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα [σελ. 156 & 158].

σιώπα (sjopa): σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168].

σκάλα (skala): γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160] | σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε [σελ. 198-204].

σκαρίκια (skarikja): καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει! [σελ. 198-204].

σκασμάδα (skazmadha): κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a].

σκάψε (skapse): και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b].

σκέπασε (skepase): κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b].

σκεπή (skepi): χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου [σελ. 198-204].

σκοπό (skopo): οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

σκυλογύφτισσα (skiloghiftisa): τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει! [σελ. 198-204].

σκύλος (skilos): κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος [σελ. 158 & 160].

σκύψε (skipse): κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! [σελ. 172b].

σκύψη (skipsi): κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a].

σου (su): εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά [σελ. 154 & 156] | πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες [σελ. 156 & 158] | κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b] | χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι | κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες [σελ. 198-204] | μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε | χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

σου (su): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι | και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια [σελ. 154 & 156] | άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158] | κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158] | μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη; [σελ. 168 & 170] | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου | χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! [σελ. 198-204] | και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ | και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα | γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

σουσούμια (susumja): κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του [σελ. 158b] | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε [σελ. 212-216].

σπαθί (spathi): και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια [σελ. 206 & 208].

σπαθιά (spathja): σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα | στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια [σελ. 158 & 160].

σπίτι (spiti): ήταν και εις τι σπίτι του καράβι αρματωμένο [σελ. 154] | κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158] | επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο [σελ. 198-204] | το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν [σελ. 208].

σπιτιού (spitju): εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a].

στ’ (st’): ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι | κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα [σελ. 156 & 158] | μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση [σελ. 208].

στα (sta): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170] | να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια | και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190] | κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες | χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου [σελ. 198-204] | οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210] | κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το [σελ. 212-216].

στάβγα (stavgha): στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208].

σταβλί (stavli): σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι [σελ. 206 & 208].

στάβλο (stavlo): κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους | σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι [σελ. 206 & 208].

στάμπα (staba): στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208].

στάρι (stari): να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια [σελ. 190].

στασίδι (stasidhi): θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον [σελ. 212-216].

σταυρό (stavro): και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a].

σταυρωμένα (stavromena): στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 158 & 160] | το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 174b] | τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 198-204].

στεγνώξη (steghnoksi): και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις [σελ. 212-216].

στείλε (stile): αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες [σελ. 198-204].

στέκω (steko): στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 158 & 160].

στελέττα (steleta): σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα | στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια [σελ. 158 & 160].

στέρνει (sterni): στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο | στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος [σελ. 198-204] | εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη [σελ. 198-204].

στη (sti): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει [σελ. 152] | κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα [σελ. 156 & 158] | εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω [σελ. 168 & 170] | πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις | στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190] | στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν [σελ. 198-204] | στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204] | έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! [σελ. 206 & 208] | οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα [σελ. 198-210].

στηθάμι (stithami): να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162].

στήθια (stithja): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170].

στημ (stim): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει [σελ. 152] | να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158].

στην (stin): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι [σελ. 154] | να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158] | κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο | χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου! [σελ. 198-204] | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! [σελ. 208].

στο (sto): κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158] | επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν [σελ. 162] | μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170] | επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο [σελ. 198-204] | δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι | σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! [σελ. 208] | κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι | θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον [σελ. 212-216].

στολίδια (stolidhja): είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια [σελ. 168].

στομ (stom): δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! | χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204].

στόμα (stoma): φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208].

στον (ston): στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω [σελ. 156 & 158] | γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160] | πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a] | πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη [σελ. 174b] | τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190] | εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο [σελ. 212-216].

στου (stu): και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a].

στους (stus): πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι [σελ. 154] | κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158].

στράτα (strata): πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις | στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε [σελ. 190] | στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν | στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει [σελ. 198-204].

στρατιώτες (stratiotes): διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε [σελ. 212-216].

στρώσης (strosis): κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158].

στρώσω (stroso): να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης [σελ. 156 & 158].

συ (si): πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι [σελ. 206 & 208].

συγυρίζεται (sighirizete): κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη [σελ. 158 & 160].

συνεβγάνουμε (sinevghanume): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154].

συνταζόσουνα (sidazosuna): μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω [σελ. 212-216].

συντάχτηκες (sidahtikes): μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα [σελ. 158b].

Συριά (Sirja): που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει [σελ. 152].

σύρουν (sirun): πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες [σελ. 156 & 158].

σύρτε (sirte): σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου! [σελ. 208].

συχνοχαιρετιώντα (sihnoheretjoda): αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα [σελ. 206 & 208].

συχνοχαιρετιώνται (sihnoheredjode): κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται [σελ. 206 & 208].

σφογγίζοντας (sfogizodas): και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ [σελ. 212-216].

σφυριδοκάλιγα (sfiridhokaligha): και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια [σελ. 190].

σώπα (sopa): σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168].

τ’ (t’): και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι [σελ. 156 & 158] | μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του | και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους! | να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! | κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα [σελ. 158 & 160] | κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη | να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170] | να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα | να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια! [σελ. 172a] | νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει [σελ. 190] | και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της | τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα | | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη [σελ. 198-204] | πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208] | από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα | δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208] | κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι [σελ. 212-216].

τα (ta): και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια [σελ. 154 & 156] | άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη [σελ. 156 & 158] | κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει | κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη! [σελ. 158a] | κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του | φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια | φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b] | πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν | στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια | στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα | πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια | και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα [σελ. 158 & 160] | καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε! κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει | άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162] | πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια [σελ. 164] | είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα [σελ. 168] | παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι | κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια [σελ. 168 & 170] | και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου | να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα | να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα [σελ. 172a] | κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b] | πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια [σελ. 174a] | το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα | να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος | και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια [σελ. 174b] | βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια | και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια [σελ. 190] | δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της | κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια | τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα [σελ. 198-204] | και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια | εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια [σελ. 206 & 208] | το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια [σελ. 208] | κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει [σελ. 208] | με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια | μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου | να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε | σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του | οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν [σελ. 212-216].

τα (ta): κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα | έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα [σελ. 208].

ταξίδι (taksidhi): ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι [σελ. 156 & 158].

τάρριξε (tarikse): κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a].

τάχα (taha): τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι; [σελ. 168 & 170].

τάχει (tahi): στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια [σελ. 158 & 160].

τέσσαραις (tesares): κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε | μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει [σελ. 198-204].

τέσσαρους (tesarus): κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! [σελ. 206 & 208].

τέτοιο (tetjo): κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει [σελ. 168].

τη (ti): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156] | κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι [σελ. 156 & 158] | γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168] | άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο [σελ. 168] | δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; | και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170] | σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε | κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη [σελ. 198-204] | πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα [σελ. 206 & 208] | είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα | γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου [σελ. 212-216].

τημ (tim): εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a] | μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης [σελ. 198-204].

την (tin): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154] | η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156] | να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης | κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω [σελ. 156 & 158] | μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα [σελ. 158b] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170] | μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω | μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε | χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα; | εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι | βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! [σελ. 198-204] | και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του [σελ. 206 & 208] | δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι [σελ. 208] | φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου | φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα | οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν | δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου | είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα [σελ. 212-216].

τήραξ’ (tiraks): τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει! [σελ. 198-204].

της (tis): εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της | κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι | δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204] | του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι [σελ. 212-216].

τι (ti): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 154] | τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης [σελ. 154 & 156] | ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις; [σελ. 168 & 170] | πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο [σελ. 174a] | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; [σελ. 198-204] | σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε; [σελ. 206 & 208].

το (to): α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το [σελ. 156 & 158] | κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με! [σελ. 172b] | νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει [σελ. 190] | ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη | ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου | δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το | τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει! | μεσουρανίς το πέταξε, μεσ’ την καρδιά του πάει [σελ. 198-204] | το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις [σελ. 210] | ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει | να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου | να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου | να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος! | κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης | κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το [σελ. 212-216].

το (to): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; | πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια | πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι | και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη [σελ. 154] | κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι | αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! [σελ. 154 & 156] | κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι | και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα | και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι [σελ. 156 & 158] | φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει | φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι | φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b] | γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο [σελ. 158 & 160] | δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας | παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα | άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει | μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη| είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα | και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a] | κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου [σελ. 172b] | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b] | πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν; | και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι [σελ. 174a] | το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 174b] | τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι | νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει | να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια | και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190] | ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι | και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της | πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης | στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο | καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο | τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο | κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; | χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι | ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι | χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204] | και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης | και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια [σελ. 206 & 208] | από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε | το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση [σελ. 208] | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208] | δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα [σελ. 208] | και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ | το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου | το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι | κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι | κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι; [σελ. 212-216].

τομ (tom): στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 158 & 160] | κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190] | ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη! [σελ. 210] | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε [σελ. 212-216].

τον (ton): μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις [σελ. 158 & 160] | κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει [σελ. 162] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204] | ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη! [σελ. 210] | εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν [σελ. 212-216].

τον (ton): τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα [σελ. 156 & 158] | καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε | παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας [σελ. 162] | κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει [σελ. 190] | σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο | κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει | σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170] | κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο [σελ. 172a] | στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο | στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! | στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν | καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει! [σελ. 198-204] | θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον | είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια | γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου | κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον [σελ. 212-216].

τονε (tone): καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε [σελ. 162].

τόνε (tone): κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει [σελ. 162] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει [σελ. 210].

τόπο (topo): γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου | μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου [σελ. 212-216].

τόπον (topon): τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190].

τόσο (toso): όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι! [σελ. 198-204].

του (tu): εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της | κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του | που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b] | ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα | πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια [σελ. 158 & 160] | να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162] | του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση [σελ. 164] | εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου [σελ. 166 & 168] | και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια [σελ. 168 & 170] | ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι | ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου | επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο | δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου [σελ. 198-204] | του γύρου γύρου ολόχρυσο, στη μέση το φαρμάκι! [σελ. 198-204] | πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του [σελ. 206 & 208] | δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν | το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια | μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208] | του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι [σελ. 212-216].

του (tu): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια | ήταν και εις τι σπίτι του καράβι αρματωμένο [σελ. 154] | κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του | φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια | φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι | του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις | φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b] | μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του [σελ. 158 & 160] | τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190] | γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168] | και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου | γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο [σελ. 198-204] | και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του | στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης [σελ. 206 & 208] | για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε | σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του [σελ. 212-216].

του (tu): το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε; [σελ. 158a] | κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη [σελ. 162] | από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει [σελ. 198-204] | με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια | σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του [σελ. 212-216].

τουμ (tum): και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια [σελ. 168 & 170].

τουν (tun): πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια | και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160].

τουνεζίνικα (tunezinika): και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις [σελ. 174b].

Τούρκοι (Turki): εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208].

τους (tus): γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! [σελ. 158 & 160] | επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν [σελ. 162].

τους (tus): να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160] | κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους | φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208] | έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους! [σελ. 206 & 208] | κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες [σελ. 206 & 208] | το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια [σελ. 208].

τραντάφυλλα (tradafila): να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα [σελ. 156 & 158].

τρεις (tris): η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη [σελ. 154 & 156] | κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες [σελ. 198-204] | κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας! [σελ. 206 & 208] | οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο [σελ. 210].

τρέμει (tremi): στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! [σελ. 198-204].

Τρεμοτράχηλα (Tremotrahila): στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος | καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος! | καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει! [σελ. 198-204].

τρία (tria): χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

τριγυρίζαν (trighirizan): μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν [σελ. 212-216].

τριπαληό (tripaljo): να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι! [σελ. 162].

τρίταις (trites): κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι [σελ. 154 & 156].

τρίτο (trito): το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου [σελ. 212-216].

τρώγα (trogha): αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα [σελ. 206 & 208].

τρώγανε (troghane): μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν [σελ. 212-216].

τρώγη (troghi): χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη [σελ. 168] | χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη [σελ. 168].

τρων (tron): κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται [σελ. 206 & 208].

τρώτε (trote): εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου! [σελ. 206 & 208].

τσ’ (c’): εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168] | εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 168 & 170] | εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα [σελ. 172a] | και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο [σελ. 198-204].

τσ’ (c’): που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b] | να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις [σελ. 158 & 160] | κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b] | και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις [σελ. 174b] | αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της [σελ. 198-204] | κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210].

τσακίστηκε (cakistike): και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη [σελ. 154].

τσάμπαις (cabes): και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια [σελ. 154 & 156].

τσαπί (capi): κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b].

τση (ci): και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι | πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι! [σελ. 156 & 158] | εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της [σελ. 158a] | φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b] | παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162] | να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος [σελ. 174b] | ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση | τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο | κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια [σελ. 198-204] | μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση | τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση [σελ. 208] | το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου | το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου [σελ. 212-216].

τση (ci): πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 154] | του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις | είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια [σελ. 168] | είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια [σελ. 168 & 170] | να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους | να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος | να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν | βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b] | μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει | αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου | αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της | γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις | βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα! | χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! [σελ. 198-204] | κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει [σελ. 210] | χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

τσηγαρίζω (cigharizo): να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις [σελ. 158 & 160].

τσοι (ci): και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις [σελ. 212-216].

τσοι (ci): να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν [σελ. 174b].

τσου (cu): μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις [σελ. 158 & 160] | πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια [σελ. 164] | είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια [σελ. 168] | και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a] | βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους [σελ. 174b] | κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους [σελ. 206 & 208] | το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν [σελ. 208] | κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει | οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο [σελ. 210] | να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους [σελ. 212-216].

τσους (cus): να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους [σελ. 174b].

των (ton): γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες! [σελ. 158 & 160].

τώρα (tora): και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι! [σελ. 168 & 170] | τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι | τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη [σελ. 190].

τώφαγ’ (tofagh): το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος [σελ. 212-216].

τώχω (toho): μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι [σελ. 168 & 170].

υγιά (ighja): κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου [σελ. 156 & 158].

φάε (fae): φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου [σελ. 212-216] | φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα [σελ. 212-216].

φάη (fai): δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη | δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη [σελ. 166 & 168] | κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη [σελ. 212-216].

φαρμακερό (farmakero): το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου [σελ. 212-216].

φαρμάκι (farmaki): και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι [σελ. 156 & 158].

φας (fas): να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι [σελ. 162].

φεγγάρι (fegari): δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι; [σελ. 168 & 170].

φεγγαριού (fegarju): που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις [σελ. 158b].

φέρνει (ferni): καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει! [σελ. 198-204].

φέρτε (ferte): χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204].

φέσια (fesja): και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις [σελ. 174b].

φεύγα (fevgha): και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα [σελ. 156 & 158].

φιλής (filis): κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; [σελ. 198-204].

φίλησε (filise): κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με! [σελ. 172b].

φιλί (fili): και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190].

φιλιώνται (filjode): αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα [σελ. 198-204].

φιλοτιμιαίς (filotimjes): χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! [σελ. 198-204].

φλωριά (florja): πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια [σελ. 158 & 160] | να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

φοβούνται (fovude): οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται [σελ. 162].

φόριε (forje): μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε [σελ. 198-204].

Φουκά (Fuka): στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο | καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο [σελ. 198-204].

φουκάρι (fukari): χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204].

φουντώνουν (fudonun): σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του [σελ. 212-216].

φουντωτή (fudoti): σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του [σελ. 212-216].

φούρνο (furno): ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης [σελ. 212-216].

φρόνιμο (fronimo): φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει [σελ. 158b].

φρύδια (fridhja): τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 154] | τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια [σελ. 168 & 170].

φτερούγες (fterughjes): χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

φτιασ’ (ftjas): φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια | φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b].

φτιάσε (ftjase): φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι [σελ. 158b].

φτιάσης (ftjasis): α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το [σελ. 156 & 158] | μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα [σελ. 158b].

φτιάσω (ftjaso): να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης [σελ. 156 & 158].

φτυάρι (ftjari): κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι [σελ. 172b].

φτωχοί (ftohi): να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

φτωχών (ftohon): πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

φύγετε (fighjete): αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε! [σελ. 206 & 208].

φυλάξουν (filaksun): πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν [σελ. 158 & 160].

φωνή (foni): φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα [σελ. 206 & 208].

χαϊδεμένος (haidhemenos): που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος; [σελ. 198-204].

χαίρουνται (herude): να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους! [σελ. 158 & 160].

χαμπήλωσε (habilose): χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω [σελ. 212-216].

χαρά (hara): πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a].

Χάρε (Hare): άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162].

χάρες (hares): χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! [σελ. 198-204].

χάρισμα (harizma): κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου; [σελ. 198-204].

Χάρο (Haro): Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα [σελ. 158 & 160] | οι αντρειωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται | Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη! | Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη [σελ. 162] | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω; [σελ. 166 & 168] | άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο | Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω; [σελ. 168] | το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 174b].

Χάροντα (Haroda): καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε [σελ. 162].

Χάροντας (Harodas): γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του [σελ. 166 & 168].

Χαρόντισσα (Harodisa): γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του | εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου | σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω [σελ. 166 & 168] | άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο | σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω [σελ. 168].

Χάρος (Haros): κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη [σελ. 158 & 160] | κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη [σελ. 162] | κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει [σελ. 168].

Χάρου (Haru): ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα [σελ. 158 & 160] | του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση [σελ. 164] | εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου [σελ. 166 & 168] | χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου! [σελ. 198-204].

χαρούν (harun): να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια [σελ. 158 & 160].

χέρι (heri): εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι [σελ. 212-216].

χέρια (herja): στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 158 & 160] | άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια! [σελ. 162] | και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου [σελ. 172a] | το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα [σελ. 174b] | τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα | χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου [σελ. 198-204].

χήνα (hina): σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου [σελ. 158b].

χήνας (hinas): φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι [σελ. 158b].

χήρας (hiras): παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα | σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα [σελ. 162].

χίλια (hilja): και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια! [σελ. 190] | χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι [σελ. 198-204].

χιλιάδες (hiljadhes): κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες [σελ. 198-204] | κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες [σελ. 206 & 208].

χίλιους (hiljus): κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες [σελ. 206 & 208].

χλίβονται (hlivode): κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν [σελ. 172a].

χοντρά (hodra): να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια [σελ. 212-216].

χορός (horos): πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι [σελ. 174a].

χρήζει (hrizi): δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε [σελ. 198-204].

χρήζω (hrizo): δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το [σελ. 198-204].

χρόνια (hronja): να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης [σελ. 212-216].

χρυσά (hrisa): βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια [σελ. 190] | μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε | χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου! [σελ. 198-204].

χρυσή (hrisi): που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι [σελ. 154 & 156] | χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου [σελ. 198-204].

χρυσό (hriso): χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι [σελ. 198-204].

χρυσοκεραμωμένο (hrisokeramomeno): τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο | τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο [σελ. 198-204].

χρυσοπαλουκωμένο (hrisopalukomeno): και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο | και τσ’ αλληνής το σπίτι τση χρυσοπαλουκωμένο [σελ. 198-204].

χώμα (homa): κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα | κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι | και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα [σελ. 156 & 158] | μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη| δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη [σελ. 168 & 170] | και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης [σελ. 172b].

χώρια (horja): και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι [σελ. 174a].

χωρίζουν (horizun): πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν; [σελ. 174a].

χωρίς (horis): είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια | χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει | χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται | χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη | χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται [σελ. 168] | και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια [σελ. 174b].

ψάλουν (psalun): πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες [σελ. 156 & 158].

ψες (pses): μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε [σελ. 198-204].

ψηλό (psilo): δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση [σελ. 166 & 168].

ψηλός (psilos): πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι [σελ. 154].

ψωμάκι (psomaki): ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης [σελ. 212-216].

ω (o): ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις [σελ. 158 & 160] | ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου [σελ. 198-204] | ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε! [σελ. 208].

ωργηοστάλαχτο (orghjostalahto): και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι [σελ. 156 & 158].

ως (os): ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη | ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου [σελ. 198-204] | πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια [σελ. 208].